Όσο Διαφορετικοί κι Είμαστε Μπορούμε να Είμαστε Φίλοι

Page 1


Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα λιβάδι που έμενε ένας αγρότης με τα ζώα του. Ο αγρότης είχε διάφορα ζώα. Ένα από αυτά ήταν και το σκυλάκι του ο Κόπερ. Μία μέρα ο Κόπερ πήγε μια βόλτα στο βουνό. Εκεί που περπατούσε, άκουσε ένα βέλασμα. Σαν να ερχόταν από ένα δάσος, που ήταν εκεί κοντά. Πλησίασε να δει τι ήταν και είδε ένα κατσικάκι. Δεν το είχε ξαναδεί ποτέ. Ο σκύλος πήγε και ρώτησε το κατσικάκι: - Πώς σε λένε; - Με λένε Χάρη, είπε το κατσικάκι. - Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ κοντά. Από πού είσαι; - Εκεί που μας είχε πάει το αφεντικό μας να βοσκήσουμε, ξέσπασε μια μεγάλη φωτιά. Δεν ξέραμε ποιος την προκάλεσε. Αρχίσαμε να τρέχουμε, αλλά οι φλόγες μας πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Δεν ξέρω που πήγαν οι άλλοι, αλλά εγώ έτρεξα όσο πιο πολύ μπορούσα και βρέθηκα πολύ μακριά από το σπίτι μου. Έτσι βρέθηκα εδώ. Αχ είμαι πολύ στεναχωρημένος που έχασα τους δικούς μου.


-Μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου αν θέλεις. Ξέρεις μέχρι να βρεις τους δικούς σου. Αν θέλεις μπορώ να σε βοηθήσω να τους βρεις. -Αλήθεια το λες; Ευχαριστώ πάρα πολύ. - Ωραία, πάμε; - Ναι! Μόλις έφτασαν στο αγρόκτημα και είδε ο αγρότης το κατσικάκι είπε κοιτάζοντάς το: «Από ποιο αγρόκτημα είσαι εσύ; Δεν νομίζω να υπάρχει κανένα άλλο αγρόκτημα εδώ κοντά. Μμμ.. φαίνεσαι πεινασμένο. Περίμενε να πάω να σου φέρω λίγα χόρτα για να φας». Αφού έφαγαν το βραδινό τους, ο αγρότης τους είπε ότι αύριο θα έρθει η εγγονή του, η Εύα. Ο Κόπερ γάβγισε από χαρά, γιατί με την εγγονή του αγρότη, κάθε καλοκαίρι, περνούσαν καταπληκτικά.


Την επόμενη μέρα ήρθε η εγγονή του αγρότη. Αφού αγκάλιασε τον Κόπερ, είδε και το κατσικάκι και είπε: -- Αχ τι όμορφο κατσικάκι. Πώς το έχεις ονομάσει παππού; -Εεε…δεν το έχω ονομάσει. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να του βρεις εσύ όνομα. - Α!!! αλήθεια παππού; Ευχαριστώ!!! Η εγγονή είπε στο κατσικάκι: - Εμένα με λένε Εύα. Εσένα πώς να σε ονομάσουμε; -Έχω όνομα. Με λένε Χάρη. -Μπορείς και μιλάς; !!! -Ναι -Ουάου!


- Αύριο θα πάμε κάτω στην αγορά, είπε ο παππούς. - Εντάξει παππού, είπε η Εύα. Την άλλη μέρα ετοιμάστηκαν για να κατέβουν στην πόλη. Εκείνη την ημέρα ερχόταν νέο εμπόρευμα στα μαγαζιά.


«Μην απομακρύνεστε. Μέσα σε τόσο κόσμο μπορεί να χαθείτε», είπε ο παππούς. Ο Χάρη είχε περιέργεια να δει τι είχε μέσα το καράβι. Ξαφνικά έτσι όπως πλησίαζε το καράβι, γλίστρησε σε κάτι λάδια και έπεσε μέσα σε μία κούτα. Ο παππούς και η Εύα τον έψαχναν. Εκείνη την στιγμή ο Κόπερ άκουσε την φωνή του Χάρη μέσα από την κούτα. Έτρεξε για να τον ελευθερώσει, όμως μέχρι να φτάσει στην κούτα, οι υπάλληλοι του καραβιού την είχαν βάλει μέσα στο καράβι. Αμέσως ο Κόπερ πήδηξε στο καράβι. Η Εύα τον είδε και φώναξε: -Παππού ο Κόπερ έφυγε !!! - Τι πράγμα; - Ναι αυτό που σου λέω! Γρήγορα!


Ο παππούς άρχισε να τρέχει προς το καράβι. Δυστυχώς δεν το πρόλαβε. Το καράβι είχε σηκώσει πανιά. - Ωχ! Πώς θα τον φέρουμε πίσω παππού; - Αχ, δεν ξέρω πώς, αλλά πρέπει. - Πού πάει αυτό το πλοίο παππού; - Ας ρωτήσουμε τους μαγαζάτορες που προμηθεύτηκαν προϊόντα από αυτό. - Καλή ιδέα! - Συγγνώμη, κύριέ μου;


- Ναι, πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω; - Μήπως ξέρετε πού πάει το καράβι που έφυγε μόλις τώρα; - Ναι. Πάει στην Μαδαγασκάρη. Από εκεί προμηθεύεται τα μπαχαρικά που μας φέρνει. - Ωχ, είπε ο παππούς . - Πώς θα τους φέρουμε πίσω πάππου, είπε η Εύα. - Αχ, δεν ξέρω. Μετά από ένα μήνα η Εύα και ο παππούς της πήγαν μια βόλτα στο λιμάνι, εκεί που εξαφανίστηκε ο Χάρη. Εκεί που περπατούσαν είδαν το καράβι που πήδηξε ο Κόπερ. Ήταν έτοιμο να σαλπάρει και πήγαινε πάλι στην Μαδαγασκάρη. Ο παππούς άρπαξε την Εύα και τρύπωσαν κρυφά στο καράβι.


Μετά από μέρες ταξίδι, το καράβι έφτασε στην Μαδαγασκάρη. Ο παππούς και η Εύα βγήκαν προσεκτικά χωρίς να τους δουν από το καράβι και έτρεξαν προς το δάσος! - Παππού που λες να είναι ο Κόπερ και ο Χάρη; - Αχ δεν ξέρω, πάμε να τους βρούμε. Σίγουρα θα είναι μέσα στο δάσος.


Ο Κόπερ είχε βγάλει τον Χάρη από το κουτί και είχαν κρυφτεί μέσα σε μια σπηλιά. Ξαφνικά άκουσαν την φωνή της Εύας και άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος της. Η Εύα τους αγκάλιασε και φώναξε στον παππού της: - Παππού τους βρήκα!!! -Αλήθεια, που είναι τα ζωάκια μου;


Όλοι αγκαλιάστηκαν. Ξαφνικά εμφανίστηκε μια νεράιδα και τους είπε: - Είμαι η νεράιδα των ζώων. Θα μπορούσες Κόπερ να κάτσεις με τους άλλους σκύλους και να χαζολογάς, αλλά προτίμησες να σώσεις τον φίλο σου το κατσικάκι, που οι φίλοι σου δεν το ήθελαν στην παρέα. Κι εσύ αγρότη με την εγγονή σου φερθήκατε πολύ γενναία. Για αυτό το λόγο έχετε μια ευχή. - Το πλοίο φεύγει. Γρήγορα Εύα κάνε μια ευχή, είπε ο παππούς. - Να είμαστε όλοι οι άνθρωποι και όλα τα ζώα για πάντα φίλοι., είπε η Εύα.

Εσείς παιδιά τι θα ευχόσασταν;


Η ιστορία αυτή γράφτηκε από τους μαθητές: Αρμενάκη Ηλία, Κουνάκη Σιδερή, Μηνιώτη Αλέξανδρο και Νικηφορίδη Χριστίνα Εικονογράφηση: Αρμενάκης Ηλίας, Γιαννόπαπας Ματθαίος, Κουνάκης Σιδερής, Κρεατσούλας Ευγένιος, Λούλι Ενέο, Μηνιώτης Αλέξανδρος, Νεαμονίτη Αναστασία και Νικηφορίδη Χριστίνα


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.