ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ της Μαρίας Γερασιμούλας Γερασιμάτου
Βροχή, αέρας, αστραπές, κεραυνοί λες και άνοιξαν οι ουρανοί. Ήταν τόσοι δυνατοί οι κεραυνοί που νομίζαμε ότι θα γκρεμιστεί το φτωχικό μας σπιτάκι. Καθόμασταν όλοι μαζί κοντά στο τζάκι. Εγώ, γιαγιά πλέον 72 χρονών, ο Francesco, η Raffaella και η Romina. Μικρό κοριτσάκι η Romina μας, όμως πανέξυπνο, ζωηρό, όλο απορίες. Και πολύ όμορφο!!! Αλλά να μου πεις από ποιον θα ‘παιρνε; Φυσικά από το σόι μας. Λίγο αργότερα ήρθαν και τα ανίψια μου και γίναμε μια μεγάλη παρέα. Εγώ ήμουν αρκετά κουρασμένη, όλη τη μέρα στα χωράφια. Βλέπεις κουβαλάω πολλά χρόνια στην πλάτη μου, όλα σχεδόν δουλεμένα, αλλά γερό σκαρί. Ήθελα να φύγω, να ξαπλώσω,να ξεκουραστώ. Όμως μην αφήσω μόνα τους τα εγγόνια μου και τα ανίψια μου, έμεινα λίγο ακόμη. Τι το ‘θελα όμως; Αφού φάγαμε και ήπιαμε, καθίσαμε και πάλι κοντά στο τζάκι και μιλούσαμε για διάφορα θέματα. Σε μια στιγμή η μικρή Romina γύρισε και μου είπε : «γιαγιά που είναι ο δικός μου ο παππούς;». Η κόρη μου γύρισε και με κοίταξε τρομαγμένη και εγώ δεν μπορούσα ούτε βλέμμα να της ρίξω γιατί είχα παγώσει. Μέσα σε δευτερόλεπτα έφυγα και πήγα σε άλλη εποχή. Πέρασαν από μπροστά μου σαν αστραπή όλα εκείνα που είχα περάσει πριν από σχεδόν 50 χρόνια. Όλες εκείνες τις οδυνηρές, γεμάτες αγωνία και φόβο μέρες του 1571. Μια χρονιά που με σημάδεψε για πάντα. Σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα τη μικρή Romina, την κόρη μου, τον γαμπρό μου, τα ανίψια μου. Κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να αποφύγω τη απάντηση. Η κόρη μου και ο γαμπρός μου ο Enrico προσπάθησαν να αλλάξουν τη συζήτηση. Μάταια. Πήρα την μικρή μου Romina στην αγκαλιά μου. Την έσφιξα δυνατά. Της χάιδεψα τα όμορφα ξανθά μαλλιά της. Τι παράξενο!!! Ένοιωσα ένα ιδιαίτερο συναίσθημα. Δεν ξέρω να το περιγράψω. Είχα καιρό πολύ να μιλήσω για κείνον. Δεν έφευγε ποτέ από το μυαλό μου και από την καρδιά μου. Αλλά πολύ σπάνια μιλούσα για την ιστορία μας. Πάνε πολλά χρόνια που την είχα πει για τελευταία φορά. Όμως τώρα έπρεπε. Έτσι ένοιωθα. Σηκώθηκα, έριξα ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι και κοιτούσα τα βλέμματα όλων. Είχαν προσμονή και αγωνία. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα την πιο αληθινή και σημαντική ιστορία της ζωής μου. Όλα άρχισαν μια παγερή νύχτα του Οκτώβρη του 1571 στην κάτω Ιταλία, σε ένα μικρό χωριό παραθαλάσσιο και όμορφο το Otranto.Ο καιρός ήταν καληώρα σαν και τώρα. Λυσσομανούσε ο αέρας και έσκισαν τον ουρανό οι βροντές και οι αστραπές. Νόμιζες ότι δεν θα υπήρχε αύριο. Ότι είχα ξαπλώσει μαζί με τον άντρα μου τον Roberto, τον παππού σου Romina μου και δίπλα μας ήσουν εσύ Raffaella μου και γύρισα και κοίταξα την κόρη μου. Μωρό ήσουν τότε. Εκείνο λοιπόν το βράδυ ο άντρας μου, γύρισε στο πλευρό μου, έπιασε σφιχτά το χέρι μου και είπε με σιγανή φωνή : «Angelica κοιμάσαι; ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ – Μαρία Γερασιμούλα Γερασιμάτου – 2015 – Εκπαιδευτήρια ΠΑΝΟΥ
Θέλω να σου πω». Όχι ακόμα, τι είναι; Ρώτησα. «θα φύγω αγάπη μου. Θα φύγω για την Ελλάδα. Πηγαίνει στρατός να πολεμήσει με πολλά πλοία από πολλές χώρες. Θα πάω κι εγώ». Απλώθηκε μια νεκρική σιγή μέσα στο μαύρο πυκνό σκοτάδι που το φώτισαν κάπου - κάπου οι αστραπές και το έσκιζαν οι βροντές από τους κεραυνούς. Έμεινα ακίνητη. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Το στομάχι μου σφίχτηκε τόσο πολύ. Χωρίς να το θέλω άρχισαν να κυλάνε δάκρυα στα μάτια μου. Πολλά δάκρυα. Θόλωσε το βλέμμα μου. Γύρισα και σε κοίταξα γλυκιά μου Raffaella. Κοιμόσουν κουρνιασμένη στην αγκαλιά μου. Ήσουν τόσο γαλήνια. Προσπάθησα κάτι να πω αλλά πνίγηκε η φωνή μου στα δάκρυά μου. Ακόμα ο Roberto μου κρατούσε το χέρι. Καταλάβαινε τι γινόταν μέσα μου. Ήξερα πως αν έφευγε δεν θα τον ξανάβλεπα ποτέ πια. Μάλλον το καταλάβαινε κι αυτός. Τα λεπτά περνούσαν. Είχα παραλύσει. Έκλαιγα χωρίς να βγάζω άχνα. Ήξερα. Ο Roberto ο παππούς σου μικρή μου Romina, ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Ήταν πολύ όμορφος και πολύ δουλευταράς. Είχε προκόψει στη ζωή του και όλα τα έκαμε με τα χέρια του. Είχε δικό του καράβι που μετέφερε εμπορεύματα. Ήταν καλός και άξιος καπετάνιος. Δε φοβότανε μήτε τη θάλασσα μήτε τον καιρό. Όλοι του έδιναν παραγγελιές. Και αυτός έκαμε το καλύτερο για όλους. Ήθελε πάντα να βοηθάει με όποιο τρόπο. Αγαπούσε και την Ελλάδα πολύ. Ήξερα λοιπόν. Έτσι θα γίνει. Θα φύγει ο αγαπημένος μου Roberto. Σηκώθηκα μέσα στη παγωνιά. Ξαναζωντάνεψα τη φωτιά στο τζάκι που είχε αρχίσει να λιγοστεύει. Ήρθε και εκείνος. Με έπιασε με τα μπράτσα του και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Μείναμε πολύ ώρα έτσι χωρίς να μιλάμε. Καταλάβαινε πολύ καλά τι ήθελα να του πω. Ήμουν τόσο ερωτευμένη μαζί του και αυτός τόσο ερωτευμένος μαζί μου που αρκούσε ένα μας βλέμμα για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο. Κοιμήθηκα στην αγκαλιά του, δίπλα στο τζάκι. Την επόμενη μέρα δεν συζητήσαμε καθόλου γι αυτό το θέμα και για μια στιγμή πίστεψα ότι τελικά το ξανασκέφτηκε. Θα μπορούσα να πω πως ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Αυτός πήγε στο καράβι του και εγώ έμεινα για να μαγειρέψω, να φροντίσω το σπίτι και εσένα μικρή μου Raffaella. Το μεσημέρι γύρισε, του έβαλα να φάει. Είχα φτιάξει το αγαπημένο του φαγητό που τον περίμενε ζεστό και να μοσχοβολάει. Κάπως έτσι συνεχίστηκαν και οι επόμενες δύο ημέρες. Ξημέρωσε και η τρίτη μέρα, όμως εκείνη δεν ήταν σαν τις προηγούμενες. Ο Roberto μου δεν μίλαγε πολύ, ούτε με εσένα έπαιξε κόρη μου, ούτε στη δουλειά του πήγε. Σκέφτηκα ότι κάτι προφανώς θα συνέβη στη δουλειά αλλά δεν του έπαιρνες μιλιά. Αργά το απόγευμα μου είπε λίγες κουβέντες. Μου μίλησε για τη ζωή, για τις δυσκολίες, για τις ανάγκες και για το πόσο δυνατή πρέπει να φανώ. Κατάλαβα. Πλησίασε η ώρα για το μεγάλο χωρισμό. Είχε πάρει την απόφασή του. Ήρθε κοντά μου. Με κοίταξε στα μάτια, βαθιά μέσα στα μάτια και μου είπε : «οι Τούρκοι σφαγιάζουν τους χριστιανούς στην Ελλάδα με μεγάλη αγριότητα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά αλλά και μωρά ακόμη σφαγιάζονται από τους Μωαμεθανούς ή παίρνονται σκλάβοι βαθιά στην Τουρκία. Αν δεν ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ – Μαρία Γερασιμούλα Γερασιμάτου – 2015 – Εκπαιδευτήρια ΠΑΝΟΥ
τους σταματήσουμε τώρα, σε λίγο καιρό θα βρίσκονται εδώ και στο τόπο μας αγαπημένη μου Angelica. Η πίστη μας και η ελευθερία μας είναι πάνω απ όλα. Γι αυτό φεύγω. Θα πολεμήσω να σωθούν παιδιά σαν το δικό μας, γονείς σαν κι εμάς, άνθρωποι σαν τους δικούς μας ανθρώπους». Με έσφιξε πολύ δυνατά στην αγκαλιά του και με κράτησε ώρα πολύ. Αμίλητοι και οι δυο μας. Έτρεχαν δάκρυα και από τους δυο μας. Ασταμάτητα. Ζύγωσε το χειρότερο βράδυ της ζωής μου. Μάζεψε κάποια ρούχα, πήρε το φυλαχτό της μάνας του, φίλησε εσένα μικρή μου Raffaella, φίλησε και εμένα και με αποχαιρέτησε. Βγήκε, άρχισε να απομακρύνεται. Δεν άντεξα και έτρεξα ξωπίσω του. Έτρεχα μέσα στην παγωνιά. Του φώναζα. Άντρας δύο μέτρα. Λύγισε. Σταμάτησε, γύρισε και έτρεξε στην αγκαλιά μου. Με έσφιξε πολύ δυνατά. Με φίλησε για τελευταία φορά και χάθηκε στο πυκνό μαύρο και παγωμένο σκοτάδι. Έμεινα να κλαίω. Σχεδόν σέρνοντας γύρισα πίσω στο φτωχικό μου. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα, όπου χτύπησε η πόρτα. Έτρεξα με λαχτάρα. Η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Γύρισε είπα και άνοιξα. Όμως αυτός ο άντρας δεν ήταν ο Roberto μου. «Για σας κυρία μου, από τον senior Roberto», μου είπε και ‘φυγε. Μου άφησε στα χέρια μου ένα γράμμα. Το άνοιξα. Ναι, τα δικά του γράμματα ήταν. Μου έγραφε : «πολυαγαπημένη μου Angelica. Είναι πολύ δύσκολο για μένα να αποχωριστώ από τα δύο πιο όμορφα και αγαπημένα μου πλάσματα σε αυτό τον κόσμο. Είναι σκληρό, το ξέρω και θα το πληρώσω. Αλλά βλέπεις αγαπημένη μου υπάρχει σε κάθε άνθρωπο μια δύναμη στη ζωή του που τον σπρώχνει να κάνει το ιερό καθήκον του. Και αυτό είναι να προστατέψει τη πίστη του, τη πατρίδα του και την οικογένειά του. Δε θέλω ο πόλεμος να έρθει στην αυλή μας. Τώρα που είναι λίγο μακρυά και που αθώοι άνθρωποι υποφέρουν αβάσταχτα, είναι χρέος μου και καθήκον μου να πάω και εγώ ο μικρός και ταπεινός Roberto να βοηθήσω όσο μπορώ στον αγώνα τους, ενάντια στους άπιστους και απολίτιστους. Κρατήσου αγαπημένη μου. Να φανείς δυνατή. Να μιλάς στην όμορφή μας Raffaella για τον πατέρα της. Να της λες όσο θα μεγαλώνει πόσο σας αγάπησα, πόσο σας φρόντισα και πόσο περήφανος και ευτυχισμένος ήμουνα που σας είχα. Δε θέλω να με ξεχάσετε ποτέ. Όταν μεγαλώσει η όμορφη Raffaella μου να διαλέξει ένα καλό παλικάρι που να την αγαπά πολύ και να την φροντίζει ακόμη πιο πολύ. Αντίο αγαπημένη μου Angelica. Σε αγαπώ και θα σε αγαπώ για πάντα. Αντίο. Καλήν αντάμωση». Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Έμεινα μέχρι το ξημέρωμα, με τη γραφή του στο χέρι μου. Λέξη προς λέξη χαράχτηκε μέσα στη καρδιά και στο μυαλό μου. Ποτέ δεν το ξέχασα αυτό το γράμμα. Το φύλαξα και το έχω και τώρα φυλαγμένο. Με αυτό το γράμμα στα χέρια θέλω να φύγω από αυτή τη ζωή όταν ο Θεός αποφασίσει ότι ήρθε η ώρα μου. Τα’ ακούς Raffaella μου, αυτό να μου βάλετε να έχω μαζί μου όταν έρθει η ώρα μου να φύγω.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ – Μαρία Γερασιμούλα Γερασιμάτου – 2015 – Εκπαιδευτήρια ΠΑΝΟΥ
Δάκρυσαν όλοι. Ακόμη και ο γαμπρός μου ο Enrico δάκρυσε που ποτέ δεν τον είχαμε δει να δακρύζει. Οι μέρες διαδέχονταν η μια την άλλη. Πάλευα να συνηθίσω στην ιδέα ότι μπορεί να μην ξανάβλεπα τον αγαπημένο μου. Μάταιος ο κόπος για να μάθω νέα του. Νέα από πουθενά. Μετρούσα τις μέρες, 1, 2, 3, ….. 26, 27, 28, . . . Μα τι να έγινε άραγε; Κάπου – κάπου έφταναν νέα ότι στην Ελλάδα πολεμούσαν τους Τούρκους και άλλοτε τους νικούσαν και άλλοτε όχι. Θυμάμαι ήταν κλεισμένος μήνας όταν ήρθε η πρώτη είδηση. Έγινε μια πολύ μεγάλη μάχη στη θάλασσα λέγανε. Πήρανε μέρος πάρα πολλά καράβια από πολλές χώρες με χιλιάδες άντρες. Σε αυτή τη μάχη ήτανε και ο Roberto μου και άλλοι από το χωριό μας και τους γύρω τόπους. Τσακίσανε για τα καλά τους Τούρκους, μαθαίναμε. Η επιτυχία της μάχης αυτής έφτανε μέχρι τους βασιλιάδες της Ευρώπης. Πολύ σπουδαία μάχη. Ρωτούσα να μάθω για τον παππού σου Romina μου, αλλά κανένας δεν ήξερε να μου πει κάτι συγκεκριμένο. Τουλάχιστον μάθαμε ότι έγινε η μεγάλη μάχη στη θάλασσα και ότι νικήσανε. Άρχισα να τρέφω κρυφές ελπίδες μήπως και γυρίσει πίσω ο πατέρας σου Raffaella μου. Περίμενα, περίμενα, ρωτούσα, ξαναρωτούσα, μάταιος κόπος. Κατέβαινα μέχρι το μικρό μας λιμανάκι κρυφά και αγνάντευα στο ανοιχτό πέλαγος, τίποτα. Ένα βράδυ ο Enzo το σκυλί που είχαμε αλυχτούσε όλη τη νύχτα. Όλη νύχτα ασταμάτητα. Παράξενο σημάδι αυτό. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Πάγωσα στη σκέψη. Δε σίγησε παρά όταν ξημέρωσε και πήγα και το χάιδεψα. Του μίλησα και αυτό αλυχτούσε λυπημένα. Του έβαλα να φάει και τον έλυσα από το λουρί του. Δεν έφαγε όλη μέρα. Ήρθε και κούρνιασε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού. Ούτε νερό δεν ήπιε. Κατάλαβα. Είχαν περάσει 50 ημέρες όταν ένα πρωί ένας αγγελιοφόρος από τον ιταλικό στρατό μου χτύπησε τη πόρτα και μου παρέδωσε μια γραφή από τον αγαπημένο μου Roberto. «Αγαπημένη μου Angelica. Αγαπημένη μου Raffaella. Τώρα που κάμω αυτή τη γραφή έχουν περάσει 38 ημέρες και νύχτες από την παγωμένη εκείνη νύχτα του αποχωρισμού. Κακουχίες πολλές, στερήσεις και βάσανα. Δώσαμε μια μεγάλη μάχη στη θάλασσα, σε μια περιοχή που λέγεται ‘’golfo di Lepanto’’ εδώ στην Ελλάδα, σχεδόν απέναντι από την περιοχή που μένουμε εμείς στην Ιταλία. Είναι πολύ ωραία χώρα η Ελλάδα με πολύ φιλόξενους και ακόμα πιο πολύ γενναίους κατοίκους. Οι Έλληνες έχουνε μεγάλη πίστη στο Θεό και στη Παναγία και γι αυτό πολεμούνε χωρίς φόβο. Στη μάχη αυτή κατατροπώσαμε τους Τούρκους και βουλιάξαμε εκατοντάδες καράβια τους. Και εμείς έχουμε τις απώλειές μας, αλλά είναι πολύ λιγότερες. Η μάχη ήταν σκληρή και ανελέητη. Τα πτώματα επέπλεαν πάνω στη παγωμένη θάλασσα που είχε βαφτεί κόκκινη και είχε γεμίσει από τα συντρίμμια των καραβιών. Φωτιά και λάβα παντού. Είναι να ανατριχιάσεις. Πολεμήσαμε όλοι πολύ γενναία. Πολέμησα κι εγώ αν και λαβωμένος κάποια στιγμή από ένα βόλι στο χέρι, πολέμησα ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ – Μαρία Γερασιμούλα Γερασιμάτου – 2015 – Εκπαιδευτήρια ΠΑΝΟΥ
σα σκυλί. Οι άπιστοι αποδεκατίστηκαν και θα θυμούνται για πάρα πολλά χρόνια αυτή την πανωλεθρία που πάθανε. Δεν προφταίνανε οι ζωντανοί να πηδάνε στη θάλασσα για να γλυτώσουνε. Λαβώθηκα όμως αγαπημένη μου Angelica. Ένα βόλι ενός άπιστου με βρήκε στο δεξί μου χέρι ψηλά στο μπράτσο και άλλο ένα στην ίδια πλευρά στον ώμο. Τώρα που σου κάμω αυτή τη γραφή με έχουνε μεταφέρει σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο που έχουν στήσει οι Ισπανοί απέναντι σε ένα νησί που λέγεται Zante. Δεν είχα τις αισθήσεις μου όταν με φέρανε εδώ. Με φροντίζουν αλλά χάνω πολύ αίμα που δε λέει το άτιμο να σταματήσει. Ο στρατιωτικός γιατρός που με είδε σήμερα μου είπε να μην ανησυχώ και όλα θα πάνε καλά. Εγώ όμως νοιώθω εξαντλημένος. Ώρες – ώρες νοιώθω ότι βγαίνει η ψυχή μου. Κάνω μεγάλη προσπάθεια να σου γράψω αυτή τη γραφή. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξω και αν θα τα καταφέρω να γυρίσω. Γι αυτό θέλω να ξέρεις αγαπημένη μου Angelica ότι αν δεν σε ξαναδώ εσένα και την μικρή μου Raffaella, θα σας πάρω μαζί μου σαν την πιο ευχάριστη ανάμνηση της ζωής μου, όταν έρθει η ώρα μου. Σου ζητάω συγνώμη που έφυγα. Τουλάχιστον εσύ και το παιδάκι μου θα ζήσετε ελεύθεροι και χωρίς φόβο. Να φανείς δυνατή και να στηρίξεις και τη δύστυχη τη μάνα μου που θα με περιμένει. Έκαμε τόσα πολλά για μένα, για να με μεγαλώσει. Ζήτησα από το γιατρό εδώ ότι, αν δε τα καταφέρω και τελειώσω να με στείλει πίσω στο τόπο μου να με θάψεις δίπλα στον αγαπημένο μου πατέρα. Να προσέχεις αγαπημένη μου Angelica. Να προσέχεις την κόρη μας. Μη με ξεχάσεις. Να προσεύχεσαι για μένα. Εγώ θα σας προσέχω από ψηλά που θα είμαι. Καλήν αντάμωση αγαπημένη μου Angelica. Σε αγαπώ πολύ. Robero. Zante Νοέμβριος 10 του 1571 Αυτή τη γραφή Raffaella μου, την έχω και αυτή καλά φυλαγμένη. Και αυτή τη γραφή θα μου τη βάλετε στα χέρια μου να την πάρω μαζί μου όταν φύγω. Σε αυτές τις δύο γραφές είναι όλη μου η ζωή, όλος μου ο κόσμος, όλη μου η αγάπη, όλα μου τα όνειρα που έκανα σαν κοπέλα και σαν γυναίκα και σαν μάνα και σαν σύζυγος. Λίγες μόλις ημέρες αργότερα, ένα πρωί που εσύ Raffaella μου είχες πάει στη γιαγιά σου να παίξεις, ήρθε ένας στρατιωτικός με πολλά γαλόνια και μου χτύπησε τη πόρτα. Του πρόσφερα καρέκλα να καθίσει αλλά δεν θέλησε. Φάνηκε ότι προσπαθούσε να κρατηθεί ψύχραιμος για να μιλήσει. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Προσπαθούσα να κρατηθώ όρθια για να ακούσω. Πριν ακόμη πει οτιδήποτε, είδα από το παραθύρι του σπιτιού μου μια χούφτα ανθρώπους που ανηφόριζαν προς το σπίτι μας. Τον είχαν δει που πέρασε μέσα από το χωριό και είχαν καταλάβει. Όπως είχα καταλάβει κι εγώ. «Κυρία μου,» μου είπε, «είμαι εξουσιοδοτημένος από την ανωτάτη στρατιωτική διοίκηση να σας αναγγείλω,» κόμπιασε. Ένας λυγμός ήρθε στη φωνή του και σιώπησε. Άρχισαν να τρέχουν δάκρυα στα μάτια μου. «συνεχίστε παρακαλώ» του είπα χαμηλόφωνα και όσο πιο ψύχραιμα μπόρεσα. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ – Μαρία Γερασιμούλα Γερασιμάτου – 2015 – Εκπαιδευτήρια ΠΑΝΟΥ
«κυρία μου, ο σύζυγός σας Roberto Antonini του Francesco, που πολέμησε γενναία κατά των απίστων Τούρκων στην Ελλάδα, στη ναυμαχία στον κόλπο της Ναυπάκτου, πέθανε κάνοντας το καθήκον του ως άνθρωπος, ως στρατιώτης ως πολίτης αυτής της χώρας. Η εξοχότητά του ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Ελλάδα, του απονέμει μετά θάνατον το ανώτατο παράσημο ανδρείας του Τάγματος . . . . . . .». Έσβησα, δεν άκουσα τίποτε άλλο. Το παράσημο το παρέλαβε ο πρόεδρος του χωριού μας που στο μεταξύ είχε φτάσει μαζί με τους άλλους χωριανούς. Έκαμαν ώρα να με συνεφέρουν. Συνήλθα. Ξέσπασα σε λυγμούς. Από μακριά άκουσα τα κλάματα και τον θρήνο της αγαπημένης του μανούλας που ερχόταν σπίτι μου μαζί με εσένα μικρή μου Raffaella. Είχε μάθει ότι είχε έρθει αξιωματικός του ιταλικού στρατού στο σπίτι μας και είχε καταλάβει. Σπάραζε όπως σπάραζα κι εγώ. Όταν έφτασε στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού μας, σε άφησε από το χεράκι που σε κρατούσε και σωριάστηκε κάτω. Τα πόδια της λύγισαν. Η καρδιά της σπάραξε, η φωνή της σώπασε. Πίστεψα ότι τη χάσαμε από τη μεγάλη της στεναχώρια. Όχι όμως. Συνήλθε. Κλάψαμε. Κλάψαμε πολύ ώρα μαζί και εσύ καλή μου Raffaella. Κλάψαμε και οι τρεις μας για τον άντρα που είχαμε προστάτη και συντροφιά μας, για τον άντρα που αγαπήσαμε και μας αγάπησε, για τον άντρα που θυσιάστηκε για το καλό άλλων. Το χωριό μου συμπαραστάθηκε πολύ και σε μένα και στη δύστυχη μάνα του που έκλεγε ολημερίς και ολονυχτίς απαρηγόρητη, μέχρι που σιγά - σιγά στέγνωσαν τα δάκρυά της και ακούγονταν μόνο τα βογγητά και οι αναστεναγμοί της. Ρώτησα για τον άντρα μου. Ο αξιωματικός είχε ενημερώσει τον πρόεδρο του χωριού μας ότι σαν άφησε την τελευταία του πνοή ο Roberto μου, δεν είχαν τρόπο να στείλουν το σώμα του πίσω, σύμφωνα με την επιθυμία του. Ο κακός χειμώνας δεν επέτρεπε να γίνει τέτοιο ταξίδι. Έτσι, έδωκε εντολή και δύο ημέρες μετά, εκεί στο νησί το Zante, με τη βοήθεια ενός καλού χριστιανού παπά, ένα απόσπασμα του ιταλικού στρατού κήδεψε το σώμα του, δίπλα από τους τάφους και άλλων δικών μας στρατιωτών και έβαλαν επάνω έναν μεγάλο άσπρο σταυρό που γράφει τ’ όνομά του. Την επόμενη χρονιά, το 1572 την άνοιξη πήρα ένα καράβι που πήγαινε Ελλάδα. Ήξερα τον τόπο που ήταν ο Roberto μου. Έφτασα εκεί. Ταξίδεψα με τον αδερφό μου, το θείο σου Michele, καλή μου Raffaella. Όταν βγήκα στο Zante νόμισα ότι βγήκα στο δικό μας τόπο. Τόσο όμορφος και φιλόξενος τόπος. Είχε πολλούς ιταλούς στρατιώτες και κατοίκους. Βρήκα τον παπά που είχε θάψει τον Roberto μου. Του είπα ποια είμαι με τα λίγα ελληνικά που ήξερα, αλλά και αυτός καταλάβαινε και μιλούσε λίγο ιταλικά. Με πήρε από το χέρι. Πίσω μου ερχόταν ο Michele. Ανεβήκαμε μια μικρή πλαγιά. Ήταν άνοιξη και μοσχοβολούσε η φύση. Τα πάντα ήταν ανθισμένα. Σε μια στροφή φάνηκε ένα μικρό εκκλησάκι μόνο του και πίσω του αχνοφαίνονταν οι κορυφές από πολλούς λευκούς σταυρούς. Κατάλαβα ότι ήταν ο προορισμός μας. Ο καλός ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ – Μαρία Γερασιμούλα Γερασιμάτου – 2015 – Εκπαιδευτήρια ΠΑΝΟΥ
παπάς μου είχε εξηγήσει στη μικρή διαδρομή ότι όλο αυτό ήταν νεκροταφείο στρατιωτών από τις συμμαχικές χώρες που ήρθαν να βοηθήσουν την Ελλάδα. Σταμάτησα μπροστά από την όμορφη μικρή εκκλησιά. Διαφορετική από τις δικές μας αλλά πολύ όμορφη πραγματικά. Έσκυψα και μάζεψα προσεκτικά μια μικρή αγκαλιά από φρέσκα και αρωματικά λουλούδια του αγρού. Τα έκοψα με προσοχή. Σηκώθηκα και ο παπάς με οδήγησε εκεί. Εκεί που με περίμενε ο αγαπημένος μου Roberto. Ο αδερφός μου έμεινε πιο πίσω για να με αφήσει μόνη μου και ο καλός κι ευγενικός παπάς με χαιρέτισε και μου συνέστησε στην επιστροφή να περάσω από το σπίτι του για ένα καφέ. Έμεινα μόνη. Γονάτισα. «ήρθα Roberto μου» του είπα. «ήρθα αγαπημένε μου, δε μπόρεσα να έρθω νωρίτερα. Ο χειμώνας ήτανε πολύ βαρύς και η μικρή μας Raffaella αρρώστησε αρκετές φορές.» Έσκυψα το κεφάλι μου και σώπασα. Μεμιάς μέσα στην απόλυτη ησυχία νόμισα ότι άκουσα τη γλυκιά φωνή του και ότι με χάιδεψε τρυφερά στα μαλλιά. Ήτανε μόλις 32 χρονών. «Μίλησέ μου αγαπημένε μου, μίλησέ μου άγγελέ μου. Μου λείπεις τόσο πολύ. Η θέση σου στο τραπέζι και στο κρεβάτι μας είναι άδεια. Σε σκέφτομαι κάθε μέρα και κάθε ώρα. Δεν πρόλαβα να χαρώ ούτε εγώ την αγάπη σου ούτε εσύ τη δική μου. Χωρίσαμε τόσο απότομα και τόσο μικροί αγαπημένε μου Roberto. Γιατί καλέ μου; Γιατί;» Ήρθε ο Francesco που άκουγε τα κλάματά μου και του λυγμούς μου και με σήκωσε. Με έβαλε στην αγκαλιά του και με παρηγορούσε. Αλλά δεν ήταν εκείνη η αγκαλιά. Δεν θα ήταν ξανά ποτέ εκείνη. Έμεινα λίγο ακόμη. Φρόντισα τον τάφο. Κοίταξα γύρω την όμορφη φύση που λουζόταν στο ζεστό ανοιξιάτικο ήλιο και καθρεφτιζόταν στα καταγάλανα νερά του Ιονίου. Την άλλη μέρα φύγαμε. Κύλησε ο καιρός και ο χρόνος άρχισε το παιχνίδι της λησμονιάς. Αλλοίμονο!!! Πώς να λησμονήσεις τον αγαπημένο σου άντρα; Σιγά – σιγά μεγάλωνες Raffaella μου και γινόσουν σωστή δεσποινίδα. Πέρασαν 1, 2, 3, 4 χρόνια. Τον 5ο χρόνο όπως το είχα συμφωνήσει με τον καλό παπά του νησιού, άνοιξη πάλι, επέστρεψα στο Zante. Είχα στείλει γραφή και με περίμενε ο παπάς Χαράλαμπος στο μικρό λιμάνι του νησιού. Με φιλοξένησε στο σπίτι του εκείνο το βράδυ. Καλός κι ευγενικός με καλή και πρόθυμη τη γυναίκα του. Την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησα νωρίς για τον τάφο. Ήθελα να του μιλήσω, να του πω τα νέα, να του πω για την κόρη του που μεγάλωνε. Κάποια στιγμή φάνηκε ο παπα Χαράλαμπος μαζί με δύο εργάτες. Του έκανα ένα τρισάγιο και οι εργάτες βάλθηκαν να σκάβουν μεθοδικά και προσεκτικά. Έσκαβαν, φτυάριζαν, έσκαβαν, φτυάριζαν. «Νάτος, φάνηκε», είπα στους εργάτες. Με πολύ προσοχή και ευλάβεια, όπως πρέπει στη μνήμη ενός νεκρού, βγάλαμε όλοι μαζί τα οστά ένα – ένα, τα σκούπισα και τα τοποθέτησα σε μια ειδική ξύλινη κασόνα που είχαν φέρει γι αυτό το λόγο. Όχι μόνο τα σκούπισα αλλά και τα έπλυνα με τα δάκρυά μου. Τα τύλιξα με μια πορφυρή μαντήλα που μου είχε δώσει ο παπα Χαράλαμπος και τα τοποθέτησα μέσα στην κασόνα. ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ – Μαρία Γερασιμούλα Γερασιμάτου – 2015 – Εκπαιδευτήρια ΠΑΝΟΥ
Έτσι έφερα τα οστά του αγαπημένου μου Roberto στο χωριό μας, να αναπαυτεί στον τόπο του ο γενναίος μου άντρας και στρατιώτης που πολέμησε για την πίστη και την ελευθερία όχι μόνο τη δική μας αλλά μιας άλλης πατρίδας. Αυτής που τον αγκάλιασε και τον σκέπασε με τα ματωμένα χώματά της. Η δύστυχη η μάνα του, έζησε μέχρι που έφερα τα οστά του Roberto μου πίσω, εδώ στο χωριό μας. Τρεις μήνες μετά έφυγε κι αυτή ένα βράδυ απαρηγόρητη για τον αγαπημένο της μοναχογιό. Πήγε να τον συναντήσει και αυτόν και τον άντρα της. Ο παππούς σου λοιπόν μικρή μου Romina, έγινε στρατιώτης του Χριστού μας ψηλά στον ουρανό. Εκεί είναι χρόνια τώρα και μας βλέπει και μας προσέχει. Και όταν μεγαλώσεις λίγο ακόμα και γίνεις και εσύ σωστή δεσποινίδα, τότε θα φύγω κι εγώ ένα βράδυ να πάω να τον συναντήσω. Να συναντήσω τον αγαπημένο μου Roberto, εκεί ψηλά. Να του πω πως δεν τον ξέχασα ούτε για μια στιγμή και πως τον αγαπώ παντοτινά. Και πως είμαι περήφανη που ήταν άντρας μου και πως τον έφερα στα χώματά του και αναπαύεται ανάμεσα στην αγαπημένη του μανούλα και στον λατρεμένο του πατερούλη. «έλα μανούλα μου καλή, πάμε να ξαπλώσεις» είπε η Raffaella και πήρε υποβαστάζοντας την μητέρα της και την έβαλε να ξαπλώσει και να αναπαυτεί. Σιγά – σιγά έφυγαν όλοι αθόρυβα. Η φωτιά στο τζάκι έπεσε. Η νύχτα είχε προχωρήσει. Η ώρα που θα σμίξουν και πάλι για πάντα οι δυο αγαπημένοι ζυγώνει.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ – Μαρία Γερασιμούλα Γερασιμάτου – 2015 – Εκπαιδευτήρια ΠΑΝΟΥ