ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ / ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ / ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
“Η ΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ” Ιούνιος 2012 Επιβλέπουσα: Μάρια Βογιατζάκη
Φοιτήτρια: Έλενα Μπουτσιβάρη
Η ερευνητική εργασία με τίτλο “η Αυτοποίηση στην Αρχιτεκτονική σκέψη” χωρίζεται σε τρία ευρύτερα κεφάλαια. Το πρώτο αφορά στην εισαγωγή και στην περιγραφή της έννοιας της Αυτοποίησης, στο δεύτερο γίνεται ο συσχετισμός της έννοιας με την Αρχιτεκτονική και στο τρίτο αναφέρονται κάποια επιλεγμένα αρχιτεκτονικά παραδείγματα που παρουσιάζουν χαρακτηριστικές ιδιότητες της έννοιας. Η Μηχανική και η Βιολογία, και κατ’ επέκταση η μηχανή και η βιολογική οργάνωση, σχετίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε τα συστήματα στα οποία στηρίζεται η διαβίωση των ζωντανών οργανισμών να μπορούν να θεωρηθούν μηχανές. Αυτό ισχυρίστηκαν το 1972 οι βιολόγοι Maturana και Varela χρησιμοποιώντας το όχι ως μια απλή μεταφορά του λόγου, αλλά ως μία αυστηρή αναλογία που τονίζει συμμετρίες και με συγκροτημένο τρόπο εκφράζει σκέψεις. Μία μηχανή περιγράφεται από ένα σύνολο λειτουργιών, που συνδυάζονται έτσι ώστε να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες συνθήκες. Πιο αφηρημένα και ελεύθερα, η έννοια της μηχανής μπορεί να αποδοθεί ως ένα σύστημα από διασυνδέσεις στο οποίο η ίδια είναι ανεξάρτητη από τα στοιχεία που την πραγματώνουν. Μια συζήτηση του Χιλιανού Maturana με φίλο του, για το δίλημμα του Δον Κιχώτη του Θερβάντες να επιλέξει μεταξύ του δρόμου των όπλων (praxis) και του δρόμου των γραμμάτων (poiesis), έκανε το βιολόγο να καταλάβει την υπόσταση της λέξης «ποίηση». Μετά από αυτό συντέθηκε η λέξη «αυτοποίηση» που, μαζί με το μαθητή και συνεργάτη του Varela, χρειάζονταν για να χαρακτηρίσει τη θεωρία τους. Η λέξη, λοιπόν, αυτοποίηση σημαίνει ότι ένα έργο δημιουργείται από φύσεως, από μόνο του. Η έννοια της αυτοποίησης είναι ένας παραλληλισμός του τρόπου οργάνωσης των ζωντανών οργανισμών με αυτόν μιας μηχανής. Η μηχανή είναι μία οντότητα η οποία αποτελείται από μεμονωμένα στοιχεία/ εξαρτήματα τα οποία με τη σειρά τους κατέχουν το καθένα ιδιότητες που συνδυάζονται και συνεργάζονται με απώτερο στόχο την αναπαραγωγή της ίδιας μηχανής, διαφορετικά εαν τα στοιχεία αυτά δράσουν ανεξάρτητα και ασύνδετα η μηχανή παύει να λειτουργεί. Αυτό που χρειάζεται είναι “τα στοιχεία που αποτελούν την ενότητα να είναι σαφώς ορισμένα μέσα στο χώρο τους και να έχουν τις ιδιότητες που τους επιτρέπουν να δημιουργήσουν τις σχέσεις” (Maturana and Varela, 1980: 77). Η ουσία της μηχανής είναι τα στοιχεία που την αποτελούν και τη συντηρούν να εξακολουθούν να πληρούν το σκοπό τους, δηλαδή η μηχανή να συνεχίζει να λειτουργεί, όχι λόγω του συγκεκριμένου εξαρτήματος ή αποσκοπώντας σε κάποιο συγκεκριμένο προϊόν, αλλά να διατηρείται ζωντανή μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών των στοιχείων της. Οι Maturana και Varela ορίζουν την αυτοποιητική μηχανή ως “μια μηχανή οργανωμένη
με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελεί ένα δίκτυο διαδικασιών παραγωγής στοχείων, τα οποία με τις διαδράσεις και μετατροπές τους αναπαράγουν το δίκτυο διαδικασιών που τα παρήγαγε και συνθέτουν τη μηχανή ως ακλόνητη μονάδα στο χώρο, προσδιορίζοντας τον τοπολογικό ρόλο τους στην πραγματοποίηση αυτού του δικτύου” (1980: pp. 78-79). Στον ορισμό της αυτοποίησης εμφανίζεται η τοπολογία ως συνθήκη κάτω από την οποία πραγματοποιείται το δίκτυο αλληλεξαρτήσεων που συγκροτεί τη μηχανή. Πέρα από την τοπολογική περιγραφή, υπάρχουν τάσεις συμπεριφοράς που συμπληρώνουν και συνθέτουν το μηχανισμό της αυτοποίησης. Μία από αυτές είναι η δυνατότητα αυτοοργάνωσης, ενώ άλλα χαρακτηριστικά είναι η αυτονομία, η ατομικότητα, ο σχηματισμός μονάδας και η απουσία εισροών και εκροών (inputs and outputs). Ένα σύστημα που μένει ανεπηρέαστο από το περιβάλλον του είναι σε θέση να κάνει τον κύκλο ζωής του, μικρότερο ή μεγαλύτερο, ανάλογα με την οργάνωση που το διακρίνει και τα μέσα που έχει στην κατοχή του. Ένα αυτοποιητικό σύστημα μπορεί να συντηρηθεί από μόνο του υπακούοντας στην εσωτερική του δομή και οργάνωση. “Τα αυτοοργανωμένα συστήματα έχουν την ιδιότητα να προσαρμόζονται στην εμφάνιση αλλαγής, την ικανότητα δηλαδή να απαντούν στα ερεθίσματα που προκαλούνται από το δυναμικό περιβάλλον” (Hensel, 2006: 10). Όσο πιο ανοιχτό είναι ένα σύστημα στο να δεχτεί ερεθίσματα και να επηρεαστεί από αυτά, τόσο πιο εύκολο είναι να παρουσιάσει αλλαγή και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Για να γίνουν περισσότερο κατανοητές οι σχέσεις που συγκροτούν τη μηχανή, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί με ποιον τρόπο σχετίζεται αυτό που εξέρχεται από τη μηχανή με αυτό που εισέρχεται σε αυτήν, κυρίως λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν πρόκειται για αμετάβλητες αλλά για προσαρμοστικές διαδικασίες (Spuybroek and Delanda, 2004: 12). Για παράδειγμα στην περίπτωση του ανθρώπου ως μιας αρκετά σύνθετης αυτοποιητικής μηχανής, είναι φανερό ότι υπάρχουν δίκτυα σταθερών αλληλεξαρτήσεων όπως είναι η συνεγασία των μυών με τα κόκκαλα κατά την ανάπτυξη του ανθρώπου και δίκτυα εξωτερικών συσχετίσεων όπως είναι η τροφή. Η κοινώς αποδεκτή και αντιληπτή έννοια της μηχανής, από τη στιγμή της εμφάνισής της μέχρι και σήμερα, περιγράφεται από το άθροισμα χαρακτηριστικών όπως είναι η χρηστικότητα, η αποτελεσματικότητα, η οικονομία και ο σκοπός. Ο τρόπος σκέψης και επεξεργασίας της κινείται μέσα σε πλαίσια οριοθετημένης και μονόδρομης λογικής, δηλαδή ακολουθεί μια διαδικασία που έχει αρχή και τέλος και το ζητούμενο αποτέλεσμά της είναι το βέλτιστο προϊόν, το οικονομικότερο παράγωγο που θα πληροί τις αρχικές προδιαγραφές. Κάτι άλλο που χαρακτηρίζει την έννοια της μηχανής που ακολουθεί την παραπάνω λογική είναι το «δέρμα» που την καλύπτει. Η εξωτερική επιφάνεια έχει συνήθως το ρόλο ενός περιτυλίγματος, με μικρή έως καθόλου χρησιμότητα, το οποίο περιστοιχίζει τη μηχανή και κρύβει τις εσωτερικές δομές και διαδικασίες της, ενώ η εμφάνισή του καθοδηγείται από πρότυπα μόδας και μάρκετινγκ. Μία αντίστοιχη λογική στην αρχιτεκτονική μπορεί κανείς να βρεί εάν σκεφτεί το κτίριο ως «μηχανή κατοίκησης» και το κέλυφός του να οριοθετεί όλες τις εσωτερικές λειτουργίες των χρηστών και τα δίκτυα εγκαταστάσεων. Στην εποχή της πληροφορίας, η “ανάγνωση” του κελύφους, το οποίο έχει τη θέση προσωπείου, το κατατάσσει ως πληροφορία και διαχωρίζεται από την ανθρώπινη βίωση του χώρου που μαζί με την αρχιτεκτονική είναι εμπειρίες (McCarter, 1987: 8). Σύμφωνα με τον τεχνολογικό τρόπο σκέψης, στη βέλτιστη (optimum) χρήση διαδικασιών και τεχνικών,
όπως είναι για παράδειγμα η τυποποίηση του κατασκευαστικού συστήματος, αντιτίθεται η ανθρώπινη αξιοποίηση του χώρου, όταν ο χρήστης θα διαχειριστεί προσωπικά τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, προσαρμόζοντας για παράδειγμα ένα σκίαστρο. Η λειτουργία και αποτελεσματικότητα της αρχιτεκτονικής έχει στόχο να καλύψει ζητούμενες προδιαγραφές και απαιτήσεις ώστε να δημιουργηθεί η βάση, αλλά έπειτα οφείλει να υπερβεί τις καθαρά χρηστικές ανάγκες και να εγκαταστήσει συναισθηματικές σχέσεις. Ο Le Corbusier ήταν αυτός που για πρώτη φορά είδε το κτίριο ως μηχανή και δήλωσε ότι «η κατοικία είναι μια μηχανή κατοίκησης» (Le Corbusier, 1986: 4). Η σύνθεση μιας κατοικίας έχει τη θέση ενός προβλήματος που πρέπει να επιλυθεί και ως τέτοιο πρέπει να γίνει συγκεκριμένο, ώστε να προταθεί για αυτό η καλύτερη δυνατή λύση που θα χαρακτηρίζεται από οικονομία κινήσεων, ενέργειας, υλικών. Ο Spuybroek προτείνει την αυτοοργάνωση της ύλης ως αντίλογο, σύμφωνα με την οποία τα υλικά αποτελούν ενεργούς παράγοντες (agents) που αναζητούν μόνο υποβοήθεια και στηρίζονται σε μια δομή που δεν τους επιβάλλεται αλλά αναδύεται από κάτω προς τα πάνω ως διαδικασία (Spuybroek and Delanda, 2004: 7-8). Ο αρχιτέκτονας έχει εκπαιδευτεί στο να σχεδιάζει κινήσεις, να τις οργανώνει σε κάτοψη και να τις αποκολλά από το έδαφος ως εικόνα. Αυτό που κάνει, δηλαδή, είναι να διαμορφώνει την κάτοψη ως επιφάνεια δράσης και να την προβάλλει κατακόρυφα σε όψη ως επιφάνεια αντίληψης. Μια διαφορετική προσέγγιση θα ήταν να σταματήσει να αντιλαμβάνεται τους τοίχους και τα πατώματα ως ξεχωριστά στοιχεία, και μέσα στο πνεύμα μιας συνεχούς, εύπλαστης και δεμένης αρχιτεκτονικής, να διαχειριστεί μαζί την κίνηση και την εικόνα ως γενεσιουργό καμπύλη που θα συνδέει τη δράση με την αντίληψη και την αντίληψη με τη δράση (Spuybroek and Delanda, 2004: 7). Σε αυτό το πλαίσιο προκύπτει η σύνδεση με την αυτοποιητική μηχανή, μια διαφορετικής φύσεως μηχανή, η οποία φαίνεται ότι μπορεί να συμβαδίσει με τις νέες τάσεις στην αρχιτεκτονική. Τα δικά της στοιχεία/ εξαρτήματα αναπαράγονται μέσα στη μονάδα και ο λόγος ύπαρξής τους είναι η διαμόρφωση και διατήρηση της ακεραιότητάς της. “Οι χωρικές σχέσεις μεταξύ των στοιχείων μιας αυτοποιητικής μηχανής προσδιορίζονται από το δίκτυο των διαδικασιών παραγωγής τους, και για να ικανοποιήσουν αυτήν την οργάνωση αλλάζουν διαρκώς” (Maturana and Varela, 1980: 80). Οι εκφράσεις της αρχιτεκτονικής μέχρι πρόσφατα ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της επεξεργασίας της ιδέας με στόχο τη βέλτιστη μορφή. Η έμπνευση και το όραμα για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος καθοδηγούνταν κυρίως από φορμαλιστικές αναζητήσεις (form deterministic), δηλαδή ο αρχιτέκτονας διαχειριζόταν σημεία και επιφάνειες για να συνθέσει γεωμετρικούς όγκους, μέσα στα πλαίσια στερεομετρικών κανόνων. Σε αυτήν την κοινωνία, δηλαδή σε αυτήν την περίοδο, κάνει την εμφάνισή του ο υπολογιστής. Η συνεργασία της αρχιτεκτονικής με τον υπολογιστή είναι κάτι που προέκυψε ξαφνικά, καθώς κινηματογραφικά εργαλεία, προσομοιώσεις και προγραμματισμός προσέφεραν πολλαπλές δυνατότητες και άνοιξαν ελκυστικούς δρόμους. Με την αρχική εμφάνισή τους, πολυδύναμα εργαλεία βρέθηκαν σε άπειρα χέρια με αποτέλεσμα η μετάφραση της πληροφορίας σε ύλη να μην είναι επιτυχής, αλλά ασαφής και επεξεργασμένη σε μικρό βαθμό. “Σήμερα μετά από αρκετούς πειραματισμούς και εφαρμογές είτε από εκπαιδευτικά ιδρύματα είτε από καινοτόμους αρχιτέκτονες ορίζεται μια νέα, λιγότερο σταθερή και περισσότερο
στενή, σχέση μεταξύ τεχνολογίας και αρχιτεκτονικής” (Meredith, 2008: 3). Η αναζήτηση νέων τεχνοτροπιών μορφογένεσης και νέων μορφολογιών είναι στενά συνδεδεμένη με την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής. Από φύσεως η αρχιτεκτονική, ως μία ακόμη επιστήμη, παρατηρεί και μελετά τις θετικές επιστήμες επιδιώκοντας είτε απλά ερεθίσματα είτε συνεργασία και μεθοδολογίες. Για παράδειγμα, η Βιολογία σχετίζεται με την Αρχιτεκτονική από τη στιγμή που και οι δύο έχουν ως θεματική το περιβάλλον και πώς αυτό μπορεί να γίνει βιώσιμο για τον άνθρωπο. Η αρχιτεκτονική είχε ανέκαθεν δυναμική παρουσία και δεν αφορά σε ένα κατασκεύασμα στατικό και μονόπλευρο. Διαρκώς συντίθεται, μορφοποιείται, διαμορφώνεται και συντηρείται από τον άνθρωπο σχεδιαστή, μηχανικό, χρήστη, επισκέπτη. Υπάρχουν δίκτυα ανθρώπινης επικοινωνίας και βίωσης του χώρου που τη διαπερνούν, την περιβάλλουν και καθορίζουν σταδιακά στο χρόνο το ρόλο της. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική αναζητά και επιδιώκει την αυτοαναφορά στην οργάνωσή της. Αυτοαναφορά από την άποψη του ότι δεν είναι έρμαιο οποιασδήποτε απόφασης, αλλά ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης σύμφωνα με τον οποίο σχεδιάστηκε και, μέσα από την ελευθερία που επιτρέπεται, τον αναπαράγει. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό όταν σκεφτεί κανείς τη διάδραση και την επικοινωνία που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της αρχιτεκτονικής δομής, αλλά και την ίδια τη σχέση του χρήστη με το χώρο σε ένα δίκτυο αλληλεξαρτήσεων. Ο στόχος είναι η εμπειρία και η βίωση του χώρου να είναι η καταλληλότερη για τις εκάστοτε συνθήκες. Υπάρχουν ήδη τα τελευταία χρόνια διάφορες εκφράσεις αυτοοργανωμένων συστημάτων στην αρχιτεκτονική, είτε σε επίπεδο ακαδημαϊκής έρευνας είτε πειραματισμού είτε πρωταρχικών καινοτόμων παραδειγμάτων, που προσπαθούν να εντοπίσουν και να μιμιθούν χαρακτηριστικά συστημάτων διαβίωσης και συμβίωσης. Παρακάτω, παρατίθεται ένα παράδειγμα, όχι με στόχο να αποδείξει την αρχιτεκτονική εγκυρότητα της αυτοποίησης. Αυτό δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμο εφόσον καθαρό παράδειγμα αρχιτεκτονικής αυτοποίησης δεν υπάρχει και οποιεσδήποτε παρεμφερείς δημιουργίες βρίσκονται σε πειραματικό ή ακαδημαϊκό στάδιο. Η πρόθεση είναι να παρουσιαστούν χωρικά κάποια από τα χαρακτηριστικά της αυτοποιητικής μηχανής. Ο πύργος D-Tower στην πόλη Doetinchem της Ολλανδίας είναι μία εγκατάσταση εξωτερικού χώρου από τους NOX, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ 1999- 2004. Η εγκατάσταση αποτελείται από τον πύργο, που είναι ένα γλυπτό τοποθετημένο στην πόλη, από ένα ερωτηματολόγιο και μία ιστοσελίδα. Ο ρόλος του πύργου είναι να οπτικοποιεί τις απαντήσεις ενός ερωτηματολογίου που απευθύνεται στους κατοίκους της πόλης και βρίσκεται αναρτημένο στο διαδίκτυο, μέσω της ιστοσελίδας με την οποία είναι συνδεδεμένος. Το αποτέλεσμα ήταν κάθε απόγευμα ο πύργος να αυτοφωτίζεται με ένα από τα τέσσερα χρώματα, ανάλογα με τις επικρατέστερες απαντήσεις του ερωτηματολογίου, αντανακλώντας το συναίσθημα που χαρακτήρισε στο μέγιστο τους κατοίκους τη συγκεκριμένη μέρα. Η συγκεκριμένη εφαρμογή οργανώνεται ως ένα κατά προσέγγιση αυτοποιητικό σύστημα, διότι τα τρία ευρύτερα στοιχεία της, δηλαδή ο πύργος, το ερωτηματολόγιο και οι κάτοικοι, αποτελούν ένα κλειστό δίκτυο επικοινωνίας και ανατροφοδότησης. Τελειώνοντας, παρατίθεται κριτική πάνω στην έννοια της αυτοποίησης και και κάποια συμπεράσματα ως προς την αρχιτεκτονική εφαρμοσιμότητά της.
Αναφορές: Hensel, M. (2006) ‘Introduction: Towards Self-Organisational and MultiplePerformance Capacity in Architecture’, Architectural Design: Techniques and Technologies in Morphogenetic Design, March/ April, pp. 5-11. Le Corbusier (1986) Towards a New Architecture, New York: Dover Publications. Maturana, H. and Varela, F. (1980) Autopoiesis and Cognition: The realization of the Living, Dordrecht: D. Reidel Publishing Company. McCarter, R. (ed.) (1987) Pamphlet Architecture No.12: Building; Machines, New York: Princeton Architectural Press. Meredith, M. (2008) From Control to Design: Parametric/ Algorithmic Architecture, Barcelona: Actar. Spuybroek, L. and Delanda, M. (2004) Nox: Machining Architecture, London: Thames & Hudson Ltd.