ΑΝΑΝΗΨΗ _ Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής

Page 1



ανάνηψη (η) ουσ. [<μτγν. ἀνάνηψις < ἀνανήφω] (Κ ανάνηψις, -εως) ανάκτηση της πνευματικής διαύγειας, επάνοδος στη νηφαλιότητα ύστερα από μέθη ή κόμμα



ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

ΑΝ Α Ν Η Ψ Η _ Με λέ τ η Α π οκα τά σ τα σ ης κ α ι Επ α ν ά χ ρ ησ ης τ ης π α λα ιά ς Ι ε ρ ά ς Μον ής Τιμίο υ Π ρ ο δρ ό μο υ Αν α το λής Κισ σ ά β ο υ

[ΕΠΙΜΕΛ ΕΙ Α ] Παπ ανι κ ολάου Δ ομνί κ η [ΕΠΙΒ Λ ΕΨΗ] Δ ού ση Μαρ ί α, Ν ομι κ ός Μι χ αήλ

Διπλωματική Εργασία Σχεδιασμού / Θεσσαλονίκη 2021



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ_ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

2

1 . Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Η Α Ν Α ΛΥ ΣΗ ΚΑ Ι Τ Ε ΚΜΗΡΙΩ ΣΗ 1.1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ 1.1.1. Προσδιορισμός περιοχής - Γενικό κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο εποχής – Το Όρος των Κελλίων 1.1.2. Η αρχιτεκτονική του Όρους των Κελλίων και της περιοχής της Αγιάς 1.1.3. Γενικά στοιχεία και Ιστορική ανάλυση της Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου

9 14 17

1.2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ 1.2.1. Ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος 1.2.2. Σημερινή κατάσταση συγκροτήματος και συνθήκες περιοχής

23 39

2 . Α Ρ Χ Ι Τ Ε ΚΤ Ο Ν Ι ΚΗ Α Ν Α ΛΥ ΣΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩ ΣΗ 2.1. Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

43

45

2.2. ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ – Το νέο και το παλαιό μοναστήρι

2.3. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΠΤΕΡΥΓΩΝ 2.3.1. Χρονολόγηση 2.3.2. Χρήσεις 2.3.3. Τυπολογία 2.3.4. Μορφολογία 2.3.5. Κατασκευαστική Δομή και Υλικά Κατασκευής 3.

2.4. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Α Ρ Χ Ι Τ Ε ΚΤ Ο Ν Ι ΚΗ Π Ρ Ο Τ Α ΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗΣ ΓΕΝΙΚΑ

3.1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ – ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ

3.2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ

59 60 64 70 71 72 79 90 91 92 115



ΕΙΣΑΓΩΓΗ_

1


2


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Ανέκαθεν, τα μοναστήρια του ελληνικού χώρου αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα του πλούτου της ευρύτερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, βυζαντινής, μεταβυζαντινής και νεότερης. Ιδιαίτερα όταν αυτά ανήκουν σε περιόδους κατά τις οποίες η αρχιτεκτονική δραστηριότητα είναι περιορισμένη μόνο στην κάλυψη των αναγκών στέγασης, τα μοναστήρια αποτελούν τα έργα τέχνης της εποχής. Επομένως, η μελέτη τους δίνει πληθώρα πληροφοριών για την εποχή δημιουργίας τους και τον τρόπο που είχαν βρει οι άνθρωποι να εξελίσσουν τις σχεδιαστικές και κατασκευαστικές τους γνώσεις, έστω και υπό αυστηρούς περιορισμούς. Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς δεσπόζει εδώ και σχεδόν μισή χιλιετία στη νότια πλαγιά του όρους Όσσα (Κίσσαβος) της Θεσσαλίας. Συγκεκριμένα, η ίδρυση και εκκίνηση κατασκευής της ανάγεται περ. στο 1550, από τον όσιο Δαμιανό το νέο. Η θέση που βρίσκεται σήμερα ταυτίζεται με την αρχική της, σε υψόμετρο 1080 μ., και σε απόσταση βεληνεκούς 4 χλμ. νοτιοδυτικά του γειτονικού χωριού Ανατολή (παλαιότερα Σελίτσανη) και περ. 40 χλμ. από τη Λάρισα. Αποτελεί μεταβυζαντινό μνημείο και ένα από τα πιο ακμάζοντα μοναστήρια της Θεσσαλίας του 16ου-19ου αι., προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο πολυάριθμα αρχιτεκτονικά και όχι μόνο στοιχεία για την εποχή εκείνη. Εύκολα γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι η μακραίωνη ιστορία αυτού του συγκροτήματος συνεπάγεται την αναπόφευκτη αλλοίωσή του με το πέρασμα των χρόνων. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όπως σε κάθε ιστορικό μνημείο έτσι και στο εν λόγω, καθίσταται ανέκαθεν αναγκαία η επιδιόρθωση βλαβών. Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται μετεξέλιξη παλαιότερων στοιχείων ή προσθήκη νέων, με σκοπό όχι μόνο την εξασφάλιση στατικότητας, αλλά και την επαρκή εξυπηρέτηση των αναγκών των διαμενόντων εντός του μοναστηριού, καθώς και την ανάδειξη της μνημειώδους αξίας του, η οποία φυσικά αυξάνεται με το πέρασμα των χρόνων. Κάθε οικοδομική φάση άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στο κτηριακό συγκρότημα, αλλά παράλληλα εξασφάλισε τη διατήρησή του μέχρι σήμερα. Εντούτοις, από τη διάλυση της Μονής το 1889 κι έκτοτε, παρουσιάζεται μια σειρά γεγονότων τα οποία συνέβαλλαν στην σταδιακή ερείπωσή της, με αποτέλεσμα ο 21ος αι. να βρίσκει το μεταβυζαντινό μοναστήρι σε πραγματικά αξιοθρήνητη κατάσταση. Η εξέλιξη της οικοδομικής ιστορίας αυτού του αρχιτεκτονήματος θα μπορούσε να έχει τραγικό τέλος, με ολοκληρωτική κατάρρευσή του, αν δεν πραγματοποιούνταν αναστηλωτικές επεμβάσεις στο μεγαλύτερο τμήμα του, από τη γυναικεία μοναστική αδελφότητα που εγκαταστάθηκε εκεί λίγο μετά το 2000, σε συνεργασία με τοπικούς μαστόρους, μεταξύ των ετών 2016-2020. Η παρούσα διπλωματική εργασία σχεδιασμού έχει στόχο την ανάδειξη του εν λόγω μοναστηριακού συγκροτήματος. Το μοναστήρι παρουσιάζει αναστηλωτικές επεμβάσεις, ωστόσο οι βόρεια και νότια πτέρυγες συνεχίζουν να βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση, με μικρότερο ωστόσο κίνδυνο κατάρρευσης σε σχέση με τα έτη πριν το 2016. Το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, καθώς εκτός από την αρκετά αλλοιωμένη εμφάνιση των δύο πτερύγων σε σχέση με την αρχική τους μορφή, οι αρχιτεκτονικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί και σώζονται πριν από την παρούσα είναι μόνο δύο και ελλιπείς, ενώ οι αξιόπιστες αναφορές και περιγραφές για το μοναστήρι είναι ολιγάριθμες και δεν καλύπτουν την πρώτη οικοδομική φάση του, μεταξύ του 16ου και 18ου αι.. Συνεπώς, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες μελέτες αποκατάστασης κτηρίων με τόσο

Βορειοανατολική άποψη της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

μεγάλη ιστορία, θα πραγματοποιηθεί συγκριτική μελέτη των πηγών μεταξύ τους και με την υφιστάμενη κατάσταση, ώστε να εξασφαλιστεί ένα όσο το δυνατόν πιο πλήρες και ακριβές αποτέλεσμα. Για την καλύτερη κατανόηση της δυσκολίας του εγχειρήματος, γίνεται παρακάτω μια σύντομη αναφορά στην ευρύτερη περιοχή του Κισσάβου, την ιστορία της και τις ιδιαιτερότητες της ζωής και της αρχιτεκτονικής, την εποχή της ανοικοδόμησης του υπό μελέτη κτηριακού συγκροτήματος. Αν και το Άγιον Όρος αποτελεί το γνωστότερο μοναστικό κέντρο του ελλαδικού χώρου, δεν είναι και το παλαιότερο, καθώς μεταξύ του 9ου και 11ου αι. αναπτύχθηκε στην περιοχή της Ανατολικής Θεσσαλίας ένα μεγάλο μοναστικό κέντρο, γνωστό ως ‘Όρος των Κελλίων’. Σύμφωνα με την πλέον αποδεκτή θέση, το Όρος των Κελλίων είναι ο Κίσσαβος. Παρόλο που ο μοναχισμός σε αυτή την περιοχή ήταν ανοργάνωτος και κατά κύριο λόγω ιδιόρρυθμου τύπου, φαίνεται να αποτελούσε αξιόλογο χριστιανικό κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πόλο έλξης προσκυνητών, καθώς σώζονται αρκετές αναφορές σε αυτό1. Η πρώτη αναφορά στο ‘Όρος των Κελλίων’ γίνεται στο βίο των αγίων Συμεών και Θεοδώρου, κτητόρων της μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, οι οποίοι αναφέρουν ότι πέρασαν από αυτό γύρω στο 870, κατεβαίνοντας από το Άγιον Όρος προς τη Ν. Ελλάδα2. Λίγα χρόνια μετά, αναφέρεται ότι φιλοξενήθηκαν και οι άγιοι Βαρνάβας και Σωφρόνιος, κατά παράδοση ιδρυτές της μονής Σουμελά, στην πορεία τους από την Αθήνα προς τον Πόντο3. Το 1083 η Άννα η Κομνηνή αναφέρει ότι ο πατέρας της αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός, πέρασε ‘…διὰ τοῦ βουνοῦ τῶν Κελλίων…’ κατά τη διάρκεια εκστρατείας με σκοπό την αναχαίτιση των Νορμανδών, που είχαν πολιορκήσει τη Λάρισα4. Ο 1 Γουλούλης, Σ. Γ. (2010). Η ανατολική Όσσα και η μοναστική ‘κοινότητα’ των κελλίων. (Νεώτερα δεδομένα: χρονολογικά και τοπογραφικά όρια). Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού (σσ. 187-204). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας., Σδρόλια, Σ. (2013). Το Όρος των Κελλίων. Λάρισα: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων., σσ. 7-9. 2 Αν και το συγκεκριμένο αγιολογικό κείμενο συντάχθηκε σε μεταγενέστερη εποχή, κατά τον 13ο-14ο αι., και η εγκυρότητά του ως ιστορική πηγή αμφισβητείται εξαιτίας της μη ιστορικής τεκμηρίωσης των στοιχείων που δίνει, η ένταξη της προσπάθειας των Αγιορειτών Συμεών και Θεοδώρου στο β’ μισό του 9ου αι. είναι μία σοβαρή άποψη. Για περισσότερες πληροφορίες: Σβορώνος, Ν. (1984). Η σημασία της ίδρυσης του Αγίου Όρους για την ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου. Στο Ν. Σβορώνος, Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας 6 (σσ. 17-47). Καρυές Αγίου Όρους: Σχολή Μωραΐτη., και Γουλούλης, Σ. Γ. (2010). Η ανατολική Όσσα και η μοναστική ‘κοινότητα’ των κελλίων. (Νεώτερα δεδομένα: χρονολογικά και τοπογραφικά όρια). Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού (σσ. 187204). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας., σσ. 187-188. 3 Γουλούλης, Σ. Γ. (2010). Η ανατολική Όσσα και η μοναστική ‘κοινότητα’ των κελλίων. (Νεώτερα δεδομένα: χρονολογικά και τοπογραφικά όρια). Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού (σσ. 187-204). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας., σσ. 188. 4 ‘…εἶτα καρτερῶς ὁπλίσας ἅπαντας ἔξεισι τῆς Κωνσταντίνου, καὶ τοῖς μέρεσι τῆς Λαρίσσης ἐγγίσας καὶ διελθὼν διὰ τοῦ βουνοῦ τῶν Κελλίων καὶ τὴν δημοσίαν λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπὼν καὶ τὸν βουνὸν τὸν οὑτωσὶ ἐγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον κατῆλθεν εἰς Ἐξεβάν (χωρίον δὲ τοῦτο βλαχικό, τῆς Ἀνδρωνίας ἔγγιστα διακείμενον). ἐκεῖθεν δὲ καταλαβὼν ἑτέραν αὖθις κωμόπολιν Πλαβίτζαν συνήθως καλουμένην, ἀγχοῦ που τοῦ οὑτωσί πως καλουμένου ποταμοῦ <Σαλαβρία ὲκεῖσε> ῥέοντος διακειμένην, τὴν σκηνὴν κατέθετο ἀποχρῶντα τάφρον διορύξας, καὶ ἐγερθεὶς ἐκεῖθεν ὁ βασιλεὺς ἀπῆλθεν ἄχρι τῶν κηπουρείων τοῦ Δελφινᾶ κἀκεῖθεν εἰς τὰ Τρίκαλα.’, στο Ἀλεξιάς, Άννα Κομνηνή. (2001). Ἀλεξιάς (Τόμ. Γ’). (D. Reinsch , A. Kambylis, Επιμ., & Α. Σιδέρη, Μεταφρ.) Αθήνα: Άγρα., σσ. 154-155. Για περισσότερες πληροφορίες: Βρανούση, Ε. (1966). Τα αγιολογικά κείμενα του Οσίου Χριστοδούλου, ιδρυτού της εν Πάτμω μονής. Φιλολογική παράδοσις και ιστορικαί μαρτυρίαι.

Νοτιοδυτική άποψη της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Ανατολική άποψη της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

3


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

αυτοκράτορας θεώρησε ότι οι μοναχοί του Όρους των Κελλίων αποκλίνουν από την καθιερωμένη μοναστική ζωή, και γι’ αυτό ζήτησε από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό να τους οργανώσει. Λίγο αργότερα, το 1091, ο όσιος Χριστόδουλος, μετέπειτα ιδρυτής της μονής της Πάτμου και υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση του Όρους των Κελλίων, συγγράφει το έργο «Ὑποτύπωσις» προς τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό, όπου αναφέρει την αποτυχία του στο όλο εγχείρημα5. Το 1209, σε γράμμα του πάπα Ιννοκεντίου Γ΄ αναφέρονται οι μονές των Κελλίων μεταξύ των επισκοπών Λαρίσης, Βεσσαίνης και Δημητριάδος6. Το Όρος με τις μονές του συνέχισε να υπάρχει και μετά το 14ο αι., παρουσιάζοντας ωστόσο παρακμή λόγω επιδρομών και υψηλών φορολογήσεων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κάτι που αναφέρεται σε τούρκικες πηγές του 16ου αι.7.

Δυτική άποψη της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου. Είναι εμφανής η προνομιούχος τοποθεσία της – θέση παρατηρητήριο. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Συνολική άποψη από ψηλά των κτισμάτων του παλαιού (έγχρωμο) και του νέου (κλίμακα γκρι) μοναστηριού. Πηγή:φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

4

Ωστόσο, όπως μπορούμε να καταλάβουμε τόσο από αυτή τη σύντομη ιστορική αναδρομή, αλλά και διαβάζοντας λεπτομερέστερα τις μελέτες περί του Όρους των Κελλίων που έχουν γίνει, η περιοχή αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από μικρά και εγκατεσπαρμένα μονύδρια, γνωστά και ως ‘λαύρες’, ενώ λιγότερα ήταν τα οργανωμένα μοναστήρια. Όλα τα παραπάνω διηύθυνε μία κεντρική διοίκηση, με επικεφαλής τον ‘πρώτο’8, όπως συμβαίνει και στο Άγιον Όρος. Γενικά, ο πρώτος τύπος μοναστικού βίου που εμφανίστηκε είναι ο ιδιόρρυθμος, κατά τον οποίο κάθε μοναχός διαθέτει ιδιαίτερο διαμέρισμα, όχι μόνο για την προσωπική του διαμονή αλλά και για την προετοιμασία του καθημερινού του φαγητού, με ατομική τραπεζαρία και μαγειρείο, ως και δωμάτια διαμονής φιλοξενουμένων. Συνήθως, οι ασκητές συναντιούνται όλοι μαζί στο λεγόμενο καθολικό ή Κυριακό, με σκοπό τον εορτασμό σημαντικών εορτών. Ο τύπος αυτός μοναστικού βίου παρουσίαζε γενικότερα ιδιαίτερη ακμή κατά τους πρώτους Αθήναι: Δωδεκανησιακή ιστορική και λαογραφική εταιρεία., σσ. 134. 5 Υποτύπωσις οσίου Χριστοδούλου. (1091), θ’: ‘…ἀναδέξασθαι δέ τήν τινος ὄρους, ὧ κλῆσις Κελλία ἤ Ζαγορὰ (µοναχοῖς δὲ ἄρα τοῦτο π ά λ α ι πέφυκεν ἀνακείµενον) προστασίαν ... τοὺς αὐλιζοµένους κατὰ τὸ τοιοῦτον ὄρος εὑρισκον µοναχοὺς ἑτεροῖον τὸν τρόπον ἔχοντας ...’. Ιωάννης Ρόδου. (β’ 4ο του 12ου αι.). Βίος Οσίου Χριστοδούλου, ια’: ‘…τόπος ἔστι, ὦ πάτερ, ησὶν ὁ βασιλεύς, Κελλία ἤ Ζαγορὰ λεγόµενος. Ἐν τούτοις πλῆθος ὅτι πολὺ τὸν µονήρη βίον ἀνῄρηται. ἀλλὰ µηδενὸς εὐµοιροῦν τοῦ κυβερνᾶν ἐπιστηµόνως εἰδότος, πολλάκις ζάλη περιπίπτει καὶ κλύδωνι ... γενοῦ τῶν εἰς ὄρη καὶ ἐρηµίας πλανωµένων προβάτων προβάτων ποιµήν δοκιµώτατος…’. Αθανασίου. (1143-1156), ιγ’, ιδ’. Εγκώμιο Χριστοδούλου: ‘…ὄρος ἐστί που τῶν δυτικῶν µερῶν οὐκ ἀφανὲς οὐδὲ γνωστὸν, ἀλλὰ καὶ τοῖς πᾶσιν ἐπίδηλον. Ζαγορὰ τῷ ὄρει τὸ ὄνοµα. Τὸ δὲ ὄρος πολλοῖς καὶ καλλίστοις τοῖς σεµνείοις ἐνευθυµούµενον. Παρ’ ᾧ καὶ µέχρι τοῦ νῦν ὁρᾶν ἐστὶν ἀριθµῶν ὑπερβαῖνον µοναζόντων πλῆθος ἐνδιαιτώµενον. Τοῦδε τοιγαροῦν τοῦ ὄρους πολλὴν ὁ τότε κρατῶν τὴν φροντίδα ποιούµενος... ὡς ἄν µὴ τὸ ἀπὸ τοῦδε τὸ ὄρος ὑπὸ τὴν τῶν κρατούντων χεῖρα καὶ ἐπιµέλειαν γίνοιτο, ἐλευθεριάζον µέχρι τῶν τότε καὶ παντὶ τῷ ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας τυγχάνον παντελῶς ἀνεπίβατον…’. Για περισσότερες πληροφορίες: Βρανούση, Ε. (1966). Τα αγιολογικά κείμενα του Οσίου Χριστοδούλου, ιδρυτού της εν Πάτμω μονής. Φιλολογική παράδοσις και ιστορικαί μαρτυρίαι. Αθήναι: Δωδεκανησιακή ιστορική και λαογραφική εταιρεία., σσ. 128-129 και Γουλούλης, Σ. Γ. (2010). Η ανατολική Όσσα και η μοναστική ‘κοινότητα’ των κελλίων. (Νεώτερα δεδομένα: χρονολογικά και τοπογραφικά όρια). Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού (σσ. 187-204). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας., σσ. 190. 6 Συγκεκριμένα, το αυθεντικό περιεχόμενο του γράμματος είναι: ‘Ad audientiam nostrum noveritis pervenisse quod venerabilis frater noster archiepiscopus Larissenus Vessinensi ac Damitriado episcopatibus et monasteriis Kelliae indebitas exactiones imponens, ipsis in aliis injuriosus plurimum et molestus existit. Quocirca fraternitati vestrae per apostolic scripta mandamus quod archiepiscopum memoratum, ut debito et consueto jure contentus, ne ultra id in praefatis episcopatibus vel monasteriis usurpare praesumat, ab eorum injuriis et molestatione indebita penitus conquiescens, monitione praemissa per censuram ecolesiasticam sublato appellationis obstaculo sient justum fuerit, compescatis. Datum, Laterani II Kal. Aprilis, anno tertio decimo’. Migne, PL 216, στήλη 230, αρ. επιστολής 42. Για περισσότερες πληροφορίες: Βρανούση, Ε. (1966). Τα αγιολογικά κείμενα του Οσίου Χριστοδούλου, ιδρυτού της εν Πάτμω μονής. Φιλολογική παράδοσις και ιστορικαί μαρτυρίαι. Αθήναι: Δωδεκανησιακή ιστορική και λαογραφική εταιρεία., σσ. 137-138. 7 Kiel, Μ., συνεργασία Αγραφιώτη, Δ., & Γουλούλη, Σ. (2002-2003). Επίσημες τουρκικές πηγές για τη μοναστηριακή ζωή και τα μοναστήρια της Ανατολικής Θεσσαλίας κατά τον 16ο αιώνα. Βυζαντινός Δόμος, 3, σσ. 69-100. 8 Σδρόλια, Σ. (2013). Το Όρος των Κελλίων. Λάρισα: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων., σσ. 3.

βυζαντινούς χρόνους, μέχρι και τον 9ο αι., όταν οι επιδρομές Αράβων στα μεγαλύτερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής, ανάγκασαν τους ασκητές να μετακινηθούν στα ενδότερα της βυζαντινής επικράτειας, δημιουργώντας νέα μοναστικά κέντρα στην ηπειρωτική Ελλάδα, τα οποία σιγά-σιγά έχασαν τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα τους. Ξαναεμφανίστηκε κατά την Τουρκοκρατία. Ο δεύτερος τύπος μοναστικού βίου είναι ο κλασικός κοινοβιακός, που ακολουθεί τους κανόνες του οσίου Παχωμίου και του Μεγάλου Βασιλείου, των πατέρων του ορθόδοξου κοινοβιακού μοναστικού συστήματος, από τον τέταρτο αιώνα και εξής. Εφαρμόζεται σήμερα στα περισσότερα μοναστήρια. Σύμφωνα με αυτόν, η ζωή στο κοινόβιο αναπτύσσεται μέσα στα όρια του περιβόλου της μονής και στηρίζεται στο κοινό ημερήσιο πρόγραμμα των μοναχών. Στο πλαίσιο του κοινοβιακού τύπου περιλαμβάνονται κοινό πρόγραμμα ακολουθιών και προσευχής, κοινή τράπεζα (εστίαση) και καταμερισμός διακονημάτων και εργασιών9. Γνωρίζοντας τους δύο τύπους ζωής των κατοίκων του Όρους των Κελλίων, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαμόρφωση και την εξέλιξη των αρχιτεκτονικών συνθέσεων που τους φιλοξενούσαν. Οι διαφορετικές ανάγκες μεταξύ των κατοίκων ενός κτηρίου/συγκροτήματος, ιδιαίτερα όταν αυτές παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις συνήθεις της ευρύτερης κοινωνίας, παράγουν ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές λύσεις. Στα κοινόβια κυριαρχεί η γενική περίκλειστη διάταξη των συγκροτημάτων, συγκεκριμένου σχήματος με σαφή όρια, στην περιφέρεια του οποίου αναπτύσσονται τα επί μέρους κτίσματα σε συνεχή παράθεση, δημιουργώντας ένα είδος φρουρίου, που απομονώνει το μοναστήρι από τον κόσμο. Στο εσωτερικό του περίκλειστου συγκροτήματος αναπτύσσεται πάντα μεγάλος ενιαίος χώρος, ο οποίος αποτελεί το ζωτικό τμήμα του μοναστηριού και περιέχει την εκκλησία της μονής, γνωστή ως ‘καθολικό’. Δευτερεύουσας σημασίας χρήση, αμέσως μετά το καθολικό, αποτελεί η τράπεζα, παραδοσιακά τοποθετημένη απέναντι από αυτό, ενώ οι κατοικίες των μοναχών διαμορφώνονται ως ομοιόμορφα κελλιά σε απλές ή διπλές σειρές σε κάτοψη και σε επαλληλία σειρών καθ’ ύψος. Εν αντιθέσει, στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια κυριαρχούν τα διαφόρων ειδών και μορφών διαμερίσματα. Οι αρχιτεκτονικές αυτές διαφοροποιήσεις επηρεάζουν εκτός των εσωτερικών χώρων και τις όψεις των κτηρίων και των πτερύγων των μονών. Στην περιοχή του Όρους των Κελλίων, δηλαδή την Ανατολική Θεσσαλία, τα μοναστηριακά συγκροτήματα αναπτύχθηκαν χωρίς κοινό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα το υπό μελέτη μοναστήρι να μην μπορεί να καταταχθεί σε κάποια συγκεκριμένη τυπολογία που επικρατούσε στην περιοχή, κατά το 16ο αι. Αν και οι ναοί και τα μονύδρια που είναι γνωστά σε αυτή την περιοχή είναι πολυάριθμα, τα κοινοβιακά μοναστήρια που σώζονται είναι πολύ λιγότερα και τοποθετημένα σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, τόσο γεωγραφικά όσο και χρονολογικά10. Μοναδικό μοναστήρι που τοποθετείται κοντά χρονολογικά 9 Παπαϊωάννου, Κ. Σ. (1977). Τά ελληνικά μοναστήρια σάν αρχιτεκτονικές συνθέσεις. Διερεύνηση των διατάξεων τους. ‘Αθήνα: Διατριβή έπί διδακτορία υποβληθείσα στην ‘Ανωτάτη Σχολή ‘Αρχιτεκτόνων του Ε. Μ. Πολυτεχνείου., σσ. 10-12. 10 Σύμφωνα με τον Γ. Γουλούλη και την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, οι περισσότερες μοναστηριακές εγκαταστάσεις στην περιοχή της ανατολικής Όσσας χρονολογούνται κυρίως στο 12ο αι. Συγκεκριμένα, αυτές που καταγράφονται είναι: η Μονή Αγίου Δημητρίου Στομίου, η Μονή Λυκοστομίου του Αγίου Νικολάου στις εκβολές του Πηνειού (δεν έχει εντοπισθεί ακόμα), μονύδριο της Θεοτόκου στην περιοχή Αμπελική του Στομίου, μονύδριο των Αγίων Αποστόλων πάνω από το Στόμιο και το παλαιό χωριό Οικονομείο (δεν σώζεται σήμερα), μονύδριο του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου λίγο πιο χαμηλά προς


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

και γεωγραφικά με την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, που εξετάζουμε, αποτελεί η μονή αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου (γνωστή και με το τοπωνύμιο Παναγία Καρπούζα) που χρονολογείται περ. στο 1520, αλλά ανακατασκευάστηκε από μοναχούς του υπό μελέτη μοναστηριού γύρω στο 1850, ύστερα από πυρπόλησή του11. Το τελευταίο γεγονός επιφέρει την πιθανότητα ύπαρξης ομοιοτήτων μεταξύ των δύο μοναστηριών. Ωστόσο, για την Παναγία Καρπούζα δεν έχει γίνει κάποια μελέτη, ενώ σήμερα βρίσκεται σε ζοφερή κατάσταση, εγκαταλελειμμένη και ιδιαίτερα δυσπρόσβατη εντός του δάσους που αναπτύσσεται στη χαράδρα της περιοχής, με λιγοστούς τοίχους του καθολικού να σώζονται και διάσπαρτα ερείπια σε ύψος θεμελίων, καλυμμένα από πυκνή βλάστηση12. Ως αποτέλεσμα, δεν δύναται η σύγκρισή της με το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Άλλες δύο πιθανές μονές που θα μπορούσαν να αποτελούν αρχιτεκτονική επιρροή για την ανάπτυξη της Μονής Τιμίου Προδρόμου είναι η Ι.Μ.Φιλοθέου του Αγίου Όρους, στην οποία υπήρξε μοναχός ο ιδρυτής της υπό μελέτη μονής όσιος Δαμιανός, καθώς και το μοναστήρι της Παναγίας Πελεκητής Καρύτσας, από την οποία θεωρείται ότι πέρασε ο άγιος κατά τη μετακίνησή του από το Άγιον Όρος στον Κίσσαβο13. Εξαιτίας του παλαιού της μονής που μελετάται, όπως και των σωζόμενων (μετα)βυζαντινών μνημείων της περιοχής του Κισσάβου, μελετήθηκαν συγκεντρωτικές μελέτες αυτών, με σκοπό τη πιθανή εύρεση ομοιοτήτων είτε με ολόκληρη τη Μονή Προδρόμου είτε με το καθολικό της14. Ωστόσο, δεν βρέθηκαν αξιόλογες ομοιότητες. Τα παραπάνω στοιχεία θα αναπτυχθούν εκτενέστερα εντός της εργασίας, με σκοπό τη σκιαγράφηση της δομής και του σχεδιασμού αυτού του αρχιτεκτονικού μνημείου, αφού πραγματοποιηθεί η απαιτούμενη ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση της περιοχής στην οποία υπάγεται η Μονή του Προδρόμου. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι κατά τη συγγραφή της εργασίας, το υπό μελέτη μοναστήρι θα αναφέρεται ως ‘Μονή’, ενώ τα υπόλοιπα ως ‘μονή’, προκειμένου να υπάρχει καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου της μελέτης.

τη θάλασσα, το μοναστήρι στη θέση Παλαιομονάστηρο στο Κόκκινο Νερό, η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου πάνω από το ρέμα της Βελίκας στη θέση Παλιοθεολόγος Μελίβοιας, Μονή γνωστή ως Μονόπετρα στη θέση Κουτσουπιά, Μονή στην Άνω Σωτηρίτσα (Κάπιστα), η Μονή του Αγίου Παντελεήμονα στην Αγιά, η Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου και η Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου στο Πολυδένδρι, καθώς και πολλά άλλα ερείπια μονών των οποίων η ονομασία δεν είναι γνωστή, ενώ σίγουρα πολλά άλλα παραμένουν αμελέτητα ή ακόμα και ανεύρετα. Για περισσότερες πληροφορίες: Γουλούλης, Σ. Γ. (2010). Η ανατολική Όσσα και η μοναστική ‘κοινότητα’ των κελλίων. (Νεώτερα δεδομένα: χρονολογικά και τοπογραφικά όρια). Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού (σσ. 187-204). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας., σσ. 194198, Σδρόλια, Σ. (2013). Το Όρος των Κελλίων. Λάρισα: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων., σσ. 13-29., Μαμαλούκος, Σ., & Σδρόλια, Σ. (2009). Αρχαιολογικά κατάλοιπα στο Όρος των Κελλίων. Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, (σσ. 585-601). Βόλος. 11 Γερορρίζος, Δ. Ρ. (1964). Ιστορίας της Ανατολής (Σελίτσανης). Αθήναι., σσ. 56. 12 Η κατάσταση αυτή επικρατούσε το 2016. Δεν γνωρίζουμε τι σώζεται σήμερα. 13 Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος. (1999). Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης. Αθήναι: Φύλλα., σσ. 34-110. 14 Κουμουλίδης, Τ., & Δεριζιώτης, Λ. (1985). Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης. Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος., Μαμαλούκος, Σ., & Σδρόλια, Σ. (2010). Aρχαιολογικά Κατάλοιπα στο «Ορος των Κελλίων». Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού. (σσ. 577-593). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών.

Θα ήθελα από τη θέση αυτή να ευχαριστήσω τους επιβλέποντες διδάσκοντες της εργασίας μου, τον κ. Μ. Κ. Νομικό, ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., και την κ. Μ. Δούση, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., που με βοήθησαν στην περάτωση της εργασίας αυτής, καθώς και για τις πολύ χρήσιμες συμβουλές τους. Επίσης, τις μοναχές της Ι.Μ.Τ. Προδρόμου και ιδιαίτερα την ηγουμένη Θεοδέκτη, για την πολύτιμη συνεργασία και υποστήριξη, καθώς και την παροχή πρόσβασης στο υλικό που είχαν συγκεντρωμένο για το μοναστήρι, το οποίο θα ήταν ιδιαίτερα δυσεύρετο σε κάθε άλλη περίπτωση. Επιπρόσθετα, την κ. Σ. Γοργογέτα, αρχιτέκτονα μηχανικό απόφοιτο του Ε.Μ.Π., η οποία συνέβαλε με καίριο τρόπο στην εξασφάλιση σημαντικού υλικού, μέσω της διπλωματικής εργασίας σχεδιασμού που είχε εκπονήσει με συμφοιτήτριά της κατά τα έτη 1971-72 πάνω στην αποκατάσταση και επανάχρηση της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς, και τις αναμνήσεις που πολύ πρόθυμα μοιράστηκε σχετικά με την τότε κατάσταση του μνημείου. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω μεμονωμένους κατοίκους της Ανατολής Αγιάς, την Κ. Γκουσγκούνη, τον Κ. Συντζάκη και τον Σ. Τσανίκα, για την επίμονη βοήθειά τους στην εύρεση ιστορικού φωτογραφικού υλικού και πληροφοριών για τη Μονή, και την άρρηκτη σχέση της με το χωριό καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής της.

Πίνακας του 1982. Αποτελεί ζωγραφική αναπαράσταση φωτογραφίας του 1958. Διακρίνεται το νοτιοανατολικό τμήμα του μοναστηριού. Πηγή: άγνωστος καλλιτέχνης, φωτ.αρχείο Ι. Μ. Τ. Προδρόμου.

5


6


1 . Ι Σ ΤΟ Ρ Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Κ Α Ι Τ Ε Κ Μ Η Ρ Ι ΩΣΗ_

7


8


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

1.1.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ_

1.1.1. Προσδιορισμός περιοχής - Γενικό κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο εποχής – Το Όρος των Κελλίων_ Για να πραγματοποιηθεί επιτυχώς η μελέτη, ανάλυση και τεκμηρίωση των ιστορικών στοιχείων της περιοχής στην οποία υπάγεται το υπό μελέτη κτηριακό συγκρότημα, καθίσταται αναγκαίος ο προσδιορισμός των γεωγραφικών ορίων της. Ως ευρύτερη περιοχή θεωρούμε το Όρος των Κελλίων. Δεδομένου του γεγονότος ότι το Όρος των Κελλίων δεν αποτελεί γνωστή τοποθεσία, και δεν περιορίζεται μέσω φυσικών ορίων έτσι ώστε αυτά να κάνουν τα γεωγραφικά του όρια σαφή, όπως για παράδειγμα το Άγιον Όρος (εικ.7) που περιβάλλεται στο μεγαλύτερο τμήμα του από θάλασσα, η διασαφήνιση των ορίων του είναι ακόμα μεγαλύτερης σημασίας. Σύμφωνα με την αντίστοιχη μελέτη του Σ. Γουλούλη15, το γεωγραφικό στίγμα του Όρους των Κελλίων (ή αλλιώς Ζαγορά ή Κελλία) σύμφωνα με τις πηγές είναι το εξής: α) εντοπίζεται ‘τοῖς μέρεσι τῆς Λαρίσσης’ (Άννα Κομνηνή)16, δηλαδή εντός των ορίων της Μητροπόλεως

Λαρίσης, πιθανόν κάτω από τον Πηνειό ή την επισκοπή Λυκοστομίου που ανήκε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, β) σε γειτνίαση με τις επισκοπές Βεσαίνης και Δημητριάδος (επιστολή Ιννοκεντίου Γ’)17, γ) σε άμεση σχέση με το βουνό ‘Κίσσαβος’ (Άννα Κομνηνή), και δ) είναι ‘ὂρος οὐκ ἀφανὲς οὐδὲ ἂγνωστον, ἀλλὰ καὶ τοῖς πᾶσιν ἐπίδηλον’ (εγκώμιο Αθανασίου)18. Μέσω των παραπάνω στοιχείων συμπεραίνουμε ότι το Όρος των Κελλίων περιλαμβάνει την περιοχή μεταξύ Πηνειού και οδού Βεσαίνης – Λαρίσης, δηλαδή της Ανατολικής Όσσας – Μαυροβουνίου – Πηλίου, με λίγα λόγια από τα Τέμπη μέχρι και το Μαυροβούνι. Τον ισχυρισμό αυτό επαληθεύει ακράδαντα και το πλήθος βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων που υπάρχουν στην περιοχή (βλ. διάγραμμα στο τέλος της υποενότητας). 15

Γουλούλης, Σ. Γ. (2010). Η ανατολική Όσσα και η μοναστική ‘κοινότητα’ των κελλίων. (Νεώτερα δεδομένα: χρονολογικά και τοπογραφικά όρια). Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού (σσ. 187-204). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας. 16 ‘…εἶτα καρτερῶς ὁπλίσας ἅπαντας ἔξεισι τῆς Κωνσταντίνου, καὶ τοῖς μέρεσι τῆς Λαρίσσης ἐγγίσας καὶ διελθὼν διὰ τοῦ βουνοῦ τῶν Κελλίων καὶ τὴν δημοσίαν λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπὼν καὶ τὸν βουνὸν τὸν οὑτωσὶ ἐγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον κατῆλθεν εἰς Ἐξεβάν (χωρίον δὲ τοῦτο βλαχικό, τῆς Ἀνδρωνίας ἔγγιστα διακείμενον). ἐκεῖθεν δὲ καταλαβὼν ἑτέραν αὖθις κωμόπολιν Πλαβίτζαν συνήθως καλουμένην, ἀγχοῦ που τοῦ οὑτωσί πως καλουμένου ποταμοῦ <Σαλαβρία ὲκεῖσε> ῥέοντος διακειμένην, τὴν σκηνὴν κατέθετο ἀποχρῶντα τάφρον διορύξας, καὶ ἐγερθεὶς ἐκεῖθεν ὁ βασιλεὺς ἀπῆλθεν ἄχρι τῶν κηπουρείων τοῦ Δελφινᾶ κἀκεῖθεν εἰς τὰ Τρίκαλα.’, στο Ἀλεξιάς, Άννα Κομνηνή. (2001). Ἀλεξιάς (Τόμ. Γ’). (D. Reinsch , A. Kambylis, Επιμ., & Α. Σιδέρη, Μεταφρ.) Αθήνα: Άγρα., σσ. 154-155. 17 Συγκεκριμένα, το αυθεντικό περιεχόμενο του γράμματος είναι: ‘Ad audientiam nostrum noveritis pervenisse quod venerabilis frater noster archiepiscopus Larissenus Vessinensi ac Damitriado episcopatibus et monasteriis Kelliae indebitas exactiones imponens, ipsis in aliis injuriosus plurimum et molestus existit. Quocirca fraternitati vestrae per apostolic scripta mandamus quod archiepiscopum memoratum, ut debito et consueto jure contentus, ne ultra id in praefatis episcopatibus vel monasteriis usurpare praesumat, ab eorum injuriis et molestatione indebita penitus conquiescens, monitione praemissa per censuram ecolesiasticam sublato appellationis obstaculo sient justum fuerit, compescatis. Datum, Laterani II Kal. Aprilis, anno tertio decimo’. Migne, PL 216, στήλη 230, αρ. επιστολής 42. 18 Αθανασίου. (1143-1156), ιγ’, ιδ’. Εγκώμιο Χριστοδούλου: ‘…ὄρος ἐστί που τῶν δυτικῶν µερῶν οὐκ ἀφανὲς οὐδὲ γνωστὸν, ἀλλὰ καὶ τοῖς πᾶσιν ἐπίδηλον. Ζαγορὰ τῷ ὄρει τὸ ὄνοµα. Τὸ δὲ ὄρος πολλοῖς καὶ καλλίστοις τοῖς σεµνείοις ἐνευθυµούµενον. Παρ’ ᾧ καὶ µέχρι τοῦ νῦν ὁρᾶν ἐστὶν ἀριθµῶν ὑπερβαῖνον µοναζόντων πλῆθος ἐνδιαιτώµενον. Τοῦδε τοιγαροῦν τοῦ ὄρους πολλὴν ὁ τότε κρατῶν τὴν φροντίδα ποιούµενος... ὡς ἄν µὴ τὸ ἀπὸ τοῦδε τὸ ὄρος ὑπὸ τὴν τῶν κρατούντων χεῖρα καὶ ἐπιµέλειαν γίνοιτο, ἐλευθεριάζον µέχρι τῶν τότε καὶ παντὶ τῷ ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας τυγχάνον παντελῶς ἀνεπίβατον…’.

Το παλιό μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς. Νοτιοανατολική εξωτερική άποψη. 1958. Πηγή: φωτ. αρχείο Τάκη Τλούπα, φωτ. αρχείο Βούλας Τλούπα

Έχοντας προσδιορίσει την ευρύτερη περιοχή του υπό μελέτη μοναστηριού, μπορούμε μελετώντας την ιστορία της να συνοψίσουμε τις κοινωνικό-πολιτικές αλλαγές της εποχής, με έμφαση στην επίδρασή τους πάνω στον τρόπο ζωής και την οικοδομική δραστηριότητα και εξέλιξη του Όρους των Κελλίων, ιδιαίτερα από τον 16ο αι. κι έκτοτε, εποχή που επηρεάζει άμεσα τη Μονή του Προδρόμου. Όπως προειπώθηκε περιληπτικά και στην εισαγωγή της παρούσας εργασίας, το Όρος των Κελλίων αποτελώντας το παραλιακό τμήμα του Κισσάβου, υπήρξε κατάλληλος τόπος ώστε κατά τη βυζαντινή περίοδο να αναπτυχθεί εκεί ένα σύνολο μονών και ασκηταριών, στα οποία είχε εγκατασταθεί μεγάλο πλήθος μοναχών συντονιζόμενο από ένα γέροντα, που αποτελούσε την κεντρική διοίκηση. Το Όρος των Κελλίων γίνεται γνωστό σε αγιολογικά κείμενα αγίων του ελλαδικού χώρου, τα οποία όμως συντάχθηκαν κατά το 13ο – 14ο αι. εξιστορώντας παλαιότερα γεγονότα του 9ου-10ου αι.. Για το λόγο αυτό έχει αμφισβητηθεί η ιστορικότητά τους, κυρίως όσον αφορά την εγκυρότητα της ταυτότητας των προσώπων που περιγράφουν ή αφορούν19. Αν και οι πληροφορίες δεν είναι διασταυρωμένες με ακρίβεια, μιας και υπάρχουν γραπτές αλλά και προφορικές πηγές, το σίγουρο είναι ότι εκείνη την εποχή στην Ελλάδα επικρατούσε πνεύμα θρησκευτικού περιηγητισμού, ιδιαίτερα στις περιοχές μεταξύ Πάτρας και Θεσσαλονίκης. Στη Θεσσαλία δύο ήταν οι θρησκευτικές στάσεις: στη Λάρισα, εξαιτίας του ναού με τον τάφο του Αγ. Αχιλλείου20, και στα Κελλία της Ζαγοράς. Μαρτυρείται η ύπαρξη διαφόρων μοναχών, οι περισσότεροι προερχόμενοι από το Άγιον Όρος, οι οποίοι περνώντας από το Όρος των Κελλίων, ασκήτεψαν σε αυτό ή φιλοξενήθηκαν από άλλους ασκητές, που διέμεναν εκεί. Φαίνεται ότι στο χώρο της Θεσσαλίας τα Κελλία αποτελούσαν πόλο έλξης προσκυνητών. Ένας από τους γέροντες που διέμεναν σε αυτά τα κελλιά και φιλοξενούσε προσκυνητές, γνωστός στα αγιολογικά κείμενα ως ‘Παχώμιος’, διέμενε σε ‘μονιά’ (κελλί), που διέθετε ναό, στον οποίο και ιερουργούσε. Πιθανότατα, ο ‘Παχώμιος’, όντας ιερομόναχος, να διέμενε σε κεντρική περιοχή και να δεχόταν και άλλους μοναχούς από τα γύρω κελλιά για την τέλεση ακολουθιών. Δηλαδή, μπορεί το κελλί του να ήταν κάτι σαν Κυριακό21.

Το Άγιον Όρος. Τα γεωγραφικά όρια είναι απολύτως διακριτά εξαιτίας της γεωγραφικής του θέσης. Πηγή: http://3.bp.blogspot.com/-1Kz7IYahfEY/TqZv31Rs-hI/AAAAAAAABNE/XzRXmaJODOk/s1600/03.jpg

19

Γουλούλης, Σ. Γ. (2010). Η ανατολική Όσσα και η μοναστική ‘κοινότητα’ των κελλίων. (Νεώτερα δεδομένα: χρονολογικά και τοπογραφικά όρια). Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού (σσ. 187-204). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας., σσ. 187-189. 20 Γουλούλης, Σ. Γ. (1985). Ο τάφος του Αγίου Αχιλλείου και η τιμή των λειψάνων του στη Λάρισα μέχρι το 985 μ.Χ. Πρακτικά του Α ́Ιστορικού - Αρχαιολογικού Συμποσίου στη Λάρισα: Παρελθόν και μέλλον (26-28 Απριλίου 1985), (σ. 239). Λάρισα. 21 Κυριακό ονομάζεται ο κεντρικός ναός μιας σκήτης(μικρής ομάδας μοναχών), στον οποίο μαζεύονται οι μοναχοί της σκήτης για την τέλεσε Θείας Λειτουργίας την Κυριακή. Γύρω από το Κυριακό

Η Μονή της Πάτμου. Πηγή: https://www.rodiaki.gr/medias/2019/10/10/4da8191ec85d112a57f5060809aad4ed.jpg

9


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Οι αδιαμφισβήτητες ιστορικές πηγές που αναφέρουν το εν λόγω Όρος, ξεκινούν από τον 11ο αι., εποχή βασιλείας του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού, ο οποίος πέρασε το 1083 από την περιοχή κατά την εκστρατεία του κατά των Νορμανδών που πολιορκούσαν τη Λάρισα. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, συνέταξε ιστορικό κείμενο με τίτλο «Ἀλεξιάς», με σκοπό να ανιστορήσει τα κατορθώματα του πατέρα της. Μέσα στο κείμενο αναφέρεται το εξής κομμάτι: ‘…εἶτα καρτερῶς ὁπλίσας ἅπαντας ἔξεισι τῆς Κωνσταντίνου, καὶ τοῖς μέρεσι τῆς Λαρίσσης ἐγγίσας καὶ διελθὼν διὰ τοῦ βουνοῦ τῶν Κελλίων καὶ τὴν

Η Μονή Ιωάννου του Θεολόγου στη Μελιβοία-θέση Παλιοθεολόγος την εποχή του ‘60. Πηγή:http://1.bp.blogspot.com/_OxfTsM6tj3I/S5gMF6Zvh7I/AAAAAAAAAuI/ZWCc3ph6SJk/s1600/%CE%98%CE%95%CE%9F%CE%9B%CE%9F%CE%93%CE%9F%CE%A3+2+%CE%BC%CE%BF %CF%85+%CF%84%CE%B7%CE%BD+%CE%B4%CF%89%CF%81%

δημοσίαν λεωφόρον δεξιόθεν καταλιπὼν καὶ τὸν βουνὸν τὸν οὑτωσὶ ἐγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον κατῆλθεν εἰς Ἐξεβάν (χωρίον δὲ τοῦτο βλαχικό, τῆς Ἀνδρωνίας ἔγγιστα διακείμενον). ἐκεῖθεν δὲ καταλαβὼν ἑτέραν αὖθις κωμόπολιν Πλαβίτζαν συνήθως καλουμένην, ἀγχοῦ που τοῦ οὑτωσί πως καλουμένου ποταμοῦ <Σαλαβρία ὲκεῖσε> ῥέοντος διακειμένην, τὴν σκηνὴν κατέθετο ἀποχρῶντα τάφρον διορύξας, καὶ ἐγερθεὶς ἐκεῖθεν ὁ βασιλεὺς ἀπῆλθεν ἄχρι τῶν κηπουρείων τοῦ Δελφινᾶ κἀκεῖθεν εἰς τὰ Τρίκαλα.’ Το τμήμα αυτό έχει απασχολήσει πολυάριθμες ιστορικές μελέτες σχετικά με την αντιστοίχιση των τότε τοπωνυμίων με σημερινά ονόματα, με σκοπό την εύρεση της ακριβούς διαδρομής που διένυσε ο Κομνηνός κατά την εκστρατεία του κατά των Νορμανδών. Το σίγουρο είναι ότι περνώντας από τον Κίσσαβο, ο αυτοκράτορας συνάντησε και πιθανόν φιλοξενήθηκε από πλήθος μοναχών, με αποτέλεσμα να θεωρήσει αναγκαία την οργάνωση και αναβάθμιση του μοναστικού βίου της περιοχής, αναθέτοντας στον όσιο Χριστόδουλο, μετέπειτα ιδρυτή της μονής της Πάτμου, την αποπεράτωση αυτού του έργου. Ο όρος ‘Κελλία’, που αποδίδει ακριβώς μια αρχική φάση ανάπτυξης μοναστικών εγκαταστάσεων, πρωτοαναφέρεται σε έγγραφα των Ανακτόρων του Αλεξίου Α’ Κομνηνού προς το Χριστόδουλο Πάτμου, εξ’ ου και η ονομασία της περιοχής. Ωστόσο, το έργο του οσίου Χριστοδούλου φαίνεται αρχικά να απέτυχε, κάτι που μαρτυρείται από το έγγραφο που απέστειλε ο ίδιος στον αυτοκράτορα, αναφέροντας αυτολεξεί: ‘…ἀναδέξασθαι δέ τήν τινος ὄρους, ὧ κλῆσις Κελλία ἤ Ζαγορὰ (µοναχοῖς δὲ ἄρα τοῦτο πάλαι πέφυκεν ἀνακείµενον) προστασίαν ... τοὺς αὐλιζοµένους

Η Κομνήνειος Μονή Στομίου. Πηγή:http://kalagias.weebly.com/uploads/3/6/0/2/3602807/8390315_orig.jpg

10

κατὰ τὸ τοιοῦτον ὄρος εὑρισκον µοναχοὺς ἑτεροῖον τὸν τρόπον ἔχοντας ...’22. Όπως βλέπουμε και στο βίο του23, ο όσιος Χριστόδουλος έχοντας αποτύχει με την οργάνωση του Όρους των Κελλίων, αναλαμβάνει με χρυσόβουλο είναι συνήθως χτισμένοι οι χώροι διαμονής των μοναχών. 22 Υποτύπωσις οσίου Χριστοδούλου. (1091), θ’: ‘…ἀναδέξασθαι δέ τήν τινος ὄρους, ὧ κλῆσις Κελλία ἤ Ζαγορὰ (µοναχοῖς δὲ ἄρα τοῦτο π ά λ α ι πέφυκεν ἀνακείµενον) προστασίαν ... τοὺς αὐλιζοµένους κατὰ τὸ τοιοῦτον ὄρος εὑρισκον µοναχοὺς ἑτεροῖον τὸν τρόπον ἔχοντας ...’. 23 Ιωάννης Ρόδου. (β’ 4ο του 12ου αι.). Βίος Οσίου Χριστοδούλου.

του αυτοκράτορα την Πάτμο, όπου ίδρυσε την περίφημη αργότερα μονή του Ιωάννου του Θεολόγου, το 1088. Η ταυτόχρονη ίδρυση ομώνυμης μονής στο Όρος των Κελλίων, στη θέση Παλαιοθεολόγος Μελιβοίας, όπου έχει βρεθεί ένας από τους μεγαλύτερους θησαυρούς χρυσών νομισμάτων των Κομνηνών στον ελλαδικό χώρο, δημιουργεί την υπόθεση ότι ίσως αργότερα οι μοναχοί των Κελλίων αποδέχθηκαν την κοινοβιακή οργάνωση και έλαβαν ως αντάλλαγμα αυτοκρατορική χορηγία24. Την υπόθεση αυτή μπορεί να στηρίξει και ο προσδιορισμός της μονής Στομίου ως ‘Κομνήνειος’. Σε πλήρη ακμή βρέθηκε η περιοχή κατά τον 11ο – 12ο αι., γι’ αυτό και σώζονται πολλά μνημεία της εποχής. Η παρακμή ξεκίνησε το 13ο αι. επί Φραγκοκρατίας, ενώ το 14ο αι. επιδρομές Καταλανών και Τούρκων στη γύρω έκταση των εκβολών του Πηνειού προκάλεσαν μεγάλη κρίση, με αποτέλεσμα πολλές μονές κατά καιρούς να ερημώνουν. Επίσης, λόγω εποίκησης Τούρκων στον κάμπο της Λάρισας γύρω στο 138687, παρατηρείται μείωση του πληθυσμού των ιθαγενών κατοίκων, και συνεπώς η περιοχή υποβαθμίζεται δραστικά. Το 1423, με την οριστική κατάληψη της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, οι Έλληνες άρχισαν να εγκαταλείπουν την πεδιάδα για να εγκατασταθούν στα βουνά αρχικά προσωρινά αλλά εν τέλει μόνιμα, οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, σχηματίζοντας χωριά. Την ίδια περίοδο καταργούνται μητροπόλεις στην περιοχή της Θεσσαλίας, λόγω ανακατανομής του πληθυσμού, και η μητρόπολη Δημητριάδος επεκτείνεται στην Όσσα25. Όλη η περιοχή της Αγιάς και η Όσσα, πλην Καρίτσας – Αμπελακίων, υπάγονται στην επισκοπή Δημητριάδος26. Έκτοτε, τα σύνορα των μητροπόλεων Λαρίσης – Δημητριάδος βρίσκονται στα περίχωρα του Κόκκινου Νερού. Τότε ιδρύθηκε και το χωριό της Ανατολής, το γειτνιάζον στην υπό μελέτη Μονή, στη σημερινή του τοποθεσία27. Επομένως, προϋπήρχε της ιδρύσεως της Μονής του Προδρόμου το 1550, κάτι που επιβεβαιώνεται από σύγγραμμα του 1805, στο οποίο αναφέρεται η ίδρυση της Μονής κοντά στο χωριό Σελίτσανη28. Πολύ λίγα έως ανύπαρκτα είναι τα γραπτά στοιχεία που σώζονται για την περιοχή, κατά τα πρώτα 200 έτη της Τουρκοκρατίας, καθώς τα αρχεία 24

Σδρόλια, Σ. (2013). Το Όρος των Κελλίων. Λάρισα: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.,σσ. 9. 25 Δεριζιώτης, Λ. (1987). Μια επιγραφή από την Ανατολική Όσσα. Στο Θεσσαλικό Ηµερολόγιο (Τόμ. 12, σσ. 8-10). Λάρισα. 26 Φιλιππίδης, ∆., & Κωνσταντάς, Γ. (1970). Γεωγραφία Νεωτερική περί της Ελλάδος. Αθήνα: Ερμής., σσ. 123. Θωμάς, Γ. (1991). Η ανέκδοτη χωρογραφία της Ανατολικής Θεσσαλίας από τον Γρηγόριο Κωνσταντά. Ένα χειρόγραφο του 1838. Βόλος., σσ. 73.

27

Σύμφωνα με λανθασμένη προφορική παράδοση, οι κάτοικοι της Ανατολής προήλθαν από τη μετακίνηση του γειτονικού οικισμού του Βαθυρέματος. Την παράδοση αυτή έχει απορρίψει ιστορικά σε σχετική εισήγησή του ο Δ.Κ. Αγραφιώτης. Για περισσότερες πληροφορίες: Αγραφιώτης, Δ. Κ. (1998). Σελίτσιανη και Βαθύρεμα. Παράδοση και πραγματικότητα στις σχέσεις των δύο οικισμών. Η Ανατολή της Αγιάς/Σελίτσανη (Ιστορικές Μελέτες). Πρακτικά Ημεριδών 20ης Αυγούστου 1994 & 12ης Αυγούστου 1995 (σσ. 11-18). Αγιά: Σύλλογος Ανατολιτών «Ιωάννης ο Πρόδρομος». 28 Παπαδόπουλου Δ. (Ιερομ.). (1805). Ασματική ακολουθία του Αγίου ενδόξου οσιομάρτυρος Δαμιανού του εν Κισσάβω. Βενετία., στο Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών. (1930). Ανέκδοτος ακολουθία του νέου οσιομάρτυρος Δαμιανού, του εκ Μυριχόβου της Θεσσαλίας. Εν Αθήναις: Εστία.


Προσδιορισμός περιοχής - Γενικό κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο εποχής – Το Όρος των Κελλίων

που διατηρούνταν στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου καταστράφηκαν ή κλάπηκαν με τη διάλυσή της το 1889. Σύμφωνα με τούρκικες πηγές του 16ου αι. 29, οι οποίες κατέγραψαν τα τότε υπάρχοντα μοναστήρια μεταξύ των Τεμπών και της Αγιάς με σκοπό τη φορολόγησή τους, αναφέρονται η μονή της Παναγίας (στην περιοχή του Πυργετού / Διαβατού), η μονή αγ. Δημητρίου Στομίου, του αγ. Παντελεήμωνος, των αγίων Αποστόλων και Ταξιαρχών στην Αγιά, του Σωτήρος στη Σκήτη και της Παναγίας στο Πολυδένδρι. Για μικρότερα μοναστήρια ή μονύδρια δε γίνεται λόγος, καθώς δεν τίθετο θέμα φορολόγησης μεμονωμένων ασκητών, που πιθανώς υπήρχαν στη γύρω περιοχή. Ελάχιστα μοναστήρια ανακαινίστηκαν, με κυριότερο τη μονή Στομίου, ενώ τα περισσότερα αφέθηκαν στο έλεος της φύσης, με αποτέλεσμα να χαθούν από το χάρτη30. Εστιάζοντας σε πιο κοντινή κλίμακα, σύμφωνα με επιγραφή που διατηρείται εσωτερικά της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμωνος Ανατολής, μεταξύ του 15ου και 17ου αι. ανεγέρθηκαν οι τέσσερις εκκλησίες του χωριού, γνωστές μέχρι και σήμερα ως Άγιος Αθανάσιος, Κοίμηση της Θεοτόκου (Παναγία), Άγιος Γεώργιος και Άγιος Νικόλαος. Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμωνος, που υπαγόταν σε μονή, κατασκευάστηκε κατόπιν της ίδρυσης του υπό μελέτη μνημείου, ως μετόχι αυτού, το 1641, πολύ κοντά στην Ανατολή, και λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 1645 ανεγέρθηκε ο ναός της Αγίας Τριάδας, που μάλλον υπαγόταν σε μονή. Στις αρχές του 16ου αι. πραγματοποιήθηκε και η ίδρυση των δύο γειτονικών μονών που μας ενδιαφέρουν για την εργασία, της Παναγίας στη θέση Καρπούζα, το 1520, και του Τιμίου Προδρόμου το 1550. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι της Ανατολής έχαιραν ιδιαίτερης εύνοιας από τους Τούρκους, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους κατακτημένους Χριστιανούς, εξαιτίας της τιμητικής φιλοξενίας που είχαν προσφέρει στο σουλτάνο Μωάμεθ τον Δ’, κατά την παραμονή του στη Θεσσαλία από το 1668. Συνεπώς, οι κάτοικοί της αναπτύχθηκαν εμπορικά, κυρίως μέσω οργάνωσης βιοτεχνιών κατασκευής και βαφής ερυθρών νημάτων, αλλά και βιοτεχνιών υφαντουργίας, με εξαγωγές των προϊόντων τους στη Βιέννη προς διάθεση στην ευρωπαϊκή αγορά. Το επάγγελμα αυτό οφείλεται για την ιδιαίτερη ακμή που γνώρισε όλη η Θεσσαλία το 18ο αι.. Στο β’ μισό του 17ου αι. η Ανατολή δεν χτυπήθηκε από την επιδημία της Χολέρας, όπως συνέβη σε πολλές περιοχές της πεδινής Θεσσαλίας, ιδίως τη χρονιά 1688. Επομένως δεν υπήρξε ανάγκη ασβεστώματος των διάφορων κτισμάτων και ιδιαίτερα των κατοικιών, όπως συνέβη στις περισσότερες της εποχής με σκοπό τον περιορισμό της μόλυνσης, εκτός κι αν αυτή πραγματοποιήθηκε προληπτικά. Η επίσημη απελευθέρωση του εν λόγω γεωγραφικού διαμερίσματος υπεγράφη το 1881. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, η Θεσσαλία ανακατελήφθη υπό του Ετέμ πασά,

μέχρι το 1898. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου σημειώθηκαν μεγάλες καταστροφές στα χριστιανικά μνημεία της περιοχής και όχι μόνο, εξαιτίας του πολυπληθούς τούρκικου στρατού που διέμενε στην Αγιά31. Στην Ανατολή, οι κάτοικοι προσπαθώντας να εξευμενίσουν τους Τούρκους προκειμένου να αποφύγουν ολοσχερή λεηλασία του χωριού και των περιουσιών τους, όπως συνέβη σε γειτονικά χωριά, προσέφεραν πλουσιοπάροχη φιλοξενία στον τούρκικο στρατό και τον Καϊμακάμη, ο οποίος ιδιαίτερα ευχαριστημένος διέμεινε μόνο οχτώ μέρες στην Ανατολή, προκειμένου να προσκομίσει στοιχεία που χρειαζόταν για την εύρεση ενός ντόπιου ληστή, που είχε κλέψει το τουρκικό δημόσιο. Ο στρατός εγκαταστάθηκε κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, με αποτέλεσμα ο ναός να πληγεί από πλήθος καταστροφών, όπως αποξήλωση αγιογραφιών και καταστροφή του περιβόλου του. Λεηλασία υπέστη και το μοναστήρι του Προδρόμου, για την οποία θα μιλήσουμε λεπτομερέστερα στο αντίστοιχο κεφάλαιο. Για την κατάσταση που επικράτησε στην περιοχή κατά τους ανήσυχους πρώτους χρόνους του 20ου αι. δεν σώζονται πολλά επίσημα στοιχεία, καθώς η περιοχή αυτή αποτελούσε σημαντικό κέντρο της εθνικής αντίστασης τόσο στον Α’ όσο και στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ιδιαίτερα του εμφυλίου. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων όλα τα μνημεία αφέθηκαν στην τύχη τους, ενώ πολλά χρησιμοποιήθηκαν ως κρησφύγετα ή κέντρα εμφύλιων συγκρούσεων. Ένας λόγος παραπάνω για τον οποίο είναι δυσεύρετα στοιχεία περί των αρχών του 20ου αι. είναι η σημαντική συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής στην αποστολή παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες από τον ΔΣΕ, κατά τη διάρκεια των ετών 1948-1949, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη η αναθύμηση αυτών των χρόνων και αναγκαίο το πέρασμα των σχετικών γεγονότων στη λήθη, μέσα στη συνείδηση των ντόπιων. Από το 1970, με την εκκίνηση λειτουργίας της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ξεκίνησε προσπάθεια εύρεσης και αποκατάστασης των μνημείων που είχαν απομείνει, με μηδαμινό προϋπάρχον υλικό. Ωστόσο, τα περισσότερα από αυτά δυστυχώς χάθηκαν, καθώς δόθηκε μεγαλύτερη σημασία στα μοναστήρια των Μετεώρων. Σήμερα, τα μόνα μοναστήρια του Όρους των Κελλίων που σώθηκαν και συνεχίζουν να λειτουργούν είναι η μονή Κομνηνείου (Κοιμήσεως της Θεοτόκου και Αγ.Δημητρίου) Στομίου, η υπό μελέτη Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής, για την ιστορία της οποίας θα μιλήσουμε εκτενέστερα σε επόμενο κεφάλαιο, και η μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μεγαλόβρυσο, ενώ πραγματοποιούνται κατά τόπους προσπάθειες συντήρησης και επαναλειτουργίας των υπολοίπων εναπομεινάντων μοναστηριών.

Το χωριό Ανατολή Αγιάς.Πηγή: https://www.gtp.gr/showphoto.asp?FN=/MGfiles/location/image33354[1395].jpg&W=650&H=400

Η εκκλησία του αγ. Παντελεήμονος. Πηγή: http://kalagias.weebly.com/uploads/3/6/0/2/3602807/17951713-1196137523841460-1130541755870766173-n_orig.jpg

29

Kiel, Μ., συνεργασία Αγραφιώτη, Δ., & Γουλούλη, Σ. (2002-2003). Επίσημες τουρκικές πηγές για τη μοναστηριακή ζωή και τα μοναστήρια της Ανατολικής Θεσσαλίας κατά τον 16ο αιώνα. Βυζαντινός Δόμος, 3, σσ. 69-100. 30 Λεονάρδος, Ι. Α. (1836). Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία. Εν Πέστη της Ουγγαρίας: Τράννερ τε και Καρολίου., σσ. 113.

31

Αγραφιώτης, Δ. Κ. (1997). Η επαρχία της Αγιάς κατά το 1897-1898. Οι επιπτώσεις από την ετήσια τουρκική κατοχή. Στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο. Αφιέρωμα στον ελληνοτουρικό πόλεμο του 1897. (Τόμ. 31, σσ. 161-192). Λάρισα.

11


17 18

17. Θέση Καρπούζα ή Γερακοβούνι, Μονή Παναγίας μέσα στη χαράδρα Site Karpouza or Yerakobouni, Monastery of the Virgin in the gorge 18. Ανατολή, Μονή Ιωάννη του Προδρόμου 12 Anatoli, Saint John the Forefunner’s monastery


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι το Όρος των Κελλίων κατά τη διάρκεια του 16ου αι. υπόκειται πλήθος αναταράξεων, εξαιτίας πληθυσμιακών ανακατατάξεων, κρατικών μεταρρυθμίσεων και δυσβάσταχτων φορολογιών. Παρόλο που αρχικά βλέπουμε να ανεγείρεται μεγάλος αριθμός νέων μνημείων, αυξάνοντας δραστικά τον αριθμό μνημείων βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου, καθώς οι κάτοικοι διαθέτουν υψηλό μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο, με τον καιρό τα χριστιανικά αρχιτεκτονήματα υπόκεινται πλήθος καταστροφών, εξαιτίας της επικράτησης αλλόθρησκης κρατικής και κατ’ επέκταση στρατιωτικής εξουσίας. Τα μνημεία ερημώνουν, και συνεπώς δεν υφίστανται τις συντηρήσεις που χρειάζονται ώστε να παρατείνουν τη διάρκεια ζωής τους. Στο μεταίχμιο του 19ου με 20ου αι., το Όρος των Κελλίων χάνεται σαν έννοια, αφού ο μοναχισμός της περιοχής σχεδόν εξαφανίζεται, αφήνοντας τις εγκαταστάσεις του στο έλεος του πολέμου και το επίκεντρο των ένοπλων διαμαχών. Ακόμα και μετέπειτα, όταν το ελληνικό κράτος κατάφερε να ξεπεράσει κατά κάποιον τρόπο τα δεινά του πολέμου, τόσο η πολιτεία αλλά και πολύ περισσότερο οι πολίτες, αντιμετώπισαν αμελώς και αφελώς τα αρχιτεκτονικά μνημεία της περιοχής, με αποτέλεσμα ό,τι είχε απομείνει να χαθεί σχεδόν ολοκληρωτικά, διατηρούμενο μόνο στη μνήμη ολιγάριθμων ανθρώπων, οι οποίοι πλέον είναι υπέργηροι ή εκλιπόντες. Ελάχιστη είναι η κληρονομιά του Όρους των Κελλίων που διασώθηκε, από καθαρή τύχη, ενώ παρουσιάζεται αδύνατη η επαναφορά της αρχικής του αίγλης. Εν ολίγοις, φαίνεται ότι η περιοχή διαθέτει ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία επηρέασε άμεσα την εξέλιξη της μοναστηριακής αρχιτεκτονικής.

Το καθολικό της Μονής Γενεσίου της Θεοτόκου (Παναγία Καρπούζα). 2016. Πηγή: https://static. larissanet.gr/wp-content/uploads/2016/12/201612061930375101.jpg

Ανατολική άποψη του καθολικού της Μονής Παναγίας στο Μεγαλόβρυσο Αγιάς. Πηγή: https:// poimin.gr/wp-content/uploads/2020/07/dimitriados3.jpg

13


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

1.1.2. Η αρχιτεκτονική του Όρους των Κελλίων και της περιοχής της Αγιάς_ Η συστηματική μελέτη και καταγραφή των χριστιανικών μνημείων που άφησε ως αρχιτεκτονική παρακαταθήκη το Όρος των Κελλίων, έχει λάβει χώρα κυρίως τα τελευταία χρόνια, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών και πολύ λιγότερο ολόκληρων των μονών ή μονυδρίων που αυτές ανήκαν, καθώς τα ερείπιά τους είναι σε ιδιαίτερα πρωτογενή κατάσταση και απαιτούν εξονυχιστική μελέτη, ενώ πολλά από αυτά βρίσκονται εντός ιδιοκτησιών32. Σε κάθε περίπτωση, ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός μονών στον Ανατολικό Κίσσαβο φανερώνει τη σημασία και την ακμή του μοναστικού κέντρου των Κελλίων κατά τη διάρκεια της μέσης έως ύστερης βυζαντινής περιόδου, μέχρι και τις αρχές της Τουρκοκρατίας. Μάλιστα, η μοναστική αυτή πολιτεία κατά την περίοδο ακμής της θα μπορούσε να συγκριθεί με το Άγιον Όρος33. Η περιοχή πέρασε σε μεγάλη οικοδομική ύφεση λίγο μετά τα μέσα του 18ου αι., με τις ανακατασκευές και ανακαινίσεις των μνημείων που πραγματοποιήθηκαν τότε να αποτελούν το κύκνειο άσμα της αρχιτεκτονικής ιστορίας του Όρους των Κελλίων. Μονή Φιλοθέου. Άγιον Όρος. Πηγή: https://mountathos-eshop.com/wp-content/ u p l o a d s / 2 0 1 6 / 0 4 / % C E % 9 9 % C E % B 5 % C F % 8 1 % C E % AC - % C E % 9 C % C E % B F % C E % B D%CE%AE-%CE%A6%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CE%BF%CF%85-1.jpg

Όπως είδαμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, τα περισσότερα από τα κτήρια ή κτηριακά συγκροτήματα που διατηρούνται σε κατάσταση ικανή να προσδώσει αρχιτεκτονικά συμπεράσματα με σκοπό τη συνολική εκτίμηση της αρχιτεκτονικής και της τέχνης του Όρους των Κελλίων, είναι ναοί. Οι πιο πολλοί έχουν ιδρυθεί από μοναχούς που διέμεναν στην περιοχή κατά την εποχή λειτουργίας των Κελλίων, με αποτέλεσμα να επικρατεί μία σχετική ομοιομορφία αρχιτεκτονικού ρυθμού και διακόσμου, υπακούοντας σε κοινές αρχές οργάνωσης και διάρθρωσης. Σε αντίθεση με τις μονές του Αγίου Όρους, οι οποίες έχαιραν πλούσιων χορηγιών και αντιμετώπιζαν πολυάριθμες επιθέσεις πειρατών από τη θάλασσα, με αποτέλεσμα να είναι τεραστίων διαστάσεων και ιδιαίτερα περίτεχνης κατασκευής και μορφής, στον Κίσσαβο οι περισσότερες εκκλησίες παρουσιάζουν ταπεινό εξωτερικό, χωρίς να προδιαθέτουν τον παρατηρητή για το πλούσιο εσωτερικό τους34. Η τακτική αυτή εφαρμόστηκε ιδιαίτερα στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, κατά τους οποίους ναι μεν η περιοχή ευημερούσε οικονομικά, αλλά συνέχιζε να βρίσκεται υπό μορφωτική και κοινωνική αιχμαλωσία, με τις εκκλησίες να αποτελούν το μόνο βυζαντινό θεσμό που επιτρεπόταν να επιζήσει κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Δυστυχώς, συλλογικές αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις για την τυπολογία και μορφολογία των μονών του Όρους των Κελλίων δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ακόμα, δεδομένης της επιτακτικής ανάγκης για περαιτέρω έρευνα των μνημείων από τους υπεύθυνους φορείς, καθώς τα μόνα μοναστήρια που σώζονται διατηρώντας μορφή και οργάνωση κοντά στην αρχική τους κατάσταση είναι η μονή του Αγ. Δημητρίου/Παναγίας στο Στόμιο και η υπό μελέτη Μονή. Τα δύο αυτά μοναστήρια δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, τόσο από άποψη κλίμακας και τυπολογίας, όσο και από 32

Μονή Παναγίας Πελεκητής. Οροσειρά Αγράφων. Πηγή: https://1.bp.blogspot.com/-_dODniA3chw/XnjolW90vEI/AAAAAAAAk1g/3MK1M6lhNI4xHiiGpxC7fc27ZwSGkJ5IgCLcBGAsYHQ/ w1200-h630-p-k-no-nu/%25CE%259C%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25AE%2B%25CE%25 A0%25CE%25B1%25CE%25BD%2

14

Κουμουλίδης, Τ., & Δεριζιώτης, Λ. (1985). Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης. Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος., Μαμαλούκος, Σ., & Σδρόλια, Σ. (2010). Aρχαιολογικά Κατάλοιπα στο «Ορος των Κελλίων». Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού. (σσ. 577-593). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών., Σδρόλια, Σ. (2013). Το Όρος των Κελλίων. Λάρισα: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. 33 Μαμαλούκος, Σ., & Σδρόλια, Σ. (2010). Aρχαιολογικά Κατάλοιπα στο «Ορος των Κελλίων». Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού. (σσ. 577-593). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών., σσ. 586. 34 Κουμουλίδης, Τ., & Δεριζιώτης, Λ. (1985). Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης. Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος., σσ. 18.

άποψη μορφολογίας και υλικών κατασκευής. Εντούτοις, μπορούμε να πούμε ότι η αρχιτεκτονική του Όρους των Κελλίων παρέπεμπε τόσο στη βυζαντινή αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους, όσο και στην οικοδομική παράδοση της Μακεδονίας. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότερες εκκλησίες-καθολικά μονών είναι μετρίων διαστάσεων αλλά δεν ακολουθούν τον αθωνικό τύπο ναοδομίας, ενώ η γενική διάρθρωση και χωροθέτηση των μοναστηριών υιοθετεί βυζαντινές αρχές. Συνολικά, είναι καταγεγραμμένα περίπου 25 καθολικά, τα οποία μπορούν να κατανεμηθούν αρχιτεκτονικά στις εξής ομάδες: 1) Μονόχωρος δρομικός τύπος ναών 2) Τρίκλιτες βασιλικές εκκλησίες 3) Μονόχωροι τρίκογχοι ναοί 4) Σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ναοί Επομένως, επικρατεί μια σχετική ποικιλομορφία, η οποία εντάθηκε ακόμα περισσότερο με την προσθήκη μεταγενέστερων προσκτισμάτων όπως νάρθηκες, εξωνάρθηκες και στοές, αλλοιώνοντας κατά πολύ το χαρακτήρα των κτηρίων. Ένα άλλο στοιχείο που διαθέτουμε είναι για την κατασκευαστική δομή και τα υλικά που χρησιμοποιούνταν. Η πλειοψηφία των σωζόμενων μνημείων ανήκει στα πετρόχτιστα και ξυλόπηκτα ξυλόστεγα κτήρια, κατασκευασμένα από αργολιθοδομή και ξύλινα συνδετικά δομικά στοιχεία, όπως και τα περισσότερα παραδοσιακά κτήρια της Μακεδονίας. Η επικάλυψη της στέγης πραγματοποιούνταν άλλοτε από σχιστόπλακες και άλλοτε από βυζαντινά κεραμίδια. Η οικοδομική αυτού του καιρού μάλλον πρόκειται περισσότερο για αποτέλεσμα εμπειρίας, παρά εξέλιξης και αναζήτησης νέων αρχιτεκτονικών σχεδιαστικών τρόπων και κατασκευαστικών τεχνικών. Εξαίρεση αποτελεί η μονή Στομίου, της οποίας το καθολικό είναι κατασκευασμένο ακολουθώντας το ‘μικτό σύστημα’ τοιχοποιίας, γνωστό και ως opus mixtum, το οποίο εφαρμοζόταν στις περισσότερες κωνσταντινοπολίτικες εκκλησίες. Σύμφωνα με αυτό, η τοιχοποιία αποτελούνταν από εναλλάξ ζώνες λιθοδομής και πλινθοδομής. Επιπλέον, εξαιτίας της άμβλυνσης των ηθών που επικρατούσε την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο αρχαίος και βυζαντινός κόσμος του Όρους των Κελλίων, όπως και όλης της Ελλάδας, επιβαρύνθηκε από τη μάστιγα των λαθρεμπόρων αρχαιοτήτων, οι οποίοι έκλεβαν και εξαφάνιζαν ανεμπόδιστα πολύτιμα στοιχεία των ερειπωμένων μοναστηριών και εκκλησιών. Η λεηλασία αυτή διευκολύνθηκε ακόμα περισσότερο με την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους, όταν πραγματοποιήθηκε αναδιοργάνωση της εκκλησιαστικής περιουσίας κατά την περίοδο αντιβασιλείας του Όθωνα, εκδίδοντας βασιλικό διάταγμα με σκοπό τη διάλυση μοναστηριών που διέθεταν λιγότερους από 6 μοναχούς, ακολουθώντας το πρότυπο Ευρωπαίων ηγεμόνων, οι οποίοι προέβησαν σε ανάλογες ενέργειες στη διάρκεια της μεταρρύθμισης του 16ου


Η αρχιτεκτονική τους ‘Ορους των Κελλίων και της περιοχής της Αγιάς

αι.. Συγκεκριμένα, στις 25/9/1833 εκδόθηκε το εξής διάταγμα35: Ὄθων, ἐλέω Θεοῦ Βασιλεὺς τῆς Ἑλλάδος. Ἐπὶ τῇ προτάσει τοῦ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Παιδείας Γραμματέως Ἡμῶν 28 Αὐγούστου (9 Σεπτεμβρίου) 1833, περὶ φορολογίας καὶ μισθώσεως τῶν μοναστηριακῶν, διατάττομεν, 1. Κατὰ τὴν ἀναφορὰν τῆς Συνόδου, ὅλα τὰ ἐγκαταλελειμμένα καὶ ἔρημα μοναστήρια καὶ μοναστηριακὰ κτήματα θέλουν εἰσοδεύεσθαι ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τῶν Γενικῶν Ἐφόρων εἰς λογαριασμὸν τοῦ δημοσίου καὶ πρὸς τὴν σκοπουμένην βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Παιδείας, 2. Ὑπὸ τὴν αὐτὴν κατηγορίαν ὑπάγονται καὶ τὰ ἐν τῷ ὑπὸ γράμμα Β. καταλόγω τῆς Συνόδου σημειούμενα μοναστήρια, ἐν οἷς ὀλίγοι τινὲς μονάζουν ἀκόμη καὶ νῦν, ὄχι πλέον τῶν 6 μοναχῶν, ἂφ΄οὗ οὗτοι μετατεθῶσιν εἰς ἄλλα μοναστήρια. 3. Πρὸς τοῦτο θέλουν προσκληθῆ οἱ Νομάρχαι νὰ ἀναφέρωσιν εἰς ποῖον τῶν διατηρουμένων Μοναστηρίων ἐπιθυμοῦν νὰ μετατεθοῦν οἱ μοναχοὶ οὗτοι καὶ κατὰ τὴν ἀναφορὰν τούτων ἡ Γραμματεία συνεννοηθεῖσα μετὰ τῆς Συνόδου θέλει ἐνεργήσει, ὅσον ἔνεστι τάχιον καὶ καταλληλότερον, τὴν ποθουμένην ἑνὸς ἑκάστου μετάθεσιν. 4. Ὅλων τούτων τῶν μοναστηριακῶν κτημάτων καὶ τῶν αὐτοῖς προσανηκόντων δικαιωμάτων καὶ κινητῶν θέλουν ἐκτεθῆ καὶ διευθυνθῆ εἰς τὴν Γραμματείαν ἀκριβεῖς περιγραφικοὶ κατάλογοι, μετὰ περιληπτικῶν ἀναφορῶν περὶ τῆς ἐπωφελεστέρας χρήσεως των, ἂλλ΄ ἄνευ τινὸς ἀναβολῆς πρέπει νὰ διαταχθῆ ἡ ἀπόπειρα τῆς ἐπὶ ὠρισμένω χρόνω μισθώσεως περὶ τὴν διαρρήδην ἐπιφύλαξιν τοῦ δικαιώματος τῆς ἀνωτάτης ἐγκρίσεως, πρὸς ἐπιτυχίαν τῆς ὁποίας πρέπει νὰ τεθῶσιν ὑπ΄ ὄψιν αἱ ἀπὸ τὰς ὑπαλλήλους Ἀρχὰς γενόμεναι διαπραγματεύσεις, 5. Αἱ περὶ τῆς μισθώσεως αὐτῆς συνθέσεις θέλουν ἀφεθῆ κὰτ΄ἀνάγκην εἰς τὰς ἐξωτερικᾶς Ἀρχὰς (τοὺς Νομάρχας), ἐπειδὴ οὔτε τὸ ποσὸν καὶ ποιὸν τῶν πραγμάτων τούτων, οὔτε αἱ τοπικαὶ σχέσεις εἶναι ἀκριβῶς γνωστά, οὒδ΄ἐκ τῶν προκειμένων πρακτικῶν δυνατὸν νὰ ἐξακριβωθοῦν· ἂλλ΄ ἐν τούτοις δὲν πρέπει νὰ παραμεληθῆ ἡ διὰ σχετικῶν ἀξιοχρέων ἐγγυήσεων ἐκ μέρους τῶν μισθωτῶν ἐξασφάλισις τοῦ δημοσίου, καθόσον οἱ μισθωταὶ οὗτοι δὲν εἶναι ἱκανῶς γνωστοὶ μ΄ ὅλα τὰ δικανικὰ χαρακτηριστικὰ ἐφωδιασμένα ὑποκείμενα.

Τα ανοίγματα του κυρίως ναού στο Ν. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

6. Ὡς πρὸς τὴν μίσθωσιν τῶν μοναστηρίων (ὑπὸ ἀριθ. 2), ἐν οἶς μονάζουσι κατὰ τὸ παρὸν ὀλίγοι τινὲς ἀκόμη μοναχοί, θέλουν προτιμηθῆ αὐτοὶ οὗτοι ὡς μισθωταί, καὶ ἀφεθῆ ὡς τοιοῦτοι εἰς τὴν κάρπωσιν τῶν μοναστηριακῶν, ἐὰν τυχὸν δὲν προκρίνουν, ὡς ἀνωτέρω ἐρρέθη, νὰ μεταβῶσιν εἰς ἄλλα διατηρητέα μοναστήρια. 7. Τὰ πρὸς τὸ παρόν, καὶ μέχρις οὗ διατάξωμεν ἄλλο τί, διατηρητέα Μοναστήρια θ΄ ἀποδίδουν ἀπὸ τὸ καθαρὸν προϊὸν τῶν κτημάτων των τὸ δεκατημόριον πρὸς τὸν ἀνωτέρω (ἄρθρ. 8) εἰρημένον σκοπόν, ὡς φόρον. 8. Ὅλων τούτων τῶν προϊόντων (φόρων) ἡ εἴσπραξις θέλει ἀφεθῆ καταλλήλως εἰς τοὺς Νομάρχας, δὶ΄ ὧν θέλουν ἀποστέλλεσθαι εἰς τὸ Ταμεῖον τῆς Ἐπικρατείας, τὸ ὁποῖον θέλει κρατεῖ περὶ τούτων ἰδιαίτερον λογαριασμὸν. 9. Ἡ διαχείρησις τῶν πρὸς βελτίωσιν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῶν σχολείων προσδιωρισμένων τούτων εἰσοδημάτων ἀνήκουσι ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἡμετέραν ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς παιδείας Γραμματείαν. Ἐν Ναυπλίω τὴ 25 Σεπτεμβρ. (7 Ὀκτωβρίου) 1833. Ἐν ὀνόματι τοῦ Βασιλέως Ἡ Ἀντιβασιλεία Ἄρμανσπεργκ, Μάουρερ, Ἔϊδεκ Το βασιλικό αυτό διάταγμα δεν δημοσιεύτηκε ποτέ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του 183336. Ως αποτέλεσμα, όλα τα μοναστήρια του Όρους των Κελλίων ερημώθηκαν.

Εσωτερική άποψη του βόρειου τοίχου του καθολικού. Διακρίνονται οι τοιχογραφίες στο κατώτερο τμήμα του τοίχου. 1981. Πηγή: φωτ. αρχείο 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

35 36

Frazee , C. A. (2005). Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852. Αθήνα: Δόμος., σσ. 156. Για περισσότερες πληροφορίες: Προύζος, Γ. Ε. (2010). Το μοναστηριακό ζήτημα στο ελεύθερο ελληνικό κράτος κατά την περίοδο της αντιβασιλείας του Όθωνος (1833-1835). Μέγαρα: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΚΛΑΔΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ : ΙΣΤΟΡΙΑ., σσ. 77-80.

15


16


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

1.1.3. Γενικά στοιχεία και ιστορική ανάλυση της Ι.Μ.Τ.Προδρούμου_ Η Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς βρίσκεται στη νότια πλαγιά, στα 1080 μ. υψόμετρο του βουνού Όσσα (Κίσσαβος) της Θεσσαλίας. Απέχει 4 χλμ. από την κοντινότερη κατοικημένη περιοχή, δηλαδή το χωριό Ανατολή, 20 χλμ. από την Αγιά και 40 χλμ. από τη Λάρισα. Η συντομότερη διαδρομή προς τη θάλασσα διανύει 30 χλμ.. Η πρόσβαση στη Μονή επιτυγχάνεται με αυτοκίνητο μέσω πολλαπλών εξόδων της Επαρ. Οδού Λάρισας-Αγιόκαμπου, και όλη η διαδρομή είναι ασφαλτοστρωμένη. Στην ουσία θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα απομονωμένο μοναστήρι, μακριά από τις κύριες αρτηρίες που διασχίζουν το θεσσαλικό κάμπο, στο οποίο για να πάει κανείς πρέπει να έχει στόχο την επίσκεψή του, καθώς δεν αποτελεί στάση σε διαδρομή μεταξύ άλλων προορισμών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η τοποθεσία του μοναστηριού ανήκει στο Δήμο Λάρισας, η Μονή υπάγεται στη μητρόπολη Δημητριάδος, που έχει τη βάση της στο Βόλο. Η θέση του μοναστηριού αποτελεί φυσικό παρατηρητήριο, προσφέροντας πανοραμική θέα σε όλο το θεσσαλικό κάμπο και προς τη θάλασσα, με αποτέλεσμα δύσκολα να μπορεί να πλησιάσει κάποιος χωρίς να γίνει αντιληπτός. Το γεγονός αυτό εξυπηρετούσε ιδιαίτερα τις ανάγκες ασφάλειας της Μονής, καθιστώντας την ‘απόρθητο φρούριο’, ενώ αποτέλεσε αιτία να επιλεγεί ως εγκατάσταση και από ένοπλες ομάδες. Η ιστορία του μοναστηριού37 ξεκινάει το 1550, όταν ο όσιος Δαμιανός ο Νέος αποφάσισε την ίδρυσή του στη θέση που βρίσκεται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με προφορική παράδοση, η οποία δεν μπορεί να υποστηριχτεί πρακτικά αλλά ούτε και να απορριφθεί, ο άγιος επέλεξε την τοποθεσία αυτή καθώς εκεί προϋπήρχε μοναστήρι του 11ου αι.. Ο ίδιος καταγόταν από το Μυρίχοβο ή Ρέχοβο Καρδίτσας (σήμερα Αγία Τριάδα), είχε γίνει μοναχός στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους, αλλά για πολλά χρόνια ζούσε και κήρυττε στα χωριά των Αγράφων της Θεσσαλίας. Την περίοδο εκείνη θεωρείται ότι διέμεινε και στην Ι.Μ. Πελεκητής Καρύτσας, ενώ πιθανώς είχε συμβάλλει στην ανοικοδόμησή της. Το πιο σίγουρο είναι ότι είχε περάσει από όλα τα μοναστήρια της περιοχής των Αγράφων. Ως αποτέλεσμα, κατηγορήθηκε ως πλάνος και απατεώνας από τις τούρκικές αρχές, κι έτσι ‘Διωγμένος πλέον άπό τήν γῆ τῶν Ἀγράφων ὁ Ἃγιος Δαμιανός ἐπανῆλθε εἰς τά μέρη τοῦ Κισσάβου, ἀλλά αὐτήν τήν φοράν περιώδευσε καί ἐκήρυξε κυρίως εἰς τήν ἑτέραν πλευράν τοῦ ὂρους, τήν ἀνατολικήν καί συγκεκριμένα εἰς τήν εὐρυτέραν περιοχήν τῆς Ἀγυιᾶς38’. Έτσι, προέβη στην ίδρυση μικρού μοναστηριού κοντά στο τότε χωριό Σελίτσανη (σήμερα Ανατολή), αφιερωμένου στον Τίμιο Πρόδρομο. Ο ίδιος διέμενε σε μικρό σπήλαιο στη βάση τεράστιου βράχου, γνωστό ως ‘ασκηταριό του Αγ. Δαμιανού’, σε απόσταση 3 χλμ από τη Μονή. Η επιλογή της τοποθεσίας του 37

Στοιχεία για την ιστορική ανάλυση της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς αντλήθηκαν από την παρακάτω βιβλιογραφία: Λιβανού-Γκούφα, Κ., & Γοργογέτα, Σ. (1973). Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Χωρίον Ανατολή Λαρίσης. Στο Δ. Η. Κωνσταντινίδης, Σπουδαστικαί Εργασίαι. Ακαδημαϊκόν Έτος 1971-72. Η Οικία του Ναυάρχου Μάλκολμ. Η εν Αθήναις ελληνική αγορά των ρωμαϊκών χρόνων. Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, χωρίον Ανατολή Λαρίσης. (σσ. 38-59). Αθήναι.: Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον. Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων. Έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής., Γερορρίζος, Δ. Ρ. (1964). Ιστορίας της Ανατολής (Σελίτσανης). Αθήναι., Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος. (1999). Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης. Αθήναι: Φύλλα., καθώς και από την προμελέτη αποκατάστασης(2001) και τη μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων(2004) που εκπονήθηκαν από την ομάδα: Κ. Θεοχαρίδου Δρ Αρχιτέκτων Αναστηλώτρια, Κ. Ζαμπάς Δρ Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, Θ. Σκούρτης τοπογράφος μηχανικός, Φ. Μυριανίδης τοπογράφος μηχανικός, Γ. Θωμάς πολιτικός μηχανικός MsE ΕΜΠ, Β. Κορδούλη πολιτικός μηχανικός MsE ΕΜΠ, Ε. Παυλίδης Αρχιτέκτων SSRM Genova. 38 Παΐσης, Κ. (1993). Ο Αγραφιώτης άγιος Δαμιανός, ο νέος οσιομάρτυρας. Αθήνα., σσ. 31.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

ασκηταριού αυτού παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με αντίστοιχο κοντά στη μονή Φιλοθέου, όπου διέμεινε ο άγιος Δαμιανός για τρία χρόνια, μαζί με τον όσιο Δομέτιο. Μεταξύ της Μονής του Τιμίου Προδρόμου και του ασκηταριού παρεμβάλλεται κατάφυτη χαράδρα, καθιστώντας ελεύθερες τις οπτικές φυγές μεταξύ των δύο τοποθεσιών. Ο άγιος Δαμιανός συλλήφθηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τους Τούρκους στη Λάρισα το 1568, στη βάση του υψώματος που σήμερα βρίσκεται ο ναός του Πολιούχου Αγ. Αχιλλείου, εξαιτίας του κηρύγματός του στους κατοίκους της για την αργία της Κυριακής. Όπως έχει προειπωθεί, τα στοιχεία που διαθέτουμε για τα πρώτα 200 χρόνια ζωής του μοναστηριού είναι ελάχιστα και βασίζονται κυρίως σε προφορικές παραδόσεις. Σύμφωνα με αυτές, το μοναστήρι ολοκληρώθηκε με την πάροδο του χρόνου, με τη βοήθεια δωρεών, ενώ για πολλά χρόνια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας λειτούργησε και ως ‘κρυφό σχολειό’. Εκτός αυτού, κατείχε μεγάλη περιουσία 200 στρεμάτων αγρών και 20 στρεμμάτων αμπελιών, πάνω από 1500 αιγοπρόβατα και γύρω στις 150 αγελάδες και βοοειδή. Το 1850, ενσωματώθηκε σε αυτήν και η περιουσία της γειτονικής μονής Παναγίας Καρπούζας, που βρίσκεται στη χαράδρα μεταξύ της Ανατολής και του Μεταξοχωρίου. Ως αποτέλεσμα, η Μονή του Προδρόμου διέθετε επιπλέον 800 στρέμματα αγρών και 5000 ελαιόδενδρα, τα οποία βρίσκονται κοντά στο χωριό Σωτηρίτσα (τότε Κάπιστα), μεγάλο αμπελώνα στη θέση ‘Καλύβια’, ένα μετόχι με χειροκίνητο ελαιοτριβείο στο Μεταξοχώρι (τότε Ρετσάνη), 1000 περίπου αιγοπρόβατα και άλλα τόσα μεγαλύτερα ζώα. Επιπλέον, η μονή διέθετε μελισσομάντρι διαστάσεων περ. 50000 τ.μ., τοποθετημένο νοτιοδυτικά της προς τον κάμπο. Συνεπώς, καταλαβαίνουμε ότι το μοναστήρι είχε εξελιχθεί σε ένα από τα πιο ακμάζοντα της Θεσσαλίας στα μέσα του 19ου αι.. Με τη διάλυση της Μονής το 1889 σύμφωνα με αντίστοιχο νόμο39, η περιουσία του μοναστηριού περιήλθε στην Κοινότητα Ανατολής και Σωτηρίτσας. Σήμερα, πολύ λίγα από αυτά που ανήκαν στη Μονή έχουν επιστρέψει σε αυτήν.

Το ασκηταριό του Αγ.Δαμιανού. Πηγή:https://www.elliniko-panorama.gr/ images/photos/BDVVBNHFOA.jpg

Αγιογραφία του Τιμίου Προδρόμου(αριστερά) και του Αγ. Δαμιανού του Νέου(δεξιά) στη Μονή Πελεκητής. Πηγή:http://www.diakonima. gr/wp-content/uploads/2011/02/st-damianthe-new.jpg

Ας εξετάσουμε όμως αναλυτικότερα την ιστορία της Μονής, με γνώμονα τα γεγονότα που την επηρέασαν κυρίως αρχιτεκτονικά. Η ίδρυσή της το 1550 δεν αποτελεί χρονολογία ολοκλήρωσής της. Ωστόσο, κάποια στοιχεία που είναι γνωστά για το καθολικό της, μας βοηθούν να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για τη χρονολογία κατά την οποία το μοναστήρι αποτέλεσε ένα ολοκληρωμένο αυτόνομο κτηριακό συγκρότημα. Σύμφωνα με επιγραφή σε αντιμήνσιο που βρέθηκε στο χώρο του οστεοφυλακίου της Μονής, ανάμεσα στα οστά των παλαιότερων μοναχών, το καθολικό εγκαινιάσθηκε το 1569, 19 χρόνια μετά την ίδρυση του μοναστηριού και ένα χρόνο μετά το θάνατο τού ιδρυτή του. Η αυθεντικότητά του κειμηλίου αυτού έχει μελετηθεί από συντηρητές υφάσματος του Εθνικού Μουσείου Εσθονίας. Συγκεκριμένα αναγράφεται: ‘Θυσιαστήριον Ιερόν Αγιασθέν υπό της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος. Ιερουργηθέν δε παρά του Θεοφιλεστάτου Δημητριάδος κυρίου Ιωάσαφ. ΕΤΟΣ ΖΟΖ [1569].’

Η Μονή Τιμίου Προδρόμου και το ασκηταριό του ιδρυτή της αγ. Δαμιανού. Ελεύθερες οι οπτικές φυγές μεταξύ τους. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

39

Βασιλικό διάταγμα της αντιβασιλείας του Όθωνα 25/9/1833. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. στην παρούσα εργασία κεφ. 1.1.2..

17


18


Γενικά στοιχεία και ιστορική ανάλυση της Ι.Μ.Τ.Προδρόμου

Επιπρόσθετα, από επιγραφή που σώζεται εντός του καθολικού, η εικονογράφησή του ολοκληρώθηκε το 1601 (ΙΧΑ’). Μεγάλο ευεργέτη της Μονής αποτέλεσε ο Βησσαρίων Χατζηγεωργίου, πρόεδρος του ισναφίου ψωμάδων και αλευράδων Λαρίσης, δηλαδή του σωματείου αρτοποιών, κατά το 18ο αι., ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση συγγραφικού έργου του μοναστηριού40 και για το δίκτυο ύδρευσης που διανοίχτηκε το 1723, το οποίο διοχέτευε με νερό από πηγή ευρισκόμενη στη θέση ‘Καναλάκια’, βόρεια της Μονής, την κρήνη που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη ΒΑ γωνία του περιβόλου. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται από σημείωση του Βησσαρίωνα, η οποία έχει ως εξής: ‘Λαρισαῖοι κτήτορες τῆς Βρύσης τῆς μονῆς τό Ἰσνάφι τῶν ψωμάδων καί ἀλευράδων, ἐν ἔτει 1723.41’ Παρόλα αυτά, η επιγραφή που βρίσκεται σήμερα πάνω από τη σωζόμενη κρήνη στη βορειοανατολική γωνία του περιβόλου, αναφέρεται στην κατασκευή κρήνης το 116942. Πιθανώς η πλάκα με την τελευταία επιγραφή να ανήκει σε προγενέστερο κτήριο, καθώς η γενική μορφή και η κατασκευαστική νοοτροπία του μοναστηριού δεν συνηγορεί υπέρ χρονολόγησής του στις αρχές του 12ου αι. Αν δεχτούμε την παράδοση της ίδρυσης της Μονής πάνω σε προϋπάρχουσα του 11ου αι., θα μπορούσε η επιγραφή να προέρχεται από εκείνη. Επανερχόμενοι στην οικοδομική ιστορία της Ιερά Μονής Τιμίου Προδρόμου, παρατηρούμε ότι το 1747 πραγματοποιήθηκε συντήρηση και ανακαίνιση του μοναστηριού. Η χρονολογία αυτή έχει διατυπωθεί πολλές φορές λάθος κατά τη σύντομη εξιστόρηση της ιστορίας της Μονής, και άλλοτε αναφέρεται το 177443 ή το 179744 ως χρόνος ανακαίνισης, παρόλο που η χρονολογία είναι ολοκάθαρα χαραγμένη στην είσοδο του καθολικού της Μονής, κάτι που δικαιολογείται από την ολική κάλυψη του καθολικού με ασβέστη τα τελευταία 80 χρόνια ιστορίας του. Αν και δεν γνωρίζουμε όλο το έργο που υλοποιήθηκε τη χρονιά αυτήν, εφόσον η επιγραφή είναι χαραγμένη στην είσοδο του καθολικού της Μονής καταλαβαίνουμε ότι το 1747 πραγματοποιήθηκαν καίριες αλλαγές οπωσδήποτε στο ναό αλλά και κατ’ επέκταση στο υπόλοιπο μοναστήρι. Παρόλο που οι επεμβάσεις αυτές αφορούσαν την κατά μήκος και καθ’ύψος επέκταση του καθολικού, αυτό παρέμεινε μικρό, καθώς σύμφωνα με αναφορά του 1836(εικ.27)45: ‘Υπὸ τὴν δασύσκιον σκέπην ταύτης τῆς Κορυφῆς

τοῦ Κισσάβου κεῖται ἡ Κωμόπολις Σιλίτζανη… ἀξιοσημείωτος διὰ τὸ πρὸς αὐτὴν γειτνιάζον ἀκουστὸν ἐκεῖ Μοναστήριον, τὸ ἀφιερωμένον εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τὸ ὁποῖον εἶναι διόρωφον Οἰκοδόμημα· ἡ Ἐκκλησία του εἶναι μὲν εὐπρεπὴς, πλὴν μικρὰ καὶ σκοτεινὴ, ἐκ τοῦ διότι ὁ εἰς αὐτὴν εἰσερχόμενος, πρέπει νὰ καταβαίνῃ ὀλίγα σκαλίδια· τοῦτο ἒχει περισσοτέρους παρὰ 3. ἢ 4. Γερομονάχους.’ Η συνοπτική αυτή περιγραφή του μοναστηριού ταιριάζει με τη σημερινή του μορφή. Επομένως, το 1747 διαμορφώθηκε η τελική εμφάνιση του μοναστηριού. Συνεχίζοντας, το 1850 πραγματοποιήθηκε η ενσωμάτωση της μονής Παναγίας Καρπούζας στο υπό μελέτη μοναστήρι. Η μονή αυτή βρισκόταν μεταξύ των θέσεων Καρπούζα και Γερακοβούνι, σε χαράδρα ανάμεσα στα χωριά Ανατολή και Μεταξοχώρι, και διέθετε περίβολο με 40 κελλιά και καθολικό. Σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία Καρπούζα πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς το 1850. Με την προσάρτησή της στη Μονή Τιμίου Προδρόμου, ανακατασκευάστηκε εν μέρει στην ίδια τοποθεσία, με κτήρια μικρότερης κλίμακας. Συγκεκριμένα, 2-3 μοναχοί από το υπό μελέτη μοναστήρι ανέγειραν καθολικό και περίβολο με 10 κελλιά και αποθήκες. Σήμερα, η μονή της Παναγίας βρίσκεται χαμένη στο δάσος της χαράδρας, με μοναδική απόδειξη της παλαιάς της αίγλης να αποτελεί τμήμα του καθολικού της, το οποίο όσο περνούν τα χρόνια καταρρέει. Φτάνοντας στα τελευταία έτη αδιάκοπης ζωής του μοναστηριού του Προδρόμου, έχουμε την επίσημη διάλυσή του, σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα του 1833, κατά το οποίο μοναστήρια με λιγότερους από 6 μοναχούς θα ερημώνονταν, η περιουσία τους θα περνούσε στην κοντινότερη κατοικημένη περιοχή και οι μοναχοί που πιθανώς διέμεναν σε αυτά θα μεταφέρονταν σε άλλο μοναστήρι, ή αν επέμεναν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να κατοικούν στο μοναστήρι τους, ως φιλοξενούμενοι, μέχρι το τέλος της ζωής τους46. Η Μονή του Προδρόμου φαίνεται να ερημώθηκε το 1889, ενώ έκτοτε η Κοινότητα Ανατολής διόριζε ιερωμένους υπεύθυνους για τη φροντίδα της Μονής, παραχωρώντας τους μέρος των εισπράξεων τής άλλοτε περιουσίας της, που είχε περάσει στην Κοινότητα, για να το διατηρούν σε καλή κατάσταση.

Η επιγραφή που βρίσκεται σήμερα πάνω από την κρήνη, στη ΒΑ γωνία εσωτερικά του περιβόλου. Συγκεκριμένα αναγράφεται: ‘ΕΝ ΘΙΜΗΣΙ ΟΤΑΝ ΕΓΙΝΕ Η ΒΡΙΣΗ ΕΤΟΣ ΑΨ - 1169 Ο ΤΟΝΙΟ Φιτ ΑΔΟΝΤΟ ΗΨΩΜΑ. ΔΟΝ ΔΑΒΙΔ ΙΕΡΟΥΜΟΝΑΧΟ – ΚΑΛΙΝΗΚΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ – ΣΕΡΑΦΙΜ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ. ΜΑΣΤΟΡΟΔΙΜΟ’Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

40

Το έργο Παπαδόπουλου Δ. (Ιερομ.). (1805). Ασματική ακολουθία του Αγίου ενδόξου οσιομάρτυρος Δαμιανού του εν Κισσάβω. Βενετία., στο Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών. (1930). Ανέκδοτος ακολουθία του νέου οσιομάρτυρος Δαμιανού, του εκ Μυριχόβου της Θεσσαλίας. Εν Αθήναις: Εστία. Ξεκινάει με προσφώνηση του δωρητή Βησσαρίωνα Χ. Γεωργίου. 41 Λιβανού-Γκούφα, Κ., & Γοργογέτα, Σ. (1973). Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Χωρίον Ανατολή Λαρίσης. Στο Δ. Η. Κωνσταντινίδης, Σπουδαστικαί Εργασίαι. Ακαδημαϊκόν Έτος 1971-72. Η Οικία του Ναυάρχου Μάλκολμ. Η εν Αθήναις ελληνική αγορά των ρωμαϊκών χρόνων. Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, χωρίον Ανατολή Λαρίσης. (σσ. 38-59). Αθήναι.: Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον. Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων. Έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής., σσ. 43-44. 42 Η επιγραφή αυτή βρισκόταν εκεί ήδη από το ’70, καθώς αναφέρεται στη διπλωματική εργασία: Λιβανού-Γκούφα, Κ., & Γοργογέτα, Σ. (1973). Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Χωρίον Ανατολή Λαρίσης. Στο Δ. Η. Κωνσταντινίδης, Σπουδαστικαί Εργασίαι. Ακαδημαϊκόν Έτος 1971-72. Η Οικία του Ναυάρχου Μάλκολμ. Η εν Αθήναις ελληνική αγορά των ρωμαϊκών χρόνων. Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, χωρίον Ανατολή Λαρίσης. (σσ. 38-59). Αθήναι.: Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον. Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων. Έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής., σσ. 43-44. 43 Θεοχαρίδου, Κ. (2004). Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ανατολή Αγιάς Ν.Λαρίσης. Μελέτη αποκατάστασης καθολικού. Αρχιτεκτονική μελέτη οριστική & εφαρμογής. 44 Γερορρίζος, Δ. Ρ. (1964). Ιστορίας της Ανατολής (Σελίτσανης). Αθήναι. 45 Λεονάρδος, Ι. Α. (1836). Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία. Εν Πέστη της Ουγγαρίας: Τράννερ

Το παλιό μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς. Βορειοανατολική εξωτερική άποψη. 1958. Πηγή: φωτ. αρχείο Τάκη Τλούπα, φωτ. αρχείο Βούλας Τλούπα.

Οι δύο χρονολογίες μετασκευής που αναγράφονται στη βόρεια είσοδο του καθολικού. Αριστερά: 1747, δεξιά: 2016. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου τε και Καρολίου, σσ. 161-162. 46 Frazee , C. A. (2005). Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852. Αθήνα: Δόμος., σσ. 156.

19


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Έτσι, ξεκίνησε μια σειρά ατυχών συμβάντων, τα οποία συντέλεσαν στην σταδιακή ερείπωση και κατάρρευση της Μονής. Ξεκινώντας με το φθινόπωρο του 1897, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου και της μονοετούς κατάληψης της Θεσσαλίας από τους Τούρκους, η Μονή λεηλατήθηκε από τους τελευταίους, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό και από τις χαρακτηριστικές χαράξεις και καταστροφές στις αγιογραφίες του καθολικού. Το γεγονός αυτό αναφέρεται και επίσημα σε δημοσίευση της αθηναϊκής εφημερίδας ‘ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ’, στο τεύχος της 27ης Νοεμβρίου 1897, στην τρίτη σελίδα. Συγκεκριμένα, η δημοσίευση φέρει τον τίτλο ‘ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΟΝΗΣ’, με υπότιτλο ‘Ἐν Ἀγυϊᾂ’ και περιοχόμενο το εξής: ‘Καθ’ ἄ ἀγγέλλεται ἐξ Ἀγυϊᾶς, την απαρελθοῦσαν ἑβδομάδα οἱ Τοῦρκοι κατέστρεψαν ἐξ ὁλοκλήρου τὸ αὐτόθι μέγα Μοναστήριον Σελιτσάνης, τὸ τιμώμενον ἐπ’ὀνόματι τοῦ Ἁγ. Προδρόμου. Ἀφοῦ ἐλεηλάτησαν τὰ ἐν αὐτῷ ἱερὰ, ἢρχισαν εἶτα διὰ λογχῶν καὶ πελέκεων διαρρηγνύοντες τὰς ἀγίας εἰκόνας, ἐξορύττοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν Ἁγίων, πυροβολοῦντες τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγ. Τριάδος ἐπὶ τοῦ θόλου τοῦ ναοῦ, καὶ τελευταῖον δὲ διὰ τῶν πελέκεων καὶ τοῦ πυρὸς συνεπλήρωσαν τὴν καταστροφὴν, θραύσαντες σανίδια καὶ ἐμπρήσαντες τὴν μεγάλην καὶ προϊστορικὴν μονὴν, τὴν ὁποίαν ἐσεβάσθησαν ἐπί χιλιετηρίδα ςτόσοι καὶ τόσοι κατακτηταί.’ Δημοσίευση του 1897 για την λεηλάτηση της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου. Πηγή: βιβλιοθήκη της Βουλής.

Αναφορά του μοναστηριού από το Λεωνάρδο Αμπελακιώτη, το 1836.

20

Για την προπολεμική περίοδο μέχρι το 1958 δεν διαθέτουμε στοιχεία αδιαμφισβήτητης εγκυρότητας, παρά μόνο προφορικές παραδόσεις, οι οποίες ταιριάζουν ιστορικά στα γεγονότα που διαδραματίζονταν στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα. Συγκεκριμένα, το νοτιοδυτικό τμήμα των κτηρίων του περιβόλου του μοναστηριού υποστηρίζεται ότι χρησιμοποιήθηκε για την στέγαση εβραϊκού τυπογραφείου κατά τον πόλεμο του ’40. Επιπλέον, στη διάρκεια του εμφυλίου, η περιοχή αποτέλεσε κέντρο εμφύλιων διαμαχών, με τις βιαιοπραγίες να είναι ιδιαίτερα έντονες. Σε συνδυασμό με το γνωστό ‘παιδομάζωμα’ του εμφυλίου, κατά το οποίο μεγάλος αριθμός παιδιών έφυγε από την Ανατολή σε χώρες του εξωτερικού, και τη διαμονή ένοπλων σωμάτων του ΔΣΕ εντός του μοναστηριού, είναι απολύτως λογική η διατήρηση αμηχανούς απόστασης των κατοίκων του χωριού σε ό,τι έχει σχέση με το μοναστήρι και την ιστορία αυτής της εποχής, όταν πολλοί από αυτούς ερωτήθηκαν με σκοπό τη συγκέντρωση στοιχείων για την περάτωση της παρούσας εργασίας. Ωστόσο, το παρελθόν ενός τόπου και ενός λαού φανερώνει στοιχεία για την ορθότερη αντιμετώπιση του μέλλοντος, και κάθε απόκρυψη της ιστορίας οδηγεί τις επόμενες γενιές σε αφέλεια που δεν επέλεξαν, ενώ αρχιτεκτονικά χάνεται η συνέχεια των οικοδομικών γνώσεων και η αποκατάσταση μνημείων που στοχεύουν στην ανάδειξη του εκάστοτε πολιτισμού καθίσταται κατά πολύ δυσκολότερη. Παρά την έλλειψη γραπτών πηγών και κοινής αποδοχής, η πληροφορία που θέλει τη διαμονή σωμάτων του ΔΣΕ εντός των κτηριακών εγκαταστάσεων του μοναστηριού είναι απολύτως έγκυρη, καθώς εντός των κελλιών της νότιας πτέρυγας βρέθηκαν σύγχρονες κατασκευές βοηθητικών χρήσεων, ενώ στο επίχρισμα τμημάτων των εσωτερικών τοίχων έχουν βρεθεί συμβολισμοί και ονόματα που παραπέμπουν σε γνωστά πρόσωπα και γεγονότα του εμφυλίου. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η λήξη των εχθροπραξιών πραγματοποιήθηκε κατόπιν βομβαρδισμού με σκοπό την αναγκαστική διάλυση της ένοπλης ομάδας που διέμενε εντός του μνημείου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ισχύει, ωστόσο από φωτογραφίες του 1958 που σώζονται φαίνεται το μοναστήρι να διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, τόσο

όσον αφορά τους περιμετρικούς τοίχους όσο και την στέγη των πτερύγων, με τις καμινάδες αλλά και το καθολικό. Επομένως μάλλον η υπόθεση περί βομβαρδισμού καθίσταται άτοπη. Το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε για περίπου τρεις δεκαετίες, κατά τις οποίες χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος από ντόπιους κτηνοτρόφους. Αν και το 1953 διανοίχτηκε το οδικό δίκτυο που συνδέει το μοναστήρι με την Ανατολή, και κατ’ επέκταση με την Αγιά και τη Λάρισα, και συνεπώς η πρόσβαση σε αυτό κατέστη κατά πολύ ευκολότερη, συνεχίστηκε η εκδήλωση αδιαφορίας προς την επιδείνωση της κατάστασης του μνημείου, ακόμα και από την Κοινότητα της Ανατολής και τους κατοίκους της, οι οποίοι ήταν οι πιο άμεσα επηρεαζόμενοι από το μοναστήρι και έμμεσα πολλαπλά ευεργετημένοι από την πρώην λειτουργία του47. Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί η αρχιτεκτονική μελέτη του από δύο φοιτήτριες της Ανωτάτης Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, τις Σ. Γοργογέτα και Κ. Λιβανού, σε συνεργασία με τον υπεύθυνο καθηγητή τους Δ. Η. Κωνσταντινίδη και το Δημοδιδάσκαλο της Ανατολής Α. Νούτσια, κατά τα έτη 1971-72, στο πλαίσιο εκπόνησης διπλωματικής εργασίας48. Η μελέτη αυτή, αν και δεν σώζεται ολόκληρη παρά πολύ μικρό τμήμα της, διασώζει ιδιαίτερα σημαντικά στοιχεία, τα οποία δεν θα ήταν δυνατόν να βρεθούν σήμερα, 50 χρόνια αργότερα της μελέτης. Σύμφωνα με αυτήν, η κατάσταση του εσωτερικού του μοναστηριού χαρακτηριζόταν ‘αξιοδάκρυτος’, κάτι που δεν διακρινόταν κοιτώντας το συγκρότημα εξωτερικά. Όπως αναγράφεται και στην εργασία του ’71-’72, κατά τη διάρκεια της ερήμωσής του, το μοναστήρι εκπλήρωνε το λόγο δημιουργίας του μόνο ανήμερα της εορτής του, στις 29 Αυγούστου (αποτομή της κεφαλής του Προδρόμου), όταν κάτοικοι από τις γύρω περιοχές και ιδιαίτερα την Ανατολή συνέρρεαν εκεί για τη διεξαγωγή του παραδοσιακού ετήσιου πανηγυριού, χάρις στο οποίο διαθέτουμε ορισμένες φωτογραφίες για την εποχή που δεν σώζεται άλλο υλικό. Ωστόσο, καταλαβαίνουμε ότι οι σημαντικότερες αλλοιώσεις και καταρρεύσεις έλαβαν χώρα μεταξύ του 1958 και του 1972, όπως μαρτυρεί το φωτογραφικό υλικό που σώζεται. Κατόπιν, τα χρόνια μεταξύ του 1981-85, έγινε προσπάθεια επαναλειτουργίας του μοναστηριού από δέκα αγιορείτες μοναχούς της Ι. Μ. Καρακάλλου Αγίου Όρους, κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η σύνδεση του παλαιού μοναστηριού με το ηλεκτρικό δίκτυο, αρκετές δραστικές επεμβάσεις, ανακατασκευή του ασκηταριού του αγίου Δαμιανού και ανέγερση νέων κτηρίων δυτικά της παλαιάς Μονής σε χαμηλότερο επίπεδο, με σκοπό τη φιλοξενία της νέας αδελφότητας. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε, κι έτσι το μοναστήρι ξαναερημώθηκε. Με την αναχώρηση των μοναχών αυτών, η Μονή υπέστη σημαντικές αλλοιώσεις, καθώς αντικείμενα που περιείχε, των οποίων μαρτυρείται η διατήρησή τους μέχρι τότε εντός αυτού τόσο από τη Διπλωματική του ’70 όσο και από φωτογραφίες του ’80 τραβηγμένες από μελετητές της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μεταφέρθηκαν σε ιδιόκτητες περιουσίες ή πέρασαν ατύπως στην ιδιοκτησία της Κοινότητας Ανατολής, χωρίς να γυρίσουν ποτέ στην αρχική τους θέση, παρόλο που το 47 48

Γερορρίζος, Δ. Ρ. (1964). Ιστορίας της Ανατολής (Σελίτσανης). Αθήναι., σσ. 62-63. Λιβανού-Γκούφα, Κ., & Γοργογέτα, Σ. (1973). Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Χωρίον Ανατολή Λαρίσης. Στο Δ. Η. Κωνσταντινίδης, Σπουδαστικαί Εργασίαι. Ακαδημαϊκόν Έτος 1971-72. Η Οικία του Ναυάρχου Μάλκολμ. Η εν Αθήναις ελληνική αγορά των ρωμαϊκών χρόνων. Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, χωρίον Ανατολή Λαρίσης. (σσ. 38-59). Αθήναι.: Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον. Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων. Έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής.


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

μοναστήρι πλέον μπορεί να τα διαφυλάξει σώα. Ο 21ος αι. αποτελεί χαρακτηριστική στάση στην ιστορία του μοναστηριού. Το 2000, τμήμα της γυναικείας μοναστικής αδελφότητας του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Αποστόλου Παύλου Λαυρίου Αττικής, εγκαταστάθηκε στα ημιτελή κτήρια του νέου μοναστηριού που είχαν αρχίσει να κτίζονται το ’80. Η κατάσταση του παλαιού μοναστηριού του Προδρόμου που βρήκαν οι μοναχές ήταν τραγική, και η αδιαφορία των αρμόδιων κρατικών φορέων σε συνδυασμό με την αδυναμία έκδοσης άδειας αποκατάστασης του μοναστηριού, επιδείνωναν τη μοίρα του κτηριακού συγκροτήματος, το οποίο κατέρρεε αδιάκοπα. Το 200149, προμελέτη αποκατάστασης του μοναστηριού που πραγματοποιήθηκε από την Κ. Θεοχαρίδου κατέληγε στο εξής συμπέρασμα κατά την αποτύπωση της τότε υφιστάμενης κατάστασης: ‘το ιστορικό μοναστήρι βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση’. Εν συνεχεία, σύμφωνα με τη μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκε το 2004, καμία από τις πτέρυγες του μοναστηριού δεν διέθετε στατική συνοχή, ενώ το καθολικό έτεινε προς ολοκληρωτική κατάρρευση50. Το 2005 πραγματοποιήθηκε η ασφαλτόστρωση του δρόμου προς το μοναστήρι. Μέχρι το 2016, όταν ξεκίνησαν οι εργασίες αναστήλωσης του μοναστηριού, η κατάσταση είχε γίνει κατά πολύ χειρότερη. Ευτυχώς, οι σωστικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 20162020 σε καίρια σημεία, έσωσαν το μεγαλύτερο τμήμα του μοναστηριού, και πέτυχαν την προστασία των υπολοίπων τμημάτων με σκοπό τη μελλοντική τους αποκατάσταση. Η μελέτη αποκατάστασης και επανάχρησης των τελευταίων αυτών τμημάτων, με έμφαση στη βόρεια και τη νότια πτέρυγα του μοναστηριού, θα πραγματοποιηθεί στην παρούσα εργασία.

49

Θεοχαρίδου, Κ., & Τερζίδου, Μ. (2001). Ιερά Μονή Αγίου Προδρόμου. Μητρόπολη Δημητριάδος. Μελέτη αποκατάστασης καθολικού. Αρχιτεκτονική προμελέτη. 50 Μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς Ν. Λαρίσης(2004) από την ομάδα: Κ. Θεοχαρίδου Δρ Αρχιτέκτων Αναστηλώτρια, Κ. Ζαμπάς Δρ Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, Θ. Σκούρτης τοπογράφος μηχανικός, Φ. Μυριανίδης τοπογράφος μηχανικός, Γ. Θωμάς πολιτικός μηχανικός MsE ΕΜΠ, Β. Κορδούλη πολιτικός μηχανικός MsE ΕΜΠ, Ε. Παυλίδης Αρχιτέκτων SSRM Genova.

Εσωτερική άποψη του καθολικού της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου. Διακρίνεται το τέμπλο με τα αυθεντικά εικονοστάσια. 1981. Πηγή:φωτ. αρχείο 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Η ‘ανάνηψη’ του καθολικού και η επανένταξή του στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Η χρήση του χώρου και ο κατανυκτικός φωτισμός συμπληρώνουν την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του μνημείου, προσδίδοντάς του ζωή. 2020. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Σημερινή εσωτερική άποψη του καθολικού της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου. Διακρίνεται το αυθεντικό τέμπλο με καινούρια εικονοστάσια και χωρίς βημόθυρα. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου

21


22


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

1.2.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ_

1.2.1. Ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος_ Αρχικά, θα πραγματοποιηθεί σύντομη περιγραφή του τύπου εδάφους πάνω στο οποίο χτίστηκε το εν λόγω μοναστήρι, καθώς και των επικρατέστερων καιρικών συνθηκών στην περιοχή, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα η ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος. Το έδαφος αποτελείται από κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, με επικρατέστερους τους κρυσταλλοπαγείς σχιστόλιθους και ασβεστόλιθους. Είναι ιδιαίτερα επικλινές, μιας και η έκταση του μοναστηριού στον άξονα Β-Ν καλύπτει ύψος περ. 4 μ. σε απόσταση περ. 30 μ., με αποτέλεσμα η φυσική κλίση να ανέρχεται του 13%, ενώ στον άξονα Α-Δ καλύπτει ύψος περ. 2 μ. σε απόσταση περ. 40 μ., με αποτέλεσμα η φυσική κλίση να φτάνει το 5%. Ωστόσο, πιθανώς η αρχική κλίση στον άξονα Α-Δ να ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη, καθώς η υψομετρική διαφορά μεταξύ της θέσης του παλαιού συγκροτήματος με αυτή του νέου συγκροτήματος ανέρχεται περ. στα 20 μ., με την μεταξύ τους απόσταση να φτάνει τα 60 μ., και συνεπώς την κλίση να ξεπερνάει το 30%. Συμπερασματικά, είτε η τοποθεσία που σήμερα βρίσκεται το μοναστήρι ήταν εξ αρχής φρουριακή, είτε ενισχύθηκε με επιχωματώσεις στη δυτική, νότια και ανατολική πλευρά, και ανασκαφές στη βόρεια πλευρά. Πάντως, κύριο μέλημα φαίνεται να ήταν η θεμελίωση του καθολικού σε επίπεδο φυσικό έδαφος,

Τομή του μοναστηριού στον άξονα Β-Ν, όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη υψομετρική διαφορά. Είναι διακριτή η διαμόρφωση του εδάφους και η σχέση του με τα κτήρια.

γι’ αυτό και το βόρειο τμήμα του αίθριου είναι σε ψηλότερο επίπεδο του νότιου, φτάνοντας στο παρελθόν μέχρι και διαφορά περ. 1,50 μ.. Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από έντονες εναλλαγές, όπως κάθε ορεινή περιοχή, με ισχυρές βροχοπτώσεις καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου, και δυνατούς ανέμους και από τις τέσσερις κατευθύνσεις, με επικρατέστερο το δυτικό, ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Όπως αποδείχτηκε μέσω της ιστορικής ανάλυσης και τεκμηρίωσης της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, διακρίνονται έξι βασικοί σταθμοί στην οικοδομική ιστορία του υπό μελέτη κτηριακού συγκροτήματος, οι οποίοι προέκυψαν εξαιτίας διάφορων γεγονότων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του. Δεδομένων αυτών των έξι σταθμών, μπορούμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για την οικοδομική εξέλιξη του μοναστηριού, από την ίδρυσή του μέχρι και τις μέρες μας. Παρόλα αυτά, δεν θα ήταν καθόλου περίεργο ένα μεγάλο τμήμα αυτών των συμπερασμάτων να θεωρηθούν άτοπα σε περίπτωση μελλοντικής εύρεσης στοιχειών τα οποία δεν κατέχουμε αυτήν την στιγμή, ώστε να προβούμε σε ορθότερους συλλογισμούς. Εξάλλου, ακόμα και τα συμπεράσματα της

Γενική κάτοψη της μονής Φιλοθέου (αριστερά) και της Μονής του Προδρόμου (δεξιά). Είναι διακριτές ορισμένες ομοιότητες στη διάρθρωση. Πηγή: (Παπαϊωάννου, 1977), σσ. 36, 69..

Ορθοφωτογραφία του 1946. Διακρίνεται η Μονή Τιμίου Προδρόμου με πλήρη την στέγαση των πτερύγων. Πηγή: Ελληνικό κτηματολόγιο.

23 Εσωτερική άποψη του μοναστηριού προς τη ΒΑ γωνία. 1971-72. Το μοναστήρι είχε ήδη επέλθει σε ερειπιώδη κατάσταση. Πηγή: φωτ. αρχείο Σ. Γοργογέτα-Τσικρίκη.


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

παρούσας αρχιτεκτονικής μελέτης δεν συμφωνούν απόλυτα με τις δύο προηγούμενες που έχουν πραγματοποιηθεί, καθώς η βάση δεδομένων απ’ όπου αντλούνται πληροφορίες για την εκπόνηση αυτής της εργασίας είναι πολύ διαφορετική και ίσως λίγο παραπάνω εμπλουτισμένη, καθιστώντας δυνατή τη σφαιρικότερη θεώρηση των πραγμάτων.

Άποψη του ΒΑ τμήματος του περιβόλου. Δεξιά διακρίνεται ο επιχρισμένος τοίχος του καθολικού με τις κλάπες που προεξέχουν λόγω απόκλισης του Β τοίχου από την κατακόρυφο. 1971-72. Πηγή: φωτ. αρχείο Σ. Γοργογέτα-Τσικρίκη.

Το ΒΑ τμήμα του καθολικού. 1981. Πηγή: φωτ. αρχείο 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

24

Ξεκινώντας από την ίδρυση του μοναστηριού(σκίτσα α’ φάσης), το 1550, δεν σώζονται στοιχεία για την αρχική μορφή του κτηριακού συγκροτήματος μέχρι το 1747, όταν αυτό πήρε την τελική μορφή του. Ωστόσο, το πιο λογικό είναι να υπήρχε η παραδοσιακή μοναστηριακή οργάνωση, με την περίκλειστη διάταξη περιμετρικά ενός περιβόλου, που περιέχει το καθολικό της Μονής. Η σειρά που ανεγέρθηκαν οι περιμετρικές πτέρυγες δεν είναι επίσης γνωστή, ούτε και το αρχικό τους ύψος. Μια πιθανότητα είναι ο ναός να χτίστηκε ως Κυριακό πολλών μονυδρίων, και σιγά-σιγά να ανεγέρθηκαν περιμετρικά πτέρυγες, για την στέγαση ιδιόρρυθμου μοναστηριού. Εντούτοις, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η κύρια είσοδος του περιβόλου πραγματοποιούνταν από τα ανατολικά, όπως και σήμερα, καθώς γνωρίζουμε ότι ο ναός βρισκόταν στην ίδια θέση, δημιουργώντας συνολική διάρθρωση η οποία παραπέμπει στην αντίστοιχη της Ι.Μ. Φιλοθέου, απ’ όπου προερχόταν ο Αγ. Δαμιανός. Συγκεκριμένα, το μοναστηριακό συγκρότημα της τελευταίας παρουσιάζει ένα περίκλειστο σχήμα γύρω από ένα αίθριο με το καθολικό, όπου δημιουργείται χώρος βόρεια του ναού ως προαύλιο αυτού. Η είσοδος πραγματοποιείται από διαβατικό στην ανατολική πτέρυγα. Παρόμοιες βασικές αρχές διέπουν και τη Μονή του Προδρόμου. Επομένως, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι το μοναστήρι ακολουθούσε το σημερινό του σχήμα εξ αρχής, αλλά πιθανώς η βόρεια πτέρυγα να ήταν χαμηλότερη, διατηρώντας το συνολικό της ύψος αποκλειστικά για τη δημιουργία τείχους στο Βορρά, και να απέκτησε στη συνέχεια μεγαλύτερο ύψος. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν αποκλείει την ύπαρξη όλων των πτερύγων σε ίσο ύψος από την αρχή. Σχετικά με την στέγη, ίσως αρχικά να επικαλύπτονταν από σχιστόπλακες, όπως συνηθιζόταν σε πολλά μνημεία της περιοχής, και όπως επίσης έχει διατηρηθεί στη μικρή στέγη της κόγχης του ιερού του καθολικού της Μονής. Ένα επιπλέον στοιχείο που υποστηρίζει την αρχική επικάλυψη από σχιστόπλακες είναι το λίθινο γείσο που σώζεται ακόμα σε αρκετά τμήματα, ενώ σε παλαιότερες φωτογραφίες φαίνεται να περιτριγύριζε όλο το μονατήρι. Η πιο ασφαλής εικασία, γιατί περί αυτού πρόκειται κάθε συμπέρασμα για τους δύο πρώτους αιώνες του μοναστηριού, σχετίζεται με τη μορφή της τρίκλιτης βασιλικής. Αναλυτικότερα, η χρήση του ναού ξεκίνησε το 1569, χρονολογία εγκαινίασής του. Σύμφωνα με τις προτεραιότητες όλων των μοναστηριακών συγκροτημάτων, πρώτα ανεγείρεται το κτήριο του καθολικού, και με βάση αυτό οργανώνεται περιμετρικά το υπόλοιπο μοναστήρι. Εφόσον γνωρίζουμε ότι το καθολικό μετασκευάστηκε το 1747, αφαιρώντας τις προσθήκες μπορούμε να πούμε ότι αρχικά η περιμετρική τοιχοποιία έφτανε μέχρι το ύψος όπου σήμερα ξεκινούν οι

ποδιές των παραθύρων στο νότιο τοίχο, κάτι που μαρτυρείται από τις κλάπες που προεξέχουν στο ανατολικό τμήμα του αυθεντικού βόρειου τοίχου, εξαιτίας της απόκλισής του από την κατακόρυφο κατά 27 εκ. προς τα έξω, όπως και από την αποκόλληση επιχρίσματος κατά μήκος όλης της νοητής γραμμής σύνδεσης της αρχικής και της μεταγενέστερης τοιχοποιίας. Οι συνθήκες που προαναφέρθηκαν ήταν διακριτές προ της αποκατάστασης του καθολικού το 2017. Επιπλέον, αρχικά η στέγη αποτελούνταν από τρία τμήματα, ένα οριζόντιο που κάλυπτε το μεσαίο κλίτος και δύο μονόριχτα για τα δύο κλίτη εκατέρωθεν. Απόδειξη για τα παραπάνω συμπεράσματα αποτελεί το όριο των τοιχογραφιών εσωτερικά του ναού, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1601. Τέλος, η είσοδος του καθολικού αρχικά βρισκόταν στη δυτική πλευρά, καθώς η σημερινή κύρια είσοδος στο Βορρά αποτελεί στοιχείο της μετασκευής του 1747 και δεν εξυπηρετεί την αποτροπή των ομβρίων υδάτων που ρέουν χειμαρρώδη στο επικλινές έδαφος του μοναστηριού κατά τη διάρκεια καταιγίδων, έχοντας τη δυνατότητα εύκολα να εισέλθουν στο κατώτερο-του-προαυλίου επιπέδου του ναού. Τέλος, όπως φαίνεται και από τη διαφοροποίηση της δαπεδόστρωσης, αρχικά δεν υπήρχε ο σημερινός νάρθηκας και το πατάρι. Γι’ αυτό και παρουσιάζεται ανεπάρκεια χώρου μεταξύ του καθολικού και της δυτικής πτέρυγας. Δεν γνωρίζουμε αν αρχικά ο ναός είχε δεύτερο επίπεδο. Με την παραπάνω άποψη συμφωνεί και η προμελέτη του 2001, και συνεπώς η μελέτη του 2004, ενώ στο τμήμα της μελέτης του 1971-1972 που σώζεται δεν γίνεται κάποια αναφορά. Επομένως, θεωρούμε α΄ οικοδομική φάση του συγκροτήματος χονδρικά τους αιώνες 16ο-18ο, και συγκεκριμένα τα χρόνια 1550-1746. Στη β’ οικοδομική φάση, η μετασκευή και επέκταση του ναού τόσο καθ’ ύψος όσο και κατά πλάτος πραγματοποιήθηκε ως εξής: στη δυτική πλευρά γκρεμίστηκε ο εξωτερικός τοίχος και προσαρτήθηκε νάρθηκας, με δαπεδόστρωση διαφορετική του υπόλοιπου ναού, ενώ διανοίχτηκε πόρτα στο βόρειο τοίχο, λίγο νοτιότερα του ορίου μεταξύ των δύο φάσεων. Αυτή διαθέτει λίθινο τοξωτό θύρωμα, χαμηλό σε ύψος, με αποτέλεσμα ο επισκέπτης να αναγκάζεται να σκύψει για να εισέρθει εντός της εκκλησίας, και στη συνέχεια να κατέρθει τέσσερις βαθμίδες, εξαιτίας της υψομετρικής διαφοράς του προαυλίου χώρου από το εσωτερικό του ναού. Στο λίθινο θύρωμα αναγράφεται και η χρονολογία μετασκευή του καθολικού, ‘1747’. Μπαίνοντας, ακριβώς δεξιά της πόρτας βρισκόταν κλίμακα που οδηγούσε σε πατάρι πάνω από το νάρθηκα. Η κλίμακα σαν στοιχείο ίσως είναι μεταγεννέστερη του 1747. Στο δυτικό τμήμα του νάρθηκα και στο ύψος του παταριού διανοιγόταν θύρα προς το εξωτερικό του καθολικού. Σύμφωνα με τη διπλωματική του 1972-73, η θύρα αυτή δημιουργούσε πρόσβαση προς εξώστη που επικοινωνούσε με τα κελλιά της δυτικής πτέρυγας, ο οποίος συνδεόταν με εξώστη στον όροφο της


Ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος

βόρειας πτέρυγας και τον κτιστό εσωτερικό διάδρομο των κελλιών στη νότια πτέρυγα, μέσω τοξωτού ανοίγματος στο βορειοδυτικό τμήμα της. Ο εξώστης που αναπτυσσόταν κατά μήκος της νότιας πλευράς της βόρειας πτέρυγας, στεγαζόταν πάνω στην υποκείμενη στοά πλάτους περ. 2,50 μ., και κατέληγε στα ανατολικά στο χαγιάτι της ανατολικής πτέρυγας. Εντούτοις, οι οπές που σώζονται σήμερα στο δάπεδο της στοάς αυτής είναι ιδιαίτερα μικρής διαμέτρου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αμφιβολία για την ικανότητα στήριξης εξώστη στην οροφή της στοάς, πόσο μάλλον στη δυτική πτέρυγα, όπου ο εξώστης θα έπρεπε να έχει λειτουργία ξύλινου προβόλου μήκους περ. 15 μ. και πλάτους 1-2,5 μ., κάτι που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στατικά. Εκτός αυτού, οι ακραίες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στον τόπο αυτό, με το μοναστήρι υπό φυσιολογικές συνθήκες να βρίσκεται καλυμμένο από χιόνι 2-3 μ. κατά τους χειμερινούς μήνες, τις δυνατές βροχοπτώσεις το φθινόπωρο και τον ισχυρό δυτικό άνεμο που επικρατεί στην περιοχή, δεν καθιστούν φιλικές τέτοιου είδους εξωτερικές διαμορφώσεις, και μάλιστα από ξύλο. Ως εκ τούτου, διατηρείται ιδιαίτερη επιφύλαξη απέναντι σε αυτόν τον ισχυρισμό. Από την άλλη, προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν την ύπαρξη ξύλινης κλίμακας εξωτερικά της θύρας στο δυτικό τμήμα του καθολικού, ώστε οι γυναίκες να εισέρχονται στο πατάρι-γυναικωνίτη κατευθείαν από αυτό το άνοιγμα, καθώς παλαιότερα, κατά τη λειτουργία του μοναστηριού, δεν υπήρχε η εσωτερική κλίμακα. Αυτή η εξήγηση μοιάζει πιο αληθοφανής σχετικά με τη χρήση του ανοίγματος στον όροφο, στο δυτικό τοίχο του καθολικού. Στον καθ’ ύψος άξονα, το καθολικό επεκτάθηκε με σκοπό τη διάνοιξη παραθύρων στο νότιο τοίχο, αλλά και πάνω από την κόγχη του ιερού. Τα ανοίγματα αυτά σήμερα παρουσιάζουν εναλλάξ επίπεδες και κεκλιμένες ποδιές, με τις τελευταίες να διακόπτουν βιαίως τις τοιχογραφίες, καταστρέφοντάς τις. Από τα σχέδια της διπλωματικής του ’72 βλέπουμε ότι και τότε τα παράθυρα παρουσίαζαν τα ίδια χαρακτηριστικά. Εντούτοις, δεν σώζεται κάποια αναφορά για το άνοιγμα που βρίσκεται σήμερα στο κατώτερο επίπεδο του νότιου τοίχου, το οποίο πιθανώς να υπήρχε από την πρώτη οικοδομική φάση και να το έκλεισαν στη συνέχεια, καθώς δεν διακόπτει τις τοιχογραφίες. Η απουσία αναφοράς δικαιολογείται καθώς ο ναός ήταν επιχρισμένος με παχύ στρώμα ασβέστη προ της αποκαταστάσεώς του, αφήνοντας ακάλυπτο μόνο το μισό κατώτερο τμήμα του βόρειου τοίχου, όπως μαρτυρούν αναφορές της εργασίας του ’70 αλλά και φωτογραφίες του 1981. Τον ασβέστη πρόσθεσαν κάτοικοι του χωριού καταστρέφοντας το συνολικό διάκοσμο και επιβαρύνοντας κατά πολύ τις τοιχογραφίες. Έτσι, σε αυτό το παράθυρο δεν υπάρχουν αναφορές ούτε από τις μελέτες του 2001 και του 2004, καθώς δεν είχαν αφαιρεθεί τα επιχρίσματα για να γίνει διακριτή η διαφοροποίηση της πλήρωσης της τοιχοποιίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία

από την αποκατάσταση του καθολικού που πραγματοποίησαν οι μοναχές, η αφαίρεση των επιχρισμάτων αποκάλυψε αυτό το άνοιγμα, το οποίο είχε πληρωθεί αποτελώντας παλαιό ηχείο, με εντοιχισμένο πήλινο δοχείο που αντανακλούσε τον εισερχόμενο μέσω μικρής οπής στον τοίχο ήχο. Επομένως, αν το άνοιγμα προϋπήρχε του 1747, πληρώθηκε την ίδια χρονιά για να φιλοξενήσει διαμόρφωση ηχείου πίσω από τη θέση που κατά πάσα πιθανότητα στεκόταν ο χορός των ψαλμωδών. Ίδια ηχεία διακρίνονται σήμερα σε σχεδόν ευθεία γραμμή κατά μήκος των βόρειου και νότιου τοίχου, στο τμήμα πάνω από το τέλος της αρχικής τοιχοποιίας. Επομένως, μάλλον το 1747 οι επεμβάσεις αδιαφόρησαν για την αξία των τοιχογραφιών, καταστρέφοντας τμήματά τους. Σύμφωνα με ορθοφωτογραφία του 1946, η οποία δυστυχώς δεν είναι τόσο καθαρή ώστε να διακρίνονται λεπτομέρειες, το μοναστήρι μέχρι τότε διατηρούσε σε όλο το μήκος των πτερύγων την στέγαση από κεραμίδια, ενώ από φωτογραφίες του 1958 φαίνεται ότι δεδομένα αυτής της ανακαίνισης διατηρούνταν σε καλή κατάσταση μέχρι τότε, προφανώς με μικροπαρεμβάσεις, οι οποίες δεν είναι γνωστές. Άρα, η β’ οικοδομική φάση περιορίζεται μεταξύ του 18ου και του 20ου αι., και συγκεκριμένα των χρονολογιών 1747-1958. Ωστόσο, κατά τις χρονολογίες 1960-1980 το μοναστήρι παρουσιάζει δραστικές αλλοιώσεις, οι οποίες δεν δικαιολογούνται αν δε ληφθεί υπόψιν ο ανθρώπινος παράγοντας. Παρόλο που η Μονή του Προδρόμου κατάφερε να διασώσει ακέραιες τις εγκαταστάσεις της για τέσσερις ολόκληρους αιώνες, μέσα σε 10 χρόνια επέρχεται σε ερείπωση. Συγκρίνοντας το φωτογραφικό υλικό του 1958 με τα στοιχεία της μελέτης του 1971-72, παρατηρούμε ότι ενώ αρχικά οι πτέρυγες διατηρούσαν το μέγιστο ύψος τους, το σύνολο της τοιχοποιίας ακέραιο (μάλιστα στα τμήματα που δεν δέχονταν τόσο άμεσα το νερό της βροχής διατηρούνταν επίχρισμα από ασβέστη), την παλαιά στέγαση, μέχρι και τις ευαίσθητες στατικά καμινάδες, στη συνέχεια τα βορειοδυτικό, βόρειο και ανατολικό εσωτερικά τμήματα του περιβόλου κατέρρευσαν, χάνοντας εντελώς την στέγη τους και πολλούς από τους τοίχους που την υποστήριζαν. Το νοτιοδυτικό τμήμα πρέπει να επηρεάστηκε λιγότερο, ενώ οι νότια και δυτική πτέρυγες κατάφεραν να διατηρήσουν την στατική και μορφολογική συνοχή τους. Ο ναός βρισκόταν σε σχετικά καλή κατάσταση, με πολυάριθμες ασύμβατες παρεμβάσεις από τους κατοίκους, κατά την αφελή προσπάθεια συντήρησής του, όπως η ημικυκλική ξύλινη επιχρισμένη από ασβεστοκονίαμα οροφή του μεσαίου κλίτους, η κυλινδρική ασβεστωμένη μορφή των ξύλινων υποστυλωμάτων ώστε να μιμούνται κίονες, καθώς και τα ψευδοτόξα και η ψευδοκαμάρα πάνω από το στηθαίο του παταριού. Λαμβάνοντας υπόψιν τις πολυάριθμες αλλαγές που σημειώθηκαν σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, μπορούμε να αποδώσουμε την ευθύνη είτε στα στοιχεία της φύσης, είτε στον άνθρωπο, αλλά γιατί όχι και στους δύο αυτούς παράγοντες. Εξετάζοντας τη σεισμικότητα της Θεσσαλίας,

Ο βόρειος αποκολλημένος τοίχος του καθολικού. Έχουν τοποθετηθεί υποστηρίξεις από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. 1982. Πηγή: φωτ. αρχείο 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Εξωτερική άποψη από Β. Διακρίνεται η ανασκαφή για ανανέωση του δικτύου ύδρευσης. Πηγή: φωτ. αρχείο 7ης Εφορείας Αρχαιοτήτων.

25


26


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

παρατηρούμε ότι οι χρονολογίες κατά τις οποίες καταγράφηκαν πολυάριθμες συνεχόμενες ισχυρές σεισμικές δονήσεις είναι τα έτη 1954, 1955, 1957 και 1980, αγγίζοντας της τιμές 6,2-7,0 Ρίχτερ. Οι σεισμοί αυτοί αποτέλεσαν αιτία για εκατοντάδες νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και πάνω από 20.000 καταρρεύσεις πετρόχτιστων κατοικιών του θεσσαλικού κάμπου. Εντούτοις, όπως έγινε αντιληπτό και κατά τη διάρκεια του φετινού μεγάλου σεισμού(Ελασσόνα-3/3/2021-6,3 Ρίχτερ) και των δίμηνων μετασεισμών, τα βαρυτικά σεισμικά κύματα χάνουν την ισχύ τους λόγω του υψομέτρου, με αποτέλεσμα η αίσθηση του σεισμού να φτάνει στο μοναστήρι ιδιαίτερα εξασθενημένη. Δεν πρέπει να παραλείψουμε τον ανθρώπινο παράγοντα, ο οποίος ενώ πριν το 1889 επιδρούσε θετικά στην αποκατάσταση των ζημιών, κατόπιν της διαλύσεως του μοναστηριού και ιδιαίτερα από την αρχή των πολέμων κι έκτοτε, συνέβαλε στην επιδείνωσή τους. Η λεηλασία του 1897, οι πόλεμοι και ιδιαίτερα ο εμφύλιος του 20ου αι., η χρήση των πτερύγων του μοναστηριού ως μαντρί και η κλοπή κατασκευαστικών στοιχείων από το συγκρότημα, αιτιολογούν και με το παραπάνω την ταχύτατη αυτή επιδείνωση της κατάστασης του συγκροτήματος. Από το 1981 μέχρι το 1985 πραγματοποιήθηκε η πρώτη φάση ανέγερσης των νέων εγκαταστάσεων γειτονικά του υπό μελέτη κτηριακού συγκροτήματος. Αυτές που επηρεάζουν άμεσα το παλιό μοναστήρι είναι οι τοίχοι που προσαρτήθηκαν στο Βορρά και το Νότο και το κτήριο από οπλισμένο σκυρόδεμα που προοριζόταν για ξενώνας γυναικών στα ανατολικά του μοναστηριού. Ταυτόχρονα, οι μοναχοί που διέμεναν αυτά τα χρόνια στο παλιό μοναστήρι το σύνδεσαν με το δίκτυο ηλεκτρισμού, ενώ ανακατασκεύασαν τις εγκαταστάσεις ύδρευσης, ανανεώνοντας την πηγή του πόσιμού νερού. Παράλληλα, διανοίχτηκε σηπτική δεξαμενή στο τμήμα του περιβόλου νότια του διαβατικού. Πιθανώς να προϋπήρχε κάτι παρόμοιο στον ίδιο χώρο, καθώς διακρίνεται χαμηλός τοίχος ως προέκταση της νότιας πλευράς του διαβατικού στη διπλωματική του ’70, χωρίς ωστόσο να γίνεται αναφορά σε παρόμοια χρήση του. Οι περισσότερες παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν στο νοτιοδυτικό τμήμα του μοναστηριού, που διατηρούνταν σε καλύτερη κατάσταση, περικλείοντας και στεγάζοντας χώρο στον όροφο της ανατολικής πτέρυγας, με τη βοήθεια τσιμεντοσανιδών και νοβοπάν. Επιπρόσθετα, δραστικές παρεμβάσεις υλοποιήθηκαν και στο καθολικό, με διάνοιξη μεγάλης θύρας στο μέσον της νότιας πλευράς, η οποία κατέστρεψε μεγάλο τμήμα του ζωγραφικού διακόσμου. Με την αποχώρηση της ομάδας αυτής, το πληγωμένο μοναστήρι αφέθηκε στο έλεος της τύχης. Μεταξύ των ετών 1986-1999, κρίθηκε απαραίτητη η διακοπή της πραγματοποίησης του καθιερωμένου πανηγυριού του Αυγούστου εντός των ορίων της Μονής, καθώς η διαμονή εντός αυτής ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Στο διάστημα αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των φορητών στοιχείων του μοναστηριού κλάπηκε.

Τα συντρίμια του τμήματος του Δ τείχους που κατέρρευσε το 2003. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Αυτή ήταν η πέμπτη οικοδομική φάση, για την οποία δεν γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία. Έτσι, φτάνουμε στην οικοδομική φάση κατά την οποία το μοναστήρι παρουσίασε την χειρότερη κατάσταση. Το φωτογραφικό υλικό που διαθέτουμε από το 2000 έως το 2016, όταν ξεκίνησε η αποκατάσταση, είναι ιδιαίτερα πλούσιο, επιτρέποντάς μας να σχηματίσουμε ολοκληρωμένη και σίγουρη άποψη για την αρχιτεκτονική εξέλιξη αυτών των χρόνων. Ωστόσο, θα γίνει εκτενέστερη ανάλυση σε επόμενο κεφάλαιο, καθώς στο παρόν αναφέρονται μόνο οι μεγαλύτερες αλλαγές. Το μοναδικό τμήμα που σωζόταν σε καλή κατάσταση ήταν το νοτιοανατολικό, ενώ οι νότια, δυτική και βόρεια πτέρυγες βρίσκονταν σε δεινή κατάσταση, που χειροτέρευε διαρκώς. Μεγάλο τμήμα του περιμετρικού τείχους της νότιας πλευράς παρουσίαζε υπερβολικά έντονη κύρτωση προς το νότο, με αποτέλεσμα να καταρρέει σταδιακά μέχρι το 2016, δίνοντας ύψος στο εσωτερικό του υπογείου της νότιας πτέρυγας, καθιστώντας αναγκαία την απομάκρυνση των χαλασμάτων. Αυτά ευθύνονται για την υπερύψωση του νότιου τμήματος μεταξύ της νότιας πτέρυγας και του καθολικού, με αποτέλεσμα να καλύπτεται η κλίμακα ανόδου του νότιου ανοίγματος του καθολικού. Το 2003 μεγάλο τμήμα της δυτικής πτέρυγας κατέρρευσε ξαφνικά, ενώ το υπόλοιπο εξωτερικό τείχος της έγειρε επικίνδυνα προς το εσωτερικό του συγκροτήματος. Μεγάλη ζημιά προκαλούσε το ίδιο το κτήριο στον εαυτό του, μιας και τα προεξέχοντα ατάκτως ξύλινα στοιχεία και τα χαλάσματα επιβάρυναν την στατικότητα των τοιχοποιιών. Όσον αφορά το καθολικό, ο βόρειος τοίχος του αποκολλήθηκε εντελώς, αποκλίνοντας κατά 27 εκ. από την κατακόρυφο και κινδυνεύοντας διαρκώς προς πτώση. Το μοναστήρι κρινόταν ιδιαίτερης επικινδυνότητας και η είσοδος σε αυτό απαγορευόταν ρητά. Πρόχειρες στηρίξεις είχαν τοποθετηθεί από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων τόσο στα ευάλωτα τμήματα του περιμετρικού τείχους όσο και στο βόρειο τοίχο του καθολικού, οι οποίες συνέβαλλαν ελάχιστα έως καθόλου στην μείωση των φορτίων που δεχόταν το παλιό μοναστήρι. Επίσης, το καθολικό καλύφθηκε από μουσαμά, ύστερα από οδηγία της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ώστε να περιοριστούν οι εισχωρήσεις των όμβριων υδάτων εντός της τοιχοποιίας του, κάτι που επιδείνωσε την κατάσταση καθώς κατέστη αδύνατη η φυσική απομάκρυνση των υδάτων από τις πέτρες, με την υγρασία που συγκεντρωνόταν να επιβαρύνει την κατάσταση. Η αδιαφορία των αρμόδιων κρατικών φορέων κατέστη υπεύθυνη για τη ζοφερή κατάσταση που αντιμετώπιζε το μεταβυζαντινό μνημείο, στις αρχές του 21ου αι.. Η τελευταία οικοδομική φάση του υπό μελέτη μοναστηριακού συγκροτήματος άρχισε με τις επεμβάσεις αποκατάστασης που ξεκίνησαν το 2016 και διαρκεί μέχρι και τις μέρες μας. Ως αποτέλεσμα, προέκυψε η υφιστάμενη κατάσταση του συγκροτήματος, την οποία θα αναλύσουμε στην επόμενη υποενότητα.

Το νοτιοανατολικό τμήμα του μοναστηριού. Διακρίνεται το ημιτελές γειτονικό κτήριο του ‘80. 2000. Πηγή: φωτ. αρχείο Κ. Συντζάκη.

ΒΑ εξωτερική άποψη του συγκροτήματος. 2000. Πηγή: φωτ. αρχείο Κ. Συντζάκη

27


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Η ΝΑ γωνία του αιθρίου. 2007. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Η κύρτωση του νότιου τμήματος του τείχους και οι αδύναμες ξύλινες υποστηρίξεις. 2009. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Το πρόχειρο στεγασμένο τμήμα της Δυτικής Πτέρυγας, από τους μοναχούς του ‘80. 2007. Πηγή: φωτ. Αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Ο ΒΑ χώρος της βόρειας πτέρυγας, όπως απαθανατίστηκε το 2004 από την ομάδα που εκπόνησε τη μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων. Στο σημείο αυτό αναπτυσσόταν αρχικά ο πύργος και το χαγιάτι.

28

Ανατολική εξωτερική όψη του καθολικού. Διακρίνεται η αποκόλληση του βόρειου τοίχου. 2008. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.


Ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος

Α’ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ -> 1550 - 1746

Β’ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ -> 1747 - 1959

Γ’ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ -> 1960 - 1980

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΟΙ Κ ΟΔΟΜΙ Κ ΕΣ ΦΑΣΕ ΙΣ

29


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Δ’ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ -> 1981 - 1985

Ε’ και ΣΤ’ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ -> 1986 - 2015

Ζ’ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ -> 2016 - σήμερα 30

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΟΙ Κ ΟΔΟΜΙ ΚΕ Σ ΦΑΣΕ ΙΣ


Ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

ΑΡΧΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ_

Λιβανού-Γκούφα, Κ., & Γοργογέτα, Σ. (1971-72). Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Χωρίον Ανατολή Λαρίσης.

Κ Α Τ ΟΨ Η ΕΠ Ι Π ΕΔ Ο Υ Α ΥΛΗΣ

31


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

32

ΑΝΑΛΥΣΗ

ΑΡΧΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ_

Λιβανού-Γκούφα, Κ., & Γοργογέτα, Σ. (1971-72). Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Χωρίον Ανατολή Λαρίσης.

Π ΕΡΙ Β ΟΛΟΣ / ΚΑ ΘΟΛΙΚΟ


Ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

ΠΡΟΤΑΣΗ_

Λιβανού-Γκούφα, Κ., & Γοργογέτα, Σ. (1971-72). Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Χωρίον Ανατολή Λαρίσης.

Κ Α Τ ΟΨ ΕΙ Σ

33


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

34

ΑΝΑΛΥΣΗ

ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ_

Θεοχαρίδου, Κ. (2004). Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ανατολή Αγιάς Ν.Λαρίσης. Μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων περιβόλου.

Κ Α Τ ΟΨ Η ΕΠ Ι Π Ε Δ ΟΥ Α ΥΛΗΣ


Ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ_

Θεοχαρίδου, Κ. (2004). Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ανατολή Αγιάς Ν.Λαρίσης. Μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων περιβόλου.

ΟΨ ΟΤ ΟΜ ΕΣ

35


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

36

ΑΝΑΛΥΣΗ

ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ_

Θεοχαρίδου, Κ. (2004). Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ανατολή Αγιάς Ν.Λαρίσης. Μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων περιβόλου.

ΟΨ ΟΤ ΟΜΕ Σ


Ιστορική ανάλυση και τεκμηρίωση του κτηριακού συγκροτήματος

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ_

Θεοχαρίδου, Κ. (2004). Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ανατολή Αγιάς Ν.Λαρίσης. Μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων περιβόλου.

ΟΨ ΕΙ Σ

37


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

38

ΑΝΑΛΥΣΗ

ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ_

Θεοχαρίδου, Κ. (2004). Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ανατολή Αγιάς Ν.Λαρίσης. Μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων περιβόλου.

ΟΨ Ε ΙΣ


Σημερινή κατάσταση συγκροτήματος και συνθήκες περιοχής

1.2.2. Σημερινή κατάσταση συγκροτήματος και συνθήκες περιοχής_ Η αναβίωση, και μεταφορικά θα λέγαμε η ανάνηψη του παλαιού μοναστηριού ξεκίνησε το 2016, με την εκκίνηση εργασιών συντήρησης, αναστήλωσης και αποκατάστασης, πρώτα του καθολικού και ύστερα των πτερύγων και του περιβόλου. Όπως προαναφέρθηκε, τα τμήματα των πτερύγων που παρουσίαζαν ολική κατάρρευση ήταν το δυτικό προς βορειοδυτικό και το νότιο προς νοτιοανατολικό, ενώ όλη η βόρεια πτέρυγα και κυρίως οι δύο μεσαίοι χώροι, η δυτική πτέρυγα, η νότια και η βορειοανατολική γωνία του περιβόλου παρουσίαζαν ερειπιώδη κατάσταση. Μόνο το καθολικό, ένα μικρό τμήμα της νότιας πτέρυγας που διατηρούνταν η στέγασή του και το νοτιοανατολικό τμήμα διατηρούσαν μια κατάσταση που θύμιζε την αρχική. Σύμφωνα με τη μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων που εκπονήθηκε το 2004 με έμφαση στο καθολικό, κρίνονταν αναγκαία η ανασκαφή/αποχωμάτωση των χαλασμάτων και των επιχωματώσεων που είχαν υποστεί οι πτέρυγες του περιβόλου στα τμήματα που προαναφέρθηκαν, καθώς και η κοπή των δέντρων που αναπτύσσονταν εντός αυτών. Επιπλέον, σημειώθηκαν προβλήματα όπως ρωγμές, μετατοπίσεις/αλλαγές επιπέδων, κατεστραμμένα δομικά στοιχεία, διάλυση συνοχής της λιθοδομής, έντονη διάβρωση/καταστροφή του αρμολογήματος, μέτρια διάβρωση αρμολογήματος, ετοιμόρροπα/διαβρωμένα επιχρίσματα, κατεστραμμένα ή μέτριας κατάστασης κεραμίδια, ασβεστώματα λιθοδομών και ανάπτυξη βλάστησης. Οι προτάσεις που δόθηκαν προέβλεπαν την στήριξη όλου του περιβόλου, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, μέσω μεταλλικών και ξύλινων ικριωμάτων, και την τοποθέτηση στέγης με σκοπό τη μετατροπή του μοναστηριακού συγκροτήματος σε εργοτάξιο. Τοπικές επιδιορθώσεις προτείνονταν να πραγματοποιηθούν μέσω διενέργειας ενεμάτων, βαθειάς αρμολόγησης, απομάκρυνσης επιχρισμάτων και ανακτίσεις λιθοδομών. Στο καθολικό πραγματοποιήθηκε μελέτη αποκατάστασής του στην αρχική του μορφή, ενώ κρίθηκε απαραίτητη η στήριξη του βόρειου τοίχου που απέκλεινε από την κατακόρυφο κατά 27 εκ. (κλίση 6,84%) και η ενίσχυση της εγκάρσιας δοκού-εντατήρα που στήριζε το πατάρι, η οποία είχε αποσπασθεί κατά 10 εκ. από το βόρειο κεκλιμένο τοίχο. Οι χειρισμοί που προτάθηκαν προς αντιμετώπιση των δύο παραπάνω προβλημάτων ακολουθούσαν μια σειρά πολύπλοκων εργασιών για ετοιμασία του υποβάθρου, ενώ στο τέλος προβλεπόταν: 1) η κατασκευή μανδύα στην εσωτερική και την εξωτερική παρειά του πόδα του τοίχου, αγκυρωμένου στο θεμέλιο βράχο 2) η τοποθέτηση ελκυστήρων από ανοξείδωτο χάλυβα για τη σύνδεση των ξυλοδεσιών του ανώτερου τμήματος του βόρειου τοίχου με τα υποστυλώματα του καθολικού 3) η αντικατάσταση των κατεστραμμένων ξύλινων δομικών στοιχείων και η ενίσχυση των υπολοίπων με τη βοήθεια μεταλλικών ελασμάτων. Όπως γίνεται κατανοητό, από το 2004 μέχρι το 2016 το μοναστήρι είχε υποστεί κι άλλες επιβαρύνσεις και επομένως οι επεμβάσεις που χρειαζόταν ήταν πολύ πιο εντατικές. Η έλλειψη χρηματοδότησης και η αδιαφορία των αρμόδιων κρατικών φορέων εμπόδισε την ολοκληρωτική αποκατάσταση τού υπό μελέτη κτηριακού συγκροτήματος, με αποτέλεσμα οι επεμβάσεις να περιοριστούν αρχικά στην προστασία των εναπομεινάντων τμημάτων με τη βοήθεια στέγασης, βαθιάς αρμολόγησης, στήριξης και τοπικής ανάκτισης, ενώ στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν σταδιακά ορισμένες

εργασίες αποκατάστασης. Συνεπώς, το καθολικό είναι σήμερα πλήρως αποκατεστημένο, όπως και τα προσβάσιμα τμήματα της ανατολικής πτέρυγας. Κάποιοι υπόγειοι χώροι δεν είναι πλέον προσβάσιμοι εξαιτίας των επιχωματώσεων και των χαλασμάτων, τα οποία απαιτούσαν μεγάλο χρηματικό κεφάλαιο για να απομακρυνθούν, που δεν ήταν διαθέσιμο. Προστατευμένη είναι και η νότια πτέρυγα, χωρίς να παρουσιάζει επεμβάσεις αποκατάστασης παρά μόνο στήριξης. Από τη δυτική πτέρυγα δεν σώθηκε κάτι άλλο από το εξωτερικό τείχος, ενώ η βόρεια πτέρυγα, αν και είναι σε ερειπιώδη κατάσταση, διατηρείται σε μέτρια προς κακή κατάσταση. Το μεταβυζαντινό αυτό συγκρότημα δεν έχει ενταχθεί ακόμα σε κάποιο πρόγραμμα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, που είναι υπεύθυνη για την Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας, ενώ φαίνεται ότι η ύπαρξή του δεν αναφέρεται σε καμία έρευνα ή μελέτη σχετικά με τα μνημεία του Όρους των Κελλίων, παρόλο που αποτελεί ένα από τα λίγα μοναστήρια του 16ου αι. που σώζονται στην περιοχή. Δεν γνωρίζουμε τα αίτια αυτής της στάσης, καθώς το μοναστήρι είναι πολύ γνωστό σε όλη την περιοχή και η πιθανότητα άγνοιας της ύπαρξής του κρίνεται απορριπτέα. Η παρούσα διπλωματική εργασία θα μπορούσε να αποτελέσει έναυσμα για την έναρξη μιας σειράς έργων, κατόπιν συζητήσεων και συνεννοήσεων μεταξύ των υπευθύνων της Μονής και των αρμόδιων κρατικών φορέων, με σκοπό την άμεση υλοποίηση των όσων έχουν ειπωθεί, προγραμματιστεί και κρίνονται αναγκαία για την προστασία και ανάδειξη του μοναστηριού, καθώς ο χρόνος σε αυτές τις περιπτώσεις κάθε άλλο παρά σύμμαχος είναι.

Άποψη του βόρειου τμήματος του περιβόλου προς τη Δύση. Διακρίνονται οι εργασίες στήριξης του βόρειου τοίχου του καθολικού. 2016. Πηγή: φωτο. αρχείο Ι.Μ.Τ.Προδρόμου.

Άποψη του βόρειου τμήματος του περιβόλου προς την Ανατολή. Σημερινή κατάσταση. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

39


40


2. ΑΡΧΙΤ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Κ Α Ι Τ Ε Κ Μ Η Ρ Ι Ω Σ Η _

41


42


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

2.1.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ_

Εξ’ ορισμού οι λέξεις ‘μοναστήρι’ ή ‘μονή’ περιγράφουν ένα κτήριο ή σύμπλεγμα κτηρίων που αποτελείται από καταλύματα και χώρους εργασίας μοναχών, που ζουν είτε σε κοινόβια, είτε μόνοι (ερημίτες), καθώς και έναν κεντρικό χώρο προσευχής. Το μοναστήρι, και συνεπώς η μονή, έχει διττή υπόσταση, αποτελώντας ταυτόχρονα κέντρο λατρείας και μικρή κοινότητα ανθρώπων. Η διάρθρωσή του οργανώθηκε κατά τους χρόνους του Βυζαντίου, καθώς είναι γνωστό ότι το Βυζάντιο αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία εδραιώθηκε και ισχυροποιήθηκε ο Χριστιανισμός, εξ’ ου και η μεγάλη κίνηση προς τη μοναστική ζωή που παρατηρήθηκε αυτούς τους αιώνες. Τότε μετατράπηκε ο μέχρι τότε επικρατέστερος ιδιόρρυθμος μοναχισμός σε κοινοβιακό, με αποτέλεσμα να προκύπτουν πολλαπλές ανάγκες προς κάλυψη των χρηστών του εκάστοτε μοναστηριού. Έτσι, προέκυψε ένα οργανωμένο κτηριακό συγκρότημα. Έκτοτε, τα μοναστήρια διακρίνονται από περίκλειστη διάταξη, συγκεκριμένου κλειστού σχήματος με σαφή όρια. Επικρατεί αδιαφορία για την κανονικότητα, καθώς ελάχιστα είναι τα συγκροτήματα που σχηματίζουν κάτοψη κανονικού σχήματος. Στην περιφέρεια αναπτύσσονται αδιάκοπα τα επί μέρους κτίσματα, δημιουργώντας ταυτόχρονα τείχος για προστασία και απομόνωση της μοναστικής κοινότητας, ενώ στο εσωτερικό ανοιχτός ενιαίος χώρος, γνωστός ως ‘μοναστηριακή αυλή’. Στη μέση της αυλής τοποθετείται η εκκλησία της μονής, γνωστή ως ‘καθολικό’, έτσι ώστε τα περιβάλλοντα κτίσματα να έχουν άμεσες οπτικές φυγές προς αυτό. Τοιουτοτρόπως, η μοναστηριακή αυλή αποτελεί το ζωτικό χώρου του συνόλου, μιας και τη διασχίζουν οι πιο πολυσύχναστες ροές κίνησης των μοναχών, κατά τη μετακίνησή τους μεταξύ των περιβαλλόντων χώρων και το καθολικού. Κύριο μέλημα αποτελούσε η διαμόρφωση του μοναστηριού ως φρούριο, αποτελώντας ταυτόχρονα μια ανθρώπινη οργανωμένη κοινότητα. Ο φρουριακός ρόλος αυτός ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, με πύργους και ψηλά τείχη, κατά τους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερο στοιχείο της ορθόδοξης μοναστηριακής αρχιτεκτονικής αποτελεί το γεγονός ότι δεν επιδιώκεται ο διαχωρισμός των θρησκευτικών από τις βιοτικές λειτουργίες, όπως συμβαίνει σε μοναστηριακά συγκροτήματα άλλων δογμάτων ή θρησκειών, αλλά αντιθέτως αυτές οι δύο αναμιγνύονται αρμονικά. Όσον αφορά τη χωροθέτηση των χρήσεων ενός μοναστηριού, πρωταρχικό χαρακτήρα έχει το καθολικό, το οποίο αποτελεί κέντρο του μοναστικού βίου, κάτι που υποδηλώνεται από το γεγονός ότι αποτελεί ξεχωριστό κτίσμα και κατέχει περίοπτη κεντρική θέση. Η είσοδος του καθολικού σπάνια έως ποτέ βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μνημειακή εικόνα στον εισερχόμενο, ο οποίος συνήθως βλέπει το ναό προοπτικά και όχι μετωπικά. Το τμήμα απέναντι από την όψη με την είσοδο του ναού Μονή Τιμίου Προδρόμου . Ο οχυρωματικός χαρακτήρας και η κλειστή κάτοψη με κεντρικό αίθριο. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

επηρεάζεται άμεσα από αυτόν, λειτουργώντας ως προαύλιο. Επόμενο κτήριο μετά το καθολικό είναι η τράπεζα, δηλαδή ο χώρος εστίασης των μοναχών, που τοποθετείται συνήθως απέναντι από το ναό και διακρίνεται για την εξέχουσα αρχιτεκτονική του, η οποία μιμείται μορφές ναών. Δίπλα σε αυτή, για λόγους οικονομίας, τοποθετείται συνήθως το μαγειρείο και αποθηκευτικοί χώροι. Βλέπουμε ότι τα κελλιά, δηλαδή οι χώροι διαμονής των μοναχών, αναπτύσσονται στους ορόφους των περιμετρικών πτερύγων, ενώ στους ισόγειους και υπόγειους χώρους τα εργαστήρια και οι αποθήκες. Τα κελλιά είναι οι χώροι μικρότερης σημασίας, καθώς μεγαλύτερη αξία δίνεται στο κοινόβιο ως σύνολο και όχι στον κάθε μοναχό ξεχωριστά. Επομένως, δεν διακρίνονται από ιδιαίτερη μορφή, αλλά αναπτύσσονται ομοιόμορφα παρατεταγμένα στην περιφέρεια της αυλής, με στοές ή διαδρόμους παράλληλους στις πτέρυγες, ώστε να εξυπηρετείται η κυκλοφορία. Εκτός από τις παραπάνω χρήσεις, σύμφωνα με τις ανάγκες και την κλίμακα του εκάστοτε μοναστηριού παρατηρείται η στέγαση παρεκκλησιών, χώρων διοικητικών λειτουργιών (συνοδικό, γραφεία, ηγουμενείο), ξενώνων, χώρων φιλοξενίας (αρχονταρίκια), βιβλιοθηκών, στάβλων, λουτρών και αποχωρητηρίων.

Η μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους σε σχέδιο του Μπάρσκι (1744). Είναι εμφανής η διαφορά της συμπαγούς εξωτερικής πλευράς και της διάτρητης, ανοιχτής πλευράς των πτερύγων προς την εσωτερική αυλή. Πηγή: http://1.bp.blogspot.com/-InCrSkxeXT4/TuWJvS_ofNI/AAAAAAAAExk/86YivV6xzJk/s1600/346200-01.jpg

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γραφικότητα που προκύπτει, λόγω της ελευθερίας στο σχεδιασμό: τίποτα δεν γίνεται συνολικά αντιληπτό, εφόσον ο επισκέπτης πρέπει να κινηθεί μέσα στο μοναστήρι για να σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη για την οργάνωσή του. Μάλιστα, η γραφικότητα αυτή φανερώνεται ήδη με την είσοδο του επισκέπτη, καθώς το άνοιγμα της κύριας εισόδου οδηγεί σε διαβατικό, δηλαδή έναν κλειστό συνήθως χαμηλοτάβανο διάδρομο που διασχίζει εγκάρσια την πτέρυγα που διακόπτει, δημιουργώντας στο άνοιγμά του προς την εσωτερική αυλή μια ‘κορνίζα’ με την πρώτη εικόνα του εσωτερικού του μοναστηριού. Περνώντας πιο συγκεκριμένα στην αρχιτεκτονική των πτερύγων των μοναστηριακών συγκροτημάτων, που μας ενδιαφέρει πιο άμεσα για την εργασία, βλέπουμε ότι η τυπολογία και η διάρθρωση των κτηρίων των πτερύγων δεν άλλαξε ουσιαστικά μέσα στους αιώνες. Η κατασκευή συνήθως αποτελείται από δύο επιμήκεις τοίχους, με τον εξωτερικό να είναι το αμυντικό τείχος του περιβόλου. Όταν υπάρχει ανοιχτή στοά προς την αυλή, η πτέρυγα αποτελείται από τρεις τοίχους. Επομένως, ανάλογα με τη διάταξη των διάφορων χώρων στους ορόφους, οι ροές κίνησης διασχίζουν είτε επάλληλες στοές που καταλαμβάνουν την εσωτερική πλευρά του κτηρίου, είτε εσωτερικούς διαδρόμους κατά μήκος του κεντρικού άξονα. Φυσικά, υπάρχουν πολλές παραλλαγές, ανάλογα με την εκάστοτε χρήση. Σχετικά με τη μορφή των πτερύγων, οι εξωτερικές όψεις στα

Ο οχυρωματικός χαρακτήρας και η κλειστή κάτοψη με κεντρικό αίθριο. Κομνήνειος Μονή Στομίου, Πηγή:https://www.kosmoslarissa.gr/Media/Default/_Profiles/b1a77674/6fab4db/%CE%99.%CE%9C.%20%CE%91%CE%93%CE%99%CE%9F%CE%A3%2, επεξεργασία από συγγραφέα.

43


44


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

παλαιότερα παραδείγματα της πρώιμης Τουρκοκρατίας ήταν συμπαγείς και αδιάπλαστες, µε έντονο οχυρωματικό χαρακτήρα, ελάχιστο ή καθόλου διάκοσμο και χωρίς μορφολογική φροντίδα. Ο σχεδιασμός ήταν σαφής και καθαρός. Τα ασύμμετρα τοποθετημένα παράθυρα διαφορετικών μεγεθών, που παρατηρούνται συχνά, είναι αποτέλεσμα μεταγενέστερων αυτοσχεδιασμών. Συγκεκριμένα, στην αγιορείτικη αρχιτεκτονική βλέπουμε ότι μέχρι το 17ο αι. οι όψεις των πτερύγων προς την πλευρά της αυλής διαμορφώνονταν σε επάλληλες συνεχείς σειρές ξύλινων εξωστών φερόμενων επί πεσσών ή ξύλινων υποστυλωμάτων. Για λίγα χρόνια επικράτησαν οι όψεις µε τις επάλληλες πλίνθινες τοξοστοιχίες σε τοίχους από αργολιθοδοµή µε κεραµοπλαστικά. Κατά το 18ο αι. η εφαρμογή των στοών µε τοξοστοιχίες γενικεύεται και ο κεραµοπλαστικός διάκοσμος των τοιχοποιιών τους εμπλουτίζεται. Εντούτοις, από τις αρχές του 19ου αι. φαίνεται να επικρατούν βαθμιαία οι όψεις που απαρτίζονται από τυφλά αψιδώματα κλειστών τοξοστοιχιών, µε σειρές δωµατίων και στις δύο πλευρές των κτηρίων, ενώ αντί των αργολιθοδοµών συνηθίζονται οι τοιχοποιίες µε ηµιλαξευτούς λίθους και πλίνθους. Στα µετεπαναστατικά χρόνια η χρήση των αµιγώς ηµιλαξευτών ή και πλήρως λαξευτών λιθοδομών επεκτείνεται και αρχίζουν να εμφανίζονται επιρροές από τη λόγια αρχιτεκτονική της εποχής, με επιδράσεις από το νεοκλασικισμό σε επί μέρους στοιχεία των κτηρίων. Παρόλα αυτά, όπως μπορούμε να καταλάβουμε, η εξέλιξη αυτή δεν επηρεάζει το Όρος των Κελλίων, καθώς με το τέλος της Τουρκοκρατίας έφτασε και το τέλος του περίφημου άλλοτε αυτού μοναστικού κέντρου.

2.2. ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ – Το νέο και το παλαιό μοναστήρι_ Το υπό μελέτη κτηριακό συγκρότημα ανήκει σήμερα στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Αγιάς, η οποία εκτείνεται πέραν των ορίων του παλαιού μοναστηριού. Συγκεκριμένα, όπως μπορούμε να δούμε και στο τοπογραφικό σχέδιο του ευρύτερου μοναστηριού, έχουν ανεγερθεί επιπλέον κτήρια και κατασκευές δυτικά, βόρεια και ανατολικά της παλαιάς Μονής, εκ των οποίων αυτές που την επηρεάζουν περισσότερο βρίσκονται στο Βορρά και την Ανατολή, καθώς τα υπόλοιπα που είναι μεγαλύτερης κλίμακας βρίσκονται στα δυτικά σε αρκετά χαμηλότερο υψόμετρο (υψομετρική διαφορά >20 μ.). Οι χρήσεις που στεγάζουν τα νέα κτήρια καθιστούν τη ζωή των μοναχών ανεξάρτητη από το παλαιό μοναστήρι, εφόσον έχουν εγκατασταθεί στο χώρο αυτό πολύ πριν την αναστήλωση του μνημείου, όταν αυτό βρισκόταν σε ερειπιώδη μορφή με απαγόρευση πρόσβασης. Ειδικότερα, το νέο μοναστήρι διαθέτει καθολικό αφιερωμένο στον Αγ. Δαμιανό το Νέο (κτήτορα της παλαιάς Μονής) και παρεκκλήσια, τράπεζα, μαγειρεία, εργαστήρια, αποθήκες, χώρους φιλοξενίας, χώρους διαμονής των μοναχών, κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις και στην ουσία ό,τι περιέχει κάθε μοναστήρι, όπως εξηγήθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Πριν το 1981 και την εγκατάσταση ανδρικής μοναστικής αδελφότητας για λίγα χρόνια στην περιοχή του μοναστηριού, όταν ανεγέρθηκε το νέο μοναστήρι, στο νότιο εξωτερικό τμήμα της παλαιάς Μονής διαμορφώνονταν επίπεδα με τη βοήθεια τοίχων αντιστήριξης από ξερολιθιά, για καλλιέργεια του εδάφους, όπως και μια δεξαμενή προσαρτημένη στο μέσον του νότιου τείχους (διατηρείται μέχρι

Βορειοανατολική άποψη του τμήματος της νότιας πτέρυγας που σώζεται. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου

σήμερα), καθώς και αλώνι βορειοανατολικά του μοναστηριού. Τα στοιχεία αυτά φανερώνονται κι από τις φωτογραφίες του 1958. Πλησιάζοντας σε κοντινότερη κλίμακα, βλέπουμε ότι το παλαιό μοναστηριακό συγκρότημα ακολουθεί την παραδοσιακή περίκλειστη ελεύθερη οργάνωση, με το καθολικό να βρίσκεται στο κεντρικό αίθριο και προς τη Δύση. Οι γενικές διαστάσεις του περιβόλου είναι 37 (Β) x 32 x (Δ) 39 (Ν) x 27 (Α) μ.. Προσωρινές κατασκευές κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων χαμηλού ύψους και πυκνή βλάστηση παρουσιάζονται στο Βορρά, όπως και ένας μεγάλος στεγασμένος χώρος στην Ανατολή, ο οποίος σήμερα χρησιμεύει για την πραγματοποίηση του πανηγυριού της 29ης Αυγούστου, μιας και το αίθριο του παλαιού μοναστηριού δεν αρκεί για την παραμονή των πολυάριθμων επισκεπτών. Επομένως, το στέγαστρο αυτό θα λέγαμε ότι λειτουργεί ως προέκταση της Μονής. Όπως μπορούμε να δούμε και στο τοπογραφικό σχέδιο, οι νέες κατασκευές που προσαρτήθηκαν στο εξωτερικό τείχος του μοναστηριού είναι δύο τοίχοι που προσάπτονται εγκάρσια στο βορειοδυτικό και το νοτιοδυτικό τμήμα, ένα μικρό υπόστεγο πάνω από την κύρια είσοδο στην Ανατολή, ένας τοίχος αντιστήριξης παράλληλα στο βορειοανατολικό τμήμα, όπως και στέγαστρο. Δύο είναι οι κύριες προσβάσεις στη Μονή, μία στην Ανατολή από διαδρομή που ξεκινάει στο Βορρά και συνδέεται με το δρόμο, και μία στη Δύση, μέσω ανηφορικής κλιμακωτής διαδρομής που

Ροές κίνησης και προσβάσεις. Υφιστάμενη κατάσταση.

45


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

συνδέει το νέο και το παλαιό μοναστήρι.

Εσωτερική άποψη του χώρου ΥΠ2. Διακρίνεται το ίχνος της εστίας. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Εσωτερική άποψη του χώρου ΙΣ8. Δεν υπάρχει πρόσβαση σε αυτό το χώρο. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου

46

Περνώντας στο εσωτερικό του υπό μελέτη συγκροτήματος και την περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, βλέπουμε ότι διατηρείται η κύρια είσοδος περίπου στο μέσο της ανατολικής πτέρυγας, αλλά έχει διαμορφωθεί και μία νέα, στη θέση του βόρειου τμήματος της δυτικής πτέρυγας που κατέρρευσε το 2003. Η νέα είσοδος δεν προσπαθεί να μιμηθεί τις παραδοσιακές μοναστηριακές εισόδους με διαβατικό, καθώς βλέπουμε ότι αποτελεί ένα απλό άνοιγμα μεταξύ των σωζόμενων τμημάτων της δυτικής πτέρυγας, θυμίζοντας την χαρακτηριστική ιστορική φάση κατάρρευσης. Επομένως, υπάρχουν δύο βασικές πιθανές ροές κίνησης που μπορεί να ακολουθήσει ένας επισκέπτης. Στην παρούσα εργασία θα ακολουθηθεί η διαδρομή που διασχίζει την είσοδο στην Ανατολή, ώστε να υπάρχει αντιστοίχιση με τις περιγραφές που έχουν πραγματοποιηθεί από τις δύο προηγούμενες μελέτες. Ωστόσο, όπως φαίνεται και συγκρίνοντας τα σχέδια της υφιστάμενης κατάστασης με αυτά που διαθέτουμε από τις άλλες δύο μελέτες, στο πλαίσιο της παρούσας διπλωματικής έχει επιλεχτεί διαφορετική κατανομή των χώρων σε επίπεδα, καθώς αυτή δεν είναι ξεκάθαρη, παρουσιάζοντας πολλές στάθμες για τον κάθε χώρο, ανάλογα με την κλίση του εδάφους, όπως συμβαίνει στα περισσότερα αρχιτεκτονήματα παρόμοιου τύπου. Ο διαφορετικός αυτός χειρισμός που επιλέχτηκε οφείλεται κυρίως στην αλλαγή του τρόπου πρόσβασης στους χώρους των πτερύγων από το αίθριο του μοναστηριού. Για την καλύτερη κατανόηση της κατανομής των επιπέδων στις τρεις στάθμες, προτείνουμε την ταυτόχρονη ανάγνωση των κατόψεων με τις όψεις και τις οψοτομές της υφιστάμενης κατάστασης, όπου είναι σημειωμένη η γραμμή τομής της κάτοψης για κάθε στάθμη. Έτσι, επιλέχτηκε η κατανομή των χώρων σε τρεις κύριες στάθμες. Στην κατώτερη αναπαρίστανται οι χώροι που βρίσκονται (ημι)υπογείως του επιπέδου της εσωτερικής αυλής, γι’ αυτό και απαριθμούνται με τα αρχικά ‘ΥΠ’. Ξεκινώντας από τα ανατολικά, παρατηρούμε ότι δεν σώζονται αποδείξεις ή στοιχεία για την ύπαρξη υπογείων χώρων στην ανατολική πτέρυγα, εκτός από τον ΥΠ6 στο Νότο. Ο χώρος αυτός δεν είναι προσβάσιμος σήμερα, αλλά γνωρίζουμε την ύπαρξή του από τη μελέτη του 2004. Η πρόσβαση ήταν δυνατή από θυραίο άνοιγμα προς το χώρο ΥΠ5. Ο τελευταίος είναι ιδιαίτερα ευρύχωρος και αρχικά επικοινωνούσε μέσω ανοίγματος προς τον ισόγειο χώρο ΙΣ9, του οποίου ίχνος σήμερα δεν σώζεται καθώς η θύρα αυτή ήδη από το ’70 ήταν τοιχισμένη. Μάλιστα, όπως φαίνεται και στα παλαιότερα σχέδια, οι χώροι ΥΠ5 και ΥΠ4 αρχικά αποτελούσαν ενιαίο δωμάτιο, με πρόσβαση από άνοιγμα στο Βορρά προς το αίθριο, το οποίο σήμερα βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του αιθρίου και είναι πληρωμένο, διατηρώντας τμήμα του αρχικού κασώματος. Ο επόμενος χώρος ΥΠ3 συνδεόταν με το αίθριο του μοναστηριού και ήταν ιδιαίτερα μικρός, ενώ σύμφωνα με τη μελέτη του 2004 ο δυτικός διαχωριστικός του τοίχος ήταν μεταγενέστερος. Συνεχίζοντας, ο χώρος ΥΠ2 ήταν προσβάσιμος από το αίθριο μέσω ανοίγματος στη βόρεια πλευρά, ενώ διαθέτει πρόσβαση στο Νότο προς τους κήπους της Μονής. Διακρίνεται εστία-τζάκι στο Βορρά, από το οποίο σώζονται κάποια απομεινάρια και η καμινάδα μέχρι το επίπεδο της στέγης (εικ. 50). Τα πολλαπλά μικρά συνεχόμενα ανοίγματα στο δυτικό διαχωριστικό τοίχο, που φαίνονται και στην κάτοψη, δεν γνωρίζουμε σε τι εξυπηρετούσαν. Στη νοτιοδυτική γωνία οι χώροι ΥΠ1α και ΥΠ1β είναι αποκατεστημένοι και αρχικά αποτελούσαν ενιαίο χώρο με μετζοπάτωμα, με πρόσβαση από δύο

ανοίγματα σε διαφορετικά επίπεδα (ένα στο επίπεδο του υπογείου και ένα του μετζοπατώματος) προς το ΥΠ10 και μικρή είσοδο νοτιοδυτικά που οδηγούσε προς λαγούμι διαφυγής. Το λαγούμι αυτό κατέληγε περίπου στη βάση του βουνού, σε μετόχι δίπλα στο δρόμο που σήμερα οδηγεί στην Ανατολή, λίγο μετά τον οικισμό της Δήμητρας κατά την άνοδο. Είχε ύψος περίπου 70 εκ. και μήκος περ. 3 χλμ.. Σήμερα έχει καταρρεύσει, όπως διαπιστώθηκε από έμπειρους ανθρώπους που προσπάθησαν να το διασχίσουν γύρω στο 2005, καθώς δεν χρησιμοποιείται εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Πλέον, οι χώροι ΥΠ1α και ΥΠ1β είναι προσβάσιμοι μόνο από το άνοιγμα στο ανώτερο επίπεδο. Οι επιμήκεις χώροι ΥΠ9 και ΥΠ10 είναι υποθετικοί, καθώς όλη η δυτική πτέρυγα έχει καταρρεύσει και καλυφθεί από χαλάσματα, οπότε δεν μπορεί να μελετηθεί επιτόπου. Ωστόσο, το 1971-72 διατηρούνταν σε μεγάλο βάθος, κάνοντας ευδιάκριτα σκάμματα με ξύλινη επένδυση για στεγάνωση και υπερυψωμένο διάδρομο πλάτους περ. 1 μ., κατά μήκος όλης της ανατολικής πλευράς. Στο νότιο άκρο, ο διάδρομος κατέληγε στο άνοιγμα προς το μετζοπάτωμα του ΥΠ1, ενώ μέσω κλίμακας καθόδου οδηγούσε στη θύρα στο χαμηλότερο επίπεδο προς το ισόγειο του ΥΠ1. Ένας ακόμη χώρος που σώζεται είναι ο ΥΠ8, ο οποίος στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι γεμάτος χαλάσματα καλυμμένα με έδαφος, με διακριτό ωστόσο το ανώτερο τμήμα πόρτας προς το χώρο ΥΠ7, στη νοτιοανατολική γωνία, η οποία διατηρεί το θύρωμά της αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εξαιτίας των χαλασμάτων που τη φράζουν και από τις δυο πλευρές. Ο χώρος ΥΠ7 είναι υποθετικός, καθώς σήμερα δεν είναι προσβάσιμος αλλά αναφέρεται στην εργασία του ‘70. Συγκεκριμένα ο ΥΠ7 αποτελούνταν από δύο τμήματα, ένα επίμηκες στη Δύση και ένα σχεδόν τετραγωνισμένο στην Ανατολή. Και οι δύο χώροι επικοινωνούσαν άμεσα με την αυλή αλλά όχι μεταξύ τους. Μάλιστα, ο δυτικός χώρος διέθετε χτιστή εσωτερική κλίμακα προς τον όροφο, της οποίας ένα τμήμα σωζόταν μέχρι το 2004. Ο ανατολικός χώρος διέθετε κι αυτός όροφο, χωρίς να σώζεται μαρτυρία ύπαρξης εσωτερικής σύνδεσης. Δεδομένου του ελάχιστου ελεύθερου χώρου, αν υπήρχε εσωτερική σύνδεση τότε αυτήν πραγματοποιούνταν μέσω φορητής ξύλινης σκάλας, και στην ουσία ο όροφος αποτελούσε πατάρι. Αλλιώς, η πρόσβαση στον όροφο επιτυγχάνονταν εξωτερικά. Φυσικά, εκτός αυτών, στα σχέδια φαίνονται και οι προεκτάσεις των τοιχοποιιών, που αποτελούν τη θεμελίωση των κτηρίων. Στη δεύτερη στάθμη εντάσσονται οι περισσότεροι χώροι του μοναστηριακού συγκροτήματος, που έχουν πρόσβαση άμεσα από το επίπεδο του αίθριου, και άρα τους θεωρούμε ισόγειους, απαριθμώντας τους με τα αρχικά ‘ΙΣ’. Ξεκινώντας από την κύρια είσοδο (ΙΣ10), βλέπουμε ότι ανέκαθεν πραγματοποιείται μέσω μικρού διαβατικού που διασχίζει την ανατολική πτέρυγα. Δυτικά εκτείνεται η μοναστηριακή αυλή με το καθολικό αφιερωμένο στον Τίμιο Πρόδρομο, όπως και το μοναστήρι. Ο πρώτος χώρος νότια του ΙΣ10 που επικοινωνεί με αυτό είναι ανακαινισμένος και διαθέτει νεροχύτη από το ’81, ωστόσο η χρήση του έχει αλλάξει με τον καιρό (χώρος ΙΣ9). Στη συνέχεια, στο νότιο άκρο της ανατολικής πτέρυγας αναπτύσσεται ο χώρος ΙΣ8, ο οποίος είναι προσβάσιμος μόνο από καταπακτή του υπερκείμενου χώρου. Στη διπλωματική του ’70 ο χώρος αυτός παρουσιάζεται διαιρεμένος στα δύο, λανθασμένο συμπέρασμα που δικαιολογείται καθώς


ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ – Το νέο και το παλαιό μοναστήρι

η πρόσβαση στο εν λόγω σημείο ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη εξαιτίας της ετοιμόρροπης κατασκευής, των πολυάριθμων χαλασμάτων και οστών, με αποτέλεσμα να έγινε παρατήρησή του από την καταπακτή. Στη μελέτη του 2004 θεωρείται μετζοπάτωμα του υποκείμενου χώρου ΥΠ6. Στην παρούσα εργασία διατυπώνεται η άποψη ότι αποτελεί ξεχωριστό δωμάτιο, καθώς έχει κανονικό ύψος (>2,50 μ.). Καταφέρθηκε η γενική παρατήρησή του μέσα από φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από τις δύο πολεμίστρες στο νότο. Παραμένει σε καλή κατάσταση, με ορισμένες σανίδες του δαπέδου να λείπουν και να διακρίνονται τα χαλάσματα του υποκείμενου χώρου. Μεταξύ της ανατολικής και της νότιας πτέρυγας παρεμβάλλεται κενό, καθώς το ανατολικό άκρο της νότιας πτέρυγας είχε καταρρεύσει και δεν έχει αποκατασταθεί σε όλο του το ύψος. Έτσι, η νότια πτέρυγα ξεκινάει στη δεύτερη στάθμη στο ύψος του καθολικού, υπερυψωμένη κατά 1,40 μ. από το επίπεδο του αίθριου. Αποτελεί στεγασμένο επιμήκη χώρο με κτιστό διάδρομο παράλληλο στην πλευρά προς την αυλή (ΙΣ2), ο οποίος οδηγεί με τη βοήθεια στενών ανοιγμάτων σε επιμέρους δωμάτια διαφορετικών διαστάσεων (ΙΣ3, ΙΣ4, ΙΣ5, ΙΣ6, ΙΣ7). Στο τέλος του διαδρόμου αναπτύσσεται ο ανοιχτός χώρος ΙΣ1, ο οποίος αρχικά ήταν στεγασμένος και είχε ίδια διάταξη με την υπόλοιπη νότια πτέρυγα. Από τη δυτική πτέρυγα σώζεται μόνο ένα τμήμα του εξωτερικού τείχους. Η πτέρυγα αυτή ήταν η πιο επιβαρυμένη, καθώς κατόπιν της επέκτασης του καθολικού το 1747 ήταν ιδιαίτερα στρυμωγμένη μεταξύ της βόρειαςνότιας πτέρυγας και του καθολικού, με αποτέλεσμα μετά την ερήμωση του μοναστηριού το 1889 να μη διαθέτει επαρκή αερισμό και η συσσώρευση των όμβριων υδάτων να επιδεινώνει την κατάσταση. Επιπλέον, το δυτικό τείχος επιβαρυνόταν ιδιαίτερα από τον ισχυρό δυτικό άνεμο της περιοχής. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην εργασία του ’70, το νότιο τμήμα του δυτικού τείχους είχε διανοιχτεί στο ύψος του υπογείου, ώστε να απομακρυνθεί το υπέρογκο περιεχόμενο των δεξαμενών, ύστερα από πνιγμό ενός από τους μοναχούς σε αυτές. Η πλήρωση αυτού του ανοίγματος διακρίνεται στις φωτογραφίες. Δεν ξέρουμε αν αυτή η αφήγηση αποτελεί γεγονός ή λαϊκή φήμη, ωστόσο είχε όντως πραγματοποιηθεί τοπική διάνοιξη του δυτικού τείχους, όπως φαίνεται και από φωτογραφίες, η οποία πληρώθηκε μάλλον πρόχειρα κατόπιν, στερώντας τη συνοχή μεταξύ των δομικών στοιχείων και αρκετή από την στατική αντοχή του δυτικού τείχους. Σώζονται τα ίχνη των δοκαριών του πατώματος της δυτικής πτέρυγας, που στερεώνονταν στο δυτικό τοίχο, όπως και τμήμα ενός από αυτά σφηνωμένο στη διχάλα του βορειότερου από τα δύο δέντρα που αναπτύσσονται εκεί. Τα δέντρα αυτά προϋπήρχαν του 1980. Επιπλέον, σύμφωνα με την εργασία του ’70, εξωτερικά της δυτικής πτέρυγας και σε όλο της το μήκος προς την αυλή αναπτυσσόταν εξώστης, ο οποίος συνδεόταν με τον εσωτερικό διάδρομο της νότιας πτέρυγας μέσω τοξωτής θύρας, και το καθολικό, μέσω του ανοίγματος που υπήρχε στη δυτική πλευρά του στο ύψος του παταριού, ενώ συνέχιζε και στον όροφο της βόρειας πτέρυγας, καταλήγοντας στον όροφο της ανατολικής. Η παρούσα διπλωματική κρατάει ιδιαίτερη επιφύλαξη απέναντι σε αυτό τον ισχυρισμό, για τον οποίο τα περισσότερα στοιχεία συμβάλλουν εναντίον. Λίγο πριν τον πρώτο χώρο της βόρειας πτέρυγας (ΙΣ17) αναπτύσσεται η

δεύτερη είσοδος του μοναστηριού, που το συνδέει με τα νέα κτήρια, στο κενό που άφησε η κατάρρευση μεγάλου τμήματος του δυτικού τείχους το 2003. Ο χώρος ΙΣ17 δεν διαθέτει πάτωμα, αλλά σώζεται μόνο ένα δοκάρι παράλληλο στο βόρειο τείχος, το οποίο μας δίνει να καταλάβουμε την αρχική στάθμη του χώρου. Είναι περιορισμένος με τη βοήθεια νέου τοίχου ύψους περ. 1,80 μ. από το αίθριο και το εξωτερικό τμήμα δυτικά του μοναστηριού, καθώς σώζεται μικρό αυθεντικό τμήμα ολόκληρου του βορειοδυτικού τείχους. Ο ΙΣ17 πρέπει να ήταν χώρος ιδιαίτερης χρήσης, καθώς είναι αρκετά ευρύχωρος και διαθέτει τζάκι στο βόρειο τοίχο, ενώ αξιοσημείωτο είναι και το τοξωτό παράθυρο στο Βορρά, μιας και δεν υπάρχει παρόμοιο εντός του υπό μελέτη συγκροτήματος. Η πρόσβαση σε αυτόν το χώρο επιτυγχανόταν από άνοιγμα προς τον κτιστό διάδρομο της δυτικής πτέρυγας. Στη βορειοδυτική γωνία μεταξύ των δύο πτερύγων υψωνόταν αρχικά κτιστή κλίμακα προς το διάδρομο της δυτικής πτέρυγας. Στο βόρειο τμήμα του αίθριου, κατά μήκος της βόρειας πτέρυγας, αναπτυσσόταν ξύλινη στοά, το λίθινο κρηπίδωμα της οποίας σώζεται μέχρι σήμερα. Στη θέση της στοάς έχει δημιουργηθεί σήμερα συμβολικά στοά κάτω από σύγχρονη ξύλινη πέργκολα με αμπέλι. Ο επιμήκεις επιχωματωμένος χώρος ΙΣ16 αρχικά αποτελούσε δύο δωμάτια, ένα επίμηκες προς τη Δύση και ένα μικρότερο, σχεδόν τετραγωνισμένο, στην Ανατολή. Μάλιστα, το τελευταίο διέθετε πεσσούς στις τέσσερις γωνίες, που στήριζαν θόλο επί τεσσάρων τόξων (πιθανώς σταυροθόλιο) με οπή στο κέντρο, όπως υποστηρίζεται από την εργασία του ’70 και τη μελέτη του 2004. Στη συνέχεια αναπτύσσεται ο στενός, υπερυψωμένος σήμερα, χώρος ΙΣ15, ο οποίος διαθέτει μεγάλο τοξωτό άνοιγμα προς την αυλή, όπως και ένα θυραίο άνοιγμα προς το χώρο ΙΣ16 και άλλα δύο προς το χώρο ΙΣ14. Τα ανοίγματα αυτά ήταν τοιχισμένα προ του 1980. Ο τελευταίος χώρος ΙΣ14 της βόρειας πτέρυγας αποτελεί τον πιο περίτεχνο αρχιτεκτονικά. Θα λέγαμε ότι μοιάζει με μικρό ναό, καθώς ανατολικά διαθέτει τυφλή κόγχη με δύο τυφλά ανοίγματα εκατέρωθέν της. Η πρόσβαση σε αυτόν πραγματοποιείται από άνοιγμα που σώζεται στην ίδια θέση μέχρι σήμερα, στο Νότο, προς την αυλή. Σε ψηλότερο επίπεδο αρχικά διέθετε και άνοιγμα δυτικότερα, το οποίο είτε αποτελούσε πηγή φωτός ή στην περίπτωση ύπαρξης εξώστη πιθανώς προσέφερε άμεση πρόσβαση από αυτόν με τη βοήθεια κλίμακας καθόδου. Εντούτοις, ο χώρος της τράπεζας είναι ιδιαίτερα στενός για τη φιλοξενία κλίμακας στο νοτιοδυτικό του τμήμα. Πέραν αυτών, ο χώρος ΙΣ14 είναι απολύτως συμμετρικός και στις δύο διαστάσεις και διαθέτει έξι πεσσίσκους που επικοινωνούν με τόξα, τέσσερις στις γωνίες και δύο στη μέση του βόρειου και του νότιου τοίχου. Μάλιστα, μεταξύ των δύο πεσσίσκων αναπτύσσονταν δοκάρια με ρόλο ελκυστήρα. Τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν στην στέγαση του χώρου από δύο σταυροθόλια βυζαντινού τύπου, του δυτικού από τα οποία σώζεται η γένεση στη βορειοδυτική γωνία. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται τόσο από την εργασία του ’70 όσο και από τη μελέτη του 2004. Εντούτοις, όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες του 1958, όλες οι πτέρυγες στεγάζονταν από ξύλινη στέγη με κεραμίδια, μη επιτρέποντας την επαλήθευση της ύπαρξης

Το τμήμα της δυτικής πτέρυγας νότια του τμήματος που κατέρρευσε το 2003. 2007. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Τα ίχνη των δοκαριών του πατώματα της δυτικής πτέρυγας. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

47


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

σταυροθολίων με τη βοήθεια φωτογραφιών.

Το βορειοδυτικό τμήμα του μοναστηριού. Διακρίνεται ο χώρος ΙΣ17, βόρεια της νέας εισόδου της Μονής (αριστερά). Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Στη συνέχεια, βλέπουμε ότι αναπτύσσεται ο πολύ μικρός χώρος ΙΣ13, ο οποίος σήμερα λειτουργεί ως παρτέρι δίπλα στην κλίμακα που οδηγεί στον όροφο της ανατολικής πτέρυγας, ενώ αρχικά επιτυγχανόταν μέσω αυτού η πρόσβαση στο χαμηλού ύψους χώρο ΙΣ12 και στον όροφο. Ο χώρος ΙΣ12 σήμερα δεν είναι προσβάσιμος, καθώς είναι επιχωματωμένος, αλλά αρχικά πρέπει να είχε ιδιαίτερα χαμηλό ύψος, εξαιτίας της κλίσης του εδάφους σε αυτό το σημείο. Ο διαχωριστικός τοίχος μεταξύ του ΙΣ12 και του ΙΣ11 είναι ανακτισμένος, λόγω της ολικής κατάρρευσης αυτού του τμήματος, με αποτέλεσμα να μη διατηρείται το άνοιγμα μεταξύ αυτών των δύο χώρων, που υπήρχε το 1970. Κατά μήκος του ανατολικού τοίχου του ΙΣ11 αναπτύσσεται κτιστός πάγκος, ενώ έχουν προστεθεί κολώνες από οπλισμένο σκυρόδεμα για την στήριξη του ορόφου καθώς και εξαερισμός στη βορειοανατολική γωνία της οροφής. Η τοιχοποιία του ΙΣ13 είναι ιδιαίτερα ενισχυμένη στη νοτιοανατολική γωνία, μέσω μεγάλου πάχους. Ο νότιος τοίχος αυτού του χώρου απουσιάζει και έχει αντικατασταθεί από ξύλινο πέτασμα με πόρτα. Τόσο στη διπλωματική του ’70 όσο και στην αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης του 2004 φαίνεται ότι συνέβαινε κάτι παρόμοιο, καθώς στην πρώτη περίπτωση ήταν πετρόχτιστος μόνο ο μισός τοίχος στα νοτιοδυτικά, ενώ μετά το άνοιγμα υπήρχε ξύλινο πέτασμα. Στη δεύτερη περίπτωση υπήρχε κτιστός τοίχος χαμηλού ύψους που έφραζε όλο το νότιο τμήμα του χώρου ΙΣ13, αφήνοντας ελεύθερο ένα μικρό άνοιγμα. Στο κέντρο του μοναστηριού αναπτύσσεται το καθολικό, μια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, διαστάσεων περ. 15 x 8 μ.. Διαθέτει μία μεγάλη κεντρική κόγχη με την Αγ. Τράπεζα στη μέση της ανατολικής πλευράς, και άλλες δύο τυφλές κόγχες αναπτυγμένες συμμετρικά εκατέρωθεν αυτής. Το Ιερό είναι ελάχιστα υπερυψωμένο σε σχέση με τον υπόλοιπο ναό. Περιμετρικά του ισογείου αναπτύσσονται στασίδια με κτιστή βάση, ενώ ανοίγματα προς το αίθριο υπάρχουν δύο, ένα στο όριο του νάρθηκα και του κυρίως ναού του βόρειου κλίτους και ένα μεγαλύτερο, λίγο ανατολικότερα, στο νότιο κλίτος. Όπως προειπώθηκε, πριν τη μετασκευή του ναού το 1747 η είσοδος πρέπει να επιτυγχανόταν από άνοιγμα στο δυτικό τοίχο. Έκτοτε, η είσοδος πραγματοποιούνταν μέσω του βόρειου ανοίγματος, κατόπιν κατάβασης τεσσάρων βαθμίδων, όπως και από το άνοιγμα του δυτικού τοίχου στο ύψος του παταριού, μέχρι που το τελευταίο πληρώθηκε. Το νότιο άνοιγμα είναι κατά πολύ μεταγενέστερο και σήμερα βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το τμήμα του αίθριου μεταξύ του καθολικού και της νότιας πτέρυγας, ενώ αρχικά ήταν αναγκαία η άνοδος τεσσάρων βαθμίδων, καθώς το εξωτερικό επίπεδο ήταν χαμηλότερα του επιπέδου του ναού. Η κλίμακα του βόρειου ανοίγματος προεκτείνεται δυτικά σε ξύλινο κλιμακοστάσιο προς το πατάρι του ναού, το οποίο είχε άμεση πρόσβαση μέσω θύρας στο μέσον του δυτικού τείχους. Η θύρα αυτή έχει πληρωθεί, αλλά σώζονται οι πυκνές κλάπες κάτω από τη θέση που αρχικά ήταν το άνοιγμα.

Ο χώρος ΙΣ16. Στη μέση διακρίνονται ίχνη του αρχικά ξεχωριστού ανατολικού χώρου. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

48

Τέλος, φτάνουμε στην τρίτη στάθμη, η οποία αναπτύσσεται μόνο στην ανατολική πτέρυγα, και θα λέγαμε ότι αποτελεί τον όροφο του συγκροτήματος, εξού και η απαρίθμηση με τα αρχικά ‘ΟΡ’. Η πρόσβαση επιτυγχάνεται από κλίμακα στο σημείο σύνδεσης της βόρειας και της ανατολικής πτέρυγας. Νότια της κλίμακας και προσκολλημένη σε αυτή αναπτύσσεται κτιστή κρήνη του 1723. Η κλίμακα αυτή δεν είναι η αρχική, καθώς η προϋπάρχουσα δύσβατη ανακατασκευάστηκε, εξαιτίας πλατιών και άνισα υψηλών βαθμίδων, για

πρόσβαση στον όροφο. Στη βορειοανατολική γωνία του μοναστηριού αναπτύσσεται μεγάλος αίθριος χώρος (ΟΡ4), με το βόρειο τείχος να διατηρείται περ. 1 μ. κάτω από το αρχικό του ύψος, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του ανατολικού να έχει καταρρεύσει. Δυτικά αναπτυσσόταν χαγιάτι, ενώ ανατολικά ένα μεγάλος χώρος, μέχρι το βόρειο τοίχου του ΟΡ2. Ο διαχωριστικός τοίχος μεταξύ του ΟΡ4 και του ΟΡ3 είναι σχετικά σύγχρονος, ενώ κατά την αποκατάσταση του χώρου ΟΡ3 επιλέχτηκε η χρήση υαλοστασίου για διαχωρισμό του χαγιατιού από αυτόν. Δεν σώζονται σχέδια από την εργασία του ’70 για την οργάνωση αυτού του τμήματος. Στο νότο, το χαγιάτι καταλήγει σε άνοιγμα προς το χώρο ΟΡ2, ο οποίος είναι ιδιαίτερα ευρύχωρος και συνδέεται μέσω ανοίγματος με το χώρο ΟΡ1. Σύμφωνα με φωτογραφικό υλικό και την εργασία του ’70, αρχικά τόσο στη βορειοανατολική όσο και στη νοτιοδυτική συνάντηση των πτερύγων, το ύψος του συγκροτήματος ήταν μεγαλύτερο από το επικρατές. Ιδιαίτερα στο σημερινό ΟΡ4 εκτεινόταν ευρύχωρος κατάφωτος χώρος, με πολλά ανοίγματα, μεγαλύτερου ύψους από τη δυτική και τη βόρεια πτέρυγα που συνορεύει, δημιουργώντας πύργο, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη ανόδου δύο-τριών βαθμίδων από το χώρο ΟΡ3. Άλλο ένα στοιχείο που διαθέτουμε αλλά δεν μπορούμε να διασταυρώσουμε, είναι η ύπαρξη εστίας – τζακιού σε κάποιο επίπεδο του νοτιοδυτικού τμήματος, όπως μαρτυρείται από την ύπαρξη καμινάδας σε αυτό το σημείο, στις φωτογραφίες του ’58 . Πιθανότατα το τζάκι να αναπτυσσόταν στο ανώτερο επίπεδο, το οποίο λειτουργούσε ως χειμερινός οντάς, ενώ το βορειοανατολικό αντίστοιχο επίπεδο χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο, καθώς διέθετε μεγάλα παράθυρα σε όλες τις πλευρές, εκ των οποίων σώζεται μόνο αυτό στο βόρειο τείχος. Το παράθυρο αυτό είναι το μεγαλύτερο του συγκροτήματος, και το δεύτερο που είναι διανοιγμένο στο βόρειο τείχος. Εξυπηρετούσε ιδιαίτερα στην παρατήρηση των εισερχομένων στην περιοχή της Μονής, καθώς το μονοπάτι που ακολουθείται ξεκινά ανέκαθεν από το Βορρά.


ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ – Το νέο και το παλαιό μοναστήρι

Νοτιοανατολική άποψη του καθολικού. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Το αποτύπωμα της νότιας πτέρυγας (στο τμήμα που έχει καταρρεύσει) πάνω στην ανατολική. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Εσωτερική άποψη του βορειοανατολικού τμήματος του μοναστηριού. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

49


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΠΑΛΑΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ (16ος - 19ος αι.) ΝΕΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ (1981 κ.εξ.)

50

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ – Το νέο και το παλαιό μοναστήρι

ΠΑΛΑΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ (16ος - 19ος αι.) ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΝΕΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ (1981 κ.εξ.)

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

51


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

52

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ – Το νέο και το παλαιό μοναστήρι

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

53


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

54

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ – Το νέο και το παλαιό μοναστήρι

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

55


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

56

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ – Το νέο και το παλαιό μοναστήρι

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

57


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

58

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

2.3.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΥΠΟ ΜΕΛΕΤΗ ΠΤΕΡΥΓΩΝ_

Το υπό μελέτη μοναστηριακό συγκρότημα αποτελείται από τέσσερις πτέρυγες, οι οποίες δημιουργούν περίκλειστο τετράπλευρο ακανόνιστο σχήμα διαστάσεων 37,2(Β) x 27,3(A) x 39,3 (N) x 32,45(Δ) μ., το οποίο εσωτερικά διαμορφώνει αίθριο που περιέχει το καθολικό της Μονής. Οι τέσσερις αυτές πτέρυγες έχουν όλες απόληξη σε διαφορετικό ύψος, εξαιτίας της κλίσης του εδάφους, ενώ φαινομενικά το ψηλότερο τμήμα βρίσκεται στη συνάντηση της βόρειας και της ανατολικής πτέρυγας, φτάνοντας το συνολικό ύψος των 8,50 μ. από το πάτωμα του ισογείου. Κατά κύριο λόγο, οι πτέρυγες είναι διώροφες, με τους ορόφους (χώροι 2ης/3ης στάθμης) να είναι άλλοτε χαμηλότεροι και άλλοτε ψηλότεροι από τα ισόγειαημιυπόγεια-υπόγεια (1η στάθμη). Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το τμήμα όπου συναντώνται η ανατολική με τη νότια πτέρυγα, καθώς διαθέτοντας μεγάλο ύψος από την ανατολική πτέρυγα που ξεκινά από το Βορρά και την υψηλότερη ισοϋψή καμπύλη, και μεγάλο βάθος εξαιτίας της νότιας πτέρυγας που αναπτύσσεται στο χαμηλότερο τμήμα του μοναστηριού, παρουσιάζει τρεις στάθμες, με υπόγειο περ. 2,10 μ., ισόγειο περ. 2,70 μ. και όροφο περ. 3 μ. από το δάπεδο έως την κορυφή της στέγης.

της υφιστάμενης κατάστασης, θα διατυπωθούν απόψεις για τις αρχικές χρήσεις με ταυτόχρονη περιγραφή των υφιστάμενων, θα μελετηθεί η τυπολογία, η μορφολογία και η κατασκευαστική δομή του συγκροτήματος, απαριθμώντας τα υλικά κατασκευής και τα προβλήματα της παθολογίας της υφιστάμενης κατάστασης. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψιν τα στοιχεία που θα προκύψουν, θα πραγματοποιηθεί αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης, με σκοπό να καταλήξουμε στην πρόταση αποκατάστασης και επανάχρησης.

Πριν το 2003, δύο ήταν μόνο οι τρόποι πρόσβασης εντός του μοναστηριού, από το διαβατικό της ανατολικής πτέρυγας (σήμερα ΙΣ10) και από θύρα στο χώρο ΥΠ2, η οποία οδηγούσε στους κήπους νότια του συγκροτήματος, που διέθεταν περίφραξη και ήταν σχεδόν απρόσιτοι από κάποιοι άλλο σημείο του βουνού, όπως μαρτυρείται και από τη διπλωματική του 1971-72. Εσωτερικά των πτερύγων, η πρόσβαση στους περισσότερους χώρους πραγματοποιούνταν άμεσα από το αίθριο, ή έμμεσα από διαδρόμους στους οποίους εισερχόταν κανείς από το αίθριο, όπως φαίνεται και στη διαγραμματική αναπαράσταση της αρχικής κατάστασης. Οι χώροι της 1ης στάθμης ήταν κυρίως αποθηκευτικοί και εργαστήρια, της 2ης στάθμης ήταν χώροι κατοίκησης, ενώ στην 3η στάθμη, η οποία αναπτυσσόταν στην ανατολική πτέρυγα, στεγάζονταν το παρεκκλήσι του Αγ. Δημητρίου, χώρος συνάθροισης των μοναχών και παρατηρητήριο. Σήμερα, η είσοδος στο συγκρότημα επιτυγχάνεται από δύο σημεία, διατηρώντας την κύρια είσοδο μέσω του διαβατικού ΙΣ10 και προσθέτοντας μία νέα είσοδο, η οποία δημιουργήθηκε με την κατάρρευση μεγάλου τμήματος της δυτικής πτέρυγας το 2003, συνδέοντας το παλαιό με το νέο μοναστήρι. Εξαιτίας της αλλαγής επιπέδου της εσωτερικής αυλής, η οποία προέκυψε λόγω τμηματικών καταρρεύσεων της κατασκευής και φυσικών επιχωματώσεων, με αποτέλεσμα η αυλή να αναπτύσσεται πλέον σε σχετικά ομαλές υψομετρικές, οι προσβάσεις από το αίθριο προς την 1η στάθμη της νότιας πτέρυγας αποκλείστηκαν, κι έτσι το άνοιγμα του χώρου ΥΠ2 δεν συνδέει πια τους κήπους στο Νότο με το εσωτερικό του μοναστηριού, παρά μόνο με το εσωτερικό του χώρου ΥΠ2. Επομένως, οι στάθμες και η σύνδεση μεταξύ των χώρων έχουν αναδιαμορφωθεί, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της 2ης στάθμης της δυτικής πτέρυγας, τα χαλάσματα της οποίας κάλυψαν την 1η στάθμη της, με αποτέλεσμα σήμερα να σώζεται μόνο τμήμα του δυτικού τείχους. Δραστικές ήταν και οι συνέπειες της κατάρρευσης του ανατολικού τμήματος της νότιας πτέρυγας. Έχοντας συνοψίσει τα συμπεράσματα των προηγούμενων ενοτήτων, ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ στα επόμενα κεφάλαια θα ασχοληθούμε με τη διεξοδικότερη ανάλυση του υπό μελέτη μνημείου. Συγκεκριμένα, θα αναλυθεί η χρονολόγηση των τμημάτων

Νοτιοδυτική άποψη του συγκροτήματος. 1984. Πηγή: φωτ. αρχείο 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων

Νοτιοδυτική άποψη του συγκροτήματος. 2003. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

59


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

2.3.1. Χρονολόγηση_ Έχοντας σχηματίσει σαφή εικόνα σχετικά με την ιστορία και τη διάρθρωση του υπό μελέτη συγκροτήματος, θα προχωρήσουμε στη χρονολόγηση των υφιστάμενων κατασκευών που το απαρτίζουν, με έμφαση στον κατακόρυφο άξονα. Όπως έγινε φανερό, έχουν πραγματοποιηθεί πολλαπλές επεμβάσεις, κάτι που συνεπάγεται της μακροχρόνιας διάρκειας ζωής του μνημείου. Εξαιτίας της πραγματοποίησής τους σε διαφορετικές εποχές, από διαφορετικούς επιτηρητές, παρουσιάζουν ποικιλομορφία, αποκαλύπτοντας στοιχεία για τα δεδομένα της κάθε εποχής αλλά και των ανθρώπων που διέμειναν σε αυτό το μέρος.

Βορειοανατολική άποψη του συγκροτήματος. 2008. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ.Προδρόμου.

Έτσι, διακρίνουμε καταστάσεις αυθεντικών τοιχοποιιών που χρονολογούνται μεταξύ 1550-1889, δηλαδή στα πρώτα 300 χρόνια αδιάκοπης λειτουργίας του μοναστηριού. Μέσα σε αυτές τις χρονολογίες εντάσσουμε και συγκεκριμένα το έτος 1747, καθώς γνωρίζουμε με σιγουριά ότι τότε πραγματοποιήθηκαν μετασκευές-επεμβάσεις. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει το μεγαλύτερο τμήμα του μοναστηριού. Παρατίθενται σχέδια σε μορφή διαγράμματος, με την πιθανότερη αναπαράσταση των αρχικών κατόψεων των τριών στάθμεων, όπου φαίνεται ο περίκλειστος αρχικός χαρακτήρας του μοναστηριού, με το καθολικό στο κέντρο. Στη συνέχεια, ερχόμαστε στις επεμβάσεις του 20ου αι., που χρονολογούνται μεταξύ 1981-85. Παρόλο που δεν ήταν εκτενείς, ήταν ιδιαίτερα δραστικές, προσθέτοντας νέα χαρακτηριστικά στο κτηριακό συγκρότημα. Σε αυτή την κατηγορία δεν ανήκει μεγάλο τμήμα της Μονής. Φτάνουμε στις επεμβάσεις του 21ου αι.. Διακρίνονται ελάχιστες επεμβάσεις από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κατά τους χρόνους 2000-2003, οι οποίες είχαν επίκεντρο την στήριξη των ετοιμόρροπων τμημάτων του τείχους της Μονής, μέσω ξύλινων στηριγμάτων, όπως και του αποκλίνοντα από την κατακόρυφο βόρειου τοίχου του καθολικού, μέσω μεταλλικών ικριωμάτων που συνδεόταν με ξύλινο κάναβο στο έδαφος, για αντιστήριξη στο πλησίον δάπεδο της στοάς. Στη συνέχεια έχουμε τις επεμβάσεις που είχαν σκοπό τη συντήρηση και αναστήλωση του μοναστηριού, οι οποίες εντάσσονται στο διάστημα 2017-2020, αν και ξεκίνησαν το 2016. Σε αυτούς τους χρόνους πραγματοποιήθηκε ολική αποκατάσταση του καθολικού, λαμβάνοντας υπόψιν τη μελέτη του 2004 με εκτίμηση των αναγκών που προέκυψαν μέχρι το 2016, και επεμβάσεις όπως ανάκτιση, αρμολόγηση, στέγαση και στήριξη, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα εντατικές στη βορειοανατολική και τη νοτιοδυτική γωνία, που ήταν ερειπωμένες και ανάμεσα σε χαλάσματα.

Βορειοδυτική άποψη του παλαιού μοναστηριού σήμερα. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

60

Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψε η σημερινή μορφή του παλαιού μοναστηριού του Προδρόμου, η οποία απέχει αρκετά από την αρχική. Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψιν την κατάσταση ή την κατάληξη των υπόλοιπων μοναστηριών της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή του άλλοτε Όρους των Κελλίων, των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία βρίσκεται σε επίπεδο θεμελίωσης, θα λέγαμε ότι η Μονή αποτελεί το πιο καλοδιατηρημένο παράδειγμα μοναστηριακής αρχιτεκτονικής της μεταβυζαντινής εποχής στην Ανατολική Θεσσαλία. Το γεγονός αυτό

καθιστά δυνατή τη δημιουργία συμπερασμάτων για εκείνη την εποχή, αλλά και τη μετέπειτα ιστορία της περιοχής.


Χρονολόγηση

ΑΥΘΕΝΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ περ. 1550-1889 1747 ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΗΛΩΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ 2004 2017 ΑΛΛΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ 1981-1985 2017 2018 2019 2020 Άγνωστο

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

61


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΑΥΘΕΝΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ περ. 1550-1889 1747 ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΗΛΩΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ 2004 2017 ΑΛΛΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ 1981-1985 2017 2018 2019 2020 Άγνωστο

62

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


Χρονολόγηση

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Α ΡΧ Ι Κ Η Κ Α Τ Α Σ ΤΑ ΣΗ

63


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

2.3.2. Χρήσεις_ Αρχικά θα αναφερθούμε στις χρήσεις των χώρων της υφιστάμενης κατάστασης, ενώ στη συνέχεια θα πραγματοποιηθούν υποθέσεις σχετικά με τις χρήσεις του μοναστηριού όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά το 1747. Πριν από αυτή τη χρονολογία δεν γνωρίζουμε τη μορφή του μοναστηριακού συγκροτήματος. Σύμφωνα με υποθέσεις βασισμένες στην αρχιτεκτονική και τις συνθήκες της εποχής, μεταξύ των ετών 1550-1747 ο ρόλος του πρέπει να ήταν ιδιόρρυθμος, εξελισσόμενος σιγά-σιγά σε κοινοβιακό. Μάλιστα, κατά την πρόσφατη εγκατάσταση της γυναικείας μοναστικής αδελφότητας στο νέο μοναστήρι, βρέθηκαν αρκετοί τάφοι στο ισόγειο της ανατολικής πτέρυγας, ενώ πιθανώς υπήρχαν περισσότεροι αλλά αφαιρέθηκαν, καθώς το μοναστήρι κατά την ερήμωσή του χρησιμοποιούνταν από ντόπιους βοσκούς για παραμονή των ζώων τους. Έτσι, ίσως η ανατολική πτέρυγα να χτίστηκε τελευταία, ενώ αρχικά διέθετε μόνο το εξωτερικό τείχος και αποτελούσε κοιμητήριο. Η νότια πτέρυγα είχε διαρρύθμιση παρόμοια με τη σωζόμενη, αλλά πιθανώς στέγαζε ιδιόρρυθμα κελλιά με δύο πατώματα, που επικοινωνούσαν εσωτερικά. Στην παρούσα εργασία θα θεωρήσουμε αρχική κατάσταση αυτή κατά την οποία το μοναστήρι είχε πάρει τη σημερινή ολοκληρωμένη περίκλειστη μορφή του, δηλαδή την κατάσταση από το 1747 κι έκτοτε. Ξεκινώντας από την υφιστάμενη κατάσταση, από την πρώτη στάθμη, οι μόνοι χώροι που φιλοξενούν χρήση είναι οι ΥΠ1α και ΥΠ1β. Ο πρώτος διαθέτει βοηθητικούς χώρους και κουζινάκι, ενώ ο δεύτερος αποτελεί υπνοδωμάτιο. Στην ουσία όλος ο χώρος ΥΠ1 θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αυτόνομος χώρος φιλοξενίας. Από τους υπόλοιπους χώρους, ο μόνος που δεν είναι επιχωματωμένος είναι ο ΥΠ2, ο οποίος δεν έχει χρήση. Στη δεύτερη στάθμη, οι χώροι που δεν είναι προσβάσιμοι και άρα δε χρησιμοποιούνται είναι οι ΙΣ17, ΙΣ16, ΙΣ13, ΙΣ12 και ΙΣ8. Ο ΙΣ14 παρόλο που είναι προσβάσιμος δεν στεγάζει χρήση, καθώς βρίσκεται σε ερειπιώδη μορφή. Στην ουσία, ο μόνος χώρος που χρησιμοποιείται από τη βόρεια πτέρυγα είναι ο ΙΣ11, ο οποίος λειτουργεί ως οστεοφυλάκιο. Ο χώρος ΙΣ9 χρησιμοποιείται ως καθιστικό – αρχονταρίκι, ενώ ο χώρος ΙΣ11 είναι αποθηκευτικός. Στην τρίτη στάθμη, χρησιμοποιούνται όλοι οι χώροι. Συγκεκριμένα, ο χώρος ΟΡ1 είναι παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Αγ. Δημήτριο, ενώ ο χώρος ΟΡ2 λειτουργεί ως προέκταση αυτού. Τέλος, ο χώρος ΟΡ3 χρησιμοποιείται ως καθιστικό. Η νότια πτέρυγα δεν παρουσιάζει χρήσεις, καθώς δεν είναι αποκατεστημένη. Χωρίς χρήση είναι και οι αίθριοι χώροι ΙΣ1 και ΟΡ4. Σύμφωνα με τη διπλωματική εργασία του 1971-72, η αρχική κατανομή των χρήσεων είχε ως εξής: • Για τη σημερινή πρώτη στάθμη: το ανατολικό τμήμα του χώρου ΥΠ6 αποτελούσε ξεχωριστό χώρο και ήταν οστεοφυλάκιο Το δυτικό τμήμα του χώρου ΥΠ6 αποτελούσε ξεχωριστό χώρο και ήταν πιθανώς κρατητήριο οι χώροι ΥΠ5+ΥΠ4 ήταν ενιαίος χώρος και χρησιμοποιούνταν ως εργαστήριο ξυλογλυπτικής ο χώρος ΥΠ3 ήταν ατομικό εργαστήριο ο χώρος ΥΠ2 είχε άγνωστη χρήση οι χώροι ΥΠ1α+ΥΠ1β ήταν ενιαίος χώρος και χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη με μετζοπάτωμα και κρύπτη προς λαγούμι οι χώροι ΥΠ10 και ΥΠ9 περιείχαν σκάμμα, γνωστό ως ‘καρούτα’, και χρησιμοποιούνταν για την αποθήκευση του τσίπουρου που παραγόταν στο μοναστήρι ο χώρος ΥΠ8 ήταν αποθήκη το δυτικό τμήμα του χώρου ΥΠ7 (αρχικά ξεχωριστός χώρος) χρησίμευε ως ζυμωτήριο το ανατολικό τμήμα του χώρου ΥΠ7 (αρχικά ξεχωριστός χώρος) ήταν μαγειρείο Κατανομή χρήσεων. Υφιστάμενη κατάσταση.

• Για τη σημερινή δεύτερη στάθμη: ο χώρος ΙΣ10 ήταν το διαβατικό της κύριας εισόδου ο χώρος ΙΣ9 ήταν αποθήκη υλικών για το εργαστήριο του γειτονικού χώρου ΥΠ5+ΥΠ4 οι χώροι ΙΣ3, ΙΣ4, ΙΣ5, ΙΣ6, ΙΣ7 ήταν κελλιά μοναχών και συνέχιζαν σε όλη τη νότια πτέρυγα

64

(ΙΣ1 δυτικά


Χρήσεις

και στο κενό ανατολικά) η δυτική πτέρυγα είχε παρόμοιους χώρους με τη νότια, που χρησιμοποιούνταν ως κελλιά ο χώρος ΙΣ17 ήταν ηγουμενείο το δυτικό τμήμα του χώρου ΙΣ16 ήταν αποθήκη αλεύρου (αρχικά ξεχωριστός χώρος) το ανατολικό τμήμα του χώρου ΙΣ16 ήταν αποθήκη σκευών (αρχικά ξεχωριστός χώρος) ο χώρος ΙΣ15 αποτελούσε προθάλαμο ο χώρος ΙΣ14 ήταν η τράπεζα της Μονής ο χώρος ΙΣ13 ήταν προθάλαμος ο χώρος ΙΣ12 ήταν καθιστικό - αρχονταρίκι ο χώρος ΙΣ11 ήταν αίθουσα αναμονής των ξένων • Για τη σημερινή τρίτη στάθμη: ο χώρος ΟΡ4 μαζί με τον ΟΡ3 ήταν ο θερινός οντάς και παρατηρητήριο ο χώρος ΟΡ2 χρησιμοποιούνταν για συναθροίσεις των μοναχών

ο χώρος ΟΡ1 ήταν παρεκκλήσιο του Αγ. Δημητρίου

Εσωτερική άποψη τμήματος της βόρειας πτέρυγας. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: θυραίο άνοιγμα προς το δυτικό τμήμα του χώρου ΙΣ16(ζυμωτήριο), άνοιγμα και θυραίο άνοιγμα προς το ανατολικό τμήμα του χώρου ΙΣ16(μαγειρείο), και το τοξωτό άνοιγμα προς το χώρο ΙΣ15 (προθάλαμος). 1984. Πηγή: φωτ. αρχείο 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Σύμφωνα με τη μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων του 2004, η αρχική κατανομή των χρήσεων είχε ως εξής: • Για τη σημερινή πρώτη στάθμη: ο χώρος ΥΠ6 ήταν οστεοφυλάκιο οι χώροι ΥΠ5+ΥΠ4 ήταν ενιαίος χώρος (15) και ήταν αποθηκευτικός ο χώρος ΥΠ3 (14) είχε άγνωστη χρήση ο χώρος ΥΠ2 (13) είχε άγνωστη χρήση οι χώροι ΥΠ1α+ΥΠ1β (12) ήταν ενιαίος χώρος με μετζοπάτωμα και χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη, με λαγούμι οι χώροι ΥΠ10 (11) και ΥΠ9 (10) ήταν αποθηκευτικοί ο χώρος ΥΠ8 (9) ήταν αποθήκη δεν γίνεται αναφορά στο χώρο ΥΠ7 (πιθανότατα ήταν καλυμμένος από χαλάσματα και μη διακριτός) • Για τη σημερινή δεύτερη στάθμη: ο χώρος ΙΣ10 (1) ήταν το διαβατικό της κύριας εισόδους ο χώρος ΙΣ9 (17) είχε άγνωστη χρήση ο χώρος ΙΣ8 ήταν το μετζοπάτωμα του υποκείμενου ΥΠ6(όλοι μαζί 16) οι χώροι ΙΣ3, ΙΣ4, ΙΣ5, ΙΣ6, ΙΣ7 ήταν κελλιά μοναχών και συνέχιζαν σε όλη τη νότια πτέρυγα (ΙΣ1 δυτικά και στο κενό ανατολικά) η δυτική πτέρυγα είχε παρόμοιους χώρους με τη νότια, που χρησιμοποιούνταν ως κελλιά ο χώρος ΙΣ17 αποτελούσε άνετο διαμέρισμα

Εσωτερική άποψη τμήματος της βόρειας πτέρυγας. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά: το τοξωτό άνοιγμα προς το χώρο ΙΣ15 (προθάλαμος), θυραίο άνοιγμα προς το χώρο ΙΣ15 (τράπεζα). Στο έδαφος διακρίνεται ο κάναβος αντιστήριξης του ικριώματος που είχε τοποθετηθεί βόρεια του καθολικού. 2003. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ.Προδρόμου.

65


66


Χρήσεις

το δυτικό τμήμα του χώρου ΙΣ16 (8) είχε άγνωστη χρήση το ανατολικό τμήμα του χώρου ΙΣ16 (7) ήταν μαγειρείο ο χώρος ΙΣ15 αποτελούσε προθάλαμο ο χώρος ΙΣ14 (4+5) ήταν η τράπεζα ο χώρος ΙΣ13 (6) ήταν προθάλαμος και αρχικά ενιαίος με την τράπεζα ο χώρος ΙΣ12 (2) ήταν αποθηκευτικός ο χώρος ΙΣ11 (βόρειο τμήμα χώρου 1) ήταν διαμέρισμα για παραμονή ζώων, προϊόντων κλπ • Για τη σημερινή τρίτη στάθμη: ο χώρος ΟΡ4 μαζί με τον ΟΡ3 περιείχαν κελλιά όπως τα σωζόμενα της νότιας πτέρυγας ο χώρος ΟΡ2 είχε άγνωστη χρήση

ο χώρος ΟΡ1 ήταν παρεκκλήσιο

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που γνωρίζουμε σήμερα και την αποκάλυψη όλων των χώρων ύστερα από τις εργασίες αναστήλωσης, προκύπτουν νέα συμπεράσματα για τις αρχικές χρήσεις των χώρων. Σύμφωνα με αναφορά του 1836 το μοναστήρι ήταν διώροφο51. Επομένως, υπήρχαν γενικά δύο επίπεδα, τα οποία εξαιτίας του ανώμαλου εδάφους παρουσίαζαν κατά τόπους διαφορετικό εσωτερικό ύψος. Επιπλέον, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων της Ανατολής, θεωρείται η ύπαρξη υπογείων χώρων υποκείμενων της πρώτης στάθμης. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της τελευταίας άποψης.

Άποψη του χώρου ΙΣ15, που αποτελούσε άλλοτε την Τράπεζα του μοναστηριού. 2014. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ.Προδρόμου. Άποψη του χώρου ΙΣ15, που αποτελούσε άλλοτε την Τράπεζα του μοναστηριού. 2014. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ.Προδρόμου.

Επομένως, σύμφωνα με την παρούσα διπλωματική εργασία σχεδιασμού, η κατανομή των χρήσεων που ίσχυε από το 1747 μέχρι τη διάλυση του μοναστηριού είχε ως εξής: • Για τη σημερινή πρώτη στάθμη: ο χώρος ΥΠ6 ήταν ενιαίος και αποθηκευτικός Ο χώρος ΥΠ5 ήταν εργαστήριο ο χώρος ΥΠ4 ήταν εργαστήριο ο χώρος ΥΠ3 θα μπορούσε να είναι ατομικό εργαστήριο, αλλά διατηρείται μία αμφιβολία καθώς δεν υπάρχει πηγή φυσικού φωτός, απαραίτητο για την κατασκευή εργοχείρων ο χώρος ΥΠ2 χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή τσίπουρου στην ευμεγέθη εστία που περιέχει, καθώς είχε άμεση πρόσβαση στα αμπέλια που εκτείνονταν νότια της Μονής οι χώροι ΥΠ1α+ΥΠ1β ήταν ενιαίος χώρος με μετζοπάτωμα και χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη και κρύπτη με λαγούμι οι χώροι ΥΠ10 και ΥΠ9 περιείχαν σκάμμα με ξύλινη επένδυση και ήταν αποθήκες πρώτων υλών ο χώρος ΥΠ8 ήταν αποθηκευτικός το δυτικό τμήμα του χώρου ΥΠ7 (αρχικά ξεχωριστός χώρος) ήταν αποθηκευτικός το ανατολικό τμήμα του χώρου ΥΠ7 (αρχικά ξεχωριστός χώρος) ήταν αποθηκευτικός • Για τη σημερινή δεύτερη στάθμη: ο χώρος ΙΣ10 ήταν το διαβατικό της κύριας εισόδου 51

Το θυραίο άνοιγμα μεταξύ των χώρων ΥΠ8 και ΥΠ7. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

ο χώρος ΙΣ9 ήταν χώρος αναμονής

Λεονάρδος, Ι. Α. (1836). Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία. Εν Πέστη της Ουγγαρίας: Τράννερ τε και Καρολίου, σσ. 161-162: ‘Υπὸ τὴν δασύσκιον σκέπην ταύτης τῆς Κορυφῆς τοῦ Κισσάβου κεῖται ἡ Κωμόπολις Σιλίτζανη… ἀξιοσημείωτος διὰ τὸ πρὸς αὐτὴν γειτνιάζον ἀκουστὸν ἐκεῖ Μοναστήριον, τὸ ἀφιερωμένον εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τὸ ὁποῖον εἶναι διόρωφον Οἰκοδόμημα· ἡ Ἐκκλησία του εἶναι μὲν εὐπρεπὴς, πλὴν μικρὰ καὶ σκοτεινὴ, ἐκ τοῦ διότι ὁ εἰς αὐτὴν εἰσερχόμενος, πρέπει νὰ καταβαίνῃ ὀλίγα σκαλίδια· τοῦτο ἒχει περισσοτέρους παρὰ 3. ἢ 4. Γερομονάχους.’

Άποψη του βόρειου τοίχου του χώρου ΙΣ17(ηγουμενείο). Διακρίνεται στο κέντρο τζάκι, με τοξωτό άνοιγμα και αποθηκευτικό άνοιγμα εκατέρωθέν του, όπως και ένα δοκάρι του πατώματος. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

67


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

o χώρος ΙΣ8 ήταν οστεοφυλάκιο οι χώροι ΙΣ3, ΙΣ4, ΙΣ5, ΙΣ6, ΙΣ7 ήταν κελλιά μοναχών και συνέχιζαν σε όλη τη νότια πτέρυγα (ΙΣ1 δυτικά και στο κενό ανατολικά) η δυτική πτέρυγα είχε παρόμοιους χώρους με τη νότια, που χρησιμοποιούνταν ως κελλιά ο χώρος ΙΣ17 ήταν το ηγουμενείο το δυτικό τμήμα του χώρου ΙΣ16 ήταν ζυμωτήριο το ανατολικό τμήμα του χώρου ΙΣ16 ήταν μαγειρείο ο χώρος ΙΣ15 αποτελούσε προθάλαμο ο χώρος ΙΣ14 ήταν η τράπεζα της Μονής ο χώρος ΙΣ13 ήταν προθάλαμος ο χώρος ΙΣ12 ήταν αποθήκη ο χώρος ΙΣ11 ήταν χώρος ανάπαυσης υποζυγίων και ανθρώπων • Για τη σημερινή τρίτη στάθμη: ο χώρος ΟΡ4 μαζί με τον ΟΡ3 ήταν καθιστικό - αρχονταρίκι ο χώρος ΟΡ2 αποτελούσε προέκταση του ΟΡ1, σε περίπτωση συμμετοχής μεγάλου αριθμού ανθρώπων στις θρησκευτικές τελετουργίες του παρεκκλησίου στο ΟΡ1

Πανοραμική άποψη του εσωτερικού του χώρου ΙΣ15(τράπεζα) σήμερα. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

68


Χρήσεις

Μελέτη 1971-72

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Μελέτη 2004

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Μελέτη 2021

Α ΡΧ Ι Κ Η Κ Α Τ Α Σ ΤΑ ΣΗ

69


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

2.3.3. Τυπολογία_ Η τυπολογία των πτερύγων του μοναστηριού ακολουθούσε τα πρότυπα της εποχής που κατασκευάστηκαν, προσαρμοζόμενη στο ιδιαίτερο ανάγλυφο του εδάφους και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή. Λαμβάνοντας υπόψιν τα στοιχεία που παρουσιάσαμε κατά την ανάλυση της μοναστηριακής ελληνικής αρχιτεκτονικής, σε προηγούμενο κεφάλαιο, βλέπουμε ότι ακολουθούνται αγιορείτικα και μακεδονίτικα πρότυπα.

Άποψη προς Δύση του διαδρόμου των άλλοτε χώρων διημέρευσης της νότιας πτέρυγας(ΙΣ2). Αριστερά διακρίνεται ο διαχωριστικός τοίχος του διαδρόμου από τα κελλιά. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Οι χώροι της 1ης στάθμης διαθέτουν περιμετρική τοιχοποιία 0,70-0,90 μ., με τους ενδιάμεσους τοίχους να μην ξεπερνούν τα 0,70 μ.. Ανεβαίνοντας στον κατακόρυφο άξονα, η περιμετρική τοιχοποιία μειώνεται κατά 0,10-0,20 μ. σε πάχος, ώστε να υποδεχτεί τα ξύλινα (επί το πλείστον) πατώματα του ορόφου. Οι χώροι διημέρευσης διαχωρίζονται μεταξύ τους και από το διάδρομο κίνησης μέσω τοίχων μικρότερου πάχους, οι οποίοι δεν ξεπερνούν τα 0,30-0,40 μ. Ανοίγματα συναντώνται κυρίως προς το εσωτερικό αίθριο, καθιστώντας σε συνδυασμό με τις εστίες-τζάκια, πολύ ευάλωτους στατικά τους τοίχους των πτερύγων από τη μεριά του αίθριου. Τα θυραία ανοίγματα είναι πάντα χαμηλά, με μέγιστο ύψος 1,70 μ.. Στους χώρους της 1ης στάθμης, η είσοδος του αέρα και του φωτός πραγματοποιείται από μακρόστενα ανοίγματα μήκους 0,05-0,20 μ., τις γνωστές πολεμίστρες, ενώ σπανιότερα και μόνο προς την εσωτερική αυλή διανοίγονται μικρά παράθυρα. Μεγάλα παράθυρα διακρίνονται κυρίως στην υψηλότερη ζώνη της τοιχοποιίας, αποκλειστικά για τον αερισμό και φωτισμό των χώρων και όχι για αισθητικούς λόγους. Το βόρειο τείχος είναι συμπαγές, διακοπτόμενο μόνο από δύο ανοίγματα στην Ανατολή και τη Δύση, για παρατήρηση των ερχόμενων προς το μοναστήρι, με σκοπό την επίτευξη θερμικής άνεσης και τη διακοπή των δυνατών βόρειων ανέμων. Ως αποτέλεσμα, το βόρειο τείχος είναι το πιο ισχυρό στατικά, γι’ αυτό και άντεξε μέχρι σήμερα σχεδόν αυτούσιο. Περνώντας στην τυπολογία των πτερύγων αυτών καθαυτών, η ανατολική πτέρυγα διακόπτεται στο ισόγειο από το χαρακτηριστικό διαβατικό(ΙΣ10), απ’ όπου πραγματοποιείται η είσοδος στο μοναστήρι. Στον όροφο, βλέπουμε ότι συνεχίζει τοιχοποιία ίδιου περίπου πάχους με το ισόγειο, στο νότιο μισό τμήμα, ενώ στο βόρειο μισό αναπτυσσόταν μικρό χαγιάτι μήκους περ. 5,5 μ., απ’ όπου επιτυγχανόταν η κατακόρυφη σύνδεση με το αίθριο. Στο βορειοανατολικό τμήμα (ΟΡ4) αναπτυσσόταν πύργος με πολλά μεγάλα παράθυρα στις βόρεια, ανατολική και νότια πλευρές (δεν διαθέτουμε στοιχεία για τη δυτική), διαμορφώνοντας παρατηρητήριο και θερινό οντά-αρχονταρίκι, σε συλλειτουργία με το χαγιάτι. Η είσοδος στον πύργο επιτυγχανόταν τόσο από το χαγιάτι όσο και εσωτερικά από μικρό προθάλαμο στη βάση του πύργου (ΙΣ13).

Θυραίο άνοιγμα ύψους 1,63 μ. προς το χώρο ΙΣ9.Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

70

Η βόρεια πτέρυγα τοποθετείται σε απόσταση 7 και πλέον μ. από το καθολικό, ώστε να δημιουργεί τον παραδοσιακό προαύλιο χώρο βόρεια του ναού, απ’ όπου πραγματοποιούνταν η είσοδος στο ναό, από το 1747. Ο χώρος ΙΣ14, που αποτελούσε την τράπεζα, είναι παραδοσιακά τοποθετημένος απέναντι από το καθολικό, διαθέτοντας μαζί με το μαγειρείο ΙΣ16 (ανατολικό τμήμα) την πιο περίτεχνη τυπολογία. Οι δύο αυτοί χώροι επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω προθαλάμου (ΙΣ15), και στεγάζονταν με τη βοήθεια βυζαντινών σταυροθολίων επί τόξων ανοίγματος 3-4 μ., υποστηριζόμενα από πεσσούς πλευράς περ. 0,50 μ. και ένα ιδιαίτερο σύστημα ξυλοδεσιών, σε συνεργασία με την τοιχοποιία. Οι υπόλοιποι χώροι ακολουθούν τον κανόνα με τα ανοίγματα προς το αίθριο.

Ιδιαίτερη τυπολογία διαθέτουν και οι πτέρυγες που περιείχαν τους χώρους διημέρευσης, οι οποίες φέρουν μικρά ακανόνιστα ανοίγματα προς το εξωτερικό του μοναστηριού και μεγάλα τοξωτά ανοίγματα προς το εσωτερικό, ώστε να επιτυγχάνεται θερμική και φωτιστική άνεση στο διάδρομο κίνησης. Συγκεκριμένα, η 2η στάθμη της νότιας, και άλλοτε της δυτικής πτέρυγας, όπου αναπτύσσονταν τα κελλιά των μοναχών, έφεραν επιμήκη τοίχο παράλληλο στον τοίχο της πτέρυγας προς το αίθριο και εσωτερικά αυτού κατά περ. 1,75 μ.. Ο τοίχος αυτός στη νότια πτέρυγα στηρίζεται μέχρι και σήμερα σε μία σειρά δοκών επί υποστυλωμάτων. Επιπλέον, σε αυτόν διανοίγονται στενά ανοίγματα διαστάσεων περ. 0,4-0,7 μ. μήκος και 1,40-1,60 μ. ύψος, τα οποία έφεραν θυρώματα και δημιουργούσαν πρόσβαση προς τα κελλιά. Τα τελευταία ήταν αρκετά στενόχωρα και χαμηλοτάβανα, με το μέγιστο ύψος να φτάνει τα 3 μ. στο χειμερινό οντά (ΙΣ1) και το ελάχιστο αλλά επικρατέστερο να φτάνει τα 2,10 μ.. Η πρόσβαση στη 2η στάθμη των πτερύγων επιτυγχανόταν από τοξωτά ανοίγματα που συνέδεαν το αίθριο της Μονής με τον εσωτερικό κτιστό διάδρομο. Επομένως, βλέπουμε ότι ο ενδιάμεσος διαμήκης αυτός τοίχος, χωρίζει τις πτέρυγες σε δύο επιμέρους στενές, διαμήκεις ζώνες με σαφώς διακριτές και διαφορετικές χρήσεις, σε κάτοψη. Η ζώνη προς το αίθριο του συγκροτήματος, αποτελούσε έναν ανοικτό δημόσιο και κοινόχρηστο χώρο κυκλοφορίας, ενώ η ζώνη προς το εξωτερικό τείχος αφορούσε χώρους κατοίκισης και παρουσίαζε έντονο το χαρακτήρα της ιδιωτικότητας και της εσωστρέφειας.


Μορφολογία

2.3.4. Μορφολογία_ Εξωτερικά, το μοναστήρι έμοιαζε ιδιαίτερα εσωστρεφές, με τους συμπαγείς τοίχους και τα μικρά ανοίγματα στην ανώτερη ζώνη, κάτι που δεν ισχύει σήμερα, εξαιτίας της κατάρρευσης μεγάλων τμημάτων των πτερύγων, που δημιούργησαν αίσθηση εξωστρέφειας. Όπως έχει προειπωθεί, την περίοδο ολοκλήρωσης του μοναστηριού (18ος αι.) επικρατούσε η συνήθεια τα κτήρια να είναι λιτά εξωτερικά, αλλά να διαθέτουν πλούσιο εσωτερικό. Επομένως, τα κυριότερα μορφολογικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται εσωτερικά της Μονής. Γενικά, επικρατεί ελεύθερη διάρθρωση, με την άναρχη και άτακτη πλήρωση ή διάνοιξη ανοιγμάτων διαφόρων διαστάσεων και σε διάφορα ύψη, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής, να δημιουργεί μια ιδιαίτερη αρμονία. Η διάρθρωση της αρχικής μορφής μπορεί να γίνει με την επιμέρους ανάλυση των πτερύγων σε τρεις ζώνες στον καθ’ ύψος άξονα. Στην κατώτερη ζώνη επικρατεί η αίσθηση της στιβαρότητας και της εσωστρέφειας, καθώς η πετρόκτιστη τοιχοποιία μεγάλου πάχους με τα λιγοστά μικρά ανοίγματα φανερώνει το φρουριακό χαρακτήρα του συγκροτήματος. Στη δεύτερη ζώνη, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, βλέπουμε ότι διανοίγονται πολυάριθμα παράθυρα, πολλά από τα οποία παρουσιάζουν τοξωτή επίστεψη και μεγαλύτερο ύψος προς το εσωτερικό αίθριο. Μάλιστα, στο βόρειο τμήμα της ανατολικής πτέρυγας, παρουσιαζόταν υποχώρηση του τοίχου στο ύψος της 3ης στάθμης, εξαιτίας της δημιουργίας χαγιατιού. Τέλος, στην τρίτη και ανώτερη ζώνη εντάσσουμε την στέψη των πτερύγων, η οποία προεξέχει της τοιχοποιίας με τη βοήθεια λιθόκτιστου γείσου, το οποίο ακολουθεί την περίμετρο των πτερύγων τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό του μοναστηριού. Το γείσο αυτό αναπτύσσεται κλιμακωτά, δημιουργούμενο από τρεις εκφορικά κτισμένες σειρές σχιστόπλακας, φτάνοντας να έχει απόσταση 0,50 μ. από την υποκείμενη τοιχοποιία. Επομένως, η κατασκευή δίνει μια πιο ‘ελαφριά’ αίσθηση όσο ανεβαίνει κανείς στον καθ’ ύψος άξονα, με ιδιαίτερη επιφύλαξη εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών.

Λεπτομέρεια από το ΒΔ τμήμα του χώρου ΙΣ14 (τράπεζα). Διακρίνεται η γέννεση σταυροθολίου μεταξύ δύο τόξων επί πεσσού. Πηγή: φωτ. αρχείο Ι.Μ.Τ. Προδρόμου.

Πέραν του διακοσμητικού αλλά και χρηστικού γείσου που περιτρέχει την απόληξη της εξωτερικής τοιχοποιίας, δεν σώζεται κάποιο άλλο ιδιαίτερο μορφολογικό εξωτερικό στοιχείο. Σύμφωνα με τα δεδομένα που σώζονται έως τις μέρες μας, η τοιχοποιία του μοναστηριού επικαλυπτόταν από παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος, με αποτέλεσμα να μην έχει δοθεί μέριμνα για διαμόρφωση ιδιαίτερων μορφολογικών χαρακτηριστικών και να αποκρύπτεται η περίτεχνη λίθινη κατασκευή. Πλέον, έχουν αφαιρεθεί τα επιχρίσματα, αποκαλύπτοντας την κατασκευαστική δομή του κτηριακού αυτού συγκροτήματος.

Στο ΒΔ τμήμα του τείχους διατηρείται το γείσο που περιέτρεχε αρχικά την απόληξη της εξωτερικής τοιχοποιίας, καθ’ όλο το μήκος των πτερύγων. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Τοξωτό άνοιγμα στο βόρειο τοίχο της νότιας πτέρυγας. Έχει πληρωθεί στο τμήμα κάτω από το τόξο. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

71


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

2.3.5. Κατασκευαστική Δομή και Υλικά Κατασκευής_ Η κατασκευαστική δομή του συγκροτήματος ανταποκρίνεται στην τεχνογνωσία της εποχής κατασκευής του. Όπως γίνεται αντιληπτό εξαιτίας της αντοχής του μοναστηριού αυτά τα 500 χρόνια, ιδίως όταν για έναν και πλέον αιώνα εγκαταλείφθηκε και υπέστη μεγάλες επιβαρύνσεις, είχαν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα αντισεισμικότητας. Είναι διακριτός μέχρι και σήμερα ο αρμός μεταξύ των πτερύγων, που φανερώνει την κατασκευή τους έτσι ώστε να αντιδρούν η καθεμία ανεξάρτητα στις κινήσεις του εδάφους, είτε αυτές προέρχονται από σεισμό, είτε από καθίζηση του εδάφους. Το γεγονός αυτό συνέβαλε καίρια στη διατήρηση του συγκροτήματος σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση μέχρι και σήμερα. Έτσι, βλέπουμε ότι παρόλο που η νότια πτέρυγα έχει υποστεί διαφορική καθίζηση, κάτι που μαρτυρείται από το ασυνήθιστο καμπύλο σχήμα των ξυλοδεσιών της βόρειας τοιχοποιίας, η ανατολική πτέρυγα δεν παρουσιάζει παραμορφώσεις. Ωστόσο, τα πολλαπλά ανοίγματα στους τοίχους, τους κατέστησαν ιδιαίτερα ευάλωτους στατικά, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι από αυτούς να καταρρεύσουν. Το εσωτερικό τμήμα του δυτικού τείχους που δεν κατέρρευσε το 2003, όπως απαθανατίστηκε το 2004 από την ομάδα που πραγματοποίησε τη μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων. Τα πολλαπλά ανοίγματα το κατέστησαν στατικά αδύναμο, με αποτέλεσμα να πέσει μέχρι το 2016. Όπως αναφέρεται: ‘Στο εσωτερικό της δυτικής πτέρυγας έχει αναπτυχθεί βλάστηση. Οι δοκοί που κατέρρευσαν λειτουργούν ως μοχλοί ανατροπή του τείχους’.

Αυθεντικές καταστάσεις πετρόκτιστης και ξυλόπηκτης τοιχοποιίας, καθώς και ξύλινου δαπέδου στο εσωτερικό της 2ης στάθμης της νότιας πτέρυγας. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

72

Η παλιά και η νέα τοιχοποιία. Αριστερά: η καμινάδα της εστίας στο χώρο ΥΠ2, Δεξιά: αντηρίδα στήριξης του Β τοίχου της νότιας πτέρυγας. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Οι πτέρυγες είναι κατασκευασμένες με τοιχοποιία από αργούς λίθους μικρού ή μετρίου μεγέθους, και μικρά μόλια στο γέμισμα των αρμών, ενισχυμένες ανά τακτά διαστήματα με ξυλοδεσιές, οι οποίες είναι κρυφές στην πλειονότητά τους. Γωνιόλιθοι βρίσκονται στις κύριες εξωτερικές γωνίες, αλλά όχι πάντα σε γωνίες ενδιάμεσως θέσεων. Συγκεκριμένα, οι τοίχοι είναι λασπόκτιστοι, με κονίαμα δόμησης το πηλοκονίαμα, επικαλυμμένοι από παχύ στρώμα πηλοκονιάματος με φυσικά σύμμικτα, το οποίο προστατευόταν από μία στρώση αρμολογήματος από ασβέστη. Εξαίρεση αποτελεί η όψη της νότιας πτέρυγας προς την αυλή, η οποία σύμφωνα με τη μελέτη του 2004, δεν διέθετε λείψανα αρμολογήματος από ασβεστοκονίαμα. Βέβαια, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, εξαιτίας της έντονης υγρασίας που αναπτύσσεται μεταξύ του καθολικού και της νότιας πτέρυγας, λόγω της στενότητας του χώρου και της ανεπάρκειας του αερισμού, να είχαν απομακρυνθεί από τα όμβρυα ύδατα. Το σύστημα ξυλοσυνδέσμων είναι πολύ αραιό στη βάση της τοιχοποιίας, με τα χατίλια να γίνονται πυκνότερα στον όροφο, αλλά όχι σε συνέχεια καθ’ όλο το μήκος των πτερύγων, εξαιτίας της συνεχούς διάνοιξης και πλήρωσης ανοιγμάτων σε διάφορα ύψη. Το σοβαρότερο σύστημα ξυλοδεσιών συναντάται στην Τράπεζα, το οποίο συνδυαζόταν με σύστημα ελκυστήρων στη βάση των τόξων, οι οποίοι σήμερα δεν σώζονται. Κατά κανόνα, η στέγαση των χώρων γίνεται από ξύλινα πατώματα και στέγες. Στον όροφο, οι περιμετρικοί τοίχοι συνεχίζουν να είναι πετρόκτιστοι, μειώνοντας ωστόσο το πάχος τους σε σχέση με τους υποκείμενους, κατά 0,10-0,20 μ., ενώ οι διαχωριστικοί τοίχο στους χώρους διημέρευσης ήταν ξυλόπηκτοι πάχους 0,30-0,40 μ., τσατμάδες με ξύλινο σκελετό και πλήρωση από ωμόπλινθους, λάσπη και άλλα φυσικά υλικά. Στη βάση της στέγης υπάρχει πάντοτε ξυλοδεσιά-στρωτήρας, ορατή στην εσωτερική παρειά του τοίχου. Η επίστεψη των τοίχων δημιουργεί γείσο, όπως προαναφέρθηκε, από σχιστόπλακες, κατά κανόνα στις εξωτερικές όψεις του περιβόλου, ενώ προς την αυλή το στοιχείο αυτό μπορεί και να παραλείπεται, πιθανώς εξαιτίας των διαφόρων ιστορικών κατασκευαστικών φάσεων. Τα φέροντα στοιχεία των πατωμάτων και των στεγών είναι από ξύλινα δρύινα δοκάρια, οι διατομές των οποίων ποικίλουν από πτέρυγα σε πτέρυγα, ανάλογα με τη φάση κατασκευής και το άνοιγμα των υποκείμενων χώρων που γεφυρώνουν, φτάνοντας μέχρι και τα 0,25 μ.. Μοναδική εξαίρεση στέγασης

αποτελεί η περίπτωση θολοδομίας που συναντάται στην Τράπεζα και το μαγειρείο της Μονής, όπου γίνεται συστηματική χρήση λαξευτών και ημιλαξευτών λίθων για τη διαμόρφωση πεσσών, επικράνων, θολιτών τόξων και σταυροθολίων βυζαντινού τύπου. Η επικάλυψη των στεγών όπως σωζόταν μέχρι το 2000, και όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες, πραγματοποιούνταν με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Ωστόσο, οι λίθινες γρηπίδες και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική του τόπου, δημιουργούν την υποψία αρχικής επικάλυψης των χώρων από σχιστόπλακες, κάτι που έκανε ιδιαίτερα βαριά την κατασκευή. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην κατασκευή των εξωτερικών θυρωμάτων, και ιδιαίτερη της παλιάς διπλής πόρτας της κύριας εισόδου. Η αυλόθυρα αυτή είναι δίφυλλη, δρύινη και η κατασκευή της είναι απλή αλλά στιβαρή ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικά σε παραβιάσεις. Τα φύλλα της κατασκευάστηκαν από χοντρές τάβλες πάχους περίπου 0,05 μ., οι οποίες δένονταν μεταξύ τους εσωτερικά με οριζόντιες και διαγώνιες διατομές ξύλων. Τα πλατυκέφαλα «γυφτόκαρφα» ή «θυρόκαρφα» είναι αυτά που δένουν τις κάθετες σανίδες με τις εσωτερικές οριζόντιες και διαγώνιες ξύλινες δοκούς, διακοσμώντας ταυτόχρονα την εξωτερική όψη, τα οποία καρφώνονται πάνω σε μεταλλικές λωρίδες, για την καλύτερη ενοποίηση των τμημάτων της πόρτας. Τα πορτόφυλλα στερεώνονται με τη βοήθεια χοντρών μεντεσέδων πάνω σε ισχυρή τετράξυλη κάσα, κατασκευασμένη από ξύλα μεγάλης τετραγωνικής διατομής. Οι ορθοστάτες της κάσας πατούν στο κατωκάσι, ενώ συνδέονται και σταθεροποιούνται με τις ξυλοδεσιές που συναντούν στο σκελετό της περιμετρικής τοιχοποιίας, με εντορμία και και πιθανώς γυφτόκαρφα. Πρόχειρα η πόρτα κλείνει με το ‘μάνταλο’, έναν απλό μεταλλικό μηχανισμό που χρησιμοποιούνταν ευρέως την εποχή εκείνη, ο οποίος τοποθετείται στο βόρειο φύλλο της πόρτας. Ισχυρότερη ασφάλιση γίνεται με την ‘αμπάρα’ ή αλλιώς ‘διάδρομο’, μια χοντρή επιμήκη ξύλινη δοκό η οποία είναι παράλληλη στη πόρτα και σύρεται οριζόντια. Η αμπάρα παραμένει εντοιχισμένη στο εσωτερικό της τοιχοποιίας όταν δεν χρειάζεται να ασφαλίζει την πόρτα. Συναντάται και σε άλλες δύο πόρτες του συγκροτήματος, όπου έπρεπε να ασφαλιστεί ο χώρος, ενώ σίγουρα αρχικά υπήρχε και σε άλλα θυραία ανοίγματα. Η κάσα της κύριας εξώθυρας τοποθετείται σε περασιά με την εξωτερική πλευρά της αρχικής τοιχοποιίας, με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκεται σε υποχώρηση από τα δύο νέα στρώματα τοιχοποιίας που έχουν προστεθεί έκτοτε. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελούν τα δύο λίθινα μαξιλάρια εκατέρωθεν του ανοίγματος, που διαμορφώθηκαν κατά την ανέγερση του δεύτερου στρώματος τοιχοποιίας (άγνωστη εποχή) για να υποδεχτούν το νέο υπέρθυρο. Δοκάρι μεγάλου μήκους τοποθετείται στην πιο πρόσβατη τοιχοποιία, δημιουργώντας νέο υπέρθυρο, λίγο πιο πάνω από το παλαιότερο. Η δεύτερη εξώθυρα, που βρίσκεται στο χώρο ΥΠ5, είναι καινούρια. Η αυθεντική σώζεται, και είναι κατασκευασμένη με παρόμοιο τρόπο με την κύρια αυλόθυρα, αποτελώντας ωστόσο λιγότερο βαριά κατασκευή. Όσον αφορά στις εσωτερικές πόρτες, από τις οποίες σώζονται ελάχιστες, παρατηρείται διαφοροποίηση στον τρόπο κατασκευής τους, καθώς οι χώροι κλείνουν με πιο απλές πόρτες, τις λεγόμενες «καρφωτές», οι οποίες κατασκευάζονται από φαρδιές σανίδες που συνδέονται μεταξύ τους με οριζόντιες και διαγώνιες, πολλές φορές «κρυμμένες» στο εσωτερικό της


Κατασκευαστική δομή και Υλικά Κατασκευής

πόρτας, ξύλινες διατομές. Οι ξύλινες αυτές διατομές χρησιμεύουν όχι μόνο για το δέσιμο των σανίδων αλλά και για την σταθεροποίηση του σκελετού της πόρτας που τις εμπεριέχει. Οι κάσες στις οποίες στηρίζονται οι πόρτες είναι τετράξυλες και συνδέονται με τις ξυλοδεσιές που διατρέχουν την τοιχοποιία όπου αυτή είναι λίθινη, ενώ όπου αυτή είναι ξυλόπηκτη συνδέονται με τα υποστυλώματα και τους ορθοστάτες της. Τα υπέρθυρα και τα κατώφλια των ανοιγμάτων που συναντώνται σε αργολιθοδομή κατασκευάζονται από ξύλινες δοκούς, οι οποίες άλλοτε εφάπτονται και άλλοτε όχι, και στον αριθμό είναι συνήθως 4 ή 5, αναλόγως το βάθος της τοιχοποιίας. Στο ύψος που βρίσκονται συνδέονται με τις ξυλοδεσιές που είναι τοποθετημένες στον ίδιο κατακόρυφο άξονα της τοιχοποιίας. Παρατηρούμε ότι τα ανοίγματα συνήθως διακόπτουν τις οριζόντιες ξυλοδεσιές, ενώ όταν αυτό δεν συμβαίνει καταλαβαίνουμε ότι ανήκουν στην ίδια κατασκευαστική φάση με την τοιχοποιία που συνορεύουν. Σήμερα, έχει προκύψει μία παλέτα υλικών και υλικοτήτων, η οποία συμπεριλαμβάνει παραδοσιακά και πιο σύγχρονα υλικά, ανθεκτικότερα στο νερό και τη απότομη διαφορά θερμοκρασίας, τα οποία διαβαθμίζονται μεταξύ αργών λίθων, πλίνθων, κεραμιδιών και σκυροδέματος για τις σκληρές υφές, ενώ στα μαλακά υλικά έχουμε το ξύλο. Συγκεκριμένα, η τοιχοποιία παραμένει κτισμένη από αργολιθοδομή, καθώς ακόμα και οι ανακτίσεις πραγματοποιήθηκαν από τις παλιές αργές λίθους που κείτονταν στα χαλάσματα, κάτι που συμβάλλει στη διατήρηση του αισθητικού κάλλους του συγκροτήματος. Εντούτοις, το διαβρωμένο αρμολόγημα συμπληρώθηκε από τσιμεντοκονία, η οποία σε πολλά τμήματα αναμείχθηκε με χώμα, δίνοντας την αίσθηση αυθεντικής τοιχοποιίας. Τα ξύλινα στοιχεία συντηρήθηκαν και όλοι οι τοίχοι αποκαλύφθηκαν, ώστε πλέον να είναι εμφανής η κατασκευαστική δομή και η ποιότητα των υλικών. Μόνη αυθεντική τοιχοποιία, χωρίς επεμβάσεις, αποτελεί το εσωτερικό της βόρειας και της νότιας πτέρυγας, που δεν έχει αποκατασταθεί. Επιπλέον, τα πατώματα των πτερύγων που αποκαταστάθηκαν διατήρησαν την αρχική τους υλικότητα, ενώ διασώθηκαν και τα ξύλινα στοιχεία του δαπέδου της νότιας πτέρυγας. Μόνη διαφοροποίηση υλικότητας αποτελούν οι στεγάσεις των χώρων ΥΠ1 και ΙΣ12, οι οποίοι κατάφεραν να σωθούν μέχρι το ύψος του ορόφου και καλύφθηκαν από πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος, υλικό που αντέχει τις αφιλόξενες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και έρχεται σε αντίθεση με την αυθεντική υλικότητα, ώστε να είναι εμφανής η επέμβαση. Γενικώς, οι σωστικές επεμβάσεις που έχουν γίνει φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκαν με σεβασμό στην αρχική κατασκευαστική δομή.

Η κύρια είσοδος της Μονής. Πραγματοποιείται μέσω διαβατικού. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Το υπέρθυρο της κύριας δίφυλλης θύρας, στις δύο μεταγεννέστερες της αρχικής τοιχοποιίες.. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Διαμόρφωση για υποδοχή αμπάρας συναντάται και στην είσοδο των χώρων ΥΠ2(αριστερά) και ΟΡ3 (δεξιά). Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

73


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

74

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


Κατασκευαστική Δομή και Υλικά Κατασκευής

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

75


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

76

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


Κατασκευαστική Δομή και Υλικά Κατασκευής

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

77


78


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

2.3.6. Παθολογία_ Η παθολογία της υφιστάμενης κατάστασης των μη αποκατεστημένων τμημάτων του υπό μελέτη κτηριακού συγκροτήματος, σχετίζεται με τη μακροχρόνια εγκατάλειψη που αυτό υπέστη, τόσο από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς όσο και από την κοινότητα του γειτονικού χωριού της Ανατολής, η οποία έφερε την ευθύνη συντήρησης του μνημείου από το 188952. Κατά την περίοδο εγκατάλειψης, η οποία διήρκησε περίπου έναν αιώνα (20ος αι.), το μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε ως μαντρί ζώων, και όχι απλώς παραμελήθηκε, αλλά αποδομήθηκε τοπικά με σκοπό την ιδιωτική χρήση των δομικών υλικών του. Φυσικά, δεν γίνεται λόγος για μέριμνα προσωρινής προστασίας και σωστικών επεμβάσεων αποτροπής τοπικών καταστροφών, που οδηγούν σε γενικευμένες καταρρεύσεις, πριν από το 2000, με αποτέλεσμα να προστίθενται στα παραπάνω αίτια οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και τα αποτελέσματα των σεισμών του 20ου αι.. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο 20ος αι. άφησε το μοναστήρι σε ερειπιώδη κατάσταση. Σύμφωνα με την παθολογία της αρχιτεκτονικής μελέτης του 2004, τα προβλήματα που καταγράφηκαν αποτελούνταν από: πολλαπλές ρηγματώσεις κυρίως στην ανώτερη ζώνη των τοιχοποιιών και ιδιαίτερα της δυτικής πτέρυγας, μετατοπίσεις/αλλαγές επιπέδων, κατεστραμμένα ξύλινα δομικά στοιχεία, διάλυση συνοχής της λιθοδομής, μέτρια έως έντονη διάβρωση/καταστροφή του αρμολογήματος με εξαίρεση το βόρειο εξωτερικό τείχος (παρά τις δυσμενείς συνθήκες του προσανατολισμού), ετοιμόρροπα/ διαβρωμένα επιχρίσματα, στέγαση του νοτιοανατολικού τμήματος των πτερύγων από κεραμίδια μέτριας έως κακής κατάστασης, ασβεστώματα λιθοδομών, και ανάπτυξη βλάστησης μεταξύ των στοιχείων του δομικού συστήματος. Ένα ιδιαίτερο και πολύ εκτεταμένο πρόβλημα ήταν τα συντρίμμια των οικοδομικών στοιχείων που κατέρρευσαν και έθαψαν ολόκληρους χώρους, όπως η δυτική πτέρυγα και το ανατολικό τμήμα της 1ης στάθμης της νότιας πτέρυγας, ενώ κάλυψη χώρων πραγματοποιήθηκε και λόγω φυσικών συσσωρεύσεων χωμάτων σε χώρους κλειστούς ή ανοικτούς, κυρίως της βόρειας πτέρυγας της οποίας η στέγαση είχε καταστραφεί πρώτη. Ωστόσο, στο πλαίσιο των αναστηλωτικών εργασιών των ετών 2016-2020, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν από την μοναστική αδελφότητα που απαρτίζει πλέον τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής και φίλους αυτής, πραγματοποιήθηκαν εργασίες στερέωσης και προστασίας των πιο ευάλωτων εναπομεινασών λιθοδομών, στις δυτική, νότια και ανατολική πτέρυγες. Αυτές, περιλάμβαναν τον καθαρισμό από ασβεστώματα και το βαθύ αρμολόγημα των όψεων τους από τσιμεντοκονία και πηλό με αδρανή πρόσμικτα, όπως και την εφαρμογή ενεμάτων. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε επαναφορά της στατικής συνοχής του περιβόλου, η οποία διαταράχθηκε λόγω κατάρρευσης μεγάλων τμημάτων, μέσω τοποθέτησης πετρόκτιστων αντηρίδων στις θέσεις όπου αρχικά διασταυρώνονταν οι πτέρυγες και τοίχων αντιστήριξης εξωτερικά του ανατολικού τμήματος της βόρειας πτέρυγας, και του ανατολικού τμήματος της ανατολικής. Καλύφθηκε προσωρινά η απόληξη όλων των σωζόμενων τοιχοποιιών από τσιμεντοκονία και κεραμίδια για προστασία από την εισροή όμβριων υδάτων, και εκτός αυτού στεγάστηκαν οι 52 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. κεφ. 1.1. Άποψη προς Νότο του εσωτερικού του χώρου ΙΣ6. Διακρίνεται η διάβρωση και η τμηματική κατάρρευση των ξύλινων στοιχείων του πατώματος και του παραθύρου. Η τοιχοποιία διατηρεί σε καλή κατάσταση το αρμολόγημα, σε αρκετά καλή κατάσταση το επίχρισμα από πηλοκονίαμα, ενώ σώζεται τμηματικά και το επίχρισμα από ασβοστοκονίαμα.

ανατολική και νότια πτέρυγες, των οποίων το εσωτερικό σωζόταν σε καλύτερη κατάσταση, συμπεριλαμβάνοντας ευάλωτα ξύλινα στοιχεία. Ανασκαφές και αποχωματώσεις πραγματοποιήθηκαν τοπικά, χωρίς να αποκαλυφθούν όλοι οι χώροι των πτερύγων, λόγω έλλειψης πόρων. Παρόλα αυτά, η αποκατάσταση του μοναστηριακού αυτού συγκροτήματος δεν έχει ολοκληρωθεί, ενώ η μακρόχρονη έκθεση των δομικών στοιχείων στα καιρικά φαινόμενα επιδεινώνει την κατάσταση και επιταχύνει τη φθορά τους, με πιο εμφανή ένδειξη προς το παρόν την αποσάθρωση του αρμολογήματος από πηλοκονίαμα με φυσικά σύμμικτα της πετρόκτιστης τοιχοποιίας της βόρειας πτέρυγας, η οποία χάνει όλο και περισσότερο την προστατευτική στρώση από πηλοκονίαμα που διαθέτει, καθώς το τελευταίο δεν παρουσιάζει πλέον επίχρισμα από ασβέστη και είναι ευάλωτο στο υγρό στοιχείο. Ευτυχώς, δεν παρουσιάζεται ανάπτυξη βλάστησης μεταξύ των λιθοδομών, αν και στα σημεία όπου δεν απομακρύνθηκαν οι επιχωματώσεις αναπτύσσεται πλούσιο το πράσινο στοιχείο, περιορισμένο ωστόσο στο εσωτερικό των χώρων ΙΣ13, ΙΣ14, ΙΣ16, ΙΣ17. Επομένως, η υφιστάμενη κατάσταση είναι εμφανώς βελτιωμένη σε σχέση με αυτή του 2004. Ως αποτέλεσμα, στα προβλήματα της παθολογίας συμπεριλαμβάνονται κυρίως καταστάσεις της βόρειας πτέρυγας. Όπως διακρίνεται και στα σχέδια της παθολογίας, υπάρχουν ορισμένες ρηγματώσεις στο βόρειο τείχος του περιβόλου, με την τοιχοποιία να σώζεται σχεδόν σε όλο της το ύψος, εκτός από ένα μικρό τμήμα του πύργου που υπήρχε στη βορειοανατολική γωνία και ένα άλλο που παρουσιάζει κύρτωση προς τα μέσα, βορειοανατολικά του χώρου ΙΣ16. Επιπρόσθετα, στη βόρεια πτέρυγα διακρίνονται επιχωματώσεις σε όλο της το μήκος. Γενικώς, η βόρεια πτέρυγα βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση, με τους εσωτερικούς τοίχους να μην διατηρούνται στο αρχικό τους ύψος. Ιδιαίτερα ο τοίχος της βόρειας πτέρυγας προς την εσωτερική αυλή, φαίνεται να ήταν πολύ ευάλωτος στατικά εξαιτίας των πολλαπλών ανοιγμάτων που τον διέτρεχαν, καθώς και της εστίας που υπήρχε νοτιοδυτικά του χώρου ΙΣ16, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά στους χώρους ΙΣ17 και ΙΣ16. Περνώντας στη δυτική πτέρυγα, το δυτικό τείχος είναι το μόνο τμήμα της που σώζεται, και αυτό όχι ολόκληρο εξαιτίας της κατάρρευσης του 2003, με αποτέλεσμα να έχει διασπαστεί η στατική συνοχή σε αυτήν την περιοχή, αν και προς το παρόν το τείχος έχει στηριχτεί μέσω διενέργειας ενεμάτων, βαθιάς αρμολόγησης από τσιμεντοκονία και ενίσχυση της θεμελίωσής του από τοίχους αντιστήριξης. Η νότια πτέρυγα παρουσιάζει ελαφρότερης επικινδυνότητας προβλήματα, όπως διάβρωση ή καταστροφή των ξύλινων στοιχείων που περιέχει, καθώς η στέγασή της κατάφερε να τα σώσει και να διατηρήσει ακέραιη την εναπομένουσα τοιχοποιία, η οποία σε πολλά σημεία διατηρεί ακόμα επίχρισμα. Η ανατολική πτέρυγα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα, καθώς είναι πλήρως αποκατεστημένη, εκτός από το βόρειο τμήμα της, το οποίο λαμβάνουμε υπόψιν ως ανατολικό τμήμα της βόρειας πτέρυγας. Τα παραπάνω στοιχεία θα μας βοηθήσουν στην αξιολόγηση των υφιστάμενων κατασκευών, και το κατά πόσο αυτές ταιριάζουν με τα ποιοτικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του υπό μελέτη συγκροτήματος.

Τμήμα της βάσης του βόρειου τείχους, από την εξωτερική πλευρά. Διακρίνεται αποκόλληση του επιχρίσματος, διάβρωση του προστατευτικού πηλοκονιάματος όπως και του αρμολογήματος. Το δέντρο που έχει φυτρώσει δίπλα επιβαρύνει την κατάσταση. Υφιστάμενη κατάσταση. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

Τμήμα του βόρειου τείχους, στο χώρο ΙΣ16. Είναι εμφανείς οι ρηγματώσεις και η διάλυση συνοχής της λιθοδομής, εξαιτίας της διάβρωσης του αρμολογήματος και των επιχρισμάτων από τα όμβρυα ύδατα. Πηγή: φωτ. αρχείο Δ. Παπανικολάου.

79


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

80

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


Παθολογία

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

81


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

82

ΑΝΑΛΥΣΗ

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


Παθολογία

ΑΝ Α Λ Υ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

83


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

2.4.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ_

Εκ πρώτης όψεως, θα λέγαμε ότι το μοναστήρι παρουσιάζει μια γενική

ομοιομορφία, με τους διάφορους χειρισμούς να μην προκαλούν αρνητική εντύπωση στον επισκέπτη. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές, οι επεμβάσεις παραμένουν απαρατήρητες από έναν άνθρωπο χωρίς έμπειρο μάτι, με αποτέλεσμα να γίνονται κατανοητές μόνο κατά την παρουσίαση των εργασιών αναστήλωσης που εκπονήθηκαν, με τη βοήθεια φωτογραφικού υλικού. Εντούτοις, ερευνώντας με περισσότερη λεπτομέρεια, μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτές εξαιτίας της σκόπιμης διαφοροποίησης της τεχνοτροπίας στην κατασκευή των πρόσθετων στοιχείων. Κριτήριο για την αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης με σκοπό να προβούμε στην τεκμηρίωση της πρότασης ανάδειξης του μνημείου, αποτελεί όχι τόσο αυτή καθαυτή η συμβατότητα των υλικών ή της τεχνοτροπίας με τα ποιοτικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του μοναστηριού, αλλά η γενική συμβολή των επεμβάσεων στην εικόνα και τη χρήση του. Επομένως, παρατηρούμε ότι σε γενικές γραμμές, οι επεμβάσεις εσωτερικά του συγκροτήματος δεν αλλοιώνουν τη συνολική εικόνα του, καθώς εναρμονίζονται με τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του. Εξαίρεση θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα ανοίγματα στο νότιο τοίχο του καθολικού, που κατέστρεψαν τις τοιχογραφίες του 16ου αι., όπως και ο τοίχος μεταξύ των χώρων ΟΡ3 και ΟΡ4. Επεμβάσεις που δεν συμβαδίζουν με την αρχική μορφή του μοναστηριού, όπως την υποθέτουμε στην παρούσα εργασία, είναι τα δύο υπόστεγα εξωτερικά του ανατολικού τμήματος του βόρειου τείχους, και πάνω από την κεντρική είσοδο, εξωτερικά του ανατολικού τείχους, τα οποία εξυπηρετούν τη λειτουργικότητα του μοναστηριού, διατηρώντας τις υλικότητες. Οι πληρώσεις ανοιγμάτων και η ανάκτιση ή συμπλήρωση κατεστραμμένων τοιχοποιιών που υπάρχουν, πραγματοποιήθηκαν ανά τους αιώνες από τις ίδιες αργές λίθους που κείτονταν στα χαλάσματα. Τα πατώματα, όπου αποκαταστάθηκαν, διατήρησαν την αρχική τους μορφή και υλικότητα, με συντήρηση και στατική ενίσχυση των δομικών στοιχείων που σώζονταν σε καλύτερη κατάσταση. Μονάχα στις βορειοανατολική και νοτιοδυτική γωνίες δεν ανακατασκευάστηκε το ξύλινο πάτωμα, καθώς οι πτέρυγες ήταν ερειπωμένες, καθιστώντας αδύνατη τη διατήρηση του αρχικού τους ύψους, και απαραίτητη την ανάκτισή τους. Κατά τις πρόσφατες επεμβάσεις αποκατάστασης αυτών των δύο τμημάτων επιλέχτηκε η χρήση οπλισμένου σκυροδέματος για στέγαση των χώρων ΥΠ1 και ΙΣ12, ώστε να παραμείνει ο χώρος αίθριος και ανεπηρέαστος από τις δυσμενείς τοπικές καιρικές συνθήκες, παραπέμποντας στην ιστορική φάση κατάρρευσης αυτών των τμημάτων μέσω αντίθεσης του σύγχρονου υλικού(σκυρόδεμα) με το παραδοσιακό(ξύλο). Η διατήρηση των αρχικών χαράξεων, η αφαίρεση παρεμβάσεων που δεν έβλαπτε το συγκρότημα, η αξιοποίηση των χαλασμάτων για ανάκτιση των ερειπίων, και η χρήση του σκυροδέματος συμπληρωματικά και όχι πρωταρχικά, με σεβασμό στον πρωταγωνιστικό ρόλο της πέτρας και του ξύλου, καθιστούν τις περισσότερες επεμβάσεις σημαντικές προς διατήρηση, φανερώνοντας μια νέα πτυχή στην οικοδομική ιστορία του μοναστηριού. Πιθανώς, κατά την πρόταση ανάδειξης του μοναστηριού να προταθούν λύσεις που χρήζουν μερικού επανασχεδιασμού ορισμένων σημείων των επεμβάσεων που υπάρχουν, με σκοπό την αρμονική συλλειτουργία όλων των χώρων, ανάλογα με τις γενικές αρχές και τη φιλοσοφία των νέων επεμβάσεων που

84

θα υιοθετήσει η παρούσα μελέτη. Μοναδικές δραστικές τροποποιήσεις που θεωρούνται αναγκαίες, σύμφωνα με την παρούσα εργασία, είναι η καθαίρεση των πληρώσεων των παραθύρων στο βόρειο τοίχο της νότιας πτέρυγας, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 1981-85 και δεν έχουν κάποια ιστορική σημασία ώστε να διατηρηθούν. Επιπλέον παρέμβαση της ίδιας οικοδομικής φάσης αποτελεί ο βόρειος διαχωριστικός τοίχος του χώρου ΟΡ3, του οποίου προτείνεται η καθαίρεση, με σκοπό τη δημιουργία ενιαίου ημιυπαίθριου χώρου στο βορειοανατολικό τμήμα του ορόφου. Για την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής της βόρειας πτέρυγας, προτείνεται επιπρόσθετα ο επανασχεδιασμός της πέργκολας που φέρει κληματαριά, άνωθεν του δαπέδου της στοάς που διέσχιζε το βόρειο τμήμα του περιβόλου, έτσι ώστε να είναι ελεύθερες οι οπτικές φυγές προς το μνημείο. Όσον αφορά την κατάσταση περιμετρικά του παλαιού μοναστηριού, βλέπουμε ότι ορισμένα στοιχεία χρήζουν επανεξέτασης. Κατασκευή που δεν συμβαδίζει με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συγκροτήματος είναι ο τοίχος που προσαρτάται κάθετα στο βόρειο(1) και το νότιο(2) τείχος της μονής, ο οποίος θα μπορούσε να ακολουθεί το νοητό άξονα που διασχίζει το δυτικό τείχος, αποτελώντας προέκτασή του. Άλλωστε, όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες του 1958 (εικ. 13-28), παρόμοιοι τοίχοι αντιστήριξης και περίφραξης υπήρχαν και αρχικά, κατασκευασμένοι από ξερολιθιά, σε προέκταση του δυτικού και του ανατολικού τείχους της Μονής, για τη διαμόρφωση επιπέδων με σκοπό την καλλιέργεια του εδάφους και τη φύλαξή του από ζώα ή ληστές. Επιπλέον, ο μεγάλος στεγασμένος χώρος(3) που αναπτύσσεται σε απόσταση περ. 5 μ. από το ανατολικό τείχος του μοναστηριού, θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά με το μνημείο, καθώς βρίσκεται σε ιδιαίτερα κοντινή απόσταση από αυτό δημιουργώντας κατάλληλες συνθήκες για φιλοξενία χρήσεων που θα εξυπηρετούν το παλαιό, αλλά και το νέο γειτονικό μοναστήρι. Οι λυόμενες κατασκευές(4) που είναι προσαρτημένες στο βόρειο τοίχο(1) που προαναφέρθηκε, παρουσιάζουν χαμηλότερο ύψος του περιμετρικού τείχους του μοναστηριού και δεν το επηρεάζουν στατικά, καθώς βρίσκονται σε απόσταση >4 μ. από αυτό και δε διαθέτουν θεμελίωση. Ωστόσο, προτείνεται η απομάκρυνση ή όταν δεν είναι αυτό δυνατό, η εδαφοκάλυψη των σταβλικών εγκαταστάσεων γειτονικά του ιστορικού συγκροτήματος, είτε αυτές εμποδίζουν τις οπτικές φυγές προς αυτό είτε όχι, ώστε να ενταθεί η έμφαση στο μνημείο και να αναδημιουργηθεί το αρχικό ερημικό περιβάλλον της άμεσης περιοχής περιμετρικά του μοναστηριού, κάτι που θα ενισχύσει τον εσωστρεφή του χαρακτήρα. Στο τμήμα βόρεια του μοναστηριού θα μπορούσαν να αναπτύσσονται υπαίθρια καθιστικά, ανάμεσα στην υπάρχουσα βλάστηση, η οποία θα εμπλουτιστεί με νέα, ύστερα από κατάλληλο σχεδιασμό ώστε να δίνεται έμφαση στη διαδρομή από την κύρια είσοδο στο οικόπεδο της Μονής, μέχρι την είσοδο στο παλαιό μοναστήρι. Οι τοίχοι αντιστήριξης που είναι προσαρτημένοι εξωτερικά του υπό μελέτη κτηριακού συγκροτήματος, στο ύψος των θεμελίων, και δεν αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, έχουν στόχο την στατική ενίσχυσή του. Πάνω από το επίπεδο του εδάφους διαμορφώνουν παρτέρια, ώστε να μην γίνεται μπρουταλιστικά αντιληπτός ο χαρακτήρας τους, κι έτσι δεν απομακρύνεται η προσοχή από το μνημείο, δημιουργώντας ένα αρμονικό σύνολο με τις προϋπάρχουσες κατασκευές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται κτιστή δεξαμενή

για αποθήκευση νερού με σκοπό την άρδευση των καλλιεργειών, εξωτερικά της νότιας πτέρυγας του μοναστηριού. Οι κατασκευές αυτές θα διατηρηθούν, ενώ στο χώρο νότια αυτών θα δημιουργηθεί μονοπάτι που θα συνδέει μέσω της υπάρχουσας κλίμακας στη νοτιοανατολική γωνία του μοναστηριού, τη 2η με την 1η στάθμη, από τη θύρα του χώρου ΥΠ2. Επιπρόσθετα, τα δύο μικρά στέγαστρα στο βορειοανατολικό(5) και το νοτιοανατολικό(6) τμήμα, τα οποία προσαρτώνται στη νέα τοιχοποιία στήριξης της αυθεντικής, αν και δεν επιβαρύνουν τη γενική εικόνα και την κατασκευαστική δομή του μοναστηριού, προτείνεται να αφαιρεθούν ώστε να ενισχυθεί ο εσωστρεφής αρχικός χαρακτήρας του υπό μελέτη συγκροτήματος. Εν ολίγοις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γενική υφιστάμενη εικόνα του υπό μελέτη κτηριακού συγκροτήματος είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή προς την ανάδειξή του, δεδομένης της οικοδομικής ιστορίας του και των συνθηκών που αντιμετώπισε. Οι χειρισμοί που θεωρούμε κατάλληλοι και περιεγράφηκαν παραπάνω, θα μπορούσαν να αναδείξουν ακόμα περισσότερο την αξία αυτού του μνημείου, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενιαίου μορφολογικού και λειτουργικού χαρακτήρα. Οι τελευταίοι δύο στόχοι θα επιτευχθούν μέσω της αρχιτεκτονικής πρότασης αποκατάστασης και επανάχρησης, που θα αναλυθεί στο επόμενο κεφάλαιο αυτής της εργασίας.


ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Α ΞΙ ΟΛ ΟΓΗΣ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η Κ Α ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ

85


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

86

Α Ξ Ι ΟΛ ΟΓΗΣ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Υ Φ Ι Σ Τ Α Μ ΕΝ Η ΚΑ ΤΑ ΣΤΑ ΣΗ


87


88


3. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗΣ_

89


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΓΕΝΙΚΑ_ Η αναλυτική διαδικασία που ακολουθήθηκε και αναπτύχθηκε στις προηγούμενες ενότητες αποτελεί εργαλείο για το επόμενο στάδιο της αρχιτεκτονικής μελέτης αποκατάστασης και επανάχρησης της παλαιάς Μονής του Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου, που είναι η συνθετική διαδικασία. Συμβάλλει δηλαδή στην αναγνώριση, κατανόηση και αξιολόγηση των αξιών που ενυπάρχουν στο συγκεκριμένο κτηριακό απόθεμα, ώστε να μπορέσουμε να τις σεβαστούμε και να τις αναδείξουμε ως μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς μέσα από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί αποκατάστασης και επανάχρησης στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Από την αξιολόγηση των δεδομένων της αρχειακής έρευνας και ανάλυσης διαπιστώνουμε ότι το κτηριακό αυτό συγκρότημα αποτελεί εξέχον παράδειγμα μοναστηριού του 16ου αι., όπως αυτά εμφανίζονταν στην περιοχή της Ανατολικής Θεσσαλίας, αντλώντας στοιχεία τόσο από την παραδοσιακή μακεδονίτικη αρχιτεκτονική κατοικιών αλλά και από την αγιορείτικη μοναστηριακή αρχιτεκτονική, προσαρμόζοντάς τα στις τοπικές συνθήκες και ανάγκες. Δεδομένου του ελάχιστου αριθμού συγκροτημάτων αυτού του τύπου που διασώζονται μέχρι σήμερα και της αλλοίωσης των τυπολογικών και μορφολογικών χαρακτηριστικών των περισσότερων από αυτά, η Μονή Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου αποκτά ιδιαίτερη αξία ως μνημείο της μοναστηριακής θεσσαλικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Όπως έγινε αντιληπτό και κατά την απόθεση των στοιχείων της παρούσας μελέτης, η αξία αυτού του μνημείου ενισχύεται ακόμα περισσότερο εξαιτίας των ελαχίστων λειψάνων της περιοχής που έχουν διασωθεί, τα οποία μαρτυρούν την ύπαρξη ενός άλλου μεγάλου μοναστηριακού κέντρου, παλαιότερου από το Άγιον Όρος, αυτό του Όρους των Κελλίων. Συνεπώς, η αποκατάστασή του συνεπάγεται στη διαιώνιση σημαντικών ιστορικών και αρχιτεκτονικών πληροφοριών των 9ου-18ου αι., όχι μόνο για τη Θεσσαλία αλλά και για όλο τον ελλαδικό χώρο. Αν και οι αρχικές αξίες του κτηρίου δεν εκφράζονται πλέον μέσω της υλικής υπόστασής του, είναι καταγεγραμμένες και αποτυπωμένες σε σχέδια, φωτογραφίες, ιστορικά κείμενα και μαρτυρίες, ύστερα από εκτενή μελέτη και σύνθεση των υπαρχόντων στοιχείων, σε βαθμό που μας επιτρέπεται

90

το εγχείρημα της αποκατάστασης, με μικρό αλλά αναπόφευκτο το βαθμό δημιουργίας υποθέσεων και εικασιών. Παρά το γεγονός ότι οι καταστροφικές συνέπειες των σεισμών και η έκθεση στα καιρικά φαινόμενα, σε συνδυασμό με τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε ο ανθρώπινος παράγοντας μέχρι τα τέλη του 20ου αι. είναι εμφανείς και διακυβεύουν την υπόσταση και τη διατήρηση του συγκροτήματος, τα διασωθέντα και παραμένοντα με τη βοήθεια των αναστηλωτικών εργασιών των 2016-2020 αυθεντικά στοιχεία, μπορούν να αξιοποιηθούν τόσο στατικά όσο και μορφολογικά, ώστε μετά τις απαραίτητες εργασίες στερέωσης, συντήρησης, ενίσχυσης και αποκατάστασης του μοναστηριού να προκύψει ένα άρτιο συγκρότημα. Ωστόσο, εντοπίστηκαν και ορισμένα προβλήματα, τα οποία προέκυψαν κυρίως κατά τη μετασκευή του συγκροτήματος το 1747, καθώς και κάποιες ευκαιρίες εξαιτίας της αλλαγής της εμφάνισης του συγκροτήματος με την πάροδο των χρόνων. Αποτελεί λοιπόν υποχρέωση της παρούσας πρότασης αποκατάστασης και επανάχρησης οι αρχές του αρχιτεκτονήματος να γίνουν σεβαστές και να αναδειχτούν, με επιλογές και χειρισμούς που θα εξασφαλίζουν ταυτόχρονα τη βιωσιμότητα και την μεταβίβασή του στις επόμενες γενιές, τόσο ως σύνολο αξιών όσο και ως υλική υπόσταση.


ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ

3.1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ_ Κατά την αποκατάσταση και επανάχρηση ενός ιστορικού κτηριακού συνόλου οφείλεται να διατηρούνται και να αναδεικνύονται τα τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του, λαμβάνοντας υπόψιν τη δομοστατική του οργάνωση. Επιπλέον, οι απαιτούμενες εργασίες αποκατάστασης και οι επεμβάσεις επανάχρησης θα πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση της υλικής υπόστασης και αυθεντικότητας του συγκροτήματος και να είναι κατά το δυνατόν αναστρέψιμες. Για το λόγο αυτό προηγήθηκε, στο στάδιο της ανάλυσης και τεκμηρίωσης, ο εντοπισμός, η καταγραφή και η αλληλουχία των διάφορων οικοδομικών φάσεων και χαρακτηριστικών στοιχείων του μοναστηριού. Εξ ορισμού η αυθεντικότητα περιγράφει αυτό που διατηρείται γνήσιο στο χρόνο. Επομένως, η διαφύλαξη της αυθεντικότητας μιας υπόστασης μας δίνει τη δυνατότητα να μεταφέρουμε στους μεταγενέστερους όλες τις αξίες του, χάρη στην υλική του αντοχή και το γεγονός ότι αποτελεί φορέα της ιστορικής μαρτυρίας του. Αναμφισβήτητα, σε ένα έργο αποκατάστασης, ακόμη και το πιο συντηρητικό, ο προϋπάρχων αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, κυρίως όσον αφορά την τυπολογική οργάνωση, υφίσταται δραστικές λειτουργικές και οικοδομικές επεμβάσεις. Παρόλα αυτά πρέπει πάντα να διατηρούνται τα αρχικά χαρακτηριστικά στοιχεία που καθιστούν το χώρο αναγνωρίσιμο ως μνημείο του κτηριακού τύπου που αντιπροσωπεύει και του χώρου στον οποίο βρίσκεται. Καθοριστικό παράγοντα, για την πρότασή μας, θα διαδραματίσει ο συνδυασμός της αρχικής κατάστασης του συγκροτήματος με την εσωστρέφεια που το δίεπε, η οποία χάθηκε με το πέρασμα των αιώνων και τις καταρρεύσεις τμημάτων. Εντούτοις οι τελευταίες, προσφέρουν πληροφορίες για ιστορικές φάσεις του συγκροτήματος, που δεν μπορούν να αμεληθούν ή να θεωρηθούν ανύπαρκτες, ενώ λύνουν ορισμένα σημαντικά λειτουργικά προβλήματα που είχαν προκύψει κατά την πραγματοποίηση μετασκευών και προσθηκών από τα μέσα του 18ου αι. έως τις μέρες μας. Επομένως, δεν κρίνεται ιδανική λύση η αυστηρή αποκατάστασή τους. Η παρούσα διπλωματική εργασία θα σεβαστεί οπωσδήποτε τις αυθεντικές καταστάσεις χαράξεων και δομικών στοιχείων, και θα προσπαθήσει να τις συνδυάσει με τα λείψανα των μεγάλων καταστροφών που συνέβησαν στο συγκρότημα τον 20ου αι., πραγματοποιώντας τμηματικές αποκαταστάσεις, διατηρώντας ερειπωμένα στοιχεία και εγκαθιστώντας σύγχρονες κατασκευές που θα σχολιάζουν των αρχική μορφή, θα παραπέμπουν στην ερειπωμένη κατάσταση και θα επαναφέρουν την στατική συνοχή του συγκροτήματος. Κριτήριο για τους παραπάνω χειρισμούς απέναντι στις πτέρυγες του συγκροτήματος θα αποτελέσει η κατάσταση συντήρησής τους μέχρι τις μέρες μας. Επομένως, τρεις είναι οι σχεδιαστικές αρχές των επεμβάσεων της παρούσας μελέτης:

Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι οι αναγκαίες επεμβάσεις πρέπει να αντιμετωπιστούν με τρόπο, ώστε: • να διατηρηθούν στο μέγιστο δυνατό και επιτρεπτό βαθμό αυθεντικά και αναλλοίωτα τα εναπομείναντα στοιχεία • να συνεχίσει να υπερισχύει η αρχή της εσωστρέφειας και της κίνησης και επικοινωνίας μεταξύ των πτερύγων μέσω του εσωτερικού αίθριου • να γίνει προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν τα υλικά και οι τεχνικές που είχαν εφαρμοστεί κατά την υλοποίηση της αρχικής κατάστασης του συγκροτήματος • οποιαδήποτε προσθήκη θεωρηθεί απαραίτητη για τεχνικούς ή αισθητικούς λόγους, θα πρέπει να διαχωρίζεται διακριτά αλλά και διακριτικά από την αρχική αρχιτεκτονική σύνθεση και να φέρει τη σφραγίδα της εποχής μας, συλλειτουργώντας αρμονικά με το προϋπάρχον υπόβαθρο • οι μεταγενέστερες επεμβάσεις/παρεμβάσεις στις πτέρυγες που αλλοιώνουν την αρχιτεκτονική του αξία να μην ανακατασκευαστούν, αλλά όπου δεν το επιβαρύνουν να αφαιρεθούν • να επιτευχθεί, όσο είναι εφικτό, η αντιμετώπιση του συγκροτήματος ως ‘όλον’ και όχι η κάθε πτέρυγα ως μονάδα, ώστε να διατηρηθεί η χαρακτηριστική γραφική αρμονία • να πραγματοποιηθεί σύνδεση και συνάφεια του συγκροτήματος με τα υπόλοιπα κτήρια του άμεσου περιβάλλοντος χώρου που έχουν ανεγερθεί, με την στέγαση συμβατών χρήσεων και δραστηριοτήτων με αυτά, με σκοπό να ενισχυθεί η ανάδειξη, αναβίωση και ένταξη του μνημείου στη σημερινή κοινωνία, με σκοπό να μην ξανα-αμεληθεί και κινδυνεύσει να εξαφανιστεί.

1) Αποκατάσταση των πιο καλοδιατηρημένων τμημάτων, για τα οποία διαθέτουμε αναμφισβήτητα στοιχεία της αρχικής τους μορφής 2) Συντήρηση των ερειπωμένων τμημάτων, τα οποία παραπέμπουν στην οικοδομική φάση ερήμωσης του συγκροτήματος και αποκαλύπτουν την περίτεχνη κατασκευαστική δομή του 3) Σύγχρονες επεμβάσεις στη θέση των τμημάτων που κατέρρευσαν ολοκληρωτικά, για το σχολιασμό της αρχικής μορφής του μνημείου, η οποία ταυτόχρονα θα το ενισχύει στατικά και θα εξυπηρετεί λειτουργικές ανάγκες, όπως καλωδιακές εγκαταστάσεις, σκίαση εξωτερικών χώρων, προστασία από καιρικά φαινόμενα κλπ.

91


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

3.2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ_ Ουσιαστικά, τρεις και διακριτές θα είναι οι καταστάσεις που θα συνυπάρχουν στην πρόταση αποκατάστασης και επανάχρησης της παλαιάς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου: • το παλιό • το ερείπιο • το νέο Πρωταρχικό στόχο αποτελεί η ελάχιστη δυνατή επέμβαση στην τυπολογική διάρθρωση των πτερύγων του μοναστηριού, καθώς αυτή αντικατοπτρίζει τις ανάγκες της εποχής του, μιας εποχής πολύ διαφορετικής από τη σημερινή, με διαφορετικές χωρικές και λειτουργικές ανάγκες. Εντούτοις, θα είναι λάθος να παραλείψουμε το νέο χαρακτήρα του συγκροτήματος, τις ανάγκες των χρηστών και τις συνθήκες ζωής που επικρατούν σήμερα, στο πλαίσιο της ύπαρξης του μνημείου ως τμήμα ενός ευρύτερου κτηριακού συνόλου, αυτού της νέας Μονής. Λαμβάνοντας υπόψιν την ήπια αντιμετώπιση που απαιτεί κάθε αρχιτεκτόνημα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και τύπου ώστε να μη χάσει την ταυτότητά του, αλλά και τις ανάγκες της περιοχής και των άμεσα επηρεαζόμενων από το μνημείο, αποφασίστηκε η ένταξη νέων χρήσεων σε αυτό, που θα παραπέμπουν στις αρχικές και θα το καθιστούν ‘μουσείο του εαυτού του’ και πόλο έλξης επισκεπτών, χωρίς να χάνει το λειτουργικό του χαρακτήρα για το άμεσο περιβάλλον του. Οι προτεινόμενες χρήσεις θα ‘ξεχειλίζουν’ από το μνημείο, με σκοπό την ανάδειξη και συλλειτουργία του με τη γύρω περιοχή. Ο προϋπάρχων ισχυρός θρησκευτικός χαρακτήρας θα αφομοιώσει πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα συνυπάρξουν με το μοναστηριακό ποιόν του μνημείου. Στην ουσία, επιδιώκεται η κυκλική αλληλεπίδραση ανθρώπουαρχιτεκτονικής-θρησκείας-παράδοσης, με γνώμονα τη διαχρονικότητα. Έτσι, διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του κτηριακού συνόλου και η κληροδοσία του στο μέλλον και τις επόμενες γενιές. Συγκεκριμένα, η πρόσβαση στο οικόπεδο του συγκροτήματος θα διατηρηθεί ως έχει, από το Βορρά. Το κτηριολογικό πρόγραμμα προβλέπει τη δημιουργία υπαίθριων καθιστικών ανάμεσα σε βλάστηση, στο χώρο όπου αρχικά αποτελούσε στάση των επισκεπτών του μοναστηριού, κάτω από τις σκιερές βελανιδιές της περιοχής, βόρεια του μοναστηριού. Οι χώροι αυτοί θα ακολουθούν τη διαδρομή που θα ενώνει την είσοδο του οικοπέδου με αυτή του μοναστηριού. Επιπλέον, προτείνεται η αξιοποίηση του υφιστάμενου κελύφους ανατολικά, για την εγκατάσταση ενός πολυλειτουργικού χώρου έκτασης 135 τ.μ., μήκους περ. 25 μ., πλάτους 4 μ. (2 μ. διάδρομος + 2 μ. για τοποθέτηση πάγκων) όπου θα δίνεται η δυνατότητα πραγμάτωσης ημιυπαίθριων δραστηριοτήτων1, αλλά και ανταλλαγών προϊόντων, τα οποία θα προέρχονται τόσο από τη γειτονική νέα Μονή αλλά και τοπικούς παραγωγούς. Ταυτόχρονα, θα αντιμετωπιστεί η χωρική ανεπάρκεια κατά τη διεξαγωγή του τοπικού πανηγυριού της 29ης Αυγούστου, το οποίο αποτελεί ιστορικό έθιμο και ίσως 1

Στο μοναστήρι αυτό λαμβάνει χώρο η ετήσια πανθεσσαλική συνάντηση ανταλλαγής εντοπίων σπόρων-ποικιλιών, καθώς και πολλές άλλες συναντήσεις και εκδηλώσεις με οικολογικό και όχι μόνο χαρακτήρα. Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.saintjohns-monastery.gr/

92

τον πιο καθοριστικό παράγοντα για τη μη ολική παραίτηση του συγκροτήματος, κατόπιν της ερήμωσής του. Στο χώρο αυτό, ακόμα και πριν τη δημιουργία του κελύφους το 1980, παρέμεναν οι προσκυνητές κατά τη διεξαγωγή των παλαιών θρησκευτικών συναθροίσεων, όπως φαίνεται και από το παλαιότερο φωτογραφικό υλικό που διαθέτουμε. Μάλιστα, οι χαράξεις του χώρου αυτού, που στην ουσία θα αποτελεί ‘πανηγύρι’, θα μετατραπούν ελαφρώς ώστε να αποτελεί προέκταση της κύριας εισόδου του μνημείου, και να δημιουργηθεί ένας δεύτερος χώρος εκτόνωσης των ροών κίνησης, αυτή τη φορά εξωτερικά του μοναστηριού, μεταξύ της εισόδου του και αυτής του ‘πανηγυριού’. Επιπλέον, η σύνδεση της 2ης με την 1η στάθμη, η οποία πλέον δεν δύναται να πραγματοποιείται με ανοίγματα της 1ης στάθμης προς το εσωτερικό αίθριο, λόγω της αναδιαμόρφωσης του ανάγλυφου του εδάφους σύμφωνα με τις αρχές που προειπώθηκαν, θα δημιουργηθεί εξωτερικά, μέσω διαδρομής που θα συνδέει το πλάτωμα μεταξύ του μοναστηριού και του ‘πανηγυριού’, με το νότιο εξωτερικό τμήμα, που βρίσκεται σε χαμηλότερη στάθμη και παρέχει οπτικές φυγές προς τους κήπους της Μονής, συνδέοντας τις παλαιές με τις νέες χρήσεις. Δυτικά, θα διατηρηθεί η σύνδεση με το νέο μοναστήρι, που προέκυψε από την κατάρρευση μεγάλου τμήματος της δυτικής πτέρυγας, διαμορφώνοντας διαφορετική από την παραδοσιακή τυπολογία, ώστε να φέρει αντίθεση σε σχέση με την κεντρική είσοδο μέσω διαβατικού. Η υφιστάμενη βλάστηση θα διατηρηθεί, ενώ θα προστεθεί ελάχιστη βόρεια και εξωτερικά, ώστε να ενισχύεται η προσοχή του επισκέπτη προς την είσοδο του κτηριακού συγκροτήματος. Όσον αφορά το εσωτερικό, θα στεγαστούν εκθεσιακοί χώροι μόνιμων και περιοδικών εκθέσεων, που θα αφορούν την ιστορία και τη χρήση του αρχιτεκτονήματος αλλά και του τόπου, χώροι διεκπεραίωσης εργαστηρίωνσεμιναρίων ξυλογλυπτικής/αγιογραφίας ή κάποιας άλλης τέχνης που διεξαγόταν στο κτίσμα κατά την αρχική του λειτουργία, χώροι συναντήσεων/συνεδριάσεων/ ομιλιών χωρητικότητας 10-30 ατόμων, ημιυπαίθριοι χώροι-παρατηρητήρια που θα αναδεικνύουν την κομβική θέση του μνημείου, καθώς και οι απαραίτητοι βοηθητικοί χώροι που περιλαμβάνουν πληροφορίες-καθιστικό, αποθήκες και υγρούς χώρους. Κατ΄αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η βιωσιμότητα του μνημείου, καθώς θα ενταχτεί δυναμικά στην καθημερινότητα του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος. Προβλέπεται ο εξορθολογισμός της χωρικής διάρθρωσης και διαίρεσης των πτερύγων, η εξομάλυνση του ανάγλυφου του εδάφους σε σχέση με την αρχική κατάσταση (διατήρηση ως έχει στην υφιστάμενη κατάσταση), ώστε να είναι προσβάσιμο το μνημείο όχι μόνο από ανθρώπους υγειούς φυσικής κατάστασης, αλλά και από άτομα με μικρού βαθμού κινητικά προβλήματα, καλύπτοντας όλο το φάσμα ηλικίας των επισκεπτών. Φυσικά, θα πραγματοποιηθεί εκσυγχρονισμός του συγκροτήματος σε διάφορα επίπεδα, με σκοπό την ένταξη των απαραίτητων βοηθητικών και λειτουργικών χρήσεων που διέπουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Σημείο αναφοράς για τη συνολική άποψη του συγκροτήματος αποτελεί η παλαιότερη γνωστή μορφή του, σύμφωνα με τα δεδομένα των φωτογραφιών του 1958, η οποία είναι η πιο συνεπής στην αυθεντική τυπολογία του κτηρίου, όπως αυτή διατηρήθηκε μετά την ερείμωσή του, το 1889. Για το εσωτερικό του συγκροτήματος αντλούνται

στοιχεία από τις φωτογραφίες του 1971-72, σε συνδυασμό με αυτές της δεκαετίας του ’80. Τα υλικά που προτείνονται είναι συμβατά, παραδοσιακά και επί το πλείστον όμοια με εκείνα της αρχικής κατασκευής. Σύγχρονα υλικά, όπως σκυρόδεμα και μέταλλο, θα χρησιμοποιηθούν μόνο για την κάλυψη στατικών αναγκών (αρμολόγηση, ενίσχυση ξύλινων στοιχείων) με ιδιαίτερα διακριτικό τρόπο, ώστε να μην κυριαρχούν των παραδοσιακών υλικών και αλλοιώνουν τις μορφολογικές αρχές του συγκροτήματος. Για να ξεχωρίζουν οι νέες επεμβάσεις, θα υιοθετηθεί η κατασκευή τους με τη βοήθεια διαφορετικής τεχνοτροπίας, και όχι υλικότητας. Ιδιαίτερα μορφολογική διαφοροποίηση σε σχέση με την αρχική κατάσταση θα αποτελέσει η αποκάλυψη των λιθόκτιστων τοιχοποιιών, καθώς θα προκύψει ένα πολύ ευχάριστο αισθητικά αποτέλεσμα, που θα αναδεικνύει το κατασκευαστικό κάλος του συγκροτήματος. Τέλος, θα επιχειρηθεί προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που συνέβαλλαν στην κατάρρευση τμημάτων του ιστορικού αυτού συνόλου. Υπενθυμίζεται ότι τα προβλήματα εντοπίστηκαν κυρίως στη δυτική πτέρυγα, η οποία μετά το 1747 δεν ανταποκρινόταν σε θέματα φωτισμού, αερισμού και προστασίας από τα καιρικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα, οι καταστάσεις που διατηρούνται κοντά στην αρχική τους μορφή και διαθέτουμε επαρκή στοιχεία για ακριβή αποκατάστασή τους, βρίσκονται στην ανατολική πτέρυγα (1η και 2η στάθμη), στη νότια πτέρυγα (όλη η 1η και το μεσαίο τμήμα της 2ης στάθμης) και σε τμήματα της βόρειας πτέρυγας. Συγκεκριμένα, από τους υπάρχοντες μπορούν να αποκατασταθούν οι χώροι ΥΠ2, ΥΠ3, ΥΠ4, ΥΠ5, ΥΠ6, ΥΠ8 από την 1η στάθμη, όλοι οι χώροι της 2ης στάθμης εκτός από τους ΙΣ1, ΙΣ12, ΙΣ13 και ΙΣ16 και όλοι οι χώροι της 3ης στάθμης εκτός από τον ΟΡ4, σύμφωνα με τις συνθετικές αρχές της παρούσας μελέτης. Σημειώνεται ότι από τους παραπάνω, οι χώροι της ανατολικής πτέρυγας είναι ήδη αποκατεστημένοι, ενώ συμπληρωματικά προτείνεται η αφαίρεση ελάχιστων παρεμβάσεων χωρίς ιδιαίτερη ιστορική σημασία, ώστε να επανέλθει η αρχική διάρθρωση των χώρων. Στα τμήματα που δεν σώζονται θα τοποθετηθούν οι νέες κατασκευές που προαναφέρθηκαν, οι οποίες θα είναι κατασκευασμένες με βάση τον κάναβο των αρχικών χαράξεων που απαρτίζουν το αρχιτεκτόνημα, τόσο όσον αφορά τις τοιχοποιίες(κάτοψη) όσο και τις ξυλοδεσιές(όψη), σχηματίζοντας μορφή πέργκολας που θα παραπέμπει στην αρχική ογκοπλασία του συγκροτήματος. Η κατασκευή αυτή θα είναι από σύνθετη επικολλητή εμποτισμένη σκουρόχρωμη ξυλεία, ώστε να παρουσιάζει την επιθυμητή διακριτικότητα και διάκριση από τα αυθεντικά ξύλινα στοιχεία, κάτι που θα ενισχύεται από τη συνολική εικόνα της. Η κάλυψη των κενών της οροφής της πέργκολας θα πραγματοποιηθεί από σανίδες, οι οποίες θα αραιώνουν και θα πυκνώνουν ανάλογα με την ανάγκη στέγασης των υποκείμενων χώρων. Στα τμήματα της βόρειας και της νότιας πτέρυγας που θα αποκατασταθούν ή θα συντηρηθούν, ο ξύλινος αυτός κάναβος θα τοποθετηθεί παράλληλα στο εξωτερικό τείχος, αποκλειστικά για την αποκατάσταση της στατικής συνοχής του. Η αρχική βασική πετρόκτιστη τοιχοποιία που δεν σώζεται μέχρι σήμερα, θα ανακατασκευαστεί σε επίπεδο ίχνους, με αλλαγή της δαπεδόστρωσης στις περιοχές όπου αυτή ανυψονόταν. Σχετικά με την κατακόρυφη σύνδεση των διάφορων επιπέδων,


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

διανοίγεται κλιμακοστάσιο στο χώρο όπου έχει καταρρεύσει η 2η στάθμη της νότιας πτέρυγας, κατά την αποκατάσταση του χώρου ΥΠ5, ώστε να συνδέεται εσωτερικά του συγκροτήματος η 2η με την 1η στάθμη. Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται ημιυπαίθριος χώρος πάνω από το ΥΠ5, γι’ αυτό και ο υποκείμενος χώρος διαμορφώθηκε έτσι ώστε να μπορεί να απομονωθεί από τους γειτονικούς της ίδιας στάθμης, ενώ η δαπεδόστρωση από πλάκες φυτεμένες στο έδαφος συμβάλλει στην ομαλή απορροή των όμβρυων υδάτων που πιθανώς θα εισέρχονται κατά τη διάρκεια έντονων καιρικών συνθηκών. Ιδιαίτερη αναφορά οφείλει να γίνει στη βορειοδυτική γωνία, όπου η πρόσβαση διαφοροποιείται της αρχικής, εξαιτίας της απουσίας της δυτικής πτέρυγας. Επομένως, η είσοδος θα πραγματοποιείται από το νότο, όπως αρχικά αλλά σε διαφορετικό επίπεδο καθώς καμία από τις εσωτερικές στάθμες δεν συμπίπτει με αυτήν του αιθρίου. Ο χώρος ΙΣ17 διαμορφώνεται ως πατάρι του υποκείμενου χώρου ΥΠ8, ενώ η κλίμακα που τους συνδέει ενσωματώνει ευρύχωρο πλατύσκαλο για την υποδοχή των εισερχομένων από τη νέα είσοδο. Ως μάρτυρας της αυθεντικής εισόδου, θα διανοιχτεί άνοιγμα στη θέση της αρχικής εισόδου του χώρου ΙΣ17.

93


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

94

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Γ ΕΝ Ι Κ ΕΣ ΟΨ Ε ΙΣ

95


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

96

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΣΧΕΔΙΑ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Σ Χ ΕΔ Ι Α

97


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

98

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΣΧΕΔΙΑ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Σ Χ ΕΔ Ι Α

99


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

100

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΣΧΕΔΙΑ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Σ Χ ΕΔ Ι Α

101


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

102

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΣΧΕΔΙΑ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

103


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

104

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

105


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

106

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

Η ΒΟΡΕΙΑ ΠΤΕΡΥΓΑ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

107


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

108

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

109


ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΟΜΝΙΚΗ • ΑΝΑΝΗ Ψ Η • Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

110

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

ΠΡΟΤΑ Σ Η

Α Ν Α Ν Η ΨΗ _

Μελέτη Αποκατάστασης και Επανάχρησης της παλαιάς Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής Κισσάβου

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

111


112


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α Ρ Χ Ε Ι Α Κ Ο Υ ΛΙ Κ Ο _

113


114


Frazee , C. A. (2005). Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852. Αθήνα: Δόμος. Kiel, Μ., συνεργασία Αγραφιώτη, Δ., & Γουλούλη, Σ. (2002-2003). Επίσημες τουρκικές πηγές για τη μοναστηριακή ζωή και τα μοναστήρια της Ανατολικής Θεσσαλίας κατά τον 16ο αιώνα. Βυζαντινός Δόμος, 3, σσ. 69-100. Ανάκτηση Ιούνιος 30, 2021, από https://www.academia.edu/7564465/%CE%A3%CF%85%CE%BD%CE%B5 %CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%BF_%CE%9C_Kiel_%CE%95%CF %80%CE%AF%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B 9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CF%80%CE%B7%CE%B3%CE%AD%C Αγραφιώτης, Δ. Κ. (1997). Η επαρχία της Αγιάς κατά το 1897-1898. Οι επιπτώσεις από την ετήσια τουρκική κατοχή. Στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο. Αφιέρωμα στον ελληνοτουρικό πόλεμο του 1897. (Τόμ. 31, σσ. 161-192). Λάρισα. Αγραφιώτης, Δ. Κ. (1998). Σελίτσιανη και Βαθύρεμα. Παράδοση και πραγματικότητα στις σχέσεις των δύο οικισμών. Η Ανατολή της Αγιάς/Σελίτσανη (Ιστορικές Μελέτες). Πρακτικά Ημεριδών 20ης Αυγούστου 1994 & 12ης Αυγούστου 1995 (σσ. 11-18). Αγιά: Σύλλογος Ανατολιτών «Ιωάννης ο Πρόδρομος». Αθανασίου. (1143-1156). Εγκώμιο Χριστοδούλου. Άννα Κομνηνή. (2001). Ἀλεξιάς (Τόμ. Γ’). (D. Reinsch , A. Kambylis, Επιμ., & Α. Σιδέρη, Μεταφρ.) Αθήνα: Άγρα. Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος. (1999). Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης. Αθήναι: Φύλλα. Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος. (2002). Το Ασκηταριό του Αγίου Δαμιανού εις την Σελίτσιανη/Ανατολή της Αγιάς. Στο Δ. Κ. Αγραφιώτης (Επιμ.), Αγιά. Ιστορικά - Αρχαιολογικά. (σσ. 57-66). Αγιά Λάρισας: Πολιτιστικός Οργανισμός Κοινότητας Αγιάς.

Θεοχαρίδου, Κ. (2004). Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ανατολή Αγιάς Ν.Λαρίσης. Μελέτη αποκατάστασης καθολικού. Αρχιτεκτονική μελέτη οριστική & εφαρμογής. Θεοχαρίδου, Κ., & Τερζίδου, Μ. (2001). Ιερά Μονή Αγίου Προδρόμου. Μητρόπολη Δημητριάδος. Μελέτη αποκατάστασης καθολικού. Αρχιτεκτονική προμελέτη. Θωμάς, Γ. (1991). Η ανέκδοτη χωρογραφία της Ανατολικής Θεσσαλίας από τον Γρηγόριο Κωνσταντά. Ένα χειρόγραφο του 1838. Βόλος. Ιωάννης Ρόδου. (β’ 4ο του 12ου αι.). Βίος Οσίου Χριστοδούλου. Κουμουλίδης, Τ., & Δεριζιώτης, Λ. (1985). Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης. Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος. Λεονάρδος, Ι. Α. (1836). Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία. Εν Πέστη της Ουγγαρίας: Τράννερ τε και Καρολίου. Ανάκτηση Ιούνιος 28, 2021, από http://digital.lib.auth.gr/record/137121/files/8635.pdf Λιβανού-Γκούφα, Κ., & Γοργογέτα, Σ. (1973). Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Χωρίον Ανατολή Λαρίσης. Στο Δ. Η. Κωνσταντινίδης, Σπουδαστικαί Εργασίαι. Ακαδημαϊκόν Έτος 1971-72. Η Οικία του Ναυάρχου Μάλκολμ. Η εν Αθήναις ελληνική αγορά των ρωμαϊκών χρόνων. Η Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου, χωρίον Ανατολή Λαρίσης. (σσ. 38-59). Αθήναι.: Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον. Ανωτάτη Σχολή Αρχιτεκτόνων. Έδρα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής. Μαμαλούκος, Σ., & Σδρόλια, Σ. (2009). Αρχαιολογικά κατάλοιπα στο Όρος των Κελλίων. Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας, (σσ. 585-601). Βόλος. Ανάκτηση Ιούνιος 30, 2021, από http://docplayer. gr/13021048-Arhaiologika-kataloipa-sto-oros-ton-kellion.html

Αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος. (2013). Οι Επισκοπές Βεσαίνης, Χαρµένων και Κατρίας: Η Εκκλησιαστική Περιφέρεια Αγιάς κατά την Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.

Μαμαλούκος, Σ., & Σδρόλια, Σ. (2010). Aρχαιολογικά Κατάλοιπα στο «Ορος των Κελλίων». Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού. (σσ. 577-593). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών . Ανάκτηση Ιούλιος 2, 2021, από http://larisa. culture.gr/images/dnmosieuseis/mamaloukos_sdrolia.pdf

Βελένης, Γ. Μ. (2003). Μεσοβυζαντινή ναοδομία στη Θεσσαλονίκη. Μνήμη Μανόλη Χατζηδάκη. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.

Νικονάνος, Ν. (1797). Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας από το 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393. Συμβολή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού.

Βρανούση, Ε. (1966). Τα αγιολογικά κείμενα του Οσίου Χριστοδούλου, ιδρυτού της εν Πάτμω μονής. Φιλολογική παράδοσις και ιστορικαί μαρτυρίαι. Αθήναι: Δωδεκανησιακή ιστορική και λαογραφική εταιρεία.

Παΐσης, Κ. (1993). Ο Αγραφιώτης άγιος Δαμιανός, ο νέος οσιομάρτυρας. Αθήνα.

Γερορρίζος, Δ. Ρ. (1964). Ιστορίας της Ανατολής (Σελίτσανης). Αθήναι.

Παπαδόπουλου Δ. (Ιερομ.). (1805). Ασματική ακολουθία του Αγίου ενδόξου οσιομάρτυρος Δαμιανού του εν Κισσάβω. Βενετία.

Γουλούλης, Σ. Γ. (1985). Ο τάφος του Αγίου Αχιλλείου και η τιμή των λειψάνων του στη Λάρισα μέχρι το 985 μ.Χ. Πρακτικά του Α Ιστορικού - Αρχαιολογικού Συμποσίου στη Λάρισα: Παρελθόν και μέλλον (26-28 Απριλίου 1985), (σ. 239). Λάρισα.

Παπαϊωάννου, Κ. Σ. (1977). Τά ελληνικά μοναστήρια σάν αρχιτεκτονικές συνθέσεις. Διερεύνηση των διατάξεων τους. ‘Αθήνα: Διατριβή έπί διδακτορία υποβληθείσα στην ‘Ανωτάτη Σχολή ‘Αρχιτεκτόνων του Ε. Μ. Πολυτεχνείου.

Γουλούλης, Σ. Γ. (2010). Η ανατολική Όσσα και η μοναστική ‘κοινότητα’ των κελλίων. (Νεώτερα δεδομένα: χρονολογικά και τοπογραφικά όρια). Στο Σ. Γ. Γουλούλης, & Σ. Τ. Σδρόλια, Άγιος Δημήτριος Στομίου. Ιστορία - Τέχνη - Ιστορική γεωγραφία του μοναστηριού και της περιοχής των εκβολών του Πηνειού (σσ. 187204). Λάρισα: Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Λάρισας. Γενικά Αρχεία του Κράτους - Ν. Λάρισας. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λάρισας. Ανάκτηση Ιούνιος 30, 2021, από https://www.academia.edu/8424973/ _%CE%9F_%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%87%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82_%CF%84 %CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_ %CE%8C%CF%83%CF%83%CE%B1%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B7_%CE%BC%CE%BF%CE%

Προύζος, Γ. Ε. (2010). Το μοναστηριακό ζήτημα στο ελεύθερο ελληνικό κράτος κατά την περίοδο της αντιβασιλείας του Όθωνος (1833-1835). Μέγαρα: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΚΛΑΔΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ. ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ : ΙΣΤΟΡΙΑ.

Δεριζιώτης, Λ. (1987). Μια επιγραφή από την Ανατολική Όσσα. Στο Θεσσαλικό Ηµερολόγιο (Τόμ. 12, σσ. 8-10). Λάρισα.

Σδρόλια, Σ. (2013). Το Όρος των Κελλίων. Λάρισα: Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ανάκτηση Ιούνιος 30, 2021, από http://larisa.culture.gr/images/odngoi/oros-kelliwv.pdf

Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών. (1930). Ανέκδοτος ακολουθία του νέου οσιομάρτυρος Δαμιανού, του εκ Μυριχόβου της Θεσσαλίας. Εν Αθήναις: Εστία.

Υποτύπωσις οσίου Χριστοδούλου. (1091).

Σβορώνος, Ν. (1984). Η σημασία της ίδρυσης του Αγίου Όρους για την ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου. Στο Ν. Σβορώνος, Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας 6 (σσ. 17-47). Καρυές Αγίου Όρους: Σχολή Μωραΐτη.

Φιλιππίδης, ∆., & Κωνσταντάς, Γ. (1970). Γεωγραφία Νεωτερική περί της Ελλάδος. Αθήνα: Ερμής.

Θεοχαρίδου, Κ. (2004). Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Ανατολή Αγιάς Ν.Λαρίσης. Μελέτη άμεσων στερεωτικών επεμβάσεων περιβόλου. Αρχιτεκτονική μελέτη.

115



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.