Εισαγωγή Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους, το 1453, ήταν η κατάληξη της παρακμής του Βυζαντινού κόσμου. Ήδη από τον 13ο αιώνα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε πολλά πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Ξένες φυλές από το Βορρά και την Ανατολή εισέρχονταν στην περιοχή με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο, ενώ Χριστιανοί της Δύσης, κυρίως οι Βενετοί, εκμεταλλεύονταν τα σπουδαιότερα εμπορικά λιμάνια, με αποτέλεσμα την οικονομική παρακμή των ντόπιων. Μέσα σε δύο περίπου αιώνες ολόκληρη η ελληνική Χερσόνησος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους. Μόνο τα Ιόνια Νησιά, με εξαίρεση τη Λευκάδα για κάποια χρονικά διαστήματα, δεν πέρασαν ποτέ στην οθωμανική εξουσία. Παρέμειναν μάλιστα στην εξουσία των Βενετών έως το 1797, οπότε πέρασαν στα χέρια των Γάλλων και στη συνέχεια των Άγγλων. Η περίοδος από την κατάκτηση της ελληνικής Χερσονήσου, στα μέσα του 15ου αιώνα, έως και τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821, που οδήγησε στον σχηματισμό του νέου ελληνικού κράτους, ονομάζεται Τουρκοκρατία. Οι δύο πρώτοι αιώνες της Τουρκοκρατίας ήταν οι δυσκολότεροι για τους Χριστιανούς. Οι δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές ήταν μεγάλες. Αρκετοί κάτοικοι μετακινήθηκαν σε ορεινούς τόπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης, οι βυζαντινοί άρχοντες εξαφανίστηκαν μετά την Άλωση. Τέλος, αρκετοί λόγιοι έφυγαν στη Δυτική Ευρώπη. Όλα αυτά επηρέασαν αρνητικά τη συνοχή του ελληνικού πληθυσμού. Τελικά όμως οι υπόδουλοι Έλληνες δεν αφομοιώθηκαν, αφού κατάφεραν να διαφυλάξουν, με τη βοήθεια και της Εκκλησίας, τρία βασικά στοιχειά της εθνικής τους ταυτότητας: τη θρησκεία, τη γλώσσα και την παράδοση. Αρκετά προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι Έλληνες υπήκοοι των Βενετών. Έως τον 16ο αιώνα δεν τους επιτρεπόταν η συμμετοχή στη διοίκηση, ενώ οι Βένετοι κατείχαν τα ανώτερα θρησκευτικά αξιώματα και την περιουσία της Εκκλησίας. Αυτοί οι περιορισμοί, σε συνδυασμό με άλλες διακρίσεις, όπως η βαριά φορολογία και η συμμετοχή σε αγγαρείες για την κατασκευή δημοσίων έργων, προκαλούσαν συχνά διαμαρτυρίες ακόμη και εξεγέρσεις εναντίον των κατακτητών.
1
Το παιδομάζωμα Το παιδομάζωμα (devşirme) ήταν ένας θεσμός που αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των στρατιωτικών αναγκών του οθωμανικού κράτους και είχε ως συνέπεια τον εξισλαμισμό των νέων που στρατολογούνταν.
Μετά τη βασιλεία του Μουράτ (1360-1383) εφαρμόστηκε το παιδομάζωμα, δηλαδή η βίαιη αρπαγή των αρσενικών παιδιών από τις οικογένειες των χριστιανών υπηκόων των ευρωπαϊκών μόνο επαρχιών. Το παιδομάζωμα έγινε πιο συστηματικό από τους σουλτάνους Σελίμ Α’ (1512-1520) και Σουλεϊμάν Α’ (1520-1566). Από τότε γινόταν κάθε πέντε χρόνια και ύστερα κάθε διετία, μερικές φορές και κάθε χρόνο ανάλογα με τις στρατιωτικές ανάγκες, με βάση καταλόγους που συντάσσονταν από τους δημογέροντες των χριστιανικών κοινοτήτων. Το 15ο αιώνα εξαιρέθηκαν από το παιδομάζωμα οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι, ενώ οι Ορθόδοξοι χριστιανοί ήταν αυτοί που αντιμετώπισαν κυρίως το πρόβλημα. Από τους χριστιανούς απαλλάσσονταν μόνο οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και της Ρόδου.
Κάθε φορά που διατάσσονταν παιδομάζωμα, Τούρκοι αξιωματούχοι πήγαιναν στις χριστιανικές κοινότητες και διάλεγαν το 1/5 των παιδιών ηλικίας 6-10 ετών, τα πιο υγιή και εύρωστα. Τα παιδιά αυτά εξισλαμίζονταν, ενώ τα ωραιότερα και ευφυέστερα από αυτά δίνονταν στη σουλτανική αυλή, όπου πολλά από αυτά έφταναν σε ανώτατα κρατικά αξιώματα. Οι υπόλοιποι 2
προορίζονταν για το στρατό και το στόλο. Τους ανέθρεφαν σε ειδικούς στρατώνες, όπου διδάσκονταν τη θρησκεία του Μωάμεθ, ασκούνταν στη σκληραγωγία και την αυστηρή πειθαρχία. Ο στρατός των γενίτσαρων Ο βίαιος εξισλαμισμός των χριστιανών ξεκινούσε από μικρή ηλικία. Ο σουλτάνος Ορχάν (1327-1360) ίδρυσε ένα νέο στρατιωτικό σώμα (Yeni Çeri=νέος στρατός) από εφήβους χριστιανούς αιχμαλώτους που ονομάστηκαν γενίτσαροι και απετέλεσε μεγάλη μάστιγα για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Στην αρχή στα επίλεκτα εκείνα σώματα κατατάσσονταν μόνο παιδιά αιχμαλώτων χριστιανών που τα εξισλάμιζαν.
Οι γονείς των υποψήφιων γενίτσαρων απειλούνταν με θάνατο εάν αρνούνταν να παραδώσουν τα παιδιά τους. Οι γενίτσαροι αποκόπτονταν εντελώς από τους γονείς τους, ενώ δε μπορούσαν να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια, εφόσον ο γάμος ήταν απαγορευμένος σ’ αυτούς. Μοναδικό τους σπίτι ήταν ο στρατώνας, μοναδικό τους επάγγελμα, τα όπλα.
Η καθημερινή ζωή των υπόδουλων Ελλήνων Οι υποδουλωμένοι Έλληνες είχαν περιορισμούς σχετικούς με την εγκατάσταση, τη μετακίνηση και την αμφίεση. Δεν μπορούσαν να κατοικήσουν σε ορισμένες πόλεις ή περιορίζονταν σε συγκεκριμένες συνοικίες. Απαγορεύονταν να καταλαμβάνουν τιμητικές θέσεις και αξιώματα, να συναθροίζονται για να συνομιλούν, να υψώνουν τη φωνή τους σε μουσουλμάνους ή να περιβάλλονται από ακολούθους. Επίσης όφειλαν να φορούν μπλε σαρίκι, να μην οπλοφορούν και να μην ιππεύουν άλογα. Ο γάμος επιτρεπόταν μόνο ανάμεσα σε μουσουλμάνο και χριστιανή ενώ με ποινή θανάτου τιμωρούνταν ο Χριστιανός πού νυμφευόταν μουσουλμάνα. 3
Ένα θετικό του ισλαμικού δίκαιου ήταν ότι οι άπιστοι είχαν δικαίωμα σε θέσεις σχετικές με εμπόριο και τέχνες διότι αυτές οι εργασίες θεωρούνταν προσβολή για τούς κατακτητές οι οποίοι είχαν ως κύρια απασχόληση τον πόλεμο και την κτηνοτροφία. Ένα δεύτερο στοιχείο ευνοϊκό για τους υπόδουλους Έλληνες ήταν η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας την οποία υπαγόρευσε ο Μωάμεθ Β' ο κατακτητής με τον ορισμό του Γεννάδιου ως του πρώτου Πατριάρχη μετά την άλωση. Βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι κατά καιρούς δε γίνονταν βίαιοι εξισλαμισμοί, και ότι οι μεγαλύτερες εκκλησίες δεν μετατρέπονταν σε τζαμιά.
4