Γιάννης Καλαϊτζής

Page 1

Από το εξώφυλλο της «Τσιγγάνικης Ορχήστρας», εκδόσεις Πολύτυπο, 1984

8ΣΈΛΙΔΟ ΑΦΙΈΡΩΜΑ ΤΉΣ «ΈΦ.ΣΥΝ.»

Γιάννης

ΚΑΛΑΪΤΖΉΣ


10

46

Αφιέρωμα

11-12 Φεβρουαρίου 2017

|

Του Πέτρου Μανταίου

Γ

ινόταν ο χαμός τότε στα σπίτια του Γιάννη και της Γεωργίας. Και λέω «σπίτια», γιατί ήταν δύο: μια παλιά μονοκατοικία με αυλή στη Μεταμόρφωση, έξω από το Ηράκλειο, το πρώτο, και μετά στο δικό τους πλέον, μεσοπολεμικό τριώροφο στα Εξάρχεια, στα σκαλάκια της Θεμιστοκλέους, όπου και παντρεύτηκαν, με μάρτυρα (κουμπάρο δηλαδή) τον επιγραφόμενο, στο Κεντρικό Δημαρχείο, με αντιδήμαρχο στέψεως μια παλιά δόξα του ελληνικού ποδοσφαίρου, τον Κώστα Λινοξυλάκη, με τον Γιάννη κατενθουσιασμένο, με αυτόν τον ενθουσιασμό παιδιού που δεν τον άφησε ποτέ, στη δουλειά και στη ζωή∙ ένα παιδί που μεγάλωνε. Σ’ αυτό το σπίτι, της Θεμιστοκλέους, γίνονταν οι μεγάλοι χαμοί. Τα ξενύχτια μέχρι τελικής πτώσεως. Τα ποτά, οι μεζέδες, το τραγούδι –λαρυγγισμοί ως επί το πλείστον που έκαναν τη γειτονιά ν’ αλλάζει κρεβατοκάμαρες και να βουλώνει παράθυρα καλοκαιριάτικα. Της «ευρύτερης Αριστεράς» οι περισσότεροι, γλιστρούσε πότε πότε στην παρέα και κανένας κουκουές, η σύμπτωση απόψεων και η συμφωνία ήταν εγκλήματα καθοσιώσεως που επατάσσοντο αυθωρεί. Ετσι και τολμούσες να προφέρεις το ρήμα «συμφωνώ» σε κάποιον, αυτός ο κάποιος αυτομάτως διαφωνούσε με τον εαυτό του! Τα γονίδια της Αριστεράς έχουν κάτι από γονίδια κλειστού κυκλώματος, είναι ενδοεπιμειξιακά, κάπου σαν να αυτοαναπαράγονται. Ο Γιάννης το είχε καταλάβει αυτό όσο λίγοι, και το ενεθάρρυνε σε κάθε ευκαιρία, για να κυλάει το βράδυ με ενδιαφέρον. Ετσι όπως ήταν και από τη φύση του, όπως και η Γεωργία, άνθρωποι αδυσώπητα φιλόξενοι, ξημέρωνε χωρίς να το καταλάβεις. Σ’ ένα από κείνα τα αλησμόνητα βράδια, ή μάλλον ξημερώματα, του ζήτησα, θυμάμαι, να μου φτιάξει ένα πορτρέτο του Παπαδιαμάντη. «Δεν βιάζομαι! Ούτε εσύ να βιαστείς!», είπα. «Κουμπάρε, μου βάζεις δύσκολα… Μία φωτογραφία υπάρχει όλη κι όλη…», πρόσθεσε αμήχανος (η αμηχανία είναι ευθύνη του μεγάλου καλλιτέχνη, οι μικροί δεν την έχουν). «Αυτή τη φωτογραφία…», είπα (η γνωστή, που του τράβηξε ο Παύλος Νιρβάνας στο καφενεδάκι της Δεξαμενής). «Δεν θέλω τον Παπαδιαμάντη του Νιρβάνα. Θέλω τον Παπαδιαμάντη του Καλαϊτζή!».

Ενα πορτρέτο του Παπαδιαμάντη Αριστερός και φίλος με τους νέους Του Νίκου Κιάου ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΡΈΜΈΝΈ ΝΈΟΣ, παρ' όλο που η ηλικία του δεν συμβάδιζε με τον όρο. Στη διαδρομή του, από 17 χρόνων το 1963 στην «Πανσπουδαστική» ώς το τέλος της ζωής του το 2016 στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο Γιάννης ήταν αριστερός, συνειδητή επιλογή του. Ηρεμος φαινόταν, αλλά ήταν επίμονος, συνεπής και κριτικός, αγωνιστής. Με ανησυχία και αγωνία, αλλά σταθερός, χωρίς να κρύβει ότι πίστευε στην Αριστερά, την Ανανεωτική και Ριζοσπαστική, όπως προχωρούσε

στην εξέλιξή της. Χιούμορ, πολιτική κρίση και συνέπεια ήταν αυτά που τον χαρακτήριζαν και έτσι τον γνώριζαν όλοι. Είχε και άλλο ένα χάρισμα. Συζητούσε, συνομιλούσε με νέους, ήξερε να συνεννοείται μαζί τους, όχι από το ρόλο του «παλιού», πατερναλιστικά. Μετέδιδε γνώσεις και εμπειρία και άκουγε, έπαιρνε από τα λόγια των νέων, γινόταν φίλος. Του άρεσε η ζωή. Την έζησε όσο μπόρεσε. Δεν τη χάρηκε. Η αγάπη συντροφεύει τη μνήμη του.

Εκτοτε το αίτημά μου για το πορτρέτο του Παπαδιαμάντη διατυπωνόταν σε κάθε μας συνάντηση, μεταξύ αστείου και σοβαρού και περνούσαν τα χρόνια. Είχε γίνει πια γραφικό. Του το έλεγαν και οι κοινοί φίλοι στα στέκια μας στα Εξάρχεια: «Ρε Γιάννη, τι γίνεται ο Παπαδιαμάντης του Πέτρου!». Μειδιούσε ο Γιάννης πίσω από τα πλούσια γένια του. Παραμονή Χριστούγεννα του 2015, σε μία από τις τελευταίες εξόδους του από το νοσοκομείο, εμφανίστηκε μεσημεράκι στη «Μουριά». Κόσμος πολύς. Κάλαντα. Ηρθε και κάθισε δίπλα μου. Ανοιξε ένα ντοσιέ, έβγαλε από μέσα ένα φάκελο και μου τον έδωσε. Ολοι στο τραπέζι παρακολουθούσαν άφωνοι! «Πάρ’ το επιτέλους, μήπως και ησυχάσω από σένα!» είπε.


|

47

11-12 Φεβρουαρίου 2017

ΚΑΛΑΪΤΖΉΣ

Μια πολύχρωμη προσωπικότητα της πρωτοπορίας Του Γιώργου Σταματόπουλου ΟΤΑΝ Η ΠΑΡΈΑ στα στέκια των Εξαρχείων αδολεσχούσε και όλοι βρίσκονταν σε ιλαρότητα και τελούσαν εν ευθυμία ο Γιάννης καθόταν σ' ένα μοναχικό τραπέζι, λίγο παραδίπλα εννοείται, και με το πενάκι του κατέθετε σκίτσα στην επιφάνειά του - η αρρώστια του τον απέτρεπε να συμμετέχει στην οινοποσία και στις άλλες μικρές μας «ανοησίες». Περνώντας οι μέρες είχε σκιτσάρει όλα τα τραπεζάκια του καφενείου. Μάταια προσπάθησαν αρκετοί να πείσουν τον καφετζή να τοποθετήσει πάνω τους ένα διαφανές πλεξιγκλάς ώστε να μπορούσαν να τα απολαμβάνουν οι θαμώνες και να μας συντροφεύουν εσαεί. Κρίμα. Κάθε φορά που δίδεται η ευκαιρία, θέλω να τονίσω τη μαεστρία του Γιάννη Καλαϊτζή στα με λέξεις κείμενά του, που κάποτε έγραφε ανά Σάββατο στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας. Κοπίαζε πολύ, σύμφωνα με τις εξομολογήσεις στον ξάδελφό του, να φέρει εις πέρας ένα κείμενο πεντακοσίων λέξεων. του έτρωγε, παραπονιόταν, πέντε μέρες (!) για να το γράψει. Δεν τον πίστεψα ποτέ διαβάζοντας τα υπέροχα κείμενα που τελικά δημιουργούσε. Γεμάτα ωριμότητα και δηλητηριώδη ειρωνεία, δηκτικότητα και αυτοσαρκασμό, βουτηγμένα όλα στην πλατιά θάλασσα των αναγνώσεών του, ιστορικών και κυρίως λογοτεχνικών - μικρά διαμάντια. Δεν μιλούσε ποτέ γι' αυτά γιατί προφανώς δεν ήθελε να μπλέξει με «ξένες» δραστηριότητες, άλλων συναδέλφων. Τα τελευταία χρόνια ήταν σαν μικρό παιδί, γεμάτος ενθουσιασμό για το συνεταιριστικό μας εγχείρημα. ήταν, έλεγε, με υπερβολή ίσως, η πιο

σπουδαία περίοδος στην πάνω από μισό αιώνα καριέρα του. τον πιστεύαμε σ' αυτό διότι ξέραμε τον ατιθάσευτο και παθιασμένο, εναντίον κάθε λογής αφεντικών, ελεύθερο άνθρωπο Καλαϊτζή. Γενναιόδωρος προς τους νέους συναδέλφους καμάρωνε -και δεν το έκρυβε- για τις σπουδαίες επιλογές του στη στελέχωση του σκιτσογραφικού επιτελείου της εφημερίδας. Γνήσιο λαϊκό παιδί, μεγαλωμένο στη φτωχολογιά της Κοκκινιάς, δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει την Αριστερά που τον άνδρωσε και τον διαμόρφωσε ως χαρακτήρα και τον έκανε μια πολύχρωμη προσωπικότητα της πρωτοπορίας. Τυχεροί όσοι τον «συναντήσαμε». Στην εφημερίδα δεν τον ξεχνάμε. Πότε, αλήθεια, πέρασε ένας χρόνος; ΥΓ.: Ελεγε όταν πρωτοεκδοθήκαμε: «Η μόνη "γραμμή" της εφημερίδας είναι να μην έχουμε γραμμή». Για να μην ξεχνιόμαστε...

Ο Καλαϊτζής που θα θυμάμαι πάντα Του Πέτρου Ζερβού ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑΪΤΖΗ τον πρωτογνώρισα το 1978. Είχα πάει στην «Αυγή» για να πάρω ένα σκίτσο του που θα έμπαινε εξώφυλλο στον «Θούριο», όπου τότε συνεργαζόμουν. Περίμενα μέχρι να τελειώσει. Μου έκανε εντύπωση το μπουκαλάκι της σινικής που το είχε πακτώσει σ’ ένα πλακέ πακέτο τσιγάρα Santé για να μην πέφτει… Επίσης, μου έκανε εντύπωση η πληθωρικότητά του, η ενέργειά του, η ταχύτητα που δούλευε και τα έντονα μάτια του, που με διαπερνούσαν… Με την ευκαιρία τού έδειξα σκίτσα μου, που δειλά δημοσίευα τότε στον «Θούριο». Μου άσκησε αυστηρή κριτική! Με ξεπροβόδισε με βαθιά καλοσύνη και παρότρυνση να συνεχίσω... Με το σκίτσο του παραμάσχαλα έφυγα, ικανοποιημένος που γνώρισα τον Γιάννη Καλαϊτζή και προβληματισμένος για τα σκίτσα μου… Ξαναβρεθήκαμε με τον Γιάννη όταν με κάλεσε να συνεργαστώ στην έκδοση της «Γαλέρας». Είχε μάλλον ανέβει στην εκτίμησή του η δουλειά μου… Αν και ήταν καταλυτική η παρουσία του Καλαϊτζή, η «Γαλέρα» διακρινόταν για το συλλογικό πνεύμα, την εξαιρετική ποιότητα αλλά και το πνεύμα ελευθερίας που τη διαπερνούσε! Χαρακτηριστικό της ενέργειας και του οράματος του Γιάννη ήταν το φεστιβάλ «Προβλήτα 2006» που οργάνωσε η «Γαλέρα» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Εκεί ο Γιάννης Καλαϊτζής πρόσφερε σε μένα και τον Miguel Brieva, στο πλαίσιο παράλληλης έκθεσης έργων μας που φιλοξένησε η «Προβλήτα 2006», από μία τιμητική πλακέτα. Τη διατηρώ ως ένα πολύτιμο δώρο που μου πρόσφερε η γενναιοδωρία ενός σπουδαίου δημιουργού προς εμένα!.. Δεν ξέρω τι κατάφερα αυτά τα χρόνια, κέρδισα όμως την εκτίμηση και την αγάπη του Καλαϊτζή! Θα τον θυμάμαι και θα τον ευχαριστώ πάντα…

11


12

48

Αφιέρωμα

1. Πανσπουδαστική τχ. 45-46, Μάρτιος-Απρίλιος 1963

2. The New Yorker, 13-20.2.2017, εξώφυλλο του John W. Tomac με τίτλο «Liberty’s Flameout»

Tα σκίτσα του Καλαϊτζή παραμένουν και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα, ακόμα κι εκείνα που είναι ολοφάνερα σημαδεμένα από τη συγκυρία που τα ενέπνευσε

|

Του Δημήτρη Ψαρρά

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑΪΤΖΗ

Σ

Ενας αντιεξουσια

ε ένα από τα πρώτα του σκίτσα στην «Πανσπουδαστική» ο Γιάννης Καλαϊτζής φαντάστηκε το Αγαλμα της Ελευθερίας με τον πυρσό να σβήνει, αφήνοντας να βγαίνει μόνο καπνός (1). Ηταν η περίοδος που ενισχύθηκε η ιμπεριαλιστική εμπλοκή των ΗΠΑ σ' όλο τον κόσμο και οξύνθηκαν οι φυλετικές αντιθέσεις στο εσωτερικό τους. Αλλά ακριβώς την ίδια έμπνευση είχε την περασμένη βδομάδα στο εξώφυλλό του το αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker», προκειμένου να εικονογραφήσει τις πρόσφατες αποφάσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ (2). Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τις δημιουργίες του Καλαϊτζή τόσο επίκαιρες; Το δίχως άλλο η ιδιαίτερη σχέση του με την πολιτική. Μπορεί να μην περιορίστηκε στο πολιτικό σκίτσο η πολύχρονη παρουσία του στον ελληνικό Τύπο, αλλά δεν υπάρχει καμιά πτυχή της τόσο πληθωρικής δημιουργίας του που να μην έχει συνδεθεί άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική. Από την εμφάνισή του «με κοντά παντελονάκια», όπως θυμάται ο Γιάνης Γιανουλόπουλος στην πρωτοποριακή προδικτατορική «Πανσπουδαστική» των αρχών της δεκαετίας του 1960, έως τα τελευταία του σκίτσα στην «Εφ.Συν.», η πολιτική στράτευση του Καλαϊτζή ξεχειλίζει. Δεν αναφέρομαι στον προφανή πολιτικό χαρακτήρα των σκίτσων και των γελοιογραφιών κάθε εφημερίδας. Η «στράτευση» του Καλαϊτζή υπηρετούσε εξαρχής μια προσωπική τοποθέτηση στον χώρο της Αριστεράς, όπως ο ίδιος την καταλάβαινε, χωρίς τους περιορισμούς της κομματικής ορθοδοξίας και χωρίς τα ταμπού του αριστερού συντηρητισμού. Την περίοδο που οι σκιτσογράφοι των εντύπων της Αριστεράς ήταν εγκλωβισμένοι σε ένα είδος γελοιογραφικού «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» και κομματικής αυτοσυγκράτησης, ο Καλαϊτζής πειραματιζόταν με τα «απαγορευμένα»: τον αντικληρικαλισμό, το γυμνό, τις ερωτικές σχέσεις, την απόρριψη των ταμπού και της ηθικολογίας. Αυτός είναι ο λόγος που τα σκίτσα του Καλαϊτζή παραμένουν και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρα, ακόμα κι εκείνα που είναι ολοφάνερα σημαδεμένα από τη συγκυρία που τα ενέπνευσε. Κάποιες φορές, μάλιστα, ξενίζει η πολιτική γραμμή του σκίτσου του, αν τη συγκρίνει κανείς με τη γενική κατεύθυνση του εντύπου που τον φιλοξενεί, αλλά ακόμα και με την κυρίαρχη άποψη του πολιτικού φορέα που τον εκφράζει τη δεδομένη στιγμή. Από το ξεκίνημά του διαφαίνεται αυτή η ιδιαίτερη προσωπική σκοπιά και το χωρίς όρια χιούμορ του, το οποίο αποδεικνύεται διαχρονικό και υπερτοπικό. Το διαπιστώνουμε στην προδικτατορική «Αυγή» της ΕΔΑ, στους «Δρόμους της Ειρήνης», και μετά την πτώση της χούντας πάλι στην «Αυγή» του ΚΚΕ Εσωτερικού, στο «Αντί», στην «Ελευθεροτυπία», στον «Σχολιαστή», στο «Ντέφι», στη «Βαβέλ» και άλλα. Σε όλη αυτή την πορεία διακρίνεται μια πρωτοφανής πολιτική συνέπεια. Μπορεί η γραμμή

Η αριστερή πολιτική στράτευση είναι παρούσα στο έργο του Γιάννη Καλαϊτζή, ακόμα κι εκε εντελώς προσωπική ματιά και δεν υπακούει σε καμιά άνωθεν υπόδειξη ενώ συνεχώς περιγ

4. «Εφ.Συν.», 1.9.2014

του σκίτσου να εξελίσσεται, αλλά η γραμμή του σκιτσογράφου συνεχίζει να εδράζεται στις ίδιες αρχές. Παραμένει σημαδεμένη από την εποχή των μεγάλων προσδοκιών της δεκαετίας του '60, αλλά ταυτόχρονα είναι έτοιμη να ξεφύγει από κάθε εύκολο καλούπι. Οπως επιχειρήσαμε να δείξουμε και στο ειδικό αφιέρωμα της «Εφ.Συν.» πριν από έναν χρόνο, η αριστερή ματιά στο σκίτσο του Καλαϊτζή δεν χωρά σε κανένα στερεότυπο. Και φυσικά ο ίδιος ουδέποτε ταυτίστηκε με το έντυπο με το οποίο συνεργαζόταν, όπως συμβαίνει με άλλους ομοτέχνους του, παρά το γεγονός ότι σε όλα υπήρξε κορυφαίος και σημείο αναφοράς των αναγνωστών. Για την ακρίβεια, ταυτίστηκε με δύο απ' αυτά. Μόνο που και τα δύο ήταν και δικά του δημιουργήματα. Πρώτα πρώτα η «Γαλέρα», το περιοδικό που ο ίδιος εμπνεύστηκε και σχεδίασε, και βέβαια η «Εφ.Συν.», η εφημερίδα που δεν θα είχε εκδοθεί χωρίς τη δική του παρότρυνση, επιμονή και συμβολή. Για να αντιληφθεί κανείς τη σχέση των σκίτσων του Γιάννη Καλαϊτζή με την πολιτική είναι χρήσιμη η αναδρομή στην περίοδο που κατέρρεε η «Ελευθεροτυπία» και οι εργαζόμενοι της Χ.Κ. Τεγόπουλος αναζητούσαν τρόπους να αντιδράσουν. Ο Γιάννης, αντίθετα με άλλες γνωστές υπογραφές της εφημερίδας, έδινε εξαρχής το «παρών» στις γενικές συνελεύσεις και υποστήριζε κάθε

5. «Εφ.Συν.», 9.11.2015

είδους συλλογική προσπάθεια ανασύνταξης της επιχείρησης, προτείνοντας μορφές αυτοδιαχείρισης. Και όταν φάνηκε ότι το μόνο μέλημα της εργοδοσίας ήταν να «προστατευτεί» από τους εργαζομένους και να εξασφαλίσει τη δική της οικονομική επιβίωση σε βάρος τους, ο Καλαϊτζής έθεσε εξαρχής το σκίτσο του στο πλευρό του αγώνα των εργαζομένων. Δεν ακολούθησε τον δρόμο άλλων επιφανών στελεχών της επιχείρησης (ανά-

μεσά τους και... αριστεροί σκιτσογράφοι) που προτίμησαν να λουφάξουν ή έσπευδαν να βρουν σωτηρία σε άλλα εκδοτικά συγκροτήματα. Εμεινε μαζί μας και πρωτοστάτησε στις απεργιακές μας κινητοποιήσεις, προσφέροντας ακόμα και το γραφείο του για την έκδοση των δύο ιστορικών απεργιακών φύλλων που κυκλοφόρησαν στις 15 και 22 Φεβρουαρίου 2012. Η αφίσα του για την έκδοση του δεύτερου απεργιακού φύλλου έγινε πρωτοσέ-


|

49

11-12 Φεβρουαρίου 2017

αστής... ΕΔΑΐτης

3. To πρωτοσέλιδο της γερμανικής «Tageszeitung» (15.2.2012)

εί που δεν θα το περίμενε κανείς. Αυτή η στράτευση όμως διυλίζεται μέσα από μια γελά τον πολιτικό κομφορμισμό.

6. «Εφ.Συν.», 19.1.2016

9. «Εφ.Συν.», 16.7.2015

7. «Εφ.Συν.», 24.10.2015

8. «Εφ.Συν.», 31.10.2015

λιδο στη γερμανική «Tageszeitung» σε αφιέρωμα για το «Ελ ληνικό Comeback», δηλαδή τον αγώνα των εργαζομένων για μια συνεταιριστική απάντηση στην κρίση (3). Απολύτως χαρακτηριστικό για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τη δουλειά του ο Καλαϊτζής είναι το γεγονός ότι στο πολύμηνο διάστημα που μεσολάβησε από το κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας» μέχρι το άνοιγμα της «Εφ.Συν.» δεν σταμάτησε να σκιτσάρει κάθε μέρα και να αναρτά τη δουλειά του στον ιστότοπό του (www. gianniskalaitzis.gr). Οσο για την ιδιαιτερότητα της ματιάς του και την ανεξαρτησία της σκέψης του, αρκεί κανείς να φυλλομετρήσει τις εκδόσεις της «Εφ. Συν.» για να διαπιστώσει ότι δεν έπαψε μέχρι το τέλος να υπηρετεί τις ίδιες αρχές. Μόνιμος στόχος του, ο εγχώριος ναζισμός (4) και η (παρα)εξουσία της Εκκλησίας και των δανειστών (5). Υποστήριζε την κυβέρνηση της Αριστεράς σε σύγκριση με τους προκατόχους της (6), αλλά χωρίς να παύει να σχολιάζει τα δικά της πεπραγμένα (7 και 8). Μετά το καλοκαίρι του 2015 από το πενάκι του δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που ονόμαζε «πολύ αριστεροί» (9). Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ποτέ δεν δίστασε να ασχοληθεί και με τα πιο επικίνδυνα θέματα (10), ενώ ακόμα και για το συνεταιριστικό εγχείρημα της «Εφ.Συν.», που υποστήριζε με τόση ζέση, ποτέ δεν έπαψε να μας θυμίζει τις δυσκολίες (11). Αυτοί είναι οι λόγοι που καθιστούν την απώλειά του τόσο δυσβάστακτη για όλους μας.

10. «Εφ.Συν.», 6.10.2015

11. «Εφ.Συν.», 22.7.2014

13


14

50

Αφιέρωμα

11-12 Φεβρουαρίου 2017

|

Ο Καλαϊτζής κρύβεται στις Αν και ήταν γνωστός κυρίως για τις πολιτικές γελοιογραφίες του, η άλλη τέχνη στην οποία μεγαλούργησε ο Γιάννης Καλαϊτζής ήταν τα κόμικς. Και ήταν όλα αριστουργηματικά. Κατακλυσμένα από δυσδιάκριτες λεπτομέρειες που λειτουργούν σαν συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού προς τον αναγνώστη Του Γιάννη Κουκουλά

Σ

κάρωνε σκίτσα όπου κι αν βρισκόταν. Οι ταβερνιάρηδες κι οι καφετζήδες τσατίζονταν όταν τον έβλεπαν να «λερώνει» τα τραπέζια τους. Μόλις έβλεπαν με τι τα «λέρωνε», του ζήταγαν πορτρέτο. Δήλωνε απλώς «σκιτσογράφος». Αυτή ήταν η φύση του. Τα κόμικς ήταν το διάλειμμά του, έστω και αν κάθε τέτοιο διάλειμμα του έτρωγε μερικά χρόνια λεπτομερούς έρευνας και χειρουργικής ακρίβειας ως προς την αφηγηματική και εικαστική αρτιότητα. Τα λάτρευε τα κόμικς, όχι μόνο ως δημιουργός αλλά και ως αναγνώστης και ως δάσκαλος. Το μαρτυρούν οι συμβουλές που απλόχερα πρόσφερε σε κάθε νέο δημιουργό, η επιλογή του να αφιερώσει σχεδόν τη μισή «Γαλέρα» που διηύθυνε στα κόμικς, στα φεστιβάλ που ως καπετάνιος της διοργάνωσε. Στο περιοδικό «Τέταρτο» φιλοτεχνούσε μια σελίδα με «Συνειρμικά Ντεκουπάζ», όπως τα αποκαλούσε. Ο Χατζιδάκις ήταν ενθουσιασμένος με αυτά. Στη «Βαβέλ», αρχές της δεκαετίας του ’80 ξεκίνησε την «Τσιγγάνικη Ορχήστρα», που κυκλοφόρησε ολοκληρωμένη το 1984. Ηταν το πρώτο ελληνικό «graphic novel», όπως το χαρακτηρίζουν όσοι αρέσκονται στη νέα –όχι άμοιρη προθέσεων– ορολογία. Το 1990 ξαναχτύπησε με «Το Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης», ένα διονυσιακό αντάμωμα πειρατών, τυχοδιωκτών, σκλάβων και αρχόντων στη Σαντορίνη, διακόσια χρόνια μετά την άλωση της Πόλης. «Ο Τυφώνας», το επόμενο βιβλίο του, διαδραματίζεται σε άλλο τόπο του νησιού, την ίδια νύχτα. Είχαν προηγηθεί τα «Χαμένα Δάση», εκπαιδευτικό κόμικς για τα δάση της Ευρώπης σε ανάθεση της περιφέρειας της Προβηγκίας, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ στα ελληνικά, μια και η τότε κυβέρνηση απαίτησε την απόσυρσή του επειδή σε κάποιον χάρτη αναγραφόταν το όνομα «Μακεδονία». Στο «Εψιλον» της «Ελευθεροτυπίας» δημιουργούσε αποσπασματικά στριπ ενώ όταν κυκλοφόρησε το «Εννέα» ανέλαβε την τελευταία σελίδα με τα μεθυσμένα ταξίδια στο «Πέλαγος της Μποτίλιας» και στη συνέχεια με τα παραληρηματικά «Εκτακτα Περιστατικά». Ως αρχικωπηλάτης της «Γαλέρας» δημιούργησε ακόμη έναν παιγνιώδη τίτλο: «Μαρξ και Σπένσερ». Κόμικς του δημοσιεύτηκαν στο «Ντέφι», στην «Αυγή» και αλλού. Η τελευταία του σειρά δημοσιεύτηκε σε τούτην εδώ την εφημερίδα, στο «Καρέ Καρέ», με τους άστεγους «Μπον και Βιβέρ» να φαντασιώνονται λαβράκι πανέ στην όψη ενός σάπιου κρεμμυδιού. Αν δεις μαζεμένα όλα αυτά τα κόμικς καταλαβαίνεις πως δεν αποτελούσαν πάρεργο της καλλιτεχνικής του διαδρομής αλλά αναπόσπαστο μέρος της. Κι αν τα δεις εκ του σύνεγγυς, θα ανακαλύψεις τόσες λεπτομέρειες, τόσες ψηφίδες ευφυΐας και χιούμορ που πολλαπλασιάζουν την αξία ενός έργου πάντα ζωντανού, επίκαιρου και προκλητικού στην εξερεύνηση.

Γυμνόστηθες καλλονές καβάλα σε γαϊδούρια εφορμούν από το εξώφυλλο του «Τυφώνα» ωσάν αποφασισμένες να αποδράσουν από τη χάρτινη φυλακή. Η ιδέα προέκυψε από ένα πόστερ του Jules Cheret από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα που διαφήμιζε το περιβόητο καμπαρέ «Μουλέν Ρουζ».

Στην πρώτη σελίδα της «Τσιγγάνικης Ορχήστρας», ο δημοσιογράφος Κώστας Φαναρτζής παρουσιάζεται να φορά ένα λευκό πουκάμισο επί οκτώ καρέ. Στο ένατο καρέ, στην ίδια σκηνή, το πουκάμισό του γίνεται μαύρο, «ανακοινώνοντας» στον αναγνώστη ότι αυτό που θα ακολουθήσει δεν υποτάσσεται σε κάποια συμβατική λογική.

Η λέξη «Τέλος» φαίνεται να μην του άρεσε και πολύ. Απουσιάζει άλλωστε και από τα τρία μεγάλα βιβλία του. Στην «Τσιγγάνικη Ορχήστρα» το τελευταίο καρέ συνοδεύεται από την επισήμανση «Τέλος στο πρώτο βιβλίο» με σαφή τον υπαινιγμό ότι θα υπάρξει συνέχεια. Δεν υπήρξε. Στα δύο επόμενα, το Μεγάλο μας Τσίρκο, η μεταπολιτευτική Αθήνα του καυσαερίου, των ΜΑΤ και των ξενοδοχείων ημιδιαμονής μεταφέρθηκε λίγους αιώνες πιο πίσω.

Ο Περικλής Κοροβέσης είναι το πιο αγαπημένο «μοντέλο» του Καλαϊτζή. Συμμετέχει σε πληθώρα γελοιογραφιών αλλά ο πιο απρόσμενος ρόλος του είναι αυτός του γενίτσαρου Σουλεϊμάν Σαλίκ στον «Τυφώνα». Ως μπράβος σπέρνει τον τρόμο και δολοφονεί τον Κολαούζο λίγο πριν κι αυτός ουσιαστικά αυτοκτονήσει στα κοχλάζοντα νερά από την έκρηξη του ηφαιστείου. Ο Κολαούζος θα επανέλθει στις τελευταίες σελίδες. Ο Σαλίκ, όχι.

Το «Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης» έχει ως πρωταγωνιστές τον Αλέκο τον Τράκα, κάλπη άρχοντα, και τον Καράμπαμπα, δούλο κι αφέντη του εαυτού του. Ο πρώτος με «μοντέλο» τον παλιό ποδοσφαιριστή Τάσο Μητρόπουλο και ο δεύτερος ως προϊόν «διασταύρωσης» του Στέλιου Καζαντζίδη και του Καραγκιόζη. Οι ομοιότητες, φυσικά, εντοπίζονται μόνο στην εμφάνιση.


|

39 51

11-12 Φεβρουαρίου 2017

15

λεπτομέρειες

Ο Διόνυσος σε ένα από τα ταξίδια του δέχτηκε επίθεση από Τυρρηνούς πειρατές. Για να ξεφύγει μεταμόρφωσε τα κατάρτια του πλοίου του σε κληματαριές και τους πειρατές σε δελφίνια. Τη σκηνή απέδωσε σε μελανόμορφη κύλικα ο Εξηκίας (περ. 530 π.Χ.). Στο ίδιο (οινό)πνευμα και ο Καλαϊτζής στο «Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης».

Το δισέλιδο που κλείνει τον «Τυφώνα» είναι η παρουσίαση των εικονικών επόμενων τευχών. Οι «τίτλοι» που παρουσιάζονται είναι απολαυστικοί: «Ουρμπάν ο Προφήτης», «Αμλετ, ο Μπαρμπέρης της Ελσινόρης», «Το Μονοπάτι της Δύσεως» (με τα κεφάλαια: Γκογκόσης ο Κατακτητής, Γκογκόσης Εναντίον Γκογκόση, Η Επιστροφή του Γκογκόση κ.ά.).

Στα «Χαμένα Δάση» οι χαρακτήρες αποτελούν τις χάρτινες μεταφορές τεσσάρων φίλων του Γιάννη Καλαϊτζή: ο συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης, ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης–Μπαχ Σπυρόπουλος, ο δημοσιογράφος Τέλης Σαμαντάς και ο δημοσιογράφος Γιώργος Μασσαβέτας δανείζουν τις μορφές τους σε αρχαίους Ελληνες.

Οι Κοροβέσης και Σπυρόπουλος γίνονται οι «Μπον και Βιβέρ», που αναζητούν σκουπίδια και ονειρεύονται συνταγές με εξωτικά ονόματα και γεύσεις.

Mια ιδιαιτερότητα στα έργα του ήταν τα συνεχή λογοπαίγνια, η εσκεμμένη γλωσσική σύγχυση, οι νεολογισμοί και τα αρκτικόλεξα. Από κοντά οι μεταμορφώσεις των χαρακτήρων του, οι αλλαγές στα ονόματα και στην όψη τους. Σε ένα από τα «Εκτακτα Περιστατικά» του, πριν επινοήσει τους «Μαρξ και Σπένσερ», η ιστορία τελειώνει με το μπέρδεμα ανάμεσα στον Γκράουτσο Μαρξ και τον Καρλ Μαρξ. Ο Μαρξ του τελευταίου καρέ δεν μοιάζει λίγο και του Καλαϊτζή;


16

52

Αφιέρωμα

Το τηλεφώνημα Του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΛΑΪΤΖ Ή

Περιοδικό «Αντί», τεύχος 155, 4.7.1980

11-12 Φεβρουαρίου 2017

|


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.