ΔΕΟ 10 Σημειώσεις Εισαγωγή στο δίκαιο και στους συνταγματικούς θεσμούς

Page 1

ΔΕΟ 10-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ- ΤΟΜΟΣ Α (ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ & ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ

Σελίδα 1 από 31


Σημειώσεις Συνταγματικού Δικαίου (εγχειρίδιο: ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ) 1. Τι σημαίνει Δίκαιο και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του;

Δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων και αρχών που ρυθμίζουν σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, με τρόπο υποχρεωτικό, εξαναγκαστικό και ετερόνομο τη συμπεριφορά των ανθρώπων, που συναποτελούν τα μέλη μιας κοινωνίας . Χαρακτηριστικά του δικαίου: α) ο κανονιστικός χαρακτήρας του= οι κανόνες του αναφέρονται σε αυτό που πρέπει να γίνεται. β) ο ρυθμιστικός χαρακτήρας του= ρυθμίζει τη συμβίωση των μελών μιας κοινωνίας. γ) υποχρεωτικός και καταναγκαστικός χαρακτήρας= προέρχεται από την κρατική εξουσία και προβλέπει ποινές και τιμωρία σε περίπτωση παραβίασης. δ) ετερόνομος χαρακτήρας = δεν προέρχεται από ιδιωτική αυτονομία ,αλλά από το κράτος και την κοινωνία.

2. Ποιες είναι οι βασικότερες πηγές δικαίου και πως ιερχούνται στο ελληνικό δίκαιο;

Με τον όρο “πηγές δικαίου“ αναφερόμαστε στους κανόνες και τις αρχές δικαίου, δηλαδή στην προέλευση των κανόνων και των αρχών. Οι πηγές δικαίου συμβάλουν στην παραγωγή άλλων κανόνων, τους οποίου νομιμοποιούν και θεμελιώνουν. Οι πηγές αυτές, ξεκινώντας από το τυπικό Σύνταγμα και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντάσσουν μια πυραμίδα δικαίου, στην οποία η κάθε μία διαθέτει τη δική της ιεραρχημένη θέση. Την πυραμίδα αυτή αποτελούν: 1) Σύνταγμα 2) Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο 3) Ο τυπικός νόμος 4) Ο ουσιαστικός νόμος-κανονιστικές διοικητικές πράξεις 5) Οι πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου

Σελίδα 2 από 31


3. Τι είναι το Σύνταγμα; Το Σύνταγμα αποτελεί τον θεμελιώδη νόμο του κράτους. Πρόκειται για έναν νόμο, ιδιαίτερο, με πανηγυρικό και εκλεκτικό χαρακτήρα, αλλά δεσμευτικό και υποχρεωτικό ως προς το περιεχόμενο του. Μέσω του Συντάγματος ρυθμίζεται η οργάνωση του κράτους αλλά και η κοινωνική συμβίωση των πολιτών. Η αυξημένη τυπική ισχύς του πηγάζει από την δυσκολία μεταβολής του, η οποία είναι πολύ διαφορετική απ’ ότι άλλων τυπικών κανόνων. Το Σύνταγμα αναπτύσσει μια σειρά από λειτουργίες με τις οποίες γίνεται πιο εύκολη η κρατικά οργανωμένη κοινωνική συμβίωση. Οι σημαντικότερες λειτουργίες του Συντάγματος είναι: α) η οργανωτική, β) η εγγυητική, γ)η νομιμοποιητική και δ) η συμβολική ή ενοποιητική. Το Ελληνικό Σύνταγμα είναι αυστηρό, αφού αναθεωρείται με ειδική διαδικασία και ειδικό όργανο. Παράλληλα είναι ιδιαίτερα αυστηρό, επειδή απαγορεύει την αναθεώρηση: α) της μορφής και της βάσης του πολιτεύματος ως Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. β) προστασία της αξίας του ανθρώπου γ) προστασία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας δ) προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας ε) διάκριση των λειτουργιών Οι παραπάνω διατάξεις αποτελούν τα όρια της αναθεώρησης του ελληνικού Συντάγματος. Πρόκειται δηλαδή για έναν σκληρό πυρήνα μη αναθεωρήσιμων άρθρων, που αποκλείουν κάθε αλλαγή ή κατάργηση στο περιεχόμενο τους.

4. Τι γνωρίζετε για τη διαδικασία Αναθεώρησης του Συντάγματος;

Η αναθεώρηση του Συντάγματος συνιστά αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής, ενώ κανένα από τα άλλα όργανα δεν είναι αρμόδιο να συμμετέχει σε αυτήν. Η αναθεωρητική διαδικασία ολοκληρώνεται με την συνεργασία δυο Βουλών. Η πρώτη Βουλή είναι αυτή που προτείνει την αναθεώρηση του Συντάγματος –ονομάζεται προτείνουσα- και η δεύτερη Βουλή – η αναθεωρητική-είναι αυτή που αποφασίζει την αναθεώρηση. Η δεύτερη Βουλή προκύπτει από τις ακριβώς επόμενες εκλογές. Στην πρώτη φάση της διαδικασία αναθεώρησης, η πρώτη Βουλή αποφασίζει-διαπιστώνει ότι υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης. Για να παρθεί μια τέτοια απόφαση απαιτείται η ψήφος τουλάχιστον 50 ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται σε δυο ψηφοφορίες, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους έναν μήνα. Με την απόφαση καθορίζονται και οι συγκεκριμένες προς αναθεώρηση διατάξεις.

Σελίδα 3 από 31


Στη δεύτερη φάση αναθεώρησης, αν η προτείνουσα Βουλή διαπίστωσε την ανάγκη αναθεώρησης με πλειοψηφία 3/5 (3*300/5=180 ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ), η δεύτερη, η αναθεωρητική Βουλή πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της. Αν η προτείνουσα Βουλή έλαβε την απόφαση αναθεώρησης με απόλυτη πλειοψηφία, τότε η αναθεωρητική πρέπει να συγκεντρώνει πλειοψηφία 3/5 (180 ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ.6 Συντάγματος, η αναθεώρηση απαγορεύεται ΑΠΟΛΥΤΑ αν δεν έχει παρέλθει μια πενταετία από την προηγούμενη.

5. Ποιες είναι οι Θεμελιώδεις Αρχές του Πολιτεύματος;

Θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ονοµάζουµε τα βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την φυσιογνωµία του πολιτεύµατος και επιτρέπουν την τυπολογία των πολιτευµάτων. Oι θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ανάγονται στα ουδιώδη χαρακτηριστικά του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, εντάσσονται δε στις διατάξεις εκείνες του Συντάγµατος που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, (απόλυτα αυστηρό Σύνταγµα), δηλαδή στον «σκληρό του πυρήνα». α) η δημοκρατική αρχή Η ∆ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Κ Η ΑΡΧΗ = είναι η αρχή σύµφωνα µε την οποία θεσπίζονται διαδικασίες παραγωγής της κρατικής βούλησης οι οποίες ανάγονται στη βούληση του λαού (νοµιµοποιητική συνιστώσα της ∆ηµοκρατίας). Με άλλες λέξεις η δηµοκρατική αρχή περιγράφει τη ∆ηµοκρατία ως µορφή του πολιτεύµατος, και σύµφωνα µε αυτήν ∆ηµοκρατία είναι η µορφή εκείνη του πολιτεύµατος, όπου πηγή της κρατικής εξουσίας είναι ο δήµος, δηλαδή ο λαός, και θεµέλιο του πολιτεύµατος η κυριαρχία του, δηλαδή η λαϊκή κυριαρχία. Η συνολική λειτουργία της δηµοκρατικής αρχής έχει ως ουσιαστική προϋπόθεση την πληροφόρηση των πολικών για τα συντελούµενα στην πολιτεία. Η γνώση των συντελουµένων προϋποθέτει πλήρη και όχι κατευθυνόµενη πληροφόρηση από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, έτσι ώστε τα δηµόσια πράγµατα (res publica) να συντελούνται µε διαφάνεια και όλες οι δρώσες πολιτικές δυνάµεις να είναι ορατές. β) η αντιπροσωπευτική αρχή Από τη στιγμή που ο λαός έχει μέσα στο κράτος την ανώτατη εξουσία –ή την κυριαρχία, αν το κράτος είναι κυρίαρχο- προκύπτει το πρόβλημα ποιος την ασκεί. Την ασκεί ο ίδιος ο λαός, οπότε η δημοκρατία είναι άμεση ή ένα σώμα αντιπροσώπων του λαού, οπότε η δημοκρατία χαρακτηρίζεται αντιπροσωπευτική ή άλλοτε το αντιπροσωπευτικό σώμα και άλλοτε απευθείας ο λαός οπότε το σύστημα είναι ημιαντιπροσωπευτικό. Η σύγχρονη δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική. Πολιτικά, το αντιπροσωπευτικό σύστημα πλεονεκτεί, επειδή στα θέματα ουσίας οι αντιπρόσωποι λαμβάνουν αποφάσεις ποιοτικά καλύτερες από ότι θα λάμβανε ο ίδιος ο λαός, ο οποίος πάντως έχει εξαιρετική ικανότητα να εκλέγει τους καταλληλότερους για την άσκηση της εξουσίας. Συγχρόνως, το

Σελίδα 4 από 31


αντιπροσωπευτικό σύστημα προστατεύει αποτελεσματικά την εκάστοτε μειοψηφία από την πλειοψηφία του λαού. γ) η κοινοβουλευτική αρχή Η κοινοβουλευτική αρχή συνιστά θεμελιώδη συνταγματική αρχή, ενώ, υπό την πολιτειακή πρόσληψη του Συντάγματος, συναντάται με τον όρο «κοινοβουλευτικό σύστημα». Συγκεκριμένα, η συνταγματική θεωρία διακρίνει τους όρους «κοινοβουλευτικό σύστημα» και «κοινοβουλευτισμός». Ο πρώτος όρος δίνει έμφαση στην ιδιαίτερη θέση της Βουλής στο πολίτευμα, ως το αντιπροσωπευτικό όργανο διά του οποίου πραγματώνεται η λαϊκή κυριαρχία, ενώ ο δεύτερος εστιάζει στην εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής.1 Βάσει της κοινοβουλευτικής αρχής αναγνωρίζεται η πρωταρχικότητα της Βουλής λόγω της άμεσης δημοκρατικής της νομιμοποίησης, την οποία απολαμβάνει μέσω των βουλευτικών εκλογών. Πυρήνας και εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της κοινοβουλευτικής αρχής είναι η εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής. Με άλλα λόγια, η Κυβέρνηση για να λειτουργήσει απαιτείται να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και τεκμαίρεται καθόλη τη διάρκεια της θητείας της, εφόσον δεν αποδειχθεί το αντίθετο, πως συνεχίζει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής ή έστω την ανοχή της. Η ρητή εξαγγελία στο άρθρο 1 §1 Σ 1975/1986/2001/2008 ότι το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία έχει ιδιαίτερη πολιτική και κανονιστική, ερμηνευτική και τυπολογική, σημασία. Ερμηνεύεται βεβαίως σε συνδυασμό με όλο το πλέγμα των διατάξεων που διέπουν τις σχέσεις Βουλής, Κυβέρνησης και Προέδρου της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα δε σχετίζεται με: (α) την έμμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας που έχει ορισμένες και συνταγματικά τυποποιημένες αρμοδιότητες, (β) τη ρητή κατοχύρωση της κοινοβουλευτικής αρχής στο άρθρο 84 §1 Σ, που απαιτεί η Κυβέρνηση να έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής και (γ) τη ρητή κατοχύρωση της αρχής της δεδηλωμένης (άρθρο 37§2 Σ).

δ) η αρχή της προεδρευόμενης δημοκρατίας Σύμφωνα με το εναρκτήριο άρθρο 1§1 Σ, η μορφή του πολιτεύματος είναι προεδρευόμενη δημοκρατία, χαρακτηρισμός από τον οποίο μπορεί κανείς να συναγάγει τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Ο χαρακτηρισμός αυτός αποκλείει τόσο την ύπαρξη κληρονομικού αρχηγού του κράτους (βασιλευόμενη δημοκρατία), άρα συνεπάγεται την άμεση ή έμμεση εκλογή και νομιμοποίηση βάσει διαδικασίας όλων των αμέσων πολιτικών οργάνων του κράτους. Ο προεδρευόμενος χαρακτήρας του πολιτεύματος συμπορεύεται με το κοινοβουλευτικό σύστημα, δεδομένου ότι σε αυτό η Κυβέρνηση εξαρτάται μόνον από την εμπιστοσύνη της Βουλής και όχι του αρχηγού του κράτους, και ότι την πολιτική χαράσσει η Κυβέρνηση (άρθρο 82 §1 Σ). Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει συγκεκριμένες, ρητά και αποκλειστικά καθοριζόμενες από το Σύνταγμα αρμοδιότητες (άρθρο 50 Σ), κυρίως ρυθμιστικές και συμβολικές. Ο

Σελίδα 5 από 31


προεδρευόμενος χαρακτήρας του πολιτεύματος σημαίνει ότι για τη διενέργεια των οποιονδήποτε πράξεων κατά βάση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χρειάζεται τη σύμπραξη της Κυβέρνησης (του αρμόδιου υπουργού), ενώ αντίθετα είναι ρητά προσδιορισμένες οι περιπτώσεις που ασκεί αρμοδιότητες χωρίς προσυπογραφή. Συνοπτικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός της εκτελεστικής λειτουργίας (26 §2Σ), παράγοντας της νομοθετικής λειτουργίας (άρθρο 26 §1Σ), διεθνής παραστάτης της χώρας (άρθρο 36 §1 Σ) και ρυθμιστής του πολιτεύματος (άρθρο 30 §1αΣ).

ε) η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών ως οργανωτική βάση του πολιτεύματος απαντάται σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα (Μαυρομούστακου, 2013: σ.45-52, όπου γίνεται αναλυτική αναφορά στην παρουσία της αρχής τα ελληνικά Συντάγματα). Η διάκριση των λειτουργιών είναι προϋπόθεση για την προστασία της πολιτικής και ατομικής ελευθερίας Σήμερα, καθιερώνεται η διασταύρωση των λειτουργιών μεταξύ των διαφόρων οργάνων, η οποία είναι απαραίτητη για τον συντονισμό των ενεργειών της κρατικής εξουσίας. Δεν καθιερώνεται, όμως, η σύγχυση των λειτουργιών, κατά την οποία οποιαδήποτε λειτουργία είναι δυνατό να ανατίθεται σε οποιοδήποτε όργανο, σύστημα που θα οδηγούσε στην καταπάτηση της πολιτικής ελευθερίας. Την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών τη διακρίνουμε από τη σύγχυση των λειτουργιών, μια κατάσταση στην οποία ένα όργανο του κράτους συγκεντρώνει στο πρόσωπο του το σύνολο των λειτουργιών, όπως για παράδειγμα συνέβαινε με τον απόλυτο μονάρχη. Περαιτέρω, την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών τη διακρίνουμε στην τυπική ή οργανική και στην ουσιαστική ή λειτουργική. Η τυπική ή οργανική διάκριση των λειτουργιών εστιάζει στη φύση του οργάνου που την ασκεί προκειμένου να διαγνώσει τη φύση μιας αρμοδιότητάς του. Για παράδειγμα, κατά την διάκριση αυτή, κάθε αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας θα έπρεπε να θεωρείται αποκλειστικά νομοθετική ή εκτελεστική, ενώ όπως είδαμε, ο ίδιος διαθέτει επιπλέον δικαστικές και ρυθμιστικές αρμοδιότητες. Η δεύτερη κατηγορία, αυτή που αναφέρεται στην ουσιαστική ή λειτουργική διάκριση των εξουσιών, δεν εστιάζει στη φύση του οργάνου αλλά στην ίδια τη φύση της αρμοδιότητας που αυτό επιτελεί.

στ) η αρχή του κράτους δικαίου Η αρχή του κράτους δικαίου σημαίνει μια δικαιοκρατικά οργανωμένη εξουσία, δηλαδή μια εξουσία κανονιστικά οριοθετημένη και θεσμικά αντισταθμισμένη. Αυτό επιτυγχάνεται και μέσω της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία τα κρατικά όργανα δρουν βάσει των αρμοδιοτήτων που τους απονέμει το Σύνταγμα. Η ύπαρξη περισσοτέρων του ενός οργάνων, όπως επιτάσσει η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, διασφαλίζει ότι πράγματι η εξουσία θα είναι θεσμικά αντισταθμισμένη, ενώ ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων που θέτουν όρια στη δράση των κρατικών οργάνων, αλλά και που παράλληλα κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, εναπόκειται κυρίως

Σελίδα 6 από 31


στη δικαστική λειτουργία. Είναι σαφές ότι δεν νοείται κράτος δικαίου χωρίς την εξασφάλιση και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών του. Συνεπώς, η διάκριση λειτουργιών αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κράτους δικαίου. Περαιτέρω, η αρχή του κράτους δικαίου έχει πολλές εκφάνσεις όπως είναι η αρχή της ασφάλειας και της βεβαιότητας του δικαίου, η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και δικαστικών αποφάσεων, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αξίωση του γενικού, σαφούς και απρόσωπου χαρακτήρα των νομοθετικών και κανονιστικών επιταγών, η αρχή της αναλογικότητας, η απαγόρευση της επιβολής ποινών με αναδρομική ισχύ. Περαιτέρω, απόρροια του τυπικού κράτους δικαίου, ως συνταγματικού κράτους, και του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος είναι ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων. Ο έλεγχος αυτός διενεργείται προληπτικά από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατασταλτικά δε από τα δικαστήρια.

η) η αρχή του κοινωνικού κράτους Κοινωνικό κράτος δικαίου είναι εκείνο που συνταγματικά υποχρεούται να σεβαστεί και να εξασφαλίσει την ανθρώπινη αξία. Πρόκειται για το κράτος που είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη αξία, είναι αρωγός και θεματοφύλακάς της. Το κράτος αφουγκράζεται τις κοινωνικές ανάγκες και επιδιώξεις, φυλάττει τα κοινωνικά κεκτημένα, συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις στο να εξασφαλίζει σε όλες τις κοινωικέ ομάδες, μα κυρίως στις πιο ευπαθείς, ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Το κοινωνικό κράτος δικαίου αποτελεί το αποτέλεσμα ενός συνόλου μεταρρυθμιστικών προσπαθειών και προγραμμάτων που ιστορικά διήλθαν από πολλές διακυμάνσεις κατά την οποία το φιλελεύθερο κράτος μεταστράφηκε σε κοινωνικό κράτος δικαίου . Στη χώρα αναγνωρίζεται πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 25 . Μιας και πρόκειται για θεμελιώδη συνταγματική αρχή αυτή υπέρκειται των άλλων διατάξεων κυρίως όσων ορίζουν τα κοινωνικά δικαιώματα. Αποτελεί , άλλωστε, και περιεχόμενο του άρθρου 110 του Συντάγματος, το οποίο περιλαμβάνει τις διατάξεις που δεν αναθεωρούνται λόγω του οτι αυτές συνιστούν και συνδιαμορφώνουν τη μορφή και τη βάση του πολιτεύματός μας. 1 Η θεσμοθέτηση και η εξασφάλιση του ελαχίστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης περιλαμβάνει την εξασφάλιση του εισοδήματος, της εργασίας και της υγείας. Η αξιοπρεπής διαβίωση είναι η κυριότερη στόχευση του κοινωνικού κράτους δικαίου με απαραίτητες συνιστώσες την κοινωνική πρόνοια και την κοινωνική ασφάλιση. Η κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος νοηματοδοτείται όχι μόνο με την εξασφάλιση των στόχων που απορρέουν από τις διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και με τη συναγωγή νέων δικαιωμάτων, τα οποία μπορεί να μη ρυθμίζονται στο κείμενο του Συντάγματος. Το κοινωνικό κράτους δικαίου, λοιπόν, αποτελεί μια μορφή ιστορικής απάντησης στο κράτος δικαίου , το οποίο έχει ως στόχο τον παρεμβατισμό στις σχέσεις κράτους – πολίτη, την ανακατανομή των αγαθών και τη διαφύλαξη της αδιαπραγμάτευτης αξίας του ανθρώπου.

1

Χρυσόγονος Κ. « Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα» , Εκδ: Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ 42 επ.

Σελίδα 7 από 31


6. Ποιες είναι οι κυριότερες αρμοδιότητες του ΠΤΔ;

1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αρμοδιότητες ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ Έκδοση και δημοσίευση νόμων (άρθρο 42 παρ. 1). Έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων για την εκτέλεση των νόμων (άρθρο 43). Έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (άρθρο 44). Προκήρυξη νομοθετικού δημοψηφίσματος για ψηφισμένα νομοσχέδια που αφορούν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα (άρθρο 44 παρ. 2 εδ. β). Αναπομπή νόμων σε περίπτωση διαφωνίας του με τη Βουλή (άρθρο 42 παρ. 1 και 2). Θέση σε ισχύ του νόμου για κατάσταση πολιορκίας (άρθρο 48). ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ Έκδοση ατομικών διοικητικών διαταγμάτων. o Διορισμός και παύση των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 46 παρ. 1). o Διορισμός δικαστών (άρθρο 88 παρ. 1). Συμβολική αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων (άρθρο 45). , Απονομή παρασήμων (άρθρο 46 παρ. 2). , Διεθνής εκπροσώπηση του ελληνικού κράτους, η συνομολόγηση συνθηκών ειρήνης, συμμαχίας, οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις καθώς και η αρμοδιότητα κήρυξης πολέμου (άρθρο 36). ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ Απονομή χάριτος. Είναι αρμόδιος να χαρίζει, να μετατρέπει ή να μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα Δικαστήρια (άρθρο 47 παρ. 1). ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΕΣ Ανάθεση διερευνητικών εντολών για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής (άρθρο 37 παρ. 2, 3 και 4). , Διορισμός του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ.1). Απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, αν αυτή παραιτηθεί ή απωλέσει την εμπιστοσύνη της Βουλής (άρθρο 38 παρ.1). Σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο (άρθρο 40 παρ. 1 εδ. α). Η κήρυξη της έναρξης και της λήξης κάθε βουλευτικής περιόδου (άρθρο 40 παρ. 1 εδ. β) εφ’ όσον ο ΠτΔ επιθυμεί να το πράξει αυτοπροσώπως, αλλιώς τελείται από τον Πρωθυπουργό. Η αναστολή των εργασιών της Βουλής (άρθρο 40 παρ. 2 και 3) το ανώτερο επί τριάντα ημέρες. Η διάλυση της Βουλής (άρθρο 41 παρ. 1 και 2) και η προκήρυξη εκλογών (άρθρο 41 παρ. 3). Η προκήρυξη δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα (άρθρο 44 παρ. 2 εδ. α). Η ευχέρεια του ΠτΔ να απευθύνει διαγγέλματα σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, με δική του πρωτοβουλία και με την σύμφωνη γνώμη και την προσυπογραφή του Πρωθυπουργού (άρθρο 44 παρ. 3).

Σελίδα 8 από 31


7. Τι γνωρίζετε για την Κυβέρνηση; Ως κυβέρνηση ορίζεται το συλλογικό κρατικό όργανο, που συγκροτείται από τον Πρωθυπουργό και τα άλλα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, τους Υπουργούς και ενδεχόμενα τους Υφυπουργούς. Ο όρος κυβέρνηση γίνεται καλύτερα αντιληπτός ειδομένος από δύο σκοπιές, την οργανική ή τυπική και από την ουσιαστική ή λειτουργική. Με την πρώτη αποδίδεται το συλλογικό κρατικό όργανο . Στην δεύτερη αποτυπώνεται η λειτουργία εκείνη κατά την οποία η κυβέρνηση καθορίζει την γενική πολιτική του κράτους και διαχειρίζεται τα πολιτικά πράγματα. Η δεύτερη ταυτίζεται με τον όρο διακυβέρνηση. Κυβερνητικά μέλη είναι τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Η σύνθεση του κυβερνητικού συμβουλίου διακρίνεται σε α) στενή ή υποχρεωτική β) διευρυμένη ή δυνητική. Σύμφωνα με το Σύνταγμα στο υπουργικό συμβούλιο μετέχουν υποχρεωτικά ο πρωθυπουργός και οι με χαρτοφυλάκιο υπουργοί. Σύμφωνα με το άρθρο 81 παρ. 1 δεν υποχρεούνται να συμμετέχουν στο υπουργικό συμβούλιο οι αναπληρωτές υπουργοί και αυτοί χωρίς χαρτοφυλάκιο καθώς και οι υφυπουργοί. Όμως προβλέπεται η δυνατότητα συμμετοχής τους η οποία ρυθμίζεται από τον κοινό νομοθέτη στο νόμο 1558/1985. Συγκεκριμένα στο άρθρο 1 του 1558/1985 προβλέπεται η σύνθεση και η λειτουργία του υπουργικού συμβουλίου. Σε τρεις τουλάχιστον κατευθύνσεις θα πρέπει να προσανατολίζεται ο κυβερνητικός ρόλος με βάση τις νομικές και πολιτικές επιταγές. Κατ’ αρχήν ως επιλογή – μέσα από την εκλογική διαδικασία και σύμφωνα με την έκφραση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας – του λαού , η κυβέρνηση καλείται να διαμορφώσει τη γενική πολιτική της χώρας μορφοποιώντας την κατά βάση μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων βασιζόμενη πάντα στην στήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και οπωσδήποτε έχοντας υπ’ όψιν της τις αναμενόμενες ή μη, κοινωνικές αντιδράσεις στην εκάστοτε ακολουθούμενη πολιτική της. Ο κυβερνητικός ρόλος συναντά προσκόμματα τα οποία τον κατευθύνουν και τον προσανατολίζουν. Ένα από αυτά είναι η διαδικασία -όλο και στενότερη και σε μεγαλύτερο βαθμό, ολοένα αυξανόμενη και εξελισσόμενη- ευρωπαϊκής ενοποίησης καθορίζοντας έτσι τα περιθώρια δράσης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και γενικότερα των οργάνων των κρατών μελών.

8. Ποιες είναι οι κυριότερες αρμοδιότητες του Υπουργικού Συμβουλίου; Στην Ελλάδα του σήμερα, το Υπουργικό Συμβούλιο – απαρτιζόμενο από Υπουργούς και τον Πρωθυπουργό – αποτελεί την Κυβέρνηση της χώρας (Άρθρο 81 παράγραφος 1 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος). «Το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων» όπως ρητώς αναγράφεται στο Άρθρο 81 παράγραφος 1 του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος. Μάλιστα, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει για πολιτικά θέματα γενικότερης σημασίας, για κάθε θέμα αρμοδιότητας συλλογικών κυβερνητικών οργάνων ή για κάθε θέμα αρμοδιότητας ενός ή περισσότερων υπουργών που παραπέμπει σε αυτό ο Πρωθυπουργός. Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπει το Σύνταγμα και οι νόμοι. Κατά το Σύνταγμα, στο Υπουργικό Συμβούλιο μετέχουν υποχρεωτικά ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί οι οποίοι διαθέτουν χαρτοφυλάκιο. Αντιθέτως δεν κρίνεται υποχρεωτική η συμμετοχή στο Υπουργικό

Σελίδα 9 από 31


Συμβούλιο των αναπληρωτών Υπουργών και των Υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο ή των Υφυπουργών. Το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής τους στο Υπουργικό Συμβούλιο και αφήνει τη ρύθμιση του θέματος στον κοινό νομοθέτη. Η σύνθεση και λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου ορίζεται με νόμο. Επαφίεται, συνεπώς, στον κοινό νομοθέτη το κατά πόσο το Υπουργικό Συμβούλιο θα απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τους με χαρτοφυλάκιο Υπουργούς ή εάν θα συμμετέχουν σε αυτό και οι αναπληρωτές Υπουργοί, οι Υπουργοί χωρίς χαρτοφυλάκιο και οι Υφυπουργοί. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι η σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ποικίλει. Η πρώτη μορφή σύνθεσης χαρακτηρίζεται ως στενή ή υποχρεωτική ενώ η σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου που περιλαμβάνει και τους μη υποχρεωτικούς μετέχοντες ονομάζεται ευρεία ή διευρυμένη ή δυνητική.

9. Ποιες είναι οι κυριότερες αρμοδιότητες της Βουλής; Βασική αρμοδιότητα της Βουλής είναι η νομοθεσία. Το ίδιο σημαντική είναι όμως και η άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου των πράξεων και παραλείψεων της Κυβέρνησης. 1) Η αναθεώρηση του Συντάγµατος Η Βουλή ψηφίζει µόνη της, δηλαδή χωρίς τη συµµετοχή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας ή της Κυβέρνησης ως διακριτό αυτοτελές πολιτειακό όργανο, την αναθεώρηση του Συντάγµατος. Η διαδικασία της αναθεώρησης εκτείνεται σε δύο συνεχόµενες περιόδους (άρα σε δύο συνεχόµενες Βουλές). Το Σύνταγµα του 1975 έχει αναθεωρηθεί µέχρι σήµερα τρεις φορές: το 1986, το 2001 και το 2008. 2) Η ψήφιση τυπικών νόµων Η κύρια λειτουργία κάθε νοµοθετικού σώµατος είναι να συζητεί, να επεξεργάζεται και να ψηφίζει τους τυπικούς νόµους, οι οποίοι, στην ελληνική έννοµη τάξη, εκδίδονται και δηµοσιεύονται από τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας. Άλλες αρμοδιότητες είναι η ανάδειξη των υπόλοιπων κρατικών οργάνων (Κυβέρνησης και Προέδρου της Δημοκρατίας), ο δημόσιος κοινοβουλευτικός διάλογος, καθώς και κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες. Ο συντακτικός νοµοθέτης έχει αναθέσει στη Βουλή, εκτός από τη νοµοθετική αρµοδιότητα και εκείνη του κοινοβουλευτικού ελέγχου, και µια σειρά από άλλες αρµοδιότητες, είτε οιονεί δικαστικού είτε άλλου χαρακτήρα. Οι κυριότερες από τις αρµοδιότητες αυτές είναι οι ακόλουθες: 1) Η Βουλή εκλέγει τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας. Η εκλογή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από τη Βουλή γίνεται µε ονοµαστική ψηφοφορία. H διαδικασία εκλογής ξεκινά έναν τουλάχιστον µήνα προτού λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου. Στην πρώτη ψηφοφορία, Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθµού των βουλευτών (200 ψήφοι). Αν δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία αυτή, τότε η ψηφοφορία επαναλαµβάνεται σε πέντε ηµέρες και αν και πάλι δεν επιτευχθεί η παραπάνω πλειοψηφία (200 ψήφοι), τότε η ψηφοφορία επαναλαµβάνεται για τρίτη φορά ύστερα από πέντε ηµέρες, οπότε εκλέγεται στο αξίωµα του Προέδρου όποιος από τους υποψηφίους συγκεντρώσει την πλειοψηφία των τριών πέµπτων του όλου αριθµού των βουλευτών (180 ψήφοι). Αν ούτε στην τρίτη ψηφοφορία δεν επιτευχθεί η αυξηµένη αυτή πλειοψηφία, τότε η Βουλή διαλύεται και προκηρύσσονται γενικές βουλευτικές εκλογές.

Σελίδα 10 από 31


10. Τι γνωρίζετε για το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο;

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) είναι ένα ειδικό δικαστήριο. Προβλέπεται από το άρθρο 100 του Συντάγματος και έχει ειδική αρμοδιότητα να κρίνει, μεταξύ άλλων, το κύρος των βουλευτικών εκλογών, την έκπτωση βουλευτή από το αξίωμά του ή να αίρει συγκρούσεις μεταξύ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας. Η οργάνωση και λειτουργία του ρυθμίζεται ειδικότερα από τον Κώδικα περί του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (Κώδικας ΑΕΔ, Ν. 345/1976). Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν πρέπει να συγχέεται με το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 86 του Συντάγματος, που δικάζει υποθέσεις ποινικής ευθύνης Υπουργών. Οι αποφάσεις του ΑΕΔ είναι αμετάκλητες, δεν μπορούν δηλαδή να προσβληθούν με κανένα ένδικο μέσο.

11. Τι είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας;

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) είναι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. H (σημερινή ως έχει) λειτουργία του ξεκίνησε στις 17 Μαΐου του 1929. Αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου της διοικητικής δράσης. Είναι το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και έχει καταξιωθεί ως ο ισχυρός προστάτης τόσο του πολίτη όσο και του Δημοσίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποτελείται από δικαστές τριών βαθμίδων: α) εισηγητές, οι οποίοι προετοιμάζουν τις εισηγήσεις επί των υποθέσεων, β) παρέδρους, οι οποίοι έχουν συμβουλευτική ψήφο, και γ) συμβούλους, οι οποίοι είναι και οι μόνοι που έχουν την αποφασιστική ψήφο. Το ΣτΕ διαιρείται σε τμήματα, στα οποία κατανέμονται οι υποθέσεις ανάλογα με το αντικείμενό τους. Το τμήμα αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του ΣτΕ ως πρόεδρο του τμήματος, δύο Συμβούλους και δύο Παρέδρους. Σημαντικές υποθέσεις παραπέμπονται σε διευρυμένη επταμελή σύνθεση του τμήματος. Το τμήμα μπορεί να παραπέμψει μια υπόθεση στην Ολομέλεια λόγω σπουδαιότητας. Υποχρεούται να την παραπέμψει, όταν καταλήγει να κηρύξει νόμο αντισυνταγματικό. Οι αρμοδιότητες του ΣτΕ όπως προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 95 του Συντάγματος και του ειδικού Περί του ΣτΕ νόμου (Νομ. Δ/γμα 170/1973) διακρίνονται σε Διοικητικές και Δικαστικές. Διοικητική αρμοδιότητα = Το ΣτΕ έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί Προεδρικών Διαταγμάτων. Κάθε ΠΔ οφείλει πριν σταλεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να υπογραφεί και δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αποκτά ισχύ, να αποσταλεί πρώτα στο ΣτΕ για επεξεργασία. Το ΣτΕ αποφαίνεται για τη νομιμότητα του ΠΔ. Η γνώμη του ΣτΕ δεν είναι τυπικά δεσμευτική για τον Υπουργό-συντάκτη του ΠΔ, ο οποίος, όμως, σπανίως αφίσταται των υποδείξεων του δικαστηρίου, καθώς γνωρίζει ότι, αν μετά την έκδοσή του, το ΠΔ προσβληθεί από κάποιον με έννομο συμφέρον, συνήθως το ΣτΕ δεν θα έχει αλλάξει εν τω μεταξύ γνώμη, οπότε οι πιθανότητες να ακυρωθεί εν συνεχεία το ΠΔ είναι μεγάλες.

Σελίδα 11 από 31


Δικαστική αρμοδιότητα = Το ΣτΕ κρίνει υποθέσεις που φθάνουν σε αυτό: α) είτε απευθείας, με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης από κάποιον που έχει έννομο συμφέρον, οπότε μπορεί ή να ακυρώσει την πράξη ή να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης, β) είτε μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης τακτικού διοικητικού δικαστηρίου (Διοικητικού Πρωτοδικείου ή Διοικητικού Εφετείου), στο οποίο έχει προσφύγει πολίτης κατά διοικητικής πράξης ή άλλης πράξης του Δημοσίου. Στη δεύτερη περίπτωση (αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης τακτικού διοικητικού δικαστηρίου) το ΣτΕ επιτελεί σε σχέση με τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ρόλο παρόμοιο με αυτόν του Αρείου Πάγου σε σχέση με τα πολιτικά και τα ποινικά δικαστήρια. Στη προκειμένη περίπτωση ελέγχει αν, με βάση τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά, όπως τα έχει δεχθεί το κατώτερο δικαστήριο και τα οποία δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος (ουσιαστικός ή δικονομικός). Το αν μια πράξη προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης (γεννά ακυρωτική διαφορά), ή με προσφυγή (γεννά διαφορά ουσίας), δηλαδή το αν κατά μιας πράξης πρέπει κανείς να προσφύγει στο ΣτΕ ή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, το ορίζει κάθε φορά ο νόμος. Συνοπτικά με βάση τα παραπάνω το Συμβούλιο επικρατείας δικάζει: 1. Αιτήσεις ακύρωσης διοικητικών πράξεων για παράβαση νόμου, για υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας καθώς και για αναρμοδιότητα ή παράλειψη τύπου. 2. Προσφυγές πολιτικών, στρατιωτικών, δημοτικών κ.λπ. υπαλλήλων, κατά αποφάσεων Υπηρεσιακών Συμβουλίων περί προαγωγής, απόλυσης, υποβιβασμού κ.λπ. 3. Αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων. 12. Τι αφορά ο έλεγχος της Συνταγματικότητας των νόμων;

Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί τη θεμελιωδέστερη εγγύηση της καθημερινής και διαρκούς προστασίας του πολιτεύματος. Στο ελληνικό πολίτευμα, ο έλεγχος αυτός ξεκίνησε με την νομολογία των δικαστηρίων και κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 93. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων συνδέεται με το κράτος δικαίου, αφού το ολοκληρώνει και το υλοποιεί με αυτή τη διαδικασία. Επιπλέον, ο έλεγχος αυτός διασφαλίζει την υπεροχή του Συντάγματος σε δυο επίπεδα: α) σε ένα τυπικό, που αφορά την προβλέπει το Σύνταγμα.

τήρηση των κανόνων και των διαδικασιών που

β) σε ένα ουσιαστικό που αφορά τη μη αντίθεση του περιεχομένου των νόμων αυτών προς το Σύνταγμα. Με βάση τα δυο αυτά επίπεδα η συνταγματικότητα του νόμου διακρίνεται σε τυπική και ουσιαστική. Η τυπική συνδέεται με την τήρηση της διαδικασίας παραγωγής του νόμου και η ουσιαστική επικεντρώνεται στο περιεχόμενο του νόμου, που πρέπει να ναι σύμφωνο με τις συνταγματικές διατάξεις.

Σελίδα 12 από 31


13. Τι γνωρίζετε για τις Ανεξάρτητες Αρχές;

Η δημιουργία της ΑΔΑ (Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές) έχει ως σκοπό τη συμπλήρωση και τον έλεγχο της δημόσιας διοίκησης, την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών και την ενίσχυση της διοικητικής δράσης με όργανα, που λειτουργούν σε συνθήκες ανεξαρτησίας. Κύρια χαρακτηριστικά των ΑΔΑ: Οι Ανεξάρτητες Αρχές έχουν τα εξής κύρια χαρακτηριστικά: • Αποτελούν κρατικά όργανα, που εκφεύγουν, όμως, του ιεραρχικού ελέγχου ή της εποπτείας της κεντρικής διοίκησης και υπόκεινται μόνο σε δικαστικό έλεγχο νομιμότητας. Έτσι, δεν υπέχουν υποχρέωση υπακοής έναντι των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας. • Τα μέλη τους διαθέτουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία αντίστοιχη με αυτή των δικαστών. H προσωπική τους ανεξαρτησία συνεπάγεται ότι δεν λαμβάνουν εντολές στο πλαίσιο της ιεραρχίας και δεσμεύονται μόνον από το Σύνταγμα και το νόμο, ενώ η λειτουργική ότι τα άλλα όργανα του κράτους, ιδίως η εκτελεστική λειτουργία δεν μπορούν να παρέμβουν στον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους. • Διαθέτουν ευρείες αποφασιστικές αρμοδιότητες (ιδίως κανονιστικές, ρυθμιστικές και κυρωτικές) με αντικείμενο τη ρύθμιση ζωτικών κ αι ευαίσθητων τομέων της πολιτικής Με το άρθρο 101Α Σ κατοχυρώθηκε η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών και η διαδικασία εκλογής των μελών τους. Ωστόσο η πρόβλεψη αυτή αναφέρεται μόνο στις πέντε συνταγματικά κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές, οι οποίες αναγνωρίστηκαν με την αναθεώρηση του 2001. Οι αρχές αυτές είναι: α) η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (άρθρο 9Α Σ), β) το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (άρθρο 15 §2 Σ), γ) η Αρχή Προστασίας του Απορρήτου των Τηλεπικοινωνιών (άρθρο 19 §2 Σ), δ) Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (άρθρο 103 §7 Σ) και ε) ο Συνήγορος του Πολίτη (άρθρο 103 §9 Σ).

14. Τι γνωρίζετε για το ΑΣΕΠ; Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού συνιστά Ανεξάρτητη Αρχή, μη υποκείμενη σε κυβερνητικό ή άλλο έλεγχο, και προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 103 §7 Σ). Συστάθηκε με το Ν. 2190/1994 ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα (Ν. 3839/2010). Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού επιφορτίζεται με τις αποκλειστικές αρμοδιότητες την επιλογή του μόνιμου προσωπικού του Δημόσιου Τομέα, τον έλεγχο των φορέων του δημοσίου κατά την επιλογή προσωπικού, τις διεξαγωγές διαγωνισμών κλπ. Το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού αποτελείται από έναν Πρόεδρο, τρεις Αντιπροέδρους και είκοσι τέσσερις (24) Συμβούλους που αποτελούν ανώτατους κρατικούς λειτουργούς, πλήρους

Σελίδα 13 από 31


και αποκλειστικής απασχόλησης, οι οποίοι απολαμβάνουν πλήρη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Η δράση του έγκειται στην προστασία της διαφάνειας, της δημοσιότητας και της αξιοκρατίας στη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών. Ειδικότερα, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού είναι αρμόδιο να προκηρύσσει την πλήρωση θέσεων ή τ ην πρόσληψη τακτικού προσωπικού ή προσωπικού με σύμβαση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου και να προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για την ολοκλήρωση των διαδικασιών επιλογής ή διαγωνισμών, καθώς και για τον προσδιορισμό των διοριστέων είτε πρόκειται για μόνιμους υπαλλήλους είτε για συμβασιούχους ορισμένης ή αόριστης διάρκειας.

15. Τι γνωρίζετε για τον Συνήγορο του Πολίτη; Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι Ανεξάρτητη Αρχή, που ιδρύθηκε με το Ν. 2477/1997 και έλκει την καταγωγή του από τον σκανδιναβικής προέλευσης Ombudsman. Η πολύ μεγάλη επιτυχία του θεσμού είχε ως αποτέλεσμα τη διάχυσή του στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη μορφή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή. Προβλέπεται συνταγματικά στο άρθρο 103 §9 Σ, ενώ το νομοθετικό πλαίσιο της λειτουργίας του ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 3094/03. Παρέχει τις υπηρεσίες του δωρεάν. και κατά την πρώτη πενταετία λειτουργίας (1998-2002) είχε δεχθεί 41.865 αναφορές πολιτών. Βασικές του αρμοδιότητες είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ των πολιτών και των δημόσιων υπηρεσιών με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη, την καταπολέμηση της κακοδιοίκησης και την τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Ο Συνήγορος του Πολίτη δομείται σε έξι κύκλους, τους οποίους συντονίζουν έξι Βοηθοί Συνήγοροι του Πολίτη. Οι έξι θεματική κύκλοι της Ανεξάρτητης Αρχής είναι ειδικότερα: α) ο κύκλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου, β) ο κύκλος κοινωνικής προστασίας, γ) ο κύκλος της ποιότητας ζωής, δ) ο κύκλος σχέσεων κράτους-πολίτη, ε) ο κύκλος των δικαιωμάτων του παιδιού και στ) ο κύκλος της ισότητας των φύλων.

16. Τι γνωρίζετε για το ΕΣΡ; Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης αποτελεί Ανεξάρτητη Αρχή η οποία ιδρύθηκε με τον Ν. 1866/1989 που θέσπισε τη λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών. Η λειτουργία του διέπεται σήμερα καταρχήν από τους νόμους 2863/2000 και 3052/2002 και, δευτερευόντως, από τους νόμους 2328/1995, 2644/1998 και 3021/2002 και τα προεδρικά διατάγματα 310/1996 και 100/2000, όπου ορίζονται οι βασικότερες αρμοδιότητές του. Πρoβλέπεται συνταγματικά στο άρθρο 15 §2 Σ, όπου ορίζεται ότι: «Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους που λαμβάνει και τη μορφή της προηγούμενης άδειας έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και

Σελίδα 14 από 31


ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας». Στις αρμοδιότητες του ελέγχου της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης της νομοθεσίας «υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ». Καθιερώνεται έτσι ένα τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του ΕΣΡ για κάθε θέμα που αφορά τη λειτουργία των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Το ΕΣΡ είναι επταμελές όργανο. Το απαρτίζουν ο Πρόεδρος του, ο Αντιπρόεδρος και πέντε μέλη. 17. Τι γνωρίζετε για την ΑΠ ΔΠΧ;

Ανεξάρτητη Αρχή η οποία ιδρύθηκε με το νόμο 2472/1997, ο οποίος ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο την ευρωπαϊκή Οδηγία 95/46/ΕΚ η οποία θέτει κανόνες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικά αναφορικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η ΑΠΔΠΧ εφαρμόζει το Ν. 3471, που ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την Ευρωπαϊκή Οδηγία 58/2002. Οι αρμοδιότητές της αφορούν θέματα που σχετίζονται με την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ή ευαίσθητα δεδομένα), τα οποία περιλαμβάνονται σε αρχείο, πχ. η Αρχή αποφαίνεται αν πρέπει να χορηγήσει ένας σύλλογος (ιατρικός, δικηγορικός) στοιχεία από τον προσωπικό φάκελο ενός μέλους του σε ένα πολίτη, προκειμένου αυτός να τα χρησιμοποιήσει σε δικαστήριο. Αποτελείται από τον Πρόεδρο της, ο οποίος είναι ανώτερος Δικαστικός και έχει συνολικά έξι (6) μέλη.

ΤΕΛΟΣ ΜΕΡΟΥΣ Α – ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ- ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

Σελίδα 15 από 31


Σημειώσεις Συνταγματικού Δικαίου (εγχειρίδιο: ΛΙΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ) Κεφάλαιο 1: Κράτος, Κυριαρχία, Συνταγματισμός

1. Τι είναι κράτος; Κράτος είναι μία απρόσωπη και αυτοδύναμη μορφή εξουσίας που ασκείται σε καθορισμένη χώρα. Η εξουσία αυτή προέρχεται από το λαό γι’ αυτό και ονομάζεται πρωτογενείς. Συνεπώς, κράτος είναι το νομικό πρόσωπο ενός λαού, που είναι εγκατεστημένος σε μία χώρα και διαθέτει πρωτογενή εξουσία.

2. Τι είναι η πολιτεία και σε τι διαφέρει από το κράτος; Η πολιτεία είναι μία ειδική μορφή πολιτικής κοινωνίας, η οποία χαρακτηρίζεται από επιδίωξη του κοινού καλού, ανεξάρτητα από τη σχέση εξουσίας και καταναγκασμού που περιέχει η ίδια. Βασική διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών(κράτος- πολιτεία) αποτελεί το ότι στην πολιτεία αναφέρεται η κοινή συμβίωση των πολιτών, η οποία διέπεται από κανόνες δικαίου, με ενοποιητικά στοιχεία και χωρίς έμφαση στην ασκούμενη εξουσία. Βασικές έννοιες του όρου "Κράτος" αποτελούν: Το κράτος-έθνος η κρατική εξουσία το νομικό του πρόσωπο (το δημόσιο) η κεντρική κρατική εξουσία η πολιτειακή κοινωνία η κρατική έννομη τάξη

Σελίδα 16 από 31


3. Τι είναι χώρα; Χώρα ή επικράτεια είναι μία οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή, μία θαλάσσια ή εναέρια έκταση, ένας χώρος, εκτός του οποίου ασκείται η κρατική εξουσία στα πρόσωπα που μένουν μόνιμα σε αυτόν ή διέρχονται ως πολίτες ή αλλοδαποί. Τα όρια μιας Επικράτειας προκύπτουν από διεθνείς Συνθήκες ή από μονομερείς πράξεις νομικές ή υλικές, σε περίπτωση που το κράτος δεν είναι νόμιμο ή το διεθνές δίκαιο το επιτρέπει. Η σχέση της κρατικής εξουσίας με τη χώρα αφορά τους ανθρώπους που βρίσκονται στο εσωτερικό της και δεν είναι σχέση προς πράγμα. Το κράτος έχει τη δύναμη να εξουσιάζει αλλά όχι σε σχέση ιδιοκτησίας, αλλά κυριότητας. 4. Τι σημαίνει λαός; Ο λαός είναι ένα σύνολο ανθρώπων που μένουν σε μία εδαφική επικράτεια ή και εκτός και τους συνδέει με το κράτος, ο θεσμός της ιθαγένειας. Δηλαδή, ο λαός υπό ευρεία έννοια, είναι το σύνολο των πολιτών που έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους ή την ιδιότητα του πολίτη.

5. Τι είναι η ιθαγένεια; Ιθαγένεια είναι νομικά η ιδιότητα του πολίτη δηλαδή ο νομικός δεσμός του ατόμου με το κράτος στο οποίο ανήκει. Η ιδιότητα αυτή αποκτιέται από τη στιγμή της γέννησης του ανθρώπου και εκφράζει τη σχέση κράτους-πολίτη, με τα δικαιώματα, τους κανόνες και τις υποχρεώσεις που συνδέουν τον πολίτη με το κράτος.

6. Τι σημαίνει κρατική εξουσία; Σύμφωνα με τον Μάνεση, κρατική εξουσία είναι η υπέρτατη ικανότητα επιβολής ορισμένης θέλησης, επί άλλων θελήσεων, δηλαδή η υπέρτατη ικανότητα ενός άρχοντα, που μπορεί να επιβάλει και να εξαναγκάζει σε συμμόρφωση. Εσωτερική κυριαρχία της κρατικής εξουσίας σημαίνει την ικανότητα αυτοδύναμης επιβολής της κρατικής εξουσίας χωρίς να περιορίζεται από άλλη θέληση. Εξωτερική κυριαρχία είναι αυτή που ταυτίζεται με την ανεξαρτησία του κυρίαρχου Κράτους και εκτείνεται πέρα από τα εδαφικά του όρια.

Σελίδα 17 από 31


Κυριαρχία είτε εσωτερική είτε εξωτερική δεν σημαίνει και πλήρη ελευθερία του Κράτους.

7. Τι γνωρίζετε για το Συνταγματικό κράτος και για το Σύνταγμα; Μέσα από το συνταγματισμό δημιουργείται το συνταγματικό κράτος, το οποίο συνδέει το κράτος με το Σύνταγμα. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι η εξουσία του οριοθετείται κανονιστικά και θεσμικά, οργανώνεται και λειτουργεί με προκαθορισμένους και πάγιους κανόνες και η εξουσία του οριοθετείται όχι μόνο στο εσωτερικό της αλλά και απέναντι στους πολίτες, μέσω της καθιέρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το Σύνταγμα με την ουσιαστική του έννοια αφορά τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του Κράτους και την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με την τυπική του έννοια, το Σύνταγμα αποτελεί γραπτό, κωδικοποιημένο κείμενο που βρίσκεται στην κορυφή των κανόνων δικαίου. Αναθεωρείται με ειδική, συγκεκριμένη διαδικασία και υπερισχύει έναντι των άλλων κανόνων που δεν έρχονται σε αντίθεση μαζί του.

Σελίδα 18 από 31


ΚΕΦΑΛΑΙΟ

2:

Έννοια-Δημιουργία-Διακρίσεις

και

Λειτουργίες Του Συντάγματος

Έννοια

Δημιουργία

Διακρίσεις

Λειτουργίες

8. Ποια είναι η νομική υπόσταση(πρόσληψη) του Συντάγματος; Το Σύνταγμα έχει δύο κυρίαρχες σημασίες: α) είναι μία πράξη που συντάσσει μία δομή ενός κράτους και ενός πολιτεύματος, δηλαδή ιδρύει μία πολιτεία ή ένα κράτος και θεμελιώνει μία έννομη τάξη. Οργανώνοντας και το κράτος και το πολίτευμα. β) είναι ο θεμελιώδης και ανώτατος νόμος του Κράτους, δηλαδή το σύνολο των κανονιστικών επιταγών που αφορούν την κρατική εξουσία και τα θεμελιώδη και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. 9. Τι είναι το τυπικό και τι το ουσιαστικό Σύνταγμα; Το τυπικό Σύνταγμα αναφέρεται στον τύπο και τη μορφή ενός κειμένου, που αποτελεί τη θεμελιώδη και καταστατική χάρτα ενός κράτους. Ουσιαστικό Σύνταγμα είναι οποιαδήποτε νομική ρύθμιση, ανεξάρτητα από την τυπική της ισχύ, που αφορά τη συγκρότηση του Κράτους και τη σχέση του με τους πολίτες και τα άλλα κράτη. Σύνταγμα με την ουσιαστική έννοια είναι το σύστημα των νομικών κανόνων που ανεξάρτητα από την τυπική τους ισχύ καθορίζει τη μορφή και τη λειτουργία του Κράτους, τα όρια της κρατικής εξουσίας έναντι των πολιτών και τη σχέση της Ελληνικής με τη διεθνή έννομη τάξη. π.χ. Τυπικό Σύνταγμα = άρθρο 3 παρ.3 Συντ. Ουσιαστικό Σύνταγμα = Εκλογικός νόμος

Σελίδα 19 από 31


10. ποιες είναι οι βασικές διακρίσεις του Συντάγματος με κριτήριο τη μορφή του; Με κριτήριο τη μορφή, το Σύνταγμα διακρίνεται σε γραπτό, άγραφο. Γραπτό ορίζεται το ενιαίο κωδικοποιημένο Σύνταγμα (Τυπικό) που έχει τη μορφή δημοσιευμένου κειμένου. Το γραπτό τυπικό Σύνταγμα αποτελεί προϊόν συντακτικής εξουσίας. Άγραφο ονομάζεται το Σύνταγμα που δεν έχει αποτυπωθεί με γραπτό λόγο, αλλά διαμορφώθηκε μέσω του συνταγματικού εθίμου. Συνταγματικό έθιμο είναι η μακροχρόνια και ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενη πρακτική, που ασκείται με την πεποίθηση εφαρμογής κανόνα του συνταγματικού δικαίου. 11. Ποιες είναι οι βασικές λειτουργίες του Συντάγματος; Διαχρονικά, το Σύνταγμα εκτελεί τις ακόλουθες λειτουργίες: α) συστατική λειτουργία: αναφέρεται στο γεγονός ότι μέσω του Συντάγματος δημιουργείται το κράτος και διακηρύσσεται η ίδρυση του. Υπό αυτήν την έννοια, το Σύνταγμα αποτελεί το πιστοποιητικό γένεσης του Κράτους.

β) οργανωτική λειτουργία: σημαίνει ότι με το Σύνταγμα συντάσσεται και οργανώνεται η κρατική εξουσία και μορφοποιείται το πολίτευμα της χώρας. Κάθε πολιτειακή ταυτότητα- είτε κράτος, είτε διεθνής οργανισμός διαθέτει ένα καταστατικό κείμενο που ορίζει τον τρόπο με τον οποίο η οντότητα αυτή διακυβερνάται. γ) εγγυητική λειτουργία: συνίσταται στο γεγονός ότι η ίδια η ύπαρξη του Συντάγματος συνεπάγεται την εγγύηση μιας σφαίρας ελευθερίας για τα άτομα και τους πολίτες. δ) νομιμοποιητική λειτουργία: αναφέρεται στην αποδοχή εκ μέρους των εξουσιαζόμενων της άσκησης της συνταγματικά οργανωμένης και περιορισμένης εξουσίας. ε) συμβολική λειτουργία: σημαίνει ότι το Σύνταγμα διακηρύσσει πανηγυρικά την εθνική ανεξαρτησία και την πολιτική ταυτότητα ενός λαού και ενός κράτους, τόσο προς τα μέσα, όσο και προς τα έξω, τα άλλα κράτη. στ) ενοποιητική λειτουργία: στο Ελληνικό Σύνταγμα, η ενοποιητική λειτουργία εμπεριέχεται στο άρθρο 28Συντ., αφού ως ρυθμιστικός κανόνας, το άρθρο αυτό τυποποιεί τις διαδικασίες και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που συνδέουν την Ελληνική με τη διεθνή έννομη τάξη.

Σελίδα 20 από 31


12. Τι γνωρίζετε για τις μεθόδους ερμηνείας του Συνταγματικού Δικαίου; Το Συνταγματικό δίκαιο έχει τις ακόλουθες ερμηνείες: γραμματική, ιστορική, λογικό-συστηματική και τελεολογική. Η γραμματική, αξιοποιεί το γράμμα του Συντάγματος, θέτοντας ερμηνευτικά όρια και τεκμηρίωση. Η ιστορική, επιτρέπει και επιβάλλει την αναδρομή στην ιστορική βούληση του συνταγματικού/ αναθεωρητικού νομοθέτη. Η λογικό-συστηματική επιβάλλει την ένταξη των διατάξεων σε ερμηνεία γενικότερου πλαισίου δίκαιο. Η Τελεολογική, είναι η ερμηνεία που επιτρέπει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του εξαγόμενου κανόνα δικαίου, με βάση τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Σελίδα 21 από 31


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Το Σύνταγμα και η Έννομη Τάξη.

13. Τι είναι νόμος; Ο νόμος μπορεί να είναι ουσιαστικός και τυπικός. Ως Ουσιαστικός νόμος ορίζεται ένα ενιαίο σύνολο κανόνων δικαίου με γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τον τύπο που έχει δηλαδή από το όργανο που τον εξέδωσε και από τη διαδικασία θέσπισης. Γενικό χαρακτήρα έχει κάθε κανόνας δικαίου που ρυθμίζει νομικά μία κατάσταση για όλα τα άτομα που εμπίπτουν στις προϋποθέσεις του, χωρίς να είναι εκ των προτέρων δυνατός ο προσδιορισμός των ατόμων αυτών. Αφηρημένο χαρακτήρα έχει μία ρύθμιση όταν είναι διατυπωμένη έτσι ώστε να καλύπτει έναν απροσδιόριστο αριθμό όμοιων περιπτώσεων, χωρίς να διαφοροποιεί τη μεταχείριση τους ανάλογα με τα πρόσωπα. Ως τυπικός νόμος ορίζεται το γραπτό νομικό κείμενο με οποιοδήποτε περιεχόμενο το οποίο θεσπίζεται από το σύνθετο νομοπαραγωγικό όργανο και τη διαδικασία που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Ειδικότερα ο τυπικός νόμος ψηφίζεται από το κοινοβούλιο και εκδίδεται και δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας(ΠΤΔ). 14. τι γνωρίζετε για την διαδικασία παραγωγής των τυπικών νόμων; Η νομοθετική λειτουργία διακρίνεται σε τακτική και εξαιρετική. Τακτική είναι η διαδικασία ψήφισης τυπικών νόμων από το κοινοβούλιο και έκδοση τους από τον Π ΤΔ. Εξαιρετική είναι η έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, από τον ΠΤΔ, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, σε έκτακτες και επείγουσες περιπτώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 11Συντ.

Σελίδα 22 από 31


Η τακτική νομοθετική διαδικασία ξεκινά με την άσκηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας δηλαδή με την πρόταση για την υιοθέτηση κάποιου νόμου, αρμοδιότητα που ανήκει στη βουλή και την κυβέρνηση. Όταν τη νομοθετική πρωτοβουλία την ασκεί η Βουλή πρόκειται για Πρόταση Νόμου, όταν την ασκεί η κυβέρνηση πρόκειται για Σχέδιο Νόμου. Το Σχέδιο ή η Πρόταση Νόμου υποβάλλεται στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή(ΚΕΝΕ) για περαιτέρω επεξεργασία κι έπειτα στην επιστημονική επιτροπή της Βουλής που εξετάζει και για τυχόν ζητήματα συνταγματικότητας. Τα νομοσχέδια για την απονομή συντάξεων απαιτούν και τη γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Μετά την παραπάνω διαδικασία, η Πρόταση ή το Σχέδιο Νόμου κατατίθεται για ψήφιση στην Ολομέλεια. 15. Σε τι αναφέρεται η χρονική ισχύς του νόμου; Η έναρξη ισχύος του νόμου αρχίζει με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός και αν προβλέπεται ρητά, διαφορετικά. Η ουσιαστική ισχύς του νόμου, δηλαδή η υποχρέωση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του, αρχίζει δέκα μέρες αργότερα. Συνήθως, οι νόμοι ισχύουν επ’ αόριστον, μέχρι την κατάργησή τους ή την τροποποίηση τους, εκτός αν ορίζεται κάτι διαφορετικό. Νεότερος ή ειδικότερος νόμος καταργεί παλαιότερο ή γενικότερο, εφόσον υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στις διατάξεις των δύο νομών. Η απαγόρευση της αναδρομικότητας των νόμων προκύπτει από το άρθρο 77Συντ.(αυθεντική ερμηνεία των νόμων). Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η αναδρομική ισχύς απαγορεύεται και κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται μόνο αν πρόκειται για πράγματι ερμηνευτικό νόμο, με τον οποίο η Βουλή ερμηνεύει προηγούμενο νόμο. 16. Τι είναι ο Κανονισμός της Βουλής; Ο Κανονισμός της Βουλής είναι ουσιαστικός νόμος που ρυθμίζει την οργάνωση και τη λειτουργία του κοινοβουλίου. Τον κανονισμό τον ψηφίσει η ίδια η Βουλή, στο πλαίσιο της αυτονομίας της(άρθρο 64Συντ).Η αυτονομία αυτή συνεπάγεται ότι η Βουλή μόνη της και χωρίς τη σύμπραξη αλλού όργανο(χωρίς την κυβέρνηση και τον ΠΤΔ) έχει την αρμοδιότητα να ρυθμίζει την εσωτερική της λειτουργία.

Σελίδα 23 από 31


17. Τι είναι η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου; Οι ΠΝΠ εκδίδονται αντί τυπικών νόμων και από την άποψη αυτή ανήκουν στην κατηγορία των πρωτευόντων κανόνων δικαίου, αφού δεν απαιτείται εξουσιοδότηση της Βουλής για να εκδοθούν. Εκδίδονται με εξαιρετική και όχι με την τακτική νομοθετική διαδικασία, όπως και όταν ορίζει το Σύνταγμα. Η θέσπισή τους επιτρέπεται μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις, δηλαδή περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 44Συντ., σε τέτοιες έκτακτες περιπτώσεις. Ο Π ΤΔ, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, είναι δυνατόν να εκδώσει Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Εξαιρετικά επείγουσα ορίζεται η ανάγκη που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα γιατί εγκυμονεί κινδύνους. 18. Τι γνωρίζετε για το Συνταγματικό Έθιμο; Το συνταγματικό έθιμο παράγεται από μία σταθερά επαναλαμβανόμενη πρακτική με συνείδηση δικαίου σε θέματα που αφορούν τομείς, που εμπίπτουν στο αντικείμενο του ουσιαστικού Συντάγματος. Κατά μία άποψη, αποτελεί άγραφη πηγή του δικαίου. Η σημασία του περιορίζεται ολοένα και περισσότερο καθώς το γραπτό δίκαιο καλύπτει πλέον κάθε λεπτομέρεια που χρειάζεται ρύθμιση. Πειστικότερη ωστόσο άποψη είναι αυτή που υποστηρίζει ότι το συνταγματικό έθιμο δεν είναι πηγή δικαίου γιατί δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 1 του Αστικού Κώδικα θα πρέπει να θεωρείται αντισυνταγματική.

19. Τι είναι νομολογία; Η νομολογία είναι το σύνολο των αποφάσεων των δικαστηρίων και δεν αποτελεί πηγή δικαίου στο Ελληνικό νομικό σύστημα, επειδή οι δικαστικές αποφάσεις έχουν δεσμευτική ισχύ μόνο μεταξύ των διαδίκων και όχι έναντι όλων. Δηλαδή, δεσμεύουν συγκεκριμένα άτομα και δεν περιλαμβάνουν κανονιστικές ρυθμίσεις, δηλαδή ρυθμίσεις με γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα. Κατ’ εξαίρεση αποτελούν πηγή δικαίου οι αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, διότι παράγονται κατά την άσκηση ειδικής αρμοδιότητας, σύμφωνα με το άρθρο 100Συντ.

Σελίδα 24 από 31


20. Ποια είναι η σχέση- σύνδεση που έχει το Σύνταγμα με το Διεθνές Δίκαιο; Το άρθρο 28Συντ. επιτρέπει τη νομική αποτύπωση της σχέσης που έχει με το εξωτερικό, το Ελληνικό κράτος, με το οποίο μάλιστα αναλαμβάνει διεθνείς υποχρεώσεις. Αποτελεί βασική Συνταγματική ρύθμιση για τις σχέσεις εξωτερικού και διεθνούς δικαίου. Ειδικότερα, η πρώτη παράγραφος του άρθρου 28 σε άμεση συνάφεια με το άρθρο 36Συντ. σχετικά με τη συνομολόγηση, κύρωση και τυπική ισχύ των διεθνών συμβάσεων, υποδέχεται το διεθνές δίκαιο, καθιστώντας το αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής έννομης τάξης και μάλιστα μ ε ανώτερη ισχύ από κάθε αντίθετη διάταξη νόμου. Η ίδια Συνταγματική αποδοχή εφαρμόζεται και για το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, επειδή αυτό έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κλασικής πολυμερούς σύμβασης του διεθνούς δικαίου.

21. Τι γνωρίζετε για την ιεραρχία των πηγών δικαίου;

Σελίδα 25 από 31


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Κοινωνικό Κράτος Δικαίου και Διάκριση των Λειτουργιών

22. Τι γνωρίζετε για το κράτος δικαίου; Το κράτος δικαίου συνιστά μία θεμελιώδη συνταγματική αρχή. Ορίζεται επίσης ως οργανωτική βάση του πολιτεύματος και του συνταγματικού Κράτους. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 26Συντ., που κατοχυρώνεται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, διαπιστώνουμε ότι όλα τα όργανα του Κράτους υπόκεινται στο Σύνταγμα, δηλαδή στο δίκαιο. Η υπαγωγή κάθε εξουσίας και κάθε υποκειμένου στο δίκαιο είναι ο πυρήνας του κράτους δικαίου. Υπό αυτή την έννοια "κυρίαρχος" σε ένα συνταγματικό κράτος, μετά την άσκηση της συντακτικής εξουσίας, δηλαδή δεν είναι ούτε ο ίδιος ο λαός, ακόμα και ένα αυτόν πηγάζουν όλες οι εξουσίες αλλά το ίδιο το Σύνταγμα.

23. Τι ορίζει η αρχή του κράτους δικαίου; Η αρχή του κράτους δικαίου σημαίνει μία δημοκρατικά οργανωμένη εξουσία, δηλαδή μία εξουσία κανονιστικά οριοθετημένη και θεσμικά ισορροπημένη. Αυτό επιτυγχάνεται με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία τα κρατικά όργανα δρουν βάσει των αρμοδιοτήτων που τους απονέμει το Σύνταγμα. Η ύπαρξη περισσότερων του ενός οργάνων, όπως εντάσσει η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, διασφαλίζει ότι πράγματι η εξουσία είναι θεσμικά ορθή, ενώ τηρείται και ο έλεγχος της τήρησης των κανόνων που θέτουν όρια στη δράση των κρατικών οργάνων, αλλά που παράλληλα κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα μέσος της δικαστικής εξουσίας κυρίως. Άμεση απόρροια του κράτους δικαίου(της αρχής) είναι η αρχή της νομιμότητας.

Σελίδα 26 από 31


24. Τι γνωρίζετε για την αρχή της νομιμότητας; Αρχή της νομιμότητας σημαίνει την υπαγωγή της κρατικής δράσης σε κανόνες δικαίου και ο δικαστικός έλεγχος αυτής. Γενικά, έχει το νόημα της υπαγωγής όλων των υποκειμένων του δικαίου στους κανόνες δικαίου και του δικαστικού ελέγχου συμμόρφωσης με αυτούς. Η κρατική δράση οφείλει να υπακούει στους κανόνες δικαίου που κατοχυρώνουν και προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα μέσω της διασφάλισης, της απόλαυσης αυτών των δικαιωμάτων από τους πολίτες, με τη νομοθέτηση και τη νόμιμη δράση της διοίκησης.

25. Τι γνωρίζετε για την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου; Απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου είναι και η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, δηλαδή της πεποίθησης ότι μία πραγματική κατάσταση που τον αφορά και έχει δημιουργηθεί από μία ομοιόμορφη και σταθερή κρατική συμπεριφορά θα συνεχιστεί και στο μέλλον με τον ίδιο τρόπο.

26. Τι υποστηρίζει η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών; Στο άρθρο 26Συντ. κατοχυρώνεται η τριμερής διάκριση των λειτουργιών. Το άρθρο αυτό δεν αναθεωρείται. Σύμφωνα με αυτό η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Π ΤΔ. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον ΠΤΔ και την κυβέρνηση. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών αποτελεί την κατεξοχήν οργανωτική βάση του πολιτεύματος. Προσλαμβάνει ωστόσο, το πλήρες κανονιστικό της πλαίσιο σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος. Πιο ειδικά η νομοθετική λειτουργία συνίσταται στη θέσπιση νόμων, δηλαδή νομικών ρυθμίσεων γενικών και αφηρημένων(κανόνων δικαίου). Κατεξοχήν όργανο άσκησης της νομοθετικής

Σελίδα 27 από 31


λειτουργίας είναι η Βουλή. Τη λειτουργία αυτή ασκεί σε σύμπραξη με τον Π ΤΔ, ο οποίος εκδίδει και δημοσιεύει τους ψηφισμένους νόμους.

Η νομοθετική λειτουργία θέτει κανόνες δικαίου που οι άλλες δύο λειτουργίες έρχονται είτε να εκτελέσουν είτε πάντως να δράσουν τηρώντας τους. Διαθέτει πρωταρχικότατα έναντι των άλλων δύο λειτουργιών. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον ΠΤΔ και την κυβέρνηση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται όχι μόνον η κυβέρνηση, υπό την έννοια του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά και τη Διοίκηση. Η δικαστική λειτουργία έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση τον διαφορών που προκύπτουν είτε κατά την εκτέλεση των νόμων από την εκτελεστική εξουσία είτε κατά την εφαρμογή των νόμων μεταξύ ιδιωτών. Με την πάροδο του χρόνου, λόγω της εξαντλητικής ρύθμισης όλων των βιοτικών πεδίων και της πολυνομίας, ο ρόλος του δικαστή έπαψε να είναι απλός και τυφλός εφαρμοστής και απέκτησε διαπλαστική εξουσία. Ιδιαίτερη σημασία έχει και ο δικαστικός έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων, που συνδέεται στενά με τον νομικά δεσμευτικό και δη αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος, ως ανώτατου νόμου του Κράτους. Συνταγματικά ανεκτό φαινόμενο της διασταύρωσης των λειτουργιών. Διασταύρωση λειτουργιών σημαίνει ανάθεση σε ένα όργανο μιας αρμοδιότητας που δεν εμπίπτει στο πεδίο της κύριας λειτουργίας αυτού του οργάνου. Η διασταύρωση επιτρέπεται στον βαθμό που προβλέπεται από ρητή Συνταγματική διάταξη, η οποία με ίδιο κύρος προς το άρθρο 26, εισάγει εξαίρεση από αυτό.

Σελίδα 28 από 31


27. Τι σημαίνει κοινωνικό κράτος και πώς αυτό συνδέεται με τα κοινωνικά δικαιώματα; Ως κοινωνικό κράτος μπορεί να οριστεί αυτό το κράτος που παρεμβαίνει στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας, προκειμένου να αμβλύνει τις ανισότητες, αναδιανέμοντας το εθνικό εισόδημα σε όφελος των οικονομικά ασθενέστερων. Η παρέμβαση αυτή οδηγεί στην νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Συνεπώς η αρχή του κοινωνικού κράτους, ως θεμελιώδης αρχή λειτουργεί συμπληρωματικά προς τα κοινωνικά δικαιώματα, παρέχοντας ενίσχυση στη συνταγματική θεμελίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων μη κατοχυρωμένων ειδικά και ρητά στο Σύνταγμα. Τα κοινωνικά δικαιώματα υποχρεώνουν το κράτος όχι σε αποχή, όπως τα ατομικά- αμυντικά, αλλά σε παροχή και υποχρέωση λήψης θετικών μέτρων για την προστασία των φορέων τους από απειλές προερχόμενες από κάθε κατεύθυνση. Το Κράτος πρέπει να εγγυάται ότι η ελευθερία δεν μετατρέπεται σε προνόμιο για την άρχουσα κοινωνική τάξη.

Σελίδα 29 από 31


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία

28. Ποια είναι η έννοια της δημοκρατίας; Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο τα μέλη μιας πολιτικής κοινότητας αυτοκαθορίζονται πολιτικά. Η κυριαρχία θεωρείται ότι ενυπάρχει σε κάθε πολίτη ξεχωριστά και έτσι οι πολίτες στη δημοκρατία "αυτοκαθορίζονται" διότι στο πρόσωπο καθενός συντρέχει τόσο ιδιότητα του εξουσιάζοντος, η οποία κατεξοχήν εκδηλώνεται με το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, όσο και η ιδιότητα του εξουσιαζόμενου. Οι πολίτες στη δημοκρατία εξουσιάζουν τους ίδιους τους τους εαυτούς. Αυτό επιτυγχάνεται με τη σύνθεση δύο στοιχείων: της πολιτικής ελευθερίας και της πολιτικής κοινότητας. 29. Τι γνωρίζετε για τη λαϊκή κυριαρχία ως θεμέλιο του πολιτεύματος; Στο άρθρο 1 παρ.2Συντ. ορίζεται ότι θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία, ότι δηλαδή η κυριαρχία ιδεοτυπικά εδράζεται στο λαό. Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας έχει τις ρίζες της στη Γαλλική επανάσταση και εκφράστηκε κυρίως λόγω από το Ρουσσώ και τη θεωρία του για τη γενική βούληση, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση εκλέγεται από όλους και εκφράζει όλον τον κόσμο. Η γενική βούληση αποσκοπεί στο γενικό συμφέρον. 30. Τι γνωρίζετε για την αντιπροσωπευτική αρχή; Πρώτο και κυριότερο στοιχείο της αντιπροσωπευτικής αρχής είναι η ύπαρξη αντιπροσωπευτικού σώματος, δηλαδή Βουλής, η οποία αναδεικνύεται περιοδικά και έχει νομοθετικές αρμοδιότητες. Στο Ελληνικό Σύνταγμα, η αντιπροσωπευτική αρχή αναφέρεται στα άρθρα 53 και 60, με τα οποία θεσπίζονται οι εκλογές, η αντιπροσώπευση του έθνους δια των βουλευτών, η άμεση και καθολική ψηφοφορία και το απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου των βουλευτών.

Σελίδα 30 από 31


31. Τι πρεσβεύει η αρχή του πολυκομματισμού; Η ελεύθερη ύπαρξη και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων ανήκει στο περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής και συνιστά αρχή του πολυκομματισμού. Το θεμέλιο του πολυκομματισμού είναι αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και αντιπροσωπευτική αρχή. Επίσης, θεμελιώδης αρχή είναι η ελεύθερη δράση και ίδρυση των πολιτικών κομμάτων. 32. Τι γνωρίζετε για το δημοψήφισμα; Δημοψήφισμα είναι η διατύπωση της βούλησης του εκλογικού σώματος για συγκεκριμένο ζήτημα κατά τρόπο άμεσο και ευθύ και με τη μορφή της άμεσης καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας. Στο δημοψήφισμα, ο λαός αποφασίζει για ένα συγκεκριμένο ζήτημα και όχι για πρόσωπο σε αντίθεση με τις βουλευτικές εκλογές. Λαμβάνει δηλαδή μία απόφαση ουσίας κατά τρόπο άμεσο και ευθύ, με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία.

Σελίδα 31 από 31


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.