ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ» ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ 15-16.6.2024 #605 ISSN: 2945-090X ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΜΑΝΟΣ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ 23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1925 - 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 1994 ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΓΡΆΦΟΥΝ ΟΙ: Δήμητρα Αθανασοπούλου, Γιώργος Ι. Αλλαμανής, Φώτης Απέργης, Σπύρος Αραβανής, Δημήτρης Βερνίκος, Τάσος Βρεττός, Μιχάλης Γρηγορίου, Αγαθή Δημητρούκα, Κλεοπάτρα Δίγκα, Πέτρος Δραγουμάνος, Γιώργος Κουρουπός, Νίκος Κυπουργός, Μαρία Ματέ, Γιώργος Μεθενίτης, Γιώργος Μητρόπουλος, Κώστας Μπαλαχούτης, Ανδρέας Μπελεγρής, Νίκος Γ. Ξυδάκης, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Αλέκα Παπαρήγα, Βαρβάρα Ρούσσου, Αντώνης Σαμαράς, Γιάννης Σβώλος, Θωμάς Τσαλαπάτης, Κώστας Φασουλάς, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Επιμέλεια: Ναταλί Χατζηαντωνίου, Βάση Παναγοπούλου ΆΠΕ-ΜΠΕ / ΆΡΧΕΙΟ ΧΆΤΖΙΔΆΚΙ
Υ πάρχει πολιτικό τραγούδι σήμερα; αναρωτιόμασταν στο προηγούμενο τεύχος. Το ερώτημα μάλλον έπρεπε να είναι αν υπάρχει ποιοτική μουσική και τραγούδι. Για μας ειδικά, που έχουμε μπολιαστεί, μεγαλώσει, ονειρευτεί, ερωτευτεί, που έχουμε ξενυχτήσει με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και όχι μόνο… Αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Μάνος πήρε το Οσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού. Ενα βραβείο που ο ίδιος αρνήθηκε να παραλάβει. Το Οσκαρ δόθηκε για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Ο ίδιος δεν το θεώρησε ποτέ κάτι το σημαντικό. Ούτε το βραβείο ούτε και τη συγκεκριμένη σύνθεση. Και όμως, «Τα παιδιά του Πειραιά» είναι στη λίστα των πιο εμπορικών τραγουδιών. Εκείνα τα χρόνια έπαιζε παντού, είχε γίνει ένα με τον κόσμο. Σε τέτοιο βαθμό, που έξι χρόνια μετά το Οσκαρ ένα μικρό παιδί, χωρίς την παραμικρή μουσική εκπαίδευση, κάθισε μπροστά σε ένα μαύρο πιάνο σε μαγαζί του Πειραιά. Ακούμπησε τα πλήκτρα και άρχισε να παίζει το συγκεκριμένο τραγούδι λες και η μελωδία έβγαινε από το σώμα του. Ημασταν στην αρχή ουσιαστικά της μεγάλης πορείας του Μάνου. Μιας μουσικής πορείας πολυδαίδαλης. Ο Μάνος Χατζιδάκις, όμως, αυτός που αυτοχαρακτηριζόταν αστός και ψηφοφόρος της Νέας Δημοκρατίας, δεν έχει μόνο να επιδείξει το πλούσιο μουσικό έργο του και που εκλεκτοί συνεργάτες το αναλύουν στις σελίδες που ακολουθούν. Αιρετικός, απρόβλεπτος, κατ’ άλλους σνομπ, πάντα ποιοτικός σε ό,τι έκανε, αγαπήθηκε αλλά και πολεμήθηκε. Οι παρεμβάσεις του ήταν καθοριστικές. Το 1983 έκανε την έκπληξη πηγαίνοντας στο Φεστιβάλ Αυγής - Θούριου, όπου χάρισε μοναδικές στιγμές στα μέλη και στους φίλους της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος και του ΚΚΕ Εσωτερικού. Ο ίδιος δήλωσε μερικά χρόνια μετά: «Η νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού είναι η πιο συμπαθής νεολαία μέχρι σήμερα στον τόπο μας, διότι είναι πάρα πολύ απομακρυσμένη από την εξουσία και δεν έχει φθαρεί καθόλου, δεν έχει καμία προοπτική εξουσίας. Συνεπώς, η ένταξη αυτών των παιδιών στο ΚΚΕ Εσωτερικού είναι γνήσια, από τη στιγμή που δεν έχει βλέψεις εξουσίας ή ωφελημάτων. Εκανα, λοιπόν, μία συναυλία στο ΚΚΕ Εσωτερικού και ήταν περίφημη η επαφή μου με αυτό το κοινό, είχα πραγματικά άριστες εντυπώσεις». Αν ήταν προφητεία αυτή η δήλωση, θα είχε διαψευστεί. Οι παλιοί Ρηγάδες ήρθαν στην εξουσία και δεν ήταν όλοι όπως τους φαντάστηκε ο Μάνος. Κ.Μ. ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIOY 2024 editorial 2 Το μαύρο πιάνο και η λάθος προφητεία ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σωτήρης Μανιάτης | ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ Γιάννης Κιμπουρόπουλος | ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΦΥΛΛΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ Τάσος Παππάς ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΡΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ Ναταλί Χατζηαντωνίου | ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΝΤΥΠΟΥ Βάση Παναγοπούλου | ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ Λήδα Θωμάκου ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ Λία Βαζάκα | ART DIRECTOR Λουίζα Καραγεωργίου | ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ Συνεταιρισμός των εργαζομένων σε εφημερίδες και περιοδικά ΣΥΝ. Π.Ε.. ΕΚΔΟΣΗ Ανεξάρτητα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης Α.Ε. | ΝΟΜΙΜΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ Σωτήρης Μανιάτης ΑΦΙΈΡΩΜΑ Μάνος Xατζιδάκις 23 Οκτωβρίου 192515 Ιουνίου 1994 Τριάντα χρόνια μετά... Γράφουν οι: Δήμητρα Αθανασοπούλου, Γιώργος Ι. Αλλαμανής, Φώτης Απέργης, Σπύρος Αραβανής, Δημήτρης Βερνίκος, Τάσος Βρεττός, Μιχάλης Γρηγορίου, Αγαθή Δημητρούκα, Κλεοπάτρα Δίγκα, Πέτρος Δραγουμάνος, Γιώργος Κουρουπός, Νίκος Κυπουργός, Μαρία Ματέ, Γιώργος Μεθενίτης, Γιώργος Μητρόπουλος, Κώστας Μπαλαχούτης, Ανδρέας Μπελεγρής, Νίκος Γ. Ξυδάκης, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Αλέκα Παπαρήγα, Βαρβάρα Ρούσσου, Αντώνης Σαμαράς, Γιάννης Σβώλος, Θωμάς Τσαλαπάτης, Κώστας Φασουλάς, Ναταλί Χατζηαντωνίου, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου Η «Εφ.Συν.» ευχαριστεί θερμά όλους τους συντελεστές αυτής της ειδικής έκδοσης Πόσο πολύ σε αγάπησα Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της Πούλιας Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου ΤΟΥ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΝΟΥΜΕ για τις όμορφες στιγμές, τις δονήσεις της καρδιάς, τα δάκρυα της ψυχής μας που κύλησαν από το μαγικό άγγιγμά του
σαν
μάς
παρέα. Τότε όσων οι δρόμοι διασταυρώθηκαν με κάποιον τρόπο με το διάβα του, νομίζαμε ότι το δικαιούμασταν. Τώρα που έχουμε φτάσει στα χρόνια που αποτιμούμε τα περασμένα, ευγνωμονούμε τη θεά τύχη! Β.Π. Ο Μάνος Χατζιδάκις θεωρούσε την «Αμοργό» το αριστούργημα του Νίκου Γκάτσου Το τραγούδι «Πόσο πολύ σε αγάπησα» ακούστηκε από τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη (2005) «Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα όχι εγώ τον Γκάτσο». Μάνος Χατζιδάκις
σύμπαντός του, που
παιδί
προσκάλεσε να εξερευνήσουμε
Gilbert and George με ξεκάλτσωτο μοκασίνι στο ερμπιενμπί Συντάγματος, τσουλο-σε-
λέμπριτι, γλειφτιάδες, πρακτό-
ρια, hustlers, τους βλέπω να
ανανοηματοδοτούν μια Ελλάδα
προτεκτοράτο γκόλντεν βίζα, μια Ευρώπη-Αποικία, ένα συνονθύλευμα βασάλων που επινοούν εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς και εξωθούνται σε
τακτικό πυρηνικό ολοκαύτωμα. [Βλέπω… Τον εαυτό μου σαλό προφήτη, στο «Οροπέδιο»
Μιχ. Κατσαρού, στο
πικάπ Philips. Αυτά στο σπίτι. Στα καφενεία και τις ταβέρνες, σε όλα τα τζουκ μποξ, παντού, ακουγόταν το «Υπάρχω»
Τ ριάντα χρόνια από την εκδημία του Μάνου Χατζιδάκι, πενήντα χρόνια Μεταπολίτευση. Ο Χατζιδάκις, μούσα πολύτροπος, μας πήρε μειράκια και μας συνδιαμόρφωσε. Ο μοντερνισμός, ο αισθητισμός, ο βαθύς σεβασμός του λαϊκού, η βασίλισσα ποίηση, η αναίδεια στις εξουσίες, η λατρεία των αισθήσεων και της ζωής, ο ακομπλάριστος κοσμοπολιτισμός, η τελετουργία των καφενείων και των ξενυχτιών. Ο κόσμος του Χατζιδάκι, λοιπόν. Υπάρχει ακόμη; Αχ, μου φαίνεται ότι βουλιάζει μαζί με όσους γαλούχησε, με όσους νανούρισε, με όσους έβαλε να ονειρευτούν. Πόσο πασέ θα ακουγόταν σήμερα η ελευθεριότητά του, ο αυθάδης δανδισμός και η διαρκής νιότη του… Και πόσο υποκριτικά, πόσο κούφια, μου ακούγονται ήδη όσα γραμμένα από λογογράφους θα εκφωνηθούν, κοπιπέιστ από έναν γκουγκλισμό. Και πόση κατασκευασμένη νοσταλγία, από όσους έκαναν την πάπια στις μεγάλες του συγκρούσεις με τα κρυμμένα πρόσωπα του φασισμού… Τριάντα χρόνια χωρίς Μάνο Χατζιδάκι, χωρίς τον κόσμο του. Βλέπω τώρα μεσουρανούντες τον τραμπισμό και τον μπερλουσκονισμό, αναβαπτισμένους στο γκλίτερ των ινφλουένσερ και του Τικ-Τοκ, στους αλγόριθμους κατασκευής υπηκόων, βλέπω λου-
στο πλυντήριο
μπενο-Φειδίες
Κύπρου,
«Μεσολόγγι» του, νωδός ψαλμωδός να απαγγέλλω χρησμούς ξηρασίας από το «Κατά Σαδδουκαίων», ψαλμούς του soma από τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» του Αλντους Χάξλεϊ. Aκούγεται το «Soma» των Tuxedomoon, από τα βάθη των Holy Wars του 1985. Αρεσαν στον Χατζιδάκι οι
είμαι βέβαιος.] Κατεβαίνω απ’ τις κορφές του πυρετού. Προσπαθώ να συλλάβω το Κύριο. Η δεξιά δημαγωγία καναλιζάρει τον θυμό, τη λυσσασμένη ανημπόρια, την υπαρξιακή εκμηδένιση των κυριαρχούμενων, των ηττημένων του ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIOY 2024 3 ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Γ. ΞΥΔΑΚΗ καπιταλισμού. Τους προσφέρει ισχυρές, απλουστευτικές ταυτότητες, τους δείχνει εύκολους εχθρούς-στόχους: άλλους ακόμη πιο αδύναμους και αποκλεισμένους, ή απλώς άλλους. Το έκανε τον Μεσοπόλεμο, στρέφοντας τα ταπεινωμένα πλήθη ξανά στον πόλεμο και την εκμηδένιση, για να αναγεννηθεί ο καπιταλισμός από τις κρίσεις του. Παγώνω τον πυρετό. Θυμάμαι πότε και πώς άκουσα τον «Μεγάλο Ερωτικό», πριν από μισό αιώνα. Ψαύω στο σώμα μου τα ίχνη του. Φέρνω μισό αιώνα συμπαγή, μπροστά μου, όσο υπάρχει ακόμη, να λάμπει. Αισθηματική αγωγή Δεν άκουσα τον «Μεγάλο Ερωτικό» όταν πρωτοβγήκε, το 1972· τον άκουσα μετά το 1974, με τη Μεταπολίτευση, ίσως και ’75, όταν στ’ αυτιά μου βούιζε όλο το ροκ της εποχής, ο Μπόουι, οι Pink Floyd και οι Genesis, το «Βρώμικο Ψωμί», παιγμένα σε μικροσκοπικό κασετόφωνο και πορτοκαλί
Καζαντζίδη. Σε αυτό το τοπίο, ένα απόγευμα στην πλατεία Μιαούλη Ερμουπόλεως (σαν σκηνή ιταλικού θεάτρου), άκουσα τον «Μεγάλο Ερωτικό», στο θαυμαστό Dual ενός μεγαλύτερου φίλου· είχε φέρει τον δίσκο από την Αθήνα όπου έκανε φροντιστήριο. Τι άκουσα; Δεν μπορούσα να το ταξινομήσω, να το εντάξω, να το καταλάβω. Μα τι σημασία είχε; Το ένιωθα. Ανοιγόταν ένας πελώριος καινούργιος κόσμος· το πλησιέστερο σε εκείνη την πρωτόγνωρη μουσική δεν ήταν η μουσική που ήξερα ώς τότε, ήταν η ποίηση του Καβάφη, του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, όση είχα προλάβει να ρουφήξω. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι είναι από τα έργα τέχνης που διαμόρφωσαν τη γενιά μου, κι εμένα φυσικά. Προσωπικά, τον βάζω στη δική μου κορυφή της έντεχνης ελληνικής μουσικής, όπως τουλάχιστον εγώ την προσέλαβα, μαζί με τα «Παράλογα» του ιδίου, τις «Μπαλάντες» και τα «Λυρικά» του Θεοδωράκη, το «Βρώμικο Ψωμί» του Σαββόπουλου. Πλάι τους και ο λυρικός Τσιτσάνης. Είπα ότι βρήκα αυτό το έργο πλησιέστερο με τους ποιητές του ελληνικού 20ού αιώνα. Τότε. Διότι δεν είχα άλλο μέτρο σύγκρισης μουσικό, είχα μόνο το μυητικό ρίγος της επαφής με τη λογοτεχνία. Μου πήρε λίγα χρόνια ακόμη, για να συναντηθώ με άλλα μουσικά έργα, που θα συγκροτούσαν μια σκευή και θα άνοιγαν ορίζοντες. Θυμάμαι πάντα τα πρώτα, τα πιο ακριβά τατουάζ: την τζαζ του Κολτρέιν, τα κουαρτέτα του Μπετόβεν, τα τραγούδια του Μάλερ και του Στράους. Ο Χατζιδάκις του Ερωτικού με βοήθησε να μεταβώ και σε αυτά, ήταν μια αισθηματική αγωγή. Κάποια έργα σε σφραγίζουν και σε ορίζουν. Οχι σώνει και καλά επειδή σου επιβάλλονται με το μέγεθός τους, αλλά γιατί σε βρίσκουν ανοιχτό, ανυποψίαστο, παρθένο. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» είναι τέτοιο έργο μυητήριο: σε εισάγει στον λυρισμό, στον πόνο και την εμμέλεια της ύπαρξης, στο βάρος του έρωτα, στην παρηγοριά της μουσικής. Αυτό σημαίνει για μένα, όση αξία έχει αυτή η μαρτυρία. Ο κόσμος του Χατζιδάκι, λοιπόν. Υπάρχει ακόμη; Αχ, μου φαίνεται ότι βουλιάζει μαζί με όσους γαλούχησε, με όσους νανούρισε, με όσους έβαλε να ονειρευτούν. Πόσο πασέ θα ακουγόταν σήμερα η ελευθεριότητά του, ο αυθάδης δανδισμός και η διαρκής νιότη του… Ο κόσμος του Χατζιδάκι κάτω απ’ τη λάσπη των ινφλουένσερ και των τσουλο-σελέμπριτι ΕΝΑ ΒΛΕΜΜΑ ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
του
Tuxedomoon,
του
'
Β'
Α
Τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1961. Μόλις είχα τελειώσει το δεύτερο έτος των Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο και ήμουν ήδη σε προχωρημένο στάδιο στην τάξη του πιάνου, στο Ωδείο Αθηνών. Ενας πρώην συμμαθητής μου από το γυμνάσιο, που έγραφε ποιήματα, με έσπρωξε να μελοποιήσω ένα ποίημά του για να το υποβάλουμε στο τρίτο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Αθήνας. Το τραγούδι αυτό είχε ανέλπιστη επιτυχία, πέρασε στην πρώτη θέση των προκριματικών κι αυτό έκανε τον Μάνο Χατζιδάκι να ενδιαφερθεί για μένα. Συναντηθήκαμε στου «Φλόκα». Ηταν πολύ ευγενής και γενναιόδωρος· εγώ διστακτικός και φοβισμένος, αλλά και πολύ κολακευμένος. Εμαθε τι κάνω και τι θέλω –ήθελα τότε να σπουδάσω σύνθεση στο Concervatoire του Παρισιού–, με ενεθάρρυνε να προσπαθήσω και μου έδωσε χρήσιμες συμβουλές. Ξαναβρεθήκαμε στα τελικά του Διαγωνισμού, όπου εγώ απέσπασα το τρίτο βραβείο, ο Μάνος Χατζιδάκις πήρε το δεύτερο, ενώ το πρώτο ο Μίκης Θεοδωράκης. Από τότε και μετά ο Μάνος άρχισε να μου προτείνει διάφορες συνεργασίες – ακουστική αντιγραφή κομματιών του για φωνή και πιάνο, συμμετοχή στις ηχογραφήσεις έργων του ως πιανίστας. Ολα αυτά με πλουσιοπάροχη αμοιβή πάντα.
Από τότε έως τον θάνατό του δεν χωριστήκαμε ποτέ. Μας συνέδεε μια βαθιά φιλία και εκτίμηση, που δεν χλόμιασε ούτε όταν, αργότερα, για μεγάλα διαστήματα, οι δρόμοι μας χώριζαν. Φροντίζαμε κι οι δυο να βαστάμε επαφή και να συναντιόμαστε κάθε φορά που είχαμε την ευκαιρία. Στην περίοδο των πέντε–έξι χρόνων που μεσολάβησαν από τη γνωριμία μας μέχρι να μετοικήσω για δέκα χρόνια στο Παρίσι, βλεπόμασταν σχεδόν καθημερινά – ο Μάνος έγραφε τότε μουσική πολλών ταινιών κι αυτό ήταν ένα μεγάλο σχολείο για όποιον δούλευε μαζί του. Ακόμα και στη μακρά διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, φρόντισε ο ίδιος να είμαι στην Αθήνα για να τον βοηθάω στις ηχογραφήσεις. Ενα άλλο σχολείο –ίσως και το πιο ουσιαστικό– ήταν οι ώρες της σχόλης, τα βράδια στον « Μαγεμένο Αυλό». Μαζευόμαστε φίλοι και συνεργάτες και συζητούσαμε επί παντός επιστητού. Το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι παίρναμε όλοι ένα υψηλό μάθημα κοινωνικής αγωγής από έναν άνθρωπο-πρότυπο υπεύθυνου πολίτη: δημοκρατικό, ανεξάρτητο, τολμηρό, αντικομφορμιστή, ελεύθερο άνθρωπο. Ηταν τότε αυτή η κρίσιμη περίοδος των πνευματικών ζυμώσεων και των πολιτικών συγκρούσεων που ήρθε να ακυρώσει η δικτατορία. Γ' Εφυγα στο Παρίσι το 1968, με στόχο να σπουδάσω σύνθεση στο Concervatoire με τον διάσημο συνθέτη και δάσκαλο Olivier Messiaen, και τα κατάφερα. Λίγο αργότερα ο Μάνος θα βρεθεί στη Νέα Υόρκη. Ξέρω ότι είχε περάσει μια δύσκολη περίοδο στην αρχή της διαμονής του εκεί, αλλά σιγά σιγά μπόρεσε να ενσωματωθεί στο κινηματογραφικό μουσικό κατεστημένο και έγραψε ενδιαφέρουσα μουσική για διάφορες ταινίες, αλλά και τη γοητευτική Gioconta για συμφωνική ορχήστρα. Την περίοδο αυτή οι συναντήσεις μας, στο Παρίσι κυρίως, έστω και σποραδικές, αποτελούσαν πηγή μεγάλης χαράς. ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIOY 2024 4 ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΟΥ* Ενα άλλο σχολείο –ίσως και το πιο ουσιαστικό– ήταν οι ώρες της σχόλης, τα βράδια στον «Μαγεμένο Αυλό». Μαζευόμαστε φίλοι και συνεργάτες και συζητούσαμε επί παντός επιστητού. Το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι παίρναμε όλοι ένα υψηλό μάθημα κοινωνικής αγωγής από έναν άνθρωποπρότυπο υπεύθυνου πολίτη: δημοκρατικό, ανεξάρτητο, τολμηρό, αντικομφορμιστή, ελεύθερο άνθρωπο ΑΦΙΕΡΩΜΑ Για τον Μάνο Χατζιδάκι θα περιγράψω τις δικές μου εντυπώσεις, πώς δηλαδή εγώ τον έζησα ως πολύτιμο φίλο, συνεργάτη και άνθρωπο από τα δεκαεννιά μου χρόνια έως το τέλος της ζωής του. Είναι νομίζω περιττό να ομολογήσω πόσο έχω επηρεαστεί, σε όλα τα επίπεδα, από την πολύπλευρη και συναρπαστική προσωπικότητά του Μια πολύ προσωπική μαρτυρία Ο Μάνος Χατζιδάκις με τον Γιώργο Κουρουπό στη διάρκεια εκπομπής στο Τρίτο Πρόγραμμα, το 1978
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΙΟΥΝΙΟΣ 1994 Πεμπτη 16.6.94 Χ τες πεθανε ο Χατζιδακις. Περιεργα ακουγεται αυτη η φραση γιατι δεν θυμαμαι μια εποχη της ενηλικης ζωης μου που να μην θεωρουσα ως αυτονοητη την υπαρξη αυτου του ανθρωπου. Με τον θανατο του ειναι σαν να κλεινει μια ολοκληρη εποχη της Ελλαδας και μαζι μια ολοκληρη εποχη της δικηας μου ζωης, μια εποχη που συμπιπτει με τα νειατα μου, με τους πρωτους μου ερωτες, με τα φοιτητικα μου χρονια, με τις εκδρομες στα νησια, σε τελευταια αναλυση με την ιδια την εννοια του τι σημαινει Ελλαδα. Δεν ξερω ακριβως αν αυτο που νοιωθω ειναι ακριβως λυπη, ή ενα συναισθημα μιας βαθυτατης παραδοξοτητας και μιας μεγαλης μελαγχολιας. Ειναι το συναισθημα του «Ανεπιστρεπτι» που δεν σηκωνει θεραπεια. Παρασκευη 17.6.94 Απο παληα ηξερα πως οταν ερθει η ωρα να πεθανει ο Χατζιδακις θα με πειραξει σαν να εχω χασει ενα πολυ κοντινο μου ανθρωπο. Δεν ειχα ομως ποτε μια στενη σχεση μαζι του. Πιστευω οτι μαλλον με συμπαθουσε, στο βαθμο που προλαβαινε να ασχοληθει με ανθρωπους εξω απο το στενο του περιβαλλον, αλλα αυτο ηταν ολο. Νομιζω πως κι’ εγω κι’ ο Βαγγελης Κατσουλης ειμασταν απο τους ελαχιστους ανθρωπους που εξακολουθησαμε παντα να του μιλαμε στον πληθυντικο, ενω οι υπολοιποι τον αποκαλουσαν «Μανο», κανοντας ισως, ορισμενοι απ’ αυτους, και καποια επιδειξη οικειοτητας. Εγω δεν την επεδιωξα ποτε αυτη την επιδεικτικη οικειοτητα. Δεν ηταν λοιπον η απωλεια μιας στενης φιλικης σχεσης που εξηγει την στεναχωρια που νοιωθω για τον θανατο του. Αλλωστε ειχα να τον δω αρκετα χρονια. Κατι διαφορετικο ειναι που με κανει να νοιωθω οτι με αφορα προσωπικα ο θανατος του. Ειναι η αισθηση της απωλειας που νοιωθεις οταν γκρεμιζεται το πατρικο σου σπιτι, κι’ ετσι δεν μπορεις να το ξαναβρεις, οσο κι’ αν γυρνας στην ιδια γειτονια. Ειναι η αισθηση της απωλειας που θα ενοιωθα αν μου ελεγαν οτι δεν υπαρχουν πια οι Κυκλαδες και το Αιγαιο. Ισως ειναι κι’ η αισθηση της απωλειας που οφειλεται σε ενα ανταγωνισμο αναμεσα σε δασκαλο και σε μαθητη, που τον χρειαζομουνα και που δεν μπορει πλεον να συνεχιστει. Δεν μπορω πλεον να δειξω στον Χατζιδακι οτι γραφω κι’ εγω εξ’ ισου καλη μουσικη μ’ αυτον. Γιατι ειναι σιγουρο οτι η στροφη μου στο τραγουδι παντα βασιστηκε στο μοντελλο που ειχε ξεκινησει αυτος. Υπηρχε βεβαια και καποια προσωπικη σχεση, λογω του Τριτου Προγραμματος και της συντροφιας που ειχε δημιουργηθει. Αρκετες φορες ειχα βρεθει σπιτι του, αλλοτε στη Ρηγιλλης κι’ αλλοτε στο μικρο διαμερισματακι διπλα στον «Μαγεμμενο Αυλο». Παντα γελουσε με τα λογοπαιγνια που εκανα τις φορες που βρισκομασταν σε παρεα. Καποτε μου ειχε τηλεφωνησει ενθουσιασμενος για να μου πει ποσο του αρεσε ο «Οδυσσεας στο ποταμι» κι’ οτι πρεπει να θεωρω οτι «ο Σειριος ειναι και δικηα μου υποθεση» κι’ οτι τον ενδιαφερει οποια νεα προταση εχω να του κανω. ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIOY 2024 6 Ο πολυγραφότατος συνθέτης και μελετητής της μουσικής μάς εμπιστεύτηκε τρία, ανέκδοτα μέχρι σήμερα, αποσπάσματα από το προσωπικό του ημερολόγιο, που γράφτηκαν ελάχιστα 24ωρα μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Και ακόμα ένα σημείωμα που είχε κάνει το 2004 για ένα ανάλογο αφιέρωμα της «Ελευθεροτυπίας», με αφορμή, τότε, τη 10η επέτειο απουσίας του Χατζιδάκι. Γι’ αυτό το τελευταίο επισημαίνει «πως αν ζουσε σημερα ο Χατζιδακις θα ηταν 99 χρονων, οποτε οι δικες μου αναφορες στην ηλικια του –και στις πιθανες μελλοντικες επιδρασεις που θα ειχε οταν εγραψα το σημειωμα στην “Ελευθεροτυπία”– δεν ισχυουν βεβαια σημερα. Αλλωστε, κι εγω οταν ειχα γραψει τοτε αυτο το σημειωμα ειμουνα 20 χρονια νεωτερος και διατηρουσα ακομα καποιες αισιοδοξες ψευδαισθησεις που τις διελυσε ο σημερινος μαζικος πολιτισμος». Το απαραίτητο υστερόγραφό του: «Εδω και παρα πολλα χρονια χρησιμοποιω ατονικο, κατι στο οποιο με ειχε πεισει ο Αρης Αλεξανδρου!»
εν θερμώ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σημειώσεις
ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIΟΥ 2024 2 8 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ Τ ον σκεφτόμουν με θλίψη κείνη τη μέρα μέσα απ’ αυτή τη φράση. Ενας άνθρωπος που η ζωή τον είχε τόσο ανταμείψει κι αυτός της είχε δοθεί τόσο γενναιόδωρα, μ’ αγάπη παράφορη, στη δύση του βίου του, εκείνο τον περίεργο χρόνο της ύψιστης ενάργειας του πνεύματος που μπορεί να αγκαλιάσει, να συγκεντρώσει τη σφαιρικότητα του κόσμου και του εαυτού μέσα σ’ αυτόν, είχε φτάσει σε αυτό το πικρό συμπέρασμα κι έφευγε μαζί του. Ανοιξα το Υoutube στον υπολογιστή να τον δω σε συνεντεύξεις του, που υπάρχουν άφθονες εκεί. Να τον ξαναδώ, να περάσω λίγο χρόνο μαζί του, ψάχνοντας τον Μάνο με αγάπη, όπως τον είχα αισθανθεί εγώ τα χρόνια που πέρασα από δίπλα του όπως τόσοι άλλοι από μας. Επεσα σ’ ένα βίντεο ιδιωτικό που κάποιος είχε ανεβάσει. Ηταν σε κάποιο σπίτι σε φιλική συναναστροφή. Γλέντησαν, ήπιαν, μετά άραγμα. Το βίντεο τον έπιασε μια στιγμή μόνο του, σ’ έναν καναπέ μ’ ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου στο χέρι. Πάγωσα την εικόνα και την κοιτούσα με τις πιο πάνω σκέψεις στο μυαλό. Αυτή, ήταν ο Μάνος που είχα εγώ μέσα μου. Την κοίταξα ώρα αρκετή. Τότε μου ήρθε η επιθυμία να τον ζωγραφίσω. Ηταν αυτός ο άνθρωπος που πολέμησε την υποκρισία στη ζωή του όσο λίγοι. Εκεί, με την αλήθεια του. Αντίθεση και τρυφερότητα. Μόνος, καθισμένος με το βαρύ του σώμα χαλαρό, το δικό του, χωρίς ωραιοποίηση. Η άπειρη ευαισθησία του, που μας χάρισε τόσο απλόχερα, ήταν συγκεντρωμένη σε κείνο το χέρι που σήκωνε το λουλούδι σαν το σύμβολο του μυστηρίου. Ηταν η μεγάλη του κληρονομιά που μας άφησε. Ηταν ο Μάνος που είχα εγώ μέσα μου. Ισως στο έργο να βγαίνουν αυτά που κράτησα απ’ αυτόν. Λέω ίσως. Αποφάσισα να πω εδώ, λοιπόν, πώς γεννήθηκε αυτό το έργο για τον Μάνο, που ανήκει στον συλλέκτη Γιώργο Βογιατζόγλου, δεν έχει εκτεθεί και είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται από τις σελίδες της «Εφ.Συν.». Εγινε 19 χρόνια μετά τον θάνατό του, το 2013, στο τέλος της ενότητας των έργων μου με τον τίτλο «Ανθρώπινη κατάσταση». Μια σειρά όπου μελετούσα την τρυφερότητα που έχει το ανθρώπινο σώμα, το καημένο, το σώμα που μας κουβαλάει από τη γέννηση ώς τον θάνατό, με την ομορφιά και την ασχήμια του, το γυμνό σώμα που τυλίχτηκε με Εκανα αυτή τη ζωγραφιά για τον Μάνο μια μέρα στο νησί όπου περνάω τα μακριά καλοκαίρια μου. Εκείνο το πρωί μια φράση του γύριζε στο μυαλό μου – και σχεδόν πάντα, σήμερα ίσως ακόμα περισσότερο. Λίγο πριν φύγει είχε ακουστεί να λέει: «Ο κόσμος αλλάζει και γίνεται άσχημος. Ευτυχώς εγώ θα φύγω και δεν θα τον δω» Ο Αύγουστος. Ενα έργο ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΔΙΓΚΑ* «Ο Μάνος» (ακουαρέλα, σε χαρτί ache 600 gr, 0,75 χ 1,05, 2013. Συλλογή Γ. Βογιατζόγλου), Εργο της Κλεοπάτρας Δίγκα που δεν έχει παρουσιαστεί μέχρι σήμερα ΑΦΙΕΡΩΜΑ
τόση υποκρισία κι εμπορευματοποίηση στον κόσμο μας. Την ανθρώπινη μοίρα στοχαζόμουν μέσα από αυτό. Ετσι με κατείχε και ήμουν μέσα το κλίμα της σειράς που εξήγησα πιο πάνω εκείνο το πρωί. (Εκθεση «Διαδρομή» και εκδ. ΜΙΕΤ, 2014) Τον είχα ζήσει κι εγώ σαν «παιδί» του Τρίτου, όπως όλοι μας. Μου είχε εμπιστευτεί δυο εκπομπές την εβδομάδα, τα Εικαστικά και τα Θεατρικά, χωρίς κανέναν έλεγχο, όπως έκανε με όλους μας όσους είχε επιλέξει. Αυτό του έφτανε. Ετσι είπα να μη μιλήσω για τα ατέλειωτα βράδια που περάσαμε συντροφιά, ούτε για τις δυο δουλειές στο Θέατρο, συνεργασίες που σχεδιάσαμε κι ονειρευτήκαμε, αλλά ματαιώθηκαν από εξωγενείς παράγοντες. Εξάλλου τα όνειρα είναι για να ματαιώνονται… Αθήνα 28/5/2024 *Ζωγράφος, σκηνογράφος, ιδρυτικό μέλος των «Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών», συγγραφέας Η άπειρη ευαισθησία του, που μας χάρισε τόσο απλόχερα, ήταν συγκεντρωμένη σε κείνο το χέρι που σήκωνε το λουλούδι σαν το σύμβολο του μυστηρίου. Ηταν η μεγάλη του κληρονομιά που μας άφησε. Ηταν ο Μάνος που είχα εγώ μέσα μου Στη φωτογραφία με τον Μάνο και την Κλεοπάτρα Δίγκα, ο εξαιρετικός σολίστας του βιολιού Δημήτρης Βράσκος και αγαπημένος συνεργάτης του που έφυγε νωρίς από τη ζωή 9 ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIΟΥ 2024 ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ EUROKINISSI / Θ.ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ
ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024 ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Π ρώτη επταετία της Μεταπολίτευσης κι ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής στις αρχές του 1975 ζητάει από τον Μάνο Χατζιδάκι να αναλάβει την αναδιοργάνωση της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και ο Χατζιδάκις μπαίνει στον κόπο του φίλου του και ανεβαίνει στο ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής. Οι πρώτες αποφάσεις του, η διάλυση της επιτροπής προγράμματος και η διακοπή των πληρωμένων καθημερινών διαφημιστικών εκπομπών των δισκογραφικών εταιρειών, πυροδοτούν άμεσες αντιδράσεις και προκύπτει η πρώτη μεγάλη κρίση, η πρώτη από μια αλληλουχία κρίσεων που χαρακτήρισαν την επταετή παρουσία του στη ραδιοφωνία – ουσιαστικά στο Τρίτο Πρόγραμμα όπου αναγκαστικά περιορίστηκε εξ αρχής. Με την ανάληψη της διεύθυνσης του Τρίτου ανακοινώνει πως οι συνεργάτες του είναι ελεύθεροι και υπεύθυνοι άνθρωποι και το προσβλητικό μέτρο της κάρτας εισόδου - εξόδου στην ΕΡΤ δεν θα ισχύει γι’ αυτούς. Ξεσηκώθηκε το συνδικάτο και οι εργαζόμενοι, απαιτώντας να χτυπάμε κάρτα, αντί να διεκδικήσουν να ισχύσει αυτό το πρωτοποριακό μέτρο για όλους. Τελικά δεν είχαμε κάρτα εισόδου, αλλά εργαζόμασταν πολλαπλάσιες ώρες κι αυτό αποτυπώθηκε στα μετρήσιμα αποτελέσματα της εργασίας μας. Ο τρόπος που άσκησε διοίκηση ο Χατζιδάκις έκανε το Τρίτο να μοιάζει πιο πολύ με ένα μεγάλο κοινόβιο, παρά με μια τυπική δημόσια υπηρεσία. Το Τρίτο στην, προ Χατζιδάκι, εποχή ήταν ένα πρόγραμμα-δισκοθήκη κλασικής μουσικής με μικρή εμβέλεια: Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βόλο. Και με ανύπαρκτη ακροαματικότητα. Ο Χατζιδάκις ενορχηστρώνει σταδιακά ένα πρωτόφαντο ραδιοφωνικό εγχείρημα που περιέχει όραμα, έμπνευση και οδικό χάρτη. Ενα πολιτιστικό ραδιόφωνο που ανοίγει τον φακό του σε όλο το φάσμα του πολιτισμού και της τέχνης, και κεντρικός του ρόλος είναι να αγρεύει και να διαμεσολαβεί καταστάσεις πολιτισμού αλλά και να δημιουργεί αντίστοιχες. Για να συμβεί όμως αυτό, το ραδιόφωνο πρέπει να αφήνει συχνά πυκνά την ασφάλεια του στούντιο. Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι εξωτερικές δράσεις και οι επιτόπιες μεταδόσεις του Χατζιδακικού Τρίτου. Από την Εθνική Πινακοθήκη, τον Φιλοπρόοδο Ομιλο Υμηττού του Ανδρέα Λεντάκη μέχρι τη Μουσική Ακαδημία Κρήτης, τις Γιορτές των Ανωγείων, τον Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο της Κρήτης και τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα. Ο Χατζιδάκις στρατολογεί έναν μεγάλο αριθμό συνεργατών, κυρίως νέων προσώπων, από τον χώρο της τέχνης και αξιοποιεί παράλληλα όλους τους μόνιμους παραγωγούς του Τρίτου. Εγώδενανήκασ’αυτήντηνκατηγορία, ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΑΜΤΖΗΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ 10
ήμουν φοιτητής της Νομικής, φίλος και μαθητής του Χατζιδάκι, και το Τρίτο ένα εργαστήρι όπου έκανα την πρακτική μου στην πολιτιστική παραγωγή και διαμεσολάβηση, με εργασίες που μου ανέθετε ο ίδιος, υπό την επίβλεψη και καθοδήγησή του, όπως η καθημερινή εκπομπή «Το ελληνικό τραγούδι στο Τρίτο», η οποία θεωρήθηκε από συνεργάτες του τολμηρή επιλογή για το περιεχόμενο του Τρίτου, όπως εκείνοι το είχαν στο μυαλό τους. Αλλά ο Χατζιδάκις ήταν εκτός των άλλων άνθρωπος του τραγουδιού και, από την απόσταση των χρόνων, αυτή η επιλογή ήταν ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος για την προώθηση και διάδοση του τραγουδιού. Διαδοχικές κρίσεις και χυδαίες επιθέσεις Διεκδικεί για το Τρίτο πανελλήνια εμβέλεια και οικονομική αυτοτέλεια, πράγματα που πετυχαίνει την ίδια στιγμή που όλοι οι παράγοντες –διοίκηση, υπουργοί, συνδικάτα και πολλά έντυπα μέσα της εποχής– είναι απέναντί του. Οι κρίσεις τόσο με τη διοίκηση όσο και με το υπουργείο Προεδρίας διαδέχονται η μία την άλλη και η διαρκής προσπάθεια υπονόμευσης του Τρίτου από την ΠΟΣΠΕΡΤ και τον Πανελλήνιο Μουσικό Σύλλογο δείχνουν πως η ακροαματικότητα του Τρίτου είναι δυσθεώρητη και δημιουργεί δίκαιο. Αφορμές για όλον αυτόν τον πόλεμο δίνουν τα κείμενα της «Λιλιπούπολης», το περιεχόμενο της εκπομπής «Το ελληνικό τραγούδι στο Τρίτο» αλλά και πολλές εκπομπές που φέρνουν στο προσκήνιο τον εξόριστο λόγο του Κώστα Ταχτσή, του Νίκου Χουλιαρά και πολλών άλλων. Οσο για τα δικά του «Σχόλια του Τρίτου», αυτά κάνουν πολλούς να χάνουν τον ύπνο τους δεξιά κι αριστερά, και οι επιθέσεις πλέον εκτρέπονται σε προσωπικές και χυδαίες. Κλιμακώνονται, δηλαδή. Μετά την αποπομπή του από το Τρίτο, τον Μάρτιο του 1982, συνεχίζονται από το βαθύ λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ και τον κίτρινο βραχίονά του, την «Αυριανή». Αλλά τα έργα και οι ημέρες του στο Τρίτο Πρόγραμμα δεν συνιστούν πρωτοτυπία ως προς την αναστάτωση που προκαλούν, στις άμυνες μιας συντηρητικής κοινωνίας. Το ίδιο συνέβη και με την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο το 1949, αλλά και με τη μουσική του για τους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, με σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη στο Ηρώδειο το 1959. Αυτή είναι μοίρα των διορατικών και ιδιοφυών ανθρώπων που έχουν όραμα και εποπτεία του χώρου που δρουν. «Νανά, είσαι βλαξ»! Το απελπιστικό για τον ίδιο ήταν πως σ’ αυτήν την απόπειρα δολοφονίας χαρακτήρα κράτησαν αποστάσεις στενοί του φίλοι και συνεργάτες, αν δεν βρέθηκαν κι απέναντί του, εκτός από τον Μίκη Θεοδωράκη, που είχε το ανάστημα να σταθεί δημόσια στο πλευρό του, για να υποστεί αμέσως μετά και ο ίδιος ανάλογες επιθέσεις. Ο Χατζιδάκις απαντάει σε όλον αυτόν τον πόλεμο με την απόλυτη υπεράσπιση των συνεργατών του και των επιλογών τους, καθώς δεν ζήτησε αυτήν την καρέκλα, αλλά του προσφέρθηκε, και κυρίως γιατί ποσώς τον ενδιαφέρει να την κρατήσει. Είναι χαρακτηριστική η αντίδρασή του στη μεγαλύτερη κρίση με το υπουργείο, όταν παρουσίασα το ηχογράφημα της «Ρεζέρβας» του Διονύση Σαββόπουλου πριν από την κυκλοφορία του δίσκου, στην καθημερινή εκπομπή μου «Το Ελληνικό τραγούδι στο Τρίτο», όταν ο υφυπουργός Προεδρίας, Τσαλδάρης, παρενέβη ο ίδιος, και ο Χατζιδάκιςαπλάμουείπεναεπαναλάβωτην εκπομπή και την επόμενη μέρα. Σετηλεφωνικήεπικοινωνίαπουτονκάλεσε ο πολιτικός προϊστάμενός του, ο Χατζιδάκιςτούαπάντησε«Νανά,είσαιβλαξ»! Η σχέση με τον Καραμανλή Τότε ήταν που ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής τού είπε: «Κοίταξε, Μάνο, δεν θα μου βγάλεις τους μισούς υπουργούς μου άχρηστους»· και ο Χατζιδάκις τού ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ* Ενας ελεύθερος και βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος 11 ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIΟΥ 2024 Η δημοσιοϋπαλληλική περίοδός του (1975-1982), όταν ήταν διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και ιδρυτής του Τρίτου Προγράμματος, στο οποίο συμμετείχα στην ομάδα παραγωγής. Και ιδού μια ανθολόγηση στιγμών της καθημερινότητάς του Οι πρώτες αποφάσεις του, η διάλυση της επιτροπής προγράμματος και η διακοπή των πληρωμένων καθημερινών διαφημιστικών εκπομπών των δισκογραφικών εταιρειών, πυροδοτούν άμεσες αντιδράσεις και προκύπτει η πρώτη μεγάλη κρίση, η πρώτη από μια αλληλουχία κρίσεων που χαρακτήρισαν την επταετή παρουσία του στη ραδιοφωνία ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Μάνος Χατζιδάκις-Γιώργος Μητρόπουλος, στα Ανώγεια το 1979 Ο τρόπος που άσκησε διοίκηση ο Χατζιδάκις, έκανε το Τρίτο να μοιάζει πιο πολύ με ένα μεγάλο κοινόβιο, παρά με μια τυπική δημόσια υπηρεσία
ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024 Μ ια εικόνα-φάντασμα πλανιέται τα τελευταία χρόνια στις αναρτήσεις της διαδικτυακής επικράτειας για τον Μάνο Χατζιδάκι. Η εικόνα της «δημοσιογραφικής του ταυτότητας». Συνοδεύει κείμενα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε ιστοσελίδες, άφωνη, χωρίς λεζάντα, χωρίς εξήγηση. Μουσικός κριτικός της εφημερίδος «Οι Καιροί» βεβαιώνει το τεκμήριο, με ημερομηνία έκδοσης 3 Απριλίου 1950. Τι εφημερίδα ήταν αυτή; Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να την αναζητήσει. Κι όμως, τουλάχιστον τρία στοιχεία προκαλούν εντύπωση. Το πρώτο είναι το όνομα του (συν)διευθυντή: Αθ. Κ. Τσαλδάρης. Ο Νανάς! «Νανά, είσαι βλαξ… », του εξαπέλυσε τηλεφωνικά ο Μάνος το 1979, όταν ο τότε υφυπουργός Τύπου απαίτησε να μη μεταδίδει το Τρίτο Πρόγραμμα το τραγούδι του Σαββόπουλου για τον δολοφόνο Νίκο Κοεμτζή. Το δεύτερο είναι ότι δεν υπάρχει υπογραφή κατόχου. Και το τρίτο, ότι κανείς δεν θυμάται τον Χατζιδάκι να λέει «Τότε που ήμουν δημοσιογράφος». Η λύση του μυστηρίου βρισκόταν στο εφημεριδοστάσιο της Βιβλιοθήκης της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης (ΓΓΕΕ). Αναδύθηκε στην επιφάνεια –κυριολεκτικά, αφού οι εφημερίδες φυλάσσονται στο υπόγειο– το εκεί σωζόμενο κιτρινισμένο σώμα των «Καιρών». Πρώτο φύλλο 1η Σεπτεμβρίου 1948, τελευταίο 30 Απριλίου 1950. Προφανέστατα είναι «οικογενειακή» εφημερίδα της οικογένειας Τσαλδάρη. Προβάλλει τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, πατέρα του Νανά και διάδοχο του Παναγιώτη Τσαλδάρη στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος. «Οι Καιροί» αποθεώνουν τους βασιλείς και τις ΗΠΑ. Συκοφαντούν τους πολιτικούς του Κέντρου ως συνοδοιπόρους του ΚΚΕ. Επιχειρηματολογούν για την ανάγκη ύπαρξης του Αναμορφωτηρίου στη Μακρόνησο. Ο Σπύρος Μελάς γράφει εξυμνητική βιογραφία του Μεταξά, ενώ συνεργάζεται και ο Μ. Καραγάτσης. Είναι φτωχότατο το πολιτιστικό ρεπορτάζ των «Καιρών». Στριμώχνεται στη δεύτερη σελίδα υπό τον γενικό τίτλο «Αθηναϊκές Ωρες», μαζί με αθλητικά, μικρές αγγελίες και μυθιστορήματα σε συνέχειες. Ανάμεσα στις υπογραφές –έκπληξη–η 25χρονη Ροζίτα Σώκου στην πρώτη της δημοσιογραφική δουλειά, γράφει κριτική κινηματογράφου και εκλαϊκευτικά άρθρα του τύπου «Τι είναι η συναρμολόγησις». Είναι το μοντάζ. Τι ήταν όμως ο Χατζιδάκις εκείνη την εποχή; Το φθινόπωρο του 1948 ήταν ένας 23χρονος συνθέτης, γνωστός κυρίως στους θεατρόφιλους για τις συνεργασίες του με τον Κάρολο Κουν. Είχε λίγα ορχηστρικά έργα κι ακόμη λιγότερα τραγούδια εκτός θεάτρου. Βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από δύο σημαδιακά γεγονότα: τη διθυραμβική κριτική («πρώιμη μουσική μεγαλοφυΐα») που του ‘γραψε η 70χρονη τότε Σοφία Σπανούδη στα «Νέα» της 20ής Ιανουαρίου 1949 και την ιστορική διάλεξή του για το ρεμπέτικο τη Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 1949. Απείχε όμως παρασάγγας από την πανελλήνια διασημότητα, που ήρθε το 1955 με τις ταινίες «Στέλλα» και «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Ούτε λόγος για δίσκους, Οσκαρ, Μπρόντγουεϊ κ.λπ. Πολιτικά είχε ήδη απομαγευτεί από την Αριστερά αλλά δεν είχε κάνει ακόμη την πειθαναγκαστική (όρος επιβίωσης) δημόσια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού – την έκανε στις 23 Αυγούστου 1949. Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούσε με τη γραμμή της δεξιάς εφημερίδας. Μάλλον η επικοινωνιακή του διάθεση και ο επάρατος βιοπορισμός τον έφεραν στα δημοσιογραφικά γραφεία τής Πανεπιστημίου 16. Στη ΓΓΕΕ εντοπίστηκαν 10 κείμενα: εννέα κριτικές συναυλιών και μία κριτική παράστασης χορού. Πρώτο εντοπισμένο «κριτικόν σημείωμα» Τρίτη 9 Νοεμβρίου 1948, τελευταίο Σάββατο 22 Απριλίου 1950. Μάλιστα τα τελευταία επτά σημειώματα δημοσιεύθηκαν σε διάστημα μόλις ενός μηνός (18 Μαρτίου-22 Απριλίου 1950) λίγο πριν κλείσει η εφημερίδα. Τότε δηλαδή που εκδόθηκε και η δημοσιογραφική ταυτότητα, η οποία ίσως χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα ή και καθόλου. Ως μουσικοκριτικός ο Μάνος είναι ευγενής, αρκετά διαβασμένος για τα έργα που παρακολουθεί, ενημερώνεται προφανώς από ραδιόφωνο και δίσκους, είναι δημοτικιστής και συγκρατημένα ελληνολάτρης. Γράφει στην παρθενική του κριτική για κυριακάτικη πρωινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας στα «Ολύμπια» με μαέστρο τον Γεώργιο Λυκούδη: «Μας έδωσαν την αίσθηση πως ακούγαμε φημισμένη ορχήστρα από δίσκους. […] Το κατακόρυφο (sic) όμως του προχθεσινού κονσέρτου στάθηκε η ερμηνεία της ‘‘1ης Συμφωνίας’’ του Μπραμς. Ο Μπραμς μάς δόθηκε με όλο το αρχιτεκτονικό του μεγαλείο και μ’ όλη την τραγικότητα που συνθέτει το έργο του, δίχως φτήνιες και συναισθηματισμούς αλλά και με μια ισορροπία, Αττική – θα ’λεγε κανείς» («Οι Καιροί», Τρίτη 9 Νοεμβρίου 1948). Την Κυριακή 26 Μαρτίου 1950 δόθηκε στο κινηματοθέατρο «Ορφεύς» της οδού Σταδίου πανηγυρική συναυλία για την εθνική εορτή. Ο Μανόλης Καλομοίρης, 66 ετών, ακαδημαϊκός και ζωντανός θρύλος, διηύθυνε τη «Συμφωνία της λεβεντιάς». Ο Χατζιδάκις χειροκροτεί, αλλά από απόσταση. «Το έργο αυτό γραμμένο σ’ αλλοτινούς καιρούς πολύ σκληρούς για 14 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΓΙΏΡΓΟΥ Ι. ΑΛΛΑΜΑΝΉ* Δέκα αθησαύριστα κείμενα στην εφημερίδα «Οι Καιροί» (1948-1950) που εξέδιδε ο -κατά τον Μάνο, «Νανάς»- Αθανάσιος Τσαλδάρης Ως μουσικοκριτικός ο Μάνος είναι ευγενής, αρκετά διαβασμένος για τα έργα που παρακολουθεί, ενημερώνεται προφανώς από ραδιόφωνο και δίσκους, είναι δημοτικιστής και συγκρατημένα ελληνολάτρης Με αμηχανία αντιμετώπισε ο νεαρός κριτικός Χατζιδάκις τα έργα μουσικής δωματίου του Νίκου Σκαλκώτα που παίχτηκαν στον «Παρνασσό» λίγους μήνες μετά τον θάνατο του συνθέτη. («Οι Καιροί», Μ. Τρίτη 4 Απριλίου 1950) Οι άγνωστες μουσικοκριτικές του 23χρονου Μάνου
Στη ΓΓΕΕ εντοπίστηκαν
10 κείμενα: εννέα κριτικές
συναυλιών και μία κριτική παράστασης χορού.
Πρώτο εντοπισμένο
«κριτικόν σημείωμα»
Τρίτη 9 Νοεμβρίου 1948, τελευταίο Σάββατο 22 Απριλίου 1950.
Μάλιστα τα τελευταία επτά
σημειώματα δημοσιεύθηκαν
σε
τη Μουσική στην πατρίδα, απομένει ένα ιστορικό μνημείο της μουσικής μας ιστορίας, σαν πρώτο, του είδους, που επιβλήθηκε ανεπιφύλακτα στο κοινό του. Και σήμερα, το αντιμετωπίζουμε με όλον τον οφειλόμενο σεβασμό στο έργο και προπαντός στον συνθέτη, που η ισχυρή του φυσιογνωμία αποτελεί παράδειγμα και μοναδική πηγή για όλους τους νέους Ελληνας συνθέτας και προπαντός για μας τους νεωτέρους», γράφει («Οι Καιροί», Κυριακή Βαΐων 2 Απριλίου 1950). Αλλά τονίζει: «Η εκτέλεση, ο συνθέτης που διηύθυνε και το έργο του, επιβάλλανε στενά συνδεδεμένα μιαν εποχή που δεν χωράει προς το παρόν από μας κριτική, παρά μονάχα αγάπη». Αξίζει να μείνουμε σε μια ιστορική συναυλία που έφερε τον μουσικοκριτικό Χατζιδάκι σε μεγάλη αμηχανία, την οποία παραδέχθηκε με ειλικρίνεια. Στο φύλλο της Μ. Τρίτης 4 Απριλίου 1950 διαβάζουμε για την παρουσίαση άγνωστων τότε έργων μουσικής δωματίου τού προ μηνών εκλιπόντος (19 Σεπτεμβρίου 1949) Νίκου Σκαλκώτα: «Ο Σκαλκώτας είχε γίνει ένας θρύλος και η συχνή εκτέλεση μόνο τριών ή τεσσάρων χορών του από την [σ.σ.: Κρατική] ορχήστρα με τον δικαιολογημένο ενθουσιασμό που σκορπούσαν οι σελίδες του αυτές, και σύγχρονα η καταθλιπτική σεμνότητα που διέκρινε τον μουσουργό, και η κυκλοφορούσα διάδοση για ένα πλήθος πρωτότυπης εργασίας άπαιχτης και ανέκδοτης, όλα μαζί δημιούργησαν τη φήμη ή καλύτερα την πεποίθηση ότι ο Σκαλκώτας είναι η πραγματικά μεγάλη μουσική φυσιογνωμία του τόπου μας.[…] Αυτό όμως π’ ακούσαμε στον ‘‘Παρνασσό’’, μας έβαλε σ’ ένα πλήθος σκέψεις και σύγχρονα μας ετέθη το ερώτημα: Ημασταν σε μία πλάνη, για (sic) μπήκαμε στην πλάνη αυτή με τη συναυλία αυτή; […] Η κυρία Μαρίκα Χουρμουζίου έπαιξε τη Σουίτα του αρ.4 για πιάνο κατά τον ιδεωδέστερο τρόπο […] και δεν είδαμε παρά πυκνοδιατυπωμένες, αλλά ασαφείς και αδιάφορες μάλλον ιδέες με λαμπυρίζοντα στοιχεία σε μερικές στιγμές. [Και] τέσσερα τραγούδια που αναρωτιόταν κανείς τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκαν». Ωστόσο λαχταρά να ξαναδοκιμάσει τα νεόκοπα εργαλεία της κριτικής του. «Δεν νομίζω πως στα πλαίσια ενός σημειώματος μπορεί κανείς να εξετάσει ένα τόσο σοβαρό θέμα. Γι’ αυτό θα μου επιτραπεί να επανέλθω την Κυριακή αποκλειστικά και μόνο στα προβλήματα και στα ερωτήματα που δημιούργησεν η συναυλία αυτή», γράφει. Φευ, δεν επανήλθε ποτέ. Κι ένα δεοντολογικό φάουλ για το τέλος. Χορευτής στη μόΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIΟΥ 2024
διάστημα μόλις ενός μηνός (18 Μαρτίου-22 Απριλίου
λίγο
Τότε
και η δημοσιογραφική ταυτότητα, η οποία ίσως χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα ή και καθόλου Πηγές: Βιβλιοθήκη ΓΓΕΕ - θερμές ευχαριστίες στις κυρίες Αννα Μάστορα και Κωνσταντίνα Τσίρπου Αναρτήσεις για την παλιά Ξάνθη των ερευνητών Μανώλη Σ. Χούμα και Τάσου Τεφρωνίδη Αρχείο του συγγραφέα, αρχείο ιδιωτών, διαδίκτυο
1950)
πριν κλείσει η εφημερίδα.
δηλαδή που εκδόθηκε
νη παράσταση χορού που έκρινε ο Χατζιδάκις ήταν ο περίφημος Αγγελος Γριμάνης. Ο οποίος όμως στο θέατρο «Κεντρικόν» την Πέμπτη 29 Μαΐου 1949 χόρεψε και ένα έργο του… κρίνοντος, τον «Φαύνο». Ισως πρόκειται για άλλη ονομασία ή εκδοχή του χατζιδακικού ορχηστρικού για μπαλέτο «Ο Σάτυρος». Ο Μάνος δεν πτοείται από τη σύγκρουση συμφερόντων και σημειώνει: «Ο Γριμάνης στον ‘‘Φαύνο’’, ένα έργο μου ειδικά γραμμένο για τον Γριμάνη και τον χορό του, […] ήταν εξαίρετος σε κίνηση, σε ρυθμική ακρίβεια, σε φαντασία, παρόλη την κάπως υπερβολική μεταχείριση του Sex (sic) στο θέμα του» («Οι Καιροί», Τρίτη 31 Μαΐου 1949). *Δημοσιογράφος και συγγραφέας βιβλίων έρευνας. Ετοιμάζει ένα βιβλίο με άγνωστα ή μισοφωτισμένα γεγονότα από τον βίο και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι. ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024 16 Μια φωτογραφία με ιστορία ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ πρωτανέβηκε ο Χατζιδάκις στις αρχές καλοκαιριού του 1946 ακολουθώντας τον αριστερό θίασο «Ενωμένοι Καλλιτέχνες» με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Ταξίδευε πρώτη φορά ως ενήλικος εκτός Αθηνών. Ο ίδιος θυμόταν λανθασμένα το 1945, είναι ανθρώπινο κι εύλογο μετά από δεκαετίες. Επικίνδυνη περιοδεία. Το Σάββατο 6 Απριλίου 1946, στη Λάρισα, μετά την παράσταση ο θίασος δέχτηκε επίθεση από ένστολους παρακρατικούς, ΕΣΑτζήδες. Έσπασαν το δόντια του Μάνου, έκλεψαν το ακορντεόν του, βρήκε αιμόφυρτος καταφύγιο στα πονόψυχα κορίτσια ενός γειτονικού πορνείου που δεν τα ξέχασε ποτέ. Τον Ιούνιο στη Θεσσαλονίκη, τελευταίο σταθμό της περιοδείας, αδέκαρος και πεινασμένος, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τους «Ενωμένους Καλλιτέχνες» και να βιοποριστεί ως πιανίστας ακολουθώντας μια τραγουδίστρια φίρμα του ελαφρού - αλλά αυτά δεν είναι του παρόντος. Καθώς τριγυρνούσε στους δρόμους είδε μπροστά του μια πινακίδα: «ΦΩΤΟ-Κεσσίνης». Ο Κωνσταντινουπολίτης Γεώργιος Κεσσίνης είχε ονομαστό φωτογραφικό στούντιο στην Ξάνθη, εκεί η Αλίκη Χατζηδάκη-Αρβανιτίδου είχε φροντίσει να φωτογραφηθεί ως παιδί ο γιος της. Πριν τον πόλεμο ο Κεσσίνης μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Ο νεαρός μουσικός πέρασε το κατώφλι και φωτογραφήθηκε ξανά. Σοβαρός, με ανοιχτόχρωμο σακάκι, με το βλέμμα πληγωμένο. Αυτή τη φωτογραφία έδωσε για την δημοσιογραφική του ταυτότητα. Ο Μανόλης Καλομοίρης διηύθυνε τη «Συμφωνία της λεβεντιάς». Ο Χατζιδάκις χειροκροτεί, αλλά από απόσταση. Και τονίζει: «Η εκτέλεση, ο συνθέτης που διηύθυνε και το έργο του, επιβάλλανε στενά συνδεδεμένα μιαν εποχή που δεν χωράει προς το παρόν από μας κριτική, παρά μονάχα αγάπη» ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ενδεικτικό πρωτοσέλιδο. Με κόκκινα γράμματα άλλη μία «πανωλεθρία των συμμοριτών» και τρεις φωτογραφίες από τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου στο Καλλιμάρμαρο: ο Παύλος και η Φρειδερίκη, «διασωθέντα από το παιδομάζωμα ανταρτόπληκτα παιδιά», ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης «μετά της Κυρίας του απαντά μειδιών εις τας αυθορμήτους επευφημίας». («Οι Καιροί», Τρίτη 29 Μαρτίου 1949)
Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν έχει καταγραφεί ως αντιστασιακός. Με εξαίρεση τη θητεία του στην ΕΠΟΝ σε πολύ νεαρή ηλικία, ήταν πολύ αναρχικός για να ενταχθεί σε οποιοδήποτε κίνημα ή οργάνωση. Σε όλη του τη ζωή όμως αντιστεκόταν στη φτήνια και τη φαυλότητα, στον λαϊκισμό και τον κάθε λογής αυταρχισμό, είτε προερχόταν από την πολιτική εξουσία είτε από εκείνη του Τύπου. Αντιστεκόταν βέβαια και μέσα από το έργο του. Ο «Μεγάλος Ερωτικός» ήταν πολύ επαναστατικός για τα μουσικά ρεύματα της εποχής. Ο Χατζιδάκις δεν ανήκε σ’ αυτούς που ακολουθούν, αλλά σ’ αυτούς που ανοίγουν δρόμους δικούς τους. Εμπιστευόταν και στήριζε τους νέους, ειδικά τους ταλαντούχους. Δίδασκε ήθος και ευγένεια. Τη δύναμή του τη χρησιμοποιούσε για να πραγματοποιεί όνειρα και σχέδια. Ενα απ’ αυτά ήταν και το Τρίτο Πρόγραμμα, το κορυφαίο ίσως πολιτιστικό επίτευγμα της Μεταπολίτευσης. Ενα προπύργιο ελευθερίας έκφρασης, κάτι πρωτόγνωρο στη χώρα, πολύ πριν από την έλευση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας. Οι υπουργοί του Καραμανλή θεωρούσαν το Τρίτο «φωλιά αναρχικών», κάτι που μ’ έναν τρόπο δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Ο Χατζιδάκις έλεγε ότι ψηφίζει Δεξιά επειδή ήταν η μόνη που του επέτρεπε όχι μόνο να μην της ανήκει αλλά και να την κατακρίνει σε κάθε ευκαιρία. Χρησιμοποιούσε τη φιλία του με τον Καραμανλή για να προστατεύει το Τρίτο από κάθε απόπειρα πολιτικής παρέμβασης. Οπως εκφραζόταν ο ίδιος ελεύθερα στα περίφημα Σχόλια του Τρίτου (που η προαναγγελία τους προκαλούσε τρόμο σε διάφορους ιθύνοντες), έτσι διασφάλιζε και την ελευθερία έκφρασης όλων των συνεργατών του, χωρίς ποτέ ο ίδιος να επέμβει στο περιεχόμενό τους. Τις εκπομπές της «Λιλιπούπολης», για παράδειγμα, τις άκουγε πάντοτε ζωντανά από το ραδιόφωνο (πολλές απ’ αυτές άλλωστε ολοκληρώνονταν μόλις λίγο πριν βγουν στον αέρα). Ενα βράδυ, καλοκαίρι του 1975, την περίοδο που στηνόταν το Τρίτο με συναντήσεις και κουβέντες ώς τα ξημερώματα, είμαστε μαζεμένοι στον «Μαγεμένο Αυλό» ο Χατζιδάκις και, αν θυμάμαι καλά, ο Γιώργος Κουρουπός, ο Αντώνης Κοντογεωργίου, ο Βύρων Φιδετζής κι εγώ, ο βενιαμίν της παρέας. Περπατώντας μετά προς τη γειτονική ταβέρνα του Ηλία για φαγητό, περνάμε μπροστά από του Καραβίτη. Σ’ ένα τραπέζι στο πεζοδρόμιο κάθονται τρεις νέοι (οι δύο είναι εκκολαπτόμενοι σκηνοθέτες του κινηματογράφου, όπως θα μάθαινα αργότερα). Ενας απ’ αυτούς φωνάζει «φασίστα!» και, πριν προλάβει κάποιος από μας να αντιδράσει, ο Χατζιδάκις γυρίζει, τους πλησιάζει και τους λέει σε πολύ ήρεμο τόνο: «Ποιος το είπε αυτό;». Τσιμουδιά. Και πάλι, ακόμα πιο ευγενικά: «Σε μένα απευθύνεστε;». Σιωπή. Οπότε, με την ίδια ηρεμία: «Αποδέχομαι τον χαρακτηρισμό, αρκεί αυτός να με διαφοροποιεί από εσάς». *Συνθέτης Δεν ανήκε σ’ αυτούς που ακολουθούν, αλλά σ’ αυτούς που ανοίγουν δρόμους δικούς τους. Εμπιστευόταν και στήριζε τους νέους, ειδικά τους ταλαντούχους. Δίδασκε ήθος και ευγένεια. Χρησιμοποιούσε τη φιλία του με τον Καραμανλή για να προστατεύει το Τρίτο από κάθε απόπειρα πολιτικής παρέμβασης Ο Χατζιδάκις έλεγε ότι ψηφίζει Δεξιά επειδή ήταν η μόνη που του επέτρεπε όχι μόνο να μην της ανήκει αλλά και να την κατακρίνει σε κάθε ευκαιρία Ο Νίκος Κυπουργός με τον Μάνο Χατζιδάκι στη διάρκεια ηχογράφησης το 1983 Το βράδυ που τον είπαν «φασίστα»! ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΥΠΟΥΡΓΟΥ* ΑΡΧΕΊΟ Ν.ΚΥΠΟΥΡΓΟΥ 17
(1987),
(1987),
Στράους (1990), Τα
(1991), Φεγγάρια (1992), Μήδεια (1993),
ραστάσεις
η Κατσούλη σ’ αυτές του Νοεμβρίου).
Ανδρες: Χρήστος Αλιφέρης, Γιάννης Γιαπλές, Γιάννης Διαμαντόπουλος, Νίκος Δραγώνας, Αντώνης Κουτρουμπής, Γιώργος Καρδάκος, Γρηγόρης Λαγός, Αγγελος Μέντης, Γιώργος Μάτσκαρης, Βασίλης Μήτσιου, Δημήτρης Μπακάλης, Φώτης Νικολάου, Αλέξανδρος Νιάγκος, Στέφανος Νικολαΐδης, Μιχάλης Παπαδόπουλος, Δημήτρης Παπαϊωάννου,
ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIΟΥ 2024 18 Η
μέχρι τότε παρουσιάσει τα έργα: Το Βουνό
Δωμάτιο Ι και
Το τελευταίο τραγούδι του Ρίχαρντ
Ιφι-
στο
της
Το διάρκειας
λεπτών «Ενός Λεπτού Σιγή» είναι ένα δίπτυχο ουσιαστικά, που περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος το «Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα» σε μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη με σοπράνο και στο δεύτερο μέρος «Τα τραγούδια της αμαρτίας» του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Γιώργου Χρονά, σε ημιτελή μορφή, χωρίς ενορχήστρωση, σαν χαϊκού για πιάνο (Κωστής Παπαδάκης) και φωνή (Ανδρέας Καρακότας, Δώρος Δημοσθένους). Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε τη σύλληψη, τη σκηνοθεσία και τη χορογραφία, με βοηθούς σκηνοθέτη την Αγγελική Στελλάτου και την Τίνα Παπανικολάου. Τα σκηνικά και κοστούμια είχε κάνει η Λίλη Πεζανού, τον σχεδιασμό των φωτισμών ο Αλέκος Γιάνναρος, το μακιγιάζ ο Αγγελος Μέντης και τις φωτογραφίες υπέγραφε η Μαριλένα Σταφυλίδου. Ερμηνευτές ήταν οι: Μορφή του θανάτου (σοπράνο): Τζένη Δριβάλα,
πρώτη στις πα-
ομάδα είχε
Το Αδιάβροχο
ΙΙ (1988),
τραγούδια
Η
γένεια
γεφύρι
Αρτας (1995), Ορέστεια Ξενάκη-Ακολουθία Αισχύλου(1995).
105
Μάτα Κατσούλη (η
του Οκτωβρίου,
Τάσος Παπαϊωάννου, Μιχάλης Παπαντωνάκης, Θανάσης Σολωμός, Δημήτρης Σωτηρίου. Μορφή της μητέρας: Τίνα Παπανικολάου. Μορφή της Μαγδαληνής: Αγγελική Στελλάτου. Τραγουδιστές: Ανδρέας Καρακότας, Δώρος Δημοσθένους. Πιάνο: Κωστής Παπαδάκης. Στον ρόλο της γριάς μητέρας εμφανιζόταν η θρυλική Ζουζού Νικολούδη. Το όνομα της παράστασης προερχόταν βέβαια από το ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Ενός λεπτού σιγή»: Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά, έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας, ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας, κοκκινίσατε άραγε για τη τόση ευτυχία σας, έστω και μια φορά; Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους; Το 1995, στο Παλιό Εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Νέο Φάληρο, παρουσιάζεται το 11ο αλλά εμβληματικό έργο «Ενός Λεπτού Σιγή» της «Ομάδας Εδάφους», ομάδας που συστάθηκε το 1986 από τον μαθητή του Τσαρούχη, απόφοιτο της ΑΣΚΤ, χορογράφο, περφόρμερ, σκηνογράφο, ζωγράφο και κομίστα Δημήτρη Παπαϊωάννου και τη χορογράφο και χορεύτρια Αγγελική Στελλάτου. Η πρεμιέρα του έργου έγινε στις 19 Οκτωβρίου του 1995, 16 μήνες μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι... Σ’ ένα λεπτό πετώντας... «ΜΆΝΟΣ ΧΆΤΖΙΔΆΚΙΣ, δυο θέσεις για την Παρασκευή παρακαλώ», το μήνυμα στον τηλεφωνητή μου –από το προσωπικό μου τηλέφωνο κρατούσαμε τις θέσεις τότε που όλα ήταν αυτοσχέδια, ιδιοκατασκευές και αυτοδιαχειριζόμενα στην «Ομάδα Εδάφους», στην κατάληψη. Ηταν 1992 και «Φεγγάρια» ονομαζόταν η παράσταση που παίζαμε (Αγγελική Στελλάτου, Σταύρος Ζαλμάς, Τίνα Παπανικολάου, Μιχάλης Ναλμπάντης, Νίκος Δραγώνας κι εγώ, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και ερμηνευτής). Ηρθε και με κάλεσε μετά να πάω να τον συναντήσω. «Εχω γράψει», μου είπε, «τα τραγούδια της αμαρτίας σε ποίηση Ντίνου Χριστιανόπουλου και ήθελα να τα πρωτοπαρουσιάσω με έναν χορευτή μαζί με την ορχήστρα. Μου είπαν να έρθω να δω κάποιον που χόρευε στην παράστασή σου γιατί θα μου άρεσε. Τώρα, όμως, που είδα αυτό που έκανες, Δημήτρη, θέλω να σου δώσω τα τραγούδια να τα κάνεις ό,τι θέλεις». Από το Παγκράτι όπου έμενε ώς του Μακρυγιάννη που έμενα, έφτασα σε ένα λεπτό πετώντας. ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΆΠΆΪΩΆΝΝΟΥ Ενός λεπτού σιγή ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ε ίμαι ευγνώμων στον Νίκο Σαχπασίδη γιατί ήταν δική του η ιδέα να με συστήσει στον «Λαχειοπώλη του Ουρανού», τον Μάνο Χατζιδάκι, ώστε να αναλάβω την οργάνωση των συναυλιών του, με την οποία εκείνος είχε ήδη ασχοληθεί μέσω της εταιρείας του, της Ηalf Νote Productions. Νομίζω ότι ήταν ένα απόγευμα κάπου το 1985 και ήμουν 25 χρόνων. Μας υποδέχτηκε κατευθείαν μέσα στο δικό του δωμάτιο, όπου είχε το γραφείο και το κρεβάτι του. Ηταν έρωτας κεραυνοβόλος! Εντυπωσιάστηκα γιατί πρώτη φορά στη ζωή μου συναντούσα ένα τέτοιο άνθρωπο. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω τη διαφορετικότητά του, αλλά ένιωθα την καταιγιστική και απόλυτα ανατρεπτική του ενέργεια. Ο,τι νόμιζα ότι ήξερα ώς εκείνη τη στιγμή κατέρρευσε. Είχε δυο παράξενα χαρακτηριστικά. Το πρώτο ήταν ότι μ’ εμπιστεύτηκε απόλυτα χωρίς να με γνωρίζει. Αυτή και μόνο η εμπιστοσύνη του μ’ έβαλε κατευθείαν σε θέση μεγάλης ευθύνης απέναντί του, ενώ ταυτόχρονα μου έκανε ένα δώρο ζωής μαγικό. Καθώς άρχισε η συνεργασία μας, μ’ έκανε με μεγάλη φυσικότητα να νιώθω ότι είμαστε ισότιμοι! Εγώ πήρα το δώρο του χωρίς καθόλου να το συνειδητοποιήσω εκείνη τη στιγμή. Ανέβηκα στον ουρανό μαζί του και πετούσα με τα δικά του φτερά, που νόμιζα ότι ήταν δικά μου. Αυτή η συνειδητοποίηση έγινε μόνον μετά την αποχώρησή του από αυτόν τον κόσμο, όταν είχα να αντιμετωπίσω πλέον τη ζωή με τις δύσκολες προκλήσεις της, χωρίς εκείνον. Οχι μονάχα εγώ, αλλά όλο το στενό του περιβάλλον είμαστε απόλυτα προστατευμένοι. Βρισκόμαστε μέσα στο δικό του ονειρικό σύμπαν, στα πούπουλα! Το δεύτερο παράξενο ήταν ότι έκανε τις πιο σοβαρές εργασίες, ακόμα και πόλεμο, που έκανε συχνά, παίζοντας. Ηταν ένα παιχνιδιάρικο, χαρισματικό αλλά και πολύ ζόρικο -όταν χρειαζόταν- παιδί, που κολυμπούσε μέσα στα άστρα και τη μουσική και που χαιρόταν να σπάει κάθε κανόνα και κάθε άχρηστη προκατάληψη. Ξεκινήσαμε με τις δικές του προσωπικές συναυλίες και στη συνέχεια, το 1989, ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων. «Ορχήστρα των χρημάτων» την έλεγε, γιατί το εγχείρημα απαιτούσε πάρα πολλά χρήματα που φυσικά δεν είχε. Ηταν τελειομανής και ήθελε τουλάχιστον δέκα πρόβες και οι μουσικοί του να αμείβονται πάρα πολύ καλά. Κάθε συνεργάτης, όπως και εγώ η ίδια, πληρωνόμαστε ακριβά. Θεωρούσε φυσικό για κάθε συνεργάτη του να έχει την καλύτερη δυνατή αμοιβή. Οφείλω να πω ότι ο Χατζιδάκις με τα χρήματα δεν είχε καμία σχέση. Χρειαζόταν πολλά για να πληρώνει τους τεράστιους λογαριασμούς που του δημιουργούσε, εκτός από την Ορχήστρα, όλο το περιβάλλον που υποστήριζε. Ηταν ένα εργοστάσιο που έπρεπε να παράγει συνεχώς χρήμα. Με τους λογαριασμούς ήταν τραγικό, γιατί ούτε εκείνος, ούτε εγώ είχαμε ιδέα από διαχείριση... Και ενώ εμείς συνεχίζαμε το παιχνίδι -του έδινες π.χ. ένα κολλαριστό χιλιάρικο και το αντάλλασσε με δυο -, ο ίδιος τελικά επωμιζόταν όλο το βάρος και κλεισμένος στο δωμάτιό του έπρεπε να βρει τη λύση. Με την Ορχήστρα όχι μόνο κάναμε συνεχώς συναυλίες στην Αθήνα (στο παλιό «Παλλάς») αλλά ταξιδεύαμε, αεροπορικά μάλιστα, με όλη την ορχήστρα, στη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα. Επίσης κάναμε τα περίφημα ρεσιτάλ όπου οργάνωνα ακριβές συναυλίες για νέους καλλιτέχνες που ήθελε να συστήσει στο κοινό. Το πιο σημαντικό όμως, που δεν είναι γνωστό, είναι ότι αυτές οι πανάκριβες συναυλίες της Ορχήστρας Των Χρωμάτων δεν πούλαγαν παρά ελάχιστα εισιτήρια (κάτω από 20). Ομως τα θέατρα ήταν κατάμεστα, αφού έστελνα χίλιες προσκλήσεις σε ωδεία σε όλη την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, ή όπου παίζαμε, και άλλες 300 στους φίλους του. Ηταν απόλυτη προσφορά σε φίλους και γνωστούς, αλλά και εκπαίδευση προς τους μαθητές των ωδείων, που κατάλαβα πολλά χρόνια αργότερα, καθώς συναντούσα επαγγελματίες μουσικούς που μου έλεγαν ότι έρχονταν στις συναυλίες αυτές με πρόσκληση. Το θέμα με τις προσκλήσεις ήταν κύριο μέλημά του. ΕίΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΤΕ* Ενα χαρισματικό παιδί που κολυμπούσε στ’ άστρα Ο Μάνος με τον Astor Piazzolla ΓΙΏΡΓΟΣ ΤΖΑΜΤΖΉΣ Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν μου είπε «Κοίταξε να δεις, να μαθαίνεις πως είναι δυνατόν να γίνονται όλα»
ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024 21 χα μια λίστα με τους προσκεκλημένους του, στους οποίους έστελνα τις προσκλήσεις στο σπίτι. Με το πλάνο του θεάτρου έκανε ο ίδιος την ταξιθεσία! Και αυτό ήταν ολόκληρη μελέτη και δύσκολη, λεπτομερής δουλειά. Πρόσεχε να μην κάθονται κοντά τα πρώην ζευγάρια ή εκείνοι που είχαν τσακωθεί κ.λπ. Τον ένοιαζε πολύ και μου έκανε τρομερό έλεγχο αν είχαν παραδοθεί έγκαιρα όλες οι προσκλήσεις. Επειδή όμως αυτή η τακτική με την Ορχήστρα έφτανε σε αστρονομικά ποσά χρεών, τον παρακάλεσα να μη συνεχίσουμε τις συναυλίες. Εκείνος με επίσημο παιχνιδιάρικο ύφος, που δεν θα ξεχάσω ποτέ, μου είπε «Κοίταξε να δεις, να μαθαίνεις πως είναι δυνατόν να γίνονται όλα». Δεν υποχωρούσε ούτε ένα χιλιοστό. Το πρόγραμμα της κάθε επόμενης χρονιάς ήταν ακόμα πιο ακριβό. Εβαλε το σπίτι του υποθήκη, ξόδευε τα έσοδα από τα πνευματικά δικαιώματα, έκανε κάποιες δικές του συναυλίες, έβρισκε από θαύμα κάποιον χορηγό και συνέχιζε απτόητος. Η υγεία του ήταν κλονισμένη και ήξερε ότι απαγορευόταν να διευθύνει και να κουράζεται. Είχε αποφασίσει και το είχε ανακοινώσει ότι δεν τον ενδιέφερε καθόλου να συνεχίσει να ζει ήσυχα, να χαμηλώσει τους τόνους. Δεν τον ένοιαζε να καεί από τη φωτιά που έκαιγε μέσα του. Ηθελε να βγάλει ένα CD, τους «Αντικατοπτρισμούς» και δεν βρίσκαμε χορηγό. Εν τω μεταξύ ταυτόχρονα είχε πόλεμο με την «Αυριανή» και κάθε μορφής βρόμικη εξουσία. Ο Λαμπράκης τον κάλεσε να κάνει τις συναυλίες της Ορχήστρας στο Μέγαρο Μουσικής. Μετά από πολλά και αφού ο Λαμπράκης επέμενε, μ’ έστειλε να πάρω το συμβόλαιο του Μεγάρου. Οταν το διάβαζε, έβαζε σχεδόν σε κάθε παράγραφο «Χ», «Απαράδεκτο». Τελικά δέχτηκε να υπογράψει τη σύμβαση αλλά στην πράξη δεν θα ίσχυε κανένας όρος. Και αυτό έγινε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι κατάργησης κάθε όρου. Από όλες τις στιγμές μού ήρθε στο μυαλό και αυτή η θύμηση: Από μια συναυλία μέσα στο παλιό Ενετικό Φρούριο Κέρκυρας. Ανοιχτός χώρος. Επίσημα εγκαίνια του θεάτρου. Κατακαλόκαιρο, Αύγουστος μήνας. Συναυλία με τον Χατζιδάκι, τραγουδάει η Μούσχουρη. Λίγο πριν ξεκινήσει η συναυλία αρχίζει μπουρίνι, ένας αέρας πολύ δυνατός. Δεν μπορούσε να μείνει τίποτα όρθιο πάνω στη σκηνή. Ηρθαμε σε δύσκολη θέση γιατί την επόμενη μέρα παίζαμε στα Γιάννενα κι έπειτα Θεσσαλονίκη, δεν μπορούσαμε να αναβάλουμε για άλλη ημέρα. Ο μόνος τρόπος για να γίνει η συναυλία ήταν να ανεβούν άνθρωποι στη σκηνή για να γυρίζουν τα φύλλα από τις παρτιτούρες των μουσικών. Ανέβηκα κι εγώ και κάθισα δίπλα στη Στέλλα Κυπραίου. Ο Χατζιδάκις μού χαμογέλασε: «Επιτέλους και εσύ εδώ επάνω»... Ε, ήταν πραγματικά συγκλονιστικό. Βουτηγμένη μέσα στις μελωδίες του, να τον βλέπω πρόσωπο με πρόσωπο να διευθύνει. Χόρευε μαζί με τον άνεμο. Μια στιγμή ανεπανάληπτη μέσα στον χρόνο. Η ενέργεια και οι απέριττες κινήσεις του μας πλημμύρισαν, κατάλαβα πώς επικοινωνούσε με τους μουσικούς. Εζησα ένα δίωρο βαθιάς ομορφιάς, μια προσευχή στον ουρανό. Ενώ το κουτί με τις αναμνήσεις μου είναι πολύ μεγάλο, σε αυτό το σύντομο σημείωμα ήθελα να αναφερθώ στο κύριο κομμάτι που τον απασχόλησε και έζησα μαζί του την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Ηταν για μένα πατρική φιγούρα και το τέλειο πρότυπο του αρσενικού. Ξεκίνησα μαζί του ένα μακροχρόνιο πάρτι που τέλειωσε με την τελευταία συναυλία που κάναμε μαζί, F. Liszt, piano concerto No1 με σολίστ τον Gyorgy Sandor στις 22/2/93. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που διηύθυνε ο Χατζιδάκις, πραγματοποιώντας ένα παλιό του όνειρο. Μετά από αυτήν τη συναυλία και ένα λουκούλλειο γεύμα, πήγε την ίδια νύχτα στην εντατική. Γνώριζε πολύ καλά ότι είχε καρδιακή κάμψη και απαγορευόταν να κουραστεί να διευθύνει, να συγκινηθεί αλλά δεν είχε δώσει καμιά σημασία. * Η Μαρία Ματέ ήταν η υπεύθυνη διοργανώτρια των συναυλιών του Μάνου Χατζιδάκι καθώς και των συναυλιών της Ορχήστρας των Χρωμάτων μέχρι το φευγιό του. Ο άνθρωπος, δηλαδή, που έζησε δίπλα στον Μάνο τη δική του ζωή. Μετά τον θάνατό του ίδρυσαν το «Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις» με τον Γιώργο Χατζιδάκι και τον Νίκο Κυπουργό και για τα επόμενα δέκα χρόνια έκαναν πολλές συναυλίες, με αποκορύφωμα αυτές της Ολυμπιάδας. Εξέδωσαν με τη δισκογραφική εταιρεία Σείριος την «Αμοργό», που την είχε αφήσει ημιτελή ο Χατζιδάκις -γιατί τη θεωρούσε το αριστούργημα του Γκάτσου- και ολοκλήρωσε ο Ν. Κυπουργός με βάση τις σημειώσεις του Μ. Χατζιδάκι που υπήρχαν στο αρχείο του, τα «Τραγούδια της Αμαρτίας» του Χριστιανόπουλου, το έργο του Γιάννη Χρήστου κ.ά. ΑΡΧΕΊΟ ΜΑΡΊΑ ΜΑΤΕ Πάνω, χειρόγραφο του Μάνου Χατζιδάκι, σχέδιο πρόσκλησης με την Ορχήστρα των Χρωμάτων Στα παρασκήνια του «Παλλάς» ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Με τη Μαρία Ματέ
22 ΑΦΙΕΡΩΜΑ « Α υτός ο κοντός και χοντρός κύριος είναι ο σκοτεινός μας ήρωας. Γεννήθηκε πριν 80 χρόνια και δεν πέθανε ποτέ. Συνεχίζει να ξενυχτάει και να κάνει παρέα με αλήτες, ποιητές και άτακτους μαθητές». Πριν από είκοσι χρόνια, στη σχολική εφημερίδα «Schooligans», κάποιοι μαθητές, ανυποψίαστοι και αδέσμευτοι από όρους «πολιτικής ορθότητας», προλόγιζαν κατ’ αυτόν τον τρόπο το αφιέρωμά τους στον Μάνο Χατζιδάκι. Ηταν από τα παιδιά που συναντάμε στους στίχους του να έχουν στο χέρι «φιλί της Παναγιάς κι ένα μαχαίρι» και «κάθε δρόμος έχει μια καρδιά» για αυτά. Ετσι ωραία ανυποψίαστος ξεκίνησε και ο ίδιος. «Είχα μια κάποια ροπή στην ποίηση και πετούσα πότε πότε μερικούς στίχους στο χαρτί, χωρίς όμως να δημοσιεύσω ποτέ τίποτα», γράφει για τα εφηβικά του χρόνια ο Χατζιδάκις, πριν ακόμα συνειδητοποιήσει την καλλιτεχνική του υπόσταση. Η γνωριμία του με τον Κάρολο Κουν σε ηλικία δεκαοχτώ χρόνων και η ένταξή του στον πνευματικό κύκλο των Σεφέρη, Γκάτσου, Ελύτη, Τσαρούχη, Γκίκα, Μόραλη κ.ά. «επηρέασαν τις αντιλήψεις μου κι εκείνοι καλλιέργησαν την ιδιαίτερη ροπή προς τη μουσική, που υπήρχε στο υποσυνείδητό μου». Ροπή, λοιπόν, από πολύ νωρίς στη μουσική και στην ποίηση ταυτόχρονα, όπως υπήρχε στο υποσυνείδητό του, σε αυτή την «περιοχή της ψυχής που είναι άπειρα αρχαιότερη από την προσωπική ζωή του ατόμου, η οποία περιέχει ορισμένα σχέδια, τα “αρχέτυπα”, που είναι κοινά για όλη την ανθρωπότητα», κατά τον Καρλ Γιουνγκ. Κι αυτά τα «αρχέτυπα» ο Χατζιδάκις τα αναγνώρισε, τα ανάπλασε δημιουργικά και τα υπερασπίστηκε με συνέπεια, πάθος και ελευθερία ως δημιουργός, ως στοχαστής και ως «φιλελεύθερος αστός». Πρώτα από όλα, όμως, ως Μεγάλος Ερωτικός. Πολλές δεκαετίες αργότερα, το υποσυνείδητο ως μέρος του συλλογικού ασυνείδητου εξατομικεύεται από τον Χατζιδάκι γι’ αυτό και γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου «Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς»: «Τις Μπαλάντες αυτές, τις χαρίζω στη μνήμη της μητέρας μου, μια και μου κληρονόμησε όλους τους γρίφους που από παιδί μ’ απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της, δεν θα ’μουν ποιητής». Οχι για να ενταχθoύν τα κείμενά του σε Ανθολογίες, να γίνουν αποστειρωμένο πεδίο έρευνας γραμματολόγων, να διδαχτούν στα σχολεία αναζητώντας οι μαθητές κάθιδροι τους κειμενικούς τους δείκτες ή να γίνουν αντικείμενο σεμιναρίων δημιουργικής γραφής. Αλλά γιατί ποιητής αισθανόταν πριν, πίσω και πέρα από τις λέξεις: «Το λέω για να τ’ ακούν οι νέοι, και να σκορπίσουν τα λαχεία τους κι αυτοί, όπου μπορέσουν κι όπου βρουν. Να μην τ’ αφήσουν κέρδος στους πολλούς. Ετσι τουλάχιστον, θα κατακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς, τους ποιητές. Μια και δεν είναι δυνατό να μας εντάξουν στα συρτάρια τους, σ’ ό,τι μπορούν να ελέγξουνε και να προβλέψουν οι ανερχόμενοι πολλοί». «Ενας νέος λεπτός, με κοντό σγουρό μαλλί και μεγάλα μαύρα μάτια…» Η ποιητική του φυσιογνωμία, που υπήρξε ουσιαστικά προπομπός της στιχουργικής του πλευράς, δεν ξεκίνησε με ιδιαίτερη επιτυχία… Είναι χαριτωμένος ο τρόπος που ο Οδυσσέας Ελύτης εξιστορεί την πρώτη του γνωριμία με τον Χατζιδάκι, όταν ο τελευταίος συστήθηκε στην παρέα του Ελύτη ως ποιητής. Μη βρίσκοντας όμως την αναμενόμενη προσοχή με τα ποιήματά του, προσδιορίστηκε ως μουσικός, «εξαπατώντας» τους μάλιστα στη συνέχεια με ένα μουσικό αυτοσχεδιασμό που ο ίδιος τους αποκάλυψε χρόνια μετά. Γράφει, λοιπόν, για τη γνωριμία τους ο Ελύτης στα «Ανοικτά Χαρτιά» του: «Ηταν ένας νέος λεπτός, με κοντό σγουρό μαλλί και μεγάλα μαύρα μάτια. Ητανε, λέει, και μουσικός. Μουσικός; Απορήσαμε όλοι μας. Δηλαδή τι μουσικός; Βιολιστής; Πιανίστας; Οχι, όχι, μας εξήγησε. Ηταν συνθέτης. Ε, αυτό δεν το περιμέναμε. Υπήρχε, λοιπόν, στην Ελλάδα τέτοιο είδος; Είδηση δεν είχαμε. Ο τελευταίος συνθέτης που ξέραμε ήταν ο Μανώλης Καλομοίρης.
Ερωτόκριτος, ο Μακρυγιάννης, το Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης... ΤΟ
ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΑΡΑΒΑΝΗ Ο φιλόλογος, ποιητής και μελετητής της μουσικής Σπύρος Αραβανής μας παραχώρησε την, πρόσφατα εμπλουτισμένη και εμπεριστατωμένη, έρευνά του για τη λιγότερο προβεβλημένη ιδιότητα του Χατζιδάκι, αυτήν του στιχουργού
Ο
ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΟ
λαό, μιλώντας σε μια γλώσσα που μόνο κάποιοι λίγοι, κάποιοι μυημένοι, ήταν σε θέση να τον καταλάβουν; Αλλωστε γι’ αυτό τον είχαν εγκαταλείψει ο Αραγκόν κι ο Ελυάρ. Κι έπειτα, πώς μπορούσε ένας ΕΠΟΝίτης να λέει τον σουρρεαλισμό επανάσταση; Αφού η μόνη αληθινή επανάσταση
ήταν η κοινωνική, η προλεταριακή το ’17, η λαϊκή στις μέρες μας. Ακόμα δεν είχα ακούσει τη λέξη “φορμαλισμός”, την
23 ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Υστερα τι σχέση μπορούσε να έχει η μουσική με τη μοντέρνα ποίηση; Μεγάλη, μας αποκρίθηκε. Απόδειξη ότι είχε κάνει μουσική για την Αμοργό και για τις “Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα”. Βρεθήκαμε σε αμηχανία. Κοιτάξαμε τον νεαρό συνομιλητή μας με δυσπιστία. Επί τέλους, αν έλεγε αλήθεια, δεν είχε παρά να μας το αποδείξει. Τον οδηγήσαμε αμέσως στο σπίτι του Βαλαωρίτη, κι εκεί, ο Μάνος Χατζιδάκις –αυτός ήταν ο νέος συνθέτης–κάθισε στο πιάνο. Δεν έχει πια καμιά σημασία τι μας έπαιξε εκείνο το απομεσήμερο. Οπως εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα, δεν υπήρχε τίποτε συγκεκριμένο στο νου του, απλώς αυτοσχεδίασε. Το αθώο ψέμα που μεταχειρίστηκε για να μας πλησιάσει και να κινήσει το ενδιαφέρον μας, δεν τον εμπόδισε καθόλου, φτάνει που βρέθηκαν τα δάχτυλά του επάνω στα πλήκτρα, να το ανατρέψει και να το κάνει μια μαγική αλήθεια. Τόσο πολύ θα ’λεγες ότι ο αυτοδημιούργητος αυτός νέος ήταν ξεχειλισμένος από μελωδικότητα, τόσο πολύ γειτόνευε με μια περιοχή παρθένα, γεμάτη από ανεκμετάλλευτους ήχους και ρυθμούς, που έφτανε να τη σκουντήξει λιγάκι με τον αγκώνα του επάνω στο πιάνο, για να γεμίσει το δωμάτιο, να γεμίσει αργότερα η Ελλάδα κι ο κόσμος όλος από μιαν, άλλου είδους, γοητεία». Ο ΕΠΟΝίτης ποιητής Χατζιδάκις Η ποιητική ταυτότητα του Χατζιδάκι αναγνωρίζεται σε συγχρονία με τη μουσική του ταυτότητα, αλλά και με την πολιτική του συνειδητοποίηση. Σε πολύ νεαρή ηλικία στρατολογείται στην ΕΠΟΝ Παγκρατίου συμμετέχοντας και βιώνοντας όλα όσα συμβαίνουν στα Δεκεμβριανά του 1944. Ο Τίτος Πατρίκιος θυμάται από εκείνη την εποχή: «Ενα απόγευμα στο Γαλλικό Ινστιτούτο –στη Γαλλική Ακαδημία, όπως λέγαμε– γινόταν μια διάλεξη, μια εκδήλωση, κάτι τέτοιο, για τον σουρρεαλισμό […] Στη συζήτηση που επακολούθησε, ένα παιδί λίγο μεγαλύτερο από μένα, λιγνό όπως όλοι μας τότε, αλλά με ιδιαίτερα ρουφηγμένα μάγουλα κι έντονο βλέμμα, με ρυθμική υγρή φωνή, υπερασπίζεται με πάθος τον σουρρεαλισμό […] Εμεινα έκπληκτος όταν λίγο αργότερα μου είπαν πως το παιδί εκείνο ήταν ΕΠΟΝίτης. Μα πώς μπορούσε ένας ΕΠΟΝίτης να εγκωμιάζει δημόσια τον σουρρεαλισμό, και μάλιστα να τον αποκαλεί επανάσταση; Εστω κι αν ο σουρρεαλισμός μάς γοήτευε, δεν έπρεπε,
το
τελικά, να μας εξοργίζει, μιας και περιφρονούσε
τον
μου έβρισκα πως εδώ η μορφή έπνιγε το περιεχόμενο. Τέλος πάντων, αυτό το παιδί μού είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα. Εφτασα στο συμπέρασμα πως ήταν ποιητής. Λεγόταν Μάνος Χατζιδάκις». Σε μια προφορική του μαρτυρία ο τότε ΕΠΟΝίτης μαθητής, Κώστας Καρούμπαλος, επίσης θυμάται: «Κατά τη διάρκεια των μαχών του Δεκέμβρη του ’44, η ΕΠΟΝ Παγκρατίου διοργάνωσε μια εκδήλωση στον κινηματογράφο ΠΑΛΛΑΣ για να δώσει κουράγιο στον κόσμο που δοκιμαζόταν. […] Ο Χατζιδάκις είχε γράψει ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο ειδικά για την περίσταση, για το οποίο δεν έχω ακούσει να γίνεται λόγος από τότε. […]. Τους στίχους του ορατορίου ίσως να τους είχε γράψει και ο ίδιος, δεν είμαι σίγουρος. Πάντως, η σύνθεση αυτή δεν ήταν μια δημιουργία με τη ματιά της “καθαρής μουσικής”, ήταν η έμπνευση ενός αριστερού μουσικού που έβλεπε τον κόσμο να υποφέρει από αυτά που γίνονταν γύρω του. Και είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι του ορατορίου που θυμάμαι: “Η γέννησή Σου Χριστέ/ των Λαών την προσπάθεια φωτίζει/ να σκορπίσουν τα μαύρα σκοτάδια/ και να λάμψει το φως Λευτεριάς”». Η συνεργασία με τη «Νέα Γενιά» Λίγο μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο νεαρός Χατζιδάκις συνεργάζεται με τα έντυπα που εξέδιδε η ΕΠΟΝ και υπογράφει με το ψευδώνυμο «Πέτρος Γρανίτης» στο περιοδικό «Νέα Γενιά» (όπως και στο περιοδικό «Λεύτερα Νιάτα» που εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη η ΕΠΟΝ Μακεδονίας) μια σειρά από ποιήματα που απευθύνονται σε παιδιά μικρής ηλικίας. Δείγμα τους: «Τ’ αδενικά παιδάκια/ – μου καίγετ’ η ψυχή!/ Τ’ αδενικά παιδάκια/ θέλουν εξοχή./ Τ’ αδενικά παιδάκια/ που μένουν νηστικά,/ για τρώνε μια σταλίτσα,/ θα γίνουν φτισικά./ Χλωμά τα προσωπάκια/ και λύπη στην καρδιά,/ με σκεφτικά ματάκια…/ – Μικρά, γλυκά παιδιά!» (Τεύχος 51, 15 Ιουνίου 1945). Γράφει σχετικά η Γεωργία Λαδογιάννη: «Το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης, πραγματικά, απαιτεί μεγάλη επινοητική φαντασία· μια τέτοια ονοματοποιία καταφέρνει να είναι αιχμηρή πολιτικά (αφού παραπέμπει στον Στάλιν), ρυθμική φωνητικά και ευφωνική φθογγικά. Με αυτό το ψευδώνυμο υπογράφει δώδεκα ποιήματα στη στήλη «Τ’ αετόπουλά μας», προγραμματισμένη για τη διασκέδαση των μικρών αναγνωστών. Είναι το μέρος του περιοδικού όπου επιδιώκεται η σύνδεση με την καθημερινότητα του παιδιού. Υπάρχουν θέματα που θα λέγαμε ότι συγχρονίζονται με μια ημερολογιακή λογική (άνοιξη, Πάσχα, τρύγος) και όλη η ύλη είναι προσαρμοσμένη σε αυτή. Ωστόσο, ο συγχρονισμός δεν είναι μόνο ημερολογιακός· είναι και πολιτικός και πολιτιστικός. Θέματα όπως η ειρήνη, τα δικαιώματα των παιδιών του πολέμου, «Τόσο πολύ θα ’λεγες ότι ο αυτοδημιούργητος αυτός νέος ήταν ξεχειλισμένος από μελωδικότητα, τόσο πολύ γειτόνευε με μια περιοχή παρθένα, γεμάτη από ανεκμετάλλευτους ήχους και ρυθμούς, που έφτανε να τη σκουντήξει λιγάκι με τον αγκώνα του επάνω στο πιάνο, για να γεμίσει το δωμάτιο, να γεμίσει αργότερα η Ελλάδα κι ο κόσμος όλος από μιαν, άλλου είδους, γοητεία» Οδυσσέας Ελύτης ΑΠΕ-ΜΠΕ / ΑΡΧΕΙΟ ΤΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
έμαθα ένα χρόνο αργότερα με
Ζντάνοφ, αλλά από μόνος
Δ εκέμβρης 1973. Τελευταία χρονιά της χούντας, λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στο ασφυκτικά γεμάτο «Πολύτροπο», το υπόγειο καφενείο που λειτούργησε ο Χατζιδάκις για λίγο στην Πλάκα, παρακολουθώ σε ζωντανή παρουσίαση τον καινούργιο κύκλο τραγουδιών «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Στα 18 μου, έχοντας ρουφήξει έναν χρόνο νωρίτερα τον «Μεγάλο Ερωτικό», δεν καταλαβαίνω τίποτε από την κρυπτική, υποδορίως ερωτική δραματουργία των στίχων. Ωστόσο το βασανισμένο συναίσθημα της μουσικής εντυπώνεται μέσα μου επίμονα· όπως και οι ακροάσεις των δισκογραφικών κύκλων τραγουδιών του που κυκλοφορούν τα επόμενα χρόνια. Καλοκαίρι 2023. Περιμένοντας να απογειωθεί το αεροπλάνο της Aegean από και, μετά, προς Αθήνα, μας υποδέχεται η τσίγκινη ηχογράφηση της μουσικής που συνέθεσε ο Χατζιδάκις το μακρινό 1961 για την ταινία του Βόλφγκανγκ Μίλερ Ζεν «Ελλάς η χώρα των ονείρων» («Traumland Der Sehnsucht»). Επί χρόνια νωρίτερα, στις πτήσεις της Ολυμπιακής και μετά της Aegean, ξένους και Ελληνες ταξιδιώτες καλωσόριζε σε ομοίως αρχαία ηχογράφηση «Το χαμόγελο της Τζοκόντας» (1965). Στο οπισθόφυλλο του βινυλίου, το δισκογραφικό instrumental soundtrack των παλιών τραγουδιών του Χατζιδάκι συνόδευε ακόμη μια, παροιμιωδώς κρυπτική, ψυχολογική αναμυθολόγηση υπογραμμένη από τον συνθέτη. Απρίλιος 2024. Η Ελληνική Βουλή δίνει με νόμο οριστική λύση στο θέμα των μουσικών και διοικητικών υπαλλήλων της Ορχήστρας των Χρωμάτων, οι οποίοι εντάσσονται πλέον στο δυναμικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ετσι τακτοποιείται με ελεεινή καθυστέρηση μια επαγγελματική, οικονομική και ηθική εκκρεμότητα, καθώς η από το 2011 διοικητικά ακέφαλη ορχήστρα δεν έπαιζε και οι μουσικοί δεν πληρώνονταν. Ταυτόχρονα, πέφτει ταφόπλακα στη δράση αυτού που ο Χατζιδάκις οραματίστηκε ως «επίλεκτο μουσικό σύνολο, που θα παρουσίαζε πρωτότυπα προγράμματα». Η πρώτη συναυλία του συνόλου είχε δοθεί στις 23 Νοεμβρίου 1989 στο θέατρο «Παλλάς» και το 1994 είχε επανιδρυθεί ως ορχήστρα επιχορηγούμενη από το ΥΠΠΟ. Τρία απτά κατάλοιπα, ξεβρασμένα στην όχθη του προσωπικού χρόνου: μια ακαθόριστη, συναισθηματικά φορτισμένη ανάμνηση, ένα παλιακό, βιασμένα τουριστικό «country branding», ένας θλιβερός επίλογος υψιπετούς οραματισμού που κακοπάθησε σε πολλά κενά αέρος. Ενδιάμεσα αναρίθμητες πρώτες, δεύτερες και χιλιοστές ακροάσεις τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου, καταποντισμένες συγκινήσεις που επιβιώνουν πεισματικά αλλεπάλληλων ανανοηματοδοτήσεων, ακατάλυτες, «κολλητικές» μελωδίες, δημόσιες δράσεις και διοργανώσεις, στοχευμένα προκλητικές ρήσεις, έντυπα κείμενα και διεισδυτικές επιδράσεις που διατρέχουν υπόγεια το πολιτισμικό πεδίο καθώς μεταβολίζονται αέναα στη δίνη μιας μυθολογίας που αρνείται να πεθάνει αλλά και να αναλυθεί στις πραγματικές της διαστάσεις. Στοιχεία για τον ιδιωτικό βίο και την καλλιτεχνική πολιτεία του Μάνο Χατζιδάκι βρίσκονται εύκολα. Ο ίδιος άφησε κάποια ακριτομυθικά, επιτηδευμένα φιλτραρισμένα βιογραφικά. Αυτά, όπως και το όχι φτωχό λήμμα του στην ελληνική Wikipedia, εντοπίζονται με ένα «κλικ» στο διαδίκτυο. Γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925, έφυγε το 1994, στην Αθήνα, σε ηλικία 68 ετών, και σήμερα, 15 Ιουνίου 2024, συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον θάνατό του. Για όσους γεννήθηκαν μετά το 2000 αλλά και για τους 30άρηδες, το όνομά του είναι κάτι που έρχεται από το βαθύ παρελθόν. Οσο για τη μουσική του, δεν είμαι σίγουρος πόσο μπορεί πια να αγγίξει τις ευαισθησίες τους έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται από τις άγριες, προχωρημένα μεταβαλλόμενες, τωρινές πραγματικότητες. Η ανάμνηση και η απήχησή της, καταποντιζόμενες στη χρονική απόσταση μισού και πλέον αιώνα, συχνά καμένες από υπερβολική χρήση, κυρίως όμως καταπλακωμένες και παραμορφωτικά διεθλασμένες μέσα από επικαιρικά συμφραζόμενα, δέσμιες ασφυκτικών, λατρευτικών εμμονών, βυθίζονται αργά και ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ* 30 Πολύ περισσότερο από άμεσα ή έμμεσα χνάρια στον πανταχόθεν διαφιλονικούμενο χώρο του τραγουδιού, το ακατάλυτο πέρασμα του Χατζιδάκι από την ελληνική πολιτιστική ζωή άφησε πολλά άλλα, που συνεχίζουν να ταξιδεύουν –και να «δουλεύουν» ενίοτε ερήμην του– βαθύτερα Τι απομένει από τον Μάνο Χατζιδάκι; ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΑΚΤΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Στην Αθήνα των «πέτρινων» μετεμφυλιακών χρόνων, της χούντας και της πρώτης Μεταπολίτευσης, η συνεισφορά
31 αναπόδραστα στη λήθη· και μαζί τους ολόκληρη η αστική μυθολογία και η ανάμνηση των «θεοτήτων» της εποχής. Μοναχικές αναλαμπές επικαιροποίησής της η παλίμψηστης, εκλεκτικιστικής αισθαντικότητας διαμεσολάβηση της Λένας Πλάτωνος («Το ’62 του Μάνου Χατζιδάκι», 1983) και –πολύ πιο πρόσφατα– η πολυσήμαντη ηλεκτρονική οικειοποίησή της από τον Κωνσταντίνο Βήτα («Transformations», 2006)… Ομως, πολύ περισσότερο από άμεσα ή έμμεσα χνάρια στον πανταχόθεν διαφιλονικούμενο χώρο του τραγουδιού, το ακατάλυτο πέρασμα του Χατζιδάκι από την ελληνική πολιτιστική ζωή άφησε πολλά άλλα, που συνεχίζουν να ταξιδεύουν –και να «δουλεύουν» ενίοτε ερήμην του– βαθύτερα. Στην Αθήνα των «πέτρινων» μετεμφυλιακών χρόνων, της Χούντας και της πρώτης Μεταπολίτευσης, η συνεισφορά του στο τραγούδι παρήγαγε χώρο για να εκφραστούν συγκαλυμμένα και να εκτονωθούν λάθρα προσωπικές ευαισθησίες και πολιτικές ανησυχίες που, τότε, ήταν αδύνατον να διατυπωθούν ευθέως στο δημόσιο πεδίο. Ταυτόχρονα, αρχής γενομένης το μακρινό 1950, μέσα από την ευρύτερη καλλιτεχνική δράση και συμπορεία με μείζονες μορφές του πολιτιστικού χώρου συνεισέφερε ενεργητικά και παθητικά στη διαμόρφωση εξελίξεων, ειδικά αλλά και ευρύτερα στο πεδίο της μουσικής. Η περίφημη διάλεξη για το ρεμπέτικο (1949), συνεργασίες με το Θέατρο Τέχνης και το «Ελληνικό χορόδραμα», μουσικές για τον κινηματογράφο, βραβεύσεις στους διαγωνισμούς τραγουδιού, δραστική ανάμειξη στις τροπές των εξελίξεων στην εγχώρια μουσική ζωή με διοργανώσεις επί ελληνικού εδάφους μουσικών διαγωνισμών σύγχρονης μουσικής («Avantgarde») και ίδρυση μουσικών συνόλων. Παρεμβάλλεται μια εξαετία στις ΗΠΑ (1966-1972). Το διάστημα 1975-1982, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, τα άκρως επεισοδιακά περάσματα του Χατζιδάκι από την ΕΛΣ, την ΚΟΑ και το Γ’ Πρόγραμμα της ΕΡΤ, σε συνδυασμό με την ακατανίκητη πειθώ του ευφυούς, κριτικού λόγου και των αδιάλλακτα αντιλαϊκίστικων απόψεών του, προκάλεσαν θανάσιμες, θυελλώδεις κόντρες αλλά δημιούργησαν εκσυγχρονιστικά ανοίγματα και ξεκινήματα που καρποφόρησαν σε μεγάλο βάθος χρόνου. Βεβαίως αυτό δεν έγινε ούτε ακριβώς όπως το φανταζόταν ή το περίμενε ο ίδιος, ενώ στις απώτατες εξελίξεις του ενίοτε εξώκειλε ή οδήγησε τη μουσική ζωή σε δύσκολα νερά. Για δεκαετίες, η διαλείπουσα, ιδιόφωνη, ψιλοδουλεμένα εστετίστικη συνομιλία του με το «λαϊκό» (λέγε ρεμπέτικο) μοιάζει σα να συνεχίζει σε άλλο χρόνο την αγωνιώδη διαπάλη του μεσοπολέμου για την «Ελληνικότητα» και τη σχέση της με τον μοντερνισμό. Τελικά ποια λαϊκά είναι αυθεντικότερα: τα υπέροχης επιτήδευσης, διαμεσολαβημένα του Χατζιδάκι ή εκείνα των πρώτων δημιουργών; Τέλος, η εκ των πραγμάτων ανταγωνιστική σχέση του με τον στρατευμένο Μίκη Θεοδωράκη –«ο Μίκης και ο Μάνος» ως μουσικοί πόλοι!– εν πολλοίς όρισε τις μεθορίους τής (και πολιτικής) τοπογραφίας της μουσικής μας ζωής… Κλείνοντας, θα επιμείνω σε ένα σημαντικό θέμα: την queer διάσταση της μουσικής του ομοφυλόφιλου Χατζιδάκι, έτσι όπως αυτή λειτούργησε τότε –και αναδύεται ακόμη– και μέσα από δημόσια σχόλια, κείμενα που επέλεξε ο ίδιος να μελοποιήσει, την ίδια τη μουσική του, τους προσεκτικά διαλεγμένους εκτελεστές και, ειδικά, το ύφος της ερμηνείας που δίδαξε σ’ αυτούς, τέλος τα δημοσιευμένα πεζά κείμενά του. Ισως όποιος ασχοληθεί σοβαρά με αυτή την όψη του Χατζιδάκι να «βιάσει ανοιχτές θήρες». Ωστόσο, το θέμα είναι εκεί –σε κοινή θέα– και (μας) περιμένει. Μπορεί ο ίδιος να έφυγε σχεδόν τριάντα χρόνια πριν το Σύμφωνο Συμβίωσης περιλάβει τα ομόφυλα ζευγάρια και ο γάμος τους νομιμοποιηθεί, ωστόσο δεν είναι καθόλου άνευ σημασίας να ομολογηθεί και να έρθει πλήρως στο φως η συνεισφορά του και σ’ αυτό το πεδίο. Με τον Χατζιδάκι δεν ξεμπερδεύουμε εύκολα: είτε το θέλουμε είτε το αναγνωρίζουμε, είτε όχι, το διεισδυτικό DNA του κυκλοφορεί ακόμη στις φλέβες μας. Η Ιστορία δεν χωνεύει μόνον· επίσης μεταβολίζει δίχως δυνατότητα αντιστροφής! * Κριτικός μουσικής (της «Εφ.Συν.» κατ’ αρχάς) και αρχιτέκτονας
του στο τραγούδι παρήγαγε χώρο για να εκφραστούν συγκαλυμμένα και να εκτονωθούν λάθρα προσωπικές ευαισθησίες και πολιτικές ανησυχίες που, τότε, ήταν αδύνατον να διατυπωθούν ευθέως στο δημόσιο πεδίο Μπορεί ο ίδιος να έφυγε σχεδόν τριάντα χρόνια πριν το Σύμφωνο Συμβίωσης περιλάβει τα ομόφυλα ζευγάρια και ο γάμος τους νομιμοποιηθεί, ωστόσο δεν είναι καθόλου άνευ σημασίας να ομολογηθεί και να έρθει πλήρως στο φως η συνεισφορά του και σ’ αυτό το πεδίο ΦΩΤΟ. ΝΙΚΟΥ Δ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑ ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
ρωτοεμφανίστη-
στην
Βουγιουκλάκη και τη
Μερκούρη. Με τη Βουγιουκλάκη υπάρχουν δισκογραφημένα 24 τραγούδια του και με τη Μερκούρη 14. Δημήτρης Χορν και Μάρω Κοντού
ΑΦΙΕΡΩΜΑ 32 Π
κε το 1947 με τη «Μικρή Λευκή Αχιβάδα» και μετά ακολούθησαν: το 1949 οι «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές», το 1950 το «Καταραμένο Φίδι», το 1952 ο «Κύκλος του C.N.S.», το 1956 ο «Κύκλος με την Κιμωλία», το 1959 οι «Ορνιθες» του Αριστοφάνη. Ολα τα προηγούμενα αποτελούν ολοκληρωμένα έργα και σε αρκετά απ’ αυτά τραγούδησε ο Γιώργος Μούτσιος (1932-2012), ο οποίος ηχογράφησε συνολικά 33 τραγούδια του Χατζιδάκι. Τη δεκαετία του 1950 ο Χατζιδάκις έγραψε τραγούδια για κινηματογραφικές ταινίες και για τη δισκογραφία. Σ’ αυτή τη δεκαετία υπήρχαν μόνο οι δίσκοι 78 στροφών με ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά. Στο τέλος της δεκαετίας κυκλοφόρησαν τα 45άρια που και αυτά είχαν συνήθως από ένα τραγούδι σε κάθε πλευρά και σπανίως από δύο. Ετσι, έχουμε πολλούς τραγουδιστές να ερμηνεύουν τραγούδια του Χατζιδάκι, διασκορπισμένα σε δεκάδες μικρούς δίσκους. Τα χρόνια πριν από το 1970 κάθε νέο τραγούδι του Χατζιδάκι το ηχογραφούν δύο και τρεις διαφορετικοί τραγουδιστές ώστε κάθε δισκογραφική εταιρεία να το έχει στον κατάλογό της. Ολα αυτά τα τραγούδια έχουν μπει και ξαναμπεί σε δεκάδες δίσκους-συλλογές με τραγούδια του Χατζιδάκι, σε βινύλιο μέχρι το 1990 και σε CD από το ’90 και μετά. Μέχρι το 1974 οι επανεκτελέσεις τραγουδιών του Χατζιδάκι είναι δεκάδες. Οταν επέστρεψε ο Χατζιδάκις στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη, όπου έζησε από το 1966 ώς το 1972, και ξεκίνησε και πάλι την ενασχόλησή του με την ελληνική δισκογραφία, απαγόρευσε την ηχογράφηση της μουσικής του χωρίς την έγγραφη άδειά του. Το 1965 που κυκλοφόρησε στην αγορά το LP «Μάνος Χατζιδάκις: Πρώτη Εκτέλεση», η πρώτη συλλογή 12 τραγουδιών του Χατζιδάκι από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, συναντάμε τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Στέλιο Καζαντζίδη, Μαίρη Λίντα, Λάκη Παππά, Ζωή Φυτούση, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Γιώργο Μαρίνο. Στο διπλό LP «30 Σπάνιες Ερμηνείες 1955-1965» του 1983, συναντάμε τους προαναφερόμενους τραγουδιστές και τους Μαρίκα Νίνου, Σώτο Παναγόπουλο, Γιοβάννα, Μελίνα Μερκούρη, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Σούλη Σαμπάχ, Πόλυ Πάνου, Αννα Χρυσάφη, Πάνο Γαβαλά, Νανά Μούσχουρη, Γιάννη Βογιατζή, Ελσα Λάμπο, Νίκη Καμπά, Δήμητρα Γαλάνη. Ο δίσκος πούλησε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα γι’ αυτό την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί το διπλό LP «25 Σπάνιες Ερμηνείες 1955-1965 Νο.2», όπου κι εδώ έχουμε τους προηγούμενους τραγουδιστές και τους Μαίρη Λω, Σοφία Βέμπο, Βούλα Ζουμπουλάκη και Τώνη Μαρούδα. Ανέφερα τα προηγούμενα για να γίνει φανερό πόσο ευρέως διαδεδομένη ήταν η μουσική του Χατζιδάκι σε όλα τα είδη της ελληνικής μουσικής και σε πολλούς
Στον
Αλίκη
είναι επίσης δύο ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάστηκε ο Χατζιδάκις σε θεατρικές παραστάσεις και είπαν τραγούδια του. Για ταινία ήταν και τα τραγούδια του LP «Ελλάς η χώρα των ονείρων» (1960) με στίχους Νίκου Γκάτσου και ερμηνεία της Νανάς Μούσχουρη. Συνολικά η Μούσχουρη έχει βάλει σε δίσκους της 78 τραγούδια του Χατζιδάκι. Υπάρχουν αρκετοί δίσκοι-συλλογές με τίτλο «Η Μούσχουρη τραγουδά Χατζιδάκι» ή παραλλαγές του. Το 1988 κυκλοφορεί ο δίσκος «Οι μύθοι μιας γυναίκας», με τη Μούσχουρη σε 12 καινούργια τραγούδια των Χατζιδάκι - Γκάτσου. Για τις θεατρικές παραστάσεις «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα και «Παραμύθι Χωρίς Ονομα» του Καμπανέλλη ο Χατζιδάκις ανέθεσε την ερμηνεία στον Λάκη Παππά (1938-2014). Συνολικά ο Παππάς ηχογράφησε 19 τραγούδια του Χατζιδάκι. Το 1966 μελοποιεί φράσεις του Νίκου Καζαντζάκη στον δίσκο «Καπετάν Μιχάλης». Τραγουδά ο Γιώργος Ρωμανός, που έναν χρόνο πριν είχε ηχογραφήσει 12 τραγούδια των Χατζιδάκι - Γκάτσου στο LP «Μυθολογία». Συνολικά ο Ρωμανός έχει ηχογραφήσει 25 τραγούδια με μουσική Χατζιδάκι. Το 1970 ο Χατζιδάκις ηχογραφεί 2 κύκλους λαϊκών τραγουδιών. «Της γης το χρυσάφι» με τους Μανώλη Μητσιά και Δήμητρα Γαλάνη και «Επιστροφή» με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση και Δήμητρα Γαλάνη. Με τον Μητσιά θα συνεργαστεί ξανά το 1976 στον δίσκο «Αθανασία» και το 1986 στον δίσκο «Χειμωνιάτικος ήλιος». Υπάρχουν 45 τραγούδια του Χατζιδάκι με τη φωνή του Μητσιά, 42 με τη Γαλάνη και 14 με τον Μπιθικώτση. Τον Δεκέμβριο 1972 κυΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ* Οι φωνές στα τραγούδια του Μάνου ΑΠΕ/STR Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει γράψει μουσική για περισσότερα από 500 τραγούδια Τα 151 έχουν στίχους του Νίκου Γκάτσου (1915-1992) και 99 δικούς του. Πολλά τραγούδια του έχουν αρκετές διαφορετικές ηχογραφήσεις γι’ αυτό είναι 480 οι Ελληνες τραγουδιστές και τα συγκροτήματα που έχουν τραγουδήσει Χατζιδάκι, σε πρώτη ή δεύτερη εκτέλεση. Υπάρχουν και αρκετοί ξένοι που ηχογράφησαν τραγούδια του σε 22 διαφορετικές γλώσσες O Σπύρος Σακκάς και ο Μάνος Χατζιδάκις Ο Μάνος Χατζιδάκις με τη Νάνα Μούσχουρη
τραγουδιστές.
κινηματογράφο ο Χατζιδάκις έδειξε αδυναμία
Μελίνα
(1937-1998)
C.N.S.» (1971),
(1975), «Οι
(1977)
(1991).
νιζόμενους τραγουδιστές. Γιάννης Δημητράς, Μαρία Κάτηρα, Ευτύχιος Χατζηττοφής, Φερενίκη Βαλαρή. Με τον Χατζηττο-
φή θα συνεργαστεί και το 1977
όταν θα ξαναηχογραφήσει
Το 1976 ο Χατζιδάκις δίνει, σε
2 δίσκους, 24 καινούργια
κός»
Νταντωνά-
τον Δημήτρη
την Νταντωνάκη συνεργάστηκε και στους κύκλους τραγουδιών «Ο κύκλος του
γειτονιές του φεγγαριού»
στα «Λειτουργικά»
Συνολικά η Νταντωνάκη είπε 35 τραγούδια του Χατζιδάκι. Τον Απρίλιο 1974 κυκλοφορεί το LP «Τα Πέριξ», όπου ο Χατζιδάκις διασκευάζει 12 ρεμπέτικα των Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου κ.ά. και αναθέτει την ερμηνεία στην 20χρονη Βούλα Σαββίδη από τις Σέρρες. Την άνοιξη του ’74 κυκλοφόρησε και ο δίσκος «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και
Αλκιβιάδης» με καινούργια τραγούδια του και πρωτοεμφα-
κλοφορεί «Ο Μεγάλος Ερωτι-
με τη Φλέρυ
κη
και
Ψαριανό. Με
«Καπετάν Μιχάλης»
και
ο
τη φωνή του
τον
με
5 τραγούδια από
«Μεγάλο Ερωτικό».
τραγούδια, όλα με στίχους Νίκου Γκάτσου. Η «Αθανασία» με τους Μανώλη Μητσιά και Δήμητρα Γαλάνη και τα «Παράλογα» με τους Μαρία Φαραντούρη, Διονύση Σαββόπουλο, Ηλία Λιούγκο, Μελίνα Μερκούρη και Μίκη Θεοδωράκη! Το 1978 συνεργάζεται με τον Μιχάλη Μπουρμπούλη (19392023) σε 12 λαϊκά τραγούδια, όπως τα χαρακτήρισε ο Χατζιδάκις, που ερμηνεύει ο Στέλιος Μαρκετάκης. Ο δίσκος «Για την Ελένη» είναι η μοναδική δισκογραφική παρουσία του Μαρκετάκη. Το 1980 ο Χατζιδάκις επιτρέπει στην Αλεξάνδρα (Κυριακάκη, 1950-2015) την επανεκτέλεση 13 τραγουδιών του. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το διπλό LP «Η εποχή της Μελισσάνθης», με δικούς του στίχους και τραγουδιστές τους Μαρία Φαραντούρη, Βασίλη Λέκκα, Γιώργο Μιχαλισλή, Στέλλα Γαδέδη και τη χορωδία του Τρίτου με διευθυντή τον Αντώνη Κοντογεωργίου. Ο Χατζιδάκις ήταν διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος από το 1975 ώς το 1981. Η Φαραντούρη έχει δισκογραφήσει 60 τραγούδια του Χατζιδάκι, ο Λέκκας 31. Το δίμηνο Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1982 ανεβαίνει η θεατρική παράσταση «Πορνογραφία» με σκηνοθεσία και μουσική Χατζιδάκι. Στον δίσκο τα τραγούδια της παράστασης ερμηνεύουν οι Ηλίας Λιούγκος, Βασίλης Λέκκας, Μαριάννα Ευστρατίου, Γιάννα Κατσαγιώργη, Ελλη Πασπαλά και η Σαπφώ Νοταρά. Τους στίχους έγραψαν ο Χατζιδάκις και ο Αρης Δαβαράκης. Με τους Λέκκα, Λιούγκο, Πασπαλά και Δαβαράκη θα συνεργαστεί και το 1983 στις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς». Συμμετέχει και η Νένα Βενετσάνου, η οποία το 1998 κάνει ολόκληρο δίσκο με τραγούδια του Χατζιδάκι που κυκλοφορεί από τον Σείριο, τη δισκογραφική εταιρεία που ίδρυσε ο Χατζιδάκις. Συνολικά υπάρχουν 32 τραγούδια του Χατζιδάκι με τη φωνή της Βενετσάνου. Το 1983 ο Χατζιδάκις επιτρέπει στη Λένα Πλάτωνος να διασκευάσει 12 τραγούδια του, από τη δεκαετία του 1960, που ερμηνεύει η Σαβίνα Γιαννάτου. Ο δίσκος έχει τίτλο «Το ’62 του Μάνου Χατζιδάκι». Η Γιαννάτου, το 2002, θα ηχογραφήσει ακόμη έναν δίσκο με 13 τραγούδια του Χατζιδάκι. Είχε τίτλο «Πάω να πω στο σύννεφο». Το 1986 Λέκκας, Λιούγκος, Πασπαλά και Φαραντούρη είναι οι τραγουδιστές που επιλέγει ο Χατζιδάκις για τη «Ρωμαϊκή Αγορά». Τριπλός δίσκος που περιέχει 35 τραγούδια του από το 1947 ώς το 1985. Το 1987 Λέκκας, Λιούγκος, Πασπαλά και Γιώργος Νταλάρας είναι οι τραγουδιστές που επιλέγει ο Χατζιδάκις για τη «Λαϊκή Αγορά». Τριπλός δίσκος που περιέχει 30 τραγούδια του από το 1959 ώς το 1975. Ο Λιούγκος
γούδια
λά 27 και ο Νταλάρας 11. Το 1989 συναυλία με τον Χατζιδάκι στο πιάνο και τον Σπύρο Σακκά στο τραγούδι τυπώνεται σε διπλό βινύλιο. Ο Σακκάς ηχογράφησε 45 τραγούδια του Χατζιδάκι. Το 1993 στο CD «Αντικατοπτρισμοί» η Αλίκη Καγιαλόγλου ερμηνεύει 10 τραγούδια των Χατζιδάκι - Γκάτσου. Στη δισκογραφία υπάρχουν 28 τραγούδια του Χατζιδάκι με την Καγιαλόγλου. Στο εμπόριο κυκλοφόρησαν τουλάχιστον 300 δίσκοι, LP και CD, με μουσική και τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, κατασκευασμένοι στην Ελλάδα και σε ακόμη 32 χώρες. *Μαθηματικός, αλλά γνωστός σ’ εμάς ως ο κατεξοχήν ερευνητής της ελληνικής δισκογραφίας και συγγραφέας βέβαια του πολύτιμου έργου «Κατάλογος Ελληνικής Δισκογραφίας» (1950-2007, Ιδιωτική έκδοση). Εχει επίσης εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός και συντάκτης σε μουσικά περιοδικά Για καιρό μετά, οι δικοί του θα έβρισκαν στο μνήμα του κασέτες, κοχύλια, πέτρες σκαλιστές και κλαδάκια βασιλικού. Αλλά και περιοδικά στερεοφωνικών. Πολλοί γνώριζαν την αγάπη του Χατζιδάκι για τα καλά μηχανήματα ήχου: «Ηδη την εποχή του Φίνου», μου είχε πει ο Κούνδουρος, «μέρος της αμοιβής του ήταν σε είδος: μαγνητόφωνα, μικρόφωνα, ηχεία. Για το πιο προχωρημένο μουσικό εργαλείο, πρώτος ο Μάνος!» Η Ντόρα Μπακοπούλου στο πιάνο από τη μουσική παράσταση «Μάνος ΧατζιδάκιςΤραγούδια για φωνή και πιάνο» Οι ιστορικοί ερμηνευτές του δίσκου του 1972 Φλέρυ ΝταντωνάκηΔημήτρης Ψαριανός (πάνω) έτσι όπως τους κατέγραψε η κάμερα του Παντελή Βούλγαρη για το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του (Ο Μεγάλος Ερωτικός) που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα (1973). Κάτω ο δίσκος με τον Γιώργο Ρωμανό ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ/ΧΑΡΗΣ ΑΚΡΙΒΙΑΔΗΣ
έχει ηχογραφήσει 24 τρα-
του Χατζιδάκι, η Πασπα-
είπε. «Ως καλλιέργεια, είμαι ποιητής. Και ως βαθύτερη ιδιοσυγκρασία, είμαι λαϊκός». Οταν ήρθε στην κουβέντα η Αριστερά, «κάθε άνθρωπος που έχει ανησυχίες και δεν συμβιβάζεται είναι αριστερός – αν θέλουμε να λέμε
Ι ούνιος του 1994. Μετά από μήνες απουσίας, μαζί με τον γιο του Γιώργο, στη Νέα Υόρκη, όπου ακολουθούσε ιατρική αγωγή για τα καρδιολογικά προβλήματά του, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε επιστρέψει στην Αθήνα. Και ένιωθε αρκετά καλά, ώστε να μας καλέσει να τον επισκεφθούμε. Τον απασχολούσε η Ορχήστρα των Χρωμάτων, αλλά ήθελε να μας μιλήσει και για το cd του «Σείριου» με την «Προσευχή στην Ακρόπολη» του Μενέλαου Παλλάντιου. Αντιλαμβανόταν την έκδοσή του σαν χρέος τιμής στον παλιό του δάσκαλο. Η αρχική πρόσκληση απευθυνόταν προς τη Γιώτα Συκκά της «Καθημερινής». Ομως, καθώς μας γνώριζε καλά όχι μόνον ως δημοσιογράφους που εμπιστευόταν, αλλά και σαν ζευγάρι, το θεώρησε φυσικό να κάνουμε μαζί μια συνέντευξη που θα δημοσιευόταν την επόμενη Κυριακή στην «Καθημερινή» και την «Ελευθεροτυπία». Οταν άνοιξε τη δρύινη πόρτα του διαμερίσματος της οδού Ρηγίλλης για να μας υποδεχθεί, ξαφνιαστήκαμε βλέποντας πόσο είχε αδυνατίσει. «Θυμίζετε Ιταλό διευθυντή πολυεθνικής», αστειεύτηκα για να καλύψω την αμηχανία μου, μόλις καθίσαμε στην τραπεζαρία. Γέλασε, περηφανεύτηκε, μάλιστα, ότι μπορούσε πλέον να κατεβαίνει τη σκάλα του πρώτου ορόφου με βήμα σταθερό, και έπειτα να ανεβαίνει ένα-δυο σκαλοπάτια επιπλέον κάθε φορά. Ηταν ευδιάθετος και ας ήταν η φωνή του κάπως αδύναμη και οι κινήσεις του προσεκτικές. Τσιγάρα δεν υπήρχαν πλέον στο τραπέζι. Πολύ αργότερα, στις συναντήσεις μας με τον Μίκη Θεοδωράκη στα δικά του τελευταία χρόνια, εκείνος συνήθιζε να κρατά ένα πούρο που δεν άναβε ποτέ. Ομως κάτι τέτοιο δεν ταίριαζε στα αγαπημένα, λεπτά Davidoff του Χατζιδάκι. Ετσι, είχε απαρνηθεί ακόμα και την αθώα ηδονή της αφής. «Οταν επιστρέψω, μπορούμε ν’ ανοίξουμε το κασετόφωνο», μας είπε, αποχωρώντας για λίγο στα μέσα δωμάτια. Κοιταχτήκαμε: Μήπως ήταν κουρασμένος για να δώσει συνέντευξη; Ομως ο Χατζιδάκις σύντομα επέστρεψε. «Πάμε λοιπόν». Η συζήτηση ξεκίνησε με τον Παλλάντιο: «Ημουν πολύ κακός μαθητής. Δεν πήγαινα στο ωδείο», παραδέχθηκε. «Πήγαινα, όμως, πολλές φορές σπίτι του και αντέγραφα τις πάρτες από την “Αντιγόνη”, την όπερά του, και τον έβλεπα σ’ ένα κοινό τραπέζι να γράφει μουσική και να τον ενοχλούν κάθε τόσο η αδελφή του, η μάνα του που μαγείρευε στην κουζίνα... Αυτό με μάγεψε». Η λόγια μουσική ήταν η μια πηγή των επιδράσεών του Χατζιδάκι. Η δεύτερη ήταν το λαϊκό τραγούδι. Και ας το περιφρονούσε στην αρχή. Επρεπε να ζήσει στην Κατοχή ένα προσωπικό δράμα για να αναγνωρίσει την αξία του ρεμπέτικου: τον βασανισμό και τη δολοφονία από τους Γερμανούς του στενού του φίλου, Εκτορα Οικονομίδη, ο οποίος του πρωτομίλησε γι’ αυτό. «Αυτό με συγκλόνισε. Μοιραία, κάθε συζήτηση μαζί του πήρε πια άλλες διαστάσεις. Ετσι, θέλησα να ανιχνεύσω το ρεμπέτικο». Τολμούσε πλέον να πηγαίνει «εκεί όπου βγαίναν μαχαίρια με το τίποτα». Γνώρισε τον Βαμβακάρη, που τον έσωσε ένα βράδυ από δυο μάγκες που «του μπήκαν», στην ταβέρνα όπου έπαιζε. Από κείνη τη στιγμή, ο Μάρκος ζήτησε από τον Μάνο να πηγαίνει να κάθεται δίπλα του. Ακολούθησε η περίφημη διάλεξη στο Θέατρο Τέχνης. Εκεί, στο ιερό ορμητήριο του Καρόλου Κουν, θα συνεργαζόταν ο Χατζιδάκις για πρώτη φορά με τη Μελίνα Μερκούρη. Μα ήδη –μας αποκάλυψε εκείνο το απόγευμα, δίχως καν να τον ρωτήσουμε–την είχε ερωτευτεί συναντώντας τη στον δρόμο. «Ηξερα ότι είναι η Μερκούρη. Τότε η Αθήνα ήταν πολύ μικρή. Περπατούσες και ήξερες και εκείνους που δεν γνώριζες. Ηταν πανέμορφο κορίτσι». Πριν καλά-καλά το αντιληφθούμε, ο λόγος του Χατζιδάκι μπροστά στο ανοιχτό κασετόφωνο είχε ξαναβρεί τον ρυθμό, το πνευματώδες ύφος και το χιούμορ του. Η κουβέντα μάλιστα έγινε προσωπική: «Ως συμπεριφορά είμαι μεγαλοαστός»,
Μας
νατο. Εξοικειώθηκε μαζί του, όταν έχασε τη μητέρα του: «Οταν την επισκεπτόμουν απογευματινές ώρες, νύχτωνε σχεδόν και ήμουν ακόμα (στο νεκροταφείο), άρχισα να συμφιλιώνομαι με την ιδέα. Είδα διαφορετικά την έννοια του να πεθάνεις». Και βέβαια, μίλησε γι’ αυτά που θα γνωρίζαμε ως «Τραγούδια της αμαρτίας», τα οποία κόντευε τότε να ολοκληρώσει: «Ασφαλώς, τα τραγούδια είναι εντελώς ομοφυλοφιλικά. Ομως, η πρόθεσή μου είναι να δανειστώ αυτή την πραγματικότητα, που υπήρξε στην παλιά Θεσσαλονίκη και απεικονίστηκε στα ποιήματα του Χριστιανόπουλου τα οποία μελοποίησα, για να δημιουργήσω μιαν ατμόσφαιρα». Στην «παλιά Θεσσαλονίκη», του 1945, έφτασε κυνηγημένος ΕΠΟΝίτης και σώθηκε χάρη στα κορίτσια ενός πορνείου, που τον φυγάδευσαν: «Πρώτη φορά θα επισκέφθηκε κάποιος οίκον ανοχής με τόσο άσχετες προς το περιεχόμενο προθέσεις», αστειεύτηκε. Και κάπως έτσι τελείωσε η επίσκεψή μας στο διαμέρισμα της οδού Ρηγίλλης. Οσο για τη συνέντευξή μας, μπορείτε να την ακούσετε αναρτημένη στο ertecho.gr, την πλατφόρμα της Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ, γράφοντας στην αναζήτηση: «Φώτης Απέργης Η τελευταία συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι». Τρεις ή τέσσερις ημέρες μετά, η είδηση μας τάραξε: «Ο Χατζιδάκις στον Ευαγγελισμό!» Οταν τηλεφώνησα στο σπίτι, η πάντα χαμογελαστή οικονόμος έκλαιγε με λυγμούς. Τρέξαμε στο νοσοκομείο, μα ήταν πια αργά. Η κηδεία του έγινε τη μεθεπομένη, λιτή όπως την ήθελε, σ’ ένα εκκλησάκι στην Παιανία. Ο Νίκος Κούνδουρος, ο Ζυλ Ντασσέν και άλλοι στέκονταν σιωπηλοί, βαθιά θλιμμένοι. Μερικοί νέοι, αγόρια και κορίτσια, έκλαιγαν αγκαλιαΤΟΥ ΦΩΤΗ ΑΠΕΡΓΗ* Εκείνο το απόγευμα στην οδό Ρηγίλλης... 34 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΑΠΕΡΓΗ Η τελευταία συνέντευξη με τον Μάνο Χατζιδάκι μόλις λίγες ημέρες πριν φύγει από τη ζωή ΑΦΙΕΡΩΜΑ
την αλήθεια», αποφάνθηκε.
μίλησε και για τον θά-
35 ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIOY 2024 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΑΠΕΡΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΑΠΕΡΓΗ σμένοι. Θυμήθηκα τι μου είχε απαντήσει ο ίδιος ο Χατζιδάκις δυο χρόνια πριν, όταν του είχα πει «συλλυπητήρια» μετά την κηδεία του Νίκου Γκάτσου στο χωριό του, στην Ασέα της Πελοποννήσου: «Συλλυπητήρια σε όλους μας…». Για καιρό μετά, οι δικοί του θα έβρισκαν στο μνήμα του κασέτες, κοχύλια, πέτρες σκαλιστές και κλαδάκια βασιλικού. Αλλά και περιοδικά στερεοφωνικών. Πολλοί γνώριζαν την αγάπη του Χατζιδάκι για τα καλά μηχανήματα ήχου: «Ηδη την εποχή του Φίνου», μου είχε πει ο Κούνδουρος, «μέρος της αμοιβής του ήταν σε είδος: μαγνητόφωνα, μικρόφωνα, ηχεία. Για το πιο προχωρημένο μουσικό εργαλείο, πρώτος ο Μάνος!». Το καλό του στερεοφωνικό θα έμενε στη θέση του στο σπίτι, πίσω από το μικρό, κομψό γραφείο. Μπροστά ήταν το πιάνο, και, παραταγμένες, φωτογραφίες της Κάλλας, του Ηλία Καζάν, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Τάσου Χρυσαΐδου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο «Μεγάλος Ερωτικός», μια νεανική φωτογραφία του Μάνου με τη μητέρα του και δίπλα μία του πατέρα του. Ολόκληρο τον μεγαλύτερο τοίχο του γραφείου κάλυπτε ένα έργο του Γιάννη Μόραλη. Ηταν μια έκπληξη της μητέρας του Χατζιδάκι και του ζωγράφου. Το φιλοτέχνησε όσο ο Μάνος έλειπε σε ταξίδι. «Το είδα τελειωμένο σαν επέστρεψα, να με περιμένει απρόοπτο κι επιβλητικό», έγραψε αργότερα. Πιστός στις αρχές που είχε διδαχθεί, ο Γιώργος Χατζιδάκις προστάτευσε το έργο του πατέρα του. Θα μας υποδεχόταν αρκετές φορές στο σπίτι της οδού Ρηγίλλης. Εκείνος δεν πέταξε το Οσκαρ στα σκουπίδια, όπως είχε κάνει ο συνθέτης, για να το διασώσει η καθαρίστρια του σπιτιού. Αλλά έβαλε το αγαλματίδιο να κοιτά τον τοίχο, στο ράφι της βιβλιοθήκης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μου εμπιστεύτηκε σελίδες από το ποιητικό ημερολόγιο του Χατζιδάκι –δίχως προσωπικές αναφορές– για να τις δημοσιεύσω στην «Ελευθεροτυπία». Οπως αυτή, που ο συνθέτης τοποθετούσε στον Δεκέμβριο του 1944: «[…] Οι Ιερείς κι από τις δυο μεριές, μονοπωλούσαν τον Χριστό κι εξασφαλίζαν την συνδρομή του, οι μεν για το έθνος και οι άλλοι για τον Λαό [...] Με ποιους αλήθεια είν’ ο Χριστός; “Με σένα”, ακούω μια φωνή πλάι να με χαϊδεύη. “Είμαι πάντα μ’ αυτούς που ερωτούν”». Μου εμπιστεύτηκε ακόμα, και τον ευχαριστώ, απολαυστικά σχόλια που έγραφε ο Χατζιδάκις το καλοκαίρι του 1967 στη Νέα Υόρκη πάνω σε δημοσιεύματα ελληνικών και ξένων εφημερίδων. Η μοναξιά, ο θάνατος, μπορούσαν να έχουν και ερωτική απόχρωση στην ποιητική παλέτα του. Διαβάζει: «Απέθανε από ηλίασιν ισπανός ποδηλατιστής». Και σχολιάζει: «Ο Βαλεντίν Ουριόνα είκοσι επτά ετών/ είς των καλυτέρων της Ισπανίας ποδηλατιστών/ τον ηράσθη ο Ηλιος/ και τον απήγαγεν/ εν μεσημβρία!» Ετσι, ακόμα και αν ο ίδιος ήταν πια απών, δεν έπαψα να τον γνωρίζω καλύτερα. Και μαζί, να τον γνωρίζουν και οι αναγνώστες μας. Ηταν, άλλωστε, τόσο φροντισμένα τα κείμενά του, που ένιωθες ότι μπορεί να ήθελε τη δημοσίευση, αισθανόμενος ότι θα δικαιωνόταν. Και δικαιώθηκε. Πόσο δραματικά επίκαιρη κατέστη εξαιτίας της «Χρυσής Αυγής» η περίφημη ρήση του για τον νεοναζισμό: «Οποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει». Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Χατζιδάκις ζει ανάμεσά μας με τα τραγούδια, τα κείμενα και τον δημόσιο λόγο του. Σταθερή, παρήγορη απάντηση της συλλογικής μας μνήμης στη συλλογική μας αμνησία. * Δημοσιογράφος, διευθυντής των μουσικών σταθμών της ΕΡΤ Για καιρό μετά, οι δικοί του θα έβρισκαν στο μνήμα του κασέτες, κοχύλια, πέτρες σκαλιστές και κλαδάκια βασιλικού. Αλλά και περιοδικά στερεοφωνικών. Πολλοί γνώριζαν την αγάπη του Χατζιδάκι για τα καλά μηχανήματα ήχου: «Ηδη την εποχή του Φίνου», μου είχε πει ο Κούνδουρος, «μέρος της αμοιβής του ήταν σε είδος: μαγνητόφωνα, μικρόφωνα, ηχεία. Για το πιο προχωρημένο μουσικό εργαλείο, πρώτος ο Μάνος!» ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Ο Μόραλης ζωγραφίζοντας το έργο στο σπίτι του Χατζιδάκι Ο Χατζιδάκις με τη Μελίνα Μερκούρη
ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIΟΥ 2024 2 Ε ρήμην τους φυσικά, το κακό (ή ενίοτε και καλό) με τις μεγάλες προσωπικότητες και δη των τεχνών που έχουν πια πεθάνει είναι ότι, ειδικά αν δεν τις έχουμε γνωρίσει από κοντά, ώστε να μας προσγειώσει ενδεχομένως μία κάποια αντικειμενικότητα, τις φτιάχνουμε, τελικά κι αναπόφευκτα, στα μέτρα μας. Κάποιοι μας βοηθούν· πολύ. Οσο κι αν υπήρξαν αντιφατικοί κάποτε ή αν είχαν ελαττώματα (αλίμονο!) και τις «γκρίζες» τους ζώνες (όπως όλοι οι άνθρωποι), αφού πρώτα διασώθηκαν από την, προδιαγεγραμμένη, σχεδόν, «πατροκτονία» της επόμενης γενιάς, ύστερα εξυψώνονται, καθαγιάζονται και γίνονται μύθοι ακριβώς στο σημείο που τέμνεται το αντικειμενικό τους ταλέντο, η επίδραση, που άσκησαν στον χώρο τους, στον πολιτισμό αλλά και στο πνεύμα και τη διαμόρφωσή μας, η προσωπικότητα τους, όπως την ανακαλέσαμε μ’ ένα βαθμό υποκειμενικότητας που προέρχεται κι από τις προσωπικές μας προσλήψεις, επιθυμία και ροπές, τα λόγια τους, όπως μας κληρονομήθηκαν, το συνολικό καλλιτεχνικό τους αποτύπωμα και εκτόπισμα. Αλλοι δεν μας βοηθούν και τόσο και τότε πρέπει να επιστρατεύσουμε την πρωτογενή εντύπωση απ’ το έργο τους και τα προσωπικά όρια των αντοχών μας, για να τους αποτιμήσουμε, χωρίς να τους αδικήσουμε. Αλλά ο Χατζιδάκις δεν ανήκε σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία... Οταν συγκλίνουν τόσες πολλές αποτιμήσεις του έργου και της προσωπικότητας και του αποτυπώματος που άφησε στην εποχή του, μετά και κυρίως μέσα σε τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, κάτι αντικειμενικό ισχύει γι’ αυτό τον ιδιαίτερο που κάποιοι, πολλοί όπως φαίνεται, έχουμε πάντα -αν όχι ειδικά σήμερα - ανάγκη να θυμόμαστε. Δεν γνώρισα τον Χατζιδάκι. Διατηρώ ως εκ τούτου μέσα μου τις πολύ προσωπικές προσλαμβάνουσες μίας διαμαρτυρόμενης εφηβείας που επαναστατούσε στην πρωινή κυριακάτικη εμμονή του πατέρα μου με την όπερα, γλύκαινε απέναντί του τα μεσημέρια στο παραδοσιακά αφιερωμένο ρεμπέτικο δίωρο του ούζου και του μερακλώματος, στοιχημάτιζε ότι τα απογεύματα θα καταλήξουν πάλι στα, φερμένα απ’ έξω κρυφά στη βαλίτσα και χωρίς εξώφυλλο, βινύλια του Μίκη και δεν εκπλησσόταν όταν η «τρακ λιστ» της Κυριακής κατέληγε – συχνά-πυκνά - με το παράδοξο άκουσμα του «Οδοιπόρου, του Μεθυσμένου Κοριτσιού και του Αλκιβιάδη». Φερμένος κι αυτός σε «γυμνό» βινύλιο στις βαλίτσες του επαναπατρισμού των δικών μου, ηχούσε τότε, δέκα χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, στα 14 μου χρόνια, σαν κάτι πολύ πιο ευχάριστο από τον Βάγκνερ, αλλά πολύ πιο δυσπρόσιτο από τον Παπαϊωάννου. Πάντως δύσκολο. Τόσο ώστε οι στίχοι του ίδιου του Χατζιδάκι με τη φωνή του Χατζηττοφή να μου φαίνονται σχεδόν απροσπέλαστοι: «Ο κόσμος γύρω μας είναι τρελός,/ φαντάζει σαν παλιές φωτογραφίες/ που μας κοιτάζουν τυραννικά/ και μας προστάζουνε να θυμηθούμε/ αυτό που δεν ορίζουμε, ό,τι δεν μας ανήκει. Το μεθυσμένο κορίτσι οργίζεται/ και σκίζει τις φωτογραφίες/ σκοτώνοντας περαστικούς,/ πνίγοντας με τα χέρια της ευσπλαχνικούς κυρίους [...]». Αλλά και να εγγράφονται μέσα μου, πρωτογενώς, αμάσητοι, αλλά και προφητικοί όχι ακόμα για τον κόσμο αλλά για τη δική μου ροπή σ’ ένα οργισμένο μέλλον. Διάλεγα τον Χατζιδάκι που μου ταίριαζε (έτσι δεν γίνεται πάντα;) και μαζί τη ζωή μου. Αργότερα με καθήλωσε ο «Μεγάλος Ερωτικός» αλλά η «Εποχή της Μελισσάνθης» περισσότερο ακόμα, σαν ένα πολιτικό μανιφέστο που όμως ψιθύριζε στ’ αυτί μου πως όταν -κι αν επιτρέψω κι εγώ να- γίνει ο τελικός συμβιβασμός οι νέοι θα τρέφονται με σκόνη και στην πολιτεία θα κατοικούν οι δολοφόνοι. Ημουν πια πολύ μεγαλύτερη και είχα αποφασίσει -φαίνεται- πως το δικό μου χατζιδακικό «σάουντρακ» θα περιλαμβάνει την επανάσταση, την ουτοπία και την κόντρα σε οτιδήποτε θα επιχειρούσε να μας ταΐσει σκόνη. Ακόμα πιο μετά πήγα στον «Σείριο» το βράδυ που ο Χατζιδάκις κάλεσε τον Σαββόπουλο, τραγούδησα δυνατά και έγινα πρώτη φορά «λιώμα» με τους συμμαθητές μου, τον Διονύση (που δουλεύει πια στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και τον Νίκο που ένα χρόνο μετά πέθανε στον ύπνο του από ανεύρυσμα. Κι ακόμα πιο μετά, φοιτήτρια, δουλεύοντας για το χαρτζιλίκι, κλήθηκα να παραδώσω στο σπίτι του Χατζιδάκι, delivery, δυο περιοδικά, ανάστατη με την προοπτική να τον δω, προβάροντας σ’ όλο τον δρόμο δυνατά τι θα του πω και προσκρούοντας τελικά στον «μεσημεριανό υπνάκο» του συνθέτη που δεν μου χάρισε ούτε μια φευγαλέα εικόνα του πίσω από την πλάτη της γυναίκας που μου άνοιξε την πόρτα. Ολες αυτές οι τετριμμένες και κοινές χατζιδακικές μου περιπέτειες με απελευθέρωσαν από τον κίνδυνο οποιασδήποτε πεζής αντικειμενικότητας, αχρείαστου ορθολογισμού, φημολογίας και προσγείωσης. Μπορώ να βάλω τον Χατζιδάκι στον εικονοστάσι του αριστερόστροφου ρομαντισμού και της ζωής μου, να τον λατρέψω για τη «Σκοτεινή Μητέρα», τον «Ευαίσθητο Ληστή» και το «Κέλομαί σε Γογγύλα», ανασύροντας χιλιάδες ανακατεμένες μνήμες, από μία συνέντευξη στην παλιά «Ελευθεροτυπία» με τον Γιώργο Ρωμανό, μέχρι έναν έρωτα που μου ’μαθε πως «Επρεπε να ’ρχόσουνα/ έστω με βροχή/ περνώντας όλα τα εμπόδια/ το σπίτι σου [...]» και μέχρι το προνόμιο που μου χάρισε το μουσικό ρεπορτάζ στην «Ελευθεροτυπία» να γνωρίσω όσους τον γνώρισαν και να ακούσω, μεσημέρια σε σοβαρές εκδηλώσεις ή βράδια σε ημιμεθυσμένες συνάξεις, ατελείωτες, υπέροχες ιστορίες για «τότε που»... Διεκδικώντας αυτή την υποκειμενική αντικειμενικότητα σταχυολογώ άτακτα κι ατα38 ΑΦΙΕΡΩΜΑ Μακέτα σκηνικού του Γιάννη Μόραλη για το χορόδραμα «Εξι λαϊκές ζωγραφιές» (Ελληνικό Χορόδραμα, 1951. Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, χορογραφία: Ραλλού Μάνου) Πέθανε πιο άφθαρτος, νωρίς, ίσως και εγκαίρως, για να μπορούμε ν’ αναπαράγουμε όσα δημιούργησε και όσα είπε ακόμα νωρίτερα, ακόμα πιο εγκαίρως. Και να μας επιτρέπεται, 30 χρόνια μετά, 50 χρόνια Μεταπολίτευση, να διατηρούμε τον μύθο του ακόμα πιο αρραγή απ’ ό,τι άλλων κι ο λόγος του να ακούγεται πάντα εξίσου φρέσκος, αντισυμβατικός όσο και διορατικός... Ο Χατζιδάκις «μου» που δεν γνώρισα ποτέ ΤΗΣ ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ιστορία μας ξεκινά μες στην Κατοχή. Ο Εκτορ, στενός φίλος του Μάνου Χατζιδάκι, ιδιοφυής φοιτητής, του μιλάει για τη μαγεία των ρεμπέτικων τραγουδιών. Δυστυχώς θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και θα εκτελεστεί από τους Γερμανούς. Μετά την Απελευθέρωση ο Χατζιδάκις θα επιχειρήσει να αισθανθεί ποια ήταν εκείνα τα μουσικά στοιχεία που γοήτευαν τον φίλο του, σε μια εποχή που όποιος κρατούσε μπουζούκι θεωρούνταν κοινωνικό κατακάθι. Επισκέπτεται την ταβέρνα που τραγουδά ο Βαμβακάρης. Μεζεδάκι και ρετσίνα. Κάνει μπαμ πως δεν ανήκει στον μπουζουκόκοσμο και ορισμένοι ψευτόμαγκες τον ενοχλούν. Ο Μάρκος παρεμβαίνει και καθαρίζει για τον πιτσιρικά λέγοντάς του: «Οποτε έρχεσαι θα κάθεσαι κοντά μου». Ο νεαρός μαγεύεται και κολακεύεται συνάμα. Πηγαίνει ξανά και ξανά και μάλιστα με εκλεκτή παρέα, όπως τη μουσικοκριτικό και συγγραφέα Σοφία Σπανούδη, τον μουσικοσυνθέτη, μουσικοπαιδαγωγό και στυλοβάτη της Εθνικής Μουσικής Σχολής, Μανόλη Καλομοίρη… Τα μπετά για την περίφημη Διάλεξη για το Ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης (στην πλατεία Καρύτση) στις 31 Ιανουαρίου του 1949 είχαν ριχθεί. Ο 24χρονος φέρελπις μουσικοσυνθέτης ρίσκαρε σε μια εποχή ζόρικη, η φλόγα του όμως, ενδεχομένως αχαλιναγώγητη, ήταν καίρια και μεστή. Γι’ αυτό και η πυρκαγιά που άναψε, έπιασε τόπο και ακόμη μνημονεύεται. Στη δεκαετία του ’50 ο Μάρκος και η Σωτηρία Μπέλλου, συμπαραστάτες στην «παρέμβαση» του Χατζιδάκι, στην ουσία έχουν τεθεί εκτός παιχνιδιού (θα επανέλθουν και οι δύο δυναμικά την επόμενη δεκαετία, ο πρώτος στις αρχές της, η δεύτερη λίγο μετά τα μισά της) Βασιλεύει ο Τσιτσάνης και ο Χατζιδάκις συμπράττει μαζί του στις μουσικές που γράφει για τον «Δράκο» του Κούνδουρου και τη «Στέλλα» του Κακογιάννη αλλά και στα κινηματογραφικά τραγούδια που ντουμπλάρει ο Μπιθικώτσης το 1957 (Είμαι άντρας, Γαρύφαλλο στ’ αυτί, Αχ βρε παλιομισοφόρια). Στην παρέα τους και ο συνεργάτης του Τσίλα και δυνατός μπουζουξής Ανέστος Αθανασίου, ο περίφημος «Γύφτος». Οταν τα τραγούδια της «Στέλλας» περάσουν στη δισκογραφική εκδοχή τους με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, ο Χατζιδάκις θα «δουλέψει» με τους παικταράδες Γιώργο Τσιμπίδη και Γιάννη Σταματίου (ο ξακουστός Σπόρος). Οπως καταλαβαίνετε, οι επενδύσεις για τον κινηματογράφο θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο να «βγάλει» ο Χατζιδάκις τον λαϊκό χαρακτήρα του και τον σεβασμό του στον ήχο και τον τρόπο του μπουζουκιού και των χειριστών του. Στο soundtrack της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» παίζουν ο Γιώργος Ζαμπέτας με τον Γιαννάκη Αγγέλου. Ο τελευταίος υπήρξε δεξιοτέχνης-φαινόμενο, από παιδί με κοντά παντελονάκια στο πατάρι, γι’ αυτό και… Γιαννάκης, γι’ αυτό και θα δώσει το «παρών» και στη χατζιδακική εκδοχή του «Επιτάφιου». Με τον Ζαμπέτα ο Χατζιδάκις θα… δέσει (Είμ’ αητός χωρίς φτερά, Κυρ Αντώνης, στην πρώτη εκτέλεσή του, Οδός ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΧΟΥΤΗ* ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIOY 2024 40 ΑΦΙΕΡΩΜΑ Από νεαρός, αγάπησε τα ρεμπέτικα τραγούδια και το μπουζούκι. Λειτούργησε ως «μύστης» της ομορφιάς τους σε κύκλους που αγνοούσαν την πολυτιμότητά τους. Ενσωμάτωσε αριστοτεχνικά τον ήχο και την εκφραστικότητά τους στα έργα του συνεργαζόμενος με κορυφαίους δεξιοτέχνες, δημιουργώντας ηχοτοπία που επηρέασαν συνοδοιπόρους και κατοπινούς. Χαρακτήρισε με αυτόν τον τρόπο μια ολόκληρη εποχή προσδίδοντας στο μπουζούκι αριστοκρατικότητα με βαθιά σφραγίδα ελληνικότητας. Ακούγοντας τα λαϊκά του τραγούδια, μπορεί κανείς να πει, με πολύ μεγάλο βαθμό ευστοχίας και ουσιαστικότητας, πως «Αυτή είναι η Ελλάδα» Ο Χατζιδάκις λάτρευε τη φωνή του Καζαντζίδη. Από τα μισά του ’50 σε κατ’ οίκον ακροάσεις, η περίφημη «Κοινωνία» του Καραπατάκη και του Κολοκοτρώνη με τη σφραγίδα του Χιώτη αποτελούσε προϊόν έρευνας… και σκέψεως, ενώ το 1975, στον διάσημο δίσκο του ερμηνευτή «Υπάρχω», στο ένθετο φιλοξενείται δήλωση του Χατζιδάκι στον στιχουργό Πυθαγόρα: «Φωνές σαν τον Καζαντζίδη βγαίνουν κάθε 150 χρόνια στην Ελλάδα» «Τα 9/8 που μας συνειδητοποιούν τον βαθύτερο εαυτό μας» ΑΡΧΕΙΟ ΧΑΤΖIΔΑΚI
Η
χαρακτηριστική η υπο-
στον δίσκο «Τα
(1974): «Εδώ ας με συγχωρέσει το όργανο μπουζούκι, που δεν το μεταχειρίζομαι. Ετσι
καθώς κατάντησε καλοντυμένο πονηρό, σαν λαϊκός αγαπητικός, δεν είναι σε θέση πια να
εκφράσει τα μύρια όσα ακριβά
μάς κληρονόμησαν οι “άγνωστοι και ανώνυμοι” δάσκαλοι των σεμνών καιρών». Παρά ταύτα
41 ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIOY 2024 ονείρων, στο στούντιο, Κάνες, στο αθάνατο γλέντι, στην ταινία Τοπ Καπί, στις ταινίες της Αλίκης: Χτυποκάρδια στο θρανίo, Η Λίζα και η άλλη, Aliki my love), γι’ αυτό και θα του επιτρέψει να… «σχολιάζει», χαρίζοντάς μας αξεπέραστα σόλο. Στην παρέα τους συχνά και το alter ego του Γιώργαρου, ο αισθαντικός και λαμπερός Στέλιος Ζαφειρίου. Το 1961, όταν ο αδιαφιλονίκητος, τότε και… πάντα, βασιλιάς του λαϊκού τραγουδιού θα ευλογηθεί με τέσσερα τραγούδια σε μουσική του Χατζιδάκι, στις πενιές κεντάει ανεπανάληπτα ο Μανώλης Χιώτης: Ο Καζαντζίδης πολλές φορές θα μου μιλήσει για τον «αντρικό χαρακτήρα» του συνθέτη, εννοώντας την καθαρότητα και την μπέσα του. Μάλιστα θυμόταν με γλυκύτητα πως σε δικαστική διαμάχη που είχε με την εταιρεία «Κολούμπια» «ο Μάνος αποσύρθηκε από μάρτυρας όταν έμαθε πως ο αντίδικος ήμουν εγώ. Βρε τις κουφάλες, είπε, και… εξαφανίστηκε». Να σημειώσουμε πως και ο Χατζιδάκις λάτρευε τη φωνή του Καζαντζίδη. Από τα μισά του ’50 σε κατ’ οίκον ακροάσεις, η περίφημη «Κοινωνία» του Καραπατάκη και του Κολοκοτρώνη με τη σφραγίδα του Χιώτη αποτελούσε προϊόν έρευνας… και σκέψεως, ενώ το 1975, στον διάσημο δίσκο του ερμηνευτή «Υπάρχω», στο ένθετο φιλοξενείται δήλωση του Χατζιδάκι στον στιχουργό Πυθαγόρα: «Φωνές σαν τον Καζαντζίδη βγαίνουν κάθε 150 χρόνια στην Ελλάδα». Το 1962, στον κύκλο «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», τη δεύτερη ολοκληρωμένη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι πάνω στα ρεμπέτικα τραγούδια μετά τις «Εξη λαϊκές ζωγραφιές», συναντάμε τους άσους της «Κολούμπια» Κώστα Παπαδόπουλο, Λάκη Καρνέζη και Στέλιο Μακρυδάκη. Εδώ βέβαια γεννήθηκε και η παρεξήγηση με τον Γιώργο Μητσάκη, για τη χωρίς άδεια χρήση τραγουδιού του, με αποτέλεσμα την επανακυκλοφορία του δίσκου χωρίς το «Κομπολογάκι». Το συμβάν θα έχει σημαντική συνέπεια την αποχώρηση του Μητσάκη από την «Κολούμπια». Στις αμερικανικές ημέρες της περιόδου 1966-1972 ο Χατζιδάκις θα χρησιμοποιήσει τον Χάρη Λεμονόπουλο και τον Γιαννάκη Αγγέλου στις παραστάσεις και την ηχογράφηση του soundtrack της περίφημης Broadway παράστασης «Illya Darling». Στον επαναπατρισμό του το 1972, στον «Σκληρό Απρίλη του ‘45», όπως και στην «Αθανασία» που θα ακολουθήσει, τον… λόγο έχει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης. Στο οπισθόφυλλο του δίσκου, ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής γράφει ένα εκτενές κείμενο το οποίο «σβήνει» ως εξής: «Ο Χατζιδάκις είχε πει πως οι “Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη” ήταν μια προσευχή. “Ο σκληρός Απρίλης του ‘45” είναι κάτι περισσότερο: ένα ρέκβιεμ σ’ εκείνο το ωραίο και τόσο γόνιμο νεανικό μας όραμα κι ίσως έτσι η ενδόμυχη υπόσχεση μιας το ίδιο γόνιμης χρήσης του λίγου χρόνου που μας μένει ακόμα». Στον «Μεγάλο Ερωτικό» συναντάμε στο μπουζούκι τον Γιώργο Χατζηθωμά, ενώ σταδιακά, καθώς αλλάζει το γενικότερο μουσικό τοπίο μαζί και με τον «χαρακτήρα» του λαϊκού τραγουδιού, ο Χατζιδάκις «απομακρύνεται» από το μπουζούκι. Είναι
σημείωσή του
Πέριξ»
στον χατζιδακικό αστερισμό θα λάμψουν ακόμη οι πενιές-ψυχές του Χρίστου Ψαρρού και του Βασίλη Ηλιάδη που έπαιξαν στην «Εποχή της Μελισσάνθης» και του Κώστα Ζαριδάκη που έπαιξε στον «Χειμωνιάτικο ήλιο» (στην πρώτη δισκογράφησή του, η δεύτερη έγινε χωρίς μπουζούκι), στις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» και στα «Τραγούδια για την Ελένη». Ο Χατζιδάκις με το έργο, την προσωπικότητα και την παρεμβατικότητά του ωφέλησε μεστά το μπουζούκι και το τραγούδι στο οποίο αυτό έχει πρωταγωνιστικό ρόλο - και όχι μόνο. Στις εργασίες του το όργανο έχει ευρηματική θέση και οι εκτελεστές του κάνουν κομβικές και αποκαλυπτικές συνάμα καταθέσεις. Με την αισθητική και το χάρισμά του δημιούργησε μια ατόφια ελληνική αλλά ταυτόχρονα διεθνή μουσικότητα πέρα από «τουριστικές» ματιές -που φυσικά και δεν υποτιμάμε την καλή πλευρά τους- και στερεότυπα, επηρεάζοντας όλο το μουσικό σύμπαν. Από τον Ξαρχάκο μέχρι και τον Πλέσσα (ενδεικτικά τρανά παραδείγματα). Ο λόγος σε εκείνον, μέσα από τη διορατική κατάληξη της μυθικής Διάλεξής του για το ρεμπέτικο: «Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Ετσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα τον δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μάς επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Ομως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν τον βαθύτερο εαυτό μας». * Στιχουργός, μελετητής του λαϊκού τραγουδιού και συγγραφέας πολλών σχετικών βιβλίων κι επιμελητής δισκογραφικών εκδόσεων «Εδώ ας με συγχωρέσει το όργανο μπουζούκι, που δεν το μεταχειρίζομαι. Ετσι καθώς κατάντησε καλοντυμένο πονηρό, σαν λαϊκός αγαπητικός, δεν είναι σε θέση πια να εκφράσει τα μύρια όσα ακριβά μάς κληρονόμησαν οι “άγνωστοι και ανώνυμοι” δάσκαλοι των σεμνών καιρών». Μ.Χ. ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ O Μάνος Χατζιδάκις με τον Βασίλη Τσιτσάνη ΑΡΧΕΙΟ ΧΑΤΖIΔΑΚI
ταν τα πρώτα δικά μου βήματα και αυτά τα 12 εξώφυλλα που έκανα για όσα τεύχη έβγαλε το περιοδικό «Τέταρτο» ήταν ένα ιδανικό «μπόλιασμα», το καλύτερο «βάπτισμα» μου στον χώρο μέσα από αυτή τη συνεργασία και βέβαια μια κολοσσιαία τιμή για εμένα και τη δουλειά μου -και μάλιστα στο ξεκίνημά της. Τα εξώφυλλα ήταν σχεδόν όλα βασισμένα σε ιδέες του Χατζιδάκι. Κάποιες φωτογραφίες προέρχονταν από το αρχείο μου, αλλά τις περισσότερες τις αποφασίζαμε σε κάτι υπερρεαλιστικές συναντήσεις στο γραφείο του Χατζιδάκι όπου παρήγγελνε φαγητό και κρασιά από το Stage Coach για όλους μας προκειμένου να συζητήσουμε, μ’ αυτό το τελετουργικό που λειτουργούσε σταθερά, τα επόμενα βήματα. Γίνονταν όλα κάπως με ενστικτώδη τρόπο και πρωτογενώς. Κάθε εξώφυλλο κι όλα μαζί ήταν μια μικρή περιπέτεια σε μια εποχή που δεν υπήρχε η βοήθεια της τεχνολογίας και έπρεπε όλα να γίνουν μ’ ένα «κλικ». Αυτό το συγκεκριμένο εξώφυλλο προοριζόταν για ένα από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού: 1985 και εν όψει του τεύχους που θα κυκλοφορούσε 2 Ιουνίου, αφού ο Χατζιδάκις με κάλεσε Βουκουρεστίου 15 όπου ήταν τα γραφεία κι ακολουθήθηκε το σταθερό τελετουργικό, μου ζήτησε να φωτογραφίσουμε ένα νέο παιδί σαν χαμίνι, το οποίο θα φοράει την ελληνική σημαία στο κεφάλι και θα πατάει πάνω στα σκουπίδια (της Ελλάδας). Επρεπε λοιπόν να πραγματοποιήσω τη συγκεκριμένη ιδέα. Βρήκα τον μικρό πρωταγωνιστή από το φιλικό μου περιβάλλον. Ηταν γιος φίλου ο Γιόργκι -που τυχαίνει να μην είναι πια στη ζωή. Η φωτογραφία τραβήχτηκε -όσο αστείο κι αν ακούγεται εκ των υστέρων- στο εγκαταλειμμένο βιομηχανικό κτίριο στην Παλλήνη που είχε πάρει ο Κοσκωτάς για να το φτιάξει και να φιλοξενήσει εκεί τις δραστηριότητες της «Γραμμής Α.Ε.». Το τεύχος κυκλοφόρησε πράγματι στις 2 Ιουνίου του 1985. Κόστιζε 200 δραχμές. Και περιλάμβανε μεταξύ άλλων ένα θέμα για τη «Γλώσσα των Κομμάτων» και ένα άρθρο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη που τιτλοφορούνταν (ειρωνικά) «Εκλογές, όλοι νικήσαμε...». * Φωτογράφος με σημαντικές συνεργασίες με εφημερίδες, σχεδόν με όλα τα εγχώρια περιοδικά μόδας, πολλές δισκογραφικές εταιρείες, αλλά και μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ηταν ο άνθρωπος που έκανε όλα τα εξώφυλλα για το «Τέταρτο» Τα εξώφυλλα ήταν σχεδόν όλα βασισμένα σε ιδέες του Χατζιδάκι. Γίνονταν όλα κάπως με ενστικτώδη τρόπο και πρωτογενώς ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024 42 ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ο Μάνος Χατζιδάκις με δύο ποιητικές συλλογές, Μυθολογία (1966 εκδ. Κεραμεικός, επανέκδοση 1980 εκδ. Αγρα) και Μυθολογία Δεύτερη 1968-1982 (1982 εκδ. Αγρα) δεν αντιμετωπίστηκε, εύλογα, ως αμιγώς ποιητής καθώς η δική του προτεραιότητα στο μουσικό έργο του και η δημοφιλία που αυτό έλαβε έθεσαν σε δεύτερη μοίρα την ποίησή του, γεγονός που ενισχύθηκε και από την παρουσία στα βιβλία του ποιημάτων που έγιναν τραγούδια. Στο οπισθόφυλλο, εξάλλου, της πρώτης έκδοσης της Μυθολογίας διευκρινίζεται ο χαρακτήρας της συλλογής και οριοθετείται η σχέση των περιεχόμενων ποιημάτων με τη μουσική: «Το βιβλίο αυτό είναι η ποιητική έκφρασις ενός πρώτου, νεανικού κύκλου μουσικών δοκιμών […] δεν είναι καθαυτό ποίησις ή, ακριβέστερα, δεν είναι μόνο ποίησις. Είναι η επέκτασις μιας συγκεκριμένης μουσικής δημιουργίας μέσα στον ελεύθερο ποιητικό χώρο». Στο έργο του Χατζιδάκι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αφενός επιβάλλεται η σύνδεση ποίησης - μουσικής, αφετέρου επανέρχεται η ένωση ποιητικού λόγου με τραγούδι, αλλά με διαφορετικό τρόπο από την προηγούμενη, παλαιότερη αντίληψη για την ταύτιση των όρων. Στη συναγωγή κειμένων δοκιμιακού χαρακτήρα Ο καθρέφτης και το μαχαίρι ο Χατζιδάκις τοποθετείται για τη σχέση ποίησης - μουσικής, κυρίως κατά τη διαδικασία μελοποίησης ποιημάτων: «για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μέσ’ απ’ την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση». Η λέξη αποκαθαίρεται μέσω της ποίησης και κατόπιν συνάπτεται αρμονικότερα με τη Μουσική. («Η λιποθυμία των λέξεων πάνω σε πέντε γραμμές»). Μπορούμε να αναγνωρίσουμε συγγένεια με τον Γκάτσο, στον οποίο συναιρείται η στιχουργική και η ποίηση. Η στενή επαγγελματική και φιλική σχέση τους ανάγει και τους δύο σε διφυή καλλιτεχνικά υποκείμενα. Ο Χατζιδάκις έχει εξάλλου δηλώσει τη σημασία του ΓκάΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΡΟΥΣΣΟΥ* ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΒΡΕΤΤΟΥ* Το καλύτερο «βάπτισμά» μου στον χώρο
Η
και «Ανασκαφές στον ζυγό» της δεύτερης συλλογής), άλλοτε αφηγηματικότητα με ή χωρίς λυρικό στοιχείο, ανάλογα με τη θεματική του ποιήματος, άλλοτε αναφορικότητα αλλά χωρίς σαφείς χωροχρονικούς δείκτες, άλλοτε ονειρικό στοιχείο με λυρισμό, εικόνες πλήρεις φυσικών στοιχείων (τα πουλιά είναι λέξη πολύ συχνά επαναλαμβανόμενη
τσου ως στιχουργού και ποιητή. Σημειωτέον ότι και οι δύο συλλογές του Χατζιδάκι εκδίδονται σε περιόδους όπου, για πολλούς λόγους, υπήρξε έντονη η τάση μελοποίησης ποιημάτων. Στη Μυθολογία, παλαιότερη από τις οκτώ ενότητες είναι «Ο κύκλος του C. N. S.» (1952) με σύντομα τρίστιχα ή τετράστιχα ποιήματα λίγων στροφών, και από τις νεότερες, η «Μελισσάνθη» (1965), με ορατή τη σταδιακή ποιητική ωρίμανση του Χατζιδάκι: «Πολύχρωμη απελπισία του καιρού μου/ Βοήθησέ με να εξαφανιστώ/ να σκεπαστώ/ Απ’ την ψυχρή αλήθεια που γεννάει ο Χρόνος/ Κατευναστικά». Στην ενότητα «Monoprix» γίνεται διακριτό, χωρίς ωστόσο να προεξάρχει, το ομοερωτικό στοιχείο σε ποιήματα αφηγηματικά, ατμοσφαιρικά που ανακαλούν κέντρα, δρόμους, χώρους συνάθροισης αντρών, με έμφαση στην ομορφιά των νεανικών σωμάτων: «Λίγο πιο πάνω από τον κάτασπρο λαιμό του/ Στο λεπτό σχέδιο των χειλιών του/ Στην απειλή των ματιών του». Και: «βιαστικά ξεντύθηκες/ Κι έπεσες στο κρεβάτι/ γ υ μ ν ό ς/ Κι ήσουν υπέροχος/». «Η καλλιτεχνική ελευθερία επιβάλλεται στην κοινωνική ηθική», κατά την άποψη του ίδιου του ποιητή. Αποκαλυπτική και για τις επιρροές του Χατζιδάκι είναι η ενότητα «Τρεις προσωπογραφίες», τρία ποιήματα, σε διαφορετικές φόρμες το καθένα, αφιερωμένα κυρίως στην ποιητική των Ελύτη, Σεφέρη, Γκάτσου. Η Μυθολογία μορφώνει εντέλει τους τρόπους του Χατζιδάκι που θα παρουσιαστούν περισσότερο επεξεργασμένοι στη Μυθολογία Δεύτερη. Ρυθμικότητα και επιλεκτική αλλά συχνή χρήση μέτρων στην πρώτη συλλογή: «Μαζί του πήρε δυο παιδιά/ να του μαζεύουνε πουλιά». Ή: «Με μια σφεντόνα έν’ αϊτό/ θα βρει το δρόμο το σωστό/ να σιγοπερπατήσει», αλλά και στη δεύτερη (Μας εξηγεί για το χορό/ Για τον καιρό/ Για κάποιον άγριο πατριό/», ποίημα «Γαβριέλλα»). Πειραματισμοί με τις φόρμες (π.χ. ενότητες «Περίπτερον αγάπης»
και
με θλίψη και με βίωμα της μοναξιάς («Προχτές χάθηκα/ Κι οι φίλοι μου με βρήκαν/ Κρεμασμένο/ Σ’ ένα ξερό κλαδί αγριοελιάς…» ποίημα «Fresco»). Στοιχεία αλόγου και απρόσμενοι συνδυασμοί, λεκτικοί ή νοηματικοί, ενισχύουν το ονειρικό/εξωπραγματικό το οποίο, ωστόσο, κάποτε εδράζεται σε πραγματική, ενίοτε ανιχνεύσιμη εμπειρία. Χωρίς η ποίηση του Χατζιδάκι να είναι αμιγώς υπερρεαλιστική, συχνά οι εικόνες χαρακτηρίζονται από τολμηρές συνάψεις που προσγράφονται στον υπερρεαλισμό. Στη Μυθολογία Δεύτερη τα ποιήματα είναι δεμένα, ο μεταφορικός λόγος γίνεται πιο λειτουργικός, εμφανίζεται ελεγχόμενα το πεζολογικό στοιχείο και η ειρωνεία ως σχόλιο των καιρών, όταν η θεματική αφορά τα δημόσια πράγματα: «Με τα πορτρέτα των προγόνων της/ Αγωνιστών και δολοφόνων/ Με τ’ ακριβά παράσημα των “εθνικών υπηρεσιών”/ […]Και μες σ’ αυτά/ Νέοι/ Αισθητικοί κι ευαίσθητοι/…» («Η γηραιά κυρία δημοκρατία»). Αν και το συλλογικό ως πολιτικό υφίσταται σε κάποια ποιήματα, όπως το προαναφερθέν (και π.χ. ενότητα «Μελισσάνθη», «Η αναγκαιότης του πολέμου», «Tradition and Revolution», «Ελευθεροτυπία (Free Press)»), η ποίηση του Χατζιδάκι, με ρίζες σε όλους τους μείζονες (συγκαιρινούς του) Ελληνες ποιητές, προκύπτει από το ατομικό βίωμα και τη νοητική διύλιση της εμπειρίας του κόσμου. Πιστεύοντας στην ισχύ της Τέχνης, τοποθετεί τα βιώματα σε έναν κόσμο που δομεί ως προσωπική αντανάκλαση του πραγματικού, όπου Ποίηση και Μουσική μπορούν να μεταποιούν την κοινωνία και να λειτουργούν παρηγορητικά αν όχι παρεμβατικά στο κουρασμένο από τον περίγυρό του εαυτό. Οπως ο ίδιος το θέτει: «Η σημασία των πουλιών υπάρχει μόνο όταν πετούν. Για να θυμίζουνε τον ξεχασμένο προορισμό μας, που είναι κάποτε να πετάξουμε κι εμείς». *Διδάσκουσα στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας Τέχνης στην ΑΣΚΤ ΑΦΙΕΡΩΜΑ 43 Στο έργο του Χατζιδάκι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αφενός επιβάλλεται η σύνδεση ποίησηςμουσικής, αφετέρου επανέρχεται η ένωση ποιητικού λόγου με τραγούδι, αλλά με διαφορετικό τρόπο από την προηγούμενη, παλαιότερη αντίληψη για την ταύτιση των όρων Πιστεύοντας στην ισχύ της Τέχνης, τοποθετεί τα βιώματα σε έναν κόσμο που δομεί ως προσωπική αντανάκλαση του πραγματικού, όπου Ποίηση και Μουσική μπορούν να μεταποιούν την κοινωνία και να λειτουργούν παρηγορητικά αν όχι παρεμβατικά στο κουρασμένο από τον περίγυρό του εαυτό ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024 Ο ποιητής Μάνος Χατζιδάκις «Για να συζευχθεί η λέξη με τη Μουσική, οφείλει να περάσει μέσ’ απ’ την κάθαρση της ποιητικής θεραπείας. Να αποκτήσει ποιητική υπόσταση». Ετσι τοποθετείται στη συναγωγή κειμένων δοκιμιακού χαρακτήρα «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι» ο Χατζιδάκις για τη σχέση ποίησης-μουσικής, κυρίως κατά τη διαδικασία μελοποίησης ποιημάτων
φορτισμένη σημασιολογικά), ερωτισμός συνδυασμένος
Μια
ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIOY2024 Α κόμα και σήμερα, λοιπόν, η θέση του Χατζιδάκι στη δημόσια σφαίρα είναι ένα ζήτημα που προκαλεί αμηχανία και περιφέρεται κατά κύριο λόγο ανάμεσα σε ένα σημείο θορυβώδους δέους και στο όριο όπου ξεκινά η σιωπή. Ο δημόσιος λόγος του στη Μεταπολίτευση, οπότε και εντάθηκε, επικαλείται την ποίηση όχι μόνο ως τρόπο ζωής, αλλά και ως μέσο θέασης του τρόπου ζωής. Απομακρύνεται κατά πολύ από την ιδιωτικότητα του Ελύτη, του Γκάτσου και –σε κάποιο βαθμό– του Σεφέρη, χωρίς όμως να την εγκαταλείπει. Πάει και βρίσκει την καταιγιστική δημόσια παρουσία του Θεοδωράκη –μπορεί να την επικρίνει, αλλά δεν μένει ανεπηρέαστος. Απέναντι στον Θεοδωράκη εκείνος εκπλήσσει γιατί δεν μιλά για τον άνθρωπο από την πλευρά του «λαού», όμως κατά έναν παράδοξο τρόπο, για συνθέτης της εποχής του, βλέπει περισσότερο το σύνολο ως προέκταση της ιδιωτικής ζωής. Ο Θεοδωράκης ήταν από μόνος του ένα πολιτικό και καλλιτεχνικό διάγγελμα. Από την άλλη ο Χατζιδάκις βρισκόταν στο μήνυμα μέσα στο μπουκάλι που πετάξαμε όλοι μαζί στη θάλασσα. Το δημόσιο διάγγελμα απέναντι στο δημόσιο μυστήριο. Στον λόγο του Χατζιδάκι, που επιβεβαιώνεται απολύτως και στο μεταπολιτευτικό μουσικό έργο του, το ιδιωτικό μπορεί να μην είναι δημόσιο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι και ανεύθυνο. Διακρίνει μια ευθύνη του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα απέναντι στα δημόσια πράγματα. Ετσι, στα Σχόλια του Τρίτου και στη λοιπή αρθρογραφία μιλούσε και έγραφε ως χρονικογράφος με σχεδόν ημερολογιακή φόρμα. Το θαρραλέο γκρέμισμα του φράγματος μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου στα νεότερα χρόνια είναι βέβαιο ότι επηρέασε συνολικά την αρθρογραφία της Μεταπολίτευσης. Μουσικά, στιχουργικά και «δημοσιογραφικά» επιχείρησε με κάθε τρόπο να αναδείξει τους ανοιχτούς διαύλους ανάμεσα στη ζωή ενός ενεργού πολίτη και ενός αθεράπευτα ερωτευμένου. Πρόκειται για μια συνεχή εξέγερση στον κόσμο της διανόησης που έχει στη μοίρα της κάποτε ακόμα και να εκχυδαΐζεται. Βγήκε μπροστά και συγκρούστηκε με πολιτικά και εκδοτικά συμφέροντα, απέδρασε από την πολύτιμη απομόνωση της Γενιάς του ‘30, αλλά, εφόσον η ιδιωτική ζωή και η ποίηση ως αξίες παρέμεναν αφετηρία, γλίτωσε από την παράνοια της επικαιρότητας. Εντάξει, δεν γλίτωνε πάντα από όλους. Η ειρωνεία ήταν πως μερικοί απ’ όσους ενοχλούσε δημόσια, στρέφονταν στην ιδιωτική του ζωή. Η ιδιωτικότητα με πολιτικές προεκτάσεις δεν ήταν ανυπεράσπιστη πια – τουλάχιστον στην περίπτωσή του. Γι’ αυτό και όσοι του επιτέθηκαν με αυτόν τον τρόπο έχασαν. Αυτό συνέβαινε και στα έργα του, που δεν ήταν ξέχωρα από τις παρεμβάσεις του στο ραδιόφωνο και στις εφημερίδες. Στο Χαμόγελο της Τζοκόντας, έχουμε μια γυναίκα μόνη, ψυχωμένη για κάτι απολύτως άγνωστο, για κάτι που δεν έχει καμία σημασία για τον ακροατή. Εικόνα πρώτη: «Οταν έρχονται τα σύννεφα»: όλα ξεκινούν απ’ έξω. Χωρίς να τελειώνουν εκεί. Μια ημέρα της Νέας Υόρκης. Μετά ήρθε ο Μεγάλος Ερωτικός, που βρίσκει τον ακροατή εξ αρχής ως ιδιώτη. Ποιητικά προσωπικά κείμενα σε μια εθνική συνέχεια. Σε συνέντευξή του στα «Νέα» είχε πει με αφορμή αυτόν τον δίσκο: «Ο έρωτας παραμένει πάντα ένα πρόβλημα όχι μόνο του καιρού μας, αλλά όλων των καιρών. Τα “προβλήματα του καιρού μας” πολύ πιο ουσιαστικά περιέχονται στον τρόπο που αντιμετωπίζει κανείς τα μεγάλα θέματα, παρά την εξάντληση συνθημάτων και “μηνυμάτων”». Η αντίστροφη πορεία του Χαμόγελου της Τζοκόντας. Ολα ξεκινούν από μέσα. Χωρίς, επίσης, να τελειώνουν εκεί. Μια ημέρα της αιωνιότητας. Στη συνέχεια, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης αυτή η θέαση του κόσμου συμπληρώνεται, σε πιο πολιτικά έργα όπως τα Παράλογα, η Εποχή της Μελισσάνθης και οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς. Συμπληρώνονται με ανθρώπους των έργων αυτών που πνίγονται στο ποτάμι της πολιτικής, της ιστορίας, της κοινωνικής αρένας, και που όλα αυτά τα προσδιορίζουν καθοριστικά. Μια ημέρα της Αθήνας. Ο δημόσιος λόγος του Μάνου Χατζιδάκι δεν ήταν ακριβώς δημόσιος. Απευθυνόταν σε λίγους. Εκείνοι που τον ακούν στη μουσική και στον λόγο του, όσοι κι όποτε κι αν είναι, έχουν οικειοθελώς υποβληθεί σε ένα κλίμα πως βρίσκονται σε έναν κόσμο αχόρταγο. Πάντα με την αίσθηση ότι είναι ελάχιστοι, ελίτ και αποσυνάγωγοι. Μόνοι, αλλά μέσα στην Πολιτεία. Μια εξαίρεση. *Δημοσιογράφος ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΠΕΛΕΓΡΗ* Το αποτύπωμα της δημόσιας παρουσίας του Χατζιδάκι, τα έργα και οι παρεμβάσεις του μαζί, τα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατό του, έχει αποτελέσει αντικείμενο θαυμασμού, έχει χρησιμοποιηθεί σε σημείο εξάντλησης, έχει παραποιηθεί, έχει εκφυλιστεί αλλά παράλληλα έχει γίνει και ένα είδος φάρου για διάφορες κατευθύνσεις. Παρ’ όλα αυτά την ίδια στιγμή δεν έχουμε ακόμα μια ολοκληρωμένη βιογραφία του, πράγμα εντελώς σπάνιο για μια τέτοια προσωπικότητα Στον λόγο του Χατζιδάκι, που επιβεβαιώνεται απολύτως και στο μεταπολιτευτικό μουσικό έργο του, το ιδιωτικό μπορεί να μην είναι δημόσιο, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι και ανεύθυνο. Διακρίνει μια ευθύνη του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα απέναντι στα δημόσια πράγματα 45
μια ημέρα της Αθήνας
ημέρα της αιωνιότητας,
ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 IOYNIΟΥ 2024 2 ΑΦΙΕΡΩΜΑ Μ έσα της δεκαετίας του 1980, ζεστό μεσημέρι του Οκτωβρίου, και χτυπάει το τηλέφωνό μου στην εφημερίδα «Η Αυγή», στην οποία εργάζομαι εδώ και δυο-τρία χρόνια. Η Κατερίνα Σχινά, με την οποία είμαστε στενοί φίλοι μέχρι και τις ημέρες μας -επί μία ολόκληρη ζωή-, μου λέει να ανέβω όσο γρηγορότερα γίνεται στη Βουκουρεστίου, όπου λειτουργούν από καιρό τα γραφεία του περιοδικού «Το Τέταρτο», που έχει ιδρύσει και διευθύνει ο Μάνος Χατζιδάκις. Αδύνατον να βρω την υπομονή να περιμένω λεωφορείο ή ταξί για να πάω από την Αγίου Κωνσταντίνου στη Βουκουρεστίου. Το κόβω με τα πόδια και φτάνω λαχανιασμένος στο περιοδικό. Περνώντας από έναν προθάλαμο όπου υπάρχουν τρία γραφεία (αργότερα θα ανακάλυπτα πως ανήκαν στην Ειρήνη Λεβίδη, στον Πολυδεύκη Παπαδόπουλο και στην Κατερίνα), περνώ στον φαρδύ και άνετο χώρο του διευθυντή και συναντώ μπροστά μου τον ζωντανό θρύλο που ονομάζεται Χατζιδάκις. Είναι η εποχή κατά την οποία έχει φουντώσει ο αυριανισμός. Ο Χατζιδάκις αποτελεί λατρεμένο στόχο της Αυριανής, και σίγουρα δεν είναι ο μόνος. Την ίδια περίοδο ο Χατζιδάκις έχει έρθει κοντά με τον πολιτιστικό χώρο του ΚΚΕ Εσωτερικού. Εχει ψαρέψει το όνομά μου μεταξύ των νεαρών συντακτών της «Αυγής» γιατί υπογράφω συχνά-πυκνά άρθρα κατά του χειρισμού πολιτιστικών θεμάτων τα οποία απασχολούν τον «Ριζοσπάστη». Υπό την πολιτική καθοδήγηση και με την ψυχική στήριξη του αρχισυντάκτη μου -και επίσης αιώνιου φίλου μου- Τέλη Σαμαντά (πολύ αργότερα ανέλαβε ο ίδιος «Το Τέταρτο»), οι απαντήσεις έχουν ένα σθένος το οποίο σίγουρα δεν πήγαζε τότε από τον χαρακτήρα μου. Ακούω κατάπληκτος τον Χατζιδάκι να μου λέει πως του αρέσει η μαχητικότητα της πένας μου και πως θέλει να με προσλάβει στο «Τέταρτο» για να συνεχιστούν οι μάχες και από εκεί. Του απαντώ συνεσταλμένα (στην πραγματικότητα είμαι πανικόβλητος) πως η κύρια δουλειά μου στην «Αυγή» είναι η κριτική της λογοτεχνίας και με ρωτάει χαμογελαστά: «Και γιατί το ένα να αποκλείει το άλλο και στο «Τέταρτο»;». Ο Χατζιδάκις εκπροσωπούσε ένα καθαρά φιλελεύθερο πνεύμα, συμβατό με τον ανομολόγητο (λόγω της κομμουνιστικής του προϊστορίας) φιλελευθερισμό του ΚΚΕ Εσωτερικού και ιδιαιτέρως με την ως εξ ορισμού ανοιχτή διάθεση της πολιτιστικής «Αυγής». Και παρά το γεγονός πως τα προηγούμενα είναι διατυπωμένα με τον νου και με τη γλώσσα της σημερινής ωριμότητας, ο Χατζιδάκις διηύθυνε το περιοδικό και συνεργάστηκε με τους νεαρούς συνεργάτες του (ανήκαμε όλοι στην ίδια πάνω-κάτω γενιά) ακριβώς σε ένα τέτοιο φιλελεύθερο πνεύμα. Ημασταν παιδαρέλια (ο ίδιος θεωρούσα τον εαυτό μου προϊόν της σπάνιας ευλογίας της Ανανεωτικής Αριστεράς), συχνά τζάμπα τολμητίες, αυθαίρετοι, αναιδείς, επηρμένοι και, φυσικά, απόλυτοι, αλλά δεν αμφισβητήσαμε ποτέ την ελευθερία και την ανεκτικότητά του, που αποτελούσαν και τις απαραβίαστες εγγυήσεις για την επαγγελματική μας επιβίωση. Δεν ξεχνώ τις υψηλότονες διαφωνίες του με τον Γιώργο Κοροπούλη και τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο (αρχισυντάκτης μας ήταν ο Τάκης Θεοδωρόπουλος και η καλλιτεχνική επιμέλεια ήταν του Δημήτρη Καλοκύρη, που διαδέχθηκε τον Χατζιδάκι στη διεύθυνση του περιοδικού μαζί με τον Αχιλλέα Κυριακίδη). Διαφωνίες και συγκρούσεις οι οποίες κατέληγαν πάντοτε σε ούζα και χάχανα στου Zonar’s ή στη «Μεγάλη Βρεταννία», με την παιγνιώδη, σταθερά ανθυπομειδιούσα και παγίως ήρεμη συντροφιά του Νίκου Γκάτσου. Το γέλιο, η καταλλαγή του αλκοόλ, αλλά και η καλλιτεχνική έξαψη παρηγορούσαν σωτήρια τις άγουρες ψυχές μας. Ο Χατζιδάκις δημιούργησε ένα μοναδικό για τη δεκαετία του 1980 περιοδικό, ένα περιοδικό για όλες τις τέχνες (λογοτεχνία, κινηματογράφο, μουσική και εικαστικά), με πρωτοφανείς στήλες και ευρύ φάσμα καλλιτεχνών και συγγραφέων (από όλες τις τότε εν ενεργεία γενιές) που έγραφαν στις σελίδες του ή διοργάνωναν μεταξύ τους συζητήσεις με θέματα αιχμής των ενδιαφερόντων τους. Ποτέ ο Χατζιδάκις δεν είπε όχι σε προτάσεις που επιζητούσαν να ανοίξει ο δρόμος για τις νέες τάσεις και για τις νέες καλλιτεχνικές πρωτοπορίες, ποτέ δεν κοίταξε με μισό μάτι ή δεν δυσανασχέτησε ακόμα και με πράγματα που δεν του ήταν γνωστά, ουδέποτε αρνήθηκε ιδέες που έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους, επιζητώντας την παρουσία τους στη δημόσια σφαίρα. Δούλεψα στο «Τέταρτο» ακόμα και όταν απολύθηκα από το Πολεμικό Ναυτικό, μέχρι την ώρα που ξεκίνησε η πανωλεθρία της «Γραμμής» και του Κοσκωτά. Παρά τις συχνές αλλαγές διευθυντών, αρχισυντακτών, συντακτών και συνεργατών, το φιλελεύθερο και πρωτοποριακό πνεύμα του Χατζιδάκι, τουλάχιστον όπως το παρακολούθησα σε όλο το μήκος ζωής του «Τέταρτου», δεν πέταξε ποτέ μακριά από τον τόπο της γέννησής του. Γιατί στον τόπο αυτόν γεννήθηκε ένα πνεύμα, το πνεύμα του Μάνου Χατζιδάκι, που επιζητούσε να ξεχωρίσει, να προβάλει και να προωθήσει όχι μόνο τις καλύτερες ποιότητες των ελληνικών τεχνών της δεκαετίας του 1980 μα και τα πιο ανήσυχα, τα πιο ψαγμένα και τα πιο πρωτοποριακά στοιχεία τους. *Γεννήθηκε το 1959. Εργάζεται ως δημοσιογράφος του βιβλίου στο ΑθηναϊκόΜακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και είναι κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» 46 Εχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε μα το ανακαλώ σαν να συνέβη χθες. Και πώς αλλιώς αφού πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα συμβάντα της νιότης και του επαγγελματικού μου βίου; Στον τόπο αυτόν γεννήθηκε ένα πνεύμα, το πνεύμα του Μάνου Χατζιδάκι, που επιζητούσε να ξεχωρίσει, να προβάλει και να προωθήσει όχι μόνο τις καλύτερες ποιότητες των ελληνικών τεχνών της δεκαετίας του 1980 μα και τα πιο ανήσυχα, τα πιο ψαγμένα και τα πιο πρωτοποριακά στοιχεία τους Με φιλελεύθερο και πρωτοποριακό πνεύμα ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*
Οι ανθρώπινοι πολιτισμοί -όλοι ανεξαιρέτως και πάντα- είχαν γλώσσα και μουσική. Σε κάθε πολιτισμό υπήρχαν ανέκαθεν κάποιοι γιουνγκιανοί δημιουργοί, που οι νότες και οι λέξεις τους ήταν βουτηγμένες στο συλλογικό ασυνείδητο και γι’ αυτόν τον λόγο διαπερνούσαν την καρδιά και τον νου μας. Ο Μάνος Χατζιδάκις, μία από τις κορυφαίες μουσικές προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας και από τους σπουδαιότερους αναμορφωτές του ελληνικού τραγουδιού, υπήρξε ένας από αυτούς τους γιουνγκιανούς δημιουργούς που πίστευε «στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας» Π οιο είναι το αποτύπωμα της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι, που δρομολόγησε το ελληνικό τραγούδι σε νέους μουσικούς, πάνω στο σύγχρονο ελληνικό υποκείμενο και στις σύγχρονες κοινωνικές δομές; Μέσα από τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι αποτυπώθηκαν η ελληνική κοινωνία και τα κοινωνικοποιημένα υποκείμενά της με τρόπο ρεαλιστικό, ενώ μέσα από τις συνθέσεις και ενορχηστρώσεις που εμπεριείχαν μπουζούκι και μπαγλαμά, η κοινωνία των ρεμπετών συνομίλησε μουσικά με την κοινωνία των αριστοκρατών, με αποτέλεσμα να έρθουν και οι δύο σε σύνδεση με τον βαθύτερο και άγνωστο εαυτό τους... Η μουσική εμπεριέχει, ως γνωστόν, μνήμη και συναισθήματα, πολιτισμό και πολιτική, ζωή και θάνατο. Οι τρόποι που προσλαμβάνεται, παράγεται και διανέμεται συγκροτούν τις δομές εξουσίας. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Τεοντόρ Αντόρνο, φιλόσοφος, κοινωνιολόγος αλλά και συνθέτης, επιλέγει να αντιμετωπίσει το μουσικό υλικό στην ιστορικότητά του, σε μια εποχή που οι μουσικές βιομηχανίες βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη, και να εστιάσει στις σχέσεις μεταξύ του ακροατή, ως κοινωνικοποιημένου υποκειμένου, και της ίδιας της μουσικής, όσο και στις κοινωνικές δομές των οποίων βρίσκουμε το αποτύπωμα στη μουσική. Τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, που αντιπαρατέθηκε σ’ όλη τη ζωή του στην εμπορευματοποίηση και στον εκχυδαϊσμό της τέχνης, έχουν λειτουργήσει ως μέσα επίγνωσης και έκφρασης συναισθημάτων που δεν είναι προσβάσιμα με τη χρήση των λέξεων. Ο Μάνος Χατζιδάκις τίμησε τη σημαντικότητα του «λαϊκού», ως εκείνου που ασχολείται με τον άνθρωπο και προέρχεται από εκείνον, μέσα από την ανάδειξη του ρεμπέτικου τραγουδιού και των δημιουργών του και τη δημιουργία ενός νέου ήχου με ρίζες τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Παράλληλα υπήρξε πολέμιος των παγιωμένων αντιλήψεων, υποστηρίζοντας μέσα από τις νότες και τις λέξεις του πως η «τέχνη υπάρχει διότι ανατέμνει τη λειτουργία του ανθρώπου. Του κινητοποιεί τις ευαισθησίες του. Τις αληθινές του ευαισθησίες. Οχι τις επικαιρικές. Η τέχνη συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον βοηθά να αισθανθεί, έστω και για λίγο, προς τα πού πρέπει να τείνει». Οι θεραπευτικές ιδιότητες της μουσικής έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ειδικών ψυχικής υγείας. Είναι εξάλλου αποδεδειγμένο μέσα από επιστημονικές μελέτες πως ο ρόλος της τέχνης είναι καταλυτικός στην ίαση του ψυχισμού ευάλωτων ανθρώπων όσο και στον περιορισμό του κοινωνικού στιγματισμού τους. Ιδίως μέσα από τη μουσική μπορούμε να δώσουμε σχήμα και φωνή σε απωθημένα βιώματα που δυσκολευόμαστε να λεκτικοποιήσουμε. Η ένταξη δε της μουσικής στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία μπορεί να υποστηρίξει την ανάπτυξη ψυχικής ανθεκτικότητας και να χρησιμοποιηθεί ως μέσο επανορθωτικής εμπειρίας ή να χρησιμεύσει ως μέσο ανάκτησης της ομοιόστασης του οργανισμού -τόσο σωματικά όσο και ψυχικάιδίως όταν η ικανότητα συναισθηματικής αυτορύθμισης του ατόμου έχει διαταραχτεί. Η θεραπευτική δύναμη της μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος αυτοπροσδιοριζόταν πάνω απ’ όλα ως ουμανιστής και δημοκράτης, έγκειται κυρίως στην ανάπτυξη νέων τρόπων θέασης του εαυτού μας. Η συμβολή των τραγουδιών του -που δεν ήταν «συνθήματα ή πράξεις εκτόνωσης»- στη διεύρυνση του πνεύματος και της αισθητικής μας υπήρξε καταλυτική. Στόχευε εξάλλου στο «να μας κοπεί ο ύπνος και να χαθεί για πάντα -αν είναι δυνατόνο εφησυχασμός μας» όπως έλεγε. Κι αυτό είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα της μουσικής εμπειρίας που βρίσκεται σε ανοιχτή συνομιλία με την κοινωνία. Στην «Κοινωνιολογία της μουσικής» ο Αντόρνο είχε διερευνήσει το 1962 τόσο τη θέση της μουσικής μέσα στην κοινωνία όσο και την παρουσία της κοινωνίας μέσα στη μουσική. Μεταγενέστεροι στοχαστές του 21ου αιώνα παρουσίασαν μέσα από τις έρευνές τους την επίδραση της μουσικής πάνω στην κοινωνική συμπεριφορά των ακροατών, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της τραπ που εστιάζει σε διάφορες εκδοχές της βίας, ενθαρρύνοντας τους ακροατές της σε συμπεριφορές ωμότητας. Είμαστε, συνεπώς, προγραμματισμένοι να αναζητούμε νόημα στη μουσική, ακόμα και όταν αυτή ενθαρρύνει τις ενορμήσεις καταστροφικότητάς μας, όπως στην περίπτωση της τραπ. Ας αρχίσουμε να αναζητάμε ξανά το νόημα στο μουσικό σύμπαν σπουδαίων δημιουργών, όπως του Μάνου Χατζιδάκι, μήπως καταφέρουμε να επανανοηματοδοτήσουμε το δικό μας σύμπαν, τόσο το προσωπικό όσο και το συλλογικό, για να μη συνηθίσουμε το τέρας και για να μην του μοιάσουμε. Η θεραπευτική δύναμη της μουσικής του Μάνου, ο οποίος αυτοπροσδιοριζόταν πάνω απ’ όλα ως ουμανιστής και δημοκράτης, έγκειται κυρίως στην ανάπτυξη νέων τρόπων θέασης του εαυτού μας ΝΗΣΙΔΕΣ 15-16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024 47 ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΕ ΤΟ ΤΗΣ ΔΉΜΉΤΡΑΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΎΛΟΎ «Η τέχνη συμπληρώνει τον άνθρωπο» ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ AEFESTIVAL.GR/PRESS/VIEW