Μια φορά κι ένα ρολόι

Page 1

Μια φορά κι ένα ρολόι…

Ιστορίες του Χειμώνα Βιλιοθήκη 43ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου Τμήμα: Ε1


Το αιφνιδιαστικό γράμμα

Η Γιάνεκε ζούσε στην Ολλανδία στα 1600. Ήταν νιόπαντρη αλλά ο άντρας της έλλειπε. Ήταν εξερευνητής και είχε ξεκινήσει από καιρό ένα μεγάλο ταξίδι. Είχε πολλούς μήνες να λάβει νέα του κι ανησυχούσε μήπως είχε πνιγεί σε κάποιο ναυάγιο. Κάθε πρωί που ξυπνούσε πήγαινε στο γραφείο του και κοίταζε το χάρτη που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο. Με τα δάχτυλά της χάραζε την πορεία που πίστευε πως είχε ακολουθήσει. Άγγιζε τα λιμάνια κι έλεγε το όνομά τους. Ύστερα άνοιγε το μεγάλο παράθυρο για να μπει φως κι άρχιζε τις δουλειές της. Πρώτα όμως κοίταζε για ώρα τη θάλασσα να δει μήπως αχνοφαίνεται το καράβι του άντρα της. Αυτή η μέρα ήταν αλλιώτικη όμως. Το φως ήταν τόσο δυνατό που έμοιαζε σαν να εκβάλει στο παράθυρο! Μόλις είχε λάβει ένα γράμμα. Στην αρχή το κοιτούσε με δέος. Δεν τολμούσε να το ανοίξει. Ποιος ξέρει τι θα έλεγε. Τελικά το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει. Ήταν από τον άντρα της. Της έγραφε πως ήταν γερός και ασφαλής στην Ινδία. Είχε φορτώσει τα αμπάρια του πλοίου με μπαχαρικά και πολύτιμα υφάσματα και είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Ολλανδία και να ανοίξει ένα μαγαζί. Είχε αποφασίσει να μην ξαναταξιδέψει γιατί δεν άντεχε μακριά της. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη! Κι εκείνη του ετοίμαζε μια έκπληξη: μέχρι να έρθει εκείνος από το ταξίδι του, θα είχε γεννήσει το παιδί τους. Η ζωή τους θα άλλαζε εντελώς!


Ο λυπημένος τσελίστας

Την ίδια ώρα σε ένα απομακρυσμένο χωριό ξυπνούσε ο Ερνέστο. Κάποτε ήταν ένας χαρούμενος νέος άντρας. Όμως μετά το δυστύχημα που του στέρησε την οικογένειά του είχε απομονωθεί σε ένα μικρό σπίτι στην άκρη του χωριού. Τα περασμένα Χριστούγεννα είχε αλλάξει η ζωή του. Γυρίζοντας από το σπίτι των γονιών του που είχε πάει για φαγητό, σε μια στροφή γλίστρησε το αυτοκίνητο και σκοτώθηκε η γυναίκα του η Γκρέτα μαζί με τη μικρή τους κόρη, τη Χάνα. Ο Ερνέστο δεν έβρισκε παρηγοριά. Πήγε να μείνει μόνος στο μικρό χωριό. Οι φίλοι του τον είχαν εγκαταλείψει. Ο μόνος που του είχε απομείνει ήταν ο Στέφαν, ο άντρας της Γιάνεκε, που ήταν ο καλύτερός του φίλος, αλλά κι εκείνος έπρεπε να φύγει για ένα μακρινό ταξίδι. Του Ερνέστο του άρεσε να ακούει τους ήχους της φύσης που έμοιαζαν σαν μουσική και να παίζει τσέλο κοντά στο ρυάκι. Η μουσική τον ηρεμούσε και τον έκανε να θυμάται τη γυναίκα του και την κόρη του. Κανένας δεν τον επισκεπτόταν ποτέ. Ούτε κι εκείνος πήγαινε επισκέψεις. Το μόνο που συνέχιζε να κάνει ήταν να παίζει εθελοντικά μουσική σε ανθρώπους που την είχαν ανάγκη: σε άστεγους, σε πρόσφυγες, σε αρρώστους, σε γέροντες… Ήταν το μόνο πράγμα που τον έκανε να νιώθει καλά και να ξεχνάει τον δικό του πόνο. Ύστερα γύριζε μόνος στο χωριό και κλεινόταν ξανά στο σπίτι του.


Η γάτα η Νιάου

Η μόνη παρέα του Ερνέστο ήταν η γάτα της γυναίκας του, η Νιάου. Από τότε όμως που η Γκρέτα είχε χαθεί η γάτα ένιωθε παραμελημένη. Ο Ερνέστο δεν την χάιδευε ποτέ, δεν της μιλούσε, δεν έπαιζε μαζί της πετώντας της το κουβάρι. Έμοιαζε σαν να μην την έβλεπε καν! Μερικές φορές ξεχνούσε και να την ταΐσει! Έτσι λοιπόν κι εκείνη αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Είχε θυμώσει πολύ μαζί του και σκέφτηκε να σκοτώσει τα χρυσόψαρά του. Νόμιζε πως ήταν τα αγαπημένα του γιατί καθόταν όλη μέρα και τα κοίταζε. Αν του τα σκότωνε μπορεί επιτέλους να την πρόσεχε! Έτοιμη ήταν να τα τσακώσει όταν ο Ερνέστο γύρισε πίσω και την έπιασε στα πράσα. Τη μάλωσε όπως δεν την είχε μαλώσει ποτέ κι ύστερα σωριάστηκε σε μια καρέκλα! Η Νιάου το μετάνιωσε που είχε φερθεί τόσο ανόητα. Άλλωστε τι έφταιγαν τα καημένα τα χρυσόψαρα; Μήπως κι εκείνα ήταν ευτυχισμένα; Άσε που δεν έτρωγε καν τα χρυσόψαρα. Ήταν γεμάτα τσίτες και της κάθονταν στο λαιμό. Εκείνη λάτρευε τις τσιπούρες. Μια και δυο παίρνει φόρα και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά του Ερνέστο για να του ζητήσει συγνώμη. Εκείνος άρχισε να την χαϊδεύει αφηρημένος. Καθώς τη χάιδευε πρόσεξε πως η Νιάου είχε βαρύνει πολύ. Έπιασε την κοιλιά της και ήταν υγρή


και φουσκωμένη. Αυτό έκανε κι η γιαγιά του για να καταλάβει αν τα κουνέλια της είχαν μωρά στην κοιλιά τους. Έβαλε τα κλάματα και της υποσχέθηκε πως δε θα την εγκατέλειπε ποτέ ξανά και θα την φρόντιζε όσο ζούσε, κι εκείνη και την οικογένειά της. Η Νιάου νιαούρισε γλυκά και πήγε να κοιμηθεί στο καλάθι της. Τον Ερνέστο τον πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα…


Το όνειρο του Ερνέστο

Ο Ερνέστο έβλεπε πολύ συχνά ένα όνειρο: ήτανε λέει ένα μεγάλο καράβι που αντί για πανιά είχε τεράστιες πεταλούδες που το τραβούσαν για ένα μακρινό νησί που το έλεγαν «το νησί των ψυχών». Εκεί σε ένα μεγάλο κάστρο, από ροζ πέτρα, ζούσε κάποτε ευτυχισμένη μια οικογένεια που αντί για άλλα κατοικίδια είχε τεράστιες πεταλούδες. Όλη τη μέρα από παντού ακουγόταν μουσική κι οι πεταλούδες χόρευαν χαρούμενες στον ρυθμό της. Δυο πεταλούδες μόνο έλειπαν. Εκείνες που είχαν πέσει από το καράβι τη μέρα που ξεκινούσε για το μεγάλο του ταξίδι. Το κοριτσάκι της οικογένειας είχε όλα όσα ήθελε: βιβλία, ρούχα, παιχνίδια… Αλλά εκείνη ήταν πάντα θλιμμένη γιατί της έλειπε ο μπαμπάς της που ήταν μακριά. Δεν ήξερε πού είχε πάει ούτε πόσο καιρό τον είχε χάσει αλλά της έλειπε πάρα πολύ. Έμοιαζε σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος στο νησί. Άλλωστε πουθενά στο κάστρο δεν υπήρχαν ρολόγια. Ο ήλιος και το φεγγάρι έδειχναν τις μέρες και τις νύχτες που περνούσαν και το μόνο που άλλαζε ήταν το καράβι με τις πεταλούδες που έμπαινε στο λιμάνι πού και πού… Η Χάνα προτιμούσε αντί να παίζει με τα παιχνίδια της, να κρατά στην αγκαλιά της ένα περιστέρι που είχε μπει μια μέρα από το παράθυρο. Της άρεσε να το χαϊδεύει γιατί ένιωθε πως χάιδευε τον μπαμπά της.


Κι η μαμά της όμως ήταν μελαγχολική. Στεκόταν με τις ώρες στην πόρτα του δωματίου της και κοίταζε τη θάλασσα να δει πότε θα γυρίσει ο άντρας της. Τίποτα δε φαινόταν όμως στον ορίζοντα! Κάθε φορά που έφτανε το καράβι με τις πεταλούδες εκείνη κατέβαινε στο λιμάνι αλλά ποτέ δεν ήταν ο άντρας της ανάμεσα στους ανθρώπους που έβγαιναν από τα σπλάχνα του… Έμενε εκεί ώσπου το φως χανόταν κι εκείνη πήγαινε να κοιμηθεί. Μια μέρα, εκεί που αγνάντευε τη θάλασσα όπως πάντα, φύσηξε ένας άνεμος τόσο δυνατός που σήκωσε ανεμοστρόβιλο. Παρέσυρε μαζί του ό, τι βρήκε: τις δυο πεταλούδες που είχαν πέσει από το καράβι κι ένα παράξενο αντικείμενο. Η μαμά της Χάνα έτρεξε να κλείσει τα παράθυρα όταν έπεσε μέσα στο δωμάτιό της ένα σπασμένο ρολόι. Η γυναίκα το πήρε στο χέρι της κι άρχισε να το περιεργάζεται. Κάτι της θύμισε αλλά τι;


Το μαγικό ρολόι Ήταν το ρολόι του Ερνέστο. Του το είχε δώσει ο παππούς του κι εκείνου ο δικός του παππούς. Κανείς δεν ήξερε πως ήταν τόσο παλιό. Και βέβαια κανείς δεν ήξερε πως είχε μαγικές δυνάμεις. Το ρολόι αυτό μπορούσε να σταματήσει το χρόνο, να τον γυρίσει πίσω ή να τον τρέξει μπροστά. Ο Ερνέστο το είχε χάσει τη μέρα του δυστυχήματος. Δεν το είχε δει από τότε. Το ρολόι είχε πεταχτεί στην άκρη του δρόμου κι έσπασε. Τότε όμως οι αριθμοί του άρχισαν να χορεύουν και οι δείχτες του άρχισαν να γυρίζουν σαν τρελοί. Όταν επιτέλους σταμάτησαν είχε σταματήσει κι ο χρόνος. Είχε γυρίσει στην εποχή πριν από το δυστύχημα! Ο Ερνέστο, στην πολυθρόνα του, συνέχιζε να κοιμάται χωρίς να ξέρει πως έξω από την πόρτα του η κόρη και η γυναίκα του στέκονταν ολοζώντανες, έτοιμες να μπουν στο σπίτι. Μόνο η Νιάου το είχε καταλάβει και στεκόταν ανυπόμονη πίσω από την πόρτα με τεντωμένα τ’ αυτιά και την ουρά να κάνει κύκλους…


…Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…

Ένας χρόνος πέρασε από κείνη τη μέρα. Ο Ερνέστο και η Γκρέτα, κατάφεραν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω με τη δύναμη της αγάπης τους. Συναντήθηκαν στα όνειρά τους κι οι αναστεναγμοί τους είχαν σηκώσει τον ανεμοστρόβιλο που έφερε το ρολόι του Ερνέστο στο νησί των ψυχών. Είχαν επιστρέψει πια στην πόλη και ζούσαν σε ένα όμορφο πέτρινο, ροζ κάστρο όπως εκείνο που έβλεπε ο Ερνέστο στο όνειρό του. Δεν ήταν μόνοι τους όμως. Εκεί φιλοξενούσαν όποιον άνθρωπο ή ζώο είχε ανάγκη από βοήθεια. Τους βοηθούσαν κι ο Στέφαν με τη Γιάνεκε, όποτε μπορούσαν δηλαδή γιατί τώρα είχαν και το μωρό… Χρειάζονταν πολλά χρήματα αλλά δεν είχαν ανάγκη γιατί ο Ερνέστο πληρωνόταν πολύ καλά από τις συναυλίες που έδινε σε όλον τον κόσμο αφού ήταν περιζήτητος μουσικός. Συχνά έβγαζε το ρολόι από την τσέπη του και το κοίταζε ονειροπολώντας. Δεν είχε καταλάβει πως εκείνο τον είχε βοηθήσει να ξαναβρεί την οικογένειά του. Ο μάστορας του είχε κολλήσει τις σπασμένους αριθμούς, τους κατεστραμμένους δείκτες και πια ήταν σταθεροί. Ο χρόνος γύριζε ακριβώς όπως έπρεπε: μόνο μπροστά κι από τα αριστερά προς τα δεξιά! Το ρολόι θα περνούσε στα χέρια της Χάνα όταν θα μεγάλωνε. Όλα είχαν αλλάξει! Είχαν γίνει ξανά μια μεγάλη ευτυχισμένη παρέα. Ο Στέφαν και η Γιάνεκε με το μωρό, ο Ερνέστο με τη Γκρέτα και τη Χάνα, η Νιάου με τα τρία κατακίτρινα γατάκια της…Για να το γιορτάσουν έκαναν πικ νικ στην εξοχή. Ο Ερνέστο γελούσε ξανά και η Γκρέτα πετούσε από τη χαρά της!


Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!


Την ιστορία ύφαναν οι τρεις Γιώργηδες, οι δυο Ελευθερίες, ο Κωνσταντίνος κι ο Κωστής, ο Μιχαλιός, η Έρικα, η Βέρα, η Χρυσούλα, η Φωτεινή, ο Ανδρέας, η Χριστίνα, ο Ιωάννης, ο Στέλιος, η Έλενα, ο Νικόλας και η Ρετζίνα


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.