Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
[2]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Ιςτορίεσ με τον Πινόκιο Ζνα πρωινό που ζβρεχε, εγϊ κοίταηα από το παράκυρο και ζπαιηα με τισ ςταγόνεσ. Είχε φτάςει μεςθμζρι κι εγϊ ςυνζχιηα, ϊςπου ο Ρινόκιο μου είπε ότι ζπρεπε να φάμε. Κάκιςα πρϊτθ πρϊτθ, γιατί είχαμε μακαρόνια και για επιδόρπιο ηεςτι ςοκολάτα τθσ μαμάσ. Ζφαγα, ιπια και θ μαμά μου είπε να πάω μια βόλτα με τον Ρινόκιο, μιασ και είχε ςταματιςει θ βροχι. Μασ τόνιςε να προςζχουμε, γιατί ιταν όλα βρεγμζνα. Πμωσ, εγϊ δεν τθν άκουγα, γιατί μιλοφςα με τον Ρινόκιο. Ζτρεξα ζξω αμζςωσ και ο Ρινόκιο μου είπε να μθν τρζχω, γιατί κα πζςω κάτω. Δυςτυχϊσ, ιταν ιδθ πολφ αργά, γιατί είχα πζςει κάτω, πριν προλάβω να ακοφςω τθ φράςθ του. Ζκλαιγα και ακοφςτθκα ωσ μζςα ςτο ςπίτι. Θ μαμά μου, ο μπαμπάσ μου και θ αδελφι μου ζτρεξαν για να δουν τι ςυνζβθ. Πταν με είδαν πεςμζνθ κάτω, κατάλαβαν αμζςωσ τι είχε γίνει. Ρροςπάκθςαν να με ςθκϊςουν και να με πάνε ςτο ςπίτι. Τθ ςτιγμι που με ζβαλαν ςτο ηεςτό μου κρεβάτι, ανακουφίςτθκα. Μετά από λίγο θ μαμά μου βγικε από το μπάνιο με ζνα τραυμαπλάςτ. Το ζβαλε ςτο πόδι μου κι εγϊ τθ ρϊτθςα. —Μαμά, είναι ςοβαρό; Και μου απάντθςε: —Πχι, είναι μια μικρι πλθγοφλα. Το βράδυ κοιμικθκα ςαν πουλάκι και τθν ϊρα του πρωινοφ δεν ζτςουηε κακόλου.
[3]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Επειδι ιταν τα γενζκλιά μου, οι γονείσ μου μοφ πιραν το ποδιλατο που ικελα. Τουσ είπα ότι για τα γενζκλιά μου, το μόνο που ικελα, ιταν να είμαςτε όλοι καλά. —Αλλά αυτό δε ςθμαίνει ότι δε κα κρατιςω το ποδιλατο. —Αυτό είναι το κορίτςι μασ! Το απόγευμα ο Ρινόκιο κι εγϊ πιγαμε για ποδιλατο και κάναμε ςτάςθ για παγωτό. Τι όμορφα που περνοφςαμε! Μακάρι κάκε μζρα να είναι ζτςι!
[4]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Ένα φανταςτικό ταξίδι
Μια φορά κι ζναν καιρό ιταν ζνασ γζροσ άνκρωποσ που ιταν ξυλουργόσ. Κάποια μζρα ζφτιαξε μια κοφκλα που τθν ονόμαςε Ρινόκιο. Ιταν μια κοφκλα που μίλαγε και περπατοφςε. Πμωσ, είχε ζνα ελάττωμα. Του Ρινόκιο του άρεςε να λζει ψζματα. Σε κάκε ψζμα του μεγάλωνε θ μφτθ του. Κάποια μζρα του είπε ο παπποφσ του: —Ρρζπει να ςταματιςεισ να λεσ ψζματα! Πμωσ, ο Ρινόκιο το αρνικθκε. Είχε ςυνθκίςει να λζει ψζματα. Τθν ίδια μζρα ο Ρινόκιο πιγε μια βόλτα ςτο δάςοσ. Εκεί που περπατοφςε είδε μια μεγάλθ ςπθλιά. Μπικε μζςα και είδε ζναν μάγο. Ο Ρινόκιο του λζει με απορία: —Ροιοσ είςαι εςφ; [5]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
—Είμαι ο μάγοσ Κοδωρισ. Εγϊ ξζρω ποιοσ είςαι εςφ. Είςαι ο Ρινόκιο. —Από ποφ το ξζρεισ; ρωτάει. —Σε ζχω γνωρίςει από τα ψζματά ςου. Πλοι ςυηθτάνε για ςζνα, είπε ο μάγοσ. Και ςυνζχιςε: —Ρρζπει να ςταματιςεισ να λεσ ψζματα! Ρρζπει να παραδεχόμαςτε ό,τι κάνουμε, ακόμα κι αν κάναμε κάτι κακό. Κα πρζπει να είμαςτε ειλικρινείσ. Ο Ρινόκιο ςκζφτθκε αυτά που είπε ο μάγοσ. Κατάλαβε ότι του ζλεγε το ςωςτό. Από εκείνθ τθ ςτιγμι ο Ρινόκιο ςταμάτθςε να λζει ψζματα και ζηθςε μια χαροφμενθ ηωι μόνο με τθν αλικεια.
[6]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Ένα φανταςτικό ταξίδι
Τα Χριςτοφγεννα που μασ πζραςαν, πιγα με τουσ γονείσ μου ςτθ Ντίςνεχλαντ. Πλα ιταν ςτολιςμζνα. Εγϊ είχα μείνει με το ςτόμα ανοιχτό με όλα αυτά που ζβλεπα. Δεν ιξερα τι να δω πρϊτα. Τελικά ταξίδεψα ςτθ Γθ τθσ Φανταςίασ με τον Ρινόκιο. Με πιγε ςτο ςπίτι του, το οποίο ιταν ξφλινο και ςτο κζντρο είχε ζνα χριςτουγεννιάτικο δζντρο με πολλά δϊρα από κάτω. Με κζραςε ηεςτι ςοκολάτα και μου είπε να διαλζξω ζνα δϊρο από αυτά που είχε κάτω από το δζντρο. Εγϊ, χαροφμενοσ πολφ, διάλεξα ζνα μ’ ζναν μεγάλο φιόγκο, αλλά μόλισ το άνοιξα, πετάχτθκε ζνα ελατιριο που πάνω του είχε ζνα χαρτάκι που ζγραφε: «Κορόιδο, δεν ζχει δϊρο! Σε κορόιδεψα!»
[7]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Εγϊ ςτενοχωρικθκα αλλά, πριν προλάβω να πω τίποτα, μπικαν ςτο ςπίτι ο Ρίτερ Ραν μαηί με τθν Αλίκθ. Μόλισ με είδαν με το κουτί, κατάλαβαν και μαλϊςανε τον Ρινόκιο. Ο Ρινόκιο κατάλαβε το λάκοσ του και μου ηιτθςε ςυγγνϊμθ. Και για να με κάνουν να το ξεχάςω, με πιραν και πετϊντασ όλοι μαηί χζρι χζρι, πιγαμε ςτθν κορυφι του πφργου του Άιφελ. Ιταν καταπλθκτικά. Μποροφςα να δω όλο το Ραρίςι. Με το ηόρι ζφυγα από εκεί για να γυρίςω ςτουσ γονείσ μου, γιατί κα ανθςυχοφςαν. Πταν τουσ είδα και τουσ είπα ποφ είχα πάει, δεν με πίςτεψαν. Πμωσ, εγϊ δεν πρόκειται να ξεχάςω αυτά που είδα!
[8]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ Με λζνε Βαγγζλθ. Εγϊ κι ο αγαπθμζνοσ μου ςκφλοσ ο Μοφργοσ είμαςτε ςε μια αποςτολι ςτθ Ν.A.Σ.A. Θ αποςτολι μασ είναι να εξερευνιςουμε το διάςτθμα και πζρα απο τον Άρθ. Τθ μζρα που ιταν να φφγουμε για το διάςτθμα, μασ περίμενε μια ευχάριςτθ ζκπλθξθ. Μαηί μασ ςτθν αποςτολι κα ιταν κι ο Ρινόκιο. Εγϊ κι ο Μοφργοσ αναρωτθκικαμε γιατί να ζρκει κι ο Ρινόκιο. Μασ απάντθςαν πωσ ςτισ δφςκολεσ ςτιγμζσ κα μασ βοθκιςει. Οι τρεισ μασ μπικαμε ςτο διαςτθμόπλοιο και φφγαμε για το διάςτθμα. Τθν ϊρα τθσ απογείωςθσ το διαςτθμόπλοιο τραντάχτθκε και ο Μοφργοσ φοβικθκε. Ο Ρινόκιο του τράβθξε τθν προςοχι λζγοντάσ του πωσ είναι ςτθν αποςτολι, γιατί είναι το καλφτερο παιδί του κόςμου. Τότε θ μφτθ του μεγάλωςε. Ζπειτα απο μζρεσ ταξίδι φτάςαμε ςτον Κρόνο. Ο Μοφργοσ φοβικθκε, όταν είδε τουσ δακτφλιουσ, γιατί νόμιηε πωσ ο πλανιτθσ καταςτράφθκε. Ο Ρινόκιο όμωσ του είπε ψζματα πωσ είναι λωρίδεσ μπζικον. Τότε ο Μοφργοσ ξεκαρδίςτθκε ςτα γζλια, ενϊ θ μφτθ του Ρινόκιο ζγινε ακόμθ πιο μεγάλθ. Ρροςγειωκικαμε ςτον πλανιτθ και πιραμε φωτογραφίεσ και πετρϊματα. Μετά απο λίγο αναχωριςαμε για τθν Γθ. Πταν φτάςαμε ςτθ Γθ, ο Ρινόκιο μασ είπε: —Χάρθκα που ςασ γνϊριςα. Αλλά θ μφτθ του ξαναμεγάλωςε. Θταν θ τελευταία φορά που θ μφτθ του ξαναμεγάλωςε.
[9]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Ο ψεφτησ Πινόκιο
Ιταν άλλο ζνα ςυνθκιςμζνο πρωινό ςτθ Ντίςνεχλαντ. Ο ιλιοσ ζλαμπε, τα πουλιά κελαθδοφςαν και ο κόςμοσ γινόταν όλο και περιςςότεροσ, όςο περνοφςε θ ϊρα. Εγϊ με τθ φίλθ μου τθ Μίνθ είχαμε ςυναντθκεί από νωρίσ για να καυμάςουμε τα αξιοκζατα. Κακϊσ προχωροφςαμε, βλζπαμε ςυνζχεια τον Ρινόκιο να λζει ς’ όλουσ ψζματα και να κάνει αταξίεσ. Για παράδειγμα, εμάσ μασ είπε πωσ, άμα πάμε αριςτερά, κα βροφμε δωρεάν φαγθτό. Οι αταξίεσ που ζκανε ιταν πολλζσ, ζπαιρνε πράγματα δωρεάν, ζςπαγε πράγματα, ζδινε λάκοσ οδθγίεσ ςτουσ επιςκζπτεσ. Εγϊ και θ Μίνθ δεν μποροφςαμε να το πιςτζψουμε, γιατί κάποιεσ φορζσ ο Ρινόκιο είναι καλόσ με τουσ άλλουσ και ςυγκρατεί τον εαυτό του ςτο να λζει ψζματα. Οι φφλακεσ, αφοφ είδαν τι ζκανε ο Ρινόκιο, τον ζβαλαν ς’ ζνα κλουβί για [10]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
να τον τιμωριςουν. Εμείσ λυπθκικαμε για τον Ρινόκιο, οπότε πιγαμε να τον βοθκιςουμε, αλλά... Θ Μίνθ είχε μια ιδζα... ζτςι, λοιπόν, τθν εφαρμόςαμε. Θ Μίνθ κα ζκανε αντιπεριςπαςμό για να μθν κοιτάνε οι φφλακεσ, ενϊ εγϊ κα ελευκζρωνα τον Ρινόκιο. Τελικά, τα καταφζραμε κι ελευκερϊκθκε, αλλά οι φφλακεσ το κατάλαβαν το ςχζδιο και μασ κυνθγοφςαν ςε όλθ τθν Ντίςνεχλαντ. Κατάφεραν και μασ ζπιαςαν, αλλά τουσ είπαμε ότι, άμα μασ άφθναν ελεφκερουσ, κα του μακαίναμε να μθ λζει ψζματα και να μθν κάνει αταξίεσ. Και ζτςι ζγινε... Στο τζλοσ όλοι ιταν χαροφμενοι και ςτθν Ντίςνεχλαντ ερχόντουςαν όλο και περιςςότεροι επιςκζπτεσ κάκε μζρα. Πμωσ ξαφνικά, μετά από λίγο, ακοφςτθκε μια φωνι! Ιταν τθσ μαμάσ μου που ζλεγε: — Ξφπνα! Ξφπνα! Ώρα για το ςχολείο!
[11]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Ένα απόγευμα με τον Πινόκιο Σιμερα ξεκίνθςαν οι καλοκαιρινζσ μου διακοπζσ ςτο εξοχικό μασ με τον Ρινόκιο. Το απόγευμα, κακϊσ παίηαμε ςτον κιπο του ςπιτιοφ μασ με το αεροπλάνο μου, ο Ρινόκιο το πζταξε με δφναμθ και προςγειϊκθκε ςτθν αυλι ενόσ άλλου ςπιτιοφ. Οι άνκρωποι που ζμεναν εκεί, είχαν ζναν άγριο ςκφλο. Τότε εκείνοσ άρχιςε με μανία να καταςτρζφει το αεροπλάνο μου. Εγϊ εκνευρίςτθκα με τον Ρινόκιο κι εκείνοσ ζλεγε ψζματα ςτον παπποφ και τθ γιαγιά μου ότι ζφταιγα εγϊ. Εκείνθ τθ ςτιγμι θ μφτθ του Ρινόκιο άρχιςε να μεγαλϊνει. Ζτςι φάνθκε ότι ζλεγε ψζματα. Θ αλικεια είναι ότι ιταν απρόςεκτοσ, ενϊ εγϊ του ζδινα ςυμβουλζσ και οδθγίεσ πϊσ να πετάει το αεροπλάνο. Το παιχνίδι μου καταςτράφθκε εξαιτίασ του κι εγϊ ςτενοχωρικθκα πολφ. Μακάρι να μθν είχε ςυμβεί αυτό το γεγονόσ! Μετά από λίγεσ μζρεσ ξζχαςα αυτό το περιςτατικό.
[12]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Mια μζρα με τον Πινόκιο
Μια φορά κι ζναν καιρό εγϊ και ο Ρινόκιο ξεκινιςαμε να πάμε ςτο δάςοσ για πικ νικ. Πταν φτάςαμε ςτο δάςοσ, είχε πολφ καπνό και τρζξαμε να δοφμε τι ςυνζβθ. Είχε πιάςει φωτιά, αλλά εγϊ και ο Ρινόκιο ξζραμε ποιοσ τθν ζβαλε. Ιταν ζνασ κφριοσ που ζτρεχε και όταν φτάςαμε κοντά [13]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
του, ιταν ιδθ πολφ αργά, γιατί είχαν καεί όλα και εκείνοσ γζλαγε. Ο Ρινόκιο κι εγϊ καλζςαμε τθν αςτυνομία και τθν πυροςβεςτικι. Εκείνθ τθν ϊρα ιμουν πολφ ςτεναχωρθμζνθ γι αυτά που ζγιναν και δεν ικελα να ςκεφτϊ τίποτα. Μετά από λίγο ςβιςτθκε θ φωτιά και χάρθκα πάρα πολφ. Και ηιςαμε εμείσ καλά κι ο κφριοσ άςχθμα ςτθν φυλακι παίρνοντασ ζνα καλό μάκθμα γι’ αυτά που ζκανε.
[14]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
O ΚΑΛΟΣ ΠΙΝΟΚΙΟ Ιταν άνοιξθ. Σε μια καλφβα ηοφςε ζνα κορίτςι που το λζγανε Λωάννα. Θ Λωάννα ζμενε με τον παπποφ τθσ, τον κφριο Κϊςτα. Μια μζρα ο παπποφσ τθσ είπε: —Λωάννα, κα πάμε εκδρομι ςτθ λίμνθ. Ετοιμάςου, αν κεσ πάρε τα παιχνίδια. Μπορείσ να πασ ςτον παιχνιδά. Ορίςτε, πάρε είκοςι ευρϊ. —Εντάξει, παπποφ, απάντθςε αυτι και πιρε δρόμο για το παιχνιδάδικο. Μετά από λίγο, ζφταςε ςτο παιχνιδά. Χάηεψε για πζντε λεπτά και μετά αποφάςιςε. —Κζλω αυτι τθ μαριονζτα, είπε θ Λωάννα. —Κάνει πζντε ευρϊ. —Ευχαριςτϊ, είπε και ζφυγε. Πταν ζφταςε ςτο ςπίτι, μάηεψε τα ροφχα τθσ. —Λωάννα, φεφγουμε ςε μια ϊρα, φϊναξε ο παπποφσ από κάτω. Θ Λωάννα βρικε ιδθ το όνομα τθσ κοφκλασ τθσ. Ρινόκιο κα τθν ζβγαηε. Κάποια ςτιγμι, ξαφνικά, θ μαριονζτα άρχιςε να μιλάει, να περπατάει, να τρϊει!! Δεν το είπε ςτον παπποφ τθσ. Μετά από μια ϊρα μπικαν ςτο αυτοκίνθτο. Μόλισ φτάςανε ςτθ λίμνθ, ζςτθςαν τθ ςκθνι τουσ και ζφαγαν βραδινό.
[15]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Το βράδυ, όταν όλοι ζπεςαν για φπνο, θ Λωάννα διψοφςε. Ριγε ζξω να πιει νερό μα, ξαφνικά, ςκόνταψε και γφριςε το πόδι τθσ. Ο παπποφσ τθσ ξφπνθςε από τισ φωνζσ που ζβαλε θ κοπζλα. Ξφπνθςε και ο Ρινόκιο. Ο Ρινόκιο είπε ςτον παπποφ: —Κφριε Κϊςτα, εγϊ είδα τι ζγινε. Θ Λωάννα ικελε να πιει νερό και γφριςε το πόδι τθσ. Ρρζπει να τθν πάμε ςτον γιατρό. Ριγαν αμζςωσ ςτον γιατρό. Ο γιατρόσ τουσ είπε ότι είχε ςπάςει το πόδι τθσ. Θ Λωάννα ζφυγε από το ιατρείο και πιγε πίςω ςτο ςπίτι. Ο παπποφσ τθσ και ο Ρινόκιο τθν φρόντιηαν ςυνζχεια, ϊςπου μια μζρα το πόδι τθσ γιατρεφτθκε.
[16]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Ο Πινόκιο και οι τερμίτεσ Μια φορά κι ζναν καιρό, ςτα πιο απαλά ςφννεφα του κόςμου ηοφςαν οι τερμίτεσ, ο Ρινόκιο και θ Δεςποινοφλα με τα κοτςιδάκια. Μια μζρα ο Ρινόκιο ζπαιηε κρυφτό με τθ Δεςποινοφλα. Θ Δεςποινοφλα φφλαγε. Ο Ρινόκιο εξουκενωμζνοσ προςπακοφςε να βρει μια κρυψϊνα. —... 80, 85, 90, 95, 100! Φτου και βγαίνω! Φϊναξε θ Δεςποινοφλα, όμωσ ο Ρινόκιο δεν είχε κρυφτεί ακόμα. —Εεε... εεε... προςπακοφςε να βρει μια δικαιολογία. Οι τερμίτεσ ιρκαν και με ζβριηαν και δεν πρόλαβα να κρυφτϊ, είπε αγχωμζνοσ και ξαφνικά θ μφτθ του μεγάλωςε. —Ρινόκιο! Σταμάτα να λεσ ψζματα και παίξε δίκαια! Φϊναξε θ Δεςποινοφλα. —Γιατί; ρϊτθςε ο Ρινόκιο ειρωνικά. —Γιατί το κζλει ζνα παπί! Ευχαριςτικθκεσ; του είπε κυμωμζνα. Ξαφνικά ιρκαν οι τερμίτεσ. —Εεε! Γιατί μασ ζβαλεσ ςτο ψζμα ςου; Ξζρεισ ότι, άμα δεν μεγάλωνε θ μφτθ ςου, κα κατθγοροφςε εμάσ θ Δεςποινοφλα; είπαν όλοι μαηί. —Μα... μα... μα..., ζλεγε τρομαγμζνοσ ο Ρινόκιο. —Μαμοφνια! φϊναξαν οι τερμίτεσ. —Τζλοσ ο τςακωμόσ! αναςτατωμζνθ.
Εντάξει;
[17]
είπε
θ
Δεςποινοφλα
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
—Ναι... είπαν όλοι μαηί. Είχε ιδθ βραδιάςει και ο Ρινόκιο κοιμικθκε κουραςμζνοσ και λυπθμζνοσ. Το επόμενο πρωί ξφπνθςε τρομαγμζνοσ και άρχιςε να μονολογεί: «Ρωωωω! Είδα ζνα όνειρο ότι οι τερμίτεσ μου ζτρωγαν το πόδι! Αααα! Δεν είναι όνειρο! Το πόδι μου δεν υπάρχει πια!» Ο Ρινόκιο άρχιςε να κλαίει. Ζτρεχε όςο πιο γριγορα μποροφςε, όμωσ ςτον δρόμο του ςυνάντθςε τουσ τερμίτεσ.
—Κα ςε φάμε ολόκλθρο! Χαμ! είπαν οι τερμίτεσ και άρχιςαν να γελάνε. —Πχι! Μθ μου το κάνετε αυτό! τςίριξε ο Ρινόκιο. Μετά πιγε ςτθ Δεςποινοφλα για να τθσ το πει κι εκείνθ τρόμαξε. [18]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
—Κεοφλθ μου! Ρϊσ είςαι ζτςι. Θ Δεςποινοφλα άρχιςε να κλαίει, γιατί δε κα μποροφςε να ξαναπαίξει με τον φίλο τθσ. —Ζλα, μθν κλαισ! Γιατί κα με κάνεισ... κα με κάνεισ κι εμζνα να κλαίω. Και τελικά ο Ρινόκιο άρχιςε να κλαίει. Αα! Ζχω μια ιδζα! Κάνε ςυμφωνία με τουσ τερμίτεσ, είπε πονθρά ςτθ Δεςποινοφλα, ςκοφπιςε τα δάκρυά του και τθσ ζκλειςε το μάτι. —Τι είδουσ ςυμφωνία; ρϊτθςε ανιςυχθ. —Λοιπόν, κα τουσ πεισ ότι αν ςταματιςουν να τρϊνε τον Ρινόκιο, δθλαδι εμζνα, τότε... τότε... εεε..., τζλοσ πάντων, κα ςκεφτείσ κάτι. Να κυμάςαι ότι κα κρφβομαι πίςω από τα ςυννεφόδεντρα και όταν ςου κάνω ςιμα, κα πασ ςτουσ τερμίτεσ. Εντάξει; —Εντάξει, απάντθςε αποφαςιςτικά θ Δεςποινοφλα. Πλο το βράδυ ςκεφτόταν τι κα πει ςτουσ τερμίτεσ. Αχά! Βρικε μια ιδζα... Το επόμενο πρωί ζκανε ό,τι τθσ είπε ο Ρινόκιο, όμωσ δεν ιταν και τόςο ςίγουρθ γι’ αυτό που κα τουσ ζλεγε. —Γεια, τερμιτοφλθδεσ! Τι κάνετε; Σασ ζχω μια ςυμφωνία. Αν ςταματιςετε να τρϊτε τον..., δεν πρόλαβε να τελειϊςει τθν πρόταςθ και οι τερμίτεσ τθ διζκοψαν απότομα. —Δε κα ακοφςουμε τίποτα! Χρειάηεται ζνα μάκθμα και κα του το δϊςουμε! —Μα... —Μαμάκια! Είπαν κυμωμζνα. —Αφιςτε με να ολοκλθρϊςω! Ζλεγα ότι, αν ςταματιςετε να τον τρϊτε, τότε κα ςταματιςει να λζει ψζματα. Ουφ! [19]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
—Εντάξει... κα δοφμε, αλλά αν δε ςταματιςει, κα τον φάμε! Σοβαρολογοφμε! είπαν αποφαςιςτικά. Θ Δεςποινοφλα είπε τα νζα ςτον Ρινόκιο κι εκείνοσ τςίριηε από χαρά. Τελικά, δεν ξαναείπε ποτζ ψζματα κι ζβαλε πλαςτικό πόδι που ιταν καλφτερο από το παλιό. Ρια μποροφςε να τρζχει. Πλοι λυποφνται τον Ρινόκιο που ζχει πλαςτικό πόδι, όμωσ ζπρεπε να ςταματιςει τα ψζματα. Πλοι κα είχαν ςταματιςει νωρίτερα να λζνε ψζματα για να μθν πάκουν κάτι που δε κζλουν. Ο Ρινόκιο κζλει να ςασ πει ότι δε κζλει να γίνετε ςαν κι αυτόν. Και να κυμάςτε τθν παροιμία: «Πποιοσ λζει ψζματα, πζφτει μεσ ςτα αίματα. Κι όποιοσ λζει τθν αλικεια, ο Κεόσ του δίνει βοικεια». Ο Ρινόκιο κζλει να μθ λζτε ψζματα και να είςτε όλοι καλά! Κι ζηθςε το κομμζνο πόδι του Ρινόκιο καλά κι εςείσ καλφτερα.
[20]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Μία φανταςτική χώρα Ιταν Ραραςκευι, μια θλιόλουςτθ μζρα. Με τον φίλο μου τον Στάκθ ξεκινιςαμε για μια βόλτα ςτο δάςοσ. Ππου κι αν κοιτοφςεσ, ζβλεπεσ περίεργα πλάςματα, μάλιςτα ζνα λουλοφδι ιταν ςαν να μασ κοιτοφςε. Ξαφνικά ο Στάκθσ ςκόνταψε ςε μια πζτρα και χτφπθςε το πόδι του. Μετά από λίγο, κακϊσ ςκφψαμε, είδαμε περίεργεσ πατθμαςιζσ ςτο χϊμα. Ο Στάκθσ ζτρεμε από τον φόβο του. —Ράμε να φφγουμε, μου ζλεγε. —Σςςςσ! Κάνε θςυχία! Ακολουκοφςαμε τισ πατθμαςιζσ για ϊρα, αλλά είδαμε ότι ςε ζνα ςθμείο ςταμάτθςαν. —Μάλλον κάποιοσ κυνθγόσ κα ζχει περάςει από εδϊ, ψικφριςε ο Στάκθσ. Ζτςι το αγνοιςαμε και φφγαμε. Πμωσ, κακϊσ απομακρυνόμαςταν, μια πετροφλα με χτφπθςε ςτο κεφάλι. Γφριςα πίςω μου και πρόςεξα πωσ κάτι κουνιόταν ςτον κάμνο. —Ράμε να δοφμε τι ιταν, μου είπε ο Στάκθσ. Ρροχωριςαμε αργά αργά προσ τον κάμνο. Κάναμε ζναν κφκλο γφρω απ’ αυτόν. Δεν πιςτεφαμε ςτα μάτια μασ! Ρίςω από τον κάμνο κακόταν ο Ρινόκιο! —Ασ μείνουμε μαηί του, είπα. —Κι όπου πάει, κα τον ακολουκοφμε.
[21]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Δεν πιςτεφαμε ςτα μάτια μασ! Πίςω από τον θάμνο καθόταν ο Πινόκιο!
Ο Ρινόκιο ξεκίνθςε κι εμείσ ακολουκοφςαμε. Ξαφνικά βρεκικαμε ςε μια φανταςτικι χϊρα, όπου όλοι οι ιρωεσ του Ντίςνεχ ιταν γφρω μασ και μασ κοιτοφςαν. Ιταν ο Ντόναλντ και θ παρζα του, ο Μίκυ, θ Χιονάτθ, θ Κοκκινοςκουφίτςα , ο Ρίτερ Ραν και πολλοί άλλοι. Ιμαςταν τόςο κουραςμζνοι αλλά κι εντυπωςιαςμζνοι! Μετά κακίςαμε να ξεκουραςτοφμε και αποκοιμθκικαμε. Το πρωί ξυπνιςαμε ςτα κρεβάτια μασ. Πλα ιταν ζνα όνειρο!
[22]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Μια ιςτορία με τον Πινόκιο
Ο μικρόσ Ρινόκιο ξεκίνθςε για να πάει ςτο μαγαηί του πατζρα του. Ικελε να περάςει με τον μπαμπά του ζνα όμορφο απόγευμα. Στο δρόμο του όμωσ ςυνάντθςε τον φίλο του που του πρότεινε βόλτα ςτο μαγεμζνο δάςοσ . Τότε ο Ρινόκιο δεν ζχαςε ευκαιρία και οι δυο μαηί προχϊρθςαν για το μαγεμζνο δάςοσ. Πταν ζφταςαν εκεί το πρϊτο πράγμα που ςυνάντθςαν ιταν ζνα βουνό που άρχιςε να τουσ διθγείται τθν ιςτορία του . Ιταν τόςο ηωντανι θ περιγραφι του που άκουγαν πόδια αλόγων και πυροβολιςμοφσ . Ρραγματικά τρόμαξαν πάρα πολφ και το ‘βαλαν ςτα πόδια . Λίγο πιο κάτω ςυνάντθςαν τθν γριά κουκουβάγια με τα μεγάλα φωτεινά μάτια τθσ, τότε τρόμαξαν τόςο που το ζβαλαν ςτα πόδια και γφριςαν ςτθν πλατεία και ςτο μαγαηί του μπαμπά Τηεπζτο. Διθγθκικαν ςτον Τηεπζτο τθν περιπζτεια τουσ και για καλι τουσ τφχθ δεν τουσ μάλωςε .Αντίκετα τουσ είπε να μθ κάνουν τίποτε πριν πάρουν τθν άδεια του και ότι πολφ ςφντομα κα πιγαιναν όλοι μαηί μια βόλτα ςτο μαγεμζνο δάςοσ.
[23]
Τετράδιο Εργαςιϊν Εϋ – αϋ τεφχοσ
Οι ιςτορίεσ που μόλισ διαβάςατε και οι ηωγραφιζσ που τισ ςυνοδεφουν είναι αυθεντικζσ δθμιουργίεσ των παρακάτω μικρών ςυγγραφζων και ηωγράφων:
Βαγγζλθ Ηουλάκθ Λάηαρου Λωακειμίδθ Νεφζλθσ Καλλίγα Αδαμαντίασ Κόκλα Κοδωρι Μαςοφρα Στάκθ Μερεντίτθ Στζλλασ Μπάρακλθ Δθμιτρθ Ραπαδάτου Λωάννασ Ρλατανιανάκθ Κων/νου Ρλατανιανάκθ Δζςποινασ Ψωμαδάκθ
[24]