Theories of Architecture 2 - Essay

Page 1


Περιεχόμενα 1. Εισαγωγικά

1.1 Πρόλογος.........................................................................................................................................................................................σελ. 2

1.2 Εισαγωγή..........................................................................................................................................................................................σελ. 3

1.3 Ερωτήματα.......................................................................................................................................................................................σελ. 3

2. Θεωρητικός Προβληματισμός 2.1 Φαινομενολογία της Αντίληψης....................................................................................................................................................σελ. 4

2.2 Βιωματικός Χώρος..........................................................................................................................................................................σελ. 8

3. Αρχιτεκτονική Έκφραση

3.1 Λίγα λόγια για τον Αρχιτέκτονα Steven Holl................................................................................................................................σελ. 12

3.2 Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης KIASMA.......................................................................................................................................σελ. 13

3.3 Συμπεράσματα...............................................................................................................................................................................σελ. 18

Πηγές - Βιβλιογραφία......................................................................................................................................................................................σελ. 19

1


1. Εισαγωγικά

1. Εισαγωγικά 1.1 Πρόλογος Η παρούσα εργασία έχει ως κύριο θέμα την θεωρητική ανάλυση του χώρου σύμφωνα με τις φιλοσοφικές αρχές της φαινομενολογίας και τον συσχετισμό της με την αρχιτεκτονική έκφραση και πρακτική μέσα από ένα ολοκληρωμένο αρχιτεκτονικό παράδειγμα. Η φαινομενολογία, ως ένα ιδιαίτερα περίπλοκο γνωστικό πεδίο της επιστήμης της φιλοσοφίας, έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και προβληματισμού πολλών φιλοσόφων, όπως ο Edmund Husserl, ο Martin Heidegger, ο Maurice Merleau-Ponty, ο Gaston Bachelard και ο Jean-Paul Sartre. Συνεπώς, υπήρξαν ορισμένες διαφορετικές προσεγγίσεις και εκδοχές σύληψης και ανάλυσης της φαινομενολογίας. Καθώς διερευνήθηκε με την πάροδο του χρόνου η σύνδεση της φαινομενολογίας με την αρχιτεκτονική σκέψη και τον σχεδιασμό, πολλοί αρχιτέκτονες τοποθετήθηκαν σχετικά με την ερμηνεία της σύνδεσης αυτής, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Μερικοί από αυτούς είναι ο Christian Norberg-Schulz, ο Juhani Pallasmaa, o Kevin Lynch, ο Steven Holl, ο Peter Zumthor και ο Daniel Libeskind. Στη συγκεκριμένη εργασία αρχικά, η φαινομενολογία και η σχέση της με τον άνθρωπο και το χώρο εξετάζεται περισσότερο από την προσέγγιση του M. M. Ponty, ο οποίος αναλύει σε θεωρητικό επίπεδο την ερμηνεία της αντίληψης και πώς ο άνθρωπος συνειδητοποιεί το χώρο γύρω του και δίνει το δικό του νόημα για την ύπαρξή του στο χώρο αυτό, μέσα από τις αισθήσεις και την σωματική του εμπειρία, δηλαδή με λίγα λόγια, πως ο χώρος αποκτά την έννοια του βιώματος. Στη συνέχεια, παραθέτονται ορισμένες ερμηνείες του βιώματος και του βιωματικού χώρου, βασισμένες σε γενικότερες προσεγγίσεις της φαινομενολογίας προερχόμενες από επιπλέον θεωρητικούς, όπως ο M. Heidegger και ο J. Pallasmaa. Τέλος, γίνεται η ανάλυση ενός αρχιτεκτονικού έργου και πιο συγκεκριμένα, του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Kiasma του Steven Holl, όπου περιγράφεται η βασική αρχιτεκτονική δομή του καθώς έπειτα, οι αρχιτεκτονικές ποιότητες, τα χαρακτηριστικά του μουσείου και οι αρχές και προθέσεις του αρχιτέκτονα έρχονται σε επεξηγηματικό διάλογο με τους παραπάνω θεωρητικούς προβληματισμούς.

2


1. Εισαγωγικά

1.2 Εισαγωγή Γενικά, με τον όρο «φαινομενολογία», ορίζεται το φιλοσοφικό κίνημα κατά το οποίο ο κόσμος στον οποίο ζούμε γίνεται αντιληπτός μέσα από τις αισθήσεις του κάθε ανθρώπου, οι οποίες προσδιορίζουν την συνείδηση της ύπαρξής του και απορρίπτουν την αβίαστη αποδοχή της αντικειμενικότητας και της κατεστημένης λογικής καθώς ο ίδιος προβληματίζεται σχετικά με την ανακάλυψη του «εγώ» του και της σύνδεσής του με τον κόσμο. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η αποσαφίνιση και υπόσταση αυτού του τρόπου συνείδησης του κόσμου ταλάνιζε πολλούς φιλοσόφους όπως αναφέραμε και παραπάνω. Ο Γάλλος φιλόσοφος, Maurice Merleau-Ponty, μέσω του συγγράματός του «Φαινομενολογία της Αντίληψης» (“Phenomenologie de la perception” - 1945) θέτει μια δική του τοποθέτηση σχετικά με τη θέση της φαινομενολογίας στην ανθρώπινη ύπαρξη, εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος μέσω της αντιληπτικής διαδικασίας, κινείται μεταξύ του λεγόμενου φυσικού και υπαρξιακού ή ίσως και βιωματικού χώρου, δυο θεωρητικά κόσμοι, που ίσως τελικά να μην είναι και ευδιάκριτα διαχωρισμένοι. Η έννοια της αντίληψης δεν έχει ακριβώς το συνηθισμένο της νόημα αλλά αφορά μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου γύρω μας και το πως εμείς ενσαρκωνόμαστε και δρούμε σε αυτόν. Ο χώρος, όντας το πλαίσιο των κυρίων διαστάσεων μελέτης της ανθρώπινης ύπαρξης και κατ’ επέκταση η αρχιτεκτονική ως κύρια επιστήμη θεωρητικής ανάλυσης και σχεδιασμού του χώρου, έρχονται σε πολλές περιπτώσεις και παραδείγματα σε διάλογο με τις αρχές της φαινομενολογίας. Έτσι, οι αρχιτεκτονικές σκέψεις, ιδέες, προσεγγίσεις και τεχνικές συναντούν και επαναδιαπραγματεύονται την φαινομενολογία, μέσω της δημιουργίας αυτού που αποκαλούμε βιωματικό χώρο. 1.3 Ερωτήματα Μέσα από τον αρχικό μας προβληματισμό, προκύπτουν ορισμένα βασικά ερωτήματα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κατευθυντήριος άξονας εξέτασης του ερευνητικού πεδίου αυτής της εργασίας. 1. Τι ορίζεται ως υπαρξιακός χώρος; 2. Ποια είναι η σχέση μεταξύ υπαρξιακού και φυσικού χώρου; 3. Πως ερμηνεύεται η ανθρώπινη αντίληψη κατά τον M. M. Ponty; 4. Τι ορίζεται ως βιωματικός χώρος; 5. Ποια είναι η σχέση μεταξύ βιωματικού και υπαρξιακού χώρου; 6. Ποια είναι η σύνδεση μεταξύ βιωματικού χώρου και αρχιτεκτονικής; 7. Πως το νόημα του βιωματικού - υπαρξιακού χώρου μεταφράζεται στην αρχιτεκτονική του S. Holl;

3


2. Θεωρητικός Προβληματισμός

2. Θεωρητικός Προβληματισμός 2.1 Φαινομενολογία της Αντίληψης Ο Γάλλος φιλόσοφος Maurice Merleau-Ponty (1908 – 1961) μέσω του σημαντικότερου συγγραφικού του έργου «Η Φαινομενολογία της Αντίληψης» (1945) διερευνά την έννοια της αντίληψης του ανθρώπου μέσω της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο. Ο άνθρωπος μέσω της αντίληψης καλείται να κατανοήσει ενδότερα μέσα στον εαυτό του, τη σχέση του με το άμεσο περιβάλλον και να επανακαθορίσει στο μυαλό του την ίδια την ύπαρξη και τα βαθύτερα νοήματα που απορρέουν από αυτήν. Αυτό σύμφωνα με το συγγραφέα επιτυγχάνεται καθώς ο άνθρωπος, το λεγόμενο υποκείμενο μέσω της σκέψης του (cogito) και των σωματικών του αισθήσεων προσπαθεί να ανακαλύψει τη σύνδεσή του με τον κόσμο, ο οποίος αποκτά μια ασάφεια ως προς την ερμηνεία του. Επι της ουσίας, ο άνθρωπος δεν κρατάει μια παθητική στάση απέναντι στον κόσμο αλλά εμπλέκεται ενεργά με αυτόν επιχειρώντας να αποσαφηνήσει τους νόμους με τους οποίους λειτουργεί δημιουργώντας ένα πρωταρχικό πλαίσιο αναφοράς, το οποίο προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς από τα αρχέγονα ένστικτα και τις θεμελιώδεις γνώσεις του ίδιου του ανθρώπου. Ο M. Ponty αρχικά εξηγεί πως ο άνθρωπος έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα γύρω του. Η αντιληπτική διαδικασία είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός του ανθρώπινου σώματος και νου, η οποία επιτρέπει την συναισθηματική και εις βάθος εξάρτηση και ύπαρξη του υποκειμένου στο χώρο και όχι την αντικειμενική και ορθολογική ανάγνωσή του. Ο χώρος όπου βρίσκεται ο άνθρωπος, αποτελείται από ορισμένα αντικείμενα τα οποία διέπονται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά είναι που δημιουργούν ένα ενιαίο ύφος αισθήσεων, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος αισθάνεται την ύπαρξή του στο χώρο αυτό. Η νοητική ερμηνεία των χαρακτηριστικών αυτών από τον άνθρωπο, πιθανόν να καθίσταται σε έναν βαθμό ασαφής και συνήθως ο ίδιος χρησιμοποιεί τη μνήμη του ή επιμέρους παρελθοντικές αποσαφηνίσεις από τη ζωή του για την ερμηνεία του κάθε χαρακτηριστικού. Καθ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, δημιουργείται μια νέα έννοια του χώρου που ονομάζεται «υπαρξιακός χώρος». Καθώς ο άνθρωπος παρατηρεί το χώρο γύρω του, υπάρχει η περίπτωση τα αντικείμενά του να αλλοιωθούν ή και να εξαφανιστούν στο πεδίο της αντίληψης. Κατά συνέπεια, η έννοια της αντίληψης σταματάει να υπάρχει μέσα του και ο ίδιος νιώθει πως βρίσκεται σε ένα κενό χώρο, εγκαταλελειμμένος, παρ’ όλο που όλα τα αντικείμενα συνεχίζονται να βρίσκονται γύρω του στο φυσικό χώρο. Σε ένα ενδιάμεσο αντιληπτικό στάδιο, ο άνθρωπος μπορεί πλέον να αναγνωρίσει κάποια από τα αντικείμενα τα οποία όμως του μοιάζουν ακανόνιστα και αλλόκοτα, χωρίς να συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο το οποίο να έχει νόημα. Αυτό για παράδειγμα, μπορεί να συμβεί όταν ένας άνθρωπος σταματάει ασυνείδητα να ελέγχει τη σκέψη του ενώ ταυτόχρονα άλλοι άνθρωποι κινούνται μπροστά του. Ο μη σκεπτόμενος δεν αντιλήφθηκε με ποιον τρόπο οι άνθρωποι μπροστά του βρέθηκαν από το ένα σημείο στο άλλο και η ροή του χρόνου «πάγωσε» στο μυαλό του όσο βρισκόταν στο νοητικό του «κενό». (M. Ponty, σελ. 477). Το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να προκαλέσει στον άνθρωπο και το φαινόμενο της νύχτας, λόγω της χωρικής απροσδιοριστίας της, της έλλειψης ορίων και του μυστηρίου που ενεργοποιεί στην ανθρώπινη αντίληψη.

4


2. Θεωρητικός Προβληματισμός

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας μας εντάσσει στις έννοιες του ονειρικού και του μυθικού χώρου οι οποίοι λειτουργούν ως πεδία μεταφορικών συμβάντων, που πηγάζουν και νοηματοδοτούνται από συσχετισμούς και γεγονότα του αντικειμενικού - φυσικού χώρου. Μέσα από το όνειρο, οι αναπνευστικές και σεξουαλικές οργανικές λειτουργίες του σώματος, μετατρέπονται σε σκηνές και αφηγήσεις, μέσα σε έναν δικό τους κόσμο. Έτσι, ο άνθρωπος και το σώμα του, ανακαλύπτει συνειδητά ή ασυνείδητα το που βρίσκονται οι επιθυμίες του και οι φόβοι του (M. Ponty, σελ. 482) και κατευθύνεται νοητά προς αυτά. Επίσης, επισημαίνει ότι όπως η παραπάνω τάση φυγής συμβαίνει προς τον εξωπραγματικό κόσμο, έτσι και στον φυσικό κόσμο, υπάρχει μια «βιωμένη απόσταση» (σελ. 482), σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ή τείνει να αντιληφθεί το νόημα των αντικειμένων και των φαινομένων γύρω του ή μακριά του, μέσω των αισθήσεών του, της μνήμης του και των συναισθημάτων του. O φυσικός χώρος, χαρακτηρισμένος από την αντικειμενικότητα των περιεχομένων του και την κυριαρχία της λογικής, σύμφωνα με τον M. Ponty, δεν αποτελεί εν τέλει ένα ανεξάρτητο πεδίο της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά ο λεγόμενος υπαρξιακός χώρος ή υπό μια παρεμφερή ερμηνεία, ο «ανθρωπολογικός» χώρος, έχει τη δυνατότητα να τον διαπεράσει και να έρθει σε δυναμική σύνδεση και συνύπαρξη με αυτόν. Η έννοια του ανθρωπολογικού χώρου, αναφέρεται κυρίως στην δυνατότητα του υπαρξιακού χώρου να προέρχεται και να πηγάζει από τον φυσικό κόσμο, μέσω της διαδικασίας της ανθρώπινης αντίληψης. Καθώς ίσως να θυμίζει κάπως το παράδειγμα του ονείρου, τα συναισθήματα και τα ερεθίσματα που δέχεται ο άνθρωπος μέσω των αισθήσεών του στο φυσικό κόσμο, αποκτούν μια επιμέρους επεξήγηση και νόημα για αυτόν καθώς υποσεινήδητα τα εντάσσει σε έναν άλλο χώρο, τον υπαρξιακό. Ταυτόχρονα όμως, ο υπαρξιακός χώρος χάνει την υπόστασή του αν προσπαθήσει κανείς να τον λάβει υπόψη του χωρίς τον πραγματικό. Στον αντίποδα, ορισμένοι θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει πως η αντικειμενική σκέψη δεν σχετίζεται ούτε μπορεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη του ονείρου ή ενός πλασμένου από την υποκειμενικότητα χώρου εφόσον δεν ακολουθούν τους κανόνες της λογικής και του προφανούς. Παρ’ όλα αυτά, ο συγγραφέας υποστηρίζει πως αν ένας άνθρωπος χρησιμοποιήσει τη διενέργεια του αναστοχασμού προκειμένου να θεμελιώσει έναν τρόπο σύληψης του κόσμου, είναι αδύνατο να καταλήξει στην πίστη της αντικειμενικότητας και τον καθορισμό μιας απόλυτης αλήθειας.

5


2. Θεωρητικός Προβληματισμός

Καθώς ένας άνθρωπος επιχειρεί να δεχθεί το μύθο ή το όνειρο προσπαθώντας να τα θεμιελιώσει στον φυσικό κόσμο, αδυνατεί να τα εντάξει με τη σκέψη του στην αντικειμενική καθ’ αυτόν πραγματικότητα, διότι για να το πετύχει, θα πρέπει σύμφωνα με το συγγραφέα να υποβάλλει τη σκέψη του σε μια ανώτερη αρχή. (M.Ponty, σελ. 488) Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι ο φυσικός κόσμος και η υπαρξιακή αντίληψη συγχέονται με έναν συχνά ακατανόητο και απροσδιόριστο τρόπο, δηλαδή μπορούμε κάπως να ισχυριστούμε ότι η αντίληψη του μύθου χρησιμοποιεί ως υπόβαθρο τον αντικειμενικό κόσμο για να αποδεσμευτεί από τα όρια της αναπαράστασης και να αποκτήσει ένα μεγαλύτερο υπαρξιακό νόημα. Η έναση της αντιληπτικής αυτής εμπειρίας αποτελεί συνάρτηση της λεγόμενης «βιωμένης απόστασης» που αναφέραμε παραπάνω, καθώς τα αντικείμενα του φυσικού χώρου ριζώνουν βαθιά μέσα στην ανθρώπινη αντίληψη και έρχονται νοητικά κοντά του όταν η σκέψη του εστιάζεται σ’ αυτά και νιώθει ότι αλληλεπιδράει μαζί τους, καταργώντας τα ασήμαντα για αυτόν σαφή όρια του χώρου. Οι παραπάνω παρατηρήσεις έρχονται σε άμεση σύνδεση με τη διαδικασία του αναστοχασμού, μιας απόπειρας του ανθρώπου να επαναπροδιορίσει σκεπτικά ένα βαθύτερο νόημα της ύπαρξής του στο κόσμο. Ο συγγραφέας στηρίζοντας την αδυναμία αποδοχής ενός μοναδικού αντικειμενικού κόσμου, κρίνει εσφαλμένους τους αναστοχασμούς που οδηγούν σε τέτοιου τύπου συμπεράσματα. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ζωή καθώς ο άνθρωπος περνάει από διαφορετικές ηλικίες και εμπειρίες δεν έχει μια σταθερή αντίληψη για το νόημα της ύπαρξής του ούτε σκέπτεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, οπότε μέσα σε έναν φαινομενικά σταθερό φυσικό κόσμο, δημιουργείται μια συνεχής σύγκρουση μεταξύ υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας του χώρου. Ο μυθικός χώρος και γενικότερα ο υπαρξιακός χώρος στις εκφάνσεις που ο άνθρωπος τον αντιλαμβάνεται, δεν είναι σταθερός ως προς το αν χαρακτηρίζεται από μια υποκειμενική ή αντικειμενική διάσταση. Η αντίληψη ενός λεγόμενου «φαινομένου», όπως ορίζεται κατά την φαινομενολογία το ανθρώπινο βίωμα σε έναν υπαρξιακό χώρο, πρόκειται επί της ουσίας για μια εμπειρία η οποία συνυπάρχει με τον πραγματικό χώρο και εκτυλίσσεται με βάση αυτόν. Για παράδειγμα, στο όνειρο ο άνθρωπος δεν εγκαταλείπει τον κόσμο αλλά στο μυαλό του συγκροτείται ένας νέος κόσμος ο οποίος μοιάζει καθ’ ομοίωσιν του φυσικού και εμπεριέχει ορισμένες από τις ιδιότητές του (M. Ponty, 492). Έτσι, ο υπαρξιακός χώρος με έναν συνειρμικό τρόπο, αντλεί συνεχώς πληροφορίες του φυσικού χώρου και προσδιορίζεται εν μέρει από τον τελευταίο για να γίνει τελικά αντιληπτός από τον άνθρωπο. Συνεπώς, μπορεί να πει κανείς ότι δημιουργείται και ένα παράδοξο ισχυριζόμενος ότι ο υπαρξιακός χώρος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει ανεξάρτητη υπόσταση από τον φυσικό χώρο και άρα ο άνθρωπος δεν μπορεί να τον αντιληφθεί σε καμία περίπτωση ολοκληρωτικά, δηλαδή αμφισβητείται ταυτόχρονα η ίδια η ύπαρξη του χώρου αυτού. Επιπλέον, το εννοιολογικό δίπολο που αναλύεται μεταξύ ύπαρξης και χώρου επαναδιαπραγματεύεται, καθώς τονίζεται ότι δεν είναι μόνο ο χώρος υπαρξιακός αλλά και η ύπαρξη χωρική (M. Ponty, σελ. 493). Η παραπάνω άποψη στηρίζεται στην αναγκαιότητα της ύπαρξης και των βαθύτερων νοημάτων της να μεταφραστούν σε επίπεδο χωρικοτήτων και ο χώρος να λειτουργήσει ως ένα μέσο εξωτερίκευσης και κατανόησης των ανθρωπίνων συναισθήματων σε μια περισσότερο αντικειμενική κατεύθυνση η οποία ωστόσο δεν ταυτοποιείται με το φυσικό κόσμο.

6


2. Θεωρητικός Προβληματισμός

Καθώς το δίπολο ύπαρξης και χώρου θέτει τους προβλημαμτισμούς τους, γεννιούνται επιπλέον εννοιολογικά δίπολα τα οποία χρήζουν διερεύνησης και πιο συγκεκριμένα πρόκειται για μια πρώτη συσχέτιση ανάμεσα στην εμφάνιση και την πραγματικότητα και μια δεύτερη ανάμεσα στην αντίληψη και την παραίσθηση. Τα δυο παραπάνω δίπολα είναι ιδιαίτερα συγγενικά και θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ένα απορρέει από το άλλο. Ξεκινώντας από την εμφάνιση και την πραγματικότητα, αποτελούν δυο έννοιες τις οποίες συχνά ο άνθρωπος τις ταυτίζει στην καθημερινή του επαφή με τον κόσμο. Ο ίδιος, ως υποκείμενο δεν μπορεί να επιχειρείσει να διαχωρίσει τις έννοιες αυτές καθώς η πραγματικότητα ερμηνεύεται στο μυαλό του μέσω της εμφάνισης. Αν από την άλλη όμως, προσπαθήσουμε να ταυτίσουμε την εμφάνιση με πραγματικότητα, δεν γίνεται να έχουμε μια σαφή απάντηση καθώς δεν μπορούμε αντίστοιχα να πούμε ότι ο υπαρξιακός και ο φυσικός κόσμος είναι το ένα και το αυτό, επειδή και οι δυο μπορούν να γίνουν εμφανείς στην αντίληψη του ανθρώπου και δεν είναι πάντα ξεκάθαρη η σύνδεσή τους. Συνεπώς το εμφανές με το πραγματικό ούτε μπορούν να ταυτιστούν ούτε να διαχωριστούν. Περνώντας στην αντίληψη και την παραίσθηση, αυτές κρίνονται από τους ανθρώπους ως μια αληθής και ψευδής ενέργεια αντίστοιχα. Η αντίληψη, ως προσπάθεια αναγνώρισης της αλήθειας του κόσμου, κατευθύνει τον άνθρωπο στο να χρησιμοποιήσει τα πολυαισθητηριακά του εργαλεία προκειμένου να συγκροτήσει μια ξεκάθαρη σκέψη για το περιβάλλον γύρω του και να κατανοήσει εις βάθος το νόημα του φυσικού και υπαρξιακού χώρου στους οποίους βιώνει. Η αντιληπτική διαδικασία προϋποθέτει δηλαδή μια «πίστη στον κόσμο» (M. Ponty, σελ. 499), διαγράφοντας τις όλες παραισθήσεις. Η ολοκλήρωση της αντίληψης είναι μια νοητικά δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία για τους περισσότερους ανθρώπους. Από την άλλη, για να διατυπωθεί μια ορθολογική σκέψη στο μυαλό ενός ανθρώπου προϋποθέτει την θεώρηση ενός παραλογισμού. Για να σχηματισουμε στο μυαλό μας τον παραλογισμό, χρειάζεται να προσπαθήσουμε να αναθεωρήσουμε τη σκέψη μας σε σχέση με τον κόσμο, άρα η παραίσθηση δεν μπορεί να υπάρξει στο μυαλό του ανθρώπου αν δεν αγκυροβοληθεί στον πραγματικό κόσμο. Όπως ισχυριστήκαμε παραπάνω ότι οι άνθρωποι πιστεύουν λανθασμένα ότι η εμφάνιση και η πραγματικότητα ταυτίζονται, έτσι θα περίμενε κανείς να είναι εμφανής η αλήθεια που πρεσβεύει η αντίληψη και το ψεύδος που χαρακτηρίζει την παραίσθηση για να τα εκλάβουμε ως πραγματικότητα, που σύμφωνα με τον παραπάνω ισχυρισμό θεωρείται επίσης λάθος. Οπότε, καταλήγουμε στο ότι η αντίληψη και η παραίσθηση σίγουρα δεν είναι ταυτόσιμες έννοιες διότι εν γένει δεν ορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά ούτε εκφράζουν κάποια απόλυτη αλήθεια η ψέμα με απόλυτα σαφή τρόπο.

7


2. Θεωρητικός Προβληματισμός

2.2 Βιωματικός Χώρος Η προσέγγιση της φαινομενολογίας κατά τον M. M. Ponty δίνει έμφαση στην ανθρώπινη ύπαρξη και στην ανακάλυψη της αλήθειας για τον κόσμο. Η φαινομενολογία κατά τον Γερμανό φιλόσοφο Martin Heidegger (1889 – 1976) παρουσιάζει επίσης αρκετές ομοιότητες με τη Μερλοπωντιανή θεωρία περί φαινομενολογίας. Ο Heidegger διακρίνει τις έννοιες της επιστημονικής και της βιωματικής σύλληψης του κόσμου. Έτσι ο χώρος υφίσταται αντίστοιχα από τον άνθρωπο ως «ποσοτικός» χώρος και ως «ποιοτικός» χώρος. Οι δυο παραπάνω έννοιες εμφανίζουν μια αναλογία σε σχέση με τον «φυσικό» και τον «υπαρξιακό» χώρο που εξετάζονται κατά το έργο του Μ.M. Ponty. Σύμφωνα με τον M. Heidegger, ο άνθρωπος δεν ζει σε ένα χώρο που είναι αφηρημένος και απλά γεωμετρικά καθορισμένος αλλά αντίθετα αναζητά τη σημασία του τόπου, της εγγύτητας του κόσμου σε σχέση με το νόημα της ύπαρξής του. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας του κόσμου. Στο βιβλίο του «Είναι και χρόνος» (1927), ο Μ. Heidegger στηρίζει πως ο άνθρωπος χρειάζεται να συνειδητοποιήσει τη σημασία της ύπαρξής του, το ότι είναι σε έναν κόσμο, μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή («Εδωνά είναι» - “Dasein”). Η ύπαρξη του ανθρώπου καθορίζεται από την άρρηκτη επαφή που έχει με τα στοιχεία του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται. Αναπτύσσεται δηλαδή μια ριζική σύνδεση με το χώρο. Σε μια ιστορική διάλεξη που έδωσε ο Heidegger το 1951 με όνομα «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι» ανέφερε πως η έννοια του «είναι» (“Bin”) συνδέεται άμεσα με την έννοια του «κατοικείν» (“Buan”) και την έννοια του «κτίζειν» (“Bauen”). Έτσι, οι παραπάνω έννοιες βρίσκουν κοινή βάση στην αρχιτεκτονική καθώς αποτελεί ένα πεδίο ιδιαίτερα καθοριστικό για την κατοίκηση του ανθρώπου μέσα στο χώρο. Ο άνθρωπος έχει την ευκαιρία να οικειοποιηθεί το χώρο και να νοηματοδοτήσει την καθημερινότητά του σε σχέση μ’ αυτόν. Συνεπώς, ο χώρος δεν αποκτά νόημα από τη φύση του αλλά από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη και από τον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν αυτόν, καθ’ αυτήν την έννοια, εφόσον ένας άνθρωπος δεν είναι δεμμένος συναισθηματικά με το χώρο, τότε ο χώρος δεν έχει υπόσταση.

8


2. Θεωρητικός Προβληματισμός

Εικ. 1 - Maurice Merleau - Ponty

Εικ. 2 - Martin Heidegger

9


2. Θεωρητικός Προβληματισμός

O Νορβηγός αρχιτέκτονας Christian Norberg-Schulz (1926 – 2000) στο βιβλίο του «Το Πνεύμα του Τόπου» (1980) επιχειρεί να προσεγγίσει τις αρχές της αρχιτεκτονικής μέσω της φαινομενολογικής θεωρίας, βασισμένος σε οντολογικούς και υπαρξιακούς όρους. Ο συγγραφέας εξετάζει τον υπαρξιακό χώρο αναλύοντας τις έννοιες του «τόπου» ως πεδίο στο οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το περιβάλλον γύρω του και κατανοεί τα αντικείμενα και τις ιδιότητες του χώρου που αποκτούν ένα βιωματικό χαρακτήρα. Το αποκαλούμενο βίωμα, πρόκειται για μια σωματική και πνευματική κατάσταση του ανθρώπου η οποία λαμβάνει κάποιο βαθύ νόημα από τις ψυχικές λειτουργίες του και τον προκαλλεί να ταυτιστεί με τον τόπο και να συνειδητοποιήσει μια ολοκληρωμένη διάσταση της ύπαρξής του μέσα σ’ αυτόν. Ο C.N. Schulz υποστηρίζει όπως και ο M. Heidegger, πως ο άνθρωπος κατοικεί στον κόσμο όταν αντιλαμβάνεται το νόημα της ύπαρξής του και προσθέτει ότι η αρχιτεκτονική έχει ως απότερο σκοπό την κατοίκηση και την ανακάλυψη των μεγαλύτερων αξιών στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Ο βιωματικός χώρος δεν πρόκειται για ένα χώρο που προσδιορίζεται από μετρικές σχέσεις και νόμους της φυσικής και των μαθηματικών αλλά από ένα ισχυρό δεσμό ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον ο οποίος θέτει τις νοηματικές «ρίζες» του μέσα στη συγκρότηση μιας τόσο σωματικής όσο και ψυχικής εμπειρίας. Ο Φινλανδός αρχιτέκτονας Juhani Pallasmaa (γεν. 1936) βασισμένος επίσης στις φαινομενολογικές αρχές της ύπαρξης, προσπάθησε να αποσαφηνίσει σε μαγαλύτερο βαθμό τις βάσεις που έθεσε ο C.N. Schulz για την έννοια του βιωματικού χώρου. Η επεξηγήσεις του J. Pallasmaa προκύπτουν κυρίως από το σύγραμμά του «The Eyes of the Skin» (1996), όπου ο συγγραφέας μας εντάσσει σε ένα δίπολο σωματικότητας και νοητικής αντίληψης, μέσω των ανθρωπίνων αισθήσεων. Ζώντας σε κοινωνίες στις οποίες εδώ και αρκετούς αιώνες η όραση αποτελεί την κυρίαρχη αίσθηση του ανθρώπου, ειδικότερα τον τελευταίο αιώνα μέσω της δύναμης της εικόνας και της έντονης – γρήγορης καθημερινότητας, οι υπόλοιπες αισθήσεις έχουν τοποθετηθεί στο παρασκήνιο της αντίληψης του χώρου. Ο άνθρωπος έχει πλέον αποστασιοποιηθεί από τον κόσμο γύρω του και δεν είναι σε θέση να νοηματοδοτήσει την υπαρξιακή του οντότητα ούτε να προδιορίσει την ουσία του «κατοικείν». Συνεπώς, σύμφωνα με τον J. Pallasmaa ένας χώρος προκειμένου να είναι βιωματικός, πρέπει να γίνεται αντιληπτός από όλες τις αισθήσεις, καθώς καθεμία με τον τρόπο της μπορεί να τον οδηγήσει σε μια συνομιλία μεταξύ κόσμου, σώματος και πνεύματος. Εφόσον ο άνθρωπος καταφέρει να ενεργοποιήσει όλες τις αισθήσεις του, έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει εις βάθος τον κόσμο, ερμηνεύοντας πάσης φύσεως ερεθίσματα τα οποία δέχεται από το περιβάλλον του και συνδέοντάς τα με την συγκρότηση μιας νοητικής και πρακτικής εμπειρίας επιτυγχάνει να ριζώσει την ύπαρξή του με το χώρο.

10


2. Θεωρητικός Προβληματισμός

Εικ. 3 - Christian Norberg - Schulz

Εικ. 4 - Juhani Pallasmaa

11


3. Αρχιτεκτονική Έκφραση

3. Αρχιτεκτονική Έκφραση 3.1 Λίγα λόγια για τον Αρχιτέκτονα Steven Holl Ο Steven Holl (γεν. 1947) είναι Αμερικανός αρχιτέκτονας, με πολλά διακεκριμένα και μεγάλα έργα σε πολλές χώρες από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και σήμερα. Σε αρκετά από τα δημιουργήματά του, επιχειρεί να λάβει υπόψη του το ρόλο του ανθρώπου μέσα στο χώρο και τις αρχές αντίληψής του ώστε να τις ενσωματώσει στη διαδικασία του σχεδιασμού μέσω χωρικών ποιοτήτων. Ως υποστηρικτής της φαινομενολογικής θεωρίας, ο S. Holl έχει ενστερνιστεί τις απόψεις των αντίστοιχων φιλοσόφων και ειδικότερα του M. M. Ponty σχετικά με την εμφάνιση του υπαρξιακού χώρου και τις τροπικότητες με τις οποίες συνδέεται με το φυσικό κόσμο προκειμένου να συγκροτηθεί το ανθρώπινο βίωμα. Η έννοια του βιωματικού χώρου, για τον S. Holl εκφράζει επίσης την ύπαρξη μιας ιδέας ή οποία μεταφράζεται σε πραγματικό χώρο και τη σημασία του τόπου, του οποίου τα κυριότερα χαρακτηριστικά γίνονται αντιληπτά από τον άνθρωπο. Συνοψίζοντας, τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η δημιουργία του λεγόμενου «φαινομένου» που καθιστά ένα χώρο βιωματικό, μέσω ποικίλων αρχιτεκτονικών αποφάσεων και χειρισμών.

Εικ. 5 - Steven Holl

12


3. Αρχιτεκτονική Έκφραση

3.2 Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης KIASMA Το μουσείο σύγχρονης τέχνης “Kiasma” (Kiasma Museum of Contemporary Art) σχεδιάστηκε από την ομάδα του Αμερικανού αρχιτέκτονα Steven Holl, η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1998 και βρίσκεται στο Ελνσίνκι της Φινλανδίας. Η πρόταση της ομάδας του S. Holl υλοποιήθηκε μετά από τη νίκη στον αντίστοιχο αρχιτεκτονικό διαγωνσιμό που πραγματοποιήθηκε το 1993. Το μουσείο “Kiasma” αποτελεί χώρο έκθεσης και φιλοξενίας έργων πολλών διεθνώς αναγνωρισμένων καλλιτεχνών τα οποία αντιμετωπίζονται ως ένας ιδιαίτερης αξίας πολιτισμικός θησαυρός. Η λέξη “Kiasma” αποτελεί φινλανδική μετάφραση της έννοιας του «χιάσματος» το οποίο σύμφωνα με την επιστήμη της ανατομίας, είναι το σημείο του εγκεφάλου όπου συναντιούνται τα οπτικά νεύρα. Η έννοια του «χιάσματος», ως μεταφορά στην αρχιτεκτονική του S. Holl περιλαμβάνει τη μαζική συνύπαρξη του κτιρίου με τη γεωμετρία της πόλης και του τοπίου που αντικατοπτρίζεται στη μορφή και το προσανατολισμό του κτιρίου. Το μουσείο απαρτίζεται από τρια κύρια συνθετικά στοιχεία : 2 κτιριακούς όγκους και το υγρό στοιχείο. Το πρώτο κτίριο έχει καμπυλωμένη - γραμμική μορφή, η οποία μειώνεται σταδιακά και δημιουργεί τη νοητή συνέχεια του αστικού ιστού, το δεύτερο κτίριο έχει μια περισσότερο ορθοκανονική - στατική δομή και μαζί με το πρώτο κτίριο και τη δεξαμενή νερού έρχονται και τέμνονται στο βόρειο τμήμα της σύνθεσης, τομή η οποία συμβολίζεται επίσης μέσω της έννοιας του «χιάσματος». Το καμπύλο κτίριο συνδέει οπτικά το μουσείο με το κτίριο του Φινλανδικού κοινοβουλίου, το σιδηροδρομικό σταθμό Eliel Saarinen’s και το πολιτιστικό κέντρο “Finlandia Hall” του A. Aalto τα οποία βρίσκονται ακριβώς απέναντι από μουσείο και κατ’επέκταση το αστικό τοπίο προς τα βόρεια με κατάληξη στον κόλπο Töölö. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια συμβολική – πολιτισμική και ταυτόχρονα φυσική νοητή γραμμή η οποία συνδέει το τοπίο με τη θάλασσα στην καρδιά της πόλης του Ελσίνκι.

Εικ. 6 - Οπτική της βόρειας και δυτικής όψης του μουσείου

Εικ. 7 - Βόρεια πρόσοψη του μουσείου

13


3. Αρχιτεκτονική Έκφραση

Η είσοδος επιτυγχάνεται από το νότια πλευρά του μουσείου. Το φουαγιέ του μουσείου καλύπτεται από μια γυάλινη οροφή και εμφανίζει στον επισκέπτη ένα πλήθος επιλογών κίνησης στους εκθεσιακούς χώρους μέσω διαδρόμων, ραμπών και κλιμακοστασίων. Οι εκθεσιακοί χώροι ως μονάδες χαρακτηρίζονται από μια σαφή οργάνωση και οριοθέτηση, ωστόσο ο συνολικός χώρος του μουσείου που τις συνδέει έχει ένα ροϊκό και ραδινό λεξιλόγιο. Οι εκθεσιακοί χώροι διαφοροποιούνται ως προς τα μεγέθη τους ανά επίπεδα και ο καθένας προσφέρει στον επισκέπτη μια ξεχωριστή και στοχευμένη θέα του αστικού τοπίου. Ο κάθε χώρος επίσης καδράρει τη θέα με συγκεκριμένο τρόπο, λόγω του είδους των γυάλινων ανογμάτων που φέρει, άλλοτε στενόμακρων στην οριζόντια διεύθυνση και άλλοτε διάπλατων σε μεγάλο ύψος. Ο S. Holl στηρίζει τους παραπάνω χειρισμούς στο γεγονός ότι οι σύγχρονοι καλλιτέχνες δημιουργούν αναρίθμητα μοναδικά έργα τα οποία μπορεί να έχουν τόσο συγκρατημένο όσο και απρόβλεπτο χαρακτήρα. Έτσι, το ίδιο το μουσείο έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τους ποικίλους τρόπους παραγωγής τέχνης, αποτελώντας τόσο ένα ήσυχο όσο και ένα δραματικό θεατρικό σκηνικό για τα έργα. Το μουσείο σύγχρονης τέχνης ως χώρος που αναδυκνύει την ελευθερία και την πολυπλοκότητα των έργων, χαρακτηρίζεται από μια σχετική δυναμικότητα. Ο επισκέπτης δεν έχει καθαρή αίσθηση των ορίων του χώρου καθώς εισέρχεται κάθε φορά σε μια έκθεση. Κάθε φορά συναντάει διαφορετικά σχήματα, ύψη και διαστάσεις. Τα παραπάνω γνωρίσματα, «σπάνε» τον κανονικό ρυθμό που φαίνεται να τηρεί το κτίριο όταν κάποιος το διασχίζει. Η κεντρική ράμπα στο καμπύλο τμήμα του μουσείου αποτελεί το κύριο μέσο κυκλοφορίας στους εκθεσιακούς χώρους και καθίσταται ένας ισχυρός αρχιτεκτονικός περίπατος (promenade). Ο άνθρωπος ακολουθώντας αυτόν τον περίπατο διαγράφει μια ανοδική πορεία προς τα ανώτερα επίπεδα του μουσείου. Οι κατώτερες στάθμες του μουσείου εντείνουν περισσότερο την εσωστρέφεια του ανθρώπου λόγω των περιορισμένων και καθορισμένων οπτικών φυγών, προσφέροντάς του ωστόσο, μια ελκυστική εικόνα του εξωτερικού τοπίου ως την έκφραση μιας βαθιάς επιθυμίας. Αντίθετα, τα ανώτερα επίπεδα επιτρέπουν μεγαλύτερη διέλευση φωτός και ευκαιρίες θέασης προς την πόλη. Συνεπώς η πορεία προς τη κορύφωση του μουσείου συνεπάγεται και μια αναζήτηση προς την ανακάλυψη του έξω κόσμου, μια ανάγκη εξωστρέφειας του ανθρώπου. Καθώς ο επισκέπτης περιπλανιέται στον περίπατο και προσπαθεί να φτάσει στο φως, που γι αυτόν είναι ένας άγνωστος προορισμός, η διαδρομή τον εξαναγκάζει να διαγράψει μια μυστηριακή συνεχή τροχιά η οποία σε κάθε επίπεδο καταλήγει στα όρια ενός κενού το οποίο χαρίζει μια οπτική των κατώτερων επιπέδων και προκαλλεί μια νοητική απειλή. Ο περιπλανώμενος, καθώς συναντάει κάθε φορά το κενό, αισθάνεται πως έχει επιστρέψει στο σημείο από όπου ξεκίνησε τη διαδρομή του προς την ελευθερία, βρισκόμενος μέσα σε ένα φαύλο κύκλο ο οποίος τον κρατάει πίσω στο σκοτάδι. Βρίσκεται δηλαδή σε μια συνεχή διαμάχη με ένα μικρόκοσμο που τον φυλακίζει μέσα στα δεσμά του.

14


3. Αρχιτεκτονική Έκφραση

Το μουσείο σύγχρονης τέχνης ως χώρος που αναδυκνύει την ελευθερία και την πολυπλοκότητα των έργων, χαρακτηρίζεται από μια σχετική δυναμικότητα. Ο επισκέπτης δεν έχει καθαρή αίσθηση των ορίων του χώρου καθώς εισέρχεται κάθε φορά σε μια έκθεση. Κάθε φορά συναντάει διαφορετικά σχήματα, ύψη και διαστάσεις. Τα παραπάνω γνωρίσματα, «σπάνε» τον κανονικό ρυθμό που φαίνεται να τηρεί το κτίριο όταν κάποιος το διασχίζει. Η κεντρική ράμπα στο καμπύλο τμήμα του μουσείου αποτελεί το κύριο μέσο κυκλοφορίας στους εκθεσιακούς χώρους και καθίσταται ένας ισχυρός αρχιτεκτονικός περίπατος (promenade). Ο άνθρωπος ακολουθώντας αυτόν τον περίπατο διαγράφει μια ανοδική πορεία προς τα ανώτερα επίπεδα του μουσείου. Οι κατώτερες στάθμες του μουσείου εντείνουν περισσότερο την εσωστρέφεια του ανθρώπου λόγω των περιορισμένων και καθορισμένων οπτικών φυγών, προσφέροντάς του ωστόσο, μια ελκυστική εικόνα του εξωτερικού τοπίου ως την έκφραση μιας βαθιάς επιθυμίας. Αντίθετα, τα ανώτερα επίπεδα επιτρέπουν μεγαλύτερη διέλευση φωτός και ευκαιρίες θέασης προς την πόλη. Συνεπώς η πορεία προς τη κορύφωση του μουσείου συνεπάγεται και μια αναζήτηση προς την ανακάλυψη του έξω κόσμου, μια ανάγκη εξωστρέφειας του ανθρώπου. Καθώς ο επισκέπτης περιπλανιέται στον περίπατο και προσπαθεί να φτάσει στο φως, που γι αυτόν είναι ένας άγνωστος προορισμός, η διαδρομή τον εξαναγκάζει να διαγράψει μια μυστηριακή συνεχή τροχιά η οποία σε κάθε επίπεδο καταλήγει στα όρια ενός κενού το οποίο χαρίζει μια οπτική των κατώτερων επιπέδων και προκαλλεί μια νοητική απειλή. Ο περιπλανώμενος, καθώς συναντάει κάθε φορά το κενό, αισθάνεται πως έχει επιστρέψει στο σημείο από όπου ξεκίνησε τη διαδρομή του προς την ελευθερία, βρισκόμενος μέσα σε ένα φαύλο κύκλο ο οποίος τον κρατάει πίσω στο σκοτάδι. Βρίσκεται δηλαδή σε μια συνεχή διαμάχη με ένα μικρόκοσμο που τον φυλακίζει μέσα στα δεσμά του.

Εικ. 8 - Οπτική της νότιας και ανατολικής όψης του Μουσείου

15

Εικ. 9 - Εσωτερικό κλιμακοστάσιο


3. Αρχιτεκτονική Έκφραση

Ο αποκαλούμενος εσωτερικός «μικρόκοσμος» του μουσείου, προσπαθεί να εισάγει τον επισκέπτη σε μια ιδιαίτερα εκλυστική βιωματική εμπειρία με όσο το δυνατόν περισσότερα μέσα διαθέτει εξαιτίας των αρχιτεκτονικών χειρισμών του S. Holl, δηλαδή να δημιουργηθεί ένα πεδίο ύπαρξης το οποίο θα αμφιταλαντέυεται μεταξύ του έξω φυσικού κόσμου και της εσωτερικής ατμόσφαιρας του μουσείου. Εκτός από τον κεντρικό περίπατο υπάρχουν και άλλα επιμέρους χαρατκηριστικά τα οποία ενετείνουν την συνολική εμπειρία του χώρου. Για παράδειγμα, το ηχοτοπίο του μουσείου γίνεται αντιληπτό με έναν εντελώς αντίθετο τρόπο από την παρουσία του φωτός και του εξωτερικού περιβάλλοντος. Καθώς βρίσκεται κανείς στους χαμηλούς ορόφους διακρίνει ένα μεγαλύτερο δημόσιο χαρακτήρα καθώς εκεί κυκλοφορούν και συναναστρέφονται οι περισσότεροι επισκέπτες και επιπλέον διαθέτονται αίθουσες για εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Αντίθετα, στην κορύφωση του μουσείου επικρατεί περισσότερη ησυχία και ηρεμία καθώς κάποιος μπορεί να απολάυσει τη θέα της πόλης. Συνεπώς, στο εσωτερικό χώρο η εσωστρέφεια που αναφέραμε παραπάνω και η εξωστρέφεια που αναφέρουμε εδώ αποτελεί μια κάπως ασαφής σύγχυση του υπαρξιακού χώρου του ανθρώπου με τον πραγματικό – υλικό χώρο του μουσείου.

Εικ. 10 - Κεντρική ανοδική διαδρομή - ράμπα

16

Εικ. 11 - Κεντρική ανοδική διαδρομή - ράμπα


3. Αρχιτεκτονική Έκφραση

Ο πραγματικός χώρος καταφέρνει επίσης να γίνει ακόμη πιο ελκυστικός μέσω της υλικότητάς και γλυπτικότητάς του. Η έντονη πλαστικότητα και η έμφαση στην λεπτομέρεια της κατασκευής δίνουν μια απτική ταυτότητα των υλικών, μια αίσθηση ότι το ανθρώπινο σώμα μέσω της αφής, γίνεται ένα με τις υφές γύρω του και τον καθοδηγούν μέσα στους χώρους. Σε επίπεδο υλικότητας, γυάλινα ανοίγματα και φεγγίτες επιτρέπουν την ελεγχόμενη διέλυση φωτός και το ξύλινο κέλυφος του κεντρικού τμήματος στο φουαγιέ υποδηλώνει την καρδιά και την ζεστασιά του μουσείου σε σχέση με το ψυχρό εξωτερικό περιβάλλον. Οι τοιχοποιίες είναι κατασκευασμένες από σκυρόδεμα με επιχρίσματα γύψου και λευκού χρώματος καθώς επίσης τα δάπεδα έχουν σκοτεινό χρώμα, συνήθως σκούρο γκρι. Επιπλέον, ο κόκκινος οξειδωμένος ορείχαλκος χρησιμοποιείται ως υλικό επικάλυψης και διαχωρισμού αρχιτεκτονικών στοιχείων του μουσείου, όπως για παράδειγμα σε ορισμένες τομές των κτιριακών όγκων, στις συρρόμενες πόρτες των εκθεσιακών χώρων και στα γυάλινα ανοίγματα. Συνοψίζοντας, στον εσωτερικό χώρο του μουσείου, επικρατούν συνεχή υλικά και εννοιολογικά δίπολα όπως οι αντιθέσεις του λευκού και του μαύρου, το ειδυλλιακό φως και το μοναχικό σκοτάδι, η σαφήνεια της ευθείας και η ραδινότητα της καμπύλης, η ανθρώπινη εσωστρέφεια και η αναγκαία εξωστρέφεια, η εξέλιξη του μυστηρίου και η καθαρότητα της διαφάνειας, η αντίληψη της αλήθειας που συγκρούεται με την ψευδαίσθηση.

Εικ. 12 - Εκθεσιακός χώρος

17

Εικ. 13 - Εξωτερική δεξαμενή νερού


3. Αρχιτεκτονική Έκφραση

3.3 Συμπεράσματα Το Kiasma Museum of Contemporary Art αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό παράδειγμα το οποίο όπως είδαμε παραπάνω, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις αρχές ενός βιωματικού χώρου όπου ο άνθρωπος ως υποκείμενο ζει μια πολυαισθητηριακή εμπειρία που του ξυπνά έντονους προβληματισμούς σχετικά με το κόσμο, την υπόστασή του και το ρόλο του ίδιου μέσα σ’ αυτόν. Ο Steven Holl καταφέρνει να συσχετίσει το φυσικό και υπαρξιακό χώρο της Μερλωποντιανής φαινομενολογικής θεωρίας μέσα από δυναμικούς και στοχευμένους αρχιτεκτονικούς χειρισμούς οι οποίοι γεννούν εύλογα ερεθίσματα στο σώμα κα το νου του επισκέπτη. Ο απροσδιόριστος σε ένα βαθμό χώρος του μουσείου, λαμβάνει σαφήνεια και σκοπό ανάλογα με τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος μέσω της ύπαρξής του και των συναισθημάτων του μέσα σ’αυτόν. Πρόκειται επι της ουσίας για μια εμπειρία επαναπροσδιορισμού του εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου από τον άνθρωπο, μια απόπειρα αποσαφήνισης μιας επιθυμίας ή ανάγκης του να ανήκει σε ένα περιβάλλον. Ο άνθρωπος καθ’ αυτόν τον τρόπο είναι σε σε θέση να δοκιμάσει να αναστοχαστεί εις βάθος το νόημα της ύπαρξής του και να αποκτήσει μια περισσότερο σφαιρική αντίληψη για τον κόσμο γύρω του.

Εικ. 14 - Οροφή του μουσείου και εικαστικά εκθέματα

18


Πηγές - Βιβλιογραφία 1. Merleau – Ponty, M.,2016. Φαινομενολογία της Αντίληψης (Phenomenologie de la perception).Ελλην. έκδ. Αθήνα : νήσος 2. Heidegger, M., 1978. Είναι και χρόνος (Sein und Zeit). Ελλην. έκδ. Αθήνα : Δωδώνη 3. Heidegger M., 1971. Being, Dwelling, Thinking (Bauen, Wohnen, Denken). Στο : Poetry, language, thought. Νέα Υόρκη : Harper Colophon Books. Σσ. 141 – 159 4. Norberg – Schulz, C., 2009. Το Πνεύμα του Τόπου, Για μια φαινομενολογία της Aρχιτεκτονικής (Genius Loci, Towards a phenomenology of Architecture). Ελλην. έκδ. Αθήνα : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. 5. Pallasmaa, J., 2005. The Eyes of the Skin, Architecture and the Senses. 2nd ed. Chichester : John Wiley & Sons Ltd. 6. Steven Holl Architects, 1998. KIASMA MUSEUM OF CONTEMPORARY ART. [online] διαθέσιμο στο : <http://www.stevenholl.com/projects/kiasma-museum > [πρόσβαση : 2/1/18] 7. ArchDaily, 2016. AD Classics: Kiasma Museum of Contemporary Art / Steven Holl Architects. [online] διαθέσιμο στο : <https://www. archdaily.com/784993/ad-classics-kiasma-museum-of-contemporary-art-steven-holl-architects> [πρόσβαση : 2/1/18] 8. Lecuyer A., 2011. 1998 August: Art Museum, Steven Holl Architects (Helsinki, Finland). [online] διαθέσιμο στο : <https://www.architectural-review.com/buildings/1998-august-art-museum-steven-holl-architects-helsinki-finland/8618907.article> [πρόσβαση : 2/1/18] 9. Bianchinni R., 2017. Helsinki. An overview of the Kiasma museum by Steven Holl. [online] διαθέσιμο στο : <https://www.inexhibit. com/case-studies/helsinki-glance-kiasma-museum-steven-holl/ > [πρόσβαση : 2/1/18] 10. Spaces X Places, 2016. Kiasma Museum. Helsinki – Steven Holl. [online] διαθέσιμο στο : <http://www.spacesxplaces.com/kiasma-museum-architecture-helsinki-steven-holl/ > [πρόσβαση : 2/1/18] 11. Yorgancıoğlu D., 2007. Steven Holl : A Translation of Phenomenological Philosophy into the Realm of Architecture. [online] διαθέσιμο στο : <https://www.academia.edu/9196852/STEVEN_HOLL_A_TRANSLATION_OF_PHENOMENOLOGICAL_PHILOSOPHY_ INTO_THE_REALM_OF_ARCHITECTURE > [πρόσβαση : 3/1/18]

19


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.