Δημήτρης Ψαρράς: Το μυστικό του Εθνάρχη

Page 1

Μέρες του 1967 Αντίθετα από όσα έλεγε ο Καραµανλής στις επαφές του µε τους Αµερικανούς, ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος δεν δίσταζε σε επιστολή προς τον προκάτοχό του τον Μάρτιο του 1967 να πει τα πράγµατα µε το όνοµά τους, ως προς τον πραγµατικό κίνδυνο για τη δηµοκρατία: «Είµαι βέβαιος -υπερβέβαιος- ότι αι “βόµβαι” των τελευταίων δέκα ηµερών είναι έργον ηλιθίων εγκεφάλων της ιδικής µας παρατάξεως. Αριστεροί και κεντρώοι ουδέν συµφέρον είχον να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον. Φοβούνται, άλλωστε, εκτροπήν και δεν θέλουν να την προκαλέσουν. Εάν συνεχισθή η τακτική των “βοµβών”, πρέπει να αποκαλυφθούν οπωσδήποτε οι δράσται. Εκάλεσα χθες το βράδυ τον στρατηγόν Τζανετήν (υπουργόν της Ασφαλείας) και του επέστησα την προσοχήν επί της ανάγκης να συλληφθούν οι ηλίθιοι ή παλαβοί που πάνε να καταστρέψουν, την τελευταίαν ώραν, ό,τι επί τρία έτη επαλεύαµεν διά να επιτύχωµεν. Είµεθα εις τα πρόθυρα της νίκης και πράττοµεν το παν διά να οδηγήσουν τον τόπον εις ανωµαλίαν».(1) Η αποκαλυπτική αυτή παράγραφος λείπει από την επιστολή Κανελλόπουλου που δηµοσιεύεται στο Αρχείο Καραµανλή.(2) Λίγες µέρες αργότερα, στις 3 Απριλίου 1967, θα αναλάµβανε ο ίδιος ο Κανελλόπουλος τον σχηµατισµό κυβέρνησης. Ο Καραµανλής θα τον συγχαρεί δηµοσίως, αλλά θα εκφράσει τις αµφιβολίες του προς τον Κ. Τσάτσο, ο οποίος µετείχε στην κυβέρνηση ως υπουργός Δικαιοσύνης:


«Δεν είµαι βέβαιος αν η δοθείσα λύσις ήταν η καλύτερη. Και δεν είµαι βέβαιος γιατί δεν ξέρω ούτε τας προθέσεις των εµπνευστών της ούτε τας δυνατότητας των φορέων της. [...] Την ανωµαλία τη σηµερινή τη δηµιουργεί ο φόβος ότι η πλειοψηφία Παπανδρέου-ΕΔΑ θα οδηγήση στην ανατροπή των πάντων. […] Αν ο φόβος είναι βάσιµος και πρόκειται στις εκλογές να παίξητε κορώνα-γράµµατα τον τόπο, τότε θα πρέπει, καταψηφιζόµενοι, να µην προχωρήσητε σε διάλυση, αλλά να γίνη νέα προσπάθεια κυβερνήσεως από τη Βουλή, η οποία αναβάλλουσα τις εκλογές για τον Νοέµβριο, θα φροντίση εν τω µεταξύ για τη βελτίωση του κλίµατος. Δεν ξέρω βέβαια τι δυνατότητες υπάρχουν προς την κατεύθυνση αυτή, αφού όλοι έχουν τρελλαθή. Εάν οδηγηθεί ο τόπος παρ’ ελπίδα σε καµµία εκτροπή, τότε το κόµµα θα πρέπει να βρεθή οπωσδήποτε έξω από την περιπέτεια. Γιατί αυτό επιβάλλει και το δικό του και το συµφέρον της χώρας. Και µην ξεχνάς αυτό που σου είπα όταν ήσουν εδώ. Δεν µπορείτε να κάνετε εκλογές χωρίς να αποκαλύψετε τα σφάλµατα του Παπανδρέου. Ο Τσώρτσιλ είπε κάποτε ότι ο Ιπποτισµός µέσα σε µια έξαλλο Δηµοκρατία αποτελεί βλακεία».(3) Η τελευταία φράση και πάλι έχει παραλειφθεί από το δηµοσιευµένο Αρχείο. Αλλά είναι σαφέστατη. Ο Καραµανλής προβλέπει (ή εύχεται) εκτροπή και ζητά να µην αναµιχθεί η ΕΡΕ, ώστε να µπορεί στη συνέχεια να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος στην αποκατάσταση της δηµοκρατίας. Και ταυτόχρονα ζητά επίθεση χωρίς «ιπποτισµό» στον Παπανδρέου. Συνεπής προς αυτές τις απόψεις που διατύπωνε σταθερά κατά την τελευταία προδικτατορική διετία, ο Καραµανλής είναι ο µοναδικός πολιτικός ηγέτης της περιόδου που δεν θα αντιδράσει έντονα κατά του πραξικοπήµατος της 21ης Απριλίου. Οι δηλώσεις του στις 23 Απριλίου του 1967 θα σηµαδέψουν τη στάση του απέναντι στους πραξικοπηµατίες µέχρι την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος. Ο Καραµανλής θα εκφράσει τη λύπη του, θα επαναλάβει ότι η απόσυρσή του από την πολιτική είναι οριστική, αλλά θα ρίξει όλες τις ευθύνες, όχι στους πραξικοπηµατίες, αλλά στον Γεώργιο Παπανδρέου: «Ως αληθής δηµοκράτης ελυπήθην βαθύτατα διά την δραµατικήν τροπήν την οποίαν έλαβεν η εν Ελλάδι κατάστασις. Η χώρα συγκλονιζοµένη από άγρια πολιτικά πάθη ευρίσκετο ουσιαστικώς εις ανωµαλίαν από τριετίας. Τας εξελίξεις αυτάς άλλωστε τας προέβλεψα και προσεπάθησα να σώσω την ασταθή ελληνικήν Δηµοκρατίαν διά της εξηµερώσεως των πολιτικών µας ηθών και του εκσυγχρονισµού του πολιτεύµατος της χώρας. Και όταν διεπίστωσα ότι µαταιοπονούσα απεχώρησα οριστικώς της πολιτικής. Εκτοτε διεπράχθησαν πολλά σφάλµατα και εξ όλων των πλευρών.


Το πρωταρχικόν όµως αµάρτηµα, εκ του οποίου απέρρευσαν και τα βασικά σφάλµατα, βαρύνει τον αρχηγόν της Ενώσεως Κέντρου. Εις αυτόν ενεπιστεύθη ο λαός, και µάλιστα µε την εύνοιαν του Στέµµατος, την τύχην της χώρας. Εάν ο κ. Παπανδρέου επολιτεύετο µε στοιχειώδη σύνεσιν ουδέποτε η χώρα θα έφθανεν εις την παρούσαν επικίνδυνον περιπέτειαν. Αντ’ αυτού διέπραξε το σφάλµα να εξαπολύση θύελλαν παθών και απειλών θεσµούς και πρόσωπα να δηµιουργήση το κλίµα το οποίον εξέθρεψε και το προχθεσινόν πραξικόπηµα».(4) Η επίθεση του Καραµανλή προς τον Παπανδρέου, ο οποίος βρισκόταν ήδη κρατούµενος της χούντας, ήταν ασφαλώς το καλύτερο δώρο προς τους πραξικοπηµατίες, οι οποίοι στήριζαν τις πρώτες µέρες το εγχείρηµά τους στην κατασυκοφάντηση του πολιτικού κόσµου και τη διεκτραγώδηση των πολιτικών συνθηκών που τους «υποχρέωσαν να βάλουν τη δηµοκρατία στον γύψο». Ακόµα και ο συντάκτης των σχολίων στο δηµοσιευµένο Αρχείο Καραµανλή παραδέχεται ότι «η διατύπωση αυτή έτεινε να αντιδιαστείλει τη στάση του πάνω στο ελληνικό πρόβληµα από την πλειονότητα των εκπροσώπων του πολιτικού κόσµου».(5) Την ίδια µέρα που έκανε αυτές τις δηλώσεις, ο Καραµανλής δεχόταν ενηµερωτική επιστολή του αδελφού του, µέσω του οποίου οι συνεργάτες του στην Αθήνα τον παρακαλούσαν –µάταια, όπως είδαµε– να µη βιαστεί να κάνει δηλώσεις: «Η νέα κατάστασις επεκράτησε απολύτως ταχύτατα και µε απόλυτον επιτυχίαν και αναιµάκτως, όπως σαφώς το τονίζει εις το ραδιόφωνον η δήλωσις του Προέδρου Κόλλια. Αυτό σηµαίνει ότι ήσαν πολλοί [sic] καλά οργανωµένοι και είχαν απόλυτον εχεµύθειαν και αποφασιστικότητα, η κίνησις αυτή των 3-4 Συνταγµαταρχών ήταν τελικώς ανεξάρτητη από την ηγεσίαν του Στρατεύµατος επί της οποίας ησκήθη πίεσις και απεδέχθη το κίνηµα µετά την εκδήλωσίν του διά να αποφευχθή αιµατοχυσία και επ’ αυτού φυσικά συνεφώνησε και ο Βασιλεύς, όστις εζήτησε να γίνη ο Κόλλιας πρωθυπουργός διότι άλλως ηπείλησε ότι θα έφευγε εις το εξωτερικόν. Φαίνεται ότι επιθυµούν την επάνοδον εις την νοµιµότηταν µετά ωρισµένον χρόνον και ωρισµένων προϋποθέσεων [sic] αγνώστων µέχρις στιγµής. Επ’ αυτού ο Καρδαµάκης έχει αντίθετον γνώµην πιστεύει δηλαδή ότι αυτοί δεν θα παραδώσουν την εξουσίαν ποτέ και θα την κρατήσουν όσο µπορούν, διότι λέει ότι φοβούνται όταν πάψουν να έχουν την δύναµιν µην τους στήσουν στα 6 µέτρα. Επειδή εγώ επέµενα απ’ αυτού ανέλαβε ο Καρδαµάκης να το εξακριβώση διότι όλοι είναι γνωστοί του και τους επηρεάζει απολύτως, όπως µου είπε, αµφιβάλλω εάν τους επηρεάζει απολύτως, θα το γνωρίζω εγώ αυτό σε λίγες ηµέρες, εάν τους επηρεάζη-επιβάλλεται ο Καρδαµάκης ή όχι [...] Ο Τσάτσος και Παπακωνσταντίνου λένε ότι δεν πρέπει να κάνετε καµµιάν δήλωσιν έως ότου ενηµερωθείτε πλήρως».(6)


Η επιστολή αυτή δεν περιλαµβάνεται στο δηµοσιευµένο Αρχείο Καραµανλή, αλλά είναι απολύτως ενδεικτική της αρχικής βεβαιότητας του στενού κύκλου Καραµανλή ότι η «εκτροπή» θα είχε περιορισµένο χρονικό ορίζοντα, οπότε θα µπορούσε να οδηγήσει σε όσα ο ίδιος είχε προκαθορίσει. Υπάρχει µάλιστα και µια παράγραφος σ’ αυτή την επιστολή, η οποία έχει εκ των υστέρων σβηστεί µε µαρκαδόρο: «[...] Την νέαν αυτήν κατάστασιν ο δικός µας κόσµος την απεδέχθη µέχρις στιγµής διατί […] ευνοϊκώς θα έλεγε κανείς, […] ο Κόλλιας µε τους άλλους δικαστικούς και η ηγεσία του στρατεύµατος άνευ τινός περισσότερου, να έχουν κάποιαν σχετικήν εξοικείωσιν. Το γεγονός δε επίσης ότι και ο βασιλεύς την απεδέχθη είναι κάτι που τους κάνει να πιστεύουν ότι η όλη υπόθεσις θα µεθοδευθή καλώς διά να βγούµε οµαλώς από την νέαν αυτήν κατάστασιν, αλλά πώς και ποίος θα µας βγάλη είναι κάτι που θα αρχίση από τούδε να τον απασχολή, φυσικά τώρα όλοι συµφωνούν ότι µόνον εσείς µπορείτε να βγάλετε τον τόπον από το αδιέξοδον, ο Τσάτσος επ’ αυτού θέλει να έχη τας σκέψεις σας πώς θα µεθοδευθή διότι δεν πρόκειται να το αποφύγετε τώρα πλέον να επανέλθετε». Το δηµοσιευµένο Αρχείο Καραµανλή δεν περιλαµβάνει και µια άλλη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Αµερικής Ιάκωβο, την οποία έφερε στη δηµοσιότητα ο αποδέκτης της µετά τον θάνατο του Καραµανλή: «Η κατάστασις εν Ελλάδι ασαφής και κάπως περίεργος. Αναµφισβητήτως αυτό που έγινε στον τόπο µας υπήρξε δυσάρεστον. Πέραν του διεθνούς διασυρµού της Ελλάδος απέδειξε ότι οι Ελληνες που ανεκάλυψαν την Δηµοκρατίαν είναι ανίκανοι να την λειτουργήσουν. Γιατί είναι φανερόν ότι η επανάστασις του Στρατού επιστοποίησεν απλώς την πτώσιν της δηµοκρατίας, η χρεωκοπία της οποίας είχεν συντελεσθεί υπό το καθεστώς της Ελευθερίας. Οι διάδοχοί µου εν ονόµατι της δηµοκρατίας είχαν ήδη τραυµατίσει θανασίµως το πολίτευµα. Ανεξαρτήτως όµως των αιτίων που οδήγησαν εις την εκτροπήν, εκείνο που θα ηύχετο και θ’ ανέµενε κανείς ήτο η υπέρ του Εθνους αξιοποίησίς της. Την επαλήθευσιν δηλαδή του γνωστού ρητού “Ουδέν κακόν αµιγές καλού”. Γιατί είναι βέβαιον ότι θα ηµπορούσε η περιπέτεια αυτή ν’ αποδειχθή ωφέλιµη διά το µέλλον, εάν εχρησιµοποιείτο ως αφετηρία µίας νέας πολιτικής ζωής, δηµοκρατικής µεν, απηλλαγµένης όµως από τας αδυναµίας του παρελθόντος. Και τούτο ήτο όχι µόνον δυνατόν αλλά κι εύκολο να γίνη. Γιατί και αι αδυναµίαι ήσαν γνωσταί και οι φορείς των και προπαντός τα µέσα της θεραπείας των. Την ανάγκην και τον τρόπον άλλωστε της εξυγιάνσεως της δηµοσίας µας ζωής την είχεν επισηµάνει ο γράφων πολύ πριν την ανακαλύψουν οι στρατιωτικοί.


Εχω όµως τον φόβον, τον οποίον εξέφρασα και κατά την συνάντησίν µας εις το Rochester, ότι οι πρωτοστατήσαντες εις την µεταβολήν δεν συνέλαβον ορθώς την αποστολήν των. Αι τελευταίαι πράξεις των δηµιουργούν την εντύπωσιν ότι αποβλέπουν εις µονιµοποίησιν του σηµερινού καθεστώτος. Αυτό όµως, ανεξαρτήτως ιδεολογικών προτιµήσεων, θα δηµιουργούσε µακροπροθέσµους κινδύνους, όχι µόνον διά την πρόοδον, αλλά και για την ασφάλεια της χώρας, λαµβανοµένης υπ’ όψιν της ιδιοσυγκρασίας του λαού µας και προπαντός της γεωπολιτικής θέσεως της Ελλάδος. Οπως σας είπα και άλλοτε, η δικτατορία αποτελεί επικίνδυνον πείραµα για τον τόπο µας. Γι’ αυτό και δεν την εδέχθην µολονότι µου προσεφέρετο και από τον στρατόν και από το Στέµµα. Η παρούσα περιπέτεια ηµπορεί να ωφελήση, όπως ηµπορεί και να βλάψη το Εθνος. Είναι το τελευταίο και το περισσότερον κρίσιµον στάδιον της νεωτέρας ελληνικής τραγωδίας. Το ποιο από τα δύο θα συµβή θα εξαρτηθή από τους σκοπούς που θα επιδιώξουν και τους χειρισµούς που θα κάµουν οι υπεύθυνοι. Ας ευχηθούµε να τους φωτίσει ο Θεός ν’ ακολουθήσουν τον σωστό δρόµο. Για ν’ αποδειχθή ότι και στον τόπο µας ηµπορεί να γίνονται καµιά φορά σοβαρά πράγµατα».(7) Η επιστολή συνοψίζει όλες τις βασικές σκέψεις του Καραµανλή για την «αξιοποίηση» της δικτατορίας, για το πώς µπορούσε αυτή να «ωφελήσει» τον τόπο, υπό τον όρο να είχαν οι πραξικοπηµατίες συλλάβει ορθώς την «αποστολή» τους. Διατυπώνεται επίσης σαφώς η σταθερή του πεποίθηση ότι δεν πρέπει σε καµιά περίπτωση να επιστρέψει η χώρα στην προδικτατορική κατάσταση. Για το πώς αντιλαµβανόταν τη σχέση του µε τους δικτάτορες ο Καραµανλής τους πρώτους µήνες µετά το πραξικόπηµα είναι αποκαλυπτική και η επιστολή του δηµοσιογράφου Β. Βασιλείου προς τον ιδρυτή της ΕΡΕ, στην οποία επισηµαίνεται πως το πρόβληµα είναι ότι η «επανάστασις» δεν φιλοτιµείται να αποχωρήσει µόνη της: «Εδώ δεν έχοµεν εκτροπήν. Εχοµεν εκτροπήν… εκ της εκτροπής. Μία δυναµική παρένθεσις, εις την δηµοκρατικήν διαδικασίαν θα ήτο χρήσιµος, µόνον εάν ο Στρατός εισήρχετο απροσώπως εις την πολιτικήν σκηνήν, οπότε και θα εξήρχετο απροσώπως, αφού θα έθετεν εις πέρας µίαν συγκεκριµένην αποστολήν. […] Εφ’ όσον οι εκτιµήσεις µου δεν απέχουν της πραγµατικότητος, είναι επείγουσα ανάγκη να αντιπαραταχθή, εις τας µαταιοδοξίας και τους τυχοδιωκτισµούς του Πενταγώνου, ένα Τρίγωνον (βασιλεύς – Αµερικανοί – Καραµανλής) το οποίον να εξαναγκάση την Επανάστασιν όχι µόνον να δηµιουργήση µίαν νέαν συνταγµατικήν τάξιν, αλλά και να συνηθίση εις την ιδέαν ότι µόνον εάν δηµιουργηθούν από τώρα αι προϋποθέσεις δι’ επάνοδον του Καραµανλή εις την εξουσίαν, η Επανάστασις θα εξασφαλίση το ατιµώρητον και θα δικαιωθή ιστορικώς, έστω και ως “αναγκαίον κακόν”.


Εάν όµως αποκλεισθή η δηµιουργία των προϋποθέσεων τούτων, κύριε Πρόεδρε, τι άλλο µένει, από το να εκφράσετε, µε το ενισχυµένον σήµερα κύρος σας, το πνεύµα της εθνικής αντιστάσεως… Ειδ’ άλλως θα έχωµεν εσωτερικώς ή εξωτερικώς, το νέον ΕΑΜ. Και αυτό θα είναι το τέλος».(8) Στο χειρόγραφο της επιστολής που φυλάσσεται στο Αρχείο Καραµανλή υπάρχει και µια παράγραφος, σβησµένη εκ των υστέρων µε µαρκαδόρο, η οποία έχει παραλειφτεί στο δηµοσιευµένο κείµενο: «Αρα η εκτροπή θα έπρεπε να γίνη διά της στρατιωτικής ιεραρχίας. Ενώ έγινε εναντίον της στρατιωτικής ιεραρχίας. Δηλαδή η αναρχία, η αυθαιρεσία, ο φατριασµός µετεφέρθη από την πολιτικήν εις τον στρατόν. Εις το τελευταίον οχυρόν του πολιτεύµατος».(9) Πρόκειται για την πιο καθαρή οµολογία ταύτισης µε τη λεγόµενη «χούντα των στρατηγών», την οποία πρόλαβαν οι συνταγµατάρχες. Ο Καραµανλής, όµως, δεν είχε καµιά διάθεση να µετάσχει στο «Τρίγωνο» που πρότεινε ο Βασιλείου ούτε βέβαια να εκφράσει το «πνεύµα της εθνικής αντιστάσεως». Το αντίθετο µάλιστα. Μια βδοµάδα µετά την επιστολή Βασιλείου ο Καραµανλής αναλάµβανε πρωτοβουλία συνεννόησης µε τον πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια, µε µια επιστολή στην οποία του εξέφραζε την ευαρέσκειά του, µιλούσε πάλι για την «αποστολή» της χούντας και ουσιαστικά δικαιολογούσε το πραξικόπηµα: «Κύριε Πρόεδρε, µε ικανοποίησιν έλαβον γνώσιν των τελευταίων δηλώσεών σας προς την Επιτροπήν Αναθεωρήσεως του Συντάγµατος. Επιβεβαιώνουν την θέλησιν της Κυβερνήσεως όπως αποκαταστήση την οµαλότητα και µάλιστα επί υγιεστέρων βάσεων, διά του εκσυγχρονισµού του πολιτεύµατος της χώρας. Δεν σας αποκρύπτω ότι κατειχόµην από την ανησυχίαν ότι ήτο δυνατόν να εκτραπή η επανάστασις προς επιδιώξεις αντιθέτους προς την αποστολήν της. Διότι υπήρξαν πληροφορίαι και ίσως και ενδείξεις, ότι θα επεχειρείτο να δοθή εις την µεταβολήν του παρελθόντος Απριλίου κάποια µορφή µονίµου καθεστώτος. Γνωρίζω τας αντιλήψεις σας και εκτιµώ το ήθος σας, όπως γνωρίζω και εκτιµώ την σύνεσιν και το θάρρος, µε το οποίον ο βασιλεύς αντιµετωπίζει την δηµιουργηθείσαν εν Ελλάδι κατάστασιν. Και θα απετέλουν αυτά εγγυήσεις διά το µέλλον, εάν η εξουσία δεν ήτο σήµερον εν Ελλάδι πολυκεντρική. Δεν αµφιβάλλω ότι οι πρωτοστατήσαντες εις την εκτροπήν εκινήθησαν µε αγαθάς προθέσεις (το αν, καλώς ή κακώς, εξετίµησαν τους κινδύνους οι οποίοι κατά την γνώµη τους ηπείλουν το Εθνος, θα κριθή από την ιστορίαν). Είναι γνωστόν ότι όλαι αι επαναστάσεις περικλείουν και δυνάµεις εξτρεµιστικάς και είναι, επίσης, γνωστόν ότι µη δεσµευόµενοι από κανόνας αυτοσχεδιάζουν και διαµορφώνουν καθ’ οδόν την πολιτικήν των.


Και σας γράφω, ακριβώς, για να επιστήσω επ’ αυτού την προσοχήν σας. Θεωρώ περιττόν να τονίσω τους κινδύνους που συνεπάγεται για το Εθνος οιαδήποτε απόπειρα µονιµοποιήσεως του παρόντος καθεστώτος. […] Η επανάστασις, ως γνωστόν, εξεδηλώθη ως αντίδρασις κατά της υφισταµένης εν Ελλάδι καταστάσεως, την αθλιότητα της οποίας συνοµολογούν ήδη όλοι οι Ελληνες και όταν ακόµη διαφωνούν ως προς τους υπευθύνους. […] Ανεξαρτήτως, όµως, των αιτίων, τα οποία οδήγησαν εις την εκτροπήν, βέβαιον είναι ότι τα ίδια αυτά αίτια προσδιορίζουν και την αποστολήν της. Αποστολήν, η οποία συνίσταται εις την εξυγίανσιν της δηµοσίας µας ζωής και την ταχείαν αποκατάστασιν της Δηµοκρατίας επί βάσεων ασφαλεστέρων. Υπό την έννοιαν δε αυτήν και µόνον την εστήριξε ο στρατός, την υπεδέχθη η κοινή γνώµη και την ηνέχθησαν εκείνοι, οι οποίοι ηδύναντο εγκαίρως να αντιδράσουν. Πάσα παρεξήγησις επ’ αυτού θα απετέλει βαρύτατον ιστορικόν σφάλµα. Δεν αµφιβάλλω ότι η Κυβέρνησις, εν τω συνόλω της, υπό την έννοιαν αυτήν συνέλαβε την αποστολήν της και ότι θα είναι εις θέσιν συντόµως να προσδιορίση τα µέτρα και την διαδικασίαν διά των οποίων θα την πραγµατοποιήση. Η ύπαρξις αµφιβολιών περί των προθέσεών της θα προκαλέση σύγχυσιν και επικινδύνους αντιδράσεις. Αι ασθένειαι, άλλωστε, της δηµοσίας µας ζωής είναι γνωσταί όπως είναι γνωστά και τα αίτια που τας προκαλούν. Παραλλήλως, η Κυβέρνησις διαθέτει, ως επανάστασις, απεριόριστον εξουσίαν. Εξουσίαν, η οποία της επιτρέπει να ωφελή αλλά και να βλάπτη µεγάλως. Και διά να ωφελήση, δεν έχει παρά να την χρησιµοποιήση µε αίσθηµα ευθύνης και τόλµην συνετήν. Δεν γνωρίζω ούτε τας προθέσεις ούτε τας δυνατότητας της επαναστατικής Κυβερνήσεως. Εύχοµαι να έχη συλλάβει ορθώς την αποστολήν της και να έχη την ικανότητα να την φέρη εις πέρας. Εάν όµως, δι’ οιονδήποτε λόγον, υστερή είτε εις το πρώτον είτε εις το δεύτερον, τότε οφείλει να αφήση την πρωτοβουλίαν εις τον Ρυθµιστήν του Πολιτεύµατος, προσφέρουσα εις Αυτόν και την συµπαράστασίν της».(10) Ο Καραµανλής συνόδευσε την επιστολή του µε αντίγραφο της «πλατφόρµας» του περί «βαθείας τοµής» που είχε γράψει στο Nassau, προσπαθώντας να στρέψει τη δικτατορία προς τα εκεί που ο ίδιος επιθυµούσε. Σε διαφορετικό ύφος, αλλά µε παρεµφερές περιεχόµενο και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διατυπώσεις, ο Καραµανλής στέλνει στον Τσάτσο πέντε µέρες αργότερα άλλη επιστολή, η οποία παραµένει µέχρι σήµερα αδηµοσίευτη: «1. Είναι κατ’ αρχήν λυπηρόν ότι από σφάλµατος εις σφάλµα, εφθάσαµεν εις την κατάλυσιν του ελευθέρου πολιτεύµατος της χώρας.


Η Ελλάς που την είχαµε φέρει στα πρόθυρα της Ευρώπης, ξαναγύρισε στα βάθη της Ανατολής. 2. Η Δηµοκρατία, όµως, είχε δολοφονηθή υπό καθεστώς ελευθερίας. Οι αξιωµατικοί, απλώς, επεβεβαίωσαν τον θάνατόν της. 3. Η επανάστασις αποτελεί ήδη πραγµατικότητα. Και, µάλιστα, πραγµατικότητα από την εξέλιξιν της οποίας θα επηρεασθή το µέλλον της χώρας. 4. Ηµπορεί να ωφελήση, όπως ηµπορεί και να βλάψη µεγάλως. Το ποίο εκ των δύο θα συµβή θα εξαρτηθή από τους σκοπούς που θα επιδιώξη και τον τρόπο µε τον οποίον θα τους πραγµατοποιήση. 5. Θα ωφελήση εάν α) πιστέψη εις τον µεταβατικό της χαρακτήρα, β) εξυγιάνη δι’ αποφασιστικών µέτρων τον δηµόσιον βίον και την οικονοµίαν µας και, τέλος, δώση εις τον τόπον το κατάλληλο Σύνταγµα: δηλαδή της κυβερνωµένης αντί της κυβερνώσης Δηµοκρατίας. 6. Θα βλάψη, εάν επιδιώξη την µονιµοποίησιν, υπό οιανδήποτε µορφήν, του σηµερινού καθεστώτος. Διότι διά να το επιτύχη θα χρησιµοποιήση µέσα τα οποία θα εξαρθρώσουν τον τόπον. Αλλά και διότι θα προκαλέση αντιδράσεις, αι οποίαι, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσουν εις κάποια συµφορά. 7. Από ό,τι βλέπω αυτή την στιγµή και τα δύο έχουν ίσες πιθανότητες. Για να επικρατήση το πρώτον θα πρέπει να ευρεθή τρόπος να οδηγηθούν οι επαναστάται στον ίσιο δρόµο. Και αυτό θα γίνη –εάν ηµπορεί να γίνη– κατ’ αρχήν διά της πειθούς και εν συνεχεία διά ανοιχτής πιέσεως. Ο ρόλος του Βασιλέως εις την περίπτωσιν αυτήν, αποφασιστικός, αλλά δυσχερέστατος. 8. Δεν βλέπω ότι θα βγούµε εύκολα από την παρούσα περιπέτεια. Οχι µόνον διότι ηµπορεί να µην το επιθυµούν οι επαναστάται, αλλά διότι λογικώς αποκλείεται να αποκαταστήσουν την οµαλότητα εάν δεν υπάρξουν συνθήκαι ασφαλείας, και γι’ αυτούς και για τον τόπο. Και αυταί δεν θα υπάρξουν εάν ο τόπος επανέλθη εις την κατάστασιν που ευρίσκετο προ της εκτροπής. Συνεπώς, θα πάµε εις πλήρη οµαλότητα σταδιακώς. Πολλοί επισκέπται µου, όλων των αποχρώσεων, µου εζήτησαν να ηγηθώ του αγώνος κατά των επαναστατών. Τους έδιωξα µε την δήλωσιν α) ότι µε κανένα τρόπο δεν θα ανελάµβανα πρωτοβουλίες διά να αποκαταστήσω την προ της εκτροπής κατάστασιν και β) ότι εάν τους κοπούν όλες οι γέφυρες, όσο υπάρχει ακόµη ελπίς να περάσουν, δεν βλέπω επάνοδον εις την οµαλότητα. Πάντως, εάν κρίνω από ό,τι ακούω, καταλήγω εις το συµπέρασµα ότι οι Ελληνες, όπως και οι Βουρβώνοι, ούτε ελησµόνησαν ούτε εδιδάχθησαν από τας τελευταίας περιπετείας των. Και αυτό µε κάνει απαισιόδοξον για το µέλλον».(11)


Οι θέσεις αυτές είναι αποκαλυπτικές. Ο Καραµανλής επιµένει στους όρους υπό τους οποίους το πραξικόπηµα θα ωφελήσει τον τόπο, αρνείται κάθε σκέψη επιστροφής στην προχουντική περίοδο και περηφανεύεται ότι «έδιωξε» όσους του εισηγήθηκαν να αναλάβει την ηγεσία της αντίστασης για να µην υπάρξει αυτή η επιστροφή και να µην κοπούν οι γέφυρες µε τη χούντα. Και το σηµαντικότερο: όπως προκύπτει από αυτή την επιστολή, ο πρώτος που εµπνεύστηκε τη θεωρία της «γέφυρας» δεν ήταν ο Αβέρωφ, όπως έχει καταγραφεί στη σχετική βιβλιογραφία, αλλά ο ίδιος ο ιδρυτής της ΕΡΕ και αδιαφιλονίκητος αρχηγός του συντηρητικού χώρου. Η αντιδιαστολή της «κυβερνώσης» δηµοκρατίας από την κατά Καραµανλή ευκταία «κυβερνωµένη» είναι επίσης κρίσιµη για την πολιτική σκέψη του εκείνη την κρίσιµη περίοδο. Ο «πρωθυπουργός» Κόλλιας υποδέχτηκε µε ψυχρότητα την επιστολή Καραµανλή, ο οποίος αιφνιδιάστηκε από την αντίδραση και τη θεώρησε προσβολή προς το πρόσωπό του: «Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως µε απηξίωσε απαντήσεως, αρκεσθείς να δηλώση κατά τρόπον αόριστον εις τον κ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος του έδωσε την επιστολήν, ότι δεν έπρεπε να ανησυχώ. Παρά ταύτα, οι λόγοι και αι πράξεις της Κυβερνήσεως ενίσχυον τας ανησυχίας µου».(12) Σε όλους αυτούς τους πρώτους µήνες της δικτατορίας ο Καραµανλής απέφυγε κάθε δήλωση για τις χιλιάδες συλλήψεις, καταδίκες και εκτοπίσεις δηµοκρατών αγωνιστών και πολιτικών. Τον µόνο πολιτικό που θεώρησε υποχρέωσή του να υπερασπιστεί ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος καταδικάστηκε στις 17 Αυγούστου 1967 σε πενταετή φυλάκιση, αλλά µια βδοµάδα αργότερα του απονεµήθηκε χάρη από τον βασιλιά και αποφυλακίστηκε.(13) Την ίδια περίοδο ο Καραµανλής φρόντισε να συναντά τους συνοµιλητές της χούντας Π. Πιπινέλη και αρχιεπίσκοπο Αµερικής Ιάκωβο, χρησιµοποιώντας τους ως διαµεσολαβητές µε το καθεστώς και µε τον Γκλίξµπουργκ. Ακόµα και όταν του διαµήνυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου ότι είναι πρόθυµος να στηρίξει οποιαδήποτε πρωτοβουλία του για την αποκατάσταση της δηµοκρατίας, ο Καραµανλής απάντησε αρνητικά.(14) Οι θέσεις του διατυπώνονται και σε δεύτερη επιστολή προς τον Ιάκωβο, στην οποία µάλιστα ο Καραµανλής διατυπώνει προτάσεις για την «επιτυχία της επαναστάσεως», και τροµάζει στην ιδέα ότι µπορεί το δικτατορικό καθεστώς να καταρρεύσει.


Ούτε αυτή η επιστολή περιλαµβάνεται στο δηµοσιευµένο Αρχείο: «Αγαπητέ και σεβαστέ µου φίλε, Τα συµπεράσµατα της συνοµιλίας σας µε τον Βασιλέα, όχι ενθαρρυντικά. Φοβούµαι ότι, χωρίς να αγνοώ τις δυσχέρειες που αντιµετωπίζει, κάµει κακήν εκτίµησιν της καταστάσεως όταν αναθέτει εις τον νόµον της φθοράς την λύσιν του προβλήµατος. Διότι το θέµα δεν είναι να επανέλθωµεν εις την οµαλότητα διά της αποτυχίας της επαναστάσεως, αλλά διά της επιτυχίας της. Αν συµβή το πρώτον θα αναγκασθούν ούτοι, φοβούµενοι διά το µέλλον, να σκληρύνουν τας θέσεις των ή θα καταρρεύσουν γελοιοποιούµενοι. Και εις τις δύο όµως περιπτώσεις, θα αχθώµεν εις κατάστασιν χειροτέραν της σηµερινής. Η επανάστασις, άπαξ και εγένετο, προσφέρει µίαν ευκαιρίαν ανασυντάξεως της ζωής του Εθνους. Η ευκαιρία αυτή θα πρέπη να αξιοποιηθή διά να καταστή εις το µέλλον δυνατή η λειτουργία της Δηµοκρατίας εις τον τόπον µας. Και θα αξιοποιηθή, εάν η επανάστασις: 1ον) Πιστέψη ειλικρινώς εις τον µεταβατικόν της χαρακτήρα. 2ον) Λάβη τα αναγκαία και γνωστά εις όλους µας µέτρα διά την εξυγίανσιν της εθνικής µας ζωής, αδιαφορούσα διά την δηµοτικότητά της. 3ον) Καταρτίση Σύνταγµα το οποίον να είναι µεν αυστηρόν, ουχί όµως αντιδηµοκρατικόν. Δηλαδή, το Σύνταγµα της κυβερνουµένης αντί της κυβερνώσης Δηµοκρατίας. Και 4ον) Δηµιουργήση τας προϋποθέσεις ακινδύνου επανόδου εις την οµαλότητα. Διότι δεν θα σηµαίνη βέβαια αποκατάστασιν της οµαλότητος η επάνοδος εις την υφισταµένην προ του κινήµατος κατάστασιν. Το τελευταίο δε αυτό έχει βαρύνουσαν σηµασίαν, δεδοµένου ότι συνιστά τον πυρήνα του προβλήµατος. Διά να γίνουν όλα αυτά θα πρέπη η επανάστασις να χειραγωγηθή. Με αυτό δε ακριβώς θα πρέπη να ασχοληθούν όσοι δύνανται να επηρεάσουν την εξέλιξιν των Εθνικών µας πραγµάτων, αντί να αναζητούν λύσεις εις την σήψιν. Φοβούµαι επίσης –εύχοµαι να διαψευστώ– ότι δεν είναι δικαιολογηµένη η αισιοδοξία του συνοµιλητού σας όσον αφορά το Σύνταγµα και το Στράτευµα. Αντιλαµβάνεσθε, κατόπιν όλων αυτών, διατί, όπως σας είπα και εις την Ζυρίχην, αι δυνατότητές µου να βοηθήσω τον τόπον είναι περιορισµέναι. Σας ευχαριστώ διά την ενηµέρωσιν η οποία επιβεβαιώνει την σταθερότητα της φιλίας και της εµπιστοσύνης µε την οποία µε περιβάλλετε».(15) Για το πώς εισέπρατταν τη στάση του Καραµανλή ακόµα και οι συνοµιλητές του είναι ενδεικτικό ένα δικό του σηµείωµα, στο οποίο περιγράφεται η επίσκεψη στο Παρίσι του πρώην υπασπιστή του Γκλίξµπουργκ Μιχ. Αρναούτη (31.10.1967).


Ο Αρναούτης τον ρώτησε αν είναι ακριβή όσα µετέφερε στον βασιλιά ο Καρδαµάκης, «ότι δηλαδή ο βασιλεύς δεν πρέπει να πιέζη τους επαναστάτας όπως αποχωρήσουν και ότι θα πρέπει να τους αφήση να πραγµατοποιήσουν το έργον το οποίον έταξαν εις εαυτούς πριν αποκατασταθή η οµαλότης». Εκ των υστέρων ο Καραµανλής γράφει ότι αυτά ήταν ανακριβή, αλλά τα επιβεβαιώνουν σήµερα όλα τα διαθέσιµα στοιχεία.(16) Ακόµα και η συνέντευξη του Καραµανλή, µε αφορµή την κυπριακή κρίση, που δηµοσιεύτηκε στη γαλλική Le Monde (28.11.1967) και θεωρείται η πρώτη του κίνηση κατά της δικτατορίας, επαναλαµβάνει την ίδια σταθερή του πεποίθηση, ότι για το πραξικόπηµα ευθυνόταν η «χρεοκοπία» της δηµοκρατίας και ότι διαφωνεί µε την επάνοδο στην προδικτατορική κατάσταση, διότι «η επάνοδος εις την προ του πραξικοπήµατος κατάστασιν δεν θα εσήµαινε παρά αλλαγήν µορφής ανωµαλίας». Οσο για τον «κίνδυνο επικρατήσεως του κοµµουνισµού» που αποτελούσε το βασικό επιχείρηµα των πραξικοπηµατιών, ο Καραµανλής θα νίψει τας χείρας του: «Δεν γνωρίζω εάν υπήρχε και εις ποίαν έκτασιν ο κίνδυνος αυτός. Γνωρίζω, όµως, ότι υπήρχεν κάτι χειρότερον: η πολιτική και ηθική αναρχία».(17) Αρκεί να συγκρίνει κανείς τις θέσεις του Καραµανλή από το Παρίσι µε τις θαρραλέες δηλώσεις του Π. Κανελλόπουλου στην Αθήνα δύο µήνες νωρίτερα για να καταλάβει. Ο Κανελλόπουλος, αντίθετα από τον προκάτοχό του, υπήρξε σαφής στο ότι «δεν απετράπη κανένας κίνδυνος µε το πραξικόπηµα» και ότι «δεν υπήρχε χάος» που θα δικαιολογούσε την επέµβαση του στρατού.(18) Η χούντα έδωσε εντολή στις απόλυτα ελεγχόµενες εφηµερίδες να δηµοσιεύσουν στις 5 Δεκεµβρίου αυτούσια τη συνέντευξη Καραµανλή, ενώ οι δηλώσεις Κανελλόπουλου απαγορεύτηκαν από τη λογοκρισία. Στη συνέντευξη αυτή ο Καραµανλής δεν χρησιµοποίησε τον όρο «χούντα», που είχε ήδη περάσει στο πολιτικό λεξιλόγιο, επειδή «έµµεσα αναγνώριζε στους φιλόδοξους αξιωµατικούς και κάποια αποστολή», θα παραδεχτεί ο εκ των ηµιεπίσηµων βιογράφων του Π. Τζερµιάς. «Η αποφυγή του όρου “χούντα” και ανάλογων εκφράσεων και η χρησιµοποίηση λέξεων όπως “κυβέρνησις” ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της οπτικής του Καραµανλή. Αφηναν και φραστικά κάποια περιθώρια για την µαλακή λύση».(19)


Κύριος αποδέκτης των δηλώσεων Καραµανλή ήταν σε όλο το διάστηµα της δικτατορίας η ίδια η χούντα: «Ο Καραµανλής προσπαθούσε για λόγους τακτικής να ακουµπήσει τις πιο διαφορετικές “χορδές” στον εσωτερικό κόσµο των “επαναστατών”».(20) Για το τι ακριβώς σκεπτόταν ο Καραµανλής αποκαλυπτικό είναι το περιεχόµενο της συζήτησής του µε τον Αµερικανό διπλωµάτη Χ. Μάινορ δύο µέρες µετά τη συνέντευξη στη Le Monde. Διηγείται ο ίδιος: «Την 30ή Νοεµβρίου µε επεσκέφθη ο πρεσβευτής κ. Μάινορ κατ’ εντολήν του Σταίητ Ντηπάρτµεντ διά να µε ερωτήση πώς εκτιµώ την παρούσαν εν Ελλάδι κατάστασιν. Του είπα τα γνωστά. Οτι η επανάστασις ήτο αναπότρεπτος λόγω και της πολιτικής αθλιότητος που επεκράτει, ότι η επανάστασις άπαξ γενοµένη ηδύνατο ν’ αποβή ωφέλιµος, δεδοµένου ότι θα προσέφερε εις την χώραν την ευκαιρίαν να ανασυντάξη την εθνικήν ζωήν, ότι δυστυχώς απέτυχε και ότι πρέπει να παραχωρήση εγκαίρως την θέσιν της εις µίαν Κυβέρνησιν, η οποία να κάµη ό,τι δεν ηδυνήθη να κάµη η ιδία, για να επανέλθη ο τόπος εις την οµαλότητα».(21) Αυτά ήταν λοιπόν τα «γνωστά» για τον Καραµανλή. Πλήρης υποστήριξη της αναγκαιότητας του πραξικοπήµατος και χλιαρή διαµαρτυρία για τη µονιµοποίηση του καθεστώτος. Ακολούθησε το οπερετικό «αντιπραξικόπηµα» του Γκλίξµπουργκ και µια σύντοµη δήλωση Καραµανλή, στην οποία αναφέρεται ότι «όλοι οι Ελληνες έχουν καθήκον να υποστηρίξουν τον αγώνα διά την αποκατάστασιν της δηµοκρατίας στην Ελλάδα. […] Οι συνταγµατάρχαι των Αθηνών καλούνται να συµβάλουν».(22) Αλλη µια εποικοδοµητική έκκληση προς τους δικτάτορες που συνοδεύτηκε µε την παγερή αντιµετώπιση της βασιλικής αποτυχίας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Επιστολή Π. Κανελλόπουλου προς Κ. Καραµανλή, 16.3.1967, ΑΚΚ, Φ. 38Α, 8. 1087-1092. Βλ. και Αλέξανδρος Βέλιος, Η αλληλογραφία της αυτοεξορίας. Κωνσταντίνος Καραµανλής 1963-1974, εκδ. Ροές, Αθήνα 1995, σ. 161. 2. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος (επιµ.), Κωνσταντίνος Καραµανλής. Αρχείο. Γεγονότα και κείµενα, Εκδοτική Αθηνών - Ιδρυµα Κωνσταντίνος Καραµανλής, Αθήνα 1997, τ. 6, σ. 259. 3. Επιστολή Κ. Καραµανλή προς Κ. Τσάτσο, 10.4.1967, ΑΚΚ, Φ. 38Α 8. 447448 και Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ό.π., τ. 6, σ. 266-268. 4. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ό.π., τ. 7, σ. 19. 5. Στο ίδιο. 6. Επιστολή Αχ. Καραµανλή προς Κ. Καραµανλή, 23.4.1967, ΑΚΚ, Φ. 38Α, 8. 458-461. 7. Επιστολή Κ. Καραµανλή προς αρχιεπίσκοπο Αµερικής Ιάκωβο, 29.5.1967, στο Γεώργιος Π. Μαλούχος, Εγώ, ο Ιάκωβος, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2002, σ. 241-246. 8. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ό.π., τ. 7, σ. 239-240. 9. Επιστολή Βασ. Βασιλείου προς Κ. Καραµανλή, 12.6.1967, ΑΚΚ, Φ. 38Α, 8. 467-470. 10. Επιστολή Κ. Καραµανλή προς Κ. Κόλλια, 20.6.1967, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ό.π., τ. 7, σ. 28-29. 11. Επιστολή Κ. Καραµανλή προς Κ. Τσάτσο, 25.6.1967, ΑΚΚ, Φ. 38Α, 8. 474-476. 12. Μεταγενέστερο σηµείωµα του Κ. Καραµανλή, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ό.π., τ. 7, σ. 31. 13. Στο ίδιο, τ. 7, σ. 32. 14. Μεταγενέστερο σηµείωµα του Κ. Καραµανλή, στο ίδιο, τ. 7, σ. 37-38. 15. Επιστολή Κ. Καραµανλή προς αρχιεπίσκοπο Αµερικής Ιάκωβο, 6.9.1967, στο Γεώργιος Π. Μαλούχος, ό.π., σ. 247-248. 16. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ό.π., τ. 7, σ. 44. 17. Στο ίδιο, τ. 7, σ. 51-54. 18. Δ. Αλικανιώτης (επιµ.), Κείµενα Παναγιώτη Κανελλόπουλου από τον αγώνα του εναντίον της δικτατορίας, 1967-1974, εκδ. Γιαλλελής, Αθήνα 1987, σ. 51-56. 19. Παύλος Ν. Τζερµιάς, Ο Καραµανλής του αντιδικτατορικού αγώνα. Ιστορική αποτίµηση µιας δύσκολης εποχής (1967-1974), εκδ. Ροές, Αθήνα 1984, σ. 167-169. 20. Στο ίδιο, σ. 170. 21. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, ό.π., τ. 7, σ. 59. 22. Στο ίδιο, τ. 7, σ. 60.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.