Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου Δύο μέρες πριν. Όλο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Με είχε κατακλύσει το συναίσθημα του φόβου. Μα δεν τολμούσα να μιλήσω γιατί ήμουν φυσικά ένας στρατιώτης. Ακόμα και στον φίλο μου που ήμασταν μαζί από μικρά παιδιά. Από όταν ήμουν μικρό παιδί με ανάγκαζαν να πολεμάω. Μου έμαθαν τα πάντα γύρω από αυτή την τέχνη, που οι ίδιοι κατείχαν πολύ καλά. Ποτέ όμως δεν κατάλαβα γιατί εκείνοι την είχαν ως υπέρτατη αξία. Είχα συμμετάσχει ,δυστυχώς, σε πολλές μάχες μα η γνώμη μου για τον πόλεμο ήταν πάντα η ίδια, μια αλυσιτελή διαδικασία. Και μια ακόμη τέτοια διαδικασία απείχε μόλις δυο μέρες. Όμως εγώ φοβόμουν. Δεν ένιωθα δειλός, αλλά ανήμπορος να ξεφύγω μακριά από αυτούς. Και σήμερα θα έπρεπε να προετοιμαστούμε για να δείξουμε τον «καλύτερο» μας εαυτό, ο οποίος θα μας οδηγούσε στην πολυπόθητη νίκη. Δηλαδή νικητής αναδεικνύεται η πλευρά που θα καταφέρει να τερματίσει για πάντα τις περισσότερες ψυχές. Εγώ δεν το ασπάστηκα ποτέ αυτό παρόλο που με έχουν κλείσει εδώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πάντα πίστευα ότι μέσα από ένα πόλεμο δεν μπορεί υφίσταται κανένας νικητής παρά μόνο ηττημένος. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κατευθύνθηκα στην τραπεζαρία για να γευματίσω. Εκεί συνάντησα τον καλύτερο μου φίλο και αρχίσαμε να συζητάμε για την ναυμαχία. Μου έλεγα διάφορες λεπτομέρειες για τα όπλα αλλά και τα πλοία που θα χρησιμοποιήσουμε. Αφού τελειώσαμε την συζήτηση μας αλλά και το πρωινό ο καθένας πήγε στο δωμάτιο του. Εκεί έπρεπε να ετοιμαστώ για την επιβίβαση στα πλοία. Μαζί μου πήρα και το μοναδικό βιβλίο που είχα διαβάσει και το έκρυψα για να μην το δει κανείς. Εδώ εννοείται και η μελέτη βιβλίων ήταν η πιο περιττή ασχολία που θα μπορούσε κάποιος να κάνει. Εδώ ζούσαν μόνο για τον πόλεμο. Οτιδήποτε άλλο φάνταζε αδιανόητο. Έτσι μαζί με αυτό τοποθέτησα στο σακίδιο μου και μερικά αλλά πράγματα και πήγα σε ένα χώρο οπού συγκεντρωνόμαστε όλοι. Πριν επιβιβαστούμε μας έκαναν να επαναλάβουμε έναν όρκο αφοσίωσης προς την πατρίδα. Μα τα χείλη μου ήταν αδύναμα να τον προφέρουν αφού εγώ δεν ανήκα εδώ, δεν άνηκα με αυτούς. Από την άλλη η μνήμη μου δεν έχει συγκρατήσει την εθνικότητα μου, έτσι αυτό με παροτρύνει στην επανάληψη του όρκου. Ύστερα , ανεβήκαμε στα πλοία και λάβαμε κάποιες εντολές και οδηγίες και μας πρόσταξαν να πάμε στα δωμάτια που φυλάσσονταν τα όπλα με τα όποια θα έπρεπε εμείς σε δυο μέρες να πολεμήσουμε. Μας μιλούσαν συνέχεια μα το μυαλό μου δεν μπορούσε να εστίαση στην επίδειξη χρήσης κάποιον ειδικών όπλων. Τα κοίταζα συνεχεία. Δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο, όπως τα έκανα οι ίδιοι να φαίνονται. Απλά αντικείμενα φτιαγμένα από μέταλλο, άψυχα αντικείμενα. Μα είχαν τόσο μεγάλη σημασία. Κάτι αποκτά αξία μόνο όταν εμείς του την παρέχουμε. Έτσι και αυτά αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι ενός πολέμου. Αυτή η παρουσίαση δεν διήρκησε πολύ. Μετά μας άφησαν να ξεκουραστούμε, ευτυχώς γιατί όλο το βραδύ δεν είχα καταφέρει να κοιμηθώ έστω και λίγο. Το απόγευμα εξασκούμασταν στην χρήση των νέων οπλών που μας είχαν φέρει. Έτσι πέρασε όλο το απόγευμα. Στο βραδινό όμως ενώ συζητούσα με τον φίλο μου εκμυστηρεύτηκε ότι τον τελευταίο μηνά το στομάχι του το πονούσε όλο και περισσότερο. Λυπήθηκα αφάνταστα. Αν πάθαινα κάτι ο φίλος μου δεν θα το αντέχω. Είναι ο μονός που έχω. Εκείνος, βέβαια, με διαβεβαίωσε ότι ήταν και περαστικό και ασήμαντο και δεν θα έπρεπε να στενοχωριέμαι. Εγώ, για ακόμα μια φόρα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Αυτή την φορά ,όμως, είχα ένα κακό προαίσθημα ,φοβόμουν για εκείνον έτσι πέρασα όλο το βράδυ φέρνοντας στο μυαλό μου αναμνήσεις με εκείνον. Όπως για παράδειγμα εκείνη τη μέρα που γνωριστήκαμε ή την ήμερα που μου έσωσε τη ζωή από βέβαιο θάνατο ή τις ατέλειωτες συζητήσεις μας ή τις αμέτρητες φορές που με κορόιδευαν οι
υπόλοιποι και εκείνος με θάρρος με υπερασπίστηκε. Δεν θα άντεχα εδώ χωρίς εκείνον. Δεν θα αντέξω αν πάθει κάτι.
Μια μέρα πριν. Το προαίσθημα μου ,σήμερα, επιβεβαιώθηκε. Νωρίς το πρωί με πληροφόρησαν ότι καλύτερος μου φίλος είχε πεθάνει. Πλέον δεν είχα κανέναν. Αφότου ήρθα εδώ ήταν ο μόνος που εμπιστευόμουν. Πάντα νοιαζόταν για έμενα. Δεν ήταν λίγες οι φόρες που με είχε σώσει στις μάχες. Ξενυχτούσε μαζί μου και άκουγε τις σκέψεις μου, τους φόβους μου. Κάνεις άλλος δεν μπορούσε ούτε να ενδιαφερθεί ούτε να με καταλάβει. Μα και εγώ λάτρευα να τον ακούω. Ήταν περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερος και είχε ζήσει περισσότερο στην ελευθερία από εμένα αν και όταν ήρθα εδώ τον είχαν ήδη αιχμαλωτίσει. Μου διηγούταν για ώρες ιστορίες από την οικογένεια του και του φίλους του. Πόσο ωραία θα ήταν. Μα ιστορίες που με καθήλωναν περισσότερο ήταν εκείνες που συμπεριλάμβαναν το σχολείο. Όταν με έσυραν εδώ δεν θα ήμουν μεγαλύτερος από τεσσάρων χρονών. Έτσι δεν ήμουν αρκετά μεγάλος ώστε να φοιτήσω σε κάποιο σχολείο της περιοχής. Όμως μίλαγε για εκείνο σαν να μην υπήρχε κάτι καλύτερο. Σίγουρα όμως θα ήταν καλύτερο από αυτό. Από αυτή την κόλαση τόσων χρόνων. Εκείνος μου έμαθε να διαβάζω, εκείνος μου έδωσε αυτό το βιβλίο. Ήταν η μοναδική μου οικογένεια και τώρα χάθηκε για πάντα. Κάθισα σε μια γωνία μακριά από όλους. Προσπάθησα να συγκρατηθώ όμως ο αβάσταχτη λύπη με πρόδωσε και έτσι τα δάκρυα κύλησαν χάρις να μπορώ να τα ελέγχω. Ήμουν ολομόναχος πλέον. Άκουσα ένα θόρυβο και έντρομος σκούπισα τα δάκρυα μου. Δεν έπρεπε να με δει κάποιος να κλαίω. Ήμουν ένας στρατιώτης και δεν έπρεπε να κλαίω. Όμως δεν άντεξα και άρχισα πάλι. Σε λίγη ώρα κατευθύνθηκα προς την τραπεζαρία του πλοίου. Κοίταξα γύρω και όλοι τους συμπεριφέρονταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως, ενώ εγώ είχα χάσει τα πάντα εκείνοι τον θεωρούσαν μια ακόμα ασήμαντη απώλεια. Μα φυσικά στρατιώτες είμαστε , πόλεμο έχουμε σε μερικές μέρες. Τα πρόσωπα του ήταν τόσο ψυχρά. Ένιωθα την αδιαφορία τους να με διαπέρνα. Πώς ένας τόσο σπουδαίος όπως εκείνος να πεθαίνει απαρατήρητα. Αν και δεν είχα τελειώσει το φαγητό μου σηκώθηκα από το τραπέζι και απομακρύνθηκα από το δωμάτιο. Ένιωθα με τέτοια απέχθεια προς όλους. Πώς μπορούσαν να ζουν έτσι. Θυμήθηκα τον όρκο αφοσίωσης και πιο συγκεκριμένα το σημείο που ανέφερε ότι πρέπει να κάνουμε τα πάντα για τον συμπολεμιστή μας. Μα τελικά ο συμπολεμιστής του αποτελούσε ένα τίποτα για εκείνους. Πήγα να ξαπλώσω, ένιωθα τόσο αδύναμος. Αποκοιμήθηκα για μερικές λεπτά όμως η φωνή του συγκάτοικου μου με καλούσε για την καθημερινή εξάσκηση. Σήμερα ,όμως, ήταν η σειρά μου για τις αγορές. Έτσι ο ανώτερος μου, μου έδωσε μια λίστα με όλες τις ανάγκες των στρατιωτών και εγώ έφυγα με προορισμέ την πλησιέστερη πόλη. Όταν έφτασα, η αγορά κατακλυζόταν από πλήθος κόσμου. Από όλους αυτούς ξεχώρισα μια οικογένεια, θα πρέπει να ήταν αρκετά φτωχή. Πλησίασα και κατευθείαν σκέφτηκα την δική μου οικογένεια. Όσες αναμνήσεις υπήρχαν είχαν χαθεί στο χρόνο σαν τις ελπίδες μου για να ξεφύγω κάποια μέρα από εδώ. Την μόνη που η μνήμη μου είχε διαφυλάξει σαν το πιο ιερό, την εκείνη με την μικρή μου αδελφή. Την θυμάμαι να τρέχει σε κάποια αυλή, μάλλον δική μας θα ήταν, ανέμελη με την ελευθερία όλη δική της. Πάντα την σκεπτόμουν και ευχόμουν με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να είναι καλά όπου και είναι. Τουλάχιστον να είναι εκείνη καλά. Καθώς αναλογιζόμουν όλα αυτά , ένιωσα το βλέμμα της μητέρας να είναι καρφωμένο πάνω μου, ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια αλλά και φόβο επειδή ήμουν ένα στρατιώτης και κατευθείαν τινάχτηκα. Όσο τους πλησίαζα έβλεπα το φόβο στο πρόσωπο τους να εντείνεται όλο και περισσότερο. Τους ρώτησαν αν ήθελαν να τους βοηθήσω μα εκείνοι κουνώντας το κεφάλι τους αρνητικά, αμίλητοι, απομακρύνθηκαν. Αφού τέλειωσα όλες τι απαραίτητες αγορές ήταν ώρα να φύγω. Στη διαδρομή της επιστροφής στα πλοία στο
μυαλό μου είχε κολλήσει εκείνη η εικόνα της οικογενείας και πως στα πρόσωπα τους είχε διαγράφει ο φόβος τη παρουσίας μου. Από την άλλη νοσταλγούσα την οικογένεια μου. Μακάρι να ήμουν μαζί τους. Και αν αυτό ήταν αναπόφευκτο και η μοίρα μου είχε καθορίσει αυτή τη ζωή τουλάχιστον να είχα παραμείνει περισσότερο χρόνο ελεύθερος. Έδιωξα αυτές τι σκέψεις γρήγορα γιατί πλέον δεν θα μπορούσε να αλλάξει τίποτα. Πλέον και να έφευγα δεν είχα που να πάω , ζωή πέρα από εδώ δεν υπήρχε , θα πέθαινα. Αυτό το έλεγα συχνά ο νεκρός φίλος μου. Συνήθιζα να καταστρώνω περίτεχνα σχέδια διαφυγής και όταν τελείωνα εκείνος ήρεμος μου απαντούσε, προσπαθώντας να μην προσβάλλει την υπερηφάνεια που είχα για όλα αυτά, ότι η ζωή για εμάς πέρα από αυτά τα στρατόπεδα είναι ανύπαρκτη. Μάλιστα μου έλεγε ότι υπάρχουν άνθρωποι μου μορφώνονται και γίνονται σπουδαίοι και ξέρουν τα πάντα αλλά υπάρχουν άνθρωποι που μαθαίνουν κάποια τέχνη και για όλη τους τη ζωή αυτή ασκούν. Και θυμάμαι όταν τα είχα ακούσει αυτά τα λόγια για πρώτη φορά με βασάνιζε η απορία εγώ σε ποια κατηγορία ανήκω. Αφού τον ρώτησα εκείνος είπε σπουδαίος δεν μπορείς να αναδειχθείς μέσα από τον πόλεμο οπότε, με αμφιβολία μου είπε, είναι μια τέχνη, η τέχνη του πολέμου. Σε αυτή ο άνθρωπος καλείται να εκφράσει τον εαυτό του και σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος εκφράζει όλη την οργή και όλο το μίσος που μπορεί να πηγάσει από μέσα του. Φυσικά αντίθετα με την διαδομένη τέχνη το άτομο δεν αναπτύσσεται αλλά υποβιβάζει τον εαυτό του αφού ξοδεύει την ζωή για να μάθει τα εξυπνότερα τεχνάσματα για να σκοτώνει άλλους ανθρώπους. Σε λίγη ώρα βρισκόμουν πάλι πίσω. Ο ανώτερος μου χωρίς κανένα ίχνος ευχαριστίας που μετέφερα όλα εκείνα με διέταξε να πάω να συνεχίσω την καθημερινή εξάσκηση μου. Μάλιστα που τόνισε ότι η ναυμαχία απείχε μόλις λίγες ώρες και θα έπρεπε να ήμουν έτοιμος ώστε να νικήσουμε. Εννοείται πως ένας στρατιώτης δεν κουράζεται ποτέ είναι πάντα σε εγρήγορση και η άρνηση μου στην εντολή του ανώτερου φάνταζε όχι μονό ασύλληπτη αλλά και δείλια. Στο βραδινό όλο το σώμα μου με είχε προδώσει. Σε κάθε του σημείο πονούσε αλλά προσπαθούσα να μην το φανερώσω. Στο σωματικό πόνο είχε προστεθεί και η εξάντληση από την αϋπνία μου αλλά και πολύ περισσότερο η απώλεια του μόνου φίλου που είχα. Ύστερα από το βραδινό μου γεύμα κατευθύνθηκα με βαριά βήματα στο δωμάτιο μου και έπεσα στο στρώμα
Σήμερα. Η ημέρα της Ναυμαχίας. Επτά Οκτώβριου του 1571. Σήμερα ήταν η μέρα. Τόσοι λαοί θα έπρεπε να συγκρουστούν με ένα απώτερο σκοπό την νίκη. Για τους περισσότερους μόνο αυτή μέτραγα. Οι απώλειες ήταν θέμα λεπτομερειών. Μας ξύπνησαν αρκετά νωρίς για να ετοιμαστούμε και να μας δώσουν τις τελευταίες διαταγές. Μας εμψύχωναν. Όταν τέλειωσε αυτή η ίσως τελευταία μας συνάντηση ,μας προμήθευσαν με τα φονικά μέταλλα που θα μας οδηγούσαν στη νίκη. Πριν πλεύσουμε πήγα στο δωμάτιο μου. Εκεί παρέμεινα για λίγη ώρα. Η ανατολή του ηλίου με είχε καθηλώσει. Κοίταξα την φύση γύρω μου, όλα ήταν τόσο αρμονικά συνδεδεμένα μεταξύ τους, το ένα συμπλήρωνε το άλλο. Η αχτίδες του ήλιου διέσχιζα τα βουνά και τα ύδατα της θάλασσας. Δεν ήταν προετοιμασμένα για αυτό που θα ακολουθούσε. Τα νερά της θάλασσας ήταν τόσο διαυγή, μα δεν φανταζόταν πόσες γενναίες ψυχές θα αιχμαλώτιζαν για πάντα σήμερα. Τίποτα από όλα αυτά δεν φαινόταν να είναι έτοιμο να φιλοξενήσει μια τέτοια σημαντική μέρα, σήμερα θα γραφόταν μια από τις σημαντικότερες μάχες στην ιστορία. Έκλεισα τα ματιά και προσπάθησα να διαφυλάξω αυτή την εικόνα. Μπορεί να ήταν τα τελευταία λεπτά ζωής που μου απέμεναν. Έτσι έκανε και ο φίλος μου. Τον θυμάμαι να αποσύρεται πάντα λίγο πριν τη μάχη και να βρίσκει οτιδήποτε όμορφο υπήρχε γύρω και να το αιχμαλωτίζει με τα μάτια του. Αυτό έκανα τώρα και εγώ και ύστερα πήγα εκεί που είχαν συγκεντρωθεί και οι υπόλοιποι. Λίγα λεπτά απείχαμε από την εκκίνηση και
αυτά μας τα σπατάλησαν στο όρκο αφοσίωσης. Και ξανά αυτό το αιώνιο ποίημα , το αιώνιο ψέμα. Άρχισα να τον επαναλαμβάνω και εγώ επειδή ένιωθα το βλέμμα του ανωτέρου μου πάνω μου. Μέσα του ήξερε ότι απεχθανόμουν όλα αυτά αλλά η αδιαφορία του ήταν μεγάλη. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πολεμήσω κάτι που αναγκάστηκα το έκανα όποτε του αρκούσε. Ξεκινήσαμε. Μπορούσα να καταλάβω στο αέρα αυτό θα ερχόταν. Και ας μην πέθαινα όποιον και να σκότωνα ένα κομμάτι μέσα μου διαλυόταν. Βεβαία τόσα χρονιά είχα σκληρύνει. Στην αρχή όταν σκότωνα κάποιον δεν έτρωγα ούτε κοιμόμουν και γι αυτό πολλοί με κορόιδευαν για αυτό. Μα εγώ δεν έδινα πότε σημασία. Φτάσαμε. Όλοι πήγαμε στις θέσεις μας. Τα χέρια μου έτρεμαν. Για άλλη μια φορά έπρεπε να επαναλάβω αυτή την διαδικασία. Μα δεν το ήθελα. Χτυπάει ο ήχος των τύμπανων, ο πιο εκκωφαντικός, η μάχη αρχίζει. Ακούω τα κανόνια να χτυπούν. Γύρω έχει απλωθεί ένας μαύρος καπνός, δεν φαίνεται σχεδόν τίποτα. Ακούω τα ουρλιαχτά των ανθρώπων. Δεν μπορώ να τραβήξω τη σκανδάλη. Ο ανώτερος μου ουρλιάζει από το βάθος μα δεν μπορώ. Τι φρίκη. Έχω την ανάγκη να ουρλιάξω και να αρχίσω να τρέχω μακριά από εδώ. Έχω παγώσει μαζί και όλα όσα υπάρχουν τριγύρω μου. Παίρνω μια ανάσα και προσπαθώ να κουνηθώ αλλά είναι πλέον αργά. Νιώθω ένα καυτό σίδερο να με τρυπάει στο πόδι μου. Πέφτω κάτω. Σιγά σιγά όλα αρχίζουν να θολώνουν. Βλέπω το φίλο να στέκεται όρθιος μπροστά μου και να μου χαμογελά. Πονάω, αλλά δεν νιώθω πλέον το πόδι μου. Προσπαθώ να συρθώ προς το κέντρο για να με βοηθήσει κάποιος. Όμως δεν προλαβαίνω. Μια δεύτερη σφαίρα με έχει προλάβει. Τώρα είμαι ελεύθερος. Λίγα λεπτά ζωή μα δεν ανήκω σε αυτή την κόλαση. Δεν θα πρέπει να σκοτώνω καμία αθώα ψυχή. Επιτέλους βρίσκω την υπέρτατη άξια μου , ελευθερία μου. Σηκώνω το βλέμμα μου και κοιτάζω τον ήλιο. Χαμογελάω και μετά κλείνω τα ματιά μου για να συναντήσω το πολυπόθητο όνειρο. Μακριά από τη συμφορά του πολέμου κοντά στον φίλο μου. Ελεύθερος.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΓΙΑΝΟΥ