Η λίμνη των ξωτικών
Η λίμνη των ξωτικών
Πριν από πολλά πολλά χρόνια ζούσε στη μακρινή Μόσχα, την πρωτεύουσα της Ρωσίας, ένα κοριτσάκι η Ιρα μαζί με την οικογένειά της. Η Μόσχα ήταν μια μεγάλη και σπουδαία πόλη γεμάτη μεγάλες πλατείες και όμορφα κτίρια. Μα η Ιρα και οι γονείς της ζούσαν στην άκρη της κοντά στο δάσος. Η Ιρα ήταν πολύ φτωχή. Ο μπαμπάς της ο Ντίμα ήταν ξυλοκόπος και η μαμά της η Νάστια ήταν καθαρίστρια. Με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα. Κάθε πρωί ο Ντίμα πήγαινε στο δάσος να κόψει ξύλα και η Νάστια όλη τη μέρα καθάριζε τα σπίτια των πλούσιων κατοίκων της πόλης. Η Ιρα δεν είχε φίλους. Προτιμούσε να κάθεται μόνη της στο σπίτι ή να φροντίζει άρρωστα και πληγωμένα ζώα. Ένα από αυτά ήταν και το περιστέρι της. Μια παγωμένη μέρα, που η θερμοκρασία είχε φτάσει στους -30 βαθμούς, η Ίρα άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στο παράθυρό της. Όταν το άνοιξε, είδε στο περβάζι ένα κάτασπρο περιστέρι με πληγωμένη τη φτερούγα του. Αμέσως το έκρυψε στην αγκαλιά της και προσπάθησε να το ζεστάνει κοντά στο τζάκι. Το κράτησε κοντά της ώσπου έγινε τελείως καλά. Κι όταν ήρθε η ώρα άνοιξε το παράθυρο και το άφησε να πετάξει μακριά.
Όμως η Ειρήνη, έτσι έλεγαν το περιστέρι, είχε αγαπήσει τόσο την Ιρα που δεν μπορούσε να ζήσει μακριά της. Έτσι κάθε πρωί που εκείνη έφευγε για το σχολείο της, η Ειρήνη χαιρόταν πετώντας από κλαδί σε κλαδί με τους φίλους της. Κάθε απόγευμα όμως, μόλις ο ήλιος έγερνε πίσω από τα βουνά, γύριζε να κοιμηθεί μαζί με την αγαπημένη της Ίρα. Η Ίρα ήταν τόσο φτωχή που δεν είχε κανένα παιχνίδι ή μάλλον είχε ένα τόπι που της είχε χαρίσει ο μπαμπάς της. Το είχε βρει στο δάσος μια μέρα που είχε πάει να κόψει ξύλα. Κανείς δεν ήξερε πώς είχε βρεθεί εκεί ή σε ποιον ανήκε! Την Ίρα δεν την ένοιαζε καθόλου που δεν ήταν πλούσιοι. Κάθε βράδυ που γύριζαν οι γονείς τους στο σπίτι, μετά το βραδινό φαγητό, ο Ντίμα έπαιζε μουσική με το βιολοντσέλο του. Το είχε φτιάξει μόνος του με τα ξύλα που μάζευε στο δάσος. Η Νάστια με την Ίρα πιάνονταν χέρι με χέρι και άρχιζαν το χορό. Γύρω τους πετούσε χαρούμενη η Ειρήνη και όλοι γελούσαν! Μια μέρα που ο Ντίμα έκοβε ξύλα στο δάσος παρασύρθηκε και, χωρίς να το καταλάβει, πήγε πιο μακριά απ’ ότι πήγαινε συνήθως. Ήταν λίγο παράξενα εκεί μα ο Ντίμα δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να κόβει ξύλα ώσπου κάποια στιγμή είδε να τρέχει από το δέντρο που έκοβε ένα μπλε, διάφανο δάκρυ.
Ο Ντίμα δεν πίστευε στα μάτια του. Τα έτριψε καλά καλά κι όταν τα ξανάνοιξε το δάκρυ είχε εξαφανιστεί! Εκείνος όμως ήταν σίγουρος πως κάτι πολύ παράξενο συνέβαινε μ’ αυτό το δέντρο… Άρχισε να γυρίζει γύρω από τον κορμό του και να το παρατηρεί προσεχτικά ώσπου ανακάλυψε μια κουφάλα. Πλησίασε το κεφάλι του και τι να δει! Ένα παμπάλαιο βιβλίο.
Το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε. Δεν μπορούσε να το διαβάσει γιατί δεν ήξερε γράμματα αλλά έτσι κι αλλιώς τα ποιο πολλά ήταν πια σβησμένα. Καθώς το ξεφύλλιζε, βρήκε στην τελευταία σελίδα ένα παλιό ρολόι. Ήταν πολύ παράξενο. Προσπάθησε να το αγγίξει αλλά ένιωσε πως το ρολόι ήταν μαγικό και τον τράβηξε μέσα σε μια σκοτεινή ρουφήχτρα. Όταν φάνηκε ξανά το φως βρέθηκε μπροστά σε μια μαγική λίμνη, τη λίμνη των ξωτικών. Στο λιμάνι ήταν δεμένο ένα καράβι που, αντί για πανιά είχε πεταλούδες. Ο Ντίμα δε φοβήθηκε καθόλου! Ανέβηκε στο καράβι έτοιμος για περιπέτειες…
Ο καπετάνιος τον καλωσόρισε και του πως μπορούσε να διαλέξει όποιον προορισμό επιθυμούσε και το καράβι θα τον ταξίδευε αμέσως. Ο Ντίμα διάλεξε τη χώρα των ονείρων, μια χώρα φανταστική που υπήρχε μόνο στα όνειρά του. Οι πεταλούδες άνοιξαν τα φτερά τους, ένα θόρυβος ακούστηκε και το ταξίδι ξεκίνησε. Σε λίγο έφτασαν στη χώρα των ονείρων. Ήταν ακριβώς όπως την έβλεπε στον ύπνο του. Σ’ αυτή τη χώρα δεν υπήρχε πόλεμος και όλοι είχαν δουλειά και φαγητό. Δεν υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί αφού δεν έλειπε από κανέναν τίποτα. Φύτρωναν παντού τεράστια φρούτα και λαχανικά και όλοι έτρωγαν φρουτοσαλάτες και έπιναν όσους χυμούς ήθελαν! Τα δέντρα είχαν χρωματιστούς κορμούς και μεγάλα πολύχρωμα φύλλα. Πάνω από την πόλη υπήρχε ένα τεράστιο ουράνιο τόξο που έφτανε από τη μια μεριά ως την άλλη! Αν κάποιος ήθελε να πάει κάπου ανέβαινε στο ουράνιο τόξο κι έφτανε όπου ήθελε.
Ο Ντίμα δεν πίστευε στα μάτια του. Άγγιξε το ρολόι κι εκείνο τον ρούφηξε πίσω στη γη. Το βράδυ που πήγε στο σπίτι του διηγήθηκε στη γυναίκα του όσα είχε δει αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε. Τότε ο Ντίμα έβγαλε από την τσέπη του ένα γαλάζιο δάκρυ που είχε προλάβει να κόψει από το δέντρο πριν στεγνώσει και χαθεί κι ένα πολύχρωμο κλαδί από τη χώρα των ονείρων. Μόλις τα είδε η Νάστια πείστηκε και άρχισε να ετοιμάζει τις βαλίτσες τους.
Μόλις το καράβι με τις πεταλούδες έφτασε ξανά στη χώρα των ονείρων η Νάστια και η Ίρα δεν πίστευαν στα μάτια τους! Τους έδωσαν ένα υπέροχο σπίτι για να ζήσουν. Οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι με βιβλιοθήκες και βιβλία κι αν άνοιγες την πόρτα μπορούσες να κάνεις βουτιά στη λίμνη των ξωτικών.
Η Ιρα έκανε κι ένα καινούριο φίλο, ένα χαδιάρη γάτο που τον έλεγαν Ψαρόσουπα και του άρεσε να παίζει με τα χρυσόψαρα στη γυάλα. Ο Ντίμα συνέχισε να παίζει το βιολοντσέλο του κι όλα τα ξωτικά χόρευαν γύρω του χαρούμενα. Τόσο πολύ τους άρεσε που στο τέλος έγιναν κι οι ίδιοι ξωτικά κι έμαθαν να πετούν και να κοιτούν τη γη από ψηλά!
Την ιστορία έφτιαξαν οι παραμυθάδες της Τρίτης τάξης: Άλκης, Σέβη, Λίλιαν, Μανώλης, Μάνος, Ρουσλάν, Γκεόργκε, Γιώργος, Βαρβάρα, Κατερίνα, Μπεατρίς, Βασιλική, Δήμητρα, Αναστασία, Εβελίνα, Γιώργος, Αντώνης, Εμμανουήλ, Χριστίνα