Ευχαριστούμε θερμά τις αρχαιολόγους κ. Πάντου, κ. Λούβη-Κίζη και υπόλοιπες, τους καθηγητές μας Βιντζηλαίου, Ε. Εφεσίου Ε., Καραδήμα, Κ. Κίζη, Ι., Μιλτιάδου Α., Τσακανίκα Ε., την επιστημονική γραμματεία του Δ.Π.Μ.Σ Μπαλοδήμου Μ., τους απόφοιτους του μεταπτυχιακού του 2015-2017, τον κ. Γιαξόγλου για την πολύτιμη βοήθειά τους.
1
2
Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.1/ Ο Μυστράς -Γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά -Ιστορικό πλαίσιο 1.2/ Η Κάτω Πόλη -Πολεοδομική οργάνωση -Οδικό δίκτυο -Συγκρότημα ανακτόρων, κατοικίες και άλλα κοσμικά κτίρια -Εκκλησιαστικά συγκροτήματα -Οχυρωματικά έργα και κτήρια στρατιωτικής χρήσης -Υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο Κεφάλαιο 2: Τα κοσμικά κτήρια του Μυστρά 2.1/ Υφιστάμενη κατάσταση και χρονολόγηση 2.2/ Χρήσεις Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230 -Γενική περιγραφή -Α' στάθμη Θολοδομία α' στάθμης -Β' στάθμη 3.2/ Οικοδομικές φάσεις -Α' φάση -Β' φάση -Μεταγενέστερες επεμβάσεις 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης -Η μέθοδος αποτύπωσης -Κροκί -Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης 3.4/ Η λειτουργία του κτηρίου -Σχέδια γραφικής αποκατάστασης -Λειτουργικά στοιχεία του κτηρίου αποχωρητήριο νιπτήρας καταρράκτης τοιχαρμάριο κάθισμα Ιουλιέτας τετράξυλο παράθυρο διακοσμητική κόγχη 3.5/ Πίνακας κονιαμάτων 3.6/ Παθολογία -Ιστορική παθολογία -Σχέδια παθολογίας Συμπεράσματα
3
4
5
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.1/ Ο Μυστράς
Ο Μυστράς
Γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά O Μυστράς ή αλλιώς Μυζηθράς, όπως αναγράφεται στο Χρονικόν του Μορέως βρίσκεται στις παρειές του Ταύγετου, κοντά στη θέση της Αρχαίας Σπάρτης με το χαμηλότερο κατοικημένο σημείο τυο στα 352μ. από τη θάλασσα και την κορυφή του στα 632,5μ. Ο απομονωμένος λόφος του Μυστρά στα νότια και δυτικά περιβάλλεται από χαράδρες με κατακόρυφα σχεδόν τοιχώματα και στη δύση οχυρώνεται φυσικά από τον ορεινό όγκο του Ταυγέτου που ανέρχεται απότομα φτάνοντας σε ύψος τα 2.031μ. Στα βόρεια παρατηρείται μία πτύχωση του εδάφους που διακρίνει το Μυστρά από τους απέναντι λόφους , ενώ στα ανατολικά αναπτύσσεται το Διάσελο, ένα τμήμα δηλαδή επίπεδης κοιλάδας η οποία διαρρέεται από έναν χείμαρρο. Έτσι, σε αντίθεση με τις φυσικώς οχυρές λόγω του αναγλύφου πλευρές (βορεια, δυτική και νότια), η ανατολική είναι απολύτως ομαλή και συνορεύει με την κοιλάδα του Ευρώτα. Στην περίπτωση του Μυστρά το ανάγλυφο του εδάφους είναι εκείνο που διαμόρφωσε τις προυποθέσεις για την ανάπτυξη του οικισμού. Συνεπώς, με εξαίρεση δύο φυσικά πλατώματα, ένα στην κορυφή όπου βρίσκεται σήμερα το κάστρο του Βιλλαρδουίνου και έναv προς βορρά όπου βρίσκεται το ανακτορικό συγκρότημα, ο οικισμός αναπτύχθηκε κυρίως στο νοτιοανατολικό και ανατολικό τμήμα του λόφου. Ο τρόπος οικοδόμησης των κτηρίων έγινε είτε απευθείας στο έδαφος όπου αυτό ήταν ομαλό, είτε μετά από μερική αφαίρεση βράχου και δημιουργία αναβαθμών.
Πάνω: Η κορυφή του λόφου του Μυστρά όπου διακρίνεται το κάστρο του Βιλλαρδουίνου Πηγή: scribling-in themargins.blogspot.com, ιδία επεξεργασία.
6
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.1/ Ο Μυστράς
Πάνω: Γενική άποψη του λόφου του Μυστρά και του νέου οικισμού. Kάτω: H περιοχή ενδιαφέροντος στην Κατω πόλη. Πηγή: Google Earth, ιδία επεξεργασία.
7
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.1/ Ο Μυστράς
Ιστορικό πλαίσιο Ο Μυστράς υπήρξε πρωτεύουσα του βυζαντινού δεσποτάτου του Μυστρά τον 14ο και 15ο αιώνα βιώνοντας μία περίοδο ευημερίας και πολιτιτστικής άνθησης. Η περιοχή παρέμεινε κατοικημένη καθ΄όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, όταν εσφαλμένα θεωρήθηκε από τους δυτικούς περιηγητές και ταξιδιώτες ότι ήταν η αρχαία Σπάρτη. Τη δεκαετία του 1830, εγκαταλείφθηκε και χτίστηκε η νέα πόλη της Σπάρτης περίπου 8χλμ. ανατολικά. Η αρχή της ιστορίας της Καστροπολιτείας τοποθετείται στα μέσα του 13ου αιώνα μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249, ο πρίγκιπας των Φράγκων Γουλιέλμος Β. Βιλλαρδουίνος έκτισε ισχυρό τοίχος και κάστρο στην ανατολική πλευρά του Ταυγέτου στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κονοειδή μορφή που λεγόταν Μυστράς ή Μυζηθράς, όνομα το οποίο προυπήρχε. Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας οι Φράγκοι ηττήθηκαν και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος συνέλαβε τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο ο οποίος για να απελευθερωθεί παραχώρησε τα κάστρα της Μεγάλης Μαΐνης, της Μονεμβασιάς και του Μυστρά. Μετά από το 1262, ο Μυστράς έγινε έδρα βυζαντινού στρατηγού. Οι κάτοικοι της πεδιάδας άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους γύρω από το κάστρο, για να προστατευτούν από τις επιδρομές. Ο πληθυσμός αυξήθηκε ταχύτατα, δημιουργώντας μία νέα πόλη, που ονομάστηκε Χώρα και στη συνέχεια περιτειχίστηκε. Οι κάτοικοι που αναζητούσαν μόνιμη διαμονή συνέχιζαν να αυξάνουν, με αποτέλεσμα να κατοικηθεί και η περιοχή γύρω από το δεύτερο τείχος. Σταδιακά διαμορφώθηκε και η Κάτω Χώρα, η οποία επίσης περιτειχίστηκε. Την περίοδο αυτή ο Μυστράς γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της μητρόπολης Λακεδαιμονίας, χτίστηκε η μητρόπολη, η μονή των Αγίων Θεοδώρων, η Οδηγήτρια και υπήρξε ιδιαίτερη πνευματική άνθηση. Το 1348 δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο του Μορέως, με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380)και τελευταίο τον Δημήτριο Παλαιολόγο (1449-1460). Στις 30 Μαΐου του 1460, ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε χωρίς μάχη τον Μυστρά στους Οθωμανούς και προσκολλήθηκε στην αυλή του σουλτάνου. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, ο Μυστράς είχε φθίνουσα πορεία. Ο πληθυσμός του Μυστρά έφτασε κατά τα τέλη του 18ου αι. στους 18.000 κατοίκους. Η ανάπτυξή του στηρίχτησε στο εμπόριο του μεταξιού και στην εμποροπανήγυρη που γινόταν κάθε Σεπτέμβριο. Μάλιστα, ο Μυστράς έφτασε να θεωρείται η δεύτερη σε σημασία αγορά της πελοποννησιακής ενδοχώρας μετά από την Τρίπολη Αρκαδίας. Έτσι, κατά τα τέλη του 18ου αι., το 12% των κατοίκων του Μυστρά ήταν Εβραίοι, ενώ στην πόλη υπήρχαν υποκαταστήματα γαλλικών εμπορικών οίκων και οι έμποροι από τον Μυστρά μνημονεύονται στη Μασσαλία και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και της Σπάρτης (1834), οι κάτοικοι του Μυστρά εγκατέλειψαν σταδιακά τον οικισμό και εγκαταστάθηκαν στη νέα πόλη.
Πάνω: Aνατολική άποψη του Μυστρά. Διακρίνονται στα αριστερά ο περίβολος της Παντάνασσας και στην κορυφή το κάστρο του Βιλλαρδουίνου. πηγή εικόνας: Λεύκωμα Γεωργιάδη.
8
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.1/ Ο Μυστράς
Πάνω: Τοπογραφικός χάρτης του Millet, 1910. Πηγή εικόνας: Αρχείο Gabriel Millet.
9
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.2/ Η Κάτω Πόλη
Η Κάτω Πόλη
Πολεοδομικη οργάνωση Ο Μυστράς χωρίζεται σε τρεις οικιστικές ενότητες, την Άνω Πόλη, τη Μεσόχωρα και την Κάτω Πόλη. Κατά πάσα πιθανότητα ο πρώτος πυρήνας του οικισμού ήταν το φρούριο που κατασκεύασε ο Γοδερφρίγος Βιλλαρδουίνος κατά την έλευσή του το 1249 όταν ακόμα ο λόφος ήταν ελεύθερος κτισμάτων. Το αργότερο το 1264 τα πρώτα βυζαντινά κτίσματα εμφανίζονται στη βάση του λόφου και περιλαμβάνουν έναν άγνωστο αριθμό κατοικιών και τη Μητρόπολη του Αγ. Δημητρίου που συνδέεται με το τοίχος της Κάτω Πόλης. Η μετεγκατάσταση των κατοίκων της αρχαίας Σπάρτης στα χρόνια αυτά στους πρόποδες του λόφου είναι αδιαμφισβήτητη,δεν είναι όμως ξεκάθαρο αν ο αρχικός πυρήνας του οικισμού ήταν η Κάτω ή η Άνω Πόλη. Αφετηρία της Κάτω Πόλης θεωρείται ο μητροπολιτικός ναός κατασκευασμένος συγχρόνως με το τείχος, το οποίο με τη σειρά του προσέφερε ασφάλεια στους κατοικους της Λακεδαιμονίας ώστε να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να μετεγκατασταθούν στο εσωτερικό του νέου υπό διαμόρφωση οικιστικού κέντρου. Εδώ χτίστηκαν διαδοχικά τα περισσότερα αρχοντικά (των Λασκαραίων, του Φραγκόπουλου κ.ά.), οι σημαντικότεροι βυζαντινοί ναοί, καθώς και αρκετά μικρά παρεκκλήσια. Νέο τείχος χτίστηκε για να περιλάβει και αυτό το τμήμα της πόλης, ενώ και έξω από το νέο τείχος, σχηματίστηκε καινούργια συνοικία, η Έξω Χώρα. Έτσι, στην εποχή της ακμής του Μυστρά (αρχές του 15ου αι.) ολόκληρη η πλαγιά ήταν κατοικημένη. Οδικό δίκτυο Οι κύριοι οδικοί άξονες του Μυστρά ακολουθούν του τυπικούς οδικούς άξονες μιας βυζαντινής πόλης την παλαιολόγεια περίοδο. Έτσι έχουμε μία βασική μέση οδό η οποία ενώνει διαδοχικά την Κάτω πόλη με τη Μεσόχωρα και την Άνω πόλη και καταλήγει στο κάστρο. Δευτερεύουσες οδοι ή αλλιώς πάροδοι συνέδεαν τις διάφορες οικιστικές ενότητες μεταξύ τους, αλλά και με σημαντικά σημεία όπως τα εκκλησιατικά συγκροτήματα. Συγκρότημα ανακτόρων, κατοικίες και άλλα κοσμικά κτήρια Η κατασκευή των ανακτόρων στο φυσικό πλάτωμα της Άνω πόλης και η μεγάλη πλατεία (φόρος) μπροστά από αυτά φαίνεται να είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού καθώς είναι σπάνιο στο εσωτερικό οχυρών συγκροτημάτων να υπάρχουν μεγάλοι ελεύθεροι χώροι. Με εξαίρεση τα ανάκτορα, στα κοσμικά κτήρια η μεγάλη κλίμακα απουσιάζει, ενώ παρατηρούνται ορισμένα επαναλαμβανόμενα μορφολογικά στοιχεία που μαρτυρούν δυτικότροπες επιρροές και επιρροές από τη βασιλεύουσα. Τόσο τα ανάκτορα όσο και οι κατοικίες ήταν τοποθετημένα σε άμεση γειτνίαση με τη μέση οδό και τους μεγάλους οδικούς άξονες. Εκκλησιαστικά συγκροτήματα Τα μεγάλα εκκλησιαστικά συγκροτήματα του Μυστρά είναι έξι, ο Άγιος Δημήτριος (Μητρόπολη), η Ευαγγελίστρια, οι Αγ. Θεόδωροι, η Οδηγήτρια, Η Παντάνασσα και η Αγ. Σοφία. Υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο Ο λόφος του Μυστρά δε διαθέτει φυσικές πηγές και έτσι ήταν επιτακτική η ανάγκη της δημιουργίας ενός υδρευτικού δικτύου. Έτσι, οι κάτοικοι του οικισμού κατέφυγαν σε μία σειρά από μικρά και μεγαλύτερα τεχνικά έργα, προκειμένου να εκμεταλλευτούν, αφενός τις πηγές και το μικρό ποταμό που βρισκόταν στο άμεσο περιβάλλον του Μυστρά και αφετέρου τις μεγάλες ποσότητες των ομβρίων υδάτων. Για το λόγο αυτό, έχουμε την κατασκευή μίας σειράς από κινστέρνες οι οποίες στην περίπτωση της Κάτω Πόλης περιορίζονται σε τρία κτήρια.
10
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.2/ Η Κάτω Πόλη
Πάνω: Το πολεοδομικό συγκρότημα του Μυστρά, υφιστάμενη κατάσταση. Πηγή: Διδακτορική διατριβή, Σ.Ι. Αρβανιτόπουλου με τίτλο H πόλη του Μυστρά.
11
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.2/ Η Κάτω Πόλη
Η Κάτω Πόλη
Πάνω: Οδικό δίκτυο. Πηγή: Διδακτορική διατριβή, Σ.Ι. Αρβανιτόπουλου με τίτλο H πόλη του Μυστρά.
12
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.2/ Η Κάτω Πόλη
Πάνω: Συγκρότημα ανακτόρων, κατοικίες και άλλα κοσμικά κτήρια. Πηγή: Διδακτορική διατριβή, Σ.Ι. Αρβανιτόπουλου με τίτλο H πόλη του Μυστρά.
13
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.2/ Η Κάτω Πόλη
Η Κάτω Πόλη
Πάνω: Οχυρωματικά έργα και κτήρια στρατιωτικής χρήσης. Πηγή: Διδακτορική διατριβή, Σ.Ι. Αρβανιτόπουλου με τίτλο H πόλη του Μυστρά.
14
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.2/ Η Κάτω Πόλη
Πάνω: Υδρευτικό και αποχετευτικό δίκτυο. Πηγή: Διδακτορική διατριβή, Σ.Ι. Αρβανιτόπουλου με τίτλο H πόλη του Μυστρά.
15
Κεφάλαιο 2: Τα κοσμικά κτήρια του Μυστρά 2.1/ Υφιστάμενη κατάσταση και χρονολόγηση
Τα κοσμικά κτήρια του Μυστρά
Υφιστάμενη κατάσταση και χρονολόγηση Η σημερινή εικόνα της τειχισμένης πόλης του Μυστρά απέχει αρκετά από την υστεροβυζαντινή πραγματικότητα, καθώς σε μεγάλο αριθμό κτιρίων (που δεν δύναται να προσδιοριστεί με ακρίβεια ελλείψει συστηματικής έρευνας και τεκμηρίων) παρατηρούνται μεταγενέστερες οικοδομικές φάσεις, μεταβυζαντινές ή οψιμότερες που έχουν αλλοιώσει την αρχική τους μορφή, ενώ εντοπίζονται και πολλά κτίσματα που θα μπορούσαν εν δυνάμει να ανήκουν στην οθωμανική περίοδο σύμφωνα με τους μελετητές. Ταυτόχρονα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο οικισμός εντός των τειχών κατοικήθηκε και στους νεότερους χρόνους με τους τελευταίους κατοίκους να αποχωρούν από το Μυστρά το 1950, γεγονός που συνεπάγεται προσαρμογή των κτισμάτων στις πιο σύγχρονες ανάγκες. Τέλος, είναι προφανές ότι η υψηλή επίχωση, η βλάστηση και σε πολλές περιπτώσεις ο συνδυασμός τους, αποκρύπτουν ίσως μέρος των κτιρίων που σήμερα παρουσιάζονται ως πλήρως ή μερικώς κατεστραμμένα δίνοντας ψευδή εικόνα για το σύνολο του οικισμού. Χρήσεις Τα κοσμικά κτίρια που έχουν εντοπιστεί εντός των τειχών της πόλης του Μυστρά (με εξαίρεση τρία τουλάχιστον που βρίσκονται εν επαφή με τα τείχη σύμφωνα και με τον αρχαιολόγο Σ. Αρβανιτόπουλο) περιλαμβάνουν ως επί το πλείστον κατοικίες, ενώ λίγα από αυτά έχουν διαφορετική τεκμηριωμένη χρήση όπως το υδραγωγείο (κτ.301), ο λουτρώνας (κτ. Ο2) και οι κινστέρνες (κτ. 256, κτ. 230, κτ. Θ). Τα υπόλοιπα θα ήταν ορθό να θεωρηθούν ως εργαστήρια, καταστήματα, αποθήκες, βοηθητικοί χώροι και γενικώς όλες οι απαραίτητες χρήσεις που συνιστούν μια αυτόνομη καστροπολιτεία.
Πάνω αριστερά: Κατοίκηση στο Μυστρά στα μέσα του 20ού αιώνα. Πηγή:Λεύκωμα Μυστρά, Δωρεά Πουλίτσα. Πάνω δεξιά: Πυκνή βλάστηση γύρω και μέσα από τα κτήρια. Πηγή:Προσωπικό αρχείο.
16
Κεφάλαιο 1: Εισαγωγή 1.1/ Ο Μυστράς
Πάνω και κάτω: Άποψη του Μυστρά τότε και τώρα. Πηγή: Λεύκωμα Μυστρά, Δωρεά Πουλίτσα. Πηγή:Προσωπικό αρχείο.
17
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου:το κτήριο 230 Γενική περιγραφή
Από τα παραπάνω, το υπό μελέτη κτήριο 230 (δανειζόμενοι την αρίθμιση του αρχ. Σ. Αρβανιτόπουλου) βρίσκεται στην Κάτω Πόλη στα δεξιά της πορείας που ακολουθεί ο επισκέπτης εισερχόμενος από την βορινή πύλη και ακολουθώντας τη βασική βυζαντινή οδό που “έτρεχε” παράλληλα με τα τείχη και περνούσε δίπλα από την Μητρόπολη του Αγ. Δημητρίου. Σήμερα η προσέγγιση του κτηρίου γίνεται από την κεντρική είσοδο του αρχαιολογικού χώρου αριστερά από το πωλητήριο. Προκειμένου να εισέλθουμε στο κτήριο ανεβαίνουμε από έναν μισοκατεστραμμένο θόλο στο όμορο κτήριο <Μ>, έπειτα στην αυλή και από εκεί στο κτήριο. Το κτήριο 230 είναι ένα στενοεπίμηκες κτίσμα διαστάσεων 4x14.50μ. που έχει στα ανατολικά έναν υπαίθριο χώρο (πιθανόν αυλή) και εφάπτεται στη νότια πλευρά του στο όμορο κτίριο <Μ>, κάτι που τυπολογικά συναντάται αρκετά συχνά στο Μυστρά όπου τα κτίρια εφάπτονται με ένα, δύο ή και περισσότερα οικοδομήματα. Το κτίριο 230 ανήκει στην πλειονότητα των κτιρίων που κατασκευάζονταν παράλληλα με την κλιτύ, εκμεταλλευόμενα το φυσικό ανάγλυφο του λόφου, το οποίο δημιουργεί επίπεδες επάλληλες ζώνες περιορισμένου σχετικά πλάτους, οι οποίες εξομαλύνονταν με επί τόπου λαξεύσεις και περιορισμένη απομάκρυνση τμήματος βράχων όπου αυτό ήταν δυνατό. Σε κάθε περίπτωση, τα κτίρια αυτά βρίσκονταν εν μέρει κάτω από τη στάθμη του εδάφους καθώς θεμελιώνονταν απευθείας στον φυσικό βράχο, γεγονός που τα καθιστούσε σκοτεινά και υγρά, ενώ συνήθως η κατώτερη αυτή στάθμη στερούνταν ανοιγμάτων.
Πάνω: Τοπογραγικό διάγραμμα τμήματος Κάτω Πόλης όπου έχει σημειωθεί η παλιά είσοδος στο κτήριο 230 που ακολουθούσε τη μέση οδό. Πηγή: Google Earth, ιδια επεξεργασία.
18
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω: Συνολική άποψη κτηρίου 230 με το όμορο κτήριο <Μ> και την αυλή. Κάτω:Κατασκευή κατοικιών εγκάρσια και παράλληλα με την κλιτύ. Πηγή: Αν. Ορλάνδος, Παλάτια και σπίτια του Μυστρά.
19
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Αριστερά: Άποψη βόρειας όψης κτηρίου 230. Πηγή: Προσωπικό αρχείο.
20
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Δεξιά: Καλντερίμι που ταυτίζεται με τη βυζαντινή μέση οδού. Κάτω: Πανοραμική άποψη του συγκροτήματος. Πηγή: Προσωπικό αρχείο
21
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Στην περίπτωση του κτηρίου 230 εντοπίζονται δύο στάθμες, μία πρώτη ημιυπόγεια στάθμη που δεν έχει ανοίγματα (με εξαίρεση ένα εμφανώς μεταγενέστερο άνοιγμα περίπου στο μέσον της κάτοψης) και γνωρίζουμε εκ των πραγμάτων ότι λειτουργούσε ως κινστέρνα (όπως μαρτυρεί το σκληρό υδραυλικό κονίαμα κάλυψης των τοίχων, που φαίνεται ότι είναι ένα είδος οστρακοκονίας ή κουρασανίου το οποίο βοηθούσε στη στεγανοποίηση της κατασκευής) και μία δεύτερη στάθμη από όπου γινόταν η άντληση του νερού και η πρόσβαση στην κινστέρνα μέσω οπής στο δάπεδο. α' στάθμη Στην α' στάθμη διακρίνονται 4 χώροι από το νότο προς το βορρά. Ο πρώτος χώρος στεγάζεται με ημικυλινδρικό θόλο στον άξονα ανατολής-δύσης, είναι ανοιχτός στην ανατολική πλευρά του ενώ στη δυτική δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια το βάθος του, δεν είναι προσβάσιμος λόγω του περιορισμένου ύψους του σε σχέση με το επίπεδο της αυλής και δεν έχει καμία επικοινωνία με τους υπόλοιπους χώρους του ισογείου (στην πραγματικότητα ημιυπόγειου χώρου). Ο δεύτερος χώρος στεγάζεται κατά το ήμισυ με χαμηλωμένο θόλο στον άξονα ανατολής-δύσης και κατά το ήμισυ με σταυροθόλιο, και φαίνεται στην νοτιοδυτική γωνία του, μέρος του φυσικού βράχου ο οποίος έχει λαξευθεί αδρομερώς χωρίς να εξομαλυνθεί πλήρως και καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα της ωφέλιμης επιφάνειας του τοίχου. Στον ανατολικό τοίχο του χώρου αυτού σε κεντρική περίπου θέση εντοπίζεται μία ελαφρώς ημικυκλική κόγχη η οποία έχει διαμορφωθεί μέσα στο πάχος του τοίχου και έχει από πάνω της μεγάλη οπή η οποία λειτουργούσε ως καταρράκτης για την κατάβαση δηλαδή στην κινστέρνα προκειμένου να καθαριστεί.
Αριστερά: Αξονομετρικό συνολικού συγκροτήματος.
22
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω: Αξονομετρικό χώρου 1. Κάτω: Αξονομετρικό χώρου 2.
23
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Στη συνέχεια υπάρχει ένας τρίτος ενδιάμεσος χώρος που στεγάζεται με χαμηλωμένο u;olo στον άξονα βορρά-νότου ο οποίος διαχωρίζεται από τον δεύτερο με τη βοήθεια δύο πεσσών και έχει στα ανατολικά ένα μεταγενέστερο άνοιγμα για την πρόσβαση στην α' στάθμη απευθείας από την αυλή και μία οπή στο δάπεδο που λειτουργούσε ως καταρράκτης. Στο χώρο αυτό εντοπίζεται στον δυτικό τοίχο λίγο πάνω από τη γένεση του θόλου πήλινος αγωγός ο οποίος συνέλεγε τα όμβρια ύδατα από τη στέγη για να συγκεντρωθούν στην κινστέρνα. Ο τέταρτος χώρος έχει μεγαλύτερο μήκος, στεγάζεται ομοίως με τον προηγούμενο και διαχωρίζεται από αυτόν με έναν τοίχο που φέρει ορθογώνιο φεγγίτη και έκκεντρο τοξωτό άνοιγμα που λειτουργούσε ως θύρα. Στον τέταρτο αυτό χώρο φαίνεται σε ορισμένα σημεία και σε χαμηλό ύψος τμήμα του φυσικού βράχου τα κενά του οποίου έχουν συμπληρωθεί με τοιχοποιία προκειμένου να διαμορφωθεί η κινστέρνα.
Αριστερά και πάνω: Χώρος 1 Αριστερά και κάτω: Χώρος 2 Δεξιά:Χώρος 2 Πηγή: Προσωπικό αρχείο.
24
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω: Αξονομετρικό χώρου 3. Κάτω: Αξονομετρικό χώρου4.
25
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Στη σελίδα αυτή: Φωτογραφίες από τον χώρο 3 και 4. Πηγή: Προσωπικό αρχείο.
26
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
27
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Θολοδομία α' στάθμης Ακολουθούν τα σχέδια της ανωδομής των θόλων του ημιυπόγειου χώρου της Α΄στάθμης με διαφορετική προοπτική, εστιασμένη σε έναν χώρο κάθε φορά. Στα σχέδια έχουν τοποθετηθεί και τα βοηθητικά στοιχεία της κατασκευής των θόλων κατά τη διάρκεια της ανέγερσής τους όπως αυτά προέκυψαν από τις δοκοθήκες στους τοίχους εκατέρωθεν. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να αναφερθεί η εύρεση ξυλοδεσιάς στη Β΄στάθμη στο επίπεδο της στέγης η οποία τεκμηριώνεται από τις παρακάτω φωτογραφίες.
Πάνω: Φωτογραφίες από το σημείο εύρεσης της ξυλοδεσιάς στο δυτικό τοίχο. Κάτω: Αξονομετρικό χώρων υπογείου. Πηγή: Προσωπικό αρχείο.
28
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Στη σελίδα αυτή: Θολοδομία ημιυπόγειου χώρου Α΄στάθμης.
29
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
β' στάθμη Η β' στάθμη περιλαμβάνει έναν ενιαίο χώρο, ένα “τρίκλινον”, με έναν εγκάρσιο ενδιάμεσο τοίχο ο οποίος έχει καταρρεύσει και είναι προφανές ότι είναι μεταγενέστερος, όπως μαρτυρεί η έλλειψη της συμπλοκής των λίθων με τους αντίστοιχους διαμήκεις τοίχους. Οι τοίχοι του ορόφου είναι σαφώς λεπτότεροι αυτών του ισογείου (65εκ.), ωστόσο βρίσκονται σε άμεση αντιστοιχία με αυτούς. Ο νότιος τοίχος ανήκει στο όμορο κτίριο <Μ> και αποτελείται από ένα μεγάλο τόξο επί παραστάδων που διαμορφώνεται ψηλά σε αέτωμα και έχει στη βάση του ένα μικρότερο τοξωτό άνοιγμα έκκεντρα τοποθετημένο το οποίο χρησίμευε πιθανόν για την μεταξύ τους επικοινωνία. Ο δυτικός τοίχος αποτελείται από 5 εσωτερικές κόγχες και ένα άνοιγμα που έχει καταρρεύσει, ενώ στη νοτιοδυτική γωνία της κάτοψης διαμορφώνεται μια ημικυκλική κόγχη με θυρίδες αερισμού. Στη συνέχεια, ο βόρειος τοίχος διαμορφώνεται ψηλά σε αέτωμα και έχει δύο κόγχες με την μία να έχει διανοιχθεί μετέπειτα σε παράθυρο, ενώ ο ανατολικός διαμορφώνεται από έναν σκελετό με 6 διαδοχικά τοξωτά ανοίγματα εκ των οποίων μόνο δύο σώζονται με το τόξο τους και έναν ορθογώνιο φεγγίτη. Το δάπεδο της β' στάθμης διακόπτεται σε δύο σημεία από δύο τρύπες εφαπτόμενες του ανατολικού τοίχου, από όπου είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με αρκετή σαφήνεια το πάχος του από τους θολίτες που σχηματίζουν τον θόλο του γ' χώρου της α' στάθμης οι οποίοι προσδιορίζουν το σημείο της ανωδομής του. Το κτήριο θα πρέπει να στεγαζόταν με δίρριχτη στέγη όπως βεβαιώνεται από τα σωζόμενα κατάλοιπα των αετωματικών απολήξεων των τοίχων των στενών πλευρών. Τέλος, η β' στάθμη είναι σήμερα προσβάσιμη από το τελευταίο κατά σειρά άνοιγμα από το νότο προς το βορρά λόγω της απότομης ανοδικής κλίσης του εδάφους στο βόρειο τμήμα της όψης. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο της όψης, αποτελεί μία προεξοχή του τοίχου στο νότιο κομμάτι αυτής, με δύο τυφλά αψιδώματα, καθώς και μία μικρή κόγχη μεταξύ δεύτερου και τρίτου ανοίγματος του ανατολικού τοίχου.
Πάνω: Άποψη του εσωτερικού του κτηρίου 230. Διακρίνεται η έλλειψη λιθοσυμπλοκής του ενδιάμεσου εγκάρσιου τοίχου με τους διαμήκεις. Πηγή: Προσωπικό αρχείο.
30
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω αριστερά: Άποψη του κοινού τοίχου με το κτήριο <Μ> στα νότια. Πάνω δεξιά: Άποψη του εσωτεριού δυτικού τοίχου. Κάτω: Θεμελίωση του δυτικού τοίχου σε βράχο με σχηματισμό μικρής προεξοχής. Πηγή: Προσωπικό αρχείο.
31
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
32
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω αριστερά: Τρύπα καταρράκτη που εφάπτεται στον ανατολικό τοίχο. Πάνω δεξιά: Θύρα που έχει καταρρεύσει για πρόσβαση από το υπερυψωμένο τμήμα της αυλής. Κάτω: Προεξοχή στον ανατολικό τοιχο με δύο τυφλά αψιδώματα. Πηγή: Προσωπικό αρχείο.
33
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω: Aξονομετρικό β' στάθμης, νότιος τοίχος. Κάτω: Aξονομετρικό β' στάθμης, δυτικός τοίχος.
34
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω: Aξονομετρικό β' στάθμης, βόρειος τοίχος. Κάτω: Aξονομετρικό β' στάθμης, ανατολικός τοίχος.
35
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.2/ Οικοδομικές φάσεις
Οικοδομικές φάσεις
Αρχικά, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι το κτήριο 230 είναι μεταγενέστερο του κτηρίου <Μ>, για λόγους τους οποίους επικαλούνται στη δημοσίευσή τους και οι κ. Σ.Σίνος και Γ.Μαρίνου. Ο βόρειος τοίχος του κτηρίου <Μ> αποτελείται από μια σειρά 8 παραστάδων που στέφονται με διαδοχικά τόξα ίσου περίπου ανοίγματος που πλαισιώνουν άλλοτε τυφλά αψιδώματα, άλλοτε ανοίγματα, ακολουθώντας μια τυπολογία που μας είναι γνωστή και από τον Α.Ορλάνδο. Όταν ξεκίνησε η κατασκευή του κτ. 230 συμπληρώθηκε η 7η κατά σειρά παραστάδα από τα ανατολικά στα δυτικά, όπως μαρτυρούν και οι αντίστοιχοι κατασκευαστικοί αρμοί και διαμορφώθηκε στην ίδια ευθεία ο ανατολικός διαμήκης τοίχος. Ταυτόχρονα, ο δυτικός διαμήκης τοίχος κατασκευάστηκε έξω από την περασιά της 8ης παραστάδας, ουσιαστικά “αγκαλιάζοντάς” την, ενώ ταυτόχρονα υψώθηκε το μεταξύ τους τμήμα του τοίχου πάνω από το τόξο, για να διαμορφώσει το αέτωμα της στέγης του καινούριο κτίσματος. Παρατηρώντας ωστόσο καλύτερα το κτήριο, διαπιστώνουμε ότι δεν χτίστηκε σε μία οικοδομική φάση. Τα τεκμήρια γι' αυτήν την υπόθεση είναι τρία: α) η ύπαρξη ενός εμφανούς κατασκευαστικού αρμού ο οποίος διατρέχει το κτήριο από την μπροστά έως την πίσω όψη του και υποδηλώνεται άλλοτε πιο καθαρά με αλλαγή τρόπου χτισίματος του τοίχου (δυτική εσωτερική όψη), άλλοτε με αλλαγή κονιάματος (ανατολική εξωτερική όψη) και άλλοτε με την ύπαρξη εκατέρωθεν ή μόνο στη μία πλευρά μεγάλων λίθων καλύτερα λαξευμένων που θα μπορούσαν να υποδηλώνουν την ύπαρξη γωνίας στο κτήριο (πίσω όψη), β) τα διαφορετικά επίπεδα σκαλότρυπων
Κάτω: Aξονομετρικό του κτηρίου 230 σε συνδυασμό με το όμορο κτήριο <Μ>, του οποίου αποδεικνύεται μεταγενέστερο.
36
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
στην εξωτερική και εσωτερική όψη του κτηρίου που φανερώνουν δύο φάσεις κατασκευής και γ) το διαφορετικό ύψος των κογχών στην δυτική εσωτερική όψη που ενισχύει την αρχική παρατήρηση. Στην περίπτωσή μας, η αλλαγή του ύψους των σκαλότρυπων και των κογχών παρατηρείται εκατέρωθεν του προαναφερθέντος κατασκευαστικού αρμού. Ταυτόχρονα, η θεωρία των δύο φάσεων θα μπορούσε να υποστηριχθεί περαιτέρω και με την εξέταση της α' στάθμης, του ημιυπόγειου δηλαδή χώρου της κινστέρνας. Εδώ βλέπουμε ότι τόσο ο πρώτος, όσο και ο δεύτερος χώρος έχουν μία θολοσκεπή στέγαση εγκάρσια στην κλιτύ, στον άξονα δηλαδή ανατολής-δύσης, και είναι πιο διευρυμένοι σε επίπεδο κάτοψης από τους χώρους γ' και δ'. Την ίδια στιγμή παρατηρούμε ότι σχηματίζεται μία μικρή διαφορά ύψους, ένα “δοντάκι” στη θολοδομία μεταξύ των χώρων β' και γ', ενώ αν υποθέσουμε ότι η αρχική μας παρατήρηση είναι σωστή, τότε θα πρέπει να υπήρχε ένας τοίχος αριστερά από τον αρμό της β' στάθμης, ο οποίος συμπίπτει με τους πεσσούς της α' στάθμης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το περίγραμμα του κτηρίου της πρώτης φάσης ολοκληρώνεται λίγο πιο δεξιά από το τρίτο κατά σειρά άνοιγμα του ανατολικού τοίχου από το νότο προς το βορρά, στο σημείο που ταυτίζεται με το τέλος της προεξοχής με τα τυφλά αψιδώματα.
Αριστερά: Αρμός εσωτερικά μεταξύ του ανατολικού τοίχου του κτηρίου 230 και του νότιου τοίχου του κτηρίου <Μ>. Πάνω δεξιά: Αρμός μεταξύ του δυτικού τοίχου του κτηρίου 230 στο σημείο επαφής με το κτήριο <Μ> και προεξοχή της κόγχης του αποχωρητηρίου. Κάτω δεξιά: Αρμός εξωτερικά μεταξύ του ανατολικού του κτηρίου 230 και του νότιου τοίχου του 37 κτηρίου <Μ>
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.2/ Οικοδομικές φάσεις
Πάνω: Κατασκευαστικός αρμός που υποδεικνύεται κυρίως από την ύπαρξη μεγάλων και καλολαξευμένων λίθων στην εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου του κτηρίου 230. (τεκμήριο α) Κάτω: Κατασκευαστικός αρμός που υποδεικνύεται από αλλαγή στον τρόπο χτισίματος.
38
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω: Κατασκευαστικός αρμός που υποδεικνύεται με αλλαγή κονιάματος στην εσωτερική ανατολική όψη του του κτηρίου 230. (τεκμήριο α) Κάτω: Κατασκευαστικός αρμός που υποδεικνύεται με αλλαγή χτισίματος στην εξωτερική ανατολική όψη του κτηρίου 230. (τεκμήριο α)
39
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.2/ Οικοδομικές φάσεις
Πάνω: Κατασκευαστικός φάση που υποδεικνύεται με τα διαφορετικά επίπεδα σκαλοτρυπών στην εξωτερική ανατολική όψη του κτηρίου 230. (τεκμήριο β) Κάτω: Κατασκευαστικός φάση που υποδεικνύεται με τα διαφορετικά επίπεδα τοιχαρμαρίων στην εσωτερική δυτική όψη του κτηρίου 230. (τεκμήριο γ)
40
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
α' φάση σενάριο 1: Έτσι, η κατασκευή του κτ. 230 ξεκίνησε από το ημιυπόγειο ως εξής: αρχικά θεμελιώθηκε ο πρώτος τοίχος σε βράχο στη δυτική του πλευρά και έπειτα κατασκευάστηκε και στεγάστηκε με θόλο ο α' χώρος και ύστερα, λαξεύθηκε με μη επιμελημένο τρόπο και ο δεύτερος χώρος μέσα στο βράχο συμπληρώνοντας τα κενά του με τοιχοποιία και στεγάστηκε με θόλο ίδιας διεύθυνσης. Στη συνέχεια ακολουθούν δύο διαφορετικά σενάρια, στην προσπάθειά μας να δώσουμε την πιο σωστή ερμηνεία σύμφωνα με τα στοιχεία που βρήκαμε. Στο α' σενάριο, ο ημιυπόγειος χώρος της πρώτης φάσης ο οποίος έχει μια ιδιαίτερη στέγαση όπως αναλύθηκε και πιο πάνω (κατά το ήμισυ καμάρα και κατά το ήμισυ σταυροθόλιο) δεν λειτούργησε αρχικά σαν κινστέρνα, γεγονός που ενισχύεται από την διαπίστωση ότι δεν υπάρχει κατασκευαστικός αρμός μεταξύ του σταυροθολίου και του τόξου επί των πεσσών, ενώ ο σωλήνας συγκέντρωσης ομβρίων βρίσκεται ανατολικά του πεσσού του δυτικού τοίχου και συνεπώς έξω από τον δεύτερο χώρο. Στο σενάριο αυτό πιθανολογείται ότι στη θέση ανάμεσα στους πεσσούς υπήρχε τοξωτό άνοιγμα με υποκείμενη θύρα και ο χώρος αυτός θα μπορούσε να λειτουργεί ως αποθήκη ή για το σταβλισμό των ζώων.
Κάτω: Α΄ φάση, σενάριο 1., λειτουργία της α' στάθμης του ημιυπόγειου χώρου ως χώρος αποθήκευσης ή σταβλισμού ζώων με πρόσβααση από τον βόρειο τοίχο.
41
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.2/ Οικοδομικές φάσεις
σενάριο 2: Στο β' σενάριο, υποθέτουμε ότι ο εν λόγω χώρος στεγαζόταν εξ' ολοκλήρου με ημικυλινδρική καμάρα και συνεπώς στη θέση που σήμερα υπάρχουν οι δύο πεσσοί υπήρχε τοίχος, γεγονός που ισχυροποιεί την εξαρχής λειτουργία του ως κινστέρνα. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η πρόσβαση στην κινστέρνα θα γινόταν αποκλειστικά και μόνο από τον υπερκείμενο όροφο μέσω οπής στο δάπεδο, δηλαδή καταρράκτη ο οποίος είναι εμφανής σήμερα. Επιπλέον στο σενάριο αυτό ο σωλήνας συγκέντρωσης του νερού θα μπορούσε να ήταν εγκιβωτισμένος μέσα στον βόρειο τοίχο της α' στάθμης και να είχε ένα διαφορετικό στόμιο εξόδου σε κάποια άλλη θέση νοτιότερα της τωρινής. Σε κάθε σενάριο, έπειτα κατασκευάστηκε ο πάνω όροφος στον οποίο η πρόσβαση γινόταν με δύο τρόπους σύμφωνα με τα στοιχεία που βρήκαμε. Μια πρώτη είσοδος εντοπίζεται στο δυτικό τοίχο της κάτοψης η οποία βρισκόταν περίπου στο μέσον αυτής, είχε δύο συμμετρικές κόγχες εκατέρωθεν και επικοινωνούσε απευθείας με το καλντερίμι η στάθμη του οποίου πιθανολογείται ότι ήταν αρκετά χαμηλώτερα από τη σημερινή η οποία θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα σταδιακής σώρρευσης επιχώσεων από το λόφο. Την άποψη αυτή ενισχύουν και στη δημοσίευσή τους οι κ. Σ.Σίνος και Γ.Μαρίνου.
Κάτω: Α΄ φάση, σενάριο 2., λειτουργία της α' στάθμης του ημιυπόγειου χώρου ως χώρος συλλογής ομβρίων με πρόσβααση από τη β΄στάθμη μέσω καταρράκτη.
42
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Μια δεύτερη, πιο επιμελημένη είσοδος βρισκόταν σίγουρα στην νοτιοανατολική γωνία της κάτοψης, εκεί που συμπληρώθηκε η 7η παραστάδα του κτ. Μ αφήνοντας ένα δόντι που υποδηλώνει την ύπαρξη θύρας με πώρινο πλαίσιο και θυρόφυλλο, σύμφωνα και με τον Α.Ορλάνδο. Η θύρα αυτή “σε προφανή αναντιστοιχία με τις στάθμες του κτηρίου: ενώ οδηγούσε ασφαλώς στη β' (εφ' όσον η α΄ δεν ήταν κατοικίσιμη), καθώς το άνοιγμα κατασκευάστηκε μεταξύ της α' και της β' και το κατώφλι της βρίσκεται αρκετά χαμηλώτερα από το δάπεδο του ανωγείου”, είχε πρόσβαση από το επίπεδο της αυλής στη β' στάθμη μέσω μιας εξωτερικής κτιστής κλίμακας κατασκευασμένης στο εξωρράχιο του πρώτου ημικυλινδρικού τόξου της α' στάθμης. Τέτοιες κλίμακες σύμφωνα με τον Α.Ορλάνδο δεν ήταν άγνωστες στους βυζαντινούς οι οποίοι προνοούσαν για τη μέγιστη οικονομία υλικού και την παραγωγή κατασκευαστικών στοιχείων πιο ανάλαφρων και διακοσμητικών. Η σκάλα αυτή την οποία υποστηρίζει στη διδακτορική του διατριβή και ο Σ.Αρβανιτόπουλος, θα μπορούσε να δικαιολογήσει αφενός την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου χώρου της α' στάθμης, αφετέρου το χαμηλό ύψος του θόλου και να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη λίθων εν σειρά στον κοινό τοίχο με το κτ. <Μ> και σε ορισμένη απόσταση από το έδαφος οι οποίες μοιάζουν να είναι γενέσεις.
Πάνω αριστερά: Α΄ φάση, κύρια είσοδος από τον δυτικό τοίχο, συμμετρικά διαμορφωμένη με δύο κόγχες εκατέρωθεν. Κάτω αριστερά: Είσοδος διαμορφωμένη με κτιστή κλίμακα στην όψη. Απόσπασμα από Παλάτια και σπίτια του Μυστρά, Αν. Ορλάνδος. Δεξιά: Ο ημικυλινδρικός θόλος συνδυάζεται με την κατασκευή χτιστής κλίμακας, της οποίας ίχνη 43 διαφαίνονται στην ανατολική όψη.
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.2/ Οικοδομικές φάσεις
β' φάση Η β' φάση του κτηρίου περιλαμβάνει αρχικά την επέκταση του ημιυπόγειου χώρου της α' στάθμης προς το βορρά πιθανόν για τη διαπλάτυνση της κινστέρνας στους χώρους γ' και δ' οι οποίοι αποτελούσαν έναν ενιαίο χώρο στεγασμένο με ημικυλινδρική καμάρα χαμηλωμένου τόξου στον άξονα βορρά-νότου. Τεκμήριο για την ενότητα του χώρου αυτού αποτελεί ο εμφανής κατασκευαστικός αρμός του ενδιαμέσου τοίχου με τον φεγγίτη και την τοξωτή θύρα, με την ανωδομή της α' στάθμης και τους διαμήκεις τοίχους. Ταυτόχρονα, το κτήριο επεκτάθηκε και στον όροφο ενώ ο ενδιάμεσος τοίχος πρέπει να γκρεμίστηκε για να μπορεί να λειτουργεί ο χώρος ως μία ενιαία αίθουσα τρικλίνου. Την ίδια χρονική περίοδο θα πρέπει να κατασκευάστηκαν και τα υπόλοιπα τρία ανοίγματα της β' στάθμης, εκ των οποίων το βορειότερο λειτουργούσε ως θύρα, σύμφωνα και με τον αρχαιολόγο Σ. Αρβανιτόπουλο ο οποίος αναφέρει ότι “σε αρκετά κτήρια ο α' ή και ο β' όροφος είναι επίσης προσιτός είτε απευθείας από το έδαφος, που σε πολλά σημεία του λόφου ανέρχεται αποτόμως και επιτρέπει την αυτόνομη λειτουργία των ανώτερων σταθμών των οικοδομημάτων, είτε μέσω κτιστής κλίμακας”. Στο σημείο αυτό να διευκρινήσουμε ότι είναι συχνό φαινόμενο να συναντάμε στον όροφο δύο ή και τρεις θύρες, όπως γίνεται και στο διπλανό μας κτ. Μ. Στη β' φάση του κτηρίου εντάσσεται και η δεύτερη οπή στο δάπεδο του ορόφου, η οποία λειτουργούσε και αυτή ως καταρράκτης και δικαιολογείται από το μεγάλο πλέον μέγεθος της κινστέρνας.
Κάτω: Β΄ φάση. Αριστερά, επέκταση του υπόγειου χώρου προς βορρά. Δεξιά, επέκταση της β' στάθμης προς βορρά.
44
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Μεταγενέστερες επεμβάσεις Στις μεταγενέστερες επεμβάσεις συγκαταλλέγονται στην α' στάθμη, η κατασκευή του ενδιαμέσου τοίχου μεταξύ του γ' και δ' χώρου ο οποίος έχει φεγγίτη, προφανώς για να φέρνει φως στο τελευταίο σκοτεινό χώρο και θύρα επικοινωνίας με αυτόν, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να έγινε και η πρόχειρη διάνοιξη στον ανατολικό τοίχο για την πρόσβαση στον ημιυπόγειο χώρο όταν αυτός θα είχε σταματήσει να λειτουργεί ως κινστέρνα. Στη β' στάθμη μεταγενέστερα θεωρούνται το άνοιγμα στο νότιο τοίχο που είναι κοινός με το κτ. Μ για την επικοινωνία με αυτό, η διάνοιξη παραθύρου στο σημείο της αριστερής εσωτερικής κόγχης του βόρειου τοίχου, το μικρό ορθογώνιο παράθυρο στη βορειοανατολική γωνία της όψης και ο εγκάρσιος ενδιάμεσος τοίχος που έχει γκρεμιστεί και βρίσκεται στα δεξιά του εντοπισμένου κατασκευαστικού αρμού όπως κοιτάμε την δυτική εσωτερική όψη. Ο τοίχος αυτός φαίνεται να είχε στην επαφή του με τον δυτικό διαμήκη τοίχο ένα διαμορφωμένο κατώφλι από έναν σχετικά επίπεδο λίθο, επομένως θα μπορούσε να υπάρχει μια θύρα επικοινωνίας μεταξύ του κτηρίου της α' και β' φάσης.
Κάτω: Μεταγενέστερες επεμβάσεις. Αριστερά, διαίρεση της επέκτασης του υπόγειου χώρου της β΄φάσης σε δύο τμήματα με τοίχο που φέρει ανοίγματα.Δεξιά, διαίρεση του χώρου της β΄στάθμης με εγκάρσιο τοίχο ασύνδετο με τους επιμήκεις.
45
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.2/ Οικοδομικές φάσεις
Ο G. Millet το 1910 παραθέτει έναν τοπογραφικό χάρτη με τα κτήρια του Μυστρά στην κατάσταση που τα βρήκε και προχωρά σε μια πρώτη αποτύπωσή τους. Στα σχέδιά του υπάρχει και το κτ. 230 με την ονομασία κτ. G και κτ. G1, ονομασία που ανταποκρίνεται στην υπάρξη δύο χώρων στην κάτοψη που διαχωρίζονται μεταξύ τους από τον ενδιάμεσο μεταγενέστερο τοίχο που αναφέραμε προηγουμένως. Στην κάτοψη του Millet φαίνεται μια μεγάλη κατάρρευση του ανατολικού τοίχου στο βόρειο άκρο του, κατάρρευση η οποία είναι εμφανής ακόμα και σήμερα στην όψη του κτηρίου τα όρια της οποίας προσδιορίζονται στα νότια λίγο πιο δεξιά από τον κατασκευαστικό αρμό των δύο φάσεων, στα βόρεια λίγο πιο αριστερά από το ορθογώνιο παράθυρο και κάτω στην ευθεία περίπου του μεταγενέστερου ανοίγματος πρόσβασης προς την κινστέρνα.
Κάτω: Κατάρρευση του ανατολικού τοίχου του κτηρίου G', αρχείο Millet, 1910.
46
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.1/ Το κτήριο 230
Πάνω: Φωτογραφία της ανατολικής όψης που επιβεβαιώνει την κατάρρευση του Millet. Κάτω: Μεταγενέστερες επεμβάσεις σε αξονομετρικό. Αριστερά, πρόχειρη διάνοιξη ανοίγματος. Δεξιά, κατάρρευση τμήματος του ανατολικού τοίχου της β' στάθμης, σύμφωνα με αρχείο Millet.
47
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Μέθοδος αποτύπωσης Η αποτύπωση του κτηρίου 230 δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο σε μία μέθοδο, αλλά πραγματοποιήθηκε με τη χρήση διαφορετικών τεχνικών και κάποιων εμπειρικών τεχνασμάτων που επινοήθηαν επί τόπου, προκειμένου να επιβεβαιωθούν πολλαπλώς οι μετρήσεις μας και να έχουμε μια πιο σαφή εικόνα του κτηρίου. Καθαρισμός βλάστησης Πριν αρχίσει η αποτύπωση κρίθηκε αναγκαίο να γίνει απομάκρυνση της πυκνής και ψηλής βλάστησης η οποία εμπόδιζε το έργο της αποτύπωσης και εμπεριείχε κινδύνους εξαιτίας της ύπαρξης φιδιών. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν εργαλεία όπως τσάπες, τσουγκράνες και πριόνια, ενώ σκορπίστηκε θειάφι για την απομάκρυνση των φιδιών. Προετοιμασία Κροκί Στη συνέχεια σχεδιάστηκαν επί τόπου υπό κλίμακα 1:50 όλα τα απαραίτητα σχέδια κροκί και φωτοτυπήθηκαν πολλές φορές προκειμένου να περαστούν αργότερα οι μετρήσεις. Συμβατικές μέθοδοι (ράμματα, κορδέλα, μετροταινία, γαλλικό μέτρο) Τοποθετήθηκε αρχικά ένα ράμμα στην ανατολική όψη, αφενός για να μετρηθούν απόλυτα ύψη και αφετέρου για να διαπιστωθούν τυχόν φουσκώματα στον τοίχο. Έπειτα, τοποθετήθηκαν ράμματα στη δυτική όψη για τους ίδιους λόγους. Στην α΄
Κάτω: Καθαρισμός υψηλής και πυκνής βλάστησης πρίν την έναρξη της αποτύπωσης.
48
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
στάθμη τοποθετήθηκαν τρία ράμματα. Το πρώτο ταυτίζεται με το επίπεδο Ε4 και αποτελεί ταυτόχρονα το υψόμετρο +0.00 του κτηρίου και χρησιμοποιήθηκε για να παρθούν απόλυτα ύψη σε συγκεκριμένα σημεία πάνω στο ραμμα ανά 0.50μ. προς το θόλο και το έδαφος στον χώρο 3. Το δεύτερο ράμμα τοποθετήθηκε στο ίδιο ύψος με το πρώτο ράμμα παράλληλα με τον διαμήκη άξονα της κάτοψης. Το τρίτο ράμμα τοποθετήθηκε στο επίπεδο Ε5 στην τρύπα του πρώτου τυφλού αψιδώματος της ανατολικής όψης και πάρθηκαν απόλυτα ύψη προς το θόλο και προς το έδαφος. Με τη βοήθεια αυτών των ραμμάτων παρήχθησαν τα σχέδια των δύο εγκάρσιων τομών και των δύο διαμήκων. Με τη χρήση κορδέλας μετρήθηκαν σε όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές πλευρές του κτηρίου διαδοχικά μήκη σε χαρακτηριστικά σημεία, όπως λαμπάδες ανοιγμάτων, θύρες, τοιχαρμάρια κλπ. Επίσης, προσδιορίστηκαν οι διαγώνιοι της κάτοψης στη β΄στάθμη και όλων των χώρων της α΄στάθμης με την ακτινωτή μέθοδο διαδοχικών γωνιών. Τέλος, με τη βοήθεια μετροταινίας και γαλλικού μέτρου μετρήθηκαν κατ' απόλυτη τιμή στοιχεία της ανατολικής όψης που δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν διαφορετικά. Ταυτόχρονα μετρήθηκαν οι σκαλότρυπες, οι διαγώνιοι σε όλα τα ανοίγματα και τις κόγχες, τα πάχη των τοίχων και όποιο άλλο στοιχείο ήταν απαραίτητο.
Κάτω αριστερά: Μέτρηση υψών με χρήση χωροβάτη και μεταλλικού μέτρου. Kάτω δεξιά: Μέτρηση διαγώνιων αποστάσεων στο εσωτερικό του κτηρίου 230.
49
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Ορθογώνιο γνωστής γεωμετρίας (μέθοδος Κίζη) Με τη βοήθεια ραμμάτων σχηματίστηκε στο εσωτερικό της β' στάθμης ορθογώνιο με πλευρές 14.64μ. και 2.22μ. και γνωστές διαγωνίους. Έπειτα, μετρήθηκαν οι κάθετες αποστάσεις από αυτό σε χαρακτηριστικά σημεία, όπως ακμές θυρών και παραθύρων. Για τη μέτρηση των κάθετων αποστάσεων πάρθηκε με ξύλινο μέτρο η ελάχιστη τιμή. Κοντάρι Χρησιμοποιήθηκε 8μ. κοντάρι για τη μέτρηση απόλυτων υψών σε χαρακτηριστικά σημεία. Σταδία και χωροβάτης Με τη βοήθεια του χωροβάτη ορίστηκαν δύο βασικά οριζόντια επίπεδα με τις ονομασίες Ε3 και Ε7 με απόσταση 2.40μ. μεταξύ τους. Έπειτα, με τη βοήθεια της σταδίας ο χωροβάτης στόχευσε σε συγκεκριμένα σημεία των οποίων προσδιορίστηκε το ύψος σε συνάρτηση με τα παραπάνω οριζόντια επίπεδα. Όπου δεν μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί η σταδία, αντικαταστάθηκε από 8μ. μετροταινία. Εν συνεχεία τα σημεία αυτά σημειώθηκαν στα αντίστοιχα σχέδια, είτε ως σημεία εδάφους (Πν, όπου ν:αριθμός εκάστοτε σημείου) και σημεία όψης (Σν).
Αριστερά: Μέτρηση υψών κατά απόλυτη τιμή. Πάνω και κάτω δεξιά: Μέτρηση πάχους σκαλότρυπας και τοίχου κατά απόλυτη τιμή.
50
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Πάνω Κάτω Πάνω Κάτω
αριστερά: Μέτρηση υψών κατά απόλυτη τιμή. αριστερά: Κορδελιές για τη μέτρηση τοίχων. δεξιά: Χρήση χωροβάτη. δεξιά: Σκίτσο για τη δημιουργία των <κροκί>.
51
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης Κροκί
Κάτω: Κροκί. Μέθοδος ορθογωνίου που έχει διαμορφωθεί με νήματα στο εσωτερικό του χώρου. Το ορθογώνιο αποτελεί σταθερό και γνωστό σχήμα από το οποίο μετρώνται οι κάθετες αποστάσεις από αυτό σε χαρακτηριστικά σημεία, όπως ακμές θυρών και παραθύρων. Για τη μέτρηση των κάθετων αποστάσεων παίρνεται με ξύλινο μέτρο η ελάχιστη τιμή.
52
3.3 Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
53
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.4/ Η λειτουργία του κτηρίου
Η λειτουργία του κτηρίου
Σχέδια γραφικής αποκατάστασης Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε από την επιτόπια έρευνα και τις βιβλιογραφικές αναφορές φαίνεται ότι το κτήριο 230 ήταν κάτι πιο σύνθετο από ένα απλό κτίριο κατοικίας και είχε άμεση σχέση με το προυπάρχον όμορο κτίριο Μ. Στη δημοσίευσή τους οι κ. Σ. Σίνος και Γ. Μαρίνου το αναφέρουν ως η δυτική πτέρυγα του συγκροτήματος βορειοδυτικά της οικίας Λάσκαρη (κτ. Μ), ενώ το ασυνήθιστα μεγάλο (για ένα τέτοιο κτήριο) μέγεθος της κινστέρνας του ενισχύει την άποψη της σύνθετης λειτουργίας του κτηρίου. Σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε την αρχική χρήση του κτηρίου ακολουθούν παρατηρήσεις σχετικές με τα ανοίγματα και τις κόγχες του, καθώς και όλα τα ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία του. Λειτουργικά στοιχεία του κτηρίου Αποχωρητήριο Στη νοτιοδυτική γωνία της κάτοψης της β' στάθμης διαμορφώνεται, όπως είδαμε και πιο πάνω, μία ημικυκλική κόγχη ικανού βάθους με δύο θυρίδες αερισμού, μία στον άξονα βορρά-νότου τοποθετημένη στο κέντρο του ημικυκλίου και μία στον άξονα ανατολής-δύσης τοποθετημένη σε πιο τυχαίο σημείο, η οποία φαίνεται ότι στεγαζόταν με τεταρτοσφαιρικό θόλο, όπως μαρτυρούν τα υπολείμματα της τοιχοποιίας. Η κόγχη αυτή βρίσκεται σε ένα επίπεδο ψηλότερα από το δάπεδο του ορόφου και από όλα τα παραπάνω στοιχεία ενισχύεται η άποψη της λειτουργίας της ως αποχωρητήριο, καθώς τυπολογικά συνάδει με τη μορφή των αποχωρητηρίων που περιγράφει ο Α. Ορλάνδος στο βιβλίο “Τα παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά”. Σύμφωνα με αυτό, τα αποχωρητήρια κατασκευάζονταν σε κόγχες που προεξείχαν από το γενικό σχήμα της κάτοχης και τοποθετούνταν ως επί το πλείστον στις γωνίες της, ενώ βρίσκονταν ένα-δύο σκαλάκια πιο ψηλά και είχαν ικανό βάθος για να μπορούν να κλείνουν με βήλο για μεγαλύτερη ιδιωτικότητα και τοξοθυρίδες αερισμού. Στη δημοσίευση της επιτροπής αναστηλώσεως του Μυστρά αναφέρεται ως αποχωρητήριο η πρώτη κατά σειρά κόγχη από το νότο προς το βορρά όπως κοιτάμε τον δυτικό τοίχο της κάτοψης. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατόν για τους παρακάτω λόγους: αφενός γιατί η κόγχη αυτή παίρνει ημικυκλική μορφή μόνο στο κάτω μέρος της και είναι αρκετά αβαθής για να μπορεί να χωρέσει άνθρωπος καθιστός, αφετέρου βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της κάτοψης, αριστερά δηλαδή από τη θύρα εξόδου προς το δρόμο στον δυτικό τοίχο και, τέλος αν η κόγχη αυτή ήταν αποχωρητήριο, τότε ο σωλήνας αποχέτευσης θα έπεφτε μέσα στην κινστέρνα της α' στάθμης, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνεται. Νιπτήρας Αντίθετα, η κόγχη 1 θα μπορούσε με βάση τα χαρακτηριστικά της να είναι νιπτήρας. Σύμφωνα με τον αρχ. Σ. Αρβανιτόπουλο οι νιπτήρες ήταν μορφολογικά ίδιοι με τα τοιχαρμάρια, καθώς “ αποτελούν κόγχες ανοιγμένες στο πάχος του τοίχου σε ύψος μικρότερο του 1μ. από το δάπεδο με τετράγωνη, ημικυκλική ή τραπεζοειδή κάτοψη και τοξωτή επίστεψη”. Ταυτόχρονα, μας πληροφορεί ότι η μόνη διαφορά των νιπτήρων ή νεροχυτών από τα τοιχαρμάρια ήταν η ύπαρξη οπής απορροής η οποία εντοπίζεται στην περίπτωσή μας έκκεντρα ως προς την κάτοψη
66
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.4/ Η λειτουργία του κτηρίου
του νιπτήρα, πάνω στον δυτικό τοίχο. Στη συνέχεια, το άνοιγμα 2 στα δεξιά της κόγχης 1 όπως κοιτάμε τον δυτικό τοίχο, έχουμε ήδη αναφέρει ότι ήταν θύρα η οποία μάλιστα επικοινωνούσε με έναν πολύ σημαντικό δρόμο ο οποίος, σύμφωνα με την κ. Γ. Μαρίνου, “ξεκινούσε από τους Αγ. Θεοδώρους και περνούσε πίσω από την οικία Λάσκαρη και παρά τη μεγάλη καταστροφή του πολεοδομικού ιστού της περιοχής, μπορούμε ακόμη να διακρίνουμε πάνω σε αυτόν σημαντικά κτήρια”.
Πάνω αριστερά: Αναπαράσταση αποχωρητηρίου, Αν. Ορλάνδος, Παλάτια και σπίτια του Μυστρά. Πάνω δεξιά: Εσωτερική κογχη με πιθανή χρήση νιπτήρα. Κάτω: Aξονομετρικό λειτουργίας του νότιου τμήματος του κτηρίου 230.
67
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Θύρα εισόδου Στη συνέχεια, το άνοιγμα 2 στα δεξιά της κόγχης 1 όπως κοιτάμε τον δυτικό τοίχο, έχουμε ήδη αναφέρει ότι ήταν θύρα η οποία μάλιστα επικοινωνούσε με έναν πολύ σημαντικό δρόμο ο οποίος, σύμφωνα με την κ. Γ. Μαρίνου, “ξεκινούσε από τους Αγ. Θεοδώρους και περνούσε πίσω από την οικία Λάσκαρη και παρά τη μεγάλη καταστροφή του πολεοδομικού ιστού της περιοχής, μπορούμε ακόμη να διακρίνουμε πάνω σε αυτόν σημαντικά κτήρια”. Καταρράκτες Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το κτήριο 230 έχει στη β΄στάθμη δύο καταρράκτες που εφάπτονται στον ανατολικό τοίχο για την πρόσβαση στην κινστέρνα.
Κάτω αριστερά: Αποτύπωση τοιχαρμαρίου. Κάτω δεξιά: Γραφική αποκατάσταση τοιχαρμαρίου με ξύλινα οριζοντια στοιχεία για αποθηκευτικη χρήση.
68
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Τοιχαρμάρια Ακολούθως, οι κόγχες 3, 4, 5 και 6 του δυτικού τοίχου λειτουργούσαν ως τοιχαρμάρια, όπως φανερώνουν τα ίχνη ραφιών στο εσωτερικό τους και οι εγκοπές στα πλαινά τους, μέσα στις οποίες υπήρχαν συνήθως ξύλινα ράφια ή, απλές σχιστόπλακες. Ομοίως, τοιχαρμάρια συναντάμε και στην εσωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου (κόγχες 7 και 8), ενώ το άνοιγμα της κόγχης 7 σε παράθυρο είναι, όπως έχουμε πει μεταγενέστερο. Κάθισμα Ιουλιέτας Στην εσωτερική όψη του ανατολικού τοίχου συναντάμε έξι ανοίγματα με τοξωτή επίστεψη και έναν φεγγίτη. Τα ανοίγματα 9 και 14 ήταν, όπως έχουμε αναλύσει και πιο πάνω, θύρες, ενώ όλα τα υπόλοιπα ήταν φωτιστικά παράθυρα και, ειδικότερα, στα παράθυρα 10 και 12 σώζεται το λεγόμενο “κάθισμα της Ιουλιέτας” που συναντάμε και στα παλάτια του Μυστρά.
Κάτω αριστερά: Αποτύπωση παραθύρου με την ονομασία κάθισμα Ιουλιέτας. Κάτω δεξιά: Γραφική αποκατάσταση χρήσης καθίσματος Ιουλιέτας.
69
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Τετράξυλο παράθυρο Ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί το άνοιγμα 11, το οποίο φαίνεται να είναι δύο φάσεων. Σε πρώτη φάση, θα λειτούργησε και αυτό ως φωτιστικό παράθυρο όπως μαρτυρούν τα εμφανή ίχνη του τετράξυλου εκατέρωθεν του ανοίγματος και η γένεση της τοξωτής επίστεψης που έχει σωθεί. Αργότερα, εικάζεται ότι το παράθυρο αυτό σφραγίστηκε με τοίχο λεπτότερου πάχους, επέμβαση η οποία άφησε ίχνη στην εξωτερική του όψη και λειτούργησε μέχρι κάποιο ύψος ως τοιχαρμάριο, όπως δείχνουν και οι εγκοπές για την τοποθέτηση ραφιού δεξιά και αριστερά του ανοίγματος. Διακοσμητική κόγχη Στην ανατολική όψη και πάνω από την προεξοχή με τα τυφλά αψιδώματα υπάρχει αβαθής διακοσμητική κόγχη που θα μπορούσε να ήταν προσκυνητάρι σύμφωνα με τον Α.Ο. ο οποίος αναφέρει ότι τέτοιες κόγχες υπήρχαν πάντα στον ανατολικό τοίχο των κτηρίων. (Παλάτια και σπίτια του Μυστρά, σελ. 72)
Κάτω: Αποτύπωση τοιχαρμαρίου που σε πρώτη χρήση αποτελούσε τετράξυλο παράθυρο και στη σνέχεια φράχτηκε και αποτέλεσε τοιχαρμάριο.
70
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου 3.3/ Σχέδια αποτύπωσης και τεκμηρίωσης
Στην εξωτερική όψη του κτιρίου, στον ανατολικό τοίχο έχουμε μια επιπλέον ερμηνεία για τον πρώτο χώρο της α' στάθμης, σύμφωνη και με την δημοσίευση των κ. Σ. Σίνου και Γ. Μαρίνου. Με βάση αυτή, το μέτωπο του ημικυλινδρικού θόλου του πρώτου χώρου διαμορφώνει την οροφή στενού περάσματος, ενώ το μέτωπο αυτό είναι ακατάστατο και όχι καλά διαμορφωμένο διότι συνεχιζόταν προς τα ανατολικά, όπως μαρτυρούν οι πρώτες πάνω από τη στάθμη των γενέσεων λίθινες εκφορικές στρώσεις που σώζονται κάτω από τα αψιδώματα του βόρειου τοίχου του όμορου κτ. Μ, ενώ προς τα δυτικά φαίνεται να είναι φραγμένο.
Πάνω: Διακοσμητική κόγχη ανατολικής όψης. Κάτω: Aξονομετρικό λειτουργίας του βόρειου τμήματος του κτηρίου 230.
71
72
3.5 Πίνακας κονιαμάτων
73
3.6 Παθολογία
77
Κεφάλαιο 3: Αποτύπωση και Τεκμηρίωση κτηρίου Συμπεράσματα
Συμπεράσματα
Από τη συνολική μελέτη του κτηρίου 230 προκύπτουν ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα. Αρχικά, γνωρίζουμε ότι η κύρια είσοδος του κτηρίου βρισκόταν πάνω σε έναν πολύ σημαντικό δρόμο που αποτελούσε την προέκταση της μέσης βυζαντινής οδού που ξεκινούσε από την πύλη της Κάτω Πόλης, αναπτυσσόταν παράλληλα με τα τείχη και κατέληγε μετά το κτήριο 230 σε ένα καλντερίμι που κατέληγε στο μοναστήρι της Παντάνασσας. Επιπλέον, είναι ένα κτήριο που πιθανόν ανήκε σε ένα ευρύτερο συγκρότημα που περιελάμβανε το ίδιο και το όμορο κτήριο <Μ>. Η παρατήρηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι το κτήριο 230 ήταν ένα από τα τρία κτήρια που διέθεταν κινστέρνα στην Κάτω Πόλη, η οποία μάλιστα ήταν μεγάλων διαστάσεων για να εξυπηρετεί μόνο το κτήριο αυτό. Το κτήριο 230 έχει κάποια πολύ ενδιαφέροντα μορφολογικά στοιχεία που σπάνια συναντάμε συγκεντρωμένα συγχρόνως σε ένα κτήριο κατοικίας, όπως το αποχωρητήριο, ο νιπτήρας, οι καταρράκτες, το κάθισμα της Ιουλιέτας κλπ. Τα στοιχεία αυτά αν συνδυαστούν με κάποια επιμελημένα διακοσμητικά στοιχεία της όψης, όπως η προεξοχή με τα δύο τυφλά αψιδώματα και το εικονοστάσι συναινούν στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα σημαντικό κτήριο. Τέλος, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε με αρκετά μεγάλη βεβαιότητα την ύπαρξη δύο φάσεων στο κτήριο, γεγονός που προκύπτει τόσο από τις βιβλιογραφικές αναφορές του Α. Ορλάνδου και άλλων, όσο και από τα τεκμήρια που μας δίνει το ίδιο το κτήριο με ισχυρότερο αυτό του κατασκευαστικού αρμού. Το κτήριο 230 πέρα από κάποιες μικρές παραμορφώσεις των διαμήκων τοίχων του και αν εξαιρέσει κανείς την έλλειψη στέγης, δεν φέρει πολύ σημαντικές βλάβες που θα καθιστούσαν την αποκατάσταση ενός τέτοιου κτηρίου προβληματική. Επομένως, η πρόταση αποκατάστασης που ακολουθεί αφορά αρχικά μία πρόταση στερέωσης η οποία είναι εύκολο να εφαρμοστεί, χωρίς να αλλοιώσει τη συνολική του ίδιου του κτηρίου και κατ΄επέκταση του αρχαιολογικού χώρου του Μυστρά.
88
89
Βιβλιογραφία Βιβλία:
Ελληνικά: Αναστάσιος Ορλάνδος, Τα παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά, ΑΘΗΝΑ, 1937
Στέφανος Σίνος, Τα μνημεία του Μυστρά, ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ, ΑΘΗΝΑ, 2009 Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος,H πόλη του Μυστρά, διδακτορική 2004 Διαδίκτυο: www.wikipaidia.gr odysseus.culture.gr Aρχεία: Αρχείο Γεωργιάδη Αρχείο Πουλίτσα Αρχείο Gabriel Millet
90
διατριβή, ΕΚΠΑ,
91
92
Πρόταση Αποκατάστασης κτιρίου 230 Α' στάδιο: Άμεσα μέτρα στερέωσης Όπως έχουν ήδη αναλυθεί στο τεύχος της παράδοσης. Β' στάδιο: Πρόταση γραφικής αποκατάστασης-αναπαράσταση Η πρόταση γραφικής αποκατάστασης του κτιρίου 230 αφορά την τελευταία περίοδο κατά την οποία το κτίριο ήταν κατοικίσημο. Στην περίοδο αυτή, της οποίας η αρχή είναι δύσκολο να προσδιοριστεί χρονικά, εντάσσονται όλες οι μεταγενέστερες επεμβάσεις που αναφέρονται στο κεφ. 3.2 του τεύχους αποτύπωσης και τεκμηρίωσης και υποστηρίζονται από τα αντίστοιχα σχέδια. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, γνωρίζουμε ότι το κτίριο είχε δύο εισόδους στην ανατολική όψη, μία σε επαφή με το κτίριο Μ, η οποία ήταν προσβάσιμη μέσω χτιστής λίθινης κλίμακας στηριζόμενης σε υποκείμενο θόλο και μία στη βορεινή πλευρά της όψης, προσβάσιμη μέσω της φυσικής ανοδικής κλίσης του εδάφους σε εκείνο το σημείο. Οι θύρες, σύμφωνα με τον Ορλάνδο, σχεδιάζονται ξύλινες με πώρινο εξωτερικό πλαίσιο τοποθετημένο σε εγκοπές μέσα στο πάχος του τοίχου και ξύλινη κάσα (τετράξυλο) που αποτελείται από δύο όρθια ξύλα ορθογωνικής διατομής τοποθετημένα πίσω ακριβώς από αυτό και ένα τρίτο ξύλο που πακτώνεται μέσα στους δύο εκατέρωθεν τοίχους. Στο τετράξυλο καρφώνεται και το φύλλο της πόρτας, ενώ πάνω από αυτό σχηματίζεται τύμπανο ιδίου πάχους που κτίζεται και επιχρίεται. Τα παράθυρα ακολουθούν την κατασκευαστική λογική των θυρών, με τη διαφορά πως στη θέση του φύλλου έχουν σκούρα και σχεδιάζονται χωρίς τζαμιλίκια. Όλα τα κουφώματα, θύρες και παράθυρα σχεδιάζονται να ανολιγουν προς το εσωτερικό του κτιρίου. Στα πλαίσια της αναπαράστασης επιλέχθηκαν να μην διατηρηθούν α. Η μεταγενέστερη πρόχειρη διάνοιξη στο ισόγειο για την προσπέλαση του χώρου της κινστέρνας, β. η μεταγενέστερη διάνοιξη προς το όμορο κτίριο Μ και γ. η διάνοιξη του ενός τοιχερμαρίου της βορεινής όψης σε παράθυρο. Στο εσωτερικό του κτιρίου 230, αποκαθίσταται γραφικά η συνέχεια του ενδιάμεσου τοίχου και η θύρα. Στα τοιχερμάρια, όπου είναι εμφανείς οι θέσεις των εγκοπών, σχεδιάζονται τα ξύλινα ράφια, ενώ διαμορφώνονται με σωστό τρόπο τα κουφώματα που έχουν το κάθισμα της Ιουλιέτας. Ακολούθως, επανασχεδιάζονται οι οπές των δύο καταρρακτών, καθώς και το ξύλινο πέτασμα που τις κάλυπτε. Η στέγη, σχεδιάζεται ως μία απλή δίρριχτη στέγη με συνολικό ύψος και κλίση που προκύπτει από τους διασωθέντες τοίχους της βόρειας και νότιας όψης. Η στέγη αποτελείται από βυζαντινά κεραμίδια στηριζόμενα πάνω σε καρφωτό ξύλινο σκελετό με πέτσωμα από την κάτω πλευρά και στηρίζεται πάνω σε ξύλινους φορείς. Γ' στάδιο: Πρόταση αποκατάστασης
Σενάριο επέμβασης Το κτίριο 230, είναι ένα κτίριο που παρά το σχετικά μικρό μέγεθός του συγκριτικά με άλλα κτίσματα του Μυστρά, συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής μεταβυζαντινής οικίας, όπως αυτά αναλύονται στο κεφ. 3.4 για τη λειτουργία του κτιρίου. Επιπλέον, διαθέτει μια αρκετά μεγάλη κινστέρνα, γεγονός που ίσως συνδέει τη λειτουργία του με το γειτονικό κτίριο Μ. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, προσφέρεται ως ένα case study για τον επισκέπτη του αρχαιολογικού χώρου, ένα μουσείο του εαυτού του, που μπορεί να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για την καθημερινή χρήση του ως μεταβυζαντινή οικία. Για όλους τους παραπάνω λόγους, το σενάριο της επέμβασής μας στηρίζεται στην αποκατάσταση του κτιρίου με στόχο τη δημιουργία ενός μικρού εκθεσιακού χώρου στον όροφο, που να πληροφορεί τον επισκέπτη για την αρχική χρήση του και την καθημερινή του λειτουργία. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται η πρόσβαση των επισκεπτών με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που γίνεται σήμερα, δηλαδή ευθεία από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου και έπειτα δεξιά στο σημείο που έχει διαμορφωθεί μια σκάλα παράλληλα στη βόρεια μικρή όψη του κτιρίου και στην αυλή. Οι λόγοι γι' αυτό είναι δύο: αφενός θεωρείται προτιμότερο ο επισκέπτης να έχει πρώτα μια συνολική άποψη της κεντρικής ανατολικής όψης του κτιρίου που βλέπει στην αυλή πριν εισέλθει σε αυτό, έστω και αν βρίσκεται αρχικά αρκετά ψηλότερα από το επίπεδο των ματιών του, αφετέρου η παλιά είσοδος από τη μέση βυζαντινή οδό που διερχόταν από την πίσω δυτική όψη του κτιρίου κρίνεται καλύτερο να χρησιμοποιηθεί ως δευτερεύουσα έξοδος κινδύνου. Παράλληλα, κρίνεται απαραίτητο να περιφραχθεί με κάποιο τρόπο ο χώρος της αυλής που πλαισιώνεται στα νότια και δυτικά από το κτίριο Μ και το κτίριο 230 αντίστοιχα, ενώ στα ανατολικά είναι υψομετρική διαφορά από το δρόμο μεγαλύτερη των 2μ. (βλ. τοπογραφικό). Απαραίτητη, για λόγους ασφαλείας κρίνεται και η περίφραξη ή σφράγιση της τρύπας της αυλής που βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία της. Πρόσβαση στο κτίριο Στο κτίριο 230, διατηρείται η μεταγενέστερη διάνοιξη ανοίγματος για την πρόσβαση του επισκέπτη στον χώρο της κινστέρνας που βρίσκεται στο μέσον περίπου της κεντρικής όψης, καθώς κρίνεται αδύνατον η πρόσβαση να γίνεται όπως στην αρχική χρήση του κτιρίου, δηλαδή από την οπή του καταρράκτη στον όροφο. Λόγω όμως του μικρού ύψους του ανοίγματος, γίνεται μια τοπική υποβάθμιση του εδάφους κατά 20-25εκ. και δημιουργούνται παράλληλα μικρές αναβαθμίδες κάθετες στο επίπεδο της όψης που χάνονται μέσα στο φυσικό έδαφος και ακολουθούν την κλίση του, έως το επίπεδο της εισόδου στον όροφο. Στον όροφο, επιλέγεται ως κεντρική είσοδος το σημερινό άνοιγμα στο βόρειο άκρο της που λειτουργούσε ούτως ή άλλως ως θύρα της οικίας στη β' κατασκευαστική φάση. Παράλληλα, αποκαθίσταται η λειτουργία της θύρας που βρίσκεται σε επαφή με το κτίριο Μ, ανήκει στην α' κατασκευαστική φάση και ήταν προσβάσιμη μέσω κλίμακας στηριζόμενης σε υποκείμενο θόλο, η οποία επιλέγεται να αποκατασταθεί με σύγχρονο τρόπο και διαφορετική υλικότητα από την αρχική. Τέλος, αποκαθίσταται η λειτουργία της θύρας της πίσω δυτικής όψης του κτιρίου, η οποία χρησιμοποιείται πλέον ως έξοδος κινδύνου.
Αρχές επέμβασης Η επέμβαση στο κτίριο 230 θα μπορούσε να διακριθεί σε δύο διαφορετικές αρχές, στην αρχή της πιστής αποκατάστασης της αρχικής μορφής και λειτουργίας για διδακτικούς και μουσειολογικούς λόγους και στην αποκατάσταση της μορφής με σύγχρονο τρόπο. Στην πρώτη περίπτωση, διατηρείται η αυθεντικότητα της μορφής, της αρχικής λειτουργίας και του υλικού, ενώ στη δεύτερη επιλέγονται σύγχρονα υλικά, όπως το μέταλλο, το γυαλί και ο οπτόπλινθος, που αποτελούν καθαρά τα στοιχεία της νέας επέμβασης. Παρακάτω, αναλύονται ξεχωριστά τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επέμβαση σε κάθε μέρος του κτιρίου. Τοιχοποιία Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε ικανοποιητικό βαθμό την αρχική υλικότητα των τοίχων, οι οποίοι προκειμένου για αστικές οικίες και όχι ναούς ή παλάτια, χτίζονταν με ένα σύστημα πιο ελεύθερο από αυτό της πλινθοπερίκλειστης μεταβυζαντινής τοιχοποιίας. Οι τοίχοι ήταν λίθινοι, κατά κύριο λόγο από αργολιθοδομή (και σε εξαιρετικές περιπτώσεις σπουδαίων οικιών ίσως και ημιλαξευτοί)και οι οπτόπλινθοι βυζαντινού τύπου φαίνεται να ήταν χτισμένοι ανάμεσα στα κενά που άφηναν οι λίθοι με τρόπο ακανόνιστο και την προσθήκη ανάμεσά τους ισχυρού κονιάματος, ενώ η τελική όψη της τοιχοποιίας ήταν επιχρισμένη. Εξαίρεση σε αυτό, φαίνεται να αποτελούν τα τόξα των κογχών και των κουφωμάτων, τα οποία περιγράφονταν από οπτόπλινθους στο μεγαλύτερο τμήμα τους. Ωστόσο, επειδή η σημερινή κατάσταση της τοιχοποιίας του κτιρίου 230, αποτελεί μια μίξη της αρχικής με την επιπλέον προσθήκη ποικίλλων μεταγενέστερων κονιαμάτων, επιλέχθηκε η σύγχρονη οδός. Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται η χρήση ενεμάτων για την εξασφάλιση της στατικής επάρκειας στα επισφαλή σημεία, η αφαίρεση, ο καθαρισμός και η επανατοποθέτηση με υδραυλικό κονίαμα υψηλής αντοχής όλων των ελεύθερων λίθων στην κορυφογραμμή του κτιρίου και σε όλες τις υπόλοιπες προβληματικές απολήξεις και η συμπλήρωση της τοιχοποιίας που έχει καταπέσει με σύγχρονους οπτόπλινθους διαστάσεων 20.5x9x4.5εκ. σε υποχώρηση από το σόκορο της αρχικής τοιχοποιίας κατά 2-3εκ. Για τη διάκριση της παλιάς από τη νέα τοιχοποιία, αν και είναι εμφανές, αποφασίστηκε η προσθήκη φύλλου μολύβδου, ενώ οι οπτόπλινθοι συνδέονται μεταξύ τους με υδραυλικό κονίαμα υψηλής αντοχής. Τα τόξα διαμορφώνονται με τους ίδιους οπτόπλινθους όχι σε υποχώρηση από την αρχική τοιχοποιία. Ως προς τους χρωματισμούς, στην τοιχοποία χρησιμοποιούνται τούβλα φαιού χρώματος, ενώ στα τόξα ιδίου χρώματος με τα αυθεντικά βυζαντινά. Ωστόσο, το παραπάνω είναι κάτι προς συζήτηση. Στον εσωτερικό ενδιάμεσο τοίχο, γίνεται χτίσιμο της τοιχοποιίας με οικοδομικό υλικό που υπάρχει και έχει καταπέσει και συμπλήρωση με οπτόπλινθους προκειμένου το τελικό ύψος να είναι στα 2.00μ. από το δάπεδο του ορόφου. Ο τοίχος δεν χτίζεται μέχρι το τελικό του ύψος, διότι κάτι τέτοιο θα ξέφευγε από τα πλαίσια της αποκατάστασης και θα εντασσόταν στην κατηγορία της ανακατασκευής. Αντίθετα, το συνολικό του ύψος, καθώς και το άνοιγμα της ενδιάμεσης πόρτας υποδηλώνεται από ένα σύγχρονο μεταλλικό πλαίσιο από ανοξείδωτο χάλυβα ορθογωνικής διατομής 4x4εκ. το οποίο έχει και στατική λειτουργία, δημιουργώντας ένα πλαίσιο στο μέσον περίπου της κάτοψης μεταξύ των δύο μεγάλων επιμήκων τοίχων. Τέλος, κτίζεται το μεταγενέστερο πρόχειρο άνοιγμα στη νότια εσωτερική όψη μεταξύ του κτιρίου 230 και του κτιρίου Μ, καθώς
θεωρείται επικίνδυνο για την ασφάλεια των επισκεπτών και δυσχεραίνει την κατανόηση της αρχικής λειτουργίας του κτιρίου. Δάπεδα Τόσο στο επίπεδο του υπογείου, όσο και του ορόφου προτείνεται η απομάκρυνση των μπάζων, η αποχωμάτωση και ο καθαρισμός της βλάστησης και η υποβάθμιση της στάθμης του δαπέδου στο πιθανό ύψος της αρχικής. Στο υπόγειο, η αρχική στάθμη είναι τεκμηριωμένη από τα σχέδια αποτύπωσης, ενώ στον όροφο γίνεται μια υπόθεση με βάση το πάχος της οροφής των θόλων και το πάχος του αρχικού πατώματος. Επιπλέον, στον όροφο, διατηρείται η υψομετρική διαφορά μεταξύ του πατώματος του αποχωρητηρίου και του υπόλοιπου δαπέδου και η διαφορά επιπέδου στο βόρειο τμήμα της κάτοψης. Τα δάπεδα διαμορφώνονται όλα από πατημένο χώμα. Τοιχερμάρια-κόγχες Σε όλα τα τοιχερμάρια που σώζονται οι εγκοπές στην τοιχοποιία, τοποθετούνται ξύλινα ράφια από κόντρα πλακέ. Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί η αριστερή κόγχη της βόρειας εσωτερικής όψης, η οποία έχει μια μεταγενέστερη διάνοιξη σε παράθυρο. Στην κόγχη αυτή, τοποθετείται μεταλλικό πλαίσιο από ανοξείδωτο χάλυβα ορθογωνικής διατομής 4x4εκ. και σταθερό τζάμι. Κουφώματα Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η επέμβασή μας στα κουφώματα ακολουθεί δύο διαφορετικές οδούς, αυτήν της αποκατάστασης στην αρχική μορφή και αυτή της σύγχρονης μεθόδου. Όλες οι θύρες του ορόφου, τρεις στο σύνολο, επιλέγεται να αποκατασταθούν στην αρχική μορφή τους, η οποία περιλαμβάνει εξωτερικό πώρινο πλαίσιο πάχους 13εκ., εσωτερικό ξύλινο κάσωμα από τετράξυλο και καρφωτό ξύλινο φύλλο πάνω στο κάσωμα. Τα τύμπανα των τόξων πάνω από τις πόρτες, καθώς και τα τύμπανα όλων ανεξαιρέτως των παραθύρων, επιλέγεται να κτιστούν και να επιχριστούν σύμφωνα με τα αρχικά. Το παράθυρο με το κάθισμα της Ιουλιέτας στα αριστερά της κύριας εισόδου της ανατολικής όψης, επιλέγεται και αυτό για λόγους διδακτικούς να αποκατασταθεί στην αρχική μορφή του με περιμετρικό πλαίσιο από πωρόλιθο και ξύλινα καρφωτά φύλλα (σκούρα) που κρέμονται από ξύλινο τετράξυλο ορθογωνικής διατομής 10x10εκ. Στα υπόλοιπα παράθυρα τοποθετείται περιμετρικό μεταλλικό πλαίσιο από ανοξείδωτο χάλυβα ορθογωνικής διατομής 4x4εκ. και σταθερό υαλοστάσιο για λόγους ασφαλείας. Καταρράκτες Οι οπές των δύο καταρρακτών στον όροφο κτίζονται περιμετρικά ώστε να διαμορφωθεί το αρχικό μέγεθος της οπής και τοποθετείται περιμετρικό μεταλλικό πλαίσιο από ανοξείδωτο χάλυβα ορθογωνικής διατομής 4x4εκ. και σταθερό ειδικό υαλοστάσιο που μπλοκάρει την ανερχόμενη υγρασία και δεν μαζεύει υδρατμούς. Κλίμακες Στην κεντρική όψη του κτιρίου, στη θύρα που βρίσκεται σε επαφή με το κτίριο Μ, διαμορφώνεται η αρχική κλίμακα ίδια σε διαστάσεις, μέγεθος και μορφολογία με την αυθεντική, με τη μόνη διαφοροποίηση του υλικού. Χρησιμοποιείται στραντζαριστή ανοξείδωτη λαμαρίνα ιδίου χρώματος με τα μεταλλικά πλαίσια, η οποία στηρίζεται στις δύο κάθετες πλευρές της σε δύο μικρά πέδιλα από σκυρόδεμα, τα οποία “φυτεύονται” στο φυσικό έδαφος. Η σκάλα, επιλέγεται να μην
έχει χειρολισθήρα σε συμφωνία με την αρχική. Παράλληλα, στο υπόγειο, στο μεταγενέστερο άνοιγμα που λειτουργεί ως είσοδος, τοποθετείται μέσα στο κτίριο στον κεντρικό χώρο της κινστέρνας, μία κλίμακα που ακολουθεί τον τρόπο κατασκευής της εξωτερικής και κρίνεται αναγκαία, λόγω της σημαντικής υψομετρικής διαφοράς που προκύπτει μεταξύ της στάθμης του δαπέδου του υπογείου και του εξωτερικού χώρου, η οποία δικαιολογείται από την αρχική λειτουργία του. Στέγη Το τελευταίο στάδιο της πρότασής μας περιλαμβάνει την στέγαση του κτηρίου με μία ελαφριά στέγη σύγχρονης μορφής η οποία θα το προστατεύει κατά κύριο λόγο από τα όμβρια ύδατα. Η στέγη αποτελείται από ξύλινους αμείβοντες οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με μεσοχαρακτό τρόπο και μεταλλικούς ελκυστήρες με εντατήρα. Οι αμείβοντες συνδέονται με την τοιχοποιία μέσω μιας μεταλλικής δοκοθήκης, στην ουσία μεταλλικής γωνιάς σχήματος Τ, η οποία με τη σειρά της βλητρώνεται κατάλληλα πάνω στις δύο ξυλοδεσιές που τοποθετούνται μέσα στο πάχος του τοίχου και στους 4 τοίχους του κτιρίου. Οι μεταλλικοί ελκυστήρες με εντατήρα συνδέονται με τη μεταλλική γωνιά σχήματος Τ και έτσι εξασφαλίζεται η σύνδεση αμείβοντα-ελκυστήρα. Η στέγη φέρει από την εξωτερική της πλευρά, πάνω από τον κύριο φέρων οργανισμό διπλό πέτσωμα από κόντρα πλακέ, ανάμεσα στο οποίο υπάρχουν κρυφές ξύλινες τεγίδες και ανάμεσά τους, θερμομόνωση. Μετά το πέτσωμα ακολουθεί ασφαλτόπανο για την εξασφάλιση της υγρομόνωσης και πάνω σε αυτό τοποθετείται ο ξύλινος καρφωτός σκελετός που θα στηρίξει τα κεραμίδια βυζαντινού τύπου που ολοκληρώνουν την κατασκευή της στέγης. Τέλος, στην επίστεψη του κτιρίου τοποθετείται περιμετρικά χτιστό γείσο που συνδέεται με την υπόλοιπη κατασκευή με κατάλληλη τσιμεντοκονία.