Από τις αναμνήσεις ενός πρόσφυγα

Page 1

Περιγραφή του Αλέξανδρου Μ. του Νικ. και της Ζαχ. γεννηθέντος στον Γαλατά Καλλιπόλεως, Χερσονήσου Ανατολικής Θράκης και νυν κάτοικο Περαίας Α. Από τις αρχές του 19ου αι μέχρι το 1922. Εγεννήθην το έτος 1899 εις τας 16 Νοεμβρίου εις Γαλατά Καλλιπόλεως Ανατ. Θράκης Τουρκία.

Γαλατά

Το πρώτο που γνώρισα μετά τους γονείς μου, την αδελφήν μου Αδαμαντία, τους πάππους μου και τις γιαγιάδες μου ήτο το μαγαζί μας «Παντοπωλείον» σε καλή κατάστασιν και άφθονο εμπόρευμα και ύστερα εγεννήθησαν και τα αδέλφια μου, ο Χρίστος 1901, η Παναγιώτα 1903 που μόλις


θυμάμαι ένα μωρό μέσα σε κούνια «μπεσίκη» όπως το έλεγαν και τελευταίος ο Αθανάσιος 1914. Ο Μπαμπάς μου ήταν άνθρωπος δραστήριος και εργατικός, προήρχετο από αγροτική οικογένεια και είχε πάρει μερικά χωραφάκια από τον παππού μου, πηγε στην ξενιτειά και με την δραστηριότητά του κέρδισε μερικά χρήματα με τα οποία έκτισε το μαγαζί και πάνω από το μαγαζί το σπίτι σε δυο πατώματα. Το οικόπεδο ήταν μικρό και γι’ αυτό έκτισε και δεύτερο πάτωμα. Αργότερα όταν πέθανε ο παππούς μου Θανάσης το υπόλοιπο οικόπεδο με τα σπίτια του παππού μου τα κληροδότησε στη θεία Ελένη. Ο Μπαμπάς το αγόρασε και έτσι απόκτησε και δεύτερο σπίτι με σταύλους και μια απέραντη αυλή. Ξενιτεύθηκε πάλι, πήγαινε στο Αϊβαλί όταν ξεινιτευόταν, δούλευε σε κάποιον πλούσιο στο ελαιοτριβείο του αυτός ήταν λαδέμπορος και όταν επέστρεψε στο χωριό άνοιξε το παντοπωλείο ξεκινώντας με λίγα κεφάλαια και με πιστώσεις που είχε πάντοτε στην Καλλίπολη και έκτοτε έπαψε να ξενιτεύεται. Όλα αυτά τα γράφω από αφηγήσεις του Μπαμπά και άλλα που θα γράψω παρακάτω. Το 1899 ήτο το έτος που εγεννήθην και πριν ακόμη γεννηθώ το ίδιο έτος οι χωριανοί τον βάλαν στην εκκλησία επίτροπο ως ταμεία της εκκλ. Επιτροπής και επί πολλά χρόνια ταμεία τον θυμούμαι και όταν ακόμη μας έδιωξαν οι Τούρκοι από το χωριό 1915. Τα γράμματα ήταν λίγα στην εποχή τους. Τα μάθαιναν από το ψαλτήρι και τον Οκτώηχον αλλά κράτησε στα βιβλία του όλη την κίνηση του εκκλησιαστικού ταμείου. Στο έτος εκείνο κατεδαφίσθηκε η Εκκλησία και στο μέρος εκείνο κτίσθηκε ένας μεγαπρεπής Ναός σε σχέδιο Βυζαντινής Βασιλικής και σε χωρητικότητα πολύ μεγαλύτερη από την Βυζαντινή Εκκλησία Θεσσαλονίκης Αγία Σοφία. Τώρα βρίσκεται σε καλή κατάσταση οι Τούρκοι που κατοίκησαν στο χωριό την εσεβάσθησαν και την έκαναν τζαμί αφού κατεδάφισαν τον τρούλο έναν


θαυμάσιο τρούλο με 12 παράθυρα με τους Αποστόλους και έναν θαυμάσιο παντοκράτωρα. Και τώρα το ιστορικόν της Εκκλησίας όπως το έμαθα και το άκουσα από μεγαλύτερους χωριανούς και από τον μπαμπά μου. Πριν ακόμα το 1899 σταθμός που ήρθα στον κόσμο, οι κάτοικοι του χωριού ζητούσαν να κτίσουν άλλη Εκκλησία μεγαλύτερη (η εκκλησία μας ήταν πολύ μικρή) αλλά δεν μπορούσαν δεν τους επέτρεπαν τα οικονομικά τους. Εδώ πρέπει να τονίσωμε ότι παρ’ όλα τα έσοδα που είχε η Εκκλησία μισθοδοτούσαν τους δασκάλους είχαμε δύο δασκάλους αν και δεν έφθαναν αλλά όπωσδήποτε έφταναν γιατί πολλά παιδιά δεν πηγαίναν σχολείο αν πήγαιναν όλα τα παιδιά θα χρειαζόταν εξατάξιο σχολείο. Όταν ανέλαβε την Εκκλησία Νέα Επιτροπή μεταξύ αυτών ήτο και ο Μπαμπάς μου τότε έγινε εντονότερος ο πόθος για Νέα Εκκλησία αλλά όπως προαναφέραμε ήταν αδύνατο χωρίς χρήματα. Τότε ο Μπαμπάς πήγε στην Καλλίπολη κατ’ ευθείαν στο Μητροπολίτη και ζήτησε την άδεια για την κατεδάφηση της Εκκλησίας αλλά ο Μητροπολίτης ζήτησε να του πάει τα βιβλία της Εκκλησίας. Προφορικά του ανέπτυξε την οικον. κατάσταση δια της οποίας τα συμπεράσματα ήταν αρνητικά ύστερα από 2-3 μέρες του προσκόμισε τα βιβλία με τας πενιχράς οικονομίας αλλά και πάλιν τα αποτελέσματα ήταν το ίδιο. Τότε δεν έμεινε άλλο τίποτε παρά να τον παρενοχλεί να τους δώσει την άδεια πήγαινε κάθε 2-3 μέρες και ψώνιζε για το μαγαζί και επισκέπτονταν τον Δεσπότη και του έκανε κρούσεις. Στο τέλος αφού δεν μπορούσε να τον πείσει του εξήγησε ότι το χωριό για το ζήτημα της Εκκλησίας ήταν όλο ηνωμένο και οι κάτοικοι της αποφασισμένοι να κατεδαφίσουν την εκκλησία ο Μητροπολίτης προ της τοιαύτης επιμονής υποσχέθην ότι θα ερχόταν στο χωριό την επομένη ή την μεθεμπομένη Κυριακή να λειτουργήσει και να μιλήσει στο Εκκλησίασμα.


Τότε ο Μπαμπάς μου εν συννενοήσει με τους κατοίκους του χωριού που αποτελείτο από γεωργούς αλλά και πολλούς κτίστες έστειλε από το Σάββατο και πήραν τον Μητροπολίτη και τον έφεραν στο χωριό. Αφ’ εσπέρας ετελέσθη ο εσπερινός και η Εκκλησία ήτο γεμάτη από τους κατοίκους την δε επομένη Κυριακή όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήταν στην Εκκλησία αφού γέμισε η Εκκλησία ο περισσότερος κόσμος ήταν έξω σ’ ένα τεράστιο προαύλιο. Μετά την τέλεσιν της Λειτουργίας προσκάλεσε τον Μητροπολίτην, τους ιερείς «είχαμε δύο ιερείς τον παπά Παρασκευά και τον παππού μου Παπαγιάννη» και τους επιτρόπους καθήσανε στο μπαλκόνι στο επάνω πάτωμα του σπιτιού μας και πίναν τον καφέ τους. Στο διάστημα αυτό βάλαν τις σκάλες από το αντιθετο μέρος της Εκκλησίας από το σπίτι μας (ήταν πολύ κοντά στην Εκκλησία) για να μην φαίνονται ανεβήκαν επάνω και εις διάστημα 10 λεπτών κατέβασαν όλα τα κεραμίδια και άρχησαν να ξηλώνουν την σκεπή και να γκρεμνούν ντουβάρια ο Μητροπολίτης απο το μέρος που καθόταν είδε τον κόσμο και την Εκκλησία μισογκρεμισμένη αλλά όταν είδε παιδιά κορίτσια γυναίκες και άνδρες γριές μέχρι 80 χρονών να βοηθούν και να τακτοποιούν τα διάφορα υλικά και άλλοι να φορτώνουν στα αμάξια μπάζα οι άνδρες έκαναν τις ποιο βαριές δουλειές, ο Δεσπότης θαύμασε από την τάξη που επικρατούσε και ο καθ’ ένας άνδρες γυναίκες παιδιά κάναν τις δουλειές τους. Τότε είπε στους επιτρόπους Τώρα πιστεύω πως θα κάνετε Εκκλησία. Όλη αυτή την ιστορία την άκουσα από τον Μπαμπά και από τους χωριανούς μου όταν μεγάλωσα και παρακολοθούσα τις συζητήσεις τους στο μαγαζί «Τα παντοπωλεία τότε ήταν και καφενεία» εγώ από όλα αυτά θυμάμαι που έφτιαχναν τον


Τρούλο και κολούσαν τα φύλλα τον τσίγκο και τον θείο Χατζή Α. που ζωγράφισε τον Παντοκράτωρα και τον Άμβωνα. Θυμάμαι όταν έγινε το σύνταγμα 1908 ήμουν τότε μαθητής στο σχολείο μας. Το χωριό μας ήταν Ελληνικό ή μάλλον Χριστιανικό καθώς και πολλά άλλα χωριά όπως το Μπαΐριον το Αγγελοχώριον, το Ταϋφίριον η Μάδυτος και άλλα χωριά μεγάλα και καθαρώς Ελληνικά άνευ ουδενός κατοίκου από Μουσουλμάνους ανάμεσα είχε Τουρκικά χωριά μικρά με ολίγους κατοίκους. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Τούρκοι από τα χωριά αυτά μας αγαπούσαν και ερχόντουσαν από τα χωριά τους και ψώνιζαν όπως και μεις πηγαίναμε στα χωριά τους για διάφορες δουλειές και όπως καταλάβαινα υπήρχε ένας αλληλοσεβασμός μεταξύ μας. Αργότερα όταν έγινε ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος και επηκολούθησε ο δεύτερος και κατόπιν στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο όπου Τούρκοι Γερμανοί Βούλγαροι και Αυστριακοί πολεμούσαν εναντίων των συμμάχων θυμάμαι τον Τουρκικό Στρατό που περνούσε κάθε μέρα από το χωριό μας προς τα Δαρδανέλια. Μας επίταξαν όλα τα καλύτερα σπίτια για τους αξιωματικούς και στρατιώτας, ήτο κέντρο διερχομένων. Κάθε ημέρα κατέβαινε από την Καλλίπολη Τουρκικός Στρατός καθόντουσαν 1-2 μέρες και πηγαίναν προς την Μάδυτο και από κει στα φρούρια που οι Αγγλογάλλοι κάναν αποβάσεις και βομβαρδισμούς χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα μόνον που σκοτώθηκαν πολλοί στρατιώτες Τούρκοι αλλά και Σύμμαχοι. Το μαγαζί το κλείσαμε και αφήσαμε μια θυρίδα ανοιχτή και ψώνιζαν οι Στρατιώτες. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι τέλειωσαν εγώ είχα τελειώσει το Δημοτικό σχολείο δεν μπόρεσα να πάω σε Ανώτερη σχολή εν τω μεταξύ μεσολάβησε ο πρώτος διωγμός για τον οποίον πρέπει να γραφούν πολλά και να μείνει στίγμα στην Ανθρωπότητα για λαούς που νομίζουν ότι είναι πολιτισμένοι ανώ αντιθέτως είναι οι πιο Βάρβαροι αφού άφησαν τον Τούρκο να ξεριζώσει το ευγενέστερο στοιχείο τον Ελληνισμό


που μέσα στην Τουρκιά ξεχώριζε από πολιτιστικής και Εμπορικής πλευράς και αυτό το ξεύραν όλοι οι νομιζόμενοι εκπολιτισμένοι Ευρωπαίοι.

Αυτός ο διωγμός δεν είχε άλλο σκοπό από την αρπαγή ολοκλήρων περιουσιών από μαγαζιά γεμάτα εμπόρευμα σταύλους γεμάτους με ζώα που ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες βόδια και άλογα, χωράφια σπαρμένα έτοιμα προς θερισμόν και σε χιλιάδες τόνους ρουχισμού και οικιακών σκευών ιδίως χάλκινων. Έφεραν ένα πλοίο στον Καρακβά (λιμανάκι) και μας στοίβιαξαν μέσα όπως τα ζώα, μαζί με ότι μπορούσαμε να μεταφέρουμε με τα χέρια μας και μας μετέφεραν στην Πάνορμο και απ’ εκεί με επιταγμένα κάρα μας μετέφεραν στο Γκουνέν μια Τουρκόπολις με αρκετούς Έλληνες. Μείναμε εκεί περίπου 3 μήνες. Στο διάστημα αυτό πέθανε η Ανέζω ήταν μια γριά που την είχαμε στο σπίτι μας και την πήραμε μαζί μας καθώς επίσης και τον επιτάφιο της Εκκλησίας μας που τον πήρε ο Μπαμπάς μου μαζί με τα άλλα πράγματα που είχαμε. Κατόπιν μας μετέφεραν πάλι με τα πόδια στην Πάνορμο και μας στοίβιαξαν μέσα σε βαγόνια όπως τα ζώα και μας


πήγαν στο Μπαλίκεσέρ μια μεσόγεια πόλη πτωχή και χωρίς δουλειά απ’ όπου μας διασκόριπισαν από 10-15 οικογένειες στα Τουρκοχώρια με σκοπό να μας εκτοπίσουν εμάς μας έστειλαν σ’ ένα χωριό Τασκιόϊ με 20-25 σπίτια μας στοίβιαξαν σ’ έναν θάλαμο-σταύλο καθίσαμε περίπου 1 εβδομάδα και αρχίσαμε σιγά σιγά να κουβαλιέμαστε στο Μπαλίκεσέρ. Εκεί στην πρώτη μας εξόρμηση προς την πόλη και πριν φθάσομε σε απόσταση 2-3 χιλιόμετρα έτυχαν 2 τούρκοι οπλισμένοι και ήλθαν κοντά μας με απειλές και βρισιές «ο ένας» εκ των δύο έβγαλε το μαχαίρι με διάθεση δολοφονίας αλλ’ ευτυχώς ο άλλον τον συνεκράτησε και μας άφησαν κι έφυγαν. Αυτοί ήταν οι Τούρκοι, με τα τουφέκια και τα μαχαίρια κυκλοφορούσαν. Τέλος φθάσαμε στο Μπαλίκεσέρ αφήσαμε τα πράγματα σε κάποιο χωριανό μας και φύγαμε πάλι στο χωριό. Την άλλη μέρα φορτώσαμε τα πραγματά μας σε ένα αμάξι και φυγαμε στο Μπαλικεσέρ και απ’ εκεί με το τραίνο στο Αξάρι μια τουρκόπολις με πολλούς Έλληνες λίγους Αρμένους και Εβραίους. Όλοι οι Έλληνες σχεδόν στο Αξάρ ήταν τουρκόφωνοι αλλά καλοί πατριώτες. Είχαν αμπέλια μεγάλα, ο καθένας 20-50 στρέματα με σπίτι στο αμπέλι και ξηραντήρια για τη σταφίδα, τα σταφύλια τους ήταν σουλτανιά έκαναν πολύ σταφίδα, το μέρος ήταν εύφορο, η πόλις είχε πολλά νερά και σε κάθε δρόμο στους περισσότερους είχε στη μέση ένα ρυάκι με πολύ νερό και έτρεχαν μέσα στους μπαξέδες. Ήταν ακάθαρτη πόλις σε κείνα τα νερά έριχναν οι οικοκυρές όλες τις ακαθαρσίες και τα απορρίματα. Η ελονοσία θέριζε τον κόσμο προ παντός οι πρόσφυγες μέχρις ότου εγκλιματισθούν σ’ αυτό το μέρος υποφέραμε από αρρώστειες ... Εκεί μείναμε μέχρι την επιστροφή μας στην πατρίδα, τέσσαρα χρόνια περίπου. Είχε δουλειές, όλοι οι πρόσφυγες που είσαν εκεί δούλευαν είχε πολλούς νοικοκυραίους έλληνες με αμπέλια δικά τους σε όλες τις πόλεις κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμής από την Πάνορμο μέχρι την Σμύρνη


όπου βολευτήκανε όλοι οι πρόσφυγες επί τέσσαρα χρόνια μέχρι την ανακωχή που επιστρέψαμε στιν πατρίδα μας... …………………………………………………………………………………………… Β. Η αναζήτηση για νέους τόπους εγκατάστασης . ... Τότε έγινε η πολύκροτη Δίκη των έξι υπευθύνων της Εθνικής Τραγωδίας που καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν δια τυφεκισμού στο Γουδί. Δεν ξεύρομε και ούτε είμαστε σε θέση να κάνουμε κρίσεις για το δραματικό τέλος των έξ όμως την εποχή εκείνη από όλα τα στρώματα της κοινωνίας της Αθήνας υπήρχε μια ασυγκράτητη αγανάκτηση και μια Λαϊκή εκδίκηση για την Τραγωδία της Μ. Ασίας και εν συνεχεία της Ανατ. Θράκης ο κόσμος άκουγες παντού να λέει πρέπει να λυπηθούμαι για αυτούς που τουφεκήσαν (τους έξ); Ή να κλάψουμε τα τραγικά θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής; Αυτά διαδραματίζονταν στην Αθήνα, αλλά από την Ανατολική Θράκη έφυγαν και οι δικοί μας από τα σπίτια τους για να τους μεταφέρουν σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου και διάφορα μέρη της Ελλάδος. Τους χωριανούς μου τους μετέφεραν στην Πρέβεζα εκεί καθήσανε όλο τον χειμώνα και το καλοκαίρι ένα χρόνο. Εν τω μεταξύ εγώ εξακολουθούσα να είμαι στρατευμένος η μονάδα μας ως Λόχος Επαν. Επιτροπής μετονομάσθη αργότερα ως Λόχος Στρατηγείου Α΄Σώματος Στρατού και μεταφερθήκαμε τα γραφεία του Λόχου στους Στρατώνες Πλακεντίας εκεί εγκατεστάθησαν τα γραφεία μας εγώ υπηρετούσα ως βοηθός Επιλοχίου όλη η αλληλογραφία του Λόχου περνούσε απο τα χέρια μου πολλές φορές διανυκτέρευα για να προλάβω τις απαντήσεις διαφόρων εγγράφων όλα τα έγγραφα εισερχόμενα-εξερχόμενα τα ενεργούσα εγώ μέχρι πρωτοκόλου και διεκπεραιώσεως τόση δουλειά όλα ο Διοικητής με έλεγε πού να βρούμε τον καλλίτερο δυστυχώς η παλιά Ελλάδα ήταν πολύ χειρότερη από μας μέχρι τους σημείου να έχομε μέσα στη δύναμη του Λόχου και Δάσκαλο


τελειόφοιτος Διδασκαλείου και έκαμνε λάθη δεν μπορούσε να συντάξει μια απάντηση σ’ ένα έγγραφο και πολλές φορές με τα έδινε μένα για να τα απαντήσω εγώ είχα μάθει τους τύπους αλληλογραφίας και δεν δυσκολευόμουνα καθόλου. Αυτά μέχρι τον Αύγουστο 1923 ήταν παραμονές που θα παίρναμε το απολυτήριο μου. Το πήρα στις 29 Αυγούστου αλλά παραμονές της απολύσεώς μου σκεπτόμουν τι δουλειά θα έκαμνα και ποιο δρόμο θα έπιανα πήγα στους βουλευτές μας που είχα γνωρισθεί εν τω μεταξύ στο Μπακάλ-μπασί και στον Φ. με είπαν να με διορίσουν δάσκαλο (η αγραμματοσύνη μάστιζε ολόκληρη την Ελλάδα τότε) εγώ δεν δέχθηκα νόμιζα τον εαυτό μου μειωμένο για το επάγγελμα του δασκάλου ήμουν απόφοιτος του Δημ. Σχολείου του Γαλατά Καλλιπόλεως και μου φαινόταν ότι θα αναλάμβανα μεγάλη ευθύνη προτίμησα να πάρω το απολυτήριό μου πήγα στην Πρέβεζα όπου ήταν οι δικοί μου και αμέσως ήταν ημέρες που θα μετέφεραν τους πρόσφυγες στην Μακεδονία για να εγκατασταθούν οριστικά. Μας έβαλαν σε ένα πλοίο και μας μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη μας έβγαλαν στο Καραμπουρνάκι στη Μίκρα, πρώτα για απολύμανση και απ’ εκεί στον τόπο της οριστικής μας εγκατάστασης. Εμάς ήταν να μας μεταφέρουν στην Πτολεμαΐδα στην Γαλάτεια (Τσορ). Μείναμε 2-3 μέρες στη Μίκρα και με τον μπαμπά μου πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και βρήκαμε τον θείο μου Χατζή που μας είπε ότι τους έδωσαν αυτό το μέρος εδώ στην Περαία. Ο θείος μου μας βοήθησε ήλθαμε και είδαμε το μέρος εδώ κοντά στο τέλος Σεπτεμβρίου 1923, ήταν ύπαιθρο, ούτε ένα σπίτι. Μόνο κάτι σκηνές. Πήραμε ένα οικόπεδο και αρχίσαμε εντατικά. Είμασταν σε κακά χάλια. Όλοι στο ρέμα που είχε άφθονο νερό πιάσαμε από έν συνεργείο άνδρες γυναίκες παιδιά και κόψαμε πληθιά κουβαλήσαμε πέτρες και δεν υπήρχαν ούτε κάρα ούτε υποζύγια. Ευτυχώς κάποιος είχε 2 γαϊδουράκια με τα έδωσε και κουβάλησα πέτρες με την σειρά φόρτωνα 2 φορτία για


μένα και 2 φορτία για κείνον έως ότου συμπλήρωσα όσες πέτρες χρειαζόμουνα και τα πληθιά επίσης εναλλάξ και αφού τα κουβαλήσαμε τα υλικά κτίσαμε σπίτια πλίθινα μας έδωσε ο εποικισμός μερικά ξύλα και κεραμίδια και τα σκεπάσαμε. Ευτυχώς που πήγε καλά ο καιρός μέχρι τον Δεκέμβριο και στεγαστήκαμε ασουβάντιστα τα περισσότερα σπίτια. Δυστυχώς μέσα σ’ αυτήν την δυστυχία δεν λείψαν οι άρπαγες και εκμεταλλευταί της δύστυχης τραγωδίας μας που κοίταζαν πώς να επωφεληθούν και να κλέψουν υλικά όπως ξυλεία, κεραμίδια, κλπ. ... Τέλος με αυτή τη δυστυχία κατορθώσαμε και μπήκαμε κάτω από κεραμίδια. Ο πρώτος χειμώνας ήταν οδυνηρός αλλά πέρασε. Εγώ ασχολούμην με ξυλουργική μια δουλειά που δεν είχε και πολύ μέλλον εδώ αλλά αργότερα εξελιχθηκε σε καλή δουλειά. Τότε είχε αναλάβει τα κουφώματα του εποικισμού στην Θεσσαλονίκη ένας πατριώτης μας Καλλιπολίτης, ο Κ. και έφτιανε πορτοπαράθυρα αλλά για να δουλέψουν, όλους που δούλευαν τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί. Το μεροκάματο δεν έφτανε να φας. Ένας θείος μου ήταν στην Αλεξανδρούπολη, εργαζόταν κτίστης και με έγραψε πως είχε πολλές δουλειές αποφάσισα να πάγω αλλά και τα ναύλα μου ακόμα ήταν ανύπαρκτα. Τέλος εξοικονόμησα τα ναύλα μου και έφυγα ατμοπλοϊκώς (το τραίνο ήταν ακριβό) και πήγα στην Αλεξανδρούπολη πήγα στη Δ/νση του θείου Αναστάση αλλά εκείνος έκλεισε, είχε πάει στο χωριό του στην Κουρνοφωλιά, κοντά στο Σουφλί. Το σπίτι το είχε νοικιασμένο πήγε για λίγες μέρες και θα επέστρεφε αλλά για μένα τι γινόταν, ο σπιτονοικοκύρης του ήταν φούρναρης και βαστηγμένος οικονομικά, εγώ ντρεπόμουν να του πω πως δεν είχα χρήματα είπα ο θεός είναι μεγάλος ρώτησα πού είχε προσφυγικούς Συνοικισμούς και μου έδειξαν. Πήγα με μια ελπίδα και μια προαίσθηση ότι κάπου θα σκάλωνα είδα ένα μαραγκό σ’ ένα γιαπί που πλάνιζε μπό[...] για πόρτες. Η περιβολή του έμοιαζε με τις τοπικές μας


ενδυμασίες και τον ρώτησα αν έχει καμιά δουλειά με απάντησε ότι δεν ήταν αυτός αφεντικό αλλά ότι είχαν πολλές δουλειές και με είπε το αφεντικό του πήγε για κάτι άλλες δουλειές και θα ‘ρχόταν σε λίγο, έκανα μια βόλτα και ξαναπήγα. Από μακριά είδα και δεύτερο άτομο, πλησίασα και μόλις με είδε ο πρώτος που είχα ρωτήσει εδώ σε συστάσεις τον άκουσα να λέει «να το παιδί που σ’ έλεγα». Πήγα κοντά και με ρώτησε το αφεντικό από πού είμαι... ............................................................................. ... Έπιασα δουλειά και δούλεψα συνέχεια 8 μήνες στον κ. Β. Δ. Ήταν οικονομικώς σε καλή κατάσταση και θαυμάσια οικογένεια τα παιδιά του όλα ευκατάστατα ... Τέλειωσε η δουλειά δεν κοίταξα άλλη μ’ έγραψε ένας φίλος από το στρατό που είμαστε στην Μ. Ασία και ήλθα στην Θεσσαλονίκη. Ο γαμπρός του είχε επιπλοποιείο και έπιασα δουλειά δούλεψα και κει κάπου 10 μήνες. Από την Αλεξανδρούπολη με την μετρημένη ζωή μου μπόρεσα έκανα 2 κουστούμια πήρα και άλλα εσώρουχα, έστειλα και μερικά λεπτά στους δικούς μου. Και τώρα που ήρθα στη Θεσσαλονίκη ο νους μου ήταν να κάμω δικιά μου δουλειά. Αλλά πώς χωρίς χρήματα την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ούτε μηχανήματα και όλοι οι ξυλουργοί δουλεύαν με εργαλεία, χειρωνακτικά αλλά και αυτά ακόμη δεν είχα να πάρω... ... Με τον καιρό γνωρίσθηκα με κάποιο φίλο που ήταν στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή με τον Λ. Κάναμε τακτική πρέα με αυτόν που αργότερα τελευταία ανέλαβε την Διεύθυνσιν της Σχολής. Είναι αλήθεια πως οι γνωριμίες μου με φίλος ήταν πολύ εκλεκτές κείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη φτώχεια και ανεργεία μάστιζε τον κόσμο και η φτώχεια η μεγάλη ήταν σε μας τους πρόσφυγες. Τέλος, με τον φίλο μου τον Λ. μια μέρα βρεθήκαμε στη Γεωργ. Σχολή και με σύστησε την Διευθύντρια μις Κ. μια αγγλίδα εξαιρετική σαν άνθρωπος. Όλοι τότε αυτοί αγωνιζότουσαν πώς να μας δώσουν δουλειά


είναι αλήθεια πως όσοι βρέθηκανε μέσα στον κύκλο τους περνούσαν χαρούμενες μέρες τότε. Έτσι από διάφορες συζητήσεις η μις Κ. με πρότεινε να ανοίξω ξυλουργείο με δάνεισε 30 λίρες άτοκα να τις πληρώσω σε 3 χρόνια. Για μένα ήταν θησαυρός αυτή η πρότασις με συμβούλεψε μόνο να είμαι τίμιος στις συναλλαγές μου πράγμα για το οποίο οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν οι αρχές μου, άλλωστε η εγγλέζα κατάλαβε και με ψυχολόγησε και γι’ αυτό θέλησε να με βοηθήσει. Εγώ έκρινα καλό να πάρω και συνέταιρο αφού πρώτα συνεννοήθηκα με τον Δ.Π. επειδή αυτός στην ξυλουργική είχε γνωριμίες πολλές από τον μπαμπά του που ήταν ξυλουργός από τα νειάτα του στην Καλλίπολη και σκέφθηκα ότι θα ήταν καλλίτερα έτσι αφού συμφώνησα με τον Δ. Π. και δέχθηκε την πρότασή μου είπα στην Μις Κ. την πρότασή μου για συνεταιρισμό και στην οποία έκανε εντύπωση η πρότασή μου και η δραστηριότητά μου με κάλεσε μέσον του Λ. και του Μ. ο οποίος είχε το υφαντουργείο της Περαίας ήτο Διευθυντής και με έδωσε 30 λίρες Αγγλίας τις οποίες έδωσα στην Τράπεζα και πήρα 11250 δρ προς 375 δρ. Ξεκινήσαμε έκανα δυο πάγκους πήραμε εργαλεία και δουλέψαμε εν τω μεταξύ μας έδιναν και δουλειά από την Σχολή, δούλευα καλά για κείνη την εποχή που όλοι τρέχαν για δουλειά όπου εύρισκαν με μεγάλους κόπους. Εν τω μεταξύ με την δουλειά μου απέκτησα γνωριμίες με τους εμπόρους που μου ωφέλησαν αργότερα πολύ στη δουλειά μου με αυτά τα λίγα που κερδίζαμε δημιούργησα οικογένεια αλλά με μεγάλη φτώχεια παντρευθήκαμε και ζούσα μαζί με τους γονείς μου. Βέβαια για κείνη την εποχή που όλος ο κόσμος ζούσε σχεδόν με τέτοιες συνθήκες είμασταν όλοι ευχαριστημένοι αλλά όλοι φρόντιζαν να κάνουν ένα σπιτάκι έτσι κι εγώ ύστερα από δέκα χρόνια παντρειά και οικογένεια πενταμελή κατόρθωσα να κάμω ένα σπιτάκι και να στεγάσω την οικογένειά μου, στην αρχή σε ημιτελές 1 δωμάτιο και μια κουζίνα, αργότερα τέλειωσα και τα άλλα δωμάτια και το


ημιυπόγειο και έγινα και εγώ οικοκύρης, όλα με πολύ φτώχεια.

Γ. Η οριστική εγκατάσταση (Πώς έγινε η Περαία) Ήταν αρχές του Σεπτεμβρίου 1923 όταν έφθασε το πλοίο που μας έφερε από την Πρέβεζα στη Θεσσαλονίκη μας αποβίβασαν στην Μίκρα (Καραμπουρνάκι) την επομένη μείναμε στο ύπαιθρο και την μεθεπομένη έφυγαν οι συγχωριανοί μου προς το Καϊλάρι (Πτολεμαΐδα) για να εγκατασταθούν σε ένα χωριό τουρκικό το Τσορ (Γαλάτεια). Εγώ βρήκα τον θείο μου Χατζή Α. τον γυιο του παππού μου Παπαγιαννάκη και αδελφό της μάνας μας που μας σύστησε να μείνουμε εδώ στην Περαία, προάστειο της Θεσσαλονίκης. Εγώ με την σειρά μου το είπα στους γονείς μου και αφού συμφωνήσαμε μείναμε εδώ. Είμασταν οι γονείς μου, εγώ, η αδερφή μου Παναγιώτα κι ο Θανασός. Η αδελφή μου Αδαμαντία ήταν στη Μυτιλήνη καθώς και ο αδελφός μου ο Χρήστος κοντά στο γαμβρό μας Ζαφείρη. Το χωριό μας που στην αρχή ονομάστηκε Νέα Καλλίπολις μετά από καβγάδες και συζητήσεις επεκράτησε το Περαία (πέρα από την ωραία σ.σ. Θεσσαλονίκη) που πραγματικά είναι καλό όνομα ορίζεται από Ανατολάς με το ρέμα αλλά πέραν του ρέματος έχουμε και χωράφια που συνορεύουν προς την Ανατολάς με το Πλαγιάρι, προς Βοράν με την θάλασσα, τον Θερμαϊκό, προς Δυσμάς το χωριό μέχρι το άλλο ρέμα και πέραν του ρέματος με χωράφια Περαίας που εκτείνονται μέχρι Ν. Επιβάτες προς Νότον με τα χωράφια Πλαγιαρίου-Τριλόφου ΝΑ και Επανομής ΝΔ. Μόλις ήρθαμε εδώ οικογενειακώς στο ύπαιθρο δεν είχαμε ούτε μια σκηνή, πήγαμε στο ρέμα στα ανατολικά του χωριού και κόψαμε πληθιά για να κτίσουμε σπίτι παρομοιάζω την τότες κατάστασή μας με τους πρόσφυγες της Μπιάνκα στην


Αφρική μέσα στην αρρώστια, τη δυστυχία, την πείνα, την εξαθλίωση, η ελονοσία, πού να κοιμηθείς από τα κουνούπια. Τι δύναμη και τι κουράγιο μας έδωσε ο θεός και κατορθώσαμε και κόψαμε πληθιά δεν είχαμε ούτε μεταφορικά μέσα ευτυχώς βρέθηκε ένας πατριώτης Καλλιπολίτης. Είχε δύο γαϊδουράκια με τα έδωσε και κουβάλησα πρώτα πέτρες από την παραλία (Ξηλώναμε θεμέλια παλαιά) και κουβάλησα με την σειρά δύο φορτία στον κάτοχο των γαϊδουριών και 2 στο δικό μας το οικόπεδο τις φόρτωνα σε κασόνια ήταν μια δουλειά αφάνταστα κοπιαστική και συμπλήρωσα τις πέτρες των 2 οικοπέδων. Μετά άρχισα να κουβαλώ πληθιά πάλι με τη σειρά τα δικά μας και τα δικά του αφού συμπληρώσαμε και τα πληθιά αρχίσαμε το κτίσιμο. Ήταν ένας οργασμός δουλειάς απ’ όλους τους πρωτοκατοίκους του χωριού. Εκεί στα πληθιά αντάμωσα τον Σ.Φ. που ήταν και αυτός στα πληθιά. Μ’ αυτόν υπηρετούσαμε μαζί στο Λόχο στη Μικρά Ασία. Αυτός ήταν υπηρέτης του διοικητού του Λόχου Κ. και εγώ ταχυδρόμος. Μετά τον αντάμωσα στην Αθήνα, μάλιστα τον έδωσα και μια ταχυδρομική επιταγή δική του 300 δραχ. Και το τρίτο ανταμώσαμε εδώ. Τέλος αφού τελείωσε το σπίτι, μας έδωσε ο Εποικισμός ξυλεία και κεραμίδια και σκεπάσαμε. Οι πρώτοι προύχοντες του χωριού τότε κατακλέβανε τα υλικά και γενικά όλοι, όποιος μπορούσε έκλεβε. Μια αφάνταστη αναρχία, καμία τάξις. Η πρώτη επιτροπή το 1923 αυτοδιορίσθηκαν οι Ζ., ο Π. και ο Α. Εδώ πρέπει να τονίσομε ότι ήσαν οικοκύρηδες καλοί και συνετοί. Αργότερα φέραν έναν εργοδηγό τον Σ., τον έστειλε ο Εποικισμός ο οποίος έμεινε στο χωριό, παντρεύθηκε την Ε. Τ.. Αυτός εδώ ο Στ. ήταν και καλλιτέχνης ζωγράφος, άφησε αρκετά αξιόλογους πίνακες και άφησε και τον γυιό του Μ. Σ. (συμβολαιογράφος στην Θεσσαλονίκη). Οι πρώτοι κάτοικοι της Περαίας ήσαν αρκετοί πρόσφυγες από την Καλλίπολη, από τον Γαλατά, από το Μπαΐρι, από το Αγγελοχώρι από το Γενίκοϊ (Νεοχώρι) από το Πλαγιάρι από


την Μάδυτο από το Ταϊφίδι, όλα αυτά χωριά της Καλλιπόλεως Ανατ. Θράκης. Οι υπόλοιποι ήσαν Μικρασιάτες, Καραμπουρνά Σμύρνης από διάφορα χωριά και Τζιμοβαλήδες. Από την αρχή μας είχε υπό την διοίκησή της η αστυνομία Επανομής καθώς και όλα τα χωριά. Το κράτος ότι έκαμνε το έκαμε στα πρόχειρα, δεν κάνανε καμιά σοβαρή δουλειά κατά την γνώμη μου. Η αρχή έγινε κακή θα μπορούσαν εδώ τα τρία χωριά, η Περαία, οι Ν. Επιβάτες και η Αγία Τριάδα να γίνουν μια κωμόπολις αλλά οι μικροφιλοδοξίες και οι αρχομανείς έκαναν τρία χωριά. Ουσιαστικά οι αρχομανείς δεν τους ενδιέφερε καθόλου να κάνουν κάτι καλό για το χωριό αλλά πώς στη διανομή της γης να πάρουν τα καλύτερα χωράφια και οικόπεδα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι ιδιοκτήτες κοινοτικοί μας άρχοντες. Δυστυχώς άρπαξαν ότι μπορούσε ο καθένας από τις αρχές καμιά μέριμνα είναι αλήθεια ότι μετά την Μικρασιατική καταστροφή συγκεντρώθηκαν στην Ελλάδα από την Μικρασία, την Θράκη κάπου 1 ½ εκατομμύρια πληθυσμός ότι κάναν οι αρχές ήταν όλα πρόχειρα. Δεν υπήρχε καμιά οργάνωση αλλά και μεγάλη φτώχεια και προ παντός η αγραμματοσύνη όταν ήλθαμε όλοι πρόσφυγες από Πελοπόννησο μέχρι την Ορεστιάδα βρήκαμε εντόπιο πληθυσμό πολύ χειρότερο από μας τους πρόσφυγες ο αναλφαβητισμός και αγραμματοσύνη ήταν το κύριο γνώρισμά τους ήταν πολύ φυσικό αφού από την επανάσταση του 1821 δεν κάναν τίποτε άλλο οι Έλληνες αλλα πώς να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο δεν αφήνουν συνετούς πολιτικούς να διοικήσουν την Ελλάδα το συμφέρον και η κλεψιά ήταν τα πρώτα χαρακτηριστικά τους μόλις εμφανιζόταν ένας καλός πολιτικός που φρόντιζε ανιδιοτελώς για το καλό του τόπου κοίταζαν πώς να τον εξοντώσουν. Τέλος αυτά τα έγραψε και τα γράφει η ιστορία. Έτσι ήταν φυσικό και από μας τους πρόσφυγες να δημιουργηθούν πυρήνες από τους πιο πονηρούς να άρχουν. Δεν πρέπει να κατονομάσουμε άτομα


αλλά δυστυχώς οι πρώτοι που ανέλαβαν την αρχή γενικά όλοι δεν κοίταζαν τίποτε άλλο από την κλεψιά. Το πρώτο καφενείο που έγινε εδώ ήταν του Σ., κάποιος μπαρμπα Ανδρέας από το Τζιμόβασι και εκεί πηγαίναμε ήταν και είδος εξοχικού κέντρου (προς τη Δυτική πλευρά του χωριού), εκεί ήταν και ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο. Το κάναμε εκ του προχείρου εκκλησία- ο παππούς μου παπάς- και πήγαινε και λειτουργούσε και αργότερα έγινε η Εκκλησία, εγώ δεν ήμουν στο χωριό, έφυγα από την αρχή του 1924 στην Αλεξανδρούπολη και έπειτα στη Θεσσαλονίκη και ήλθα εδώ το 1927. Άνοιξα δική μου δουλειά και αυτά τα γράφω στην ιστορία του βίου μου. Όταν ήλθα εκεί λειτουργούσε ακόμα ο παππούς μου Παπαγιάννης. Τότε κατά το 1925 κάναν την αρχή ο Χ., ο Μ., ο θείος Χατζής και άλλος και γκρεμίσαν τα σπίτια του Χατζή μπαλη1, ήταν τούρκος Μπέης και είχε απέραντη περιουσία όπως όλοι οι τούρκοι μπέηδες και πολλές χιλιάδες στρέματα γης που είχε όλα σχεδόν βοσκοτόπια το κέντρον του τσιφλικιού του ήταν στα υψώματα και στα σύνορα Περαίας Επανομής Τριλόφου και Ν. Επιβατών, εκεί είχε τας εγκαταστάσεις του και τα σπίτια του, τα οποία γκρέμισαν οι μαστόροι, κουβάλησαν ξυλεία και κεραμίδια και έκτισαν την εκκλησία. Όλοι βοηθήσαμε και έγινε. Για την εκκλησία έγινε πολύς θόρυβος πώς να την ονομάσομε. Οι Καλλιπολίτες ή μάλλον οι Γαλατιανοί που ήταν οι περισσότεροι από την περιφέρεια της Καλλίπολης έπέμειναν στην Κοίμησις της Θεοτόκου, οι Καραμπουρνιώτες επέμειναν στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Στο τέλος επικράτησε η Μεταμόρφωσις. Στην αρχή γινόντουσαν κάθε λίγο καβγάδες μεταξύ των κατοίκων τριών προελεύσεων, αργότερα συμμάχησαν οι Καλλιπολίτες και Τζιμοβαλήδες εναντίον Καραμπουρνιωτών. Αργότερα συν τω 1 Η περιοχή ανήκε στον Χατζή μπαλή. Φαίνεται ότι υπήρχαν κάποια οικήματα (αποθήκες, σταύλοι) αφού ήταν αγροτική περιοχή. Με την ανταλλαγή πληθυσμών οι μουσουλμάνοι άφησαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους και ακολουθώντας το δρόμο της προσφυγιάς κι αυτοί έφυγαν για την Τουρκία.


χρόνω και τώρα είμαστε όλοι ενωμένοι ήταν φυσικό αφού συγκενέψαμε όλοι σιγά σιγά. Αργότερα έκανε μπακάλικο ο Κ. ... Έγιναν τα πρώτα καφενεία των ... στα Καραμπουρνάδικα και των ... στα Καλλιπολίτικα. Μπακάλικα έγιναν των ... Τώρα έμειναν (τα μπακάλικα) του Γ.Σ., του Κ. Σ. και του Μ. Β. Τότε, το 1923 έγινε η διανομή ή μάλλον δεν έγινε καμιά διανομή, ο καθένας έπιανε ένα χωράφι, το καλλιεργούσε και έσπειρε ότι μπορούσε και σ’ αυτό ανοργάνωτα, ευτυχώς που δεν μαλώναμε γιατί εσύ αυτό το χωράφι και όχι εγώ. Στην αρχή βάλαμε καπνά και καλλιεργούσαμε σιτάρι, διάφορα άλλα δημητριακά καθώς και εαρινά καλμπόκια, μποστάνια, σισάμια, μπαμπάκια και άλλα. Αργότερα από τον άλλο χρόνο αρχίσαμε σιγά σιγά να φυτεύουμε κλήματα για αμπέλια μέχρι το 1930 έγινε το χωριό μας ένα αμπέλι, όλα τα πατώματα απο την θάλασσα μέχρι τα σύνορα Πλαγιάρι, Ν. Επιβάτες ήταν αμπέλια αλλά και στα υψώματα το ίδιο γέμισε αμπέλια και δένδρα. Μέχρι το 1930 μέσα το χωριό ήταν όλο πράσινο καθώς και στον κάμπο και στα υψώματα. Τότε ακόμη αυτή την εποχή δεν είχαμε άλλη συγκοινωνία με τη Θεσσαλονίκη εκτός από τα βαποράκια. Πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη και στην επιστροφή το χωριό αμφιθεατρικό φάνταζε μέσα στο πράσινο καθώς και τα υψώματα γιατί ο κόσμος έβαλε αμυγδαλιές, αχλαδιές, συκιές και άλλα. Είχαν μια ευμορφιά εν αντιθέσει με τα εντόπια χωριά όπως Επανομή Τρίλοφος που ήταν παντού ξεραΐλα. Το πρώτο μας Σχολείο ήταν αυτό που στην αρχή ήταν και εκκλησία στην ΒΔ πλευρά του χωριού... Αργότερα κατά το 1927 άρχισε η κατασκευή του Δημ. Σχολείου στην Β. Πλευρά του χωριού κοντά στον τώρα δημόσιο δρόμο κάναμε ένα τετρατάξιο Σχολείο δίπατο ισόγειο και 1 ο ορόφο με 2 αίθουσες διδασκαλίας η καθε μια. Το σχολείο έγινε από μια Επιτροπή Σχολική με πρόεδρο τον γιατρό Γ. Π. με προσωπική εργασία. Τα οικοδομικά υλικά τα παραχώρησε ο Εποικισμός, το κράτος. Έγινε ένα καλό Σχολείο αλλά εδώ έγιναν πολλά λάθη


εκ μέρους της μηχανικής υπηρεσίας. Κτίσθηκε το σχολείο με απλοτοιχεία όπως γινόντουσαν τότε, δίπατο, ενώ μπορούσε αφού ήταν απλοτοιχία να γίνουν 3 ή 4 ή και 5 αίθουσες γραφεία κλπ σε ισόγεια γραμμή, θα ήσαν και αντισεισμικά και δε θα αναγκάζονταν αργότερα κατά το 1975 να κατεδαφίσουν τον 1ον όροφο και να μείνουν το ισόγειο με 2 αίθουσες. Αυτά είναι τεράστια λάθη που πληρώνει ο ελλ. λαός που ακόμη οι ιθύνοντες εξακολουθούν με την ίδια τακτική όπως πχ για μια γέφυρα σε ένα δρόμο την φτιάνουν και έπειτα από μερικά χρόνια την ξαναφτιάνουν ή για δίκτυα υδρεύσεως στην Θεσ/νίκη και ... χαλούν τα πεζοδρόμια και βάζουν τα υλικά και τα ξανακτίζουν ή αργότερα βάζουν στην γη ...


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.