1
2
Το τέλος και η αρχή
Έ
τος 2021, ημέρα 20 Απριλίου. Χιλιάδες έτη φωτός μακριά από την γη, κοντά στον αστέρα Σείριο, λαμβάνει μέρος μια μάχη μεταξύ του δικτάτορα Ντάνκαν και της Π. Μ. Ε. Γ. (Προστασία των Μεγάλων Ενώσεων του Γαλαξία). Η Π. Μ. Ε. Γ. έχει
περικυκλώσει, με μαχητικά διαστημόπλοια το τερατώδες διαστημικό σκάφος του δικτάτορα, με μέγεθος δεκαπλάσιο από τα δικά της σκάφη. Μέσα σε αυτό βρίσκεται ο ίδιος ο δικτάτορας και έχουν εισέλθει μέσα στρατιώτες των ενώσεων, αλλά και υψηλά υφιστάμενα και έμπιστα στελέχη για να βεβαιώσουν τον θάνατο του. <<Βάση προς όλους τους στρατιώτες, σας μιλάει ο αρχηγός αποστολής Τζόχανσον. Υποχώρηση και εκκένωση άμεσα. Επαναλαμβάνω. Υποχώρηση και εκκένωση άμεσα>>, διατάζει όλα τα μέλη της Π. Μ. Ε. Γ., που βρίσκονται μέσα στο διαστημόπλοιο, μέσω ηχείων που διαθέτουν οι στολές τους. <<Εδώ ναύαρχος Φορντ, με συνταγματάρχη Γκέλες και βασίλισσα των Ινσέκτους. Αναφέρω ότι ο Ντάνκαν είναι νεκρός, με λαμβάνεις;>> αναφέρει ο Φορντ ενώ οι τρεις τους βρίσκονται όρθιοι δίπλα από το πτώμα του Ντάνκαν, στην γέφυρα του δικτατορικού σκάφους. Ο Φορντ και ο Γκέλες είναι ανθρωπόμορφα όντα που δεν μπορείς να διακρίνεις τα χαρακτηριστικά τους, λόγω της στολής τους. Θα λέγαμε πως είναι άνθρωποι με μια υπερσύχρονη πανοπλία. Η μόνη ιδιαιτερότητα του Φορντ είναι ότι έχει υπερβολικά μεγάλο ύψος. Ενώ η βασίλισσα προέρχεται από μια εξωγήινη φυλή με μορφή διάφορων εντόμων. Έτσι η βασίλισσα είναι μια δίμετρη μαύρη μέλισσα με ουρά σκορπιού, δυο πόδια και έξι χέρια, σαν τέρας από θρίλερ. <<Λαμβάνω καθαρά! Πρέπει να εκκενώσετε άμεσα το σκάφος, η πηγή ενέργειάς του έχει χτυπηθεί και όπου να ναι ότι βρίσκεται μέσα σε αυτό θα εξαϋλωθεί>> απαντάει ο αρχηγός Τζόχανσον, ον της ίδιας φυλής με τον Φορντ και τον Γκέλες. <<Εκκενώνουμε άμεσα! Συλλάβετε όλους όσους φύγουν μέσω των καψουλών εκτάκτου ανάγκης. Θα εκτοξευθούν από την δεξιά πλευρά του διαστημόπλοιου>> και κλείνει ο Φορντ την συζήτηση με τον αρχηγό. 3
<<Πώς ξέρεις από ποια πλευρά βρίσκονται οι κάψουλες;>> ρωτάει η βασίλισσα με μια βαθιά ανατριχιαστική φωνή. <<Το μοντέλο αυτού του “τέρατος” είναι το καινούργιο carrier της ex-Roy του 20. Ξέρω κάθε μοντέλο αυτής της εταιρίας σαν την παλάμη μου>> της απαντάει. Ένας εκκωφαντικός ήχος, ο οποίος προέρχεται από μια δυνατή έκρηξη κόβει την συζήτηση και ταρακουνάει το δωμάτιο στο οποίο βρίσκονται. Αρχίζει να ακούγεται μια σειρήνα την οποία ο οποιοσδήποτε θα καταλάβαινε ότι είναι συναγερμός κινδύνου. <<Κόψτε την συζήτηση. Είναι ώρα να φεύγουμε>> λέει ο Γκέλες με βαριά φωνή. Έτσι τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούν προς την έξοδο του δωματίου. Όσο αυτοί τρέχουν στους διαδρόμους, ώστε να φτάσουν στον χώρο όπου εισέβαλαν και στάθμευσαν το σκάφος τους για να μπουν στο διαστημόπλοιο, ακούγονται συνεχόμενες εκρήξεις. Η σειρήνα όλο και πιο πολύ δυναμώνει. Αλλά μέσα από όλο αυτόν τον θόρυβο, ο Φορντ διακρίνει έναν ήχο ο οποίος δεν ταιριάζει σε όλη αυτή την κατάσταση ή δεν θα ‘πρεπε να ταιριάζει. Ο ήχος που ακούει είναι ένα κλάμα μωρού, μέσα από ένα δωμάτιο, που μόλις προσπέρασαν μέσα στην βιασύνη τους για να σωθούν. Ο Φορντ τρέχει πίσω προς το δωμάτιο αυτό για να επιβεβαιώσει ότι άκουσε σωστά. <<Αντώνιε, για το όνομα του θεού, που πας;>> φωνάζει ο Γκέλες. Αλλά ο Φορντ δεν του δίνει σημασία και συνεχίζει να τρέχει προς εκείνο το δωμάτιο. <<Άστον, επειδή αυτός είναι τρελός δεν σημαίνει ότι πρέπει να χάσουμε τις ζωές μας>> λέει η βασίλισσα. <<Δεν μπορώ να τον αφήσω>> απαντάει ο Γκέλες, καθώς ο Φορντ είναι φίλος του. <<Γκρρρρρρ εσείς οι γήινοι δεν έχετε μυαλό. Εγώ φεύγω! Είτε με σας είτε χωρίς εσάς>> και συνεχίζει η βασίλισσα την πορεία της, αφήνοντας πίσω της τον Γκέλες να περιμένει τον Φορντ. Εντωμεταξύ, ο Φορντ όταν μπαίνει μέσα στο δωμάτιο, από το οποίο άκουσε το κλάμα, αντικρίζει δύο μικρά βρεφικά κρεβάτια, ένα από αυτά επιβεβαιώνει τον ήχο. Μέσα σε ένα από αυτά βλέπει ένα βρέφος να κλαίει. Είναι ένα μικρό αγόρι, με μεγάλα καστανά μάτια και καθόλου μαλλιά. Μόλις ο Φορντ έρχεται από πάνω του, σταματάει το κλάμα και τον κοιτάει με ένα βλέμμα, σαν να του ζητάει “βοήθεια”, απλώνοντας τα μικρά χέρια του για να τον πάρει. Ο Φορντ για λίγο παραλύει από αυτό που αντικρίζει. Είναι σαν να προσπαθεί το μωρό να επικοινωνήσει μαζί του με τις κινήσεις του και τα μάτια του, ενώ η ηλικία του δεν δεν έχει φτάσει το ένα έτος. Μια δυνατή έκρηξη τον ξυπνάει από την παράλυση του. Κοιτάει γύρω του τους μεταλλικούς τοίχους του δωματίου να καταρρέουν και να πέφτουν κομμάτια από το ταβάνι. Υπερσύγχρονες μηχανές και διάφορα άλλα είδη που σχετίζονται με
4
την ανατροφή ενός μωρού διαλύονται και μερικά από αυτά ανατινάζονται. Ρίχνει μια δεύτερη ματιά στο μωρό και, χωρίς άλλη σκέψη, το αρπάζει και τρέχει έξω από το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα γίνεται. Έξω από το δωμάτιο ο Γκέλες κοιτάζει τον Φορντ να έρχεται με το βρέφος στα χέρια. <<Πάει τρελάθηκες τελείως! Για αυτό διακινδύνευσες την ζωή σου;!>> του λέει. <<Ένα νεογέννητο του είδους μας αξίζει πολύ περισσότερο και από τους δυο μας μαζί>>, του απαντάει ο Φορντ <<Πάμε τώρα, δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Εκτός και αν θες να δώσεις ένα τέλος στην ζωή σου>> Πριν ξεκινήσουν να τρέχουν, τους σταματάνε πέντε στρατιώτες του Ντάνκαν, γήινοι και εξωγήινοι, και αρχίζουν να τους επιτίθενται με υπερσύχρονα οπλοπολυβόλα φωνάζοντας “ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΑΝΚΑΝ”. Ο Γκέλες δημιουργεί με τα χέρια του ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο γύρω τους, προκειμένου να προστατευτούν από τα πυρά. Μόλις οι εχθροί σταματάνε να πυροβολούν, καθώς η ενέργεια των όπλων τους εξαντλείται, ο Φορντ κρατώντας με το αριστερό του χέρι το παιδί, βγάζει με το δεξί ένα μικρό όπλο λέιζερ και ρίχνει πέντε τάχιστες βολές. Πετυχαίνει και τους πέντε εχθρούς στο πρόσωπο, μη αφήνοντας κανέναν ζωντανό. Στην διαδρομή τους για την σωτηρία συναντάνε την βασίλισσα, μπροστά σε ερείπια που μπλοκάρουν τον δρόμο τους. <<Τι συμβαίνει μεγαλειότατη; Δεν πιστεύω να τα παρατάς>> ο Γκέλες της μιλάει υποτιμητικά. <<Επιτέλους σας περίμενα. Δεν ξέρω προς τα που να πάω και το δηλητήριο μου δεν μπορεί να λιώσει αυτά τα υλικά>> λέει η βασίλισσα απελπισμένη. <<Τα υλικά του διαστημόπλοιου έχουν φτιαχτεί ώστε να αντέχουν οτιδήποτε. Μόνο την δύναμη αστέρων δεν μπορούν να αντέξουν>> αναφέρει ο Φορντ. <<Είμαι περίεργος πως δεν σου επιτεθήκαν ακόμα τόση ώρα που είσαι εδώ>> λέει ο Γκέλες, κοιτάζοντας γύρω του, περιμένοντας να δει στο έδαφος έναν τουλάχιστον νεκρό. <<Όχι, μου έχουν επιτεθεί και ήταν πολύ νόστιμοι χρρρ...>> απαντάει η βασίλισσα. Του Γκέλες του παίρνει ένα λεπτό για να καταλάβει τι εννοεί, αλλά μόλις το καταλαβαίνει αναφωνεί σοκαρισμένος. <<Οοοου!!!>> Καθώς οι τρεις πολεμιστές συζητάνε για το τι θα κάνουν για να ξεφύγουν, αφού ο μόνος δρόμος για το σκάφος τους είναι κλειστός, το μωρό που βρίσκεται στην αγκαλιά του Φορντ κοιτάει το πλήρωμα του σκάφους να τρέχει πανικόβλητο προς την δεξιά πλευρά του διαστημόπλοιου. Αρχίζει να τεντώνει
5
τα χέρια του και να μωρουδίζει με διάφορες φωνούλες. Ο Φορντ παρατηρεί την συμπεριφορά του μωρού. Όλο αυτό του φέρνει στο μυαλό τις κάψουλες εκτάκτου ανάγκης. Ψιθυρίζει στον μικρό. <<Μπράβο σου μικρέ>> Ο Γκέλες τον βλέπει και του λέει. <<Έχεις τρελαθεί τελείως; Βρήκες ώρα να παίξεις με το μωρό;>> <<Πρέπει να πάμε με το ρεύμα του πληρώματος>> λέει ο Φορντ, χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια του. <<Να ακολουθήσουμε τους εχθρούς; Γιατί;>> ρωτάει η βασίλισσα. <<Επειδή όλοι τρέχουν για να σωθούν και λογικά θα τρέχουν προς τις κάψουλες εκτάκτου ανάγκης ή τουλάχιστον κάπου που θα μπορέσουν να σώσουν τις ζωές τους. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να το καταλάβεις>> απαντάει ο Φορντ. Η βασίλισσα χωρίς να βγάλει μιλιά ακολουθεί το πλήρωμα όπως και ο Φορντ με τον Γκέλες. Ευτυχώς για αυτούς οι εχθροί που ακολουθούν, είναι άοπλοι μηχανικοί και δεν τους καθυστερούν. Καθώς τρέχουν, η βασίλισσα στρέφεται προς τον Φορντ και τον ρωτάει: <<Για αυτό που κρατάς πήγες πίσω προηγουμένως;>> <<Ναι και αυτό λέγεται παιδί να ξέρεις>> απαντάει. <<Αχρχρχρχ, οι συναισθηματισμοί θα σας σκοτώσουν κάποια στιγμή εσάς τους γήινους>>, είπε η βασίλισσα κουνώντας το κεφάλι αριστερά και δεξιά, δείχνοντας απογοήτευση. Ο Φορντ δεν δίνει σημασία και συνεχίζει να κοιτάει μπροστά. Τελικά ο δρόμος τους βγάζει στην πλατφόρμα απόδρασης, όπου βλέπουν δεκάδες κάψουλες να εκτοξεύονται στο διάστημα αστραπιαία. Έτσι και αυτοί τρέχουν στις τρεις πρώτες που βλέπουν, πυροβολώντας και απωθώντας τους τρεις εχθρούς, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να μπουν σε αυτές. Ο καθένας επιλέγει από μία. Ο Φορντ μόλις κάθεται στην θέση λέει στο βρέφος: <<Κρατήσου μικρέ. Θα ταρακουνηθούμε λίγο>> Τραβώντας τον μοχλό της εκτόξευσης, βρίσκονται σε κλάσματα δευτερολέπτου, χιλιόμετρα μακριά από το τεράστιο διαστημόπλοιο του δικτάτορα, αιωρούμενοι στο κενό του διαστήματος, μπροστά από τα σκάφη της Π. Μ. Ε. Γ., τα οποία μοιάζουν με τεράστιες μαύρες πυραμίδες, έχοντας την κορυφή τους για πλώρη. Αυτά τα σκάφη αρπάζουν τις κάψουλες και φυλακίζουν όσους βρίσκονται μέσα σε αυτές. <<Τώρα είμαστε ασφαλής μικρέ>> μιλάει ξανά στο βρέφος με μια βαθιά ανάσα ανακούφισης, χαλαρώνοντας ολόκληρο το σώμα του προς τα πίσω στο κάθισμα και χωρίς να τον νοιάζει καθόλου η εκτυφλωτική έκρηξη του διαστημόπλοιου πίσω του.
6
Ένα από τα σκάφη της Π. Μ. Ε. Γ., τους τραβάει με μαγνητική δύναμη προς το μέρος του. Κάτω από την μύτη του σκάφους εμφανίζεται ένα άνοιγμα, μέσα από το οποίο μπαίνουν και προσγειώνονται αργά στον χώρο στάθμευσης του σκάφους. Ένας στρατιώτης ανοίγει την κάψουλα και οπλισμένος στοχεύει τον Φορντ, φωνάζει. <<ΣΗΚΩ ΟΡΘΙΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΨΗΛΑ! >> Ο Φορντ με το μικρό στο ένα χέρι και βγάζοντας το κράνος της στολής του με το άλλο, σηκώνεται και λέει. <<Εγώ είμαι ρε στραβάδι, κατέβασε το όπλο! Τρομάζεις τον μικρό>> Ο στρατιώτης αμήχανος και με τρεμάμενη φωνή αποκρίνεται. <<Συγνώμη κύριε, δεν σας γνώρισα με το κράνος>> <<Την επόμενη φορά κοίτα το σήμα στην στολή και μετά πράξε>>, του λέει πιο ψύχραιμος ο Φορντ και αλλάζοντας την συζήτηση ρωτάει <<Τα υπόλοιπα στελέχη που ήταν μαζί μου στην αποστολή, που είναι; Έχουν εκτοξευθεί και αυτοί με κάψουλες>> <<Δεν είναι εδώ, κύριε, ένα λεπτό να ρωτήσω τις άλλες φυλακές-σκάφη>> Ο στρατιώτης επικοινωνώντας μέσω ενσωματωμένου πομπού στο κράνος του με τα άλλα σκάφη ρωτάει για την βασίλισσα των Ινσέκτους και για τον συνταγματάρχη Γκέλες. <<Κύριε, η βασίλισσα βρίσκεται στην φυλακή-σκάφος νούμερο 6 και ο συνταγματάρχης Γκέλες στην φυλακή-σκάφος νούμερο 3>> <<Μάλιστα, εγώ σε ποιο σκάφος βρίσκομαι;>> <<Στο 5, κύριε>> απαντάει ο στρατιώτης και κοιτάζοντας το μωρό που κρατάει τον ρωτάει <<Το παιδί, κύριε, ποιανού είναι; Δικό σας;>> <<Ναι μόλις το γέννησα… Στρατιώτη κόψε τα αστεία μην σε στείλω στις τουαλέτες. Επίσης να μην σε νοιάζει το παιδί>> απαντάει αγριεμένα ο Φορντ. <<Συγνώμη, κύριε>> Ο Φορντ, κοιτάζοντας γύρω του, προσπαθεί να ξεχωρίσει από το πλήθος τον κυβερνήτη του σκάφος, ώστε να του απευθυνθεί τον λόγο. Αλλά μέσα από την βαβούρα και τους αμέτρητους στρατιώτες, που οδηγούν τους ακόλουθους του Ντάνκαν με τα όπλα τους προς τα κρατητήρια, δεν μπορεί να τον διακρίνει. Έτσι ρωτάει τον στρατιώτη: <<Που μπορώ να βρω τον κυβερνήτη σου;>> <<Στην γέφυρα, κύριε>> απαντάει αυτός.
7
Έτσι ο Φορντ βαδίζει για την γέφυρα. Χάνεται όμως σε έναν διάδρομο, ώσπου συναντάει μια νεαρή εξωγήινη, που κατάγεται από την φυλή των Τιγκαρντενιανών Μπι. Μια φυλή όπου μοιάζουν με ανθρώπους, αλλά με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους το κόκκινο δέρμα και οι λεπτές, μαύρες γραμμές, οι οποίες ξεκινάνε από τις πλαϊνές άκρες των ματιών τους και συνεχίζουν ευθύγραμμα προς τα κάτω στο σώμα τους. Την σταματάει και την ρωτάει: <<Ανέφερε την θέση σου, νεαρή μου>> <<Είμαι η γραμματικός, κύριε, θα μπορούσα να σας βοηθήσω σε κάτι;>> <<Θα ήθελα να με πας στον κυβερνήτη σου, έχω χαθεί λίγο>> <<Φυσικά κύριε, από εδώ>> Η εξωγήινη τον καθοδηγεί στο κυβερνήτη. Ο χώρος της γέφυρας είναι ένα τεράστιο δωμάτιο, στο οποίο βλέπεις παντού οθόνες και διάφορα όργανα που σχετίζονται με την λειτουργία του σκάφους και την κυβέρνησή του. Όλα είναι φτιαγμένα από ένα είδος τεχνολογίας που δύσκολα δεν θα εντυπωσιαζόταν κάποιος όταν έμπαινε εκεί μέσα για πρώτη φορά. Αντί για κουμπιά και μοχλούς υπάρχουν πίνακες αφής για τον χειρισμό των οργάνων και οι καρέκλες παρέχουν πολλές ανέσεις σε αυτούς που τις χρησιμοποιούν, για να κάνουν την δουλειά όσο πιο εύκολη γίνεται. Ο κάθε εργαζόμενος έχει από μια καρέκλα και μια κονσόλα οργάνων για να επιτελεί τις υποχρεώσεις του πάνω στο σκάφος. Την στιγμή που μπαίνουν μέσα στην γέφυρα, όλοι σηκώνονται προσοχή στον ναύαρχο. Ο μόνος που δεν δίνει σημασία στην παρουσία του είναι ο κυβερνήτης, ο οποίος δείχνει προσηλωμένος στις οθόνες που δείχνουν τι γίνεται μέσα στο σκάφος. Ο κυβερνήτης είναι ένας Ταυ Κητουϊανός Σε, σκούροι πορτοκαλί εξωγήινοι με δύο χέρια και πόδια, δύο μεγάλα κατάμαυρα μάτια και δύο μακριές κεραίες. Είναι γνωστοί για την τεράστια παρατηρητικότητα τους, αλλά και για την τεράστια προσήλωσή τους στην δουλειά τους. Η γραμματικός και ο Φορντ είναι ακριβώς από πίσω του χωρίς ακόμα να το καταλάβει. <<Κυβερνήτη σας ζητάνε>> λέει η εξωγήινη προσπαθώντας να του αποσπάσει την προσοχή. <<Να περιμένει έχω δουλειά>> απαντάει αυτός συνεχίζοντας να κοιτάει τις οθόνες χωρίς να δώσει σημασία τι βρίσκεται πίσω του. <<Άμα δεν γυρίσεις το κεφάλι σου δεν θα έχεις δουλειά πια>> λέει απειλητικά ο Φορντ Ο κυβερνήτης γυρνάει πίσω αμέσως με τρόμο και με προσοχή απολογείται: <<Σας ζητώ ταπεινά συγνώμη κύριε, δεν ήθελα να σας προσβάλω>> <<Ανάπαυση κυβερνήτη. Πρέπει να γίνουν άμεσα κάποιες ενέργειες>> του λέει με σοβαρό ύφος <<Πρώτα θέλω να στείλεις ένα μήνυμα στις φυλακές-σκάφη νούμερο 3 και 6 για την βασίλισσα των
8
Ινσέκτους και τον συνταγματάρχη Γκέλες που θα λέει “Εγώ ο ναύαρχος Φορντ, συγκαλώ συμβούλιο των στελεχών της Π. Μ. Ε. Γ., με επείγων θέμα που χρειάζεται να συζητηθεί μόνο από κοντά”. Το μήνυμα να μεταβιβαστεί και στα υπόλοιπα στελέχη των ενώσεων. Δεύτερον θέλω να πάρετε δείγμα DNA από το βρέφος και να μου πείτε σε ποια οικογένεια ανήκει. Τρίτον θέλω να με αφήσετε στο φεγγάρι. Έτσι και αλλιώς στον δρόμο σας είναι για τις φυλακές του Άρη και τέταρτον…>>, τον διακόπτει το μωρό φωνάζοντας και τρίβοντας την κοιλιά του <<Μήπως έχετε κάτι φαγώσιμο για τον μικρό; Φαίνεται πως πεινάει>> <<Τον ακούσατε τον ναύαρχο, κάντε ότι είπε αμέσως τώρα!>> διατάζει ο κυβερνήτης το πλήρωμα με μια δυνατή φωνή <<Μάλιστα κυβερνήτη!>> ανταποκρίνεται όλο μαζί το πλήρωμα που βρίσκεται στην αίθουσα, ξεκινώντας τις ενέργειες που ζήτησε ο Φορντ. Η γραμματικός παίρνει το μικρό αγόρι για το τεστ DNA και να το ταΐσει. Πριν φύγει, ο Φορντ την αρπάζει από το μπράτσο και γυρίζοντας την προς αυτόν και πλησιάζοντας το πρόσωπο του στο δικό της σε απόσταση αναπνοής, την κοιτάει κατάματα και της λέει προειδοποιητικά: <<Μην πάθει τίποτα ο μικρός!>> Η εξωγήινη κοιτάει τρομαγμένη, καθώς τα μάτια του ναυάρχου γυαλίζουν. Κουνάει το κεφάλι της καταφατικά και φεύγει από την γέφυρα. Οι απαιτήσεις του Φορντ ικανοποιούνται. Τα έξι στελέχη συναντιόνται και χαιρετιούνται μέσα στο συμβούλιο. Κάθονται σε έξι μεγάλες μεταλλικές καρέκλες στηριγμένες σε ένα πόδι, με ενσωματωμένα μαξιλάρια στο κάθισμα και στην πλάτη. Είναι τοποθετημένες γύρω από ένα στρογγυλό, διάφανο τραπέζι, το οποίο είναι γεμάτο με διάφορα φρούτα και ποτά από κάθε πλανήτη, από τους οποίους κατάγονται τα στελέχη. Θα έλεγε κάποιος ότι δείχνουν βασιλιάδες. Ο χώρος του συμβουλίου εκτός από το τραπέζι και τις καρέκλες δεν έχει τίποτα άλλο. Μόνο διάφορα διακοσμητικά που δίνουν την αίσθηση διαστημικής αριστοκρατίας. Η έδρα του συμβουλίου είναι ένα γήινο κτήριο που βρίσκεται στο φεγγάρι και είναι το μόνο κτίσμα που υπάρχει εκεί. Οι τοίχοι και το ταβάνι είναι από παχύ φιμέ τζάμι μέσα από το οποίο βλέπεις το ασημένιο έδαφος του φεγγαριού και τα εκατομμύρια άστρα του μαύρου διαστήματος, σχηματίζοντας ένα μεγάλο θόλο. Επίσης το κάθε στέλεχος αντιπροσωπεύει από μία ένωση εκτός από τον Γκέλες και τον Φορντ επειδή αντιπροσωπεύουν μαζί την Γήινη, λόγω του ότι είναι η μεγαλύτερη από όλες. Η δεύτερη είναι η Τιγκαρντενιανή Σε ένωση, τρίτη η Ινσεκτιανή ένωση, τέταρτη η Σειριακή ένωση και πέμπτη η Ταυ
9
Κητουϊανή Σε ένωση. Οι εκπρόσωποι προέρχονται από τους πλανήτες από τους οποίους πήραν τα ονόματα τους οι ενώσεις τους. Τον πρώτο λόγο τον παίρνει ο στρατάρχης Τ όρον, ο οποίος εκπροσωπεί την Τιγκαρντενιανή Σε ένωση: <<Πιστεύω πως μαζευτήκαμε εδώ για να συζητήσουμε το μέλλον της Π. Μ. Ε. Γ.. Σωστά;>> υποθέτει, σταυρώνοντας τα δάχτυλα των χεριών του πάνω στο τραπέζι, με ανέκφραστο πρόσωπο. Οι Τιγκαρντενιανοί Σε είναι ίδιοι με τους Τιγκαρντενιανούς Μπι με την διαφορά ότι αυτοί έχουν μπλε χρώμα δέρματος. <<Δεν έχουμε να συζητήσουμε κάτι. Η Π. Μ. Ε. Γ. ιδρύθηκε μόνο και μόνο για την αντιμετώπιση του Ρέι Ντάνκαν, που με την αυτοκρατορία του και το δικτατορικό καθεστώς του, μας δημιουργούσε πολλά προβλήματα. Αφού είναι νεκρός δεν βλέπω τον λόγο να μην την διαλύσουμε>>, απαντάει ο ναύαρχος Ντελάλ, εκπροσωπώντας την Ταυ Κητουϊανή Σε ένωση. <<Εκπρόσωποι! Οι Γήινοι κάλεσαν το συμβούλιο άρα πρέπει σε αυτούς να δώσουμε τον λόγο. Ούτως ή άλλος στην δικιά τους έδρα βρισκόμαστε>> τους διακόπτει ο βασιλιάς Αρέονος, ο εκπρόσωπος της Σειριακής ένωσης, δίνοντας τον λόγο στον Φορντ και στον Γκέλες. Οι Σείριοι είναι ψιλά, λευκά, πολύ λεπτά, νοήμον πλάσματα με τεράστια, μακρουλά προς τα πάνω γαλάζια μάτια με πολύ μακριά λεπτά άκρα και λαιμό. Με δυσκολία μπορεί κάποιος να καταλάβει τις εκφράσεις του προσώπου τους. Κατοικούν στους πιο κοντινούς πλανήτες του αστέρα Σείριου. <<Σε ευχαριστώ Αρέονος>> τον ευγνωμονεί ο Φορντ <<Θα ήθελα να σας μιλήσω κυρίως για ένα γήινο βρέφος που βρήκα στην τελική μάχη>> Τα μέλη του συμβουλίου αλληλοκοιτάζονται με περιέργεια. <<Μας φώναξες εδώ για ένα μωρό;>> απορεί ο Ντελάλ. <<Φίλε μου Ντελάλ το βλέπεις αυτό εδώ το κουκούτσι; Ασήμαντο ε;>> του λέει ο Φορντ δείχνοντάς του ένα κουκούτσι από κεράσι. <<Ναι>> του απαντάει. <<Αυτό με το χρόνο θα μεταμορφωθεί σε ένα μεγάλο δέντρο και θα καρποφορήσει>> Μετά πετάγεται ο Αρέονος, καταλαβαίνοντας τι θέλει να πει ο Φορντ, και λέει: <<Δεν παύει όμως να είναι ένα απλό δέντρο καθώς υπάρχουν άλλα τόσα>> <<Και ο Ντάνκαν ένα δέντρο ανάμεσα σε όλα τα άλλα ήταν>> λέει ο Φορντ. <<Μας λες δηλαδή ότι αυτό το παιδί μπορεί να μας προκαλέσει προβλήματα στο μέλλον;>> συνεχίζει ο Αρέονος,
10
<<Ή να μας γλιτώσει από προβλήματα>> αντιλέγει ο Φορντ Ο Τ όρον μπαίνει στην συζήτηση με υποτιμητικό και ενοχλημένο ύφος: <<Όλα αυτά είναι αερολογίες, μιλάμε για 20 με 30 χρόνια μετά. Εγώ λέω να δώσουμε σημασία στο τώρα, όπως το θέμα που είχα αναφέρει. Όσο για το βρέφος, ας ζήσει μαζί με τους ανθρώπους προς το παρόν και όταν μεγαλώσει βλέπετε εσείς οι γήινοι τι θα το κάνετε>> <<Θα ήθελα να πάρω την κηδεμονία του μικρού. Πιστεύω ότι στα σωστά χέρια θα γινόταν ένας σωστός και πετυχημένος άντρας>> λέει ο Φορντ, χωρίς να δώσει σημασία στον Τ όρον. Όλο το συμβούλιο κοιτάζει τον Γκέλες με ένα περίεργο και υπομονετικό ύφος, σαν να του λένε να μιλήσει. Ο Φορντ μπερδεμένος, δεν καταλαβαίνει, προς τι τα βλέμματα. <<Φίλε μου δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Η κυβέρνηση δεν θα σε αφήσει>> του μιλάει φιλικά ο Γκέλες. <<Γιατί;>> ρωτάει ο Φορντ. <<Δεν στο είπα αλλά διαγνώστηκες με ψυχική νόσο πριν μερικές μέρες. Το υπουργείο και οι εκπρόσωποι μου έδωσαν την ευθύνη να στο πω. Όχι μόνο δεν μπορείς να αναθρέψεις παιδί αλλά ούτε το αξίωμα του ναυάρχου θα μπορείς να ασκείς πια. Σε βγάζουν στην σύνταξη. Έχεις και πολλά χρόνια στον στρατό. Τον τίτλο όμως δεν τον χάνεις και ακόμα μπορείς να εκπροσωπείς την ένωση μας. Είπαν μπορεί να είσαι τρελός και μεγάλος, αλλά μπορείς να λες την γνώμη σου και να ακούγεσαι>> <<Τι ακριβώς διαγνώστηκα;>> τον ρωτάει και τον κοιτάει με ένα τρελό βλέμμα, αλλά ήρεμος. <<Διαγνώστηκες...>> συνεχίζει ο Γκέλες ρίχνοντας ένα βλέμμα σε μια συσκευή καρπού όπου έχει γραμμένη την διάγνωση ενός ψυχίατρου <<Ψυχική διαταραχή, απότομες αλλαγές τις διάθεσης, απότομες νευρασθενικές κινήσεις του σώματος, αλλόκοτη συμπεριφορά και υπερβολικά επικίνδυνες και επιπόλαιες πράξεις>> <<Από που τα συμπέραναν αυτά;>> ρωτάει χαλαρός ο Φορντ, αλλά απότομα σηκώνεται από την καρέκλα, βγάζοντας το όπλο του, πυροβολώντας στο ταβάνι και φωνάζει <<ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΠΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΜΟΥ;!!!>> Ευτυχώς το τζάμι είναι ειδικά φτιαγμένο για να αντέχει πυρά. Όλοι είχαν πέσει, αντανακλαστικά, κάτω από το τραπέζι, σαν είχε γίνει σεισμός, για να μην τους πετύχει καμία βολή, Αργά αργά ο Γκέλες σηκώνεται από το έδαφος, όταν βλέπει ότι ο Φορντ ησυχάζει λίγο, και του λέει: <<Εδώ λέει ότι κλείνεις τα φώτα από κάθε δωμάτιο που βγαίνεις πυροβολώντας τα>> <<Βαριέμαι τους διακόπτες>> αποκρίνεται αυτός, σαν να είναι φυσιολογική αυτή η συνήθειά του.
11
<<Επίσης λέει ότι φώναξες σε έναν νεοσύλλεκτο τόσο πολύ που τον έκανες να κλάψει, να παραιτηθεί και να πάει να γίνει αγρότης>> <<Ναι… εκεί ήταν δικό μου λάθος δεν έπρεπε να τον πιέσω τόσο πολύ τον καημένο>> απαντάει μετανιωμένος. <<Επίσης κυκλοφορείς, μερικές φορές, γελώντας πολύ δυνατά βλέποντας τους άλλους. Δεν είναι φυσιολογικό αυτό>> <<Γιατί ποιος είναι φυσιολογικός στις μέρες μας;>> <<Είναι περισσότερα αλλά καλύτερα να σου τα στείλω να τα διαβάσεις γιατί είναι πολλά. Συγνώμη Φορντ>> Ο Φορντ εξοργισμένος, απευθύνεται σε όλους και λέει: <<Λοιπόν!!! Αν δεν με θέλουν ως ναύαρχο, τότε δεν θα με έχουν καθόλου, ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΙ, να βρείτε άλλον εκπρόσωπο τώρα>> <<Περίμενε, δεν μπορείς να φύγεις ακόμα, πρέπει να ψηφίσεις μαζί με τον Γκέλες για την Π. Μ. Ε. Γ.>> πετάγεται η βασίλισσα των Ινσέκτους <<Εγώ λέω να διαλυθεί. Δεν με νοιάζει καθόλου>> αποχωρεί από το δωμάτιο αφήνοντας αυτά τα λόγια να αιωρούνται από πίσω του, βάζοντας το κράνος του. Την στιγμή που βγαίνει έξω από το κτήριο, προσγειώνεται το ιδιωτικό του σκάφος. Ένα μικρό, περίπου 30 μέτρα, γκρίζο, πολυτελές διαστημόπλοιο, με σχήμα μεγάλου μακρόστενου δίσκου. Πριν επιβιβαστεί ακούει κάποιον να φωνάζει το όνομα του: <<Αντώνιε, περίμενε!!!>> Είναι ο Γκέλες που τρέχει να τον προλάβει. <<Άλαν, δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξω γνώμη. Φεύγω!>> του λέει αμετάπειστος. <<Το ξέρω, απλά ήρθα να σου κάνω μια πρόταση γιατί περίμενα αυτή την αντίδραση>> <<Τι ακριβώς;>> <<Πιστεύω πως θυμάσαι τα σχολικά μας χρόνια στο σχολείο Τζέναρντ, σωστά;>> <<Φυσικά, ποιος ξεχνάει τα σχολικά του χρόνια;>> <<Λοιπόν, επειδή μου ζήτησαν και μένα αν θέλω να συνταξιοδοτηθώ και τους είπα ναι, γιατί κουράστηκα, είπα να πάω να γίνω διευθυντής του παλιού μας σχολείου. Αφού η θέση είναι ελεύθερη, γιατί να μην έχω μια πιο χαλαρή ζωή στα γεράματα;>> <<Και ως εκπρόσωπος τι θα κάνεις;>>
12
<<Παραιτήθηκα. Κουράστηκα με τόσες ευθύνες, έχω βρει ήδη αντικαταστάτες μας. Τον πρωθυπουργό Άντριου Μίλερ και έναν άλλον νέο ναύαρχο με το όνομα Κέιν Μπράουν. Τους έδειξα τα βασικά, πως να πράξουν σε έκτακτη ανάγκη, είδα τα πτυχία και τις ικανότητες τους και τους βρήκα άξιους>> <<Καλά έκανες και χαίρομαι για σένα>> συνεχίζει απογοητευμένος ο Φορντ και πάει να στο σκάφος του. <<Περίμενε λίγο>> τον σταματάει ξανά ο Γκέλες <<Σου τα λέω αυτά επειδή υπάρχει μια κενή θέση και για σένα στο σχολείο ως καθηγητής και μπορώ να στην δώσω, τώρα που θα γίνω διευθυντής>> <<Αλήθεια;!;!>> λέει ο Φορντ αλλάζοντας το ύφος του σε χαρούμενα έκπληκτο. <<Ναι, θες;>> <<Φυσικά αφού δεν έχω να κάνω κάτι καλύτερο, γιατί όχι; Αλλά αφού είμαι τρελός μπορώ να διδάξω;>> <<Το κοίταξα αυτό. Μπορώ να κάνω κάτι για να πάρεις την θέση. Αρκεί να μην φωνάζεις στα παιδιά και ποτέ μην βγάλεις όπλο>> Ο Φορντ, συγκινημένος που βλέπει ότι ο καλύτερος του φίλος τον προσέχει, του γνέφει να μπει μέσα στο σκάφος για να συζητήσουν τα υπόλοιπα. Κάθονται σε μια μικρή τραπεζαρία, συνδεδεμένη με το πιλοτήριο, μέσα στην οποία τα πάντα γυαλίζουν και όλα είναι φτιαγμένα με υπερσύχρονη τεχνολογία. Γύρω τους υπάρχουν πολλά διάφανα συρτάρια που αποτελούν κάβα ποτών. Συζητάνε πρώτα για την ζωή που πρόκειται να έχουν στη νέα τους δουλειά και μετά για γενικά πράγματα, πίνοντας από ένα ποτήρι κρασί. <<Χμ, ωραίο κρασί. Τι χρονιάς είναι;>> λέει ο Γκέλες κοιτάζοντας στο μπουκάλι την μάρκα. <<Είναι του 2000, αλλά σιγά το κρασί. Έχω άλλα καλύτερα που είναι του 1800 και πιο παλιά, αλλά τα έχω μόνο για την συλλογή μου, όχι για να τα πιω>> του απαντάει ο Φορντ. <<Ναι θυμάμαι που μου έχεις ξαναπεί ότι συλλέγεις καλά παλιά κρασιά>> Η συζήτηση διακόπτεται καθώς ο προσωπικός πιλότος του Φορντ γυρίζει και αναφέρει: <<Κύριε φτάσαμε στην ατμόσφαιρα την Γης. Ποιος είναι ο προορισμός σας τώρα;>> <<Κατευθύνσου προς την Ελλάδα και μόλις πλησιάζεις πες μου>> Ο Γκέλες, περίεργος για την εντολή που έδωσε στον πιλότο ο Φορντ, τον ρωτάει: <<Μα εσύ δεν μένεις στην Ελλάδα γιατί πάμε εκεί;>> <<Αφού εγώ δεν μπορώ να κρατήσω τον μικρό που βρήκα στην μάχη, τότε θα το αφήσω μπροστά από την πόρτα μιας καλής οικογένειας η οποία θα του φερθεί καλά και σωστά>>
13
<<Έχεις το βρέφος μαζί σου;;;>> τον ρωτάει ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του από έκπληξη. <<Ναι σιγά το δύσκολο. Πλήρωσα τον κυβερνήτη να στείλει με ασφάλεια τον μικρό σε αυτό εδώ το σκάφος. Τώρα κοιμάται μέσα σε ένα καλάθι στην κρεβατοκάμαρα>> <<Και γιατί επέλεξες την Ελλάδα και όχι κάποιον συγγενή του; Οι βαλκανικές χώρες δεν είναι και οι ποιο ήσυχες χώρες στον κόσμο όπως άκουσα. Θα είναι καλά το παιδί εκεί;>> <<Καλό θα ήταν να βρει τις ρίζες του. Το τεστ DNA δεν θα πιστέψεις ποιους έδειξε για γονείς>> <<Ποιους;>> ρωτάει ο Γκέλες δείχνοντας με τα μάτια του μια τρελή περιέργεια. <<Είναι ο γιος του Μιχαήλ Κόντρο!>> <<Του γνωστού στρατιώτη; Τον οποίο σου είχαν αναθέσει να εκπαιδεύσεις;>> <<Ακριβώς! Είναι ήδη βαπτισμένο με το όνομα Έβαν. Κανονικά Ευάγγελος, αλλά αυτό είναι το χαϊδευτικό του. Μου το έχει πει ο ίδιος ο πατέρας του πριν πεθάνει...>> <<Θυμάμαι ότι είχατε στενές σχέσεις>> <<Ναι ήταν ένας από τους καλύτερους μαχητές που είχα γνωρίσει. Άνετα θα ανέβαινε βαθμίδες στον στρατό αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε...>> και δείχνει λυπημένος. <<Και ήταν Έλληνας; Το επώνυμο του δεν μου φαίνεται ελληνικό>> <<Ο πατέρας του ήταν ξένος αλλά η μάνα του ήταν από την Ελλάδα, όπως και η γυναίκα του>> <<Την ήξερες;>> <<Όχι, απλά μου την είχε αναφέρει. Δυστυχώς δεν άφησαν πίσω τους κανένα συγγενή που μπορεί να προσέξει τον μικρό>> <<Και η μητέρα πέθανε;>> <<Έτσι λένε, αλλά δεν πείθομαι αν δεν δω πτώμα. Κανονικά είναι αγνοουμένη. Την είχε φυλακίσει ο Ντάνκαν, αλλά επειδή δεν την έβρισκαν την θεώρησαν νεκρή. Η συνηθισμένη περίπτωση αγνοούμενων>> <<Ξέρεις τι δουλειά έκανε;>> <<Όχι αλλά από τα λεγόμενα του Κόντρο φοβάμαι να μαντέψω>> <<Γιατί τι σου έλεγε;>> <<Μου είχε πει ότι ήξερε τρία είδη πολεμικής τέχνης και ότι μπορούσε να σκοτώσει έναν οπλισμένο στρατιώτη μόνο με μια βελόνα. Μερικές φορές αναρωτιόμουν ποιος έκανε κουμάντο στο σπίτι τους χάχα>> γελάει σιγανά ο Φορντ Ο οδηγός διακόπτοντας ξανά την κουβέντα τους ανακοινώνει: <<Είμαστε κοντά στην Ελλάδα>>
14
<<Ωραία, τώρα πέτα γύρω από την χώρα και σκάναρε διάφορες ταυτότητες ανθρώπων. Με προσοχή μην σε καταλάβει κανείς>> και πλησιάζει τον πιλότο. Ο πιλότος πατώντας ένα κουμπί το σκάφος καμουφλάρεται στον ουρανό, όπως ένας χαμαιλέοντας στο περιβάλλον του, και αρχίζει να σκανάρει τους ανθρώπους στο έδαφος. Ο Φορντ αρχίζει να βλέπει μέσα από μια οθόνη του πίνακα οργάνων του σκάφους, διάφορες ταυτότητες ανθρώπων, μαζί με τον Γκέλες. <<Να μια αγροτική οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Θα πρέπει να αγαπάνε τα παιδιά για να έχουν μια τόσο μεγάλη οικογένεια>> προτείνει. <<Ναι, το τελευταίο που θέλουν είναι να φορτωθούν άλλο ένα>> είπε ειρωνικά ο Φορντ <<Πάμε στην επόμενη οικογένεια>> <<Μια μοναχική γυναίκα που περιμένει ακόμα το αίτημα της για υιοθεσία να εγκριθεί. Θα ήθελε πολύ ένα παιδί>> <<Θα προτιμούσα να ζει με δύο γονείς. Πολλά παιδιά με έναν γονέα νιώθουν ότι έχουν ελλείψεις στην ζωή τους>> <<Πάμπλουτο ζευγάρι με πολλά ξενοδοχεία και σπίτια στο όνομα τους, ανίκανοι να κάνουν παιδιά>> <<Και να βγει κακομαθημένο πλουσιόπαιδο; Όχι ευχαριστώ>> λέει κουνώντας το κεφάλι αριστερά και δεξιά αρνητικά ο Φορντ. <<Θα πάρει λίγη ώρα...>> μουρμουράει ο Γκέλες. Μετά από πολλές απορρίψεις πιθανών γονέων για τον Έβαν, τελικά ο Φορντ βρίσκει μια οικογένεια που θα είναι ιδανική: <<Οικογένεια Στόουν. Πλούσια οικογένεια με ένα παιδί, ο πατέρας εργοστασιάρχης και η μητέρα καθηγήτρια πανεπιστημίου. Αυτή η οικογένεια είναι ιδανική>> <<Επιτέλους αποφάσισες. Ούτε δικό σου να ήταν το παιδί>> παραπονιέται ο Γκέλες. <<Η ανατροφή ενός παιδιού δεν είναι παιχνίδι>> λέει με σοβαρό ύφος ο Φορντ και στρέφοντας το βλέμμα του προς τον οδηγό λέει <<Προσγειώσου εκεί στην έρημη παραλία που δεν υπάρχει κανείς τέτοια ώρα>> Είναι βράδυ, δύο η ώρα. Ο Φορντ πάει να πάρει τον μικρό Έβαν, μαζί με το ψάθινο καλάθι, μέσα στο οποίο τον έχει τυλιγμένο με απαλά σεντόνια. Κατεβαίνει από το σκάφος. Μόλις κάνει το πρώτο βήμα πάνω στην άμμο της παραλίας αδυνατεί να κάνει το δεύτερο. Ο Γκέλες, όρθιος στην είσοδο του σκάφους, καθώς τον βλέπει που δεν προχωράει, τον ρωτάει:
15
<<Υπάρχει πρόβλημα;>> <<Όχι, όχι απλά η άμμος με δυσκολεύει στο να βαδίσω. Βουλιάζει το πόδι μου σε αυτή>> δικαιολογείται. <<Καλά τότε>> του λέει ο Γκέλες, ξέροντας ότι δεν είναι αυτός ο λόγος, αλλά το γεγονός ότι δεν θέλει να δώσει τον Έβαν, καθώς έχει το αίσθημα της υποχρέωσης να αναθρέψει το παιδί του νεκρού του φίλου. Περπατώντας, ο Φορντ βρίσκεται απέναντι από το σπίτι της οικογένειας. Το σπίτι είναι μία μεγάλη, παραθαλάσσια, διώροφη, άσπρη οικεία με μεγάλο κήπο, που τον χωρίζει στην μέση μια σειρά από πλακάκια, που οδηγούν στην πόρτα του σπιτιού. Την περίμετρο του κήπου την καλύπτουν τέλεια κλαδεμένοι, τετράγωνοι θάμνοι, ενωμένοι μεταξύ τους σχηματίζοντας έναν φράχτη. Μπροστά από τους τοίχους του σπιτιού υπάρχουν διάφορα είδη λουλουδιών, που το χώμα τους χωρίζεται από το γκαζόν με θαλασσινές μικρές πέτρες. Έχει ροζ τουλίπες, άσπρα γαρίφαλα, μπλε βιολέτες και κόκκινα τριαντάφυλλα φτιάχνοντας πολύ όμορφους συνδυασμούς χρωμάτων. Φτάνει στην ξύλινη πόρτα που έχει τον αριθμό 12 από πάνω. Αφήνει ένα σημείωμα μέσα στο καλάθι, που αναλύει από που είναι και τι είναι ο Έβαν, για τους γονείς του και τι να να του πουν, όταν μεγαλώσει. Αφήνοντας το παιδί μπροστά από την πόρτα κοιμισμένο, παραλίγο να κυλήσει ένα δάκρυ. Αλλά δεν σπάει και εκφράζεται με θυμό. Σφίγγει τις γροθιές του και κατηγορεί τον άκαρδο δικτάτορα για όλα αυτά: <<Ανάθεμά σε καταραμένε Ρέι!>> Χτυπάει το κουδούνι και με υπεράνθρωπη ταχύτητα εξαφανίζεται και πάει πίσω στο σκάφος του. Μέχρι να ανοίξει κάποιος την πόρτα, ο Φορντ και το σκάφος είχαν γίνει καπνός. Την πόρτα την ανοίγει, λίγο επιφυλακτικά, ένα εξάχρονο αγοράκι: <<Ποιος είναι;>> ρωτάει. Ανοίγει την πόρτα ακόμα πιο πολύ και κοιτάζει γύρω του άμα υπάρχει κανείς. Αυτό που βλέπει είναι μόνο το καλάθι με τον Έβαν μέσα να κοιμάται. <<Ποιος είναι, Τζον;>> ακούγεται από τον πάνω όροφο του σπιτιού μια γυναικεία φωνή. <<Ένα μωρό, μαμά!>> φωνάζει το αγοράκι, ξυπνώντας τον Έβαν. <<Τι;;;>> είπε με πολύ περιέργεια. Ξαφνιασμένη με αυτό που άκουσε, η γυναίκα κατεβαίνει προς τον κάτω όροφο. Μόλις έφτασε στην πόρτα με έκπληξη αντικρίζει το καλάθι με το βρέφος. Παίρνει το σημείωμα και του ρίχνει μια ματιά. <<Μαμά ο πελαργός μου έφερε αδερφάκι;>> ρωτάει ο μικρός Τζον, με χαρά.
16
Χωρίς να δώσει σημασία στον γιο της παίρνει μέσα το καλάθι φωνάζοντας τον άντρα της: <<Αγάπη μου!!! Σήκω λίγο! Έχουμε κάτι σημαντικό να συζητήσουμε>>.
17
Μια περίεργη μέρα
Έ
ντεκα χρόνια πέρασαν μετά από εκείνη την νύχτα και ο Έβαν περνάει μια ζωή η οποία δεν είναι φυσιολογική αλλά ούτε κακή. Η ζωή του δεν αρμόζει σε ένα παιδί. Οι θετοί γονείς, από έξι χρονών, είδαν στον Έβαν ένα παιδί με το ποιο κοφτερό και
δημιουργικό μυαλό που έχουν δει ποτέ. Από τα εφτά του μπορεί να κάνει τις μαθηματικές πράξεις και ασκήσεις φυσικής, που έφερνε ο θετός αδερφός του, από τη σχολή του, βγάζοντας σωστά αποτελέσματα. Για αυτό η θετή μητέρα του δεν τον άφησε να πάει στο δημοτικό γιατί το θεώρησε χάσιμο χρόνου. Του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα για το γυμνάσιο και το λύκειο. Αν και αυτό είναι ενάντιας στην θέληση του Έβαν, επειδή θέλει να δει συνομηλίκους του, δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση επειδή ξέρει ότι είναι υιοθετημένος και πάντα κάνει ότι του λένε για να δείξει την ευγνωμοσύνη του που τον μεγαλώνουν. Ο Έβαν είναι ένα εντεκάχρονο ευγενικό αγόρι με σκούρα καστανά μάτια, μαύρα κυματιστά μαλλιά πού φτάνουν μέχρι τον λαιμό και κανονικό σώμα. Επίσης έχει χάσει το δεξί του χέρι από τον καρπό και κάτω, από ένα ατύχημα στα τέσσερά του, με μια μηχανή του γκαζόν. Το πρόγραμμα του, εκτός από τα σαββατοκύριακα, είναι ιδιαίτερα μαθήματα στις 4 η ώρα το μεσημέρι έως τις 10 η ώρα το βράδυ. Δύο με τρεις η ώρα το μεσημέρι έχει πολεμικές τέχνες. Δευτέρα και Πέμπτη Τζούντο, Τρίτη και Παρασκευή Τάε κβον το, Τετάρτη και Σάββατο Κουνγκ φου. Οπότε κάθε μέρα ξυπνάει στις 8 η ώρα το πρωί, ετοιμάζει το πρωινό του, κλείνεται στο δωμάτιο του και ασχολείται με αυτό που θέλει περισσότερο. Την ζωγραφική, να διαβάζει αγαπημένα του βιβλία, όπως λογοτεχνικά, ρομαντικά, περιπέτειες και αστυνομικά, και να βλέπει διάφορες ταινίες, μέχρι να φτάσει η ώρα των πολεμικών τεχνών. Τις Κυριακές κάνει παρέα με τον Τζον και την παρέα του. Τα Σάββατα τα περνάει σε ιδιωτικές συναντήσεις με πλούσιους, αναγκαστικά, γιατί οι γονείς του θέλουν να δείχνουν σε όλους πόσο έξυπνο είναι το παιδί τους και να καυχιούνται. Περισσότερο η μητριά του. Είναι Κυριακή και το καλύτερο από όλα είναι καλοκαίρι. Έτσι ο Έβαν λέει να κάτσει να κοιμηθεί λίγο ακόμα, αλλά ο Τζον έχει άλλα σχέδια για αυτόν:
18
<<Σήκω μπέμπη, έχω κανονίσει για εμάς σήμερα>> του λέει ο Τζον ενοχλώντας τον. <<Λίγο ακόμα, άσε με σε παρακαλώ>> μουρμουρίζει ο Έβαν, παίρνοντας το μαξιλάρι του, για να καλύψει το κεφάλι του, για να μην τον ακούει Ο Τζον αρπάζοντας το μαξιλάρι, με το οποίο κάλυψε το κεφάλι του, του το πετάει με δύναμη πάνω του ώστε να τον ξυπνήσει. <<Τζον! Είναι Κυριακή. Τι θέλεις τώρα;>> παραπονιέται με κουρασμένο ύφος ο Έβαν. <<Σήκω πάμε έξω με τον Γιώργο και τον Δημήτρη. Πρωινή βόλτα. Σήμερα θα έχει και κάτι κοπέλες από το σχολείο μου. Έλα μην τις κάνουμε να περιμένουν, έχουν έρθει και από μακριά>> του απαντάει, γνεύοντας πονηρά με τα φρύδια του. <<Τζον είμαι έντεκα. Δεν νομίζω ότι κάνω για δεκαέξι χρονών κορίτσια>> και κάνει μια κυκλική κίνηση με τις κόρες των ματιών του, δείχνοντας ότι ακούει παράλογα πράγματα. <<Μπορεί να είσαι έντεκα αλλά έχεις μυαλό εικοσάρη>> <<Ναι ξέρεις όμως δεν βλέπουν το μυαλό, την εμφάνιση βλέπουν>> <<Κόψε την γκρίνια και σήκω να φύγουμε. Απλά για να βγεις από το σπίτι σου λέω>> <<Καλά καλά, βγες για να ετοιμαστώ>> <<Ωραία σε περιμένω>> και βγαίνει ο Τζον από το δωμάτιο. Ο Τζον είναι ένας έφηβος με καλογυμνασμένο σώμα, με καστανά μαλλιά και μάτια. Είναι φιλικός προς τον Έβαν. Όταν έχει χρόνο τον παίρνει μαζί του έξω και του δείχνει την αγάπη του συνέχεια. Το δωμάτιο του Έβαν είναι ένας αρκετά μεγάλος, τετράγωνος χώρος, με κόκκινους τοίχους. Βρίσκεται στην δεξιά μεριά του σπιτιού. Απέναντι από την πόρτα έχει μια μπαλκονόπορτα που οδηγεί σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, ίσα ίσα χωράει μια καρέκλα. Εκεί είναι το αγαπημένο σημείο του Έβαν για διάβασμα. Στον αριστερό τοίχο από την πόρτα υπάρχει ένα απλό, ξύλινο γραφείο, στο οποίο ζωγραφίζει και λύνει τις ασκήσεις μαθημάτων του, κολλημένο στον τοίχο. Ακριβώς δίπλα έχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη που βάζει όλα τα βιβλία που έχει διαβάσει, πάνω από 30. Τέλος στον δεξί τοίχο είναι το κρεβάτι του, παράλληλα με τον τοίχο. Δίπλα έχει ένα μικρό έπιπλο, με δύο συρτάρια, με έναν φορητό υπολογιστή από πάνω του και στην κάτω μεριά του κρεβατιού μια ντουλάπα. Αφού δεν μπορεί να μείνει λίγο παραπάνω στο κρεβάτι του, λόγω του θετού αδερφού του, σηκώνεται, φοράει μια μπλούζα και πάει προς το μπάνιο να ετοιμαστεί. Το μπάνιο βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου στον οποίο βρίσκεται το δωμάτιο των γονιών, το δικό του και του Τζον, στον δεύτερο όροφο. Κάνει ένα ντους, φτιάχνει τα μαλλιά του και αρχίζει να πλένει τα δόντια του. Ξαφνικά, την στιγμή που πάει να πιάσει την οδοντόβουρτσα του αισθάνεται στο χέρι του ένα δυνατό τίναγμα, σαν η
19
οδοντόβουρτσα να του προκάλεσε ηλεκτροσόκ. Ο Έβαν αντανακλαστικά τραβάει το χέρι του και κάνει ένα βήμα πίσω. Κοιτάζει, ξανά και ξανά, γιατί έγινε αυτό. Δεν μπορεί να καταλάβει. Αυτό δεν του έχει ξανασυμβεί. Ξανακάνει προσπάθεια να πιάσει την οδοντόβουρτσα, σιγά σιγά αυτή την φορά, και τα καταφέρνει, χωρίς πρόβλημα. <<Λογικά στατικός ηλεκτρισμός είναι>> μονολογεί. Καθώς τελειώνει το βούρτσισμα, παρατηρεί άλλο ένα περίεργο πράγμα. Τα πάντα μπροστά στα μάτια του χάνουν το χρώμα τους και το σχήμα τους. Ο καθρέφτης ο νιπτήρας, τα πλακάκια του μπάνιου, ακόμα και το είδωλο του στον καθρέφτη. Είναι σαν να βλέπει μια οθόνη υπολογιστή, η οποία χάλασε και δείχνει χρωματιστά κενά και σπασμένα πίξελ να αναβοσβήνουν. Τρίβει πολύ καλά τα μάτια του και η όραση του επανέρχεται στο φυσιολογικό. <<Τι στο...>> <<Έβαν που είσαι;>> ακούει τον αδερφό του να φωνάζει. <<Έρχομαι!>> απαντάει αυτός. Κατεβαίνει τα σκαλιά του σπιτιού και πάει στην κουζίνα, αναλογιζόμενος για ότι έγινε. Όταν φτάνει βρίσκει τον Τζον να περιμένει για πρωινό. Ο Τζον ρωτάει: <<Τι έγινε γιατί άργησες τόσο;>> <<Τίποτα. Τι θα ήθελες για πρωινό;>> απαντάει με ερώτηση ο Έβαν, προσπαθώντας να αλλάξει το θέμα για την αργοπορία του. <<Χμ, σήμερα προτιμώ βάφλες με σοκολάτα από πάνω>> <<Έγινε>> λέει ο Έβαν πιάνοντας την βαφλιέρα <<Καλά, αφού δεν ξέρεις ούτε αυγό να φτιάχνεις, τι τρως εκεί στην σχολή που μένεις όλο τον χρόνο;>> <<Η καφετέρια του σχολείου έχει τα πάντα από φαγητό, εκεί τρώω. Ξέρεις, είναι στην Αγγλία>> <<Πώς λέγεται η σχολή;>> <<Εεεμμ λέγεται...>> προσπαθεί ο Τζον να απαντήσει κοιτάζοντας γύρω του για να βρει ένα ψεύτικο όνομα <<Χιούστον!>> <<Χιούστον;>> και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τον γείτονα, συνεχίζει <<Όπως ο Άγγλος γείτονάς μας;>> ξαναρωτάει με ένα περίεργο ύφος. <<Ναι, γιατί υπάρχει μόνο ένας Χιούστον στον κόσμο;>> <<Περίεργο η μητέρα είπε ότι η σχολή σου λέγεται Ρίτσαρντ>> <<Το σχολείο του... Χιούστον Ρίτσαρντ… σωστά σου είπε>> και χαμογελάει ψεύτικα προσπαθώντας να κρύψει κάτι <<Γιατί ρωτάς τώρα εσύ;>>
20
<<Κοιτάζω για διάφορες σχολές. Του χρόνου πρέπει να επιλέξω που θα πάω>> <<Δεν είναι σχολείο για εσένα. Εσύ είσαι για πολύ μεγαλύτερες σχολές. Εσύ είσαι για το Χάρβαρντ. Ας πούμε κάτι άλλο τώρα. Ας μιλήσουμε τι πρόκειται να κάνουμε σήμερα>> αλλάζει την κουβέντα ο Τζον. Ο Έβαν έχει καταλάβει ότι κάτι κρύβει αλλά πάει με τα νερά του. Φτιάχνει τις βάφλες και κάθεται να φάει μαζί του. Όσο τρώνε συζητούν λεπτομέρειες για την σημερινή τους έξοδο. <<Τι ώρα θα βγούμε τελικά;>> ρωτάει ο Έβαν. <<Κατά τις έντεκα, δηλαδή σε μία ώρα. Έχω πει στις κοπέλες τι μυαλό έχεις και θέλουν πολύ να σε γνωρίσουν>> Μπαίνοντας μέσα η μητριά στην κουζίνα, ακούει τι λέγανε και επεμβαίνει στην συζήτηση: <<Θα βγεις ακούω Έβαν;>> <<Ναι είναι Κυριακή και συνήθως βγαίνω>> <<Συγνώμη, αλλά δεν γίνεται τώρα να βγεις, σε μισή ώρα έρχεται για πρώτη φορά στο σπίτι μας ο διευθυντής του πανεπιστημίου που δουλεύω. Έχω πει τα πάντα για σένα και θα ήθελε πολύ να σε γνωρίσει>> <<Μητέρα! Η Κυριακή είναι η ελεύθερη μέρα μου. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!>> αντιμίλησε με ένα νευριασμένο ύφος δείχνοντας το πόσο άδικο είναι αυτό που κάνει η μητριά του. <<Πρόκειται να με ντροπιάσεις στον διευθυντή και να μην μείνεις για την συνάντηση; Του το υποσχέθηκα>> του λέει με αυστηρό ύφος <<Όχι….>> λέει ο Έβαν σκύβοντας το κεφάλι <<Μαμά ο Έβαν θα είναι ελεύθερος το απόγευμα;>> πετάγεται ο Τζον. <<Ναι>> Γυρίζοντας στον Έβαν του λέει ο Τζον: <<Δεν πειράζει, θα τους στείλω μήνυμα στο κινητό για να κανονίσουμε το απόγευμα>> <<Καλά…>> και πάει πάνω να ετοιμαστεί για την συνάντηση με τον διευθυντή. Η κυρία Στόουν, μια Ελληνίδα με το όνομα Ελένη Ρήνου, είναι μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα, καλοντυμένη, με σκούρα μπλε ρούχα και ένα πολύ αυστηρό ύφος, που χρειάζεται πολύ θάρρος για να της φέρεις αντίρρηση. Έχει καστανά μακριά μαλλιά, πιασμένα κότσο χαμηλά πίσω στο λαιμό της, σαν μια μάλλινη σφαίρα. Μεγάλα, καστανά μάτια και φοράει γυαλιά. Ο κύριος Στόουν είναι ένας Άγγλος, το μικρό του Άλφρεντ, με κανονικό σωματότυπο και πολύ σοβαρό χαρακτήρα. Είναι πολυάσχολος άνθρωπος και όλη μέρα βρίσκεται στο εργοστάσιο υφασμάτων του. Μόνο τα βράδια και τις Κυριακές
21
τον βλέπει η οικογένεια. Επίσης κουμάντο στο σπίτι κάνει η γυναίκα του επειδή ο ίδιος είναι χαμηλών τόνων. Ο Έβαν ψάχνει την ντουλάπα του για τα κατάλληλα ρούχα. Εκεί που διαλέγει ξαφνικά το χέρι του μουδιάζει και δεν μπορεί να το κουνήσει. <<Αααααχχχχ>> πονάει, χτυπώντας το με τον πήχη του κομμένου χεριού του μήπως το επαναφέρει. Μετά από πέντε λεπτά το χέρι του επανέρχεται. Πάλι μπερδεμένος ο Έβαν δεν μπορεί να εξηγήσει τι το προκάλεσε αυτό. Παίρνει τον υπολογιστή του, μπαίνει στο διαδίκτυο και ψάχνει τι μπορεί να είναι. Μήπως φταίει η εφηβεία; Μήπως έχει κάποια σοβαρή αρρώστια; Ψάχνει ξανά και ξανά, τίποτα. Ούτε συμπτώματα της εφηβείας είναι. Ούτε κάποια αρρώστια τα προκαλεί αυτά. Όταν κάνει αναζήτηση για τα περίεργα γεγονότα του, εμφανίζονται μόνο άσχετες ιστοσελίδες στην οθόνη του. Όπως “πως να φτιάξεις τον υπολογιστή σου”, “τι να κάνεις στο πρωινό μούδιασμα” και άλλα. Προσπαθώντας να πιστέψει ότι όλα αυτά είναι φυσιολογικά και ανάξια προσοχής, συνεχίζει την επιλογή ρούχων που θα φορέσει. Τελικά αποφασίζει, αφού είναι επίσημο ραντεβού, να φορέσει μια άσπρη μπλούζα με γιακά, ένα λεπτό μαύρο σακάκι και ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι. Το παντελόνι και το σακάκι τα μισεί, επειδή τα θεωρεί παλιομοδίτικα, αλλά η μητριά του λέει να τα φοράει συνέχεια σε συναντήσεις μαζί της. Έτοιμος ο Έβαν, κατεβαίνει κάτω. Μόλις φτάνει στο τέλος των σκαλιών, ακούγεται το κουδούνι της πόρτας. <<Ήρθε! Ήρθε! Είσαι έτοιμος;>> του φωνάζει η μητριά του. <<Ναι>> <<Χμ μπορείς και καλύτερα>> κρίνει το ντύσιμό του. <<Αυτά είναι τα ρούχα που βάζω συνέχεια. Αυτά μου έχεις δώσει εσύ!!!>> λέει αυτός νευριασμένος χωρίς να πιστεύει αυτά που ακούει. <<Ναι, αλλά η μπλούζα δεν σου πάει>> λέει αυτή μορφάζοντας με τα χείλη της αποδοκιμάζοντας την επιλογή του <<Δεν πειράζει τώρα, πήγαινε να ανοίξεις>> και τον αφήνει, για να τακτοποιήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες στο σαλόνι για την συνάντηση. Ο Έβαν, καταπίνοντας τα λόγια του, ανοίγει την πόρτα και βλέπει έναν παχύ, χαμογελαστό άνθρωπο με ένα γκρίζο, πλούσιο μουστάκι. Έχει λίγα, αραιά, γκρίζα μαλλιά και ο λαιμός του χαμένος στο λίπος κάνει το κεφάλι του ένα με το σώμα του. Φοράει ένα άσπρο πουκάμισο με μια κόκκινη γραβάτα. Από πάνω έχει ένα καφέ σακάκι, που πάει ασορτί με το καφέ υφασμάτινο παντελόνι του και τα πλατιά καφέ παπούτσια του.
22
<<Καλημέρα σου νεαρέ, εσύ πρέπει να είσαι ο Τζον σωστά;>> του λέει χαμογελώντας. << Όχι κύριε….;>> λέει ο Έβαν κάνοντας μια κυκλική κίνηση με το χέρι, δείχνοντας ότι περιμένει να του πει το όνομα του. <<Μπορείς να με λες Αγγελόπουλο, κύριο Αγγελόπουλο>> απαντάει αυτός. <<Όχι κύριε Αγγελόπουλε, το όνομα μου είναι Έβαν>> <<Αααα εσύ είσαι το πανέξυπνο παιδί που μου λέει η μητέρα σου. Ήθελα να σε γνωρίσω από καιρό>> <<Ναι το ξέρω μου το είπε η ίδια>> <<Σου έχει πει για εμένα;>> φτιάχνει λίγο την γραβάτα του και σηκώνει το κεφάλι του δείχνοντας περηφάνια. <<Όχι, απλά μου ανέφερε ότι θέλετε να με γνωρίσετε>> απαντάει, κόβοντας το υπερήφανο ύφος του. Η μητριά του βγαίνοντας από το σαλόνι καλωσορίζει τον διευθυντή: <<Καλημέρα σας κύριε Αγγελόπουλε! Περάστε περάστε!>> Έτσι οι τρεις τους περνάνε στο σαλόνι και κάθονται. Το σαλόνι είναι γεμάτο με κλασικά ξύλινα έπιπλα και διάφορες αντίκες πολύς μεγάλης αξίας. Έχει δύο μεγάλες μπαλκονόπορτες που οδηγούν στον κήπο. Η κυρία Στόουν είναι πολύ περήφανη για τα αποκτήματα της αλλά του Έβαν δεν του αρέσει καθόλου αυτό το δωμάτιο. Το θεωρεί τελείως εκτός μόδας και νοιώθει σαν να βρίσκεται στον 18ο αιώνα. <<Βλέπω έχετε ένα ωραίο σπίτι>> λέει ο κύριος Αγγελόπουλος παρατηρώντας το δωμάτιό γύρω του. <<Σας αρέσει; Εγώ το έχω επιπλώσει αυτό το δωμάτιο>> λέει η κυρία Στόουν. Ο κύριος Αγγελόπουλος βλέπει τον Έβαν, ο οποίος δείχνει δυσαρεστημένος με την διακόσμηση. <<Ποια είναι η δικιά σου γνώμη Έβαν;>> τον ρωτάει. Η κυρία Στόουν δεν τον αφήνει να μιλήσει και απαντάει αυτή. <<Του αρέσει και αυτού πολύ>> <<Ναι, ναι…>> λέει ο Έβαν ψεύτικα. <<Έβαν, έχω ακούσει ότι είσαι ένα πολύ έξυπνο παιδί>> λέει ο διευθυντής Ο Έβαν προσπαθεί να ανοίξει συζήτηση, μα η μητριά του τον διακόπτει συνέχεια. <<Ναι ναι! Του κάνω ιδιαίτερα και δεν μου έχει κάνει ούτε μια άσκηση λάθος από τα μαθήματα του>>
23
<<Εντάξει...>> απαντάει ο κύριος κοιτάζοντας την περίεργα. Προσπαθεί να αρχίσει συζήτησή με τον Έβαν με μια άλλη ερώτηση κάνει <<Σε ποια μαθήματα εκπαιδεύεσαι Έβαν;>> Αλλά η μητριά επεμβαίνει για άλλη μι φορά. <<Μαθηματικά, φυσική, χημεία, βιολογία και έκθεση. Είναι ειδικά καλός στα μαθηματικά>> <<Κυρία Στόουν, με όλο τον σεβασμό, πιστεύω ότι μπορεί να μιλήσει και το αγόρι. Σωστά;>> λέει έχοντας ο κύριος ένα ενοχλημένο ύφος. <<Σωστά κύριε, συγνώμη>> λέει αυτή, χαμηλώνοντας το βλέμμα της. Ο Έβαν ευγνωμονεί από μέσα του τον κύριο Αγγελόπουλο. <<Έχεις καμιά δραστηριότητα, κάποιες ασχολίες μήπως Έβαν;>> ρωτάει ο κύριος. Επιτέλους ο Έβαν έχει την ευκαιρία να μιλήσει. <<Ναι έχω. Διαβάζω και βλέπω διάφορα είδη βιβλίων και ταινιών, όπως ρομαντικά, αστυνομικά και λογοτεχνικά είδη. Επίσης ζωγραφίζω, μαγειρεύω και μαθαίνω τρία είδη πολεμικής τέχνης. Τζούντο, τάε κβον το και κουνγκ φου>> <<Εντυπωσιακό>> <<Επίσης παίζει σκάκι. Έχει νικήσει πολλούς σαν εσάς σε συναντήσεις μας>> προσθέτει η μητριά. <<Αλήθεια; Τυχαίνει να έχετε μια σκακιέρα; Μου αρέσει πολύ το σκάκι. Από μικρός έπαιζα και δεν έχω βρει κάποιον που θα μπορούσε να είναι άξιος αντίπαλός μου. Τι λες Έβαν; Πάμε μια παρτίδα να δούμε αν είσαι άξιος μου;>> ρωτάει χαϊδεύοντας το μουστάκι του. <<Εντάξει. Ένα λεπτό να φέρω την σκακιέρα>> και πάει να φέρει την σκακιέρα μέσα από ένα συρτάρι δίπλα από την μπαλκονόπορτα. Μόλις βγάζει την σκακιέρα και την στήνει, αρχίζουν να παίζουν. <<Τα άσπρα ξεκινάνε>> λέει ο Έβαν ενώ αυτός έχει τα μαύρα. Έτσι ο κύριος μετακινεί ένα στρατιωτάκι μπροστά δύο τετράγωνα. Το ίδιο κάνει και ο Έβαν. Μετά από λίγο, στην μέση του παιχνιδιού, πάλι κάτι γίνεται. Περίεργες γραμμές και αριθμοί εμφανίζονται στα μάτια του που μόνο αυτός τα βλέπει. <<Ωχ όχι, τι είναι πάλι αυτό;>> μουρμουράει σιγανά. <<Τι είπες;>> ρωτάει η μητριά του. <<Τίποτα>> απαντάει αυτός, προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτά που βλέπει Μετά από πολύ προσπάθεια κατανοεί τι είναι. Οι γραμμές είναι διάφορα βέλη, σαν ενδείξεις, και οι αριθμοί διάφορες μετρήσεις, τα οποία δείχνουν πόσο απέχουν τα πιόνια μεταξύ τους, τι πιόνι ακριβώς βλέπει ο αντίπαλός του και πόσο είναι η περίμετρος της σκακιέρας. Δεν το πιστεύει. Του φαίνεται τόσο
24
παράλογο αλλά και ταυτόχρονα τόσο φοβερό και βοηθητικό. Το εκμεταλλεύεται για να νικήσει. Αυτό κάνει το παιχνίδι ποιο σύντομο. <<Πολύ κακή κίνηση αυτή Έβαν. Θυσίασες την βασίλισσα σου για ένα στρατιωτάκι>> λέει ο διευθυντής κοιτάζοντας τον, με το βλέμμα του νικητή. <<Ρουά ματ! Νίκησα!>> του ανακοινώνει με μια κίνηση ο Έβαν και σταματάει να βλέπει γραμμές και αριθμούς. Ο Αγγελόπουλος γουρλώνει τα μάτια του μη πιστεύοντας πως έχασε χωρίς να το καταλάβει. <<Πως το έκανες αυτό;>> <<Κύριε μερικές φορές για να κερδίσεις πρέπει να έχεις το πιο δυνατό σου πιόνι πάνω στην παράσταση και όλα τα άλλα, τα πιο αδύναμα, στο προσκήνιο για να σου δώσουν την νίκη>> <<Λοιπόν όντως είσαι το πιο έξυπνο άτομο που έχω συναντήσει>> <<Σας ευχαριστώ>> λέει αυτός ανέκφραστα γιατί έχει βαρεθεί να ακούει συνέχεια αυτό το κομπλιμέντο. <<Σας το είπα είναι λαμπρό μυαλό ο Έβαν μου>> λέει με ένα ψεύτικο χαμόγελο η μητριά του. <<Είναι εξαίσιος, αλλά με έπιασε μια πείνα. Έχετε τίποτα φαγώσιμο;>> <<Ναι φυσικά. Ο Έβαν, όπως είπε και πριν, ξέρει να μαγειρεύει πολύ καλά. Σίγουρα έφτιαξε κάτι για σήμερα>> και στρέφεται προς το αγόρι <<Φέρε ένα από τα πιάτα σου να φάει ο διευθυντής, Έβαν>> <<Μα δεν έφτιαξα κάτι>> Η μητριά του αρχίζει να θυμώνει. Νιώθει χαζή μπροστά στον διευθυντή. Του ψιθυρίζει, λοξοκοιτάζοντας τον. <<Μην με κάνεις ρεζίλι. Φέρε αυτό που ετοίμασες στον κύριο!>> <<Αφού δεν έφτιαξα τίποτα. Πριν μισή ώρα, μου είπες ότι θα έχουμε επισκέψεις. Σε μισή ώρα μόνο μια μακαρονάδα ή ένα τηγανιτό αυγό μπορώ να φτιάξω>> προσπαθεί να δικαιολογηθεί, αλλά χωρίς όφελος. <<ΕΒΑΝ!!!>> <<Έχουμε μια μακαρονάδα με κρασάτο, κοκκινιστό κόκορα από τα χθες αν θέλετε>> αναφέρει ο Έβαν. <<Μπαγιάτικο φαγητό θα δώσουμε σε ολόκληρο διευθυντή;>> και θυμώνει ακόμα πιο πολύ γουρλώνοντας τα μάτια της.
25
<<Μην θυμώνετε κυρία Στόουν. Είναι παιδί και τα παιδιά λένε την αλήθεια. Αυτό είναι στην φύση τους. Πάντως αυτός ο κοκκινιστός κόκορας μου ακούγεται πολύ καλός. Αν δεν σου κάνει κόπος, Έβαν, να μου φέρεις να δοκιμάσω>> <<Εντάξει>> Η μητριά, έτοιμη να εκραγεί από θυμό, τον κοιτάει νευρικά, όσο αυτός σηκώνεται και όσο ο κύριος Αγγελόπουλος δεν την παρατηρεί. Μόλις μπαίνει στην κουζίνα, παίρνει ξανά εκείνο το ψεύτικο χαμόγελο για να δείξει ότι είναι καλή γυναίκα. Σε πέντε λεπτά γυρίζει πίσω με ένα ζεστό πιάτο γεμάτο μακαρόνια και από πάνω κόκκινη σάλτσα, με κομμάτια κόκκορα. Μύρισε όλο το δωμάτιο. Κάνει τον κύριο Αγγελόπουλο να του τρέχουν τα σάλια. Του δίνει το πιάτο, ένα πιρούνι και πάει στην θέση του. Αυτός παίρνει μια μεγάλη πιρουνιά και το δοκιμάζει. <<Χμ, τέλειο! Είναι τελικά πολύ καλός μάγειρας>> λέει με τις σάλτσες γύρω στο στόμα και με ένα πλατύ χαμόγελο που δείχνει πόσο του άρεσε. <<Σας ευχαριστώ ξανά>> λέει αυτός. Συζητάνε μία ώρα για τον Έβαν, πόσο έξυπνος, πόσο ταλαντούχος, πόσο καλός είναι. Δεν μπορεί να ακούει άλλο για τον εαυτό του. Η στάση με την οποία κάθεται δείχνει το πόσο βαριέται. Έχει τον αγκώνα του πάνω στο χερούλι της πολυθρόνας και με την παλάμη του στηρίζει το κεφάλι του. Αυτό εκνευρίζει πολύ την μητριά. Κρατιέται με το ζόρι να μην κάνει σκηνή από τα νεύρα της. Αφού τελειώσει η συζήτηση συνοδεύουν τον Αγγελόπουλο στην πόρτα. <<Καλό μεσημέρι και χάρηκα πολύ που σε γνώρισα Έβαν>> <<Και εγώ>> Αφού ο διευθυντής δεν είναι πια μπροστά τους, η μητριά αρχίζει να κοιτάει τον Έβαν στραβά. <<Ωχ!!!>> ξεφυσάει ο Έβαν, ξέροντας τι πρόκειται να ακολουθήσει μετά από αυτό το βλέμμα. <<Για πες μου τι ήταν όλο αυτό;;;>> <<Ποιο;>> ρωτάει εκείνος. <<Πρώτα με ντροπιάζεις λέγοντας ότι δεν έχουμε να προσφέρουμε ένα πιάτο φαΐ. Δεύτερον μου αντιμιλάς και τρίτον δείχνεις ασέβεια με αυτή την στάση καθ όλη την διάρκεια της ομιλίας μας>> <<Αφού δεν είχα φτιάξει τίποτα, δεν μαγειρεύω συνήθως 9 η ώρα το πρωί, και έμαθα για την συνάντηση μισή ώρα πριν. Δεύτερον δεν αντιμίλησα, την αλήθεια είπα και τρίτον βαριόμουν. Κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια>>
26
<<Δεν μπορούσες να παριστάνεις ότι ενδιαφέρεσαι και να πεις ψέματα ότι τον κόκορα τον έφτιαξες σήμερα;>> <<Πιστεύω ότι οι άλλοι εκτιμούν περισσότερο την αλήθεια. Επίσης εμένα δεν μου φάνηκε ενοχλημένος. Του άρεσε το πιάτο>> <<Και ένα πιάτο σκουλήκια να του έδινες θα το έτρωγε. Τέτοιος χοντρός λιγούρης που είναι>> <<Μητέρα είναι ο διευθυντής, γιατί μιλάς έτσι; Δεν τον συμπαθείς;>> <<Ένας άχρηστος είναι, σιγά τον διευθυντή. Εγώ τον κάλεσα μόνο για να πάρω αύξηση. Ποιος θα τον συμπαθούσε;>> <<Τουλάχιστον δεν είναι ξινός>> λέει κάνοντας μια κυκλική κίνηση με τις κόρες του, δείχνοντας ότι ζητάει έλεος. <<Τι είπες;;;!!!>> τον ρωτάει, καθώς έχει φτάσει στα όριά της <<Τίποτα...>> απάντησε σταυρώνοντας τα χέρια του από πίσω του, δείχνοντας ότι φοβάται για τις συνέπειες. <<Στο δωμάτιο σου! Τώρα! Σήμερα δεν θα πας πουθενά είσαι τιμωρημένος! Μόνο για φαγητό θα κατέβεις>> <<Μα….!>> <<Δεν έχει μα! Πάνω είπα!>> φωνάζει αυτή. Ο Έβαν, θυμωμένος και βηματίζοντας με δύναμη στα σκαλιά, πάει πάνω στο δωμάτιό του να ξεσπάσει βλέποντας ταινίες. Ο Τζον από την κουζίνα έχει ακούσει για ότι έγινε. Έτσι σκέφτεται το πως θα βγάλει τον Έβαν κρυφά από το σπίτι. Φτάνει 9 η ώρα το απόγευμα και ο Έβαν βλέπει ακόμα ταινίες. Βάζει να δει, στον υπολογιστή του, μια ταινία μυστηρίου και συγκεκριμένα μια ταινία όπου ένα αγόρι στην ηλικία του, μαθαίνει ότι είναι βαμπίρ από συγκεκριμένα συμπτώματα. Στις ώρες της τιμωρίας βλέπει άλλες δύο ταινίες του ίδιου στυλ, επειδή ακόμα τον προβληματίζουν τα περίεργα πράγματα που του είχαν συμβεί. Κατά την διάρκεια της ταινίας ακούει ένα μικρό χτύπο τζαμιού. Τον ακούει τρεις φορές. Ο ήχος προέρχεται από την μπαλκονόπορτα του. Βγαίνει έξω και ξαφνικά μια πολύ μικρή πέτρα, στο μέγεθος βόλου, τον χτυπάει στο μέτωπο. <<Άουτς!>> φωνάζει τρίβοντας το σημείο που χτύπησε. Είναι ο Τζον που ρίχνει πέτρες. <<Συγνώμη!>> <<Τι θες Τζον;>>
27
<<Βρήκα τρόπο να σε βγάλω κρυφά από το δωμάτιο>> <<Ναι ξέρεις υπάρχουν και τα τηλέφωνα για να στείλεις μήνυμα και όχι να πετάς πετραδάκια. Που ζούμε, στο 90;>> <<Ναι αλλά έχει ποιο πλάκα έτσι. Τέλος πάντων άκου. Πρέπει να κλειδώσεις το δωμάτιο. Ντύσου για έξω και πιάσε αυτό.>> και του πετάει μια μαύρη μικρή συσκευή. <<Τι είναι αυτό;>> <<Είναι ένα μικρόφωνο, βάλτο κάπου στο δωμάτιο>> Ο Έβαν το αφήνει πάνω στο γραφείο του, κλειδώνει την πόρτα και φοράει ρούχα κατάλληλα για νυχτερινή έξοδο. Βγαίνει και ρωτάει: <<Τώρα;>> <<Πήδα!>> Κοιτάει προς τα κάτω και του βγαίνει πάλι μια ένδειξη που λέει οκτώ μέτρα. <<Χα χα πολύ αστείο. Τώρα πες μου τι ακριβώς να κάνω>> του λέει κοροϊδευτικά. <<Έλα σιγά δεν θα πάθεις τίποτα. Απλά πέσε με τα πόδια όρθιος>> <<Με έχεις περάσει για κάποιο είδος γάτας; Δεν πρόκειται να πέσω από τα οκτώ μέτρα>> <<Μα κάνεις τόσες πολεμικές τέχνες>> <<Ναι που σε μαθαίνουν να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου όχι πως να γίνεις γάτα>> <<Έλα θα σε πιάσω εγώ>> <<Δεν θα βγει σε καλό>> μουρμουράει ο Έβαν ανεβαίνοντας το κάγκελο του μπαλκονιού με φόβο Ξανακοιτάει προς τα κάτω και κρατάει στόχο, να πέσει πάνω στον Τζον. Βρίσκει την κατάλληλη θέση, πηδάει και προσγειώνεται ακριβώς πάνω του. Η πτώση δεν ήταν πολύ ευχάριστη για κανέναν από τους δύο. Ο Τζον χτυπάει την πλάτη του, ενώ δεν καταφέρνει να τον σηκώσει και ο Έβαν τα πόδια του. <<Αχ, είσαι πιο βαρύς από ότι θυμόμουν...> <<Αφού έχεις να με σηκώσεις από τα έξι μου>> <<Πάμε τώρα μας περιμένουν>> Και τρέχουν μακριά από το σπίτι χωρίς να κάνουν θόρυβο για να μην τους καταλάβουν. Την ώρα που πηγαίνουν να συναντήσουν την παρέα που τους περιμένει, ο Έβαν ρωτάει. <<Που πάμε τελικά;>> <<Πάμε στο “γρήγορη κρέπα”, τα κορίτσια έχουν όρεξη για κρέπα>> <<Θα προτιμούσα πίτα γύρο>>
28
<<Και εγώ αλλά αφού θέλουν κρέπα, θα πάμε για κρέπες>> Αλλάζοντας κουβέντα συνεχίζει ο Έβαν: <<Γιατί άφησα το μικρόφωνο στο δωμάτιο;>> Ο Τζον βγάζοντας από την τσέπη του το κινητό του του δείχνει. <<Βλέπεις αυτή την εφαρμογή;>> <<Ναι>> <<Με αυτή την εφαρμογή θα μπορείς να ακούς ότι γίνεται στο δωμάτιό σου και να μιλάς από το κινητό. Η φωνή σου θα ακούγεται και έτσι όποιος προσπαθήσει να μπει μέσα και φωνάξει θα μπορείς να του απαντήσεις. Μόλις ακούσει ήχο το μικρόφωνο, το κινητό θα χτυπήσει σαν να με παίρνουν κλήση. Έχει ενσωματωμένο ηχείο>> <<Και θα ακούγομαι καλά;>> <<Αν δεν ακούγεσαι καλά μπορούμε από την εφαρμογή να ανεβάσουμε την ένταση του ηχείου>> <<Δεν κόβετε η σύνδεση;>> <<Μπορεί να φτάσει σε απόσταση 10 χιλιόμετρα>> <<Καλό. Που το βρήκες αυτό; Δεν νομίζω να το πουλάνε τα μαγαζιά>> <<Από το σχολείο μου το πήρα. Μου το έδωσε ένας συμπαθητικός καθηγητής>> <<Ακούγεται πολύ ενδιαφέρον σχολείο, το σκέφτομαι πολύ να πάω σε αυτό>> <<Το είπαμε αυτό! Εσύ είσαι για το Χάρβαρντ και πιο ψηλά>> του λέει προσπαθώντας να τον μεταπείσει για την ιδέα του. <<Πώς λέγεται ο καθηγητής που σου έδωσε τη συσκευή;>> <<Αντώνιο τον λένε. Τώρα επίθετο δεν θυμάμαι γιατί μας λέει να τον φωνάζουμε με το μικρό του όνομα ή τουλάχιστον κύριο Αντώνιο, για οικειότητα. Από αυτό καταλαβαίνεις πόσο καλός καθηγητής είναι>> <<Κατάλαβα. Τι σπουδάζεις εκεί είπαμε;>> <<Μηχανικός>> <<Α ναι σωστά>> Ο Έβαν δεν πιστεύει τίποτα από ότι λέει ο Τζον επειδή φαίνεται στο πρόσωπο του ότι δεν λέει την αλήθεια. Με την κουβέντα περνάει η ώρα και φτάνουν πιο γρήγορα από ότι περίμεναν. Μέσα στο φαγάδικο βρίσκουν την παρέα καθισμένη σε ένα εξωτερικό τραπέζι. Είναι δυο κοπέλες και δυο αγόρια, ο Γιώργος και ο Δημήτρης. Ο Γιώργος είναι ένας ψιλός έφηβος αδύνατος με πολύ φουντωτό, σγουρό και
29
καστανό μαλλί. Είναι σαν να φοράει ένα μάλλινο κράνος. Έχει μακρύ λαιμό και πράσινα μάτια που θα τα ζήλευε ο καθένας. Φοράει μια απλή άσπρη μπλούζα και ένα απλό τζιν. Ο Δημήτρης αντίθετα είναι εύσωμος, υπερβολικά γυμνασμένος και γουλί κουρεμένο μαλλί. Έχει πολύ σκούρα καστανά μάτια που στο σκοτάδι φαίνονται τελείως μαύρα. Φοράει μια κοντομάνικη μπλούζα με το σχέδιο του πεζικού και από κάτω ένα τζιν παντελόνι. Μοιάζει σαν στρατιώτης που έχει απολυθεί και τώρα ζει την ζωή του. Με τον Τζον είχαν γνωριστεί, πριν μπει στην σχολή του από φίλους των γονιών του. Τους βλέπει ο Δημήτρης και τους φωνάζει με μια βαριά φωνή σηκώνοντας το χέρι του. <<Εδώ ελάτε!>> Ο Έβαν και ο Τζον πηγαίνουν και κάθονται μαζί τους. Ο Τζον συστήνει τις κοπέλες στον θετό αδερφό του: <<Έβαν από εδώ η Ελισάβετ και η Σοφία. Είναι Αγγλίδες για αυτό μίλα αγγλικά για να καταλάβουν>> <<Nice to meet you! My name is Evan>> συστήνεται ο Έβαν. <<Hello Evan, how are you?>> ρωτάει η Σοφία χαμογελώντας. Η Σοφία είναι μια κοπέλα με μακριά ανοιχτά ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια σαν το χρώμα της θάλασσας με λευκό δέρμα. Η Ελισάβετ έχει κόκκινα σγουρά μαλλιά, πράσινα μάτια, σαν τα φύλλα των δέντρων, και λευκό δέρμα, ελάχιστα πιο σκούρο από της Σοφίας, με φακίδες στην μύτη και στα μάγουλα, κάνοντάς την μικρότερη σε ηλικία από ότι είναι. Και οι δύο έχουν σώμα όμορφης έφηβης που προσέχει την σιλουέτα της. Με λεπτή μέση που τονώνει λίγο το στήθος τους και τους γλουτούς. Λεπτά γυμνασμένα πόδια και ακόμα πιο λεπτά χέρια. Η Σοφία φοράει μια γαλανόλευκη ολόσωμη φούστα και η Ελισάβετ ένα τζιν με ελαφρά σκισίματα στα πόδια και με μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα από πάνω. <<I’m fine. What do you think for our country?>> αρχίζει την κουβέντα. <<It’s beautiful! I love the sea, the sun...>> Την διακόπτει η Ελισάβετ: <<Specially the food. I like too much the gyros. I said it right?>> <<Yes>> <<Nice. I ask because I can’t say very well the Greek words. Why we don’t eat some gyros. We have crepes in England too>> <<Στο είπα!>> ψιθυρίζει ο Έβαν στο αυτί του Τζον. <<Εμένα για κρέπες μου είπαν οι άλλοι>> ψιθυρίζει επίσης αυτός.
30
Στρέφει το βλέμμα του στον Γιώργο και στον Δημήτρη και τους λέει: <<Τι μπούρδες και κρέπες μου λέγατε στο τηλέφωνο εσείς;>> <<Υποθέσαμε αφού είναι από το εξωτερικό ότι θα ήθελαν κάτι ποιο κυριλέ>> απαντάει ο Γιώργος <<What do you say?>> ρωτάει η Σοφία. <<Nothing, nothing. Do you want to go for gyros?>> ρωτάει ο Τζον. <<No no. It’s OK. We will taste Greek crepes. It’s different to other countries>> <<Fine. Well you will order savory or sweet crepe?>> <<Sweet>> απαντάνε και οι δυο κοπέλες. <<Like you!>> φλερτάρει ο Τζον, κάνοντάς τες να χαμογελάσουν. Καθώς συζητάει η παρέα μεταξύ τους, τους διακόπτει ο σερβιτόρος για να τους πάρει την παραγγελία. Ο Γιώργος, ο Δημήτρης και ο Έβαν παίρνουν αλμυρές κρέπες, ενώ οι υπόλοιποι γλυκιές. <<Έβαν, πώς πας με τις πολεμικές τέχνες;>> ρωτάει ο Δημήτρης. <<Πολύ καλά σε λίγο καιρό θα πάρω την μαύρη ζώνη και στα τρία>> <<Ωραίος αν θες σου μαθαίνω king boxing μόλις τελειώσεις με τα άλλα>> <<Όχι. Ευχαριστώ πάντως>> <<Καλά, εσύ χάνεις>> και αφοσιώνεται στην κρέπα του. <<What do you say about material arts?>> απορεί η Σοφία χωρίς να καταλαβαίνει τι λένε. <<We say that Evan knows three different material arts. Karate, Kung fu and Tae kwon do>> απαντάει ο Τζον. <<That is impressive! You know, I have two younger sisters. One of them is in your age, Evan>> <<Sophia! Why you didn’t bring her to meet Evan;>> μιλάει ο Τζον με παράπονο. <<Next time>> απαντάει η Σοφία με μια χαριτωμένη κίνηση των ώμων προς τα πάνω. <<Του χρόνου θα έχεις και εσύ με κάποια να μιλήσεις ή και κάτι παραπάνω>> ψιθυρίζει στον Έβαν κλείνοντας του το μάτι πονηρά. Συνεχίζει την κουβέντα με την Σοφία: <<How she looks like your sister?>> <<She is like me but younger>> <<Τυχερέ!>> αναφέρεται ξανά στον Έβαν σπρώχνοντάς τον, ελαφρά, με τον αγκώνα του, πάλι πονηρά. Αυτός, μη δίνοντας του σημασία, του δίνεται η ευκαιρία να μάθει τι κρύβει σχετικά με την σχολική ζωή του. Έτσι ρωτάει:
31
<<Well girls, what is your school name?>> <<Eeemm, Houston?>> απαντάνε. <<Are you asking me?>> προσπαθεί να τις παγιδέψει αυτός. Ο Τζον, πίσω από την πλάτη του Έβαν, τους κάνει νόημα ότι το είπαν σωστά, αλλά μόλις γυρίζει το κεφάλι του ο αδερφός του παίρνει απότομα φυσιολογική στάση. <<It’s Houston>> επιβεβαιώνουν αυτές. Δεν πείθεται γιατί κατάλαβε ότι είχαν ειδοποιηθεί από πριν για τις ερωτήσεις του για την σχολή. Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί του κρύβεται ο αδερφός του, ενώ δεν έχουν μυστικά μεταξύ τους γενικότερα. Δεν συνεχίζει την κουβέντα, αφού δεν βλέπει ότι θα μάθει κάτι, και συζητάνε διάφορα άλλα θέματα, όπως πως είναι η Αγγλία και η Ελλάδα ως χώρες, για καλλιτεχνίες, γυμναστική και άλλα. Μετά από όλα αυτά που πέρασε σήμερα με την μητριά του, αρχίζει να ξεχνάει και να περνάει καλά. Ούτε την έχει τώρα να τον κουράζει, ούτε ξαφνικές συναντήσεις και ούτε περίεργες ενοχλήσεις που μπορούν να του χαλάσουν την έξοδό του. Αφού περάσουν δύο ώρες και τελειώσουν με τις κρέπες τους, σηκώνονται για να πάνε στην επόμενη στάση τους. <<Where are we going?>> ρωτάει η Ελισάβετ. <<For a drink, in a beach club.>> απαντάει ο Τζον. <<Τι λες; Εγώ είμαι πολύ μικρός για ποτό>> λέει ο Έβαν. <<Μπορείς εσύ να πιεις χυμό>> Με την ώρα, φτάνουν σε ένα μικρό νυχτερινό παραλιακό κλαμπ με ζωντανή μουσική, πολλά φώτα, διάφορων χρωμάτων, το οποίο είναι σε ανοιχτό χώρο. Οι προβολείς το κάνουν ακόμα πιο εντυπωσιακό και δίνει την αίσθηση ότι θα περάσουν καλά. Ενώ είναι στην ουρά για να μπουν, ο Έβαν ανήσυχος βλέπει τον πορτιέρη που ελέγχει ταυτότητες. Λέει στον Τζον: <<Δεν θα με αφήσουν να μπω μέσα θα με καταλάβουν>> <<Μην ανησυχείς τα έχω κανονίσει όλα εγώ>> του λέει με ένα χαλαρό ύφος Η ουρά προχωράει γρήγορα και έρχεται η στιγμή που ο πορτιέρης πρέπει να τους πάρει τις ταυτότητες. <<Ταυτότητες παρακαλώ>> Του δίνουν τις ταυτότητες τους οι οποίες όλες ήταν πλαστές εκτός του Δημήτρη και του Γιώργου, οι οποίοι είναι 18 χρονών.
32
<<Μάλιστα>> βλέπει ο πορτιέρης, ότι είναι όλα καλά. Αλλά βλέποντας τον Έβαν λέει <<Αυτό το αγόρι δεν μοιάζει καθόλου με 18 χρονών>> <<Πάσχει από μια σπάνια αρρώστια που δεν τον αφήνει να μεγαλώσει, ορίστε και χαρτί γιατρού που το επιβεβαιώνει>> και του δίνει ένα πλαστό χαρτί γιατρού, σαν αληθινό. <<Εντάξει σε πιο όνομα είναι η κράτηση;>> <<Στόουν>> <<Περάστε>> Και μπαίνουν μέσα. Εντυπωσιάστηκε ο Έβαν. Πώς πλαστικοποίησε τόσο πιστευτά χαρτιά; Τι κρύβει ο Τζον; Τέτοιες απορίες ενοχλούν το μυαλό του Έβαν, αλλά δεν θα ρωτήσει επειδή ξέρει ότι δεν θα ακούσει την αλήθεια. Το κρατημένο τραπέζι βρίσκεται έξω κοντά στην αμμουδιά. Δεν περνάει λεπτό και η σερβιτόρα έρχεται για να τους πάρει παραγγελία. <<Τι θα πιείτε;>> <<Να πάρουμε μπουκάλι; Lets take a bottle;>> ρωτάει ο Τζον και όλοι συμφωνούν εκτός από τον Έβαν που δεν μιλάει. <<Βότκα, ουίσκι ή τεκίλα>> Όλοι συμφωνούν με την βότκα. Έτσι ο Τζον λέει στην σερβιτόρα να φέρει ένα μπουκάλι βότκα με 3 χυμούς πορτοκάλι, λεμόνι και μπανάνα για να μην την πιουν σκέτη. <<Nice place!>> λέει η Ελισάβετ κάνοντας χαλαρές κινήσεις δείχνοντας ότι την κυριεύει σιγά σιγά ο ρυθμός της μουσικής Όλα πηγαίνουν όμορφα. Πίνουν, εκτός από τον Έβαν που πίνει σκέτο χυμό, χορεύουν και διασκεδάζουν. Ξαφνικά ένας πολύ ενοχλητικός ήχος περνάει από τα αυτιά του Έβαν. Ο ήχος αυτός είναι πολύ δυνατός και νοιώθει ότι του τρυπάει το τύμπανο. Μοιάζει με αυτόν ενός καρδιογραφήματος όταν είναι ευθεία γραμμή, αλλά πολύ έντονος. Τον βασανίζει τόσο πολύ που στο τέλος σταματάει και του αφήνει μια ελαφριά ζάλη. Ο Τζον τον βλέπει που δεν είναι καλά και τον ρωτάει: <<Τι έγινε μικρέ;>> Ο Έβαν από την ερώτηση καταλαβαίνει ότι μόνο αυτός άκουγε τον ήχο. <<Τίποτα>> απαντάει τρίβοντας το μέτωπό του. Ο Τζον τον κοιτάει περίεργα. Μυρίζει και δοκιμάζει τον χυμό από το ποτήρι του για να δει αν είχε καθόλου αλκοόλ. Δεν έχει και προσπαθεί να καταλάβει τι έπαθε. Τις σκέψεις του για τον Έβαν τις
33
κόβουν δύο ψιλοί εικοσάρηδες με μεγάλους μυς που έρχονται προς το μέρος τους και αρχίζουν να φλερτάρουν τα κορίτσια της παρέας τους. <<Γεια σου κούκλα τι κάνεις;>> λέει ο ένας στην Ελισάβετ παραβιάζοντας τον προσωπικό της χώρο. Το ίδιο έκανε και ο φίλος του στην Σοφία. <<I’m sorry, I don’t understand>> λέει η Ελισάβετ φρικαρισμένη όπως και η Σοφία. <<You are not Greek. Nice I love it>> και έρχονται ακόμα πιο κοντά αυτοί ενώ οι κοπέλες κάνουν προς τα πίσω προσπαθώντας να τους αποφύγουν. Ο Τζον μέσα στα νεύρα φωνάζει: <<Τι κάνετε ρε. Δεν βλέπεται ότι είμαστε και εμείς εδώ;>> <<Φύγε από εδώ και άσε τους αληθινούς άντρες να κάνουν την δουλειά τους>> του λέει αυτός, που φλερτάρει την Ελισάβετ, σπρώχνοντας τον και ρίχνοντάς τον κάτω. <<JOHN!>> φωνάζει η Σοφία. Ο Έβαν βλέποντας τι συνέβη, μέσα σε λιγότερο από δευτερόλεπτο, τον κυριεύει μια ανεξέλεγκτη οργή και στρέφεται προς τους δύο τραμπούκους. Ο Τζον τους κοιτάει απειλητικά και είναι έτοιμος να βγάλει κάτι από την τσέπη του. Αλλά δεν προλαβαίνει καθώς επεμβαίνει ο Έβαν. <<Ε, εσείς οι δύο! Ζητήστε συγνώμη στους φίλους μου και φύγετε από εδώ!>> << ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ>> γελάνε δυνατά αυτοί <<Μικρέ πήγαινε να πιεις το γάλα σου. Ανάπηρε!>> Και ένας κάνει να σπρώξει τον Έβαν. Αλλά αυτός βάζει σε δράση ότι έχει μάθει από τις πολεμικές τέχνες τόσο καιρό. Πιάνει με το μοναδικό του χέρι το μεγάλο δάχτυλο του τραμπούκου, του το γυρίζει και τον γονατίζει από τον πόνο. <<ΑΑΑΑΑΑ!!!>> φωνάζει αυτός. Του ρίχνει μια κλοτσιά στο στήθος και αμέσως μετά άλλη μια κλοτσιά στο σαγόνι βγάζοντας του μερικά δόντια, με ένα πολύ μεγάλο άνοιγμα των ποδιών. Ζαλίζεται και πέφτει κάτω αναίσθητος. Ο φίλος του πάει προς τον Έβαν για επίθεση. Εκείνος κάνοντας ένα γρήγορο βήμα προς τα πίσω αποφεύγει την γροθιά. Έχοντας ανοιχτή την παλάμη του χτυπάει με τις άκρες των δακτύλων του την κοιλιά του. Δεν του προκαλεί καθόλου πόνο, αλλά με ένα απότομο κλείσιμο του χεριού προκαλεί ένα ξαφνικό και δυνατό χτύπημα, που για τον τραμπούκο ήταν σαν μια σουβλιά στο στομάχι. Πέφτει κάτω σαν να κόπηκε στα δύο.
34
Η παρέα και όλοι όσοι βλέπουν το θέαμα μένουν με το στόμα ανοιχτό. Δεν πιστεύουν ότι ένα μικρόσωμο αγόρι με ένα χέρι τσάκισε δύο άντρες που είναι τουλάχιστον μισό μέτρο ψηλότεροι από αυτόν. <<Τρέχουμε τώρα πριν έρθουν οι αστυνομικοί!>> λέει ο Τζον. <<What?>> ρώτησε η Ελισάβετ <<I said, RUN! RUN!>> Τρέχουν προς την έξοδο κινδύνου, η οποία οδηγεί πίσω από το μαγαζί. Πάνε από εκεί για να ξεφύγουν τους μπράβους από την κεντρική είσοδο, αλλά τελικά τους βρίσκει έναν από έξω. <<Που πάτε εσείς;>> Κανείς δεν βρίσκει δικαιολογία αλλά ο Έβαν λαχανιασμένος απαντάει: <<Τρέχουμε για να σώσουμε την ζωή μας. Τρελοί μπήκαν μέσα στο μαγαζί και τραυματίζουν πελάτες με ρόπαλα του μπέιζμπολ>> <<ΤΙ!;!;!>> και τρέχει ο μπράβος προς το κλαμπ για να βοηθήσει να τεθούν όλα υπό έλεγχο. <<Καλό>> του λέει ο Τζον στον Έβαν και συνεχίζουν το τρέξιμο προς το κέντρο της πόλης. Αφού απομακρυνθούν, σταματάνε για να πάρουν μια ανάσα. Κάθονται σε ένα τυχαίο παγκάκι που βρίσκουν. <<Evan, that was so cool!>> λέει η Ελισάβετ. <<Thanks. I didn’t destroyed the night?>> ρωτάει με ενοχές. <<No! It was better than I expected>> <<Έχει δίκιο ήταν τέλειο. Ο τρόπος που τους έκανες κομμάτια δεν περιγράφεται. Ήσουν τρελός>> του λέει ο Γιώργος τρελαμένος από το συμβάν, με την καλή έννοια. Ο οποίος είναι ο μόνος που δεν κάθεται αλλά βρίσκεται μέσα στην μέση του δρόμου. <<Γιώργο γιατί κάθεσαι μέσα στην μέση του δρόμου; Δεν φοβάσαι μην έρθει κανένα αυτοκίνητο>> <<Ποιος να έρθει αφού δεν υπάρχει τίποτα εδώ>> Ένας θόρυβος ηχεί. Ο Έβαν αρχίζει πάλι να απελπίζεται γιατί πιστεύει ότι έρχεται πάλι εκείνος ο ήχος που βασάνισε τα αυτιά του. Αλλά βλέπει ότι δεν τον ακούει μόνο αυτός καθώς ο Δημήτρης λέει: <<Το ακούτε αυτό;>> Ανακουφίζεται για ένα λεπτό. Όμως τρομάζει γιατί έχει καταλάβει από που έρχεται ο θόρυβος. Είναι μια Πόρσε η οποία τρέχει με τεράστια ταχύτητα, ίση με 200 χιλιόμετρα την ώρα, η οποία πηγαίνει από τον δρόμο που βρίσκεται ο Γιώργος. <<Γιώργο τρέχα!>> φωνάζει.
35
Ο Γιώργος προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά το αλκοόλ που έχει πιει, του έχει κάνει τις κινήσεις πολύ αργές. Από τον φόβο παραλύει και βρίσκεται μπροστά στον θάνατο. Για καλή του τύχη, διαπερνάει το σώμα του Έβαν ένα περίεργο ρεύμα, που τον κάνει να κινηθεί τάχιστα. Αρπάζει από το χέρι τον Γιώργο, τον τραβάει και τον πετάει ένα μέτρο προς τα πίσω, σώζοντας του την ζωή. Το περίεργο δεν είναι ότι κινήθηκε γρήγορα, επειδή ήταν στα ανθρώπινα όρια η ταχύτητα του, αλλά το περίεργο είναι η δύναμη με την οποία τράβηξε τον Γιώργο. Ένας άνθρωπος με τον σωματότυπο του Έβαν δεν μπορεί να πετάξει έναν δεκαοχτάχρονο τόσο μακριά. Ο Γιώργος χρειάζεται ένα λεπτό για να συνέλθει. Μόλις όμως βρίσκει το μυαλό του λέει με ένα τρομαγμένο ύφος. <<Έβαν… Τι έγινε;;>> <<Πως το έκανες αυτό;!>> ρωτάει με το ίδιο ύφος ο Δημήτρης. <<Δεν… δεν ξέρω… απλά το έκανα>> απαντάει ο Έβαν μπερδεμένος και χωρίς να έχει ιδέα τι έκανε. <<Evan, can you come with me for a minute?>> του λέει η Ελισάβετ κάνοντας με το δάχτυλο νεύμα να έρθει. <<OK...>> Ο Έβαν και η Ελισάβετ πάνε λίγα μέτρα μακριά από τους υπόλοιπους για να μην τους ακούσουν. Εκείνη παίρνει ένα σοβαρό ύφος και τον ρωτάει. <<Evan, has anything strange happened to you today?>> Ο Έβαν με περιέργεια κοιτάει την Ελισάβετ. Φαίνεται πως ξέρει τι είναι όλα αυτά τα περίεργα πράγματα που του γίνονται. <<Yes>> <<What exactly?>> <<I will tell you, if you tell your school’s name>> Η Ελισάβετ καταλαβαίνοντας ότι ο Έβαν είναι αρκετά έξυπνος για να ξεγελαστεί, αφού δεν πίστεψε τα όσα ψέματα που του είπε ο Τζον, σταματάει την κουβέντα. <<Its too late. Lets go home>> <<I agree…>> της λέει αυτός κοιτάζοντας την ακόμα πιο περίεργα επειδή κόβει την συζήτηση στην μέση. Γυρνάνε στην παρέα τους και βλέπουν ότι λείπει η Σοφία και ο Τζον. <<Παιδιά που είναι η Σοφία και ο Τζον;>>
36
Ο Γιώργος και ο Δημήτρης δεν απαντάνε καθώς είναι ζαλισμένη και μισοκοιμισμένοι από το ποτό. <<They are so weak….>> λέει η Ελισάβετ με σταυρωμένα χέρια και κουνώντας το κεφάλι αριστερά και δεξιά αρνητικά. <<Lets go to find them. I go from this way and you from that way>> Και χωρίστηκαν για να ψάξουν τους αγνοούμενους. Η Ελισάβετ βγαίνει στον δρόμο και φωνάζει συνέχεια <<JOHN! SOPHIA!>> για πέντε λεπτά ώσπου ένας κύριος βγαίνει από το παράθυρό του και φωνάζει. <<Σκάσε όλο το βραδύ μεθυσμένη...>> και συνέχισε με κάποιες απρεπείς λέξεις που δεν χρειάζεται να αναφερθούν. <<I'm sorry?>> απολογείται αυτή γιατί της φαίνεται ενοχλημένος ο κύριος, χωρίς να καταλάβει λέξη. Μετά από λίγο πηγαίνει πίσω από εκεί που άρχισε. Ενώ ο Έβαν ψάχνει ήσυχα χωρίς να φωνάζει. Κάποια στιγμή περνάει από ένα στενό και βλέπει δύο σκοτεινές φιγούρες. Δεν μπορεί να τις διακρίνει πολύ καλά και για αυτό πηγαίνει πιο κοντά για να δει καλύτερα. Τελικά είναι ο Τζον και η Σοφία. <<Τζον, οοοου….>> κόβει αυτό που ήθελε να πει και γυρνάει αμέσως την πλάτη, επειδή τους πιάνει να φιλιούνται μέσα στο σκοτάδι. Τώρα νιώθει πολύ αμήχανα και για αυτό φεύγει. <<Έβαν περίμενε!>> τρέχει ο Τζον να τον προλάβει αφήνοντας την Σοφία πίσω του. Εκείνη είχε κοκκινίσει από την ντροπή της. <<Τι να περιμένω; Δεν χρειάζεται να περιμένω>> του λέει με έντονες κινήσεις αμηχανίας. <<Να σου εξηγήσω λίγο>> << Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις. Αυτά είναι φυσιολογικά πράγματα. Συγνώμη για την διακοπή. Συνεχίστε.>> και γυρνάει πάλι την πλάτη κάνοντας να φύγει. <<Περίμενε λίγο. Δηλαδή δεν σε ενόχλησε που μας έπιασες να… ξέρεις εσύ>> <<Εννοείς να φιλιόσαστε; Όχι καθόλου, ενοχλητικό θα ήταν αν σας έπιανα στο πιο προχωρημένο>> και ενώ μιλάει, κάνει απότομες κινήσεις αμηχανίας με το κεφάλι του <<Μέσα στην βρώμα; Τι λες;>> Ο Έβαν αλλάζοντας κουβέντα επειδή η προηγούμενη αρχίζει να γίνεται πιο περίεργη λέει. <<Λέγαμε εγώ και τα παιδιά να πάμε στα σπίτια μας γιατί είναι αργά>> << Ναι ναι πάμε. Come on Sophia>> <<Να σου πω πόσο καιρό τα έχετε;>> <<Έξι μήνες>> απαντάει ο Τζον.
37
Μετά από το αμήχανο συμβάν επιστρέφουν στην παρέα τους. Περνάνε πρώτα από το ξενοδοχείο των κοριτσιών, έπειτα από το σπίτι του Δημήτρη και τέλος από το σπίτι του Γιώργου. Επιτέλους φτάνουν στο σπίτι τους. <<Τυχεροί είμαστε, που δεν με ζήτησε η μητέρα>> λέει ο Έβαν. <<Όντως. Αλλά ένα λεπτό να δω στο κινητό μου αν ήρθε καμιά ειδοποίηση και δεν το καταλάβαμε>> και βγάζει ο Τζον το κινητό του από την τσέπη του. <<Υπάρχει τέτοια περίπτωση;;;;;;>> ανησυχεί ο Έβαν. <<Χαλάρωσε δεν έγινε τίποτα>> <<Ευτυχώς. Πως θα πάω στο δωμάτιό μου τώρα που είναι κλειδωμένο>> <<Δεν έχεις τα κλειδιά>> <<Όχι τα άφησα πίσω από την πόρτα για να μην μπορέσει να μπει στο δωμάτιο η μητέρα επειδή έχει και αυτή κλειδί>> <<Τέλεια….>> και κοιτάει ο Τζον έναν τρόπο για να δει πως θα μπει μέσα ο Έβαν χωρίς να τους καταλάβουν <<Δεν μπορούμε να πάρουμε την σκάλα από το γκαράζ;>> ρωτάει ο Έβαν. <<Είναι ρίσκο. Τα κλειδιά του γκαράζ τα έχει ο μπαμπάς στο δωμάτιο των γονιών μας και κάνει και μεγάλη φασαρία η πόρτα όταν ανοίγει. Θα τους ξυπνήσουμε>> <<Κατάλαβα. Που ήταν όλη μέρα ο πατέρας;>> <<Σε επαγγελματικό ραντεβού. Ήρθε το απόγευμα αλλά εσύ ήσουν μέσα στο δωμάτιο. Η μαμά του είπε να μην σε ενοχλήσει>> Για δέκα λεπτά κοιτάνε πως να λύσουν το πρόβλημά τους και τελικά ο Τζον σκέφτεται κάτι. <<Θα πάρεις από τον δρόμο φόρα προς τα εμένα, θα πατήσεις στα χέρια μου με το ένα πόδι και θα σου δώσω ώθηση για να φτάσεις στο μπαλκόνι>> <<Βλέπεις πολλές ταινίες Τζον και δεν θα μας βγει σε καλό αυτό>> Έτσι χωρίς να έχουν καμία άλλη κάνουν αυτό που είπε. Ο Έβαν παίρνει φόρα από τον απέναντι δρόμο και τρέχει καταπάνω στον αδερφό του. Πατάει στις παλάμες του και του δίνει την ώθηση ώστε να πιαστεί από το κάγκελο και να κρεμαστεί. <<Έβαν είσαι καλά;>> <<Ναι ναι ένα λεπτό>> Με το ένα χέρι σηκώνει το σώμα του και πέφτει προς την μέσα μεριά του μπαλκονιού. <<Τέλεια. Καληνύχτα μικρέ>>
38
<<Καληνύχτα>> και μπαίνει μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Σήμερα ήταν μια Κυριακή που δεν θα ξεχάσει. Όλα αυτά τα περίεργα συμβάντα που του έγιναν και τα μυστικά που του κρύβουν ο αδερφός του και οι φίλες του, του δημιουργούν πολλές απορίες που δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Τι συμβαίνει με εμένα; Τι μου κρύβουν; Τι σχολή πηγαίνει ο Τζον; Τι ξέρει η Ελισάβετ για αυτά που του συμβαίνουν; Πως έχω τέτοια υπεράνθρωπη δύναμη; Έχω κάποια αρρώστια; Αυτές οι ερωτήσεις τον βασανίζουν. Πάει μπροστά από έναν καθρέφτη του δωματίου του και ρωτάει τον εαυτό του: <<Τι είμαι;>> Κάθεται αρκετά λεπτά μπροστά από τον καθρέφτη, κάνοντας αυτή την ερώτηση από μέσα του χωρίς να βρίσκει απάντηση. Η οδοντόβουρτσα, η ‘σπασμένη’ όραση, οι ενδείξεις και οι αριθμοί, ο ενοχλητικός ήχος στο κλαμπ και η υπεράνθρωπη δύναμη δεν μπορεί να τα εξηγήσει. Κάποια στιγμή του πέφτει στην αντίληψη η συσκευή που του έδωσε ο αδερφός του. Την παίρνει στα χέρια του και την κοιτάει πολύ προσεχτικά για να βρει κάτι που μπορεί να του δώσει απαντήσεις, όπως καμία υπογραφή του μαγαζιού ή του εργοστασίου όπου φτιάχτηκε ή τουλάχιστον από ποια χώρα προέρχεται. Το μόνο που βρίσκει είναι ένα όνομα. Μάλλον της εταιρίας είναι. Γράφει ‘Techno-city’. Μπαίνει στον υπολογιστή του και ψάχνει για αυτό το όνομα. Δεν βρίσκει τίποτα με αυτό το όνομα. Ούτε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση. Τώρα δημιουργούνται περισσότερες απορίες από ότι πριν. Είναι 3 η ώρα και αποφασίζει να ξαπλώσει, να ξεχάσει για λίγο όλα αυτά και να κοιμηθεί. Μέσα από όλα αυτά τα ερωτήματα ένα είναι που τον ενοχλεί περισσότερο από όλα. Τι τον περιμένει;
39
Ένας τρελός επισκέπτης
Π
ερνάει ένας χρόνος μετά από εκείνη την ημέρα και ο Έβαν δεν έχει ξαναζήσει κάποιο από εκείνα τα συμβάντα. Μόνο μερικές ζαλάδες και ξαφνικές αδυναμίες. Κάνει γενικές ιατρικές εξετάσεις, αλλά όλα δείχνουν φυσιολογικά. Λέει να μην
δώσει σημασία σε αυτά και να ασχοληθεί με τα μαθήματα, που τον αναγκάζει να κάνει η μητριά του, και στις πολεμικές του τέχνες για να πάρει επιτέλους τις μαύρες ζώνες, για να έχει ένα πιο χαλαρό πρόγραμμα. Του αρέσει πολύ να μαθαίνει τεχνικές μάχης, αλλά κουράστηκε 6 χρόνια τώρα. Επίσης η διάθεσή του για το οτιδήποτε έχει μειωθεί πολύ, από τις αρχές του καλοκαιριού, λόγω ενός γράμματος της σχολής του αδερφού του, που έλεγε ότι ο Τζον είναι αγνοούμενος. Αυτό τον Έβαν τον έχει συνθλίψει. Ο πιο αγαπημένος του άνθρωπος στον κόσμο είναι εξαφανισμένος σε μια ξένη χώρα. Αυτό το καλοκαίρι δεν μιλάει με κανέναν και είναι συνέχεια κλεισμένος στο δωμάτιό του διαβάζοντας βιβλία, βλέποντας ταινίες, ακούγοντας μουσική και ζωγραφίζοντας θλιβερές εικόνες. Αυτά όμως αλλάζουν προς το τέλος του καλοκαιριού γιατί τότε γίνεται το πιο εκπληκτικό, περίεργο και αφάνταστο πράγμα. Μια εβδομάδα πριν το τέλος του καλοκαιριού, μέρα Δευτέρα, ο πατέρας, καθισμένος στην κουζίνα με τα πόδια στο τραπέζι διαβάζοντας κάτι στο κινητό, φωνάζει τον Έβαν να κατέβει για λίγο κάτω. <<Έβαν μπορείς να έρθεις λίγο;>> Κατεβαίνει στην κουζίνα και με ένα ανέκφραστο ύφος, ρωτάει: <<Τι θες;>> <<Θα μπορούσες να πας να αγοράσεις μερικά κουτιά γάλα; Δεν έχω να βάλω στον καφέ>> υψώνοντας το χέρι του, κρατώντας 10 ευρώ. <<Καλά>> παίρνει τα λεφτά και βγαίνει. Ο κύριος Στόουν καθώς τον βλέπει έτσι ανέκφραστο και δυστυχισμένο να φεύγει, φωνάζει την κυρία Στόουν.
40
<<Honey! Μπορείς να έρθεις λίγο;>> Κατεβάζει γρήγορα τα πόδια του από το τραπέζι γιατί ξεχνάει πόσο αυστηρή είναι η γυναίκα του. <<Τι έγινε;>> ρωτάει αυτή καθώς μπαίνει μέσα στην κουζίνα. <<Ο Έβαν ακόμα δεν έχει συνέλθει από εκείνη την μέρα που μάθαμε για τον Τζον>> <<Και τι να κάνουμε;>> λέει αυτή ψυχρά. <<Πρέπει να κάνουμε κάτι. Ούτε βγαίνει, ούτε μιλάει. Αυτό δεν είναι καλό για την υγεία του. Και με αυτές τις περίεργες ζαλάδες και αδυναμίες που μας λέει μπορεί να τον χάσουμε και αυτόν. Ακόμα και εγώ δεν το ξεπέρασα. Απλά δεν το δείχνω>> <<Ε τότε να μάθει να μην το δείχνει και αυτός. Έξυπνο παιδί είναι, ξέρει να προσέχει τον εαυτό του>> <<Ναι αλλά όπως και εσύ είπες, παιδί είναι. Καλά καθόλου οίκτος; Καθηγήτρια πανεπιστημίου είσαι. Εσύ έπρεπε να νοιάζεσαι περισσότερο>> <<Εμένα μου φαίνεται καλύτερα έτσι. Ούτε αντιρρήσεις έχει, ούτε ασχολείται με εκείνους τους φίλους του Τζον, με αποτέλεσμα να ασχολείται περισσότερο με τα μαθήματά του. Πήρε και γρήγορα τις μαύρες ζώνες στις πολεμικές τέχνες>> <<Δεν μπορώ να σε καταλάβω>> λέει αυτός με απογοητευμένο ύφος για την γυναίκα του και συνεχίζει <<Εσένα δεν σου λείπει ο γιος μας; Μόνο την μέρα που πήραμε το γράμμα έκλαψες για λίγο και μετά μπήκες γρήγορα στην καθημερινότητα σου. Δεν είναι φυσιολογικό αυτό>> <<Όπως και εσύ το κρύβω>> και φεύγει από την κουζίνα σταματώντας την κουβέντα. Εντωμεταξύ ο Έβαν βρίσκεται μέσα στο λεωφορείο, προς τον δρόμο για το σουπερμάρκετ. Είναι χαμένος στις σκέψεις του για τον Τζον. Τα ερωτήματα ‘που βρίσκεται;’ και ‘είναι καλά;’ τον βασανίζουν. Ένα γεγονός όμως τον κάνει να ξεχαστεί. Παρατηρεί ένα άτομο καλυμμένο με μια μαύρη κάπα και με μια κουκούλα, ολόσωμη με την κάπα. Δεν μπορεί να διακρίνει χαρακτηριστικά σώματος ή προσώπου, αλλά φαίνεται ότι το βλέμμα του είναι στραμμένο προς αυτόν. Τον κοιτάζει και αυτός. Κάποια στιγμή αυτό το άτομο σηκώνεται και αρχίζει να κινείται προς την μεριά του. Ο Έβαν γίνεται νευρικός. Φτάνει στην στάση που θέλει και, πριν τον πλησιάσει ο περίεργος άνθρωπος, κατεβαίνει. Καθώς μπαίνει μέσα στο σουπερμάρκετ κοιτάει πίσω του μήπως τον ακολουθεί, αλλά το άτομο αυτό φεύγει με το λεωφορείο. Χαλαρός πηγαίνει στα ψυγεία να πάρει γάλα. Παίρνει 4 κουτιά γάλα και τα βάζει μέσα στο καλάθι του. Μόλις κλείνει την πόρτα του ψυγείου εμφανίζεται πάλι αυτό το άτομο στο τέλος του διαδρόμου. Παίρνοντας το καλάθι του κάνει πως δεν τον είδε και πηγαίνει προς το ταμείο να πληρώσει. Αλλά καθώς αυτός περπατάει, ακούει βήματα από πίσω του καταλαβαίνοντας ότι τον
41
ακολουθεί. Ξαφνικά κάνει μια απότομη στροφή πίσω και αυτό που βλέπει είναι μόνο μια υπάλληλος που τακτοποιεί τα ράφια. <<Θέλετε τίποτα κύριε;>> ρωτάει ευγενικά η υπάλληλος. <<Όχι>> απαντάει αυτός κοιτάζοντας γύρω του. Ο Έβαν απελπίζεται γιατί ήδη έχει τα δικά του προβλήματα. Αρχίζει να πιστεύει ότι πάλι άρχισαν τα περίεργα πράγματα που του είχαν συμβεί την προηγούμενη χρονιά. Πληρώνει το γάλα, βγαίνει από το σουπερμάρκετ, πάει στην απέναντι στάση και ακούει μουσική από το κινητό του, περιμένοντας το λεωφορείο. Στην στάση δεν υπάρχει κανένας άλλος μαζί του να περιμένει. Τώρα χάνεται στην μουσική με το βλέμμα κάτω. Κάποιος κατά λάθος σκοντάφτει πάνω του. Σηκώνει το βλέμμα του και λέει. <<Συγνώ...>> Αυτό που αντικρίζει δεν τον άφησε να ολοκληρώσει την λέξη του. Βλέπει τον ίδιο άνθρωπο που προηγουμένως τον ακολουθούσε, αλλά αυτή την φορά δεν τον κάλυπτε η κουκούλα και η κάπα. Είναι μια γυναίκα με πολύ μακριά, μαύρα, σγουρά μαλλιά, καστανά μάτια, εκφραστικά χείλη, ελαφρώς χαμογελαστά και το πρόσωπο της θυμίζει με μιας σκληρής γυναίκας πολεμίστριας, γύρω στα 35 χρονών, που αποπνέει έναν αέρα κύρους. Το σώμα μέσα από τα μαύρα ρούχα της δεν φαίνεται καλά, αλλά από τα χέρια της φαίνεται να έχει ένα καλογυμνασμένο και σωστό σώμα. Τινάζεται από τον φόβο και παίρνει στάση έτοιμος για μάχη. <<Σε προειδοποιώ μην πλησιάσεις. Μπορεί να έχω ένα χέρι. αλλά έχω τελειοποιήσει τρία είδη πολεμικής τέχνης>> της λέει απειλητικά. <<Άμα ήθελα να σε βλάψω, θα το είχα κάνει. Στην καλύτερη περίπτωση θα ήσουν νεκρός, γιατί εγώ δεν παίζω με τους εχθρούς μου>> του λέει με ένα υποτιμητικό ύφος. <<Τότε τι θες από μένα; Γιατί με ακολουθείς;>> <<Απλά ήθελα να μάθω αν πήρες ένα περίεργο γράμμα, τώρα τελευταία;>> <<Περίεργο γράμμα;>> <<Ναι. Κανονικά δέμα θα είναι, αλλά θα έχει ένα γράμμα μέσα>> <<Όχι δεν έλαβα τίποτα. Ποιος με ξέρει για να μου στείλει κάποιος δέμα;>> απαντάει κοιτάζοντας προς τα κάτω στεναχωρημένος. <<Περισσότεροι από ότι ξέρεις, Έβαν Κόντρο>> Αμέσως η λύπη του μετατρέπεται σε περιέργεια. Ο Έβαν αναρωτιέται γιατί τον αποκάλεσε με το επίθετο ‘Κόντρο’. Έτσι την διορθώνει. <<Το όνομα το είπατε σωστά, αλλά το επώνυμο μου δεν είναι Κόντρο, αλλά Στόουν>>
42
<<Καλά ότι πεις. Να θυμάσαι. Θα έρθει ένα δέμα για εσένα σήμερα. Άνοιξε το και απάντα στο γράμμα που θα έχει μέσα. Αν δεν απαντήσεις θα έρθει ξανά άλλο την επόμενη μέρα. Αν δεν απαντήσεις στις 3 φορές θα σε επισκεφτεί στο σπίτι σου ένας τρελός>> <<Τι είναι αυτά που λες;>> ρωτάει μπερδεμένος. <<Θα τα ξαναπούμε, αλλά όχι σύντομα>> και φεύγει η περίεργη κυρία καλύπτοντας τα σωματικά και του προσώπου της χαρακτηριστικά με την μαύρη κάπα και κουκούλα. Εκείνη την στιγμή φτάνει το λεωφορείο για να πάει στο σπίτι. Καθώς έφτασε στο σπίτι, τοποθετεί τα κουτιά με γάλα στο ψυγείο και ανεβαίνει πάνω στο δωμάτιό του. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να ψάξει το όνομα Κόντρο στο ίντερνετ από τον υπολογιστή του. Δεν βρίσκει τίποτα. Ποιος είναι τώρα ο Κόντρο; Άλλο ένα ερώτημα.. Περνάει 1 ώρα, ξανά και ξανά, ψάχνοντας για αυτό το όνομα, αλλά τίποτα. Τώρα αυτό που έχει να κάνει είναι να περιμένει για αυτό το δέμα. Ξαφνικά ακούει την μητριά του να τον φωνάζει. <<Έβαν κατέβα! Είναι η ώρα για φαγητό>> Έτσι κατεβαίνει κάτω και κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας να φάει μαζί με τους γονείς του. Τώρα πια δείχνει περισσότερο προβληματισμένος, παρά στεναχωρημένος ή ανέκφραστος, καθώς κοιτάζει και παίζει με το φαγητό του, αντί να το τρώει. Το παρατηρεί αυτό η μητριά και ρωτάει: <<Δεν σου αρέσει το κοτόπουλο με ρύζι, Έβαν; Θυμάμαι είναι το αγαπημένο σου>> <<Όχι όχι μου αρέσει>> απαντάει αυτός. Μπαίνει στην συζήτηση ο πατέρας λέγοντας: <<Έβαν ακόμα σε βασανίζει το θέμα με τον Τζον;>> <<Ναι>> <<Άμα θες μπορούμε να το συζητήσουμε>> <<Καλύτερα όχι>> λέει αφηρημένος στις σκέψεις του. Καθώς τρώνε ήσυχα το φαγητό τους, ο Έβαν αποφασίζει να σπάσει την ηρεμία ρωτώντας. <<Ξέρετε κανέναν Κόντρο;>> Ο πατέρας παγώνει για μια στιγμή αλλά η μητριά όχι μόνο παγώνει αλλά και γουρλώνει τόσο πολύ τα μάτια της που δείχνουν να είναι έτοιμα να βγουν από το πρόσωπό της. <<Από που το άκουσες αυτό παιδί μου;>> λέει η μητριά με ένα χαμόγελο για να καλύψει την τεράστια δυσάρεστη έκπληξη που νιώθει. <<Μια κυρία έτσι με αποκάλεσε. Μου είπε να περιμένω ένα δέμα για μένα. Αν το δείτε μπορείτε να με ενημερώσετε;>>
43
<<Ναι φυσικά>> του λέει ο πατέρας του χαμογελώντας αληθινά, δίνοντας ένα νόημα συμπαράστασης. <<Τι ώρα είναι;>> ρωτάει ο Έβαν καθώς θυμήθηκε κάτι. <<Έξι, γιατί;>> απαντάει η μητριά. <<Επειδή μου είπε εκείνη η κυρία ότι θα μου το στείλουν σήμερα. Πάω να δω αν ήρθε>> και κάνει να σηκωθεί. Η κυρία Στόουν τον σταματάει από το να σηκωθεί από την καρέκλα και του λέει. <<Κάτσε κάτω θα πάω εγώ. Έχω τελειώσει με το δικό μου φαγητό>> και πηγαίνει έξω στο γραμματοκιβώτιο να δει για το δέμα. Τους φαίνεται πολύ περίεργη αυτή η προθυμία και ευγένειά της. Έτσι ψάχνοντας το γραμματοκιβώτιο, βρίσκει το δέμα που είναι για τον Έβαν. Ένα καφέ πολύ λεπτό και μικρό δέμα, το οποίο γράφει στην γωνία κάτω δεξιά. “Για τον Έβαν Κόντρο, κατοικία Στόουν, πόλη Αθήνα, περιοχή Λούτσα, με αριθμό πόρτας 12” Ψάχνει έναν τρόπο για να το ξεφορτωθεί και να μην το καταλάβει ο γιος της. Σκέφτεται στην θάλασσα, αλλά μπορεί να το δει κάποιος και να το επιστρέψει καθώς κάνει μπάνιο. Σκέφτεται στον σκουπιδοτενεκέ, αλλά μπορεί να το βρει ο Έβαν πετώντας τα σκουπίδια. Εκείνη την στιγμή έρχεται το απορριμματοφόρο. Τότε βρίσκει την ευκαιρία της. <<Περίμενε, περίμενε>> φωνάζει αυτή. <<Τι θέλετε κυρία μου>> ρωτάει ο οδηγός. <<Ένα λεπτό να πετάξω κάτι>> και το πετάει μέσα εκεί που συνθλίβουν τα απορρίμματα. Καθώς βλέπει να γίνεται σε χίλια κομμάτια το δέμα την διαπερνάει ένα κύμα ανακούφισης, με την ιδέα πως έχει λύσει το πρόβλημά της. Αφού μπαίνει πάλι μέσα στο σπίτι την ρωτάει ο Έβαν. <<Τελικά είχε τίποτα για εμένα;>> <<Όχι συγνώμη>> <<Α… καλά! Μάλλον έκανε λάθος μπορεί να έρθει αύριο>> λέει χωρίς να χάνει την ελπίδα του.
44
<<Μπορεί και να το έχασαν εκεί που παραδίδουν τα δέματα>> υποθέτει η μητριά. <<Αποκλείεται να είναι τόσο χαζοί>> λέει ο πατέρας. <<Ξέρεις πόσοι χαζοί κυκλοφορούν στις μέρες μας; Γιατί νομίζεις ότι η ανθρωπότητα πάει από το κακό στο χειρότερο;>> απαντάει αυτή. <<Και να γίνει κάτι τέτοιο δεν πειράζει γιατί είπε ότι θα έρθει άλλες δύο φορές, για να είναι σίγουροι ότι το έλαβα>> αναφέρει ο Έβαν. Η κυρία Στόουν πήρε μια έκφραση ανησυχίας. Αφού καταλαβαίνει ότι το πρόβλημα δεν λύθηκε, αρχίζει να σκέφτεται τι μπορεί να κάνει για αυτό. Όλοι πηγαίνουν στα δωμάτια τους, για να κοιμηθούν. Ο Έβαν περνάει από το δωμάτιο του Τζον, όπως κάθε φορά για να πάει στο δικό του, και συνέχεια τον κυριεύει ένα κύμα θλίψης. Σαν χθες του φαίνεται που τον βοήθησε να ανέβει το μπαλκόνι πέρσι. Μερικές φορές νομίζει ότι ακούει την φωνή του μέσα από αυτό το δωμάτιο να τον φωνάζει. Δεν είναι οι λίγες φορές που ανοίγει την πόρτα, περιμένοντας να τον δει μέσα. Αλλά είναι συνέχεια άδειο. Από την άλλη η μητριά ενώ είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, αρνείται να κοιμηθεί, γιατί περιμένει πρώτα να κοιμηθεί ο άντρας της. Ο λόγος είναι επειδή έχει ένα σχέδιο για το πρόβλημα της. Μόλις κοιμηθεί εκείνος θα πάρει τρία σεντόνια, ένα μαξιλάρι και ένα ξυπνητήρι, που το έχει ρυθμίσει να την ξυπνήσει κατά της 7 η ώρα το πρωί, για να κοιμηθεί μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, μήπως έρθει πιο νωρίς από τις 7 ο ταχυδρόμος και αφήσει το δέμα. Και έτσι γίνεται. Φτάνει 7 η ώρα το πρωί και το ξυπνητήρι χτυπάει. Η κυρία Στόουν ξυπνάει και σηκώνεται απότομα. Με μανία ψάχνει το γραμματοκιβώτιο για το δέμα. Δεν βρίσκει τίποτα. Τότε πάει αμέσως μέσα να βάλει τα σεντόνια και το μαξιλάρι στην θέση τους, ήσυχα όμως για να μην την καταλάβει κανείς. Αφού τα τακτοποιεί, πάει κάτω στην κουζίνα, περπατώντας φυσιολογικά. Φτιάχνει έναν καφέ, γιατί δεν μπορεί να δει από την νύστα της. Το βράδυ άργησε να κοιμηθεί καθώς άργησε και ο κύριος Στόουν να κοιμηθεί. Κάθεται στο σαλόνι, με το κλασσικό του στυλ, παρακολουθώντας έξω την είσοδο του σπιτιού, από ένα παράθυρο, για τον ταχυδρόμο. Περνάνε 12 ώρες. Ακόμα βρίσκεται στην ίδια θέση πίνοντας τον όγδοο καφέ της ημέρας και υποδύεται ότι ασχολείται με ένα βιβλίο για να μην την καταλάβει κανείς. Κάποια στιγμή έρχεται ο κύριος Στόουν και ρωτάει. <<Είσαι όλη μέρα εδώ, τι έπαθες σήμερα;>>
45
<<Δεν έπαθα κάτι απλά απολαμβάνω την μέρα μου στο σαλόνι με έναν καφέ και ένα βιβλίο. Που είναι το περίεργο;>> λέει αυτή πίνοντας μια γουλιά καφέ και ρίχνοντας γρήγορες ματιές στο παράθυρο. <<Το περίεργο είναι ότι από τις 8 η ώρα το πρωί που ξύπνησα σε βρίσκω σε αυτή την θέση. Πήγε 8 η ώρα το απόγευμα και ακόμα σε βλέπω στην ίδια θέση, ακριβώς όπως ήσουν το πρωί. Αυτό δεν είναι φυσιολογικό>> <<Εγώ το βρίσκω απόλυτα φυσιολογικό. Δεν καταλαβαίνω! Θέλεις να πεις κάτι, αγάπη μου;!>> και γίνεται επιθετική, σοβαρεύοντας. <<Όχι. Τουλάχιστον σταμάτα να πίνεις τόσο πολύ καφέ δεν είναι καλό>> <<Δεν θα μου πεις τι να κάνω>> Ο κύριος Στόουν φεύγει από το σαλόνι, καθώς δεν βγάζει άκρη με την γυναίκα του. Λίγα λεπτά μετά έρχεται ο Έβαν και την ρωτάει. <<Γεια σου μητέρα. Ακόμα εδώ είσαι;>> λέει ανέκφραστος. <<Ναι γιατί;>> του απαντάει απότομα. Ο Έβαν δεν έχει όρεξη για να δώσει σημασία στην περίεργη συμπεριφορά της, αλλά ρωτάει με μια μικρή λάμψη ελπίδας στο πρόσωπο του. <<Τόση ώρα που είσαι εδώ μήπως είδες τον ταχυδρόμο να φέρνει το δέμα μου;>> <<Συγνώμη αλλά δεν είδα κάτι>> Η λάμψη ελπίδας σβήνει αμέσως μετά από την απάντηση της. <<Δεν πειράζει. Θα κάτσω λίγο να περιμένω μήπως έρθει>> <<Δεν χρειάζεται είμαι εγώ εδώ! Πήγαινε εσύ να ασχοληθείς με κάτι άλλο στο δωμάτιό σου>> <<Δεν πειράζει θα κάτσω λίγο>> <<Έβαν, είπα στο δωμάτιο σου!>> φωνάζει εκείνη. Αυτός την κοιτάζει περίεργα περίεργα, επειδή δεν ξέρει γιατί θυμώνει. Αλλά τον κάνει χειρότερα από πριν. Έτσι πάει στο δωμάτιό του λυπημένος. Ακούγοντας από την κουζίνα όλα αυτά ο πατέρας, έρχεται στο σαλόνι και λέει στην γυναίκα του. <<Ελένη; Πως μιλάς έτσι στο παιδί; Ήδη είναι χάλια ψυχολογικά και εσύ τον κάνεις χειρότερα>> <<Άλφρεντ, κοίτα την δουλειά σου. Τι σας έπιασε σήμερα να με ενοχλείτε όλοι;>> Ο πατέρας πάει πάνω να δει πως είναι ο Έβαν, εξοργισμένος από την γυναίκα του. Ανοίγει την πόρτα και τον βλέπει ξαπλωμένο στο κρεβάτι του να ασχολείται με το κινητό. Κάθεται δίπλα του και προσπαθεί να του πιάσει την κουβέντα.
46
<<Τι λέει; Τι κάνεις;>> των ρωτάει με φιλικό τρόπο σαν να είναι ο αδερφός του. <<Καλά…>> απαντάει ανέκφραστος όπως πάντα. <<Μην την παρεξηγείς την μάνα σου, έχει πιει πολλούς καφέδες. Για αυτό είναι τόσο νευρική>> <<Πατέρα, μην προσπαθείς να την δικαιολογήσεις, μια ζωή έτσι είναι την έχω συνηθίσει. Επίσης δεν είναι αυτό που με ενοχλεί>> <<Είναι το θέμα με τον Τζον;>> <<Είναι και αυτό αλλά είναι και το θέμα ότι ήθελα πολύ να έρθει αυτό το δέμα>> <<Γιατί;>> <<Δεν ξέρω. Πιστεύω πως θα είναι τόσο ενδιαφέρον που θα με κάνει να βγάλω από το μυαλό μου τον Τζον, τουλάχιστον για λίγο>> και αναστενάζοντας συνεχίζει <<Εσύ πατέρα πως αντέχεις την απουσία του;>> <<Εγώ σκέφτομαι ότι μπορούσε να είναι χειρότερα, δηλαδή θα μπορούσε εκείνο το γράμμα να μας έλεγε κάτι χειρότερο για αυτόν. Αφού είναι αγνοούμενος θέλω να πιστεύω πως είναι ακόμα ζωντανός. Έχω την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα ξαναπατήσει το πόδι του σε αυτό εδώ το σπίτι. Πολλές φορές έχοντας ζωντανή μέσα μας την ελπίδα, μας βοηθά να μην σπάσουμε. Για αυτό και εσύ θέλω να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να ξαναβρείς την δικιά σου ελπίδα>> Ο Έβαν αρχίζει να μαλακώνει. Χαμογελάει μετά από καιρό και τον ευχαριστεί. <<Ευχαριστώ πατέρα>> Ο Άλφρεντ τον χαϊδεύει στο κεφάλι και του λέει. <<Ναι είσαι σίγουρος ότι θα τον ξαναδείς>> και σηκώνεται για να βγει από το δωμάτιο. Αλλά πριν φύγει του δίνει μια τελευταία συμβουλή <<Και όταν βρεις την ελπίδα μην την χάσεις ξανά. Μου το υπόσχεσαι;>> <<Σου το υπόσχομαι>> του απαντάει, νιώθοντας λίγο καλύτερα. Εντωμεταξύ στο σαλόνι η μητριά ακόμα κοιτάει για το δέμα, ώσπου βλέπει να έρχεται ο ταχυδρόμος με το φορτηγάκι του να αφήνει ένα μέσα στο γραμματοκιβώτιο. Βγαίνει έξω για να δει αν είναι αυτό που θέλει ο Έβαν. Αυτό είναι. Είναι ολόιδιο με το προηγούμενο αλλά με μια μικρή αλλαγή. Κάτω δεξιά, μαζί με αυτό που έλεγε το προηγούμενο, γράφει. “Για τον Έβαν Κόντρο, κατοικία Στόουν, πόλη Αθήνα,
47
περιοχή Λούτσα, με αριθμό πόρτας 12, Δεύτερο δέμα” Μπαίνει μέσα στο σπίτι και το ρίχνει κατευθείαν μέσα στον σκουπιδοφάγο της κουζίνας και γίνεται κομμάτια. <<Πάει και το δεύτερο. Άλλο ένα μένει>> μουρμουράει. Η επόμενη μέρα είναι ίδια όπως την προηγούμενη. Κάθεται με τις ώρες στο σαλόνι, περιμένοντας τον ταχυδρόμο να έρθει. Η οικογένεια της αρχίζει να την υποπτεύεται, πως κάτι κρύβει. Τελικά δεν έρχεται το δέμα. Επειδή όμως μπορεί να έρθει το πρωί, αποφασίζει να ξανακάνει τις ίδιες κινήσεις με την προηγούμενη νύχτα. Πάει πάνω και ξαπλώνει με τον άντρα της. Αλλά αυτή την φορά δεν αντέχει να μείνει ξύπνια μέχρι να κοιμηθεί ο Άλφρεντ, με αποτέλεσμα να την πάρει ο ύπνος. Χτυπάει πάλι το ξυπνητήρι 7 η ώρα το πρωί. Ευτυχώς, για την κυρία Στόουν, το ρύθμισε πριν την πάρει ο ύπνος. Αυτή πανικόβλητη πάει γρήγορα στο γραμματοκιβώτιο. Τελικά βρίσκει και το τρίτο δέμα που λέει κάτω δεξιά. “Για τον Έβαν Κόντρο, κατοικία Στόουν, πόλη Αθήνα, περιοχή Λούτσα, με αριθμό πόρτας 12, Τρίτο δέμα, παρακαλούμαι υποβάλετε την απάντηση σας” Η κυρία Στόουν δεν δίνει σημασία σε αυτό που γράφει και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να το ξεφορτωθεί. Έτσι μπαίνει μέσα στο σπίτι και το κάνει κομμάτια στον σκουπιδοφάγο. Αφού τελειώνει με το πρόβλημα της, κάθεται να πιει καφέ ανακουφισμένη. Μετά από μισή ώρα, πάει να δει τα υπόλοιπα γράμματα. Ένα από αυτά της δίνει ένα χαμόγελο έως τα αυτιά. Είναι ένα γράμμα που λέει ότι εγκρίθηκε η αίτηση του Έβαν για το Χάρβαρντ. Μέσα στην τρελή χαρά της μπαίνει ξανά μέσα στο σπίτι και φωνάζει. <<Έβαν, Έβαν κατέβα αμέσως κάτω!>>
48
Κατεβαίνει τρέχοντας κάτω και ρωτάει. <<Τι έγινε; Ήρθε το δέμα;>> με μεγάλη χαρά. <<Όχι αλλά έχω πολύ καλύτερα νέα. Εγκρίθηκε η αίτηση για τα Χάρβαρντ. Σε δέχτηκαν!>> <<Α… γιούπι...>> λέει αδιαφορώντας και ειρωνικά, καθώς χάνει την χαρά του. <<Δεν είσαι ενθουσιασμένος;>> <<Ναι φυσικά. Περιμένω πως και πως να πάω σε ένα βαρετό σχολείο, με βαρετούς συμμαθητές να μιλάμε για βαρετά θέματα, κάνοντας βαρετές δραστηριότητες>> συνεχίζει την ειρωνεία. <<Βαρετό είναι να μιλάς για μαθηματικά, φυσική και χημεία και να παίζεις γκολφ;>> ρωτάει σαν αυτές οι δραστηριότητες είναι ο καλύτερος τρόπος για να περνάς τον χρόνο σου. <<Τώρα που μου είπες όλα αυτά έγινε πιο ενδιαφέρον>> λέει χωρίς να κόψει την ειρωνεία. Την ώρα της ομιλίας κατεβαίνει ο πατέρας. <<Τι έγινε;>> ρωτάει, ενώ χασμουριέται και τρίβει το ένα μάτι του. <<Ο Έβαν θα πάει στο Χάρβαρντ>> του λέει η μητριά χωρίς να χάσει την χαρά της για αυτά τα νέα. Ξαφνικά ακούνε κάποιον να χτυπάει την πόρτα τρεις φορές. Όλοι τώρα κοιτάνε με περιέργεια την πόρτα. Δεν περιμένουν κάποιον. Η μητριά ανοίγει λίγο την πόρτα με επιφύλαξη και αυτό που βλέπει την σοκάρει. Αυτός που χτύπησε την πόρτα είναι ένας πανύψηλος άντρας γύρω στα 2.20. Ο σωματότυπος του είναι κανονικός προς αδύνατος, με μακριά χέρια και πόδια. Από πάνω φοράει μαύρο σακάκι με άσπρο πουκάμισο, μια μαύρη γραβάτα και άσπρα γάντια. Από κάτω ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι και μαύρα παπούτσια. Αυτό όμως που τον κάνει ξεχωριστό είναι το πρόσωπο του. Έχει κίτρινο χρώμα ματιών, το πρόσωπο του είναι όλο βαμμένο λευκό και έχει ένα πλατύ χαμόγελο με μια σειρά από κάτασπρα δόντια. Τα μαλλιά του είναι γκρίζα και φτάνουν μέχρι τα αυτιά, έχοντας ένα ψηλό μαύρο καπέλο. Επίσης έχει ένα στριφτό μουστάκι. Οι κινήσεις των χεριών του είναι έντονες και νευρασθενικές, σαν να είναι τρελός. Καθώς βλέπει την κυρία Στόουν, με ευγένεια, ευθεία στάση του σώματος και με μια βαθιά, αλλά και λεπτή φωνή ταυτόχρονα, που δίνει μια αίσθηση τρέλας, λέει. <<Καλημέρα σας, καλή μου κυρία. Μήπως μπορώ να μιλήσω με τον κύριο Κόντρο;>> <<Εδώ δεν μένει κανένας με το όνομα Κόντρο. Λάθος κάνετε>> και πάει να κλίσει την πόρτα. αλλά ο κύριος την αποτρέπει, κρατώντας με το μακρύ χέρι του αντίσταση. <<Περιμένετε ένα λεπτό. Τότε μήπως μπορώ να μιλήσω με έναν κύριο με το όνομα Έβαν;>> <<ΌΧΙ!!>> και κλίνει την πόρτα με δύναμη. <<Τι αγένεια!>> μονολογεί ο κύριος. Μέσα στο σπίτι ρωτάει ο Έβαν την μητριά του.
49
<<Ποιος ήταν;>> <<Ένας τρελός>> απαντάει αυτή. Ο Έβαν αμέσως από την απογοήτευση πηγαίνει στην περιέργεια, καθώς θυμάται, ότι κάτι είπε εκείνη η κυρία στην στάθμευση του λεωφορείου για έναν τρελό. Ξαναχτυπάει την πόρτα τρεις φορές. <<Μην ανοίξετε θα βαρεθεί και θα φύγει>> λέει η κυρία Στόουν. Ξαναχτυπάει τρίτη φορά, άλλες τρεις φορές. Κανείς δεν ανοίγει. <<Λοιπόν αν δεν ανοίγεται εσείς θα ανοίξω εγώ>> μονολογεί ο κύριος, έξω από την πόρτα. Κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Με τα δάκτυλά του χεριού του μετράει αντίστροφα από το τρία ‘3.. 2.. 1..’ και μόλις φτάνει στο μηδέν, ρίχνει μια κλοτσιά στην πόρτα και ‘ΚΡΑΑΑΑΚ’ την σπάει σε δύο κομμάτια. Οι γονείς τρομοκρατούνται. Η κυρία Στόουν φωνάζει υστερικά. <<Ένας μανιακός, βοήθεια, θα μας σκοτώσει!!!!>> Ο πατριός παγωμένος από τον φόβο του δεν μπορεί να ορθώσει λέξη. Ο Έβαν έχει κολλήσει στο να βλέπει τα μάτια αυτού του δίμετρου άντρα, επειδή του θυμίζουν κάτι. Του θυμίζουν διάφορους ήχους πολέμου. Εκρήξεις, πυροβολισμοί, κραυγές και άλλα. Δεν μπορεί να καταλάβει από που έχει ακούσει όλα αυτά. Μπορεί να είναι από ταινία δράσης που έχει δει τις προάλλες. Η υπομονή του κύριου εξαντλείται με τις υστερίες της κυρίας και φωνάζει. <<Σκάσε κυρά μου επιτέλους!>> Η μητριά σταματάει αμέσως και πάει πίσω από την πλάτη του άντρα της. Ο Έβαν μένει άγαλμα επειδή μόλις ακούει την φωνή του, του έρχεται στο μυαλό μια ατάκα, που δεν θυμάται να την έχει ακούσει. Αυτή η ατάκα λέει “Κρατήσου μικρέ, θα ταρακουνηθούμε λίγο”. Την μουρμουράει πολύ σιγανά, που με δυσκολία τον ακούνε οι άλλοι, για να θυμηθεί που την άκουσε. <<Λοιπόν, εσύ μικρέ πρέπει να είσαι ο Έβαν Κόντρο. Σωστά;>> των ρωτάει, κοιτάζοντάς τον από ψηλά, με την τεράστια διαφορά ύψους τους. <<Κύριε με λένε Έβαν Στόουν, όχι Κόντρο>> τον διορθώνει. Ο κύριος, ακούγοντας αυτό, στρέφεται προς στους γονείς, με το ένα φρύδι πιο ψηλά από το άλλο δείχνοντας ότι θέλει απαντήσεις. <<Νομίζω ότι είχα αφήσει ένα σημείωμα, ειδικά για εσάς>> Δεν απαντάνε, ενώ τρέμουν από φόβο. Απογοητευμένος γυρνάει στον Έβαν και τον ρωτάει. <<Τι ξέρεις για τον κόσμο μας μικρέ;>> <<Ποιον κόσμο; Δεν καταλαβαίνω τι λέτε>>
50
<<Ξέρεις τουλάχιστον κάτι για τους γονείς σου;>> και αγριεύει σιγά σιγά από αυτά που ακούει. <<Δεν τους ξέρω, κύριε, με υιοθέτησαν από ορφανοτροφείο>> Αυτός ξαναπαίρνει εκείνο το πλατύ χαμόγελο που είχε πριν, αλλά αυτή την φορά είναι ψεύτικο. Εκφράζει τον θυμό του με ένα σιγανό, διαβολικό γέλιο “χε χε χε”, για να μην τον εκφράσει σε βία, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά και αριστερά με απογοήτευση. <<Βλέπω οι γονείς σου δεν σου είπαν μερικά πράγματα. Εκπλήσσομαι! Ειδικά όταν ένας από αυτούς είναι ένας από εμάς>> και κοιτάει τον κύριο Στόουν. Εκείνος με ένα χαμηλό βλέμμα απολογείται. <<Συγνώμη αλλά…>> <<Δεν έχει αλλά!>> τον διακόπτει ο κύριος με μια φωνή τόσο δυνατή που ταράζει την καρδιά όσων την ακούνε <<Κρύψατε μια οικογενειακή ιστορία που στιγμάτισε τον κόσμο μας. Ο μικρός πρέπει να ξέρει ότι οι γονείς του ήταν πολεμιστές>> <<Τι ήταν οι γονείς μου;>> <<Συγνώμη Έβαν. Ντρέπομαι για λογαριασμό τους. Ήρθε η ώρα να μάθεις πράγματα για το παρελθόν σου. Αλλά και για το τι είσαι. Πιστεύω ότι σου έχουν συμβεί κάποια περίεργα πράγματα τα τελευταία περίπου δύο χρόνια>> Ο Έβαν σοκάρεται. <<Κύριε πως ξέρετε για τα περσινά περίεργα συμβάντα;>> <<Όλοι στο είδος μας μας συμβαίνουν περίεργα γεγονότα μετά το ενδέκατο χρόνο της ζωής μας. Εγώ για παράδειγμα έκαψα τα φρύδια του πατέρα μου κατά λάθος. Ακόμα το θυμάμαι και γελάω. Χα χα χα χα! Πες ότι είναι κάτι σαν την δικιά μας εφηβεία, αλλά με μικρότερο χρονικό διάστημα από των κατώτερων>> Η κυρία Στόουν κάνει απόπειρα να κόψει αυτή την ομιλία, αλλά το πλαϊνό απειλητικό βλέμμα του κυρίου την βάζει στην θέση της. Ο Έβαν, πριν συνεχίσει να μιλάει ο ψηλός άντρας, τον ρωτάει. <<Συγνώμη που σας διακόπτω κύριε, αλλά πως σας λένε;>> <<Εμένα να συγχωρείς. Τι αγένεια που δεν έχω συστηθεί ακόμα. Με λένε Αντώνιο Φορντ. Είμαι καθηγητής ενός σχολείου για ιδιαίτερους μαθητές>> <<Για ιδιαίτερους μαθητές;>> ρωτάει το αγόρι με περιέργεια. <<Ναι! Πρέπει να ξέρεις ότι είσαι ένα σάιμποργκ>>
51
<<Σάιμποργκ;;;;;; Όπως αυτά στις ταινίες που είναι μισοί άνθρωποι μισές μηχανές>> ρωτάει ο Έβαν διψασμένος για να μάθει τα πάντα. <<Όχι ακριβώς. Βέβαια αν ακρωτηριαστούμε μπορούμε να αντικαταστήσουμε τα χαμένα άκρα μας με τεχνητά, αλλά όχι δεν είμαστε σαν αυτά που βλέπεις στην τηλεόραση. Σάιμποργκς είναι όντα με ανθρώπινη παρουσία τα οποία έχουν πιο αναπτυσσόμενο μυαλό, μεγαλύτερη δύναμη και μερικές ικανότητες που οι κατώτεροι δεν τις έχουν. Όπως να προγραμματίσουν το μυαλό τους ώστε το σώμα τους να μπορεί να εκτελέσει κάποιες ειδικές ικανότητες, για παράδειγμα να εκτοξεύουν φωτιά από τα χέρια ή να πετάνε και διάφορα άλλα. Είναι πάρα πολλά που μπορείς να κάνεις, ως σάιμποργκ, αλλά δεν μπορώ να σου τα πω όλα. Δεν θα ήθελες να μάθεις για τους αληθινούς γονείς σου;>> <<Ναι!!!>> απαντάει αυτός με τεράστια προσοχή στα λόγια του. <<Ωραία, πριν πω την ιστορία μου όμως, μπορώ να καθίσω κάπου και να πιω λίγο καφέ; Με δυσκολία προσπαθώ να μην κλείσω τα μάτια μου. Πέντε ώρες ταξίδευα>> ζητάει ευγενικά. <<Φυσικά από εδώ>> τον καθοδηγεί ο Έβαν προς την κουζίνα και του βάζει καφέ. <<Φυσικά όχι! Κύριε δεν ξέρω ποιος είστε ή τι πάτε ακριβώς να πείτε αλλά έξω από το σπίτι μου!>> πετάγεται η κυρία Στόουν χωρίς να μπορεί να κρατήσει άλλο τα νεύρα της. <<Σταμάτα μητέρα! Τόσους άχρηστους έχεις φέρει μέσα στο σπίτι, τώρα σε πείραξε που ήρθε κάποιος ενδιαφέρον;>> της φωνάζει ο Έβαν. Η μητριά είναι έτοιμη να εκραγεί από τον θυμό της, αλλά δεν εκφράζεται επειδή ακόμα φοβάται τον τρελό επισκέπτη. Ο Φορντ γελάει με αυτό που ακούει καθιστός με το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Καθώς πίνει μια γουλιά αρχίζει να λέει. <<Έβαν, πριν από πολύ καιρό, όταν ήσουν 5 μηνών, ένας απαίσιος δικτάτορας, με το όνομα Ρέι Ντάνκαν, έκανε επίθεση στην γη με τους υπηκόους του. Βέβαια οι κατώτεροι δεν κατάλαβαν τίποτα καθώς τα διαστημόπλοια δεν ανιχνεύονται από την τεχνολογία τους και είχαν τα δικά τους προβλήματα να ασχοληθούν με τον κορονοϊό. Προσπαθούμε να είμαστε όσο πιο πολύ γίνεται διακριτικοί για να μην μας καταλάβουν, επειδή η απληστία και η περιέργεια τους θα γίνει πολύ ενοχλητική και θα μπλέκονται στις δουλειές μας. Τέλος πάντων. Εκείνη την μάχη την είχαμε νικήσει, αλλά μέσα σε αυτή κάποιος απήγαγε εσένα, την μητέρα σου και τον δίδυμο αδερφό σου.>> Τον διακόπτει ο Έβαν και τον ρωτάει. <<Έχω δίδυμο αδερφό;>> <<Είχες… το DNA από μια λίμνη αίμα, που είχαν αφήσει στο σπίτι σας, αντιστοιχούσε με του αδερφού σου. Αποκλείετε να επιβίωσε από τέτοια αιμορραγία ένα μωρό. Η εξαφάνιση του σώματος
52
του είναι πάντα ένα μυστήριο. Καθώς έγινε αυτό ο πατέρας σου ορκίστηκε εκδίκηση και να σας πάρει πίσω. Σε μια άλλη μάχη πολέμησα εγώ στο πλάι του, που έγινε στον πλανήτη Ερμή. Ο δικτάτορας είχε ένα διαστρεμμένο σχέδιο να απορροφήσει την δύναμη του ήλιου. Τότε ο πατέρας σου ολομόναχος κατάφερε να αποτρέψει αυτό το σχέδιο και τα κατάφερε, αλλά πέθανε πάνω στην μάχη. Πριν φύγει του υποσχέθηκα να βρω εσένα και την μητέρα σου. Στην τελική μάχη, όπου όλες οι ενώσεις του γαλαξία μας εγκλώβισαν, πολέμησαν και νίκησαν τον Ντάνκαν βρήκα εσένα σε ένα δωμάτιο να κλαις. Σε πήρα από εκεί και σε άφησα μπροστά από αυτή την πόρτα>> και δείχνει προς την μεριά της εξόδου, <<Οι εκπρόσωποι των ενώσεων στο συμβούλιο είπαν να σε αφήσουμε στους κατώτερους, γιατί πίστευαν ότι αν μεγαλώσεις με εμάς μπορεί και να γίνεις ο επόμενος Ντάνκαν>> <<Εγώ ποτέ δεν θα έβλαπτα κάποιον χωρίς λόγο>> αναφέρει ο Έβαν. <<Εγώ πάντα το ήξερα αυτό. Τώρα το έχει καταλάβει και το υπουργείο της Γήινης ένωσης και ήρθε η ώρα να έρθεις εκεί που ανήκεις πραγματικά!>> και βγάζει μέσα από το σακάκι του ένα δέμα, όπως εκείνα που κατέστρεψε η μητριά, και το δίνει στον Έβαν. Αυτή την φορά δεν γράφει τίποτα πάνω του. <<Αυτό είναι το δέμα που περίμενα;>> ρωτάει με χαρά. <<Που περίμενες; Αφού δεν ξέρεις κάτι για τον κόσμο μας>> παραξενεύεται ο Φορντ. <<Μια κυρία μου είπε ότι θα έρθει ένα δέμα και αν δεν απαντήσω στο μήνυμα που έχει μέσα θα έρθουν άλλα δύο μέχρι να το απαντήσω. Αν δεν απαντήσω σε κανένα από τα τρία τότε θα με επισκεφτεί ένας τρελός. Μήπως την ξέρετε την κυρία; Έχει μαύρα σγουρά μαλλιά, καστανά μάτια και είναι γενικά άτομο που δεν ξεχνάς>> <<Όχι δεν την ξέρω, όμως αυτή μάλλον με ξέρει. Πάντως από περιέργεια γιατί δεν απαντούσες;>> <<Μα δεν ήρθε τίποτα>> και μετά αρχίζει να θυμάται την περίεργη συμπεριφορά της μητριάς μετά από εκείνη την μέρα που έτρωγαν και συζητούσαν για αυτό το θέμα <<Εσύ κάτι έκανες!>> στρέφει το βλέμμα του σε αυτήν με το πιο εξοργισμένο ύφος που είχε ποτέ. <<Πως τολμάς να με κατηγορείς; Δεν σου το επιτρέπω>> ανταποκρίνεται αυτή με ένα αυστηρό βλέμμα. Αλλά αυτή την στιγμή τον Έβαν, με τα νεύρα που έχει, δεν φοβάται τίποτα. Δεν της δίνει σημασία επειδή έχει μεγάλη περιέργεια να δει το δέμα. Ανοίγει το δέμα και βλέπει μέσα ένα καφέ, λεπτό και μικρό κουτί. Ανοίγει το κουτί και βγάζει ένα είδος ταμπλέτας, μια ηλεκτρονική συσκευή που έχει μόνο μια οθόνη αφής. Μόλις αγγίζει την οθόνη, αυτή φωτίζεται και δείχνει μια σειρά λέξεων “Βάλτε το αποτύπωμα του αντίχειρα σας εδώ” και έχει από κάτω ένα βελάκι που οδηγεί σε έναν κύκλο. Αφήνει
53
την ταμπλέτα στο τραπέζι, βάζει το δάχτυλο εκεί που του δείχνει και αυτό μιλάει με μια γυναικεία, ρομποτική φωνή. Αυτή η φωνή λέει ότι γράφει στην οθόνη. Έχετε επιλεχτεί να φοιτήσετε και να διαμείνετε στη σχολή Τζέναρντ, σχολή για ιδιαίτερους μαθητές Ακουμπάει ξανά την οθόνη και μετά βγαίνει μια άλλη σειρά λέξεων που συνεχίζει να λέει η ρομποτική φωνή. Άμα επιθυμείται να δεχτείτε την πρόσκληση πατήστε την επιλογή ΝΑΙ κάτω αριστερά. Αν όχι τότε πατήστε την επιλογή ΌΧΙ κάτω δεξιά και η πρόσκληση θα ακυρωθεί.
ΝΑΙ
ΌΧΙ
<<Πάτα όχι, δεν θα πας εκεί. Θα πας στο Χάρβαρντ, εκεί που ανήκεις. Με άκουσες;>> του φωνάζει και έρχεται προς το μέρος του η μητριά απειλητικά, τρίζοντας τα δόντια της. Αλλά αυτό το ύφος κόβεται αμέσως όταν ο Φορντ βγάζει από μια θήκη, η οποία είναι μέσα από το σακάκι του, μια μεγάλη μαχαίρα, μισό μέτρο, με μια κοφτερή λεπίδα από ένα είδος γκρίζου μετάλλου, με κάτι πράσινες γραμμές, που ξεκινάνε από την λαβή του όπλου μέχρι το τέλος της λεπίδας. <<Ποια είσαι εσύ που θα πεις τι θα κάνει ο Έβαν Κόντρο;>> την απειλεί εκείνος δείχνοντάς την με την άκρη της μαχαίρας. Αυτή χωρίς να βγάλει λέξη πέφτει στο πάτωμα λιπόθυμη. Ο Φορντ βάζει πίσω στην θήκη του την μαχαίρα. Οι υπόλοιποι δεν μιλάνε και δεν κάνουν τίποτα. Μόνο παρακολουθούν. Δεν νοιάζεται κανείς για την κυρία Στόουν και την αφήνουν ξαπλωμένη κάτω. Ο Έβαν χωρίς δεύτερη σκέψη πατάει την επιλογή ΝΑΙ. Η ταμπλέτα δείχνει. Συγχαρητήρια για την επιλογή σας. Μια θέση σας περιμένει στην σχολή μας. Να είσαστε 30 Αυγούστου 2033 στις 09:00 στο αμφιθέατρο της σχολής μας. Καλό ταξίδι να έχετε.
54
<<30 Αυγούστου είναι σήμερα. Πρέπει να είμαι στην σχολή σε μία ώρα;;;>> παρατήρησε ο Έβαν ανήσυχος αφού σκέφτεται ότι δεν θα προλάβει. <<Χαλάρωσε, έχουμε 13 ώρες διαφορά από εδώ μέχρι εκεί. Άμα φύγουμε από δω τώρα, που η ώρα είναι 8 το πρωί, θα φτάσουμε στην αγορά με το σκάφος μου στις 12 η ώρα το βράδυ. Για να πάρεις αυτά που χρειάζεσαι για την σχολή θα σου πάρει το πολύ 3 ώρες. Μπορεί και 4 αν καθυστερήσεις για κάποιον λόγο. Το μετρό για το Τζέναρντ φεύγει στις 5 η ώρα το πρωί άρα σου μένει και χρόνος να τον σπαταλήσεις σε ότι θέλεις εσύ>> υπολογίζει ο Φορντ <<Τι να κάνω δηλαδή;>> αναρωτιέται αυτός. <<Θα δεις η αγορά έχει αμέτρητες ευκαιρίες που μπορείς να εκμεταλλευτείς. Ότι περίεργο μπορείς να φανταστείς θα το βρεις εκεί>> <<Το νησί;>> αναρωτιέται ο Έβαν. <<Ναι θα δεις μόλις φτάσουμε τι εννοώ. Άντε πήγαινε να μαζέψεις τα πράγματα σου. Φεύγουμε!>> και του κάνει νόημα να πάει πάνω στο δωμάτιό του. Ο Έβαν με τεράστια προθυμία και με ευτυχισμένο πρόσωπο, καθώς περιμένει να ζήσει μια φανταστική ζωή σε ένα πολύ ενδιαφέρον σχολείο, πηγαίνει στο δωμάτιο του. Παίρνει μια τεράστια βαλίτσα, βάζει μέσα όλα τα ρούχα που του αρέσουν και όχι αυτά που η μητριά του λέει να φοράει, τέσσερα ζευγάρια παπούτσια και δύο από τις καλύτερες ζωγραφιές του. Η μία απεικονίζει μια όμορφη γυναίκα, την θεά Νυξ, από την αρχαία ελληνική μυθολογία, μπροστά από την πανσέληνο, πάνω σε μια λίμνη, περιτριγυρισμένη από σκιές. Η άλλη ένα καλοντυμένο ζευγάρι να χορεύει σε έναν κήπο μέσα στις λαμπερές ακτίνες του ήλιου, περιτριγυρισμένοι από τριαντάφυλλα τα οποία χάνουν τα πέταλα τους στον αέρα. Βάζει μέσα σε ένα τσαντάκι χεριού τον φορητό υπολογιστή, με τα εξαρτήματα του, και φοράει ένα σετ ρούχων, μια κοντομάνικη άσπρη μπλούζα, ένα μαύρο παντελόνι και ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια. Παίρνει την βαλίτσα και το τσαντάκι και κατεβαίνει κάτω. <<Έτοιμος!!!>> λέει κρατώντας με το ένα χέρι τις αποσκευές. Όταν τον βλέπει να προσπαθεί με το ένα χέρι να κουβαλήσει τα πράγματά του, νιώθει μια συμπόνια προς αυτόν. Παίρνει τις αποσκευές και του λέει. <<Άσε με να σε βοηθήσω>> Πριν φύγουν ο πατριός τον σταματάει, τραβώντας τον Έβαν από το μπράτσο. Ο Φορντ ρίχνει μια καχύποπτη ματιά πίσω του, προς σε αυτόν, και περιμένει την επόμενη του κίνηση για να πράξει. Εκείνος βάζει στην τσέπη του αγοριού μια πιστωτική κάρτα.
55
<<Τα μάζευα από καιρό και τα έκανα σε λεφτά του είδους σου, από τότε που σε βρήκαμε. Αυτή η κάρτα είναι μόνο δικιά σου. Ελπίζω να με συχωρέσεις για τα ψέματα και για αυτά που σου έκρυβα τόσο καιρό>> Ο Έβαν χαμογελώντας του τον αγκαλιάζει και τον ευχαριστεί θερμά. Τον χαιρετάει και είναι έτοιμος να ξεκινήσει το ταξίδι του για την νέα του ζωή.
56
Η διαδρομή
Ο
Έβαν και ο Φορντ περπατάνε για δέκα λεπτά στο πεζοδρόμιο δίπλα στην αμμουδιά της παραλίας, χωρίς να πουν καμία κουβέντα. Κανονικά ο Έβαν κάνει τρεις ερωτήσεις για τον κόσμο τους, όπως που βρίσκεται στον χάρτη, πόσα χρόνια
υπάρχει αυτός ο κόσμος και αν υπάρχουν εξωγήινοι. Πήρε την ίδια απάντηση και στις τρεις ότι θα τα πουν μέσα στο σκάφος. Καθώς προχωρούν, κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου, δίπλα από τους ανθρώπους που διασκεδάζουν και κάνουν μπάνιο δίπλα στην θάλασσα, παρατηρεί ότι οι περαστικοί κοιτάνε πολύ περίεργα τον Φορντ και μερικοί ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Ο Φορντ τους κοιτάει και αυτός πίσω περίεργα και λέει σιγανά από μέσα του μονόλογους. Έτσι του κάνει μια τελευταία ερώτηση. <<Κύριε Φορντ, σας ενοχλεί που σας κοιτάνε περίεργα και σας κρίνουν;>> Αυτός σταματάει και με μια απότομη κίνηση. Γυρνάει προς τον Έβαν με ίσιο σώμα και ψηλά το κεφάλι, απαντώντας του. <<Μικρέ, αν με ενοχλούσε αυτό, τότε θα ήμουν ίδιος με αυτούς>> και δείχνει με το χέρι τον κόσμο γύρω του <<Με κοιτάνε περίεργα και με κριτικάρουν επειδή είμαι διαφορετικός, εγώ τους κοιτάω περίεργα και τους κριτικάρω επειδή είναι όλοι ίδιοι>> και γυρίζει μπροστά συνεχίζοντας τον δρόμο τους. Μετά από αυτό, ο Έβαν πιστεύει ότι δεν είναι και τόσο τρελός όσο φαίνεται. Υποπτεύεται πως, για κάποιον λόγο, κάνει τον τρελό. Κάποια στιγμή ο Φορντ κάνει νόημα για να σταματήσουν. Βρίσκονται σε μια έρημη παραλία, όπου δεν υπάρχει κανείς χιλιόμετρα μακριά. Το αγόρι κοιτάζει γύρω του, επειδή δεν καταλαβαίνει τον λόγο που σταματήσανε. Δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει ένα υπερσύγχρονο μεταφορικό μέσο ή τουλάχιστον ένα οποιοδήποτε μέσο μεταφοράς που θα μπορούσε να τους πάει ένα μακρινό ταξίδι. Μπερδεμένος πάει να τον ρωτήσει με τι θα πάνε στην αγορά, αλλά πριν καν ρωτήσει, εκείνος αφήνει κάτω στην άμμο τις αποσκευές και πατάει ένα κουμπί σε μια συσκευή στον καρπό του χεριού, σαν ένα τετράγωνο
57
ρολόι. Από το πουθενά εμφανίζεται ένα άνοιγμα και από μέσα βγαίνουν και στοιβάζονται αιωρούμενα σκαλοπάτια. Ο Έβαν μένει με το στόμα ανοιχτό, καθώς αυτό που βλέπει καταλύει όλα τα ‘πιστεύω’ του στο μάθημα της φυσικής. Ο Φορντ του κλείνει το στόμα και του λέει να μπει μέσα. Του εξηγεί ότι είναι καμουφλάζ. Μπαίνει μέσα και αυτό που βλέπει δεν το πιστεύει. Μπορεί ο χώρος να είναι μικρός αλλά τα πάντα είναι φτιαγμένα με τεχνολογία που δεν έχει δει ποτέ του. Ούτε στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Μπροστά του υπάρχει μια πολύ μικρή αποθήκη με φαγώσιμα και πόσιμα πράγματα, σαν ένα μικρό ντουλαπάκι. Γράφει από πάνω “for emergency”. Δίπλα έχει μια μικρή πόρτα που λέει από πάνω “machine room”. Στο ταβάνι, στο πάτωμα και στα τοίχοι, τα οποία έχουν άσπρο χρώμα, περνάνε ενσωματωμένοι αγωγοί που φαίνονται ότι μεταφέρουν ένα είδους γαλάζιας ενέργειας σε όλο το σκάφος, καθώς ξεκινάνε από το δωμάτιο της μηχανής. Όλο το σύστημα αυτό μοιάζει με το κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου, αλλά καλώδια για φλέβες και μηχανή για καρδιά. Μπροστά υπάρχουν δύο θέσεις, μία για τον οδηγό και μία για τον συνοδηγό. Μπροστά από τις θέσεις υπάρχουν ο πίνακας, με τον οποίο χειρίζεται ο οδηγός το σκάφος, και το παρμπρίζ του σκάφους. Ο Φορντ, ο οποίος έχει ήδη καθίσει στην θέση του οδηγού του κάνει νόημα να κάτσει δίπλα του. Έτοιμος να απογειωθεί του λέει. <<Κρατήσου μικρέ, θα ταρακουνηθούμε λίγο>> και πατώντας ένα κουμπί, το σκάφος απογειώνεται. Ο Έβαν καθώς ακούει την ατάκα καταλαβαίνει ότι και την πρώτη φορά που την έχει ακούσει, είναι από αυτόν. Έτσι ρωτάει. <<Μήπως έχουμε συναντηθεί και άλλη φορά μετά που με αφήσατε στους Στόουνς;>> <<Όχι γιατί;>> του απαντάει χωρίς να χάνει το βλέμμα του μπροστά. <<Αυτήν την ατάκα που είπατε “Κρατήσου μικρέ, θα ταρακουνηθούμε” την έχω ξανακούσει με την δικιά σας φωνή>> Εκείνος εντυπωσιασμένος του λύνει την απορία. <<Ενδιαφέρον. Πίστευα ότι είσαι έξυπνος αλλά όχι τόσο. Αυτό σου το είπα μέσα στην προσπάθεια μου να σε βγάλω ζωντανό έξω από την τελική μάχη>> Θυμάται πράγματα που έγιναν πριν κλείσει το πρώτο του έτος. Αυτό, του Έβαν, του φαίνεται περίεργο. Σκέφτεται όμως ότι τα στιγματικά γεγονότα μπορούν να μείνουν, στην μνήμη του ατόμου σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής. Άρα αρχίζει να σκέφτεται ότι είναι λογικό. <<Τώρα που δεν μας ακούει κανένας κατώτερος, ήρθε η ώρα να σου πω τα βασικά για την ιστορία μας. Μην αρχίσεις να ρωτάς και ντροπιαστείς στον υπερσύγχρονο κόσμο. Δηλαδή στον κόσμο μας.
58
Δώσε προσοχή δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνω>> του λέει ο Φορντ ενώ κοιτάει μπροστά του πιλοτάροντας το σκάφος. Ο Έβαν πριν αρχίσει να μιλάει τον ρωτάει: <<Ποιους λέτε κατώτερους κύριε;>> <<Τους ανθρώπους, επειδή είμαστε νοητικά πιο αναπτυγμένοι>> απαντάει και αρχίζει να λέει <<Λοιπόν τα σάιμποργκς υπάρχουν από την λίθινη εποχή, αλλά οι ικανότητες τους άρχισαν να ανακαλύπτονται από τα μέσα του πρώτου αιώνα π. Χ. Αυτός που ανακάλυψε πρώτος ότι ήταν σάιμποργκ λεγόταν Ιάνθων, λόγω το ότι το μυαλό του ήταν πιο αναπτυγμένο τους άλλους, καθώς έβλεπε λύσεις σε προβλήματα που οι άλλοι δεν έβλεπαν. Η καταγωγή του είναι από την Ατλαντίδα. Η χώρα η οποία δεν βρέθηκε ποτέ. Υπήρχαν και άλλοι που ήταν σαν αυτόν και τον ακολούθησαν στα έργα του. Οι κατώτεροι τους κυνηγούσαν και τους σκότωναν επειδή πίστευαν ότι ήταν ένα είδος δαιμόνων με αυτά που έλεγαν, περί προηγμένων ιδεών. Έτσι έφτιαξαν ένα είδος, μέσο μεταφοράς στη θάλασσα και ταξίδεψαν σε όλη την γη. Το πιο απόμακρο από τους κατώτερους και βιώσιμο μέρος ήταν κάποια νησιά του ειρηνικού, του ινδικού και του ατλαντικού ωκεανού. Πολλά από αυτά είναι ακόμα άγνωστα για τους κατώτερους όπως αυτό, στο οποίο βρίσκεται η σχολή σου. Πάνω σε αυτά τα νησιά έχτισαν τις οικίες τους. Μετά από καιρό έμαθαν να κρύβονται από τους κατώτερους και άρχισαν να ζούν μαζί τους>> <<Δηλαδή ένας άνθρωπος που έχω δει ας πούμε χθες μπορούσε να είναι ένα σάιμποργκ;>> τον διακόπτει ο Έβαν. <<Μπορεί ναι μπορεί, μπορεί όχι. Δεν ξέρεις. Μετά από πολλά χρόνια, δημιουργία τον πολιτισμό μας και μετά από πολλές επιστημονικές ανακαλύψεις, το 800 μ. Χ., ένα σάιμποργκ με το όνομα Έλιο Τζέναρντ, ο οποίος ευθύνεται για την δημιουργία των πρώτων πυραύλων μας για το διάστημα, ίδρυσε την Γήινη δύναμη, η οποία είναι υπεύθυνη για τις σχέσης της Γης με τους άλλους πλανήτες, για το γήινο διαστημικό πολεμικό και για την νομοθεσία των διαστημικών εδαφών της. Με τα χρόνια μετονομάστηκε σε Γήινη ένωση, καθώς υπό την προστασία μας και των νόμων μας μπήκαν και άλλοι πλανήτες. Έχουμε την μεγαλύτερη ένωση. Αποτελούμαι το 30% του γαλαξία. Η σχολή, που θα πας, ιδρύθηκε προς τιμήν του Τζέναρντ και δόθηκε σε αυτή το όνομα του, επειδή μας εξασφάλισε την ασφαλή επαφή μας με το διάστημα>> Ο Έβαν είναι εντυπωσιασμένος με αυτά που ακούει και δεν μπορεί να πιστέψει ότι μαθαίνει ένας ολόκληρος κόσμος με ιστορία και πολιτισμό κρύβεται τόσο καιρό από την ανθρωπότητα. Μπορεί
59
σχεδόν όλες οι απορίες του να λύθηκαν, αλλά του δημιουργούνται καινούργιες και για αυτό λέει να κάνει μία από αυτές. <<Είπατε η Γήινη ένωση είναι η μεγαλύτερη. Υπάρχουν και άλλες ενώσεις;>> <<Ναι, υπάρχουν η Τιγκαρντενιανή Σε ένωση με 17%, η Ινσεκτιανή ένωση με 12%, η Σειριακή ένωση με 9% και η Ταυ Κητουϊανή Σε ένωση με 8%>> <<Και το 24% του γαλαξία;>> ρωτάει υπολογίζοντας τα νούμερα. <<Είναι ανεξάρτητοι πλανήτες. Οι υπόλοιπες ενώσεις πολεμούν ακόμα μεταξύ τους για αυτούς τους πλανήτες. Η δικιά μας ένωση, που δεν ασχολείται με αυτό το ποσοστό, προσπάθησε να σταματήσει αυτές τις μάχες, αλλά μάταια. Θα σου πω λίγα ακόμα πράγματα τα οποία συζητούν πολύ μεταξύ τους οι πρωτοετής. Ο Τζέναρντ είχε μια γυναίκα την Έμα Ζύθου, η οποία ήταν ανίκανη να κάνει παιδιά. Αυτό τους στεναχωρούσε γιατί ήθελαν να κάνουν τουλάχιστον δύο παιδιά. Έτσι με την βοήθεια της τεχνολογίας και των μηχανών έφτιαξαν για παιδί τους μια μηχανή με παρουσιαστικό και συναισθήματα ανθρώπου και μυαλό ρομπότ. Λειτούργησε όπως το ήθελαν. Έμοιαζε πολύ με σάιμποργκ. Τον ονόμασαν Τ. Ν.. Αυτό το σάιμποργκ όμως ήταν το πιο έξυπνο ον που υπήρχε. Έκανε τεράστιες ανακαλύψεις στην ιατρική που έδωσε πολλές λύσεις σε σοβαρές αρρώστιες και γενετικά προβλήματα. Ήταν τόσο έξυπνος που κατάφερε να μεταμορφώσει τον εαυτό του σε κανονικό σάιμποργκ με σάρκα και οστά, επειδή ζήλευε που έβλεπε τους γύρους του να ερωτεύονται και να κάνουν οικογένειες. Τα αρχεία για την μεταμόρφωση ρομπότ σε σάιμποργκ δεν βρέθηκαν ποτέ. Επίσης για να ευχαριστήσει τους δημιουργούς του για την ζωή που του έδωσαν, έλυσε, χειρουργικά, το πρόβλημα γονιμοποίησης της γυναίκας του Τζέναρντ. Έτσι προς τιμήν του ο Τζέναρντ δημιούργησε τον πύργο των απογόνων του Τ. Ν. στο σχολείο του, όχι μόνο για τις ανακαλύψεις του στην ιατρική, αλλά και για την καρδιά του>> <<Τι είναι αυτός ο πύργος;>> τον διακόπτει ο Έβαν κάνοντας εικόνα στο μυαλό του τα λεγόμενα του. <<Θα σου πω στο τέλος. Που ήμουν;>> ρωτάει ο Φορντ ψάχνοντας το σημείο που σταμάτησε την ιστορία του. <<Στην δημιουργία του πύργου προς τιμήν του Τ. Ν.>> του απαντάει. <<Α ναι! Αφού λύθηκε το πρόβλημά γονιμοποίησης, έκαναν τρία παιδιά. Το πρώτο ήταν ένα αγόρι με το όνομα Γκρούντον και μετά οι δύο δίδυμες με τα ονόματα Ισπέρια και Ριτρά. Δημιουργήθηκαν για κάθε παιδί από ένας πύργος στην σχολή, καθώς ο καθένας έκανε από ένα μεγάλο έργο. Για τον Γκρούντον λόγω της τόλμης του, καθώς ολομόναχος κατέστρεψε τους Αρϊανούς που απειλούσαν τον
60
πλανήτη μας πολύ καιρό. Για την Ισπέρια, για τις αρχηγικές ικανότητες της πάνω στην επική μάχη μεταξύ Γης και Αφροδίτης από την οποία θα εξαρτιόταν ποιος θα υποδούλωνε ποιον. Ευτυχώς την νίκησε αυτή την μάχη, αλλιώς θα ήμασταν όλοι δούλοι εξωγήινων. Τέλος για την Ριτρά, με την ικανότητα να εμπνέει εμπιστοσύνη, δημιουργεί την συνθήκη ειρήνης με τους Ινσέκτους, αποφεύγοντας πολλά προβλήματα με αυτούς. Δυστυχώς κανένας από τους 4 απογόνους δεν είχε καλό τέλος. Ο Γκρούντον πέθανε στην τελευταία του μάχη με τους Αρϊανούς, την Ισπέρια την δηλητηρίασε προδότης της Γης, την Ριτρά την δολοφόνησε στον ύπνο της ο ίδιος προδότης με μαχαίρι, τον οποίο τον βρήκε ο Τ. Ν. και τον εκτέλεσε μπροστά στον λαό του ως υπόδειγμα προδοσίας, και ο Τ. Ν. για κάποιον λόγο μπορούσε να ζήσει για πάντα, γιατί το σώμα του δεν έγερνε. Μάλλον κάτι έκανε λάθος στην μεταμόρφωση του από ρομπότ σε σάιμποργκ. Δεν άντεχε να βλέπει τους αγαπημένους του να πεθαίνουν με τα χρόνια και αυτοκτόνησε. Αλλά ακόμα τους δοξάζουμε επιλέγοντας τους μαθητές του σχολείου σε ποιον από τους πύργους τους θα ζήσουν την σχολική τους ζωή>> <<Με κριτήρια μένουν οι μαθητές στους πύργους ή τυχαία πάνε;>> <<Με κριτήρια. Αναλόγως πόσο αντιστοιχεί το DNA και ο χαρακτήρας των μαθητών με αυτών των ηρώων. Ας πούμε οι ατρόμητοι και οι αποφασιστικοί πάνε στον Γκρούντον, οι έξυπνοι και οι δημιουργικοί στον Τ. Ν., οι αρχηγοί και οι πιστοί στην Ισπέρια και οι έμπιστοι και οι ευγενικοί στην Ριτρά>> <<Κατάλαβα. Εγώ σε ποιον πύργο πιστεύεται ότι θα πάω;>> ρωτάει ο Έβαν. <<Θα το μάθεις>> και τον κοιτάει, αφήνοντας από τα μάτια του για λίγο το παρμπρίζ. <<Πιστεύω ότι ξέρετε τον θετό αδερφό μου. Τον Τζον Στόουν>> του λέει με ελπίδα στα μάτια περιμένοντας να ακούσει κάτι καλό. <<Και από που βγάζεις αυτό το συμπέρασμα;>> <<Ο Τζον μου ανέφερε το μικρό σας όνομά>> <<Τι ανόητο παιδί>> δείχνει λίγο εκνευρισμένος <<Τέλος πάντων. Ο Τζον Στόουν ήταν σάιμποργκ όπως ο θετός σου πατέρας. Ο πατριός σου αποβλήθηκε από την σχολή στην έκτη χρονιά και έτσι είπε να ζήσει σαν κατώτερος. Ο Τζον εξαφανίστηκε μετά την αποφοίτησή του μυστηριωδώς. Πολύ πιστεύουν ότι μπορεί να μην είναι στην Γη. Ακόμα τον ψάχνουν>> Η ζωή του φέρνει τα πράγματα τα πάνω κάτω. Η θετή του οικογένεια, εκτός από την μητριά, είναι σάιμποργκς. Απίστευτο! Μέσα σε μία μέρα έχει μάθει για έναν ολοκαίνουριο κόσμο, ο οποίος ζει πολλούς αιώνες πριν, ο αδερφός του μπορεί να βρίσκεται σε οποιαδήποτε μέρος της Γης ή και του
61
γαλαξία και ότι ο βιολογικός πατέρας του ήταν ένας από τους πιο γενναίους μαχητές. Όμως δεν έχει ακούσει τίποτα ακόμα για την μητέρα του. Αυτό φυσικά τον κάνει να ρωτήσει. <<Η μητέρα μου που είναι;>> <<Η μητέρα σου είναι 12 χρόνια αγνοουμένη. Την έθεσαν ως νεκρή στο Γήινο υπουργείο, αλλά εγώ αν δεν την δω δεν πείθομαι. Εγώ πιστεύω πως ζει επειδή είναι πιο σκληροτράχηλη, δυνατή και πολυμήχανη από τον πατέρα σου. Μπορεί και από μένα>> του απαντάει και του λέει κάτι ακόμα, που ήθελε να του πει από την αρχή <<Α ναι. Αν σε ρωτήσουν για το Φαστ σουτ είναι το εθνικό μας άθλημα. Πες απλά ότι δεν ασχολήθηκες, εντάξει;>> Ο Έβαν κουνάει καταφατικά το κεφάλι του. Ξαφνικά στα μέσα της διαδρομής, ο Φορντ γέρνει προς τα κάτω την πλώρη του σκάφους, σαν να είναι έτοιμος να προσγειωθεί. Από κάτω αυτό που βλέπουν είναι μόνο ένας απέραντος ωκεανός και τίποτα άλλο. Ούτε νησί, ούτε κάποιο είδος ξηράς. <<Φτάσαμε;>> ρωτάει το αγόρι με λίγο φόβο. <<Περίπου>> του απαντάει ο Φορντ και τον προειδοποιεί <<Δέσου και κρατήσου καλά>> Έτσι αυτός βάζει την ζώνη του και κρατιέται από την θέση του, όσο πιο δυνατά μπορεί. Ο Φορντ στρίβει το σκάφος σχεδόν κάθετα προς την θάλασσα. Η ταχύτητα που πηγαίνουν προς τα κάτω είναι τόσο μεγάλη που τα πάντα τρέμουν. Δεν μπορεί να ορθώσει λέξη ο Έβαν. Έχει παγώσει από τον φόβο του. Κρατάει το κάθισμα του τόσο δυνατά που μπορεί να σκίσει το δέρμα του. Μόλις παρατηρεί την θάλασσα να βρίσκεται από το παρμπρίζ λίγα μέτρα μακριά, βρίσκει την δύναμη να φωνάξει “ΠΡΟΣΕΞΤΕ!”. Χωρίς να το καταλάβει βρίσκεται κάτω από το νερό. Η ταχύτητα δεν μειώνεται. Αντιθέτως πηγαίνει γρηγορότερα. Όσο το σκάφος κολυμπάει προς τα κάτω στον βυθό, βλέπει δεκάδες ψάρια να περνάνε από τα μάτια του. Μέσα στο σκοτάδι βλέπει ένα φως να εμφανίζεται και όσο το πλησιάζουν αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο. Η καρδιά του νιώθει ότι θα σκάσει από τους απανωτούς χτύπους. Δεν αντέχει άλλο να έχει τα μάτια του ανοιχτά, αλλά η περιέργειά του δεν τον αφήνει να τα κλείσει. Πλησιάζουν όλο ένα και πιο κοντά στο φως. Μια οθόνη στον πίνακα του πιλότου που μετράει αντίστροφα 3… 2… 1… και όλα γίνονται άσπρα.
62
Η αγορά
Π
ου είμαι, τι ώρα είναι, τι έγινε. Αυτά τα ερωτήματα ήρθαν πρώτα στο μυαλό του Έβαν μετά από το λευκό φως. Τα πάντα είναι θολά. Η όρασή του επανέρχεται σιγά σιγά. Ζαλισμένος, μπερδεμένος και χωρίς τις αισθήσεις του προσπαθεί να καταλάβει
που βρίσκεται. Ρωτάει επανειλημμένα ‘που είναι’ τόσο σιγανά που μόνο αυτός το ακούει. Ακούει μια φωνή μέσα από το βουητό το οποίο προκάλεσε το τρανταχτό συμβάν. <<Έλα μικρέ, σήκω, φτάσαμε>> Το σοκ από την εμπειρία αυτή φεύγει και αρχίζει να ακούει και να βλέπει πάλι φυσιολογικά. <<Σήκω μικρέ, φτάσαμε. Ναι το ξέρω η πρώτη φορά είναι πάντα δύσκολη, αλλά θα το συνηθίσεις με τον καιρό>> Βλέπει ότι βρίσκεται ακόμα μέσα στο σκάφος και ότι του μιλάει ο Φορντ, όρθιος μπροστά του. Ρωτάει με βαριές ανάσες. <<Τι ήταν αυτό;;;;>> <<Τηλεμεταφορά. Θα περάσεις πολλές τέτοιες πύλες στην ζωή σου. Θα αρχίσεις να το συνηθίζεις>> του απαντάει ο Φορντ, απλώνοντας το χέρι του για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Με την βοήθειά του σηκώνεται από την θέση του. Παρατηρεί ότι στα νύχια του χεριού του έχει κομμάτια δέρματος από το κάθισμα. Ζητάει συγνώμη για το σκίσιμο. Εκείνος του κάνει νόημα ότι δεν πειράζει, με ένα γέλιο που δείχνει ότι η κατάσταση του είναι αστεία. <<Λοιπόν, Έβαν, ο πατριός σου σου έδωσε μια πιστωτική κάρτα. Αυτή η κάρτα λογικά είναι γραμμένη σε έναν τραπεζικό λογαριασμό όπου έχει, πιστεύω, αρκετά λεφτά, αφού είναι πλούσιοι οι γονείς σου. Κανονικά δώσε ένα λεπτό να δω>> και του κάνει νόημα με το χέρι να του δώσει την κάρτα. Έτσι ο Έβαν την βγάζει από την τσέπη του και του την δίνει. Ο Φορντ βγάζοντας κάτι κόκκινες ακτίνες από τα μάτια του σκανάρει την κάρτα από πάνω μέχρι κάτω. Μετά από όλα αυτά που έχει δει,
63
αυτό του Έβαν του φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό. Του δίνει πίσω την κάρτα και του κάνει με το δάχτυλο του να περιμένει λίγο. <<Ωχ, έχει πολύ χρήμα αυτή η κάρτα. 10000 c-coins>> λέει με γουρλωμένα μάτια. <<Τι είναι τα c-coins;>> <<Το νόμισμα μας είναι το c-coins και το s-coins. Τα c-coins σε αληθινά λεφτά είναι χρυσά νομίσματα ενώ τα s-coins είναι ασημένια νομίσματα. Ένα c-coin είναι 100 s-coins και αν σκεφτείς ότι με 20 s-coins μπορείς να μπεις από ένα απλό εστιατόριο και να φύγεις χορτάτος, για μια μέρα, με περισσεύματα στο χέρι, τότε μπορούμε να πούμε ότι είσαι πλούσιος>> <<Τέλεια!>> ενθουσιάζεται. <<Αφού έχεις χρήματα για τα έξοδα σου, είναι η ώρα να αγοράσεις τα πράγματα για την σχολή σου. Η ταμπλέτα για την πρόσκληση σου λέει τι ακριβώς πρέπει να αγοράσεις. Επίσης αν σύρεις την οθόνη προς τα αριστερά έχει έναν χάρτη της αγοράς για να μην χαθείς, με τα ονόματα των κτηρίων. Σου συμβουλεύω πρώτα να πάρεις νομίσματα στο χέρι από την Κόσμος τράπεζα. Ρωτάς έναν εργαζόμενο εκεί μέσα για ανάληψη 10 c-coins μην τύχει και δεν μπορείς να πληρώσεις με την κάρτα. Πιστεύω 10 είναι αρκετά>> και βγάζει τις αποσκευές του έξω από το σκάφος και μετά βγαίνει και ο Έβαν <<Τώρα Έβαν θα τα ξαναπούμε στην σχολή. Έχω κάτι δουλειές να κανονίσω και για αυτό σε αφήνω. Μην ανησυχείς! Η αγορά είναι το πιο ασφαλές νησί. Φρουρείται από παντού>> <<Ευχαριστώ για όλα κύριε Φορντ!!!>> και τον χαιρετάει με ένα χαμόγελο <<Καθηγητά Φορντ>> τον διορθώνει εκείνος και του κάνει έναν ευγενή αποχαιρετισμό, κουνώντας ελάχιστα το καπέλο του χωρίς να το βγάλει από το κεφάλι του, ενώ τα σκαλιά για την είσοδο μαζεύονται και η πόρτα κλείνει. Έτσι το σκάφος φεύγει και ο Έβαν είναι έτοιμος για εξερεύνηση. Με την πρώτη ματιά βλέπει ένα τοπίο που είναι πέρα από την φαντασία. Αυτό που κοιτάει δεν το έχει δει σε καμία ταινία. Από πίσω του ο Έβαν παρατηρεί πολλά λιβάδια και διάφορα δέντρα με καταπράσινο χορτάρι, να τρέφονται διάφορα είδη ήμερων ζώων, όπως αγελάδες πρόβατα κότες και άλλα. Υπάρχουν τυχαία τοποθετημένες ξύλινες φάρμες και περιφραγμένα θερμοκήπια με ιδιαίτερο θόλο και τοίχους φτιαγμένα από ένα είδος ξένου μετάλλου. Ένας ψιλός συρματένιος φράχτης τον εμποδίζει να πάει εκεί, με μια πινακίδα που γράφει “NO ENTRY”, κολλημένη πάνω του. Μπροστά του βλέπει μια πόλη χωρίς κατοικίες αλλά μόνο καταστήματα. Τα φώτα της τον βοηθάει να βλέπει μέσα από το σκοτάδι της νύχτας. Τα κτήρια είναι χτισμένα από υλικά που δίνουν μια διαστημική αίσθηση. Πολλά από αυτά περιτριγυρίζονται από δακτυλίους, για διακόσμηση, άλλα έχουν
64
πολύ λαμπερές πινακίδες και άλλα έχουν τρισδιάστατες εικόνες οι οποίες σχετίζονται με το προϊόν που πουλάει το κάθε μαγαζί. Διάφορα σκάφη πετάνε στον ουρανό, άλλα μαύρα, άλλα άσπρα, άλλα έχουν τριγωνικό σχήμα, άλλα σφαιρικό, άλλα με φτερά, άλλα χωρίς. Μπροστά του περνάνε αυτοκίνητα σαν τον ανθρώπων μερικά κοντά και πολύ γρήγορα, όπως τα αγωνιστικά και αλλά ψηλά με μεγάλη χωρητικότητα, όπως τα τζιπ. Αλλά η διαφορά τους με των ανθρώπων είναι ότι δεν έχουν ρόδες, αλλά προωθητικούς μικρούς πυραύλους που μπορούν να υψώσουν το όχημα περίπου ένα μέτρο. Ένας μεγάλος δρόμος τον χωρίζει από τα καταστήματα. Το πρώτο που σκέφτεται είναι να πάει στην τράπεζα. Βγάζει την ταμπλέτα, από την βαλίτσα του και, βοηθώντας να την κρατήσει ευθεία με το τελείωμα του χαμένου χεριού του, σέρνει με τον αντίχειρα του την οθόνη προς τα δεξιά. Απεικονίζεται ένας χάρτης, ο οποίος δείχνει ότι η τράπεζα βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της αγοράς. Απλά θα πάει ευθεία οποιονδήποτε δρόμο που οδηγεί προς τα μέσα της αγοράς. Δίπλα του υπάρχει ένα κουμπί για τους πεζούς.. Μόλις το πατάει το κουμπί το φανάρι γίνεται κόκκινο και όλα τα αυτοκίνητα σταματάνε. Ακόμα και μια απλή συσκευή όπως είναι το φανάρι είναι υπερσύγχρονη, καθώς είναι μόνο τρεις γυάλινες μπάλες στον αέρα, η μία πράσινη, η μία κίτρινη και η άλλη κόκκινη, με ένα άσπρο φως από μέσα για να φωτίζουν το κάθε χρώμα. Βάζει στην βαλίτσα την ταμπλέτα και από πάνω της το τσαντάκι με τον φορητό υπολογιστή. Βγάζει το χερούλι της βαλίτσας για να την σύρει με τις ρόδες. Προσπερνάει τον δρόμο και μόλις φτάνει απέναντι, το φανάρι ανάβει πράσινο και ξεκινάνε τα αυτοκίνητα. Έτσι παίρνει τον πρώτο δρόμο που οδηγεί στο κέντρο. Οι δρόμοι είναι φτιαγμένη από άσπρη πέτρα, στους οποίους μόνο πεζοί επιτρέπονται να τους χρησιμοποιούν. Κάτω είναι πολύ καθαρά. Σαν να γυαλίζουν κάθε μέρα. Όσο πηγαίνει προς τον προορισμό του, κοιτάζει με θαυμασμό τριγύρω του τα διάφορα μαγαζιά. Δεν μοιάζουν καθόλου με αυτά των ανθρώπων. Όλα είναι υπερσύχρονα κτίσματα. Το καθένα με διάφορα χρώματα, αναλόγως με το είδος που πουλάει. Για παράδειγμα ζωντανά χρώματα όπως κίτρινο ή ροζ για τα μαγαζιά που σχετίζονται με την μόδα και αδιάφορα όπως άσπρο ή γκρι για αυτά που σχετίζονται με την πώληση τροφών. Πολλά από αυτά που πουλάνε δεν τα έχει ξανακούσει. Ένας κύριος φωνάζει “εδώ το καλό Αρϊανό πλοκάμι”. Μια άλλη κυρία φωνάζει “μπούτια διάφορων πτηνών απευθείας από τους πλανήτες του Σείριου”. Οι φωτεινές πινακίδες στα καταστήματα γράφουν προτάσεις, στα αγγλικά, που επίσης δεν έχει δει ποτέ του “Η γρήγορη διόρθωση προγραμμάτων”, “10 s-coin=μια σωματική επιδιόρθωση”, “εκπτώσεις στα υφάσματα από φύλλα δέντρου Μπαμπκού”. Ξαφνικά μπροστά του πετάγεται ένα εικονικό τεράστιο σκυλί. Δείχνει παιχνιδιάρικο. Αρχίζει να του γαβγίζει. Πάει να το πιάσει αλλά το χέρι του περνάει μέσα από αυτό.
65
<<Όου!>> κάνει αυτός έκπληκτος, κοιτάζοντας το χέρι του. Μετά το σκυλί τρέχει προς την μεριά ενός κέντρου υιοθέτησης ζώων. Κάθεται ακριβώς δίπλα από την πόρτα. Πάει να δει στην τζαμαρία τα διάφορα ζώα προς πώληση. Πολλά από αυτά δεν είναι από την Γη. Αλλά και πάλι όλα τους είναι χαριτωμένα. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους τα κάνουν ακόμα πιο λατρευτά. Επειδή όμως δεν έχει αρκετό χρόνο για να ξοδέψει συνεχίζει την πορεία του. Όλοι οι μαγαζάτορες δείχνουν ότι είναι σάιμποργκς αντίθετα με τους αγοραστές, οι οποίοι μερικοί από αυτούς είναι εξωγήινα όντα. Είναι διαφόρων χρωμάτων, ύψους, αριθμών χεριών και ποδιών. Κάποιοι έχουν μεγάλα μαύρα ή γαλάζια μάτια, κάποιοι είναι σαν τους ανθρώπους αλλά με χρώμα δέρματος κόκκινο, μπλε ή κίτρινο. Κάποιοι είναι πορτοκαλί, κάποιοι πράσινοι. Κάποιοι είναι πάρα πολύ κοντοί και κάποιοι πάρα πολύ ψιλοί,. Κάποιοι με κεραίες, κάποιοι με κέρατα, κάποιοι μοιάζουν πολύ με έντομα και άλλοι με χαρακτηριστικά διάφορων ζώων. Δεν τους καταλαβαίνει τι λένε μεταξύ τους επειδή έχουν διαφορετική γλώσσα και πολύ περίεργη προφορά. Τα λεγόμενα του Φορντ περί ασφάλειας είναι σωστά. Σε τυχαία σημεία παρατηρεί οπλισμένους φρουρούς, σαν αστυνομικοί αλλά με υπερσύγχρονη πανοπλία. Κάποια στιγμή βλέπει ένα μαγαζί οχημάτων με το όνομα All-Sheldon-cars. Μπροστά στην βιτρίνα του μαγαζιού, που είναι γεμάτο από φωτογραφίες υπερσύχρονων αυτοκινήτων, ακούει δύο άντρες να λένε στα αγγλικά. <<Κάποια στιγμή θα πάρω το καινούργιο της RACE-X. Φτάνει μέχρι 3500 δια φωτός. Θα νιώθω σαν να πετάω>> Χαζεύοντας τα μαγαζιά και τους πεζούς φτάνει στην τράπεζα, χωρίς να το καταλάβει. Το κτήριο είναι μακρύ και μαρμάρινο. Η αρχιτεκτονική στις κολώνες είναι Ιωνικός και Δωρικός ρυθμός. Μοιάζει πολύ με τον Παρθενώνα της Αθήνας. Στο τρίγωνο της σκεπής, πάνω από τις κολώνες, γράφει με τεράστια γράμματα COSMOS BANK. Φαίνεται πως είναι το πιο ασφαλές μέρος, καθώς υπάρχουν τέσσερα σάιμποργκς στρατιώτες με μεγάλα όπλα δύο στην δεξιά και δύο στην αριστερή μεριά της πύλης. Μοιάζουν με αυτούς από πριν, αλλά αυτοί είναι πιο βαριά οπλισμένοι. Η πύλη είναι τόσο μεγάλη που μπορούν να μπουν 10 άτομα ταυτόχρονα. Φτιαγμένη από χρυσό, έχει χαραγμένη πάνω της την εξής πρόταση. “Μία λάθος κίνηση και δεν υπάρχει γυρισμός” Του φαίνεται πολύ απειλητική αυτή η προειδοποίηση, αλλά δεν έχει κάτι να φοβάται, καθώς δεν έχει κακές προθέσεις. Αντιθέτως είναι ενθουσιασμένος γιατί θέλει να δει περισσότερα. Έτσι μπαίνει μέσα. Το εσωτερικό της τράπεζας είναι μέσα στην πολυτέλεια. Τα πάντα είναι κάτασπρα με ένα μαύρο
66
σχέδιο από κυκλικά γεωμετρικά σχήματα στο έδαφος. Δύο κολώνες υπάρχουν στην μέση, ίδιες με τις έξω, αλλά με την διαφορά ότι δύο δαχτυλίδια από χρυσό υπάρχουν στην αρχή και στο τέλος τους. Στην περίμετρο του χώρου υπάρχουν στην σειρά ταμία εξυπηρέτησης, στα οποία δουλεύουν ρομπότ. Τα ρομπότ έχουν την όψη και τον σχεδιασμό του ανθρώπινου σώματος, με λευκό χρώμα, δύο μπλε μάτια με μία μαύρη κουκίδα για κόρες στο καθένα, μαύρες αρθρώσεις και κανένα άλλο χαρακτηριστικό σώματος ή προσώπου. Ο Έβαν θαυμάζει όλη αυτή την λάμψη. Ξαφνικά ένα από τα ρομπότ του απευθύνεται. <<Κύριε, είσαστε ο επόμενος. Περάστε>> Έτσι αυτός πλησιάζει το ταμείο. <<Τι θα θέλατε κύριε;>> <<Θα ήθελα να κάνω μια ανάληψη>> απαντάει αυτός διστακτικός. <<Έχετε ταυτότητα;>> <<Όχι αλλά έχω μια πιστωτική κάρτα>> <<Μπορώ να την έχω;>> <<Ορίστε>> και βγάζει την κάρτα από την τσέπη του. <<Μήπως ξέρετε το όνομα, το επίθετο, την ηλικία και την καταγωγή του κατόχου;>> <<Άλφρεντ Στόουν, 40 ετών, Άγγλος>> <<Είναι λανθασμένο, έχεις άλλη μία ευκαιρία για να απαντήσεις αλλιώς η κάρτα θα θεωρηθεί προϊόν κλοπής και θα ακυρωθεί>> Ο Έβαν αγχώνεται, επειδή δεν ξέρει τι να πει. Αλλά δοκιμάζει κάτι. <<Έβαν Κόντρο, 12 ετών, Έλληνας>> Το ρομπότ ψάχνει τα στοιχεία και τελικά τα βρίσκει σωστά. <<Ποια χρονιά δημιουργήθηκε ο λογαριασμός;>> <<Το 2021>> απαντάει με σιγουριά. <<Πόσα θα κάνετε ανάληψη;>> <<10 c-coins>> <<Σε 10 κέρματα των 1; Σε 2 κέρματα των 5; Σε 1 κέρμα του 10;>> <<Σε 10 κέρματα των 1, παρακαλώ>> Το ρομπότ βγάζει από την ταμιακή μηχανή δέκα χρυσά κέρματα με τον αριθμό 1 από πάνω και του τα δίνει, μαζί με την κάρτα του. <<Ορίστε κύριε, καλό απόγευμα>>
67
<<Ευχαριστώ>> λέει παίρνοντας τα νομίσματα και την κάρτα. Αφού βγήκε σταματάει για ένα λεπτό έξω από την τράπεζα και περιεργάζεται ένα από τα νομίσματα, γιατί ποτέ δεν είχε χρυσάφι στο χέρι του. Δοκιμάζει να δει αν είναι αληθινό δαγκώνοντας το κέρμα, όπως κάνουν στις ταινίες. Βγάζει τώρα να δει στην ταμπλέτα για την πρώτη του στάση όπου θα αγοράσει τα πρώτα του αντικείμενα. Έχει μια ολόκληρη λίστα από πράγματα που χρειάζεται. Όλοι οι μαθητές πρέπει να έχουν μαζί τους στην σχολή τα εξής. Βιβλία 1 βιβλίο “Μηχανές και εξαρτήματα” της Χέλενα Ρόστου 1 βιβλίο “Βιολογία: Ζώα και φυτά από όλο τον Γαλαξία” του Τζόνι Μπλακ 1 βιβλίο “Προγράμματα του μυαλού” του Άλεν Ρουό 1 βιβλίο “Μαθηματικά” της Μέκκας Στόουν 1 βιβλίο “Αστρονομία” της Μπάρμπαρα Σάουν 1 βιβλίο “Επιβίωση στο διάστημα” του Μπιλ Ριτς 1 βιβλίο “Σώμα και ψυχή” του Μπάρναμπι Σερ 1 βιβλίο “Φυσική” της Άννα Κέιπ 1 βιβλίο “Χημεία” του Σι Κιμ 1 βιβλίο “Τέχνη του πολέμου” της Τζέιν Κέντρα 1 βιβλίο “Ιστορία: Από τον λίθο στο διάστημα” του Ρέι Μπράουν 1 βιβλίο “Πολιτική: Νόμοι και κανόνες” του Καρέι Μρακ Υπόλοιπα αντικείμενα 2 μεταφραστές για το κάθε αυτί 12 σημειωματάρια χωρητικότητας 1 Terra-byte 1 οδηγός καρπού 1 όπλο κοντινής απόστασης (προαιρετικό) 1 ζευγάρι παπούτσια Φαστ σουτ (προαιρετικό) 1 σχολικό κολάρο προσαρμογής 1 ολόσωμη κολλητή φόρμα 1 εργαλειοθήκη του μαθητή
68
Αν για κάποιο λόγο δεν μπορείτε να αγοράσετε ένα από τα υποχρεωτικά σχολικά είδη επικοινωνήστε με τον διευθυντή Ρίτσαρντ Γκέλες για την λύση του προβλήματος.
Σκέφτεται λογικό θα ήταν να πάει πρώτα για τους μεταφραστές για να καταλαβαίνει τους άλλους. Έτσι πάει στον χάρτη. Βλέπει ονόματα κτηρίων αλλά δεν ξέρει ποιο από όλα μπορεί να τους πουλάει. Για αυτό ρωτάει το πρώτο άτομο που βρίσκει μπροστά του. Αλλά δυστυχώς για αυτόν είναι ένας εξωγήινος που μοιάζει με δίμετρο μυρμήγκι, που περπατάει στα δύο πόδια και έχει δύο χέρια με 3 δάχτυλα στο καθένα. <<Συγνώμη, μπορείτε να μου πείτε που μπορώ να πάω για να πάρω μεταφραστές για τα αυτιά;>> Ο εξωγήινος του απαντάει αλλά αυτό που ακούει είναι ακατανόητες λέξεις που συνοδεύονται με ήχους τέρατος. Έτσι σκέφτεται να του πει. <<Κύριε θέλω τους μεταφραστές για να καταλαβαίνω τους άλλους σαν εσάς. Μήπως μπορείτε να μου δείξετε που είναι στον χάρτη;>> και του δείχνει την ταμπλέτα. Αυτός του δείχνει με το δάχτυλο το κτήριο. Ο Έβαν τον ευχαριστεί, ενώ εκείνος του κάνει μια χειρονομία λέγοντας “δεν κάνει τίποτα”. Καθώς πάει για την πρώτη του αγορά βλέπει πάλι τα ίδια πράγματα όπως πριν. Περίεργες ταμπέλες, σάιμποργκς να φωνάζουν για να πουλήσουν περίεργα προϊόντα και διάφορα είδη εξωγήινης ζωής, τρισδιάστατες εικόνες και ούτω κάθε εξής. Μετά από λίγα λεπτά φτάνει στο κτήριο. Το κοιτάει περίεργα επειδή περισσότερο με ιατρείο μοιάζει, παρά με κατάστημα. Είναι ένα κανονικό κτίσμα, ούτε μεγάλο ούτε μικρό, με γκρίζο χρώμα, με μία πινακίδα που γράφει Δόκτωρ Ενάρντ και μέσα από μια μεγάλη τζαμαρία φαίνεται ένας άδειος χώρος, με μία πολυθρόνα και μία πόρτα δίπλα, σαν χώρος αναμονής. Μπαίνει μέσα κοιτάζοντας το δωμάτιο. Ρωτάει αν είναι κανένας εδώ αλλά δεν παίρνει απάντηση. Έτσι κάθεται στην πολυθρόνα και περιμένει με τις αποσκευές του. Ξαφνικά από το πουθενά ακούει μια γυναικεία φωνή να λέει. <<Περιμένετε λίγο, ο γιατρός θα σας δεχτεί σε λίγα λεπτά>> Κοιτάει αριστερά και δεξιά, αλλά δεν υπάρχει από που προέρχεται η φωνή. Επίσης απορεί γιατί είναι σε ιατρείο. Μήπως του είπε λάθος ο εξωγήινος; Αυτό που μπορεί να κάνει μόνο είναι να περιμένει.
69
Αφού περνάνε λίγα λεπτά η πόρτα δίπλα του, ανοίγει και βγαίνουν δύο κύριοι. Ο ένας είναι καλοντυμένος και ο άλλος με στολή γιατρού. <<Να παίγνεται ένα χάπι κάθε πγωί και τα τεχνητά μάτια σας θα προσαγμοστούν με το σώμα σας σε μια εβδομάδα>> λέει ο γιατρός στον κύριο, ο οποίος από την προφορά και την γλώσσα του φαίνεται ότι είναι Γάλλος. Ο κύριος τον ευχαριστεί και φεύγει. Αφού έχει τελειώσει με τον πελάτη του, αναφέρεται στον Έβαν με ένα χαμόγελο, σκύβοντας από πάνω του, στα γαλλικά. <<Εσύ, νεαγέ μου, τι θα ήθελες;>> <<Δεν ξέρω τι είπατε, αλλά ήρθα για μεταφραστές>> του απαντάει χωρίς να καταλαβαίνει λέξη. Ο γιατρός, διαπιστώνοντας ότι δεν γίνεται κατανοητός, του κάνει με τα χέρια να περάσει μέσα στο δωμάτιο από όπου βγήκε πριν. Εκεί βλέπει ένα χειρουργείο με υπερσύχρονα εργαλεία. Έχει μια μικρή ομοιότητα με ένα ανθρώπινο. Η διαφορά είναι ότι στο ταβάνι κρεμιούνται έξι μηχανικά χέρια. Τον κάνει να νιώθει λίγο αμήχανα, επειδή δίνει μια αίσθηση εργαστήριο τρελού επιστήμονα. Γύρω του υπάρχουν πάγκοι με διάφορα χειρουργικά εργαλεία και φάρμακα. Πάνω από τους πάγκους υπάρχουν συρτάρια τα οποία ανοίγουν συρτά. Ο γιατρός των ρωτάει. <<Do you speak English?>> και ψάχνει στα συρτάρια του για αυτό που του ζητάει. Αυτός κουνάει το κεφάλι του καταφατικά και άβολα. Βλέποντας την ανησυχία του, πλησιάζει με δύο πολύ μικρές συσκευές στο χέρι, που με δυσκολία τις βλέπεις με γυμνό μάτι, και λέει. <<Don't worry, I will not hurt you. Now I will put these in your ears. You will feel a small pain for 1 second>> Βάζει μία συσκευή στο κάθε αυτί του Έβαν. Αυτές αιωρούνται και μπαίνουν στο εσωτερικό τους. Μετά από λίγα δεύτερα νιώθει δύο ταυτόχρονα τσιμπήματα και από τις δύο μεριές του κεφαλιού του, πολύ μικρού χρονικού διαστήματος. <<Άουτς!>> <<Τώγα με ακούς στην γλώσσα σου;>> τον ρωτάει. Ο Έβαν ξαφνιάζεται. Ξαφνικά τα γαλλικά του κυρίου μετατρέπονται σε ελληνικά με γαλλική προφορά. <<Ναι κύριε>> <<Ωγαία. Δεν νομίζω να ήταν κάτι το τγομεγό>> <<Όχι. Σας ευχαριστώ. Πόσα σας χρωστάω;>> <<70 s-coins>>
70
Καθώς βγάζει την κάρτα από την τσέπη του για να πληρώσει, ο γιατρός παρατηρεί το χαμένο χέρι του. Έτσι του προτείνει. <<Ξέγεις ότι μπογώ να σου βάλω ένα τεχνητό χέγι αν θέλεις. Έχεις τον καλύτεγο χειγουργό για τέτοιες δουλειές μπγοστά σου. Θα κοστίσει 200 c-coins όμως>> <<Δηλαδή μπορώ να έχω ξανά δύο χέρια;>> ρωτάει με ενθουσιασμό και χαμόγελο. <<Ναι φυσικά. Αν έχεις τα λεφτά. Αλλά μπογούμε να το συζητήσουμε επειδή είσαι μικγός. Υπάγχουν και οι δόσεις>> του απαντάει προσπαθώντας να μην τον κάνει να χάσει την ελπίδα του, να έχει πίσω το χέρι του. <<Μην ανησυχείτε δεν με αφορούν καθόλου τα χρήματα. Τα έχω>> και ξαπλώνει στο χειρουργικό κρεβάτι, αφήνοντας κάθε φόβο που είχε πριν για αυτό το δωμάτιο. Ο γιατρός εντυπωσιασμένος με την απότομη αλλαγή της συμπεριφοράς του, αρχίζει τις διαδικασίες για το χειρουργείο, πληκτρολογώντας σε μια οθόνη δίπλα από το κρεβάτι. Τα κρεμασμένα χέρια ενεργοποιούνται και τα διατάζει να του φέρουν μερικά πράγματα, όπως ένεση για ισχυρή τοπική αναισθησία. Καλύπτει το σώμα του Έβαν με χειρουργικό κάλυμμα και βάζει το χέρι πάνω από αυτή, το οποίο θα χειρουργηθεί. Πριν του κάνει την ένεση, ο Έβαν τον ρωτάει. <<Πόση ώρα θα κάνετε;>> <<Το πολύ 2 ώγες. Μην ανησυχείς, θα πγολάβεις το μετγό και να πάγεις τα σχολικά σου είδη>> <<Που το ξέρετε ότι βιάζομαι για αυτό;>> απορεί, αφού δεν του έχει πει τίποτα για τα πλάνα του. <<Επειδή βλέπω ότι έχεις μόνο της αποσκευές σου και φαίνεσαι για πγωτοετής. Τώγα αν θες να μην καθυστεγούμε, μην μιλάς για να ξεκινήσω>> Χωρίς να βγάλει λέξη, τον αφήνει να του κάνει την ένεση. Πριν ξεκινήσει ο γιατρός του ζητάει το όνομά του. <<Πως σε λένε μικγέ;>> <<Έβαν>> του απαντάει. <<Ωγαία Έβαν. Θα σου κάνω μια ένεση. Το πολύ να νιώσεις ένα μικγό τσίμπημα. Μετά δεν θα νιώθεις καθόλου το χέγι σου, αλλά μην ανησυχήσεις>> <<Εντάξει>> Εξετάζει το χέρι του, τον συνδέει με ορούς και παίρνει μισό λίτρο αίμα από ένα ειδικό ψυγείο συντήρησης. Ο Έβαν παρακολουθεί τον γιατρό. Ενώ τον χειρουργεί, χωρίς να νιώθει ούτε τον παραμικρό πόνο, παρατηρεί τις κινήσεις του. Τον ενοχλεί το αίμα που πετάγεται σε ξαφνικές στιγμές, αλλά από την περιέργειά του διστάζει να κοιτάξει αλλού. Μετά από μιάμιση ώρα σταματάει το αίμα.
71
Τα ρομποτικά χέρια από το ταβάνι, καθ όλη την διάρκεια του χειρουργείο, φέρνουν ότι χρειάζεται ο γιατρός. Παρατηρεί ότι το δύσμορφο τελείωμα του χεριού του, έχει αντικατασταθεί από ένα μεταλλικό δίσκο, μια μεταλλική βάση, όπου λογικά θα μπει το μηχανικό χέρι. Η συνέχεια δεν έχει ούτε λαβές, ούτε άλλα χειρουργικά εργαλεία. Παίρνει εργαλεία οξυγονοκόλλησης και άλλα εργαλεία, τα οποία μοιάζουν με μηχανικού αλλά μικρού μεγέθους. Στο τέλος συνδέει το χέρι με την μεταλλική βάση. Όπως έχει πει ο γιατρός μέσα σε 2 ώρες είναι έτοιμο. Του βγάζει τους ορούς και του κάνει μια δεύτερη ένεση η οποία επαναφέρει τις αισθήσεις του χεριού του. <<Λοιπόν Έβαν, τελειώσαμε. Για δες πως το αισθάνεσαι;>> και συμμαζεύει το χειρουργείο του. Ο Έβαν κοιτάζει, ξανά και ξανά, το καινούργιο του χέρι. Κάνει διάφορες κινήσεις με τον καρπό και τα δάχτυλα του για να δει αν είναι αληθινό και όχι όνειρο. Δεν τον νοιάζει καθόλου που έχει γκρίζο και γυαλιστερό χρώμα ή που είναι από μέταλλο, καλώδια και μικροί αγωγοί, που μεταφέρουν ένα γαλάζιο, φωτεινό υγρό, αντί για φλέβες και αρτηρίες. Πειραματίζετε με αυτό. Το ακουμπάει και το νιώθει. <<Αφού είναι από μέταλλο πως το νιώθω>> ρωτάει τον γιατρό. <<Αυτό είναι ειδικό μοντέλο που έχει αισθητήγες. Μερικοί δεν τους θέλουν γιατί δεν θέλουν να πονάνε, αλλά εγώ τους συνιστώ γιατί έτσι βλέπεις αν υπάργει πρόβλημα. Επίσης είναι ωραία η αίσθηση της αφής>> <<Τέλειο!>> λέει κοιτάζοντας από κάθε μεριά το χέρι <<Και οι γαλάζιες γραμμές τι είναι;>> <<Είναι χημική ενέργεια από την τγοφή που έχεις καταναλώσει>> του απαντάει. <<Σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Σας χρωστάω 200 c-coins και 70 s-coins σωστά;>> <<Ναι λογικά με κάρτα θα πληγώσετε. Δεν νομίζω να έχετε τόσα πολλά σε μετγητά>> υποθέτει ο κύριος. <<Ναι. Ορίστε>> και του δίνει την κάρτα. Αφού πληρώνει, πάει να φύγει. Αλλά πριν φύγει ο γιατρός του λέει κάτι τελευταίο. <<Κάθε χγόνο να πηγαίνεις στο νοσοκομείο της σχολής σου για να κάνουν ένα τσεκάπ>> <<Εντάξει>> και φεύγει χαιρετώντας τον. Ακόμα δεν μπορεί να το πιστέψει ότι με το ένα χέρι μπορεί να κρατάει της αποσκευές του και με το άλλο μπορεί να κρατάει την ταμπλέτα για να βλέπει τον χάρτη. Από τα τέσσερα του, ποτέ του δεν είχε τέτοια άνεση, να χρησιμοποιεί δύο χέρια. Τώρα κοιτάζει για κάποιο βιβλιοπωλείο για να πάρει τα σημειωματάρια και τα βιβλία. Αλλά του φαίνεται πολύ περίεργο όταν βλέπει στην λίστα να λέει “12 σημειωματάρια χωρητικότητας 1 Terra-byte”. Το χαρτί με τα δεδομένα ενός υπολογιστή δεν κολλάνε καθόλου μεταξύ τους. Ψάχνει για βιβλιοπωλείο, αλλά πάλι δεν τον βοηθούν τα ονόματα των κτηρίων
72
που λέει ο χάρτης. Όμως τώρα που μπορεί να καταλάβει όλες τις γλώσσες ρωτάει έναν Σείριο εξωγήινο, που βρίσκει μπροστά του. <<Συγνώμη αλλά θα μπορούσατε να μου πείτε ένα καλό βιβλιοπωλείο για να πάρω τα σχολικά μου είδη;>> <<Φυσικά, οι περισσότεροι προτιμούν το “Η γνώση είναι χρυσός”. Είναι 3 τετράγωνα πιο κάτω. Αν πάρεις ευθεία αυτό τον δρόμο θα το βρεις>> απαντάει, με μια γυναικεία φωνή. Αν και ξαφνιάζεται από την φωνή της, επειδή περίμενε μια αρσενική, την ευχαριστεί και έτσι πάει ευθεία στον δρόμο που του έχει πει. Ο ξαφνισμός του είναι λογικός καθώς το φύλλο στους Σειρίους δεν διακρίνεται. Δεν το πιστεύει πως μόλις τώρα μίλησε με έναν εξωγήινο. Λατρεύει αυτόν τον κόσμο και δεν έχει φτάσει ακόμα στην σχολή. Ασχολημένος με το νέο του χέρι και ακούγοντας τις κουβέντες των γύρων του, φτάνει σε ένα τεράστιο και πολύ ψηλό κτήριο με μια ταμπέλα που γράφει “Η γνώση είναι χρυσός”. Αφού μπαίνει μέσα, βλέπει έναν χώρο γεμάτο από ξύλινες και περιποιημένες βιβλιοθήκες. Τα ράφια τους δεν είναι γεμισμένα από ιδιαίτερα βιβλία. Η διαφορά με τα κανονικά είναι ότι έχουν όλα τους δύο μικρούς κρίκους για να κρατάνε τις σελίδες και το χαρτί φαίνεται πιο σκούρο από το κανονικό. Δεν έχει το συνηθισμένο τοπίο ενός βιβλιοπωλείου. Έχει ένα στυλ προχωρημένης τεχνολογίας και όχι όπως τα άλλα με το συνηθισμένο και παλιό στυλ. Ρομπότ ταξινομούν τα βιβλία. Επίσης από πάνω του υπάρχουν και άλλοι όροφοι. Είναι ορατοί καθώς στην μέση κάθε ορόφου υπάρχει ένα τετράγωνο κενό, το οποίο δίνει την ικανότητα στον παρατηρητή του πρώτου ορόφου να βλέπει όλους τους υπόλοιπους. Δεν μπορεί να τους μετρήσει όλους, καθώς χάνει το μέτρημα προσπαθώντας. Ξαφνικά μια συμπαθητική γριά κυρία πίσω από το ταμείο τον ρωτάει. <<Φοβερό ε;>> αναφέρεται στην ποσότητα των βιβλίων που έχει το κτήριο. Πλησιάζει προς το ταμείο κει ρωτάει. <<Πόσα βιβλία είναι;>> <<201.285.081 βιβλία>> Ο Έβαν μόνο εγκεφαλικό δεν έπαθε από αυτό το νούμερο. <<Πλάκα κάνετε;!>> <<Όχι. Ένας προσπάθησε να τα διαβάσει όλα, αλλά τρελάθηκε στην προσπάθεια>> <<Γιατί κάποιος να προσπαθήσει να διαβάσει τόσα βιβλία;>> ρωτάει σκεπτόμενος ότι αυτή είναι μια πολύ χαζή κίνηση.
73
<<Πολλοί προσπαθούν να γίνουν διάσημοι με πολλούς τρόπους. Μερικοί τρόποι δεν οδηγούν σε καλό>> <<Εδώ είναι βιβλιοπωλείο ή βιβλιοθήκη;>> ρωτάει, καθώς βλέπει διάσπαρτα μερικά τραπέζια όπου μπορεί κάποιος να κάτσει να διαβάσει. <<Και τα δύο>> <<Τότε θα ήθελα...>> <<11 βιβλία για την σχολή σου και 11 σημειωματάρια, σωστά; Μην με κάνεις τώρα να πω ποια βιβλία>> τον διακόπτει η κυρία. <<Ναι, πως το ξέρετε;>> απορεί αυτός. Η κυρία λέει σε ένα από τα ρομπότ να φέρει τα βιβλία και τα σημειωματάρια. Έπειτα απαντάει στον Έβαν. <<Δεν έχεις σχολικό κολάρο, φαίνεσαι μικρός, βλέπω αποσκευές που σημαίνει ότι μετακομίζεις και λογικά σε σχολή, αφού δεν βλέπω μαζί σου γονείς, άρα πρωτοετής είσαι. Έχω δει πολλούς σαν εσένα. Σε ποια σχολή θα πας;>> <<Στην Τζέναρντ>> <<Ωχ, είναι η καλύτερη σχολή που υπάρχει. Και εγώ εκεί εκπαιδεύτηκα. Είμαι απόγονος του Τ. Ν.>> <<Πως σας φάνηκε η σχολή;>> ρωτάει με ενδιαφέρον. <<Εσένα πως σου φαίνεται μέχρι στιγμής η αγορά;>> <<Τέλεια!!!>> δείχνει ενθουσιασμό. <<Τότε πέρνα από ένα φαρμακείο να πάρεις ένα ηρεμιστικό χαπάκι γιατί δεν ξέρω πόσο ενθουσιασμό μπορείς να αντέξεις>> και γελάει σιγανά η κυρία. Ο Έβαν, μετά από αυτό που ακούει, δεν μπορεί να φανταστεί πως θα είναι η σχολή. Αφού περιμένουν να έρθουν τα βιβλία λέει να ανοίξει μια άλλη κουβέντα, αφού δείχνει ενδιαφέρον άτομο η κυρία. <<Πρώτη φορά βλέπω βιβλία που είναι κάπως έτσι>> <<Είναι ιδιαίτερα βιβλία. Είναι φτιαγμένα από πέτρα και όχι από δέντρα. Επειδή είναι λίγο σκληρό το χαρτί πέτρας και δεν λυγίζει εύκολα, βάζουμε κρίκους. Είναι πιο οικολογικό, εύχρηστο καθώς είναι αδιάβροχα και δεν σκίζονται, έχει το ίδιο βάρους με το χαρτί από τα δέντρα και αντέχει πιο πολύ στον καιρό>> <<Πρώτη φορά ακούω χαρτί από πέτρα>> δείχνει εντυπωσιασμένος.
74
<<Μόλις έρθουν τα βιβλία σου άνοιξε ένα από αυτά να δεις πως είναι>> <<Εντάξει>> Το ρομπότ, μετά από την συζήτηση τους, φέρνει τα βιβλία και τα σημειωματάρια μέσα σε ένα σχολικό σακίδιο. <<Μα εγώ δεν ζήτησα σακίδιο>> <<Είναι δωρεάν με τα βιβλία. Τώρα δες από μέσα πως είναι τα φύλλα του βιβλίου>> Ανοίγει ένα τυχαίο βιβλίο και βλέπει γκρίζα χαρτιά που είναι δύσκολο να τα λυγίσεις. Η αφή τους είναι λεία. Τα γράμματα φωσφορίζουν με μπλε χρώμα, σαν έχουν γραφτεί με ειδικό μελάνι. <<Τα γράμματα γιατί φωσφορίζουν;>> <<Εκτός από τον λόγο ότι τα φύλλα είναι λίγο σκούρα, είναι επίσης έτσι για να μπορείς να διαβάσεις στο σκοτάδι>> Ο Έβαν βλέπει ότι του δίνει 12 ταμπλέτες, σαν αυτής τις πρόσκλησης. <<Τι είναι αυτές οι ταμπλέτες;>> <<Είναι τα σημειωματάρια. Είναι σε ταμπλέτες επειδή πρόκειται να σημειώσεις αρκετά πράγματα στην σχολή σου>> <<Κατάλαβα>> τώρα μπορεί να εξηγήσει γιατί η λίστα λέει ‘Terra-bytes’. Μετά η κυρία του δίνει μια γκρίζα ταινία <<Τι είναι αυτό;>> την ρωτάει ενώ την κοιτάει περίεργα. <<Το σχολικό σου κολάρο, είναι στην λίστα σου>> Τώρα το κοιτάει ακόμα πιο περίεργα. Αυτή η ταινία πιο πολύ φαίνεται για να κολλήσεις κάτι, παρά για κολάρο. <<Αλήθεια;>> την ρωτάει ειρωνικά. <<Ναι τι περίμενες κανένα κολάρο σκύλου ή καμιά αλυσίδα; Παιδιά είστε και όχι σκυλιά ή σκλάβοι. Το βάζεις γύρω από το λαιμό σου και αυτό θα προσαρμοστεί τέλεια στο δέρμα σου. Φόρεσε το>> Έτσι ο Έβαν παίρνει το κολάρο και το βάζει αργά, αργά γύρω από τον λαιμό του. Αυτό από μόνο του αγκαλιάζει τον λαιμό του και προσαρμόζεται σαν δεύτερο δέρμα. Αυτός λίγο ξαφνιάζεται, αλλά δεν τον πονάει ούτε τον ενοχλεί. <<Και αυτό σε τι χρησιμεύει;>> ρωτάει αυτός. <<Θα δεις στην σχολή>> Καθώς δεν θέλει να σπαταλάει χρόνο, ρωτάει πόσο κοστίζουν όλα αυτά, για να φύγει. Η κυρία του απαντάει 2 c-coins και 5 s-coins. Πληρώνει, παίρνει το σακίδιο στους ώμους και τις αποσκευές στα χέρια και φεύγει από την βιβλιοθήκη ευχαριστώντας την κυρία.
75
Τώρα του μένουν 5 πράγματα να αγοράσει. Ένα όπλο κοντινής απόστασης, ένα ζευγάρι παπούτσια Φαστ σουτ, έναν οδηγό καρπού, μια κολλητή ολόσωμη φόρμα και μία εργαλειοθήκη του μαθητή. Τα αντικείμενα αυτά του δημιουργούν μερικές απορίες. Παράδειγμα, γιατί οι μαθητές να έχουν όπλα; Τι είναι τα παπούτσια Φαστ σουτ; και γιατί χρειάζεται οδηγό. Πιστεύοντας πως θα του λυθούν σύντομα οι απορίες, πάει να τα αγοράσει. Ρωτάει κάποιον περαστικό που μπορεί να τα βρει. Του προτείνει ένα μαγαζί, το οποίο είναι ακριβώς μπροστά του. Λέει στην πινακίδα του κτηρίου από πάνω “Τναραγκόν”. Μπαίνει μέσα και βλέπει ράφια που έχουν διάφορα παπούτσια με διαφορετικά σχέδια και χρώματα το καθένα, που κανείς δεν θα έλεγε ότι μοιάζουν με αυτά των ανθρώπων. Επίσης κάτω από αυτά έχουν μια είδους περίεργη ταινία που φωσφορίζει. Στο καθένα η ταινία έχει διαφορετικό χρώμα. Επίσης υπάρχουν και άλλα ράφια που έχουν μαύρες συσκευές, οι οποίες φαίνεται να φοριούνται στο χέρι. Ένας εύσωμος, ψιλός και μυώδης κύριος με λίγα μαλλιά, στο στυλ ενός ξυλοκόπου, τον καλωσορίζει, με πολύ θετική ενέργεια, στο μαγαζί του. <<Τι θα ήθελε ο μικρός κύριος από το μαγαζί του Τναραγκόν;>> <<Μήπως έχετε όπλα κοντινής απόστασης;>> απαντάει ο Έβαν. <<Φυσικά, πρωτοετής σωστά;>> <<Ναι>> <<Τέλεια, τέλεια. Περίμενε μισό λεπτό>> Ο κύριος μπαίνει μέσα σε ένα δωμάτιο το οποίο βρίσκεται πίσω από το ταμείο. Μετά από λίγα λεπτά βγαίνει με 10 διαφορετικά όπλα. <<Ορίστε μικρέ. Αν οι γραμμές του όπλου, που θα πιάσεις, φωτιστούν τότε σημαίνει ότι είναι κατάλληλο για σένα>> και του δείχνει κάτι γραμμές στα όπλα που ξεκινούν από την λαβή και φτάνουν μέχρι το τέλος τους, σαν την μαχαίρα του Φορντ <<Αυτό θα σου δώσει και το στυλ μάχης σου. Παρεμπιπτόντως πως σε λένε μικρέ>> <<Έβαν>> <<Επίθετο;>> <<Κόντρο>> Ο κύριος ξαφνιάζεται, μόλις ακούει αυτό το όνομα. <<Κόντρο; Είσαι ο γιος εκείνου του μεγάλου στρατιώτη, στην αποστολή στον Ερμή;>> Του απαντάει καταφατικά κουνώντας το κεφάλι του. <<Δεν το πιστεύω ότι τελικά ήρθες. Σε περίμενα πολύ καιρό για να σου δώσω εγώ το όπλο σου. Ακόμα θυμάμαι τον πατέρα σου και την μητέρα σου που τους είχα δώσει εγώ τα όπλα τους>>
76
Ο Έβαν και αυτός ξαφνιάζεται, επειδή αναφέρει τους γονείς του και ιδιαίτερα την μητέρα του. Έτσι τον ρωτάει. <<Ξέρετε τους γονείς μου;>> <<Ναι, σαν χθες ήταν που ήρθαν στο μαγαζί μου. Λυπάμαι πολύ που είχαν αυτή την κατάληξη. Βέβαια δεν ξέρω για την μητέρα σου επειδή δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά λυπάμαι για τον πατέρα σου. Ήταν άξιος μαχητής>> και βουρκώνει λίγο το πρόσωπο του πωλητή. <<Πως ήταν;>> <<Ο πατέρας σου είχε κόκκινα μαλλιά της φωτιάς, πράσινα μάτια και ένα ενθουσιώδες ύφος σαν το δικό σου τώρα, αλλά η μητέρα σου ήταν πολύ πιο διαφορετική. Μπορώ να πω ότι της μοιάζεις πολύ εμφανισιακά. Είχε μαύρα κυματιστά μαλλιά, καστανά μάτια και πάντα είχε ένα αρχηγικό ύφος δείχνοντας περηφάνια για τον εαυτό της>> Ξαφνικά, στην μέση της κουβέντας τους, μπαίνει μέσα στο μαγαζί μια πελάτισσα. Είναι ένα κορίτσι στην ηλικία του Έβαν, με καρέ καστανά μαλλιά, πολύ σκούρο καστανά μάτια και γύρω από αυτά έχουν μαύρη σκιά, σαν να έχει δύο ελαφρά μαυρισμένα μάτια, αλλά την κολακεύουν. Φοράει ένα μαύρο τζιν παντελόνι και ένα μοβ αμάνικο μπλουζάκι. Το στυλ της εμφάνισης της φέρνει σε “κακό κορίτσι”. Το ύφος της είναι σαν αυτό που περιέγραφε ο Τναραγκόν για την μητέρα του Έβαν. <<Θα ήθελα ένα ξίφος και όσο πιο γρήγορα γίνεται γιατί δεν έχω και πολύ χρόνο>> λέει το κορίτσι σαν να διατάζει. <<Και που το ξέρεις ότι το ξίφος είναι το όπλο σου;>> της λέει ο ευγενικός κύριος. <<Έχω πάρει μετάλλια στην ξιφασκία. Άρα δεν έχω καμία αμφιβολία ότι δεν είναι αυτό το όπλο που μου αναλογεί>> <<Καλά περίμενε ένα λεπτό>> και μπαίνει στο πίσω δωμάτιο ο κύριος. Το κορίτσι κάνει σαν να μην βλέπει τον Έβαν. Αυτός της κάνει μια ερώτηση, που λόγω της υπερηφάνειας που δείχνει, δεν θα μπορεί να αντισταθεί στο να μην απαντήσει. <<Πόσα μετάλλια έχεις πάρει;>> <<Έχω πάρει 5 μετάλλια και όλα τους χρυσά. Ξέρεις οι πρωτοετής της σχολής Τζέναρντ, αν έχουν τελειοποιήσει έστω μία πολεμική τέχνη, περνάνε πιο χαλαρά από αυτούς που δεν έχουν ιδέα πως να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Στο μάθημα “Τέχνη του πολέμου” βοηθάει περισσότερο, που είναι βασικό μάθημα αν θες να σπουδάσεις στο στρατιωτικό τμήμα στο μέλλον>> <<Τέλειο! Δηλαδή εσύ που ξέρεις ξιφασκία τι ακριβώς δουλειά μπορείς να κάνεις όταν μεγαλώσεις;>> ρωτάει με μεγάλη περιέργεια για το στρατιωτικό τμήμα.
77
<<Μπορώ να γίνω στρατιώτης, ειδική δύναμη και άλλα πολλά. Θα μάθω και άλλες τέχνες κατά την διάρκεια της φοίτησης μου στο Τζέναρντ. Βλέπεις την καλύτερη μαχήτρια του πρώτου έτους. Μετά θα γίνω η καλύτερη μαχήτρια της σχολής και στο τέλος θα γίνω η καλύτερη μαχήτρια του κόσμου>> λέει με το κεφάλι ψηλά. <<Μάλιστα. Εγώ που έχω μαύρη ζώνη στο Τζούντο, στο Κουνγκ φου και στο Τάε κβον το, τι μπορώ να γίνω όταν μεγαλώσω;>> Το κορίτσι αλλάζει τελείως το ύφος της από υπερήφανο σε έκπληκτο. Τώρα αρχίζει να δίνει σημασία στον Έβαν. Γουρλώνει τα μάτια της, σαν να βλέπει φάντασμα, και λέει: <<Μάλλον… εεεμμ… δεν ξέρω…. μάλλον πολλά. Εσύ σε ποια σχολή είσαι;>> <<Στην σχολή Τζέναρντ, θα είμαστε συμμαθητές>> της απαντάει χαμογελώντας. Η κοπέλα κοιτάζει προς τα κάτω, καθώς καταλαβαίνει ότι δεν είναι η καλύτερη μαχήτρια της χρονιάς της. Ξαφνικά βγαίνει από το πίσω δωμάτιο ο κύριος του μαγαζιού και παρουσιάζει στο κορίτσι ένα γυαλιστερό άσπρο ξίφος. Μόλις το πιάνει στα χέρια της οι σβηστές γραμμές του μεταλλικού μέρους φωτίζονται με ένα σκούρο κόκκινο χρώμα. Της βάζει ο κύριος το ξίφος μέσα σε μια θήκη και της το δίνει. Το κορίτσι πληρώνει και φεύγει. Ο Έβαν την αποχαιρετάει, αλλά αυτή δεν δίνει σημασία. Ο κύριος λέει. <<Άφησε την, εσύ θα γνωρίσεις καλύτερα άτομα από αυτήν. Τώρα ας δούμε ποιο όπλο σου αναλογεί. Δοκίμασε ένα από αυτά τα δέκα>> Ο Έβαν τα δοκιμάζει. Παίρνει πρώτα ένα βαρύ τσεκούρι, αλλά δεν μπορεί ούτε να το σηκώσει. Μετά ένα ρόπαλο, αλλά όταν το σηκώνει το βάρος του όπλου τον παρασέρνει προς τα πίσω και πέφτει. Δοκιμάζει ένα σπαθί, αλλά δεν ξέρει πως να το κρατήσει και δεν φωτίζει. Κανένα δεν κάνει από αυτά τα δέκα. <<Κάτι ποιο ελαφρύ μήπως;>> ζητάει ο Έβαν. Έτσι ξαναμπαίνει στο πίσω δωμάτιο και φέρνει 4 πιο μικρά όπλα. Παίρνει πρώτα ένα μαστίγιο, αλλά μόλις το χρησιμοποιεί χτυπάει το πόδι του με αυτό. Δοκιμάζει ένα στιλέτο, αλλά του γλιστράει από τα χέρια, καθώς κάνει μερικές κινήσεις μάχης και καρφώνεται στον απέναντι τοίχο. Αποτυγχάνει και με τα άλλα δύο. Απελπίζεται και σκέφτεται πως δεν αξίζει κανένα όπλο. <<Μήπως ξέρεις καμία πολεμική τέχνη; Επειδή είναι σημαντικός παράγοντας για την επιλογή όπλου>> τον ρωτάει ο κύριος. <<Ναι ξέρω Τζούντο, Τάε κβον το και Κουνγκ φου>>
78
<<Άρα είσαι πολεμιστής με τα χέρια. Λες;>> σκέφτεται δυνατά και πηγαίνει πίσω στο δωμάτιο για άλλη μία φορά. Αυτή την φορά έρχεται μόνο με ένα όπλο. Κανονικά δεν φαίνεται ακριβώς με όπλο αλλά περισσότερο με μαύρα γάντια. Τα δίνει στον Έβαν και του λέει να τα φορέσει. Από έξω τα γάντια τα καλύπτουν σκληρές πλάκες, φτιαγμένες από ένα ευλύγιστο είδος μετάλλου, σε αντίθεση με το εσωτερικό που έχει την αίσθηση βαμβακιού. Όταν τα φοράει, οι γραμμές γύρω από από τις πλάκες φωτίζονται με μοβ χρώμα. Το σχέδιο των γαντιών είναι σαν ευθύγραμμα ρήγματα σε μαύρο έδαφος με απότομες κλήσεις σταδιακά, που βγάζουν μοβ φως. Εντυπωσιασμένος, και ανακουφισμένος που του κάνει ένα όπλο, ρωτάει. <<Τι είδους όπλο είναι αυτό;>> <<Είναι μαχητικά γάντια. Το υλικό τους είναι φτιαγμένο από το ξύλο του πιο ελαστικού δέντρου το Άτρωτο, από τον πλανήτη Ζένεα, και οι πλάκες είναι κράμα από το πιο σκληρό, αλύγιστο και σπάνιο υλικό που υπάρχει, δέρμα διαστημικού σκώληκα. Ένα διαστημικό πλάσμα με το πιο σκληρό δέρμα. Πιο σκληρό και από διαμάντι. Αιωρείται στο διάστημα και κανένας δεν το έχει δει και κανένας δεν έχει προσπαθήσει να το βρει γιατί όσοι προσπάθησαν, χάθηκαν. Ξέρουμε ότι υπάρχουν επειδή τα έχουν ακούσει και εξαιτίας του δέρμα τος που αφήνουν πίσω καθώς το αλλάζουν>> <<Πόσο μεγάλο είναι αυτό το πλάσμα;>> ρωτάει με τεράστιο ενδιαφέρον ο Έβαν. <<Δεν έχουν συγκεκριμενοποιήσει το μέγεθός του ακόμα. Αλλά πιστεύουν ότι αν τυλιχτεί γύρω από τον εαυτό του μπορεί να φτάσει στο μισό της γης. Μιλάμε για άπειρα μέτρα σκουλήκι. Είναι το πιο επικίνδυνο πλάσμα που υπάρχει. Ευτυχώς δεν επιτίθεται σε πλανήτες>> <<Φοβερό. Δηλαδή αυτά τα γάντια πρέπει να είναι ανεκτίμητης αξίας σωστά;>> <<Όντως. Είναι ένα από τα πιο δυνατά όπλα που μόνο εγώ μπορώ να φτιάξω. Αν έχεις και τις ικανότητες γίνονται και το πιο δυνατό όπλο που υπάρχει. Έχουν ένα ειδικό σύστημα από μέσα που σε κάνει να μην πονάς καθόλου την ώρα που κάνεις δυνατά χτυπήματα, ακόμα και αν ρίξεις μπουνιά σε έναν μεταλλικό τοίχο. Κάτσε να δεις>> και φέρνει έναν μεταλλικό πίνακα. Τον κρατάει μπροστά του όσο πιο γερά μπορεί και του λέει <<Θέλω να ρίξεις την καλύτερη σου γροθιά>> Ο Έβαν, ετοιμάζοντας το αριστερό του χέρι να χτυπήσει τον πίνακα, ρίχνει μια γροθιά στον μεταλλικό πίνακα, που κάνει τον κύριο, ενώ τον κρατάει, ένα βήμα πίσω. Παγώνει με την δύναμη που έδειξε. Αν το κάνει αυτό με γυμνά χέρια θα το έσπαγε το χέρι, αλλά με τα γάντια δεν ένιωσε ούτε τον παραμικρό πόνο. <<Σου δίνουν τεράστια δύναμη>> κοιτάζει τα γάντια εντυπωσιασμένος.
79
<<Το ξέρω αλλά η μεγάλη δύναμη συνεπάγεται με μεγάλα έργα και τα έργα αυτά είναι είτε καλά είτε κακά. Μην με κάνεις να μετανιώσω που σου τα έδωσα, επειδή είχα πουλήσει καιρό πριν σε έναν πρωτοετή ένα πανίσχυρο τσεκούρι και μου είπε ακριβώς το ίδιο>> και παίρνει σοβαρό ύφος. <<Και τι έγινε με αυτόν;>> <<Ήταν ο Ντάνκαν>> Ο Έβαν σοβάρεψε τώρα και του λέει. <<Εγώ δεν θα γινόμουν ποτέ σαν αυτόν>> <<Ωραία! Θα πάρω αυτά τα λόγια ως υπόσχεση. Αυτά τα γάντια όμως κοστίζουν αρκετά. Δεν κάνουν σαν το ξίφος εκείνου του κοριτσιού 300 c-coins>> <<Πόσο κάνουν;>> <<1500 c-coins. Βέβαια μπορούμε να κοιτάξουμε για άλλο όπλο που μπορεί να σου κάνει και….>> Τον διακόπτει ο Έβαν και του λέει ότι μπορεί να τα αγοράσει. Ο κύριος ξαφνιάζεται. Έτσι βάζει τα γάντια του μέσα σε μια θήκη, φέρνει το μηχάνημα για τις πιστωτικές κάρτες και πληρώνεται. <<Βλέπω εκτός από καλό παιδί είσαι και πλούσιος>> <<Ναι με υιοθέτησαν πλούσιοι. Επίσης κύριε θα χρειαστώ έναν οδηγό καρπού και ένα ζευγάρι παπούτσια Φαστ σουτ>> Εκείνος του φέρνει από τα ράφια, που είναι σε κενή θέα, μία από αυτές τις μαύρες συσκευές χεριού. Μετά του δείχνει ποιο σχέδιο και χρώμα θέλει για τα παπούτσια του. Βλέπει ένα ζευγάρι που του κινεί το ενδιαφέρον. Είναι χρώμα μαύρο με άσπρο πάτο από κάτω και το μοναδικό σχέδιο είναι μπλε ρίγες. Η ταινία που έχει από κάτω είναι διάφανη. Του ζητάει αυτά και του τα δίνει. Αλλά βλέπει μια φωτεινή ένδειξη με τον αριθμό 20 που είναι ο αριθμός του παπουτσιού. Είναι πολύ μικρότερα από τον δικό του, ο οποίος είναι 36. Ο κύριος παίρνει τα παπούτσια και αυξάνει τον αριθμό στην ένδειξη με ένα περίεργο εργαλείο. Όσο αυξάνει τον αριθμό τόσο μεγαλώνουν τα παπούτσια. Ο Έβαν μένει έκπληκτος και τον ρωτάει. <<Πως το κάνατε αυτό;>> <<Είναι τεχνολογία που θα την μάθετε στο σχολείο>> <<Κύριε η περίεργη ταινία που έχουν κάτω αυτά τα παπούτσια, τι είναι;>> <<Με αυτή μπορούν τα παπούτσια να γλιστράνε πάνω στο γήπεδο. Το άθλημα μας πιο πολύ μοιάζει με άθλημα σε πάγο παρά σε κανονικό γήπεδο. Γλιστράνε σε κάθε υλικό>> του απαντάει <<Τα παπούτσια και ο οδηγός καρπού είναι 30 c-coins>> και τα βάζει μέσα σε ένα κουτί. Του ξαναδίνει την κάρτα και πληρώνει. Τον ρωτάει, κάτι που το σκέφτεται πολύ ώρα τώρα.
80
<<Γιατί τα παιδιά έχουν όπλα στην σχολή>> ρωτάει καθώς του φαίνεται παράλογο. <<Εξασκούνται στο να αμύνονται. Ο κόσμος μας δεν είναι πολύ ασφαλής εκεί έξω. Εκτός από μερικά νησιά. Φυσικά από τον πρώτο σας χρόνο τα όπλα σας μπαίνουν σε ειδικές θήκες, όπως σε αυτή που σου έδωσα. Η θήκη κλειδώνει από την στιγμή που τα αγοράζετε, και ανοίγουν μόνο με ένα ειδικό κλειδί των καθηγητών. Λόγω ασφάλειας. Μερικά σάιμποργκ δεν έχουν όπλα, επειδή δεν ταιριάζει σε αυτούς όπλο κοντινής απόστασης. Πάντως θα σε αγαπάνε πολύ, οι γονείς σου για να σου δώσουν πάνω από 1530 c-coins>> <<Για την μητέρα δεν ξέρω αλλά ο πατέρας σίγουρα>> μουρμουράει προσπαθώντας να μην τον ακούσει. <<Τι είπες;>> <<Τίποτα. Να είστε καλά, σας ευχαριστώ!>> <<Στο καλό Έβαν>> και σηκώνει το μεγάλο χέρι του για να τον χαιρετήσει. Μόλις βγαίνει έξω από το μαγαζί βάζει μέσα στο σακίδιο με τα βιβλία του το κουτί με τα παπούτσια και φοράει στο χέρι τον οδηγό καρπού. Ο οδηγός καρπού είναι μια μικρή οθόνη με ένα ατσάλινο μαύρο λουράκι. Το πρώτο πράγμα που κάνει, μετά που το φοράει, είναι να αγγίξει την οθόνη. Μόλις την αγγίζει φωτίζεται και μιλάει μια γυναικεία ρομποτική φωνή, σαν την πρόσκληση του για την σχολή του. <<Καλησπέρα κύριε Κόντρο. Είμαι η προσωπική οδηγός σου. Τι θα μπορούσα να κάνω για εσάς;>> Ο Έβαν, περίεργος της απαντάει με ερώτηση. <<Τι μπορείς να κάνεις;>> <<Πολλά πράγματα όπως μπορώ να σου πω που βρίσκεται ένα μέρος που αναζητάς και πως θα φτάσεις εκεί>> <<Καλό>> λέει εντυπωσιασμένος <<Τότε πες μου για το μετρό της αγοράς που θα φύγει στις 5>> Ξαφνικά η συσκευή βγάζει ένα ολόγραμμα του νησιού, στο οποίο βρίσκεται πάνω η αγορά. Κάνει κοντινό στην αγορά και ξανακάνει κοντινό στο μετρό, στο οποίο θέλει να πάει. <<Το μετρό της αγοράς είναι 300 μέτρα μακριά από την θέση που βρίσκεστε>> Τώρα μετατρέπει το ολόγραμμα μακέτα του νησιού σε ένα ολόγραμμα χάρτη και του δείχνει τα βήματα που θα κάνει για να φτάσει εκεί. <<Θα περπατήσετε ευθεία μπροστά μέχρι τον κεντρικό δρόμο. Μόλις φτάσετε θα στρίψεις όλο αριστερά και θα είσαστε στην τοποθεσία που επιθυμείται>>
81
Ο Έβαν έχει απορροφηθεί με τις εικόνες και τα φώτα των ολογραμμάτων, αλλά ακούει και απομνημονεύει τις οδηγίες. Ευχαριστεί την οδηγό και αυτή κλείνει αυτόματα. Έτσι ξεκινάει για το μετρό. Όμως ξεχνάει ότι του λείπουν άλλα δύο πράγματα από την σχολική λίστα του. Ευτυχώς στον δρόμο του βρίσκει δύο μαγαζιά, που το ένα πουλάει εργαλεία και το άλλο φόρμες. Πάει και αγοράζει αυτά που του λείπουν. Τώρα υπάρχει ένα πρόβλημα. Δεν μπορεί να μεταφέρει όλα του τα πράγματα. Είναι πολλά. Ιδίως η εργαλειοθήκη είναι πολύ βαριά. Στην αντίληψή του πέφτει ένα μαγαζί που βρίσκεται ακριβώς απέναντι του. Είναι ένα μαγαζί που πουλάει διάφορες συσκευές ανέσεων. Σκέφτεται μήπως πουλάει κάτι που θα μπορέσει να τον βοηθήσει στο πρόβλημά του. Καθώς δεν μπορεί να πάρει όλα μαζί τα πράγματά του, παίρνει πρώτα τα μισά από αυτά, τα μεταφέρει απέναντι, μπαίνει για λίγο μέσα στο μαγαζί και τα αφήνει. Κάνει την ίδια δουλειά μετά για τα υπόλοιπα. Μέσα το μαγαζί είναι τρομερό. Το αντικείμενα προς πώληση είναι εντυπωσιακά. Μερικά βέβαια περιττά, για παράδειγμα ένας καθαριστής καρότων. Αλλά υπάρχουν και μερικά άλλα που είναι ενδιαφέρον, όπως ένας γρήγορος αυτόματος κόφτης φρούτων και λαχανικών με διάφορους τρόπους κοπής. Προς πώληση υπάρχουν επίσης ρομπότ εργάτες για το σπίτι. Όμως αυτό που του κινεί περισσότερο την προσοχή είναι μια υπερσύγχρονη καρέκλα μασάζ. Επειδή θέλει πολύ να την χρησιμοποιήσει, κάθεται και πατάει ένα κουμπί στο μπράτσο της και ενεργοποιείται. Νιώθει πολύ ωραία, καθώς νιώθει το σώμα του να γίνεται αλοιφή από την χαλάρωση. Υπάρχουν στο μπράτσο της καρέκλας διάφορες ρυθμίσεις. Πάει να πατήσει μια από αυτές, αλλά η πωλήτρια εμφανίζεται ξαφνικά. <<Βλέπω απολαμβάνετε το εμπόριο μας>> του λέει καλοσυνάτα. Ο Έβαν ξαφνιάζεται και σηκώνεται αμέσως. <<Συγνώμη…>> <<Χαλαρώστε! Για αυτό τον λόγο είναι σε κοινή θέα τα προϊόντα μας. Για να δοκιμάζονται. Θα θέλατε να αγοράσετε την καρέκλα;>> <<Κανονικά όχι… Μπήκα στο μαγαζί σας για να δω μήπως έχετε ένα είδος συσκευής για να κουβαλήσω τα πράγματά μου>> και της δείχνει τα πράγματά του, τα οποία βρίσκονται δίπλα στην είσοδο του μαγαζιού <<Είναι πολλά και πρέπει να πάω στο μετρό για την σχολή μου>> <<Φυσικά και έχουμε! Περιμένετε ένα λεπτό>> και σε λιγότερο από ένα λεπτό επιστρέφει με έναν μεγάλο κυκλικό δίσκο, σαν ένα πολύ λεπτό πιάτο στο οποίο μπορεί να φάνε δύο κανονικές οικογένειες <<Αυτός είναι ο κουβαλητής 3000. Μπορεί να κουβαλήσει έως 500 κιλά. Έχει από κάτω ένα κουμπί το οποίο ενεργοποιεί μια δύναμη ενάντιας στην δύναμη της βαρύτητας. Κοιτάξτε!>> πατάει το κουμπί και
82
αφήνει τον δίσκο κάτω. Ο δίσκος αρχίζει να αιωρείται στον αέρα, με λίγα εκατοστά απόσταση από το έδαφος. Πατάει πάνω του η κυρία για να δείξει ότι μπορεί να την σηκώσει. Ο Έβαν εντυπωσιάζεται. Η κυρία συνεχίζει <<Με αυτό το τηλεχειριστήριο μπορείτε να τον καθοδηγείτε όπου θέλετε>> και με το τηλεχειριστήριο στα χέρια, συνεχίζει την επίδειξη πηγαίνοντας τον δίσκο ελάχιστα μπροστά και μετά πίσω στην θέση του. Κατεβαίνει από τον δίσκο και ρωτάει <<Θα θέλατε να τον αγοράσετε;>> Ο Έβαν χωρίς δεύτερη σκέψη της απαντάει ΄ναι΄, κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά. Της δίνει την κάρτα. Αφού πληρώσει, παίρνει τον δίσκο και βάζει πάνω του τα πράγματα του. Ευχαριστεί την πωλήτρια και βγαίνει έξω. Τώρα μάλιστα. Ο δρόμος του έχει γίνει πιο εύκολος. Στην πορεία του για το μετρό βλέπει ένα ενδιαφέρον κτήριο με το όνομα “Η τέλεια εμφάνιση, η ειδικότητα μας”. Βλέπει στις βιτρίνες διάφορα αρώματα, περούκες και ρούχα και πάνω σε αυτές γράφει. ανδρικό κούρεμα= 20 s-coins γυναικείο κούρεμα=1 c-coin εκπτώσεις στα αρώματα και τα αξεσουάρ 20% οι στιλιστικές συμβουλές δωρεάν Ενώ τα διαβάζει, πιάνει λίγο τα μαλλιά, σκεπτόμενος ότι χρειάζεται μια αλλαγή της εμφάνισης του. Θέλει να κάνει καλή εντύπωση στην πρώτη μέρα στο σχολείο του. Κοιτάει στο κινητό του για την ώρα και λέει 3:30. Έχει μιάμιση ώρα για να ξοδέψει και έτσι χαλαρός μπαίνει στο μαγαζί. Ο χώρος στον οποίο εισέρχεται, μοιάζει με ένα πανέμορφο εργαστήριο που εξειδικεύεται μόνο σε θέματα εμφάνισης. Τα χρώματα είναι ζωντανά. Άσπρο στους τοίχους και διάφορα κόκκινα και χρυσά αντικείμενα που διακοσμούν τον χώρο. Μπροστά του έχει ένα κομψό αποδυτήριο για να μπορεί να αλλάξει ενδυμασία. Στα δεξιά του έχει διάφορα ρούχα, μερικά τρελά, αλλά κομψά και αλλά για απλούς περιπάτους στον δρόμο, και διάφορα είδη αξεσουάρ όπως ρολόγια, γυαλιά και, χωρίς λόγο, διάφορα κινητά. Από τα αριστερά του έχει 5 πάγκους για κούρεμα. Επίσης σε αυτό το κτήριο δουλεύουν μόνο σάιμποργκς. Μια κυρία, μάλλον η υπεύθυνη εδώ μέσα, η οποία είναι στην πένα, πλησιάζει τον Έβαν. Είναι κομψή, με τεράστια ποσότητα μεϊκάπ στο πρόσωπο, καλοντυμένη, και με τακούνια. Έτοιμη για να πάει σε επίσημο ραντεβού. <<Γεια σας μικρέ κύριε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για εσάς;>> τον καλωσορίζει στο μαγαζί της με ένα αστραφτερό χαμόγελο.
83
<<Θα ήθελα...>> Πριν ζητήσει το οτιδήποτε τον διακόπτει η κυρία και του λέει. <<Γενικώς ένα άλλαγμα. Κούρεμα, ρούχα και άλλα. Σωστά;>> <<Τόσο χάλια είμαι;>> ρωτάει και γίνεται ανασφαλής για την εμφάνιση του. <<Όχι! Κανονικά τα μαλλιά είναι λίγο, αλλά ήρθες από τον κόσμο των κατώτερων και καλύτερα να αλλάξεις λίγο το look σου. Δεν σε αποδέχεται πολλές φορές μια σχολή>> Σκέφτεται να ρωτήσει πως κατάλαβε ότι θα πάει για πρώτη φορά στην σχολή του, αλλά ξέρει πια ότι δείχνει ότι είναι πρωτοετής. Αφού χρειάζεται μια αλλαγή ρωτάει από που να ξεκινήσει. Η κυρία τον καθοδηγεί προς τους πάγκους για κούρεμα και του δίνει μια θέση για να κάτσει. Φωνάζει έναν από τους κουρέες να τον εξυπηρετήσει. Έρχεται ένας νεαρός, κάπου στα 25 χρονών, και του μιλάει φιλικά. <<Τι έχουμε εδώ; Πόσο χρονών είσαι φίλε μου;>> <<12>> του απαντάει. <<Και πως σε λένε;>> <<Έβαν>> <<Λοιπόν Έβαν, άκου τώρα τι θα κάνουμε>> και ενώ του μιλάει πιάνει, εξετάζει τα μαλλιά του λεπτομερώς και τα βρέχει με ένα ψεκαστήρα νερού <<Βλέπω με τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου θα πήγαινε ένα ελαφρώς ίσιο μαλλί , με ξυρισμένο στο 0 στα πλαϊνά και από πίσω στο 1, τι λες;>> <<Δεν ξέρω, για να το λέτε εσείς κάτι ξέρετε>> <<Μίλα μου στον ενικό σε παρακαλώ, δεν μου αρέσει να νιώθω ότι μεγαλώνω>> δείχνει ανασφάλεια για την ηλικία του. <<Εντάξει>> Ο κουρέας πάει μπροστά στον πάγκο και πατάει μια μικρή οθόνη αφής, η οποία είναι ενσωματωμένη με την επιφάνεια του πάγκου. Μετά λέει στον Έβαν να κοιταχτεί στον καθρέφτη για λίγο. Το είδωλο του αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει το στυλ των μαλλιών του και γίνονται όπως του είπε ο κουρέας να του τα φτιάξει. Δεν πιστεύει στα μάτια του. Μένει χωρίς λόγια. Κάνει μια απότομη κίνηση και πιάνει τα μαλλιά του για να δει αν είναι αληθινό αυτό. Ο κουρέας γελάει και του λέει. <<Δεν είναι αληθινό. Είναι μια εικόνα σου που δημιουργεί ο καθρέφτης για να δεις αν σου πάνε. Εμένα μου φαίνονται πολύ ωραία. Σε δείχνουν καλό και γλυκό παιδί αλλά έχει και λίγο την ιδέα του άγριου. Να τα φτιάξουμε έτσι;>> <<Ναι μου αρέσουν και εμένα>> λέει και κάθεται προς τα πίσω στην καρέκλα, έτοιμος για μια αλλαγή.
84
Όσο τον κουρεύει, του πιάνει την κουβέντα ο κουρέας και τον ρωτάει πράγματα όπως από που είναι, σε ποια σχολή θα πάει, πως περνάει στην αγορά και άλλα τέτοια. Κάποια στιγμή μιλάνε για την πραγματική του οικογένεια. Όπως όλοι, ξαφνιάζεται. Κουρεύει τον γιο ενός μεγάλου ήρωα. Αυτό θα είναι μια μικρή ιστορία που θα διηγείται στους φίλους του. Μόλις τελειώνει με τα μαλλιά του, τον πληρώνει 20 s-coins και πάει να συνεχίσει την αλλαγή της εμφάνισης του στα ρούχα. Η κυρία, με την οποία μιλούσε προηγουμένως, βρίσκεται μπροστά από μια τεράστια ντουλάπα με διάφορα είδη ρούχων. <<Τι στυλ θα ήθελες να έχεις;>> τον ρωτάει. <<Εμμμμ>> σκέφτεται ο Έβαν <<Θα ήθελα να είναι λίγο χαλαρό και να γίνεται αντιληπτό στον δρόμο μου. Θέλω να με δείχνει φιλικό, αλλά και λίγο σκληρό. Δεν θέλω να με δείχνει πλούσιο, αλλά θα ήθελα να...>> αρχίζει να ντρέπεται λίγο, τρίβοντας το κεφάλι του. <<Έλα πες μου μην ντρέπεσαι>> του λέει προσπαθώντας να τον κάνει να νιώσει πιο άνετα. <<Να ελκύει λίγο το αντίθετο φύλλο>> Καταλαβαίνοντας τι θέλει να πει βγάζει το εξής αποτέλεσμα. <<Άρα θέλεις ένα ταπεινό, χαλαρό, δυνατό στυλ που θα προκαλεί μυστήριο και έλξη για φίλους και κοπέλες;>> <<Μάλλον. Έχετε να μου προτείνεται κάτι;>> <<Ναι, φυσικά>> και πατάει ένα κουμπί, δίπλα στην ντουλάπα και αρχίζουν να περνάνε αργά από μπροστά τους διάφορα αντρικά ρούχα και καθώς περνάνε πιάνει μερικά από αυτά και τα δίνει στον Έβαν <<Θα χρειαστείς φυσικά μια κόκκινη απλή αλλά καλή μπλούζα που θα δώσει μυστήριο, μαζί με ένα απλό δερμάτινο λεπτό μπουφάν και ένα μαύρο τζιν χωρίς σκισίματα αλλά με πολύ μικρές γρατζουνιές. Να, και μια μαύρη ζώνη με μια ασημένια αγκράφα που θα σου δίνει λίγο κύρος. Να και ένα ζευγάρι μαύρα αθλητικά παπούτσια>> Αφού τελειώνει με την επιλογή ρούχων, του λέει να πάει στο αποδυτήριο να αλλάξει. Αφού αλλάξει, βλέπει τον εαυτό του σε έναν ολόσωμο καθρέφτη. <<Χμμ, ωραίο είναι>> κοιτάζεται σε όλα τα σημεία του σώματος του. <<Ωραία πάρε τρία ζευγάρια αθλητικά παπούτσια του ίδιου στυλ γιατί θα σου χρειαστούν. Πίστεψε με>> και του τα δίνει στο χέρι μέσα σε κουτί <<Τώρα ήρθε η ώρα για μερικές τελευταίες πινελιές>> λέει η κυρία και τον πηγαίνει στα αξεσουάρ. Του δίνει ένα ζευγάρι γυαλιά με πολύ λεπτό σκελετό. Αυτός της λέει ότι δεν έχει κάποιο πρόβλημα με τα μάτια του. Εκείνη του απαντάει ότι δεν είναι για λόγους ιατρικής, αλλά είναι στην μόδα τα
85
γυαλιά. Ακούγοντας την κυρία τα βάζει. Μετά του λέει να πιέσει λίγο τον σκελετό γύρω από τους φακούς. Με την πρώτη πίεση οι φακοί μετατρέπονται σε μαύρους για γυαλιά ηλίου. Τα πιέζει ξανά και γίνονται κίτρινοι οι φακοί. Τα πιέζει άλλες 5 φορές και μετατρέπονται σε 5 διαφορετικά χρώματα ώσπου επανέρχονται στο αρχικό τους. <<Είναι τέλεια>> λέει με ενθουσιασμό, έχοντάς τα στα χέρια του. <<Χαίρομαι που σου αρέσουν. Τώρα ας δούμε για ένα καινούργιο κινητό>> και παίρνει ένα μοντέλο από μια σειρά με κινητά που έχει πάνω στον πάγκο και του το παρουσιάζει <<Αυτό φαίνεται ένα απλό μαύρο κινητό, αλλά έχει επτά κάμερες από πίσω και τρεις από μπροστά τελευταίας ανάλυσης. Ένα Terra-byte χωρητικότητα μνήμη, ανεξάντλητη μπαταρία, πάρα πολύ ελαφρύ και αρκετά μεγάλο, μήκος 159 mm, πλάτος 75 mm και πάχος 7 mm, της Revolution. Είναι το πιο ακριβό που έχουμε, αλλά μπορούμε να πάμε σε άλλο αν θες>> <<Αυτό θέλω δεν έχω θέμα με τα λεφτά. Από περιέργεια γιατί πουλάτε κινητά, ενώ εξιδανικεύεστε στην μόδα και στην εμφάνιση;>> <<Επειδή τώρα πια τα κινητά αποτελούν προϊόν μόδας και εμφάνισης. Ακόμα και οι κατώτεροι το έχουν θέσει έτσι. Τέλος πάντων, δώσε μου το παλιό σου κινητό, για να περάσω ότι αποθηκευμένα έχεις, στο καινούργιο. Επίσης κοστίζει 11 c-coins και 87 s-coins>> Της δίνει την κάρτα και το παλιό του κινητό. Η κυρία περνάει την κάρτα από το σύστημα πληρωμής. Μετά περνάει τα αποθηκευμένα από το παλιό στο καινούργιο του κινητό. Ο τρόπος με τον οποίο τον κάνει είναι πολύ περίεργος. Το δάκτυλό της βγάζει ένα πολύ μικρό σωλήνα σαν βελόνα, τον οποίο βάζει στην αποδοχή φόρτισης του παλιού κινητού. Έπειτα το βγάζει και τον βάζει στην αποδοχή του καινούργιου. Του το δίνει και τον αποχαιρετάει. <<Σας ευχαριστούμαι που μας προτείνατε. Θα σας έδινα μερικές συμβουλές μόδας αλλά είναι 4:30 η ώρα θα πρέπει να προλάβετε το μετρό>> Ο Έβαν μόλις ακούει την ώρα φρικάρει. Η ώρα περνάει γρήγορα όταν περνάει καλά. Ευχαριστεί την κυρία για όλα, βάζει τα ρούχα του μέσα στην βαλίτσα, παίρνει τις αποσκευές του και τρέχοντας, φεύγει για το μετρό. Σε ένα τέταρτο φτάνει στον σταθμό του μετρό. Ο σταθμός βρίσκεται στην άκρη του νησιού δίπλα ακριβώς από την θάλασσα. Δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό απλά μια μικρή πλατεία με ένα εκδοτήριο εισιτηρίων και δυο παγκάκια. Το εντυπωσιακό είναι το μετρό. Ένα μαύρο τεράστιο μακρύ μεταφορικό μέσο με μυτερή μύτη, που κοιτάζει προς την θάλασσα. Οι ράγες φωτίζονται ρυθμικά, σαν το φως να ρέει μέσα σε αυτές παιχνιδιάρικα και να δείχνουν προς τα που πάει το μετρό. Καταλήγουν μέσα στην
86
θάλασσα. Ο Έβαν τρέχει βιαστικά στο εκδοτήριο, χωρίς να δώσει αυτή την φορά σημασία για το οτιδήποτε, και βγάζει ένα εισιτήριο. Πάει να μπει μέσα στο μετρό αλλά τον σταματάει ο ελεγκτής. <<Εισιτήριο παρακαλώ>> Βλέπει το εισιτήριο του. Του ζητάει τις αποσκευές για να τις βάλει στον χώρο των αποσκευών και τον αφήνει να μπει. Ο Έβαν, χαλαρός τώρα, μπαίνει στο μετρό, με όρεξη να δει περισσότερα.
87
Στο μετρό
Τ
ο μετρό από μέσα μοιάζει με έναν πολύ μακρύ, άσπρα φωτισμένο, διάδρομο ξενοδοχείου, όπου αντί για πόρτες, αριστερά και δεξιά, υπάρχουν θάλαμοι. Μέσα σε αυτούς έχουν δύο καναπέδες, ο ένας απέναντι στον άλλον, ένα μεταλλικό τραπέζι
στο κέντρο και ένα παράθυρο φτιαγμένο από ένα διαφανές και πανίσχυρο υλικό. Ενώ ψάχνει τον θάλαμο 34, που δείχνει το εισιτήριο του, περνάει δίπλα από διάφορους θαλάμους, όπου μερικοί είναι άδειοι, με ανοιχτή την πόρτα, και άλλοι, με κλειστή την πόρτα, να ακούγονται ομιλίες και γέλια από μέσα, από διάφορες ηλικίες ατόμων. Περπατάει 5 βαγόνια και τελικά βρίσκει τον θάλαμο με τον αριθμό που θέλει. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μέσα ένα αγόρι, στην ηλικία του, ξαπλωμένο οριζόντια στον έναν καναπέ, έχοντας για μαξιλάρι τα χέρια του και τα πόδια το ένα πάνω στο άλλο. Έχει μαύρο χρώμα δέρματος, με κατάμαυρα μαλλιά ράστα, που φτάνουν μέχρι το τέρμα των αυτιών του. Το ντύσιμο του είναι σαν να είναι έτοιμος για παραλία, με κοντομάνικο μπλουζάκι, που έχει ζωγραφισμένους δέντρα φοίνικες, ένα άσπρο σορτσάκι και παντόφλες στα πόδια. Ο σωματότυπος του είναι λεπτός προς κανονικός. Μόλις αντικρίζει τον Έβαν να μπαίνει μέσα, του χαμογελάει ελαφρά με τα μάτια μισόκλειστα, χαλαρός και του λέει. <<Χέιιιι!! Εσύ θα πρέπει να είσαι ο συγκάτοικος μου στο ταξίδι>> <<Ναι. Με λένε Έβαν Κόντρο, εσένα πως σε λένε;>> και κάθεται απέναντι του. Το αγόρι παίρνει καθιστή στάση στον καναπέ, χωρίς να χαλάσει το χαλαρό του ύφος, και του λέει. <<Α! Είσαι ο γιος αυτού του στρατιώτη που...>> σταματάει επειδή δεν θέλει να πει καμία αρνητική λέξη όπως “σκοτώθηκε” και επειδή η ιστορία των γονιών του ξέρει ότι δεν έχει καλό τέλος, το προσπερνάει <<Άστο καλύτερα. Εμένα με λένε Ντέρεκ Μπέη. Είμαι από την Τζαμάικα. Εσύ από που είσαι;>>
88
<<Από την Ελλάδα και τώρα πήρα μια πρόσκληση από την σχολή Τζέναρντ. Είμαι πολύ περίεργος για να δω πως είναι η σχολή >> και καθώς προσπαθεί να φανταστεί την σχολή, χτυπάει τα δάχτυλα του στο τραπέζι νευρικά από τον ενθουσιασμό του. <<Χε χ, φαίνεται>> του λέει, ενώ κοιτάει την νευρικότητα του. <<Εσύ σε ποια σχολή θα πας;>> <<Και εγώ στην Τζέναρντ θα πάω, και αν μπούμε στον ίδιο πύργο απογόνων μπορεί να γίνουμε και φίλοι>> <<Τέλεια είναι καλό να ξέρω ότι ένας τουλάχιστον θα με συμπαθεί>> <<Γιατί; Γενικά δεν είσαι φιλικός;>> <<Φιλικός είμαι απλά είμαι κάπως ντροπαλός. Δεν ξέρω καθόλου την σχολή άρα θα μου είναι δύσκολο να κάνω φίλους>> <<Δεν το νομίζω. Δεν φαίνεσαι ντροπαλός>> και τον κοιτάει περίεργα καθώς αυτό που βλέπει είναι ένα νευρικό αγόρι από ενθουσιασμό, το οποίο είναι ανοιχτό σε νέες συζητήσεις. <<Μην με βλέπεις έτσι, όπως είπα και πριν ανυπομονώ να δω την σχολή. Εσένα σε βλέπω πάρα πολύ χαλαρό. Δεν σε ενθουσιάζει το γεγονός ότι πρόκειται να φοιτήσουμε σε μία από τις καλύτερες σχολές για μαθητές σαν εμάς;>> <<Κοίτα φίλε. Με ενθουσιάζει...>> και ξαπλώνει σιγά σιγά προς τα πίσω <<απλά εγώ δεν είμαι άτομο των έντονων συναισθημάτων. Μου αρέσει να είμαι χαλαρός, και όταν λέω χαλαρός όχι χαλαρός με την έννοια είμαι δημοφιλής, κάνω το “κακό αγόρι” και όλα τα υπόλοιπα, αλλά ότι δεν έχω αρνητικά και έντονα συναισθήματα. Γενικά...>> και ακούγεται δυνατά ένα “άσε με”, που κόβει την συνομιλία τους, καθώς κινεί την προσοχή των δύο αγοριών. Βγαίνουν έξω από τον θάλαμο να δουν τι γίνεται. Μαζί τους βγαίνουν από τους άλλους θαλάμους άλλα παιδιά, πρωτοετείς, για τον ίδιο λόγο. Είναι ένα λεπτοκαμωμένο αγόρι με σκούρο μπλε χρώμα μαλλί ακατάστατο, με ένα πολύ απλό σετ ρούχων και φοράει γυαλιά με χοντρό σκελετό. Ο λόγος που φώναξε είναι ένα άλλο κανονικού ύψους και πάχους αγόρι που τον πειράζει. Έχει το στυλ “κακού αγοριού”, έχοντας από πίσω του τρεις φίλους του. Ο ένας είναι εύσωμος, ο άλλος κοντός και ο τρίτος ψηλός. Φοράει μαύρα τζιν και μπλούζα με μια εντυπωσιακή νεκροκεφαλή από μπροστά, και έχει μαύρα μακριά μαλλιά και μαύρα μάτια. Το αγόρι με τα γυαλιά θα το χαρακτήριζε κάποιος ως ένα “φυτό” του σχολείου, ενώ το άλλο ο τραμπούκος της σχολής. Ο τραμπούκος λέει, με ένα αγριεμένο ύφος. <<Πρόσεχε που πατάς για να μην έχεις θέματα. Κατάλαβες;>>
89
<<Μα εσύ με πάτησες, όχι εγώ>> του λέει διστακτικά το “φυτό”. <<Μήπως με κατηγορείς;>> τον κοιτάει ακόμα πιο πολύ με θυμό. <<Όχι, όχι απλά λέω τι έγινε ακριβώς>> του απαντάει με τρομοκρατημένο ύφος. <<Χάσου από τα μάτια μου σκουπίδι. Πήγαινε να κλειστείς σε καμιά βιβλιοθήκη>> και τον σπρώχνει προς τα πίσω και πέφτει κάτω. Ο Έβαν αρχίζει να τρελαίνεται, επειδή αυτή η κίνηση του θυμίζει εκείνη την βραδιά στο κλαμπ με τον αδερφό του, πέρσι. Βλέπει ακριβώς την ίδια εικόνα. Έτσι αυτός με θυμό πάει και μπλέκεται στον καβγά. Μπαίνει μπροστά από το παιδί με τα γυαλιά και λέει σε εκείνο με τα μαύρα. <<Περίμενε λίγο! Με πιο δικαίωμα πειράζεις άλλα παιδιά;>> <<Και ποιος είσαι εσύ; Ο ήρωας;>> <<Δεν λέω ότι είμαι ήρωας. Απλά δεν καταλαβαίνω την συμπεριφορά σου>> <<Φίλε κάνε πίσω γιατί δεν ξέρεις με ποιον τα βάζεις>> τον απειλεί εκείνος, ακουμπώντας τον δείχτη του χεριού του πάνω στο μέτωπο του υποτιμητικά. <<Ναι δεν τον ξέρεις καλά!!!>> πετάγεται ο κοντός φίλος του. <<Φυσικά και ξέρω. Έχω να κάνω με έναν ηλίθιο, ο οποίος ξέρει ότι είναι άχρηστος και ότι δεν θα καταφέρει τίποτα στην ζωή του και για αυτό ξεσπά σε άλλους για να νιώσει καλύτερα>> Το μάτι του αγοριού γυαλίζει από τον θυμό του και αυτό που ακολουθεί είναι να ρίξει μπουνιά στον Έβαν. Αλλά ο Έβαν με μια λαβή του αριστερού του χεριού σταματάει την μπουνιά και με μια γρήγορη κίνηση, με το άλλο του χέρι, πιάνει το κεφάλι του και του το συγκρούει με έναν μεταλλικό στύλο, που στηρίζεται ένας θάλαμος. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που ακούστηκε πολύ δυνατά ο ήχος του μετάλλου, όταν δέχεται χτύπημα. Οι φίλοι του αγοριού κάνουν πίσω. Όλα τα παιδιά ξαφνιάζονται και βγάζουν επιφωνήματα πόνου όλοι μαζί, σαν να ένιωσαν το χτύπημα. Ο τραμπούκος ζαλίζεται. Παραπατάει και ψάχνει κάπου να κρατηθεί για να μείνει όρθιος. Το μέτωπο του έχει κοκκινίσει στα πλάγια. Ο Έβαν συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει τις αισθήσεις του το αγόρι, αλλά δεν το μετανιώνει. Με χαλαρή φωνή πάει λίγο κοντά του και δείχνοντας του ένα δάχτυλο τον ρωτάει. <<Πόσα είναι αυτά;>> <<Πέντε;>> λέει προσπαθώντας να εστιάσει. Ο Έβαν καταλαβαίνει ότι είναι πιο χάλια από ότι πίστευε και έτσι λέει στους φίλους: <<Πάρτε τον από δω και βάλτε του λίγο πάγο στο κεφάλι. Ελπίζω να έχει το μετρό πρώτες βοήθειες>>
90
Τον πιάνουν από τις μασχάλες και τον σέρνουν σε ένα άλλο βαγόνι. Όλα τα παιδιά μπαίνουν μέσα στους θαλάμους και το γεγονός γίνεται θέμα προς συζήτηση. Ο Έβαν δίνει το χέρι του στο πεσμένο αγόρι και του λέει: <<Έλα σήκω. Δεν χρειάζεται να τον φοβάσαι πια όπως βλέπεις>> Το αγόρι πιάνει το χέρι του και με την βοήθεια του Έβαν σηκώνεται. <<Ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες… Και με το παραπάνω θα έλεγα>> του λέει το αγόρι ντροπαλά και ευγνώμων. <<Δεν κάνει τίποτα. Σε ποιον θάλαμο είσαι;>> <<Στον 34>> <<Τέλεια είσαι στον δικό μου. Σε πια σχολή πας;>> <<Στην Τζέναρντ>> <<Και εγώ. Έλα μαζί μου>> του κάνει νόημα με το χέρι να τον ακολουθήσει. Πηγαίνουν στον θάλαμο και κάθονται μαζί στον ίδιο καναπέ απέναντι από τον Ντέρεκ. Ο Ντέρεκ δείχνει εντυπωσιασμένος, όσο πιο πολύ μπορεί, και λέει στον Έβαν. <<Φίλε μου, το έχετε οικογενειακό μάλλον το ηρωικό DNA>> και γελάει χαλαρά. <<Εχ εντάξει. Δεν μου αρέσει να βλέπω κάποιον να αδικείται>> του απαντάει σαν να μην έκανε κάτι το τρομερό <<Τέλος πάντων να σε συστήσω στο παιδί από εδώ. Πηγαίνει στο Τζέναρντ, όπως εμείς, και τον λένε εεεμμμ… Πως σε λένε;>> αναφέρεται στο αγόρι. <<Μάριο Μπέλο. Είμαι από Ιταλία>> <<Μάριο, εμένα με λένε Έβαν Κόντρο, είμαι Έλληνας και από εδώ είναι ο Ντέρεκ Μπέη, είναι Τζαμαϊκανός>> και δείχνει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον Ντέρεκ. Ο Μάριος τον κοιτάει με πολύ ανοικτά μάτια όταν ακούει το όνομα του. <<Είσαι ο...>> Και τον διακόπτει ο Έβαν λέγοντας του. <<Ναι ναι>> Νιώθει ωραία, ξέροντας ότι έχει κάποιον δίπλα του με ένα τέτοιο διάσημο όνομα. Ο Ντέρεκ κοιτάει με περιέργεια τα μαλλιά του Μάριο και τον ρωτάει. <<Γιατί βάφεις τα μαλλιά σου μπλε;>> <<Δεν τα βάφω από τότε που γεννήθηκα έτσι είναι. Έχω μια ιδιαίτερη γενετική ανωμαλία. Δεν με πειράζει όμως μου αρέσει αυτό το χρώμα. Με κάνει ιδιαίτερο>> του απαντάει ντροπαλός. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή του οδηγού σε όλο το μετρό, μέσα από κάτι ηχεία που δεν φαίνονται.
91
<<Είμαστε έτοιμοι να αναχωρήσουμε με πρώτο σταθμό το νησί Τζέναρντ. Απολαύστε τις ώρες αναμονή σας εδώ με διάφορες λιχουδιές που διαθέτει το εστιατόριο του μετρό. Σας ευχόμαστε μια ευχάριστη διαδρομή>> Έξω από το παράθυρο βλέπει ότι το μετρό πηγαίνει προς την θάλασσα. Μόλις βουτάει στο νερό, συνεχίζει σιγά σιγά προς τα κάτω στον βυθό και όσο πιο βαθιά πάει το παράθυρο σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο. Φτάνουν στο τέρμα του βυθού και το τρένο αρχίζει να πηγαίνει ίσια. Όλα δείχνουν μαύρα έξω από το μετρό. Ο Έβαν ρωτάει. <<Είμαστε στο τέρμα του βυθού;>> <<Ναι, 9000 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κάποια στιγμή θα φτάσουμε στην Τάφρο των Μαριανών, όπου είναι 10911 μέτρα>> του απαντάει ο Μάριο. <<Και δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάποιο ατύχημα από την τεράστια πίεση του νερού ή κανένα θαλάσσιο πλάσμα να μας επιτεθεί;>> ρωτάει ανήσυχος. <<Όχι γιατί το μετρό είναι φτιαγμένο από τα πιο ισχυρά υλικά που υπάρχουν στον γαλαξία μας, δεύτερα στην κατηγορία. Πρώτο είναι το δέρμα διαστημικού σκώληκα>> και αφού απαντάει στην ερώτηση, βγάζει ένα βιβλίο με μαθηματικές πράξεις για να λύσει, <<Θα κάνω μαθηματικά. Θα ήθελε κάποιος από σας να λύσουμε μαζί μέχρι να φτάσουμε στην σχολή;>> Ο Ντέρεκ αηδιασμένος με αυτό που ακούει του απαντάει. <<Διάβασμα;;; Όχι ευχαριστώ πολύ, δεν υπάρχει περίπτωση. Εγώ λέω να ξαπλώσω μέχρι να φτάσουμε και που ξέρεις, μπορεί να με πάρει ο ύπνος>> και παίρνει την ίδια στάση όπως πριν μπει στον θάλαμο ο Έβαν. Μετά στρέφεται στον Έβαν και τον ρωτάει. <<Εσύ Έβαν; Είναι εύκολα. Είναι μαθηματικά της δευτέρας λυκείου>> Αυτός σκεπτόμενος τα έξι χρόνια που τον παίδευε η μητριά του για να μάθει μαθηματικά, του απαντάει μορφάζοντας, λες και είναι η χειρότερη ιδέα που υπάρχει για να περάσει τον χρόνο του. <<Εμμμμ, συγνώμη Μάριο αλλά θα προτιμούσα καλύτερα μια συζήτηση για οτιδήποτε που έχει σχέση με την σχολή ή για οτιδήποτε άλλο, παρά να κάνω μαθηματικά>> <<Και εγώ! Τι λέτε να μιλήσουμε για Φαστ σουτ;>> πετάγεται ο Ντέρεκ και παίρνει ξανά την καθιστή στάση. <<Δεν ξέρω για το Φαστ σουτ αλλά θα ήθελα να μάθω τι είδους άθλημα είναι. Μου λες τα βασικά; Πως παίζεται, τους κανόνες και τα λοιπά; Ξέρεις δεν με άφηναν οι θετοί γονείς μου να ασχοληθώ>> των ρωτάει με ενδιαφέρον.
92
<<Καλά δεν πειράζει θα ασχοληθώ εγώ με τα μαθηματικά>> λέει ο Μάριο και αρχίζει να διαβάζει το βιβλίο του. Ο Ντέρεκ με όλη του την καλή θέληση απαντάει στον Έβαν. <<Φυσικά. Βρήκες τον καλύτερο για να ρωτήσεις, επειδή δεν υπάρχει άλλος που έχει ασχοληθεί περισσότερο με το Φαστ σουτ! Θέλω αυτή την χρονιά να γίνω ο εκφωνητής στους αγώνες που θα γίνονται στην σχολή. Ας ξεκινήσουμε λίγο με την στρατηγική, την εικόνα του γηπέδου και τον εξοπλισμό>> και, ανοίγοντας τον οδηγό καρπού του, βγάζει ένα ολόγραμμα γηπέδου του αθλήματος <<Το γήπεδο είναι 150 μέτρα μήκος και 80 μέτρα πλάτος. Το άθλημα παίζεται μόνο με τα χέρια. Τα τέρματα είναι κυκλικά με διάσταση 10 μέτρα. Είναι σαν μεγάλοι στόχοι επειδή στο εσωτερικό τους, έχουν 3 επίπεδα που το καθένα αν πετύχεις παίρνεις ανάλογα πόντους. Δηλαδή αν πετύχεις στο πιο ακριανό επίπεδο είναι 25 πόντοι, αν πετύχεις το επίπεδο που δεν είναι τόσο ακριανό όπως το προηγούμενο, αλλά δεν είναι το κέντρο παίρνεις 50 πόντους, αν χτυπήσεις κέντρο παίρνεις 100 πόντους. Μετά βλέπεις αυτές τις μπλε και κόκκινες γραμμές, που η αρχή τους είναι 30 μέτρα από τα τέρματα;>> Ο Έβαν απαντάει καταφατικά με το κεφάλι κοιτάζοντας το ολόγραμμα. Ο Ντέρεκ συνεχίζει <<Αυτές οι γραμμές δημιουργούν τους διαδρόμους, στους οποίους πετάει τρελά η μπάλα>> Ο Έβαν τον διακόπτει και τον ρωτάει. <<Γιατί πετάει η μπάλα;>> <<Επειδή έχουν βάλει έναν μηχανισμό μέσα στην μπάλα ο οποίος βγάζει έναν ισχυρό αέρα μέσα από μικρούς πόρους, οι οποίοι βρίσκονται παντού γύρω από αυτήν. Μόλις ένας παίκτης την πιάσει ο μηχανισμός σταματάει να λειτουργεί. Ας επανέλθουμε, στους διαδρόμους. Είναι δέκα. Πέντε μπλε πέντε κόκκινοι, με το μοτίβο μπλε-κόκκινος-μπλε-κόκκινος. Οι επιθετικοί των ομάδων τρέχουν, πατώντας μόνο στους διαδρόμους με το χρώμα που τους έχει δοθεί από κλήρο, με ένα κέρμα από την αρχή του παιχνιδιού. Όταν πιάσει κάποιος την μπάλα και βγει στην μεριά των αντιπάλων του, μπορούν όλοι οι παίκτες να τρέχουν σε όλο το γήπεδο. Ο αγώνας τελειώνει σε δύο ώρες. Τώρα ο εξοπλισμός είναι μια κολλητή ολόσωμη φόρμα, κράνος ανοιχτό από μπροστά, γάντια, καλύμματα για γόνατα, αγκώνες, ώμους και κοιλιά, και παπούτσια Φαστ σουτ ή απλά αθλητικά παπούτσια για τους τερματοφύλακες. Οι ρόλοι είναι τρεις. Οι επιθετικοί που μπαίνουν πρώτοι στους διαδρόμους. Οι αμυντική που θα κάτσουν πίσω από την γραμμή που απέχει 25 μέτρα από τα τέρματα και την περνάνε όταν η ομάδα τους πιάσει την μπάλα ή όταν μπουν οι αντίπαλοι στον χώρο τους με την μπάλα. Αν
93
μπουν πριν, αυτό είναι παράβαση και ξεκινάει ο γύρος από την αρχή. Τέλος οι τερματοφύλακες που είναι μπροστά από το τέρμα. Για αυτό και δεν χρειάζονται παπούτσια Φαστ σουτ, καθώς δεν τρέχουν. Η μπάλα αν βγει έξω από τα τοίχοι του γηπέδου ο γύρος ξεκινάει από την αρχή. Επίσης οι τερματοφύλακες έχουν το δικαίωμα να πετάξουν για να πιάσουν την μπάλα>> <<Πως πετάνε;>> τον διακόπτει ξανά ο Έβαν. <<Όλα τα σάιμποργκ μπορούν να πετάξουν. Το μαθαίνουμε αυτό στο πρώτο μάθημα στην τάξη “Προγράμματα του μυαλού”. Μου φαίνεται δεν είσαι και πολύ ενημερωμένος για τον κόσμο μας>> τον ρωτάει ο Ντέρεκ καθώς μερικά βασικά δεν τα ξέρει. <<Όχι. Έχω μεγαλώσει με μια οικογένεια ανθρώπων που μου έκρυβε κανονικά ότι υπάρχει αυτός ο κόσμος>> ντροπιάζεται ο Έβαν λόγω των λιγοστών γνώσεών του. <<Για αυτό είσαι τόσο ενθουσιασμένος για την σχολή. Δεν πειράζει. Τουλάχιστον θα νιώσεις τέλεια που θα δεις κάτι το καινούργιο. Α! Και ένα ακόμα τελευταίο για το Φαστ σουτ. Φάουλ είναι το χτύπημα με οποιοδήποτε μέρος του σώματος εκτός με τον ώμο. Επίσης το φάουλ θεωρείται παράβαση. Το χτύπημα με ώμο δεν είναι φάουλ. Στις 3 παραβάσεις ο παίκτης βγαίνει από το παιχνίδι>> Ο Μάριο κοιτάζει στο κινητό του διάφορα πράγματα, όσο οι άλλοι μιλάνε για το Φαστ σουτ. Ο Έβαν βλέποντας τον μόνο του, χωρίς να παίρνει μέρος στην κουβέντα, προσπαθεί να τον βάλει στην συζήτηση: <<Τι βλέπεις Μάριο εκεί;>> και ελπίζει να μην είναι μαθήματα. <<Βλέπω τα space news. Είναι μια ιστοσελίδα που σε ενημερώνει για τα πάντα ότι γίνεται με τον γαλαξία μας, τις ενώσεις και τα αστέρια>> <<Υπάρχει μια τέτοια ιστοσελίδα και ο κόσμος των ανθρώπων δεν την ξέρει;>> <<Ναι, επειδή οι κατώτεροι δεν έχουν πρόσβαση στο δικό μας δίκτυο. Είναι δύο τα δίκτυα. Το δικό μας που έχουν πρόσβαση μόνο εμείς λόγω των ειδικών κινητών μας και των κατώτερων που έχουν πρόσβαση όλοι. Αλλά δεν έχουν αυτοί κάτι το ενδιαφέρον μόνο κάτι κυβερνήτες που γκρινιάζουν για εξουσία και σαχλές ιστοσελίδες που μιλάνε για τις ζωές διάσημων κατώτερων, που έχουν βάλει κάτι πλαστικά πράγματα, μέσα στο πρόσωπο τους και στο σώμα τους, επειδή νομίζουν ότι έτσι γίνονται όμορφοι>> Ο Έβαν βγάζει από την τσέπη του το κινητό του και τον ρωτάει. <<Δηλαδή μπορώ και εγώ να μπω σε αυτό το δίκτυο;>> Ο Μάριο εντυπωσιάζεται όταν βλέπει το κινητό του.
94
<<Οοοο, έχεις το τελευταίο της Revolution! Τέλειο! Μπορώ να το δω; Δεν θα σου το χαλάσω σου, το υπόσχομαι>> Του το δίνει, το θαυμάζει λίγο και του δείχνει από που να μπαίνει στο δίκτυο του υπερσύγχρονου κόσμου. <<Εδώ, κάτω από την εφαρμογή google που είναι για τον κατώτερο κόσμο, έχεις την εφαρμογή Cyber που είναι για τον δικό μας κόσμο>> <<Ωραία ευχαριστώ>> κοιτάζει πολύ περίεργα στο κινητό του την ένδειξη ότι έχει σήμα δικτύου <<Πιάνει 9000 μέτρα κάτω από την θάλασσα σήμα το ίντερνετ;>> <<Ναι έχουν ειδικό σύστημα οι ράγες που το μεταφέρουν>> Ο Ντέρεκ πετάγεται και ρωτάει τον Μάριο. <<Έι, φιλαράκο! Τι λένε τα νέα για σήμερα;>> <<Δεν έχει κάτι το τρομερό. Ένα εδώ λέει η Τιγκαρντενιανή Σε ένωση κατηγορεί την Γήινη ένωση για κλοπές πολύτιμων λίθων και παραβιάσεις στις περιοχές της. Στο δικαστήριο τα στοιχεία που κατηγορούν την ένωσή μας αποδείχτηκαν ψεύτικα. Χάνει δισεκατομμύρια c-coins για πρόστιμο στο γαλαξιακό δικαστήριο>> σταματάει να διαβάζει και αρχίζει με δικά του λόγια <<Έτσι όπως το πάει αυτή η ένωση, να μας πηγαίνει συνέχεια κόντρα θα πέσει πολύ σε δύναμη, χωρίς να βγάλουμε καν όπλα>> <<Γιατί μας πηγαίνει κόντρα;>> ρωτάει ο Έβαν. <<Επειδή οι Τιγκαρντενιανοί Σε, στις μέρες δημιουργίας των ενώσεων, τότε που οι δυνάμεις μάζευαν ψήφους ένταξης από τους κατοικήσιμους πλανήτες, έχασαν την ψήφο των Τιγκαρντενιανών Μπι, που θεωρούνται δίδυμοι οι πλανήτες τους, επειδή οι δύο αυτές εξωγήινες φυλές είναι σχεδόν ολόιδιες. Μόνο το χρώμα αλλάζει. Μετά κερδίσαμε εμείς την ψήφο ένταξης τους και εντάχθηκαν στην δικιά μας ένωση. Χίλια χρόνια πέρασαν και ακόμη δεν μπορούν να το ξεπεράσουν>> <<Άστους να σπάσουν το κεφάλι τους. Αφού είμαστε διπλάσιοι σε μέγεθος και έχουμε και την Ινσεκτιανή συνθήκη ειρήνης. Δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα>> λέει χαλαρός ο Ντέρεκ <<Κανένα άλλο νέο;>> <<Για να δω>> και συνεχίζει να διαβάζει ο Μάριο <<Λέει οι θάνατοι των πολέμων για τους ουδέτερους πλανήτες έφτασαν στα 100 τρισεκατομμύρια και 20 τρισεκατομμύρια αγνοούμενους. Ευτυχώς δεν εμπλεκόμαστε εμείς και αναπτυσσόμαστε πιο γρήγορα από τις άλλες ενώσεις>> <<Πέθαναν τόσοι πολλοί για να κερδίσουν οι ενώσεις ψήφους πλανητών;>> ρωτάει αρνητικά εντυπωσιασμένος ο Έβαν.
95
<<Όχι, αλλά για να κερδίσουν ακατοίκητους πλανήτες που μπορεί να έχουν πολύτιμα μεταλλεύματα ή λίθους. Οι ψήφοι ένταξης κερδίζονται μόνο με τον λόγο και την εμπιστοσύνη που δίνει η ένωση. Ας πούμε ο εκπρόσωπος μιας ένωσης περιγράφει σε έναν πλανήτη τα υπέρ και τα κατά που θα έχουν αν ενταχθούν στην ένωση του και αν θεωρήσει ο πλανητάρχης ότι αξίζει τότε παίρνουν την ψήφο. Για να παρθεί μια τέτοια ψήφος κάνει χρόνια μέχρι να το αναλύσουν. Εκτός αν κηρυχθεί πόλεμος στον πλανήτη. Αυτό κανονικά είναι παράνομο>> Ο Έβαν συμπεραίνει μετά από όλα αυτά. <<Τελικά ο κόσμος του διαστήματος δεν διαφέρει και πολύ στην νοοτροπία με τους κατώτερους>> <<Όντως>> συμφωνεί ο Μάριο <<και για αυτό εμείς έχουμε ειρηνική στάση και δεν έχουμε κανένα πρόβλημα>> <<Λέει τίποτα άλλο;>> ρωτάει ξανά ο Ντέρεκ. <<Ναι, το ποσοστό του ανεξάρτητου κομματιού του γαλαξία μειώθηκε από 24 σε 23, και το ποσοστού του γαλαξία που πιάνει η Ινσεκτιανή ένωση αυξήθηκε από 12 σε 13, καθώς ο βασιλιάς του πλανήτη Πλεντόνια αποφάσισε να ενταχθεί σε αυτήν μαζί με τους άλλους πλανήτες που διεκδικεί, αποτελώντας το 1% του γαλαξία, μετά από πολλές προσπάθειες και λόγους της βασίλισσας των Ινσέκτους>> <<Επιτέλους, μετά από 30 χρόνια τους κατάφερε η βασίλισσα>> λέει ο Ντέρεκ <<Τώρα κάτι άλλο. Κάτι που να έχει σχέση με την δημοσιότητα;>> <<Ναι έχει. Εδώ λέει ότι χώρισαν ο Ρίτσαρντ Μπράβο με την Νάντια Ρόουλινγκ>> <<Αναμενόμενο>> Μετά από πολύ ώρα συζήτησης για τα νέα του διαστήματος ο Μάριο σταματάει να είναι πια ντροπαλός. Όμως ένα δυνατό χτύπημα στην κοιλιά του Έβαν από πείνα τον κόβει στα δύο. <<Δεν είχε πει ο οδηγός κάτι για εστιατόριο πριν; Εγώ πείνασα, εσείς;>> λέει με το χέρι στην κοιλιά. <<Μπα καθόλου εγώ αντέχω για πολλές ώρες χωρίς φαΐ>> βιάζεται να μιλήσει ο Ντέρεκ, καθώς ένα δυνατό γουργουρητό από την κοιλιά του ακούγεται <<Κανονικά ένα σάντουιτς θα το έτρωγα>> <<Εγώ θα φάω στην καφετέρια του σχολείου, δεν έχω λεφτά πάνω μου>> και ξαναγίνεται ντροπαλός, καθώς νιώθει άβολα που δεν έχει για να πληρώσει. <<Μην ανησυχείς θα πληρώσουμε εμείς ότι θες να φας. Μην ντρέπεσαι. Δεν χρειάζεται να μας τα δώσεις πίσω>> του λέει ο Έβαν, προσπαθώντας να τον κάνει να νιώσει πιο άνετα.
96
<<Ναι φυσικά μην ανησυχείς θα...>> και ψάχνεται για να βρει κέρματα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα <<Ο ου, εμ, Έβαν αν μπορείς να πληρώσεις και τα δικά μου. Θα σου τα επιστρέψω μόλις φτάσουμε. Εδώ δεν δέχονται κάρτα>> <<Ναι, αν είναι αρκετά>> και βγάζει από την τσέπη του τα δέκα χρυσά νομίσματα, από την τράπεζα, και τα ρίχνει πάνω στο τραπέζι. Ο Ντέρεκ και ο Μάριο γούρλωσαν τα μάτια τους με τα τόσα λεφτά που πετάει στο τραπέζι, σαν να είναι καραμέλες. <<Ναι, αν θες να αδειάσεις το σημερινό εμπόρευμα του μετρό, είναι αρκετά>> του απαντάει αστειευμένος ο Ντέρεκ. <<Τότε πως παίρνουμε παραγγελία;>> ρωτάει ο Έβαν μαζεύοντας τα νομίσματα και ψάχνοντας το δωμάτιο να βρει κάτι που θα τον βοηθήσει να παραγγείλει. Ο Μάριο πατάει ένα κουμπί κάτω από το τραπέζι και από το κέντρο του τραπεζιού βγαίνει μια μικρή οθόνη που λέει τον κατάλογο με τα φαγητά της κουζίνας <<Τώρα απλά πρέπει να πούμε στην οθόνη τι θέλουμε να φάμε>> Ο Έβαν κοιτάει το μενού αλλά δεν μπορεί να επιλέξει, όχι επειδή έχει πολλές επιλογές, αλλά επειδή δεν καταλαβαίνει τα πιάτα. Τα ονόματά τους είναι πολύ περίεργα, όπως Γκεκαρική σούπα, σάντουιτς Σείριου, Αρειανό πλοκάμι και άλλα. Ευτυχώς στο τέλος του μενού έχει μερικά που είναι γήινα όπως σαλάτα του σεφ, βοδινό σάντουιτς, μπούτια κοτόπουλο και άλλα. Έτσι πάει να επιλέξει ένα από τα κατανοητά για αυτόν. Ο Ντέρεκ όμως του προτείνει. <<Δοκίμασε ένα από τα εξωγήινα. Μερικά είναι πιο νόστιμα από τα δικά μας>> <<Καλά, μάλλον θα επιλέξω τις φτερούγες τάττου με στυλ Ερμή. Είναι καλό;>> <<Ναι είναι πολύ καλό. Ελπίζω να σου αρέσουν τα καυτερά>> <<Μου αρέσουν. Αλλά τι ακριβώς είναι αυτό;>> <<Το τάττου είναι ένα είδος μωβ κοτόπουλου στον πλανήτη Αλέγκαν. Έχει γλυκό κρέας. Επίσης ότι πιάτο γράφει “με στυλ Ερμή” βάζουν μια πικάντικη σάλτσα. Πάντως είναι καλή επιλογή. Εγώ θα πάρω το σάντουιτς Σειρίου>> <<Εγώ θα πάρω το Αρειανό πλοκάμι και ας πιούμε από ένα radioactive ο καθένας>> λέει ο Μάριο. <<Τι είναι το radioactive;>> ρωτάει πάλι ο Έβαν. <<Είναι ένας πάρα πολύ νόστιμος χυμός. Η ονομασία του βγαίνει επειδή είναι σαν να νιώθεις μια γλυκιά έκρηξη γεύση στην γλώσσα. Δεν έχει πάντως ραδιενέργεια>> του απαντάει ο Μάριο.
97
<<Ας πάρουμε και x-voices. Θα τις χρησιμοποιήσουμε στην σχολή στους άλλους συμμαθητές μας>> λέει ο Ντέρεκ. <<Τι είναι αυτά;>> ρωτάει ο Έβαν. <<Θα δεις>> του απαντάει με ένα ύφος, σαν να σχεδιάζει κάτι. Αφού αποφασίζουν τι θα φάνε, πατάνε το “OK” στην οθόνη και βγάζει από κάτω ένα μικρό χαρτί με τον αριθμό 156. Τον παίρνει ο Ντέρεκ και τον δίνει στον Έβαν. <<Αυτός είναι ο αριθμός προτεραιότητας. Πηγαίνεις στο επόμενο βαγόνι, όπου είναι η κουζίνα. Ευχαριστούμε>> <<Δεν κάνει τίποτα>> Ο Έβαν βγαίνει έξω από τον θάλαμο. Καθώς περπατάει αφηρημένος, σκεπτόμενος πόση ώρα θα περιμένει στην ουρά για το φαγητό, καθώς είναι το νούμερο 156, σκοντάφτει πάνω σε μια κοπέλα, η οποία είναι επίσης αφηρημένη στο κινητό της. Κατά λάθος της ρίχνει το κινητό από τα χέρια. Εκείνος με πάρα πολύ καλά αντανακλαστικά σκύβει και το πιάνει στον αέρα. Μετά που σηκώνεται και της δίνει το κινητό, της λέει. <<Συγνώμη δεν… >> και δεν συνεχίζει την πρόταση επειδή παγώνει μόλις πέφτουν τα μάτια του πάνω της. Είναι μια γλυκιά, λεπτή, χαμογελαστή και χαριτωμένη κοπέλα με ρόδινο δέρμα, γαλανά μάτια και πολύ ανοιχτά ξανθά μαλλιά, με μια τεράστια πλεξούδα από πίσω. Φοράει ένα άσπρο φαρδύ τζιν παντελόνι και ένα γκρίζο κλειστό φούτερ από πάνω. <<Δεν πειράζει. Ευχαριστώ που το έπιασες>> του μιλάει γλυκά. Τον κοιτάει περίεργα η κοπέλα, λόγω της στάσης του <<Ειιιι; Με ακούς;>> Ο Έβαν ξυπνάει, κοκκινίζει και γίνεται πιο ντροπαλός από ποτέ. Αλλά όχι τόσο ώστε να μην αρθρώσει λέξη. <<Εμ;, Ναι ναι ναι απλά εεμμμ πάγωσα….επειδή….μου θυμίζεις κάποιον>> τις απαντάει νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός. <<Όου δεν θυμάμαι να έχουμε συναντηθεί ποτέ. Δεν ξεχνάω εύκολα>> και προσπαθεί να θυμηθεί αν έχουν δει ποτέ ο ένας τον άλλον <<Ε καλά, δεν θυμάμαι. Αλλά αποκλείεται να έχουμε συστηθεί πριν, γιατί ποτέ δεν ξεχνάω ονόματα. Με λένε Τέιλορ Λάιτ εσένα πως σε λένε;>> τον ρωτάει χαριτωμένα, χωρίς να σταματάει να χαμογελάει και με μια καλή διάθεση να γνωρίσει καινούργιο άτομο. Η θετικότητα της μπορεί να κάνει έναν δυστυχισμένο άνθρωπο πολύ χαρούμενο. Ο Έβαν καταπίνει το σάλιο του, σαν να προσπαθεί να καταπιεί την αμηχανία του και της απαντάει.
98
<<Με λένε Έβαν Κόντρο>> Για ένα δευτερόλεπτο ψάχνει στο μυαλό της από που έχει ακούσει αυτό το όνομα και το βρίσκει. <<Α! Είσαι γιος του Μιχαήλ Κόντρο… ου ου ου…>> και κλείνει το στόμα της για με το χέρι δείχνοντας ότι δεν έπρεπε να το πει αυτό <<Συγνώμη… δεν ήθελα…>> <<Είναι εντάξει, δεν πειράζει έχω συνηθίσει να το ακούω>> και κοιτάζει ένα χαρτάκι που κρατάει η Τέιλορ με τον αριθμό 158 και έτσι αλλάζει την κουβέντα <<Και εσύ στο εστιατόριο πηγαίνεις;>> <<Ναι είχα σταματήσει λίγο εδώ έξω από τον θάλαμο μου, για να τσεκάρω κάτι στο κινητό. Βλέπω και εσύ εκεί πας. Θες να πάμε μαζί για να γνωριστούμε; Λατρεύω τις νέες γνωριμίες>> Ο Έβαν συμφωνεί μαζί της και μπαίνουν στο επόμενο βαγόνι, στο οποίο είναι το εστιατόριο. Η κουζίνα βρίσκεται πίσω από έναν πάγκο όπου δίνουν τις παραγγελίες. Μοιάζει πολύ με ένα κοινό φαστφουντάδικο, αλλά με την διαφορά τα διάφορα περίεργα φαγητά. Επίσης όλα είναι τόσο καθαρά που μπορείς να δεις την αντανάκλαση σου στους πάγκους. Πάνω σε μια ηλεκτρονική ταμπέλα λέει τον αριθμό παραγγελίας 151. <<Μάλλον έχουμε αρκετό χρόνο. Ας κάτσουμε μέχρι να φτάσει η σειρά μας>> λέει η Τέιλορ. Απέναντι από τον πάγκο υπάρχει μια σειρά από καρέκλες. Κάθονται σε δύο τυχαίες. <<Εσύ δεν είσαι εκείνο το παιδί, που χτύπησε εκείνο το αγόρι που πείραζε εκείνον τον πρωτοετή με τα γυαλιά;>> τον ρωτάει. <<Ναι… ξέρεις γενικά δεν είμαι τόσο επιθετικός απλά…>> και γίνεται πιο ντροπαλός αλλά και φοβάται τώρα για να μην σχηματίσει κακή εντύπωση στην Τέιλορ. Αυτή τον διακόπτει. <<Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Εμένα μου φάνηκε πολύ γενναίο και ευγενικό να προστατεύσεις εκείνο το καημένο αγόρι. Λίγο υπερβολικός, αλλά και πάλι εκείνος πήγε να σε χτυπήσει. Έχεις γίνει θέμα προς συζήτηση με τα υπόλοιπα κορίτσια στον θάλαμο μου>> και προσπαθεί χαμογελώντας του να τον κάνει να νιώσει πιο άνετα. Αντιθέτως ο Έβαν πάει να γίνει μια μπάλα από την αμηχανία που τον καταβάλει. Σκέφτεται υπάρχουν κορίτσια που μιλάνε για αυτόν και ιδίως το ένα από αυτά κάθεται δίπλα του και μάλλον του αρέσει. Όσο πιο πολύ το σκέφτεται αυτό, τον κάνει πιο ντροπαλό. <<Α ναι; Και τι λέτε;>> και προσπαθεί όσο πιο καλά γίνεται να κρύψει τα συναισθήματα του. <<Λέμε διάφορα για τον καυγά σου με τον Ντρέικ Μακνούλι. Μην ανησυχείς για σένα μόνο καλά λόγια ακούγονται>> Ο Έβαν χαλαρώνει λίγο και αποκτά λίγη περηφάνια για τον εαυτό του, αλλά τα λόγια της του δημιουργούν μια απορία.
99
<<Ποιος είναι ο Ντρέικ Μακνούλι;>> <<Είναι το παιδί που χτύπησες. Εγώ ξέρω πολλά ονόματα πρωτοετών, που θα πάνε στην ίδια σχολή με εμένα. Εσύ σε ποια σχολή θα πας;>> <<Στην Τζέναρντ>> <<Ορίστε άλλο ένα όνομα στην συλλογή μου. Και εγώ εκεί πάω>> Ο Έβαν χαίρεται πάρα πολύ που το ακούει αυτό και αυτό φαίνεται στα μάτια του. <<Τέλεια άρα θα μιλάμε αρκετές φορές μαζί, σωστά;>> <<Ναι γιατί όχι, αν δεν είμαι απασχολημένη. Για να περάσει η ώρα εσύ με τι ασχολείσαι στον ελεύθερο χρόνο σου;>> και δίνει μεγάλη προσοχή στον Έβαν που αυτό φαίνεται από τα έντονα ανοιχτά μάτια της. <<Εγώ βλέπω και διαβάζω διάφορες ταινίες και βιβλία διάφορων ειδών όπως κωμωδίες, επιστημονικής φαντασίας, δράσης και μυστηρίου. Επίσης ασχολούμαι με την ζωγραφική και έχω μαύρη ζώνη στο τζούντο, κουνγκ φου και τάε κβον το>> <<Αααα έτσι εξηγείτε το θεαματικό και γρήγορο χτύπημα στον Ντρέικ. Είσαι καλός στην ζωγραφική;>> <<Ναι, καλός είμαι. Ένα λεπτό να σου δείξω. Έχω μερικές φωτογραφίες από τα έργα μου>> βγάζει το κινητό του και αρχίζει να της δείχνει. Η Τέιλορ μένει εντυπωσιασμένη με αυτά που βλέπει, επειδή είναι πάρα πολύ καλά. <<Τι εννοείς καλός; Αυτά είναι αριστουργήματα αν τα έφτιαξες εσύ. Πρέπει να μου δείξεις πως φτιάχνεις τέτοιες ζωγραφιές. Ζηλεύω το ταλέντο σου>> <<Εντάξει υπερβάλεις, υπάρχουν πολλοί άλλοι που είναι καλύτεροι από μένα>> <<Στην ηλικία μας δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος. Μακάρι να μπούμε στον ίδιο πύργο, θα ήθελα πολύ να κάνουμε παρέα. Αλλά δεν το νομίζω>> απογοητεύεται λίγο η Τέιλορ, όμως χωρίς να χάσει την θετικότητα της. <<Γιατί όχι;>> <<Επειδή εσύ σίγουρα θα πας στον πύργο του Γκρούντον. Φαίνεσαι ατρόμητος. Εγώ είμαι λίγο φοβητσιάρα. Δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση να πάω μόνη μου και να τα βάλω με τον Ντρέικ και την παρέα του>> και νιώθει λίγη ντροπή επειδή παραδέχεται τα μειονεκτήματα της. Ο Έβαν δείχνει κολακευμένος και προσπαθεί να της πάρει την ντροπή λέγοντας. <<Το θάρρος και η τόλμη δεν είναι εκ γενετής χαρακτηριστικά. Μέσα από την ζωή τα αποκτάμε. Κάποιοι γρήγορα και κάποιοι αργά. Εμείς επιλέγουμε αν θέλουμε να είμαστε δειλοί>>
100
<<Μάλλον έχεις δίκιο. Πάντως όπως και να έχει θα είναι λίγο δύσκολο να βρω τέτοιο θάρρος>> Ο Έβαν αρχίζει να θυμάται, από που μπορεί να την ξέρει, επειδή το πρόσωπο της του θυμίζει κάποια. Έτσι την ρωτάει. <<Μήπως είσαι Αγγλίδα;>> <<Ναι, πως το μάντεψες; Από την εμφάνιση;>> και τον κοιτάει λίγο περίεργα. <<Μήπως έχεις άλλες δύο αδερφές και η μία είναι μεγαλύτερη σου, σου μοιάζει και την λένε Σοφία;>> ρωτάει ο Έβαν χωρίς να δώσει σημασία στις ερωτήσεις της. Η Τέιλορ ξαφνιάζεται και τον κοιτάει ακόμα πιο περίεργα. <<Ναι… που τα ξέρεις αυτά; Μέντιουμ είσαι;>> <<Όχι. Η αδερφή σου η Σοφία είχε έρθει στην Ελλάδα, από όπου είμαι, για να δει τον θετό μου αδερφό τον Τζον Στόουν, μαζί με μια φίλη της και την γνώρισα. Μου είπε ότι έχει άλλες δύο αδερφές μικρότερες, η οποία η μία είναι στην ηλικία μου, και έτσι είπα να μαντέψω ότι είσαι εσύ>> <<Πλάκα κάνεις; Χα χ, μικρός είναι ο κόσμος τελικά. Μου είπε ότι φέτος θα με έπαιρνε μαζί της στην Ελλάδα για να γνωρίσω κάποιον Έβαν. Λογικά εσύ θα ήσουν, αν δεν γινόταν…>> και κόβει τα λόγια της, επειδή δεν θέλει να αναφέρει την εξαφάνιση του Τζον <<Ξέρεις εσύ. Δεν χρειάζεται να σου θυμίσω και αυτό>> <<Ξέρω, λες για την εξαφάνιση του Τζον. Τώρα που θα πάω στην σχολή θα προσπαθήσω να τον βρω>> <<Πώς; Δεν θέλω να σε απελπίσω αλλά δεν θα είναι λίγο δύσκολο; Πολύ προσπαθούν να τον βρουν αλλά τίποτα>> <<Τα δύσκολα δίνουν το αλατοπίπερο στην ζωή>> Ξαφνικά ο ταμίας φωνάζει τον αριθμό παραγγελίας 156. <<Αυτός είναι ο αριθμός μου, τα λέμε στην σχολή>> και σηκώνεται από την καρέκλα. <<Το ελπίζω. Γεια σου Έβαν!>> και η Τέιλορ τον χαιρετάει κουνώντας το χέρι της με ένα χαριτωμένο τρόπο. Ο ταμίας του λέει ότι κοστίζουν 20 s-coins. Του δίνει 1 c-coin και παίρνει πίσω ρέστα 4 ασημένια κέρματα, τα οποία το ένα έχει τον αριθμό 50 και τα υπόλοιπα τον αριθμό 10. Παίρνει τον δίσκο με τα φαγητά και πηγαίνει προς τον θάλαμο του. Τα φαγητά έχουν πολύ περίεργη εμφάνιση. Το φαγητό του Μάριο είναι ένα πράσινο μεγάλο πλοκάμι χταποδιού χωρίς βεντούζες καρφωμένο με ένα πιρούνι. Του Ντέρεκ είναι ένα άσπρο σάντουιτς και το δικό του φτερούγες και μπούτια μωβ κοτόπουλου. Τα xvoices μοιάζουν με καραμέλες για τον λαιμό και οι χυμοί είναι πράσινοι και κάπως πηχτοί. Αλλά αυτά
101
δεν του κάνουν καθόλου εντύπωση καθώς αυτό που τον νοιάζει μόνο είναι πότε θα συναντηθεί ξανά με την Τέιλορ. Μπαίνει μέσα, αφήνει τον δίσκο στο τραπέζι και κάθεται στην θέση του. <<Ωραία, επιτέλους. Γιατί έχω πεθάνει της πείνας>> λέει ο Ντέρεκ και μετά παίρνουν όλοι το πιάτο τους. Ο Ντέρεκ παρατηρεί τον Έβαν χαμένο στις σκέψεις του, να παίζει και να τρώει αργά αργά το φαγητό του. Επίσης η συμπεριφορά του είναι τελείως διαφορετική. Δεν είναι ενθουσιώδης και νευρικός όπως πριν, αλλά σκεπτικός και αφηρημένος. <<Τι έπαθες Έβαν;>> τον ρωτάει. <<Τίποτα, τίποτα>> του απαντάει ο Έβαν. <<Πως τίποτα; Αφού μοιάζεις σαν να σε προβληματίζει κάτι ή σαν να είσαι…>> και η τελευταία σκέψη του, δίνει ένα πονηρό βλέμμα στο πρόσωπό του <<Έβαν, μήπως συνάντησες καμία κοπέλα όταν πήγαινες για τα φαγητά;>> <<Όχι…ο…ο όχι δεν συνάντησα καμία>> και γίνεται ξαφνικά νευρικός. <<Είμαι σίγουρος ότι κάποια συνάντησες και ότι σου άρεσε πολύ. Γιατί αν είσαι προβληματισμένος δεν θα γινόσουν νευρικός μετά που σε ρώτησα. Για πες πως είναι;>> <<Όχι είναι χαζά αυτά που λες. Δεν… >> και επειδή βλέπει πως δεν μπορεί να το καλύψει, το παραδέχεται με έναν αναστεναγμό και ντροπαλότητα <<Φαίνεται πολύ;>> <<Από χιλιόμετρα μακριά. Για αυτό πες μας πως είναι;>> <<Αλήθεια τώρα σου αρέσει ένα κορίτσι που είναι μέσα στο μετρό;>> ρωτάει ο Μάριο. <<Ναι και σας παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας. Θα την δείτε στην σχολή. Πηγαίνει στην ίδια με εμάς>> <<Είσαι πολύ τυχερός. Σου αρέσει κάποια στην ίδια σχολή. Να σου πω, αυτή κατάλαβε ότι σου αρέσει όσο μιλούσατε;>> <<Όχι επειδή είναι πολύ αθώα και φιλική>> <<Γιατί; Οι αθώες και φιλικές δεν τα καταλαβαίνουν αυτά;>> <<Δεν ξέρω. Πάντως δεν φάνηκε να το κατάλαβε>> <<Πήρες το τηλέφωνό της;>> <<Όχι…>> απαντάει, σκεπτόμενος πως είναι λάθος που το ξέχασε. <<Καλή τύχη τότε, στο να την βρεις>> Αφού η συζήτηση για την Τέιλορ τελειώνει, ο Μάριο ρωτάει τα παιδιά αν θέλουν να ασχοληθούν με ένα παιχνίδι στο κινητό που παίζει αυτός. Ο Ντέρεκ δεν ενδιαφέρεται ενώ του Έβαν του κινεί την
102
προσοχή. Λέγεται ‘Φτιάξε τον δικό σου διαστημικό ζωολογικό κήπο’. Του εξηγεί ότι μέσα στο παιχνίδι είσαι ένας διαστημικός κυνηγός, που πάει από πλανήτη σε πλανήτη, και πιάνει διάφορα ζώα για να τα βάλει στον διαστημικό του ζωολογικό κήπο. Του ακούγεται ενδιαφέρον και του ζητάει να του το κατεβάσει στο κινητό του. Επίσης ο Μάριο συνέχεια παραπονιέται επειδή βρίσκει μπροστά του ένα πολύ συνηθισμένο ζώο, το αγκέλκο, που μοιάζει με ένα είδος τίγρης, αλλά με πολύ μακριούς κυνόδοντες και νύχια, άσπρο χρώμα και ουρά πυθικού που του δίνει την ικανότητα να σκαρφαλώνει πιο εύκολα στα δέντρα. Συνέχεια εύχεται να πιάσει το ντεράκλου, που μοιάζει με ένα τεράστιο κόκκινο πουλί, με χοντρό ράμφος, μακριά πόδια και φτερά νυχτερίδας. Πρώτα περνάνε τον χρόνο τους συζητώντας και τρώγοντας. Αφού τελειώνουν με το φαΐ, μετά από λίγο, τον Ντέρεκ τον παίρνει ο ύπνος και ο Μάριο με τον Έβαν παίζουνε μαζί το παιχνίδι στο κινητό. Κάποια στιγμή βαριέται ο Έβαν και αποφασίζει να δει έξω από το παράθυρο τον σκοτεινό βυθό. Μια ένδειξη από πάνω από το παράθυρο λέει στα πόσα μέτρα βάθος είναι το μετρό. Λέει 10911. Λογικά θα είναι στην Τάφρο των Μαριανών, που του έχει αναφέρει πριν ο Μάριο. Δεν ξέρει, αλλά για κάποιο λόγο τον τραβάει αυτό το μαύρο του ωκεανού. Ποτέ δεν περίμενε να βρεθεί τόσο βαθιά στην θάλασσα. Λέει στον Μάριο που φτάσανε, αλλά δεν τον πρόλαβε καθώς τον πήρε και αυτόν ο ύπνος. Μέσα από αυτό το σκοτάδι παρατηρεί μια μικρή φωτεινή κουκίδα να κολυμπάει παράλληλα με το μετρό. Χτυπάει το τζάμι με το δάχτυλο τρεις φορές για να δει αν μπορεί να ακούσει αυτή η κουκίδα τον χτύπο. Η κουκίδα σιγά σιγά μεγαλώνει και από πίσω της εμφανίζεται σταδιακά ένα πλάσμα. Αυτό το πλάσμα κατευθύνεται προς αυτόν. Αφού φτάσει ακριβώς μπροστά από το παράθυρο το διακρίνει τέλεια. Ευτυχώς δεν επιτίθεται. Είναι ένα τερατώδες ψάρι και κολυμπάει παράλληλα με το τρένο. Είναι τεράστιο γκρίζο, με μαύρες ρίγες. Έχει ένα τεράστιο στόμα το οποίο δεν μπορεί να κλείσει εύκολα, λόγω των μακριών και κοφτερών δοντιών του. Τα μάτια του είναι ολοκληρωτικά άσπρα, σαν να είναι τυφλό, έχει μυτερά πτερύγια, ουρά και μια μακριά κεραία, στο μέτωπο, που φωτίζει στην άκρη της. Ο Έβαν δεν τρομάζει αλλά θαυμάζει αυτό το πλάσμα. Βάζει την παλάμη του πάνω στο παράθυρο και με μια απότομη κίνηση το πλάσμα βάζει το μάτι εκεί που είναι η παλάμη του. Καθώς βλέπει αυτή την κίνηση σηκώνεται όρθιος και μετακινεί το χέρι του σε όλο το παράθυρο. Το πλάσμα με το μάτι του ακολουθάει την παλάμη του Έβαν. <<Μάριο, Μάριο, κοίτα!>> Ο Μάριο ξυπνάει και μόλις αντικρίζει το πλάσμα λέει με τρεμάμενη φωνή προσπαθώντας να μην φωνάξει. <<Τι.. τι.. τι είναι α α.. αυτό;;;;>>
103
<<Κοίτα!>> και κάνει ότι έκανε πριν <<Δεν είναι τέλειο;!>> Ο Μάριο μένει με το στόμα ανοιχτό. Ξυπνάει τον Ντέρεκ και του λέει. <<Ντέρεκ, Ντέρεκ. Ξύπνα! Κοίτα τι κάνει ο Έβαν>> Αυτός με μισόκλειστο μάτι και χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται ανταποκρίνεται. <<Τι έγινε γιατί με ξυπνά…>> βλέπει το θηρίο και απομακρύνεται από το παράθυρο αντανακλαστικά <<Παναγία μου!!! Τι είναι αυτό!!!>> Πρώτη φορά στην ζωή του αντιδρά τόσο έντονα. Ο Έβαν ξανακάνει κινήσεις με το χέρι του για να κάνει επίδειξη και στον Ντέρεκ. Μένει άφωνος. <<Απίστευτο!… Το πλάσμα σε εμπιστεύεται>> παρατηρεί <<Φίλε…! Μάλλον θα μπεις στον πύργο της Ριτρά>> <<Δεν ξέρω αλλά αυτό είναι τέλειο!>> λέει ο Έβαν ενθουσιασμένος για την ικανότητά του. Ξαφνικά το πλάσμα εξαφανίζεται πίσω στον σκοτεινό βυθό. Αναρωτιούνται γιατί, αλλά το μαθαίνουν, καθώς βλέπουν μπροστά τους ότι μπαίνουν σε ένα τούνελ. Ξαφνικά το μετρό ανηφορίζει απότομα, με αποτέλεσμα τα αγόρια να πέσουν πίσω στις θέσεις εκτός από τον Ντέρεκ που πέφτει πάνω στο τραπέζι. <<Μάλλον φτάνουμε. Μειώνεται το βάθος στο οποίο βρισκόμαστε>> λέει ο Μάριο. Ο Ντέρεκ ξαπλώνει στον καναπέ πίσω του, ενώ ο Έβαν περιμένει πως και πως να δει την σχολή χτυπώντας τα πόδια του ελαφρά και νευρικά κάτω στο πάτωμα. Τώρα δεν έχει μόνο τον λόγο να δει πως είναι η σχολή, αλλά και τον λόγο να δει ξανά την κοπέλα που συνάντησε προηγουμένως. Μετά από λίγο αρχίζει το μετρό να πηγαίνει πάλι ίσια. Βρίσκονται στα 3000 μέτρα και μειώνεται αργά. Ο οδηγός ακούγεται σε όλο το μετρό. <<Σε 15 λεπτά φτάνουμε στο νησί Τζέναρντ. Βεβαιωθείτε να πάρετε όλα τα προσωπικά σας αντικείμενα>> Ψάχνουν μήπως έχουν ξεχάσει τίποτα στον θάλαμο και ετοιμάζονται για να αποδεχτούν την σχολή. Ο Ντέρεκ παίρνει τις περίεργες καρμέλες. Μετά από 15 λεπτά φτάνουν και ο οδηγός λέει. <<Καλώς ήρθατε στο νησί Τζέναρντ. Ετοιμαστείτε να αποβιβαστείτε! Οι αποσκευές σας θα μεταφερθούν στα δωμάτιά σας από εμάς>> Το μετρό σταματάει και όλα τα παιδιά ξεχύνονται στο έδαφος.
104
Η πρώτη μέρα
Ό
λα τα παιδιά βγαίνουν έξω σε έναν σταθμό σαν αυτόν στην αγορά. Μόνο ο σταθμός είναι ίδιος. Όλο το τοπίο είναι διαφορετικό. Μπροστά τους υπάρχει μόνο μια ζούγκλα. Ο Έβαν περίμενε κάτι περισσότερο από αυτό, αλλά αυτό δεν τον
απογοητεύει καθώς είναι σίγουρος ότι η σχολή βρίσκεται πίσω από αυτή τη ζούγκλα. Δεν τον πειράζει να περιμένει άλλο λίγο. Ακούγονται τα κύματα της θάλασσας να χτυπάνε πάνω στο νησί, από την άλλη μεριά του μετρό. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν ξέρουν που να πάνε οι πρωτοετής. Ένα ρομπότ, το οποίο δεν είναι σαν τα άλλα, καθώς έχει περισσότερα χαρακτηριστικά προσώπου από τα προηγούμενα που είχε συναντήσει, έρχεται προς την μεριά των παιδιών. Μοιάζει πολύ με άνθρωπο. <<Γεια σας πρωτοετής, καλωσορίσατε στο νησί Τζέναρντ! Με λένε Α Α 068. Εγώ θα σας οδηγήσω με ασφάλεια προς την σχολή. Παρακαλώ ακολουθήστε με και να μην αγγίζεται τίποτα περίεργο στην διαδρομή επειδή αυτό μπορεί να σας καταλήξει στο νοσοκομείο της σχολή,ς αντί για το αμφιθέατρο. Ας ξεκινήσουμε!>> και το ρομπότ αρχίζει να περπατάει μέσα στη ζούγκλα από ένα δρομάκι. Τα παιδιά τον ακολουθούν, φτιάχνοντας μια μεγάλη ουρά, ο ένας μετά τον άλλο. Το τροπικό κλίμα, οι κληματσίδες πάνω στα δέντρα και οι διάφοροι ήχοι ζώων, που μερικούς από αυτούς δεν τους γνωρίζει καν, δημιουργούν μια άγρια ατμόσφαιρα. Διάφορα περίεργα λουλούδια και φυτά με διάφορα χρώματα και σχήματα, διακοσμούν πολύ ωραία το τοπίο. Μερικά παιδιά στην διαδρομή χτυπάνε τα δάχτυλα των ποδιών τους σε μικρές πέτρες, που υπάρχουν στο διάβα τους. Άλλα χάνουν την ισορροπία τους προσπαθώντας να περάσουν πάνω από άλλες μεγαλύτερες πέτρες. Ένα παιδί που φαίνεται λίγο αδέξιο σκοντάφτει και πέφτει πάνω σε άλλα δύο παιδιά και τα ρίχνει άθελα του. Το παιδί ζητάει συγνώμη και εκείνα τον κοιτάζουν εκνευρισμένοι. Προχωρούν, χωρίς να κάνουν σκηνή. Κάποια στιγμή ένα χέρι πιάνει από τον ώμο τον Έβαν και τον γυρνάει προς τα πίσω. Είναι ο Ντρέικ, με έναν επίδεσμο γύρω από το κεφάλι του, και του ψιθυρίζει. <<Κάποια στιγμή θα το πληρώσεις αυτό που έκανες!!!>>
105
<<Δεν με παρατάς;>> του λέει και διώχνει το χέρι πάνω από τον ωμό του. <<Έβαν!!!>> τον φωνάζει ο Ντέρεκ για να προχωρήσουν, ο οποίος είναι περίπου 2 μέτρα μπροστά από αυτόν. <<Εμείς θα τα ξαναπούμε, δεν έχουμε τελειώσει!>> τον απειλεί ο Ντρέικ. <<Το μόνο σίγουρο>> τον βεβαιώνει ο Έβαν και τρέχει λίγο για να προλάβει τους φίλους του. <<Τι σου είπε;>> τον ρωτάει ο Ντέρεκ κοιτάζοντας τον Ντρέικ από πίσω του με μισητό ύφος. <<Τίποτα, μου λέει ότι δεν τέλειωσα μαζί του και διάφορες απειλές. Σιγά μην δώσω σημασία>> <<Συγνώμη… Εγώ φταίω που έμπλεξες τώρα>> λέει ο Μάριο έχοντας ενοχές. <<Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο, εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω εκεί στο μετρό>> του λέει για να του πάρει τις ενοχές. Αρχίζουν τώρα τα φύλλα τον δέντρων να αραιώνουν. Αυτό είναι σημάδι ότι φτάνουν προς το τέλος της ζούγκλας. Τα 3 αγόρια ακούνε από τα παιδιά που είναι πιο μπροστά επιφωνήματα έκπληξης και ενθουσιασμού. Τελικά βγαίνουν από την ζούγκλα και ο Έβαν αρχίζει να κάνει τα ίδια επιφωνήματα από αυτό που αντικρίζει. Βλέπει την σχολή η οποία ο καθένας θα έλεγε ότι είναι από άλλον πλανήτη. Η σχολή είναι περιφραγμένη από έναν άσπρο τοίχο. Πίσω από τα τοίχοι υπάρχουν 4 πολύ ψιλοί πύργοι, οι οποίοι μοιάζουν με χοντρούς πύργους ελέγχου αεροδρομίου, αλλά η κορυφή τους μοιάζει με διαστημικό δίσκο, με μαύρα παράθυρα γύρω τους. Αποτελούν ένα τετράγωνο, το οποίο για πλευρές έχει 4 γέφυρες, οι οποίες ενώνουν τους πύργους μεταξύ τους. Στο κέντρο του τετραγώνου υπάρχει ένα τεράστιο τετραγωνισμένο κτήριο. Οι γωνίες του κοιτάζουν προς τις γέφυρες και ενώνονται με αυτές με άλλες γέφυρες. Επίσης οι πύργου είναι ενωμένοι, πάλι με άλλες γέφυρες, με τις πλευρές. Οι πύργοι έχουν το μισό ύψος του κτηρίου. Αυτό στενεύει απότομα σε κάποια σημεία, όπως τα σκαλοπάτια σε μια σκάλα σπιτιού, από όλες τις πλευρές, και δημιουργούνται επίπεδα, το ένα μικρότερο από το προηγούμενο. Το πρώτο στένωμα το κάνει στο μισό ύψος των πύργων, δηλαδή στο ¼ του ύψους του κτηρίου. Το δεύτερο στο ύψος των γεφυρών. Το τρίτο βρίσκεται 50 μέτρα ψιλότερα από το δεύτερο. Το ίδιο και για το τέταρτο από το τρίτο, αλλά με μία ιδιαιτερότητα, ότι σε αυτό το κομμάτι του κτηρίου υπάρχουν 4 μεγάλοι κρύσταλλοι που αιωρούνται γύρω από αυτό. Ένας χρυσός, ένας μωβ, ένας άσπρος και ένας μαύρος. Το πέμπτο και τελευταίο βρίσκεται 30 μέτρα ψηλότερα δημιουργώντας για κορυφή έναν κύβο με ύψος 25 μέτρα. Το κοιτάνε από μακριά αυτό το θαυμαστό δημιούργημα της υπερσύγχρονης τεχνολογίας. Μόνο μια πολύ μακριά πέτρινη γέφυρα υπάρχει ανάμεσα στα παιδιά και στην σχολή, η οποία ενώνει ένα
106
τεράστιο ρήγμα, που κόβει το νησί στην μέση. Το ρομπότ συνεχίζει να τους καθοδηγεί μέσο της γέφυρας. Όσο πλησιάζουν προς την σχολή αυτή γίνεται όλο και πιο μεγάλη, που στο τέλος, φτάνουν στις πύλες των τοίχων. Νιώθουν σαν μυρμήγκια μπροστά της. Πάνω τους έχουν το σήμα της σχολής. Είναι ένας κρύσταλλος χωρισμένος σε τέσσερα κομμάτια. Το πάνω αριστερά κομμάτι είναι μωβ και έχει ένα μαύρο σχέδιο το οποίο απεικονίζει δύο γρανάζια να γυρίζουν. Το πάνω δεξιά είναι χρυσό με ένα μαύρο σχέδιο μιας σφιχτής γροθιάς. Κάτω αριστερά είναι μαύρο με ένα πιο μαύρο σχέδιο ενός στέμματος και κάτω δεξιά είναι άσπρο με ένα μαύρο σχέδιο της καρδιάς, η οποία έχει γύρω κάτι περίεργες γραμμές σας ρίζες. Το ρομπότ μιλάει στο χέρι του. <<Έφερα τους πρωτοετής>> Οι πύλες ανοίγουν διάπλατα, κόβοντας το σχέδιο στην μέση. Μπροστά τους έχουν έναν δρόμο από πέτρα που οδηγεί προς στην πύλη του κεντρικού κτηρίου. Αριστερά και δεξιά υπάρχουν κοντοί κουρεμένοι θάμνοι, που σχηματίζουν μικρούς λαβύρινθους, και διάφορα άκαρπα περιποιημένα δέντρα. Μαθητές μεγαλύτερων τάξεων περνάνε τον χρόνο τους έξω. Γελάνε, μιλάνε και χρησιμοποιούν διάφορες τρελές άκακες ικανότητες των σάιμποργκ. Κάποιοι από αυτούς πετάνε, άλλοι κάνουν ειδικά εφέ και άλλοι παίζουν με διάφορα περίεργα αντικείμενα. Ενώ χαζεύει ο Έβαν τους διάφορους μαθητές, φτάνουν στην πύλη του κτηρίου. Η πύλη του κτηρίου ανοίγει στα δύο συρόμενη, με τις πόρτες να μπαίνουν μέσα στους τοίχους. Πίσω από αυτήν περιμένει ένας κύριος, γνωστής φυσιογνωμίας. Είναι ο Φορντ. <<Σε ευχαριστώ 068, τώρα μπορείς να πηγαίνεις. Θα τους πάρω εγώ από εδώ και πέρα>> απευθύνεται στο ρομπότ. <<Παιδιά, ακολουθήστε με!>> γυρίζει την πλάτη του στα παιδιά και τα καθοδηγεί προς το αμφιθέατρο. Οι διάδρομοι, στους οποίους περπατάνε, είναι χώροι που δίνουν την αίσθηση ότι περπατάνε μέσα σε διαστημόπλοιο. Έχουν άσπρο γυαλιστερό χρώμα, λάμπουν από καθαριότητα, φωτίζονται από φώτα, τύπου led, και οι τοίχοι καμπυλώνουν προς τα έξω δίνοντας κάπως την αίσθηση ότι είναι μέσα σε σωλήνες, με ίσιο έδαφος και ταβάνι. Είναι τόσοι πολλοί, που άνετα κάποιος χάνεται. Μικρές στρογγυλές μηχανές, στο μέγεθος μικρών χελωνών, περπατάνε κάτω από τα πόδια τους, πάνω στους τοίχους και στο ταβάνι. Καθαρίζουν και γυαλίζουν τους διαδρόμους. Από δίπλα τους περνάνε ρομπότ, σαν αυτά που είδε να δουλεύουν στην αγορά, και να παρατηρούν τα πάντα. Τώρα ο Έβαν καταλαβαίνει ότι ο οδηγός καρπού θα του φανεί πολύ χρήσιμος εδώ μέσα.
107
Τελικά φτάνουνε στην πόρτα του αμφιθεάτρου. Στο αμφιθέατρο για θέσεις υπάρχουν κόκκινες υφασμάτινες καρέκλες και έχει το πλούσιο, κυριλέ και νεοκλασικό στυλ, όπως τα θέατρα που έχουν οι άνθρωποι για όπερες και λογοτεχνικές παραστάσεις. Οι θέσεις είναι άπειρες. Τα παιδιά διαλέγουν 3 τυχαίες. Ο Έβαν δεν το πιστεύει ότι βρίσκεται επιτέλους μέσα στην σχολή. Σε όλο τον χώρο ακούγονται ομιλίες παιδιών, τα οποία κάθονται σκορπισμένα. Στην σκηνή εμφανίζονται 5 άτομα. Ο ένας από αυτούς βρίσκεται πιο μπροστά από τους άλλους, καθώς είναι έτοιμος να μιλήσει στο μικροφώνου. Φαίνεται πως είναι ο διευθυντής του σχολείου. Είναι ένας γέρος με κοντή άσπρη γενειάδα, χωρίς μαλλιά. Φαίνεται καλοσυνάτος, αλλά με ανδρεία και σοβαρότητα. Έχει στολή στρατηγού με πολλά παράσημα πάνω της. Οι 4 πίσω είναι άγνωστοι για τον Έβαν εκτός από έναν, ο οποίος είναι ο Φορντ. Ο καθένας τους έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο ένας είναι ένας άντρας που φοράει ένα στρατιωτικό παντελόνι πεζικού, μαύρες αρβύλες και μια άσπρη κολλητή μπλούζα που τονώνει τους τεράστιους μυς του. Το σώμα του φαίνεται σαν να κάνει 6 ώρες γυμναστική την μέρα. Δεν έχει δει πιο μυώδη άτομο ποτέ στην ζωή του ο Έβαν. Το πρόσωπο του είναι κάπως άγριο με ένα βλέμμα που μπορεί να σκοτώσει κάποιον. Επίσης έχει σημάδια πολέμου και ένα στρατιωτικό κούρεμα. Το τρίτο άτομο είναι μια γριά κυρία με ένα αυστηρό ύφος καθηγητή. Έχει μακριά, κατσαρά, άσπρα μαλλιά και φοράει ένα ολόσωμο φόρεμα, με διάφορες αποχρώσεις του μωβ. Το τέταρτο άτομο είναι μια νεαρή γυναίκα, που μπορεί να την περάσεις με μαθήτρια. Είναι λίγο κοντή. Έχει σκούρα καστανά, ίσια, μακριά μαλλιά, με ηλιοκαμένο δέρμα. Φοράει μια ρόμπα πράσινα και κίτρινα υφάσματα, που καλύπτει εντελώς τα σωματικά χαρακτηριστικά της. Το ύφος της είναι γαλήνιο με ένα χαλαρό χαμόγελο. Ο κύριος μπροστά αρχίζει να μιλάει. <<Ησυχία, σας παρακαλώ>> και όλο το θέατρο τίθεται σε απόλυτη σιγή <<Σας ευχαριστώ. Καλωσορίσατε στην σχολή μας! Είμαι ο διευθυντής Άλαν Γκέλες. Από εδώ ο καθηγητής Αντώνιος Φορντ>> δείχνει τον Φορντ <<ο καθηγητής Ιβάν Παβλόφ>> δείχνει τον μυώδη στρατιώτη <<η καθηγήτρια Μέριλαντ Κέιστοουν>> δείχνει την γριά κυρία <<και η καθηγήτρια Άντισον Χόνιγουντ>> δείχνει την νεαρή γυναίκα <<Αυτοί θα είναι οι καθηγητές στους οποίους θα αναφέρεται ότι προβλήματα υπάρχουν, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, και θα τα αναφέρουν σε εμένα. Φυσικά μπορείτε να αναφερθείτε και στους υπόλοιπους καθηγητές, αλλά αυτοί είναι οι υπεύθυνοι για τους πύργους σας. Τώρα που ανέφερε για τους πύργους. Όλοι ξέρετε ότι είστε εδώ για να επιλεχθείτε σε ποιον πύργο θα πάτε. Οι πύργοι θα σας επιλέξουν αναλόγως τον χαρακτήρα σας, αλλά και το πόσο αντιστοιχεί το DNA σας με των τεσσάρων προγόνων. Οι Γκρούντον είναι τολμηροί και αποφασιστικοί,
108
οι Τ. Ν. είναι έξυπνοι και δημιουργικοί, οι Ισπέρια αρχηγοί και πιστοί και οι Ριτρά έμπιστοι και ευγενικοί. Τα κολάρα σας θα δείξουν σε ποιον πύργο θα πάτε καθώς θα αλλάξουν χρώμα. Χρυσό για τους Γκρούντον, Μαύρο για τους Ισπέρια, μωβ για τους Τ. Ν. και άσπρο για τους Ριτρά. Η κατανομή ξεκινάει από τώρα. Σε 30 δεύτερα θα μάθετε>> Όλοι περιμένουν για να δουν το πύργο τους. <<Μακάρι να μπούμε στον ίδιο πύργο παιδιά>> ελπίζει ο Μάριο. <<Καλά και σε διαφορετικό να είμαστε, δεν πειράζει. Δεν θα μας εμποδίσει στο να μιλάμε>> του λέει ο Ντρέικ. Ο διευθυντής Γκέλες μετράει αντίστροφα 5, 4, 3, 2, 1. Όλα τα κολάρα παίρνουν το χρώμα τους. Αρχίζουν οι ομιλίες μεταξύ των παιδιών. <<Παιδιά τι είμαι, πείτε μου!>> ρωτάει με αγωνία ο Μάριο. <<Τ. Ν.>> του απαντάει ο Ντέρεκ. <<Και εσύ Τ. Ν. είσαι!>> λέει πίσω στον Ντέρεκ. <<Εγώ τι είμαι παιδιά;>> ρωτάει ο Έβαν και αυτός με αγωνία γιατί θέλει να είναι μαζί τους. Το κολάρο του Έβαν δεν έχει επιλέξει ακριβώς χρώμα. Αναβοσβήνει και τα τέσσερα χρώματα. <<Νομίζω το κολάρο σου είναι χαλασμένο Έβαν>> του λέει ο Μάριο. Αλλά πριν απορήσει ο Έβαν, το κολάρο του αποφασίζει να σταματήσει στο μωβ χρώμα. <<Ξέχνα το και εσύ Τ. Ν. είσαι>> του λέει ο Ντέρεκ. <<Τέλεια! Είμαστε στον ίδιο πύργο>> χαίρεται ο Έβαν. Παίρνει πάλι τον λόγο ο διευθυντής. <<Αφού αποφασίστηκε σε ποιον πύργο θα πάτε, μόλις πάτε στα δωμάτιά σας είναι καλό να διαβάσετε τους κανόνες μας. Τους έχει στους οδηγούς σας. Οι καθηγητές σας θα σας καθοδηγήσουν στους πύργους, οι οποίοι θα φεύγουν ένας-ένας. Οι Γκρούντον με τον καθηγητή Παβλόφ, οι Ισπέρια με τον καθηγητή Φορντ, οι Τ. Ν. με την καθηγήτρια Κέιστοουν και οι Ριτρά με την καθηγήτρια Χόνιγουντ>> και ο Διευθυντής μπαίνει στο προσκήνιο. Έτσι ένας-ένας οι καθηγητές κατεβαίνουν από την σκηνή και ανεβαίνουν τα σκαλιά προς την έξοδο, με τα παιδιά να τους ακολουθούν. Πρώτα φεύγει ο καθηγητής Παβλόφ, μετά ο καθηγητής Φορντ, τρίτος, τον οποίο ακολουθούν τα 3 αγόρια, η καθηγήτρια Κέιστοουν και τελευταία η καθηγήτρια Χόνιγουντ. Καθώς προχωράνε, ο Έβαν κοιτάει το πλήθος που ακολουθάει την καθηγήτρια, μήπως βρει την κοπέλα στο μετρό, αλλά δεν την βλέπει. Ένα αξιοσημείωτο της διαδρομής τους προς τον πύργο είναι ο
109
κεντρικός χώρος του κτηρίου, ο οποίος είναι σαν μια μεγάλη πλατεία με δεκάδες ανελκυστήρες. Στον καθένα μπορούν να μπουν 2 άτομα, εκτός από τους 3 κεντρικούς, οι οποίοι μπορούν να σηκώσουν ολόκληρη τάξη 50 ατόμων. Φυσικά μπαίνουν στους κεντρικούς. Κάποια στιγμή βγαίνουν έξω από το κτήριο και βρίσκονται μπροστά από την πλατιά γέφυρα, που οδηγεί στον πύργο τους. Από τα αριστερά φαίνεται ο πύργος του Γκρούντον και από τα δεξιά της Ριτρά. Εκεί που τελειώνει το έδαφος το περιφράζει ένας φράχτης ηλεκτρομαγνητικού πεδίου ύψος 3 μέτρα, για ασφάλεια. Ένας πρωτοετής κοιτάζει λίγο κάτω από την γέφυρα και, χωρίς να αντέξει να βλέπει τα 150 μέτρα ύψος, λιποθυμάει και πέφτει προς το κενό. Αλλά ο ηλεκτρισμός του φράχτη τον τινάζει 1 μέτρο πίσω. Ξυπνάει με τα μαλλιά του σηκωμένα προς τα πάνω από το ρεύμα. Όλα τα παιδιά γελάνε. Η καθηγήτρια Κέιστοουν με το αυστηρό της ύφος προειδοποιεί. <<Αυτά παθαίνεις όταν παίζεις με τον ηλεκτρισμό. Μην ανησυχείτε, το ρεύμα του φράχτη δεν προκαλεί τίποτα παρά μόνο πόνο>>, τώρα απευθύνεται στο αγόρι που μόλις τον χτύπησε ο φράχτης <<Πρέπει να λύσεις το θέμα σου με τα ύψη. Το πρώτο μάθημα που θα κάνετε είναι να μάθετε πως πετάτε>> Το αγόρι τρομάζει μόνο και μόνο με την ιδέα ότι θα πετάξουν, σε αντίθεση με τον Έβαν που ενθουσιάζεται όταν το ακούει. Η καθηγήτρια ανοίγει την πόρτα του πύργου βάζοντας σε ένα σκάνερ, μια πράσινη οθόνη κολλημένη στον τοίχο, την παλάμη της. Καθώς μπαίνουν μέσα, βλέπουν ένα στρογγυλό δωμάτιο με άσπρους τοίχους και μωβ χαλιά, τα οποία οδηγούν στις 3 πόρτες για τις 3 γέφυρες. Υπάρχουν 3 μικρά διάφανα τραπεζάκια διάσπαρτα στον χώρο, με δύο μπλε καναπέδες στο καθένα. Στους τοίχους είναι κρεμασμένες σειρές από πίνακες ζωγραφικής. Στοιβάδες βιβλίων διακοσμούν την αίθουσα, τοποθετημένες σε τυχαίους χώρους, οι οποίες δίνουν ένα έξυπνο στυλ, μαζί με άλλα διάφορα αντικείμενα πάνω σε έπιπλα, από ένα ειδικό υλικό, σαν μέταλλο. Γενικά στον χώρο τα χρώματα είναι άσπρο, μπλε και μωβ. Αριστερά και δεξιά υπάρχουν ανελκυστήρες σαν αυτούς στο κέντρο του κτηρίου για 2 άτομα. Στο ταβάνι, το οποίο είναι από ένα πολύ περίεργο υλικό, μπορείς να δεις, μέσα από αυτό, τον ουρανό. Ακριβώς στην μέση του χώρου υπάρχει μια μπλε φιγούρα, που απεικονίζει έναν άντρα. Είναι ένα ζωντανό ολόγραμμα. <<Παιδιά, σας παρουσιάζω τον Τ. Ν.. Ο υπαίτιος που δημιουργήθηκε ο πύργος που βρισκόμαστε>> λέει η καθηγήτρια και δείχνει την μπλε φιγούρα. Όλα τα παιδιά το κοιτάζουν με θαυμασμό. Ένα τυχαίο κορίτσι πετάγεται. <<Μα ο Τ. Ν. δεν είναι νεκρός;>>
110
<<Χα χα, όπως βλέπεις δεσποινίς δεν είναι ο αληθινός, αλλά το ολόγραμμα του, με όλες τις μνήμες και τις σκέψεις του αληθινού, όσες τουλάχιστον μπόρεσαν να βρεθούν. Μπορείτε να τον ρωτάτε διάφορα για την ζωή του και για την σχολή>> απαντάει η καθηγήτρια χαμογελώντας και συνεχίζει <<Σήμερα τακτοποιηθείτε, δείτε λίγο την σχολή και από αύριο θα ξεκινήσετε τα μαθήματα σας. Το πρόγραμμα μαθημάτων είναι στον οδηγό σας>> και όλοι οι οδηγοί των παιδιών κάνουν έναν ήχο ειδοποίησης, ότι ήρθε το πρόγραμμα. Η καθηγήτρια συνεχίζει. <<Βρείτε ζευγάρια με τα οποία θα μένετε στο ίδιο δωμάτιο και μόλις αποφασίσετε ρωτήστε τον Τ. Ν. για να σας δώσει δωμάτιο. Όχι πάνω από 4 άτομα>> και φεύγει. <<Είναι τέλειο το μέρος. Το ξέρετε ότι λέγετε σαλόνι εδώ; Είμαι πολύ περίεργος πως θα είναι τα υπόλοιπα σαλόνια των άλλων πύργων>> λέει ο Μάριο. <<Λογικά σαν αυτό αλλά με τα δικό τους χρώμα και το δικό τους ολόγραμμα>> υποθέτει ο Ντέρεκ. <<Να δηλώσουμε μόνο εμείς οι τρεις στο ίδιο δωμάτιο;>> ρωτάει ο Έβαν. Συμφωνούν οι φίλοι του και πηγαίνουν να μιλήσουν με το ολόγραμμα Τ. Ν.. Πριν όμως μιλήσουν, μια χαρούμενη, λεπτή κοπέλα με κόκκινα ίσια μαλλιά, που φτάνουν μέχρι την μέση της και με σχιστά μάτια, πηγαίνει από παρέα σε παρέα και ρωτάει κάτι. Φαίνεται πολύ ενεργητική, σαν έχει πιει ένα μπουκάλι αδρεναλίνη, από το γρήγορο περπάτημα της. Κάποια στιγμή σταματάει μπροστά τους, χοροπηδώντας σαν τρελή, και τους λέει. <<Γεια σας, με λένε Γιανγκ Λεν. Θα θέλατε να συγκατοικήσουμε μαζί;>> Ο Μάριο γίνεται ντροπαλός επειδή δεν έχει ξαναμιλήσει σε κορίτσι. Φρικάρει λίγο από την συμπεριφορά της και κρύβεται πίσω από τον Έβαν. Ο Έβαν τινάζει λίγο το κεφάλι του, γιατί ξαφνιάζεται με την απότομη παρουσία της, καθώς πριν δεν κοιτούσε όταν ερχόταν. Ο Ντέρεκ προσπαθεί να την ηρεμήσει, λέγοντας της. <<Γιατί κάνεις σαν τρελή;>> ρωτάει ο Ντέρεκ. <<Είμαι πολύ ενθουσιασμένη!>> <<Ναι, αλλά σταμάτα να μιλάς γρήγορα για να σε καταλάβουμε και γενικά σταμάτα>> Η κοπέλα σταματάει και ξαναλέει, ήρεμα αυτή την φορά. <<Με λένε Γιανγκ Λεν και δεν βρίσκω κάποιους με τους οποίους θα συγκατοικώ. Στον θάλαμο μου στο μετρό ήμουν μόνη και δεν βρήκα παρέα. Βαρετόοοοο!!!>> και ξινίζει λίγο το πρόσωπο της <<Είστε τρεις άρα μπορείτε να έχετε άλλον έναν μαζί σας. Μπορώ να είμαι αυτός ο άλλος ένας; Παρακαλώ;!>> και κάνει τα γλυκά μάτια και σταυρώνει τα δάχτυλα της.
111
<<Θα είμαστε τρία αγόρια και ένα κορίτσι; Δεν υπάρχει κανονισμός ότι πρέπει να είναι μόνο αγόρια ή μόνο κορίτσια; Και αν όχι θα είσαι εσύ εντάξει με αυτό;>> ρωτάει ο Έβαν. <<Το ξέρω. Όχι δεν υπάρχει αυτός ο κανονισμός και ναι θα είμαι εντάξει, επειδή έχω μεγαλώσει με άλλους τέσσερις αδερφούς>> απαντάει η Γιανγκ αντίστοιχα τις ερωτήσεις του. <<Ε τότε, φυσικά. Με λένε Ντέρεκ και χαίρομαι που σε γνωρίζω!>> της δίνει το χέρι του με ένα βλέμμα, που φλερτάρει. Η Γιανγκ λίγο αμήχανη του δίνει το χέρι της και λέει: <<OK…;;;;!>> Ο Έβαν τραβάει προς τα πίσω τον Ντέρεκ για να του δείξει ότι δεν χρειάζεται το φλερτ και συστήνεται. <<Εμένα με λένε Έβαν Κόντρο και από εδώ ο Μάριο Μπέλο>> και τον δείχνει ο οποίος είναι από πίσω του. <<Γεια>> λέει αυτός διστακτικά και ντροπαλά. Η Γιανγκ ξαφνιάζεται με το επίθετο του Έβαν. Το παρατηρεί, αυτό, ο Έβαν και της λέει. <<Ναι, ναι ο γιος του γνωστού στρατιώτη και μπλα μπλα μπλα…>> <<Κατάλαβα, βαρέθηκες να το ακούς, σωστά;>> λέει η Γιανγκ. <<Εχ, λίγο. Τέλος πάντων. Άρα θα έχουμε τέταρτο άτομο στην παρέα>> <<Και τι παρέα!>> συνεχίζει το φλερτ ο Ντέρεκ. <<Ντέρεκ, τώρα γίνεσαι λίγο ανατριχιαστικός>> του λέει ο Έβαν. Ο Ντέρεκ παίρνει πίσω το χαλαρό του ύφος, αλλά και ένα βλέμμα προς τον Έβαν που λέει “δεν μας παρατάς;”. <<Έχετε πλάκα>> λέει η Γιανγκ. Το ολόγραμμα φωνάζει “επόμενος” και πηγαίνουν μπροστά του οι παρέα των τεσσάρων παιδιών. Τους ζητάει ονόματα και απαντάνε με το δικό τους ο καθένας. Μετά τους δίνει τον αριθμό του δωματίου τους, ο οποίος είναι 401 στον 30 όροφο. Ο Έβαν ρωτάει. <<Πόσα είναι τα δωμάτια και οι όροφοι;>> με τεράστια περιέργεια, λόγω του μεγάλου αριθμού του δωματίου τους και του ορόφου. <<1300 δωμάτια και 65 όροφοι>> του απαντάει το ολόγραμμα. Δεν του κάνει εντύπωση, μετά από όσα έχει δει, και πάνε προς τα ασανσέρ. Ο Ντέρεκ, φυσικά, πηγαίνει στο ίδιο με την Γιανγκ και ο Έβαν με τον Μάριο. Οι όροφοι περνάνε από τα μάτια τους μέσα σε δευτερόλεπτα. Αυτό που προλαβαίνουν να δουν είναι μόνο τα φώτα που φωτίζουν τις πόρτες των
112
διάφορων δωματίων. Φτάνουν στον όροφό τους και ψάχνουν το δωμάτιό τους. Το βρίσκουν αμέσως καθώς οι πόρτες είναι μόνο 20. Η πόρτα δεν έχει ούτε κλειδαρότρυπα, ούτε μοχλό. <<Πως μπαίνουμε μέσα;>> αναρωτιέται ο Έβαν. <<Είναι απλό. Βάζει ένας από μας το πρόσωπο του στον ανιχνευτή προσώπου, που είναι δίπλα στην πόρτα>> λέει ο Μάριο και βάζει το πρόσωπο του μπροστά στον ανιχνευτή, μια άλλη πράσινη οθόνη κολλημένη στον τοίχο, αλλά με ένα αχνό σχέδιο προσώπου. Η πόρτα ανοίγει. Το δωμάτιο τους είναι ένας άδειος χώρος με τέσσερα κρεβάτια, τα οποία είναι τέσσερις τρύπες στον τοίχο, στην σειρά, στο μέγεθος τριών ατόμων. Κάτω από αυτά υπάρχουν στον τοίχο ενσωματωμένα συρτάρια και δεξιά τους μια μεταλλική ντουλάπα. Ο Έβαν πηγαίνει αμέσως και ξαπλώνει σε ένα από αυτά. Πάνω από την θέση του μαξιλαριού έχει 3 κουμπιά. Πατάει ένα από αυτά και το κρεβάτι το κλείνει ένας γυάλινος θόλος, μετατρέποντάς το σε ένα θάλαμο ύπνου. Η πόρτα εμφανίστηκε, ξαφνικά, από την κάτω μεριά του κρεβατιού. Το ξαναπατάει και ανοίγει. <<Και ανησυχούσα για το ροχαλητό του Ντέρεκ πριν>> λέει ο Έβαν χλευάζοντας. Η Γιανγκ γελάει λίγο καλύπτοντας το στόμα της. Ο Ντέρεκ χωρίς να ενοχληθεί, λέει: <<Έτσι φαίνεται ότι απολαμβάνω τον ύπνο μου>> <<Ότι πεις>> και σηκώνεται από το κρεβάτι παρατηρώντας τα πράγματά τους, τα οποία είναι παρατημένα στην γωνία. Ο καθένας πηγαίνει να πάρει τα δικά του. Η Γιανγκ παρατηρεί ότι ο Έβαν έχει μια θήκη για όπλο κοντινής απόστασης. <<Έχω και εγώ ένα όπλο κοντινής απόστασης. Το δικό μου είναι σφυρί ενός χεριού. Το δικό σου πιο είναι;>> <<Γάντια μάχης>> της απαντάει. <<Ου! Είναι πολύ δυνατά, αλλά και πολύ δύσκολα στον χειρισμό μέσα στην μάχη>> <<Το ξέρω>> και μετά προσέχει ότι ο Μάριο και ο Ντέρεκ δεν έχουν θήκες. Έτσι τους ρωτάει <<Εσείς δεν έχετε;>> <<Όχι. Είμαστε από τα σάιμποργκ που δεν τους αντιστοιχούν όπλα>> του απαντάει ο Μάριο. <<Κατάλαβα>> και αρχίζει να τακτοποιεί τα πράγματα του. Η Γιανγκ έχοντας ένα πονηρό βλέμμα προτείνει στα αγόρια. <<Θέλετε να σχεδιάσουμε μια ζαβολιά;>> οι άλλοι 3 την κοιτάνε περίεργα <<Τι με κοιτάτε έτσι; Μου αρέσουν οι ζαβολιές. Έχουν πολύ πλάκα. Είμαι ειδική σε αυτές>> και μια από τις βαλίτσες της την αδειάζει πάνω σε ένα κρεβάτι και από μέσα βγαίνουν διάφορα πράγματα που σχετίζονται με φάρσες.
113
<<Τι είναι όλα αυτά;>> ρωτάει ο Μάριο. <<Για να δούμε. Έχουμε εκρηκτικά νομίσματα μελάνης, πίτα μέσα σε δώρο κουτί, γλιστεροί πάτοι παπουτσιών, κολόνια βρόμας…>> και καθαρίζει λίγο τον λαιμό της επειδή βραχνιάζει από την πολυλογία <<Μήπως έχει κανένας σας μια καραμέλα για τον λαιμό;>> Ο Ντέρεκ θυμάται τις καραμέλες, που πήραν στο μετρό και της πετάει μία από αυτές. <<Ευχαριστώ>> και τρώει την καραμέλα <<Και συνεχίζω…>> σταματάει καθώς η φωνή της ακούγεται σαν εισέπνευσε ήλιο. Γελάνε τα αγόρια. Η Γιανγκ κοιτάει τον Ντέρεκ με ένα βλέμμα που του δείχνει ότι έχει μπλέξει. <<X-voices ε; Αυτό σημαίνει πόλεμος!>> Αλλά κανένας δεν μπορεί να την πάρει στα σοβαρά με αυτή την φωνή. Καθώς αυτή βλέπει πόσο αστεία είναι η κατάσταση και της έρχεται μια ιδέα. <<Χμμμ, θέλετε όλο στο σχολείο να μιλάει περίεργα;>> Μόλις το λέει αυτό, σταματάνε να γελάνε, το οποίο είναι πολύ δύσκολο, και την ακούνε. <<Δώσε μου τις καραμέλες>> ο Ντέρεκ της δίνει το σακουλάκι με αυτές και εκείνη συνεχίζει <<Βάζουμε τις καραμέλες μέσα σε αυτό>> βγάζει από πράγματά της έναν φορητό βραστήρα και ένα μπουκάλι νερό. Μαζί με τον νερό βάζει τις καραμέλες μέσα στον βραστήρα <<Τώρα βάζουμε στους 70 βαθμούς. Μόλις βράσει καλά οι καραμέλες θα αρχίσουν να λειώνουν. Ρίχνουμε λίγο αλάτι>> και παίρνει μια αλατιέρα από την βαλίτσα της <<Το οποίο θα σπάσει την γλύκα τον καραμελών και θα καθυστερήσει τον χρόνο δράσης τους, για να μην μας πιάσουν. Τέλος το ρίχνουμε στο σύστημα υδροδότησης του σχολείου. Ποιος θα έρθει μαζί μου;>> Μόλις ακούνε που θα ρίξουν το υγρό, τρομάζουν λίγο με το μυαλό που έχει η Γιανγκ. Ο Έβαν ρωτάει. <<Και αν μας πιάσουν, όταν θα το βάζουμε; Και που ξέρουμε που είναι το σύστημα ύδρευσης;>> <<Για αυτό ο ένας θα φιλάει τσίλιες και οι άλλοι θα βάλουν το υγρό. Επίσης ξέρω τα πάντα για την σχολή. Μια επαγγελματίας φαρσέρ πρέπει να ξέρει καλά το κτήριο στο οποίο θα κάνει ζαβολιές>> <<Εγώ πάντως είμαι μέσα. Θα πέσει πολύ γέλιο στην σχολή>> λέει ο Ντέρεκ. <<Όχι, όχι δεν υπάρχει περίπτωση να συμμετάσχω. Μόλις μπήκα στην σχολή και δεν θα φάω τιμωρία στην πρώτη μέρα. Λέω όχι. Θα πάω να διαβάσω στην βιβλιοθήκη>> λέει ο Μάριο. <<Θα έρθω μαζί σας, μόνο για να φιλάω τσίλιες. Αλλά θέλω να μου απαντήσεις σε μια ερώτηση. Που τα βρήκες όλα αυτά τα αντικείμενα για φάρσες στην βαλίτσα σου;>> λέει ο Έβαν. <<Οι γονείς μου έχουν μια εταιρία παιχνιδιών και έχουν πολλά τέτοια πράγματα>>
114
<<Κατάλαβα. Και πόση ώρα κρατάνε αυτές οι καραμέλες;>> <<Μία ώρα, γιατί;>> <<Για να δω πόση ώρα θα γελάω με την φωνή σου>> και γελάει. Η Γιανγκ μορφάζει ενοχλημένη. Ο Έβαν δεν περίμενε πως το πρώτο πράγμα που θα κάνει στην σχολή είναι μια φάρσα σε όλη την σχολή. Βγαίνουν από τον πύργο και κατεβαίνουν προς τα κάτω με τους κεντρικούς ανελκυστήρες. Μετά από λίγο περπάτημα, βρίσκονται μπροστά από έναν διάδρομο, που λέει ότι απαγορεύεται για τους μαθητές. Η Γιανγκ λέει. <<Ωραία. Από εδώ είναι το δωμάτιο με το σύστημα υδροδότησης. Εγώ με τον Ντέρεκ θα πάμε εκεί, εσύ Έβαν να βλέπεις μην έρθει κανένας καθηγητής ή ρομπότ παρατηρητής. Άμα δεις κανέναν στείλε μου μήνυμα. Όταν είναι για να φεύγουμε θα σε πάρω τηλέφωνο. Θα συναντηθούμε στην καφετέρια για να δούμε τα αποτελέσματα ή καλύτερα να πω να ακούσουμε>> και τρέχουν μέσα στον απαγορευμένο διάδρομο. Δεν την προλαβαίνει να την ρωτήσει τι είναι τα ρομπότ επιτηρητές, καθώς φεύγει βιαστικά. Έτσι περιμένει ο Έβαν και κοιτάει τους διαδρόμους. Περνάει λίγη ώρα, ώσπου βλέπει τον καθηγητή Φορντ να έρχεται, σιγοτραγουδώντας, προς το μέρος του. Στέλνει ένα γρήγορο μήνυμα στα παιδιά και πάει να του πιάσει την συζήτηση. <<Καθηγητά Φορντ περιμένετε λίγο! Θέλω να σας ρωτήσω κάτι>> <<Έβαν; Τι κάνεις εδώ;>> τον ρωτάει με έκπληξη και χαρά που τον ξαναβλέπει. <<Έχω χαθεί επειδή δεν μπορώ να καταλάβω τον χάρτη στον οδηγό μου>> <<Για να σου δείξω λίγο πως λειτουργεί>> και του δείχνει μερικά πράγματα για τον οδηγό καρπού. <<Ευχαριστώ κύριε!>> <<Δεν κάνει τίποτα. Πως σου φάνηκε η αγορά και η σχολή;>> <<Το ένα καλύτερο από το άλλο>> απαντάει με ενθουσιασμό. <<Χαίρομαι που το ακούω. Βλέπω ότι είσαι ένας Τ. Ν.. Δεν εκπλήσσομαι>> <<Ναι και μένω με 3 καλούς συγκάτοικους. Με διαφορετικές προσωπικότητες, αλλά αυτό είναι που θα κάνει την ζωή μου εδώ διασκεδαστική>> <<Ναι, έχεις δίκιο. Σε αφήνω, τώρα, επειδή πρέπει να ελέγξω κάτι στο μηχανοστάσιο του κτηρίου. Θα τα πούμε λογικά στην τάξη κάποια στιγμή>> <<Περιμένετε λίγο θα ήθελα να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις>> <<Εντάξει, όμως κάνε γρήγορα επειδή έχω δουλειά>>
115
<<Γιατί ντύνεστε έτσι και βάφετε το πρόσωπο σας; Και γιατί έχετε ένα τέτοιο πλατύ χαμόγελο σαν τον Τζόκερ στα χαρτιά;>> <<Όσον αφορά για το ντύσιμο και τις βαφές είναι για να μην δείχνω πόσο χρονών είμαι. Όσο αφορά για το χαμόγελο έτσι γεννήθηκα>> <<Και αν επιτρέπετε πόσο χρονών είστε;>> <<Ενενήντα επτά>> Ο Έβαν σοκάρεται. <<ΤΙ!!! Μα δεν σας φαίνεται καθόλου. Όχι επειδή το κρύβεται αλλά επειδή έχετε την ενεργητικότητα στα χέρια και στα πόδια σας όπως ένας τριαντάρης. Κανονικά θα έπρεπε να είσαστε στο κρεβάτι να ξεκουράζεστε>> <<Είμαι έτσι επειδή νιώθω σαν ένας τριαντάρης. Η ηλικία είναι η εμφάνιση μας. Αν την καλύψεις είσαι η ηλικία που νιώθεις και όχι η ηλικία που γράφουν τα χαρτιά>> <<Ενδιαφέρον. Θα το θυμάμαι αυτό όταν μεγαλώσω πολύ>> και χτυπάει το τηλέφωνο του <<Συγνώμη ένα λεπτό>> Είναι η Γιανγκ που του λέει ότι όλα είναι εντάξει. Το κλείνει και λέει στον καθηγητή Φορντ. <<Ήταν η συγκάτοικος μου, με θέλει για κάτι. Άμα θέλετε κύριε κάτι να μου πείτε αλλιώς να πηγαίνω>> <<Κανονικά θυμήθηκα κάτι που πρέπει να σου πω>> και παίρνει ένα σοβαρό ύφος. Ο Έβαν τρομάζει καθώς φοβάται πως τον έχει καταλάβει, αλλά του αναφέρεται σε κάτι άλλο. <<Τότε στο σπίτι σας, πριν σε πάρω, μου είπες για μια κυρία που συνάντησες. Η περιγραφή της που μου έδωσες, μοιάζει με τα χαρακτηριστικά που έχει αναφέρει το υπουργείο, μιας καταζητούμενης φόνισσας, που κατηγορείται για την δολοφονία κάποιων εργαζόμενων και μελών του υπουργείου. Δεν έχουμε φωτογραφία της για να την αναγνωρίσεις, αλλά πρόσεχε πολύ όταν βγαίνεις έξω. Μην μένεις μόνος σου, επειδή αυτή χτυπάει μόνο μοναχικούς στόχους. Έχουν τρομάξει όλοι στο υπουργείο. Επίσης μην πεις σε κανέναν τι σου είπα. Δεν θέλουμε να πανικοβληθεί ολόκληρη η σχολή, ενώ δεν είναι σίγουρο. Το έχω πει στους καθηγητές και προσέχουν για εξωσχολική περίεργη κίνηση>> Ο Έβαν δεν τρομάζει από αυτό, αλλά του δημιουργεί πολλές απορίες. <<Κύριε, εκείνη η κυρία μου είπε ότι αν με ήθελε νεκρό θα με είχε σκοτώσει. Γιατί τότε δεν το έκανε, αν είναι να με σκοτώσει;>>
116
<<Ενδιαφέρον! Θα το εξετάσω. Μην ασχολείσαι με αυτά και κοίταξε να περάσεις μια κανονική σχολική ζωή. Θα τα πούμε>> και πηγαίνει για να κάνει τις δουλειές του, αφήνοντας τον Έβαν με ερωτήματα. Έτσι, με την βοήθεια του οδηγού, πάει για την καφετέρια προβληματισμένος. Η καφετέρια βρίσκεται στον δεύτερο όροφο, δίπλα από το αμφιθέατρο. Μετά από λίγα λεπτά φτάνει. Η καφετέρια είναι σαν αυτές που έχουν τα κολέγια που κάθονται και τρώνε, αλλά τεράστια και γυαλίζει από καθαριότητα. Ο χώρος είναι τόσο μεγάλος που χωράει άνετα 4000 άτομα. Ο πάγκος του μπουφέ έχει άπειρες επιλογές για φαγητό και πόσιμα από κάθε χώρα. Υπάρχουν και μερικά εξωγήινα πιάτα που φαίνονται πολύ νόστιμα, αλλά περίεργα. Δίπλα υπάρχουν στοίβες από δίσκους για να βάλουν φαγητό. Έτσι παίρνει έναν και πάει να διαλέξει. Πίσω από τον πάγκο υπάρχουν δύο παχουλές κυρίες. Η μία χαρούμενη και καλοσυνάτη και η άλλη μίζερη και άσχημη. Πίσω από αυτές είναι η κουζίνα, από την οποία μπορείς να ακούσεις τα κουζινικά και τους φούρνους, να λειτουργούν. Φωνάζει την χαρούμενη κυρία πίσω από τον πάγκο: <<Κυρία! Κυρία!>> Έρχεται αυτή. <<Τι θα ήθελες;>> με καλοσυνάτο ύφος. <<Θα ήθελα να βάλετε στον δίσκο…>> τον σταματάει η κυρία πριν ζητήσει κάτι και του λέει. <<Μπορείς απλώς να πεις θέλω και θα έρθει το φαγητό στον δίσκο σου>> Την κοιτάει πολύ περίεργα. Έτσι αυτός λέει ‘θέλω μακαρόνια με κιμά’. Το φαγητό που ζήτησε εμφανίζεται ξαφνικά στον δίσκο του. <<Πως έγινε αυτό;!>> ρωτάει έκπληκτος. <<Ο πάγκος είναι συνδεδεμένος με τους δίσκους και μπορεί να τηλεμεταφέρει σε αυτούς το φαγητό που επιθυμείς>> του απαντάει η κυρία. <<Τέλειο!>> Μετά από αυτό το αξιοθαύμαστο συμβάν, παίρνει το φαγητό του και ψάχνει να βρει τους 2 φίλους του. Τα τραπέζια είναι μικρά, χωρητικότητας 5 άτομα, στρογγυλά με ενσωματωμένους πάγκους για να κάτσουν. Είναι εκατοντάδες. Μέσα από αυτόν τον κόσμο τελικά τους βρίσκει και κάθεται μαζί τους. <<Τα καταφέρατε;>> τους ρωτάει. <<Ναι, η Γιανγκ ήξερε και άλλον δρόμο για να μην συναντήσουμε εσένα και τον καθηγητή. Είναι ζωντανός χάρτης αυτή>> λέει ο Ντέρεκ.
117
<<Μελετούσα ολόκληρη την χρονιά για την σχολή>> λέει η Γιανγκ χωρίς την φωνή ηλίου <<Τώρα οι καραμέλες είναι στο φαγητό. Σε ένα τέταρτο όλοι αυτοί θα έχουν περίεργες φωνές. Πρέπει να φάμε και εμείς και να έχουμε περίεργες φωνές, γιατί οι καθηγητές αν μας δουν εδώ στην καφετέρια χωρίς περίεργες φωνές, θα μας υποψιαστούν>> <<Α ωραία νόμιζα ότι έπρεπε να μην φάω, γιατί πεθαίνω της πείνας>> λέει ο Έβαν, του οποίου η κοιλιά γουργουρίζει. Καθώς τρώνε η Γιανγκ παρατηρεί τον Έβαν, που ψάχνει κάποιον μέσα στο πλήθος. <<Ψάχνεις κάτι Έβαν;>> <<Όχι, όχι>> και κατεβάζει το βλέμμα του προς το πιάτο του. <<Του Έβαν του αρέσει μια κοπέλα από την σχολή, την οποία συνάντησε στο μετρό και είμαι σίγουρος ότι αυτή ψάχνει>> λέει ο Ντέρεκ. <<Ντέρεκ!!! Είπαμε θα μείνει μεταξύ μας!>> νευριάζει ο Έβαν. <<Μία μου και μία σου, να μην έλεγες ότι ροχαλίζω>> <<Ο ο ο ο, του Έβαν του αρέσει ένα κορίτσι;>> λέει η Γιανγκ με γλυκιά και χαριτωμένη φωνή, σαν να τον κοροϊδεύει. Ο Έβαν κοκκινίζει από την συμπεριφορά της και μαζεύεται λίγο. Τον παρατηρεί αυτή και συνεχίζει. <<Μην ντρέπεσαι δεν είναι κακό, είναι πολύ γλυκό αντιθέτως. Αν θες καμία κοριτσίστικη συμβουλή μπορώ να σε βοηθήσω>> <<Ευχαριστώ>> αν και τα λόγια της δεν καταφέρνουν να τον βγάλουν από την ντροπαλότητα του. Ξαφνικά μια περίεργη φασαρία δημιουργείται. Αρχίζουν να δρουν οι καραμέλες. Οι φωνές των παιδιών στην καφετέρια αλλάζουν. Κάποια μιλάνε τσιριχτά, άλλα με βαριά φωνή, άλλοι σαν ρομπότ. Τα 3 παιδιά κλαίνε από τα γέλια. <<Αυτό είναι τέλειο, χα χα χα χα>> λέει ο Έβαν με φωνή που ακούγετε σαν εξωγήινου. <<Χα χα χα χα, μιλάς σαν εξωγήινος>> τον κοροϊδεύει ο Ντέρεκ, αλλά βιάζεται επειδή η δικιά του ακούγετε σαν μιας γριούλας. <<Χα χα χα και οι δύο έχετε γελοίες φωνές>> τους λέει η Γιανγκ με μια βαθιά βαριά φωνή μεσήλικα. Τώρα γελάνε όλοι μαζί. Μέσα από αυτή την ηχορύπανση ακούγονται δύο αγόρια να φωνάζουν. <<Χα χα χα χα πως είναι έτσι η φωνή σου; Σαν κοριτσάκι μιλάς>> λέει το ένα στο άλλο, αλλά αλλάζει και η δικιά του. <<Χα χα, γιατί η δικιά σου είναι καλύτερη; Χα χα>> του απαντάει το άλλο αγόρι.
118
Το πρώτο αγόρι θυμωμένο παίρνει μια χούφτα φαγητό από το πιάτο του και την πετάει κατευθείαν στο πρόσωπο του άλλου. Όλα τα παιδιά γελάνε με αυτό. Έτσι κάνει το ίδιο και εκείνο, αλλά αστοχεί, καθώς το πρώτο σκύβει και πετυχαίνει ένα κορίτσι από πίσω. Εκείνο με την σειρά του ρίχνει αλλά αστοχεί και πετυχαίνει κάποιον άλλον και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μέσα στην καφετέρια φαγητοπόλεμος. Μπούτια κοτόπουλου, πατάτες, μακαρόνια, σάλτσες όλα είναι στον αέρα. <<Τελικά εξελίχθηκε καλύτερα από ότι περίμενα!>> λέει η Γιανγκ με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο. <<Η πρώτη μας μέρα και δημιουργήσαμε ένα χάος. Δεν μπορώ να φανταστώ τι πρόκειται να γίνει μέχρι να φύγουμε από την σχολή>> λέει ο Ντέρεκ και του έρχεται στο πρόσωπο μια πάστα σοκολάτας. Οι άλλοι δύο είναι έτοιμοι να σκάσουν από τα γέλια, λόγω της σοβαρής έκφρασης του Ντέρεκ με την σοκολάτα πασαλειμμένη πάνω του, αλλά προσπαθούν να κρατηθούν. Κάποια στιγμή έρχεται ένα κομμάτι φαγητού κατά πάνω στον Έβαν αλλά αυτός με τα τέλεια αντανακλαστικά του το αποφεύγει. <<Εγώ λέω να κάτσω κάτω από το τραπέζι>> λέει ο Έβαν και κρύβεται κάτω από το τραπέζι μαζί με το πιάτο του. Τον ακολουθούν οι φίλοι του και κάθονται κάτω από το τραπέζι για να καλυφθούν και απολαμβάνουν το θέαμα, γελώντας. Ο Ντέρεκ παίρνει μερικές χαρτοπετσέτες από το τραπέζι για να καθαρίσει το πρόσωπο του. Οι χοντρές κυρίες που σερβίρουν προσπαθούν να τους ηρεμήσουν αλλά γίνονται χάλια, καθώς το ιπτάμενο φαγητό τους πετυχαίνει. Το χάος αυτό διαρκεί μία ώρα, ώσπου μπαίνει μέσα ένα κύριος κατσούφης, με τρομαχτικό πρόσωπο, που αν τον δεις μπροστά σου την νύχτα θα πάθεις ανακοπή από τον τρόμο σου. Αυτός ο κύριος φωνάζει. <<Σταματήστε αμέσως τώρα ζώα!!!>> Όλοι σταματάνε και μένουν ακίνητοι. Ο κύριος περπατάει ανάμεσα από τα παιδιά και με την βραχνή φωνή του, από τις τόσες φορές που έχει φωνάξει στην ζωή του, συνεχίζει να φωνάζει. <<Αμόρφωτα όντα, γιατί συμπεριφέρεστε σαν αγρίμια. Μήπως θέλετε να σας βάλω τώρα να τα καθαρίσετε με την γλώσσα σας; Χαμένα όρνια! Κοιτάξτε χάλι! Χειρότερα και από χοιροστάσιο είναι! Θέλω αυτή την στιγμή όλοι σας να κάνετε την καφετέρια να γυαλίζει από καθαριότητα. Έστω και βρω ένα ψίχουλο κάτω θα σας γδάρω ζωντανούς! Ζώα!>> Έτσι όλα τα παιδιά πηγαίνουν να πάρουν είδη καθαρισμού όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ο κύριος κοιτάει τα 3 παιδιά, που ευθύνονται για όλο αυτό, να βγαίνουν κάτω από το τραπέζι, καθαροί και με κανέναν λεκέ πάνω τους. Έτσι τους σταματάει και τους ρωτάει. <<Εσείς πως δεν έχετε κανέναν λεκέ πάνω σας;>>
119
<<Εμείς κύριε αποφασίσαμε αντί να πετάξουμε το φαγητό μας, να καθίσουμε κάτω από το τραπέζι και να το φάμε. Δεν θέλαμε να λερωθούμε, γιατί οι λεκέδες δεν θα έβγαιναν με το πλύσιμο. Επίσης ξέρετε πόσο μπορεί να κάνει τόσο πολύ φαγητό. Η σχολή μας καταξοδεύεται για να το φτιάξει και να το βάλει στο πιάτο μας. Δεν πρέπει να πηγαίνει για πέταμα>> του απαντάει ο Έβαν υποκρίνοντας πονόψυχα. Ο κύριος τον κοιτάει με υποψίες. Δεν το έχει ξανακούσει κάτι τέτοιο από παιδί. <<Δηλαδή εσείς ανησυχείτε για την οικονομία της σχολής;>> και τους κοιτάει με μισό μάτι. <<Μα αν δεν ανησυχήσουμε για την σχολή που μας φροντίζει, για ποιον θα ανησυχήσουμε;>> του απαντάει ο Έβαν. <<Είστε ελεύθεροι να πηγαίνετε. Και να ελπίζεται να μην βρω τι σκαρώνεται>> τους αφήνει αλλά χωρίς να σταματήσουν οι υποψίες του. Έτσι τα 3 παιδιά τρέχουν έξω από την καφετέρια. Η Γιανγκ εντυπωσιασμένη με τον Έβαν του λέει. <<Έβαν είσαι ο καλύτερος. Εγώ είχα σχεδιάσει ολόκληρο πλάνο για να γλιτώσουμε το καθάρισμα, αλλά εσύ με το λέγειν σου έκανες τον κύριο Σβιτς να μας αφήσει ελεύθερους. Πρέπει να γίνεις ηθοποιός>> <<Ποιος είναι αυτός ο κύριος;>> <<Είναι ο κύριος Σβιτς. Το πιο κακό, μίζερο, τρομαχτικό και αυστηρό σάιμποργκ που υπάρχει. Είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα της σχολής και ελέγχει τα ρομπότ σκούπες και τα ρομπότ επιτηρητές. Τα ρομπότ επιτηρητές είναι εκείνα που περνούσαν από δίπλα μας όταν μπήκαμε μέσα στην σχολή το πρωί. Αυτός δεν είναι για να του κάνεις φάρσα, επειδή μπορεί να σε καταλάβει και να την πληρώσεις άσχημα. Με τα ρομπότ παρατηρητές έχει μάτια παντού και δεν του ξεφεύγει τίποτα. Πιο μισητό άτομο, δεν υπάρχει>> <<Πάντως κάναμε ότι κάναμε και την βγάλαμε καθαρή. Τώρα λέω να πάμε στο προαύλιο να καθίσουμε. Όσο πιο μακριά βρισκόμαστε από την “σκηνή του εγκλήματος”, τόσο το καλύτερο>> λέει ο Ντέρεκ <<Που ξέρεις; Μπορεί να δούμε και την καλή σου>> κοιτάει πονηρά τον Έβαν. Βγαίνουν έξω στο προαύλιο το οποίο βρίσκεται πίσω από την σχολή. Είναι ένας πολύ μεγάλος χώρος, ώστε τα παιδιά να έχουν όλη την άνεση για να κάνουν ότι θέλουν. Το δάπεδο είναι από πλακάκια με σχέδιο πέτρας. Στην περίμετρο υπάρχουν παγκάκια για να κάθονται οι μαθητές. Σε τυχαία σημεία υπάρχουν δέντρα και μικροί θάμνοι που δίνουν μια ωραία αίσθηση της φύσης. Κάποια από αυτά αποτελούν τέλεια σημεία για κρυψώνες. Ένα συντριβάνι με τρίγωνο σχήμα, στου οποίου στις γωνίες υπάρχουν τρύπες που πετάνε προς τα μέσα ομοιόμορφα το νερό, κλέβει τα βλέμματα όσων
120
βρίσκονται στον χώρο. Στο κέντρο αυτού υπάρχει ένα άγαλμα ενός περίεργου πλάσματος. Έχει σώμα ρομπότ χωρίς χέρια και το κεφάλι του έχει τέσσερα πρόσωπα. Ένα για την κάθε πλευρά. Μπροστά έχει ένα γυναικείο πρόσωπο, από τα δεξιά ένα πρόσωπο γέρου, από πίσω ένα πρόσωπο άντρα και από τα αριστερά ένα πρόσωπο μικρού κοριτσιού. Έχει μια σειρά από παλάμες στην μέση σαν ζώνη από χέρια. Η στάση του αγάλματος είναι ευθεία γραμμή. Πέντε εκτοξευτές, δημιουργούν πέντε γραμμές νερού που περνάνε πάνω από το κεφάλι του αγάλματος. Έξω από τον χώρο μερικά χιλιόμετρα μακριά, από τα δεξιά τους, αχνοφαίνεται ένα είδος σταδίου, που μοιάζει πολύ με ποδοσφαίρου. Είναι πάνω σε ένα άλλο μικρό νησί το οποίο ενώνεται με το νησί της σχολής με μια μικρή γέφυρα. Ακόμα πιο μακριά, αλλά αυτή την φορά στο ίδιο νησί με την σχολή βλέπουν με δυσκολία μια μαύρη πυραμίδα από μέταλλο. Ο Ντέρεκ τους λέει, ενθουσιασμένος δείχνοντας το στάδιο. <<Κοιτάξτε το στάδιο Φαστ σουτ. Έμαθα ο παλιός ομιλητής έφυγε. Αύριο μην με ψάχνετε, γιατί θα είμαι εκεί για να προσπαθήσω να πάρω την θέση του ομιλητή>> <<Γιατί θες τόσο πολύ να είσαι ομιλητής στο Φαστ σουτ;>> απορεί ο Έβαν. <<Γιατί όχι; Κάθεσαι στην πιο ψιλή θέση του σταδίου, βλέπεις δωρεάν τους αγώνες, με την καλύτερη θέα και όλοι αγαπάνε τον ομιλητή>> Ο Έβαν, παρατηρώντας την πυραμίδα, ρωτάει την Γιανγκ. <<Τι είναι αυτή η πυραμίδα;>> <<Δεν ξέρω. Δεν τα ξέρω όλα για το νησί, αλλά μόνο για την σχολή>> του απαντάει. Ούτε ο Ντέρεκ ξέρει τι είναι. Ο Έβαν δεν ασχολείται πολύ με αυτή. Προτιμάει περισσότερο να ψάχνει για την Τέιλορ. Μπορεί να μην την βρίσκει αλλά βλέπει μια γνωστή του, η οποία μιλάει με άλλα δύο άτομα και έχει άσπρο κολάρο. Προσπαθεί να σιγουρευτεί ότι είναι αυτή. Ο Ντέρεκ παρατηρεί το στάσιμο βλέμμα του. <<Την βρήκες;>> τον ρωτάει. <<Όχι αλλά βρήκα μία που ξέρω. Περιμένετε λίγο>> και πάει προς το μέρος της. Μόλις φτάνει από πίσω της, την ακουμπάει με το δάχτυλο στον ώμο και λέει. <<Ελισάβετ; Εσύ είσαι;>> Γυρίζει και τελικά είναι η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά, που της γνώρισε ο Τζον πέρσι το καλοκαίρι όταν είχαν βγει έξω. <<Έβαν; Τελικά είσαι και εσύ σάιμποργκ>> του λέει. <<Ναι. Γιατί μου τα κρύβατε όλα αυτά;>>
121
<<Δεν ξέρω. Ο Τζον ήθελε να μην ξέρεις τίποτα. Αλλά εγώ ήξερα τι είσαι, από το περιστατικό με το αυτοκίνητο. Συγνώμη για τον Τζον>> <<Δεν πειράζει, επειδή όσο είμαι εδώ θα τον βρω. Ξέρω ότι είναι κάπου εδώ>> <<Καλά. Βλέπω δεν πήρες τον δρόμο του αδερφού σου. Είσαι ένας Τ. Ν.>> <<Σε ποιον πύργο είχε μπει ο Τζον;>> <<Της Ριτρά όπως εγώ και η Σοφία. Την θυμάσαι την Σοφία;>> <<Ναι. Πως είναι μετά την εξαφάνιση του Τζον;>> <<Δεν ξέρω. Όταν εξαφανίστηκε, αυτοί οι δύο είχαν αποφοιτήσει ήδη και δεν τους έχω δει από τότε. Εγώ είμαι 1 χρόνο μικρότερη>> Μία από της φίλες της, της λέει ότι πρέπει να φύγουν. <<Συγνώμη Έβαν πρέπει να κάνω κάτι. Θα τα πούμε>> και φεύγει. Ο Έβαν απογοητεύεται που δεν μαθαίνει κάτι νέο από την φίλη του αδερφού της για τον Τζον. Στο πλάι του έρχονται οι φίλοι του. <<Ποια είναι αυτή;>> ρωτάει ο Ντέρεκ. <<Μια φίλη του αδερφού μου. Της μίλησα μήπως μάθω κάτι για τον αδερφό μου>> <<Έχεις αδερφό;>> <<Κανονικά ετεροθαλή αδερφό. Είναι από την οικογένεια που με υιοθέτησε>> <<Και τι έπαθε και θέλεις να μάθεις για αυτόν;>> <<Είναι ο Τζον Στόουν. Εξαφανίστηκε πέρσι>> <<Μου φαίνεται ότι η οικογενειακή σου ζωή είναι πολύ ενδιαφέρον>> λέει η Γιανγκ. <<Πολύ δραματικά ενδιαφέρον…>> λέει αυτός κοιτάζοντας κάτω με λύπη και συνεχίζει <<Τέλος πάντων τι θα κάνουμε τώρα;>> <<Χμμμμ, δεν ξέρω, αλλά δεν λέει να κάνουμε άλλη ζαβολιά γιατί μπορεί να μας καταλάβουν δύο φάρσες την ίδια μέρα>> Όσο σκέφτονται ποιο είναι το επόμενο πράγμα που θα κάνουν, ο Έβαν παρατηρεί έναν κύριο που παραμιλάει μόνος του. Έχει ποδιά εργαστηρίου, γκρίζο φουντωτό μαλλί, σαν να τον τίναξε το ρεύμα, ένα παχύ μουστάκι και καμπούρα. Μοιάζει με έναν τρελό επιστήμονα. Αυτός ο κύριος έχει μια συσκευή στα χέρια του την οποία υψώνει προς τα πάνω και κοιτάζει κάτι ενδείξεις της. <<Ποιος είναι αυτός ο κύριος και τι κάνει;>> ρωτάει. Οι άλλοι δύο κάνουν νόημα με τους ώμους ότι δεν ξέρουν. Έτσι πηγαίνουν σε αυτόν. Ο Έβαν ρωτάει.
122
<<Συγνώμη κύριε, ποιος είστε;>> Ο Κύριος γυρνάει προς τα παιδιά και τους λέει. <<Γεια σας, καλά μου παιδιά. Είμαι ο καθηγητής Μπόουνς. Θα είμαι ο καθηγητής σας για την πρώτη χρονιά στο μάθημα της φυσικής>> Ο κύριος δείχνει με έναν καλό γέρο, ο οποίος όμως έχει ένα πρόβλημα με το δεξί του μάτι, καθώς το ανοιγοκλείνει συνέχεια, σαν νευρικό τρικ. Ο Έβαν συνεχίζει τις απορίες του. <<Μόνο στην πρώτη χρονιά; Στις άλλες χρονιές ποιος θα μας κάνει το μάθημα;>> <<Ο αδερφός μου. Ο δεύτερος καθηγητής Μπόουνς…>> και σφίγγει τα δόντια του από θυμό. <<Γιατί;>> Τα μάτια του κυρίου γυαλίζουν και ο θυμός του γίνεται πιο έντονος. <<Έλα ντε γιατί; Που να ξέρω γιατί;>> και γίνετε απότομα υστερικός και τρελός, κοιτάζοντας οπουδήποτε αλλού εκτός από τα παιδιά <<Μάλλον με έχουν ανίκανο να διδάξω τις πέντε βασικές ατμόσφαιρες του γαλαξία. Ή μπορεί να νομίζουν ότι είμαι τόσο άχρηστος που μπορώ να διδάξω μόνο τα βασικά της φυσικής. Ή μάλλον δεν τους φτάνουν τα 10 χρόνια εμπειρία στην γαλαξιακή φυσική, που έκανα έξω από την γη. Προτίμησαν τον αδερφό μου ο οποίος έχει 12 χρόνια εμπειρία. Δηλαδή επειδή δεν έχω 2 χρόνια παραπάνω με βάλανε να διδάσκω την γήινη φυσική στους πρωτοετής, δηλαδή τα βασικά. Γιατί έχει 2 χρόνια εμπειρία παραπάνω από μένα; Πολύ απλό! Επειδή είναι 2 χρόνια μεγαλύτερος μου και επειδή είναι 2 χρόνια μεγαλύτερος μου αντί να μοιραστούν οι τάξεις, με έβαλαν εμένα με τους πρωτοετής και αυτός πήρε όλες τις υπόλοιπες. Ναι φυσικά! Πολύ δίκαιο! Ναι βέβαια!>> Η απάντηση του προς τον Έβαν, πιο πολύ μοιάζει με έναν μονόλογο που δείχνει τους προβληματισμούς του και της ζήλιες του για τον αδερφό του παρά με απάντηση. Τα παιδιά τον βλέπουν φρικαρισμένοι, λόγω της τρελής συμπεριφοράς του. Έτσι ο Έβαν αλλάζει το θέμα. <<Τι κάνει αυτή η συσκευή;>> τον ρωτάει διστακτικά και δείχνει αυτό που κρατάει, κάνοντας προς τα πίσω, επειδή φοβάται για άλλη μία έκρηξη θυμού και ζήλιας. Η συμπεριφορά του κυρίου, πολύ γρήγορα, αλλάζει και γίνεται χαλαρή. <<Α αυτό; Με αυτό βλέπω τον καιρό. Με τις ενδείξεις του αέρα και της υγρασίας μπορώ να καταλάβω τι καιρό θα έχει αύριο>> και κοιτάει καλά την συσκευή <<Θα έχει ηλιοφάνεια>> <<Σας ευχαριστώ κύριε. Μάλλον θα τα ξαναπούμε σε κάποιο μάθημα. Καλό σας βράδυ>> του λέει τρομαγμένος και φεύγουν, κάνοντας νόημα στους φίλους του. <<Θα έχουμε αυτόν για καθηγητή;!>> ψιθυρίζει η Γιανγκ προβληματισμένη για το τι τους περιμένει στο μάθημα της φυσικής.
123
Δεν της απαντάνε, γιατί ξέρουν ότι είναι ρητορική η ερώτηση, και συνεχίζουν να περπατάνε, όσο μακριά γίνεται από τον καθηγητή. Φτάνει 10 η ώρα το βράδυ. Τα 3 παιδιά κουρασμένα από την σημερινή μέρα πάνε στο δωμάτιό τους. Η Γιανγκ σκέφτεται τον Μάριο που είναι συγκάτοικος της και δεν τον έχει δει σχεδόν καθόλου. <<Εκείνο το παιδί ο Μάριο δεν τον έχω δει όλη μέρα. Φαίνεται λίγο ντροπαλός>> <<Λίγο; Πολύ εννοείς!>> της λέει ο Ντέρεκ. <<Είναι πολύ διαφορετικός χαρακτήρας από μας. Αυτού θα του αρέσει η μοναξιά και το διάβασμα>> αναφέρει ο Έβαν. <<Ναι αλλά και εμείς δεν είμαστε ίδιοι. Εγώ η εξπέρ φαρσέρ, εσύ το καλό παιδί αλλά με πονηρό μυαλό και ο Ντέρεκ το πιο χαλαρό και άξεστο άτομο που υπάρχει>> <<Όχι άξεστος! Μπορούμε να πούμε ότι είναι δύσκολο να προσεγγίσει κάτι την προσοχή μου>> προσπαθεί να περιγράψει λίγο καλύτερα τον εαυτό του. <<Καλά μην τρελαίνεσαι. Είσαι συμπαθητικός πάντως>> του λέει με στόχο να του δείξει ότι δεν έχει σχηματίσει κακή άποψη για αυτόν. <<Τέλος πάντων, εγώ πάω στο μπάνιο να βάλω ρούχα για ύπνο. Νυστάζω πάρα πολύ. Είναι και αυτές οι αλλαγές τις ώρας από εδώ μέχρι Ελλάδα. Είμαι 20 ώρες ξύπνιος>> λέει ο Έβαν παίρνοντας τις πυτζάμες του. <<Γιατί πρέπει να πας στο μπάνιο για να ξεντυθείς; Ντρέπεσαι κάτι;>> ρωτάει η Γιανγκ και τον κοιτάει περίεργα. <<Εεεμμ… κοίτα αν ήταν εδώ μόνο ο Ντέρεκ δεν θα ντρεπόμουν, αλλά είσαι και εσύ εδώ και είσαι… ξέρεις… κορίτσι>> προσπαθεί να της εξηγήσει λεκτικά και νοηματικά. <<Και; Δεν έχεις κάτι να κρύψεις. Δεν θα σε δω γυμνό κιόλας. Σου είπα έχω άλλους τέσσερις αδερφούς>> <<Ναι εντάξει, αλλά νομίζω άλλο οικογένεια και άλλο συγκάτοικοι. Ας πούμε εσύ δεν έχεις πρόβλημα να ξεντυθείς μπροστά μας;>> <<Όχι φυσικά. Να δες>> και αρχίζει να ξεντύνεται μπροστά τους. <<Οουουου!>> ξεφωνίζει ο Έβαν και κοιτάει από την άλλη μεριά, με το χέρι μπροστά από τα μάτια του. Αλλά κοιτάει λίγο κρυφά από περιέργεια. Ενώ ο Ντέρεκ κοιτάει με τα μάτια γουρλωμένα και ανοιχτό το στόμα, σαν να βλέπει κάτι το αξιοθαύμαστο. Ο Έβαν τον παρατηρεί και του κλείνει το στόμα. Η Γιανγκ αφού φοράει τις πυτζάμες λέει. <<Είδες; Δεν με ενοχλεί καθόλου>>
124
<<Κοίτα εμένα δεν θα με ενοχλούσε καθόλου να αλλάξεις και εσώρουχα μπροστά μας>> αστειεύεται ο Ντέρεκ και γελάει πονηρά. Ο Έβαν μόλις το ακούει, τον χτυπάει ελαφρά πίσω στο κεφάλι και τον κοιτάζει με ένα μισόκλειστο βλέμμα που φωνάζει ‘έλεος’. Η Γιανγκ, με σταυρωμένα τα χέρια, τον κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα. <<Εντάξει ρε παιδιά μια πλάκα έκανα>> Τα δύο αγόρια πάντως είναι εντυπωσιασμένα από την άνεση της Γιανγκ. Ξεντύνονται και ντύνονται μπροστά της όσο πιο γρήγορα γίνεται, επειδή νιώθουν λίγο άβολα. <<Είδες Έβαν δεν έγινε τίποτα>> και ξαπλώνει στο πρώτο κρεβάτι από την σειρά. <<Εντάξει θα το θυμάμαι ότι είσαι τόσο άνετη τις επόμενες φορές>> και πηγαίνει στο μπάνιο για να πλύνει τα δόντια του. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Μάριο χαρούμενος, υπερήφανος και με πολύ ενέργεια. <<Τι βλέπω; Κάποιος φαίνεται ότι πέρασε πολύ ωραία σήμερα>> του λέει ο Ντέρεκ με μια χαλαρή στάση, ξαπλωμένος στο τρίτο κρεβάτι από την σειρά. <<Ναι, δεν ξέρετε πόσες γνώσεις πήρα από την βιβλιοθήκη. Όλη μέρα εκεί ήμουν. Θέλετε να σας πω τι έμαθα;>> <<Α α α… ε ε ε ε μ μ… ξέρεις κάτι… θα το ήθελα πολύ αλλά α α α α… με περιμένει ένα μαξιλάρι και ένα όνειρο να δω… για αυτό ο ο ο… τα λέμε το πρωί>> του λέει, προσπαθώντας να αποφύγει την συζήτηση και κλείνει τον θόλο του κρεβατιού του. Ο Μάριο στρέφει το βλέμμα του προς την Γιανγκ, αλλά αυτή πριν του πει οτιδήποτε, κάνει το ίδιο, χωρίς να μιλήσει. Εκείνη την στιγμή βγαίνει ο Έβαν από το μπάνιο. Έτσι πάει στο μέρος του και τον ρωτάει. <<Έβαν θες να σου πω τι έμαθα σήμερα στην βιβλιοθήκη;>> Εκείνος χασμουρημένος του απαντάει. <<Συγνώμη αλλά δεν βλέπω μπροστά μου από την νύστα. Μάλλον αύριο. Καληνύχτα!>> και ξαπλώνει στο δεύτερο κρεβάτι από την σειρά και κλείνει τον θόλο. Αφού ο Μάριο δεν έχει να μιλήσει με κάποιον ξαπλώνει για ύπνο, στο τελευταίο κρεβάτι που έχει μείνει. Ο Έβαν μπορεί να έχει ξαπλώσει, αλλά αργεί να κοιμηθεί επειδή τον απασχολεί αυτό που του είπε ο Φορντ με την κυρία στον σταθμό του λεωφορείου. Δεν φοβάται αλλά τον βάζει σε σκέψεις για το ποια είναι και αν του προκαλέσει κανένα πρόβλημα στην πορεία. Αυτό είναι το μόνο που δεν θέλει. Μπελάδες.
125