+ ΥΓΡΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Δρ.Υδρογεωλόγος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στο γεωλογικό περιβάλλον: §
πραγματοποιείται ένα μεγάλο μέρος ανθρώπινων δραστηριοτήτων
§
υλοποιείται – κατασκευάζεται το μέγιστο μέρος των τεχνικών έργων
§
διαμορφώνεται
μία
δυναμική
-
αμφίδρομη
σχέση ανθρώπου
και φυσικού
περιβάλλοντος. Η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη έχει ως επακόλουθο την δημιουργία πολύ μεγάλων ποσοτήτων υγρών και στερεών αποβλήτων. Η διάθεση των υγρών και στερεών αποβλήτων είναι μία από τις διαδικασίες που υλοποιούνται στο γεωπεριβάλλον και προκαλούν σημαντική επιβάρυνση του. Βασικό στοιχείο της διαχείρισης των στερεών και υγρών αποβλήτων είναι: Ø
η μελέτη των συνθηκών του γεωπεριβάλλοντος που θα είναι αποδέκτης,
Ø
η τεκμηρίωση των τεχνικών λύσεων
Ø
η πρόβλεψη παρακολούθησης και αντιμετώπισης των επιπτώσεων.
Με βάση τα στοιχεία αυτά μπορούν να αποτιμηθούν οι εναλλακτικές λύσεις και να συνδυασθούν με τα τεχνικά και οικονομικά ώστε να προκύψει το βέλτιστο αποτέλεσμα.
ΣΤΕΡΕΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΙΔΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ Τα στερεά απόβλητα μπορούν να διακριθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: *
Αστικά – οικιακά απορρίμματα. Αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των παραγόμενων στερεών αποβλήτων.
*
Ειδικά στερεά απόβλητα. Περιλαμβάνονται τα μη επικίνδυνα βιομηχανικά απόβλητα, αδρανή και υλικά κατεδαφίσεων, ελαστικά, αυτοκίνητα, γεωργικά, κτηνοτροφικά απόβλητα κλπ.
*
Επικίνδυνα στερεά απόβλητα. Περιλαμβάνονται τα κάθε είδους τοξικά, χημικά και ραδιενεργά απόβλητα. Περιλαμβάνονται επίσης ειδικά νοσοκομειακά, λάσπες βιολογικών
καθαρισμών,
απόβλητα
ελαιουργείων,
καταλύτες,
ορυκτέλαια,
πετρελαιοειδή, απόβλητα σφαγείων, φυτοφάρμακα, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές και εξαρτήματα. ΟΙΚΙΑΚΑ – ΑΣΤΙΚΑ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΑ Τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των οικιακών – αστικών απορριμμάτων καθορίζονται: Ø
από το επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης κάθε περιοχής
Ø
από την κλίμακα άσκησης δραστηριοτήτων στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα.
H ποσότητα των παραγόμενων απορριμμάτων ανά κάτοικο υπολογίζεται: →
Για τις αναπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης: 1,0 kgr/κάτοικο/ημέρα.
→
Για την Ελλάδα:
0,8 kgr/κάτοικο/ημέρα
Οι ποσότητες παραγόμενων απορριμμάτων στην Ελλάδα υπολογίζονται σύμφωνα με μετρήσεις του ΕΣΔΚΝΑ στην Αθήνα και μετρήσεις που έγιναν σε άλλες περιοχές. Η
ποιότητα
των
απορριμμάτων
προσδιορίζονται
από
τα
ανθρωπογεωγραφικά
χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής. Από τον πίνακα όπου παρουσιάζεται η ποιοτική σύσταση των απορριμμάτων της Αθήνας και των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν προκύπτει σημαντική διαφοροποίηση.
2
Σύσταση απορριμμάτων Αθηνών και μέσος όρος χωρών ΕΟΚ (%) (ΕΣΔΚΝΑ) Υλικά
Χαρτί Μέταλλα Γυαλί Πλαστικό Ύφασμα –ξύλο-λάστιχα Αδρανή Ζυμώσιμα Υπόλοιπα
Ζώνες
Ε.Ε.
Ι
ΙΙ
ΙΙΙ
IV
Μ.Ο.
20,30 3,32 3,00 7,27 2,90 0,69 53,00 4,02
19,84 4,17 2,82 7,04 3,10 0,64 64,21 4,13
18,47 3,51 2,06 6,79 4,38 0,87 59,0 7,0
18,81 4,38 3,64 7,09 3,78 0,68 56,22 5,55
19,50 3,80 3,60 7,00 3,45 0,70 59,80 4,00
Όρια Διακύμανσης 18,5 - 20,3 3,51 - 4,38 3,06 - 3,00 6,79 - 7,27 2,90 - 4,38 0,64 – 0,87 56,4 - 64,2 4,02 – 5,55
25,35 3,90 5,13 3,60 25,35 4,32
Τα συνήθη αστικά – οικιακά απορρίμματα παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: ♦ Έχουν χαμηλά σχετικά ποσοστά σε υλικά συσκευασίας (γυαλιά, χαρτιά, μέταλλα) και αυξημένα σε οργανικά υλικά, εξαιτίας των διατροφικών συνηθειών που περιλαμβάνουν κατανάλωση σχετικά μεγάλων ποσοτήτων λαχανικών και φρούτων. ♦ Η περιεκτικότητα σε πλαστικό υπολογίζεται αυξημένη σε σχέση με εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών, λόγω της επιτρεπόμενης ακόμη στη χώρα μας ευρείας χρήσης του πλαστικού, ως μέσου συσκευασίας καθώς και λόγω της χρησιμοποίησης πλαστικών σάκων συλλογής απορριμμάτων. ♦ Η υγρασία τους κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε υπολείμματα φρούτων και λαχανικών. ♦ Το ειδικό βάρος των απορριμμάτων χωρίς συμπίεση, εκτιμάται ότι είναι 120-140 kg/m3.
Τυπική σύνθεση των απορριμμάτων μέσης περιοχής της Ελλάδος εκτός Αθήνας. Υλικά απορριμμάτων Χαρτιά – Χαρτόνια Πλαστικά Μέταλλα Αλουμίνιο Γυαλιά Πράσινα οργανικά Λοιπά οργανικά Αδρανή-Λοιπά ΣΥΝΟΛΟ
Ποσοστά % κατά βάρος 15 12 5 2 4 2 50 10 100
3
ΕΙΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΣΤΕΡΕΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ Τα ειδικά και επικίνδυνα στερεά απόβλητα είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους βιομηχανικά απόβλητα και προέρχονται από μονάδες επεξεργασίας μετάλλων, χρωμάτων, βαφείαφινιστήρια, μονάδες παραγωγής γεωργικών φαρμάκων, συσσωρευτών μολύβδου, ναυπηγεία, βυρσοδεψεία, κλωστοϋφαντουργεία κλπ. Το 90% της συνολικής ποσότητας των στερεών επικίνδυνων αποβλήτων και λασπών προέρχονται από τις μεγάλες μονάδες. Το 70% περίπου των στερεών τοξικών αποβλήτων παράγεται στους νομούς Αττικής, Βοιωτίας και Θεσσαλονίκης, το δε υπόλοιπο 30% στις ευρύτερες περιοχές μεγάλων αστικών κέντρων. Βασικά χαρακτηριστικά των επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων, είναι: ð Αναφλεξιμότητα ð Διαβρωτικότητα ð Δραστικότητα ð Τοξικότητα
4
ΧΩΡΟΙ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΤΑΦΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ (ΧΥΤΑ) Η μέθοδος της υγειονομικής ταφής συνίσταται στην ελεγχόμενη διάθεση απορριμμάτων σε οργανωμένους χώρους. Τα απορρίμματα μετά την απόθεση τους συμπυκνώνονται με μηχανικά μέσα συνήθως σε αναλογία 1:2 ώστε να δημιουργηθεί μία "στρώση" ή "ταμπάνι" συγκεκριμένου πάχους η οποία καλύπτεται με γαιώδη υλικά, στη συνέχεια αποτίθεται νέα στρώση κ.ο.κ. Οι επάλληλες στρώσεις δημιουργούνται σε κλιμακωτά επίπεδα (αναβαθμούς) ώστε να υπάρχει η δυνατότητα σταδιακής αποκατάστασης του περιβάλλοντος με δενδροφυτεύσεις. Τα βασικά τεχνικά έργα υποδομής περιλαμβάνουν: ð στεγανοποίηση του πυθμένα έδρασης με στρώσεις αργίλου ή/και γεωμεμβράνες ð σύστημα υπόγειας συλλογής και διαχείρισης των στραγγισμάτων ð σύστημα συλλογής και διαχείρισης του βιοαερίου Η επιλογή ενός χώρου είναι ο πρώτος και πλέον καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχή εφαρμογή της υγειονομικής ταφής. Η καταλληλότητα του χώρου επηρεάζει στο μέγιστο βαθμό το μέγεθος των επιπτώσεων στο περιβάλλον, το σχεδιασμό και τη λειτουργία της, την εκτέλεση των έργων υποδομής, την πρόβλεψη της μελλοντικής αποκατάστασης και σε τελική ανάλυση την κοινωνική αποδοχή. Χαρακτηριστικό στοιχείο της επιλογής ενός χώρου για δημιουργία ΧΥΤΑ είναι η πολυπλοκότητα και αλληλεξάρτηση των κριτηρίων. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις και ειδικότερα η επικινδυνότητα ρυπάνσεων δεν εξασφαλίζονται από την αρτιότητα του τεχνικού σχεδιασμού ενός ΧΥΤΑ. Πιθανές είναι οι αστοχίες στην τοποθέτηση των γεωμεμβρανών ή στην διάρρηξη τους λόγω εδαφικών μετακινήσεων, σεισμικής δράσης κλπ. Τέτοιες αστοχίες στις περιπτώσεις έργων ύδρευσης ή οδοποιίας μπορεί έγκαιρα να αντιμετωπισθούν με οικονομικό κόστος μόνο. Αστοχίες σε ΧΥΤΑ που αφορούν υπόγεια διάχυση της ρύπανσης πολύ δύσκολα αντιμετωπίζονται. Η αποκατάσταση της περιοχής του έργου και η επανένταξη του χώρου στο φυσικό περιβάλλον μετά την ολοκλήρωση της χρήσης του ως ΧΥΤΑ είναι βασικό μέρος του αρχικού σχεδιασμού. Για την χωροθέτηση θέσεων ή περιοχών για την επεξεργασία ή/και διάθεση στερεών αποβλήτων γενικά και ειδικά για την δημιουργία ΧΥΤΑ έχει θεσπισθεί μία σειρά κριτηρίων ώστε η διαδικασία της επιλογής να πληροί όσο το δυνατόν περισσότερες προϋποθέσεις που να μειώνουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τα κριτήρια αυτά είναι κυρίως Περιβαλλοντικά, Γεωλογικά – Υδρογεωλογικά, Χωροταξικά και ΤεχνικοΟικονομικά. Τα κριτήρια αυτά ισχύουν, με τις σχετικές διαφοροποιήσεις, και για τους χώρους υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ) από εργοστάσια ανακύκλωσης απορριμμάτων καθώς και για τους σταθμούς μεταφόρτωσης απορριμμάτων (ΣΜΑ).
5
Περιβαλλοντικά κριτήρια: Περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των επιπτώσεων στο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον και των συνθηκών σχετικά με την απόσταση από χώρους ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, αρχαιολογικές περιοχές, χώρους αναψυχής, την δυνατότητα ανάπλασης του χώρου κλπ. Αποκλείονται περιοχές που έχουν ενταχθεί ή έχουν προταθεί για ένταξη στο «Δίκτυο Φύση 2000» (Natura 2000), ειδικά προστατευόμενες περιοχές πανίδας και ορνιθοπανίδας, περιοχές που εντάσσονται στην «Συνθήκη Ramsar», περιοχές δασικές και κηρυγμένες αναδασωτέες, παραθαλάσσιες και παραλίμνιες περιοχές, γεωργικές εκτάσεις υψηλής παραγωγικότητας κλπ.
§
Χωροταξικά κριτήρια: Περιλαμβάνουν την αξιολόγηση της εγγύτητας ή απομόνωσης του χώρου από κατοικημένες περιοχές, τις αναπτυξιακές τάσεις της περιοχής κλπ. Αποκλείονται θέσεις που είναι σε μικρή απόσταση ή είναι ορατές από περιοχές οι οποίες είναι χαρακτηρισμένες ή υπό χαρακτηρισμό ως αρχαιολογικές ή που έχουν ιστορικό ή πολιτιστικό ενδιαφέρον, οι περιοχές που είναι σε μικρή απόσταση ή είναι ορατές από κατοικημένες περιοχές, οικισμούς και αστικά κέντρα ή σε όρια Γ.Π.Σ. και Ζ.Ο.Ε., οι περιοχές που βρίσκονται σε μικρή απόσταση από στρατιωτικές εγκαταστάσεις ή άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες κλπ. §
Κοινωνικά κριτήρια: Περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των συνθηκών κοινωνικής αποδοχής, τις χρήσεις γης και το ιδιοκτησιακό καθεστώς και την επίδραση στην κοινωνική διάρθρωση της περιοχής.
§
Τα τεχνικο-οικονομικά κριτήρια: Περιλαμβάνουν της αξιολόγηση του επενδυτικού κόστους, του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, των αποστάσεων μεταφοράς, την επάρκεια και καταλληλότητα του οδικού δίκτυου κλπ. Αποκλείονται περιοχές που είναι σε μεγάλη απόσταση από κύριους οδικούς άξονες του εθνικού, περιφερειακού και νομαρχιακού δικτύου και για τις οποίες απαιτούνται σημαντικά έργα διάνοιξης δρόμων πρόσβασης. §
Τα γεωλογικά – υδρογεωλογικά κριτήρια: Περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των γεωλογικών και υδρογεωλογικών συνθηκών, την σεισμική και τεκτονική επικινδυνότητα, τις εκδηλώσεις εδαφικών ασταθειών, την εξασφάλιση κατάλληλων δανειοθαλάμων υλικού επικάλυψης κλπ. Αποκλείονται περιοχές που είναι σε μικρή απόσταση από σεισμικά ρήγματα ή ζώνες ασταθούς ισορροπίας, από πηγές υδροληψίας, κοίτες ποταμών ή μεγάλων ρεμάτων κλπ. §
6
ΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ Η μελέτη των γεωλογικών, τεχνικογεωλογικών και υδρογεωλογικών συνθηκών αποτελεί βασικό και πρωταρχικό στοιχείο της διαδικασίας διάθεσης στερεών αποβλήτων στο γεωπεριβάλλον και ειδικότερα για την επιλογή μίας περιοχής για εγκατάσταση ΧΥΤΑ. Οι παράμετροι που πρέπει να εξετάζονται είναι: Η γεωλογική δομή, η τεκτονική, η σεισμικότητα, οι κίνδυνοι κατολισθήσεων και εδαφικών καθιζήσεων. Η γεωμορφολογική ανάπτυξη, η διαμόρφωση του υδρογραφικού δικτύου, οι επιφανειακές απορροές και οι κίνδυνοι πλημμυρών. Οι υδρογεωλογικές συνθήκες, η ανάπτυξη υπόγειας υδροφορίας, η ρυπαντική επιδεκτικότητα των γεωλογικών σχηματισμών, ο κίνδυνος διάδοσης ρύπων στο υπέδαφος και τα υπόγεια νερά και τέλος η προστασία των ζωνών τροφοδοσίας των υδροφόρων οριζόντων. ΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ Τα κυριότερα προβλήματα που διερευνώνται από τη γεωλογική μελέτη είναι: • Ο εντοπισμός ασταθών μαζών στην έκταση εγκατάστασης του ΧΥΤΑ και στη ζώνης επιρροής του και οι πιθανοί κίνδυνοι κατολισθήσεων ή άλλων εδαφικών ασταθειών. • Η ευστάθεια των φυσικών και των τεχνητών πρανών των προβλεπόμενων εκσκαφών και οι συνθήκες κατασκευής πιθανών αναχωμάτων. • Η φέρουσα ικανότητα της υπόβασης σε σχέση με την φόρτιση που θα υποστεί οι κίνδυνοι πιθανών εδαφικών καθιζήσεων. • Οι συνθήκες στην ζώνη των έργων πρόσβασης στο ΧΥΤΑ όπως έργα οδοποιίας κλπ. • Η επιλογή των χώρων δανειοθαλάμων και η καταλληλότητα των υλικών επικάλυψης. Η ευστάθεια των φυσικών και των τεχνητών πρανών καθώς και οι κίνδυνοι κατολισθήσεων, καθιζήσεων και εδαφικών ερπυσμών είναι από τα βασικότερα αντικείμενα της γεωλογικής μελέτης. Η διερεύνηση εδαφικών ασταθειών, στην έκταση του ΧΥΤΑ και στην περιοχή επιρροής του, γίνεται αναζήτηση των αιτίων που τις προκαλούν, καθώς και στους τρόπους αντιμετώπισης τους. Στα πλαίσια της γεωλογικής χαρτογράφησης θα αναφέρονται και οι πιθανοί δανειοθάλαμοι υλικών για την κατασκευή των έργων, την προετοιμασία της στεγάνωσης, την επικάλυψη και ταφή των απορριμμάτων και την σταδιακή αποκατάσταση του ΧΥΤΑ Ο απαιτούμενος όγκος υλικού επικάλυψης εκτιμάται σε 15 % του συνολικού όγκο των προς διάθεση απορριμμάτων. Η απόληψη του υλικού στις απαιτούμενες ποσότητες και φυσικά χαρακτηριστικά πρέπει να εξασφαλίζεται από όσο το δυνατόν μικρότερη απόσταση από τον χώρο της Υ.Τ. Στην περίπτωση που η ποσότητα ή η ποιότητα των υλικών δεν ικανοποιείται, κατάλληλες θέσης γιά απόληψη υλικών εντοπίζονται και χαρτογραφούνται στην ευρύτερη περιοχή.
7
Από τεχνικογεωλογική άποψη, κριτήρια απαγόρευσης επιλογής νέου Χ.Υ.Τ.Α., αποτελούν φαινόμενα που δεν αντιμετωπίζονται ή όταν η αντιμετώπισή τους προϋποθέτει παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας, δυσανάλογης με το έργο. Τέτοιες δυσμενείς και απαγορευτικές συνθήκες δημιουργούνται από: • Κατολισθήσεις ευρείας κλίμακας, κίνηση μεγαλοτεμαχών συνεκτικών σχηματισμών και διαφορικές καθιζήσεις ικανής έκτασης. • Ύπαρξη ενεργούς ρηξιγενούς ζώνης με επικινδυνότητα ενεργοποίησης. Η γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας είναι γενικά υψηλής σεισμικής επικινδυνότητας. Ως γενικό κριτήριο για την εγκατάσταση ενός ΧΥΤΑ τίθεται η ελάχιστη απόσταση από σεισμικό ρήγμα να είναι 0,5 Km διότι από την εκδήλωση σεισμών μπορούν να προκληθούν αστοχίες στον τεχνητό γεωλογικό φραγμό, στην τελική επικάλυψη, στο σύστημα απαγωγής των στραγγισμάτων και στο δίκτυο απαγωγής βιοαερίου. Τα φαινόμενα αυτά στην εξέλιξή τους θέτουν σε κίνδυνο συνολικά τα έργα και το περιβάλλον. Τα περισσότερα οδηγούν στην καταστροφή των έργων στεγάνωσης και στην επικίνδυνη διαφυγή των στραγγισμάτων. Ορισμένα μπορούν να καταστρέψουν τα έργα συλλογής βιοαερίου (κίνδυνοι έκρηξης) ή ακόμα και στην ανατροπή της μάζας απορριμμάτων. ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ Οι υδρογεωλογικές συνθήκες είναι από τους πλέον καθοριστικούς παράγοντες για την επιλογή ενός ΧΥΤΑ με ιδιαίτερη βαρύτητα όσον αφορά την χωροθέτησή του και την περιβαλλοντική καταλληλότητα του. Η ύπαρξη ευνοϊκών ή δυσμενών συνθηκών καθορίζει την ενδεχόμενη ρύπανση των υπόγειων και επιφανειακών νερών από τα διασταλλάζοντα υγρά και την πιθανή κίνηση των ρύπων στο υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα. Τα κυριότερα θέματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν από την υδρογεωλογική μελέτη είναι: • Η ανάπτυξη υπόγειας υδροφορίας και η διεύθυνση κίνησης υπόγειων νερών. Το ποιοτικό καθεστώς των υπόγειων νερών. • Οι συνθήκες αποστράγγισης των επιφανειακών νερών (υδατορεύματα, χείμαρροι, πλημμυρικές απορροές κλπ.) • Η διηθητικότητα και η ρυπαντική επιδεκτικότητα των γεωλογικών σχηματισμών του προβλεπόμενου Χ.Υ.Τ.Α. • Οι συνθήκες στεγανότητας προκειμένου να μηδενισθεί ή να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα διαφυγών στραγγισμάτων. • Ο καθορισμός των επιπτώσεων στην περίπτωση διαφυγών στραγγισμάτων λόγω κάποιας αστοχίας.
8
Όσον αφορά το υδρογεωλογικό καθεστώς, δυσμενείς συνθήκες δύσκολα αντιμετωπίσιμες που μπορεί να αποτελέσουν έντονα ανασταλτικό έως και απαγορευτικό παράγοντα είναι : • Ανάπτυξη υπόγειας υδροφορίας ή σχέση τροφοδοσίας με υδροφόρο ορίζοντα το νερό του οποίο αξιοποιείται ή μπορεί να αξιοποιηθεί για ύδρευση και άρδευση ή τυχόν διαφυγή στραγγισμάτων να προκαλέσει την ρύπανση των νερών σε πηγή υδροληψίας (γεώτρηση, πηγή ή πηγάδι). Προτείνεται για το στάδιο της συγκριτικής αξιολόγησης και επιλογής να αποκλείονται οι περιοχές που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των 500 m από πηγές υδροληψίας. • Περιοχές στις οποίες εκδηλώνεται αρτεσιανισμός ή αναπτύσσεται υψηλή στάθμη ελεύθερου υδροφόρου ορίζοντα. • Περιοχή με περιοδική εμφάνιση ελών ή περιοχή με κίνδυνο να κατακλυσθεί από πλημμύρες. Η εγκατάσταση ΧΥΤΑ κοντά σε υδάτινους αποδέκτες μπορεί να προκαλέσει την ρύπανση των νερών από τυχόν διαφυγή στραγγισμάτων. Προτείνεται για το στάδιο της συγκριτικής αξιολόγησης και επιλογής να αποκλείονται οι περιοχές που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη του 1Κm από υδάτινους αποδέκτες. Κατά την διαδικασία επιλογής του κατάλληλου χώρου θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι για την λειτουργία ενός ΧΥΤΑ είναι απαραίτητη η εκτέλεση σημαντικών έργων υποδομής όπως εκσκαφές ή επιχωματώσεις, διαμόρφωση του χώρου, προσωρινή αποθήκευση υλικού επικάλυψης κ.α.
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΧΩΡΩΝ ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ (ΧΑΔΑ) Στην Ελλάδα, το πρόβλημα της διάθεσης των απορριμμάτων, δεν έχει αντιμετωπισθεί από το μεγαλύτερο μέρος των αρμόδιων φορέων με την αντίστοιχη σοβαρότητα σε σχέση με τα προβλήματα που επιφέρει η πρόχειρη διαχείριση τους. Εκατοντάδες χώροι απόθεσης απορριμμάτων (χωματερές) λειτουργούν ανεξέλεγκτα, χωρίς ούτε καν τις ελάχιστες προδιαγραφές περιβαλλοντικής προστασίας. Τέτοιοι χώροι λειτουργούν σαν μόνιμες εστίες παραγωγής ρύπανσης τόσο στην επιφάνεια (μεταφορά των διαλυτών στοιχείων τους από βροχές, χειμάρρους, ποταμούς), όσο και στο υπέδαφος λόγω κατείσδυσης των υγρών στραγγισμάτων. Μέρος των ιδίων επιπτώσεων επικρατούν ακόμα και σε χώρους, που τα απορρίμματα απλώς επικαλύπτονται χωρίς την τήρηση άλλων προδιαγραφών όπως π.χ. η στεγανοποίηση του πυθμένα. Οι μελέτες αποκατάστασης ενεργών ή ανενεργών ΧΑΔΑ περιλαμβάνουν την αξιολόγηση των ακόλουθων παραμέτρων: § Την ποσότητα και την ποιότητα των απορριμμάτων που έχουν αποτεθεί § Τον τρόπο διάθεσης των απορριμμάτων με επιφανειακή απόθεση, χρήση εκσκαφών, περιοδική επικάλυψη και καύση κλπ.
9
Το μέγεθος της έκτασης που καταλαμβάνουν, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, το δασικό ή μη δασικό χαρακτήρα κλπ. § Την εγγύτητα σε οικισμούς ή άλλες ανθρωπογενείς δραστηριότητες και το βαθμό της όχλησης που προκαλούν § Την υφιστάμενη υποδομή όπως περίφραξη, αποχέτευση όμβριων υδάτων, πυροπροστασία κλπ. § Τις επιπτώσεις που έχουν προκληθεί στο περιβάλλον και ειδικότερα στα υπόγεια και τα επιφανειακά νερά κλπ. Οι διαφορετικές συνθήκες και η ιδιαιτερότητα κάθε ΧΑΔΑ δεν παρέχουν την δυνατότητα για γενική εφαρμογή κοινών μέτρων αποκατάστασης αλλά επιτρέπουν την θεώρηση ενός γενικού πλαισίου αντιμετώπισης των επιβαρύνσεων που προκαλούν στο φυσικό και στο ανθρωπογενές περιβάλλον. Το προτεινόμενο γενικό πλαίσιο αποκατάστασης περιλαμβάνει τις βασικές τεχνικές παρεμβάσεις ώστε να είναι τεχνικά απλές, οικονομικά εφικτές και περιβαλλοντικά αποτελεσματικές. * Διοικητικά μέτρα: Αποφάσεις Δημοτικών αρχών με τις οποίες να απαγορεύεται η είσοδος και ρίψη αποβλήτων με συγκεκριμένη επιβολή προστίμων και κυρώσεων. * Διαχείριση διάσπαρτων αδρανών υλικών και ογκωδών αντικειμένων: Συλλογή των αποβλήτων όπως ογκώδη οικιακά αντικείμενα, υλικά κατεδαφίσεων, αδρανή υλικά κλπ. που συνήθως απορρίπτονται στην περίμετρο των ΧΑΔΑ, έξω από την πιθανή περίφραξη τους και κατά μήκος των δρόμων που γειτνιάζουν με το χώρο. * Απορροή ομβρίων: Οι περισσότεροι ΧΑΔΑ βρίσκονται σε θέσεις που είναι είτε εντός της κοίτης υδατορεμάτων είτε σε παραποτάμιες και παραχειμάρριες ζώνες με αποτέλεσμα την επιφανειακή ή/και υπόγεια εισροή νερών στο χώρο. Οι εισροές νερών προκαλούν απόπλυση ή παρασύρουν τα απορρίμματα και αυξάνουν σημαντικά την ποσότητα του υγρού εκκρίματος και την επικινδυνότητά του για τα υπόγεια και επιφανειακά νερά. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει διανοίξεις αποστραγγιστικών τάφρων για την παροχέτευση των επιφανειακών νερών έξω από το σώμα του απορριμματικού ανάγλυφου. * Κατασκευή αντιπυρικών έργων: Στις περιπτώσεις των ΧΑΔΑ που βρίσκονται εντός ή γειτνιάζουν με δασικές ή ημιδασικές εκτάσεις επιβάλλεται η κατασκευή αντιπυρικής ζώνης 10 μέτρων περιμετρικά των χώρων και η τοποθέτηση δεξαμενής πυρόσβεσης ικανής χωρητικότητας. * Περίφραξη του χώρου: Η περίφραξη των ΧΑΔΑ επιβάλλεται ώστε να αποκλειστεί η πρόσβαση οχημάτων και οι ανεξέλεγκτες απορρίψεις στερεών αποβλήτων και να περιορισθεί η είσοδος μικρών ζώων και άγριων θηραμάτων. §
10
ΥΓΡΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΣΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΕΙΔΗ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ Τα υγρά απόβλητα μπορούν να διακριθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: * Αστικά – οικιακά λύματα. Αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των παραγόμενων υγρών αποβλήτων. * Ειδικά υγρά απόβλητα. Περιλαμβάνονται τα μη επικίνδυνα βιομηχανικά υγρά απόβλητα, γεωργικά, κτηνοτροφικά απόβλητα κλπ. * Επικίνδυνα υγρά απόβλητα. Περιλαμβάνονται τα κάθε είδους τοξικά, χημικά, ραδιενεργά και επικίνδυνα βιομηχανικά απόβλητα. Περιλαμβάνονται επίσης υγρά απόβλητα ελαιουργείων, ορυκτέλαια, πετρελαιοειδή, υγρά απόβλητα σφαγείων κλπ. ΟΙΚΙΑΚΑ – ΑΣΤΙΚΑ ΛΥΜΑΤΑ. ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΩΝ ΛΥΜΑΤΩΝ Τα αστικά – οικιακά λύματα αποτελούν τον μεγαλύτερο όγκο των παραγόμενων υγρών αποβλήτων. Η αναγκαιότητα διαχείρισης αφορά κυρίως τα επεξεργασμένα υγρά απόβλητα τα οποία έχουν υποστεί τη διαδικασία βιολογικού καθαρισμού οποιουδήποτε βαθμού. Η συνήθης διάθεση των επεξεργασμένων λυμάτων γίνεται: → Διάθεση σε φυσικούς - υδάτινους αποδέκτες: Γίνεται κυρίως με αγωγούς στην θάλασσα αλλά και σε λίμνες ή ποταμούς. → Επιφανειακή διάθεση: Γίνεται σε τεχνητούς υγρότοπους - λίμνες οξείδωσης, πεδία εξατμισιδιαπνοής, άρδευση με κατάκλιση και ταχεία διήθηση, άρδευση με τεχνητή βροχή, άρδευση πρανών κλπ. → Υπεδάφια διάθεση: Γίνεται με παροχέτευση των επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων σε πηγάδια, γεωτρήσεις και καταβόθρες. → Ανακύκλωση ή επαναχρησιμοποίηση: Περιλαμβάνει την επαναχρησιμοποίηση του επεξεργασμένου νερού για δευτερεύουσες χρήσεις όπως αρδεύσεις καλλωπιστικών φυτών, πυρόσβεση, ψύξη βιομηχανικών εγκαταστάσεων κλπ. Η χρησιμοποίηση του επεξεργασμένου νερού για άρδευση συντελεί στην εξοικονόμηση νερού και παρέχει τα πλεονεκτήματα της σταθερότητας της ποσότητας του διαθέσιμου νερού. Σημαντική παράμετρος είναι η λιπασματική αξία του νερού που περιορίζει τις απώλειες θρεπτικών συστατικών από τα εδάφη και λειτουργεί ουσιαστικά ως υγρή λίπανση. Επίσης πλεονέκτημα θεωρείται και το οικονομικό όφελος που προκύπτει τόσο από την εξοικονόμηση ποσοτήτων νερού για άρδευση όσο και από την μη διάθεσή του με άλλους τρόπους. Για την επαναχρησιμοποίηση των υγρών αποβλήτων για άρδευση ιδιαίτερη σημασία έχει η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του νερού των επεξεργασμένων αποβλήτων και η καταλληλότητά του για αρδευτικούς σκοπούς. Τα κυριότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά του βιολογικά επεξεργασμένου νερού είναι οι συγκεντρώσεις των συνολικά διαλυμένων
11
αλάτων (TDS), του νατρίου, των ανθρακικών ιόντων, του χλωρίου, του βορίου, των βαρέων μετάλλων και κυρίως του καδμίου, των αιωρούμενων στερεών, των θρεπτικών συστατικών, των παθογόνων συστατικών (παθογόνα βακτηρίδια κλπ.) και των τοξικών οργανικών. Οι μέγιστες τιμές των χαρακτηριστικών αυτών πρέπει να πληρούν ορισμένα όρια (προδιαγραφές διάθεσης), τα οποία θεωρείται ότι εξασφαλίζουν την ασφαλή και χωρίς δυσάρεστες επιπτώσεις διάθεση του νερού για άρδευση. Το βιολογικά επεξεργασμένο νερό με την επιφανειακή ή υπόγεια διάθεσή του ή με την επαναχρησιμοποίησή του για αρδευτικούς σκοπούς επηρεάζει το επιφανειακό και υπόγειο υδατικό δυναμικό με άμεσο ή έμμεσο τρόπο.
ΕΙΔΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΥΓΡΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ Η διάθεση των τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων είναι μία διαδικασία που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και συναξιολόγηση πολλών παραμέτρων. Από την διεθνή εμπειρία, που προέρχεται κυρίως από τις αναπτυγμένες βιομηχανικά και οικονομικά χώρες, προκύπτει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις επιλέγεται η υπόγεια και σε μεγάλο βάθος διάθεση. Ειδικά για τα τοξικά απόβλητα καταλληλότερος γεωλογικός σχηματισμός – αποδέκτης θεωρούνται τα ανθρακικά πετρώματα. Η διάθεση σε ασβεστόλιθους και δολομίτες έχει αποδώσει θετικά αποτελέσματα με την προϋπόθεση ότι οριοθετούνται από αδιαπέρατους σχηματισμούς ώστε να εξασφαλίζεται η υδρογεωλογική απομόνωση του συστήματος. Η ικανότητα του φιλοξενούντος σχηματισμού να δεχθεί ποσότητα υγρών αποβλήτων εξαρτάται κύρια από το συντελεστή αποθήκευσης και το συντελεστή υδροπερατότητας. Ο σχηματισμός - αποδέκτης πρέπει να περιβάλλεται από σχηματισμούς εξαιρετικά χαμηλής περατότητας. Δομικές, φυσικές και υδραυλικές παράμετροι των υπό πίεση και μερικώς υπό πίεση σχηματισμών που γειτνιάζουν με τον φιλοξενούντα σχηματισμό, ορίζουν τις οριακές συνθήκες του φιλοξενούντος υδραυλικού συστήματος δηλαδή το βαθμό παγίδευσης των αποβλήτων. Από αυτές τις παραμέτρους πιο σημαντικές είναι το πάχος, η περατότητα, η ελαστικότητα και η συμπιεστότητα. Για να υπολογισθεί η δυνατότητα αποθήκευσης του σχηματισμού – αποδέκτη των αποβλήτων θα πρέπει να προσδιοριστούν τα εξής στοιχεία : • Οι γεωμετρικές παράμετροι του υδροφόρου όπως το πάχος, η έκταση και η μορφή. • Οι φυσικές παράμετροι των φιλοξενούντων σχηματισμών όπως η περατότητα, το πορώδες, η πίεση, η θερμοκρασία, ο βαθμός κορεσμού σε υγρά, η ελαστικότητα, η συμπιεστότητα και ο συντελεστής αποθήκευσης ανάλογα με τη φύση των αποβλήτων. • Οι χημικές παράμετροι του υπογείου νερού του φιλοξενούντος σχηματισμού όπως οι συγκεντρώσεις ανιόντων και κατιόντων, τα ολικά διαλελυμένα στερεά (Τ.D.S) κ.α.
12
ΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΓΡΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ Η μελέτη των γεωλογικών και υδρογεωλογικών συνθηκών αποτελεί βασική παράμετρο για την διάθεση υγρών αποβλήτων στο γεωπεριβάλλον και ειδικά για την υπεδάφια διάθεση. Οι γεωλογικές μελέτες για συγκεκριμένες περιοχές, διάθεσης υγρών αποβλήτων αφορούν κυρίως τα στρωματογραφικά, λιθολογικά, τεκτονικά και υδρογεωλογικά χαρακτηριστικά αλλά και το υδροχημικό καθεστώς και την σεισμικότητα της κάθε περιοχής. Στόχος είναι η πλήρης μελέτη της αμφίδρομης σχέσης που θα προκύψει μεταξύ των αποβλήτων και των σχηματισμών στους οποίους θα διατεθούν αλλά και των επιδράσεων που θα προκληθούν. Οι γεωλογικές μελέτες βασίζονται στην διερεύνηση και αξιολόγηση των ακόλουθων: Γεωλογική δομή: Η μελέτη της γεωλογικής δομής περιοχών που προτείνονται για βαθιά ή εδαφική διάθεση αποβλήτων είναι εξαιρετικά σημαντική διότι προσεγγίζει τους βασικούς παράγοντες για τον έλεγχο των υδρογεωλογικών χαρακτηριστικών και προσδιορίζει την επιλογή των κατάλληλων περιοχών και των απαραίτητων έργων. Ως βασική αρχή ισχύει ότι όσο πιο απλή είναι η γεωλογική δομή μιας περιοχής, τόσο πιο ευνοϊκή είναι για διάθεση επικίνδυνων αποβλήτων. Τυπικά, οι ψαμμίτες και τα περισσότερα ανθρακικά πετρώματα έχουν μεγάλο πορώδες και περατότητες τέτοιου μεγέθους και θεωρούνται ως οι πλέον κατάλληλοι σχηματισμοί για ορίζοντες έκχυσης αποβλήτων. Στρωματογραφική διάρθρωση: Η στρωματογραφική έρευνα αποσκοπεί στον προσδιορισμό της γεωμετρίας του χώρου που θα είναι ο αποδέκτης των υγρών αποβλήτων και η οριοθέτησή του. Η σωστή χωροθέτηση μιας περιοχής υπόγειας διάθεσης υγρών αποβλήτων προϋποθέτει την ύπαρξη ενός λιθολογικού ορίζοντα χαμηλής υδροπερατότητας στην οροφή της ζώνης όπου θα γίνει η έκχυση, ώστε να εμποδίζεται η ανοδική κίνηση και ο επηρεασμός πιθανών υδροφοριών μικρού βάθους. Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή εκτιμάται και η προϋπόθεση να είναι απαραίτητος ένας ανάλογος λιθολογικός ορίζοντας κάτω από αυτόν που θα είναι ο αποδέκτης των αποβλήτων. Οι παράγοντες που καθορίζουν τις επιθυμητές γεωμετρίες των δύο αυτών οριζόντων είναι πολλοί με βασικότερους την ποσότητα, το είδος και την επικινδυνότητα των αποβλήτων, το συντελεστή υδροπερατότητας των πετρωμάτων, την γειτνίαση με περιοχές υδρογεωλογικού ενδιαφέροντος κλπ. Ο στρωματογραφικός ορίζοντας που προορίζεται για αποδέκτης πρέπει να παρουσιάζει μεγάλη πλευρική εξάπλωση έτσι ώστε τα απόβλητα να παραμένουν στη ζώνη έκχυσής τους και να μη φτάνουν σε περιοχές πιθανής αποφόρτισης. Η έκταση του υδροπερατού ορίζοντα που θα δεχθεί τα απόβλητα μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την περιοχή
13
επίδρασης της ζώνης έκχυσης, αλλά η πλευρική εξάπλωση των πετρωμάτων πρέπει να φτάνει σε ικανοποιητική απόσταση. Τεκτονική και Σεισμικότητα: Η τεκτονική και η σεισμικότητα συναξιολογούνται με τις δομικές γεωλογικές συνθήκες και επιβάλλεται η εξειδικευμένη διερεύνησή τους σε περιοχές τεκτονικά ενεργές. Η διάθεση υγρών αποβλήτων σε πτυχωμένα, ρηγματωμένα και διαρρηγμένα γεωλογικά συστήματα παρουσιάζει ορισμένα πλεονεκτήματα αλλά και υψηλή επικινδυνότητα αποτυχημένης απομόνωσης των αποβλήτων. Τα ρήγματα και άλλες ρωγμές μπορούν συχνά να αποτελούν «δρόμους» υπόγειας μετανάστευσης των αποβλήτων. Γενική και συντηρητική προσέγγιση του θέματος επιβάλει να θεωρούνται τα ρήγματα και οι πάσης φύσεως διαρρήξεις ως πιθανές οδοί διαφυγής και ανεπιθύμητης μετανάστευσης των αποβλήτων και ενδείκνυται να αποφεύγονται τα τεκτονικά παραμορφωμένα πετρώματα στη μέγιστη δυνατή έκτασή τους. Εξειδικευμένη αντιμετώπιση του θέματος μπορεί να αποτελεί και η πρόβλεψη τεχνητής – ελεγχόμενης διάρρηξης των πετρωμάτων του ορίζοντα όπου προβλέπεται διάθεση αποβλήτων με στόχο την αύξηση της περατότητας και της αποθηκευτικής του ικανότητας. Υδρογεωλογικές συνθήκες: Η αξιολόγηση των υδρογεωλογικών συνθηκών περιλαμβάνει τον προσδιορισμό της γεωμετρίας του υδροφόρου συστήματος και τη σχετική θέση των υδροπερατών και υδροστεγανών σχηματισμών της περιοχής. Προκειμένου να επιτευχθεί η υπόγεια διάθεση μεγάλων ποσοτήτων αποβλήτων, επιλέγονται ζώνες με σχηματισμούς υψηλής υδροπερατότητας και μεγάλης έκτασης. Ο σχηματισμός – αποδέκτης των αποβλήτων πρέπει να περιβάλλεται από σχηματισμούς εξαιρετικά χαμηλής υδροπερατότητας. Η υδροπερατότητα και το πορώδες είναι παράγοντες που πρέπει να εκτιμούνται τόσο για τους σχηματισμούς όπου γίνεται η έκχυση, όσο και για εκείνους που τους περιβάλλουν. Οι σχηματισμοί που γίνονται αποδέκτες πρέπει να παρουσιάζουν υψηλή υδροπερατότητα και πορώδες ώστε να λειτουργήσουν ως reservoir. Τυπικά, οι ψαμμίτες και τα ανθρακικά πετρώματα θεωρούνται ως οι πλέον κατάλληλοι γεωλογικοί σχηματισμοί από αυτήν την άποψη. Η λιθολογική σύσταση των πετρωμάτων που φιλοξενούν απόβλητα πρέπει να μην επιτρέπει την διάρρηξή τους από την επαφή τους με ειδικά ή τοξικά απόβλητα η λόγω υψηλών πιέσεων. Αντίθετα, οι σχηματισμοί που περιβάλλουν τη ζώνη έκχυσης των αποβλήτων πρέπει να έχουν πολύ χαμηλή υδροπερατότητα, της τάξης των 10-3-10-6 cm/sec. Οι άργιλοι, οι μάργες, οι σχιστόλιθοι, ορισμένοι εβαπορίτες όπως ο ανυδρίτης, αποτελούν τυπικά παραδείγματα πετρωμάτων που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων πετρωμάτων, είναι δυνατό να αναβαθμιστούν τεχνητά, αν κριθεί ότι
14
υπάρχουν κάποια σημεία αδυναμίας τους, χρησιμοποιώντας σταθεροποιητικά διαλύματα όπως τσιμεντενέσεις κλπ. Το πάχος, η πλευρική έκταση, και η μορφή του υδροφόρου διερευνώνται και προσδιορίζονται με γεωλογικές, γεωφυσικές και διατρητικές μεθόδους. Υδροχημικό καθεστώς: Η χημική σύσταση των υπογείων νερών τόσο στη ζώνη διάθεσης όσο και στα περιμετρικά υδροφόρα συστήματα είναι σημαντική παράμετρος για ειδικούς λόγους όπως οι ενδεχόμενες αντιδράσεις μεταξύ αποβλήτων και υπόγειων νερών στον ορίζοντα διάθεσης κλπ. Οι αντιδράσεις αυτές μπορεί να είναι θετικές αλλά και αρνητικές όπως π.χ. αντιδράσεις κατά την έκχυση των αποβλήτων μπορεί να μειώσουν την υδροπερατότητα και επομένως την επιτυχία της υπόγειας διάθεσης. Η υδροχημική έρευνα περιλαμβάνει την εξέταση της βασικής σύσταση των υπογείων νερών σε κατιόντα και ανιόντα. Αν τα υπόγεια νερά της ζώνης διάθεσης των αποβλήτων έχουν διαφορετική σύσταση από αυτή των νερών γειτονικών υδροφόρων συστημάτων, τότε συνάγεται η έλλειψη ανάμειξης και επομένως υψηλός βαθμός υπόγειας απομόνωσης. Αν τα υπόγεια νερά ενός συστήματος παρουσιάζουν κυμαινόμενη σύσταση κατά τόπους, αυτό υποδεικνύει κάποιο τρόπο μια αλληλεπίδραση με τα νερά άλλων υδροφορέων. Υδροχημικά συστατικά που αντιπροσωπεύουν ανθρώπινες επιδράσεις όπως νιτρικά, αζωτούχες ενώσεις, οργανικά κλπ. υποδηλώνουν άμεση επικοινωνία με και σχέση με τα συστήματα επιφανείας. Φυσικοί πόροι: Η εκτίμηση του δυναμικού ενός χώρου καθώς και της γύρω περιοχής σε φυσικούς πόρους, είναι απαραίτητη κατά τη διαδικασία επιλογής μιας περιοχής για διάθεση αποβλήτων. Η ύπαρξη φυσικών πόρων όπως υδρογονάνθρακες ή άλλα ορυκτά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα στην υπόγεια διάθεση αποβλήτων αλλά ενδείκνυται η αποφυγή περιοχών όπου υπάρχουν αποθέματα φυσικών πόρων. Η αποφυγή προτείνεται λόγω πιθανής μελλοντικής εξόρυξης των φυσικών πόρων η οποία θα είναι προβληματική λόγω της ύπαρξης του συστήματος διάθεσης και λόγω επικινδυνότητας διαφυγής των αποβλήτων προς το περιβάλλον με ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Σε περιοχές με κοιτάσματα φυσικών πόρων είναι αναγκαίο να διερευνάται η πιθανή ύπαρξη εγκαταλειμμένων γεωτρήσεων ή φρεάτων που χρησιμοποιήθηκαν σε έρευνα για ενέργεια, νερό ή ορυκτούς πόρους και έχουν δημιουργήσει συνθήκες ανοικτής επικοινωνίας μεταξύ υπεδάφους κι επιφάνειας.
15
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με το αντικείμενο της διαχείρισης στερεών αποβλήτων περιλαμβάνει: § Ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160/Α) για την προστασία του περιβάλλοντος. § Οδηγία 91/156/ΕΟΚ.18/3/91, που τροποποιεί την Οδηγία 75/442 για τα απόβλητα. § Απόφαση 94/3/ΕΚ της 20/12/1993, για την θέσπιση καταλόγου αποβλήτων σύμφωνα με το άρθρο 1α της Οδηγίας 75/442/ΕΟΚ περί στερεών αποβλήτων. § ΚΥΑ 69728/824/1996: «Μέτρα και όροι για την διαχείριση των στερεών αποβλήτων». § ΚΥΑ.113944/ΦΕΚ.1016/27-10-97 «Εθνικός σχεδιασμός διαχείρισης στερεών αποβλήτων (Γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής διαχείρισης των στερεών αποβλήτων). § ΚΥΑ.114218/17-11-97.(ΦΕΚ1016/Β): «Κατάρτιση πλαισίου προδιαγραφών και γενικών προγραμμάτων διαχείρισης στερεών αποβλήτων». § Ν. 3010/2002 (ΦΕΚ 91/Α): «Τροποποίηση του Ν.1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος». § ΚΥΑ.15393/2332/5-8-2002.(ΦΕΚ1022/Β): «Κατάταξη δημοσίων έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 1650/1986 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 3010/2002». § ΚΥΑ.29407/3508/16-12-2002.(ΦΕΚ1572/Β): «Μέτρα και όροι για την υγειονομική ταφή αποβλήτων». § ΚΥΑ.50910/2727/22-12-2003.(ΦΕΚ 1909/Β): «Μέτρα και όροι για την διαχείριση στερεών αποβλήτων. Εθνικός και Περιφερειακός σχεδιασμός διαχείρισης». § Εγκ.ΥΠΕΧΩΔΕ 123067/10-2-2004 σχετικά με την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων: Συλλογή – μεταφορά – αποθήκευση αποβλήτων και αποκατάσταση χώρων ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων. § Εγκ.ΥΠΕΧΩΔΕ 103731/1278/5-5-2004, ορθή επανάληψη 13-5-2004 «Εφαρμογή νομοθεσίας για τη διαχείριση μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων». § Εγκ.ΥΠΕΧΩΔΕ 109974/3106/22-10-2004 σχετικά με την «προώθηση των έργων αποκατάστασης των χώρων ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων (ΧΑΔΑ) σε εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας που σχετίζεται με τη διαχείριση των μη επικίνδυνων στερεών αποβλήτων». Το νομοθετικό πλαίσιο για την διαχείριση των επικίνδυνων απόβλητων στην Ε.Ε. και την Ελλάδα θεσπίζεται από τους παρακάτω νόμους: § Οδηγία 78/319.20/3/78 για τα τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα. § Οδηγία 91/689/ΕΟΚ.12/12/1991 για τα επικίνδυνα απόβλητα. § Απόφαση 94/904/ΕΚ.22/12/1994. § Απόφαση 96/350/ΕΚ.24/5/1996. § ΚΥΑ.72751/3054/1985 «Τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα και εξάλειψη των πολυχλωροδιφαινυλίων και πολυχλωροτριφαινυλίων».
16
§ §
§ § §
ΚΥΑ.19396/1546.18/7/1997, «Μέτρα και όροι για την διαχείριση επικινδύνων αποβλήτων» ΚΥΑ.19396/1546/1997 αποσκοπεί στην εναρμόνιση προς την οδηγία 91/689/ΕΟΚ12/12/1991 «για τα επικίνδυνα απόβλητα» και ως προς την απόφαση 94/904/ΕΟΚ σχετικά με τον κατάλογο των επικίνδυνων αποβλήτων. ΚΥΑ για τα χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια σε εναρμόνιση προς την οδηγία 87/689/ΕΟΚ. ΚΥΑ.73537/1438/95.ΦΕΚ.781/Β/1995: για τη διαχείριση των ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών που περιέχουν ορισμένες επικίνδυνες ουσίες. Κανονισμός ΕΟΚ 259/93-1/2/1993 για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους.
17