Μάρα Στυλιανού ΣΤ΄ Δημοτικού Εκπαιδευτηρίων Δούκα
Ευχαριστούμε τον κ. Βαγγέλη Θεοδωρίδη που εργάστηκε για την εικονογράφηση του παραμυθιού.
Ήταν ένα από τα ηλιόλουστα ανοιξιάτικα πρωινά του Μαΐου. Εγώ ξύπνησα από τη γλυκιά φωνούλα της αδελφής μου που μου έλεγε να σηκωθώ από τι κρεβάτι μου γιατί μετά από λίγο θα φεύγαμε. Έτσι λοιπόν σηκώθηκα και εγώ και ετοιμάστηκα γρήγορα. Μαζί με τους γονείς και τις αδελφές μου πήγαμε στο εξοχικό μας στο Σούνιο. Εκεί μας υποδέχτηκαν με ζεστές αγκαλιές και φιλιά η γιαγιά και ο παππούς. Εμείς ανεβήκαμε γρήγορα στο δωμάτιο για να βγάλουμε τα ρούχα μας από τις βαλίτσες μας.
Όταν τελειώσαμε τρέξαμε στον κήπο να παίξουμε, όμως ο παππούς μου ζήτησε ευγενικά να μείνω λίγο μαζί του στο σαλόνι του σπιτιού μας. «Αχ! Παναγία μου τι θέλει να μου πει πάλι;» είπα από μέσα μου. «φυσικά παππού. Για πες μου τι έγινε, έλα παππούλη πες μου, είμαι όλη αυτιά!». Και τότε ξεκίνησε το “βασανιστήριο”.
(Μετά από δύο χρόνια) Άννα χρυσό μου! Ναι, γιαγιά. Ξέρεις ο παππούς σου εκτός από έξυπνος και ευγενικός είναι και πολύ μυστήριος. Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω! Θέλω να πω ότι τώρα που είναι άρρωστος και δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους γύρω του, ίσως πρέπει να μάθουμε κάποιες πληροφορίες για τη μυστική του ζωή ή για την μαγική πύλη που λέει συνέχεια. Ίσως όλα αυτά τα παλαβά να είναι αλήθεια! Αυτός ο άνθρωπος κάτι κρύβει, κάτι πολύ σημαντικό το οποίο εμείς δυστυχώς δεν γνωρίζουμε!
Μετά από λίγο η γιαγιά έφυγε. Έπρεπε να πάει τον παππού στον γιατρό, δηλαδή έτσι μου είπε. Όμως εγώ ήξερα ότι ο παππούς πηγαίνει στο νοσοκομείο στις 5 το απόγευμα και τότε ήταν 12 το μεσημέρι. Έτσι την ακολούθησα για να δω που πηγαίνει. Στη μέση του δρόμου μια τεράστια πύλη άνοιξε και μέσα μπήκε η γιαγιά μου. Μα γιατί να μου πει ότι δεν ξέρει τίποτα για όλα αυτά που λέει ο παππούς; Μυστήριο! Βάδισα λοιπόν μέχρι την πύλη για να δω τι είναι ακριβώς και ξαφνικά ένα πρόσωπο γνωστό σε εμένα έπεσε δίπλα μου! Τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν η πολυαγαπημένη μου γιαγιά! Σκέφτηκα τι μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή! Έπρεπε με κάθε τρόπο να τη βοηθήσω, όμως όταν άνοιξε τα μάτια της μου είπε: « Μην φοβάσαι, είμαι καλά. Ηρέμησε». Την βοήθησα να σηκωθεί με δάκρυα στα μάτια και μου ζήτησε να την πάω στο σπίτι της! Αργότερα αφού της έδωσα κάτι ηρεμιστικά χάπια, μου είπε το μυστικό της! Άρχισε να μου διηγείται πως βρέθηκε μέσα στη πύλη. Μου είπε ότι ένα βράδυ μια κυρία που συνάντησε στο δρόμο, της είπε ότι κάτι κακό θα συνέβαινε στις 12 τα μεσάνυχτα! Και έτσι έγινε! Μου εξέφρασε τα συναισθήματα της εκείνη τη στιγμή και συμπλήρωσε ότι το πνεύμα που την επισκέφτηκε το βράδυ ήταν εκείνο για το οποίο μιλούσε η κυρία στο δρόμο που άλλαζε ψυχές. Δηλαδή η γιαγιά μου είχε πάρει την ψυχή του πνεύματος και το αντίθετο. Τότε πήρα μια απόφαση. Πρωί –πρωί θα πήγαινα να διαλευκάνω το μυστήριο της μαγικής πύλης. Έτσι λοιπόν ξύπνησα πολύ πρωί και επισκέφτηκα τον παππού μου. Εκεί η ατμόσφαιρα δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Η γιαγιά μου ήταν πολύ λυπημένη βλέποντας τον παππού μου σε μια κατάσταση πολύ καταθλιπτική που δεν του άξιζε και έχοντας στο μυαλό της τα πρόσφατα γεγονότα.
Όταν έφτασα στο σημείο που έγινε το συμβάν, η πύλη άνοιξε και ξεχύθηκε πολύς κόσμος. Οι περισσότεροι δεν με πρόσεχαν, μόνο μερικοί σταματούσαν και με κοίταζαν με περιέργεια. Σιγά σιγά άρχισα να ασχολούμαι με κάτι. Ξαφνικά παρατήρησα ένα μικροκαμωμένο και αρκετά τρομαγμένο παιδάκι. Το πήρα αγκαλιά μου. Όταν σήκωσε το κεφαλάκι του με κοίταξε και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Τι συμβαίνει; Θέλω να βγω έξω. Μην ανησυχείς, σε λίγο όχι μόνο εσύ, αλλά όλοι σας θα ελευθερωθείτε.
Το μικρό παιδί με τις ικανότητες που είχε με οδήγησε σε ένα μέρος μακριά από το σπίτι μου. Βρεθήκαμε μπροστά σε ένα ερειπωμένο κτίριο. Τα αγριόχορτα είχαν σκεπάσει σχεδόν ολόκληρη την πρόσοψη και μετά βίας μπορούσε κάποιος να διακρίνει τα αλλοιωμένα απ΄τα χρόνια γράμματα. Η επιγραφή έγραφε: «Μητέρα».
Τότε κάτι παράξενο συνέβη. Τα μάτια του λαμπίριζαν κάθε φορά που κοιτούσε το κτίριο. Άρχισε να μου διηγείται την ιστορία του, μου είπε ότι η μητέρα του αναγκάστηκε να τον αφήσει στο οικοτροφείο μιας και ο πατέρας του είχε πεθάνει και εκείνη έπρεπε να πολεμήσει κάτι κακά πνεύματα. Μου είπε πως ήθελε να τη σώσω γιατί πιάστηκε αιχμάλωτη καθώς προσπαθούσε να τα σταματήσει. Εγώ κατάλαβα ότι για αυτό το παιδί το συγκεκριμένο κτίριο κάτι του θύμιζε. Ίσως να είχε περάσει λίγα χρόνια από τη ζωή του εκεί σκέφτηκα. Όμως μου είπε να τον πάω μέσα στο εγκαταλελειμμένο κτίριο. Προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την πόρτα. Με την πρώτη προσπάθεια δεν τα καταφέραμε, όμως με τη δεύτερη άνοιξε. Ρίξαμε μια ματιά και αυτό που είδαμε ήταν πολύ δυσάρεστο. Οι τοίχοι ήταν μαύροι, χαρτιά, κούτες και ξύλα υπήρχαν στο πάτωμα, μαζί με τα σκονισμένα βιβλία. Ο μικρός μου φίλος μου είπε να προσέχω να μην πατήσω κανένα σκουριασμένο καρφί. Προφανώς η γάτα έλειπε γιατί τα ποντίκια χόρευαν στα πόδια μας! Αφού ανεβήκαμε την σκονισμένη σκάλα για άλλη μια φορά η πύλη άνοιξε μπροστά μας. Όμως τότε δεν βγήκαν άνθρωποι αλλά κάτι ιπτάμενα μαύρα πανιά. Μα όχι ήταν οι εφιάλτες. Τώρα κατάλαβα είπα από μέσα μου. Όλοι οι άνθρωποι που έβγαιναν από την πύλη ήταν τρομοκρατημένοι από τους παιδικούς τους εφιάλτες. Αφού βγήκαν όλοι, μας επιτέθηκαν. Προσπαθήσαμε να ξεφύγουμε από τους εφιάλτες και τα καταφέραμε! Μπήκαμε μέσα σε ένα δωμάτιο. Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που ξεφύγαμε, όμως αυτή η χαρά δεν κράτησε πολύ. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Είναι κανείς εκεί;» είπε ένα κοριτσάκι. Τότε γυρίσαμε να δούμε ποιος ήταν. Όμως δεν ήταν μόνο ένα κοριτσάκι. Σε αυτό το δωμάτιο υπήρχαν παιδιά διαφόρων ηλικιών. Με ξάφνιασε πολύ το πώς αυτά τα παιδιά ζούσαν, αφού δεν υπήρχε κανείς να τα φροντίσει ή έστω να τα ταΐσει. Όμως στάθηκα γενναία και ρώτησα τα παιδιά διάφορα πράγματα σχετικά με το μυστήριο που μας «γαργαλούσε» αρνητικά. Είπα στα παιδιά ότι ήμαστε εκεί για να σώσουμε την μητέρα του παιδιού, την κυρία Ιωάννα. Τότε όλα τα παιδιά χάρηκαν. Ο ψηλότερος της παρέας, μου είπε πως και εκείνοι για αυτόν τον λόγο ήταν εκεί. Για να σώσουν την πολυαγαπημένη τους δασκάλα, η οποία μπλέχτηκε στα δίχτυα των εφιαλτών και για να σταματήσουν τους εφιάλτες!
Εντάξει, ας ηρεμήσουμε όλοι. Θέλω να μου πείτε που κρύβονται οι εφιάλτες. Δεν ξέρουμε, δεν είδαμε. Πηγαινοέρχονται συνέχεια και γελάνε μεταξύ τους. Ώστε έτσι ε; θα δούμε λοιπόν ποιος θα γελάσει τελευταίος! Συμφωνήσαμε να κάνουμε ένα σχέδιο. Τελικά αποφασίστηκε να μπουν οι πιο ψηλοί μπροστά και οι υπόλοιποι από πίσω τους ανά ομάδες. Πήραμε ότι βρήκαμε μπροστά μας για να το χρησιμοποιήσουμε σαν όπλο. Κάναμε την προσευχή μας όλοι μαζί και πηγαίναμε προς την έξοδο του δωματίου, όμως πριν ακουμπήσω το πόμολο η πόρτα γκρεμίστηκε σηκώνοντας ένα σύννεφο από εφιάλτες. Και εκείνη την στιγμή άρχισε η μάχη. Οι εφιάλτες μπήκαν ένας ένας στο δωμάτιο. Μας έριχναν φωτιές ενώ μαύρα και αφρισμένα νερά πλημμύρισαν το δωμάτιο. Οι εφιάλτες μετατράπηκαν σε ομίχλη και έτσι δεν τους βλέπαμε. Κάθε ανάσα τους ήταν καραμούζα στα αυτιά μας. Όμως κάτι μας ξάφνιασε, οι εφιάλτες σταμάτησαν να μας επιτίθενται όταν ακούστηκε η φωνή κάποιου! «Βρε, βρε, βρε έφερες και παρέα βλέπω. Μήπως θα κάνουμε πάρτι σήμερα; μπορεί στον ύπνο σου να μην σε τσάκωσα εξαιτίας της μητέρας σου που με πολεμούσε, της αιχμάλωτης μου δηλαδή, αλλά τώρα δεν μου ξεφεύγεις» είπε στον μικρό! «Παιδιά μην τους ακούτε, δεν είναι αληθινοί» είπε μια γυναίκα μέσα από την πύλη. Ακούγοντας αυτή τη φωνή ο μικρός πήγε να μπει μέσα στην πύλη γιατί κατάλαβε ότι αυτά τα λόγια τα είχε πει η μητέρα του, όμως εγώ δεν τον άφησα να μπει γιατί μπορεί να μην ξαναέβγαινε από εκεί. Τα πράγματα είχαν χειροτερέψει, δεν ξέραμε τι να κάνουμε, όμως ο μικρός ήξερε. Έκανε μια προσευχή και βγήκε η μητέρα του από τα βάθη της πύλης. Όλοι χάρηκαν και ειδικά ο μικρός αλλά οι εφιάλτες δεν άφησαν κανέναν να της μιλήσει ή να την πλησιάσει. Όμως έπρεπε να πλησιάσω την κυρία Ιωάννα με τρόπο και να μοιραστώ μαζί της τις σκέψεις μου για την απόδραση μας αλλά και για να σταματήσουμε τους εφιάλτες. «Λοιπόν, ας τελειώνουμε επιτέλους» είπε το λυσσασμένο σκυλί. «Πλησιάζει η βραδινή μας επίθεση. Μην την χάσουμε από αυτά τα μικρά ανθρωπάκια…. Ας τους φάμε». «Έχω μια καλύτερη ιδέα!» είπε η θάλασσα. « Γιατί να μην τους δέσουμε με τα σχοινιά του φόβου εδώ για πάντα και να μπαίνουμε στα όνειρά τους όποτε θέλουμε, μέρα – νύχτα;». «Τέλεια ιδέα! Θα τους κρατήσουμε εδώ για πάντα και θα είναι όλοι δικοί μας». Εγώ, όση ώρα παρατηρούσα ψυχρά τους εφιάλτες, είδα κάτι που με εντυπωσίασε: από την στιγμή που μπήκαν οι εφιάλτες στο δωμάτιο έδειχναν πιο ψηλοί και συγκεκριμένα η θάλασσα η πιο σατανική είχε πλατύνει. Τότε κατάλαβα ότι όσο πιο πολύ φοβόμασταν τόσο πιο δυνατοί και μεγαλόσωμοι γίνονταν οι εφιάλτες. Μετά πήγαν στο άλλο δωμάτιο να σκεφτούν τι θα κάνουν.
Έτσι μίλησα γρήγορα στην κυρία Ιωάννα. Σε λιγότερο από τρία λεπτά ήταν πίσω. Πριν μιλήσει ο άνεμος, ο μικρός άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι για τους εφιάλτες και τα όνειρα. Οι εφιάλτες ενοχλημένοι κοιτούσαν ο ένας τον άλλον. Σιγά σιγά χωρίς φόβο όλοι μαζί τραγουδήσαμε και οι εφιάλτες εξαφανίστηκαν. Η κ. Ιωάννα ελευθερώθηκε και όλα έγιναν όπως παλιά. Του παππού η υγεία καλυτέρευσε και ήμασταν όλοι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Μην αφήνετε τους εφιάλτες να κυριαρχούν στα όνειρά σας.
Το ebook ολοκληρώθηκε με τη φροντίδα των Εκδόσεων ΨΥΧΟΓΙΟΣ.