περιεχόμενα:
_
εισαγωγή
11
1_αυτοποίηση 1.1.η λέξη_ ετυμολογία, εννοιολογία, ερμηνεία 1.2.η μηχανή 1.3.τα χαρακτηριστικά 1.4.η συμπεριφορά
15 17 19 23
2_αυτοποίηση- αρχιτεκτονική 2.1.η σύνδεση 2.1.1.μηχανή και αρχιτεκτονική 2.1.2.στροφή παραδείγματος και επιστημονικές επιρροές 2.1.3.για ποιό λόγο_ η σχέση με την αρχιτεκτονική 2.2.αμφίδρομες επιρροές 2.2.1.affect και σχέσεις και όχι effect πλέον 2.2.2.σχεσιακά πεδία
29 33 35 37 41
3_αρχιτεκτονική 3.1.αυτοοργανωμένα συστήματα_ με ποιόν τρόπο (σχεδιάζεται η αυτοποίηση) 3.2.παραδείγματος χάριν 3.3.η περίπτωση των κυτταρικών αυτόματων (cellular automata)
47 51 61
συμπεράσματα/ κριτική, επίλογος
67
αναφορές πηγές εικόνων
72 75
M.C.Escher Drawing Hands 1948 Lithograph
06.
07.
08.
εισαγωγή
09.
10.
Η Μηχανική και η Βιολογία, και κατ’ επέκταση η μηχανή και η βιολογική οργάνωση, σχετίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε τα συστήματα στα οποία στηρίζεται η διαβίωση των ζωντανών οργανισμών να μπορούν να θεωρηθούν μηχανές. Αυτό ισχυρίστηκαν το 1972 οι βιολόγοι Maturana και Varela χρησιμοποιώντας το όχι ως μια απλή μεταφορά του λόγου, αλλά ως μία αυστηρή αναλογία που τονίζει συμμετρίες και με συγκροτημένο τρόπο εκφράζει σκέψεις (‘jonbailey’, 2010). Μία μηχανή περιγράφεται από ένα σύνολο λειτουργιών, που συνδυάζονται έτσι ώστε να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες συνθήκες. Πιο αφηρημένα και ελεύθερα, η έννοια της μηχανής μπορεί να αποδοθεί ως ένα σύστημα από διασυνδέσεις στο οποίο η ίδια είναι ανεξάρτητη από τα στοιχεία που την πραγματώνουν. Η έννοια, λοιπόν, της μηχανής εισάγεται σα βοηθητικό εργαλείο για την κατανόηση και τον παραλληλισμό και όχι για να θυμίσει συνειρμικά συσκευή, κτίριο-μηχανή και λειτουργία. Φέρνουμε σαν παράδειγμα μία καφετιέρα: στη συγκεκριμένη περίπτωση μηχανής, η έννοια της καφετιέρας είναι ανεξάρτητη από τη μάρκα του καφέ που θα χρησιμοποιηθεί, από την κούπα που θα γεμίσει με καφέ και από αυτόν που θα τη θέσει σε λειτουργία. Όλα αυτά τα στοιχεία και οι καταστάσεις που περιβάλλουν την καφετιέρα αποτελούν τμήμα της, δηλαδή τη μηχανή της καφετιέρας πραγματοποιούν και η κούπα στην οποία θα χυθεί ο καφές και ο χρήστης που θα τη βάλει στην πρίζα. Δεν έχει σημασία όμως το ποια είναι τα εξαρτήματά της ή τα χαρακτηριστικά τους, αλλά το ποιές είναι οι σχέσεις που τα συνδέουν, δηλαδή το ότι το φίλτρο φιλτράρει τον καφέ και ότι ο καφές φιλτράρεται από το φίλτρο, με το νερό που ζεσταίνεται και τον ατμό που περνάει μέσα από τον καφέ. Το ερώτημα που μας απασχολεί παρεκκλίνει από το ποιο είναι το συγκεκριμένο στοιχείο που φέρει την πληροφορία μέσα σε αυτήν την αυτόνομη μονάδα που συνθέτει τη μηχανή (form), και αναδιατυπώνεται ως προς τον ακριβή τρόπο με τον οποίο το στοιχείο αυτό επιδρά (in-formation), δηλαδή πώς μεταφέρεται και αξιοποιείται η πληροφορία για να μην καταρρεύσει η μηχανή.
11.
12.
1_αυτοποίηση
13.
14.
1.1.η λέξη_ ετυμολογία, εννοιολογία, ερμηνεία Η λέξη «αυτοποίηση» γεννήθηκε το 1972. Μέχρι τότε σαν όρος δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί. Ακόμη και σήμερα δεν είναι καταγεγραμμένη στα ελληνικά λεξικά, διότι αποτελεί αλλοεθνή έμπνευση. Δημιουργήθηκε από τους Χιλιανούς βιολόγους H. Maturana και F. Varela όταν αναζητούσαν τον κατάλληλο όρο για να περιγράψει τη θεωρία τους που αφορούσε στην κυκλική οργάνωση των ζωντανών οργανισμών. Τη χρησιμοποίησαν ώστε να μεταφέρουν με άμεσο και απλοποιημένο τρόπο τη δυναμική που έχει η αυτονομία των συστημάτων διαβίωσης (Maturana and Varela, 1980: xvii). Μια συζήτηση του Maturana με φίλο του, για το δίλημμα του Δον Κιχώτη του Θερβάντες να επιλέξει μεταξύ του δρόμου των όπλων (praxis) και του δρόμου των γραμμάτων (poiesis), έκανε το βιολόγο να καταλάβει την υπόσταση της λέξης «ποίηση». Μετά από αυτό συντέθηκε η λέξη «αυτοποίηση» που χρειάζονταν για να χαρακτηρίσει τη θεωρία τους, καθώς έκανε χρήση της γλώσσας με καινοτόμο, απλό και μη περιοριστικό τρόπο. Ως προς την ετοιμολογία της, η λέξη έχει ελληνική προέλευση και αποτελείται από τα συνθετικά «αυτό», δηλαδή το αυτόματο, κάτι που υπάρχει ή συμβαίνει από τη φύση του και «ποίηση», που προέρχεται από το «ποιώ». Αν και η ποίηση χρησιμοποιείται συνήθως με την έννοια της λογοτεχνικής σύνθεσης λέξεων σε στίχους, ωστόσο είναι και το αποτέλεσμα του ρήματος από το οποίο προέρχεται, δηλαδή το αποτέλεσμα του να κατασκευάζεις, να δημιουργείς ή να εκτελείς κάτι. Η λέξη, λοιπόν, αυτοποίηση σημαίνει ότι ένα έργο δημιουργείται από φύσεως, από μόνο του.
15.
16.
1.2.η μηχανή Όπως ήδη αναφέραμε, ο τρόπος κατανόησης της μηχανής χρησιμοποιείται σα βοηθητικό εργαλείο αντίληψης και όχι με στόχο να θυμίσει λειτουργία, σκοπό και αποτέλεσμα. Η έννοια της αυτοποίησης είναι ένας παραλληλισμός του τρόπου οργάνωσης των ζωντανών οργανισμών με αυτόν μιας μηχανής. Η μηχανή είναι μία οντότητα η οποία αποτελείται από μεμονωμένα στοιχεία/ εξαρτήματα τα οποία με τη σειρά τους κατέχουν το καθένα ιδιότητες που συνδυάζονται και συνεργάζονται με απώτερο στόχο την αναπαραγωγή της ίδιας μηχανής, διαφορετικά εαν τα στοιχεία αυτά δράσουν ανεξάρτητα και ασύνδετα η μηχανή παύει να λειτουργεί. Αυτό που πραγματώνει τη συγκρότηση, τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της μηχανής δεν είναι οι ίδιες οι ιδιότητες των στοιχείων, αλλά το δίκτυο των σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων που τα διέπουν. Άλλωστε διαφορετικά από τα προκαθορισμένα και ίσως προτεινόμενα στοιχεία/ εξαρτήματα και διαφορετικές διατάξεις οργάνωσης μπορούν να δώσουν σαν αποτέλεσμα την ίδια μηχανή. Επανερχόμενοι στο παράδειγμα της καφετιέρας, για να παραχθεί το έργο της απαιτείται η παροχή ρεύματος, η διοχεύτευση νερού και καφέ καθώς και οι γνώσεις του χειριστή. Ωστόσο, η ροή της πληροφορίας και η ανακύκλωση της μηχανής συμβαίνουν ανεπηρέαστα από εξωτερικά στοιχεία του συστήματος. Δηλαδή, δύο διαφορετικές συσκευές καφετιέρας μπορούν να δώσουν το ίδιο ρόφημα, όπως και η ίδια καφετιέρα μπορεί να παράξει διαφορετικά ροφήματα ανάλογα με την ποιότητα του καφέ. Παρόλα αυτά η διαδικασία που πραγματοποιείται είναι η ίδια σε κάθε περίπτωση. Η μηχανή της καφετιέρας αναπαράγεται μέσα από τις σχέσεις και τις διαδικασίες που της είναι απαραίτητες και ανεξάρτητα από εξωγενή χαρακτηριστικά, όπως είναι η μάρκα της συσκευής. Αυτό που χρειάζεται είναι “τα στοιχεία που αποτελούν την ενότητα να είναι σαφώς ορισμένα μέσα στο χώρο τους και να έχουν τις ιδιότητες που τους επιτρέπουν να δημιουργήσουν τις σχέσεις” (Maturana and Varela, 1980: 77). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αναδεικνύεται ο «αυτούσιος» χαρακτήρας της μηχανής όταν γίνεται λόγος για μια μονάδα στην οποία η ανατροφοδότηση (feedback) αρκεί να γίνεται ενδογενώς, στο εσωτερικό της δομής. Η ουσία της μηχανής είναι τα στοιχεία που την αποτελούν και τη συντηρούν να εξακολουθούν να πληρούν το σκοπό τους, δηλαδή η μηχανή να συνεχίζει να λειτουργεί, όχι λόγω του συγκεκριμένου εξαρτήματος ή αποσκοπώντας σε κάποιο συγκεκριμένο προϊόν, αλλά να διατηρείται ζωντανή μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών των στοιχείων της. Ο Gauttari αναφέρει ότι “η ουσία της μηχανής συνδέεται με διαδικασίες οι οποίες αποδεσμεύουν από χωρικά όρια (deterritorialise) τα στοιχεία 17.
της, τις λειτουργίες της και τις σχέσεις της με το ξένο” (1995: 9). Το περιβάλλον αποτελεί μέρος αυτής της ενότητας μέσα στην οποία υπάρχουν οι δεσμοί και οι σχέσεις, διαφορετικά γίνεται λόγος για μεγαλύτερη μονάδα όπου τα στοιχεία της αλληλεπιδρούν μέσα και μαζί με το περιβάλλον τους ως σύνολο. Οι Maturana και Varela ορίζουν την αυτοποιητική μηχανή ως “μια μηχανή οργανωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελεί ένα δίκτυο διαδικασιών παραγωγής στοχείων, τα οποία με τις διαδράσεις και μετατροπές τους αναπαράγουν το δίκτυο διαδικασιών που τα παρήγαγε και συνθέτουν τη μηχανή ως ακλόνητη μονάδα στο χώρο, προσδιορίζοντας τον τοπολογικό ρόλο τους στην πραγματοποίηση αυτού του δικτύου” (1980: pp. 78-79). Με το να καθορίζουν και να αναδεικνύουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, τα στοιχεία της αυτοποιητικής μονάδας γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της και είναι μάλιστα τα τοπολογικά χαρακτηριστικά τους εκείνα που κάνουν ικανή και αναγκαία αυτή τη σχέση. Ο Spuybroek συμφωνεί με τους δυο βιολόγους ως προς την επιλογή της «μηχανής» για την επεξήγηση της θεωρίας τους, διότι το τοπολογικό σχήμα επικεντρώνεται σε σχέσεις αντί για στοιχεία και επιπλέον οι μετασχηματισμοί (transformations) της μηχανής συμβαίνουν μέσα σε καθορισμένη χρονική περίοδο και εκτελούνται ως διαμορφωτική διαδικασία (in-formation) (Spuybroek and Delanda, 2004: 8). Σταδιακά, δηλαδή, μέσα στο χρόνο συγκροτείται η δομή μέσα από στάδια που επικοινωνούν με τα προηγούμενα και τα επόμενα, ανακυκλώνοντας την πληροφορία που μεταφέρουν.
18.
1.3.τα χαρακτηριστικά Στον ορισμό της αυτοποίησης εμφανίζεται η τοπολογία ως συνθήκη κάτω από την οποία πραγματοποιείται το δίκτυο αλληλεξαρτήσεων που συγκροτεί τη μηχανή. Ο όρος Τοπολογία χρησιμοποιείται ευρέως για πρώτη φορά το 1847 από το Γερμανό μαθηματικό J.B.Listing για να διαχωρίσει την ποιοτική γεωμετρία (qualitative) από τη συνηθισμένη γεωμετρία, στην οποία κανείς διαχειρίζεται κυρίως ποσοτικές σχέσεις (quantitative). Ωστόσο, ήδη από το 1679 ο Gottfried Leibniz αναγνώρισε την ανάγκη να εκφραστεί το ‘situm’, δηλαδή η κατάσταση ή με άλλα λόγια ο ποιοτικός χωρικός συσχετισμός (Burry and Burry, 2010: 157). Οι τοπολογικές μετατροπές έχουν μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας και περιγράφονται με σύνθετους υπολογισμούς, καθώς είναι αποτέλεσμα ανώτερων μαθηματικών, και επιπλέον δεν τις συνθέτουν διακριτά σημεία αλλά ένα συνεχόμενο ρεύμα σχετικών τιμών (Lynn, 1999: 20). Οι αυτοποιητικές οντότητες εκφράζονται τοπολογικά, διότι διαχειρίζονται σταθερές και μεταβλητές ενός συστήματος, εστιάζοντας κατά βάση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τις συγκροτούν ως ενότητα και όχι στα ποσοτικά. Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η τοπολογία φέρνουμε σαν παράδειγμα την ιαπωνική τέχνη των origami, η οποία μετατρέπει ένα δισδιάστατο κομμάτι χαρτί σε τρισδιάστατο αντικείμενο, ακολουθώντας συγκεκριμένες τσακίσεις, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η κλίμακα και η ποσοτική περιγραφή των σχημάτων που προκύπτουν κατά τη διάρκεια, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις και αναλογίες. Πέρα από την τοπολογική περιγραφή, υπάρχουν τάσεις συμπεριφοράς που συμπληρώνουν και συνθέτουν το μηχανισμό της αυτοποίησης. Μία από αυτές είναι η δυνατότητα αυτοοργάνωσης. Η αυτοοργάνωση μπορεί να περιγραφεί ως μια δυναμική και προσαρμοστική διαδικασία μέσω της οποίας συστήματα πραγματοποιούν μορφή και τη διατηρούν, χωρίς εξωγενή έλεγχο (Hensel, 2006: 6). Ο Hensel αναφέρει ότι αυτό δεν αποκλείει εξωγενείς δυνάμεις, καθώς όλα τα φυσικά συστήματα εντάσσονται στο πλαίσιο κανόνων φυσικής, από τη στιγμή όμως που αυτές δε διεκδικούν έλεγχο πάνω στις εγγενείς διαδικασίες. Είναι η ικανότητα, δηλαδή, της οποιασδήποτε οντότητας να εκμεταλλεύεται αποκλειστικά την εσωτερική της δομή για να οργανώνεται και να επιβιώνει, χωρίς να διαγράφονται οι επαφές με το εξωτερικό της οργάνωσής της, που έχουν όμως δευτερεύοντα ρόλο. Οι επόμενοι τέσσερις χαρακτηρισμοί αναφέρονται από τους Maturana και Varela ως συνέπειες (consequences) της μονάδας/ μηχανής, λόγω της αυτοποιητικής της οργάνωσης. 19.
Δηλαδή, οι βιολόγοι θεωρούν ότι η αυτοποίηση ως τρόπος συντήρησης και αναπαραγωγής έχει ως αποτέλεσμα αυτά τα χαρακτηριστικά που υποστηρίζουν τη συμπεριφορά της. Αυτή η αντιμετώπιση, ωστόσο, φέρνει προ τετελεσμένου την περιγραφή της αυτοποίησης, όταν χωρίς να προσδιορίζεται τι ακριβώς τη χαρακτηρίζει και τη βοηθάει να αναδύεται και να ανατροφοδοτείται, εμφανίζονται συμπερασματικές συνέπειες. Εδώ, λοιπόν, οι ιδιότητες αυτές καταγράφονται ως προδιαγραφές, δηλαδή αντιμετωπίζονται ως απαραίτητες συνθήκες για να είναι μία μονάδα αυτοποιητική. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για αντιστροφή της στάσης απέναντι σε κάποιες ιδιότητες, διότι μέσα στα πλαίσια της κυκλικής και αυτοτελούς οργάνωσης που προτείνει η αυτοποίηση, δεν υπάρχουν πραγματικά προδιαγραφές ή συνέπειες, αρχή και τέλος, παρά μόνο στοιχεία που επαναχαρακτηρίζονται από σχέσεις και ταυτόχρονα τις ικανοποιούν. (Δε γίνεται λόγος για μια μηχανή που βρίσκεται πάνω σε μία γραμμική πορεία της μορφής: χαρακτηριστικά> μηχανή> αποτελέσματα, αλλά για μια μηχανή που βρίσκεται ενδιάμεσα μιας κυκλικής πορείας: χαρακτηριστικά> μηχανή> αποτελέσματα> μηχανή> χαρακτηριστικά..) Οι αυτοποιητικές μηχανές έχουν αυτονομία, δηλαδή λειτουργούν με τέτοιον τρόπο ώστε η αναπαραγωγή τους να διασφαλίζεται από τις εσωτερικές διεργασίες και σχέσεις και όλες οι αλλαγές που επιβάλλουν στοχεύουν στη συντήρηση της ίδιας τους της οργάνωσης. “Διαφορετικής φύσεως μηχανές, οι αλλοποιητικές μηχανές, έχουν σαν προϊόν της λειτουργίας τους κάτι άλλο από τις ίδιες” (Maturana and Varela, 1980: 80). Για παράδειγμα ένα αυτοκίνητο παράγεται μέσα από μια διαδικασία συναρμολόγησης εξαρτημάτων, τα οποία είναι παράγωγα διαδικασιών άλλων μηχανών ασύνδετων προς το αυτοκίνητο και δεν είναι αποτέλεσμα της δικής του λειτουργίας. Οι αλλοποιητικές μηχανές δεν είναι αυτόνομες και αυτό σημαίνει ότι μπορούν να υποστούν αλλαγές χωρίς να αποδιοργανωθεί η διαδικασία της αναπαραγωγής τους, καθώς είναι διαφορετική από αυτές. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των αυτοποιητικών μηχανών είναι η ατομικότητα. Διαμορφώνουν την ταυτότητά τους με το να διατηρούν την αναπαραγωγή τους ανεξάρτητη από τον εξωτερικό παρατηρητή. Η λειτουργία και η συντήρησή τους, δηλαδή, δε στηρίζεται σε διαδράσεις με στοιχεία έξω από αυτές. Στην περίπτωση των αλλοποιητικών μηχανών η ιδιαίτερη ταυτότητα χάνεται επειδή δεν είναι η δραστηριότητά τους που τις καθορίζει και τις περιγράφει, αλλά ο παρατηρητής ο οποίος συμμετέχει ενεργά, παρατηρεί τη διαδικασία παραγωγής και ελέγχει το τελικό νέο προϊόν. Η αυτοποίηση αναδεικνύεται μέσα από μία ενοποιημένη οντότητα. Οι σχέσεις και οι διαδικασίες της παραγωγής που πραγματοποιούνται σχηματίζουν μία μονάδα. Επακόλουθο, δηλαδή, 20.
αυτών των σχέσεων είναι ο καθορισμός των ορίων μέσα στα οποία λαμβάνουν χώρα όλες οι λειτουργίες. Αυτό δεν ισχύει για τις αλλοποιητικές μηχανές, διότι τότε ο παρατηρητής είναι εκείνος που καθορίζει τα όρια όταν δηλώνει τα σημεία και τις επιφάνειες εισόδου και εξόδου της παραγωγής (Maturana and Varela, 1980: 81). Η βάση, λοιπόν, της λειτουργίας της αυτοποίησης είναι η μονάδα και αυτή ορίζει και καθοδηγεί το σύστημα. “Μία μονάδα προσδιορισμένη είναι μία οντότητα που καθορίζει με τις ιδιότητές της το χώρο μέσα στον οποίο υπάρχει και τον εν δυνάμει τομέα στον οποίο θα δράσει, όταν επικοινωνήσει με άλλες μονάδες” (Maturana and Varela, 1980: xix). Αποτελεί ένα κλειστό δίκτυο με πολύ μεγάλο βαθμό αυτονομίας και αυτάρκειας το οποίο περικλείει αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία που συνδέονται με σχέσεις παραγωγικές, συνεργασίας, επικάλυψης και σύνδεσης. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο, είναι στην κρίση του παρατηρητή να τα διακρίνει, διότι μια επιμέρους κατηγοριοποίηση θα επιφέρει νέα στοιχεία- μονάδες με δικά τους χαρακτηριστικά, οδηγώντας σε μια ατέρμονη εξειδίκευση. Με άλλα λόγια, δεν έχει σημασία ο διαχωρισμός των στοιχείων της μονάδας και η καταγραφή των ιδιοτήτων τους, αλλά οι αλληλεξαρτήσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Τα όρια της μονάδας διαμορφώνονται έτσι ώστε να περικλείονται όλες οι σχέσεις που εξασφαλίζουν την αυτονομία της και στο εσωτερικό της η αλληλεξάρτηση είναι συνεχής και αδιάσπαστη χωρίς να αποκόπτεται και να διακρίνεται κάποιο μέρος της. Η προσπάθεια κατηγοριοποίησης των στοιχείων της είναι άτοπη και αντίθετη προς την αυτοποιητική της οργάνωση. Οι αυτοποιητικές μηχανές δεν έχουν εισροές και εκροές (inputs, outputs). Αυτό σημαίνει ότι στη μονάδα ούτε εισέρχονται ούτε εξέρχονται στοιχεία που πρόκειται να κλονίσουν τη δομή της. Τα μέρη που την αποτελούν και συνθέτουν την οργάνωσή της είναι αμετάβλητα και απαραίτητα για την επιβίωσή της. Ωστόσο, ανεξάρτητες διαταραχές, ως μεταβλητές ξένες προς το σύστημα, μπορούν να αποτελέσουν ερεθίσματα που θα οδηγήσουν σε αναδιοργάνωση και αλλαγή της εσωτερικής δομής, αλλά είναι σημαντικό ότι όσες και όσο διαφορετικές αλλαγές και αν συμβούν, οι σταθερές αρχές που διέπουν το σύστημα της μηχανής θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται. “Τα αυτοποιητικά συστήματα παρατηρούν τον κόσμο και κατασκευάζουν το περιβάλλον τους με βάση άκρως επιλεκτικά, στενά και συγκεκριμένα σημεία επαφής, που εντοπίζονται στην ίδια τη σύστασή τους” (Schumacher, 2011: 20). Οι Maturana και Varela (1980: x) στην απεικόνιση της αυτοποιητικής μονάδας ορίζουν αυτοαναφερόμενα εσωτερικά όργανα/ περιοχές και διαδράσεις μεταξύ τους, ενώ τα εξωτερικά σημεία επαφής και επικοινωνίας είναι πολύ λιγότερα και προστατευμένα. Σύμφωνα με αυτά θα μπορούσε να πει κανείς ότι αρκεί για την αυτοποιητική μονάδα η ενδογενής της δομή. Μπορεί να λειτουργήσει και να συντηρηθεί χωρίς να απαιτεί εξωτερική τροφοδοσία. Ωστόσο, επιλεγμένα έχει τη δυνατότητα να απαντά σε 21.
εξωγενή ερεθίσματα και να ενώνεται με άλλες μονάδες. Η οποιαδήποτε διαταραχή προξενήσει αλλαγές στη δομή αφορά στον τρόπο με τον οποίο κανείς παρατηρεί και κατανοεί τη μηχανή χωρίς να σχετίζεται άμεσα με την οργάνωσή της. Με αυτόν τον τρόπο, αναδεικνύεται και ενισχύεται ο τοπολογικός χαρακτήρας της αυτοποίησης, όταν αναπαράγονται τα αμετάβλητα στοιχεία της παρά τις εξωγενείς επιρροές στα μεταβλητά μέρη της.
το αυτοποιητικό κύτταρο
22.
1.4.η συμπεριφορά Ένα σύστημα που μένει ανεπηρέαστο από το περιβάλλον του είναι σε θέση να κάνει τον κύκλο ζωής του, μικρότερο ή μεγαλύτερο, ανάλογα με την οργάνωση που το διακρίνει και τα μέσα που έχει στην κατοχή του. Ένα αυτοποιητικό σύστημα μπορεί να συντηρηθεί από μόνο του υπακούοντας στην εσωτερική του δομή και οργάνωση. “Τα αυτοοργανωμένα συστήματα έχουν την ιδιότητα να προσαρμόζονται στην εμφάνιση αλλαγής, την ικανότητα δηλαδή να απαντούν στα ερεθίσματα που προκαλούνται από το δυναμικό περιβάλλον” (Hensel, 2006: 10). Όσο πιο ανοιχτό είναι ένα σύστημα στο να δεχτεί ερεθίσματα και να επηρεαστεί από αυτά, τόσο πιο εύκολο είναι να παρουσιάσει αλλαγή και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Ωστόσο, με το να ενσωματώνει εξωγενείς επιρροές και να αναζητάει την εξωτερική ανατροφοδότηση, ένα σύστημα γίνεται όλο και πιο ευπροσάρμοστο ενώ παράλληλα μειώνεται η αυτονομία του. Οπότε η συμπεριφορά ενός αυτοποιητικού συστήματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από αυτονομία και ατομικότητα, δε χάνει την επαφή του με το περιβάλλον του, αντίθετα την επιδιώκει ώστε να υποβοηθά τις λειτουργίες του. Όμως η αυτοποιητική μηχανή δε φτάνει στο σημείο να στηρίζει σε αυτό τη λειτουργία της και η προσαρμοστικότητα περιορίζεται να έχει ρόλο βοηθητικό και όχι διαμορφωτικό στην αναπαραγωγή των σχέσεων. Για να γίνουν περισσότερο κατανοητές οι σχέσεις που συγκροτούν τη μηχανή, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί με ποιον τρόπο σχετίζεται αυτό που εξέρχεται από τη μηχανή με αυτό που εισέρχεται σε αυτήν, κυρίως λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν πρόκειται για αμετάβλητες αλλά για προσαρμοστικές διαδικασίες (Spuybroek and Delanda, 2004: 12). Για παράδειγμα στην περίπτωση του ανθρώπου ως μιας αρκετά σύνθετης αυτοποιητικής μηχανής, είναι φανερό ότι υπάρχουν δίκτυα σταθερών αλληλεξαρτήσεων όπως είναι η συνεγασία των μυών με τα κόκκαλα κατά την ανάπτυξη του ανθρώπου και δίκτυα εξωτερικών συσχετίσεων όπως είναι η τροφή. Παρόλα αυτά ένα παιδί που βρίσκεται στην ανάπτυξη μπορεί να ψηλώσει πιο γρήγορα και περισσότερο εαν ασχοληθεί με αθλήματα στα οποία τεντώνεται από όσο θα ψήλωνε εαν δεν είχε ασχοληθεί. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ανάπτυξη και συνεργασία των μυών με τα κόκκαλα, ωστόσο εαν οι εξωτερικές τάσεις υποβάλλουν το τέντωμα το παιδί προσαρμόζεται αναλόγως. Ο Holland αναφέρει πως “πολλά ανταγωνιστικά παιχνίδια, όπως είναι το σκάκι ή παιχνίδια με κάρτες, μπορούν να περιγραφούν μέσα από ένα δέντρο κινήσεων στο οποίο κάθε διάνυσμα ανταποκρίνεται σε μια πιθανή διάταξη του παιχνιδιού και η κατεύθυνση κάθε βέλους αναπαριστά μία επιτρεπόμενη κίνηση του παιχνιδιού” (1998: 40). Σε ένα παιχνίδι δύο ατόμων, ο ένας παίκτης ξεκινάει από κάποια αρχική διάταξη και κάνει την κίνησή του σύμφωνα με την προσωπική του στρατηγική, έπειτα ο άλλος 23.
αντιδρά και απαντά σε αυτήν την κίνηση κατά τη δική του στρατηγική, πραγματοποιώντας και επιλέγοντας από τις πιθανές του κινήσεις τη μία κίνηση που είχε σκεφτεί για την περίπτωση του συγκεκριμένου παιξίματος από τον αντίπαλο. Η συμπεριφορά των δύο παικτών είναι μία ακόμη έκφραση της προσαρμοστικότητας, διότι το παιχνίδι τους διαμορφώνεται και επανακαθορίζεται διαρκώς μέσα από τις δύο στρατηγικές που, αν και άγνωστες και ανταγωνιστικές η μία προς την άλλη, υπάρχει αμοιβαία ανατροφοδότηση που είναι απαραίτητη για το παιχνίδι.
24.
25.
26.
2_αυτοποίηση_αρχιτεκτονική
27.
28.
2.1.1.μηχανή και αρχιτεκτονική Η κοινώς αποδεκτή και αντιληπτή έννοια της μηχανής, από τη στιγμή της εμφάνισής της μέχρι και σήμερα, περιγράφεται από το άθροισμα χαρακτηριστικών όπως είναι η χρηστικότητα, η αποτελεσματικότητα, η οικονομία και ο σκοπός. Ο τρόπος σκέψης και επεξεργασίας της κινείται μέσα σε πλαίσια οριοθετημένης και μονόδρομης λογικής, δηλαδή ακολουθεί μια διαδικασία που έχει αρχή και τέλος και το ζητούμενο αποτέλεσμά της είναι το βέλτιστο προϊόν, το οικονομικότερο παράγωγο που θα πληροί τις αρχικές προδιαγραφές. Η μηχανή που ικανοποιεί αυτόν τον τρόπο σκέψης δημιουργείται για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί˙ αξιοποιεί την τεχνολογία και παρακολουθεί τις εξελίξεις της, συνδυάζοντας ταχύτητα και οικονομία παραγωγής, έλεγχο απόδοσης και κάλυψη λειτουργικών αναγκών. Κάτι άλλο που χαρακτηρίζει την έννοια της μηχανής που ακολουθεί την παραπάνω λογική είναι το «δέρμα» που την καλύπτει. Η εξωτερική επιφάνεια έχει συνήθως το ρόλο ενός περιτυλίγματος, με μικρή έως καθόλου χρησιμότητα, το οποίο περιστοιχίζει τη μηχανή και κρύβει τις εσωτερικές δομές και διαδικασίες της, ενώ η εμφάνισή του καθοδηγείται από πρότυπα μόδας και μάρκετινγκ. Μία αντίστοιχη λογική στην αρχιτεκτονική μπορεί κανείς να βρεί εάν σκεφτεί το κτίριο ως «μηχανή κατοίκησης» και το κέλυφός του να οριοθετεί όλες τις εσωτερικές λειτουργίες των χρηστών και τα δίκτυα εγκαταστάσεων. Μέσα σε αυτήν την εποχή της πληροφορίας, η “ανάγνωση” του κελύφους, το οποίο έχει τη θέση προσωπείου, το κατατάσσει ως πληροφορία και διαχωρίζεται από την ανθρώπινη βίωση του χώρου που μαζί με την αρχιτεκτονική είναι εμπειρίες (McCarter, 1987: 8). Σύμφωνα με τον τεχνολογικό τρόπο σκέψης, στη βέλτιστη (optimum) χρήση διαδικασιών και τεχνικών, όπως είναι για παράδειγμα η τυποποίηση του κατασκευαστικού συστήματος, αντιτίθεται η ανθρώπινη αξιοποίηση του χώρου, όταν ο χρήστης θα διαχειριστεί προσωπικά τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, προσαρμόζοντας για παράδειγμα ένα σκίαστρο. Η αρχιτεκτονική ως εμπειρία χώρου σχετίζεται με ιδιότητες όπως η σταθερότητα και η ισορροπία και διαφοροποιείται από τη μηχανή, η οποία είτε βρίσκεται σε κίνηση είτε περιλαμβάνει την κίνηση ως μετατροπή ενέργειας σε εκμεταλλεύσιμο έργο. Με άλλα λόγια, ένας φανερός διαχωρισμός μεταξύ αρχιτεκτονικής και μηχανής βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η καθεμία˙ η πρώτη σε δυναμική, με πρόθεση να φιλοξενήσει δράσεις και λειτουργίες, η δεύτερη σε κινητική, με στόχο τη λειτουργία, τη διαδικασία και το αποτέλεσμα. Ως προς τις πρακτικές τεχνικές αλλά και τις θεωρητικές σκέψεις που μπορεί να αντιπροσωπεύουν, η διαφρορά μεταξύ της ακινησίας και θεμελίωσης της αρχιτεκτονικής και της μεταβλητότητας της μηχανής είναι σημαντικό να 29.
γίνει φανερή. Ο λόγος είναι ότι υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί η μηχανή και ο τεχνολογικός τρόπος σκέψης που αντιπροσωπεύει σε άμεσο εργαλείο αρχιτεκτονικής διαρρύθμισης και οργάνωσης της ζωής που στεγάζει ο χώρος, με αποτέλεσμα η αντιγραφή αυτή να οδηγήσει σε μη βιώσιμη χωρική εμπειρία. Η λειτουργία και αποτελεσματικότητα της αρχιτεκτονικής έχει στόχο να καλύψει ζητούμενες προδιαγραφές και απαιτήσεις ώστε να δημιουργηθεί η βάση, αλλά έπειτα οφείλει να υπερβεί τις καθαρά χρηστικές ανάγκες και να εγκαταστήσει συναισθηματικές σχέσεις. Ο Le Corbusier ήταν αυτός που για πρώτη φορά είδε το κτίριο ως μηχανή και δήλωσε ότι «η κατοικία είναι μια μηχανή κατοίκησης» όπως προαναφέρθηκε (Le Corbusier, 1986: 4). Η σύνθεση μιας κατοικίας έχει τη θέση ενός προβλήματος που πρέπει να επιλυθεί και ως τέτοιο πρέπει να γίνει συγκεκριμένο, ώστε να προταθεί για αυτό η καλύτερη δυνατή λύση που θα χαρακτηρίζεται από οικονομία κινήσεων, ενέργειας, υλικών. Μία κατοικία, δηλαδή, κατασκευάζεται από το μηχανικό για να περιλάβει λειτουργίες και να καλύψει ανάγκες. Από τη στιγμή που νέες ανάγκες και απαιτήσεις εμφανίζονται στο προσκήνιο η απάντηση σε αυτό είναι νέες και πρωτόγνωρες μορφές, οι οποίες δοκιμάζονται στο αν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις χρήσεις και αν αξίζει να τυποποιηθούν και να αναπαραχθούν, διαφορετικά θα παραμεριστούν και θα ξεχαστούν. Οι μορφές αυτές σύμφωνα με τον Le Corbusier οφείλουν να υπακούν σε τρεις κανόνες: διαχείριση όγκων με στόχο τη γεωμετρική και μαθηματική καθαρότητα, ο όγκος ανεξαρτητοποιείται από την επιφάνεια η οποία πατάει πανω σε καθοδηγητικές και γενεσιουργές γραμμές του όγκου, η κάτοψη είναι το οργανωτικό στοιχείο του κτιρίου και είναι αυτή που κάνει φανερές τις προθέσεις του σχεδιασμού. “Ο Αρχιτέκτονας οργανώνει τις μορφές ως μια καθαρά δική του δημιουργία, επηρεάζει τις αισθήσεις σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκαλεί εύπλαστα συναισθήματα (plastic emotions) και μέσω των σχέσεων που δημιουργεί, ξυπνάει βαθιά κρυμμένες τάσεις του καθενός˙ αυτή είναι και η στιγμή που βιώνεται η ομορφιά” (Le Corbusier, 1986: 1). Αν και το κλίμα αυτής της δήλωσης συμφωνεί με το πνεύμα της εποχής της και προτείνει τη διάταξη και την τακτοποίηση γεωμετρικών όγκων για τη σύνθεση του κτιρίου, ωστόσο γίνεται φανερή η σημασία που έχουν οι προκαθορισμένες σχέσεις για την ανάδυση συναισθημάτων και εμπειριών. Η θεωρία που επικρατεί και συνοδεύει αυτήν τη δήλωση υποστηρίζει ότι υπάρχει ανάγκη από ένα εξωτερικό σώμα, το οποίο θα ενεργοποιήσει τη διαδικασία και θα πραγματοποιήσει το πέρασμα από ένα στάδιο στο επόμενο, επειδή η ύλη θεωρείται παθητική και ανίκανη να μεταβεί από ένα στάδιο σε ένα άλλο μόνη της. Ο Spuybroek προτείνει την αυτοοργάνωση της ύλης ως αντίλογο, σύμφωνα με την οποία τα υλικά αποτελούν ενεργούς παράγοντες (agents) που αναζητούν μόνο υποβοήθεια και στηρίζονται σε μια δομή που δεν τους επιβάλλεται αλλά αναδύεται από 30.
κάτω προς τα πάνω ως διαδικασία (Spuybroek and Delanda, 2004: 7-8). Ο αρχιτέκτονας έχει εκπαιδευτεί στο να σχεδιάζει κινήσεις, να τις οργανώνει σε κάτοψη και να τις αποκολλά από το έδαφος ως εικόνα. Αυτό που κάνει, δηλαδή, είναι να διαμορφώνει την κάτοψη ως επιφάνεια δράσης και να την προβάλλει κατακόρυφα σε όψη ως επιφάνεια αντίληψης. Μια διαφορετική προσέγγιση θα ήταν να σταματήσει να αντιλαμβάνεται τους τοίχους και τα πατώματα ως ξεχωριστά στοιχεία, και μέσα στο πνεύμα μιας συνεχούς, εύπλαστης και δεμένης αρχιτεκτονικής, να διαχειριστεί μαζί την κίνηση και την εικόνα ως γενεσιουργό καμπύλη που θα συνδέει τη δράση με την αντίληψη και την αντίληψη με τη δράση (Spuybroek and Delanda, 2004: 7). Με αυτόν το χειρισμό, το εργαλείο που θα δημιουργήσει το χώρο, ή αλλιώς η καμπύλη που θα το διατρέξει, θα είναι εύκολο στην προσαρμογή και στο να ανταπεξέλθει στις εκάστοτε απαιτήσεις, διότι η συμπεριφορά του θα είναι ομοιογενής, δηλαδή κάθε αλλαγή δε θα είναι μεμονωμένη και ανεξάρτητη από το σύνολο, κι επίσης θα είναι αρμόζον ως επεξεργασία του χώρου, διότι η μοναδικότητα των παραμέτρων που το δημιουργούν θα βρίσκουν εφαρμογή μόνο στο συγκεκριμένο χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο προκύπτει η σύνδεση με την αυτοποιητική μηχανή, μια διαφορετικής φύσεως μηχανή, η οποία φαίνεται ότι μπορεί να συμβαδίσει με τις νέες τάσεις στην αρχιτεκτονική. Τα δικά της στοιχεία/ εξαρτήματα αναπαράγονται μέσα στη μονάδα και ο λόγος ύπαρξής τους είναι η διαμόρφωση και διατήρηση της ακεραιότητάς της. “Οι χωρικές σχέσεις μεταξύ των στοιχείων μιας αυτοποιητικής μηχανής προσδιορίζονται από το δίκτυο των διαδικασιών παραγωγής τους, και για να ικανοποιήσουν αυτήν την οργάνωση αλλάζουν διαρκώς” (Maturana and Varela, 1980: 80). Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι γίνεται λόγος για ένα χώρο που διαρκώς μεταβάλλεται, αλλά ότι έχει σημασία να είναι γνωστή και κατανοητή η επιθυμητή οργάνωση του χώρου, δηλαδή οι επιθυμητές σχέσεις που συγκρατούν την αναπαραγωγή του. Ένα χωρικό παράδειγμα σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων θα μπορούσε να είναι η στάση ανελκυστήρων σε ορόφους ανάλογα με τη χρονική ζήτηση, δηλαδή μέσα στο σύστημα ανελκυστήρες- επισκέπτες κυρίαρχη σχέση να είναι το κάλεσμα από συγκεκριμένο όροφο, οπότε ανελκυστήρες να βρίσκονται σε αναμονή στους ορόφους που είναι πιθανότερο να ζητηθούν.
31.
32.
2.1.2.στροφή παραδείγματος και επιστημονικές επιρροές Οι εκφράσεις της αρχιτεκτονικής μέχρι πρόσφατα ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της επεξεργασίας της ιδέας με στόχο τη βέλτιστη μορφή. Η έμπνευση και το όραμα για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος καθοδηγούνταν κυρίως από φορμαλιστικές αναζητήσεις (form deterministic), δηλαδή ο αρχιτέκτονας διαχειριζόταν σημεία και επιφάνειες για να συνθέσει γεωμετρικούς όγκους, μέσα στα πλαίσια στερεομετρικών κανόνων. Αν και αυτή είναι η μεθοδολογία που ακολουθείται συνήθως μέχρι και σήμερα, ωστόσο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αλλαγή του παραδείγματος (new paradigm) κατά την οποία ο αρχιτέκτονας επιθυμεί να υπερβεί την Ευκλείδεια γεωμετρία, κάνοντας χρήση διανυσμάτων και σχέσεων (vectors, correlations). Αναζητά ερεθίσματα και ανατροφοδότηση από άλλες επιστήμες και τη συνεργασία μαζί τους. Αυτές οι αρχιτεκτονικές τάσεις και οι εναλλαγές των προθέσεων συμφωνούν με την εποχή τους και με την κοινωνία στην οποία εντάσσονται. Η μεταφορντική (postfordist) εποχή¹ απαιτούσε μια ποικιλία νέων και σύνθετων μοτίβων χωρικής διάταξης, που να είναι από τη φύση τους πολυσήμαντα και προσαρμοστικά. Κάνοντας μία αρχιτεκτονική ανασκόπηση, τα κινήματα του Μεταμοντέρνου (περίοδος 1980) και της Αποδόμησης (περίοδος 1990) μπορούν να γίνουν αντιληπτά σαν τα πρώτα βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση. Με την πάροδο του χρόνου αυτά αντικαταστάθηκαν από άλλα κινήματα, ενώ κάποια από τα οράματά τους υιοθετήθηκαν και αξιοποιούνται πλέον από το νέο παράδειγμα που υπόσχεται να φέρει καινοτομία στη σχεδιαστική διαδικασία: αυτό είναι ο Παραμετρισμός (Schumacher, 2010). Όπως αναφέρει ο Schumacher, τα θέματα που θα έπρεπε να απασχολούν τη γκάμα της σύγχρονης και εκλεπτισμένης αρχιτεκτονικής καθώς και της αστικής ανάπτυξης είναι η διαχείριση και η έκφραση της αυξημένης πολυπλοκότητας της μεταφορντικής (postfordist) κοινωνίας (2008). Σε αυτήν την κοινωνία, δηλαδή σε αυτήν την περίοδο, κάνει την εμφάνισή του ο υπολογιστής. Κατά τον Τερζίδη, αντίθετα με αυτό που θα περίμενε κανείς, η λογική με την οποία λειτουργεί ο υπολογιστής δεν είναι ένα προϊόν του ανθρώπινου μυαλού, αλλά βαδίζει παράλληλα με αυτό και ίσως το υπερβαίνει (Terzidis, 2009: 17). Η συνεργασία της αρχιτεκτονικής με τον υπολογιστή είναι κάτι που προέκυψε ξαφνικά, καθώς κινηματογραφικά εργαλεία, προσομοιώσεις και προγραμματισμός προσέφεραν πολλαπλές δυνατότητες και άνοιξαν ελκυστικούς δρόμους. Η ανάδυση όλο και περισσότερων μέσων αναπαράστασης και υπολογιστικών προγραμμάτων φέρνουν διαρκώς προ εκπλήξεως αρχιτέκτονες που συνεχίζουν τη μοντέρνα και μεταμοντέρνα παράδοση. Με την αρχική εμφάνισή τους, πολυδύναμα εργαλεία βρέθηκαν σε άπειρα χέρια με 33.
αποτέλεσμα η μετάφραση της πληροφορίας σε ύλη να μην είναι επιτυχής, αλλά ασαφής και επεξεργασμένη σε μικρό βαθμό. “Σήμερα μετά από αρκετούς πειραματισμούς και εφαρμογές είτε από εκπαιδευτικά ιδρύματα είτε από καινοτόμους αρχιτέκτονες ορίζεται μια νέα, λιγότερο σταθερή και περισσότερο στενή, σχέση μεταξύ τεχνολογίας και αρχιτεκτονικής” (Meredith, 2008: 3). Η ψηφιακή αντίληψη πολλές φορές παρουσιάζεται σαν μια μονοδιάστατη και επίμονη άποψη από ορισμένους αρχιτέκτονες, ωστόσο δεν παύει να είναι ένα αποτέλεσμα αλλαγής της κουλτούρας. “Αυτό που ενώνει τους αρχιτέκτονες, σχεδιαστές και θεωρητικούς, του ψηφιακού σχεδιασμού δεν είναι η επιθυμία να στρογγυλοποιήσουν όλες τις μορφές (blobify), αλλά να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία σαν ένα εργαλείο ικανό να ενσωματώσει τη διαδικασία από τη σύλληψη μέχρι την κατασκευή με τρόπους χωρίς προηγούμενο, ύστερα από το μεσαίωνα και τους αρχικατασκευαστές” (Kolarevic, 2003: 4). Η αναζήτηση νέων τεχνοτροπιών μορφογένεσης και νέων μορφολογιών είναι στενά συνδεδεμένη με την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής. Από φύσεως η αρχιτεκτονική, ως μία ακόμη επιστήμη, παρατηρεί και μελετά τις θετικές επιστήμες επιδιώκοντας είτε απλά ερεθίσματα είτε συνεργασία και μεθοδολογίες. Για παράδειγμα, η Βιολογία σχετίζεται με την Αρχιτεκτονική από τη στιγμή που και οι δύο έχουν ως θεματική το περιβάλλον και πώς αυτό μπορεί να γίνει βιώσιμο για τον άνθρωπο. Επιστήμες όπως τα Μαθηματικά και η Βιολογία είναι σε θέση να προτείνουν μοντέλα ανάδυσης, διόρθωσης, γένεσης μορφών αλλά και οργάνωσης. “Όσο προωθείται και επενδύεται η κωδικοποίηση τέτοιων διαδικασιών, τόσο πιο ευρεία γίνεται και τόσο περισσότερο εντατικοποιείται η οικονομία των σχημάτων, με αποτέλεσμα ο τομέας του σχεδιασμού να αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να εξερευνηθεί” (Mitchell, 2003: viii). Όπως αναφέρει ο Holland, οι πρώτες περιγραφές και ορισμοί της προσαρμοστικότητας (adaptivity) προέρχονται από τη Βιολογία (1998: xiii). Αυτός είναι ο άμεσα σχετιζόμενος κλάδος με την εξέλιξη και εξετάζει πέραν άλλων, τη δυνατότητα δομών και συστημάτων να μετατρέπονται, ώστε να ανταποκρίνονται με μεγαλύτερη επιτυχία σε νέα δεδομένα. Ερευνά και αναλύει, δηλαδή, τη διαδικασία μέσα από την οποία η συμπεριφορά μιας δομής μπορεί να αλλάξει και να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες. ¹ Καθοριστικές αλλαγές έχουν συμβεί τα τελευταία 30 χρόνια σε κοινωνικό επίπεδο. Όπως αναφέρει ο Schumacher, οι αργά μεταβαλλόμενοι έως στατικοί οργανωτικοί κανόνες της φορντικής μαζικής κοινωνίας (Fordist Mass Society), δηλαδή ο διαχωρισμός, η ειδίκευση και η μαζική παραγωγή, αντικαταστάθηκαν με τους κανόνες αυτο-οργάνωσης της αναδυόμενης μεταφορντικής κοινωνίας (Postfordist Network Society), δηλαδή τη δικτύωση, την παραλλαγή και την ευελιξία (2010). 34.
2.1.3.για ποιό λόγο_ η σχέση με την αρχιτεκτονική Η αυτοποίηση, σαν έννοια καθαρά βιολογική, προτείνει ένα μοντέλο ζωής, δηλαδή μία οπτική της οργάνωσης των ζωντανών οργανισμών η οποία θα έλεγε κανείς ελάχιστα σχετίζεται με άλλους τομείς πόσο μάλλον με αυτόν της αρχιτεκτονικής. Δύσκολα, δηλαδή, εντοπίζεται η σχέση μεταξύ Βιολογίας και Αρχιτεκτονικής. Ο John Frazer αναφέρει ότι από το 1969 ο Charles Jencks προέβλεπε την επικράτηση της Βιολογίας στη δεκαετία του ’90, ως η πηγή της σημαντικότερης αρχιτεκτονικής κίνησης του αιώνα, της Βιομορφικής Σχολής (1995: 10). Αν και ο όρος «βιομορφία» παραπέμπει ίσως περισσότερο σε μορφομίμηση και λιγότερο σε μορφογένεση, είναι φανερή η πρόθεση από πλευράς της Αρχιτεκτονικής να επηρεαστεί και να μάθει από επιστήμες όπως η Βιολογία. Η Βιομορφία, λοιπόν, ως βιο-μορφή ή βιολογική μορφή θεωρήθηκε από τον Jencks ότι θα αποτελέσει μία νέα κατεύθυνση της Αρχιτεκτονικής, που θα ενσωματώνει κατά βάση μορφολογικά χαρακτηριστικά βιολογικών δομών, μέσω της ανάγνωσης και του πειραματισμού πάνω σε μοντέλα οργάνωσης και λειτουργίας όπως και σε μοτίβα της Βιολογίας. Η αρχιτεκτονική είχε ανέκαθεν δυναμική παρουσία και δεν αφορούσε σε ένα κατασκεύασμα στατικό και μονόπλευρο. Διαρκώς συντίθεται, μορφοποιείται, διαμορφώνεται και συντηρείται από τον άνθρωπο σχεδιαστή, μηχανικό, χρήστη, επισκέπτη. Υπάρχουν δίκτυα ανθρώπινης επικοινωνίας και βίωσης του χώρου που τη διαπερνούν, την περιβάλλουν και καθορίζουν σταδιακά στο χρόνο το ρόλο της. “Η ιδέα των συστημάτων διαβίωσης ως αυτόνομες και αυτοοργανωμένες ενότητες μπορεί να μεταφερθεί στη θεωρία των κοινωνικών συστημάτων και να γίνουν κατανοητά ως συστήματα επικοινωνίας που αναπαράγουν όλες εκείνες τις απαραίτητες επικοινωνιακές δομές, μέσα από τη δική τους αυτοαναφορική κλειστή διαδικασία” (Schumacher, 2011: 2). Η κάθε σχετιζόμενη με το χώρο λειτουργία κινείται μέσα στο δικό της κύκλο οργάνωσης, διαμορφώνεται προστατεύεται διατηρείται αναπαράγεται και σε επόμενο επίπεδο συνδέεται με άλλον κύκλο/ κύκλους σχηματίζοντας μεγαλύτερες και πολυπλοκότερες δομές.
35.
36.
2.2.1.affect και σχέσεις και όχι effect πλέον Ένα ζώο δεν αντιλαμβάνεται τις ιδιότητες του χώρου που το περιβάλλει, αλλά τη δυνατότητα να ενεργήσει μέσα σε αυτό το χώρο. Ο Delanda φέρνει σαν παράδειγμα το έδαφος το οποίο δεν εκλαμβάνεται ως οριζόντιο ή σταθερό αλλά ως ικανό να περπατηθεί (2009b). Με αυτόν τον τρόπο, ο χώρος γίνεται διακριτός από τον εκάστοτε χρήστη όχι λόγω υλικότητας και δομής˙ η διαφορά βρίσκεται στη δυναμικότητα και στην πρόθεση, δηλαδή στην επικοινωνία μεταξύ δύο πόλων. Δεν έχουν τόση σημασία τα χαρακτηριστικά του χώρου ή του χρήστη, αυτά είναι σταθερά και γνωστά. Σημασία έχουν οι ικανότητες της μεταξύ τους σχέσης, η ικανότητα του ενός να επηρεάσει τον άλλον και από την άλλη μεριά η ικανότητα του δεύτερου να επηρεαστεί από τον πρώτο. Σε άλλο επίπεδο, το συναισθηματικό (affective), ο Massumi κάνει λόγο για την υπεροχή που το διακρίνει η οποία αναδεικνύεται από το κενό μεταξύ περιεχομένου (content) και επίδρασης (effect) (2002 :24). Η δύναμη ή η διάρκεια της επίδρασης μιας εικόνας δε συνδέεται λογικά και άμεσα με το περιεχόμενό της. Το περιεχόμενο της εικόνας αποκτά ένα εύρος υποκειμενικών μηνυμάτων λόγω κοινωνικών και γλωσσικών ερμηνειών. Υπάρχουν γενικά χαρακτηριστικά που περιγράφουν μια ενότητα είτε ποσοτικά είτε ποιοτικά, αφορούν σε αυτήν τη μία ενότητα (πόλος) και ο τρόπος με τον οποίο περιγράφονται είναι αντικειμενικός και αδιαμφισβήτητος. Από τη στιγμή όμως που ένας εξωτερικός παρατηρητής περιγράφει με τη δική του ματιά τη συγκεκριμένη ενότητα, έχει το ρόλο άλλου πόλου με διαφορετικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να υπάρχει υποκειμενικότητα και άρα αβεβαιότητα στη σχέση μεταξύ των δύο πόλων. Η σχέση αυτή έχει πολυπλοκότητα που μπορεί να ελεγχθεί και να γίνει κατανοητή όταν οι παράμετροι που τη χαρακτηρίζουν είναι γνωστές και μεταχειρίσιμες. Όσο καλύτερη είναι η διαχείριση των παραμέτρων τόσο πιο εύκολη είναι η επιθυμητή προσαρμογή. Οι προσαρμοστικές διαδικασίες είναι διαδικασίες βελτιστοποίησης σύμφωνα με το Holland (1998: xiii). Αυτό δε σημαίνει αυθαίρετα πως οποιαδήποτε αλλαγή συμβαίνει αποσκοπεί απλά στο καλύτερο, αλλά ότι η σχέση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου γίνεται συγκεκριμένη, η διαδικασία συσχετισμού τους ελέγχεται και παραμετροποιείται και ότι υπάρχει αμοιβαία ανατροφοδότηση που δεν έχει στόχο το τελικό αποτέλεσμα αλλά τη διαφύλαξη αυτής της διαδικασίας. Όταν οι πόλοι επιρροής γίνουν περισσότεροι από δύο η πολυπλοκότητα αυξάνεται, όπως και οι παράμετροι που καθορίζουν τις σχέσεις μεταξύ τους. Για παράδειγμα, στην περίπτωση κυνηγού και θηράματος το περιβάλλον συμμετέχει ενεργά κατά την ανταλλαγή ευκαιριών ή κινδύνων 37.
μεταξύ των πρωταγωνιστών. Άλλες φορές ως καταφύγιο και άλλες φορές ως παγίδα είναι μία από τις παραμέτρους της κατάστασης και οι εκάστοτε συμμετέχοντες (ζώα στη συγκεκριμένη περίπτωση) είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τις συνθήκες, να τις αξιολογήσουν, να τις δεχτούν όπως είναι ή να τις μετατρέψουν έτσι ώστε να αλλάξει η κατανομή ευκαιριών και κινδύνων (Delanda, 2009b). Η ακόμη πιο ευκαιριακή και προσαρμοστική χρήση του χώρου, λοιπόν, επιτυγχάνεται όταν γίνονται αντιληπτές οι δυνατότητές του, και σε συνεργασία με τις ικανότητες αυτού που δρα, αξιοποιούνται είτε ατόφιες, είτε προσθαφαιρετικά, είτε με κάποια μετάλλαξη ώστε να εξυπηρετήσει το νέο σκοπό. Ο Delanda αναφέρει ως παράδειγμα μια αράχνη η οποία μπορεί να κινηθεί πάνω στις υπάρχουσες επιφάνειες, αλλά και να τις χρησιμοποιήσει ως βάση για να στήσει το δικό της ιστό, δηλαδή το δικό της καταφύγιο, παγίδα, φωλιά, καμουφλάζ. Με αυτόν τον τρόπο, ο χρήστης συνεργάζεται με το χώρο του και αλληλοεπηρεάζονται, όταν ο πρώτος επιφέρει αλλαγές στο δεύτερο και αυτός τις δέχεται, με αποτέλεσμα την επιθυμητή κατάσταση. Ωστόσο, ο χώρος δεν έχει πάντα παθητικό ρόλο, αλλά είναι σε θέση να δράσει. “Η ύλη εκφράζεται με πολλούς τρόπους˙ από την παροχή απτών πληροφοριών προς χρήση, μέχρι τη σκόπιμη λειτουργία μελωδιών και ρυθμών” (Delanda, 2009a). Δεν αποτελεί ένα δέκτη ερεθισμάτων και αγγιγμάτων, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και αυτόνομα, να πάρει πρωτοβουλίες και να επηρεάσει. Σε επίπεδο μικροδομής όλα τα σωματίδια που την αποτελούν είναι ενεργές μονάδες, έτοιμες να ενωθούν και να αντιδράσουν μεταξύ τους, επιφέροντας αποτελέσματα στη μακροκλίμακα. Αυτά ως προς την ύλη, διότι στην περίπτωση των έμβιων οργανισμών τα πράγματα είναι περισσότερο κατανοητά και ορατά άμεσα. Διάφορα μοτίβα πάνω σε κορμούς δέντρων και οι κυψελοειδείς σχηματισμοί των μελισσών είναι ένα δείγμα μόνο αυτής της εκφραστικότητας. Η διαφορά μεταξύ affect- effect είναι σε πρώτο στάδιο καθαρά γραμματική, διότι συνήθως το affect χρησιμοποιείται ως ρήμα για να δηλώσει το «επηρεάζω» και το effect ως ουσιαστικό για να δηλώσει την «επιρροή». Ωστόσο διαφορά υπάρχει και σε επόμενο στάδιο στο εννοιολογικό επίπεδο ως προς το τι αντιπροσωπεύει το καθένα. Στην περίπτωση του effect οι σχέσεις είναι μονόδρομες και γραμμικές. Μία μονάδα δρα πάνω σε άλλη και έχουμε ένα αποτέλεσμα προβλεπόμενο και υπολογίσιμο. Είναι η περίπτωση των εκτεταμένων τιμών (extensive values), σύμφωνα με τον Delanda, στην οποία έχουμε τελικά προϊόντα που είναι σαφώς ορισμένα [σύνορα] (2009c). Όταν γίνεται λόγος για το affect, όμως, οι σχέσεις γίνονται αμφίδρομες και οι δύο μονάδες, ή περισσότερες για επαρκή συμπεράσματα και ποικιλομορφία, αλληλοεπηρεάζονται και ανταλλάσσουν ερεθίσματα. Εδώ μιλάμε για εντατικές τιμές (intensive values), μεγέθη όπως είναι για παράδειγμα η πίεση και η θερμοκρασία που έχουν βαθμιδωτές ποιότητες (gradient) 38.
και δεν είναι σαφές που τελειώνει η μία τιμή και αρχίζει η άλλη [όρια]. Όπως αναφέρει πάλι ο Delanda, εάν ομογενοποιηθεί ένας πληθυσμός σταματάει η εξέλιξή του (2009c). Η εξέλιξη είναι απαραίτητη για να επιβιώσει ο πληθυσμός, καθώς χρειάζεται να προσαρμόζεται κάθε φορά στις νέες συνθήκες. Επιπλέον, η εξελικτική διαδικασία είναι ευκαιριακή, δηλαδή αναζητά και εκμεταλλεύεται τις μονάδες του πληθυσμού στις ιδανικές συνθήκες τη συγκεκριμένη στιγμή, ώστε συνδυαζόμενες να καλύψουν τις απαιτούμενες ανάγκες και επιθυμίες. Οι γενετικές διαφοροποιήσεις στηρίζονται σε εντατικές διαφορές˙ όταν υπάρχει συγκέντρωση (μάζας, ερεθισμάτων) σε μία περιοχή (concentration of intensity) προκύπτει ένα όργανο σε έμβρυο, ένα κλαδί σε δέντρο κτλ. Ο κτισμένος και άκτιστος χώρος έχει υπερβεί εδώ και καιρό τη στατική κατάσταση και τη μονόπλευρη οπτική και εξετάζεται ως ένα δυναμικό υπόβαθρο, που δε θα φιλοξενήσει απλά δραστηριότητες αλλά θα διαμορφωθεί για αυτές και από αυτές. Δε μένει ανεπηρέαστος από τις δράσεις ή μη μέσα του. Οι συνηθισμένες μέθοδοι αναζήτησης της μορφής επεξεργάζονται την οργάνωση υλικών τεχνοτροπιών, δηλαδή προσπαθούν να επιτύχουν τη βελτιστοποίηση της συμπεριφοράς αυτών των τεχνοτροπιών κάτω από φυσικούς κανόνες. Ωστόσο, τα αυτοοργανωμένα συστήματα συχνά παρουσιάζουν αναδυόμενες ιδιότητες ή συμπεριφορές που προκύπτουν από τις αλληλεπιδράσεις σε χαμηλότερου επιπέδου οντότητες. “Ο στόχος είναι να χρησιμοποιηθεί αυτή η συμπεριφορά και να μετατραπεί σε εργαλείο που απαντά σε ερεθίσματα, για ένα σχεδιασμό προσανατολισμένο στη συμπεριφορά” (Hensel, 2006: 6). Σε ένα αυτοποιητικό μοντέλο, μη γραμμικές σχέσεις συνδέουν τις μονάδες, καθώς παράλληλες διεργασίες λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό των μονάδων, μεταξύ των μονάδων και μεταξύ μονάδων και εξωγενών ερεθισμάτων. Σε ένα τέτοιου είδους μοντέλο, λοιπόν, οι επιρροές είναι αμφίδρομες και διαφορετικής ποιότητας και έντασης, ανεξάρτητα από την κλίμακα. Το σύστημα οργανώνεται σύμφωνα με αλληλεξαρτήσεις που χαρακτηρίζονται από βαθμιδωτές ποιότητες και δεν έχουν σαφή όρια, αλλά συγχέονται. Λαμβάνουν χώρα συνεχείς επικοινωνίες, με λιγότερη ή περισσότερη πληροφορία σε κάθε επίπεδο ή περιοχή αυτής της οργάνωσης, κατά τη διάρκεια μιας κυκλικής, δηλαδή κλειστής στο μεγαλύτερο βαθμό, ανατροφοδότησης. Η περιγραφή ενός αυτοποιητικού μοντέλου, λοιπόν, είναι πολύ περισσότερο επιτυχημένη ως μια περίπτωση του affect και των εντατικών τιμών που διαχειρίζονται την ποιότητα των δεσμών, παρά ως μια μονοδιάστατη περίπτωση effect που έχει μία συγκεκριμένη πορεία, πεπερασμένα στάδια και τελική κατάσταση.
39.
40.
2.2.2.σχεσιακά πεδία Η σύγχρονη αρχιτεκτονική αναζητά και επιδιώκει την αυτοαναφορά στην οργάνωσή της. Αυτοαναφορά από την άποψη του ότι δεν είναι έρμαιο οποιασδήποτε απόφασης, αλλά ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης σύμφωνα με τον οποίο σχεδιάστηκε και, μέσα από την ελευθερία που επιτρέπεται, τον αναπαράγει. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό όταν σκεφτεί κανείς τη διάδραση και την επικοινωνία που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της αρχιτεκτονικής δομής, αλλά και την ίδια τη σχέση του χρήστη με το χώρο σε ένα δίκτυο αλληλεξαρτήσεων. Ο στόχος είναι η εμπειρία και η βίωση του χώρου να είναι η καταλληλότερη για τις εκάστοτε συνθήκες. Με άλλα λόγια, ένας παρατηρητής καλείται να συμμετάσχει στο χώρο και ο χώρος μέσω της δομής και της οργάνωσής του τείνει να καλύψει αυτήν την επιθυμία/ απόφαση, και έτσι οι εναλλασσόμενες επιθυμίες και ανάγκες καθορίζουν τον οργανωτικό άξονα. Στην περίπτωση που μία μονάδα είναι αυτή που περικλείει, εκφράζει και αναδεικνύει τη δομή, συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να δεχτεί το εξωτερικό ερέθισμα, να επηρεαστεί εσωτερικά, να μετατρέψει μεταβλητές της, να παύσει ή να ξεκινήσει λειτουργίες και να επικοινωνήσει με άλλη μονάδα. Η οργάνωση, δηλαδή, συντηρείται από ένα δίκτυο συσχετισμών. Ο Schumacher κάνει λόγο για σχεσιακά πεδία (relational fields) τα οποία περιλαμβάνουν αμοιβαία σχετιζόμενες υποστρώσεις (sub-layers). Ως τέτοια μπορούν να χαρακτηριστούν μοτίβα κατοίκησης (occupation) σε συνδυασμό με μοτίβα σύνδεσης, δηλαδή ένα σχεσιακό πεδίο είναι δυνατό να αποτελείται από δύο ή και περισσότερα μικρότερα πεδία διαφορετικών ποιοτήτων, που παρουσιάζουν είτε ενεργές θέσεις είτε πιθανές κινήσεις/ συνδέσεις μεταξύ αυτών των θέσεων. Η εξελικτική διαδικασία αναδυόμενων πλάνων εγκατάστασης κυμαίνεται μεταξύ των σημείων κατοίκησης που γεννούν διαδρομές και των διαδρομών που προσελκύουν κατοίκηση (Schumacher, 2009). Αυτή η αμφίδρομη διαδικασία δεν έχει κλίμακα και είναι ένα μοντέλο που μπορεί να εξηγήσει αποτελεσματικά από την οργάνωση μιας αυτοποιητικής μονάδας μέχρι την αυτονομία ενός αστικού δικτύου. Ο Marcos Novak παραθέτει την άποψη του J.P.Carse ότι υπάρχουν γενικά τουλάχιστον δύο ειδών παιχνίδια, το ένα έχει τέλος (finite) ενώ το άλλο δεν έχει (infinite). Ο σκοπός του παιχνιδιού που έχει τέλος είναι να το κερδίσεις, ενώ στο παιχνίδι χωρίς τέλος ο σκοπός βρίσκεται στο να συνεχίσεις να παίζεις (Novak, 2006: 396). Τα παιχνίδια που δεν έχουν τέλος δίνουν σημαντική προτεραιότητα στη διαιώνιση του παιξίματος απέναντι στο τελεσίδικο μιας νίκης, και για αυτό το λόγο προσαρμόζουν διαρκώς τους κανόνες για να εξασφαλίσουν ότι το παιχνίδι θα συνεχιστεί. 41.
Έτσι, υπάρχει μια κλειστή διαδρομή ανατροφοδότησης (feedback loop) που δρα διακριτικά μέσα σε κάθε παιχνίδι χωρίς τέλος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι γίνεται πλέον λόγος για ένα διαφορετικό παιχνίδι σκακιού. Σκοπός του δεν είναι η νίκη και ο τερματισμός αλλά η αυτόνομη και αέναη συνέχισή του. Το υπόβαθρο διαμορφώνεται ως ένα σχεσιακό πεδίο και ως τέτοιο έχει θέσεις κατοίκησης που επικοινωνούν με συνδέσεις. Οι συνδέσεις πραγματοποιούνται μέσα σε αυτήν την αυτόνομη μονάδα κάτω από συγκεκριμένους κανόνες, προτροπές και απαγορεύσεις, για παράδειγμα καθορισμένες κινήσεις και αντίστοιχους κινδύνους. Νεοεισερχόμενα ή αφαιρούμενα πιόνια είναι περιορισμένα και εξυπηρετούν την οργάνωση και την τάξη, κατά την οποία κάθε «πιόνι» ως μέρος της οφείλει να την αναπαράξει παίζοντας το ρόλο του. “Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας «αυτοσυναρμολόγησης» στη μορφογένεση μιας μονάδας, η αμοιβαία εξάρτηση στα διάφορα επίπεδα της κυτταρικής οργάνωσης συνεπάγεται το ότι υπάρχει πλεονασμός μέσα στη μονάδα” (Weinstock, 2006: 27). Ο αυτοδύναμος σχεδιασμός των συστημάτων διαβίωσης δεν είναι αποτέλεσμα τυποποίησης και βελτιώσεων σύμφωνα με τον Weinstock, αλλά πλεονασμού και διαφοροποίησης. Δηλαδή αυτό που συντηρεί την αυτονομία των συστημάτων διαβίωσης είναι η ποικιλία των επιλογών, το πλήθος της πληροφορίας και οι πολλαπλές δυνατότητες συνδυασμού και σύνδεσης.
42.
43.
44.
3_αρχιτεκτονική
45.
46.
3.1.αυτοοργανωμένα συστήματα_ με ποιόν τρόπο (σχεδιάζεται η αυτοποίηση) Υπάρχουν ήδη τα τελευταία χρόνια διάφορες εκφράσεις αυτοοργανωμένων συστημάτων στην αρχιτεκτονική, είτε σε επίπεδο ακαδημαϊκής έρευνας είτε πειραματισμού είτε πρωταρχικών καινοτόμων παραδειγμάτων, που προσπαθούν να εντοπίσουν και να μιμιθούν χαρακτηριστικά συστημάτων διαβίωσης και συμβίωσης. Μελετούν τις συμπεριφορές των ζώων, το πέταγμα των πουλιών, τις συγκεντρώσεις τους σε σμήνη, την περιοδικότητα και τη δυναμική φυσικών φαινομένων, τον κύκλο ζωής ζωικών και φυτικών οργανισμών. Με αυτόν τον τρόπο, συγκεντρώνονται πληροφορίες και γίνονται γνωστοί μηχανισμοί οργάνωσης που έπειτα ανάγονται σε εργαλεία και μέσα σχεδιασμού. Ο Neil Leach αναφέρει ότι το Santa Fe Institute του New Mexico, USA έβαλε τις βάσεις και έκανε καινοτόμα βήματα σε αυτόν τον τομέα (2004: 70). Ο συντονισμός των ερευνητών μέσα σε ένα διεπιστημονικό πλαίσιο τους βοήθησε να κατανοήσουν τα αυτοοργανωμένα συστήματα που συναντώνται στη φύση, για να καταλάβουν στη συνέχεια και άλλες δομικές συμπεριφορές. Οι ερευνητές αναγνώρισαν ότι υπάρχει τάση αυτοοργάνωσης και αυτόνομης διάταξης σχεδόν σε κάθε δομή και μέσα από φυσικές και χημικές περιγραφές προέκυψε ότι η ανάδυση μακροσκοπικών μοτίβων καθορίζεται από διαδικασίες και διαδράσεις στο μικρόκοσμο. Μελετώντας αποικίες μυρμηγκιών κατέληξαν στο ότι οι σύνθετες διαδράσεις που συμβαίνουν σε συλλογικό επίπεδο οφείλονται τόσο στην ατομική αντίδραση απέναντι στη λογική της μάζας, όσο και στη διατήρηση του σμήνους έπειτα από μεμονωμένες πρωτοβουλίες. “Η ευφυία του σμήνους, δηλαδή η αναδυόμενη συλλογική ευφυία ομάδας που αποτελείται από απλούς παράγοντες (agents), δεν οφείλεται στην υπακοή κανόνων ιεραρχίας” (Leach, 2004: 71). Ο συλλογισμός ότι ένα μέλος της ομάδας ηγείται και τα υπόλοιπα άκριτα ακολουθούν είναι λανθασμένος, διότι αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα δεν είναι ο μονομερής έλεγχος, για παράδειγμα, από ένα πουλί στην κορυφή ενός σμήνους, αλλά ο αμφίδρομος έλεγχος όλων των πουλιών μεταξύ τους. Κάθε μέλος είναι δέκτης και πομπός πληροφορίας όταν ακολουθεί οδηγίες όπως το να πετάει πίσω από το μπροστινό του και να κρατάει σταθερή απόσταση από το διπλανό του. Έτσι το δίκτυο διαμορφώνεται, διατηρείται και είναι δυναμικά ενεργό. Τα μέλη είναι υπεύθυνα να κρατήσουν το σχηματισμό τους και να επαναοργανωθούν όταν συναντήσουν κάποιο εμπόδιο. Σε περίπτωση που τα δεδομένα αλλάξουν κατά την πορεία τους το σύστημα δεν κατερρέει, αλλά οι συσχετισμοί παραμένουν και μετά από στάδια επαναπροσδιορισμού που αναδεικνύουν αυτούς τους συσχετισμούς θα επανέλθει ισορροπία. Θα μπορούσε κανείς αφαιρετικά να ισχυριστεί ότι πρόκειται για ένα αυτοποιούμενο σύστημα, διότι πληροί χαρακτηριστικά αυτοποίησης και πιο συγκεκριμένα το 47.
στίγμα των μελών του σμήνους παρέχει τη μοναδική πληροφορία που είναι απαραίτητη ώστε το δίκτυο να αναδιαταχθεί και να αναπαράξει τον εαυτό του. Η τεχνολογία επιτρέπει πλέον την προσομοίωση στον υπολογιστή φυσικών ή γενικά επιθυμητών συνθηκών, όμως αυτό που έχει σημασία είναι να είναι προσδιορισμένη η σχέση πραγματικούεικονικού και εκείνα τα χαρακτηριστικά του ενός που επηρεάζουν το άλλο και έπειτα να αποσπώνται εκείνα τα σήματα που ενδιαφέρουν κάθε φορά. Πώς ένας οργανισμός χρησιμοποιεί την εμπειρία του ώστε να μετατρέψει τη συμπεριφορά του και να επωφεληθεί από αυτήν; Ο Holland θέτει αυτόν τον προβληματισμό και συμπληρώνει ότι η δυσκολία της βελτιστοποίησης βρίσκεται στην πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα (1998: 1). Για να επιτευχθεί ο στόχος της βελτιστοποίησης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της πολυπλοκότητας με το να χρησιμοποιείται κάθε φορά η καταλληλότερη από τις πολλαπλές λύσεις και θα πρέπει να περιοριστεί η αβεβαιότητα ώστε οποιαδήποτε πληροφορία αποκτάται να κατοχυρώνεται άμεσα και γρήγορα. Σε αυτήν την κατεύθυνση εξυπηρετούν οι υπολογιστικές μέθοδοι (computational). Οι υπολογιστικές φορμαλιστικές αναζητήσεις δεν υπερισχύουν της ανθρώπινης φαντασίας, παρά μόνον επεκτείνουν τις δυνατότητές της. “Δεν είναι υποκατάστατο της ανθρώπινης δημιουργικότητας και για αυτό δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικές, αλλά προσφέρουν πειραματισμό και έρευνα μέσα σε μια εναλλακτική πραγματικότητα” (Terzidis, 2003: 6). Μία από τις πιο διαδεδομένες τεχνικές που εξυπηρετούν έναν υπολογιστικό τρόπο εργασίας είναι η κατοίκηση διαμορφωμένων επιφανειών από μονάδες που έχουν τη δυνατότητα της προσαρμογής (adaptive components). Πρακτικά, αυτές οι μονάδες συντίθενται από στοιχεία που είτε υποχωρούν είτε διαχέονται ακολουθώντας προκαθορισμένους συσχετισμούς, ώστε τελικά ολόκληρη η μονάδα να απαντά σε ερεθίσματα και να προσαρμόζεται στις εκάστοτε τοπικές συνθήκες. Κατά την κατοίκηση της διαφοροποιημένης επιφάνειας, οι μονάδες προσαρμόζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να οξύνεται αυτή η διαφοροποίηση. “Η σχέση μεταξύ της πρωταρχικής μονάδας και των διαφοροποιημένων υποστάσεών της στις διαφορετικές στιγμές επαφής με το περιβάλλον είναι ανάλογη με τον τρόπο που ένας γενότυπος μπορεί να παράξει ένα διαφοροποιημένο πληθυσμό φαινοτύπων, σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες” (Schumacher, 2008). Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια του χρόνου στον οποίο οι συνθήκες και τα εξωγενή ερεθίσματα μεταβάλλονται, η μονάδα που αποτελεί το διαμορφωτικό σκελετό οργάνωσης ανταποκρίνεται αναλόγως και συμβαδίζει με τις αλλαγές μετατρέποντας κάποια στοιχεία της ή αναδεικνύοντας κάποια και καταστέλλοντας άλλα. Για να επιτευχθεί, να 48.
δημιουργηθεί και να αναδυθεί μια τέτοιου είδους μονάδα, ο τρόπος εργασίας θα πρέπει να είναι πειραματικός, πολύπλευρος και πολλαπλός, δηλαδή να είναι γνωστές οι σταθερές που χαρακτηρίζουν την οργάνωση και να γίνονται δοκιμές με τις μεταβλητές της ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα. “Μπορούμε να κατανείμουμε μία δοκιμή για να εκμεταλλευτούμε με τον καλύτερο τρόπο τις παρατηρήσεις ή για να μειώσουμε την πιθανότητα λάθους όσο περισσότερο γίνεται” (Holland, 1998: 75). Απαιτούνται, δηλαδή, πολλές δοκιμές ώστε να προκύψει ένας κατάλογος που θα αιτιολογεί και θα καταγράφει τις συμπεριφορές της μονάδας, όταν τα στοιχεία της απαντούν σε μεταβλητές καταστάσεις. Εάν προσπαθούσε κανείς να σχεδιάσει μία αυτοποιητική μονάδα, θα καθόριζε τις σταθερές και τις μεταβλητές σχέσεις που την περιγράφουν, έπειτα θα παρατηρούσε και θα κατέγραφε το πώς γίνονται αναγνωρίσιμες και αναγνώσιμες οι σχέσεις κάτω από επιρροές και τέλος θα επεξεργαζόταν το βαθμό ελευθερίας των επιρροών ώστε η οργάνωση να είναι αυτόνομη και συμπαγής. Η διαδικασία, δηλαδή, είναι μία σειρά από βήματα και μοιάζει με έναν αλγόριθμο που περιγράφει ο Holland ο οποίος μέσα από μια κυκλική πορεία μετατρέπει διαδοχικά ένα- ένα τα στοιχεία του και παράγει μία σειρά από νέες δομές για δοκιμή. Τα στάδια του αλγόριθμου είναι τα εξής: 1)επιλογή μιας αρχικής βασικής δομής, 2)αντιγραφή της δομής και εφαρμογή επιρροών πάνω στο αντίγραφο, 3)αντικατάσταση μιας άλλης δομής παρόμοιας της αρχικής με τη νέα δομή που προέκυψε από το 2ο στάδιο, 4)παρατήρηση και καταγραφή της συμπεριφοράς της νέας δομής, 5)επιστροφή στο 1ο στάδιο (Holland, 1998: 91). Για να γίνουν περισσότερο κατανοητά αυτά τα βήματα, φέρνουμε σαν παράδειγμα το ψηφιακό μοντέλο μιας κατοικίας, η κατοικία υποβάλλεται σε συγκεκριμένη σεισμική δόνηση και παραμορφώνεται, έπειτα μια άλλη κατοικία παρόμοια με την αρχική και κάτω από τις ίδιες συνθήκες αντικαθιστάται από την παραμορφωμένη και, τέλος, παρατηρείται και καταγράφεται η συμπεριφορά της. Μετά από αυτά η διαδικασία επαναλαμβάνεται, με αποτέλεσμα να προκύπτουν δείγματα που διαμορφώνουν έναν κατάλογο για τη σεισμική αντοχή της κατοικίας, ή διαφορετικά προκύπτει ένας κατόλογος που σημειώνει το σκελετό της κατοικίας ως σταθερή σχέση και εντοπίζει πότε αυτή η σχέση χάνεται λόγω επιρροών.
1.
2.
3.
4.
5.
49.
50.
3.2.παραδείγματος χάριν Τα παρακάτω παραδείγματα εφαρμογών δεν παρατίθενται με στόχο να αποδείξουν την αρχιτεκτονική εγκυρότητα της αυτοποίησης. Αυτό δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμο εφόσον καθαρό παράδειγμα αρχιτεκτονικής αυτοποίησης δεν υπάρχει, ακόμη τουλάχιστον, και οποιεσδήποτε παρεμφερείς δημιουργίες βρίσκονται σε πειραματικό ή ακαδημαϊκό στάδιο. Η πρόθεση είναι να εμφανιστούν περιπτώσεις αρχιτεκτονικής στις οποίες εντοπίζονται κάποια από τα χαρακτηριστικά της αυτοποιητικής μηχανής, δηλαδή τοπολογική περιγραφή, δυνατότητα αυτοοργάνωσης, αυτονομία, ατομικότητα, συγκροτημένη και αυτοοριζόμενη μονάδα μέσα από την οποία προκύπτει και αναπαράγεται το σύστημα σχέσεων και επικοινωνία με το εξωτερικό του συστήματος που αφήνει ανεπηρέαστη την εσωτερική οργάνωση.
51.
52.
[D-Tower] Σαν πρώτο ερέθισμα, παρατίθεται ο πύργος D-Tower στην πόλη Doetinchem της Ολλανδίας. Πρόκειται για μια εγκατάσταση εξωτερικού χώρου από τους NOX, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ 1999- 2004. Ο πύργος είναι ένα υβρίδιο από διαφορετικά μέσα (media), μέσω του οποίου η αρχιτεκτονική γίνεται τμήμα ενός ευρύτερου δικτύου σχέσεων και αλληλοεπιρροών. Περιπλέκει εντατικές (intensive) και εκτεταμένες (extensive) ιδιότητες, δηλαδή συναισθήματα και ποιότητες συνδέονται με χώρο και ποσότητες. Η εγκατάσταση αποτελείται από τον πύργο, που είναι ένα γλυπτό τοποθετημένο στην πόλη, από ένα ερωτηματολόγιο και μία ιστοσελίδα. Ο ύψους δώδεκα μέτρων πύργος θα μπορούσε να αποτελεί μια νέα εικόνα του γοτθικού θόλου και είναι μια συνεχής κατασκευή, δηλαδή στηρίγματα και επιφάνειες είναι ενιαία. Ο ρόλος του είναι να οπτικοποιεί τις απαντήσεις ενός ερωτηματολογίου που απευθύνεται στους κατοίκους της πόλης και βρίσκεται αναρτημένο στο διαδίκτυο, μέσω της ιστοσελίδας με την οποία είναι συνδεδεμένος (Nox, Online). Το ερωτηματολόγιο συντέθηκε από έναν καλλιτέχνη με στόχο να αναγνωρίζει τα καθημερινά συναισθήματα αγάπης, μίσους, ευτυχίας και φόβου και κάθε συναίσθημα αναπαριστάται με ένα χρώμα: κόκκινο, πράσινο, μπλε και κίτρινο. Το αποτέλεσμα ήταν κάθε απόγευμα ο πύργος να αυτοφωτίζεται με ένα από τα τέσσερα χρώματα, ανάλογα με τις επικρατέστερες απαντήσεις του ερωτηματολογίου, αντανακλώντας το συναίσθημα που χαρακτήρισε στο μέγιστο τους κατοίκους τη συγκεκριμένη μέρα. Αυτή η εφαρμογή οργανώνεται ως ένα κατά προσέγγιση αυτοποιητικό σύστημα, διότι τα τρία ευρύτερα στοιχεία της, δηλαδή ο πύργος, το ερωτηματολόγιο και οι κάτοικοι, αποτελούν ένα κλειστό δίκτυο επικοινωνίας και ανατροφοδότησης.
53.
54.
[Καθολικός Κατασκευαστής] Μαζί με τους φοιτητές του μαθήματός του στην Architectural Association το 1990, ο John Frazer κατέληξε σε μία καινοτόμο πρόταση, ύστερα από αρκετούς πειραματισμούς πάνω στη δημιουργία διαδραστικών μοντέλων (Frazer, 1995: 44-45). Πρόκειται για μια ομαδική εργασία με το όνομα «Καθολικός Κατασκευαστής» (Universal Constructor). Πανομοιότυποι κύβοι καταλαμβάνουν θέσεις σε μία τρισδιάστατη διάταξη. Οι κύβοι αντιπροσωπεύουν στοιχεία, χωρίς να είναι καθοριστική η διάταξη ή η κλίμακά τους. Κάθε κύβος μπορεί να βρίσκεται σε μία από τις 256 δυνατές καταστάσεις, ανάλογα με το φως που εκπέμπουν οκτώ δίοδοι LED. Εαν προστεθεί και η δυνατή θέση του κύβου, μέσα σε έναν κάναβο 12 x 12 x 12 σημείων στις τρεις διαστάσεις, υπάρχουν 12 x 12 x 12 x 256 πιθανές καταστάσεις για την μονάδα του κύβου. Αν και είναι προκαθορισμένο ένα αναγνωρίσιμο στάδιο για την αρχική κατάσταση του κύβου, υπάρχει η δυνατότητα να βρεθεί και σε οποιοδήποτε άλλο. Οποιεσδήποτε δύο μονάδες μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους με πληροφορία σε σειριακή μορφή που μεταφέρεται κατακόρυφα στις στήλες, αλλά και ο παρατηρητής έχει ρόλο στην οργάνωση. Δύο κόκκινα LED πάνω στον κύβο είναι υπεύθυνα για αυτήν την επικοινωνία˙ μία ένδειξη μεταφράζεται ως «πάρε με από εδώ», ενώ δύο ενδείξεις ως «πρόσθεσε κι άλλο κύβο από πάνω». Το συγκεκριμένο μοντέλο, ως δημιουργία ενός πρωτοτύπου που λειτουργεί σαν εργαλείο και εκφράζει κάποια συγκεκριμένη λογική στο χώρο, αποτελεί πρωταρχικό παράδειγμα αυτοοργάνωσης στην αρχιτεκτονική. Η σύνδεση με την αυτοποίηση εντοπίζεται στο ότι, αν και η δομή του μοντέλου συντηρείται μόνη της, ταυτόχρονα επιτρέπει και τη μερική και ελεγχόμενη εξωτερική παρέμβαση, καθορίζοντας δηλαδή το χαρακτήρα της οργάνωσης μέσω της εσωτερικής ανατροφοδότησης και προτρέποντας τις επιθυμητές εξωτερικές επιρροές. Ο τρόπος της οργάνωσής του αποτελεί το υπόβαθρο για να δεχτεί σε επόμενο στάδιο επιπλέον χαρακτηριστικά που του δίνει ο παρατηρητής. Για παράδειγμα, εφαρμογές του ήταν ο συνδυασμός με τρισδιάστατα κυτταρικά αυτόματα (cellular automata) με σκοπό να δράσουν έτσι ώστε να δημιουργήσουν μια πρόταση σε ορισμένο χώρο και η συνεργασία με υπολογιστικό πρόγραμμα για τη βελτιστοποίηση και προσαρμογή καμπύλων γραμμών.
55.
56.
[Villa Nurbs] Το επόμενο παράδειγμα έρχεται από τους Cloud 9 και αφορά σε μία κατοικία στην ισπανική πόλη Girona. Πρόκειται για μια περίπτωση αρχιτεκτονικής που ξεχωρίζει με την πρώτη ματιά από το συμβατικό περίγυρό της. Ωστόσο, η “φουσκωτή” μορφή της δεν περιορίζεται σε μια απλή μορφοπλαστική τεχνική, αλλά επεκτείνεται σε ολόκληρο το χειρισμό του κτιρίου, καθώς δεν υπάρχουν τοίχοι που να μοιράζουν το χώρο σε μέρη και η οροφή σχηματίζεται από ενιαία συνθετικά (ETFE) “μαξιλάρια”. Ο αρχιτέκτονας Ruiz-Geli των Cloud 9 αναφέρει ότι “η ιδέα μιας ρευστής συνεχούς επιφάνειας δεν είναι κάτι νέο σαν σκέψη, αλλά πλέον είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί με τις ψηφιακές τεχνολογίες και τον παραμετρικό σχεδιασμό που επιτρέπουν ένα επίπεδο πολυπλοκότητας χωρίς προηγούμενο, με αποτέλεσμα κέλυφος, σκελετός, συνθήκες και τεχνολογία να βρίσκονται σε ισορροπία” (Ouroussoff, 2008). Με άλλα λόγια, η κατοικία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια μονάδα που επιχειρεί τη μέγιστη δυνατή αυτονομία σε ενεργειακό επίπεδο και ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το φως, είναι διακριτός και της αποδίδει ατομικότητα. Αν και ο καθαρά λειτουργικός ρόλος των μαξιλαριών είναι να αποτελούν διάφανα στοιχεία υψηλής μονωτικής ικανότητας, έχουν και έναν περισσότερο δραστικό (performative) ρόλο όταν ελέγχουν το βαθμό της ηλιακής διαπερατότητας με το να διαφοροποιούνται ως προς το πόσο φουσκωμένα είναι (Burry and Burry, 2010: 195-196). Όταν τα μαξιλάρια είναι πολύ φουσκωμένα το ηλιακό φως εισέρχεται πολύ περισσότερο από ότι όταν είναι ξεφούσκωτα.
57.
58.
[Spoorg] Το Spoorg είναι μια εγκατάσταση από τους Servo στο Los Angeles της California με διαδραστικά οπτικά και ηχητικά χαρακτηριστικά. Η λέξη δημιουργήθηκε από την ένωση των λέξεων ημιπορώδης (semi-porous), λειτουργικός (operable), οργανισμός (organism) και παίρνει το όνομά του από ένα πρωτόγονο αδρανές (dormant) ή αναπαραγωγικό σώμα, που είναι ανθεκτικό στο περιβάλλον, συνήθως μονοκυτταρικό και παράγεται από φυτά και κάποιους μικροοργανισμούς (Burry and Burry, 2010: 230). Κάθε κύτταρο spoorg έχει ενσωματωμένη ευφυϊα τοπικής κλίμακας (local) που του επιτρέπει να επικοινωνεί με άλλα γειτονικά spoorgs και μέσα από συνδυασμούς και ποικιλία διατάξεων είναι δυνατό να προκύψουν μεγαλύτερες δομές. Αν και αυτό το κυτταρικό σύστημα αποτελεί βασικά ένα έκθεμα χωρίς ιδιαίτερο σκοπό λειτουργίας, ωστόσο εξερευνά το δέσιμο ενός σκελετού με τεχνολογίες ήχου και οπτικής ευαισθησίας που ανταποκρίνονται ως σύνολο. Η ευφυία και σαν αποτέλεσμα οι ικανότητες του συστήματος δεν έχουν μία κεντρική διαχείριση, αλλά στηρίζονται σε ένα αποκεντρωμένο δίκτυο ασύρματων ραδιο-επικοινωνιών. Το σύστημα αντιδρά και σε τοπικές αλλά και σε ευρύτερες αλλαγές του φωτός και ανταποκρίνεται με το να δημιουργεί διαφορετικούς ατμοσφαιρικούς ήχους. Παράλληλα, η ατομική συμπεριφορά του κάθε κυττάρου spoorg, μαζί με τη συνολική που τα χαρακτηρίζει ως δίκτυο, βρίσκεται σε μια πορεία εξέλιξης κατά την οποία πραγματοποιείται διαφοροποίηση των ποιοτήτων του ήχου σύμφωνα με κανόνες αλγορίθμου. Το σύστημα spoorg έχει ιδιότητες αυτοοργάνωσης, διότι μπορεί να αναδυθεί και να εξελιχθεί πάνω σε μια προκαθορισμένη βάση, να μετατρέψει τη σκίαση και το ακουστικό περιβάλλον, απαντώντας στα εξωτερικά ερεθίσματα. Είναι σε θέση, δηλαδή, να προτείνει και να προωθήσει σκίαση ή διαπερατότητα, παράγοντας ήχους, που υπακούουν στην εσωτερική σύνδεση των κυττάρων του. Υπάρχει μερική αυτονομία, καθώς αν και απαιτείται η τοποθέτηση των κυττάρων spoorg και η τροφοδότησή τους με ενοχλήσεις ώστε να αντιδρούν, ωστόσο το δίκτυο επικοινωνίας που τα συνδέει δρα σύμφωνα με τη δική του οργάνωση και αναδεικνύει τις δικές του συμπεριφορές. Η έλλειψη παροχής ερεθισμάτων οδηγεί σε παρακμή και αποδυνάμωση, ενώ οι εναλλαγές μεταξύ παρακμής και ανάπτυξης έχουν ατμοσφαιρικά αποτελέσματα. Κάθε κύτταρο spoorg αλλά και ο συνδυασμός περισσότερων αποτελούν μία μονάδα, διότι είναι σε θέση να λειτουργήσει και μεμονωμένα και συλλογικά, δηλαδή μέσω μια στοίβας ή ενός πυρήνα και μέσω της διάσπασης του ίδιου του κυττάρου, διατηρώντας τα χαρακτηριστικά του.
59.
60.
3.3.η περίπτωση των κυτταρικών αυτόματων (cellular automata) Η παρακάτω αναφορά στα κυτταρικά αυτόματα γίνεται ως μια περιορισμένη μελέτη μιας συγκεκριμένης περίπτωσης (case study), δηλαδή έχει τη θέση περιγραφής ή επεξήγησης για έναν τρόπο χωρικής έκφρασης σχέσεων που ορίζονται από πολύ απλές μαθηματικές οδηγίες. Δεν έχει κατά βάση σκοπό να αποδείξει το αν και πόσο αποτελεσματική είναι η μετάφραση της οργάνωσης σχέσεων σε οργάνωση χώρου, αλλά περισσότερο να γίνει φανερό ότι υπάρχουν εργαλεία και μέσα αυτής της μετάβασης. “Τα πολυαυτόματα (polyautomata) είναι μία από τις κατηγορίες της υπολογιστικής θεωρίας (computational theory) και ασχολείται με διασυνδεμένα αυτόματα στοιχεία που λειτουργώντας παράλληλα συνθέτουν μία μεγαλύτερη αυτόματη μονάδα” (Frazer, 1995: 51). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτά τα συστήματα οφείλεται στο γεγονός ότι μπορούν να αποτελέσουν γενεσιουργό εργαλείο και λόγω της απλότητάς τους να διαχειριστούν με κατάλληλο τρόπο συστήματα που στηρίζονται σε κανόνες. Τα κυτταρικά αυτόματα (cellular automata) είναι μια ειδική κατηγορία πολυαυτόματων, που αναδεικνύει τη σύνθετη συμπεριφορά η οποία μπορεί να αναδυθεί από απλούς κανόνες. Ένα κυτταρικό αυτόματο είναι μία κανονική διάταξη «κυττάρων», δηλαδή ενεργών θέσεων, ως προς μία δύο τρείς ή και περισσότερες διαστάσεις. Κάθε κυψέλη μπορεί να έχει τουλάχιστον δύο πιθανές καταστάσεις, για παράδειγμα 0 και 1, ανοιχτό και κλειστό, αλήθεια και ψέμα. Επίσης, κάθε κυψέλη έχει άμεσους γείτονες, για παράδειγμα σε έναν τετραγωνικό δισδιάστατο κάναβο, το τετραγωνικό κύτταρο έχει τέσσερα γειτονικά ως προς τις πλευρές του, αλλά και συνολικά περιβάλλεται από οκτώ κύτταρα με διαγώνια επαφή των κορυφών του. Η συμπεριφορά του κυτταρικού αυτόματου καθορίζεται από κανόνες μετάβασης, δηλαδή από κανόνες που προσδιορίζουν την κατάσταση κάθε κυττάρου σε κάθε χρονική στιγμή, σε σχέση με την προήγουμενη κατάσταση του κυττάρου και των γειτονικών του. Οι κανόνες που εφαρμόζονται σε κάθε κύτταρο ονομάζονται τοπικοί (local) και το αποτέλεσμα είναι η συνολική συμπεριφορά του αυτόματου (global). Ο Frazer παραθέτει τον ορισμό που δίνει ο E.F.Codd για τη συμπεριφορά του κυτταρικού αυτόματου˙ η κατάσταση ενός κυττάρου τη στιγμή t+1 προσδιορίζεται μοναδικά από την κατάσταση της γειτονιάς του τη στιγμή t, μαζί με τη μεταβατική λειτουργία f του τελικού αυτόματου που σχετίζεται με κάθε κύτταρο (1995: 54). Διαδοχικές αλλαγές με το πέρασμα του χρόνου συχνά αναφέρονται ως «γενιές», η συμπεριφορά που επηρεάζει ονομάζεται «γονείς» και αυτή που επηρεάζεται «απόγονοι». Για να ξεκινήσει ο σχηματισμός απαιτείται ο «σπόρος», που μπορεί να είναι είτε ένα αρχικό κύτταρο είτε μια αρχική τυχαία ή σχεδιασμένη διάταξη. 61.
Ένα παράδειγμα εφαρμογής των κυτταρικών αυτόματων στην αρχιτεκτονική είναι μια μικρή εγκατάσταση προσαρμοστικής όψης (“adaptive fa[ca]de”) η οποία αντιδρά στα ερεθίσματα φωτός του περιβάλλοντός της. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια όψη που διαμορφώνεται από κυτταρικά αυτόματα, με στόχο να επιτρέπει κάθε φορά να διαπερνάει το «ζωντανό» του δέρμα η πιο βολική ένταση του φωτός (Skavara, 2009). Η εγκατάσταση στηρίζεται σε ένα τεχνητό νευρικό δίκτυο, το οποίο διαρκώς προσαρμόζεται και εκπαιδεύεται με βάση το ιστορικό του και οι ανιχνευτές που διαθέτει υπολογίζουν την ένταση του φωτός και μεταχειρίζονται την όψη ανάλογα, ώστε τα στοιχειώδη κυτταρικά αυτόματα να έρχονται σε ισορροπία και να περνάει η επιθυμητή ακτινοβολία.
62.
63.
64.
συμπεράσματα/ κριτική_ επίλογος
65.
66.
Προαναφέρθηκε ότι η λέξη της αυτοποίησης προέκυψε μετά από το διαχωρισμό της πράξης από την ποίηση (παράγραφος 1.1.). Αυτό το δίπολο, εαν σκεφτεί κανείς τις ακριβείς ερμηνείες των λέξεων, μπορεί να αναφερθεί και ως η επιτέλεση ενός έργου απέναντι στην τέχνη της σύνθεσης (λογοτεχνικών έργων σε στίχους). Με άλλα λόγια, η πράξη αντιπροσωπεύει την καθαρότητα μιας μονόδρομης διαδικασίας κατά τη διάρκεια μιας ενέργειας και η ποίηση αναδεικνύει την ίδια τη μονόδρομη πορεία επεξεργασίας, ή ακόμη πιο απλοϊκά, το δίπολο αφορά στο «τι πράγμα» γίνεται απέναντι στο «με ποιόν τρόπο» γίνεται μια ενέργεια. Ωστόσο, η αυτοποίηση δε συμφωνεί με τόσο απόλυτες στάσεις και οι κανόνες που την καθοδηγούν και την αναπαράγουν δε στηρίζονται στην αδιάλλακτη λογική ενός διπόλου. Αυτό που χαρακτηρίζει σε μεγαλύτερο βαθμό την αυτοποίηση είναι η συνύπαρξη μαζί με τη συνέργια, δηλαδή η σχέση που έχει η αρμονική συμβίωση με τη συνεργασία «οργάνων» ενός «σώματος» για την επιτέλεση ορισμένης λειτουργίας. Δηλαδή, η αλληλεξάρτηση έχει σημασία για τη διατήρηση του συστήματος, όχι στο σημείο που στοιχεία δρουν μεμονωμένα έχοντας έναν αυτοτελή ρόλο, αλλά μέσα από τη διαρκή επικοινωνία που υπάρχει. Κάποιες φορές τα στοιχεία του συστήματος έχουν περισσότερο ενεργό ρόλο, ενώ κάποιες άλλες περισσότερο παθητικό, ανάλογα με το τι επηρεάζει την αυτοποιητική μονάδα και ποιές διαδικασίες της πρέπει να ενεργοποιηθούν, να διατηρηθούν ή να κατασταλούν. Κάτι που εμφανίζεται προβληματικό στην αυτοποιητική θεωρία είναι ότι δεν εξηγεί αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η επικοινωνία, δηλαδή την πρακτική/ φυσική αντιστοιχία έναντι της μεταφυσικής. Εμμένει στη δημιουργία και ανάδυση σχέσεων, υπονοεί τάσεις συμπεριφοράς, αλλά αδυνατεί να δώσει μια περισσότερο ρεαλιστική ματιά στη διαδικασία, με αποτέλεσμα να κινείται κατά βάση σε θεωρητικό επίπεδο. Αυτό δε σημαίνει ότι χρειάζονται απόλυτες και απλοποιημένες απόψεις που μεταφέρουν μερικώς ή και καθόλου την έννοια της αυτοποίησης ώστε να είναι άμεσα χρησιμοποιήσιμη. Για παράδειγμα, θέση του Schumacher είναι ότι για να γίνει περισσότερο κατανοητή και απτή η αρχιτεκτονική αρκεί να αντιμετωπιστεί ως ένα αυτόνομο σύστημα, δηλαδή ένα αυτοποιητικό σύστημα (2011: 1). Η συγκεκριμένη οπτική είναι κάπως αυθαίρετη από τη στιγμή που συγχέει και ταυτίζει την αυτοποιητική θεωρία με την αυτονομία. Στην προσπάθεια, δηλαδή, να δημιουργήσει και να καθιερώσει την αρχιτεκτονική αυτοποίηση κάνει λόγο για την αρχιτεκτονική ως μία ξεχωριστή υποκατηγορία της κοινωνίας που δρα και επιβιώνει μόνη της. Η κυριότερη προσωπική διαφωνία πάνω στην οπτική του Schumacher είναι ότι ανάγει την αυτοποίηση σε ένα μεικτό σύνολο χειροπιαστών και μη πραγμάτων, δηλαδή υποστηρίζει ότι εάν προστεθούν τέχνημα (artefact), γνώση και εφαργμογή καλύπτουν τις απαιτήσεις ενος κλειστού επικοινωνιακού δικτύου. Ωστόσο, οι σχεσιακές αλληλεξαρτήσεις που προτείνει η αυτοποίηση έχουν μεγαλύτερη επαφή με ποιοτικές περιγραφές (affect) παρά με ποσοτικές (effect) και ο σκοπός αυτής της οργάνωσης 67.
δεν είναι να μείνει ανεπηρέαστη από εξωτερικά ερεθίσματα στα πλαίσια ενος κλειστού δικτύου, αλλά να διατηρηθεί και να αναδειχθεί αυτή η οργάνωση που είναι μοναδική και διακριτή. Κάτι άλλο που θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς σχετικά με την αυτοποίηση είναι ότι σαν θεωρία υποστηρίζει πως τίποτα δεν μπορεί να προκύψει από το μηδέν και πως οποιαδήποτε δημιουργία είναι συνέπεια παραγόντων και πληροφοριών που αξιοποιούνται είτε σκόπιμα είτε χωρίς τη γνώση του δημιουργού. Μία ιδέα αναδύεται μέσα σε ένα ευρύτερο δίκτυο πληροφοριών και ιδεών, στο οποίο η συγκέντρωσή τους θα προκαλέσει νέες πληροφορίες και ιδέες και όλα αυτά είναι δυνατά μέσω της επικοινωνίας τους. Για παράδειγμα, ένας αρχιτέκτονας που καλείται να προσφέρει μία σχεδιαστική ιδέα δεν τη δημιουργεί ποτέ από το μηδέν, αλλά πάντα βρίσκεται μέσα σε ένα δίκτυο ορατών και μη επιρροών, δέχεται και έπειτα εκφράζει ή απορρίπτει ερεθίσματα από κάποια αρχιτεκτονική τυπολογία, από άλλες επιστήμες, από μηχανισμούς της φύσης, από την κοινωνία γενικότερα κτλ. και τότε είναι σε θέση να δημιουργήσει. Εάν η ιδέα του γίνει γνωστή, δημοσιευτεί ή παρουσιαστεί με οποιονδήποτε τρόπο, έχει ήδη ασκήσει και αυτή την επιρροή της και είναι πιθανό να κινητοποιήσει νέες ιδέες. Βιολόγοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάθε προσπάθεια για να περιγραφούν τα συστήματα διαβίωσης μέσα στα πλαίσια σκοπού και λειτουργίας αντιμετωπίζει σημαντικές νοητικές δυσκολίες και όχι μόνο. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι προσπάθειες αδυνατούν να εντοπίσουν αυτό που είναι ξεχωριστό για αυτά, δηλαδή την αυτονομία και την ενότητα που τα χαρακτηρίζει. Ο σκοπός προσδιορίζει ένα σύστημα με βάση κάτι εξωτερικό του συστήματος, ενώ τα συτήματα διαβίωσης έχουν το χαρακτηριστικό να διατηρούν την ενότητά τους ανεξάρτητα από τους ασταμάτητους κύκλους εργασιών των στοιχείων τους. Σύμφωνα με αυτά, ένα κλειστό σύστημα καλύπτει επαρκώς την κατανόηση της ουσίας, διότι η οργάνωση των σχέσεων μεταξύ των στοιχείων του αυτοαναφορικού συστήματος υποστηρίζει και υποστηρίζεται από την αναπαραγωγή των στοιχείων, δηλαδή του ίδιου του συστήματος. Ωστόσο, αν και το μοντέλο οργάνωσης της αυτοποίησης φαίνεται να ικανοποιεί το βιολογικό τομέα, εμφανίζεται ελλειματικό για να επεκταθεί και στον κοινωνικό τομέα. Ο λόγος, σύμφωνα με τον John Bednarz Jr, είναι ότι ο Maturana κατανόησε τα στοιχεία του κοινωνικού συστήματος με βιολογικό τρόπο ως άτομα, και τις σχέσεις μεταξύ τους με κοινωνικό τρόπο, δηλαδή ως γλώσσα. Αυτή η ασάφεια διέσπασε το κλειστό αυτοποιητικό δίκτυο, το οποίο απαιτεί για τη διατήρησή του και τα στοιχεία του κοινωνικού συστήματος και οι διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα να είναι του ίδιου τύπου, δηλαδή του κοινωνικού. Εάν για παράδειγμα τα στοιχεία του κοινωνικού συστήματος δεν ήταν τα άτομα ή τα υποκείμενα αλλά οι επικοινωνιακές ενέργειες από μόνες τους, τότε θα διασφαλιζόταν το κλειστό αυτοποιητικό δίκτυο ως χρήσιμο εργαλείο κοινωνικής 68.
ανάλυσης. Αυτό που συμβαίνει συνήθως, όμως, είναι η μεταφορά της ιδέας του ζωντανού κυττάρου στα κοινωνικά συστήματα. Για παράδειγμα, μία αθλητική ομάδα έχει μέλη και κανόνες που την οργανώνουν και η ομάδα μπορεί να περιγραφεί ως ένα αυτοποιητικό σύστημα. Οι κανόνες καθορίζουν τα όρια της ομάδας/ μονάδας και μέλη εισέρχονται ή εξέρχονται από αυτήν επαναπροσδιορίζοντας και αναπαράγοντάς την. Στην ομάδα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει βιολογικά χαρακτηριστικά όπως είναι η ανάδυση, δηλαδή η συμπεριφορά της ομάδας που εμφανίζεται από την οργάνωση μεμονωμένων ατόμων, όμως μόνο η αυτοσυντήρηση φαίνεται ότι δεν καλύπτει την έννοια της αυτοποίησης. Μια περισσότερο σαφή εικόνα δίνει ο Pier Luigi Luisi όταν παραθέτει τα λόγια του Varela: “Αυτές οι ιδέες στηρίζονται σε παραποίηση της γλώσσας. Στην αυτοποίηση η αντίληψη του ορίου είναι πάνω- κάτω σαφής και ακριβής. Παρόλα αυτά, όταν το δίκτυο διαδικασιών μετατρέπεται σε διάδραση μεταξύ ανθρώπων και όταν η κυτταρική μεμβράνη παρομοιάζεται με τα όρια μιας ομάδας ανθρώπων, υπάρχει παρερμηνεία” (Luisi, 2003: 57). Ο Varela, δηλαδή, σε αντίθεση με τον Maturana που ήταν περισσότερο ανοιχτός στις ερμηνείες, υποστηρίζει ότι η αυτοποίηση δημιουργήθηκε για να περιγράψει το βιολογικό μοντέλο και η μεταφορά της σε κοινωνικά μοντέλα συμπεριφοράς είναι επίφοβη και όχι πάντα επιτυχημένη. “Η αυτοποίηση είναι η μοναδική διαθέσιμη απλή θεωρία (simple theory), που μπορεί να προσφέρει μια συνολική εικόνα των διαδικασιών των έμβιων δομών, από το επίπεδο του μορίου μέχρι και την ανθρώπινη αντίληψη” (Luisi, 2003: 58). Γίνεται κατανοητό ότι ίσως αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για τη διαβίωση, αλλά όχι και επαρκή. Κλείνοντας, σε μια εποχή που η κοινωνία προβληματίζεται γύρω από περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις και επιδιώκει την εξοικονόμηση ενέργειας, είναι θεμιτή η συνεργασία της Αρχιτεκτονικής με άλλες επιστήμες για την υιοθέτηση βιώσιμων συστημάτων οργάνωσης. Μία από αυτές τις επιστήμες είναι σίγουρα η Βιολογία, διότι αποτελεί πηγή διερεύνησης και παροχής έτοιμων μοντέλων οργάνωσης, δοκιμασμένων σε βάθος χρόνου. Η Αρχιτεκτονική εντάσσεται σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και σε καμία περίπτωση δεν μένει ανεπηρέαστη από κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Οπότε, έχοντας ως δεδομένο ότι το εξωτερικό περιβάλλον πάντα λαμβάνεται υπόψιν σε ένα κοινωνικό μοντέλο, η αυτοποίηση, που χαρακτηρίζεται από αυτονομία και εσωστρεφή ανατροφοδότηση, δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις συνθήκες της ανθρώπινης επικοινωνίας. Σε μια αρχιτεκτονική αντιμετώπιση, η αυτούσια μεταφορά και αξιοποίηση της αυτοποίησης θα την καθιστούσε μη βιώσιμη, ωστόσο η υιοθέτηση χαρακτηριστικών της, χωρίς να είναι ένας αυθαίρετος συσχετισμός λέξεων, αποτελεί μεθοδολογία για έναν σχεδιασμό που μελετάει τη συμπεριφορά. 69.
70.
αναφορές, πηγές εικόνων
71.
Burry, J. and Burry, M. (2010) The New Mathematics of Architecture, London: Thames & Hudson. Delanda, M. (2009a) Material Expressivity, [Online], Available: http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/01/05/manuel-delanda-matters-4/ [29 Μαρτ. 2012]. Delanda, M. (2009b) Opportunities and Risks, [Online], Available: http://lebbeuswoods.wordpress.com/2009/01/30/manuel-delanda-opportunities-and-risks/ [29 Μαρτ. 2012]. Delanda, M. (2009c) Deleuze and the Use of the Genetic Algorithm in Architecture, [Online], Available: http://www.youtube.com/watch?v=50-d_J0hKz0 [12 Μαρτ. 2012]. Frazer, J. (1995) An Evolutionary Architecture: Themes VII, London: Architectural Association Publications. Gauttari, F. (1995) ‘On Machines’, in Benjamin, A. (ed.) Complexity: Art/ Architecture, London: John Wiley and Sons Ltd. Hensel, M. (2006) ‘Introduction: Towards Self-Organisational and Multiple-Performance Capacity in Architecture’, Architectural Design: Techniques and Technologies in Morphogenetic Design, March/ April, pp. 5-11. Holland, J.H. (1998) Adaptation in natural and artificial systems: an introductory analysis with applications to Biology, Control, and Artificial Intelligence, 5th edition, Massachusetts: MIT Press. ‘jonbailey’ (2010) ‘Mechanic Autopoiesis’, [Online], Available: http://archimorph.wordpress. com/2010/04/10/machinic-autopoesis/ [23 Απρ. 2012]. Kolarevic, Br. (ed.) (2003) Architecture in the Digital Age: Design and Manufacturing, New York: Spon Press. Leach, N. (2004) ‘Swarm Tectonics’, in Leach, N. Turnbull, D. and Williams, C. (ed.) Digital Tectonics, London: Wiley- Academy. 72.
Le Corbusier (1986) Towards a New Architecture, New York: Dover Publications. Luisi, P.L. (2003) ‘Autopoiesis: a review and a reappraisal’, [Online], Avaliable: http://www. lapetus.uchile.cl/lapetus/archivos/1208975754Autopoiesis,areviewandareappraarev.pdf [7 Ιουν. 2012]. Lynn, G. (1999) Animate form, New York: Princeton Architectural Press. Massumi, Br. (2002) Parables for the virtual: Movement, Affect, Sensation, Durham: Duke University Press. Maturana, H. and Varela, F. (1980) Autopoiesis and Cognition: The realization of the Living, Dordrecht: D. Reidel Publishing Company. McCarter, R. (ed.) (1987) Pamphlet Architecture No.12: Building; Machines, New York: Princeton Architectural Press. Meredith, M. (2008) From Control to Design: Parametric/ Algorithmic Architecture, Barcelona: Actar. Mitchell, W.J. (2003) ‘Foreword’, in Terzidis, K. Expressive Form: A conceptual approach to computational design, New York: Spon Press. Novak, M. (2006) ‘Transvergence: Finite and Infinite Minds’, in Feireiss, L. and Ooserhuis, K. Game Set and Match: No.2, Rotterdam: Episode Publishers. Nox/ Spuybroek, L. D-Tower, [Online], Avaliable: http://www.nox-art-architecture.com/ [2 Ιουν. 2012]. Ouroussoff, N. (2008) Machines for Living, [Online], Available: http://www.nytimes. com/2008/03/16/style/tmagazine/16ruizw.html?pagewanted=all [11 Μαϊου 2012]. Skavara, M. (2009) Adaptive Fa[ca]de, [Online], Avaliable: http://www.designboom.com/weblog/cat/16/view/10914/marilena-skavara-adaptive-fa-ca-de.html [2 Ιουν. 2012]. 73.
Schumacher, P. (2008) Parametricism as Style: Parametricist Manifesto, [Online], Available: http://www.patrikschumacher.com/Texts/Parametricism%20as%20Style.htm [29 Μαρτ. 2012]. Schumacher, P. (2009) ‘Parametricism: A New Global Style for Architecture and Urban Design’, Architectural Design, Vol.79, No 4, July/ August, pp. 14-23. Schumacher, P. (2010) The Parametric City, [Online], Available: http://www.patrikschumacher.com/Texts/The%20Parametric%20City.html [29 Μαρτ. 2012]. Schumacher, P. (2011) vol.1 the Autopoiesis of Architecture: a New Framework for Architecture, Chichester: John Wiley & Sons Ltd. Spuybroek, L. and Delanda, M. (2004) Nox: Machining Architecture, London: Thames & Hudson Ltd. Terzidis, K. (2003) Expressive Form: A conceptual approach to computational design, New York: Spon Press. Terzidis, K. (2009) Algorithmic Architecture, 4th edition, Oxford: Architectural Press. Weinstock, M. (2006) ‘Self-Organisation and the Structural Dynamics of Plants’, Architectural Design: Techniques and Technologies in Morphogenetic Design, March/ April, pp. 26-33.
74.
πηγές εικόνων
σελίδα
http://www.mcescher.com/
07
προσωπικό αρχείο
11, 16
Maturana, H. and Varela, F. (1980) Autopoiesis and Cognition: The realization of the Living, Dordrecht: D. Reidel Publishing Company.
22
προσωπικό αρχείο
49
http://www.flickr.com/search/?q=doetinchem%20tower
52, 53
Frazer, J. (1995) An Evolutionary Architecture: Themes VII, London: Architectural Association Publications.
54
http://architecturelinked.com/profiles/blogs/villa-nurbs
56, 57
http://www.servo-la.com/index.php?/projects/spoorg/
58
http://www.designboom.com/weblog/cat/16/view/10914/marilena-skavara-adaptive-fa-ca-de. html
60, 63
Luisi, P.L. (2003) ‘Autopoiesis: a review and a reappraisal’, [Online], Avaliable: http://www.lapetus.uchile.cl/lapetus/archivos/1208975754Autopoiesis,areviewandareappraarev.pdf [7 Ιουν. 2012].
66
75.
Ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθειά τους την καθηγήτριά μου Μαρία Βογιατζάκη και τον Δημήτρη Γουρδούκη, όπως επίσης και την οικογένειά μου για την υποστήριξη.
76.