Στον πατέρα μου Θεοχάρη, έναν πραγματικό άνθρωπο του πνεύματος
«Ένας πατέρας αξίζει περισσότερο από εκατό δασκάλους »
George Herbert Mead,Αμερικανός Φιλόσοφος (1863-1931)
ISBN: 978-618-5387-82-2 © ικόλαος Θεοδωρόπουλος & Εκδόσεις Το Δόντι
ρώτη έκδοση Δεκέμβριος 2022 Το Δόντι Φιλοποίμενος 36-42, 26221 άτρα τηλ.: 2614005077 email: info@todonti.gr www.todonti.gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή η αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα, σύμφωνα με τις διατάξεις του
1.1. ικονομία της γνώσης και καινοτομία 2 1.2. ως η καινοτομία μπορεί να συμβάλλει στην εκπαιδευτική αλλαγή 7 1.3. Ζητήματα ορισμού 13 1.4. Δυσκολίες και εμπόδια στην εφαρμογή της καινοτομίας στην εκπαίδευση 18
1.5. Η καινοτομία στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική 20
1.6. Σκοπός και ερευνητικά ερωτήματα της εργασίας ............................................. 23 ΕΦΑ Α 2 26 Β Β Γ ΑΦ Η Ε Σ ΗΣΗ ............................................................................ 26
2.1. Ανασταλτικοί παράγοντες της καινοτομίας ...................................................... 26
2.2. Προϋποθέσεις επιτυχούς εισαγωγής καινοτομιών 30
2.3. αράγοντες μη επιτυχούς εισαγωγής της εκπαιδευτικής καινοτομίας 33
2.4. ι ελληνικές έρευνες 36 2.4 Η συμβολή της έρευνας 44 ΕΦΑ Α 3 47 ΔΗ Υ Γ ΤΗΤΑ, Α Τ Α Α Σ ΤΩ Α Ω . ΒΑΣ ΕΣ ΘΕΩ ΗΤ ΕΣ ΣΕΓΓ ΣΕ Σ 47 3.1. Εισαγωγή .......................................................................................................... 47 3.2. Η (δια)πολιτισμική βάση της δημιουργικότητας .............................................. 48 3.3. Ταξινόμηση θεωριών δημιουργικότητας .......................................................... 55 3.4. Εσωτερικά κίνητρα και καινοτομία .................................................................. 63 3.5. Αξίες, εργασία και καινοτομία .......................................................................... 68 ΕΦΑ Α 4 .............................................................................................................. 74 ΕΘ Δ Γ Α
5.1. Δημογραφικά χαρακτηριστικά δείγματος 91
5.2. ως ορίζουν την καινοτομία οι εκπαιδευτικοί 96
5.3. Χρησιμότητα της καινοτομίας 104
5.4. όγοι συμμετοχής στην υλοποίηση ......................................................... 109 5.5. όγοι μη συμμετοχής στην υλοποίηση .................................................... 114 ΕΦΑ Α 6 ............................................................................................................ 121 Έ ΕΓΧ Χ2 ........................................................................................................... 121
6.1. ρισμοί καινοτομίας των εκπαιδευτικών ....................................................... 121
6.2. Χρησιμότητα καινοτομίας .............................................................................. 129
6.3. όγοι συμμετοχής 137
6.4. όγοι μη συμμετοχής 145 ΕΦΑ Α 7 154
Α Α ΥΣΗ Α Δ ΗΣΗΣ 154
7. 1. Αξίες και χρησιμότητα καινοτομίας 154
7.2. Αξίες και λόγοι συμμετοχής στην εφαρμογή 157
7.2.1. πειραματισμός με νέες παιδαγωγικές μεθόδους. ......................................... 157
7.2.2. Βελτίωση γνώσεων σε γνωστική περιοχή .................................................... 163
7.2.3. Αύξηση της επαγγελματικής ανέλιξης ......................................................... 165
7.2.4. λόγος συμμετοχής σε η διαθεματική εξέταση ενός φαινομένου ........... 168
7.2.5. όγος συμμετοχής η προώθηση της εικόνας του σχολείου ......................... 170
7.2.6. όγος συμμετοχής σε η συμπλήρωση ωραρίου .................................... 172
7.2.7. όγος συμμετοχής σε η βελτίωση του βιογραφικού ............................. 173
7.2.8. όγος συμμετοχής σε η βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών 175
7.3. Αξίες και λόγοι Η συμμετοχής στην εφαρμογή 177
7.3.1. λόγος μη συμμετοχής η ολοκλήρωση της σχολικής ύλης 177
7.3.2. όγος μη συμμετοχής ότι τα δεν βελτιώνουν κάποια όψη του παιδαγωγικού έργου 178 7.3.3 όγος μη συμμετοχής το ότι δεν υπάρχουν περιθώρια πρωτοβουλίας για τους εκπαιδευτικούς ....................................................................................................... 179
7.3.4. όγος μη συμμετοχής η έλλειψη προσωπικού ελεύθερου χρόνου .............. 179 7.3.5. όγος μη συμμετοχής η έλλειψη δυνατοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης . 181 7.3.6. όγος μη συμμετοχής ο μη πειραματισμός με αβέβαιου αποτελέσματος παιδαγωγικές μεθόδους .......................................................................................... 182
7.3.7. όγος μη συμμετοχής η ανάγκη περαιτέρω επιμόρφωσης. ......................... 184 7.3.8. όγος μη συμμετοχής η ανεπαρκής θεσμική και οικονομική υποστήριξη . 185 7.3.9 όγος
Ε ΣΑΓΩΓΗ
Η μετωπική διδασκαλία, η μηχανική αποστήθιση των σχολικών βιβλίων, η αδυναμία σύνδεσης της σχολικής γνώσης με τις πρακτικές ανάγκες της καθημερινής εμπειρίας των μαθητών/τριών και η παντοδυναμία των «φροντιστηρίων» ως μαγικής λύσης που θα εξασφαλίσει σχολική επιτυχία, αποτελούν μερικές από τις κοινά αποδεκτές παθογένειες της διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. ια από τις εκπαιδευτικές πολιτικές δια των οποίων έχει επιχειρηθεί να αντιμετωπιστούν αυτές οι παθογένειες είναι η εισαγωγή των Ερευνητικών Εργασιών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, των Συνθετικών Δημιουργ ικών Εργασιών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και κυρίως τα αινοτόμα ρογράμματ α και στις δυο βαθμίδες της εκπαίδευσης. Σε γενικές γραμμές, στόχος αυτών των πολιτικών ήταν η εμπλοκή του ίδιου του μαθητή στην ανακάλυψη της γνώσης, η σύνδεση των μαθησιακών περιεχομένων με τη βιωμένη εμπειρία των μαθητών, η διαθεματική προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων και η ενεργός συμμετοχή και συνεργασία όλων των μερών της εκπαιδευτικής κοινότητας (εκπαιδευτικών, μαθητών, γονέων, τοπικής κοινωνίας) μέσω του ανοίγματός της στην κοινωνία. Το βασικό θεωρητικό υπόστρωμα όλων αυτών των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων είναι η έννοια της δημιουργικότητας. Όπως αναφέρουμε και στο θεωρητικό πλαίσιο, πρόκειται για μια έννοια της οποίας η χρήση και το περιεχόμενο εξαρτάται τόσο από τις κυρίαρχες πολιτισμικές πεποιθήσεις όσο και από τις παραδοχές των επιστημονικών κλάδων μέσω των οποίων νοηματοδοτείται. Αφήνοντας κατά μέρος τις εννοιολογήσεις της δημιουργικότητας ως προϊόντος κάποιας «χαρισματικής προσωπικότητας», αρκετοί ερευνητές θεωρούν ότι το περιεχόμενο της δημιουργικότητας εστιάζει σε διαδικασίες επίλυσης προβ λήματος, στον τρόπο που θέτει κανείς προβλήματα και ερευνητικά ερωτήματα και προτείνει τρόπους επεξεργασίας τους που θεωρούνται στην αρχή
που τίθενται από το περιβάλλον. Η εισαγωγή των αινοτόμων ρογραμμάτων ( ) συνιστά έκφραση αυτής της θεωρητικής λογικής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. αρά τις διαφορές που μπορεί να παρατηρούνται σε αυτές τις δυο βαθμίδες εκπαίδευσης ως προς τις θεσμικές όψεις της υλοποίησης τους (π.χ. αν θα είναι εντός ή εκτός ωρολογίου προγράμματος, αν θα δικαιολογούν συμπλήρωση ωραρίου για τους εκπαιδευτικούς κτλ) οι οποίες αναμφίβολα επηρεάζουν την ποιότητα και το εύρος της, αυτό το οποίο η έρευνά μας έρχεται να μελετήσει είναι η υποκειμενική διάστασή της, δηλαδή τα κίνητρα και τις αξίες που την επηρεάζουν. Όπως αναπτύσσουμε και στο θεωρητικό μέρος, τα κίνητρα και οι αξίες συνιστούν βασικούς παράγοντες δια των οποίων σχηματοποιούνται οι στάσεις που υιοθετούν οι εκπαιδευτικοί απέναντι στην εισαγωγή των και καθορίζουν την ποιότητα της υλοποίησης τους. Η βασική ιδέα που διατρέχει το σύνολο του θεωρητικού υποβάθρου και του μεθοδολογικού σχεδιασμού της έρευνας είναι ακριβώς αυτή η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την έμφαση στα «εμπόδια» στην περιγραφή των υποκειμενικών λογικών που πλαισιώνουν τη στάση που θα έχει ο εκπαιδευτικός απέναντι στην υλοποί ηση των . Όπως αναπτύσσουμε και στο θεωρητικό πλαίσιο, σύμφωνα με την Amabile (1996), η δημιουργικότητα προϋποθέτει τρία πράγματα: δεξιότητες πάνω στον τομέα ενδιαφέροντος, δεξιότητες δημιουργικότητας και εσωτερικά κίνητρα. ι δεξιότητες δημιουργικότητας αναφέρονται στη γενικότερη στάση που υιοθετεί το άτομο απέναντι σε αυτό με το οποίο ασχολείται (μπορεί να είναι η εργασία του, η μάθηση ή μια καθημερινή δραστηριότητα). Τέτοιες δεξιότητες είναι η θετική στάση απέναντι στο ρίσκο, οι κοινωνικές δεξιότητες, η ανυπαρξία προκαταλήψεων και η κατοχή ειδικών γνωστικών ικανοτήτων όπως το να
διερεύνηση των αξιών είναι διττός, αφενός διότι έτσι προσπερνάμε την συμπεριφοριστική παραδοχή που διέπει τις μελέτες εμποδίων οι οποίες, άλλοτε ρητά και άλλοτε άρρητα, βασίζονται στην ιδέα ότι αν αλλάξει κανείς τους εξωτερικούς παράγοντες που δυσχεραίνουν την εφαρμογή των θα αλλάξει και η ποιότητα της εφαρμογής τους και αφετέρου διότι εξετάζοντας το αξιακό σύστημα των εκπαιδευτικών, αυτό που κάνουμε είναι να μελετάμε τους εκπαιδευτικούς όχ ι αποκομμένους από το περιβάλλον τους αλλά ως ενταγμένους σε πραγματικές κοινωνικές σχέσεις και καταστάσεις μέσα στις οποίες διαμορφώνονται οι αξίες τους. ε τον τρόπο αυτό, το «περιβάλλον» δεν αντιμετωπίζεται ως απλό «εξωτερικό εμπόδιο» ή ως «ερέθισμα» κατά την συμπεριφοριστική ορολογία, αλλά ως συγκροτητικό στοιχείο δια του οποίου μορφοποιείται η στάση των εκπαιδευτικών απέναντι στα και στην λογική της δημιουργικότητας την οποία εκφράζουν. Σε καμία περίπτωση με το σκεπτικό αυτό δεν υποτιμάμε την έλλειψη υποδομών, την ανυπαρξία «εξωτερικών» κινήτρων ή την έλλειψη ελεύθερου χρόνου στον αν και με ποιο τρόπο υλοποιούν οι εκπαιδευτικοί τα , καθώς τα λεγόμενα «εξωτερικά εμπόδια» έχουν ληφθεί υπόψη στην δόμηση της μεθοδολογίας. Όμως αυτό το οποίο έχει μελετηθεί λιγότερο είναι ο υποκειμενικός παράγοντας και συγκεκριμένα η σχέση ανάμεσα στις αξίες και στην εμπλοκή με δημιουργικές πρακτικές όπως αυτές αποτυπώνονται στα . ι λόγοι που με παρακίνησαν στην επιλογή της παραπάνω προβληματικής είναι οι εξής: από τη μια μεριά, έβλεπα ότι το σύνολο των εμ πειρικών ερευνών (των ελληνικών κυρίως) εστίαζε στην θεσμική διάσταση της καινοτομίας με αποτέλεσμα να αδυνατεί κανείς να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν εκπαιδευτικοί οι οποίοι εμπλέκονται με τα ψυχή τε και σώματι, ανεξάρτητα από το αν τα θεσμικά εμπόδια υπάρχουν
υλοποιήσει αρκετά αινοτόμα ρογράμματα στο παρελθόν ( Αγωγής Υγείας , ολιτιστικά, υκλοφοριακής Αγωγής) συνεπώς αφενός μεν υπήρχε μια εξοικείωση στον τρόπο λειτουργίας των εν λόγω προγραμμάτων,αφετέρου δε μπορούσα να εντοπίσω πιο εύκολα από την εμπλοκή μου με αυτά τυχόν αδυναμίες τους είτε λειτουργικές είτε δομικές. Στην παρούσα εργασία διερευνάται το κατά πόσο οι αξίες των εκπαιδευτικών λειτουργούν ως εσωτερικά κίνητρα που μορφοποιούν την ποιότητα της εμπλοκής τους με την καινοτομία και τα αινοτόμα ρογράμματα. Συνδυάζοντας το θεωρητικό σκεπτικό της Amabile με την έννοια των εργασιακών αξίων του Super, στόχος μας είναι ο εντοπισμός των χαρακτηριστικών αυτής της μορφοποίησης. Η μεθοδολογία που ακολουθήσαμε ήταν ποσοτική με τη χρήση ερωτηματολογίου. Εφαρμόζοντας τη λογική της στρωματοποιημένης δειγματοληψίας, μοιράστηκαν 450 ερωτηματολόγια σε εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του ομού Αχαΐας Η παρούσα διατριβή είναι διαρθρωμένη σε επτά κεφάλαια χωρισμένα σε δυο μέρη Στο πρώτο μέρος, το πρώτο κεφάλαιο εξετάζει εννοιολογικά ζητήματα που αφορούν στη διερεύνηση της σχέσης της δημιουργικότητας και καινοτομίας με τις ιστορικές και κοινωνικές προϋποθέσεις οι οποίες κατέστησαν πιθανή την καινοτομία ως εκπαιδευτική πολιτική. Στο τέλος του κεφαλαίου διατυπώνουμε τον σκοπό και τα ερευνητικά ερωτήματα της έρευνας. Στο δεύτερο κεφάλαιο επισκοπούμε το σύνολο της ελληνικής και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας και εντοπίζουμε τη συμβολή της έρευνάς μας. Στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσουμε το σύνολο της θεωρητικής συζήτησης για τη δημιουργικότητα στην εκπαίδευση και αναλύουμε τις βασικές έννοιες οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για τη δόμηση του ερωτηματολογίου. Στο τέταρτο κεφάλαιο, που είναι και το τελευταίο του πρώτου μέρους, αναπτύσσουμε την μεθοδολογία της έρευνας και συγκεκριμένα τον τρόπο επιλογής του δείγματος και της τεχνικής συλλογής των δεδομένων. Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζουμε τα ευρήματα της έρευνας η οργάνωση των οποίων έγινε ως εξής: αρχικά παραθέτουμε
ΘΕΤΗΣΗ Β Η ΑΤ ΗΣ Α Σ Σ Ε ΕΥ ΑΣ 1.1. ικονομία της γνώσης και καινοτομία Από τη δεκαετία του ‘90 και μετά προβάλλει όλο και πιο συχνά διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, η έννοια της καινοτομίας σε ζητήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση. ρόκειται για μια έννοια η οποία προέρχεται από τις ικονομικές επιστήμες και με αυτή τη λογική είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν κρίσιμες διαστάσεις της όταν την χρησιμοποιούμε σε εκπαιδευτικά συμφραζόμενα. Η διάχυση και η θεσμοποίηση της καινοτομίας τόσο ως κουλτούρας όσο και ως εκπαιδευτικής πολιτικής έχει τις βάσεις της στο αρκετά γνωστό επιχείρημα ότι η αναγκαιότητά της οφείλεται στην κατίσχυση στις μέρες μας της λεγόμενης οικονομίας της γνώσης. Ειδικότερα, αυτό που χαρακτηρίζει το σημερινό οικονομικό περιβάλλον είναι η χρήση της γνώσης (ιδωμένη είτε ως τεχνολογία είτε ως κοινωνική δεξιότητα που αφορά νέα επαγγέλματα) σε όλα τα στάδια της παραγωγής, όχι μόνο στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα αλλά και στον τριτογενή. Στo πλαίσιo αυτό, η καινοτομία θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση της παραγωγικής διαδικασίας, από την σύλληψη μιας νέας ιδέας μέχρι την εφαρμογή της και την υλοποίησή της στην πράξη ( Foray and Hargreaves 2003; OECD 1999). ε τον τρόπο αυτό το παραγόμενο προϊόν είναι
θεώρηση απλώς θα αναπαρήγαγε την οικονομίστικη και εργαλειακή λογική σε εκπαιδευτικά πλαίσια και θα έβαζε από το παράθυρο αυτό το οποίο το σύνολο των εκπαιδευτικών αντιστρατεύεται, δηλαδή την ωφελιμιστική σκέψη. Η έννοια της καινοτομίας, αντίθετα, συνιστά μια από τις εκφράσεις της έννοιας της δημιουργικότητας η οποία όλο και περισσ ότερο κερδίζει έδαφος σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής πολιτικής σε εθνικό και διεθνές επίπεδο (Craft et al 2001). ρόκειται στην ουσία για μια ουσιώδη και καίρια μετατόπιση στο φιλοσοφικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο της διδακτικής πράξης. Τα αινοτόμα ρογράμματα απλώς συνιστούν την αποτύπωση της εν λόγω φιλοσοφίας σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Αυτό το οποίο χρήζει συζήτησης είναι η φιλοσοφική και θεωρητική βάση της έννοιας της δημιουργικότητας, μια έκφραση της οποίας είναι τα αινοτόμα ρογράμματα. Ας πούμε μερικά πράγματα για την εισαγωγή της έννοιας της δημιουργικοτήτας στα εκπαιδευτικά συμφραζόμενα. Από τη στιγμή που η σύγχρονη οικονομία είναι βασισμένη στην επιστημονική γνώση για την παραγωγή της, οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι πιο δημιουργικοί προκειμένου να έχουν πρόσβαση και ενεργό ρόλο σε αυτή την οικονομία. Ως εκ τούτου ο χώρος της εκπαίδευσης είναι αυτός εντός του οποίου θα πρέπει να καλλιεργηθούν κουλτούρα καινοτομίας και διδακτικές μεθοδολογίες μέσα από τις οποίες θα εμπεδώνεται το αντίστοιχο πνεύμα. ι παραδοσιακές διδακτικές στρατηγικές του γραμματισμού ήταν αρκετά καθοδηγητικές, ακυρώνοντας οποιαδήποτε λογική αυτενέργειας και δημιουργικότητας. Επίσης, δεδομένης της εισαγωγής νέων πανευρωπαϊκών μαθησιακών κριτηρίων τα οποία αλλάζουν άρδην το νόημα της έννοιας του “γραμματισμού” (π.χ. εξετάσεις της PISA), η εκπαίδευση θα πρέπει να θεμελιώσει στη σχολική καθημερινότητα πρακτικές
ικανότητες και τα νοητικά πλαίσια που θα τους επιτρέπουν να ερμηνεύουν, να επιλέγουν και να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες με τρόπο ώστε να διευρύνονται οι δυνατότητες ελέγχου των υλικών και ποιοτικών συνθηκών της ύπαρξής τους ( αρακατσάνη 2012; Hargreaves 2003; Leach 1994). ’ άλλα λόγια, η εν λόγω αναγκαιότητα αναδεικνύει την χειραφετητική διάσταση της γνώσης με το να δίνει έμφαση στην διεύρυνση των επιλογών εκείνων που παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγχει κανείς τα σχέδια ζωής του και όχι να τα δέχεται άκριτα λόγω συνθηκών. Επιπλέον, αυτή η προσέγγιση της γνώσης προτρέπει τα άτομα να αντιμετωπίζουν την πληροφόρηση όχι ως ένα τυπικό «input » με χρήσιμα αποτελέσματα, αλλά με έναν αναστοχαστικό τρόπο, με την έννοια ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, για να πετύχει τα παραπάνω, θα πρέπει να προσοικειώνεται με τέτοιο τρόπο τις εμπειρίες του περιβάλλοντός του ώστε να αποκωδικοποιεί την εκάστοτε πληροφορία σε σχέση με το κατά πόσο ανταποκρίνεται στις κοινωνικές του ανάγκες και με το κατά πόσο του επιτρέπουν να αποφασίζει αυτόνομα. Σύμφωνα με τον Hargreaves (2003), η λογική που υποστηρίζει την έννοια της καινοτομίας και την καθιστά σημαντική για την αναπλαισίωσή της από το χώρο των επιχειρήσεων στην εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι ότι αναφέρεται στη χρήση μιας ιδέας η οποία έχει τη δύναμη να μετασχηματίζει το προϊόν, μια υπηρεσία ή μια διαδικασία. ε άλλα λόγια, η δημιουργία νέας επαγγελματικής γνώσης είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής μιας καινοτόμου ιδέας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η γνώση που δημιουργείται μέσω της καινοτομίας ωθεί τους εκπαιδευτικούς να κάνουν πράγματα διαφορετικά προκειμένου να τα κάνουν καλύτερα. ια τέτοια λογική καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική από το γεγονός ότι το ίδιο το Αναλυτικό ρόγραμμα θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της βα σισμένης στη γνώση απασχόληση. Τέτοιου
μπορεί να αναμετρηθεί με το ενδεχόμενο του ρίσκου που εμπεριέχεται στις φάσεις κατά τις οποίες μια καινοτόμος μαθησιακή, διδακτική ή εκπαιδευτική ιδέα γεννιέται, εφαρμόζεται και διαχέεται. ’ άλλα λόγια, το κλίμα του σχολείου αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα για τον τρόπο με τον οποίο θα αναπτυχθούν καινοτόμες πρακτικές στην εκπαιδευτική πράξη και για τις πιθανότητες επιτυχίας που θα έχει μια τέτοια πρωτοβουλία (Hargreaves 2003: 45-60). ροφανώς, τα σχολεία δεν λειτουργούν μέσα σε ένα πολιτικό και γραφειοκρατικό κενό αλλά αντίθετα, το εύρος της πρωτοβουλίας τους περιορίζεται από το είδος και τις κατευθύνσεις των εκπαιδευτικών πολιτικών που εφαρμόζονται. Ως εκ τούτου, όποιες και αν είναι οι εκπαιδευτικές βάσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής, αυτές θα πρέπει να ευνοούν ένα εκπαιδευτικό κλίμα εντός του οποίου θα προάγονται α) το κίνητρο για τη δημιουργία νέας επαγγελματικής γνώσης, β) ευκαιρίες για ενεργό συμμετοχή σε καινοτόμες πρακτικές, γ) δεξιότητες για τον έλεγχο της εγκυρότητας της νέας γνώσης και δ) τα μέσα για διάχυση των καινοτόμων αποτελεσμάτων τόσο στην κοινότητα όσο και σε άλλα σχολεία. όνο στο βαθμό κατά τον οποίο οι ενεργοποιούμενες εκπαιδευτικές πολιτικές ευνοούν ένα τέτοιο εκπαιδευτικό κλίμα είναι πιθανό να αναπτυχθεί και εκείνο το είδος εμπιστοσύνης το οποίο είναι αναγκαίο προκειμένου τα μέλη της σχολικής κοινότητας να υποστηρίξουν γνωστικά και εκπαιδευτικά τα αποτελέσματα της καινοτομίας τους ( Hargreaves 2003: 60-66; Sergiovanni 2001) . Η εκπαιδευτική καινοτομία έχει σημαντικό ρόλο να παίξει στις προαναφερθείσες προκλήσεις στο βαθμό που πλαισιωθεί από την κουλτούρα της επιστημονικής έρευνας και από τα είδη της γνώσης που παράγει. Η εφαρμογή
δημιουργικότητας και των καινοτόμων μαθησιακών πρακτικών προκειμένου να ανταποκριθεί στις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η συγκεκριμένη τάξη που διδάσκει και οι συγκεκριμένοι μαθητές Η βασισμένη στην έρευνα καινοτομία βασίζεται σε μια παιδαγωγική και φιλοσοφική στάση η οποία δίνει μεγάλη έμφαση όχι απλά στην κατάκτηση ενός γνωστικού αντικειμένου αλλά στο πώς αυτό μαθαίνεται και στο γιατί μαθαίνεται, ή αλλιώς, στο να μπορεί ο μαθητής να δικαιολογήσει τις διαδικασίες κατάκτησης της γνώσης που έμαθε. ρόκειται για μια επιστημολογική στάση η οποία στη διεθνή συζήτηση έχει τον όρο «epistemic agency», τον οποίο διατηρούμε και αμετάφραστο λόγω έλλειψης δόκιμου όρου στα ελληνικά. Δεδομένου ότι βασική διάσταση αυτής της επιστημολογικής βάσης της καινοτομίας είναι η συλλογικότητα, αυτό σημαίνει ότι οι βασικές δεξιότητες στις οποίες στοχεύει να αναπτύξει είναι, μεταξύ άλλων, η αυτόνομη μάθηση, ο δομημένος συλλογισμός (reasoning), οι ερευνητικές δεξιότητες και δεξιότητες συνεργασίας. Το βασικό σκεπτικό που υποστηρίζει την προαγωγή αυτών των δεξιοτήτων είναι οι δεξιότητες, οι γνώσεις και οι συνήθειες που αποκτά ο μαθητής σε μια κατάσταση να είναι τέτοιες ώστε να τον διευκολύνουν να εξοικειωθεί με γνώσεις, δεξιότητες και συνήθειες σε νέες καταστάσεις ( Bereiter, C. and M. Scardamalia 2006; Kolodner 2006). άνω σε αυτή την λογική οικοδομείται όλη η παιδαγωγική φιλοσοφία της εφαρμογής της καινοτομίας στην εκπαίδευση, καθώς, δίχως να αμφισβητούνται παραδοσιακοί στόχοι της μάθησης όπως είναι για παράδειγμα η κριτική σκέψη, η δημιουργικότητα ή η συνεργασία, μετατοπίζεται άρδην ο εννοιολογικός εξοπλισμός και πλέον δεν γίνεται λόγος για «εγχάραξη» αξιών» ή
στρατηγική η οποία δεν αντιμετωπίζει την «μάθηση μέσω της ανακάλυψης» ως ένα ζήτημα εντοπισμού μεταβλητών με την στατιστική έννοια του όρου και ούτε υποτιμά την ικανότητα των μαθητών να πειραματίζονται με νέες ιδέες και θεωρίες, αλλά προωθεί στους μαθητές τη σημασία του λάθους ή της ατέλειας στην πρόοδο της επιστήμης (Sawyer 2004, 2007). Στα πλαίσια αυτά, κριτήριο αξιολόγησης των νέων ιδεών είναι ο βαθμός γονιμότητάς τους και όχι ο βαθμός προσέγγισης κάποιας απροσπέλαστης αλήθειας, αφού αυτό που κάνει την επιστήμη να προοδεύει είνα ι η καλά δομημένη προσπάθεια για τη βελτίωση των ιδεών μας. 1.2. ως η καινοτομία μπορεί να συμβάλλει στην εκπαιδευτική αλλαγή Hargreaves είναι ένας από τους πλέον συ στηματικούς ερευνητές οι οποίοι έχουν επιχειρηματολογήσει ευνοϊκά για τους τρόπους με τους οποίους η καινοτομία έχει να παίξει καθοριστικό ρόλο στο μετασχηματισμό του σχολείου και συγκεκριμένα μέσω της κινητοποίησης συγκεκριμένων τύπων πόρων που αναπτύσσονται εντός του (Hargreaves 2001). πρώτος πόρος αφορά στο ανθρώπινο κεφάλαιο και ειδικότερα στην εκπαίδευση και επιμόρφωση εκπαιδευτικών με τρόπο ώστε να αποκτήσουν εκείνο το φάσμα εννοιών, δεξιοτήτων, γνώσεων σχετικά με την καινοτομία που θα τους επιτρέψει να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές στο σχολικό περιβάλλον. Η ικανότητα του σχολείου και των εκπαιδευτικών πολιτικών να κινητοποιήσουν αυτού του είδους το κεφάλαιο είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και καθοριστική καθώς
αναπτύσσονται σε ένα αποτελεσματικό σχολείο δεν είναι μονοπώλιο κάποιων φωτισμένων καθηγητών ή μαθητών αλλά συνιστά κοινό κτήμα της σχολικής κοινότητας και όλων όσων θα μπορούσαν να ωφεληθούν από αυτές. Τέλος, μια τρίτη μορφή πόρων αφορά στις γνώσεις και στις δεξιότητες που αναγκαίο να κινητοποιηθούν προκειμένου να βελτιωθούν οι μαθησιακές και διδακτικές ικανότητες των εκπαιδευτικών. Το σχολείο θα πρέπει να οργανώσει με τέτοιο τρόπο το κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο των εκπαιδευτικών ώστε να καταστεί η καινοτομία συστατικό στοιχείο της κουλτούρας του σχολείου και όχι μια περιφερειακή πρακτική που πραγματοποιείται ανάλογα με τις επιθυμίες των εκπαιδευτικών (Hargreaves 2001) Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να διατυπώσουμε μια επιφύλαξη σχετικά με τους όρους εφαρμογής καινοτόμων πρακτικών, η οποία έγκειται στο ότι προκειμένου να μην οδηγηθούμε σε άναρχες διδακτικές μεθοδολογίες και απροσδιόριστα μαθησιακά αποτελέσματα όπου «όλα μετράνε», θα πρέπει να υπάρξ ει μια συστηματική ταξινόμηση των προϋποθέσεων και των πεδίων στα οποία θεωρείται αναγκαία η καινοτομία. ε άλλα λόγια, ο κίνδυνος είναι να περάσουμε από την κριτική στο «δασκαλοκεντρικό» σύστημα οργάνωσης της γνώσης , σε μια άναρχη παιδαγωγική κουλτούρα όπου όλα επιτρέπονται στο όνομα μιας αστόχαστης επιδίωξης περί καινοτομίας στην εκπαίδευση. Υπό αυτή την έννοια, η αναγκαιότητα της καινοτομίας θα πρέπει να κριθεί πρώτα απ’ όλα σε σχέση με το τι ξέρει καλά να κάνει ένας δάσκαλος στην τάξη και τι όχι. ε άλλα λόγια, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πρώτα το είδος εκείνο των προτεραιοτήτων που αφορούν την επαγγελματική κουλτούρα του εκπαιδευτικού που θέλουμε στο σχολείο
ότι δουλεύει σε δύσκολες συνθήκες και με ελάχιστα μέσα, η ανάγκη να εμπλακεί συναισθηματικά με τα παιδιά και άλλα παρόμοια ζητήματα που σχετίζονται με την «πίεση της τάξης», μπορούν να ξεπεραστούν με την εισαγωγή της κουλτούρας της καινοτομίας προκειμένου ο εκπαιδευτικός να αλλάξει τον τρόπο που βιώνει την καθημερινότητά του. Βασική συνθήκη για να επιτευχθεί το παραπάνω είναι η κουλτούρα αυτή να μην ιδωθεί από τους εκπαιδευτικούς ως το αποτέλεσμα μιας γραφειοκρατικής επιβολής που έρχεται «από τα πάνω» αλλά ως μια πρακτική της οποίας η αποτελεσματικότητα και η σύλληψη επαφίεται στον ίδιο τον εκπαιδε υτικό. Fullan (2005: 18-32) υποστηρίζει ότι η εισαγωγή της καινοτομίας θα πρέπει να εστιάσει σε τρεις διαστάσεις της εκπαιδευτικής πράξης: στο εκπαιδευτικό υλικό, στη διδακτική μεθοδολογία και στην παιδαγωγική φιλοσοφία. ια καινοτόμος πρακτική θα πρέπει να εμπεριέχει αλλαγές οπτικής στο παρεχόμενο εκπαιδευτικό υλικό (είτε Αναλυτικά ρογράμματα είναι αυτό είτε οτιδήποτε σχετικό), στον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η σχέση δασκάλου-μαθητών και στις παιδαγωγικές παραδοχές που καθοδηγούν ρητά ή σιωπηρά τα δυο προηγούμενα. Θα λέγαμε ότι η εν λόγω αντιμετώπιση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί η κουλτούρα της καινοτομίας στην εκπαιδευτική πράξη, τείνει να εστιάζει σε μορφολογικά χαρακτηριστικά και στον προσδιορισμό του πλαισίου μέσα στο οποίο κι νείται η υλοποίηση της καινοτομίας και όχι στην επακριβή και λεπτομερή καταγραφή του περιεχομένου της, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα ακυρωνόταν στην πράξη η ίδια λογική που την συγκροτεί ως καινοτομία. ια τέτοια πρόσληψη της καινοτομίας δεν αντιμετωπίζει την εκπαιδευτική αλλαγή ως ένα μετρήσιμο μαθησιακό αποτέλεσμα αλλά ως ένα παιδαγωγικό βίωμα το οποίο προσεγγίζεται στην ολότητά του και, κυρίως, σε σχέση με εκείνες τις νοηματικές παραδοχές που το καθιστούν αποξενωτικό ή δημιουργικό. ιο συγκεκριμένα,
ιδωμένη, η εκπαιδευτική καινοτομία δεν είναι μια γραφειοκρατική πολιτική που εφαρμόζεται στη βάση της λογικής αποτυπώσιμων δεικτών, αλλά είναι μια ηθική εμπλοκή σε ένα είδος συλλογικής πρακτικής της οποίας τα μέλη εργάζονται από κοινού πάνω στις ίδιες τους τις νοηματικές παραδοχές οι οποίες δομο ύν το καθημερινό παιδαγωγικό τους βίωμα. Εδώ η συλλογικότητα είναι καθοριστικής σημασίας καθώς η μέσω της καινοτομίας εκπαιδευτική αλλαγή δεν είναι μια κατά μόνας υπόθεση όπου ο μαθητής έρχεται αντιμέτωπος με κάποιο μαθησιακό στόχο, αλλά το αποτέλεσμα μια ς συνεργατικής κουλτούρας όπου επιχειρείται η μετατροπή της σιωπηρής γνώσης σε συλλογικά διαμοιρασμένη γνώση μέσω της αλληλεπίδρασης. Έτσι, από τη στιγμή που η καινοτομία λαμβάνει χώρα σε μια κοινότητα μάθησης στα πλαίσια της οποίας καλλιεργείται η συνεργασία, έπεται ότι η αλλαγή που επιδιώκεται προϋποθέτει και εκείνο το είδος δημοκρατικής αγωγής το οποίο είναι αναγκαίο για τον σημερινό πολίτη (Prawat 1996). Η έμφαση στην ηθική, νοηματική και δημοκρατική διάσταση της καινοτομίας αποτελεί την πρακτική συνθήκη προκειμένου οι μαθητές και ο δάσκαλος να εμφορούνται από εκείνο το είδος ενέργειας που θα τους κάνει δημιουργικούς ώστε να τροφοδοτούν με νόημα τα κίνητρά τους και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά καταστάσεις προβλήματος. Το γεγονός ότι η καινοτομία τείνει να αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως συνθήκη εκπαιδευτικής αλλαγής φαίνεται και από το ότι στην επίσημη ρητορική των χωρών του ΣΑ η καινοτομία θεωρείται η κατεξοχήν ικανότητα αναγκαία για την σύγχρονη οικονομία της γνώσης. Εδώ η καινοτομία θεωρείται ως αναπόσπαστο μέρος ενός νέου επιστημονικού παραδείγματος για την παραγωγή, την οργάνωση και την διάχυση της γνώσης, στα πλαίσια του οποίου επαναπροσδιορίζονται οι δεξιότητες, οι γνώσεις και οι ικανότητες που απαιτείται οι μαθητές να έχουν (Karatzia-Stavlioti and Lambropoulos 2009). Ειδικότερα, πριμοδοτούνται ικανότητες χρήσης (της γλώσσας, των κειμένων, της πληροφορίας), ικανότητες συνεργασίας (επικοινωνίας με άλλους και επίλυσης συγκρούσεων) και ικανότητες αυτόνομης δράσης (διεκδίκηση δικαιωμάτων, ορίων, αναγκών, σχεδίων ζωής). Στο νέο αυτό παράδειγμα αλλάζει και η παραδοσιακή έννοια του “εγγραμματισμού”, καθώς τώρα πλέον ο ορισμός της εστιάζει στο ενδιαφέρον, στη στάση και στην ικανότητα των ατόμων να χρησιμοποιούν κατάλληλα τα κοινωνικο-πολιτισμικά εργαλεία, συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών τεχνολογιών και τεχνολογιών πληροφορικής, να διαχειρίζονται, να έχουν
πρόσβαση και να αξιολογούν νέες πληροφορίες, να κατασκευάζουν νέα γνώση και να επικοινωνούν με τους άλλους προκειμένου να συμμετέχουν αποτελεσματικά στην κοινωνία (Fullan 2009; OECD 1999; Bereiter 2002) Στη νέα αυτή σύλληψη της γνώσης η ικανότητα είναι μια δυναμική κατάσταση η οποία εξελίσσεται δια βίου στο βαθμό που γίνεται αντιληπτή ως ευελιξία, δημιουργικότητα, επικοινωνία με ανθρώπους και επίλυση προβλήματος και, ως εκ τούτου, η διαμόρφωσή της δεν περιορίζεται χρ ονικά, δηλαδή μόνο στα σχολικά χρόνια, ούτε και τοπικά, δηλαδή μόνο στο σχολείο, αλλά ανοίγεται στο σύνολο του πολιτισμού και της κοινωνίας (Florida 2002). ' άλλα λόγια, η αναγκαιότητα της καινοτομίας στην εκπαίδευση νομιμοποιείται στα πλαίσια μιας σύγχρονης προσέγγισης του εγγραματισμού εντός της οποίας αυτό που μετράει δεν είναι η κατοχή κάποιας συγκεκριμένης γνώσης αλλά ο έλεγχος της διαδικασίας απόκτησής της, η ουσιαστική κατανόηση και η ικανότητα να λειτουργεί αποτελεσματικά ο φορέας της σε ποικίλες καταστάσεις. Στο πλαίσια αυτό, η καινοτομία θεωρείται ως εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την προαγωγή της γνώσης όχι ως γνωστικής δομής αλλά ως μιας διαδικασίας η οποία εμπλέκει το ίδιο το πρόσωπο, τα αντικείμενα και τους ανθρώπους του περιβάλλοντος και τις πρακτικές στις οποίες αυτή η γνώση αναμένεται να εφαρμοστεί. Το είδος της μάθησης το οποίο κάθε εκπαιδευτική κουλτούρα προάγει, αντιστοιχεί ή είναι έκφραση της οικονομικής οργάνωσης που επικρατεί στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Ως εκ τούτου, στα πλαίσια του κλασικού βιομηχανικού καπιταλισμού ο οποίος εντελώς σχηματικά ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα και του οποίου η δομή άρχισε να αλλάζει στα μέσα του 20ου, η γνώση αντιμετωπιζόταν
αρκεί να απομνημονεύουν γεγονότα και διαδικασίες αλλά θα πρέπει να αξιολογούν κριτικά όσα διαβάζουν, να εκφράζονται με σαφήνεια στον γραπτό και τον προφορικό λόγο και να μπορούν να εργάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να παράγουν νέες ιδέες, πληροφορίες, θεωρίες και αποτελέσματα. Από τα παραπάνω έπεται ότι τα σχολεία του σήμερα, αν δεν θέλουμε να εμφορούνται από μια εκπαιδευτική κουλτούρα που να αντιστοιχεί σε μια εποχή που δεν υπάρχει πια, θα πρέπει να προάγουν εκείνο το είδος μαθησιακών και θεωρητικών παραδοχών οι οποίες θα αντιστοιχούν στις παραπάνω εξελίξεις. Η γνώση αυτών των παραδοχών η οποία θα καθιστά τον εκπαιδευτικό ικανό με την έννοια που προσδιορίσαμε παραπάνω, προϋποθέτει ότι η εκμάθησή της θα πρέπει να εμπλέκει κάποιον σε πρακτικές μέσα από τις οποίες θα ενεργοποιεί έννοιες και διαδικασίες από διάφορούς συναφείς επιστημονικούς κλάδους, σε μια προσπάθεια να μπορεί ο μαθητής να αντιλαμβάνεται το σύνολο των διαστάσεων των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων ( αρατζιά-Σταυλιώτη και αμπροπουλος 2006)
Ειδικότερα, η μαθησιακή λογική η οποία είναι αναγκαία για την επίτευξη των παραπάνω στόχων έχει επισημάνει ότι θα πρέπει η έμφαση της παιδαγωγικής σχέσης να εστιάζει στα εξής: πρώτον, είναι αναγκαίο οι μαθητές να είναι κάτοχοι των βασικών εννοιών διάφορων συναφών επιστημονικών κλάδων και όχι να γνωρίζου ν επιφανειακά γεγονότα και πληροφορίες για γεγονότα που αυτοί οι κλάδοι εξηγούν, δεύτερον, να αντιμετωπίζεται ο μαθητής όχι ως ένας “μικρός απολίτιστος” που έχει ανάγκη εγχάραξης αξιών αλλά ως κάποιος ο οποίος έχει έναν ποιοτικά διαφορετικό τρόπο σκέψης και ο οποίος, ως εκ τούτου, είναι φορέας μιας προγενέστερης γνώσης, όσο αφελής και αν είναι αυτή, η οποία θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για την παραγωγή της νέας γνώσης και, τρίτον, οι μαθητές θα πρέπει να μπορούν να αναστοχαστούν πάνω στην διαδικασία που ενεργοποίησαν για να μάθουν
το οποίο οι μαθητές θα πρέπει να συνοψίσουν, να παρο υσιάσουν και να διασαφηνίσουν ενώπιων των άλλων ομάδων στις οποίες έχει χωριστεί η τάξη και, τέλος, 4) την ανάπτυξη της ικανότητας επίλυσης προβλήματος. Εδώ η έννοια του προβλήματος μπορεί να περιλαμβάνει την εξήγηση μιας αδυναμίας μιας θεωρίας να εξηγήσει ένα εμπειρικό ζήτημα, τον σχεδιασμό των σταδίων στην λήψη μιας απόφασης ή ακόμα και τον τρόπο υλοποίησης μιας δράσης, πολιτικής, κοινωνικής, φιλανθρωπικής ή άλλης. Αυτό που έχει σημασία στην εν λόγω διάσταση είναι οι μαθητές να εξοικειωθούν με την συλλογική επεξεργασία μιας λύσης και δημόσια παρουσίαση και δικαιολόγησή της (Anderson 1993). Δεύτερον, η έμφαση της διδακτικής μεθοδολογίας που διατρέχει την κουλτούρα της καινοτομίας είναι όχι τόσο στη δομή και στο περιεχόμενο των πεποιθήσεων που μεταβιβάζονται στα πλαίσια της διδασκαλίας αλλά στη χρησιμότητα, στη βελτιωσιμότητα, στην επάρκεια και στην αναπτυξιακή δυναμική που έχουν οι ιδέες ιο συγκεκριμένα, αυτό το οποίο έχει σημασία για τη νέα αυτή μεθοδολογία που προωθεί η κουλτούρα της καινοτομίας είναι μετάβαση από το ερώτημα «είναι αληθής ή ψευδής η εν λόγω δήλωση;» στο ερώτημα «πόσο χρήσιμη είναι για μένα;» ή «πόσο μπορεί να με βοηθήσει και να ταιριάξει στις ανάγκες μου» ( Bereiter and Scardamalia 2003:75 ; Bereiter and Scardamalia 2006; Carver 2006; Kolodner 2006). λείνοντας αυτή την ενότητα, οι βασικές της ιδέες είναι πρώτον ότι η εισαγωγή της κουλτούρας της καινοτομίας στην εκπαίδευση σηματοδοτεί έναν επαναπροσδιορισμό των φιλοσοφικών και θεωρητικών παραδοχών της γνώσης και της μαθησιακής διαδικασίας η οποία την υποστηρίζει, ένας επαναπροσδιορισμός ο οποίος σε μεγάλο βαθμό διαπλέκεται με την μετάβαση στην οικονομία της γνώσης και, δεύτερον, ότι αυτή η κουλτούρα δεν απαξιώνει το “παραδοσιακό” μοντέλο οργάνωσης της διδακτικής σχέσης αλλά λαμβάνει υπόψη της το σύνολο των γνωστικών, κοινωνικών και ψυχολογικών συνθηκών που πλαισιώνουν το
και διδακτικές μεθοδολογίες που συγκροτούν την ίδια την μαθησιακή σχέση. Αυτός είναι και ο λόγος που στη σχετική βιβλιογραφία παρατηρείται μια αδυναμία να οριστεί πολύ συγκεκριμένα και περιοριστικά η εν λόγω έννοια, δηλαδή μέσα από έναν λειτουργικό ορισμό, κάτι το οποίο ενδεχομένως να ερχόταν και σε αντίθεση με τα όσα η ίδια η επιστημολογία της καινοτομίας προτάσσει. Για τους Sternberg & Lubart (1993) η δημιουργικότητα θεωρείται ως η ικανότητα να παραχθεί ένα έργο το οποίο είναι νέο και πρακτικό ενώ η καινοτομία αναφέρεται στην εφαρμογή μιας νέας διαδικασίας ή μεθόδου στον εργασιακό χώρο. Η Craft αντιμετωπίζει τη δημιουργικότητα ως την ικανότητα να βλέπει κανείς αυτό που οι άλλοι δεν βλέπουν και ως την κριτική διαδικασία δια της οποίας παράγονται νέες ιδέες. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι δημιουργικότητα και καινοτομία είναι δυο αλληλοσχετιζόμενες έννοιες, με την πρώτη να θεωρείται πηγή της δεύτερης και την δεύτερη να θεωρείται ενδεχόμενη απόληξη της πρώτης. Από την άλλη μεριά, ο Mitchell (2003) και ο ostoff (2003) ορίζουν την καινοτομία ως την εφαρμογή νέων ή βελτιωμένων ιδεών σε νέες καταστάσεις και πλαίσια. Εδώ, η καινοτομία διαφοροποιείται από την απλή έννοια της «αλλαγής» καθώς αυτός ο όρος δεν λαμβάνει υπόψη του την εφαρμογή του καινούργιου στο νέο πλαίσιο αναφοράς. Το πρόβλημα, όμως, με αυτό τον ορισμό είναι ότι είναι δύσκολο να ξέρουμε πότε κάτι συνιστά βελτίωση μιας κατάστασης, αφού κάτι τέτοιο μπορούμε να το γνωρίσουμε είτε μακροπρόθεσμα, εκ των υστέρων ή και ποτέ Επίσης, αν η καινοτομία οριστεί ως κάτι το «ριζοσπαστικό», δηλαδή ως ιδέες που δεν έχουν ποτέ εφαρμοστεί σε ένα πλαίσιο, τότε υπάρχε ι ο κίνδυνος να μην ξέρει κανείς αν η εν λόγω καινοτομία είναι αποτυχημένη ή πετυχημένη, αφού έτσι δεν θα έχουμε κριτήρια ώστε να γνωρίζουμε πότε το τελικό αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με το προηγούμενο, ανεπαρκές ή ατελώς υλοποιημένο. ’ άλλα λόγια, οι καινοτομίες μπορεί να είναι επιτυχείς ως προς κάποιους στόχους αλλά εντελώς αρνητικές σε σχέση με κάποιους άλλους (Blumenfeld et al. 2000; inser 2005). Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να οριστεί είναι το «κάτι καινούργιο»
εκφράζει και την οπτική ομάδα της οποίας τα συμφέροντα αυτός ο ορισμός ρητά ή σιωπηρά διαχέει. Για παράδειγμα, στο βαθμό που πολλές έρευνες για την και νοτομία πραγματοποιούνται από ανθρώπους του επιχειρηματικού κόσμου, επόμενο είναι οι οπτική τους για τους τρόπους ενεργοποίησης και αξιολόγησης της καινοτομίας να αντανακλά την κοινωνική τους θέση. Αποτέλεσμα, είναι ότι καθετί που δεν συμφωνεί με την εν λόγω οπτική να θεωρείται ως «μη καινοτόμο» ή «προβληματικό», ενώ οι δυσκολίες μπορεί να βρίσκονται είτε στην ίδια την καινοτομία ή σε άλλους παράγοντες που μπορεί να έχουν να κάνουν με την οργανωσιακή δομή του πλαισίου. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει αναπτυχθεί ολόκληρη βιβλιογραφία η οποία επιχειρεί να εξηγήσει αυτή την «αντίσταση στην αλλαγή» και η οποία τείνει να εξετάζει το όλο θέμα με χαρακτηρολογικούς όρους ταξινομώντας τους εκπαιδευτικούς σε όσους υιοθετούν καινοτόμες πρακτικές (π.χ. νέες τεχνολογίες) (adopters) και σε «αντιστεκόμενους» (resisters). Άλλοι συγγραφείς, όπως η Craft (2005), σε μια προσπάθεια να διαχειριστούν τα παραπάνω, συνδέουν την καινοτομία με τη δημιουργικότητα, επισημαίνοντας ότι ίδιον της τελευταίας είναι η ικανότητα να βλέπει κανείς σ ε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον διαδικασίες και πρακτικές τις οποίες μέχρι τότε δεν είχε εντοπίσει κάποιος άλλος και οι οποίες είναι δυνατό να παράξουν νέες ιδέες. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο ορισμός των Craft et al (2001) για τους οποίους η καινοτομία είναι η ικανότητα να εισάγει κανείς σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον ιδέες και πρακτικές οι οποίες βελτιώνουν τα μέχρι τότε παραγόμενα αποτελέσματα. Για τους ερευνητές οι οποίοι συνδέουν την καινοτομία με τη δημιουργικότητα το πρόβλημα είναι ότι συχνά η δεύτερη ταυτίζεται με μια απροσδιόριστη έμπνευση αγνώστου προέλευσης η οποία χαρακτηρίζει κυρίως αυτό που
τύπου Mozart ή Einstein και η άλλη στην ικανότητα των ανθρώπων να βρίσκουν δημιουργικές λύσεις σε καταστάσεις για τις οποίες οι συνηθισμένες πρακτικές και ιδέες δεν έχουν εφαρμογές ή δεν είναι πλέον αποτελεσματικές. Η πρώτη μορφή δημιουργικότητας αφορά στους λίγους και παράγει αποτελέσματα τα οποία απολαμβάνουν την θεσμική αναγνώριση και κοινωνική εκτίμηση ενώ η δεύτερη αφορά τους πολλούς αλλά παρόλη την ικανότητά της να λύνει προβλήματα δεν χαίρει της ίδιας εκτίμησης. Στην εκπαίδευση ταιριάζει κυρίως η δεύτερη, αυτή είναι που πρέπει να καλλιεργηθεί και να προωθηθεί και αυτή είναι που εκφράζει τη συμπεριληπτική διάσταση της εκπαίδευσης. Υπό αυτή την έννοια η δημιουργικότητα, α) μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε γνωστική περιοχή (και όχι μόνο στις τέχνες), β) είναι μια δεξιότητα που μπορεί να μαθευτεί (και όχι απλώς «ταλέντο»), γ) είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς (και όχι χαβαλέ), δ) προϋποθέτει γνώση του εκάστοτε πεδίου έρευνας (σε αντίθεση με όσους θεωρούν ότι δεν χρειάζεται πρότερη γνώση) και ε) είναι μια δεξιότητα της σκέψης (και όχι μια ριζοσπαστική πράξη, βλ. Beghetto, 2007a; Beghetto 2007b; Sharp 2004). ε τον τρόπο αυτό, εκείνο που προωθείται είναι η αντίληψη ότι η δημιουργικότητα μπορεί να γίνει κτήμα όλων όσων μπορούν να ανταποκριθούν στα παραπάνω χαρακτηριστικά και όχι κάποιων «λίγων εκλεκτών». Η προαναφερθείσα προσέγγιση της δημιουργικότητας έχει συγκεκριμένα προτερήματα. Το πρώτο είναι ότι προσδίδει στη δημιουργικότητα κριτήρια τα οποία βασίζονται σε μια αναπτυξιακή και πλαισιακά αρθρωμένη κατανόηση και όχι σε κάποια γενικής φύσεως απαίτηση περί δημιουργικότητας. Για παράδειγμα, με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζεται η διαφορετική αξία που μπορεί να έχει η σύλληψη και εφαρμογή μιας νέας ιδέας για ένα 11χρονο μαθητή σε σύγκριση με έναν 16χρονο. Το
διαφορετικά είδη σχέσης με τη γνώση. Στο πρώτο, ο μαθητής μαθαίνει του «κανόνες του παιχνιδιού» και εξοικειώνεται με τα προβλήματα που αυτοί οι κανόνες προσδιορίζουν, στο δεύτερο, αυτό που απαιτείται είναι η παραγωγή νέων ιδεών μέσα από τον συνδυασμό των ήδη γνωστών πληροφοριών και τέλος, στο τρίτο είδος ο στόχος είναι ο πειραματισμός με την αλλαγή ενός ή περισσότερων από τους κανόνες του παιχνιδιού, κάτι που μπορεί να σημαίνει το να θέσει ο μαθητής νέα ερωτήματα ή να προσεγγίσει μια έννοια με έναν τρόπο που κανείς μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί. ρόκειται με άλλα λόγια για ένα είδος πειθαρχημένης δημιουργικότητας το οποίο έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τα αυτονόητα ενός μαθησιακού περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, επαναπροσδιορίζεται η ίδια η έννοια της μάθησης ως διαδικασία παραγωγής νοήματος. ακράν του να πριμοδοτείται η απομνημόνευση ως πορεία κατάκτησης της γνώσης, η λογική της πειθαρχημένης δ ημιουργικότητας συγκροτεί την ίδια την έννοια της μάθησης, στο βαθμό που δεν μπορεί να βιωθεί η δεύτερη αν δεν έχει εμπεδωθεί η πρώτη. Εν τούτοις, η εν λόγω συνάφεια δεν απαξιώνει την ύπαρξη της μη δημιουργικής μάθησης αφού στην εκπαιδευτική διαδικασία συνυπάρχουν και οι δυο λογικές. ριν μπορέσει κανείς να εντρυφήσει σε μια γνωστική περιοχή, ως ένα βαθμό θα έχει περάσει από ένα είδος μη δημιουργικής μάθησης. Σε κάθε περίπτωση όμως η δημιουργικότητα θεωρείται αναγκαία για το λόγο ότι αποδίδει ενεργητικό ρόλο τόσο στην παραγωγή νοήματος όσο και στο ίδιο το υποκείμενο της μάθησης.
1.4. Δυσκολίες και εμπόδια στην εφαρμογή της καινοτομίας στην εκπαίδευση αρά την εδραίωση των προαναφερθέντων θεωρήσεων της καινοτομίας σε ακαδημαϊκό επίπεδο και σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής και την αναγνώριση της συμβολής που αυτές έχουν τόσο στη λειτουργία των σχολείων ως θεσμού και ως χώρου ανάπτυξης μαθησιακών σχέσεων όσο και στο ίδιο τον φορέα της μάθησης, πολλοί είναι εκείνοι που έχουν εστιάσει στις δυσκολίες που υπάρχουν στη σύλληψη και υλοποίηση στην εκπαιδευτική πράξη συγκεκριμένων διδακτικών μεθοδο λογιών εμφορούμενων από την κουλτούρα της καινοτομίας. Στα πλέον προφανή εμπόδια έχουν επισημανθεί οι σημαντικές ιδεολογικές διαφωνίες για το ρόλο και το σκοπό της δημόσιας εκπαίδευσης, η ανυπαρξία ενός κοινού συστήματος ταξινόμησης των μορφών καινοτομίας που μπορούν να επιδιωχθούν και η δυσπιστία στο ενδεχόμενο να δοθούν πρωτοβουλίες στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς προκειμένου να πειραματιστούν με καινοτόμες ιδέες και πρακτικές, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνουν ως επιβολή την ανάληψη πρωτοβουλιών από το κράτος να θεσμοθετήσει καινοτόμες πρακτικές στην εκπαίδευση ( υπριανός 2008, 2011; Γιαννακάκη 2002). έρα από αυτές τις γενικές και αναγνωρισμένες δυσκολίες οι οποίες θέτουν εμπόδια στην εισαγωγή της καινοτομίας, έχουν επισημανθεί και άλλες οι οποίες είναι πιο πλαισιακά εντοπισμένες και οι οποίες ενίοτε περνάνε απαρατήρητες. Ειδικότερα, αυτές μπορεί να αφορούν σε πρακτικές αδυναμίες όπως η έλλειψη πρόσβασης σε πόρους, η έλλειψη χρόνου, η έλλειψη σχετικής επιμόρφωσης ή ακόμα και απλά τεχνικά προβλήματα. Ακόμα, μπορεί να αφορούν σε πιο ψυχοκοινωνικές διαστάσεις του περιβάλλοντος, όπως έλλειψη
και μαθητές την εισπράττουν ως άνωθεν επιβολή και όχι ως κάτι που γίνεται από τους ίδιους, με αποτέλεσμα να αιφνιδιάζονται και να νιώθουν απροετοίμαστοι. Είναι προφανές ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να σέβεται και να υ ποστηρίζει την κρίση και την εμπειρία των ίδιων των εκπαιδευτικών προκειμένου να έχει αποτέλεσμα και ποιότητα ο μετασχηματισμός της εκπαίδευσης μέσω καινοτόμων πρακτικών. Η πλειονότητα των σχετικών ερευνών έχει εστιάσει στους ψυχολογικούς λόγους που κάνουν τους εκπαιδευτικούς να “αντιστέκονται στην αλλαγή” και έχουν επισημάνει το ότι οι εκπαιδευτικοί τείνουν να υιοθετούν καινοτόμες πρακτικές μόνο όταν τους βοηθούν να φέρουν εις πέρας παραδοσιακές μεθοδολογίες και στόχους. (Cox et al 1999; παρκατσάς 1998; Hopkins et al 1994; ωχέλλης 2006). Ως εκ τούτου η εν λόγω έρευνες θεωρούν ότι η εισαγωγή της καινοτομίας προϋποθέτει μια διαδικασία προσωπικής αλλαγής στον τρόπο που οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί βλέπουν τον ρόλο τους. ατά συνέπεια, κομβικής σημασίας είναι το γεγονός οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να προάγουν στους μαθητές τους την αξία και το έθος της καινοτομίας, σε μια προσπάθεια γενικότερης αλλαγής του συστήματος αξιών που επικρατεί στα σχολεία και ανάδειξης της δημιουργικότητας ως κάτι που αξίζει να επ ιδιωχθεί. Εδώ ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι καθοριστικός καθώς αυτοί είναι οι οποίοι θα λειτουργήσουν ως εξισορροπητικοί δείκτες για τη μετάβαση από την πρότερη γνώση στην δημιουργική ιδέα που αναφέραμε σε προηγούμενη ενότητα και οι οποίοι θα ανατροφοδοτήσουν αυτό το πέρασμα στους μαθητές. Η δημιουργικότητα είναι πιο πιθανό να προκύψει όταν ο εκπαιδευτικός ενδυναμώνει τους μαθητές και όταν καλλιεργεί
Ertmer 1999; Zhao and Frank 2003). Δεύτερον, η καινοτομία θα πρέπει να διατρέχει το σύνολο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και όχι μόνο την πρωτοβάθμια ή κάποια συγκεκριμένα σχολεία, για το λόγο ότι οι μαθητές καλούνται να συμφιλιώσουν στην εκπαιδευτική τους καθημερινότητα εντελώς ασύμβατες μεταξύ τους μαθησιακές λογικές. Τέλος, είναι σημαντικό να υπάρχει στο αναλυτικό πρόγραμμα μια ισορροπία μεταξύ μιας μάθησης που θα είναι καθοδηγούμενη τρόπον τινά και μιας μάθησης που θα επιτρέπει την δημιουργικότητα και την θέαση του ίδιου πράγματος από νέες οπτικές γωνίες, δηλαδή μιας μάθησης που θα έχει στόχο να εξοικειώσει και μιας μάθησης που θα έχει στόχο να απελευθερώσει. ια τέτοια εξισορρόπηση θα μπορούσε να επιτευχθεί παροτρύνοντας τους μαθητές να προβληματιστούν στην πρότερη γνώση ή αναδεικνύοντας τα αδιέξοδα στα οποία οδηγεί αυτή η γνώση, ή τέλος, αναπτύσσοντας αυτά που ήδη γνωρίζουν (Weisberg 1999; Williamson and Payton 2009; Fisher and Williams 2004) 1.5. Η καινοτομία στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική Στην Ελλάδα η παραπάνω συζήτηση σταδιακά παίρνει τη μορφή μιας εκπαιδευτικής πολιτικής η οποία εμφορείται από την επιστημολογία της καινοτομίας που αναπτύξαμε και έχει στόχο να μετασχηματίσει τη σχολική εμπειρία και έχει αποκρυσταλλωθεί θεσμικά σε απόπειρες να κατισχύσει η κουλτούρα της καινοτομίας με έναν συμπληρωματικό τρόπο και παράλληλα
Εκπαιδευτικά ρογράμματα και η Ευέλικτη Ζώνη. ρόκειται στην ουσία για θεματοποιημένες δραστηριότητες οι οποίες α) αναπλαισιώνονται διδακτικά όχι στη βάση της λογικής του κλασικού «γνωστικού αντικειμένου» αλλά έχουν στόχο να αναπτύξουν δεξιότητες (κοινωνικές, συναισθηματικές, διαχείρισης άγχους, ζωής κτλ) και να παροτρύνουν το μαθητή να συνδέσει το προσωπικό του βίωμα με την εκάστοτε δραστηριότητα που τα ρογράμματα προτείνουν και β) η όλη μεθοδ ολογία τους είναι βασισμένη στη βιωματική μάθηση και στον τρόπο που ο μαθητής ανασυγκροτεί τη σχολική του εμπειρία σε σχέση με προβλήματα που αντιμετωπίζει στην καθημερινή του ζωή. ε άλλα λόγια, βασικές αρχές των αινοτόμων ρογραμμάτων είναι η διεπιστημονική θεώρηση, η βιωματική προσέγγιση της γνώσης, η ομαδική εργασία, η καλλιέργεια του δημοκρατικού διαλόγου και το άνοιγμα του σχολείου στην κοινωνία. Η εριβαλλοντική Εκπαίδευση είναι η πρώτη που θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα και αποτελεί εθελοντική δραστηριότητα που υλοποιείται από ομάδα εκπαιδευτικών και 20-25 μαθητές/τριες σε σχολεία της ρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Επιπλέον, κάθε ρόγραμμα εξειδικεύει τους στόχους του ανάλογα με τη δραστηριότητα που υλοποιεί, για παράδειγμα, στην εριβαλλοντική Εκπαίδευση στόχος είναι η απόκτηση γνώσεων που να αφορούν στο περιβάλλον και η καλλιέργεια θετικών στάσεων και συμπεριφορών των μαθητών για την προστασία και αειφόρο ανάπτυξη του περιβάλλοντος. Τα εριφερειακά Επιμορφωτικά έντρα έχουν αναλάβει να επιμορφώσουν τους εκπαιδευτικούς για όλα τα παραπάνω. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μείωση στη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην ανάληψη ρογραμμάτων εριβαλλοντικής Εκπαίδευσης η οποία οφείλεται κυρίως στην απουσία κινήτρων, στην οικονομική κρίση η οποία τα ανάγει σε ένα είδος πολυτέλειας το οποίο θεωρείται περιττό, στη μη δικαιολόγηση δυο ωρών συμπλήρωσης ωραρίου για
επιστήμες, κατά 12% από φιλολόγους, κατά 10% από μηχανικούς, τεχνολόγους και γεωπόνους και μαθηματικούς. Η Αγωγή Υγείας είναι το δεύτερο αινοτόμο ρόγραμμα που εφαρμόζεται στην Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και θεωρείται το πλέον κατάλληλο μέσο για την πρόληψη και βελτίωση της υγείας των ανθρώπων. Στους σκοπούς της είναι η προάσπιση, η βελτίωση και η προαγωγή της ψυχικής, σωματικής και κοινωνικής υγείας των μαθητών/-τριών, αφενός με την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους και της κριτικής σκέψης τους και αφετέρου με την αναβάθμιση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντός τους. Η Αγωγή Υγείας υλοποιείται μέσα από εννέα θεματικούς άξονες οι οποίοι είναι οι «Διαπροσωπικές σχέσεις – Ψυχική Υγεία», « ρόληψη Χρήσης Εξαρτησιογόνων υσιών», « ατανάλωση και Υγεία», «Σεξουαλική Αγωγή –Διαφυλικές σχέσεις», «Φυσική Άσκηση και Υγεία», « υκλοφοριακή Αγωγή –Ατυχήματα», « εριβάλλον και Υγεία – Εθελοντισμός» και « ρόληψη και Αντιμετώπιση Έκτακτων αταστάσεων». Η Αγωγή Σταδιοδρομίας συμπληρώνει τον Επαγγελματικό ροσανατολισμό από τις αρχές του 2000 και έχει ως αντικείμενο θέματα που αφορούν στο εργασιακό περιβάλλον, στην οικονομική δραστηριότητα της τοπικής κοινωνίας, στις εργασιακές σχέσεις και στους τομείς επαγγελμάτων και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων για την οργάνωση της σταδιοδρομίας. ιο συγκεκριμένα οι στόχοι της Αγωγής Σταδιοδρομίας είναι η στήριξη των μαθητών στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους, η διερεύνηση θεμάτων που σχετίζονται με τη σταδιοδρομία των μαθητών, η ανάπτυξη δεξιοτήτων ζωής μέσω της ενεργητικής και βιωματικής μάθησης , η λήψη αποφάσεων οι οποίες θα σχετίζονται με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες τους και η σύνδεση
επηρεάσει σταδιακά το σύνολο της διδακτικής πράξης. ι δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην Ευέλικτη Ζώνη βασίζονται στην ολιστική προσέγγιση της γνώσης και στην απόκτηση δεξιοτήτων μέσα από βιωματικές και ομαδοσυνεργατικές διδακτικές μεθόδους. Στόχος είναι η αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτιστικού ρόλου του σχολείου και στη σύνδεσή του με τη καθημερινή ζωή. Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η εφαρμογή των προαναφερθέντων ρογραμμάτων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από δύο οριοθετήσεις οι οποίες πλαισιώνουν και τα κίνητρα των εκπαιδευτικών να τα αναλάβουν: πρώτον, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση πραγματοποιούνται εκτός ωρολογίου προγράμματος, κάτι που σημαίνει ότι η υλοποίησή τους θα πρέπει να γίνεται είτε το μεσημέρι ή τα σαββατοκύριακα και, δεύτερον, η ανάληψη και εκπόνησή τους από τους εκπαιδευτικούς είναι προαιρετική, όπως προαιρετική είναι και η συμμετοχή των μαθητών/τριών Στην ρωτοβάθμια Εκπαίδευση τα αινοτόμα ρογράμματα υλοποιούνται εντός ωρολογίου προγράμματος (στο πλαίσιο της ευέλικτης ζώνης, με διάχυση σε όλα τα μαθήματα ή στο ολοήμερο σχολείο) και είναι προαιρετικά για τους μαθητές. Θεωρούμε αυτές τις δυο δομικές παραμέτρους μέσα στις οποίες υλοποιούνται τα αινοτόμα ρογράμματα (εφεξής ) στην ελληνική εκπαίδευση ως έχουσες καθοριστική σημασία για το κατά πόσο θεραπεύονται οι μεθοδολογικές βάσεις της καινοτομίας έτσι όπως τις αναπτύξαμε πιο πάνω, όχι με την έννοια της επιτήρησης του βαθμού συμμόρφωσης των εκπαιδευτικών με κάποια απόλυτη και αδιαμφισβήτητη επιστημονική αλήθεια, αλλά κυρίως με την έννοια της ανάδειξης των δυσκολιών και αδυναμιών
εκπαιδευτικός ένα για λόγους συμπλήρωσης ωραρίου και διαφορετικό για λόγους που συνδέονται με την πίστη του στην αξία των νέων προσεγγίσεων οι οποίες συγκροτούν τα ως εκπαιδευτικό εγχείρημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι τείνουμε να απαξιώσουμε τους πρώτους αφού, παρά την εξωτερική αυτή πίεση για κάλυψη του ωραρίου για την οποία δεν ευθύνεται ο εκπαιδευτικός, δεν αποκλείεται μέσα από την εμπλοκή του σε κάποιο να μυηθεί στο νέο επιστημονικό παράδειγμα που τα συγκροτεί. Από την άλλη μεριά, σε καμία περίπτωση δεν υπονοούμε ότι η δεύτερη κατηγορία εκπαιδευτικών έχει κάποιου είδους ανώτερο στάτους αφού πάντα εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος, όταν κανείς υιοθετεί άκριτα και αστόχαστα ένα σύστημα οργάνωσης της γνώσης, να οδηγείται σε αποτελέσματα εντελώς διαφορετικά από αυτά που τα επιδιώκουν να ξεπεράσουν ή να αποφύγουν. Αυτό που ο παραπάνω συλλογισμός εγείρει είναι η ανάδειξη της αναγκαιότητας διερεύνησης των κοινωνικών αναπαραστάσεων των εκπαιδευτικών και των λόγων που κινητοποιούν για την εφαρμογή των , καθώς με τον τρόπο αυτό μπορεί κανείς να κατανοήσει τον χαρακτήρα και το εύρος των διαμεσολαβητικών διαδι κασιών που ξεδιπλώνονται από τη θεωρητική σύλληψη των μέχρι την πρακτική τους εφαρμογή σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον. ’ άλλα λόγια, σκοπός της έρευνάς μας είναι η διερεύνηση των αναπαραστάσεων των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του νομού Αχαΐας σε σχέση με α) την υλοποίηση, β) τον σχεδιασμό και γ) την αξιολόγηση των . έσα από αυτή την τριπλή εστίαση, αυτό που θέλουμε να εξετάσουμε έχει να κάνει, πρώτον, με το κατά πόσο αναγκαία κρίνουν τα οι εκπαιδευτικοί και πού ακριβώς εντοπίζουν αυτή την αναγκαιότητα, δεύτερον, με το κατά πόσο εξοικειωμένοι είναι με την κουλτούρα της καινοτομίας και με τις μεθοδολογικές
1) οιες είναι οι απόψεις των εκπαιδευτικών για το τι συνιστά καινοτομία στην εκπαίδευση και σε ποιους τομείς εντοπίζουν την αναγκαιότητα/χρησιμότητα της καινοτομίας ;
2) οιους λόγους επικαλούνται οι εκπαιδευτικοί για την συμμετοχή τους ή μη στην υλοποίηση καινοτόμων προγραμμάτων;
3) ατά πόσο οι δημογραφικές μεταβλητές όπως επηρεάζουν το πώς ορίζουν οι εκπαιδευτικοί την καινοτομία και τη χρησιμότητά της;
4) ατά πόσο οι δημογραφικές μεταβλητές επηρεάζουν τη συμμετοχή ή μη συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε
5) ως επηρεάζουν οι αξίες την λήψη απόφασης των εκπαιδευτικών για τη συμμετοχή τους σε ;
6) Τι είδους υλοποιούν οι εκπαιδευτικοί;
Σύμφωνα
πρώτη η οικονομική ανάπτυξη τροφοδοτείται από επενδύσεις στην κωδικοποιημένη επιστημονική και τεχνολογική γνώση. Σύμφωνα με τη δεύτερη η εισαγωγή της καινοτομίας διέπεται από μαθησιακές διαδικασίες που καταλήγουν να συνδυάζουν την προτασιακή και την σιωπηρή γνώση, δίνοντας έμφαση στα άτυπα δίκτυα σχέσεων, στην πρακτική επίλυση προβλημάτων που προκύπτουν στην εργασία και στην επένδυση στη δια βίου μάθηση. Η πρώτη θεώρηση αποδίδεται με τον όρο βασισμένη στη γνώση οικονομία και η δεύτερη με τον όρο οικονομία της μάθησης. Αντίστοιχες είναι και οι αλλαγές στην εκπαιδευτική πράξη τις οποίες πριμοδοτούν αυτές οι δυο διαφορετικές θεωρήσεις για τη γνώση. Η πρώτη φέρεται να εστιάζει στην καλλιέργεια δεξιοτήτων ακαδημαϊκής φύσης, τέτοιων ώστε να οδηγούν συγκεκριμένες επιστήμες να βελτιώνουν την κοινωνία (φυσική, μαθηματικά, υπολογιστές…). Η δεύτερη φέρεται να δίνει προτεραιότητα σε κοινωνικές δεξιότητες (συνεργασίας, επικοινωνίας, ενσυναίσθησης κτλ). Σύμφωνα με τους Lundvall et al (2008) η κουλτούρα
σχολική αδιαφορία και οι στάσεις των εκπαιδευτικών απέναντι στην αλλαγή και τα «εξωτερικά» εμπόδια όπως η γραφειοκρατία, το κόστος και η έλλειψη πόρων. οινός τόπος αυτών των προσεγγίσεων είναι α) ότι η καινοτομία η οποία θεωρείται ως επιβολή από τα πάνω δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας παρά μόνο εάν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί πειστούν για την αξία της και β) ότι όταν οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν την προσδοκία ότι η καινοτομία στην εκπαίδευση αποτελεί οργανικό μέρος της διδασκαλίας, δεν έχουν και λόγο να επενδύσουν σε κάτι τέτοιο ( Kiprianos & Theodoropoulos 2017; Guile, 2003). ια πρώτη ένδειξη αυτού του σκεπτικού μπορεί να βρει κανείς στην έρευνα των Hofman et al (2012) οι οποίοι εξετάζουν τα εξής: α) ποια μορφή παίρνουν οι καινοτομίες, β) υπάρχουν τύποι καινοτομίας που να συνδέονται με την ποιότητα του σχολείου; και γ) ποιες οι επιδράσεις τους στις σταδιοδρομίες των μαθητών. Ένα από τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα είναι ότι φάνηκε να υπάρχει θετική σχέση μεταξύ καινοτομίας και σχολικής επιτυχίας, καθώς τα σχολεία στα οποία είχαν εισαχθεί καινοτόμες διδακτικές μεθοδολογίες ως προς τα αναλυτικά προγράμματα και ως προς τη σχέση εκπαιδευτικού-μαθητών, είχαν υψηλές σχολικές επιδόσεις και υψηλό ποσοστό ικανοποίησης των μαθητών τους. Εν τούτοις, οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι το αποτελεσματικό σχολείο δεν είναι απλά ένα μετρήσιμο μέγεθος καθορισμένο από τις επιδόσεις των μαθητών του αλλά φανερώνεται στο πάθος που δείχνουν οι μαθητές του για τη μάθηση και στην ανάπτυξη μετα-γνωστικών ικανοτήτων (Hofman et al (2012:858). Pappert (1997) προτείνει την εξέταση της σχέσης ανάμεσα στην υιοθέτηση της καινοτομίας και στην αντίσταση στην αλλαγή προσπαθώντας να αναδείξει τον πλαισιακό χαρακτήρα της καινοτομίας και τη σταδιακή αλλαγή που επέρχεται στο σύνολο της σχολικής και οργανωσιακής κουλτούρας μέσω της προσαρμογής της σε νέες πρακτικές. Στο πλαίσιο αυτό, για κάποιους ερευνητές, είναι σημαντική η διάκριση ανάμεσα σε εμπόδια «πρώτης» και εμπόδια «δεύτερης» τάξης. Τα πρώτα αφορούν κυρίως στο περιβάλλον στο οποίο εισάγεται η καινοτομία και σε παράγοντες
(Ertmer 1999). ’ άλλα λόγια, τα εμπόδια αυτής της τάξης αναφέρονται στην ψυχολογία του δασκάλου, στις παιδαγωγικές θεωρίες που ενεργοποιεί, στις αντιλήψεις του για το ρόλο του σχολείου και, τέλος, στα βιώματά του από όλη την εκπαιδευτική του πορεία. οινωνιολόγοι των οργανώσεων και της εκπαίδευσης εδώ και καιρό έχουν ταξινομήσει τις στάσεις απέναντι στην καινοτομία σε «innovators » και «resistors ». ι πρώτοι είναι άνθρωποι θετικά διακείμενοι απέναντι σε πρωτοποριακές πρωτοβουλίες, αναλαμβάνουν εύκολα το ρίσκο και προωθούν πάση θυσία δημιο υργικές και καινοτόμες ιδέες σε εκπαιδευτικά και εν γένει εργασιακά περιβάλλοντα. ι δεύτεροι είναι άνθρωποι με πιο παραδοσιακές δομές πεποιθήσεων και αντιστέκονται στην αλλαγή είτε λόγω γνωσιακών είτε λόγω ιδεολογικών καταβολών. άλιστα αρκετοί είναι αυτοί που έχουν υποστηρίξει ότι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είναι οι καλύτεροι προβλεπτικοί δείκτες της στάσης απέναντι στην αλλαγή ( Bedeian 1980; Burningham and West 1995; Hosking and Anderson 1992). Έρευνες παρόμοιου θεωρητικού προσανατολισμού έχουν εξετάσει τη συμβολή ομαδικών διαδικασιών στην εφαρμογή της καινοτομίας, εστιάζοντας α) στη σαφήνεια των στόχων οι οποίοι διευκολύνουν την ανάπτυξη νέων ιδεών, β) τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στη λήψη απόφασης, γ) την όσμωση διαφορετικών θέσεων στην υλοπ οίηση της καινοτομίας, δ) την επιτρεψιμότητα της εποικοδομητικής κριτικής και ε) την συλλογική επιβράβευση της εφαρμογής της καινοτομίας (West 1990).
Jones (2004) έχει υποστηρίξει ότι οι εκπαιδευτικοί τείνουν να υιοθετούν την καινοτομία μόνο όταν έχουν πειστεί τελείως από τα πρακτικά αποτελέσματά της ή μόνο όταν αυτή τους βοηθά να κάνουν καλύτερα αυτό που ήδη ξέρουν. Ως προς αυτό, καθοριστικός παράγοντας για αυτή τη στάση είναι το είδος των παιδαγωγικών θεωριών που υποστηρίζει ο εκπαιδευτικός και η εικόνα που έχει για
για την καινοτομία μπορεί να είναι η ανάπτυξη δεσμών όπως το πανεπιστήμιο της περιοχής, εθελοντικές οργανώσεις ή κινήσεις πολιτών μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (π.χ. κάποιο επιστημονικό ινστιτούτο), οι οποίοι μπορούν να ευνοήσουν όχι μόνο ανταλλαγή τεχνογνωσίας σε σχέση με την καινοτομία αλλά και τρόπους υποστήριξής της. έσα από τέτοιου είδους υποστήριξη που παρέχει η κοινότητα ευνοείται παράλληλα και η συσσώρευση των πόρων εκείνων που είναι αναγκαίοι για την αποδοχή της καινοτομίας από τους θεσμικούς φορείς που περιβάλλουν το σχολείο (Sharma 2005) Αυτό το οποίο οι παραπάνω ερευνητές επισημαίνουν είναι ότι η ανάδειξη των εμποδίων (είτε των θεσμικών είτε των ατομικών) θα πρέπει να συνδυαστεί με το πλαίσιο και με τις ιδιαιτερότητες των εκάστοτε και προς εξέταση περιπτώσεων εντός των οποίων εκπαιδευτικοί και μαθητές αλληλεπιδρούν (Kiprianos & Theodoropoulos 2017) ι αλληλεπιδράσεις αυτές οργανώνονται στη βάση διαφορετικών θεματικών επιπέδων ή, όπως ονομάζονται «στρωματώσεων επιρροής». Το σκεπτικό τους είναι ότι σε κάθε θεματικό επίπεδο επικρατούν διαφορετικής φύσης εμπόδια τα οποία δυσχεραίνουν την εφαρμογή της καινοτομίας. Το προτέρημα αυτού του είδους προσέγγισης του ζητήματος είναι ότι έτσι φωτίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια η φύση και τα χαρακτηριστικά των διαφορετικών εμποδίων. Αντλώντας κυρίως από τη θεωρία του Bronfenbrenner, οι Cox et all (1999) έχουν απομονώσει τέσσερα θεματικά επίπεδα τα οποία λειτουργούν διευκολυντικά ή αποτρεπτικά για την καινοτομία και είναι τα εξής: α) παράγοντες που αφορούν στην ίδια την καινοτομία, β) παράγοντες που αφορούν στις διαθέσεις του ίδιου του εκπαιδευτικού και στις σχέσεις που έχει αναπτύξει με τους μαθητές, γ) παράγοντες που συνδέονται με την σχολική κουλτούρα και με τις σχέσεις που έχει το σχολείο με την ευρύτερη κοινότητα και δ) παράγοντες που συνδέονται με το είδος της εκπαιδευτικής
υλοποίησης, (β) στα χαρακτηριστικά της περιφέρειας που περιλαμβάνονται η περιφέρεια, η ταξινόμηση, ο ρόλος του διευθυντή και του δ ασκάλου, και (γ) οι εξωτερικοί παράγοντες. ροϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα της καινοτομίας, είναι η ενεργητικότητα και συμμετοχή στην έναρξη της δράσης, πίεση και υποστήριξη, σύνδεση θεωρίας και πράξης, υιοθέτηση της δράσης ( αμουκτσόγλου, 2005:114). Ως εκ τούτου, αν θέλει κανείς να εντοπίσει τους παράγοντες που μειώνουν την πιθανότητα εισαγωγής της καινοτομίας, αυτοί σχετίζονται με το φόβο μήπως αποκαλυφθούν αδυναμίες, αποτελούν πηγή ανασφάλειας και ανησυχίας για το άγνωστο που κομίζει, θίγονται συμφέροντα, επιφέρει επιβάρυνση εργασιακή, πίεση ίσως και συγκρούσεις, δημιουργεί ομάδες κοινών συμφερόντων κ.ά. Επομένως η αλλαγή δεν πρόκειται να πετύχει, αν δεν προωθηθεί και δεν κατευθυνθεί, χωρίς να λάβει υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες.
2.2. Προϋποθέσεις επιτυχούς εισαγωγής καινοτομιών
Σύμφωνα με το Fullan (1991:97,112) και συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, μια καινοτομία μπορεί να τύχει θετικής ανταπόκρισης από τον εκπαιδευτικό οργανισμό, όταν :
1. τίθενται στόχοι ευδιάκριτοι,
2. υπάρχει μεταβίβαση αρμοδιοτήτων,
3. η σύγκρουση αντιμετωπίζεται εποικοδομητικά μέσω επιλυτικών μεθόδων, 4. κυριαρχεί το συνεργατικό πνεύμα, 5. η καινοτομία παίρνει συλλογικό χαρακτήρα μέσα στη σχολική μονάδα και
αναληφθεί και να εφαρμοστεί είναι α) η εμπέδωση της ιδέας ότι σκοπός της είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής της εκπαιδευτικής καθημερινότητας, β) ο ευέλικτος προγραμματισμός της, γ) η επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού και δ) η σύνδεση θεωρίας και πράξης. ία καινοτομία είναι ουσιαστική και συνδέεται με τον ποιοτικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, εφόσον διακρίνεται για την αναγκαιότητα πραγματοποίησής της. Επίσης όσο πιο σαφής είναι, τόσο περισσότερο συνδέεται με τις ανάγκες της σχολικής ζωής. Εφόσον το πρόγραμμα υλοποίησης προτάσεων δεν διακρίνεται για τις σαφείς θέσεις, αλλά παρατηρούνται ασάφειες ως προς την εφαρμογή των προτάσεων αυτών, παρατηρείται καθυστέρηση και αδυναμία εφαρμογής τους. Επιπλέον για να έχει αξία μια καινοτομία θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα υλοποίησής της. ( αμουκτσόγλου, 2005:113-7). Για να προχωρήσει μια καινοτομία θα πρέπει να έχει κάποιο βαθμό αυτονομίας. Αυτό σημαίνει ότι στο χώρο της εκπαίδευσης οι σχολικές μονάδες θα πρέπει να έχουν ένα είδος αυτονομίας και να μην εξαρτώνται από το Υπουργείο αιδείας. Τέτοιες αποκεντρωτικές τάσεις έχουν σχολεία στις Η Α στην Αυστραλία και τον α ναδά. Η αυτονομία στα σχολεία δε σημαίνει απαραίτητα ότι εξασφαλίζει την ανάπτυξη καινοτόμων δράσεων. Η αυτονομία θα πρέπει να συνοδεύεται και με την ενεργό συμμετοχή και συνεργασία όσο το δυνατόν περισσότερων ατόμων και ομάδων. Υπάρχει σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ δασκάλων – καθηγητών, γονέων και μαθητών για την επίτευξη των παιδαγωγικών στόχων. Επομένως είναι αναγκαία η επικράτηση ενός συμμετοχικού διοικητικού μοντέλου το οποίο θα ενθαρρύνει τη συνεργασία. (Γιαννακάκη 2002:120-121). Για να έχει καινοτόμο ρόλο το σχολείο, ο Διευθυντής θα πρέπει να επικοινωνεί με ορθό τρόπο με το διδακτικό προσωπικό και με τις διάφορες εξωσχολικές ομάδες, να έχει επάρκεια γνώσεων, ενημέρωση, διοικητική πείρα, επιστημονικά καταρτισμένος, αποφασιστικός, ενθουσιώδης κλπ. Διευ θυντής με τέτοια προσωπικότητα δημιουργεί κοινό όραμα μεταξύ των εκπαιδευτικών, θέτει
προσδοκιών (Γιαννακάκη 2002: 125). Ειδικά ως προς αυτή τη διάσταση, οι Anderson and King (1993), εστιάζουν σε έξι ζητήματα τα οποία αγγίζουν τη σχέση της ηγεσίας και καινοτομίας και είναι τα εξής: παρότρυνση ατομικής πρωτοβουλίας, σαφής επιμερισμός ευθυνών, αξιολόγηση ανατροφοδότησης,
ειδικότερα στην υποστηρικτική στάση που θα πρέπει να δείξει στην αρχική φάση της εισαγωγής της καινοτομίας και στην επιβραβευτική στάση που θα πρέπει ν α δείξουν κατά τη φάση της υλοποίησης (Anderson and King 1993). Σημαντικό ρόλο για την επιτυχή έκβαση μιας καινοτομίας, έχουν οι εκπαιδευτικοί. Θα πρέπει να είναι κατάλληλα επιμορφωμένοι τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά καθώς και να εξασκούνται στα μέσα που αφορούν τις καινοτομίες. (Ryan and Joong 2005: 1-2). Επιπροσθέτως, οι σχέσεις των εκπαιδευτικών αποτελούν σημαντικό παράγοντα επιτυχίας στην εφαρμογή της καινοτομίας. ι εκπαιδευτικοί μοιράζονται κοινές συνθήκες εργασίας και βοηθούν ο ένας τον άλλο, έχον τας αναπτύξει μεταξύ τους μια συλλογική δύναμη, ικανή να αντιμετωπίζει και να βρίσκει λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν καθ’ όλη τη διάρκεια υλοποίησης της καινοτόμου δράσης (Sergiovanni 2001: 108, 117-8). Επίσης, οι συνεργατικές σχέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη ικανοτήτων που είναι απαραίτητες για την καινοτομία, δεδομένου ότι κάθε εκπαιδευτικός δεν έχει φτάσει από μόνος του στον ίδιο βαθμό ετοιμότητας που απαιτεί η εφαρμογή της (Fullan 1985: 396). Σε μια πρόσφατη έρευνα οι Brundrett and Duncan (2011) υποστήριξαν ότι πέρα από τα παραπάνω, η επιτυχία της καινοτομίας εξαρτάται και από το Αναλυτικό ρόγραμμα το οποίο αποτυπώνει τις βασικές της επιστημολογικές παραδοχές. Έτσι για τους συγγραφείς αυτούς, για να μπορέσει το προσανατολισμένο στην καινοτομία Αναλυτικό ρόγραμμα να πετύχει το σκοπό του θα πρέπει τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας να έχουν πειστεί για την αναγκαιότητά της, να έχουν υιοθετήσει τις εκπαιδευτικές του αξίες, να εμπλέκονται ενεργά όχι μόνο στην εφαρμογή της αλλά και στη σύλληψή της και να είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες και στα δεδομένα της τοπικής κουλτούρας που πλαισιώνει το σχολείο. Βέβαια
επιβάλλεται από το Υπουργείο, το οποίο και ασκεί τον έλεγχο στα σχολεία (House 1979: 137-8). Έμφαση δίνεται στην αλλαγή στοιχείων του εκπαιδευτικού συστήματος και στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Η προσέγγιση αυτή εξυπηρετεί ένα καθαρά συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό σύστημα που παραβλέπει την εκπαιδευτική πραγματικότητα και δεν ευνοεί τη συλλογική λήψη αποφάσεων ( απαναούμ 2000: 12-13). Η δεύτερη προσέγγιση, ονομάζεται πολιτική και δίνει έμφαση στη σύγκρουση που δημιουργείται στο χώρο της εκπαίδευσης, καθώς το άτομο εξαναγκάζεται να καταφύγει σε στρατηγικές για να αντεπεξέλθει στην καινοτομία. αι στην προσέγγιση αυτή οι σχεδιαστές έχουν μια καλή εικόνα της σχολικής πραγματικότητας χωρίς να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της σύγκρουσης που πηγάζει από την επιδίωξη των στόχων υλοποίησης της καινοτομίας. Τέλος στην πολιτισμική προσέγγιση, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αλληλεπίδραση των ομάδων αναφοράς οι οποίες έχουν διαφορετικές αξίες (κατά το στάδιο της υιοθέτησης της καινοτομίας) ενώ η βαρύτητα δίνεται στην καθημερινότητα του σχολείου (House 1979: 146-148). 2.3. αράγοντες μη επιτυχούς εισαγωγής της εκπαιδευτικής καινοτομίας ε βάση τα όσα αναπτύξαμε μέχρι τώρα για τις προϋποθέσεις της πετυχημένης εισαγωγής της καινοτομίας, μπορεί κανείς να φωτίσει και τους παράγοντες οι οποίοι κάνουν μια καινοτομία να έχει αρνητική έκβαση. ι κυριότεροι παράγοντες αποτυχίας των καινοτομιών, εντοπίζονται στις αποφάσεις και δράσεις της διοίκησης, στην ανάγκη για αλλαγή, στη φύση της ίδιας της καινοτομίας, στους εμπλεκομένους, στην διαδικασία
εξαρτώμενο από το Υπουργείο, άσχετο με τη σχολική πραγματικότητα, ενώ ο ζωντανός οργανισμός του σχολείου παραμένει αμέτοχος στη λήψη αποφάσεων που τον αφορούν. Η πίεση που ασκεί η διοίκηση για την εισαγωγή μιας καινοτόμου δράσης έχει συχνά αρνητικά αποτελέσματα, γιατί αποκτά χαρακτήρα υποχρεωτικό και παραβλέπει τη διάθεση και την ανάγκη του κάθε σχολείου για την εισαγωγή της (Miles 1998: 53). Η πολιτική σκοπιμότητα και εκμετάλλευση των καινοτομιών ωθεί το εκπαιδευτικό επιτελείο σε βιαστικές και εξωπραγματικές λύσεις, θεω ρώντας δεδομένη την ανάγκη για αλλαγή, χωρίς όμως πρότερη διερεύνηση των ουσιωδών αναγκών και δυνατοτήτων του σχολείου, και παραβλέποντας τη συνθετότητα και πολυπλοκότητα των προβλημάτων της σχολικής μονάδας. Το σχολείο θεωρείται ένας ιδεατός οργανισμός έτοιμος να δεχτεί οποιαδήποτε καινοτόμο δράση και ικανός να την εφαρμόσει με επιτυχία (Fullan & Miles 1992: 745-148). Εκτός από τις ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας, τα χαρακτηριστικά της ίδιας της καινοτομίας μπορεί να προοιωνίζουν την επερχόμενη αποτυχία τη ς. ολλές φορές η πίεση χρόνου εξαναγκάζει τους ενδιαφερομένους να υιοθετήσουν μια καινοτομία, χωρίς να εξετάσουν τα χαρακτηριστικά και την καταλληλότητα της. Έτσι, η καινοτομία δεν ανταποκρίνεται στο επίπεδο των μαθητών, γεγονός που προκαλεί σύγχυση στους εκπαιδευτικούς και στους μαθητές και διαταράσσεται η λε ιτουργία του σχολείου (Hopkins et al 1997: 74-6). Η αποτυχία μιας καινοτομίας επιτείνεται και από το γεγονός του κατακερματισμού της κατά τη διάρκεια υλοποίησης της. κατακερματισμός συμβαίνει, όταν εμφανίζεται πληθώρα καινοτόμων προτάσεων και στρατηγικών με αντιφατικό περιεχόμενο και με απαίτηση από τους εκπαιδευτικούς να τις
κακές διαπροσωπικές σχέσεις, η πίεση της τοπικής κοινωνίας και η έλλειψη οράματος, καθοδήγησης και υποστήριξης του διευθυντή διαμορφώνουν τέτοιες συνθήκες και νόρμες στο σχολείο που δυσχεραίνουν ή και καθιστούν αδύνατη την όποια καινοτόμο πρόταση και δράση. ρόλος του διευθυντή στην επιτυχία ή αποτυχία μιας καινοτομίας είναι καθοριστικός, καθώς αυτός είναι που διαμορφώνει το κλίμα μέσα στο σχολείο, υποστηρίζει ή αποθαρρύνει τους εκπαιδευτικούς και έρχεται σε επαφή με εξωτερικούς φορείς (Hopkins et al 1997: 78). Όμως για τη σημαντικότητα του ρόλου του διευθυντή στην εισαγωγή και εφαρμογή καινοτομιών θα γίνει εκτενής αναφορά σε επόμενο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας. υσιαστικά οι παράγοντες που οδηγούν σε μια αποτυχημένη εφαρμογή καινοτομιών μπορούν να συνοψιστούν ως εξής ( ωχέλλης 2006)
1. αγνοείται ο κοινωνικός και πολιτισμικός περίγυρος της τάξης, του σχολείου και της τοπικής κοινωνίας,
2. οι ειδικοί που σχεδιάζουν, αναπτύσσουν και διαχέουν τις καινοτομίες διαφέρουν από τους εκπαιδευτικούς της πράξης,
3. τα σχολεία δεν αντιμετωπίζονται ως διαρκώς εξελισσόμενα κοινωνικά συστήματα αλλά ως μονάδες που χρειάζονται ρύθμιση,
4. παρατηρείται απουσία στήριξης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών,
5. ο διευθυντής αντιμετωπίζεται ως εντολοδόχος της κρατικής εξουσίας,
6. δεν υπάρχει σύζευξη θεωρίας και πράξης, και 7. δίνεται έμφαση στο περιεχόμενο της καινοτομίας και όχι στη δυνατότητα του αποδέκτη να καινοτομεί 8. φόβος για κάτι καινούργιο που ξεφεύγει από τις καθιερωμένες πρακτικές. . ι έρευνες συγκλίνουν
εμπλεκομένων. Για να πραγματοποιηθεί το εκπαιδευτικό έργο χρειάζεται πολυδιάστατη γνώση και σύνθετες δεξιότητες. Για την προσαρμογή του σχολείου τόσο στις ανάγκες των μαθητών , καθώς τα χαρακτηριστικά τους διαχρονικά μεταβάλλονται, όσο και στην αντιμετώπιση της αβεβαιότητας που επικρατεί στο εκπαιδευτικό έργο εξ αιτίας αυτής της διαφοροποίησης, θεωρείται αναγκαία η υιοθέτηση ενός ευέλικτου προγράμματος σπουδών (Γιαννακάκη 2002:120-121). Η καινοτομία σε ένα αποκεντρωτικό σύστημα εξαρτάται ακόμη από την ύπαρξη και ορισμένων επιπλέον παραγόντων. Ένας από αυτούς είναι η μεταβίβαση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων σε καίρια ζητήματα όπως η ευελιξία του αναλυτικού προγράμματος του σχολείου, που θα έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε αλλαγές, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο για την ικανοποίηση των εκάστοτε μαθητικών αναγκών. Σημαντικός επίσης, είναι ο παράγοντας της γνώσης και της πληροφόρησης των εμπλεκόμενων ατόμων και ομάδων. Όταν τα εμπλεκόμενα άτομα διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες, καθίστανται ικανά για τη λήψη ορθών αποφάσεων. Ωστόσο εκτός από τις επαρκείς γνώσεις στο γνωστικό αντικείμενο, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούν ορθά τις μεθόδους διδασκαλίας και τα εποπτικά μέσα, να είναι καταρτισμένοι στην οργάνωση και στη διοίκηση μιας σχολικής μονάδας και να δραστηριοποιούνται στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων για τη βελτίωση της συνεργασίας τους. Επιπλέον πρέπει να θέτουν στόχους και να μπορούν να αξιολογούν το βαθμό επίτευξής τους (Γιαννακάκη, 2002:123). διευθυντής και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του οργανισμού και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ώστε να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο με μακροπρόθεσμους στόχους που θα επιφέρει αλλαγές και νέες πρακτικές. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, χρειάζεται σταθερότητα της διοίκησης και του διδακτικού προσωπικού. ι συνεχείς ανανεώσεις του διδακτικού προσωπικού δεν ευνοούν
σύνολο εξ αυτών αναλύει διεξοδικά την επίδραση των λεγόμενων εξωτερικών παραγόντων οι οποίοι είτε διευκολύνουν είτε δυσχεραίνουν την υλοποίηση των . Ειδικότερα, θα αναφερθούμε σε παράγοντες όπω ς η εξοικείωση των εκπαιδευτικών με τις Τ Ε κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών τους σπουδών, με το ρόλο που διαδραματίζει η επαγγελματική αυτονομία του εκπαιδευτικού και η αυτονομία της σχολικής μονάδας, με την σημασία του «ανοίγματος» του σχολείου στην ευρύτερη κοινότητα και στον ρόλο της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στην υιοθέτηση θετικών στάσεων απέναντι στα . Το γεγονός ότι η εκπαιδευτική καινοτομία είναι ένα ζήτημα που απασχολεί την ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα φαίνεται από την «έκρηξη» που μπορεί να παρατηρήσει κανείς τα τελευταία είκοσι χρόνια στις έρευνες που διεξάγονται και οι οποίες προσπαθούν να εξετάσουν τις πολλαπλές διστάσεις της.
Δομικές δυσχέρειες Τα ερευνητικά ευρήματα από έρευνες που έχουν γίνει στον ελληνικό χώρο έχουν εστιάσει περισσότερο στην εξωτερική διάσταση της καινοτομίας αποτυπώνοντας την ποσοτική δυναμική που διέπει την υλοποίηση σχετικών προγραμμάτων και τις θεσμικές λογικές οι οποίες δυσχεραίνουν την εφαρμογή της. Ως εκ τούτου, ένα μέρος των ερευνών αυτών έχει εστιάσει στο ότι ο χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος είναι τέτοιος ώστε οι όποιες προσπάθειες που γίνονται για να εισαχθούν καινοτομίες στις σχολικές μονάδες ακυρώνονται λόγω της έλλειψης περιθωρίων για την ανάπτυξη πρωτοβουλίας, ενώ η προσκόλληση των αναλυτικών προγραμμάτων σε παραδοσιακούς τρόπους διδασκαλίας δεν επιτρέπουν στον εκπαιδευτικό να εξοικειωθεί με τις νέες εκπαιδευτικές πρακτικές που απαιτούν
εισαγωγής καινοτομιών ( αυροσκούφης 2002: 20-1) Η κατάσταση φαίνεται να επιτείνεται και από την περιορισμένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών αναφορικά με τις καινοτομίες και τη χρήση των νέων τεχνολογιών ( αβούρη 1999: 96). ι εκπαιδευτικοί που δεν είχαν αποκτήσει από τ ην πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση επαρκή επιστημονική, διδακτική και παιδαγωγική κατάρτιση, αντιμετωπίζουν δυσκολίες και στη διαχείριση των προβλημάτων της τάξης. Η επιμορφωτική υποστήριξη που λαμβάνουν μέσα από τα Ε με τα Ταχύρυθμα Υποχρεωτικά και ροαιρετικά προγράμματα έχει αποσπασματικό χαρακτήρα και δεν αφορά πάντα το σύνολο των εκπαιδευτικών. Έτσι, φαίνεται ότι οι εκπαιδευτικοί αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις αυξανόμενες απαιτήσεις του ρόλου τους και να διαχειριστούν τις καταστάσεις αβεβαιότητας που προκύπτουν από την εισαγωγή και εφαρμογή καινοτόμων προγραμμάτων (Raikou, Karalis, & Ravanis, 2017; Χατζηδήμου & Στραβάκου 2005: 33). ατά συνέπεια η όποια καινοτομία παραμένει μετέωρη και ουσιαστικά ανεφάρμοστη στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Συνεπώς, σύμφωνα με την Αναγνωστοπούλου (2001: 257) γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο οι εκπαιδευτικοί και διευθυντές φαίνεται ότι τείνουν να επιλέγουν καινοτομίες που άπτονται περισσότερο θεμάτων διδασκαλίας, όπως η ενισχυτική διδασκαλία ή πρόσθετη διδακτική στήριξη ή αφορούν εξωδιδακτικά προγράμματα, όπως η Αγωγή Υγείας, η εριβαλλοντική Εκπαίδευση, η λυμπιακή αιδεία, η Αγωγή Σταδιοδρομίας ή ο Σχολικός Επαγγελματικός ροσανατολισμός. Συχνές είναι και οι καινοτομίες με τη μορφή πολιτιστικών εκδη λώσεων (όπως θέατρο, χορωδία, εκμάθηση παραδοσιακών χορών, δανειστική βιβλιοθήκη, έκθεση φωτογραφίας και αθλητικοί αγώνες), για τις οποίες τα σχολεία δείχνουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. ιο σπάνιες είναι οι καινοτομίες όπως η Ευέλικτη Ζώνη αινοτόμων
διευκολύνει τους εκπαιδευτικούς στην υλοποίηση τους ( αυροσκούφης 2002: 1921). Άλλοι ερευνητές έχουν υποστηρίξει ότι σε μεγάλο βαθμό τα κίνητρα των εκπαιδευτικών που υλοποιούν καινοτόμα προγράμματα είναι παιδαγωγικού χαρακτήρα, κάτι που φανερώνει την προθυμία τους να πειραματιστούν με τις παιδαγωγικές καινοτομίες (Raikou, Karalis, & Ravanis, 2017; Αγγελίδου & ρητικού 2005). Όμως παρά την αυξητική τάση που παρατηρείται στον αριθμό των προγραμμάτων που πραγματοποιούνται στα σχολεία, φαίνεται ότι μόνο το 25% των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υλοποιεί προγράμματα όχι σε σταθερή βάση αλλά περιστασιακά (Γούπος 2005). ι λόγοι αυτού του αρνητικού ευρήματος μπορούν να αποδοθούν στην ανυπαρξία ευελιξίας των Αναλυτικών ρογραμμάτων, την εφαρμογή των εκτός ωρολογίου προγράμματος και η έλλειψη χρόνου εκπαιδευτικών και μαθητών, με τους δεύτερους να δείχνουν απρόθυμοι να παραμείνουν στο σχολείο για δραστηριότητες που τους είναι ευχάριστες και τους πρώτους να δείχνουν μικρή διάθεση για συμμετοχή σε επιμορφωτικά προγράμματα που διοργανώνουν σχετικοί φορείς. άνω σε αυτό το σημείο έρευνες έχουν δείξει ότι παρά την προθυμία των εκπαιδευτικών να πειραματιστούν με νέες παιδαγωγικές λογικές, ο αριθμός συμμετοχής τους παραμένει μικρός (Γούπος 2005). Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η απροθυμία αυτή εκφράστηκε και σε σχετική έρευνα (Σπυροπούλου κ.α. 2008) της οποίας στόχος της ήταν να εξετάσει το κατά πόσο τα έχουν ενταχθεί στην σχολική καθημερινότητα, το αν βελτιώνουν τη στάση των μαθητών/τριών ως προς τα αντίστοιχα ζητήματα που πραγματεύεται καθένα εξ αυτών (δηλαδή περιβαλλοντική εκπαίδευση, αγωγή υγείας κτλ) μετά την υλοποίησή
Σύμβουλοι, Διευθυντές και εκπαιδευτικοί φάνηκε να δίνουν προτεραιότητα στο ανελαστικό Α Σ, στην ελλιπή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και στην έλλειψη επαρκούς υλικοτεχνικής υποδομής, δηλαδή σε αυτό που στην πρώτη ενότητα αναφέραμε ως «εξωτερικά εμπόδια» ή θεσμικούς ανασταλτικούς παράγοντες. Η συμβολή της επαγγελματικής αυτονομίας των εκπαιδευτικών ια απάντηση η οποία έχει προταθεί ως τρόπος ξεπεράσματος των εν λόγω εμποδίων είναι η ανάπτυξη της λεγόμενης «επαγγελματικής αυτονομίας», η οποία συνήθως σχετίζεται με την ελευθερία επιλογών και πράξεων που έχει ο εκπαιδευτικός μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας, ώστε να μπορεί να δράσει αυτόνομα. Θεωρείται ότι ο εκπαιδευτικός έχει μία μορφή αυτονομίας, καθώς, όταν κλείνει η πόρτα της αίθουσας, είναι υπεύθυνος και «ελεύθερος» ως ένα βαθμό να πράξει όπως αυτός κρίνει καλύτερα για τους μαθητές του ( ωχέλλης, 2006). Η επαγγελματική αυτονομία του εκπαιδευτικού θα πρέπει να εννοηθεί ως ο βαθμός ελευθερίας του στη σχολική τάξη. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή ονάδα «Ευριδίκη» (2008:17), αυτή η ελευθερία περιλαμβάνει: (α) τη λήψη αποφάσεων για την εκπαιδευτική διαδ ικασία, οι οποίες θα λαμβάνονται σύμφωνα με κάποιες αρχές προσδιορισμένες από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό, και (β) την υλοποίηση των αποφάσεων αυτών. αυτόνομος εκπαιδευτικός έχει την ικανότητα να παίρνει ο ίδιος αποφάσεις, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη του τις ανάγκες των μαθητών του αλλά και της κοινωνίας. Η επαγγελματική αυτονομία σε σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία σχετίζεται με τις εξής παραμέτρους (Hanson, 1991: 24): (α) με το κύρος που νιώθουν ότι έχουν οι εκπαιδευτικοί αφού έχουν εξειδικευμένη γνώση πάνω στο αντικείμενό
& Palios 2016).
Για να ενδυναμωθεί ο ρόλος του εκπαιδευτικού ως επαγγελματία και να ενισχυθεί ο επαγγελματισμός του, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της αυτονομίας του. Η επαγγελματική αυτονομία του εκπαιδευτικού δεν περιορί ζεται μέσα στη σχολική τάξη αλλά περιλαμβάνει τη λήψη αποφάσεων σε παραμέτρους π ου επηρεάζουν την καθημερινότητά του, όπως είναι η οργάνωση του σχολείου, οι διαδικασίες πειθαρχίας καθώς και το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών που διδάσκεται (Pearson & Moomaw, 2005). Η ενίσχυση της αυτονομίας και επιπροσθέτως η ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών θα προσφέρει λύση σε πολλά από τα σημερινά προβλήματα στην εκπαίδευση, καθώς οι εκπαιδευτικοί θα είναι σε θέση να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων σε σημαντικά ζητήματα που αφορούν την εκπαίδευση. Υποστηρίζεται ότι η ενδυνάμωση του σχολείου και συνεπώς του ρόλου του εκπαιδευτικού θα είναι ένας παράγοντας που θα συνεισφέρει στη βελτίωση της εκπαίδευσης παράλληλα με την αποκέντρωση του εκπαιδευτικού σχεδιασμού και της λήψης αποφάσεων ( αρατζιά –Σταυλιώτη 2009; Palios & Paraskevopoulou-Kollia 2011) Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες έχει διαμορφωθεί μία διαφορετική έννοια της αυτονομίας του εκπαιδευτικού, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα εκπαιδευτικά συστήματα του εξωτερικού, που συνδέεται περισσότερο με την «αυτονομία της σχολικής μονάδας». Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΣΑ (2018: 35-6), ένδειξη της έλλειψης αυτονομίας αποτελεί το γεγονός ότι ο βαθμός ελέγχου των Αναλυτικών ρογραμμάτων από τους εκπαιδευτικούς είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΣΑ, ενώ σχολεία των οποί ων τα εκπαιδευτικά συστήματα τούς δίνουν μεγαλύτερη ευχέρεια στη λήψη απόφασης για την αξιολόγηση
Φαίνεται ότι όλο και περισσότερες κυβερνήσεις αναγνωρίζουν τη σημασία της σχολικής αυτονομίας και προχωρούν σε αλλαγές που ενισχύουν την αυτονομία στη διαχείριση των σχολικών μονάδων (Eurydice, 2007). μεγαλύτερος βαθμός αυτονομίας στις σχολικές μονάδες ωστόσο συνεπάγεται μεγαλύτερες ευθύ νες από τους εμπλεκόμενους και διαφορετική μορφή λογοδοσίας. Η σχολική κοινότητα Ένας από τους τρόπους οι οποίοι έχουν προταθεί για την αποτελεσματικότερη εισαγωγή και εφαρμογή της καινοτομίας είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη μιας εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής η οποία θα έχει ως στόχο το να γίνει η καινοτομία κατανοητή όχι μόνο από εκπαιδευτικούς και μαθητές αλλά και α πό τους γονείς, σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί το αίσθημα της κοινότητας. Η οποιαδήποτε καινοτομία, εκτός από μορφή και περιεχόμενο, πρέπει να διέπεται και από συνολικότητα, προκειμένου να εμπλακούν όλοι στην απόφαση εφαρμογής της ( αρατζιά–Σταυλιώτη 2009; απακωνσταντίνου, 2008). Η υιοθέτηση από την πλευρά του σχολείου μιας κουλτούρας που ευνοεί τη συνεργατικότητα, τον αμοιβ αίο σεβασμό και την ανακαλυπτική μάθηση, όπου ο καθένας θα χρησιμοποιεί τον δικό του ρυθμό για την κατάκτηση των γνώσεων, κρίνεται απαραίτητη για τη θετική στάση των ατόμων που κινούνται μέσα στο σχολείο και για την υλοποίηση καινοτομιών που ανταποκρίνονται στις σημερινές προκλήσεις της ετερογένειας, της διαπολιτισμικότητας και των διαφορετικών αναγκών και ρυθμών μάθησης. ια καινοτομία στο εκπαιδευτικό σύστημα έχει πιθανότητες επιτυχίας, όταν εξασφαλίζεται η συναίνεση στο περιβάλλον που εφαρμόζεται. Η ιστο ρία του σχολείου, η κοινότητα, η ηγεσία και το ανθρώπινο δυναμικό του, δηλαδή το σχολικό περιβάλλον επηρεάζει και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα ερμηνευθεί η καινοτομία και τελικά
να εναρμονίσει τις δραστηριότητες του με την εν γένει συμπεριφορά του. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες, οι οποίες ως εσωτερικές κινητήριες δυνάμεις κατευθύνουν τη συμπεριφορά
του προς την επίτευξη τόσο ατομικών αλλά και συλλογικών στόχων ( ασιαρδής 2004: 26). διαίτερα στην περίπτωση των συλλογικών στόχων, όπως είναι οι καινοτομίες, η παράβλεψη της προσωπικότητας, των αντιλήψεων και των πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών, καθιστά αρκετά δύσκολη τη μετάβαση της καινοτομίας από το στάδιο της υιοθέτησης σε αυτό της υλοποίησης. Έτσι, καινοτομίες που ξεκίνησαν με όλες τις ευνοϊκές προϋποθέσεις απέτυχαν, διότι θεώρησαν τους εκπαιδευτικούς έτοιμους να τις δεχτούν ή υποτίμησαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ( ωττούλα 2000:19). Η ίδια η αλλαγή «ταράζει » τα πιστεύω των εκπαιδευτικών και οι συνεχείς πιέσεις που δέχονται για αλλαγές γίνονται αιτία να χάσουν την εμπιστοσύνη τους. διαίτερα, όταν οι καινοτομίες επιβάλλονται «εκ των άνω» και δεν αντικατοπτρίζουν τη δική τους σχολική πραγματικότητα, τους δημιουργούν την αίσθηση καταπίεσης και τους ωθούν στην αδιαφορία και την αποστασιοποίηση ( αβούρη 1999: 92). Ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχει ανάγκη για εισαγωγή καινοτομιών και η καινοτομία αποτελεί αίτημα των ίδιων, η επιτυχία δεν είναι δεδομένη. Η ελλιπής κατάρτιση και η υποτυπώδης επιμόρφωσή τους σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα των προβλημάτων που εμφανίζονται, οδηγούν τους εκπαιδευτικούς σε αβεβαιότητα για τις ικανότητες τους. Για να αντιμετωπίσουν τη νέα πρόκληση και να διατηρήσουν την αυτοεκτίμηση τους, καταφεύγουν σε παραδοσιακές πρακτικές ή αποφεύγουν την ενασχόληση με την καινοτομία, καλλιεργώντας ταυτόχρονα αρνητικό κλίμα. Η άρνηση τους επιτείνεται από το φόβο επιπλέον φόρτου εργασίας και φαίνεται ότι συνδέεται άμεσα με τα χρόνια υπηρεσίας τους. Έτσι, όσο πιο πολλά χρόνια υπηρεσίας έχει ένας εκπαιδευτικός τόσο φαίνεται ότι δεν δείχνει διάθεση να αλλάξει τις πρακτικές και τις αντιλήψεις που ανέπτυξε με τα χρόνια ή μέσα
ακαδημαϊκά, επαγγελματικά και προσωπικά, και μπορεί να αναγνώσει τους ιδεολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες που αναπαράγουν στην εκπαίδευση τις κοινωνικές ανισότητες. αράλληλα, δημιουργείται νοοτροπία καινοτομίας, συνεργασίας, ερευνητικής δράσης και κριτικής υποδοχής των
εκπαιδευτικών αλλαγών που θεσμοθετούνται κεντρικά ( αυρογιώργος, 1999). Έτσι, ο εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα και την ευκαιρία να συντελέσει στον κοινωνικό μετασχηματισμό μιας άλλης εκπαιδευτικής πραγματικότητας, στην οποία θα εξασφαλίζεται για όλους η κοινωνική δικαιοσύνη και η μόρφωση. Σε κάθε σχολείο κυριαρχούν ορισμένες αντιλήψεις για την εκπαιδευτική διαδικασία και ορισμένοι εκπαιδευτικοί θεωρούν τις πρακτικές τους ως τις καλύτερες. άποιοι άλλοι εκπαιδευτικοί είναι απρόθυμοι να αλλάξουν τις πρακτικές που χρησιμοποιούν και με τη νοοτροπία τους αυτή αποθαρρύνουν άλλους και κυρίως τους νεότερους σε ηλικία εκπαιδευτικούς που είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν νέες διδακτικές στρατηγικές. Έτσι, ενώ από φυσική άποψη οι εκπαιδευτικοί είναι μόνοι τις περισσότερες φορές στην τάξη, χωρίς την παρουσία άλλων ενηλίκων, ψυχολογικά δεν εί ναι ποτέ μόνοι. ι στρατηγικές που χρησιμοποιούν στην αίθουσα επηρεάζονται συχνά από τις απόψεις και τους προσανατολισμούς των συναδέλφων με τους οποίους συνεργάζονται τώρα ή συνεργάστηκαν στο παρελθόν. Γι’ αυτό ό,τι διαδραματίζεται μέσα στην αίθουσα δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις σχέσεις που σφυρηλατούνται έξω από αυτήν. ι εκπαιδευτικοί εξάλλου ανήκουν σε άλλες μικρότερες κοινότητες που διαφέρουν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η κοινωνία των νηπιαγωγών διαφέρει από την κοινωνία των εκπαιδευτικών που ανήκουν σε άλλες βαθμίδες. Η σχολική τάξη πάλι είναι μια διαφορετική κοινωνία μέσα στην ευρύτερη κοινωνία του σχολείου που λειτουργεί σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. Ένας νέος εκπαιδευτικός ενσωματώνεται με διαφορετικό τρόπο στο σχολικό περιβάλλον και κατανοεί διαφορετικά τη σχολική κοινότητα στην οποία ανήκει. ολύ συχνά δημιουργείται στη σχολική μονάδα ένας ισχυρός πυρήνας εκπαιδευτικών που ενθαρρύνουν και
η πιστή εφαρμογή μπορεί να μετασχηματίσει από μόνη της την μαθησιακή σχέση και τα εκπαιδευτικά της συμφραζόμενα. Ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να ταυτίζεται μόνο με την εισαγωγή των αλλά να βιώνεται ως ένα διαρκές αναστοχαστικό αίτημα το οποίο διατρέχει το σύνολο της εκπαιδευτικής σχέσης, από τη διδακτική μεθοδολογία και την επαγγελματική ανάπτυξη μέχρι την οργανωσιακή κουλτούρα. ατά συνέπεια, από την άλλη μεριά, η έρευνα για την καινοτομία θα πρέπει να εστιάσει στον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται οι δομικές με τις κανονιστικές διαστάσεις οι οποίες ευνοούν ή ακυρώνουν την υλοποίησή της στην εκάστοτε πλαισιακά καθορισμένη έκφρασή της. Αυτό το σημείο συνιστά και τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται και η συμβολή της δικής μας έρευνας. Ειδικότερα, ένα δεύτερο στοιχείο που εντοπίσαμε από την επισκόπηση είναι ότι η πλειονότητα των ποσοτικών ερευνών για την καινοτομία εστιάζει είτε σε μια περιγραφική προσέγγιση του φαινομένου είτε στα λεγόμενα εξωτερικά εμπόδια της καινοτομίας. ε άλλα λόγια, αναφορικά με τις πρώτες, αυτές, παρά τη συμβολή τους στην κατανόηση του φαινομένου, τείνουν να σταματούν στην απλή καταγραφή των συχνοτήτων των πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών σε σχέση με διάφορες προβληματικές που έχουν θέσει (π.χ. λειτουργική διεισδυτικότητα των ), δίχως να προχωρού ν σε μια συστηματοποίηση πιθανών επεξηγηματικών υποθέσεων εργασίας για συσχετίσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ των μεταβλητών. ε τον τρόπο αυτό, ενώ έχουμε μια πολύ καλή εικόνα για το τι συμβαίνει σε σχέση με τα , έχουμε μια ελλειπή και ανασφαλή εικόνα για τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται η εν λόγω κατανομή. λόγος αυτής της έμφασης, κατά τη γνώμη μας, θα μπορούσε να αποδοθεί στην έλλειψη ενός συμπαγούς θεωρητικού σκεπτικού σε σχέση με το οποίο όχι μόνο θα ετίθεντο υποθέσεις προς διάψευση ή επαλήθευση αλλά και θα προτείνονταν πιθανά επεξηγηματικά σχήματα.
ότι αναπαράγει ένα είδος «μαύρου κουτιού» σε σχέση με τις υποκειμενικές λογικές οι οποίες διαμεσολαβούν την υλοποίησή τους. ιο συγκεκριμένα, θεωρώντας κανείς τα εξωτερικά εμπόδια ως αιτιακούς παράγοντες της μη πετυχημένης εφαρμογής των , εξαφανίζει από την οπτική του τις υποκειμενικές διαδικασίες σε σχέση με τις οποίες οι εκπαιδευτικοί προσεγγίζουν διδακτικά ή παιδαγωγικά τα , ανεξαρτήτως των θεσμικών πλαισίων μέσα στα οποία δρουν. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, εκτιμούμε ότι η παρούσα έρευνα έρχεται να συμπληρώσει τα εν λόγω κενά με τους εξής τρόπους: αφενός με το να θέτει εξαρχής το θεωρητικό της σκεπτικό ως βάση διατύπωσης υποθέσεων προς διερεύνηση και επεξεργασίας πιθανών επεξηγηματικών σχημάτων τα οποία θα είναι ικανά να εξηγήσουν τα δεδομένα και όχι μόνο να τα περιγράψουν και, αφετέρου, με το να καθιστά στο επίκεντρο της προβληματικής της τον υποκειμενικό παράγοντα ως διαμεσολαβητικό κρίκο μεταξύ εξωτερικών ή θεσμικών καταστάσεων και πρακτικών εφαρμογών της καινοτομίας. ’ άλλα λόγια, εξετάζοντας εξ αρχής το εύρος και τις διαστάσεις των πεποιθήσεων και των αξιών που διατηρούν οι εκ παιδευτικοί απέναντι σε παραμέτρους που πλαισιώνουν το εκπαιδευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η εφαρμογή της καινοτομίας, θα έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τους τρόπους με τους οποίους η εξωτερική συνθήκη της καινοτομίας αλληλεπιδρά με την υποκειμενική της αντιμετώπιση.
ΔΗ Υ Γ ΤΗΤΑ, Α Τ Α Α Σ ΤΩ Α Ω . ΒΑΣ ΕΣ ΘΕΩ ΗΤ ΕΣ ΣΕΓΓ ΣΕ Σ
3.1. Εισαγωγή Στο κεφάλαιο αυτό θα παρουσιάσουμε αναλυτικά τη θεωρητική συζήτηση που εξετάζει τη φύση, τις μορφές και τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της δημιουργικότητας. λόγος είναι ότι η κατανόηση των όρων παραγωγής της δημιουργικής σκέψης και δράσης θα μας επιτρέψει να συλλάβουμε τις όψεις της εκπαιδευ τικής καινοτομίας που μελετάμε στην έρευνά μας. Αυτό που δείχνει η συζήτηση αυτή είναι ότι η εκπαιδευτική καινοτομία συνιστά όψη και αποτέλεσμα της δημιουργικότητας , με την έννοια ότι τα που εξετάσαμε παρουσιάζουν μια διττή διάσταση: από τη μια αποτελούν την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική του κράτους για την εφ αρμογή της δημιουργικότητας στην ρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και άρα εμπίπτουν σε αυτό που στην βιβλιογραφία ονομάζεται «οργανωσιακή δημιουργικότητα» και, από την άλλη, προϋποθέτουν τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών για την υλοποίηση τους, δηλαδή προϋποθέτου ν κίνητρα και σκοπούς από τη μεριά των ατόμων που εμπλέκονται σε αυτή την πολιτική. ε άλλα λόγια, η παρουσίαση
Επιπλέον, μέσα από αυτή τη συζήτηση θέλουμε να γίνει σαφής η επιλογή του θεωρητικού σκεπτικού που στηρίζει ένα μεγάλο μέρος του ερωτηματολογίου που χρησιμοποιήσαμε ιο συγκεκριμένα, ενώ μέχρι τώρα η πλειονότητα των ερευνών που διερευνούν την εκπαιδευτική καινοτομία την αντιμετωπίζουν με όρους συμπεριφοριστικούς, δηλαδή με βάση τα εξωτερικά «εμπόδια» ή τους διευκολυντικούς παράγοντες του εξωτερικού περιβάλλοντος, η έρευνά μας θέλει να εξετάσει μια εσωτερική διάσταση που καθορίζει τους όρους πιθανότητας ανά ληψης δημιουργικής δράσης ή συμμετοχής σε καινοτόμες πρακτικές, δηλαδή το ρόλο που παίζουν οι αξίες ως κίνητρα για μια τέτοια συμμετοχή. Επίσης μέσω της θεωρητικής αυτής παρουσίασης εκτιμούμε ότι θα γίνει σαφής και η χρήση του εννοιολογικού μοντέλου της θεωρίας των εργασιακών αξιών του Super (το οποίο παρουσιάζουμε αναλυτικά σε επόμενη ενότητα) την κλίμακα μέτρησης του οποίου εφαρμόσαμε στην έρευνά μας, σε τροποποιημένη βέβαια μορφή. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, η δημιουργικότητα είναι μια έννοια και μι α πρακτική της οποίας η έρευνα συνιστά διεπιστημονικό διακύβευμα. λόγος είναι προφανής και έχει να κάνει με το ότι θα πρέπει κανείς να εξετάσει την οργανωσιακή κουλτούρα της δημιουργικότητας, την κοινωνική ψυχολογία που διέπει τις εργασιακές σχέσεις, το βαθμό εμπλοκής του ατόμου στην εργασιακή του ταυτότητα και τις κοινωνικές επιρροές που σχηματοποί ησαν τις αξίες του εργαζόμενου, προκειμένου να έχει μια σφαιρική γνώση των εσωτερικών και των εξωτερικών κινήτρων για δημιουργικές πρακτικές. Εδώ, δεν θα πρέπει κανείς να αφήσει εκτός της προβληματικής του μελέτες που προέρχονται από το πεδίο της κοινωνικής ανθρωπολογίας, καθώς το πώς νοηματοδοτείται η δημιουργικότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ήθη και
άτομο ζει και μεγαλώνει. Η δημιουργικότητα δεν είναι κάτι που μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από τους κοινωνικούς ρόλους των ανθρώπων οι οποίοι της δίνουν συγκεκριμένο νόημα. Εδώ, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το να μιλάει κανείς για ρόλο σημαίνει δυο πράγματα: πρώτον, ότι ο δημιουργός βρίσκεται σε σχέσεις αλληλεξάρτησης με ένα σύνολο παραγόντων που τον περιβάλλουν (π.χ. ο μαθητής με τον δάσκαλο, ο αθλητής με τον προπονητή), δεύτερον, ότι η δημιουργικότητα ενσαρκώνει κάποιες κοινωνικές αξίες και σκοπούς. Αυτό μπορεί να το δει κανείς για παράδειγμα εξετάζοντας το τι πιστεύουν τα μέλη μιας κοινωνίας για τη δημιουργική συμπεριφορά. Έρευνα που έγινε στην Αμερική έδειξε ότι η δημιουργικότητα ταυτίζεται με τις αξίες της εξέγερσης, της τόλμης και της ανεξαρτησίας και τα δημιουργικά άτομα θεωρούνται ιδιαίτερα και ως έχοντα ιδιαίτερα αξιακά συστήματα (Kasof et al 2007). Επίσης στις δυτικές κοινωνίες η δημιουργικότητα σχετίζεται θετικά με την ανάληψη ρίσκου και την αβεβαιότητα, με τη έννοια ότι είναι δύσκολο κανείς να γνωρίζει τις συνέπειες από την εφαρμογή μιας νέας ιδέας ( Craft 2005). ι θέσεις αυτές θέλουν να δείξουν ότι η δημιουργικότητα αναπτύσσεται περισσότερο σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, όπως η Αρχαιότητα, η Αναγέννηση και σχεδόν καθόλου σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Όλο και περισσότεροι ερευνητές έχουν επισημάνει πόσο σημαντικό είναι οι θεσμοί να ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητα με οικονομικούς και μη οικονομικούς πόρους. Όταν οι θεσμοί κοινωνικοποιούν τα άτομα στη δημιουργική σκέψη και δράση είναι πιο πιθανό να γίνει αποδεκτό το δημιουργικό αποτέλεσμα μιας ομάδας ή ενός ατόμου. ε άλλα λόγια, η δημιουργικότητα χρειάζεται και ένα πεδίο το οποίο να πριμοδοτεί και να αξιολογεί τη δημιουργική δράση (Bourdieu 1993). έσα σε μια τέτοια θεσμική οργάνωση είναι επόμενο ότι και η αποδοχή της δημιουργικότητας από την κοινωνία θα είναι πιο μεγάλη. Αυτήν ακριβώς τη διάσταση θέλει να αποτυπώσει ο όρος πρώιμοι αποδέκτες (early adopters) ο οποίος αναφέρεται σε αυτούς που πολύ πιο πρώιμα
σκεπτικού ότι ο Maslow ενέταξε τη δημιουργικότητα στο στάδιο της αυτοπραγμάτωσης. Η αδυναμία που έχει αυτή η θέση πάντως, είναι ότι αντιμετωπίζει την κοινωνία ως απλά έναν υπολειμματικό παράγοντα που ενθαρρύνει ή ακυρώνει κάτι που το άτομο έχει μέσα του και μπορεί (ή πρέπει) να το εκφράσει. Η έκφραση της ατομικότητας θεωρείται σημαντικότερη από το συλλογικό ευ ζην της κοινωνίας με αποτέλεσμα να αποκόβεται η σχέση της δημιουργικότητας με την προαγωγή του κοινού καλού. Η ιδέα αυτή της δημιουργικότητας ως ατομικής έκφρασης διατρέχει και το σύνολο των εκπαιδευτικών αντιλήψεων για την καινοτομία ( Craft 2003, Moran 2009). Αυτό μπορεί να το δει κανείς μέσα από μια διττή οπτική. Από τη μια οι πολιτικοί, επιχειρηματικοί και επιστημονικοί θεσμοί αντιμετωπίζουν τη δημιουργικότητα ως ένα είδος επένδυσης το οποίο μπορεί να κάνει τις υπηρεσίες και τα προϊόντα πιο αποτελεσματικά και χρήσιμα. Από την άλλη μεριά η δημιουργικότητα θεωρείται αυτό στο οποίο το άτομο πρέπει να δώσει την ευκαιρία να εκφραστεί. ρόκειται για δυο ιδέες που συνυπάρχουν σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής συνύπαρξης (σε σχολεία, σε εταιρίες) και που θέλουν να καταστήσουν τη δημιουργικότητα ως έχουσα νόημα και για το άτομο και για την κοινωνία. Από τα παραπάνω έπεται ότι το πως ορίζει κανείς τη δημιουργικότητα εξαρτάται από το πολιτισμικό περιβάλλον και τα συμβολικά συστήματα των ανθρώπων. Glâveanu (2010) έχει μιλήσει εκτενώς για τη ν κοινωνικο-πολιτισμική φύση και προέλευση των δημιουργικών πράξεων εστιάζοντας στις πλούσιες πολιτισμικές παραδόσεις, στο μεγάλο φάσμα των κοινωνικών πρακτικών και στην ανεξάντλητη ποικιλία των κοινωνικών τεχνoυργημάτων για να προσδιορίσει τις πηγές από τις οποίες τρέφεται
Αυτό που έχει υποστηριχτεί είναι ότι, ανεξάρτητα από τους διαφορετικούς ορισμούς που κάθε πολιτισμός προτείνει για τη δημιουργικότητα, η δημιουργική δράση είναι κάτι που γίνεται μέσα σε έναν κοινωνικό κόσμο, είναι μια πράξη που παράγει κάτι με ένα νέο και σημαντικό τρόπο. Το ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο αυτών των επιστημονικών κλάδων είναι πότε, για ποιους και πώς μια δημιουργία είναι σημαντική; Τέτοιου είδους ερωτήματα είναι δύσκολο να μελετηθούν εμπειρικά για το λόγο ότι τα εκπαιδευτικά και πολιτικά συστήματα δείχνουν μια απροθυμία να καταστήσουν την δημιουργικότητα ως κριτήριο γραφειοκρατικής επιβράβευσης. Εν τούτοις τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σταδιακή στροφή στη με λέτη της δημιουργικότητας που οφείλεται πρώτον στο ότι περάσαμε από το παράδειγμα της “μοναχικής ευφυΐας”, στο μοναχικό και δημιουργικό άτομο και στην ιδέα ότι οι καθημερινοί άνθρωποι είναι δημιουργικοί μόνο όταν συγκροτούν σχέσεις με άλλους (Maon 2003; Sals et al 2007) Αν και πλέον στερεότυπη μέσα από τα Ε, η εικόνα του “μοναχικού ευφυούς” ερευνητή συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα δημιουργικά άτομα ως σπάνια και τις ικανότητές τους ως κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει ο κοινός νους και την ευφυΐα τους ως προϊόν της θείας έμπνευσης ή κληρονομικής τύχης. Στ ην ψυχολογική έρευνα αυτό το μιντιακό στερεότυπο ξεπεράστηκε δίνοντας σταδιακά έμφαση στο ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν δυνατότητες δημιουργικότητας (creativity potential) και το οποίο, μακράν του να αποτελεί ίδιον μόνο των καλλιτεχνών, μπορεί να αναπτυχθεί σ την καθημερινή ζωή (Montuori & Purser 1995). αρά αυτόν τον εκδημοκρατισμό της δημιουργικότητας η ψυχολογική έρευνα εστίασε αποκλειστικά στο άτομο εξετάζοντας με ψυχομετρικές τεχνικές έμφυτες ικανότητες. ιο κοινωνιολογικά προσανατολισμένες προσεγγίσεις έχουν αμφισβητήσει αυτή την μονομέρεια εξετάζοντας την κοινωνική διάσταση της δημιουργικότητας η οποία αναλύεται ως μέρος μιας
Ένα πρώτο εύρημα είναι ότι διαφορετικές κουλτούρες νοηματοδοτούν διαφορετικά τη δημιουργικότητα, οι Αγγλοσάξονες δίνουν έμφαση στο γνωστικό παράγοντα, οι ινέζοι στις κοινωνικές επιρροές και οι Γερμανόφωνες χώρες στη δημιουργικότητα ως διαδικασία, ενώ οι ατομικιστικά προσανατολισμένες κοινωνίες είναι πιο δημιουργικές όταν τα μέλη τους παίρνουν σαφείς οδηγίες για το πώς να κάνουν κάτι (Goncalo & Staw 2005). Σε κάθε περίπτωση πάντως η δημιουργικότητα είναι κάτι που πριμοδοτείται από όλες τις κοινωνίες με τη διαφορά να βρίσκεται στο ότι οι Δυτικές κοινωνίες σχετίζουν το αποτέλεσμα της δημιουργικότητας με τη επίλυση προβλήματος, οι Ανατολικές τη βλέπουν περισσότερο ως μια μορφή εσωτερικής αποκάλυψης. Αν και στις δυτικές κοινωνίες η δημιουργικότητα ταυτίζεται με την καινοτομία ή την αυθεντικότητα, κάτι τέτοιο δεν ισχύει στις μη δυτικές κοινωνίες. Για παράδειγμα, ενώ στις πρώτες η καινοτομία έχει εννοιολογική βάση και σχετίζεται με τη ρήξη με το συνηθισμένο, στις μη δυτικές κοινωνίες πριμοδοτείται πολύ περισσότερο η επεξεργασία μιας ήδη υπάρχουσας ιδέας ή κατάστασης ως δημιουργική. Στην έρευνά τους οι Saeki et al (2001), εξέτασαν το πόσο επηρεάζουν οι ιδέες της καινοτομίας και της καταλληλότητας, τις κρίσεις περί δημιουργικότητας φοιτητών από ίνα, απωνία και Αμερική. Αυτό που φάνηκε ήταν ότι τα πολιτισμικά δείγματα της Αμερικής και της απωνίας ήταν πιο κοντά στις νοηματοδοτήσεις της δημιουργικότητας σε σχέση με την ίνα. αρόμοιες έρευνες έχουν δείξει ότι η προσαρμογή έχει πολύ μεγαλύτερη αξία σε Αφρικάνικα και Ασιατικά περιβάλλοντα από ό,τι σε δυτικά. Επίσης στις δυτικές κοινωνίες η δημιουργικότητα κρίνεται σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα, ενώ όταν εξετάζεται η διαδικασία αυτή αντιμετωπίζεται ως μια ευθύγραμμη σειρά γεγονότων που ωθούν
σχεσιακή από τη φύση της και δομείται δι-υποκειμενικά ως αποτέλεσμα ενός διαρκούς διαλόγου με αυτό που ήδη υπάρχει στην καθημερινή ζωή της κοινωνίας. Έτσι η προσέγγιση της πολιτισμικής ψυχολογίας έχει μια σειρά από αρχές για την διερεύνηση της δημιουργικότητας. ρώτον, μια πλαισιακή θεώρηση της δημιουργικότητας, όπου αυτό που ρωτάμε είναι “δημιουργικό σε σύγκριση με τί” και “χρήσιμο για ποιον”, δεύτερον, μια παραγωγική θεώρηση της δημιουργικότητας, με την έννοια ότι δεν είναι κάτι που δημιουργείται εκ του μηδενός αλλά είναι κάτι που οι άνθρωποι δημιουργούν από πόρους που ήδη υπάρχουν μέσα στην κοινωνία, τρίτον, μια υποκειμενικά νοηματοδοτούμενη θεώρηση της δημιουργικότητας, όπου αυτό που εξετάζεται είναι το νόημα που έχει για το άτομο η δημιουργικότητα και όχι για τους “ειδικούς” και, τέταρτον, μια γενετική θεώρηση της δημιουργικότητας, με την έννοια ότι η δημιουργικότητα αντιμετωπίζεται ως δυνατότητα που πραγματοποιείται σε σχέσεις (Glaveanu 2009) Στο πλαίσιο της πολιτισμικής προσέγγισης της δημιουργικότητας η κουλτούρα δεν θεωρείται ούτε μόνο ως υλικός πολιτισμός αλλά ούτε και μόνο ως αξίες που τα άτομα εσωτερικεύουν παθητικά, αλλά δι -υποκειμενικό μόρφωμα που παράγεται διαλεκτικά από τα άτομα. Στις πιο συνηθισμένες εκδοχές άτομο και κουλτούρα αντιμετωπίζονται ως διακριτές και ξέχωρες οντότητες που έχουν εξωτερική σχέση, με αποτέλεσμα και οι δυο οντότητες να εξετάζονται ως κλειστά συστήματα και όχι ως ανοιχτά συστήματα με δημιουργικές δυνατότητες Έρευνες που έχουν διεξαχθεί μέσα από αυτό το πρίσμα και εξετάζουν σε μια διαπολιτισμική βάση τη δημιουργικότητα την προσεγγίζουν μέσα από το εξής τριμερές σχήμα: ατομικισμός – κολεκτιβισμός, αποφυγή της αβεβαιότητας και απόσταση δύναμης. Η διάκριση ατομικισμός
ιεραρχικές δομές στην κοινωνία δεν ευνοούν την επινοητικότητα και την καινοτομία. Σχετικές έρευνες δείχνουν ότι ο ατομικισμός σχετίζεται με την αυτονομία, την ανεξαρτησία και την ελευθερία, ότι η αποδοχή της αβεβαιότητας ευνοεί την ανοχή στο ρίσκο και στην αλλαγή και ότι οι μη ιεραρχικά δομημένες κοινωνίες επιθυμούν την αλλαγή λόγω της ανακατανομής της κοινωνικής δύναμης που μπορεί να επιφέρει (Hofstede 2001, Shane 1992, 1993) άντως οι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούμε να ταξινομήσουμε τις κοινωνίες σε γενικευτικά σχήματα του τύπου “ατομικισμός – κολεκτιβισμός” και ότι ακόμα και αυτές οι έννοιες αποκτούν το νόημά τους μόνο σε σχέση με την πολιτισμική δομή. Για παράδειγμα πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η ινέζικη κουλτούρα δεν μπορεί να αναχθεί στην ταμπέλα του κολεκτιβισμού καθώς οι σημερινές ασιατικές κοινωνίες έχουν αξίες επηρεασμένες και από δυτικά πρότυπα όπως είναι το σημερινό ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα, δίχως αυτό να σημαίνει ότι το επίπεδο της δημιουργικότητας έχει αλλάξει. Αντίθετα, έχει υποστηριχθεί ότι σε αυτά τα πολιτισμικά πλαίσια μπορεί να αναπτυχθεί δημιουργικότητα μέσα από έναν πιο καθοδηγητικό και ελεγχόμενο τρόπο (Ho & Rainbow, 2008). ια πιο πρόσφατη γραμμή έρευνας εξετάζει τις επιδράσεις που έχει στ ην δημιουργικότητα η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη έκθεση σε ποικίλα πολιτισμικά περιβάλλοντα ή σε πολυπολιτισμικές εμπειρίες. Έρευνες δείχνουν ότι μια τέτοια έκθεση είναι ευνοϊκή για τη δημιουργικότητα γιατί ενισχύει τις συγκρίσεις με διαφορετικά μοντέλα σκέψης, κάτι που διευκολύνει το άτομο να προσαρμόζεται καλύτερα και το κάνουν πιο δεκτικό σε νέες ιδέες. ι Leung et al (2008) έδειξαν ότι οι πολυπολιτισμικές εμπειρίες ενθαρρύνουν τις πολλαπλές ερμηνείες του ίδιου πράγματος, αποσταθεροποιούν γνώσεις που είναι προϊόν συνήθειας
3.3. Ταξινόμηση θεωριών δημιουργικότητας Όταν κανείς εξετάζει τη δημιουργικότητα θα πρέπει να είναι επιφυλακτικός απέναντι στην δίχως κριτήρια εξύμνησή της, με την έννοια ότι σίγουρα η αποκλίνουσα σκέψη θα πρέπει να ενθαρρύνεται αλλά αν γίνεται δίχως κριτήρια και καθοδήγηση θα καταλήξει σε χαοτικά και λάθος συμπεράσματα. Αυτή η προκαταρτική παρατήρηση είναι αναγκαία προκειμένου να μην είναι κανείς απόλυτος με τις διαφορετικές θεωρίες που εξηγούν τη δημιουργική σκέψη. ια θεωρητική παράδοση λοιπόν επιχειρεί να προσεγγίσει τη δημιουργικότητα μέσα από το παραδοσιακό πρίσμα της επιστημονι κής σκέψης, σύμφωνα με την οποία δημιουργικό είναι αυτό που συμμορφώνεται με το σκοπό της αναζήτησης της αλήθειας, που παράγει εμπειρικά διαψεύσιμες υποθέσεις και αναπτύσσει φορμαλιστικά μοντέλα για να εξηγήσει τα κοινωνικά και φυσικά φαινόμενα. Από την άλλη μεριά υπάρχουν θεωρητικές παραδόσεις οι οποίες δίνουν μεγάλη έμφαση στη διαίσθηση και ενθαρρύνουν τα άτομα να πειραματιστούν με υποθέσεις που δεν εξαντλούν την χρησιμότητα τους σε ό,τι είναι παρατηρήσιμο. ρόκειται για παραδόσεις οι οποίες είναι κάθετα αντίθετες στον εμπειρισμό ως επιστημολογικού θεμελίου γνώσης του κόσμου. Όμως, το ότι σε αυτές τις θεωρίες πριμοδοτείται η παραγωγή υποθέσεων δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κριτήρια καλής και κακής υπόθεσης. Τουναντίον, αυτά σχετίζονται με τις επιστημονικά τεκμηριωμένες μεθόδους έρευνας, με την επιστημονική κριτική και με βάση το αν είναι ικανές να παράξουν θεωρητικά επιχειρήματα τα οποία θα είναι διαψεύσιμα. Ανεξάρτητα από τη στάση που έχουν οι θεωρητικοί της δημιουργικής σκέψης απέναντι στην επιστημονική
σύνθεση) και δημιουργικοτήτων που αφορούν στην καθημερινή ζωή (π.χ. μια καινοτομία στην μαγειρική). Όμως μια τέτοια διάκριση συσκοτίζει διαφορές και συγχύσεις που έχουν να κάνουν με το πως η κοινωνία και οι αξίες της ορίζουν τη δημιουργικότητα. Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν οι εν λόγω αδυναμίες άλλο ι ερευνητές έχουν εμπλουτίσει την εν λόγω διάκριση μιλώντας για μικρο -δημιουργικότητα η οποία αναφέρεται σε μορφές δημιουργικότητας που αφορούν το υποκείμενο και έχουν να κάνουν με τις προσωπικές και συναισθηματικές της διαστάσεις και για δυνητικά κοινωνικά αναγνωρισμένες μορφές δημιουργικότητας οι οποίες μπορεί να μην έχουν ακόμα αποκτήσει το στάτους της κοινωνικής αποδοχής αλλά και δεν εξαντλούνται σε προσωπικές εκλάμψεις. ιο σύγχρονοι θεωρητικοί της δημιουργικότητας την εξετάζουν ανάλογα με την όψη που αναδεικνύει. Έτσι, έχουν αναπτυχθεί θεωρίες που εστιάζουν στα έξι διαφορετικά P της δημιουργικότητας: την διαδικασία (Process), το προϊόν (Product), το πρόσωπο (Person), τη θέση (Place), την πειθώ (Persuasion) και την δυνατότητα (Potential) (Runco 2004). Ειδικότερα, η έννοια της διαδικασίας αναφέρεται στη μελέτη των γνωστικών μηχανισμών που παράγουν τη δημιουργική σκέψη. ι θεωρίες αυτές εξετάζουν τα στάδια μέσα από τα οποία περνά η δημιουργική σκέψη (Mace & Ward 2002). ερικά από τα βασικά ερωτήματα αυτή της παράδοσης έχουν να κάνουν με το πόσο διαφέρουν οι γνωστικοί μηχανισμοί της δημιουργικής από τη μη δημιουργική σκέψη, πόσο συνειδητή ή ασυνείδητη είναι και πόσο τυχαία ή προϊόν συστηματικού στοχασμού είναι. Ακόμη υπάρχουν οι θεωρίες που εξετάζουν τη σχέση ανάμεσα στο τελικό προϊόν της κοινωνικά αναγνωρισμένης δημιουργικότητας και στην προσωπικότητα
δράσουν δημιουργικά. Αυτό που έχει βρεθεί είναι ότι η δημιουργικότητα αναπτύσσεται σε περιβάλλοντα που ενθαρρύνουν και επιβραβεύουν την εξερεύνηση, την ανεξαρτησία στην εργασία και την παραγωγή αυθεντικών και νέων ιδεών (Amabile 1990). άποιοι άλλοι ερευνητές περιγράφουν την δημιουργικότητα ως πειθώ, με την έννοια ότι δημιουργικοί είναι αυτοί που μπορούν να πείθουν τα άλλα άτομα ότι είναι τέτοια. Στο πλαίσιο αυτού του σκεπτικού έχει φανεί ότι πειστικά άτομα είναι εκείνα που μπορούν να επηρεάσουν τις γενικές κατευθύνσεις που θα πάρει ένας τομέας δραστηριότητας. Τέλος υπάρχει και μια σειρά ερευνών που εξετάζουν το είδος των εκπαιδευτικών και μαθησιακών συνθηκών και ευκαιριών που πρέπει να υπάρχουν προκειμένου να μπορούν τα άτομα να εκφράσουν τις δυνατότητες που ενδεχομένως υπάρχουν για να δράσουν δημιουργικά. ερνώντας στις πιο οργανωμένες θεωρητικές παραδόσεις που έχουν μελετήσει τη δημιουργικότητα, θα λέγαμε ότι οι λεγόμενες αναπτυξιακές θεωρίες είναι οι πλέον πρακτικές γιατί μας βοηθούν να καταλάβουμε την προέλευση της δημιουργικότητας και το πώς πρέπει να διαμορφωθεί το περιβάλλον για να πραγματωθούν οι δημιουργικές δυνατότητες των ατόμων. ε άλλα λόγια οι αναπτυξιακές θεωρίες δίνουν έμφαση στο πρόσωπο, στο πλαίσιο και στις δυνατότητες της δημιουργικής δράσης και σκέψης. Για παράδειγμα έρευνες έχουν δείξει ότι οι γονείς των δημιουργικών παιδιών είναι πιο πιθανό να εκθέτουν τα παιδιά τους σε πολλαπλές μαθησιακές και κοινωνικές εμπειρίες και να είναι και οι ίδιοι δημιουργικοί, σε σύγκριση με τους γονείς μη δημιουργικών παιδιών. Σημαντική είναι επίσης και η ανεξαρτησία που δείχνουν οι γονείς απέναντι στη δημιουργική πρωτοβουλία των παιδιών τους (Albert & Runco 1999). Άλλες έρευνες έχουν εξετάσει την οικογενειακή
πραγματοποίηση των γνωστικών και συναισθηματικών μεταβάσεων που είναι αναγκαίες για την δημιουργικότητα (Albert & Runco, 1999 ; Helson 1999; Plucker, 1999). Αν και από άλλη επιστημονική περιοχή, οι οικονομικές θεωρίες της δημιουργικότητας έχουν να πουν ενδιαφέροντα πράγματα και έχουν εμπλουτίσει τη γνώση μας γι’ αυτήν λόγω των προβλεπτικών υποθέσεων που αναπτύσσουν. Έχει υποστηριχθεί για παράδειγμα ότι άτομα με υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης θα είναι λιγότερο ευέλικτα και δεκτικά απέναντι σε εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης της γνώσης (ειδικά σε εκείνες τις προσεγγίσεις που αμφισβητούν όσα γνωρίζουν) σε σύγκριση με άτομα που έχουν επενδύσει λιγότερο στις καριέρες τους ή σε μια συγκεκριμένη θεωρία. Άλλες έρευνες έχουν δείξει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο αν μια αγορά με την οικονομική έννοια του όρου πριμοδοτεί τα οφέλη ή το κόστος από μια δημιουργική συμπεριφορά και στην πιθανότητα να αναληφθεί καινοτόμος δράση (Florida 2002). ια άλλη θεωρητική παράδοση με μεγάλο σώμα ερευνών είναι διαδικασιακές ή θεωρίες των σταδίων οι οποίες εξετάζουν τη δομή και τη φύση της δημιουργικής διαδικασίας με όρους σταδίων. Η πιο γνωστή είναι η θεωρία των σταδίων του Wallas, σύμφωνα με την οποία στο πρώτο στάδιο, της προετοιμασίας, το άτομο συγκεντρώνει πληροφορίες και οριοθετεί το πρόβλημα, έπειτα είναι το στάδιο της «περίσκεψης» (incubation) όπου τα άτομο αποστασιοποιείται για λίγο από το πρόβλημα προκειμένου να αναστοχαστεί και, αν το στάδιο αυτό έχει αποτέλεσμα, στο επόμενο στάδιο πραγματοποιείται η διασαφήνιση, δηλ η πραγμάτωση της ιδέας ή της λύσης του προβλήματος. Αν και πολλοί έχουν ταυτίσει το στάδιο αυτό με την μεταφορά της «φλασιάς» (δηλ με το «α χα!!!» όταν μας κατεβαίνει μια ιδέα), ο Gru ber (1981) θεωρεί ότι αυτή η έμπνευση έχει πίσω της μια ιστορία που μπορεί να την εξηγήσει. Τέλος, το τελικό στάδιο είναι αυτό της επαλήθευσης, όπου το άτομο δοκιμάζει το
& Csikszentmihalyi, 1976; Mumford et al 1994).
ια άλλη πολύ σημαντική θεωρητική παράδοση εξετάζει τις γνωστικές διαδικασίες του νου που είναι απαραίτητες για τη δημιουργική σκέψη, είτε αυτές έχουν να κάνουν με καθολικές ικανότητες όπως η προσοχή ή η μνήμη είτε με ατομικές διαφορές όπως η αποκλίνουσα σ κέψη. άποιοι εκτιμούν ότι η δημιουργικότητα έχει άμεση σχέση με τον συνειρμό, με την έννοια ότι κάποια άτομα έχουν την γνωστική ικανότητα να σχετίζουν με αποτελεσματικό τρόπο ιδέες που φαινομενικά είναι μακρινές η μια με την άλλη. Αυτά τα άτομα μπορούν να σχετίζουν έννοιες μεταξύ τους και να τις εφαρμόζουν δημιουργικά σε ένα πρόβλημα. Από τις μελέτες αυτές προέκυψαν οι δημοφιλείς θεωρίες περί συγκλίνουσας και αποκλίνουσας σκέψης (Guilford, 1980). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν θα πρέπει να ταυτίζουμε την πρώτη με τη δημιουργικότητα και τη δεύτερη με την προβλεψιμότητα καθώς νεότερες έρευνες έχουν επισημάνει ότι και οι δυο μορφές σκέψης μπορούν να παράξουν δημιουργικές δράσεις και ιδέες (Cropley, 2006). Σε κάθε περίπτωση η πλειοψηφία των ερευνητών που κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση εκτιμούν ότι η ικανότητα συνδυασμών διαφορετικών εννοιών είναι αυτή που οδηγεί στον εντοπισμό ιδιοτήτων των φαινομένων που μέχρι τότε ήταν μη παρατηρήσιμες και αυτή που διευκολύνει την αφαιρετική σκέψη. Από τις πιο πρόσφατες θεωρίες της δημιουργικότητας που αντλούν από τη γνωστική παράδοση είναι αυτές που βασίζονται στην επίλυση προβλήματος και στην εξειδικευμένη γνώση (Weisberg, 2006). Εδώ η έμφαση είναι στο πρόσωπο και στη διαδικασία, με την έννοια ότι αυτό το οποίο εξετάζεται ως παράγοντας καθοριστικός για τη δημιουργικότητα είναι η εξειδικευμένη γνώση που έχει το άτομο πάνω σε μια γνωστική περιοχή και ότι το άτομο είναι τόσο πιο δημιουργικό όσο περισσότερο αντιμετωπίζει τον
πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι για την παράδοση αυτή η δημιουργικότητα είναι ένα ορθολογικό φαινόμενο και όχι κάτι που εκπορεύεται από κάποιο μυστικό χάρισμα ή τον δείκτη ευφυΐας, καθώς το δημιουργικό αποτέλεσμα είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με την πειθαρχημένη καθοδήγηση και τη μακρόχρονη μαθησιακή εμπλοκή σε έναν τομέα ενδιαφέροντος. ροφανώς και αναγνωρίζεται ότι είναι μια διαδικασία κοπιώδης, αλλά όχι μη επιτεύξιμη ή αδιανόητη. ια ενδιαφέρουσα ανταπάντηση στην θεωρία αυτή προβάλλει ως αντίρρηση τη θέση ότι η επίλυση προβλήματος βασίζεται σε μια παραδοχή που θεωρείται δεδομένη ενώ δεν θα έπρεπε να είναι: το ότι το άτομο μπορεί και αντιλαμβάνεται κάτι ως πρόβλημα που χρήζει επίλυσης, αυτό δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο για το λόγο ότι το να πει κανείς ότι κάτι είναι πρόβλημα προϋποθέτει μια διαδικασία κρίσης. Άρα αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί, υποστηρίζουν όσοι ασκούν την εν λόγω κριτική, είναι η υποκειμενική εμπειρία δια της οποίας βρίσκει κανείς ένα πρόβλημα και το συγκροτεί ως τέτοιο. Αυτή η κριτική έχει αποκρυσταλλωθεί ως θεωρία εύρεσης του προβλήματος (Runco, 1994). Η διαδικασία εύρεσης του προβλήματος είναι ανεξάρτητη από τη λύση του, με την έννοια ότι πολλές φορές αυτό που προτείνεται ως λύση σε ένα πρόβλημα δεν έχει προέλθει από προγενέστερη γνώση. Η έρευνα των Getzels & Csikszentmihalyi (1976) ήταν η πρώτη που έδειξε ότι η δημιουργικότητα έχει τις ρίζες της σε εσωτερικά κίνητρα και σε υπαρξιακές διαστάσεις της προσωπικότητας οι οποίες καταλήγουν σε διερευνητικές διαδικασίες που δεν έχουν προβλεφθεί από την προγενέστερη εξειδικευμένη τους γνώση. Η αδυναμία αυτής της θεωρίας όμως είναι ότι δεν μπορεί εύκολα να διαψευστεί για το λόγο ότι είναι διαισθητικά τα κριτήρια για το αν αυτό που προτάθηκε ως
Από τη συζήτηση αυτή δεν θα μπορούσε να λείπει η εξελικτική θεώρηση, δηλαδή αυτή που δίνει προτεραιότητα στη βιολογική διάσταση της δημιουργικότητας με βάση τη θεωρία του Δαρβίνου. Το πιο γνωστό μοντέλο αυτής της θεώρησης (Simonton 2004) αντιμετωπίζει την δημιουργικότητα ως εμπεριέχουσα δυο γνωστικής φύσης στάδια, ένα που έχει να κάνει με το ότι το άτομο συνδυάζει ιδέες με έναν κάπως τυφλό τρόπο, μη συνειδητό και ένα δεύτερο που έχει να κάνει με την συνειδητή επεξεργασία αυτών των ιδεών. Το μοντέλο αυτό έχει δείξει με ποιο τρόπο η δημιουργικότητα εξελίσσεται αναπτυξιακά και κατά τη μετάβαση από τη μια ηλικιακή φάση στην άλλη, εστιάζοντας στην έννοια της «αναπτυξιακής δυνατότητας» (creative potential). Το εξελικτικό μοντέλο πάντως είναι δομημένο σε συγκεκριμένες παραδοχές. ρώτον, λόγω της πολυπλοκότητας της δημιουργικής διαδικασίας, οι δημιουργοί έχουν μικρό έλεγχο πάνω στην εξέλιξη της δημιουργίας τους. Δεύτερον, οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως καλοί κριτές των αποτελεσμάτων τους. Τέλος, οι αδυναμίες της θεωρητικής παράδοσης του εξελικτισμού είναι ότι αποδίδει θεωρητική σπουδαιότητα στην τύχη ως επεξηγηματικό παράγοντα της δημιουργικότητας και ότι δεν διασαφηνίζει επακριβώς τις λεπτομέρειες της διαδικασίας δια των οποίων σχηματοποιείται η δημιουργικότητα μέσα από τα αναπτυξιακά στάδια. Επίσης, έχει αμφισβητηθεί το Δαρβινιστικό σκεπτικό αυτής της θεωρίας που λέει ότι οι ιδέες είναι σε μια κατάσταση αδράνειας και κάποια στιγμή κινητοποιούνται και δεν δίνεται καθόλου έμφαση στο πως το πλαίσιο ενεργοποιεί αυτές τις ιδέες. Στις μέρες μας έχει αναπτυχθεί μια θεωρητική τάση που εξετάζει τη δημιουργικότητα συγκροτώντας τυπολογίες δημιουργικής προσωπικότητας οι οποίες μεταξύ τους παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές (Kozbelt, 2008). Σε μια από τις πιο γνωστές τυπολογίες (Galenson, 2006) έχει υποστηριχτεί ότι υπάρχουν δυο τύποι δημιουργών, αυτοί που πειραματίζονται κινητοποιούμενοι από αισθητικά κίνητρα και αυτοί των οποίων η καινοτομία
τους σκοπούς τους εξ αρχής και πότε ολοκληρώνεται η πορεία τους και το αποτέλεσμα της δημιουργίας τους έρχεται πιο σύντομα χρονικά σε σύγκριση με τους πρώτους. ι αδυναμίες αυτού του μοντέλου είναι ότι δύσκολα επαληθεύονται οι προβλέψεις που απορρέουν από αυτό και είναι δύσκολο να πει κανείς που τελειώνει η μια τυπολογία και που αρχίζει η άλλη, καθώς συχνά στην πράξη υπάρχουν επικαλύψεις των χαρακτηριστικών των τύπων. Η τελευταία θεωρητική παράδοση είναι αυτή των συστημικών θεωριών της δημιουργικότητας για τις οποίες η δημιουργικότητα δεν αντιμετωπίζεται ως μια αυτόνομη και ξεχωριστή οντότητα αλλά ως ενταγμένη σε ένα σύστημα παραγόντων που αλληλεξαρτώνται. Αυτή η παράδοση είναι πιο ποιοτικά προσανατολισμένη από όλες τις προηγούμενες αφού αναζητά τις λεπτομέρειες της δημιουργικότητας χρησιμοποιώντας και ποιοτικές έρευνες. ια από τις πιο γνωστές εξ αυτών είναι αυτή των Gruber & Wallace (1999) οι οποίοι εξέτασαν αρχειακό υλικό από την ιστορία ζωής του Δαρβίνου και προσπάθησαν να δουν πως εξελίχθηκε η ιδέα της φυσικής επιλογής που διατύπωσε. Σε αυτή αλλά και σε άλλες μελέτες περίπτωσης η έμφαση δε είναι να εξετάσει τις λεπτομέρειες της δημιουργικότητας σε γνωστικό επίπεδο αλλά το πώς αυτές οι λεπτομέρειες αλληλεπιδρούν με τους σκοπούς, τις γνώσεις και τον τρόπο σκέψης του ατόμου, αλλά και με ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες. ια από τις πιο γνωστές συστημικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί είναι του Csikszentmihalyi (1988, 1996) ο οποίος αντί να θέσει το ερώτημα «τι είναι η δημιουργικότητα» έθεσε το ερώτημα «που βρίσκεται η δημιουργικότητα ». Το σκεπτικό αυτής της μετατόπισης είναι ότι αντι να αναζητήσει τη δημιουργικότητα στο άτομο το ίδιο, υποστήριξε ότι η δημιουργικότητα αναδύεται στην αλληλεξάρτηση τριών πραγμάτων: α) στο σώμα γνώσης που υπάρχει κάθε φορά
3.4. Εσωτερικά κίνητρα και καινοτομία
Δεδομένου ότι ένα σημαντικό μέρος του θεωρητικού σκεπτικού του ερωτηματολογίου βασίζεται στην ιδέα των εσωτερικών κινήτρων, στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε το πιο γνωστό θεωρητικό μοντέλο που εξετάζει τη σχέση εσωτερικών κινήτρων και καινοτομίας. Το θεωρητικό μοντέλο της Amabile (1990a) θεωρείται από τα πλέον κλασικά στη συζήτηση περί δημιουργικότητας αναφορικά με συνθήκες που προάγουν την καινοτομία σε θεσμικό επίπεδο. Στο μοντέλο αυτό προτείνονται συγκεκριμένα κριτήρια προαγωγής της θεσμικής καινοτομίας, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την εκπαιδευτική καινοτομία η οποία αποτελεί αντικείμενο της έρευνά ς μας. ι μέχρι τώρα ορισμοί της δημιουργικότητας εστιάζουν είτε στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είτε στο κατά πόσο χρήσιμο είναι το αποτέλεσμά της. Σε συλλογικό εργασιακό επίπεδο, δημιουργικότητα είναι το προϊόν νέων και χρήσιμων ιδεών από ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων που δουλεύουν από κοινού. Η οργανωσιακή καινοτομία είναι η πετυχημένη εφαρμογή των δημιουργικών ιδεών σε μια οργάνωση. Στους θεσμικά προσανατολισμένους ορισμούς της καινοτομίας περιλαμβάνεται η εφαρμογή νέων ιδεών από ανθρώπους που εργάζονται από κοινού με άλλους σε έναν θεσμό και η εφαρμογή μιας νέας ιδέας που λύνει ένα πρόβλημα (Drucker 1985; Zaltman et al 1973). ερικά από τα χαρακτηριστικά που ευνοούν την επίλυση προβλήματος ως στοιχείου της δημιουργικότητας είναι τα εξής:
1. χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως περιέργεια, ενέργεια και διανοητική εντιμότητα.
2. εσωτερικό κίνητρο, απόλαυση από την ίδια την εργασία και το να βρίσκει κανείς ενδιαφέρουσα μια διανοητική πρόκληση. Η αίσθηση ότι εργάζεται για κάτι σημαντικό ή ότι υπάρχει ένα ηθικό στοιχείο στην όλη εμπλοκή του
όχι κοινωνικές δεξιότητες αμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω έχει προταθεί ένα μοντέλο το οποίο περιγράφει τρία βασικά συστατικά που είναι αναγκαία για τη δημιουργικότητα σε οποιοδήποτε τομέα (Amabile 1983). Το πρώτο συστατικό είναι δεξιότητες που σχετίζονται με τον τομέα ενδιαφέροντος, το δεύτερο είναι δεξιότητες που σχετίζονται με την ίδια τη δημιουργικότητα και το τρίτο συστατικό σχετίζεται με τα εσωτερικά κίνητρα. εκινώντας από το πρώτο, δεξιότητες που μπορεί να σχετίζονται με τον τομέα ενδιαφέροντος είναι η γνώση των γεγονότων, τεχνικές δεξιότητες και ειδικά ταλέντα που σχετίζονται με αυτόν τον τομέα. ε πιο απλά λόγια το πρώτο συστατικό αναφέρεται στην καλή γνώση των δεξιοτήτων και των απαιτήσεων ενός τομέα ή μιας πρακτικής ή ενός επαγγέλματος. έσα από αυτό το σύνολο το άτομο αναπτύσσει πιθανές απαντήσεις επίλυσης ενός προβλήματος. Όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Επιπλέον αυτό που χρειάζεται, και περνάμε στο δεύτερο συστατικό, είναι η θετική στάση απέναντι στο ρίσκο, οι κοινωνικές δεξιότητες, το να μην έχουμε προκαταλήψεις και να έχουμε ειδικές γνωστικές ικανότητες όπως το να επιθυμεί κανείς τον πειραματισμό με νέες ιδέες και
αντιλαμβάνεται τους λόγους για να τα φέρει εις πέρας σε μια δεδομένη περίσταση. Το πρώτο αναφέρεται στο πόσο πολύ αρέσει σε κάποιον να υλοποιεί συγκεκριμένα επαγγελματικά καθήκοντα και όχι στην έννοια της επαγγελματικής ικανοποίησης. Έτσι, προκύπτουν δυο αντίθετες στάσεις, αυτή όπου το άτομο έλκεται από μόνο του στα προβλήματα που τα καθήκοντα της δουλειάς του τον/την εντάσσουν και έχει την αίσθηση ότι κάτι τέτοιο έχει και ηθική διάσταση και αυτή όπου το άτομο δεν έχει καμία διάθεση να εμπλακεί σε τίποτα από όσα το επαγγελματικό καθήκον προτείνει. Το δεύτερο στοιχείο όπως είπαμε αναφέρεται στο πώς το άτομο αντιλαμβάνεται τους λόγους για να τα φέρει εις πέρας σε μια δεδομένη περίσταση. ι αντιλήψεις αυτές εξαρτώνται από εξωτερικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες και συγκεκριμένα την παρουσία ή απουσία περιορισμών που συνδέονται με το εργασιακό περιβάλλον και με τα κίνητρα που αυτό προτείνει όπως χρήματα ή αναγνώριση (Amabile 1996). Τα τρία αυτά στοιχεία του μοντέλου της δημιουργικότητας (δεξιότητες που σχετίζονται με συγκεκριμένο τομέα ενδιαφέροντος, δεξιότητες που σχετίζονται με τη δημιουργικότητα καθ’ εαυτή και εσωτερικά κίνητρα) πλαισιώνουν το πώς το άτομο διαχειρίζεται την πληροφορία για να φτάσει σε μια λύση. Το εσωτερικό κίνητρο παίζει μεγάλο ρόλο στο να εμπλακεί το άτομο με την όλη διαδικασία, να μείνει σε αυτήν και στην αναζήτηση της λύσης. ι δεξιότητες που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο τομέα ενδιαφέροντος καθορίζουν το ποιες γνωστικές διαδρομές θα ακολουθήσει και ποια κριτήρια θα εφαρμόσει για να εκτιμήσει τις πιθανές λύσεις, ενώ τέλος, οι δεξιότητες που σχετίζονται με την ίδια τη δημιουργικότ ητα ελέγχουν την ίδια τη διαδικασία εκτέλεσης. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν παίζει ρόλο το πόση γνώση έχει αποθηκεύσει
προβλήματος. Άρα, η δημιουργικότητα έχει ως προϋποθέσεις τα εσωτερικά κίνητρα και την ύπαρξη ενός εργασιακού περιβάλλοντος που ευνοεί την εύρεση δημιουρ γικών λύσεων στα προβλήματα. Από την άλλη μεριά δεν μπορούμε να αδιαφορήσουμε τελείως για τα εξωτερικά κίνητρα καθώς οι εργασιακοί και θεσμικοί κανόνες είναι αυτοί που θα εξασφαλίσουν ότι ένα επαγγελματικό καθήκον θα ολοκληρωθεί στην ώρα του ενώ δεν μπορούμε να αδιαφορήσουμε για το ότι οι άνθρωποι θέλουν και χρηματικές απολαβές για τη δουλειά τους και αναγνώριση. Επίσης έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι δημιουργικοί όταν υπάρχουν τα εξωτερικά κίνητρα και περιορισμοί (Amabile et al 1994) ερνώντας στη σχέση εργασιακού περιβάλλοντος και δημιουργικότητας, υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που την προάγουν και αυτά είν αι: το να προάγεται η αίσθηση του ελέγχου πάνω στη διαδικασία της εργασίας, να υπάρχει εργασιακή αυτονομία, ο διευθυντής να είναι συνεργάσιμος, επικοινωνιακός, να δίνει κατευθύνσεις και να προστατεύει την ομάδα από εξωτερικές απειλές, να υπάρχουν πόροι, χρήματα και εξοπλισμός, το κλίμα του σχολείου να ευνοεί τη δημιουργικότητα, να αναγνωρίζεται ο κόπος του εργαζόμενου και να αναδεικνύεται η σημαντικότητα του καθήκοντος για την οργάνωση/ το σχολείο ε την ίδια λογική υπάρχουν χαρακτηριστικά του εργασ ιακού περιβάλλοντος που ακυρώνουν τη δημιουργικότητα και είναι Η έλλειψη συνεργασίας και
πολύ χαλαρή. Επίσης, το αίσθημα του ανταγωνισμού μπορεί να ακυρώσει τη δημιουργικότητα όταν αυτό είναι υπερβολικό αλλά και όταν είναι ανύπαρκτο καθώς μπορεί η κουλτούρα της ομάδας να ευνοεί την δημιουργικότητα σε περιπτώσεις που ένα σχολείο ανταγωνίζεται ένα άλλο για ένα στόχο. Ειδικά σε ότι έχει να κάνει με τις προϋποθέσεις οι οποίες συνδέονται με την δημιουργικότητα και την καινοτομία του θεσμού ως φορέα, έχει φανεί ότι σε κάθε περίπτωση το σχολικό περιβάλλον θα πρέπει να ενθαρρύνει τη δημιουργική και καινοτόμο ανάληψη δράσης ή σχετικές ιδέες. Η θετική στάση απέναντι στην καινοτομία θα πρέπει να εκφράζεται ρητά από όλους τους φορείς που έχουν θέση ευθύνης στο θεσμό οι οποίοι θα πρέπει να επιβραβεύουν όσους αναλαμβάνουν να προτείνουν την υλοποίηση μιας νέας ιδέας, δεδομένων των ρίσκων που μια τέτοια επιλογή περιέχει. Από τη μέχρι τώρα συζήτηση προκύπτει ότι για να μπορέσουν οι θεσμοί να ξεπεράσουν εμπόδια και αδιέξοδα, είναι αναγκαία η καινοτομία και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν ερευνητικά τεκμηριωμένες σχέσεις ανάμεσα στη δημιουργικότητα και την θεσμική αλλαγή. Έχει υποστηριχτεί για παράδειγμα ότι η δημιουργικότητα αποτελείται από τρία στοιχεία: την εξειδίκευση (τη σε βάθος γνώση μιας επιστημονικής περιοχής), τη δημιουργική προσωπικότητα (την αγάπη για την πολυπλοκότητα, την ανεξάρτητη κρίση, το συνδυασμό φαινομενικά διαφορετικών πραγμάτων) και τα εγγενή κίνητρα (ικανοποίηση από περιέργεια, διανοητική πρόκληση και αυτοέκφραση (Csikszentmihalyi 1999; Tiwana & McLean 2005; Hemlin and Olsson 2011; Puccio & Grivas 2009; Eisenberger and Aselage 2009) αράλληλα έχει υποστηριχτεί ότι η δημιουργική δράση δεν είναι ένα απλό αποτέλεσμα μιας δημιουργικής προσωπικότητας αλλά κάτι που συνδέεται στενά με το
να δούμε τη δημιουργικότητα ως προσανατολισμένη σε τρεις τομείς: στη δράση, στο πρόσωπο ή στους άλλους. Στην περίπτωση της εγωκεντρικής δημιουργικότητας τ ο άτομο κινητοποιείται εσωτερικά από την αίσθηση της ελευθερίας, της έκφρασης και της πληρότητας που παρέχει η ιδέα ή το αντικείμενο. Στην περίπτωση της ετεροκεντρικής δημιουργικότητας το άτομο κινητοποιείται εσωτερικά από την υπηρεσία που προσφέρει σε κάποιον άλλο, είναι ένα είδος δέσμευσης που βασίζεται σε ηθικές αξίες. Η δημιουργικότητα επίσης μπορεί να εξηγηθεί ανάλογα με το αν είναι εξαρτημένη ή όχι από τη δραστηριότητα. Στην περίπτωση της εξαρτημένης δημιουργικότητας το κίνητρο εστιάζει στη συγκεκριμ ένη δράση, στην εξειδίκευση, στο θεσμό ή σε μια αξία. Στην ανεξάρτητη δημιουργικότητα το εσωτερικό κίνητρο σχετίζεται με την απόλαυση του δημιουργείν ανεξαρτήτων πλαισίου. Η δημιουργικότητα δεν συνδέεται πάντα με το πλαίσιο, μπορεί κανείς να θέλει να είναι δημιουργικός ανεξαρτήτων πλαισίου. Αντίθετα στην εξαρτημένη δημιουργικότητα, το κίνητρο συνδέεται με το πλαίσιο καθώς το άτομο θέλει να είναι δημιουργικό μ όνο σε συγκεκριμένα πλαίσια. Από την παραπάνω ανάλυση της σχέσης μεταξύ εσωτερικών κινήτρων και δημιουργικότητας, φαίνεται ότι αυτή μπορεί να πάρει τις εξής μορφές. ρώτον, την μορφή της “έκφρασης”, όπου το εσωτερικό κίνητρο είναι εγωκεντρικό και ανεξάρτητο από το πλαίσιο, δεύτερον, τη μορφή της “αποστολής” όπου το εσωτερικό κίνητρο είναι ετεροκεντρικό και ανεξάρτητο από το πλαίσιο, τρίτον, τη μορφή του “πάθους” όπου το εσωτερικό κίνητρο είν αι εγωκεντρικό και εξαρτημένο από το πλαίσιο και τέταρτον, τη μορφή της “δέσμευσης” όπου το εσωτερικό κίνητρο είναι ετεροκεντρικό και εξαρτημένο από το πλαίσιο (Auger & Reynaud 2008).
ατόμου. Δεύτερον, τα εσωτερικά κίνητρα παίζουν καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στην παραγωγή καινοτόμου σκέψης και δράσης αλλά και στο συλλογικό ευ ζην του εργασιακού περιβάλλοντος. ι δύο αυτές ιδέες εκβάλλουν στην ιδέα ότι το σύστημα των αξιών του ατόμου είναι επίσης καθοριστικός παράγοντας ο οποίος επηρεάζει το πως θα σχετιστεί με το εργασιακό του περιβάλλον. Επομένως, πριν αναφερθούμε στις εργασιακές αξίες είναι σημαντικό να αναφερθούμε σε βασικές προσεγγίσεις για το πώς ορίζονται οι αξίες στους κλάδους της οργανωσιακής ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας των οργανώσεων. ε έναν κάπως διευρυμένο τρόπο οι αξίες έχουν οριστεί ως οι τελικές καταστάσεις που επιθυμούν οι άνθρωποι και αισθάνονται ότι θα έπρεπε να πραγματώσουν μέσω και μέσα στην εργασία (Rokeach 1973:22), ενώ ο κοινωνιολόγος Kluckhohn (1951:390) έχει ορίσει τις εργασιακές αξίες ως εξής: «η αξία είναι μια αντίληψη (conception ), ρητή ή άρρητη, που χαρακτηρίζει ένα άτομο ή μια ομάδα για το τι είναι επιθυμητό και η οποία επηρεάζει την επιλογή των διαθέσιμων μέσων δράσης»
Άρα με βάση αυτές τις δυο προσεγγίσεις οι εργασιακές αξίες συνιστούν πεποιθήσεις που καθορίζουν τα μέσα για δράση και τρόπους νοηματοδότησης της εργασίας (Marini 1984) O Schwartz (1999) συνδυάζοντας αυτές τις δυο προσεγγίσεις έχει ορίσει τις αξίες ως επιθυμητούς σκοπούς οι οποίοι αφορούν σε διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις (trans-situational goals) οι οποίοι ποικίλουν σε σημασία και λειτουργούν ως καθοδηγητικές αρχές της ζωής ενός ατόμου. Από αυτό έπεται ότι οι αξίες είναι σκοποί οι οποίοι εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ατόμου, κινητροδοτούν τη δράση δίνοντάς της συναισθηματική φόρτιση και κατεύθυνση, λειτουργούν ως κριτήρια αξιολόγησης και δικαιολόγησης της δράσης και, τέλος, αποκτούνται μέσω της κοινωνικοποίησης καθώς το άτομο περνά από διάφορες κοινωνικές
αυτής της θέσης είναι ότι άτομα και κοινωνικές ομάδες, προκειμένου να διαχειριστούν τις προκλήσεις που είναι εγγενείς στην ανθρώπινη ύπαρξη, μεταφράζουν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που βιώνουν σε έννοιες για τις οποίες μπορούν να επικοινωνήσουν και να τις εκφράσουν σε γλωσσική μορφή με τη μορφή αξιών. ε άλλα λόγια, οι αξίες αντιπροσωπεύουν, υπό τη μορφή συνειδητών σκοπών, απαντήσεις σε τρεις καθολικές απαιτήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν άτομα και κοινωνίες: πρώτον, ανάγκες που σχετίζονται με την βιολογική μας ύπαρξη, δεύτερον, απαιτήσεις σχετικές με την οργάνωση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και, τρίτον, απαιτήσεις που σχετίζονται με την αρμονική λειτουργία των ομάδων. Από αυτή την τριμερή δομή απαιτήσεων ο Schwartz (1992) έχει προτείνει δέκα τύπους αξιών καθένας από τους οποίους περιέχει διακριτούς σκοπούς και αξίες. Αυτοί οι τύποι αξιών είναι οι εξής: 1) ηδονισμός, 2) εξουσία, 3) επίδοση, 4) ανάληψη ρίσκου, 5) αυτενέργεια, 6) ενδιαφέρον για τους άλλους, 7) ενδιαφέρον για τους κοντινούς ανθρώπους, 8) συμμόρφωση στις προσδοκίες των άλλων, 9) παράδοση και 10) ασφάλεια. Στη βάση αυτής της θεωρίας για τις αξίες, ο Super (1963, 1970, 1973) ήταν από τους πρώτους που προσπάθησαν να συσχετίσουν τις αξίες με την επιλογή επαγγέλματος και την επαγγελματική ικανοποίηση. Η πρακτική σημασία των εργασιακών αξιών έγκειται στο ότι επηρεάζουν τα μέσα που μια κοινωνία χρησιμοποιεί για να διαχειριστεί τις οικονομικές της δραστηριότητες. ι εργασι ακές αξίες έχουν αιτιακή σχέση με τα νοήματα που αποδίδουν οι άνθρωποι στην εργασία τους. Ήδη από το 1985 οι Culbert & McDonough έχουν επισημάνει ότι όσο περισσότερο πιστεύουν τα άτομα ότι υπάρχει θετική σχέση μεταξύ της εργασίας τους και άλλων σκοπών
περιβάλλοντος και σχετίζονται με πιθανές ανταμοιβές που απορρέουν από την εργασία (π.χ. χρήματα, κύρος, ευκαιρίες μάθησης) (Monica 2005) και ότι αναφέρονται σε αξίες που πιστεύουν τα άτομα ότι θα έπρεπε να ικανοποιηθούν στον εργασιακό χώρο (Brown 1996) ε άλλα λόγια, οι εργασιακές αξίες λειτουργούν ως κίνητρα εμπλοκής στον κόσμο της εργασίας. ιο σύγχρονες προσεγγίσεις (Zytowski 1994; Super 1995) αντιμετωπίζουν τις αξίες ως πεποιθήσεις που σχετίζονται με τα “πρέπει” του ατόμου και με επιθυμητές τελικές καταστάσεις. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλά άτομα βιώνουν μια αλλοτρίωση από την επιλογή επαγγέλματος, καθώς οι αξίες τους είναι σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση με τις εργασιακές απαιτήσεις. ι αξίες αναπτύσσονται με τρόπο ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες ατόμου με κοινωνικά επιθυμητούς τόπους και, με αυτή την έννοια, οι αξίες διαμορφώνονται από το πολιτισμικό πλαίσιο του ατόμου. ι αξίες αποκρυσταλλώνονται όταν οι άνθρωποι μπορούν να τις εντοπίσουν και να πουν με ποιο τρόπο επηρεάζουν τη συμπεριφορά τους. Τα συστήματα αξιών των ατόμων περιέχουν τις πολιτισμικές και τις εργασιακές αξίες του ατόμου. ι πρώτες περιλαμβάνουν αυτές τις οποίες μοιράζονται τα μέλη των κοινωνικών ομάδων και μπορεί να αφορούν στο αν οι άνθρωποι είναι καλοί ή κακοί, στο ποια πρέπει να είναι η σχέση του ατόμου με τη φύση ή στο πως πρέπει να αντιμετωπίζεται το άτομο μέσα στην κοινωνία. ι εργασιακές αξίες περιλαμβάνουν όλα όσα πιστεύουν οι άνθρωποι ότι θα πρέπει να ικανοποιούνται ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους σε έναν εργασιακό ρόλο. ε αυτή την έννοια οι αξίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη λήψη απόφασης για το εργασιακό μέλλον του ατόμου καθώς προσωπικές αξίες όπως η υπευθυνότητα, ο αλτρουισμός, ο ανταγωνισμός ή η επίδοση επηρεάζουν την επιλογή επαγγέλματος και τα συναισθήματα που απορρέουν από την επιτέλεσή τους. ροφανώς οι εργασιακές αξίες, όπως έχουν δείξει πολυάριθμες έρευνες διαμορφώνονται από παράγοντες όπως το κοινωνικο-οικονομικό στάτους της οικογένειας, οι οικογενειακές επιρροές, το ιστορικό των διακρίσεων, η διαθέσιμη πληροφόρηση και το αίσθημα της αυτοαποτελεσματικότητας (Hotchkiss & Borow, 1996; Leong & Serifica, 2001; Lent et al 2000). Στη βάση αυτών των ερευνών, διάφοροι ερευνητές έχουν προτείνει ποικίλες ταξινομήσεις εργασιακών αξιών. Ειδικότερα, Schwartz (1999) διακρίνει τις εργασιακές αξίες σε τέσσερις μεγάλους τύπους, τις εσωτερικές (εσωτερική ανάπτυξη, αυτονομία, δημιουργικότητα), τις εξωτερικές (κύρος, χρήμα), τις κοινωνικές (επαφή με άλλους και συνεισφορά στην κοινωνία) και τις σχετικές με την εξουσία (επιρροή).
Rone (1994), επιβεβαιώνοντας μια ταξινόμηση η οποία προέκυψε από διαπολιτισμική έρευνα για τις εργασιακές αξίες επτά χωρών, διακρίνει τις εργασιακές αξίες σε ατομοκεντρικές και κοινωνιοκεντρικές, ενώ πιο σύγχρονες έρευνες διακρίνουν μεταξύ 1) αυτοπραγμάτωση μέσω της εργασίας, 2) συνεισφορά στην κοινωνία, 3) σταθερότητα, εργασιακή ασφάλεια και σαφήνεια εργασιακών καθηκόντων, 4) ανοιχτότητα σε καινοτομίες και δημιουργικότητα και 5) δύναμη και ικανότητα επιρροής (Lesthaeghe & Moors 2000, Harpaz & Fu 2002). Έρευνες που εξετάζουν το ρόλο που παίζουν οι εργασιακές αξίες στον τρόπο με τον οποίο τα άτομα βιώνουν τη σχέση τους με το επάγγελμά τους έχουν αναδείξει τα εξής τρία σημεία. ρώτον, για άτομα που πριμοδοτούν τον ατομικισμό ως κοινωνική αξία, οι εργασιακές αξίες παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στην επιλογή επαγγέλματος, στο βαθμό που οι εργασιακές τους αξίες είναι αποκρυσταλλωμένες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το αίσθημα τις αυτοαποτελεσματικότητας περιορίζει τις διαδικασίες λήψης απόφασης όταν οι διαθέσιμες επιλογές απαιτούν δεξιότητες. Εδώ κρίσιμο ρόλο παίζει η πληροφόρηση που σχετίζεται με αξίες, δηλ η πληροφόρηση που αναδεικνύει ποιες αξίες θα ενισχύονταν στον εργασιακό χώρο (Judge & Bretz, 1992). ε την ίδι α λογική, η αυτοαποτελεσματικότητα είναι σημαντική όταν κάποιες από τις επιλογές απαιτούν μεγαλύτερη προετοιμασία από κάποιες άλλες. Δεύτερον, άτομα με κολεκτιβιστικές κοινωνικές αξίες και που προέρχονται από οικογένειες με παρόμοιες αξίες, θα έχουν ακραίες επιλογές ως προς τη λήψη απόφασης, είτε θα αδιαφορήσουν τελείως για τις επιταγές της οικογένειας, είτε θα τις ασπαστούν εντελώς. Το αποτέλεσμα είναι ότι το επιτευχθέν επάγγελμα θα σχετίζεται λιγότερο με τις εργασιακές αξίες του ατόμου σε σύγκριση με άτομα που έχουν
εργασιακών τους αξιών. Για παράδειγμα ο Super υποστήριξε ότι η ικανότητα των ατόμων να αντιμετωπίζουν το χρόνο με όρους σχεδίου προς υλοποίηση εξαρτάται από την πρώιμη και σαφή πληροφόρηση, αλληλεπιδράσεις με πρόσωπα κλειδιά του περιβάλλοντος και προσωπικά ενδιαφέροντα του ατόμου. ροφανώς δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι μια τέτοια σχέση με το χρόνο και άτομα που αντιμετωπίζουν το χρόνο με όρους παροντικούς ή παρελθοντικούς δυσκολεύονται να σχεδιάσουν το μέλλον τους. Tέλος, η επαγγελματική ικανοποίηση σχετίζεται άμεσα με τις εργασιακές αξίες με την εξής έννοια. Όσο μεγαλύτερη είναι η σύμπτωση ανάμεσα στις αξίες του ατόμου (είτε ατομικιστικές είτε κοινωνιοκεντρικές) και στις αξίες του εργασιακού υπεύθυνου, τόσο μεγαλύτερη η επαγγελματική ικανοποίηση (Posner 1992; Elton & Smart 1988). ρος υποστήριξη αυτής της θέσης, έρευνα που εξέταζε τις επιπτώσεις της ανεργίας σε κινέζους πολίτες, φάνηκε ότι η αδυναμία τους να στηρίξουν τους μεγάλους σε ηλικία συγγενείς τους ήταν πηγή δυσφορίας, κάτι που δείχνει ότι για τα άτομα που έχουν κοινωνιοκεντρικές αξίες, η οικογένεια επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική ικανοποίηση, σε σύγκριση με άτομα που υιοθετούν πιο ατομοκεντρικές αξίες (Yu and Wu 1985). Από τα παραπάνω, επομένως, συνάγεται ότι οι κοινωνικές αξίες της οικογένειας και της κουλτούρας μέσα στις οποίες αναπτύσσεται το άτομο, επηρεάζουν καθοριστικά το βαθμό ικανοποίησής του από την εργασία του και τη στάση που αυτό θα αναπτύξει απέναντι στην εργασιακή κουλτούρα του επαγγέλματος. Τα δυο αυτά στοιχεία επιδρούν με τη σειρά τους στο κατά πόσο το άτομο θα εμπλακεί σε καινοτόμες και δημιουργικές δράσεις που σχετίζονται με την εργασιακή του καθημερινότητα.
ΕΘ Δ Γ Α 4.1. Η έρευνα επισκόπησης και οι λόγοι επιλογής της
Η τεχνική έρευνας που υιοθετήσαμε προκειμένου να απαντήσουμε στα ερευνητικά μας ερωτήματα είναι η έρευνα επισκόπησης. ι λόγοι επιλογής της συνδέονται προφανώς με τη φύση των ερευνητικών ερωτημάτων και με τους σκοπούς της έρευνας. Ειδικότερα, η έρευνα επισκόπησης εφαρμόζεται όταν στόχος του ερευνητή είναι να περιγράψει το πως κατανέμονται σε ένα πληθυσμό χαρακτηριστικά όπως συμπεριφορές (π.χ. πότε επισκέφτηκαν τελευταία φορά θέατρο), στάσεις ή πεποιθήσεις (π.χ. αν πιστεύετε ότι η μαθησιακή δυσκολία έχει βιολογικά ή κοινωνικά αίτια), δομικά/δημογραφικά χαρακτηριστικά (οικογενειακή κατάσταση ή ένταξη σε ομάδες όπως κόμμα κτλ), προσδοκίες (π.χ. σε ποιά σχολική βαθμίδα πιστεύει ότι θα φτάσει το παιδί του ερωτώμενου) ή τέλος πως ταξινομεί τον εαυτό του ίδιο το υποκείμενο σε σχέση με διάφορες ομαδοποιήσεις (π.χ. αν θεωρεί τον εαυτό του συντηρητικό ή προοδευτικό, αν πιστεύει ότι ανήκει στην εργατική ή την μεσαία τάξη κτλ) (Neuman 2007: 173). Επιπλέον, η περιγραφική αυτή σκοποθεσία της έρευνας επισκόπησης μπορεί να αφορά όχι μόνο στην κατανομή ενός από τα παραπάνω χαρακτηριστικά στο επιλεχθέν δείγμα αλλά και στον εντοπισμό
στάσεις των εκπαιδευτικών απέναντι στα και οι λόγοι που τους κάνουν να τα επιλέγουν ή όχι και β) να εντοπίσουμε πιθανές συσχετίσεις μεταξύ των αξιών των εκπαιδευτικών και αυτών των λόγων και γ) να αποτυπώσουμε την κατανομή τους στην εν λόγω κοινωνική ομάδα. 4.2. σχεδιασμός του ερωτηματολογίου και η λογική της δόμησης των ερωτήσεων Το ερωτηματολόγιό μας περιλαμβάνει πέντε ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει τα συνήθη δημογραφικά στοιχεία. Συγκεκριμένα φύλο, βαθμίδα εκπαίδευσης, ειδικότητα, αστικότητα, τον τύπο του σχολείου (1θέσιο/2θέσιο κτλ ή ΓΕ /Ε Α ), τα χρόνια προϋπηρεσίας, επιπλέον σπουδές και επαγγέλματα και εκπαίδευση γονέων. λόγος για τον οποίο επιλέξαμε τις εν λόγω δομικές μεταβλη τές είναι για να ελέγξουμε πιθανές συσχετίσεις τους με τις στάσεις των εκπαιδευτικών απέναντι στα . Η δεύτερη ενότητα η οποία περιλαμβάνει την κλίμακα μέτρησης με τις εργασιακές αξίες θα αναλυθεί στο τέλος του κεφαλαίου Η τρίτη ενότητα του ερωτηματολογίου περιλαμβάνει μια κλίμακα μέτρησης η οποία έχει στόχο να εξετάσει το πώς οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί ορίζουν το περιεχόμενο της έννοιας «καινοτομία». ι εκπαιδευτικοί καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα «Σε τι βαθμό θεωρείτε ότι τα παρακάτω αποτελούν καινοτομία στο δημοτικό σχολείο;» τοποθετούμενοι με βάση το «καθόλου», «λίγο» και «πολύ». ι δηλώσεις στις οποίες τοποθετούνται είναι οι παρακάτω:
Αναλυτικά ρογράμματα καθορισμένα από τις ανάγκες των μαθητών
Ενισχυτική διδασκαλία μαθητών
αράλληλη Στήριξη μαθητών
Αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας (ΑΕΕ)
Αξιολόγηση εκπαιδευτικών
Ενδοσχολική επιμόρφωση εκπαιδευτικών
Αυτό που θέλουμε να εξετάσουμε με την εν λόγω κλίμακα μέτρησης είναι το πως ορίζουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί την καινοτομία και αν και κατά πόσο αυτοί οι ορισμοί συμπίπτουν με τους ορισμούς που υπάρχουν στα Αναλυτικά ρογράμματα για την καινοτομία. Δεδομένου ότι θέλουμε να αποφύγουμε να επιβάλλουμε την θεσμική έκφραση της καινοτομίας στην αντίληψη που μπορεί να έχει ο εκπαιδευτικός για το τι σημαίνει για τον ίδιο αυτή η έννοια, θεωρήσαμε χρήσιμο να δώσουμε τη δυνατότητα στους ίδιους να εκφραστούν και με ανοιχτό τρόπο. Για την επιλογή των συγκεκριμένων δηλώσεων πραγματοποιήσαμε πιλοτική έρευνα με συνεντεύξεις στις οποίες ρωτούσαμε τους εκπαιδευτικούς να ορίσουν οι ίδιοι την έννοια «καινοτομία», απαντώντας με όποιο τρόπο νομίζουν και δίχως να τους οδηγούμε προς κάποια κατεύθυνση. ι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν με εκπαιδευτικούς ποικίλων ηλικιών, βαθμίδων εκπαίδευσης και μορφωτικών προσόντων, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και την παράμετρο του φύλου. Η τέταρτη ενότητα έχει στόχο να καλύψει το ζήτημα της χρησιμότ ητας της καινοτομίας. Εδώ οι εκπαιδευτικοί καλούνται τοποθετηθούν απέναντι στις παρακάτω δηλώσεις, ανάλογα με το κατά πόσο διαφωνούν ή συμφωνούν στην διαβαθμισμένη κλίμακα «διαφωνώ», «ούτε συμφωνώ ούτε διαφωνώ» και «συμφωνώ»: Βελτιώνει το αναλυτικό πρόγραμμα
αρέχει ευκαιρίες εμβάθυνσης σε διάφορες γνωστικές περιοχές αρέχει ευκαιρίες στους μαθητές για την καλλιέργεια δημοκρατικών αξιών Βελτιώνει τη συνεργασία μεταξύ μαθητών Συμβάλει στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών και αυτονομίας από την πλευρά των εκπαιδευτικών εργασίας μεταξύ των μαθητών Η πέμπτη ενότητα διερευνά την εφαρμογή της καινοτομίας και για το σκοπό αυτό σχεδιάσαμε δυο κλίμακες μέτρησης, η πρώτη εκ των οποίων περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους οι εκπαιδευτικοί συμμετέχουν στην εισαγωγή και υλοποίηση και η δεύτερη περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους οι εκπαιδευτικοί δεν συμμετέχουν στην υλοποίηση των ιο συγκεκριμένα, στην πρώτη κλίμακα οι εκπαιδευτικοί καλούνται να τοποθετηθούν στο ερώτημα « όσο σημαντικοί είναι οι παρακάτω λόγοι για να συμμετάσχετε στην υλοποίηση ενός καινοτόμου προγράμματος», επιλέγοντας μια απάντηση από τη διαβαθμισμένη κλίμακα «καθόλου, «λίγο», «μέτρια» και «πολύ». ι δηλώσεις απέναντι στις οποίες τοποθετούνται είναι οι εξής. Επειδή μου αρέσει να πειραματίζομαι με νέες παιδαγωγικές μεθόδους Για να βελτιώσω τις γνώσεις μου σε μια γνωστική περιοχή
Για να αυξηθούν οι πιθανότητες επαγγελματικής μου ανέλιξης Για να εξετάσω διαθεματικά ένα πρόβλημα ή ένα φαινόμενο
Επειδή είναι καλό για την εικόνα του σχολείου
Επειδή θα χρειαστεί να συμπληρωθεί το ωράριό μου Επειδή βελτιώνεται το βιογραφικό μου Επειδή βελτιώνει τις κοινωνικές δεξιότητες των μαθητών Στη δεύτερη κλίμακα μέτρησης οι εκπαιδευτικοί καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα «πόσο σημαντικοί είναι οι παρακάτω λόγοι για τη Η συμμετοχή σας στην υλοποίηση καινοτόμων προγραμμάτων», επιλέγοντας μια απάντηση από τη
Διότι γενικά δεν μου αρέσει να πειραματίζομαι με αβέβαιου αποτελέσματος
παιδαγωγικές μεθόδους
Διότι αισθάνομαι ότι πρέπει να επιμορφωθώ περισσότερο στα καινοτόμα
προγράμματα
Διότι δεν υπάρχει επαρκής θεσμική και οικονομική υποστήριξη
Διότι υπάρχει ελλιπής υποστήριξη από τους συναδέλφους
Διότι η υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου είναι ανεπαρκής
Διότι δεν υπάρχει συνεργασία με τους γονείς και τους τοπικούς φορείς Διότι είναι ανεπαρκής υποστήριξη από τ ον υπεύθυνο καινοτόμων προγραμμάτων Τέλος, η έκτη και τελευταία ενότητα περιλαμβάνει ερωτήσεις σχετικές με το αν και
εκ των Αγωγής Υγείας, ολιτιστικών ρογραμμάτων και εριβαλλοντικών ρογραμμάτων έχουν οι υλοποιήσει οι εκπαιδευτικοί. 4.3. Η συμβολή της πιλοτικής έρευνας στη δόμηση της μεθοδολογίας. ι παραπάνω κλίμακες μέτρησης, εκτός αυτής που αφορά στις εργασιακές αξίες, δομήθηκαν μέσα από πιλοτικές ημι-δομημένες συνεντεύξεις που πραγματοποιήσαμε με εκπαιδευτικούς και των δυο βαθμίδων, διαφορετικών ετών προϋπηρεσίας, φύλου, και μορφωτικών προσόντων. Σκοπός αυτής της διαδικασίας ήταν η κλίμακα μέτρησης στην οποία καταλήξαμε να είναι όσο το δυνατό πιο συνεπής απέναντι στην έννοια που θέλαμε να εξετάσουμε. Για παράδειγμα,
προαναφέραμε και τις επαναξιολογήσαμε στην πιλοτική μας έρευνα. Εν συνεχεία, πραγματοποιήσαμε πιλοτική έρευνα κατά την οποί α μοιράσαμε σε 40 εκπαιδευτικούς ένα δοκιμαστικό ερωτηματολόγιο για να ελέγξουμε τις αντιδράσεις των ερωτωμένων σε σχέση με το βαθμό κατανοησιμότητας των ερωτήσεων, το χρόνο συμπλήρωσης και το βαθμό αποδοχής του. Τα κριτήρια επιλογής τους ήταν ίδια και με τις πιλοτικές συνεντεύξεις. Ελέγχοντας και λαμβάνοντας υπόψη μας τα σχόλιά τους, προβήκαμε σε κρ ίσιμες διορθώσεις τόσο σε σχέση με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά όσο και σε σχέση με τις διατυπώσεις των δηλώσεων και στις κλίμακες μέτρησης καθώς και των εκφωνήσεων των ερωτήσεων. Επίσης, καθοριστική ήταν η πιλοτική έρευνα ως προς το ότι αφαιρέσαμε κάποιες ερωτήσεις και δηλώσεις οι οποίες δημιουργούσαν δυσκολίες κατανόησης στους ερωτώμενους και ότι μπορέσαμε να κρατήσουμε εκείνες τις ερωτήσεις και δηλώσεις η συμπλήρωση των οποίων δεν θα ξεπερνούσε τα 20 λεπτά, χρόνος ο οποίος θεωρείται οριακός για τη συμμετοχή σε έρευνες επισκόπησης (Bryman 2001: 25-30)
4.4. Εργασιακές αξίες και καινοτομία. Η κλίμακα μέτρησης των εργασιακών αξιών Από την συζήτηση που παρουσιάσαμε στο θεωρητικό μέρος όπου και αναλύσαμε τις σχέσεις δημιουργικότητας και καινοτομίας, φάνηκε ότι οι εργασιακές αξίες επηρεάζουν όχι μόνο τα κριτήρια επιλογής επαγγέ λματος αλλά και
περιβάλλον του. ρακτικά, αυτό σημαίνει ότι το αν και με ποιο τρόπο θα εμπλακεί ο εκπαιδευτικός στην υλοποίηση δημιουργικών δραστηριοτήτων του σχολείου (μια εκ των οποίων είναι τα ) εξαρτάται από το πλέγμα των αξιών που συνθέτουν την προσωπική και κοινωνική του ταυτότητα
Όπως έχουμε επισημάνει, πέρα από τη σχέση ανάμεσα στο σύστημα των αξιών και την επαγγελματική ικανοποίηση, οι εργασιακές αξίες συνδέονται στενά με την εμπλοκή που θα επιδείξει το άτομο στην εργασιακή κουλτούρα (Kalliath et al. 1999; Smith and Campbell 2006; Ehrhart and Makransky 2007). Επίσης, ο ρόλος των εργασιακών αξιών έχει εντοπιστεί και στη σχέση με τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι αλλάζουν συνειδητά και συχνά δουλειά. Για παράδειγμα έχει βρεθεί ότι αυτοί που αλλάζουν συνειδητά δουλειά τείνουν να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε αξίες όπως η δημιουργικότητα, η διανοητική πρόκληση και ανεξαρτησία, σε σύγκριση με όσους δεν αλλάζουν εργασία. Η πλειοψηφία των ερευνών που κινούνται στην εν λόγω προβληματική εφαρμόζουν το Ερωτηματολόγιο Εργασιακών Αξιών (ΕΕΑ) του Super (1970, 1973) του οποίου η εγκυρότητα έχει επανεξεταστεί εξ’ αιτίας της παλαιότητας της αρχικής του χρήσης. Η αρχική ιδέα του Super ήταν να δείξει αυτήν ακριβώς τη συσχέτιση ανάμεσα σε όψεις της εργασίας η επιθυμητότητα των οποίων συνδεόταν με ένα γενικότερο αίσθημα ικανοποίησης. Επιπλέον, το ποια και σε ποιο βαθμό ορισμένα στοιχεία της εργασίας θεωρούνται ελκυστικά είναι ζήτημα πρόσληψης και του πως το άτομο νοηματοδοτεί και αξιολογεί τα εν λόγω στοιχεία και όχι αντικειμενικές ιδιότητες του εργασιακού περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, έχει φανεί ότι η σημαντικότητα της εργασίας εξαρτάται από το πως το άτομο εκτιμά ότι η εργασία θα του ικανοποιήσει τις εργασιακές του αξίες. Αν και έχουν υπάρξει διάφορες ταξινομήσεις των εργασιακών αξιών, οι περισσότεροι
μέτρησης κάθε μια από τις οποίες περιείχε 3 δηλώσεις (items). εταγενέστεροι ερευνητές που χρησιμοποιούν το ΕΕΑ, έχουν καταλήξει σε διαφορετικούς παράγοντες που είναι σημαντικοί κάθε φορά, κάθε ένας από τους οποίους περιέχει συγκεκριμένο αριθμό δηλώσεων, όπως για παράδειγμα η έρευνα των Vogt et al. (2004) και του Zytowski (2006) στην οποία αναδείχθηκαν 4 παράγοντες (Selfexpression, Material, Behavior control, and Goodness of Life) σε κάθε ένας από τους οποίους αντιστοιχούσαν 15 δηλώσεις. Στη δική μας έρευνα, εφαρμόσαμε το εν λόγω τροποποιημένο ερωτηματολόγιο εργασιακών αξιών του Super. Για την μετάφραση του ερωτηματολογίου ακολουθήθηκε η εξής διαδικασία: τρεις ανεξάρτητοι μεταφραστές (ο συγγραφέας και άλλοι δυο εκπαιδευτικοί με διδακτορικές σπουδές στις παιδαγωγικές επιστήμες) με μητρική γλώσσα την ελληνική μετέφρασαν από την αγγλική το αρχικό ερωτηματολόγιο και συμφωνήσαν σε μια πρώτη εκδοχή η οποία μοιράστηκε σε τρεις παρατηρητές, με βάση τα σχόλια των οποίων οδηγηθήκαμε σε μια δεύτερη έκδοση. Αυτή αντιμεταφράστηκε πάλι στα αγγλικά από δυο ανεξάρτητους μεταφραστές με μητρική γλώσσα την ελληνική αλλά με 10 χρόνια παραμονής στο εξωτερικό για σπουδές αγγλικής φιλολογίας και οι οποίοι δεν είχαν γνώση του πρωτότυπου ερωτηματολογίου. αμβάνοντας υπόψη μας τις αντιμεταφράσεις τους, καταλήξαμε σε μια τρίτη έκδοση μεταφράζοντάς το εκ νέου η οποία έλαβε υπόψη της και το πρωτότυπο και δόθηκε σε τέσσερις ανεξάρτητους παρατηρητές, από τα σχόλια των οποίων προέκυψε η παρούσα έκδοση που παρουσιάζουμε Το τελικό αυτό ερωτηματολόγιο μοιράστηκε στην πιλοτική μας έρευνα Το ερωτηματολόγιο το οποίο προέκυψε από την παραπάνω διαδικασία αποτελείται από 36 δηλώσεις οι οποίες είναι ομαδοποιημένες σε τέσσερεις θεματικούς άξονες οι οποίοι είναι οι «κεντρικές αξίες», τα «εργασιακά περιβάλλοντα», «οι σχέσεις με τους συναδέλφους» και οι «εργασιακές δραστηριότητες». ι εκπαιδευτικοί τοποθετούνται απέναντι στο σύνολο των 36 δηλώσεων σε σχέση μια κλίμα Likert «καθόλου σημαντικό», «εν μέρει σημαντικό» και «πολύ σημαντικό». αθένας από αυτούς τους τέσσερις άξονες περιλαμβάνει 8-10 δηλώσεις
δική μας εννοιολόγηση η οποία βασίστηκε στη βιβλιογραφία που παρουσιάσαμε. Θεωρήσαμε ότι μια πιθανή παραγοντική ανάλυση θα ήταν είτε παραπλανητική είτε περιττή δεδομένου ότι στην εν λόγω βιβλιογραφία οι παράγοντες που προκύπτουν έχουν παρόμοιο εννοιολογικό σκεπτικό. ε βάση αυτό το σκεπτικό οργανώσαμε και εμείς τις νοηματικές ενότητες κάθε επιμέρους θεματικού άξονα. Αυτό το οποίο θεωρήσαμε σημαντικό από τη μεριά μας να κάνουμε ήταν το να ελέγξουμε την εσωτερική συνέπεια κάθε μιας από αυτές τις ενότητες προκειμένου να εξετάσουμε την συνοχή της εννοιολόγησής μας. παρακάτω πίνακας αποτυπώνει όλη αυτή τη λογική περιλαμβάνοντας και τις δηλώσεις που αντιστοιχούν σε κάθε νοηματική ενότητα.
ροσφορά 1.1 Το να βρίσκω χρόνο για σχολείο, και οικογένεια και φίλους 1.5 α λέω την αλήθεια και να γνωρίζω ότι και οι άλλοι υποστηρίζουν την αλήθεια 1.7 Το να νοιάζομαι και να εμπιστεύομαι εμένα και τους άλλους
1.8 Το να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου Αυτονομία 1.2 Το να νιώθω ότι ελέγχω τις επιλογές μου και όχι ότι αποφασίζουν άλλοι για μένα
1.3 Το να μπορώ να επηρεάζω τους άλλους
1.4 α υπερασπίζομαι τα πιστεύω μου
1.6. Το να ασκώ επίδραση στους άλλους
1.9 Το να έχω κύρος-αναγνώριση από τους άλλους
Ευέλικτα (flexible)
2.1. Η εργασία περιλαμβάνει πολλά πράγματα που συμβαίνουν την
ίδια στιγμή
2.2 Η εργασία δεν καθορίζεται ρητά από χρονικούς περιορισμούς
2.8 Εργασία στην οποία εγώ ο ίδιος φτιάχνω το πρόγραμμά της για
το πότε και πως να δουλεύω
2.6 Η εργασία είναι χαλαρή και δεν υπάρχουν πιέσεις για το τι να
γίνει και πότε
Δύσκαμπτα (inflexible)
2.3 Η εργασία μπορεί να μου αποφέρει πολλά χρήματα
2.4 Η εργασία βρίσκεται σε απόμακρη τοποθεσία
2.5 Η εργασία όπου ξέρεις τι θα συμβεί κάθε μέρα
2.7 Η εργασία της οποίας τα χρονικά πλαίσια είναι προσδιορισμένα
Η θεματική ενότητα «οι σχέσεις με τους συναδέλφους» περιλαμβάνει 9 δηλώσεις, οι 3 εκ των οποίων συγκροτούν τη νοηματική ενότητα «ατομοκε ντρικές σχέσεις» και οι υπόλοιπες 6 συγκροτούν την νοηματική ενότητα «κοινωνιοκεντρ ικές σχέσεις». παρακάτω πίνακας αποτυπώνει όλη αυτή τη λογική περιλαμβάνον τας και τις δηλώσεις που αντιστοιχούν σε κάθε νοηματική ενότητα. ΣΧΕΣΕ Σ Ε ΣΥ ΑΔΕ Φ ΥΣ Ατομοκεντρικές 3.4 Υπάρχουν ηγέτες που καθοδηγούν την εργασία
3.1 Υπάρχει το στοιχείο του ανταγωνισμού 3.6 ι άλλοι αναγνωρίζουν την εργασιακή μου συμβολή οινωνιοκεντρικές 3.7 Υπάρχει αλληλοϋποστήριξη και αλληλοβοήθεια 3.8 Η εργασία γίνεται ομαδικά 3.9 Εργασία όπου υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη 3.2. υπάρχουν άνθρωποι από διαφορετικά πολιτισμικά, γεωγραφικά ή κοινωνικά
Δ ΑΣΤΗ ΤΗΤΕΣ
4.1 Η εργασία απαιτεί από εμένα ερμηνεία και επεξεργασία των δεδομένων και της πληροφορίας
4.2 Η εργασία είναι διανοητικά ή σωματικά απαιτητική
4.3 Η εργασία απαιτεί δημιουργικότητα και φαντασία για να παραχθεί αποτέλεσμα
4.4 Η εργασία μου βοηθάει άλλους ανθρώπους
Δημιουργικότητα – αυτοέκφραση
4.5 Η εργασία αφορά καινοτόμα προϊόντα ή Project
4.6 H εργασία απαιτεί αρκετή σωματική δραστηριότητα
4.7 Η εργασία απαιτεί επαφή με το κοινό
4.8 Η εργασία έχει έντονο το ερευνητικό στοιχείο
4.9 Η εργασία στην οποία κάνεις πολλά και δ ιαφορετικά πράγματα τη μέρα
4.10 Η εργασία περιέχει ρίσκο
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε τους ελέγχους εγκυρότητας και αξιοπιστίας στους οποίους υποβάλλαμε τις παραπάνω θεματικές ενότητες του ερωτηματολογίου εργασιακών αξιών. 4.5. Έλεγχοι εγκυρότητας και αξιοπιστίας του ερωτηματολογίου. Αν και είναι γενικά γνωστοί, θεωρούμε χρήσιμο για τη
πιο απίθανο είναι οι επιδράσεις των σφαλμάτων μέτρησης να επηρεάσουν την ακρίβειά της.
Από την άλλη μεριά, η εγκυρότητα εστιάζει στο τι ακριβώς μετράει η κλίμακα και πόσο καλά το κάνει. Το ερώτημα στο οποίο απαντά η εγ κυρότητα είναι κυρίως το εξής: «η κλίμακα μέτρησης μετρά αυτό για το οποίο σχεδιάστηκε να μετρήσει;». ι πιο κοινές εκδοχές οι οποίες αναφέρονται στην εγκυρότητα της μέτρησης είναι η σχετική με το περιεχόμενο εγκυρότητα, η σχετική με ένα κριτήριο εγκυρότητ α και η εγκυρότητα κατασκευής . Η πρώτη ελέγχει το κατά πόσο η κλίμακα βρίσκεται κοντά στο σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας την οποία θέλει να μετρήσει, η δεύτερη ελέγχει το κατά πόσο σχετίζεται η κλίμακα με την επίδοση σε ένα εξωτερικό κριτήριο και η τρίτη μετρά το βαθμό στον οποίο η κλίμακα συγκλίνει ή αποκλίνει από παρόμοιες ή διαφορετικές κλίμακες μέτρησης (Singh 2007) Για τις ανάγκες της έρευνάς μας, εφαρμόσαμε τον έλεγχο Cronbach a ο οποίος μετρά την εσωτερική συνοχή της κλίμακας μέτρησης, δηλαδή το κατά π όσο στενά σχετίζονται οι δηλώσεις της συνολικά. ρόκειται για έναν έλεγχο της αξιοπιστίας της κλίμακας ως προς το κατά πόσο συνοχή υπάρχει ανάμεσα στις δηλώσεις της κλίμακας και στην έννοια που θέλουμε να μετρήσουμε. ι τιμές που παίρνουν τα αποτελέσματα του έλεγχου Cronbach a είναι από 0 έως 1 και όσο πιο κοντά είναι στο 1 οι τιμές τόσο πιο αξιόπιστη είναι η κλίμακα. Για τον έλεγχο της εγκυρότητας εφαρμόσαμε μέσω της πιλοτικής μας έρευνας τη λεγόμενη content validity, δηλαδή τις κρίσεις της επιστημονικής κοινότητας για το κατά πόσο η κλίμακα πράγματι μετρά την έννοια. ρόκειται για έναν έλεγχο ο οποίος απαντά στο ερώτημα «είναι ικανοποιητικό το ταίριασμα ανάμεσα στον ορισμό της έννοιας και την κλίμακα μέτρησης που εφαρμόζουμε;». Για το σκοπό αυτό μοιράσαμε τη δεύτερη εκδοχή του ερωτηματολογίου σε διδάκτορες και υποψήφιους διδάκτορες παιδαγωγικών τμημάτων και σε εκπαιδευτικούς κατόχους
ΣΧΕΣΕΩ Ε ΣΥ ΑΔΕ Φ ΥΣ έχει τιμή 0,335, ενώ η νοηματική ενότητα «κοινωνιοκεντρικές σχέσεις με συναδέλφους» των ΣΧΕΣΕΩ Ε ΣΥ ΑΔΕ Φ ΥΣ έχει τιμή 0,727 Τέλος, οι «Ε ΓΑΣ Α ΕΣ Δ ΑΣΤΗ ΤΗΤΕΣ» έχουν τιμή Cronbach a 0,724 Από τις παραπάνω αναλύσεις του Cronbach a παρατηρούμε ότι οι ενότητες «ευέλικτα εργασιακά περιβάλλοντα» και «ατομοκεντρικές σχέσεις με συναδέλφους» έχουν τιμές κάτω του 0,5, κάτι που σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες δηλώσεις δεν εί ναι αρκετά αξιόπιστες ώστε να εκφράζουν τα εννοιολογικά περιεχόμενα των εν λόγω ενοτήτων. Ως εκ τούτου, στην ανάλυση των δεδομένων οι συγκεκριμένες ενότητες δεν ελήφθησαν υπόψη. λόγος είναι ότι στο έβδομο κεφάλαιο θα εφαρμόσουμε ανάλυση παλινδρόμησης προκειμένου να εξετάσουμε την επίδραση καθεμιάς από τις αξίες «προσφορά», «αυτονομία», «δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα», «κοινωνιοκεντρικές σχέσεις με συναδέλφους» και «δημιουργικότητα –αυτοέκφραση» στις εξαρτημένες μεταβλητές του ερωτηματολογίου («χρησιμότητα καινοτομίας», «λόγοι συμμετοχής σε » και «λόγοι μη συμμετοχής σε ») . Ως εκ τούτου, δεν θα είχε νόημα η εξέταση της επίδρασης μιας ανεξάρτητης μεταβλητής της οποίας η εσωτερική συνοχή θα είναι υπό μεθοδολογική αμφισβήτηση.
ε βάση τη λογική των ποσοστών, τα ερωτηματολόγια μοιράστηκαν ως εξής: ργανικότητα Αριθμός σχολειών Ερωτηματολόγια που θα μοιραστούν
1Θέσια και 2Θέσια 33 45 3Θέσια έως 5Θέσια 16 25 6Θέσια και άνω 92 130 =141 = 200 Αναφορικά με τα 250 ερωτηματολόγια της Δευτεροβάθμιας, η στρωματοποίηση έγινε με βάση την ειδικότητα και το βαθμό αστικότητας. Έτσι χωρίσαμε το ομό Αχαΐας
I. σε σχολεία που βρίσκονται στην περιοχή της άτρας και του Αιγίου (ΣΤ Ω Α 1) (βαθμός αστικότητας 10000 και πάνω)
II. σε σχολεία που βρίσκονται στις περιοχές Αχαγιά, Διακοπτό, Ακράτα, αμάρες (ΣΤ Ω Α 2 ), (βαθμός αστικότητας από 2.000 - 9.999 κατοίκους)
III. σε σχολεία που αντιστοιχούν στην παλιά διαίρεση των σχολικών μονάδων σε Γ’ και Δ’ Αχαΐα (ΣΤ Ω Α 3) (βαθμός αστικότητας κάτω από 2000 ) και
IV. σε Ε Α της περιοχής των ατρών (ΣΤ Ω Α 4)
Ως εκ τούτου, η κατανομή των ερωτηματολογίων έγινε ως εξής: το στρώμα 1 περιλαμβάνει 54 σχολικές μονάδες, το στρώμα 2 περιλαμβάνει 14, το στρώμα 3 περιλαμβάνει 7 και το στρώμα 4 περιλαμβάνει 8 σχολικές μονάδες.
την λογική που εφαρμόσαμε και για την πρωτοβάθμια, η κατανομή των ερωτηματολογίων θα γίνει ως εξής:
Αριθμός σχολειών Ερωτηματολόγια που μοιράστηκαν
Α 1 54 160
14 40
7 20
30 =83 =250
πρέπει να διευκρινίσουμε ότι προβήκαμε σε ομαδοποίηση των ειδικοτήτων που εργάζονται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση προκειμένου να ελέγξουμε υποθέσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών ειδικοτήτων και των κλιμάκων μέτρησης του ερωτηματολογίου. ιο συγκεκριμένα φτιάξαμε τις εξής τέσσερις ομάδες : Τις Α Θ Ω ΣΤ ΕΣ Ε ΣΤΗ ΕΣ που περιλαμβάνουν τις επιμέρους ειδικότητες Ε1 (θεολόγων), Ε2 (φιλολόγων), Ε5 (Γαλλικών), Ε6 (Αγγλικών), Ε 7 (Γερμανικών), Ε8 ( αλλιτεχνικών), Ε16 ( ουσικής) και Ε 32 (θεατρικών σπουδών).
Τις ΘΕΤ ΕΣ Ε ΣΤΗ ΕΣ, που περιλαμβάνουν τις επιμέρους ειδικότητες Ε3 ( αθηματικών), Ε4 (φυσικών, χημικών, βιολόγων, γεωλόγων), Ε12 (πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι κτλ), Ε14 (ια τροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί κτλ), Ε17 (ειδικότητες ΑΣ Α ΤΕ όπως μηχανολόγοι, ηλεκτρολόγοι, ηλεκτρονικοί), Ε18 (διοίκηση επιχειρήσεων ΤΕ , στατιστικής ΤΕ , δασοπονίας κτλ) Ε19 (πληροφορική ΑΕ ) και Ε20 (πληροφορική ΤΕ ) και Τις Ω ΕΣ Ε ΣΤΗ ΕΣ, που περιλαμβάνουν τις ειδικότητες Ε9 (οικονομολόγων), Ε10 ( οινωνιολόγων), Ε11 (Γυμναστές) Ε13 (νομικών) και Ε15 (οικιακής οικονομίας)
Το βασικό κριτήριο που λάβαμε υπόψη μας γι’ αυτή την ομαδοποίηση ήταν το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών τους και το κατά πόσο ο επιστημονικός προσανατολισμός που απέρρεε από αυτούς έδινε έμφαση στην εμπειρική κοινωνική έρευνα, την ανθρωπιστική έννοια της μόρφωσης, στις παραδοσιακές θετικές επιστήμες ή στην εκμάθηση μιας δεξιότητας. ροφανώς, μια άλλη ανάγνωση των ειδικοτήτων που εργάζονται στο δημόσιο μπορεί να προβεί σε ελαφρώς διαφορετική ομαδοποίηση λόγω του γεγονότος ότι το κριτήριο του οδηγού σπουδών οδηγεί σε αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ ειδικοτήτων που τις εντάξαμε σε διαφορετικές ομάδες. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι το εν λόγω κριτήριο είναι πιο πρακτικό και συμβατό με την υπόθεσή μας ότι η επιστημονική κοινωνικοποίηση με την οποία συνδέεται κάθε επιστημονική περιοχή επιδρά στις απόψεις των εκπαιδευτικών για την καινοτομία και τη δημιουργικότητα. Τις Επιστήμες της Αγωγής που περιλαμβάνουν την ειδικότητα Ε 70 .
Ως προς τα μορφωτικά τους προσόντα, παρατηρούμε ότι διδακτορικό έχει το 3,4%, μεταπτυχιακό 22,4%, μετεκπαίδευση 0,9%, εξομοίωση 4,1% και το 63,7% δεν έχει τίποτα από τα παραπάνω (Γράφημα 6), ενώ μόνο το 9,5% κατέχει δεύτερο πτυχίο πέραν του βασικού (Γράφημα 7).
Γράφημα 6 Γράφημα 7
Τέλος, ως προς το μορφωτικό επίπεδο του πατέρα, παρατηρούμε ότι κάτι λιγότερο από ένας στους τρεις είναι απόφοιτος δημοτικού (30,7%). οσοστό 41,3% είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και το 28,1% είναι κάτοχος
πανεπιστημιακού τίτλου και άνω (Γράφημα 8)
Γράφημα 8
Αντίστοιχα, ως προς το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας παρατηρούμε ότι το
40,7% είναι απόφοιτες δημοτικού, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 38,7% και κάτοχοι πτυχίου ΑΕ το 20,3% (Γράφημα 9).
Γράφημα 9
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει το εύρημα ότι ένας στους τρεις σχεδόν εκπαιδευτικούς (36,6%) δεν είναι και πολύ σύμφωνος με το ότι τα συνιστούν καινοτομία Η εν λόγω θέση παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για το λόγο ότι οι εκπαιδευτικοί αυτοί εκτιμούν ότι τα έχουν πάψει να αποτελούν καινοτομία
τα ρότζεκτ συνιστούν καινοτομία, ενώ φαίνεται πως ό,τι έχει να κάνει με αξιολόγηση (σχολικής μονάδας, μαθητή, εκπαιδευτικού) δεν θεωρείται ότι αποτελεί καινοτομία. 5.3. Χρησιμότητα της καινοτομίας Ένα από τα βασικά ερωτήματα της έρευνας ήταν να διερευνήσουμε όχι μόνο αν οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν στη χρησιμότητα της καινοτομίας αλλά και να φωτίσουμε τους λόγους για τους οποίους η καινοτομία είναι χρήσιμη. Έτσι, ένα πρώτο στοιχείο που παρατηρούμε είναι ότι δεν είναι μεγάλο το ποσοστό εκείνων που υποστηρίζουν ότι η καινοτομία βελτιώνει το Α του σχολείου, καθώς το 38,9% να αμφιταλαντεύεται ως προς το εν λόγω ζήτημα και το 54,9% συμφωνεί με μια τέτοια σύνδεση (γράφημα 1). Γράφημα 1
άντως, ένα μεγάλο ποσοστό κοντά στο 70% θεωρεί ότι η χρησιμότητα της καινοτομίας βρίσκεται στη σύνδεση του σχολείου με την κοινωνία (γράφημα 2). Γράφημα 2 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν δυο ευρήματα, πρώτον ότι ένα μεγάλο ποσοστό εκπαιδευτικών δεν είναι βέβαιο ως προς εάν η καινοτομία καλλιεργεί δημοκρατικές αξίες και, δεύτερον ότι ένας στους δυο εκπαιδευτικούς δεν παίρνει θέση ως προς το εάν η καινοτομία βελτιώνει τις σχολικές επιδόσεις (γραφήματα 3 και 4). Γράφημα 3
Γράφημα 4 Αντίθετα, παρατηρούμε ότι η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών θεωρεί ότι η χρησιμότητα της καινοτομίας βρίσκεται στην ανάπτυξη εσωτερικών κινήτρων μάθησης (70,2% συμφωνεί) Γράφημα 5 στην εμπέδωση των εννοιών με βιωματικό τρόπο (78,7% συμφωνεί),
την παραπάνω παρουσίαση παρατηρούμε ότι οι εκπαιδευτικοί εντοπίζουν την χρησιμότητα και αναγκαιότητα της καινοτομίας τόσο στην μαθησιακή διαδικασία όσο και στην κοινωνική διάσταση του σχολείου. Εν τούτοις αντιφατική είναι η αμφιβολία τους για το αν η καινοτομία καλλιεργεί τις δημοκρατικές α ξίες ή το αν ενισχύει τις σχολικές επιδόσεις
Αυτή η τάση παρατηρείται και σε άλλη μια θέση που αφορά σε κίνητρα που σχετίζονται με την προσωπική ανέλιξη, όπως είναι οι λόγοι βελτίωσης του βιογραφικού. Εδώ παρατηρούμε ότι σχεδόν ένας στους δυο λέει ότι συμφωνεί λίγο/μέτρια με αυτό τον λόγο ως κριτήριο (γράφημα 5). Γράφημα 5 ερνώντας σε λόγους που σχετίζονται με πιο ακαδημαϊκά κριτήρια, παρατηρούμε ότι ένα σημαντικό ποσοστό (σχεδόν 50,3%) λέει ότι συμφωνεί μέτρια/λίγο με τη θέση ότι θα συμμετείχε στην υλοποίηση προκειμένου να εξετάσει διαθεματικά
Γράφημα 8 Από τα παραπάνω φαίνεται ότι λόγοι που σχετίζονται με προσωπικές φιλοδοξίες (βελτίωση βιογραφικού) ή με την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών εργασίας (συμπλήρωση ωραρίου), είναι αμελητέα κριτήρια στον τρόπο με τον οποίο αποφασίζουν οι εκπαιδευτικοί για να συμμετάσχουν σε . ι αυστηρά επιστημονικοί λόγοι δεν φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο, ενώ αυτό που αναδεικνύεται είναι ότι οι βασικοί λόγοι που θα έκαναν τους εκπαιδευτικούς να συμμετάσχουν σε έχουν μαθητοκεντρικό χαρακτήρα (ανάπτυξη
Από την παραπάνω παρουσίαση παρατηρούμε ότι η έλλειψη προσωπικού ελεύθερου χρόνου, η ελλιπής υποστήριξη από τους συναδέλφους και η ανυπαρξία συνεργασίας με γονείς και τοπικούς φορείς, αν και όχι τόσο κυρίαρχοι, αποτελούν όμως λόγους μη συμμετοχής σε τους οποίους αναφέρουν οι εκπαιδευτικοί σε αξιοσημείωτα ποσοστά. ι πιο σαφείς λόγοι τους οποίους επικαλούνται οι εκπαιδευτικοί για τη μη συμμετοχή τους είναι η ανάγκη επιμόρφωσης και η ελλιπής θεσμική και οικονομική υποστήριξη.
Έ ΕΓΧ Χ2
6.1. ρισμοί καινοτομίας των εκπαιδευτικών
ροκειμένου να ελέγξουμε το πως μπορεί να εξηγηθούν οι κατανομές των συχνοτήτων των απαντήσεων των εκπαιδευτικών στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου, πραγματοποιήσαμε ελέγχους στατιστικής σημαντικότητας με το σύνολο των δημογραφικών μεταβλητών. Στη συνέχεια του κεφαλαίου θα παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα από τους ελέγχους που προέκυψαν από το στατιστικό έλεγχο χ2. Από το σύνολο των δημογραφικών (ανεξάρτητων) μεταβλητών που ελέγχθηκαν, φάνηκε ότι η ειδικότητα των εκπαιδευτικών, η βαθμίδα εκπαίδε υσης και η μορφωτική τους πορεία είχε στατιστικά σημαντικές σχέσεις με τους ορισμούς της καινοτομίας των εκπαιδευτικών. ιο συγκεκριμένα, διαπιστώσαμε ότι : ρώτον, οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάτοχοι πτυχίου οινωνικών Επιστημών και οι απόφοιτοι Επιστημών της Εκπαίδευσης ταυτίζουν την καινοτομία με τις ομαδοσυνεργατικές μεθόδους διδασκαλίας σε μεγαλύτερο βαθμό απ ό,τι οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάτοχοι πτυχίου Θετικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών. (χ2=13,764, df=6, p=0,03<0,05).
εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατόχους πτυχίου Θετικών και οινωνικών Επιστημών και για τους αποφοίτους και Επιστημών της
Εκπαίδευσης οι Τ Ε παίζουν μεγαλύτερο ρόλο είτε ως διδακτικό
εργαλείο είτε ως ερευνητική στρατηγική.
Τρίτον, οι Ανθρωπιστικές, οινωνικές, και Θετικές επιστήμες είναι διχασμένες ως προς το εάν οι ερευνητικές εργασίες συνιστούν καινοτομία, ενώ, αντίθετα για τις αιδαγωγικές επιστήμες συμφωνούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό με το ότι οι ερευνητικές εργασίες συνιστούν καινοτομία. Τέταρτον, οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάτοχοι πτυχίου οινωνικών Επιστημών και οι απόφοιτοι Επιστημών της Εκπαίδευσης είναι πιο πιθανό να ταυτίσουν την καινοτομία με την ευέλικτη ζώνη, απ ό,τι οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάτοχοι πτυχίου Ανθρωπιστικών και Θετικών Επιστημών οι οποίοι θεωρούν ότι μια τέτοια συνάφεια δεν ισχύει. (χ2=18,106, df=6, p=0,006<0,05) έμπτον, με εξαίρεση τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατόχους πτυχίου οινωνικών Επιστημών οι οποίοι έχουν επιφυλάξεις
ως προς το εάν η καινοτομία έγκειται στο να προσαρμοστούν τα Α
στις ανάγκες των μαθητών, οι υπόλοιπες ειδικότητες θεωρούν σε πολύ υψηλό ποσοστό ότι μια τέτοια προσαρμογή συνιστά καινοτομία (χ2=13,537, df=6, p=0,03<0,05). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έλεγχοι χ2 που αφορούν στη βαθμίδα εκπαίδευσης. ιο συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ εκείνων που πιστεύουν σε μεγάλο βαθμό ότι οι νέες τεχνολογίες συνιστούν καινοτομί α, σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας των οποίων τα αντίστοιχα ποσοστά είναι χαμηλότερα (χ2=6,876, df=2, p=0,03<0,05 – πίνακας 1).
79,9% 69,1% 73,8% Total Count 199 262 461 % within βαθμίδα εκπ/σης
100,0% 100,0% 100,0%
Crosstab
er_11.4 αθόλου Count 2 21 23 % within βαθμίδα εκπ/σης
1,0% 8,0% 5,0% ίγο Count 73 116 189 % within βαθμίδα εκπ/σης
36,9% 44,3% 41,1% Σε μεγάλο βαθμό Count 123 125 248 % within βαθμίδα εκπ/σης
62,1% 47,7% 53,9% Total Count 198 262 460 % within βαθμίδα εκπ/σης
100,0% 100,0% 100,0%
Crosstab
5,5% 10,6% 8,4% ίγο Count 79 119 198 % within βαθμίδα εκπ/σης
39,7% 45,1% 42,8% Σε μεγάλο βαθμό Count 109 117 226 % within βαθμίδα εκπ/σης
54,8% 44,3% 48,8% Total Count 199 264 463 % within βαθμίδα εκπ/σης Την ίδια διαφορά παρατηρούμε σχετικά με την Ευέλικτη Ζώνη. ι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ εκείνων που πιστεύουν σε μεγάλο βαθμό ότι η ευέλικτη ζώνη συνιστά καινοτομία, σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας των οποίων τα αντίστοιχα ποσοστά είναι χαμηλότερα (χ2=7,367, df=2, p=0,02<0,05 – πίνακας 4).
100,0% 100,0% 100,0%
Crosstab
8,1% 15,8% 12,4% ίγο Count 81 112 193 % within βαθμίδα εκπ/σης
40,9% 43,1% 42,1% Σε μεγάλο βαθμό Count 101 107 208 % within βαθμίδα εκπ/σης
51,0% 41,2% 45,4% Total Count 198 260 458 % within βαθμίδα εκπ/σης Τέλος, οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δηλώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό επίσης ότι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με τη θέση ότι η αυτό -αξιολόγηση σχολικής μονάδας συνιστά καινοτομία, σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι συμφωνούν σε χαμηλότερα ποσοστά με αυτή τη δήλωση (χ2=7,605, df=2, p=0,02<0,05 – πίνακας 6).
100,0% 100,0% 100,0%
er_11.12 αθόλου Count 31 68 99 % within βαθμίδα εκπ/σης
15,6% 25,9% 21,4% ίγο Count 86 107 193 % within βαθμίδα εκπ/σης
43,2% 40,7% 41,8% Σε μεγάλο βαθμό
Count 82 88 170 % within βαθμίδα εκπ/σης
41,2% 33,5% 36,8%
100,0% 100,0% 100,0%
εκπαιδευτικών έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από τις επαγγελματικές τους εμπειρίες στην καθημερινότητα του σχολείου, επικαλύπτει τις όποιες επιδράσεις μπορεί να ασκούν τα χρόνια προϋπηρεσίας, το φύλο ή το μορ φωτικό επίπεδο των γονέων. Δεύτερον και ως απόρροια αυτού του ευρήματος, ο ορισμός των εκπαιδευτικών για την καινοτομία εξαρτάται από τις προπτυχιακές τους σπουδές και από τις μορφωτικές τους τροχιές, δηλαδή με την επένδυση σε δεύτερο πτυχίο, μεταπτυχιακού ς τίτλους ή διδακτορικές σπουδές. Όμως δεδομένου ότι το ποσοστό των εκπαιδευτικών του δείγματός μας που έχουν μεταπτυχιακό, διδακτορικό ή δεύτερο πτυχίο είναι πάρα πολύ μικρό, οποιοδήποτε συμπέρασμα για την επίδραση που έχουν αυτού του είδους οι σπουδές στις πεποιθήσεις περί καινοτομίας θα ήταν επισφαλές. Έτσι θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το ότι οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης τείνουν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να θεωρούν την καινοτομία ως μια δραστηριότητα που συνδέεται με τις Τ Ε και τις ερευνητικές εργασίες. Αυτό πιθανώς να σχετίζεται με το ότι στις προπτυχιακές τους σπουδές έχουν μεγαλύτερη εξοικείωση με αυτές τις διδακτικές μεθοδολογίες. Επίσης, η βαθμίδα εκπαίδευσης επηρεάζει τις πεποιθήσεις των εκπαιδευτικών για το πώς ορίζουν την καινοτομία, καθώς φάνηκε ότι η εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας είναι ξεκάθαροι στο να συμφωνήσουν με τις περισσότερες από τις δηλώσεις της κλίμακας, σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας οι οποίοι έδειξαν μεγαλύτερη διστακτικότητα
και Θετικών Επιστημών, οι οποίοι δείχνουν μεγαλύτερη αμφιταλάντευση απέναντι σε κάτι τέτοιο (χ2=17,668, df=6, p=0,007<0,05). Επίσης παρόλο που σε γενικές γραμμές οι εκπαιδευτικοί αμφιταλαντεύονται ως προς το εάν η καινοτομία είναι χρήσιμη λόγω της αύξησης των ποσοστών ε πιτυχίας των μαθητών, εν τούτοις παρατηρούμε την εξής διαφοροποίηση: η αμφιταλάντευση των ανθρωπιστικών επιστημών τείνει περισσότερο στο να διαφωνεί με αυτή την θεώρηση της χρησιμότητας της καινοτομίας, η αμφιταλάντευση των κοινωνικών επιστήμων τείνει στο να συμφωνεί με τη θέση αυτή ενώ η αμφιταλάντευση στις θετικές επιστήμες είναι απόλυτα ισορροπημένη (χ2=13,431, df=6, p=0,03<0,05). μοίως, οι κοινωνικές και οι παιδαγωγικές επιστήμες συμφωνούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι οι ανθρωπιστικές και οι θετικές με τη θέση ότι η χρησιμότητα της καινοτομίας έγκειται στη ανάπτυξη της διασχολικής συνεργασίας (χ2=15,527, df=6, p=0,01<0,05). Στο πλαίσιο αυτό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συσχέτιση ότι οι θετικές επιστήμες είναι πολύ πιο διστακτικές στο να συμφωνήσουν με τη θέση ότι η χρησιμότητα της καινοτομίας βρίσκεται στην προώθηση της διαπολιτισμικότητας, σε αντίθεση με τις άλλες επιστήμες όπου τα ποσοστά συμφωνίας είναι πάνω από 90% (χ2=25,985, df=6, p=0,001<0,05). Την ίδια ακριβώς διαφοροποίηση ως προς την ειδικότητα παρατηρούμε και σε σχέση με τη θέση ότι η καινοτομία είναι χρήσιμη λόγω του ότι προωθεί δημοκρατικές αξίες. Όπως και πριν έτσι και τώρα, οι θετικές επιστήμες είναι πολύ πιο διστακτικές στο να συμφωνήσουν με αυτή τη θέση α π ό,τι ότι οι άλλες επιστήμες (χ2=15,697, df=6, p=0,01<0,05). Ειδικά ως προς τη θέση ότι η καινοτομία είναι χρήσιμη λόγω του ότι προωθεί δημοκρατικές αξίες, φάνηκε ότι οι κάτοχοι μεταπτυχιακού και διδακτορικού τίτλου σπουδών είναι σε μεγαλύτερο βαθμό αναποφάσιστοι απέναντι σε αυτή
«ούτε συμφωνώ ούτε διαφωνώ» απ’ ότι οι δεύτερες των οποίων τα ποσοστά στην εν λόγω απάντηση είναι πολύ πιο χαμηλά (χ2=22,766, df=6, p=0,001<0,05). Τέλος, περνώντας στην συσχέτιση με την μεταβλητή «βαθμίδα εκπαίδευσης», οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πιο πιθανό να υποστηρίξουν ότι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με το ότι η χρησιμότητα της καινοτομίας έγκειται στο ότι βελτιώνει το αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου, σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας οι οποίοι παρουσιάζουν μικρότερο ποσοστό
er_12.2 Διαφωνώ Count 4 19 23 % within βαθμίδα εκπ/σης
2,0% 7,1% 5,0% ύτε συμφωνώ ούτε διαφωνώ
Count 46 78 124 % within βαθμίδα εκπ/σης
23,2% 29,3% 26,7% Συμφωνώ Count 148 169 317 % within βαθμίδα εκπ/σης
74,7% 63,5% 68,3% Total Count 198 266 464 % within βαθμίδα εκπ/σης
100,0% 100,0% 100,0% μοίως, οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης υποστηρίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό επίσης ότι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με το ότι η χρησιμότητα της καινοτομίας έγκειται στο ότι αυξάνει τις σχολικές επιδόσεις των
μαθητών, σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο ι οποίοι συμφωνούν σε χαμηλότερο ποσοστό με αυτή τη δήλωση (V=10,504, df=2, p=0,005<0,05 πίνακας 3). ίνακας 3 - Έλεγχος χ2 για τη σχέση βαθμίδας εκπαίδευσης και «χρησιμότητα» καινοτομίας είναι αύξηση των σχολικών επιδόσεων των μαθητών
Crosstab
Συμφωνώ
Count 95 135 230 % within βαθμίδα εκπ/σης –
Count 73 65 138 % within βαθμίδα εκπ/σης
100,0% 100,0% 100,0%
ούτε διαφωνώ Στην ίδια λογική, οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πιο πιθανό να υποστηρίξουν ότι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με τη θέση ότι η καινοτομία αναπτύσσει τη διασχολική συνεργασία, σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας οι οποίοι διστάζουν με το να συμφωνήσουν με την άποψη αυτή (χ2=10,893, df=2,
p=0,004<0,05
πίνακας 4).
ίνακας 4 - Έλεγχος χ2 για τη σχέση βαθμίδας εκπαίδευσης και χρησιμότητα καινοτομίας είναι η ανάπτυξη της διασχολικής συνεργασίας
Crosstab
vathmida ekp Total πρωτοβάθμια δευτεροβάθμια
er_12.5 Διαφωνώ Count 4 23 27
2,0% 8,7% 5,8% ύτε συμφωνώ ούτε διαφωνώ
Count 45 69 114 % within βαθμίδα εκπ/σης
22,6% 26,0% 24,6% Συμφωνώ Count 150 173 323 % within βαθμίδα εκπ/σης
75,4% 65,3% 69,6% Total Count 199 265 464 % within βαθμίδα εκπ/σης Επίσης, οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης υποστηρίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με το ότι η χρησιμότητα της καινοτομίας βρίσκεται στο ότι καλλιεργεί τις δημοκρατικές αξίες στους μαθητές, σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας οι οποίοι δεν συμφωνούν πολύ με αυτή τη δήλωση (χ2=7,950, df=2, p=0,01<0,05 – πίνακας 5).
100,0% 100,0% 100,0%
Crosstab
6,5% 6,8% 6,7% ύτε
συμφωνώ ούτε
31,2% 43,6% 38,3% Συμφωνώ Count 124 132 256 % within βαθμίδα εκπ/σης
62,3% 49,6% 55,1% Total Count 199 266 465 % within βαθμίδα εκπ/σης
Count 62 116 178 % within βαθμίδα εκπ/σης Τέλος, οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πιο πιθανό να υποστηρίξουν ότι συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με το ότι η καινοτομία είναι χρήσιμη διότι αναπτύσσει την πρωτοβουλία και την αυτονομία από την πλευρά των εκπαιδευτικών, ενώ οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας δεν συμφωνούν με κάτι τέτοιο (χ2=10,129, df=2, p=0,006<0,05 πίνακας 6)
100,0% 100,0% 100,0%
Crosstab
vathmida ekp Total
er_12.13
Count 9 13 22 % within βαθμίδα εκπ/σης
4,5% 4,9% 4,8%
Count 30 72 102 % within βαθμίδα εκπ/σης
συμφωνώ ούτε διαφωνώ
80,3% 67,7% 73,1%
15,2% 27,4% 22,1% Συμφωνώ Count 159 178 337 % within βαθμίδα εκπ/σης
100,0% 100,0% 100,0%
περισσότερες από τις δηλώσεις. μοίως, οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας δείχνουν μια ξεκάθαρα υποστηρικτική στάση απέναντι στη χρησιμότητα της καινοτομίας έτσι όπως αυτή ορίζεται σε σχέση με τη βελτίωση του Α , με τη σύνδεση με την κοινωνία, την αύξηση της σχολικής επίδοσης, τη διασχολική συνεργασία και την καλλιέργεια των δημοκρατικών αξιών, ενώ οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας δείχνουν να είναι πιο επιφυλακτικοί απέναντι στα συγκριμένα ζητήματα.
6.3. όγοι συμμετοχής
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι ο έλεγχος χ2 για τους λόγους συμμετοχής στα φάνηκε να αναδεικνύει συγκεκριμένες δημογραφικές μεταβλητές ως στατιστικά σημαντικές. ι δημογραφικές μεταβλητές που εντοπίστηκαν είναι το φύλο, τα έτη προϋπηρεσίας, οι επιπλέον σπουδές και η βαθμίδα εκπαίδευσης. Ειδικότερα, φαίνεται, πρώτον, ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό από τους άνδρες να συμφωνήσουν με τη θέση ότι ο λόγος συμμετοχής τους στα σχετίζεται με τη βελτίωση των γνώσεών τους σε μια γνωστική περιοχή (χ2=8,248, df=3, p=0,04<0,05 – πίνακας 1 ).
er_13.a.2
Count 7 8 15 % within ΦΥ 3,8% 3,0% 3,3% ίγο Count 34 27 61 % within ΦΥ 18,3% 10,2% 13,5%
Count 67 91 158 % within ΦΥ 36,0% 34,2% 35,0%
Count 78 140 218 % within ΦΥ 41,9% 52,6% 48,2% Total Count 186 266 452 % within ΦΥ 100,0% 100,0% 100,0%
Crosstab
er_13.a.8
Count 6 2 8 % within ΦΥ 3,2% ,8% 1,8%
Count 21 27 48 % within ΦΥ 11,4% 10,2% 10,6%
Count 48 51 99 % within ΦΥ 25,9% 19,2% 22,0%
Count 110 186 296 % within ΦΥ 59,5% 69,9% 65,6% Total Count 185 266 451 % within ΦΥ 100,0% 100,0% 100,0%
Crosstab
12,3% 26,7% 35,1% 32,5% 25,9%
Count 36 64 25 12 137 % within ΕΤΗ
34,0% 31,7% 22,5% 30,0% 29,8%
Count 38 50 34 12 134 % within ΕΤΗ
35,8% 24,8% 30,6% 30,0% 29,2% ολύ Count 19 34 13 3 69 % within ΕΤΗ
Η ΕΣ ΑΣ 17,9% 16,8% 11,7% 7,5% 15,0% Total Count 106 202 111 40 459 % within ΕΤΗ
100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0 %
Crosstab
er_13.a.5 αθόλου Count 18 38 18 6 80 % within ΕΤΗ
17,0% 18,8% 16,1% 15,0% 17,4% ίγο Count 42 70 26 6 144 % within ΕΤΗ
39,6% 34,7% 23,2% 15,0% 31,3% έτρια Count 32 66 43 14 155 % within ΕΤΗ
Η ΕΣ
30,2% 32,7% 38,4% 35,0% 33,7% ολύ Count 14 28 25 14 81 % within ΕΤΗ
ΕΣ ΑΣ 13,2% 13,9% 22,3% 35,0% 17,6% Total Count 106 202 112 40 460 % within ΕΤΗ
100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0 %
χαμηλές είναι οι επιπλέον σπουδές τόσο αυξάνουν τα ποσοστά εκείνων που δηλώνουν ότι η βελτίωση του βιογραφικού είναι πολύ σημαντικός λόγος για τη συμμετοχή σε (χ2=27,676, df=15, p=0,02<0,05). Εδώ αξίζει να αναφέρουμε μια συσχέτιση που συνδέεται με τη βαθμίδα εκπαίδευσης. Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τον σχετικό πίνακα, διαπιστώνουμε ότι οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης υποστηρίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας ότι θεωρούν πολύ σημαντικό λόγο συμμετοχής σε τη βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών. Αντίθετα, οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης υποστηρίζουν σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με από εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ότι η βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών δεν συνιστά λόγο συμμετοχής στην υλοποίηση (χ2=8,331, df=3, p=0,04<0,05 – πίνακας 5)
Crosstab
vathmida ekp Total πρωτοβάθμια δευτεροβάθμια
er_13.a.8 αθόλου Count 1 7 8
% within βαθμίδα εκπ/σης 0,5% 2,6% 1,7% ίγο Count 16 32 48 % within βαθμίδα εκπ/σης 8,1% 12,0% 10,4%
έτρια Count 39 67 106 % within βαθμίδα εκπ/σης 19,8% 25,2% 22,9% ολύ Count 141 160 301 % within βαθμίδα εκπ/σης 71,6% 60,2% 65,0%
Total Count 197 266 463 % within βαθμίδα εκπ/σης 100,0% 100,0% 100,0%
Crosstab
er_13.a.6 αθόλου Count 98 96 194
% within βαθμίδα εκπ/σης 49,2% 36,2% 41,8%
ίγο Count 54 86 140
% within βαθμίδα εκπ/σης 27,1% 32,5% 30,2%
έτρια Count 31 52 83
% within βαθμίδα εκπ/σης 15,6% 19,6% 17,9%
ολύ Count 16 31 47
% within βαθμίδα εκπ/σης 8,0% 11,7% 10,1%
Total Count 199 265 464
% within βαθμίδα εκπ/σης 100,0% 100,0% 100,0%
περισσότερα χρόνια προϋπηρεσίας ότι συμμετέχουν στα για λόγους επαγγελματικής ανέλιξης. Στην ίδια λογική όσο αυξάνουν τα χρόνια προϋπηρεσίας τόσο μεγαλώνει το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι θα συμμετείχαν σε για λόγους βελτίωσης της εικόνας του σχολείου. Αντίστροφα, όσο μειώνονται τα χρόνια προϋπηρεσίας τόσο ανεβαίνει το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι δεν λαμβάνουν και πολύ υπόψη τους την εικόνα του σχολείου ως λόγο συμμετοχής στα . Τέλος, παρατηρούμε ότι οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θεωρούν σημαντικό λόγο συμμετοχής στα την συμπλήρωση ωραρίου, κάτι που δεν ισχύει για τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
6.4. όγοι μη συμμετοχής ερνώντας στους ελέγχους στατιστικής σημαντικότητας για τους λόγους μη συμμετοχής σε , παρατηρούμε ότι η ολοκλήρωση της ύλης του σχολείου ως λόγου σχετίζεται μόνο με τα έτη προϋπηρεσίας. Ειδικότερα, φαίνεται ότι η περάτωση της ύλης είναι πιο πιθανό να υιοθετηθεί ως λόγος μη συμμετοχής στα όσο αυξάνουν τα χρόνια προϋπηρεσίας (χ2=16,076, df=6, p=0,01<0,05 – πίνακας 1).
13 122 % within ΕΤΗ
ΕΣ
100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0%
15,1% 26,4% 35,4% 32,5% 26,5% Total Count 106 201 113 40 460 % within ΕΤΗ
100,0%
μικρότερα ποσοστά (22% και 37% αντίστοιχα) ότι είναι «λίγο» σημαντικός αυτός ο λόγος. Στον αντίποδα, οι κάτοχοι πτυχίου εξομοίωσης ή όσοι δεν έχουν κανένα τίτλο πλην του βασικού τους πτυχίου, δηλώνουν σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά ότι αυτός ο
με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας οι οποίοι αναφέρουν κάτι τέτοιο σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά (χ2=7,822, df=2, p=0,02<0,05 – πίνακας 4) ίνακας 3 – έλεγχος χ2 για τη σχέση φύλο και λόγος μη συμμετοχής η έλλειψη προσωπικού ελεύθερου χρόνου
er_13.b.4
αθόλου Count 50 48 98
% within ΦΥ 27,0% 18,0% 21,7% ίγο Count 67 128 195
% within ΦΥ 36,2% 47,9% 43,1% ολύ Count 68 91 159
% within ΦΥ 36,8% 34,1% 35,2% Total Count 185 267 452
% within ΦΥ 100,0% 100,0% 100,0%
ίνακας 4 – έλεγχος χ2 για τη σχέση βαθμίδα εκπαίδευσης και λόγος μη συμμετοχής η έλλειψη προσωπικού ελεύθερου χρόνου
Crosstab
er_13.b.4
vathmida ekp Total πρωτοβάθμια δευτεροβάθμια
αθόλου Count 52 49 101
% within βαθμίδα εκπ/σης 26,3% 18,5% 21,8%
ίγο Count 89 109 198
% within βαθμίδα εκπ/σης 44,9% 41,1% 42,8%
ολύ Count 57 107 164
% within βαθμίδα εκπ/σης 28,8% 40,4% 35,4%
Total Count 198 265 463 % within βαθμίδα εκπ/σης 100,0% 100,0% 100,0% Τέλος, οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάτοχοι πτυχίου οινωνικών
ίνακας 5 – έλεγχος χ2 για τη σχέση φύλου και λόγος μη συμμετοχής η έλλειψη δυνατοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης
er_13.b.5 αθόλου Count 84 163 247
% within ΦΥ 45,7% 61,7% 55,1% ίγο Count 68 72 140 % within ΦΥ 37,0% 27,3% 31,3% ολύ Count 32 29 61 % within ΦΥ 17,4% 11,0% 13,6%
Total Count 184 264 448 % within ΦΥ 100,0% 100,0% 100,0% Η απροθυμία πειραματισμού με αβέβαιου αποτελέσματος παιδαγωγικές μεθόδους σχετίζεται μόνο με το έτη προϋπηρεσίας. Όσο αυξάνουν τα χρόνια προϋπηρεσίας τόσο αυξάνουν τα ποσοστά αυτών που δηλώνουν ότι είναι λίγο έως πολύ σημαντικό το ότι δεν τους αρέσει να πειραματίζονται με αβέβαιου αποτελέσματος παιδαγωγικές μεθόδους, προκειμένου να μην συμμετέχουν σε . (V=14,057 df=6, p=0,02<0,05 – πίνακας 6).
3,8% 12,1% 16,5% 7,5% 10,8% Total Count 106 199 109 40 454
πτυχίου Θετικών Επιστημών (V=15,719 df=6, p=0,01<0,05) Επίσης, ως προς την ειδικότητα, οι κάτοχοι διδακτορικού και μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών δηλώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι η ανάγκη περαιτέρω επιμόρφωσης ως λόγου μη συμμετοχής σε δεν είναι καθόλου σημαντική (43,8%), ενώ οι κάτοχοι πτυχίου εξομοίωσης ή όσοι δεν έχουν τίποτα από τα προηγούμενα, παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ εκείνων που δηλώνουν ότι είναι πολύ σημαντική η περαιτέρω επιμόρφωση ως λόγος μη συμμετοχής σε (42,7%) (V=22,948 df=10, p=0,01<0,05). Τέλος, η βαθμίδα εκπαίδευσης σχετίζεται με λόγους που αφορούν στη θεσμική και επιστημονική υποστήριξη. Συγκεκριμένα, οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας δηλώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι θεωρούν ως πολύ σημαντικό λόγο μη συμμετοχής σε την ανεπαρκή υποστήριξη από τον υπεύθυνο . ι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας είναι λιγότερο πιθανό να θεωρήσουν ως σημαντικό αυτόν τον λόγο για να μην συμμετάσχουν (V=6,993 df=2, p=0,03<0,05). ίνακας 7 – έλεγχος χ2 για τη σχέση βαθμίδα εκπαίδευσης και λόγος μη συμμετοχής η ανεπαρκής υποστήριξη από τον Υπεύθυνο
Crosstab
vathmida ekp Total πρωτοβάθμια δευτεροβάθμια
er_13.b.12 αθόλου Count 100 101 201 % within βαθμίδα εκπ/σης 50,8% 38,4% 43,7% ίγο Count 63 105 168 % within βαθμίδα εκπ/σης 32,0% 39,9% 36,5% ολύ Count 34 57 91 % within βαθμίδα εκπ/σης 17,3% 21,7% 19,8% Total Count 197 263 460 % within βαθμίδα εκπ/σης 100,0% 100,0% 100,0%
Από την προηγηθείσα ανάλυση θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στα παρακάτω συμπεράσματα. ι έχοντες πολλά χρόνια προϋπηρεσία εκπαιδευτικοί, όπως δηλώνουν, δεν συμμετέχουν στην υλοποίηση διότι προέχει η ολοκλήρωση της ύλης. αράλληλα όσο αυξάνουν τα χρόνια προϋπηρεσίας τόσο πιο πιθανή είναι μια στάση απομυθοποίησης της συμμετοχής σε , καθώς όσο αυξάνουν τα χρόνια προϋπηρεσίας τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό εκείνων που υποστηρίζουν ότι δεν συμμετέχουν στην υλοποίηση διότι δεν βελτιώνουν κάποια όψη του εκπαιδευτικού έργου. Επιπλέον, οι μεν άνδρες τείνουν να μην συμμετέχουν σε λόγω έλλειψης δυνατοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης και οι δε γυναίκες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης λόγω έλλειψης προσωπικού ελεύθερου χρόνου. Τέλος, οι εκπαιδευτικοί θετικών επιστημών δείχνουν απροθυμία συμμετοχής σε διότι θεωρούν ότι χρειάζονται περαιτέρω επιμόρφωση, ενώ οι εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διότι δεν υπάρχει θεσμική και οικονομική υποστήριξη.
Α Α ΥΣΗ Α Δ ΗΣΗΣ 7. 1. Αξίες και χρησιμότητα καινοτομίας Η ανάλυση παλινδρόμησης στην απλή της μορφή μπορεί να εκφραστεί ως σχέση μεταξύ μεταβλητών η οποία μπορεί να αποτυπωθεί στην εξίσωση Υ= α + βΧ, όπου Υ είναι η εξαρτημένη μεταβλητή και Χ η ανεξάρτητη, α είναι η σταθερά της εξίσωσης και β ο συντελεστής παλινδρόμησης . Η εξίσωση αυτή θεωρείται ότι προβλέπει τις τιμές της εξαρτημένης μεταβλητής όταν είναι γνωστές οι τιμές των ανεξάρτητων μεταβλητών. Υπό αυτή την έννοια, οι ανεξάρτητες μεταβλητές ονομάζονται «προβλεπτικές» (predictors). Το β δείχνει τη μεταβολή της εξαρτημένης μεταβλητής, όταν η ανεξάρτητη μεταβληθεί κατά μια μονάδα. Το παραπάνω σκεπτικό εφαρμόζεται στην πολλαπλή παλινδρόμηση όταν έχουμε μια εξαρτημένη και πολλές ανεξάρτητες μεταβλητές. Στη συνέχεια του κεφαλαίου θα εφαρμόσουμε την ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης στη μεταβλητή «Α ΕΣ» η οποία όπως είπαμε στη μεθοδολογία περιέχει τις υποκατηγορίες « Ε Τ ΕΣ Α ΕΣ» (διαιρεμένη σε «προσφορά/αυτονομία»), «Ε ΓΑΣ Α Α Ε ΒΑ ΤΑ» (διαιρεμένη σε «ευέλικτα/δύσκαμπτα »), «ΣΧΕΣΕ Σ Ε ΣΥ ΑΔΕ
ανεξάρτητων μεταβλητών «Δημιουργικότητα-αυτοέκφραση», «Δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα », «προσφορά», «αυτονομία» και «κοινωνιοκεντρικές σχέσεις με συναδέλφους» και της εξαρτημένης μεταβλητής «χρησιμότητα της καινοτομίας». Αυτό σημαίνει ότι το βασικό μας ερώτημα είναι να δούμε κατά πόσο οι εν λόγω ανεξάρτητες μεταβλητές επηρεάζουν την εξαρτημένη μεταβλητή. πίνακας 1 μας δείχνει ότι το 21,1% της διακύμανσης της εξαρτημένης μεταβλητής «χρησιμότητα της καινοτομίας» εξηγείται από τις ανεξάρτητες μεταβλητές. Στον πίνακα 2 παρατηρούμε ότι από το λόγο F (24,535) και τη σημαντικότητά του (0,000<0,05), συμπεραίνουμε ότι το μοντέλο είναι στατιστικά σημαντικό. Τέλος, στον πίνακα 3, όπου είναι και ο πιο κρίσιμος, φαίνεται ότι όλες οι ανεξάρτητες μεταβλητές πλην των «δύσκαμπτων εργασιακών περιβαλλόντων » είναι στατιστικώς σημαντικές. Αυτό που έχει ιδιαίτερη αξία να επισημάνουμε στον συγκεκριμένο πίνακα είναι ο συντελεστής παλινδρόμησης Beta ο οποίος αξιολογεί τη σημαντικότητα κάθε ανεξάρτητης μεταβλητής στην εκτίμηση της εξαρτημένης μεταβλητής. ιο συγκριμένα, αυτό που φαίνεται είναι ότι η ανεξάρτητη μεταβλητή «δημιουργικότητα – αυτοέκφραση» έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στην εξαρτημένη μεταβλητή «χρησιμότητα καινοτομίας», καθώς κάθε αύξηση στο επίπεδο συμφωνίας με την αξία «δημιουργικότητα – αυτοέκφραση» κατά μια τυπική απόκλιση, αντιστοιχεί σε αύξηση της εξαρτημένης μεταβλητής «χρησιμότητα καινοτομίας» κατά 0,302 τυπικές αποκλίσεις. ίνακας 1
ANOVAb
ιο συγκεκριμένα, αυτό που φαίνεται από τον πίνακα 3 είναι ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι οι δηλώσεις που σχετίζονται με την «προσφορά» είναι σημαντικές για τη ζωή τους, τόσο πιο πιθανό είναι να υποστηρίζουν ότι συμφωνούν πολύ με τις δηλώσεις της εξαρτημένη μεταβλητής «χρησιμότητα της καινοτομίας ». μοίως, όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι οι δηλώσεις που σχετίζονται με την «αυτονομία» είναι σημαντικές για τη ζωή τους, τόσο πιο πιθανό είναι να υποστηρίζουν ότι συμφωνούν πολύ με τις δηλώσεις της εξαρτημένη μεταβλητής «χρησιμότητα της καινοτομίας». Επίσης, όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι είναι σημαντικές για τη ζωή τους οι δηλώσεις που σχετίζονται με τις «κοινωνιοκεντρικές» αξίες, τόσο πιο πιθανό είναι να υποστηρίζουν ότι συμφωνούν πολύ με τις δηλώσεις της εξαρτημένη μεταβλητής «χρησιμότητα της καινοτομίας». Τέλος, όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι οι δηλώσεις που σχετίζονται με την «δημιουργικότητααυτοέκφραση» είναι πολύ σημαντικές για τη ζωή τους, τόσο πιο πιθανό είναι να υποστηρίζουν ότι συμφωνούν πολύ με τις δηλώσεις της εξαρτημένη μεταβλητής «χρησιμότητα της καινοτομίας». Τα «δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα» δεν σχετίζονται με την εξαρτημένη μεταβλητή «χρησιμότητα καινοτομίας», κάτι που σημαίνει ότι το αν πιστεύει κανείς, για παράδειγμα, ότι η εργασία μπορεί να αποφέρει πολλά χρήματα ή ότι τα χρονικά της πλαίσια πρέπει να είναι προσδιορισμένα, δεν σχετίζεται με το αν θεωρεί την καινοτομία χρήσιμη. Αντίθετα, αξίες όπως, για παράδειγμα, «το να νοιάζομαι και να εμπιστεύομαι εμένα και τους άλλους», «το να νιώθω ότι ελέγχω τις επιλογές μου και όχι ότι αποφασίζουν άλλοι για μένα» το «να γίνεται η εργασία ομαδικά» και «η εργασία να απαιτεί δημιουργικότητα
καινοτόμων προγραμμάτων ( ) τον πειραματισμό με νέες παιδαγωγικές μεθόδους, φάνηκε ότι πλην των «δύσκαμπτων εργασιακών περιβαλλόντων», όλες οι υπόλοιπες ανεξάρτητες μεταβλητές επιδρούν θετικά. ιο συγκεκριμένα, από την ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης για την επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής
ροσφορά ,779 ,171 ,208 4,557 ,000 a. Εξαρτημένη μεταβλητή: μου αρέσει να πειραματίζομαι με νέες παιδαγωγικές μεθόδους Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι όσο πιο ισχυρές είναι οι αξίες της προσφοράς (π.χ. «το να βρίσκω χρόνο για σχολείο, και οικογένεια και φίλους»), τόσο πιο πιθανό είναι οι εκπαιδευτικοί να θεωρούν ως πολύ σημαντικό τον πειραματισμό με νέες παιδαγωγικές μεθόδους ως λόγο συμμετοχής στα . Εν συνεχεία, ως προς την ανεξάρτητη μεταβλητή «αυτονομία », έχουμε τους εξής πίνακες : ίνακας 1 ίνακας 2
1 ,212a ,045 ,043 ,845 a. Predictors: (Constant), Αυτονομία
,714
342,530 459
(Constant), Αυτονομία
Εξαρτημένη μεταβλητή: μου αρέσει να πειραματίζομαι με νέες παιδαγωγικές
σημαντικός. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο κοινωνιοκεντρικές είναι οι αξίες που διέπουν τις σχέσεις των εκπαιδευτικών, τόσο πιο πιθανό είναι να θεωρήσουν τον πειραματισμό με νέες παιδαγωγικές μεθόδους ως σημαντικό λόγο συμμετοχής στα . λείνοντας αυτή την πρώτη ενότητα, η ανεξάρτητη
B Std.
Error Beta 1 (Constant) 1,000 ,261 3,827 ,000 Δημιουργικότητααυτοέκφραση ,965 ,116 ,361 8,286 ,000 a. Εξαρτημένη μεταβλητή: μου αρέσει να πειραματίζομαι με νέες παιδαγωγικές μεθόδους Για άλλη μια φορά, παρατηρούμε (πίνακας 3) ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σημαντικές τις αξίες της «δημιουργικότητας –αυτοέκφρασης» (π.χ. Η εργασία έχει έντονο το ερευνητικό στοιχείο), τόσο περισσότερο υποστηρίζουν ότι ο πειραματισμός με νέες παιδαγωγικές μεθόδους συνιστά λόγο συμμετοχής στα . 7.2.2. Βελτίωση γνώσεων σε γνωστική περιοχή Η βελτίωση γνώσεων μιας γνωστικής περιοχής ως λόγου συμμετοχής στα επηρεάζεται από όλες τις αξίες που έχουμε διατυπώσει στο ερωτηματολόγιο, εκτός της αξίας «δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα». ιο συγκεκριμένα, η γραμμική ανάλυση παλινδρόμησης, μας έδωσε τους εξής πίνακες (πίνακες 1, 2, 3, 4).
«προσφοράς », τόσο πιο πιθανό είναι το να συμμετέχει στα προκειμένου να βελτιώσει τις γνώσεις τους σε μια γνωστική περιοχή. πίνακας 2 μας δείχνει την ίδια στατιστικά σημαντική σχέση ως προς την αξία «αυτονομία». Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι όσο περισσότερο συμφωνούν με τη σημαντικότητα της αξίας της αυτονομίας, τόσο περισσότερο σημαντικός ο λόγος της βελτίωσης γνώσεων σε μια γνωστική περιοχή για τη συμμετοχή τους σε . μοίως, στον πίνακα 3 παρατηρούμε ότι οι αξίες των εκπαιδευτικών που έχουν κοινωνιοκεντρικό χαρακτήρα επιδρούν θετικά στο να επικαλούνται οι εκπαιδευτικοί ως λόγο συμμετοχής στα τη βελτίωση γνώσεων σε μια γνωστική περιοχή. Τέλος στον πίνακα 4, παρατηρούμε ότι πιο σημαντική είναι η αξία «δημιουργικότητα – αυτοέκφραση» για τους εκπαιδευτικούς, τόσο πιο σημαντική είναι βελτίωση των γνώσεων σε μια γνωστική περιοχή ως λόγου συμμετοχής σε . ε άλλα λόγια, παρατηρούμε ότι οι λόγοι συμμετοχής που έχουν να κάνουν με τη βελτίωση γνώσεων σε μια γνωστική περιοχή και με τους πειραματισμούς νέων παιδαγωγικών μεθόδων, επηρεάζονται θετικά από τις ίδιες αξίες. 7.2.3. Αύξηση της επαγγελματικής ανέλιξης λόγος συμμετοχής στα «αύξηση των πιθανοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης» επηρεάζεται από τις αξίες που έχουμε διατυπώσει, αλλά με μια μικρή διαφορά, σε σύγκριση με τα προαναφερθέντα ευρήματα. ιο συγκεκριμένα, εδώ παρατηρούμε ότι οι αξίες «κοινωνιοκεντρικές σχέσεις με συναδέλφους» και «προσφορά», δεν επιδρούν στο αν ο εκπαιδευτικός θα επικαλεστεί το λόγο αυτό. Από τις αναλύσεις παλινδρόμησης για τη σχέση αξιών και του συγκεκριμένου λόγου συμμετοχής σε πήραμε τους εξής 3 πίνακες: ίνακας 1
επικαλούνται ως λόγο συμμετοχής σε την αύξηση των πιθανοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης. Για παράδειγμα, όσο περισσότερο θεωρούν σημαντικό να εργάζονται σε περιβάλλοντα όπου ξέρεις τι θα συμβεί κάθε μ έρα ή σε εργασίες της οποίας τα χρονικά πλαίσια είναι προσδιορισμένα, τόσο περισσότερο επικαλούνται τον προαναφερθέντα λόγο. Τέλος, στον πίνακα 3 παρατηρούμε ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σημαντικό η εργασία τους να είναι δημιουργική και να προάγει την αυτοέκφραση, τόσο περισσότερο πιθανό είναι να θεωρούν πολύ σημαντικό ως λόγο συμμετοχής σε την αύξηση των πιθανοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης. 7.2.4. λόγος συμμετοχής σε η διαθεματική εξέταση ενός φαινομένου ερνώντας στην εξέταση του κατά πόσο ο λόγος συμμετοχής σε που σχετίζεται με την διαθεματική εξέταση ενός φαινόμενου σχετίζεται με τις εργασιακές και προσωπικές αξίες, παρατηρούμε ότι επιδρούν όλες, πλην των «δύσκαμπτων εργασιακών περιβαλλόντων». Από τις αναλύσεις παλινδρόμησης έχουμε τους κάτωθι
Coefficientsa
Model
ίνακας 2
Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig.
B Std. Error Beta
1 (Constant) 1,987 ,308 6,459 ,000 Αυτονομία ,502 ,131 ,176 3,837 ,000 a Εξαρτημένη μεταβλητή: λόγος συμμετοχής η διαθεματική εξέταση ενός φαινομένου
ίνακας 3
Coefficientsa
Model
Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig.
B Std. Error Beta
1 (Constant) 1,342 ,325 4,128 ,000 οινωνιοκεντρικές ,671 ,119 ,254 5,626 ,000 a. Εξαρτημένη μεταβλητή: λόγος συμμετοχής η διαθεματική εξέταση ενός φαινομένου
Coefficientsa
Model Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig. B Std. Error Beta 1 (Constant) 1,315 ,279 4,711 ,000 Δημιουργικότητααυτοέκφραση ,829 ,124 ,297 6,670 ,000 a. Εξαρτημένη μεταβλητή: λόγος συμμετοχής η διαθεματική εξέταση ενός φαινομένου Στον πίνακα 1 παρατηρούμε ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σημαντική την προσφορά ως αξία ζωής, τόσο περισσότερο θεωρούν πολύ σημαντικό το να συμμετέχουν σε προκειμένου να εξετάσουν διαθεματικά ένα φαινόμενο. Στον πίνακα 2 παρατηρούμε ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σημαντική την αυτονομία ως αξία ζωής, τόσο περισσότερο θεωρούν πολύ σημαντικό το να συμμετέχουν σε προκειμένου να εξετάσουν διαθεματικά ένα φαινόμενο. Στον πίνακα 3, επίσης, έχουμε μια στατιστικά σημαντική σχέση σύμφωνα με την οποία όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σημαντικό οι σχέσεις με τους συναδέλφους να έχουν κοινωνιοκεντρικό χαρακτήρα, τόσο περισσότερο υποστηρίζουν ότι είναι σημαντικό να συμμετέχουν σε προκειμένου να εξετάσουν διαθεματικά ένα φαινόμενο. Τέλος στον πίνακα
Coefficientsa
1 (Constant) ,556 ,324 1,713 ,087 Αυτονομία ,842 ,138 ,273 6,102 ,000 a. Εξαρτημένη μεταβλητή: όγος συμμετοχής η προώθηση της εικόνας του σχολείου ίνακας 2
Coefficientsa
1 (Constant) 1,629 ,252 6,458 ,000 Δύσκαμπτα ,422 ,118 ,164 3,579 ,000 a Εξαρτημένη μεταβλητή: όγος συμμετοχής η προώθηση της εικόνας του σχολείου
Coefficientsa
Model Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig. B Std. Error Beta 1 (Constant) ,520 ,301 1,731 ,084 Δημιουργικότητααυτοέκφραση ,899 ,134 ,298 6,711 ,000 a Εξαρτημένη μεταβλητή: όγος συμμετοχής η προώθηση της εικόνας του σχολείου Στον πίνακα 1 παρατηρούμε ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σημαντική την αυτονομία ως αξία ζωής, τόσο περισσότερο θεωρούν πολύ σημαντικό το να συμμετέχουν σε προκειμένου να προωθήσουν την εικόνα του σχολείου. Στον πίνακα 2 παρατηρούμε ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σημαντική την εργασία σε δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα, τόσο περισσότερο θεωρούν πολύ σημαντικό το να συμμετέχουν σε διότι είναι καλό για την εικόνα του σχολείου. Στον πίνακα 3, φαίνεται ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν σημαντική για τη ζωή τους εργασίες όπου υπάρχει το στοιχείο της δημιουργικότητας και της αυτοέκφρασης, τόσο πιο πιθανό είναι να θεωρούν ως πολύ σημαντικό
ίνακας 1
Coefficientsa
Model Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig.
B Std. Error Beta
1 (Constant) ,898 ,343 2,619 ,009 Αυτονομία ,457 ,146 ,144 3,135 ,002 a Εξαρτημένη μεταβλητή: όγος συμμετοχής σε Π η συμπλήρωση ωραρίου ίνακας 2
Coefficientsa
Model Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig. B Std. Error Beta
Στον πίνακα 1 παρατηρούμε ότι όταν οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ως πολύ σημαντική την αξία της αυτονομίας, πιστεύουν επίσης ότι είναι πολύ σημαντικό το να συμμετάσχουν σε για να βελτιώσουν το βιογραφικό τους. Επίσης, στον πίνακα 2 φαίνεται ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν πολύ σημαντική την εργασία σε δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα, τόσο πιο πολύ σημαντικό είναι γι αυτούς το να συμμετέχουν σε για λόγους βελτίωσης του βιογραφικού τους. Τέλος από τον πίνακα 3 παρατηρούμε ότι για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι θεωρούν πολύ σημαντική την αξία της δημιουργικότητας – αυτοέκφρασης», θεωρούν την συμμετοχή στα για λόγους βελτίωσης του βιογραφικού ως πολύ σημαντικό. 7.2.8. όγος συμμετοχής σε η βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών Η τελευταία δήλωση για τους λόγους συμμετοχής σε έχει να κάνει με τη βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών. Εδώ φαίνεται ότι οι ανεξάρτητες μεταβλητές των οποίων η επίδραση είναι στατιστικά σημαντική στον συγκεκριμένο λόγο είναι η «προσφορά», οι «κοινωνιοκεντρικές σχέσεις» και η «δημιουργικότητα –αυτοέκφραση». Από την ανάλυση παλινδρόμησης έχουμε τους παρακάτω τρεις πίνακες: ίνακας 1
Coefficientsa
Coefficientsa
κοινωνικότητας με τους συναδέλφους). Τέλος στον πίνακα 3, φαίνεται ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν την δημιουργικότητα – αυτοέκφραση πολύ σημαντική αξία της ζωής τους, τόσο πιο πιθανό είναι να θεωρούν ως πολύ σημαντικό λόγο της συμμετοχής τους σε την βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών 7.3. Αξίες και λόγοι Η συμμετοχής στην εφαρμογή 7.3.1. λόγος μη συμμετοχής η ολοκλήρωση της σχολικής ύλης Στην ενότητα αυτή θα παρουσιάσουμε τα αποτελέσματα από την ανάλυση παλινδρόμησης για τους λόγους τους οποίους επικαλούνται οι εκπαιδευτικοί για να μην συμμετέχουν σε . εκινώντας από το λόγο μη συμμετοχής «την ολοκλήρωση της ύλης του σχολείου », η ανάλυση έδειξε ότι η μόνη ανεξάρτητη μεταβλητή της οποίας η επίδραση είναι στατιστικά σημαντική είναι τα «δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα (πινάκα 1). ίνακας 1
7.3.2. όγος μη συμμετοχής ότι τα δεν βελτιώνουν κάποια όψη του παιδαγωγικού έργου Η δήλωση ότι τα δεν βελτιώνουν κάποια όψη του εκπαιδευτικού έργου επηρεάζεται από τις αξίες της «δημιουργικότητας – αυτοέκφρασης» και από τα «δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα». ι παρακάτω δυο πίνακες προέκυψαν από την αντίστοιχη ανάλυση παλινδρόμησης:
Η τρίτη δήλωση της κλίμακας μέτρησης αφορούσε στο ότι δεν υπάρχουν περιθώρια πρωτοβουλίας για τους εκπαιδευτικούς. Εδώ έχουμε ένα πολύ ενδιαφέρουν εύρημα και συγκεκριμένα ότι καμία από τις αξίες της έρευνάς μας δεν φαίνεται να επιδρά με στατιστικά σημαντικό τρόπο στο λόγο αυτό. ’ άλλα λόγια, το ότι κάποιος εκπαιδευτικός μπορεί να επικαλεστεί ως πολύ σημαντικό λόγο για τη μη συμμετοχή του σε την έλλειψη περιθωρίων πρωτοβουλίας, δεν φαίνεται να εξαρτάται από τις αξίες που υιοθετεί, είτε αυτές έχουν να κάνουν με αξίες που είναι κεντρικές για τη ζωή τους, είτε με εργασιακές αξίες. 7.3.4. όγος μη συμμετοχής η έλλειψη προσωπικού ελεύθερου χρόνου Η δήλωση ότι ένας από τους λόγους μη συμμετοχής σε είναι η έλλειψη προσωπικού ελεύθερου χρόνου επηρεάζεται από τις αξίες της «προσφοράς», των «δύσκαμπτων εργασιακών περιβαλλόντων» και της δημιουργικότητας –αυτοέκφρασης. ι αναλύσεις μάς έδωσαν τους παρακάτω 3 πίνακες:
Coefficientsa
Coefficientsa
ζωής την έννοια της προσφοράς ( π.χ. «τ ο να βρίσκω χρόνο για σχολείο, και οικογένεια και φίλους») είναι πολύ σημαντική η έλλειψη προσωπικού ελεύθερου χρόνου ως λόγου μη συμμετοχής στα . Επίσης, στον πίνακα 2 παρατηρούμε ότι
ίνακας 3
Coefficientsa
Model Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig. B Std. Error Beta 1 (Constant) ,752 ,185 4,075 ,000 Δύσκαμπτα ,398 ,086 ,210 4,608 ,000 a Εξαρτημένη μεταβλητή: Έλλειψη δυνατοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης Στον πίνακα 1 φαίνεται ότι όσο λιγότερο σημαντική αξία ζωής είναι η προσφορά, τόσο πιο πιθανό είναι οι εκπαιδευτικοί να επικαλούνται ως λόγο μη συμμετοχής σε την έλλειψη δυνατοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης. μοίως στον πίνακα 2 παρατηρούμε ότι για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι θεωρούν την αυτονομία σημαντική αξία για τη ζωή τους, επίσης η έλλειψη δυνατοτήτων επαγγελματικής ανέλιξης θεωρείται πολύ σημαντικός λόγος μη συμμετοχής σε . Τέλος, στον πίνακα 3 παρατηρούμε ότι όσο περισσότερο σημαντικό θεωρείται το να εργάζεται κανείς σε δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα, τόσο περισσότερο σημαντική θεωρεί την έλλειψη δυνατοτήτων επαγγελματικής
Coefficientsa
Model Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig. B Std. Error Beta 1 (Constant) 2,096 ,221 9,493 ,000 Δημιουργικότητααυτοέκφραση -,251 ,098 -,1192,548 ,011 a. Εξαρτημένη μεταβλητή: όγος μη συμμετοχής ο μη πειραματισμός με αβέβαιου αποτελέσματος παιδαγωγικές μεθόδους Στον πίνακα 1 παρατηρούμε ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν πολύ σημαντικό το να εργάζονται σε δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα, τόσο πιο σημαντικό θεωρούν ως λόγο μη συμμετοχής σε το ότι τα θεωρούν ως αβέβαιου αποτελέσματος παιδαγωγικές μεθόδους. μοίως, στον πίνακα 2 διαπιστώνουμε ότι για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι θεωρούν ως πολύ σημαντική αξία τις κοινωνιοκεντρικές σχέσεις με τους συναδέλφους, θεωρείται πολύ σημαντικός λόγος μη συμμετοχής η απροθυμία πειραματισμού με αβέβαιου αποτελέσματος παιδαγωγικές μεθόδους. Τέλος, στον πίνακα 3 παρατηρούμε ότι όταν η δημιουργικότητα – αυτοέκφραση θεωρείται σημαντική αξία για τους εκπαιδευτικούς, τότε θεωρείται και πολύ
7.3.8. όγος μη συμμετοχής η ανεπαρκής θεσμική και οικονομική υποστήριξη Η ανεπαρκής θεσμική και οικονομική υποστήριξη συνιστά έναν πολυαναφερόμενο λόγο μη συμμετοχής στα , όπως δείχνει και η αντίστοιχη κατανομή συχνοτήτων. Από την ανάλυση παλινδρόμησης φάνηκε ότι οι αξίες που επιδρούν σε αυτό το λόγο με στατιστικά σημαντικό τρόπο είναι οι αξίες της «αυτονομίας », των «δύσκαμπτων εργασιακών περιβαλλόντων » και η
Coefficientsa
1 (Constant) 1,520 ,250 6,074 ,000 Αυτονομία ,330 ,106 ,143 3,098 ,002 a. Εξαρτημένη μεταβλητή: όγος μη συμμετοχής η ανεπαρκής θεσμική και οικονομική υποστήριξη ίνακας 2
Coefficientsa
Coefficientsa
Model Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig. B Std. Error Beta 1 (Constant) 2,772 ,235 11,789 ,000 Δημιουργικότητααυτοέκφραση -,218 ,105 -,096 -2,076 ,038 a Εξαρτημένη μεταβλητή: όγος μη συμμετοχής η ανεπαρκής θεσμική και οικονομική υποστήριξη Στον πίνακα 1 διαπιστώνουμε ότι όσο περισσότερο σημαντική θεωρούν οι εκπαιδευτικοί την αξία της αυτονομίας, τόσο περισσότερο σημαντικό θεωρούν ως λόγο μη συμμετοχής σε την ανεπαρκή οικονομική και θεσμική υποστήριξη. Στον πίνακα 2 φαίνεται ότι για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι θεωρούν σημαντικό να εργάζονται σε δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα, θεωρείται επίσης πολύ σημαντικός λόγος μη συμμετοχής σε η ανεπαρκής θεσμική και οικονομική υποστήριξη. Τέλος, στον πίνακα 3, παρατηρούμε ότι όσο λιγότερο θεωρεί κανείς σημαντική την αξία της δημιουργικότητας, τόσο
Coefficientsa
Model Unstandardized Coefficients Standardized Coefficients t Sig. B Std. Error Beta 1 (Constant) 1,441 ,273 5,277 ,000 οινωνιοκεντρικές ,283 ,100 ,130 2,821 ,005
a Dependent Variable: όγος μη συμμετοχής η ανεπαρκής υλικοτεχνική υποδομή Εδώ παρατηρούμε ότι όσο περισσότερο οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ως πολύ σημαντική την αξία των κοινωνιοκεντρικών σχέσεων με τους συναδέλφους, τόσο περισσότερο σημαντικό θεωρούν ως λόγο μη συμμετοχής σε την ανεπαρκή υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι δυο τελευταίοι λόγοι μη συμμετοχής σε , δηλαδή η ανυπαρξία συνεργασίας με τοπικούς φορείς και γονείς και η ανεπαρκής υποστήριξη από τον υπεύθυνο των , δεν φάνηκε να επηρεάζεται με στατιστικά σημαντικό τρόπο από καμία από τις αξίες που έχουμε θέσει στο θεωρητικό μας πλαίσιο. 7.4. Εφαρμογή αινοτόμων ρογραμμάτων και αξίες Στην τελευταία
Γράφημα 1 Αντίθετα, τα ρογράμματα Αγωγής Υγείας έχουν μια αισθητά μικρότερη δημοφιλία, καθώς έχουν υλοποιηθεί από τους εκπαιδευτικούς σε ποσοστό 57,3% (γράφημα 2). Γράφημα 2 Ελαφρώς μικρότερη είναι και η δημοφιλία των ολιτιστικών ρογραμμάτων τα οποία έχουν υλοποιηθεί σε ποσοστό 49,4% (γράφημα 3).
πτυχίου Ανθρωπιστικών και οινωνικών Επιστημών και οι εκπαιδευτικοί κάτοχοι πτυχίου Επιστημών της Αγωγής σε συντριπτικό ποσοστό (σχεδόν όλοι) έχουν υλοποιήσει το εν λόγω πρόγραμμα. Αντίθετα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μόνο οι μισοί από τους εκπαιδευτικούς κατόχους πτυχίου Θετικών Επιστημών έχουν υλοποιήσει περιβαλλοντικά . Τέλος, στατιστικά σημαντική ήταν και η σχέση με τις επιπλέον σπουδές των εκπαιδευτικών (χ2=12,395, df=5, p=0,03<0,05 – πίνακας 3)
Εκπαίδευσης
Count 9 80 2 19 19 236 365
within
56,3% 76,9% 50,0% 100,0% 76,0% 79,7% 78,7%
Count 7 24 2 0 6 60 99 % within
43,8% 23,1% 50,0% ,0% 24,0% 20,3% 21,3% Total Count 16 104 4 19 25 296 464 % within
100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% ίνακας 3 Αυτό που παρατηρούμε στον πίνακα 3 είναι ότι οι μισοί από τους κατόχους διδακτορικού δηλώνουν ότι έχουν υλοποιήσει περιβαλλοντικό πρόγραμμα, σε αντίθεση με τους κατόχους πτυχίου εξομοίωσης οι οποίοι στο σύνολό τους δηλώνουν ότι έχουν υλοποιήσει το εν λόγω . Θα τολμούσαμε να πούμε ότι οι κάτοχοι μεταπτυχιακού και διδακτορικού τίτλου σπουδών συμμετέχουν σε πολύ λιγότερ ο βαθμό στην υλοποίηση των (1 στους 4 κατόχους μεταπτυχιακού και 1 στους 2 κατόχους διδακτορικού) απ’ ότι όσοι έχουν μόνο το βασικό τίτλο σπουδών ως τυπικό προσόν. ερνώντας στους ελέγχους χ2 της υλοποίησης προγραμμάτων Αγωγής Υγε ίας, παρατηρούμε ότι η πρώτη στατιστικά σημαντική σχέση είναι με τη βαθμίδα εκπαίδευσης (χ2=24,235, df=2, p=0,000<0,05 πίνακας 4).
%
Ε Α
70,4% 48,4% 46,8% 57,3% Όχι Count 59 65 74 198
%
Ε Α ΔΕΥΣΗΣ
%
Ε Α
αι Crosstab Ε Δ ΤΗΤΑ Total Ανθρωπιστικές επιστήμες Θετικές επιστήμες οινωνικές επιστήμες Επιστήμες της Αγωγής Αγωγής Υγείας αι Count 48 55 22 129 254 % within Ε Δ ΤΗΤΑ 44,4% 44,7% 47,8% 75,9% 56,8% Όχι Count 60 68 24 41 193 % within Ε Δ ΤΗΤΑ 55,6% 55,3% 52,2% 24,1% 43,2% Total Count 108 123 46 170 447 % within Ε Δ ΤΗΤΑ 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% ίνακας 5
100,0% 100,0% 100,0% 100,0% ίνακας 4 Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δηλώνουν σε υψηλότερο ποσοστό ότι έχουν υλοποιήσει πρόγραμμα Αγωγής Υγείας, σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας από τους οποίους σχετικά προγράμματα έχουν υλοποιήσει λιγότεροι από τους μισούς . ια δεύτερη συσχέτιση που εντοπίσαμε είναι με την ειδικότητα (χ2=40,782, df=3, p=0,000<0,05 - πίνακας 5).
Στον πίνακα 5 παρατηρούμε ότι οι κάτοχοι πτυχίου Επιστημών της Αγωγής έχουν υλοποιήσει σε υψηλότερο ποσοστό προγράμματα Αγωγής Υγείας, σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατόχους πτυχίων Ανθρωπιστικών, οινωνικών και Θετικών Επιστημών από τους οποίους
62,5% 51,0% 75,0% 21,1% 48,0% 39,2% 42,7%
100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0% 100,0%
7
που παρατηρούμε είναι ότι όσοι έχουν διδακτορικές και μεταπτυχιακές επιπλέον σπουδές έχουν υλοποιήσει σε μικρότερο ποσοστό πρόγραμμα Αγωγής Υγείας (λιγότεροι από τους μισούς), σε σύγκριση με τους κατ όχους πτυχίου εξομοίωσης οι οποίοι τα έχουν υλοποιήσει σε ποσοστό 79%. Τέλος, αναφορικά με τους ελέγχους χ2 στην υλοποίηση ολιτιστικών προγραμμάτων, η πρώτη στατ ιστικά σημαντική σχέση που εντοπίσαμε είναι με τη βαθμίδα εκπαίδευσης ( χ2=70,608, df=2, p=0,000<0,05 - πίνακας 8).
Αυτό που διαπιστώνουμε από τον πίνακα 8 είναι ότι οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν υλοποιήσει ολιτιστικά ρογράμματα σε μεγαλύτερο ποσοστό (71,9%) σε σύγκριση με τους εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας από τους οποίους τα έχουν υλοποιήσει σε ποσοστό 32,5%. Τέλος, στατιστικά σημαντική ήταν η σχέση με την ειδικότητα (χ2=73,657, df=3, p=0,000<0,05πίνακας 9)
Έχετε υλοποιήσει κατά τη διάρκεια της θητείας σας κάποιο πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης
Variables in the Equation
B S.E. Wald df Sig. Exp(B)
Step 1a ροσφορά ,474 ,562 ,711 1 ,399 1,607 Αυτονομία -,496 ,389 1,624 1 ,203 ,609 Δύσκαμπτα περιβάλλοντα ,206 ,307 ,450 1 ,502 1,229 οινωνιοκεντρικές σχέσεις -,986 ,374 6,940 1 ,008 ,373 Δημιουργικότητα ,287 ,390 ,542 1 ,462 1,333 Constant ,041 1,602 ,001 1 ,980 1,042
a. Variable(s) entered on step 1: ροσφορά, Αυτονομία, Δύσκαμπτα περιβάλλοντα, οινωνιοκεντρικές σχέσεις, Δημιουργικότητα. ίνακας 1 Στον παραπάνω πίνακα παρατηρούμε ότι από όλες τις αξίες του θεωρητικού μας πλαισίου μόνο οι κοινωνιοκεντρικές σχέσεις (0,008<0,050) με τους συναδέλφους επιδρούν με στατιστικά σημαντικό τρόπο στην υλοποίηση καινοτόμου προγράμματος περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Στον γράφημα παρατηρούμε ότι το ποσοστό των εκπαιδευτικών που έχουν πραγματοποιήσει σχετικό πρόγραμμα ε ίναι 78,7%, το υψηλότερο σε σύγκριση με τα άλλα αινοτόμα ρογράμματα. ερνώντας στο ερώτημα της εφαρμογής καινοτόμων προγραμμάτων Αγωγής Υγείας, από την ανάλυση παλινδρόμησης έχουμε τον εξής πίνακα (2):
Έχετε υλοποιήσει κατά τη διάρκεια της θητείας σας κάποιο πρόγραμμα Αγωγής Υγείας;
Variables in the Equation
B S.E. Wald df Sig. Exp(B)
Step 1a ροσφορά -,810 ,476 2,891 1 ,089 ,445 Αυτονομία -,303 ,329 ,852 1 ,356 ,738 Δύσκαμπτα περιβάλλοντα -,088 ,256 ,118 1 ,731 ,916 οινωνιοκεντρικές σχέσεις -,284 ,326 ,756 1 ,385 ,753 Δημιουργικότητα -,037 ,326 ,013 1 ,910 ,964 Constant 3,789 1,410 7,220 1 ,007 44,192
a. Variable(s) entered on step 1: ροσφορά, Αυτονομία, Δύσκαμπτα περιβάλλοντα, οινωνιοκεντρικές σχέσεις, Δημιουργικότητα. ίνακας 2 Στον παραπάνω πίνακα (2) παρατηρούμε ότι από όλες τις αξίες του θεωρητικού μας πλαισίου καμία από αυτές δεν έχει στατιστικά σημαντική σχέση με την εφαρμογή προγραμμάτων Αγωγής Υγείας. Στο γράφημα παρατηρούμε ότι το ποσοστό των εκπαιδευτικών που έχουν πραγματοποιήσει σχετικό πρόγραμμα ανέρχεται σε 57,3%,. Τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά στο ερώτημα της εφαρμογής πολιτιστικών αινοτόμων ρογραμμάτων.
Έχετε υλοποιήσει κατά τη διάρκεια της θητείας σας κάποιο πρόγραμμα ολιτιστικών Θεμάτων;
Variables in the Equation
Step 1a
B S.E. Wald df Sig. Exp(B)
ροσφορά ,194 ,483 ,162 1 ,687 1,215 Αυτονομία -,579 ,336 2,958 1 ,085 ,561 Δύσκαμπτα περιβάλλοντα ,512 ,260 3,898 1 ,048 1,669 οινωνιοκεντρικές σχέσεις -,966 ,340 8,073 1 ,004 ,380
Δημιουργικότητα -,431 ,328 1,728 1 ,189 ,650 Constant 3,307 1,441 5,269 1 ,022 27,294
a. Variable(s) entered on step 1: ροσφορά, Αυτονομία, Δύσκαμπτα περιβάλλοντα, οινωνιοκεντρικές σχέσεις, Δημιουργικότητα. ίνακας 3
Στον παραπάνω πίνακα (3) παρατηρούμε ότι από όλες τις αξίες του θεωρητικού μας πλαισίου εκείνες που ασκούν στατιστικά επίδραση στην υλοποίηση πολιτιστικών προγραμμάτων είναι οι κοινωνιοκεντρικές εργασιακές σχέσεις (0,004<0,50) και τα δύσκαμπτα εργασιακά περιβάλλοντα (0,048<0,50) άτι που σημαίνει ότι όσο περισσότερο σημαντικές θεωρούν οι εκπαιδευτικοί τις εν λόγω αξίες, τόσο περισσότερο πιθανό είναι