Μουσείο Λυχνοστάτης
Εκπαιδευτική επίσκεψη e-ξαστέρια Οκτώβριος 2014
Θυμάστε από πού πήρε το όνομά του το Μουσείο Λυχνοστάτης;
..................................................................................................................... ..................................................................................................................... .....................................................................................................................
Η ............................. είναι το σύνολο των φυτών ενός τόπου ενώ η .......................... είναι το σύνολο των ζώων. (πανίδα, χλωρίδα)
Ποια είδη χλωρίδας λέγονται ενδημικά και ποια μικροενδημικά;
..................................................................................................................... ..................................................................................................................... .....................................................................................................................
Τα ενδημικά είδη της Κρήτης Η χαρουπιά
Πώς αλλιώς λέγονται τα χαρούπια; Γιατί; ..................................................................................................................... ................................................................................................................... Ποιο μέρος της νότιας Κρήτης πήρε το όνομά του από τα χαρούπια; ....................................................................................................................
Αν κάθε σπόρος του χαρουπιού ζυγίζει 0,2 γραμμ, μπορείτε να υπολογίσετε πόσοι σπόροι ζυγίζουν ένα γραμμάριο και πόσοι ένα κιλό; ..................................................................................................................... ..................................................................................................................... ...................................................................................................................
Οι σπόροι του χαρουπιού ζυγίζουν ακριβώς 2/10 του γραμμαρίου. Πώς θα το γράφατε αυτό με δεκαδικό; α) 0, 0002 κιλά β) 0,00002 κιλά γ) 0,000002 κιλά
Τα χαρούπια θεωρούνταν «η σοκολάτα της Κατοχής». Σωστό
Λάθος
Ο πρώτος χαρουπόμυλος της Κρήτης!
Η ρογδιά
Τι συμβολίζει το ρόδι; ..................................................................................................................... .....................................................................................................................
Ας θυμηθούμε ένα απόσπασμα από τη «Λωξάντρα» της Μαρίας Ιορδανίδου:
Η συκιά
Το σύκο είναι ..................... του δέντρου. α) ο καρπός β) το άνθος
Ο κέδρος Από τα πιο παλιά ενδημικά είδη της Κρήτης είναι ο κέδρος. Πόσα χρόνια χρειάζεται ο καρπός του κέδρου για να ωριμάσει; α) ένα χρόνο β) δύο χρόνια γ) τρία χρόνια
Πεύκο και κυπαρίσσι
Η μυρτιά
Πες μου, μυρτιά, να σε χαρώ: Πού θα βρω χώμα, θα βρω χώμα και νερό να ξαναχτίσω μια φωλιά για της αγάπης τα πουλιά;
Φραγκοσυκιά
Στη φωτογραφία βλέπουμε τον ανθό της .......................... α) γαλήνης β) χαράς γ) ευτυχίας Γιατί τον λένε έτσι;
Ο αθάνατος
Ο αθάνατος δεν πεθαίνει ποτέ. Σωστό ή λάθος;
Από τις ίνες του αθάνατου οι νοικοκυρές έφτιαχναν μπόλιες και σπουδαία εργόχειρα.
Κι όμως ο αθάνατος πεθαίνει... όταν ανθίζει!
Στον κούφιο μίσχο του έκρυψε τη φωτιά ο Προμηθέας.
Περί βοτάνων...
Βασιλικό κι αρισμαρί, θα βάλω στην ποδιά σου γιατί εγώ τα αγαπώ, τα μάτια τα δικά σου.
Από την αυλή....μέσα στο παραδοσιακό σπίτι.
Στο παραδοσιακό σπίτι δεν υπήρχε τίποτα περιττό. Όλα ήταν λειτουργικά όσο και καλαίσθητα. Τα σεντούκια γίνονταν και καθίσματα, η σκάλα αποθηκευτικός χώρος, τα αποξηραμένα βότανα, τα κρεμμύδια, οι πιπεριές κρέμονταν από το ταβάνι.
Το ταβάνι ήταν φτιαγμένο με ελαφριά υλικά και ξύλινα δοκάρια, για να μην υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης, ενώ χρησιμοποιούνταν αποξηραμένα φυτά με αγκάθια για να αποθαρρύνονται τρωκτικά να «σουλατσάρουν» πάνω από τα κεφάλια των νοικοκυραίων.
Το φαγητό ήταν λιγοστό και γι’ αυτό οι νοικοκυρές ήταν πολύ προσεχτικές όταν το αποθήκευαν. Τα παξιμάδια, περασμένα στο σταμναγκάθι, κρατούσαν μακριά τόσο τα ποντίκια όσο και τα λιχούδικα παιδιά!
Η στάμνα κρατούσε το νερό δροσερό και οι κοπελιές φορούσαν στον ώμο το προσώμι, ένα κεντίδι για να μη λερώνουν το φόρεμά τους όταν πήγαιναν στη βρύση. Έτσι άλλωστε έδειχναν και την προκοπή και την αξιοσύνη τους στους υποψήφιους γαμπρούς.
Από το χωριό στην πόλη... Το αστικό σπίτι
Το αστικό σπίτι είχε φυσικά μεγαλύτερες ανέσεις. Κι εκεί ώστόσο τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον είχαν τα όμορφα χειροτεχνήματα των νοικοκυράδων. Συχνά δεν είχαν σκοπό μόνο τον καλλωπισμό, όπως στη περίπτωση του πλεχτού γύρω από το γυαλί της λάμπας που έκρυβε τη μαυρίλα από το λάδι και τη φωτιά. Άλλες φορές πάλι διηγούνταν θρύλους ή κομμάτια από την Ιστορία του τόπου μας.
Όσο οι γυναίκες όριζαν το σπίτι και το νοικοκυριό, οι άντρες δούλευαν στα χωράφια, στα μιτάτα ή στα εργαστήριά τους...
Τα τυχερά παιδιά, όσα δε δούλευαν δηλαδή , πήγαιναν σχολείο. Τώρα κάποιοι ίσως να διαφωνήσετε για το πόσο τυχερά ήταν...
Η πρώτη μέρα του Νίκου Καζαντζάκη στο σχολείο δεν έμοιαζε καθόλου με τη δική σας....
Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζομαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό. - Με την ευχή του Θεού και με την ευχή μου… μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι. Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν βαθιά σφηνωμένο στη χούφτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ- Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή χούφτα. Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ είχε χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του: - Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σουΟ δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο. - Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παράδωσε στο δάσκαλο. - Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο. - Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα. Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας στο σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι. - Πήγαινε να φωνάξεις το θείο σου το Νικολάκη. Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θείος μου αυτός, ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου. Κοντορεβιθούλης, φαλακρός, με μεγάλα μάτια φοβισμένα, με τεράστια χέρια, όλο τρίχες. - Έλα εδώ, του’ πε ο πατέρας μου ως τον είδε, του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα! Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο. - Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή, είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου. Ο θείος κούνησε το κεφάλι: - Θαρρώ θα πει τουφέκι, αντιμίλησε μα η φωνή του έτρεμε. - Κυνηγετική στολή, βρουχήθηκε ο πατέρας μου. Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θείος μου λούφαξε. Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει: - Τι θα πει πρωτοτόκια; Πετάχτηκα: - Κυνηγετική στολή! - Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος αγράμματος σου τις είπε; - Ο πατέρας μου! Ο δάσκαλος ζάρωσε, τον φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου. Πού να του φέρει αντίρρηση! (απόσπασμα από την « Αναφορά στο Γκρέκο»)
Στο τέλος βέβαια όλα τα παιδιά του κόσμου, σε όλες τις εποχές βρίσκουν χρόνο για παιχνίδι και για να σκαρώσουν σκανταλιές!
Το «ευχαριστώ» μας στους φιλόξενους ανθρώπους του Μουσείου ήταν μια μεγάλη αγκαλιά!