Πλοία όπλα πληρώματα

Page 1

Πλοία και σκάφη Πλοία που χρησιμοποιούνταν: •

Βενετσιάνικη γαλέρα

Γαλεάσσα

Γαλιόνι

Γαλιότα

Βενετική γαλέρα Η γαλέρα υπήρξε το κατ’ εξοχήν κωπήλατο σκάφος της εποχής, κατάλληλο για ναυμαχίες, παράκτιες και αμφίβιες πολεμικές επιχειρήσεις. Ήταν ρηχή, ώστε να μπορεί να προσαράζει όποτε αυτό απαιτούνταν από τις επιχειρησιακές συνθήκες, ακόμη και σε δυσπρόσιτες ακτές και να αποπλέει δίχως πρόβλημα. Η διαδικασία ναυπήγησης μιας γαλέρας ήταν, σε γενικές γραμμές, πιο γρήγορη κι εύκολη από το ιστιοφόρο. Αυτό απέδειξαν οι στόλοι που ναυπηγήθηκαν εν όψει πολέμων. Για παράδειγμα, οι Βενετοί ένα χρόνο πριν από την ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571 μ.Χ.), και εντός περιορισμένου χρονικού διαστήματος λίγων μηνών, κατόρθωσαν να ναυπηγήσουν περί τις 40 ολοκαίνουργιες γαλέρες. Από την άλλη πλευρά, οι Οθωμανοί, μετά την εν λόγω ναυμαχία, που επέφερε την ολοσχερή καταστροφή του στόλου τους, ναυπήγησαν μέσα σε 12 περίπου μήνες 150 γαλέρες. Επισημαίνουμε πως η μέθοδος της γρήγορης ναυπηγήσεως δεν έφερε σημεία προχειρότητας, τουναντίον αντιλαμβανόμαστε την μέγιστη προσοχή στην λεπτομέρεια και την διακόσμηση – πολλές φορές από πανάκριβο επιχρυσωμένο σκαλιστό ξύλο – στοιχεία που, δίχως υπερβολή, προσέδιδαν στην γαλέρα χαρακτηριστικά θαλαμηγού σκάφους. Σε αυτό συνέβαλλαν, κυρίως, οι χαρισματικοί κυβερνήτες των γαλέρων (σοπρακόμιτοι) οι οποίοι ήταν ευγενείς και κατείχαν ευρύτατες γνώσεις γύρω από τον κατά θάλασσα πόλεμο. Συχνά παρουσίαζαν τάσεις συναισθηματικής ταυτίσεως με τον πλοίο τους, το οποίο θεωρούσαν προσωπική τους περιουσία. Ο σχεδιασμός της γαλέρας ήταν απολύτως εξαρτημένος από τον αριθμό και το βάρος των κωπηλατών, ώστε να μην επιδρά κατά της επιχειρησιακής απόδοσης. Μια τυπική γαλέρα (gallia sotil) είχε μήκος 41μέτρα περίπου, πλάτος 5 μέτρα, βύθισμα 1,2 μέτρα και εκτόπισμα 200 τόνους. Διέθετε 72 κώπες σε κάθε πλευρά και περίπου 144 κωπηλάτες. Ο συνήθης αριθμός κωπηλατών σε κάθε πάγκο, την εποχή εκείνη στις γαλέρες της Βενετίας ήταν τρεις. Αργότερα σε μεγαλύτερες γαλέρες (gallia grosse) καθώς και σε γαλέρες άλλων εθνών, συναντούμε περισσότερους.

[1]


Γαλεάσσα Η Γαλεάσσα ή Γαλεάτσα ήταν τύπος πολεμικού πλοίου, αμφικίνητο (ιστιοφόρο και κωπήλατο), που εξελίχθηκε από τη Γαλέρα, κυρίως με προσθήκη καταστρώματος από πλώρη μέχρι πρύμνη. Στις αρχές του 17ου αιώνα, λόγω της προόδου του πυροβολικού. έφθασε σε εκτόπισμα τους 1000 τόνους, με μήκος 58 μ., πλάτος 11 μ. και βύθισμα τα 5 μ. Η ιστιοφορία της Γαλεάσσας αποτελούνταν από τρια λατίνια σε ισάριθμους ιστούς. Η μηχανική (κωπήλατη) πρόωσή της γινόταν με 52 κουπιά (κώπες) μήκους 16 μέτρων, το καθένα, το οποίο και χειρίζονταν ("ηλαύνετο") από 8-9 κωπηλάτες.Το πυροβολικό της το αποτελούσαν 10 πυροβόλα (κανόνια) στη πλώρη, 8 στη πρύμνη και κάποια λιθοβόλα κατά πλευρά, σε ίσες αποστάσεις μεταξύ τους. Το πλήρωμα της Γαλεάσσας κατανεμόταν ως ακολούθως: 1 πλοίαρχος (κυβερνήτης), 1 υποπλοίαρχος (ύπαρχος), 3 βοηθοί (ανθυποπλοίαρχοι), 1 ιερέας, 2 ιατροί χειρούργοι, 2 γραμματείς, 12 δόκιμοι, 2 πλοηγοί μετά 2 βοηθών, 4 σύμβουλοι μετεωρολόγοι, 12 πηδαλιούχοι, 60 ναύτες, 40 σύντροφοι (βοηθοί των ναυτών και των πυροβολητών), 36 πυροβολητές, 2 δεσμοφύλακες, 2 ξυλουργοί, 2 διανάκτες, 2 καδοποιοί (βαρελοποιοί), 2 αρτοποιοί, 2 κουρείς. 350 οπλίτες επιβάτες, 468 κωπηλάτες δεσμώτες (κατεργάρηδες) καθώς και 10 δεσμώτες - υπηρέτες των αξιωματικών.

[2]


Γαλιόνι Το γαλιόνι ήταν ένας (σχετικά) μεγάλος σε μέγεθος τύπος ιστιοφόρου πλοίου με τρία καταστρώματα, που αρχικά ναυπηγήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους Ισπανούς και στη συνέχεια από τους Πορτογάλους και τελευταία από τους Άγγλους οι οποίοι και το τελειοποίησαν (φρεγατοποίησαν) αυξάνοντας το μήκος του στο τετραπλάσιο ή και πενταπλάσιο του πλάτους του, αντί του αρχικού τριπλάσιου. Ο τύπος αυτός έδρασε από τα τέλη του 16ου και όλο τον 17ο αιώνα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως ως εξοπλισμένο εμπορικό, μεταγωγικό και λιγότερο ως πολεμικό. Το γαλιόνι ήταν εξέλιξη της καραβέλας ως πλοίο προορισμένο για υπερπόντια ταξίδια. Είχε χαμηλότερη πλώρη από την πρύμνη και γενικότερα κατασκευή που επέτρεπε μεγαλύτερη ευστάθεια, χαμηλότερο πρόστεγο και επομένως μεγαλύτερη ταχύτητα και ευελιξία. Γενικά ήταν μακρύτερο, χαμηλότερο και στενότερο, της καραβέλας, με τετραγωνικό αντί στρογγυλό φλόκο. Για την Πορτογαλία τουλάχιστον, ήταν οι κάρακες συχνά πάνω από 1.000 τόνους, ενώ τα γαλιόνια συνήθως γύρω στους 500 τόνους. Ωστόσο τα γαλιόνια κλάσης Μανίλα έφταναν τους 1.500 μέχρι 2.000 τόνους. Οι κάρακες εξοπλίζονταν πιο ελαφρά και χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά φορτίων, ενώ τα γαλιόνια ήταν πολλαπλού ρόλου, δηλαδή και πολεμικά, βαρύτερα οπλισμένα και οικονομικότερα. Συνήθως 5 γαλιόνια κόστιζαν όσο 3 κάρακες και γι' αυτό συνέφεραν πολύ περισσότερο ως πολεμικά. Υπάρχουν διάφορες (εθνικά διαφοροποιούμενες) απόψεις για την ακριβή καταγωγή την εξέλιξη των γαλιονιών. Ουσιαστικά όλες οι ναυτικές δυνάμεις του Ατλαντικού ανέπτυξαν γαλιόνια, προσαρμόζοντας τα ανάλογα με τις ανάγκες τους αλλά και μαθαίνοντας από τους αντιπάλους τους. Τα γαλιόνια βασίζονταν για την πλεύση τους ολοκληρωτικά στα ιστία τους. Έφεραν 3-5 κατάρτια (συμπεριλαμβανομένου του προβόλου), και μικρό επιδρομίσκο με τριγωνικά ή πολυγωνικά πανιά στο τελευταίο (πίσω). Είχαν συχνά μεικτό ρόλο, εμπορικό και πολεμικό, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ισπανικού στόλου μεταφοράς θησαυρών. Ήταν πολύ συνηθισμένο τα ίδια σκάφη να αλλάζουν ρόλο πολλές φορές ανάλογα με το αν έπλεαν σε καιρό πολέμου ή ειρήνης. Κυριάρχησαν στους ωκεανούς για περίπου 2,5 αιώνες. Αποτέλεσαν ακόμη τα ίδια πρότυπα για τα μεταγενέστερα τρικάταρτα και τετρακάταρτα ιστιοφόρα τετράγωνης ιστιοφορίας. Το πυροβολικό των πολεμικών γαλιόνων περιελάμβανε περί τα 50 κανόνια των 9 μέχρι 18 λιβρών σε ισάριθμες κανονιοθυρίδες διανεμημένα εξ ίσου σε αμφότερες τις πλευρές επί δύο υποκαταστρωμάτων (κλειστών πυροβολείων) ενώ επί του κυρίου καταστρώματος φέρονταν μόνο στο [3]


πρόστεγο και επίστεγο που λειτουργούσαν ως κλειστοί προμαχώνες - πύργοι. Βασικά ήταν βραδυκίνητα και δυσχείριστα πλοία που όμως η ογκώδης εμφάνισή τους τα έκανε επίφοβα. Τα κύρια πολεμικά πλοία των εχθρικών μεταξύ τους στόλων της Αγγλίας και της Ισπανίας το 1588 ήταν γαλιόνια. Η Ισπανική Αρμάδα όμως είχε δώσει έμφαση στη δύναμη και τη μεταφορική ικανότητα, ενώ ο αγγλικός στόλος, στον οποίο επικράτησε περισσότερο, στην ταχύτητα και την ευελιξία, ειδικότερα μετά τη φρεγατοποίησή τους. Τα ισπανικά και πορτογαλικά γαλιόνια σπάνια χρησιμοποιήθηκαν σε ναυμαχίες χρησιμοποιώντας τα περισσότερο ως θησαυροφορτίδες και οπλιταγωγά στα υπερπόντια ταξίδια και μεταφορά στρατευμάτων στις κτήσεις τους. Εξ αυτού του λόγου τα σκάφη αυτά ήταν οι κυρίαρχοι στόχοι των πειρατών και κουρσάρων της εποχής τους που βασίζονταν περισσότερο στο ρεσάλτο. Σε περίπτωση όμως ναυμαχίας, διατηρούσαν μεγαλύτερη αντοχή στα πλήγματα αλλά και την κακοκαιρία, ενώ τα αγγλικά ήταν πιο αποτελεσματικά σε ναυμαχίες ελιγμών και κανονιοβολισμούς από απόσταση.

Γαλιότα Η γαλιότα αποτελούσε επίσης εξέλιξη της γαλέρας. Ήταν μικρότερη σε μέγεθος, με 16 ή 18 ζευγάρια κουπιά και μόνον ένα κωπηλάτη σε κάθε πλευρά. Ήταν εφοδιασμένη με δύο κατάρτια και τα πανιά της ήταν τριγωνικά (λατίνια). Ήταν ιδιαίτερα ευέλικτο σκάφος και γι' αυτό χρησιμοποιήθηκε πολύ για πολεμικούς σκοπούς. Το Οθωμανικό ναυτικό χρησιμοποιούσε πολλές γαλιότες, ίσως επειδή ήταν σκάφη που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον οι πειρατές της βορείου Αφρικής, πολλοί από τους οποίους εξελίχθηκαν στη συνέχεια σε Οθωμανούς ναυάρχους. Λόγω του χαμηλού κόστους κατασκευής και συντήρησης ήταν το σκαρί που προτιμήθηκε από τους Έλληνες καραβοκύρηδες του τέλους του 18ου -αρχών του 19ου αιώνα- για την εμπορική τους δραστηριότητα. Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση τα πλοία αυτά [4]


μετατράπηκαν εύκολα από εμπορικά σε πολεμικά αποφασιστικές νίκες κατά του Οθωμανικού στόλου.

και

κατάφεραν

Όπλα και οπλισμός Αρκετοί ιστορικοί έχουν τονίσει το ρόλο των πυροβόλων όπλων στο μετασχηματισμό του συσχετισμού δυνάμεων από τα μέσα του 15ου αι. κ.ε. Στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου αρκετοί εξηγούν τη νίκη των δυτικών δυνάμεων χάρη στη βενετική -κυρίως- υπεροπλία σε πυροβόλα. Πάντως φαίνεται ότι αυτή η εξήγηση πρώτη δόθηκε από τους ίδιους τους Βενετούς, που ήθελαν να καρπωθούν τη δόξα και τα οφέλη από τη νίκη, αποσιωπώντας το γεγονός ότι τα όπλα τους τα χειρίζονταν κυρίως άντρες που ανήκαν στην ισπανική δύναμη και μισθοφόροι. Οι Οθωμανοί αντίθετα έδιναν μεγαλύτερο βάρος στην πολεμική τακτική, ενώ οι άντρες τους, μαθημένοι να πολεμούν έφιπποι και χρησιμοποιώντας κυρίως το τόξο ως όπλο, δεν ήταν εξασκημένοι για αμφίβιες επιχειρήσεις. Ο 15ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από την εμφάνιση πρωτοποριακών όπλων για την εποχή, όπως το αγγλικό «μακρύ τόξο» (longbow), πολύ μεγάλης εμβέλειας, και τη βαλλιστρίδα (crossbow), υψηλής διατρητικής ικανότητας. Αντίστοιχα εξελίχθηκαν και οι πανοπλίες, οι οποίες πλέον κατασκευάζονταν από πολλαπλά τμήματα, σχεδιασμένα να καλύπτουν όλο [5]


το σώμα του πολεμιστή. Ωστόσο, αυτό σήμαινε μεγαλύτερο βάρος και δυσκινησία, κάτι που προφανώς έπαιξε μεγάλο ρόλο στα πεδία των μαχών. Στο πλαίσιο της έρευνας, οι ερευνητές εξέτασαν πόσο οξυγόνο εισέπνεαν και διοξείδιο του άνθρακα εξέπνεαν οι τέσσερις δοκιμαστές (έμπειροι χρήστες πανοπλιών, καθώς συμμετέχουν σε αναπαραστάσεις μεσαιωνικών μαχών), καταφέρνοντας να υπολογίσουν την ενέργεια που δαπανούσαν. Επίσης, αναλύθηκε η κίνηση των άκρων τους. Τα πρώτα πυροβόλα είχαν σχήμα βάζου. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν πως η πρώτη χρήση πυροβόλου όπλου έγινε σε κατά θάλασσα αγώνα και συγκεκριμένα στη ναυμαχία του Σλούτς το 1340 που ο Εδουάρδος Γ' κατατρόπωσε το γαλλικό στόλο και εδραίωσε τη βρετανική κυριαρχία στο στενό της Μάγχης. Κάποια από τα βρετανικά εκείνα πλοία, σύμφωνα με στοιχεία, είχαν εγκατεστημένα πυροβόλα που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά. Μετά όμως το 1350 αρχίζουν να εμφανίζονται στο γνωστό σχήμα του κοίλου σωλήνα κατασκευασμένο από σίδηρο φερόμενο σε ξύλινη βάση ενώ τα πυρομαχικά συνέχιζαν να είναι βέλη ή πέτρινες μπάλες. Από τα μέσα του 15ου αιώνα οι τότε κατασκευαστές όπλων παρήγαγαν πυροβόλα περισσότερο αξιόπιστα και ασφαλή. Κατασκευάζονταν από χαλκό και σίδηρο και αποτελούσαν ξεχωριστούς σωλήνες που συγκρατούνταν μεταξύ τους με μεταλλικές στεφάνες. Τα μεγάλα εκείνα κανόνια λέγονταν βομβάρδες. Σημειώνεται πως η λέξη κανόνι είναι εξελληνισμένη η αντίστοιχη γαλλική ονομασία του μακρύ πυροβόλου. Μερικά από εκείνες τις βομβάρδες έφθαναν σε μήκος τα 5,5 μέτρα και σε βάρος τους 18 τόνους, το δε διαμέτρημά τους τα 63,5 εκατοστά. Παράλληλα με τα κανόνια ήταν και η εξέλιξη των φορητών πυροβόλων που όλα τότε ήταν "εμπροσθογεμή", δηλαδή οπλίζονταν από τη κάννη και τα ατυχήματα ήταν πολύ συνηθισμένα. Αν για παράδειγμα το παραγέμιζαν με πυρίτιδα το όπλο είχε πολλές πιθανότητες και να εκραγεί. Τα πρώτα πυροβόλα όπλα χειρός ήταν τα λεγόμενα μουσκέτα που πυροδοτούνταν και αυτά με φυτίλι. Αν και τα πρώτα "οπισθογεμή" ατομικά όπλα μπορεί να πρωτοεμφανίστηκαν στο τέλος του 14ου αιώνα, τα πρώτα όμως ασφαλή άρχισαν να παράγονται μόλις τον 18ο αιώνα. Ο κίνδυνος όμως της πιθανής έκρηξης και το κάψιμο του προσώπου του πυροβολητή συνέχιζε να υφίσταται αν η θαλάμη δεν ασφαλίζονταν σωστά. Το πρώτο οπισθογεμές τυφέκιο (ή τουφέκι) εμφανίσθηκε το 1812 ενώ η ευρύτερη χρήση του άρχισε το 1848.

[6]


Το ξίφος ή σπαθί είναι όπλο που κρατιέται στο χέρι και αποτελείται από κοφτερό μεταλλικό έλασμα σε διάφορα μήκη καθώς και χειρολαβή. Αποτελείται από μακριά και μυτερή λεπίδα κι από λαβή που διαθέτει προφυλακτήρα για το χέρι. Φοριέται αριστερά, είτε κρεμασμένο από τη ζώνη είτε από ειδική ταινία είτε με ειδική ανάρτηση, όπως των αξιωματικών. Το ξίφος θεωρούνταν όπλο ευγενείας και ήταν ο απαραίτητος σύντροφος των ιπποτών του Μεσαίωνα. Γι' αυτό είναι ένδειξη ιπποτισμού και δίνεται συνήθως τιμητικά. Υπάρχουν διάφορα είδη ξίφους: για άσκηση, μονομαχία, ταυρομαχία κλπ.

Το τόξο είναι ένα αρχαίο όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται και απελευθερώνεται απότομα την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον στόχο. Η χρήση του τόξου ως κοινό πολεμικό όπλο συνεχίστηκε μέχρι τον Μεσαίωνα, όπου οι ομάδες τοξοτών θεωρούνταν τον "πυροβολικό" της εποχής. Άρχισε να αχρηστεύεται τον 14o αιώνα με την εμφάνιση της πυρίτιδας και εξαφανίστηκε κατά το πρώτο μισό του 15ου.

Έμψυχο δυναμικό Οι κωπηλάτες στις γαλέρες απαρτίζονταν από τρεις κατηγορίες ανδρών: α) αυτούς που είχαν καταταγεί, συχνά ως μισθοφόροι, και ήταν συνάμα και στρατιώτες, β) τους επαγγελματίες ναύτες, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες, οι οποίοι συχνά ήταν αναξιόπιστοι, γιατί σε περίπτωση που έβλεπαν ότι έχαναν τη μάχη μπορούσαν να στασιάσουν και γ) τους [7]


σκλάβους ή κατάδικους, που είχαν ως αποκλειστικό καθήκον να κωπηλατούν, μέχρι τέλους. Εκτός από τους ενεργούς κωπηλάτες υπήρχε και μια σημαντική δύναμη “εφεδρικών”, συνήθως μεταξύ των ναυτών. Συγγραφείς της εποχής αναφέρουν ότι η κάθε γαλέρα και ο τρόπος με τον οποίον αυτή λειτουργούσε εξαρτιόταν αποκλειστικά από τον καπετάνιο, συνήθως ναυτικό καριέρας (αν και υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις, όπως στη Ναύπακτο, όπου στρατιωτικοί των χερσαίων δυνάμεων καλούνταν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση πλοίων). Τα πλοία μετέφεραν επίσης έναν σημαντικό αριθμό ναυτών, που εκτελούσαν καθήκοντα κυρίως στο κατάστρωμα, καθώς και έναν αριθμό πολεμιστών και επιτελών που καθόριζαν τους ελιγμούς και την πολεμική τακτική που θα ακολουθούνταν.

Πάντως ενδιαφέρον έχει να δούμε την αρχαιοελληνική οπτική και τακτική στο θέμα της δουλείας σε σχέση με άλλους πολιτισμούς. Οι κωπηλάτες θεωρούνταν εξειδικευμένο προσωπικό. Το ίδιο βλέπουμε και στους δούλους των μεταλλείων του Λαυρίου. Μάλιστα κάποιοι είχαν τόσο υψηλούς μισθούς που ξεπερνούσαν σε πλούτο πολλούς αριστοκράτες. Υπήρχαν βέβαια και τα ανδράποδα που ήταν οι σκλάβοι όπως τους έχουμε στερεοτυπικά στο μυαλό μας, άλλα οι περισσότεροι δούλοι τότε δεν ήταν σε πολύ διαφορετική κατάσταση από τους σημερινούς μισθωτούς. Μάλιστα θα λέγαμε ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες του σήμερα αντιστοιχούν με τους πολίτες και οι υπάλληλοι με τους δούλους.

[8]


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.