Tadiamantiatousevah

Page 1

ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΧ

- Ομάρ … Ομάρ, ξύπνα πρέπει να σηκωθείς! - Τι είναι; ψέλλισα. - Είναι ώρα να σηκωθείς, έλα! Στριφογύρισα λίγο στο κρεβάτι μου. Ήταν ακόμη σκοτάδι έξω. - Μα δε βγήκε ακόμα ο Ήλιος. - Βιάσου, θα αργήσετε. Άνοιξα τα μάτια μου και με τύφλωσε το σκοτάδι. Μα γιατί άργησε τόσο ο Ήλιος σήμερα; Πήρα το φακό από το πάτωμα δίπλα μου και τον άναψα. Εδώ και λίγες εβδομάδες δεν είχαμε ρεύμα, δεν ξέρω γιατί. - Μαμά, γιατί … - Σσσς … Έλα να ντυθείς, κάνε γρήγορα. - Θα πάω σχολείο; Ωραίο ήταν το σχολείο. Την τελευταία φορά η δασκάλα μας είχε πει ότι την επόμενη μέρα θα μας μάθαινε ένα καινούριο τραγούδι και το περίμενα πώς και πώς. Αλλά ξαφνικά το σχολείο έκλεισε και δεν ξαναπήγα, δεν ξέρω γιατί. Είχα ρωτήσει τη μαμά, αλλά δε μου είπε. Ελπίζω να μην έπαθε τίποτα η καλή μας δασκάλα. Και να θυμηθεί σήμερα να μας φέρει το τραγούδι. - Κάνε ησυχία και φώτισέ μου λίγο εδώ να σου κουμπώσω το πουκάμισο. Μου έφερε μια λεκάνη με νερό για να πλύνω το πρόσωπό μου. Ήταν παγωμένο. Ήταν κρύος αυτός ο χειμώνας. Μας είχαν κόψει και το νερό στο σπίτι. Ή μπορεί να χάλασαν οι βρύσες, δεν ξέρω. Είχα ρωτήσει το Ζαφίρ, αλλά δε μου είπε. Να κοιτάω τη δουλειά μου, αυτό λέει πάντα. Ο Ζαφίρ περίμενε ήδη έξω και κουβαλούσε στην πλάτη του ένα μεγάλο σακίδιο. «Ωραία», σκέφτηκα, «θα με πάει αυτός στο σχολείο». Πολύ ήθελα να γνωρίσουν οι συμμαθητές μου και η δασκάλα το μεγάλο μου αδερφό. Γιατί εγώ τους το έλεγα, αλλά δε με πίστευε κανείς. «Άμα με πειράξετε, θα το πω στον αδερφό μου. Είναι δεκαεπτά ετών και θα σας κανονίσει όλους!» «Ψεύτη!» μου φώναζαν. «Σιγά μην έχεις τόσο μεγάλο αδερφό. Δεν τον έχουμε δει!» Τώρα όμως θα τους έδειχνα εγώ. Η μαμά χτένισε με τα δάχτυλά της τα μαλλιά μου και με φίλησε, σκουπίζοντας τα μάτια της. Ύστερα αγκάλιασε το Ζαφίρ. - Τον αδερφό σου και τα μάτια σου, ακούς; Και όπως είπαμε. Να προσέχετε! Ο Ζαφίρ με πήρε από το χέρι και ξεκινήσαμε. Η μαμά είχε μείνει ακίνητη μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα και μας κοιτούσε να ξεμακραίνουμε, ώσπου στρίψαμε στη γωνία και δε φαινόταν πια. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει και η γειτονιά ήταν ήσυχη. Οι πόρτες κλειδωμένες και τα παντζούρια σφαλιστά. Ο αέρας, κρύος, διαπερνούσε το κορμί μου και με έκανε να ανατριχιάζω. Πιο πέρα έρημη η αλάνα που παίζαμε μπάλα με τα αγόρια της γειτονιάς 1


και το μικρό μπακάλικο του κυρ Γιουσούφ που μας ξεδιψούσε με δροσερό νερό όταν γυρνούσαμε κατάκοποι από το παιχνίδι. Όλα αυτά μοιάζουν πια να ανήκουν σε ένα μακρινό κόσμο. Τι περίεργα που φαίνονται όλα τη νύχτα! Η πόλη δε χαμογελά όταν τη σκεπάζει το βαρύ σκοτάδι. Μυρίζει κάτι απόκοσμο στα μέρη που αγαπώ και με κάνει ξαφνικά να φοβάμαι. Στο επόμενο στενό είναι το σχολείο μου. Στους τοίχους έχουμε κρεμάσει ζωγραφιές μας· η δική μου έχει τίτλο «Η Οικογένειά Μου». Θα δείξω στο Ζαφίρ πώς τον ζωγράφισα: ψηλό, με τα μαύρα ανακατεμένα του μαλλιά να καλύπτουν σχεδόν το μέτωπό του και ένα τεράστιο χαμόγελο, σαν αυτό που είχε τότε. Τώρα δε χαμογελάει πια, το πρόσωπό του είναι συνέχεια χλωμό και άτονο. Τον τελευταίο καιρό είναι σαν να τον σκέπασε κι αυτόν η νύχτα. Συνεχίσαμε ευθεία. Περίεργο, το σχολείο είναι στη στροφή δεξιά. Τι χαζός που είναι ώρες, ώρες! - Ζαφίρ; Με κοίταξε με εκείνο το θλιμμένο, αλλά γεμάτο αγάπη βλέμμα. - Το πέρασες, έπρεπε να είχαμε στρίψει δεξιά. - Ποιο πέρασα; Δεν έχει τίποτα εκεί! - Το σχολείο! Έλα να σου το δείξω! - Το σχολείο σου έκλεισε, Ομάρ, απάντησε κοφτά. Και το δικό μου έκλεισε, δε θυμάσαι; - Και πού πάμε τότε; Δεν άκουσε την ερώτηση και συνέχισε να περπατάει. Τον ακολούθησα κι εγώ, γιατί ο Ζαφίρ, όπως και να το κάνουμε, έχει κατά βάθος πάντα δίκιο, και ας μου φέρεται καμιά φορά σα να είμαι μωρό. Αυτό πρέπει να το συνηθίσει· είμαι κιόλας πέντε χρονών! Δεν τον ξαναρώτησα, αλλά προτίμησα να κοιτάξω τον Ήλιο, καθώς ξεπρόβαλλε δειλά, δειλά ανάμεσα στα τελευταία σπίτια της πόλης. Πρώτα μια φοβισμένη ηλιαχτίδα πίσω από τα σύννεφα, μετά δύο, τρεις, αμέτρητες ηλιαχτίδες χόρευαν γύρω από τον Ήλιο, γεμίζοντας τον ουρανό και την πόλη χρώματα. Όταν ξαναπάω σχολείο, θα ζωγραφίσω αυτόν τον όμορφο Ήλιο που έλαμπε τώρα μπροστά μας και θα γράψω πίσω από τη ζωγραφιά μου «Ο Ήλιος, εγώ και ο αδερφός μου». Τα σπίτια γύρω όμως όλο και λιγόστευαν. Αυτό μάλλον εννοούσε ο μπαμπάς όταν έλεγε «Δουλεύω έξω από την πόλη». Αλλά έξω από την πόλη δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο θάμνοι και καμιά καλύβα αραιά και πού δεξιά και αριστερά από το δρόμο. Αυτό το μέρος μου ήταν τελείως άγνωστο και σίγουρα όταν μεγαλώσω, δεν πρόκειται να επιλέξω να δουλέψω πουθενά «έξω από την πόλη». - Ζαφίρ … Πού πάμε; Έκανε να μιλήσει, αλλά τελικά σώπασε. Σκέφτηκε λίγο, αλλά τελικά είπε ένα ξερό «Πουθενά». - Τι πάει να πει πουθενά; Τόση ώρα περπατάμε! Αν και μικρός, είχα μάθει ότι πάντοτε όποιος περπατάει κάπου πηγαίνει. Αλλά, απ’ ότι φαίνεται, εμείς αν και περπατούσαμε δεν πηγαίναμε πουθενά. Αυτό ήταν σίγουρα κάτι περίεργο, κάτι που ο αδερφός μου δεν ήθελε να μάθω. 2


- Ζαφίρ, πες μου πού πάμε, αλλιώς δεν κουνιέμαι από εδώ! Είπα ξαφνικά σταματώντας μες στη μέση του δρόμου. Εκείνος σταμάτησε, κοίταξε λίγο γύρω του, μετά κοίταξε εμένα, σα να έπρεπε εγώ να ξέρω πού πηγαίναμε. - Είναι έκπληξη, είπε μετά από αρκετή σκέψη και προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά αφού θες, θα σου το πω. Πάμε μια εκδρομή. - Τι εκδρομή! Και γιατί έτσι, μόνοι μας, πρωί, πρωί; - Γιατί; Δε σου αρέσουν οι εκδρομές; - Φυσικά μου αρέσουν οι εκδρομές, αλλά θέλω να μου πεις πού είναι αυτή η εκδρομή. - Καλά λοιπόν, αναστέναξε. Τη θυμάσαι τη θεία Φατμά, την ξαδέρφη της μαμάς. Έφυγε από εδώ όταν ήσουν πολύ μικρός, γιατί παντρεύτηκε κάποιον στη Γερμανία και πήγε να μείνει εκεί. Εκεί λοιπόν πάμε κι εμείς, στη θεία Φατμά στη Γερμανία· ευχαριστήθηκες τώρα. - Πού είναι η Γερμανία; Κανένα από τα παραμύθια της δασκάλας μας δεν έλεγε για Γερμανία, μόνο για βασιλιάδες και πριγκίπισσες της Ανατολής. - Στην Ευρώπη. Είναι ωραία η Ευρώπη, θα σου αρέσει. Και η θεία Φατμά είναι πολύ καλή και έχει μια μικρή κόρη για να παίζετε. Θα πήγαινα μόνος μου να την επισκεφτώ, γιατί μια τόσο μεγάλη εκδρομή είναι για μεγάλα παιδιά, αλλά αφού … Χωρίς άλλη σκέψη του έδωσα το χέρι μου και συνεχίσαμε. Φυσικά και μου αρέσουν οι εκδρομές. Και φυσικά και είμαι μεγάλο παιδί. Γι’ αυτό εξάλλου δε φοβήθηκα που περνούσαμε από ένα σωρό άγνωστα και έρημα μέρη. Ούτε έκλαψα όταν άρχισαν να με πονάνε τα πόδια μου από το πολύ περπάτημα. Απλώς συνεχίζαμε μουγγοί, με το χέρι μου τυλιγμένο στο χέρι του να περπατάμε, όπως οι πρίγκιπες των παραμυθιών διέσχιζαν τις ερήμους και όπως τα μεγάλα παιδιά ταξιδεύουν στη Γερμανία. Ώσπου αργά το μεσημέρι, φτάσαμε στο λιμάνι. - Ομάρ, με ρώτησε άξαφνα ο Ζαφίρ με προσποιητή επισημότητα, θα ήθελες να ταξιδέψουμε με καράβι στην Ευρώπη; Δεν έδωσα καν προσοχή στην ερώτηση, απλώς έγνεψα ναι, απορροφημένος από το πλήθος κόσμου που πηγαινοερχόταν εδώ κι εκεί. Έσφιξα δυνατότερα το χέρι του, φοβισμένος, μήπως χαθώ στη χαώδη αυτή αναστάτωση. - Μείνε εδώ, μου είπε και με έβαλε να καθίσω μπροστά από ένα μικρό καφενείο. Πάω να συναντήσω τον καπετάνιο, εντάξει; Δε θα αργήσω. Εγώ συνέχισα να κοιτάζω την απέραντη θάλασσα που εκτεινόταν ως εκεί που δεν έφτανε άλλο το μάτι. Εκεί είναι η Ευρώπη; Εκεί είναι η θεία Φατμά; Δεν είχα ξαναδεί τόσο πολύ νερό συγκεντρωμένο σε ένα μόνο σημείο. - Δε θα αργήσω, ακούς; Εσύ μείνε εδώ. Μην κουνηθείς από εδώ, το υπόσχεσαι; Ακούς; Υποσχέσου μου ότι δε θα κουνηθείς από εδώ μέχρι να γυρίσω. - Ε; Ναι, εντάξει, ψέλλισα. Το βλέμμα μου τον ακολουθούσε καθώς έτρεχε ανάμεσα σε άνδρες γυναίκες και παιδιά, γυρνώντας κάθε τόσο πίσω να δει αν ήμουν ακόμα εκεί. Σε μια γωνία συνάντησε έναν άντρα με γένι, κασκέτο και μαύρο παλτό. Ξεκρέμασε το σακίδιό του και του έδωσε κάτι, ενώ ταυτόχρονα του μιλούσε, 3


δείχνοντάς του προς το μέρος μου. Ο άντρας έστρεψε το κεφάλι του, η ματιά του διασταυρώθηκε με τη δική μου κι εγώ αμέσως γύρισα το βλέμμα μου αλλού. Λίγα λεπτά μετά ο Ζαφίρ κι εγώ βρισκόμασταν στοιβαγμένοι πάνω σε μια μεγάλη φουσκωτή βάρκα, που μόλις ξεκινούσε για το όνειρο κάθε μεγάλου παιδιού, την Ευρώπη. Ήταν όμορφο να βλέπεις το λιμάνι να απομακρύνεται. Οι άνθρωποι φαίνονταν μικρότεροι και μικρότεροι ώστε πια δεν έμοιαζαν παρά σαν μικρές μαύρες κουκίδες. Τα μαγαζιά φαίνονταν σαν ένα νέφος από χρώματα και η βουή του λιμανιού ακουγόταν ολοένα πιο μακρινή ώσπου σώπασε. Γύρω μου άνθρωποι πολλοί με κουρασμένα πρόσωπα και φοβισμένα μάτια. - Όλοι αυτοί εκδρομή στην Ευρώπη πάνε; Ψιθύρισα και κάποια κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μου. Ο Ζαφίρ μου έγνεψε ναι και έσκυψε στο αφτί μου. - Σου το είπα, είναι ωραίο μέρος η Ευρώπη. - Πόσο θα μείνουμε; - Αρκετά. Για … Για να προλάβουμε να τη δούμε όλη. Έχουμε λείψει πολύ και στη θεία Φατμά. Δε θα σε γνωρίσει τόσο που μεγάλωσες! Είχε πια αρχίσει να σκοτεινιάζει. Αυτή η μέρα ήταν η μεγαλύτερη μέρα στη ζωή μου! Κράτησε τόσο πολύ, που η φιγούρα της μητέρας στην πόρτα του σπιτιού μας έμοιαζε κιόλας μακρινή σαν μια θολή ανάμνηση. - Ζαφίρ … Νυστάζω. Έβγαλε μια χοντρή ζακέτα του από το σακίδιο του και με σκέπασε. Με τύλιξε στα χέρια του και ακούμπησε στοργικά το κεφάλι μου στον ώμο του σαν να ήταν μαξιλάρι. Και μες στον ύπνο μου άκουσα το διπλανό του να του λέει: - Μικρός δεν είσαι για πατέρας του; - Ο αδερφός μου είναι. - Οι γονείς σας; - Έμειναν πίσω. Δεν είχαμε τα χρήματα, αλλά δεν μπορούσαμε να περιμένουμε άλλο. Όταν τα βρουν, θα έρθουν κι αυτοί. Τότε μόνο κατάλαβα πόσο σπουδαίοι είναι οι γονείς μου. Δεν έφτιαχναν τις βρύσες για να μαζέψουν τα χρήματα. Αλλά επειδή η εκδρομή μας ήταν μεγάλη και ακριβή και τα χρήματα και πάλι δεν έφταναν, έστειλαν μόνο εμάς να δούμε πρώτοι την Ευρώπη. Δεν ξέρω πόσο κοιμήθηκα, αλλά θυμάμαι να ξυπνάω από μια δυνατή βροντή. Γύρω μου πολλοί είχαν αποκοιμηθεί, αλλά ο Ζαφίρ, άγρυπνος μέσα στη νύχτα, κοιτούσε ανήσυχος τις ψιχάλες που έπεφταν αραιά στη θάλασσα. - Ζαφίρ … Θέλω να πάω σπίτι. Αιφνιδιάστηκε που με άκουσε. - Μα γιατί; Δε σου αρέσει η εκδρομή μας; Εγώ περνάω πολύ ωραία, η θάλασσα είναι υπέροχη. - Φοβάμαι. - Φοβάσαι; Φοβάται, βρε, ο Σεβάχ ο Θαλασσινός; - Ποιος είναι ο Σεβάχ ο Θαλασσινός; 4


- Πες μου ότι δεν έχεις ακούσει για το Σεβάχ το Θαλασσινό! Τον πιο ξακουστό, τον πιο δυνατό, το πιο ατρόμητο ναυτικό των επτά θαλασσών! - Όχι, δεν τον ξέρω. Ποιος είναι; Πες μου! - Πριν από πολλά, πολλά χρόνια σε μια χώρα της Ανατολής ζούσε ο Σεβάχ, ένας άνδρας που αφού έχασε όλη την περιουσία του αποφάσισε να γίνει έμπορος και να ταξιδέψει σε χώρες μακρινές. Σε ένα ταξίδι του, όμως στις Ινδίες ξέσπασε μια φοβερή θαλασσοταραχή και ένα πελώριο κύμα έσπασε το καράβι του στα δύο και ο Σεβάχ βρέθηκε μες στη μέση της φουρτουνιασμένης θάλασσας. - Και πνίγηκε; - Όχι φυσικά, γιατί ο Σεβάχ ήταν τόσο δεινός κολυμβητής που πιάστηκε από μια σανίδα, και κολύμπησε μέχρι την ακτή. Εκεί έμενε ένα τεράστιο ανθρωποφάγο πουλί. - Και τον έφαγε; - Όχι φυσικά, γιατί ο Σεβάχ ήταν τόσο γενναίος, που άρπαξε το πόδι του πουλιού και αυτό τον οδήγησε σε ένα μεγάλο νησί, όπου ζούσαν κάποια γιγάντια φίδια. - Και τον έπιασαν; - Όχι φυσικά, γιατί ο Σεβάχ ήταν τόσο έξυπνος που πήγε και κρύφτηκε μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά και πέρασε όλη τη νύχτα εκεί. Και όταν ξύπνησε το πρωί, τι λες ότι είδε; Η σπηλιά ήταν γεμάτη από μεγάλα γυαλιστερά διαμάντια! Ο Σεβάχ μάζεψε όσα χωρούσαν στις τσέπες του και όταν συνάντησε άλλους ναυτικούς, αυτοί τον έφεραν πίσω στη πατρίδα του. Έγινε πάρα πολύ πλούσιος και έζησε ευτυχισμένος. - Και μετά; Πού μένει τώρα ο Σεβάχ ο Θαλασσινός; - Εμ … Δεν ξέρω … Κανείς δεν ξέρει. Κάπου όμως άκουσα ότι κουράστηκε από τις πολλές περιπέτειες και κρύβεται από τους ανθρώπους για να βρει την ησυχία του. - Αποκλείεται! Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός δε φοβάται τις περιπέτειες! - Ναι, αυτό λέω κι εγώ! Όλο κάπου εδώ γύρω θα είναι, έτοιμος για την επόμενη περιπέτεια! Μη μου πεις ότι φοβάσαι ακόμα! - Όχι βέβαια! Και ξέρεις γιατί; Γιατί μπορεί κι εγώ να είμαι ο Σεβάχ ο Θαλασσινός! Κι εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα σαν τον καλό και γενναίο Σεβάχ, που κινούσα για τις δικές μου περιπέτειες στην Ευρώπη. Ήταν πρωτόγνωρη η αίσθηση να ξυπνάς καταμεσής στη θάλασσα και πάνω από το κεφάλι σου να μην υπάρχει παρά μόνο ο ουρανός. Ακόμη κι αν σήμερα η θάλασσα είχε μικρά γαλάζια βουναλάκια. Ακόμη κι αν σήμερα ο ουρανός ήταν γκρίζος από τη χθεσινή βροχή. Ακόμη και αν φυσούσε λίγο και η βάρκα μας προχωρούσε σαν τις κούνιες της αλάνας, δεξιά, αριστερά, δεξιά, αριστερά και τους έκανε όλους να ανησυχούν. Κανείς δεν ήθελε να μας χαλάσει ο καιρός την ωραία μας εκδρομή. Τυλίχτηκα σφιχτά με τη ζακέτα. - Ζαφίρ … Πεινάω. Έβγαλε από το σακίδιό του το ψωμάκι που είχε κρατήσει από χθες, το μοίρασε σε δύο κομμάτια και μου έδωσε το μεγαλύτερο. Η ώρα περνούσε ήσυχα και μελαγχολικά. Ο μπαμπάς θα δούλευε πάλι σήμερα «έξω από την πόλη», για να βγάλει χρήματα και να έρθει κι αυτός στην εκδρομή. Η μαμά θα ήταν μόνη στο σπίτι και θα μαγείρευε τη σούπα στης σιγοτραγουδώντας. Και αν τα παιδιά από τη γειτονιά χτυπούσαν την πόρτα και με ζητούσαν να πάμε να παίξουμε ποδόσφαιρο, θα τους 5


έλεγε: «Ο Ομάρ πήγε με τον αδερφό του εκδρομή στη Γερμανία, θα αργήσει να γυρίσει». Η ώρα περνούσε αργά και η Γερμανία αντί να πλησιάζει, φαινόταν συνεχώς να απομακρύνεται. Θέλω να πάω να παίξω ποδόσφαιρο…. - Ζαφίρ … Είναι μακριά η Ευρώπη; - Ε, λίγο. - Θα αργήσουμε να φτάσουμε; - Όχι πολύ. Αφού βρήκα το καλύτερο καράβι, δε βλέπεις; - Είναι λίγο μικρό. Εκεί στο λιμάνι είχε και μεγαλύτερα. - Όσο μικρότερο, τόσο γρηγορότερο. - Θα φτάσουμε πριν το μεσημέρι; - Δε νομίζω, απάντησε με δυσπιστία. - Θα φτάσουμε πριν το βράδυ; - Ναι, τότε, μάλλον θα φτάσουμε. - Και θα μας περιμένει η θεία Φατμά; - Όχι. Δε θα πάμε αμέσως στη Γερμανία. Θα περάσουμε πρώτα από άλλες χώρες, για να τη δούμε όλη την Ευρώπη. Θα είναι μεγάλη η εκδρομή μας. - Ζαφίρ … Βρέχει. Μια σταγόνα είχε μόλις πέσει στο πρόσωπό μου. Και δεύτερη και τρίτη. Και ολοένα πύκνωναν οι σταγόνες και ο Ήλιος λες και φοβήθηκε πήγε και κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα για να μη σβήσει. Ο αέρας δυνάμωνε και έκανε την καρδιά μου να τρέμει και να χτυπά πιο γρήγορα. - Και τότε πού θα κοιμηθούμε σήμερα; - Σε σκηνές. Όπως στην κατασκήνωση. Ξέρεις τι ωραία που είναι η κατασκήνωση; - Δε θέλω να κοιμηθώ κάτω, θέλω να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου. - Μα κι ο Σεβάχ ο Θαλασσινός κοιμήθηκε σε μια σπηλιά, υγρή και σκοτεινή. - Και τον κυνηγούσαν φίδια, αλλά αυτός βρήκε ένα σωρό διαμάντια και έγινε πλούσιος! συνέχισα - Είδες; Οι σκηνές και οι σπηλιές μπορεί να είναι πολύ ωραίες τελικά. Και όταν φύγουν τα σύννεφα, θα ξαπλώσουμε στις σκηνές μας και εγώ θα σου μάθω όλα τα αστέρια. Ήξερες ότι στον ουρανό είναι κρυμμένα παραμύθια; Η αλήθεια ήταν πως δεν το ήξερα ότι τα αστέρια έχουν ιστορίες να μας πουν. Ήλπιζα όμως να ξέρουν και την ιστορία του Σεβάχ του Θαλασσινού, γιατί αυτή ήταν η αγαπημένη μου από όλες. Εκείνη τη στιγμή όμως το μόνο που κοιτούσα ήταν μια θολή σκιά στο βάθος του ορίζοντα, την Ευρώπη. Και καθώς ο αέρας δυνάμωνε και η βάρκα ταλαντευόταν πια επικίνδυνα, όσο χαρούμενος ένιωθα που θα ακουμπούσα τις αμυδρές εκείνες ακτές, άλλο τόσο με φόβιζαν τα κύματα που υψώνονταν άγρια και απειλητικά και παρέσερναν τη βάρκα μας σα να ήταν χάρτινο καραβάκι. Όλοι είχαν πανικοβληθεί, καθώς η εκδρομή είχε ξεκινήσει τόσο στραβά και η βάρκα γέμιζε με αφρισμένα νερά. Και πριν το καταλάβουμε, λίγο πριν μπορέσουμε να διακρίνουμε τα ολόλευκα εκείνα σπιτάκια της Ευρώπης, η βάρκα μας αναποδογύρισε. Βρεθήκαμε όλοι στο έλεος των κυμάτων και του ανέμου, που λυσσομανούσε μες στα αυτιά μου και κάλυπτε μαζί με το νερό που κατάπινα, τις απεγνωσμένες κραυγές. - Ζαφίρ! Πού είσαι; Δεν ξέρω κολύμπι, βοήθεια, Ζαφίρ! 6


Για μια φευγαλέα στιγμή είδα τα μαύρα ανακατεμένα μαλλιά του και τα κόκκινα από την κούραση μάτια του και τον ένιωσα να με τραβάει προς το μέρος του. Κι εκεί, ανάμεσα στις κραυγές που πνίγονταν, ένιωσα μια μικρή, μια φοβισμένη στιγμή σιγουριάς, μέσα στην παλάμη του, πριν προλάβουν να μας χωρίσουν τα κύματα. Έπινα συνέχεια νερό και προσπαθούσα απεγνωσμένα να κρατήσω το κεφάλι μου έξω. Τίναζα μανιωδώς τα χέρια και τα πόδια μου να μη με πάρει το κύμα. Αλλά αυτό ήταν πιο δυνατό. Ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. «Μην πέσεις, Σεβάχ. Μην αφήσεις τη θάλασσα να σε καταπιεί. Η ακτή είναι τόσο κοντά, Σεβάχ, τη βλέπεις. Εκεί σε περιμένουν τα διαμάντια σου. Είναι δικά σου, Σεβάχ. Πήγαινε να τα πάρεις». Τα κύματα με παρέσερναν όπου ήθελαν αυτά. Εκείνο εκεί το πράγμα … Δεν ξέρω πού βρέθηκε εκεί δίπλα μου, θα το παρέσυρε κι αυτό το κύμα. Το τελευταίο που θυμάμαι ήταν να αρπάζω ένα σπασμένο κουπί και να παλεύω να κρατηθώ επάνω του. Ξύπνησα δίπλα στην ακτή, παγωμένος και βρεγμένος ως το κόκκαλο, με το πρόσωπό μου στην υγρή άμμο. Ήμουν στην Ευρώπη, αλλά ήμουν μόνος μου. Ο μπαμπάς δούλευε «έξω από την πόλη» σήμερα. Η μαμά ήταν σπίτι και μαγείρευε. Τα αγόρια στη γειτονιά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Κι ο Ζαφίρ; «Πού πας, Σεβάχ, μόνος σου; Θα σε φάνε τα φίδια. Δεν μπορείς να τα παλέψεις, το ξέρεις. Μπορείς μόνο να κρυφτείς. Μα ως πότε θα κρύβεσαι, Σεβάχ; Ως πότε; Πού είναι οι ναυτικοί σου να σε πάνε σπίτι; Έχασες, Σεβάχ. Θα γυρίσεις φτωχός και μικρός. Δεν είναι για σένα η Ευρώπη. Τώρα που δεν έχεις τίποτα και δεν έχεις κανέναν, ποιος θα σε αγαπά και ποιος θα σε φροντίζει; Δεν ξέρεις κανέναν. Δεν έχεις από πού να πιαστείς. Θα σε φάνε τα γιγάντια πουλιά, Σεβάχ». Αλλά πριν το καταλάβω, τον είδα να πλησιάζει. Αδύναμος και κουρασμένος. Και εκεί στα πρησμένα, αλλά γυαλιστερά μάτια του Ζαφίρ μπόρεσα και τα είδα. Τα διαμάντια του Σεβάχ του Θαλασσινού.

7


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.