Οι φίλοι μας τα ζώα

Page 1


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

2


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Σο αγαπθμζνο μου ηώο Το αγαπθμζνο μου ηϊο είναι το κουνελάκι. Γι’ αυτό κι ο μπαμπάσ το καλοκαίρι μασ ζφερε για κατοικίδιο ςε ζνα μεγάλο κλουβί τον Μπάνι. Ο Μπάνι είναι μικρόςωμοσ και ζχει λευκό και καφζ χρϊμα. Του αρζςει να χοροπθδάει ςτο μπαλκόνι μασ και να χουηουρεφει ςτθν αγκαλιά μου. Τότε του διαβάηω τα κόμικσ που μου αρζςουν. Στο τζλοσ του καλοκαιριοφ το πιγαμε ςε μια οικογζνεια κουνελιϊν για να περάςει τον χειμϊνα. Το καλοκαίρι που κα τον ξαναδοφμε, κα ζχει τθ δικι του οικογζνεια.

3


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Ο Νικ- Νικ Το αγαπθμζνο μου κατοικίδιο είναι το καναρίνι μου. Θ οικογζνειά μου κι εγϊ το φωνάηουμε Νικ-Νικ. Το απζκτθςα, όταν ιμουν επτά χρονϊν. Μου το ζφερε δϊρο ο παπποφσ μου ςτα γενζκλιά μου. Είναι πολφ όμορφο. Ζχει απαλό τρίχωμα. Θ ουρά του ζχει χρϊμα χρυςαφί, καφζ και άςπρο. Το ςϊμα του είναι πολφχρωμο. Τα χρϊματά του είναι καφζ και κόκκινο. Είναι ζνα μικρόςωμο καναρίνι. Πταν γυρίηω από το ςχολείο, πθγαίνω και το ταΐηω. Ο Νικ-Νικ κελαθδά ςε όποιον τον αγαπάει. Ρερνάω πολφ ωραία μαηί του. Νιϊκω ότι του μιλάω και μετά από λίγο μου μιλάει κι αυτόσ. Μια θλιόλουςτθ μζρα ιρκε ζνα γεράκι κι επιτζκθκε ςο καναρίνι μου. Ευτυχϊσ, βγικε ζξω θ ο παπποφσ μου, θ γιαγιά μου, θ μαμά μου κι θ αδελφι μου και ζδιωξαν το γεράκι από το μπαλκόνι μασ. Αυτό το περιςτατικό με φόβιςε πολφ. Εφχομαι ο Νικ-Νικ να ηιςει για πάντα μαηί μου.

4


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Σο αγαπθμζνο μου ηώο

Το αγαπθμζνο μου ηϊο είναι ζνασ γάτοσ που τον λζνε Ράρθ. Τον ονόμαςα ζτςι, γιατί είναι πολφ όμορφοσ. Τον βρικα πριν πζντε χρόνια ς’ ζνα εγκαταλελειμμζνο ςπίτι. Πταν τον πιγαμε ςε ιατρείο μικρϊν ηϊων, μασ είπαν ότι είναι ζνα πολφ ωραίο γατάκι Βιρμανίασ. Είναι μικρόςωμοσ, με καφζ και άςπρο χρϊμα ςτο τρίχωμά του. Ζχει δυο γαλανά μάτια ςαν χάντρεσ και ηυγίηει περίπου 2,5 κιλά. Οι ϊρεσ μαηί του είναι ευχάριςτεσ, γιατί είναι πολφ παιχνιδιάρθσ. Είναι άτακτοσ και με κάνει να γελάω πολφ. Ραρόλο που κάποτε αρρϊςτθςα από μια γρατςουνιά του και πιγα ςτο νοςοκομείο για μζρεσ εξαιτίασ του, όταν γφριςα, δεν τον ζδιωξα από το ςπίτι, γιατί τον αγαποφςα πολφ. Ενϊ τον αγαποφςαν πολλζσ γάτεσ, πιρε μία και ζκαναν πολλά γατάκια.

5


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Ζνα ηώο Ζνα βράδυ, κακϊσ γυρνοφςα από το ςπίτι μου, άκουςα κάτι γατάκια να νιαουρίηουν. Τα νιαουρίςματά τουσ ερχόντουςαν από το διπλανό ακατοίκθτο ςπίτι. Επειδι δεν άντεχα τα νιαουρίςματά τουσ, αποφάςιςα να ψάξω να τα βρω. Μπικα ςτο παλιό ςπίτι και, επειδι δεν ζβλεπα τίποτε μζςα ςτο ςκοτάδι, φοβικθκα πολφ. Ρερπατοφςα ςιγά ςιγά. Επειδι ιξερα ότι ιταν πολφ δφςκολο να τα βρω, ςκζφτθκα να πάω να φζρω ζναν φακό. Ζτρεξα γριγορα ςτο ςπίτι μου, πιρα ζναν φακό και ξαναπιγα ςτο ακατοίκθτο ςπίτι. Πταν μπικα και πάλι μζςα, δεν άκουγα τίποτε. Σκζφτθκα να φφγω, επειδι νόμιηα ότι τα γατάκια κάπου είχαν κρυφτεί και δεν κα τα ζβριςκα. Αλλά να, εκεί ςε μια γωνιά ιταν τζςςερα γατάκια που με κοιτοφςαν φοβιςμζνα. Επειδι πίςτευα ότι οι γονείσ μου δεν κα είχαν αντίρρθςθ να τα κρατιςουμε για λίγεσ μζρεσ, τα ζβαλα ςε ζνα χαρτόκουτο και τα ζφερα ςτο ςπίτι μου. Τελικά, όλοι ςυμφωνιςαμε να κρατιςουμε. Κι ζτςι ζγινε.

6


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

ΣΟ ΗΩΟ ΠΟΤ ΜΟΤ ΑΡΕ΢ΕΙ Κα ικελα πολφ να αποκτιςω ζνα γατάκι, που κα το ονόμαηα Αντωνία. Κα ιταν ωραίο να το αποκτιςω ςτα γενζκλιά μου, αλλά να μθν ιταν από μαγαηί, να ιταν από οικογζνεια. Το χρϊμα του κα ιταν άςπρο και κα είχε μαφρθ «ςτάμπα» ςτο δεξί του μάτι, κα ικελα επίςθσ να μθν είναι μεγάλο αλλά μεςαίο γατάκι. Μακάρι να μποροφςα να περνάω πολλζσ ϊρεσ μαηί του. Τότε κα γινόμαςταν οι καλφτεροι φίλοι. Ζνα ςθμαντικό περιςτατικό κα ικελα να ηιςω μαηί του. Αυτό το περιςτατικό κα ιταν να καίγεται ζνα ςπίτι και το γατάκι να είναι μζςα ςε αυτό. Τότε να ερχόταν θ πυροςβεςτικι και να ζμπαινα ςτο ςπίτι, να ζςωηα το γατάκι και να το θρεμοφςα. Αυτό το περιςτατικό κα με ζκανε να ςκεφτϊ πωσ γίναμε φίλοι. Επίςθσ, κα με ζκανε να ξζρω ότι ιμουν ςθμαντικι ςε κάτι ςθμαντικό.

7


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Θ γατοφλα μου, θ Λοφςυ Στο χωριό μου, ςτθν Αγία Τριάδα Ευρυτανίασ, ζχω μια γάτα, που τθν ζχω βαφτίςει Λοφςυ. Ρζρςι το καλοκαίρι τθ βρικε θ γιαγιά μου ςτο χωράφι, τθν πιρε και τθν πιγε ςτθν αυλι του ςπιτιοφ τθσ. Είναι μικρόςωμθ, μαφρθ με άςπρεσ βοφλεσ. Ρερνάω πολφ ευχάριςτα μαηί τθσ. ΢ίχνω μακριά το μπαλάκι και πάει να το πιάςει. Άλλεσ φορζσ κάνω ποδιλατο κι εκείνθ τρζχοντασ από πίςω. Είμαι πολφ χαροφμενοσ, όταν είμαι μαηί τθσ. Το καλοκαίρι που μασ πζραςε, κάποια ςτιγμι, είχα ςτενοχωρθκεί πολφ, γιατί είχα τςακωκεί με τον φίλο μου. Εκείνθ κατάλαβε ότι ιμουν ςτενοχωρθμζνοσ και δεν με άφθςε κακόλου μόνο μου. Από εκείνθ τθ ςτιγμι είμαι ακόμθ πιο δεμζνοσ μαηί τθσ.

8


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Ο Λουκοφμθσ Το αγαπθμζνο μου ηϊο είναι το κουνελάκι. Είχα κι εγϊ ζνα, τον Λουκοφμθ. Τον πιρα πζρςι, όταν οι γονείσ μου είχαν πάει βόλτα. Πταν γφριςαν ςπίτι, ζφεραν ζνα κουτί που κουνιόταν. Αυτό που κουνιόταν ιταν ο Λουκοφμθσ. Ζνασ χοντροφλθσ, άςπροσ με καφζ χρϊμα και ζχει γαλανά μάτια. Ζχει μικρά δοντάκια, ροη γλωςςίτςα και καφζ μυτοφλα. Επειδι ζμοιαηε με λουκουμάκι, τον ονομάςαμε Λουκοφμθ. Κάκε μζρα τον χαϊδεφω, τον ταΐηω με καρότα, μιλα και μαροφλι. Εκείνοσ μου γλείφει το δάχτυλο για να μ’ ευχαριςτιςει. Κουλουριάηεται κάκε φορά που τον χαϊδεφω πίςω από τα αυτιά. Νιϊκω όμορφα όταν τον βλζπω, γιατί, όταν αιςκάνομαι άςχθμα, του λζω τα προβλιματά μου κι εκείνοσ με γλείφει δείχνοντάσ μου τα δοντάκια του. Μια φορά, επειδι ιταν βρϊμικοσ, εγϊ και θ οικογζνειά μου τον κάναμε μπάνιο. Τον βάλαμε μεσ ςτθν μπανιζρα και μετά του βάλαμε λίγο μυρωδάτο αφρόλουτρο «πράςινο μιλο». Εκείνοσ ζτρεχε μζςα ςτθν μπανιζρα, όςο του κάναμε ςαπουνάδα και τον ξεπλζναμε. Τον τυλίξαμε με δυο όμορφεσ πετςζτεσ ςαν μωρό και τον πιραμε αγκαλίτςα. Ζμπαινε όλο και πιο μζςα ςτισ πετςζτεσ κι άρχιςε να κουνιζται. Γι’ αυτό τον ςτεγνϊςαμε με το μοβ ςεςουάρ. Το τρίχωμά του ιταν απαλό, αλλά είχε ςθκωκεί, ςαν να είχε πάκει θλεκτροςόκ. Τον βάλαμε ςτο κλουβί, μασ γφριςε τθν πλάτθ κι άρχιςε να τρϊει. Ζνιωκα τόςο όμορφα, όταν τον κρατοφςα, γιατί ιταν και κα είναι ςαν το μικρό αδελφάκι που δεν είχα ποτζ! Τον αγαπϊ, 9


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

όμωσ, τϊρα είναι ςτουσ αγροφσ, γιατί τα δόντια πιγαν προσ τα πίςω και είχε παχφνει πολφ. Ζκανε πολλά κουνελάκια και τϊρα τρζχει μαηί με τα άλλα κουνζλια. Εκεί ζχει καλφτερθ ηωι, αλλά μου λείπει πάρα πολφ! Κζλω να με ξαναγλφψει, να τον ξαναταΐςω, να τον ξανακάνω μπάνιο. Τον λατρεφω, αλλά μάλλον δε κα τον ξαναδϊ! Στον Λουκοφμθ! Αντίο, φιλαράκο! Μου λείπεισ!

10


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Ο ςκφλοσ και θ γάτα Γάτα: Τι γαβγίηεισ δυνατά; Σκφλοσ: Κα ςου δϊςω μια κλοτςιά. Γάτα: Μθ με απειλείσ εμζνα. Σκφλοσ: Κα ςε κάνω μια χαψιά εςζνα. Γάτα: Άςε με ιςυχθ πια και ζλα να ςου δϊςω δυο φιλιά!

11


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Σκφλοσ: Με τα νφχια ςου το χαλί κουρελιάηεισ. Τι ζχεισ και νευριάηεισ; Γάτα: Γάτα είμαι, νιαουρίηω και με τα νφχια μου ςε ςχίηω. Σκφλοσ: Ζλα να γίνουμε φίλοι καλοί, να ςταματιςουν οι τςακωμοί. Γάτα: Εντάξει, φίλοι καλοί κι ασ τελειϊνει πια θ διαμάχθ αυτι!

12


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Τρίτθ 20 Νοεμβρίου 2012 Ποίθμα: « Ο ςκφλοσ και θ γάτα » Σκφλοσ: Με τα νφχια ςου το χαλί κουρελιάηεισ, Τι ζχεισ και νευριάηεισ? Γάτα: Μθ μιλάσ κα ςου βγάλω το ματάκι! Σκφλοσ: Κι εγϊ με το ηόρι κα ς κάνω μπανάκι! Γάτα: Δε μιλάω με αςιμαντα ςκυλάκια! Σκφλοσ: Οφτε εγϊ με κακά γατάκια! Γάτα: Μα δε κεσ να γίνουμε φίλοι? Σκφλοσ: Πχι, αφοφ εςφ δε κεσ ειρινθ! Γάτα: Δε με νοιάηει, τότε δε ςε κζλω! Σκφλοσ: Είδεσ, δε μ’ αφινεισ να πω κάτι που κζλω! Γάτα: Μα δε κεσ να φιλιϊςουμε! Σκφλοσ: Πμωσ εςφ κεσ να μαλϊςουμε! Γάτα: Δεν κζλω άλλο καβγά! Σκφλοσ: Τότε να ςου φτιάξω και αυγά! Γάτα: Είςαι καλό και πιςτό ςκυλί! Σκφλοσ: Ευχαριςτϊ πολφ! Σκφλοσ και Γάτα: Πλοι αγαπθμζνοι, χωρίσ ηωι χαμζνθ, για πάντα κα είμαςτε καλφτεροι φίλοι!

13


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Σκφλοσ: Με τα νφχια ςου το χαλί κουρελιάηεισ. Τι ζχεισ και νευριάηεισ; Γάτα: Και εςφ ζχεισ ελάττωμα. Σκφλοσ: Ροιο είναι; αυτό που το κρατϊ; Γάτα: Εςφ όλο εδϊ κι εκεί τριγυρνάσ. Μιπωσ φαΐ ψάχνεισ να φασ; Σκφλοσ: Πχι, γιατί με κυνθγάσ; Εςφ, όμωσ, όλεσ τισ κακζσ ςτιγμζσ τισ κρατάσ. Γάτα: Ναι, τισ κρατϊ και τισ ανταποδίδω ςτο λεπτό. Σκφλοσ: Κεσ, τελικά, να γίνουμε φίλοι; Γάτα: Σαν ζνα όμορφο τριφφλλι. Σκφλοσ: Είςαι πολφ καλι. Γάτα: Συναντιόμαςτε τθν Κυριακι; Σκφλοσ: Τθν Κυριακι είναι γιορτι. Κεσ μια άλλθ κακθμερινι; Γάτα: Τθν Τρίτθ λζω εγϊ, που δεν ζχω και χορό. Σκφλοσ: Τθν Τρίτθ κα ςε δω, λοιπόν. Κα φοράω και παπιγιόν!

14


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

«Αγάπεσ... με ουρά» Σκφλοσ: Με τα νφχια ςου το χαλί κουρελιάηεισ. Τι ζχεισ και νευριάηεισ; Γάτα:

Είμαι αναςτατωμζνθ. Φαίνομαι λίγο κυμωμζνθ;

Σκφλοσ: Μιπωσ εγϊ ςε νευριάηω που όλο δίπλα ςου αράηω; Γάτα: Δε με νοιάηει που αράηεισ, αλλά όλο με πειράηεισ. Σκφλοσ: Σε πειράηει, βρε γκρινιάρα, που απλϊνω τθν ποδάρα; Γάτα: Τα ποδάρια που μυρίηουν, Τθ μυτοφλα μου αγγίηουν. Σκφλοσ: Τα ποδάρια δεν τα πλζνω, Γιατί όλο ζξω μζνω. Γάτα: Εξαιτίασ μου, ςκυλάκι, Μζνεισ ζξω απ’ το ςπιτάκι; Σκφλοσ: Μθν ανθςυχείσ, γατοφλα, μου αρζςει θ βολτοφλα. Γάτα: Άμα κζλεισ, τότε, μείνε κι ο καλόσ μου φίλοσ γίνε! 15


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Σκφλοσ: Ζλα ’δω, γλυκιά μουρίτςα, χάιδεψζ μου τθν ουρίτςα!

Σκφλοσ: Με τα νφχια ςου το χαλί κουρελιάηεισ. Γάτα: Τι ζχεισ και νευριάηεισ; Σκφλοσ: Για κάνε πίςω, γιατί κα ςου ορμιςω. Γάτα: Τι ζπακεσ καλζ και πιρεσ ψθλά τον αμανζ; Σκφλοσ: Ρροςπακϊ να κρατθκϊ για να μθ ςου επιτεκϊ! Γάτα: Για τόλμα, αν μπορείσ, και κα δεισ ποφ κα βρεκείσ! Σκφλοσ: Τι ςου ζκανα, κυρά μου, και είςαι ζτςι επικετικι ςτθν αφεντιά μου; Γάτα: Ζμακα ποφ βρικεσ το γλυκό και ότι το ζψαχνεσ κι αυτό! Σκφλοσ: Αν είναι ζτςι, μθ κυμϊνεισ και με αγχϊνεισ! Γάτα: Ζχω κρατιςει αρκετό και για ςζνανε γλυκό!

16


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Θ κατςίκα και ο λφκοσ ... ςυνζχεια Για καλι τθσ τφχθ εκεί βριςκόταν ο βοςκόσ που είχε πάει ς’ εκείνο το μζροσ για να ξεδιψάςει ςε μια κοντινι πθγι. Ο βοςκόσ ιξερε ότι ς’ αυτι τθν πθγι μαηεφονταν άγρια ηϊα που παραμόνευαν τισ κατςίκεσ του για να τισ ορμιξουν. Ο λφκοσ πλθςίαηε όλο και πιο κοντά ςτθν κατςίκα νομίηοντασ ότι δεν τον ζχουν δει. Ο βοςκόσ τον άφθςε να πλθςιάςει πιο κοντά και, μόλισ πιγε να επιτεκεί ςτθν κατςίκα, πιρε το ραβδί του και του ζριξε δυο ξυλιζσ. Ο λφκοσ, από τότε, δεν ξαναπλθςίαςε καμιά κατςίκα, γιατί τρόμαξε πολφ. Και όχι μόνο αυτόσ, αλλά όλο το κοπάδι των φίλων του, μόλισ ζβλεπαν τον βοςκό με τισ κατςίκεσ, ζτρεχαν μακριά.

17


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Εκείνθ τθ ςτιγμι ο λφκοσ είδε μια λφκαινα με μια κόκκινθ φουςτίτςα με άςπρεσ βοφλεσ να τριγυρνάει για να βρει φαγθτό. Ο λφκοσ τθν αγάπθςε, γι’ αυτό πιγε τθν κατςίκα ςε άγρια ηϊα: ςτθν φίλθ του τθν Ρου, τθν αλεποφ, τθ φίλθ του τθ Μουςοφδα, τθν αρκοφδα και τον φίλο του τον Αριςτείδθ, το φίδι. Ζτρεξε να πάει ςτθ λφκαινα και του ιρκε μια ιδζα. Για να τθν καλοπιάςει, ςκζφτθκε να τθσ πάει λίγο μζλι. Ριγε ς’ ζνα δζντρο που ιξερε ότι είχε πολλζσ κυψζλεσ. Κακϊσ ο λφλοσ ζψαχνε για μζλι, θ λφκαινα ζβγαλε τθ ςτολι τθσ και από μζςα ο βοςκϋσ τθσ κατςίκασ μ’ ζνα μεγάλο, λαμπερό και γεμάτο ςφαίρεσ τουφζκι. Ετρεχε κι ζτρεχε, ϊςπου κουράςτθκε και ςταμάτθςε για να ξεκουραςτεί. Βρικε ζναν βράχο και κάκιςε, αλλά εκείνθ τθ ςτιγμι άκουςε ζνα «μπεεεε» και αμζςωσ κατάλαβε ότι ιταν θ Μίτςι, θ χαμζνθ του κατςίκα. Ριγε και τρόμαξε τουσ φίλουσ του λφκου με το τουφζκι. Ριρε τθ Μίτςι, ζτρεξε, τθν ζβαλε ςτο αμάξι του και τθν πιγε πίςω ςτο κοπάδι. Πταν τθν είδαν τα άλλα ηϊα, όλα χάρθκαν και ζτρεξαν γφρω τθσ να τθ καλωςορίςουν. Εν τω μεταξφ ο λφκοσ βρικε, επιτζλουσ, μζλι, αλλά όχι τθ λφκαινα κι απογοθτεφτθκε. Σκυκρωπόσ και τρϊγοντασ μζλι βλζπει μια άλλθ λφκαινα με μοβ φορεματάκι και τρζχει για να τθ φτάςει. Τθσ λφκαινασ τθσ άρεςε ο λφκοσ. Ζτςι μοιράςτθκαν το μζλι. Θ ιςτορία τελειϊνει αίςια και για τον λφκο και για τθν κατςίκα και για τον βοςκό τθσ.

18


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Ρερίμενε τθν κατάλλθλθ ςτιγμι για να ορμιςει. Θ κατςίκα, όμωσ, ξεκίνθςε να φωνάηει πολφ δυνατά και τθν άκουςαν ο βοςκόσ κι ο γιοσ του, οι οποίοι κατάλαβαν ότι κάτι κακό γινότανε. Ριραν, λοιπόν, τθν καραμπίνα τουσ και ζτρεξαν προσ το μζροσ, όπου ακοφγονταν οι φωνζσ. Μόλισ είδαν τον λφκο, κρφφτθκαν πίςω από κάτι κάμνουσ και περίμεναν τθν κατάλλθλθ ςτιγμι για να του ρίξουν. Μόλισ βρζκθκε θ κατάλλθλθ ςτιγμι, του ζριξαν και ζτςι ςϊκθκε θ κατςίκα.

Πμωσ ο λφκοσ πιγε και ξανακρφφτθκε ςτο κάμνο, όταν ιρκε ο Γιαννάκθσ, το παιδί που βοςκοφςε τα κατςίκια του. -Εδϊ είςαι εςφ και ςε ψάχνω, είπε πειραχτικά ο Γιαννάκθσ, που ιςουν; -Συγγνϊμθ, Γιάννθ, είπε θ κατςικοφλα. Απομακρφνκθκα και μετά πιγα ςτουσ κάμνουσ και εμφανίςτθκε ζνασ λφκοσ και… -Σταμάτα, κατάλαβα, τθν θρζμθςε αυτόσ, από εδϊ και πζρα κα ςασ προςζχω περιςςότερο, κα αγοράςω ζναν ςκφλο για να ςασ φυλάει. Το ’πε και το ’κανε. πρόςεχε.

Ριρε ζναν πιςτό ςφντροφο και τα

19


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

4. Στο επόμενο τεφχοσ τθσ εφθμερίδασ του ςχολείου κα υπάρχει αφιζρωμα ςτθ ηωι ςτο αγρόκτθμα. Ασ ποφμε ότι αποφαςίηετε με τουσ ςυμμακθτζσ ςασ να επιςκεφτείτε ζνα αγρόκτθμα και να ςυλλζξετε πλθροφορίεσ για τθν εφθμερίδα ςασ. Από πριν χωρίηεςτε ςε τρεισ ομάδεσ, που θ κακεμιά κα ζχει τον δικό τθσ ρόλο. Ομάδα Α: Συηθτάτε με τουσ ανκρϊπουσ του αγροκτιματοσ και ςυλλζγετε πλθροφορίεσ για τθν κοινι ηωι ανκρϊπων – ηϊων. Με τθν επιςτροφι ςασ ςτο ςχολείο, ωσ νζοι δθμοςιογράφοι γράφετε και δθμοςιεφετε ςτθν εφθμερίδα του ςχολείου ςασ ζνα άρκρο με τίτλο: Μια διαφορετικι ηωι για τα κατοικίδια. Ομάδα Β: Ο άνκρωποσ που φροντίηει τα ηϊα ςτο αγρόκτθμα κάνει μια πολφ δφςκολθ και κουραςτικι δουλειά. Ραίρνετε ςυνζντευξθ από αυτόν. Γράψτε τισ ερωτιςεισ που κα κζλατε να του κάνετε. Εςείσ τι κρίνετε ςθμαντικό και ενδιαφζρον να τον ρωτιςετε; Για παράδειγμα:   

Πϊσ είναι θ ηωι ςτο αγρόκτθμα; Τι ϊρα πρζπει να ξυπνιςετε για να αρχίςετε τισ δουλειζσ; Γιατί λζνε ότι θ ηωι του αγρότθ είναι δφςκολθ;

Ομάδα Γ: Ρθγαίνοντασ ςτο αγρόκτθμα, βλζπετε τα ηϊα που ηουν εκεί και παρατθρείτε τθν κακθμερινι ηωι τουσ αλλά και τθ ςυμπεριφορά τουσ. Επιςτρζφοντασ γράψτε μια φανταςτικι ιςτορία με πρωταγωνιςτι ζνα ηϊο του αγροκτιματοσ που ςασ κίνθςε πιο πολφ το ενδιαφζρον. Με αυτι τθν ιςτορία κα κλείςετε το αφιζρωμα τθσ εφθμερίδασ ςασ για το αγρόκτθμα. Επίκετα που μπορείτε να χρθςιμοποιιςετε:

20


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Αφιζρωμα: Θ ηωι ςτο αγρόκτθμα

Α. ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΣΙΚΘ ΗΩΘ ΓΙΑ ΣΑ ΚΑΣΟΙΚΙΔΙΑ Αποφαςίςαμε μια μζρα να πάμε ςε ζνα αγρόκτθμα ςτθν επαρχία και να ςυλλζξουμε πλθροφορίεσ για τθν κοινι ηωι ανκρϊπων – ηϊων. Δθμοςιογράφοσ 1: Φτάςαμε ςτο αγρόκτθμα. Ράμε να ςυναντιςουμε τον αγρότθ; Δθμοςιογράφοσ 2: Γεια ςασ! Κα κζλατε να μασ μιλιςετε πϊσ είναι θ ηωι ςασ με τα ηϊα ςτο αγρόκτθμα; Αγρότθσ: γιατί ρωτάτε; Δθμοςιογράφοσ 1: κζλουμε να γράψουμε ζνα άρκρο για τθν κοινι ηωι ανκρϊπων – ηϊων ςτθ ςχολικι μασ εφθμερίδα. Κα μασ βοθκιςετε; Αγρότθσ: Ναι, παιδιά μου! Κα το ικελα πολφ! Δθμοςιογράφοσ 2: Ωραίο! Λοιπόν; Ρϊσ είναι θ ηωι ςτο αγρόκτθμα; Αγρότθσ: Είναι πολφ δφκολθ, γιατί πρζπει να ξυπνάω νωρίσ, να ταΐηω και να φροντίηω τα ηϊα. Δθμοςιογράφοσ 1: Σασ βοθκάει κανείσ; Αγρότθσ: Πχι, κανζνασ. Μόνοσ μου τα φροντίηω. 21


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Δθμοςιογράφοσ 2: Ροιο ιταν το χειρότερο περιςτατικό που ςυνζβθ και είχε ςχζςθ με τα ηϊα ςασ; Αγρότθσ: Μια μζρα του χειμϊνα ζφαγα ζνα ςάπιο μανταρίνι και ζπακα μια άςχθμθ δθλθτθρίαςθ που με οδιγθςε ςτο νοςοκομείο. Πςο ιμουν εκεί, δεν υπιρχε κανζνασ να φροντίςει τα ηϊα ςτο αγρόκτθμα και ανθςυχοφςα πολφ. Μετά από δυο – τρεισ μζρεσ ζγινα καλά και γφριςα ςτο αγρόκτθμα. Βρικα τα ηϊα μου να ζχουν πζςει κάτω από τθν πείνα. Αμζςωσ φϊναξα τον κτθνίατρο. Δθμοςιογράφοσ 1: Τελικά, τα ηϊα ςασ ζγιναν καλά; Αγρότθσ: Ναι, όλα. Με τθ φροντίδα του κτθνίατρου δυνάμωςαν και ζγιναν καλά, ευτυχϊσ! Δθμοςιογράφοσ 2: Σασ ευχαριςτοφμε για τισ χριςιμεσ πλθροφορίεσ που μασ δϊςατε. Δθμοςιογράφοσ 1: Και για τθν ιςτορία που μασ διθγθκικατε. Γεια ςασ! Οι δθμοςιογράφοι επζςτρεψαν ςτθν Ακινα, ζγραψαν το άρκρο, το ζδωςαν ςτον δάςκαλό τουσ και βακμολογικθκαν καλά. Πταν εκδόκθκε θ εφθμερίδα, ο αγρότθσ είπε ςτθν ανθψιά του να τθν αγοράςει και να του τθν πάει ςτο αγρόκτθμα. Πταν ο αγρότθσ τθν είδε, χάρθκε και ζνιωκε διάςθμοσ. ΟΜΑΔΑ Α1 Αδαμαντία Κόκλα ΝικόλασΒαςιλόπουλοσ Τατιάνα Γερανάκθ Γιϊργοσ ΢οφςςοσ 22


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Β. Θ ΢ΤΝΕΝΣΕΤΞΘ ΕΝΟ΢ ΑΓΡΟΣΘ Επιςκεφτικαμε ζναν αγρότθ και μασ φιλοξζνθςε ςτο αγρόκτθμά του. Μετά του πιραμε ςυνζντευξθ. —Ρϊσ είναι θ ηωι ςτο αγρόκτθμα; —Θ ηωι ςτο αγρόκτθμα είναι κουραςτικι και δφςκολθ, αλλά και πολφ όμορφθ. —Τι ϊρα πρζπει να ξυπνιςετε για να αρχίςετε τισ δουλειζσ; —Ρρζπει να ξυπνιςω πολφ νωρίσ το πρωί. —Γιατί λζνε ότι θ ηωι του αγρότθ είναι δφςκολθ; —Θ ηωι του αγρότθ φροντίςει πολλά ηϊα.

είναι πολφ δφςκολθ, γιατί ζχει να

—Κα κζλατε να ζχετε μια διαφορετικι ηωι ι ςασ αρζςει αυτι που ζχετε; —Κα ικελα να ζχω μια διαφορετικι ηωι, αν και θ ηωι που ηω τϊρα μου αρζςει πολφ, ακόμθ κι αν είναι δφςκολθ. ΟΜΑΔΑ Α2 Λωάννα Ρλατανιανάκθ Κατερίνα Λωάννου Λάμπροσ Ηαρκιάσ Τάςοσ ΢ίηοσ

23


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Τα ηϊα και οι άνκρωποι ςυμβιϊνουν, όμωσ ζχουν διαφορζσ και ομοιότθτεσ. Ζχουν τζςςερα άκρα, όμωσ οι άνκρωποι ζχουν δυο χζρια και δυο πόδια, όχι μόνο τζςςερα πόδια. Και οι άνκρωποι και τα ηϊα πίνουν νερό και ζχουν πζντε αιςκιςεισ: τθν ακοι, τθν όςφρθςθ, τθν όραςθ, τθ γεφςθ και τθν αφι. Και τα δυο είδθ ζχουν ανάγκθ να ζχουν ςπίτι. Τα ηϊα ζχουν ζνςτικτο, αλλά οι άνκρωποι ςυναιςκιματα. Πμωσ, τα ηϊα τρϊνε τθν τροφι τουσ ωμι, ενϊ εμείσ όχι. Εμείσ ζχουμε πιο εξελιγμζνο τρόπο επικοινωνίασ από τα ηϊα που ςυνεννοοφνται με λίγουσ ιχουσ. Εμείσ γράφουμε και διαβάηουμε, ενϊ εκείνα όχι. Εμείσ, ςε ςχζςθ με τα ηϊα, ζχουμε διαφορετικό δζρμα και τρίχωμα. Εμείσ μπορεί να φοράμε διάφορα αξεςουάρ, όπωσ βραχιόλια, κολιζ, δαχτυλίδια, ρολόγια κ.ά., ενϊ εκείνα δε φοράνε. Συμπεραίνουμε ότι ςε πολλά πράγματα ζχουμε κοινά ςτοιχεία, αλλά και διαφορζσ. Πμωσ, δεν ζχουμε κοινά ςτοιχεία και διαφορζσ μόνο οι άνκρωποι με τα ηϊα, αλλά και οι άνκρωποι μεταξφ μασ. ΟΜΑΔΑ Β1 Δζςποινα Ψωμαδάκθ Κοδωρισ Ηαρκιάσ Νεφζλθ Καλλίγα Κωνςταντίνοσ Ρλατανιανάκθσ

24


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Γ. Ι΢ΣΟΡΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΗΩΟ ΣΟΤ ΑΓΡΟΚΣΘΜΑΣΟ΢

Το κατςικάκι ςτο δάςοσ. Ζωγραφιά τθσ Ελπίδασ Μπαΐλα.

25


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Σο κατςίκι και το δάςοσ των λφκων

Κάποτε ςε μια φάρμα ιταν ζνα μικρό κατςικάκι που το ζλεγαν Γουίλι και ιτανε το μοναδικό ςτθ φάρμα. Κάποια μζρα, εκεί που ζτρωγε το κατςικάκι το μεςθμεριανό του, παρατιρθςε ότι απζναντι βριςκόταν ζνα δάςοσ. Το κατςικάκι πλθςίαςε ςτο δάςοσ, αλλά δεν πρόςεξε τθν ταμπζλα που ζλεγε «Ρροςοχι, λφκοι!».

26


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Μπικε, λοιπόν, μζςα ςτο δάςοσ. Ξαφνικά, κακϊσ περπατοφςε ςτο δάςοσ, άκουςε φωνζσ λφκων. Κάποια ςτιγμι βγικε ς’ ζναν ζρθμο χϊρο. Τότε, χωρίσ να το περιμζνει, βγικαν από τουσ κάμνουσ μερικοί λφκοι. Ικελαν να φάνε το κατςικάκι. Πμωσ, ο αγρότθσ ζτρεξε να το ςϊςει. Οι λφκοι τον είδανε, τρόμαξαν κι ζφυγαν. Ο αγρότθσ με τθν κατςίκα πιγανε πίςω ςτθ φάρμα. Ζτςι ηιςαμε εμείσ καλά κι θ κατςίκα καλφτερα.

ΟΜΑΔΑ Γ1 Κοδωρισ Μαςοφρασ Ελπίδα Μπαΐλα Δθμιτρθσ Ραπαδάτοσ Βαςίλθσ Σωτθρχόπουλοσ

27


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Σο χαμζνο άλογο

Σ’ ζνα μεγάλο και ωραίο αγρόκτθμα ηοφςε ζνασ καλόσ αγρότθσ που εξζτρεφε πολλά ηϊα. Ζνα βράδυ που ο αγρότθσ πιγε να κοιμθκεί, είχε ξεχάςει τισ πόρτεσ των ςτάβλων ανοιχτζσ. Ζνα μικρό άλογο είδε τον ςτάβλο ανοιχτό και βγικε ζξω. Το μικρό άλογο ζνιωςε τόςο ελεφκερο και ζτρεξε για πρϊτθ φορά τόςο γριγορα που χάκθκε μζςα ςτουσ κάμνουσ και ςτα δζντρα. Τθν επόμενθ μζρα ο αγρότθσ ςυνειδθτοποίθςε ότι είχε αφιςει τισ πόρτεσ των ςτάβλων ανοιχτζσ. Τότε πιγε να δει αν του είχε φφγει κάποιο από τα ηϊα. Ριγε ςε όλουσ τουσ ςτάβλουσ και τελευταία πιγε ςτον ςτάβλο των αλόγων. Εκεί κατάλαβε πωσ του λείπει ζνα από τα άλογα και πιγε γριγορα να το βρει. Ο αγρότθσ ςκζφτθκε πωσ το άλογο του μπορεί να χάκθκε μζςα ςτο δάςοσ, ζτςι πιγε και ζψαξε κατευκείαν εκεί. Κακϊσ ζψαχνε ξαφνικά είδε ζνα μικρό κεφαλάκι να βγαίνει από τουσ κάμνουσ. Ο αγρότθσ χαροφμενοσ, πιγε τρζχοντασ να αγκαλιάςει το μικρό του αλογάκι. Ζπειτα γφριςαν μαηί πίςω. Από τότε ο αγρότθσ ζλεγχε κάκε βράδυ τισ πόρτεσ του αγροκτιματοσ να είναι όλεσ κλειςτζσ. Ομάδα Γ2 Αναςτάςθσ Μανουκιάν Νίκοσ Ραπουλίδθσ Λάηαροσ Λωακειμίδθσ

28


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Θ κλιμμζνθ αγελάδα (Ευγένιου Τριβιζά) – Ανκολόγιο ςελ. 273

Ερώτηση: Αν ιςαςτε και ςεισ διάςθμοσ ι διάςθμθ ταυρομάχοσ, ποια δικαιολογία κα βρίςκατε ϊςτε να αποφφγετε τθν ταυρομαχία; Ασ ποφμε, κα λζγατε ότι πιάςτθκε θ μζςθ ςασ ι ότι είχατε μπουγάδα και το κόκκινο πανί ςάσ ξζβαψε ςτο πλφςιμο; Να βρείτε μερικζσ ζξυπνεσ δικαιολογίεσ.

29


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Κα του ζλεγα ότι ζςπαςα το πόδι μου ι ότι ζχαςα το κόκκινό μου πανί.

Κα ζπαιρνα ζναν κόκκινο μαρκαδόρο, κα ζκανα βοφλεσ ςτο πρόςωπό μου και κα ζλεγα: Γκουχ!... Γκουχ!... Είμαι άρρωςτθ, είναι κολλθτικό. Φφγετε μακριά!

Οι δικαιολογίεσ που κα ζβριςκα κα ιταν οι εξισ: Κα πιγαινα να ταυρομαχιςω και κα είχα ξεχάςει να πάρω μαηί μου το κόκκινό μου πανί. Κα είχε αρρωςτιςει θ μαμά τθσ γιαγιάσ μου και κα ζπρεπε να πάω να τθ δω.

Κα ζλεγα πωσ ζχαςα το πανί του ταυρομάχου.

30


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Γλίςτρθςα από τθ ςκάλα και ςτραμποφλιξα το δεξί μου πόδι. Ριγα ςτον οφκαλμίατρο και μου είπε ότι πρζπει να φορζςω γυαλιά. Βοικεια!... Βοικεια!... Μου ζκλεψαν το κόκκινο πανί και τα ακόντια από το ντουλάπι μου και ςτθ κζςθ τουσ μου ζβαλαν ζνα κίτρινο πανί και ςίδερα.

Άμα ιμουν ζνασ διάςθμοσ ταυρομάχοσ, κα ζλεγα τισ εξισ δικαιολογίεσ: Σταμάτθςε το ρολόι μου. Μια γάτα ζφαγε τον κοφκο του ρολογιοφ μου. Το καναρίνι μου είχε κίτρινο πυρετό και το πιγα ςτον γιατρό. Ζφαγε ο ςκϊροσ το παντελόνι τθσ ςτολισ μου. Χτφπθςα το χζρι μου και δεν μπορϊ να πιάςω το πανί μου.

Εγϊ ςαν ταυρομάχοσ, κα ζλεγα να αναβλθκεί θ παράςταςθ, διότι χτφπθςα το πόδι μου ι επειδι ζχαςα τθν πολφτιμθ ενδυμαςία μου ι γιατί είμαι πολφ αδιάκετοσ ι επειδι κάποιοσ πζκανε και πρζπει να πάω ςτθν κθδεία.

31


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Συγγνϊμθ! Χκεσ δεν ζβαλα καλοριφζρ και ςιμερα είμαι κυριολεκτικά παγόβουνο. Μου ζςπαςε το δόντι και πρζπει να πάω ςτον οδοντίατρο. Ξφπνθςα και μια γάτα ζκανε εμετό πάνω μου. Βρικα ζνα χτυπθμζνο ςκυλάκι και κα το πάω ςτο νοςοκομείο. Αυτι τθ ςτιγμι ςασ μιλάω από το διάςτθμα και δεν μπορϊ να ζρκω. Φίλθςα ζναν βάτραχο και ζγινα πριγκίπιςςα. Ζφαγα πολφ και, άμα ζρκω, κα κάνω εμετό. Ρρζπει να πάω για πεντικιοφρ. Ζχαςα τθ ςτολι μου. Είχε πολφν αζρα, θ ςτολι μου ιταν ςτθν απλϊςτρα και τθν πιρε ο αζρασ. Ζχω πυρετό. Μόλισ τϊρα ξφπνθςα και δεν προλαβαίνω να ζρκω. Ιρκε θ μαμά μου από τισ διακοπζσ τθσ ςτο Αυγατθγανιςτάν και πρζπει να τθν ξεπλφνω απ’ το πιπζρι και το αλάτι. Δεν είχα φαγθτό κι ζφαγα τθ ςτολι μου. Ρρζπει να πάω ςτον μανάβθ. Μου’φαγε τθ ςτολι ζνασ ςκφλοσ. Μόλισ κατάπια μια πεταλοφδα και ....Ρνίγομαι!

32


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Αν ιμουν διάςθμοσ ταυρομάχοσ, κα μποροφςα να βρω διάφορεσ δικαιολογίεσ. Κα ζλεγα, για παράδειγμα, ότι ζςπαςα το χζρι μου ι το πόδι μου και δε κα μποροφςα να ταυρομαχιςω. Ακόμθ, κα μποροφςα να πω ότι ςχίςτθκε θ ςτολι του ταυρομάχου ι μου ςχίςτθκε το παντελόνι και κα φαίνεται το εςϊρουχό μου.

Αν ιμουν ταυρομάχοσ και δεν ικελα να ταυρομαχιςω. Κα ζλεγα ότι, επειδι είμαι διάςθμθ, κα ικελαν να μου πάρουν ςυνζντευξθ τθν θμζρα εκείνθ και ότι δεν πουλικθκαν πολλά ειςιτιρια για τθν ταυρομαχία, οπότε είναι πιο ςθμαντικι θ ςυνζντευξθ.

33


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

Θ δικαιολογία που κα ζβριςκα κα ιταν: Ζφαγα πολφ χκεσ το βράδυ και ζχει πρθςτεί θ κοιλιά μου. Αρρϊςτθςε θ μθτζρα μου και πρζπει να τθν φροντίςω. Χκεσ το βράδυ είχα πάρτι και είμαι κουραςμζνοσ τϊρα. Τρφπθςαν τα παποφτςια μου και δεν μπορϊ να περπατιςω. Είδα μια τρομακτικι ταινία χκεσ και φοβάμαι ταυρομαχιςω, γιατί ο ταφροσ μοιάηει με τζρασ.

να

Σιμερα παντρεφομαι.

Κα ζλεγα ότι είδα μια μαφρθ γάτα ςτον δρόμο και ότι δεν κα αγωνιςτϊ ςιμερα, επειδι είμαι προλθπτικόσ. «Είμαι άρρωςτοσ και πονάει θ μζςθ μου». «Κα πάω ταξίδι και κα γυρίςω ςε μια εβδομάδα».

34


Γλώςςα Ε΄, α΄ τεφχοσ, ςελ. 49-64

35


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.