Dimitris Papageorgiou - Diploma Research Thesis

Page 1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

Ερευνητική Διπλωματική Εργασία

Αστικό Τοπίο της Θεσσαλονίκης - Η αμφιλεγόμενη σχέση μεταξύ φύσης και αρχιτεκτονικής ταυτότητας. Ο ρόλος της δημόσιας αρχιτεκτονικής.

Όνομα Φοιτητή

Παπαγεωργίου Δημήτριος Επιβλέπων Καθηγητής

Κονταξάκης Δημήτριος

Θεσσαλονίκη 2019




Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

Ερευνητική Διπλωματική Εργασία Diploma Research Thesis

Αστικό Τοπίο της Θεσσαλονίκης - Η αμφιλεγόμενη σχέση μεταξύ φύσης και αρχιτεκτονικής ταυτότητας. Ο ρόλος της δημόσιας αρχιτεκτονικής. Urban Landscape of Thessaloniki - The controversial relationship between nature and architectural identity. The role of public architecture.

Φοιτητής: Παπαγεωργίου Δημήτριος Επιβλέπων: Κονταξάκης Δημήτριος Α.Ε.Μ.: 8108 Ακαδ. Έτος: 2018-2019

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2019



Στην οικογένειά μου, που με στήριξε και με στηρίζει σε κάθε νέο βήμα στη ζωή μου


Περιεχόμενα Συνοπτική Περιγραφή Θέματος σελ. 5 Εισαγωγή σελ. 6 Κεφάλαιο 1 Αστικό Τοπίο / Αρχιτεκτονική Ταυτότητα / Φυσικό Περιβάλλον Ενότητα 1.1 σελ. 9 Η αρχιτεκτονική ταυτότητα σε ένα αστικό τοπίο. Ενότητα 1.2 σελ. 16 Η σημασία του φυσικού περιβάλλοντος για το αστικό τοπίο και την αρχιτεκτονική ταυτότητα. Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης . Κεφάλαιο 2 Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα. Η ρήξη αρχιτεκτονικής και φύσης και το δίπολο τοπικότητα - εκσυγχρονισμός. Ενότητα 2.1 σελ. 33 Μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Η αρχιτεκτονική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης ερχόμενη σε ρήξη με το φυσικό περιβάλλον της. Ενότητα 2.2 σελ. 48 Ο απόηχος της ρήξης. Η ανάγκη επαναφοράς των ισορροπιών. Κεφάλαιο 3 Δημόσια αρχιτεκτονική και φυσικό περιβάλλον. Δυνατότητες για την αρχιτεκτονική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης. Ενότητα 3.1 σελ. 60 Η σημασία της δημόσιας αρχιτεκτονικής για την επαναδιαπραγμάτευση της σημασίας του φυσικού περιβάλλοντος προς μια ισορροπημένη πόλη. Ενότητα 3.2 σελ. 72 Αρχιτεκτονική ταυτότητα και φυσικό περιβάλλον. Παραδείγματα δημόσιας αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη. Συμπεράσματα σελ. 89 Πηγές - Βιβλιογραφία σελ. 92

4


Συνοπτική περιγραφή θέματος Ένα αστικό τοπίο, όπως και της Θεσσαλονίκης, διακρίνεται από μια λεγόμενη «αρχιτεκτονική ταυτότητα» η οποία αποτελεί ένα σημαντικό μέσο έκφρασης και παρουσίασης της κοινωνικής, ιστορικής και πολιτισμικής πραγματικότητας και εξέλιξης της πόλης σε ένα διαχρονικό επίπεδο, μέσω της επέμβασης του ανθρώπου πάνω στη φύση. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της αρχιτεκτονικής αυτής ταυτότητας είναι και οι τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος ανέπτυξε και συνεχίζει να αναπτύσσει τη σχέση του με το φυσικό περιβάλλον προκειμένου να το αξιοποιήσει στην δημιουργία βιώσιμων κτιρίων και ανοικτών χώρων. Όταν όμως οι μορφές της αρχιτεκτονικής και η άναρχη εξάπλωση του ανθρωπογενούς δομημένου περιβάλλοντος στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο αιώνα, αδιαφόρησαν σε ένα μεγάλο βαθμό για το πώς θα εκμεταλλευτούν αποτελεσματικά τις ευκαιρίες που μπορεί να τους προσφέρει το φυσικό περιβάλλον, σταδιακά το τελευταίο αρχίζει και αλλοιώνεται με αποτέλεσμα να απομακρύνεται κατ’ επέκταση και ο ίδιος ο άνθρωπος από την αρχέγονη ανάγκη του να έρχεται σε επαφή με τη φύση ενός τόπου στον οποίο ανήκει. Από την άλλη οι επιρροές πολλαπλής καταγωγής που έχει δεχτεί και μπορεί μελλοντικά να δεχτεί η αρχιτεκτονική πρακτική σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, μαζί με μια ερμηνεία της τοπικής παράδοσης έχουν ενδεχομένως τη δυνατότητα να επαναφέρουν την ισχυρή σχέση της με το φυσικό περιβάλλον και ιδιαίτερα μέσω της δημόσιας αρχιτεκτονικής, δηλαδή τη δημιουργία δημοσίων κτιρίων και ελεύθερων αστικών χώρων η οποία διέπεται από ορισμένες αξίες που ενισχύουν την ελευθερία, την ανοικτότητα και την ευαισθησία του ανθρώπου προς τη φύση. Όμως η οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση είναι σημαντικό να χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα συλλογικότητας και να επιδιώκει την εξασφάλιση μιας ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών αξιών, της τοπικής ιστορίας και πολιτισμού καθώς και της εξέλιξης της τεχνολογίας, την καινοτομία και τις διεθνείς σχέσεις με άλλους πολιτισμούς.

5


Εισαγωγή Η παρούσα ερευνητική εργασία θα μπορούσε να πει κανείς, ότι πρόκειται για μια πραγματιστική αναφορά της περίπλοκης σχέσης μεταξύ της αρχιτεκτονικής, του φυσικού περιβάλλοντος και των ευρύτερων τοπικών γνωρισμάτων σε μια πόλη. Κύριος σκοπός της δεν είναι η εισαγωγή και η συζήτηση κάποιου καινοτόμου θέματος που αφορά την αρχιτεκτονική σύνθεση και την εξέλιξή της αυτή καθ΄ αυτή αλλά η υπενθύμιση και η παρουσίαση ορισμένων κρίσιμων ζητημάτων που αφορούν το σημερινό περιβάλλον των πόλεων, το λεγόμενο «αστικό τοπίο». Μέσα από αυτά τα ζητήματα μας ενδιαφέρουν οι προβληματισμοί που προκύπτουν καθ΄ ότι επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή ως κατοίκους των αστικών κέντρων και μάλιστα πιο συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης. Για την ανάπτυξη των προβληματισμών γίνονται αναφορές σε χαρακτηριστικά δεδομένα, γεγονότα και αρχές που άλλα θέτουν τις ρίζες τους σε αρχέγονες και άλλα σε σύγχρονες εποχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Αρχικά περιγράφεται η έννοια της «αρχιτεκτονικής ταυτότητας», ως το υλικό αποτύπωμα της δραστηριότητας του ανθρώπου πάνω σε έναν τόπο το οποίο φανερώνει ορισμένα γνωρίσματά του όπως τις κοινωνικές του αξίες και την ιστορική του εξέλιξη. Ωστόσο, η αρχιτεκτονική ταυτότητα όπως και ο ίδιος ο τόπος, έχει την ανάγκη να εμπεριέχει και την ύπαρξη του φυσικού περιβάλλοντος. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε την Θεσσαλονίκη όσον αφορά την ιδιαιτερότητα της φύσης της και το πώς αυτή μπορεί να συνδεθεί με στοιχεία και γνώσεις του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Στο δεύτερο κεφάλαιο, θα γίνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή με στόχο να δείξει τους τρόπους με τους οποίους άλλαξε η φυσιογνωμία του αστικού τοπίου της Θεσσαλονίκης από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα βάσει των εκάστοτε αρχιτεκτονικών ρευμάτων και της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης καθότι η αρχιτεκτονική ταυτότητα ήρθε επί της ουσίας σε μια άνευ προηγούμενου ρήξη με τη φύση. Επιπλέον, στο ίδιο κεφάλαιο θα μας απασχολήσει το ζήτημα που προκύπτει μεταξύ της αλλοίωσης του φυσικού περιβάλλοντος ως σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος της τοπικής ταυτότητας και της ανάγκης της αρχιτεκτονικής και των πόλεων να εξελιχθούν ακολουθώντας τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις και τεχνικές με μια ανάγκη προσαρμογής στα δεδομένα του ίδιου του τόπου.

6


Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας, κεντρικές έννοιες γίνονται η δημόσια αρχιτεκτονική και ο δημόσιος χώρος, οι οποίοι αποτελούν το κυριότερο σημείο επαφής των ανθρώπων με τα φαινόμενα της φύσης και τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στις πόλεις. Οι έννοιες αυτές υποδηλώνουν σημαντικές αρχές και αξίες που αν εφαρμοστούν με ένα κοινό όραμα και συνάμα παράλληλη συνείδηση της αξίας του τόπου και την διάθεση για ανάπτυξη πλαισιωμένη σε διεθνή δεδομένα, υπάρχει η δυνατότητα για μια θετική μελλοντική εξέλιξη της αρχιτεκτονικής ταυτότητας με ποιοτικό όφελος στην καθημερινότητα των πολιτών. Στην εργασία θα συναντήσει κανείς λέξεις-κλειδιά όπως : τόπος, χώρος, άνθρωπος, ταυτότητα, φυσικό περιβάλλον, ανθρωπογενές περιβάλλον, αρχιτεκτονική, αστικός σχεδιασμός, πολεοδομικός σχεδιασμός, κοινωνία, ιστορία, πολιτισμός, πολιτική. Οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται πολλές φορές σε όλη την έκταση της εργασίας αλλά είναι εξαιρετικά σημαντικές για την κατανόηση και την επεξήγηση των ζητημάτων που θα μας απασχολήσουν.

7


Κεφάλαιο 1 Αστικό Τοπίο / Αρχιτεκτονική Ταυτότητα / Φυσικό Περιβάλλον


Κεφάλαιο 1

Ενότητα 1.1 - Η αρχιτεκτονική ταυτότητα σε ένα αστικό τοπίο. Ως αστικό τοπίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε κατά κάποιον τρόπο μια έννοια της πόλης. Η έννοια αυτή ορίζει σε ένα βαθμό μια χωρικά προσδιορισμένη αντίληψή της και μας δίνει την δυνατότητα να περιγράφουμε τα διάφορα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα σε αυτή με πολεοδομικούς και αρχιτεκτονικούς όρους. Ωστόσο, η πόλη αποτελεί μια ιδιαίτερα πολύπλευρη έννοια η όποια καλύπτει ολόκληρο το φάσμα των ζητημάτων που αφορούν την καθημερινότητα και το παρελθόν των ανθρώπων που την κατοικούν. Καθώς αποτελεί ένα ανθρώπινο δημιούργημα είναι κατά βάση ένας «χώρος» ο οποίος με την πάροδο του χρόνου απέκτησε τα χαρακτηριστικά ενός «τόπου» συμβαδίζοντας με την εξέλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η βασική διαφορά στον διαχωρισμό μεταξύ χώρου και τόπου έγκειται στο ότι ο πρώτος αποτελεί μια ευρύτερη οντότητα με αφαιρετικό νόημα, περισσότερο γεωμετρικά καθορισμένη η οποία υπήρχε και εμφάνιζε όλα τα χαρακτηριστικά της εξ’ αρχής (a priori). Αντίθετα, ο τόπος ως έννοια εμπεριέχει τόσο τη σημασία του χώρου, που στην περίπτωση μιας πόλης προτού δημιουργηθεί, πρόκειται για το φυσικό περιβάλλον, όσο και την ανθρώπινη υπόσταση, δηλαδή την επέμβαση του ανθρώπου στη φύση και τη δημιουργία του δομημένου ή καλύτερα θα λέγαμε του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Ο τόπος αποτελεί συνεπώς ένα ολικό φαινόμενο το οποίο όχι απλώς περιλαμβάνει χωρικά τη φύση και το ανθρωπογενές περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει, συγκροτεί και προσδιορίζει έναν ενιαίο «χαρακτήρα» μέσα από την ερμηνεία των γνωρισμάτων τους, δηλαδή των τρόπων με τους οποίους καθορίζεται η ζωή των ανθρώπων. Θα μπορούσε να πει κανείς λοιπόν ότι ο τόπος είναι μια εκδήλωση του «κόσμου της ζωής» η οποία γίνεται αντιληπτή και βιώνεται από τον άνθρωπο σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή. (NorbergSchulz, 2000) Εφόσον αναφερόμαστε σε κάποια περιοχή, κατά συνέπεια ο τόπος αποκτάει μια μοναδική ταυτότητα, ως σύνολο της φύσης και της παρουσίας του ανθρώπου. Ο τελευταίος, μέσα από τις νοητικές του ικανότητες, μπορεί να αισθανθεί ότι ανήκει σε αυτόν τον τόπο, να τον ταυτίσει με την μνήμη του, να αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά του και να προσανατολιστεί μέσα σε αυτόν. Επιπλέον μπορεί να αλλάξει την ιστορία του, να διαμορφώσει τη δομή του, δηλαδή να βιώσει το λεγόμενο «πνεύμα του τόπου» (genius loci). (NorbergSchulz, 2009)

9


Κεφάλαιο 1

­ ροκειμένου το «πνεύμα του τόπου» να γίνει αντιληπτό από τον άνθρωπο, Π καθίσταται αναγκαίο να επιστρατεύσει τις βασικές του αισθήσεις. Μέσω της ακοής, της αφής, της όσφρησης και της όρασης, ο άνθρωπος μπορεί να δεχθεί ερεθίσματα από το μέρος στο οποίο ζει και να τα ερμηνεύσει προκειμένου να κατανοήσει τα ποικίλα νοήματα που θα τον βοηθήσουν να διαμορφώσει στο μυαλό του μια ταυτότητα του τόπου αυτού. Σε μια πόλη, η προηγούμενη αισθητηριακή και νοητική διεργασία ίσως να είναι περισσότερο εφικτή και καθοριστική, λόγω της έντονης πληθώρας ερεθισμάτων. Αν όχι η ισχυρότερη, μια από τις ισχυρότερες αισθήσεις του ανθρώπου είναι η όραση. Πολλές φορές ένα άτομο μπαίνει στη διαδικασία να κρίνει την ποιότητα και το νόημα ενός αντικείμενου ή ενός φαινομένου μέσα από την οπτική αντίληψη. Το κύριο παράγωγο που προκύπτει από την αίσθηση της όρασης, είναι αυτό που αποκαλούμε «εικόνα». Η εικόνα όμως στις περισσότερες περιπτώσεις δεν καλεί τον άνθρωπο να χρησιμοποιήσει μόνο την όραση για να την ερμηνεύσει νοητικά αλλά και τις υπόλοιπες αισθήσεις του, ειδικά όταν ο ίδιος διαμορφώνει εικόνες για τον κόσμο που συναντάει μπροστά του, όπως ένα αστικό τοπίο. Αναφορικά με την άποψη αυτή, ο Kevin Lynch στο βιβλίο του «The Image of the City», περιγράφει ότι οι εικόνες που διαμορφώνει ένας άνθρωπος που βρίσκεται εντός του περιβάλλοντος μιας πόλης, είναι αποτέλεσμα μιας αμφίδρομης διαδικασίας μεταξύ του παρατηρητή και του τόπου. Το περιβάλλον υποδηλώνει διακρίσεις και σχέσεις ενώ ο παρατηρητής, προσαρμόζοντας την προσοχή του και τις προθέσεις του, επιλέγει και οργανώνει αυτό που βλέπει. Η εικόνα η οποία προκύπτει από αυτή την διαδικασία χαρακτηρίζεται από προέλευση, δομή και νόημα, τα οποία ισχυροποιούν τη λεγόμενη «αναγνωσιμότητα» (legibility) της πόλης, γνώρισμα που κάνει τον τόπο της να κατέχει μια αναγνωρίσιμη ταυτότητα από τους ανθρώπους. (Lynch, 1960)

10


Κεφάλαιο 1

Η αισθητηριακή εμπειρία ενός ατόμου εντός της πόλης και η αναγνωσιμότητά της είναι λογικό να βασίζεται στο ανθρωπογενές και το φυσικό περιβάλλον της, δηλαδή τον υλικό κόσμο και τους χώρους τους οποίους μπορεί να συναντήσει κάποιος καθημερινά μέσα στο αστικό τοπίο. Ένα μεγάλο τμήμα, αν όχι το μεγαλύτερο, του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος σε μια πόλη αποτελούν ο ιδιωτικός και ο δημόσιος ή ο δομημένος και ο αδόμητος χώρος (ανάλογα με τον διαχωρισμό), τους οποίους καθορίζει σε ένα σημαντικό βαθμό ενίοτε η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής. Είτε ο ρόλος της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής είναι σημαντικός είτε ασήμαντος για την εξέλιξη μιας πόλης, τείνουμε πολλές φορές να χαρακτηρίζουμε το ύφος, τις μορφές, τις αρχές και τα είδη των περισσότερων κτιρίων και διαμορφωμένων ελεύθερων χώρων του αστικού τοπίου χρησιμοποιώντας όρους της αρχιτεκτονικής. Συνεπώς αναφερόμαστε στο γεγονός ότι μια πόλη έχει «αρχιτεκτονική ταυτότητα».

Εικ. 1.1 - Πανοραμική Θέα του παραθαλάσσιου μετώπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης

11


Κεφάλαιο 1

Ο Aldo Rossi στο σύγγραμά του «Architecture of the City», δίνει στα στοιχεία της αρχιτεκτονικής αλλά και πολιτισμικής ταυτότητας μιας πόλης την ονομασία «αστικά τεχνουργήματα» (urban artifacts). Ως αστικά τεχνουργήματα μπορούν να οριστούν τα έργα και οι χώροι σε μια πόλη, που δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, από τους κατοίκους της κάθε εποχής, υπό τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες. Οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας την παλαιότερη και νέα γνώση, τις τεχνικές που προέκυψαν λόγω πειραματισμών και επιρροών, τα προγενέστερα ή καινούργια κατασκευαστικά και παραγωγικά μέσα που διαδίδονταν και την υπάρχουσα διαχρονική εμπειρία που είχαν εξασφαλίσει από τις προηγούμενες γενιές, έφτιαχναν ή ίσως καλύτερα «έπλαθαν» τη φυσιογνωμία της πόλης, δηλαδή πιο ολοκληρωμένα, την ταυτότητά της. Έτσι, ένα αστικό τεχνούργημα καθορίζεται από το δικό του χώρο και χρόνο, από τις τοπογραφικές του διαστάσεις, τη μορφή του, καθώς είναι η έδρα μιας διαδοχής αρχαίων και πρόσφατων γεγονότων. (Rossi, 1982) Αυτό σημαίνει ότι το αστικό τεχνούργημα ενσωματώνει στο νόημά του τις αρχές της ιστορικότητας και της μνήμης. Ο άνθρωπος που ζει σε ένα συγκεκριμένο τόπο όπως μια πόλη, είχε και εξακολουθεί να έχει την τάση να συνδέει άρρηκτα την ύπαρξή του με την ιστορία και το παρελθόν της. Η μνήμη του λειτουργεί ως η νοητική ικανότητα που θέτει τις ρίζες της ύπαρξης και μέσα του γεννιέται η αίσθηση ότι ο ίδιος ανήκει στον τόπο. Επομένως, αποτελεί σημαντικό μέρος αυτού, η ζωή του έχει προσδιοριστεί από το παρελθόν που συνδέει τον εαυτό του με αναμνήσεις από αντικείμενα, μέρη, πρόσωπα και γεγονότα και είναι σε θέση να καθορίσει τη μελλοντική εξέλιξή του και τον τρόπο που θα επηρεάζει την καθημερινότητά του. Έτσι λοιπόν, το αστικό τεχνούργημα αποτελεί την πλέον διαχρονική, αξιοσημείωτη και υλική μορφή αναγνώρισης, μεταφοράς και έκφρασης της ανθρώπινης ιστορίας και δραστηριότητας σε μια πόλη.

Εικ. 1.2 - Η Αψίδα του Γαλέριου (Καμάρα)

12


Κεφάλαιο 1

Συνεπώς, με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται κατά τον Rossi η ακόλουθη έννοια του «τόπου» (Locus). Το Locus ορίζεται ως η σχέση που υπάρχει μεταξύ μιας συγκεκριμένης τοποθεσίας και των «τεχνουργημάτων» που βρίσκονται μέσα σ αυτήν, στην περίπτωση μιας πόλης, των αστικών τεχνουργημάτων. Η σχέση αυτή έχει την ιδιότητα να είναι ευμετάβλητη χρονικά, στενά συνδεδεμένη αιτιοκρατικά με την ανάπτυξη και τη νοοτροπία των πολιτών και σαφώς όλες τις συνθήκες που επηρεάζουν την ζωή τους. Η αρχιτεκτονική ως κύρια πηγή δημιουργίας των αστικών τεχνουργημάτων, συμβάλει στο να μορφοποιεί το «context», ή αλλιώς το «πλαίσιο τοπικών συνθηκών», εν ολίγοις όλα τα γνωρίσματα που καθορίζουν τη ταυτότητα και το ύφος του υφιστάμενου αστικού τοπίου. Οι μορφές της αρχιτεκτονικής αλλάζουν μαζί με τις αλλαγές του τόπου, συμμετέχοντας στη δημιουργία ενός συνόλου εξυπηρετώντας ένα γενικό γεγονός ενώ την ίδια στιγμή αποτελούν ένα γεγονός καθ΄ αυτό. (Rossi, 1982) Εν κατακλείδι, η αρχιτεκτονική πρόκειται για μια «γλώσσα» η οποία λειτουργεί ως ένα διαχρονικό και σημαντικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων που έχουν ζήσει σε διαφορετικές ή στην ίδια εποχή. (Norberg-Schulz, 2000) Ως ένα είδος γλώσσας, έχει κοινές βασικές αρχές με τα υπόλοιπα είδη γλωσσών (λεκτικών, γραφικών, νοηματικών, προγραμματιστικών), όπως η ανάγκη επικοινωνίας, το λεξιλόγιο, το συντακτικό, οι κανόνες και η συνέπεια σε αλλαγές και τροποποιήσεις. Όμως, η μόνη διαφορά της αρχιτεκτονικής είναι ότι δεν βασίζεται σε ένα προϊόν το οποίο βρίσκεται πάνω σε ένα χαρτί ή μια οθόνη αλλά λαμβάνει τις διαστάσεις ολόκληρου του χώρου. Κατά συνέπεια η ερμηνεία των παραπάνω αρχών δεν βασίζεται στην μελέτη κάποιου κειμένου ή την λειτουργία ενός προγράμματος αλλά την ενεργοποίηση όλων των ανθρώπινων αισθήσεων με σκοπό την αναγνώριση και την αντίληψη των μεγεθών, της κλίμακας, των μορφών, των υφών, των ρυθμών, των χρωμάτων, των κινήσεων, της αισθητικής, των εκπλήξεων και των ανακαλύψεων που μπορεί να προσφέρει η περιήγηση σε ένα χώρο.

13


Κεφάλαιο 1

Όλα τα ερεθίσματα που μπορεί να δεχτεί ο άνθρωπος ερχόμενος σε επαφή με την αρχιτεκτονική συνδυάζονται στο μυαλό του ως ένα συνολικό αίσθημα που αποπνέει από αυτή. Κυκλοφορώντας σε μια πόλη, ο ανθρώπινος νους δίνει σε αυτό το συνολικό αίσθημα ένα σαφέστερο επίπεδο κατανόησης ώστε τελικά να μπορεί να πάρει μορφή γνώσης, μνήμης, να γίνει αναγνωρίσιμο και να διαφοροποιηθεί από άλλες περιοχές με τις οποίες ο ίδιος θα έρθει σε επαφή. Έτσι λοιπόν, ορίζεται η αρχιτεκτονική ταυτότητα του αστικού τοπίου και είναι μοναδική για κάθε τόπο ως η γλώσσα, η οποία μέσω του διαμορφωμένου χώρου, αποκαλύπτει και διαιωνίζει τη σχέση της ανθρώπινης δραστηριότητας με τη φύση ανά τα χρόνια. Έχει τη δυνατότητα τόσο να καθοριστεί από την ιστορία, την κοινωνική - πολιτική - οικονομική πραγματικότητα και τις πολιτισμικές αξίες, όσο και να τα επαναπροσδιορίσει αυτά, επιδρώντας στη νοοτροπία, την καθημερινότητα και την ανάπτυξη των ανθρώπων σε έναν τόπο, όπως μια πόλη.

Εικ. 1.3 - Η συνοικία Ουζιέλ στην περιοχή Ντεπώ

Ζ. Μοσέ (1927)

14


Κεφάλαιο 1

«Place is to architecture as meaning is to language.» Simon Unwin

15


Κεφάλαιο 1

Ενότητα 1.2 - Η σημασία του φυσικού περιβάλλοντος για το αστικό τοπίο και την αρχιτεκτονική ταυτότητα. Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Όπως έγινε ενδεχομένως αντιληπτό από την προηγούμενη ενότητα, ένας τόπος πρόκειται για μια οντότητα πραγματική και εννοιολογική, η οποία αποτελείται τόσο από το ανθρωπογενές περιβάλλον, που πρόκειται για τις διαφορετικές χρονικά επεμβάσεις και δημιουργίες του ανθρώπου σ’ αυτόν, όσο και από το φυσικό περιβάλλον, το οποίο έχει ριζωμένη την ύπαρξή του στις απαρχές του κόσμου και λειτουργεί ως υποδοχέας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ωστόσο, παρ’ όλο που σε ερευνητικό επίπεδο και για την παρατήρηση φαινομένων χρησιμοποιούμε συνήθως ξεχωριστά τους όρους «φυσικό» και «ανθρωπογενές» περιβάλλον, στην πραγματικότητα όσον αφορά τη ύπαρξη ενός τόπου που εμφανίζει ορισμένα χαρακτηριστικά, οι δυο αυτοί όροι συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο. Ειδικά στην περίπτωση μιας πόλης, το σύνολο αυτό ενδέχεται να παρουσιάζεται ακόμα πιο ισχυρό και συνεκτικό, καθώς η δραστηριότητα του ανθρώπου αναμιγνύεται σε μεγάλο βαθμό με τη φύση ή σε πολλές περιπτώσεις την αλλοιώνει ή την υποβαθμίζει. Επί της ουσίας, η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος είναι το γεγονός που αποτελεί το σημείο εκκίνησης της διαδικασίας προσδιορισμού του τόπου. Οπότε το φυσικό περιβάλλον είναι εξ’ αρχής πάρα πολύ σημαντικό. Η θεωρία του γεωγραφικού και περιβαλλοντικού ποσιμπιλισμού (geographical and environmental possibilism) υποστηρίζει ότι το φυσικό περιβάλλον θέτει ορισμένους περιορισμούς ως προς το είδος των ορίων που μπορεί να επέμβει ο άνθρωπος και να δημιουργήσει τους χώρους εγκατάστασής του προκειμένου να βελτιώσει την ποιότητα της καθημερινότητάς του. Όμως η φύση του επιτρέπει με τη σειρά της να αναπτύξει τον πολιτισμό του σύμφωνα με τις κοινωνικές συνθήκες που ο ίδιος καθορίζει. Έτσι λοιπόν, ο άνθρωπος είχε από τις απαρχές του ως ανάγκη την επαφή του με τη φύση και την χρησιμοποίησε ως κύρια πηγή της εξέλιξής και του πνεύματός του.

16


Κεφάλαιο 1

Ο άνθρωπος πάνω και μέσα στη φύση δημιούργησε πολιτισμούς και τόπους. Η εξάρτησή του από αυτή ήταν πρακτικά ιδιαίτερα έντονη και η πρώτη του κατοικία προσδιοριζόταν στο μέγιστο δυνατό βαθμό από τα φαινόμενά της. Έτσι αναπτύχθηκε η λεγόμενη «ανώνυμη αρχιτεκτονική» (vernacular architecture) η οποία συμβαίνει μέχρι και σήμερα σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη. Στην περίπτωση της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, η έννοια του τόπου γινόταν ιδιαίτερα αντιληπτή από τους γηγενείς διότι η εξέλιξη της τεχνολογίας και η εκβιομηχάνιση της κοινωνίας ήταν ακόμα εξαιρετικά μακριά από τη σημερινή εποχή. Η ανώνυμη αρχιτεκτονική αποτελούσε τον κατ’ εξοχήν τρόπο εγκατάστασης και διαβίωσης καθώς ο απλός άνθρωπος, προτού αρχίσει να αποκτά και να λαμβάνει τεχνική και εμπεριστατωμένη εκπαίδευση πάνω στην επιστήμη των κατασκευών, έχτιζε από μόνος του τα δικά του κελύφη και παραπήγματα. Στη συνέχεια τα παραπήγματα εξελίχθηκαν σε οικίες, και δημόσιους χώρους και μέσα από αυτή τη διεργασία άρχισε να προκύπτει η δημιουργία μιας συλλογικής αρχιτεκτονικής ταυτότητας για τον κάθε πληθυσμό η οποία ήταν άμεσα εξαρτημένη από το φυσικό περιβάλλον. Το κλίμα μιας περιοχής - οι καιρικές συνθήκες, οι οπτικές θέες, η πορεία του ήλιου, ο προσανατολισμός, οι διευθύνσεις και η ισχύς των ανέμων, η μορφολογία του εδάφους, τα επίπεδα και η ποικιλία της βλάστησης, η σχέση με το νερό – (τα ποτάμια, τις λίμνες και τη θάλασσα), η χρήση τοπικών πρώτων υλών για την παρασκευή υλικών, οι σχέσεις με τις γειτονικές περιοχές ήταν οι σημαντικότεροι παράγοντες που έπαιζαν ρόλο στη διαδικασία της ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Ήταν μια διαδικασία η οποία προέκυψε κυρίως λόγω της πρακτικής εμπειρίας και της διαχρονικής διδασκαλίας και στη συνέχεια με τα χρόνια απέκτησε δικούς της κανόνες και καθιερωμένες τεχνικές, προσαρμοσμένες και διαφορετικές για τον κάθε λαό και τόπο.

17


Κεφάλαιο 1

Εικ. 1.4 - Φυσικό Περιβάλλον

Εικ. 1.5 - Ανώνυμη Αρχιτεκτονική

18


Κεφάλαιο 1

Πολλοί από τους οικισμούς του μακρινού παρελθόντος, στη σημερινή εποχή υπάρχουν και εμφανίζονται ως πόλεις, οι οποίες πατώντας κάθε φορά σύμφωνα με την ιστορία στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, στην άσκηση της πολιτικής και το πολιτισμικό τους γίγνεσθαι, δεχόμενες επιρροές ή μη από άλλες πόλεις, κράτη και πολιτισμούς, συνεχίζουν να αλλάζουν την εικόνα τους και να διαμορφώνουν την φυσιογνωμία τους. Εξακολουθούν δηλαδή να επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητα του τόπου. Η φύση φαίνεται να συντελεί ακόμα σε μερικές περιπτώσεις ως ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας στην ύπαρξη των πόλεων και την καθημερινότητα των πολιτών μέσα σε αυτές. Ο χώρος, το δομημένο ή διαμορφωμένο περιβάλλον και ακολούθως η αρχιτεκτονική ταυτότητα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν ή όχι μια ισχυρή σχέση με το φυσικό περιβάλλον και να ελέγχουν την δύναμη και τη σημαντικότητά της καθώς μπορεί να μεταβάλλεται τοπικά και χρονικά. Η δυναμική αυτή σχέση εξαρτάται όπως προαναφέραμε από τη δραστηριότητα του ανθρώπου, τις προθέσεις και τις δυνατότητές του να δώσει στο φυσικό περιβάλλον τη σημασία που του αναλογεί, αναφορικά με την ποιότητα της κοινωνίας στην οποία αυτός ζει. Για παράδειγμα, μια πόλη η οποία δεν έχει ιδανικά πολιτικά πλαίσια για να εμποδίζει την κοινωνική νοοτροπία μιας κερδοσκοπικής ανάπτυξης του δομημένου χώρου μέσα στην γεωγραφική έκτασή της, ασφυκτιά από κάθε λογής άναρχα κατασκευασμένα κτίρια. Έπειτα δεν επαρκούν οι δημόσιοι οικονομικοί πόροι για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των κατάλληλων αστικών υπαίθριων χώρων που θα αναζωογονήσουν την κυκλοφορία των πολιτών και θα συμπεριφερθούν φιλικά προς τις συνθήκες που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον.

19


Κεφάλαιο 1

Σήμερα, σε πολλές πόλεις παγκοσμίως, οι ανθρώπινες δραστηριότητες επιβαρύνουν τη φύση με ποικίλους τρόπους. Οι επιστημονικά σημαντικότεροι από αυτούς είναι: - Το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» (greenhouse effect), σύμφωνα με το οποίο στρώματα αερίων που εκλύονται προς την ατμόσφαιρα όπως διοξειδίου του άνθρακα (CO2) απορροφούν ένα μέρος της ανακλώμενης ηλιακής ακτινοβολίας από τη γη και το μετατρέπουν σε θερμότητα με αποτέλεσμα να αυξάνεται η συνολική θερμοκρασία του πλανήτη. - Το «φωτοχημικό νέφος» (photochemical smog) το οποίο πρόκειται για μια αέρια μάζα αποτελούμενη από ενώσεις που προκύπτουν από την πτώση της ηλιακής ακτινοβολίας ως πηγή φωτός σε συνδυασμό με εκλυόμενους ρύπους αερίων όπως οξειδίων του αζώτου (NO2) και του θείου (SO2) που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ασθένειες στον άνθρωπο όπως άσθμα, εμφύσημα ή ακόμη και θάνατο. - Η «τρύπα του όζοντος» (ozone depletion) που πρόκειται για ένα φαινόμενο έλλειψης σημαντικής ποσότητας όζοντος (Ο3) στα στρώματα της ατμόσφαιρας, λόγω της υπερβολικής εκπομπής χλωροφθορανθράκων (CFC), με αποτέλεσμα την ανεπαρκή εμπόδιση της υπεριώδους ηλιακής ακτινοβολίας να διεισδύσει προς την τροπόσφαιρα και με τη σειρά της να προκαλέσει έντονα εγκαύματα και ανεπανόρθωτους τραυματισμούς. - Η «όξινη βροχή» (acid rain), ονομάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (βροχή, χιόνι, ομίχλη, χαλάζι) οι οποίες περιέχουν στο νερό ποσότητα όξινων διαλυμένων ρύπων, συνήθως αέρια που είναι προϊόντα ορυκτών καυσίμων όπως το διοξείδιο του άνθρακα. Η όξινη βροχή έχει τη δυνατότητα να επιφέρει πολλές υλικές καταστροφές λόγω των χημικών αντιδράσεων που προκαλούν οι κινητήριες ενώσεις της. - Το φαινόμενο της «αστικής θερμικής νησίδας» (urban heat island) το οποίο παρατηρείται συνήθως τους θερινούς μήνες και οφείλεται στη συγκράτηση μεγάλης ποσότητας θερμότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας από τα κτίρια, την άσφαλτο, τους δρόμους και την έλλειψη πρασίνου εξαιτίας της υψηλής απορροφητικότητας και θερμοχωρητικότητας των κατασκευαστικών υλικών με αποτέλεσμα η θερμότητα αυτή να εκλύεται τις νυχτερινές ώρες και να κυκλοφορούν ζεστές αέριες μάζες στην ατμόσφαιρα της πόλης. (Ανδρεαδάκη Χρονάκη, 2003)

20


Κεφάλαιο 1

Εικ. 1.6 - Το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου

Εικ. 1.7 - Το Φαινόμενο της Αστικής Θερμικής Νησίδας

21


Κεφάλαιο 1

Δυστυχώς στις μέρες μας, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός, σε πολλές περιπτώσεις δε λαμβάνει υπόψη τη σχέση με το φυσικό περιβάλλον. Συχνά συμβαίνει πολλοί αρχιτέκτονες να επιτρέπουν στον εαυτό τους να παρασύρονται από την ατομική έκφραση αντί να προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη φύση και έτσι η σύγχυση παίρνει τη θέση της αλληλεπίδρασης. (Νοrberg-Schulz, 2000) Η υλοποίηση της αρχιτεκτονικής στην πόλη έρχεται ως μια πρακτική που θα προσπαθήσει να προσφέρει μια ισορροπία σε όλα τα χαρακτηριστικά και τις αρχές που τη διέπουν ως τόπο και θα την μετατρέψει σε μια πραγματικότητα όπου οι άνθρωποι θα μπορούν ταυτόχρονα να απολαύσουν το φυσικό περιβάλλον χωρίς να το επιβαρύνουν. Θα έχουν τη δυνατότητα να εξελίσσουν τον πολιτισμό και την ιστορία τους, να ευαισθητοποιούνται πολιτικά και κοινωνικά και να ανήκουν σε μια πόλη με μοναδική ταυτότητα. Έτσι λοιπόν, υλοποίηση σημαίνει ότι οφείλουμε να οικοδομήσουμε τον «κόσμο της ζωής» σύμφωνα με την κατανόηση του τόπου. Με άλλα λόγια, η υλοποίηση των πόλεων ισοδυναμεί με τη μετάφραση του τοπίου που έχει κατανοηθεί στην αρχιτεκτονική, έτσι ώστε η χρήση του τόπου να μετατραπεί σε πολιτιστικό τοπίο. (Norberg-Schulz, 2009) Η Θεσσαλονίκη ως αστικό τοπίο, διακρίνεται από συγκεκριμένα γνωρίσματα αναφορικά της σχέσης της με το φυσικό περιβάλλον. Τα γνωρίσματά αυτά πρόκειται εν μέρει για επιστημονικά κλιματικά δεδομένα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά την απόδοση των επιθυμητών συνθηκών ενός χώρου που έχει σχεδιαστεί σύμφωνα με τις κατάλληλες αρχιτεκτονικές, ενεργειακές, κατασκευαστικές, περιβαλλοντικές μελέτες. Το σύνολο των δεδομένων αυτών σε τοπικό επίπεδο μπορούμε να τα ονομάσουμε «αστικό μικροκλίμα». Παράλληλα όμως πρόκειται και για ιδιαίτερες τοπικές συνιστώσες που αναφέρονται περισσότερο στην «υλική διάσταση» της φύσης, ως υποδοχέα του χώρου και εκτός από το να εξασφαλίζουν συνθήκες άνεσης παίζουν και έναν διαισθητικό ρόλο επηρεάζοντας την αντίληψη και την ανακάλυψη του τόπου από τον άνθρωπο.

22


Κεφάλαιο 1

Καθώς είναι μια πόλη της Ελλάδας, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στην εύκρατη γεωγραφική ζώνη και ανήκει στις περιοχές που έχουν το λεγόμενο «μεσογειακό κλίμα». Το μεσογειακό κλίμα χαρακτηρίζεται από δροσερούς - υγρούς χειμώνες και ζεστά - ξερά καλοκαίρια. Οι μεταβολές της θερμοκρασίας τους θερινούς μήνες είναι ιδιαίτερα απότομες στη διάρκεια της ημέρας σε σχέση με τους χειμερινούς. Την περίοδο της άνοιξης συνήθως επικρατούν ενδιάμεσες προς υψηλές τιμές αλλά σε ανεκτικό επίπεδο, ενώ το φθινόπωρο παρατηρούνται έντονες βροχοπτώσεις και υψηλά επίπεδα υγρασίας. Πιο συγκεκριμένα για τη Θεσσαλονίκη, η μέση μηνιαία θερμοκρασία το χειμώνα κυμαίνεται από 5.2 - 6.9 Co (αρκετά χαμηλή), την άνοιξη από 9.7 -19.6 Co (μια σημαντική αλλαγή της τάξεως των 10 βαθμών), το καλοκαίρι από 24.4 - 26 Co (εξαιτίας της μεγαλύτερης διάρκειας της ημέρας που χαρακτηρίζεται από υψηλές θερμοκρασίες, αφαιρώντας τις χαμηλές θερμοκρασίες των ελάχιστων ωρών της νύχτας) και το φθινόπωρο από 11 - 21.8 Co (έντονή αλλαγή μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου). Οι μέγιστη ετήσια μηνιαία θερμοκρασία παρατηρείται τον Ιούλιο γύρω στους 31.5 Co και η αντίστοιχη ελάχιστη τον Ιανουάριο γύρω στους 1.3 Co. (Ε.Μ.Υ., 2019) Αυτό σημαίνει πως ένας χώρος που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, υπάρχει πιθανότητα, αν είναι εσωτερικός να περικλείεται από ένα εξωτερικό περιβάλλον το οποίο παρουσιάζει σημαντικές διαφορές θερμοκρασίας, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη θερμότητα του αέρα που κυκλοφορεί εντός του, ή αν είναι εξωτερικός να μην είναι ιδιαίτερα φιλόξενος στα μέσα του καλοκαιριού ή του χειμώνα λόγω των ασταθών επιπέδων θερμικής άνεσης που μπορούν να αισθανθούν οι άνθρωποι που κυκλοφορούν σ΄ αυτόν. Υπάρχει ωστόσο και η θετική πλευρά ότι οι τιμές των θερμοκρασιών δεν είναι τόσο ακραίες σε σύγκριση με πόλεις οι οποίες βρίσκονται σε χώρες με μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος, άρα και πιο τροπικό κλίμα. Σε θέματα αρχιτεκτονικών επιλύσεων, τέτοιου είδους ζητήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με εφαρμογές αρχών βιοκλιματικού σχεδιασμού, όπως τη χρήση κατάλληλων κατασκευαστικών θερμομονωτικών και θερμοαπορροφητικών υλικών ή και με τρόπους εκμετάλλευσης του φυσικού ηλιασμού και σκιασμού που θα δούμε αμέσως παρακάτω.

23


Κεφάλαιο 1

Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 40.527 μοιρών. Αυτό σημαίνει όπως για κάθε σημείο του πλανήτη ότι μπορεί να παρατηρηθεί η φαινόμενη πορεία του Ήλιου η οποία είναι άμεσα εξαρτημένη από αυτό. Η εν λόγω πορεία έχει τη συγκεκριμένη ονομασία διότι η πραγματική τροχιά διαγράφεται ως επιστημονικά γνωστόν από την κίνηση Γης γύρω από τον Ήλιο και εξαρτάται από αυτήν. Έτσι, υπό διαφορετική οπτική ο Ήλιος ως ουράνιο σώμα μετατοπίζεται μέσα από συγκεκριμένες διαδοχικές θέσεις στον ουράνιο θόλο, αναφορικά με το πώς τον αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος-παρατηρητής. Οι θέσεις αυτές προσδιορίζονται από τη γωνία αζιμουθίου, σχετικά με την απόκλιση τους από τα τέσσερα σημεία του ορίζονται και τη γωνία ύψους ηλίου, σχετικά με το ύψος στο οποίο βρίσκεται ο ήλιος σε σχέση με τον ορίζοντα του δικού μας οπτικού πεδίου. Η μέγιστη ετησίως, σε στιγμή μεσουράνισης (το ηλιακό μεσημέρι), γωνία ύψους ηλίου για τη Θεσσαλονίκη βρίσκεται στις 73.5ο την ημέρα του θερινού ηλιοστασίου (21 Ιουνίου), η ακριβώς ενδιάμεση τιμή στις 50ο, τις ημέρες της εαρινής και φθινοπωρινής ισημερίας (21 Μαρτίου και 21 Σεπτεμβρίου) ενώ η ελάχιστη στις 26.5o την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου (21 Δεκεμβρίου). Ο ήλιος ως προς τα σημεία του ορίζοντα, στο θερινό ηλιοστάσιο κινείται ξεκινώντας από τα βορειοανατολικά προς τα βορειοδυτικά με ακραίες γωνίες αζιμουθίου 65o και 295o αντίστοιχα, στις ισημερίες ακριβώς από την ανατολή προς τη δύση με ακραίες γωνίες αζιμουθίου 90ο και 270ο και στο χειμερινό ηλιοστάσιο από τα νοτιοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά με ακραίες γωνίες αζιμουθίου 125o και 235o. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο ήλιος όπως τον παρατηρούμε εμείς, κινείται πάντα με φορά που διέρχεται από την κατεύθυνση του νότου, εφόσον βρισκόμαστε στο βόρειο ημισφαίριο της Γης και οι γωνιές αζιμουθίου μετριούνται δεξιόστροφα από το σημείο 0o του γεωγραφικού βορρά. Οι θέσεις της φαινόμενης πορείας του ήλιου παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο διεισδύουν οι ακτίνες του μέσα στους χώρους των κτιρίων και της πόλης. Η αρχιτεκτονική μπορεί να επιτρέψει την είσοδο ή την εμπόδισή τους προκειμένου να εξασφαλιστεί ο κατάλληλος φυσικός φωτισμός, σκιασμός και τα ανεκτά επίπεδα θερμότητας, βάσει κυρίως του προσανατολισμού των κύριων όψεων των κτιρίων. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις παραπάνω πληροφορίες, έχει αποδειχθεί ότι για τη Θεσσαλονίκη, ο νότιος προσανατολισμός είναι ο πλέον κατάλληλος για την τοποθέτηση του κύριου χώρου διημέρευσης μιας κατοικίας ή ενός αναγνωστηρίου, ο οποίος γίνεται ακόμα πιο ελκυστικός λόγω της θέας προς το Θερμαϊκό κόλπο.

24


Κεφάλαιο 1

Ο Νότιος προσανατολισμός έχει εκ φύσεως τη δυνατότητα για επαρκή ηλιασμό κατά τη διάρκεια του χειμώνα και την επιθυμητή έκθεση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αντίθετα, ο βόρειος προσανατολισμός θεωρείται κατάλληλος για την φιλοξενία χώρων που λαμβάνουν βοηθητικές και αποθηκευτικές χρήσεις λόγω των χαμηλότερων θερμοκρασιών εξαιτίας του περιορισμένου ηλιασμού. Ο ανατολικός και δυτικός προσανατολισμός καθίστανται επίσης ευνοϊκοί ανάλογα με την χρονική στιγμή της ημέρας και τη διάρκεια των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στους αντίστοιχους χώρους, συνήθως με πιο παροδικά θερμικά οφέλη σε σχέση με το νότο. Λόγου χάρη, στην περίπτωση μιας κατοικίας, ένα υπνοδωμάτιο όπου το παιδί μιας οικογένειας δεν θα μείνει εκεί για ολόκληρη την ημέρα, ή στη περίπτωση ενός χώρου εργασίας, ένα γραφείο στο οποίο ο εργαζόμενος να θέλει να έχει σχετικά περιορισμένη αλλά όχι ανεπαρκή ηλιοφάνεια.

Εικ. 1.8 - Ηλιακός Χάρτης για βόρειο γεωγραφικό πλάτος 40ο

25


Κεφάλαιο 1

Επιπλέον χαρακτηριστικό του φυσικού περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης το οποίο είχε από την αρχαία εποχή άμεση σύνδεση με την καθημερινότητα των πολιτών ως προς τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες και πλέον ταυτίζεται και με ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής ζωής της είναι η εγγύτητά της με τη θάλασσα. Ο Θερμαϊκός κόλπος αποτελούσε ανέκαθεν το σημαντικότερο μέσο εξωστρέφειας της Θεσσαλονίκης προς τους ξένους πολιτισμούς λόγω του διεθνούς εμπορίου, γεγονός που επηρέασε και ορισμένες μετακινήσεις πληθυσμών καθιστώντας την μια πόλη με κατοίκους διαφόρων καταγωγών ανάλογα με την εποχή. Η γειτνίαση με τη θάλασσα αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα ο οποίος μπορεί να προσδιορίσει τη μορφή του αστικού τοπίου κυρίως ως προς την εκμετάλλευσή του για την ανάπτυξη υπαίθριων δραστηριοτήτων, την εμφάνιση συνθηκών φυσικού δροσισμού και θέας και τη διαμόρφωση της εικόνας του παραθαλάσσιου μετώπου. Αναφερόμενοι στη θάλασσα και γενικότερα στο υγρό στοιχείο, αξίζει να σημειώσουμε τρεις ακόμα συνιστώσες που επηρεάζονται από τα φυσικά φαινόμενα που δημιουργούνται μεταξύ της πρώτης και της ατμόσφαιρας και επιδρούν σημαντικά στην οργάνωση της αρχιτεκτονικής και της δομής του αστικού ιστού. Αυτές είναι τα επίπεδα υγρασίας, οι εντάσεις των βροχοπτώσεων και τα είδη των ανέμων. Ξεκινώντας από την υγρασία, δηλαδή την περιεκτικότητα του αέρα σε υδρατμούς, στη Θεσσαλονίκη έχουν μετρηθεί επίπεδα βάσει μέσων μηνιαίων τιμών. Η ελάχιστη μέση μηνιαία σχετική υγρασία καταγράφεται τον Ιούλιο με τιμή 53.2% και η αντίστοιχη μέγιστη τον Δεκέμβριο με τιμή 78%. Αυτό σημαίνει πως η Θεσσαλονίκη στη μέση του καλοκαιριού διακρίνεται από μια οριακά ξηρή αλλά ελαφρώς ανεκτική ατμόσφαιρα ενώ στο μεταίχμιο φθινοπώρου και χειμώνα, ο αέρας είναι εξαιρετικά υγρός σε σημείο που ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα υγείας όπως υπερθερμία, ημικρανίες και αρθρίτιδες. Ημερησίως, η ελάχιστη τιμή σχετικής υγρασίας παρατηρείται τις πρωινές ώρες, γύρω στις 6π.μ. ενώ η μέγιστη το μεσημέρι, γύρω στις 3μ.μ.. (Ανδρεαδάκη Χρονάκη, 2003)

26


Κεφάλαιο 1

Οι βροχοπτώσεις στη Θεσσαλονίκη αποτελούν σύνηθες φαινόμενο ιδίως τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες. Σύμφωνα πάλι με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, η μέγιστη τιμή για το μέσο μηναίο ύψος βροχής το χρόνο είναι στα 54.9mm κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου και η ελάχιστη στα 20.4mm κατά τη διάρκεια του Αυγούστου. Ο μήνας που έχει τις περισσότερες κατά μέσο όρο μέρες βροχόπτωσης είναι πάλι ο Δεκέμβριος με 12.5 ημέρες και τις λιγότερες αντίστοιχα ο Αύγουστος με 4.7 ημέρες. Οι συνολικές τιμές μέσου ύψους βροχής και μέσων ημερών βροχόπτωσης τους φθινοπωρινούς μήνες είναι μεγαλύτερες από τους χειμερινούς και σε φθίνουσα σειρά έρχονται οι εαρινοί και θερινοί μήνες. Όσον αφορά την κυκλοφορία του αέρα, στη Θεσσαλονίκη επικρατούν δυο κύριοι άνεμοι, ο βαρδάρης και ο χορτιάτης. Ο βαρδάρης είναι ένας άνεμος βορειοδυτικής προελεύσεως ο οποίος καταλήγει στο Θερμαϊκό κόλπο ενώ ο χορτιάτης προέρχεται από τα νοτιοανατολικά και καταλήγει στα δυτικά. Οι τιμές των μέσων μηνιαίων τιμών έντασης του ανέμου κυμαίνονται από 4.9 (Οκτώβριος) έως και τα 6.5 μποφόρ (Ιούλιος). (Ε.Μ.Υ., 2019) Η σημασία των παραπάνω στοιχείων έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει την εφαρμογή της αρχιτεκτονικής γνώσης και εμπειρίας προκειμένου να αποφευχθούν οι δυσμενείς αλλαγές στα επίπεδα θερμικής άνεσης που μπορούν να παρέχονται στους χώρους της πόλης. Αξιοποιώντας τις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού ανάλογα με την κάθε περίπτωση, μπορούμε να εξασφαλίσουμε τις επιθυμητές ατμοσφαιρικές συνθήκες ή περιορισμό της επίδρασης των φαινομένων που ενοχλούν την ανθρώπινη δραστηριότητα με ποικίλους τρόπους, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά των κτιρίων. Ορισμένες κατευθύνσεις που αφορούν ζητήματα βιοκλιματικού σχεδιασμού είναι : - Ο τρόπος με τον οποίο θα σχεδιαστεί η διάταξη των χώρων βάσει ευνοϊκών προσανατολισμών όπως αναφέραμε και παραπάνω (νότιος προσανατολισμός, μεγαλύτερη άνεση κατά τη διάρκεια της ημέρας). - Η χρήση κατασκευαστικών υλικών με σωστούς δείκτες θερμομόνωσης, απορρόφησης και εκπομπής θερμότητας, καθώς η διάδοσή της επηρεάζει και τις θερμοκρασίες του εξωτερικού περιβάλλοντος.

27


Κεφάλαιο 1

- Η επιλογή υλικών με κατάλληλη ικανότητα στεγανοποίησης, λόγω των συχνών βροχοπτώσεων και των ενδιάμεσων έως υψηλών επιπέδων υγρασίας. - Η τοποθέτηση κατάλληλων στεγάστρων, σκιάστρων, φυσικών ή τεχνητών εμποδίων και ανοιγμάτων σε σωστά επιλεγμένους προσανατολισμούς και με ορθή διαστασιολόγηση, προκειμένου να ανακατευθύνονται οι ροές του ανέμου και να εμποδίζεται η διείσδυση της ηλιακής ακτινοβολίας. Καθ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούν να δημιουργούνται σημεία σκιασμού ή να επιτρέπεται η ελευθερία διάχυσης του ηλιακού φωτός για την οπτική άνεση των χρηστών ή των περαστικών καθώς και η αποθήκευση εσωτερικής θερμότητας. (Ανδρεαδάκη Χρονάκη, 2003)

Εικ. 1.9 - Απεικόνιση στοιχείων ηλιασμού και αερισμού σε μια κατοικία

28


Κεφάλαιο 1

Πέρα από την συνθήκες ηλιασμού, τα φαινόμενα που προκαλεί ο υετός και τα επίπεδα υγρασίας, δηλαδή με λίγα λόγια το αστικό μικροκλίμα, το φυσικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης ως υλικός υποδοχέας του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και του δομημένου χώρου, λειτουργεί ως μια τρίπτυχη σύνθεση αν το εξετάσει κανείς παρατηρώντας το στα χαμηλά επίπεδα. Η εγγύτητα της θάλασσας, του Θερμαϊκού κόλπου που έχουμε προαναφέρει, μαζί με την μορφολογία του εδάφους και την ύπαρξη του δάσους του Σέιχ Σου, μας θέτουν σε μια γεωγραφική περιοχή με ιδιαίτερο φυσικό χαρακτήρα. Επί της ουσίας, το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης είναι τοποθετημένο ανάμεσα στη θάλασσα και μια δασική έκταση, με μια αρχικά ελαφριά και εν συνεχεία κλιμακωτά απότομη κλίση του εδαφικού ανάγλυφου καθώς προχωράει κάποιος από την πρώτη προς τη δεύτερη. Η ύπαρξη του δάσους του Σέιχ Σου, η οποία φιλοξενεί τα σημαντικότερα μεγέθη της τοπικής χλωρίδας με πληθώρα, κωνοφόρων, πευκοειδών δέντρων και θαμνοειδών φυτών, καθίσταται μια ζωτικής σημασίας πηγή φυσικού δροσισμού και καθαρού αέρα πλούσιου σε οξυγόνο για την πόλη. Η κλίση του εδάφους προσφέρει ευχάριστη θέα και οπτικές φυγές προς το Θερμαϊκό κόλπο, ο οποίος επιπρόσθετα βρίσκεται ως προς μια μεγάλη έκταση του αστικού ιστού σε νότιο προσανατολισμό, καθώς έτσι μπορούν να συνδυαστούν σχεδιαστικά και τα βιοκλιματικά οφέλη του.

Εικ. 1.10 - Δορυφορική εικόνα του Δήμου Θεσσαλονίκης

29


Κεφάλαιο 1

Από άποψη αρχιτεκτονικής, όπως επίσης και πολεοδομικού ή αστικού σχεδιασμού, ο μοναδικός φυσικός χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης και το αστικό μικροκλίμα της διακρίνονται από μια ευμετάβλητη κατάσταση, αν αναλυθούν οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να τα επηρεάσει η ανθρωπογενής δραστηριότητα. Η δυναμικότητα που χαρακτηρίζει τη σχέση μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος κρίνεται στο κατά πόσο οι άνθρωποι που ελέγχουν και καθορίζουν την μεταβολή και την μορφοποίηση του αστικού τοπίου έχουν τη θέληση να λάβουν υπόψη τους φυσικούς παράγοντες στη διαδικασία του σχεδιασμού. Θέτοντας τις κατάλληλες παραμέτρους στις ανάλογες συνθετικές διαδικασίες που διαμορφώνουν την εικόνα μιας πόλης, ενδέχεται να προκύψει η κατάλληλη υπευθυνότητα και ευαισθησία, προκειμένου το αστικό τοπίο να διακρίνεται από μια αρχιτεκτονική ταυτότητα που έχει εξασφαλίσει την ισορροπία ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο. Ωστόσο, στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε ότι στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης η οποία ίσως να είναι και περισσότερο ασφαλής σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες πόλεις παγκοσμίως, η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.

Εικ. 1.11 - Άποψη του δάσους του Σέιχ Σου με θέα προς το Θερμαϊκό κόλπο

30


Κεφάλαιο 1

«Architecture is supposed to complete nature. Great architecture makes nature more beautiful - it gives it power.» Claudio Silverstin

31


Κεφάλαιο 2 Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα. Η ρήξη αρχιτεκτονικής και φύσης και το δίπολο τοπικότητα - εκσυγχρονισμός.


Κεφάλαιο 2

Ενότητα 2.1 - Μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Η αρχιτεκτονική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης ερχόμενη σε ρήξη με το φυσικό περιβάλλον της. Η ιστορική αυτή αναδρομή πλαισιώνεται κυρίως από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Σκοπός της είναι η παράθεση των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε χρονικά το δομημένο περιβάλλον της Θεσσαλονίκης ως ένα αποτέλεσμα διαδικασιών που οδήγησαν στην εμφάνιση τόσο διαφόρων αρχιτεκτονικών δημιουργημάτων όσο και κτισμάτων ιδιωτικής ατομικής πρωτοβουλίας, προορισμένα κυρίως για την κατοίκηση και την φιλοξενία ενός ολοένα και αυξανόμενου πληθυσμού που εγκαθίστατο στην πόλη. Οι αλλαγές του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος προέκυψαν σαφώς έχοντας αφορμές σε ζητήματα και γεγονότα που είχαν αντίκτυπο σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και επηρέασαν έντονα μετέπειτα την καθημερινότητα των πολιτών. Ξεκινώντας λοιπόν από τα τέλη του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη βρισκόμενη ακόμα υπό την Οθωμανική κυριαρχία αποτελείτο από τρεις κύριες πληθυσμιακές εθνικότητες όσον αφορά τους κατοίκους της. Την πλειοψηφία των πολιτών την κατείχε οι Μουσουλμανική κοινότητα, καθώς ακολουθούσε δεύτερη η Εβραϊκή και τέλος η Ελληνοχριστιανική. Παρ’ όλο που οι Μουσουλμάνοι ήταν οι περισσότεροι σε αριθμό, οι εβραϊκές γειτονιές είχαν τη μεγαλύτερη επαφή με τη θάλασσα καταλαμβάνοντας το κύριο μέτωπο προς το Θερμαϊκό κόλπο πίσω από τα τείχη και επόμενοι οι Έλληνες κυρίως προς τη ανατολική πλευρά τον τειχών που συνόρευε με την περιοχή των Εξοχών. Οι Μουσουλμάνοι ήταν ως επί το πλείστων εγκατεστημένοι στις περιοχές πάνω από την Εγνατία οδό και σχεδόν σε ολόκληρη την Άνω Πόλη. Οι κατοικίες της Θεσσαλονίκης ήταν κατά βάση ένα αποτέλεσμα ανώνυμης αρχιτεκτονικής, ακολουθώντας όμως μια σχετικά εξευγενισμένη αισθητική και προσεγμένες μεθόδους κατασκευής εμπνευσμένες από ανατολικά και υστεροβυζαντινά πρότυπα δόμησης που είχαν διαδοθεί σε πολλούς οικισμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κάθε οικία είχε συνήθως δυο έως τρία επίπεδα (βάση - κορμός - στέψη) με περίτεχνη διακόσμηση των όψεων και ήταν κατασκευασμένη από υλικά όπως φέρουσα λιθοδομή, οπτοπλινθοδομή, μεταλλικά ή ξύλινα υποστυλώματα και κεραμοσκεπή. Σε θέμα τυπολογίας, στο ισόγειο υπήρχε κεντρικός διαμπερής διάδρομος με αυλή ή κήπο στην πίσω πλευρά, στο μέτωπο του δρόμου χρήσεις από μικρά καταστήματα και προς τη μεριά της αυλής, φιλοξενούνταν κουζίνα, πλυσταριό, αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι.

33


Κεφάλαιο 2

Στους ανώτερους ορόφους υπήρχαν τα υπνοδωμάτια της οικογένειας, το καθιστικό, η τραπεζαρία, το λουτρό και ενδεχομένως κάποιο γραφείο. Όλοι οι χώροι ήταν πάλι οργανωμένοι γύρω από έναν κεντρικό διάδρομο κυκλοφορίας. Η αστική κατοικία αποτελούσε το κέντρο ζωής της οικογένειας και είχε πολιτική, ιδεολογική και ηθική διάσταση καθώς συμβόλιζε την κοινωνική και οικονομική τάξη των ιδιοκτητών. Η σημασία της είχε αυτό το χαρακτήρα κυρίως διότι οι χώροι της επέτρεπαν μια εξωστρέφεια προς τη γειτονιά την οποία οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης θεωρούσαν απαραίτητη για την καθημερινότητά τους. Μάλιστα, πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα και εντός των οικιών όπου κανείς θα μπορούσε να παρατηρήσει συχνές συναναστροφές των πολιτών. Η επαφή των ανθρώπων με τη φύση δεν είχε ακόμα εξαλειφθεί, εφόσον τα κτίσματά τους εξυπηρετούσαν ποικίλες καθημερινές υπαίθριες δραστηριότητες και οι κατασκευαστικές τεχνικές και τα υλικά δεν επέφεραν επιπτώσεις στην ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος αλλά αντίθετα εκμεταλλεύονταν σε ένα ελάχιστο βαθμό, όχι όμως σε όλες τις περιπτώσεις, τα βιοκλιματικά χαρακτηριστικά του τόπου όπως ο φυσικός διαμπερής ηλιασμός και δροσισμός.

Εικ. 2.1 - Παλιά αστική κατοικία στην Άνω Πόλη

(1890 - 1910)

34


Κεφάλαιο 2

Κάπου επίσης στα μέσα και προς τέλη του 19ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη εισήχθη το αρχιτεκτονικό ρεύμα του «εκλεκτικισμού». Στην Αθήνα, το αντίστοιχο ρεύμα που άνθησε την ίδια εποχή ήταν ο «νεοκλασικισμός», ο οποίος στη Θεσσαλονίκη δεν είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο παρά μόνο ενσωματωμένος αφαιρετικά σε διαφοροποιημένα αρχιτεκτονικά ιδιώματα. Ο εκλεκτικισμός όπως φανερώνει και ο ίδιος ο όρος, υιοθετεί στοιχεία από διαφορετικά ρεύματα κυρίως παραδοσιακής, ισλαμικής, βυζαντινής, μπαρόκ αλλά και νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και τα συνδυάζει ταυτόχρονα σε ενιαίες συνθέσεις. Διακρίνονται από αυτοαναφερόμενη μορφολογία, επιβλητικές όψεις με ιδιόμορφο γλυπτικό διάκοσμο, υψηλές στέγες, έντονα κατακόρυφα στοιχεία και ανοίγματα καθώς και συνεκτική γειτνίαση των χώρων. Η χρήση των εν λόγω κτισμάτων ήταν αρχικά κατοικίες αλλά πολύ άμεσα ο εκλεκτικισμός εμφανίστηκε ως κυρίαρχη τάση και σε αρκετά δημόσια κτίρια. Βασικός στόχος του εκλεκτικισμού ήταν τα ευρωπαϊκά πολιτιστικά και αρχιτεκτονικά ιδεώδη και παραδείγματα της εποχής να επιφέρουν την εξάλειψη της μνήμης της Οθωμανικής κυριαρχίας και εν γένει του ανατολικού προτύπου ζωής, το οποίο θεωρείτο οπισθοδρομικό. Μέσα σε λίγες δεκαετίες άρχισε να εξαλείφεται πλέον η ανώνυμη αρχιτεκτονική της πόλης και την θέση της άρχισε να λαμβάνει σταδιακά η περισσότερο ακαδημαϊκού και επίσημου χαρακτήρα αρχιτεκτονική πρακτική που εκπροσωπούσε ο εκλεκτικισμός, χωρίς όμως να χάνεται εξ’ ολοκλήρου η ανατολική επιρροή. Η εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική δεν φαίνεται να είχε ως κάποιον από τους πρωταρχικούς της στόχους την συμφιλίωση με το φυσικό περιβάλλον. Το θετικό ίσως είναι πως πολλές μεγαλοαστικές κατοικίες κυρίως στην περιοχή των Εξοχών (σημερινή Λεωφόρος Βασ. Όλγας), στην οποία ο πληθυσμός άρχισε να εξαπλώνεται μετά από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, διέθεταν έναν πλούσιο σε βλάστηση περιβάλλοντα χώρο με καλλωπισμένους κήπους τους οποίους οι οικογένειες επέβλεπαν με μια σχετική φροντίδα.

35


Κεφάλαιο 2

Εικ. 2.2 - Το μέγαρο Γκατένιο - Φλωρεντίν στη συμβολή Τσιμισκή και Βενιζέλου

Εικ. 2.3 - Η Βίλα Μπιάνκα στην οδό Βασ. Όλγας

Ι. Πλέυμπερ (1925)

Π. Αρριγκόνι (1911 - 1913)

36


Κεφάλαιο 2

Ο εκλεκτικισμός δεν ήταν όμως η τελευταία φορά που τα πρότυπα των ευρωπαϊκών χωρών θα εισχωρούσαν στον πολιτισμικό και κοινωνικό κόσμο της Θεσσαλονίκης. Το 1917, η πόλη υπέστη μια άνευ προηγούμενου καταστροφή, την μεγάλη πυρκαγιά που ισοπέδωσε στο πέρασμά της το μεγαλύτερο τμήμα του ιστορικού της κέντρου. Η πυρκαγιά ξέσπασε στις 5 Αυγούστου του 1917 στο βόρειο τμήμα του κέντρου και μέσα σε 32 ώρες εξαπλώθηκε και κατέστρεψε 120 εκτάρια του αστικού ιστού. Ο απολογισμός έδειχνε ότι ισοπεδώθηκαν συνολικά 9500 κτίσματα και 17000 κάτοικοι έμειναν άστεγοι. Η τότε κυβέρνηση του Αλ. Παπαναστασίου αποφάσισε πως οι εκτάσεις αυτές θα πρέπει να ανασχεδιαστούν προκειμένου να επαναφερθεί στη ζωή με γρήγορους ρυθμούς το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης. Ο άνθρωπος που κλήθηκε να προτείνει το νέο σχέδιο ανοικοδόμησης για την πόλη ήταν ο Γάλλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Ernest Hebrard. (Κολώνας, 2012) Ο Εμπράρ, εκμεταλλευόμενος την διπλή ιδιότητά του, εκπόνησε πλήρεις μελέτες που αφορούσαν τη ανέγερση μεμονωμένων δημόσιων κτιρίων, την επιμέλεια όψεων σε διακεκριμένους άξονες και πλατείες καθώς και διαμορφώσεις περιβάλλοντος χώρου κοντά σε σημαντικά μνημεία και κτίσματα. Οι προτάσεις του δεν αφορούσαν μόνο την πυρίκαυστο ζώνη αλλά ολόκληρο το ιστορικό κέντρο και μάλιστα προσπάθησε να προσαρμόσει τον αστικό ιστό σε νέες για τα ελληνικά δεδομένα λογικές πολεοδομικής οργάνωσης. Κύρια πηγή έμπνευσής του αποτέλεσαν οι αρχές της Ecole des Beaux Arts. Οι βασικότερες από αυτές προέβλεπαν: - την συμμετρική διάρθρωση των κτιρίων και διαμόρφωση των πεζοδρόμων και των πλατειών - τη δημιουργία συνεκτικών και γεωμετρικά αυστηρών οικοδομικών τετραγώνων - τη χάραξη μεγάλων μνημειακών διαδρομών προς σημαντικά τοπόσημα και σημεία συγκέντρωσης για την πόλη - τη συμπλήρωση των διαδρομών αυτών με διαμήκεις εκτάσεις πρασίνου και δεντροστοιχίες - την πλούσια και λεπτομερή διακόσμηση των όψεων - την ενίοτε ύπαρξη παρόδιων στοών κυκλοφορίας περιλαμβανόμενες από κιονοστοιχίες - τη γλυπτική επεξεργασία των στεγών στις στέψεις των κτιρίων - τη δημιουργία κεντρικών χώρων μεγάλου εμβαδού εσωτερικά των κτιρίων με επαναλαμβανόμενα ανοίγματα που προσέφεραν ανοικτή θέα προς το δημόσιο χώρο - την οργάνωση των επιμέρους δωματίων γύρω από τον κεντρικό χώρο πάλι εντός των κτιρίων.

37


Κεφάλαιο 2

Ο Εμπράρ επιστρατεύοντας τις παραπάνω αρχές, επιχείρησε να σχεδιάσει προτάσεις που θα άλλαζαν σημαντικά τη φυσιογνωμία του αστικού τοπίου, υιοθετώντας και σε ένα βαθμό τον σεβασμό προς τη βυζαντινή και οθωμανική αρχιτεκτονική - πολιτισμική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης, μέσω ανάδειξης και ανασχεδιασμού μνημείων και κτιρίων δημόσιου ή θρησκευτικού χαρακτήρα όπως για παράδειγμα η βασιλική του Αγίου Δημητρίου ή η αγορά Βλάλη (Καπάνι). Παρ’ όλα αυτά, ο άξονας της Πλατείας Αριστοτέλους ήταν το μόνο κύριο τμήμα της πόλης που υλοποιήθηκε σύμφωνα με τις βασικές κατευθύνσεις του Εμπράρ και της ομάδας του και πάλι όχι ακολουθώντας τις ακριβείς υποδείξεις των σχεδίων του. (Κολώνας, 2012)

Εικ. 2.4 - Η Πλατεία Αριστοτέλους σήμερα

Ε. Εμπράρ (1917 - 1920)

38


Κεφάλαιο 2

Ήδη από τη δεκαετία του 1920 και στην περίοδο του Μεσοπολέμου, η ανάπτυξη του αστικού δομημένου χώρου στη Θεσσαλονίκη άρχισε να ανθίζει κυρίως με έργα ιδιωτικής πρωτοβουλίας τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν χρήσεις που εξυπηρετούσαν τις καθημερινές λειτουργίες εμπορικών επαγγελμάτων, ισχυρών τοπικών ή πολυεθνικών εταιριών και την διοργάνωση πολιτιστικών γεγονότων. Μέγαρα, θέατρα, κινηματογράφοι, εμπορικά κέντρα και καταστήματα, τράπεζες, γραφεία υπηρεσιών, επιμελητήρια και διευθύνσεις επιχειρήσεων, χώροι εκπαίδευσης και βιομηχανίες παραγωγής (σε λίγο πιο απομακρυσμένες γειτονίες) ήταν οι βασικότερες από αυτές τις χρήσεις. Προφανώς μέσα στην περιοχή του κέντρου δεν έλειπαν και οι κατοικίες, οι οποίες είχαν πλέον χάσει σχεδόν ολοκληρωτικά την οργανωτική συνοχή τους βάσει των εθνικοτήτων όπως συνέβαινε μέχρι τα προηγούμενα χρόνια, αλλά οι πολίτες εξαπλώνονταν σταδιακά ολοένα και περισσότερο προς τις ανατολικές εκτάσεις της πόλης εκτός των τειχών. Έτσι στα επόμενα χρόνια καθιερώθηκε τόσο βάσει νομοθεσίας αλλά και άτυπων διαδικασιών, ένα σύστημα που επέτρεπε την κατοίκηση και τη δραστηριότητα στην κάθε περιοχή αυστηρά ανάλογα με τα οικονομικά κριτήρια του ιδιοκτήτη. Τα κύρια αρχιτεκτονικά ρεύματα που διακρίθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν πάλι ο εκλεκτικισμός φτάνοντας ωστόσο προς το τέλος της εποχής του, ο εκσυγχρονισμένος κλασικισμός,

Εικ. 2.5 - Το μέγαρο Μπουρλά - Λεβή στην οδό Ελ. Βενιζέλου

39

Κ. Κοκορόπουλος, Ι. Ζαχαριάδης (1925)


Κεφάλαιο 2

ο οποίος αντλούσε στοιχεία από τον εκλεκτισκισμό, θέτοντας όμως περισσότερο νεοκλασικές και φορμαλιστικές μορφές στους χώρους και τέλος ο μοντερνισμός και ο μπρουταλισμός (υποκατηγορία του μοντερνισμού που παρατηρείται σε ορισμένα παραδείγματα), ένα ιδίωμα το οποίο θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο για την αλλαγή της αρχιτεκτονικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης μέχρι και σήμερα. (Κολώνας, 2012) Τα ρεύματα αυτά είχαν το κοινό χαρακτηριστικό ότι μολονότι προσέφεραν στην πόλη ένα μεγάλο αριθμό κτιρίων με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα, ταυτόχρονα ο χαρακτήρας αυτός υποδήλωνε διάφορες σκοπιμότητες. Τα κτίρια διέπει ξανά μια τάση αυτοαναφοράς με κύριους στόχους την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων, την επιβλητικότητα και διάδοση φήμης συγκεκριμένων επιχειρήσεων και προσωπικοτήτων, την εμφάνιση κοινωνικών ανισοτήτων και την ανάδειξη προσωπικής γραφής, σχεδιαστικής και εκφραστικής ιδιαιτερότητας συγκεκριμένων αρχιτεκτόνων. Έτσι, έγινε χρονικά εμφανής μια αδιαφορία ως προς την υιοθέτηση όμοιων συνθετικών αρχών ή κάποιας κοινής γλώσσας σχεδιασμού όπως και η αποστασιοποίηση από την δημιουργία κατευθύνσεων ώστε να αξιοποιηθούν τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει το φυσικό περιβάλλον και ο σεβασμός προς αυτό, που να είχε ίσως λίγο παραπάνω ακολουθήσει στο σχεδιασμό του ο Εμπράρ.

Εικ. 2.6 - Το Ανώτερο Παρθεναγωγείο στην οδό Κ. Ντηλ

40

Ν. Μητσάκης (1933)


Κεφάλαιο 2

Η δεκαετία του 1950 ύστερα από το πέρας του Β’ Παγκοσμίου και του Εμφυλίου Πολέμου επέφερε ριζικές αλλαγές στην πληθυσμιακή και πολιτισμική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης. Η μαζική εξόντωση του μεγαλύτερου ποσοστού των Εβραίων κατοίκων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης καθώς και η περιθωριοποίηση πολλών πολιτών με αντίθετο προς τις αρχές ιδεολογικό φρόνημα κατέστησαν τη Θεσσαλονίκη μια περισσότερο κλειστή πόλη σε θέμα πληθυσμού, η οποία ωστόσο μαζί με την Αθήνα ως τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ελλάδας, άρχισαν να δέχονται ένα τεράστιο κύμα μετακινήσεων μέσα στις επόμενες τρεις δεκαετίες. Η ραγδαία μετανάστευση των ανθρώπων της επαρχίας προς τις δυο πόλεις οδήγησε στη λεγόμενη «μεταπολεμική ανοικοδόμηση». Η νέα ανοικοδόμηση στην Θεσσαλονίκη θα αφορούσε κυρίως την εξασφάλιση στέγασης για τον αστικό πληθυσμό και σε μικρότερο βαθμό την ανάπτυξη των εμπορικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Την κινητήρια δύναμη για την οικονομική στήριξη του προγράμματος ανοικοδόμησης αποτέλεσε η εφαρμογή του νέου για την εποχή σχεδίου Marshall. Σύμφωνα με αυτό, η αμερικανική κυβέρνηση και το ταμείο των συμμάχων χορήγησε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στις Ευρωπαϊκές χώρες που υπέστησαν καταστροφές συμμετέχοντας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για πολεοδομική, βιομηχανική και οικονομική ανασυγκρότηση. Κυρίαρχη πηγή έμπνευσης για τη νέα δομική οργάνωση των αστικών κέντρων διεθνώς όπως και της Θεσσαλονίκης, στάθηκε ο μοντερνισμός. Ο μοντερνισμός ως βασικές αρχές στην αρχιτεκτονική πρακτική είχε την λιτότητα των μορφών, τη γεωμετρική αφαίρεση, την έμφαση στη χρήση των ορίων και των αυστηρών χειρισμών, μια ορθολογιστική προσέγγιση στους κανόνες τυπολογίας και οργάνωσης των χώρων. Επίσης σημαντική ήταν η ανάλυση της κατασκευαστικής δομής, η λειτουργική εξυπηρέτηση των χρηστών, η οπτική αντίληψη των όγκων, η δημιουργία καθαρών επιφανειών καθώς και η επιθυμητή έκθεση και ειλικρίνεια των υλικών. Ακολουθώντας πιστά τις αρχές του μοντερνισμού σε επίπεδο αρχιτεκτονικής, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν κτίρια και δημόσιοι χώροι με ένα ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον. Ίσως σήμερα να ζούσαμε σε ένα οργανωμένο αλλά και χαρακτηρισμένο από ποικιλία αστικό τοπίο, χωρίς να εμφανίζει απαραίτητα τυποποιημένες επαναλήψεις μορφών και ενδεχομένως αφήνοντας τον κατάλληλο χώρο για την φιλοξενία του φυσικού περιβάλλοντος όπως και την εκμετάλλευση των αρχών του βιοκλιματικού σχεδιασμού.

41


Κεφάλαιο 2

Αυτό συνέβη ως ένα σημείο σε ορισμένα παραδείγματα μεμονωμένων κτιρίων και δημόσιων χώρων από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και σήμερα αλλά δεν ακολουθήθηκε ως κοινή πολιτική λόγω κοινωνικών κυρίως εξελίξεων που αντιμετώπισε η πόλη όπως η προαναφερθείσα μετακίνηση των πληθυσμών και η αναζήτηση του ιδιωτικού οικονομικού οφέλους σε μαζικό επίπεδο. Επομένως, μεταξύ των κατευθύνσεων του μοντέρνου κινήματος που αφορούσαν την αρχιτεκτονική σύνθεση και του τελικού σχεδιασμού και της ανέγερσης των νέων οικημάτων υπήρχαν σημαντικές διαφορές. Θα μπορούσε να πει κανείς μάλιστα, πως η αρχιτεκτονική σκέψη είχε σχεδόν ολοκληρωτικά εξαλειφθεί όταν εφαρμοζόταν η δρομολόγηση των διαδικασιών για τη δημιουργία των νέων κτιρίων που θα στέγαζαν την καθημερινή διαβίωση και τα καταστήματα των πολιτών. Η πολυκατοικία, το νέο λοιπόν πρότυπο κατοίκησης στην πόλη, άφησε ελάχιστα περιθώρια επέμβασης στον αρχιτέκτονα και υιοθετήθηκε μια πολιτική εσπευσμένων και τυποποιημένων πλαισίων σχεδιασμού και κατασκευής, τα οποία οδήγησαν σε κτίρια με σημαντική έλλειψη λειτουργικότητας και ανύπαρκτη αισθητική. Επομένως γεννήθηκε μια τεχνητή χαοτική «ζούγκλα» γεμάτη από όγκους οπλισμένου σκυροδέματος φέρνοντας με την εγκατάστασή της μια άνευ προηγουμένου ρήξη του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της πόλης με το φυσικό της περιβάλλον. Οι πολυκατοικίες κτίζονταν στις περισσότερες περιπτώσεις σύμφωνα με την μέθοδο της αντιπαροχής όπου ένας εργολάβος, υπεύθυνος για τις διαδικασίες ανέγερσής τους αναλάμβανε να δεσμεύσει έναντι χρηματικού ποσού το οικόπεδο ενός ιδιοκτήτη και να του παραχωρήσει την πλειοψηφία των διαμερισμάτων του νέου κτιρίου με πρόθεση την κατοίκηση του και τη μελλοντική πώληση ή ενοικίασή τους.

42


Κεφάλαιο 2

Καθ’ αυτόν τον τρόπο, αποδείχτηκε γρήγορα ότι η επιλογή των πολιτών να γίνει η ανοικοδόμηση σε ατομική κλίμακα, βασισμένη στην ροή του μικρού κεφαλαίου, με υψηλή οικοδομική εκμετάλλευση των μικρών ιδιοκτησιών, χωρίς σχεδιασμό των δημοσίων χώρων και αποθεματοποίησης της γης για την κάλυψη συλλογικών αναγκών, θα δημιουργούσε νέα προβλήματα στο χώρο της πόλης. (Γερόλυμπου, 2008) Με την πάροδο της μεταπολεμικής περιόδου λοιπόν, η Θεσσαλονίκη οδηγήθηκε σε μια έξαρση ατημέλητων πολυόροφων κτιρίων εξαιτίας των διαδοχικών αυξήσεων του συντελεστή δόμησης, συνθέτοντας έναν πυκνοδομημένο αστικό ιστό, εξαλείφοντας την δυνατότητα ύπαρξης ελεύθερων χώρων και περιορίζοντας την διείσδυση της φύσης μέσα στην πόλη. Το αστικό τοπίο πλέον έχει σχεδόν υποταχθεί σε ένα ανθρωπογενές περιβάλλον του οποίου η συνολική αρχιτεκτονική ταυτότητα έχει αλλοιωθεί από την πληθώρα των πολυκατοικιών και το φυσικό περιβάλλον, ευτυχώς όχι ακόμα ολοκληρωτικά, έχει παραδώσει τη θέση του σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που βιώνουν καθημερινά οι κάτοικοι της πόλης. (Καυκαλάς et al., 2008)

Εικ. 2.7 - Γειτονιά πολυκατοικιών

43


Κεφάλαιο 2

Η πολυκατοικία όμως, ως πρότυπο κατοίκησης δεν θα ήταν κατακριτέα αν δεν υπήρχε η ανάγκη για μια τόσο άμεση και κερδοφόρα εξάπλωσή της στην έκταση της πόλης. Η ιδιωτική πρωτοβουλία ανέγερσής τους, πολλές φορές χωρίς να εκδίδονται νόμιμες οικοδομικές άδειες, η ζήτηση χώρου στέγασης οικογενειών σε σύντομα χρονικά διαστήματα και τα οικονομικά συμφέροντα των οικοπεδούχων, των εργολάβων και διαφόρων μηχανικών είναι που υποβάθμισαν την ποιότητα της αστικής πολυκατοικίας και όχι ο ίδιος ο τύπος του κτιρίου. Στη περίπτωση που είχαν δημιουργηθεί νομοθετικά πλαίσια από την πολιτεία τα οποία να προβλέπουν τη συνεργασία μεταξύ πολεοδόμων, τοπογράφων, αρχιτεκτόνων, πολιτικών και διαφόρων μηχανικών, θα υπήρχαν σωστά καταμερισμένες αρμοδιότητες και κοινές κατευθύνσεις λειτουργικού, αισθητικά προσιτού, βιοκλιματικού και φιλικού για τον χρήστη σχεδιασμού. Υπό αυτό το πρίσμα, οι πολυκατοικίες θα αποτελούσαν σήμερα κτίρια υλοποιημένα σύμφωνα με τις κατάλληλες προδιαγραφές, μεγέθη και χώρους εναρμονισμένους με τη φύση, τον κάτοικο, το δημόσιο χώρο και τον πεζό. Μέσα σε όλη αυτή θα λέγαμε την απρόβλεπτη αναταραχή της εικόνας της πόλης, αξίζει να αναφερθεί ότι ορισμένα κτιριακά έργα αλλά και έργα του ελεύθερου αστικού χώρου που έχουν υλοποιηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι και σήμερα, αποτελούν παραδείγματα υψηλής αρχιτεκτονικής ποιότητας και επιδεικνύουν πολύ καλή γνώση των κατασκευαστικών μέσων, προσδίδοντας στο σχεδιασμό και την υλοποίηση θετικές κατευθύνσεις προς την ορθή αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος. Αρκετά από αυτά τα παραδείγματα πρόκειται και για πολυκατοικίες. Έτσι λοιπόν, η πολυκατοικία παρ’ όλο που στο μεγαλύτερο διάστημα ύπαρξής της προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί επώδυνες αλλαγές στο αστικό τοπίο, αντιμετωπίστηκε από μερικούς αρχιτέκτονες ως μια ευκαιρία να επαναδιαπραγματευτούν τη σχέση της αρχιτεκτονικής με τη φύση πετυχαίνοντας το με αξιοσημείωτη ευαισθησία κατά τα βήματα της συνθετικής διαδικασίας.

44


Κεφάλαιο 2

Εικ. 2.8 - Βιοκλιματική πολυκατοικία στην οδό Θ. Σοφούλη

45

(2014 - 2016)


Κεφάλαιο 2

Εικ. 2.9 - Αστική γειτονιά στην περιοχή Vauban του Freiburg (Γερμανία)

Εικ. 2.10 - Αστική γειτονιά στην περιοχή Vauban του Freiburg (Γερμανία)

46


Κεφάλαιο 2

Καθώς φαίνεται, ο 20ος αιώνας ήταν μια χρονική περίοδος που επηρέασε έντονα την αρχιτεκτονική ταυτότητα και φυσιογνωμία του αστικού τοπίου στη Θεσσαλονίκη. Η ρήξη του ανθρωπογενούς με το φυσικό περιβάλλον που προέκυψε με την πάροδο των δεκαετιών, προφανώς και δεν αποτελεί μόνο υπόθεση της αρχιτεκτονικής, διαφορετικά η επίλυση των προβλημάτων θα ήταν λιγότερο περίπλοκη. Η ανεξέλεγκτη εξέλιξη της πολεοδομίας και ο μηδαμινός σε θέματα βιωσιμότητας αστικός σχεδιασμός γενικότερα είναι που έπαιξαν το μεγαλύτερο ρόλο στη δημιουργία αυτού του προβλήματος. Αυτό συνέβη κυρίως εξαιτίας της έλλειψης διεπιστημονικών προσεγγίσεων στις διαδικασίες σχεδιασμού και την άναρχη, αυτόβουλη και κερδοσκοπική εντατικοποίηση εξάπλωσης του δομημένου χώρου, η οποία χρησιμοποίησε ως βασική αφορμή την ανάγκη εγκατάστασης μεγάλων πληθυσμών αναζητώντας στη Θεσσαλονίκη την ελπίδα για μια πιο σίγουρη και αξιοπρεπή ζωή. Σε τι βαθμό όμως είναι πλέον σήμερα εφικτό να αρθεί αυτή η ρήξη και πως θα ήταν δυνατό η πόλη να επαναπροσδιορίσει την αρχιτεκτονική της ταυτότητα εκμεταλλευόμενη τις εξελίξεις του παρόντος και του μέλλοντος αλλά αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα της πολιτισμικές της αξίες και τα φυσικά και ανθρωπολογικά γνωρίσματα του τόπου;

«One cannot make architecture without studying the condition of life in the city.» Aldo Rossi

47


Κεφάλαιο 2

Ενότητα 2.2 - Ο απόηχος της ρήξης. Η ανάγκη επαναφοράς των ισορροπιών. Όπως είδαμε και στην προηγούμενη ενότητα, στο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, το ανθρωπογενές περιβάλλον ήρθε και εξακολουθεί να έρχεται σε μια ρήξη με τη φύση, οδηγώντας στην αλλοίωσή της και την εμφάνιση διαφόρων προβλημάτων που δυσχεραίνουν την ατμόσφαιρα της πόλης, τον υδροφόρο της ορίζοντα και την ποιότητα ζωής μέσα στους χώρους της. Έτσι δύναται να γίνει κοινή από τους πολίτες, μια επιθυμία που έχει ως στόχο τη διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος που έχει απομείνει εντός και πλησίον του αστικού ιστού και ο σεβασμός προς τα χαρακτηριστικά του όσον αφορά νέες παρεμβάσεις εντός αυτού αλλά και σε περιοχές με αναγνωρισμένη αρχιτεκτονική ποιότητα. Ως εκ τούτου, όλο και πιο έντονα μπορούν σήμερα να επαναπροσδιοριστούν οι αξίες που αμφισβητούν την υπεροχή της οικονομικής ανάπτυξης σε σχέση με το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής, τον δημόσιο αστικό χώρο, εξαιτίας αυτής της ρήξης. Μια άποψη που έχει διατυπωθεί, στηρίζει ότι η φύση ως προς την «αληθινή» της ύπαρξη πριν ο άνθρωπος εξαπλώσει το δομημένο περιβάλλον του είναι διαφορετική από την «τεχνητή» φύση η οποία πρόκειται για τη δημιουργία νέων μορφών πρασίνου, εδάφους και υδροβιοτόπων και έχει αντικαταστήσει την προηγούμενη, εξαιτίας της ραγδαίας παγκόσμιας αστικοποίησης. (McKibben, 1989) Ωστόσο, η φύση δεν σημαίνει ότι αποτελείται απαραίτητα μόνο από ό,τι υπάρχει υλικά επί του εδάφους ή της θάλασσας όπως η βλάστηση - χλωρίδα, ο υδροφόρος ορίζοντας, η σύσταση και μορφολογία του εδάφους, οι πρώτες ύλες, (υλική διάσταση) αλλά επιπλέον όπως είδαμε και σε προηγούμενη ενότητα, από πολλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά που μπορούν να επηρεάσουν τις ζωτικές λειτουργίες των έμβιων όντων, όπως η συμπεριφορά του ήλιου, η ποιότητα της ατμόσφαιρας, τα είδη των ανέμων, το κλίμα, τα επίπεδα υγρασίας, οι τοπικές καιρικές συνθήκες, το οπτικό πεδίο - οι θέες (αστικό μικροκλίμα). Σύμφωνα με αυτόν τον ισχυρισμό, η φύση ως ύπαρξη δεν τελειώνει πρακτικά ποτέ, παρά μόνο διαφοροποιείται εξαρτώμενη από την ανθρώπινη δραστηριότητα.

48


Κεφάλαιο 2

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το φυσικό περιβάλλον ελαχιστοποιείται υλικά εφόσον αποψιλώνονται μεγάλες εδαφικές εκτάσεις για την διάχυση των πόλεων και πως χάνεται η ποιότητά του μέσω της μόλυνσης της θάλασσας και της ατμόσφαιρας αλλά επί της ουσίας, δεν εξαφανίζεται ολοκληρωτικά, αλλά μεταβάλλεται, όπως άλλωστε και η ίδια η έννοια του τόπου. Επομένως, θεωρείται θεμιτό και δόκιμο να μιλάει κανείς για αλλοίωση, υποβάθμιση, και ελαχιστοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος αλλά όχι για ολική εξαφάνισή του. (Ghavampour, 2013) Ένα πόρισμα που προκύπτει από την άποψη αυτή είναι πως τη σημερινή εποχή υπάρχει μια δυϊστική σκέψη, όπου το φυσικό περιβάλλον και ο ανθρωπογενής παράγοντας (κοινωνία, πολιτική, οικονομία, πολιτισμός) αντιπαραβάλλονται, σε μια κατάσταση που αντιλαμβάνεται τον κόσμο του ανθρώπου ως κάτι ξεχωριστό από την ύπαρξη της φύσης. Καθώς η φύση είναι πάντα λοιπόν παρούσα, η δυϊστική αυτή σκέψη οφείλει να αλλάξει από τη μεριά του ανθρώπου και να προσαρμοστεί και στις ανάγκες του ίδιου του φυσικού περιβάλλοντος προκειμένου αυτό να συνεισφέρει στο να εξασφαλίζονται ευνοϊκές συνθήκες ζωής στις πόλεις. Παράλληλα, η ανθρωπότητα πρέπει επίσης να αναγνωρίζει τις δυνάμεις της φύσης, ως κάτι που υπάρχει εξ αρχής, ριζωμένο στον κόσμο μας και δεν μπορεί να το ελέγξει. (Roston et al., 1999)

49


Κεφάλαιο 2

Επιστρέφοντας στην αρχιτεκτονική, στον ελλαδικό χώρο έχουν γίνει φιλότιμες προσπάθειες αλλαγής του παραπάνω δυϊσμού τα τελευταία χρόνια, κυρίως όμως υπό τη μορφή μεμονωμένων προτάσεων, δυστυχώς χωρίς την ύπαρξη ενός συλλογικού πνεύματος. Όπως αναφέραμε και στην προηγούμενη ενότητα, αρκετά έργα που αποπερατώθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 80 μέχρι και σήμερα, έχουν υιοθετήσει μια φιλική προς το περιβάλλον αρχιτεκτονική και φανερώνουν μια επιλογή σχεδιαστικών χειρισμών, διαμορφώνοντας χώρους με κατάλληλους προσανατολισμούς, αξιοποιώντας ορθά τις παραμέτρους του φυσικού ηλιασμού και σκιασμού προκειμένου να εξασφαλίσουν ικανοποιητικές συνθήκες θερμικής άνεσης και δροσισμού. Τα έργα αυτά αναπτύσσουν μια ήπια σχέση με το έδαφος, ενσωματώνουν την φυσική βλάστηση ή προτείνουν νέες σημειακές ανάσες χλωρίδας και προσφέροντας απρόσκοπτη θέα προς τη θάλασσα. Για την βασική ή φέρουσα κατασκευή των εν λόγω χώρων και κτισμάτων χρησιμοποιούνταν κυρίως υλικά όπως το οπλισμένο σκυρόδεμα και ο μεταλλικός φορέας. Ευρεία γίνεται η χρήση και άλλων νέων περιβαλλοντικά φιλικών υλικών όπως οικολογικές επιχρίσεις και μονώσεις, χυτά δάπεδα, ψευδοροφές, συστήματα παθητικής ηλιοπροστασίας και κουφώματα νέας τεχνολογίας, επεξεργασμένο γυαλί καθώς επίσης και παραδοσιακών υλικών όπως κεραμικά στοιχεία, οπτοπλινθοδομές, επενδύσεις λιθοδομών, μαρμάρινες κατασκευές, πατημένο χώμα και αδρανή υλικά. Οι περισσότερες από αυτές τις συνθέσεις πρόκειται για μεμονωμένα κτίρια που συνήθως έχουν την χρήση κατοικιών και ελάχιστα είναι τα παραδείγματα που αφορούν τη δημόσια σφαίρα της αρχιτεκτονικής όπως κοινωφελή κτίρια ή ελεύθεροι αστικοί χώροι. Οι συγκεκριμένες πρακτικές που αναφέρθηκαν εδώ φαίνεται να αφορούν καθαρά και μόνο τη ποιότητα της σχέσης του φυσικού περιβάλλοντος με την αρχιτεκτονική, που είναι και ένα από τα βασικότερα ζητήματα αυτής της εργασίας. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ανθρωπογενής παράγοντας και η ταυτότητα του τόπου είναι πολλά παραπάνω πράγματα, όπως έχουμε επισημάνει ήδη και σε αυτό και σε προηγούμενα κεφάλαια. Εξετάζοντας τα χωρικά δεδομένα μιας πόλης, κινούμαστε ταυτόχρονα σε δυο επίπεδα δομής και οργάνωσης του αστικού τοπίου: του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και του πολεοδομικού και αστικού σχεδιασμού. Καθώς οι κλίμακα μελέτης του αστικού σχεδιασμού σε σχέση με του πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού έχει κάπως ασαφή όρια, θεώρησα σωστό να την πλαισιώσω στην ίδια κατηγορία με τον πολεοδομικό καθώς η ονομασία της μαρτυρεί μια περισσότερο γενικευμένη προσέγγιση, κοντά στη συνολική εικόνα της πόλης.

50


Κεφάλαιο 2

Εικ. 2.11 - Το Δημαρχιακό Μέγαρο Θεσσαλονίκης

Τ. Μπίρης, Δ. Μπίρης σχεδιασμός (1987, 2002) κατασκευή (2004 - 2009)

51


Κεφάλαιο 2

Παραμένοντας μέχρι στιγμής στο επίπεδο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, έχουν γίνει φιλότιμες προσπάθειες για την επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις η αναγνώριση των κοινωνικών αναγκών, της νοοτροπίας και του πολιτισμού των ανθρώπων ενός τόπου αποτελούν στοιχεία που λείπουν από τις αρχές μιας αρχιτεκτονικής πρότασης. Από την άλλη ταυτόχρονα, καθίσταται σημαντική και η ανάγκη για μια ευκαιρία της πόλης να ανοίξει τα φτερά της, επικοινωνώντας την ταυτότητά της με διαφορετικούς πληθυσμούς και να υιοθετήσει νέες διαδεδομένες συνήθειες και τάσεις στην καθημερινότητα, λόγω των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της έντονης ανάπτυξης των διακρατικών σχέσεων με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων ολόκληρου του πλανήτη. Ένα ρεύμα το οποίο ενδεχομένως να πλησίασε σε μεγαλύτερο βαθμό στην εκδήλωση μιας αρχιτεκτονικής ταυτότητας με πρόθεση για σεβασμό προς όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του τόπου και συγχρόνως με επιθυμία για σχεδιασμό βάσει διεθνώς διαδεδομένων τεχνικών, είναι ο κριτικός τοπικισμός (critical regionalism). Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική τάση, προσπάθησε να αποδείξει ότι η νεωτερικότητα και η μνήμη μολονότι φαίνονται δυο αντιθετικές έννοιες, έχουν τη δυνατότητα όταν συνυπάρχουν, να συγκροτούν την ιδιαίτερη ταυτότητα του τόπου. Ο κριτικός τοπικισμός λειτουργεί ως ένα φίλτρο το οποίο έχει ως ρόλο να συμπυκνώσει τα χαρακτηριστικά του πολιτισμικού ιδιώματος ενός τόπου και ταυτόχρονα να ερμηνεύσει τις έξωθεν πολιτισμικές επιρροές. (Frampton K., 2009) Πρωταρχικός στόχος του κριτικού τοπικισμού είναι να ξανασκεφτεί την αρχιτεκτονική μέσα από την κεντρική ιδέα της περιοχής. Η προσέγγισή του στο σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική της ταυτότητας, αναγνωρίζει την αξία του μοναδικού, οριοθετεί τα έργα εντός των φυσικών, υλικών, κοινωνικών και πολιτισμικών γνωρισμάτων του συγκεκριμένου τόπου, στοχεύοντας στη διατήρηση της ποικιλομορφίας ενώ επωφελείται από την καθολικότητα. (Lefaivre & Tzonis, 2003)

52


Κεφάλαιο 2

Συνεπώς, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα που προσφέρει η ταυτότητα του κάθε τόπου, ο αρχιτέκτονας μπορεί να περιορίσει το πεδίο έκφρασής του και να αναδείξει τόσο μέσω της χρήσης τοπικών υλικών, των συνθηκών του φυσικού περιβάλλοντος (σχέση με το έδαφος, το τοπίο, την ατμόσφαιρα), της ιστορίας, του πολιτισμού (συνήθειες, παράδοση), των κοινωνικών αξιών όσο και μέσω καινούργιων κατασκευαστικών τεχνικών και διαδεδομένων τυπολογιών και μορφών, την αξία του να βρίσκεται κάποιος σε ένα συγκεκριμένο τόπο και να αντιλαμβάνεται τη μοναδική αρχιτεκτονική του. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να πετύχει την ισορροπία μεταξύ τοπικού και διεθνούς, βάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τον άνθρωπο και τις αισθήσεις του στο κέντρο στης σύνθεσης. Ορισμένοι από τους βασικότερους διεθνώς αναγνωρισμένους αρχιτέκτονες που ακολούθησαν τις αρχές του κριτικού τοπικισμού είναι ο Alvar Aalto, ο Tadao Ando, ο Peter Zumthor, ο Alvaro Siza και ο Glenn Murcutt ενώ αξιοσημείωτο και σημαντικό αποτελεί επίσης το έργο Ελλήνων αρχιτεκτόνων όπως ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη. Ο κριτικός τοπικισμός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ταυτιστεί με την ανώνυμη αρχιτεκτονική, ούτε με τον εκλεκτικισμό, όπως ούτε με τον μοντερνισμό, ούτε με τον μεταμοντερνισμό (post-modernism).

Εικ. 2.12 - Κατοικία στον Οξύλιθο

Δ. Αντωνακάκης, Σ. Αντωνακάκη (1973)

53


Κεφάλαιο 2

Χαρακτηρίζεται από έναν σεβασμό προς την παράδοση του τόπου και το φυσικό περιβάλλον όπως η ανώνυμη αρχιτεκτονική, έχοντας όμως περισσότερο διεθνή, τεχνική και επιστημονική υπόσταση καθώς δεν υλοποιείται από τον απλό λαό. Σε αντίθεση με τον εκλεκτικισμό, δεν χρησιμοποιεί με τόσο έντονο τρόπο συνδυασμούς ιδιωμάτων που να έχουν ως κυρίαρχο στόχο την αισθητική απόδοση και την προώθηση κοινωνικών τάξεων. Υιοθετεί σε ένα βαθμό τις λειτουργικές και συνθετικές αρχές του μοντερνισμού έχοντας όμως ως στόχο να τις πλαισιώσει και να τις ερμηνεύσει σε ένα τοπικό επίπεδο, απέχοντας από τα ιδεώδη ενός διεθνούς και ολοκληρωτικού στυλ και τέλος, τίθεται εναντίον των σχετικά υπερβολικών και αυτοαναφερόμενων μέσων έκφρασης του μεταμοντερνισμού. Παρ’ όλα αυτά, ο κριτικός τοπικισμός εφαρμόστηκε πάλι σε μεμονωμένα παραδείγματα και δεν υιοθετήθηκε ιδιαίτερα σε επίπεδα ασκούμενης θεσμοθετημένης πρακτικής, ώστε να πάρει μια περισσότερο διαδεδομένη διάσταση όπως πήρε ο μοντερνισμός. Έτσι, αν δεν είχε ξεπεραστεί γρήγορα ως ρεύμα, θα μπορούσε να είχε υλοποιηθεί σε ιδανικότερα πλαίσια, σύμφωνα με κατευθύνσεις που θα όριζε ανεξάρτητα η κάθε πολιτεία ,όπως άλλωστε θα υποδήλωναν και τα ιδεώδη του, και όχι κατευθύνσεις που θα έθεταν διάφορες τάσεις για αρχιτεκτονικά πρότυπα με κοινό γνώμονα την απρόσωπη παγκοσμιοποίηση.

Εικ. 2.13 - Säynätsalo Town Hall (Φινλανδία)

A. Aalto (1949 - 1951)

54


Κεφάλαιο 2

Παράλληλα, έχει νόημα να σημειωθεί ότι τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η ανερχόμενη εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας άρχισε να φέρνει στο προσκήνιο νέες τεχνικές και μεθόδους σχεδιασμού καθώς και καινοτόμα κατασκευαστικά υλικά, τα οποία έχουν προσφέρει επιστημονικές δυνατότητες στην αρχιτεκτονική να δημιουργούνται χώροι οι οποίοι εκμεταλλεύονται ευνοϊκά και αποδοτικά τις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος προς όφελος των χρηστών. Ωστόσο, ζήτημα αποτελεί το κατά πόσο η ικανότητα των ψηφιακών μέσων ως μηχανισμών και διαδικασιών γρήγορης παραγωγής υλικών και χώρων, ενδέχεται να φέρουν μελλοντικά την τάση προς μια περισσότερο παγκοσμιοποιημένη ερμηνεία των τόπων εξαιτίας ίσως του περιορισμένου ρόλου που καλείται να παίξει ο ανθρώπινος παράγοντας και τον βαθμό επέμβασής του στην αρχιτεκτονική σκέψη. Συνεπώς επικρατεί κατά μία έννοια μια αβεβαιότητα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα εξελιχθούν στα επόμενα χρόνια ο χαρακτήρας και οι τοπική ταυτότητα μιας πόλης, το πώς δηλαδή θα μεταβληθεί η φυσιογνωμία του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος. Δηλαδή, αν η σχέση μεταξύ τους θα αντιμετωπίσει μια μεγαλύτερη ρήξη ή θα αναθεωρηθεί θετικά, καθώς και σε τι βαθμό η ταυτότητα ενός τόπου θα εμφανίζει ραγδαίες διαφορές σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα, πιθανόν προς μια διεθνώς πανομοιότυπη, ή ακόμα στη χειρότερη περίπτωση δυστοπική εικόνα των πόλεων.

Εικ. 2.14 - Μουσείο Louvre Abu Dhabi (Ην. Αραβ. Εμιράτα)

55

J. Nouvel (2017)


Κεφάλαιο 2

Περνώντας από την αρχιτεκτονική στο πεδίο του πολεοδομικού και αστικού σχεδιασμού, η ισορροπία μεταξύ του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος έχει πάρει σχεδόν ακραίες διαστάσεις καθώς στις σημερινές κοινωνίες καταγράφονται ολοένα και περισσότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα μεγάλα αστικά κέντρα σχετικά με διάφορους παράγοντες οι οποίοι επιδρούν αρνητικά και έχουν μια δυναμική σχέση με την διατήρηση ή μη αυτής της ισορροπίας. Τα σύγχρονα οικοσυστήματα στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζονται όσο ποτέ άλλοτε να φιλοξενήσουν έναν ισότιμο διάλογο ανάμεσα στα οικονομικά μεγέθη που διαθέτουν και παράγουν, τον σεβασμό προς την ποιότητα της φύσης, τα είδη των κοινωνικών σχέσεων και την πολιτισμική ταυτότητα τους. Επιτακτική κρίνεται επίσης η ανάγκη ελέγχου της ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα από ένα πλαίσιο θεσμοθετημένων μέτρων που θα έχουν έναν μακρόβιο μελλοντικό αντίκτυπο και κάπως έτσι γεννήθηκε ο ορισμός της «βιώσιμης αστικής ανάπτυξης» (urban sustainable development). (Ανδρεαδάκη Χρονάκη, 2003) Η ιδέα αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά από την «Παγκόσμια Επιτροπή Περιβάλλοντος και Ανάπτυξης», ή αλλιώς «Επιτροπή Brundtland» το 1987. Συμπληρωματικό ρόλο έπαιξαν επιπλέον ή Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές το 1992 και το Πρωτόκολλο του Κιότο το 1997. Η έννοια της βιωσιμότητας αφορά την δυνατότητα των πολιτών και των κρατών να ελέγχουν το περιβαλλοντικό και οικονομικό αποτύπωμα των εφαρμοσμένων δραστηριοτήτων ανάπτυξης ώστε να μην επιβαρύνουν τις μελλοντικές γενιές να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. (Ghavampour, 2013) Οι παγκόσμιοι φυσικοί πόροι είναι περιορισμένοι, οπότε θεωρείται απαραίτητο να περιορίζεται σε επιτρεπτά επίπεδα η εκμετάλλευσή τους και να ενθαρρύνεται η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας όπως η ηλιακή, η αιολική, η γεωθερμία, η βιομάζα και οι υδατοπτώσεις. H συνεχής παγκόσμια κλιματική μεταβολή μπορεί να έχει άμεση επίδραση στο καθημερινό τρόπο ζωής μέσα στις πόλεις και η βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί μια διαδικασία η οποία υπόσχεται να ενσωματώσει πολύπλευρες στρατηγικές εξετάζοντας τα εκάστοτε προβλήματα σε ένα συνολικό βαθμό. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης προέκυψε από προβληματισμούς που συζητήθηκαν σε παγκόσμια κλίμακα, όμως η ίδια μπορεί να εφαρμοστεί τόσο για την επίλυση διεθνών όσο και σε τοπικών ζητημάτων. Είναι λοιπόν στο χέρι του κάθε λαού, το πώς θα προσαρμόσει τα μέτρα που προτείνονται σε τοπικό επίπεδο, με στόχο να διατηρήσει την δική του ταυτότητα στις πόλεις του αλλά και ταυτόχρονα να εξελιχθεί.

56


Κεφάλαιο 2

Εικ. 2.15 - Οι κυριότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Α.Π.Ε.)

Εικ. 2.16 - Περιοχή Nieuwmarkt en Lastage στο Άμστερνταμ (Ολλανδία)

57


Κεφάλαιο 2

Συνοψίζοντας, είδαμε πως η ζυγαριά που απαρτίζεται από τα δυο βασικά σκέλη: το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον, στην πραγματικότητα υποδηλώνει την ύπαρξη μιας αμφιλεγόμενης σχέσης μεταξύ της αξίας της τοπικότητας και του διεθνισμού. Οι δυο τελευταίες έννοιες, με την κατάλληλη ευαισθησία προς τις ιστορικές και κοινωνικές αξίες και συγχρόνως την σημαντικότητα της προστασίας του πλανήτη ως πεδίο υποδοχής των πράξεών μας, έχουν την δυναμική να δημιουργήσουν μια θετική αντίστιξη και να επηρεάσουν το συνεχή κινούμενο μοχλό της ανθρώπινης δραστηριότητας πάνω στην άμεσα εξαρτώμενη φύση σε πολλαπλά επίπεδα όπως είναι η πρακτική της αρχιτεκτονικής, η οποία μας απασχολεί κατά κύριο λόγο καθώς επίσης και ο πολεοδομικός και αστικός σχεδιασμός με τις πολιτικές στρατηγικές που τους συνοδεύουν.

«Architecture is not merely national but clearly has local ties in that it is rooted in the earth.» Alvar Aalto

«Technological considerations are of a great importance to architecture and cities in the informational society.» Kenzo Tange

58


Κεφάλαιο 3 Δημόσια αρχιτεκτονική και φυσικό περιβάλλον. Δυνατότητες για την αρχιτεκτονική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης.


Κεφάλαιο 3

Ενότητα 3.1 - Η σημασία της δημόσιας αρχιτεκτονικής για την επαναδιαπραγμάτευση της σημασίας του φυσικού περιβάλλοντος προς μια ισορροπημένη πόλη. Όπως είδαμε και στην ενότητα 1.2, μια πόλη χαρακτηρίζεται από το αστικό μικροκλίμα και την υλική διάσταση του φυσικού της περιβάλλοντος. Το αστικό μικροκλίμα είναι διαφορετικό από το κλίμα της υπαίθριου διότι επηρεάζεται πιο άμεσα και έντονα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Γίνεται αναγνωρίσιμο από τα ειδικά φυσικά χαρακτηριστικά που εμφανίζει μια πόλη. Κάνοντας μια μικρή επανάληψη, τα βασικότερα από αυτά είναι: η πυκνότητα της βλάστησης, η σύσταση και το ανάγλυφο του εδάφους, ο υδροφόρος ορίζοντας, η καθαρότητα της ατμόσφαιρας, οι διακυμάνσεις στις μηνιαίες θερμοκρασίες, τα επίπεδα υγρασίας, η ένταση και οι διευθύνσεις των ανέμων, τα επίπεδα ηλιοφάνειας και τα συνηθέστερα είδη κατακρημνίσεων. Αυτά λοιπόν τα χαρακτηριστικά συνθέτουν ένα ενιαίο σε επίπεδο μελέτης θα λέγαμε, σύνολο συνθηκών, αναφερόμενοι φυσικά στην έκταση ενός αστικού τοπίου. Αναφερόμενοι στο αστικό μικροκλίμα, αρκετοί από τους παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην μεταβολή του είναι: η πυκνή δόμηση, η έλλειψη χώρων πρασίνου, η υψηλή απορροφητικότητα θερμότητας των κατασκευαστικών υλικών, η έκλυση παθογόνων ρύπων που μπορούν να μολύνουν την ατμόσφαιρα, η ρίψη χιλιάδων τόνων στερεών και υγρών αποβλήτων στους δρόμους, στις ανοικτές εκτάσεις και στη θάλασσα. Το δομημένο περιβάλλον και ο ελεύθερος χώρος είναι τα δυο κύρια συνθετικά στοιχεία που δηλώνουν τη χωρική διάσταση ενός αστικού τοπίου και καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα του αστικού μικροκλίματος. Ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζονται τα κτίρια μιας πόλης αλληλοεπιδρά με τα κλιματικά φαινόμενα που εμφανίζονται στους ελεύθερους χώρους της και η διαμόρφωση των τελευταίων αλληλοεπιδρά με τις εσωτερικές συνθήκες των κτιρίων αντίστοιχα. (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας, 2001)

60


Κεφάλαιο 3

Εικ. 3.1 - Μόλυνση του Θερμαϊκού κόλπου

61


Κεφάλαιο 3

Το δομημένο περιβάλλον ως επί το πλείστων πρόκειται για κτίρια ιδιωτικής πρωτοβουλίας και κλειστών σχετικά χρήσεων όπως για παράδειγμα, οι πολυκατοικίες ή τα κτίρια γραφείων. Συγχρόνως υπάρχουν και κτίρια τα οποία έχουν δημόσιο χαρακτήρα και προσφέρονται για χρήση από το ευρύ κοινό. Το αδόμητο περιβάλλον αποτελεί κυρίως το μεγαλύτερο τμήμα του δημόσιου χώρου μιας πόλης και είναι υπεύθυνο για την ύπαρξη των περισσότερων υπαίθριων δραστηριοτήτων. Το σύνολο του διαμορφωμένου δημοσίου χώρου, δομημένου ή αδόμητου το οποίο έχει προκύψει κατά κύριο λόγο μέσα από μια διαδικασία εμπεριστατωμένης μελέτης, σύνθεσης και υλοποίησης ονομάζεται «δημόσια αρχιτεκτονική». Το χωρικό πεδίο της εμπεριέχει την σφαίρα της δημόσιας ζωής η οποία επηρεάζει την καθημερινότητα των κατοίκων μιας πόλης και την αμφίδρομη εξάρτηση της ανθρώπινης δραστηριότητας από το φυσικό περιβάλλον πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε, αν το συγκρίνουμε με την ιδιωτική διάσταση του δομημένου αστικού περιβάλλοντος, όπως οι πολυκατοικίες και οι χώροι εργασίας. Ο δημόσιος χώρος και κατ’ επέκταση η δημόσια αρχιτεκτονική, διακρίνονται από δυο κύριες κατηγορίες, τους ελεύθερους ανοικτούς χώρους (αδόμητο τμήμα), και τα κτίρια που φιλοξενούν δημόσιες χρήσεις (δομημένο τμήμα). Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα να συνδυάζονται και τα δυο είδη, δημιουργώντας ενιαία χωρικά σύνολα. Παρ’ όλο που χρησιμοποιούμε έναν όρο που περιέχει την έννοια της αρχιτεκτονικής, η σχέση μεταξύ των ορίων του αστικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού είναι πάλι διφορούμενη καθώς οι αξίες και τα χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου δεν προσδιορίζονται αποκλειστικά μόνο από την πρώτη ή την δεύτερη σχεδιαστική κλίμακα. Επί της ουσίας, δημόσιος χώρος σε μια πόλη ορίζεται το τμήμα της που καθίσταται ελεύθερο για την κυκλοφορία και τη δραστηριότητα των πολιτών και δεν αποτελεί μέρος κάποιας ατομικής ιδιοκτησίας. Αποτελεί δημιούργημα των ίδιων των ανθρώπων οι οποίοι τον σχηματοποίησαν και τον χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους.

62


Κεφάλαιο 3

Ο ελεύθερος ανοικτός χώρος απαρτίζεται συνήθως από το αστικό οδικό δίκτυο, τους πεζοδρόμους, τα πάρκα και τις πλατείες. Λειτουργεί ως ένα μέσο το οποίο έχει τη δυνατότητα να αντικατοπτρίσει τις ηθικές αξίες, τις διάφορες πολιτικές απόψεις, την πολιτισμική εξέλιξη, την ανάγκη έκφρασης, την καθημερινή συμπεριφορά, την ιστορία και τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων, με λίγα λόγια ολόκληρη την εικόνα της κοινωνίας μιας πόλης. Ο ελεύθερος ανοικτός χώρος δεν είναι ένα τμήμα που «περισσεύει» από τον αστικό ιστό αλλά οργανώνει και εξασφαλίζει μια συνοχή με το δομημένο περιβάλλον, το οποίο ιεραρχεί, μορφοποιεί και εξυπηρετεί λειτουργικά και συμπληρωματικά. (Krier, 1993) Μια πόλη συνεπώς δεν μπορεί να αναγνωριστεί και να υφίσταται χωρίς την ύπαρξη του ανοικτού δημόσιου χώρου. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ταυτότητα του τόπου - μιας πόλης κυρίως μέσω της κυκλοφορίας του στον ελεύθερο χώρο, ο οποίος του προσφέρει την ελευθερία και την ευκαιρία να βιώσει την εμπειρία της δημόσιας ζωής. Αυτό συνεπάγεται για τον πολίτη ότι έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του, να δημιουργήσει και να αναπτύξει δραστηριότητες, εκδηλώσεις, μορφές τέχνης, εθελοντικές δράσεις, κινητοποιήσεις, αθλητικά και πολιτισμικά δρώμενα σε συνεργασία με άλλους ανθρώπους. Έχει την επιτρεπόμενη πρόσβαση και το δικαίωμα να κινείται μέσα στους δρόμους, τα πάρκα και τις πλατείες, να ανακαλύπτει διαφορετικά γεγονότα, να απολαμβάνει τη φύση, να δέχεται συνεχώς ερεθίσματα που αγγίζουν όλες του τις αισθήσεις από πολλές διαφορετικές πηγές και κατευθύνσεις. (Δανιήλ, 2007) Σύμφωνα με τον Jan Gehl, η «ζωή ανάμεσα στα κτίρια», δηλαδή κοινώς στο δημόσιο χώρο, περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο φάσμα δραστηριοτήτων που καθιστά μια πόλη ζωτική και ελκυστική. Οι κάτοικοι της πόλης συνδέονται με μια κοινή μνήμη, μια κοινή ιστορία, μοιράζονται μια συνεχώς εξελισσόμενη κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα, ζώντας καθημερινά στον ίδιο τόπο. Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι και οι δραστηριότητές τους έχουν τη δυναμική να προσελκύουν και άλλους ανθρώπους, οπουδήποτε και να συμβαίνει αυτό. Ο καθένας έτσι ακούει διαφορετικές απόψεις και προβληματισμούς, παρατηρεί ποικίλες μορφές συμπεριφοράς, τρόπους έκφρασης, διαμαρτυρίες και εξάρσεις, αναγνωρίζει τάσεις, αξίες, και πρότυπα, διαμορφώνει δηλαδή μια ξεκάθαρη και άμεση εικόνα για τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες. Καθώς οι πολίτες κυκλοφορούν όλο και περισσότερο στους δημόσιους χώρους, έχουν τη δυνατότητα σχεδόν ενστικτωδώς να καθιστούν πιο συχνές τις καθημερινές τους συναναστροφές και να έρχονται σε επαφή.

63


Κεφάλαιο 3

Μέσα από την ανταλλαγή οπτικών, ακουστικών ερεθισμάτων και διαλόγου μπορούν να αισθανθούν την ασφάλεια ότι βρίσκονται σε ένα χώρο που πλέον αναγνωρίζονται οι προθέσεις και οι πράξεις των συμπολιτών και μια οικειότητα η οποία ενισχύει την αντίληψη του «ανήκειν» για το συγκεκριμένο τόπο και οδηγεί σε μια ταύτιση ιδεών και απόψεων μεταξύ τους. (Gehl, 2006) Σε πολλές πόλεις διοργανώνονται και πραγματοποιούνται μάλιστα συλλογικές δράσεις ποικίλων θεμάτων και αιτιών, από φιλανθρωπικά παζάρια μέχρι αντιεξουσιαστικές πορείες. Έτσι λοιπόν, είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος δημόσιου χώρου ως φορέα που θα προσφέρει μια ευκαιρία στους πολίτες να απολαύσουν την δημόσια ζωή και να ευαισθητοποιηθούν μαζικά στο να αγωνίζονται για κοινούς στόχους, όπως για παράδειγμα και για ένα κεντρικό μείζον ζήτημα που είναι η προστασία και η καθαριότητά του φυσικού περιβάλλοντος.

Εικ. 3.2 - Ο 1ος (Α’) προβλήτας του λιμανιού Θεσσαλονίκης

64


Κεφάλαιο 3

Όμως, καθώς είδαμε προηγουμένως, δημόσια αρχιτεκτονική σε μια πόλη δεν θεωρούνται μόνο οι ανοικτοί ελεύθεροι χώροι αλλά και τα κτίρια που λαμβάνουν δημόσια χρήση και είναι προσβάσιμα από όλους του πολίτες ή διαφορετικές πολυπληθείς ομάδες ανθρώπων. Σχολεία, πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, μουσεία, δημαρχεία, κοινωφελείς υπηρεσίες, νοσοκομεία, ιδρύματα, εμπορικά κέντρα, θρησκευτικοί χώροι, αθλητικές εγκαταστάσεις και χώροι εκδηλώσεων (θέατρα - κινηματογράφοι - συναυλιών) αποτελούν τα βασικότερα είδη δημοσίων κτιρίων. Συνήθως τα περισσότερα από αυτά είναι έργα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και στη Θεσσαλονίκη εκδηλώθηκαν σύμφωνα με τις αρχές των ρευμάτων που αναφέρθηκαν στην ιστορική αναδρομή. Από εκλεκτικιστικά, με περίτεχνες όψεις που είχαν ανεγερθεί μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, σε εκσυγχρονισμένα κλασικιστικά μέγαρα, που δέσποζαν στις κεντρικές αρτηρίες του κέντρου και στη συνέχεια μοντέρνα κτίρια με εξαιρετικά επιβλητική και αυτόνομη υπόσταση των οποίων η συνθετική λογική εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα. Βασικοί παράγοντες για το σχεδιασμό των δημοσίων κτιρίων είναι και οφείλουν να είναι οι κοινωνικές ιδιοτυπίες, τα οικονομικά δεδομένα και το πνευματικό ύφος του κάθε τόπου σε κάθε εποχή. (Φεσσά-Εμμανουήλ, 1993) Η ανάγκη να αυτοπροσδιοριστεί η παρουσία τους και η αμφίδρομη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην τοπική παράδοση και την νεωτερικότητα που υιοθετείται λόγω της επαφής με τους ξένους πολιτισμούς, υπήρξαν δυο κρίσιμα ζητήματα της αρχιτεκτονικής των νεοελληνικών δημόσιων κτιρίων. Ο σχεδιασμός και η κατασκευή πολλών από αυτών των κτισμάτων στον ελλαδικό χώρο, λόγω των περιορισμένων οικονομικών πόρων, των ελλιπών προδιαγραφών, των πολεοδομικών δεσμεύσεων και των χρονοβόρων διαδικασιών, ήταν δύσκολο να ενσωματώσει συνολικά μια αρχιτεκτονική που θα αντιμετώπιζε με ευαισθησία την συμπεριφορά του κοινωνικού συνόλου, την αξία του πολιτισμικού πλούτου και τα οφέλη του φυσικού περιβάλλοντος με όραμα την συγκρότηση μιας ενιαίας τοπικής ταυτότητας. (Φεσσά-Εμμανουήλ, 1993)

65


Κεφάλαιο 3

Ωστόσο, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά κτίρια, η αρχιτεκτονική τους έχει μια δυναμικότερη και αμεσότερη επίδραση στην καθημερινότητα χιλιάδων πολιτών που κυκλοφορούν μέσα σε αυτά όπως ισχύει και για κάθε δημόσιο χώρο καθώς επίσης οι διαδικασίες που προβλέπει η πολιτεία για την ανάθεση και την επίβλεψη δημοσιών έργων οφείλουν να θέσουν τις κατάλληλες προδιαγραφές προκειμένου τα εν λόγω κτίσματα να εναρμονίζονται με τη φύση και να γίνονται εξυπηρετικά προς την κοινωνία του τόπου. Έτσι οι άνθρωποι θα αισθάνονται πως τους ανήκουν, πως έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται ελεύθερα στους χώρους αυτών και πως αποτελούν έργα του δικού τους πολιτισμού. Όπως υποστηρίζει και ο Jan Gehl, «Η αρχιτεκτονική έχει τη δυνατότητα να σταθεί εμπόδιο στα επιθυμητά μοτίβα δραστηριοτήτων αλλά και το αντίθετο, να συμβάλλει μέσω του βιώσιμου σχεδιασμού στην εξυπηρέτηση των περισσότερων επιθυμητών συνθηκών». (Gehl, 2006)

Εικ. 3.3 - Το 2ο κτίριο του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης

66

Arata Isozaki & Associates Schema 4 Architects (2010)


Κεφάλαιο 3

Κάνοντας λοιπόν μια ανασκόπηση και συνδυάζοντας τα ακόλουθα γεγονότα: ότι ο δημόσιος χώρος και η αρχιτεκτονική του εμπεριέχουν ορισμένες αρχές, ότι το αστικό μικροκλίμα αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο φανερώνει τις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος και τέλος ότι η υλική υπόσταση της φύσης είναι σχεδόν αέναη, είμαστε σε θέση να εξετάσουμε το λόγο για τον οποίο η δημόσια αρχιτεκτονική είναι ιδιαίτερα σημαντική. Παρατηρώντας τη σύνδεση μεταξύ αστικού τοπίου και φύσης, ο δημόσιος χώρος είναι το πεδίο στο οποίο ο άνθρωπος βιώνει πιο άμεσα από οπουδήποτε αλλού μέσα σε μια πόλη τις επιδράσεις του κλίματος και την επαφή με τη φύση καθώς έχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να επέμβει προκειμένου να αλλάξει την ποιότητα της σχέσης του με αυτή. Για την κατανόηση των συνθηκών θα χρειαστεί να επιστρέψουμε στη αλληλεπίδραση μεταξύ δομημένου και αδόμητου χώρου. Στις περισσότερες περιπτώσεις που αναπτύχθηκαν οι σύγχρονες πόλεις σε παγκόσμιο επίπεδο, υπήρξε μια αιτιοκρατική σχέση ανάμεσα στην εξάπλωση του δομημένου χώρου και το χαρακτήρα του αδόμητου και δημοσίου χώρου. Θέλοντας ο άνθρωπος τους τελευταίους αιώνες να κατασκευάζει όλο και περισσότερα κτίσματα για την κατοίκηση, την εργασία του και την μεταφορά της ιστορίας και του πολιτισμού του, εκμεταλλευόταν σημαντικές εκτάσεις της φύσης με αποτέλεσμα η μορφή και τα μεγέθη του ελεύθερου χώρου να προκύπτουν αβίαστα, σε άμεση εξάρτηση από τα κτίρια. Η εκβιομηχάνιση της κοινωνίας κίνησε τα γρανάζια ώστε να πραγματοποιηθεί μια επεκτατική και ραγδαία ανέγερση οικοδομημάτων η οποία καταδυνάστευσε τις ευκαιρίες των πολιτών να ευχαριστιούνται αξιοπρεπώς το δημόσιο χώρο. Λιγότερος δημόσιος χώρος, σημαίνει μεγαλύτερη επιβάρυνση στη φύση και την υγεία των ανθρώπων. Όμως δεν είναι μόνο το δομημένο περιβάλλον αλλά και η επιπτώσεις όλης της παθογενούς ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στις πόλεις για τις δυσμενείς συνθήκες που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι κάτοικοι. Ακολούθως, η εν λόγω κατάσταση οδήγησε σε μια αρνητική μεταβολή του αστικού μικροκλίματος. Στην πρώτη παράγραφο σημειώθηκαν ορισμένοι από του παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη μεταβολή αυτή, όπως η πυκνή δόμηση στην οποία μόλις έχουμε αναφερθεί και η μόλυνση της ατμόσφαιρας από την ύπαρξη τεράστιας ποσότητας αποβλήτων στους ελεύθερους χώρους. Το αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης όσο και άλλων πόλεων δεν μπορεί πλέον να φιλοξενήσει μια ευνοϊκή και υγιή καθημερινότητα.

67


Κεφάλαιο 3

Εικ. 3.4 - Λουόμενοι πολίτες λόγω υψηλών αστικών θερμοκρασιών

Εικ. 3.5 - Σχέδιο αναπαράστασης περιβαλλοντικών συνθηκών μιας αστικής περιοχής

68


Κεφάλαιο 3

Η διαπερατότητα του καθαρού αέρα στον αστικό ιστό είναι μηδαμινή λόγω των στενών αστικών φαραγγιών. Κάποιος δεν βλέπει εύκολα μεγάλη έκταση του ουρανού και κατά συνέπεια, οι χώροι της πόλης δεν έχουν επαρκή φυσικό φωτισμό και αερισμό. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί επίπτωση των αναλογιών ύψους και απόστασης μεταξύ των κτιρίων και παρεμποδίζεται η διέλευση των αέριων ρευμάτων και της ηλιακής ακτινοβολίας. Επιπλέον, τα υλικά των επιφανειών των κτιρίων λόγω της υπερβολικά υψηλής τους θερμοχωριτικότητας, εκλύουν μεγάλες μάζες θερμότητας και τα επίπεδα θερμοκρασίας δεν είναι ανεκτικά για την κυκλοφορία των περαστικών. (φαινόμενο αστικής θερμικής νησίδας, βλ. ενότητα 1,2) Η έλλειψη εκτάσεων πρασίνου δεν επιτρέπει τον ικανοποιητικό βαθμό σκιασμού των ανοικτών χώρων και ελαχιστοποιεί την προσφορά καθαρού οξυγόνου. Η εγγύτητα της θάλασσας παρέχει στις περιοχές που επικοινωνούν μαζί της άμεσα δροσερό αέρα όμως εξαιρετικά μολυσμένου εξαιτίας των βιομηχανικών αποβλήτων που εναποτίθενται στα νερά της. Η μαζική χρήση του αυτοκινήτου εκλύει στην ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες ρύπων προκαλώντας στους πολίτες αναπνευστικά προβλήματα και φαινόμενα όπως το φωτοχημικό νέφος (βλ. ενότητα 1.2) καθώς ταυτόχρονα, το χάσμα της απόστασης που δημιουργείται μεταξύ των πεζοδρόμων, των κτιρίων και των τεράστιων λεωφόρων δημιουργούν αφιλόξενης κλίμακας χώρους και καθιστούν σχεδόν αδύνατο τον τρόπο άνετης μετακίνησης ανάμεσά στις αστικές γειτονιές. (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας, 2001)

69


Κεφάλαιο 3

Γίνεται έντονα αντιληπτό λοιπόν, ότι ο δημόσιος χώρος και η δημόσια αρχιτεκτονική πρόκειται για ένα πεδίο στο οποίο ο άνθρωπος βρίσκεται ιδιαίτερα εκτεθειμένος στο φυσικό περιβάλλον και τις επιδράσεις που προκαλεί στην υγιεινή και την άνεσή του, οι οποίες έχουν ως βασική προέλευση την ίδια την δραστηριότητά και τις συνήθειές του. Σε δεύτερο χρόνο όμως είναι στο χέρι του να αλλάξει αυτή την κατάσταση θέτοντας αρχές σχεδιασμού του δημόσιου χώρου που εκμεταλλεύονται τα ανοικτά όρια, την άμεση εγγύτητα με φυσικά στοιχεία και φαινόμενα, την ενεργοποίηση του συλλογικού χαρακτήρα και της ελευθερίας προθέσεων που επιτρέπει η δημόσια ζωή. Οπότε, ο άνθρωπος, επιστρατεύοντας την αρχέγονη ανάγκη του να έρθει σε επαφή με τη φύση, μένοντας πιστός στην αξία της ιστορίας και του πολιτισμού του, αναγνωρίζοντας το υφιστάμενο κοινωνικό γίγνεσθαι, ανοίγοντας τις επαφές του προς τη διεθνή σφαίρα των εξελίξεων και έχοντας εν τέλει την αίσθηση του μέτρου, μπορεί να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητα του τόπου του υπό το πρίσμα της αρχιτεκτονικής στο δημόσιο χώρο. Η καθημερινότητά των πολιτών κατά πάσα πιθανότητα θα χαρακτηρίζεται πλέον από μια κοινωνική και περιβαλλοντική ισορροπία καθώς θα υπάρχουν οι ανάλογοι χώροι που την επιτρέπουν, οι οποίοι θα συμβάλλουν θετικά και στην ανάπτυξη των πόλεων στα επόμενα χρόνια.

Εικ. 3.6 - Ο πεζόδρομος στην οδό Αγ. Σοφίας

70


Κεφάλαιο 3

«First life, then spaces, then buildings. - The other way around never works.» Jan Gehl

71


Κεφάλαιο 3

Ενότητα 3.2 - Αρχιτεκτονική ταυτότητα και φυσικό περιβάλλον. Παραδείγματα δημόσιας αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, ως ένα αστικό τοπίο το οποίο δέχθηκε ριζικές αλλαγές στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, αποστασιοποιήθηκε σε έναν σημαντικό βαθμό από την έντονη παρουσία του φυσικού περιβάλλοντος που προϋπήρχε μέχρι αρκετά πρόσφατα στην ιστορία. Επίσης, ο δημόσιος χώρος της άρχισε σταδιακά να ελαχιστοποιείται αλλά προς όφελός της τα φυσικά χαρακτηριστικά του τόπου δεν επέτρεψαν μια εντελώς χαοτική εξάπλωση του δομημένου περιβάλλοντος. Ως αποτέλεσμα, έχουν δημιουργηθεί παράλληλα με την έντονη διαχρονικά αστικοποίηση και ορισμένες ευκαιρίες αξιοποίησης του δημόσιου χώρου, οι οποίες από άποψη αρχιτεκτονικής είχαν και έχουν ως βασικό στόχο την διαιώνιση των κοινωνικών και πολιτισμικών αξιών της πόλης, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα και την ευαισθησία των ανθρώπων προς τη φύση. Για τη συγκεκριμένη εργασία έχουν επιλεχθεί τρία παραδείγματα δημόσιας αρχιτεκτονικής, καθώς το καθένα εμφανίζει συγκεκριμένες διαφορές από το άλλο, ως προς τα χαρακτηριστικά που κατέχει και πρεσβεύει για την τοπική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης.

72


Κεφάλαιο 3

1ο Παράδειγμα - Η Πανεπιστημιούπολη του Α.Π.Θ. Αρχιτέκτονες : Πλήθος Αρχιτεκτόνων Χρονολογία : 1926 - 2000 Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ως το μεγαλύτερο αυτή τη στιγμή δημόσιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα, καθίσταται ένα ιδιαίτερο κομμάτι της πολιτισμικής ταυτότητας της πόλης καθώς αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα επαγγελματικής παιδείας, έρευνας και επιστημονικής εξέλιξής της. Η πανεπιστημιούπολη (campus) συγκροτεί το βασικό πυρήνα των εγκαταστάσεών του φιλοξενώντας σήμερα πάνω από 70000 φοιτητές και μέλη προσωπικού. Η αρχική ιδέα δημιουργίας του πανεπιστημίου προέρχεται από τα χρόνια της μεγάλης πυρκαγιάς, 1917-1918, όμως ιδρύθηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1926. Το πρώτο σχέδιο (1918-1921) στο οποίο προτεινόταν η αρχική μελέτη του campus, δημιουργήθηκε από τον Ernest Hebrard, ενταγμένο στα πλαίσια των προτάσεων αποκατάστασης του ιστορικού κέντρου μετά από την πυρκαγιά. Η πανεπιστημιούπολη καταλάμβανε μια έκταση που ξεκινούσε υψομετρικά από το σημερινό Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών μέχρι και τη θάλασσα και βρισκόταν ακριβώς εξωτερικά του ανατολικού τείχους και δυτικά της περιοχής των Εξοχών, δημιουργώντας ανάμεσά τους το λεγόμενο «ανατολικό ρήγμα».

Εικ. 3.7 - Πανοραμική φωτογραφία της πανεπιστημιούπολης και της ΔΕΘ (ανατολικό ρήγμα) (1970)

73


Κεφάλαιο 3

Τα κτίρια των εκπαιδευτηρίων και τα γυμναστήρια ήταν διατεταγμένα σύμφωνα με το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα, εκλεκτικιστικού τύπου καθώς ο περιβάλλον χώρος τους περικλειόταν από κεντρικές οριζόντιες και κάθετες οδούς ως προεκτάσεις του υφιστάμενου αστικού ιστού, δημιουργώντας κόμβους με δευτερεύοντες διαγώνιους άξονες, όπως και αρκετές από τις διαμορφώσεις που προτείνονταν και εντός του κέντρου. Έτσι το campus θα αποτελούσε ένα ενιαίο έργο δημόσιας αρχιτεκτονικής που απαρτίζεται από σύνολα κτιρίων και ανοικτών χώρων, συγκροτώντας ένα σύστημα που εμφάνιζε ξεκάθαρες επιρροές από τις αρχές της γαλλικής πολεοδομίας της Beaux Arts. Το σύστημα συμπληρωνόταν από οριοθετημένες εκτάσεις πρασίνου και αυστηρά διαμορφωμένων κήπων. Η λογική της οργάνωσης της πανεπιστημιούπολης ως συνόλου δομημένου και αδόμητου δημόσιου χώρου υιοθετήθηκε και σε μεταγενέστερες φάσεις σχεδιασμού και υφίσταται ακόμα και στο τρόπο που βιώνεται μέχρι σήμερα. Λίγα χρόνια μετά το αρχικό σχέδιο του Εμπράρ, ο ίδιος προχώρησε σε μια δεύτερη αναθεωρημένη πρόταση η οποία πλαισίωνε τις δομικές εγκαταστάσεις της στα όρια μέχρι την Εγνατία Οδό, διατηρώντας παρόμοιο ύφος και τυπολογικές αρχές. Όμως καμία από τις ιδέες του Εμπράρ δεν υλοποιήθηκε πραγματικά, αλλά αποτέλεσαν την βάση για τη δημιουργία των επόμενων και περισσότερο οριστικών προτάσεων. (Καλογήρου, 2017)

Εικ. 3.8 - Προοπτικό σχέδιο της πανεπιστημιούπολης του Ε. Εμπράρ (1929 - 1930)

74


Κεφάλαιο 3

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η σταδιακή άφιξη του μοντερνισμού στην ελληνική αρχιτεκτονική σκέψη, θα καθόριζε σημαντικά την μελλοντική εικόνα και ανάπτυξη του campus. Οι νέες εξωτερικές επιρροές έφεραν κίνητρα για την εισαγωγή πολλών νέων και ποικίλων σχεδίων τα οποία αναθεωρήθηκαν το ένα μετά το άλλο, έτσι ώστε το καθένα να μπορέσει να αφήσει ένα ελάχιστο στίγμα στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του πανεπιστημίου. Βασικές αφορμές συνεχόμενης αλλαγής των προτάσεων ήταν η προγενέστερη ύπαρξη των Εβραϊκών νεκροταφείων, του συνοικισμού της Αγίας Φωτεινής και ο επερχόμενος Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια πρώτη απόπειρα ενός σχεδίου που θα περνούσε στη διαδικασία της υλοποίησης άμεσα ανατέθηκε στη γερμανική εταιρία Siemens et Halske (1932) και πλαισιωνόταν κυρίως στη βορειοδυτική πλευρά του συνολικού campus. Η πρόταση αυτή οδήγησε στο να ανεγερθούν τα κτίρια της γεωπονικής - δασολογικής και της φυσικομαθηματικής σχολής. Το σημαντικότερο όμως σχέδιο στην περίοδο του μεσοπολέμου ήταν του αρχιτέκτονα Ν. Μητσάκη (1937), εστιάζοντας στη πλευρά του campus που βρισκόταν σε άμεση επικοινωνία με το ανατολικό τείχος, ορίζοντας μια συνεκτική και λειτουργική οργάνωση μεταξύ του αστικού ιστού, της γεωπονικής, της φυσικομαθηματικής, της φιλοσοφικής σχολής και της λέσχης συμπληρώνοντας την ελεύθερη περιοχή κυκλοφορίας με ένα κεντρικό στάδιο και χώρους αθλητισμού. (Καλογήρου, 2017) Στο τέλος του πολέμου, έπειτα από μια οδυνηρή περίοδο για την ιστορία της Θεσσαλονίκης, οι προσπάθειες για την αρχιτεκτονική εξέλιξη της πανεπιστημιούπολης άρχισαν να αναβιώνουν. Μια σειρά από νέα τοπογραφικά σχέδια όπως του αρχιτέκτονα Γ. Πάντζαρη (1945), των Β. Κυριαζόπουλου και Λ. Θανόπουλου (1950), του Γ. Τριανταφυλλίδη (1954), του Θ Αργυρόπουλου (1959) και του Γ. Αναγνωστόπουλου (1960) θα διαμόρφωναν συνολικά την χωρική οργάνωση και τα δημόσιο χαρακτήρα της. Ως εκ τούτου, μέσα σε τρεις δεκαετίες κατασκευάστηκαν τα περισσότερα κτίρια που υπάρχουν στην αρχική τους μορφή μέχρι και σήμερα, πάλι υπό την συνεργασία πολλών αρχιτεκτόνων και σε αρκετές περιπτώσεις ύστερα από προκήρυξη διαγωνισμών. Μερικά παραδείγματα είναι ο ανασχεδιασμός της Φυσικομαθηματικής και Γεωπονοδασολογικής σχολής, η Θεολογική, η Πολυτεχνική σχολή, το Χημείο και το Αστεροσκοπείο από τον Π. Καραντινό (1949 -1961), το κεντρικό συγκρότημα του κτιρίου διοίκησης, της αίθουσας τελετών, της Νομικής σχολής και της κεντρικής βιβλιοθήκης των Κ. Παπαϊωάννου και Κ. Φινέ (1960 - 1978) καθώς επίσης και το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ των Κοκκίνου και Λύρα (1947).

75


Κεφάλαιο 3

Εικ. 3.9 - Μελέτη της πανεπιστημιούπολης του Ν. Μητσάκη (1939)

76


Κεφάλαιο 3

Η μοντέρνα αρχιτεκτονική, χαρακτηριστική ως ένα συνολικό ύφος των νέων κτιρίων, άρχισε να μετατρέπεται σε ένα αναπόσπαστο κομμάτι του πανεπιστημιακού χώρου. (Καλογήρου, 2017) Οι περισσότερες σχολές επιδίωκαν βάσει σχεδιασμού να εναρμονιστούν σε ένα βαθμό με το φυσικό περιβάλλον της περιοχής. Ορισμένοι κοινοί στόχοι ήταν η ένταξη των κτιριακών όγκων στην κλίση του εδάφους, η ελεύθερη θέα προς το Θερμαϊκό κόλπο όπως και η εμμονή στην πανταχόθεν ελεύθερη δόμηση με προσαρμογή των τυπολογιών και των κινήσεων στους οδικούς άξονες. Επιπλέον, εμφανή ήταν και ορισμένα από τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, λόγου χάρη οι προσβάσεις από διαμπερείς στοές, η κίνηση μέσω υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων, μια αξιόλογη προσοχή στις μορφές και τους προσανατολισμούς των ανοιγμάτων για την αποτελεσματικότερη εξασφάλιση ηλιοπροστασίας και φυσικού φωτισμού. Ένα τελικό ρυθμιστικό σχέδιο του καθηγητή αρχιτεκτονικής Α. Μ. Κωτσιόπουλου (1993) με έμφαση στην οριοθέτηση υπαίθριων διαδρομών και ορισμένες επεμβάσεις στη ΣΘΕ (Σχολή Θετικών Επιστημών), τη Φιλοσοφική, την Πολυτεχνική σχολή, το κτίριο διοίκησης και την κεντρική βιβλιοθήκη (1991 - 1999) θα έρθουν να ολοκληρώσουν τη σημερινή εικόνα της πανεπιστημιούπολης. Το σημερινό campus έπειτα από τη σταδιακή και πολύπλευρη διαμόρφωσή του μέσα στον περασμένο αιώνα, έχει καταλήξει να αποτελεί ένα μείζονος σημασίας δημόσιο χώρο για την πόλη και ιδιαίτερα για την κοινότητα των φοιτητών. Σύμφωνα με το πνεύμα της αρχιτεκτονικής του, έχει καταφέρει λόγω σταθερών για δεκαετίες αρχών να ενσωματώνει έναν αξιόλογο πυρήνα πρασίνου εκμεταλλευόμενος σε έναν σχετικά ικανοποιητικό για τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης βαθμό τα οφέλη του φυσικού περιβάλλοντος και του ιδιαίτερου τοπίου της. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η αξία της πανεπιστημιούπολης ως δημόσιος χώρος έχει αρχίσει να κλονίζεται καθώς η ίδια έχει χάσει ορισμένα θετικά γνωρίσματα που προέκυψαν εξαιτίας διαφόρων παραγόντων. Σε κοινωνικό επίπεδο, εκλείπει το αίσθημα της ελευθερίας του να κυκλοφορεί κάποιος σε έναν οικείο και ασφαλή δημόσιο χώρο, λόγω των συχνών φαινομένων κοινωνικής παθογένειας και ομάδων ανθρώπων που διενεργούν μέσω παράνομων δραστηριοτήτων όπως διακίνηση ναρκωτικών, κλοπές και παρενοχλήσεις. Ακολούθως, η ενίοτε αδικαιολόγητη έλλειψη συμμετοχής και η αδυναμία της πολιτείας και της αυτοδιοίκησης να απομακρύνουν τα παραπάνω φαινόμενα και να δημιουργήσουν επιπλέον υπαίθριες χρήσεις και δραστηριότητες που θα προσελκύσουν περισσότερους ανθρώπους, διαιωνίζουν την ανώφελη ανενεργή κατάσταση του χώρου.

77


Κεφάλαιο 3

Τέλος, ο ίδιος ο σχεδιασμός του campus, εκτός από ευνοϊκές, δημιούργησε ενδεχομένως ασυναίσθητα και ορισμένες ενοχλητικές συνθήκες. Τα σύνορα του campus οριοθετούνται αυστηρά σε σχέση με τον άμεσο αστικό ιστό και καθίσταται αδύνατη η άνετη επικοινωνία με τις γύρω γειτονιές. Επιπλέον η ελλιπής ή δύσκολη συντήρηση και η αφιλόξενη κλίμακα σε αρκετούς ελεύθερους χώρους και κτίρια προκαλούν αδυναμία στους φοιτητές να κυκλοφορήσουν και να δραστηριοποιηθούν σ’ αυτούς. Έτσι, η πανεπιστημιούπολη πρόκειται για ένα δημόσιο χώρο με αμφιλεγόμενο χαρακτήρα, τόσο φιλικό όσο και μη προς τον άνθρωπο, αλλά με πιθανές δυνατότητες θετικής εξέλιξης για το μέλλον, οι οποίες μπορούν να εξαρτηθούν τόσο από την ίδια την αρχιτεκτονική σκέψη όσο και από ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια.

Εικ. 3.10 - Ο προαύλιος χώρος της Κεντρικής Βιβλιοθήκης, το Μετεωροσκοπείο και το Αστεροσκοπείο

78


Κεφάλαιο 3

Εικ. 3.11 - Η Κεντρική Βιβλιοθήκη του Α.Π.Θ.

Εικ. 3.12 - Η πλατεία που περικλείεται από τη Φιλοσοφική, Θεολογική και Νομική Σχολή

79


Κεφάλαιο 3

2ο Παράδειγμα - Η Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης Αρχιτέκτονες : Π. Νικηφορίδης, B. Cuomo Χρονολογία : 2006 - 2012 Ξεκινώντας και εδώ με μια μικρή ιστορική αναδρομή, η παραλία της Θεσσαλονίκης ίσως να αποτελεί το σημαντικότερο δημόσιο χώρο σε ολόκληρο τον αστικό ιστό μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για έναν καθαρά ανοικτό ελεύθερο χώρο που διατηρεί και ισχυροποιεί ένα πολύ ιδιαίτερο φυσικό χαρακτηριστικό της πόλης, την άμεση επαφή της με τη θάλασσα. Τα έργα της παραλίας άρχισαν να δρομολογούνται από τη δεκαετία του 1940, η οποία είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον σημερινό ιστιοπλοϊκό όμιλο το 1953 και μέχρι το 1959 ως το Καραμπουρνάκι. Στη συνέχεια, έως τα τέλη του 1970, διακόπτεται οριστικά η άμεση επαφή των μέχρι τότε αρχοντικών με τη θάλασσα λόγω της διάνοιξης της σημερινής λεωφόρου Μεγ. Αλεξάνδρου. (Κολώνας, 2012) Η παλιά παραλία όπως ήταν γνωστή για τέσσερις δεκαετίες, ήταν ένα σημαντικό τμήμα τις καθημερινής κυκλοφορίας των κατοίκων, καθώς τους έδινε μια ευκαιρία για την απόλαυση της ατμόσφαιρας που αποπνέει η θάλασσα και την ενασχόληση με υπαίθριες δραστηριότητες. Όμως η εικόνα της θα δεχόταν μελλοντικά έντονες αλλαγές και μάλιστα προς τη δημιουργία ενός πιο φιλικού και ζωντανού δημόσιου χώρου καθώς η προηγούμενη κατάστασή της φανέρωνε μια αδιαφορία που οδηγούσε σταδιακά στην υποβάθμισή της. Οι επόμενες σκέψεις για τον επαναπροσδιορισμό του παραλιακού μετώπου ξεκίνησαν το 1997, τη χρονιά που η Θεσσαλονίκη είχε ανακηρυχθεί ως «πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης».

Εικ. 3.13 - Η παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης

80


Κεφάλαιο 3

Με αφορμή λοιπόν την γενικότερη απόφαση να υλοποιηθούν έργα που να αναδεικνύουν τη πολιτισμική και αρχιτεκτονική ταυτότητα της πόλης, κρίθηκε σημαντικό να αναβαθμιστεί και η ποιότητα της παραλίας. Αρχικά κηρύχθηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, ο οποίος εν τέλει δεν έφερε στην επιφάνεια την τελική πρόταση. Έτσι λοιπόν στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του νέου πλέον αιώνα ανατέθηκε στους αρχιτέκτονες Π. Νικηφορίδη και B. Cuomo η δημιουργία πρότασης της γνωστής νέας παραλίας. Το έργο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε σε δυο διαδοχικές φάσεις. Η πρώτη φάση αποπερατώθηκε από το 2006 μέχρι το 2008 και καταλάμβανε την έκταση από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι και τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο. Η παραλία, από τυπολογική άποψη είναι, χωρισμένη συνολικά σε επιμέρους θεματικούς κήπους προς τη πλευρά της παραλιακής λεωφόρου Μ. Αλεξάνδρου, διατηρώντας από την αντίθετη πλευρά μια ενιαία ζώνη κυκλοφορίας και σημείων στάσης σε άμεση επαφή με το Θερμαϊκό κόλπο. Οι θεματικοί κήποι της πρώτης φάσης από το Μέγαρο μέχρι και τον Όμιλο είναι: ο Κήπος της Μουσικής, ο Κήπος του Νερού, ο Κήπος της Μνήμης, ο Κήπος των Ρόδων και ο Κήπος του Ήχου, όλοι με διαφορετικές διαμορφώσεις πρασίνου και δευτερευόντων προσβάσεων και χώρων. Η δεύτερη φάση, υλοποιήθηκε από το 2009 μέχρι το 2012 και περιλαμβάνει όλη την έκταση από τον Όμιλο μέχρι και το Λευκό Πύργο. Οι αντίστοιχοι θεματικοί κήποι με τη σειρά είναι: ο Κήπος των Γλυπτών, ο Κήπος της Μεσογείου, ο Κήπος του Οδυσσέα Φωκά, ο Κήπος των Εποχών, ο Κήπος της Άμμου - Κήπος του Ίσκιου, ο Κήπος του Απογευματινού Ήλιου και ο Κήπος του Αλεξάνδρου. (“Τα μοναδικά πάρκα της νέας παραλίας Θεσσαλονίκης,” n.d.)

81


Κεφάλαιο 3

Εικ. 3.14 - Ο Κήπος των Ρόδων

Εικ. 3.15 - Ο Κήπος του Ήχου

82


Κεφάλαιο 3

Εξετάζοντας την αρχιτεκτονικά και περιβαλλοντικά, η νέα παραλία καθίσταται μια ευχάριστη ευκαιρία για τον πολίτη να απολαύσει τα οφέλη του φυσικού περιβάλλοντος καθώς χαρακτηρίζεται από μεγάλες εκτάσεις πρασίνου, πλούσιες σε οξυγόνο και σε ποικίλες μορφές όπως γρασίδι, παρτέρια και δεντροστοιχίες καθώς και την έντονη ύπαρξη του υγρού στοιχείου που προφέρει φυσικό δροσισμό, είτε λόγω της γειτνίασης με τη θάλασσα, είτε μέσω τεχνητών εγκαταστάσεων όπως βρύσες, καταράκτες, λίμνες, συντριβάνια και δεξαμενές. Επίσης, εμφανής είναι και η χρήση ποικίλων υλικών, αρκετών εκ των οποίων μάλιστα τοπικής προέλευσης, όπως ξυλεία, μάρμαρο, στοιχεία σκυροδέματος, πατημένο χώμα και χυτά δάπεδα από αδρανή υλικά. Οι μόνοι εσωτερικοί χώροι, είναι τα διάφορα περίπτερα σε όλη την έκταση του παραλιακού μετώπου, τα οποία είναι κατασκευασμένα από ελαφρύ μεταλλικό σκελετό και μεγάλα γυάλινα ανοίγματα αξιοποιώντας τον ευνοϊκό νότιο προσανατολισμό όταν φιλοξενούν τις εκάστοτε εκθέσεις και δρώμενα. Επιπλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά είναι και ο φυσικός και τεχνητός φωτισμός για την ασφαλή κυκλοφορία και η ηχοπροστασία μέσω εγκιβωτισμένων λίθων και διαφόρων εμποδίων. (“Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης,” n.d.) Το σημαντικότερο όμως απ’ όλα είναι ότι η νέα παραλία έχει υιοθετήσει πραγματικά τις αξίες ενός δημόσιου χώρου. Πρόκειται για μια περιοχή που την έχουν «αγκαλιάσει» οι πολίτες της Θεσσαλονίκης και γιατί όχι άλλωστε εφόσον προσφέρονται πάρα πολλές ευκαιρίες για διαφόρων ειδών δραστηριότητες και γεγονότα. Ο καθένας έχει τη δυνατότητα για χαλάρωση, για αναψυχή, για παιχνίδι, για άθληση και για συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους. Παράλληλα διοργανώνονται ποικίλων τύπων εκδηλώσεις όπως μουσικές συναυλίες, θερινές παραστάσεις, φεστιβάλ, εκθέσεις και εθελοντικές δράσεις που πολλές από αυτές αφορούν την καθαριότητα και την προστασία των ίδιων των χώρων της παραλίας. Επίσης, προσφέρονται ευκαιρίες άνετης κυκλοφορίας για τον πεζό και το ποδήλατο και είναι έντονη και η εμπορική και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Γενικότερα, η νέα παραλία είναι ένας χώρος που έδωσε και εξακολουθεί να δίνει πραγματική πνοή δημόσιας ζωής στην πόλη, μια σύγχρονη «αστική όαση» που επιτρέπει τόσο την αξιοποίηση της φύσης ως ένα πεδίο εξυγίανσης του σύγχρονου αστικού τοπίου όσο και την καθημερινή επαφή των πολιτών για την ανάδειξη της κοινωνικής ποικιλομορφίας της Θεσσαλονίκης.

83


Κεφάλαιο 3

Εικ. 3.16 - Χώρος πρασίνου στη Νέα Παραλία

Εικ. 3.17 - Ζώνη περιπάτου και ποδηλασίας

84


Κεφάλαιο 3

3ο παράδειγμα - Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Αρχιτέκτονας : Κ. Κρόκος Χρονολογία : 1989 - 1995 Το συγκεκριμένο παράδειγμα σε αντίθεση με τα προηγούμενα δυο, πρόκειται για ένα δημόσιο ανεξάρτητο κτίριο το οποίο μάλιστα αποτελεί επιπλέον λόγω της χρήσης του, έναν φορέα ιστορίας και πολιτισμού δίνοντας μια περισσότερο πολύπλευρη σημασία στην τοπική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε χρονολογικά μεταξύ 1989 και 1995, σύμφωνα με τις καθοδηγήσεις και την επιμέλεια του αρχιτέκτονα Κ. Κρόκου. Βρίσκεται και αυτό στην περιοχή του ανατολικού ρήγματος, νοτιοανατολικά της Πανεπιστημιούπολης και της Διεθνούς Έκθεσης, σε γειτνίαση με επιπλέον σημαντικούς πολιτισμικούς χώρους της πόλης όπως το νέο Δημαρχιακό Μέγαρο, το Αρχαιολογικό, το Πολεμικό Μουσείο και το Βελλίδειο συνεδριακό κέντρο. Από άποψη σχεδιασμού, το μουσείο διαρθρώνεται κτιριολογικά με την ύπαρξη περιμετρικών όγκων οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους μέσω υπαίθριων διαδρομών καθώς δημιουργούνται στους κεντρικούς ελεύθερους χώρους τους δυο ανοικτές αυλές, περιβαλλόμενες στο κατώτερο επίπεδο από στοές που φέρουν επαναλαμβανόμενα περιστύλια.

Εικ. 3.18 - Τμήμα της νότιας όψης του μουσείου

85


Κεφάλαιο 3

Το μεγαλύτερο από τα δυο αίθρια, είναι ο πρώτος χώρος που συναντάει ο επισκέπτης με την είσοδό του στο μουσείο, όπου εκεί βρίσκονται και η υποδοχή με το αναψυκτήριο. Στο ισόγειο καθώς και στα ανώτερα επίπεδα μπορεί κανείς να συναντήσει τις εκθεσιακές αίθουσες, οι οποίες είναι προσβάσιμες τόσο ανεξάρτητα μέσω μιας κυκλικής ανοδικής διαδρομής που έχει συνεχή οπτική επαφή με το αίθριο όσο και από διαδοχικές εισόδους από τη μια αίθουσα στην άλλη. Η κυκλική διαδρομή καταλήγει στο βατό δώμα, όπου επιτρέπεται η κίνηση προς τους χώρους του προσωπικού, προσφέροντας ταυτόχρονα ένα άμεσο οπτικό πεδίο προς τη θάλασσα. (Καλογήρου, 2000) Τα συγκεκριμένα μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά του μουσείου παραπέμπουν σε μια αρχιτεκτονική παράδοση που στηρίζεται τόσο σε βυζαντινά όσο και σε αρχαιοελληνικά πρό τυπα χωρικής οργάνωσης και λειτουργικότητας. Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος καθίστανται ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες για τους συνθετικούς χειρισμούς που έχουν ληφθεί υπόψη στο σχεδιασμό. Οι ευκαιρίες για θέα καθώς και ο έξυπνος φυσικός φωτισμός και αερισμός των χώρων επιτυγχάνονται μέσω του βατού δώματος, την άμεση επικοινωνία των εκθέσεων, την ύπαρξη των αιθρίων, των ημιυπαίθριων στοών και ποικίλων ανοιγμάτων με ιδιαίτερες οπτικές φυγές και ρυθμισμένα συστήματα ηλιοπροστασίας όπως μεταλλικές περσίδες.

Εικ. 3.19 - Το κεντρικό αίθριο

86


Κεφάλαιο 3

Επιπρόσθετα, η αλληλοεπικάλυψη των κτιριακών όγκων προσδίδουν διαρκή σκιασμό σε ορισμένες όψεις και η επιμελημένη έκταση διαμορφωμένου πρασίνου, αναχωμάτων και υψηλής βλάστησης στον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου δημιουργούν μια ήπια σχέση με το έδαφος και μια ευχάριστη ευκαιρία για περιήγηση. Αξιοπρόσεχτη είναι παράλληλα και η επιλογή διαφορετικών κατασκευαστικών υλικών όπως το πελεκημένο σκυρόδεμα, τα χωρίσματα ηχοπροστασίας από επένδυση λιθοδομής, το μάρμαρο, η κοκκινόχρωμη οπτοπλινθοδομή ως πλήρωση του φέροντος οργανισμού και οι λευκές επιφάνειες στο εσωτερικό χώρο των εκθέσεων. (Κτίριο Περιοδικό, n.d.) Όλοι οι παραπάνω χειρισμοί έρχονται και συνιστούν ένα λειτουργικό σύνολο, με μια ιδιαίτερη αισθητική το οποίο αν και κάπως αυτοαναφερόμενο, δηλώνει μια διάθεση για αρμονική ένταξη στο αστικό τοπίο, ενισχύοντας τον τοπικό και συνάμα περιβαλλοντικό χαρακτήρα του κτιρίου και εφαρμόζοντας ταυτόχρονα σύγχρονες δομικές τεχνικές. Δημιουργείται δηλαδή ένα παράδειγμα δημόσιας αρχιτεκτονικής που αν και η δημόσια ζωή δεν παρατηρείται πάντοτε σε έντονο βαθμό λόγω της χρήσης, αποτελεί ένα σημαντικό κτίριο για την αρχιτεκτονική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης με ευγενή διάλογο και σεβασμό προς τις αξίες της φύσης.

Εικ. 3.20 - Τμήμα της βόρειας όψης του μουσείου

87


Κεφάλαιο 3

Εικ. 3.21 - Η κεντρική είσοδος του μουσείου

88


Συμπεράσματα Η αρχιτεκτονική ταυτότητα των πόλεων στη σημερινή εποχή, ίσως να φαίνεται πως αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο σημείο όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο δύναται να εκφράζει και να αντιπροσωπεύει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και τις μοναδικές αξίες ενός τόπου. Όμως στην πραγματικότητα, η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής και γενικότερα κάθε ανθρώπινης παρέμβασης που έχει να κάνει με το δομημένο - διαμορφωμένο χώρο σε μια πόλη, προσδίδει στις περισσότερες περιπτώσεις μια εντελώς άμεση εντύπωση της σύγχρονης ζωής, άρα λοιπόν και μια καθαρή και αληθινή εικόνα της εκάστοτε τοπικής ταυτότητας. Οι κοινωνίες εξελίσσονται στο χρόνο, άρα και η ταυτότητα του τόπου μεταβάλλεται. Συνεπώς, η αρχιτεκτονική λαμβάνοντας υπόψη όλες τις κοινωνικοπολιτικές, οικονομικές και ιστορικές εξελίξεις, είναι φυσικό και επόμενο να μαρτυρά τις συνθήκες ενός σύγχρονου πολιτισμού. Το κύριο ζήτημα όμως είναι κατά πόσο οι συνθήκες αυτές έρχονται να διαταράξουν την ισορροπία που υπάρχει ανάμεσα στην ύπαρξη της φύσης και την ανθρώπινη παρέμβαση όπως επίσης και ανάμεσα στην ιστορία ή την παράδοση και στις διεθνείς επιρροές και πρότυπα. Οι οποιεσδήποτε αλλαγές ριζικές ή ήπιες, γίνονται εξαιρετικά εμφανείς, έχοντας άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο ενώ παράλληλα η αρχιτεκτονική καθίσταται ένα υλικό και απτό μέσο ανάγνωσης των αλλαγών και των τρόπων με τους οποίους αυτές βιώνονται στους χώρους της πόλης. Εστιάζοντας στη Θεσσαλονίκη, το φυσικό περιβάλλον της έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και συγκεκριμένα κλιματικά χαρακτηριστικά, τα οποία ο σχεδιασμός μπορεί να αξιοποιήσει για την δημιουργία βιώσιμων και φιλικών προς τους πολίτες χώρων. Το αστικό τοπίο άλλαξε αρκετά στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, φιλοξενώντας κρίσιμα ιστορικά γεγονότα και μια διαδοχική εμφάνιση ορισμένων αρχιτεκτονικών τάσεων, με κύριο γνώμονα την εξυπηρέτηση μαζικών αναγκών και οραμάτων οικονομικής ανάπτυξης. Το αποκορύφωμα της έντονης ανθρώπινης επέμβασης ήταν η εξάπλωση του δομημένου περιβάλλοντος μέσω των πολυκατοικιών. Η προσπάθεια όμως να ενσωματωθεί η φύση και τα γνωρίσματά της στις διάφορες μεταβολές υπήρξε μηδαμινή και με αυτόν τον τρόπο επήλθε μια λεγόμενη ρήξη μεταξύ της αρχιτεκτονικής και του φυσικού περιβάλλοντος.

89


Σαφώς η κοινωνία της Θεσσαλονίκης όπως και οι περισσότερες σύγχρονες πόλεις έχουν την ανάγκη για εξέλιξη σε μια κοινή κατεύθυνση που προτείνουν οι διεθνείς σχέσεις και η άμεση αλληλεξάρτηση των σύγχρονων οικονομικών και πολιτικών τους κόσμων. Θεωρείται θεμιτό να γίνονται προσπάθειες για την επίτευξη μιας καθημερινότητας η οποία θα έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει ένα ενδεχομένως πιο ευέλικτο και πιο προσοδοφόρο μέλλον για τη ζωή των πολιτών. Ωστόσο, είναι εξίσου σημαντικό μια κοινωνία να θέτει τα δικά της όρια μεταβολής και να μην απομακρύνεται δραματικά από τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα της, το περιβάλλον της και τον πολιτισμό της. Η αρχιτεκτονική ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι ένα μέσο που καθορίζει και φανερώνει τη σχέση μεταξύ της τοπικής ταυτότητας και των διεθνούς πνεύματος και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη του σήμερα αυτό γίνεται αρκετά αντιληπτό. Αυτή η σχέση έχει άμεση επίδραση και στη συμπεριφορά του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον, το οποίο σταδιακά αρχίζει και αλλοιώνεται μέσα στο σύγχρονο αστικό τοπίο. Η βαθμιαία ανάπτυξη του δομημένου χώρου και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, όσο φυσιολογική και θεμιτή να θεωρείται, γίνεται με αρκετά μεγάλους ρυθμούς σε μέτρο που δεν λαμβάνονται υπόψη οι αξίες και ο σεβασμός προς τη φύση. Η Θεσσαλονίκη, όπως και άλλες πόλεις έχουν την ανάγκη να αποδεσμευτούν από την ασφυκτική και αποξενωμένη ατμόσφαιρα που προκαλεί η ανεξέλεγκτη εξάπλωσή τους. Ίσως το σημαντικότερο πεδίο όπου να μπορεί η αρχιτεκτονική να δώσει λύσεις σε αυτό το πρόβλημα είναι ο δημόσιος χώρος, στον οποίο ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να βιώσει περισσότερο άμεσα τις φυσικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Ως δημόσιο χώρο και κατ’ επέκταση δημόσια αρχιτεκτονική εννοούμε τη διαμόρφωση τόσο ελεύθερων χώρων όσο και κτιρίων όπου μπορεί κανείς να βιώσει τη δημόσια ζωή και να αντιλαμβάνεται ότι ανήκουν από κοινού σε ολόκληρο το σύνολο του πληθυσμού. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα και να αναπτύξει κοινωνικές και άλλων τύπων δραστηριότητες μέσω των οποίων θα έχει τη δυνατότητα να καλλιεργήσει ένα συλλογικό πνεύμα και να πετύχει σημαντικούς στόχους για την εξυγίανση των περιβαλλοντικών και όχι μόνο συνθηκών που αντιμετωπίζει στην πόλη.

90


Στη Θεσσαλονίκη, αν και όχι σε πληθώρα, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα αρχιτεκτονικής του δημοσίου χώρου που έχουν καταφέρει το καθένα με τις ιδιαιτερότητές του, να επαναπροσδιορίσουν θετικά την επαφή του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον και την ωφέλιμη εκμετάλλευσή του. Έτσι λοιπόν, η δημόσια αρχιτεκτονική είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό πεδίο εφαρμογής για την άμεση δημιουργία και προσφορά βιώσιμων φιλικών προς τη φύση χώρων στους πολίτες, για την ανάδειξη της τοπικής κουλτούρας και ταυτότητας και τέλος για την ελευθερία έκφρασης και μελλοντικής εξέλιξης της κοινωνίας.

91


Πηγές - Βιβλιογραφία Ελληνική Βιβλιογραφία 1. Ανδρεαδάκη Χρονάκη, Ε. (2003). Περιβάλλον και Δομημένος Χώρος : Βιοκλιματική Προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ. 2. Δανιήλ, Μ. Ν. (2007). Δημόσιος χώρος και δημόσια χωή στη σύγχρονη πόλη. Κοινωνικοψυχολογική προσέγγιση του εμπορικού πολυλειτουργικού κέντρου στην Ελλάδα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 3. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας. (2001). Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Πόλεων και Ανοικτών Χώρων (1η). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. 4. Καλογήρου, Ν. (2000). Σύγχρονη Ελληνική Αρχιτεκτονική 3. Δημόσια Αρχιτεκτονική (1η; Κ. Δημήτρης, Ed.). Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης Παιδεία. 5. Καλογήρου, Ν. (2017). Η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ ως πεδίο αρχιτεκτονικού και αστικού εκσυγχρονισμού (1η). Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 6. Καυκαλάς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ., & Παπαμίχος, Ν. (2008). Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο. Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική Α.Ε. 7. Κολώνας, Β. (2012). Θεσσαλονίκη 1912-2012. Η Αρχιτεκτονική μιας Εκατονταετίας (1η). Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 8. Φεσσά-Εμμανουήλ, Ε. (1993). Κτίρια για Δημόσια Χρήση στη Νεότερη Ελλάδα 1827-1992 (1η). Αθήνα: Παπασωτηρίου. 9. Χατζησάββα Ν., Δ. (2009). Η Έννοια του Τόπου στις Αρχιτεκτονικές Θεωρίες και Πρακτικές - σχέσεις φιλοσοφίας και αρχιτεκτονικής τον 20ο αιώνα. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

92


Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία 1. Gehl, J. (2006). Life Between Buildings (2nd ed.). Copenhagen: The Danish Architectural Press. 2. Ghavampour, E. (2013). Sustainability in Public Space and the Changing View of Nature. Melbourne. 3. Krier, R. (1993). Urban Space (2nd ed.; Rizzoli, Ed.). New York. 4. Lefaivre, L., & Tzonis, A. (2003). Critical Regionalism. Architecture and Identity in a Globalised World (1st ed.). Berlin: Prestel. 5. Lynch, K. (1960). The Image of the City (1st ed.). Cambridge, Mass: The MIT Press. 6. Norberg-Schulz, C. (2000). Architecture: Presence, Language, Place (1st ed.). Milan: Skira. 7. Norberg-Schulz, C. (2009). Genius Loci: Το πνεύμα του τόπου. Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ. 8. Rossi, A. (1982). The Architecture of the City (2nd ed.). Chicago, IL: The Graham Foundation for Advanced Studies in the Fine Arts.

93


Διαδικτυακές Πηγές 1. Καιρικά Δεδομένα Θεσσαλονίκης. (n.d.). Retrieved April 17, 2019, from Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία (Ε.Μ.Υ.) website: http:// www.hnms.gr/emy/el/climatology/climatology_city?perifereia=Central Macedonia&poli=Thessaloniki_Mikra 2. Κτίριο Περιοδικό. (n.d.). Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη. Retrieved April 28, 2019, from Εκδόσεις Κτίριο website: http://www.ktirio. gr/κτιρια/κτιρια-δημοσια-εκπαιδευσησ-υγειασ/μουσείο-βυζαντινού-πολιτισμού-στη-θεσσαλονίκη 3. Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης. (n.d.). Retrieved April 23, 2019, from ThessalonikiGuide.gr website: https://www.thessalonikiguide.gr/place/neaparalia/ 4. Τα μοναδικά πάρκα της νέας παραλίας Θεσσαλονίκης. (n.d.). Retrieved April 22, 2019, from Inthessaloniki.com website: https://inthessaloniki.com/el/ εξερευνήστε/τα-μοναδικά-πάρκα-της-νέας-παραλίας-θε/

94


Πηγές Εικόνων Κεφάλαιο 1 1.1: https://www.greeka.com/photos/macedonia/ thessaloniki/travel/hero/thessaloniki-travel-1280.jpg 1.2: https://pixabay.com/photos/greece-thessaloniki-arch-of-galerius-2865384/ 1.3: https://s-ec.bstatic.com/images/hotel/max1280x900/649/64944944.jpg 1.4: https://pixabay.com/photos/green-park-season-nature-outdoor-1072828/ 1.5: https://unsplash.com/photos/lf25pgbeizo 1.6: https://wg1.ipcc.ch/publications/wg1-ar4/faq/wg1_faq-1.3.html 1.7: https://www.dwd.de/EN/research/climateenvironment/ climate_impact/urbanism/urban_heat_island/urbanheatisland_node.html 1.8: Ανδρεαδάκη Χρονάκη, Ε. (2003). Περιβάλλον και δομημένος χώρος (σελ. 35) 1.9: http://www.croftandassociates.com/ croft-and-associates-architecture/bioclimatic-design 1.10: Google Maps (https://www.google.gr/maps/) 1.11: https://www.voria.gr/images/thumbs_large//2015-06/oq4ssQGgF4CXau2KLk ww.jpg

Κεφάλαιο 2 2.1: https://thessaloniki.travel/media/k2/items/cache/00e7056ec788d5b42162 a6c13dbba43c_XL.jpg 2.2: https://parallaximag.gr/wp-content/uploads/2018/03/gatenio-2.jpg 2.3: https://www.in.gr/files/1/2017/12/01/bianca.jpg 2.4: https://pixabay.com/photos/greece-thessaloniki-city-square-2710517/ 2.5: http://techliners.com/thessaloniki/thess_indiv/1246-1.jpg 2.6: Κολώνας, Β. (2012). Θεσσαλονίκη 1912-2012. Η αρχιτεκτονική μιας εκαντονταετίας (σελ. 134) 2.7: https://www.lifo.gr/uploads/image/1120032/16665950.jpg 2.8: https://beater.gr/wp-content/uploads/2016/11/ 2016-polykatoikia-sofouli-out.jpg

95


2.9: https://ais.badische-zeitung.de/piece/04/60/c9/05/73451781-h-720.jpg 2.10: https://www.freiburg.de/pb/site/Freiburg/get/params_ E155689264/744958/Vauban_Foto-FWTM-Schoenen.jpg 2.11: https://media.zentech.gr/filesystem/images/20150204/engine/ pegasus_LARGE_t_160_11178129_type13021.jpg 2.12: http://domesindex.com/media/buildings/ oxilithos_antonakakis_photos_01.jpg 2.13: https://visit.alvaraalto.fi/app/uploads/2018/05/ aalto-sacc88ynacc88tsalon-kunnantalo-visit-jyvacc88skylacc88-tero-takalo-eskola-1-1400x806.jpg 2.14: https://www.thenational.ae/image/policy:1.674969:1510470962/ Na-AC-Louvre-Opens.jpg?f=16x9&w=1200&$p$f$w=4f42d97 2.15: https://www.greenmountainenergy.com/why-renewable-energy/renewable-energy-101/ 2.16: https://img.theculturetrip.com/wp-content/uploads/2017/03/ amsterdam1_white_netherlands_amsterdam_oosterdok-4-7.jpg Κεφάλαιο 3 3.1: https://www.zougla.gr/perivallon/article/ kokinos-vaftike-o-8ermaikos-1150909 3.2: https://portnet.gr/images/2018/limani_thessaloniki_kosmos.jpg 3.3: http://domesindex.com/media/buildings/ megaro_isozakiSchema4_photos_01.jpg 3.4: https://cdn.vox-cdn.com/thumbor/Yb_4ickZ4ihNUAyvADOkCeisF2M=/ 0x0:4800x3667/1200x0/filters:focal(0x0:4800x3667):no_upscale()/ cdn.vox-cdn.com/uploads/chorus_asset/file/16096910/air water_ cst_081714_012_482466431.jpg 3.5: https://i.pinimg.com/originals/e5/79/6d/ e5796d9a92091b57498392c1db8f6314.jpg 3.6: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.7: Καλογήρου, Ν. (2017). Η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ ως πεδίο αρχιτεκτονικού και αστικού εκσυγχρονισμού (σελ. 77, εικ. 59) [Θεσσαλονίκη.Τεκμήρια Φωτογραφικού Αρχείου 1900 – 1980, 2009: 31] 3.8: Καλογήρου, Ν. (2017). Η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ ως πεδίο αρχιτεκτονικού και αστικού εκσυγχρονισμού (σελ. 46, εικ.29) [αρχείο Α. Καραδήμου – Γερόλυμπου, Α. Βιτοπούλου (ανασχεδίαση και επιχρωματισμός του πρωτότυπου)]

96


3.9: Καλογήρου, Ν. (2017). Η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ ως πεδίο αρχιτεκτονικού και αστικού εκσυγχρονισμού (σελ. 55, εικ. 38) [αρχείο Ν. Μητσάκη, Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, Μουσείο Μπενάκη, ΑΝΑ_14_64_31: Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ανώτατη Βιομηχνανική, Γενικό Διάγραμμα] 3.10: Καλογήρου, Ν. (2017). Η πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ ως πεδίο αρχιτεκτονικού και αστικού εκσυγχρονισμού (σελ. 262, εικ. 321) [αρχείο Α. Μ. Κωτσιόπουλου, Μπ. Λουιζίδης] 3.11: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.12: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.13: Κολώνας, Β. (2012). Θεσσαλονίκη 1912-2012. Η αρχιτεκτονική μιας εκαντονταετίας (σελ.187, εικ. 349) [Μουσείο Μπενάκη. Φωτογραφικό αρχείο (αρχείο Δημ. Χαρισιάδη)] 3.14: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.15: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.16: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.17: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.18: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.19: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.20: Προσωπικό Αρχείο (Παπαγεωργίου Δ.) 3.21: https://www.mbp.gr/sites/default/files/styles/ page_images/public/ppp111.jpg?itok=o3twE-rw

97


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.