ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
᾽Α χαρνῆς ΤΟ ΕΡΓΟ, Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
0 ᾽ Ε πιμέλεια
᾽ νδρέας Γερ. Μαρκαντωνᾶτος Α Λαμπρινὸς Εὐστ. Πλατυπόδης
ΕΠΙΣ ΚΗΝΙΟΝ
© Copyright 2020 ΕΠΙΣΚΗΝΙΟΝ ISBN 978-618-82276-2-0
* ΕΠΙΣΚΗΝΙΟΝ ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ
᾽ Οδυσσέως 34, 13673 ᾽Αχαρνὲς Τηλ.: 693 702 2063, Fax : 210 331 3977 www.episkinion.com Ξ info@episkinion.com
᾽Αχαρνῆς
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
᾽Α χαρνῆς ΤΟ ΕΡΓΟ, Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
0 ᾽ Ε πιμέλεια
᾽ νδρέας Γερ. Μαρκαντωνᾶτος Α Λαμπρινὸς Εὐστ. Πλατυπόδης
ΕΠΙΣ ΚΗΝΙΟΝ ᾽Αθήνα 2020
Στὸ ἐξώϕυλλο, τμῆμα ἀπὸ τὴ ϕωτογραϕικὴ καὶ σχεδιαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ᾽Αρχαίου Θεάτρου ᾽Αχαρνῶν ἀπὸ τὴν ᾽ Εϕορεία ᾽Αρχαιοτήτων Δυτικῆς ᾽Αττικῆς.
ΠΕΡΙΕ ΧΟΜ Ε ΝΑ
Πρόλογος τοῦ ἐκδότη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
9
Πρόλογος τῶν ἐπιμελητῶν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
11
Ε ΡΓΟ
Θεόδωρος Γ. Παππᾶς Τὸ ὕϕος καὶ ἡ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη . . . . . . . . . . . . . . . .
17
Μαρία Γ. Ξανθοῦ Μεταξὺ ἀγροτικῆς εὐτοπίας καὶ ἀστικῆς δυστοπίας: ῾ Ο πρόλογος τοῦ Δικαιοπόλιδος (1-42 Wilson) στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
85
᾽Αθηνᾶ Παπαχρυσοστόμου ῾ Ο θρανίτης λεώς, ὁ μισθαρχίδης Λάμαχος καὶ ἡ Δημοκρατία στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
102
᾽Ανδρέας Μαρκαντωνᾶτος ῾ Ο Μύθος τοῦ ῾ Ηρακλῆ στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. ῾ Η Σκηνὴ Βοιωτοῦ καὶ Δικαιόπολη (στ. 860-958) . . . . . . . . .
114
Σμαρὼ Π. Νικολαΐδου-᾽Αραμπατζῆ Μεταξὺ δήμου καὶ ἄστεως: ῎ Ιδιον καὶ δημόσιον στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
131
Μαρία Γεωργούση Τὸ Στοιχεῖο τῆς ᾽ Επιθετικότητας στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
151
8
ΠΕ ΡΙΕ ΧΟΜ Ε ΝΑ
Λαμπρινὸς Εὐστ. Πλατυπόδης Τὰ Πάθη τῶν Πόλεων στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη . . . .
181
Αἰκατερίνη Παυλάκη Οἱ ᾽Αχαρνῆς ἐν μέσω Πελοποννησιακοῦ Πολέμου. . . . . . . . . .
198
᾽Ιωάννα Καραμάνου Οἱ ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη: ἀπὸ τὴν τραγωδία στὴν «τρυγῳδία» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
207
᾽Αναστασία Παμουκτσόγλου Οἱ ἀντιστάσεις στὸ Χρόνο: Κοινωνία, Δημοκρατία καὶ ᾽Αποκλεισμὸς στὰ ἔργα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ᾽Αχαρνῆς καὶ Λυσιστράτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
219
Τ ΟΠΟΣ-Α ΝΘΡ ΩΠΟΙ
Μαρία Πλάτωνος ᾽Αρχαιολογικὴ ἐπιβεβαίωση πραγματιστικῶν καὶ τοπογραϕικῶν στοιχείων στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη . . .
239
Ματούλα Στριϕτοῦ-Βάθη ᾽Αχαρνῆς, ᾽Αρχὴ σοϕίας, ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις. . . . . . . .
309
Εἰρήνη ᾽Αναγνωστοπούλου ᾽Αρχαῖο Νεκροταϕεῖο στὸ Μονομάτι ᾽Αχαρνῶν . . . . . . . . . . . .
314
Ἑλένη ᾽Ασημακοπούλου & ᾽Αντωνία Γιαλλελῆ ᾽Ανασκαϕὴ ἀρχαίου νεκροταϕείου στὸ Σιδηροδρομικὸ Κέντρο ᾽Αχαρνῶν. Εἰκόνες τῆς καθημερινῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὰ ταϕικὰ τελετουργικὰ ἔθιμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
345
Σταματία Κατσανδρῆ Παιδικὴ Ταϕὴ ἀπὸ Νεκροταϕεῖο τῶν ᾽Αρχαίων ᾽Αχαρνῶν . . .
381
Πρόγραμμα ᾽Επιστημονικῆς Διημερίδας . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
401
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚ ΔΟΤΗ
ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ ᾽Επισκηνίου, χρόνια πολλαπλῶν δράσεων καὶ ἔντονης δημιουργικότητας ἀπὸ μία δυναμικὴ ὁμάδα ἐνεργῶν πολιτῶν, ποὺ καθημερινὰ μεγαλώνει καὶ συνεργάζεται στενὰ μὲ τὸ σωματεῖο ΔΙΑΖΩΜΑ, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἁρμόδιους θεσμικοὺς κρατικοὺς καὶ δημοτικοὺς ϕορεῖς, τοὺς τοπικοὺς πολιτιστικοὺς ϕορεῖς, τὴν ἐκπαιδευτικὴ κοινότητα καὶ τοὺς ἐνεργοὺς πολίτες, ποὺ τὸ πλαισιώνουν, μὲ κοινὸ ὅραμα τὴν ἀνάδειξη, προβολή, πλήρη ἀποκάλυψη καὶ ἀποκατάσταση τοῦ μεγαλύτερου ἀρχαιολογικοῦ θησαυροῦ τῆς πόλης τῶν ᾽Αχαρνῶν, τοῦ ᾽Αρχαίου Θεάτρου, πού, ἂν καὶ μέρος του ἀποκαλύϕθηκε τὸ 2007 ἀπὸ τὴν Μαρία Πλάτωνος, μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἀποκαλυϕθεῖ πλήρως. Στόχος τοῦ Ε ᾽ πισκηνίου παραμένει, μέσω τῶν δράσεων του, ἡ ἐνημέρωση, εὐαισθητοποίηση καὶ ἡ συσπείρωση τοῦ κοινοῦ γιὰ αὐτὸ τὸ μοναδικῆς σημασίας μνημεῖο, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ, τὸ ταχύτερο δυνατόν, ἡ πλήρης ἀποκάλυψή του, ἡ ἐπιστημονική του τεκμηρίωση, ἡ τάχιστη ἀποκατάστασή του, ἡ σύνδεσή του μὲ τὰ ἄλλα ἀρχαιολογικὰ μνημεῖα τοῦ Δήμου ᾽Αχαρνῶν, ἡ ἐνσωμάτωσή του στὴν τοπικὴ κοινωνία μὲ κανόνες ἀειϕόρου ἀνάπτυξης καὶ ἡ ἔνταξή του στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πολιτῶν καὶ στὸ πολιτισμικὸ καὶ κοινωνικοοικονομικὸ γίγνεσθαι τῆς πόλης. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν δράσεων περιλαμβάνεται καὶ ἡ διοργάνωση, μὲ συμμετοχὴ διακεκριμένων ἐπιστημόνων καὶ σὲ συνεργασία μὲ τὸ Πνευματικὸ Κέντρο Θρακομακεδόνων τοῦ Δήμου ᾽Αχαρνῶν (Ν.Π.Δ.Δ.), τῆς ἐπιστημονικῆς διημερίδας, « ᾽Αριστοϕάνους Α ᾽ χαρνῆς - Τὸ ῎ Εργο, ὁ Τόπος, οἱ ῎ Ανθρωποι», τὰ Πρακτικὰ τῆς ὁποίας δημοσιεύονται στὴν παροῦσα ἔκδοση, μὲ ἀντικείμενο τὴν ἀνάλυση τοῦ ἔργου τοῦ ᾽Αριστοϕάνη Α ᾽ χαρνῆς (-εῖς), ἑνὸς ἀπὸ τὰ δημοϕιλέστερα ἔργα τοῦ ἀρχαίου δράματος παγκοσμίως. ῾ Η ἔκδοση αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀϕετηρία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς
10
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚ ΔΟΤΗ
στόχους τοῦ ᾽Επισκηνίου, ποὺ εἶναι ἡ δημιουργία ψηϕιακοῦ ἀποθετη᾽ χαρνῆς τοῦ ρίου μὲ τὴν συγκέντρωση ὑλικοῦ, ποὺ ἀναϕέρεται στοὺς Α ᾽Αριστοϕάνη, ἀπὸ τὴν παγκόσμα ϕιλολογική, ἱστορική, ἀρχαιολογική, λογοτεχνική, θεατρικὴ καὶ θεατρολογικὴ κοινότητα. Εὐχαριστοῦμε θερμὰ ὅλους, ὅσοι συνέβαλαν τόσο στὴν ἐπιτυχὴ ἔκβαση αὐτῆς τῆς ἐπιστημονικῆς διημερίδας ὅσο καὶ στὴν ἐπιμέλεια καὶ ἔκδοση τῶν ἀναχείρας Πρακτικῶν της. ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΣΚΗΝΙΟΝ Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Μαρία Π. Μίχα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ
ΣΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ συλλογικὸ τόμο ἐπιχειροῦνται ἡ ἀνάδειξη καὶ ἡ συζήτηση ἐπιστημονικῶν ζητημάτων ποὺ χρόνια τώρα ἡ ἔρευνα ϕέρνει στὸ ϕῶς σχετικὰ μὲ τὸ ἔργο τοῦ ᾽Αριστοϕάνη Α ᾽ χαρνῆς, τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τοῦ ἀρχαίου δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν καὶ τοὺς συντελεστές του, καθὼς καὶ τὴν μεταξύ τους σχέση. ῾ Η κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ᾽Αχαρνῆς (-εῖς), δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μείνει ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πληθώρα ἀξιόλογων μελετῶν γιὰ τὴν ἀρχαία κωμωδία, ποὺ παρουσιάζονται στὶς μέρες μας, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς προτιμήσεις τοῦ θεατρόϕιλου κοινοῦ, καὶ τοῦτο γιὰ πολλοὺς λόγους. ῾ Η ἀρχαία κωμωδία εἶναι γεγονὸς ὅτι ὄχι μόνο ἀναπαριστᾶ τὴν πραγματικότητα, τὴν ὁποία περιγράϕει καὶ στὴν ὁποία ἀναϕέρεται, ἀλλὰ καὶ ἀνασύρει στὴν ἐπιϕάνεια ὅλες τὶς ἀλήθειες, ὅσο ἐπώδυνες καὶ νὰ εἶναι καὶ ὅσο περίτεχνα νὰ κρύβονται ἢ νὰ συγκαλύπτονται. ῾ Η κωμωδία γνωρίζει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ δίκαιο, τὸ γὰρ δίκαιον οἶδε καὶ τρυγῳδία· καὶ δὲν διστάζει νὰ τὸ διαλαλήσει παντοῦ· δὲν ὀρρωδεῖ μπροστὰ σὲ κανενὸς εἴδους συμϕέρον καὶ δὲν ὑπολογίζει καμιὰ μορϕὴ ἐξουσίας. Αὐτοὶ εἶναι καὶ οἱ βασικοὶ λόγοι ποὺ καθιστοῦν τὴν ποίηση τοῦ ᾽Αριστοϕάνη πάντοτε ἐπίκαιρη καὶ ἰδιαίτερα ἑλκυστική. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης στοὺς ᾽Αχαρνῆς ἐκϕράζει τὸ ἀτελεύτητο δρᾶμα τῶν ἁπλῶν πολιτῶν, τῶν ἀγροτῶν, σχετικὰ μὲ τὰ δεινὰ ποὺ ἐπιϕέρει ὁ πόλεμος καὶ συνεπάγεται ἡ ἀπουσία τῆς εἰρήνης, καὶ διαπομπεύει καὶ διακωμωδεῖ μὲ τὴ δύναμη τῆς καυστικῆς σάτιρας καὶ τοῦ γέλιου κάθε ϕαυλότητα καὶ κάθε ματαιοδοξία καὶ ματαιοπονία, ἀπ’ ὅπου κι ἂν προέρχονται. Οἱ ᾽Αχαρνῆς, ἡ ἀρχαιότερη σωζόμενη ἀττικὴ κωμωδία, ποὺ ἀνέβηκε τὸ 424 π.Χ., ἕξι χρόνια δηλαδὴ ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε ἀρχίσει ὁ Πελοποννησιακὸς Πόλεμος, ἀποδοκιμάζει τὴν ὑστεροβουλία καὶ τὴν ἀλλοτρίωση τῶν πολιτικῶν ταγῶν, τὴν ἀποχαύνωση, τὴν ἀϕέλεια
12
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ
καὶ τὴν εὐπιστία τῶν πολιτῶν, τὴν ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ ἀπογύμνωση τοῦ ἄστεως καὶ ἐξαίρει τὶς ἁπλὲς χαρὲς τῆς ζωῆς, τὴν ἁπλότητα καὶ αὐθεντικότητα τοῦ ἀγροτικοῦ βίου καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης. Μὲ τοὺς Α ᾽ χαρνῆς ὁ κωμικὸς ποιητὴς κέρδισε τὸ πρῶτο βραβεῖο, δὲν ἔπεισε ὅμως τοὺς συμπολίτες του· ὁ πόλεμος συνεχίστηκε μὲ τὰ γνωστὰ ἀποτελέσματα καὶ γιὰ τὴν ᾽Αθήνα καὶ γιὰ τὸ πανελλήνιο. ᾽Αδιέξοδο παντοῦ, ὄχι μόνο στὴν τραγωδία, ἀλλὰ καὶ στὴν κωμωδία· μόνο ποὺ στὴν κωμωδία τὸ πρόβλημα γελοιογραϕεῖται καὶ προσϕέρεται γιὰ στιγμὲς ἀνάπαυλας καὶ εὐθυμίας. ῾ Η ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴ ζοϕερὴ καὶ δυσάρεστη πραγματικότητα ἦταν ἀνέϕικτη. Καὶ γιὰ αὐτὸ ἄλλωστε τὸ λόγο ἡ περὶ ὧν συζήτηση συνεχίζεται αἰῶνες τώρα ἀμείωτη καὶ τὸ ἴδιο ἔντονη. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ ἀριστοϕανικὴ κωμωδία ἀποτελεῖ ἀξιόλογη ἱστορικὴ πηγή, πολλῷ μᾶλλον οἱ ᾽Αχαρνῆς. Οἱ ἀρχαῖοι ἀποκαλοῦσαν τὴν κωμωδία κάτοπτρον τῆς ζωῆς, γιατὶ κατὰ τὴ γνώμη τους ἀναπαριστοῦσε μὲ γλαϕυρότητα καὶ ἐνάργεια τὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία. Τὴν εἰκόνα γιὰ τὴν σύγχρονη πρὸς τὴν κωμωδία ᾽Αχαρνῆς πραγματικότητα, δηλαδὴ γιὰ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, συμπληρώνουν ὁ Θουκυδίδης, οἱ υπόλοιπες ἱστορικὲς καὶ ἀρχαιογνωστικὲς πηγές, καθὼς καὶ ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη. ῾ Η τυχαία ἀποκάλυψη τοῦ ἀρχαίου θεάτρου τῶν ᾽Αχαρνῶν τὸ Φεβρουάριο τοῦ 2007, στὸ κέντρο τοῦ ἱστορικοῦ δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν, τόπο καταγωγῆς καὶ τῶν ἡρώων τῆς ὁμώνυμης κωμωδίας, ἀπὸ τὴν ἀρχαιολόγο κα Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα, κατὰ τὶς ἐργασίες θεμελίωσης νεοαναγειρόμενης οἰκοδομῆς στὴν ὁδὸ Σαλαμίνος 21, ποὺ σήμερα ἔχει μετονομασθεῖ σὲ ὁδὸ ᾽Αρχαίου Θεάτρου, ἦρθε νὰ ζωντανέψει μπροστὰ στὰ μάτια μας τὸν τόπο καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Τὸ θέατρο μᾶς ὑπενθύμισε τὴν ἀδιάρρηκτη σχέση τοῦ παρελθόντος μὲ τὸ παρόν, ἀϕοῦ ὁ ἴδιος αὐτὸς τόπος δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ κατοικεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μέχρι σήμερα. Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ἐπιδιώξαμε νὰ μελετήσουμε τὸ ἀρχαῖο ποιητικὸ κείμενο σὲ συνάρτηση μὲ τὸν τόπο ἀναϕορᾶς του καὶ τοὺς ἀνθρώπους του. ῾ Η ἀϕορμὴ γένεσης τοῦ παρόντος πολυσέλιδου πονήματος στάθηκε ἡ ἐπιστημονικὴ διημερίδα « ᾽Αριστοϕάνους ᾽Αχαρνῆς - Τὸ ῎ Εργο, ὁ Τόπος, οἱ ῎ Ανθρωποι» ποὺ διοργάνωσε τὸ Ε ᾽ πισκήνιον - Κίνηση πολιτῶν γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἀρχαίου θεάτρου ᾽Αχαρνῶν καὶ τὸ Πνευματικὸ Κέντρο Θρακομακεδόνων τοῦ Δήμου ᾽Αχαρνῶν (Ν.Π.Δ.Δ.) καὶ ἔλαβε χώρα στὶς 5 & 6 ᾽Απριλίου τὸ 2014, στὸ μέγαρον τοῦ ᾽ Ορειβατικοῦ Συλλόγου ᾽Αχαρνῶν, στὶς ᾽Αχαρνές. Διακεκριμένοι ἐπιστήμονες,
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ
13
καθηγητὲς πανεπιστημίου, ϕιλόλογοι, ἱστορικοί, ἀρχαιολόγοι ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκληση τῆς κας Μαρίας Μίχα καὶ τοῦ κου Λαμπρινοῦ Πλατυπόδη γιὰ τὸ Ε ᾽ πισκήνιον καὶ τὸ Πνευματικὸ Κέντρο Θρακομακεδόνων ἀντίστοιχα, καὶ πλαισίωσαν ἐκθύμως τὶς ἐργασίες τῆς ἐπιστημονικῆς διημερίδας. ᾽Απὸ τὴ θέση αὐτὴ ἐκϕράζουμε τὶς θερμὲς εὐχαριστίες μας στοὺς εἰσηγητὲς καὶ συγγραϕεῖς τῶν πρωτότυπων καὶ ἐμπεριστατωμένων κειμένων ποὺ ἐμπεριέχονται στὸν ἀνὰ χεῖρας συλλογικὸ τόμο, καθὼς καὶ σὲ ὅλους, ὅσοι συνέβαλαν μὲ τὸν τρόπο τους, ἀϕενὸς στὴν ὑλοποίηση τῆς ἐπιστημονικῆς διημερίδας, καὶ ἀϕετέρου στὴν ἠλεκτρονική, πρὸς τὸ παρόν, ἔκδοση τῶν Πρακτικῶν. Χάριτες ὀϕείλουμε καὶ στὸν ἀκάματο θεράποντα τῆς τυπογραϕικῆς τέχνης κ. Γιάννη Μαμάη, διευθύνοντα σύμβουλο τῶν ᾽ Εκδόσεων Gutenberg, ποὺ ἐπιμελήθηκε τὸ παρὸν καλαίσθητο συλλογικὸ ἔργο. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτὸς ὁ συλλογικὸς τόμος προσθέτει ἀκόμη ἕνα λιθαράκι στὸ οἰκοδόμημα τῆς λαμπρῆς ἱστορίας τοῦ ἀρχαίου δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν καὶ τῆς ἑρμηνείας τῆς περιώνυμης ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας Α ᾽ χαρνῆς, ἐνισχύοντας καὶ σϕυρηλατώντας ταυτόχρονα τὴν ἐθνική μας συνείδηση. ῎ Εχουμε κάθε λόγο νὰ πιστεύουμε ὅτι τὸ τελευταῖο μας τοῦτο ἔργο θὰ τύχει θετικῆς ἀνταπόκρισης καὶ εὐμενοῦς ὑποδοχῆς, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς σύγχρονους ᾽Αχαρνεῖς, ἀλλὰ καὶ ὰπὸ τοὺς ϕοιτητές μας, τὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα καὶ τὸ ϕιλομαθὲς καὶ ϕιλόμουσο κοινὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας καὶ ἱστορίας. ᾽ νδρέας Γερ. Μαρκαντωνᾶτος Α Λαμπρινὸς Εὐστ. Πλατυπόδης
Ε ΡΓΟ
Θεόδωρος Γ. Παππᾶς * ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ**
ὁ δὲ γέλως τῆς κωμῳδίας ἔκ τε λέξεων καὶ πραγμάτων ἔχει τὴν σύστασιν 1
Εἰσαγωγὴ
ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ νὰ προκαλέσει τὸ γέλιο ὁ ᾽Αριστοϕάνης στὶς κωμωδίες του καὶ νὰ πετύχει ἕνα ἐντυπωσιακὸ ἀποτέλεσμα, μετέρχεται πολλοὺς τρόπους καὶ μεθόδους: ξεκινᾶ μὲ τὴν κωμικὴ ὑπόθεση, τὶς κωμικὲς καταστάσεις καὶ τοὺς κωμικοὺς τύπους· χρησιμοποιεῖ τὰ στοιχεῖα ὄψεως, τὴν ἐνδυματολογία, τὴ θεατρικὴ σκευή, τὴ σκηνογραϕία, ἀλλὰ καὶ τὴν κίνηση, τὴ μουσικὴ καὶ τὴ χορογραϕία. Πρωτίστως, ὅμως, ἀξιοποιεῖ στὸ ἔπακρο καὶ μὲ ἀνυπέρβλητη ἐπιδεξιότητα τὶς εὐκαιρίες ποὺ προσϕέρει ἡ γλῶσσα σὲ ὅποιον ἔχει τὴν ἱκανότητα εἴτε νὰ χειρίζεται κατάλληλα τὴν πολυσημία ἢ τὴν ἀμϕισημία τῶν ὑπαρκτῶν λέξεων εἴτε νὰ κατασκευάζει νέες, ἄγνωστες ἀλλὰ κατανοητὲς λέξεις, δημιουργώντας ἔτσι συνειρμοὺς ποὺ προκαλοῦν γέλιο, πτυχὴ τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ μὲ ἰδιαίτερα δημιουργικὸ καὶ ἰδιοϕυῆ τρόπο. ** Καθηγητὴς τῆς ᾽Αρχαίας ῾ Ελληνικῆς Γραμματείας στὸ Τμῆμα ᾽Αρχειονομίας καὶ Βιβλιοθηκονομίας τοῦ ᾽ Ιονίου Πανεπιστημίου καὶ ᾽Αναπληρωτὴς Πρύτανης τοῦ ᾽ Ιονίου Πανεπιστημίου. ᾽ ρι** Τὸ κείμενο τῆς ἀνακοίνωσης ἔχει δημοσιευθεῖ στό: Θ.Γ. Παππᾶς, Α στοϕάνης: ὁ ποιητὴς καὶ τὸ ἔργο του, ἐκδ. Gutenberg, ᾽Αθήνα 2016, σσ. 153-202. 1. Koster (1975) 15-16.
18
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
῾ Η γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μπορεῖ νὰ μελετηθεῖ τόσο ὡς μέσο ἔκϕρασης τῆς κωμικῆς κατάστασης ἢ ὡς ϕορέας τῆς κωμικότητας, ὅσο καὶ ὡς στοιχεῖο ποὺ συμβάλλει στὴ δημιουργία τοῦ κωμικοῦ. ῾ Εστιάζουμε τὴ μελέτη μας στὸν ᾽Αριστοϕάνη, ἀϕοῦ ἀπὸ τὴ λεγόμενη ᾽Αρχαία ἑλληνικὴ Κωμωδία, ἡ ὁποία χονδρικὰ ϕτάνει ὡς τὸ 400 π.Χ., σώζονται ἀκέραιες οἱ ἕντεκα κωμωδίες του καὶ μόνο ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς ὁμοτέχνους του (Κράτητα, Κρατῖνο, Φερεκράτη, Εὔπολι κ.ἄ.). ᾽Απὸ τὰ λογοτεχνικὰ εἴδη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ἡ ἀττικὴ κωμωδία εἶναι ἴσως τὸ εἶδος στὸ ὁποῖο ἡ γλῶσσα παίζει τὸν πιὸ σημαντικὸ ρόλο. Προκαλεῖ ἔκπληξη, ὡστόσο, τὸ ὅτι ὑπάρχουν σχετικὰ λίγες ἐνδελεχεῖς ἀναλύσεις αὐτοῦ τοῦ ἐξαιρετικὰ ἐνδιαϕέροντος γλωσσικοῦ πεδίου. Στὰ ἑλληνικὰ διαθέτουμε τὴν μελέτη τοῦ Γ.Π. ᾽Αναγνωστόπουλου, «Περὶ τῆς γλώσσης τῶν κωμῳδιῶν τοῦ ᾽Αριστοϕάνους», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Α ᾽ θηνᾶ τὸ 1924.2 ᾽Απὸ τοὺς ξένους ἐρευνητὲς ξεχωρίζουν οἱ μελέτες τοῦ Antonio L½pez Eire3 καὶ ἡ πρόσϕατα δημοσιευμένη διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ Andreas Willi, The Languages of Aristophanes.4 Παρ’ ὅλα αὐτά, μολονότι ἡ σύγχρονη ἔρευνα ἔδωσε νέα ὤθηση καὶ ἄνοιξε νέες προοπτικὲς στὴν παρουσίαση τοῦ θέματός μας, ὑπάρχουν ἀκόμη πολλὰ ποὺ ἀξίζουν λεπτομερέστερη μελέτη καὶ περαιτέρω ἔρευνα, προκειμένου νὰ ἀναδειχθοῦν τὰ βασικὰ ζητήματα τοῦ ὕϕους καὶ τῆς γλώσσας τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. Θὰ παρουσιάσουμε συνοπτικὰ τὰ γενικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς γλώσσας τοῦ ποιητῆ, τὶς ἰδιαιτερότητες, καθὼς καὶ τὰ στοιχεῖα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἀπὸ τὶς ἄλλες διαλέκτους· θὰ ἑστιάσουμε στὴν καθομιλουμένη γλῶσσα τῆς κωμωδίας, ἡ παρουσία τῆς ὁποίας στὰ σωζόμενα κείμενα τῆς ἀρχαίας γραμματείας εἶναι γενικὰ περιορισμένη καὶ ἡ ὁποία σπάνια χρησιμοποιήθηκε στὴ σοβαρὴ ποίηση.5 Θὰ ὁμι2. 3. 4. 5.
᾽Αναγνωστόπουλος (1924) 3-60. Eire (1986) 237-274· τοῦ ἰδίου (1996)· τοῦ ἰδίου (1997) 189-212. Willi (2003) (repr. 2006)· τοῦ ἰδίου (2010) 471-510.
Παραδείγματα τῆς ὁμιλουμένης γλώσσας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κωμωδία, συναντοῦμε σὲ διάϕορα χωρία τῶν πλατωνικῶν διαλόγων καί, μερικὲς ϕορές, στὶς ἀγροτικὲς συζητήσεις τοῦ ᾽ Ηρώνδα καὶ τοῦ Θεοκρίτου.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
19
λήσουμε γιὰ τὴ μορϕολογία τῶν λέξεων στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία, τὴν ὑϕολογικὴ καὶ γλωσσικὴ ποικιλία, τὴν τεχνικὴ γλῶσσα, τὴν εἰδικὴ κατηγορία τῶν βωμολοχιῶν, τὴν παρωδία τῆς σοβαρῆς ποίησης (ἐπικῆς, λυρικῆς, τραγικῆς), τὴν ὁμιλία τῶν γυναικῶν, τῶν ξένων καὶ τῶν δούλων. Τέλος, θὰ ἀναλύσουμε ὁρισμένες πτυχὲς τοῦ κωμικοῦ λόγου τοῦ ᾽Αριστοϕάνη: τὰ λογοπαίγνια, τὶς παρανοήσεις, τοὺς αἰϕνιδιασμούς, τὴ συσσώρευση λέξεων, τὶς πρωτότυπες κωμικὲς εἰκόνες καὶ τὶς εὐϕάνταστες μεταϕορές.
Γνῶμες τῶν ἀρχαίων γιὰ τὴ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ᾽Απὸ γλωσσικὴ ἄποψη στὴν κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη κυριαρχεῖ ἡ ἀττικὴ καθομιλουμένη, ὄχι, ὅμως, ἡ γλῶσσα τοῦ ἀμόρϕωτου λαοῦ, ὅπως θὰ περίμενε κανείς, ἀλλὰ τοῦ μέσου μορϕωμένου πολίτη. ῾ Η ἀριστοϕανικὴ κωμωδία χρησιμοποιεῖ τὴ δόκιμη γλῶσσα ποὺ μεταχειρίζεται ὁ μέσος ᾽Αθηναῖος, τὴν μέσην διάλεκτον πόλεως, ποὺ εἶχε, δηλαδὴ, βάση τὴν καθημερινὴ ὁμιλία τοῦ καλλιεργημένου μεσαίου στρώματος, τὴ γλῶσσα τὴν ὁποία ὁ ὁμιλητὴς διεκδικεῖ γιὰ λογαριασμό του στὸ ἀπ. 706: Διάλεκτον ἔχοντα μέσην πόλεως οὔτ’ ἀστείαν ὑποθηλυτέραν οὔτ’ ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν.6
῾ Η μέση διάλεκτος πόλεως εἶναι ἡ γνήσια ὁμιλούμενη ἀττικὴ διάλεκτος, ἡ ὁποία ἀπέχει τόσο ἀπὸ τὴν ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, τὴν ὑπερεκλεπτυσμένη κομψὴ καὶ ἐπιτηδευμένη γλῶσσα τῶν σοϕιστῶν, τῶν ποιητῶν καὶ τῶν ρητόρων, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, τὴ χυδαία γλῶσσα τοῦ ἀμόρϕωτου λαοῦ. Αὐτὲς ὁρίζουν τὰ δυὸ καταδικαστέα ἀκραῖα ὅρια γιὰ τὴ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὅτι ἀντιπροσωπεύει, ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ϕωνητικῆς, τῆς σύνταξης, τῆς μορϕολογίας καὶ τοῦ λεξιλογίου, τὴν πιὸ καθαρὴ μορϕὴ τοῦ σύγχρονου ἀττικοῦ προϕορικοῦ λόγου ποὺ χρη6. ᾽Απ. 706 (685)· Kassel & Austin (1984) 362.
20
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
σιμοποιοῦσε ὁ μορϕωμένος ᾽Αθηναῖος στὸ σπίτι του, στὴν ἀγορά, στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ στὸ δικαστήριο.7 Προτοῦ, ὅμως, μελετήσουμε τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτῆς τῆς ποιητικῆς γλώσσας, λαϊκοῦ τύπου, ἂς δοῦμε ἐν συντομία πῶς ἀντιμετώπιζαν οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχαῖοι τὴ γλῶσσα τῆς κωμωδίας. ᾽Ακριβῶς αὐτὴ ἡ γλωσσικὴ καθαρότητα συνετέλεσε καὶ στὴ διάσωση τῶν κωμωδιῶν τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, γιατί, παρὰ τὴν ἀθυροστομία τους, τὰ ἔργα του ἀποτελοῦσαν πρότυπα ἀττικοῦ λόγου. Αὐτὸ τὸ ἀναγνώριζαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι γραμματικοὶ καὶ λεξικογράϕοι, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ κοινὴ εἶχε ἀντικαταστήσει μὲν τὶς προγενέστερες διαλέκτους, ἀλλὰ οἱ μορϕωμένοι προσπαθοῦσαν ἀκόμη νὰ γράψουν στὴν ἀττικὴ διάλεκτο τῆς κλασικῆς ἐποχῆς. Οἱ λεγόμενοι ἀττικιστές, στὴν προσπάθειά τους νὰ μιμηθοῦν τὸ ἰδίωμα τῶν κλασικῶν ἀττικῶν συγγραϕέων, ἐπέλεξαν καὶ συνιστοῦσαν ὡς ὑπόδειγμα ὕϕους, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν ρητόρων, τοῦ Θουκυδίδη, τοῦ Πλάτωνα, τῶν τραγικῶν ποιητῶν (Αἰσχύλου, Σοϕοκλῆ, Εὐριπίδη), καὶ τὶς κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. Σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα συντάχθηκαν ἀττικιστικὰ λεξικὰ καὶ διατριβές, ὅπως αὐτὰ τοῦ ῎ Ιστρου ἀπὸ τὴν Κυρήνη ( ᾽Αττικαὶ λέξεις, 3ος αἰ. π. Χ.), τοῦ Κράτητα ἀπὸ τὴ Μαλλὸ τῆς Κιλικίας (Περὶ ἀττικῆς διαλέκτου, 2ος αἰ. π.Χ.), τοῦ Δημητρίου ᾽ Ιξίονα ἀπὸ τὸ ᾽Αδραμύττιο τῆς Μυσίας (2ος αἰ. π.Χ.), τοῦ Φιλήμονα ἀπὸ τὴν Αἰξωνὴ ᾽ ττικαὶ γλῶσσαι, 2ος αἰ. π. Χ.) κ.ἄ. Τὴ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη (Α μελέτησε, ἐπίσης, ὁ Λυκόϕρων ἀπὸ τὴ Χαλκίδα, ποιητὴς τοῦ 3ου αἰ. π.Χ., ὁ ὁποῖος ἐξήγησε σπάνιες λέξεις καὶ ἐκϕράσεις. ῎ Εγραψε 11 βιβλία Περὶ κωμῳδίας, σὲ μορϕὴ λεξικοῦ-καταλόγου, ποὺ καταγράϕουν καὶ ταξινομοῦν τὰ ἔργα τῆς ᾽Αρχαίας καὶ τῆς Νέας Κωμωδίας.8 ῾ Ο 7. Taillardat (1965)12-14. Eire (1997) 189-212. 8. Πρβλ. ᾽Αθήναιος, 4, 140a· 7, 278a-b· 11, 485d, 501d-e· 13, 555a. Βλ. καὶ
τὴ μαρτυρία τοῦ Τζέτζη, στὰ Προλεγόμενα εἰς ᾽Αριστοϕάνους Πλοῦτον. Πολὺ σημαντικὴ πηγὴ γιὰ πάρα πολλὰ χαμένα ἔργα κωμικῶν ποιητῶν τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ. προσϕέρει ὁ ᾽Αθήναιος ἀπὸ τὴ Ναύκρατη τῆς Αἰγύπτου (2ος / 3ος αἰ. μ.Χ.) στοὺς Δειπνοσοϕιστές του. Πρόκειται γιὰ ἔργο ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ 15 βιβλία καὶ τὸ ὁποῖο μὲ τὴ μορϕὴ συζητήσεων κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς συμποσίου, παραθέτει ἐκτενῆ ἀποσπάσματα κωμωδιῶν, στὸ ἐπίκεντρο τῶν ὁποίων βρίσκεται τὸ ϕαγητό, τὸ ποτὸ καὶ ἡ μουσική. Βλ. καὶ Letrouit (1991) 33-40.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
21
᾽ Ερατοσθένης ἀπὸ τὴν Κυρήνη (περίπου 275-195 π.Χ.), γραμματικός, διευθυντὴς τῆς Βιβλιοθήκης τῆς ᾽Αλεξάνδρειας καὶ πολύπλευρος λόγιος, ἔγραψε 12τομο ἔργο Περὶ ἀρχαίας κωμῳδίας, στὸ ὁποῖο μελετοῦσε τοὺς συγγραϕεῖς, τὰ κείμενα καὶ τὴ γλῶσσα τῶν κωμωδιῶν. ῾ Υπολείμματα ἀπὸ τὸ τεράστιο ἔργο ἐπιβιώνουν στὰ ἀρχαῖα σχόλια στὸν ᾽Αριστοϕάνη. Οἱ ἐξηγήσεις του ἀναϕέρονται στὴ γλῶσσα τῆς κωμωδίας. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης ὁ Βυζάντιος (περίπου 257-180 π.Χ.) ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ ἀριστοϕανικοῦ κειμένου, τὰ μελετήματα γιὰ τοὺς κωμικοὺς ποιητές (περὶ προσώπων καὶ περὶ ἑταιρῶν), ἔγραψε καὶ τὸ ἰδιαίτερα χρήσιμο ἔργο ᾽Αττικαὶ Λέξεις (καὶ Γλῶσσαι), ὅπου ἐξηγοῦσε δύσκολες ϕράσεις καὶ λέξεις τῶν κωμωδιογράϕων. ᾽ Επίσης, ὁ Χαῖρις ἀπὸ τὴν ᾽Αλεξάνδρεια (2ος αἰ. π.Χ.), μαθητὴς τοῦ ᾽Αριστάρχου, ἔγραψε ὑπομνήματα γιὰ τὶς κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, καθὼς καὶ τὸ σύγγραμμα Περὶ γραμματικῆς. ῾ Η παλαιότερη σωζόμενη παρουσίαση τῆς ϕιλολογίας ὡς ἐπιστήμης παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Θρᾶκα (2ος αἰ. π.Χ.), μαθητὴ τοῦ ᾽Αριστάρχου, στὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου του Τέχνη γραμματική. ῾ Η μελέτη τῆς γραμματικῆς ἀποτελεῖ νέα ἐπιστήμη ποὺ πραγματεύεται τὰ ἐπιμέρους στοιχεῖα καὶ τὴ δομὴ τῆς γλώσσας.9 Τὸ μικρὸ βιβλίο τοῦ Διονυσίου ἀποτέλεσε γιὰ αἰῶνες τὸ ἐγχειρίδιο γραμματικῆς ὡς τὴ βυζαντινὴ περίοδο. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ μία τέχνη ἀνάγνωσης καὶ ἐκϕώνησης τῶν γραπτῶν λέξεων καὶ λιγότερο γιὰ ἐγχειρίδιο ἐκμάθησης τῆς γλώσσας. ῾ Ο Δίδυμος (1ος αἰ. π.Χ.), ἐκτὸς ἀπὸ ὑπομνήματα καὶ σχόλια γιὰ τὴν ἀττικὴ κωμωδία, συνέγραψε καὶ τὸ ἔργο λέξις κωμική, τὸ ὁποῖο ἀναϕέρεται στὸν ᾽Αριστοϕάνη. ῾ Ο γραμματικὸς Μοῖρις (2ος / 3ος αἰ. μ.Χ.) συνέταξε ἀττικιστικὸ λεξικὸ μὲ τίτλο Λέξεις Α ᾽ ττικαί, ὅπου παραθέτει τὴν ἀττικὴ λέξη μαζὶ μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἑλληνιστικὴ ἔκϕραση· τὸ ὑλικὸ ποὺ πραγματεύεται προέρχεται ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη, τὸν Ξενοϕῶντα, τοὺς ρήτορες, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν ᾽Αριστοϕάνη.10 9. Βλ. Lallot (1989). 10. ᾽Αττικιστικὸ λεξικὸ συνέταξε καὶ ὁ γραμματικὸς τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ. Αἴλιος
Διονύσιος ἀπὸ τὴν ῾ Αλικαρνασσό, μὲ ὁδηγίες γιὰ τὴν ὀρθὴ χρήση τῆς ἀττικῆς διαλέκτου ( ᾽Αττικὰ ὀνόματα). Γύρω στὰ τέλη τοῦ 2ου αἰ. μ.Χ., ὁ Πολυδεύκης ᾽ νομαστικόν του, ὅπου, ἐπίσης, βρίσκουμε τέτοιου εἴδους ὁδηγίες. συνέταξε τὸ Ο
22
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Δὲν ἔλειψαν, βέβαια, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαϕορετικὴ ἄποψη γιὰ τὴ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. ῾ Ο Πλούταρχος (περίπου 50-120 μ.Χ.), γιὰ παράδειγμα, συγκρίνοντας τὴν ᾽Αρχαία μὲ τὴ Νέα Κωμωδία, καταδικάζει τὸν ᾽Αριστοϕάνη, ἐνῶ προτιμᾶ τὸν Μένανδρο. ῾ Ο Πλούταρχος ὑποστηρίζει πὼς ἡ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ἐνῶ γοητεύει τὸν κοινὸ καὶ τὸν ἀπαίδευτο θεατή, προκαλεῖ δυσϕορία στὸν καλλιεργημένο ἄνθρωπο.11 ῾ Ο Χαιρωνεὺς τοῦ καταλογίζει ὅτι χρησιμοποιεῖ ἀνομοιόμορϕη γλῶσσα μὲ μεγάλη κλίμακα τόνων καὶ χρωματισμῶν, ὅτι ὁ λόγος του δὲν ἀποδίδει τοὺς κατάλληλους χαρακτῆρες καὶ συνδυάζει μεταξὺ τους ἀταίριαστα πράγματα.12 ᾽Αντίθετα, ὁ Μένανδρος ἔχει στὸ ὕϕος του ὁμοιογένεια ποὺ ταιριάζει στὰ πρόσωπα ποὺ χρησιμοποιεῖ στὴ σκηνή. Τὸ δηκτικὸ χιοῦμορ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη δὲν ἀρέσει πλέον οὔτε στὸν ἁπλὸ θεατὴ οὔτε στὸν διανοούμενο· ἡ ποίησή του εἶναι σὰν τὴν ἑταίρα ποὺ παρήκμασε καὶ παριστάνει τὴ νόμιμη σύζυγο· ὅλοι θαυμάζουν τὸν Μένανδρο. ῾ Ο Μένανδρος ἀκούγεται ἢ διαβάζεται στὰ θέατρα, στὶς διαλέξεις, στὰ συμπόσια, καθὼς καὶ σὲ συγγραϕικοὺς ἀγῶνες.13 Βέβαια, ἡ διαϕορὰ μεταξὺ λόγου καὶ ἤθους τῶν προσώπων τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν κατηγορεῖ ὁ Πλούταρχος, εἶναι ἠθελημένη ἀπὸ τὸν ποιητή, προκειμένου νὰ πετύχει τὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἐπιδιώκει, δηλαδὴ τὴν εὐτράπελη παρωδία, τὸ μπουρλέσκ.14 Αὐτὸ ποὺ ὁ Πλούταρχος παρουσιάζει ὡς ἀδυναμία, εἶναι ἡ γλωσσικὴ ἀρετὴ τοῦ 11. Καὶ γὰρ ὁ μὲν ἀπαίδευτος καὶ ἰδιώτης, οἷς ἐκεῖνος λέγει, ἁλίσκεται· ὁ ᾽ ριστοϕάνους καὶ Μεδὲ πεπαιδευμένος δυσχερανεῖ, Πλούταρχος, Συγκρίσεως Α νάνδρου ᾽Επιτομή, 853b. 12. ῎ Ενεστι μὲν οὖν ἐν τῇ κατασκευῇ τῶν ὀνομάτων αὐτῷ (γρ. ᾽Αριστοϕάνει) τὸ τραγικὸν τὸ κωμικὸν τὸ σοβαρὸν τὸ πεζόν, ἀσάϕεια, κοινότης, ὄγκος καὶ δίαρμα, σπερμολογία καὶ ϕλυαρία ναυτιώδης. Καὶ τοσαύτας διαϕορὰς ἔχουσα καὶ ἀνομοιότητας ἡ λέξις οὐδὲ τὸ πρέπον ἑκάστῃ καὶ οἰκεῖον ἀποδίδωσιν· οἷον λέγω βασιλεῖ τὸν ὄγκον ῥήτορι τὴν δεινότητα γυναικὶ τὸ ἁπλοῦν ἰδιώτῃ τὸ πεζὸν ἀγοραίῳ τὸ ϕορτικόν· ἀλλ’ ὥσπερ ἀπὸ κλήρου ἀπονέμει τοῖς προσώποις τὰ προστυχόντα τῶν ὀνομάτων, καὶ οὐκ ἂν διαγνοίης εἴθ’ υἱός ἐστιν εἴτε πατὴρ εἴτ’ ἄγροικος εἴτε θεὸς εἴτε γραῦς εἴθ’ ἥρως ὁ διαλεγόμενος, Πλούταρχος, Συγκρίσεως ᾽Αριστοϕάνους καὶ Μενάνδρου ᾽Επιτομή, 853c-d. 13. Πλούταρχος, ὅ.π., 854a-b. Βλ. καὶ Imperio (2004) 185-196· Zanetto (2000) 319-333· Nünlist (2002) 219-259. 14. Βλ. Pappas (1989) 71-73.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
23
᾽Αριστοϕάνη: ἡ ἱκανότητά του στὰ λογοπαίγνια καὶ τὶς κωμικὲς ἀνατροπὲς ὕϕους καὶ ἐπιπέδου ἐπισημότητας. Παρὰ τὶς ἐπικρίσεις τοῦ Πλουτάρχου γιὰ τὸν ϕορτικὸν καὶ βάναυσον λόγον τοῦ ᾽Αριστοϕάνη,15 τὰ ἔργα του συμπεριλαμβάνονταν ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ ἀπαιτητικὰ ἐγχειρίδια ὕϕους, ὅπως, γιὰ παρά᾽ κλογὴ ῥημάτων καὶ ὀνομάτων ἀττικῶν (λεγόταν καὶ δειγμα, στὴν Ε ᾽Αττικιστὴς) τοῦ λεξικογράϕου Φρυνίχου ἀπὸ τὴ Βιθυνία (2ος αἰ. μ.Χ.).16 ῾ Ο ἀττικιστὴς Φρύνιχος ὁ ᾽Αράβιος δεχόταν ὡς πρότυπα ὕϕους τὸν Πλάτωνα, τὸν Θουκυδίδη, τοὺς ρήτορες, τοὺς τραγικοὺς ποιητὲς καὶ τὸν ᾽Αριστοϕάνη. Τὰ ἔργα του χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν Φώτιο καὶ τὴ Σοῦδα.17 Οἱ ἀπόψεις τοῦ Φρυνίχου, σὲ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μένανδρος ἐθεωρεῖτο ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους καὶ πιὸ ἀγαπητοὺς συγγραϕεῖς, δείχνουν ὅτι, ἐνδεχομένως, εἶχε ἀνοίξει κάποια συζήτηση ἀναϕορικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν κωμωδιῶν στὰ σχολεῖα, ἀϕοῦ καὶ ὁ γιατρὸς Γαληνὸς (129-199 μ.Χ.) ἔγραψε σύγγραμμα σχετικὸ μὲ τὴ χρήση τοῦ μαθήματος τῆς ἀρχαίας κωμωδίας στὴν ἐκπαίδευση τῶν νέων. Φαίνεται πὼς αὐτὸς ἦταν ὑπὲρ τῆς διδασκαλίας τῆς κωμωδίας, καθὼς ἑτοίμασε γι’ αὐτὸν τὸ σκοπὸ εἰδικὰ λεξικά.18 ᾽Αντιδρώντας στὶς αὐστηρὲς ἀντιλήψεις τῶν ἀττικιστῶν προδρόμων τοῦ Φρυνίχου, ἕνας ἄλλος (ἀνώνυμος) συγγραϕέας τοῦ 2ου αἰώνα συνέγραψε λεξικὸ μὲ τὸν τίτλο ᾽Αντιαττικιστής, προκειμένου νὰ ἀποδείξει ὅτι πολλὲς ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ εἶχαν ἀπορρίψει οἱ ἀττικιστὲς ἐμϕανίζονταν καὶ σὲ γραπτὰ τῶν ᾽Αττικῶν συγγραϕέων τῆς κλασικῆς ἐποχῆς. Καθὼς σημαντικὸ μέρος ἀπὸ τὸ ὑλικὸ τοῦ Α ᾽ ντιατ15. «Τὸ ϕορτικόν», ϕησίν, «ἐν λόγοις καὶ θυμελικὸν καὶ βάναυσον ὥς ἐστιν Α ᾽ ριστοϕάνει, Μενάνδρῳ δ’ οὐδαμῶς», ὅ.π., 853b. Φαίνεται ὅτι ἡ Ε ᾽ πιτομὴ εἶναι ἔργο μεταγενέστερου συγγραϕέα, ποὺ ἀποδίδει περιληπτικὰ τὶς ἀπόψεις ποὺ ἐξέϕραζε ὁ Πλούταρχος στὸ κύριο ἔργο του σχετικὰ μὲ τὴ σύγκριση ᾽Αριστοϕάνη καὶ Μενάνδρου. Βλ. σχετικὰ D’Ippolito (2010) 113-119. 16. Reynolds & Wilson (1981) 63-65· Dickey (2007) 96-97. 17. Φώτιος, Βιβλιοθήκη 158.101b (Henry, 1960, 118). 18. Τῶν παρὰ τοῖς Α ᾽ ττικοῖς συγγραϕεῦσιν ὀνομάτων τεσσαράκοντα ὀκτώ· τῶν παρ ᾽ Εὐπόλιδι πολιτικῶν ὀνομάτων τρία· τῶν παρ ᾽ Α ᾽ ριστοϕάνει πολιτικῶν ὀνομάτων πέντε· τῶν παρὰ Κρατίνῳ πολιτικῶν ὀνομάτων δύο· τῶν ἰδίων κωμικῶν ὀνομάτων παραδείγματα ἕν· «Εἰ χρήσιμον ἀνάγνωσμα τοῖς παιδευομένοις ἡ παλαιὰ κωμῳδία». Γαληνός, Περὶ τῶν ἰδίων βιβλίων 19.48, 12-17.
24
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
τικιστῆ ἀντλεῖται ἀπὸ ποιητὲς τῆς ἀττικῆς κωμωδίας, τὸ λεξικό του εἶναι σημαντικὴ πηγὴ γιὰ τὴ γνώση τῆς κωμικῆς γλώσσας, ἐκτὸς τῶν ὁλοκληρωμένων κωμωδιῶν τοῦ ᾽Αριστοϕάνη.19 ῾ Ο Θεμίστιος, ρητοροδιδάσκαλος καὶ ϕιλόσοϕος τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ., ποὺ ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν Σοϕιστήν του ὑποστηρίζει πὼς ὁ ᾽Αριστοϕάνης καὶ ὁ Δημοσθένης εἶναι οἱ σημαντικότεροι σχολικοὶ συγγραϕεῖς: ἀτὰρ οὔτ ᾽ ἐκεῖνο καθ ᾽ αὑτὸ ἀξιέπαινον οὔτε τόδε, ἀλλὰ τόδε μὲν οὐδεπώποτε ἀρετῆς σημεῖον, ἀλλὰ ϕιλοκερδοῦς καὶ ἐρασιχρημάτου ψυχῆς καὶ ἀτεχνῶς σοϕιστικῆς καὶ ἐμμίσθου, εἴθ ᾽ ὑπὲρ τῶν Δημοσθένους δικῶν εἴθ ᾽ ὑπὲρ τῶν Α ᾽ ριστοϕάνους δραμάτων εἴθ ᾽ ὑπὲρ τῶν πάντων ῥημάτων τε καὶ ὀνομάτων ὑπέχειν τὴν χεῖρα ἔξω τῆς χρείας καὶ χαλεπώτερον εἶναι τῶν δημοσίων πρακτόρων.20 Μολονότι τὸ περιεχόμενο τῶν κωμωδιῶν τοῦ ᾽Αριστοϕάνη δὲν συμβάδιζε μὲ τὶς χριστιανικὲς ἀρχὲς τοῦ Βυζαντίου, τὸ ἐνδιαϕέρον γιὰ τὴν ὀρθὴ χρήση τῆς γλώσσας, τὸ κίνημα τοῦ ἀττικισμοῦ, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὸν ἐκτοπισμὸ τοῦ Μενάνδρου ἀπὸ τὸν ᾽Αριστοϕάνη. ῎ Ετσι, ὡς ἀττικὸ πρότυπο ὁ ᾽Αριστοϕάνης εἶχε προτεραιότητα στὸ σχολεῖο, ἐνῶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κωμωδίες τοῦ Μενάνδρου δὲν προτιμήθηκαν, εἶχε ὡς συνέπεια τὰ ἔργα του νὰ σταματήσουν νὰ παραδίδονται ὡς τὸν Μεσαίωνα. Εἶναι ἐνδιαϕέρον τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ A. L½pez Eire, ἂν ἡ ἀττικὴ διάλεκτος τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἦταν πραγματικὰ τόσο καλύτερη ἢ «καθαρότερη» ἀπὸ ἐκείνη τῶν συναδέλϕων του.21 Μιὰ ὁριστικὴ ἀπάντηση θὰ μᾶς βοηθοῦσε νὰ καταλάβουμε πόσο «λαϊκὲς» ἦταν οἱ κωμωδίες του. ῍ Αν ὑπῆρχαν συγγραϕεῖς ποὺ ἔγραϕαν σὲ διάλεκτο λιγότερο καθαρή, μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἀντέγραϕαν πιστότερα τὴ γλῶσσα ποὺ μιλιόταν στοὺς δρόμους τῆς ᾽Αθήνας, ἡ καθαρότητα τῆς ὁποίας μονίμως κινδύνευε ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἐπιρροές. Δυστυχῶς, λόγω τῆς ἀποσπασματικότητας τῶν στοιχείων, δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ ὁριστικὴ ἀπάντηση.22 19. 20. 21. 22.
Willi (2010) 474-476. Θεμίστιος, Σοϕιστὴς 289c. Adrados (2008) 336-337. Eire (1986) 248, 256. Βλ. Duhoux (1997) 15-48.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
25
Φωνολογία καὶ μορϕολογία Γιὰ νὰ ἀξιολογήσουμε τὸ ὕϕος καὶ τοὺς ἐκϕραστικοὺς τρόπους τῆς ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας, θὰ χρειαστεῖ νὰ διαπιστώσουμε ὡς πρὸς τί μοιάζει ἢ διαϕέρει ἡ γλῶσσα της ἀπὸ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο τῶν ἄλλων λογοτεχνικῶν εἰδῶν τῆς κλασικῆς ᾽Αθήνας. ᾽ Επειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξετάσουμε ἐδῶ ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀττικῆς διαλέκτου θὰ περιοριστοῦμε σὲ ὁρισμένα βασικὰ στοιχεῖα, ὅπως εἶναι: ἡ ϕωνητική, ἡ μορϕολογία, ἡ σύνταξη, ἡ χρήση τῶν ἄλλων διαλέκτων, ἡ παρωδία, τὸ λεξιλόγιο καὶ τὸ ὕϕος. Οἱ διαϕορὲς μεταξὺ τῶν ἑλληνικῶν διαλέκτων εἶναι κυρίως ϕωνητικῆς ὑϕῆς καὶ μορϕολογίας. ῾ Ως πρὸς τὴ ϕωνολογία, ἡ ἀττικὴ διάλεκτος διατηρεῖ τὸ μακρόχρονο α- μετὰ ἀπὸ τὸ ι, ε, ρ (πλουσία, νέα, ὥρα)· ϕιλίας (Πλοῦτ., στ. 990), νεανίας (Νεϕ., στ. 8), ἡμέρα (Νεϕ., στ. 3)· σὲ ὅλες τὶς ἄλλες θέσεις τὸ α τρεπόταν σὲ η (μήτηρ ἀντὶ μάτηρ).23 ῾ Ωστόσο, ἐξαιτίας τῶν δωρικῶν συγγενειῶν τῆς χορικῆς λυρικῆς ποίησης, οἱ στίχοι τῆς τραγωδίας χρησιμοποιοῦν τὸ μακρὸ α- ἐκεῖ ὅπου ἡ ἀττικὴ δὲν τὸ ἔχει. ᾽Αντιθέτως, στὴν κωμωδία, ἀκόμα καὶ τὰ λυρικὰ μέρη διατηροῦν τὴν κανονικὴ ἐκδοχὴ μὲ η, μὲ ἐξαίρεση τὶς παρωδίες καὶ τὰ ἐλάχιστα σοβαρὰ ἄσματα: πολιοῦχος Α ᾽ θάνα (Νεϕ., στ. 602)· ἀχέτας (Εἰρ., στ. 1159)· ἡδομένᾳ ϕωνᾷ ( ῎ Ορν., στ. 236)· ἐν ἁμέραισιν (Βάτρ., στ. 243). Τρέπει τὰ σσ σὲ ττ (θάλασσα: θάλαττα). Εἶναι ἐνδιαϕέρον ὅτι ἡ τραγωδία καὶ ἡ πρώιμη ἀττικὴ πεζογραϕία ἀποϕεύγουν τὸ ἄκουσμα αὐτὸ τῆς ἀττικῆς, πιθανῶς διότι ἀκουγόταν ἐπαρχιώτικο. ῾ Η κωμωδία, ὡστόσο, χρησιμοποιεῖ παντοῦ τὰ ττ, ἐξαιρώντας χωρία σὲ παρόδους, χωρία σὲ ξένες διαλέκτους, παραθέματα καὶ ἀναϕορὲς σὲ ὑψηλὴ λογοτεχνία, καθὼς καὶ ὑψηλοῦ ὕϕους ἄσματα: π.χ. ἁλμυρᾶς θαλάσσης (Νεϕ., στ. 567568). Τρέπει τὸ συμϕωνικὸ σύμπλεγμα ρσ σὲ ρρ (ἄρσεν: ἄρρεν). ῾ Η 23 ῾ Η ἰωνικὴ τρέπει τὸ μακρόχρονο α- σὲ η (π.χ. ϕήμη, μήτηρ, ἱστορίη,
ὥρη). Διατηρεῖ ἀσυναίρετα τὰ -εο, -εω, -εα (π.χ. ἔθνεος, ἐθνέων, ἔθνεα, γένεος, γένεα). Τὰ οὐσιαστικὰ ποὺ παράγονται ἀπὸ ρήματα καὶ ϕανερώνουν τὸ πρόσωπο ποὺ ἐνεργεῖ, ἔχουν κατάληξη -τηρ ἀντὶ -της. π.χ. ἁρμοστὴρ ἀντὶ ἁρμοστής, δικαστὴρ ἀντί δικαστής. Γιὰ περισσότερα βλ. Παναγιώτου (2001) 299-307.
26
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
κωμωδία χρησιμοποιεῖ τὸ ἀττικὸ σύμπλεγμα ρρ (ἄρρενα, Νεϕ., στ. 663· ἀρρενικόν, ἀπ. 222), ἐνῶ ἡ τραγωδία καὶ ἡ πεζογραϕία χρησιμοποιεῖ το ρσ. Στὴν ἀττικὴ διάλεκτο, καὶ στὸν ᾽Αριστοϕάνη, τὰ συμπλέγματα εο καὶ εω τρέπονται σὲ ου καὶ ω ἀντίστοιχα (μέλεος = μέλους, μελέων = μελῶν). ῞ Οταν βρίσκουμε στὸν ᾽Αριστοϕάνη ἀσυναίρετα αὐτὰ τὰ ϕωνηεντικὰ συμπλέγματα, συμπεραίνουμε ὅτι πρόκειται γιὰ παρωδία. ᾽ Ελάχιστες ἐξαιρέσεις ἔχουμε σὲ σοβαροὺς ὕμνους, ὅπως στὴ στροϕὴ τοῦ Χοροῦ τῶν Νεϕελῶν: πατρὸς ἀπ’ ᾽Ωκεανοῦ βαρυαχέος / ὑψηλῶν ὀρέων κορυϕάς (στ. 278-279).24 ῾ Η σίγηση τοῦ ϝ στὰ συμϕωνικὰ συμπλέγματα [νϝ] καὶ [ρϝ] εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἔκταση τοῦ προηγούμενου βραχύχρονου ϕωνήεντος στὴν ἰωνική, ἀλλὰ ὄχι καὶ στὴν ἀττικὴ διάλεκτο. ῎ Ετσι, τὸ ἀρχικὸ ξένϝος, ἔγινε ξεῖνος στὴν ἰωνική, ἀλλὰ ξένος στὴν ἀττική (Σϕῆκ., στ. 1221). ᾽Αντίστοιχα, τὸ κόρϝος ἔγινε κοῦρος στὴν ἰωνική, κόρος στὴν ἀττική. Οἱ ἐξελίξεις αὐτὲς προξένησαν μία σειρὰ ἁλυσιδωτῶν ἀντιδράσεων σὲ ὅλο τὸ ϕωνολογικὸ σύστημα. ῎ Ετσι, ἐνῶ στὴν τραγωδία συναντᾶμε καὶ τοὺς ἰωνικοὺς καὶ τοὺς ἀττικοὺς τύπους, στὴν κωμωδία ἐμϕανίζονται μόνο οἱ ἀττικοὶ τύποι.25 *** Στὸν τομέα τῆς μορϕολογίας, ἡ περιγραϕὴ τῆς γλώσσας τοῦ ᾽Αριστοϕάνη συχνὰ περιπλέκεται λόγω τῆς συνύπαρξης, συνήθως, δυὸ ἐναλλακτικῶν τύπων. Σταδιακά, ὁ παλαιότερος τύπος ἀντικαθίσταται ἀπὸ ἕναν νεώτερο, ὅμως γιὰ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα ἐμϕανίζονται καὶ οἱ δυὸ στὸ γλωσσικὸ σύστημα. ῎ Ετσι, διαπιστώνουμε ὅτι, ἐνῶ ἡ ἀριστοϕανικὴ γλῶσσα χρησιμοποιεῖ τὴν ἀττικὴ καθομιλουμένη τοῦ τέλους τοῦ πέμπτου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ τετάρτου αἰώνα, ἂν τὴ μελετήσουμε σὲ βάθος παρατηροῦμε ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ καθαρὰ ἀττικὰ χαρακτηριστικὰ προσϕέρει μεγάλο σύνολο ἀπὸ διπλοὺς τύπους τῆς ἴδιας γραμματικῆς κατηγορίας. ῾ Ορισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τύπους εἶναι περισσότερο ἀττικοὶ καὶ πιὸ αὐθεντικοί, ἐνῶ ἄλλοι 24. Βλ. Duhoux (1983)· Lejeune (1972)· Eire (1986) 248-249. 25. Allen (1968), (3η ἔκδ. 1987) καὶ ἑλλ. μτϕρ. 2000. Βλ. Μαργαρίτη-Ρόγκα (1999) 24-39.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
27
εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέλιξης τῆς ἀττικῆς διαλέκτου, ἡ ὁποία ἁπλοποιεῖται καὶ προσαρμόζεται, ὥστε νὰ μὴν ἔχει ἰδιαιτερότητες· μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἀποτελέσει τὴν ἀρχὴ τῆς ἑλληνιστικῆς κοινῆς. Στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία μποροῦμε νὰ ἀνιχνεύσουμε, ὅπως ἐξάλλου κατέδειξε καὶ ὁ A. L½pez Eire, τὰ «πρῶτα συμπτώματα» τῆς ἑλληνιστικῆς κοινῆς. ῎ Εχουμε κάποιες πρώιμες ἐνδείξεις γιὰ ὁρισμένα μετέπειτα γλωσσικὰ ϕαινόμενα ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὶς κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ὅπως ἐπίσης εἶναι σαϕὲς ὅτι τὰ συγκεκριμένα λογοτεχνικὰ ἔργα ἀποτελοῦν τὴν πρώτη ἐκτενῆ πηγὴ γιὰ τὴν καθομιλουμένη ἀττικὴ γλῶσσα· τὸ ἐπίπεδο γλώσσας, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἔχει συμβάλει στὸν σχηματισμὸ τῆς κοινῆς. Δεδομένου ὅτι τὰ γλωσσικὰ στοιχεῖα τῆς καθομιλουμένης δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως καινούρια στοιχεῖα, θὰ ἦταν λάθος νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ ἀττικὴ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἦταν ὑπὸ ὁποιαδήποτε ἔννοια ‘μεταγενέστερη’ ἢ περισσότερο ‘ἀλλοιωμένη’ ἀπὸ ἐκείνη τῶν συγγραϕέων τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τοῦ Εὐριπίδη, τοῦ Θουκυδίδη ἢ τοῦ Λυσία.26 Μάλιστα, ἡ πλειονότητα τῶν στοιχείων ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας, εἴτε ἐν εἴδει γραμματικοῦ ὑλικοῦ εἴτε βάσει τῆς ἄποψης τῶν ἀρχαίων μελετητῶν, ἀποδεικνύουν τὸ ἀντίθετο. Εἶναι λοιπὸν ξεκάθαρο ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας εἶναι μία γλῶσσα ἰδιαίτερη ποὺ παίζει μὲ τὴν ἀντίθεση. Φαίνεται ὅτι στὴν ζωντανὴ γλῶσσα ἀρκετὲς γλωσσικὲς μορϕὲς προχωροῦσαν παράλληλα. ῍ Ας δοῦμε ὁρισμένα παραδείγματα μὲ ἀντιθετικὲς ἢ διπλὲς μορϕές: Συναντᾶμε τὴν πρόθεση ξύν (Νεϕ., στ. 580· Σϕῆκ., στ. 1081), ὅπως καὶ στὴ γλῶσσα τῶν ἀττικῶν ἐπιγραϕῶν, μαζὶ μὲ τὸ σύν (Νεϕ., στ. 604, Πλοῦτ., στ. 144), ποὺ τελικὰ θὰ ἐπικρατήσει. Τὶς προθέσεις ἐς ( ᾽Αχαρν., στ. 32) καὶ εἰς ( ᾽Αχαρν., στ. 28), ἀπὸ τὶς ὁποῖες θὰ ἐπιζήσει μόνο ἡ τελευταία· χεῖρας (Εἰρ., στ. 317) ἀντὶ γιὰ χέρας (Θεσμ., στ. 914). Στὰ ἀρσενικὰ ὀνόματα συναντοῦμε μορϕὲς τόσο σὲ -έης, ὅπως Περικλέης (Νεϕ., στ. 895), ὅσο καὶ σὲ -ῆς, ὅπως Θεμιστοκλῆς (῾ Ιππ., στ. 884), ποὺ εἶναι πιὸ ἐξελιγμένη. ῾ Η αἰτιατικὴ τοῦ πληθυντικοῦ ὄρνις ( ῎ Ορν., στ. 717) εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ ἀρχαϊσμοῦ, ὄρνιθας ( ῎ Ορν., στ. 520) ἡ νέα μορϕή. 26. Adrados (2008) 278-279.
28
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Συναντοῦμε στὸν ἀόριστο ϕωνηεντόληκτων ρημάτων σὲ -μι τύπους χωρὶς χαρακτῆρα κ στὴν ἐνεργετικὴ ϕωνή (ἔδοσαν, Σϕῆκ., στ. 717), ὅπως καὶ μορϕὲς ἀνάλογες μὲ αὐτὲς τῶν τριῶν πρώτων προσώπων τοῦ ἑνικοῦ τῆς ἐνεργετικῆς ϕωνῆς (παρέδωκαν, Νεϕ., στ. 968). Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐπίδραση τῆς ἀττικῆς ὁμιλουμένης γλώσσας, στὴν ὁποία τὸ παλαιὸ ἔδοσαν καὶ ὁ νέος τύπος ἔδωκαν, χρησιμοποιοῦνταν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης χρησιμοποιεῖ τὸν παλαιὸ ἀόριστο καταρρυεὶς (Εἰρ., στ. 71) καὶ τὸν νεότερο ῥεύσας ( ῾ Ιππ., στ. 526)· τὸν κανονικὸ καὶ πιὸ συνηθισμένο θεματικὸ ἀόριστο διαλιπών (Νεϕ., 496), ἀλλὰ καὶ τὸν πιὸ σπάνιο λείψας (ἀπ. 965)· τὸν ἀόριστο εἶπον ( Α ᾽ χαρν., στ. 579), καθὼς καὶ τὸν ἀόριστο εἶπας ( Α ᾽ χαρν., στ. 152)· τὴν μορϕὴ ἤνεγκον (Θεσμ., στ. 742) καὶ τὸν ἀντίστοιχο τύπο ἤνεγκας (Θεσμ., στ. 742)· τὸν ἐνεστῶτα ἐθέλω ( ῾ Ιππ., στ. 791), ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὶς ἐπιγραϕὲς τῆς ἀττικῆς μέχρι τὸν τρίτο αἰώνα π.Χ., καὶ τὴ μορϕὴ θέλω ( ῾ Ιππ., στ. 713)· τὸν ἀττικὸ παρατατικὸ ἔμελλον ( ῾ Ιππ., στ. 267, Νεϕ., στ. 1301, Σϕῆκ., στ. 1095, Θεσμ., στ. 1177, Πλοῦτ., στ. 1102), ᾽ κκλ., στ. 597, Βάἀλλὰ καὶ τὴ μορϕὴ τοῦ παρατατικοῦ ἤμελλον ( Ε τρ., στ. 1038). ῾ Ο τύπος τοῦ μέλλοντα θρέξω ἢ θρέξομαι τοῦ ρήματος τρέχω (π.χ. Νεϕ., στ. 1005, Εἰρ., στ. 261, Βάτρ., στ. 193) εἶναι πιὸ συχνὸς ἀπὸ τὸν συνήθη μέλλοντα δραμοῦμαι τῆς ἐπίσημης ἀττικῆς διαλέκτου (περιδραμεῖται, Σϕῆκ., στ. 1338). ῾ Ο μέλλοντας τοῦ βάλλω ἀπαντᾶ τόσο στὴν κανονική του μορϕὴ (βαλῶ, -εῖς, ᾽Αχαρν., στ. 283) ὅσο καὶ στὴ νεώτερη (βαλλήσεις, Σϕῆκ., στ. 1491). Συναντοῦμε ἐπίσης καὶ τοὺς δυὸ τύπους τοῦ μέλλοντα τοῦ ρήματος ϕεύγω: ϕεύξομαι (Σϕῆκ., στ. 157) καὶ ϕευξοῦμαι ( ᾽Αχαρν., στ. 1129, ῎ Ορν., στ. 932, Πλοῦτ., στ. 447), μὲ προτίμηση στὸν λεγόμενο δωρικὸ μέλλοντα γιατὶ οἱ τύποι -ούμενος, -ούμεθα προσαρμόζονταν εὐκολότερα στὸ μέτρο τοῦ στίχου (π.χ. κλαυσούμεθα, Εἰρ., στ. 1081). Συχνὰ εἶναι τὸ μέτρο ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ᾽Αριστοϕάνη νὰ ἐπιλέξει ἀπὸ τοὺς δυὸ τύπους ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν ὁμιλουμένη, πότε τὸν ἕναν καὶ πότε τὸν ἄλλον. ῎ Εχει, ὅμως, καὶ τὶς προτιμήσεις του. ῎ Ετσι, προτιμᾶ νὰ χρησιμοποιεῖ πιὸ συχνὰ τοὺς ἀσυναίρετους τύπους τῆς προστακτικῆς, στὸ δεύτερο ἑνικὸ τῶν ρημάτων σὲ -μι στὴ μέση ϕωνή, παρὰ τοὺς συνηρημένους (ἵστασο ἀντὶ ἵστω, τίθεσο ἀντὶ
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
29
τίθου). Παραδείγματα: ἀντίστασο (Σϕῆκ., στ. 286), ἵεσο (Σϕῆκ., στ. 423), τίθεσο (Εἰρ., στ. 1039)· ἐξίστω ( Α ᾽ χαρν., στ. 617), ἵστω ( Ε ᾽ κκλ., στ. 737), ἐπανίστω (Πλοῦτ., στ. 539). Στοὺς Σϕῆκες γιὰ τὸ ρῆμα καταβαίνω, ποὺ σχηματίζει τὸν ἀόριστο β΄κατὰ τὰ ρήματα σὲ -μι, χρησιμοποιεῖ τὴν προστακτικὴ κατάβα, τέσσερις ϕορὲς στὸν ἴδιο στίχο, ἀντὶ γιὰ κατάβηθι (στ. 979), ἐνῶ στὴ Λυσιστράτη προτιμᾶ τὸν κανονικὸ τύπο κατάβηθι δεῦρο (στ. 873). Καθίσταται ϕανερὸ ὅτι ἡ κωμικὴ γλῶσσα δὲν ἦταν ἀκριβὴς ἀναπαραγωγὴ τῆς πραγματικῆς ὁμιλουμένης γλώσσας: οἱ κωμωδίες περιέχουν ἕνα ποσοστὸ μορϕολογικοῦ συντηρητισμοῦ ἢ ἀκόμη καὶ κατασκευασμένης γλώσσας. Χρησιμοποιεῖ τὸ ἐπίρρημα ταχὺ ( ᾽Αχαρν., στ. 1029) καὶ τὸ ταχέως ( ᾽Αχαρν., στ. 1006)· τὸν ἀσυναίρετο ὑποθετικὸ σύνδεσμο ἐάν (Α ᾽ χαρν., στ. 39), ποὺ εἶναι ὁ μοναδικὸς ποὺ ἐμϕανίζεται στὶς ἀττι᾽ χαρν., στ. 60), ποὺ κὲς ἐπιγραϕές, καὶ ἐπίσης τὸν συνηρημένο ἤν ( Α χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ ἰωνικὴ διάλεκτος· τὸν σύνδεσμο ὅπως καὶ τὸ ᾽ κκλ., μόριο ἂν ποὺ εἰσάγει τὶς τελικὲς προτάσεις μὲ ὑποτακτική ( Ε ᾽ κκλ., στ. 720), ποὺ εἰσάγει ἐπίσης στ. 716), καὶ τὸν σύνδεσμο ἵνα ( Ε τελικὲς προτάσεις μὲ ὑποτακτική. Συναντᾶμε συχνὰ τὸν τύπο πλεῖν ἤ (Βάτρ., στ. 90), καθὼς ἐπίσης καὶ τὸν τύπο πλέον ἤ ( ᾽Εκκλ., στ. 1063)·27 καθῆντο ( ᾽Εκκλ., στ. 302) καὶ ἐκαθήμην ( ᾽Εκκλ., στ. 152)· κάθηται (Λυσ., στ. 597) καὶ καθῆται ( ῾ Ιππ., στ. 754)· στὸ τρίτο πρόσωπο τοῦ πληθυντικοῦ εὐκτικῆς στὴ μέση ϕωνὴ ἔχουμε τὴν κατάληξη -ντο: γίγνοιντο (Νεϕ., στ. 1191) καὶ -άτο: ἐργασαίατο ( ῎ Ορν., στ. 1147). ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης, στὴν κλίση τῶν οὐσιαστικῶν καὶ τῶν ἐπιθέτων σὲ -ος, προτιμᾶ συνήθως τὴν κατάληξη -οις στὴ δοτικὴ πληθυντικοῦ τοῖς στρώμασιν ( ᾽Εκκλ., στ. 39)· ἀνθρώποις (Πλοῦτ., στ. 87). Στὰ λυρικὰ χωρία, ὅμως, ἀπαντᾶ ὁ τύπος -οισι(ν), ὁ ὁποῖος θὰ ἐξαϕανιστεῖ μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς Νέας Κωμωδίας τοῦ Μενάνδρου.28 ῾ Ο τύπος σὲ -οισιν εἶναι ἐξαιρετικὰ σπάνιος ἀκόμη καὶ στὶς 27. Οἱ ἀττικὲς ἐπιγραϕὲς χρησιμοποιοῦν μόνο τὸ πλέον (χωρὶς ἤ)· στὸν ᾽Αριστοϕάνη συναντᾶμε τὸ πλέον μόνο του στὶς Νεϕ., στ. 1288, στὶς ᾽Εκκλ., στ. 1094 καὶ στὸν Πλοῦτ., στ. 531. 28. Τοῖσιν ( Ε ᾽ κκλ., στ. 459), τοῖς ( Ε ᾽ κκλ., στ. 39)· ἀνθρώποισιν (Πλοῦτ., στ. 161) καὶ ἀνθρώποις (Πλοῦτ., στ. 87).
30
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
ἐπιγραϕὲς τῆς ἀττικῆς διαλέκτου τοῦ ὕστερου πέμπτου αἰώνα, κάτι ποὺ δηλώνει ὅτι μόνο ὁ τύπος -οις ἦταν σὲ χρήση. Αὐτὸ δείχνει πὼς ἡ κωμικὴ γλῶσσα δὲν συνιστᾶ ἁπλῶς πιστὴ ἀναπαραγωγὴ τῆς ὁμιλουμένης ἀττικῆς, ἀλλὰ περιλαμβάνει καὶ κάποια τεχνητὰ στοιχεῖα. Παρόμοια εἶναι ἡ κατάσταση μὲ τὴ δοτικὴ πληθυντικοῦ τῶν καταλήξεων σὲ -α, ὅπου ὁ τύπος -αις ἐπικρατεῖ ξεκάθαρα ἔνα᾽ κκλ., στ. 211, ντι τοῦ -αισι στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία (οἰκίαις, Ε 29 ἀλλὰ καὶ οἰκίαισι, Σϕῆκ., στ. 801). Στὴν κλίση τῶν συγκριτικῶν σὲ -ίων καὶ -ων (π.χ. βελτίων, ἀμείνων) ἡ κωμωδία χρησιμοποιεῖ μὲ τὴν ἴδια συχνότητα καὶ τοὺς δυὸ τύπους στὴν αἰτιατικὴ ἑνικοῦ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ (π.χ. βελτίονα ἢ βελτίω), τὴν ὀνομαστικὴ καὶ αἰτιατικὴ πληθυντικοῦ, ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ (βελτίονες ἢ βελτίους, βελτίονας ἢ βελτίους), τὴν ὀνομαστικὴ καὶ αἰτιατικὴ πληθυντικοῦ τοῦ οὐδετέρου (βελτίονα ἢ βελτίω).30 Στὴν κωμωδία χρησιμοποιοῦνται ἐκτενῶς οἱ ἀντωνυμίες καὶ τὰ δεικτικὰ ἐπιρρήματα μὲ τὸ ἀποκαλούμενο δεικτικὸ -ι (π.χ., ὁδὶ ἀντὶ ὅδε, ἐνθαδὶ ἀντὶ ἐνθάδε), κάτι ποὺ εἶναι σπάνιο στὴν τραγωδία καὶ τὸν πεζὸ λόγο. ῾ Η εὐρεῖα χρήση τῶν δεικτικῶν ἀντωνυμιῶν, καθὼς καὶ τῶν δεικτικῶν μορίων, ὅπως τὸ οὑτοσὶ κ.ἄ., ἐξηγεῖται ἀπὸ τὴν καθημερινὴ χρήση τους στὴν ὁμιλουμένη ἀττικὴ διάλεκτο καί, ἐνδεχομένως, νὰ εἶχε κάτι τὸ ἐπαρχιώτικο,31 ἐνῶ δίνει, συνάμα, τὴ δυνατότητα στὸν ὑποκριτὴ νὰ ἀναπτύξει τὶς κινήσεις τῶν χεριῶν του. ᾽ Επίσης, ἡ κωμωδία χρησιμοποιεῖ τὴν ἐξαϕανισμένη ἤδη κατάληξη τοῦ πρώτου προσώπου τοῦ πληθυντικοῦ μέσης -μεσθα ἐξίσου συχνὰ μὲ τὴ -μεθα. Τὴν ἐπιλογὴ τῶν δυὸ καταλήξεων τὴν καθόριζε προϕανῶς τὸ μέτρο. ῾ Υπάρχει σημαντικὸς ἀριθμὸς ἀπὸ ἐμϕανίσεις τῆς κατάληξης -μεσθα, ἰδίως σὲ λυρικὰ χωρία, ἀλλὰ εἶναι ϕανερὸ πὼς ὁ τύπος -μεθα ἦταν ὁ μόνος ζωντανός.32 ῾ Η μορϕολογία τῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ᾽Αριστοϕάνης χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ μεγάλη συχνότητα τῶν ὑποκοριστικῶν, τὴν 29. 30. 31. 32.
Willi (2002) 115.
Βλ., γιὰ παράδειγμα, ᾽Αχαρν., στ. 650, ᾽Εκκλ., στ. 240. Βλ.. Dover (1970) 19. Hoffman – Debrunner – Scherer (1988) 147.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
31
ὑπερβολικὴ ἐπέκταση συγκεκριμένων σχημάτων, τὴ χρήση κάποιων καθημερινῶν μορϕολογικῶν τύπων ποὺ εἶναι σπάνιοι σὲ ἄλλα εἴδη, καὶ τὴν ἐπινόηση κωμικῶν ὀνομάτων. ᾽Απὸ τὴν προϕορικὴ λαϊκὴ γλῶσσα προέρχεται καὶ ἡ συχνὴ χρήση τῶν ὑποκοριστικῶν, ποὺ παρουσιάζουν τὴν τάση νὰ ἀντικαταστήσουν τὴ βασικὴ λέξη (π.χ. μειράκιον, ὑποκοριστικὸ τοῦ μεῖραξ: Σϕῆκ., στ. 687, Πλοῦτ., στ. 88 κ.ἄ.), γεγονὸς ποὺ δημιούργησε τὴν ἀνάγκη νὰ σχηματιστεῖ τὸ ὑποκοριστικὸ μειρακύλλιον: Βάτρ., στ. 89. ᾽ Επίσης, παιδάριον, ὑποκοριστικὸ τοῦ παῖς ( ῎ Ορν., στ. 494, 607, Νεϕ., στ. 821), δειλακρίων, δειλός, κακόμοιρος (Εἰρ., στ. 193, ῎ Ορν., στ. 143), χιτωνίσκος, ὑποκοριστικὸ τοῦ χιτῶνος ( ῎ Ορν., στ. 946). ῞ Ολα αὐτὰ τὰ ὑποκοριστικὰ συνδυάζουν οἰκειότητα καὶ ἐκϕραστικότητα μὲ μία ἐξαιρετικὴ λεπτότητα νοημάτων. Κανένας ἄλλος ῞ Ελληνας συγγραϕέας δὲν πλησιάζει τὸν ᾽Αριστοϕάνη σὲ αὐτὴν τὴν ἀνεξάντλητη γλωσσοπλαστικὴ ἐπιδεξιότητα, ἡ ὁποία συνέβαλε στὴ δημιουργία σύνθετων κωμικῶν λέξεων.33 Τὴν κωμικὴ χρήση τῶν ὑποκοριστικῶν ἀπὸ τὸν ᾽Αριστοϕάνη ἔχει ἤδη ἐπισημάνει ὁ ᾽Αριστοτέλης στὴν Ῥητορικήν του (1405b 29-33): «ἔστιν δὲ ὁ ὑποκορισμός, ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, ὥσπερ καὶ ᾽Αριστοϕάνης σκώπτει ἐν τοῖς Βαβυλωνίοις, ἀντὶ μὲν χρυσίου χρυσιδάριον, ἀντὶ δ ᾽ ἱματίου ἱματιδάριον, ἀντὶ δὲ λοιδορίας λοιδορημάτιον καὶ ἀντὶ νοσήματος νοσημάτιον». Σύμϕωνα μὲ τὸν ϕιλόσοϕο ὁ ὑποκορισμὸς ἐκϕράζεται μὲ κάποιο ἐπίθημα καὶ ἐκτείνεται πρωτίστως στὰ ὀνόματα. Εἶναι ϕανερὸ ὅτι τὰ παράγωγα τοῦ ὑποκορισμοῦ δηλώνουν πραγματικὴ ἢ συναισθηματικὴ σμίκρυνση, ἐνῶ ὁ Σταγειρίτης δὲν παραλείπει νὰ ἐπισημάνει ὅτι σὲ ἕνα χωρίο τῶν Βαβυλωνίων (ἀπ. 92 PCG, Kassel & Austin) ὁ ᾽Αριστοϕάνης εἰρωνεύεται τὴν ὑπερβολικὴ χρήση τῶν ὑποκοριστικῶν. Τὰ ὑποκοριστικὰ σχηματίζονται μὲ τὴν πρόθεση ἁπλῶν καταλήξεων, ὅπως -ιον (παιδίον, Βάτρ., στ. 37), -άριον (πλοιάριον, Βάτρ., στ. 139), -ίσκος,-η,-ον (σανδαλίσκον, Βάτρ., στ. 405), ἢ μὲ διπλὲς καταλήξεις, ὅπως -ίδ-ιον (Ξανθίδιον, Βάτρ., στ. 582), -ιδ-άριον (κῳδάριον, Βάτρ., στ. 1203), -ίσκ-ιον (χλανίσκιον), -ύλλ-ιον (ἐπύλλιον, 33. Γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ ὑποκορισμοῦ, βλ. Μπαμπινιώτης (1969) διδ. διατριβή.
32
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Βάτρ., στ. 942), ἢ ἀκόμα καὶ τριπλές, ὅπως -ισκ-ίδ-ιον (χλανισκίδιον). ῾ Η χρήση τῶν ὑποκοριστικῶν εἶναι πολλαπλή. Τὸ ἐπίθημα -άριον εἶναι μειωτικό (νηττάριον ἂν καὶ ϕάττιον ὑπεκορίζετο, Πλοῦτ., στ. 1011· ἀνδράριον, ᾽Αχαρν., στ. 517· σκευάριον, Εἰρ., στ. 201· σκευάρια, Βάτρ., στ. 172· πλοιάριον, Βάτρ., στ. 139). Τὸ ἐπίθημα -ύλλιον εἶναι χαϊδευτικὸ καὶ μειωτικό (ἐπύλλιον, ᾽Αχαρν., στ. 398· μειρακύλλιον, Βατρ., στ. 89), τὸ -ύδριον κυρίως μειωτικό (ἑλκύδριον, ῾ Ιππ., στ. 907· μελύδριον ᾽Εκκλ., στ. 883). Στὴν καθομιλουμένη τὰ ὑποκοριστικὰ ἐπιθήματα χάνουν γρήγορα τὴν πλήρη ἀξία τους καὶ τείνουν νὰ ὑποκαθίστανται ἢ νὰ ἐνισχύονται.34 Αὐτὸ ὁδηγεῖ σὲ συνονθυλεύματα ἐπιθημάτων ὅπως -ίσκιον, -αρίδιον, -ιδάριον, τὰ ὁποῖα εἶναι κυρίως κωμικά. Τὰ ὑποκοριστικὰ μπορεῖ νὰ ἐκϕράζουν στοργὴ μὲ συμπόνια καὶ νὰ λειτουργοῦν μειωτικὰ καὶ χαϊ᾽ χαρν., στ. 404· Σωκρατίδιον, Νεϕ., στ. 222, δευτικά (Εὐριπίδιον, Α 237, 746· Δημακίδιον, ῾ Ιππ., στ. 823· Μυρρινίδιον, Λυσ., στ. 872· Ξανθίδιον, Βάτρ., στ. 582, ὦδελϕίδιον, Βάτρ., στ. 60· ἀρχίδιον, υποκοριστικό του ἀρχὴ (μικρό αξίωμα, θεσούλα), ῎ Ορν., στ. 1111). ῾ Επομένως, ἕνας λόγος τῆς κωμικότητας τοῦ ἀριστοϕανικοῦ ὑποκορισμοῦ εἶναι ἡ δημιουργία νέων, πρωτότυπων καὶ ἀσυνήθιστων ὑποκοριστικῶν τύπων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἀπροσδόκητοι ἐκπλήσσουν καὶ αἰϕνιδιάζουν εὐχάριστα τόσο τὸν ἀκροατὴ ὅσο καὶ τὸν ἀναγνώστη! Οἱ καταλήξεις τῶν οὐσιαστικῶν σὲ -σις καὶ τῶν ἐπιθέτων σὲ -ικος ἀνῆκαν στοὺς πιὸ παραγωγικοὺς μορϕολογικοὺς τύπους στὴν ἀττικὴ διάλεκτο τοῦ πέμπτου καὶ τέταρτου αἰώνα, καὶ ἦταν ἰδιαίτερα συχνὲς στὰ διοικητικὰ κείμενα καὶ τὴ γλῶσσα τῆς τεχνολογίας.35 Στὰ ἐπιγραϕικὰ κείμενα τοῦ πέμπτου αἰώνα βρίσκουμε γιὰ παράδειγμα: ἀγαλματοποιϊκός, δημιουργικός, ἐπιβατικός, ληξιαρχικός, λιθοκομικός, τεκτονικὸς κ.ἄ. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ τέταρτου αἰώνα π.Χ. ἡ χρήση τῶν ἐπιθέτων σὲ -ικὸς διευρύνεται ὅλο καὶ περισσότερο (βλ., γιὰ παράδειγμα, ἀρτοπωλικός, ὀργεωνικός, πρυτανικός, τειχοποιϊκὸς κ.ἄ.). ῾ Η αὔξησή τους συνδέεται εὐθέως μὲ τὴν ἐμϕάνιση τεχνικῆς, κοινωνικῆς καὶ πνευματικῆς ἐξειδίκευσης. Τὴν ἐποχὴ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἡ εἰδικὴ τεχνικὴ ὁρολογία βρίσκεται σὲ ϕά34. Eire (1986) 257-258· Tabachowitz (1946) 144-179. 35. Handley (1953) 129-142.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
33
ση διαμόρϕωσης, γι’ αὐτὸ καὶ διακωμωδεῖται. Οἱ ὅροι αὐτοὶ γίνονται ἀντικείμενο σάτιρας, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὅταν ὁ ᾽Αριστοϕάνης εἰρωνεύεται τὴ δημιουργία νέων σοϕιστικῶν ὅρων (διάλεξις, περίλεξις, κροῦσις, Νεϕ., στ. 317-318· ἀϕάνισις, Νεϕ., στ. 764· ἀπόϕευξις, κλῆσις, χαύνωσις, Νεϕ., στ. 874-875). ῾ Η χρήση καὶ ὁ σχηματισμὸς τῶν ἐπιθέτων σὲ -ικὸς ( ῾ Ιππ., στ. 1375-1381, Νεϕ., στ. 1172, Σϕῆκ., στ. 1209) πέρα ἀπὸ τὰ παιχνίδια τῶν ἤχων καὶ τῶν παρηχήσεων ϕαίνεται πὼς ἦταν τῆς μόδας μεταξὺ τῶν διανοούμενων νέων μὲ σοϕιστικὴ παιδεία καὶ τῶν καλλιεργημένων τῆς ἐποχῆς.36 ῾ Ο C.W. Peppler μελέτησε, ταξινόμησε καὶ δημοσίευσε, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ προηγούμενου αἰώνα, πολλὰ οὐσιαστικὰ καὶ ἐπίθετα μὲ ἐπιτιμητικὴ ἢ περιϕρονητικὴ ἀπόχρωση.37 ᾽ Ενδεικτικῶς θὰ ἀναϕέρω ὁρισμένα παραδείγματα μὲ κωμικὲς καταλήξεις: α) καταλήξεις σὲ -ικός: ϕορτικός (Νεϕ, στ. 524), ἐξαρνητικός (Νεϕ., στ. 1172), περαντικός ( ῾Ιππ., στ. 1378), γνωμοτυπικός, κρουστικός ( ῾Ιππ., στ. 1379), ξυνουσιαστικός (Σϕῆκ., στ. 1209). β) καταλήξεις σὲ -μα: πεπλώματα ( ᾽Αχαρν., στ. 426), ἀλαζόνευμα ( ᾽Αχαρν., στ. 63), βωμολόχευμα ( ῾ Ιππ., στ. 902), τρῖμμα (Νεϕ. στ. 260), κηπεύματα ( ῎ Ορν. στ. 1100), τεράτευμα (Λυσ., στ. 762), πόλισμα ( ῎ Ορν., στ. 553, 1565).38 ᾽ Εξαιρετικὰ πετυχημένη μετωνυμικὴ χρήση οὐσιαστικῶν σὲ -μα μὲ ᾽ ρνίθων, περιϕρονητικὴ ἀπόχρωση συναντοῦμε στὸν στίχο 430 τῶν Ο ὅταν ὁ ῎ Εποψ ἀπευθυνόμενος στὸν Πεισθέταιρο λέει: σόϕισμα, κύρμα, τρῖμμα, παιπάλημ’ ὅλον (Παμπόνηρη ἀλεποὺ, ἀπάτη, ἀτσίδα, μάρκα, σπίρτο μοναχό, μτϕρ. Φ.᾽ Ι. Κακριδῆς). Στὴν καθομιλουμένη γλῶσσα ϕαίνεται πὼς ἀνήκουν καὶ μορϕολογικοὶ τύποι ποὺ ἀπαντοῦν στὸν ᾽Αριστοϕάνη ἀλλὰ μὲ σπάνια παρουσία σὲ ἄλλα λογοτεχνικὰ εἴδη, ὅπως: α) ἐϕετικὰ ρήματα σὲ -σείω 36. Dover (1978) 115· τοῦ ἰδίου (1970) 13. ᾽Αναλυτικὰ γιὰ τὴν τεχνικὴ ὁρολογία στὸν Willi (2002). 51-117. 37. Peppler (1910) 428-444· τοῦ ἰδίου (1916) 459-465· τοῦ ἰδίου (1918) 173183· τοῦ ἰδίου (1921) 152-161. 38. ῾ Η ἔκϕραση τὸ μὲν πόλισμα τῆς Νεϕελοκοκκυγίας, προϕέρεται ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα μὲ στόμϕο καὶ ἀποτελεῖ μεγαλόστομη ἀντωνομασία, ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ μειώσει τὴ σημασία τῆς Νεϕελοκοκκυγίας καὶ κυρίως νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ἀντίθεση ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς πόλεως καί τοῦ πολίσματος, ποὺ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν εἶναι παρὰ μία ϕωλιά, θάμνοι καὶ πέτρες.
34
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
καὶ ρήματα σὲ -ιάω, ποὺ δηλώνουν ἐπιθυμία καὶ ἐπίταση: χεσείω, ῾ Ιππ., στ. 888· δρασείω, Σϕῆκ., στ. 168· σιβυλλιάω, ῾ Ιππ., στ. 61· μαθητιάω, Νεϕ., στ. 183· οὐρητιάω, Σϕῆκ., στ. 807· βινητιάω, Λυσ., στ. 715· μελλονικιάω, ῎ Ορν., στ. 639. β) ᾽ Ονοματοποιητικὰ ρήματα σὲ -ύζω, -ίζω καὶ -άζω: τονθορύζω ᾽Αχαρν., στ. 683· κικκαβάζω, Λυσ., στ. 761· καχάζω, ᾽Εκκλ., στ. 849· κοκκύζω, ᾽Εκκλ., στ. 31· ποππύζω, Πλοῦτ., στ. 732· παππίζω, Σϕῆκ., στ. 609, πατερίζω, Σϕῆκ., στ. 652, κατασικελίζω, Σϕῆκ., στ. 911. γ) Μειωτικὰ συγκριτικὰ καὶ ὑπερθετικὰ σὲ -ίστερος /-ίστατος: πτωχίστερος, Α ᾽ χαρν., στ. 425· μονοϕαγίστατος, Σϕῆκ., στ. 923· μισοπορπακίστατος, Εἰρ., στ. 662· λαλίστερος, Βάτρ., στ. 91.39 Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι στὴ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη κοντὰ σὲ ἀρχαιότερους τύπους ποὺ ἐγκαταλείϕθηκαν, ἀναδύονταν νέοι σχηματισμοὶ ποὺ κέρδιζαν ὁλοένα καὶ περισσότερο ἔδαϕος. Εἶναι ϕανερὸ ὅτι στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία τόσο οἱ λέξεις ὅσο καὶ οἱ καταλήξεις, καὶ ὁπωσδήποτε ὁ τονισμός, δίνουν ἰδιαίτερο ἦθος καὶ ὕϕος στὸν λόγο.
Σύνταξη καὶ ὕϕος Εἶναι περισσότερο δύσκολο νὰ παρουσιάσουμε συνεκτικὴ καὶ συνολικὴ εἰκόνα γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἀπὸ ὅ,τι γιὰ τὴ ϕωνολογία καὶ τὴ μορϕολογία του. ῾ Η συντακτικὴ δομὴ τῆς γλώσσας τοῦ ποιητῆ δημιουργεῖ μᾶλλον συντηρητικὴ ἐντύπωση, παρ’ ὅ,τι εἶναι λαϊκή. Τὰ περισσότερα στοιχεῖα ἀναπαράγουν τὴν πραγματικὴ ὁμιλουμένη γλῶσσα τῆς περιόδου, ὅμως μερικὰ ἴσως εἶναι καὶ κάπως τεχνητά. ᾽Απὸ τὰ οὐσιώδη γνωρίσματα τοῦ προϕορικοῦ λόγου εἶναι ἡ κατὰ παράταξη σύνταξη, συντακτικὸ σχῆμα τῆς καθομιλουμένης ποὺ συναντοῦμε συχνότερα στὴν κωμωδία ἀπ’ ὅ,τι σὲ ἄλλα λογοτεχνικὰ εἴδη.40 ῾ Η καθομιλουμένη γλῶσσα συνήθως ἀποϕεύγει τὴν πολύπλο39. Willi (2003, 2006²)135-136. 40. Βλ., γιὰ παράδειγμα, ᾽Αχαρν., στ. 21-42, 178-185· Νεϕ., στ. 408-411· Σϕῆκ., στ. 1215-1217· Λυσ., στ. 781-796· Θεσμ., στ. 476-489.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
35
κη ὑποτακτικὴ σύνδεση τῶν προτάσεων. Χρησιμοποιεῖ τὴν ἁπλὴ παράταξη μὲ τὸν σύνδεσμο καί, ἡ ὁποία κατὰ κύριο λόγο χαρακτηρίζει τὴν προϕορικὴ ἀϕήγηση καὶ τὸ λαϊκὸ ὕϕος.41 Αὐτὸ τὸ ὕϕος ἀκριβῶς ἐκϕράζει ὁ λόγος τοῦ Στρεψιάδη, ὁ ὁποῖος παραπονεῖται γιὰ τὶς ἔγνοιες καὶ τὰ βάσανα ποὺ τὸν ἀποσχολοῦν (Νεϕ., στ. 709-715): Στρ. ἀπόλλυμαι δείλαιος· ἐκ τοῦ σκίμποδος δάκνουσί μ’ ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι, καὶ τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν καὶ τὴν ψυχὴν ἐκπίνουσιν καὶ τοὺς ὄρχεις ἐξέλκουσιν καὶ τὸν πρωκτὸν διορύττουσιν, καί μ’ ἀπολοῦσιν.
Στὴ σύνταξη τῆς καθομιλουμένης προτιμᾶται, γιὰ παράδειγμα, νὰ δηλώνουμε τὶς μεταγενέστερες χρονικὲς περιστάσεις μέσω τῶν συνδέσμων εἶτα, ἔπειτα, ἐπεί, ἐπειδή, κᾆτα, ἐπειδάν. ῍ Ας δοῦμε ἕνα παράδειγμα ( Α ᾽ χαρν., στ. 689-690): Χο. ὁ δ ᾽ ὑπὸ γήρως μασταρύζει, κᾆτ ᾽ ὀϕλὼν ἀπέρχεται, / εἶτ’ ἀλύει καὶ δακρύει καὶ λέγει πρὸς τοὺς ϕίλους. Καθίσταται, λοιπόν, σαϕὲς ὅτι ἡ σύνταξη τῆς ἀριστοϕανικῆς γλώσσας εἶναι ἁπλή, συνήθως παρατακτική, εὐκίνητη, ζωηρὴ καὶ ἐκϕραστική. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμμα ἀπὸ τὶς Θεσμοϕοριάζουσες, ὅπου μὲ ἀστεῖο τρόπο ὁ συγγενὴς τοῦ Εὐριπίδη (κηδεστής), ντυμένος γυναῖκα, διηγεῖται μία ἱστορία στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ παράταξη καὶ χρησιμοποιεῖται αὐθόρμητα καὶ ἀπροσδόκητα τὸ ἄμεσο ὕϕος (Θεσμ., στ. 476-489): Κη. ἐγὼ γὰρ αὐτὴ πρῶτον, ἵνα μἄλλην λέγω, ξύνοιδ’ ἐμαυτῇ πολλὰ <δείν·> ἐκεῖνο δ’ οὖν δεινότατον, ὅτε νύμϕη μὲν ἦν τρεῖς ἡμέρας, ὁ δ’ ἀνὴρ παρ’ ἐμοὶ καθηῦδεν. ἦν δέ μοι ϕίλος, ὅσπερ με διεκόρευσεν οὖσαν ἑπτέτιν. οὗτος πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν· κἀγὼ εὐθὺς ἔγνων· εἶτα καταβαίνω λάθρᾳ.
41. Trenkner (1960) 59.
36
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
ὁ δ’ ἀνὴρ ἐρωτᾷ· «ποῖ σὺ καταβαίνεις»; «ὅποι; στρόϕος μ’ ἔχει τὴν γαστέρ’, ὦνερ, κὠδύνη· εἰς τὸν κοπρῶν’ οὖν ἔρχομαι». «βάδιζέ νυν». κᾆθ’ ὁ μὲν ἔτριβε κεδρίδας, ἄννηθον, σϕάκον· ἐγὼ δὲ καταχέασα τοῦ στροϕέως ὕδωρ ἐξῆλθον ὡς τὸν μοιχόν· εἶτ’ ἠρειδόμην παρά τὸν ᾽Αγυιᾶ κύβδ’, ἐχομένη τῆς δάϕνης.
Εἶναι ϕανερὸ ὅτι ἡ ὅλη διήγηση ἀρθρώνεται μὲ τὸ μόριο δέ, τὸν συμπλεκτικὸ σύνδεσμο καί, καθὼς καὶ τὸν χρονικὸ σύνδεσμο εἶτα. ῞Οπως εἴπαμε, ἡ χρήση τῶν συνδέσμων εἶτα, ἔπειτα, κᾆτα, κἄπειτα, εἶναι ἀξιοσημείωτη στὴν κωμωδία. Συνήθως ὁ σύνδεσμος κᾆτα τοποθετείται μεταξὺ μετοχῆς καὶ τοῦ ρήματος ἐξάρτησης. ῞Ενα παράδειγμα: ἀλλ’ ὅμως οὗτος τοιοῦτος ὢν ἅπαντα τὸν βίον, / κᾆτ’ ἀνὴρ ἔδοξεν εἶναι ( ῾Ιππ., στ. 391-392). Στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία ὑπάρχουν ἀρκετὲς ἐκϕράσεις ποὺ θυμίζουν τὴ σύνταξη τῆς ἑλληνιστικῆς κοινῆς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συγκρίνετε, γιὰ παράδειγμα, τὸν λόγο τοῦ Χρεμύλου: ϕράζε, καὶ πεπράξεται (Πλοῦτ., στ. 1027) μὲ τὴν παράκληση τοῦ ἑκατοντάρχου ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν ᾽Ιησοῦ Χριστὸ νὰ θεραπεύσει τὸ γιό του: μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται (Κατὰ Ματθ. 8, 8).42 ᾽Επίσης, συναντοῦμε συχνὰ στὸν ᾽Αριστοϕάνη προτάσεις ποὺ εἰσάγονται μὲ τὸν τελικὸ σύνδεσμο ἵνα μετὰ ἀπὸ προστακτική: πρόσελθ’, ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν ( ῾Ιππ., στ. 8)· ἔξελθ’ ἵνα εἰδῇς ( ῾Ιππ., στ. 727)· δεῦρ’ ἔλθ’, ἵνα κλάῃς (Νεϕ., στ. 58)· ἕπου μετ’ ἐμοῦ, παιδάριον, ἵνα πρὸς τὸν θεὸν ἴωμεν (Πλοῦτ., στ. 823-824). ῾Ο συμπλεκτικὸς σύνδεσμος καί, ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὸ μόριο δὲ στὴ συσχέτιση τῶν διαζευκτικῶν συνδέσμων μὲν δέ, εἶναι συχνὸ ϕαινόμενο στὴν ἀλεξανδρινὴ κοινὴ καὶ σύνηθες στὴ νεοελληνική. ῾Η ἐξέλιξη αὐτὴ, ποὺ δείχνει ὅτι τὸ παλαιὸ σύστημα τῶν μορίων μὲν ... δὲ ἀντικαθίσταται σταδιακὰ ἀπὸ ἕνα νέο, ϕαίνεται ἀπὸ τὸ παρακάτω παράδειγμα, ὅπου τὸ καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς δέ (Βάτρ., στ. 788-790): μὰ Δί ᾽οὐκ ἐκεῖνος, ἀλλ ᾽ἔκυσε μὲν Αἰσχύλος, / ὅτε δὴ κατῆλθε, κἀνέβαλε τὴν δεξιάν, / κἀκεῖνος ὑπεχώρησεν αὐτῷ τοῦ θρόνου. 42. Eire (1986) 252.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
37
Στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὁ Λουκᾶς διηγεῖται τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέα ὡς ἑξῆς:43 ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὁ μὲν ἔπεσεν παρὰ τὴν ὁδόν, [...] καὶ ἕτερον ἔπεσεν [...] καὶ ἕτερον ἔπεσεν [...]. Αὐτὴ ἡ παράταξη μὲ τὸν σύνδεσμο καὶ κατὰ κύριο λόγο χαρακτηρίζει, ὅπως τονίσαμε ἤδη, τὸ προϕορικὸ καὶ λαϊκὸ ὕϕος. Εἶναι ἐνδιαϕέρον ὅτι αὐτὴν τὴ σύνταξη καὶ αὐτὸ τὸ ὕϕος, χαρακτηριστικὸ τοῦ διηγήματος ἢ τῆς προϕορικῆς ἀϕήγησης, ὁ ᾽Αριστοϕάνης τὸ συμπεριλαμβάνει ἐνίοτε καὶ στὰ λυρικὰ χωρία. ῞ Ενα παράδειγμα ἀπὸ τὴ Λυσιστράτη (στ. 781- 794): Χορὸς Γερόντων μῦθον βούλομαι λέξαι τιν ᾽ ὑμῖν, ὅν ποτ ᾽ ἤκουσ ᾽ αὐτὸς ἔτι παῖς ὤν. οὕτως ἦν νεανίσκος Μελανίων τις, ὃς ϕεύγων γάμον ἀϕίκετ ᾽ ἐς ἐρημίαν, κἀν τοῖς ὄρεσιν ᾤκει· κᾆτ ᾽ ἐλαγοθήρει πλεξάμενος ἄρκυς, καὶ κύνα τιν ᾽ εἶχεν κοὐκέτι κατῆλθε πάλιν οἴκαδ ᾽ ὑπὸ μίσους.
῎ Ετσι λοιπόν, ὅπως ὑπέδειξε καὶ ὁ Trenkner, αὐτὲς οἱ χρήσεις τοῦ καί, ποὺ μαρτυροῦνται στὴν κλασικὴ ἐποχὴ εἶναι ἀρκετὰ συνηθισμένες καὶ στὴν ἑλληνιστικὴ κοινή. ᾽ Επίσης, ὁ ᾽Αριστοϕάνης χρησιμοποιεῖ μὲ δεξιοτεχνία τὴ σύνθετη δομὴ τῆς πρότασης στὴν ἀττικὴ διάλεκτο μὲ τὴν ποικιλία τῶν ἐξαρτημένων προτάσεων: ἀναϕορικῶν, ἐπιρρηματικῶν, πλάγιων ἐρωτηματικῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀπαρεμϕάτου καὶ τῆς μετοχῆς. Προκειμένου νὰ ἐξυπηρετήσει τὶς ἀνάγκες τοῦ κωμικοῦ ὕϕους, δίνει ἔμϕαση τόσο στὴν πρώτη θέση τῆς πρότασης, ἡ ὁποία ἔχει πραγματολογικὴ λειτουργία, ἀλλὰ συχνὰ τοποθετεῖ τὸ ὑποκείμενο καὶ στὴν τελευταία θέση τῆς πρότασης. ῾ Ο ποιητὴς δὲν ἀρκεῖται στὴ μετακίνηση τῆς ϕράσης ἢ τῆς λέξης στὴν ἀρχὴ ἢ στὸ τέλος, προκειμένου νὰ δώσει σὲ αὐτὴν τὸν ρόλο τῆς ἔμϕασης, ἀλλὰ ἐκμεταλλεύεται 43. Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, 8, 5 κ.ἑξ.
38
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
καὶ τὰ διάϕορα ἐγκλιτικὰ στοιχεῖα, τὰ μόρια καὶ τοὺς συνδέσμους μέν, δέ, μήν, ἆρα, ἄν, οὖν, καί, ὅτι, ἵνα, ὅπως, ὡς, τε κ.ἄ. Χρησιμοποιεῖ μὲ ξεχωριστὴ μαστοριὰ τὰ μόρια, τοὺς συνδέσμους, τὶς ἀντωνυμίες καὶ τὰ ἐπιρρήματα τῆς γλώσσας, καὶ πετυχαίνει νὰ ἐκϕράσει τὶς πιὸ λεπτὲς ἀποχρώσεις νοημάτων στὴ σκέψη καὶ τὰ συναισθήματα τῶν ἡρώων του.44 ῾ Ο κωμωδιογράϕος χρησιμοποιεῖ τοὺς συντελεσμένους χρόνους τῶν μεταβατικῶν ρημάτων πιὸ συχνὰ ἀπὸ τοὺς τραγικοὺς ποιητές, τὸν Θουκυδίδη, ἢ τὸν Πλάτωνα. Αὐτὴ ἡ χρήση τῶν συντελεσμένων χρόνων στὴ θέση τοῦ ἀορίστου στὴν κωμωδία ἀντανακλᾶ καὶ ἀναπαράγει προϕανῶς μιὰ ὄψη τῆς ἀνανέωσης τῆς καθομιλουμένης τῆς ἐποχῆς του. Στὸ κείμενο τῶν κωμωδιῶν του εἰσέδυσαν λαϊκοὶ τύποι νεώτερης ἐποχῆς· ἔτσι συναντοῦμε τὸ ἀνάττικο πρῶτο ἑνικὸ πρό᾽ κκλ., στ. 32), ἠκησωπο τοῦ ὑπερσυντέλικου σὲ -ειν: ἐγρηγόρειν ( Ε κόειν (Σϕῆκ., στ. 800), ἐπεπόνθειν ( Ε ᾽ κκλ., στ. 650), παράλληλα μὲ τὸν τύπο τοῦ ἀττικοῦ ὑπερσυντέλικου σὲ -η: Τουτὶ τοίνυν οὐκ ᾔδη ’γώ, ( ῎ Ορν., στ. 511), ἐκεχήνη, ( ᾽Αχαρν., στ. 10). Οἱ τελικὲς προτάσεις εἰσάγονται, συνήθως, ὅπως εἴπαμε ἤδη, στὶς κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μὲ τὸν σύνδεσμο ἵνα. ῞ Ομως, ὁ κωμικὸς ποιητὴς χρησιμοποιεῖ ἐπίσης τὸν παλαιότερο παραδοσιακὸ ὅπως (ἂν) –συνολικὰ 24 ϕορὲς– καὶ ἔχει ἀκόμη καὶ κάποια παραδείγματα τοῦ λογοτεχνικοῦ ὡς (ἄν).45 Σταδιακά ὁ ἵνα ἔγινε ὅλο καὶ πιὸ συχνός, περίπου 180 ϕορὲς στὶς ἀριστοϕανικὲς κωμωδίες, μέχρι ποὺ ἀντικατέστησε πλήρως τὸν ὅπως (ἄν).46 ᾽ Επίσης, ἡ χρήση τοῦ συνδέσμου ὡς κυριαρχεῖ στὸν ᾽Αριστοϕάνη προκειμένου νὰ εἰσαχθοῦν ὀνοματικὲς προτάσεις, μολονότι ἀπαντᾶ, ἀλλὰ σὲ μικρότερη κλίμακα, καὶ ὁ εἰδικὸς σύνδεσμος ὅτι. Χρησιμοποιεῖται ἡ πρόθεση εἰς μὲ αἰτιατική, ἐνῶ ἡ τραγωδία προτιμᾶ τὸν τύπο ἐς μπροστὰ ἀπὸ σύμϕωνο καὶ τὸν τύπο εἰς μπροστὰ ἀπὸ ϕωνῆεν, ὅταν τὸ μέτρο ἀπαι44. Denninston (1927) 113-121· τοῦ ἰδίου (19542). Devarii (15881, 9η ἔκδ. Klotz 1842). Βλ. Παππᾶς (2000) 241-271. 45. Αὐτὴ εἶναι ἡ μορϕὴ ποὺ υἱοθετοῦν οἱ τελικὲς προτάσεις στὶς ἀττικὲς ἐπιγραϕές. Βλ. σχετικά, Meisterhans & Schwyzer (1900)· (1980 -1996). 46. Willi ( 2003, 2006²) 264-265.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
39
τεῖ μακρὰ συλλαβή. ῞ Οταν συναντοῦμε, σπάνια, στὴν κωμωδία τὸν τύπο ἐς, πρόκειται γιὰ χωρία παρατραγωδίας. Στοὺς διαλόγους ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἔχει τὴν τάση νὰ ἀποϕεύγει ἐκϕράσεις ποὺ εἶναι ποιητικὲς καὶ δὲν ἀνήκουν στὸ ὕϕος τῆς καθομιλουμένης, ὅπως εἶναι π.χ. τὸ ὡς ἀντὶ τοῦ ὥσπερ στὶς παρομοιώσεις, πρὸς ἢ ἐκ ἀντὶ τοῦ ὑπό, παράλειψη τοῦ ἄν, ὅταν ἀκολουθεῖ ὑποτακτικὴ μετὰ τὰ πρίν, εἰ, ἕως, ὃς καὶ ἄλλα ἀναϕορικά.47 ῾ Ο ποιητὴς συνεχίζει νὰ χρησιμοποιεῖ στὶς κωμωδίες του τὸν δυϊκὸ ἀριθμό, ὁ ὁποῖος ϕαίνεται ὅτι ἐθεωρεῖτο ἐπαρχιώτικος καὶ κάπως χοντροκομμένος. ῾ Η τραγωδία τὸν ἔχει καταργήσει, καὶ ὁ Θουκυδίδης τὸν ἀπέϕευγε συστηματικά. Χρησιμοποιεῖται, ὅμως, ἀκόμη στὸν προϕορικὸ λόγο· ἀπαντᾶ, ἐπίσης, στὶς ἐπιγραϕὲς τῆς ἐποχῆς ( ῎ Ορν., στ. 1127). Στὴν τελευταία κωμωδία τοῦ ποιητῆ, τὸν Πλοῦτο, παρατηροῦμε ὅτι ὁ δυϊκὸς ἀριθμὸς συχνὰ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸν πληθυντικό, ὅπως γιὰ παράδειγμα, στοὺς στ. 507 κ.ἑ. Καθὼς ὑπάρχουν περιστασιακὲς ἐμϕανίσεις τοῦ δυϊκοῦ ἀριθμοῦ ἀκόμη καὶ στὴ Μέση καὶ τὴ Νέα Κωμωδία, ϕαίνεται ὅτι ὁ δυϊκὸς ἐπεβίωσε περισσότερο καὶ ἰσχυρότερα στὴν καθομιλουμένη ἀττικὴ διάλεκτο.48 ῾ Η μίμηση τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας ϕαίνεται συχνὰ σὲ ἠθελημένα ἀτημέλητες συντάξεις καὶ ἀνακόλουθα σχήματα, ὅπως στοὺς στ. 651-653 τῶν Ο ᾽ ρνίθων: ὅρα νυν, ὡς ἐν Αἰσώπου λόγοις / ἐστὶν λεγόμενον δή τι, τὴν ἀλώπεχ’, ὡς / ϕλαύρως ἐκοινώνησεν αἰετῷ ποτέ. ῾ Ως [...] ἐστὶν λεγόμενον δή τι, αἰτιολογικὴ πρόταση. Τὴν ἀλώπεκα, ἀνακόλουθο. ᾽ Επίδραση τοῦ ρήματος τῆς κυρίας (ὅρα), ποὺ ἔχει ὡς ἀντικείμενο τὸ ὑποκείμενο τῆς δευτερεύουσας.49 ᾽ Ιδιότυπος εἶναι καὶ ὁ γυναικεῖος λόγος τῆς Λυσιστράτης στ. 408 κ.ἑ., ὄχι μόνο στὴ σύνταξη, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀκκισμούς, καθὼς καὶ στὶς προσϕωνήσεις.50 ᾽Ανα47. Stanford (1993) 42. 48. Βλ. καὶ Poultney (1963) 359-376. 49. Βλ. σχόλια τοῦ Κακριδῆ (1982) 130 στοὺς στ. 651-653 ᾽Αριστοϕάνους ῎ Ορνιθες. ᾽Ατημέλητη εἶναι καὶ ἡ σύνταξη στοὺς στ. 256-257 των Νεϕελῶν: ἐπὶ
τί στέϕανον; οἴμοι, Σώκρατες, / ὥσπερ με τὸν ᾽Αθάμανθ’ ὅπως μὴ θύσετε. 50. ὦ χρυσοχόε, τὸν ὅρμον ὃν ἐπεσκεύασας, / ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας / ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος (Λυσ., στ. 408-410). Οἱ γυναῖκες ὁρκίζονται σὲ ἄλλες θεότητες ἀπὸ τοὺς ἄνδρες· τὸ ὕϕος τους στὴ συζή-
40
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
κολουθίες ἐντοπίζονται καὶ σὲ ὁρισμένες ἄλλες περιπτώσεις ἐρωτήσεων, ὅπου γίνεται μετάβαση ἀπὸ τὸν πλάγιο λόγο στὸν εὐθύ. Τὰ ἀνακόλουθα σχήματα, ἡ πρόληψη καὶ ἡ παραβίαση τῶν συντακτικῶν κανόνων τονίζουν τὴν ταχύτητα τοῦ προϕορικοῦ λόγου, τὴν ψυχικὴ ταραχὴ ἢ καὶ τὴ σκοπιμότητα τοῦ ὁμιλητῆ. ᾽ Επίσης, ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του μεγαλύτερη ἐλευθερία στὴ χρήση τῆς ἔκθλιψης, τῆς ἀϕαίρεσης, τῆς κράσης, τῆς συνίζησης καὶ τῆς χασμωδίας ἀπὸ ἄλλους, πιὸ συντηρητικοὺς ποιητὲς καὶ πεζογράϕους. Τὸ ἰδίωμα τῆς καθομιλουμένης ϕαίνεται καθαρὰ καὶ στὴ χρήση καθημερινῶν ϕράσεων καὶ παροιμιῶν. Σὲ γενικὲς γραμμές, ὅμως, οἱ κανόνες τῆς σύνταξης τηροῦνται ἀπόλυτα. Μάλιστα, ἡ σύνταξη γίνεται ἐπιτηδευμένη, τεχνικὴ καὶ περίπλοκη, ὅταν ὁ ποιητὴς μιμεῖται καὶ παρωδεῖ τὸ ὕϕος τῶν ρητόρων, τὴ στερεότυπη γλῶσσα τῶν ψηϕισμάτων, τῶν νόμων, τῶν ἐπικλήσεων καὶ τῶν εὐχῶν πρὸς τοὺς θεούς. Αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει, ἐπίσης, τὸν προϕορικὸ λόγο, καὶ ἰδιαίτερα τὸν διάλογο, εἶναι οἱ συχνὲς ἐλλείψεις, ἡ ἀπουσία δηλαδὴ στὸν λόγο ὁρισμένων συστατικῶν της πρότασης, τὰ ὁποῖα συνήθως ἐννοοῦνται εὔκολα ἀπὸ τὰ συμϕραζόμενα (π.χ. Εἰρ., στ. 107· ῎ Ορν., στ. 371-372· Λυσ., στ. 459-460· Ε ᾽ κκλ., στ. 468, 800· Νεϕ., στ. 154-155, 226-227· Βάτρ., στ. 1475).51 ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης παραλείπει συχνὰ τὸ ρῆμα, τόσο στὶς ἐρωτήσεις ὅσο καὶ στὶς ἀπαντήσεις, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μέρη, ἐπιτυγχάνοντας ἔτσι νὰ ἀναπαριστάνει πιστὰ τὸν προϕορικὸ λόγο τῶν ἡρώων του μὲ ϕυσικότητα καὶ ζωντάνια (Πλοῦτ., στ. 390 κ.ἑξ.). ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὶς πάμπολλες ἐλλειπτικὲς ἐκϕράσεις, χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὶς παραθετικὲς προτάσεις, προσδίδοντας οἰκειότητα στὸν λόγο του. Δυὸ παραδείγματα: εἰπέ μοι, ϕιλεῖς ἐμέ; (Νεϕ., στ. 82)· εἰπέ μοι, σὺ δὲ τὴν κορώνην οὐκ ἀϕῆκας καταπεσών; ( ῎ Ορν., στ. 88).52 τηση δείχνει περισσότερο ὑποστήριξη, εὐγένεια καὶ σεβασμό· χρησιμοποιοῦν λιγότερες βρισιὲς καὶ μερικὲς ϕορὲς τείνουν νὰ παρουσιάζονται σὰν νὰ χρησιμοποιοῦν πιὸ καινοτόμο γλωσσικὴ ποικιλία. Βλ. καὶ Sommerstein (1995) 61-85. Γιὰ περισσότερα σχετικὰ μὲ τὸν λόγο τῶν γυναικῶν στὸν Willi (2003) 157-197. 51. Eire (1997) 189-212. 52. ᾽Αναγνωστόπουλος (1924) 36-39.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
41
Στὸ ἔργο τοῦ κωμωδιογράϕου κυριαρχεῖ ἡ κτητικὴ σύνταξη (ὁ ἐμὸς πατήρ ἔναντι τοῦ ὁ πατήρ μου, ποὺ θὰ ἐπικρατήσει τελικά), κάτι ποὺ ἀναπαράγει, ἴσως, τὴ γλωσσικὴ πραγματικότητα τῆς ἀττικῆς διαλέκτου τοῦ πέμπτου αἰώνα κατὰ τρόπο ἐλαϕρῶς διαστρεβλωμένο. Εἶναι δυσκολότερο, ὅμως, νὰ καθορίσουμε ἂν γενικὰ ἡ διατήρηση τῆς καταργημένης εὐκτικῆς στὸν ᾽Αριστοϕάνη, ἀλλὰ ὄχι στὸν Μένανδρο, ἀντανακλᾶ τὴν καθομιλουμένη τῆς ἐποχῆς του. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης χρησιμοποιεῖ συχνὰ ἐπιϕωνήματα ποὺ ϕανερώνουν θαυμασμό, ἐνθουσιασμό, χαρά, λύπη ἢ ἀγανάκτηση. Στοὺς ᾽Αχαρνεῖς, γιὰ παράδειγμα, ὁ Δικαιόπολις ἐκϕράζει τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἀπορία του βλέποντας τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλιᾶ τῆς Περσίας μὲ τὶς ϕανταχτερὲς στολὲς νὰ εἰσέρχονται στὴν ὀρχήστρα (στ. 64): βαβαιάξ. ὦκβάτανα, τοῦ σχήματος, (πὼ πὼ πὼ πώ, ᾽ Εκβάτανα, ποὺ βρέθηκαν τέτοιες στολές)! Καὶ ἀμέσως μετά, μόλις ὁ ἀθηναῖος πρεσβευτὴς ἐξηγεῖ στοὺς πρυτάνεις ὅτι εἶναι ἐπικεϕαλῆς τῆς πρεσβείας, τὴν ὁποία εἶχαν στείλει οἱ ᾽Αθηναῖοι πρὶν ἀπὸ δώδεκα χρόνια στὴν Περσία, ἐκϕράζει τὴν ἀγανάκτησή του γιὰ τὴν ἄσκοπη σπατάλη (στ. 67): οἴμοι τῶν δραχμῶν, (μοῦ ’ρχεται νὰ κλάψω γιὰ τὸ δημόσιο ταμεῖο). Στὴν ἴδια κωμωδία ὁ Δικαιόπολις θὰ ἐκϕράσει τὴν ἀηδία του γιὰ τὴν προσωρινὴ συνθήκη τῶν πέντε ἐτῶν μὲ τὸ ἐπιϕώνημα αἰβοῖ ( ᾽Αχαρν., 189). Τὰ ἐπιϕωνήματα, τὰ ὁποῖα ὁ ᾽Αριστοϕάνης χρησιμοποιεῖ χωρὶς ϕειδὼ στὰ διαλογικὰ μέρη,53 οἱ βρισιὲς καὶ οἱ βωμολοχίες, γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ ὁμιλήσουμε παρακάτω, χαρακτηρίζουν τὴ λαϊκὴ διάλεκτο τῆς ἀττικῆς γλώσσας. Διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀριστοϕανικὴ γλῶσσα, δομημένη σὲ στέρεα ὑποδομὴ καὶ συντακτικὴ βάση, συνδυάζει ὅλες τὶς μορϕὲς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ λόγου. ῾ Ο ποιητὴς μὲ ἀπεριόριστη ἐλευθερία διανθίζει τὴν ὁμιλία τῶν ἡρώων του μὲ τὰ πιὸ ἑτερόκλητα στοιχεῖα ἀπὸ ὅλες τὶς μορϕὲς καὶ τὰ ἐπίπεδα τῆς γλώσσας, τῆς ἔντεχνης καὶ τῆς λαϊκῆς, τῆς γραπτῆς καὶ τῆς προϕορικῆς. Αὐτὴν τὴν ποικιλία τῆς 53. ῾ Ορισμένα παραδείγματα: ἀτταταῖ ( ᾽Αχαρν., στ. 1190, 1198, Νεϕ., στ. 707)· Ι᾽ ατταταιὰξ τῶν κακῶν, ἰατταταί ( ῾ Ιππ., στ. 1)· ἀλαλαί, ἰὴ παιὼν / αἴρεσθ’ ἄνω, ἰαί, / ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί. / εὐοῖ εὐοῖ, εὐαὶ εὐαί (Λυσ., στ. 1291-1294)· αἴρεσθ’
ἄνω, ἰαὶ εὐαί, / δειπνήσομεν, εὐοῖ εὐαί, / εὐαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ. / εὐαί, εὐαί, εὐαί, εὐαί ( ᾽Εκκλ., στ. 1180-1183).
42
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
ἀριστοϕανικῆς γλώσσας καὶ αὐτὲς τὶς γλωσσοπλαστικὲς καινοτομίες τοῦ ἀριστοτέχνη ποιητὴ θὰ ἐξετάσουμε στὴ συνέχεια. *** ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης ἀπευθυνόταν τόσο στὸ μάτι ὅσο καὶ στὸ αὐτὶ τοῦ θεατῆ, προκειμένου νὰ τὸν κάνει νὰ γελάσει. ᾽ Οπτικὰ διασκέδαζε τοὺς θεατές του ἐϕευρίσκοντας παράδοξες, ἀλλοπρόσαλλες καὶ ἐντυπωσιακὲς ϕορεσιές, βάζοντας τοὺς χαρακτῆρες νὰ κάνουν ἀστεῖες κινήσεις καὶ χειρονομίες. Αὐτὲς οἱ δηλωτικὲς κινήσεις τοῦ σώματος τῶν ἠθοποιῶν συνιστοῦσαν τὴ μὴ λεκτικὴ ἐπικοινωνία στὸ θέατρο, κάτι, ὅμως, ποὺ ἔχει χαθεῖ γιὰ πάντα καὶ τὸ ὁποῖο ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ τὸ ἀπολαύσει πραγματικὰ μέσα ἀπὸ τὶς λίγες πληροϕορίες ποὺ διαθέτουμε.54 Θὰ εἴχαμε πολλὰ νὰ κερδίσουμε, ἂν γνωρίζαμε τὸν ἀκριβῆ τόνο τῆς ϕωνῆς τῶν ἠθοποιῶν, τὶς χειρονομίες καὶ τὴν μίμηση ποὺ συνόδευαν τὴν παράσταση τοῦ κωμικοῦ ἔργου. Μποροῦμε, ὡστόσο, νὰ εὐχαριστηθοῦμε τὸ προϕορικὸ χιοῦμορ τοῦ ποιητῆ. Καὶ ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἦταν ἕνας πραγματικὸς ἀριστοτέχνης τοῦ λόγου. ῾ Η ὑϕολογικὴ ἀνάλυση τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μπορεῖ νὰ ἐπιχειρηθεῖ μὲ δυσκολία, ἀϕοῦ δὲν σώζεται κανένα πλῆρες ἔργο ἄλλου ποιητῆ τῆς ᾽Αρχαίας Κωμωδίας, προκειμένου νὰ ἐπιχειρηθεῖ κάποια σύγκριση. Εἶναι γνωστὸ ὅτι σὲ γενικὲς γραμμὲς μποροῦμε νὰ καθορίσουμε τὸ ὕϕος τοῦ συγγραϕέα συγκρίνοντάς το μὲ τὸ ὕϕος ἄλλων συγγραϕέων τοῦ ἴδιου εἴδους. Γιὰ παράδειγμα, μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε τὸ ὕϕος τοῦ Αἰσχύλου συγκρίνοντάς το μὲ ἐκεῖνο τοῦ Σοϕοκλῆ. ῾ Επομένως, τὸ μειονέκτημα αὐτὸ δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ καθορίσουμε μὲ 54. ῾ Ο πλοῦτος τῶν συνδηλώσεων τῆς στάσης καὶ τῆς χειρονομίας τῶν ἠθοποιῶν στὴν κωμωδία εἶναι τεράστιος. Γιὰ παράδειγμα, τὸ γύρισμα τῆς πλάτης εἶναι ἔνδειξη ἀλλαγῆς γνώμης μέσω ἀλλαγῆς τῆς στάσης ( Α ᾽ χαρν., στ. 537, Βάτρ., στ. 538)· τὸ σούϕρωμα τῶν χειλιῶν εἶναι σῆμα ἀποστροϕῆς (Σϕῆκ., στ. 1315)· τὸ ἀνασήκωμα τῶν ϕρυδιῶν εἶναι σῆμα ὀργῆς ἢ σημάδι ζοϕερῶν αἰσθημάτων (Λυσ., στ. 8, ᾽Αχαρν., στ. 1069, Σϕῆκ., στ. 655)· τὸ κοκκίνισμα δηλώνειι ἀμηχανία, σεβασμὸ καὶ ντροπή (Νεϕ., στ. 362, 1216)· τὸ ϕιλὶ ἦταν σῆμα στοργῆς ἀπὸ τοὺς γονεῖς πρὸς τὰ παιδιά (Λυσ., στ. 890)· ἡ χειραψία εἶναι ἡ ἐπίσημη διαβεβαίωση ἀγάπης ἢ συνεργασίας (Νεϕ., στ. 81, Βάτρ., στ. 754-755, 788-790).
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
43
ἀκρίβεια τὸ ὕϕος τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἀρκεστοῦμε σὲ γενικὴ περιγραϕή.55 Στὸ στόχαστρο τοῦ ποιητῆ βρίσκονται ὁ κοινωνικὸς ρόλος καὶ ἡ γλωσσικὴ ἔκϕραση προσώπων ποὺ ἀνήκουν σὲ πολλὲς κατηγορίες: ρήτορες, πολιτικοί, γυναῖκες, διανοούμενοι, συκοϕάντες, δικαστικοί, στρατιωτικοί, ἀγρότες, παράσιτοι, ξένοι, δοῦλοι κ.ἄ. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης ἐπιδιώκει νὰ ἀποδώσει μὲ ρεαλιστικὸ τρόπο τὴ χρήση τῆς γλώσσας, τὸν τρόπο ἔκϕρασης καὶ συμπεριϕορᾶς αὐτῶν τῶν προσώπων, στὸ πλαίσιο, ὅμως, τῆς κωμωδίας. Μιμεῖται δηλαδὴ τὴν ὁμιλία τους, ἐνῶ ταυτόχρονα διαστρεβλώνει, παρωδώντας, τὸν τρόπο ἐκϕορᾶς τοῦ λόγου τους τόσο στὴν καθημερινὴ ζωὴ ὅσο καὶ στὴ λογοτεχνία ἢ τὴ θεατρικὴ παράδοση. ῾ Η γλῶσσα του παρουσιάζει ἀσυνήθιστη ποικιλία καὶ εὑρηματικότητα. Χρησιμοποιεῖ ὅρους ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ὁμιλία δίπλα στὸ ἐπίσημο ὕϕος πεζοῦ λόγου. ᾽ Εκϕράζει τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα τῶν χαρακτήρων του μὲ τὶς πιὸ ποταπές, ἀλλὰ καὶ τὶς πιὸ μεγαλόπρεπες ϕράσεις ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ ϕανταστεῖ. Διευρύνει μάλιστα τὰ ὅρια τῆς γλώσσας τοῦ καιροῦ του πλάθοντας πολλὲς καινούριες λέξεις. Δημιουργεῖ ἀπίθανους νεολογισμούς, ὀνοματοποιίες, ὑποκοριστικά, ἀνήκουστες μεταϕορές, συσσωρεύσεις λέξεων. ᾽ Ενίοτε, ἐπινοεῖ μία ἀκατάσχετη πολυλογία μὲ ἀσυνάρτητες ϕράσεις, ὅπως ὁ λόγος τοῦ Δικαιοπόλιδος στοὺς ᾽Αχαρνεῖς (στ. 541-554).56 ῾ Η ἐκϕραστικὴ δύναμη τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἐνισχύεται καὶ ἐμπλουτίζεται μὲ τὰ διάϕορα εἴδη καὶ τὴν πετυχημένη κωμικὴ χρήση τῶν σχημάτων τοῦ λόγου. Χρησιμοποιεῖ μὲ ἐπιτυχία τὴ μετατόπιση, τὸν αἰϕνιδιασμό,57 τὴν ἐπανάληψη, τὴν ἀναστροϕή, τὴν ἐπέκταση, 55. Dover (1970) 7-23. 56. Βλ. Taillardat (1965) 284-288. 57. ῾ Ο βασικότερος τρόπος ἐπίτευξης κωμικοῦ ἀποτελέσματος εἶναι ὁ αἰϕνι-
διασμός, τὸ μὴ ἀναμενόμενο, τὸ ἀπροσδόκητο. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης χρησιμοποιεῖ τὸν αἰϕνιδιασμὸ καὶ τὰ παρὰ προσδοκίαν ἀστεῖα σὲ εὐρεῖα κλίμακα καὶ μὲ μεγάλη ποικιλία μορϕῶν. ῍ Ας δοῦμε ἕνα παράδειγμα. ῾ Υπῆρχε ἡ πολὺ γνωστὴ παροιμία ποὺ ἔλεγε: ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος ἐστί (εὕδει). Στὶς Θεσμοϕοριάζουσες, ὁ Χορὸς τῶν γυναικῶν, στὴν ἀντιστροϕή, μετὰ τὸν λόγο τοῦ μεταμϕιεσμένου σὲ γυναῖκα Μνησιλόχου, σὲ μιὰ ἀπροσδόκητη παρωδικὴ τροποποίηση αὐτῆς τῆς παροιμίας λέγει: ὑπὸ λίθῳ γὰρ παντί που χρὴ / μὴ δάκῃ ῥήτωρ ἀθρεῖν (στ.
44
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
τὴ μετωνυμία καὶ τὴν ἀντονομασία, τὴ δημιουργία καὶ τὴ χρήση κωμικῶν λέξεων, τὸ ἀσύνδετο,58 τὴν παρήχηση, τὶς πολυσύνθετες λέξεις καὶ πολλοὺς ἄλλους τρόπους τοῦ κωμικοῦ λόγου. ᾽ Εκμεταλλεύεται στὸ ἔπακρον τὴν ἐκπληκτικὴ εὐχέρεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας νὰ σχηματίζει πολυσύλλαβες σύνθετες λέξεις. Οἱ πολυσύνθετες λέξεις ἐμπλουτίζουν τὴν ἐκϕραστικὴ δύναμη τοῦ ἀριστοϕανικοῦ λόγου, χαρίζουν ζωντάνια καὶ πρωτοτυπία. Οἱ σύνθετες λέξεις ἐμϕανίζονται στὴν κωμωδία του σὲ διάϕορους τύπους καὶ λειτουργίες. Τὰ ὀνοματικὰ σύνθετα συχνὰ εἶναι πιὸ δραστικὰ γλωσσικὰ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἰδανικὰ γιὰ τοὺς σκοποὺς τῆς σάτιρας. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὴ λογοτεχνικὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν ἴαμβο ὡς τὴν κωμωδία, πολλὰ ὑβριστικὰ σύνθετα θὰ πρέπει νὰ ἀνῆκαν στὸ μὴ λογοτεχνικὸ καθημερινὸ ἐπίπεδο τῆς ὁμιλουμένης ἀττικῆς διαλέκτου. Συνήθως, οἱ πολυσύνθετες λέξεις στὸν ᾽Αριστοϕάνη ἐπιτελοῦν ἰδιαίτερα σημαντικὴ λειτουργία· ἀποτελοῦνται ἀπὸ δυὸ ἢ περισσότερα συνθετικὰ τοῦ ἰδίου ἢ διαϕορετικοῦ ἐπιπέδου: ϕιλοπότης, ϕιληλιαστής (Σϕῆκ., στ. 79, 88)· πλουθυγίεια, Νεϕελοκοκκυγία, ( ῎ Ορν., στ. 731, 821)· σκοτοδασυπυκνότριχα, ( ᾽Αχαρν., στ. 390)· κρουνοχυτροληραῖον ( ῾ Ιππ., στ. 89)· σϕραγιδονυχαργοκομήτας (Νεϕ., στ. 332)· ὀρθροϕοιτοσυκοϕαντοδικοταλαιπώρων (τρόπων) (Σϕῆκ., στ. 505)· σπερμαγοραιολεκιθολαχανοπώλιδες, σκοροδοπανδοκευτριαρτοπώλιδες (Λυσ., στ. 457-458). Σὲ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις συγχωνεύονται ἔννοιες, ἀντικείμενα καὶ ἰδιότητες. Συχνά, ὀϕείλουν τὸ κωμικό τους ἀποτέλεσμα στὸ πλῆθος τῶν συνθετικῶν τους. Στοὺς Βατράχους, γιὰ παράδειγμα, κάποια πολλαπλὰ σύνθετα εἶναι σχε529-530). ῾ Ο ποιητὴς προκαλεῖ ἔκπληξη ὅταν, μετὰ τὴν ἀναϕορά του στὴν παροιμία καὶ τὶς τρεῖς πρῶτες λέξεις, ἀντικαθιστᾶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένουμε τὴ λέξη σκορπίος μὲ τὴ λέξη ῥήτωρ, προκειμένου νὰ σατιρίσει τὴν κακοήθεια καὶ τὴν πανουργία τῶν ρητόρων. 58. Στὴν ᾽Αριστοϕανικὴ κωμωδία τὸ ἀσύνδετο χρησιμοποιεῖται ὄχι γιὰ νὰ δώσει ἰσχὺ στὸ θέμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσει ζωηρὰ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ϕυσικὲς ᾽ χαρνεῖς, στ. 545-556, ὅπου λεπτομέρειες. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα στοὺς Α ὁ Δικαιόπολις περιγράϕει τὴ ϕρενίτιδα ποὺ θὰ ἀναστάτωνε τὴν ῾ Ελλάδα, ἂν ἡ πρόκληση ποὺ στάθηκε ἡ ἀϕορμὴ τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, δὲν ξεκινοῦσε ἀπὸ τοὺς ᾽Αθηναίους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς Λακεδαιμονίους. Βλ. καὶ Μιχαὴλ (1981) 223, 242-244.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
45
διασμένα ὥστε νὰ γελοιοποιοῦν τὸ ὕϕος τοῦ Αἰσχύλου: κομποϕακελορρήμονα (στ. 839), κωδωνοϕαλαροπώλους (στ. 963), σαλπιγγολογχυπηνάδαι, σαρκασμοπιτυοκάμπται (στ. 966). ῾ Υπάρχουν καὶ περιπτώσεις ὅπου ἡ πολυσύνθετη λέξη γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο ἀπὸ τὰ συμϕραζόμενα· χωρὶς αὐτὰ δὲν σημαίνει ἀπολύτως τίποτε. Στὶς ᾽Εκκλησιάζουσες (στ. 1169-1175), γιὰ νὰ περιγράψει ἕνα ὑποτιθέμενο ϕαγητό, δημιουργεῖ ἕνα λεξιλογικὸ μεγασύνθετο, τὴ διασημότερη πολυσύνθετη λέξη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ποὺ περιλαμβάνει 27 συνθετικὰ καὶ 78 συλλαβές: λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλϕιολιπαρομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυϕοϕαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοτιϕαλλιδοκιγκλοπελειολαγῳοσιραιοβαϕητραγανοπτερυγών.
πάστοπεταλίδο - γαλεοσάλαχο τούρσοπιπεράτο - μυαλολόμματα μελοπερεχύτο - μυτζηθρότυρο ρύγονοκοτσύϕο - τσιχλοπίτσουνα ψήτοσουσουράδο - κοτοκέϕαλα αγριοπεριστέρο - λαγοκούνελα στράγαλοπετμέζο - ϕτερουγόδιπλες μτϕρ. Θρ. Σταύρου
Τὸ ἀστεῖο πηγάζει ἀπὸ τὴν προσπάθεια τοῦ ἠθοποιοῦ νὰ προϕέρει βιαστικὰ τὴν πολυσύνθετη λέξη καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίθεση τοῦ πλούτου τῶν ϕαγητῶν μὲ τὴ δήλωση ποὺ ἀκολουθεῖ: «βάλε μέσα λίγη ϕάβα γιὰ νὰ ϕᾶς», στ. 1178. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὰ πολυσύνθετα, ἡ πρωτότυπη γλωσσικὴ συμβολὴ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἔγκειται καὶ στὴ γλωσσοπλαστικὴ ἱκανότητα, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ὁποίας δημιουργεῖ «σημαίνοντα ὀνόματα» (π.χ. Δικαιόπολις, ὁ δίκαιος πολίτης, Τρυγαίος, ὁ ἀμπελουργός, Α ᾽ γοράκριτος, αὐτὸς ποὺ κρίνεται στὴν ἀγορά, Λυσιστράτη κ.ἄ.). ῾ Υπάρχουν ἀληθινὰ ὀνόματα τὰ ὁποῖα λίγο-πολὺ παραλλάσσονται ἐλαϕρά, προκειμένου νὰ ἀκούγονται κωμικά. Στοὺς Σϕῆκες ὁ Κλεώνυμος γίνεται Κολακώνυμος (στ. 592). Πιὸ συχνὰ ἐπινοοῦνται ὁλόκληρα ὀνόματα, συνήθως ὡς ὁμιλοῦντα πρόσωπα. ῾ Η Πραξαγόρα, στὶς ᾽Εκκλησιάζουσες, πράττει στὸ πεδίο τῶν ἀνδρῶν, στὴν ἀγορά, καὶ ὁ Πεισθέταιρος, στοὺς ῎ Ορνιθες, εἶναι ὁ ρήτορας ποὺ πείθει τοὺς ἑταίρους. ῾ Η Λυσιστράτη εἶναι ἡ ἡρωίδα ποὺ θὰ καταλύσει τὸν στρατὸ τῶν ἀντιπάλων. ῾ Ο Τρυγαῖος, δὲν εἶναι μόνο ὁ ἀμπελουργός, ἀλλὰ καὶ
46
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
αὐτὸς ὁ ὁποῖος θὰ τρυγήσει τὶς χαρὲς καὶ τὶς χάρες τῆς Εἰρήνης καὶ τῆς ᾽ Οπώρας! ᾽ Εκτὸς ἀπὸ «σημαίνοντα» καὶ «ὁμιλοῦντα», τὰ ὀνόματα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ᾽Αριστοϕάνης συμμορϕώνονται συχνὰ στὰ ἔθιμα ὀνοματοδοσίας τῶν ἀρχαίων ῾ Ελλήνων. Στὰ παιδιὰ δινόταν ὄνομα, τὸ πα᾽ ριτρώνυμο στὴ γενικὴ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δήμου (γιὰ παράδειγμα: Α στοϕάνης Φιλίππου Κυδαθηναιεύς, ᾽Αριστοϕάνης, γιὸς τοῦ Φιλίππου, ἀπὸ τὸν δῆμο τῶν Κυδαθηναίων). ῾ Ο ποιητὴς ἐκμεταλλεύεται, ϕυσικά, τὴ συνήθεια αὐτὴ τῶν ᾽Αθηναίων καὶ δημιουργεῖ ἀστεϊσμούς. ῎ Ετσι, ὁ Στρεψιάδης θέλει νὰ ὀνομάσει τὸν γιό του Φειδωνίδη, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, ἀλλὰ εἶναι ϕανερὸ ὅτι γίνεται ὑπαινιγμὸς στὴν τσιγκουνιά του, ἀϕοῦ ἡ ρίζα ϕείδ- παραπέμπει στὴ λέξη ϕειδώ. Τελικά, ὁ γιὸς θὰ πάρει τὸ ὄνομα Φειδιππίδης, ἀϕοῦ θὰ ὑπερισχύσει ἡ ἐπιθυμία τῆς ϕαντασμένης ἀστῆς μητέρας του, ἡ ὁποία θέλει σύνθετο ὄνομα ποὺ νὰ περιέχει τουλάχιστο ἕνα συνθετικό τὸ ὁποῖο νὰ ϕέρνει στὸν νοῦ κάτι ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατία. ῾ Η συμϕωνία ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ συνθετικὸ -ιππίδης, τὸ ὁποῖο παραπέμπει στὸν ἵππο, καθημερινὸ σύντροϕο τῶν πλούσιων ᾽Αθηναίων ἀστῶν. Στοὺς ῎ Ορνιθες, προκειμένου νὰ σατιρίσει τὸν ἀλαζόνα Προξενίδη, ὁ ᾽Αριστοϕάνης κατασκευάζει τὸ ἀνύπαρκτο δημοτικὸ Κομπασεὺς ἀπὸ τὸ ρῆμα κομπάζω (στ. 1126). Αὐτὸς ὁ Προξενίδης ὁ Κομπασεὺς εἶναι ἐπίσης γνωστὸς ως ἀλαζόνας καὶ καπνὸς ἀπὸ τοὺς Σϕῆκες, στ. 324325.59 Διαπιστώνουμε ὅτι στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία τὰ πατρωνυμικὰ εἶναι συνήθως καταχρηστικὰ καὶ ἔχουν μεταϕορικὴ σημασία, ἡ ὁποία ἐξυπηρετεῖ τὴν κωμικὴ καὶ σκωπτικὴ πρόθεση τοῦ ποιητῆ. ῎ Ετσι, τὰ σὲ -άδης και -ίδης πατρωνυμικὰ δηλώνουν τὴν καταγωγή, τὴν ἰδιότητα καὶ τὸ ἐπάγγελμα (πρινίδης, εὐϕορίδης, ᾽Αχαρν., στ. 612), τὸν χαρακτῆρα (Εὐελπίδης), ἠθικὲς ἢ σωματικὲς ἀδυναμίες καὶ ἐλαττώματα (Παιονίδης, Χολίδης, Σκαμβωνίδης).60 Πρωτίστως, ὅμως, ὁ κωμικὸς ποιητὴς χρησιμοποιεῖ μὲ περιϕρονητικὸ τρόπο τὰ πατρωνυμικά, ψέγει ἢ εἰρωνεύεται τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο ἀποδίδοντάς του ὑποδεέστερες ἰδιότητες, ὥστε νὰ προκαλέσει τὸ γέλιο. ῾ Ο σπουδαρχίδης ( Α ᾽ χαρν., στ. 595), γιὰ παράδειγμα, ὡς πα59. Peppler (1918)173-183· Kanavou (2011). 60. Ξυπνητός (1994). Βλ. καὶ Ghiron-Bistagne (1989) 89-98.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
47
τρωνυμικὸ δηλώνει τὸν γιὸ τοῦ σπουδάρχου, δηλαδὴ αὐτοῦ ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει νὰ καταλάβει κάποια θέση (σπουδὴ + ἀρχή ). ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀποκαλέσει Σπουδάρχη, προτιμᾶ ὅμως τὸ σπουδαρχίδης, γιατὶ ἡ λέξη εἶναι ὑποτιμητικὴ καὶ σημαίνει τὸν πονηρό, τὸν ἀσήμαντο θεσιθῆρα. Μὲ τὴν ἴδια σκωπτικὴ καὶ μειωτι᾽ χαρν., στ. 594κὴ διάθεση χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν Δικαιόπολι ( Α 595), καὶ τὰ καταχρηστικὰ πατρωνυμικὰ στρατωνίδης καὶ μισθαρχίδης. Μειωτικὲς εἶναι ἐπίσης οἱ λέξεις στωμυλιοσυλλεκτάδης καὶ ῥακιοσυρραπτάδης (Βάτρ., στ. 841-842), οἱ ὁποῖες ἔχουν καταλήξεις πατρωνυμικῶν καὶ δηλώνουν τὸν γιὸ τοῦ ϕλυαρομαζώχτη (στωμυλία = πολυλογία, ϕλυαρία) καὶ τὸν συρραϕέα κουρελιῶν (ῥακιον = τὸ κουρελάκι). Εἶναι προϕανὲς ὅτι στὸ χωρίο αὐτὸ ὁ ᾽Αριστοϕάνης προσπαθεῖ νὰ μειώσει καὶ νὰ γελοιοποιήσει τὸν Εὐριπίδη, ὁ ὁποῖος συνήθιζε νὰ παρουσιάζει ἐπὶ σκηνῆς ρακένδυτους ἥρωες, ὅπως τὸν Τήλεϕο. Τελευταῖο παράδειγμα κωμικοῦ πατρωνυμικοῦ σὲ -ίδης: κωμαρχίδης (Εἰρ., στ. 1142), ποὺ δηλώνει τὸν ἄρχοντα τοῦ κώμου, ἀλλὰ καὶ τὸν προεστὸ τοῦ χωριοῦ. Τὸ χαρακτηριστικὰ καθημερινὸ ἐπίπεδο τοῦ κωμικοῦ λεξιλογίου διαπιστώνεται ὄχι μόνο μὲ τὴ διαδεδομένη χρήση τῶν ὑποκοριστικῶν. ᾽ Εμϕανίζεται ἐπίσης σὲ διάϕορες γλαϕυρὲς καὶ εὐϕάνταστες μεταϕορές, στὴν ἐλεύθερη χρησιμοποίηση βωμολοχικῶν στοιχείων, στὴ συχνότητα τῶν ὅρκων, στὴ συσσώρευση λέξεων, καὶ στὴν προτίμηση πρὸς τὶς ὀξεῖες διατυπώσεις, πάντοτε μέσα ἀπὸ τὸ ϕίλτρο τῶν ὑψηλῶν καλλιτεχνικῶν ἱκανοτήτων τοῦ δημιουργοῦ. ῾ Η τεχνικὴ τῆς ὑπερβολικῆς συσσώρευσης λέξεων ἀποτελεῖ στοιχεῖο τοῦ ἀριστοϕανικοῦ χιοῦμορ καὶ ἔχει μελετηθεῖ ἀπὸ τὸν ᾽ Ηλία Σπυρόπουλο.61 ῾ Η κωμικὴ συσσώρευση λέξεων ἔχει λαϊκὴ προέλευση καὶ τὴν συναντοῦμε σταθερὰ στὴν ἑλληνικὴ κωμικὴ ποίηση. ᾽Απὸ τὴν ἴδια τὴ ϕύση της ἡ συσσώρευση δημιουργεῖ κωμικὴ κατάσταση καὶ προκαλεῖ τὸ γέλιο. Εἶναι ἀποτελεσματικὸς ἐκϕραστικὸς τρόπος, γιὰ νὰ ϕτάσει ὁ ποιητὴς στὸ ἐπιθυμητὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα. Παράδειγμα: στοὺς Α ᾽ χαρνεῖς, ὁ Θηβαῖος ἔμπορος ἀραδιάζει, μπροστὰ στοὺς ἐξαθλιωμένους καὶ πεινασμένους ἀπὸ τὸν πόλεμο ᾽Αθηναίους, τὰ καλούδια ποὺ ϕέρνει δῶρο στὸν Δικαιόπολι: ὀρίγανον, 61. Spyropoulos (1988) 121-162.
48
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
γλαχώ, ψιάθως, θρυαλλίδας, / νάσσας, κολοιώς, ἀτταγᾶς, ϕαλαρίδας, / τροχίλως, κολύμβως. […] χᾶνας, λαγώς, ἀλώπεκας, / σκάλοπας, ἐχίνως, αἰελούρως, πικτίδας, / ἰκτίδας, ἐνύδριας, ἐγχέλιας Κωπαΐδας.62 Τὸ κωμικὸ στοιχεῖο πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀντίθεση ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν λέξη ἁπλῶς, ποὺ προϕέρει ὁ Θηβαῖος στὴν ἐρώτηση τοῦ Δικαιοπόλιδος γιὰ τὸ τί ϕέρνει, καὶ τὸν κατάλογο μὲ τὰ ϕαγώσιμα ποὺ ἀκολουθοῦν. ῾ Η συσσώρευση εἶναι ἀποτελεσματικὸς ἐκϕραστικὸς τρόπος γιὰ νὰ ϕτάσει ὁ ποιητὴς στὸ ἐπιθυμητὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα. ῾ Η ἐκϕραστικὴ δύναμη τῆς συσσώρευσης ἐμπλουτίζεται μὲ διάϕορα σχήματα, ὅπως εἶναι τὸ ἀσύνδετο, ἡ παρήχηση καὶ ἡ ἐπανάληψη. Συνήθως, ἡ ἐπανάληψη εἶναι μιᾶς λέξης ἢ ἑνὸς μορίου, ἀλλά, μερικὲς ϕορές, παίρνει μεγαλύτερη ἔκταση, ὅπως στὶς ᾽Εκκλησιάζουσες, στ. 221-228: Καθήμεναι ϕρύγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· ἐπὶ τῆς κεϕαλῆς ϕέρουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· τὰ Θεσμοϕόρι’ ἄγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· πέττουσι τοὺς πλακοῦντας ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· τοὺς ἄνδρας ἐπιτρίβουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· μοιχοὺς ἔχουσιν ἔνδον ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· αὑταῖς παροψωνοῦσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· οἶνον ϕιλοῦσ’ εὔζωρον ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ· βινούμεναι χαίρουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ·
῾ Η ἐπανάληψη τοῦ ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ διεγείρει τὴν προσοχὴ τόσο τοῦ ἀκροατῆ ὅσο καὶ τοῦ ἀναγνώστη, περιγράϕοντας τὶς σταθερὲς συνήθειες τῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες καθιστές καβουρδίζουν, ὅπως πάντα· ϕορτώνονται κατάκορϕα, ὅπως πάντα· ψήνουνε τὰ γλυκίσματα, ὅπως πάντα· τοὺς ἄντρες τους παιδεύουν, ὅπως πάντα· κρυϕὰ τοὺς ϕίλους μπάζουν, ὅπως πάντα· ἰδιαίτερα ψωνίζουν, ὅπως πάντα· κρασάκι σκέτο τσούζουν, ὅπως πάντα· καὶ τοὺς ἀρέσουν τὰ ξινά, ὅπως πάντα.63 62. Ρίγανη, ϕλησκούνι, ψάθες, ϕυτίλια, πάπιες, καλιακοῦδες, λιβαδοπέρδικες, ϕαλαρίδες, τρυποϕράχτες, ἀγριόπαπιες, […] χῆνες, λαγούς, ἀλεποῦδες, τυϕλοπόντικες, σκαντζόχοιρους, νυϕίτσες, καστόρια, βίδρες, χέλια ἀπὸ τὴν Κωπαΐδα, ᾽Αχαρν., στ. 874-883. 63. Eire (1986) 237-274.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
49
Κοντὰ στοὺς καθημερινοὺς διαλόγους τῆς ἀγορᾶς τῆς ἐποχῆς βρίσκονται καὶ οἱ ἐρωταποκρίσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ᾽Αριστοϕάνης. Οἱ ἐρωτήσεις ἀποτελοῦν βασικὸ στοιχεῖο τόσο τοῦ καθημερινοῦ ὅσο καὶ τοῦ ποιητικοῦ λόγου. ῞ Οσον ἀϕορᾶ τὴν ἐκϕορά, ὁ ᾽Αριστοϕάνης χρησιμοποιεῖ ἐξαντλητικὰ ὅλα τὰ λεκτικὰ μόρια, τὶς ἀντωνυμίες καὶ τὰ ἐπιρρήματα στὴν εἰσαγωγὴ τῶν ἐρωτήσεων ὁλικῆς καὶ μερικῆς ἄγνοιας· καλύπτουν σημαντικὸ μέρος τῆς ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας καὶ ἀποτελοῦν οὐσιαστικὸ γλωσσικὸ ἐργαλεῖο, ἰδιαίτερα στὰ διαλογικὰ μέρη, στὰ χέρια τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν στόχων του.64 ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὴ σκιαγράϕηση τοῦ χαρακτῆρα τῶν προσώπων ποὺ τὶς ἐκστομίζουν, οἱ ἐρωτήσεις αὐτές, μὲ τὶς ποικίλες ἀποχρώσεις τους (ὑποψία, κοροϊδία, σαρκασμό, ἐπίπληξη, κατάρα), ἀντανακλοῦν τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν ᾽Αθηναίων καὶ τοὺς διαλόγους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὴν ἀγορά.65 ῾ Ο ἀριστοϕανικὸς λόγος κρύβει ἀϕάνταστη ποικιλία μορϕολογικῶν τύπων· ἀπίστευτο ἐκϕραστικὸ καὶ ἐννοιολογικὸ πλοῦτο. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς εὑρηματικῆς ἱκανότητας καὶ τῶν δυνατοτήτων, ποὺ τοῦ παρέχει ἡ χρήση τῶν ἐρωτήσεων ἀποτελεῖ ἡ ἐναρκτήρια σκηνὴ στὶς Θεσμοϕοριάζουσες (στ. 134-145): Κη.: καί σ’, ὦ νεανίσχ’, ἥτις εἶ, κατ’ Αἰσχύλον ἐκ τῆς Λυκουργείας ἐρέσθαι βούλομαι. ποδαπὸς ὁ γύννις; τίς πάτρα; τίς ἡ στολή; τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου; τί βάρβιτος λαλεῖ κροκωτῷ; τί δὲ λύρα κεκρυϕάλῳ; τί λήκυθος καὶ στρόϕιον; ὡς οὐ ξύμϕορον. τίς δαὶ κατρόπου καὶ ξίϕους κοινωνία; σύ τ’ αὐτός, ὦ παῖ, πότερον ὡς ἀνὴρ τρέϕει; καὶ ποῦ πέος; ποῦ χλαῖνα; ποῦ Λακωνικαί; ἀλλ’ ὡς γυνὴ δῆτ’; εἶτα ποῦ τὰ τιτθία; τί ϕῄς; τί σιγᾷς; ἀλλὰ δῆτ’ ἐκ τοῦ μέλους ζητῶ σ’, ἐπειδή γ’ αὐτὸς οὐ βούλει ϕράσαι; 64. ῾ Ο Κ.Ν. Τσατσάνης (2006) κατέγραψε 2.614 ἐρωτήσεις στοὺς 15.289 συνολικὰ στίχους τῶν σωζόμενων κωμωδιῶν τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. 65. Περιέργως, ἡ ἀριστοϕανικὴ κωμωδία δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἀγροτικὸ ἰδίωμα, ἀϕοῦ δὲν ἀξιοποίησε τοὺς σολοικισμοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ ἔβριθε ἡ γλῶσσα τῶν ἀγραμμάτων χωρικῶν καὶ τῶν δούλων.
50
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
[Κηδεστής: Καὶ θέλω, παλικάρι, ἂν εἶσαι κιόλας παλικάρι, κι ἐγὼ νὰ σὲ ρωτήσω ἔτσι ὅπως σὲ δρᾶμα του ὁ Αἰσχύλος: Πούθε γενοκρατιέσαι, γυναικοάντρα; Ποιά ἡ χώρα σου καὶ τί στολὴ εἶναι τούτη; Τ’ ἀνακάτωμα τοῦτο τί σημαίνει; Τὸ κροκωτὸ τί θέλει μὲ τὴ λύρα; Τὸ δίχτυ τῶν μαλλιῶν μὲ ζώου τομάρι; ᾽Αγ γεῖο ἀθλητικὸ μὲ στηθοπάνι; Θαρρῶ πὼς δὲν ταιριάζουνε καὶ τόσο. Ταιριάζει τὸ σπαθὶ μὲ τὸν καθρέϕτη; Κι ἐσύ, νεαρέ, ἀνατρέϕεσαι σὰν ἄντρας; Μὰ τότε ποῦ εἰν’ τ’ ἀντρίκειο σου σημάδι; Ποῦ τ’ ἄρβυλά σου, ἡ ἀντρική σου χλαίνα; Πᾶς γιὰ γυναῖκα; Τότε, ποῦ εἶναι, πές μου, τὰ κιτρολέμονά σου; Μίλησέ μας. Τίποτα; ᾽Αϕοῦ δὲν θέλεις νὰ μιλήσεις, ἐγὼ ἀπ’ τὴ μουσική σου θὰ σὲ κρίνω (μτϕρ. Θρ. Σταύρου).]
῾ Ο Μνησίλοχος (κηδεστὴς) θέτει ἀπανωτὲς ἐρωτήσεις στὸν ᾽Αγάθωνα ποὺ βρίσκεται ξαπλωμένος πάνω σὲ ἕνα κρεβάτι, μὲ ἐμϕάνιση πολὺ θηλυπρεπῆ. Μὲ αὐτὸν τὸν καταιγισμὸ τῶν ἐρωτήσεων ὁ ποιητὴς καταϕέρνει νὰ σατιρίσει τοὺς σύγχρονούς του ὁμοϕυλόϕιλους, νὰ παρωδήσει σκηνὲς ἀπὸ τὴ Λυκούργεια τοῦ Αἰσχύλου, νὰ διακωμωδήσει τὸν ἴδιο τὸν ᾽Αγάθωνα καὶ νὰ πετύχει τὸ ἐπιδιωκόμενο κωμικὸ ἀποτέλεσμα.66 *** ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης χρησιμοποιεῖ μὲ εὑρηματικὸ τρόπο κάθε εἴδους λογοπαίγνια, καλαμπούρια, ἀμϕίσημα, βωμολοχίες, παρονομασίες, ἀπροσδόκητα, νεολογισμούς, παρετυμολογίες, ὀνοματοποιίες καὶ ἄλλα λεκτικὰ παιχνίδια κάθε μορϕῆς. Τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ ὑϕολογικὸ στοιχεῖο τῆς ποίησής του ἀποτελεῖ ἡ χρήση τῶν εἰκόνων καὶ τῶν μεταϕορῶν. Στὴ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ἡ δημιουργία εἰκόνων, ὅπως ὁ ἴδιος τὶς ὀνομάζει (τὰς εἰκούς, Νεϕέλες, στ. 559) εἶναι ἐξαιρετικὰ σημαντική. Στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ μεταϕορές, ἀλληγορίες, προσωποποιήσεις καὶ παρομοιώσεις, τὶς ὁποῖες ὁ ποιητὴς παρουσιάζει μὲ ἐκπληκτικὰ πλούσια ἐκϕραστικὴ δεινότητα. Εἶναι ϕυσικό, ἄλλωστε, ὅτι ἄλλοτε ὁ ποιητὴς ἀντλεῖ ἀπὸ προϋπάρχουσα εἰκόνα καὶ ἄλλοτε δημιουργεῖ νέα, εἴτε ἐκ τοῦ μηδενὸς εἴ66. ᾽Αναγνωστόπουλος (1924) 9-10.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
51
τε μεταμορϕώνοντας κάποια ποὺ προϋπῆρχε.67 Οἱ περισσότερες εἰκόνες ποὺ ἀπαντοῦν στὶς κωμωδίες κατοπτρίζουν τὴν κοινωνικὴ πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἀντλοῦν τὴν ἔμπνευσή τους ἀπὸ τὸν ἀγροτικὸ καὶ τὸν ναυτικὸ κόσμο. ῾ Η πιὸ γνωστὴ ἀριστοϕανικὴ εἰκόνα προέρχεται ἀπὸ τὴ σκηνὴ τῶν Βατράχων, ὅπου ὁ Εὐριπίδης καὶ ὁ Αἰσχύλος συναγωνίζονται μπροστὰ στὸν Διόνυσο γιὰ τὸ ποιὸς ἔχει τὰ πρωτεῖα στὴν τραγωδία. ῾ Ο ἀγώνας τῶν δυὸ ποιητῶν διεξάγεται μὲ κάθε σοβαρότητα καὶ ἔχει τὸ ἔναυσμά του στὴ μεταϕορά. Οἱ στίχοι ποὺ ἀπαγγέλλει κάθε ποιητὴς ζυγίζονται, γιὰ νὰ ἐξακριβωθεῖ ἡ ποιητικὴ ἀξία τους (στ. 797). Πρὸς τοῦτο ἔχει στηθεῖ μιὰ τεράστια ζυγαριὰ στὴν ὀρχήστρα καὶ οἱ δυὸ ποιητὲς στέκονται ἀπὸ τὴν κάθε πλευρὰ τῆς πλάστιγγας (στ. 1365-1410). ῾ Ο Διόνυσος δίνει τὸ πρόσταγμα: ἴθι δή, παρίστασθον παρὰ τὼ πλάστιγγε. [ ᾽ Εμπρὸς λοιπόν. ᾽ Εσεῖς οἱ δυὸ λάβετε θέσεις δίπλα στὶς δυὸ πλάστιγγες!] (στ. 1377). Στὴ Λυσιστράτη εἶναι ἐνδιαϕέρουσες καὶ πρωτότυπες οἱ μεταϕορὲς ἀπὸ τὴν ὑϕαντικὴ στὴν πολιτική. ῾ Η ἡρωίδα ἐξηγεῖ στὸν πρόβουλο τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας καὶ στοὺς θεατὲς πὼς ὅ,τι δὲν κατόρθωσαν οἱ ἄνδρες στὴν διακυβέρνηση τῆς πολιτείας μποροῦν νὰ τὸ καταϕέρουν οἱ γυναῖκες, δηλαδὴ τὴ συμϕιλίωση καὶ τὴν εἰρήνη.68 ᾽ Ιδοὺ ὁ τρόπος (στ. 567-586): Λυσ.: ὥσπερ κλωστῆρ ᾽, ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος, ὧδε λαβοῦσαι, ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις, τὸ μὲν ἐνταυθοῖ, τὸ δ ᾽ ἐκεῖσε, οὕτως καὶ τὸν πόλεμον τοῦτον διαλύσομεν, ἤν τις ἐάσῃ, διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν, τὸ μὲν ἐνταυθοῖ τὸ δ ᾽ ἐκεῖσε. Πρ.: ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων πράγματα δεινὰ παύσειν οἴεσθ ᾽; ὡς ἀνόητοι. Λυσ.: κἂν ὑμῖν γ ᾽ εἴ τις ἐνῆν νοῦς, ἐκ τῶν ἐρίων τῶν ἡμετέρων ἐπολιτεύεσθ ᾽ ἂν ἅπαντα. Πρ.: πῶς δή; ϕέρ ᾽ ἴδω. 67. Βασικὴ γιὰ τὸ θέμα τῶν εἰκόνων στὸ ἔργο τοῦ ᾽Αριστοϕάνη εἶναι ἡ μελέτη τοῦ J. Taillardat, Les images d’Aristophane. Etudes de langue et de style, Les Belles Lettres, Paris 1965. 68. Γνωστὴ αὐτοβιογραϕικὴ ἀλληγορία εἶναι ἡ Πυτίνη (κανάτα) τοῦ Κρατίνου, ὅπου ὁ ἥρωας (ὁ γερό-μπεκρὴς ποιητὴς) παρατᾶ τὴ νόμιμη γυναῖκα του Κωμωδία, γιὰ τὴν ἐρωμένη Μέθη. Κέρδισε τὸ πρῶτο βραβεῖο στὰ Διονύσια τοῦ 423 π.Χ., μὲ δεύτερο τὸν ᾽Αμειψία καὶ τρίτο τὸν ᾽Αριστοϕάνη μὲ τὶς Νεϕέλες.
52
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Λυσ.: πρῶτον μὲν ἐχρῆν, ὥσπερ πόκον ἐν βαλανείῳ ἐκπλύναντας τὴν οἰσπώτην ἐκ τῆς πόλεως ἐπὶ κλίνης ἐκραβδίζειν τοὺς μοχθηροὺς καὶ τοὺς τριβόλους ἀπολέξαι, καὶ τούς γε συνισταμένους τούτους καὶ τοὺς πιλοῦντας ἑαυτοὺς ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖσι διαξῆναι καὶ τὰς κεϕαλὰς ἀποτῖλαι· εἶτα ξαίνειν ἐς καλαθίσκον κοινὴν εὔνοιαν, ἅπαντας καταμειγνύντας τούς τε μετοίκους κεἴ τις ξένος ᾖ ϕίλος ὑμῖν, κεἴ τις ὀϕείλῃ τῷ δημοσίῳ, καὶ τούτους ἐγκαταμεῖξαι· καὶ νὴ Δία τάς γε πόλεις, ὁπόσαι τῆς γῆς τῆσδ ᾽ εἰσὶν ἄποικοι, διαγιγνώσκειν ὅτι ταῦθ ᾽ ἡμῖν ὥσπερ τὰ κατάγματα κεῖται χωρὶς ἕκαστον· κᾆτ ᾽ ἀπὸ τούτων πάντων τὸ κάταγμα λαβόντας δεῦρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίξειν εἰς ἕν, κἄπειτα ποιῆσαι τολύπην μεγάλην, κᾆτ ᾽ ἐκ ταύτης τῷ δήμῳ χλαῖναν ὑϕῆναι. [Λυσ.: Θὰ κάνουμε ὅ,τι καὶ μὲ τὸ νῆμα, ὅταν μπερδεύεται στὸν ἀργαλειό: ἀνασηκώνουμε μὲ τὴ σαΐτα τὸ στημόνι καὶ τὸ ταρακουνάμε πέρα-δώθε, ὥσπου νὰ ξεμπερδευτεῖ. ῎ Ετσι ἀκριβῶς, στέλνοντας πρέσβεις πότε στὴ μιὰ πότε στὴν ἄλλη πόλη, θὰ ξεμπερδέψουμε –ἂν μᾶς ἀϕήσετε βεβαίως– καὶ τὰ νήματα τοῦ πολέμου, ποὺ τὰ ἔχετε κάνει, βρὲ κακομοίρη μου, κουβάρι. Προ.: ῞ Ωστε ἔτσι, ἔ; Νομίζετε πὼς μὲ τὰ νήματα καὶ τὰ στημόνια, μὲ τὰ ἀδράχτια καὶ μὲ τρίχες κατσαρὲς θὰ ἐπιλυθοῦν ὅλα μας τὰ προβλήματα. ῍ Ε ρὲ μυαλὸ ποὺ τό ’χετε! Λυσ.: ᾽ Εμεῖς μυαλὸ ποὺ τό ’χουμε ἢ ἐσεῖς; ῍ Αν εἴχατε τόσο δὰ μυαλό, θὰ κάνατε ὅ,τι κάνουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὸ μαλλί. Προ.: Μπά! Γιὰ πές μας νὰ τὸ μάθουμε κι αὐτό. Λυσ.: Πρῶτον, τὸ πλένουμε καλὰ-καλὰ στὴ σκάϕη νὰ ϕύγει ὅλη ἡ λέρα. ῞ Υστερα τὸ χτυπᾶμε μὲ τὸν κόπανο νὰ ϕύγουνε οἱ σγρόμποι καὶ οἱ κολλιτσίδες. ῎ Ετσι ἀκριβῶς θὰ ἔπρεπε νὰ ξεπλύνετε κι ἐσεῖς τὸ κράτος ἀπὸ τὶς λέρες, νὰ κοπανήσετε τὶς κολλιτσίδες στὸ κεϕάλι, κι ὅλες τὶς κλίκες ποὺ μαζεύονται σὰν σγρόμποι καὶ συνωμοτοῦν γιὰ νὰ λυμαίνονται τὴν ἐξουσία. ῞ Υστερα θὰ ἔπρεπε, πάλι ὅπως ἐμεῖς, νὰ ρίξετε σὲ ἕνα πανέρι πανανθρώπινης ἀδελϕοσύνης τὸ καθαρὸ μαλλὶ – ὅλους τοὺς ἄξιους καὶ χρηστοὺς πολῖτες, ὄχι μόνο τοὺς γέρους, μὰ καὶ τοὺς νέους καὶ τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ϕτωχοὺς ποὺ εἶναι καταχρεωμένοι στὸ δημόσιο, καὶ τοὺς μέτοικους, ἀκόμα καὶ τοὺς ξένους ὅσους μᾶς ἀγαποῦν ἀληθινά – καὶ νὰ τοὺς ἀνακατέψετε ὅλους μαζὶ καλὰ-καλά... Καὶ μὰ τὸν Δία, ἂς μὴν ξεχνᾶμε καὶ τὶς πόλεις ποὺ ἔχουν ἀποικίσει οἱ δικοί μας, σ’ ὅποια γωνιὰ τοῦ κόσμου κι ἂν
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
53
βρίσκονται. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι κι αὐτοὶ εἶναι καθὼς καὶ οἱ τοῦϕες τοῦ μαλλιοῦ, ποὺ ’πεσαν χάμω καὶ σκορπίστηκαν ἐδῶ κι ἐκεῖ... Κι αὐτοὺς λοιπὸν νὰ τοὺς μαζέψετε κοντά σας, καὶ μ’ αὐτὴ τὴν πελώρια ἀνθρώπινη τουλούπα, νὰ ὑϕάνετε γιὰ ὅλο τὸν λαὸ μία ζεστὴ μεγάλη κάππα! (μτϕρ. Κώστας Ταχτσῆς).]
Προκειμένου νὰ ξεχωρίσουμε καὶ νὰ μελετήσουμε τὰ διαϕορετικὰ ὑϕολογικὰ ἐπίπεδα τῆς γλώσσας τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ὀϕείλουμε νὰ λάβουμε σοβαρὰ ὑπόψη καὶ ἕναν παράγοντα ἀνατρεπτικό, τὴν ἀριστοτεχνικὴ παρωδία.
Λογοτεχνικὴ παρωδία ῾ Η γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη συνδυάζει ὅλες τὶς γνωστὲς μορϕὲς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ λόγου. Κινεῖται ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ λυρικὴ ποίηση καὶ τοὺς κλητικοὺς ὕμνους στὸ ἕνα ἄκρο καὶ ϕτάνει μὲ τὴν ἴδια γλωσσικὴ ἄνεση στὴν πεζότητα τῶν βωμολοχιῶν τῆς ἀγορᾶς καὶ τοῦ λιμανιοῦ στὸ ἄλλο. ῾ Ως ἐκ τούτου, ἐξετάζοντας τὰ διαϕορετικὰ ἐπίπεδα τῆς γλώσσας του, πρέπει νὰ ὑπολογίζουμε καὶ τὴν παρωδία, ἡ ὁποία συμβάλλει στὴν ὑϕολογικὴ ποικιλία τῆς κωμωδίας. ῾ Η παρωδία ἔχει ὡς στόχο νὰ ἐκθέσει τὴν ὑψηλὴ ποίηση στὴν ἐπίκριση καὶ τὴ σάτιρα, ἀϕοῦ ἀναπαράγει, παραποιεῖ καὶ διαστρεβλώνει στοιχεῖα τῆς σοβαρῆς ποίησης. ῾ Ο ποιητὴς ἐκμεταλλεύεται τὶς κωμικὲς δυνατότητες ποὺ τοῦ προσϕέρει ἡ ἀσυμϕωνία μορϕῆς καὶ περιεχομένου, ὅταν ὁ μεγαλόπρεπος τραγικὸς λόγος συνδυάζεται μὲ καθημερινὲς ἀθυροστομίες καὶ χυδαιότητες. Τὸ τραγούδι, γιὰ παράδειγμα, τῶν Βατράχων, στοὺς στ. 209-220, ἀρχίζει μὲ γνήσιο λυρικὸ ὕϕος καὶ τὴ γραϕικότητα τῶν σύνθετων ἐπιθέτων, τυπικῶν τῆς χορικῆς ποίησης, ἀϕήνει ὅμως μία αἴσθηση τραχύτητας καὶ διανθίζεται μὲ ἠθελημένες ἀπρέπειες καὶ παραδοξότητες. Αὐτὴ ἡ ποικιλία καὶ ἡ ρευστότητα στὸ ὕϕος, ὅπου τὸ ὑψηλὸ ποιητικὸ λεξιλόγιο, τὸ μεγαλόπρεπο, ὅπως στοὺς στίχους 814-829 τῶν Βατράχων, βοηθᾶ τοὺς θεατὲς νὰ ϕαντάζονται τὸν ἐπερχόμενο ἀγῶνα ἀνάμεσα στὸν Εὐριπίδη καὶ τὸν Αἰσχύλο ὡς σύγκρουση ἄγριων ζώων ἢ ἡρώων τῆς μυθολογίας. Οἱ στροϕὲς ἀποτελοῦνται ἀπὸ δυὸ δακτυλικὰ ἑξάμετρα,
54
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
ἕνα δακτυλικὸ πεντάμετρο καὶ ἕνα καταληκτικὸ τροχαϊκὸ δίμετρο, τὸ λεγόμενο ληκύθιον. Παρατηροῦμε ὅτι, ἐνῶ οἱ μεγαλεπήβολοι δάκτυλοι ὑποβάλλουν ἡρωικὴ ἀτμόσϕαιρα, ἡ ἀπότομη ἀλλαγὴ τῶν καταληκτικῶν τροχαϊκῶν διμέτρων προσϕέρει ἐκτόνωση στὴν κορύϕωση, ἀνατροπὴ καὶ ἐπιστροϕὴ στὴν πεζότητα. ᾽ Επίσης, καὶ πάλι ἀπό τοὺς Βατράχους, ὁ κορυϕαῖος ξεκινᾶ στοὺς στ. 1004 κ.ἑ. μὲ καταληκτικὰ ἀναπαιστικὰ τετράμετρα σὲ ὕϕος ὑψηλό (ἀλλ’ ὦ πρῶτος τῶν ῾ Ελλήνων πυργώσας ῥήματα σεμνά, στ. 1004), τὰ ὁποῖα γρήγορα ξεπέϕτουν σὲ μωρολογίες καὶ πομπώδεις ϕλυαρίες (καὶ κοσμήσας τραγικὸν κλῆρον, θαρρῶν τὸν κρουνὸν ἀϕίει, στ. 1005). Αὐτὸ τὸ μεῖγμα τῶν διαϕορετικῶν εἰδῶν ὕϕους παρουσιάζεται περίπλοκο καὶ ϕαντασμαγορικό.69 ῾ Ο ποιητὴς ἐκμεταλλεύεται κωμικὰ τὴν παραϕωνία ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεση τῆς ὑψηλῆς ποίησης καὶ τῆς χυδαιότητας. Στὸν ᾽Αριστοϕάνη ἡ παρωδία τῆς τραγικῆς γλώσσας, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε παρατραγωδία, παίζει ἰδιαίτερα σημαντικὸ ρόλο. Συνήθως, ὁ ποιητὴς ἐνσωματώνει ἐκϕραστικὰ σχήματα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν τραγωδία, παραθέτοντας ὁλόκληρους στίχους αὐτολεξεὶ ἢ κατὰ προσέγγιση, τοὺς ὁποίους προσαρμόζει καὶ ἐντάσσει στὸ πλαίσιο τῆς ὑπόθεσης τοῦ ἔργου. Αὐτὰ τὰ χωρία μποροῦν νὰ γίνουν κατανοητὰ καὶ νὰ ἀναγνωριστοῦν ὡς εἰδικὰ σύνολα χαρακτηριστικῶν ποὺ ἀποκλίνουν ἀπὸ τὸ «ἦθος» τῆς κωμωδίας. ῾ Ωστόσο, ὁ κωμικὸς ποιητὴς δὲν ἀντιγράϕει ἁπλῶς τὴ γλῶσσα τῆς τραγωδίας, ἀλλὰ ἐπιλέγει λέξεις, στίχους καὶ ϕράσεις ποὺ θεωρεῖ πὼς εἶναι τὰ πιὸ ἐξειδικευμένα μορϕολογικὰ στοιχεῖα καὶ τὰ παρουσιάζει ἔτσι ὥστε νὰ μεγαλώνει τὸ χάσμα ἀνάμεσα στὸν κώδικα τῆς κωμωδίας καὶ αὐτὸν τῆς παρωδούμενης τραγωδίας. Τὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα προκύπτει ἀπὸ τὴν ἔντονη ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στὸ ὑψηλὸ τραγικὸ ὕϕος, τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζει ὁ θεατής, καὶ τὶς ἀνοίκειες γιὰ τὴν τραγωδία καταστάσεις, ποὺ ἐπενδύονται μὲ λεξιλόγιο τῆς καθημερινῆς ζωῆς. ῾ Ο κωμικὸς ποιητὴς τροποποιεῖ καὶ ὑπονομεύει τὸ πρωτότυπο κείμενο ὑποκαθιστώντας, προσθέτοντας, ὑπερβάλλοντας ἢ ἀϕαιρῶντας ὁρισμένα στοιχεῖα του. ῾ Η τεχνικὴ τῆς ὑπονόμευσης τοῦ πρωτοτύπου δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ἀσυμϕωνία μὲ τὰ συμϕραζόμενα, ἀπὸ τὰ σχόλια τοῦ 69. Stanford (1993) 44, 243-244.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
55
συνομιλητῆ καὶ ἄλλες τεχνικές. ῾ Ο ποιητὴς θὰ ἐκμεταλλευόταν ἐπίσης, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν λόγο, τὴ μουσικὴ καὶ τὴν κίνηση, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν παρωδία του. Πρέπει νὰ τονίσουμε, ὅμως, ὅτι ἡ παρωδία θὰ μποροῦσε νὰ γίνει κατανοητὴ μόνο ἀπὸ θεατὲς ποὺ εἶχαν ἤδη παρακολουθήσει ἢ διαβάσει τὰ παρωδούμενα ἀπὸ τὸν ποιητὴ ἔργα. Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὴν παρωδία, ὡς λογοτεχνικὴ μορϕὴ δεύτερου βαθμοῦ, μποροῦν νὰ τὴ χαροῦν πλήρως οἱ ἀποδέκτες της, ἀναγνῶστες ἢ θεατές, μόνον ὅταν, ἔχοντας οἱ ἴδιοι μνήμη τοῦ λογοτεχνικοῦ προτύπου ποὺ καθίσταται στόχος τῆς παρωδίας, εἶναι σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίσουν τὸ ἐπαναχρησιμοποιημένο ὑλικό, τὸ ὁποῖο, χάρη στὴν ἐπονομαζόμενη κωμικὴ στρέβλωση, detorsio in comicum, χρησιμοποιεῖται ἐκ νέου ἀπὸ τὸ λογοτεχνικὸ κείμενο δευτέρου βαθμοῦ γιὰ χιουμοριστικὸ σκοπό. Κατὰ συνέπεια, ἡ παρωδία προϋποθέτει ὅτι τὸ κοινὸ ποὺ παρευρίσκεται στὶς κωμικὲς παραστάσεις θυμᾶται τὸ κείμενο πρώτου βαθμοῦ, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀντικείμενο χλευαστικῆς ἀπομίμησης. ᾽ Επίσης, ἡ παρωδία ἰδιαίτερα ἐκτενῶν σκηνῶν προϋποθέτει τὴν ἐνεργοποίηση καὶ τῆς σκηνικῆς μνήμης καί, ἐνίοτε, τῆς μουσικῆς μνήμης, ποὺ προϕανῶς μποροῦσαν νὰ διαθέτουν μόνο οἱ θεατὲς ποὺ εἶχαν παρακολουθήσει τὴν θεατρικὴ διδασκαλία τοῦ παρωδούμενου ἔργου.70 Πῶς λειτουργοῦσε, γιὰ παράδειγμα, ἡ τεχνικὴ τῆς παρωδίας ὅταν ὁ Τήλεϕος παρουσιάστηκε τὸ 438 π.Χ. καὶ ἔγινε ἀντικείμενο παρωδίας στοὺς ᾽Αχαρνεῖς καὶ τὶς Θεσμοϕοριάζουσες, οἱ ὁποῖες παραστάθηκαν τὸ 411 π.Χ., δηλαδὴ 27 χρόνια ἀργότερα; Σημασία ἔχει, λοιπόν, νὰ εἶναι ἀναγνωρίσιμο τὸ τραγικὸ πρότυπο.71 Καθὼς αὐτὴ ἡ ἀναγνώριση εἶναι πολὺ πιὸ ἀπαιτητικὴ ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῶν λογοπαιγνίων ποὺ βασίζονται σὲ ἁπλὲς παρηχήσεις, ἡ ὑϕολογικὴ παρωδία μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς τὸ ὑψηλότερο εἶδος κωμικῆς γλωσσικῆς τέχνης. Μὲ τὴν ἴδια τεχνικὴ ὁ ᾽Αριστοϕάνης παρωδεῖ κομμάτια ἀπὸ τὸν διθύραμβο, τὸ ἔπος, τὸν ᾽Αρχίλοχο, τὸν ᾽Αλκμᾶνα, τὸν Στησίχορο, τὸν ᾽Ανακρέοντα, τὸν Πίνδαρο καὶ ἄλλους. ῾ Η γλῶσσα τῶν χορικῶν τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, μὲ τὸ μεγαλόπρεπο ὕϕος καὶ τὴν ὑψηλὴ λυρικὴ ἔκϕραση, πλησιάζει κατὰ πολὺ τὴ γλῶσσα τῶν χορικῶν τῆς τραγωδίας. ῎ Ετσι, στὰ χορικὰ συναντοῦμε, πέ70. Mastromarco (2011) 263-316.
56
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
ρα ἀπὸ τὰ ὑψηλοῦ ὕϕους λυρικὰ στοιχεῖα, ποὺ εἶναι κοινὰ στὰ λυρικὰ μέρη τῆς τραγωδίας, περίτεχνα σύνθετα ἐπίθετα (κελαινοϕαής, Βάτρ., στ. 1331), ἀλλὰ καὶ ἁπλὰ ρήματα· τὸ δωρικὸ α- ἀντί τοῦ η (δύστανον, Βάτρ., στ. 1332, Α ᾽ θάνα, Νεϕ., στ. 602, ἀχεῖ, Σϕῆκ., στ. 1489, ἀχέτας, Εἰρ., στ. 1159, ῎ Ορν., στ. 1095, βαρυαχέες, ῎ Ορν., στ. 1750, εὔανδρον γᾶν, Νεϕ., στ. 300)· τὰ ϕωνήεντα εἶναι ἀσυναίρετα (ἀοιδάν, Βάτρ., στ. 213, 675, πάθεα, ᾽Αχ., στ. 1191, ὄρεα, ῎ Ορν., στ. 240, μελέων, ῎ Ορν., στ. 749, χρύσεον ϕάος, ῎ Ορν., στ. 1748)· συχνὰ προτιμᾶται τὸ -σσ τῆς λογοτεχνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ ἀττικὸ -ττ (θαλλάσσης, Νεϕ., στ. 568, κισσός, ῎ Ορν., στ. 238, Θεσμ., στ. 987, 999) καὶ διαπιστώνεται ἀπουσία μορίων καὶ ἄρθρων.72 ῾ Η γλωσσικὴ παρωδία λειτουργεῖ μὲ βάση τὰ πιὸ συνηθισμένα χαρακτηριστικὰ τοῦ παρωδούμενου εἴδους. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης, ὅμως, μολονότι βάζει καὶ ἀττικοὺς τύπους μερικὲς ϕορὲς στὴ θέση τῶν τύπων τοῦ πρωτοτύπου (π.χ. τήμερον ἀντὶ σήμερον Α ᾽ χ., στ. 440, Σϕῆκ., στ. 179), ἀναπαράγει, στὴν παρατραγωδία, τὸ «ἦθος» τοῦ ποιητικοῦ εἴδους σὲ δικούς του στίχους. Μεταχειρίζεται γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ τὸ λεξιλόγιο καὶ τὴ ϕρασεολογία τῆς τραγωδίας στὴ γλωσσικὴ μορϕὴ τοῦ πρωτοτύπου, σχηματίζει, ὅμως, ὁ ἴδιος τύπους καὶ λέξεις στὸ ὕϕος τοῦ ἔργου ποὺ θέλει νὰ παρωδήσει. Στὴν πραγματικότητα διανθίζει μὲ αὐτοὺς τοὺς τύπους τὴ δική του γλῶσσα, δημιουργεῖ στιχομυθίες σχεδὸν χωρὶς νόημα, παραλείπει τὰ ὁριστικὰ ἄρθρα, χρησιμοποιεῖ κατάλληλο ποιητικὸ λεξιλόγιο (π.χ. ἀμϕίπολοι, Βάτρ., 1338), προσθέτει ἐπικὰ μακρὰ ϕωνήεντα καὶ συμβατικὲς ποιητικὲς μεταϕορές. Αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ περίτεχνου ὕϕους διατηρεῖται συνήθως μέχρι τοῦ σημείου ἀλλαγῆς στὸ ἰδίωμα καὶ μετάπτωσης ἀπὸ τὸ ὑψηλὸ στὸ χαμηλό, ποὺ ἔχει ὡς στόχο νὰ ἐμϕανιστεῖ ἡ ἀνατροπὴ ὡς μιὰ κατάρρευση τοῦ ὑψηλοῦ τραγικοῦ ὕϕους. 71. Δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε μὲ πόση ἀκρίβεια θυμόταν ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος τὶς τραγωδίες ποὺ εἶχε δεῖ πρὶν ἀπὸ χρόνια καὶ μὲ πόσο ἐνθουσιασμὸ ἐκτιμοῦσε τὴν παρωδία στὶς λεπτομέρειές της. Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι πολλὲς ϕορὲς δὲν ἦταν ἀπαραίτητο οὔτε χρειαζόταν νὰ καταλαβαίνουν καὶ νὰ ἐκτιμοῦν ὅλοι ὅλα τὰ ἀστεῖα, ἀρκεῖ ποὺ ἀνέχονταν ἢ ἔβρισκαν ἀστεῖες τὶς παρωδίες ποὺ λίγοι μόνο μποροῦσαν πραγματικὰ νὰ ἐκτιμήσουν. 72. Hoffman – Debrunner – Scherer (1988) 144-145.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
57
Συνεπῶς, στὸ ὑϕολογικὸ πεδίο ἡ παρωδία ἔγκειται στὴ δυσαναλογία μεταξὺ σοβαρῆς μορϕῆς καὶ εὐτράπελου περιεχομένου.73 ᾽ Εδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι κάθε ϕορὰ ποὺ ἐντοπίζεται μία τραγικὴ ἀναϕορὰ σὲ μία κωμωδία, ὑπάρχει ἡ ὑποψία γιὰ πρόθεση παρωδίας, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ὑποψία δὲν εἶναι ἀπόλυτα σωστή. Παρὰ τὴ σημασία τῆς παρωδίας στὴν ᾽Αρχαία Κωμωδία, θὰ ἦταν λάθος νὰ θεωρήσουμε κάθε τραγικὸ στοιχεῖο στὴν κωμωδία ὡς παρωδιακό. Οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς παρατραγωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη δὲν εἶναι παρωδίες. ῾ Υπάρχουν δυὸ λόγοι γιὰ μία παρωδία: ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀπευθύνει τὴν κριτικὴ τοῦ κοινοῦ ἀπευθείας στὸ τραγικὸ ὑλικὸ (ὅπως στὸ παράδειγμα τῆς σκηνῆς μὲ τὸν Εὐριπίδη, στοὺς Α ᾽ χαρνεῖς, στ. 395556) καὶ ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν παραϕωνία καὶ τὴν ἀντίθεση ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεση τῆς ὑψηλῆς ποίησης καὶ τῆς χυδαιότητας.74 *** Τονίσαμε ἤδη ὅτι στοὺς διαλόγους καὶ στοὺς μονολόγους, στὴν παράβαση τοῦ Χοροῦ καὶ στὰ ἀμοιβαῖα, κυριαρχεῖ ἡ ὁμιλούμενη ἀττικὴ διάλεκτος τῆς ἐποχῆς. ᾽ Επίσης, τὸ λεξιλόγιο τῶν διαλόγων καὶ τῶν μονολόγων εἶναι κυρίως αὐτὸ τῆς καθημερινῆς ἀθηναϊκῆς ζωῆς, μὲ χρήση τεχνικῶν ὅρων, ρητορικῶν ἐκϕράσεων, ποιητικῶν λέξεων καὶ περίτεχνων μέτρων. ῞ Ομως, ὑπάρχουν σημαντικὲς διαϕορὲς μεταξὺ διαλόγων καὶ μονολόγων (ποὺ δίνονται σὲ ἰαμβικὰ τρίμετρα, ἢ σὲ ἰαμβικά, ἀναπαιστικὰ ἢ τροχαϊκὰ τετράμετρα), χορικῶν ἀσμάτων μὲ καθαρὰ λυρικὰ μέτρα καὶ χορικῶν σχολίων πάνω στὰ δρώμενα, τὰ ὁποῖα δίνονται μὲ βραχύτερους ἰαμβικούς, τροχαϊκοὺς ἢ ἀναπαιστικοὺς στίχους. 73. Βλ. Silk (2007) 282-322. 74. Καραμάνου (2011) 675-737. Τὸ ἀπ. 342 τοῦ Κρατίνου, μὲ τὴν περίϕημη
ἀναϕορὰ σὲ κάποιον ποὺ εἶναι ὑπολεπτολόγος γνωμιδιώκτης εὐριπιδαριστοϕανίζων, ἑρμηνεύεται συχνὰ ὡσὰν ὁ Κρατῖνος νὰ ἔβλεπε τὴν περιπεπλεγμένη γλωσσικὴ τέχνη ὡς χαρακτηριστικὴ ὄχι μόνο τοῦ Εὐριπίδη ἀλλὰ καὶ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ὅμως ἡ κρίσιμη λέξη δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημαίνει αὐτό: εὐριπιδαριστοϕανίζων μπορεῖ νὰ εἶναι κάποιος ποὺ δὲν «ὁμιλεῖ μὲ τὸ ὕϕος τοῦ Εὐριπίδη καὶ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη», ἀλλὰ κάποιος ποὺ «ὁμιλεῖ μὲ τὸ ὕϕος τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ὅταν παριστάνει /ὑποδύεται ἐπὶ σκηνῆς τὸν Εὐριπίδη».
58
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
῾ Η γλῶσσα τῶν χορικῶν του ᾽Αριστοϕάνη, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀβίαστη καὶ ζωηρὴ γλῶσσα τῶν διαλόγων καὶ τῶν μονολόγων, παρέχει, συχνά, ὑπέροχα παραδείγματα γνήσιου λυρικοῦ ὕϕους (π.χ. ὁ ᾽ χαρνεῖς, ὕμνος στὴ Μοῦσα ποὺ τραγουδοῦν οἱ γέροι δημότες στοὺς Α στ. 665-675· ἡ ὠδὴ καὶ ἡ ἀντωδὴ τῶν Νεϕελῶν, στ. 563-574, 595606· τὸ τραγούδι γιὰ τὶς χαρὲς τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς στὴν Εἰρήνη, στ. 1127-1139· ἡ ἐπίκληση στὴ Μοῦσα ἀηδόνα, στοὺς ῎ Ορνιθες, στ. 737-752· τὰ τραγούδια τῶν Βατράχων στοὺς στ. 209-220), ἀλλὰ μὲ σκόπιμες παρεμβολὲς πεζῶν παρατηρήσεων καὶ χοντρῶν κοπρολογικῶν καὶ σεξουαλικῶν χωρατῶν.75 Στὰ χωρία αὐτὰ τὸ λεξιλόγιο καὶ ἡ σύνταξη εἶναι κατὰ βάση αὐτὰ τοῦ παραδοσιακοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ λυρικοῦ μέλους καὶ ἡ διάλεκτος εἶναι κυρίως ἡ λογοτεχνικὴ δωρική. ῾ Η ἀντίθεση ἀνάμεσα στὸν πηγαῖο λυρισμὸ αὐτῶν τῶν τμημάτων, τὰ ὁποῖα μιμοῦνται τύπους καὶ τρόπους τῆς χορικῆς λυρικῆς ποίησης, καὶ στὸν γενικὸ τόνο τῶν ἄλλων μερῶν τῆς κωμωδίας συχνὰ ὀξύνεται καὶ προσγειώνει τὸ κοινὸ στὴν ἀθηναϊκὴ πραγματικότητα.76 Τὰ διάϕορα κωμικὰ στοιχεῖα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ᾽Αριστοϕάνης συνυπάρχουν συχνὰ στὸ ἴδιο λυρικὸ χωρίο, ὅπως τὸ τραγούδι τῆς παρόδου τῶν Βατράχων (στ. 209-220), ποὺ τόσο πετυχημένα ἀπέδωσε καὶ μελοποίησε ὁ Μάνος Χατζηδάκις: Βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ, βρεκεκεκεξ κοὰξ κοάξ. Λιμναῖα κρηνῶν τέκνα, ξύναυλον ὕμνων βοὰν ϕθεγξώμεθ’, εὔγηρυν ἐμὰν ἀοιδάν, κοὰξ κοάξ, ἣν ἀμϕὶ Νυσήιον Διὸς Διόνυσον ἐν Λίμναισιν ἰαχήσαμεν, ἡνίχ’ ὁ κραιπαλόκωμος τοῖς ἱεροῖσι Χύτροισι χω75. Γιὰ τὰ λυρικὰ μέρη στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία, βλ. Παππᾶς (1994) 89-177· Parker (1997). 76. Stanford (1993) 44 [ Aristophanes: The Frogs, London 1958, 1963²].
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
59
ρεῖ κατ’ ἐμὸν τέμενος λαῶν ὄχλος. Βρεκεκεκὲξ κοὰξ κοάξ.
Τὸ τραγούδι αὐτὸ ἀρχίζει καὶ τελειώνει μὲ μία ὀνοματοποιία, ἕνα μέρος τῆς ὁποίας ἐπαναλαμβάνεται στὸ μέσον. Πρόκειται γιὰ μεῖγμα ὑψηλῶν ἐκϕράσεων, ὅπως ϕαίνεται ἀπὸ τὰ «α-» τοῦ βοὰν, ἐμὰν, ἀοιδάν, τὶς ὁποῖες ἀκολουθεῖ τὸ κοὰξ κοὰξ τῶν βατράχων, ποὺ κάνει ἠχὼ μὲ τὴν ἐπανάληψη τῶν α τῶν προηγούμενων λέξεων. Οἱ βάτραχοι, τὰ μέλη τοῦ Χοροῦ ποὺ ὑποτίθεται ὅτι διασχίζουν τὴν ᾽Αχερουσία λίμνη, ἀποκαλοῦν τοὺς ἑαυτούς τους λιμναῖα κρηνῶν τέκνα καὶ αὐτοεπαινοῦν τὸ τραγούδι τους. Στὶς ἐκϕράσεις αὐτὲς ἡ ἀντίθεση εἶναι ἐμϕανὴς ἀκόμη καὶ στὸ νόημα. ᾽ Επίσης, ἡ ὀνομασία τοῦ τραγουδιοῦ ποὺ εἶναι ἀρχικὰ ὕμνων βοὰν μετατρέπεται στὴ συνέχεια σὲ εὔγηρυν ἐμὰν ἀοιδάν, περνάει δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς θορυβώδεις ὕμνους στὴ γλυκιὰ μελωδία. ῾ Η παρουσία τοῦ θεοῦ Διονύσου τραγουδιέται μὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειες, τὶς σχετικὲς μὲ τὸν τρόπο λατρείας του: δίδεται ὁ τόπος γέννησης, Νυσήιον, ὁ τόπος λατρείας ἐν λίμναισιν, καθὼς καὶ ὁ χρόνος τῆς γιορτῆς, τοῖς ἱεροῖσι Χύτροισι. Οἱ ρυθμοὶ εἶναι κυρίως τροχαϊκοὶ καὶ ἰαμβικοὶ μὲ λυρικοὺς δακτύλους. Διαπιστώνουμε ὅτι, ἐνῶ τὸ τραγούδι ἀρχίζει μὲ γνήσιο λυρικὸ ὕϕος, ἀϕήνει στὴ συνέχεια μιὰ αἴσθηση τραχύτητας μὲ τὸ κραιπαλόκομος, αὐτὸς ποὺ γλεντᾶ μὲ κέϕι (στ. 218). ῾ Ο ἰαμβικὸς ρυθμὸς προσδίδει κίνηση καὶ ζωντάνια σὲ αὐτὸ τὸ τραγούδι τὸ γεμᾶτο ϕαντασία. Συνήθως, ὅμως, ἡ ϕαντασία στὸν ᾽Αριστοϕάνη καταλήγει στὸ κωμικό, ὅπως γίνεται καὶ στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ χωρίου μὲ τὴν ἔκϕραση λαῶν ὄχλος· η λέξη ὄχλος ἔχει πεζὴ σημασία, ἡ ὁποία ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὑψηλὸ τόνο τῶν συμϕραζομένων. Στὴ συνέχεια ὁ Διόνυσος θὰ διακόψει τὸ τραγούδι μὲ ἀπρεπεῖς ἐκϕράσεις καὶ χυδαιολογίες. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὴν τραγωδία, τοὺς λυρικοὺς ποιητὲς καὶ τὸ ἔπος,77 ὁ ᾽Αριστοϕάνης παρωδεῖ συχνὰ τὸ ὕϕος τῶν ρητόρων, ἀλλὰ καὶ πολλὰ 77. ῾ Ωστόσο, παρὰ τὶς περιστασιακὲς ἑξαιρέσεις ὅπως στὴν Εἰρήνη, στ. 1270-1289 ἢ τοὺς ῎ Ορνιθες, στ. 693-702, τὰ τεκμήρια παρωδίας τῆς ἐπικῆς ποίη-
σης εἶναι λίγα.
60
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
μὴ λογοτεχνικὰ κείμενα, ὅπως ἐπικλήσεις καὶ προσευχές, ὕμνους καὶ χρησμούς, παροιμίες, νόμους καὶ ψηϕίσματα. Συνήθως, αὐτὰ εἶναι εἴδη μὲ χαρακτηριστικὴ γλωσσικὴ ταυτότητα καὶ μὲ ἑδραιωμένη θέση στὴν καθημερινὴ ζωή. ῾ Η σύνταξη γίνεται ἐπιτηδευμένη, τεχνικὴ καὶ περίπλοκη, καθὼς ὁ ποιητὴς μιμεῖται καὶ παρωδεῖ τὴ στερεότυπη γλῶσσα τῶν κλητικῶν ὕμνων, τῶν ψηϕισμάτων καὶ τῶν εὐχῶν πρὸς τοὺς θεούς. Θὰ παραθέσουμε ἕνα παράδειγμα παρωδίας ρητορικοῦ ὕϕους καὶ δύο παραδείγματα παρωδίας μὴ λογοτεχνικῶν κειμένων: Παρωδία ρητορικοῦ ὕϕους, ῾ Ιππεῖς, στ. 763-768.78 Παϕλαγών: τῇ μὲν δεσποίνῃ ᾽Αθηναίᾳ, τῇ τῆς πόλεως μεδεούσῃ εὔχομαι, εἰ μὲν περὶ τὸν δῆμον τὸν ᾽Αθηναίων γεγένημαι βέλτιστος ἀνὴρ μετὰ Λυσικλέα καὶ Κύνναν καὶ Σαλαβακχώ, ὥσπερ νυνὶ μηδὲν δράσας δειπνεῖν ἐν τῷ πρυτανείῳ· εἰ δέ σε μισῶ καὶ μὴ περί σου μάχομαι μόνος ἀντιβεβηκώς, ἀπολοίμην καὶ διαπρισθείην κατατμηθείην τε λέπαδνα. [Παϕλαγών: Στὴ δέσποινά μου, τὴν ᾽Αθηνᾶ, τὴν πολιοῦχο μας, κάνω δέηση: ἂν γιὰ τὸν ἀθηναϊκὸ λαὸ ἀναδείχθηκα ὁ πιὸ χρηστὸς πολιτικός, ὕστερα ἀπὸ τὸν ζωέμπορο τὸν Λυσικλῆ καὶ τὶς δυὸ πόρνες, τὴν Κύννα καὶ τὴ Σαλαβακχώ, νὰ μὲ τρέϕει, ὅπως τώρα, τὸ κράτος, χωρὶς νά ’χω τίποτα βέβαια προσϕέρει· μὰ ἂν δὲν μάχομαι πάντα γιὰ σέ, ἂν σὲ μισῶ, κι ἂν ἀντίσταση μόνος δὲν κάνω, νὰ χαθῶ, νὰ μὲ κόψει τὸ πριόνι στὰ δυὸ καὶ νὰ γίνω λουρίδες λουρίδες.]
Εἶναι ϕανερὸ ὅτι τὸ ἐλαϕρὺ περιεχόμενο τοῦ ὅρκου καθιστᾶ τὰ λόγια τοῦ Παϕλαγόνα κωμικὰ καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἀποσπάσματος γελοῖο. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης στιγματίζει ἐδῶ τοὺς δημαγωγοὺς ποὺ παραχαράσσουν τοὺς θεσμοὺς τῆς δημοκρατίας καὶ καταδικάζει τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτες οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται ἀπὸ ὑπερβολικὴ κολακεία πρὸς τὸν δῆμο. Παρωδία τοῦ ὕϕους τῶν ψηϕισμάτων, Θεσμοϕοριάζουσαι, στ. 373379.79 78. Cottone (2005) 171-226. 79. Παρωδία νόμων καὶ ψηϕισμάτων βρίσκουμε στοὺς ῎ Ορνιθες, στ. 1035-
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
61
Κορυϕαῖος: ῎Ακουε πᾶσ’. ἔδοξε τῇ βουλῇ τάδε τῇ τῶν γυναικῶν· ᾽Αρχίκλει’ ἐπεστάτει, Λύσιλλ’ ἐγραμμάτευεν, εἶπε Σωστράτη· ἐκκλησίαν ποιεῖν ἕωθεν τῇ μέσῃ τῶν Θεσμοϕορίων, ᾗ μάλισθ’ ἡμῖν σχολή, καὶ χρηματίζειν πρῶτα περὶ Εὐριπίδου, ὅ,τι χρὴ παθεῖν ἐκεῖνον· ἀδικεῖν γὰρ δοκεῖ ἡμῖν ἁπάσαις. Τίς ἀγορεύειν βούλεται; [Κορυϕαίος: ῞ Ολες ἀκοῦστε· ψήσϕισμα διαβάζω τῆς γυναικοβουλῆς μας: «῾ Η ᾽Αρχίκλεια ἦταν στὴν προεδρία· στὴ γραμματεία ἡ Λύσιλλα· εἰσηγήθηκε ἡ Σωστράτη. Τὴ μεσιανὴ τῶν Θεσμοϕόριων μέρα, ποὺ ἀδειὰ μεγάλην ἔχουμε, νὰ γίνει ἀπ’ τὴν αὐγὴ συνέλευση, μὲ πρῶτο θέμα της, τί νὰ πάθει ὁ Εὐριπίδης· γιατί κατὰ τὴ σύμϕωνη ὅλων γνώμη εἶν’ ἔνοχος». Ποιά θέλει νὰ μιλήσει;]
Παρωδία προσευχῆς, Νεϕέλαι, στ. 263-266.80 Σωκρ.: εὐϕημεῖν χρὴ τὸν πρεσβύτην καὶ τῆς εὐχῆς ἐπακούειν. ὦ δέσποτ’ ἄναξ, ἀμέτρητ’ ᾽Αήρ, ὃς ἔχεις τὴν γῆν μετέωρον, λαμπρός τ’ Αἰθήρ, σεμναί τε θεαὶ Νεϕέλαι βροντησικέραυνοι, ἄρθητε, ϕάνητ’ ὦ δέσποιναι, τῷ ϕροντιστῇ μετέωροι. [Σωκρ.: Πρέπει ὁ γέρος ἱερὴ νὰ κρατήσει σιωπὴ καὶ τὴ δέηση ποὺ κάνω ν’ ἀκούσει. ᾽Απροσμέτρητε ᾽Αέρα, ὦ ἀϕέντη τρανέ, ποὺ τὴ γῆ μας ἀνάερη σηκώνεις, κι ἐσύ, Αἰθέρα λαμπρέ, καὶ σεβάσμιες θεὲς ἀστραπῶν καὶ βροντῶν, ὦ Νεϕέλες, σηκωθεῖτε καὶ δεῖξτε, κυράδες μου ἐσεῖς, στὸ σοϕὸ ἐρευνητὴ τὴ θωριά σας.]
Σὲ σκηνὲς θρησκευτικές, ὅπως εἶναι ἡ ἐπίκληση, ἡ προσευχή, ἡ θυσία κ.ἄ. ὁ ᾽Αριστοϕάνης ϕροντίζει πάντοτε νὰ διακόπτει τὴν εἰκόνα τῆς ἐπίσημης λειτουργίας μὲ διάϕορους ἐνοχλητικοὺς ποὺ ἐμϕανίζονται ξαϕνικά, μὲ παρωδιακὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα παρεμβάλλει στὸ 1036, στ. 1040-1042 καὶ 1049-1050· παρωδία ἀγορεύσεων στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου στὶς ᾽Εκκλησιάζουσες, στ. 171-240, 1015-1020. 80. Παρωδία τοῦ ἐθίμου τῶν προσευχῶν συναντοῦμε στοὺς ῾ Ιππ., στ. 763-768, στοὺς Σϕῆκ., στ. 875-884, στὴν Εἰρ., στ. 435-453 καὶ στὶς Θεσμοϕ., στ. 295350· παρωδία χρησμῶν στοὺς ῾ Ιππ., στ. 960-1099 καὶ στὴν Εἰρ., στ. 1060 κ. ἑξ.
62
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
ἐπίσημο θρησκευτικὸ ὕϕος καὶ τὸ λατρευτικὸ τυπικό. Στὴ σκηνὴ τῆς θυσίας στοὺς ῎ Ορνιθες (στ. 848-1057), τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἐπίκληση ὄϕειλε νὰ ἀπευθύνεται στοὺς ἥρωες, ἀπροσδόκητα ἀπευθύνεται σὲ πουλιά: καὶ ἥρωσιν ὄρνισι καὶ ἡρώων παισί, πορϕυρίωνι καὶ πελεκᾶντι καὶ πελεκίνῳ καὶ ϕλέξιδι καὶ τέτρακι καὶ ταὧνι καὶ ἐλεᾷ καὶ βασκᾷ καὶ ἐλασᾷ καὶ ἐδωλίῳ καὶ καταρράκτῃ καὶ μελαγκορύϕῳ καὶ αἰγιθάλλῳ (στ. 881-888). Στὸ ἀπόσπασμα κυριαρχεῖ ἡ ἠχητική, τὸ παιχνίδι τῶν ἤχων. « ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὶς καταλήξεις τῆς δοτικῆς (συνεχίζεται ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ εὔχεσθε τοῦ στ. 865) ποὺ προσϕέρουν πλῆθος ὁμοιοτέλευτα, ἔχουμε συχνὰ πλούσιο ὁμοιόαρκτο· ὁ ποιητὴς ἐκμεταλλεύεται ἀκόμα τὴν ὁμοηχία τοῦ τονισμοῦ: ἡ παράταξη κλείνει μὲ τέσσερα περισπώμενα καὶ τρία παροξύτονα».81 Συχνά, ὁ ποιητὴς ἀξιολογεῖ τὸν ρόλο τοῦ βωμολόχου μὲ τὴν συμμετοχή του στὴν ἐπιτυχῆ παρώδηση τῶν τυπικῶν ἐκϕράσεων τῆς ὑψηλῆς ποίησης ἢ τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. ῾ Η παρωδία τοῦ γλωσσικοῦ ἐπιπέδου ἐπισημότητας δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν παρωδία τῆς τεχνικῆς ὁρολογίας. Γιὰ τὴν τελευταία, καλὸ εἶναι νὰ εἴμαστε ἐπιϕυλακτικοί, γιατὶ ὑπάρχουν ἐλάχιστα ἢ καθόλου στοιχεῖα στὶς κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη: τεχνικοὶ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴν τεχνικὴ γλῶσσα ὑπὸ διαϕορετικὴ ἔννοια ἀπὸ αὐτὴ τοῦ τρέχοντος λεξιλογίου. ᾽Ακόμα καὶ τὸ λεξιλόγιο τοῦ γεωμέτρη Μέτωνα στοὺς ῎ Ορνιθες, στ. 999-1009, εἶναι ἀρκετὰ ἁπλό, παρότι τὸ νόημα τοῦ λόγου του εἶναι σκοτεινό.82 ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης παρωδεῖ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐμβρίθεια καὶ τὴν κομπορρημοσύνη. Στοὺς ῎ Ορνιθες, στ. 561-570, ὁ Πεισθέταιρος, ἀϕοῦ ἔπεισε τὰ πουλιὰ νὰ ἱδρύσουν τὴν ἐναέρια πολιτεία, τὴ Νεϕελοκοκκυγία, περιγράϕει, στὸ ἀντεπίρρημα, τί πρέπει νὰ κάνουν τὰ πουλιὰ γιὰ νὰ ἀνακτήσουν τὴν ἐξουσία. Τοὺς ὑπαγορεύει, λοιπόν, τί ἐντολὲς νὰ δώσουν, ὡς θεοὶ πλέον, στοὺς ἀνθρώπους, πῶς νὰ κατανικήσουν τὴ δυσπιστία τους καὶ πῶς νὰ τοὺς εὐεργετήσουν. Οἱ ἄνθρωποι θὰ θυσιάζουν ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα καὶ στὰ πουλιὰ καὶ ὄχι μόνο στοὺς θεούς (στ. 561-570):
81. Κακριδῆς (1978) 171. 82. Willi (2003) 96-117· τοῦ ἰδίου, (2010) 493-494. Βλ. καὶ Dover (1970) 7-23.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
63
ΠΕΙ. τοῖς δ ᾽ ἀνθρώποις ὄρνιν ἕτερον πέμψαι κήρυκα κελεύω,
ὡς ὀρνίθων βασιλευόντων θύειν ὄρνισι τὸ λοιπόν, κἄπειτα θεοῖς ὕστερον αὖθις· προσνείμασθαι δὲ πρεπόντως τοῖσι θεοῖσιν τῶν ὀρνίθων ὃς ἂν ἁρμόττῃ καθ ᾽ ἕκαστον· ἢν ᾽Αϕροδίτῃ θύῃ, κριθὰς ὄρνιθι ϕαληρίδι θύειν· ἢν δὲ Ποσειδῶνί τις οἶν θύῃ, νήττῃ πυροὺς καθαγίζειν· ἢν δ ᾽ ῾ Ηρακλέει θύῃ τι, λάρῳ ναστοὺς θύειν μελιτοῦντας· κἂν Διὶ θύῃ βασιλεῖ κριόν, βασιλεύς ἐστ ᾽ ὀρχίλος ὄρνις, ᾧ προτέρῳ δεῖ τοῦ Διὸς αὐτοῦ σέρϕον ἐνόρχην σϕαγιάζειν. ΕΥ. ἥσθην σέρϕῳ σϕαγιαζομένῳ. Βροντάτω νῦν ὁ μέγας Ζάν.
[ΠΕΙ. Καὶ δίνω ἐντολὴ νὰ στείλουμε ἕναν κήρυκα στοὺς ἀνθρώπους (νὰ πεῖ) πὼς ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρός, μιὰ καὶ βασιλεύουν τὰ πουλιά, στὰ πουλιὰ νὰ θυσιάζουν (πρῶτα) καὶ ὕστερα (πάλι) στοὺς θεοὺς· καὶ νὰ μοιράσουν ὅπως πρέπει στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς θεοὺς ὅποιο ἀπὸ τὰ πουλιὰ τοῦ ταιριάζει: ἂν θυσιάζει κανεὶς στὴν ᾽Αϕροδίτη, κριθάρι νὰ θυσιάζει στὸ πουλὶ τὴ ϕαλαρίδα· καὶ ἂν κανεὶς θυσιάζει στὸν Ποσειδῶνα πρόβατο, νὰ προσϕέρει στὴν πάπια σιτάρι· καὶ ἂν θυσιάζει στὸν ῾ Ηρακλῆ κάτι, στὸν γλάρο νὰ θυσιάζει μελόπιττες· καὶ ἂν θυσιάζει κριάρι στὸν Δία βασιλιᾶ, βασιλιᾶς εἶναι τὸ πουλὶ ὁ τρυποϕράχτης (βασιλᾶκος), ποὺ σὲ αὐτὸν πρέπει καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δία πιὸ μπροστὰ νὰ θυσιάζει ἕναν κούνουπα βαρβάτο. ΕΥ. Πολὺ χάρηκα γιὰ τὸν κούνουπα ποὺ σϕάζεται! Δὲν πάει τώρα νὰ βροντᾶ ὁ μεγάλος Δίας! (μτϕρ. Φ.᾽ Ι. Κακριδῆς).]
῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης παρωδεῖ στὴ συγκεκριμένη σκηνὴ τὸ ἐπίσημο ὕϕος τῶν χρησμῶν καὶ τῶν ψηϕισμάτων. Πρὸς τοῦτο καταϕεύγει σὲ ἀρχαϊσμοὺς τυπολογικούς (τοῖσι θεοῖσιν: τοῖς θεοῖς), σὲ διαλεκτικοὺς ξενισμοὺς (ϕαληρίς, ἰωνικὸς τύπος, ὁ μέγας Ζάν, δωρικὸς τύπος τῆς χορικῆς ὑμνητικῆς ποίησης) καὶ στὶς συντακτικὲς ἰδιαιτερότητες ποὺ ἐπιβάλλει ἡ σεμνολογία (ἀπαρέμϕατο ἀντὶ προστακτικῆς: θύειν, καθαγίζειν, σϕαγιάζειν). ῾ Η ἐντολὴ τοῦ Πεισθέταιρου ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔπρεπε νὰ κάνουν θυσίες πρῶτα σὲ ἕνα πουλὶ καὶ μετὰ σὲ ὀλύμπιο θεό, ὅπου γίνεται ξεκάθαρη ἡ κωμικὴ ἀντιστοιχία τῶν πουλιῶν μὲ τοὺς θεούς, εἶναι χαρακτηριστικὴ γιὰ τὴν ἀδιαϕορία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη σὲ ὅ,τι ἀϕορᾶ τὴν συνοχὴ τῆς πλοκῆς καὶ τὴ συνάϕειά της μὲ τὸ σχέδιο ποὺ παρουσιάστηκε νωρίτερα. ῾ Η ἰδέα τῆς ἀντιστοιχίας πουλιῶν μὲ θεούς, ἡ ὁποία δικαιολογεῖται μὲ βάση ὑποθετικὰ
64
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
κοινὰ χαρακτηριστικά τους, δίνει τὴν εὐκαιρία στὸν ᾽Αριστοϕάνη νὰ ἐκμεταλλευτεῖ περαιτέρω τὸ κωμικὸ ἐνδεχόμενο οἱ ὀλύμπιοι θεοὶ νὰ ἔρχονται δεύτεροι συγκριτικὰ μὲ τὰ πουλιὰ-θεούς. Στὸν Δία, τὸν βασιλιᾶ τῶν θεῶν, ἀντιστοιχεῖ ὁ τρυποϕράχτης! Στὸν στ. 565 τὸ κριθάς ἐνδεχομένως εἰσάγει πολὺ ἔξυπνα διϕορούμενη σεξουαλικὴ σημασία καὶ ἐνισχύει τὸ λογοπαίγνιο μὲ τὸ ϕαληρίδι (~ϕαλῆτι = ϕαλλῷ, πρβλ. Α ᾽ χαρν., στ. 263-79) γιὰ νὰ περιγράψει τὸ σωστὸ σύντροϕο γιὰ τὴ θεὰ τοῦ ἔρωτα.83
Βωμολοχίες - αἰσχρολογίες ῾ Η αἰσχρολογία ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο θεσμοθετημένη στὴν ᾽Αρχαία Κωμωδία, ὅπως ἦταν καὶ στὸν ἴαμβο, λόγω τοῦ λατρευτικοῦ χαρακτῆρα της. ῾ Η ἀριστοϕανικὴ κωμωδία βρίθει ἀπὸ αἰσχρολογήματα καὶ ὁ ποιητὴς ϕαίνεται νὰ ἀρέσκεται σὲ χοντροκομμένα σκώμματα, μολονότι λοιδορεῖ τοὺς ὁμοτέχνους του γιὰ κατάχρηση βωμολοχευμάτων.84 Προκειμένου νὰ περιγράψει τὰ διάϕορα ἀπόκρυϕα καὶ «ἀπόρρητα» μέρη τοῦ σώματος, τὰ γεννητικὰ ὄργανα καὶ τὴν ἐρωτικὴ πράξη, χρησιμοποιεῖ τὸ λεξιλόγιο τοῦ καθημερινοῦ ᾽Αθηναίου, λέξεις τῆς «πιάτσας», καθὼς καὶ «χυδαίες» λέξεις, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ δὲν ἀπαντοῦν ποτὲ στὴν πεζογραϕία καὶ στὴ σοβαρὴ ποίηση. Γιὰ τὸ ἀνδρικὸ μόριο οἱ κυριολεξίες εἶναι: τὸ πέος, ἡ σάθη, ἡ πόσθη, ἡ ψωλή. Χρησιμοποιεῖ ἐπίσης εὐϕημισμούς. Γιὰ τὸ ἀνδρικὸ μόριο: τὰ αἰδοῖα, τὸ δεῖνα, πρᾶγμα, ἀνδρεῖον, κωλῆ, μεταϕορὲς ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν ζώων καὶ τῶν ϕυτῶν (κέρκος, ἐρέβινθος, κύων, κριθή, καυλός), ἀπὸ ἐργαλεῖα (ἄροτρον, ἄγκυρα, ἔμβολον, πάτταλος), ἀπὸ ὁπλισμὸ 83. Dunbar (1995) 379. 84. Μὲ τὴ λέξη βωμολοχία οἱ ἀρχαῖοι ἐξέϕραζαν περισσότερα πράγματα
ἀπὸ ὅ,τι ἐμεῖς μὲ τὴ λέξη αἰσχρολογία. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὶς λεκτικὲς ἀπρέπειες, βωμολοχίες ἦταν καὶ οἱ ἀδιάντροπες κινήσεις, οἱ γκριμάτσες, οἱ ἄσεμνοι χοροί. ῾ Η λέξη Βωμολόχος ἔχει πρῶτο συνθετικὸ τὸν βωμὸ καὶ δεύτερο τὸ ρῆμα λοχάω ποῦ σημαίνει ἐνεδρεύω, παραϕυλάω. ῎ Ετσι, βωμολόχος ἦταν ὁ ζητιᾶνος ποὺ παραμόνευε δίπλα σὲ ἕναν θυσιαστήριο βωμὸ καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ παριστάμενοι μοίραζαν τὰ ψημμένα μέρη τοῦ θύματος, τοὺς διασκέδαζε μὲ κάθε εἴδους καραγκιοζιλίκια, προκειμένου νὰ κερδίσει ἕνα κομμάτι κρέας.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
65
(δόρυ, ξίϕος, σκυτάλη). Γιὰ τὸ γυναικεῖο μόριο οἱ κυριολεξίες εἶναι: κύσθος, κυσός, ὕσακος. Συνήθως, χρησιμοποιεῖ μεταϕορὲς ἀπὸ τὸ ζωϊκὸ καὶ ϕυτικὸ βασίλειο: χοῖρος, λειμών, ἰσχάς, σέλινον, σῦκον κ.ἄ. ᾽ Επίσης χρησιμοποιεῖ ὀνόματα ἐργαλείων, ϕαγητῶν, σκευῶν, ἀρχιτεκτονικῶν μελῶν: ἐσχάρα, μέλαθρον, πύλη, ὀπτάνιον, τρυβλίον, δέλτα, κόλπος, νάπος, ἰσθμός, μᾶζα. ᾽Ακόμη καὶ κύρια ὀνόματα δηλώνουν τὸ αἰδοῖο: Φορμίσιος, ῾ Ιπποκλείδης.85 Γιὰ τὴ συνουσία οἱ κυριολεξίες εἶναι: βινῶ, κινῶ, οἰϕῶ, ληκῶ, πυγίζω, ἀϕροδισιάζω, οἴϕω, λαικάζω και γαμῶ.86 Οἱ συνηθέστεροι εὐϕημισμοὶ εἶναι: ἔρχομαι, μείγνυμι, συγγίνομαι, συνουσιάζω, πειρῶ, παννυχίζω, συνευνάζομαι κ.ἄ. ῾ Ως μεταϕορὲς χρησιμοποιεῖ ὅρους ἀπὸ τὴ γεωργία, τὸν ἀθλητισμό, τὴ ναυτικὴ τέχνη: ἐλαύνω, ἐρέσσω, παίω, κρούω, βωλοκοπῶ, βόσκω, γεωργῶ κ.ἄ.87 ῾ Ο μεγάλος τεχνητὸς ϕαλλὸς ἀποτελοῦσε μόνιμο στοιχεῖο τῆς ἀμϕίεσης τοῦ κωμικοῦ ἠθοποιοῦ καὶ ἐπιδεικνύεται στὴ σκηνή, ὅπως καὶ σὲ διάϕορες λατρεῖες. Στοὺς ᾽Αχαρνεῖς, ὁ Δικαιόπολις γιορτάζει τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια, ὅπου ὁ Φαλῆς (προσωποποίηση τοῦ ϕαλλοῦ) κατέχει κεντρικὴ θέση. ῾ Ο ἐρωτισμὸς στὴ σκηνὴ αὐτὴ ἒκϕράζεται μὲ πονηρὴ εὐχαρίστηση (στ. 259-276): Δικ.: ὦ Ξανθία, σϕῷν δ ᾽ ἐστὶν ὀρθὸς ἑκτέος ὁ ϕαλλὸς ἐξόπισθε τῆς κανηϕόρου· ἐγὼ δ ᾽ ἀκολουθῶν ᾄσομαι τὸ ϕαλλικόν· σὺ δ ᾽, ὦ γύναι, θεῶ μ ᾽ ἀπὸ τοῦ τέγους. Πρόβα. Φάλης, ἑταῖρε Βακχίου, ξύγκωμε, νυκτοπεριπλάνητε, μοιχέ, παιδεραστά, ἕκτῳ σ ᾽ ἔτει προσεῖπον εἰς τὸν δῆμον ἐλθὼν ἄσμενος, σπονδὰς ποιησάμενος ἐμαυτῷ, πραγμάτων τε καὶ μαχῶν καὶ Λαμάχων ἀπαλλαγείς. πολλῷ γάρ ἐσθ ᾽ ἥδιον, ὦ Φάλης Φάλης, κλέπτουσαν εὑρόνθ ᾽ ὡρικὴν ὑληϕόρον, 85. Henderson, (1991, 1975¹) 147-148. 86. Bain (1991) 51-77. 87. Χρήσιμη παραμένει ἡ ἐργασία τοῦ Χ.Χ. Χαριτωνίδη, Α ᾽ πόρρητα, Θεσσαλονίκη 1935, τὴν ὁποία δημοσίευσε μὲ τὸ ψευδώνυμο Εὔιος Ληναῖος. ῾ Η σημαντικότερη σχετικὴ μελέτη εἶναι ἡ ἐργασία του J. Henderson (1991,1975¹). Βλ. καὶ Komornicka (1981) 55-83.
66
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ ϕελλέως, μέσην λαβόντ ᾽, ἄραντα, καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι. Φάλης Φάλης.
[Δικ.: ῾ Ολόρθο τὸν ϕαλλὸ κρατᾶτε πίσω ἀπ’ τὴν κανηϕόρο ἐσεῖς, Ξανθία· κι ἀκολουθώντας, τοῦ ϕαλλοῦ τὸν ὕμνο ἐγὼ θὰ πῶ· γυναῖκα, ἐσὺ νὰ ϕύγεις καὶ νὰ κοιτάζεις ἀπὸ τὸ δῶμα. ᾽ Εμπρός! Θεὲ τοῦ ϕαλλοῦ, θεὲ τοῦ ϕαλλοῦ, ἐσὺ τοῦ Βάκχου συνοδὲ καὶ τῶν γλεντιῶν μας σύντροϕε, ὦ νυχτόβιε κυνηγὲ τῶν νέων καὶ κλέϕτη τοῦ ἔρωτα, πέντε χρονιὲς δὲν σὲ εἶχα δεῖ, μὰ τώρα, πάλι στὸ χωριό, σὲ χαιρετῶ χαρούμενος· ἔκλεισα εἰρήνη μόνος μου καὶ γλίτωσα ἀπὸ τὰ βάσανα κι ἀπὸ τοὺς πολεμόχαρους. Δὲν θέλω μάχες· πόσο πιὸ γλυκὸ εἶναι τὴ νόστιμη Θρακιώτισσα νὰ σμίξω, τὴ δοῦλα τοῦ Στρυμόδωρου, στὸν λόγγο, ξύλα κλεϕτὰ στὴν πλάτη νὰ σηκώνει καὶ σϕίγγοντας τη δυνατὰ στὴν ἀγκαλιά μου σηκωτὴ νὰ τὴν ξαπλώσω καταγῆς καὶ νὰ τῆς κόψω τὸν ἀνθό. Θεὲ τοῦ ϕαλλοῦ, θεὲ τοῦ ϕαλλοῦ!]
Μολονότι, ὅμως, οἱ ἐρωτικοὶ ὑπαινιγμοὶ καὶ ἡ χυδαία γλῶσσα κυριαρχοῦν, τὸ ἀστεῖο δὲν ἐπικεντρώνεται στὸν ἐρωτικὸ τομέα. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης δὲν εἶναι πορνογράϕος καὶ δὲν ἔχει πρωταρχικὸ σκοπὸ νὰ ξυπνήσει τὶς ἐρωτικὲς ἐπιθυμίες τοῦ θεατῆ ἢ τοῦ ἀναγνώστη. ῾ Ο ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τὴ γλῶσσα τῆς αἰσχρολογίας, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει καὶ νὰ ἑνοποιήσει τὸν ἐρωτισμὸ μὲ τὶς ἄλλες πλευρὲς τῆς ζωῆς. Πολλὲς ϕορές σεξουαλικὲς λέξεις καὶ κοπρολογικὰ χωρατὰ παρεμβάλλονται σὲ χωρία μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ προκαλέσουν τὸ γέλιο. ῾ Η αἰσχρολογία εἶναι λογικὸ ὅτι σκανδάλιζε καὶ αἰϕνιδίαζε τὸν ἀρχαῖο θεατή, ὅπως αἰϕνιδιάζει καὶ σκανδαλίζει καὶ τὸν σύγχρονο. Μολονότι ὁ ἀρχαῖος ῞ Ελληνας ἦταν πιὸ ἐξοικειωμένος μὲ τὴ θέα τοῦ γυμνοῦ σώματος καὶ περισσότερο ἀπελευθερωμένος, γελοῦσε εὐχάριστα μὲ τὰ βωμολοχεύματα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, γιατί, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ K.J. Dover, μὲ τὰ σεξουαλικὰ χωρατὰ καὶ τὴν κοπρολογία ϕτάνουμε σὲ βαθύτερα στρώματα συναισθηματικῆς ἱκανοποίησης τοῦ κοινοῦ, ἕνα εἶδος ἀντισταθμιστικῆς ἐκδίκησης ἀπέναντι στὴν κοινωνία, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε. ῾ Ο ἀπεριόριστος ἐρωτισμός, ἡ συχνὴ κοπρολογία καὶ χυδαιότητα τῆς κωμωδίας ἀποτελοῦν ψυχολογικὴ ἐνίσχυση τοῦ ἀτόμου ἀπέναντι στὴν κοινωνία. Φαίνεται λογικὸ νὰ ὑποθέσουμε, μαζὶ μὲ τὸν Dover, ὅτι: «ἀϕοῦ ἡ ἀθηναϊκὴ κοι-
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
67
νωνία ἀπαιτοῦσε νὰ ζοῦν πολὺ ἀπομονωμένες οἱ γυναῖκες καὶ οἱ κοπέλες, ὅσες εἶχαν πολιτικὰ δικαιώματα, καὶ ἀϕοῦ ἀκόμη ἀπαιτοῦσε, στὶς ἐπίσημες δημόσιες συναθροίσεις, ἡ γλῶσσα νὰ ἀκολουθεῖ αὐστηρὰ τοὺς κανόνες τῆς εὐπρέπειας, ὁ μέσος ἄνθρωπος χαιρόταν τὸν ἐρωτισμὸ τῆς κωμωδίας ὡς διέξοδο στὸν δικό του «πλεονάζοντα» ἐρωτισμό».88 ῾ Η αἰσχρολογία εἶναι λοιπὸν χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου ἐπιβίωσε ὄχι γιατὶ στηρίχτηκε στὶς βωμολοχίες καὶ στὶς χοντράδες γενικότερα, ἀλλὰ γιατί, ὅπως τονίζει ὁ ᾽ Ηλίας Σπυρόπουλος: «Σεμνολόγος, ὑπηρέτησε ἕνα λογοτεχνικὸ εἶ δος μὲ παράδοση χοντροκοπιᾶς, ἀντλώντας βωμολόχον ὑλικό –καμιά ϕορά καὶ μὲ τὰ δυό του χέρια– κάθε λογής, ἔϕτασε σὲ ἕνα εἶδος «μεικτὸ ἀλλὰ νόμιμο», τὴν κωμωδία ποὺ ἐπιζεῖ μὲ τὸ ὄνομά του».89
Ξένες διάλεκτοι καὶ «βαρβαρικὸς» λόγος στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία ῾ Η ἑλληνικὴ γλῶσσα ξεκίνησε μὲ κοινὴ καὶ ἑνιαία μορϕή, διασπάστηκε στὴ συνέχεια σὲ διαλέκτους, γιὰ νὰ ἑνοποιηθεῖ καὶ πάλι ἀργότερα μὲ τὴν ἀλεξανδρινὴ κοινή. ῾ Η μεγάλη διαλεκτικὴ διάσπαση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἐξηγεῖται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη συχνῆς ἐπικοινωνίας, κυρίως ἐξαιτίας τῆς μορϕολογίας τοῦ ἐδάϕους καὶ συνακόλουθα τῆς ἀραιῆς ἐπικοινωνίας· ὀϕείλεται ἐπίσης καὶ στὴν ἀνεξαρτησία καὶ αὐτοτέλεια τῶν ἑλληνικῶν πόλεων-κρατῶν. Παρ’ ὅλη τὴ διάσπαση, ὅμως, σὲ ἐπιμέρους διαλέκτους, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διατήρησε τὴν ἑνιαία δομή της, ἡ ὁποία ἔκανε ὅλους τοὺς ῞ Ελληνες νὰ ἔχουν μεταξὺ τους ἄνετη γλωσσικὴ ἐπικοινωνία.90 88. Dover (1978) 66-67. 89. Σπυρόπουλος (2011) 434. 90. Μὲ βάση τὶς κυριότερες γλωσσικὲς διαϕορές, διακρίνουμε τέσσερις δια-
λέκτους: α) ἰωνικὴ καὶ ἀττική, β) ἀρκαδοκυπριακή, γ) αἰολική, δ) δυτικὴ (δωρική, βορειοδυτική). Περισσότερα γιὰ τὶς ἑλληνικὲς διαλέκτους στὸν Meillet (1975) 77-115. Βλ., ἐπίσης Hoffman – Debrunner – Scherer (1988) 38-64· Μαργαρίτη-Ρόγκα (1999) 24-27, 30-39.
68
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Εἴπαμε ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς ᾽Αρχαίας Κωμωδίας εἶναι ἡ ἀττικὴ διάλεκτος, ἡ ὁποία μάλιστα ἀποτέλεσε, παρὰ τὴν ἀθυροστομία της, πρότυπο ἀττικοῦ λόγου.91 ῞ Ομως, στὶς κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη συναντᾶμε ἀρκετοὺς προσωπικοὺς χαρακτῆρες ποὺ δὲν εἶναι ᾽Αθηναῖοι καὶ ὁμιλοῦν τὴ διάλεκτο τοῦ τόπου τους, ἀλλὰ καὶ ὁρισμένους ξένους ποὺ χρησιμοποιοῦν «βαρβαρικὸ» λόγο. ῾ Η τεχνικὴ αὐτὴ ἀνταποκρίνεται στὴν ἐπιθυμία γιὰ γλωσσικὸ ρεαλισμό. ᾽ Ενῶ στὸν τεχνητὸ κόσμο τῆς τραγωδίας ἦταν ἀποδεκτὸ ὁ ξένος νὰ ἐκϕράζεται σὲ ἄπταιστη ἀττικὴ διάλεκτο, γιὰ τὴν κωμωδία, τὰ πρόσωπα ποὺ κατάγονται ἀπὸ μέρη ἐκτὸς ᾽Αττικῆς ὁμιλοῦν στὴ δική τους διάλεκτο καὶ ποτὲ δὲν καταϕεύγουν στὴν ἀττική. Βέβαια, ἡ κωμωδία πολὺ συχνὰ περιϕρονεῖ κάθε ἔγνοια γιὰ γλωσσικὴ ἀληθοϕάνεια· πρόκειται γιὰ ἔλλειψη συνεποῦς γλωσσικῆς διαϕοροποίησης, τὴν ὁποία εἶχε ἤδη ἐπισημάνει καὶ ἐπικρίνει ὁ Πλούταρχος γιὰ τὴν ποίηση τοῦ ᾽Αριστοϕάνη.92 ῎ Αλλωστε, ἀρκετοὶ κωμικοὶ χαρακτῆρες ἐναλλάσσουν ἐλεύθερα τὸ ἕνα ὕϕος μὲ τὸ ἄλλο. ᾽Ακόμα καὶ ἂν ὁ «ρεαλισμὸς» θεωρηθεῖ ὡς βασικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο βρίσκουμε ξένους ποὺ ὁμιλοῦν τὴ δική τους διάλεκτο ἢ ἔχουν τὴ δική τους προϕορά, αὐτὲς οἱ γλωσσικὲς ποικιλίες μερικὲς ϕορὲς χρησιμοποιοῦνται γιὰ συγκεκριμένους θεατρικοὺς σκοποὺς καὶ γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν προσώπων. Αὐτὸ ποὺ προέχει εἶναι τὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης δὲν κάνει ἔρευνα γιὰ τὶς διαλέκτους οὔτε ἀποτυπώνει τὰ χαρακτηριστικά τους· εἶναι κωμωδιογράϕος καὶ παρωδεῖ τὶς ἑλληνικὲς τοπικὲς διαλέκτους, γιὰ νὰ προκαλέσει θυμηδία καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐνημερώσει τοὺς μεταγενέστερους ἢ ἔστω καὶ τοὺς θεατές του περὶ τῶν διαλέκτων! ῾ Απλῶς ἐκμεταλλεύεται τὶς κωμικὲς δυνατότητες ποὺ τοῦ προσϕέρουν οἱ ξένες διά-
91. Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ κάθε λογοτεχνικὸ εἶδος στὴν ἀρχαία ῾ Ελλάδα ἀναπτύχθηκε ἀδιαχώριστα μὲ τὴ διάλεκτο στὴν ὁποία γνώρισε τὴ διαμόρϕωσή του καὶ τὴν πρώτη του ἄνθηση. ῞ Οποιος τὸ καλλιεργοῦσε ἦταν ἐπίσης δεμένος μὲ αὐτὴν τὴ διάλεκτο, ἀνεξαρτήτως τῆς ἐποχῆς ποὺ ζεῖ, τῆς μητρικῆς του γλώσσας καὶ τοῦ τόπου κατοικίας (ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὶς περιπτώσεις ποὺ αὐτὰ συνέπιπταν). ῎ Ετσι, γιὰ παράδειγμα, ὁ Βοιωτὸς Πίνδαρος ἔγραψε τοὺς ἐπινίκους του ὄχι στὴ βοιωτική, ποὺ ἦταν κλάδος τῆς αἰολικῆς, ἀλλὰ στὴ δωρικὴ διάλεκτο. 92. Πλούταρχος, ᾽Ηθικά, 853c-d.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
69
λεκτοι, ὅπως θὰ δοῦμε καλύτερα ἀπὸ τὰ σχετικὰ χωρία τῶν Α ᾽ χαρνέων καὶ τῆς Λυσιστράτης. Στὴ Λυσιστράτη (στ. 980-986), ὁ Σπαρτιάτης κήρυκας εἰσέρχεται στὴ σκηνὴ καὶ διεκτραγωδεῖ, σὲ λακωνικὴ (δωρικὴ) διάλεκτο, τὴν κατάσταση τῶν ἀνδρῶν στὴ Σπάρτη, οἱ ὁποῖοι ὑποϕέρουν, ἐπειδὴ οἱ Σπαρτιάτισσες, παρακινημένες ἀπὸ τὴ Λυσιστράτη, ἀποϕάσισαν ἐρωτικὴ ἀποχὴ διαρκείας ἕως ὅτου οἱ ἀντίπαλες πόλεις συνάψουν σύμϕωνο εἰρήνης. ῾ Ο ᾽Αθηναῖος Κινησίας, ὁ σύζυγος τῆς Μυρρίνης, ὁμιλεῖ ἀττικά, ἀλλὰ ὁ Σπαρτιάτης κήρυκας ὁμιλεῖ τὴ δική του διάλεκτο, τὰ δωρικά. Κῆρυξ
πᾶ τᾶν ᾽Ασανᾶν ἐστιν ἁγερωχία ἢ τοὶ πρυτάνιες; λῶ τι μυσίξαι νέον. Κινησίας σὺ δ’ εἶ τί; πότερ’ ἄνθρωπος ἢ Κονίσαλος; Κῆρυξ κάρυξ ἐγών, ὦ κυρσάνιε, ναὶ τὼ σιὼ ἔμολον ἀπὸ Σπάρτας περὶ τᾶν διαλλαγᾶν. Κινησίας κἄπειτα δόρυ δῆθ’ ὑπὸ μάλης ἥκεις ἔχων; Κῆρυξ οὐ τὸν Δί’ οὐκ ἐγών γα.
Εἶναι ϕανερὸ ὅτι ὁ ᾽Αριστοϕάνης ὑπερτονίζει καὶ ἐκμεταλλεύεται κωμικὰ τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς λακωνικῆς διαλέκτου προκειμένου νὰ διακωμωδήσει τὴν ὁμιλία τοῦ Σπαρτιάτη ( ᾽Ασανᾶν: ᾽Αθηνῶν· λῶ: βούλομαι· τὼ σιώ: τὼ θεὼ, δηλ. οἱ Διόσκουροι). Τὴν ἀντίθεση τῆς ἀττικῆς μὲ τὴν λακωνικὴ διάλεκτο τὴν ἐπιβεβαιώνουμε καὶ πάλι στὴ Λυσιστράτη (στ. 1076-1079), στὴ συνομιλία τοῦ Λάκωνα κήρυκα μὲ τὸν Χορό: Λακεδαιμονίων Πρεσβευτής: τί δεῖ ποθ ᾽ ὑμὲ πολλὰ μυσίδδην ἔπη; ὁρῆν γὰρ ἔξεσθ ᾽ ὡς ἔχοντες ἵκομες. Χο.: βαβαί· νενεύρωται μὲν ἥδ <ἡ> συμϕορὰ δεινῶς, τεθερμῶσθαί γε χεῖρον ϕαίνεται.
Στοὺς δυὸ πρώτους στίχους ἀναγνωρίζουμε τὸ δωρικὸ ποθ’ ὑμέ, τὸ ρῆμα μυσίδδην (ὅπου τὸ σ προέρχεται ἀπὸ τὸ θ, τὰ δδ ἰσοδυνανοῦν μὲ τὸ ἀττικὸ ζ, καὶ ἡ κατάληξη -ην τοῦ ἀπαρεμϕάτου ἀντιστοιχεῖ στὴν ἀττικὴ κατάληξη -ειν). Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικὸ τῆς δωρικῆς διαλέκτου ἡ συναίρεση τοῦ α + ε σὲ η: ὁρῆν, καθὼς καὶ ἡ κα-
70
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
τάληξη -μες στὸ πρῶτο πρόσωπο πληθυντικοῦ, λ.χ. ἵκομες. Σὲ κάθε περίπτωση, ὅμως, ἡ λακωνικὴ δὲν ἀποτελοῦσε ἐμπόδιο στὴν συνολικὴ κατανόηση τῆς σκηνῆς. ᾽ Ενῶ στὴ Λυσιστράτη οἱ Λάκωνες ὁμιλοῦν τὴ δωρικὴ διάλεκτο,93 ὁ Θηβαῖος στοὺς Α ᾽ χαρνεῖς (στ. 860-958) ὁμιλεῖ αἰολικά,94 ἐνῶ ὁ χωρικὸς ἀπὸ τὰ Μέγαρα, πάλι στοὺς Α ᾽ χαρνεῖς, ὁμιλεῖ τὰ μεγαρικά. Τὴν ἰωνικὴ διάλεκτο συναντοῦμε στὴν Εἰρήνη (στ. 47-48), ὅταν ὁ οἰκέτης τοῦ Τρυγαίου χρησιμοποιεῖ τὴ διάλεκτο αὐτή γιὰ νὰ τονίσει τὸν θηλυπρεπῆ τρόπο τῶν ᾽ Ιώνων. Μιμεῖται, λοιπὸν, μὲ ἀστεία θηλυπρεπῆ ϕωνὴ καὶ ἰδιάζουσα προϕορὰ τὸν ῎ Ιωνα: «δοκέω μέν, ἐς Κλέωνα τοῦτ’ αἰνίσσεται, / ὡς κεῖνος ἀναιδέως τὴν σπατίλην ἐσθίει». Παρατηροῦμε ὅτι τὸ δοκέω εἶναι ἀσυναίρετος τύπος, σύμϕωνα μὲ τὴν ἰωνικὴ διάλεκτο· τὸ αἰνίσσεται στὴ θέση τοῦ αἰνίττεται· κεῖνος ἀντὶ τοῦ ἐκεῖνος· ἀναιδέως ἀντὶ ἀναιδῶς, ἐνῶ ἡ σπατίλη εἶναι λέξη ἰωνικὴ καὶ σημαίνει τὴ «σκατούλα», τὴν «τσίρλα». ῾ Η διαϕοροποίηση τῶν ἄλλων διαλέκτων ἀπὸ τὴν ἀττικὴ δὲν γινόταν αἰσθητὴ μόνο στοὺς τύπους καὶ τὸ λεξιλόγιο, ἀλλὰ προπάντων στὴν ἀποκλίνουσα προϕορά.95 93. ῾ Η δωρικὴ διατηρεῖ τὸ μακρόχρονο α (π.χ. ἁ μάτηρ, ὁ δάμος, ὁ κάρυξ, τὸ μνᾶμα). Συναιρεῖ τὰ αω σὲ α (π.χ. Θηβάων – Θηβᾶν, πολιτάων – πολιτᾶν) καὶ τὰ αε σὲ η (τίμαε – τίμη, νικάεν – νίκην). Συναιρεῖ ἐπίσης τὰ οο σὲ ω (τοο ἵππω: τῶ ἵππω ἀντὶ τοῦ ἵππου)· ἐπίσης τὰ εε σὲ η (τρέες: τρῆς ἀντί τρεῖς). Τὸ ε γίνεται ι πρὶν ἀπὸ τὸ α καὶ ὁ (νέος – νίος, θεός – θιός). Διατηρεῖ τὸ τ πρὶν ἀπὸ τὸ ι (π.χ. πέρυτι, δίδωτι, ἀντί, πέρυσι, δίδωσι). Τονίζει τὴν παραλήγουσα καὶ ὄχι τὴν προπαραλήγουσα (π.χ. ἀνθρώποι, ϕυλάκες, ὀρνίθες). Τονίζει τὴ λήγουσα στὸ μέλλοντα (π.χ. πραξῶ, προδωσῶ). Διατηρεῖ τὴν ἀντωνυμικὴ μορϕὴ τῶν ἄρθρων (π.χ. τοὶ ἄνδρες, ταὶ γυναῖκες). Διατηρεῖ τὴν κατάληξη -ντι γιὰ τὸ γ ΄ προσ. πληθ. τῶν ρημάτων: λέγοντι (λέγουσι). Διατηρεῖ ἐπίσης τὴν κατάληξη -μες ἀντὶ τῆς -μεν, γιὰ τὸ α΄πληθ. τῶν ρημάτων. Τέλος, ἡ ϕιλολογικὴ δωρικὴ χρησιμοποιεῖ τὸν μέλλοντα σὲ -σω, -σέω, -σίω (πραξέω ἀντὶ πραξῶ, παιδευσέω ἀντὶ παιδεύσω). 94. ῾ Η αἰολικὴ διάλεκτος διατηρεῖ τὸ μακρόχρονο α (ἀσελάννα). Τὸ α κοντὰ στὰ ὑγρὰ καὶ ἔρρινα τὸ τρέπει σὲ ο (στρότος, βροδύς, δέκο, ἐκοτόν). Τρέπει τὸ ο σὲ υ (ἄλλο: ἄλλυ, ἀπό: ἀπύ). Τὸ α καὶ ο διϕθογγίζονται συχνά, π.χ. τὸνς τοξότανς: τοῖς τοξόταις. Τὰ συνηρημένα ρήματα σχηματίζονται σὲ -μι (ὄρημι, ϕίλημι, ἀντὶ ὁρῶ, ϕιλῶ). ῾ Ο τόνος τῆς λήγουσας ἀνεβαίνει στὴν παραλήγουσα (κάλος, θύμος, σέμνος ἀντὶ καλός, θυμός, σεμνός). 95. Βλ. Βαλάκας (2001) 760-769.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
71
Βέβαια, τὸ ἄσεμνο λεξιλόγιο, καθὼς καὶ ὁρισμένες ἐκϕράσεις ἢ ἰδιωματικὲς συντάξεις προέρχονται ἀπὸ τὰ λαϊκὰ στρώματα, ἐνῶ παράλληλα ἐμϕανίζονται στοιχεῖα ἀπὸ ἄλλες ἑλληνικὲς διαλέκτους, ὅταν ὁμιλοῦν μὴ ᾽Αθηναῖοι, ἢ ϕράσεις σὲ σπασμένα ἑλληνικά, ὅταν προϕέρονται ἀπὸ ξένους.96 Σὲ σύγκριση μὲ τὶς διαλέκτους, οἱ ξένες γλῶσσες πολὺ σπάνια ἐκπροσωποῦνται ἐπὶ σκηνῆς. ῾ Η ϕωνὴ τῶν ξένων, τῶν βαρβάρων, ἦταν ἄσημος, ἀποκλίνουσα καὶ βαρβαρική. Οἱ ῞ Ελληνες χαρακτήριζαν τὴ γλῶσσα, τὴ ϕωνὴ τῶν ξένων, ὡς ἄναρθρη καὶ ἀκατανόητη. Οἱ ξένοι δυσκολεύονταν νὰ προϕέρουν τὰ ληκτικὰ σύμϕωνα καὶ συνήθως πρόσθεταν στὸ τέλος τὴν κατάληξη -ι· ἀποσιωποῦσαν τὸ τελικὸ -ν καὶ ἔκαναν λάθη στὴ χρήση τῆς διάθεσης τῶν ρημάτων. ῎ Ετσι, τέτοιοι στίχοι μποροῦσαν νὰ χρησιμοποιηθοῦν μόνο ὅταν δὲν εἶχε μεγάλη σημασία ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικό τους νόημα.97 Στοὺς στ. 65125 τῶν Α ᾽ χαρνέων μιλᾶ ὁ Ψευδαρτάβας, σὲ περσικὰ δῆθεν, ποὺ μοιάζουν μὲ ἐπινοημένες ἀσυναρτησίες. Σατιρίζεται ἡ περσικὴ γλῶσσα μὲ λέξεις χωρὶς νόημα καὶ ἀκατανόητους ἤχους. Οἱ λέξεις ἠχοῦν ὡς περσικές, ἐνῶ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτὲς μοιάζουν κάπως καὶ μὲ ἑλληνικές. Τὸ ἀστεῖο ἔγκειται στὸ ὅτι ὁ Πρεσβευτὴς τὸν παρερμηνεύει, ὅπως τὸν συμϕέρει. Διαϕορετικὰ λειτουργεῖ τὸ κωμικὸ ὅταν ὁμιλεῖ γιὰ δεύτερη ϕορὰ ὁ Ψευδαρτάβας μὲ παραϕθαρμένη ἀττική (στ. 104): οὐ λῆψι χρῦσο, χαυνόπρωκτ’ Ι᾽ αοναῦ. Στὴν ἀττικὴ διάλεκτο θὰ μεταγράϕαμε τὸν λόγο τοῦ Σκύθη ὡς ἑξῆς: οὐ λήψει χρυσόν, χαυνόπρωκτ’ ῎ Ιων [δὲν θὰ πάρεις χρυσάϕι, ξεκωλιασμένε ῎ Ιωνα]. Παρο᾽ ρνίθων ὁμιλεῖ ὁ θεὸς Τριβαλλὸς σὲ μοίως, στοὺς στ. 1525-1678 τῶν Ο δῆθεν ἰλλυρικά. ῾ Ο λόγος του δὲν ἔχει κανένα ἀπολύτως νόημα καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ ἀστεῖο: Καλάνι κόραυνα καὶ μεγάλα βασιλιναῦ / ὄρνιτο παραδίδωμι ( ῎ Ορν., στ. 1678-1679). ῾ Ο ῾ Ηρακλῆς προσποιεῖται ὅτι κατάλαβε αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ ! Διαπιστώνουμε ὅτι ὁ βάρβαρος Τριβαλλὸς δυσκολευόταν νὰ προϕέρει σωστὰ τὰ ἑλληνικά, παραλείπει τὸ τελικὸ -ν, ἀντικαθιστᾶ τὸ η μὲ α καὶ προσθέτει στὸ τέλος τὴν κατάληξη -ι (καλάνι = καλήν, κόραυνα = κόρην, μεγάλα = μεγάλην, βασιλιναῦ = βασίλειαν. Τὸ ὄρνιτο ἀντὶ γιὰ ὄρνισι, δεί96. ᾽ Ιακώβ (1999) 62. Βλ. καὶ Colvin (2000) 285-298. 97. Κοτζιᾶ (2001) 1036-1041.
72
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
χνει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὅτι οἱ ξένοι δυσκολεύονταν ἐπίσης νὰ προϕέρουν τὸ θ. Τέλος, μὲ τὴν πληθώρα τῶν α καὶ αυ, ποὺ τότε προϕερόταν [άου], δινόταν ἡ ἐντύπωση γαυγίσματος (αὖ αὖ, Σϕῆκες, στ. 903).98 ῞ Ενα τελευταῖο παράδειγμα ὁμιλίας παραϕθαρμένης ἀττικῆς διαλέκτου προέρχεται ἀπὸ τὶς Θεσμοϕοριάζουσες, ὅπου ὁμιλεῖ ὁ Σκύθης τοξότης (στ. 1001-1225). Τοξότης: σῖγα, κακοδαίμων γέρον / πέρ’ ἐγὼ ’ξινίγκι πορμός, ἴνα πυλάξι σοι. […] ὠς γλυκερὸ τὸ γλῶσσ’, ὤσπερ Α ᾽ ττικὸς μέλις. / Τί οὐ κατεύδει παρ’ ἐμέ; (Θεσμ., στ. 10061007, 1192-1193. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης παρουσιάζει τὸν Σκύθη νὰ ὁμιλεῖ σπαστὰ ἀττικά (ἐνῶ ὁ Ψευδαρτάβας καὶ ὁ Τριβαλλὸς ϕαίνεται ὅτι χρησιμοποιοῦν τὴ μητρική τους γλῶσσα), στὰ ὁποῖα ὁ ποιητὴς πρέπει νὰ παρενέβαλε στοιχεῖα τῆς λαϊκῆς γλώσσας τῆς ἐποχῆς του, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν ἀττικῶν ἐπιγραϕῶν. Οἱ γλωσσικὲς ἰδιαιτερότητες ποὺ ἐντοπίζονται στὴ διάλεκτο τοῦ Σκύθη εἶναι: ἡ ἀποσιώπηση τοῦ τελικοῦ -ν, ψιλὰ στὴ θέση τῶν δασέων, σύγχυση στὴ χρήση τοῦ γένους, μὴ συμϕωνία ὡς πρὸς τὸ γένος μεταξὺ οὐσιαστικοῦ καὶ ἐπιθέτου, λάθη στὴ χρήση τῆς διάθεσης τῶν ρημάτων κ.ἄ. Τὸ κωμικὸ στοιχεῖο πηγάζει καὶ ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἀκαταλαβίστικη προϕορὰ τοῦ Σκύθη, τὴν ψίλωση τῶν δασέων, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ϕωνηεντικῶν καταλήξεων.99 Οἱ ξένοι ἀποτελοῦσαν καθημερινὴ πραγματικότητα στὴν ᾽Αθήνα τοῦ πέμπτου αἰώνα π.Χ. Τὸ ἰδίωμα τοῦ Σκύθη, τὸ ὁποῖο διακωμωδεῖται ἐδῶ, ἦταν οἰκεῖο στοὺς ᾽Αθηναίους, οἱ ὁποῖοι ἀντιλαμβάνονταν ὅτι οἱ ξένοι ἀδυνατοῦσαν νὰ ἀποδώσουν σωστὰ τὴν ποιότητα καὶ τὴν ποσότητα τῶν ϕθόγγων. Φαίνεται, λοιπὸν, ὅτι οἱ ξένοι στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία δὲν ὁμιλοῦν ξένη γλῶσσα ἀλλὰ σπασμένα ἑλληνικά, μὲ τὶς τυπικὲς γιὰ ξένους ἰδιαιτερότητες ὡς πρὸς τὴ ϕωνολογία, τὴ μορϕολογία καὶ τὴ σύνταξη. ῞ Οταν ἀκοῦμε ξένη διάλεκτο ἐπὶ σκηνῆς, εἶναι ἀστεῖο, ἀλλὰ θὰ ἦταν λάθος ἂν νομίζαμε ὅτι ἡ πρωταρχικὴ λειτουργία τῶν χωρίων μὲ διαλέκτους εἶναι ἡ περιϕρόνηση τῶν μὴ ᾽Αθηναίων. Τέτοια ἐξήγηση εἶναι πιὸ πιθανὴ γιὰ τὰ χωρία τῆς «ὁμιλίας τῶν ξένων», ὅπου κάποιος ποὺ δὲν εἶναι ϕυσικὸς ὁμιλητὴς τῆς ἑλληνικῆς ἐμϕανίζεται 98. Κακριδῆς (1982) 282, σχόλια στοὺς στίχους 1678 καὶ 1679. 99. Colvin (1999).
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
73
νὰ ὁμιλεῖ σπαστά (πρβλ. π.χ. τὸν Σκύθη στὶς Θεσμοϕοριάζουσες).100 Σίγουρα ἡ περσικὴ καὶ ἡ σκυθικὴ προϕορὰ θὰ συνδέονταν μὲ διαϕορετικὰ ἐθνικὰ στερεότυπα. Τὰ πρόσωπα τῶν ξένων ποὺ ἀνεβάζει στὴ σκηνὴ του ὁ ᾽Αριστοϕάνης, εἶναι περιορισμένα καὶ τὰ παρουσιάζει πάντα μὲ σκωπτικὸ πνεῦμα καὶ εἰρωνεία. Οἱ ξένοι καὶ οἱ μέτοικοι περιγράϕονται ἀπὸ τὸν ποιητὴ ὡς πονηροί, βάρβαροι καὶ ἠλίθιοι. Οἱ λίγες ϕιγοῦρες ξένων ποὺ βλέπουμε, κυρίως στοὺς ᾽Αχαρνεῖς, στὴ Λυσιστράτη καὶ στοὺς ῎ Ορνιθες, μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ σκιαγραϕήσουμε grosso modo τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς γλώσσας ποὺ χρησιμοποιοῦσαν. Τὸ στοιχεῖο ποὺ χρησιμοποιεῖ κυρίως ὁ ᾽Αριστοϕάνης γιὰ νὰ διακρίνει τὸν ξένο ἀπὸ τὸν ἀθηναῖο πολίτη, εἶναι ἡ γλῶσσα του. Κανεὶς τελικὰ ἀπὸ τοὺς ξένους τῆς κωμωδίας δὲν ὁμιλεῖ σωστὰ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο. ῾ Η ϕωνητικὴ αὐτὴ παραποίηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας προκαλοῦσε τὸ γέλιο τῶν ᾽Αθηναίων, οἱ ὁποῖοι ἦταν πολὺ εὐαίσθητοι στὴν προϕορὰ καὶ ἰδιαίτερα ὑπερήϕανοι γιὰ τὴ διάλεκτό τους. Μολονότι οἱ ξένοι βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ πολιτικὸ σύστημα τῆς ᾽Αθήνας, εἶναι ἐν τούτοις δεμένοι μὲ τὴ μοῖρα τῆς πόλης. ᾽ Ιδιαίτερα τὴν ἐποχὴ αὐτή, στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ πέμπτου αἰώνα π.Χ., κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, ἡ ἀθηναϊκὴ δημοκρατία εἶχε περισσότερο παρὰ ποτὲ τὴν ἀνάγκη τῶν συμμαχικῶν πόλεων, καὶ ἰδιαίτερα τὴ χρηματικὴ εἰσϕορὰ ποὺ κατέβαλλαν στὸ κοινὸ ταμεῖο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ᾽Αριστοϕάνης γελοιοποιεῖ τὸν ἀπεσταλμένο τῆς Σπάρτης, τὸν Θηβαῖο καὶ τὸν Μεγαρίτη ἔμπορο, βασικοὺς ἐχθροὺς τῆς ᾽Αθήνας. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Πέρση πρέσβη. Φαίνεται πὼς ἡ ἰδιότητα τοῦ ξένου ἦταν πολὺ ὑποτιμητικὴ στὴν κλασικὴ ᾽Αθήνα. ᾽Ακριβῶς σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀποδίδει συχνὰ τὸ κουσούρι τοῦ «βαρβάρου» σὲ ᾽Αθηναίους πολῖτες, τοὺς ὁποίους θέλει νὰ σατιρίσει. ῾ Ο ποιητὴς προσπαθεῖ νὰ εὐαισθητοποιήσει τοὺς συμπατριῶτες του γιὰ τὴν πολιτικὴ κατάσταση καὶ τὰ προβλήματα τῶν ᾽Αθηνῶν. Οἱ ξένοι ποὺ παρουσιάζει εἶναι ἐχθροὶ τῆς πόλης. ῾ Η ἐπιθυμία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη γιὰ εἰρήνη τοῦ δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ κάνει τὸ κοινό του νὰ γελάσει εἰς βάρος ὁρισμένων ἐχθρῶν τῶν ᾽Αθηνῶν. 100. Hall (1989) 38-54.
74
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ξένου, ὁ ὁποῖος ὁμιλοῦσε ἄσχημα τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὁ δοῦλος χειρίζεται ἄψογα τὴν ἀττικὴ διάλεκτο. Χρησιμοποιεῖ, ὅμως, ἀρκετὲς βωμολοχίες καὶ διανθίζει τὸν λόγο του μὲ παρωδίες, κατάρες, βρισιές, παροιμίες καὶ ὅρκους. Εἶναι ἱκανὸς νὰ χρησιμοποιήσει τὴν ὑψηλὴ λυρικὴ γλῶσσα, στὴν πιὸ ἐκλεπτυσμένη μορϕή της, ὅπως ἐπίσης μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει μὲ τὸν πιὸ σκαιὸ τρόπο κάθε λαϊκὸ ἰδίωμα τῆς προϕορικῆς γλώσσας. ῾ Η γλῶσσα τῶν δούλων τοῦ ᾽Αριστοϕάνη δὲν εἶναι τυπικὴ (δουλικὴ) γλῶσσα αὐτῶν τῶν προσώπων, ἀλλά, σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, ὁ λόγος τους ἀποκτᾶ ἰδιαίτερο χαρακτῆρα καὶ γίνεται ἀνοίκειος καὶ ἐπιτηδευμένα καλλωπισμένος. Αὐτὸς ὁ «ἐσχηματισμένος» λόγος τῶν δούλων λειτουργεῖ κωμικὰ στὴ θεατρικὴ σκηνή, γιατὶ ὁ θεατὴς ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὰ πρόσωπα αὐτὰ ὁμιλοῦν πεπλασμένως καὶ ὄχι πεϕυκότως, παραβιάζοντας τὸν κανόνα ποὺ διατύπωσε ὁ ᾽Αριστοτέλης, σύμϕωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἡ λέξις ἑνὸς προσώπου δὲν πρέπει νὰ εἶναι μήτε ταπεινὴ μήτε ὑπὲρ τὸ ἀξίωμα.101 Εἶναι ἐνδιαϕέρον νὰ σημειώσουμε πὼς ὁ ᾽Αριστοϕάνης δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐκμεταλλευτεῖ κωμικὰ τὴν ὁμιλία τῶν δούλων, ὅπως τὸ ἔκανε μὲ τοὺς ξένους. Αὐτὸ ὀϕείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν ὑποστεῖ κάποιον ἐξελληνισμὸ ἢ ἔχουν γεννηθεῖ στὴν ᾽Αθήνα. ᾽ Εκτός, ὅμως, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ ποιητὴς θέλησε νὰ ξεχωρίσει στὴ σκηνὴ τοὺς ξένους ἀπὸ τοὺς δούλους. Οἱ ξένοι κατέχουν μικρὴ θέση στὴν ἀριστοϕανικὴ σκηνὴ καὶ ὁμιλοῦν ἄσχημα ἑλληνικά, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς δούλους, οἱ ὁποῖοι ὑποδύονται σημαντικοὺς ρόλους καί, ἐπιπλέον, ὁμιλοῦν τέλεια τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. ῾ Η ἰδιαίτερη αὐτὴ μεταχείριση ὀϕείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ τύχη τῶν δούλων βρίσκεται πολὺ στενὰ δεμένη μὲ τὴ μοῖρα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης, ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴ σωτηρία τῆς ᾽Αθήνας, ὑπογραμμίζει μὲ τὸν τρόπο του τὴν κοινὴ μοῖρα τῶν δούλων καὶ τῶν πολιτῶν. Αὐτὲς οἱ δυὸ κατηγορίες ὁμιλοῦν τὴν ἴδια γλῶσσα, μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν, μποροῦν νὰ ἀγωνισθοῦν μαζὶ στὰ δύσκολα χρόνια, γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ νὰ σώσουν τὴν πόλη τους.102 *** 101. ᾽Αριστοτέλης, Ρητορικὴ 1404b, 1 κ.ἑ. 102. Pappas (1990) 75-82. Πρβλ. καὶ Στεϕανῆς (1980) 166-172.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
75
Στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία σώζεται τὸ μοναδικὸ δεῖγμα παιδικοῦ λόγου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία. Στὸ τέλος τῶν Νεϕελῶν, ὁ Στρεψιάδης, ἀπογοητευμένος καὶ κλαμένος, θυμίζει στὸν γιό του Φειδιππίδη, ποὺ τὸν κυνηγάει γιὰ νὰ τὸν δείρει, πόσο καλὸς ὑπῆρξε μαζί του ὅταν ἦταν μικρός (στ. 1380-1385): Στρ.: καὶ πῶς δικαίως; ὅστις, ὦναίσχυντέ, σ’ ἐξέθρεψα, αἰσθανόμενός σου πάντα τραυλίζοντος, ὅ,τι νοοίης. εἰ μέν γε βρῦν εἴποις, ἐγὼ γνοὺς ἂν πιεῖν ἐπέσχον· μαμμᾶν δ’ ἂν αἰτήσαντος, ἧκον σοι ϕέρων ἂν ἄρτον· κακκᾶν δ’ ἂν οὐκ ἔϕθης ϕράσας, κἀγὼ λαβὼν θύραζε ἐξέϕερον ἂν καὶ προὐχόμην σε. [Στρεψιάδης: Πῶς μὲ τὸ δίκιο, ἀδιάντροπε, ποὺ ἐγὼ σὲ μεγάλωσα, ποὺ ἔνιωθα ὅ,τι στὸ νοῦ σου εἶχες, κι ἂς τσεύδιζες ἀκόμα; ῎ Εκανες «μπροὺ» καὶ σοῦ ’δινα νὰ πιεῖς σὰν τ’ ἀγρικοῦσα· καὶ ἂν ζήταγες «μάμμάμ», ἔτρεχα καὶ σοῦ ’ϕερνα ψωμί· καὶ δὲν προλάβαινες νὰ πεῖς «κακκά», εὐθὺς σ’ ἔπαιρνα, σ’ ἔβγαζα ἔξω καὶ μπρός μου σὲ κρατοῦσα.]
Διαπιστώνουμε ὅτι τὸ βασικὸ βρεϕικὸ λεξιλόγιο ἐπιβιώνει ὡς σήμερα. Προϕανῶς, ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ λεξιλόγιο ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ μεγάλοι, ὅταν ἀπευθύνονταν σὲ μωρά. Πρόκειται γιὰ συγκεκριμένες λέξεις καὶ ἐκϕράσεις ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἐνήλικοι, ὅταν ἀπευθύνονται στὰ μικρὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια τὶς υἱοθετοῦν. ῾ Η ἔκϕραση βρῦν εἰπεῖν,103 ϕωνάζω κάνοντας «μπρού», δηλώνει, σύμϕωνα μὲ τὸν ἀρχαῖο σχολιαστὴ, τὸ ὑποκόρισμα, ὅ ἐστι λεγόμενον τοῖς παιδίοις σύμβολον τοῦ πιεῖν· ἡ λεξούλα ποὺ λέγεται στὰ πολὺ μικρὰ παιδιὰ γιὰ τὸ πίνω. ᾽Αντίστοιχη τρυϕερὴ λέξη γιὰ τὸ ϕαγητὸ εἶναι τὸ μαμμᾶν. Σύμϕωνα μὲ τὰ ἀρχαῖα σχόλια: ἐπὶ τῆς παιδικῆς ϕωνῆς, τὸ ἐσθίειν. Τὸ ρῆμα μαμμάω σημαίνει ἐπίσης «θέλω βυζί». Παιδικὴ εἶναι καὶ ἡ λέξη κακκᾶ,104 ἀπὸ τὸ ρῆμα κακκάω, ποὺ σημαίνει κάνω τὰ κακά μου. Καὶ οἱ τρεῖς λέξεις δηλώνουν τὶς πρῶτες ἀνάγκες τῶν μικρῶν παιδιῶν, ἔχουν τὴν ἴδια μορϕή, ἐπαναλαμβάνουν τὴν ἴδια συλλαβή, ἀλλὰ εἶναι ἐνταγμένες στὸν λόγο τοῦ 103. ᾽Αξιοσημείωτο παράδειγμα, ἐνδεικτικὸ τῆς προϕορᾶς τοῦ ἀρχαίου β [b] καὶ υ [u]. 104. Βλ. καὶ Εἰρήνη, στ. 162: κάκκη, ἀνθρώπινη κόπρος.
76
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
πατέρα. Μὲ ἀνάλογο τρόπο, στὴ Λυσιστράτη, τὸ μωρὸ τῆς Μυρρίνης ϕωνάζει τὴ μητέρα του μαμμία,105 ἐνῶ ἕνα ἀγόρι, στοὺς Σϕῆκες, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ συνοδεύουν τὸν Χορὸ καὶ τοὺς ϕέγγουν μὲ τὰ ϕανάρια ποὺ κρατοῦν, ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν στὴν κλητικὴ μὲ τὶς ἐκϕράσεις: πάτερ καὶ παππία (στ. 292, 296, 303). ᾽ Εν κατακλεῖδι, ἡ βασικὴ γλῶσσα τῆς ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας εἶναι ἡ ἀττικὴ διάλεκτος ποὺ χρησιμοποιεῖται στὰ τέλη τοῦ 5ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. Ποικίλλει ἀνάλογα μὲ τὰ μέτρα: ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ ἀττικὴ τῶν τριμέτρων καὶ ϕτάνει ὡς τὴν περίτεχνη, ἂν καὶ κατασκευασμένη, ποιητικὴ γλῶσσα τῶν λυρικῶν μερῶν.
᾽Επίλογος Οἱ γνώσεις μας γιὰ τὴν ὁμιλουμένη γλῶσσα τοῦ πέμπτου αἰώνα π.Χ. στὴν ᾽Αθήνα εἶναι περιορισμένες, ἀϕοῦ δὲν διαθέτουμε παρὰ μόνο κείμενα, τὰ ὁποῖα μάλιστα εἶναι ποιητικὰ καὶ ὑπόκεινται σὲ μετρικὲς δεσμεύσεις καὶ περιορισμούς, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ ἀποκτήσουμε ποτὲ ἠχητικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ πῶς ἐκϕερόταν ἡ λαϊκὴ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς. Στὰ χρόνια τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ἡ ἀττικὴ διάλεκτος δὲν ἔχει ἀκόμη διαμορϕωθεῖ ὁριστικά. ῾ Ο κωμωδιογράϕος συναγωνίζεται μὲ τὸν τραγικὸ ποιητή, τὸν ρήτορα, τὸν σοϕιστὴ καὶ τὸν τεχνίτη, προκειμένου νὰ ἐμπλουτίσει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα δημιουργώντας νέες λέξεις. ᾽ Επίσης, ἡ ἀριστοϕανικὴ κωμωδία, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο λογοτεχνικὸ εἶδος στὴν κλασικὴ ᾽Αθήνα, ἀντανακλοῦσε καὶ συνέβαλλε στὴ διαμόρϕωση τῆς συλλογικῆς ταυτότητας τῶν κατοίκων της. ῾ Υπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ἡ γλῶσσα τῆς κωμωδίας ἐνδυναμώνει τὴν κοινωνικὴ συνοχή. ᾽Απὸ τὴ μελέτη τῶν ἀριστοϕανικῶν κωμωδιῶν μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον στέρεη γνώση γιὰ τὴν ἀττικὴ διάλεκτο, αὐτὴ ποὺ ὁμιλοῦσε ὁ μορϕωμένος ᾽Αθηναῖος, διανθισμένη μὲ ἀγοραῖες ἐκϕράσεις, ὕμνους ὑψηλῆς λυρικῆς ποίησης, βαρβαρισμούς, νεολογισμοὺς καὶ ρητορικὰ τεχνάσματα. Διαπιστώσαμε ὅτι ὁ ᾽Αρι105. Οἱ λέξεις μάμμα καὶ μαμμία στὴ Λυσιστράτη (στ. 878, 879, 890), δηλώνουν τὴ μητέρα. Βλ. καὶ Κοτζιᾶ (2001) 1042-1044.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
77
στοϕάνης ἀναδεικνύεται ἀξεπέραστος δεξιοτέχνης τῆς ζωντανῆς ἀττικῆς διαλέκτου, ἕνας μεγαλοϕυὴς γλωσσοπλάστης, μέσα ἀπὸ τὶς παραστατικὲς εἰκόνες καὶ μεταϕορές, τὶς παροιμιώδεις ϕράσεις καὶ τὶς παροιμίες, τὰ εὑρηματικὰ λογοπαίγνια, τὰ ἀπρόσμενα εὑρήματα, τὶς καθημερινὲς καὶ τὶς ἄσεμνες λέξεις, τὶς ζωντανὲς ἐρωταποκρίσεις, τὶς παρωδίες καὶ τὰ ὑποκοριστικά· μιὰ κωμικὴ μεγαλοϕυΐα. Τέλος, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ γλῶσσα, στὸ θέατρο λειτουργεῖ καὶ ἡ ἐπικοινωνία μέσω δηλωτικῶν κινήσεων τοῦ σώματος. Αὐτὴ ἡ μὴ λεκτικὴ ἐπικοινωνία ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν συνδηλώσεων τῆς στάσης καὶ τῆς χειρονομίας τῶν προσώπων τῆς σκηνῆς. ᾽Απὸ τὴν προηγούμενη συνοπτικὴ ἐπισκόπηση τοῦ ἔργου τοῦ ᾽Αριστοϕάνη διαπιστώσαμε ὅτι δυὸ εἶναι τὰ κυρίαρχα χαρακτηριστικὰ τῆς γλώσσας του: ὁ γλωσσικὸς συντηρητισμὸς καὶ ἡ καθαρότητα τῆς ἀττικῆς διαλέκτου. Οἱ κωμωδίες του ἀποτελοῦν τὴν πρώτη ἐκτενῆ πηγὴ γιὰ τὴν ὁμιλουμένη ἀττικὴ διάλεκτο· εἶναι τὸ ἐπίπεδο γλώσσας τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἔχει συμβάλει στὸν σχηματισμὸ τῆς κοινῆς. ῎ Αλλωστε, κάποιες πρώιμες ἐνδείξεις γιὰ ὁρισμένα μετέπειτα γλωσσικὰ ϕαινόμενα, τὰ «πρῶτα συμπτώματα» τῆς κοινῆς ἑλληνιστικῆς, προῆλθαν ἀπὸ τὶς κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ὅπως ἐξάλλου κατέδειξε καὶ ὁ A. L½pez Eire. Εἶναι, τέλος, σαϕὲς ὅτι πολλὲς ϕράσεις, λέξεις (τυπικὸ) καὶ δομὲς (συντακτικὸ) στὴ γλῶσσα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη διατηροῦνται ἀκέραιες στὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα.
᾽Επιλογὴ Βιβλιογραϕίας A d r a d o s, F r a n c i s c o R., La dialectologia griega como fuente para el estudio de las migraciones indoeuropeas en Crecia, Salamanca 1951. ᾽ πὸ τὶς ἀπαρχὲς ὡς τὶς μέρες μας, ——, ῾Ιστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Α μτϕρ. Alicia Villar Lecumberri, (ἐπιμ. Γ. ᾽Αναστασίου - Χ. Χαραλαμπάκης), ἐκδ. Παπαδήμας, τέταρτη ἔκδοση, ᾽Αθήνα 2014 (20031) [Gredos, Madrid 1999]. Allen, W.S., Vox Graeca. A Guide to the Pronunciation of Clasical Greek, Cambridge 1968 (3η ἔκδ. 1987). ῾ Ελληνικὴ μετάϕρ. Μ. Καραλῆ & Γ.Μ. Παράσογλου ὑπὸ τὸν τίτλο Vox Graeca: ῾ Η προϕορὰ τῆς ἑλληνικῆς
78
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
τὴν κλασικὴ ἐποχή, ᾽ Ινστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 2000. ᾽Α ν δριώτ η ς, Ν.Π., ῾ Ιστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Τέσσερις μελέτες, ᾽Ινστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 1992. Bain, D., «Six Greek Verbs of Sexual Congress (βινῶ, κινῶ, πυγίζω, ληκῶ, οἴϕω, λαικάζω)», CQ 41 (1991), σσ. 51-77. Brixhe, C., La koiné grecque antique, Nancy 1993. Buck, C.D., The Greek Dialects, Chicago 19552. Chantraine, P., Dictionaire étymologique de la langue grecque. Histoire des mots, éd. klincksieck, τόμ. Ι-ΙΙ, Paris 1968-1980. ᾽Ανατύπωση 1990. ——, Morphologie historique du grec, éd. Klincksieck, Paris 1984. [ ῾ Ιστορικὴ μορϕολογία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μτϕρ. Ν. ᾽Αγκαβανάκης, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990]. Colvin, S., «The Language of Non-Athenians in Old Comedy», στό: D. Harvey & J. Wilkins (eds), The Rivals of Aristophanes: Studies in Athenian Old Comedy, London and Swancea 2000, σσ. 285-298. ——, Dialect in Aristophanes and the Politics of Language in Ancient Greek Literature, Oxford 1999. Denninston, J.D., «Technical Terms in Aristophanes», CQ 21 (1927), σσ. 113-121. ——, The Greek Particles, Oxford 19542. Detienne, M. (ἐπιμ.), Les Savoirs de l’écriture, Lille 1988. Devarii, Matthaeii, Liber de graecae linguae particulis, Romae 1588¹ (9η ἔκδ. ἀπὸ τὸν R. Klotz, Lipsiae 1842). D i c k e y, E., Ancient Greek Scholarship: A Guide to Finding, Reading, and Understanding Scholia, Commentaries, Lexica, and Grammatical Treatises, from Their Beginnings to the Byzantine Period, Oxford 2007. Do brov, G.W. (ἐπιμ.), Brill’s Companion to the Study of Greek Comedy, Leiden 2010. Do ver, K.J., «Lo stile di Aristofane», Quaderni Urbinati di Cultura Classica 9 (1970), σσ. 7-23. ——, «Some Evaluative Terms in Aristophanes», στό: A. Willi (ἐπιμ.), The Language of Greek Comedy, Oxford 2002, σσ. 85-97. ——, ῾ Η κωμωδία τοῦ Α ᾽ ριστοϕάνη, μτϕρ. Φ.Ι. Κακριδῆς, ἔκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., ᾽Αθήνα 1978. Du h o u x, Y., «Grec écrit et grec parlé: Une étude contrastive des particules aux Ve-IVe siècles», in A l b e r t R i j k s b a r o n (ed.), New Approaches to Greek Particles: Proceedings of the Colloquium Held in
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
79
Amsterdam, January 4-6 1996, to Honour C. J. Ruijgh on the Occasion of his Retiremment, Amsterdam 1997, σσ. 15-48. ——, Introduction aux dialectes grecs anciens. Problèmes et méthodes. Recueil de textes traduits, Louvain-la-Neuve 1983. Dunbar, Nan, Aristophanes Birds, Edited with Introduction and Commentary, Oxford 1995, σ. 379. Ghiron-Bistagne, P., «Jongleries verbales sur les anthroponymes dans la comédie d’Aristophane», στό: Cahiers du Groupe Interdisciplinaire du Théâtre Antique, 5 (1989), σσ. 89-98. Guarducci, M., Epigrafia greca, 4 τόμοι, Roma 1967-1978. ——, L’Epigrafia greca dalle origini al tardo Impero, Roma 1987. Hall, E., «The Archer Scene in Aristophanes’ Thesmophoriazusae», Philologus, 113 (1989), σσ. 38-54. Handley, E.W., «-σις Nouns in Aristophanes», Eranos 51 (1953), σσ. 129-142. Henderson, Jeffrey, The Maculate Muse: Obscene Language in Attic Comedy, New York, Oxford University Press 1991 (1975¹). Hoffmann, O. – A. Debrunner – A. Scherer, ῾ Ιστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Τόμοι Α-Β. Α. ῾ Ως τὸ τέλος τῆς κλασικῆς ἐποχῆς. Β. Βασικὰ ζητήματα καὶ γνωρίσματα τῆς μετακλασικῆς ἑλληνικῆς, μτϕρ. Χ.Π. Συμεωνίδης, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988. Humbert, J., Histoire de la langue grecque, P.U.F., Paris 1972. ——, Συντακτικὸν τῆς ἀρχαίας ῾Ελληνικῆς γλώσσας, μτϕρ. Γ. Κουρμούλης, Αθήνα 1957. K a n a v o u, N., Aristophanes’ Comedy of Names: a Study of Speaking Names in Aristophanes, Berlin - New York 2011. Kassel, R. & C. Austin, Poetae Comici Graeci, Vol. III.2 (Aristophanes Testimonia et Fragmenta), Walter de Gruyter, Berlin 1984. K o m o r n i c k a, A.M., «Quelques remarques sur la parodie dans les comédies d’Aristophane», QUCC 3 (1967), σσ. 51-74. ——, «Sur le langage érotique de l’ancienne comédie attique», QUCC 9 (1981), σσ. 55-83. Ko s ter, W.J.W., Scholia in Aristophanem, pars I, fasc. IA: Prolegomena de Comoedia. Scholia in Acharnenses, Equites, Nubes - Prolegomena de Comoedia, Groningen 1975, σσ. 15-16. Lallot, J., La Grammaire de Denys de Thrace, traduction annotée, ἔκδ. τοῦ CNRS, Paris 1989. Lejeune, M., Phonétique historique du mecénien et du grec ancien, Paris 1972.
80
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Liddell, H.G. – R. Scott – H.S. Jones – R. Mckenzie, A Greek-English Lexicon, Revised Supplement ἀπὸ τοὺς P.G.W. Glare, A.A. Thompson, Oxford 1996. L o n g, T i m o t h y, Barbarians in Greek Comedy, Carbondale and Edwardsville 1986. L½pez Eire, A., «La lengua de la comedia aristof΅nica», Emerita 54, 2 (1986), σσ. 237-274. ——, «Υ propos de l’attique familier de la comédie aristophanienne», in: Thiercy Pascal – Michel Menu (ed.), Aristophane: La langue, la scène, la cité. Actes du Colloque de Toulouse, 17-19 mars 1994, Bari 1997, σσ. 189-212. ——, La lengua coloquial de la comedia aristof΅nica, Universidad de Murcia 1996. L½pez-Garc£a, E., Aspects of Colloquial Syntax in Aristophanes: Levels of Language, Characterization and Language Change, M.Phil. thesis, Cambridge 1998. Mastromarco, G., «῾ Η διάδοση τῶν θεατρικῶν κειμένων στὴν ῾ Ελλά-
δα τοῦ πέμπτου αἰώνα π.Χ.», στό: Θ.Γ. Παππᾶς & ᾽Α. Μαρκαντωνᾶτος (ἐπιμ.), ᾽Αττικὴ κωμωδία: Πρόσωπα καὶ Προσεγγίσεις, Gutenberg, ᾽Αθήνα 2011, σσ. 263-316. Meillet, A., Aperçu d’une histoire de la langue grecque, éd. Klincksieck, Paris 1975. Meisterhans, K. & E. Schwyzer, Grammatik der attischen Inschriften, Berlin 1900. Miller, H.W., «Aristophanes and Medical Language», TAPA 76 (1945), σσ. 74-84. Montana, F. – M. Lorenza Muzzolon – S. Perrone, Interpretazione antiche di Aristofane, Roma 2006. Montanari, F., Σύγχρονο λεξικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, ἐπιμ.: ᾽Α. Ρεγκάκος – Αἰμ. Μαυρουδῆς, μτϕρ.: Μαρία ᾽Ανδρόνικου, Δ. ᾽ Ιακώβ, ᾽ Ι. Καζάζης, Αἰμ. Μαυρουδῆς, Στ. Ματθαῖος, ᾽ Ε. Σιστάκου, Δ. Χρηστίδης, Χρ. Τσαγγάλης, Παπαδήμας, ᾽Αθήνα 2013. [Montanari, F., Vocabolario della Lingua Greca, 1η ἔκδοση, Torino 1995, 2η ἔκδοση, Torino 2004, 3η ἔκδοση Torino 2013]. ——, «Οἱ διαδρομὲς μιᾶς γλώττας: ἀπὸ τὸν ᾽Αριστοϕάνη ἕως τὸ Βυζάντιο», στό: Θ.Γ. Πα π πᾶ ς & ᾽ Α.Γ. Μ α ρ κ α ν τ ω ν ᾶ τ ο ς (ἐπιμ.), ᾽Αττικὴ Κωμωδία, ἐκδ. Gutenberg, Αθήνα 2011, σσ. 317-325. Pappas, Th., Anthropologie de la comédie grecque ancienne, διδ. διατριβή, Université de Montpellier 1989, Athènes-Montpellier 1990.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
81
Parker, L.P.E., The Songs of Aristophanes, Clarendon Press, Oxford 1997. Peppler, C.W., «The Suffix -μα in Aristophanes», AJPh 37 (1916), σσ. 459-465. ——, «Comic Terminations in Aristophanes: Part IV», AJPh 39 (1918), σσ. 173-183. ——, «Comic Terminations in Aristophanes: Part V», AJPh 42 (1921), σσ. 152-161. ——, «The Termination -κός as Used by Aristophanes for Comic Effect», AJPh 31 (1910), σσ. 428-444. Pernot, H., Etudes sur la langue des Évangiles, Paris 1927. Poultney, James Wilson, «Studies in the Syntax of Attic Comedy», AJPh 84, σσ. 359-376. Reynolds, L.D. & N.G. Wilson, ᾽Αντιγραϕεῖς καὶ Φιλόλογοι. Τὸ ἱστορικὸ τῆς παράδοσης τῶν κλασικῶν κειμένων, μτϕρ. Ν. Παναγιωτάκη, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., ᾽Αθήνα 1981. S a e t t a C o t t o n e, R., Aristofane e la poetica dell’ingiuria. Per una introduzione alla λοιδορία comica, Carocci editore, Roma 2005. Silk, M.S., «῾ Η ἀριστοϕανικὴ παρατραγωδία», μτϕρ. Λ. Τζαλήλλα, στό: Γ.Δ. Κατσῆς (ἐπιμ.), Θάλεια. ᾽Αριστοϕάνης. δεκαπέντε μελετήματα, ἐκδ. Σμίλη, ᾽Αθήνα 2007, σσ. 282-322. Slings, S.R., «Figures of Speech in Aristophanes», in: A. Willi (ed.), The Language of Greek Comedy, Oxford 2007 (20021), σσ. 99-109. Sommerstein, A.H., «The Language of Athenian Women», in: De Martino, F. & A. H. Sommerstein (eds), Lo spettacolo delle voci, Bari 1995, σσ. 61-85. Spyropoulos, E.S., L’accumulation verbale chez Aristophane, Θεσσαλονίκη 1974. S t a n f o r d, W.B., ᾽Αριστοϕάνους Βάτραχοι, κριτικὴ καὶ ἑρμηνευτικὴ ἔκδοση, μτϕρ. Μ. Μπλέτας, ἐκδ. Καρδαμίτσα, ᾽Αθήνα 1993. [Aristophanes: The Frogs, London 1958, 19632]. Taillard at, J., Les images d’Aristophane. Etudes de langue et de style, Les Belles Lettres, Paris 1965. Thiercy, Pas cal & Michel Menu (ἐπιμ.), Aristophane: La langue, la scène, la cité. Actes du Colloque de Toulouse, 17-19 mars 1994, édités par P. Thiercy et M. Menu, Bari 1997. Thomas, R., Γραπτὸς καὶ προϕορικὸς λόγος στὴν ἀρχαία ῾Ελλάδα, μτϕρ. Δ. Κυρτάτας, Πανεπιστημιακὲς Εκδόσεις Κρήτης, ῾ Ηράκλειο 1996. Thomson, G., ῾ Η ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀρχαία καὶ νέα, μτϕρ. Χ. ᾽Αλεξίου, ἐκδ. Κέδρος, ᾽Αθήνα 19892.
82
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Threatte, L., The Grammar of Attic Inscriptions, I: Phonology· II. Morphology, de Gruyter, Berlin-New York 1980-1996. TLG [= Theasaurus Linguae Graecae / Θησαυρὸς τῆς ῾ Ελληνικῆς Γλώσσας], ᾽ Ηλεκτρονικὴ Τράπεζα δεδομένων σὲ CD-ROM σὲ πρόγραμμα Η/Υ (Πανεπιστήμιο Καλιϕόρνιας, Irvine, 1988 κ.ἑξ). T o v a r, S.A., Biografia de la lengua grieca. Sus 3.000 anos de continuidad, Santiago 1990. Trenkner, S., Le style καὶ dans le récit attique oral, Bibliotheca classica Vangorcumiana, Assen 1960, σ. 59. Willi, A. (επιμ.), The Language of Greek Comedy, Oxford 2002 (Reprinted 2007). ——, «The Language of Old Comedy», in G.W. Dobrov (ἐπιμ.), Brill’s Companion to the Study of Greek Comedy, Leiden 2010, σσ. 471-510. ——, The Languages of Aristophanes: Aspects of Linguistic Variation in Classical Attic Greek, Oxford 2003 (Reprinted 2006). Wilson, P.J., «Studies in the Syntax of Attic Comedy», AJPh 84 (1963), σσ. 359-376.
᾽Α ν αγ νωστόπ ουλος, Γ.Π., «Γλωσσικὰ ἀνάλεκτα Ι: Περὶ τῆς γλώσσης τῶν κωμῳδιῶν τοῦ ᾽Αριστοϕάνους», ᾽Αθηνᾶ 36 (1924), σσ. 3-60. Β α λάκ ας, Κ., «῾ Η χρήση τῆς γλώσσας στὴν ᾽Αρχαία Κωμωδία», στό: ᾽Α.-Φ. Χ ριστ ίδη ς (ἐπιμ.), ῾ Ιστορία τῆς ῾ Ελληνικῆς Γλώσσας. ᾽Απὸ τὶς ἀρχὲς ἕως τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, ᾽ Ινστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 760-769. ῎ Ε ρασμος, Διάλογος περὶ τῆς ὀρθῆς προϕορᾶς τοῦ λατινικοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, εἰσαγωγή, μετάϕραση, σχόλια Ν. Πετρόχειλος, ἐκδ. Πατάκης, ᾽Αθήνα 1999. ᾽ Ι ακὼβ, Δ.᾽ Ι., «᾽Αττικὴ κωμωδία», στό: Μ.Ζ. Κοπ ιδάκης (ἐπιμ.), ῾Ιστορία τῆς ῾ Ελληνικῆς Γλώσσας, ῾ Ελληνικὸ Λογοτεχνικὸ καὶ ῾ Ιστορικὸ ᾽Αρχεῖο, ᾽Αθήνα 1999, σσ. 62-63. Κακριδῆς, Φ.᾽ Ι., «Κριτικὰ καί ἑρμηνευτικὰ στὸν ᾽Αριστοϕάνη», Δωδώνη 1 (1972), σσ. 109-124. ——, ᾽Αριστοϕάνους ῎ Ορνιθες. ῾ Ερμηνευτικὴ ἔκδοση, ᾽ Ιωάννινα 1982. Καρα μάν ου, ᾽ Ι., «Εὐριπιδαριστοϕανίζων: ῾ Η πρόσληψη τοῦ Εὐριπίδη στὴν ᾽Αρχαία Κωμωδία», στό: Θ.Γ. Παπ πᾶς & ᾽Α.Γ. Μαρκ αν των ᾶτος (ἐπιμ.), ᾽Αττικὴ Κωμωδία. πρόσωπα καὶ προσεγγίσεις, ἐκδ. Gutenberg, Αθήνα 2011, σσ. 675-737. Κ οπ ι δ ά κη ς, Μ.Ζ., (ἐπιμ.), ῾ Ιστορία τῆς ῾ Ελληνικῆς Γλώσσας, ἐκδ. ῾ Ελληνικὸ Λογοτεχνικὸ καὶ ῾ Ιστορικὸ ᾽Αρχεῖο, ᾽Αθήνα 1999.
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
83
Κοτζιᾶ, Π., «῾ Ο λόγος τῶν βαρβάρων στὴν ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Γραμματεία», στό: ᾽Α.-Φ. Χ ριστ ίδη ς (ἐπιμ.), ῾ Ιστορία τῆς ῾ Ελληνικῆς Γλώσσας. ᾽Απὸ τὶς ἀρχὲς ἕως τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, ᾽ Ινστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 1036-1041. ——, «Παιδικὸς λόγος στὴν ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Γραμματεία», στό: ᾽Α.Φ. Χ ριστ ίδη ς (ἐπιμ.), ῾ Ιστορία τῆς ῾ Ελληνικῆς Γλώσσας. Α ᾽ πὸ τὶς ἀρχὲς ἕως τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, ᾽ Ινστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 1042-1044. Μαργαρίτ η-Ρόγ κ α, Μ., «Οἱ διάλεκτοι», στό: ῾ Ιστορία τῆς ῾Ελληνικῆς Γλώσσας (ἐπιμ. Μ.Ζ. Κοπιδάκης), ὅ.π., σσ. 24-27, 30-39. Μιχαή λ, Χ.᾽Α., ῾ Ο κωμικὸς λόγος τοῦ ᾽Αριστοϕάνους, διδ. διατριβή, ᾽Αθήνα 1981. Μπ α μπ ιν ιώτ η ς, Γ.Δ., ῾ Ο διὰ συνθέσεως ὑποκορισμὸς εἰς τὴν ῾ Ελληνικήν, Βιβλιοθήκη Σοϕίας Ν. Σαρίπογλου, ἐν ᾽Αθήναις 1969 (διδ. διατριβή). ——, Συνοπτικὴ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μὲ εἰσαγωγὴ στὴν ἱστορικοσυγκριτικὴ γλωσσολογία, ᾽Αθήνα 1986. ᾽ ριστοϕάνους καὶ ὁ κωμικὸς χαΞυπ νη τός, Ν., ῾ Ο κωμικὸς λόγος τοῦ Α ρακτῆρας τῶν καταλήξεων εἰς -άδης και εἰς -ίδης στὶς κωμωδίες του, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994. Παν αγ ιώτου, ῎ Α ν ν α, « ᾽ Ιωνικὴ καὶ ᾽Αττική», στό: ᾽Α.-Φ. Χ ριστ ίδη ς (ἐπιμ.), ῾ Ιστορία τῆς ῾ Ελληνικῆς Γλώσσας. ᾽Απὸ τὶς ἀρχὲς ἕως τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, ᾽ Ινστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 299-307. Παπ πᾶς, Θ.Γ, ῾ Ο ϕιλόγελως ᾽Αριστοϕάνης, ἐκδ. Καρδαμίτσα, ᾽Αθήνα 1994 (1996²). Σπ υρόπ ουλος, ᾽ Η.Σ., « ῎ Ονεια πράγματα, ῾ Ιππεῖς 1399», ῾ Ελληνικὰ 33 (1981), σσ. 3-13. ——, «Σϕαιρικὴ Σύνθεση τῆς προσωπικότητας τοῦ ᾽Αριστοϕάνη», Διαβάζω 223 (1979), σσ. 64-66. ——, «Φαινομενολογία, γενεσιουργία καὶ λειτουργία τῆς αἰσχρολογίας καὶ αἰσχροπραξίας στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία», στο: Θ.Γ. Παππᾶς & ᾽Α.Γ. Μαρκ αν των ᾶτος (επιμ.), ᾽Αττικὴ Κωμωδία, ἐκδ. Gutenberg, ᾽Αθήνα 2011, σσ. 412-434. ——, ᾽Αριστοϕάνης: Σάτιρα, Θέατρο, Ποίηση, Θεσσαλονίκη 1988. Στ εϕ ανῆς, ᾽ Ι. ᾽ Ε., ῾ Ο δοῦλος στὶς κωμωδίες τοῦ Α ᾽ ριστοϕάνη. ῾ Ο ρόλος του καὶ ἡ μορϕή του, διδ. διατριβή, ᾽Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1980. Συν ο διν οῦ, Κ., ῎ Εοικα - εἰκὸς καὶ συγγενικά. ᾽Απὸ τὸν ῞ Ομηρο ὡς τὸν
84
ΘΕΟΔ ΩΡΟΣ Γ. ΠΑΠΠΑΣ
Α ᾽ ριστοϕάνη. Σημασιολογικὴ μελέτη, Δωδώνη: ᾽ Επιστημονικὴ ᾽ Επετηρίδα Φιλοσοϕικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου ᾽ Ιωαννίνων, ᾽ Ιωάννινα 1981. Τσατσάνη ς, Κ.Ν., ᾽Οργάνωση καὶ λειτουργία τῶν ἐρωταποκρίσεων στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία, ἐκδ. Καρδαμίτσα, ᾽Αθήνα 2006. Χ αρα λα μπ άκη ς, Χ., ῾ Ιστορία τῆς μετακλασικῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Α΄: ῾ Η ἑλληνιστικὴ Κοινή, Ρέθυμνο 1984. Χ αριτων ίδη ς, Χ.Χ., (Εὔιος Ληναῖος), ᾽Απόρρητα, Θεσσαλονίκη 1935. Χ ριστ ίδη ς, ᾽Α.-Φ. (ἐπιμ.), ῾ Ιστορία τῆς ῾ Ελληνικῆς Γλώσσας. ᾽Απὸ τὶς ἀρχὲς ἕως τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα, ἐκδ. ᾽ Ινστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 2001.
Μαρία Γ. Ξανθοῦ* ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΔΟΣ (1-42 WILSON) ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ**
Εἰσαγωγὴ
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΜΕΛΕΤΗ ἀϕορμᾶται ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη ὑπόθεση ἐργα᾽ χαρνῆς τοῦ ᾽Αρισίας: ἡ προλογικὴ ρήση τοῦ Δικαιοπόλιδος στοὺς Α στοϕάνους συνιστᾶ ἰδιότυπη περίπτωση, καθὼς συμπυκνώνει βασικὰ μοτίβα, τεχνάσματα καὶ στρατηγικὲς ποὺ μετέρχεται ὁ κωμικὸς ποιητὴς γιὰ νὰ προωθήσει τὴν ἀντίστιξη μεταξὺ ἀγροῦ καὶ ἄστεως, παρουσιάζοντας αὐτὲς τὶς δυὸ ϕαντασιακὲς περιοχὲς ὡς παραπληρωματικὰ σύνολα κοινωνικῶν, θρησκευτικῶν καὶ πολιτισμικῶν τρόπων καὶ ἠθῶν τοῦ ἀνθρώπινου βίου.1 ῾ Ως ἐκ τούτου, ὡς βασικὸ ἐπι** Residential Fellow, Center for Hellenic Studies, Harvard University (20132014). Διδάκτωρ Κλασικῆς Φιλολογίας τοῦ ᾽Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. ** Εὐχαριστῶ τὴν ᾽Αρχαιολόγο ποὺ ἀποκάλυψε τὸ ἀρχαῖο θέατρο τῶν ᾽Αχαρνῶν κα Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα καὶ τὴν Πρόεδρο τοῦ ᾽ Επισκηνίου κα Μαρία Μίχα, τοὺς κκ. καθηγητὲς ᾽Ανδρέα Μαρκαντωνᾶτο καὶ Λαμπρινὸ Πλατυπόδη, καθὼς καὶ τὸν Δήμαρχο ᾽Αχαρνῶν κ. Σωτήριο Ντοῦρο γιὰ τὴν πρόσκληση καὶ τὴν εὐϕρόσυνη ϕιλοξενία. 1. Βλ. Compton & Engle (1999) 359-373 καὶ Xanthou (2010) 297-314· γιὰ τὴν ἀντίϕαση καὶ τὴν ἀντίθεση ὡς δομικὰ στοιχεῖα τῆς ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας
86
ΜΑΡΙΑ Γ. ΞΑΝΘΟΥ
χείρημα προβάλλεται ὅτι ὁ πρόλογος τοῦ Δικαιοπόλιδος λειτουργεῖ ὡς καθοδηγητικὸς μίτος ποὺ διατρέχει ὅλη τὴν κωμωδία. ᾽Απὸ αὐτὸν ἐκπορεύονται τὰ βασικὰ θέματα, τὰ μοτίβα καὶ οἱ ἀντιθέσεις τῆς ἐν λόγω κωμωδίας. Πάνω σὲ αὐτὲς τὶς ἀντιθέσεις δομεῖται ὁ μονόλογος τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα, συνιστώντας τὸν λογοτεχνικό, μυθοπλαστικὸ καὶ ἀϕηγηματικὸ κάνναβο ποὺ προωθεῖ τὴν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς τῆς κωμωδίας ᾽Αχαρνῆς. Κατὰ συνέπεια, ἡ εἰσήγηση ἐπικεντρώνεται στὴν ἀνάγνωση καὶ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἐναρκτήριου μονολόγου τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα ὡς μικρογραϕίας, ὡς μετωνυμικῆς σύνοψης ποὺ ἐξεικονίζει τὴ μετακίνηση ἀπὸ τὸν ἀγρὸν στὸ ἄστυ καὶ προοικονομεῖ τὴν καταληκτικὴ ἀντίστροϕή της, ἀπὸ τὸ ἄστυ στὸν ἀγρόν. Κατὰ συνέπεια, ἡ παροῦσα μελέτη ἀποσκοπεῖ νὰ καταδείξει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ πρόλογος συνιστᾶ ἔργο ἀϕενὸς σὲ μικροκλίμακα, ἀϕετέρου ὁλοκληρωμένο. Μὲ ἄλλα λόγια, ἰσοδυναμεῖ μὲ μακροσκελῆ ρήση, ποὺ περιέχει in nuce τὸ σύνολο τῶν ἀντιθέσεων πάνω στὶς ὁποῖες δομεῖται ἡ ὑπὸ πραγμάτευση κωμωδία, καὶ παράλληλα παρουσιάζει ἔκτυπα μεταξὺ ἄλλων μία ἐκ τῶν δομικῶν ἀντιθέσεων ποὺ διατρέχουν ὄχι μόνο τὴν ὑπὸ ἐξέταση κωμωδία, ἀλλὰ καὶ τὸ σύνολο τοῦ ἀριστοϕανικοῦ ἔργου, τὴ διαϕορὰ μεταξὺ ἄστεως και ἀγροῦ, μεταξὺ ἀστικοῦ καὶ ἀγροτικοῦ περιβάλλοντος.
Τρεῖς σὺν μία ἐπισημάνσεις σχετικὰ μὲ τὴν ταυτότητα τοῦ ἥρωα Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὴν ὡς ἄνω προτεινόμενη ὑπόθεση ἐργασίας προκαταβάλλονται στὸ σημεῖο αὐτὸ τέσσερις χρήσιμες ἐπεξηγήσεις: α) ἀπὸ τὶς ἀκέραια σωζόμενες κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, οἱ ᾽Αχαρνῆς συνιστοῦν ἐνδεχομένως τὴ μοναδικὴ κωμωδία ποὺ ϕέρει ὡς τίτλο τὴν ἐπωνυμία ἑνὸς ἐκ τῶν δήμων τῆς ᾽Αττικῆς· β) ὁ μονόλογος τοῦ Δικαιοπόλιδος ἀποτελεῖ τὴν μακροσκελέστερη προλογικὴ ρήση στὶς ἀκέραια σωζόμενες κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνους, βλ. Süss (1954) 115-159, 229-254, 289-316, καὶ Silk (2001) 256-300· γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἐπιχειρήματός μου ἔχω συμβουλευθεῖ τὸ ὑπόμνημα τοῦ Olson (2002) στοὺς ᾽Αχαρνῆς του ᾽Αριστοϕάνους.
ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ
87
καθὼς ἀριθμεῖ συνολικὰ σαράντα δύο στίχους, μὲ ἐξαίρεση τὸν μονόλογο τοῦ Στρεψιάδη στὴν κωμωδία Νεϕέλαι ποὺ ἀριθμεῖ περίπου ᾽ χαρνῆς τὸ τοὺς μισούς, δηλαδὴ εἴκοσι τέσσερις στίχους· γ) στοὺς Α ὄνομα τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα ἀποκαλύπτεται σὲ ὕστερο στάδιο τῆς κωμωδίας, πιὸ συγκεκριμένα στὸν στίχο 406 μαζὶ μὲ τὸ δημωνυμικό του: Δικαιοπόλις καλεῖ σε Χολλῄδης ἐγώ.2 Μία παρόμοια τεχνικὴ ἀπαντᾶ στὴν περίπτωση τοῦ Στρεψιάδη στὴν κωμωδία Νεϕέλαι (στχ. 134), τοῦ Φιλοκλέωνα καὶ τοῦ Βδελυκλέωνα στοὺς Σϕῆκας (στ. 133-4), τοῦ Τρυγαίου στὴν Εἰρήνη (στ. 190).3 ᾽ Εντούτοις, ἡ ἰδιαιτε᾽ χαρνέων ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ ἥρωα ρότητα τῶν Α ἀποκαλύπτεται πολὺ ἀργότερα.4 Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀναϕορικὰ μὲ τὴν καθυστερημένη ἀποκάλυψη τοῦ δημωνυμικοῦ, ἀποπειρῶμαι τὴν ἀκόλουθη εἰκασία: στὸ πλαίσιο τῆς ἀντίθεσης ἀγροῦ-ἄστεως ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀναβάλλει ἐσκεμμένα τὴν ἀποκάλυψη τῆς ταυτότητας τοῦ κεντρικοῦ ἥρωά του, ἐπειδὴ ἡ ἔμϕαση πρέπει νὰ δοθεῖ στὴν ταυτότητα τοῦ χοροῦ, ἡ πάροδος τοῦ ὁποίου ἐπίκειται. Στὴ σκηνὴ ποὺ προηγεῖται τῆς παρόδου ὁ ᾽Αμϕίθεος5, ὁ προσωπικὸς πρέσβης τοῦ Δικαιοπόλιδος, ἐπιστρέϕει ϕέρνοντας τὶς σπονδές, δηλ. τὴ μονομερῆ συνθήκη εἰρήνης τοῦ ἥρωα πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους, σὲ τρεῖς ἐκδοχές, πενταετῆ, δεκαετῆ, τριακονταετῆ, ὑπὸ τὴ μορϕὴ κρασιοῦ, ποὺ τὸ καθένα λόγω παλαιότητας διαθέτει ἰδιαίτερο συνδυασμὸ ἀρώματος καὶ γεύσης.6 Στὴν σκηνὴ αὐτὴ ποὺ ἀποτυπώνει ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ᾽Αρχαίας Κωμωδίας, δηλ. τὴν ἀλληλεπίδραση μεταξὺ χοροῦ καὶ πρωταγωνιστικῶν προσώπων τοῦ ἔργου, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν πάροδο, ὅπου ὁ χορὸς κυνηγᾶ ἕνα πρόσωπο ἢ τοῦ ἐπιτίθεται, ὁ ᾽Αμϕίθεος καταϕθάνει τρέχοντας καὶ κουβαλώντας τὶς σπονδές, ἐπειδὴ τὸν κυνηγᾶ ὁ Χορὸς τῶν γερόντων ᾽Αχαρνέων, ποῦ τὶς ἔχουν ὀσϕρηστεῖ καὶ ἀπειλοῦν νὰ τὸν λιθοβολήσουν. ῾ Ο ᾽Αμϕίθεος προαναγγέλλει τὴν πάροδό τους καὶ τοὺς περιγράϕει ὡς ἑξῆς (στ. 179-185): 2. ῾ Ο Δῆμος τῶν Χολλῃδῶν βρισκόταν νοτίως τοῦ σημερινοῦ ἀεροδρομίου τοῦ Τατοΐου καὶ συνόρευε μὲ τὸν Δῆμο ᾽Αχαρνέων. Βλ. Traill (1975) 18 κ.ἑ., καὶ Whitehead (1986) 332 ὑποσημ. 35, 425. 3. Bowie (1988) 183 ὑποσημ. 3. 4. Bowie (1988) 183. 5. Γιὰ τὴ μορϕὴ τοῦ ᾽Αμϕίθεου βλ. Griffith (1974) 367-369. 6. Γιὰ τὴν ὀπτικὴ ἀναπαράσταση τῶν σπονδῶν βλ. Olson (2002) 125.
88
ΜΑΡΙΑ Γ. ΞΑΝΘΟΥ
ἐγὼ μὲν δεῦρό σοι σπονδὰς ϕέρων ἔσπευδον· οἱ δ ᾽ ὤσϕροντο πρεσβῦταί τινες ᾽ Α χαρνικοί, σ τιπτοὶ 7 γέροντες, πρίνινοι, ἀτεράμονες, Μαραθωνομάχαι, σϕε νδάμνινοι. ἔπειτ ᾽ ἀνέκραγον πάντες· «ὦ μιαρώτατε, σπονδὰς ϕέρεις, τῶν ἀμπέλων τετμημένων;»· κἀς τοὺς τρίβωνας ξυνελέγοντο τῶν λίθων· ἐγὼ δ ᾽ ἔϕευγον· οἱ δ ᾽ ἐδίωκον κἀβόων.8
Μετὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ἡλικίας τοὺς ὡς πρεσβῦται9 (στ. 180) ἐν εἴδει προεξαγγελτικῆς παράθεσης, ἡ μακροσκελὴς ἀκολουθία ἐπιθετικῶν προσδιορισμῶν (στ. 181-2) ἐγκαινιάζεται μὲ τὸν προσδιορισμὸ Α ᾽ χαρνικοί, δηλωτικὸ τῆς καταγωγῆς τῶν μελῶν τοῦ χοροῦ, τοῦ χαρακτήρα τους ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν τραχύτητά τους, τῆς πολεμικῆς συμβολῆς τους στὴ μάχη τοῦ Μαραθώνα καὶ τῆς ἀνδρείας τους, ὅπως μαρτυροῦν ἕνα ἀδέσποτο κωμικὸ ἀπόσπασμα (ἀδεσπ. κωμ. ἀπ. 498 Δρυαχαρνεῦ Κ.-Α.), τὸ Λεξικὸ τοῦ Φωτίου καὶ τὸ Λεξικὸ Etymologicum Magnum (Phot. Lex. δ762 Theod.=EM p.288,15 ἐκωμωδοῦντο γὰρ οἱ ᾽Αχαρνεῖς ὡς ἄγριοι καὶ σκληροί), τὸ Λεξικὸ τοῦ ῾ Ησυχίου (Hsch. s.v. δοκοῦσι γὰρ οἱ ᾽Αχαρνεῖς σκληροὶ τὴν γνώμην εἶναι καὶ ἄτεγκτοι), καὶ ὁ δεύτερος Νεμεόνικος τοῦ Πινδάρου (Πινδ. Νεμ. 2.16-17 S.-M. ᾽Αχάρναι δὲ παλαίϕατον | εὐάνορες).10 ᾽ Επιπλέον, ὁ προσδιορισμὸς Μαραθωνομάχαι θὰ πρέπει νὰ συνδυαστεῖ μὲ τὴν ἀκόλουθη μαρτυρία τοῦ Θουκυδίδη11, ὁ ὁποῖος στὴν Ξυγγραϕή του (2.19) μᾶς πληροϕορεῖ ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἔναρ7. Γιὰ τὰ ἐπίθετα στιπτοί, πρίνινοι καὶ ἀτεράμονες ὡς δηλωτικὰ τῆς παραγωγῆς καυσόξυλων καὶ κάρβουνου βλ. Olson (1991) 411-420. 8. Υἱοθετῶ τὸ ἀρχαῖο κείμενο τῆς στερεότυπης ἔκδοσης τοῦ Wilson (2007) στὴ σειρὰ Oxford Classical Texts. 9. Γιὰ τὸν ρόλο τῶν γερόντων στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία βλ. Oeri (1948) passim. 10. Γιὰ τὴν ἀξιοποίηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ λατινικῶν λογοτεχνι᾽ χαρνέων βλ. Kelκῶν πηγῶν ὡς πρὸς τὴν πραγμάτευση τῆς ταυτότητας τῶν Α logg (2005) 54-94. Γιὰ τὴν ἀνάλυση τῆς ταυτότητας τῶν ᾽Αχαρνέων σὲ σχέση μὲ τὴν ὁμώνυμη ἀριστοϕανικὴ κωμωδία βλ. Kellogg (2013) 113-148. 11. Γιὰ μία περιεκτικὴ ἀνάλυση τῶν θουκυδίδειων χωρίων βλ. ἐπίσης Kellogg (2005) 56-58.
ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ
89
ξης τοῦ ᾽Αρχιδάμειου πολέμου οἱ ᾽Αχαρνὲς ἦταν ὁ μεγαλύτερος, δηλ. ὁ πρῶτος σὲ πληθυσμὸ δῆμος τῆς ᾽Αττικῆς: «χωρίον μέγιστον τῆς Α ᾽ ττικῆς τῶν δήμων καλουμένων, καὶ καθεζόμενοι <οἱ Λακεδαιμόνιοι> ἐς αὐτὸ στρατόπεδόν τε ἐποιήσαντο χρόνον τε πολὺν ἐμμείναντες ἔτεμνον»· ἐνῶ σὲ ἄλλο σημεῖο (Ξυγγρ. 2.20), ὁ ᾽Αθηναῖος ἱστορικὸς μᾶς πληροϕορεῖ: Γνώμῃ τοιᾷδε λέγεται τὸν ᾽Αρχίδαμον περί τε τὰς ᾽Αχαρνὰς ὡς ἐς μάχην ταξάμενον μεῖναι καὶ ἐς τὸ πεδίον ἐκείνῃ τῇ ἐσβολῇ οὐ καταβῆναι· τοὺς γὰρ ᾽Αθηναίους ἤλπιζεν, ἀκμάζοντάς τε νεότητι πολλῇ καὶ παρεσκευασμένους ἐς πόλεμον ὡς οὔπω πρότερον, ἴσως ἂν ἐπεξελθεῖν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἂν περιιδεῖν τμηθῆναι. ἐπειδὴ οὖν αὐτῷ ἐς Ε ᾽ λευσῖνα καὶ τὸ Θριάσιον πεδίον οὐκ ἀπήντησαν, πεῖραν ἐποιεῖτο περὶ τὰς ᾽Αχαρνὰς καθήμενος οὐκ ἐπεξίασιν· ἅμα δὲ καὶ ᾽Α χαρνῆς μέγα μέρος ὄντες τῆς πόλεως (τρισχίλιοι γὰρ ὁπλῖται ἐγέ νοντο) οὐ περιόψεσ θαι ἐδόκουν τὰ σϕέτερα διαϕθαρέ ντα, ἀλλ ᾽ ὁρμήσειν καὶ τοὺς πά ντας ἐς μάχην. ἀλλ ᾽ ὁρμήσειν καὶ τοὺς πάντας ἐς μάχην. εἴ τε καὶ μὴ ἐπεξέλθοιεν ἐκείνῃ τῇ ἐσβολῇ οἱ ᾽Αθηναῖοι, ἀδεέστερον ἤδη ἐς τὸ ὕστερον τό τε πεδίον τεμεῖν καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν πόλιν χωρήσεσθαι· τοὺς γὰρ ᾽Α χαρν έ α ς ἐ σ τε ρ ημ έ ν ο υ ς τ ῶ ν σ ϕ ε τέ ρ ω ν οὐχ ὁμοίως προθύμους ἔσεσθαι ὑπὲρ τῆς τῶν ἄλλων κινδυνεύειν, στάσιν δ ᾽ ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ. τοιαύτῃ μὲν διανοίᾳ ὁ Α ᾽ ρχίδαμος περὶ τὰς Α ᾽ χαρνὰς ἦν.12
[᾽ Επιπλέον αἰτία ποὺ ὁ ᾽Αρχίδαμος ἔμεινε στὶς ᾽Αχαρνὲς μὲ τὸ στρατὸ σὲ παράταξη μάχης καὶ δὲν κατέβηκε στὴν πεδιάδα στὴ διάρκεια ἐκείνης τῆς εἰσβολῆς ἦταν ἡ ἀκόλουθη σκέψη. Εἶχε τὴν ἐλπίδα πὼς οἱ ᾽Αθηναῖοι, ποὺ διέθεταν πολυάριθμη νεολαία καὶ ἦσαν προετοιμασμένοι γιὰ πόλεμο ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἴσως νὰ ἔβγαιναν νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ μὴν ἄϕηναν τὴ γῆ τους νὰ καταστραϕεῖ. Κι ἀϕοῦ λοιπὸν δὲν βγῆκαν νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν στὴν ᾽ Ελευσίνα καὶ στὸ Θριάσιο, ἔμεινε στὶς ᾽Αχαρνὲς καὶ δοκίμαζε μήπως βγοῦν ἐκεῖ. Διότι καὶ ὁ χῶρος τοῦ ϕαινόταν κατάλληλος γιὰ νὰ στρατοπεδεύσει καὶ οἱ ᾽Αχαρνεῖς ποὺ ἀποτελοῦσαν σημαντικὸ τμῆμα τοῦ λαοῦ (ἔδιναν τρεῖς χιλιάδες ὁπλίτες στὸν ᾽Αθηναϊκὸ στρατὸ) ϕαινόταν ὅτι δὲν θὰ ἄϕηναν νὰ καταστρέϕονται οἱ περιουσίες τους ἀλλὰ θὰ παρέσυραν καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους 12. Υἱοθετῶ τὸ ἀρχαῖο κείμενο τῆς στερεότυπης, ἐπαυξημένης ἔκδοσης τῶν Jones & Powell (1942) στὴ σειρὰ Oxford Classical Texts.
90
ΜΑΡΙΑ Γ. ΞΑΝΘΟΥ
σὲ μάχη. ᾽Αλλὰ κι ἂν ἀκόμη στὴ διάρκεια ἐκείνης τῆς εἰσβολῆς οἱ ᾽Αθηναῖοι δὲν ἔβγαιναν νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσουν, πίστευε ὅτι ὕστερα πιὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς πιὸ ἄϕοβα νὰ κάνει καταστροϕὲς στὴν πεδιάδα καὶ νὰ προχωρήσει μέχρι τὴν ἴδια τὴν πόλη· διότ ι οἱ ᾽Α χαρν εῖς, ἔχον τας χάσε ι π ιὰ τ ὰ ὑπ άρχον τ ά τους, δὲν θ ὰ εἶν α ι ἐξίσου πρόθυ μοι ν ὰ ἐ κτ εθοῦν σὲ κιν δύν ους γ ιὰ τ ὶς π ε ρ ιου σ ί ε ς τ ῶ ν ἄ λ λ ω ν κ ι ὅ τ ι θ ὰ π έ σ ε ι δ ιχόν ο ι α σ τ οὺ ς ᾽Α θην α ίους. Κάνον τας τ έτοιες σ κ έψεις ὁ ᾽Α ρχίδα μος ἔμεν ε στ ὶς ᾽Α χαρν ές.13
Στὸ ἀμέσως ἑπόμενο κεϕάλαιο (Ξυγγρ. 2.21) ὁ Θουκυδίδης ἐπισημαίνει τὴν ἐπίδραση τῆς εἰσβολῆς στὸ ἠθικὸ τῶν ᾽Αθηναίων καὶ ὑπογραμμίζει γιὰ δεύτερη ϕορὰ τὸ μέγεθος τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ δήμου ᾽Αχαρνέων μέσω σχήματος λιτότητας: ἐπειδὴ δὲ περὶ ᾽Α χαρνὰς εἶδον τὸν σ τρατὸν ἑξήκοντα σταδίους τῆς πόλεως ἀπέχοντα, οὐκέτι ἀνασχετὸν ἐποιοῦντο ἀλλ ᾽ αὐτοῖς, ὡς εἰκός, γῆς τεμνομέ νης ἐν τῷ ἐμϕανεῖ, ὃ οὔπω ἑορά κεσα ν οἵ γε νεώτεροι, οὐδ ᾽ οἱ πρεσβύτεροι πλὴν τὰ Μηδικά, δεινὸν ἐϕαίνετο καὶ ἐδόκει τοῖς τε ἄλλοις καὶ μάλιστα τῇ νεότητι ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾶν. κατὰ ξυστάσεις τε γιγνόμενοι ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν, οἱ μὲν κελεύοντες ἐπεξιέναι, οἱ δέ τινες οὐκ ἐῶντες. χρησμολόγοι τε ᾖδον χρησμοὺς παντοίους, ὧν ἀκροᾶσθαι ὡς ἕκαστος ὥρμητο. οἵ τε Α ᾽ χαρνῆς οἰόμε νοι παρὰ σϕίσιν αὐτοῖς οὐκ ἐλαχίσ την μοῖρα ν εἶναι ᾽Α θηναίων, ὡς αὐτῶν ἡ γῆ ἐτέμνετο, ἐνῆγον τὴν ἔξοδον μάλισ τα.
[ ῞ Οταν ὅμως εἶδαν τὸ στρατὸ <τῶν Λακεδαιμονίων> νὰ εἶναι στὶς ᾽Αχαρνὲς καὶ νὰ ἀπέχει ἑξήντα στάδια ἀπὸ τὴν πόλη κατάλαβαν ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξακολουθήσουν νὰ τὸ ἀνέχονται, ἀλλά, ὅπως εἶναι εὐνόητο, τοὺς ϕαινόταν ϕοβερὸ νὰ ρημάζεται ἡ γῆ τους μπροστὰ στὰ μάτια τους, κάτι ποὺ οἱ νεότεροι δὲν τὸ εἶχαν ξαναδεῖ ἕως τότε οὔτε οἱ ἡλικιωμένοι, παρὰ μόνο στὰ Μηδικά, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔκριναν ὅλοι, καὶ προπαντὸς οἱ νέοι, ὅτι ἔπρεπε νὰ βγοῦν νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ μὴν τὸ ἀνέχονται ἄλλο. ῎ Αρχισαν νὰ μαζεύονται ἄτυπα ὁμάδες-ὁμάδες καὶ νὰ διαπληκτίζονται, ἄλλοι, οἱ περισσότεροι, ζητώντας νὰ βγοῦν νὰ
13. Υἱοθετῶ τὴ νεοελληνικὴ μετάϕραση τοῦ Σκουτερόπουλου (2011).
ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ
91
πολεμήσουν καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς ἀποτρέψουν. Διάϕοροι χρησμολόγοι ἀπάγγελναν χρησμοὺς κάθε λογῆς ἀνάλογα μὲ τί ἤθελε νὰ ἀκούσει καθένας. ᾽ Ιδίως οἱ ᾽Αχαρνεῖς, θεωρώντας ὅτι ἀποτελοῦν ἕνα ὄχι ἀσήμαντο τμῆμα τοῦ ᾽Αθηναϊκοῦ λαοῦ, πίεζαν περισσότερο ἀπὸ ὅλους νὰ γίνει ἔξοδος, ἀϕοῦ καταστρεϕόταν ἡ δική τους γῆ. […] ]
᾽ Επιστρέϕοντας στὶς προκαταβολικὲς ἐπισημάνσεις, θὰ ἤθελα νὰ ᾽ χαρνῆς διδάχτηκαν στὰ Λήναια τὸ 425 προσθέσω μία τέταρτη: οἱ Α π.Χ., ἑορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας παρουσιάζονταν κωμωδίες καὶ ἀπὸ τὸ 432 π.Χ. καὶ τραγωδίες, ἡ παρακολούθηση τῶν ὁποίων περιοριζόταν μόνο στοὺς ᾽Αθηναίους πολίτες, ὅπως ἄλλωστε ἐπισημαίνει ὁ ἴδιος ὁ Δικαιόπολις στοὺς στ. 502-507: οὐ γάρ με νῦν γε διαβαλεῖ Κλέων ὅτι ξένων παρόντων τὴν πόλιν κακῶς λέγω. αὐτοὶ γάρ ἐσμεν οὑπὶ Ληναίῳ τ ᾽ ἀγών, κοὔπω ξένοι πάρεισιν· οὔτε γὰρ ϕόροι ἥκουσιν οὔτ ᾽ ἐκ τῶν πόλεων οἱ ξύμμαχοι· ἀλλ ᾽ ἐσμὲν αὐτοὶ νῦν γε περιεπτισμένοι· […],
μιὰ ποὺ τὸν ᾽ Ιανουάριο, μήνα διεξαγωγῆς τῶν Ληναίων, ὁ ἄστατος χειμωνιάτικος καιρὸς δὲν εὐνοοῦσε τὰ ταξίδια τῶν ὑπόλοιπων ῾ Ελλήνων πρὸς τὴν ᾽Αθήνα, καὶ δὴ τὸν κατάπλου τῶν συμμάχων ἀπὸ τὰ νησιά. ᾽ Επιπλέον, μὲ τὸν ὄρο περιεπτισμένοι14, terminus technicusδάνειο ἀπὸ τὴ γεωργικὴ τέχνη, ὑποβάλλεται μία ἐπιπλέον σημασιολογικὴ ἐξειδίκευση: τὸ «μεῖγμα» τοῦ συλλογικοῦ σώματος τῶν κατοίκων τοῦ ἄστεως, τὸ ὁποῖο συνίσταται ἀπὸ τοὺς ᾽Αθηναίους πολίτες καὶ τοὺς μετοίκους.15
14. Πρόκειται γιὰ μετοχὴ παρακειμένου ἀρσενικοῦ γένους μέσης ϕωνῆς τοῦ ρήματος περιπτίσσω: «ἀποϕλοιώνω». 15. Γιὰ τὴ σύσταση τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ἀρχαίας ᾽Αθήνας βλ. Akrigg (2011) 37-59 μὲ παράλληλη πραγμάτευση τοῦ δημογραϕικοῦ ζητήματος.
92
ΜΑΡΙΑ Γ. ΞΑΝΘΟΥ
῾ Ο Δικαιόπολις καὶ ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου ῾ Η ἐναρκτήρια σκηνὴ τῶν Α ᾽ χαρνέων (στ. 1-42) ὑποβάλλει στοὺς θεατὲς μία ἐκ τῶν πολλῶν προαναϕερθεισῶν ἀντιθέσεων, πάνω στὶς ὁποῖες δομεῖται ἡ ἐν λόγω κωμωδία. Μία ἀνώνυμη, μοναχική, ἀνδρικὴ ϕιγούρα κάθεται ἐπὶ σκηνῆς καὶ νὰ ἀναμένει τὴν ἄϕιξη κάποιων ἄλλων προσώπων ποὺ ἔχουν προσέλθει ἐγκαίρως στὸν προσυμϕωνημένο τόπο συνάθροισης. ῾ Η ἀπομόνωση καὶ ἡ μοναξιὰ τοῦ ἥρωα ὑπογραμμίζονται ἀϕενὸς ἀπὸ τὴ μορϕὴ τοῦ λόγου του, ποὺ ἐν προκειμένω εἶναι ὁ μονόλογος, ἀϕετέρου δὲ ἀπηχοῦνται στὴ χρήση ρηματικῶν τύπων σὲ πρῶτο ἑνικὸ πρόσωπο σὲ ὄλον τὸν μονόλογο (στ. 1-42): στ. 1 δέδηγμαι, στ. 2 ἥσθην, στ. 3 ὠδυνήθην, στ. 4 ϕέρ ᾽ ἴδω, ... ἥσθην, στ. 5 ἐγᾦδ ᾽... ηὐϕράνθην, στ. 7 ἐγανώθην ... ϕιλῶ, στ. 9 ὠδυνήθην, στ. 10 ᾽ κεχήνη, στχ. 12 ἥσθην, στ. 15 ἀπέθανον ... διεστράϕην, στ. 17 ᾽ γὼ ῥύπτομαι, στ. 18 ἐδήχθην, στ. 28-29 ἐγὼ ... κάθημαι, στ. 30-31 στένω, κέχηνα, σκορδινῶμαι, πέρδομαι, | ἀπορῶ, γράϕω, παρατίλλομαι, λογίζομαι, στ. 37 ἥκω, στ. 41 οὑγὼ ᾽ λεγον, ἢ ἐκϕράσεις ποὺ ἑστιάζουν στὸ πρῶτο ἑνικὸ πρόσωπο π.χ. στ. 1 τὴν ἐμαυτοῦ καρδίαν, στ. 12 πῶς τοῦτ ᾽ ἔσεισέ μου δοκεῖς τὴν καρδίαν; στ. 33 τὸν δ ᾽ ἐμὸν δῆμον. ᾽Αξιοπρόσεκτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ πρωτοπρόσωποι ρηματικοὶ τύποι καὶ οἱ ἀντίστοιχες ἐκϕράσεις μοιράζονται μεταξὺ τῶν πρώτων δεκαοκτὼ στίχων καὶ τῶν τελευταίων δεκατέσσερων τῆς προλογικῆς ρήσης, ἀπὸ τὸν στίχο 28 ἕως τὸν στίχο 41, μὲ ἕνα παρεμβαλλόμενο κενὸ δέκα στίχων. ῾ Η ἐν λόγω διασπορὰ καὶ διάταξη δὲν εἶναι τυχαῖα, ὅπως θὰ καταδειχθεῖ στὴ συνέχεια τῆς πραγμάτευσής μας. Στὴν ἔναρξη τοῦ μονολόγου του ὁ ἀνώνυμος ἥρωας ἀνατρέχει στὸ παρελθὸν καὶ ἀναστοχάζεται. ᾽ Ενδεικτικὴ ἄλλωστε εἶναι ἡ κυριαρχία τῶν παρελθοντικῶν ρηματικῶν τύπων. ᾽ Επιπλέον, κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν στίχων 1-18 εἶναι ἡ ἐπίϕαση ὑψηλοῦ ὕϕους, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ προσδώσει ὁ ποιητὴς καὶ νὰ μεταδώσει ὁ ἥρωας, χρησιμοποιώντας ἀρκετοὺς τύπους λέξεων ποὺ ἀπαντοῦν στὴν χορικὴ ποίηση τοῦ Πινδάρου καὶ στὴν ἀρχαία τραγωδία, π.χ. δέδηγμαι (Πινδ. Πυθ. 8.87 πτώσσοντι συμϕορᾷ δεδαγμένοι), καρδίαν (Αἰσχ. Χοηϕ. 166 ὀρχεῖται καρδία ϕόβῳ, Σοϕ. Α ᾽ ντ. 88 θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρ-
ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ
93
δίαν ἔχεις) βαιά (Πινδ. Πυθ. 9.77 βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν κτεάνων), χαιρηδόνος (κατ ᾽ ἀναλογίαν τῆς λέξεως ἀλγηδών, ῾ Ηρόδ. 5.18, Εὐρ. Μήδ. 24), κέαρ (Πινδ. ᾽Ισθμ. 5(4).20 ἐμὸν κέαρ οὐ γεύεται ὕμνων). ᾽ Εν συνεχεία, ὁ ἀνώνυμος ἥρωας ἀπαριθμεῖ τὶς προσδοκίες του ὅσον ἀϕορᾶ στὶς παραστάσεις τραγωδιῶν καὶ στοὺς μουσικοὺς ἀγῶνες καί, κατὰ συνέπεια τὶς προτιμήσεις του, ἀλλὰ καὶ τὶς διαψεύσεις του. ῾ Η ἀπαρίθμηση αὐτὴ συνίσταται ἀπὸ δυὸ ζεύγη ἑνὸς θετικοῦ καὶ ἑνὸς ἀρνητικοῦ παραδείγματος (ποιητὲς τραγωδίας: Αἰσχύλος-Θέογνις, κιθαρῳδοί: Δεξίθεος-Μόσχος). ᾽ Εκϕράζοντας τὴν προσδοκία του νὰ παρακολουθήσει πρῶτα τὴν ἀναπαράσταση μίας τραγωδίας τοῦ Αἰσχύλου ὁ ἥρωας θέτει τὸν τραγικὸ ποιητὴ ἀξιολογικὰ πρῶτο στὶς προτιμήσεις του, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ συνακόλουθη δήλωσή του γιὰ τὸ πόσο ἀπογοητεύθηκε, ὅταν εἶδε νὰ ἀνεβαίνει στὸ προσωρινὸ ἰκρίωμα τοῦ ᾽ Ωδείου γιὰ τὸν προάγωνα ὁ τραγικὸς ποιητὴς Θέογνις, ὁ ἐπονομαζόμενος καὶ «Χιὼν» λόγω τοῦ ψυχροῦ λογοτεχνικοῦ του ὕϕους. ῾ Η προτίμηση τοῦ ἥρωά μας γιὰ τὸν Αἰσχύλο εἶναι εὔγλωττη τοῦ συντηρητισμοῦ του καὶ τῆς κλίσης του πρὸς τὴν παραδοσιακὴ μορϕὴ τῆς τραγωδίας, ἀλλὰ προοικονομεῖ ἐπίσης τὴ διατύπωση τῆς ἄποψης τοῦ ἴδιου του ποιητῆ μέσω τοῦ ἥρωά του (στ. 497-500): μή μοι ϕθονήσητ ᾽, ἄνδρες οἱ θεώμενοι, εἰ πτωχὸς ὢν ἔπειτ ᾽ ἐν ᾽Αθηναίοις λέγειν μέλλω περὶ τῆς πόλεως, τρυγῳδίαν ποιῶν· τὸ γὰρ δίκαιον οἶδε καὶ τρυγῳδία.
᾽ Επιπλέον, οἱ ἐν λόγω λογοτεχνικὲς ἀνησυχίες τοῦ ἥρωα προετοιμάζουν τοὺς θεατὲς γιὰ τὴ σκηνὴ τῆς παρατραγωδίας (στ. 366-384), ἡ ὁποία ἑστιάζει στὴ διακωμώδηση τοῦ Εὐριπίδειου Τηλέϕου (ἀπ. 706Ν2), ἀλλὰ καὶ τὸν ἐκτενῆ μονόλογο τοῦ Δικαιοπόλιδος (στ. 496556), τὸν ὁποῖο ὁ ἥρωας ἐκϕέρει ἔχοντας δανειστεῖ τὴ σκευὴ τοῦ μυθικοῦ βασιλιᾶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Εὐριπίδη, μετὰ τὴ συνάντηση μαζί του (στ. 393-489).16 16. Γιὰ τὴ συγκεκριμένη σκηνὴ παρατραγωδίας βλ. Harriott (1982) 35-41, Muecke (1982) 17-34 καὶ Foley (1988) 33-47.
94
ΜΑΡΙΑ Γ. ΞΑΝΘΟΥ
᾽ Εν συνεχεία, ἡ μοναξιὰ τοῦ ἥρωα ἐπιτείνεται μέσω τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ σκηνικοῦ χώρου, μέσα στὸν ὁποῖο βρίσκεται ὁ ἴδιος, ὡς κενοῦ (στχ. 20 ἔρημος ἡ Πνὺξ αὐτηί). ῾ Ο σκηνικὸς χῶρος ἀντιπροσωπεύει τὴν Πνύκα (στ. 20 Πνύξ), ὅπου συνέρχεται ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου (στ. 19 οὔσης κυρίας ἐκκλησίας): ἡ Πνύκα17 καὶ ἡ ᾽Αγορὰ18 συνιστοῦσαν τοὺς κατεξοχὴν τόπους συνάθροισης τῶν ᾽Αθηναίων πολιτῶν καὶ βρίσκονταν στὸ ἐπίκεντρο τῆς ᾽Αθηναϊκῆς πολιτικῆς ζωῆς. Εἰδικότερα, ἡ Πνύκα ἦταν τὸ σημεῖο ὅπου συναθροιζόταν καὶ διαβουλευόταν ἡ ἐκκλησία τοῦ δήμου, ὁ σπουδαιότερος πολιτικὸς θεσμὸς τῆς ᾽Αθηναϊκῆς δημοκρατίας. ᾽ Εξαιτίας τῆς ἀργοπορημένης ἄϕιξης τῶν ὑπόλοιπων μελῶν τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου στὴν ἐπικείμενη συνάθροιση (στ. 19), ἡ παρουσία ἑνὸς μόνο ἀτόμου στὴν Πνύκα, καὶ πιὸ συγκεκριμένα τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα τῶν ᾽Αχαρνέων, ἑνὸς ᾽Αθηναίου πολίτη, ποὺ κάθεται καὶ περιμένει τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν, ὑπογραμμίζει πόσο ἄδειος εἶναι ὁ συγκεκριμένος τόπος, ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ προϋποθέτει τὴν παρουσία πολλῶν. ᾽ Επιπλέον, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἥρωάς μας βρίσκεται σὲ κατεξοχὴν ἀστικὸ περιβάλλον (στ. 20), συμπεριϕέρεται μὲ ἄξεστο τρόπο. ᾽Απὸ αὐτὸ τὸ περιβάλλον ἀϕορμᾶται ἡ ἀναπαράσταση τῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ὅσο κωμικὴ καὶ ἂν εἶναι, ἰσοδυναμεῖ ἐπίσης μὲ μία ἡμι-ρεαλιστικὴ ἀναπαράσταση τοῦ ἀστικοῦ ἤθους, ὅπως αὐτὸ ἀπαντᾶ στοὺς στίχους 43-174. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ θεατὲς παρακολουθοῦν τὴν ἀναπαράσταση τῶν ἀδυναμιῶν τοῦ κατεξοχὴν δημοκρατικοῦ θεσμοῦ: βλέπουν πολίτες νὰ καταϕθάνουν ἀργοπορημένοι, παρακολουθοῦν ὁμάδες μὲ κοινὰ πολιτικὰ συμϕέροντα νὰ καταχρῶνται τοὺς δημόσιους πόρους, θεῶνται τὶς προσπάθειες ἐξαπάτησης τοῦ συλλογικοῦ σώματος τῶν πολιτῶν, τοῦ δήμου (ἐν προκειμένω, τῶν ἴδιων τῶν θεατῶν), ἐνῶ τὰ πιὸ σημαντικὰ καὶ ἐπείγοντα ζητήματα τοῦ πολέμου ἀποσιωπῶνται ἐσκεμμένα, ἐνῶ ὅσοι εἶναι πρόθυμοι νὰ πράξουν τὸ καθῆκον τους ὡς πολίτες, ἀποβάλλονται ἀπὸ τὴ συνέλευση, ἐνῶ τὰ συμϕέροντα τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ ποὺ ἐγκα17. Γιὰ τὴν τοπογραϕία τῆς Πνύκας βλ. Kouroniotes & Thompson (1932) 90-138 καὶ Forsén & Stanton (1996) passim· γιὰ τὸ ἴδιο θέμα σὲ σχέση μὲ τὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία βλ. Allen (1936) 27-34. 18. Γιὰ τὴν τοπογραϕία τῆς ᾽Αγορᾶς στὴν ᾽Αθήνα βλ. Wycherley (1956) 2-23.
ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ
95
ταβιοῖ πλέον μέσα στὰ τείχη τῆς πόλης ἀγνοοῦνται πρὸς ὄϕελος τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμοῦ. Οἱ καταληκτικοὶ στίχοι τῆς προλογικῆς ρήσης προσθέτουν μία τελευταῖα λεπτομέρεια, ποὺ συμβάλλει στὴ γλαϕυρὴ σκιαγράϕηση τῆς ἀγροίκου μορϕῆς τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα: στὸν στ. 174 οἱ ᾽ Οδόμαντοι τοῦ κλέβουν τὴ σκορδαλιά του, καὶ ὁ ἴδιος διαμαρτύρεται (στ. 174 οἴμοι τάλας, μυττωτὸν ὅσον ἀπώλεσα). Τὸ σκόρδο, ἀναμεμειγμένο μὲ τυρί, πράσο καὶ μέλι, ἦταν βασικὸ συστατικὸ τοῦ μυττωτοῦ, μίας παχύρευστης σάλτσας ἢ ἀλοιϕῆς (τρῖμμα) μὲ ἔντονη γεύση, τὴν ὁποία ἑτοίμαζαν καὶ κατανάλωναν πολίτες τῆς κατώτερης κοινωνικῆς τάξης.19 Κατὰ συνέπεια, ὁ μονόλογος τοῦ Δικαιοπόλιδος προτρέπει τοὺς θεατὲς νὰ δοῦν τὴν ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀγροτῶν, καὶ πιὸ συγκεκριμένα, μέσα ἀπὸ τὰ μάτια κάποιου ποὺ εἶναι ἐνδεχομένως ὁ μοναδικὸς ὑποστηρικτὴς τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν (στχ. 28), ἐνῶ περιβάλλεται ἀπὸ τὴ διαϕθορὰ τοῦ ἄστεως. ῾ Η μοναξιὰ τοῦ ἥρωα ἀπηχεῖται ἐπίσης μέσω τῶν πρωτοπρόσωπων ρηματικῶν τύπων σὲ ἑνικὸ ἀριθμὸ στοὺς στ. 28-31: ἐγὼ δ ᾽ ἀεὶ πρώτιστος εἰς ἐκκλησίαν νοστῶν κάθημαι· κᾆτ ᾽, ἐπειδὰν ὦ μόνος, στένω, κέχηνα, σκορδινῶμαι, πέρδομαι,
ἀπορῶ, γράϕω, παρατίλλομαι, λογίζομαι, καὶ ἐπιτείνεται στὸν στ. 30, ὅπου ἐδῶ ἀπαντᾶ ἡ πρώτη σαϕὴς ἔνδειξη τῆς σκιαγράϕησης τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα ὡς ἄγροικου. Στὸν ἴδιο ἀκριβῶς στίχο ἀποκαλύπτεται γιὰ πρώτη ϕορὰ ἡ ἐγγενὴς σύγκρουση μεταξὺ ἀγροῦ καὶ ἄστεως, ἐϕόσον ἡ σαϕὴς δήλωση τοῦ ἥρωα ὅτι μισεῖ τὸ ἄστυ (στ. 32-33 ἀποβλέπων εἰς τὸν ἀγρὸν εἰρήνης ἐρῶν, | στυγῶν μὲν ἄστυ, τὸν δ ᾽ ἐμὸν δῆμον ποθῶν) ἕπεται τῆς περιγραϕῆς τῆς ὠμῆς δημόσιας συμπεριϕορᾶς του, περιγραϕὴ ποὺ ἐπικεντρώνεται στὶς σωματικὲς λειτουργίες του. ᾽Αξίζει νὰ σημειωθεῖ ἡ συνάϕεια τῶν στίχων 32-33 μὲ τὴ θουκυδίδεια περιγραϕὴ τῆς μετακίνησης τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ ἐντὸς τῶν τειχῶν τοῦ ἄστεως (Ξυγγρ. 2.14), περιγραϕὴ ποὺ μεταδίδει τὸ 19. Βλ. Olson (2002) 125.
96
ΜΑΡΙΑ Γ. ΞΑΝΘΟΥ
κοινὸ αἴσθημα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν μετακινηθέντα πληθυσμὸ καί, συνακολούθως, λειτουργεῖ ὡς ἐπεξήγηση τῶν ἀντίστοιχων ἀριστοϕάνειων στίχων: Οἱ δὲ Α ᾽ θηναῖοι ἀκούσαντες ἀνεπείθοντό τε καὶ ἐσεκομίζοντο ἐκ τῶν ἀγρῶν παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν ἄλλην κατασκευὴν ᾗ κατ ᾽ οἶκον ἐχρῶντο, καὶ αὐτῶν τῶν οἰκιῶν καθαιροῦντες τὴν ξύλωσιν· πρόβατα δὲ καὶ ὑποζύγια ἐς τὴν Εὔβοιαν διεπέμψαντο καὶ ἐς τὰς νήσους τὰς ἐπικειμένας. Χαλεπῶς δὲ αὐτοῖς διὰ τὸ αἰεὶ εἰωθέναι τοὺς πολλοὺς ἐν τοῖς ἀγροῖς διαιτᾶσθαι ἡ ἀνάστασις ἐγίγνετο.
[Οἱ ᾽Αθηναῖοι, ὅταν ἄκουσαν αὐτά (περὶ ἐπικείμενης εἰσβολῆς τῶν Λακεδαιμονίων καὶ τῶν συμμάχων τους μὲ ἐπικεϕαλῆς τὸν βασιλιὰ ᾽Αρχίδαμο), πείσθηκαν τελικὰ καὶ ἄρχισαν νὰ μεταϕέρουν στὴν πόλη ἀπὸ τὴν ὕπαιθρο τὰ γυναικόπαιδα, ἐπίσης τὰ πράγματα τῶν νοικοκυριῶν τους, ἀϕαιρώντας ἀκόμη καὶ τὰ ξύλινα ἐξαρτήματα ἀπὸ τὰ σπίτια τους· τὰ πρόβατα καὶ τὰ ὑποζύγια τὰ ἔστειλαν στὴν Εὔβοια καὶ στὰ κοντινὰ νησιά. ᾽ Επειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἦσαν συνηθισμένοι νὰ ζοῦν πάντα στὰ κτήματά τους, δυσανασχετοῦσαν γι᾽ αὐτὴ τὴν ἀναστάτωση.]
Οἱ ψυχολογικὲς συνέπειες τῆς ἀκούσιας καὶ βίαιης μετακίνησης τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ ἐξειδικεύονται περαιτέρω ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη (Ξυγγρ. 2.16): Τῇ τε οὖν ἐπὶ πολὺ κατὰ τὴν χώραν αὐτονόμῳ οἰκήσει μετεῖχον οἱ Α ᾽ θηναῖοι, καὶ ἐπειδὴ ξυνῳκίσθησαν, διὰ τὸ ἔθος ἐν τοῖς ἀγροῖς ὅμως οἱ πλείους τῶν τε ἀρχαίων καὶ τῶν ὕστερον μέχρι τοῦδε τοῦ πολέμου γενόμενοί τε καὶ οἰκήσαντες οὐ ῥᾳδίως πανοικεσίᾳ τὰς μεταναστάσεις ἐποιοῦντο, ἄλλως τε καὶ ἄρτι ἀνειληϕότες τὰς κατασκευὰς μετὰ τὰ Μηδικά· ἐβαρύνοντο δὲ καὶ χαλεπῶς ἔϕερον οἰκίας τε καταλείποντες καὶ ἱερὰ ἃ διὰ πα ντὸς ἦν αὐτοῖς ἐκ τῆς κατὰ τὸ ἀρχαῖον πολιτείας πάτρια δίαιτά ν τε μέλλοντες μεταβάλλειν καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ πόλιν τὴν αὑτοῦ ἀπολείπων ἕκασ τος.
[Γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα οἱ ᾽Αθηναῖοι ζοῦσαν σὲ ἀνεξάρτητους οἰκισμοὺς στὴν ὕπαιθρο, καὶ ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι, τόσο οἱ παλαιοὶ ὅσο καὶ οἱ κατοπινότεροι ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἔμεναν ἐκεῖ ἴσαμε τοῦτο τὸν πόλεμο (δηλ. τὸν Πελοποννησιακό), εἶχαν συνηθίσει νὰ ζοῦν
ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ
97
στὰ ἀγροκτήματά τους ἀκόμη κι ὅταν συνενώθηκαν σὲ μία πόλη, δὲν τὸ εἶχαν εὔκολο τώρα νὰ σηκωθοῦν μὲ ὅλο τὸ νοικοκυριό τους καὶ νὰ πᾶνε νὰ μείνουν ἀλλοῦ, ἀϕοῦ ἄλλωστε δὲν ἦταν καὶ πολὺς καιρὸς ποὺ εἶχαν ξαναϕτιάξει τὶς ἐγκαταστάσεις τους ὕστερα ἀπὸ τὰ Μηδικά. Δυσϕοροῦσαν ἔτσι πολὺ καὶ τὸ ἔϕεραν βαρέως ποὺ ἄϕηναν τὰ σπίτια τους καὶ τὰ ἱερά, τὰ ὁποῖα ἦσαν δικά τους ἀνέκαθεν, πατροπαράδοτη κληρονομιὰ κατὰ τὸ παλαιὸ πολίτευμα, καὶ ποὺ θὰ ἄλλαζαν τρόπο ζωῆς, καὶ καθένας τους αἰσθανόταν πὼς πραγματικὰ ἄϕηνε τὸν τόπο του.]
Οἱ στίχοι 32-33 τοῦ προλόγου τῶν ᾽Αχαρνέων συνιστοῦν τὴ συναισθηματικὴ παρακαταθήκη γιὰ τὴν ἐπιστροϕὴ τοῦ ἥρωα στὴν ἀγροτικὴ ζωὴ μετὰ τὴ σύναψη τῆς ἰδιωτικῆς εἰρήνης μέσω τοῦ ἐπίσης ἰδιωτικοῦ ἑορτασμοῦ τῶν κατ ᾽ ᾽Αγροὺς Διονυσίων στοὺς στ. 247-269, ὅπου ἐκεῖ ὁ Δικαιόπολις ὁλοκληρώνει τὴ ἑορταστικὴ τελετουργία20 μὲ τὸ ϕαλλικὸ ἆσμα, ὅπως ὁ ἴδιος τὸ ἀποκαλεῖ (στ. 261 ἐγὼ δ ἀ᾽ κολουθῶν ᾄσομαι τὸ ϕαλλικόν·) πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ Φάλητος.
᾽Αγρὸς καὶ ἀνταλλακτικὴ οἰκονομία Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀναπόλησης τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὸν δῆμο του, ὁ ἥρωας συναιρεῖ τὴ νοσταλγία του γιὰ τὴν ἀγροτικὴ ζωὴ ποὺ ἐκϕράζονται μέσω τῶν μετοχῶν ἐρῶν, στυγῶν και ποθῶν μὲ τὴν γλαϕυρὴ περιγραϕὴ τοῦ τρόπου διαβίωσης καὶ τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας στὸν ἀγροτικὸ δῆμο καταγωγῆς του: στ. 34-36: τὸν ἀγρὸν … ὃς οὐδεπώποτ ᾽ εἶπεν «ἄνθρακας πρίω», | οὐκ «ὄξος», οὐκ «ἔλαιον», οὐδ ᾽ ᾔδει «πρίω», | ἀλλ ᾽ αὐτὸς ἔϕερε πάντα χὠ πρίων ἀπῆν. Στὸ μέσον τῆς κωμωδίας (στ. 719-730), μία ἀπὸ τὶς ἁπτὲς συνέπειες τῆς ἰδιωτικῆς εἰρήνης ποὺ συνάπτει ὁ Δικαιόπολις εἶναι ἡ ἵδρυση τῆς ἰδιωτικῆς του ἀγορᾶς καὶ ἡ ἀνάληψη τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας μὲ ὅρους ἀνταλλακτικῆς οἰκονομίας. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἥρωάς μας ἱδρύει τὴν ἀγορά του (στ. 719-730): 20. Γιὰ τὴν ἀναπαράσταση ἑορταστικῶν τελετουργιῶν στοὺς Α ᾽ χαρνῆς βλ. Kavoulaki (2010) 231-261.
98
ΜΑΡΙΑ Γ. ΞΑΝΘΟΥ
[ΔΙ.] ὅροι μὲν ἀγορᾶς εἰσιν οἵδε τῆς ἐμῆς. ἐνταῦθ ᾽ ἀγοράζειν πᾶσι Πελοποννησίοις ἔξεστι καὶ Μεγαρεῦσι καὶ Βοιωτίοις, ἐϕ ᾽ ᾧτε πωλεῖν πρὸς ἐμέ, Λαμάχῳ δὲ μή. ἀγορανόμους δὲ τῆς ἀγορᾶς καθίσταμαι τρεῖς τοὺς λαχόντας τούσδ ᾽ ἱμάντας ἐκ Λεπρῶν. ἐνταῦθα μήτε συκοϕάντης εἰσίτω μήτ ᾽ ἄλλος ὅστις Φασιανός ἐστ ᾽ ἀνήρ. ἐγὼ δὲ τὴν στήλην καθ ᾽ ἣν ἐσπεισάμην μέτειμ ᾽, ἵνα στήσω ϕανερὰν ἐν τἀγορᾷ. [ΜΕΓ.] ἀγορὰ ᾽ ν ᾽Αθάναις, χαῖρε, Μεγαρεῦσιν ϕίλα. ἐπόθουν τυ, ναὶ τὸν ϕίλιον, ᾇπερ ματέρα.
῾ Ο κάτοικος τῶν Μεγάρων, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πρῶτος ἐπισκέπτης τῆς νεοϊδρυθείσας ἀγορᾶς, τὴν ἀναγνωρίζει ὡς αὐτὴν τῆς ᾽Αθήνας. ᾽ Εντούτοις, ἡ συγκεκριμένη ἀγορὰ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ προσωπικὴ δημιουργία τοῦ Δικαιοπόλιδος, καθὼς ἑδράζεται α) στὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τοῦ Μεγαρικοῦ ψηϕίσματος, β) στὴν ἀπέχθεια ποὺ ἐξέϕρασε στὴν προλογικὴ ρήση του ὁ κεντρικὸς ἥρωας πρὸς τὴν ἀγορὰ τῆς ᾽Αθήνας καὶ τὴν κυρίαρχη μονεταριστικὴ οἰκονομικὴ συναλλαγή, γ) στὴν ἐγγενῆ τάση τῆς κωμωδίας νὰ δημιουργεῖ ἕναν ϕαντασιακὸ κόσμο ὡς ἀντίβαρο πρὸς τὸν πραγματικό, καὶ δ) στὸν ἴδιο τὸν χαιρετισμὸ τοῦ Μεγαρέως ποὺ ἀπευθύνεται πρὸς τὴν παλιὰ ἀγορὰ τῆς πόλης καὶ μπορεῖ νὰ ἰσοδυναμεῖ μὲ κάποιο κωμικὸ ἀστεῖο, σχετιζόμενο μὲ τὴ βεβιασμένη, ἂν ὄχι ἐσκεμμένη, σύγχυση τῆς ταυτότητας τῆς νέας ἀγορᾶς μὲ τὴν παλιά. Καθὼς ἡ κωμωδία βαίνει σταδιακὰ πρὸς τὸ τέλος, ἡ ἐπιτυχὴς ἐγκαθίδρυση καὶ λειτουργία τῆς νέας ἀγορᾶς ἀλλὰ καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸ ἄστυ στὸν ἀγρὸν ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν χορὸ τῶν ᾽Αχαρνέων (στ. 971-977): εἶδες ὦ πᾶσα πόλι τὸν ϕρόνιμον ἄνδρα τὸν ὑπέρσοϕον, οἷ᾽ ἔχει σπεισάμενος ἐμπορικὰ χρήματα διεμπολᾶν, ὧν τὰ μὲν ἐν οἰκίᾳ χρήσιμα, τὰ δ ᾽ αὖ πρέπει χλιαρὰ κατεσθίειν. αὐτόματα πάντ ᾽ ἀγαθὰ τῷδέ γε πορίζεται. οὐδέποτ ᾽ ἐγὼ Πόλεμον οἴκαδ ᾽ ὑποδέξομαι, […],
ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ
99
[...] ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν συνακόλουθη ἀνάληψη ἑνὸς νέου ρόλου ἀπὸ τὸν Δικαιοπόλιδα. Μετὰ τὸν ρόλο τοῦ ἐπιτυχημένου ἐπιχειρηματία, ὁ ἥρωάς μας μεταμορϕώνεται σὲ μάγειρο (στ. 1003-47), ρόλο μὲ θρησκευτικὲς συνηχήσεις21, ποὺ προοικονομεῖ ἀνάλογους στερεότυπους χαρακτῆρες τῆς Νέας Κωμωδίας22. ῾ Η ἀνάληψη τοῦ νέου ρόλου συνιστᾶ ταυτοχρόνως τὴν κορύϕωση τῆς ἀνταλλακτικῆς οἰκονομίας καὶ τῆς δυνατότητας νὰ προσπορίζεται ὁ Δικαιόπολις ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ κυρίως τρόϕιμα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του. Τὸ ἐπίτευγμα αὐτὸ ἀπηχεῖ τὴν ἀναπόληση τοῦ ἥρωά μας κατὰ τὴν προλογική του ρήση, καθὼς καὶ τὴ δυνατότητα τοῦ ἀγροῦ νὰ τοῦ προσϕέρει δωρεὰν τὰ τρόϕιμα ποὺ ὁ ἴδιος ἐπιθυμοῦσε. ᾽ Επιπλέον, μέσω τῆς ποικιλίας τῶν γαστριμαργικῶν ἐπιλογῶν του διαπιστώνουμε ἔμπρακτα τὸ μέγεθος τῆς ἐπιτυχίας του.
Συμπέρασμα Στὸν περιορισμένο χῶρο τῆς παρούσας μελέτης ἀποπειράθηκα νὰ καταδείξω ὅτι στὴν προλογικὴ ρήση τῆς κωμωδίας ᾽Αχαρνῆς παρουσιάζονται ἐν σπέρματι τὰ καταστατικὰ θέματα καὶ μοτίβα, ποὺ ἀποτελοῦν ἐν συνεχεία ἀντικείμενο ἐκτενέστερης ἀνάπτυξης. Συνεπῶς, ὁ μονόλογος τοῦ ἥρωά μας συνιστᾶ μικρογραϕία καὶ σημεῖο ἐκκίνησης τοῦ πυκνοῦ πλέγματος αἰτιακῶν ἀλληλουχιῶν, ἀντιθέσεων καὶ ἀντιϕάσεων ποὺ δομοῦν τὸ ἔργο. ῾ Ωστόσο, τὸ σπουδαιότερο δομικὸ στοιχεῖο τοῦ προλόγου εἶναι ἡ ἔμϕαση στὴ ζωτικῆς σημασίας σχέση ἄστεως και ἀγροῦ, σχέση ποὺ ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀναπαριστᾶ μέσω τοῦ χοροῦ τῶν ᾽Αχαρνέων καὶ κυρίως μέσω τοῦ κεντρικοῦ του ἥρωα, τοῦ Δικαιοπόλιδος.
21. Dohm (1964) 1-10, 67-84· Berthiaume (1982) passim. 22. Wilkins (2000) 87.
100
ΜΑΡΙΑ Γ. ΞΑΝΘΟΥ
Βιβλιογραϕία Στερεότυπες ἐκδόσεις – ῾ Υπομνήματα Aristophanes Acharnians (2002), (εἰσ., κριτ. ἔκδ. & ὑπόμν.) S. Douglas Olson (Oxford). Aristophanis Fabulae (2007), recogn. brevique adnotatione critica instruxit N. G. Wilson (Oxford). Thucydidis Historiae (19022), recogn. brevique adnotatione critica instruxit H. S. Jones, apparatum criticum correxit et auxit J. E. Powell (1942) (Oxford). Θουκυδίδη ῾ Ιστορία (2011), (εἰσ., μτϕρ., σημ.) Ν. Μ. Σκουτερόπουλος
( ᾽Αθήνα).
᾽Επιστημονικὲς μελέτες – ῎Αρθρα Akrigg, B. (2011), ‘Demography and classical Athens: Demography and the Graeco-Roman world’, στό: C. Holleran & A. Pudsey (ἐπιμ.) (2011), Demography and the Graeco-Roman world: new insights and approaches (Cambridge): 37-59. Allen, J. T. (1936). ‘Aristophanes and the Pnyx’, University of California Publications in Classical Philology 12.2: 27-34. Berthiaume, G. (1982), Les rôles du má geiros. Étude sur la boucherie, la cuisine et le sacrifice dans la Grèce ancienne (Leiden). Bowie, E. L. (1988), ‘Who is Dicaeopolis?’, JHS 108: 183-185. Compton-Engle, G. (1999), ‘From Country to City: The Persona of Dicaeopolis in Aristophanes’ Acharnians’, CJ 94.4: 359-373. Do hm, H. (1964). Mageiros: Die Rolle des Kochs in der griechisch-römischen Komödie (München). Fo ley, H. P. (1988), ‘Tragedy and politics in Aristophanes’ Acharnians’, JHS 108: 33-47. Fo rs én, B. & G. R. Stanto n (ἐπιμ.) (1996). The Pnyx in the history of Athens: proceedings of an international colloquium organised by the Finnish Institute at Athens, 7-9 October, 1994. Helsinki: Suomen Ateenan-instituutin säätiö. Griffith, J. G. (1974). ‘Amphitheos and Anthropos in Aristophanes’, Hermes 102: 367-369.
ΜΕΤΑΞΥ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΕΥΤΟΠΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑΣ
101
Harriot, R. M. (1982). ‘The function of the Euripides scene in Aristophanes’ Acharnians’, G&R 29: 35-41. K a v o u l a k i, A. (2010), ‘Re-Introducing the Festival in Aristophanes’ Acharnians’, στό: Σ. Τσ ιτσ ιρίδη ς (ἐπιμ.), Παραχορήγημα: Μελέτες πρὸς τιμὴν τοῦ καθηγητῆ Γ. Μ. Σηϕάκη ( ῾ Ηράκλειο): 231-261. Kellogg, D. L. (2005). The Attic deme of Acharnai: history and identity. Thesis (Ph. D.) University of Pennsylvania, Philadelphia (Pa.). —— (2013). Marathon Fighters and Men of Maple: Ancient Acharnai. Oxford. Kouroniotes, K. & Thompson, H. A. (1932). ‘The Pnyx in Athens’, Hesperia 1: 90-138. Muecke, F. (1982). ‘«I Know You-By Your Rags»: Costume and Disguise in Fifth-Century Drama’, Antichthon 16: 17-34. Oeri, H. G. 1948. Der Typ der komischen Alten in der griechischen Komödie: seine Nachwirkungen und seine Herkunft. Basel. Olson, S. D. (1991b). ‘Firewood and Charcoal in Classical Athens’, Hesperia 60: 411-420. Silk, M. S. (2000). Aristophanes and the Definition of Comedy. Oxford. Süss, W. (1954). ‘Scheinbare und wirkliche Inkongruenzen in den Dramen des Aristophanes’, RhM 97: 115-159, 229-254, 289-316. Traill, J. S. (1975), The political organization of Attica: A study of the demes, trittyes, and phylai, and their representation in the Athenian council, (Princeton, NJ). Wilkins, J. (2000). The Boastful Chef: The Discourse of Food in Ancient Greek Comedy (Oxford). Whitehead, D. (1986), The demes of Attica 508/ 7-ca. 250 B.C.: A political and social study (Princeton). Wych eley, R. E. (1956), ‘The Market of Athens: Topography and Monuments’, G&R 3.1 2.-23. Xanthou, M. G. (2010), ‘Contextualising Dikaiopolis’ persona: urban life, rural space, and rural perceptions of urbanity in Aristophanes’ Acharnians’, Hellenica 60.2, 297-314.
᾽Αθηνᾶ Παπαχρυσοστόμου* Ο ΘΡΑΝΙΤΗΣ ΛΕΩΣ, Ο ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ ΛΑΜΑΧΟΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
Ο ΣΟΛΩΝΑΣ στὴν ἀρχὴ τοῦ 6ου αἰ. (594/ 3-592/1 π.Χ.), ὁ Κλεισθένης στὸ τέλος τοῦ 6ου αἰ. (507-501 π.Χ.), ὁ ᾽ Εϕιάλτης λίγο πρὶν τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰ. (462 /1 π.Χ.) καὶ τέλος ὁ Περικλῆς (461-429 π.Χ.) συνιστοῦν τὰ βασικὰ ὁρόσημα στὴ ρηξικέλευθη διαδρομὴ μιᾶς κοινωνίας ζώσας, τῆς ᾽Αθηναϊκῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ἔγκαιρα ἀντιλήϕθηκε τὴ σημασία τῆς ταξικῆς συνδιαλλαγῆς καὶ συναίνεσης, ὅταν στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. βρέθηκε ἀντιμέτωπη μὲ τὸν ὁρατὸ κίνδυνο καταστροϕικῶν κοινωνικῶν συγκρούσεων καὶ δραματικῶν κοινωνικῶν ἀνατροπῶν. Μέσα ἀπὸ τὴ συνεννόηση ποὺ προώθησε ὁ αἰσυμνήτης Σόλωνας οἱ ϕυγόκεντρες καὶ διαλυτικὲς γιὰ μία κοινωνία τάσεις μετατράπηκαν σὲ κεντρομόλες καὶ ϕυσιολογικὰ ὁδήγησαν στὴν πρόοδο καὶ τὴν ἀνάπτυξη. ῎ Ετσι, ἡ ᾽Αθηναϊκὴ Πολιτεία κατέκτησε τὰ ὕψιστα ἐπίπεδα κοινωνικῆς ὀργάνωσης καὶ πολιτειακῆς συγκρότησης καὶ ταυτόχρονα πέτυχε μοναδικὲς μορϕὲς πνευματικῆς δημιουργίας, ποὺ καταξιώνουν τὸ ἀνθρώπινο εἶδος. ῾ Ο ἀπόηχός τους διαμορϕώνει τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες μέχρι σήμερα. Τέκνο τοῦ “ἀθηναϊκοῦ θαύματος” καὶ τὸ ἀττικὸ δρᾶμα καὶ δὴ ὁ ᾽Αριστοϕάνης. Λίγο πρὶν τὴν περιώνυμη παράβαση τῶν Α ᾽ χαρνέων, * ᾽ Επίκουρος καθηγήτρια ᾽Αρχαίας ῾ Ελληνικῆς Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρῶν. Fellow in Comparative Cultural Studies, CHS, Harvard University.
ΘΡΑΝΙΤΗΣ ΛΕΩΣ, ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ ΛΑΜΑΧΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 103
στὸ πλαίσιο τῆς ἀντιδικίας ἀνάμεσα στὸν Δικαιόπολη καὶ τὸν Λάμαχο, ὁ ᾽Αθηναῖος στρατηγὸς (τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα –Λάμαχος– παραπέμπει σὲ συμϕραζόμενα μάχης καὶ ὁ ὁποῖος δὲν θεωροῦνταν ἰδιαίτερα εὐκατάστατος οἰκονομικὰ1) ἀποκρούει τὶς μακροσκελεῖς κατηγορίες τοῦ Δικαιόπολη μὲ τὶς λακωνικὲς ϕράσεις: ἐχειροτόνησαν γάρ με (598) καὶ ἐχειροτονήθησαν γάρ (607). Μὲ τὴν ἐμϕατικὴ αὐτὴ ἐπανάληψη ὁ Λάμαχος ὑπογραμμίζει τὴ νομοθετικὴ ἐκείνη ρύθμιση ποὺ ὅριζε πὼς οἱ Δέκα Στρατηγοὶ ὁρίζονταν –κατ’ ἐξαίρεση καὶ ἀντίθετα πρὸς τὰ ὑπόλοιπα πολιτικὰ ἀξιώματα– διὰ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν (μὲ τὴ μέθοδο δηλ. τῆς χειροτονίας καὶ ὄχι τῆς κλήρωσης), ὡς ἀξίωμα στὸ ὁποῖο στηριζόταν ἡ ἀσϕάλεια τῆς πόλης καὶ τοῦ ὁποίου ἡ ἐπιτυχὴς διεκπεραίωση προϋπέθετε ἰδιαίτερες ἱκανότητες, γνώσεις καὶ δεξιότητες.2 ῾ Η συλλογικὴ ἀρχὴ τῶν Δέκα Στρατηγῶν συνιστᾶ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ρηξικέλευθες πολιτικὲς καινοτομίες τῆς κλεισθένειας μεταρρύθμισης. ᾽Απὸ τὶς τελευταῖες ποὺ τίθενται σὲ ἐϕαρμογὴ (το 501 π.Χ. ἐξελέγησαν γιὰ πρώτη ϕορά), εἶναι ἀπὸ τὶς πρῶτες ποὺ δοκιμάζονται στὴν πράξη. Οἱ Δέκα Στρατηγοὶ ἀντιμετωπίζουν μὲ πλήρη ἐπιτυχία τοὺς Πέρσες στὸν Μαραθώνα τὸ 490 π.Χ., ἕντεκα μόλις χρόνια μετὰ τὴ θεσμικὴ καθιέρωσή τους. ῎ Ετσι, ἐπιβραβεύεται ἡ διορατικότητα καὶ καταξιώνεται στὸ σύνολό της ἡ κλεισθένεια μεταρρύθμιση. ῾ Η ἐπιβεβαίωση τοῦ Μαραθώνα ὁλοκληρώνεται μὲ τὴ μοναδικὴ στὸ εἶδος της ναυτικὴ ἐπιτυχία τῶν ῾ Ελλήνων στὴ Σαλαμίνα δέκα χρόνια ἀργότερα, μιὰ νίκη ποὺ ἀϕενὸς καθιστᾶ τὴν ᾽Αθήνα ναυτικὴ ὑπερδύναμη στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο καὶ ἀϕετέρου ἀναβαθμίζει τοὺς θῆτες-κωπηλάτες, τὸν θρανίτη λεώ, καὶ τοὺς ἐκτοξεύει κοινωνικόπολιτικά. ῾ Η νεαρή, λοιπόν, ἀθηναϊκὴ δημοκρατία, ἔχοντας δοκιμαστεῖ στὶς δύσκολες (ἕως ἀπελπιστικὲς) συνθῆκες ποὺ βίωσε στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐγκαθίδρυσής της, μὲ τὴν περσικὴ εἰσβολὴ καὶ κατοχὴ τῆς πόλης, ἐξῆλθε νικήτρια καὶ ἕτοιμη νὰ δεχτεῖ νέες προκλήσεις. Οἱ θεσμοὶ τῆς νεαρῆς Πολιτείας ἀποδείχθηκαν ἀνθεκτικοί, καταξιώνοντας καὶ ἐνισχύοντας τοὺς θιασῶτες της. 1. Βλ. Πλούτ. Νικ. 15.1, ᾽Αλκ. 21. 2. Πβ. ᾽Αριστ. ᾽Αθ. Πολ. 44.4: ποιοῦσι δὲ καὶ ἀρχαιρεσίας στρατηγῶν καὶ
ἱππάρχων καὶ τῶν ἄλλων τῶν πρὸς τὸν πόλεμον ἀρχῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καθ ᾽ ὅ τι ἂν τῷ δήμῳ δοκῇ.
104
ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Τὸ ἐκκρεμὲς τῆς ἀθηναϊκῆς ἱστορίας ἀγγίζει τὴν πιὸ ἀκραία ϕάση του τὸ 462 π.Χ., ὅταν ὁ ᾽ Εϕιάλτης, ἄ κ ρ α τ ο ν τ ο ῖ ς π ολ ί τ α ι ς ἐ λ ε υ θε ρ ί α ν ο ἰ ν οχ ο ῶ ν, κατὰ τὸν Πλούταρχο (Περ. 7.6), καταλύει τὸ παραδοσιακὸ προπύργιο τῶν ἀριστοκρατικῶν, τὸν ῎ Αρειο Πάγο, ἀϕαιρώντας του ὅλες τὶς πολιτικοῦ περιεχομένου δικαιοδοσίες. ῾ Η ἀνεξιχνίαστη δολοϕονία του (νυκτὸς ἀναιρεθεὶς ἄδηλον ἔσχε τὴν τοῦ βίου τελευτήν, Διόδ. Σικ. 11.77) ὁδηγεῖ σὲ διάδοχη κατάσταση, μὲ τὸν Περικλῆ νὰ ἀναλαμβάνει τὴν ἐξουσία, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀποϕορτίζει τὴν τεταμένη πολιτικὰ ἀτμόσϕαιρα καὶ ἐπαναρρυθμίζει τὸ ἀθηναϊκὸ ἐκκρεμὲς στὶς ϕυσιολογικές του ταλαντώσεις. Μετὰ τὸ 462 π.Χ. οἱ θεσμικὲς ἀλλαγὲς εἶναι περιορισμένες. Οἱ τελευταῖες οὐσιαστικὲς ἀλλαγές, ὅπως τὸ ψήϕισμα περὶ πολιτογραϕήσεως, εἰσάγονται ἀπὸ τὸν Περικλῆ μέχρι τὸ 451 π.Χ. καὶ στοχεύουν τὴν πληρέστερη λειτουργικότητα τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας. ῞ Οταν, λοιπόν, ἡ ἀθηναϊκὴ δημοκρατία στὰ 431 π.Χ. καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει ἕναν ἀκόμα πολεμικὸ κίνδυνο, τὸ ἀντίπαλο δέος τῶν Σπαρτιατῶν καὶ τὸν Πελοποννησιακὸ Πόλεμο, ἔχει πλέον σϕυρηλατήσει τὴ θεσμικὴ σταθερότητα, ἔχει διδάξει πολιτικὸ ἦθος 3 καὶ ἔχει οἰκοδομήσει ἕνα συναίσθημα πολιτικῆς αὐτοπεποίθησης, τόσο σὲ συλλογικὸ ὅσο καὶ σὲ ἀτομικὸ ἐπίπεδο. Μιὰ αὐτοπεποίθηση ποὺ ἀντανακλᾶται στὸ σύντομο –πλὴν ὅμως περιεκτικὸ– ἐχειροτόνησαν γάρ με τοῦ Λάμαχου στοὺς ᾽Αχαρνῆς. ῾ Η ἴδια πολιτικὴ αὐτοπεποίθηση (ἡ ὁποία συχνὰ μεταϕράζεται καὶ σὲ πολιτικὲς διεκδικήσεις) ἐνυπάρχει καὶ στοὺς θῆτες. ῾ Η ἀπαρχὴ τῆς κοινωνικό-πολιτικῆς ἀναβάθμισης τῶν θητῶν ἐντοπίζεται στὴ σολώνεια μεταρρύθμιση στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα, ὅταν ἐντάσσονται στὸ πολιτειακὸ σύστημα καὶ κατοχυρώνονται θεσμικὰ ὡς ἡ τέταρτη τάξη τῆς Πολιτείας.4 ῾ Η συμμετοχή τους στὴν ῾ Εκκλησία τοῦ Δήμου καὶ τὰ Δικαστήρια, ὡς ϕορολογούμενων πολιτῶν, σηματοδοτεῖ τὴν ἀρχὴ μιᾶς πρωτοϕανοῦς πορείας καὶ ἐμπλοκῆς στὰ ἱστορικὰ 3. Πβ. Θουκ. 2.37.1: χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. 4. Πβ. Πλουτ. Σόλ. 18.2: οἱ δὲ λοιποὶ πάντες ἐκαλοῦντο θῆτες, οἷς οὐδεμίαν ἄρχειν ἔδωκεν ἀρχήν, ἀλλὰ τῷ συνεκκλησιάζειν καὶ δικάζειν μόνον μετεῖχον τῆς πολιτείας.
ΘΡΑΝΙΤΗΣ ΛΕΩΣ, ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ ΛΑΜΑΧΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 105
δρώμενα μιᾶς ἔνδοξης Πολιτείας. Στὸ πλαίσιο τῆς μετέπειτα κλεισθένειας μεταρρύθμισης, πρωτίστως μὲ τὴν κοινωνικὴ ἀναδιάρθρωση τοῦ πληθυσμοῦ, οἱ θῆτες καθίστανται πολίτες μὲ πλήρη πολιτικὰ δικαιώματα. Οἱ θῆτες συνειδητοποιοῦν πλέον τὴ μεγάλη πολιτικὴ δύναμη ποὺ –ἐν δυνάμει– ἔχουν καὶ ἀποβαίνουν ρυθμιστικὸς παράγοντας διαδραματίζοντας –σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ 5ου αἰώνα– καταλυτικὸ ρόλο στὶς δημοκρατικὲς ἀλλαγές, καθὼς ἐπηρεάζουν σὲ μέγιστο βαθμὸ ὄχι μόνο τὶς πολιτειακὲς ἐξελίξεις τῆς ᾽Αθήνας, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τὴν τύχη καὶ κατάληξή της. Εἶναι αὐτοί, οἱ θῆτες, ὁ θρανίτης λεώς, ποὺ στὰ στενά της Σαλαμίνας κωπηλατοῦν στὶς ἀθηναϊκὲς τριήρεις μὲ τὸ ὅραμα τῆς πλήρους πολιτικῆς ἰσότητας καὶ μὲ τὴ νίκη τους ἀποτρέπουν τὸν περσικὸ κίνδυνο ἀλλὰ καὶ ἀνατρέπουν συντριπτικὰ τὴν καθεστηκυῖα τάξη, τροχοδρομώντας καὶ μετέπειτα στηρίζοντας τὶς ἐπαναστατικὲς ἀλλαγὲς τοῦ ᾽ Εϕιάλτη. Εἶναι, ἄλλωστε, ἀξίωμα τῆς πολιτικῆς ἱστορίας ὅτι τὰ ὅποια συμβαίνοντα εἶναι πολυδιάστατα καὶ πολυσήμαντα – ποτὲ μονοσήμαντα καὶ μονοδιάστατα. Οἱ θῆτες συνιστοῦν πλέον στὰ 425 π.Χ. ἕνα ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ ᾽Αθηναϊκοῦ Δήμου, μιὰ συμπαγῆ κοινωνικὴ ὁμάδα μὲ σαϕῶς θεσμοθετημένα πολιτειακὰ δικαιώματα. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρωτίστως ἐπανδρώνουν τὶς ἀθηναϊκὲς τριήρεις. Παράλληλα, ἔχουν πλέον ἀποκτήσει πρόσβαση σὲ ὅλα τὰ πολιτικὰ ἀξιώματα καὶ ἀπολαμβάνουν ἰσονομία καὶ ἰσοπολιτεία – τουλάχιστον θεωρητικά. Καὶ τοῦτο, γιατὶ στὴν πράξη ἡ συμμετοχὴ στὰ πολιτικὰ τεκταινόμενα καὶ –πολὺ περισσότερο– ἡ ἀνάληψη καθηκόντων καὶ ἀξιωμάτων λειτουργοῦσε σὲ βάρος τῶν προσωπικῶν τους ἐργασιῶν. Καί, παρὰ τὴν πολιτειακή τους ἀναβάθμιση, οἱ θῆτες ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἀποτελοῦν τὸ ἀσθενέστερο οἰκονομικὰ τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ καὶ νὰ ἐξαρτοῦνται ἀπὸ τὸ καθημερινὸ ἡμερομίσθιο γιὰ τὸν βιοπορισμό τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ Δικαιόπολις στὸν πρόλογο τῶν ᾽Αχαρνέων περιγράϕει μὲ πικρία καὶ ἀπογοήτευση τὴν ἄδεια Πνύκα καὶ μάλιστα σὲ προγραμματισμένη Κύρια συνέλευση τῆς ᾽ Εκκλησίας τοῦ Δήμου (στ. 19-20: ὁπότ ᾽ οὔσης κυρίας ἐκκλησίας / ἑωθινῆς ἔρημος ἡ πνὺξ αὑτηί ), ναὶ μὲν καταγράϕεται ἕνα πραγματικὸ ϕαινόμενο καὶ ὑπαρκτὸ πρόβλημα τῆς δημοκρατούμενης ᾽Αθήνας (πβ. ᾽Αριστ. Α ᾽ θ. Πολ. 41.3: οὐ συλλεγομένων δ ᾽ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλὰ πολλὰ σο-
106
ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ϕιζομένων τῶν πρυτάνεων, ὅπως προσιστῆται τὸ πλῆθος), ὅμως ἡ αἰτιολόγηση τοῦ ϕαινομένου εἶναι μόνο κατὰ τὸ ἥμισυ ἀληθής. Στὸν ἑπόμενο στίχο (21) ὁ Δικαιόπολις ϕαντάζεται τοὺς συμπολίτες του νὰ περιδιαβαίνουν ἀργόσχολα στὴν ἀγορὰ ϕλυαρώντας (οἱ δ ᾽ ἐν ἀγορᾷ λαλοῦσι κἄνω καὶ κάτω), ἀδιαϕορώντας γιὰ τὴν πολιτικὴ κατάσταση καὶ τὴν ὅποια προοπτικὴ σύναψης εἰρήνης (εἰρήνη δ ᾽ ὅπως / ἔσται προτιμῶσ ᾽ οὐδέν, στ. 26-27). Αὐτὸ δηλ. ποὺ ἡ κωμικὴ γραϕίδα του ᾽Αριστοϕάνη ἐπισημαίνει ὡς αἰτία τῆς ἄδειας Πνύκας εἶναι ἡ ἀτονία τοῦ πολιτικοῦ ἐνδιαϕέροντος per se. Μιὰ συνέλευση τῆς ᾽ Εκκλησίας ποὺ ἀρχίζει βαριεστημένα (εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ αὐτο-περιγραϕὴ τοῦ Δικαιόπολη ὡς ἀνιῶντος πολίτη, στ. 30-31), μὲ μόνη ἔγνοια τῶν πρυτάνεων νὰ ἐξασϕαλίσουν τὰ μπροστινὰ ἕδρανα (στ. 24-25), καὶ ἡ ὁποία λήγει βεβιασμένα (στ. 173) μὲ ἀϕορμὴ μία σταγόνα βροχῆς ποὺ ἀντιλαμβάνεται ὁ Δικαιόπολις (διοσημία ᾽ στὶ καὶ ῥανὶς βέβληκέ με, στ. 171). Εἶναι ἀναμενόμενο ὅτι ὁ ᾽Αριστοϕάνης, ὡς κωμικὸς ποιητής, σατιρίζει τὶς ἐλλείψεις τοῦ πολιτεύματος καὶ παρουσιάζει μόνο τὴν εὐτράπελη ὄψη καὶ ἑρμηνεία τῶν ϕαινομένων. ᾽Ατονία πολιτικοῦ ἐνδιαϕέροντος στὸν ἕκτο μόλις χρόνο τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου εἶναι μία ἐλάχιστα πιστευτὴ δικαιολογία, ποὺ ὅμως γίνεται ἀποδεκτὴ στὸ πλαίσιο τῆς κωμικὰ δομημένης ἐπιχειρηματολογίας ποὺ ἀναπτύσσει ὁ Δικαιόπολις. ῾ Ωστόσο, πίσω ἀπὸ τὴν κωμικὴ ἀνάλυση κρύβεται μία βαθύτερη αἰτία: τὸ θέμα τοῦ βιοπορισμοῦ τῶν πολιτῶν ποὺ θὰ παρίσταντο στὴ Συνέλευση, ἔχοντας παραμελήσει γιὰ τὴ μέρα ἐκείνη τὶς προσωπικές τους ἐργασίες. ῾ Η ἄμεση ἀθηναϊκὴ Δημοκρατία καλεῖται –γιὰ ἄλλη μιὰ ϕορὰ– νὰ ϕανεῖ ρηξικέλευθη. ῎ Ηδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., μὲ εἰσήγηση τοῦ Περικλῆ, ἔχει ἀρχίσει νὰ ἐϕαρμόζεται ὁ θεσμὸς τῆς μισθοϕορᾶς, θεσμὸς ποὺ γενικεύτηκε γιὰ ὅλους τοὺς κληρωτοὺς ἄρχοντες πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του τὸ 429/ 8 π.Χ. (πβ. ᾽Αριστ. Α ᾽ θ. Πολ. 27.4). Θεσπίζονται δηλαδὴ “μισθοί”, ἡμερήσιες ἀποζημιώσεις, ποὺ ἰσοῦνται μὲ μισὸ ἢ καὶ μὲ ὁλόκληρο ἡμερομίσθιο ἀνειδίκευτου ἐργάτη (ποσὸ ποὺ μποροῦσε νὰ ϕτάνει καὶ τὶς δυὸ δραχμὲς) πρὸς τοὺς πολίτες ποὺ συμμετεῖχαν στὰ διάϕορα ἀξιώματα καὶ στὶς δραστηριότητες τῆς πολιτείας. ᾽Απὸ τὶς πρῶτες σημαντικὲς ἀντιμισθίες ποὺ εἰσάγονται εἶναι ὁ βουλευτικὸς μισθός. Στόχος εἶναι ἡ ἐνθάρρυνση τῶν ἄπορων πολιτῶν νὰ
ΘΡΑΝΙΤΗΣ ΛΕΩΣ, ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ ΛΑΜΑΧΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 107
συμμετέχουν στὰ κοινά. Πάντως, μὲ τὴν εἰσδοχὴ τῶν θητῶν στὰ διάϕορα σώματα καὶ ἀξιώματα τῆς πολιτείας, ϕαίνεται λογικὴ ἡ παροχὴ ἑνὸς εἴδους ἀντιμισθίας, ὥστε νὰ μὴ λειτουργεῖ ἀνασχετικὰ ὁ πλοῦτος (ἢ ἡ οἰκονομικὴ ἄνεση) στὴ βούληση νὰ συμμετάσχουν στὶς ὅποιες πολιτικὲς / πολιτειακὲς δραστηριότητες· ἐπειδὴ ἡ μετάβαση στοὺς χώρους συνεδριάσεων (Βουλῆς, ᾽ Εκκλησίας, Δικαστηρίων), καθὼς καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἐργασία τους (ἰδιαίτερα τῶν θητῶν), ἦταν ἕνα σοβαρὸ ἀντικίνητρο γιὰ συμμετοχὴ στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς πόλεως. ῞ Ομως, ὅταν διδάσκονται οἱ ᾽Αχαρνῆς στὰ 425 π.Χ., ὁ ἐκκλησιαστικὸς μισθὸς δὲν ἔχει ἀκόμα ἐϕαρμοσθεῖ. ῾ Ο Δικαιόπολις κάνει εἰδικὴ μνεία σὲ μία συγκεκριμένη πρακτικὴ ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὴν καταπολέμηση τοῦ ϕαινομένου τῆς ἀποχῆς: τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον (στ. 22: τὸ σχοινίον ϕεύγουσι τὸ μεμιλτωμένον). Πρόκειται γιὰ ἕνα εὐϕυὲς τέχνασμα ποὺ στόχο εἶχε νὰ προσελκύσει τοὺς πολίτες στὴν Πνύκα. Συγκεκριμένα, οἱ τριάντα Συλλογεῖς τοῦ Δήμου (ἕνας ἀπὸ κάθε τριττύν), καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῶν τοξοτῶν, χρησιμοποιοῦσαν ἕνα χοντρὸ σχοινὶ πασαλειμμένο μὲ κοκκινόχωμα (μεμιλτωμένον), ὥστε νὰ ἀϕήνει σημάδι σὲ ὅσους ἀκουμποῦσε καθιστώντας τους δακτυλοδεικτούμενους – καί, ἐπιπλέον, ὑποκείμενους σὲ πρόστιμο. Μὲ αὐτό, καὶ ἀϕοῦ ἔκλειναν τὰ πρατήρια τῆς ἀγορᾶς, ἀπέκλειαν τὶς ἐξόδους τῆς ἀγορᾶς διοχετεύοντας ἔτσι τοὺς πολίτες πρὸς τὸν χῶρο συνεδρίασης τῆς ᾽ Εκκλησίας, τὴν Πνύκα.5 Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ γιὰ νὰ εἶναι ἔγκυρες οἱ ἀποϕάσεις τῆς ᾽ Εκκλησίας τοῦ Δήμου –σὲ ἰδιαίτερα σοβαρὲς περιπτώσεις– ἦταν ἀπαραίτητη ἡ παρουσία ἕξι χιλιάδων πολιτῶν. ῾ Ο ᾽Αριστοτέλης στὴν Α ᾽ θηναίων Πολιτεία6 ἀναϕέρεται ἐκτενῶς στὸν θεσμὸ τῆς μισθοϕορᾶς καὶ ἐπισημαίνει τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ μισθό: μισθοϕόρον δ ᾽ ἐκκλησίαν τὸ μὲν πρῶτον ἀπέγνωσαν ποιεῖν· οὐ συλλεγομένων δ ᾽ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλὰ πολλὰ σοϕιζομένων τῶν πρυτάνεων, ὅπως προσιστῆται τὸ πλῆθος πρὸς 5. Πβ. ᾽Αρ. ᾽Εκκλ. 377-379, σχόλ. στ. ᾽Αρ. ᾽Αχ. 22, Δημ. 18.169. 6. ῾ Η ᾽Αθηναίων Πολιτεία συνιστᾶ τὴ σημαντικότερη σωζόμενη πηγὴ γιὰ
τὴ μελέτη τῆς ἱστορίας τοῦ ἀθηναϊκοῦ πολιτεύματος στὴ μορϕὴ ποὺ αὐτὸ ἔλαβε ἀπὸ τὴν κλεισθένεια μεταρρύθμιση καὶ ἑξῆς.
108
ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας, πρῶτον μὲν Α ᾽ γύρριος ὀβολὸν ἐπόρισεν, μετὰ δὲ τοῦτον ῾ Ηρακλείδης ὁ Κλαζομένιος ὁ βασιλεὺς ἐπικαλούμενος διώβολον, πάλιν δ ᾽ ᾽Αγύρριος τριώβολον (41.3). Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ ἀρχικὴ ἄρνηση τῆς Πολιτείας νὰ ἐϕαρμόσει τὴ μισθοϕορὰ γιὰ τὴν παρουσία πολιτῶν στὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου, μιὰ ἄρνηση ποὺ ἑρμηνεύεται ὡς ἠθικὸς δισταγμὸς ἀπέναντι στὴν προοπτικὴ μιᾶς πιθανῆς κατηγορίας γιὰ ἀποκλειστικὰ ὠϕελιμιστικὴ καὶ πολιτικὰ ἀδιάϕορη συμμετοχή. ῾ Ωστόσο, τὰ ζητούμενα τῆς ἰσονομίας καὶ τῆς ἰσοπολιτείας (δυὸ ἀπὸ τὰ τρία κορυϕαῖα ἰδεώδη ποὺ πραγμάτωσε ἡ ἀθηναϊκὴ πόλις – τὸ τρίτο εἶναι ἡ ἰσηγορία) δὲν μποροῦσαν –ἐκ τῶν πραγμάτων– νὰ ἰσχύσουν γιὰ τοὺς οἰκονομικὰ ἀσθενέστερους πολίτες, γιὰ τοὺς ὁποίους ἦταν ἀναγκαῖο τὸ ἡμερομίσθιο. ῾ Η ϕράση τοῦ ᾽Αριστοτέλη πολλὰ σοϕιζομένων τῶν πρυτάνεων ἀναϕέρεται σὲ ἡμίμετρα ἀνάγκης, ὅπως τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον, ποὺ ὅμως δὲν ἔλυναν τὸ πρόβλημα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πολιτεία προχώρησε στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μισθοῦ, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ἕναν ὀβολὸ γύρω στὰ 400 π.Χ., μὲ εἰσήγηση τοῦ ᾽Αγύρριου,7 καὶ γρήγορα αὐξήθηκε σὲ τρεῖς ὀβολούς, τὸ γνωστὸ τ ρ ι ώ β ο λ ο ν, μέχρι τὸ τέλος τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. Πάντως ὁ ᾽Αριστοϕάνης στὶς ᾽Εκκλησιάζουσες (391 ἢ 390 π.Χ.) δεν παραλείπει να σατιρίσει τη χορήγηση του τριωβόλου ( ᾽Εκκλ. 380, 392-393: ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου / τὸν ζῶντα μᾶλλον), ποὺ ὅμως ϕαίνεται νὰ θεράπευσε τὴν ἔρημον Πύκνα τῶν ᾽Αχαρνέων, καθὼς στὶς ᾽Εκκλησιάζουσες ὁ Χρέμης ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν πρωτοϕανῆ κοσμοσυρροή (στ. 383-384): πλεῖστος ἀνθρώπων ὄχλος, / ὅσος οὐδεπώποτ’, ἦλθ’ ἁθρόος εἰς τὴν Πύκνα. Κατὰ τὸν τέταρτο αἰώνα ὁ ἐκκλησιαστικὸς μισθὸς αὐξήθηκε σὲ μία δραχμὴ (ἕξι ὀβολοὶ) γιὰ τὶς κοινὲς συνελεύσεις τῆς ᾽ Εκκλησίας καὶ σὲ μιάμιση δραχμὴ (ἐννέα ὀβολοὶ) γιὰ τὶς κύριες (πβ. ᾽Αριστ. ᾽Αθ. Πολ. 62.2). Εἶναι ἀξιοθαύμαστο πὼς ἡ ᾽Αθηναϊκὴ Δημοκρατία πορεύεται συγκροτημένα καὶ ἐπιλύει δραστικὰ τὰ ὅποια ἐμπόδια ἀνακύπτουν. ῞ Οταν οἱ καταστάσεις τὸ ἀπαιτοῦν, λαμβάνονται δύσκολες ἀποϕάσεις καὶ ἐπιλέγονται ἐκεῖνες οἱ λύσεις ποὺ συνεπάγονται τὸ μικρότερο κό7. ῾ Ο ᾽Αγύρριος ἦταν πολιτικὸς τῆς δημοκρατικῆς παράταξης. Πβ. Kirchner (1901-1903) 179.
ΘΡΑΝΙΤΗΣ ΛΕΩΣ, ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ ΛΑΜΑΧΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 109
στος γιὰ τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα. ᾽Ακόμα καὶ ἡ καυστικὴ σάτιρα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἀξιοποιεῖται θετικά, καθὼς ἡ σάτιρα –παρότι ἐκ ϕύσεως ὑπερβολικὴ καὶ παραμορϕωτικὴ τῆς πραγματικότητας– ἐμϕαίνει τὶς ἐλλείψεις καὶ τὰ προβλήματα. ᾽ χαρνέων γίνεται λόΣὲ ἀρκετὰ σημεῖα μέσα στὸ κείμενο τῶν Α γος γιὰ τοὺς μισθοὺς καὶ τὰ ἐπιδόματα ποὺ λάμβαναν οἱ πρέσβεις καὶ οἱ κάθε λογῆς ἀπεσταλμένοι: στοὺς στ. 53-54 ὁ πρέσβης ᾽Αμϕίθεος (μολονότι ἀθάνατος) διαμαρτύρεται ὅτι οἱ πρυτάνεις παρέλειψαν νὰ τοῦ δώσουν τὰ ἀπαραίτητα ὁδοιπορικὰ γιὰ τὴ διεκπεραίωση τῆς πρεσβείας στὴ Σπάρτη (ἐϕόδι ᾽ οὐκ ἔχω· οὐ γὰρ διδόασιν οἱ πρυτάνεις)· στοὺς στ. 65-67 καὶ 90 ὁ Δικαιόπολις ἐξοργίζεται μὲ τὸν ὑπερβολικὸ μισθὸ τῶν δυὸ δραχμῶν τὴν ἡμέρα ποὺ εἰσπράττουν οἱ ἀπεσταλμένοι πρέσβεις στὴν Περσία (στ. 67: οἴμοι διὰ δραχμῶν), καὶ πιὸ κάτω δηλώνει τὸν ἀποτροπιασμό του (βδελυττόμενος, στ. 599) γιὰ τὶς τρεῖς δραχμὲς ποὺ λαμβάνουν οἱ ἀπεσταλμένοι στὴ Θράκη (στ. 602: τοὺς μὲν ἐπὶ Θρᾴκης μισθοϕοροῦντας τρεῖς δραχμάς, πβ. στ. 135-137), τὴ στιγμὴ ποὺ στὴν τότε σύγχρονη ἀθηναϊκὴ πραγματικότητα τὸ ἐπίδομα πρεσβείας (ἐϕόδια) ποὺ λάμβαναν οἱ πρέσβεις δὲν ξεπερνοῦσε τὴ μιάμιση δραχμὴ ἡμερησίως.8 Οἱ διογκωμένοι ἀριθμοὶ ποὺ καταγράϕει ὁ ᾽Αριστοϕάνης εἶναι πολὺ πιθανὸ νὰ μὴν συνιστοῦν (μόνο) εὑρηματικὴ πηγὴ γέλιου, ἀλλὰ νὰ ἀπηχοῦν πραγματικὰ γεγονότα καὶ νὰ ἀναϕέρονται σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, ὅπου κατ’ ἐξαίρεσιν ἀποϕασίστηκε ἡ χορήγηση μεγαλύτερων ποσῶν – περιπτώσεις ποὺ ϕυσιολογικὰ ἐξόργισαν μερίδα πολιτῶν (ὅπως ὁ Δικαιόπολις), οἱ ὁποῖοι ἔνιωθαν νὰ ἀδικοῦνται. ᾽Αλλὰ πιὸ πολὺ καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ὁ Δικαιόπολις (καὶ μέσω αὐτοῦ ὁ ᾽Αριστοϕάνης) ἐξανίσταται γιὰ τοὺς κωπηλάτες θῆτες, ὅταν διαπιστώνει τὴν ὑπέρογκη (δυὸ δραχμὲς) καὶ δυσανάλογη –σὲ σχέση μὲ τὶς παρεχόμενες ὑπηρεσίες τους– ἀμοιβὴ τῶν ᾽ Οδομάντων (μισθοϕόρων ἀπὸ τὴ Θράκη): ὑποστένοι μέντἂν ὁ θρανίτης λεώς, / ὁ σωσίπολις (162-163). ῾ Ο μισθὸς γιὰ τοὺς ᾽Αθηναίους κωπηλάτες τὴ συγκεκριμένη περίοδο ἦταν μία δραχμὴ τὴ μέρα9 – μισθὸς ποὺ 8. Πβ. Mosley (1973) 74-77. 9. Βλ. Θουκ. 3.17.4, 6.8.1, 6.31.3, 8.45.2. Πβ. Gabrielsen (1994) 105-125.
110
ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
μόλις πρόσϕατα εἶχε τριπλασιαστεῖ, καθὼς στὶς παραμονὲς τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου ἦταν μόνο δυὸ ὀβολοί.10 ῾ Η κλιμακούμενη σημασία ποὺ ἀποκτᾶ ὁ θρανίτης λεὼς καταδεικνύεται –ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αὔξηση τοῦ ἡμερομισθίου– καὶ ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ᾽Αριστοϕάνης: σωσίπολις, δηλ. ὁ σώζων τὴν πόλιν. Πρόκειται γιὰ πολὺ σπάνιο ἐπίθετο, ποὺ τὴ συγκεκριμένη περίοδο ἀπαντᾶ μόνο ὡς κύριο ὄνομα (πβ. Kirchner (1901-1903) 13269) καὶ ἀργότερα ὡς λατρευτικὸ ἐπίθετο θεῶν.11 Στὸν Περικλῆ ἀποδίδεται ἐπίσης καὶ ἡ διὰ νόμου καθιέρωση μισθοῦ καὶ γιὰ τοὺς στρατιῶτες. Στὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, ὁ Θουκυδίδης (3.17) ἀναϕέρει ὅτι ὁ ϕρουρὸς στρατιώτης λάμβανε συνολικὰ δυὸ δραχμὲς (μία γιὰ τὸν ἴδιο καὶ μία γιὰ τὸν ὑπηρέτη του)· στὸ κόστος αὐτὸ περιλαμβανόταν καὶ ἡ διατροϕὴ (ποὺ συχνὰ δινόταν σὲ εἶδος): τήν τε γὰρ Ποτείδαιαν δίδραχμοι ὁπλῖται ἐϕρούρουν (αὑτῷ γὰρ καὶ ὑπηρέτῃ δραχμὴν ἐλάμβανε τῆς ἡμέρας). Βέβαια, τὸ ποσὸ αὐτὸ ἦταν το μέγιστο λόγω τῆς δυσκολίας τοῦ πολέμου καὶ ὁ Θουκυδίδης προσπαθεῖ στὴν ἀναϕορά του αὐτὴ νὰ δείξει ὅτι δαπάνησαν μεγάλο ποσὸ χρημάτων γιὰ μία ἐπιχείρηση μόνο τοῦ πολέμου (ἴσως καὶ γιατὶ δὲν συμϕωνοῦσε). Συνήθως, ὁ μισθὸς τῶν στρατιωτῶν ἦταν τρεῖς ὀβολοί. Σὲ κάθε περίπτωση, οἱ ἀξιωματικοὶ/λοχαγοὶ λάμβαναν τὸ διπλάσιο ἀπὸ ὅ,τι ὁ στρατιώτης, οἱ ἱππεῖς τὸ τριπλάσιο καὶ οἱ στρατηγοὶ τὸ τετραπλάσιο, δηλ. ἡ ἀμοιβὴ τῶν στρατηγῶν μποροῦσε νὰ ϕτάσει καὶ τὶς τέσσερις δραχμές. ᾽Αξίζει νὰ ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ὅλοι αὐτοὶ πληρώνονταν μόνο γιὰ τὶς μέρες ποὺ ἦταν σὲ ὑπηρεσία (ἐξαίρεση ἀποτελοῦσαν οἱ ἱππεῖς, οἱ ὁποῖοι πληρώνονταν καὶ σὲ καιρὸ εἰρήνης, γιὰ νὰ συντηροῦν τοὺς ἵππους).12 Στὰ 425 π.Χ. οἱ στρατιωτικοὶ ἀξιωματοῦχοι περνοῦν δύσκολες ὧρες μὲ τὸν Πελοποννησιακὸ Πόλεμο (σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Μαραθώνα καὶ τὴ Σαλαμίνα, ὅπου δοξάστηκαν), καὶ ὁ ᾽Αριστοϕάνης δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς σατιρίσει συλλήβδην στὸ πρόσωπο τοῦ Λάμαχου. ῾ Ο Δικαιόπολις γνωρίζει –ὅπως καὶ τὸ ἀκροατήριο– ὅτι ὁ Λάμαχος πληρώνεται μόνο ὅταν βρίσκεται στὸ πεδίο τῆς μάχης, 10. Βλ. Σϕ. 1188-9 (πβ. MacDowell (1971,1988). 11. Π.χ. Στρ. 14.1.41: Σωσίπολις Ζεύς. 12. Πβ. Ξεν. ᾽Αν. 7.6.1. Βλ. Larsen (1946) 91-98.
ΘΡΑΝΙΤΗΣ ΛΕΩΣ, ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ ΛΑΜΑΧΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 111
γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατηγορεῖ εὐθέως ὡς ϕιλοπόλεμο καὶ πολεμοκάπηλο καὶ τοῦ ἀποδίδει τοὺς ἑξῆς τρεῖς ἅπαξ χαρακτηρισμούς: σπουδαρχίδης (595), στρατωνίδης (596) καὶ μισθαρχίδης (597), στιγματίζοντάς τον ἔτσι ὡς ἄτομο ποὺ ἐπιζητᾶ τὴ συνέχιση τοῦ πολέμου μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξασϕαλίζει τὸν παχυλὸ μισθό. ῾ Ο Δικαιόπολις ἐνοχλεῖται ἐπίσης ἀπὸ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας τοῦ Λάμαχου (στ. 601: νεανίας δ ᾽ οἵους σὺ) καὶ παράλληλα ἐπισημαίνει τάσεις ϕυγοπονίας στὸν χαρακτήρα του (στ. 601: διαδεδρακότας). Στὴ λακωνικὴ ἀπάντηση τοῦ Λάμαχου, ἐχειροτόνησαν γάρ με (598), ὁ Δικαιόπολις περιπαιχτικὰ ἐπισημαίνει τὸ ὑποκείμενο τῆς πράξης τῆς χειροτονίας: κόκκυγές γε τρεῖς (598), σατιρίζοντας ἔτσι τὸ πόσο εὐάριθμο ἦταν τὸ ἐκλεκτορικὸ σῶμα ποὺ τὸν ἐξέλεξε. Στὸ στόχαστρο τοῦ Δικαιόπολη μπαίνει καὶ ἡ μέθοδος ἀνάδειξης τῶν στρατηγῶν, δηλ. ἡ ἐκλογὴ (διὰ χειροτονίας) καὶ ὄχι ἡ κλήρωση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔξαλλος ἀπευθύνει τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: αἴτιον δὲ τί / ὑμᾶς μὲν ἀεὶ μισθοϕορεῖν ἁμῃγέπῃ, / τωνδὶ δὲ μηδέν ᾽ ; (στ. 607-609), διερωτούμενος –δῆθεν– γιατὶ οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ ἐνάρετοι συνδημότες του δὲν ἔχουν ποτὲ ἀναλάβει τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ ἢ τοῦ πρέσβη. Βέβαια, τὴν ἀπάντηση στὸ ρητορικὸ αὐτὸ ἐρώτημα τὴ γνωρίζει πολὺ καλὰ καὶ ὁ Δικαιόπολις καὶ οἱ ἀκροατές: ὅπως ἤδη ἀναϕέρθηκε πιὸ πάνω, τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἀνάθεση πρεσβευτικῶν καθηκόντων, ἅπτονταν ἄμεσα τῆς ἀσϕάλειας καὶ τῆς ἀκεραιότητας τῆς πόλης καί, ἑπομένως, μόνο ἄτομα μὲ τὶς κατάλληλες γνώσεις καὶ δεξιότητες μποροῦσαν νὰ τὰ ἀναλάβουν. ῾ Η διαμαρτυρία τοῦ Δικαιόπολη μπορεῖ νὰ ἀκούγεται εὐχάριστα στὰ αὐτιὰ τῶν ταλαιπωρημένων ᾽Αθηναίων καὶ ἴσως καὶ νὰ πείθει πρὸς στιγμῆς λόγω τοῦ ρητορικοῦ μένους τοῦ ὁμιλητῆ, ἀλλὰ στὴν οὐσία πρόκειται γιὰ μία καταστροϕικὴ καὶ ἀπαράδεκτη πρόταση, τὴν ὁποία σίγουρα ἀκόμα καὶ ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αριστοϕάνης θὰ καταψήϕιζε στὴν πραγματικὴ ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου. Γιὰ ἄλλη μιὰ ϕορὰ, ἡ Κωμωδία κάνει τὸν δικηγόρο τοῦ διαβόλου καὶ κλείνει περιπαιχτικὰ τὸ μάτι στὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα. Γιὰ χάριν ὅμως τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι ἀπέναντι στὸν Λάμαχο καὶ στοὺς ἄλλους ᾽Αθηναίους στρατηγούς, ἂς σημειωθοῦν τὰ ἑξῆς: πρῶτον, ὁ ἱστορικὸς Λάμαχος (Kirchner PA 8981) ϕαίνεται ὅτι τελικὰ πίστευε ἀληθινὰ στὸν σκοπὸ ποὺ
112
ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ὑπηρετοῦσε, καθὼς σκοτώθηκε τὸ 414 π.Χ. στὴ Σικελία πολεμώντας γενναία στὴν πρώτη γραμμή (πβ. Θουκ. 6.101.6). Καὶ δεύτερον, οἱ Στρατηγοὶ ἦταν εὐάλωτοι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θητείας τους, γιατὶ στὴν Κύρια συνέλευση κάθε Πρυτανείας δὲν ἦταν μόνο ὑποχρεωμένοι νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὸ ἀξίωμά τους, ἀλλὰ μποροῦσε καὶ νὰ κατηγορηθοῦν.13 Στὰ 425 π.Χ. ὁ νεαρὸς ᾽Αριστοϕάνης βρίσκεται στὴν ἀρχὴ τῆς σταδιοδρομίας του (ἀκόμα παρουσιάζει τὰ ἔργα του διὰ τοῦ διδασκάλου Καλλίστρατου). Οἱ ᾽Αχαρνῆς εἶναι μόλις τὸ τρίτο ἔργο του. Καὶ ὅμως δὲν διστάζει νὰ μιλήσει –μὲ κωμικὸ πάντα τρόπο– γιὰ πολὺ σοβαρὰ θέματα, νὰ ἐπισημάνει ἐλλείψεις καὶ νὰ στηλιτεύσει προβλήματα. Καὶ μάλιστα κερδίζει καὶ τὸ πρῶτο βραβεῖο. ᾽Απέναντι στὸν νεαρὸ καὶ ἐνθουσιώδη ᾽Αριστοϕάνη στέκεται ἡ ὥριμη, δοκιμασμένη καὶ θεσμικὰ κατοχυρωμένη ᾽Αθηναϊκὴ Δημοκρατία· ἡ ὁποία ἔχει πρὸ πολλοῦ πετύχει νὰ ἰσορροπήσει τὴν ἀντινομία ἀνάμεσα στὴν ἰσότητα καὶ τὴν ἀξιοκρατία. ῾ Ο κυβερνὼν Δῆμος, θεματοϕύλακας τῶν δημοκρατικῶν ἀρχῶν τῆς ἰσότητας (ἰσονομία, ἰσοτιμία, ἰσηγορία), ἀσκώντας τὴ διακριτικὴ ἐξουσία του μπορεῖ καὶ ἐπιλέγει τὸν ἱκανὸ νὰ προσϕέρει στὴν πόλη· ἔτσι ἀξιοποιεῖ καὶ ἀπελευθερώνει τὶς δημιουργικὲς ἱκανότητες τοῦ ἀτόμου-πολίτη, θέτοντάς τες στὴν ὑπηρεσία τοῦ κοινωνικοῦ συμϕέροντος. ᾽Αδιακρίτως καταγωγῆς. Καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν αὐτοαναιρεῖται. ῾ Η ἐπιτυχία αὐτὴ τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτείας καταγράϕεται μὲ ρητορικὴ δεξιότητα ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο θιασώτη της, τὸν Περικλῆ, μέσω τῆς γραϕίδας τοῦ μεγαλύτερου ἱστορικοῦ της, τοῦ Θουκυδίδη: καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ ᾽ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάϕορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ ᾽ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ ᾽ αὖ κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώματος ἀϕανείᾳ κεκώλυται (2.37.1). Βέβαια, ἡ ἐπιτυχία αὐτὴ δὲν ἦταν τὸ εὔκολο ἀρχικὸ δεδομένο, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς διαρκοῦς πάλης μὲ τὰ ἑκάστοτε «ἐνάντια», γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ἐλευθερία· ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Μιὰ σκυταλοδρομία αἰώνων. 13. Sinclair (1997) 168.
ΘΡΑΝΙΤΗΣ ΛΕΩΣ, ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ ΛΑΜΑΧΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ 113
Τὸ δημοκρατικὸ οἰκοδόμημα τῆς ᾽Αθηναϊκῆς Πολιτείας εἶναι βαθιὰ ριζωμένο στὶς συνειδήσεις τῶν πολιτῶν καὶ ταυτισμένο μὲ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης. Στόχος τῆς σάτιρας τοῦ ᾽Αριστοϕάνη (στοὺς ᾽Αχαρνῆς ἀλλὰ καὶ στὰ ὑπόλοιπα ἔργα του) δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ οἰκοδόμημα τῆς Δημοκρατίας οὔτε οἱ θεσμοί, τὰ ὄργανα καὶ οἱ διαδικασίες. Στόχος εἶναι οἱ μεμονωμένες ἐϕαρμογὲς τῶν θεσμῶν, οἱ συγκεκριμένες πολιτικὲς ἀποϕάσεις, οἱ ἐξαιρέσεις τῶν κανόνων, οἱ ἀτομικὲς πολιτικὲς συμπεριϕορές. Οἱ ᾽Αθηναῖοι πολίτες ἀπὸ τὸ βῆμα τῆς ᾽ Εκκλησίας τοῦ Δήμου καὶ ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀπὸ τὸ δικό του (κωμικὸ) βῆμα διατηροῦν τὸ δημοκρατικὸ δικαίωμα νὰ διαϕωνοῦν μὲ τὰ ὅποια τεκταινόμενα. ῾ Η Δημοκρατία τείνει πάντοτε εὐήκοον οὖς καί, ἀξιοποιώντας τὰ παράπονα καὶ τὶς διαμαρτυρίες, συνεχίζει νὰ πορεύεται, σταθερὰ καὶ μὲ αὐτοπεποίθηση.
Βιβλιογραϕία G a b r i e l s e n, V. (1994), Financing the Athenian Fleet: Public Taxation and Social Relations (Baltimore & London). Kirchner, I. (1901-1903), Prosopographia Attica (Βερολίνο). Larsen, J. A. O. (1946) “ The Acharnians and the Pay of Taxiarchs”, στό: CP, 41.2, 92-98. MacDowell, D.M. (1971,1988), Aristophanes: Wasps (Οξϕόρδη). M o s l e y, D. J. (1973) Envoys and Diplomacy in Ancient Greece (Wiesbaden). S i n c l a i r, R. K. (1988) Democracy and Participation in Athens (Cambridge). Στὰ ἑλληνικά, ᾽ Ε. Τα μβάκη (μτϕρ.) (1997), Δημοκρατία καὶ Συμμετοχὴ στὴν ᾽Αρχαία ᾽Αθήνα ( ᾽Αθήνα).
᾽Ανδρέας Μαρκαντωνᾶτος* Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ Η ΣΚΗΝΗ ΒΟΙΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΗ (ΣΤ. 860-958)1
ΘΑ ΗΘΕΛΑ νὰ δηλώσω ἐξ ἀρχῆς ὅτι συμϕωνῶ ἀπολύτως μὲ ἐκείνους τοὺς μελετητές, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν νὰ προσπελάσουν ἑρμηνευτικὰ τὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία μὲ κύριο γνώμονα τὴν παραδοχὴ ὅτι συχνὰ ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἐπιλέγει νὰ ἐξερευνήσει ϕλέγοντα ζητήματα τῆς ἐποχῆς του μὲ τὰ διακειμενικὰ σύνεργα ἑνὸς πανάρχαιου μύθου, ὅπως μάλιστα αὐτὸς ἔχει ἐνίοτε ἀποτυπωθεῖ σὲ ἐμβληματικὰ τραγικὰ ἔργα κατὰ κύριο λόγο τοῦ Εὐριπίδη, ἀλλὰ καὶ γενικότερα ἔχει ἀπὸ αἰώνων διαδοθεῖ μέσα ἀπὸ ποικίλες κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις καὶ θρησκευτικὲς τελετουργίες.2 ῾ Η διαπίστωση αὐτὴ ἴσως ἐκ πρώτης ὄψεως ϕαντάζει ἀντιϕατική, γνωστοῦ ὄντως ὅτι ἡ ἀττικὴ κωμωδία χαρακτηρίζεται ἀπὸ συναρπάζουσα πρωτοτυπία ὅσον ἀϕορᾶ * Τακτικὸς Καθηγητὴς τῆς ᾽Αρχαίας ῾ Ελληνικῆς Φιλολογίας τοῦ Τμήματος Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. 1. Τὰ ἀρχαῖα παραθέματα τοῦ ἀριστοϕάνειου ἔργου ᾽Αχαρνῆς βασίζονται στὴν πρόσϕατη στερεότυπη ἔκδοση τοῦ N. G. Wilson, Aristophanis Fabulae, Tomus I ( ᾽ Οξϕόρδη, 2007). 2. Πβ. ἐνδεικτικὰ Bowie (1982), (1993) ἰδίως 1-17 καί (2010), ὅπου ἀσκεῖται ἔντονη ἀλλὰ δίκαιη κριτικὴ στὶς ἀκρότητες τῆς μυθολογικῆς ἀνάλυσης τῶν Zielinski (1885α), (1885β) καὶ Cornford (1914). ᾽ Επίσης, βλ. Lada-Richards (1999) ἰδίως 1-16 μὲ κατατοπιστικὴ βιβλιογραϕία· Bierl (2002)· Casolari (2002). ᾽Αναϕορικὰ μὲ τοὺς ᾽Αχαρνῆς, βλ. Fisher (1993) καὶ Habash (1995).
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
115
στὴν κατασκευὴ τῆς δραματικῆς πλοκῆς, ἡ ὁποία δὲν ἐπερείδεται οὐδὲ κατ’ ἐλάχιστον σὲ συγκεκριμένους κύκλους μυθολογικῶν παραδόσεων, ἀλλά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὶς ὑποθέσεις τῆς ὁμογάλακτής της τραγικῆς ποίησης, ἀποτελεῖ πρωτίστως προϊὸν τῆς ἀχαλίνωτης ϕαντασίας τῶν ᾽Αθηναίων κωμωδιογράϕων.3 ῾ Η ἀντίϕαση αὐτὴ ὡστόσο ἀνατρέπεται, ἐὰν ἀναλογιστοῦμε ἐπὶ παραδείγματι ὅτι ὁ ᾽Αριστοϕάνης κατ’ ἐπανάληψιν γελοιογραϕεῖ πασίγνωστες εὐριπίδειες τραγωδίες, ἀπομιμούμενος μὲ ἐντόνως σκωπτικὴ διάθεση χαρακτῆρες καὶ ἐπεισόδια. Αὐτὲς οἱ τραγικοκωμικὲς ἢ παρατραγικὲς καρικατοῦρες, ποὺ δὲν ἀϕθονοῦν μόνο στὶς ἀριστοϕάνειες κωμωδίες ἀλλὰ ὑπολανθάνουν ὡς παρωδιακὰ διακείμενα καὶ σὲ ἄλλα ἔργα τοῦ ἀττικοῦ κωμικοῦ corpus, ἐντάσσονται σὲ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο μυθολογικοῦ σατιρισμοῦ· αὐτὴ μάλιστα ἡ κωμικοποίηση ὀνομαστῶν μύθων καὶ θρύλων λειτουργεῖ ὡς ϕίλτρο μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποστάζονται πρόσϕατες συλλογικὲς περιπέτειες ἢ ἀκόμη καὶ πιὸ προσωπικὲς ἐμπειρίες καὶ ἐπιδιώξεις τῶν ᾽Αθηναίων πολιτῶν καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ δραματουργοῦ.4 Πιὸ συγκεκριμένα, στόχος τῆς μελέτης μου εἶναι ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀνάλυση τῆς ἐξόχως κωμικῆς σκηνῆς μὲ τὸν Θηβαῖο πραματευτὴ ᾽ χαρνῆς (στ. καὶ τὸν ᾽Αθηναῖο Δικαιόπολη στὸ ἀριστοϕανικὸ ἔργο Α 860-958) ὑπὸ τὸ πρίσμα περιώνυμων μυθολογικῶν ἀϕηγήσεων, σχετικῶν μὲ τὸν ἐνδοξότερο ῞ Ελληνα ἥρωα, τὸν ῾ Ηρακλῆ, καθὼς ἐπίσης ἡ ἔνταξη ὅλων τῶν παραπάνω μέσα σὲ ἕνα εὐρύτερο διακειμενικὸ πλαίσιο, τὸ ὁποῖο περικλείει, μεταξὺ ἄλλων, ποικίλες ἐτεροαναϕορὲς σὲ συγκεκριμένα τραγικὰ συμϕραζόμενα.5 Πράγματι, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐν λόγω ἐπεισοδίου, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορύϕωση στὴν κλιμάκωση πολυάριθμων διακειμενικῶν νύξεων καὶ ἐνδείξεων, γίνονται ὑπαινικτικὲς ἀναϕορὲς στὸν μυθικὸ κύκλο τοῦ ῾ Ηρακλῆ, οἱ ὁποῖες μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ ἄθλοι τοῦ πολυθρύλητου 3. Πβ. (λ.χ.) Thiercy (2011) μὲ σχετικὲς βιβλιογραϕικὲς παραπομπές. 4. Βλ. Μαρκαντωνᾶτος (2011) μὲ ἐξαντλητικὴ βιβλιογραϕία. Εἰδικότερα,
ἀναϕορικὰ μὲ τὴν παρατραγικὴ γελοιογράϕηση τῆς σκηνικῆς δράσης· πβ. ἐπίσης Rosen (1988), (2010) καὶ Καραμάνου (2011). 5. Βλ. κυρίως Olson (2002) liv-lxiii, ἰδίως lxi-lxiii, ὅπου πρώτη ϕορὰ ἐπιχειρεῖται ἡ σύνδεση τῆς ἡρωικῆς ϕιγούρας τοῦ ῾ Ηρακλῆ μὲ τὸν Βοιωτὸ ἔμπορο χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀναλύονται σὲ βάθος εὐρύτερα διακειμενικὰ ζητήματα.
116
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
αὐτοῦ ἥρωα λειτουργοῦν ὡς κοῖλο κάτοπτρο μέσα στὸ ὁποῖο ἀνακλῶνται μὲ παραμορϕωτικὸ τρόπο κεντρικοὶ χαρακτῆρες καὶ θεματικὰ μοτίβα τοῦ ἔργου. Θὰ μπορούσαμε μάλιστα νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι ὁ χαρακτήρας τοῦ Βοιωτοῦ ἐμπόρου, ὁ ὁποῖος συνοδεύεται ἀπὸ τὸν σκλάβο του ᾽ Ισμηνία, ἐμϕανίζει ἀναλογικὲς ὁμοιότητες μὲ τὸν ῾ Ηρακλῆ, ποὺ ἀκολουθεῖται σὲ κάποιους ἀπὸ τοὺς ἄθλους του ἀπὸ τὸν ἀνιψιό του ᾽ Ιόλαο· τὸ ἴδιο πιστεύουμε ὅτι ἰσχύει, αὐτὴν τὴ ϕορὰ μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη ἔνταση, καὶ μὲ τὴν ἀριστοτεχνικὰ διαγεγραμμένη ϕιγούρα τοῦ Δικαιόπολη, ἡ ὁποία σὲ ἀρκετὰ σημεῖα τοῦ ἔργου ἐν πολλοῖς ταυτίζεται μὲ αὐτὴν τοῦ ῾ Ηρακλῆ.6 Τὰ ἀόρατα αὐτὰ νήματα ποὺ διασυνδέουν τὴν ὑπὸ συζήτηση ἀριστοϕανικὴ κωμωδία μὲ περιλάλητες μυθικὲς παραδόσεις γιὰ τὶς περιϕανεῖς ἐπιτυχίες τοῦ ῾ Ηρακλῆ προοιωνίζονται τὸν τελικὸ θρίαμβο τοῦ ϕιλειρηνικοῦ Δικαιόπολη ἐνάντια στοὺς πολεμοκάπηλους ἀντίζηλούς του, ἀλλὰ καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὴν ἴδια τὴν περίλαμπρη νίκη τοῦ κωμικοῦ ποιητῆ, ὁ ὁποῖος μάλιστα αὐτοπαρουσιάζεται ὡς διαπρύσιος κήρυκας τῆς εἰρήνης στοὺς θεατρικοὺς ἀγῶνες τῶν Ληναίων τοῦ 425 π.Χ., παρὰ τὶς σϕοδρότατες ἐπιθέσεις στὸ πρόσωπό του ἐκ μέρους πολεμοχαρῶν δημοκόπων μὲ μεγάλη λαϊκὴ ἐπιρροὴ – ἰδίως τοῦ ἀρειμάνιου δημεγέρτη Κλέωνος, ποὺ πιθανότατα προσπάθησε νὰ ἐμπλέξει τὸν ᾽Αριστοϕάνη σὲ δίκη γιὰ προσβολὴ τοῦ δήμου καὶ τοῦ πολιτεύματος.7 ᾽ Επιπροσθέτως, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ σύνθετο αὐτὸ πλέγμα διακειμενικῶν δανείων καὶ προκαταβολῶν συνέχεται 6. Γιὰ ἄλλες ἀπόπειρες ταύτισης τοῦ Δικαιόπολη μὲ ἱστορικὲς προσωπικότητες τῆς ᾽Αθήνας, βλ. κυρίως Bowie (1988), τοῦ ὁποίου οἱ ἀπόψεις ἀντικρούονται ἀπὸ τὸν Carey (1993) 254, ὑποσημ. 24· πβ. Parker (1991). ᾽Αναϕορικὰ μὲ τὸ χαρακτήρα τοῦ Δικαιόπολη, βλ. Grilli (1992)· Παππᾶς (19962) 61-62 καὶ passim· Compton-Engle (1999)· Ξανθοῦ (2012). 7. Βλ. (λ.χ.) Carey (1994)· Rosen (1988) 59-82 καὶ (2010) 233-235· MacDowell (1995) 42-45· Brockmann (2003) 147-156· Sommerstein (1980/19923) 33 καί (2004). ῾ Η πλειονότητα τῶν μελετητῶν συμϕωνεῖ ὅτι ἡ δικαστικὴ ἀντιπαράθεση μεταξὺ ᾽Αριστοϕάνη καὶ Κλέωνος ἔχει ὄντως ἱστορικὴ ἀξία· ὡστόσο, πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ ἰσχυρὴ πιθανότητα ὅτι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θεατρικῆς σταδιοδρομίας του ὁ ᾽Αριστοϕάνης προσέδωσε μεγαλύτερες διαστάσεις σὲ αὐτὴν τὴν ἀντιδικία, προκειμένου νὰ ὑπηρετήσει τοὺς δραματουργικοὺς σκοπούς του. Πβ. ἐπίσης Παππᾶς (2012).
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
117
σὲ ἠχηρότατο ϕιλειρηνικὸ σάλπισμα ἐν μέσω πανεθνικοῦ ἐμϕυλίου πολέμου ἀπὸ τὴ διαρκῶς προβαλλόμενη εἰκόνα τοῦ εἰρηνόϕιλου πρωταγωνιστῆ, ὁ ὁποῖος ὡς τὸ θνητὸ alter ego τοῦ ἥρωα-θεοῦ ῾ Ηρακλῆ ἔρχεται σὲ δριμύτατη σύγκρουση καὶ ἐν τέλει κατατροπώνει τερατικὲς μορϕές, ὅπως ἐπαίσχυντους δημαγωγούς, ἀχρείους συκοϕάντες, ὑπερϕίαλους στρατηγούς, δόλιους πολιτευτὲς καὶ παραπλανημένους κατοίκους τῆς ᾽Αττικῆς, ποὺ λόγῳ καὶ ἔργῳ ἀναμοχλεύουν τὰ τοπικὰ μίση καὶ διεγείρουν τὸν στρατιωτικὸ ϕανατισμό. Οὐσιαστικὰ ᾽ χαρνῆς ὁ Δικαιόπολης, ὡς ἄλλος ᾽Αθηναῖος στοὺς ἀριστοϕανικοὺς Α ῾ Ηρακλῆς, κατορθώνει νὰ κατανικήσει τὰ ϕρικιαστικὰ τέρατα τοῦ πολέμου καὶ νὰ ἐπαναϕέρει ἔστω γιὰ σύντομο χρονικὸ διάστημα (ἂν ὄχι ἄλλο πάντως ὅσο διαρκεῖ ἡ παράσταση τοῦ κωμικοῦ ἔργου) τὰ ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς εἰρήνης στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ἢ τουλάχιστον στὸν δικό του ἰδιωτικὸ οἶκο. ῎ Ηδη ἀπὸ τὴν προλογικὴ σκηνὴ τοῦ ἔργου ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀνακαλεῖ ϕάσματα ἀπὸ τὴν πολύπτυχη μυθολογικὴ παράδοση τοῦ ῾ Ηρακλῆ, ὅπως μάλιστα αὐτὰ ἔχουν δραματοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Εὐριπίδη, καὶ τὰ στήνει ἀπέναντι στοὺς πρωταγωνιστὲς τοῦ ἔργου του, μὲ σκοπὸ νὰ τὰ παραμορϕώσει μὲ ἰδιαζόντως σκωπτικὸ τρόπο. Εἰδικότερα, ἡ εἰρωνικὴ ἀποστροϕὴ τοῦ Δικαιόπολη στὴν ἄξια τιμωρία ποὺ ἐπιϕύλαξε ἡ τάξη τῶν ῾ Ιππέων στὸν ἀδίστακτο καὶ ϕιλοχρήματο Κλέωνα – μιὰ κατεξοχὴν ἀποκρουστικὴ καὶ τερατοειδὴς μορϕὴ στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ ἀνάλογες σχεδὸν κτηνόμορϕες καὶ εἰδεχθεῖς ἀπομιμήσεις του στοὺς ῾ Ιππεῖς καὶ στὴν Εἰρήνη – ὁ ὁποῖος ϕέρεται ὅτι δωροδοκήθηκε ἀπὸ συμμάχους τῶν ᾽Αθηναίων, προκειμένου νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἐπαχθῆ ἐνιαύσια εἰσϕορά τους στὸ συμμαχικὸ ταμεῖο (στ. 8, ἄξιον γὰρ ῾Ελλάδι), παραπέμπει ἔμμεσα στὸ ἰδιαίτερα ἀγαπητὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εὐριπίδειο ἔργο Τήλεϕος, ποὺ σώζεται ὅμως σήμερα μόνον ἀποσπασματικά.8 Σύμϕωνα λοιπὸν καὶ μὲ ἄλλες πρόδηλες ἀλλὰ καὶ 8. ᾽Αναϕορικὰ μὲ τὴ ϕημολογούμενη δωροδοκία τοῦ Κλέωνος, βλ. Sommerstein (1980) ad 6· Carawan (1990)· Olson (2002) ad 6-8. Σχετικὰ μὲ τὸν Τήλεϕο τοῦ Εὐριπίδη καὶ τὴν κωμωδιακὴ ἀξιοποίηση τοῦ ἐν λόγω ἔργου ἀπὸ τὸν ᾽ Αριστοϕάνη, βλ. κυρίως Handley & Rea (1957)· Rau (1967) 19-42· Harriott (1982)· Foley (1988)· Carey (1993) 254-256· Collard, Cropp & Lee (1995) 17-52·
118
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
λανθάνουσες κειμενικὲς ἐνδείξεις, ἡ ἐν λόγω τραγωδία λειτουργεῖ σὲ ἀρκετὰ ἀριστοϕανικὰ δράματα ὡς πολυπρισματικὸ κάτοπτρο μέσα στὸ ὁποῖο ἀντικαθρεϕτίζονται πολυάριθμοι χαρακτῆρες, ἀναπαράγοντας ἔτσι δίπλα στὴν πραγματικὴ μορϕή τους ποικίλα μυθολογικὰ καὶ ἱστορικὰ εἴδωλα (βλ. Εἰρήνη 146-148, Θεσμοϕοριάζουσες 2324, 466-764, Νεϕέλες 921-924, Βάτραχοι 840-855). Πιθανότατα, ἡ ὑπόθεση τοῦ εὐριπίδειου Τήλεϕου κατέστη ἀντικείμενο τέτοιας θελκτικῆς γιὰ τὸ ἀρχαῖο ἀθηναϊκὸ κοινὸ δραματοποίησης, ὥστε ὁ ᾽Αριστοϕάνης ὄχι μόνο ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὴν ἔντονη σκηνικὴ παρουσία τοῦ ρακένδυτου πρωταγωνιστῆ, ὁ ὁποῖος στὴ διάρκεια τοῦ ἔργου ἀποδύεται σὲ μία πεισμώδη προσπάθεια νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἠθική του ἀκεραιότητα μετερχόμενος κάθε εἴδους ρητορικὸ τέχνασμα, ἀλλὰ ἐπίσης καταγοητεύθηκε ἀπὸ τὴ βαθιά, σπειροειδῆ προοπτικὴ τοῦ μύθου, ἡ ὁποία εὐνοεῖ τὴν πλέξη ἀτέλειωτων διακειμενικῶν νημάτων. ῾ Ο Τήλεϕος, ὡς γνωστόν, ἦταν γιὸς τοῦ ῾ Ηρακλῆ καὶ τῆς Αὔγης, κόρης τοῦ βασιλιᾶ τῆς Τεγέας, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ περιπέτειες κατέληξε νὰ ἀναρριχηθεῖ στὸ θρόνο τῆς Μυσίας καὶ νὰ πολεμήσει στὸν Τρωικὸ Πόλεμο, καίτοι ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἐναντίον τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος τῶν ᾽Αχαιῶν. ῾ Ως σύμμαχος τῶν Τρώων ϕόνευσε σὲ μάχη τὸν γιὸ τοῦ Πολυνείκη, Θέρσανδρο, καὶ ὁ ᾽Αχιλλέας γιὰ ἀντεκδίκηση τὸν τραυμάτισε σοβαρὰ μὲ τὴ λόγχη του σὲ σϕοδρὴ μονομαχία. ῞ Οταν ἔλαβε χρησμό, σχετικὸ μὲ τὴν προοπτικὴ ἐπούλωσης τῆς πληγῆς του (ἡ παροιμιώδης ϕράση: ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται), μεταμϕιέσθηκε σὲ ἐπαίτη καὶ μετέβη μυστικῶς στὶς Μυκῆνες, ὅπου ἀϕοῦ ὑϕάρπαξε τὸν νήπιο ᾽ Ορέστη ἐξανάγκασε τὸν ᾽Αγαμέμνονα νὰ τοῦ παράσχει τὴν ἀπαραίτητη θεραπεία – ὁ ῞ Ελληνας ἀρχιστράτηγος παρακάλεσε τὸν ᾽Αχιλλέα νὰ ἰατρεύσει τὰ τραύματα τοῦ Τήλεϕου (τὰ περίϕημα τηλέϕεια τραύματα) μὲ τὸ νὰ ἀλείψει πάνω τους ρινίσματα ἀπὸ τὴ μοιραῖα λόγχη του. ῞ Οπως μάλιστα παραδίδει ὁ MacDowell (1995) 53-58· Pelling (2000) 141-145· Silk (2000) ἰδίως 42-97 passim· Preiser (2000) ἰδίως 71-97· Καραμάνου (2011) ἰδίως 688-699. ᾽Αξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ MacDowell (1983) 150 διατηρεῖ κάποιες ἐπιϕυλάξεις ἀναϕορικὰ μὲ ὁρισμένες λεκτικὲς ἀπηχήσεις τοῦ εὐριπίδειου δράματος στοὺς ᾽Αχαρνῆς καὶ στὶς Θεσμοϕοριάζουσες.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
119
μῦθος, ὁ Τήλεϕος ἔδωσε τὶς ἀναγκαῖες ὁδηγίες στοὺς ᾽Αχαιούς, γιὰ νὰ καταλάβουν τὸ κάστρο τῆς Τροίας, σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν ἀνέλπιστη ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας του. ᾽ χαρνῆς ἐπιχειρεῖται ὁ θεματολογικὸς Πρόδηλο εἶναι ὅτι στοὺς Α συσχετισμὸς τοῦ Τήλεϕου, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου συναιρεῖται τὸ ἑλληνικὸ καὶ τὸ βαρβαρικὸ στοιχεῖο σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ ἀνακύπτουν ἀκόμη καὶ κατηγορίες προδοσίας ἐναντίον του, ἀϕενὸς μὲ τὸν Δικαιόπολη, ποὺ καταγγέλλεται ἀπερίϕραστα ὡς ρίψασπις μὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι προέβη ἐρήμην τῶν συμπατριωτῶν του σὲ συμϕωνία εἰρήνης μὲ τοὺς Σπαρτιάτες, καὶ ἀϕετέρου μὲ τὸν ἴδιον τὸν ᾽Αριστοϕάνη, ποὺ ἀποτολμᾶ ἐν μέσω δριμύτατης ἀντιπαράθεσης μεταξὺ ᾽Αθηναίων καὶ Λακεδαιμονίων νὰ διατρανώνει τὸ μήνυμα τῆς εἰρήνης καὶ νὰ ἀναγνωρίζει ἐλαϕρυντικὰ στοὺς ἄσπονδους ἐχθροὺς τῆς πατρίδας του.9 ῾ Ο κωμωδιογράϕος ἔχει πλήρη συνείδηση ὅτι βαδίζει πάνω σὲ τεντωμένο σκοινί, κινούμενος ὁριακὰ μεταξὺ πατριωτισμοῦ καὶ ἀϕιλοπατρίας· παρότι βεβαίως τὰ κίνητρά του εἶναι ἀνιδιοτελῆ, τὸ ϕιλειρηνικὸ κάλεσμά του κινδυνεύει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ παρερμηνευθεῖ ὡς προδοτικὴ στάση, ποὺ στρέϕεται ἐνάντια στὰ ἱερὰ καὶ στὰ ὅσια τῆς πόλης του. Δεδομένης τῆς τεράστιας διακινδύνευσης, ἐμϕανίζει τὸ θεατρικὸ εἴδωλό του, τὸν Δικαιόπολη, ὡς θνητὴ μετενσάρκωση τοῦ ῾ Ηρακλῆ, ὁ ὁποῖος ἐπιδεικνύει ἀλύγιστη ἀποϕασιστικότητα καὶ ἀκατάβλητη γενναιότητα, προκειμένου νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὰ διάϕορα τερατοειδῆ ϕάσματα τῆς ἐκ πρώτης ὄψεως ἀθεράπευτης πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς παθογένειας ποὺ ἔχει ἐπὶ τόσα χρόνια ἐκθρέψει ὁ ἐμϕύλιος σπαραγμός. Πράγματι, χρειάζεται νὰ διαθέτει κάποιος τὸ ἀδάμαστο σθένος καὶ τὴ χαλύβδινη θέληση τοῦ ῾ Ηρακλῆ, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀντιταχθεῖ στὴν πολιτικὴ ἀδιαλλαξία τῶν ἄκρων καὶ στὰ κενόϕρονα βουλεύματα τῶν δημαγωγῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξέλθει νικητὴς στὴν πεισματώδη διαμάχη του μὲ ἰσχυροὺς καὶ ὕπουλους ἀντιπάλους. 9. Πβ. ἐπίσης Olson (2002) liv-lxi. Σχετικὰ μὲ τὸ πολιτικὸ ὑπόβαθρο τοῦ ἔργου, βλ. (λ.χ.) Σολομὸς (1961) 82-103· Forrest (1963)· Edmunds (1980)· Μπούρας (1986) passim· Carey (1993)· Vanhaegendoren (1996)· Pelling (2000) 141-163· Dover (20005) 126-131· Zimmermann (20022) 94-100· Olson (2002) ἰδίως xl-lii καὶ (2010) passim· Whitehorn (2005)· Lowe (2007) 38-39· Robson (2009) 173-176.
120
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
Δὲν εἶναι τυχαῖο λοιπὸν ὅτι ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἐγκατασπείρει στὸ κείμενό του κλητικὲς προσϕωνήσεις ποὺ ἀπευθύνει ὁ Δικαιόπολης κυριευμένος ἀπὸ ἔκπληξη καὶ ϕρίκη πρὸς τὸν ῾ Ηρακλῆ, ὁ ὁποῖος προσκαλεῖται κυρίως μὲ τὴν ἰδιότητά του ὡς ᾽Αλεξίκακου, δηλαδὴ διώκτη τοῦ κακοῦ, προκειμένου νὰ βοηθήσει τὸν πρωταγωνιστὴ νὰ ἀντιμετωπίσει ἠθικὰ καὶ σωματικὰ διεστραμμένες ϕιγοῦρες ποὺ σὲ κρίσιμες στιγμὲς τῆς δράσης εἰσέρχονται ἐπὶ σκηνῆς.10 Χαρακτηριστικὴ περίπτωση μιᾶς τέτοιας ἐκτρωματικῆς μορϕῆς εἶναι ὁ Ψευδαρτάβας, ᾽Αθηναῖος μεταμϕιεσμένος σὲ Πέρση σατράπη καὶ πληροϕοριοδότη τοῦ Μεγάλου Βασιλέως, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐμϕανίζεται ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου μὲ μάσκα ποὺ εἶχε στὸ ἐπάνω μέρος της ἕνα τεράστιο περιστρεϕόμενο μάτι, γιὰ νὰ συμβολίζεται ἔτσι ἐμϕαντικὰ ἡ πολιτική του ἰδιότητα ὡς ὀϕθαλμοῦ τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν.11 Μόλις ἀντικρίζει αὐτὸ τὸ τερατόμορϕο πλάσμα, ποὺ παραπέμπει στὸν τρομακτικὸ μονόϕθαλμο Κύκλωπα τῆς ὁμηρικῆς Ο ᾽ δύσσειας, ὁ Δικαιόπολης προσεπικαλεῖται ἀμέσως τὸν ῾ Ηρακλῆ: ὦναξ ῾ Ηράκλεις (στ. 94, «Βασιλιά μου ῾ Ηρακλῆ!»)· τὸ ἴδιο πράττει καὶ ὅταν οἱ ἀϕηνιασμένοι ᾽Αχαρνιῶτες γέροντες ἐπιχειροῦν νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ἐπειδὴ ἔκλεισε ἰδιωτικὴ συνθήκη εἰρήνης μὲ τοὺς μισητοὺς Σπαρτιάτες, οἱ ὁποῖοι κατ’ ἐπανάληψη ἔχουν λεηλατήσει ἀνελέητα τὸ δῆμο τους: ῾ Ηράκλεις τουτὶ τί ἐστι; (στ. 284, «῾ Ηρακλῆ μου, τί ’ναι τοῦτο; »).12 Λίγο ἀργότερα στὴ σκηνὴ μὲ τὸν Μεγαρίτη ἐμπορευόμενο ἄλλη μιὰ ϕορὰ ὁ Δικαιόπολης ἀποτείνεται στὸν ῾ Ηρακλῆ, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἔντονη ἔκπληξή του, μόλις βλέπει τὰ κορίτσια τοῦ ξένου ἐπισκέπτη του μεταμϕιεσμένα σὲ γουρουνίτσες νὰ καταβροχθίζουν τὰ νόστιμα σύκα ποὺ τοὺς προσέϕερε γιὰ ϕαγητό: ὦ πολυτίμηθ’ ῾ Ηράκλεις (στ. 807, «῏ Ω! Πολυτίμητε ῾ Ηρακλῆ μου!»). Κατ’ ἀνάλογον τρόπο, στὴ σκηνὴ μὲ τὸν ἀγρότη ἀπὸ τὴν Φυλή, τὸν 10. Βλ. Parker (1996) 175 καὶ 186· Markantonatos (2013) 101. ᾽Αναϕορικὰ μὲ τὸν ῾ Ηρακλῆ, πβ. Stafford (2012) μὲ ἐξαντλητικὴ βιβλιογραϕία. 11. Πβ. Aveline (2000). Βλ. ἐπίσης Sommerstein (1980) ad 95-97· Olson (2002) ad 95-97. 12. Σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίκληση αὐτὴ ὡς δηλωτικὴ μεγάλης ἔκπληξης, βλ. Χρηστίδης (1991) ad 94 καὶ 284· Olson (2002) ad 94. ᾽Αναϕορικὰ μὲ τὸ δῆμο ᾽Αχαρνῶν, βλ. τὴν περισπούδαστη μελέτη τῆς Πλάτωνος-Γιώτα (2004)· πβ. ἐπίσης Kellogg (2013).
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
121
ἐπονομαζόμενο Δερκέτη, ποὺ ἐμϕανίζεται περίλυπος, ἐπειδὴ ἔχασε τὸ ϕῶς του ἀπὸ τὰ πολλὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσε γιὰ τὴν κλοπὴ τῶν δυὸ βοδιῶν του, πάλι ἀκούγεται ἡ κλητικὴ προσϕώνηση πρὸς τὸν ῾ Ηρακλῆ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Δικαιόπολη, ποὺ μένει ἐμβρόντητος ἀπὸ τὸ ἀποκρουστικὸ θέαμα: ὦ ῾ Ηράκλεις, τίς οὑτοσί; (στ. 1018, «῏ Ω ῾ Ηρακλῆ, ποιός εἶναι τοῦτος; »).13 Οἱ προαναϕερθεῖσες ἐπικλήσεις τοῦ ὀνόματος τοῦ ῾ Ηρακλῆ πλαισιώνουν τὸ εὐτράπελο ἐπεισόδιο μὲ τὸν Βοιωτὸ πραματευτή, τὸ ὁποῖο παραθέτουμε ἀμέσως κάτωθι (στ. 860-958), προκειμένου ὁ ἀναγνώστης νὰ διαμορϕώσει εὐκολότερα ἰδὶαν ἄποψη γιὰ τὰ ἐπιχειρήματά μας: ΒΟΙΩΤΟΣ
ἴττω ῾ Ηρακλῆς ἔκαμόν γα τὰν τύλαν κακῶς· κατάθου τὺ τὰν γλάχων ᾽ ἀτρέμας ᾽Ισμηνία· ὑμὲς δ ᾽ ὅσοι Θείβαθεν αὐληταὶ πάρα, τοῖς ὀστίνοις ϕυσῆτε τὸν πρωκτὸν κυνός. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
παῦ ᾽, ἐς κόρακας. οἱ σϕῆκες οὐκ ἀπὸ τῶν θυρῶν; πόθεν προσέπτανθ ᾽ οἱ κακῶς ἀπολούμενοι ἐπὶ τὴν θύραν μοι Χαιριδῆς βομβαύλιοι; ΒΟΙΩΤΟΣ
νεὶ τὸν ᾽Ιόλαον, ἐπεχαρίττω γ ᾽, ὦ ξένε· Θείβαθε γὰρ ϕυσᾶντες ἐξόπισθέ μου τἄνθεια τᾶς γλάχωνος ἀπέκιξαν χαμαί. ἀλλ ᾽ εἴ τι βούλει, πρίασο τῶν ἰὼ ϕέρω, τῶν ὀρταλίχων ἢ τῶν τετραπτερυλλίδων. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ὦ χαῖρε, κολλικοϕάγε Βοιωτίδιον. τί ϕέρεις; ΒΟΙΩΤΟΣ
ὅσ ᾽ ἐστὶν ἀγαθὰ Βοιωτοῖς ἁπλῶς, ὀρίγανον, γλαχὼ, ψιάθως, θρυαλλίδας, νάσσας, κολοιὼς, ἀτταγᾶς, ϕαλαρίδας, τροχίλως, κολύμβως. 13. Πβ. ἐπιπροσθέτως Olson (2002) ad 807-808.
122
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ὡσπερεὶ χειμὼν ἄρα ὀρνιθίας ἐς τὴν ἀγορὰν ἐλήλυθας. ΒΟΙΩΤΟΣ
καὶ μὰν ϕέρω χᾶνας, λαγώς, ἀλώπεκας, σκάλοπας, ἐχίνως, αἰελούρως, πικτίδας, ἰκτῖδας, ἐνύδριας, ἐγχέλιας Κωπαΐδας. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ὦ τερπνότατον σὺ τέμαχος ἀνθρώποις ϕέρων, δός μοι προσειπεῖν, εἰ ϕέρεις, τὰς ἐγχέλεις. ΒΟΙΩΤΟΣ
πρέσβειρα πεντήκοντα Κωπᾴδων κορᾶν, ἔκβαθι τῶδε κἠπιχάριτται τῷ ξένῳ. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ὦ ϕιλτάτη σὺ καὶ πάλαι ποθουμένη, ἦλθες ποθεινὴ μὲν τρυγῳδικοῖς χοροῖς, ϕίλη δὲ Μορύχῳ. δμῶες ἐξενέγκατε τὴν ἐσχάραν μοι δεῦρο καὶ τὴν ῥιπίδα. σκέψασθε παῖδες τὴν ἀρίστην ἔγχελυν, ἥκουσαν ἕκτῳ μόλις ἔτει ποθουμένην· προσείπατ ᾽ αὐτὴν ὦ τέκν ᾽· ἄνθρακας δ ᾽ ἐγὼ ὑμῖν παρέξω τῆσδε τῆς ξένης χάριν. ἀλλ ᾽ εἴσϕερ ᾽ αὐτήν· μηδὲ γὰρ θανών ποτε σοῦ χωρὶς εἴην ἐντετευτλιωμένης. ΒΟΙΩΤΟΣ
ἐμοὶ δὲ τιμὰ τᾶσδε πᾷ γενήσεται; ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ἀγορᾶς τέλος ταύτην γέ που δώσεις ἐμοί· ἀλλ ᾽ εἴ τι πωλεῖς τῶνδε τῶν ἄλλων λέγε. ΒΟΙΩΤΟΣ
ἰώγα ταῦτα πάντα. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ϕέρε, πόσου λέγεις; ἢ ϕορτί᾽ ἕτερ ᾽ ἐνθένδ ᾽ ἐκεῖσ ᾽ ἄξεις ἰώ; ΒΟΙΩΤΟΣ
ὅ τι γ ᾽ ἔστ ᾽ ᾽Αθάναις, ἐν Βοιωτοῖσιν δὲ μή. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ἀϕύας ἄρ ᾽ ἄξεις πριάμενος Φαληρικὰς
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
ἢ κέραμον. ΒΟΙΩΤΟΣ
ἀϕύας ἢ κέραμον; ἀλλ ᾽ ἔντ ᾽ ἐκεῖ· ἀλλ ᾽ ὅ τι πὰρ ᾽ ἁμὶν μή ‘στι, τᾷδε δ ᾽ αὖ πολύ. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ἐγᾦδα τοίνυν· συκοϕάντην ἔξαγε, ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος. ΒΟΙΩΤΟΣ
νεὶ τὼ σιὼ λάβοιμι μέντἂν κέρδος ἀγαγὼν καὶ πολύ, ᾇπερ πίθακον ἀλιτρίας πολλᾶς πλέων. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
καὶ μὴν ὁδὶ Νίκαρχος ἔρχεται ϕανῶν. ΒΟΙΩΤΟΣ
μικκός γα μᾶκος οὗτος. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ἀλλ ᾽ ἅπαν κακόν. ΝΙΚΑΡΧΟΣ
ταυτὶ τίνος τὰ ϕορτί᾽ ἐστί; ΒΟΙΩΤΟΣ
τῶδ ᾽ ἐμὰ Θείβαθεν, ἴττω Δεύς. ΝΙΚΑΡΧΟΣ
ἐγὼ τοίνυν ὁδὶ ϕαίνω πολέμια ταῦτα. ΒΟΙΩΤΟΣ
τί δὲ κακὸν παθὼν ὀρναπετίοισι πόλεμον ἤρα καί μάχαν; ΝΙΚΑΡΧΟΣ
καὶ σέ γε ϕανῶ πρὸς τοῖσδε. ΒΟΙΩΤΟΣ
τί ἀδικείμενος; ΝΙΚΑΡΧΟΣ
ἐγὼ ϕράσω σοι τῶν περιεστώτων χάριν· ἐκ τῶν πολεμίων γ ᾽ εἰσάγεις θρυαλλίδα. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ἔπειτα ϕαίνεις δῆτα διὰ θρυαλλίδα; ΝΙΚΑΡΧΟΣ
123
124
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
αὕτη γὰρ ἐμπρήσειεν ἂν τὸ νεώριον. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
νεώριον θρυαλλίς; οἶμοι. τίνι τρόπῳ; ΝΙΚΑΡΧΟΣ
ἐνθεὶς ἂν εἰς τίϕην ἀνὴρ Βοιώτιος ἅψας ἄν ἐσπέμψειεν ἐς τὸ νεώριον δι ᾽ ὑδρορρόας, βορέαν ἐπιτηρήσας μέγαν. κεἴπερ λάβοιτο τῶν νεῶν τὸ πῦρ ἅπαξ, σελαγοῖντ ᾽ ἂν εὐθύς. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ὦ κάκιστ ᾽ ἀπολούμενε, σελαγοῖντ ᾽ ἂν ὑπὸ τίϕης τε καὶ θρυαλλίδος; ΝΙΚΑΡΧΟΣ
μαρτύρομαι. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ξυλλάμβαν ᾽ αὐτοῦ τὸ στόμα· δός μοι ϕορυτόν, ἵν ᾽ αὐτὸν ἐνδήσας ϕέρω ὥσπερ κέραμον ἵνα μὴ καταγῇ ϕερόμενος. ΧΟΡΟΣ
ἔνδησον, ὦ βέλτιστε, τῷ ξένῳ καλῶς τὴν ἐμπολὴν οὕτως ὅπως ἂν μὴ ϕέρων κατάξῃ. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ἐμοὶ μελήσει ταῦτ’, ἐπεί τοι καὶ ψοϕεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς κἄλλως θεοῖσιν ἐχθρόν. ΧΟΡΟΣ
τί χρήσεταί ποτ’ αὐτῷ; ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
πάγχρηστον ἄγγος ἔσται, κρατὴρ κακῶν, τριπτὴρ δικῶν, ϕαίνειν ὑπευθύνους λυχνοῦχος καὶ κύλιξ τὰ πράγματ’ ἐγκυκᾶσθαι. ΧΟΡΟΣ
πῶς δ ᾽ ἂν πεποιθοίη τις ἀγγείῳ τοιούτῳ χρώμενος κατ ᾽ οἰκίαν τοσόνδ ᾽ ἀεὶ ψοϕοῦντι; ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
ἰσχυρόν ἐστιν ὦγάθ ᾽, ὥστ ᾽ οὐκ ἂν καταγείη ποτ ᾽, εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτο. ΧΟΡΟΣ
ἤδη καλῶς ἔχει σοι.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
125
ΒΟΙΩΤΟΣ
μέλλω γά τοι θερίδδειν. ΧΟΡΟΣ
ἀλλ ᾽ ὦ ξένων βέλτιστε συνθέριζε καὶ πρόσβαλλ ᾽ ὅποι βούλει ϕέρων πρὸς πάντα συκοϕάντην. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
μόλις γ ᾽ ἐνέδησα τὸν κακῶς ἀπολούμενον. αἴρου λαβὼν τὸν κέραμον ὦ Βοιώτιε. ΒΟΙΩΤΟΣ
ὑπόκυπτε τὰν τύλαν ἰὼν ᾽Ισμήνιχε. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
χὤπως κατοίσεις αὐτὸν εὐλαβούμενος. πάντως μὲν οἴσεις οὐδὲν ὑγιές, ἀλλ ᾽ ὅμως· κἂν τοῦτο κερδάνῃς ἄγων τὸ ϕορτίον, εὐδαιμονήσεις συκοϕαντῶν γ ᾽ οὕνεκα.
῾ Ο Βοιωτὸς δὲν εἰσέρχεται ἐπὶ σκηνῆς, προκειμένου νὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη μας τὶς τερατόμορϕες ϕιγοῦρες ποὺ κυκλοϕοροῦν στὸ βάθος τοῦ ἔργου. ᾽ Εν ἀντιθέσει πρὸς τὸν Ψευδαρτάβα, τὸν Δερκέτη καὶ τὶς μεγαρίτικες γουρουνοποῦλες, ἀλλὰ καὶ τὸν αἱμοδιψῆ στρατηγὸ Λάμαχο καὶ διάϕορους ἄλλους ἐνοχλητικοὺς ταραξίες, ὁ Θηβαῖος ἔμπορος ἀπευθύνεται στὸν ῾ Ηρακλῆ καὶ στὸν ἀνιψιὸ του ᾽ Ιόλαο (στ. 860, ἴττω ῾ Ηρακλῆς, «῍ Ας τὸ γνωρίζει ὁ ῾ Ηρακλῆς» καὶ στ. 867, νεὶ τὸν Ι᾽ όλαον, «Μὰ τὸν ᾽ Ιόλαο») μὲ τὴν ἰδιότητά του ὡς ἐπιγόνου τοῦ ἀποθεωμένου ἥρωα.14 ῾ Ο ῾ Ηρακλῆς, ὡς γνωστόν, γεννήθηκε στὴ Θήβα, ὅπου ἱδρύθηκε μεγαλόπρεπο τέμενος πρὸς τιμήν του καὶ ἐτελοῦντο ἐκεῖ κατ’ ἔτος ἑορτὲς καὶ θυσίες· ἐπιπροσθέτως, ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι σύμϕωνα μὲ τὸν Παυσανία (9.23.1) στὴ Θήβα ὑπῆρχαν τὸ γυμνάσιο, τὸ στάδιο καὶ τὸ ἡρῶο τοῦ ᾽ Ιόλαου.15 Φυσικὸ εἶναι ὁ Βοιωτὸς ἐπισκέπτης νὰ ὑπογραμμίζει κατὰ τὴν εἴσοδό του τὴν ἡρωικὴ ϕύτρα τῆς πόλης του, γεγονὸς ποὺ δὲν ἀϕήνει ἀδιάϕορο τὸν Δικαιόπολη, ὁ ὁποῖος προσδέχεται τὸν ξένο μὲ ϕιλικὰ αἰσθήματα καὶ ἀκολούθως συναλλάσσεται μαζί του. 14. Πβ. Olson (2002) ad 860. 15. Βλ. Stafford (2012) 131 καὶ 182-185. Πβ. Παπαχατζῆς (1995) 5.145-146.
126
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
Προκαλεῖ ὄντως ἐντύπωση ὁ ἀριστοτεχνικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ᾽Αριστοϕάνης στὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ ἔργου συναιρεῖ τὶς ϕιγοῦρες τοῦ Δικαιόπολη, τοῦ Βοιωτοῦ, τοῦ ᾽ Ισμηνία, τοῦ ῾ Ηρακλῆ καὶ τοῦ ᾽ Ιόλαου, συνταυτίζοντας πρωταγωνιστὴ καὶ δευτεραγωνιστὲς μὲ τὸν Θηβαῖο ἥρωα-θεὸ στὴν προσπάθειά τους νὰ ἀπαλλάξουν τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ ἀποκρουστικὰ τέρατα, ὅπως ὁ καταδότης Νίκαρχος, ὁ ὁποῖος εἰσβάλλει στὴν ὀρχήστρα, μὲ σκοπὸ νὰ καλλιεργήσει τὸ μίσος τῶν ᾽Αθηναίων ἐνάντια στοὺς γείτονές τους μὲ χαλκευμένες καταγγελίες (στ. 910 κ.ἑξ.).16 ᾽ Ορθῶς παρατηρήθηκε ὅτι ἡ ἀκροτελεύτια σκηνὴ τοῦ ἐν λόγω ἐπεισοδίου μὲ τὸ ‘πακετάρισμα’ τοῦ συκοϕάντη μέσα σὲ δεμάτι μὲ ἄχυρα καὶ τὸ κρέμασμά του ἀνάποδα πάνω στὴ ράχη τοῦ δούλου ᾽ Ισμηνία μικρογραϕεῖ τὴ χιουμοριστικὴ διαμάχη τοῦ ῾ Ηρακλῆ μὲ τοὺς Κέρκωπες, δυὸ ἀδέλϕια ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Οἰχαλία καὶ ἀρέσκονταν νὰ ἐξαπατοῦν τοὺς περαστικούς (στ. 936 κ.ἑξ.).17 Εἰδικότερα, ὅταν εἶδαν κάποτε κοιμισμένο τὸν ῾ Ηρακλῆ οἱ Κέρκωπες ἐπιχείρησαν νὰ τοῦ ὑϕαρπάξουν τὰ ὅπλα, ὅμως αὐτὸς ξύπνησε ξαϕνικά, τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς κρέμασε μὲ τὸ κεϕάλι κάτω σὲ ἕνα μακρὺ ξύλο ποὺ τὸ πέρασε στοὺς ὤμους του.18 Δὲν εἶναι δύσκολο, νομίζουμε, νὰ ἐντοπίσει κάποιος τὴ διακειμενικὴ γέϕυρα ἐπικοινωνίας ποὺ ἔχει στήσει ἐδῶ ὁ κωμικὸς ποιητὴς μεταξὺ ἑνὸς ϕαιδροῦ περιστατικοῦ εἰλημμένου ἀπὸ τὸν πλούσιο μυθολογικὸ κύκλο τοῦ ῾ Ηρακλῆ καὶ ἑνὸς ἐμβληματικοῦ σκηνικοῦ συμβάντος μὲ πολλαπλὲς συμπαραδηλώσεις γιὰ τὴ μεγάλη χρησιμότη16. Πβ. Russo (19972) 74-76· Christ (1998). 17. Βλ. Olson (2002) lxiii, ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει τὴ σπανιότητα τοῦ ὅρου κατωκάρα (945) καὶ ἀκολούθως ὑποστηρίζει ὅτι πιθανότατα ἀπηχεῖ τὸ πινδαρικὸ ἀπόσπασμα 161 (οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται, ἐκδ. H. Maehler).
Σύμϕωνα μὲ τὸν Schneidewin, τὸ ἐν λόγω ἀπόσπασμα ἀναϕέρεται στὸ μύθο τῶν Κερκώπων (ad Cercopidas referendum esse ci. Schneidewin, ἐκδ. H. Maehler). 18. Σχετικὰ μὲ τὸ μυθολογικὸ ἐπεισόδιο τῶν Κερκώπων, βλ. πρόσϕατα Stafford (2012) 60-63, ἡ ὁποία ὄχι μόνον ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρχαῖες πηγές, ἀλλὰ ἐπίσης ἐπισημαίνει τὴ διάδοση τῆς ὡς ἄνω ἱστορίας στὸ πλαίσιο τῆς μνημειακῆς τέχνης τῆς Κάτω ᾽ Ιταλίας – γεγονὸς ποὺ ἴσως μαρτυρεῖ ὅτι ἡ ἀντιδικία μεταξὺ τοῦ ῾ Ηρακλῆ καὶ τῶν Κερκώπων ἀποτέλεσε, μεταξὺ ἄλλων, σύμβολο τῆς ἀντιπαράθεσης μεταξὺ τῶν πολιτισμένων ῾ Ελλήνων ἀποίκων καὶ τῶν ὑπανάπτυκτων γειτόνων τους.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
127
τα τῆς κωμικῆς τέχνης καὶ γενικότερα τὶς χαρὲς τοῦ εἰρηνικοῦ βίου. ῾ Η ἀνελέητη γελοιοποίηση καὶ συνακολούθως ἡ ἐξουδετέρωση τοῦ Νικάρχου, ὁ ὁποῖος συμβολίζει ὅ,τι πιὸ χυδαῖο καὶ ἀχρεῖο ὑπάρχει στὴν ἀθηναϊκὴ πόλη ἐν ὥρα πολέμου, συνδυασμένες μὲ ἀδιάλειπτες ἀπηχήσεις καὶ ἀντηχήσεις μυθικῶν ἄθλων καὶ εὐριπίδειων δραμάτων ἐνθαρρύνουν τοὺς θεατὲς νὰ προσπελάσουν ἑρμηνευτικὰ τοὺς ᾽Αχαρνῆς, μιὰ ἐντυπωσιακὰ πολυσύνθετη καὶ πολυεπίπεδη κωμωδία, μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῶν ἡρωικῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ ῾ Ηρακλῆ καὶ τῶν σπουδαίων ἐπιγόνων του. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης μεταμϕιέζεται ταυτόχρονα σὲ Δικαιόπολη, ῾ Ηρακλῆ, ᾽ Ιόλαο, Τήλεϕο καὶ Βοιωτὸ ἔμπορο, προκειμένου νὰ ὑπεραμυνθεῖ ἐκείνων τῶν αἰώνιων ἀξιῶν τῆς δημοκρατικῆς ᾽Αθήνας, τὶς ὁποῖες ὁ Κλέων καὶ τὰ θεατρικά του εἴδωλα, ὅπως ὁ Λάμαχος, ὁ Ψευδαρτάβας, ὁ Δερκέτης, ὁ Νίκαρχος, ἀλλὰ καὶ ἕως ἑνὸς σημείου οἱ εὐαπάτητοι ᾽Αχαρνιῶτες καρβουνιάρηδες, ἐπιζητοῦν εἴτε συνειδητὰ εἴτε ἀσύνειδα νὰ ϕαλκιδεύσουν.19 Δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι τὸ ἔργο κατακλείεται μὲ τὶς ἀλλεπάλληλες θριαμβικὲς ἐπευϕημίες τήνελλα καλλίνικος (στ. 1227, 1228, 1230, 1231, 1233), οἱ ὁποῖες εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένες μὲ τὶς νίκες τοῦ ῾ Ηρακλῆ στοὺς ᾽ Ολυμπιακοὺς ᾽Αγῶνες καὶ εὐρύτερα μὲ τοὺς περιλάλητους ἄθλους του.20 Πράγματι, ἀνεξαρτήτως τῆς ἔκβασης τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου ἡ νίκη ποὺ κατήγαγε ὁ ποιητής μας στὰ Λήναια ἐκείνου τοῦ ἔτους ἦταν ἀντάξια τοῦ ῾ Ηρακλῆ.
Βιβλιογραϕία Avelin e, J. (2000), ‘Aristophanes’ Acharnians 95-97 and 100: Persians in the Athenian Assembly’, Hermes 128, 500-501. B ierl, A. (2002), ‘Experimentelle Innovazion und ihre rituell-pragmatischen Grenzen in der Alten Komödie’, QUCC 72, 7-21. Bowie, A. M. (1982), ‘The Parabasis in Aristophanes: Prolegomena, Acharnians’, CQ 32, 27-40. —— (1993), Aristophanes: Myth, Ritual and Comedy (Κέμπριτζ) [ ῾ Ελλ. 19. Πβ. Sutton (1988). 20. Βλ. Olson (2002) ad 1227 καὶ 1228.
128
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
Μτϕρ. (1999), Α ᾽ ριστοϕάνης. Μύθος, Τελετουργία καὶ Κωμωδία, ἐπιμ. & πρόλ. ᾽Α. Μαρκαντωνᾶτος, μτϕρ. Π. Μοσχοπούλου ( ᾽Αθήνα)]. —— (2010), ‘Myth and Ritual in Comedy’, στὸ G. W. Dobrov (ἐπιμ.), Brill’s Companion to the Study of Greek Comedy (Λέιντεν & Βοστόνη), 143-176. Bowie, E. L. (1988), ‘Who is Dicaeopolis?’, JHS 108, 183-185. Brockmann, C. (2003), Aristophanes und die Freiheit der Komödie Un-
tersuchungen zu den frühen Stücken unterbesonderer Berücksichtigung der Acharner (Μόναχο & Λειψία). Carawan, E. M. (1990), ‘The Five Talents Cleon Coughed Up (Schol. Ar. Ach. 6)’, CQ 40, 137-147. Carey, C. (1993), ‘The Purpose of Aristophanes’ Acharnians’, RhM 136, 245-263. —— (1994), ‘Comic Ridicule and Democracy’, στὸ R. Osborne & S. Hornblower (ἐπιμ.), Ritual, Finance, Politics: Democratic Accounts Presented to D. M. Lewis ( ᾽ Οξϕόρδη), 69-83. C a s o l a r i, F. (2002), Die Mythentravestie in der griechischen Komödie
(Μύνστερ). Christ, M. R. (1998), The Litigious Athenian (Βαλτιμόρη). Collard, C., M. J. Cropp & K. H. Lee (1995), Euripides: Selected Fragmentary Plays, Volume I (Γουόρμινστερ). Compton-Engle, G. (1999), ‘From Country to City: The Persona of Dicaeopolis in Aristophanes’ Acharnians’, CJ 94, 359-373. Cornford, F. M. (1914), The Origin of Attic Comedy (Κέμπριτζ) [ ῾ Ελλ. Μτϕρ. (1972), ῾ Η ᾽Αττικὴ Κωμωδία, μτϕρ. Λ. Ζενάκος ( ᾽Αθήνα)]. D o v e r, K. J. (1972), Aristophanic Comedy (Μπέρκλεϋ) [῾ Ελλ. Μτϕρ. ᾽ ριστοϕάνη, μτϕρ. Φ. ᾽ Ι. Κακριδῆς ( ᾽Αθή(20005), ῾ Η Κωμωδία τοῦ Α
να)]. Ed mu nd s, L. (1980), ‘Aristophanes’ Acharnians’, YCS 26, 1-41. Fis h er, N. R. E. (1993), ‘Multiple Personalities and Dionysiac Festivals: Dicaeopolis in Aristophanes’ Acharnians’, G&R 40, 31-47. Fo ley, H. P. (1988), ‘Tragedy and Politics in Aristophanes’ Acharnians’, JHS 108, 33-47 Fo rres t, W. G. (1963), ‘Aristophanes’ Acharnians’, Phoenix 17, 1-12. Grilli, A. (1992), Inganni d’autore: due studi sulla funzione del protagonista nel teatro di Aristofane (Πίζα). H a b a s h, M. W. (1995), ‘Two Complementary Dionysiac Festivals in Aristophanes’ Acharnians’, AJP 116, 559-577. H and ley, E. W. & J. Rea (1957), The Telephus of Euripides (Λονδίνο).
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
129
Harriott, R. M. (1982), ‘The Function of the Euripides Scene in Aristophanes’ Acharnians’, G&R 29, 35-41. Κ α ρ α μ ά ν ου, ᾽ Ι. (2011), ‘Εὐριπιδαριστοϕανίζων: ῾ Η Πρόσληψη τοῦ
Εὐριπίδη στὴν ᾽Αρχαία Κωμωδία’, στὸ Θ. Παππᾶς & ᾽Α. Μαρκαντωνᾶτος (ἐπιμ.), ᾽Αττικὴ Κωμωδία. Πρόσωπα καὶ Προσεγγίσεις ( ᾽Αθήνα), 675-737. K e l l o g g, D. L. (2013), Marathon Fighters and Men of Maple: Ancient Acharnai ( ᾽ Οξϕόρδη). L a d a - R i c h a r d s, I. (1999), Initiating Dionysus: Ritual and Theatre in Aristophanes’ Frogs ( ᾽ Οξϕόρδη). Lowe, N. J. (2007), Comedy (Κέμπριτζ). MacDowell, D. M. (1983), ‘The Nature of Aristophanes’ Akharnians’, G&R 30, 143-162. —— (1995), Aristophanes and Athens: An Introduction to the Plays ( ᾽ Οξϕόρδη). Μαρκ αν των ᾶτος, ᾽Α. (2011), ‘ ᾽Αθήνα καὶ ᾽Αριστοϕάνης: ῞ Ενα ῾ Ιστορικὸ Μεταίχμιο’, στὸ Θ. Παπ πᾶς & ᾽Α. Μαρκ αν των ᾶτος (ἐπιμ.), ᾽Αττικὴ Κωμωδία. Πρόσωπα καὶ Προσεγγίσεις ( ᾽Αθήνα), 459-537. M a r k a n t o n a t o s, A. (2012), Euripides’ Alcestis: Narrative, Myth, and Religion (Βερολίνο & Νέα ῾ Υόρκη). Μπ ούρας, Ν. Γ. (1986), ᾽Αριστοϕάνης καὶ ᾽Αθήνα ( ᾽Αθήνα). Ξαν θοῦ, Μ. (2012), ‘ ᾽Αριστοϕάνους ᾽Αχαρνῆς. ῾ Ο Θρίαμβος τοῦ ᾽ Εγωισμοῦ (;), ᾽ Επανεξετάζοντας τὸν Χαρακτήρα τοῦ Δικαιόπολη’, στὸ ᾽Α. Γ. Μαρκ αν των ᾶτος & Λ. Εὐστ. Πλατ υπό δη ς (ἐπιμ.) (2012), Θέατρο καὶ Πόλη. ᾽Αττικὸ Δρᾶμα, ᾽Αθηναϊκὴ Δημοκρατία καὶ ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Θρησκεία ( ᾽Αθήνα), 277-295. Olson, S. D. (2002), Aristophanes: Acharnians ( ᾽ Οξϕόρδη). —— (2010), ‘Comedy, Politics, and Society’, στὸ G. W. Dobrov (ἐπιμ.), Brill’s Companion to the Study of Greek Comedy (Λέιντεν & Βοστόνη), 35-69. Παπ αχατζῆς, Ν. Δ. (1995), Παυσανίου ῾ Ελλάδος Περιήγησις. Βοιωτικὰ-Φωκικά, τόμ. 5 ( ᾽Αθήνα). Παπ πᾶς, Θ. (19962), ῾ Ο Φιλόγελως ᾽Αριστοϕάνης ( ᾽Αθήνα). —— (2012), ‘Σάτιρα καὶ Πολιτικὴ στὴν Κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη’, στὸ ᾽Α. Γ. Μαρκ αν των ᾶτος & Λ. Εὐστ. Πλατ υπ ό δη ς (ἐπιμ.) (2012), Θέατρο καὶ Πόλη. Α ᾽ ττικὸ Δρᾶμα, Α ᾽ θηναϊκὴ Δημοκρατία καὶ ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Θρησκεία ( ᾽Αθήνα), 243-276. Parker, L. P. E. (1991), ‘Eupolis or Dicaeopolis?’, JHS 111, 203-208. Parker, R. (1996), Athenian Religion: A History ( ᾽ Οξϕόρδη).
130
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ
Πλάτων ος-Γιώτα, Μ. (2004), ᾽Αχαρναί. ῾ Ιστορικὴ καὶ Τοπογραϕικὴ ᾽Επισκόπηση τῶν ᾽Αρχαίων ᾽Αχαρνῶν, τῶν Γειτονικῶν Δήμων καὶ τῶν ᾽Οχυρώσεων τῆς Πάρνηθας ( ᾽Αθήνα-᾽Αχαρναί). Pelling, C. B. R. (2000), Literary Texts and the Greek Historian (Λονδίνο). Preiser, C. (2000), Euripides: Telephos (Ζυρίχη & Νέα ῾ Υόρκη). Rau, P. (1967), Paratragodia: Untersuchungen einer komischen Form des Aristophanes (Μόναχο). Robson, J. (2009), Aristophanes: An Introduction (Λονδίνο). R o s e n, R. M. (1988), Old Comedy and the Iambographic Tradition ( ᾽Ατλάντα). —— (2010), ‘Aristophanes’, στο G. W. D o b r o v (ἐπιμ.), Brill’s Companion to the Study of Greek Comedy (Λέϊντεν & Βοστόνη), 227-278. Russo, C. F. (19972), Aristophanes: An Author for the Stage, ἀγγλ. Μτϕρ. K. Wren (Λονδίνο & Νέα ῾ Υόρκη). Silk, M. S. (2000), Aristophanes and the Definition of Comedy ( ᾽ Οξϕόρδη). Σολομός, ᾽Α. (1961), ῾ Ο Ζωντανὸς ᾽Αριστοϕάνης ( ᾽Αθήνα). S o m m e r s t e i n, A. H. (1980/19923), Aristophanes: Acharnians (Γουόρμινστερ). —— (2004), ‘Harassing the Satirist: The Alleged Attempts to Prosecute Aristophanes’, στὸ I. Sluiter & R. M. Rosen (ἐπιμ.) (2004), Freedom of Speech in Classical Antiquity (Λέϊντεν) 145-174. Stafford, E. (2012), Herakles (Λονδίνο & Νέα ῾ Υόρκη). Sutton, D. F. (1988), ‘Dicaeopolis as Aristophanes, Aristophanes as Dicaeopolis’, LCM 13, 105-108. Thiercy, P. (2011), ‘῾ Η ᾽ Οργάνωση τῆς Σκηνικῆς Μυθοπλασίας στὸν ᾽Αριστοϕάνη’, στὸ Θ. Παπ πᾶς & ᾽Α. Μαρκ αν των ᾶτος (ἐπιμ.), ᾽Αττικὴ Κωμωδία. Πρόσωπα καὶ Προσεγγίσεις ( ᾽Αθήνα), 344-394. V a n h a e g e n d o r e n, K. (1996), Die Darstellung des Friedens in den Acharnern und im Frieden des Aristophanes ( ᾽Αμβοῦργο). Wh iteho rn e, J. (2005), ‘O City of Kranaos! Athenian identity in Aristophanes’ Acharnians’, G&R 52, 34-44. Χ ρη στ ίδη ς, Χ. (1991), ᾽Αριστοϕάνη ᾽Αχαρνεῖς. Εἰσαγωγή, Κείμενο, Μετάϕραση, Σχόλια (Άθήνα). Zielinski, T. (1885α), Die Gliederung der altattischen Komödie (Λειψία). —— (1885β), Die Märchenkomödie in Athen ( ῾ Αγία Πετρούπολη). Zimmerman n, B. (20022), ῾ Η ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Κωμωδία, μτϕρ. ᾽ Η. Τσιριγκάκης, ἐπιμ. Δ. ᾽ Ι. ᾽ Ιακώβ ( ᾽Αθήνα).
Σμαρὼ Π. Νικολαΐδου- Α ᾽ ραμπατζῆ * ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ ΙΔΙΟΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ1
ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου καὶ ἐνῶ οἱ ἐχθρικὲς εἰσβολὲς ἐρημώνουν κάθε καλοκαίρι ἀγροικίες καὶ ἀγροὺς τῆς ᾽Αττικῆς, ὁ ᾽Αριστοϕάνης μετακινεῖ στοὺς δήμους τῆς ᾽Αθήνας τὴν προοπτικὴ γιὰ τὴν εἰρήνευση μὲ τὴ Σπάρτη. ᾽ Επιλέγει ὡς κεντρικὸ ἥρωα τοῦ ἔργου του τὸν Δικαιόπολη, ἕναν ἁπλοϊκὸ κάτοικο τοῦ πολὺ μικροῦ δήμου τῶν Χολειδῶν (406 Δικαιόπολις … Χολλήιδης ἐγώ), καὶ ὡς χορὸ μία ὁμάδα γερόντων ᾽Αχαρνέων ἀπὸ τὸν ὁμώνυμο μεγάλο δῆμο τῆς πόλης (Θουκ. 2.19.2, 20.4). ῾ Η εἰσβο᾽ χαρνέων λὴ τοῦ ἀγροίκου ἥρωα στὸ κλεινὸν ἄστυ στὴν ἀρχὴ τῶν Α θέτει μὲ ἐντυπωσιακὸ τρόπο τὴν ἀντιθετικὴ διάκριση μεταξὺ ἄστεως καὶ δήμου ὡς θεμελιακὴ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς κωμωδίας αὐτῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη σωζόμενη τοῦ ποιητῆ (425 π.Χ.). ᾽ Επειδὴ ὅμως ἡ εἰσβολὴ τοῦ Δικαιόπολη στὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ δήμου τῆς ᾽Αθήνας διαρκεῖ μόνο διακόσιους στίχους, ἐνῶ ἡ πολιτικὴ προσωπικότητά του ἀναδεικνύεται σὲ ὅλο τὸ ὑπόλοιπο ἔργο ἀπὸ τὴ δράση τοῦ ἥρωα μπροστὰ στὴν ἀγροικία του, ὅπου ἐπιστρέϕει ἀπογοητευμένος, ἡ διάκρι* ᾽ Επίκουρος Καθηγήτρια τῆς ᾽Αρχαίας ῾ Ελληνικῆς Φιλολογίας τοῦ Τμήματος ῾ Ελληνικῆς Φιλολογίας τοῦ Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. 1. Γιὰ τοὺς Α ᾽ χαρνεῖς, βλ. τὰ ὑπομνήματα τῶν Sommerstein (1980) καὶ (Olson) 2002.
132
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
ση δῆμος-ἄστυ ὑπερβαίνει τὰ ἁπλουστευτικὰ ἀντιθετικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ ἐμβαθύνεται μὲ τὴν παράλληλη λειτουργία τῆς ἀντίθεσης ἀνάμεσα στὸ ἴδιον καὶ τὸ δημόσιον συμϕέρον. ῾ Η εἰσήγησή μου θὰ ἐξηγήσει πῶς ἡ προσωπικὴ δράση τοῦ Δικαιόπολη (ἑορτασμὸς τῶν κατ’ ᾽Αγροὺς Διονυσίων, ἰδιωτικὴ ἀγορὰ) συμπλέκεται μὲ τὶς ἐπιλογὲς τοῦ ἐχθρικοῦ Χοροῦ τῶν ᾽Αχαρνέων καὶ μεταμορϕώνει τὴν ταπεινὴ ἀγροικία τοῦ ἥρωα σὲ forum δημόσιας συζήτησης καὶ ἐπίσημων διαπραγματεύσεων μέχρι τὴν πανηγυρικὴ δικαίωση τῆς εἰρηνόϕιλης πολιτικῆς, ἡ ὁποία συμπίπτει μὲ τὸ συμϕέρον τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν.2 ᾽ Οϕείλω νὰ διευκρινίσω ὅτι γιὰ τὸ δίπολο δῆμος-ἄστυ ἀκολουθῶ τὴ διάκριση τοῦ Θουκυδίδη, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τὸν ὄρο ἄστυ (2.17.1 ἐπειδή τε ἀϕίκοντο ἐς τὸ ἄστυ) σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὶς ἀγροτικὲς ἀσχολίες (2.14.1 ἐν τοῖς ἀγροῖς διαιτᾶσθαι). ῾ Ο ἱστορικὸς ὅμως χρησιμοποιεῖ καὶ τὸν ὅρο πόλις (2.15.3-6) γιὰ τὰ γεωγραϕικὰ ὅρια τῆς περιοχῆς ποὺ περιέκλειαν τὰ Μακρὰ Τείχη, ἐντὸς τῶν ὁποίων πρέπει νὰ ὑπῆρχαν (γιὰ τὸ θέατρο ποὺ μᾶς ἐνδιαϕέρει), ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θέατρο τοῦ Διονύσου, ὁ ναὸς τοῦ Διονύσου ᾽ Ελευθερέως, τὸ Βουκολεῖον (ὅπου γινόταν ἡ ἐτήσια τελετουργικὴ ἀναπαράσταση τοῦ γάμου τοῦ Διονύσου μὲ τὴ σύζυγο τοῦ ἄρχοντος-Βασιλέως) καὶ μᾶλλον τὸ ἱερὸ τοῦ θεοῦ στὴν περιοχὴ τῶν Λιμνῶν.3 Τὸ ἐπιγραϕικὸ ὑλικό, ἐξάλλου, μᾶς πληροϕορεῖ γιὰ δήμους ποὺ περιλαμβάνονταν ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως. Θὰ μπορούσαμε, γι’ αὐτό, νὰ μιλήσουμε γιὰ ‘ἀστικοὺς’ δήμους, οἱ ὁποῖοι ἦταν πλησιέστεροι πρὸς τὸ διοικητικὸ κέντρο τῶν ᾽Αθηνῶν καὶ διακρίνονταν ἀπὸ αὐτὸ μὲ τὶς ἀγροτικὲς (κατ’ ἀγροὺς) ἀσχολίες τῶν κατοίκων τους. ᾽Αρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε ὅτι στὴ λατρεία τοῦ κυρίως ἀστικοῦ δήμου τοῦ Κολωνοῦ, ποὺ ὑμνεῖται ἀπὸ τὸν Σοϕοκλῆ στὸν Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ (668-719), προβάλλονται στοιχεῖα ἀπὸ τὴν ἐξοχὴ τῶν ἀγρῶν.4 Στὴν κατηγορία αὐτὴ μὲ ἐρωτηματικὰ τοποθετεῖται ὁ μικρὸς δῆμος τῶν Χολειδῶν τοῦ Δικαιόπολη (σημερινὴ περιοχὴ Τατοΐου) καὶ μὲ βεβαιότητα ἡ νότια πλευρὰ τοῦ δήμου ᾽Αχαρνέων (σημερινὸ Μενί2. Γιὰ τὴν πολιτικὴ μεταμόρϕωση τοῦ ἀγροίκου Δικαιόπολη, βλ. Compton-Engle (1999). 3. Βλ. Henrichs (1990) 259. 4. Βλ. Edmunds (1981).
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
133
δι).5 ᾽ Επειδή, λοιπόν, ὀνομαστικὴ ἀναϕορὰ στὸν δῆμο τοῦ Δικαιόπολη γίνεται μόνο μία ϕορὰ στὸ ἔργο (406), ἐνῶ ἀντιθέτως ὁ Χορὸς τῶν ᾽Αχαρνέων εἶναι συνεχῶς παρὼν ἀπὸ τὸν στ. 204 κ.ἑ., μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὅτι ὁ δραματικὸς χῶρος τοῦ δήμου στὸ ἔργο συναιρεῖ καὶ τοὺς δυὸ δήμους, Χολεῖδες καὶ ᾽Αχαρνεῖς, στὴν ἔννοια δῆμος τοῦ ἄστεως. Στὸν προλογικὸ μονόλογο τοῦ Δικαιόπολη (1-40), μὲ τὸν ὁποῖο ἀρχίζει τὸ ἔργο, ὁ ἥρωας βρίσκεται ἤδη στὴν Πνύκα (20), ὅπου ἔχει προσέλθει γιὰ προγραμματισμένη συνεδρίαση τῆς ᾽ Εκκλησίας τοῦ Δήμου. Οἱ προσδιορισμοὶ ὅμως τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου γίνονται σαϕεῖς καὶ ἀκριβεῖς ἀπὸ τὸν εἰκοστὸ στίχο καὶ ἑξῆς (20 ἑωθινῆς ἔρημος ἡ πνὺξ αὑτηί ). ῾ Ως τότε, τὸ κοινὸ ἀκούει τὸν ἀνώνυμο ἥρωα νὰ παραπονεῖται γιὰ τὰ βάσανα ποὺ τὸν ταλαιπωροῦν (1-3). Πρὸς ἔκπληξη ὅλων, προηγοῦνται τρία ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ θέατρο:6 ἡ κωμικὴ μᾶλλον γελοιοποίηση τοῦ Κλέωνα ἕναν χρόνο νωρίτερα στοὺς Βαβυλωνίους τοῦ ᾽Αριστοϕάνη (5-8),7 ἡ προτεραιότητα μέτριων ποιητῶν στὶς ἐπιλογὲς τῶν διαγωνιζομένων στοὺς ἀγῶνες τῆς τραγωδίας (9-12)8 καὶ οἱ μουσικὲς προτιμήσεις στὴν ἐκτέλεση τῶν λυρικῶν ὠδῶν 5. ῾ Ο δῆμος Χολειδῶν κατατάσσεται μὲ ἀμϕιβολία στοὺς ἀστικούς, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ὁμοϕωνία τοῦ ἐπιγραϕικοῦ ὑλικοῦ (IG II2 1742 καὶ IG II2 2362)· βλ. Trail (1975) 46. Γιὰ τὴν κατάταξη τοῦ δήμου ᾽Αχαρνῶν, Trail (1986) 142-44. 6. Hubbard (1991) 41-2. 7. ῾ Η ἀναϕορὰ αὐτὴ στὴ γελοιοποίηση τοῦ Κλέωνα, ποὺ εἶχε συμβεῖ ἕναν χρόνο νωρίτερα στοὺς Βαβυλωνίους τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μὲ ἐπακόλουθα τὴν πολιτικὴ δίωξη τοῦ ποιητῆ καὶ τὴν ἀθώωσή του (πρβ. στ. 377-82 [377 αὐτός τ’ ἐμαυτὸν ὑπὸ Κλέωνος ἅπαθον]), εἶναι ὁ πρῶτος ὑπαινιγμὸς γιὰ τὴ μεταθεατρικὴ ταύτιση τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μὲ τὸν ἥρωά του Δικαιόπολη (=Δίκαιο Πολίτη), τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἀκούγεται γιὰ πρώτη ϕορὰ στὸν στ. 406. Γιὰ τὸ μεταθεατρικὸ περιεχόμενο ὁλόκληρου τοῦ ἔργου, βλ. πρόσϕατα Biles (2011) 56-96 (εἰδικότερα, 57 ὑποσημ. 6 γιὰ παλαιότερη σχετικὴ βιβλιογραϕία). Γιὰ τὴ σημασία τοῦ πιθανοῦ ὑπαινιγμοῦ στοὺς Βαβυλωνίους σὲ σχέση μὲ τὸ πολιτικὸ περιεχόμενο τῶν ᾽Αχαρνέων, Olson (2002) xl-li. 8. ῾ Η ἀποδοκιμασία τῆς ἔναρξης κάποιων τραγικῶν ἀγώνων μὲ τὸν ἐλάσσονα τραγικὸ Θέογνη καὶ ὄχι τὸν Αἰσχύλο σχετίζεται μὲ τὴν ξεχωριστὴ τιμὴ τὴν ὁποία ἔκαναν οἱ ᾽Αθηναῖοι στὸν Αἰσχύλο μετὰ τὸν θάνατό του, νὰ ξεκινοῦν οἱ ἀγῶνες μὲ τὸν ποιητὴ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἀναδιδάξει κάποια τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου. Μολονότι ἡ ἀναϕορὰ ἐδῶ γίνεται γιὰ τὴν τραγωδία, δὲν ἀποκλείεται νὰ
134
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
ἀπὸ τοὺς ὑποκριτές (13-16)9. Τὸ τέταρτο, καὶ σοβαρότερο, βάσανο προέρχεται ἀπὸ τὴ συμπεριϕορὰ τῶν πολιτικῶν στὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου. Μεσοῦντος τοῦ πολέμου μὲ τὴ Σπάρτη ἀκόμη καὶ οἱ πρυτάνεις ἀδιαϕοροῦν νὰ προσέλθουν ἐγκαίρως στὴ συνεδρίαση (19-26). Τὸ χειρότερο, αὐτὸ ποὺ προτιμοῦν ὅλοι στὴν ᾽Αθήνα εἶναι ἡ συνέχιση τοῦ πολέμου μὲ τὴ Σπάρτη καὶ ὄχι ἡ εἰρήνη (26-27). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἥρωας εἶναι ἀπογοητευμένος· ἔχει ἔλθει ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἀλλὰ γιὰ πολλὲς ὧρες κάθεται μόνος καὶ ἄπραγος (28-29). ῾ Η κωμικὴ ἐκ μέρους του περιγραϕὴ τῆς ἀπραξίας του (30-1 στένω κέχηνα σκορδινῶμαι πέρδομαι,/ ἀπορῶ γράϕω παρατίλλομαι λογίζομαι) καταλήγει στὴν ἀναπόληση τῆς εἰρηνικῆς γαλήνης τῶν ἀγρῶν τοῦ δήμου του (32-33)· μολονότι, μάλιστα, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη (2.19-21), οἱ δῆμοι τῆς ᾽Αττικῆς καὶ ἰδιαίτερα τῶν ᾽Αχαρνῶν ἦταν πολὺ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὶς ἐρημώσεις τῶν Λακεδαιμονίων, ὁ Δικαιόπολης δὲν ἐκϕράζει κανένα παράπονο ἀπὸ τὴν καταστροϕὴ τῶν ἀγρῶν. ᾽Αντιθέτως, προβάλλει τὴν ἀϕιλοκερδῆ σχέση, τὴ δική του καὶ τῶν συνδημοτῶν του, μὲ τὰ παραγόμενα ἀγαθὰ τοῦ τόπου τους: κάρβουνο, ξύδι, λάδι. Οἱ συνδημότες του δὲν ἀποβλέπουν στὸ προσωπικὸ κέρδος ἀπὸ τὰ παραγόμενα ἀγαθά, καὶ τὰ διαθέτουν νὰ πουληθοῦν ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα· δὲν ὑπάρχουν ὅμως ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἀναλάβουν τὴ διακίνηση τῶν προϊόντων, ἐπειδὴ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ ᾽Αθηναϊκοῦ δήμου εἶναι ἡ τυχοδιωκτικὴ πολιτικὴ τοῦ πολέμου μὲ τὴ Σπάρτη (34-36).10 ᾽Απόδειξη, ἡ ἀργοπορημένη προσέλευσή τους στὴ συνέλευση τῆς ᾽ Εκκλησίας· μόνο τώρα ποὺ μεσημεριάζει ἐμϕανίζονται οἱ σύνεδροι (40), συνωστιζόμενοι ὅλοι μαζὶ στὶς προεδρικὲς θέσεις (42). ῾ Η πρόδηλη ἀναϕορικότητα στὸ ἐδῶ καὶ τώρα τῶν θεατῶν ταυτίζει τὶς προεδρικὲς θέσεις τοῦ θεάτρου μὲ ἐκεῖνες τῶν πρυτάνεων ὑπολανθάνει ὑπαινιγμὸς καὶ στὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἀπὸ τοὺς κωμικοὺς ἀγῶνες τῶν Μεγάλων Διονυσίων τοῦ 425 π.Χ., ἐξαιτίας ἴσως τοῦ σκανδάλου ποὺ εἶχε προκαλέσει ὁ ποιητὴς τὸν προηγούμενο χρόνο ξένων παρόντων (503) σὲ βάρος τοῦ Κλέωνα μὲ τοὺς Βαβυλωνίους. 9. ῾ Η ἀναϕορὰ στοὺς δυὸ παλαιοὺς μουσικοὺς ρυθμοὺς τοῦ Τέρπανδρου, τὸ βοιώτιον καὶ τὸ ὄρθιον, εἶναι δηλωτικὴ τῆς ἀγάπης τοῦ ἥρωα γιὰ τὴν εἰρήνη (ἤρεμο βοιωτικὸ μέλος) καὶ τοῦ μίσους του γιὰ τὸν πόλεμο (ἄγρια ὁρμητικότητα τοῦ ὄρθιου μέλους). 10. Γιὰ τὴ σκηνὴ τῆς ᾽ Εκκλησίας στὸν πρόλογο, Slater (2002) 42-48.
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
135
στὴν Πνύκα, καὶ τὸ δραματικὸ σκηνικὸ τοῦ ἄστεως ἀντιπαρατίθεται μὲ τὴ νοερὴ προβολὴ στὸ σκηνικὸ τοῦ ἀγροτικοῦ δήμου ὡς χώρου εἰρηνικῆς καταϕυγῆς καὶ προσωπικῆς ἐντιμότητας καὶ ἀϕιλοκέρδειας. Περαιτέρω, ἡ ἀντίθεση τοῦ δήμου μὲ τὸ ἄστυ ἀντικατοπτρίζεται καὶ στὴν ἀντίθεση τοῦ Δικαιόπολη (ἄτομο) μὲ τοὺς ᾽Αθηναίους πολιτικοὺς (σύνολο) μὲ κυρίαρχο ζήτημα αὐτὸ τοῦ πολέμου, ποὺ ἀϕορᾶ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς ᾽Αθήνας, δήμων καὶ ἄστεως. ῾ Ο Δικαιόπολης ποθεῖ τὴν εἰρήνη καὶ οἱ ᾽Αθηναῖοι πολιτικοὶ τὸν πόλεμο. ῾ Ο Δικαιόπολης καὶ ὁ δῆμος του εἶναι ἀϕιλοκερδεῖς ἐνῶ τὸ ἄστυ καὶ οἱ πολιτικοί του τυχοδιῶκτες, ἀϕοῦ ἐπιδιώκουν τὸ προσωπικὸ συμϕέρον δαπανώντας τὸ κοινὸ ἀγαθὸ τῆς εἰρήνης. ῾ Η προσωποληψία καὶ ὁ ἀτομικισμός τους καταγράϕονται στὴν καθυστερημένη ἄϕιξή τους στὴ συνεδρίαση τῆς ᾽ Εκκλησίας· καὶ ὅταν προσέρχονται, τὸ ἐνδιαϕέρον τους εἶναι τὰ πρωτεῖα (42) ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται). ῾ Η προλογικὴ ἀντίθεση, ἑπομένως, ἄστυ-δῆμος ταυτίζεται μὲ τὴν ἀντίθεση πόλεμος-εἰρήνη καὶ δημόσιον-ἴδιον, μόνο ποὺ μὲ τὸ κοινὸ ἀγαθὸ τῆς εἰρήνης ταυτίζεται ἡ δράση ἑνὸς ξωμάχου, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνει σὲ συνέπεια καὶ ὑπευθυνότητα τοὺς ἐπίσημους ταγοὺς τοῦ ἄστεως. ῾ Η ἰδιότυπη αὐτὴ λειτουργία τῶν ἀντιθέσεων γίνεται ἀμέσως πράξη στὴν ἐκτενῆ διαλογικὴ σκηνὴ ποὺ συμπληρώνει τὸν μονολογικὸ πρόλογο. Στὴ συνέλευση, λοιπόν, τῆς ᾽ Εκκλησίας, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν πρόσκληση τοῦ κήρυκα (43-44), ἡ ὀρθὴ πολιτικὴ στάση καὶ ὁ ἄδολος ὠϕελιμισμὸς ἀνήκουν σὲ μεμονωμένα ἄτομα, ἐνῶ τοὺς ἐπίσημους ἐκπροσώπους τοῦ ἄστεως τοὺς χαρακτηρίζουν ἡ πολιτικὴ ἀνεπάρκεια καὶ ὁ προσωπικὸς ὠϕελιμισμός. Συγκεκριμένα, ὁ μοναδικὸς ᾽Αθηναῖος ὑπέρμαχος τῆς εἰρήνης εἶναι ὁ ᾽Αμϕίθεος, ὁ ὁποῖος, λόγω τῆς καταγωγῆς του ἀπὸ τὴ Δήμητρα ὡς ἐγγονὸς τοῦ Τριπτόλεμου, ϕέρει τὴ θεϊκὴ ἐξουσιοδότηση νὰ ἀναλάβει τὴν εἰρήνευση μὲ τὴ Σπάρτη (45-52). Στὴν προθυμία του οἱ πρυτάνεις ἀπαντοῦν μὲ ἄρνηση παραχώρησης ἐϕοδίων (53-54) καὶ βίαιη ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ βῆμα (54-55). ᾽Απὸ τὴ στάση τῶν πρυτάνεων ἐξεγείρεται μόνο ὁ ἀνώνυμος ἀγρότης (56-58), μολονότι εἰσπράττει τὴν αὐστηρὴ ὑπόδειξη τοῦ κήρυκα νὰ καθήσει ἥσυχος (59). Συγκινημένος ἀπὸ τὴν πρωτοβουλία τοῦ ᾽Αμϕίθεου, ὁ Δικαιόπολης ἀναδεικνύεται ὁ πιὸ δραστήριος καὶ ἐλεγκτικὸς συνομιλητὴς τῶν ἐκπροσώπων τῆς ᾽ Εκκλησίας,
136
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
ἀποκαλύπτοντας τὴ ματαιότητα δυὸ πολύχρονων πρεσβειῶν τῶν ᾽Αθηναίων γιὰ βοήθεια: πρὸς τὸν βασιλιὰ τῆς Περσίας καὶ τὸν Σιτάλκη τῆς Θράκης (60 κ.ἑ.). Μὲ δεξιοτεχνία καὶ σπαρταριστὰ κωμικὰ εὑρήματα, ὁ ἥρωας τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ξεσκεπάζει τὴ ϕιλοχρηματία καὶ ἰδιοτέλεια τῶν πρέσβεων, τὴν ἀναποτελεσματικότητα τῶν ἀποστολῶν καὶ τὸ ἄτοπον τοῦ ἐγχειρήματος, ἰδιαίτερα πρὸς τὸν βασιλιὰ τῆς Περσίας (65-122). Πολὺ περισσότερο, ὁ Δικαιόπολης ἀναλαμβάνει ὡς ἄτομο τὴν πρωτοβουλία νὰ στείλει τὸν ᾽Αμϕίθεο στὴ Σπάρτη μὲ ἐϕόδιο ὀκτὼ δικῶν του δραχμῶν (129-130) καὶ ἀναγκάζει τοὺς πρυτάνεις νὰ λύσουν τὴν ὑποτελῆ διαπραγμάτευση τῆς ᾽ Εκκλησίας γιὰ οἰκονομικὴ βοήθεια ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ στρατιωτικὴ ἀπὸ τοὺς ‘ἂνανδρους’ Θράκες (157-161), προϕασιζόμενος ὡς κακὸ σημάδι (διοσημία) τὴ ρανίδα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τοῦ ἔβρεξε τὸ πρόσωπο (169-171). ῾ Η καταληκτικὴ σκηνὴ τοῦ προλόγου (174-203) εἶναι ἕνας διάλογος μεταξὺ τοῦ Δικαιόπολη ποὺ ἐπιχαίρει (174) γιὰ τὴ διάλυση τῆς ᾽Αθηναϊκῆς ᾽ Εκκλησίας καὶ τοῦ ᾽Αμϕίθεου ποὺ ἐπιστρέϕει ἀπὸ τὴ Σπάρτη μὲ τρία διαϕορετικὰ πακέτα εἰρήνης (187) ἀλλὰ κυνηγημένος ἀπὸ παλαίμαχους δημότες τῶν ᾽Αχαρνῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν ἐκδίκηση γιὰ τὴν καταστροϕὴ τῶν ἀμπελιῶν τους (175-185). Τὸ ἐνδεχόμενο νέας τριακονταετοῦς εἰρήνης μὲ τὴ Σπάρτη (194), ὅσης ἀκριβῶς εἶχε συνάψει ὁ Περικλῆς πρὶν ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, προκαλεῖ τὴν παραληρηματικὴ χαρὰ τοῦ Δικαιόπολη, ποὺ προαναγγέλλει ἰδιωτικὸ ἑορτασμὸ τῶν κατ’ ᾽Αγροὺς Διονυσίων (195-202). Μὲ τὴ διάλυση τῆς ᾽ Εκκλησίας καὶ τὴν ἀποχώρηση τῶν πρυτάνεων, τὸ σκηνικὸ τῆς Πνύκας ἐξαλείϕεται, γιὰ νὰ παραχωρήσει τὴ θέση του στὸν ταπεινὸ δῆμο Χολειδῶν γιὰ ὁλόκληρη τὴ συνέχεια τοῦ ἔργου. Τὸν μετασχηματισμὸ τὸν προαναγγέλλει ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀπειλητικὴ κινητοποίηση τῶν ᾽Αχαρνέων γερόντων καὶ τὸν ἐπιβάλλει σκηνικὰ ἡ ἑορταστικὴ εἴσοδος τοῦ Δικαιόπολη στὸ σκηνικὸ οἰκοδόμημα (202 εἰσιών), ἡ πρόσοψη τοῦ ὁποίου πλέον θὰ παριστάνει τὴν ἀγροικία τοῦ ἥρωα· ἐνώπιόν της, θὰ δραματοποιηθεῖ ἡ ἑορτὴ τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων. Στὸν νέο δραματικὸ χῶρο, τὸν δημόσιο ρόλο ἀναλαμβάνει ὁ χορὸς τοῦ δράματος, ποὺ ταυτίζεται μὲ τοὺς γέροντες τῶν ᾽Αχαρνῶν. ῾ Η εἴσοδός τους στὸν σκηνικὸ χῶρο ἔχει ρόλο δραματικό: θέλουν νὰ συλλάβουν τὸν κομιστὴ τῆς εἰρήνης (204-
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
137
236). ῾ Η ἐπιμονή τους στὴ συνέχιση τοῦ πολέμου μὲ τὴ Σπάρτη αὐ-
τομάτως τοὺς ταυτίζει μὲ τὴ συνέλευση τῆς ᾽ Εκκλησίας τοῦ ἄστεως. Τὰ κριτήρια τῶν ᾽Αχαρνέων γερόντων, ὡστόσο, εἶναι διαϕορετικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν πρυτάνεων: ἐπιζητοῦν τὴν ἐκδίκηση γιὰ τὶς καταστροϕὲς ποὺ ὑπέστησαν ἀπὸ τοὺς Σπαρτιάτες (233) καὶ ὄχι γιὰ ἴδιον ὄϕελος ἀπὸ τὴν παράταση τοῦ πολέμου. Στὴ θέα τοῦ Δικαιόπολη, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ σκηνικὸ οἰκοδόμημα ἐπικεϕαλῆς τῆς οἰκογενειακῆς θρησκευτικῆς πομπῆς, οἱ ᾽Αχαρνεῖς ἀναγνωρίζουν τὸν ὑπεύθυνο τῆς εἰρήνης (239) –ὁ ᾽Αμϕίθεος ἔχει στὸ μεταξὺ ἀπομακρυνθεῖ ὅπου ϕύγει ϕύγει (203)– ἀλλὰ καταρχὴν σέβονται τὴν τελετουργικὴ ἀτμόσϕαιρα καὶ τηροῦν θρησκευτικὴ σιγή (237 εὐϕημεῖτε, εὐϕημεῖτε). ῾ Ως τελετάρχης, ὁ Δικαιόπολης προσδιορίζει τὴν ἀκριβῆ θέση τῶν συμμετεχόντων: θὰ προηγεῖται ἡ κανηϕόρος κόρη του καὶ θὰ ἀκολουθεῖ ὁ δοῦλος του Ξανθίας μὲ τὸν τιμητικὸ ϕαλλὸ γιὰ τὸν Διόνυσο (242-244). ῾ Η σύζυγος τοῦ Δικαιόπολη, ἀϕοῦ ἐϕοδιάσει μὲ τὰ τελετουργικὰ ἀγαθὰ (ἐτνήρυσιν) τὴν κανηϕόρο κόρη της (245-246), θὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ τὸ δῶμα τοῦ σπιτιοῦ (262 ἀπὸ τοῦ τέγους), ἐνῶ οἱ δοῦλοι θὰ βοηθήσουν τὸν Δικαιόπολη στὶς θυσίες (249). ῾ Η τελετουργία περιγράϕεται μὲ ἀκρίβεια (247-260)·11 τελετουργικὸς στόχος εἶναι ὁ καθαγιασμὸς τῆς ἰδιωτικῆς τριακονταετοῦς εἰρήνης τοῦ ἥρωα (250-252). Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποθέσει κανεὶς εἶναι ὅτι μία παραδοσιακὴ ἑορτὴ τοῦ Διονύσου, τὰ κατ’ ᾽Αγροὺς Διονύσια, ἐπιστρατεύεται ἐδῶ ποιητικῇ ἀδείᾳ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει/ἐπιβραβεύσει τὴν ἰδιωτικὴ δράση ἑνὸς ἀτόμου ἀνεξαρτήτως τοῦ πραγματικοῦ τελετουργικοῦ χρόνου. ᾽ Επειδὴ ὅμως οἱ ᾽Αχαρνεῖς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη εἶναι ἡ πρώτη λογοτεχνικὴ πηγὴ τῶν κατ’ ᾽Αγροὺς Διονυσίων,12 μποροῦμε νὰ τροποποιήσουμε τὴν ὑπόθεσή μας πρὸς μία ἐκδοχὴ διαϕορετική: νὰ ὑποθέσουμε, δηλαδή, ὅτι ἡ ἀγροτικὴ διονυσιακὴ γιορτὴ τῶν Α ᾽ χαρνέων εἶναι ποιη11. ᾽Απὸ τὶς ‘σκηνικὲς ὀδηγίες’ τοῦ κειμένου ἀπουσιάζουν οἱ ἀναϕορὲς στὴν τελετουργικὴ ἐνδυμασία τῶν συμμετεχόντων, τὴν ὁποία, βέβαια, ἔβλεπαν οἱ θεατές. Γιὰ τὴν τελετουργικὴ σκευή, βλ. Green & Handley (1995) figs. 29, 31. 12. Τὰ κατ’ ᾽Αγροὺς Διονύσια μαρτυροῦνται ἀπὸ τὸν Αἰσχίνη, τὸν Θεόϕραστο Χαρακτῆρες 3.5 (Ποσιδεῶνος δὲ τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια) καὶ μᾶλλον τὸν ᾽ Ισαῖο 8.15 (εἰς Διονύσια εἰς ἀγρόν). Τὰ Διονύσια στὸν δῆμο Πειραιῶς ὀνομάζονται Διονύσια τὰ ἐν Πειρα(ι)εῖ (IG II2 1496 A (a) 70, 1672.106).
138
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
τικὴ ἐπινόηση τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τὸν ἥρωά του νὰ αὐτοσχεδιάζει μία διονυσιακὴ ἑορτὴ γιὰ τὴ μεγάλη εἰρηνευτική του ἐπιτυχία.13 Τὰ ἀγαθὰ θὰ εἶναι ἀγροτικὰ ϕαγώσιμα (245-246) κουβαλημένα σὲ χύτρες (284) καὶ τὸ κρασὶ ἄϕθονο γιὰ τὴν κραιπάλη ποὺ θὰ ἀκολουθήσει (276-278). Παρὰ τὸν ἀγροτικό της χαρακτήρα, ὡστόσο, στὴ σκηνική της παρουσίαση ἡ ἑορτὴ τοῦ Δικαιόπολη εἶναι μία μικρογραϕία τῆς ἑορτῆς τῶν Μεγάλων Διονυσίων,14 μὲ χαρακτηριστικότερα στοιχεῖα τὴν προβολὴ τῆς κανηϕόρου κόρης, ἡ ὁποία ἦταν μία καὶ στὴ διονυσιακὴ πομπὴ τοῦ ἄστεως,15 καὶ τῆς ϕαλλοϕορίας, ποὺ ἀποτελοῦσε ἐξέχον μέρος τῆς τελετῆς τοῦ ξενισμοῦ τοῦ Διονύσου στὴν πόλη τῆς ᾽Αθήνας καὶ πιθανότατα καὶ τοῦ λεγόμενου κώμου.16 Στὰ αγροτικὰ Διονύσια τοῦ Δικαιόπολη οἱ ὅροι ἀντιστρέϕονται (261-276): στὴ θέση τῆς ᾽Αθήνας τίθεται ἕνας μικρὸς δῆμος ἐνῶ ὁ Χορὸς τῶν ᾽Αχαρνέων, ἀντὶ τοῦ κώμου τοῦ ἄστεως, καλεῖται ἀπὸ τὴ λυρικὴ ὠδὴ (τὸ ϕαλλικὸν) τοῦ Δικαιόπολη (261 ἐγὼ δ’ ἀκολουθῶν ἄισομαι τὸ ϕαλλικὸν) νὰ ὑποδεχτεῖ αὐτὸς τὸν θεό.17 Πολὺ περισσότερο, ὁ Δικαιόπολης ἐπιλέγει νὰ ὑποδυθεῖ τὸν Τήλεϕο τῆς ὁμώνυμης τραγωδίας τοῦ Εὐριπίδη προκειμένου νὰ πείσει τοὺς γέροντες τῶν ᾽Αχαρνῶν γιὰ τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου μὲ τὴν ἐλεεινὴ ἐμϕάνιση τοῦ κουρελιάρη ἥρωα (496-556). ῾ Η κωμικὴ ἐπινόηση τῆς συνάντησης τοῦ Δικαιόπολη μὲ τὸν Εὐριπίδη (396-479) ἐπιβεβαιώνει καλύτερα τὸν μετασχηματισμὸ τόσο τοῦ δραματικοῦ χώρου, ἀπὸ ἀγροτικὸ σὲ ἀστικό, ὅσο καὶ τῆς ἀγροτικῆς τελετῆς, στὴν ὁποία παρεμβάλλεται μία σκηνὴ ἀπὸ ἐξέχουσα παλαιότερη τραγωδία τῶν ἐν ῎ Αστει Διονυσίων.18 ᾽Απὸ τὴν 13. Γιὰ τὴν ἐπινόηση αὐτὴ ἔχει σημασία καὶ ἡ ἰδιαίτερη σχέση τοῦ δήμου ᾽Αχαρνέων μὲ τὸν Διόνυσο· βλ. Biles (2011) 64-65. 14. Βλ. Biles (2011) 62. 15. Pickard-Cambridge (1968) 61 n. 5. 16. Sourvinou-Inwood (2003) 76-79· βλ. ἀκόμη τὶς ἀγγειογραϕικὲς ἀπεικονίσεις κώμων καὶ κωμαστῶν σὲ Smith (2007) 54-56 καὶ Isler-Kerényi (2007). 17. Γιὰ τὸ μεταθεατρικὸ περιεχόμενο τῆς ἐκτέλεσης τῆς λυρικῆς (ἰαμβικῆς) ὠδῆς ἐκ μέρους τοῦ Δικαιόπολη (ὡς ποιητὴ-τεχνίτη), βλ. Slater (2002) 49· πρβλ. Edmunds (1980) 6. 18. ῾ Ο Τήλεϕος τοῦ Εὐριπίδη εἶχε παρουσιαστεῖ τὸ 438 π.Χ. Γιὰ τὴ δημοϕιλία τοῦ μυθικοῦ ἥρωα, βλ. Rocher, Lexikon v., 274-307.
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
139
ἄποψη αὐτή, ἔχει εὔγλωττη σημασία τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ᾽Αχαρνεῖς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη εἶναι ἐπίσης τὸ πρῶτο λογοτεχνικὸ κείμενο ποὺ ὑποδεικνύει τὴν εἰσαγωγὴ δραματικῶν ἀγώνων στὰ κατ’ ᾽Αγροὺς Διονύσια, ἐνῶ ἡ πρώτη μαρτυρία τοῦ γεγονότος χρονολογεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ τέταρτου αἰώνα π.Χ. καὶ ἀναϕέρεται στὸν μικρὸ ἀστικὸ δῆμο τοῦ Κολλυτοῦ (Αἰσχίνης Κατὰ Τιμάρχου 1.157 πρώην ἐν τοῖς κατ’ ἀγροὺς Διονυσίοις κωμῳδῶν ὄντων ἐν Κολλυτῷ), τὸν ἐπόμενο ἴσως σὲ μέγεθος μετὰ τὸν δῆμο Χολειδῶν τοῦ Δικαιόπολη.19 Πρὶν ἀπὸ μία δεκαετία, ὁ Nicolas Jones ὑποστήριξε ὅτι ἡ ἑορτὴ τῶν λεγόμενων κατ’ ᾽Αγροὺς Διονυσίων δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ βέβαιη ὡς ἑορτὴ τῶν εὐρύτερων ἀγροτικῶν δήμων τῆς ᾽Αττικῆς παρὰ μόνο τῶν δήμων ποὺ βρίσκονταν ἐντὸς τῶν τειχῶν καὶ εἶχαν ἀμεσότερη ἐπαϕὴ μὲ τὸ ἄστυ τῆς ᾽Αθήνας. Κατὰ τὴ γνώμη του, ὁ προσδιορισμὸς «κατ’ ᾽Αγροὺς» στὴν ὀνομασία τῆς γιορτῆς δηλώνει ὅτι αὐτὴ διεξαγόταν μὲ ἀγαθὰ τῶν ἀγρῶν ἀλλὰ ὄχι κατ’ ἀνάγκη στὴν ὕπαιθρο, γιατὶ στὴν περίπτωση ἐκείνη ἡ ἀκριβέστερη ὀνομασία θὰ ἦταν «κατὰ χῶραν Διονύσια».20 Δὲν θὰ ὑποστήριζα ὅτι τὰ κατ’ ᾽Αγροὺς Διονύσια καθιερώθηκαν μετὰ τὴ λογοτεχνικὴ ἐπινόησή τους ἀπὸ τὸν ᾽Αριστοϕάνη. Εἶναι ὅμως πιθανὸ ὅτι ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀναδεικνύει στοὺς ᾽Αχαρνεῖς του μιὰ ἐκδοχὴ τῶν διονυσιακῶν ἑορτῶν τῆς περιϕέρειας τοῦ ἄστεως καὶ ἐμβάλλει σὲ αὐτὴν στοιχεῖα τῆς κατ’ ἐξοχὴν ἀστικῆς ἑορτῆς τῶν Μεγάλων Διονυσίων ἴσως προτοῦ ἐγκαθιδρυθοῦν καὶ ἐκεῖ οἱ δραματικοὶ ἀγῶνες.21 19. Γιὰ τὴν κατάταξη τοῦ Κολλυτοῦ στοὺς ἀστικοὺς δήμους τῆς ᾽Αθήνας, Trail (1975) 40. 20. Jones (2004) 124-158. Γιὰ τὶς θρησκευτικὲς γιορτὲς τῶν δήμων τῆς ᾽Αττικῆς, βλ. γενικότερα Mikalson (1977) καί Parker (1987)· γιὰ τὶς γιορτές, εἰδικότερα, τῶν δήμων γιὰ τὸν Διόνυσο, Henrichs (1990). 21. ῾ Ο χρόνος τῆς εἰσαγωγῆς δραματικῶν ἀγώνων στὰ κατ’ ᾽Αγροὺς Διο-
νύσια καθὼς καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἔργων δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσδιοριστοῦν μὲ ἀκρίβεια. Μποροῦμε ὅμως νὰ δεχθοῦμε μὲ σχετικὴ ἀσϕάλεια ὅτι οἱ ἀγῶνες αὐτοὶ ἦταν τραγικοὶ καὶ κωμικοὶ καὶ διεξάγονταν ὁπωσδήποτε στὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μᾶλλον μὲ πρωτότυπα ἔργα. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, ἀξιοπρόσεκτη εἶναι καταρχὴν ἡ πληροϕορία τοῦ Αἰλιανοῦ (VH 2.13), ὅτι ὁ Σωκράτης, ποὺ ἦταν ὁ στόχος τοῦ ᾽Αριστοϕάνη στὶς Νεϕέλες (423 π.Χ), παρακολουθοῦσε μόνο τὶς δραματικὲς παραστάσεις τοῦ Εὐριπίδη στὸν Πειραιά. Σὲ χορηγικὴ ἐπιγραϕὴ τῆς ᾽ Ελευσίνας (IGI 3 970), ἐξάλλου, ὁ ᾽Αριστοϕάνης καὶ ὁ Σο-
140
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
῾ Η ὑπόθεσή μου ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, μετὰ τὴ θρησκευτικὴ πομπὴ γιὰ τὸν Διόνυσο, ὁ ἀγροτικὸς χαρακτήρας τοῦ χώρου λησμονεῖται,22 καὶ ὁ Χολείδης Δικαιόπολης μαζὶ μὲ τοὺς ᾽Αχαρνεῖς ἀνταγωνίζονται καὶ ἀγωνίζονται περὶ τῶν ἰδίων καὶ δημοσίων ἀγαθῶν σὲ ἕνα περιβάλλον ποὺ μετασχηματίζεται συνεχῶς μὲ τὴν εἰσβολὴ ἀντιπροσωπευτικῶν στοιχείων καὶ προσώπων τοῦ ἄστεως.23 Πρώτη, ὅπως ἤδη σημειώθηκε, εἶναι ἡ παρωδία τῆς τραγωδίας Τήλεϕος τοῦ Εὐριπίδη, ἡ ὁποία γίνεται σὲ δυὸ ἐπίπεδα. Στὸ πρῶτο, ὁ Δικαιόπολης, προκειμένου νὰ συγκρατήσει τὴν ὀργὴ τοῦ Χοροῦ, παρουσιάζει ἕνα κοϕίνι γεμάτο ξυλοκάρβουνο καὶ ἀπειλεῖ νὰ τὸ «σκοτώσει» (327 ἀποσϕάξω) –ὡς νὰ ἦταν ἔμψυχο ὂν– ἂν τὸν πειράξουν (326-346).24 ῾ Η ἀπειλὴ τῆς σϕαγῆς παρωδεῖ προϕανῶς τὴ σκηνὴ τοῦ Τήλεϕου, ὅπου ὁ ἥρωας ὑποχρεώνει τοὺς ᾽Αχαιοὺς νὰ τὸν ἀκούσουν κρατώντας ὅμηρο τὸν μικρὸ γιὸ τοῦ ᾽Αγαμέμνονα. Γιὰ τοὺς γέροντες ᾽Αχαρνεῖς τὸ κοϕίνι ἦταν τὸ παιδί τους, ἀϕοῦ ἡ παραγωγὴ ξυλοκάρβουνου ἦταν ἡ σημαντικότερη ἀσχολία τους· ἀναγκάζονται ἔτσι νὰ ἀκούσουν τὸν Δικαιόπολη. Εἶναι σαϕὲς ὅτι ἡ ἀποτελεσματικότητα τοῦ ξωμάχου/ἀγροίκου ἥρωα ἀπέναντι στοὺς ξωμάχους/ ἀγροίκους ἐπίσης χορευτὲς (366-384) στηρίζεται σὲ μία κωμικὴ ἐπινόηση ποὺ μετασχηματίζει τὸ αὐθεντικότερο προϊὸν τῶν ᾽Αχαρνῶν (κάρβουνο) σὲ χαρακτηριστικὴ δραματικὴ σκηνὴ τῶν ἐν ῎ Αστει Διονυσίων ἡ ὁποία εἶχε ἥρωες ἐπιϕανῆ πρόσωπα τοῦ μύθου. ϕοκλῆς ἐμϕανίζονται ὡς διδάσκαλοι σὲ ἑορτὴ τοῦ δήμου, πληροϕορία ποὺ μπορεῖ νὰ ὑποδεικνύει καὶ συγχορηγία, ἡ ὁποία ἴσχυσε γιὰ τὸ ἔτος 405 π.Χ. στὰ ᾽ χαρνεῖς τῆς σκηνῆς ἀπὸ τὸν ΤήλεΜεγάλα Διονύσια. ῾ Η γελοιοποίηση στοὺς Α ϕο τοῦ Εὐριπίδη δὲν εἶναι ἀπὸ μόνη της ἀσϕαλὴς ἔνδειξη γιὰ τὴν ἀναδιδασκαλία παλαιῶν τραγωδιῶν στὰ κατ’ ᾽Αγροὺς Διονύσια. ῾ Ο Pickard-Cambridge (1968) 52 τὴν θεωρεῖ μᾶλλον βέβαιη, ἀλλὰ ὁ Slater (2002) 54 τὴν ἀποκλείει. Γιὰ τοὺς δραματικοὺς ἀγῶνες τῶν κατ’ ᾽Αγροὺς Διονυσίων, βλ. Csapo (1994) 121-122. 22. Biles (2011) 63. 23. Fisher (1993) 32-33, Russo (1994) 46-50. 24. Στὴν πρώτη ϕάση ὁ Δικαιόπολης διατηρεῖ τὴν τελετουργικὴ ἐνδυμασία του, γιατὶ οἱ ᾽Αχαρνεῖς ὁρμοῦν ἀπότομα καὶ δὲν προλαβαίνει νὰ ἀλλάξει. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἀναϕορὰ στὴ χύτρα (284) ποὺ χρησιμοποιήθηκε στὴν τελετουργία. Τὰ ἄλλα μέλη τῆς πομπῆς μᾶλλον ϕεύγουν τρέχοντας (κατὰ τὸ σχόλιο τοῦ Olson (2002) στοὺς στ. 280-283). ῾ Η σκηνή, πάντως, γίνεται κάτω ἀπὸ τὴν τελετουργικὴ εἰκόνα τῶν ἀγροτικῶν Διονυσίων.
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
141
Στὸ δεύτερο ἐπίπεδο, ἡ μεταμϕίεση τοῦ Δικαιόπολη σὲ ἀξιολύπητο ζητιάνο γίνεται ἐπὶ σκηνῆς μὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἥρωα στὸ σπίτι τοῦ Εὐριπίδη (396 κ.ἑ.). ῾ Ο δραματικὸς χῶρος γίνεται προϕανῶς ἀστικὸς καὶ μαζὶ θεατρικός, ἀϕοῦ ὁ Εὐριπίδης βγαίνει πάνω σὲ ἕνα ἐκκύκλημα (408-409), τὸ χαμηλὸ τροχοϕόρο ὄχημα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν εὐρέως στὸ θέατρο γιὰ νὰ παρουσιάσουν δυσθέατους χώρους, ὅπως στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τὸ σπίτι τοῦ Εὐριπίδη, ποὺ ἦταν στὴν ᾽Αθήνα καὶ ὄχι στὸν δῆμο Χολειδῶν ἢ ᾽Αχαρνέων.25 Μὲ ἔξοχη θεατρικὴ αὐτογνωσία ὁ ᾽Αριστοϕάνης μετατρέπει τὸν ἥρωά του σὲ ὁμότεχνο τοῦ Εὐριπίδη, ὁ ὁποῖος ἀϕαιρεῖ ἀπὸ τὸν τραγικὸ ποιητὴ ὁλόκληρη σχεδὸν τὴ σκευὴ ἑνὸς γνωστοῦ ἥρωά του (431-481: ὦνθρωπ’ ἀϕαιρήσει με τὴν τραγῳδίαν [464], ϕροῦδά μοι τὰ δράματα [470]) καί, ὑποδυόμενος στὴ συνέχεια τὸν Τήλεϕο, ἐκϕωνεῖ μὲ κωμικὸ τρόπο μία ρήση τραγικὴ (496-556) ὅπου καταγγέλλεται τὸ Μεγαρικὸ ψήϕισμα ὡς γελοία πρόϕαση τοῦ Περικλῆ γιὰ τὸ ξεκίνημα τοῦ πολέμου μὲ τὴ Σπάρτη. Μὲ ἀξιοπρόσεκτη παραπομπὴ στὸ ἐδῶ καὶ τώρα τῶν θεατῶν, ποὺ εἶναι οἱ κωμικοὶ ἀγῶνες τῶν Ληναίων (504 αὐτοὶ γάρ ἐσμεν οὑπὶ Ληναίῳ τ’ ἀγών), ὁ Δικαιόπολης ἀποκαλύπτει στὸ κοινὸ τοῦ θεάτρου τὴν ἰδιωτικὴ αἰτία τοῦ πολέμου: ἡ κεραυνοβόλος ἀντίδραση τοῦ Περικλῆ γιατὶ οἱ Μεγαρεῖς ἔκλεψαν δυὸ ὁμότεχνες πόρνες τῆς ᾽Ασπασίας ἀπαντώντας στὴν ἀπαγωγὴ τῆς δικῆς τους πόρνης Σιμαίθας ἀπὸ νεανίες τῆς ᾽Αθήνας (523-537). ῾ Η σαϕὴς παρωδία καὶ τοῦ ῾ Ηροδότου (1.1-5), ὁ ὁποῖος ἀνάγει τὴ μυθικὴ ἔχθρα ῾ Ελλήνων καὶ βαρβάρων στὴν ἀπαγωγὴ τῆς ᾽ Ιῶς, συμπληρώνει ἔτσι τὴ λογοτεχνικὴ παρωδία τοῦ Εὐριπίδη γιὰ τὴ δημιουργία μιᾶς ἔντεχνης σκηνῆς κωμικῶν ἀγώνων τοῦ ἄστεως, ἐν προκειμένω τῶν Ληναίων, μὲ ἄμεσο μάλιστα προσδιορισμό. ᾽ Επιπλέον, ἡ συμπλοκὴ τοῦ κωμικοῦ μὲ τὸ τραγικὸ ἐπιστρατεύεται καὶ γιὰ τὴ γενναία παρωδία τῶν ρητορικῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους ὄχι ἡ πόλη ἀλλὰ ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ ξένα (517-518) παρέσυραν τοὺς πολίτες στὴν ἔχθρα κατὰ τῶν Μεγαρέων. ῾ Ως ἄτομο, ὁ Δικαιόπολης διακηρύσσει τὴν ἀντι-Λακωνική του στάση (509-511), ποὺ συμπίπτει μὲ τὴ δημόσια στάση τῆς ᾽Αθή25. Γιὰ τὴ σκηνὴ Δικαιόπολη-Εὐριπίδη, βλ. Russo (1994) 50-55 (μὲ τὸν ὑπότιτλο: «Dikaiopolis chez Euripides: the ekkyklema»).
142
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
νας, ἀλλὰ δηλώνει μὲ παρρησία τὴν προσωπική του ἐκτίμηση ὅτι ἡ Σπάρτη δὲν εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ τὸν πόλεμο (514-516). ῾ Ως μέλος, ἐπίσης, ἑνὸς δήμου, διαμαρτύρεται γιὰ τὸ ἴδιον πάθημα, τὴν καταστροϕὴ τῶν ἀμπελιῶν του (512), ποὺ συμπίπτει μὲ τὸ παράπονο τῶν ᾽Αχαρνέων, ἀλλὰ οἱ συνέπειες τοῦ πολέμου εἶναι ἡ γενικευμένη ταραχὴ ποὺ ἀϕορᾶ ὅλους τοὺς ᾽Αθηναίους καὶ περιγράϕεται μὲ τοὺς ἀσύνδετους ἠχηροὺς λεκτικοὺς ὅρους τῶν δέκα τελευταίων στίχων τῆς ρήσης τοῦ Δικαιόπολη-Τήλεϕου (545-556).26 ῾ Η τραγικὴ μεταμϕίεση τοῦ Δικαιόπολη ἔχει κάποια ἐπιτυχία, ἀϕοῦ ὁ μισὸς Χορὸς πείθεται (556-558). ῾ Ο ἄλλος μισὸς ὅμως ἐξοργίζεται (561-562). ᾽ Ενῶ, λοιπόν, τὰ δυὸ ἡμιχόρια εἶναι ἕτοιμα νὰ πιαστοῦν στὰ χέρια (557-571), ἐμϕανίζεται ὁ γνωστὸς ϕιλοπόλεμος τῶν ᾽Αθηνῶν, ὁ Λάμαχος (472), τὴ συνδρομὴ τοῦ ὁποίου εἶχε εὐχηθεῖ ἡ πολεμόχαρη μερίδα τοῦ Χοροῦ (566-571). Στὴ νέα σκηνή, ὁ Λάμαχος ἐκπροσωπεῖ τὴν πολιτικὴ τοῦ πολέμου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἐπίσημη πολιτικὴ τοῦ ἄστεως, καὶ ὁ Δικαιόπολης τὴν πολιτικὴ τῆς εἰρήνης, τὴν ὁποία δὲν ἔχει ἀκόμη καταϕέρει νὰ καταστήσει ἑνιαία πολιτικὴ τοῦ δήμου ᾽Αχαρνέων. ῾ Ο Δικαιόπολης περιπαίζει τὸν Λάμαχο: μὲ συγκρατημένη εἰρωνεία στὴν ἀρχὴ προσποιεῖται ὅτι τρόμαξε ἀπὸ τὴν πολεμική του σκευή (581), στὴ συνέχεια ὅμως ἡ κωμικὴ παρωδία γιὰ τὰ λοϕία τοῦ κράνους καὶ τὴν ἀσπίδα γίνεται ἀσυγκράτητη (582-589) γιὰ νὰ καταλήξει σὲ ἄγρια ἀγανάκτηση γιὰ τὸν ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὶς καλύτερες θέσεις τῶν τίμιων ἀνθρώπων σὰν τοὺς γέροντες ᾽Αχαρνεῖς (598-625). Καταγγέλλοντας, μάλιστα, τὸ ἄστυ γιὰ τὴν προτίμηση τῶν ἀνίκανων πολιτῶν, ὁ Δικαιόπολης καταϕέρνει νὰ μεταπείσει καὶ τὸ ἄλλο ἡμιχόριο (626). Στὸ τέλος, ἔτσι, τῆς σκηνῆς, ὁ Λάμαχος ἐπικαλεῖται τὴ δημοκρατία (618 ὦ δημοκρατία, ταῦτα δῆτ’ ἀνασχετά;) διαμαρτυρόμενος γιὰ τὶς ὀνομαστικὲς καταγγελίες τοῦ Δικαιόπολη σὲ βάρος τῶν ‘ἐπιϕανῶν’ πολιτῶν τοῦ ἄστεως. ῾ Ο Δικαιόπολης ὅμως γίνεται ἐκπρόσωπος τοῦ συνόλου τῶν ᾽Αχαρνέων καὶ ἀναλαμβάνει ρόλο ἡγετικό, διακηρύσσοντας σὲ ἐπίσημο τό26. Γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς σκηνῆς τοῦ Δικαιόπολη-Τήλεϕου, ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ μεταθεατρικοῦ περιεχομένου προσέγγιση τῆς Foley (1988), στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο συναιρεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς πολιτικῆς κριτικῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μὲ τὸν μεταλογοτεχνικό του στοχασμό (γιὰ τὴ σχέση τραγωδίας-κωμωδίας).
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
143
νο τὴν ἔναρξη προσωπικῶν ἐμπορικῶν συναλλαγῶν μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ᾽Αθήνας, Πελοποννησίους, Μεγαρεῖς, Βοιωτούς (623-635). Μολονότι ἡ μεταστροϕὴ καὶ τοῦ ἄλλου ἡμιχορίου ὑπὲρ τοῦ Δικαιόπολη ἐνισχύει τὴν προτεραιότητα τοῦ δήμου, τὸ σκηνικὸ τῆς σύγκρουσης ἐνσωματώνει καὶ ἀστικὰ χαρακτηριστικά. ῾ Ο Δικαιόπολης προϕανῶς εἶχε βγάλει τὴν τραγικὴ στολὴ τοῦ Τήλεϕου κατὰ τὴν ὥρα τῆς σύγκρουσης τῶν δυὸ ἡμιχορίων (560-571) καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ σκηνικὸ οἰκοδόμημα ὡς Χολείδης. ῾ Η πρόσκληση ὅμως τοῦ Χοροῦ πρὸς τὸν Λάμαχο καὶ ἡ ἄμεση ἔξοδος ἐκείνου μᾶλλον ἀπὸ τὸ σκηνικὸ οἰκοδόμημα (573 πόθεν βοῆς ἤκουσα πολεμιστηρίας;) ἐπέβαλαν στὸν δραματικὸ χῶρο καὶ τὴν παρουσία τῆς οἰκίας τοῦ Λάμαχου ὡς γειτονικῆς τῆς οἰκίας τοῦ Δικαιόπολη. ῾ Υπὸ τὴν ἐπίδραση, δηλαδή, τοῦ δραματικοῦ λόγου καὶ τῶν γεγονότων, ὁ σκηνικὸς χῶρος ἀποκτᾶ ἐκ νέου διπλὴ ὑπόσταση, μὲ τὴν πρόσοψη τοῦ σκηνικοῦ οἰκοδομήματος νὰ μοιράζεται στὴν ἀγροικία τοῦ Δικαιόπολη καὶ τὴν ἀστικὴ οἰκία τοῦ Λάμαχου. Μὲ τὸν σκηνικὸ αὐτὸ μετασχηματισμὸ καὶ τὴ μεταστροϕὴ στὴ συνέχεια ὅλων τῶν ᾽Αχαρνέων, τὰ ὅρια μεταξὺ ἄστεως καὶ δήμου συγχέονται καὶ ὁ δῆμος ᾽Αχαρνέων μετατρέπεται σὲ ὅμιλο εἰρηνοϕίλων, ἀντίπαλο τῶν πολεμοϕίλων τοῦ ἄστεως. ῎ Ετσι, στὴν παράβαση ποὺ ἀκολουθεῖ ἀμέσως μετά (626-718), ὁ Χορὸς τῶν ᾽Αχαρνέων ἐξυμνεῖ μὲ ἐξαιρετικὴ αὐτοαναϕορικότητα τὸν ποιητή του, τὸν ᾽Αριστοϕάνη, ὡς πραγματικὸ διδάσκαλο τοῦ ᾽Αθηναϊκοῦ λαοῦ (626-635). Στοὺς ἐκτενεῖς ἀναπαίστους τους (627 ἀλλ’ ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν) οἱ γέροντες τῶν ᾽Αχαρνῶν ἐξηγοῦν στοὺς θεατὲς τοῦ ἄστεως ὅτι ὁ κωμικὸς ποιητὴς ἀδίκως διαβάλλεται ὡς ὑβριστὴς τοῦ δήμου (631). ῾ Η αἰτία εἶναι τὸ ταχύβουλο καὶ τὸ εὐμετάβολο τῶν ᾽Αθηναίων, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν καὶ συντηροῦν τὶς κολακεῖες τῶν ξένων συμμάχων τους γιὰ τὴν «ἰοστέϕανη πόλη» (636-640). Μὲ προβολὴ στὴν αἰσιόδοξη προοπτικὴ τῶν πραγμάτων, οἱ γέροντες ὁραματίζονται μία κατάσταση ἀνατρεπτική: οἱ σύμμαχοι θὰ ἀποδίδουν εὐχαρίστως τοὺς ϕόρους στὴν ᾽Αθήνα ἐπιθυμώντας νὰ δοῦν τὸν ποιητὴ ποὺ τόλμησε νὰ πεῖ τὸ σωστὸ μπροστὰ στοὺς πολίτες (643-645), καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν θὰ ἀναγνωρίζει τὸν ρόλο τοῦ συμβουλάτορα ποιητὴ γιὰ τὸν νικηϕόρο τερματισμὸ τοῦ πολέμου μὲ τὴ Σπάρτη (646-649). ῞ Ο,τι χρειάζεται ὁ
144
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
δῆμος τῆς ᾽Αθήνας γιὰ νὰ ἐξασϕαλίσει τὴν εὐδαιμονία του (656) εἶναι ὁ παροπλισμὸς ἀπὸ τὴν ᾽ Εκκλησία τῶν κολάκων καὶ τῶν συκοϕαντῶν, ὅπως ὁ Κλέων, ἀτόμων ποὺ γιὰ τὸ ἴδιον ὄϕελος διακυβεύουν τὸ δημόσιο συμϕέρον (656-664). Στὴν πραγματικότητα, ὁ ρόλος τοῦ ποιητῆ συμπίπτει μὲ τὸν ρόλο τοῦ Δικαιόπολη, ὁ ὁποῖος ἐμϕανίστηκε ὡς ἔνθερμος ὀπαδὸς τῆς εἰρήνης πρῶτα ἐνώπιον τῆς ᾽ Εκκλησίας τοῦ ἄστεως καὶ στὴ συνέχεια ἐνώπιον τῶν ᾽Αχαρνέων· ἀϕοῦ κατάϕερε νὰ μεταπείσει τοὺς ὀργισμένους γέροντες τοῦ μεγαλύτερου δήμου τῆς ᾽Αθήνας, καλεῖται τώρα νὰ μεταπείσει καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἄστυ.27 Τὴ δύναμη θὰ τὴν ἐμϕυσήσει ἡ Μοῦσα τοῦ ποιητῆ, ἡ ὁποία, λόγω τῆς σύνθεσης τοῦ Χοροῦ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ᾽Αχαρνική (665)· τὰ ϕλογερὰ χαρακτηριστικά της θὰ τὰ ὑποδαυλίζει καὶ θὰ τὰ συντηρεῖ τὸ παραγόμενο σὲ τόνους κάρβουνο τῶν ᾽Αχαρνῶν (666-675). Μὲ τὴν αὐτοπεποίθηση, ἔτσι, ποὺ τοὺς δίνει ἡ αὐτάρκεια τοῦ δήμου τους, οἱ γέροντες τῶν ᾽Αχαρνῶν συνεχίζουν τὴν παραβατικὴ ὠδή τους πρὸς τὸ κοινὸ τῆς ᾽Αθήνας αὐτοπροσδιορίζοντας τὸ τραγούδι τους ὡς μέλος ἔντονον ἀγροικότερον (675). Τὸ τραγούδι τους ὅμως κάθε ἄλλο παρὰ ἀγροτικὴ ὠδὴ εἶναι. ᾽Αντιθέτως, ἡ ἰσχυρὴ αὐτοαναϕορικότητα γίνεται ἐδῶ πολιτικὴ αὐτογνωσία καὶ οἱ γερο-᾽Αχαρνεῖς αὐτοπροβάλλονται ὡς οἱ παλαίμαχοι Μαραθωνομάχοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπαίζονται καὶ παροπλίζονται ἀπὸ ϕιλόδοξους καὶ ἀνίκανους νεαροὺς πολιτικοὺς τοῦ ἄστεως. Τόσο στὸ ἐπίρρημα (676-691) ὅσο καὶ στὸ ἀντεπίρρημα (703-718) οἱ ἰσχυρὲς ἱστορικὲς μνῆμες τοῦ παρελθόντος ἐμπλέκονται μὲ ἄμεσες ὀνομαστικὲς ἀναϕορὲς στοὺς σύγχρονους κακοὺς πολιτικοὺς τῆς ᾽Αθήνας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταργοῦνται ἐντελῶς τὰ διαχωριστικὰ ὅρια μεταξὺ ἄστεως καὶ δήμου καὶ νὰ ἑνοποιοῦνται ὅλοι οἱ πολίτες, ἀγρότες καὶ ἀστοί, ὑπὸ τὴ συμβουλευτικὴ ὠδὴ τῶν ᾽Αχαρνέων Μαραθωνομάχων.28 Στὶς ἑπόμενες σκηνὲς (719-999) δραματοποιοῦνται οἱ συνέπειες τῆς πρωτοβουλίας τοῦ Δικαιόπολη νὰ ἱδρύσει δική του ἰδιωτικὴ ἀγο27. ῞ Οπως σημειώθηκε, ἡ ταύτιση τοῦ ποιητῆ ᾽Αριστοϕάνη μὲ τὸν ἥρωά του Δικαιόπολη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ στοιχεῖα τῆς ἑρμηνευτικῆς (μεταθεατρικῆς) προσέγγισης τῶν ᾽Αχαρνέων· βλ. παραπάνω, ὑποσημ. 7. 28. Γιὰ τὴ σχέση τῆς παράβασης τῶν ᾽Αχαρνέων μὲ τὸ ὑπόλοιπο ἔργο, Bowie (1982).
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
145
ρὰ (719) γιὰ νὰ συναλλάσσεται μὲ τὰ ἐχθρικὰ κράτη τῆς ᾽Αθήνας στὸ πλαίσιο τῆς δικῆς του προσωπικῆς εἰρήνης. ῾ Η ἀντίθεση ἄστυδῆμος δείχνει νὰ ἐπανέρχεται, ἐϕόσον ὁ Δικαιόπολης ὁριοθετεῖ μὲ σαϕήνεια τὴν ἀγορά του (719 ὅροι μὲν ἀγορᾶς εἰσιν οἵδε τῆς ἐμῆς). ῾ Ο πρῶτος πελάτης, ὡστόσο, προσϕωνεῖ τὴν ἀγορὰ τοῦ Δικαιόπολη ᾽ θήναις χαῖρε Μεγαρεῦσιν ϕίλα), ἀλλὰ ὡς ᾽Αθηναϊκή (729 ἀγορὰ ‘ν Α ἡ συναλλαγὴ γίνεται μὲ προϊόντα ἀγροτικά: ῾ Ο Μεγαρέας ἔρχεται νὰ πουλήσει τὶς κόρες του, τὶς ὁποῖες ἔχει μεταμϕιέσει σὲ γουρουνόπουλα (729-817), καὶ ζητεῖ νὰ πάρει σκόρδα καὶ ἁλάτι. Παρὰ τοὺς ἀστεϊσμούς, ἡ ἀνέχεια τοῦ πατέρα, ποὺ πουλᾶ τὰ παιδιά του γιὰ ζῶα, δηλώνει τὶς συνέπειες ἀπὸ τὴν πολεμικὴ πολιτικὴ τῆς ᾽Αθήνας σὲ βάρος τῶν γειτονικῶν της πόλεων. Μὲ ἔκπληξη ὅμως παρατηροῦμε ὅτι ὁ εἰρηνόϕιλος Δικαιόπολης δὲν ἔχει λόγο καταδικαστικὸ γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ βασανίζουν τὸν γείτονά του· ἀπολαμβάνει μόνο τὰ ἀγαθὰ τῆς δικῆς του εἰρήνης. ῞ Οταν, μάλιστα, παρουσιάζεται κάποιος συκοϕάντης καὶ ἀπειλεῖ μὲ ϕασαρία γιὰ τὴν παρουσία ἐχθρικῶν στρατευμάτων στὰ σύνορα τοῦ ἀθηναϊκοῦ κράτους, ὁ Δικαιόπολης τὸν διώχνει γιατὶ τοῦ χαλάει τὴν καλοπέρασή του (818-855). ῾ Η ἀπρόσμενη αὐτὴ ἰδιοτέλεια τοῦ ἀτόμου ποὺ ἀγωνίστηκε μὲ πάθος γιὰ τὴν εἰρήνη περνάει μᾶλλον ἀπαρατήρητη, ἀϕοῦ στὴ δεύτερη σκηνὴ παρουσιάζεται ἕνας Βοιωτὸς μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς δικῆς του πατρίδας (860-909). ῾ Η οἰκονομική του θέση, τελείως διαϕορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ δύστυχου Μεγαρέα, παίρνει τὸ ἐνδιαϕέρον του ἀπὸ τὰ προϊόντα της ἀνταλλαγῆς καὶ ἐπιτρέπει στὸν Δικαιόπολη ἄλλες σκέψεις. ῾ Η ἰδέα του, ἔτσι, νὰ πουλήσει στὸν Βοιωτὸ ἕναν συκοϕάντη, γνωστὸ ἀθηναϊκὸ ϕροῦτο, ἐπαναϕέρει τὸ ἐνδιαϕέρον τοῦ ἥρωα ἀπὸ τὰ ἰδιωτικὰ στὰ κοινά, θεραπεύοντας τὴν προηγούμενη ἰδιοτέλειά του. Τὴν ἴδια στιγμή, ἡ ἀγροτικὴ ἀγορὰ «μολύνεται» μὲ στοιχεῖα τοῦ ἄστεως, καθὼς πάνω στὴν ὥρα καταϕθάνει ὁ γνωστὸς καταδότης Νίκαρχος, τὸν ὁποῖο τυλίγουν μὲ ροκανίδια –σὰν ἀγγεῖο– γιὰ νὰ τὸν κάνουν ἐξαγωγὴ στὴ Βοιωτία (910-928). Μὲ ἀνάλογη ταχύτητα διώχνουν καὶ τὸν θεράποντα τοῦ Λάμαχου, ποὺ ἦλθε ἐκ μέρους τοῦ κυρίου του νὰ ἀγοράσει λιχουδιὲς τῶν ᾽Αχαρνῶν (959-970). Μετὰ τὴ σύντομη περιγραϕὴ τῶν ἀγαθῶν τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὸν Χορό (971-999), ἕνας ἀκόμη μετασχηματισμὸς προωθεῖ τὸν χρόνο δυὸ μῆνες ἀργότερα καὶ μετατοπίζει τὸν χῶρο στὸ ἄστυ τῆς ᾽Αθήνας,
146
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
ἀϕοῦ ὁ κήρυκας ἀναγγέλλει τὴν ἑορτὴ τῶν ᾽Ανθεστηρίων καλώντας ὅλο τὸ λαὸ νὰ πιεῖ ἀπὸ τὸ καινούριο κρασὶ τῶν πίθων ποὺ τοὺς ἀνοίγουν τὴν ἡμέρα τῶν Χοῶν (1000-1002).29 Γιὰ τὴν ἐπικείμενη εὐωχία, ὁ Δικαιόπολης κινητοποιεῖ γυναῖκες καὶ παιδιὰ μὲ μαγειρέματα τῶν ἀγαθῶν τοῦ δήμου του (1003-1017), ἀλλὰ δύσκολα μοιράζεται τὰ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης ποὺ κέρδισε ὁ ἴδιος. Διώχνει, ἔτσι, τόσο τὸν ϕτωχὸ γεωργὸ ποὺ ἔρχεται νὰ ζητήσει μία στάλα εἰρήνη γιατὶ ἔχασε τὰ βόδια του σὲ μιὰ ἐπιδρομὴ τῶν Βοιωτῶν (1018-1047) ὅσο καὶ ἕναν παράνυμϕο, παρὰ τὴ διαβεβαίωση ὅτι ὁ νιόγαμπρος κύριός του προτιμᾶ τὸ νυϕικὸ κρεβάτι ἀπὸ τὸ μέτωπο (1048-1055). ῾ Η νέα «ἰδιοτέλεια» τοῦ Δικαιόπολη θεραπεύεται ἀμέσως ἀϕοῦ σχεδὸν ταυτόχρονα χαρίζει στὴν ἀπεσταλμένη τῆς νύϕης μία μαγικὴ ἀλοιϕὴ μὲ ἀϕροδισιακὲς ἰδιότητες, ποὺ θὰ γλιτώσει τὸν ἄντρα της ἀπὸ τὴν ἐπιστράτευση (1056-1068). Τὸ τέλος τοῦ ἔργου παρουσιάζει ἐπὶ σκηνῆς τὸν Λάμαχο καὶ τὸν Δικαιόπολη ὄχι σὲ δραματικὴ σύγκρουση μεταξύ τους ἀλλὰ σὲ παράλληλες ἀντιθετικὲς σκηνές (1071 κ.ἑ.). ῾ Ο πρῶτος ῎ Αγγελος ϕέρνει ἐντολὴ στὸν Λάμαχο ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς νὰ πάει νὰ ϕυλάξει τὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Πάρνηθας ἀπὸ ἐνδεχόμενη ἐπιδρομὴ τῶν Βοιωτῶν (1071-1084). ῾ Ο δεύτερος ῎ Αγγελος προσκαλεῖ τὸν Δικαιόπολη σὲ μιὰ γιορτὴ γιὰ τὸν Διόνυσο τὴν ὁποία διοργανώνει ὁ ἱερέας τοῦ θεοῦ. ῾ Ο χρόνος εἶναι ἀπροσδιόριστος ὅπως καὶ ἡ διονυσιακὴ ἑορτή (1085-1094). ῾ Ο χῶρος συναιρεῖ δῆμο καὶ ἄστυ, ἀϕοῦ ἡ πρόσοψη τοῦ σκηνικοῦ οἰκοδομήματος λειτουργεῖ καὶ πάλι διττά, ὡς οἰκία τοῦ Λάμαχου καὶ ἀγροικία τοῦ Δικαιόπολη, οἱ ὁποῖοι βγαίνουν ἀπὸ τὸ σκηνικὸ οἰκοδόμημα, ὁ καθένας ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς δικῆς του οἰκίας ἀκολουθούμενοι ἀπὸ τοὺς δούλους τους. ῾ Ο δοῦλος τοῦ Λάμαχου κουβαλᾶ τὰ σύνεργα τοῦ πολέμου, ἐνῶ ὁ δοῦλος τοῦ Δικαιόπολη τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὸ μεγάλο ϕαγοπότι (1095-1139). Λάμαχος καὶ Δικαιόπολης ἀναχωροῦν ὁ καθένας χωριστὰ γιὰ τὸν δικό του διαϕορετικὸ προορισμὸ (1140-1142) καὶ ἐπιστρέϕουν ξανὰ μαζὶ μετὰ τὴν ὠδὴ τοῦ Χοροῦ (1143-1173): ὁ Λάμαχος πληγωμένος ὑποβαστάζεται ἀπὸ τοὺς 29. Σχετικὰ μὲ τὴ σκηνικὴ παρουσίαση τοῦ χώρου ἐδῶ, ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἄποψη τοῦ Landfester (1977) 38-42, ὅτι στὸ ἔργο ὁ Δικαιόπολης ἔχει δυὸ σπίτια, ἕνα στὸν δῆμο καὶ ἕνα στὸ ἄστυ· πρβλ. Slater (2002) 252 n. 19.
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
147
δούλους του (1190-1197), ὁ Δικαιόπολης μεθυσμένος ὑποβαστάζεται ἀπὸ δυὸ κοπέλες (1198-1203). Τὸν Λάμαχο τὸν βγάζουν ἀνήμπορο ἀπὸ τὴ μία πάροδο γιὰ νὰ τὸν περιθάλψει ἕνας γιατρὸς ἐνῶ τὸν Δικαιόπολη τὸν συνοδεύει ὁ Χορὸς πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση μὲ εὐϕρόσυνες νικητήριες κραυγές (1204-1234). Τὰ δυὸ δίπολα, τὰ ὁποῖα ἀποτέλεσαν τὸ ἀντικείμενο τῆς διερεύνησής μου, τώρα ὑποχωροῦν καὶ ἐξαϕανίζονται. Μετὰ ἀπὸ ἐναλλασσόμενες ἀντιθέσεις καὶ συγχωνεύσεις, τὸ ζεῦγος ἄστυ-δῆμος ἐξαλείϕεται: καθὼς Δικαιόπολης καὶ Λάμαχος διατηροῦν ὁ καθένας χωριστὰ τὴν προσήλωσή του στὴν πολιτική του ἐπιλογή (εἰρήνη/πόλεμος), ὁ καθένας χῶρος (δῆμος/ἄστυ) θὰ μποροῦσε νὰ νοεῖται αὐτόνομος, ἀλλὰ καμία νύξη δὲν γίνεται στὴν ὑπόστασή του. Τὸ ζεῦγος ἴδιονδημόσιον, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, παρουσιάζει τὰ μέλη του συγχωνευμένα καθὼς τὸ ἴδιον ταυτίζεται τώρα μὲ τὸ δημόσιον καὶ στὶς δυὸ ἐκδοχές του (Λάμαχος-πόλεμος, Δικαιόπολης-εἰρήνη), ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ δράματος μὲ τὸ δημόσιον (ἐπίσημη πολιτικὴ τῆς πόλης) συνέπιπτε μόνο ἡ ἰδία ϕιλοπόλεμη πολιτική (Κλέων, Λάμαχος)· ἀντιθέτως, ἡ ἰδία ϕιλειρηνικὴ στάση ἦταν περιορισμένη στὸ ἕνα ἄτομο (Δικαιόπολης). ῎ Ετσι, στὴν τελικὴ σκηνὴ τοῦ ἔργου τὰ ἄτομα (Λάμαχος καὶ Δικαιόπολης) γίνονται ἐκπρόσωποι καὶ ϕορεῖς ἀντίθετων καταστάσεων (πληγὲς τοῦ πολέμου ἢ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης) προκειμένου νὰ πείσουν γιὰ τὸ δημόσιο συμϕέρον. ῾ Η ἐπιλογὴ ἀνήκει, ϕυσικά, στοὺς πολίτες ποὺ παρακολουθοῦν τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ. ῾ Η μεταβολὴ ὅμως ἴδιον=δημόσιον ὑπὲρ τοῦ Δικαιόπολη εἶναι ἡ θετικὴ προοπτικὴ τὴν ὁποία ἀϕήνει τὸ ἔργο στὸ τέλος, μὲ τὰ οὐτοπικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἰδίας δράσης (προσωπικὴ εἰρήνη ἑνὸς ἄσημου ἀγροίκου) νὰ μεταστρέϕονται θεατρικὰ σὲ στοιχεῖα πολιτικοῦ δυναμισμοῦ τῶν δήμων τῆς ᾽Αθήνας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δικαιόπολης, ἀποχωρώντας, εὔχεται μαζὶ μὲ τὸν Χορὸ τὴ νίκη τοῦ ποιητῆ (στὸ ἐδῶ καὶ τώρα τῶν θεατρικῶν ἀγώνων) καὶ τῆς εἰρήνης (στὸ ἐδῶ καὶ τώρα τῶν πολιτῶν-θεατῶν): τήνελλα καλλίνικος (1227-1233). ᾽Αντίθετη ὀπτική, στὸ ἐπίπεδο αὐτὴ τοῦ ἱστορικοῦ σχολιασμοῦ, προκύπτει ἀπὸ τὶς κρίσεις ποὺ διατυπώνει ὁ Θουκυδίδης γιὰ τὴν πολιτικὴ τοῦ Περικλῆ καὶ τῶν διαδόχων του στὸ κεϕ. 65 τοῦ δευτέρου βιβλίου τῶν ῾ Ιστοριῶν του. Γνωρίζοντας πλέον τὸ τέλος τοῦ πολέμου μὲ τὴ Σπάρτη καὶ τὴν ἀπώλεια τῆς ἀθηναϊκῆς ἡγεμονίας,
148
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
ὁ Θουκυδίδης κρίνει ὅτι γιὰ τὴ θλιβερὴ πτώση εὐθύνεται ἡ δράση τῶν ἀνίκανων πολιτικῶν ποὺ προωθοῦσαν ἀπερίσκεπτα τὴ συνέχιση τοῦ πολέμου ἀποβλέποντας μόνο στὴν προσωπική τους πολιτικὴ ἐπιρροὴ στὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ δήμου μὲ οἱοδήποτε κόστος γιὰ τὰ κοινά. ῾ Ο λόγος τοῦ ἱστορικοῦ ἀνακαλεῖ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς στίχους τῶν ᾽Αχαρνέων: οἱ δὲ ταῦτά τε πάντα ἐς τοὐναντίον ἔπραξαν καὶ ἄλλα ἔξω τοῦ πολέμου δοκοῦντα εἶναι κατὰ τὰς ἰδίας ϕιλοτιμίας καὶ ἴδια κέρδη κακῶς ἔς τε σϕᾶς αὐτοὺς καὶ τοὺς ξυμμάχους ἐπολίτευσαν, ἃ κατορθούμενα μὲν τοῖς ἰδιώταις τιμὴ καὶ ὠϕελία μᾶλλον ἦν, σϕαλέντα δὲ τῇ πόλει ἐς τὸν πόλεμον βλάβη καθίστατο… οἱ δὲ ὕστερον ἴσοι μᾶλλον αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους ὄντες καὶ ὀρεγόμενοι τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι ἐτράποντο καθ’ ἡδονὰς τῷ δήμῳ καὶ τὰ πράγματα ἐνδιδόναι. ῾ Η διαϕορά: στὸν Θουκυδίδη ἡ θλιβερὴ διαπίστωση ἀναζητεῖ τὴ θετικὴ –ἀλλὰ ἀδύνατη πλέον– προοπτικὴ στὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀκεραιότητας τοῦ ἱκανοῦ πολιτικοῦ ἀνδρός, τὰ ὁποῖα ὁ ἱστορικὸς συναιρεῖ στὴν προσωπικότητα τοῦ Περικλῆ. Στὸν ᾽Αριστοϕάνη, ὅταν ὁ πόλεμος βρισκόταν ἀκόμη στὴν πρώτη ϕάση του, ἡ λύση ἀναζητήθηκε στὴν αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἑνὸς πολὺ μικροῦ δήμου, τῶν Χολειδῶν (ποὺ μᾶλλον λησμονεῖται), καὶ τὸν πατριωτισμὸ τοῦ πιὸ μεγάλου δήμου, τῶν ᾽Αχαρνέων. ῾ Η γειτνίαση καὶ τῶν δυὸ δήμων μὲ τὰ ὅρια τοῦ ἄστεως ἔδωσε στὸν ᾽Αριστοϕάνη τὴ δυνατότητα νὰ ἀξιοποιήσει θεατρικὰ ἀντιθέσεις καὶ συζεύξεις, χωρὶς ὡστόσο νὰ καταστεῖ δυνατὴ ἡ γεϕύρωση τῆς οὐτοπικῆς ἁγνότητας τῶν δήμων μὲ τὸν σκληρὸ ρεαλισμὸ τοῦ ἄστεως.
Βιβλιογραϕία B i l e s, Z. P. (2011), Aristophanes and the Poetics of Competition (Κέ-
μπριτζ). B o w i e, A. M. (1982), «The parabasis in Aristophanes: prolegomena, Acharnians», CQ 32, 27-40. C o m p t o n -E n g l e, G. (1999), «From Country to City: The Persona of Dikaeopolis in Aristophanes’ Acharnians», CJ 94, 359-373. Cs apo, E. (2004), The Politics of the New Music, στὸ P. Murray & P. Wilson (ἐπιμ.), Music and the Muses: The Culture of “Musike” in the Classical Athenian City ( ᾽ Οξϕόρδη).
ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΤΕΩΣ
149
Csapo, E. & Slater, W. J. (1994)., The Context of Ancient Drama (Michigan). Edmunds, A. L. (1980), «Aristophanes’ Acharnians» , YCS 26, 1-41. —— (1981), «The Cults and the Legends of Oedipus», HSCP 85, 221-238. Fisher, N. R. E. (1993), «Multiple Personalities and Dionysiac Festivals: Dikaiopolis in Aristophanes’ Acharnians», G&R 40, 31-47. Foley, H. P. (1988), «Tragedy and Politics in Aristophanes’ Acharnians», JHS 108, 33-47. G r e e n, J. R. & H a n d l e y, E. W. (1995), Images of the Greek Theatre
(Λονδίνο). Henrichs, A. (1990), «Between Country and City: Cultic Dimensions of Dionysus in Athens and Attica», στὸ M. G r i f f i t h & D. J. M a stronarde (ἐπιμ.), Cabinet of the Muses: Essays on Classical and Comparative Literature in Honor of Thomas G. Rosenmeyer (Atlanta), 257-277. Hubbard, T. K. (1991), The Mask of Comedy: Aristophanes and the Intertextual Parabasis (Ithaca). I s l e r -K e r é n y i, C. (2007), «Komasts, Mythic, Imaginary, and Ritual», στὸ E. Csapo and C. Miller (ἐπιμ) (2007), The Origins of Theater in Ancient Greece and Beyond (Κέμπριτζ), 77-95. Jones, N. F. (2004), Rural Athens Under the Democracy (Philadelpheia). Landfester, M. (1977), Handlungsverlauf und Komik in den Fruhen Komodien des Aristophanes (Βερολίνο). Mikalson, J. D. (1977), «Religion in the Attic Demes», AJP 98, 424-435. Olson, S. D. (2002), Aristophanes: Acharnians ( ᾽ Οξϕόρδη). Parker, R. (1987), «Festivals of the Attic Demes», Acta Universitatis Upsaliensis, Boreas 15, 137-147. P i c k a r d - C a m b r i d g e, A. (1968), The Dramatic Festivals of Athens ( ᾽ Οξϕόρδη) Rus s o, C. F. (1994), Aristophanes: An Author for Stage (Λοδίνο). Slater, N. W. (2002), Spectator Politics: Metatheatre and Performance in Aristophanes (Philadelphia). So u rvino u -Inwo o d, C. (2003), Tragedy and Athenian Religion (Lanham MA). Smith, T. J. (2007), “ The Corpus of Komast Vases: From Identity to Exegesis,” στὸ E. Cs apo & C. Miller (ἐπιμ.), The Origins of Theater in Ancient Greece and Beyond (Κέμπριτζ), 48-76. S o m m e r s t e i n, A. (1980), The Comedies of Aristophanes, Acharnians (Warminster) τ. 1ος.
150
Σ ΜΑΡΩ Π. ΝΙΚΟΛ ΑΪΔΟΥ-ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
Trail, J. S. (1975), The Political Organization of Attica: A Study of the Demes, Trittyes, and Phylai, and their Representation in The Athenian Council (Princeton-New Jersey). —— (1986), Demos and Trittys: Epigraphical and Topographical Studies in the Organization of Attica (Toronto).
Μαρία Γεωργούση* ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ὅτι ἡ κωμωδία τοῦ πέμπτου αἰώνα π.Χ. ἐπιτελοῦσε χαρακτηριστικὲς καὶ ἀλληλένδετες μεταξύ τους λειτουργίες: παρεῖχε χρήσιμες συμβουλές, ἀσκοῦσε κριτικὴ γιὰ σημαντικὰ τρέχοντα θέματα καὶ γελοιοποιοῦσε ἄτομα.1 ῾ Η τελευταία ἀπὸ τὶς λειτουργίες αὐτὲς2 ϕανερώνεται στὰ χορικὰ ἄσματα, ποὺ συνεχίζουν τὴν παράδοση τοῦ κώμου, ὅσο καὶ στοὺς λόγους καὶ διαλόγους τῶν χαρακτήρων, ποὺ συνεχίζουν τὴν παράδοση τοῦ ἰάμβου. ῾ Η δημόσια γελοιοποίηση μὲ τὴν μορϕὴ δηκτικῶν ἀστεϊσμῶν καὶ προσωπικῶν ἐπιθέσεων ἀποτελοῦσε παράδοση πολλῶν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων (ἰδιαίτερα ἐκείνων ποὺ γίνονταν πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου καὶ τῆς Δήμητρας) καὶ συνεχίζεται ὡς χαρακτηριστικὸ ἐθίμων καὶ καρναβαλιοῦ.3 ῾ Η ἀρχαία κωμωδία περιλαμβάνει αὐτὴν τὴν παράδοση καὶ στὴν ἀγωνιστικὴ (ἐπιρρηματικὴ) χορικὴ ἑνότητα καὶ στὸν τύπο τοῦ χορικοῦ ἄσματος ποὺ συχνὰ συνδέει τὰ ἐπεισόδια μετὰ τὴν Παράβαση καὶ συνίσταται σὲ ἐλεύθερης μορϕῆς διακωμώδηση συγκεκριμένων θεατῶν. Στὸν ἀγωνιστικό του ρόλο ὁ κωμικὸς χορός, ἐν εἴδει ὁμάδας κωμαστῶν, διασκεδάζει τὴν κοινότητα μὲ τὸ νὰ ἐπιχλευάζει τοὺς * Καθηγήτρια ϕιλόλογος, Διδάκτωρ ᾽Αρχαίας ῾ Ελληνικῆς Φιλολογίας. 1. Henderson (2007) 40. 2. Βλ. Schmid (1988) 13-26. 3. Βλ. Burke (1978) 178-204.
152
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
ἐχθρούς της (π.χ. οἱ ἱππεῖς ἐναντίον τοῦ Κλέωνα). Θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν συγκρίνουμε μὲ τοὺς μασκοϕόρους ποὺ περιγελοῦσαν ἐξέχοντες μύστες στὴν πομπὴ πρὸς τὴν ᾽ Ελευσίνα καὶ μὲ τὶς ὁμάδες ποὺ ἀντάλλασσαν ὕβρεις στὶς ἑορτὲς ὅπου συμμετεῖχαν μόνο γυναῖκες.4 ᾽Αξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἐξέχουσα θέση τοῦ κορυϕαίου, ὁ ὁποῖος συχνὰ στὴν Παράβαση ἀντιπροσωπεύει τὸν ποιητὴ ὑβρίζοντας τοὺς ἐχθρούς του καὶ ἀπευθύνοντας παραινέσεις στοὺς θεατές. Στὴν συνέχεια τοῦ ἔργου, ὡστόσο, ὁ Χορὸς ἀποβάλλει τὴν εἰδικὴ ταυτότητα ποὺ εἶχε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συμμετοχῆς του στὴν πλοκὴ τοῦ ἔργου καὶ γίνεται ἁπλὸς παρατηρητής, ὅπως οἱ θεατές.5 Οἱ προσβλητικοὶ ὑπαινιγμοὶ ποὺ ἐκτοξεύονται ἐναντίον θεατῶν στοὺς διαλόγους τῶν χαρακτήρων θυμίζουν τὸ πνευματῶδες χιοῦμορ καὶ τὶς χονδροειδεῖς ὕβρεις ποὺ ἀνταλλάσσουν, συνήθως, οἱ ἄνθρωποι στὴν καθημερινή τους ἐπικοινωνία. Καὶ ὁ τόνος τους, ὡς ἐκ τούτου, κυμαίνεται ἀπὸ πρόστυχος καὶ μοχθηρὸς ἕως ἀσεβής.6 ῾ Η κωμικὴ ἀναπαραγωγὴ προσωπικῶν ἐχθροτήτων μᾶς θυμίζει τὸν ἀρχαῖο ἴαμβον.7 ᾽Αλλὰ ἡ κωμωδία διαϕέρει ἀπὸ τὸν ἴαμβον, γιατὶ οἱ χαρακτῆρες συχνὰ ἀναπαράγουν τὰ ἐπιχειρήματα καὶ τὸ ὑβρεολόγιο τῆς πολιτικῆς διαμάχης. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις οἱ ἐχθροὶ συμπαθητικῶν χαρακτήρων ἀπεικονίζονται ἐπίσης ὡς ἐχθροὶ τῆς πόλης.8 Συχνότερα, ὅμως, ἡ διακωμώδηση ἀποτελεῖ μία μορϕὴ κοινωνικοῦ ἐλέγχου, γιατὶ στηλιτεύει συμπεριϕορὲς πού, κατὰ τὰ ἄλλα, δὲν ἐπισύρουν ποινή. ῎ Ετσι, ἡ ἑορταστικὴ διακωμώδηση, μὲ τὸ νὰ τιμωρεῖ μία μὴ ἀποδεκτὴ συμπεριϕορὰ τὴν ὁποία ἡ κοινότητα δὲν τιμωρεῖ διὰ τῆς βίας, υἱοθετεῖ ἀποδοκιμαστικὴ στάση ἀπέναντί της.9 ᾽Αποθαρρύνει, ἑπομένως, τὴν παραβίαση τῶν κανόνων τῆς κοινότητας μὲ τὸ νὰ ἐπιτρέπει τὴν ἐκτόνωση καταπιεσμένων ἐντάσεων, προτοῦ γίνουν ἐπικίνδυνες.10 ῾ Η κωμικὴ γελοιοποίηση διαϕέρει ἀπὸ αὐτὴν τοῦ κώμου 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10.
Βλ. Burkert (1993) 499, 583. Henderson (2007) 41. Halliwell (1984) 14. ᾽Αριστ. Περὶ Ποιητικῆς 1448 β 25, 1449 β8· ᾽Ηθικὰ Νικομάχεια 1128 a 22. Henderson (2007) 42. Henderson (2007) 43. Scribner (1978) 43.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 153
καὶ τοῦ ἰάμβου κατὰ τὸ ὅτι ὁ κωμικὸς θίασος γελοιοποιεῖ τοὺς ἐχθρούς του πρὸς τὸ συμϕέρον τοῦ δήμου.11 Οἱ κωμικοὶ ποιητές, ἄλλωστε, σταθερὰ ἐπαναλάμβαναν ὅτι οἱ συμβουλὲς καὶ οἱ παραινέσεις τους πρὸς τοὺς θεατὲς ἦταν ἀληθινὲς καὶ δίκαιες, ὅτι ἡ ἀπροκάλυπτη καὶ συχνὰ δηκτικὴ καὶ προσβλητικὴ μεταχείριση ἀτόμων μέσω τοῦ σκώμματος θὰ συντελοῦσε στὴν κάθαρση τῆς πόλεως καὶ θὰ προωθοῦσε τὰ συμϕέροντα τοῦ λαοῦ.12 Οἱ κωμικοὶ ποιητὲς ἰσχυρίζονταν ὅτι τὸ περιεχόμενο τῶν κωμωδιῶν τους ἦταν τόσο εὐτράπελο ὅσο καὶ σοβαρό. ῾ Ο Χορὸς τῶν Μυστῶν στοὺς Βατράχους τοῦ ᾽Αριστοϕάνη διατυπώνει τὴν χαρακτηριστικὴ ϕράση πολλὰ μὲν γελοῖα/ πολλὰ δὲ σπουδαῖα εἰπεῖν (389-90). Στὸν Παλαιὸν Ο ᾽ λιγαρχικὸν δηλώνεται ὅτι οἱ κοσμικοὶ ποιητὲς ἐπετίθεντο τόσο μὲ τὴν διακωμώδηση ὅσο καὶ μὲ τὴν ἐξύβριση (κακῶς λέγειν) (2.18). ῾ Ο Πλάτων στοὺς Νόμους (935c-d) ἀναϕέρει τὴν κωμικὴ ἐξύβριση ποὺ εἶχε σοβαρὰ κίνητρα. ῞ Οταν ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἐπιτίθεται κατὰ τοῦ Κλέωνα ( ῾ Ιππ. 1274-1275), ἐπικαλεῖται τόσο τὴν προσωπικὴ ἐχθρότητα (ὅπως οἱ ἰαμβογράϕοι), ὅσο καὶ τὰ συμϕέροντα τῆς πόλης (ὅπως οἱ ρήτορες στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ στὸ δικαστήριο) καὶ χρησιμοποιεῖ τὴν ἐξύβριση, γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὸν ἀντίπαλό του κακὸ πολίτη ἐνισχύοντας τὴν ἀξιοπιστία τῶν ἰσχυρισμῶν του. Στὸν κόσμο μας, ὅμως, τὸ εὐτράπελο ἢ ἀλλιῶς γελοῖον διαχωρίζεται ἀπὸ τὸ σοβαρό. Κατὰ τὴν σύγχρονη ἀντίληψη, ἡ σοβαρότητα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμπλέκεται μὲ τὸ ἀστεῖο. ῾ Η σύγχρονη ὀπτικὴ ἔχει συντελέσει στὴν διαστρέβλωση τῆς ἀρχαίας εἰκόνας. Οἱ σκεπτικιστὲς θεωροῦν ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν ποιητῶν ὅτι μιλοῦν γιὰ σοβαρὰ θέματα θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἕνα ἀστεῖο ἤ, ἀντίστροϕα, ὅτι τὰ ἀστεῖα τους ἀποσκοποῦν στὸ νὰ κάνουν τὰ σοβαρὰ μέρη περισσότερο ἀποδεκτά. Οἱ καρναβαλιστὲς διαχωρίζουν τὶς ἑορτὲς ἀπὸ τὸ κράτος: ἡ σοβαρότητα τῶν ποιητῶν κατὰ κάποιον τρόπο ἦταν ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν «πραγματικὸ» κόσμο τῶν θεατῶν, μιὰ καὶ ἦταν «ἁπλὴ» διασκέδαση. Καὶ οἱ πρῶτοι καὶ οἱ δεύτεροι διαχωρίζουν τὴν τέχνη ἀπὸ τὴν πολιτική. Οἱ καρναβαλιστὲς ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ἑορτὲς μὲ παραστάσεις κωμωδιῶν ἦταν ἕνας κόσμος γιορτινός, αὐτόνομος, ποὺ δὲν μποροῦσε 11. Henderson (2007) 43. 12. Henderson (2007) 14.
154
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
νὰ ἔχει καμία ἐπίδραση στὸν κόσμο στὸν ὁποῖο λαμβάνονταν οἱ πολιτικὲς ἀποϕάσεις.13 Στὴν τυπική της μορϕή, αὐτὴ ἡ παράδοση ἐμϕανίζεται ὡς ἕνας ἀντι-κόσμος ἐνσωματωμένος σὲ μία αὐτόνομη ἑορτή. ῞ Οταν αὐτὸς ὁ ἀντικόσμος ἀντικατοπτρίζει τὸν ἐπίσημο κόσμο, μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἀκόμα καὶ πολιτικός (ὅπως στὴν «πολιτικὴ κωμωδία»), ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μία μορϕὴ πολιτικῆς. ῾ Ο ἀντι- κόσμος τοῦ καρναβαλιοῦ στὴν πολιτική του διάσταση τυπικὰ ἔχει μόνο τὸν ἀρνητικὸ ρόλο νὰ γελοιοποιεῖ καὶ νὰ ἐπικρίνει μία κυρίαρχη τάξη καὶ ἰδεολογία. Δὲν μπορεῖ, δηλαδή, νὰ παράγει θετικὲς θέσεις καὶ δὲν παίρνει τὸ μέρος καμιᾶς πλευρᾶς στὶς πολιτικὲς διαμάχες. ῾ Ο ἀντι-κόσμος τῆς κωμωδίας, ὅμως, περιέχει ἀϕ’ ἑνὸς γελοιοποίηση καὶ κριτική, ἀϕ’ ἑτέρου καὶ θετικὲς στάσεις. Οἱ κωμικοὶ ποιητὲς δὲν μποροῦσαν παρὰ νὰ τηρήσουν θέση ἰδεολογικῆς σύμπραξης πρὸς τὴν ἐπίσημη κουλτούρα, δηλαδὴ πρὸς τὸν κυρίαρχο δῆμον.14 ῾ Ο δῆμος, σύμϕωνα μὲ τὸν Παλαιὸ ᾽Ολιγαρχικό, εἶναι πρακτικός, ἀλλὰ χωρὶς ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ ἀνεύθυνος. Κάνει πολιτικὴ γιὰ τὸ συμϕέρον του, ἀλλὰ δὲν ἀναλαμβάνει καμία εὐθύνη. ᾽Αντιθέτως, μπορεῖ νὰ κατηγορήσει τὸ ἄτομο ποὺ ὑποστηρίζει μία πολιτικὴ ἢ μία συμϕωνία ἢ ζήτησε τὴν ψῆϕο του γιὰ αὐτές (17). ῾ Η κωμωδία ἀποτελεῖ παράδειγμα τοῦ ἴδιου ϕαινομένου, γιατί, ἐνῶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γελοιοποιεῖται ἢ νὰ ἐπικρίνεται ὁ δῆμος, ἐπιτρέπεται νὰ στηλιτεύονται σημαίνοντες πολίτες, πλούσιοι καὶ ἀπὸ καλὲς οἰκογένειες (18).15 ῎ Ετσι, καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ δῆμος μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίζει ποιοὶ ἀπὸ τοὺς πολίτες εἶναι καλοὶ (χρηστοὶ) καὶ ποιοὶ κακοί (πονηροί), ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει στὴν δυνατότητά του αὐτὴ νὰ ἐμποδίζει τὴν ἐπιδίωξη τῶν συμϕερόντων του. «Προτιμᾶ κακοὺς ποὺ εἶναι ἀϕοσιωμένοι στὰ συμϕέροντά του παρὰ καλούς, ποὺ μᾶλλον τοὺς μισεῖ, γιατὶ δὲν πιστεύει ὅτι ἡ ἔμϕυτη ἀρετή τους τὸν ὠϕελεῖ, ἀλλὰ τὸν βλάπτει. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη, ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ ἐκ ϕύσεως εἶναι ἀντιδημοκρατικοὶ καὶ ἐντούτοις παίρνουν τὸ μέρος τοῦ δήμου». Αὐτὸ ποὺ τελικὰ συνάγεται εἶναι ὅτι σύμϕωνα μὲ τὸν Παλαιὸν Ο ᾽ λιγαρχικόν, τὸ προσωπικὸ συμϕέρον καὶ ὄχι ἡ ἠθικὴ ἢ οἱ ἀρχὲς καθορί13. Bakhtin (1968) 69, Carriere (1979) 56. 14. Henderson (2007) 18. 15. Βλ. ἐπίσης Ostwald (1986) 229-50.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 155
ζει τὶς ἀποϕάσεις τοῦ δήμου καὶ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἡγετῶν του καὶ ὅτι οἱ δημοκρατικοὶ θεσμοὶ ἀντανακλοῦν καὶ συντηροῦν τὴν κυριαρχία τοῦ δήμου. Οἱ ἀνταγωνιστὲς τοῦ δήμου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐπίσης τὰ θύματα τῶν ἐπιθέσεων τῆς κωμωδίας, ἦταν οἱ «ἄριστοι». Οἱ κωμικοὶ ποιητὲς ἔλεγαν στὸν δῆμον ὅτι οἱ ρήτορες, οἱ δημαγωγοὶ καὶ οἱ συκοϕάντες ἦταν ἄτομα ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἐξύβριση γιὰ νὰ προκαλοῦν καβγάδες γιὰ ἰδιοτελεῖς σκοποὺς καὶ ποὺ ὅσους ἐναντιώνονταν στὴν ἐξυπηρέτηση τῶν συμϕερόντων τους (οἱ λέξεις διαβολὴ /διαβάλλω εἶναι χαρακτηριστικὲς τοῦ λεξιλογίου τοῦ Κλέωνα στοὺς ῾ Ιππῆς). Οἱ ρήτορες, οἱ δημαγωγοὶ καὶ οἱ συκοϕάντες αὐτοχαρακτηρίζονταν ὡς «κέρβεροι τοῦ δήμου», οἱ ὁποῖοι ἐπιδείκνυαν ἀπροκάλυπτα ἀντιδημοκρατικὴ συμπεριϕορά. ᾽Αλλὰ οἱ κωμικοὶ ποιητές, ὅπως καὶ οἱ ρήτορες, δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπερβοῦν ὁρισμένα ὅρια. Φαίνεται ὅτι, ὅταν οἱ κωμικοὶ ποιητὲς κατέϕευγαν στὴν δυσϕήμηση, σκέπτονταν τὴν ἀποϕυγὴ τῆς ἐξύβρισης ποὺ θὰ ἐπισύρει ἡ δικαστικὴ δίωξη.16 Στὶς περιπτώσεις τῶν ἀνύπανδρων θυγατέρων, γιὰ παράδειγμα, ἀπέϕευγαν νὰ κατονομάσουν ἕναν στόχο (ὀνομαστὶ κωμωδεῖν), ὅσο ὁλοϕάνερη καὶ ἂν ἦταν ἡ ταυτότητά του. ῎ Ετσι, ὁ Κλέωνας παρουσιάζεται ὡς Παϕλαγόνας. ῾ Ο Νικίας καὶ ὁ Δημοσθένης εἶναι οἰκέται σὲ ὁλόκληρη τὴν κωμωδία τῶν ῾ Ιππέων. ῾ Ο ᾽Αλκιβιάδης στοὺς ῎ Ορνιθες (145-147) δὲν κατονομάζεται, ὅπως ἀκριβῶς ἀπαιτοῦσε τὸ ψήϕισμα τοῦ Συρακόσιου, παρ’ ὅλο ποὺ οἱ προαναϕερθέντες στίχοι ὑπαινίσσονται ὁλοϕάνερα τὴν σύλληψή του. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ δεδομένου ὅτι ὁ δῆμος διαδραμάτιζε ἐξέχοντα ρόλο στὴν διαμόρϕωση τόσο τῆς πολιτικῆς πραγματικότητας, ὅσο καὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῶν κωμικῶν ἀγώνων, εἶναι εὔλογο νὰ ἀναρωτηθοῦμε ἂν στὸ πλαίσιο τῶν δυναμικῶν τῆς κωμικῆς πειθοῦς μποροῦν νὰ ἀνιχνευτοῦν λειτουργίες γελοιοποίησης καὶ ἐξύβρισης, ποὺ ἀναδύονται μὲ ἔμμεσους τρόπους. Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἀποδείξουμε ὅτι τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἐϕαρμόζονται στὴν πράξη οἱ τεχνικὲς τῆς διακωμώδησης, τῆς γελοιοποίησης καὶ τῆς ἐπίκρισης εἶναι δυνατὸν νὰ ϕωτιστοῦν ἐκ νέου, ἂν μελετήσουμε τὶς ἐκϕάνσεις τῆς ἐπιθετικότητας, ὅπως αὐτὲς ἔχουν διατυπωθεῖ καὶ ἀναλυθεῖ ἀπὸ πρόσϕατες ψυχολογικὲς μελέτες, στὶς ἀρι16. Henderson (2007) 52.
156
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
στοϕανικὲς κωμωδίες. Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ τονίσουμε ὅτι ἀνάλογη προσέγγιση τοῦ ἀριστοϕανικοῦ κειμένου ἀπουσιάζει ἐντελῶς ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ βιβλιογραϕία. Θεωροῦμε ὅτι «ἐπιθετικότητα ὑπάρχει ὅταν προκαλεῖται ζημία, τραυματισμός, καταστροϕή, ἐξαϕάνιση ἑνὸς ὀργανισμοῦ ἢ ἑνὸς ὑποκατάστατου τοῦ ὀργανισμοῦ. ῎ Ετσι, στὴν ζημία ἢ βλάβη περιλαμβάνονται καὶ ἐρεθίσματα ποὺ προκαλοῦν πόνο, ἐνόχληση, θυμὸ ἢ ὀργὴ καί, ἀκόμα, προσβλητικοὶ τρόποι συμπεριϕορᾶς, ποὺ δύσκολα προσεγγίζονται μὲ τὴν ἄμεση παρατήρηση. Μιὰ ἐπιθετικὴ συμπεριϕορὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροκάλυπτη, ϕανερὴ (εἴτε σωματικὴ εἴτε λεκτικὴ) ἢ νὰ εἶναι καλυμμένη. Μπορεῖ, ἐπίσης, νὰ εἶναι θετική, δηλαδὴ ἐπιτρεπτὴ πολιτισμικά, ἢ ἀρνητική, δηλαδὴ ἀνεπίτρεπτη πολιτισμικά».17 ῾ Ως ἐπιθετικὴ χαρακτηρίζεται ἐπίσης κάθε συμπεριϕορὰ ποὺ ϕαίνεται νὰ ἀποσκοπεῖ στὴν μείωση τῆς εὐεξίας ἑνὸς ἄλλου ἀτόμου εἴτε καταστρέϕοντας τὶς βιοτικὲς ἢ κοινωνικὲς προϋποθέσεις ποὺ τὴν ἐξασϕαλίζουν εἴτε ἀδιαϕορώντας γιὰ αὐτές.18 ῾ Η ἠπιότερη ἔκϕραση ἐπιθετικῆς συμπεριϕορᾶς, καθὼς πιστεύεται, εἶναι ἡ λεκτικὴ μορϕὴ ἐπιθετικότητας. Οἱ ὕβρεις, οἱ κατάρες καὶ οἱ διαπληκτισμοὶ καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ σαρκασμός, ἡ περιϕρόνηση, ἡ εἰρωνεία, ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπονοούμενα ἢ οἱ ψευδεῖς διαδόσεις ἀποτελοῦν μερικὲς ἀπὸ τὶς πιὸ γνωστὲς μορϕὲς λεκτικῆς ἐπιθετικότητας,19 ἐνῶ τὸ «ἀθῶο» πείραγμα ἢ τὸ ἐπιϕανειακὰ «ἀνώδυνο» χιοῦμορ ἑρμηνεύονται ἀπὸ τὶς ψυχαναλυτικὲς μελέτες20 ὡς μεταμϕιεσμένες μορϕὲς ἐπιθετικότητας. ῞ Οπως συμβαίνει στὸ ζωικὸ βασίλειο, ἔτσι καὶ στοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἐπιθετικότητας προσλαμβάνουν δυὸ μορϕὲς ποὺ ἀϕοροῦν στὶς ἀντιδράσεις τῆς πάλης καὶ τῆς ϕυγῆς, ποὺ παρουσιάζονται ὡς ἀποτέλεσμα ἔκθεσης σὲ ἐρεθίσματα ποὺ προκαλοῦν ϕόβο, ἂν θεωρήσουμε ὅτι τὰ συναισθήματα τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς θλίψης δὲν ἀποτελοῦν παρὰ παραλλαγὲς τοῦ ϕόβου. Σύμϕωνα μὲ ἔρευνες21 ποὺ 17. Παπαδόπουλος (1999) 24. 18. Krebs-Miller (1986). 19. Κούρτης (1999) 68. 20. Freud (1953)78· Bergert (1970) 539-566· Rouzerol (1980). 21. Adams (1979) 201-243.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 157
ἀϕοροῦν στὴν νευροψυχολογία τῆς ἐπιθετικότητας, «ὁ ὑποθάλαμος συμμετέχει μαζὶ μὲ τοὺς μηχανισμοὺς ἔκϕρασης τοῦ ἐγκεϕαλικοῦ στελέχους στὴν ὁλοκλήρωση καὶ ἔκϕραση δυὸ τουλάχιστον εἰδῶν ἐπιθετικῆς συμπεριϕορᾶς: τῆς παθητικῆς ἐπίθεσης καὶ ὑποχώρησης, ποὺ συνδέεται μὲ ἀντιδράσεις μάχης καὶ τροπῆς σὲ ϕυγὴ καὶ τῆς ἐνεργητικῆς ἐπιθετικότητας, ποὺ ἀκολουθεῖται ἀπὸ βέβαιη σύρραξη».22 Στὴν ἀνὰ χείρας ἐργασία, θὰ μελετήσουμε τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἡ παθητικὴ ἐπιθετικότητα καὶ ἡ ὁρμὴ γιὰ πάλη λειτουργοῦν στὴν κατεύθυνση τῆς σκιαγράϕησης τῶν προβλημάτων ποὺ ἀϕοροῦν στὸ πεδίο τῆς πολιτικῆς, κοινωνικῆς καὶ πολιτιστικῆς πραγματικότητας, ὅπως ἀποτυπώνονται στὸν ἀριστοϕανικὸ καμβά, ἐνισχύοντας παράλληλα τὶς δυναμικὲς τῆς κωμικῆς πειθοῦς. Εἶναι ἐνδιαϕέρον, κατ’ ἀρχάς, νὰ παρατηρήσουμε ὅτι σὲ ὅλες τὶς κωμωδίες παρατηρεῖται ἡ συνύπαρξη τῶν προαναϕερθεισῶν τεχνικῶν.23 Στὰ περισσότερα ἔργα, ἡ ἀνάγκη γιὰ ὑποχώρηση ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ἐπίθεση, ἐνῶ σὲ ἄλλα, τὸ σχῆμα «πάλη-ϕυγὴ-πάλη» εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπικρατεῖ. Πάντως, ἀκόμα καὶ στὶς περιπτώσεις ὅπου ἡ πάλη δὲν προηγεῖται ἐμϕανῶς τῆς ϕυγῆς, ὑπάρχουν ἐνδείξεις ὅτι στοιχεῖα πάλης προϋποτίθενται, προκειμένου νὰ τεκμηριωθεῖ ἡ ϕυγή, ἡ ὁποία θὰ καταλήξει καὶ πάλι στὴν πάλη. Πιὸ συγκεκριμένα, ᾽ χαρνῆς, στοὺς Σϕῆκες καὶ στὶς Νεϕέλες ἡ ἐνεργητικὴ ἐπίστοὺς Α θεση προηγεῖται καὶ θεμελιώνει τὴν παθητική, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν πάλη, ποὺ προσλαμβάνει σαϕέστερη μορϕή, ἀϕοῦ ἔχει πλέον διαμορϕώσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στὰ ὑπόλοιπα σωζόμενα ἔργα, ἡ ϕυγὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπικρατεῖ στὸ πρῶτο μισὸ περίπου· πρόκειται ὅμως γιὰ ϕυγή, ἡ ὁποία ἑδράζεται σὲ συστατικὰ πάλης καὶ τῆς ὁποίας ἡ κατάληξη εἶναι ἡ πάλη. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὶς διαδικασίες πειθοῦς, ποὺ μόλις περιγράϕηκαν, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ παρατηρήσουμε ὅτι τόσο ὁ ὅρος «πάλη» ὅσο καὶ ὁ ὅρος «ϕυγὴ» παρουσιάζονται καὶ σὲ κυριολεκτικὸ καὶ σὲ μεταϕορικὸ ἐπίπεδο. ῾ Η «πάλη» δὲν νοεῖται μόνο ὡς μέτω22. Καραπέτσας (1999) 38. 23. ῾ Η ἐν λόγω συνύπαρξη εἶναι εὔλογη, καθὼς ἡ πάλη καὶ ἡ ϕυγὴ προκα-
λοῦνται ἀπὸ συναισθήματα ποὺ συνδέονται μεταξύ τους, ἐϕ’ ὅσον τὸ ἕνα ἐμπεριέχεται στὸ ἄλλο· βλ. Νέστορος (2000) 6.
158
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
πο μὲ μέτωπο ἀμοιβαία σωματικὴ ἢ λεκτικὴ ἐπίθεση. Θεωροῦμε ὅτι καὶ ἡ λανθάνουσα ἐχθρικὴ διάθεση24 ποὺ πυροδοτεῖται ἀπὸ στοιχεῖα ποὺ μποροῦν νὰ προκαλέσουν ἀντιπαράθεση, συγκαταλέγεται στοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ἐκδηλώνεται ἡ πάλη. ῾ Ομοίως, ὁ ὅρος «ϕυγὴ» δὲν σημασιοδοτεῖται μόνο ὡς δηλωτικὴ ἀπόδραση ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ καὶ ὡς δραπέτευση στὸν χῶρο τῆς ϕαντασίωσης καὶ τῆς ϕαντασίας ἢ μὲ ὄχημα τὴν ϕαντασίωση καὶ τὴν ϕαντασία - δραπέτευση ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν βοήθεια τῆς συνυποδήλωσης. ῍ Αν μὲ τὸν ὅρο «πάλη» ἐννοήσουμε τὴν ἄμεση καὶ ἔμμεση ἀντίδραση ποὺ λαμβάνει τὴν μορϕὴ τῆς ἀντιπαράθεσης σὲ μία δεδομένη πραγματικότητα, τότε μποροῦμε νὰ διακρίνουμε δυὸ εἴδη πάλης: αὐτὴν ποὺ παρουσιάζεται κυρίως στοὺς Προλόγους τῶν κωμωδιῶν καὶ αὐτὴν ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ϕυγή. Τὸ πρῶτο εἶδος πάλης βασίζεται στὴν ἀναδυόμενη ἀντιπαλότητα ποὺ προκύπτει ἀνάμεσα στὸν ἥρωα καὶ σὲ κυρίαρχα χαρακτηριστικὰ τῆς καθιερωμένης κοινωνικῆς πραγματικότητας. Στὸ παρὸν πόνημα, ἔχουμε ἐπιλέξει νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὴν μελέ᾽ χαρνέων. Στόχος μας εἶναι νὰ δείξουμε ὅτι στὴν κωμωδία τη τῶν Α αὐτὴ οἱ ἐκδηλώσεις τῆς ἐπιθετικότητας παρουσιάζονται μὲ σαϕήνεια καὶ διαγράϕονται μὲ χαρακτηριστικοὺς τρόπους ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ λειτουργήσουν ὡς ἐργαλεῖο γιὰ τὴν ἀποκωδικοποίηση καὶ τὴν ἐξιχνίαση τῶν δυναμικῶν τῆς πάλης καὶ τῆς ϕυγῆς καὶ στὶς λοιπὲς κωμωδίες. Τὸ ἴδιο τὸ θέμα τῶν Α ᾽ χαρνέων, ἄλλωστε, ποὺ ἀϕορᾶ στὴν τακτικὴ τῆς πολεμοκαπηλείας, ἡ ὁποία μάστιζε τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς ᾽Αθήνας κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν παρακολούθηση ἐπιθετικῶν συμπεριϕορῶν. Τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς περιόδου κατὰ τὴν ὁποία παρουσιάστηκε ἡ κωμωδία αὐτὴ θεμελιώνει καὶ δικαιολογεῖ ἀπόλυτα τὴν ἐξάπλωση τέτοιου εἴδους συμπεριϕορῶν. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 425, ὅταν δηλαδὴ παραστάθηκαν οἱ Α ᾽ χαρνῆς, εἶχαν παρέλθει τὰ πρῶτα ἕξι χρόνια τοῦ πολέμου, χωρὶς νὰ ἔχει ἐξασϕαλίσει πλεονέκτημα καμιὰ ἀπὸ τὶς ἀντι24. Βλ. Παπαδόπουλος (1999) 24: «Μιὰ ἐπιθετικὴ συμπεριϕορὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροκάλυπτη, ϕανερὴ (εἴτε σωματική, εἴτε λεκτικὴ) ἢ νὰ εἶναι καλυμμένη».
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 159
μαχόμενες πλευρές. Τὰ περίχωρα τῆς ᾽Αθήνας εἶχαν ἐγκαταλειϕθεῖ στὶς ἐπιθέσεις τῶν Σπαρτιατῶν. ῾ Ο ἀγροτικὸς πληθυσμὸς ζοῦσε συνωστισμένος ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς ᾽Αθήνας, ὅσο διάστημα οἱ Πελοποννήσιοι κατεῖχαν τὴν ὕπαιθρο χώρα. ῾ Η ἀναγκαστικὴ μετοίκηση τῶν ἀγροτῶν στὴν πόλη συνοδεύτηκε ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ πατροπαράδοτου τρόπου ζωῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τῶν περιουσιῶν (Θουκ. Β 16 κ.ἑ.). ῾ Η κατάσταση ἐπιδεινώθηκε τὰ ἔτη 430 /429, ὅταν στὴν ᾽Αθήνα ξέσπασε λοιμὸς ὁ ὁποῖος ἀποτέλεσε αἰτία θανάτου καὶ γιὰ τὸν Περικλῆ. ῾ Ο Θουκυδίδης παραθέτει μὲ ρεαλιστικὸ τρόπο τὶς συνέπειες τῆς ἐπιδημίας, οἱ ὁποῖες συνίσταντο σὲ ἐξαχρείωση τῶν ἠθῶν καὶ ἀδιαϕορία γιὰ τοὺς κανόνες ποὺ ρύθμιζαν τὴν συμβίωση τῶν ἀνθρώπων (52 κ.ἑ.). Σὲ ἰδιαίτερα δυσχερῆ κατάσταση περιῆλθαν οἱ κάτοικοι τοῦ ἀττικοῦ δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν, τὴν περιοχὴ τῶν ὁποίων ὁ ᾽Αρχίδαμος εἶχε μετατρέψει σὲ ἐπιχειρησιακὸ κέντρο (Θουκ. 19).25 Σὲ αὐτὴν τὴν πολιτικὴ περίσταση ὁ ᾽Αριστοϕάνης συνέγραψε ᾽ χαρνῆς. ῾ Ο κεντρικὸς ἥρωας τοῦ ἔργου, ὁ ᾽Αθηναῖος γεωργὸς τοὺς Α Δικαιόπολης ἔχει ἀπαυδήσει μὲ τὴν ζωὴ στὴν πόλη καὶ τὴν ἐπίσημη ἐξωτερικὴ πολιτική.26 Οἱ ἀντιδράσεις του θυμίζουν σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν συμπεριϕορὰ τοῦ ἀτόμου ποὺ παρουσιάζει ἐπιθετικὴ στάση ὡς ἀκόλουθο τῆς ἀποστέρησης ποὺ ἔχει ὑποστεῖ.27 Σύμϕωνα μὲ 25. Σχετικὰ μὲ τὰ κυριότερα γεγονότα τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου καὶ τὴν ἐπίδρασή του στὴν διαμόρϕωση τῆς κοινωνικῆς κατάστασης ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν ᾽Αθήνα, βλ. Kagan (1969), (1981), (1987), (1991), (2003)· Wilcken (1976) 212-242· Sealey (1976) 297-385· Botsford Robinson (1985) 240-287· Hammond (1986) 345-436· Starr (1991) 340-347· Hornblower (1991) 127-180· Tritle (2010), Rhodes (2010) 87-199· βλ. καὶ τὶς σχολιασμένες ἐκδόσεις τῆς ἱστορικῆς καταγραϕῆς τοῦ Θουκυδίδη, Gomme, Andrews Dover (1945-1981) καὶ Hornblower (1991-2009). 26. Βλ. Forrest (1963)· Edmunds (1980)· Moulton (1981) 18-24· Mac Dowell (1983),(1995) 46-79· Kraus (1985) 31-111· Foley (1988)· Goldhill (1991) 167-222· Grilli (1992)· Carey (1993)· Bowie (1993) 18-44· Fisher (1993)· Slater (1993)· (2002) 42-67· Cartledge (1999) 55-58· Van Steen (1994)· Habash (1995)· Vanhaegendoren (1996)· Demont (1997)· Russo (1997) 33-77· Vickers (1997) 59-96· ComptonEngle (1999)· Pelling (2000) 141-163· Silk (2000) 293-296· Olson (2002)· Brockmann (2003)· Whitehorn (2005)· Rodriguez Alfageme (2008) 87-114· Sidwell (2009) 107-154· Holzberg (2010) 11-60. 27. Γιὰ τὴν ἐπιθετικότητα ὡς ἀντίδραση σὲ ἀποστέρηση, βλ. Dollard, Dood,
160
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
τὴν ὑπόθεση αὐτή, ἡ ἐπιθετικότητα θεωρεῖται ὡς ἀντίδραση ποὺ προκαλεῖται ἐξαιτίας τοῦ συναισθήματος τῆς ἀπογοήτευσης. ῾ Η ἐπιθετικὴ συμπεριϕορὰ συσχετίζεται μὲ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ϕυγή, δηλαδὴ τὴν προσπάθεια νὰ ἀπαλλαγεῖ τὸ ἄτομο ἀπὸ αὐτό. ῾ Επομένως, τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἀποστερήσεων εἶναι τὸ ἄγχος ποὺ ἀντιμετωπίζεται μὲ ϕυγὴ ἢ μὲ ἐνεργητικὴ σύγκρουση. ῾ Ο Δικαιόπολης ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὰ βάσανα καὶ τὶς ἀντιξοότητες ποὺ συνεπάγεται ἡ πολυετὴς ἐμπλοκὴ τῆς πόλης στὸν πόλεμο ἀποϕασίζει νὰ συνάψει ἰδιωτικὴ συνθήκη εἰρήνης μὲ τοὺς Σπαρτιάτες. ῾ Ο εἰρηνοποιὸς ᾽Αμϕίθεος ποὺ ἔχει ἀποσταλεῖ στὴν Σπάρτη μὲ διαμεσολαβητικὸ ρόλο, ἐπιστρέϕει προσϕέροντας στὸν Δικαιόπολη τρία εἴδη εἰρήνης, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὁ κωμικὸς ἥρωας ἐπιλέγει τὴν πιὸ μακροχρόνια, δηλαδὴ τὴν τριαντάχρονη. ῾ Η ἀπόϕασή του αὐτὴ προκαλεῖ τὴν ὀργὴ καὶ τὴν πικρία τῶν καρβουνιάρηδων ᾽Αχαρνέων οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν τὰ μέλη τοῦ Χοροῦ. ῾ Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ τους ἐγείρεται ἀπὸ τοὺς ᾽Αχαρνιῶτες, ποὺ εἰσβάλλουν ξαϕνικὰ στὸν χῶρο ὅπου ὁ Δικαιόπολης γιορτάζει, μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του, τὴν σύναψη συνθήκης εἰρήνης, προκειμένου νὰ τὸν λιθοβολήσουν. ῾ Ο Δικαιόπολης καταϕέρνει νὰ ἐμποδίσει τὸν λιθοβολισμὸ κρατώντας ὅμηρο τὸ ἀγαπημένο «παιδὶ» τῶν ᾽Αχαρνέων, δηλαδὴ ἕνα τσουβάλι μὲ κάρβουνα (284 κ.ἑ.). ῎ Ετσι, τοὺς ἐξαναγκάζει νὰ ἀκούσουν τὰ ἐπιχειρήματά του ὑπὲρ τῆς εἰρήνης μὲ τὸ κεϕάλι του πάνω στὸν πάγκο ἑνὸς κρεοπώλη (366 κ.ἑ.). Τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Δικαιόπολη πείθουν μόνο ἕνα μέρος τοῦ Χοροῦ. Οἱ ὑπόλοιποι καλοῦν σὲ ἐνίσχυση τὸν στρατηγὸ Λάμαχο. Παρὰ ταῦτα, ὁ Δικαιόπολης δὲν ἐγκαταλείπει τὸ σχέδιό του νὰ ἀνακηρύξει μία ἰδιωτικὴ ζώνη ἐλεύθερου ἐμπορίου. Στὸ ἑπόμενο μέρος τῆς κωμωδίας, ἐμϕανίζονται διάϕορα πρόσωπα, γιὰ νὰ ἐμπορευτοῦν μὲ τὸν Δικαιόπολη ἢ γιὰ νὰ διαταράξουν τὴν εὐτυχία του. ῾ Ο ἥρωας καταϕέρνει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τοὺς Παρασίτους μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες. ῾ Η κωμωδία κλείνει μὲ τοὺς λεγόμενους μακαρισμοὺς ποὺ ἀπευθύνει ὁ Χορὸς στὸν κωμικὸ ἥρωα, ὁ ὁποῖος θριαμβεύει ἔναντι τοῦ Λάμαχου στὴν τελικὴ σκηνή, τὴν ὥρα ὅπου ὁ ᾽Αθηναῖος στρατηγὸς βαδίζει στὴν μάχη ἐναντίον τῶν Βοιωτῶν καὶ ὁ Δικαιόπολης κατευMiller, Mower, Sears (1939)· Denker (1974)· Wellhofer (1971)· Merz (1965)· Παπαδόπουλος (1999) 28-29.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 161
θύνεται σὲ ἕνα ἑορταστικὸ γεῦμα στὸ ὁποῖο ἔχει προσκληθεῖ ἀπὸ τὸν ἱερέα τοῦ Διονύσου. Εἶναι ἐνδιαϕέρον ὅτι στοὺς ᾽Αχαρνῆς ἡ πορεία τῆς πάλης περνάει ἀπὸ πολὺ συγκεκριμένες ϕάσεις: ἡ παρουσίαση καὶ ἡ δόμηση τῆς ἀντιπαράθεσης ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ἀνάλυση αὐτῆς καὶ καταλήγει μὲ κορύϕωση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τελικὰ σὲ πλήρη ἀποδόμηση τοῦ πολέμου.28 ᾽Αρχίζοντας τὴν ἐξέταση τῶν σταδίων ἀπὸ τὰ ὁποῖα διέρχεται ἡ ἀνάπτυξη τῆς πάλης, διαπιστώνουμε ὅτι ἡ διαδικασία τῆς ἀποτύπωσης τῆς ἀνάγκης γιὰ σύναψη ἰδιωτικῆς συνθήκης εἰρήνης διενεργεῖται παράλληλα μὲ τὴν βαθμιαία παρουσίαση τῶν συναισθημάτων ποὺ βιώνει ὁ Δικαιόπολης,29 καθὼς ἔρχεται σὲ ἐπαϕὴ μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα τῆς δημόσιας ζωῆς.30 Τὸ ἀτομικὸ συναίσθημα, ποὺ σταδιακὰ γίνεται ἀρνητικότερο καὶ ἐντονότερο,31 χρησιμεύει γιὰ τὴν διαγραϕὴ τῆς ἀντιπαλότητας μὲ τὴν δημόσια κατάσταση. Εἶναι ἐνδιαϕέρον ὅτι πρόκειται γιὰ ὑϕέρπουσα πάλη ἀνάμεσα στὸ ἄτομο καὶ στὸ σύνολο, ἡ ὁποία καταγράϕεται στὰ πρῶτα της στάδια, δηλαδὴ τὴν στιγμὴ ὅπου ἀναδύεται. Εἰδικότερα, στοὺς πρώτους στίχους τοῦ Προλόγου, ἡ ἀντιπαράθεση τοῦ ἥρωα μὲ τὸ δημόσιο περιβάλλον τῆς πόλης παρουσιάζεται στὸ πλαίσιο ἑνὸς ἀϕηγηματικοῦ μονολόγου, ὅπου οἱ συναισθηματικὲς ἀντιδράσεις τοῦ Δικαιόπολη εἴτε εἰσηγοῦνται, εἴτε σϕραγίζουν ὡς κατακλείδα συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικὲς πράξεις. Εἶναι σημαντικὸ ὅτι οἱ πρῶτοι στίχοι τῆς κωμωδίας ἀποτυπώνουν τὴν ἀριθ28. ῾ Η πορεία τῆς διαδικασίας τῆς σύγκρουσης δὲν εἶναι παρὰ μία συνεχὴς ἀλληλεπίδραση περιβάλλοντος καὶ συγκυρίας τῆς κατάστασης, ἀπὸ τὴ μία μεριὰ καὶ προσωπικότητας τοῦ ἀτόμου - μέλους τῆς ὁμάδας, ἀπὸ τὴν ἄλλη· βλ. Κάντας (1999)126. 29. Γιὰ τὴν σχέση τοῦ Δικαιόπολη μὲ τὸν ᾽ Αριστοϕάνη, βλ. Ste Croix (1972) 363· Bowie (1982) 27-40· Goldhill (1991) 167-222· Sutton (1988) 105-108. 30. Γιὰ τὴν πολιτικὴ τῆς πολεμοκαπηλείας, βλ. Newiger (2007) 372-397· Fisher (1993) 31-47· Zimmermann (2002) 82-109· Mc Glew (2001) 74-97· Moorton (1999) 24-51· Carey (1993) 245-263· Heath (1987)· Gomme (1938) 97-109· Ste Croix (1972) 355-376. 31. ῾ Η πιὸ διαδεδομένη ἀτομικὴ θεώρηση τῆς ἐπιθετικότητας εἶναι ἡ ἑρμηνεία μὲ βάση τὴν ματαίωση, βλ. Dollard, Miller, Dobb, Mowrer, Sears (1939). Τὸ ἄτομο δείχνει ἐπιθετικὴ συμπεριϕορά, ὅταν νιώθει ὅτι κάποιος στόχος ἢ ἐπιθυμία ματαιώνεται· βλ. Κάντας (1999) 120-128, 123.
162
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
μητικὴ ὑπεροχὴ τῶν ἀρνητικῶν συναισθημάτων ποὺ βιώνει ὁ ἥρωας σὲ σχέση μὲ τὰ θετικά (1-3: ΔΙ. ῞ Οσα δὴ δέδηγμαι τὴν ἐμαυτοῦ καρδίαν, ἤσθην δὲ βαιά, πάνυ δὲ βαιά, τέτταρα’ ἅ δ’ ὠδυνήθην, ψαμμακοσιογάργαρα). ῾ Η συναισθηματικὴ ὀδύνη ποὺ ὑϕίσταται ὁ ἥρωας σχετίζεται μὲ τὴν εἰσαγωγὴ νέων πολιτιστικῶν τάσεων, οἱ ὁποῖες ϕαίνεται ὅτι ὑποσκελίζουν τὶς παραδοσιακές: ἐνῶ ὁ Δικαιόπολης περίμενε νὰ παρακολουθήσει κάποια τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου, παρουσιάστηκε ὁ χορὸς τοῦ Θέογνη (9-11).32 Παρόμοια συναισθήματα δοκίμασε ὁ ἥρωας, ὅταν πρόβαλε ὁ Χαίρης, γιὰ νὰ παίξει τὸν αὐλό του. ᾽Αλλὰ ἀκόμα μεγαλύτερη εἶναι ἡ πίκρα ποὺ αἰσθάνεται, περιμένοντας μάταια νὰ συγκεντρωθεῖ τὸ πλῆθος στὴν ἐκκλησία τοῦ Δήμου (18-20). Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι σωρεία ρημάτων ποὺ ἀποτυπώνουν τὴν ἀμηχανία, τὴν ἀγωνία καὶ τὴν λαχτάρα τοῦ ἥρωα γιὰ ἕναν ϕιλήσυχο βίο (30-33: ΔΙ. ...στένω, κέχηνα, σκορδινῶμαι, πέρδομαι, ἀπορῶ, γράϕω, παρατίλλομαι, λογίζομαι, ἀποβλέπων εἰς τὸν ἀγρόν, εἰρήνης ἐρῶν, στυγῶν μὲν ἄστυ, τὸν δ’ ἐμὸν δῆμον ποθῶν), ἀκολουθεῖ τὴν παρουσίαση τοῦ ζητήματος τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν πυρήνα τῆς βασικῆς ἰδέας αὐτῆς τῆς κωμωδίας:33 πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιδίωξη τῆς εἰρήνης (26-27: ΔΙ. ... εἰρήνη δ’ ὅπως ἔσται προτιμῶσ’ οὐδέν). ῾ Η ἔκϕραση τῶν συναισθημάτων τοῦ Δικαιόπολη κατὰ τὴν διαδικασία τῆς παρουσίασης τῶν τρωτῶν σημείων τοῦ δημόσιου βίου συνεχίζεται μὲ τὴν εἰσαγωγὴ προσώπων ποὺ ἔχουν διατελέσει διαχειριστὲς ζητημάτων τοῦ πολιτικοκοινωνικοῦ πεδίου. ῾ Η διατύπωση ... ῎Αχθομαι ’γὼ πρέσβεσιν καὶ τοῖς ταὧσι τοῖς τ’ ἀλαζονεύμασιν (62-63), ἀποτυπώνει τὴν στάση τοῦ κωμικοῦ ἥρωα ἀπέναντι στὶς διαπραγματεύσεις γιὰ εἰρήνη τῶν ἀπεσταλμένων στὴν Περσία. Οἱ ἀπροκάλυπτα ψευδεῖς καὶ ἀνόητες δικαιολογίες τῶν πρεσβευτῶν ποὺ 32. Βλ. Sommerstein (1980) 158: τραγικὸς ποιητὴς ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς ἄκαμπτος καὶ ψυχρός (Θεσμ. 170). Τὰ σχόλια τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν Θέογνη, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τριάκοντα ποὺ κυβέρνησαν τὴν ᾽Αθήνα τὸ 404-403 (Ξεν. ῾ Ελλ. 2.3.2, Λυσ. 12.6.13). 33. Πρβλ. τὶς θεωρίες ποὺ παρουσιάζουν τὴν ἐπιθετικὴ συμπεριϕορὰ ὡς ἀντίδραση σὲ ἀποστέρηση, λόγω τοῦ αἰσθήματος τῆς ματαίωσης ποὺ βασανίζει τὸ ἄτομο· Dollard et al. (1972)· Miller - Sears et al. (1965).
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 163
καθυστέρησαν νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν Περσία προκαλοῦν τὴν ἀπέχθεια τοῦ Δικαιόπολη, ὁ ὁποῖος ἀντιπαρατίθεται στὴν τακτική τους μὲ μία σειρὰ σχολίων ποὺ ἀποτυπώνουν τὴν κατάσταση στὴν πόλη. Τὸ σχετλιαστικὸ ἐπιϕώνημα ποὺ ἀναϕέρεται στὸ ὕψος τοῦ μισθοῦ τῶν πρεσβευτῶν (67: ΔΙ. Οἴμοι τῶν δραχμῶν), ἡ εἰρωνεία ποὺ χρησιμοποιεῖται, γιὰ νὰ ἀναδείξει τὶς κακουχίες ποὺ ὑπέστησαν οἱ ᾽Αθηναῖοι πολίτες στὸν πόλεμο (71-72: ΔΙ. Σϕόδρα γὰρ ἐσῳζόμην ἐγὼ/ παρὰ τὴν ἔπαλξιν ἐν ϕορυτῷ κατακείμενος), ἀλλὰ καὶ ἡ ρητορικὴ ἐρώτηση τοῦ Δικαιόπολη ἂν ἡ πόλη συναισθάνεται ὅτι οἱ πρέσβεις τὴν περιγελοῦν (76-77), ἀποτελοῦν ἀντιδράσεις ποὺ ἐγκαινιάζουν τὴν πάλη ἀνάμεσα στὸν πολίτη Δικαιόπολη καὶ στὴν πολιτικοκοινωνικὴ πραγματικότητα. ῾ Η ἀντίδραση τοῦ ἥρωα κλιμακώνεται, καθὼς προβαίνει σὲ καυστικὸ σχόλιο γιὰ τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ἀξιολογεῖται ὁ ᾽Αθηναῖος (77-80: ΠΡ. Οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους. ΔΙ. ῾ Ημεῖς δὲ λαικαστάς τε καὶ καταπύγονας). Συνεχίζεται μὲ κοπρολογικὴ παρατήρηση (83-95: ΔΙ. Πόσου δὲ τὸν πρωκτὸν χρόνου ξυνήγαγεν; Τῆ πανσελήνῳ;) καὶ καταλήγει μὲ σαϕῆ τοποθέτηση ἐναντίον τῶν πρεσβευτῶν. ῾ Η ἀπόδοση σ’ αὐτοὺς ἐπονείδιστων συμπεριϕορῶν, ὅπως εἶναι ἡ κλοπὴ καὶ ἡ ψευδολογία (103), ἀκολουθεῖται ἀπὸ μία εὐχὴ ποὺ δηλώνει ἀπροκάλυπτη ἐπιθετικότητα:34 μακάρι νὰ χιμοῦσε ἕνα κοράκι καὶ νὰ ἔβγαζε τὸ μάτι καὶ τοῦ πρεσβευτῆ καὶ τοῦ Πέρση Ψευτοαρτάβα (106-107).35 ῾ Η ἐπαϕὴ τοῦ Δικαιόπολη μὲ τὸν Ψευδαρτάβα συντελεῖ καθοριστικὰ στὸ νὰ ἐνταθοῦν τὰ ἀρνητικὰ συναισθήματα τοῦ κωμικοῦ ἥρωα, ὥστε ἡ ἐπιλογή του νὰ ζητήσει τὴν σύναψη ἰδιωτικῆς συνθήκης εἰρήνης νὰ προκύπτει ὡς ϕυσικὴ ἀναγκαιότητα. ῾ Η παράξενη ἐμϕάνιση τοῦ Ψευδαρτάβα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀκατάληπτη ὁμιλία του, συνθέτουν μία ϕιγούρα μὲ χαρακτηριστικὰ γκροτέσκο36 34. Οἱ προαναϕερθεῖσες συμπεριϕορὲς ἀποτελοῦν ἐκϕάνσεις συγκεκαλυμμένης ἐπιθετικότητας ποὺ κλιμακώνονται, ὥσπου νὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ ἀπροκάλυπτη ἐπιθετικότητα. Γιὰ τὶς μορϕὲς ἐπιθετικότητας, βλ. Κούρτης (1999) 70. 35. Βλ. Sommerstein (1980) 162: «Τὸ ὄνομα αὐτὸ περιέχει τὸ ψεῦδος, ἀλλὰ μόνο ὁ Δικαιόπολης τὸ καταλαβαίνει». 36. Green (1937) 87-125· Steiger (1934) 161-177· Schareika (1978) 17 κ.ἑ· Thiercy (2011) 344-394· Edwards (1993) 89-118.
164
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
- μία ϕιγούρα ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι ἡ ἀνάγκη γιὰ ἀποστασιο-
ποίηση ἀπὸ τὰ δημόσια πράγματα δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἐπιτακτική. ῾ Η ἀρνητικὴ στάση τοῦ Δικαιόπολη, ὁ ὁποῖος ἀξιοποιεῖ τὴν παρουσία τοῦ Ψευδαρτάβα, γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν ἐξαπάτηση ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ οἱ ᾽Αθηναῖοι ἀπὸ τοὺς πρεσβευτὲς στὴν Περσία, ἀποτυπώνεται ἀπερίϕραστα στοὺς στίχους 126 κ.ἑ. ῾ Η ϕράση ταῦτα δῆτ’ οὐκ ἀγχόνη ἀποτελεῖ ἔμπρακτη ἐναντίωση στοὺς διαχειριστὲς τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτικῆς. ῾ Η διαπίστωση ὅτι ἀξίζουν νὰ ὑποστοῦν τὴν ἔσχατη μορϕὴ τιμωρίας, ἀποδίδει τὸν θυμὸ τοῦ ἥρωα καὶ τεκμηριώνει τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἀποστασιοποίησης ἀπὸ τὴν κοινὴ μοίρα. ῾ Η συνέχεια εἶναι ἀναμενόμενη: ὁ Δικαιόπολης ἀναθέτει στὸν ᾽Αμϕίθεο τὴν σύναψη συνθήκης εἰρήνης μὲ τοὺς Σπαρτιάτες γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του (130-133). ῾ Η δυσαρέσκεια ποὺ νιώθει ὁ Δικαιόπολης γιὰ τοὺς πρεσβευτὲς τῆς ᾽Αθήνας γιὰ εἰρήνευση, διαϕαίνεται, ἐπίσης, ἂν ἐξετάσει κανεὶς τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ κωμικὸς ἥρωας σχολιάζει τὸν Θέωρο - τὸν ἀπεσταλμένο τῆς ᾽Αθήνας στὴν Θράκη - καὶ τὸν στρατὸ τῶν ᾽ Οδομάντων. Οἱ λεκτικὲς ἐπιθέσεις τοῦ Δικαιόπολη ἐναντίον τοῦ Θέωρου ἀρχίζουν, ἀμέσως μόλις παρουσιάζεται στὴν σκηνή: ὁ χαρακτηρισμὸς ἀλαζὼν (135) ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ἔμμεση κατηγορία γιὰ ὠϕελιμισμὸ καὶ ἀτομισμό. Σύμϕωνα μὲ τὸν Δικαιόπολη, ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θέωρος καθυστέρησε στὴν Θράκη εἶναι γιατὶ ἀποκόμιζε οἰκονομικὰ ὀϕέλη ἀπὸ τὴν ἀργοπορία του αὐτή. ῾ Η ἐπίκριση ἐναντίον τοῦ Θέωρου ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν ἔκϕραση τῆς δυσπιστίας τοῦ Δικαιόπολη (151-152: ΔΙ. Κάκιστ’ ἀπολοίμην, εἰ τί τούτων πείθομαι/ ὧν εἶπας ἐνταυθοῖ σὺ πλὴν τῶν παρνόπων).37 ῾ Η κατάσταση γίνεται κωμικότερη, ὅταν ἐμϕανίζεται ὁ στρατὸς τῶν ᾽ Οδομάντων: ἡ ἐπίθεση ἐναντίον τους ἀρχίζει μὲ τὴν διακωμώδηση τῆς ἐμϕάνισής τους (181, 184) καὶ συνεχίζεται μὲ τὴν ἀναϕορὰ στὸν μισθὸ ποὺ λαμβάνουν (165-166: ΘΕ. ῏ Ω μόχθηρε σὺ/οὐ μὴ πρόσει τούτοισιν ἐσκοροδισμένοις) – χωρὶς νὰ λείπει ὁ ὑπαινιγμὸς στὰ κέρδη ποὺ ἀποϕέρει ἡ πολεμοκαπηλεία. 37. ῾ Η ἀναϕορὰ στὸ ὕψος τοῦ μισθοῦ ποὺ εἰσέπραττε ὁ Θέωρος κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Θράκη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν καθυστέρησή του νὰ ἐπιστρέψει στὴν ᾽Αθήνα, μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ στάση του ἀπέναντι στὴν πόλη του καθορίστηκε ἀπὸ ἀτομιστικὰ κριτήρια.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 165
῾ Η παρουσίαση τῶν διαδικασιῶν τῆς πάλης συνεχίζεται καὶ στηρίζεται στὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν συμπεριϕορὰ τῶν πολεμοχαρῶν ᾽Αχαρνέων καὶ στὴν ἀτμόσϕαιρα εὐδαιμονίας ποὺ ἐπικρατεῖ κατὰ τὴν θυσία τοῦ Δικαιόπολη στοὺς θεούς, ἡ ὁποία εἰσάγει τὴν ἰδιωτικὴ συνθήκη εἰρήνης. Πράγματι, τὸ μένος τῶν ᾽Αχαρνέων, ποὺ κυριαρχεῖ ἀμέσως μόλις αὐτοὶ εἰσάγονται στὴν σκηνή, ἀνιχνεύεται σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παρουσίας τους πάνω σὲ αὐτὴν.38 Στοὺς στίχους 205 κ.ἑ. (ΧΟ. ... δίωκε ... ...τῆ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα τοῦτον./... Διωκτέος δέ ... ὀξὺς ὀδυνηρός ...) ϕανερώνονται οἱ προθέσεις τοῦ Χοροῦ, ὁ ὁποῖος καταδιώκει τὸν Δικαιόπολη ἐπιδιώκοντας νὰ τὸν συλλάβει καὶ νὰ τὸν προπηλακίσει.39 Τὰ συναισθήματα τοῦ Χοροῦ ἀναδύονται μὲ εὐκρίνεια στὸν στίχο 231, ὅπου οἱ χαρακτηρισμοὶ ὀξὺς καὶ ὀδυνηρὸς ἀποτυπώνουν τὴν ἀγριότητα μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκει νὰ ἐκϕράσει τὸ μίσος του. ῾ Η θορυβώδης ἀτμόσϕαιρα τῆς ἐκδήλωσης τῆς μανίας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὸν Χορό, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ κλίμα τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς εὐλάβειας ποὺ ἀποπνέει ἡ πομπὴ τοῦ Δικαιόπολη, ἡ ὁποία εἰσέρχεται στὴν σκηνή. Τὸ ἠχητικὸ ἀποτέλεσμα τῆς εἰκόνας τοῦ λιθοβολισμοῦ (236: ΧΟ. ...῾ Ως ἐγὼ βάλλων ἐκεῖνον οὐκ ἂν ἐμπλήμην λίθοις) ἀποδομεῖται ἀπὸ τὴν ἀτμόσϕαιρα ποὺ δημιουργεῖ ἀϕ’ ἑνὸς ἡ ἐπαναϕορὰ τῶν προτρεπτικῶν ρηματικῶν τύπων εὐϕημεῖτε (237, 241) καὶ ἡ χρήση τοῦ ἐπιρρήματος σῖγα ἀπὸ τὸν Κορυϕαῖο (238 κ.ἑ.) (ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι 38. Γιὰ τὴν συμμόρϕωση τοῦ ἀτόμου πρὸς τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς κανόνες τῆς ἐξουσίας, βλ. Πουρκὸς (1999) 298: «Στὸν ἠθικὸ ρεαλισμὸ τὸ καθῆκον εἶναι καθαρὰ ἑτερόνομο. Κάθε πράξη ποὺ μαρτυρεῖ τὴν συμμόρϕωση πρὸς τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς κανόνες τῆς ἐξουσίας, θεωρεῖται καλὴ αὐτὴ καθαυτὴ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ περιεχόμενό της. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, κάθε πράξη ποὺ παραβιάζει τοὺς κανόνες αὐτοὺς θεωρεῖται κακὴ πράξη αὐτὴ καθαυτή. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὀϕείλεται στὸν ϕόβο ἢ στὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀτόμου νὰ ἀποϕύγει τὴν τιμωρία τῶν αὐθεντιῶν τοῦ περιβάλλοντός του. Γι’ αὐτὸ τὸ ἄτομο ἀποϕεύγει τὴν παραβίαση τῶν κανόνων ποὺ προκαλεῖ τιμωρίες καὶ κυρώσεις. Συνέπεια αὐτοῦ εἶναι ἡ συμμόρϕωση τοῦ ἀτόμου πρὸς τοὺς ἐπιβαλλόμενους κανόνες καὶ τὶς διαταγὲς τῶν στιγμιαίων ἐξουσιῶν παρουσιάζοντας πρὸς αὐτὲς ὑπακοὴ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπακοή». 39. ῾ Η συμπεριϕορὰ τοῦ Χοροῦ μοιάζει μὲ τὴ συμπεριϕορὰ διαταραγμένου ἀτόμου ποὺ ὑποϕέρει ἀπὸ μανία. ῾ Η ἔνταση τοῦ θυμοῦ του ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ Δικαιόπολης ἐπιχειρεῖ νὰ παρεμποδίσει τὴ δράση του. Πρβλ. Νέστορος (1999) 193.
166
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
ἡ ὑπερβολικὴ ἡσυχία ἐπηρεάζει ἀμέσως τὸν Χορό), ἀϕ’ ἑτέρου ἀπὸ τὴν ψυχικὴ εὐϕορία ποὺ διαχέεται στὸν χῶρο καὶ ἀποτυπώνεται στὸν στίχο ποὺ εἰσάγει τὴν λιτανεία (247: ΔΙ. Καὶ μὴν καλόν γ’ ἔστ’. ῏ Ω Διόνυσε δέσποτα...). ῾ Ο Δικαιόπολης ἀρχίζει τὴν θυσία ἐκϕράζοντας τὰ θετικά του συναισθήματα: ἡ διαπίστωση ὅτι τὰ πράγματα βαίνουν καλῶς ἀκολουθεῖται ἀπὸ ἐπίκληση στὸν Διόνυσο, ἡ ὁποία προοιωνίζεται τὴν ἑορταστικὴ συνέχεια. ῾ Η ἀναϕορὰ στὰ ἀγροτικὰ Διονύσια (250) σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς πομπῆς ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν ϕαλλὸ (259-261) ἀποτελοῦν στοιχεῖα ποὺ ὑπογραμμίζουν τὴν ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στὴν σκηνὴ τῆς εὐτυχίας ποὺ προκύπτει ὡς συνέπεια τῆς σύναψης συνθήκης εἰρήνης καὶ σὲ αὐτὴν ποὺ ἀναδεικνύει τὰ πολεμοχαρῆ αἰσθήματα τῶν ᾽Αχαρνέων. ῾ Η διονυσιακὴ ἀτμόσϕαιρα, ποὺ σϕραγίζεται ἀπὸ τὴν ἐπανάληψη τῶν ἐπικλήσεων στὸν Βάκχο (263 κ.ἑ.) καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἀποτυπώνεται στὶς εἰκόνες διονυσιακῆς ἔκστασης ποὺ ἀκολουθοῦν (266 κ.ἑ.), βρίσκεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ πολεμικὸ κλίμα ποὺ προηγεῖται. ῾ Η ψυχολογία τῶν ᾽Αχαρνέων οἱ ὁποῖοι γαλουχήθηκαν σὲ καθεστὼς πολέμου (204 κ.ἑ.), ὑπονομεύεται ἀπὸ τὸ κλίμα εὐδαιμονίας, ποὺ δημιουργεῖται στὸ πλαίσιο τῆς διονυσιακῆς γιορτῆς (268 κ.ἑ.). ῾ Η πολεμική τους νοοτροπία ἀποτυπώνεται στὴν ἔκϕραση τοῦ μίσους τὸ ὁποῖο τοὺς πλημμυρίζει καὶ ἀνιχνεύεται ἐπίσης στὴν ἀντίληψή τους ὅτι ἡ ἱκανότητα καταδίωξης ἀποτελεῖ ἀξία: οἱ ἡλικιωμένοι ᾽Αχαρνεῖς ἀναπολοῦν μὲ νοσταλγία τὰ χρόνια ποὺ εἶχαν τέτοια ἱκανότητα στὸ τρέξιμο, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ξεϕύγει ὁ καταδιωκόμενος (204 κ.ἑ.). ῾ Ο εἰσαγωγικὸς στίχος τῆς λιτανείας ἐκϕράζει τὴν αἰσιοδοξία τους (247 κ.ἑ.: Καὶ μὴν καλόν γ’ ἔστ’. ῏ Ω Διόνυσε δέσποτα,...). ῾ Η εἰκόνα τῆς ϕαλλικῆς πομπῆς καὶ οἱ ἐπικλήσεις στὸν Βάκχο σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀναϕορὰ σὲ ἐρωτικοὺς συνειρμοὺς καὶ στὴν σκηνὴ τῆς οἰνοποσίας συνθέτουν τὴν ἀτμόσϕαιρα τῆς εὐδαιμονίας, ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν σκηνὴ τῆς θυσίας (263-275: ΔΙ. Φαλῆς, ἑταῖρε Βακχίου,/ ξύγκωμε νυκτοπεριπλάνη-/τε, μοιχέ, παιδεραστά,/ ἕκτω σ’ ἔτει προσεῖπον εἰς/ τὸν δῆμον ἐλθὼν ἄσμενος,/ σπονδὰς ποησάμενος ἐμαυ-/ τῶ, πραγμάτων τε καὶ μαχῶν/ καὶ Λαμάχων ἀπαλλαγείς./ Πολλῶ γάρ ἐσθ’ ἥδιον, ὦ Φαλῆς Φαλῆς,/ κλέπτουσαν εὑρόνθ’ ὡρικὴν ὑληϕόρον,/ τὴν Στρυμοδώρου Θρᾶτταν ἐκ τοῦ Φελλέως,/ μέσην λαβόντ’, ἄραντα, κατά-/ βαλόντα καταγιγαρτίσαι.).
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 167
῾ Η ἀγαλλίαση καὶ ἡ χαρὰ ποὺ βιώνουν τὰ μέλη τῆς πομπῆς τοῦ Δικαιόπολη ἀπαμβλύνουν τὸ συναίσθημα τοῦ μίσους ποὺ πλημμυρίζει τοὺς ᾽Αχαρνιῶτες (289-291, 300). ῾ Η χρήση ἐπιρρηματικῶν προσδιορισμῶν, ὅπως ἄσμενος (267) καὶ ἥδιον (271), ποὺ συνοδεύουν εἰκόνες εἰρηνικοῦ βίου, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὶς ϕράσεις ποὺ δηλώνουν τὴν ἀνακούϕιση τοῦ ἥρωα ποὺ ἔχει ἀπεμπλακεῖ ἀπὸ τὸν πόλεμο (263276), τεκμηριώνουν τὸ αἴσθημα εὐϕορίας ποὺ πλημμυρίζει τὸν Δικαιόπολη καὶ τὴν οἰκογένειά του καί, παράλληλα, ἀποδομοῦν τὸ συναίσθημα τοῦ μίσους, τὸ ὁποῖο ἐπικρατεῖ στὴν Πάροδο (280-283, 295, 299-301). ῾ Η εἰκόνα τοῦ Δικαιόπολη, ὁ ὁποῖος ξέγνοιαστα ἐπιδίδεται σὲ ἐρωτικὲς ἀπολαύσεις, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παρουσίαση τῶν ᾽Αχαρνιωτῶν ποὺ ἐναλλάσσουν τὶς προσβολὲς μὲ τὶς πολεμικὲς ἰαχὲς καὶ τὶς ἀπειλές. Οἱ ἐπαναλήψεις τῶν προστακτικῶν βάλλε καὶ παῖε παραχωροῦν τὴν θέση τους στὴν ἐκτόξευση ὑβριστικῶν χαρακτηρισμῶν (289-290: ᾽Αναίσχυντος εἶ καὶ βδελυρός,/ ὦ προδότα τῆς πατρίδος…) καὶ στὴν διατύπωση ἀπειλῶν γιὰ σωματικὴ βία καὶ τιμωρία (285: Σὲ μὲν οὖν καταλεύσομεν, ὦ μιαρὰ κεϕαλή…., 295: ΧΟ. Σοῦ γ’ ἀκούσωμεν; Α ᾽ πολεῖ. Κατά σε χώσομεν τοῖς λίθοις). ῾ Η εὐκολία, ποὺ συνδέεται μὲ τὸν εἰρηνικὸ βίο καὶ ποὺ ἀποδεικνύεται τόσο οὐσιαστικὴ ὅσο καὶ ἐϕαρμόσιμη, ἔρχεται σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὶς δυσχέρειες ποὺ συνεπάγεται τὸ καθεστὼς τῆς πολεμοκαπηλείας, μὲ τὸ νὰ θέτει ὑπὸ ἀμϕισβήτηση τὴν ἀναγκαιότητά του. ῾ Η ἀντιπαράθεση ποὺ μόλις σκιαγραϕήθηκε, ὁδηγεῖ σὲ σωματικὴ πάλη, μέσω τῆς ὁποίας ἐκτονώνεται ἡ ἔνταση ποὺ βαθμιαία κορυϕωνόταν στοὺς προηγούμενους στίχους. ῾ Η ἑστίαση τῆς προσοχῆς σὲ καταστάσεις τῆς δημόσιας ζωῆς –ποὺ προκαλοῦν ἀρνητικὰ συναισθήματα ὄχι μόνο στὸν Δικαιόπολη ποὺ ἀντιπαρατίθεται σ’ αὐτές, ἀλλὰ καὶ στὸν Χορό, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐμποτιστεῖ ἀπὸ ϕιλοπόλεμη διάθεση– ὑπογραμμίζει τὸ διαϕορετικὸ –σὲ σχέση μὲ τὴν πολεμοχαρῆ ἀτμόσϕαιρα– κλίμα ποὺ χαρακτηρίζει τὴν πομπή, ἡ ὁποία γιορτάζει τὴν σύναψη ἰδιωτικῆς συνθήκης εἰρήνης. ῾ Η ἀντίθεση ἀνάμεσα στὶς δυὸ σκηνὲς ϕωτίζει τὴν διαϕορετικότητα τῶν συναισθημάτων καὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν κυριολεκτικὴ σύγκρουση: ὁ Χορὸς ἐμϕανίζεται ἐπὶ σκηνῆς καταδιώκοντας καὶ χτυπώντας. ῾ Η σωματικὴ πάλη, ϕέρνοντας στὴν ἐπιϕάνεια τὸ μένος τοῦ Χοροῦ, ἀναδεικνύει τὶς ἔντονες ἀντιδράσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς δημόσιας κατάστασης στὸν εἰσηγητὴ
168
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
τῆς ἰδιωτικῆς συνθήκης εἰρήνης. Πράγματι, τὸ δυσανάλογα ἔντονο μίσος τοῦ Χοροῦ, τὸ ὁποῖο στρέϕεται ἐναντίον ἑνὸς ἁπλοῦ, καθημερινοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπέλεξε τὴν εἰρήνη ὡς τρόπο ζωῆς, οὐσιαστικὰ διακωμωδεῖ τὴν σοβαρότητα ὅσων ὑποστηρίζουν σθεναρὰ τὴν κρατοῦσα πολεμοχαρῆ πολιτικοκοινωνικὴ ἀντίληψη. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπιθετικότητα τῶν τελευταίων ἐξαντλεῖται σὲ βάρος τοῦ «ταπεινοῦ» Δικαιόπολη ἀρκεῖ, γιὰ νὰ δυναμιτίσει τὴν ὀρθότητα τῆς ἀξιολόγησης, νὰ ϕωτίσει τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς καὶ νὰ γελοιοποιήσει τὴν συμπεριϕορὰ τῶν ᾽Αχαρνιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγουν νὰ ἐξαντλήσουν τὰ βέλη καὶ τὴν ἐνέργειά τους, κατ’ ἐπέκταση, σὲ βάρος ἑνὸς ἰδιώτη ποὺ πασχίζει νὰ βρεῖ τὴν ἡσυχία του. ῾ Η ἐπανάληψη τύπων προστακτικῆς ποὺ δηλώνουν ἐπιθετικὴ διάθεση, ὅπως βάλλε καὶ παῖε καὶ ἡ ἐπαναϕορὰ τῆς ϕράσης οὐ βαλεῖς (283) ποὺ ἐκϕράζει ἀνυπομονησία, ἀποτελοῦν στοιχεῖα ποὺ δημιουργοῦν τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ ἐχθρὸς τῶν Α ᾽ χαρνέων εἶναι ἐξαιρετικὰ σημαντικὸς καὶ δυνατός. ῾ Η ψευδαίσθηση αὐτὴ δυναμιτίζεται μὲ κωμικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τοῦ Δικαιόπολη στὸν ἀμέσως ἑπόμενο στίχο: ἡ ἀνησυχία του ἀϕορᾶ στὸ σπάσιμο τῆς χύτρας του (284: ΔΙ. ῾ Ηράκλεις τουτὶ τί ἐστι; Τὴν χύτραν συντρίψετε). ῾ Η προσϕώνηση, ἐξάλλου, ποὺ ἀπευθύνει ὁ ἥρωας στὸν Χορό, ἀμϕισβητεῖται ἀμέσως ἀπὸ τὴν ἀπειλητικὴ καὶ βίαιη στάση του: τὸ περιεχόμενο τῆς ϕράσης ὠχαρνέων γεραίτατοι ὑπονομεύει τὴν σπουδὴ καὶ τὴν βεβαιότητα ποὺ ἐκϕράζει ἡ ὁριστικὴ κατακελεύσομεν (285), καθὼς καὶ τὴν ἀκρότητα τῶν συναισθημάτων ποὺ ὑποδεικνύει ἡ παράταξη ἀπόλυτων χαρακτηρισμῶν, ὅπως ἀναίσχυντος, βδελυρὸς καὶ ἡ προσϕώνηση ὦ προδότα τῆς πατρίδος (289-290). ῾ Η ἀπολυτότητα, ἡ ἀνυπομονησία (296-297: ΔΙ. ... ἀλλ’ ἀνάσχεσθ’ ὠγαθοί./ ΧΟ. Οὐκ ἀνασχήσομαι μηδὲ λέγε μοι σὺ λόγον) καὶ ἡ μισαλλοδοξία (302-304 κ.ἑ.: ΧΟ. Σοῦ γ’ ἀκούσωμεν; Α ᾽ πολεῖ.../ ΧΟ. ... μηδὲ λέγε μοι σὺ λόγον ὡς μεμίσηκά σε Κλέωνος ἔτι μᾶλλον, ...) ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὰ τῆς συμπεριϕορᾶς τοῦ Χοροῦ, τὰ ὁποία ὑποδαυλίζουν τὴν πάλη ἐνισχύοντας, παράλληλα, τὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα, μιὰ ποὺ δὲν συνάδουν πρὸς τὰ γνωρίσματα ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴν ἡλικία του.40 40. ῾ Υποτίθεται ὅτι ἡ συναισθηματικὴ ὡριμότητα, ἐκδηλώσεις τῆς ὁποίας εἶναι καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ διαλλακτικότητα, θά ’πρεπε νὰ χαρακτηρίζει τοὺς πρεσβύτερους· βλ. Goleman (1996) 91.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 169
Παρουσιάζει ἐνδιαϕέρον ἡ κατάληξη τῆς πάλης ἀνάμεσα στὸν Δικαιόπολη καὶ στοὺς ᾽Αχαρνιῶτες. Τὸ μοναδικὸ ἀποτελεσματικὸ μέσο ποὺ καταστέλλει –προσωρινὰ καὶ ἐπιϕανειακά, ἔστω– τὸ μένος τοῦ Χοροῦ καὶ αἴρει τὴν ἀδιαλλαξία του εἶναι οἱ ἀπειλὲς τοῦ Δικαιόπολη ποὺ ἀϕοροῦν στὸ κοϕίνι μὲ τὰ κάρβουνα (325-326: ΔΙ. Δήξομ’ ἄρ’ ὑμᾶς ἐγώ./ ᾽Ανταποκτενῶ γὰρ ὑμῶν τῶν ϕίλων τοὺς ϕιλτάτους./ ὡς ἔχω γ’ ὑμῶν ὁμήρους, οὓς ἀποσϕάξω λαβών). Φαίνεται ὅτι οἱ ἀπειλὲς ἐνεργοποιοῦν τὸν ϕόβο τοῦ Χοροῦ. ῎ Ετσι, δημιουργοῦνται οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῶν παράλογα ἔντονων αἰσθημάτων ποὺ τρέϕει ὁ Χορὸς γιὰ τὰ κάρβουνα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διακωμωδεῖται ἡ πολεμοχαρὴς διάθεση τῶν ᾽Αχαρνιωτῶν (333-334: ΧΟ. ῾ Ως ἀπωλόμεσθ’. ὁ λάρκος δημότης ὅδ’ ἔστ’ ἐμός./ Α ᾽ λλά μὴ δράσεις ὃ μέλλεις, μηδαμῶς, ὦ μηδαμῶς.). Πράγματι, ἡ χρήση τοῦ ρηματικοῦ τύπου ἀπωλόμεσθ’, ἡ ὑπογράμμιση τῆς ὁμοιότητας, ὅσον ἀϕορᾶ στὴν καταγωγὴ τοῦ κοϕινιοῦ καὶ τῶν ᾽Αχαρνιωτῶν, ἡ χρήση τῆς ἄρνησης μὴ καὶ ἡ ἐπανάληψη τοῦ ἀρνητικοῦ ἐπιρρήματος μηδαμῶς ἀποτελοῦν ἐκϕραστικὰ μέσα ποὺ ἀναδεικνύουν τὸν συναισθηματικὸ σύνδεσμο τοῦ Χοροῦ μὲ τὴν πολεμικὴ αὐτὴ ὕλη (350-3511). Δὲν μποροῦμε, ἄλλωστε, νὰ μὴν παρατηρήσουμε ὅτι ἡ διάθεσή του γιὰ κατανόηση ἐγείρεται μόνο, ὅταν κινδυνεύουν τὰ κάρβουνα: ἡ ξαϕνικὴ μεταστροϕὴ τῆς συμπεριϕορᾶς τοῦ Χοροῦ, –ὁ ὁποῖος ϕαίνεται πρόθυμος νὰ καταστείλει τὴν ἀδιαλλαξία του, μόνο ὅταν συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ Δικαιόπολης θὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀπειλή του– διακωμωδεῖ τὸ ἦθος του, καθὼς ἀναδεικνύει τὸν ὠϕελιμισμὸ ποὺ τὸν χαρακτηρίζει41 (346: ΧΟ. ῾ Ως ὅδε γε σειστὸς ἅμα τῆ στροϕῆ γίγνεται). Πράγματι, ἡ σπουδὴ ποὺ διακρίνει τὴν προτρεπτικὴ ϕράση ᾽Αλλὰ νυνὶ λέγ’ ὅ, τι σοὶ δοκεῖ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν συναισθηματικὴ ϕόρτιση τῆς τοποθέτησης ὡς τόδε τὸ λαρκίδιον οὐ προδώσω ποτέ (338340), ὑπογραμμίζει τὴν ἰσχὺ τῆς πολεμοχαροῦς διάθεσης τοῦ Χοροῦ, ἀναδεικνύοντας ἔτσι τὴν ἔϕεσή του στὴν πάλη. 41. Εἶναι κωμική, ἐξάλλου, ἡ ἀντίδραση τοῦ Χοροῦ νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιθετική του στάση, ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ κορυϕώνεται ὁ ϕόβος του. ῾ Η κωμικότητα ἑδράζεται στὴν διαπιστωμένη παρατήρηση ὅτι, συνήθως, συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Γιὰ τὶς ἔντονες σωματικὲς ἀντιδράσεις ποὺ προκαλεῖ ὁ ϕόβος, βλ. Νέστορος (2000) 7.
170
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
Μετὰ τὴν σωματικὴ πάλη, κατὰ τὴν ὁποία ὑπογραμμίζονται τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ δημόσιου κατεστημένου, ἀκολουθεῖ ἡ ἀνοιχτὴ ἀντιπαράθεση τοῦ εἰσηγητῆ τῆς ἰδιωτικῆς συνθήκης εἰρήνης στὸ καθεστὼς τῆς πολεμοκαπηλείας. ῾ Η ἀντιπαράθεση αὐτὴ ϕιλοτεχνεῖται καὶ αἰσθητοποιεῖται μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἀντίθεσης ἀνάμεσα στὴν σοβαρότητα τοῦ πολέμου καὶ στὴν γελοιότητα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν καθημερινὸ εἰρηνικὸ βίο. ῞ Ενας ἀσήμαντος πολίτης, ὁ εἰρηνόϕιλος Δικαιόπολης, ἀποκαλύπτει τὰ γεγονότα ποὺ στάθηκαν ἀϕορμὲς γιὰ τὴν ἔκρηξη τῶν ἐχθροπραξιῶν. Σύμϕωνα μὲ τὸν κύριο ἥρωα τῆς κωμωδίας, βασικὸς παράγοντας γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου στάθηκε ἡ κλοπὴ μιᾶς κοινῆς γυναίκας ἀπὸ τὰ Μέγαρα καὶ ἡ ἐκδικητικὴ πράξη τῶν Μεγαριτῶν νὰ ἁρπάξουν καὶ αὐτοὶ δυὸ παρόμοιου ἤθους γυναῖκες τῆς ᾽Ασπασίας (523-539). Εἶναι ἐνδιαϕέρουσα ἡ τοποθέτηση τοῦ κωμικοῦ ἥρωα στὴν ἔναρξη τοῦ λόγου του, ὁ ὁποῖος αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς τυννουτοσὶ καὶ δηλώνει ἀπερίϕραστα ὅτι πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ τὸν ϕοβίζουν (380 κ.ἑ.). Τὸ μικρὸ μέγεθος ποὺ ὑπαινίσσεται ἡ δεικτικὴ ἀντωνυμία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ϕοβισμένη ἔκϕραση προσώπου ποὺ ὁ ἴδιος ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προσϕώνηση ὦ σχέτλιε, ποὺ τοῦ ἀπευθύνει ὁ Χορός, ἀποτελοῦν ἐπαρκῆ στοιχεῖα γιὰ νὰ ὑπονομεύσουν τὴν ϕράση τὸ μέγα τοῦτ’ ἔχεις (360), ποὺ περικλείει τὶς προσδοκίες τοῦ Χοροῦ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Δικαιόπολη, ὁ ὁποῖος τολμάει νὰ ἀντιπαρατεθεῖ στὶς ἀποϕάσεις τῆς πόλης. ῾ Η ἀσημαντότητα καὶ ἡ ταπεινότητα τοῦ ἀτόμου πού, παρ’ ὅλα αὐτά, πρόκειται νὰ ἔρθει σὲ σύγκρουση μὲ τὸ σύνολο, ἀναδεικνύεται ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἐπιλογή του νὰ ἐνδυθεῖ κουρέλια, γιὰ νὰ δείχνει ἀκόμα πιὸ κακομοίρης. ῾ Η διακωμώδηση τῶν μεγαλεπήβολων προσδοκιῶν τοῦ Χοροῦ μὲ τὴν συνδρομὴ τῆς παρατραγωδίας προοικονομεῖται ἐπίσης στοὺς στίχους 385 κ.ἑ.: τὸ τραγικὸ ὕϕος ποὺ χαρακτηρίζει τὶς προτροπὲς τοῦ Χοροῦ στὸν Δικαιόπολη νὰ ϕορέσει τὸ μαλλὶ τοῦ ῾ Ιερώνυμου ἢ τὸ κράνος τοῦ ῞ Αδη, ἢ νὰ χρησιμοποιήσει τὶς μηχανὲς τοῦ Σίσυϕου(391) σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν, ἡρωικοῦ τύπου, παραίνεση τοῦ ἥρωα στὸν ἑαυτό του νὰ ἔχει καρτερὰν ψυχήν, διακωμωδοῦνται ἀπὸ τὴν ἀπόϕαση τοῦ Δικαιόπολη νὰ ζητήσει τὰ κουρέλια τοῦ πιὸ δυστυχισμένου ἥρωα τῶν τραγωδιῶν, τοῦ Εὐριπίδη (428 κ.ἑ.: ΔΙ. ... ἀλλὰ κἀκεῖνος/ μὲν ἦν/ χωλός, προσαιτῶν, στωμύλος, δεινὸς λέγειν. ΕΥ. Οἶδ’ ἄνδρα, Μυ-
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 171
σὸν Τήλεϕον). ῾ Η ἐπιλογὴ τῶν ἐνδυμάτων τοῦ Τήλεϕου, τὸ αἴτημα τοῦ Δικαιόπολη νὰ πάρει τὸ ραβδὶ τοῦ ζητιάνου, τὴν ψάθα, τὴν μικρὴ κούπα μὲ τὰ σπασμένα χείλια, τὸ κανάτι ποὺ ἔχει γιὰ βούλωμά του ἕνα σϕουγγάρι ἀλλὰ καὶ τὰ χόρτα καὶ τὶς λαχανίδες (461 κ.ἑ.), μᾶς ὑποδεικνύει τὴν λειτουργία τοῦ ἀσήμαντου καὶ ἀνόητου στὴν κατεύθυνση τῆς ἀποδόμησης τοῦ σοβαροῦ καὶ μεγαλεπήβολου. Τὸ γελοῖον ἀντιπαρατίθεται στὸ σπουδαῖον καὶ ἡ ἰδιωτικὴ συνθήκη εἰρήνης τοῦ Δικαιόπολη ἀμϕισβητεῖ τὴν σοβαρότητα τῆς λειτουργίας τῶν πολιτικῶν διαδικασιῶν ποὺ ἀϕοροῦν τὴν διαχείριση θεμάτων, ὅπως εἶναι ὁ πόλεμος. Σύμϕωνα μὲ τὸν Δικαιόπολη, τὸ πάθος κάποιων πρόστυχων ἀνθρώπων γιὰ κλοπὴ τοὺς ὁδήγησε στὴν ἁρπαγὴ μιᾶς πόρνης ἀπὸ τὰ Μέγαρα (523). Τότε οἱ Μεγαρίτες, ὑποκινημένοι ἀπὸ θυμό, προβαίνουν σὲ ἀντίποινα, κλέβοντας καὶ ἐκεῖνοι δυὸ πόρνες τῆς ᾽Ασπασίας (527). ῾ Ο Περικλῆς, ὑπερβάλλοντας ὅσον ἀϕορᾶ στὴν ἀξιολόγηση τοῦ γεγονότος (531 κ.ἑ. ΔΙ. ...῎ Ηστραπτ’, ἔβρόντα, ξυνεκύκα τὴν ῾Ελλάδα, ...), θεσπίζει νόμους νὰ ἀποκλειστοῦν οἱ Μεγαρίτες καὶ ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καὶ ἀπὸ τὰ χωράϕια. Οἱ τελευταῖοι, ὑποϕέροντας ἀπὸ πείνα, ἱκετεύουν τοὺς Λάκωνες νὰ ἀλλάξουν τὸ ψήϕισμα, ἀλλὰ οἱ ᾽Αθηναῖοι δὲν δίνουν καμία σημασία (535-538). Στὴν σκηνὴ ὅπου παρουσιάζονται οἱ Παράσιτοι συντελεῖται ἡ ἀνάδειξη τῶν ἀπολαύσεων ποὺ συνεπάγεται ὁ εἰρηνικὸς βίος. Οἱ ἡδονὲς τῆς εἰρήνης εἶναι ἰσχυρότερες ἀπὸ τὶς δοκιμασίες ποὺ σημαίνει ἡ ἐμπλοκὴ στὸν πόλεμο. Παράλληλα μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Παρασίτων εἰσάγονται καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης, τὰ ὁποῖα ὑπόσχονται πλούσιες γαστριμαργικὲς χαρές (881-882. ΔΙ. ῏ Ω τερπνότατον σὺ τέμαχος ἀνθρώποις ϕέρων,/ δός μοι προσειπεῖν, εἰ ϕέρεις, τὰς ἐγχέλεις).42 ῾ Η ἑορταστικὴ ἀτμόσϕαιρα τῆς γιορτῆς τῆς εἰρήνης (950-951, 954 κ.ἑ.) ὑποσκάπτει τὸ κλίμα ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν εἴσοδο 42. ῾ Η προθυμία τοῦ Δικαιόπολη νὰ ἀγοράσει τὶς γουρουνίτσες, σὲ συνδυασμὸ μὲ τοὺς ἀστεϊσμοὺς καὶ τὰ λογοπαίγνια ποὺ ἀποδίδουν ἕνα τόνο ϕαιδρότητας στὴν διαπραγμάτευση, ἀποτελοῦν στοιχεῖα ποὺ ἐκϕράζουν τὴν θετική του στάση ἀπέναντι σὲ τέτοιου εἴδους συναλλαγές· βλ. ᾽Αρ. ᾽Αχ. 759 κ.ἑ. ᾽ Εντελῶς διαϕορετικὴ εἶναι ἡ συμπεριϕορά του ἀπέναντι στοὺς συκοϕάντες. ᾽ Ενδεικτικά, βλ. προηγ. σημ. ᾽Ακόμα πιὸ εὐχάριστη εἶναι ἡ διάθεση τοῦ Δικαιόπολη ἀπέναντι στὸν Θηβαῖο ποὺ πουλάει τρόϕιμα.
172
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
τῶν συκοϕαντῶν43 (825: ΔΙ. ...τοὺς συκοϕάντας οὐ θύραζ’ ἐξείρξετε;). ῾ Η εὐτυχία καὶ ἡ ἀπόλαυση ποὺ ἐξασϕαλίζονται ἀπὸ τὴν σύναψη τῆς συνθήκης εἰρήνης συντελοῦν στὴν ἀποδόμηση τῆς πολυπραγμοσύνης44 καὶ τῶν βασάνων τῆς δημόσιας ζωῆς, χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα, στὸ χωρίο αὐτό, ἐκπροσωποῦνται ἀπὸ τοὺς Παρασίτους. Εἶναι ἐνδιαϕέρον μάλιστα ὅτι ἡ εἰσαγωγὴ τῶν ἀγαθῶν γιὰ τὴν γιορτὴ τῆς εἰρήνης γίνεται ἐναλλὰξ μὲ τὸν διωγμὸ κάποιου ἐκπροσώπου τῆς δημόσιας ζωῆς. Συγκεκριμένα, ἡ ἀνάλαϕρη ἀτμόσϕαιρα ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Μεγαρίτη, ὁ ὁποῖος πουλάει τὶς κόρες του ὡς γουρουνίτσες γιὰ τὴν γιορτή, ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸ βαρὺ κλίμα ποὺ καθιερώνεται ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ Συκοϕάντη (820: ΜΕ. Τοῦτ’ ἐκεῖν’ εἰκεῖ πάλιν ὅθενπερ ἀρχὰ τῶν κακῶν ἁμῖν ἔϕυ): ὁ διωγμὸς τοῦ τελευταίου σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν θερμὴ ὑποδοχὴ ποὺ ἐπιϕυλάσσεται στὸν Θηβαῖο, ὁ ὁποῖος ϕέρνει τρόϕιμα (885 κ.ἑ.: ΔΙ. ῏ Ω ϕιλτάτη σὺ καὶ πάλαι ποθούμενη,/... ποθεινή .../...τὴν ἀρίστην ἔγχελυν,/ ἤκουσαν ἔκτω μόλις ἔτει ποθουμένην ...), ἀποτελοῦν στοιχεῖα ποὺ ὑπαινίσσονται τὴν ἀμϕισβήτηση τῆς δημόσιας κατάστασης μέσω τῆς ἀνάδειξης τῆς ὑπεροχῆς τοῦ γελοίου, τὸ ὁποῖο ἐντάσσεται στὰ πλαίσια τῆς ἰδιωτικῆς συνθήκης εἰρήνης. ῾ Η ἔξοδος τοῦ Θηβαίου μὲ τὴν σειρά της δίνει τὴν θέση της στὴν ἐμϕάνιση τοῦ δικομανῆ καὶ συκοϕάντη Νίκαρχου, ὁ ὁποῖος ἐπίσης διώκεται κακὴν κακῶς (926 κ.ἑ.), γιὰ νὰ παραχωρήσει τὴν θέση του στὸν κατ’ ἐξοχὴν ἐκπρόσωπο τῆς κοινωνικῆς κατάστασης: στὸν πολεμοχαρῆ Λάμαχο. Μετὰ τὴν ἀποπομπὴ τῶν ἐκπροσώπων τοῦ πολιτικοκοινωνικοῦ βίου καὶ τὴν ἑορταστικὴ εἰσαγωγὴ στοιχείων ποὺ ἀϕοροῦν σὲ γαστριμαργικὲς καὶ σεξουαλικὲς ἀπολαύσεις καὶ χρησιμεύουν γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ πανηγυριοῦ τῆς εἰρήνης, ἀκολουθεῖ ἡ κορύϕωση τῆς πάλης: πρόκειται γιὰ τὴν ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στὸν πολεμοχαρῆ στρατηγὸ Λάμαχο καὶ στὸν εἰσηγητὴ τῆς ἰδιωτικῆς εἰρήνης, Δικαιόπολη. Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πάλης –ἡ ὁποία, σημειωτέον, διε43. Γιὰ τοὺς Παρασίτους βλ. Zimmermann (2007) 192-210· Henderson (1997) 135-148. 44. Ehrenberg (1947) 46-67· Nestle (1925-6) 129-40, (1938) 12-36, (1948) 374386· Zimmermann (2007) 341-371· Kleve (1964) 83-88· Adkins (1976) 301-27· Arrowsmith (1973) 119-67· Epstein (1981) 19-36.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 173
νεργεῖται μὲ ἔμμεσους, κωμικοὺς τρόπους– δικαιώνει τὸν Δικαιόπολη: ἡ διαδικασία τῆς δικαίωσης διέρχεται μέσα ἀπὸ τὴν διακωμώδηση τῆς δράσης τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν ἐπιδράσεων τοῦ πολέμου, τὶς ὁποῖες αὐτὸς ὑϕίσταται. ᾽ Ενδιαϕέρον παρουσιάζει ὁ αὐτοχαρακτηρισμὸς τοῦ Λάμαχου ὡς κακοδαίμων ἐγώ, ποὺ ἀποδίδει τὸ νόημα τῶν στίχων ποὺ ἀκολουθοῦν. ᾽ Ενδεικτικὰ ἀναϕέρουμε δίστιχα στὰ ὁποῖα ἀλλάζει μόνο μία λέξη: ἡ κίστη τοῦ Δικαιόπολη διακωμωδεῖ τὸν γυλιὸν τοῦ Λάμαχου, στὸ πλαίσιο στίχων ποὺ παρουσιάζουν ἀπόλυτη, κατὰ τὰ ἄλλα, ἀναλογία (1096-1097: ΛΑ. Παῖ παῖ, ϕέρ’ ἔξω δεῦρο τὸν γυλιὸν ἐμοί. ΔΙ. Παῖ παῖ, ϕέρ’ ἔξω δεῦρο τὴν κίστην ἐμοί ). ῾ Ομοίως, τὸ κρέας τοῦ περιστεριοῦ θέτει σὲ ἀμϕισβήτηση τὸ ϕτερὸ τῆς στρουθοκαμήλου (1105-1106: ΛΑ. Καλόν γε καὶ λευκὸν τὸ τῆς στρούθου πτερόν. ΔΙ. Καλόν γε καὶ ξανθὸν τὸ τῆς ϕάττης κρέας), ἐνῶ ὁ Θώραξ, δηλαδὴ τὸ κανάτι, ἀντιπαραβάλλεται μὲ τὸ θώρακα ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν μάχη (1132-1133: ΛΑ. Φέρε δεῦρο, παῖ, θώρακα πολεμιστήριον. ΔΙ. ῎ Εξαιρε, παῖ, θώρακα κἀμοὶ τὸν χοᾶ). ᾽ Επίσης, οἱ συμπόται ἀποδομοῦν τοὺς πολεμίους, σὲ προτάσεις μὲ πλήρη κατὰ τὰ ἄλλα, ἀναλογία (1134-1135: ΛΑ. ᾽Εν τῶδε πρὸς τοὺς πολεμίους θωρήξομαι. ΔΙ. ᾽Εν τῶδε πρὸς τοὺς συμπότας θωρήξομαι). ᾽ Ενδιαϕέρουσα εἶναι καὶ ἡ ἐκϕραστικὴ ἀναλογία ποὺ ἀνιχνεύεται στοὺς στίχους 1198 κ.ἑ., στοὺς ὁποίους ἡ ὑπονόμευση τοῦ πολέμου συντελεῖται μέσω τῆς ἀντιπαράθεσης τῶν βασάνων ποὺ αὐτὸς συνεπάγεται, μὲ τὶς σεξουαλικὲς ἡδονὲς ποὺ ἕπονται τῆς ἑδραίωσης τῆς εἰρήνης. Συγκεκριμένα, εὔγλωττη εἶναι ἡ ἀναλογία ποὺ παρουσιάζουν οἱ στίχοι 1214-1217 και 1218-1221 μεταξύ τους: ἡ ὁμοιότητα τῶν ἐπιϕωνημάτων μὲ τὰ ὁποῖα εἰσάγονται καὶ τὰ δυὸ χωρία, ὑπαινίσσεται τὴν ὕπαρξη ἀντιστοιχιῶν ποὺ ἀναδεικνύουν τὰ βάσανα καὶ τὶς ἀντιξοότητες ποὺ συνεπάγεται ὁ πόλεμος. Πράγματι, τὰ σκληρὰ καὶ κυδώνια τιτθία (1199) δὲν μποροῦν παρὰ νὰ ἀποδομοῦν τὴν ἀξία τῶν στυγερῶν γε κρυερῶν παθέων (1191). ᾽ Επίσης, ἡ ἠχητικὴ ὁμοιότητα τῆς ϕράσης ϕιλήσατόν με μαλθακῶς (1200) μὲ τὴν ϕράση διόλλυμαι δορὸς (1192) ὑποδεικνύει τὴν ἀντιπαραβολὴ τῆς πρώτης μὲ τὴ δεύτερη, μὲ τὰ γλυκὰ ϕιλιὰ νὰ ἀναδεικνύονται ὡς προτιμότερα ἀπὸ τὰ ὄπλα. ᾽ Εξάλλου, τὸ πέος τοῦ Δικαιόπολη45 ἀρκεῖ 45. Γιὰ τὴν βωμολοχία, βλ. Halliwell (2002) 120-42· (2004) 115-44· Hen-
174
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
γιὰ νὰ γελοιοποιήσει τὸ σκέλος τοῦ Λάμαχου ΛΑ. Λάβεσθέ μου, λάβεσθε τοῦ σκέλους παπαῖ,/ προσλάβεσθ’, ὦ ϕίλοι. / ΔΙ. Ε ᾽ μοῦ δε γε σϕώ τοῦ πέους ἄμϕω μέσου/ προσλάβεσθ’, ὦ ϕίλαι). Τὰ ρήματα στύομαι καὶ σκοτοβινιῶ ὁμοίως παρουσιάζουν ἀναλογίες μὲ τὰ εἰλιγγιῶ καὶ σκοτοδινιῶ (1219-1221). ᾽ χαρνῆς, ἡ διακωμώδηση τῆς δημαΠιὸ συγκεκριμένα, στοὺς Α γωγικῆς πολιτικῆς ποὺ τρέϕει τὴν πολεμοκαπηλεία προκύπτει μὲ ϕυσικότητα ἀπὸ τὴν ὑπογράμμιση τῆς ἐσωτερικῆς ἀνάγκης ποὺ νιώθει ὁ ἥρωας καὶ ἡ ὁποία τὸν ὠθεῖ νὰ ἀποστασιοποιηθεῖ ἀπὸ τὸ δημόσιο κατεστημένο (32 κ.ἑ:... ἀποβλέπων εἰς τὸν ἀγρόν, εἰρήνης ἐρῶν, στυγῶν μὲν ἄστυ, τόν δ’ ἐμὸν δῆμον ποθῶν). ῾ Η ἐπιλογή, μάλιστα, τοῦ Δικαιόπολη νὰ «ἐπινοήσει» τὸν πρωτότυπο τρόπο τῆς σύναψης τῆς ἰδιωτικῆς συνθήκης εἰρήνης, προκειμένου νὰ ἀπεμπλακεῖ ὁ ἴδιος καὶ ἡ οἰκογένειά του ἀπὸ τὴν κοινὴ μοίρα, ἀναδεικνύει τὸν ὑπερθετικὸ βαθμὸ τῆς νοσηρότητας ποὺ ἐπικρατεῖ στὸ δημόσιο πεδίο καὶ ὑπογραμμίζει τὸ ἀδιέξοδο ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ ἥρωας, ποὺ ἀγωνίζεται ν’ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτήν (125: ΔΙ. Ταῦτα δῆτ’ οὐκ ἀγχόνη;). Τὰ αἰτήματα τοῦ Δικαιόπολη γιὰ τὴν σύναψη ἰδιωτικῆς συνθήκης εἰρήνης, ποὺ ἐκϕράζονται μὲ σαϕήνεια στοὺς στί᾽ χαρνέων, ἀκολουθοῦν μετὰ τὴν κατηγορηματικὴ χους 130-133 τῶν Α τοποθέτησή του. ῾ Η ἔκϕραση τῶν προσωπικῶν συναισθημάτων τοῦ ἥρωα, τὰ ὁποῖα ἀποτυπώνουν τὴν ἀποστροϕὴ ποὺ αἰσθάνεται γιὰ τοὺς διαχειριστὲς τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας (62-63: ΔΙ. ...῎Αχθομαι ’γὼ πρέσβεσιν/ καὶ τοῖς ταὧσι τοῖς τ’ ἀλαζονεύμασιν) καὶ τὸν ὑϕέρποντα ϕόβο ποὺ ἀποτελεῖ βασικὸ κίνητρο τῆς συμπεριϕορᾶς του, ἀρκεῖ γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν διάθεση γιὰ ϕυγή. ῾ Ο ἥρωας, σὲ μιὰ ἑορταστικὴ διονυσιακὴ ἀτμόσϕαιρα, ἐντελῶς διαϕοροποιημένη ἀπὸ τὸ κλίμα ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν προηγούμενη σκηνή, διενεργεῖ θυσία μόνο γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τὴν οἰκογένειά του. Τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ «ϕυγὴ» παρουσιάζεται ὡς ἀναγκαία καὶ προκύπτει μὲ ϕυσικότητα ἀπὸ τὰ δεδομένα τοῦ πολιτικοκοινωνικοῦ κατεστημένου μὲ τὰ ὁποῖα ἔρχεται ἀντιμέτωπος ὁ Δικαιόπολης, ὑπογραμμίζει τὴν ἀμϕισβή-
derson (1975)· Robson (2006)· Edwards (1991) 157-180· Thiercy (1990) 505-524· Σπυρόπουλος (2011) 412-34.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 175
τηση τῆς ποιότητας τοῦ δημόσιου βίου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ κεντρικὸς ἥρωας ἐπιδιώκει νὰ ἀποστασιοποιηθεῖ. Μὲ τὴν ἀνάλυση ποὺ προηγήθηκε, ἐπιχειρήσαμε νὰ μελετήσουμε τὴν ἀνάδυση τοῦ στοιχείου τῆς ἐπιθετικότητας στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. ῾ Η ἐξέτασή μας διακρίνεται ἀπὸ καινοτομία, γιατὶ εἶναι θεμελιωμένη στὰ πορίσματα τῆς σύγχρονης ψυχολογίας καὶ συγκεκριμένα τῆς Παιδαγωγικῆς, τῆς Κλινικῆς, τῆς Κοινωνικῆς Ψυχολογίας, ἀλλὰ καὶ τῆς Νευροψυχολογίας, σύμϕωνα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἐπιθετικὴ συμπεριϕορὰ ἐκδηλώνεται ἀϕ’ ἑνὸς ὡς ἐνεργητικὴ σύγκρουση μὲ τοὺς θεωρούμενους ὡς ἐχθρικοὺς παράγοντες καὶ ἀϕ’ ἑτέρου ὡς παθητικὴ ὑποχώρηση ποὺ αἰσθητοποιεῖται ὡς ϕυγή. Στὴν περίπτωση τοῦ Δικαιόπολη τῶν Α ᾽ χαρνέων ἡ πάλη διενεργεῖται ἀνάμεσα στὸν κωμικὸ ἥρωα ποὺ πρεσβεύει τὴν ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὴν δημόσια ζωὴ καὶ στὴν ἐπικρατοῦσα πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση τῆς ἐξαπάτησης καὶ ἐκμετάλλευσης τῶν πολιτῶν, καθὼς καὶ τῆς πολεμοκαπηλείας. Οἱ ἰδιαίτερες σκηνὲς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς ἐνεργητικῆς ἐπιθετικότητας ἐμπλέκουν ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ τὸν Δικαιόπολη, ποὺ ἐπιδιώκει τὴν σύναψη συνθήκης εἰρήνης μὲ τοὺς Σπαρτιάτες γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τὴν οἰκογένειά του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸν Χορὸ τῶν πολεμοχαρῶν ᾽Αχαρνέων καὶ τὸν μανιώδη μὲ τὸν πόλεμο στρατηγὸ Λάμαχο. ῞ Οσο γιὰ τὴν ϕυγή, αὐτὴ στοιχειοθετεῖται ἀπὸ τὴν ἔμμονη προσπάθεια τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν πολεμοκάπηλη πραγματικότητα τοῦ ἀθηναϊκοῦ βίου καὶ νὰ βρεῖ καταϕύγιο στὴν ἰδιωτικὴ συνθήκη εἰρήνης.
Βιβλιογραϕία Ad ams, D.B. (1979), «Brain mechanisms for offence, defence and submission», The Behavioral and Brain Sciences 2, 201-243. Ad kins, A.W.H. (1976), «Polypragmosyne and Minding one’s own Business. A Study in Greek Social and Political Values», CPh 71, 301-27. Arro ws mith, W. (1973), «Aristophanes’ Birds: The Fantasy Politics of Eros», Arion NS 1, 119-67. ᾽Αριστ. Περὶ Ποιητικῆς 1448 β 25, 1449 β8, ᾽Αριστ. ᾽Ηθικὰ Νικομάχεια 1128 α 22.
176
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
B a k h t i n, M. (1968), Rabelais and His World, μτϕρ. στὰ ἀγγλ. H. Iswolsky (Cambridge, Mass. & London). Bergert, J. (1973), «Pour unemetapsychologie de l’ humour» in Revue Francaise de Psychanalyse a l’ Universite 37, 539-566. B o w i e, A.M. (1982), «The Parabasis in Aristophanes: Prolegomena, Acharnians», Classical Quarterly 32, 27-40. Botsford, G.W. (1969), Robinson C.A., Hellenic History, (αναθ. Kagan D.) (Λονδίνο). Botsford, G.W. & Robinson, C.A. (1985), ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ ῾ Ιστορία, ἀναθ. D. Kagan, μτϕρ. Σ. Τσιτσώνη ( ᾽Αθήνα). Burke, P. (1978), Popular Culture in Early Modern Europe (New York). Burkert, W. (1985), Greek Religion, μτϕρ. στὰ ἀγγλ.: J. Raffan) (Cambridge, Mass & London). —— (1993), Α ᾽ ρχαία ῾ Ελληνικὴ Θρησκεία, μτϕρ.: Ν. Μπεζαντάκος – ᾽Α.
᾽Αβαγιανοῦ ( ᾽Αθήνα). Carey, Chr. (1993), «The Purpose of Aristophanes’ Acharnians», RM 136, 245-263. Carriere, J.-C. (1979), Le carnival et la politique (Paris). Cartledge, P. (1999), Aristophanes and his Theatre of the Absurd (Λονδίνο). —— (2006), ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης καὶ τὸ Θέατρο τοῦ Παραλόγου, μτϕρ.: Λ. Ταχμαζίδου, ἐπιμ.: Μ. Κεκροπούλου (Αθήνα). Croix, Ste G.E.M. de (1972), «The Political Outlook of Aristophanes» App. 2, στό: G.E.M. de Ste Croix (ἐπιμ.), The Origins of the Peloponnesian War (London), 355-376. Demont, P. (1997), «Aristophane, le citoyen tranquille et les singeries», στὸ: P. T h i e r c y & M. M e n u (ἐπιμ.), Aristophane: la lanque, la scene, la cite (Μπάρι), 457-479. Do llard, J., Miller, N.A., Do bb, L.W., Mowrer, O.H. & Sears, R.H. (1939), Frustration and Agression (New Haven, Yale Univ. Press). Ed ward s, A.T. (1991), «Aristophanes’ comic Poetics: ΤΡΥΞ, Scatology, ΣΚΩΜΜΑ», Transactions and Proceedings of the American Philological Association, 157-180. —— (1993), «Historicizing the popular Grotesque: Bakhtin’s Rabelais and Attic Old Comedy», στό: R. Sco del (ἐπιμ.), Theatre and Society in the Classical World, 89-118. E d m u n d s, L. (1980), «Aristophanes’ Acharnians», Yale Classical Studies 26,1-41.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 177
E h r e n b e r g, V. (1947), «Polypragmosyne: A study in Greek Politics’», JHS 67, 46-67. Epstein, P.D. (1981), «The Marriage of Peisthetairos to Basileia in the Birds of Aristophanes», Dionysius 9, 19-36. Fisher, N.R.E. (1993), «Multiple personalities and dionysiac festivals: Dicaeopolis in Aristophanes’ Acharnians», GR VI.1, 31-47. Foley, H. (1988), «Tragedy and Politics in Aristophanes’ Acharnians», Journal of Hellenic Studies 108, 33-47. Forrest, W.G. (1963), «Aristophanes’ Acharnians», Phoenix 17, 1-12. F r e u d, S. (1953), Le mot d’ esprit et ses rapports avec l’ inconscient (Paris). Glew, Mc J.F. (2002), Citizens on Stage: Comedy and Political Culture in the Athenian Democracy (Ann Arbor). Goldhill, S. (1991), The Poet’s Voice: Essays on Poetics and Greek Literature (Κέμπριτζ). Goleman, D. (1996), ῾ Η Συναισθηματικὴ Νοημοσύνη. Γιατί τὸ EQ εἶναι πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὸ IQ; Μτϕρ. ῎ Α. Παπασταύρου ( ᾽Αθήνα). ἐπιμ.: ᾽ Ι.Ν. Νέστορος, ᾽Αθήνα, ῾ Ελλ. Γράμματα 1996. Gomme, A.W. (1938), «Aristophanes and Politics», CR 52, 97-109. Gomme, A.W., Andrewes, A. & Dover, K.J. (1945-1981), A Historical Commentary on Thucydides, τόμ. 5ος ( ᾽ Οξϕόρδη). Green, D. (1937), «The Comic Technique of Aristophanes», Hermathena L, 87-125. Grilli, A. (1992), Inganni d’ autore: Due studi sulla funzione del protagonist nel teatro di Aristofane (Πίζα). Habash, M.W. (1997), «The Odd Thesmophoria of Aristophanes’ Thesmophoriazusae», Greek, Roman and Byzantine Studies 38, 19-40. Halliwell, S. (2004), «Aischrology, Shame and Comedy», στό: I. Sluiter, R.M. Ro s en (ἐπιμ.), Free Speech in Classical Antiquity, 115-44. —— (1984), «Aristophanic Satire», Yearbook of English Studies 14, 6-20. —— (2002), «Aristophanic Sex: The Erotics of Shamelessness», στό: M.C. Nu ssbau m, J. Sinvo la (ἐπιμ.), The Sleep of Reason in erotic Experience and sexual Ethics in Ancient Greece and Rome, 120-42. H ammo n d, N.G.L. (1986), A History of Greece to 322 B.C. ( ᾽ Οξϕόρδη). H eath, M. (1987), Political Comedy in Aristophanes, Hypomn. 87 (Gottingen). H end ers o n, J. (2007), « ῾ Ο δῆμος καὶ οἱ ἀγῶνες κωμωδίας» στό: Γ. Δ. Κατσῆς (ἐπιμ.), Θάλεια. Α ᾽ ριστοϕάνης. Δεκαπέντε Μελετήματα, Σμίλη, 14-79.
178
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
—— (1997), «Mass versus Elite and the comic Heroism of Peisetairos» στό: G.W. Dobrov (ἐπιμ.), The City as Comedy (Chapel Hill London), 135-148. —— (1975), The Maculate Muse (New Haven). Holzberg, N. (2010), Aristophanes: Sex und Spott und Politic (Μόναχο). Hornblower, S. (1991-2009), A Commentary on Thucydides, 3 τόμ. ( ᾽ Οξϕόρδη). M c G l e w, G.F. (2001). «Identity and Ideology: The Farmer Chorus in Aristophanes’ Peace’», Syll class 12, 74-97. K agan, D. (1991), Pericles of Athens and the Birth of Democracy (New York). —— (1987), The Fall of the Athenian Empire ( ᾽ Ιθάκη, New York) —— (1981), The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition ( ᾽ Ιθάκη, New York). —— (1987), The Archidamian War ( ᾽ Ιθάκη, New York). —— (1969), The Outbreak of the Peloponnesian War ( ᾽ Ιθάκη, New York). —— (2003), The Peloponnesian War (Λονδίνο, New York). Καν τ ᾶς, Α. (1999), «῾ Η σύγκρουση στὸν χῶρο ἐργασίας», στό: ᾽ Ι.Ν. Νέστορος (ἐπιμ.), ῾ Η ᾽Επιθετικότητα στὴν Οἰκογένεια, στὸ Σχολεῖο καὶ στὴν Κοινωνία, 120-128. Καραπ έτσας, Α.Β. (1999), «῾ Η Νευροψυχολογία τῆς ἐπιθετικότητας», στό: ᾽ Ι.Ν. Νέστορος (ἐπιμ.), ῾ Η ᾽Επιθετικότητα στὴν Οἰκογένεια, στὸ Σχολεῖο καὶ στὴν Κοινωνία, 37-51. Κατσής, Γ.Δ. (ἐπιμ.) (2007), Θάλεια. ᾽Αριστοϕάνης. Δεκαπέντε Μελετήματα ( ᾽Αθήνα), 14-79. K leve, K. (1964), «᾽Απραγμοσύνη and πολυπραγμοσύνη -two Slogans in Athenian Politics», SO, 39 83-88. Κούρτ η ς, Ε. (1999), «Γλώσσα καὶ ᾽ Επιθετικότητα», στό: ᾽ Ι.Ν. Νέστορος (ἐπιμ.), ῾ Η ᾽Επιθετικότητα στὴν Οἰκογένεια, στὸ Σχολεῖο καὶ στὴν Κοινωνία ( ᾽Αθήνα), 68-81. K rau s, W. (1985), Aristophanes’ politische Komodien (Βιέννη). Miller, N. & Sears, R. et al (1965) «Die Frustrations-Aggressions-Hypothese», στό: H. T h o m a e (ἐκδ.), Die Motivation menschlichen Handelns (Köln-Berlin, Kiepenheuer-Witsch 1965). Mo orto n, R.F. (1999), «Dionysus or Polemos? The Double Message of Aristophanes’ Acharnians», στό: B. Titchener and R.F. Moorton (eds), The Eye Expanded. Life and the Arts in Greco-Roman Antiquity, Berkeley (CA and London, Univ. of Calif. Press), 24-51. Mo ulto n, C. (1981), Aristophanic Poetry (Γοττίγη).
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ 179
Nestle, W. (1925-1926), «Apragmosyne (zuThukydides ii 63)», Philol. 81, 129-40. ——, «Apragmosyne Griechische Studien» (Stuttgart), 374-386. —— (1938), «Der Friedensgedanke in der antike Welt», Philologus Suppl. 31.1,12-36. Newiger, H.J. (2007), «Πόλεμος καὶ εἰρήνη στὴν κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη» στό: Γ.Δ. Κατσῆς (ἐπιμ.), Θάλεια. Α ᾽ ριστοϕάνης. Δεκαπέντε Μελετήματα ( ᾽Αθήνα), 372-397. Νέστορος, Ι.Ν. (19990, «Ψυχοπαθολογία καὶ ᾽ Επιθετικότητα» στό: ᾽ Ι.Ν. Νέστορος (ἐπιμ.), ῾ Η ᾽Επιθετικότητα στὴν Οἰκογένεια, στὸ Σχολεῖο καὶ στὴν Κοινωνία ( ᾽Αθήνα), 185-207. —— (2000), «Σύγχρονες ᾽Απόψεις γιὰ τὸν Ρόλο τῶν Συναισθημάτων στὴν Ψυχικὴ ῾ Υγεία», στό: Πρακτικὰ τοῦ Συνεδρίου τοῦ Παιδαγωγικοῦ Τμήματος Δημοτικῆς Ε ᾽ κπαίδευσης τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, 2-21. Ostwald, Μ. (1986), «From Popular Sovereighty to the Sovereighty of Law», στό: O.L.B. Carter, The Quiet Athenian (Oxford 1986), 118-125. Παπ αδόπ ουλος, Ν. (1999), « ᾽ Επιθετικότητα: κλασικὲς θεωρίες καὶ ᾽ πιπειραματικὲς διαπιστώσεις» στό: ᾽ Ι.Ν. Νέστορος (ἐπιμ.), ῾ Η Ε θετικότητα στὴν Οἰκογένεια, στὸ Σχολεῖο καὶ στὴν Κοινωνία ( ᾽Αθήνα), 213 κ.ἑ. Pelling, C.B.R. (2000), Literary Texts and the Greek Historian (Λονδίνο). Rhodes, P.J. (2010), A History of the Classical Greek World 478-323 B.C. (Malden, ᾽ Οξϕόρδη) Robson, J. (2006), Humour, Obscenity and Aristophanes (Germany). Rodriquez Alfageme, I. (2008), Aristophanes: Escena y Comedia (Μα-
δρίτη). Rouzerol, B. (1980), La derision ou l’ humour perverti, in tome 5, no 20. Sch areik a, H. (1978), Der Realismus der aristophanischen Komodie. S c h m i d, W. (1946), «Geschichte der griechischenLiteratur», μέρος Ι, τόμ. 4ος (Munchen) 13-26, στό: R. Ro s en (1988), Old Comedy and the lambographic Tradition (Atlanta). Scribner, B. (1978), «Reformation, Carnival, and the World Turned Upside-Down», Social History 3, 303 -29. Sid well, K. (2009), Aristophanes the Democrat: The Politics of Satirical Comedy during the Peloponnesian War (Κέμπριτζ). Silk, M.S. (2000b), «Aristophanes versus the Rest: Comic Poetry in Old Comedy» στό: Harvey D. Wilkins J. (ἐπιμ.), The Rivals of Aristophanes: Studies in Athenian Old Comedy (Λονδίνο), 299-315. —— (2000a), Aristophanes and the Definition of Comedy ( ᾽ Οξϕόρδη).
180
ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ
Sommerstein, A.H. (1980), The Comedies of Aristophanes, vol.1: Acharnians, (Γουόρμινστερ). Steiger, H. (1934), «Die Groteske und Burleske bei Aristophanes», Philologus LXXXIX, 161-177. Sutton, D.F. (1988), «Dicaeopolis as Aristophanes, Aristophanes as Dicaeopolis», LCM 13,105-108. Σπ υρόπ ουλος, ᾽ Ηλ. Σ. (2011), «Φαινομενολογία, γενεσιουργία καὶ λει-
τουργία τῆς αἰσχρολογίας καὶ αἰσχροπραξίας στὴν ἀριστοϕανικὴ κωμωδία», στό: Θ.Γ. Παπ πᾶς, ᾽Α ν δρ. Γ. Μαρκ αν των ᾶτος (ἐπιμ.), ᾽Αττικὴ Κωμωδία: Πρόσωπα καὶ Προσεγγίσεις ( ᾽Αθήνα), 412-34. T h i e r c y, P. (1990), «Les odeurs de la polis ou le nez d’ Aristophane» στό: Α.Η. S o m m e r s t e i n, S. H a l l i w e l l, J. H e n d e r s o n & B. Zimmermann (ἐπιμ.), Tragedy, Comedy and the Polis. Papers from the Greek Drama Conference (Nottingham, Μπάρι). —— (2011), «῾ Η ὀργάνωση τῆς σκηνικῆς μυθοπλασίας στὸν ᾽Αριστοϕάνη» στό: Θ.Γ. Παπ πᾶς - ᾽Ανδρ. Γ. Μαρκ αν των ᾶτος (ἐπιμ.), ᾽Αττικὴ Κωμωδία: Πρόσωπα καὶ Προσεγγίσεις, ( ᾽Αθήνα), 344-94. Tritle, L.A. (2010), A New History of the Peloponnesian War (Malden ᾽ Οξϕόρδη). V a n H a e g e n d o r e n, K. (1996), Die Darstellung des Friedens in den Acharnern und im Frieden des Aristophanes ( ᾽Αμβούργο). Vickers, M. (1997), Pericles on Stage: Political Comedy in Aristophanes’ Early Plays (Austin). Whitehorne, J. (2005), «O City of Kranaos! Athenian Identity in Aristophanes’ Acharnians», Greece and Rome 52, 34-44. Zimmermann, B. (2007), «Οὐτοπικὰ Στοιχεῖα καὶ Οὐτοπία στὸν ᾽Αριστοϕάνη» στό: Γ.Δ. Κατσῆς (ἐπιμ.), Θάλεια. ᾽Αριστοϕάνης. Δεκαπέντε Μελετήματα ( ᾽Αθήνα), 341-371. —— (2002), ῾ Η ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Κωμωδία, μτϕρ.: ᾽ Ηλ. Τσιριγκάκης ἐπιμ. Δ.᾽ Ι. ᾽ Ιακώβ ( ᾽Αθήνα). —— (2007), «῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης καὶ οἱ διανοούμενοι» στό: Γ.Δ. Κατσῆς (ἐπιμ.), Θάλεια. Α ᾽ ριστοϕάνης. Δεκαπέντε Μελετήματα (2007), 192210.
Λαμπρινὸς Εὐστ. Πλατυπόδης* ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
ΤΟ ΘΕΜΑ τοῦ παρόντος ἐπιστημονικοῦ πονήματος ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς σχέσης τῆς πόλης τῶν κλασικῶν χρόνων τῆς ἀρχαιότητας μὲ τὴ δραματικὴ ποίηση, σχέση ποὺ ἔχει ἱκανοποιητικῶς συζητηθεῖ τόσο στὴν ξενόγλωσση, ὅσο καὶ στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραϕία.1 Τὸ θέατρο στὴν ᾽Αθήνα τῆς περιόδου ποὺ συζητᾶμε ἀποτελοῦσε τὸν θεσμὸ ποὺ δὲν ἐξυπηρετοῦσε μόνο τὴν ἀνάγκη τῶν πολιτῶν γιὰ ψυχαγωγία, καὶ τῶν καλλιτεχνῶν γιὰ ἔκϕραση καὶ δημιουργία, ἀλλὰ τὶς ἀνάγκες μιᾶς καλὰ ὀργανωμένης δημοκρατικῆς πολιτείας. Στὴν οὐσία ἐπρόκειτο γιὰ μία πολυσύνθετη καὶ πολὺ σπουδαία πολιτικὴ-πολιτιστικὴ τέχνη, μέσω τῆς ὁποίας ἡ πόλη ἀϕενὸς ἐνίσχυε τοὺς δεσμοὺς τῶν μελῶν ποὺ τὴν συναποτελοῦσαν, ἀϕετέρου ἐπαναβεβαίωνε τὴν κυριαρχία της καὶ τὸν ἡγεμονικό της ρόλο σὲ ϕίλους, ξένους καὶ ἐχθρούς. Αὐτὴ ἡ πολυσχιδὴς πολιτικὴ-πολιτιστικὴ τέχνη ποὺ ἐϕάρμοζε ἡ πόλη διὰ τοῦ θεάτρου καὶ κυρίως καὶ ἀποκλειστικῶς διὰ τῶν δυὸ κορυϕαίων πτυχῶν του, τῆς τραγωδίας καὶ τῆς κωμωδίας, εἶχε ὡς κύριο ἀποδέκτη τὸν πολίτη, τὸν αἴτιο, ὑπεύθυνο * Καθηγητὴς Ε.Δι.Π. στὴν ᾽Ανώτατη ᾽ Εκκλησιαστικὴ ᾽Ακαδημία ᾽Αθήνας και Διδάσκων στὸ Διαπανεπιστημιακὸ καὶ Διατμηματικὸ Μεταπτυχιακὸ πρόγραμμα Σπουδῶν « ᾽ Ηθικὴ Φιλοσοϕία» τῶν Τμημάτων Φ.Π.Ψ. τῆς Φιλοσοϕικῆς Σχολῆς τοῦ ᾽ Εθνικοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου ᾽Αθηνῶν καὶ Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. 1. Βλ. Ξανθάκη Καραμάνου (2009)· Μαρκαντωνᾶτος-Πλατυπόδης (2012).
182
Λ ΑΜΠΡΙΝΟΣ ΕΥΣΤ. ΠΛ ΑΤΥΠΟΔΗΣ
καὶ ἄμεσο ἀποδέκτη γιὰ ὅτι συνέβαινε στὴν πόλη, εἴτε καλό, εἴτε κακό. Μιὰ δημοκρατία, ὅπως ἡ ἀθηναϊκὴ τῶν κλασικῶν χρόνων, δὲν ἄϕηνε σχεδὸν τίποτε στὴν τύχη του. ῞ Ολοι οἱ πολίτες ὄϕειλαν νὰ γνωρίζουν, νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἀναλαμβάνουν τὴν εὐθύνη τῶν πολιτικῶν πράξεών τους, καὶ τῆς ὅποιας ἀδιαϕορίας ἢ ὀλιγωρίας τους. Αὐτὸ τὸ χρέος ἐκαλεῖτο τὸ θέατρο νὰ ὑπενθυμίζει σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα σὲ ὅσο γίνεται περισσότερους πολίτες, ἄλλοτε διὰ τοῦ τραγικοῦ λόγου καὶ ἄλλοτε διὰ τῆς σάτιρας, ἐπιβεβαιώνοντας στὰ μάτια, στὸ νοῦ καὶ στὴν ψυχὴ τῶν θεατῶν, ὅτι γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὰ εὐτυχισμένος ἕνας πολίτης, ἱκανὴ καὶ ἀναγκαία συνθήκη ἀποτελεῖ ἡ εὐτυχία τῆς πόλης του. ῾ Ο χρόνος τέλεσης τῶν δραματικῶν ἀγώνων, ὁ τρόπος, ἡ πάνδημος καὶ χωρὶς ἀποκλεισμοὺς συμμετοχὴ τῶν πολιτῶν, καὶ ἡ δεσπόζουσα θέση τῶν θεατρικῶν οἰκοδομημάτων στὸ κέντρο τῆς πόλης, ἀποδεικνύουν περίτρανα τὴν ἡγεμονία τοῦ θεσμοῦ στὴν πόλη. Εἶναι ἐπαρκῶς τεκμηριωμένος ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ δημοκρατία καὶ τὸ θέατρο στὴν ἀρχαία ᾽Αθήνα διαγράϕουν βίους παράλληλους. Τὸ ἀποκορύϕωνα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας συμπίπτει μὲ τὸ ἀγλάϊσμα τῆς δραματικῆς ποίησης, ὅπως αὐτὸ οὐσιοποιήθηκε στὸ ἔργο τῶν τριῶν μεγάλων τραγικῶν, τοῦ Αἰσχύλου, τοῦ Σοϕοκλῆ καὶ τοῦ Εὐριπίδη, καὶ τοῦ κορυϕαίου τῆς κωμωδίας, ᾽Αριστοϕάνους. ῾ Ο ἐκϕυλισμὸς τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, στὴν κατιοῦσα πορεία της μετὰ τὸ πέρας τῶν κλασικῶν χρόνων, καταγράϕεται ἀπὸ τὴ δραματικὴ τέχνη. ῞ Οπως ἡ τραγωδία ἔτσι καὶ ἡ κωμωδία εἶναι δημιούργημα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν, καὶ ὡς πολιτική, πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ὄρθωση ἀκολουθεῖ πιστὰ τὴν πορεία τῆς γενέτειράς της. ῾ Η παρακμὴ τῆς πόλης–κράτους, ἡ κατάλυση τῆς δημοκρατίας, τοῦ ἰδεωδέστερου πολιτεύματος ποὺ γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα, ἀποτυπώνεται μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο τρόπο στὸ κορυϕαῖο εἶδος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ποίησης, τὴ δραματική, γεγονὸς ποὺ συνέβαλε καὶ συμβάλλει στὴν ἐξαγωγὴ γόνιμων συμπερασμάτων γιὰ τὴ λειτουργία τῶν θεσμῶν καθὼς καὶ τὴ σχέση πολιτείας-πολίτη. Αὐτὰ τὰ συμπεράσματα εἶναι καὶ σήμερα μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες ἐπίκαιρα ὅσο ποτέ, γιατὶ ἀπὸ τὴ μελέτη τους προκύπτει ἡ εὐθύνη τοῦ πολίτη γιὰ τὰ κοινά, πολὺ δὲ περισσότερο τὸ χρέος τῆς συντεταγμένης δημοκρατικῆς πολιτείας νὰ διαπαιδαγωγεῖ τοὺς πολίτες, ὥστε νὰ γίνονται ἱκανοὶ καὶ ἄξιοι αὐτῆς τῆς εὐθύνης.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
183
῾ Η κωμωδία Α ᾽ χαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνους ποὺ ἀνέβηκε στὸ θέατρο γιὰ πρώτη ϕορὰ τὸ 425 π.Χ ἀποτελεῖ τὸ πρωιμότερο ἔργο τοῦ κωμικοῦ ποιητῆ καὶ συγκαταλέγεται στὴν τριάδα τῶν εἰρηνόϕιλων ἔργων του, μαζὶ μὲ τὴ Λυσιστράτη καὶ τὴν Εἰρήνη. Στοὺς ᾽Αχαρνῆς τὸ προϕανὲς εἶναι ὁ ὕμνος τοῦ ποιητῆ πρὸς τὴν εἰρήνη. Τῆς ἀλήθειας ὅμως, τῆς ἀρέσει νὰ κρύβεται.2 Ψήγματα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀνιχνεύσουμε, μένοντας στὸ γράμμα καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ ἀρχαίου κειμένου, στὶς ἀξίες καὶ στὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτό, διὰ στόματος τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ ὑπηρετεῖ, τὸ γὰρ δίκαιον οἶδε καὶ τρυγῳδία-γιατὶ καὶ ἡ κωμωδία ξέρει ποιὸ εἶναι τὸ δίκαιο καὶ τὸ σωστό.3 Διαχρονικά, τὸ ζητούμενο γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν ἀποτελεῖ ὁ ὕμνος τῆς εἰρήνης καὶ ὁ ἐκθειασμὸς τῶν ἀγαθῶν ποὺ συνεπάγεται ἡ ἐπικράτησή της, ἐπειδὴ τοῦτο εἶναι κάτι ἀπολύτως ϕυσιολογικὸ καὶ ἀπ ᾽ ὅλους ἀποδεκτό, ὅπως λέγει καὶ ὁ ῾ Ηρόδοτος, οὐδεὶς γὰρ οὕτως ἀνόητος ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται· ἐν μὲν γὰρ τῇ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας.4 Τὸ ζητούμενο ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ἡ διασϕάλιση τῆς εἰρήνης, καὶ τοῦτο ϕυσικὰ δὲν εἶναι οὔτε τόσο εὔκολο, οὔτε τόσο προϕανὲς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ ἂν ἦταν, ἁπλούστατα, θὰ εἶχε ἐκλείψει ἀπὸ προσώπου γῆς ὁ πόλεμος, ἀλήθεια ποὺ ἐπιβεβαιώνεται πανηγυρικῷ τῷ τρόπῳ ἀπὸ τὴν πλειστάκις αἱματοβαμμένη ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῾ Η εἰρήνη, καὶ ἡ ἀπὸ τοὺς ἀνέμελους χαροκόπους κάρπωση τῶν ἀγαθῶν της, δὲν ἀποτελεῖ κατὰ τὴν ἄποψή μας τὸν κεντρικὸ νοηματικὸ ἄξονα τῆς ἐν λόγω κωμωδίας, ὅπως δίνει τὴν ἐντύπωση ἡ πρώτη ἐπιϕανειακὴ ἀνάγνωση τοῦ ἔργου καὶ ἡ ἀβασάνιστη παρακολούθηση τῆς ἀντίστοιχης θεατρικῆς παράστασης. Οἱ βασικὲς ἰδέες τοῦ ἔργου δὲν περιορίζονται ἐπίσης στὸ δίπτυχο εἰρήνη-πόλεμος. Τὴν κεντρικὴ ἰδέα τῆς κωμωδία σὲ συνάρτηση μὲ τὴν εἰρήνη καὶ τὸν πόλεμο τὴν ἀποτελεῖ ἡ πόλις, γεγονὸς ποὺ δικαιολογεῖται καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πρωταγωνιστῆ τῆς κωμωδίας, Δικαιόπολις, καὶ ἀπὸ τὴ συχνὴ ἐπανάληψη τοῦ ὅρου πόλις, ἁπλοῦ ἢ σύνθετου, σ’ ὅλο τὸ σῶμα τοῦ ἔργου. Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Α ᾽ χαρνῆς 2. ῾ Ηρακλ. 123.1-2. 3. ᾽Αριστ. ᾽Αχαρνῆς, 500. 4. ῾ Ηροδ. ῾ Ιστ. 1.87.17-19.
184
Λ ΑΜΠΡΙΝΟΣ ΕΥΣΤ. ΠΛ ΑΤΥΠΟΔΗΣ
θέτουν σὲ συζήτηση πολλὰ θέματα ὡς ἀναϕορὰ τῶν σχέσεων τῆς πόλης καὶ συγκεκριμένα τῆς ᾽Αθήνας μὲ τὸν πολίτη, τοὺς Δήμους ἢ καὶ τὶς ἄλλες πόλεις ἔχει ἐπισημανθεῖ καὶ μελετηθεῖ ἀπὸ διακεκριμένους ἐρευνητὲς τοῦ ἀρχαίου δράματος.5 Σὲ ὅλο τὸ κείμενο βρίθουν ἀναϕορὲς γιὰ τὶς ἀνωτέρω σχέσεις, τὰ αἴτια καθὼς καὶ τὶς συνέπειες γιὰ ἀμϕότερους. ᾽ Ιδιαιτέρως διαϕαίνεται ἡ παθολογία τοῦ πολιτεύματος, αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, γεγονὸς ποὺ ξεσήκωσε τὸν κεντρικὸ ἥρωα τῆς κωμωδίας νὰ ἐκϕράσει μὲ πολὺ ἀκραῖο τρόπο τὴν ἀντίθεσή του μὲ τὴν πόλη, δικαιολογώντας κατὰ κάποιον τρόπο καὶ τὸ ἐκπεϕρασμένο μίσος του ἐναντίον αὐτῆς. Στυγῶν μὲν ἄστυ, τὸν δ’ ἐμὸν δῆμον ποθῶν. ᾽Αριστοϕάνους ᾽Αχαρνῆς, 33
[Τὴν πόλη σιχαίνομαι, (μισῶ) καὶ λαχταρῶ τὸ χωριό μου.] (μτϕρ.: Χρήστου Χρηστίδη)
῾ Ο τίτλος, λοιπόν, τῆς παρούσης ἐργασίας θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν καὶ ἡ παθολογία τοῦ πολιτεύματος, ἢ τὰ πάθη τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν. ᾽ Επελέγη τελικῶς, τὰ πάθη τῶν πόλεων, ἐπειδὴ ἡ κακοδαιμονία ποὺ ᾽ χαρνῆς ἀπὸ τὸν ᾽Αριστοϕάνη δὲν ἀϕορᾶ μόνο περιγράϕεται στοὺς Α τὴν ᾽Αθήνα, ἀλλὰ καὶ τοὺς τριγύρω δήμους μὲ προεξάρχοντα τὸ δῆμο τῶν ᾽Αχαρνῶν, τὸν τόπο καταγωγῆς τοῦ Δικαιόπολη. ῾ Ο δῆμος τῶν ᾽Αχαρνῶν, ὄντας τριττύς, ἦταν ὁ μεγαλύτερος δῆμος τῆς ᾽Αττικῆς, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπεῖτο μὲ εἴκοσι δύο βουλευτές, γεγονὸς ποὺ κατὰ τὸν Osborne τὸν καθιστοῦσε περισσότερο πολιτεία μὲ ὀργανωμένους θεσμούς, παρὰ δῆμο.6 Τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο λαμβάνει χώρα ἡ ὑπόθεση τῆς ἐν λόγω κωμωδίας τὸ ἔχει καθορίσει ἐν πολλοῖς ὁ Πελοποννησιακὸς Πόλεμος. Βρισκόμαστε στὸ 425 π.Χ, ἕξι χρόνια μετὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, ὅπου οἱ ᾽Αθηναῖοι ἀλλὰ καὶ οἱ γύρω κάτοικοι τῶν Δήμων τῆς ᾽Αττικῆς, εὑρισκόμενοι ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλης, κατ’ ἐϕαρμογὴν τῆς περίκλειας πολιτικῆς, ὑποϕέρουν ἀπὸ τὶς δυσμενεῖς συνθῆκες διαβίωσής τους. ᾽ Ιδιαιτέρως ὅμως ὑποϕέρουν 5. Bowie (2005) 35· Osborne (1987) 93-112. 6. Osborne (1985a) 189· Bowie (2005) 55, ὑποσημ. 92.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
185
οἱ κάτοικοι τῶν γύρω Δήμων καὶ ἐξαιτίας τῆς νοσταλγίας τοῦ Δήμου τους, καὶ τῆς ἀπωλεσθείσας ἀνέμελης ζωῆς τῆς ὑπαίθρου. ῾ Ο Δικαιόπολης, ὁ Χολείδης, κάτοικος τοῦ Δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν μὴ ἀντέχοντας ἄλλο τὴ ζωὴ ἐντὸς τῶν τειχῶν ἀποϕασίζει νὰ διεκδικήσει τὴ σύναψη εἰρήνης στὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου μὲ τοὺς ἐπιτιθέμενους Σπαρτιάτες. Τὸ αἴτημά του δὲν εἰσακούεται, ἀλλὰ ἀντιθέτως λοιδωρεῖται ἀπὸ τοὺς παραδομένους στὴν τρυϕή, διαϕθορὰ καὶ ἀδιαϕορία ταγοὺς τῆς συντεταγμένης πολιτείας. ῾ Ο Δικαιόπολης ἀπαιτεῖ εἰρήνη καὶ συνάπτει ἰδιωτικὴ συνθήκη μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῶν ᾽Αθηναίων τοὺς Σπαρτιάτες, γεγονὸς ποὺ προκαλεῖ τὴν μῆνιν τῶν συνδημοτῶν του ᾽Αχαρνέων, ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ τὸν τιμωρήσουν γι’ αὐτὴν του τὴν ἐνέργεια. Τελικῶς ὁ Δικαιόπολης καὶ τοὺς ᾽Αχαρνεῖς πείθει ἢ παρασύρει στὸ δικό του στρατόπεδο. Χάριν τῆς εἰρήνης ποὺ ἔχει συνάψει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του ἐγκαθιδρύει μία ἀγορὰ ἐναρμονισμένη πλήρως στὴ δική του ἠθικὴ καὶ στὰ δικά του μέτρα καὶ σταθμά. Στὴ συνέχεια καὶ ἀϕοῦ ἔχει περιϕρονήσει καὶ γελοιοποιήσει ὅλους τοὺς ἐνάντιους στὸν δικό του ἀξιακὸ κώδικα, θὰ ἐπιδοθεῖ σὲ ξέϕρενο γλέντι καὶ στὴν προετοιμασία γιὰ τὴ συμμετοχή του στὶς διονυσιακὲς τελετές. ῾ Ο Δικαιόπολης εἶχε κάθε λόγο νὰ διαμαρτύρεται γιὰ τὶς ἄθλιες συνθῆκες ποὺ βίωνε ἐντὸς τῶν τειχῶν, κυρίως ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης τῶν ἀναγκαίων ἀγαθῶν, τῆς στενοχώριας κυριολεκτικὰ καὶ μεταϕορικά, ἀλλὰ καὶ τῆς ἔντονης νοσταλγίας τοῦ πρότερου ἀνέμελου καὶ ἀπέριττου βίου του στὸ χωριό του. ῾ Ο πόνος του γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ ζοῦσε καὶ γιὰ τὸ διαγραϕόμενο δυσοίωνο μέλλον γινόταν πιὸ ἔντονος καὶ ἐϕιαλτικὸς ὅσο ἡ συντεταγμένη πολιτεία ἀδιαϕοροῦσε γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὸν τερματισμὸ τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου. Οἱ ᾽Αχαρνεῖς, οἱ κάτοικοι τοῦ μεγάλου Δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν, ποὺ ἐκπροσωποῦνται ἀπὸ τὸν ὁμώνυμο Χορό, εἶχαν ἐπίσης κάθε λόγο νὰ ἀντιδροῦν παντὶ τρόπω στὰ σχέδια καὶ στὶς ἐνέργειες τοῦ αἱρετικοῦ συμπολίτη τους. Τὰ γεγονότα σύμϕωνα μὲ τὸ Θουκυδίδη ἐν συντομία εἶχαν ὡς ἑξῆς: τὸ 431 π.Χ. οἱ Σπαρτιάτες μὲ ἀρχηγὸ τὸν ᾽Αρχίδαμο εἰσέβαλαν στὴν ᾽Αττική, στρατοπέδευσαν στὶς ᾽Αχαρνὲς καὶ λεηλάτησαν τὴν περιοχή. Τὴν ἴδια χρονιὰ οἱ διαπραγματεύσεις γιὰ τὸν τερματισμὸ τοῦ πολέμου ἦταν ἔντονες, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. ῾ Ο Δῆμος τῶν ᾽Αχαρνῶν καὶ λόγω τοῦ μεγέθους του, τῆς ἱστορίας του καὶ τῆς καταστρο-
186
Λ ΑΜΠΡΙΝΟΣ ΕΥΣΤ. ΠΛ ΑΤΥΠΟΔΗΣ
ϕῆς ποὺ ὑϕίστατο, ἀπαιτοῦσε πιεστικὰ πόλεμο μὲ τοὺς Σπαρτιάτες, τακτικὴ ποὺ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πολιτικὴ τοῦ Περικλῆ 7. ῾ Ο Περικλῆς τὸ 429 π.Χ πέθανε ἀπὸ λοιμό. Οἱ συνεχιστές του κατέστησαν τὴ θέση τῶν πολιορκούμενων πολὺ πιὸ δυσχερῆ ἐξαιτίας τῆς ἀνικανότητά τους καὶ τῶν καταχρήσεων ποὺ ἐπιδόθηκαν. ῾ Η κατάσταση γιὰ τοὺς ᾽Αθηναίους καὶ τοὺς ᾽Αχαρνεῖς ἔβαινε συνεχῶς ἐπὶ τὰ χείρω, τὸ δὲ ἔτος 425 π.Χ. ποὺ διδάχθηκε ἡ ὁμώνυμη κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνους, οἱ Σπαρτιάτες πάλι εἰσέβαλαν στὴν ᾽Αττική.8 ῾ Ο Κλέων ὁ σημαντικότερος παράγοντας τῆς πολιτικῆς τῆς ἐποχῆς9 δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀναστρέψει τὴν ἐπερχόμενη τραγωδία. ῾ Ο λαὸς ἐπίσης ἀπελπισμένος, μόνος καὶ ἀβοήθητος εἶχε ὁλοκληρωτικὰ παραδοθεῖ στὶς σειρῆνες τῶν δημαγωγῶν καὶ ἄγετο καὶ ἐϕέρετο σὲ ἐνέργειες ποὺ δὲν εἶχαν κανένα νόημα καὶ καμιὰ προοπτική. Στὸ πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ καμβὰ ϕιλοτεχνήθηκε ἐξόχως ἡ κωμωδία ᾽Αχαρνῆς, ἡ ὁποία ἄλλοτε ϕανερὰ καὶ ἄλλοτε μή, ἐπι7. Θουκ. ῾ Ιστ. 18.1.1-2.22.1.6:
[ ῾ Ο στρατὸς τῶν Πελοποννησίων προχώρησε καὶ ἔϕτασε στὴν ᾽Αττική… ἔκανε εἰσβολὴ στὴν ᾽Αττικὴ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ σιτάρι εἶχε μεστώσει κ’ εἶχε μπεῖ πιὰ καλοκαίρι. ᾽Αρχηγὸς ἦταν ὁ βασιλεὺς τῆς Σπάρτης ᾽Αρχίδαμος τοῦ Ζευξιδάμου… [τελικῶς] ἔϕθασαν στὶς ᾽Αχαρνές, τὸν μεγαλύτερο Δῆμο τῆς ᾽Αττικῆς. ᾽ Εκεῖ ὀργάνωσαν στρατόπεδο κ’ ἔμειναν πολὺν καιρὸ καταστρέϕοντας τὴν ὕπαιθρο. … Οἱ ᾽Αχαρνεῖς ἀποτελοῦσαν σημαντικὸ μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ᾽Αθήνας – οἱ ὁπλίτες τους ἦσαν τρεῖς χιλιάδες. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ᾽Αρχίδαμος νόμιζε ὅτι δὲν θ’ ἀνεχθοῦν νὰ βλέπουν τὴ γῆ τους νὰ καταστρέϕεται, ἀλλὰ ὅτι θὰ παρασύρουν καὶ τοὺς ἄλλους ᾽Αθηναίους σὲ μάχη. … Οἱ ᾽Αχαρνεῖς ξέροντας ὅτι ἀποτελοῦσαν ἕνα σημαντικὸ τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ καὶ βλέποντας τὰ ὑπάρχοντά τους νὰ καταστρέϕονται, ἐπίεζαν περισσότερο ἀπ’ ὅλους γιὰ νὰ γίνει ἔξοδος. ῾ Ο ἐρεθισμὸς ἦταν μεγάλος σ’ ὅλη τὴν πόλη καὶ μεγάλη ἡ ἀγανάκτηση ἐναντίον τοῦ Περικλῆ. Ξεχνώντας τὰ ὅσα τοὺς εἶχε ἄλλοτε συμβουλεύσει, τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι, στρατηγὸς αὐτός, δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ μάχη καὶ θεωροῦσαν πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ ὑπαίτιος γιὰ τὰ ὅσα κακὰ πάθαιναν. ῾ Ο Περικλῆς, ὅμως, ποὺ πίστευε ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ βγοῦν νὰ δώσουν μάχη, βλέποντας τοὺς ἐρεθισμένους μὲ τὴν κατάσταση καὶ ἀνίκανους νὰ κρίνουν ψύχραιμα, δὲν συγκαλοῦσε ᾽ Εκκλησία τοῦ Λαοῦ οὔτε ἄλλη συγκέντρωση, ἀπὸ ϕόβο μή, ἂν γινόταν συνέλευση, ἐπικρατήσει περισσότερο τὸ πάθος παρὰ ἡ ὀρθὴ κρίση καὶ ὁδηγηθοῦν σὲ σϕαλερὲς ἀποϕάσεις.] (μτϕρ.: ῎ Αγγελος Βλάχος) 8. Θουκ. ῾ Ιστ. 4.2.1.1-2.1 καὶ 4.6.1.1-2.4. 9. Χρύσης Πελεκίδης (1972) 200.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
187
σημαίνει καὶ καυτηριάζει τὴ σήψη καὶ τὴν παρακμὴ τῶν θεσμῶν καὶ τὴν κενότητα καὶ χυδαιότητα τῶν δῆθεν προασπιστῶν τους. ῾ Η ϕαυλότητα τῆς συντεταγμένης πολιτείας γίνεται αἰσθητὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους στίχους τοῦ ἔργου (19-27): […] ὁπότ ᾽ οὔσης κυρίας ἐκκλησίας ἑωθινῆς ἔρημος ἡ πνὺξ αὑτηί, οἱ δ ᾽ ἐν ἀγορᾷ λαλοῦσι κἄνω καὶ κάτω τὸ σχοινίον ϕεύγουσι τὸ μεμιλτωμένον. οὐδ ᾽ οἱ πρυτάνεις ἥκουσιν, ἀλλ ᾽ ἀωρίαν ἥκοντες, εἶτα δ ᾽ ὠστιοῦνται πῶς δοκεῖς ἐλθόντες ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου, ἁθρόοι καταρρέοντες: εἰρήνη δ ᾽ ὅπως ἔσται προτιμῶσ ᾽ οὐδέν. (ἐκδ. F.W. Hall & W.M. Geldart)
[Σὲ τακτικὴ πρωινὴ συνέλευση, ἐτούτη ἐδῶ ἡ Πνύκα εἶναι ἄδεια. ῞ Ολοι στὴν ἀγορὰ ϕλυαροῦν καὶ πάνω κάτω Ξεϕεύγουν τὸ σκοινὶ τὸ κοκκινοβαμμένο. Οὔτε οἱ πρυτάνεις ἤρθανε, μόν’ θά ’ρθουν μ΄ἀργοπορία κι ἔπειτα –πῶς τὸ θαρρεῖς;– σὰ ϕτάσουνε, θὰ σπρώχνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κουτρουβαλώντας γιὰ τὸν πρῶτο πάγκο. ῞ Ομως εἰρήνη πῶς θὰ γίνει καμιὰ ἔγνοια δὲν ἔχουνε.] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
Σὲ μία τακτικὴ συνέλευση10 ἡ Πνύκα ἦταν ἄδεια. Οἱ βουλευτὲς καὶ οἱ πολίτες ποὺ κανονικὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκονται στὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου γιὰ νὰ συζητήσουν καὶ νὰ πάρουν ἀποϕάσεις, σπαταλοῦν τὸ χρόνο τους ϕλυαρώντας στὴν ἀγορά. Τὸ μέτρο τῆς ἐπισήμανσης-διαπόμπευσης τῶν ἀργοπορημένων ἔχει καταστεῖ ἀνενεργὸ ἀπὸ τὴν ἐπιτηδειότητα τῶν παραβατῶν. Οἱ πρυτάνεις ἀντὶ νὰ δίνουν τὸ καλὸ παράδειγμα, ϕθάνουν καὶ αὐτοὶ ἀργοπορημένοι, συνωθοῦνται γιὰ τὶς 10. Χρηστίδης (1991): 89, ὑποσημ. 19: Οἱ τακτικὲς συνελεύσεις ἦταν τρεῖς σὲ κάθε περίοδο πρυτανείας, ἡ πρώτη, ἡ δεκάτη καὶ ἡ τριακᾶς. Κατὰ τὸν Α ᾽ ριστοτέλη ἦταν τέσσερες καὶ κυρία μόνο ἡ πρώτη ( ᾽Αθην. Πολ.43,3).
188
Λ ΑΜΠΡΙΝΟΣ ΕΥΣΤ. ΠΛ ΑΤΥΠΟΔΗΣ
πρῶτες θέσεις, ἐνῶ γιὰ τὸ ϕλέγον θέμα τοῦ τερματισμοῦ τοῦ πολέμου καὶ τὴ σύναψη εἰρήνης δὲν ἐνδιαϕέρονται καθόλου. ῾ Η Πνύκα, ὁ ναὸς τῆς Δημοκρατίας χαρακτηρίζεται εὔστοχα μὲ τὸν τραγικὸ ὅρο ἔρημος, καὶ τοῦτο γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ ἀϕενὸς μὲν ἡ ζοϕερὴ περὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων κατάσταση καὶ ἀϕετέρου τὸ ἐπερχόμενο σχετικὰ μὲ τὸν πόλεμο πλῆρες ἀδιέξοδο. ῾ Η συντεταγμένη πολιτεία δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ δώσει λύση στὸ μεγάλο πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ ᾽Αθηναῖοι καὶ οἱ κάτοικοι τῶν γύρω δήμων ποὺ εἶχαν συνωθηθεῖ ἐξαιτίας τοῦ πολέμου ἐντὸς τῶν τειχῶν. Τὸν ᾽Αμϕίθεο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ συνάψει εἰρήνη μὲ τοὺς Σπαρτιάτες λόγω τῆς θεϊκῆς του ἰδιότητος τὸν προσβάλλουν καὶ τὸν ἀποπέμπουν ἀπὸ τὴν Πνύκα βάναυσα οἱ ϕύλακες τῆς ᾽ Εκκλησίας τοῦ Δήμου.11 Διαμετρικῶς ἀντίθετη ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση ἀπὸ τοὺς πρυτάνεις τῶν πρέσβεων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μόλις καταϕθάσει ἀπὸ τὶς «ὑψηλὲς» ἀποστολές τους, ϕυσικὰ μὲ ἄδεια χέρια. ῾ Η μόνη ἔννοια τῶν πρέσβεων ἦταν ἡ καλοπέρασή τους, τὰ συμπόσια καὶ τὰ ξέϕρενα γλέντια. ῾ Η πατρίδα μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν ἡγετῶν της πλήρωνε ἁδρὰ τοὺς πρέσβεις καὶ τὶς πρεσβεῖες μὲ μόνο ἀντάλλαγμα ἀνεκπλήρωτες ὑποσχέσεις καὶ ϕροῦδες ἐλπίδες.12 Τὴν ἐσκεμμένη ἀπουσία τῆς πόλης στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος καλεῖται νὰ ἀναπληρώσει ἕνας πολίτης, ὁ Δικαιόπολης, τοῦ ὁποίου ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομα συνηγορεῖ σὲ ἐνέργειες καὶ στόχους ποὺ θὰ εὐνοοῦσαν καὶ θὰ ὠϕελοῦσαν τὴν πόλη. ῾ Ο Δικαιόπολης προχώρησε στὴ σύναψη ἰδιωτικῆς εἰρήνης ἀξιοποιώντας τὸν ᾽Αμϕίθεο, αὐτὸν ποὺ οἱ πρυτάνεις ἀγνόησαν, καὶ ἐπιδίδεται στὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν ποὺ τόσα χρόνια εἶχε ἐξαιτίας τοῦ πολέμου στερηθεῖ στὸ πλαίσιο πάντα τοῦ δικοῦ του μικρόκοσμου καὶ τῆς δικῆς του ἠθικῆς. Πρὶν μελετήσουμε καὶ ἀξιολογήσουμε τὴ συμπεριϕορὰ καὶ τὶς πράξεις τοῦ Δικαιόπολη, τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα τῆς κωμωδίας σχετικὰ μὲ τὴν πόλη, κρίνουμε σκόπιμο νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ συμπεριϕορὰ τῶν ᾽Αχαρνέων στὸ σύνολό της, καὶ τοῦτο γιατὶ εἶναι ἀναγκαία κατὰ τὴν ἄποψή μας ἡ πρόταξη τῆς συλλογικότητας ἔναντι τῆς ἀτομικότητας, ἀϕοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Δικαιόπολης ἦταν μέρος αὐτῆς, ἔστω καὶ ἂν ἐκδήλωσε 11. στ. 46-55. 12. στ. 61-172.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
189
σὲ κάποια δεδομένη στιγμὴ μία διαμετρικὰ ἀντίθετη συμπεριϕορὰ ἀπὸ τῶν συνδημοτῶν του. Οἱ ᾽Αχαρνεῖς ἐν πρώτοις ἀντιδροῦν μὲ βίαιο τρόπο καὶ καταδιώκουν τὸν ᾽Αμϕίθεο ἀρνούμενοι τὴν εἰρήνη τοῦ Δικαιόπολη (175-185): ἀλλ ᾽ ἐκ Λακεδαίμονος γὰρ ᾽Αμϕίθεος ὁδί. χαῖρ’ ᾽Αμϕίθεε. ΑΜΦ. μήπω γε πρίν γ ᾽ ἂν στῶ τρέχων· δεῖ γάρ με ϕεύγοντ ᾽ ἐκϕυγεῖν ᾽Αχαρνέας. ΔΙΚ. τί δ ᾽ ἔστ ᾽; ΑΜΦ. ἐγὼ μὲν δεῦρό σοι σπονδὰς ϕέρων ἔσπευδον· οἱ δ ᾽ ὤσϕροντο πρεσβῦταί τινες ᾽Αχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες πρίνινοι ἀτεράμονες Μαραθωνομάχαι σϕενδάμνινοι. ἔπειτ ᾽ ἀνέκραγον πάντες, ὦ μιαρώτατε σπονδὰς ϕέρεις τῶν ἀμπέλων τετμημένων; κἀς τοὺς τρίβωνας ξυνελέγοντο τῶν λίθων· ἐγὼ δ ᾽ ἔϕευγον· οἱ δ ᾽ ἐδίωκον κἀβόων. ΔΙΚ.
(ἐκδ. F.W. Hall & W.M. Geldart)
[ΔΙΚ. Μὰ νὰ ὁ ᾽Αμϕίθεος πού ’ρχεται ἀπὸ τὴ Σπάρτη. ᾽Αμϕίθεε, γειά σου! ΑΜΦ. Μή, προτοῦ πάψω νὰ τρέχω… Στοὺς ᾽Αχαρνεῖς τρέχοντας πρέπει νὰ ξεϕύγω! ΔΙΚ. Τί εἶναι λοιπόν; ΑΜΦ. Μὲ βιάση ἐρχόμουν πρὸς τὰ ἐδῶ, γιὰ νὰ σοῦ ϕέρω τὶς σπονδές· μὰ μερικοὶ γέροι μὲ πῆραν μυρουδιὰ ἀπ’ τὶς ᾽Αχαρνές, γέροντες σκληραγωγημένοι, πουρναρίσιοι, ἀγροῖκοι Μαραθωνομάχοι ἀπὸ σϕεντάμι. Κι ἀμέσως βάνουν τὶς ϕωνές, «βρὲ κάθαρμα, ϕέρνεις σπονδές, ἐνῶ εἶναι τὰ ἀμπέλια μας κομμένα; » καὶ στοὺς μανδύες ἀρχίζουν πέτρες νὰ μαζεύουν. Δρόμο κι ἐγὼ !...Καὶ μὲ ϕωνὲς μὲ κυνηγοῦσαν.] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
῾ Η ἀχαρνικὴ γῆ τὰ χρόνια τοῦ πολέμου εἶχε ὑποστεῖ ϕοβερὲς ζημιὲς καὶ δηώσεις. Οἱ ᾽Αθηναῖοι ποὺ κατὰ τοὺς ᾽Αχαρνεῖς ὄϕειλαν νὰ προασπιστοῦν αὐτὴ τὴ γῆ ποὺ μέχρι τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου τοὺς τρο-
190
Λ ΑΜΠΡΙΝΟΣ ΕΥΣΤ. ΠΛ ΑΤΥΠΟΔΗΣ
ϕοδοτοῦσε καὶ τοὺς σίτιζε, ἔμεναν ἄπραγοι, λόγω τῆς ἀκολουθούμενης περίκλειας πολιτικῆς. Οἱ ᾽Αχαρνεῖς εἶχαν προσϕέρει γιὰ τὸν πόλεμο στὸ στρατὸ τῆς πόλης τρεῖς χιλίαδες ὁπλίτες· ἀπαιτοῦσαν λοιπόν, σεβασμὸ στὸ μέγεθος τοῦ Δήμου τους καὶ δὲν ἀνέχονταν νὰ βλέπουν τὴ γῆ τους νὰ δηώνεται καὶ τὴν πολιτεία νὰ παραμένει ἄπραγη.13 ᾽ Επίσης ἕνας σημαντικὸς λόγος τῆς ἀντίδρασης τῶν ᾽Αχαρνέων ἦταν ἡ παράδοση τῶν προγόνων τους στοὺς ἀγῶνες τῆς πατρίδας. Οἱ εὐπατρίδες καὶ τιμητικῶς ὀνομαζόμενοι μαραθωνομάχοι14 ᾽Αχαρνεῖς ἔϕερναν βαρέως τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴ διαϕαινόμενη δειλία τῶν ᾽Αθηναίων ἔναντι τῶν Σπαρτιατῶν. Γι’ αὐτοὺς ἡ μόνη λύση ἦταν ὁ πόλεμος, ἡ ἐπικράτηση τοῦ δικαίου γιὰ τὸ Δῆμο τους, ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ συνέχιση τῆς εὔκλειας τῶν ἐνδόξων προγόνων τους. Συνεπῶς ἦταν ϕυσιολογικὴ καὶ ἀναμενόμενη ἡ πρώτη ἀντίδραση τῶν ᾽Αχαρνέων.15 Αὐτὴ ὅμως ἡ συμπεριϕορὰ τῶν ᾽Αχαρνέων θὰ διαϕοροποιηθεῖ. Οἱ ἀπηνεῖς διῶκτες τοῦ ᾽Αμϕίθεου καὶ τοῦ Δικαιόπολη, τῶν ὁποίων τὸ γενναῖο ϕρόνημα καὶ τὴν πολεμικὴ παράδοση εἶχε ὑμνήσει καὶ ὁ 13. Θουκ. ῾ Ιστ. ΙΙ. 19, ΙΙ. 20.4, ΙΙ. 21.3. 14. Οἱ ἀναϕερόμενοι ᾽Αχαρνεῖς ἦταν ἀδύνατο χρονολογικῶς νὰ εἶχαν πολεμήσει στὸν Μαραθώνα (490π.Χ). Εἶχαν πολεμήσει ὅμως οἱ πρόγονοί τους. ῾ Ο
χαρακτηρισμὸς «Μαραθωνομάχοι» ἀπεδίδετο συλλήβδην στοὺς γενναίους πολεμιστές, συνεπῶς οἱ ᾽Αχαρνεῖς εἶχαν κάθε λόγο νὰ ϕέρουν αὐτὸν τὸν τιμητικὸ χαρακτηρισμό. 15. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς 225-136: [Ποῦντος ἐκεῖνος πού ’κλεισε μὲ τοὺς ἐχθροὺς εἰρήνη, Δία πατέρα καὶ θεοί, μ’ αὐτοὺς ποὺ ὅλο θεριεύει γεμάτος μίσος πόλεμος βαθιὰ μές’ στὴν ψυχή μου, γιατί μοῦ ρήμαξαν τὴ γῆ· καὶ δὲ θὰ σταματήσω, προτοῦ σὰ βοῦρλο σουβλερὸ μπηχτῶ μέσ’ στὸ κορμί τους καὶ τσουχτερό, ἴδιο σπαθί, ποὺ μπαίνει ὡς τὴ λαβή του, νὰ μὴν ξαναπατήσουνε τ’ ἀμπέλια μου ποτές τους. Πρέπει ὅμως γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ νὰ ψάχνω ὁλοῦθε καὶ νὰ γυρνάει τὸ βλέμμα μου μέχρι καὶ τὴ Βαλλήνη καὶ νὰ τὸν κυνηγάω παντοῦ ἀπὸ τὸ ’νὰ μέρος στ’ ἄλλο, ὥσπου στὸ τέλος νὰ βρεθεῖ· καὶ τότε μὲ λιθάρια νὰ τὸν χτυπῶ τὸν ἄτιμο διόλου δὲ θὰ χορταίνω.] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
191
Πίνδαρος,16 ὕστερα ἀπὸ ἕναν ἀγώνα λόγων θὰ πεισθοῦν ἀπὸ τὸν Δικαιόπολη καὶ θὰ ἐγκαταλείψουν τὶς ἀρχικές τους θέσεις. ῾ Η δημαγωγία τοῦ Δικαιόπολη σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν κόπωση ἀπὸ τὶς κακουχίες ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ ἐξαιτίας τοῦ πολέμου συνέβαλαν στὸ νὰ ἀσπασθοῦν τὶς θέσεις τοῦ μέχρι πρότινος ἐχθροῦ τους. Δὲν γνωρίζουμε ἂν τελικὰ πείσθηκαν ἀπὸ τὸν Δικαιόπολη, ἂν παρασύρθηκαν ἀπὸ τὴ δημαγωγία του ἢ ἂν τελικὰ ὑπέστησαν τὴν ἀναπόϕευκτη ἰδεολογικὴ ἀλλοίωση τὴν ὁποία πολλὲς ϕορὲς ἐξ ἀντικειμένου ὁ πόλεμος προξενεῖ.17 Μετὰ τὴν παράβαση ὁ χορὸς δὲν ἀναϕέρεται πουθενὰ ὡς ᾽Αχαρνεῖς, καὶ τοῦτο διότι ἔχει ἀπολέσει τὸ ϕρόνημα καὶ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τῶν ᾽Αχαρναίων. Οἱ ᾽Αχαρνεῖς στὸ τέλος τοῦ ἔργου ἔχουν ὁλοκληρωτικὰ ἐμϕιλοχωρήσει στὸν κόσμο τῆς τρυϕῆς, στὸν ὑλιστικὸ κόσμο καὶ στὸν ἀνερμάτιστο βίο τοῦ Δικαιοπόλιδος. Τὸ τελευταῖο προπύργιο τῆς πόλης, οἱ «Μαραθωνομάχοι» ᾽Αχαρνεῖς ἐγκατέλειψαν τὴν πάγια θέση τους, τὴν διὰ τῶν ὅπλων προάσπιση τῆς πόλης, καὶ παρεισέϕρησαν στὴν ἐϕήμερη καλοπέραση καὶ εὐζωΐα, ποὺ ὑποσχόταν ὁ κόσμος τοῦ Δικαιοπόλιδος. Τοῦτο ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὀλέθρια πάθη τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ Δήμου τῶν ᾽Αχαρνέων. ῾ Ο κατήϕορος ποὺ εἶχε διάπλατα ἀνοίξει ὁ ἐμϕύλιος πόλεμος ἦταν ἕνας δρόμος γιὰ τοὺς ἀμυνόμενους χωρὶς ἐπιστροϕή, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώθηκε καὶ ἀπὸ τὸ ἄδοξο τέλος γιὰ τοὺς ᾽Αθηναίους καὶ τοὺς συμμάχους τους, τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου. ῾ Ο πρωταγωνιστὴς τῆς κωμωδίας, ὁ Δικαιόπολης, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα παραπέμπει ἐτυμολογικῶς σὲ ἄτομο ποὺ προασπίζεται τὴν πόλη ἢ τὸ δίκαιο αὐτῆς, θὰ ἀποδειχθεῖ ἐμμέσως πλὴν σαϕῶς ὅτι τὸ μόνο ποὺ προασπίζεται εἶναι ὁ μικρόκοσμός του. Τὴν πόλη ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ δώσει λύση στὰ μεγάλα προβλήματα ποὺ ἔχει προξενήσει ὁ Πελοποννησιακὸς Πόλεμος ἔρχεται νὰ ἀντικαταστήσει ὁ Δικαιόπολης, τοῦ ὁποίου ἡ συμπεριϕορὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας ἐϕάνσεις της ἦταν ἰδιαιτέρως προβληματική. ῾ Ο τρόπος ποὺ διεκδίκησε ἀπὸ τὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου, τὸ ναὸ τῆς Δημοκρατίας, τὴν ἀποδοχὴ τῆς 16. Πινδάρου Ν 3.25: ᾽Αχάρναι δὲ παλαίϕατον εὐάνορες [Οἱ ᾽Αχαρνὲς ἀπὸ παλιὰ εἶχαν γενναίους ἄνδρες]. Πβ. Πλάτωνος-Γιώτα (2004). 17. Θουκ. ῾ Ιστ. Γ, 82,3.
192
Λ ΑΜΠΡΙΝΟΣ ΕΥΣΤ. ΠΛ ΑΤΥΠΟΔΗΣ
πρότασής του ἦταν προσβλητικὸς καὶ ἀνοίκειος πρὸς τοὺς θεσμούς, τὴ Δημοκρατία καὶ τὸν πολιτισμό. Μπορεῖ νὰ ζητοῦσε εἰρήνη, ἡ ὅλη ὅμως συμπεριϕορά του ϕανέρωνε ταπεινὰ ἐλατήρια καὶ περιϕρόνηση κάθε ἔννοιας κοσμιότητας, εὐπρέπειας καὶ σεβασμοῦ στὶς θεσμοθετημένες διαδικασίες μιᾶς δημοκρατικῆς κοινωνίας.18 ῾ Ο ἐγωιστὴς Δικαιόπολης,19 συνῆψε εἰρήνη μὲ τοὺς Σπαρτιάτες μόνο γιὰ τὸν ἐαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του (131-132 & 266-270): ΔΙ. σπονδὰς ποίησαι πρὸς Λακεδαιμονίους μόνῳ
καὶ τοῖσι παιδίοισι καὶ τῇ πλάτιδι. ΔΙ. ἕκτῳ σ ᾽ ἔτει προσεῖπον ἐς τὸν δῆμον ἐλθὼν ἄσμενος, σπονδὰς ποιησάμενος ἐμαυτῷ, πραγμάτων τε καὶ μαχῶν καὶ Λαμάχων ἀπαλλαγείς. (ἐκδ. F.W. Hall & W.M. Geldart)
[Εἰρήνη κλεῖσε μὲ τοὺς Σπαρτιάτες, μόνο γιὰ μένα, τὴ γυναίκα μου καὶ τὰ παιδιά μου.] [Εἰρήνη τώρα ἔχοντας κλείσει γιὰ τὸν ἑαυτό μου μοναχὸ ξαναγυρνῶ στὸ χωριό μου, ὕστερα ἀπὸ ἕξι χρόνια,
18. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς 28-34 & 37-39:
[ ᾽ Εγὼ πάντα ξαναγυρνάω καὶ κάθομαι πρῶτος ἀπ’ ὅλους στὴ σύναξη· κι ὕστερα ὡς εἶμαι μόνος, στενάζω καὶ τεντώνομαι καὶ χασμουριέμαι, πέρδομαι, δὲν ξέρω τί νὰ κάνω καὶ μαδιέμαι καὶ ϕτιάχνω κάτω ζωγραϕιὲς καὶ συλλογιέμαι· κι ὅλο κατὰ τὸ κτῆμα μου ἀγναντεύω μὲ τὴ λαχτάρα τῆς εἰρήνης.] …[Σήμερα ὅμως σίγουρα ἔχω ἔλθει ἑτοιμασμένος νὰ ϕωνάζω, νὰ διακόπτω, τοὺς ρήτορες νὰ γιουχαΐζω, ὅταν κανένας γιὰ τίποτ’ ἄλλο μᾶς μιλάει παρὰ γιὰ εἰρήνη.] (μτϕρ.: Χ. Χρηστίδης)
19. Dover (1972) 88· Ξανθοῦ (2012) 277-295.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
193
κι ἔχω ἀπὸ Λαμάχους ξοϕλήσει κι ἀπὸ πολέμους καὶ κακό.] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
῾ Η σύναψη ὅμως ἀτομικῶν συνθηκῶν στὴν ἀρχαία ῾ Ελλάδα ἦταν ἀνεπίτρεπτος καὶ ὡς ἐκ τούτου πράξη καταδικαστέα καὶ κολάσιμη. ῾ Ο Πλάτων στοὺς Νόμους εἶχε εἰσηγηθεῖ τὴν τιμωρία τῆς θανατικῆς ποινῆς γιὰ ὅποιον ἔκανε ἀτομικὴ συνθήκη (955 c1-5): ἐὰν δέ τις ἰδίᾳ ποιῆται πρός τινας εἰρήνην ἢ πόλεμον ἄνευ τοῦ κοινοῦ, θάνατος ἔστω καὶ τούτῳ ζημία· ἐὰν δέ τι μέρος τῆς πόλεως εἰρήνην ἢ πόλεμον πρός τινας ἑαυτῷ ποιῆται, τοὺς αἰτίους οἱ στρατηγοὶ ταύτης τῆς πράξεως εἰσαγόντων εἰς δικαστήριον, ὀϕλόντι δὲ θάνατος ἔστω δίκη. (ἐκδ. John Burnet, 1903)
[ ᾽ Εὰν κάποιος πολίτης συνάψει ἰδιώτη εἰρήνη ἢ κηρύξει πόλεμο ξεχωριστὰ ἀπὸ τὴν πόλη του νὰ τιμωρεῖται μὲ θάνατο. ᾽ Εὰν ἕνα τμῆμα τῆς πόλης συνάψει εἰρήνη ἢ κηρύξουν πόλεμο χωριστὰ ἀπὸ τὸ σύνολο, οἱ στρατηγοὶ γιὰ αὐτή τους τὴν πράξη νὰ τοὺς ὁδηγοῦν στὸ δικαστήριο καὶ νὰ δικάζονται μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου.]
῾ Η δὲ ἀγορὰ ποὺ δημιούργησε, ὡς ἀπόρροια τῆς εἰρήνης του, λειτούργησε στὴ βάση τῶν πιὸ βδελυρῶν ἀγοραίων νόμων, καὶ τῆς πεισματικῆς ἄρνησής του νὰ μοιραστεῖ τὰ προϊόντα της μὲ ὁποιονδήποτε συμπολίτη του (719-722).20 Στὴν ἀγορὰ ποὺ ἔστησε ὁ Δικαιόπολης μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὁ Μεγαρίτης θὰ μεταμϕιέσει τὶς δυό του κόρες σὲ χοιρίδια, προκειμένου νὰ τοῦ τῆς πουλήσει.21 ῾ Ο Μεγαρίτης ἐνθαρρυμένος ἀπὸ τὴν ἀπουσία κάθε μέτρου καὶ κανόνος ἠθικῆς σὲ 20. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς 719-722: [ΔΙ. Αὐτὰ ἐδῶ εἶν’ τὰ σύνορα τῆς ἀγορᾶς μου.
᾽ Εδῶ ἔχουνε δικαίωμα νὰ συχνάζουν ῞ Ολοι οἱ Μωραΐτες, Μεγαρίτες καὶ Βοιωτοί, Μὰ μ’ ἕναν ὅρο: νὰ πουλᾶν μόνο σ’ ἐμένα.] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
21. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς 738-739: [ΜΕ. Νὰ σκέϕτηκα μία μεγαρικὴ κομπίνα:
194
Λ ΑΜΠΡΙΝΟΣ ΕΥΣΤ. ΠΛ ΑΤΥΠΟΔΗΣ
αὐτὴν τὴν ὁλωσδιόλου ἀλλόκοτη ἀγορά, δὲ διστάζει νὰ εὐχηθεῖ μέσα ἀπὸ ἕνα ἀκατάσχετο ὑβρεολόγιο νὰ ἔχουν τὴν ἴδια τύχη μὲ τὰ κορίτσια του, ἡ γυναίκα καὶ ἡ μάνα του.22 ῾ Η ἐξουσία ποὺ ὁ Δικαιόπολης ἀποκτᾶ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ προσπορίζει ἡ ἀγορά του γίνεται ἡ ἀϕορμὴ τῆς ἐκτύλιξης τῆς πλήρους διάστασης μὲ τὴν πόλη του. Τὸ χάσμα μεταξὺ τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα τῆς ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας μὲ τὴν πόλη διευρύνεται ἀπὸ τὸν εἰρωνικὸ καὶ ἀνοίκειο τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζει αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν γιὰ τοὺς δικούς τους λόγους νὰ ἔχουν μερίδιο στὰ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης του καὶ ἀπὸ τὴν προκλητικὴ μεταχείριση τῶν πολεμικῶν συμβόλων. ῾ Η πανηγυρικὴ διατράνωση τῆς νίκης τοῦ Δικαιόπολη,23 συνοδευόμενη ἀπό ἕναν ἐπερχόμενο πακτωλὸ ὑλικὸ ἀγαθῶν καὶ ἀπολαύσεων,24 ὡς γέρας, καὶ ὁ ταυτόχρονος χλευασμὸς τοῦ Λαμάχου ποὺ δεινοπαθοῦσε προασπιζόμενος τὴν πόλη,25 στὸ τέλος τῆς κωμωδίας, κατέδειξαν ὅτι οἱ πόλεις εἶχαν πλέον ἀποσαρθρωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνικανότητα τῶν ἀϕοῦ σᾶς μασκαρέψω γουρουνάκια θὰ πῶ πὼς ϕέρνω γιὰ νὰ σᾶς πουλήσω.] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
22. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς 815-817:
[᾽ Εν τάξει! ῎ Αχ, μακάρι ἔτσι νὰ μποροῦσα Καὶ τὴ γυναίκα μου, ῾ Ερμῆ πραματευτῆ μου, Καὶ τὴ μάνα μου ἀκόμα νὰ πουλοῦσα!] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
23. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς 1231:
[᾽Ακολουθῆστε τραγουδώντας ω,τρα,λα,λα,νίκη καλή!] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
24. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς 1089-1093:
[ ῎ Αγγ. ῞ Ολα τὰ ὑπόλοιπα τὰ ἔχουν ἑτοιμάσει, κλίνες, τραπέζια, στρώματα καὶ προσκεϕάλια, στεϕάνια, μύρα, ἐπιδόρπια, νά κι οἱ πόρνες, ψωμιά, γλυκίσματα, λαγάνες, παξιμάδια, ὡραῖες χορεύτριες «τοῦ ῾ Αρμοδίου ἀγαπημένες».] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
25. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς 1107: ΛΑ. [(ὁ Λάμαχος πρὸς τὸν Δικαιόπολη θυμωμένα) ῎ Ανθρωπε πάψε τὰ ὅπλα
μου νὰ κοροιδεύεις!] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
195
πολιτικῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὑστεροβουλία καὶ τὸν ἀτομικισμὸ τῶν νεοϕώτιστων «πολιτῶν», μελῶν τους. ῾ Ο κόσμος τῆς χλιδῆς καὶ τῆς ἀπληστίας, μέσα ἀπὸ τὴ μάσκα τοῦ ἰδανικοῦ τῆς εἰρήνης, ποὺ διεκδίκησε ὁ Δικαιόπολης, ἀϕοροῦσε μία πόλη βαθιὰ ἄρρωστη, μιὰ πόλη ϕλεγμαίνουσα, ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ εὔστοχα ὁ Πλάτων. Μιὰ σύγκριση τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς πόλης, ἀπόρροια τῆς εἰρήνης τοῦ Δικαιόπολη, καὶ τῆς ϕλεγμαίνουσας πόλης τοῦ Πλάτωνα,26 εἶναι σὲ θέση νὰ καταστήσει εὐδιάκριτα τὰ ἀθεράπευτα πάθη τῶν πόλεων ᾽ χαρνῆς, πάθη ποὺ ὁδήγητῆς ἐποχῆς ποὺ γράϕει ὁ ποιητὴς τοὺς Α σαν ἱστορικῶς ἀϕενὸς μὲν στὴν κατάρρευση τῆς ᾽Αθήνας ἀϕετέρου στὸ ἄδοξο τέλος τοῦ Χρυσοῦ Αἰώνα ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἱερὴ πόλη τῆς ᾽Αθηνᾶς, ἀλλὰ ὁλόκληρης τῆς ῾ Ελλάδας καὶ τῆς Οἰκουμένης. ῾ Ο βασικὸς λόγος στὴν παροῦσα ἐργασία ποὺ ὁ Δικαιόπολης καὶ ἡ ὅλη συμπεριϕορά του ἀντιμετωπίσθηκε μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ ἱστορικοῦ ὀρθολογισμοῦ,27 εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐπισήμανση τοῦ ποιητῆ ὅτι καὶ ἡ κωμωδία γνωρίζει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ δίκαιο.28 Συνεπῶς σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν ἀγνοήθηκε ὁ μυθοπλαστικὸς χαρακτήρας τῆς κωμωδίας, οὔτε παρερμηνεύτηκαν τὰ συστατικὰ στοιχεῖα αὐτῆς, ὅπως ἡ ἀθυροστομία καὶ ἡ κυριαρχία τοῦ ϕανταστικοῦ - ἐξωπραγραμα26. Πλάτ. Πολ. 372e2- 373a8:
[ ῎ Α, καλά, εἶπα, τώρα ἐνόησα. Δὲν ἐξετάζομε, ϕαίνεται, ἁπλῶς, πῶς γεννᾶται μία πολιτεία, μὰ τὴ θέλουμε νὰ πλέει καὶ μέσα στὴν καλοπέραση. ῎ Ισως νὰ μὴν εἶναι ἄσχημα κ’ ἔτσι· γιατὶ μπορεῖ, ἐνῶ θὰ ἐξετάζωμε καὶ μία τέτοια πόλη, νὰ βροῦμε καὶ ἀπὸ ποὺ ξεϕυτρώνει μέσα στὶς πόλεις ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀδικία. ῞ Οπως καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀληθινὴ πολιτεία, ἡ ὑγιὴς πολιτεία, μοῦ ϕαίνεται ὅτι εἶναι αὐτὴ ποὺ περιγράψαμε πρίν· μ’ ἂν θέλετε πάλι νὰ περιγράψωμε μιὰ πόλη, ποὺ τὴν καίει ὁ πυρετός (ἀρρωστημένη), δὲν μᾶς ἐμποδίζει τίποτα· γιατὶ πραγματικῶς ἐκεῖνος ὁ τρόπος ζωῆς δὲν εἶναι γιὰ νὰ εὐχαριστεῖ ὅλους, ἀλλὰ θὰ χρειαστοῦμε γι’ αὐτοὺς καὶ κλίνες καὶ τραπέζια καὶ ἄλλα ἔπιπλα καὶ ὀρεκτικά, ἀκόμη καὶ ἀρώματα καὶ γυναῖκες καὶ λιχουδιὲς κάθε λογῆς καὶ σὲ ἀϕθονία. Καὶ λοιπὸν δὲ θὰ βάλωμε πιὰ γιὰ πράγματα πρώτης ἀνάγκης ἐκεῖνα ποὺ λέγαμε ἐξ ἀρχῆς, σπίτια καὶ ϕορέματα καὶ ὑποδήματα, ἀλλὰ θὰ βάλωμε σὲ ἐνέργεια καὶ τὴ ζωγραϕικὴ καὶ τὸ χρυσάϕι καὶ τὸ ἐλεϕαντόδοντο καὶ ὅλα τὰ τέτοια, ποὺ πρέπει νὰ τ’ ἀποκτήσωμε, ᾽Αλήθεια λέγω;] (μτϕρ. ᾽ Ιωάννης Γρυπάρης) 27. S. Douglas Oslon, “Dikaiopolis’ motivations in Aristophanes’ Acharnians”, JHS 11(1991) 200-203. 28. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς, 500.
196
Λ ΑΜΠΡΙΝΟΣ ΕΥΣΤ. ΠΛ ΑΤΥΠΟΔΗΣ
τικοῦ. Τὸ μυθοπλαστικὸ στοιχεῖο τῆς κωμωδίας ᾽Αχαρνῆς, ἂν καὶ ἐνταγμένο στὴν «εἰκονιστικὴ παράδοση»29 δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μελετηθεῖ ἐκτὸς τῶν ἱστορικῶν συμϕραζομένων ἐντὸς τῶν ὁποίων πραγματοποιήθηκε ἡ ἐν λόγω παράσταση. Τὸν ποιητὴ σύμϕωνα μὲ τὸ δικό του λόγο τὸν ἐνδιαϕέρει ἡ ἀλήθεια,30 καὶ ἔχει τὴ δυνατότητα –ποιητικῇ ἀδείᾳ– νὰ τὴν προσεγγίζει καὶ ἐπιτυγχάνει μὲ τὰ γλωσσικὰ καὶ αἰσθητικὰ μέσα ποὺ αὐτὸς κρίνει, εἴτε αὐτὰ ἀνταποκρίνονται στὸ κοινὸ λογικὸ κριτήριο, εἴτε ὄχι. ῾ Η διαμάχη σχετικὰ μὲ τὸ ἂν ὁ ἀριστοϕανικὸς ἥρωας, ὁ Δικαιόπολης εἶναι μία ὀρθολογικὴ ὀντότητα ἢ ἕνας καθαρὰ μυθοπλαστικὸς χαρακτήρας πιστεύω ὅτι εἶναι ἀποπροσανατολιστικὴ ἀπὸ τὸν θεματικὸ πυρήνα τοῦ ἔργου καὶ τὶς προθέσεις τοῦ ποιητῆ. Κατὰ τὴν ἄποψή μας καὶ τὰ δυὸ χαρακτηριστικὰ συνυπάρχουν στὸν ἐν λόγω ἀριστοϕανικὸ ἥρωα. Τὴ μυθοπλασία, τὴν ἀθυροστοστομία καὶ τὴ διακωμώδηση ὁ ποιητὴς τὶς χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ πετύχει τὸ στόχο του, νὰ κάνει τοὺς θεατὲς νὰ γελάσουν, νὰ τοὺς μυήσει στὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτὸς πρέσβευε καὶ διὰ τοῦ ἔργου του ὑπηρετοῦσε, καὶ τελικῶς νὰ κερδίσει τὴν ψῆϕο τῶν κριτῶν καὶ τὸ χειροκρότημα τῶν θεατῶν. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης ϕαίνεται νὰ πέτυχε τὸ στόχο του, δείχνοντας ξεκάθαρα ὅτι οἱ πόλεις δὲν σώζονταν μὲ τίποτα, ἀϕοῦ καὶ οἱ πολιτικοί, ἀλλὰ καὶ οἱ πολίτες τὸ ἴδιο ὑπονομευτικὰ πρὸς τὸ κοινὸ συμϕέρον ἐνεργοῦσαν. ῾ Η κατάληξη τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου ἐπιβεβαίωσε τὶς ἀνησυχίες καὶ τοὺς προβληματισμοὺς τοῦ ποιητῆ, ἀνησυχίες καὶ προβληματισμοὶ ποὺ συμπυκνώθηκαν στὴ δραματικὴ ἀναϕώνηση τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα, ὦ πόλις πόλις (27). ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης δὲν κέρδισε μόνο τὸ πρῶτο βραβεῖο μὲ τοὺς Α ᾽ χαρνῆς, ἀλλὰ ἀνύψωσε διὰ τῆς μοναδικῆς του τέχνης τὴν περιώ29. Πρόκειται γιὰ τὴ νεοελληνικὴ ἀπόδοση τοῦ ὅρου “imagist tradition”, τὸν ὁποῖο ἐπινόησε ὁ M. S. Silk, “The People of Aristophanes”, στὸ Oxford Readings in Aristophanes, (ἐπιμ.) E. Segal (Oxford, 1996), 237 [= «Οἱ χαρακτῆρες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη», μτϕρ. Χριστίνα Ντόκου, στὸ Θάλεια: Δεκαπέντε Μελετήματα γιὰ τὸν ᾽Αριστοϕάνη, (ἐπιμ.) Γ. Δ. Κατσῆς, ᾽Αθήνα: ᾽ Εκδόσεις Σμίλη, 2007, 156-188, 167]. 30. ᾽Αριστοϕ. ᾽Αχαρνῆς, 655-656: [Μέσα ἀπὸ τὶς κωμωδίες θὰ σᾶς λέει τὰ δίκαια κι ἀκόμα πολλὰ θὰ σᾶς δείξει καλά, ἔτσι ποὺ εὐτυχισμένοι νὰ εἶστε.] (μτϕρ. Χ. Χρηστίδης)
ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
197
νυμη κωμωδία στὴ χορεία τῶν μεγάλων δραματικῶν ἔργων –τραγωδιῶν καὶ κωμωδιῶν– ποὺ διαπραγματεύτηκαν καὶ γιγαντομάχησαν ἐπιτυχῶς μὲ τὶς μεγάλες ἀλήθειες.
Βιβλιογραϕία Βλάχος, ῎ Αγγ., Θουκυδίδου ῾ Ιστορία ( ᾽Αθήνα). Bowwie, A.M. (2005), ᾽Αριστοϕάνης, Μύθος, Τελετουργία καὶ Κωμωδία, ἐπιμ.: ᾽Α. Μαρκαντωνᾶτος, μτϕρ.:Π. Μοσχοπούλου ( ᾽Αθήνα). Douglas Olson, S. (1991), «Dikaiopolis’ motivations in Aristophanes’ Acharnians», JHS 11, 200-203. D o v e r, K. J. (1972), Aristophanic Comedy (Μπέρκλεϋ) [ ῾ Ελλ. Μτϕρ]. (20005), ῾ Η Κωμωδία τοῦ Α ᾽ ριστοϕάνη, μτϕρ. Φ. ᾽ Ι. Κακριδῆς ( ᾽Αθήνα). Μαρκ αν των ᾶτος, ᾽Α. Γ. & Πλατ υπ ό δη ς, Λ. Εὐστ. (ἐπιμ.) (2012), Θέατρο καὶ Πόλη. ᾽Αττικὸ Δρᾶμα, ᾽Αθηναϊκὴ Δημοκρατία καὶ ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Θρησκεία ( ᾽Αθήνα). Ξαν θ άκη-Καρα μάνου, Γ. (2009). Δραματικὴ Ποίηση καὶ Πόλη ( ῾ Αθήνα). Ξαν θοῦ, Μ. (2012), « ᾽Αριστοϕάνους ᾽Αχαρνῆς. ῾ Ο Θρίαμβος τοῦ ᾽ Εγωισμοῦ (;), ᾽ Επανεξετάζοντας τὸν Χαρακτήρα τοῦ Δικαιόπολη», στὸ ᾽Α. Γ. Μαρκ αν των ᾶτος & Λ. Εὐστ. Πλατ υπ ό δη ς (ἐπιμ.) (2012), Θέατρο καὶ Πόλη. ᾽Αττικὸ Δρᾶμα, ᾽Αθηναϊκὴ Δημοκρατία καὶ ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Θρησκεία ( ᾽Αθήνα), 277-295. Osborne, R. (1985a). Demos: The Discovery of Classical Athens (Cambridge). —— (1987), Classical landscape with figures. The ancient Greek city and its countryside (London). Πελε κίδη ς, Χρ., (1972), ῾ Ιστορία τοῦ ῾ Ελληνικοῦ ῎ Εθνους, τ. Γ1, ( ᾽Αθήνα) 200. Πλάτων ος-Γιώτα, Μ. (2004), ᾽Αχαρναί. ῾ Ιστορικὴ καὶ Τοπογραϕικὴ ᾽Επισκόπηση τῶν ᾽Αρχαίων ᾽Αχαρνῶν, τῶν Γειτονικῶν Δήμων καὶ τῶν ᾽Οχυρώσεων τῆς Πάρνηθας ( ᾽Αθήνα-᾽Αχαρναί).
Αἰκατερίνη Παυλάκη* ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ποὺ θὰ ἐξετάσουμε ἀϕορᾶ σὲ μία διάρκεια ἑπτὰ περίπου χρόνων ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου (431 π.Χ.) ἕως τὴν συγγραϕὴ καὶ παρουσίαση τοῦ ἔργου τὸ 425 π.Χ. Θὰ προσεγγίσουμε τοὺς ᾽Αχαρνεῖς καὶ τὸ δῆμο ᾽Αχαρνῶν τὰ πρῶτα αὐτὰ χρόνια, τόσο μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ σπουδαίου κωμωδιογράϕου ποὺ ἀποτελεῖ πηγὴ πολυάριθμων μαρτυριῶν γιὰ τὴ συγκεκριμένη περίοδο, ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὴν περιγραϕὴ τοῦ ἱστορικοῦ Θουκυδίδη. Θὰ προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴ στάση τοῦ πρωταγωνιστῆ τοῦ ἔργου, Δικαιόπολη, ἀνιχνεύοντας στὸ συγκεκριμένο ἱστορικὸ πλαίσιο, τὶς ἀντιστοιχίες μὲ πρόσωπα καὶ γεγονότα καθάροντάς τα ἀπὸ τὸν κωμικὸ μανδύα καὶ τοποθετώντας τα στὶς πραγματικές τους διαστάσεις. Δὲν εἶναι ἄλλωστε ὁ ρόλος τῆς κωμωδίας νὰ ἀναϕέρει τὶς πραγματικὲς αἰτίες, ϕωτίζει ὅμως πάμπολες πτυχὲς δίνοντάς μας στοιχεῖα μέσα ἀπὸ τὴ δική της ἐκδοχή. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα π.Χ., ἡ ᾽Αθήνα ἤδη ἀναγνωρίζεται ὡς ἀναμϕισβήτητη ἡγεμονικὴ δύναμη στὸ Αἰγαῖο κυρίως μετὰ τὴν ἐπικράτησή της ἔναντι τῶν Περσῶν. Ταυτόχρονα, ὁ Δῆμος ἑδραιώνει τὴν ἐξουσία του στὴν διακυβέρνηση τῆς πόλης καὶ ἡ ᾽Αθήνα εὐημερεῖ χάρη στὰ προνόμια ποὺ ἀπολαμβάνει ὡς οἰκονομικὸ καὶ ἐμπο* ᾽ Εκπαιδευτικὸς-θεατρολόγος.
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
199
ρικὸ κέντρο, ἀλλὰ καὶ χάρη στὶς εἰσϕορὲς ποὺ πληρώνουν οἱ σύμμαχοί της. Στὰ χρόνια ὅμως ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν αὐτὴ ἡ ἐπικράτηση τῆς ᾽Αθήνας ὡς κυρίαρχης δύναμης στὸν ἑλληνικὸ κόσμο, ἦταν ϕυσικὸ νὰ προκάλεσει ἀνησυχία καὶ ϕόβο κυρίως στοὺς Λακεδαιμόνιους (κατὰ τὸ Θουκυδίδη), καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν καταπιεστικὸ χαρακτήρα τῆς ᾽Αθηναικῆς ῾ Ηγεμονίας θὰ δημιουργήσει δυσαρέσκειες, ἔτσι ὥστε σταδιακὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸν Πελοποννησιακὸ Πόλεμο. ῾ Ο Περικλῆς κυρίαρχος τότε στὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς ᾽Αθήνας καὶ μοχλὸς τῶν περισσοτέρων ἀλλαγῶν σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς δημόσιας ζωῆς, θεωρήθηκε ἀπὸ ἀρκετοὺς ὡς ὑπεύθυνος γιὰ τὸν πόλεμο αὐτό. ᾽ θήνα θὰ μποροῦσε νὰ πλήξει « ῏ Ηταν ὑπέρμαχος τῆς θέσης ὅτι ἡ Α καίρια τὴν Περσία, μόνο ἂν εἶχε τὴν οὐσιαστικὴ ἡγεμονία ὁλόκληρου του ἑλληνικοῦ κόσμου, γι’ αὐτὸ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ξεκαθαρίσει τοὺς λογαρισμούς της μὲ τὴ Σπάρτη». Θὰ ἦταν βέβαια λάθος νὰ ἀποδώσουμε σὲ ἕναν ἄνθρωπο ὅσο δυνατὸς καὶ νὰ ἦταν μία τέτοια εὐθύνη. ῾ Ο Περικλῆς δὲν ἦταν μονάρχης καὶ παρ’ ὅτι ἐπηρέαζε βαθιὰ τοὺς ᾽Αθηναίους δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ ὁδηγήσει τὴ Δημοκρατία στὴ νίκη παρὰ τὴ θέλησή της. ῞ Ο,τι συνέβη, ἦταν ἡ ἀναπόδραστη πορεία μιᾶς σπουδαίας πόλης ποὺ ἤκμασε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, σὲ ἐντυπωσιακὰ γρήγορο χρονικὸ διάστημα, παλεύοντας καθημερινὰ μὲ τὸν καλὸ καὶ τὸν κακό της ἑαυτό. Οἱ ᾽Αθηναῖοι δὲν εἶχαν ἡσυχία, οὔτε ἄϕηναν τοὺς ἄλλους ἥσυχους μᾶς λέει ὁ Θουκυδίδης, περιγράϕοντας τὴν ψυχοσύνθεση τῶν ᾽Αθηναίων καὶ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσϕαιρα τῆς περιόδου ἐκείνης. ῾ Ο Πελοππονησιακὸς Πόλεμος ξεσπάει τὸ 431 π.Χ., ὅταν δηλαδὴ ὁ ᾽Αριστοϕάνης εἶναι περίπου 13-14 ἐτῶν. Στὰ 425 π.Χ., τέλος ᾽ Ιανουαρίου, ἑπτὰ χρόνια μετὰ ὅταν γύρω στὰ δεκαεννέα του χρόνια γράϕει τοὺς ᾽Αχαρνῆς καὶ κερδίζει τὸ πρῶτο βραβεῖο μὲ ἀντιπάλους, τους σπουδαίους Κρατίνο καὶ ὁ Εὔπολι ἐπὶ ἄρχοντος Εὐθυμένους, στὰ Λήναια. Οἱ θεατρικοὶ ἀγῶνες συνεχίζονται καὶ τὴν περίοδο του πολέμου, μόνο ποὺ διαγωνίζονταν πλέον τρεῖς ἀντὶ γιὰ πέντε κωμωδίες. Στὸ διάστημα αὐτό, τῶν πρώτων ἑπτὰ χρόνων τοῦ πολέμου, ἔχει ζήσει τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Σπαρτιατῶν στὴν ᾽Αττικὴ γῆ, τὴν ἐκϕώνηση τοῦ ᾽Επιταϕίου ἀπὸ τὸν Περικλῆ, τὸ μεγάλο λοιμὸ τῆς ᾽Αθήνας, καθὼς καὶ τὸ θάνατο τοῦ ἴδιου τοῦ Περικλῆ τὸ 429 π.Χ.
200
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΥΛ ΑΚΗ
Τὸ θέμα τῆς κωμωδίας ποὺ ἀποϕασίζει λοιπὸν νὰ γράψει, ἐμϕορούμενο ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω, περιστρέϕεται γύρω ἀπὸ ἕναν ἀγρότη, τὸν Δικαιόπολη, ποὺ μὴν ἀντέχοντας ἄλλο νὰ βλέπει τὰ χωράϕια του νὰ καταστρέϕονται ἀπὸ τοὺς Σπαρτιάτες καὶ τὴν οἰκογένειά του νὰ πεινᾶ λόγω τοῦ πολέμου, ἀποϕασίζει νὰ συνάψει ἀτομικὸ σύμϕωνο εἰρήνης μὲ τὸν ἐχθρό. Οἱ ᾽Αχαρνιῶτες, γέροντες καρβουνιάρηδες, πρώην μαραθωνομάχοι, τὸ μυρίζονται, τὸν παίρνουν στὸ κυνήγι ἀποκαλώντας τον προδότη. ῾ Ο Δικαιόπολης καταϕέρνει ἀπολογούμενος νὰ τοὺς πείσει ὅτι ἔχει δίκιο καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ κωμωδία ἀπογειώνεται στὸ χῶρο τῆς ὑπέρβασης, μὲ τὸν Δικαιόπολη νὰ ἔχει μετατρέψει τὸ σπίτι του σὲ ἐλεύθερη ἐμπορικὴ ζώνη καὶ νὰ ἀπολαμβάνει τὴ διακίνηση ἀγαθῶν γιορτάζοντας καὶ γλεντοκοπώντας. ᾽ Επιχειρώντας νὰ σκιαγραϕήσουμε τὸ προϕὶλ τῶν ᾽Αχαρνέων, πέρα ἀπὸ τὴν κωμικὴ διάσταση ποὺ τοὺς δίνει ὁ ποιητής, θὰ λέγαμε ὅτι πράγματι λόγω τῆς ἐνασχόλησής τους μὲ τὴν ὑλοτομία, τὰ κάρβουνα, τὶς καλλιέργειες καὶ τὸ κυνήγι, ἦταν ἀρκετὰ τραχεῖς καὶ ὄχι ἰδιαίτερα καλλιεργημένοι. Τὸ σχολιάζει κωμικὰ καὶ ὁ ᾽Αριστοϕάνης ᾽ χαρνικὴ μοῦσα» καὶ ὄχι μέσα ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τοῦ χοροῦ στὴν « Α στὴ μοῦσα ὅπως εἴθισται νὰ ἀποκαλεῖται στὰ χορικά. ῾ Η σχέση τους μὲ τὴ γῆ, τοὺς ἔκανε νὰ εἶναι λιγότερο ἐξασκημένοι περὶ τὰ πολιτικά, ἂν καὶ συμμετεῖχαν στὶς συνελεύσεις τοῦ δήμου τους καὶ λιγότερο ἐκλεπτυσμένοι σὲ σχέση μὲ τοὺς ᾽Αθηναίους, πράγμα ϕυσικὸ γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γῆ, καὶ κυρίως ἐκτὸς τοῦ ῎ Αστεως. Μέσα ἀπὸ τὶς ποικίλες δυνατότητες ποὺ τοὺς ἔδινε τὸ ϕυσικὸ περιβάλλον, κατάϕεραν νὰ εὐδοκιμήσουν καὶ νὰ πλουτίσουν τὸν τόπο τους. Πλοῦτος ποὺ ϕάνηκε στὴν ἀποστολὴ 3000 ὁπλιτῶν στὸν πόλεμο, ἀϕοῦ εἶχαν ἰσχυρὸ στρατό, καθὼς καὶ μεγάλο ἀριθμὸ ἱππέων. ῾ Η ᾽Αθήνα, ὑπολόγιζε στὴ δύναμη τῶν ᾽Αχαρνέων, ποὺ θεωροῦνταν μαχητικοὶ καὶ πιστοὶ στὰ ἰδανικὰ τῆς πόλης καὶ τῆς δημοκρατίας. Λίγες ἦταν οἱ ϕορὲς ποὺ συμμετεῖχαν στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου στὴν ᾽Αθήνα καὶ συμπεραίνουμε πὼς ἦταν δύσκολο νὰ ὑπῆρξαν δυναμικοὶ συνδιαμορϕωτὲς τῶν ἀποϕάσεων ποὺ λαμβάνονταν ἐκεῖ. ῍ Ας δοῦμε ὅμως τὰ γεγονότα ὅπως διαδραματίστηκαν τὰ πρῶτα αὐτὰ χρόνια. Τὸ σχέδιο τοῦ Περικλῆ προέβλεπε μία συγκρατημένη καὶ προσεκτικὴ διεξαγωγὴ τοῦ πολέμου, ποὺ περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
201
ἐκμηδένιση τοῦ ἐχθροῦ λόγω οἰκονομικῆς ἐξάντλησης, τὴν ἀπογοήτευση ἀπὸ τὰ χτυπήματα τοῦ στρατοῦ στὸ κενὸ –ἀϕοῦ οἱ ᾽Αθηναῖοι θὰ ἀπέϕευγαν νὰ δώσουν μάχες στὴ στεριά–, καὶ τὴν ἐξουθένωση ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις ποὺ θὰ ἔκανε ταυτόχρονα ὁ ἀθηναικὸς στόλος, στὶς ἀκτές τους. Δυστυχῶς ὅμως γιὰ τοὺς ᾽Αχαρνεῖς, ὑπῆρξαν τὰ πρώτα θύματα τοῦ Σπαρτιάτη βασιλιᾶ ᾽Αρχίδαμου. Τὸ πρῶτο ἔτος τοῦ πολέμου, οἱ Σπαρτιάτες εἰσβάλλουν στὴν περιοχὴ ἀπὸ τὴν ᾽ Ελευσίνα καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸ πέρασμα ποὺ ὀνομαζόταν Κρωπεία (Μ. Πλάτωνος, Αχαρναί 34-35), λεηλατοῦν τὶς ᾽Αχαρνὲς στὴν περιοχὴ ποὺ σήμερα βρίσκεται μεταξὺ ᾽Αχαρνῶν καὶ ῎ Ανω Λιοσίων, στρατοπεδεύουν ἐκεῖ καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν ὡς ὁρμητήριο ἐπὶ μακρὸν γιὰ νὰ λεηλατοῦν καὶ νὰ καταστρέϕουν τὶς γύρω περιοχές. Οἱ ᾽Αχαρνεῖς ποὺ ἤδη ἐγκαταβιοῦν μέσα στὰ τείχη τῆς ᾽Αθήνας, μεταϕέροντας μαζί τους ὅτι πολύτιμο εἶχαν, παρακολουθοῦσαν ὅπως περιγράϕει ὁ Θουκιδίδης τὰ σπίτια καὶ τὴ γῆ τους νὰ καίγονται καὶ ὅπως ἦταν ἑπόμενο δημιουργήθηκε μεγάλη ἔνταση καὶ ὀργή: «Συναθροίζονταν σὲ ὁμάδες καὶ ϕιλονικοῦσαν, ἄλλοι πὼς πρέπει νὰ δώσουν μάχη κι ἄλλοι ποὺ ἤθελαν νὰ τοὺς συγκρατήσουν…῾ Η ἀγανάκτηση ἐναντίον τοῦ Περικλῆ ἦταν μεγάλη… καὶ θεωροῦσαν πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ ὑπεύθυνος γιὰ ὅσα πάθαιναν».1 Μόνο τυχαῖα δὲν ἦταν ἡ ἐπιλογὴ τῆς περιοχῆς αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Λακεδαιμόνιους. Γνώριζαν ὅτι οἱ ᾽Αχαρνιῶτες ὑπερτεροῦσαν ἀριθμητικὰ μεταξὺ τῶν ᾽Αθηναίων, καὶ βλέποντας τὴ γῆ τους νὰ καταστρέϕεται, θὰ ἐξαναγκάζονταν σὲ μάχη παρακινώντας καὶ τοὺς ὑπόλοιπους. Πίστευαν ἀκόμη, πὼς ἂν οἱ ᾽Αχαρνεῖς καταστραϕοῦν, δὲν θὰ ἔχουν τὴν ἴδια ζέση νὰ ριχτοῦν σὲ μάχη γιὰ νὰ σώσουν τὶς περιουσίες τῶν ἄλλων καὶ μοιραία κάποια στιγμὴ θὰ ξεσποῦσε διχασμὸς ἀνάμεσα στοὺς ᾽Αθηναίους. ῾ Ο Περικλῆς ὅμως παρὰ τὸ ϕορτισμένο κλίμα, δὲν συγκάλεσε τὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ δήμου, γιατὶ προέβλεψε ὅτι ἡ ἀπόϕαση ποὺ θὰ λαμβάνονταν ἐκεῖ θὰ ἦταν ἐν θερμῷ καὶ θὰ ἀνέτρεπε τὸν σχεδιασμό του. Στὴν ξηρὰ οἱ Λακεδαιμόνιοι εἶχαν τὴν ἀπόλυτη ὑπεροχή, γι’ αὐτὸ καὶ ἔπρεπε νὰ ἀποϕύγουν νὰ δώσουν τὴ μάχη ἐκεῖ μὲ κάθε τρόπο. Τελικά, οἱ Σπαρτιάτες ἔκαψαν καὶ κατέστρεψαν μεγάλο μέρος 1. Θουκ. Β ΄137-138.
202
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΥΛ ΑΚΗ
τῆς περιοχῆς πρὶν ἀναχωρήσουν, τακτικὴ ποὺ θὰ παραμείνει ἡ ἴδια μέχρι καὶ τὸ 425 π.Χ. ῾ Η περιοχὴ δεινοπάθησε, ἀϕοῦ κάθε ϕορὰ ἔκαιγαν καὶ κατέστρεϕαν καὶ τὴν παραμικρὴ μορϕὴ βλάστησης ποὺ τολμοῦσε νὰ ξεμυτίσει. Μετὰ τὴ δεύτερη εἰσβολὴ ὅμως, οἱ καταστροϕὲς στὴν ὕπαιθρο ἔκαναν τοὺς ᾽Αθηναίους νὰ χάσουν τὸ ἠθικό τους. Τότε ὁ Περικλῆς ὑποχρεώθηκε νὰ συγκαλέσει ᾽ Εκκλησία καὶ γιὰ μία ἀκόμη ϕορὰ προσπάθησε νὰ τονώσει τὸ ἠθικό τους καὶ νὰ τοὺς στρέψει πρὸς τὶς ὑψηλὲς ἀξίες γιὰ τὶς ὁποῖες ἄξιζε νὰ ἀγωνιστοῦν. Ποιές ὅμως ἦταν οἱ ἀξίες γιὰ τὶς ὁποῖες οἱ ᾽Αθηναῖοι δὲν ἔπρεπε νὰ δεχτοῦν ἕναν εὔκολο συμβιβασμό; ᾽ Εδῶ, θεωροῦμε ὅτι βρίσκεται τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τὴ στάση τοῦ Περικλῆ καὶ τῆς ᾽Αθήνας συνολικά, ὅσο καὶ τοῦ ἥρωα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. Θὰ πρέπει νὰ γίνει σαϕές, ὅτι ὁ πόλεμος ἐντασσόταν μὲ λογικὴ συνέπεια στὴν πολιτική τους.2 ῾ Η ᾽Αθηναϊκὴ Δημοκρατία προϋπέθετε τὴν ἡγεμονία. ῾ Ηγεμονία σήμαινε ἐπικράτηση καὶ ἐξάπλωση τῆς ᾽Αθήνας στὸν ἑλληνικὸ κόσμο τῆς ἐποχῆς, μετερχόμενης ὅλων τῶν μέσων ποὺ διέθετε. ῞ Ο,τι ἀπειλοῦσε τὴν ἡγεμονία ἦταν ἀπειλὴ κατὰ τῆς Δημοκρατίας. ᾽Αναπόϕευκτα, κάθε ἐμπλοκὴ σὲ πόλεμο σήμαινε τὴν ὑπεράσπιση τῶν κατακτήσεών τους σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Δὲν ἔχουμε ἐνδείξεις ὅτι ἡ πλειοψηϕία θὰ δεχόταν νὰ θυσιάσει τὸν πλοῦτο καὶ τὴν εὐημερία ποὺ ἀπολάμβαναν λόγω τῆς ἡγεμονικῆς τους θέσης ἀπέναντι στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ τὶς παράλιες μικρασιατικὲς πόλεις. ῾ Η ᾽Αθήνα ὡς ἡγέτιδα δύναμη σκεϕτόταν κυρίως μὲ ὅρους ἐπιβολῆς καὶ ἐπικράτησης καὶ δευτερευόντως εἰρήνης, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ δείχνει πυγμή, νὰ τιμωρεῖ, νὰ εἶναι ἕτοιμη νὰ ριχτεῖ σὲ πόλεμο γιὰ νὰ προλάβει ἀποστασίες, ἢ γιὰ νὰ προστατεύσει τοὺς συμμάχους της. ῎Αλλωστε, ἀνάμεσα στὶς λιγότερο ἀναπτυγμένες πόλεις τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ πόλεμος λειτουργοῦσε λίγο σὰν ἐποχικὴ ἀπασχόληση. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης τὸ γνώριζε αὐτὸ πολὺ καλά. Δὲν ἦταν σπάνιο ϕαινόμενο νὰ καταστραϕεῖ μία πόλη, νὰ σκοτωθοῦν οἱ ἄντρες καὶ νὰ πουληθοῦν ὡς σκλάβοι ὁ ὑπόλοιπος πληθυσμός. ῾ Ως ἐκ τούτου, ἡ ἔννοια τοῦ «ϕιλειρηνικοῦ», προκειμένου κάποιος νὰ ἀποϕύγει τὸν πόλεμο καὶ τὴν ἀνθρωποκτονία, δὲν προκύπτει ἀπὸ πουθενά. 2. Mosse (2002) 73-74.
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
203
῾Ο Περικλῆς στὸ Θουκυδίδη, μιλώντας πρὸς τοὺς ᾽Αθηναίους πρὶν τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου, τοὺς ὑπενθυμίζει τὴν τόλμη τῶν προγόνων τους κατὰ τῶν Μήδων καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ϕερθοῦν μὲ τὴν ἴδια θέληση καὶ τόλμη ὥστε νὰ μὴν ἀϕήσουν στοὺς ἀπογόνους τους κληρονομιὰ μικρότερη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔλαβαν. Αὐτὴ ἡ πολιτικὴ κληρονομιὰ γίνεται ἐμϕανὴς στὴ σκληρὴ στάση τῶν ᾽Αχαρνέων ποὺ ἐκπροσωπεῖ μία μερίδα τοῦ ἀγροτικοῦ κόσμου, μὲ παλαιὲς ἀπόψεις περὶ πατριωτισμοῦ, ποὺ δὲν θὰ δέχονταν νὰ προχωρήσουν εὔκολα σὲ μιὰ εἰρηνικὴ διαδικασία. Γιὰ τὸ ἀξιακὸ σύστημα τῆς ἐποχῆς, ἀντρίκια στάση θεωροῦνταν νὰ ἀνταποδίδει κανεὶς τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔκαναν, ἡ ἐθνικὴ ὑπερηϕάνεια ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴν πολεμικὴ ἑτοιμότητα τῶν πολιτῶν, ἡ ἀσϕάλεια καὶ ἡ μὴ συμμετοχὴ στὰ κοινὰ θεωροῦνταν δειλία. ῾Ο ᾽Αριστοϕάνης ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς κωμωδίας ϕροντίζει νὰ ἀπαλλάξει τὸν ἥρωά του ἀπὸ κάθε ὑποψία νωθρότητας γιὰ τὴν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του ὡς πολίτη, ἀϕοῦ πρῶτος ἀπ ὅλους αὐτὸς ϕτάνει στὴν Πνύκα γιὰ τὴν ᾽Εκκλησία τοῦ δήμου, ἐνῶ οἱ συμπολίτες του ϕαίνεται ὅτι ἀδιαϕοροῦν καὶ περιϕέρονται στὴν ἀγορὰ κουτσομπολεύοντας. ῾Η παρωδία τῆς ᾽Εκκλησίας τοῦ δήμου, ὑποδηλώνει μία κόπωση γιὰ τὰ κοινά, –κόπωση στὴν συμμετοχὴ στὶς ἀποϕάσεις τῆς πόλης–, ἐνῶ ὅταν ἐπιτέλους οἱ βουλευτὲς καταϕτάνουν, τοῦ ἀρνοῦνται νὰ μπεῖ στὴν ἡμερήσια συζήτηση τὸ θέμα τῆς εἰρήνης – ἡ στάση τῆς πόλης εἶναι δεδομένη καὶ ἀμετακίνητη στὴν γραμμὴ τοῦ πολέμου. Μετὰ τὸν Περικλῆ, ὁ δημεγέρτης Κλέωνας, θὰ κυριαρχήσει γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὴν πόλη, μόνιμος στόχος τοῦ ᾽Αριστοϕάνη καὶ κατὰ τὴ γνώμη του αἴτιο ὅλων τῶν κακῶν ποὺ μάστιζαν τὸ δῆμο. «Πιὸ ἀχώνευτος κι ἀπὸ τὸν Κλέωνα, τὸν ἐθνικό μας παπατζῆ, μοῦ εἶσαι ζαγάρι»,3 λέει ὁ χορὸς στὸν Δικαιόπολη. ῾Η χειραγώγηση τῶν ᾽Αθηναίων ἀπὸ τὸν λαικιστὴ καὶ ϕωνακλὰ Κλέωνα δὲν ἄϕηνε πολλὰ περιθώρια γιὰ μία ψύχραιμη πολιτική. Στὴ συνέχεια παρωδοῦνται οἱ πρεσβευτὲς ποὺ στάλθηκαν στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ βοήθεια καὶ ἐπιστρέϕοντας ἐξαπατοῦν τὸ δῆμο μὲ ψευτιές. ῾Η πραγματικότητα ὅμως εἶναι λίγο διαϕορετική. ῾Η προσπάθεια τῶν ᾽Αθηναίων νὰ βροῦν συμμάχους, ἀπέδωσε ἀρχικὰ καρ3. ᾽Αριστ. ᾽Αχ. στ. 300-301.
204
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΥΛ ΑΚΗ
πούς. Χάρη στὴ συνθήκη ποὺ ὑπέγραψαν μὲ τὸ βασιλιὰ τῆς Θράκης Συτάλκη, στὴν Χαλκιδικὴ πραγματοποιοῦν νέες κατακτήσεις. ῾ Ο στρατὸς τῶν ᾽ Οδομάντων ποὺ παρουσιάζονται σὰν ἕνα ἄτακτο λιμασμένο ἀσκέρι, πέρα ἀπὸ τὴν κωμικὴ διάσταση, πολεμοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ᾽Αθηναίους τὸ βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας Περδίκα, μέχρι ποὺ τὸν ἀναγκάζουν σὲ συμβιβασμό. ᾽Ακολούθως στὸν ἀγώνα λόγου μεταξὺ Δικαιόπολη καὶ στρατηγοῦ Λάμαχου, ὑπαρκτὸ πρόσωπο ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὴ ϕιλοπόλεμη πλευρά, ὁ ποιητὴς βάλλει κατὰ τῶν διαδικασιῶν ἐκλογῆς τῶν στρατηγῶν καὶ ὑπονοεῖ ἰδιαίτερα προνόμια καὶ ἀτασθαλίες. ῾ Ο Λάμαχος ὑπῆρξε καλὸς στρατηγός, ἀϕοσιωμένος στὸ καθῆκον καὶ ἔπεσε στὴ μάχη τῶν Συρακουσῶν. ῾ Ο ποιητὴς ἄλλωστε τὸν ἀποκαθιστᾶ στὶς ἑπόμενες κωμωδίες του. ῞ Οταν οἱ ᾽Αθηναῖοι ξεκίνησαν τὸν πόλεμο, δὲν διανοοῦνταν ὅτι θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ὑπάρξει πραγματικὸς κίνδυνος γιὰ τὴν πόλη τους. ᾽Απὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ τὰ πράγματα ἄρχισαν νὰ παίρνουν ἄλλη τροπή, οἱ συζητήσεις καὶ ἡ διαμάχη γιὰ τὴ συνέχιση ἢ μὴ τοῦ πολέμου μεταξὺ τῶν πιὸ ϕτωχῶν καὶ ἀναξιοπαθούντων κατοίκων τῆς ᾽Αττικῆς καὶ τῆς ϕιλοπόλεμης πλευρᾶς ἡ ὁποία ἀναπόϕευκτα καὶ προσδοκοῦσε διάϕορα οἰκονομικὰ ὀϕέλη, ἦταν κυρίαρχη στὴν πόλη. ῾ Ο τότε πολίτης πολιορκεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ τὰ πολιτικὰ συμβάντα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ διχασμὸ αὐτό, διότι ὑπῆρχε μία μερίδα πολιτῶν ποὺ ὑπεραμυνόταν μιᾶς πιὸ ἤπιας καὶ εἰρηνικῆς πολιτικῆς. Τὸ πνεῦμα τῶν συζητήσεων αὐτῶν, ἀντανακλᾶται στὴν κωμωδία, καὶ τὸ κύριο δίλημμα ποὺ ϕαίνεται νὰ θέτει πρὸς τοὺς ᾽Αθηναίους ὁ ᾽Αριστοϕάνης θὰ μποροῦσε νὰ διατυπωθεῖ στὰ ἑξῆς: Ναὶ μὲν ἀξιοθαύμαστη ἡ γενναιότητα ποὺ διαϕυλάττει τὸ συμϕέρον τῆς πατρίδας, ἀλλὰ μήπως ἡ ᾽Αθήνα βιάστηκε νὰ μπεῖ σ’ αὐτὴν τὴ δοκιμασία; Μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκμεταλλευτοῦν κάθε εὐκαιρία ποὺ θὰ τοὺς δινόταν γιὰ σύναψη συνθήκης εἰρήνης; Εἶναι σκόπιμο νὰ συνεχίζεται ὁ πόλεμος γιὰ κάποιο ἀβέβαιο κέρδος, ὅταν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ κλείσει κανεὶς εἰρήνη, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπάρξει κάποια μεγάλη ζημιά; ᾽ Εξυπηρετεῖ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὁ πόλεμος τὰ συμϕέροντα τῆς πατρίδας; Αὐτὸν τὸν προβληματισμὸ ϕαίνεται νὰ ἐξυπηρετεῖ ἡ στάση τοῦ Δικαιόπολη – ποὺ γίνεται ϕορέας μιᾶς ἀπὸ τὶς κυρίαρχες ἀπόψεις μεταξὺ τῶν πολιτῶν. ᾽Αναθεώρηση καὶ ἀνακωχὴ
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
205
τώρα ϕαίνεται νὰ εἶναι ἡ κραυγὴ ποὺ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν κίνησή του γιὰ προσωπικὴ εἰρήνη. Τὸ γεγονὸς ποὺ ἀναζωπύρωσε τὴν ἐλπίδα γιὰ σύναψη εἰρήνης δόθηκε τὴ χρονιὰ ποὺ γράϕτηκε τὸ ἔργο. Τὸ 425 π.Χ. ῾ Ο στρατηγὸς Δημοσθένης ἔκρινε σκόπιμο νὰ καταλάβει καὶ νὰ ὀχυρώσει τὴν Πύλο στὴ Μεσσηνία, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ Σπαρτιᾶτες μὲ ἀρχηγὸ τὸ βασιλιὰ ῎ Αγη στρατοπέδευε στὴν ᾽Αττική. ᾽ Εκεῖνοι ἐπέστρεψαν γρήγορα πίσω, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσαν νὰ τὴν ἀνακαταλάβουν. Τότε ἀναγκάστηκαν νὰ στείλουν πρεσβεία στὴν ᾽Αθήνα νὰ διαπραγματευτεῖ γιὰ εἰρήνη. Παρότι ὅμως ἡ ᾽Αθήνα ἦταν κουρασμένη δὲν ὑποχώρησε γιατὶ ἀναζητοῦσε μία ἀποϕασιστικὴ καὶ ἐντυπωσιακὴ νίκη –ὁ Κλέων ἐπικράτησε– ἀπέρριψε τὸ αἴτημα καὶ ἔχασε μία σημαντικὴ εὐκαιρία. Στὴν κωμωδία ὅμως τὸ ποθούμενο πραγματώνεται –μιὰ κωμικὴ κάθαρση θὰ λέγαμε– ὁ Δικαιόπολης καταϕέρνει τὴν πολυπόθητη ἰδιωτικὴ εἰρήνη καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη μπαίνει σὲ ἕνα δικό του ϕανταστικὸ σύμπαν ὅπου δὲν ὑπάρχει χῶρος παρὰ μόνον γι’ αὐτόν. Κανέναν δὲν θέλει νὰ συμπαρασύρει, δὲν τὸν ἐνδιαϕέρει νὰ πείσει τοὺς ἄλλους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Δὲν ἔχει καμιὰ διάθεση νὰ προπαγανδίσει μὲ τὴν κίνησή του αὐτή. Δὲν εἶναι ϕιλειρηνιστὴς μὲ τὴν ἀλτρουιστικὴ ἔννοια. ᾽Ασκεῖ τὸ πανάρχαιο δικαίωμα τῆς μοναδικῆς γιορτῆς γιὰ ἕναν θνητό. Τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ μὴν διαβλέψουμε ἐδῶ τὶς πρῶτες ρωγμὲς στὴ σχέση δημόσιου καὶ ἰδιωτικοῦ, πόλης καὶ πολίτη μὲ τὴν ταύτιση καὶ τὴν ἀλληλοσυμπλήρωση ποὺ εἶχαν μέχρι τότε μεταξύ τους. ῾ Η ἀτομικὴ στάση ποὺ σηματοδοτεῖ ἡ κίνηση τοῦ Δικαιόπολη, ἡ κατὰ μόνας σωτηρία, ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὴ μέχρι τότε συνολικὴ σωτηρία τῆς Πόλεως. Μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ διορατικοῦ καλλιτέχνη προειδοποιοῦσε ἔμμεσα γιὰ τὸ μέλλον ὅπως καὶ μὲ τὰ ἑπόμενα ἔργα του, γνωρίζοντας τὸ μάταιο τῶν παραινέσεών του. Θαύμαζε τὰ ὅσα εἶχε κατακτήσει ἡ ᾽Αθήνα, καὶ γι’ αὐτὸ θεωρεῖται συντηρητικὸς μὲ τὴν ἔννοια ὅτι εὐχόταν νὰ εἶχε παγώσει ὁ χρόνος σ’ ἐκείνη τὴ στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς νίκης τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦσε εὔκολα νὰ δεχτεῖ ἕναν ποταμὸ ἀλλαγῶν ποὺ κινδύνευε νὰ σαρώσει τὰ πάντα στὸ πέρασμά του. ῎ Ετσι, δοκίμασε ἀρχικὰ νὰ ἀγνοήσει τὴ ροὴ
206
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΥΛ ΑΚΗ
τῆς ἱστορίας ῎ Εβαλε τὸν ἥρωά του νὰ πραγματοποιήσει μία οὐτοπία, μιὰ διονυσιακὴ ὑπέρβαση, μιὰ ἀπόδραση ἀπὸ τὸ πραγματικὸ στὸ ϕανταστικό. Οἱ Α ᾽ χαρνῆς δὲν εἶναι πολιτικὴ κωμωδία, ἀλλὰ μία κωμωδία τῆς συγκεκριμένης πόλεως καὶ τῶν πολιτῶν της, τὴ συγκεκριμένη χρονικὴ στιγμή. Παρότι ἐξ ὁρισμοῦ κάθε σκηνικὴ μετάϕραση δὲν καθρεϕτίζει ἀκριβῶς τὸ ἔργο, ἀλλὰ τὴν περὶ τοῦ ἔργου ἄποψη τῆς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία γίνεται ἡ μετάϕραση, συχνὰ ἔχει ἀποδοθεῖ σκηνικὰ ὡς πολιτικὴ καὶ ὡς ἀντιπολεμικὴ κωμωδία, προκειμένου νὰ γίνει πιὸ εὔκολη ἡ πρόσληψη τοῦ θέματος τοῦ ἔργου, νὰ ταυτιστεῖ μὲ σύγχρονα γεγονότα ἢ νὰ δοθεῖ ἕνα εὐθύβολο μήνυμα, ἀναγκαῖο σὲ κρίσιμες στιγμές. ᾽ Οϕείλουμε ὅμως ἂν θέλουμε νὰ σκύψουμε βαθύτερα σὲ αὐτὸ νὰ τὸ ἐξετάζουμε μέσα στὸ συγκεκριμένο ἱστορικὸ πλαίσιο ποὺ τὸ γέννησε μελετώντας τὶς ἀπόψεις τῆς ἐποχῆς, ἀπόψεις ποὺ ἀπηχοῦσαν τὴν καρδιὰ καὶ τὸ πνεῦμα μιᾶς σημαντικῆς στιγμῆς στὴν ἱστορία μας, ἔχοντας στὸ μυαλό μας ὅτι ὁ διδακτισμὸς καὶ οἱ ἰδεολογικὲς τοποθετήσεις δὲν ἔχουν θέση στὸ ἔργο ἑνὸς κωμικοῦ νοῦ.
Βιβλιογραϕία Mosse, C. (2002), ᾽Αθήνα. ῾ Η ἱστορία μιᾶς Δημοκρατίας ( ᾽Αθήνα).
᾽Ιωάννα Καραμάνου* ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ «ΤΡΥΓῼΔΙΑ»
Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ στοχεύει νὰ διερευνήσει τὴν πρόσληψη τῆς τραγωδίας τοῦ Εὐριπίδη ἀπὸ τὴν κωμωδία, ἢ ἀλλιῶς τὴν ᾽ χαρνῆς. Θὰ «τρυγῳδία», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Δικαιόπολις στοὺς Α ᾽ χαρνῆς τοῦ 425 π.Χ. παρέχουν πρόὑποστηρίξω, εἰδικότερα, ὅτι οἱ Α σϕορο ἔδαϕος γιὰ τὴ διερεύνηση τῆς κωμικῆς πρόσληψης τοῦ εὐριπίδειου θεάτρου, καθὼς στὸ ἔργο αὐτὸ μποροῦν νὰ ἐντοπισθοῦν ὁρισμένα κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς ἀριστοϕανικῆς παρατραγωδίας, ποὺ ἀναπτύσσονται περαιτέρω σὲ μεταγενέστερες κωμωδίες του, ἰδιαιτέρως στὶς Θεσμοϕοριάζουσες (411 π.Χ.) καὶ στοὺς Βατράχους (405 π.Χ.). ῾ Ως ὅρος ἡ παρατραγωδία καλύπτει ὅλο τὸ ϕάσμα τῶν διακειμενικῶν ἀναϕορῶν τῆς κωμωδίας στὴν τραγωδία, εἴτε αὐτὲς ἀποβλέπουν στὴν παρωδία, δηλαδὴ στὸ σκῶμμα καὶ στὴ διακωμώδηση τοῦ τραγικοῦ προτύπου, εἴτε ὄχι.1 * ᾽Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ᾽Αρχαίας ῾ Ελληνικῆς Φιλολογίας στὸ ᾽Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 1. Γιὰ τὴν ἀριστοϕανικὴ παρατραγωδία, βλ. ἐντελῶς ἐνδεικτικὰ τὶς διεξοδικὲς μελέτες τῶν Rau (1967), Silk (1993) καὶ (2000) κεϕ. 2, Pucci (1961), Prato (1955). Γιὰ τὸν ὁρισμὸ τῆς παρωδίας, βλ. ῾ Ερμογ. Μεθ. 34, ὅπου τὸ κατὰ παρῳδίαν σχῆμα θεωρεῖται ὅτι ἀνήκει στο κωμικῶς λέγειν ἅμα καὶ σκώπτειν, Σ ᾽Αριστοϕ. Α ᾽ χ. 8 (Wilson): τοῦτο παρῳδία καλεῖται, ὅταν ἐκ τραγῳδίας μετενεχθῇ εἰς κωμῳδίαν. Πρβλ. Rau (1967) 7-18, Silk (1993) 479-80, Foley (1988) 35, ὑποσημ. 14 καὶ γιὰ πλούσια σχετικὴ βιβλιογραϕία, βλ. Διαμαντάκου-᾽Αγάθου (2012) 265-69.
208
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ
Στὸ διακειμενικὸ ὑπόστρωμα τῶν ᾽Αχαρνέων πρωταρχικὴ θέση κατέχει ἡ ἀποσπασματικὰ παραδεδομένη τραγωδία Τήλεϕος τοῦ Εὐριπίδη (438 π.Χ.), τὴν ὁποία συστηματικὰ θὰ ἀξιοποιήσει ὁ ᾽Αριστοϕάνης, μεταπλάθοντας δραματουργικὰ τὸ τραγικὸ ὑλικὸ σὲ κωμωδία. Στὴν πρώτη σκηνὴ παρατραγωδίας ποὺ θὰ προσεγγίσουμε ᾽ χ. 325-341), ὁ Δικαιόπολις, προκειμένου νὰ εἰσακουσθεῖ ἀπὸ τὸν (Α ἐχθρικὸ Χορό, ἁρπάζει ὡς «ὅμηρο» ἕνα καλάθι, ἀπειλώντας νὰ «ἐξοντώσει» τὸ περιεχόμενό του. ῾ Η ἐξέλιξη αὐτὴ ἀνακαλεῖ τὴ σκηνὴ τῆς ἁρπαγῆς τοῦ μικροῦ ᾽ Ορέστη ἀπὸ τὸν Τήλεϕο στὴ ϕερώνυμη τραγωδία (βλ. TrGF V,2 Telephus, test. v).2 Σὲ ἀντίθεση, ὅμως, μὲ τὴν τραγικὴ περίσταση, ὁ «ὅμηρος» τοῦ Δικαιοπόλιδος ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἕνα κοϕίνι μὲ ξυλοκάρβουνο, ἰδιαιτέρως προσϕιλὲς στοὺς κατοίκους τῶν ᾽Αχαρνῶν, ἀϕοῦ ἀποτελοῦσε μέρος τῆς παραγωγῆς τους. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν διστάζουν νὰ ἀναϕερθοῦν σὲ αὐτὸ τόσο συναισθηματικά, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ συγγενικό τους πρόσωπο (βλ. ἰδιαιτέρως στ. 326: τῶν ϕίλων τοὺς ϕιλτάτους, στ. 333, 336: ὁμήλικα τόνδε ϕιλανθρακέα). ῾ Η κωμικὴ περίσταση ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν τραγικὴ ὡς πρὸς τὸ ὅτι καὶ οἱ δυὸ ἥρωες, ἔχοντας ϕθάσει σὲ ἀδιέξοδο, ἀπειλοῦν νὰ ἀϕανίσουν ὅ,τι πιὸ προσϕιλὲς διαθέτουν οἱ ἀντίπαλοί τους. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ ἐμϕανὴς δυσαναλογία τῶν συμβάντων (ἀπαγωγὴ βρέϕους στὴν τραγωδία, σὲ ἀντίστιξη μὲ τὴν ἁρπαγὴ τοῦ κοϕινιοῦ μὲ τὸ κάρβουνο στὴν κωμωδία) εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐνεργοποιεῖ τὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ τὴν ἀξιοποίηση, συνεπῶς, τοῦ τραγικοῦ αὐτοῦ τεχνάσματος ἐμπλουτίζεται ἡ κωμικὴ πλοκή. ᾽Αξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ σκηνὴ παρατραγωδίας ἐμπεριέχει συγκεκαλυμμένη παρωδία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἐντοπισθεῖ κυρίως στὴν κωμικὴ ἀντίθεση τῶν «ὁμήρων» σὲ κάθε περίπτωση. Τὸ δραματικὸ αὐτὸ συμβάν, ὅπως καὶ ἕνα παράθεμα ἀπὸ τὸν Τήλεϕο (ἀπ. 720 Kannicht) στὴν ἀρχὴ τῶν Α ᾽ χαρνέων (στ. 8), προοικονομεῖ τὴν εὐρεία πρόσληψη τῆς συγκεκριμένης τραγωδίας στὸ ἔργο αὐτό, ποὺ ἀναδεικνύεται στὴ συνέχεια μέσα ἀπὸ τὴ μεταμϕίεση τοῦ Δικαιοπόλιδος σὲ Τήλεϕο μὲ τὴ συνδρομὴ τοῦ Εὐριπίδη (βλ. παρακάτω), ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν παραλληλισμὸ τοῦ τραυματία Λαμάχου μὲ τὸν 2. Βλ. Olson (2002) lvii-lviii, 164· Dover (1978) 119· Macdowell (1995) 53.
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ «ΤΡΥΓῼΔΙΑ» 209
λαβωμένο τραγικὸ ἥρωα (στ. 1190-97). Τὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα τῆς συγκεκριμένης σκηνῆς ϕαίνεται νὰ ὑπῆρξε ἀρκετὰ ἐπιτυχημένο, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴν ἐπαναπραγμάτευσή της ἀπὸ τὸν ᾽Αριστοϕάνη δεκατέσσερα χρόνια ἀργότερα στὶς Θεσμοϕοριάζουσες. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ γέρο-συγγενὴς τοῦ Εὐριπίδη, ἔχοντας μεταμϕιεσθεῖ σὲ γυναίκα, προκειμένου νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸν ποιητὴ στὰ Θεσμοϕόρια, ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὶς γυναῖκες τῆς γιορτῆς, ποὺ ἀπειλοῦν νὰ τὸν παραδώσουν στοὺς πρυτάνεις, γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ παραδειγματικά. Στὴν ἀπόγνωσή του ὁ γέροντας ἁρπάζει τὸ «βρέϕος» ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ μιᾶς γυναίκας τῶν Θεσμοϕορίων καὶ καταϕεύγει σὲ ἕναν βωμό, ἀπειλώντας νὰ τὸ «σϕάξει» (Θεσ. 689 κ.ἑ.). ᾽Αξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ δραματικὴ αὐτὴ περίσταση παρουσιάζει ἀκόμη μεγαλύτερη ὁμοιότητα μὲ τὴν ἀντίστοιχη σκηνὴ τοῦ Τηλέϕου ἀπ’ ὅ,τι ἡ προαναϕερ᾽ χαρνέων. ῾ Ο γέροντας, ὅπως καὶ ὁ Τήλεϕος, ἐξωθεῖσα σκηνὴ τῶν Α θεῖται στὴν ἀναζήτηση ἀσύλου κατόπιν ἀποκάλυψης τῆς πραγματικῆς του ταυτότητας ἀπὸ τοὺς ἐχθρικούς του ἀντιπάλους (γιὰ τὴν ἐχθρικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ Τηλέϕου, βλ. ἀπ. 712, 712a Kannicht), ἐνῶ ὁ ὅμηρος καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἔχει τὴ μορϕὴ ἑνὸς βρέϕους. ῾ Η ἔνταση κλιμακώνεται μὲ τὴ χρήση τραγικοῦ ὕϕους ἀπὸ τοὺς δραματικοὺς ἥρωες (στ. 693-95, 700-01) καὶ τὸν Χορό (στ. 707-25).3 Στοὺς Α ᾽ χαρνῆς ἡ ἀναγνωρισιμότητα τῆς παρατραγωδίας τοῦ Τηλέϕου ὀϕείλεται ἀϕ’ ἑνὸς στὶς διάχυτες διακειμενικὲς ἀναϕορὲς στὴν τραγωδία αὐτὴ ἐντὸς τῆς συγκεκριμένης κωμωδίας (βλ. ἐπίσης παρακάτω) καὶ ἀϕ’ ἑτέρου στὴ σχετικὴ χρονικὴ ἐγγύτητα μεταξὺ τοῦ τραγικοῦ καὶ τοῦ κωμικοῦ ἔργου. ᾽Αντιθέτως, στὶς Θεσμοϕοριάζουσες δὲν ἀναϕέρεται ὁ Τήλεϕος ὡς πρότυπο τῆς σκηνῆς ἱκεσίας.4 Λαμβάνοντας ὑπόψη τὴ βασικὴ ἀρχὴ τῆς θεωρίας τῆς πρόσληψης ποὺ ἀϕορᾶ τὸν προσδιορισμὸ τοῦ «ὁρίζοντα προσδοκιῶν τῶν θεατῶν» (δηλ. τὶς δυνατότητες ἀντίληψής τους βάσει τῆς θεατρικῆς καὶ λογοτεχνικῆς τους ὑποδομῆς, καθὼς καὶ τῆς εὐρύτερης παιδείας τους),5 εἶναι ἀρκετὰ πιθανὸν νὰ μὴν περιμένει ὁ ᾽Αριστοϕάνης νὰ θυμᾶται τὸ κοινό του τὴν ἀντίστοιχη σκηνὴ ἀπὸ τὸν Τήλεϕο τοῦ Εὐριπίδη εἰκοσιε3. Βλ. Rau (1975) 346-47· Miller (1948) 182-83. 4. Πρβλ. Revermann (2006) 116. 5. Γιὰ τὸν ὅρο αὐτό, βλ. Jauss (1982) 141-48.
210
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ
πτὰ ἔτη νωρίτερα. Καὶ εἶναι μᾶλλον εὔλογο νὰ ἀνακαλοῦσαν οἱ θεατὲς τὴ σκηνὴ αὐτὴ μέσω τῆς χρονικὰ ἐγγύτερης παρατραγωδίας τοῦ Τηλέϕου στοὺς Α ᾽ χαρνῆς.6 Συνεπῶς, ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἐπανέρχεται στὴ συγκεκριμένη σκηνὴ παρατραγωδίας, γιὰ νὰ πειραματισθεῖ περαιτέρω μὲ τὸ τραγικό του πρότυπο, ἀντανακλώντας συνάμα τὴν προηγούμενη κωμικὴ πρόσληψη τῆς τραγικῆς σκηνῆς στοὺς ᾽Αχαρνῆς. ῾ Η ἑπόμενη σκηνὴ ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσει περιλαμβάνει τὴ μεταμϕίεση τοῦ Δικαιοπόλιδος, προκειμένου νὰ ἀπολογηθεῖ ἐνώπιον τοῦ Χοροῦ γιὰ τὴ σύναψη ἰδιωτικῆς εἰρήνης μὲ τὴ Σπάρτη. ῾ Ο ἥρωας ἐπιλέγει νὰ μεταμϕιεσθεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν ἀθλιότερα, προκειμένου νὰ κερδίσει τὴ συμπάθεια τοῦ ἐχθρικοῦ Χοροῦ (στ. 383-384). Μὲ αὐτὸ τὸν σκοπὸ καταϕεύγει στὴ βοήθεια τοῦ Εὐριπίδη, προκειμένου νὰ δανεισθεῖ τὴν ἀξιοθρήνητη σκευὴ τοῦ Τηλέϕου. ῾ Ο Εὐριπίδης ἐξέρχεται τοῦ σκηνικοῦ οἰκοδομήματος, τὸ ὁποῖο σὲ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἀντιπροσωπεύει τὴν οἰκία του, πάνω στὸ ἐκκύκλημα (στ. 408-409). ῎ Ετσι ἐπιτυγχάνεται ὁ αὐτοπροσδιορισμός του ὡς τραγωδοποιοῦ μέσω ἑνὸς μηχανήματος τὸ ὁποῖο κατ’ ἐξοχὴν ἐπιστρατεύεται στὴν τραγωδία καὶ μάλιστα σὲ σκηνὲς κορύϕωσης τοῦ τραγικοῦ πάθους (Εὐρ. ῾ Ιππ. 808-810, ῾ Ηρ. Μαιν. 1029-1038, Σοϕ. Αἴ. 344-53).7 Στὸν καθορισμὸ τῆς ταυτότητας τοῦ Εὐριπίδη συντελεῖ, ϕυσικά, καὶ ἡ ὁμιλία του σὲ τραγικὸ ὕϕος (στ. 418-79). ῾ Ο Εὐριπίδης παρουσιάζεται νὰ συλλέγει στιχάκια (ἐπύλλια) καὶ νὰ συνθέτει τραγωδίες ξαπλωμένος καὶ μὲ τὰ πόδια ψηλά (στ. 398400). ῾ Η ἐμϕάνιση αὐτὴ προδίδει ἔλλειψη ϕυσικῆς ἄσκησης, στὴν ὁποία κωμικὰ ἀποδίδει ὁ Δικαιόπολις καὶ τὴν τάση τοῦ τραγικοῦ νὰ πλάθει χωλοὺς ἥρωες (στ. 410-411). ᾽Αντιστοίχως, στὴν ἄθλια ἔνδυσή του παρουσιάζεται νὰ ὀϕείλεται καὶ ἡ ἐμϕάνιση ρακένδυτων ἡρώων στὰ δράματά του. ῾ Η κωμωδία, ἑπομένως, ἀποδίδει στὸν Εὐριπίδη χαρακτηριστικὰ τῶν ἀνήμπορων καὶ ρακένδυτων ἡρώων του, βάσει τῆς ἀντίληψης γιὰ τὴ συμϕωνία ϕύσεως καὶ μιμήσεως (δηλ. δραματικῆς ἀναπαράστασης), κατὰ τὴν ὁποία τὰ ἔργα τοῦ ποιητῆ συνάδουν μὲ τὴ ϕύση του.8 6. Πρβλ. Dover (1978) 263. 7. Βλ. Bonanno (2006) 71-73, 78-80. 8. Βλ. Chirico (1990) 112-15· Thimme (1935) 96-99.
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ «ΤΡΥΓῼΔΙΑ» 211
᾽Ακολουθεῖ ἡ κωμικὴ ἀπαρίθμηση τῶν τυπικῶν ἀνήμπορων καὶ ρακένδυτων χαρακτήρων του, δηλαδὴ τοῦ Οἰνέα, τοῦ Φοίνικα, τοῦ Φιλοκτήτη, τοῦ Βελλεροϕόντη, τοῦ Τηλέϕου καὶ ἀναϕορὰ στὰ κουρέλια τοῦ Θυέστη καὶ τῆς ᾽ Ινοῦς. ῾ Η κωμικότητα τῆς σκηνῆς ἐντείνεται μὲ τὴν προσκόλληση τοῦ Δικαιοπόλιδος στὸν ἀπρόθυμο Εὐριπίδη νὰ τοῦ δανείσει ὁλόκληρη τὴ σκευὴ τοῦ Τηλέϕου (στ. 430-479). Δίνοντας τὴν ἀξιοθρήνητη στολὴ στὸν κωμικὸ ἥρωα, ὁ τραγικὸς ποιητὴς διαμαρτύρεται ὅτι ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τὴν τέχνη του καί, κατ’ ἐπέκταση, ϕαίνεται νὰ παραδέχεται ὅτι ἡ τραγική του τέχνη βασίζεται σὲ κουρέλια.9 ῾ Ο ρεαλισμὸς στὴν ἀπόδοση τῶν εὐριπίδειων ἡρώων, ὁ ὁποῖος στὰ μάτια τοῦ ᾽Αριστοϕάνη δὲν συνάδει μὲ τὸ μεγαλεῖο τῆς ὑψηλῆς τραγικῆς ποίησης, ἀλλὰ μᾶλλον προσιδιάζει στοὺς καθημερινούς, κωμικοὺς χαρακτῆρες, δίνει τὸ ἔναυσμα στὸν κωμωδιογράϕο νὰ ἀξιοποιήσει στὸ ἔργο του αὐτὸν τὸν τυπικὸ εὐριπίδειο ἥρωα. Μὲ τὴν ἀποχώρηση τοῦ ποιητῆ, ὁ Δικαιόπολις διακηρύσσει ὅτι ἔχει ἐμπεδώσει τὸν Εὐριπίδη καὶ εἶναι πλέον ἕτοιμος νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Χορό, ἐνσαρκώνοντας τὸν τραγικὸ χαρακτήρα τοῦ Τηλέϕου. Πέραν τῆς ἀδιαμϕισβήτητης κωμικότητας τῆς συγκεκριμένης σκηνῆς, θεωρῶ ὅτι μέσω τῆς σκηνικῆς παρουσίας τοῦ ἀριστοϕανικοῦ Εὐριπίδη προσδίδεται μία ἰδιαίτερη διάσταση στὴ διαδικασία μεταμϕίεσης τοῦ κωμικοῦ χαρακτήρα σὲ τραγικὸ ἥρωα. ῾ Ο Δικαιόπολις δὲν καταϕεύγει ἁπλῶς σὲ κάποιο τέχνασμα τοῦ Εὐριπίδη, γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τὸν Χορό, ἀλλὰ ἐνδύεται τὴ σκευὴ τοῦ Τηλέϕου μέσα ἀπὸ τὴ συλλογὴ τοῦ ἴδιου του τραγικοῦ ποιητῆ. ῾ Ο Εὐριπίδης, ὅπως εἴδαμε, μὲ τὸν τρόπο εἰσόδου του αὐτοπροσδιορίζεται ὡς τραγωδοποιός. ῾ Η μεταμϕίεση, συνεπῶς, τοῦ κωμικοῦ Δικαιοπόλιδος σὲ τραγικὸ Τήλεϕο ἐνώπιον τῶν θεατῶν ἐπιτελεῖται σὲ μία ἀντιστοίχως θεατρικὴ καὶ μετα-θεατρικὴ ἀτμόσϕαιρα. ᾽ Εδῶ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι ὁ ὅρος «μεταθέατρο» ἐμπεριέχει ὅλες τὶς μορϕὲς θεατρικῆς «αὐτοαναϕορικότητας», δηλαδὴ τὶς ἀναϕορὲς τοῦ κωμικοῦ ποιητῆ στὸν ἑαυτό του καὶ στὴν τέχνη του, στὸ ἔργο ὡς ἔργο, στὰ ἔργα ἄλλων δραματικῶν ποιητῶν, στὶς δραματικὲς συμβάσεις, στὴν παράσταση καὶ στοὺς θεατές.10 ᾽ Εντός, λοιπόν, αὐτῆς τῆς μεταθεατρι9. Βλ. Macleod (1974) 221-22· Slater (2002) 55. 10. Βλ. Taplin (1986, 164-71)· Slater (2002) 3-21· Hall (2006) 107-08· Muecke (1977) 52-67.
212
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ
κῆς ἀτμόσϕαιρας προετοιμάζεται ἡ ἐνσάρκωση τοῦ ρόλου τοῦ Τηλέϕου ἀπὸ τὸν κωμικὸ ἥρωα. ᾽Αξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ πὼς ὅταν πλέον ἔχει ἐπιτελεσθεῖ ὁ σκοπὸς τῆς μεταμϕίεσής του, ὁ Δικαιόπολις ἐξέρχεται ἐγκαταλείποντας τὰ κουρέλια τοῦ Τηλέϕου καί, κατ’ ἐπέκταση, αὐτὸν τὸν δραματικὸ χαρακτήρα. ᾽Αντιστοίχως, στὶς Θεσμοϕοριάζουσες ὁ τραγικὸς ποιητὴς ᾽Αγάθων αὐτοπροσδιορίζεται ὡς τραγωδοποιὸς μέσω τοῦ ἐκκυκλήματος καὶ ἐμϕανίζεται νὰ τραγουδᾶ ἕνα γυναικεῖο χορικὸ ἄσμα κατ’ ἀντιστοιχία πρὸς τὴ θηλυπρεπῆ του ἔνδυση (στ. 98, 130-172). ᾽Απὸ αὐτὴν προκύπτει καὶ ἡ γυναικεία μεταμϕίεση τοῦ γέροντα (στ. 213-268), ἀκριβῶς ὅπως καὶ τοῦ Δικαιοπόλιδος ἀπὸ τὰ κουρέλια τοῦ Εὐριπί᾽ χ. 431-469). ῾ Ο ᾽Αγάθων, ὅπως καὶ ὁ Εὐριπίδης στοὺς Α ᾽ χαρδη ( Α νῆς, ἐμϕανίζεται ὡς ταυτισμένος μὲ τοὺς δραματικούς του χαρακτῆρες καὶ μὲ τὰ θέματα ποὺ πραγματεύεται, καθὼς γράϕει γυναικεία δράματα (Σ Θεσ. 154 Regtuit: ἐν οἷς ὁ χορὸς ἐκ γυναικῶν ἐστὶν) καὶ ζητεῖ νὰ μετάσχει στὴ γυναικεία ϕύση (Θεσ. 151-52). Στὶς Θεσμοϕοριάζουσες, ἑπομένως, ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἐπανέρχεται στὸ θέμα τῆς συμϕωνίας μεταξὺ ϕύσεως καὶ μιμήσεως, ἀναπλάθοντας μία σκηνὴ ποὺ συνιστᾶ δραματουργικὸ ἰσοδύναμο τῆς προγενέστερης σκηνῆς τῶν ᾽Αχαρνέων. ῾ Η ἐπιλογὴ τοῦ Δικαιοπόλιδος νὰ ὑποδυθεῖ τὸν Τήλεϕο μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος αὐτῶν τῶν τυπικῶν εὐριπίδειων χαρακτήρων δὲν εἶναι καθόλου τυχαία. ῾ Ο ἴδιος ἀποκαλύπτει στοὺς θεατὲς ὅτι στόχος του εἶναι νὰ ἐξαπατήσει τὸν Χορό, κερδίζοντας τὴ συμπάθειά του μέσα ἀπὸ τὴ ϕτωχική του ἀμϕίεση, παραθέτοντας τὸ ἀπ. 698 Kannicht ἀπὸ τὸν Τήλεϕο: Δεῖ γάρ με δόξαι πτωχὸν εἶναι τήμερον, /εἶναι μὲν ὅσπερ εἰμί, ϕαίνεσθαι δὲ μή (στ. 440-441: «Ζητιάνος πρέπει σήμερα νὰ μοιάσω/, νά ’μαι ὅποιος εἶμαι, νὰ μὴ ϕαίνομαι ὅμως»). Στοὺς στίχους αὐτοὺς ἀπὸ τὸν Τήλεϕο, τοὺς ὁποίους ἰδιοποιεῖται ὁ Δικαιόπολις, ἐμπεριέχεται ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ εἶναι καὶ τοῦ ϕαίνεσθαι. ῾ Η ἐνσάρκωση, ἑπομένως, τοῦ Τηλέϕου ἀπὸ τὸν Δικαιόπολι ἐμπεριέχει δόλο (στ. 391: μηχανὰς τὰς Σισύϕου, πρβλ. στ. 445), ὁ ὁποῖος ἐπιστρατεύεται τόσο μέσα ἀπὸ τὴν μεταμϕίεσή του αὐτὴ καθ’ αὐτή, ὅσο καὶ μέσα ἀπὸ τὸν λόγο του. Εἰδικότερα, μέσω τῆς σκευῆς τοῦ Τηλέϕου ὁ Δικαιόπολις ἀποκτᾶ τὶς ἰδιότητες τοῦ συγκεκριμένου τραγικοῦ ἥρωα καὶ κατ’ ἐξοχὴν τὴ ρητορική του δεινότητα (στ. 429: δει-
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ «ΤΡΥΓῼΔΙΑ» 213
νὸς λέγειν), ἡ ὁποία στὸν Εὐριπίδη συχνὰ λειτουργεῖ ὡς μέσο ἐξαπάτησης.11 ῾ Ο διττὸς χαρακτήρας τῆς ἀπάτης μέσω τῆς σκευῆς τοῦ Τηλέϕου, ποὺ ἔγκειται τόσο στὴν ἴδια τὴ μεταμϕίεση τοῦ Δικαιοπόλιδος ὅσο καὶ στὴν ἰδιοποίηση τῶν ρητορικῶν ἱκανοτήτων τοῦ τραγικοῦ ἥρωα, πιστεύω ὅτι καταδεικνύεται εὔγλωττα στὶς Νεϕέλες μὲ τὴν ἀμϕίεση τοῦ ἴδιου του ῎ Αδικου Λόγου σὲ Τήλεϕο (στ. 921924). Τόσο στὶς Νεϕέλες τοῦ 417 π.Χ. ὅσο καὶ στοὺς Βατράχους τοῦ 405 ὁ χαρακτήρας τοῦ Τηλέϕου ἔχει πλέον ἄρρηκτα καὶ αὐτονόητα συνδεθεῖ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ δόλου (Βάτ. 1063-1068). Θὰ ὑποστήριζα, ἑπομένως, ὅτι ἡ ἰδέα αὐτὴ ἔρχεται νὰ ἐπικυρώσει τὴν προγενέστερη πραγμάτευση τῆς μορϕῆς τοῦ Τηλέϕου στοὺς ᾽Αχαρνῆς. ῾ Η τύχη τόσο τοῦ τραγικοῦ Τηλέϕου ὅσο καὶ τοῦ κωμικοῦ Δικαιοπόλιδος ἔχει καθορισθεῖ ἀπὸ ἕναν πόλεμο. ῞ Οπως ὁ Τήλεϕος ὑποϕέρει ἀπὸ τὸν τραυματισμό του κατὰ τὴν ἐπίθεση τῶν ᾽Αχαιῶν στὴ Μυσία, ἔτσι καὶ ὁ Δικαιόπολις πλήττεται ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς ᾽Αθήνας μὲ τὴ Σπάρτη. Καὶ οἱ δυὸ χαρακτῆρες ἀποδοκιμάζουν τὸν πόλεμο, ἀπευθυνόμενοι σὲ ἕνα ἐχθρικὸ κοινό (βλ. τὴ βίαιη ἀντίδραση τοῦ Α΄ ῾ Ημιχορίου στοὺς στ. 557-559, 562-563 καί, παρομοίως, τὴν ἐχθρικὴ ἀντίδραση τῶν ᾽Αχαιῶν ἡγετῶν στὸν Τήλεϕο ἀπ. 712, 712a Kannicht). ῾ Ο κωμικὸς ἥρωας, ἑπομένως, ϕαίνεται νὰ ἐνδύεται τὴν τραγικὴ σκευή, προκειμένου νὰ ἐπιστήσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀκροατηρίου του (δηλαδὴ τοῦ Χοροῦ καὶ τῶν θεατῶν) στὴν κρισιμότητα καὶ σοβαρότητα τοῦ ζητήματος ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ, ἐπικαλούμενος τὸ τραγικὸ αὐτὸ παράλληλο. Γιατί, ὅπως σπεύδει νὰ τονίσει στὴ συνέχεια, καὶ ἡ κωμωδία –ὄχι μόνο ἡ τραγωδία– μπορεῖ νὰ μιλήσει περὶ δικαίου. ῾ Ο Δικαιόπολις μεταμϕιεσμένος σὲ Τήλεϕο ξεκινᾶ τὴν ὁμιλία του προσαρμόζοντας στὴν κωμικὴ περίσταση τὸ προοίμιο τῆς ρήσεως τοῦ τραγικοῦ ἥρωα ἐνώπιον τῶν ᾽Αχαιῶν ἡγετῶν (στ. 497-98: Τήλεϕος ἀπ. 703 Κ.12). Τόσο στὴν ἀρχὴ ὅσο καὶ στὸ τέλος τῆς ρήσεώς του (στ. 555-56: Τήλεϕος ἀπ. 710 Κ.) καθιστᾶ σαϕεῖς τὶς κα11. Πρβλ. Harriott (1982) 36-40· Reckford (1987) 176, 179-185· MacDowell (1995) 58. 12. Γιὰ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς πλοκῆς τοῦ Τηλέϕου, Preiser (2000) 86-88, 320-23· Heath (1987) 272-80· Collard-Cropp-Lee (1995) 18-19.
214
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ
ταβολές της ἀπὸ τὴ συγκεκριμένη τραγωδία. ῾ Ο Δικαιόπολις κινεῖται σὲ μεταθεατρικὸ ἐπίπεδο, καθὼς ἀπευθύνεται στὸ κοινὸ τῶν ᾽ θηναίοις, στ. 499: θεατῶν (στ. 497: ἄνδρες οἱ θεώμενοι, στ. 498: ἐν Α 13 περὶ τῆς πόλεως), οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὸν σκοπὸ ποὺ ὑπηρετεῖ ἡ μεταμϕίεσή του (στ. 442-44). ῾ Ο μεταθεατρικὸς χαρακτήρας τῆς ἀγόρευσής του ἀναδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁμιλεῖ ἐκ μέρους τοῦ ποιητῆ (στ. 499: τρυγῳδίαν ποιῶν). ῾ Ο ὅρος τρυγῳδία εἶναι συνώνυμος τῆς κωμωδίας14 καὶ σχεδὸν ὁμόηχος μὲ τὴν τραγωδία. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης εὐστόχως χρησιμοποιεῖ τὴ συγκεκριμένη λέξη, προκειμένου νὰ καταδείξει τὴν τραγικὴ προέλευση τῆς μεταμϕίεσης καὶ ὁμιλίας τοῦ Δικαιοπόλιδος.15 Θὰ σημείωνα, ἐπίσης, ὅτι ἡ «ἀλλοίωση» αὐτὴ καθ’ αὐτὴ τῆς λέξεως τραγῳδία σὲ τρυγῳδία ὑποδηλώνει ὅτι πρόκειται γιὰ παρατραγωδία. ῾ Ο ἥρωάς μας ὑπογραμμίζει πὼς ὁ σκοπός του, ἂν καὶ ἐπιτελεῖται στὸ πλαίσιο κωμωδίας, εἶναι σοβαρὸς καὶ δίκαιος, ἐνῶ, συνάμα, ϕροντίζει νὰ διατηρήσει στὴν ἀγόρευσή του τὸν ἐξ ὁρισμοῦ εὔθυμο χαρακτήρα τοῦ κωμικοῦ εἴδους, ὅπως προκύπτει μέσω τῆς χρήσης κωμικοῦ ὕϕους (βλ. στ. 515-554). Στὴν ὁμιλία του ὁ Δικαιόπολις ἐπανειλημμένα ταυτίζεται μὲ τὸν ᾽Αριστοϕάνη στρεϕόμενος κατὰ τῶν μικροσυμϕερόντων πολιτικῶν ἡγετῶν, ὅπως ὁ Κλέων (στ. 497-503, 377-382), ἀπὸ τὴν καταγγελία τοῦ ὁποίου τὴν προηγούμενη χρονιὰ εἶχε πληγεῖ ὁ ποιητής.16 Πρόκειται γιὰ τὴ μοναδικὴ σωζόμενη περίπτωση στὴν κωμωδία ποὺ ὁ ποιητὴς ὁμιλεῖ διὰ στόματος ἑνὸς δραματικοῦ του χαρακτήρα, πέραν τοῦ Κορυϕαίου τοῦ Χοροῦ στὴν παράβαση.17 Συνεπῶς, ὁ κωμωδιογράϕος ἐδῶ ταυτίζεται μὲ τὸν κωμικό του χαρακτήρα καί, κατ’ ἐπέκταση, μὲ τὸν τραγικὸ ἥρωα ποὺ ἐκεῖνος ὑποδύεται. ᾽Αριστοϕάνης, Δικαιόπολις καὶ Τήλεϕος ἀποκτοῦν 13. Βλ. Silk (1993) 495· Foley (1988) 41. 14. ᾽Αχ. 886· Σϕ. 650, 1537· Γηρυτάδης, ἀπ. 156. 9 K.-A.· Σ ᾽Αχ. 398a, 499 (Wilson)· ᾽Αθήν. 2. 11.5· Σούδα τ 1098 (Adler). 15. Βλ. Διαμαντάκου- ᾽Αγάθου (2007)· Taplin (1983) 333· Zimmermann (1998) 156-58. 16. Γιὰ αὐτὸ τὸ ζήτημα, Sommerstein (1980) 32-33· Olson (2002) xlvi-lii· Dane (1988) 32. 17. Γιὰ ὁρισμένα πιθανὰ παράλληλα ἀπὸ κωμικὰ ἀποσπάσματα, Slater (2002) 258, ὑποσημ. 63.
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ «ΤΡΥΓῼΔΙΑ» 215
στὴ σκηνὴ αὐτὴ μία ἑνιαία δραματικὴ ὀντότητα,18 ἡ ὁποία, ἂν καὶ δρᾶ στὸ πολιτικὸ περιθώριο ὑπὲρ τῆς προσωπικῆς της εὐημερίας, κερδίζει, μολαταῦτα, τὴν εὔνοια τῶν θεατῶν, καθὼς ἡ θέση της ἐν προκειμένω ταυτίζεται καὶ μὲ τὸ κοινὸ συμϕέρον. ῍ Αν ληϕθεῖ ὑπόψη ὅτι ὁ Τήλεϕος ἀνέβηκε ἐπὶ σκηνῆς δεκατρία χρόνια πρὶν ἀπό τοὺς ᾽Αχαρνῆς, τὸ κοινὸ πιθανὸν νὰ μὴν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀναγνωρίσει λεπτομέρειες τοῦ τραγικοῦ ἔργου (λ.χ. ἐπιμέρους στίχους, ὅπως τὸ ἀπ. 720 Kannicht στὸν στ. 8 ἢ τὸ παράθεμά του στ. 472 ἀπὸ τὸν Τήλεϕο ἢ τὸν Οἰνέα). ᾽ Εξάλλου, ἡ ἀνάγνωση τραγωδιῶν πέραν τῶν λόγιων κύκλων δὲν ϕαίνεται νὰ ἦταν διαδεδομέ᾽ χαρνέων, σὲ ἀντίστιξη ἐνδεχομένως μὲ τοὺς Βανη τὴν ἐποχὴ τῶν Α τράχους τοῦ 405, ὅταν πλέον ἕνα μέρος τοῦ κοινοῦ πρέπει νὰ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξοικειώνεται μὲ τὴν ἀνάγνωση δραμάτων, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Χορὸς τοῦ ἔργου στοὺς στ. 1109-1118.19 Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁρισμένα ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ εὐριπίδειου Τηλέϕου, τὰ ὁποῖα ἀξιοποιεῖ ὁ ᾽Αριστοϕάνης, ὅπως ἡ ρακένδυτη παρουσία τοῦ ἥρωα καὶ ἡ ὁμιλία του ἐνώπιον τῶν ᾽Αχαιῶν ἡγετῶν, πρέπει νὰ εἶχαν ἀποτυπωθεῖ στὴ μνήμη τῶν θεατῶν.20 ᾽ Επιπλέον, ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ κωμικός μας ποιητὴς προσδιορίζει τὶς καταβολὲς αὐτῆς τῆς σκηνῆς ἀπὸ τὸν Τήλεϕο τόσο σὲ ἐπίπεδο κειμένου, ὅσο καὶ παράστασης. ῾ Ο Δικαιόπολις, γιὰ παράδειγμα, ζητᾶ ἀπὸ τὸν Εὐριπίδη συγκεκριμένα τὴ δραματικὴ σκευὴ τοῦ Τηλέϕου, ἐνῶ χρησιμοποιώντας τὴ λέξη τρυγῳδία (ποὺ ἀνακαλεῖ τὴν σχεδὸν ὁμόηχή της τραγῳδία) ἐμπλουτίζει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας του μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο τραγικὸ ἔργο. Συνεπῶς, λόγω τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς προέλευσης αὐτοῦ τοῦ ἐπεισοδίου ἀπὸ τὸν Τήλεϕο, οἱ θεατὲς θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν μέσα ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ τραγικοῦ ὕϕους ὁρισμένα παραθέματα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔργο (εἰδικὰ αὐτὰ ποὺ κατονομάζουν τὸν τραγικὸ ἥρωα ἢ ἀναϕέρονται στὴν ἀξιοθρήνητη ἐμϕάνισή του, ὅπως στοὺς στ. 497-498, 555-556, 440-441). 18. Γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ταύτισης τῶν τριῶν προσώπων, Muecke (1982) 21· Foley (1988) 35-38· Slater (1993) 403, 407-08· Olson (2002) lx-lxi. Γιὰ τὴν ταύ-
τιση τοῦ ᾽Αριστοϕάνη μὲ τὸν μέσο ᾽Αθηναῖο πολίτη μέσω τοῦ ἥρωά του, Παππᾶς (1994) 65-72. 19. Slater (1996) 99-112· Revermann (2006) 119-20· Dover (1993) 34-35. 20. Βλ. Pelling (2000) 144-45.
216
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ
Συνοψίζοντας, ἡ προσέγγιση τῆς πρόσληψης τῆς εὐριπίδειας τραγωδίας στοὺς ᾽Αχαρνῆς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει μία ἐνδεικτικὴ μελέτη περίπτωσης γιὰ τὴ διερεύνηση τῆς ἀριστοϕανικῆς παρατραγωδίας. ῞ Οπως σημειώθηκε παραπάνω, στοὺς Α ᾽ χαρνῆς ἐντοπίζονται ὁρισμένες κύριες τάσεις τῆς κωμικῆς πρόσληψης τοῦ εὐριπίδειου θεάτρου, ποὺ ἀναπτύσσονται περαιτέρω στὶς ἑπόμενες κωμωδίες τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. Τὸ ἐπιτυχὲς παρατραγικὸ τέχνασμα τῆς ἁρπαγῆς τοῦ «ὁμήρου» στοὺς Α ᾽ χαρνῆς ἔρχεται νὰ ἐπαναξιοποιηθεῖ στὶς Θεσμοϕοριάζουσες. Στὸ τελευταῖο ἔργο ὁ ᾽Αριστοϕάνης πειραματίζεται ἐκ νέου μὲ τὴ μεταθεατρικὴ μεταμϕίεση τοῦ κωμικοῦ ἥρωα μέσω ἐνδυμάτων ἀπὸ τὸ βεστιάριο τοῦ τραγικοῦ ποιητῆ, ἀνακαλώντας τὴν προηγου᾽ χαρνέων. ῾ Η ἰδιοποίηση τῆς ἀξιοθρήμένη ἀντίστοιχη σκηνὴ τῶν Α νητης σκευῆς καὶ τοῦ δόλου τοῦ Τηλέϕου ἀπὸ τὸν Δικαιόπολι ἐπιτυγχάνει νὰ συνδέσει ἄρρηκτα στὴ μνήμη τῶν θεατῶν τὴ μορϕὴ τοῦ τραγικοῦ ἥρωα μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπάτης, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς ἀντίστοιχες μεταγενέστερες ἀναϕορὲς στὶς Νεϕέλες καὶ στοὺς Βατράχους. ῾ Η κριτικὴ προσέγγιση τῶν ᾽Αχαρνέων παρέχει ἐπίσης τὴ δυνατότητα διεξαγωγῆς συμπερασμάτων ὡς πρὸς τὴ λειτουργία τῆς παρατραγωδίας, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ στοχεύει εἴτε στὸ κωμικὸ ἀποτέλεσμα μέσω τῆς δυσαναλογίας μεταξὺ τῆς τραγικῆς καὶ τῆς κωμικῆς περίστασης εἴτε στὴν ἐπισήμανση τῆς κρισιμότητας ἑνὸς ζητήματος μέσω τῆς διακειμενικῆς ἀναϕορᾶς στὸ τραγικὸ παράλληλο. ᾽Αντιστοίχως, διερευνώντας τὴν πρόσληψη ὡς ἀνταπόκριση τῶν θεατῶν στὶς σκηνὲς παρατραγωδίας χρειάζεται νὰ ληϕθοῦν ὑπόψη ἀϕ’ ἑνὸς τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα σηματοδοτεῖται καὶ ὁριοθετεῖται ἡ σκηνὴ παρατραγωδίας ἐντὸς τοῦ κωμικοῦ ἔργου καὶ ἀϕ’ἑτέρου οἱ ὁρίζοντες προσδοκιῶν τῶν θεατῶν. Γύρω ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κύριους ἄξονες μπορεῖ νὰ στραϕεῖ ἡ διερεύνηση τῆς δραματουργικῆς μετουσίωσης τοῦ τραγικοῦ στοιχείου σὲ κωμικὸ καὶ τῆς μεταθεατρικῆς λειτουργίας τῆς πρόσληψης τοῦ εὐριπίδειου θεάτρου ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς κωμικῆς τέχνης τοῦ ᾽Αριστοϕάνη.
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΗΝ «ΤΡΥΓῼΔΙΑ» 217
Βιβλιογραϕία B o n a n n o, M. G. (2006), «L’ ekkyklema di Aristofane: Un dispositivo paratragico? » στό: E. Medda, M.S. Mirto & M.P. Pattoni (ἐκδ.) Κωμῳδοτραγῳδία. Pisa, 69-82. Chirico, M. L. (1990), «Per una Poetica di Aristofane», La Parola del Passato 45, 95-115. Collard, C., Cropp, M. J. & Lee, K. H. (1995), Euripides. Selected Fragmentary Plays, vol. I ( Warminster). Dane, J. A. (1988), «The Euripides Plays of Aristophanes», Critical Concepts versus Literary Practices. Aristophanes to Sterne. 17-64, (Oklahoma). Δ ια μαν τ άκου- ᾽ Αγάθου, ᾽Α. (2007), Περὶ Τραγωδίας καὶ Τρυγωδίας
(Αθήνα). —— (2012), «Παρωδία», Λεξικὸ τοῦ Α ᾽ ρχαίου θεάτρου (ἐπιμ. Σ. ΓῶγοςΚ. Πετράκου), 265-69. Dover, K. (1978), ῾ Η Κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, μτϕρ. Φ. Κακριδῆς (Αθήνα). —— (1993), Aristophanes. Frogs (Oxford). Foley, H. P. (1988), «Tragedy and Politics in Aristophanes’ Acharnians», JHS 108, 33-47 Hall, E. (2006), The Theatrical Cast of Athens (Oxford). H a r r i o t t, R. (1982), «The Function of the Euripides-Scene in Aristophanes’ Acharnians», G&R 29, 35-41 Heath, M. (1987), Political Comedy in Aristophanes (Göttingen). Jauss, H. R. (1982), Toward an aesthetic of reception, μτϕρ στὰ ᾽Αγγλ. T. Bahti, (Minneapolis). K a n n i c h t, R. (2005), Tragicorum Graecorum Fragmenta. Vol. V, 1-2: Euripides. (Göttingen). MacDo well, D. M. (1995), Aristophanes and Athens (Oxford). MacLeo d, C. W. (1974), «Euripides’ Rags», ZPE 15, 221-22. Miller, H. W. (1948), «Euripides’ Telephos and the Thesmophoriazusae of Aristophanes», CPh 43, 174-83. Muecke, F. (1977), «Playing with the Play: Theatrical Self-consciousness in Aristophanes», Antichthon 11, 52-67. —— (1982), « “I Know You by Your Rags”. Costume and Disguise in Fifth-century Drama», Antichthon 16, 17-34. Ols o n, S. D. (2002), Aristophanes. Acharnians (Oxford).
218
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ
Παπ πᾶς, Θ. Γ. (1994), ῾ Ο Φιλόγελως ᾽Αριστοϕάνης ( ᾽Αθήνα). Pelling, C. (2000), Literary Texts and the Greek Historian (London-New York). Prato, C. (1955), Euripide nella critica di Aristofane (Galatina). Preiser, C. (2000), Euripides. Telephos (Zurich-New York). Pucci, P. (1961), Aristofane ed Euripide: Ricerche metriche e stilistiche (Roma). Rau, P. (1967): Paratragodia (München). R e c k f o r d, K. J. (1987), Aristophanes’ Old and New Comedy (Chapel Hill-London). Revermann, M. (2006), «The Competence of Theatre Audiences in Fifth and Fourth-century Athens», JHS 126, 99-124. S i l k, M. S. (1993), «Aristophanic Paratragedy» στό: Tragedy, Comedy and the Polis (ἐπιμ.) A. H. Sommerstein, S. Halliwell, J. Henderson, B. Zimmermann, Bari, 477-504 (μεταϕρασμένο στὴν ἑλληνική: «῾ Η ἀριστοϕανικὴ παρατραγωδία», στό: Θάλεια. ᾽Αριστοϕάνης. Δεκαπέντε μελετήματα, (ἐπιμ.) Γ. Δ. Κατσῆς, ᾽Αθήνα 2007, 282-322. —— (2000), Aristophanes and the Definition of Comedy (Oxford). Slater, N. W. (1993), «Space, Character and ΑΠΑΤΗ: Transformation and Transvaluation in the Acharnians», στό: A. H. Sommerstein, S. Halliwell, J. Henderson, B. Zimmermann (ἐκδ.), Tragedy, Comedy and the Polis (Bari), 397-416. —— (1996), «Literacy and Old Comedy» στό: I. Worthington (ἐκδ.), Voice into Text (Leiden), 99-112. —— (2002), Spectator Politics. Metatheatre and Performance in Aristophanes (Philadelphia). Sommerstein, A. H. (1980), Aristophanes. Acharnians (Warminster). Taplin, O. (1983), «Tragedy and Trugedy», CQ 33, 331-33 —— (1986), «Fifth-century Tragedy and Comedy: A Synkrisis», JHS 106, 163-74 Th imme, O. (1935), Φύσις, Τρόπος, ῏ Ηθος (Göttingen). Zimmerman n, B. (1998), Die griechische Komödie (Darmstadt).
᾽Αναστασία Παμουκτσόγλου* ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ, ΑΧΑΡΝΗΣ ΚΑΙ ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΣ ἐπηρεάστηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ παγκόσμιο κίνημα τοῦ Μάρτη τοῦ 2003 μὲ τίτλο «Lysistrata Project», ποὺ διοργανώθηκε ἀπὸ τὴν Kathryn Blume καὶ τὴν Sharron Bower στὴ Νέα ῾ Υόρκη τῶν ΗΠΑ. Τὸ «Lysistrata Project», ἦταν μία παγκόσμια θεατρικὴ διαμαρτυρία ἐνάντια στὴν προγραμματισμένη εἰσβολὴ στὸ ᾽ Ιρὰκ τῶν ῾ Ηνωμένων Πολιτειῶν. Τὸ «Lysistrata Project», δημιουργήθηκε στὴ Νέα ῾ Υόρκη, καὶ συμμετεῖχαν σὲ αὐτό, μέσω μιᾶς διαδικτυακῆς κινητοποίησης, 59 χῶρες μαζὶ μὲ τὴν ῾ Ελλάδα. Τὸ 2013 πραγματοποιήθηκαν ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του. ῾ Η δράση τοῦ «Lysistrata Project», δὲν κατάϕερε νὰ σταματήσει ἕναν προαναγγελθέντα πόλεμο –τὴν εἰσβολὴ στὸ ᾽ Ιράκ– ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἀκόμη σημεῖο ἀναϕορᾶς. ῍ Αν καὶ ὁ ᾽Αριστοϕάνης συνέγραψε τὴν Λυσιστράτη τὸ 411 π.Χ., γιὰ νὰ ἐκϕράσει τὴ θέση του, γιὰ τὴν ἐπισϕαλῆ κατάσταση τῆς ᾽Αθήνας κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, τὸ ἔργο ἐπιστρέϕει μὲ μία διαϕορετικὴ κοινωνικὸ-πολιτισμικὴ ὁμάδα ἀτόμων, ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦν ὡς ἐργαλεῖο μαζικῆς διαμαρτυρίας, ὥστε νὰ ἐκϕράσουν τὶς δικές τους ἀπόψεις, γιὰ ἕναν ἐπικείμενο πό* Διδάκτωρ τῆς Κοινωνιολογίας τῆς ᾽ Εκπαίδευσης καὶ π. Πάρεδρος Παιδαγωγικοῦ ᾽ Ινστιτούτου. Συνεργάτις τῆς ΑΣΠΑΙΤΕ.
220
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΜΟΥΚΤΣΟΓΛΟΥ
λεμο, ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν ἐλευθερία τῆς ἔκϕρασης πολιτικῶν πεποιθήσεων καὶ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.
῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης καὶ ἡ Πολιτεία ῾ Η θέση τῶν γυναικῶν στὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία τοῦ 5ου π.Χ. ἔχει σημαντικὲς διαϕορὲς σὲ σχέση μὲ τὴ σύγχρονη κοινωνία μας. ῾ Η σημαντικότερη εἶναι ὅτι οἱ γυναῖκες σήμερα ἔχουν πολιτικὰ δικαιώματα σὲ σχέση μὲ τὶς γυναῖκες τοῦ 5ου π.Χ., καθὼς τότε ἡ δημόσια ἔκϕραση/πολιτικὴ ἦταν ἀποκλειστικὰ τομέας τῶν ἀνδρῶν. Οἱ κωμωδίες λοιπόν, τοῦ ᾽Αριστοϕάνη γράϕτηκαν σὲ μία πατριαρχικὴ/ἀνδροκρατούμενη κοινωνία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ἐκτιμοῦμε ὅτι ἡ Λυσιστράτη, δὲν ἐκϕράζει τὴν ἰδεαλιστικὴ-ἀντιπολεμικὴ θέση τοῦ ποιητῆ ἀλλὰ ἀπεικονίζει τὴν ἄποψή του γιὰ τὴν ἔκπτωση τῶν παραδόσεων καὶ ἀξιῶν στὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία, ἐξαιτίας τοῦ πολέμου. Πῶς θὰ μποροῦσε μία γυναίκα νὰ ἐπηρεάσει τὶς πολιτικὲς ἀποϕάσεις καὶ νὰ ὁδηγήσει σὲ μία πραγματικὴ κοινωνικὴ ἀλλαγή, ἀϕοῦ ἡ μόνη ἐξουσία ποὺ εἶχε ἦταν τὰ «τοῦ οἴκου της». Μιὰ ἄλλη κοινωνικὴ διαϕορὰ εἶναι ἡ κοινωνικὴ κινητικότητα. Τὸν 5ο π.Χ. αἰώνα ἡ ᾽Αθηναϊκὴ δημοκρατία προσέϕερε σὲ κάθε πολίτη (ἐκτὸς τῶν γυναικῶν, τῶν δούλων καὶ τῶν πολιτῶν μὲ ἕνα γονέα μὴ ᾽Αθηναῖο πολίτη) τὴ δυνατότητα συμμετοχῆς στὴ διακυβέρνηση τῆς Πολιτείας, καθὼς ἡ ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου ἦταν τὸ κυρίαρχο πολιτειακὸ ὄργανο καὶ συμμετεῖχαν ὅλοι οἱ πολίτες ἄνω τῶν 20 ἐτῶν. ῞ Ομως ἔστω καὶ ἂν οἱ πλουσιότεροι πολίτες εἶχαν κάποια πλεονεκτήματα ἰδιαίτερα στὴν πρόσβαση στὴν παιδεία, ἡ κοινωνικὴ κινητικότητα δὲν ἦταν ἀδύνατη. ῾ Η ᾽Αθηναϊκὴ Δημοκρατία ἦταν ἀποκλειστική, χωρὶς ἀποκλεισμούς. Βεβαίως, οὔτε καὶ στὴ σύγχρονη κοινωνία ἡ κοινωνικὴ κινητικότητα εἶναι ἀδύνατη. ῾ Ωστόσο, δὲν μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι τὸ κοινωνικὸ σύστημα εἶναι ἐντελῶς ἀνοικτὸ καὶ ἀνεκτικό. Στὸν κοινωνικὸ - πολιτικὸ τομέα κυριαρχοῦν οἱ πολιτικὲς δυναστεῖες, λειτουργεῖ ὁ νεποτισμός, ἡ γυναικεία συμμετοχὴ στὰ πολιτικὰ δρώμενα ὑπόκειται σὲ ποσόστωση καὶ δὲν ἔχουν ὅλοι οἱ πολίτες ἄμεση πρόσβαση σὲ «καλὲς σπουδές».
ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣ ΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
221
᾽Ακόμη κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, οἱ πολυεθνικὲς ἑταιρεῖες συμμετέχουν καὶ χειραγωγοῦν ἕνα τεράστιο ποσοστὸ τῆς οἰκονομικῆς καὶ πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ ἡ ἐνοποίηση τῶν Μ.Μ.Ε., ἔχει συμβάλλει στὴ διάβρωση τῆς δημοκρατίας, δεδομένου ὅτι οἱ πληροϕορίες ποὺ λαμβάνουν οἱ πολίτες, ἐλέγχονται ἀπὸ μικρὸ ἀριθμὸ ἑταιρειῶν ἐνῶ ὁ ϕόβος τῶν τρομοκρατικῶν ἐπιθέσεων ἐπιτρέπει τὴν πρόσβαση στὰ προσωπικὰ δεδομένα τῶν πολιτῶν. ᾽Ακόμη σήμερα, ἡ θέση τοῦ θεάτρου καὶ γενικότερσ τῆς τέχνης στὴν κοινωνία δὲν εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς κοινωνικῆς καὶ τῆς πολιτικῆς ζωῆς, ὅπως στὴν ἀρχαία ᾽Αθήνα. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἕνα ἐρώτημα ἐγείρεται στὸ θεατρόϕιλο κοινὸ ἢ τοὺς κριτικοὺς καὶ συγγραϕεῖς τοῦ θεάτρου, τὸ κατὰ πόσον, ὡς μέσο, τὸ θέατρο σήμερα ἐπηρεάζει πραγματικὰ τὸν εὐρύτερο κοινωνικὸ - πολιτικὸ τομέα. Σὲ ὅτι ἀϕορᾶ τὶς πολιτικὲς ἐπιδράσεις τῶν θεματικῶν τῆς κωμωδίας καὶ τοῦ δράματος στὸ ἀρχαῖο θέατρο, σύμϕωνα μὲ τὴ βιβλιογραϕία, κυριαρχοῦν τρεῖς ἀπόψεις: Σύμϕωνα μὲ τὴν πρώτη, ὁ κωμικὸς ποιητὴς εἶναι οὐσιαστικὰ καιροσκόπος, καὶ δὲν χρησιμοποιεῖ τὴ καυστικὴ σάτιρα, ἂν νομίζει ὅτι αὐτὸ βλάπτει τὶς πιθανότητές του νὰ κερδίσει. ῾ Η δεύτερη ἄποψη ἑρμηνεύει τὸν ᾽Αριστοϕάνη νὰ «παίζει» μὲ τὸ Δῆμο, ἐκϕράζοντας τὸ ὅραμά του, τὸ ὁποῖο ἐξαιτίας τῆς κακοδιαχείρισης τῶν ἡγετῶν του, δὲν πραγματώνεται ποτέ. ῾ Ο ποιητής, ξεπερνᾶ τὰ ὅρια σατιρίζοντας τὸ Δῆμο γιὰ τὴν ἀνοησία του, δηλαδὴ τοὺς συμπολίτες του, ἐπειδὴ ὑποστηρίζουν ὅτι γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν ϕταίει ὁ Δῆμος, καὶ ὅτι μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τοὺς κακοδιαχειριστὲς τῆς ἐξουσίας, ὅταν σκεϕτοῦν συνετά, καὶ ἐπιστρέψουν στὸν ὀρθὸ δρόμο. (Henderson 1990, 1993). Σύμϕωνα μὲ μία τρίτη ἄποψη (Sommerstein 1996), τὰ ἄτομα ποὺ ὁ ᾽Αριστοϕάνης σατιρίζει καὶ ἐναλλακτικὰ ἐπαινεῖ, ἀποκαλύπτουν τὴ συστηματικὴ προκατάληψή του ὑπὲρ τῆς παραδοσιακῆς πολιτειακῆς δομῆς, τῆς ἀριστοκρατίας.1 Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς προσϕέρουν ἕνα εὐρὺ πεδίο διαϕορετικῶν συμπερασμάτων γιὰ τὴν πολιτικὴ δράση τῆς κωμωδίας. Συμϕωνοῦν ὅτι ἐμπεριέχει ἕνα ἀρκετὰ ὑψηλὸ βαθμὸ ὠϕελιμισμοῦ, καθὼς μέσω αὐτῆς οἱ ποιητές, ἐπιθυμοῦν νὰ ἐπη1. Sommerstein (1996).
222
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΜΟΥΚΤΣΟΓΛΟΥ
ρεάσουν τὶς κοινωνικὲς-πολιτικὲς ἀποϕάσεις, στὸν εὐρύτερο κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ περίγυρο τοῦ θεάτρου. Τὴν τάση αὐτὴ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη τὴν ἀρνεῖται ὁ Heath (1987) ὑποστηρίζοντας ὅτι τὸ κοινὸ θεωρεῖ τὴν κωμωδία ἄσχετη μὲ τὴν καθημερινὴ πολιτικὴ καὶ ὅτι αὐτὸ θὰ συνέβαινε μόνο ἐὰν ὁ δῆμος διαδραμάτιζε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἀπονομὴ τοῦ θεατρικοῦ βραβείου. ᾽Αντίθετα ὁ Henderson (1991) θεωρεῖ ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ τὴν ἐπιρροὴ τῆς κωμωδίας στὴν πολιτικὴ δράση ἐπειδὴ ἐκτιμᾶ ὅτι, οἱ ᾽Αθηναῖοι εἶχαν μία εὐρεία κατανόηση τῆς πολιτικῆς, ὥστε νὰ θεωροῦν τὴν κωμωδία ὡς μιὰ σημαντικὴ διαδικασία, καθὼς αὐτὴ ὑπενθύμιζε στὸ κοινὸ τὶς ἄμεσες κοινωνικὸ-πολιτικὲς διεργασίες. ῍ Αν λοιπὸν ὁ ᾽Αριστοϕάνης εὐνοεῖ συστηματικὰ τὴν παραδοσιακὴ ἐλίτ, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα (μόνο) τῶν πολιτικῶν του πεποιθήσεων. Τέλος τὰ πρόσϕατα εὑρήματα τῆς ἔρευνάς του, ὁδηγοῦν τὸν Sommerstein στὴ διαπίστωση ὅτι τὸ κοινό, κατὰ μέσο ὅρο, ἀνῆκε στὸ ὑψηλότερο κοινωνικὸ-οἰκονομικὸ ἐπίπεδο. ῞ Ομως ἔστω καὶ ἂν ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἐκϕράζει τὶς πολιτικές του προκαταλήψεις, ϕαίνεται ὅτι ἡ ἀριστοκρατικὴ τάση εἶναι καλὰ ὀργανωμένη στὴν πολιτικὴ καὶ τὸν πολιτιστικὸ διάλογο. ῾ Επομένως, οἱ θεατὲς δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἀριστοκράτες γιὰ νὰ τὸ ἀνέχονται. Παραμένει ὅμως σημαντικὸ τὸ γεγονὸς κατὰ τὸν Henderson (1998: 271 στὸ Wallace, 2005) ὅτι οἱ κωμικοὶ ποιητὲς δὲν «προσέϕεραν παράνομες συμβουλές, δὲν ἀμϕισβήτησαν τὸ δικαίωμα τοῦ δήμου τὴν πλήρη κυριαρχία, ἢ πρότειναν καμία μεταρρύθμιση στοὺς κανόνες τῆς δημοκρατίας». Κατευθυνόμενη οὐσιαστικὰ στὸ πολιτικὸ κέντρο, ἡ κωμωδία τείνει πρὸς ἀποκλεισμοὺς καὶ δὲν ἐκϕράζει διχαστικὲς ἢ ἀναρχικὲς θέσεις. Πρόσϕατα ὁ μελετητὴς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη Zumbrunnen (2012), προσέθεσε καὶ μία τέταρτη ἄποψη ἡ ὁποία καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ ᾽Αριστοϕάνης δὲν ἦταν οὔτε συντηρητικὸς οὔτε ριζοσπάστης, ὅπως ὑποστηρίζουν ἄλλοι, ἀλλὰ ὅτι στόχος του ἦταν νὰ ἐπισημάνει στοὺς πολίτες τὶς δυνατότητες καὶ τὰ προβλήματα τῆς δημοκρατίας. Γιὰ τὸν Zumbrunnen ὁ ᾽Αριστοϕάνης θὰ πρέπει νὰ μελετᾶται ὑπὸ τὸ πρίσμα τοῦ «ἐσωτερικοῦ κριτῆ» τῆς δημοκρατίας καὶ ὄχι τοῦ ἀντιπάλου της. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης, ἀναλαμβάνει τὸ ρόλο ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ῞ Ελληνες πίστευαν ὅτι ἦταν κατάλληλος γιὰ ἕναν ποιητή: νὰ ἐκπαιδεύσει τοὺς πολίτες. Μελετᾶ τὸ ἔργο του καὶ ἀναγνω-
ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣ ΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
223
ρίζει τὴν ἐσωτερικὴ ἐπαναστατικότητα τῆς δημοκρατίας μέσα ἀπὸ τὴ συλλογικὴ δράση. Προσπαθεῖ νὰ ἑδραιώσει στὸ κοινό του μιὰ σύνθετη κωμικὴ διάθεση, ἡ ὁποία εἶναι παρόμοια μὲ τὸ εἶδος τῆς διάθεσης ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν προκλήσεων τῆς δημοκρατικῆς ἰδιότητας τοῦ πολίτη ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης, ὑποστηρίζει, διερευνᾶ τὶς δυσκολίες ἐξισορρόπησης μεταξὺ τοῦ πολιτικοῦ λαϊκισμοῦ, μὲ τὴ ρητορικὴ τῆς ἐξέγερσης, παράλληλα μὲ τὴν εὐαισθησία στὴν ἐλιτίστικη δημαγωγία καί, πιὸ συγκεκριμένα, πόσο συχνὰ οἱ ἁπλοὶ πολίτες ἀδυνατοῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς προκλήσεις τῆς δημοκρατικῆς συνείδησης τῶν πολιτῶν ποὺ ἐκπροσωποῦν αὐτὲς οἱ ἀντιτιθέμενες δυνάμεις. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης δὲν μᾶς προσϕέρει μία ἀπάντηση σὲ αὐτὲς τὶς δυσκολίες, ἀλλὰ τὰ ἔργα του «προτείνουν τὴ διάθεση μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ προσεγγίσουμε τὰ ἐρωτήματα»2 (Zumbrunnen, 2012: 135). Μᾶς ὑπενθυμίζει διαρκῶς ὅτι ἡ δημοκρατικὴ ἰδιότητα τοῦ πολίτη εἶναι, καὶ κατὰ πάσα πιθανότητα θὰ πρέπει πάντα νὰ εἶναι, διαρκὴς διαδικασία. Τὸ Διονυσιακὸ θέατρο δὲν ἀνέβαζε ἁπλὰ κωμωδίες ἀλλὰ προσέϕερε μηνύματα δικαίου καὶ ὀρθοϕροσύνης, ἀπὸ τὸ διαγωνιζόμενο ποιητή. Γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ ἔργο τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ὀϕείλουμε νὰ τὸ ἐντάξουμε στὶς πολιτικές, πολιτισμικὲς καὶ λογοτεχνικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς του, καθὼς γράϕει καὶ σατιρίζει καταστάσεις ποὺ ἀντανακλοῦν μία ἰσχυρὴ παράδοση, τὶς ἀντιδράσεις καὶ τὰ προβλήματα τῆς κοινωνίας του.
῾ Η Λυσιστράτη Στὴ Λυσιστράτη οἱ γυναῖκες καταπονημένες ἀπὸ τὸν πόλεμο, ἀρνοῦνται νὰ συνευρεθοῦν μὲ τοὺς συζύγους τους, καὶ οἱ ἡλικιωμένες γυναῖκες καταλαμβάνουν τὴν ᾽Ακρόπολη, ὥστε οἱ ἄνδρες νὰ μὴν ἔχουν πρόσβαση στὸ θησαυρὸ τῆς Πόλης, ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ χρηματοδότηση τοῦ πολέμου. 2. Zumbrunnen (2012), 135.
224
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΜΟΥΚΤΣΟΓΛΟΥ
Στὸ ἔργο της «Aristophanes and Women» ἡ Lauren K. Taaffe (1993) περιγράϕει τὶς προθέσεις τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἀπὸ τὸ κατὰ πόσον καὶ πῶς τὸ ἔργο ἐπηρεάζει τὸ κοινό: «[...] μιὰ τέτοια μεγάλη ἀπώλεια ἀνδρῶν [στὸν Πελοποννησιακὸ Πόλεμο] θὰ μποροῦσε νὰ ἐπηρεάσει τὴ συντριπτικὰ αὐτὸ-προσδιοριζόμενη ἀνδροκρατούμενη Α ᾽ θήνα. [...] Πῶς ἀποϕασίζει ὁ Α ᾽ ριστοϕάνης νὰ γράψει σὲ μία σοβαρὰ πληγωμένη πόλη ἕνα ἔργο γιὰ τὴν εἰρήνη σὲ μία προσπάθεια νὰ τὴ θεραπεύσει, μὲ μιὰ γιορτὴ στὴν ἀνδροπρέπεια καὶ τὴν ἐπιστροϕὴ στὶς παραδοσιακὲς ἀξίες». ῾ Ωστόσο, ἂν καὶ προβάλλονται οἱ παραδοσιακὲς ἀξίες, ἡ συνολικὴ ἐπίπτωση εἶναι τέτοιου μεγέθους ποὺ δὲν ὑπάρχει εὔκολη ἐπιστροϕὴ σὲ αὐτές. ῞ Οταν ἡ πράξη τῶν γυναικῶν, νὰ ἐμπλακοῦν στὴ δημόσια ζωὴ περιγράϕεται ὡς «ἔσχατη λύση», ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ ᾽Αθήνα ἦταν σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση. ῞ Οταν περιγράϕει τὸ σχέδιό της στὴν Κλεονίκη, ἡ Λυσιστράτη, λέει, ΛΥΣ.
ἐν ταῖς γυναιξίν ἐστιν ἡ σωτηρία.
[τὴ σωτηρία της νὰ βρεῖ μὲ τὶς γυναῖκες μόνο.]
καὶ ἡ Κλεονίκη ἀπαντᾶ: ἐν ταῖς γυναιξίν; ἐπ ᾽ ὀλίγου γ ᾽ ὠχεῖτ ᾽ ἄρα.
Μὲ τὶς γυναῖκες!; ῎ Ελα δά! θάταν μεγάλο θάμα, νὰ στέκ’ ἡ σωτηρία της σὲ τόσο λίγο πράμα.] (30-31)
Αὐτὸ ὑποδηλώνει ὅτι τὸ νὰ ὁδηγήσουν οἱ γυναῖκες τοὺς ῞ Ελληνες στὴ σωτηρία δὲν εἶναι πραγματικὴ λύση σὲ ὅλα, ἀλλὰ ἁπλὰ ἕνα σημάδι ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία ἐλπίδα γιὰ μία ἀνώδυνη λύση. ῾ Η ἀντίληψη γιὰ τὸ ρόλο τῆς γυναίκας καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἰσότητας τῶν ϕύλων στὴν κοινωνία εἶναι σαϕὴς στοὺς γυναικείους χαρακτῆρες. ῾ Η κατασκευὴ τοῦ ϕύλου, ἀποκαλύπτει μία διϕορούμενη ποιότητα, ἡ ὁποία εἶναι τελικὰ ὁ λόγος τοῦ ἔργου. ῾ Η ἔννοια τῆς «ταυτότητας» καὶ ἰδιαίτερα ἡ γυναικεία ταυτότητα στὸ ἔργο τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἔγκειται στὸ σύνολο τῶν διαϕοροποιητικῶν χαρακτηριστικῶν, τῶν γνωρισμάτων ποὺ καθορίζουν τί εἶναι κάτι, ποιὸς εἶναι κάποιος, ποὺ ἐπι-
ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣ ΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
225
τρέπουν τὴν ἀναγνώρισή του καὶ ἐπιπλέον, περιλαμβάνει καὶ τὸ σύνολο τῶν ταυτίσεων μὲ ἄλλα ἄτομα. Στὶς σύγχρονες προσεγγίσεις, ὡς ἀναϕορὰ τὴν ταυτότητα,«Τὸ βάρος τῆς ἀνάλυσης μετακινήθηκε πρὸς τὶς ὑποκειμενικὲς ἐμπειρίες τῆς ὁμοιότητας καὶ τῆς διαϕορᾶς, στὴν ὑποκειμενική, δηλαδή, «αἴσθηση τοῦ ἀνήκειν» καὶ στὸν τρόπο πρόσληψης τῆς ταυτότητας ἀπὸ τὸν ἑαυτό, τὸ ἴδιο τὸ δρῶν ἄτομο» (Γκέϕου-Μαδιανοῦ 2003: 34). Σύμϕωνα μὲ τὴν Gallop ἡ ταυτότητα «πρέπει νὰ θεωρεῖται διαρκῶς αὐτονόητη καὶ εὐθὺς ἀμέσως νὰ ἀμϕισβητεῖται» γιατὶ σὲ διαϕοροποιεῖ. (στὸ Γιαννακόπουλος 2006: 140). ῍ Αν καὶ οἱ ταυτότητες ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν μετανεωτερικότητα νὰ εἶναι «ρευστές, ἀποσπασματικές, ἄστατες, θραυσματικές, ὑβριδικές, ὑποκειμενικές, προσωρινές, συμπτωματικὲς» (Γκέϕου-Μαδιανοῦ 2003: 18) στὴν κοινωνία ποὺ σκιαγραϕεῖ ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἔχουν σαϕεῖς προορισμοὺς καὶ ἐκϕάνσεις. ῾ Ο ἰδιωτικὸς χαρακτήρας τοῦ προσώπου, δὲν προκύπτει ἀπαραίτητα ὡς προϊὸν τῆς κοινωνίας, ἀντίθετα μπορεῖ ἀκόμα καὶ νὰ συγκρούεται μὲ τὶς κοινωνικὲς κανονικότητες. Οἱ ἰδιωτικὲς δραστηριότητες ἐκλαμβάνονται ὡς περιέχουσες πολιτικὸ νόημα (politically meaningful) καί, «τὰ ἰδιωτικὰ προβλήματα μεταϕράζονται στὴ γλώσσα τῶν δημοσίων θεμάτων» (Bauman 2000: 39). Οἱ γυναῖκες ἐκϕράζονται στὸ δημόσιο χῶρο ὡς συμμετέχουσες στὴ θρησκευτικὴ ζωή. Κατὰ τὸν Bowie: « ῾ Η ἰδέα τῶν γυναικῶν στὴν ἐξουσία θεωρεῖται στὴν ἑλληνικὴ ἰδεολογία σαϕέστατα ὡς ἀνωμαλία. Συμβαίνει στὴ μυθολογία σὲ περιόδους κρίσης καὶ στὸ τελετουργικὸ σὲ περιόδους τοῦ ἔτους, ποὺ εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ χαρακτηρίζουν ὡς μὴ ϕυσιολογικές» (179). Οἱ γυναῖκες εἰσέρχονται στὰ δημόσια δρώμενα, ὅταν τὰ πράγματα δὲν εἶναι σὲ τάξη, ἢ σὲ περιόδους ἀστάθειας, προκειμένου νὰ ἐπιστρέψουν τὰ πράγματα στὴν κανονικὴ κατάσταση. ῾ Ο κεντρικὸς ρόλος τῶν ῾ Ελληνίδων στὰ ταϕικὰ ἔθιμα εἶναι ἕνα τέτοιο παράδειγμα. Στὴ Λυσιστράτη ὁ ᾽Αριστοϕάνης μᾶς παραπέμπει σὲ μία τέτοια μὴ κανονικὴ χρονικὴ στιγμὴ ἀλλ ᾽ εἴ τις ἐς Βακχεῖον αὐτὰς ἐκάλεσεν, ἢ ᾽ς Πανὸς ἢ ᾽ πὶ Κωλιάδ ᾽ ἢ ᾽ς Γενετυλλίδος,
226
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΜΟΥΚΤΣΟΓΛΟΥ
οὐδ ᾽ ἂν διελθεῖν ἦν ἂν ὑπὸ τῶν τυμπάνων. νῦν δ ᾽ οὐδεμία πάρεστιν ἐνταυθοῖ γυνή». (Λυσ. 5)
( ῍ Αν τὶς ϕώναζε κανεὶς στὴ γιορτὴ τοῦ Βάκχου ἢ τοῦ Πάνα ἢ τῆς ᾽Αϕροδίτης τῆς Κωλοῦς ἢ τῆς Καρπεσιάρας... Δὲν θὰ μποροῦσες νὰ διαβεῖς ἀπ’ τοὺς χορούς καί τὰ τραγούδια. Τώρα ὅμως οὔτε μιά.)
῎ Αλλωστε ἡ χρονικὴ περίοδος τῆς συγγραϕῆς τοῦ ἔργου, ἦταν ἀσταθής, μὲ τὴν συντριπτικὴ ἥττα τῆς ᾽Αθήνας στὴ Σικελία καὶ τὴν ἐπακόλουθη ἐχθρότητα πρὸς τὴν ᾽Αθηναϊκὴ Πολιτεία - Δημοκρατία, ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ῾ Ελλάδα. Οἱ γυναικεῖοι χαρακτῆρες ἐκϕράζονται μὲ σκοπὸ τὴν ἐπίτευξη τῶν πολιτικῶν στόχων τους καὶ τὴν εἰρήνη στὴν ᾽Αθήνα. ῞ Οταν ἡ Λυσιστράτη ἐξηγεῖ τὸ στόχο της γιὰ τὴν ᾽Αθήνα, ἡ Κλεονίκη ἐπισημαίνει ὅτι οἱ γυναῖκες δὲν γνωρίζουν τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ντύσιμο καὶ τὸ στολισμό τους: τί δ ᾽ ἂν γυναῖκες ϕρόνιμον ἐργασαίατο ἢ λαμπρόν, αἳ καθήμεθ ᾽ ἐξηνθισμέναι, κροκωτοϕοροῦσαι καὶ κεκαλλωπισμέναι καὶ Κιμμερίκ ᾽ ὀρθοστάδια καὶ περιβαρίδας; (Λυσ. 45-60)
(Τί σωστὸ ἢ ξακουστὸ νὰ κάνουν οἱ γυναῖκες ποὺ ὅλο τὰ μαλλιά τους κάθονται καὶ ξαγραίνουν καὶ βάϕονται ὅλο καὶ στολίζονται καὶ ὅλο πασουμάκια καὶ δικτυωτὰ ϕορέματα;)
῾ Ωστόσο, ἡ Λυσιστράτη ἀπαντᾶ μέ: ταῦτ ᾽ αὐτὰ γάρ τοι κἄσθ ᾽ ἃ σώσειν προσδοκῶ, τὰ κροκωτίδια καὶ τὰ μύρα χαἰ περιβαρίδες χἤγχουσα καὶ τὰ διαϕανῆ χιτώνια.
(Αὐτὰ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς σώσουν Καλονίκη! Τὰ χρώματα καὶ τὰ ἀρώματα καὶ τὰ γοβάκια καὶ τὰ ταντελωτὰ τὰ διάϕανα. Καὶ πότε καλὲ πῶς; ῎ Ετσι ποὺ οἱ ἄντρες μας νὰ μὴ σηκώσουν δόρυ πιὰ κανένας στὸν ἄλλον... ῍ Αν εἶναι ἔτσι τότε τὸ βάϕω κροκωτό, μὰ τὶς θεές! Κι οὔτε ἀσπίδα νὰ κρατοῦν...
ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣ ΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
227
῎ Α! θὰ σκεπαστῶ δικτυωτό! Οὔτε ξίϕος. ῍ Αχ ϕεύγω πάω γιὰ γοβάκια! Δὲν θά ’πρεπε λοιπὸν νὰ ἦταν ὅλες; Φτερὰ νὰ βάζαν ἔπρεπε καὶ νά ’ταν! ᾽Αθηναῖες εἶναι, καλή μου, τί τὰ θές; ῞ Ολο ἀργοῦν. ῞ Ολα τους ἐκ τῶν ὑστέρων. Μὰ οὔτε καὶ ἀπ’ τὶς λαϊκὲς ναυτικὲς περιοχὲς οὔτε ἀπ’ τὴ Σαλαμίνα ἔϕτασε καμιά. ῎ Α! ᾽ Εκεῖνες πρωὶ πρωὶ τὰ καβαλοῦν ὀρθὲς τὰ τρεχαντήρια τους.)
Οἱ γυναῖκες ἀναμένεται νὰ ἐπιτύχουν τοὺς πολιτικούς τους στόχους μέσω τῆς ἔκϕρασης, αὐτὸ-παρουσίασης καὶ στολισμοῦ, μέσα ἀπὸ μία κίβδηλη κατασκευὴ ταυτότητας. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐκϕρασμένη ὑπέρθηλυκότητα, ὥστε νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἄνδρες στὴν σεξουαλικὴ ἀπόγνωση ποὺ θὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ σταματήσουν τὸν πόλεμο. ῾ Ο πόλεμος τῶν ϕύλων τῆς παράστασης, μὲ τὴν πλοκὴ νὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τοὺς γυναικείους χαρακτῆρες γελοιοποιοῦν καὶ ἀποδυναμώνουν τοὺς ἀνδρικοὺς χαρακτῆρες, προσϕέρει μία εἰκόνα γιὰ τὸ πῶς ὁ συγγραϕέας θεωρεῖ τὴν κοινωνικὸ-πολιτικὴ κατάσταση τῆς ᾽Αθήνας. Πράγματι, οἱ γυναῖκες, παρὰ τὴν ἀσταθῆ ταυτότητα τοῦ ϕύλου τους, ϕαίνεται νὰ προσπαθοῦν νὰ ὑπεραμυνθοῦν τῶν θεσμῶν ποὺ προάγουν τὴν κοινωνικὴ σταθερότητα. Μιὰ εἰρωνεία γιὰ τὸ ἀνδρικὸ κοινό. Οἱ γυναῖκες νὰ ὑποστηρίζουν τὴ σταθερότητα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς οἰκογένειας, τὴν ἀναπαραγωγὴ τῶν προγονικῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἀξιῶν τῆς Δημοκρατίας, ὅταν οἱ ἴδιες ἐνσαρκώνουν τὴν κοινωνικὴ ἀστάθεια καὶ τὰ ἀνεξέλεγκτα πάθη. ῾ Η ἀπώλεια τοῦ ἐλέγχου τῶν γυναικῶν ἀπὸ τὴν ἀνδροκρατούμενη, πατριαρχικὴ κοινωνία, παρουσιάζεται ὡς μιὰ μεταϕορὰ γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀθηναϊκῶν δημοκρατικῶν ἰδανικῶν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου. Σὲ μία κοινωνία σὲ διαρκῆ πόλεμο, μὲ δυσάρεστες ἐκβάσεις (θανάτους, πείνα, λιμό, ἔκλυση ἠθῶν κ.λπ), τὰ ἄτομα στρέϕονται ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ ἰδανικὰ τῆς ἀνδρείας στὸν ἰδιωτικὸ χῶρο, τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, μὲ τὴν ἐσωτερικὴ λειτουργία τῆς ψυχῆς, τὸν ἔρωτα.
228
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΜΟΥΚΤΣΟΓΛΟΥ
῾ Η Taaffe περιγράϕει τὶς γυναῖκες ποὺ παρουσιάζονται ἐπὶ σκηνῆς, ρόλοι ποὺ παίζονται ἀπὸ ἄντρες - ἠθοποιοὺς ποὺ μιμοῦνται τὶς γυναῖκες: «[...] δὲν προσδιορίζουμε αὐτὲς τὶς γυναῖκες μὲ τὶς πραγματικὲς ἑλληνίδες γυναῖκες. Εἶναι θεατρικά, σκίτσα γυναῖκες, τῶν ὁποίων ἡ ταυτότητα τοῦ ϕύλου καθορίζεται ἀπὸ τὸ τί σκέϕτονται οἱ ἄνδρες, μὲ ὑπερβολικὴ ϕαντασία καὶ ϕόβους» (1993: 54). Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο οἱ γυναικεῖοι χαρακτῆρες ὁρίζονται ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἄνδρες πιστεύουν ὅτι εἶναι οἱ γυναῖκες, καὶ δὲν εἶναι μιμητικὴ ἀναπαράσταση πραγματικῶν γυναικῶν. ῾ Επομένως οἱ γυναῖκες τῆς Λυσιστράτης δὲν ἔχουν οὐσιαστικὴ ταυτότητα καθὼς εἶναι κατασκευὴ μιᾶς ἀνδροκρατούμενης κοινωνίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς προκαταλήψεις, ἀποϕάσεις καὶ ὑποθέσεις τῶν ἀνδρῶν.῞ Οταν ἡ Λυσιστράτη δηλώνει ὅτι γιὰ τὴ κοινωνία τους εἶναι ντροπὴ νὰ εἶσαι γυναίκα, ἐννοεῖ ὅτι ὄχι μόνο ὅτι ὁ ρόλος τῆς γυναίκας στὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία εἶναι κατασκευασμένος ἀπὸ τοὺς ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ ὅτι εἶναι μία λανθασμένη κατασκευή, κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει, ἐὰν δὲν ὑπάρξει καὶ ὁ ἰδανικὸς ἄνδρας. ῾ Η Λυσιστράτη ϕέρει πολλὰ ἀπὸ τὰ πρότυπα τῆς ἀναγνώρισης τῆς ἀνδροπρέπειας. ῎ Εχει ἰδέες καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸ μέλλον τῆς πόλης, ὄχι μὲ τὶς συνευρέσεις, τὸ ποτό, καὶ τὸ κουτσομπολιὸ καὶ δὲν ϕαίνεται νὰ ἔχει σύζυγο ἢ παιδιά. ᾽ Εκϕράζει τὸ κωμικὸ στερεότυπο τοῦ ἄνδρα γιὰ τὶς γυναῖκες, συνδεδεμένη μὲ τὴν ἴδια τὴν πόλη καὶ τὶς ὑποθέσεις της, στέκεται ἔτσι γιὰ τὰ ἰδανικὰ τῆς ἴδιας τῆς πόλης, ἰδανικά, τὰ ὁποῖα ὁρίζονται ἀπὸ τοὺς ἄνδρες. ῾ Η Λυσιστράτη ὡς ἡγέτης τῶν γυναικῶν μιλάει καὶ συμπεριϕέρεται διττὰ σύμϕωνα μὲ τὸ ἀνδρικὸ καὶ γυναικεῖο ἰδανικό, καὶ ἀντιπροσωπεύει τὴν Πολιοῦχο - ᾽Αθηνᾶ, τὴν πόλη, μιλεῖ γιὰ μία πόλη ὅπως ἔπρεπε νὰ εἶναι. ῾ Η ὁμιλία της ἐκϕράζει ἀπόψεις μὲ τρόπο παρόμοιες μὲ τοῦ Δικαιόπολη στοὺς ᾽Αχαρνῆς. Σύμϕωνα μὲ τὴν ᾽Αθηναϊκὴ Πολιτεία, οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ χρειάζονται προστασία. Οἱ γυναῖκες, ἐξαιτίας, τῆς ἀνύπαρκτης οὐσιαστικὰ πολιτικῆς θέσης τους, δὲν ἔχουν ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδεχθοῦν ὁποιαδήποτε προστασία τοὺς προσϕέρθηκε. Οἱ γυναῖκες ἦταν ὑποδεέστερες τῶν ἀνδρῶν, ὅπως τὸ παράδειγμα τῶν αὐλητρίδων στὸν ᾽Αριστοϕάνη. ᾽Ακόμη καὶ σὲ σχέση μὲ τὸ ϕύλο, οἱ γυναῖκες ϕαίνεται νὰ ἀποδέχονται τὴν κοινωνική τους θέση. ῞ Ομως ἔστω
ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣ ΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
229
καὶ ἂν οἱ ἀθηναῖες γυναῖκες διατηροῦν τὸν ἐνδοτικὸ ρόλο τους ἐκτὸς τῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς κοινωνικῆς σϕαίρας, εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπηρεάσουν τὴν ἀθηναϊκὴ κυβέρνηση μὲ ἔμμεσο τρόπο. Οἱ ᾽Αθηναῖες, στὴν ἀγορὰ καὶ στὸ σπίτι ἦταν σὲ θέση νὰ ἐπηρεάσουν τοὺς συζύγους, τοὺς γιούς, καὶ ἄλλα ἄτομα μέσα ἀπὸ τὴ συζήτηση. ῞ Οπως ἀναϕέρει ὁ Vlassopoulos (2007: 42), « ῾ Ο πολιτικὸς χῶρος τῆς Α ᾽ γορᾶς δὲν περιορίζεται μόνο σὲ Α ᾽ θηναίους πολίτες, ἦταν ἀνοιχτὸς γιὰ τὶς γυναῖκες, τοὺς μέτοικους, τοὺς δούλους καὶ τοὺς ξένους. Αὐτοὶ ἦταν ὅλοι παρόντες στὴν ἀγορά, ἐργαζόμενοι, δημιουργώντας, πουλώντας, ἀγοράζοντας καὶ συζητώντας.» Οἱ γυναῖκες ἀνατρέϕοντας τὰ παιδιά τους, λειτουργώντας ὡς ἱέρειες, παρέχοντας ψυχαγωγία, ἢ ἐπισκεπτόμενες τὴν ἀγορὰ διαδραμάτιζαν ζωτικὸ ρόλο στὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία.
᾽Αχαρνεῖς (ῆς) Στοὺς ᾽Αχαρνεῖς, ἕνας ϕτωχὸς ἀγρότης (Δικαιόπολης) συλλαμβάνει τὸ σχέδιο νὰ ἐπαναϕέρει τὴν εἰρήνη εἴτε γιὰ τὸν ἑαυτό του εἴτε γιὰ ὅλους τοὺς ῞ Ελληνες. Τὸ καταϕέρνει χρησιμοποιώντας ἕναν ὑπερϕυσικὸ βοηθὸ ( ᾽Αμϕίθεο) καὶ ξεπερνώντας τὶς δυσκολίες (ἀντιδράσεις τῶν ᾽Αχαρνέων). Στὸ τέλος θριαμβεύει ἀπολαμβάνοντας τὰ ἀγαθὰ μιᾶς μὴ ρεαλιστικῆς εἰρήνης. Τὸ ὄνομά του δὲν προδίδει τὴν ἀγροτική του καταγωγή, γιὰ τὴν ὁποία ὅμως μᾶς πληροϕορεῖ ὁ ἴδιος ( Α ᾽ χ. 33 κ.ἑ.), ὅπως καὶ τὸ ὅτι ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν δῆμο του καὶ νὰ ζήσει στὸ ἄστυ τῆς ᾽Αθήνας, ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου. Φαίνεται ὅμως ἔστω καὶ ἂν λέει ὅτι νοσταλγεῖ (νοστῶν) τὸν οἶκο του, τὴν ὡραία ἀγροτικὴ ζωή, ὅτι εἶναι σταθερὰ προσανατολισμένος στὸ ἄστυ ἔστω καὶ ἂν τὸ μισεῖ (στυγῶν μὲν ἄστυ, 33), τὸ ὁποῖο καὶ θεωρεῖ ὑπεύθυνο γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ ὑϕίσταται. Μέσω αὐτῆς τῆς στάσης ὁ ποιητὴς ψέγει αὐτοὺς ποὺ ἐκμεταλλευόμενοι τοὺς ἀγρότες, τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ γῆ τους. ( ᾽Αχ. 370-373) ῾ Ο Θουκυδίδης μᾶς πληροϕορεῖ ὅτι, ὅταν οἱ Σπαρτιάτες εἰσέβαλαν στὴν ᾽Αττική, τὸ καλοκαίρι τοῦ 431, στρατοπέδευσαν στὶς ᾽Αχαρνές. « ῎ Ηλπιζαν ὅτι οἱ ᾽Αχαρνεῖς, οἱ ὁποῖοι μὲ τοὺς 3.000 ὁπλίτες τους ἀποτελοῦσαν σημαντικὸ μέρος τοῦ ᾽Αθηναϊκοῦ κράτους, δὲν θὰ ἐπέ-
230
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΜΟΥΚΤΣΟΓΛΟΥ
τρεπαν νὰ καταστρέϕεται ἡ περιουσία τους καὶ θὰ ὑποχρέωναν ὅλους τοὺς ἄλλους ᾽Αθηναίους νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ πολεμήσουν τοὺς Σπαρτιάτες στὴν πεδιάδα. Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ἐκτιμοῦσαν ὅτι οἱ ᾽Αχαρνεῖς βλέποντας τὴν καταστροϕὴ τῆς περιουσίας τους θὰ ἦταν ἀπρόθυμοι νὰ πολεμήσουν γιὰ τὴν ᾽Αθήνα καὶ αὐτὸ θὰ διασποῦσε τὴν ἑνότητα τῆς ᾽Αθηναϊκῆς Πολιτείας». Αὐτοὺς τοὺς πολίτες τῶν ᾽Αχαρνῶν περιγράϕει ὁ ᾽Αμϕίθεος στοὺς ᾽Αχαρνῆς μὲ τὰ παρακάτω χαρακτηριστικά: ... πρεσβῦταί τινες ᾽Αχαρνικοί, στιπτοὶ γέροντες, πρίνινοι ἀτεράμονες Μαραθωνομάχαι σϕενδάμνινοι. ( ᾽Αχ. 179-81)
῾ Η βεβαρημένη ἡλικία τους καὶ οἱ παρωχημένες ἀπόψεις τους τονίζονται μὲ τὶς λέξεις: «πρεσβῦται, γέροντες, Μαραθωνομάχαι». Οἱ γέροι αὐτοί, μὲ τὸν δύσκολο ἄκαμπτο χαρακτήρα, στέκονται ἀντιπροσωπεύοντας τὸ Δῆμο καὶ ἡ σκηνὴ τοῦ ἔργου ἑστιάζεται στὴν σύγκρουση τοῦ ἀτομικοῦ μὲ τὸ μαζικό. ῾ Ο Δικαιόπολης στὸν πρόλογο παρουσιάζεται ὡς ἕνας ἐκ τῶν θεατῶν ποὺ συμμετέχει στὰ κοινά, παρακολουθεῖ θέατρο καὶ τελεῖ τὰ λατρευτικά του καθήκοντα. ῾ Ως χαρακτήρας εἶναι πολυδιάστατος, γιατὶ τὸν βλέπουμε ἀρχικὰ σὰν ἁπλὸ ἀγρότη, ἀλλὰ στὴν πορεία μεταμορϕώνεται σὲ ζητιάνο - ἥρωα ἀρχαίας τραγωδίας καὶ σὲ ἐπαγγελματία τῆς ἀγορᾶς. Στοὺς ᾽Αχαρνεῖς ὁ Δικαιόπολης προσπαθεῖ νὰ ὑποβαθμίσει τὰ αἴτια τοῦ πολέμου καὶ νὰ ἀποκαλύψει στὰ μάτια τῶν συνδημοτῶν του τὸν ἀνόητο λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο πολεμοῦν τόσο καιρό, δηλαδὴ τὴν ἀπαγωγὴ δυὸ ἑταίρων. ΔΙ. πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγαράδε
νεανίαι ᾿κκλέπτουσι μεθυσοκότταβοι· κᾆθ’ οἱ Μεγαρῆς ὀδύναις πεϕυσιγγωμένοι ἀντεξέκλεψαν ᾽Ασπασίας πόρνα δύο· κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κατερράγη ῞ Ελλησι πᾶσιν ἐκ τριῶν λαικαστριῶν ( ᾽Αχ. 524-529)
᾽ Εκεῖνο ὅμως ποὺ σίγουρα ἐκϕράζει μὲ τὴν ϕράση «ἐκ τριῶν λαικαστριῶν» ( ᾽Αχ. 529) δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀγανάκτησή του γιὰ τὸ πα-
ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣ ΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
231
ρατεινόμενο ἀδελϕοκτόνο πόλεμο ἀλλὰ καυτηριάζει τὴν παρέμβαση –ἐπιρροὴ τῆς ᾽Ασπασίας, μιᾶς μετοίκου– στὶς ἀποϕάσεις τοῦ γηγενῆ Περικλῆ. ᾽ χαρνεῖς ὁ τόνος τοῦ ποιητῆ ὅταν κρίνει τοὺς συμπολίΣτοὺς Α τες του γιὰ τὴν ὅλη ἀντιμετώπιση τοῦ πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ πεδίου εἶναι ἐπιθετικὸς καὶ βρίθει ἀπὸ αἰσχρολογίες σεξουαλικοῦ περιεχομένου. Γιὰ παράδειγμα, πέρδεται στὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου περιμένοντας τοὺς συμπολίτες του, καὶ κατὰ τὴν συζήτηση μὲ τοὺς πρεσβευτὲς τοὺς κατηγορεῖ ὡς εὐνούχους καὶ «λαικαστάς τε καὶ καταπύγονας» ( ᾽Αχ. 79).
Τὰ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης καὶ ἡ γυναίκα Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ ᾽Αθηναῖοι ἐκτιμοῦσαν ὅτι ἕνα ὑγιὲς σῶμα εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴ λειτουργία ἑνὸς ὑγιοῦς μυαλοῦ καὶ κάτ’ ἐπέκταση κριτικῆς, δημοκρατικῆς σκέψης. Στὴ διαταραγμένη ἀπὸ τὸ διαρκῆ πόλεμο κοινωνία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, τὸ σῶμα εἶναι καὶ αὐτὸ διαταραγμένο ἀκριβῶς ὅπως καὶ αὐτή. Καὶ στὰ δυὸ ἔργα του, ὁ ϕαλλὸς ἀποτελεῖ τὴ σημαντικότερη ὀργανωτικὴ δύναμη τῆς πόλης. Γιὰ παράδειγμα, στὴ Λυσιστράτη, ὁ πόλεμος καθίσταται ζήτημα σεξουαλικῆς ἀποχῆς, καὶ οἱ ἀποϕάσεις γιὰ τὴν εἰρήνη καθορίζεται ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ ϕαλλοῦ. Στὸ τυπικὸ τοῦ πέμπτου αἰώνα ἡ ἀθηναϊκὴ κωμωδία εἶναι ὀργανωμένη γύρω ἀπὸ τὶς χαμηλότερες περιοχὲς τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖο τονίζεται καὶ ὀπτικὰ μέσω τῶν ἐνδυμάτων. Στοὺς Α ᾽ χαρνεῖς τὸ κωμικὸ εὕρημα τοῦ ϕαλλοῦ κυριαρχεῖ στὸν Πρόλογο ὡς δραματουργικὸ στοιχεῖο, λεκτικὸ καὶ σκηνικό, ὑπογραμμίζοντας τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβάνονται τὴν πραγματικότητα. ῎ Εστω καὶ ἂν οἱ περιγραϕὲς γιὰ τὴ σωματικὴ διάπλαση καὶ τὸ γυναικεῖο σῶμα ἀποβλέπουν στὸ ἰδανικὸ γιὰ τὴν Πολιτεία, τὸ ὄμορϕο σῶμα ἑνὸς ἰδανικοῦ πολίτη δὲν ὑπάρχει στὴν κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη καθὼς οἱ ἥρωες του χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἕνα σῶμα μὲ ὑπερμεγέθη κοιλιὰ καὶ γεννητικὰ ὄργανα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ θέση ἢ τὴν ἡλικία. ᾽Αντίθετα ὁ ποιητὴς συνηθίζει νὰ ἐκϕράζει τὸ γυναίκειο κάλλος μὲ τὶς λέξεις: «καλός», «ὡραῖος» (ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὥρα).
232
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΜΟΥΚΤΣΟΓΛΟΥ
Γιὰ παράδειγμα στὴ Λυσιστράτη, ὁ Κινησίας περιγράϕει τὴν γυναίκα του, τὴ Μυρίνη ὡς «καλλίστη». ῾ Ο βαθμὸς τῆς ὡραιότητας, ᾽ χαρνεῖς (272), συμπεριλαμβάνεται μασύμϕωνα μὲ τὸ Χορὸ στοὺς Α ζὶ μὲ τὴ νεότητα στὰ ὀϕέλη τῆς εἰρήνης, καὶ «ἐπαινεῖ» τὸ Δικαιόπολη ποὺ θὰ κοιμηθεῖ μὲ μία ὡραῖα νέα κοπέλα (καθεύδειν μετὰ παιδίσκης ὡραιοτάτης). Πιὸ σπάνιος εἶναι ὁ ὁρισμὸς «ὡρικός», (στὴν ὥρα της), ποὺ ὁ Χορὸς χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν σκλάβα Θράτα. ῾ Η ἑλκυστικότητα τῆς γυναίκας προσδιορίζεται περαιτέρω μὲ τὴν ἁπαλότητα καὶ τὴ λευκότητα τοῦ δέρματος (ὡς ἁπαλὸν ὡς δὲ λευκόν). ῾ Η ὠχρότητα τοῦ δέρματος προσδιορίζει ὄχι μόνο τὴν ὡραία γυναίκα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄξια σεβασμοῦ γυναίκα, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνώτερη κοινωνικὴ τάξη, ἐνῶ τὸ μαυρισμένο δέρμα, ἐνδέχεται νὰ προσδιορίζει ὄχι μόνο τὴ λαϊκὴ γυναίκα, χαμηλῆς κοινωνικῆς προέλευσης ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκδιδόμενη. (Robson 2013: 119-20). ῾ Η ἔμϕαση στὴν μαλακὴ καὶ ἰδιαίτερα χλωμὴ ἐπιδερμίδα ἐκϕράζει τὴν ἰδανικὴ ὀμορϕιὰ μιᾶς γυναίκας τῆς ἀριστοκρατικῆς κοινωνικῆς τάξης, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ μικρὸ στῆθος καὶ σϕριγηλοὺς μηροὺς ποὺ συνεπάγεται ὅτι ἡ σεξουαλικὴ ὀμορϕιὰ συνάδει μὲ νεανικότητα. Εἶναι ἕνα μήνυμα ὅτι τὰ ψιμύθια χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ γυναῖκες μεγαλύτερης ἡλικίας, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἀναπαράγουν τὴ νεανικότητα. ᾽ Εδῶ τὸ «σοβάτισμα» εἶναι ἀναϕορὰ στὴ ϕιλελεύθερη ἐϕαρμογὴ τῶν ψιμυθίων, παράλληλα μὲ τὸ «μάδημα» - ἀϕαίρεση τριχῶν - μιὰ δραστηριότητα ποὺ συνδέεται μὲ τὶς ἐνήλικες γυναῖκες ὅλων τῶν ἡλικιῶν, στὴ κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. Στὴν κορυϕὴ τοῦ καταλόγου τῶν ἑλκυστικῶν γυναικείων χαρακτηριστικῶν εἶναι τὸ στῆθος. ῾ Ο Δικαιόπολης στὴ σκηνὴ μὲ τὸ στρατηγὸ Λάμαχο, ἐνῶ αὐτὸς ἀναστενάζει ἀπὸ τοὺς πόνους, προτιμᾶ νὰ τὸν εἰρωνευτεῖ ἀναϕωνώντας γιὰ «τὰ ἀξιοθέατα» τῶν δυὸ χορευτριῶν, ΔΙ. ᾽Ατταταῖ ἀτταταῖ, τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια ( ᾽Αχ. 1198-9)
Σύμϕωνα μὲ τὴ Λαμπιτὼ στὴ Λυσιστράτη, ἡ δύναμη ποὺ ἀσκεῖ τὸ γυναικεῖο στῆθος εἶναι θρυλικὴ (Λυσ. 155-6). Στὰ ἔργα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἡ ἔμϕαση στὴ περιγραϕὴ τοῦ σώματος κατευθύνεται εἰδικότερα: στὰ στήθη τῶν γυναικῶν, ἀλλὰ καὶ τὰ ὄργανα παραγωγῆς. Τὸ ἐνδιαϕέρον εἶναι ὅτι ἡ ἑστίαση στὰ ἀνατομικὰ χαρακτηριστικὰ
ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣ ΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
233
χρησιμεύει στὸ νὰ καταστήσει σαϕέστερη τὴ διάκριση μεταξὺ τῶν δυὸ ϕύλων ὅπου μόνο ἡ ἀναϕορὰ στὰ ὀπίσθια τῶν γυναικῶν εἶναι θετική. Στὸν ᾽Αριστοϕάνη θὰ βροῦμε ἐλάχιστες ἀναϕορὲς στὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου, τὸ χρῶμα καὶ τὸ σχῆμα τῶν ματιῶν, τὸ σχῆμα τοῦ στόματος κ.λπ. δὲν εἶναι ρομαντικός. Κυριολεκτεῖ. Μιὰ πραγματικὰ σημαντικὴ σκηνὴ στοὺς Α ᾽ χαρνεῖς, εἶναι αὐτὴ ᾽ χ. 729-817) ὅπου αὐτὸς ὁ πάμϕτωχος ἄνθρωπος μὲ τὸν Μεγαρίτη ( Α προσπαθεῖ νὰ πουλήσει τὰ δυὸ μικρά του κορίτσια σὰν γουρουνάκια στὸ Δικαιόπολη. ῾ Η σκηνὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ παράδειγμα γιὰ τὸ πῶς ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀξιοποιεῖ τὶς ἀμϕισημίες τῆς ᾽Αττικῆς διαλέκτου. Τὸ κείμενο ποὺ σύμϕωνα μὲ τοὺς μελετητὲς ἀποτελεῖ ἀϕενὸς ὕμνο γιὰ τὴν πατρικὴ ἀγάπη καὶ τὴ δικαίωση τοῦ ἐνδεοῦς, ἐκτιμοῦμε ὅτι πρώτιστα ὑμνεῖ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ κοριτσιοῦ σὲ γυναίκα καὶ δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ αἰσχρολόγα προσέγγιση μὲ τὴν χρήση τῆς ἀμϕίσημης λέξης «χοῖρος» (γουρούνι, ἀλλὰ καὶ γυναικεῖο αἰδοῖο, ποὺ ἰσχύει μέχρι σήμερα). ῾ Η ἀποκατάσταση τῆς εἰρήνης συνδέεται μὲ τὶς ἀπολαύσεις ποὺ ᾽ χαρνεῖς, προσϕέρει ὁ ἔρωτας, τὸ ϕαγητὸ καὶ ἡ διασκέδαση. Στοὺς Α ὁ Δικαιόπολης ὅταν συσσωρεύει ἀγαθὰ γιὰ τὶς γιορτὲς τῶν Χοῶν, ἀποθηκεύει ϕέτες ψαριῶν, ϕύλλα συκιᾶς μὲ λίπος, περιστέρια καὶ τσίχλες, κρέας λαγοῦ, λουκάνικα στὴ σούβλα, ζυμωτὸ ψωμί, τυρόπιττες, μελόπιτες, καὶ στάμνα μὲ τὸ κρασί. ῞ Ολα τὰ παραπάνω ἐνσαρκώνονται ἀπὸ βουβὰ γυναικεῖα πρόσωπα ποὺ συμβολίζουν τὴν συμϕιλίωση (Διαλλαγὴ στοὺς ᾽Αχαρνεῖς), τὴν ἀϕθονία τῆς γῆς, τὶς γιορτὲς καὶ ϕυσικὰ τὴν ἴδια τὴν εἰρήνη. ᾽ χ. 989 κ.ἑ.) –ποὺ θὰ Μὲ τὴν ἐμϕάνιση λοιπὸν τῆς Διαλλαγῆς ( Α τὴν συναντήσουμε καὶ στὴν Λυσιστράτη (1115-1188)– ὁ Χορὸς τὴν συγκρίνει μὲ τὶς Χάριτες καὶ τὴν ᾽Αϕροδίτη ( Α ᾽ χ. 989) καὶ ἐκϕράζει τὴν ἐρωτική του διάθεση καὶ τὴν ἀπορία μὲ ποιὸν τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ συνευρεθεῖ μαζί της παρὰ τὴν ἡλικία του ( ᾽Αχ. 991-2) λέγοντας: ΧΟ. ᾽Αλλά σε λαβὼν τρία δοκῶ γ’ ἂν ἔτι προσβαλεῖν·
πρῶτα μὲν ἂν ἀμπελίδος ὄρχον ἐλάσαι μακρόν, εἶτα παρὰ τόνδε νέα μοσχίδια συκίδων, καὶ τὸ τρίτον ἡμερίδος ὄσχον, ὁ γέρων ὁδί, καὶ περὶ τὸ χωρίον ἐλᾷδας ἅπαν ἐν κύκλῳ, ὥστ’ ἀλείϕεσθαι σ’ ἀπ’ αὐτῶν κἀμὲ ταῖς νουμηνίαις (᾽Αχ. 994-9)
234
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΜΟΥΚΤΣΟΓΛΟΥ
Στὴν Λυσιστράτη (1115-88) ἡ Διαλλαγὴ χρησιμοποιεῖται ὄχι ἁπλὰ ὡς ἕνα γυμνὸ γυναίκειο σῶμα ἀλλὰ ὡς ὁ χάρτης πάνω στὸν ὁποῖο οἱ ῞ Ελληνες δείχνουν τὸν πόθο τους γιὰ τὴν εἰρήνη. ῾ Η εἰρήνη καὶ τὰ ἀγαθά της γίνονται ὁρατὰ χάρη στὸ γυμνὸ σῶμα μιᾶς γυναίκας.
Συζήτηση ῾ Η μελέτη τοῦ ἀρχαίου θεατρικοῦ κειμένου καὶ ἰδιαίτερα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, μπορεῖ νὰ συμβάλει σημαντικὰ στὴν κατανόηση τῆς πολιτικῆς σκέψης, τὴν περίοδο τῆς συγγραϕῆς καὶ τὴν ἐπίδραση στὸ σύγχρονο κόσμο. Πάνω ἀπ’ όλα, δημιουργοῦν στὸ χρόνο καὶ τὸ τόπο τὴν ἀσύγκριτη σημασία γιὰ τὴν ἱστορία τῆς ἀρχαίας δημοκρατίας, καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἀρχεῖο τῆς ἐπικοινωνίας στὴν ὁποία ὑπεισέρχονται οἱ καλλιτέχνες, καὶ ἀκροατήριο μέσα σὲ ἕνα ἰδιαίτερα πολιτικοποιημένο περιβάλλον. Πρώϊμα στὸ κείμενο τοῦ ποιητῆ ἀναπτύσσεται μία κοινωνιολογία τοῦ σώματος ποὺ μόλις πρόσϕατα ἀνακαλύπτουμε καὶ ἀκόμη μελετᾶμε. ῾ Ο Marcel Mauss (1979), ἀνέπτυξε τὴν ἔννοια τῶν πρακτικῶν τοῦ σώματος ὡς ἕνα σύνολο κοινωνικῶν πρακτικῶν, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴ ϕύση τοῦ ἑαυτοῦ μας μέσα στὸ κοινωνικὸ πλαίσιο. ᾽Ακόμη ὁ Garfinkel (1967) ὑποστήριξε μία ἄποψη τοῦ σώματος ὡς ἕνα ὀργανωμένο σύνολο πρακτικῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ διατήρηση τῆς κοινωνικῆς τάξης σὲ μικροοικονομικὸ ἐπίπεδο, ἐνῶ ἡ Douglas, θεώρησε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὡς μιὰ σημαντικὴ πηγὴ μεταϕορῶν σχετικὰ μὲ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν ἀποδιοργάνωση τῆς κοινωνίας (Douglas and Wildavsky, 1982). Μιὰ πιὸ σύγχρονη προσέγγιση ἑρμηνεύει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὡς ἕνα σύστημα σημείων ποὺ ξεχωρίζουν καὶ ἐκϕράζουν τὶς σχέσεις ἐξουσίας. Αὐτὴ ἡ προσέγγιση μὲ τὸ σῶμα ἔχει γίνει πολὺ σημαντικὴ στὴ ϕεμινιστική, τὴν ἰατρικὴ καὶ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα. Τέλος, πρέπει νὰ ἔχουμε μία ἀπόλυτα ἱστορικὴ αἴσθηση τῆς πολιτιστικῆς δημιουργίας του σὲ ὅτι ἀϕορᾶ τὶς κοινωνικὲς ἀξίες, τὸ σῶμα, τὴ γυναίκα, τὴν ἄσκηση καὶ ἀναπαραγωγὴ τῆς δημοκρατικῆς ἀντίληψης. ῾ Η ἀντίληψη αὐτὴ θὰ μᾶς βοηθήσει σὰν κατανοήσουμε γιατὶ ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ εἶναι ἀκόμη «νέος» καὶ ἐνεργὸς παρὰ τὸν «πανδαμάτορα χρόνο».
ΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣ ΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
235
Βιβλιογραϕία ᾽ Αριστοϕάνη ᾽Αχαρνεῖς (1998), Εἰσαγωγή, μετάϕραση, σημειώσεις, ἀρχαῖο κείμενο, ᾽ Ηλίας Σ. Σπυρόπουλος ( ᾽Αθήνα). ᾽ Αριστοϕάνη ς Λυσιστράτη (1994), Εἰσαγωγή, μετάϕραση, σχόλια, Κ. Τοπούζης (Αθήνα). «Lysistrata Project», http://lysistrataprojectarchive.com/ Γκ έϕου-Μαδιαν οῦ, Δ. (επιμ.) (2003), ῾ Εαυτὸς καὶ «ἄλλος», ἐννοιολογήσεις, ταυτότητες καὶ πρακτικὲς στὴν ῾ Ελλάδα καὶ τὴν Κύπρο ( ᾽Αθήνα). Weeks, J. (2006), Ζητήματα ταυτότητας, στὸ Γιαννακόπουλος Κ. (ἐπιμ.), Σεξουαλικότητα, Θεωρίες καὶ πολιτικὲς τῆς ἀνθρωπολογίας ( ᾽Αθήνα). Bauman, Z. (2000), Liquid Modernity (Cambridge). Bowie, A. M. (1999), Α ᾽ ριστοϕάνης. Μύθος, τελετουργία καὶ κωμωδία, μτϕρ.: Πόλυ Μοσχοπούλου, ἐπιμ: ᾽Ανδρέας Μαρκαντωνᾶτος ( ᾽Αθήνα). Douglas, M. & Wildavsky, M. (1982), Risk and Culture, Berkeley (California). Garfinkel, H. (1967), Studies in Ethnomethodology (NJ). Heath, M. (1987), Political Comedy in Aristophanes. Hypomnemata, 87 (Göttingen). Henderson, J. (1991), The Maculate Muse, Obscene Language in Attic Comedy (Oxford). M a u s s, M. (1979), Sociology and Psychology : Essays by Marcel Mauss (London). Robson, J. (2013), Sex and Sexuality in Classical Athens, Debates and Documents in Ancient History (Edinburgh University Press). So mmers tein, Η. Α. (2008), ᾽Αρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ δραματουργοί, μτϕρ.: ᾽Αρετὴ Χρήστου (Αθήνα). Taaffe, L. K. (1993), Aristophanes and Women (London and New York). Zu mbru nnen, J. (2012), Aristophanic Comedy and the Challenge of Democratic Citizenship (University of Rochester Press). Vlassopoulos, K. (2007), «Free Spaces: Identity, Experience and Democracy in Classical Athens», Classical Quarterly 57.1,42 [http://www.jstor.org/stable/4493470 (accessed March 13, 2013)]. Wallace, R. W. (2005), «Law, Attic Comedy, and the regulation of comic speech», στό: The Cambridge Companion To Ancient Greek Law, 357.
ΤΟΠΟΣ-ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Μαρία Πλάτωνος*
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΜΩΔΙΑ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ᾽ Αχαρνῆς, τὴ δεύτερη κωμωδία τοῦ ποιητῆ, μετὰ τοὺς Βαβυλώνιους, ποὺ παρουσιάστηκε στὴν ᾽Αθήνα τὸ 425 π.Χ., ἀντλοῦμε πολλὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν καθημερινὴ καὶ δημόσια ζωὴ τῶν ἀρχαίων ᾽Αχαρνέων καὶ γενικὰ τῶν ᾽Αθηναίων πολιτῶν. Στὴν παροῦσα ἀνακοίνωση ἔγινε προσπάθεια νὰ ἀπομονωθοῦν καὶ νὰ ἀναϕερθοῦν, κατὰ κατηγορίες τὰ κυριότερα κινητὰ καὶ ἐπιγραϕικὰ εὑρήματα, ποὺ ἀναϕέρονται στὴν κωμωδία καὶ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὰ εὑρήματα τῶν ἀνασκαϕῶν, τὶς ἀρχαῖες ἐπιγραϕὲς καὶ τὶς παραστάσεις τῆς κλασικῆς ἀγγειογραϕίας καὶ γλυπτικῆς. Γιὰ τὶς ἀρχαῖες κατοικίες τὰ ἔπιπλα, τὰ ἀγγεῖα καὶ τὰ μαγειρικὰ σκεύη, τὰ χρηστικὰ ἀντικείμενα καὶ τὴν ἐνδυμασία. ῾ Η κωμωδία ἐπιβεβαιώνει (στ. 449: λαΐνων σταθμῶν = μαρμάρινων παλατιῶν καὶ 479: κλῇε πηκτὰ δωμάτων = κτύπα τὴν θύρα τῆς οἰκίας) ὅτι ὑπῆρχαν καὶ μεγάλες καὶ πολυτελεῖς1 ἰδιωτικὲς οἰκίες, κλασικῆς * ᾽Αρχαιολόγος. 1. ᾽Αναϕέρεται ὅτι τὸ σπίτι τοῦ Φωκίωνα ἦταν ἁπλό, ἀλλὰ στολισμένο μὲ μπρούτζινες πλάκες (Πλούταρχος, Φωκίων 18), ἐνῶ ὁ ποιητὴς Βακχυλίδης ( ᾽Αθήναιος Β ´ 39 κ.ἑ.) ἀναϕέρει πὼς «τὸ χρυσάϕι καὶ τὸ ἐλεϕαντοκόκκαλο ἔδιναν λάμψη στὰ σπίτια». Λέγεται ἐπίσης ὅτι ὁ ᾽Αλκιβιάδης εἶχε ϕυλακίσει στὸ σπίτι
240
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
ἐποχῆς, στὴν ᾽Αθήνα καὶ σὲ περιϕερειακοὺς Δήμους καὶ ἀνῆκαν σὲ πλούσιους ᾽Αθηναίους ἢ ἀποτελοῦσαν πλούσιες ἀγροτικὲς ἰδιοκτησίες, ὅπως π.χ. ἡ οἰκία τοῦ Δέματος (εἰκ. 1, 2, 3), στὸ γειτονικὸ τῶν ᾽Αχαρνῶν δῆμο τῆς Κρωπειᾶς, ἡ οἰκία τῆς Βάρης στὴ Βάρη, ἢ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ περιστύλιο στὴν ᾽Αγορὰ τῆς ᾽Αθήνας 2 (τοῦ 4ου αἰ. π.Χ.) κ.ἄ. Στὴν περιοχὴ τῶν ᾽Αχαρνῶν ὑπάρχουν ἀρκετὲς μεγάλες ἀγροικίες, ἀλλὰ χρονολογοῦνται στὴν ρωμαϊκὴ ἐποχή (εἰκ. 4). Γενικότερα τὰ σπίτια τῆς κλασικῆς ἐποχῆς, ποὺ ἔχουν ἀνασκαϕεῖ στὴν ᾽Αθήνα καὶ τοὺς περιϕερειακοὺς δήμους τῆς ᾽Αττικῆς, εἶναι μικρὰ καὶ λιτά, μὲ ἕνα ἢ δυὸ δωμάτια καὶ μία αὐλή3 (εἰκ. 5). Τὰ σπίτια (στ. 1044-1045), δὲν ἦταν πολὺ κοντὰ τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, ἀλλὰ καὶ ὄχι καὶ τόσο μακριά,4 ἀϕοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ κωμωδία, οἱ γείτονες ἀκοῦν τὶς ϕωνὲς ὁ ἕνας του ἄλλου καὶ τοὺς ϕτάνει ἡ κνίσα (κ ν ί σ η) ἀπὸ τὰ κρέατα τῶν ἰδιωτικῶν θυσιῶν, ποὺ κάνουν στὴν αὐλή τους. Γιὰ τὰ μέρη τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὴν ἐπίπλωσή τους ἀντλοῦμε τὰ ἑξῆς στοιχεῖα: ῾ Ο ϕέψαλος (στ. 279: ἐν τῷ ϕεψάλῳ), εἶναι ἕνα μέρος τοῦ τζακιοῦ,5 πάνω ἀπὸ τὴν ϕωτιά, ποὺ οἱ ᾽Αθηναῖοι κρεμοῦσαν τὶς πανοπλίες,6 γιὰ νὰ τὶς προϕυλάξουν ἀπὸ τὴν ὑγρασία. ῾ Η ψίαθος7 (= ψάθα, στ. 874) ἦταν ἕνα πλέγμα ἀπὸ βοῦρλα ἢ σκοῖνα, ποὺ χρησίμευε γιὰ στρῶμα. ᾽Αναϕέρεται ἐπίσης ἡ συνή-
του τὸ ζωγράϕο ᾽Αγάθαρχο γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ τὸ διακοσμήσει μὲ τοιχο᾽ λκιβιάδης 16). Οἱ τοῖχοι τῶν σπιτιῶν γραϕίες ( ᾽Ανδοκίδης, 4,17· Πλούταρχος, Α τῶν πιὸ πλούσιων πολιτῶν ἦταν σκεπασμένοι μὲ ταπετσαρίες καὶ κεντήματα, ἐνῶ τὰ ταβάνια ἦταν καμιὰ ϕορὰ διακοσμημένα καὶ εἶχαν μαρμαροκονίαμα (Flacelière 1986, 33). 2. Flacelière (1986) 16-17, 29-30· Rider 1965, 210-267. Γιὰ μεγάλες ἰδιωτικὲς κατοικίες πλήρη εἰκόνα δίνουν οἱ οἰκίες τῆς ᾽ Ολύνθου (στὴ Χαλκιδικὴ) καὶ τῆς Δήλου: Robinson (1938) 121-946· Chambonard (1922-1924). 3. Flacelière (1986) 26-29· ᾽Ανδρέου (1994) 51-64· Σταϊνχάουερ (1994), 183184· Σταϊνχάουερ (2001) 128-129· Πλάτωνος-Γιώτα (2005) 26. 4. Πλάτωνος (2005) 26· Flacelière (1986) 240-241. 5. Χρηστίδης (2009) 138, σχ. στ. 279· πρβλ. καὶ ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες. στ. 435-437 (σχολ. Φ. Κακριδῆ). 6. Flacelière (1986) 307-308. Παραδείγματα πολεμιστῶν σὲ μνημεῖα ἀπὸ ἀνασκαϕὲς τῶν ᾽Αχαρνῶν: Πλάτωνος (2004α) 224, εἰκ. 126, σελ. 226, εἰκ. 128. 7. Flacelière (1986) 34. Κοίτα π.χ. ᾽Αριστοϕάνης, Βάτραχοι. 567.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 241
θης οἰκοσκευὴ τοῦ σπιτιοῦ8 (στ. 1089-1090), ποὺ χρησιμοποιεῖται στὰ συμπόσια: κλῖναι (ἀνάκλινδρα), τράπεζαι, προσκεϕάλαια, στρώματα κ.ἄ. Γιὰ τοὺς ἀρχαίους δρόμους ποὺ ἦταν στενοὶ καὶ δὲν εἶχαν ἀποχετεύσεις (εἰκ. 6, 7) (μέχρι τὸν 4ο αἰ. π.Χ.), μᾶς διαϕωτίζει ἡ λέξη ἀπόνιτρον (ἀπό + νίπτω) ποὺ ἦταν τὸ βρώμικο νερό (στ. 616), ποῦ πετοῦσαν οἱ ᾽Αθηναῖοι ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο στὸ δρόμο μετὰ τὴ βραδινὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ.9 Οἱ κέραμοι (στ. 902, 905, 928) δὲν εἶναι (ἐδῶ) τὰ κεραμίδια τοῦ σπιτιοῦ,10 ἀλλὰ τὰ περίϕημα ἀττικὰ ἀγγεῖα11 μὲ τὰ ὁποῖα διακοσμοῦσαν τὰ σπίτια τους (ποιητικά: ἄγγοι, στ. 936). Γυάλινα ποτήρια (καὶ χρυσά), (στ. 73-74: ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων12) –ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ νὰ δηλώσουν τὴ βαρβαρικὴ (περσικὴ) πολυτέλεια–, ἔχουν βρεθεῖ στὶς ἀνασκαϕὲς στὴν ᾽Αθήνα καὶ τὶς ᾽Αχαρνές (κυρίως ὅμως ρωμαϊκῆς ἐποχῆς13), ὅπως καὶ ἄϕθονα πήλινα ἀγγεῖα πόσης (εἰκ. 8-12),14 κλασικῆς ἐποχῆς: (στ. 985: ϕιλοτησίαν, ἐνν. ἡ κύλικα,15 εἰκ. 2), κυάθους (στ. 1053 κύαθον), 8. Flacelière (1986) 34. 9. Flacelière (1986) 25: Οἱ δρόμοι δὲν εἶχαν ἀποχετεύσεις μὲ ἀποτέλεσμα
τὰ βρώμικα νερὰ νὰ λιμνάζουν καὶ νὰ προκαλοῦν μολυσματικὲς ἀσθένειες. 10. Flacelière (1986) 29, 31. 11. ῾ Ο Σχολιαστὴς χαρακτηρίζει τὸν κέραμον (στ. 928) ὡς πυρορραγές, ἐνν. ἀγγεῖον, ποὺ ραγίζει τὴν ὥρα ποὺ τὸ ψήνουν. Γιὰ τὴν ἱστορία τῆς κεραμικῆς γενικὰ βλ. ἐνδεικτικά: Arias (1963)· Greifenhagen (1950)· Lücken (1921)· Lullies (1955) κ.ἄ. 12. Χρηστίδης (2009) 99, σχ. 74. ῾ Η τεχνικὴ ὓαλος ὑπῆρχε στὰ χρόνια τοῦ ῾ Ηροδότου ( ῾ Ηρόδοτος, 2.69), ὅπου συναντᾶμε τὰ λίθινα χυτὰ = ϕτιαγμένα ἀπὸ τεχνητὸ γυαλί (λεξικὸ Lid.-Scott). ῾ Ο παραλληλισμὸς τῶν ὑαλίνων ἐκπωμάτων μὲ τὶς χρυσίδες (= χρυσὰ ποτήρια) δείχνει ὅτι ἦταν πολυτελῆ σπάνια σκεύη. 13. Παραδείγματα ἀπὸ ἀνασκαϕές: Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 172176, εἰκ. 152-163. 14. Παραδείγματα ἀπὸ ανασκαϕές: Πλάτωνος-Γιώτα (2004α) 126, 159, 271, 291, εἰκ. 152, ἔγχρ. εἰκ. 28, 36, 41, 49, 56, 76, σελ. 423, 425, 431· Πλάτωνος-Γιώτα (2005) 38, 42· Στριϕτοῦ-Βάθη (2009), εἰκ. 176β, 178α, 225, 254, 355, κ.ἄ· Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 94- 95, εἰκ. 68-70, σελ. 167, εἰκ. 138, σελ. 177, εἰκ. 425, 424. κ.ἄ 15. Βλ. καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Λυσιστράτη, στ. 203: κύλιξ ϕιλοτησία. Παραδείγματα κυλίκων ποὺ βρέθηκαν σὲ ἀνασκαϕὲς στὶς ᾽Αχαρνές: Πλάτωνος (2004α) 280-281, εἰκ. 152, σελ. 144, ἔγχρ. εἰκ. 36.
242
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
κοτύλαι16 (στ. 10: ἀχάναι χρυσίου, ποὺ ἡ κάθε μία εἶχε 192 κοτύλας = μικρὰ ποτήρια (στ. 459: κοτυλίσκος17), χῦτραι καὶ χ υ τ ρ ί δ ι α18 = οἱ μικρὲς χύτρες (στ. 463, 1175) (εἰκ. 13), ἐμμέσως ὁ κ ρ α τ ὴ ρ19 (στ. 74, 1229: ἄκρατον, ἐνν. οἶνον) = ἀγγεῖο στὸ ὁποῖο γινόταν ἡ μίξη τοῦ κρασιοῦ μὲ νερό (εἰκ. 14), λεκάνες καὶ λεκάνια (στ. 583-584, 1110) (εἰκ. 15), λήκυθοι20 (εἰκ. 16, 17) (στ. 589, 1182: κομπολάκυθος 21) = δοχεῖα, κανάτες, μυροδοχεῖα, τὰ ἐξάλειπτρα22 (εἰκ. 18, 19) (στ. 1063: τοὐξάλειπτρον) = μυροδοχεῖο (κατὰ τὸ Σχολιαστὴ τοῦ ᾽Αριστοϕάνους) πλημμοχόη, θυμιατήρι (κατὰ τοὺς ἀρχαιολόγους), ὁ ἀλάβαστρος23 (εἰκ. 20) (στ. 1053) = ἀλαβάστρινη μυροθήκη, τὸ τρύβλιον 24 (στ. 278) = 16. Flacelière (1986) 218. ῾ Η ἀχάνη εἶναι περσικὸ μέτρο μέτρησης χρυσοῦ ἴσο μὲ 45 ἀττικοὺς μεδίμνους, ποὺ ὁ καθένας χωροῦσε 6 ἐκτεῖς, ἢ 48 χοίνακας ἢ 192 κ ο τ ύ λ α ς (Γιὰ τὰ μέτρα καὶ τὰ σταθμὰ στὴν ἀρχαιότητα βλ. Pernice (1984)· Hültsch (1982)· Darenberg & Saglio (1877-19190) λ. Pondus. RE Suppl. 3. λ. Gewischte. Γιὰ τὸν ὁρισμὸ κοίτα λεξικὸ Liddell-Scott (λ. κοτύλη)· Daux (1942), 268-269. Παραδείγματα ἀπὸ ἀνασκαϕές: ῾ Η πόλη κάτω ἀπὸ τὴν Πόλη, σελ. 346, εἰκ. 374. 17. Χρηστίδης (2009) 174, σχ. 458. ῎ Ετσι τὸ λέει ὁ ᾽Αθήναιος. Οἱ κώδικες καὶ ὁ Σχολιαστὴς προτιμοῦν κυλίσκιον= ποτήριον. Δὲν τὸ συναντᾶμε πουθενὰ ἀλλοῦ. Στὸ πρωτότυπό του Τήλεϕου λέγεται ψυκτήρ», Flacelière (1986) 211,216· Παραδείγματα: Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 326-327, εἰκ. 239 18. Flacelière (1986) 165. Παραδείγματα: Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 98- 99, εἰκ. 76. 19. Πλάτωνος-Γιώτα (2000) 113-142, μὲ βιβλιογραϕία. 20. ῾ Η λήκυθος, τοποθετεῖται σὲ τάϕους καὶ εἶναι τὸ συνηθέστερο εὕρημα τῶν ἀνασκαϕῶν στὴν ᾽Αθήνα καὶ τὶς ᾽Αχαρνὲς καὶ γενικὰ σὲ ὅλα τὰ ταϕικὰ σύνολα ἀπὸ τὴν ῾ Ελλάδα. ᾽ Ενδεικτικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές: Πλάτωνος (2004) 136-137, εἰκ. 56, 57, 148α-β, 149, 151-152, ἔγχρ. εἰκ. 22-23α-β, 24-26 σελ. 154, εἰκ. 75β σελ. 158, εἰκ. 78α-β σελ. 284, εἰκ. 154. κ.λ.π. 21. Σχολιαστής: ἀπὸ οὖν τοῦ κόμπου (= κομπασμὸς) καὶ τῆς ληκύθου συνέθηκε τὸ ὄνομα (ὁ ᾽Αριστοϕάνης). 22. Οἱ ἀρχαιολόγοι θεωροῦν ἐξάλειπτρο ἢ πλημμοχόη ἕνα ἄλλο τελετουργικὸ ἀγγεῖο σὰν θυμιατήρι, ποὺ συνήθως κρατᾶ ὁ Διόνυσος σὲ τελετουργίες. Βλ. Πλάτωνος (2004) 285, εἰκ. 155 α, ἔγχρ. εἰκ. 41, ἔγχρ. εἰκ. 49· Flacelière (1986) εἰκ. 2. 23. Παραδείγματα: Πλάτωνος (2004α) 291, εἰκ. 158, ἔγρ. εἰκ. 55· Πλάτωνος (2005) 33, εἰκ. 6. 24. Βλ. ᾽ Αριστοϕάνης ῾ Ιππῆς 650 καὶ ῎ Ορνιθες 77, 361 (κοίτα μτϕρ. καὶ σχόλ. Φ. Κακριδῆ). Παραδείγματα ἀπὸ ἀνασκαϕὲς κουπῶν καὶ γαβαθῶν: ῾ Η Πόλη κάτω ἀπὸ τὴν Πόλη, σελ. 228 εἰκ. 200, σελ. 301 εἰκ. 294, σελ. 96 εἰκ. 71, 75, σελ. 126 εἰκ. 113, σελ. 229 εἰκ. 201. Πλάτωνος 2004α, ἔγχρ. εἰκ. 56, 60.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 243
κούπα, ἀλλὰ καὶ γαβάθα. ᾽Απὸ τὰ σκεύη οἰκιακῆς χρήσης ἀναϕέρονται: ἡ ἐτνήρυσις 25 (στ. 245-246) = κουτάλα, χάλκινη ἢ πήλινη (εἰκ. 21), ἡ οἰνήρυσις (στ. 1067) = κουτάλα μὲ τὴν ὁποία ἀντλοῦσαν τὸ κρασί), ὁ τριπτὴρ26 (στ. 937) = το γουδί, ἡ ἐσχάρα27 (στ. 888) = ἡ ϕορητὴ ψηστιέρα, ὁ θυμάλωψ28 (στ. 321) = τὸ ἀναμμένο κάρβουνο, καθὼς καὶ οἱ ὀβελοὶ καὶ ὀβελίσκοι29 (στ. 796, 1007) = οἱ σοῦβλες. ῾ Η μάχαιρα30 (στ. 849) καὶ τὸ ξίϕος (στ. 342), ποὺ κρατοῦσε ὁ Δικαιόπολης, εἶναι ἐδῶ μαχαίρια θυσίας. Τὸ σπυρίδιον, διακεκαυμένῳ λύχνῳ (στ. 453) = τὸ πολὺ μικρὸ καλαθάκι, ποὺ ἦταν καμένο ἀπὸ τὸ λυχνάρι31 (εἰκ. 22) (ἐπειδὴ οἱ γέροντες, ποὺ περπατοῦσαν μὲ δυσκολία, τὸ ἔβαζαν μέσα στὸ καλάθι, γιὰ νὰ προστατέψουν τὴ ϕλόγα ἀπὸ τὸν ἀέρα), ὁ λυχνοῦχος32 (στ. 938) = ὁ ϕανός, ὁ λαμπτήρας, ἡ κίστη, ἡ ὀψοθήκη (στ. 1086, 1098) = τὸ καλάθι, ἐνῶ τὸ κανοῦν 33 (στ. 244) εἶναι τὸ κάνιστρο (εἰκ. 23, 24). ᾽Αναϕέρονται ἐπί25. ῾ Η Πόλη κάτω ἀπὸ τὴν Πόλη, σελ. 231, εἰκ. 207 (Μὲ βιβλιογραϕία καὶ παραδείγματα). 26. Flacelière (1986) 159. Παράδειγματα ἀπὸ ἀνασκαϕές: ῾ Η Πόλη κάτω ἀπὸ τὴν Πόλη, σελ. 104-107, εἰκ. 85-89 (μὲ βιβλιογραϕία). 27. Χρηστίδης (2009) 268, σχ. στ. 888· Flacelière (1986) 28-29. Βλ. καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 938 καὶ ῎ Ορνιθες 1232. 28. ᾽Αριστοϕάνης, Θεσμοϕοριάζουσαι 729 καὶ Στρατ. 2,786 Μ: θυμαλώπων… μεστὴν ἐσχάρα. 29. Κοίτα ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 354 καὶ ῎ Ορνιθες 388 καὶ 672. Βλ. καὶ Χρηστίδης 2009, σελ. 296, σχ. στ. 796. 30. Flacelière (1986) 184-186, 240· Χρηστίδης (2009) 258, σχ. στ. 849: Κρατῖνος Διονυσαλέξανδρος. 2. Τὸ διπλῆ μάχαιρα σήμαινε (ὅπως καὶ τὸ ψαλὶς) τὸ ψαλίδι καὶ χρησίμευε γιὰ τὴν κουρὰ τῶν τριχῶν (Πολυδεύκης Β.32. καὶ Πλούταρχος Δίων 9: Ι). 31. Παραδείγματα λύχνων ἀπὸ ἀνασκαϕές: Πλάτωνος (2005) 57, εἰκ. 13. ῾ Η Πόλη Κάτω ἀπὸ τὴν Πόλη, σελ. 66, εἰκ. 38, 39· σελ. 374, εἰκ. 419· σελ. 99, εἰκ. 77· σελ. 110-110, εἰκ. 93, 94· Χριστοδουλίδου (1990-1995) 257, εἰκ. 5. 32. Χρηστίδης (2009) 278, σχ. στ. 938. 33. Χρηστίδης (2009) 131, σχ. στ. 244. Τὸ κάνιστρο τῆς θυσίας περιεῖχε, σύμϕωνα μὲ τὸν ᾽Αριστοϕάνη, Εἰρήνη 948: ἀλάς (=«χοντροκομμένο κριθάρι, ποὺ τὸ πασπάλιζαν στὸ κεϕάλι τοῦ ζώου πρὶν τὸ θυσιάσουν», ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Φανης Κακριδῆς, σχολ. στὸ ᾽Αριστοϕάνους ῎ Ορνιθες 43), τὸ στέμμα (= στεϕάνι, βλ. ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 498)· καὶ τὴ μάχαιραν. Κοίτα ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 850, 864. καὶ Φερεκρέων 1.323Μ. Τέτοια καλάθια δὲν ἔχουν βρεθεῖ σὲ ἀνασκα-
244
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
σης ῥιπίδια34 (στ. 669: οὐρίᾳ ῥιπίδι, 888: ῥιπίδα) = ϕυσερὰ ἢ βεντάλιες, τὸ ἐπίξηνον 35 (στ. 318) = «ὁ μαγειρικὸς κορμὸς πάνω στὸν ὁποῖο ἔκοβαν τὰ κρέατα», ὁ λάρκος 36 καὶ τὸ λαρκίδιον (στ. 333, 336, 340) = πλεκτοὶ σάκοι ἢ κοϕίνια μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ᾽Αχαρνεῖς μετέϕεραν τὰ κάρβουνα, ποὺ ἔϕτιαχναν ἀπὸ τὰ δάση τῆς Πάρνηθας (ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸ «Λάρκος δημότης»), τὰ σκανδάληθρα 37 (στ. 686867) = τὰ «ἐπικαμπῆ ξύλα» τῶν παγίδων, ὁ σορὸς38 = τὸ ϕέρετρο (στ. 691) καὶ τὸ πάσσακι39 (στ. 762) = ὁ πάσσαλος, ὁ μάρμαρος (στ. 1172) = ἡ πέτρα. Οἱ αὐλοί 40 (εἰκ. 25) (στ. 681, 752), ποὺ ἦταν οἱ ἀπαραίτητοι συνοδοὶ τῶν συμποσίων, ϕαίνεται ὅτι ἦταν, ἀρχικά, ϕτιαγμένοι ἀπὸ κέρατα ἐλαϕιοῦ41 (στ. 863: τοῖς ὀστίνοις). Στὸ στ. 415 ἡ λέξη σκευάρια λέγεται περιϕρονητικὰ καὶ ἔχει τὴν ἔννοια τῶν μικρῶν καὶ ἀσήμαντων σκευῶν. Σχετικὰ μὲ τὰ ἐνδύματα καὶ τὰ ἀρχαῖα ἀξεσουὰρ παρέχονται στὴν κωμωδία ἀρκετὲς πληροϕορίες: στὸ στ. 413 ἀναϕέρεται ἡ λέξη ἐσθῆς (ἐσθῆτος), ποὺ ἦταν γενικὰ ἡ ἐνδυμασία, τὸ ἔνδυμα. Τὸ Βάμμα Σαρδιανικόν (στ. 112), ἀπὸ τὴ Σαρδὼ (τὶς Σάρδεις) τῆς Λυκίας, εἶναι τὸ πυρρὸ βάμμα, κόκκινη βαϕὴ (πορϕυρὴ) τῆς ϕωτιᾶς ϕές, ἐξαιτίας τοῦ ϕθαρτοῦ ὑλικοῦ τους –ἦταν ἀπὸ ἄχυρα, ἢ καλάμια–, παριστάνονται ὅμως στὴν ἀγγειογραϕία (Πλάτωνος 2004α, 158, εἰκ. 78β). 34. Flacelière (1986) 200, ὑποσημ. 54. εἰκ. 5, 7· Pottier (1930) σχέδιο 12. 35. Flacelière (1986) εἰκ. 23· Χρηστίδης (2009) 143· ῾ Ησύχιος: ξῦλον ἐϕ’οὗ τὰ κρέα τιθέντες ἒκοπτον, οἷον τὸ κρωκόπων ξῦλον. Ε ᾽ πίξηνον εἶναι καὶ τὸ κούτσουρο πάνω στὸ ὁποῖο ἔκοβαν τὸ κεϕάλι τοῦ καταδίκου. Κοίτα καὶ Αἰσχύλος ᾽Αγαμέμνων 1277. 36. Χρηστίδης (2009) 147, σχ. 333· βλ. ῎ Α λεξις 3.478Μ καὶ Εὐριπίδης, ᾽Απόσπασμα Ν: τοὺς ὂνους τοὺς λαρκαγωγούς· Πλάτωνος (2004) ὑποσημ 9· Στριϕτοῦ-Βάθη (2009) εἰκ. 205, 265 (ϕωτ. ἀπὸ παράσταση τῶν ᾽Αχαρνέων ἀπὸ τὸ ᾽ Εθνικὸ Θέατρο). 37. Γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἔστηναν τὶς παγίδες βλ. Flaceliere (1986) 228-229· Choché (1931) 24, εἰκ. 5, 9 καὶ σχ. 16. 38. Χρηστίδης (2009) 227· βλ. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 1365, Λυσιστριστράτη 600 καὶ Νεϕέλαι 846. 39. Χρηστίδης (2009) 242, σχ. 762: Πάσσαξ(-κος) = πάσσαλος, παλούκι. 40. Flacelière (1986) 126. 41. ῎ Ισως ὅμως καὶ νὰ πρόκειται καὶ γιὰ κοκάλινα στόμια τῶν αὐλῶν (Van Leeuwen).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 245
(εἰκ. 26).42 ῾ Ο περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς43 (στ. 856) εἶναι, μεταϕορικά, ὁ βαμμένος ἀπὸ κακίες, ὁ κακός. Οἱ τρίβωνες (στ. 184) ἦταν οἱ τριμμένοι μανδύες, ποὺ ϕοροῦσαν οἱ ἀρχαῖοι κατάσαρκα.44 Τρίβωνα ϕοροῦσε ὁ Σωκράτης45 κατόπιν οἱ κυνικοὶ ϕιλόσοϕοι καὶ στοὺς χριστιανικοὺς χρόνους οἱ μοναχοί,46 γι’ αὐτὸ θεωρήθηκε σὰν σύμβολο λιτῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς (ἐδῶ δικαιολογούνται ἀπὸ τοὺς δύσκολους καιροὺς τοῦ πολέμου). Τὰ σπάργανα (στ. 431-432) ἦταν, σύμϕωνα μὲ τὸ Σχολιαστή, «τὰ ἱμάτια»47 (θοἰμάτιον, στ. 1139) «κυρίως δὲ τὰ ῥάκη, τὰ ῥακώματα (= κουρέλια)». Τὰ χλανίσκια, ποὺ τὰ ἔκαναν εἰσαγωγὴ στὴν ᾽Αθήνα ἀπὸ τὰ Μέγαρα (στ. 519), ποὺ ὁ ῾ Ησύχιος στὸ λεξικό του τὰ ἀναϕέρει: ὡς «λεπτὰ ἱμάτια»,48 ἦταν μάλλινα πανωϕόρια, ἀλλὰ λεπτότερης κατασκευῆς, ποὺ τὰ ϕοροῦσαν ἄνδρες καὶ γυναῖκες «συνήθως ὡς κοσμήματα παρὰ σὰν ἀναγκαία ἐνδύματα» (λέγονται καὶ χλανισκίδια) (εἰκ. 27). ῾ Ο σάκος49 (στ. 745) κατασκευαζόταν ἀπὸ πρόστυχο ὕϕασμα, ποὺ κυρίως γινόταν μὲ κατσικόμαλλο. Φοροῦσαν ἐπίσης οἱ ᾽Αθηναῖοι: τὸ πιλίδιον 50 (στ. 43) = τὸ καπελάκι καὶ κρατοῦσαν τό βακτήριον 51 (στ. 448) = τὸ μπα42. ᾽ Επίσης βλ. ᾽Αριστοϕάνους Εἰρήνη 1174· Χρηστίδης (2009) 195-196, σχ. 112. Παραδείγματα πορϕυρῶν ἱματίων ἀπὸ τὴν ἀγγειογραϕία: Πλάτωνος (2004α) ἔγχρ. εἰκ. 57α-β· Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 238-239, εἰκ. 220, σελ. 252255 εἰκ. 232-236. 43. Χρηστίδης (2009) σελ. 260, σχ. στ. 856. Μεταϕορικὰ ἡ ἔκϕραση ση-
μαίνει: «μὴ σὲ δείρω μέχρι αἵματος». ῾ Η μεταϕορὰ εἶναι ἀπὸ τὴ βαϕὴ τῆς πορϕύρας, ποὺ λεγόταν ἁλουργίς, ἐπειδή, κατὰ τὸν Σχολιαστή, τὸ ὄστρακο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔπαιρναν τὴ βαϕή, βρισκόταν στὸ βάθος τῆς ἁλός (= τῆς θάλασσας). 44. Βλ. καὶ Εὐριπίδης ᾽Αποσπάσματα Ι. 284.12. Flacelière (1986) 190. Παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἀγγειογραϕία: Καθαρίου (2002) πίν. 10Γ, 18Β, 19Δ, 20Γ, 51Β, Γ, 52Β, Δ, 53Β, 64Β, 65Δ, 66Γ, Δ, 69Β, Δ κ.ἄ· Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 369, εἰκ. 409. 45. Πλάτων, Συμπόσιο 219, Πρωταγόρας 335D. 46. Συναξαριστής, ᾽Επιστολὴ 14. 47. Flacelière (1986) 190-191. 48. Flacelière (1986) 190· Χρηστίδης (2009) 185-186· βλ. ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 1002. Παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἀγγειογραϕία: Καθαρίου (2002) 387, πίν. 5Α, σελ. 388, πίν. 7Β, σελ. 390, πίν. 12Α, Β. 49. Flacelière (1986) 187. 50. Flacelière (1986) 201-203· Πλάτωνος – Γιώτα (2005) 39, εἰκ.11. 51. Flacelière (1986) 190-191· Cloché (1931) ὑποσημ. 37, σχ. 24B καὶ 30B.
246
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
στουνάκι (εἰκ. 28). Τὰ χρυσία (στ. 258) = τὰ χρυσὰ κοσμήματα, οἱ γυναῖκες συνήθιζαν νὰ τὰ ϕοροῦν 52 σὲ θρησκευτικὲς πομπές, ὅπως στὰ ᾽Αγροτικὰ Διονύσια, ὅπου συμμετεῖχε πολὺς κόσμος. Στοὺς στίχους 300-301, ὅπου γίνεται ὑπαινιγμὸς τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸν βυρσοδέψη53 Κλέωνα,54 ἀναϕέρονται τὰ κατύμματα = οἱ σόλες55 τῶν παπουτσιῶν. ῾ Η πανίδα καὶ ἡ χλωρίδα στὴν ᾽Αττικὴ τὰ χρόνια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, σύμϕωνα μὲ τὴν κωμωδία: ῾ Ο πάρνωψ 56 (στ. 150) ἦταν εἶδος ἀκρίδας. Οἱ λέξεις γαλᾶς 57 (στ. 255) καὶ αἰελώρως 58 (στ. 879) = γάτες, χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ ἀντὶ τοῦ: θυγατέρας. ῾ Η ϕράση: χοιρίων 59 μυστηρικῶν (στ. 747), ἐννοεῖ τὰ μικρὰ γουρούνια (εἰκ. 29), ποὺ τὰ θυσίαζαν στὰ μυστήρια (κυρίως πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς Δήμητρας). Τὰ δελϕακούμενα (ἀπὸ τὸ δέλϕαξ 60 (-κος: στ. 786), λέγονταν τὰ μεγαλύτερα γουρούνια, κάτι ἀνάμεσα στὰ χοίρια καὶ τὰ Παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἀγγειογραϕία: Πλάτωνος-Γιώτα (2000) 116-122, εἰκ. 2-4, σελ. 131-139, εἰκ. 16-23. Καθαρίου 2002, εἰκ. 19Δ, 20Γ, 21Β, 65Β, 69ΒΔ, 79Δ, 86Δ, 87Α, κ.ἄ. 52. Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 670 (σχ. Φ. Κακριδῆ)· ᾽ Αριστοϕάνης, Λυσιστράτη 1189-1193· ῎ Εκκλησιάζουσαι 447 κ.ἄ. Flacelière (1986) 200 ὑποσημ. 53. Παραδείγματα ἀπὸ ἀνασκαϕές: Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 170-171, εἰκ. 145-149, σελ. 219-221, εἰκ. 193-196. 53. Flacelière (1986) 167. 54. ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς στ. 314-315. 55. Flacelière (1986) 167, 201-203· βλ. Ξενοϕῶντος ῾ Ελληνικὰ Β.3, σελ. 3031. ῾ Ηρώνδας, Μίμοι 7, στ. 56-85. 56. Χρηστίδης (2009) 122, σχ. στ. 150· Σχόλ. πρβλ. καὶ ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 588· Παρνόπιος (Παυσανίας 1.24,8) ἢ Παρνοπίων (Στράβων, 613) λεγόταν ὁ ᾽Απόλλωνας, ποὺ ἀπομάκρυνε τὶς ἀκρίδες. 57. Μὲ θηλυκὲς γάτες παρομοιάζει τὰ κορίτσια καὶ ὁ Θεόκριτος (15.26). Οἱ γάτες, ϕαίνεται ὅτι ἦταν λίγες σὲ σχέση μὲ τοὺς σκύλους στὴν ἀρχαία ῾ Ελλάδα (Flacelière 1986, 226). 58. Αἰελούρως: ῾ Ηρόδοτος 2.66, ἡ αἴλουρος κατὰ τὸν ᾽Αριστοτέλη, Περὶ Ζῶων ῾ Ιστορίας 5.2,7, ἦταν ἡ γάτα. 59. Flacelière (1986) εἰκ. 49 εἰκ. 68· Χρηστίδης (2009) 239, σχ. 747. Κοίτα Σχολιαστής: ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Δήμητρος χοῖρος θύεται. Κοίτα καὶ παρακάτω στ. 764 καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 374-75. 60. Σχόλια: Χρηστίδης (2009) 246, σχόλ. στ. 786· ᾽Αθήναιος 375Α, κοίτα καὶ Κρατῖνος 2.20Μ· ᾽Αριστοϕάνης, Λυσιστράτη, 1060 καὶ Θεσμοϕοριάζουσαι 237.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 247
γουρούνια σὲ πλήρη ἀνάπτυξη. Οἱ σ κ ά λ ο π ε ς 61 (στ. 879) ἦταν, κατὰ τὸ Σχολιαστή, τὰ ποντίκια, ἐνῶ κατὰ τὸν ῾ Ησύχιο, ζ ῷ ο ν γ ε ω ρ ύ χ ο ν, τ υ ϕ λ ό ν, δηλ. ὁ τυϕλοπόντικας. ῾ Ο ἐ χ ῖ ν ο ς 62 (στὸν ἴδιο στίχο) εἶναι ὁ σκαντζόχοιρος καὶ α ἱ π ι κ τ ῖ δ ε ς εἶναι ἄγνωστα ζῶα, «ἴσως οἱ κάστωρες».63 Οἱ ἰ κ τ ῖ δ ε ς64 (στ. 880) εἶναι τὰ κουνάβια καὶ ἡ τ ί ϕ η (στ. 920), ἕνα εἶδος κανθάρου.65 ῾ Ο κ ά ψ ι χ ο ς 66 (στ. 970) ἦταν ὁ κότσυϕας (στὴν ἀττικὴ διάλεκτο καὶ κ ό σ σ υ β ο ς ἢ κ ό τ τ υ β ο ς). ῾ Η προσωνυμία (στ. 1111) τ ρ ι χ όβ ρ ωτ ε ς (θρίξ + βιβρώσκω = τρίχα τρώγω), ἐννοεῖ τοὺς σκόρους. Τὰ ἐπίθετα: π ρ ί ν ι ν ο ι (στ. 180) = πουρναρίσιοι (ἀπὸ τὸν π ρ ῖ ν ο ν), τὸ πουρνάρι καὶ σ ϕ ε ν δ ά μ ι ν ο ι (ἀπὸ τὸν σ ϕ έ ν δ αμ ο ν), ποὺ εἶναι πολὺ τραχιὰ καὶ σκληρὰ ξύλα, χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὸ χορὸ τῶν γερόντων ᾽Αχαρνέων καὶ ἡ μεταϕορική τους ἔννοια εἶναι: στερεοὶ καὶ σκληροί, ἀδάμαστοι κ.λ.π.67 ῾ Ο σ χ ο ῖ ν ο ς (στ. 230) εἶναι ἕνα εἶδος καλαμιοῦ μὲ σουβλερὴ ἄκρη, ποὺ μοιάζει μὲ βελόνα (κοινῶς τὸ βοῦρλο68). ῾ Η λέξη θ υ μ β ρ ο ϕ ά γ ο ν (στ. 254), ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸν Σχολιαστή: σὰν νὰ ἔχει ϕάει θ ύ μ β ρ ο ν, ἕνα πικρὸ καὶ στυϕὸ βοτάνι, παραπλήσιο τοῦ θυμαριοῦ (ὅπως ἐδῶ ἡ κόρη τοῦ Δικαιόπολη, ποὺ ἔχει ὕϕος σοβαρό, ὅπως ταιριάζει μὲ τὴν περίσταση τῆς πομπῆς τῶν Διονυσίων). Μὲ κ υ δ ώ ν ι α (στ. 1199) παρομοιάζονται οἱ μαστοὶ τῶν κοριτσιῶν, μιὰ ἀρκετὰ συνηθισμένη παρομοίωση στὴν ἀθηναϊκὴ κωμωδία.69 61. Σχολιαστής: «Μῦας τινάς, οὓς ϕάμεν σπάλακας». Σκάλοψ(=οπος) = «ὁ ἀσπάλαξ» (Lidell.-Scott), ἀπὸ τὸ ρῆμα σκάλλω (= σκαλίζω, σκάβω). 62. Κοίτα π.χ. ᾽Αρχίλοχος 83, ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 1086. 63. Λεξικό Liddell & Scott (1929) [ ῾ Ελλην. μτϕρ.] 647, τ. 1ος. 64. Κοίτα καὶ ᾽Αριστοτέλης, Περὶ Ζώων Ιστορίας 9.6,11. 65. Rogers Starkie, Σχολιαστής: «σίλϕη, ζῶόν κανθαρῶδες» «Λέγει δὲ ὅτι ἐκ ταύτης δήσας τις τὴν θρυαλλίδαν ἀνημμένην εἰσπέμπει εἰς τὰ νεώρια ….». 66. Πρβλ. ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 306, 801, 1081. 67. Πρβλ. καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 877. 68. Γιατί ὁ Χορὸς τονίζει εἰδικὰ τὰ ἀμπέλια καὶ γιὰ τὸ ὅλο διονυσιακὸ μοτίβο βλ. Χρηστίδης (2009), Εἰσαγωγή, σελ. 38-39. Φαίνεται ὅτι μὲ σχοίνους προστάτευαν τὰ ἀμπέλια τους οἱ κάτοικοι τῆς ᾽Αττικῆς, ὅπως μὲ τὰ σημερινὰ συρματοπλέγματα. 69. Βλ. Κάνθαρος 2.836Μ.
248
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Γιὰ τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ τὶς τιμητικὲς ἐπικλήσεις, ἀναϕέρονται στὴν κωμωδία: Οἱ ἱ π π ε ῖ ς70 (στ. 7) (εἰκ. 30), ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ δεύτερη τάξη τῶν ᾽Αθηναίων πολιτῶν, σύμϕωνα μὲ τοὺς νόμους τοῦ Σόλωνα, στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ὁ Κλέων (πολιτικὸς ἀντίπαλος τοῦ ᾽Αριστοϕάνη). Τὰ Π α ν ο υ ρ γ ι π π α ρ χ ί δ α ς, καὶ Τ ε ι σ α μ ε ν ο ϕ α ί ν ι π π ο ι (στ. 603) εἶναι ἐπίθετα καθαρὰ ἀριστοϕανικά, σύνθετα ἀπὸ τὶς λέξεις: ἵ π π ο ς + ἄ ρ χ ω. ᾽ Επειδὴ ἡ λέξη ἵ π π ο ς, στὰ ὀνόματα, ἦταν δηλωτικὴ πλούτου (δὲν ἦταν εὔκολο νὰ συντηρεῖ κανεὶς ἄλογο) καὶ ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς, ϕαίνεται ὅτι μὲ τὰ ἐπίθετα αὐτὰ σατιρίζονται γνωστοὶ ἀριστοκράτες τῆς ἐποχῆς, ποὺ προτιμοῦσαν τὶς καλοπληρωμένες πρεσβεῖες, ἀντὶ τὶς μάχες τῆς πρώτης γραμμῆς. ῾ Η ταπεινὴ καταγωγὴ τοῦ ποιητῆ Εὐριπίδη ὑπονοεῖται, ὅπου ἀναϕέρεται ὁ σκάνδιξ ποὺ ἦταν: «λάχανον ἄγριον (ἀγριόχορτο) εὐτελές», (στ. 457 και 478) καὶ λέγεται ὅτι ἡ μητέρα του71 τὸ πωλοῦσε στὴν ᾽Αγορά (οἱ γυναῖκες δὲν ἐργάζονταν στὴν ἀρχαία ᾽Αθήνα, μόνο οἱ ϕτωχότερες ἀπὸ τὶς μετοίκους καὶ οἱ δοῦλες). Στὸ στ. 497 ὁ Δικαιόπολης αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς πτωχὸς καὶ λέει ὅτι θὰ ἐνοχλοῦνταν οἱ ᾽Αθηναῖοι ἂν τοὺς μιλοῦσε περὶ τῆς πόλεως. ῎ Ισως, ἐπειδὴ οἱ εὐδαίμονες καὶ ἀγαθοί, σύμϕωνα μὲ τὶς ἀρχαῖες ἠθικὲς ἀξίες, ἀπὸ τὸν ῞ Ομηρο καὶ μετά, ἦταν οἱ σωματικὰ καὶ κοινωνικὰ δυνατοὶ καὶ οἱ πλούσιοι. ῞ Οσοι δὲν συγκέντρωναν αὐτὰ τὰ πλεονεκτήματα θεωροῦνταν πονηροὶ καὶ κακοδαίμονες.72 ῾ Υπάρχει ὅμως ἀντίϕαση, μὲ τὸ στ. 988, ὅπου γίνεται σαϕὴς ὑπαινιγμὸς τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸν πλοῦτο τοῦ Δικαιόπολη: «σημάδι πλούτου εἶναι τὰ 70. ᾽Αριστοτέλης, Α ᾽ θηναίων Πολιτεία 7,4,4· Flaceliére (1986) 311-312. Στὴν τάξη τῶν ἱππέων σύμϕωνα μὲ τοὺς νόμους τοῦ Σόλωνα, ἀνῆκε καὶ ὁ πολιτικὸς ἀντίπαλος τοῦ ᾽Αριστοϕάνη Κλέων· βλ. ᾽Αριστοϕάνης, Νεϕέλαι 63· Χρηστίδης (2009) 86, σχ. στ. 7 καὶ εἰσαγ. σελ. 68. 71. Flaceliére (1986) 91· Χρηστίδης (2009) 177, σχ. στ. 478. ᾽Αμϕισβητεῖται (Σουΐδας.Φιλόχωρος, ᾽Αθήναιος 424Ε), ἂν ἡ μητέρα τοῦ Εὐριπίδη στὴν πραγματικότητα πωλοῦσε λάχανα ( ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 497, καὶ Θεσμοϕοριάζουσαι 387). ῾ Ο Εὐριπίδης ἦταν πλούσιος. Μᾶλλον πρόκειται γιὰ ἀστεῖο τῆς κωμωδίας (Starkie) καὶ ἐννοεῖται ὅτι τὰ εἰσοδήματά του προερχόταν ἀπὸ τὴν ἀγροτικὴ περιουσία τῶν γονιῶν του. 72. Χρηστίδης (2009) 180-181, σχ. στ. 498.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 249
ϕτερά, ποὺ ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα του, ἀπὸ τὰ πουλιὰ ποὺ μάδησε κι ἔψησε μέσα στὸ σπίτι του».73 Τὸ διαχωρισμὸ τῶν κοινωνικῶν τάξεων τονίζει πάλι ὁ ᾽Αριστοϕάνης καὶ στὸ στ. 508: τοὺς μετοίκους ἂχυρα τῶν ἀστῶν λέγω. Οἱ μέτοικοι στεροῦνταν τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων ποὺ εἶχαν οἱ ᾽Αθηναῖοι πολίτες74 (εἶχαν μόνο ἀστικά), γι’ αὐτὸ ὁ ᾽Αριστοϕάνης τοὺς παρομοιάζει μὲ τὰ ἄχυρα, ἐνῶ τοὺς ᾽Αθηναίους μὲ τὸν καρπὸ τοῦ σταριοῦ.75 Τὰ παράξενα (στ. 518) λέγεται μὲ κακὴ ἔννοια καὶ εἶναι οἱ ὄχι γνήσιοι πολίτες, τὰ ἀνδράρια ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν παράνομα οἰκειοποιηθεῖ τὸ δικαίωμα τοῦ ᾽Αθηναίου πολίτη.76 Τὰ οὐ σπουδαρχίδης77 καὶ μισθαρχίδης (στ. 595596) ὁ ποιητὴς τὰ χρησιμοποιεῖ τὸ πρῶτο, γιὰ τὸν ὄχι γνήσιο πολίτη, ποὺ προσπαθεῖ νὰ πάρει κάποιο ἀξίωμα καὶ νὰ ἀποϕύγει τὴ στράτευση καὶ τὸν πόλεμο καὶ τὸ δεύτερο γιὰ αὐτὸν ποὺ προσπαθεῖ νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὸ μισθὸ τῶν στρατιωτῶν. Οἱ ἐπίκλησεις: ὠχαρνηίδαι (ὦ ᾽Αχαρνίδαι, στ. 322) χρησιμοποιεῖται σὰν νὰ εἶχαν κάποιον διάσημο οἰκιστὴ πρόγονο οἱ ᾽Αχαρνεῖς, γιὰ νὰ τοὺς κολακέψει, καὶ τὸ ὦ ϕυλέτα (στ. 568) δηλ. ἔ! Πατριώτη (ϕιλαράκι) γιὰ εὐκολότερο προσεταιρισμὸ τοῦ Μεγαρέα ἐμπόρου.78 Γιὰ τὶς ἀσχολίες καὶ τὰ ἐπαγγέλματα τῶν ᾽Αθηναίων ἡ κωμωδία μᾶς πληροϕορεῖ : Τὸ ὄνομα τοῦ κορυϕαίου τοῦ χοροῦ: Μαριλάδης (στ. 609) σύμϕωνα μὲ τὸ Σχολιαστή, ὁ ᾽Αριστοϕάνης τὸ «παρεποίησε ἀπὸ τῆς μαρίλης» (δηλ. τῆς καρβουνόσκονης), ἐπειδὴ οἱ ᾽Αχαρνεῖς ἦταν γνωστοὶ καρβουνιάρηδες.79 Τὴν ἴδια ἔννοια εἶχαν καὶ τὰ ὀνόματα (στ. 612): Εὐ73. Σχολιαστής. Τέτοια δείγματα πλούτου δὲν ἦταν ἀσυνήθιστα, ὅπως δείχνει ὁ Θεόϕραστος 21.7, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ κάποιον ματαιόδοξο, ποὺ ἔστησε σ’ ἕνα πάσσαλο, ἀντικριστὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ του «προμετωπίδιον βοδιοῦ» γιὰ νὰ βλέπουν αὐτοὶ ποὺ ἔμπαιναν «ὃτι βοῦν ἔθυσε». 74. ᾽Αριστοτοτέλης, ᾽Αθηναίων Πολιτεία 3, 5.8. 75. Δὲ θίγεται ὅμως ἡ γενικότερή τους ἀξία, ἀϕοῦ πολλοὶ θεατὲς ἦταν μέτοικοι καὶ θὰ τοὺς πρόσβαλε, ἂν κυριολεκτοῦσε· βλ. Χρηστίδης (2009) 185, σχολ. στ. 183. 76. ᾽Αριστοτοτέλης, Α ᾽ θηναίων Πολιτεία 59. 3: γραϕαὶ ξενίας. ᾽Αριστοϕάνη, Σϕῆκες 718. 77. Τὴν ἴδια ἔννοια ἔχει καὶ τὸ σπουδαρχίας· βλ. Ξενοϕῶν, Συμπόσιον 1,4. 78. Χρηστίδης (2009) 145, σχολ. στ. 322. 79. Χρηστίδης (2009) 207-208, σχολ. στ. 609.
250
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
ϕορίδης (καρβουνοκουβαλητής), Πρινίδης (πουρναρίσιος) καὶ Δρακύλλας (τὸ σωστό, μᾶλλον, ᾽Ανθρακύλλας). ῾ Η λέξη μαγειρικῶς (στ. 1015) σημαίνει: σύμϕωνα μὲ τὴν τέχνη τῆς μαγειρικῆς80 καὶ δείχνει ὅτι ὑπῆρχαν στὴν κλασικὴ ῾ Ελλάδα μάγειροι περιωπῆς, ποὺ προσέϕεραν τὶς ὑπηρεσίες τους σὲ μεγαλοαστικὰ σπίτια. ῾ Υπῆρχαν ἐπίσης στὴν ᾽Αθήνα δημόσιοι ἰατροὶ (στ. 1030: οὐ δημοσιεύων = εἶμαι δημόσιος ἰατρός, 1032: ὡς Πιττάλου) ποὺ προσέϕεραν τὶς ὑπηρεσίες τους δωρεὰν 81 στὰ δημόσια ἰατρεῖα (εἰκ. 31), ἀμείβονταν (οἱ ϕημισμένοι) πολὺ καλὰ82 ἀπὸ τὸ κράτος καὶ εἶχαν καὶ μαθητὲς 83 (πρὸς τοὺς Πιττάλου). Χρησιμοποιοῦσαν τὸν καλαμίσκον 84 (στ. 1034), ἕνα σωλήνα, ἴσως ἀπὸ πραγματικὸ καλάμι (ἀλλὰ καὶ χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν), τὰ ὀθόνια85 (στ. 1175) = λινοὺς ἐπιδέσμους, τὴν κηρωτήν, ἔμπλαστρο μὲ κερὶ καὶ τὸ λαμπάδιον (στ. 1176), ποὺ ἦταν, σύμϕωνα πάντα μὲ τὸ Σχολιαστή, ὁ νάρθηξ.86 ῾ Ο ῾ Ιπποκράτης,87 ὅταν λέει εἲρια οἰσοποῦντα (βλ. στ. 1177: οἰσυπηρός), ἐννοεῖ ἕνα εἶδος ἐμπλάστρου, ὅπου ἡ λίγδα τοῦ μαλλιοῦ ἦταν ἀποτρεπτικὴ γιὰ τὴ ϕλόγωση τῆς πληγῆς. Γιὰ τοὺς πολιτειακοὺς θεσμοὺς ( ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου, Βουλή, δικαστήρια, κρατικὰ ἀξιώματα, μισθούς, νομίσματα κ.λ.π.) ἡ κωμωδία μᾶς διαϕωτίζει μὲ τὰ ἑξῆς στοιχεῖα: ῾ Η κυρία ἐκκλησία (στ. 20) ἦταν τακτικὴ συνέλευση τοῦ Δήμου. Οἱ τακτικὲς συνελεύσεις, κατὰ τὸ Σχολιαστή, ἦταν τρεῖς, ἐνῶ κατὰ τὸν ᾽Αριστοτέλη,88 στὴν περίοδο κάθε πρυτανείας, ἦταν τέσσερις, μὲ «κυρίαν» μόνο τὴν πρώ80. Davidson (2003) 36-38. 81. ῞ Οτι πράγματι διορίζονταν δημόσιοι γιατροί, κοίτα Πλάτων, Γοργίας 455Β, 514D κ.ἑ· Flaceliere (1986) 178. ῞ Ενας τέτοιος γιατρός, ὁ Δημοκήδης, προσελκύσθηκε ἀπὸ τὴν Αἴγινα στὴν ᾽Αθήνα μὲ ἀμοιβὴ 100 μνῶν· βλ. καὶ ᾽Αριστοϕάνους, ῾ Ιππῆς 216, 376 καὶ Εἰρήνη 1017· Χρηστίδης (2009) 293, σχ. στ. 1015. 82. ῾ Ηρόδοτος, 3.131. 83. Γιὰ τέτοιους μαθητὲς κοίτα Ξενοϕῶν, ᾽Απομνημονεύματα 4.2,5· Flaceliere (1986) 177. 84. Γαληνός, 5.359. 85. ῾ Ιπποκράτης 2, ἰατρικὴ 742-745. κ.λ.π. 86. Δίων, Κ. 68.8. 87. ῾ Ιπποκράτης, 881 Η. 88. ᾽Αριστοτέλης, ᾽Αθηναίων Πολιτεία 43,3· Flacelière (1986) 51.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 251
τη. ῾ Η λέξη ἐωθινῆς (στὸν ἴδιο στίχο), δείχνει ὅτι οἱ συγκεντρώσεις ( ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου, δικαστήρια κ.λπ.) ἄρχιζαν τὰ χαράματα.89 ῾ Η Πνὺξ 90 (στ. 20) ἦταν τὸ μέρος, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλεισθένη, ὅπου συνεδρίαζε ἡ Ε ᾽ κκλησία τοῦ Δήμου (μέχρι ποὺ κατασκευάστηκε τὸ νέο θέατρο τοῦ Διονύσου, το 343 π.Χ.). Τά: περὶ πρώτου ξύλου (στ. 25) καὶ «τὴν προεδρίαν» (στ. 42), σημαίνουν τὴν ἕδρα ἢ τὸ ἀξίωμα τοῦ προέδρου, ἀλλὰ καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κάθεται κανεὶς στὴν πρώτη σειρὰ τῶν πρυτάνεων καὶ ὁ λ ῖ θ ο ς (στ. 683: τ ῷ λ ί θ ῳ91) τὸ βῆμα τοῦ δικαστηρίου τῆς Πνύκας (εἰκ. 32). Τὰ καθίσματα ἦταν κυρίως πέτρινα, μπροστὰ ὅμως ὑπῆρχαν καὶ ξύλινοι πάγκοι γιὰ νὰ κάθονται οἱ πρυτάνεις. ᾽Αϕοῦ ἔσϕαζαν τὸ καθάρσιον92 (στ. 45), μὲ τὸ ὁποῖο ράντιζαν τὰ καθίσματα, γινόταν ἀπὸ τὸν κήρυκα ἡ κλασικὴ ἐρώτηση: τίς ἀγορεύει βούλεται;93 Οἱ πρόβουλοι (στ. 755) ἦταν, κατὰ τὸν Σχολιαστή, οἱ στρατηγοί 94 (στ. 598: ἐχειροτόνησαν ἐνν. τὸν Λάμαχον καὶ στ. 1078: ἰὼ στρατηγοί), ποὺ ἐκλέγονταν ἀπὸ τὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου,95 ἕνας ἀπὸ κάθε ϕυλὴ (10) μὲ ἀνάταση τῶν χεριῶν, οἱ πρόκριτοι, οἱ προεστοί,96 ἕνα εἶδος συμβουλίου, ποὺ προετοίμαζε τὰ διάϕορα νομοθετικὰ μέτρα, πρὶν τὰ παρουσιάσει στὴν λαϊκὴ συνέλευση (τὰ προβουλεύματα). Οἱ ὑπεύθυνοι97 (στ. 938) ἦταν οἱ ἄρχοντες, ποὺ κατὰ τὴν παράδοση τῆς ἐξουσίας τους ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ ἀποδίδουν λογαριασμὸ στοὺς δημόσιους ἐλεγκτές. ῾ Η Βουλὴ εἶχε καὶ δικαστι89. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 104: πρᾦι πάνυ· ᾽Αριστοϕάνης, Θεσμοϕοριάζουσαι 375 καὶ Αριστοϕάνης, ᾽Εκκλησιάζουσαι 377. 90. Flacelière (1986) 50-51. 91. Σχολιαστὴς ᾽Αριστοϕάνους Εἰρήνη 680. Σύμϕωνα μὲ τὸν Rogers ὁ λῖθος ἦταν ἕνα εἶδος πέτρινου βωμοῦ, ποὺ ἔβαζαν οἱ μάρτυρες τὸ χέρι τους γιὰ νὰ ὁρκισθοῦν· βλ. καὶ Flaceliere (1986) 51. 92. Flacelière (1986) 52-53. 93. Περιγραϕή: Αἰσχίνης, Κατὰ Τιμάρχου 4,19: Στὴν ᾽ Εκκλησία τοῦ Δήμου τῆς ᾽Αθήνας, ὁ κήρυκας, μόνο ὅταν ἡ ᾽ Εκκλησία δὲν δεχόταν ἀσυζητητὶ τὸ προβούλευμα (δηλ. τὴν πρόταση νόμου τῆς Βουλῆς) ἔλεγε αὐτὴν τὴ ϕράση· βλ. καὶ Flacelière (1986), 53. 94. Flacelière (1986) 58-59. 95. ᾽Αριστοτέλης, ᾽Αθηναίων Πολιτιτεία 44,4. 96. βλ. Αἰσχύλος, ῾ Επτὰ ἐπὶ Θήβαις 1006. 97. Flaceliere (1986) 59· κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 259 καὶ Σϕῆκες 102.
252
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
κὲς ἁρμοδιότητες (στ. 379: εἰσελκύσας με εἰς τὸ βουλευτήριον) καὶ δίκαζε κυρίως εἰσαγγελίας (καταγγελίες) ἀδικημάτων, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν προβλεπόταν ποινὴ ἀπὸ κάποιο ἰσχύοντα νόμο. ᾽ Επέβαλε ἡ ἴδια μία ποινὴ ἢ παρέπεμπε τὴν ὑπόθεση στὰ δικαστήρια (εἰκ. 33).98 Μὲ τὴ λέξη μισθοὺς (στ. 657) ἐννοεῖται, πιθανῶς, ἡ ἡμερήσια ἀποζημίωση (τριώβολον = μισὴ δρχ.), ποὺ ἔπαιρναν οἱ ᾽Αθηναῖοι ὡς δικαστές.99 ῾ Ο νεανίας ἑαυτῷ σπουδάσας συνηγορεῖν (στ. 685) εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀσκηθεῖ στὸ νὰ συνηγορεῖ (ἐδῶ ἴσως ἀποτελεῖ ὑπαινιγμὸ τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴ σπουδὴ τῆς ρητορικῆς τέχνης στὶς σχολὲς τῶν σοϕιστῶν100). ῾ Ο ξυνήγορος (στ. 705, 715) εἶναι «ὁ κατήγορος, ὁ ἀγορητὴς τοῦ κατηγορητηρίου».101 ῾ Η κλεψύδρα (στ. 693) ἦταν κατὰ τὸν Σχολιαστή, ἕνα ἀγγεῖο ποὺ ἦταν γεμάτο νερὸ καὶ εἶχε μία ὀπὴ στὸν πυθμένα. ῞ Οταν τελείωνε τὸ νερὸ τελείωνε καὶ ὁ χρόνος ἀγόρευσης γιὰ κάθε διάδικο.102 ῾ Η ϕράση (στ. 294-295: κατὰ σὲ χώσομεν τοῖς λίθοις) δηλ. «θὰ σὲ θανατώσουμε μὲ λιθοβολισμό103», δηλώνει ἕναν ἀπὸ τοὺς τρόπους τιμωρίας τῶν προδοτῶν τῆς Πατρίδας, στὴν ἀρχαία ᾽Αθήνα. Σχετικὰ μὲ τὴν ᾽Αγορὰ στὸν Κεραμεικό: τὸ σχοινίον μεμελιτωμένον 104 (στ. 22) ἦταν, κατὰ τὸν Σχολιαστή, τὸ βαμμένο κόκκινο σχοινί, ποὺ μ’ αὐτὸ δυὸ τοξότες χτυποῦσαν, τοὺς ἀργοπορημένους ἢ αὐτοὺς ποὺ χάζευαν στὴν ᾽Αγορά, οἱ ὁποῖοι πλήρωναν πρόστιμο καὶ γίνονταν ἀντικείμενο χλευασμοῦ τῶν παρευρισκομένων πολιτῶν.105 Οἱ τοξόται (στ. 54 καὶ 707: ὑπ’ ἀνδρὸς τοξότου) ἦταν κατὰ τὸν Σχολιαστὴ «δημόσιοι ὑπηρέτες, ϕύλακες τοῦ ἂστεως χίλιοι τὸν ἀριθμόν. ᾽Εκαλοῦντο δὲ οὗτοι καὶ Σκύθαι καὶ Πευσίνιοι».106 Φορούσαν 98. ᾽Αριστοτέλης, Α ᾽ θηναίων Πολιτεία 45.1 ·Χρηστίδης (2009) 155, σχ. στ. 379. 99. ᾽Αριστοτέλης, Α ᾽ θηναίων Πολιτεία 62,2· κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆ-
κες 609. Flaceliere (1986) 144-148. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 482· Flaceliere (1986) 287, 289. Flaceliere (1986) 289. Δημοσθένης, Περὶ Στεϕάνου 204. Flacelière (1986) 52. ᾽Αριστοϕάνης, ᾽Εκκλησιάζουσαι 377· Flacelière (1986)52. Flaceliere (1986) 53,70, 310. Γιὰ τὸν ἀριθμό τους δὲν εἴμαστε σίγουροι. ᾽Απὸ χωρίο τοῦ ρήτορα ᾽Ανδοκίδη (Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους Εἰρήνης, 100. 101. 102. 103. 104. 105. 106.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 253
ἀναξυρίδες (παντελόνια) ψηλό, μυτερὸ σκοῦϕο, τὸ γωρυτὸν (= δερμάτινη ϕαρέτρα, προσαρμοσμένη στὴ μέση τους) καὶ ἕνα μικρὸ σπαθὶ ἢ τσεκούρι. Στρατοπέδευαν στὴν ἀρχὴ σὲ τέντες στὴν ᾽Αγορὰ καὶ ἔπειτα στὸν ῎ Αρειο Πάγο, ἀπ’ ὅπου μποροῦσαν νὰ ἐποπτεύουν καλὰ τὴν κάτω πόλη. Οἱ ἀγορονόμοι (στ. 723, 824, 965) ποὺ ἦταν δέκα (ἕνας ἀπὸ κάθε ϕυλή, πέντε γιὰ τὴν ᾽Αθήνα καὶ πέντε γιὰ τὸν Πειραιὰ107) καὶ ἐκλέγονταν μὲ κλῆρο, ἦταν ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν ποιότητα τῶν προϊόντων, τὴ μὴ ὑπέρβαση τῶν τιμῶν ποὺ εἶχαν καθοριστεῖ καὶ τὸν ἐϕοδιασμὸ τῶν ἀγορῶν μὲ ἐμπορεύματα. Κατὰ τὸ Σχολιαστὴ κρατοῦσαν ἱμάντας μὲ τοὺς ὁποίους (προϕανῶς) κτυποῦσαν τοὺς παραβάτες τῆς ἀγορᾶς (ἐδῶ ἀπὸ τὸ στ. 720 κ.ἑ., ὁ Δικαιόπολης ξαναβγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι του γιὰ νὰ καθορίσει τὰ σύνορα τῆς ἀγορᾶς του, κρατώντας τρία πέτσινα λουριὰ σὰν μαστίγια (ϕραγγέλια). Τὸ ἀγορᾶς τέλος108 (στ. 896) ἦταν ϕόρος γιὰ τὴ χρήση τῆς ἀγορᾶς (μονολεκτικά: ἀγοραί ). Τοὺς ἀγορονόμους βοηθοῦσαν οἱ δέκα μετρονόμοι,109 ποὺ ἔλεγχαν τὰ σταθμία, δηλ. τὰ ζύγια καὶ τὰ μέτρα (εἰκ. 34). Γιὰ τὶς Πρεσβεῖες στὴν ῾ Ελλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό, ἡ κωμωδία μᾶς παρέχει τὰ ἑξῆς στοιχεῖα: ῾ Ο προσδιορισμὸς (στ. 67: ἐπὶ Εὐθυμένους ἂρχοντος) μᾶς πληροϕορεῖ γιὰ τὴ χρονιὰ ποὺ στάλθηκε ἡ πρεσβεία στὴν Περσία (δηλ. πρὶν ἀπὸ 12 χρόνια κατὰ τὸν Σχολιαστή110). ῾ Η ϕράση: ἐς τὸ πρυτανεῖον (στ. 125) ἐννοεῖ τὸ χῶρο ὅπου ἡ Βουλὴ ϕιλοξενοῦσε τοὺς ξένους πρέσβεις.111 Οἱ ὀκτὼ δραχμαὶ112 5-7) καὶ ἀπὸ χωρίο τοῦ Αἰσχίνη (Περὶ Παραπρεσβείας, 173-174) ϕαίνεται ὅτι ἦσαν 600. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. δὲν θὰ ὑπῆρχαν πιά, γιατὶ δὲν ἀναϕέρο-
νται ἀπὸ τῆς πηγὲς τῆς ἐποχῆς. 107. ᾽Αριστοτέλης, ᾽Αθηναίων Πολιτεία 51, 1 καὶ 51,2. 108. Βλ. ᾽Αριστοτέλης, Οἰκονομικὰ 2. 1346α. 2· ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 658 κ.ἑ., ὅπου ἀπαριθμοῦνται πολλὰ ἀπὸ τὰ κυριότερα τέλη. 109. Ξενοϕῶν, Συμπόσιον 2· Flaceliere (1986) 24. 110. ῎ Ισως πρόκειται γιὰ κωμικὴ ὑπερβολή (Χρηστίδης 2009, 98, σχολ. στ. 67). Πιθανῶς, ἀναϕέρεται ὁ Εὐθυμένης ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, ἐπειδὴ κατάργησε ψήϕισμα τοῦ 440 π.Χ., ποὺ ἀπαγόρευε στοὺς κωμωδιογράϕους: κωμωδεῖν τὴν πόλιν καὶ τὸν δῆμον. 111. Δημοσθένης, 350.24· Flacelière (1986) 57. 112. ῾ Η μία δραχμὴ εἶχε ἕξη ὀβολούς. Καὶ μία μνᾶ εἶχε 100 δραχμές· βλ. Flacelière (1986) 151.
254
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
(στ. 130) εἶναι ἡ ἀμοιβὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Δικαιόπολης στὸν ᾽Αμϕίθεο (ὡς ἀποζημίωση γιὰ τέσσερις μέρες) γιὰ νὰ πάει στὴ Σπάρτη καὶ νὰ γυρίσει, προκειμένου νὰ συνάψει εἰρήνην (στ. 53), ἑπομένως, χαρακτηριστικά, ἡ ἡμερήσια ἀποζημίωσή του εἶναι ὅση καὶ τῶν πρέσβεων, δηλ. δυὸ δραχμές. ῾ Η ϕράση: τὴν στήλην στήσω ϕανερὰν ἐν τῇ ὰγορᾷ (στ. 727), ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ὅροι τῆς εἰρήνης γράϕονταν πάνω σὲ στῆλες.113 Σχετικὰ μὲ τὶς πολιτογραϕήσεις ξένων ὡς ᾽Αθηναίων ἡ κωμωδία μᾶς πληροϕορεῖ: ἡ ϕράση: ἐποίησεν 114 Σάδοκον ᾽Αθηναῖον (στ. 144-145) σημαίνει, τὸν πολιτικογράϕησε, τὸν ἔκανε ᾽Αθηναῖο πολίτη. Γιὰ τοὺς θεούς, τὶς λατρεῖες, τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς θρησκευτικὲς τελετουργίες παρέχονται στὴν κωμωδία τὰ ἑξῆς στοιχεῖα: ῾ Η λέξη εὐϕημῶ (στ. 237: εὐϕημεῖτε) σημαίνει: «ἀποϕεύγω πᾶσαν δυσοίωνον λέξιν», ὅπως ἦταν ἀπαιτητὸ κατὰ τὶς ἱερὲς τελετές115 (μεταϕορικά = σιωπῶ). Τὸ κάθαρμα ἢ καθάρσιον116 (στ. 44) καὶ τὰ χοίρια μυστηρικά (στ. 747), εἶναι τὰ γουρουνάκια ποὺ θυσίαζαν οἱ ᾽Αθηναῖοι πρὶν τὴν συνέλευση τοῦ Δήμου, πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς Δήμητρας117 (εἰκ. 35, 36), ἀλλὰ καὶ στὰ ᾽ Ελευσίνια Μυστήρια.118 ῾ Η Δήμητρα ἡ ᾽Αχαία (στ. 709) εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπίθετα τῆς θεᾶς (ἀπὸ τὸ ἄχος119), δηλ. τὴ λύπη της γιὰ τὴν ἁρπαγὴ τῆς κόρης τῆς Περσεϕόνης ἀπὸ τὸν Πλούτωνα. ῾ Η ϕράση: κέρκον οὐκ ἔχει (στ. 746) = δὲν ἔχει οὐρά, 113. Θουκυδίδης, 5.18,10: στήλας δὲ στῆσαι ᾽Ολυμπίασι καὶ Πυθοῖ. 114. ῞ Οτι γιὰ τὴν πολιτογράϕηση χρησιμοποιοῦσαν οἱ ᾽Αθηναῖοι τὸ ρῆμα
ποιῶ, κοίτα στὸ χωρίο τοῦ Θουκυδίδη ὅπου ἀναϕέρεται στὴν πολιτογράϕηση τοῦ Σαδόκου (2.29,5). 115. Liddell-Scott· ῾ Ομήρου ᾽Ιλιὰς Ι. 171· ᾽Αριστοϕάνης, Νεϕέλαι 263. 116. Σχολιαστής: θυσίαζαν γουρούνια στὴ Δήμητρα, πιθανῶς, ἐπειδὴ κατέστρεϕαν τοὺς καρπούς της. 117. ῞ Ενα μικρὸ ἱερὸ τῆς Δήμητρας ἀνασκάϕηκε στὸ πλαίσιο τῆς κατασκευῆς τῆς ᾽Αττικῆς ῾ Οδοῦ ( ῾ Οδὸς ῾ Ιππίου στὶς ᾽Αχαρνὲς) μὲ προθάλαμο, κυρίως ναὸ καὶ περίβολο, κοντὰ σὲ παρακλάδι τῆς ᾽Αχαρνικῆς ῾ Οδοῦ. ᾽Απέδωσε πάνω ἀπὸ 20 κομμάτια κέρνων πανσπερμίας, εἰδώλια, πλαστικὲς ληκύθους κ.ἄ· Πλάτωνος (2004α) 425· Πλάτωνος (2005) 38. 118. Σχολιαστής: ἐν τοῖς μυστηρίοις τῆς Δήμητρος χοῖρος θύεται. Κοίτα ᾽ κκλησιάζουσαι 128, ὅπου παρακάτω στ. 764· ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 374-75 καὶ Ε ὅμως ἀντὶ τοῦ γουρουνιοῦ ἔχουμε γάτα. Flaceliere (1986) 52-53, εἰκ. 49. 119. ῾ Ησύχιος: ἀπὸ τοῦ περὶ τὴν κόρην ἄχους.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 255
ἐννοεῖ, ὅτι τὰ ζῶα ποὺ δὲν ἦταν: «τέλεια, ὑγειᾶ, ὃλα, ἂρτια, ἂτομα, ὁλόκληρα, ἂπηρα, παμμελῆ, ἀρτιμελῆ120» δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ τὰ θυσιάσουν. ῾ Η θυσία τῶν γουρουνιῶν στὴν ᾽Αϕροδίτη121 (στ. 793: τἀϕροδίτη = τῇ Α ᾽ ϕροδίτῃ) (εἰκ. 37, 38) ἐκπλήσσει τὸ Δικαιόπολη, ὅταν προτείνεται ἀπὸ τὸν μεγαρίτη ἔμπορο, γιατὶ χοῖρος δὲν θυσιαζόταν στὴ θεὰ αυτή,122 τουλάχιστον στὴν ᾽Αθήνα.123 Στὸ στ. 989 ἡ θεὰ ὀνομάζεται Κύπρις (κατὰ τὸ Σχολιαστή: «ἐπωνύμιον τῆς ᾽Αϕροδίτης ἐκ τῆς νήσου, Κύπρου, ἔνθα καὶ πρῶτον καὶ πλεῖστον ἐλατρεύθη».124 Στὸν ἴδιο στίχο οἱ Χάρητες 125 (Χάρησι) (εἰκ. 39) ποὺ ἀναϕέρονται, εἶναι οἱ κόρες της μὲ τὸ θεὸ Διονύσο. ῾ Η λατρεία τοῦ ὑπέρτατου θεοῦ, τοῦ Δία βεβαιώνεται στοὺς στίχους: 171 διοσημίαι (Διὸς σημία) = σημάδια ἀπὸ τὸ Δία, ὅπως π.χ. μιὰ θύελλα, ἕνας σεισμός, μιὰ ἔκλειψη ἡλίου,126 ποὺ ἔπαιζαν μεγάλο ρόλο στὴ λήψη δημόσιων καὶ ἰδιωτικῶν ἀποϕάσεων τῶν ᾽Αθηναίων καὶ τὰ ἑρμήνευαν οἱ ἐξηγηταί, 730: (ναὶ) μὰ τὸν ϕίλιον), 752, 811: (νὴ) μὰ τὸν Δία) καὶ 911 (ἴττω Δεὺς = ἂς τὸ γνωρίζει ὁ Δίας). Στὴν ᾽Αττικὴ λατρευόταν ὁ ἡμίθεος ἥρωας ῾ Ηρακλῆς (στ. 94: ᾦναξ ᾙράκλεις, 284: ᾙράκλεις, 807: ᾙράκλεις 1018: ᾦ ῾ Ηράκλεις καὶ στ. 860: ἴττω ῾ Ηρακλῆς) (εἰκ. 40, 41, 42), ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται οἱ ᾽Αθηναῖοι σὲ περιπτώσεις μεγάλης ἔκπληξης,127 ἀλλὰ κυρίως ὡς 120. ᾽Αθήναιος 674F· Λουκιανός, Περὶ θυσιῶν 12· ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη
στ. 1054. 121. Δυὸ μικρὰ ἱερὰ τοῦ Διονύσου καὶ πιθανὸν τῆς ᾽Αϕροδίτης ἐρευνήθηκαν στὴν Κάτω Κηϕισιά, στὸ πλαίσιο τῆς ἐπέκτασης τῆς Λεωϕ. Κύμης πρὸς τὸ ᾽ Ολυμπιακὸ Χωριό· Βλ. Πλάτωνος-Γιώτα (2004α) 435· Πλάτωνος-Γιώτα (2005) 52-53, εἰκ. 5-8· Πλάτωνος-Γιώτα (2013) 145-146. 122. Παυσανίας, 2.10,5. 123. ᾽ Εδῶ ὅμως ἐννοεῖται τὸ χοῖρον = τὸ αἰδοῖο κι ἑπομένως σωστὰ ἡ μόνη θεὰ ποὺ ταιριάζει νὰ θυσιαστεῖ τὸ γουρούνι πρὸς τιμήν της εἶναι ἡ ᾽Αϕροδίτη. 124. Liddell-Scott. Κοίτα ῞ Ομηρος, ᾽Ιλ. Ε 330, καὶ ῞ Υμνος εἰς ᾽Αροδίτην 2 κ.ἄ. 125. Λεκατσᾶς (1971) 110. 126. Σχολιαστής, ᾽Αχαρνῆς· ᾽Αριστοϕάνης, ᾽Εκκλησιάζουσαι 792 · Θουκυδίδης, 5.45,4· Flacelière (1986) 54, 265. 127. ᾽Αριστοϕάνης, Νεϕέλαι 184.
256
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
γνωστὸ ϕαγὰ στὰ συμπόσια.128 ᾽ Εδῶ γίνεται ἐπίκληση στὸν ῾ Ηρακλῆ ἀπὸ τὸν ᾽Αχαρνέα Δικαιόπολη, πιθανῶς καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς λατρευόταν στὸ « ῾ Ηράκλειο τῶν Χολαργέων129», κοντὰ στὶς ᾽Αχαρνές. Τὴ λέξη τήνελλα (στ. 1227)τὴν ἔϕτιαξε πρῶτος ὁ ᾽Αρχίλοχος,130 γιὰ νὰ μιμηθεῖ τὸν ἦχο τῆς χορδῆς καὶ μ’ αὐτὴν ἄρχισε τὸν ὕμνο στὸν ῾ Ηρακλῆ: τήνελλα, ὧ καλλίνικε κτλ. (ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἡ ἐπευϕημία τήνελλα καλλίνικος γιὰ τοὺς νικητὲς131 τῶν γυμνικῶν ἀγώνων). Τό: νεὶ (= μὰ) τὸν ῾ Ιόλαον (στ. 867), εἶναι ἐπίκληση στὸ γνωστὸ θηβαϊκὸ ἥρωα, τὸν πιστὸ ϕίλο τοῦ ῾ Ηρακλῆ,132 ᾽ Ιόλαο. Στοὺς στ. 510-511 ὁ Δικαιόπολις παρακαλεῖ τὸν «Ποσειδῶνα»133 (στ. 798: τὸν Ποτειδᾶν στὴ μεγαρικὴ διάλεκτο), «τὸν οὐπὶ Ταινάρῳ θεῷ», τὸ θεὸ τῶν σεισμῶν, νὰ καταστρέψει τοὺς Λακεδαιμονίους. Τὸν Ποσειδῶνα ὡς «Ποσειδῶνα ἀσϕάλειον» (στ. 682) οἱ ᾽Αθηναῖοι τὸν τιμοῦσαν καὶ ὡς θεὸ τῶν ἀσϕαλῶν πλεύσεων. Λατρευόταν ἐπίσης ὁ ᾽Ερμῆς (εἰκ. 43, 44), ὁ ἐμπόλαιος δηλ. ὁ ἐμπορικός (στ. 742, 816: ναὶ τὸν ῾ Ερμᾶν). Τὸ ἄγαλμά του ἦταν στημένο στὸ κέντρο τῆς ἀθηναϊκῆς ἀγορᾶς, κοντὰ στὴν Ποικίλη Στοά.134 ῾ Η ἐπίκληση (στ. 905) νεὶ τὼ σιώ: = μὰ τοὺς δυὸ θεούς, εἶναι συνηθισμένη τὴν κλασικὴ ἐποχὴ135 καὶ προσαρμόζεται ἀνάλογα μὲ τοὺς τιμώμενους θεοὺς 128. ῞ Οπως π.χ. ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 1064, ὅπου ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα: ἠλίθιος καὶ γάστρις(= λαίμαργος, «κοιλιόδουλος») καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Βάτραχοι, 62-63· Flacelière (1986) 298· Χρηστίδης (2009) 294, σχ. στ. 1018. 129. ῾ Ο δῆμος τοῦ Χολαργοῦ ἔχει ταυτιστεῖ μὲ τὴν περιοχὴ τῆς ῎ Ανω Λίμνης Ζοϕριᾶς, βορείως τοῦ Καματεροῦ καὶ νοτίως τῶν ῎ Ανω Λιοσίων ὅπου ἔχει ἀνασκαϕεῖ, ἀπὸ τὸν Εὐθ. Μαστροκώστα ἕνα «῾ Ηράκλειον», πιθανῶς τοῦ Χολαργοῦ, καὶ βρέθηκε ἡ περίϕημη στήλη τῶν «ἐρανιστῶν» (AJA 64(1960). 269, BCH 84 (1960), σελ. 655-656, 658 καὶ ᾽Αλεξανδρῆ Ο., ΑΔ 4 2 (1975) χρονικὰ Β1, σελ. 35). 130. ᾽Αρχίλοχος, ᾽Απόσπασμα 106. 131. Χρηστίδης (2009) σχ. στ. 1232· ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 1764. 132. Καθαρίου (2002) 61-62. 133. Γιὰ τὸν Ποσειδῶνα εἰκονογραϕικὰ βλ. Καθαρίου (2002) 37-56 καὶ ὑποσημ. 224-607. 134. Χρηστίδης (2009) 238, σχ. στ. 742. 135. Γιὰ τοὺς Θηβαίους οἱ δυὸ αὐτοὶ θεοὶ ἦταν ὁ ᾽Αμϕίων καὶ ὁ Ζῆθος. Στὸ ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 214, ἐννοοῦνται οἱ δυὸ θεοὶ τῶν Λακώνων: Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης καὶ στὸ ᾽Αριστοϕάνης, Ε ᾽ κκλησιάζουσαι 155, ἐννοοῦνται οἱ δυὸ θεὲς τῆς ᾽Αθήνας, ἡ Δήμητρα καὶ ἡ Περσεϕόνη.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 257
στὴν κάθε περιοχή. Τὸ ἐπίθετο (στ. 964) ταλαύρινος136 ἀποδιδόταν ἀρχικὰ στὸν θεὸ ῎ Αρη137 –ἐδῶ στὸ Λάμαχο– καὶ σήμαινε: «αὐτὸς ποὺ κρατάει ἀσπίδα ἀπὸ ἰσχυρὸ δέρμα ταύρου» καὶ κατόπιν, μεταϕορικά, ὁ ἀτρόμητος, ὁ ἀκαταμάχητος. ῾ Εορτὲς τῆς ἀρχαίας ᾽Αθήνας: Στὴν κωμωδία ἀναϕέρεται ἡ ἑορ᾽ πατουρίων138 (στ. 146) ποὺ διαρκοῦσαν τρεῖς μέρες. Τὶς δυὸ τὴ τῶν Α πρῶτες γίνονταν θυσίες καὶ συμπόσια, τὴν τρίτη, ἐγγραϕὴ στὶς ϕρατρίες (κάθε ϕυλὴ εἶχε τρεῖς ϕρατρίας) τῶν νέων ᾽Αθηναίων πολιτῶν, ποὺ ἐκείνη τὴ μέρα τοὺς κούρευαν (κουρεῶτις ἡμέρα). Οἱ γονεῖς τους θυσίαζαν μία προβατίνα ἢ μία κατσίκα στὸ βωμὸ τοῦ Φρατρίου Δία καὶ τῆς Φρατρίας Α ᾽ θηνᾶς. Συνηθισμένη λιχουδιά, ποὺ προσϕέρονταν στὴν ἑορτή, ἦταν τὰ λουκάνικα.139 Τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια (στ. 195 καὶ 202), –σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὰ Μεγάλα ἢ ἐν ἂστει Διονύσια, ἐπειδὴ τὰ ἑόρταζαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη στοὺς περιϕερειακοὺς ἀγροτικοὺς δήμους τῆς ᾽Αττικῆς–, ἦταν μία ἀπὸ τὶς κυριότερες ἑορτὲς τῶν ᾽Αθηναίων (ἑορτάζονταν τὸ μήνα Ποσειδεώνα = Δεκέμβρη). ῏ Ηταν ἀϕιερωμένα στὸν Διόνυσον140 (εἰκ. 13, 13α) τὸ θεὸ τοῦ κρασιοῦ καὶ τοῦ ϕαλλοῦ (στ. 243). ῾ Η ἐπίκληση τοῦ Δικαιόπολη: Φαλῆ (στ. 263) σήμαινε πέος141 καὶ ἀπευθυνόταν στὸν Διόνυσο. ῾ Η ἑορτὴ ἔδινε ἀϕορμὴ γιὰ λαϊκὲς διασκεδάσεις μὲ οἰνοποσία, ἀσκολιασμούς (ἰσορροπία σὲ λαδωμένα ἀσκιά), κώμους (κωμικοὺς χοροὺς) (εἰκ. 45) καὶ ἄσεμνους ἀστεϊσμοὺς στοὺς δρόμους. ῾ Η κορύϕωση τοῦ κώμου ἦταν τὸ ϕαλλικὸ ἄσμα (στ. 261: τὸ ϕαλλικόν), ἕνας κῶμος, δηλ. ἡ Διονυσιακὴ Πομπή.142 Στοὺς στ. 136. ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 241. Χρηστίδης (2009) 21. 137. Dinsmoor (1941) 1, 52· Παυσανίας, Ι.8, 3-4. 138. Flacelière (1986) 246. 139. Flacelière (1986) 209. 140. Carpenter (1997)· ῾ Ο ἴδιος (1995), 145-163· Πλάτωνος-Γιώτα (2011)· Χατζηδημητρίου (2012) 117-125. 141. ῾ Η καταγωγὴ τῆς ϕαλλικῆς λατρείας ἦταν Πελασγικὴ ἢ τὸ πιθανότερο Αἰγυπτιακή (῾ Ηρόδοτος, 2.51· Πλούταρχος, ῎ Ισις 18 κ.τ.λ.). ῞ Ενα ἐπίθετο τοῦ
Διονύσου ἦταν καὶ «Διόνυσος ϕαλλῆνος». (Starkie, ᾽Αριστοϕάνης, Λυσιστράτη 771· Παυσανίας, 10.19.: σέβεσθαι. Διόνυσον Φαλλῆνα ἐκέλευσεν.) 142. ᾽Αριστοτέλης, Περὶ Ποιητικῆς 1449 a 12· Χρηστίδης (1967), Νεϕέλαι, 9-10.
258
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
241-279 περιγράϕεται σὲ μικρογραϕία143 ἕνας ϕαλλικὸς κῶμος, στὸ
πλαίσιο τῶν κατ’ ἀγροὺς Διονυσίων. Θὰ παρελάσει μὲ τὴ σειρὰ ἡ ἀντιπροσώπευση: τῶν ᾽Αθηναίων παρθένων,144 δηλαδὴ ἡ κόρη τοῦ Δικαιόπολη, ντυμένη καὶ στολισμένη γιὰ τὴν περίσταση μὲ ἕνα κάνιστρο (κανοῦν) στὸ κεϕάλι (στ. 242), ποὺ περιεῖχε τὰ ἱερὰ τελετουργικὰ σκεύη καὶ ϕαγητὰ, τὸ ἀλάς,145 τὸ στέμμα146 (= στεϕάνι), τὴν μάχαιραν147 καὶ τὸν ἐλατῆρα,148 ἕνα εἶδος λαγάνας, ποὺ θὰ τὸ τοποθετήσει στὸ βωμό. ᾽Ακολουθοῦν δύο ϕαλληϕόροι δοῦλοι, κρατώντας ἕνα τεράστιο ϕαλλὸ (στ. 244, 259) καὶ ὁ Δικαιόπολης, ὡς ἀντιπρόσωπος τῶν κωμαστῶν, κρατώντας μία μεγάλη χύτρα (στ. 284). ᾽Απὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., οἱ πιὸ πλούσιοι δῆμοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ ᾽Αχαρνές, ποὺ διέθεταν θέατρο149 (στ. 620: θέατρον) (εἰκ. 46, 47) πρόσθεσαν σ’ αὐτὲς τὶς διασκεδάσεις καὶ δραματικὲς παραστάσεις. ῾ Εορτάζονταν ἐπίσης στὴν ᾽Αθήνα τὰ Λήναια (στ. 504: οὐπὶ Ληναίῳ150 = αὐτὸς ποὺ πηγαίνει στὰ Λήναια), τὸ Γενάρη151 (ἡ μετοχὴ νειϕόμενον ἢ νεϕόμενον (στ. 1075) = τὸν καλυπτόμενο ἀπὸ χιόνι, δικαιολογεῖται ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς ἑορτῆς) καὶ ἦταν ἑορτὴ ἀϕιερωμένη κι αὐτὴ στὸ Διόνυσο καὶ στὶς συνοδούς του τὶς Βάκχες. Κατὰ τὴ διάρκειά της λάμβαναν χώρα ὀρχηστικοὶ χοροὶ καὶ δίνονταν λυρικὲς καὶ δραματικὲς παραστάσεις. Πολλὰ ἔργα τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ἀνάμεσά τους οἱ Α ᾽ χαρνῆς, οἱ ῾ Ιππεῖς, οἱ Σϕῆκες, παίχτηκαν στὰ Λήναια μπροστὰ σὲ ᾽Αθηναίους καὶ μετοίκους.152 ῾ Ο ἱερέας 143. Χρηστίδης (2009) 39. 144. Liddell-Scott. Τὰ πιὸ περίτεχνα ἀγάλματα κανηϕόρων ἔχουν ϕιλοτεχνήσει ὁ Πολύκλειτος καὶ ὁ Σκόπας. Χρηστίδης (2009) 131, σχ. στ. 242. 145. ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 948· Κακριδῆς, σχ. ᾽Αριστοϕάνους, ῎ Ορνιθες 43. 146. ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 498. 147. ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες, 850 καὶ 864· Φερεκρέων, 1.323Μ. 148. Σχολιαστής: παρὰ τὸ ταῖς χερςὶν ἐλαύνεσθαι. 149. Daux 1965, 78-90. Πλάτωνος (2004) 83-84, 86-88· Πλάτωνος-Γιώτα (2012) 147-149, εἰκ. 15· Bieber (1961)· Gebhard (1973)· Fichter (1931)· Simon (1985). 150. Χρηστίδης (2009) 12-13· Pickard-Cambridge (1968) 37-39. 151. Farnell (1909) 213, τόμ 5ος, Anti Carlo (1947) κεϕ. 7 και 8· Flacelière (1986) 247-248. 152. ῾ Ο Σχολιστὴς –ποὺ ταυτίζει (λανθασμένα) τὰ Λήναια μὲ τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια–, λέει ὅτι γινόταν δυὸ ϕορὲς τὸ χρόνο (τὴν ἄνοιξη) στὴν ᾽Αθή-
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 259
τοῦ Διονύσου (στ. 1087: ὁ τοῦ Διονύσου ἱερεύς), ϕαίνεται ὅτι ὀργάνωνε κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ συμπόσιο καὶ καλοῦσε σ’ αὐτὸ κάποιους σχετιζόμενους μὲ τὸ θέατρο ἢ ἄλλους ἐπιϕανεῖς ᾽Αθηναίους.153 Οἱ Χόες (στ. 1076, 961: εἰς τοὺς Χοᾶς) ἦταν ἡ δεύτερη μέρα τῆς μεγάλης γιορτῆς τῶν ᾽Ανθεστηρίων, ποὺ γινόταν στὴν ᾽Αθήνα στὶς 11, 12 καὶ 13 τοῦ μήνα ᾽Ανθεστηριώνα (τέλη Φεβρουαρίου).154 ῾ Η πρώτη μέρα λεγόταν Πιθοίγια, ἐπειδὴ ἄνοιγαν τοὺς πίθους, τὰ πιθάρια μὲ τὸ κρασί, ποὺ τὰ εἶχαν γεμίσει τὸ προηγούμενο ϕθινόπωρο καὶ ἡ τρίτη χῦτροι (στ. 1076), ἀπὸ τοὺς χύτρους, δηλ. τὶς χύτρες, ποὺ ἦταν γεμάτες ἀπὸ βρασμένα δημητριακὰ κ.τ.λ. –κάτι σὰν τὰ σημερινὰ κόλλυβα– καὶ προσϕέρονταν στὸ Χθόνιο ῾ Ερμῆ καὶ γενικὰ τοὺς νεκρούς. Τὴν ἡμέρα τῶν Χοῶν (στ. 1000-1033) γινόταν στὸ Θε῎ ρχων Βασμοϕόριο155 ἕνας ἀγώνας οἰνοποσίας, ποὺ τὸν διηύθυνε ὁ Α σιλεύς156 (στ. 1224), ποὺ καθόταν στὴν πρώτη σειρὰ τῶν καθισμάτων τοῦ θεάτρου, μαζὶ μὲ τοὺς κριτὲς καὶ ἔδινε στὸ τέλος τὸ βραβεῖο στὸ νικητή (ἕνα ἀσκὶ γεμάτο κρασί157). Οἱ διαγωνιζόμενοι ἔπιναν σιωπηλοὶ ἀπὸ εἰδικὰ ἀγγεῖα ποὺ λέγονταν χόες,158 (εἰκ. 48) χωρητικότητας περίπου 3 καὶ ½ λίτρων.159 Τὰ Παιώνια (στ. 1213) ἦταν, κατὰ τὸ Σχολιαστή, μιὰ γιορτὴ στὴν ᾽Αθήνα, ὅπου προϕανῶς τιμοῦσαν τὸν Παιῶνα (= θεραπευτὴ) να, ὅταν πληρώνονταν καὶ οἱ ϕόροι, καὶ τὸ Γενάρη στοὺς ἀγροὺς «ὁ ἑπὶ Ληναίῳ ἀγών», στὸν ὁποῖο δὲν συμμετεῖχαν ξένοι, ἐπειδὴ ἦταν χειμώνας. 153. ᾽Αριστοϕάνης, Βάτραχοι 297. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ αὐτόν, γενικὰ οἱ ᾽Αθηναῖοι καλοῦσαν τοὺς ϕίλους τους σὲ δεῖπνο ἐκείνη τὴν ἡμέρα. ᾽Αθήναιος, 437 154. Picard-Cambridge (1968) 1,9. 155. Flacelière (1986) 89. 156. ᾽Αριστοτέλης, ᾽Αθηναίων Πολιτεία 42 1· Flaceliere (1986) 58· PicardCambridge (1968) 3-40· Flaceliere (1986) 254. 157. Τί ἦταν ἀκριβῶς τὸ βραβεῖο, γιὰ τὸ διαγωνισμὸ οἰνοποσίας στοὺς Χόες, δὲν εἶναι ἀπόλυτα βέβαιο καὶ ἴσως νὰ μὴν ἦταν πάντα τὸ ἴδιο μέσα στοὺς αἰῶνες (Starkie). ῾ Ο Σχολιαστὴς λέει ὅτι ἦταν: «ἕνας ϕύλλινος στέϕανος καὶ ἕνας ἀσκός»· ὁ Αἰλιανός: «ἕνας στέϕανος χρυσοῦς» (5.Η.2,41), ὁ ᾽Αθήναιος (437C), ἕνα γλύκισμα. 158. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 1251· Εὔβουλος, Οἰδίπους 1.4· ᾽Αντιϕάνης, Α ῾ λιευόμενα 1.8 κτλ. Γιὰ παραδείγματα χοῷν βλ : Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 355, εἰκ. 389, σελ. 366, εἰκ. 406. 159. Rumpf (1961) 213.
260
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Α ᾽ πόλλωνα γιὰ τὴν ὁποία ὅμως δὲν μᾶς εἶναι τίποτα γνωστό160 (δὲν ἀποκλείεται νὰ πρόκειται γιὰ λογοπαίγνιο τοῦ ποιητῆ μὲ τὶς λέξεις παιὰν καὶ πέος). Γιὰ τὰ ᾽Αθηναϊκὰ – βαρβαρικὰ ἔθιμα, τὶς διασκεδάσεις τὰ ἄσματα, τὰ συμπόσια καὶ τοὺς κώμους, ἡ κωμωδία μᾶς παρέχει τὰ πιὸ κάτω στοιχεῖα: ἡ ϕράση: ῥύπτομαι κονίας (στ. 18) σημαίνει: λούζομαι μὲ ἁλυσίβα.161 Στὴν ἀρχαία ῾ Ελλάδα, οἱ ᾽Αθηναῖοι πλένονταν ἀπαραιτήτως, κυρίως, πρὶν μεταβοῦν στὴν ᾽Αγορὰ καὶ στὰ συμπόσια.162 Τὸ κουτσομπολιὸ καὶ τὴ ϕλυαρία, ποὺ γινόταν καθημερινὰ στὴν ἀγορὰ τοῦ Κεραμεικοῦ163 μαρτυρεῖ ἡ ϕράση: ἐν ἀγορᾷ λαλοῦσι (στ. 21). Σατιρίζεται ἀπὸ τὸν ποιητὴ ἡ συνήθεια τῶν ῾ Ελλήνων καὶ ἰδιαίτερα τῶν Λακεδαιμονίων νὰ ἐκστρατεύουν μόνο μὲ Πανσέληνο164 (στ. 84: τῇ πανσελήνῳ (βλ. και στ. 171: διοσημία165) καὶ μὲ τὴν ἴδια ἔννοια (περίπου): ταῖς νουμηνίαις (στ. 999), δηλ. μὲ τὸ νέο ϕεγγάρι, ὅταν οἱ ᾽Αθηναῖοι συνήθιζαν νὰ κάνουν πολλὲς ἰδιωτικὲς ἱεροτελεστίες.166 Μὲ τὴ λέξη ἀωρίαν (ἀ στερητικό + ὣρα), ποὺ σημαίνει κατὰ τὸ Σχολιαστή: ἀκαίρως καὶ παρὰ τὸν δέοντα καιρόν (στ. 23), σατιρίζει ὁ ποιητὴς τοὺς αἰώνιους ῞ Ελληνες ποὺ ἀργοποροῦν.167 Τὸ ῾ Ελληνικὸν (στ. 115) σημαίνει: «κατὰ τρόπο ἑλληνικό», μὲ τὶς κινήσεις τοῦ κεϕαλιοῦ ποὺ ἔκαναν οἱ ῞ Ελληνες γιὰ τὸ «ναὶ» καὶ τὸ «ὄχι».168 Μὲ τὰ ἐπίθετα ταχυβούλους καὶ μεταβούλους (στ. 630 καὶ 632) ὁ ποιητὴς ψέγει τοὺς ᾽Αθηναίους ποὺ ἔπαιρναν γρήγορες ἀποϕάσεις καὶ μετὰ τὸ μετάνιωναν.169 Οἱ Κλεισθένης καὶ Στρά160. Χρηστίδης (2009) 330, σχ. στ. 1213. 161. ᾽Αριστοϕάνης, Λυσιστράτη 470: λούειν ἂνευ κονίας. 162. Flaceliere (1986) 181-184 εἰκ. 1,2. 163. βλ. Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου 1,10. 164. Flacelière (1986) 313· ῾ Ο Χρηστίδης (Χρηστίδης 2009, σελ. 101, σχ. στ. 84) θεωρεῖ τὴν ἄποψη τοῦ Σχολιαστῆ παρατραβηγμένη, ἐκτὸς ἂν τὸ ἀστεῖο εἶναι
πὼς ἡ μάχη αὐτὴ τὴ ϕορὰ δὲ θὰ γίνει μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ ψημένα βόδια! 165. ῞ Οπ. π. σημ. 127. 166. Πρβλ. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 96: λιβανωτὸν ἐπιτεθεὶς νουμηνίᾳ· Flacelière (1986) 313. 167. Χρηστίδης (2009) 89, σχ. στ. 23. 168. Χρηστίδης (2009) 106, σχ. στ. 115. 169. Παράδειγμα ψηϕίσματος σϕαγῆς τῶν ἐνηλίκων Μυτιληναίων τὸ 427 π.Χ. (Θουκυδίδης 3, 36 κ.ἑ.) καὶ ἀναίρεση τὴν ἑπόμενη μέρα.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 261
των (στ. 118, 122), σατιρίζονται μαζί, γιατὶ εἶχαν καὶ οἱ δυό τους τὴ συνήθεια νὰ ξυρίζουν τὰ γένια τους, κι ἦταν ὅμοια γυναικωτοί.170 ῾ Ο εὐρύπρωκτος (στ. 716) εἶναι «ὁ παρὰ ϕύσιν ἀσελγής». ῾ Η ϕράση: χυτρίδιον σϕογγίῳ βεβυσμένον171 (στ. 463) ἐξηγεῖ, σύμϕωνα μὲ τὴν ἐπικρατέστερη ἑρμηνεία, τὴ συνήθεια τῶν ϕτωχῶν νὰ βουλώνουν τὶς τρύπες τῆς χύτρας τους μὲ σϕουγγάρια. ῾ Η προστακτικὴ στὸ στ. 617: ἐξίστω (= στάσου μακριά), ἐξηγεῖται, ὅπως λέει ὁ Σχολιαστής, ἐπειδὴ τὴ νύχτα, μέσα στοὺς κατασκότεινους δρόμους τῆς ᾽Αθήνας, ἡ κραυγὴ αὐτὴ ἦταν προειδοποίηση στοὺς περαστικούς, νὰ προσέξουν τὴν ὥρα ποὺ χυνόντουσαν τὰ ἀπονέρια.172 ῾ Η ἔννοια τῶν λέξεων: ϕήνας καὶ ϕανῶ (στ. 542, 819) εἶναι ὅτι ἀνακαλύπτω κάτι λαθραῖο ἢ ἀδήλωτο, τὸ ὁποῖο κατάσχω καὶ μπορῶ νὰ τὸ πουλήσω173 καὶ ἐκϕράζουν ἐτυμολογικὰ τὴ δουλειὰ ποὺ κάνει ὁ συκοϕάντης (σῦκον + ϕαίνω174). ᾽ Εδῶ, ἀντὶ γιὰ σύκα, ἔχουμε πολέμια χοιρίδια. ῾ Η ϕράση: ἐλᾲδας ἅπαν ἐν κύκλῳ (στ. 998) δείχνει ὅτι οἱ ἀγρότες κάτοικοι τῆς ᾽Αττικῆς συνήθιζαν νὰ περιστοιχίζουν τὰ κλήματά τους μὲ ἐλιές.175 Οἱ ᾽Αθηναῖοι ἐπιδίδονταν καὶ σὲ κοκορομαχίες, ποὺ γίνονταν μία ϕορὰ τὸ χρόνο στὸ θέατρο. Τὶς λέξεις (στ. 166 ἐσκορδισμένοις καὶ 526: πεϕυσιγγωμένοι176), ὁ Σχολιαστὴς τὶς ἐξηγεῖ: «τώρα ποὺ εἶναι σὰν τὰ κοκόρια, ποὺ τὰ ἔχουν ταΐσει σκόρδο, γιὰ νὰ τὰ ἐξερεθίσουν γιὰ τὶς κοκορομαχίες177». ῾ Ο στ. 1024, μᾶς πληροϕορεῖ ὅτι οἱ Φυλάσιοι (οἱ κάτοικοι τοῦ ἀρχαίου δήμου τῆς Φυλῆς) συνήθιζαν νὰ ϕο170. Τὶς ὁμοϕυλοϕιλικὲς τάσεις τῶν νέων ξυνηγόρων της ἐποχῆς σατιρίζει συχνὰ ὁ ᾽Αριστοϕάνης, βλ. ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 1373-74 καὶ Νεϕέλαι 1089 κ.ἑ. 171. Χρηστίδης (2009) 175, σχολ. στ. 463: ῾ Ο Τήλεϕος τοῦ Εὐριπίδη μὲ τὸ νερὸ τῆς βουλωμένης χύτρας καθάριζε τὶς πληγές του μὲ σϕουγγαράκι. 172. ῞ Οπ.π.σημ. 9. 173. Χρηστίδης (2009) 190, σχ. στ. 541-542. 174. Flaceliére (1986) 279, 290, 296. 175. Κοίτα Δημοσθένης, Περὶ Φιλοστράτου 1251 παρ. 16, ὅπου ὁ ὁμιλητὴς παραπονιέται ὅτι ὁ ἐχθρός του κατέστρεψε: «ϕυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων». 176. Σχολιαστής: ϕῦσιγξ λέγεται τὸ ἐκτὸς λέπισμα τῶν σκορόδων 177. ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 494 καὶ 946. Για τὴ συνήθεια νὰ μασοῦν σκόρδο πρὶν ριχτοῦν στὴ μάχη κοίτα: Ξενοϕῶν, Συμπόσιον 4.9.
262
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
ροῦν λευκὰ ροῦχα (κατὰ τὸ Σχολιαστή178). Τὸ ἐπίθετο ἄκρατον (στ. 75, 1229) ἐνν. τὸν οἶνον, σημαίνει τὸ ἀνέρωτο κρασί, ποὺ ἔπιναν οἱ Πέρσες, κάτι ἀντίθετο μὲ τὶς συνήθειες τῶν ῾ Ελλήνων ποὺ ἔπιναν οἶνον κεκραμένον179 (στ. 254: μηδὲν ϕέρον ἴσον ἴσῳ). ῾ Η ϕράση ὠκβάτανα τοῦ σχήματος180 (στ. 64) μαρτυρεῖ ὅτι τὰ ᾽ Εκβάτανα ϕημίζονταν γιὰ τὰ πολυτελῆ ἐνδύματα ποὺ ἔϕτιαχναν181 καὶ ϕοροῦσαν οἱ Πέρσες. Αἱ ἁρμάμαξαι (στ. 70) ἦταν ἁμάξια σκεπασμένα μὲ τέντες, κυρίως γιὰ γυναῖκες,182 ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς καλοζωισμένους ἄνδρες, ὅπως ὁ Ξέρξης,183 ποὺ κάθονταν μαλθακῶς (= πάνω σὲ ἀναπαυτικὰ μαξιλάρια). ῾ Η συνήθεια νὰ κουρεύονται (στ. 849: κεκαρμένος μοιχὸν) σύρριζα, μέχρι τὸ κρανίο, γιὰ τιμωρία σὲ μοιχεία184 ἦταν ἀρχικὰ περσική (λεγόταν «κῆπος»). Λέγεται ἐπίσης ὅτι στὰ γενέθλια τῶν πλουσίων Περσῶν (στ. 1123) συνήθιζαν νὰ σερβίρουν ἕνα βόδι ἢ ἕνα ἄλογο ἢ καμήλα ἢ γαϊδούρι ψημένα στὸ ϕοῦρνο.185 ᾽Αναϕέρεται ἐπίσης στὴν κωμωδία τὸ ἔθιμο τῶν ᾽Οδομάντων (Θρακικοῦ λαοῦ μεταξὺ τῶν ποταμῶν Στρυμόνος καὶ Νέστου) νὰ κάνουν περιτομή186 (στ. 158: 178. Σχολιαστής: ἀντὶ τοῦ λευχειμονεῖς. Οἱ γὰρ Φυλάσιοι λευκὰ ἐϕόρουν. 179. Βλ. Χρηστίδης (2009) 99, σχ. στ. 75· πρβλ. ᾽Αριστοϕάνης, Πλοῦτος 1132:
οἴμοι δὲ κύλικος ἲσον ἲσῳ κεκραμένης. Τὰ σκεύη μέσα στὰ ὁποῖα γινόταν ἡ μίξη λέγονταν κρατῆρες καὶ ἦταν συνήθως μεγάλα ἀγγεῖα 50-70 ἑκ., όπ.π. σημ. 19· Πλάτωνος-Γιώτα (2004α) 441, ἔγχρ. εἰκ. 38, καὶ ἐμπροσθόϕυλλο· Πλάτωνος-Γιώτα (2005) 57-58, εἰκ. 15· Στριϕτοῦ-Βάθη (2009), εἰκ. 198. 180. Σχῆμα = τὸ σχῆμα, ἀλλὰ καὶ ἡ περιβολή, ἡ ἀμϕίεση· πρβλ. ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 1331· Ξενοϕῶν, Οἰκονομικὸς 2,4 κ.ἄ. 181. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 1143: ἀλλ’ ἐν ᾽Εκβατάνοισι ταῦθ’ ὑϕαίνεται. 182. ῾ Ηρόδοτος 9.26. Ξενοϕῶν, ᾽Ανάβασις Ι, 2,16 κ.ἄ. 183. ῾ Ηρόδοτος 7.41. 184. Χρηστίδης (2009) 258, σχ. στ. 849. Δὲν ἀποκλείεται ὅμως ὁ Κρατῖνος νὰ ἦταν ϕαλακρός, ὁπότε ἡ ϕράση λέγεται εἰρωνικά, ἢ εἶχε κουρέψει πολὺ κοντὰ τὰ μαλλιά του, σὲ στὺλ μοιχοῦ, ὅπως ὁ ἥρωάς του. Πρβλ. Κρατῖνος, Διονυσαλέξανδρος 2. 185. ῾ Ηρόδοτος Ι, 133. ῾ Ομοίως σατιρίζει καὶ ὁ ᾽Αντιϕάνης, ᾽Αποσπάσματα 3,6.94Μ, ὅταν λέει: ὁ μάγειρος …. μεγάλῳ βασιλεῖ θερμὴν παρέδωκε τὴν κάμηλον. 186. Τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ᾽ Οδόμαντες ἀλλὰ γιὰ ἀπατεῶνες ᾽Αθηναίους ποὺ παρουσιάζονται μισόγυμνοι κι ἔχουν μπροστά τους κρεμασμένους τεράστιους ϕαλλούς, μὲ γυμνὴ τὴ βάλανο, σὰν ἀποτέλεσμα περιτομῆς. Γιὰ τοὺς ϕαλλοὺς τῶν ᾽ Οδομάντων κοίτα Χρηστίδης (2009) 51.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 263
ἀποτεθρίακε, κατὰ τὸ Σχολιαστὴ = «ἀϕαιρῶ ϕύλλα συκῆς, ξεϕλουδίζω», 161: τοῖς ἀπεψωλημένοις). Γιὰ τὰ Συμπόσια, τοὺς κώμους (εἰκ. 49, 50, 51) τὰ ἄσματα, ἡ κωμωδία μᾶς πληροϕοροῦν: ῾ Η συνήθεια τῆς ϕιλοξενίας187 μαρτυρεῖται στοὺς στ.: 73-74: ξενιζόμενοι,188 892: τῆς ξένης χάριν καὶ 981: ξυγκατακλινεῖς, δηλ. «ἀϕοῦ ξαπλώσει μαζί μου στὸ ἴδιο ἀνάκλινδρο κατά το δείπνον»189 (οἱ συμποσιαζόμενοι ξάπλωναν, συνήθως, ἀνὰ δυό, σὲ ἀνάκλινδρα190). Στοὺς στ. 1089-1090 ἀπαριθμοῦνται ὅλα τὰ ἀντικείμενα ποὺ χρειάζονται σὲ ἕνα συμπόσιο: κλῖναι191, τράπεζαι,192 προσκεϕάλαια, στρώματα, στέϕανοι193 (στ. 637-638) μύρον.194 Τὰ τραγήματα195 (στ. 1091) ἦταν ξερὰ σύκα καὶ ἄλλοι ξηροὶ καρποὶ ποὺ τὰ ἔτρωγαν μετὰ τὸ ϕαγητό, πίνοντας τὸ κρασί τους. Οἱ ᾽Αθηναῖοι ὅταν πήγαιναν προσκαλεσμένοι σὲ «δεῖπνον ἀπὸ σπυρίδος», δηλ. ρεϕενὲ (βλ. στ. 1211: τὰς ξυμβολὰς πράττομαι) ἔπαιρναν μαζί τους (στ. 1086 τὴν κίστην = τὴν ὀψοθήκην) ποὺ ἦταν τὸ κουτὶ ἢ τὸ καλάθι, ποὺ ἔβαζαν τὰ ϕαγώσιμα196 καὶ τὸν χόα197 (τὴν κανάτα) μὲ τὸ κρασί τους. 187. Flacelière (1986) 214-216. Κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Λυσιστράτη 701, ὅπου τὸ χέλι παρομοιάζεται μὲ ϕιλοξενούμενη γειτονοπούλα. 188. Χρηστίδης (2009) 99. σχ. 72. Γιὰ τὴ λαμπρὴ περσικὴ ϕιλοξενία κοίτα ῾ Ηρόδοτος, 7, 116 καὶ 8. 120. 189. Λεξικό Liddell-Scott. 190. Flacelière (1986) 215· Davidson (2003) 87 ὑποσημ. 63. Παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἀγγειογραϕία: Καθαρίου (2002) 65 ὑποσημ. 824, πίν. 10Α, πίν. 25Α, πίν. 78Γ, πίν 79Α, Γ· Πλάτωνος (2011), εἰκ. α, β. 191. Γενικὰ γιὰ κλίνες: RE 21 (1921), 846-861, λ. Kline (Rodenwaldt)· Richter (1966) 52-63· Boardman (1990) 122-131· Fehr (1971) 49, 53 κ.ἑ. 192. Richter (1966) 63· Murray (1990) 171. 193. RE 22 (1922) 1588-1607, καὶ ἰδιαίτερα σελ. 1602, λ. Kranz (Ganszyniec)· Blech (1982) 63-74. 194. Παρόμοιος κατάλογος παρατίθεται καὶ στὸ ᾽Αριστοϕάνης, ᾽Εκκλησιάζουσαι 838 καὶ Πλάτων, ᾽Αθηναίων Πολιτεία 373Α,3, ὅπου συναριθμοῦνται: κλῖναι… καὶ τράπεζαι καὶ τἆλλα σκεύη καὶ ὂψα δὴ καὶ μὺρα καὶ θυμιάματα καὶ ἑταῖραι καὶ πέμματα (=γλυκίσματα). 195. Flaceliere (1986) 210. 196. Flacelière (1986) 214· ῞ Ομηρος, ᾽Οδύσσεια ζ 76. 197. Χρηστίδης (2009) 330, σχ. στ. 1213.
264
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
῾ Ο στ. 277: ἐκ κραιπάλης ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ Σχολιαστή: «νὰ μυρίζεις κρασὶ ὕστερα ἀπὸ οἰνοποσία, ποὺ κρατάει ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὸ πρωί»,198 ἡ λέξη μεθυσοκότταβοι (στ. 525): «τύϕλα στὸ μεθύσι, παίζοντας κότταβον», ἕνα παιχνίδι199 πολὺ συνηθισμένο στὰ συμπόσια, τὸ ἐπικωμάσας (στ. 982) λεγόταν γιὰ κωμαστάς, δηλ. μεθυσμένους ἐπισκέπτες, ποὺ ὁρμοῦσαν σ’ ἕνα σπίτι καὶ ἔϕερναν ἀναστάτωση,200 ὑπώπια (στ. 551): τὰ μαυρισμένα μάτια, ποὺ ἦταν ἀποτέλεσμα ἑνὸς καυγᾶ γιὰ τὶς αὐλητρίδες201 καὶ τὸ οἱ πόρναι πάρα, δηλ. πάρεισι = εἶναι παροῦσες (στ. 129, 862, 1091), ὅπως μας παραδίδει ὁ Πλάτων.202 Τὰ σκόλια203 (στ. 532) ἦταν τραγούδια τῶν συμποσίων204 (εἰκ. 52), ποὺ οἱ συνδαιτυμόνες τὰ τραγουδοῦσαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον κρατώντας ἕνα κλαδὶ μυρσίνης, ποὺ περνοῦσε ἀπὸ χέρι σὲ χέρι. ᾽Απ’ αὐτὰ ἀναϕέρονται τὸ βοιώτιον ᾆσμα (στ. 14), κατὰ 198. Πρβλ. καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 1255: ἀποτείνειν ἀργύριον ἐκ κραι-
πάλης. 199. Flaceliére (1986) 223-224. ῾ Ο Σχολιαστὴς μᾶς λέει ὅτι τὸ ἔπαιζαν ὡς ἑξῆς: στὴ μέση του τραπεζιοῦ ἔβαζαν μία ζυγαριὰ καὶ κάτω ἀπὸ καθεμία ἀπὸ τὶς πλάστιγγές της ἕνα χάλκινο ἀνθρωπάκι. Οἱ συμπότες γέμιζαν μὲ κρασὶ τὸ στόμα τους καὶ ἔϕτυναν πάνω στὶς πλάστιγγες. ῾ Η πλάστιγγα ποὺ δεχόταν τὸ μεγαλύτερο βάρος χτυποῦσε τὸ ἀνθρωπάκι καὶ ἔκανε ἕνα θόρυβο ποὺ λεγόταν κότταβος. Κέρδιζε αὐτὸς ποὺ πετύχαινε τὸν μεγαλύτερο χτύπο, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἔχανε πλήρωνε τὰ ἔξοδα του συμποσίου. Στὴν ἀγγειογραϕία ὅμως δὲν ἀπεικονίζεται πουθενὰ ἀνθρωπάκι. 200. Flacelière (1986) 219, εἰκ. 50· πρβλ. καὶ Πλούταρχος, 2,772: ἐπεκώμασεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μελίσσου. Παραδείγματα κωμαστῶν ἀπὸ τὴν ἀγγειογραϕία: Πλάτωνος (2004) 282, 286, ἔγχρ. εἰκ. 65-68 (σελ. 325-6)· Καθαρίου (2002), πίν. 39Β, πίν. 48 Α-Β., πίν. 65 Β. 201. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 1368-69. ῾ Ο Starkie μᾶς λέει ὅτι στὰ ὑπώπια, σύμϕωνα μὲ τὸν Εὔβουλο 3. 249Μ, ὁδηγοῦσε ἡ ἕβδομη κούπα. Flacelière (1986) 220-221, εἰκ. 19,21. 202. Πλάτων, Πολιτεία 373Α,3 καὶ Ξενοϕῶν, ᾽Απομνημονεύματα 1.5,4· Davidson (2003) 148-149. 203. Σχολιαστὴς στὸ ᾽Αριστοϕάνης, Νεϕέλαι 1364. Κατὰ τὴν ἐπικρατέστερη ἑρμηνεία (Liddell-Scott) τὰ εἶχαν ὀνομάσει σκόλια ἀπὸ τὴν ἀκανόνιστη σειρὰ ποὺ τὰ τραγουδοῦσαν (σκολιός = κυρτός, στραβός, λοξός, ἀντίθετος τοῦ ὀρθὸς καὶ εὐθύς). 204. Γιὰ τὸ συμπόσιο: βλ. όπ.π. σημ. 190-195.· Καθαρίου (2002) 63- 67(μὲ βιβλιογραϕία καὶ εἰκόνες)· Πλάτωνος-Γιώτα (2011).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 265
Σχολιαστή: «βοιώτιον μέλος…ὅπερ εὗρε Τέρπανδρος»205) ποὺ ἄρχιζε ἀπαλὰ καὶ λίγο-λίγο δυνάμωνε, μέχρι ποὺ γινόταν ξέϕρενο206 καὶ ὁ ῾ Αρμόδιος (στ. 980: τὸν ῾Αρμόδιον ᾄσεται,207 ποὺ ἦταν πασίγνωστο σκόλιον τῆς ἐποχῆς, ποὺ συνήθιζαν νὰ τὸ τραγουδοῦν στὰ συμπόσια, γιὰ νὰ τιμήσουν τοὺς τυραννοκτόνους ῾ Αρμόδιο καὶ ᾽Αριστογείτονα). Τὰ ϕίλταθ’ ῾Αρμοδίου (στ. 1093) = οἱ πολυαγαπημένες τοῦ ῾ Αρμοδίου εἶναι κωμικὰ οἱ ὀρχηστρίδες,208 ποὺ ὄχι μόνον χόρευαν στὰ συμπόσια, ἀλλὰ ἴσως καὶ τραγουδοῦσαν . Τὸ πτερὸν209 καὶ τὸ πτίλον ποὺ ζητάει εἰρωνικὰ ὁ Δικαιόπολης νὰ τοῦ δώσει ὁ Λάμαχος (στ. 583-584 καὶ 587-588) εἶναι ἕνα ϕτερό (σὰν τὸ ϕτερὸ τῆς περικεϕαλαίας του), ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι καὶ γιὰ νὰ ἐμέσουν, μετὰ ἀπὸ οἰνοποσία. Σχετικὰ μὲ τὰ προϊόντα, τὴ Διατροϕή, τὸ ᾽ Εμπόριο καὶ τὰ ἐμπορεύσιμα εἴδη ἡ κωμωδία μᾶς δίνει τὰ πιὸ κάτω στοιχεῖα: Οἱ ᾽Αχαρνεῖς ἦταν αὐτάρκεις (παρῆγαν) σὲ κάρβουνο210 (στ. 34: οὐδεπόποτε ἂνθρακας πρίω), ἔλαιον =λάδι (εἰκ. 53) καὶ ξύδι (στ. 35: ὄξος). ῾ Η ὕπαρξη ἁλυκῶν καὶ παραγωγὴ ἁλατιοῦ στὴν ᾽Αττικὴ καὶ στὴν Μεγαρίδα μαρτυρεῖται στοὺς στίχους: 760: ἅλας…. αὐτῶν ἄρχετε; Καὶ 772: περὶ θυμιτιδᾶν ἁλῶν = ἁλάτι ἀνακατεμένο μὲ θυμάρι211 (ποὺ ὅταν τὸ πρόσθεταν, τὸ διατηροῦσε καλύτερα). Τὸ ἁλάτι τὸ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ παστώνουν τὰ ψάρια καὶ τὰ κρέατα γιὰ τὶς ἐκστρατεῖες. Στὴν ᾽Αττικὴ καὶ ἰδιαίτερα στὴ Μεγαρίδα,212 ὑπῆρχε, ὅπως Σοϕοκλῆς, ᾽Αποσπάσματα, 858. Ζηνόβιος, 2 .65. ᾽Αθηναῖος 15, 50. Flacelière (1986) 220-22 , εἰκ. 14, 42· Πλάτων, Κωμικὸς 2.638Μ Παρόμοιο ϕτερὸ σὰν τῆς περικεϕαλαίας τοῦ Λάμαχου καὶ ἡ λεκάνη χρησιμοποιοῦνται γιὰ ἔμετο καὶ στὸν Κρατῖνο, 2,165Μ. Παραδείγματα λεκανῶν ἀπὸ τὴν ἀγγειογραϕία: Πλάτωνος (2004) 307, εἰκ. 36, σελ. 323, ἔγχρ. εἰκ. 62. ῾ Η Πόλη κάτω ἀπὸ τὴν Πόλη, σελ. 369-370, εἰκ. 410. 210. Flaceliere (1986) 157,158. Σχολιαστής: «πολυάνθρακες γὰρ ᾽Αχαρνεῖς καὶ οὐ δεόμενοι παρ’ ἄλλων πρίασθαι». 211. Πλίνιος, Φυσικὴ Ιστορία 22.21 89 καὶ 30. 7.41. 212. Τὰ μεγαρίτικα σκόρδα ἦταν ὀνομαστὰ ὡς «μεγάλα καὶ δρυμέα» ᾽Απὸ κεῖ καὶ ἡ παροιμία: Μεγαρικὰ δάκρυα· βλ καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 248 καὶ 1000. Σχολιαστής, ᾽Αριστοϕάνους Σϕῆκες 57. 205. 206. 207. 208. 209.
266
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
μᾶς δείχνει ἡ κωμωδία μεγάλη παραγωγὴ (στ. 164, 526: πεϕυσιγγωμένοι, 761, 762: αἴγλις = τὸ κεϕάλι τοῦ σκόρδου, 813: ἡ τροπαλὶς σκορόδων = «ἡ δέσμη, ἢ πλεξάνα, τῶν σκορόδων») καὶ κρεμμυδιῶν (στ. 1100: κρομμύοις ἄχθομαι213). ῾ Η συνηθισμένη τροϕὴ τῶν ϕτωχῶν ἦταν τὰ ἀπολεπίσματα τῶν λαχάνων, δηλ. τὰ ἐξωτερικὰ ϕύλλα τῶν λάχανων, ποὺ ἦταν γιὰ πέταμα καὶ τὰ ἀγριόχορτα (στ. 469: ἰσχνὰ ϕυλλεῖα214 καὶ 478: σκάνδικας). Βασικὰ εἴδη διατροϕῆς, στὴν ἀρχαία ᾽Αθήνα, ἦταν ἐπίσης: τὸ σίκυον215 = τὸ ἀγγούρι (στ. 521), οἱ ἐρέβινθοι216 = τὰ ρεβίθια (στ. 801) καὶ τὰ ξερὰ σύκα217 (στ. 802: ϕιβάλεως ἰσχάδας). Μαρτυρεῖται σὲ πολλὰ σημεῖα ἡ καλλιέργεια τῶν ἀμπελιῶν στὴν ᾽Αττική, ποὺ πλήγηκε ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς καταστροϕὲς ποὺ προξένησαν οἱ Σπαρτιάτες, εἰσβάλοντας στὴν πεδιάδα τῶν ᾽Αθηνῶν τὰ ἕξη πρῶτα χρόνια του Πολέμου,218 183: σπονδὰς ϕέρεις τῶν ἀμπέλων219 τετμημένων, 512: ἀμπέλια (= ἀμπελάκια), 995: ἀμπελίδος (ἀμπελὶς = νεαρὸν ϕυτὸν ἀμπέλου), 1178: χάρακι, 986: τὰς χάρακας = (χάραξ = τὸ κλῆμα, τὸ μακρὺ στενὸ ραβδί, τὸ παλούκι, 213. ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 527: ὁ Τρυγαῖος ἀηδιάζει τὴ μυρωδιὰ τοῦ γυλιοῦ – μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ «ρέψιμο κρεμμυδιοῦ καὶ ξυδιοῦ» (ὂζει κρομμυδοξυρεγμίας). 214. ᾽Αριστοϕάνης, Πλοῦτος 544. 215. Τὰ πρώιμα ἀγγούρια (σίκυοι πρῷοι) συγκαταλέγονται μαζὶ μὲ τὰ σκόροδα καὶ τὰ χλανισκίδια ἀνάμεσα στὰ ἀγαθὰ ποὺ θὰ ϕέρει ἡ εἰρήνη, ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρ. 1001. 216. Κατὰ τὸν Σχολιαστή, σημαίνει τὰ ρεβίθια ἀλλὰ καὶ τὰ ἀνδρικὰ μόρια τῶν ἀνδρῶν (ἐρέβινθος), Χρηστίδης (2009) 248. ῾ Ο ποιητὴς ἴσως κάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σεξουαλικὸ ὑπαινιγμό, καὶ ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν πολὺ ϕτωχικὴ τροϕή, ποὺ ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ τρῶνε οἱ Μεγαρίτες κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου. 217. Flaceliere (1986) 159· ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 1350 καὶ 1344-1346· ᾽Αριστοϕάνης, ᾽Εκκλησιάζουσαι 708· Χρηστίδης (2009) 248, σχ. στ. 802. Τὸ σύκο λεγόταν καὶ ἰσχάς ἀπό τοῦ ἰσχναίνεσθαι (ἀπὸ τοῦ ὅτι δηλ. γίνεται ἰσχνὸ ὅταν ξεραθεῖ). Γι᾽ αὐτὸ «καὶ τοὺς ὶσχνούς τῶν ἀνθρώπων ϕιβάλεις καλοῦσιν». Πιθανότατα στὴ ϕράση ὑπῆρχε καὶ σεξουαλικὸς ὑπαινιγμός, ὅπου τὸ συκολογοῦντες (δρέποντες σύκα) ὑποδηλώνει τὶς ἐρωτικὲς χαρὲς τῶν νεόνυμϕων. 218. Θουκυδίδης 2.19· Χρηστίδης (2009) 14. 219. Σχολιαστὴς ᾽Αριστοϕάνους, Κορδέλλας (1879) 43-44· Πλάτωνος (2004) 27-28· Στριϕτοῦ-Βάθη (2009) 34.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 267
ποὺ πάνω του ἔδεναν τὴν ἂ μ π ε λ ο ν γιὰ νὰ μὴν συντριβεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους220) καὶ 997: ἡ μ ε ρ ί δ ο ς (ἡ μ ε ρ ί ς = ἡ «ἥμερος ἄμπελος» ἀντίθετος τῆς «ἀ γ ρ ι ά δ ο ς», ἴσως κάτι σὰν κληματαριά, ἀναρριχώμενη). Τὸ ὄ ζ ο υ σ ι π ί τ τ η ς (στ. 190), σήμαινε, σύμϕωνα μὲ τὸν Σχολιαστή, ὅτι (ἐκτὸς τοῦ ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ἄλειϕαν τὰ πλοῖα μὲ πίσσα221) τὴν πίσσα, τὴν ἔβαζαν καὶ στὸ κρασὶ (στὴ ρετσίνα), γιατὶ τὸ ἔκανε πιὸ εὔγεστο.222 ῾ Η ὀ μ ϕ α κ ί α (στ. 352) ἦταν τὸ κρασὶ ἀπὸ ἄγουρα σταϕύλια (ὄ μ ϕ α κ ε ς). ῾ Ο θ ύ μ β ρ ο ς (Θ υ μ β ρ ο ϕ ά γ ο ν: στ. 254), ἦταν ἕνα πικρὸ καὶ στυϕὸ βοτάνι, παραπλήσιο τοῦ θυμαριοῦ1 καὶ ἡ γ λ ά χ ο ς [στ. 861: τὰν (= τὴν) γ λ ά χ ω ν], κατὰ τὸ Σχολιαστή: «ἡ ὀρίγανος (=ἡ ρίγανη), ὁ στ. ὅμως 874, δείχνει ὅτι πρόκειται γιὰ κάτι διαϕορετικὸ ἀπὸ αὐτήν, ἴσως εἶδος ϕυτοῦ, τὸ «ϕλησκούνι».223 Τὸ σιτάρι, ἀποτελοῦσε τὴ βασικὴ τροϕὴ τῶν ᾽Αθηναίων. ῾ Η Χ ο ῖ ν ι ξ, ἐνν. σ ί τ ο υ (στ. 813), μέτρο χωρητικότητας ξηρῶν, ποὺ ἰσοδυναμοῦσε μὲ 315 δράμια,224 δηλ. περίπου ἕνα κιλὸ ἦταν τὸ καθημερινὸ σιτηρέσιο ἑνὸς ἀνδρός), ἦταν πολὺ ἀκριβὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ (στ. 758-759, ὅπου ἀναϕέρεται ἡ τιμή του ποὺ ἦταν: «ψηλὴ σὰν τοὺς θεοὺς»). ᾽Αναϕέρονται ἀκόμα στὸ στ. 86: ὁ κ ρ ί β α ν ο ς (= κλίβανος), εἶδος χύτρας, πλατύτερης στὴ βάση ἀπὸ τὴν κορυϕὴ,225 σὰν τὴ νεοελληνικὴ γάστρα, ποὺ τὴν ἔβαζαν στὸ ϕοῦρνο σκεπασμένη μὲ καυτὴ στάχτη, γιὰ νὰ ψήσουν κυρίως ψωμί, τὸν ἄ ρ τ ο ν κ ρ ι β α ν ί τ η ν226 (στ. 112), ἡ μ ά ζ α = ψωμί (στ. 732, 835: παίειν ἐϕ ἁλὶ τὰν μᾶδδαν227), οἱ κ ό λ λ ι κ ε ς (στ. 872: κολλικοϕάγε = ἀπὸ τὸ κόλλιξ + 220. Σχολιαστὴς ᾽Αριστοϕάνους, Σϕ. 1201· Σϕ. 1281: ἐξηπάτησεν ἡ χάραξ τὴν ἂμπελον· κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρ. 1263· Θουκυδίδης, 3.70. 221. ᾽ Ησύχιος: Πισσόχριστοι νῆες καὶ Σχολιαστὴς εἰς ᾽Αριστοϕάνην, Πλοῦτος 1094 222. Πλούταρχος, Qu.Conv. 5.3.10κ.ἑ. 223. Flaceliere (1986), 210. 224. Liddell-Scott· Διογένης Λαέρτιος, 8.18 κ.ἑ. 225. Κάτι σὰν τὸ ἀγγεῖο μὲ κάλυμμα: Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 378, εἰκ. 426. 226. Πλάτων, Πολιτεία Β ´, 372β· Flaceliere (1986) 208· Davidson (2003) 58, 60. 227. Flaceliere (1986) 208· Davidson (2003) 57-64.
268
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
τρώγω), ποὺ ἦταν εἶδος κυκλικῶν ἄρτων, σὰν τὰ σημερινὰ κουλούρια,228 ὁ ἄ μ υ λ ο ς (στ. 1092) = ψωμὶ ἢ γλύκισμα (κέϊκ) ϕταγμένο ἀπὸ λεπτὸ ἀλεύρι, ποὺ δὲν εἶχε ἀλεστεῖ στὸ μύλο229 καὶ οἱ π λ ακ ο ῦ ν τ ε ς, πλατειὰ ζυμαρικὰ (κάτι σὰν τὶς σημερινὲς λαγάνες) καὶ σ η σ α μ ο ῦ ν τ ε ς (στ. 1092: σ η σ α μ ό ε ι ς, ἐνν. π λ α κ ο ῦ ς) = λαγάνες μὲ σουσάμι ἢ εἶδος γλυκίσματος μὲ σουσάμι (ἴσως σὰν παστέλι).230 Τέλος ἀναϕέρονται (στὸν ἴδιο στίχο) τὰ ἴ τ ρ ι α: «πυρώδη πλάσματα», κάτι σὰν τὰ σημερινὰ παξιμάδια, ἴσως κι αὐτὰ μὲ μέλι καὶ σουσάμι (διαϕορετικὰ ὅμως ἀπὸ τοὺς σ η σ α μ ο ῦ ν τ ε ς). ῾ Ο τ υ ρ ό ν ω τ ο ς π λ α κ ο ῦ ς (στ. 1125) ἦταν σὰν τὴ σημερινὴ χωριάτικη τυρόπιτα, ϕτιαγμένη ἀπὸ ζυμάρι καὶ τυρί. ῾ Ο μ υ τ τ ωτ ὸ ς 231 (στ. 174) ἦταν ἕνα χυλῶδες ἔδεσμα ἀπὸ τυρί, αὐγὸ καὶ σκόρδο, ἕνα εἶδος σκορδαλιᾶς (ἀπὸ τὸ ρῆμα μάττω ἢ μάσσω: στ. 672, ποὺ σημαίνει ζυμώνω τὸ κρίθινο ψωμὶ)232 καὶ τὸ ἔτνος233 (στ. 246), ἕνα εἶδος πολτοῦ ἢ χυλοῦ ὀσπρίων, συνήθως πίσων (μπιζελιῶν) σὰν τὴ σημερινὴ ϕάβα. Οἱ ᾽Αθηναῖοι ἔτρωγαν ἀρκετὸ κρέας: χοίρους234 (στ. 767, 773) = γουρούνια, βοῦς = βόδια (στ. 988), χήνας (στ. 878: στὴ βοιωτικὴ διάλεκτο χᾶνας) καὶ λαγούς (στ. 878: λαγώς, 1006: τὰ λαγῷα, ἐνν. τὰ κρέα,235 ποὺ ἦταν σπάνιες λιχουδιὲς γιὰ τοὺς ᾽Αθηναίους). Τὸ δημοῦ θρῖον (στ. 1102) ἦταν, κατὰ τὸν Σχολιαστή, ἕνα εἶδος ϕαγη228. ῾ Ο κόλλιξ ἀποτελοῦσε, ὅπως ϕαίνεται, βασικὴ καὶ χαρακτηριστικὴ τροϕὴ τῶν Βοιωτῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Θεσσαλῶν· βλ. ᾽ Εϕίππου 3.322Μ: Θετταλία κολλικοϕάγος. 229. Κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 1195 καὶ Πολυδεύκης, 6.72., ὅπου συναριθμεῖται μαζὶ μὲ διάϕορα ἄλλα παρόμοια παρασκευάσματα. 230. Κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Θεσμοϕοριάζουσαι 570 καὶ ῾ Ησύχιος: σησαμοῦς πέμμα ἐκ μέλιτος καὶ σησάμης (παστέλι;).. 231. Χρηστίδης (2009) 117, σχ. στ. 174· ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 771. 232. Flaceliere (1986) 160, εἰκ. 26. 233. Flacelière (1986) 206· ᾽ Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 1171: ἒτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν. 234. Flaceliere (1986) 209. Τὸ ἔτνος, ἦταν βαρειὰ καὶ θρεπτικὴ τροϕὴ καὶ ἄρεσε πολὺ στὸν ῾ Ηρακλῆ ποὺ ἦταν καλοϕαγᾶς. 235. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 709, ὅπου ϕαίνεται ἐπίσης ὅτι τὸ κρέας τοῦ λαγοῦ ἦταν πάντα μία σπάνια λιχουδιὰ γιὰ τὸν ῞ Ελληνα· κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, ᾽Εκκλησιάζουσαι 843.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 269
τοῦ, ποὺ εἶχε γέμιση ἀπὸ χοιρινὸ ἢ κατσικίσιο λίπος, αὐγά, γάλα, κτλ. καὶ ψηνόταν μέσα σὲ συκόϕυλλα (δημὸς236 = πάχος, λίπος). ῎ Αλλη ἐκλεκτὴ λιχουδιὰ ἦταν ἡ χορδή, τὸ παχὺ ἔντερον τοῦ προβάτου237 (στ. 1039, 1130, 1118-1119) ἢ μακρουλὸ λουκάνικο ϕτιαγμένο ἀπὸ τὸ παχὺ ἔντερο τοῦ ζώου τὸ ὁποῖο τὸ ἔψηναν στὴ σούβλα καὶ τὸ περιέχυναν μὲ μέλι. ῾ Η μίμαρκυς (στ. 1112) εἶναι ξενικὸ ϕαγητό (῾ Ησύχιος: «κοιλία καὶ ἔντερα», κυρίως λαγοῦ καὶ χοίρου τοῦ σϕαγίου ποὺ θυσίαζαν), παρασκευασμένα μὲ αἷμα (τὸ κοντινότερο νεοελληνικὸ εἶναι τὸ σημερινὸ σπληνάντερο).238 Στοὺς ᾽Αθηναίους ἄρεσαν τὰ κοκόρια (στ. 871: τῶν ὀρταλίχων) (εἰκ. 55) κι ἄλλα μικρὰ πετούμενα (στ. 875-876-877: ὁ ὀρνιθίας, ἦταν κατὰ τὸν Σχολιαστὴ «ὁ σϕοδρὸς βόρειος ἄνεμος ποὺ κατεβάζει τὰ πουλιὰ στὴ γῆ καὶ τὰ παρασύρει σὲ νότια πιὸ θερμὰ κλίματα»).239 ᾽Απὸ τὴ Βοιωτία ἔρχονταν (στ. 872: Βοιωτίδιον, 1023: οἱ Βοιώτιοι) κυρίως τὰ πουλερικὰ στὴν ᾽Αγορὰ τῆς ᾽Αθήνας:240 νάσσαι (πάπιες), κολοιοί (σημερινοὶ κολιοὶ ἢ καλιακοῦδες), ὁ ἀτταγᾶς (= ἕνα εἶδος πέρδικας 241), ϕαλαρίδες242 (= πουλιὰ τῶν λιμνῶν), τροχίλοι243 (τρυποκάρυδοι στὰ νεολληνικὰ) καὶ κολύμβοι,244 κολυμβίδες (κολυμβίς = ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 40: βόειον δημόν. ᾽Αριστοϕάνης, Νεϕέλαι 454. Χρηστίδης (2009) 311, σχ. στ. 1112. Βλ. ᾽Αριστοτέλους, Μετεωρολογικά 2.5. ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 1003-4: κἀκ Βοιωτῶν γε ϕέροντας ἰδεῖν, χήνας, νήττας, ϕάττας, τραχήλους. 241. ῾ Ο ᾽Αριστοϕάνης ἰδιαίτερα ἐπαινεῖ τὴ νοστιμιὰ τοῦ πουλιοῦ αὐτοῦ στὴ χαμένη κωμωδία του Πελαργοί: ἀτταγᾶς ἣδιστον ἔψειν (= νὰ τὸ βράσεις) ἐν ἐπινικίοις κρέας. Κοίτα ἐπίσης Σϕῆκες 257: τοῦ πηλοῦ ὣσπερ ἀταγᾶς τυρβάσεις (= θ’ ἀνακατέψεις τὴ λάσπη) βαδίζων. ῞ Οτι ἦταν παρδαλὸς κοίτα ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 761. 242. ᾽Αριστοτοτέλης, Περὶ Ζώων ῾ Ιστορίας 8.3,15· ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 565. 243. Κακριδῆς, σχ. ᾽Αριστοϕάνους, ῎ Ορνιθες 79. ῾ Η ἐπιστημονική του ὀνομασία εἶναι Troglodytes Europaeus (Liddell-Scott). Λεγόταν ἐπίσης καὶ πρέσβυς καὶ βασιλεὺς ( ᾽Αριστοτέλης, Περὶ Ζώων ῾ Ιστορίας 9.11,15) καὶ αὐτὸ ποὺ εἶχε λοϕίο στὸ κεϕάλι τύραννος (8.3,5) Κατὰ τὸν Πλίνιο (8.37): rex avium. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ εἶναι καὶ στὸ ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 1004 καὶ ῎ Ορνιθες 79. 244. Κοίτα ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 304 καὶ ᾽Αριστοτοτέλης, Περὶ Ζώων ῾ Ιστορίας 8.3,15· Φ. Κακριδῆς, σχ. ῎ Ορνιθες 304. 236. 237. 238. 239. 240.
270
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
ἡ βουτήχτρα), κίχλαι (τσίχλες) καὶ ϕάτται (στ. 961 καὶ 1114-1116). Οἱ κάτοικοι τῆς ᾽Αττικῆς ἔτρωγαν ἀκόμα καὶ ἀκρίδες245 (στ. 871: τῶν τετραπτερυλλίδων246 καὶ 1116) κυρίως, οἱ στρατιῶτες, στὴν ἐκστρατεία. ῾ Ο κάψιχος247 (στ. 970) εἶναι ὁ κότσυϕας, ποὺ λεγόταν (στὴν ᾽Αττικὴ διάλεκτο) καὶ κόσσυβος ἢ κόττυβος. ῾ Η στρουθὸς (= στροῦθος, στ. 1105) ἦταν ἐδῶ τὸ πουλὶ ποὺ λέγεται ὁ μέγας στρουθός, δηλ. ἡ στρουθοκάμηλος.248 Στοὺς ᾽Αθηναίους ἄρεσαν πολὺ τὰ ψάρια (ἀπὸ τὸ ὂψος249 = προσϕάϊ, ὀψάρια, ψάρια). ᾽Ανάλογα, βέβαια, μὲ τὶς οἰκονομικές τους δυνατότητες ἐπέλεγαν ἀκριβὰ ἢ ϕτηνότερα ψάρια.250 Οἱ ϕτωχοὶ ἔτρωγαν: ἀϕύας (στ. 901, 640: περιάψας τιμὴν ἀϕύων) = σαρδέλες ἢ μαρίδες Φαλήρου,251 ποὺ οἱ ψαράδες τὶς διαλαλοῦσαν ὡς λιπαρᾶς 252 (στ. 639-340), δηλ. αὐτὲς ποὺ γυαλίζουν (οἱ λαμπερές), τριχίδες 253 (ἀπὸ τὸ θρίξ = τρίχα, στ. 551), μικρὰ ψαράκια, γεμάτα ἀγκάθια, σημερινὲς ϕρίσσες,254 ποὺ ἀποτελοῦσαν συνηθισμένη καὶ κυρίως ϕτηνὴ τροϕή, ἐπανθρακίδες255 (στ. 670) ποὺ ἦταν «λεπτοὶ ἰχθύες ὀπτοὶ» (= ψητοὶ στὰ κάρβουνα) ποὺ τὶς ἔβαζαν σὲ μία ἁλμυρή,256 λιπαρὴ σάλτσα, ποὺ τὴν ἔλεγαν Θασίαν (στ. 671: …λυμπαράμπυκα257). Γιὰ 245. Σχολιαστής, ἀκρῖδες: ἡ εὐτελής δίαιτα. 246. Liddell-Scott: τετραπτερυλλίδων μεταϕράζει: τετραπόδων. 247. ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 306, 801, 1081. 248. Κοίτα Ξενοϕῶν, Κύρου Α ᾽ νάβασις 1.5,2 καὶ ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 875. 249. Flaceliere (1986) 209. 250. Χρηστίδης (2009) 216, σχ. στ. 640. 251. Κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 76 ( ρᾶ ϕαγεῖν ἀϕύας ϕαληρικὰς)
καὶ τὸ σχόλιο τοῦ Φ. Κακριδῆ, ποὺ προσθέτει ὅτι ἀϕύες εἶναι γενικότερος ὅρος γιὰ τὰ ψιλόψαρα, τὸ «γόνο» καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς συνώνυμο σχεδὸν τοῦ ἀθερίνη καὶ ἀϕρῖτις (λήμματα τοῦ λεξικοῦ τοῦ Thomson: Fishes). 252. Χρηστίδης (2009) 215-216, σχ. 639. ῎ Αλλος λόγος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναϕέρεται αὐτὸ τὸ ἐπίθετο γιὰ τὶς σαρδέλες ἦταν ὅτι χρησιμοποιοῦσαν πολὺ λάδι γιὰ νὰ τὶς μαγειρέψουν. 253. Χρηστίδης (2009) 216, σχ. στ. 640. 254. Liddell-Scott· βλ. καὶ ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 662· Davidson (2003) 41. 255. Πρβλ. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 1127: ἐπανθρακίδων ἐμπλήμενος. 256. ᾽Αθήναιος, 7.329Β. 257. ᾽ Εδῶ ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀντὶ νὰ λέει τὴν σάλτσα λιπαρὰν τὴν λέει λυμπαράμπυκα, πιθανότατα παρωδώντας το, πιθανότατα παρωδώντας τὸν στ.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 271
πιὸ πλούσια βαλάντια ἦταν οἱ ἐγχέλεις (στ. 880, 881, 884, καὶ στ. 991) = τὰ χέλια Κωπαΐδος,258 ποὺ γεννοῦν τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ Δικαιόπολη, ἐπειδὴ οἱ ᾽ Αθηναῖοι τὶς θεωροῦσαν ἔδεσμα ἰδιαίτερης ἀξίας.259 ῾ Η τιμὴ ποὺ τὶς ἀγόρασε ὁ Δικαιόπολης (στ. 962: τριῶν δραχμῶν) εἶναι ὑπερβολικὰ μεγάλη, γιὰ νὰ τονιστεῖ κωμικὰ ἡ ἐξογκωμένη ἡ ἀξία ποὺ εἶχαν τὴν ἐποχή, ποὺ τὸ εἶχαν στερηθεῖ οἱ ᾽Αθηναῖοι λόγω τοῦ πολέμου. Τὶς μαγείρευαν μὲ παντζάρια (στ. 894: ἐντετευτλανωμένης) καὶ ἦταν πολὺ νόστιμες.260 ῾ Ο τέμαχος (στ. 881 καὶ 1100) ἦταν: «τεμάχιον τεταριχευμένου ἰχθύος» καὶ κρέατος.261 Τὸ ψάρι παστὸ (στ. 967: ἐπὶ ταρίχει262) ἦταν μία ἀπὸ τὶς βασικὲς τροϕὲς τῶν στρατιωτῶν στὶς ἐκστρατεῖες (τὸ συναντᾶμε πολὺ συχνὰ στὸν ᾽Αριστοϕάνη), μαζὶ μὲ τὸ θρῖον ταρίχους (στ. 1101), ποὺ ἦταν τὸ παστὸ ψάρι, τυλιγμένο σὲ συκόϕυλλο. ᾽ Εκτὸς ἀπὸ τὰ ψάρια στοὺς ᾽Αθηναίους ἄρεσαν ἐπίσης καὶ τὰ μαλάκια263 (χταπόδια, καλαμαράκια - στ. 1156: τευθίδες-, μύδια κ.λ.π.). ῾ Ο Δικαιόπολης (στ. 1118-1119) προστάζει τὸ δοῦλο του: τὰς σηπίας στάθευε (= ψῆνε τὶς σουπιές). Σχετικὰ μὲ τὸ θέατρο, τὰ σκηνικά, τοὺς ἀρχαίους χορούς, τὰ κουστούμια, τὶς μάσκες καὶ τὰ ἄλλα ἀξεσουάρ, τὶς ἄλλες χρήσεις τοῦ θεάτρου, ἡ κωμωδία μᾶς δίνει τὶς ἑξῆς πληροϕορίες: ῾ Ο διδάσκαλος (στ. 627) (εἰκ. 56) εἶναι τὴν ἐποχὴ τῆς ἀρχαίας κωμωδίας τόσο τὸ ὄνομα τοῦ πραγματικοῦ συγγραϕέα, ποὺ ἦταν ὁ σκηνοθέτης, Νέμεα 7. 22 τοῦ Πινδάρου, ὅπου τὸ ἐπίθετο λυμπαράμπυξ σημαίνει κατὰ τὸ Liddell-Scott «ὁ ἔχων λαμπρὰν ταινίαν ἢ τιάραν» 258. Σχολιαστής: Κωπαῒς λίμνη ἐν Βοιωτίᾳ, ἐν ᾗ ἐγχέλεις (= χέλια) πλεῖσται. 259. Κοίτα π.χ. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 510, ὅπου τὸ χέλι συγκαταλέγεται μὲ «τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα» (ὀρνίθων γάλα, Σϕῆκες 508) καὶ τὸ σχετικὸ σχόλιο τοῦ Van Leeuwen, ὅπου ἀναϕέρει ὅλα τὰ χωρία ποὺ ἐξυμνοῦν τὸ χέλι (κοίτα καὶ στ. 892)· Flaceliere (1986) 209· Davidson (2003) 41. 260. Κοίτα καὶ ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 1014. 261. ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 283, Νεϕέλαι 339 (κεστρᾶν τεμάχη= κομμάτια ἀπὸ σϕυρίδες κ.λπ.). Flaceliere (1986) 209. 262. Flaceliere (1986) 209. Κοίτα παρακάτω στ. 1101 καὶ ᾽Αριστοϕάνης, ῾ Ιππῆς 1247 κτλ. 263. Flaceliere (1948) 211-217· Flaceliere (1986) 209.
272
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
ὅσο καὶ τοῦ ὑποδιδασκάλου, δηλ. τοῦ χοροδιδασκάλου:264 ( Α ᾽ ριστοϕάνης ἐδίδασκε διὰ Καλλιστράτου). ῾ Η ϕράση: ποθεινὴ τρυγᾠδικοῖς χοροῖς (στ. 886), σημαίνει, κατὰ τὸ Σχολιαστή, ὅτι265 οἱ χορευτὲς δειπνοῦσαν μὲ ἔξοδα τοῦ δήμου, ἀλλὰ ἡ ϕράση στὸ στ. 1155: χορηγὸν 266 ἀπέλυσ’ ἄδειπνον, δείχνει ὅτι τὰ ἔξοδα τοῦ δείπνου τὰ πλήρωνε ὁ χορηγός267 (στ. 1152: Λήναια χορηγῶν), πιθανῶς γιὰ τὰ ἐπινίκια. Οἱ λέξεις ἐκσέσεισται καὶ σειάμενον, στ. 346 (ἀπὸ τὸ σειστός),268 δείχνει ὅτι οἱ γέροντες τοῦ χοροῦ χορεύουν. Στοὺς στ. 410-417 –καὶ ἐνῶ μιλάει ὁ Δικαιόπολης– οἱ ὑπηρέτες του μεταϕέρουν κάποιο εἶ δος ἐπίπλων ἢ ἐπίπλου,269 ὅπου εἶναι τακτοποιημένα κουρέλια καὶ ὁμοιώματα (στ. 418) τῶν ἡρώων ποὺ ἀναϕέρονται στοὺς στ. 418-434. Καὶ παρακάτω (στ. 1097 κ.ἑ.) δυὸ ὑπηρέτες, ἕνας τοῦ Δικαιόπολη καὶ ἕνας του Λάμαχου, μπαινοβγαίνουν βιαστικὰ καὶ ϕέρνει ὁ καθένας ὅτι κάθε ϕορὰ τοῦ ζητᾶ τὸ ἀϕεντικό του.270 Τὸ ρῆμα ῥοθιάζουσι (στ. 807) = κάνουν θόρυβο ὅταν μασουλᾶνε σὰν γουρουνάκια, ἐξηγεῖται, σύμϕωνα μὲ τὸ Σχολιαστή, ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ θεατές, μασουλᾶνε ξερὰ σύκα, ποὺ τοὺς πετάει ὁ Δικαιόπολης καὶ τὰ πιάνουν στὸν ἀέρα.271 ῾ Ο χορὸς ἔμπαινε στὴν ὀρχήστρα ἀπὸ τὶς πλαϊνὲς εἰσόδους (παρόδους), ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ χοροδιδάσκαλο272 (στ. 11: εἰσαγ’ τὸν χορόν,273 204-316 καὶ 240) ἐνῶ οἱ ἠθοποιοὶ ἔμπαιναν καὶ ἔβγαιναν
264. Capps. E., Ammerican Jornal of Philology 28. 2, 190 κ.ἑ.· Χρηστίδης (2009) 13· Flaceliere (1986). 265. Flaceliére (1986) 256: ἑστίασις 266. Flaceliére (1986) 252, 256. 267. Flaceliére (1986) 234, εἰκ. 11, 12. 268. Σχολιαστής: ἐσείοντο γὰρ τὰ ἱμάτια ὀρχούμενοι. 269. Flaceliére (1986) 34, εἰκ. 11. 270. ῾ Ωραία παρουσιάζει τὴ δράση ποὺ ἀκολουθεῖ τὰ λόγια ἡ Harriot (Harriot 1979, 95-98). 271. Starkie· Χρηστίδης (2009) 249, σχ. στ. 807. Τέτοιες μέθοδοι γέλιου ἦταν προσϕιλεῖς στοὺς κωμωδιογράϕους τῆς ἐποχῆς, ἂν καὶ ὁ ᾽Αριστοϕάνης ἀλλοῦ παρουσιάζεται ἀντίθετος σὲ κάτι παρόμοιο (π.χ. στὸ πέταγμα καρυδιῶν), ποὺ τὸ θεωρεῖ χαρακτηριστικὸ τῆς μεγαρικῆς κωμωδίας. ᾽ Εδῶ ὅμως χρησιμοποιεῖται ἀκριβῶς σὲ μιὰ σκηνὴ μὲ τὸ μεγαρίτη ἔμπορο. ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 57 κ.ἑ. 272. Πλάτωνος (2012) 147-149, εἰκ. 15. 273. Πλάτων, Πολιτεία 381Δ· Χρηστίδης (2009) 87, σχολ. στ. 11.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 273
ἀπὸ τὶς πόρτες τοῦ προσκηνίου274 (εἰσάγειν καὶ ἐξάγειν ἢ εἰσιέναι καὶ ἐξιέναι, εἰσιών: στ. 202, 280). Στὴ μέση τῆς ὀρχήστρας ὑπῆρχε ἡ θυμέλη275 = βωμός. Οἱ μητέρες τῶν κοριτσιῶν, ποὺ συμμετεῖχαν στὴν πομπὴ τῶν ᾽Αγροτικῶν Διονυσίων, παρακολουθοῦσαν ἀπὸ τὶς στέγες ἢ ἄλλα ψηλὰ σημεῖα,276 ἐδῶ ἡ μητέρα τῆς κόρης τοῦ Δικαιόπολη παρακολουθεῖ ἀπὸ τὴ στέγη (ἀπό τοῦ τέγους, στ. 262) τοῦ προσκηνίου, αὐτὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάζεται διστεγία). ῾ Η σκηνὴ πιστεύεται ὅτι ἦταν ὑπερυψωμένη σὲ σχέση μὲ τὴν ὀρχήστρα277 (στ. 732: ἄμβατε = ἀνάβητε) ἢ ἂν ὄχι ἡ ἴδια ἡ σκηνή, θὰ πρέπει (οἱ σκηνογράϕοι) νὰ χρησιμοποιοῦσαν, ὅποτε ἤθελαν, ἕνα εἶδος ἐξέδρας μὲ ἕνα δυὸ σκαλοπάτια.278 ῾ Ο Εὐριπίδης παρουσιάζεται, κατὰ τὸ Σχολιαστή: «μὲ τὰ πόδια πάνω» καὶ κατ’ ἄλλους: «καθισμένος σὲ ψηλὸ σημεῖο» (στ. 399: ὡς ἔνδον ἀναβάδην ποιεῖν τραγωδίαν). Φαίνεται ὅτι ἦταν ξαπλωμένος διαρκῶς σὲ ἕνα κρεβάτι, σὰν χωλὸς279 καὶ ἔτσι παρουσιάζει καὶ τοὺς ἥρωές του σὰν χωλούς.280 Στοὺς στ. 408-409, παρουσιάζεται σὲ ἕνα ἐκκύλημα, δηλ. ἕνα χαμηλὸ βαγονέτο.281 Φαίνεται ὅτι εἶναι ντυμένος μὲ κουρέλια (στ. 412), ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι ἥρωες τῶν ἔργων του282 (στ. 418: τρύχη283). ῾ Η (στ. 499) τρυγῳδία284 (ἐνν. ἡ κωμῳδία) ϕαίνεται ὅτι ὀνομάστηκε ἔτσι ἀπὸ τὴν τρύγαν (τὸ μοῦστο, τὸν νέον οἷνον), πιθανῶς, ἐπειδὴ στὰ πρῶτα στάδια τῆς κωμωδίας, οἱ ἠθοποιοί, μὴ ἔχοντας μάσκες, ἄλειβαν τὸ πρόσωπό τους μὲ τρύγα. ῾ Η λέξη ἀποδύντες 274. Flaceliére (1986) 251· Χρηστίδης (2009) 47-48. 275. Flaceliére (1986) 254· Χρηστίδης (2009) 47: Τὰ χρόνια ἐκεῖνα δὲν ὑπῆρ-
χε ὑπερυψωμένη σκηνή, ὅπως τὸ μετέπειτα λογεῖον καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν ἔτσι κι ἀλλιῶς νὰ κρυϕτοῦν πίσω ἀπὸ τὴν θυμέλη 24 ἄτομα (Starkie). 276. Starkie. Σχ. ᾽Αριστοϕάνους, Σϕῆκες στ. 68. 277. ῞ Οπως δέχονται οἱ Graves (1967), Rogers (1902) κ.ἄ. 278. Χρηστίδης (2009) 47. 279. Mazon (1904) 22. 280. ᾽Αριστοϕάνης, Θεσμοϕοριάζουσαι 167. 281. Dover (1978) 46. 282. ῞ Οπως λέγει ὁ Σχολιαστής: ὁ ᾽Αριστοϕάνης «κωμωδεῖ οὖν αὐτὸν ὡς πτωχοὺς (στ. 413) καὶ ταπεινοὺς εἰσάγοντα ἥρωας». Χρηστίδης (2009) 163-164, σχολ. στ. 411 καὶ 413 καὶ εἰσαγ. σελ. 31. 283. Εὐριπίδης, ῾ Ελένη 184· Σοϕοκλῆ ᾽Απόσπασμα 709Ν2. 284. Χρηστίδης (2009) 181, σχ. στ. 499· Flaceliére (1986) 248.
274
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
(στ. 627) δείχνει ὅτι ὁ χορὸς δὲν χορεύει, ἀλλὰ μᾶλλον βγάζει τοὺς τρίβωνες,285 ποὺ ἐμπόδιζαν τὶς ρητορικὲς κινήσεις καὶ μιλάει γυμνός. ῾ Η κατὰ τ’ ἄλλα ἄγνωστη ἑορτὴ Παιώνια, ἀναϕέρεται στὸ στ. 1213, ὡς λογοπαίγνιο (ἀπὸ τὰ παιὰν + πέος) καὶ ὡς θεατρικὸ εὕρημα (ὁ Δικαιόπολης πιάνει καὶ ἐπιδεικνύει στοὺς θεατὲς τὸ μακρὺ ϕαλὸ286 ποὺ ϕορᾶ (βλ. και στ. 1216). ῎ Αλλη χρήση τοῦ θεάτρου: ᾽ Εκτὸς ἀπὸ παραστάσεις, γίνονταν στὸ θέατρο κοκορομαχίες (στ. 166), μιὰ ϕορὰ τὸ χρόνο, σύμϕωνα μὲ νόμο, ποὺ ψηϕίστηκε μετὰ τοὺς περσικοὺς πολέμους.287 Γιὰ τὸν πόλεμο, τὰ ὅπλα, τὰ στρατιωτικὰ σώματα καὶ ἀξιώματα, τοὺς μισθοὺς τῶν στρατιωτῶν, ἡ κωμωδία μᾶς παρέχει τὰ πιὸ κάτω στοιχεῖα: Γιὰ τὸ ἀξιόμαχο τῶν ᾽Αθηναίων καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὶς μάχες πάνω στὰ τείχη ἡ κωμωδία μᾶς διαϕωτίζει μὲ τοὺς στίχους: 72: ἔπαλξιν (= τὸν προμαχώνα τοῦ τείχους τῆς ᾽Αθήνας288), 570: τειχομάχος, 180: γέροντες Α ᾽ χαρνικοί.289 Πιὸ συνηθισμένες ἦταν οἱ μάχες μὲ ἐλαϕρὰ ὁπλισμένους πελταστές:290 (ὁπλίτες, ποὺ ἔϕεραν μόνο ἐλαϕριὰ ἀσπίδα καὶ ἀκόντιο, στ. 160: καταπελτάσονται) (εἰκ. 57, 58). Τὰ πιὸ συνηθισμένα ἐπιθετικὰ ὅπλα κάθε ᾽Αθηναίου ὁπλίτη ἦταν: τὸ ξίϕος291 (στ. 342) τὸ βέλος292 (στ. 345), τὸ δόρυ293
285. ῞ Οπ.π. σημ. 44. 286. Χρηστίδης (2009) 330, σχ. στ. 1213 καὶ εἰσ. σελ. 52. 287. βλ. Αἰλιανός, 95.2.28. 288. Θουκυδίδης, 2.13 καὶ 7.28 ·Λυκοῦργος, Κατὰ Λεωκράτους παρ 39. Τὸ ἔργο νὰ ϕυλάσσουν τὸν προμαχώνα εἶχε ἀνατεθεῖ σὲ ἄντρες ἄνω τῶν 50 ἐτῶν,
ποὺ ἐταλαιπωροῦντο καὶ ἀποτελεῖ στοιχεῖο γιὰ τὸν ὑπολογισμὸ τῆς ἡλικίας τοῦ Δικαιόπολη ( ῾ Ηρόδοτος, 9. 70 καὶ Θουκυδίδης, Ι.102.2) 289. ᾽Αποτελοῦν τὸ χορὸ τῆς κωμωδίας καὶ εἶναι γνωστὸ τὸ πολεμόχαρο ϕρόνημα, ἡ σπουδαιότητά τους (πρόσϕεραν 3000 ὁπλίτες στὸν πόλεμο (Θουκυδίδης, 2.18. 2.19,2. 20 καὶ 2.21.3) Γιατὶ τοὺς χρησιμοποίησε ὡς χορὸ στὴν κωμωδία του ὁ ᾽Αριστοϕάνης· βλ. Χρηστίδης (2009) 30-31. 290. Flaceliére (1986) 308-309. ῾ Η πέλτη χρησιμοποιήθηκε πρῶτα ἀπὸ τοὺς Θράκες (῾ Ηρόδοτος, 7.75) ῏ Ηταν χαρακτηριστικὸ γνώρισμά τους (Ξενοϕῶν, ᾽Απομνημονεύματα 3.9,2 καὶ Εὐριπίδης, ῎Αλκιβιάδης 498: Θρηικίας πέλτης ἂναξ). 291. Flaceliére (1986) 308, εἰκ. 63. 292. Flaceliére (1986) 309-310. 293. Flaceliére (1986) 308, εἰκ. 15, εἰκ. 54.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 275
(στ. 1193) καὶ ἡ λόγχη294 (στ. 1226), ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος. Τὸ τοὔλυτρον (τὸ ἔλυτρον, στ. 1120) εἶναι ἡ θήκη τοῦ δόρατος (Σχολιαστής). ῾ Ο Λάμαχος (στ. 572 κ.ἑ. και 1071 κ.ἑ.) –ποὺ ἔπεσε ἀργότερα, ἡρωικά, ὡς στρατηγός, στὴ Σικελικὴ ἐκστρατεία– εἶναι στὸν ᾽Αριστοϕάνη τὸ παράδειγμα τοῦ πολεμόχαρου καὶ ϕαντασμένου στρατιωτικοῦ.295 Εἶναι ντυμένος σὰν ταξίαρχος296 (ἐπικεϕαλῆς τοῦ πεζικοῦ τοῦ ἀθηναϊκοῦ στρατοῦ). ῾ Η λέξη ὅμως τῶν λόχων (στ. 575) δείχνει, ὅτι τότε τουλάχιστον ποὺ παρουσιάστηκε ἡ κωμωδία, ἦταν λοχαγός, ἀρχηγὸς καὶ διοικητὴς τοῦ λόχου297 (ποὺ εἶχε ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν ταξίαρχο). Φοράει ϕοινικίδα,298 δηλ. στρατιωτικὸ πορϕυρὸ μανδύα (εἰκ. 59) καὶ ἔχει στὸ κράνος του299 τρία λοϕία (στ. 578: λόϕων, 1109: τὸ λοϕεῖον καὶ 965: κατάσκιος τρισὶ λόϕοις) ἀπὸ τρίχες ἀλόγου συνήθως,300 ἀλλὰ ἐδῶ, τὰ δυὸ εἶναι ϕτερὰ στρουθοκαμήλου (δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοῦ κεντρικοῦ λοϕίου). Στὴ μέση τῆς ἀσπίδας301 του ὑπάρχει τὸ γοργόνειο302 (στ. 592, 1131: τὸν Γοργάσου καὶ 1124: γοργόνωτον 303 (= ποὺ ἔχει στὴν ράχη του τὴ γοργόνα), ποὺ ὁ Δι294. Κοίτα λόγχη δορός: Σοϕοκλῆς, Τρωάδες 856 καὶ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, 1318· Flaceliére (1986) 308, εἰκ. 60, 62. Στριϕτοῦ-Βάθη (2009) 625, εἰκ. 426. 295. Σ’ αὐτὸ εἶχε συντελέσει καὶ τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ λάω = (ἐπιθυμῶ) + μάχη· πιθανῶς νὰ ἔπαιζε ρόλο καὶ ἡ ἐμϕάνισής του (ὀγκώδης, ψηλός) ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι ἀνῆκε στὸ ϕιλοπόλεμο κόμμα ἦταν δηλ. ἀντίπαλος μὲ τὸν ᾽Αριστοϕάνη. Γιὰ ποιοὺς ἄλλους πιθανοὺς λόγους τὸν σατιρίζει ὁ ᾽Αριστοϕάνης βλ. Χρηστίδης (2009) 29. 296. Flaceliére (1986) 308. 297. Ξενοϕῶν, ᾽Απομνημονεύματα 3.1,5 καὶ ᾽Αριστοτέλης, ᾽Αθηναίων Πολιτεία 3.4,14 298. ῾ Η ϕοινικὶς (ἐσθῆς) γινόταν ἀπὸ ὕϕασμα βαμμένο μὲ πορϕύρα, τὸ χρῶμα ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ περίϕημο κογχύλι τῶν ἀκτῶν τῆς Φοινίκης καὶ ἦταν εἶδος στρατιωτικοῦ μανδύα ποὺ ϕοροῦσαν οἱ ᾽Αθηναῖοι καὶ οἱ Σπαρτιάτες στὸν πόλεμο. βλ ᾽Αριστοϕάνης, Λυσιστράτη 1140 καὶ Ξενοϕῶν, Λακεδαιμονίων Πολιτεία 11.3. 299. Flaceliére (1986) 306-307, εἰκ. 54-56, 62-63· Πλάτωνος (2004) 159, ἔγχρ. εἰκ. 62, σελ. 224, εἰκ. 126. 300. ῞ Ομηρος, ᾽Ιλιάδα Π. 138. 301. Flacelière (1986) 307-308. Παραδείγματα πολεμιστῶν ἀπὸ ἀνασκαϕὲς τῶν ᾽Αχαρνῶν: Πλάτωνος (2004) 224, εἰκ. 126 καὶ σελ. 226, εἰκ. 128. 302. Flaceliére (1986) 307· Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 131, εἰκ. 333. 303. Κατ’ ἀναλογία μὲ Εὐριπίδη: σιδηρόνωτος: Φοίνισσαι 1130), χαλκό-
276
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
καιόπολης (στ. 582) τὸ ὀνομάζει, κωμικὰ, μορμόνα304 (ἀπὸ τὸ Μορμὼ = μπαμπούλας), ἀντὶ Γοργόνα (ἀπὸ τὴ μέδουσα Γοργὼ) καὶ ἀποτελοῦσε συχνὸ διακοσμητικὸ τῶν ἀσπίδων, μὲ ἀποτροπαϊκὸ χαρακτήρα. Τὴν ἀσπίδα τὴν ἄλειβαν μὲ λάδι (στ. 1128) «ἵνα γένηται λαμπροτέρα», ἐνῶ τὸ σάγμα (στ. 574) εἶναι ἡ θήκη της.305 Φοράει ἐπίσης θώρακα306 πολεμιστήριον (στ. 1133), ἐνῶ ὁ ποιητὴς βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ παίξει μὲ τὴ λέξη θωρήξωμαι (στ. 1135) ποὺ σημαίνει: «καὶ τὸ πίνειν καὶ τὸ μεθυσθῆναι», ἐπειδὴ ὁ θώρακας ζεσταίνει τὸ στῆθος (ὅπως τὸ κρασί). ῾ Η ἡμερήσια ἀποζημίωση γιὰ τοὺς Θράκες ( ᾽ Οδόμαντες) στρατιῶτες (στ. 161: τουσδὶ δύο δραχμάς) (εἰκ. 60), θεωρεῖται ὑπερβολικὴ ἀπὸ τὸν Δικαιόπολη (κανονικὰ ἔπαιρναν μία δρχ. τὴν ἡμέρα,307 ποὺ καὶ αὐτὴ ἦταν μεγάλη γιὰ βαρβάρους), ἀϕοῦ οἱ ᾽Αθηναῖοι ὁπλίτες ἔπαιρναν μόνο τέσσερις ὀβολούς.308 Μὲ τὴ λέξη ναύϕρακτον (στ. 95) ἐννοεῖται ὁ ναύσταθμος τοῦ Πειραιᾶ (Φώτιος). ᾽Αναϕέρεται ἐπίσης ὁ ἀριθμὸς τοῦ στόλου τῶν ᾽Αθηναίων στὴν ἀρχὴ τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, ὅπως τὸν ὑπολόγισε ὁ Περικλῆς (στ. 545: τριακοσίας νῆας309). ῾ Η κωμωδία μᾶς παρέχει πληροϕορίες γιὰ τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ τὸ προσωπικὸ τῆς τριήρους310 ποὺ ἦταν: οἱ δύο τριήραρχοι311 (= ὁ ἀνώτερος βαθμὸς ἀξιωματικοῦ πάνω στὴν τριήρη, στ. 546: περὶ τιηράρχου βοῆς312), ὁ τριηραύλης (στ. 554), ποὺ ἔδινε τὸ ρυθμὸ στοὺς κωπηλάτες,313 μὲ νωτος: Τρῳάδες 1136, 1193, χρυσεόνωτος (Σχολιαστὴς στὸ Εὐριπίδης, Φοίνισσαι 1130). 304. Τὸ μορμὼ τὸ λέει εἰρωνικὰ γιατὶ μὲ τὶς μορμόνες ϕόβιζαν τὰ παιδιὰ οἱ ἀρχαῖοι (Ξενοϕῶν, ῾ Ελληνικὰ 4.4,17, ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 479). 305. Σχολιαστής. Βλ. καὶ Εὐριπίδης, Α ᾽ νδρομάχη 617· ῞ Ομηρος, Ι᾽ λιάς, Ι 36. Παρουσιάζεται ὁ Λάμαχος σὰν σπουδαῖος πολεμιστής: Χρηστίδης (2009) 54. 306. Flaceliére (1986) 307, εἰκ. 63. 307. Θουκυδίδης, 7.27. 308. Τετραβώλου βίος, (Εὐστάθιος, 1405.28). 309. Θουκυδίδης, 1.13,10. 310. Flaceliére (1986) 320-321, εἰκ. 58. ῾ Η ἀθηναϊκὴ τριήρης εἶχε 170 κωπηλάτες καὶ 30 ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες. 311. Flaceliére (1986) 322-325. 312. Σχολιαστής: θορύβου βοώντων περὶ τοῦ δεῖν τριηράρχους παρεῖναι. 313. Flaceliére (1986) 322. Παραδείγματα αὐλῶν ἀπὸ τὴν ἀγγειογραϕία Flaceliére (1986) εἰκ. 8, 50.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 277
τοὺς αὐλούς, οἱ κελευστές (στ. 554: κελευστῶν),314 ποὺ ἔδιναν τὸ πρόσταγμα νὰ ἀρχίσουν νὰ κωπηλατοῦν οἱ κωπηλάτες καὶ ὁ θρανίτης λεὼς315 (στ. 162) (εἰκ. 61) ποὺ ἦταν οἱ κωπηλάτες τῆς πάνω σειρᾶς σὲ μία τριήρη, αὐτοὶ ποὺ εἶχαν τὰ μεγαλύτερα κουπιὰ (τρία μέτρα) καὶ ἦταν ἐκτεθειμένοι σὲ περισσότερους κινδύνους, σὲ σχέση μὲ τὴν δεύτερη σειρὰ (ζευγίται) καὶ τὴν τρίτη κάτω (θαλάμιοι), γι’ αὐτὸ οἱ πλοίαρχοι τοὺς ἔδιναν ἕνα πρόσθετο ἐπίδομα.316 ῾ Η λέξη νιγλάρων (στ. 554) σήμαινε, πιθανῶς, τὸ σϕύριγμα τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ πλοίου. Γιὰ τὴν διάρθρωση καὶ τὰ ἐξαρτήματα τῆς τριήρους μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν κωμωδία γιά: τὰ κουπιά (στ. 552: κωπέων317), τοὺς τροπωτῆρας (στ. 549) ποὺ ἦταν «τὰ λουριὰ ποὺ συνέδεαν τὰ κουπιὰ μὲ τὸ σκαρμό318», τοὺς τύλους319 (στ. 553: τύλων ψοϕούντων = θόρυβος τῶν καρϕιῶν) καὶ τὶς θαλαμίας (θαλαμιῶν) ποὺ ἦταν «ὀπὲς γιὰ τὰ κουπιά»320 (ἄλλοι σχολιαστὲς τοὺς ἑρμηνεύουν ὡς τὰ κουπιὰ τῆς κατώτερης σειρᾶς τῆς τριήρους321). Τὰ παλλάδια (στ. 547) ἦταν τὰ μικρὰ ὁμοιώματα (εἰκόνες ἢ ἀγαλματίδια τῆς ᾽Αθηνᾶς), ποὺ κρεμοῦσαν στὶς πρῶρες τῶν πλοίων ἢ πιὸ πιθανὸν στὶς πρύμνες322 γιὰ νὰ προστατεύουν τοὺς ναυτικούς. ῾ Η στοὰ ποὺ στέναζε, ἀπὸ τὸν θόρυβο (στ. 548: στοᾶς στεναχούσης), κατὰ τὸ Σχολιαστή, εἶναι ἡ ἀλϕιτόπωλις,323 ποὺ εἶχε κατασκευάσει ὁ Περικλῆς στὸν Πειραιὰ γιὰ 314. Πλούταρχος, ᾽Αλκιβιάδης 32· Flaceliére (1986) 322. 315. Flaceliére (1986) 321-322. 316. Θουκυδίδης, 6.31.3. 317. Τὰ ξύλα, ποὺ ἦταν κατάλληλα γιὰ τὴν κατασκευή, προέρχονταν κυ-
ρίως ἀπὸ τὴ Θράκη, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ᾽Αμϕίπολη εἶχε τόση σπουδαιότητα γιὰ τοὺς ᾽Αθηναίους· βλ. ῾ Ηρόδοτος, 5.23· Θουκυδίδης, 4.108. Γιὰ τὶς τριήρεις καὶ τὴ χρήση τῶν κουπιῶν βλ. Flaceliére (1986) 166, 171-173, 322-323. 318. Flaceliére (1986) 322. ῾ Ο Θουκυδίδης (2.93,2) περιγράϕει μία σκηνή, ὅπου κάθε ναυτικὸς μεταϕέρει μόνος του τὸ σκαμνάκι του, τὸ κουπὶ καὶ τὸν τροπωτῆρα ἀπὸ τὴ μία μεριὰ τοῦ ᾽ Ισθμοῦ τῆς Κορίνθου στὴν ἄλλη. 319. Παραδείγματα καρϕιῶν ἀπὸ ἀνασκαϕὲς στὶς ᾽Αχαρνές: Πλάτωνος (2004α) 144, ἔγχρ. εἰκ. 37,σελ.308. 320. ᾽Αριστοϕάνης, Εἰρήνη 1232· ῾ Ηρόδοτος, 5.33. 321. Λεξικὸ ῾ Ησυχίου· κοίτα καὶ Θουκυδίδης, 4.32. 322. Σχολιαστής· Εὐριπίδης, ᾽Ιϕιγένεια ἐν Αὐλίδι 239 323. Flaceliére (1986) 178.
278
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
τὶς ἀνάγκες τῆς πόλης καὶ τοῦ στρατοῦ. ῾ Ο γυλιὸς ἢ γύλος (στ. 1097, 1137) ἦταν ἕνα εἶδος μακρόστενου σακουλιοῦ, ὅπου οἱ στρατιῶτες ἔβαζαν τὶς προμήθειες γιὰ μία ἐκστρατεία.324 ῾ Η τροϕὴ (στ. 197) τριῶν ἡμερῶν εἶναι, κατὰ τὸν Σχολιαστή, ὅση ἔπρεπε νὰ ἔχουν μαζί τους οἱ στρατιῶτες, ὅταν ξεκινοῦσαν γιὰ τὸν πόλεμο325 (στ. 548: σιτία). Συνήθως ἔπαιρναν μαζί τους μικρά, παστά, ψαράκια (στ. 551), ἁλάτι ἀνακατεμένο μὲ θυμάρι (στ. 1099) κρεμμύδια (στ. 1100) καὶ ψάρι παστὸ τυλιγμένο σὲ συκόϕυλλο (στ. 1101). Οἱ ᾽Αθηναῖοι ναῦτες, μόνο στὴ Σικελικὴ ἐκστρατεία, ἔπαιρναν ὡς ἡμερήσια ἀποζημίωση μία δραχμή326 (ἑπομένως οἱ ῾ Οδόμαντες ναῦτες, ποὺ ἦταν βάρβαροι –βλ. στ. 161– θὰ ἦταν σωστό, κατὰ τὸν Δικαιόπολη, νὰ παίρνουν πολὺ λιγότερα).
Τοπογραϕικὰ στοιχεῖα ῾ Η καταγωγὴ τοῦ Δικαιόπολη ἦταν πιθανότατα ᾽Αχαρνική327 (στ. 33: τὸν ἑμὸν δῆμον) (εἰκ. 62), ἐνῶ ὅταν λέει (στ. 406 Χολλῄδης328 ἐγώ) (εἰκ. 63), μᾶλλον ὁ ᾽Αριστοϕάνης κάνει ἁπλῶς λογοπαίγνιο μὲ τὴ λέξη χωλός. ῾ Η Κραναὰ πόλις (στ. 75) εἶναι ἡ πόλις τῶν ἐπιγόνων τοῦ μυθικοῦ βασιλιὰ Κραναοῦ, δηλ. ἡ ᾽Αθήνα329 (ἀποτελεῖ συνηθισμένη ἀττικὴ ϕράση). ῾ Η προέλευση ποὺ δηλώνεται μὲ τὴ λέξη Βαλληνάδε (στ. 234) ἐννοεῖ, σύμϕωνα μὲ τὸ Σχολιαστή: «ἀπὸ τὴν Παλλήνη», δῆμο στὸ ἴδιο Κοινὸ (πολιτικοθρησκευτικὴ ἕνωση) μὲ τὶς ᾽Αχαρνές, ποὺ εἶχε πιθανότατα μεγάλη στρατηγικὴ σπουδαιότητα (γίνεται καὶ λογοπαίγνιο μὲ τὸ ρῆμα βάλλω) καὶ ταυτίζεται ἀσϕαλῶς μὲ θέση στὸν Σταυρὸ ᾽Αγ. Παρασκευῆς, ὅπου βρέθηκαν τὸ 324. Στὸ ᾽Αριστοϕάνους Εἰρήνη 528 λέγεται ἔχθιστον (τὸ πιὸ μισητὸ) πλέκος: «πλεκτὸν ἔργον» (Liddell-Scott). 325. Χρηστίδης (2009) 121, σχ. στ. 197. 326. Θουκυδίδης, 6.31.3. 327. Παυσανίας, 1.32· Karten von Attika, 25-32· Traill (1975) 68. Πλάτωνος-Γιώτα (2004α) (μὲ βιβλιογραϕία)· Πλάτωνος-Γιώτα (2005) 25-47· ΣτριϕτοῦΒάθη (2009)· Πλάτωνος-Γιώτα (2013) 29-44. 328. Μουζάκης (1994) 21-54· Πλάτωνος-Γιώτα (2004) 51. 329. ᾽Αριστοϕάνης, ῎ Ορνιθες 123· ῾ Ηρόδοτος, 8.44· Αἰσχύλος, Εὐμενίδες 1011.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 279
1994 τὰ θεμέλια τοῦ ναοῦ τῆς Παλληνίδος ᾽Αθηνᾶς330 (εἰκ. 64, 65). Στὸ στ. 849 ἀναϕέρεται ὁ ἀρχαῖος δῆμος Χολαργέων331 ποῦ ἀνῆκε
στὴν ᾽Ακαμαντίδα ϕυλή, ἀπ’ ὅπου ἦταν καὶ ὁ Περικλῆς (τοποθετεῖται βόρεια τοῦ σημερινοῦ Καματεροῦ). ῾ Η Πάρνηθα,332 τὸ γειτονικὸ βουνὸ τῶν ᾽Αχαρνῶν ἀναϕέρεται στὴν κωμωδία στὸ στ. 349: Παρνήθιοι. ῾ Ο Φελλεύς (στ. 273), εἶναι ἕνα πετρῶδες μέρος στὶς ἐσχατιὲς τῆς ᾽Αττικῆς, ἴσως ὁ δῆμος τῆς ῎ Οης,333 ὁ νοτιότερος δῆμος τῆς Πάρνηθας (εἰκ. 66, 67). ῾ Η Φυλή (στ. 1023), ἦταν δῆμος ὀχυρὸς334 τῆς ᾽Αττικῆς (τῆς Οἰνηίδος ϕυλῆς) (εἰκ. 19), στὰ σύνορα μὲ τὴ Βοιωτία (στ. 872: Βοιωτίδιον, 1023: οἱ Βιώτιοι), τὸ πρῶτο μέρος ποὺ κατέλαβε ὁ δημοκρατικὸς Θρασύβουλος, τὸ 404 π. Χ., ὅταν ἄρχισε τὴν πετυχημένη προσπάθεια νὰ διώξει τοὺς τριάκοντα τυράννους ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα καὶ νὰ ξαναϕέρει τὴ δημοκρατία (εἰκ. 68, 69).335 ῾ Η προέλευση τῶν ἱμάντων τοῦ Δικαιόπολη ἐκ Λεπρῶν (στ. 724) εἶναι ἀπὸ ἕνα τόπο, ἔξω τοῦ ἄστεως, ποὺ ὀνομαζόταν Λεπρός, ὅπου κατὰ τὸ Σχολιαστή, «τὰ βυρσεῖα (= τὰ βυρσοδεψεῖα) ἦν 336» (ἴσως προέλευση τοῦ τοπωνυμίου ἀπὸ τὸ λέπας = δέρμα ἢ τὸ πιθανότερο τὸ ρῆμα λέπω = γδέρνω). ῾ Η Φίβαλις (στ. 801: ϕιβάλεως ἰσχάδας337), κατὰ ἕνα ἄλλο Σχολιαστὴ τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ἦταν μία τοποθεσία στὴν ᾽Αττικὴ ἢ στὴ Μεγαρίδα (Φιβάλεα σῦκα). Οἱ πόλεις Καμάρινα καὶ Γέλα (στ. 606) εἶναι πόλεις τῆς Σικελίας.338 ῾ Η Τρα330. Παυσανίας, Ι. 8, 3-4· Peek. W. Athen. Mitteil. (67) 1942. Παπαχατζῆς 1974, 209-211· Πλάτωνος-Γιώτα (1997) 90-92, πίν. 41-42, α-β· Goette (1992-1998) 105-126· Κορρὲς (1992-1998) 83-104, εἰκ. 15-20. 331. Inscriptiones Grecae (IG) I2 900. Real Enc. λ. Cholargos. Παυσανίας, Ι, 31.4· Μένανδρος, Δύσκολος 33 κ.ἑ. Παπαχατζῆς 1974, 405, σημ. 339. 332. Πλάτωνος (2004) 335-382. Στριϕτοῦ-Βάθη (2009) 595-630. 333. Flacelière (1986) 160· Πλάτωνος (2004α) 337-344, ὑποσημ. 3 (σελ. 388), μὲ πρόσθετη βιβλιογραϕία· Πλάτωνος 2005, σελ. 22-23· Πλάτωνος 2013, σελ. 38. 334. Πλάτωνος (2004α) 345-349 καὶ 365-368 (μὲ ἐκτεταμένη βιβλιογραϕία στὴν ὑποσημ. 14 (σελ. 388-389), σημ. 88 (σελ. 393)· Στριϕτοῦ-Βάθη 2009, σελ. 605-608. 335. ᾽Αριστοϕάνης, Πλοῦτος 1146: μὴ μνησικακήσεις, εἰ σὺ Φυλὴν κατέ-
λαβες. 336. Χρηστίδης (2009) 233-234, σχ. στ. 724. 337. Χρηστίδης (2009) 248, σχ. στ. 802. 338. ῎ Ισως ὑποννοεῖται ἥττα τῶν ᾽Αθηναίων στὸν Εὐρυμέδοντα ποταμό,
280
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
γασαῖα (στ. 808) χώρα, ἦταν ἡ πόλη Τραγασαὶ ποὺ βρισκόταν στὴν Τρωάδα.339 Οἱ ἱστορικὲς ἀναϕορὲς καὶ οἱ οἰκονομικοκοινωνικὲς συν᾽ χαρνῆς: ῾ Ο Σχολιαστὴς παρουσιάζει θῆκες ποὺ ἀναϕέρονται στοὺς Α σὰν ἱστορικὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κλέων δωροδοκήθηκε μὲ πέντε τάλαντα (στ. 6: τοῖς πέντε ταλάντοις οἷς Κλέων ἐξήμεσεν) ἀπὸ τοὺς συμμάχους, γιὰ νὰ τοὺς ἐλαττώσει τὴν εἰσϕορὰ καὶ ὅτι οἱ ἱππεῖς τὸν ἀνάγκασαν νὰ τὰ δώσει πίσω καὶ νὰ τὰ καταθέσει στὸ δημόσιο ταμεῖο. ῾ Η ϕράση: διὰ τὴν πέρυσι κωμῳδίαν (στ. 378) ἐννοεῖ, πιθανότατα, τὸ ἔργο Βαβυλώνιοι,340 ποὺ ἀνέβασε ὁ ᾽Αριστοϕάνης στὰ Μεγάλα Διονύσια, το 426 π. Χ., ὅπου οἱ σύμμαχοι τῶν ᾽Αθηναίων παρομοιάζονται μὲ Βαβυλώνιους δούλους, ποὺ γύριζαν τὸν μύλο – μιὰ ϕανερὴ σάτιρα ἐνάντια στὸν Κλέωνα καὶ τὴν ἰμπεριαλιστικὴ πολιτικὴ τῆς ᾽Αθήνας πρὸς τοὺς συμμάχους της.341 Τὴν ἴδια ἔννοια ἐκϕράζουν καὶ τά: ὡς δημοκρατοῦνται (στ. 642) καὶ τὸν ϕόρον ὑμῖν ἀπάγοντες (ϕέροντάς σας τὸ ϕόρο) στὸ στ. 643. ῾ Η ἀναϕορὰ στὴ Σιμαίθα (στ. 524529), μιὰ πόρνη ἀπὸ τὰ Μέγαρα, ποὺ ὑπῆρξε (δῆθεν) ἡ ἀϕορμὴ τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου342 δὲν ϕαίνεται νὰ ἔχει ἱστορικὴ βάση.343 ῾ Η μόνη ἀλήθεια ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναζητηθεῖ στοὺς στίχους αὐτούς, εἶναι ὅτι μία ἀπὸ τὶς πραγματικὲς ἀϕορμὲς ἦταν ὅτι οἱ Μεγαρεῖς κρατοῦσαν τοὺς δούλους ποὺ δραπέτευαν ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα.344 τὸ 426 π. Χ., ἢ ἡ πρεσβεία τοῦ Λάχη στὴ Σικελία τὸ 427 π.Χ.· βλ. Θουκυδίδης 3.86 κ.ἑ· βλ. Χρηστίδης (2009) 206-207, σχ. στ. 606. 339. Γίνεται λογοπαίγνιο μὲ τὸ ρῆμα τράγω = τραγανίζω· βλ. Χρηστίδης (2009) 250, σχ. στ. 808. 340. Χρηστίδης (2009) 64. 341. Χρηστίδης (2009) 214, σχ. στ. 630. 342. ῾ Ο Σχολιαστὴς θεωρεῖ ὅτι ἦταν πραγματικὸ γεγονὸς ἡ ἁρπαγὴ τῶν δυὸ πορνῶν ὡς ἀντίποινα ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα καὶ λέει ὅτι μία ἀπὸ τὶς δυὸ πόρνες ἦταν ἡ ᾽Ασπασία, (ἡ σύντροϕος τοῦ Περικλῆ) γιὰ τὴν ὁποία ὑπάρχουν κι ἄλλες μαρτυρίες ὅτι διηύθυνε οἶκο ἀνοχῆς ( ᾽Αθήναιος, 569F, 570· Πλούταρχος, Περικλῆς 24, ᾽Αρποκρατίων στὴ λέξη Α ᾽ σπασία). Πάντως ο ᾽Αριστοϕάνης στὴν Εἰρήνη 605 κ.ἑ. παρουσιάζει μία ἄλλη αἰτία τοῦ Μεγαρικοῦ Ψηϕίσματος, τὴν ἐπιθυμία τοῦ Περικλῆ νὰ ξεϕύγει ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς κατηγορίας ἐναντίον τοῦ Φειδία. 343. Γίνεται, πιθανῶς, γιὰ νὰ παρωδήσει ὁ ποιητὴς τὸν ῾ Ηρόδοτο (1,1-4) ποὺ διηγεῖται μία σειρὰ ἀπὸ ἐκστρατεῖες ποὺ ἔγιναν μὲ αἰτία γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἁρπαχτεῖ ἀπὸ τὶς ἀντίπαλες πλευρές (κυρίως ἡ ὡραία ῾ Ελένη). 344. Θουκυδίδης, 1.139, 2· Χρηστίδης (2009) 186-187, σχ. στ.518, 524-529.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 281
Στὸ στ. 266 δίνεται τὸ χρονικὸ σημεῖο ποὺ ἑορτάστηκαν γιὰ τελευταῖα ϕορὰ τὰ «κατ’ ἀγροὺς Διονύσια»: τῷ ἔκτῳ ἔτει, δηλ. ὕστερα ἀπὸ ἕξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισε ὁ πόλεμος (τὸ θέρος τοῦ 431 π.Χ.), ἑορτάστηκαν δηλ. τὸ χειμώνα τοῦ ἴδιου ἔτους. ῾ Η ϕράση: Λακεδαιμονίων τὴν πρεσβείαν (στ. 647), ἴσως ἐννοεῖ μία ὑπαρκτὴ πρεσβεία, τῶν Σπαρτιατῶν (ἀπὸ τὶς πολλές, πρὶν συμμαχήσουν μὲ τοὺς Πέρσες) στὸν Πέρση βασιλιά, στὴν ἀρχὴ τοῦ Πολέμου, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Θουκυδίδης, ποὺ ὅμως δὲν ἔϕτασε στὸν προορισμό της γιατὶ τὰ μέλη της πιάστηκαν ἀπὸ τὸν Σάδοκο (γιὸ τοῦ Σιτάλκη, βασιλιὰ τῶν Θρακῶν) καὶ θανατώθηκαν στὴν ᾽Αθήνα,345 μὲ τὴν κατηγορία τῆς προδοσίας. Μὲ τὴ ϕράση (στ. 760); ἅλας…. αὐτῶν ἄρχετε; ὑποννοεῖται ἡ κατάληψη τοῦ νησιοῦ Μινώα, τὸ 427π.Χ.346 μὲ τὴν ὁποία οἱ ᾽Αθηναῖοι ἐμπόδιζαν τοὺς Μεγαρεῖς νὰ διακινοῦν τὸ ἁλάτι καὶ ἄλλα ἐμπορεύματα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ στ. 732: ἀνάβητε πρὸς τὴν μᾶζαν = (πρὸς τὸ ψωμί), εἰ κὲ (= ἐὰν) εὕρητέ πῃ (ἐὰν τὸ βρεῖτε κάπου), ποὺ δείχνει τὴν ἔνδεια ποὺ ἔϕερε ὁ ἀποκλεισμὸς τῶν Μεγαρέων ἀπὸ τὴν ἀγορὰ τῆς ᾽Αθήνας, μὲ τὸ Μεγαρικὸ ψήϕισμα,347 ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὸν λιμόν, τὴ ϕοβερή τους πείνα (βλ. καὶ στ. 751 κ.ἑ). Τὸ ρῆμα, στὸ στ. 762, εἰσβάλητε ἀναϕέρεται στὶς ἐτήσιες ἐπιδρομὲς τῶν ᾽Αθηναίων στὴ Μεγαρίδα.348 ῾ Ο Λάμαχος349 (στ. 270, 572 κ.ἑ., 1075 κ.ἑ.) ἦταν ὁ πιὸ ὁρμητικὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς στρατηγοὺς ποὺ ἐκλέχθηκαν νὰ ἡγηθοῦν στὴ Σικελικὴ ἐκστρατεία, ὅπου καὶ σκοτώθηκε (οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἦταν ὁ ᾽Αλκιβιάδης καὶ ὁ Νικίας). Στοὺς στ. 510-511 ὑπονοεῖται ὁ μεγάλος σεισμὸς τοῦ 466 π.Χ., ποὺ κατέστρεψε τὴ Σπάρτη.350 Μία ἀπὸ 345. Θουκυδίδης, 2.67 346. Θουκυδίδης, 3.51. ῎ Αλλος ὅμως Σχολιαστὴς δίνει μία ἄλλη, ἐξίσου πι-
θανὴ ἑρμηνεία: ὅτι τὸ ἃλας προέρχεται ἀπὸ τὸ ἅλς = θάλασσα. ῾ Επομένως ὁ Μεγαρίτης, ἴσως κατάλαβε θάλασσες (τῶν θαλασσῶν ἂρχετε;) δηλ. ἐσεῖς δὲν ἐξουσιάζετε τὶς θάλασσές μας; 347. Θουκυδίδης, 1.67. 348. Πλούταρχος, Περικλῆς 29 κ.ἄ. 349. ῞ Οπ.π. σημ. 296. 350. Πιστεύεται ὅτι ἔγινε ἐπειδὴ οἱ Σπαρτιάτες ἔσϕαξαν, σὲ μιὰ ἐπανάσταση τῶν Εἱλώτων, ἱκέτες εἵλωτες στὸ ναὸ τοῦ Ποσειδώνα στὸ Ταίναρο, ποὺ τοὺς τράβηξαν ἔξω μὲ τὸ ζόρι. (Θουκυδίδης, 1. 128,1 καὶ Παυσανίας, 7.25 παρ. 1 (ποὺ λέει ὅτι ὁ σεισμὸς ἦταν τόσο ϕοβερὸς ποὺ δὲν ἄντεξε κανένα σπίτι ὄρθιο).
282
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
τὶς ἀπαιτήσεις τῶν Σπαρτιατῶν, στὴν ἀρχὴ τοῦ Πολέμου ἦταν ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Αἴγινας351 (στ. 653: τὴν Αἴγιναν ἀπαιτοῦσι). ᾽Αντὶ γι’ αὐτό, οἱ ᾽Αθηναῖοι ἔδιωξαν τοὺς Αἰγινῆτες (ποὺ ἦταν Δωριεῖς) κι ἐγκατέστησαν δικούς τους κληρούχους, τὸ 431 π.Χ. Οἱ Σπαρτιάτες, ὅπως μᾶς πληροϕορεῖ ἡ κωμωδία ἤθελαν τὴν Αἴγινα γιὰ νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸν ποιητή, δηλ. τὸν ᾽Αριστοϕάνη (στ. 654: ἵνα …τὸν ποιητὴν ἀϕέλονται), ποὺ λέγεται ὅτι εἶχε κτήματα ἢ γενικὰ κάποια σχέση μὲ τὴν Αἴγινα.352 ῾ Ο ϕόβος τῶν ᾽Αθηναίων γιὰ πιθανὸ ἐμπρησμὸ353 τοῦ στόλου τους, ἐπειδὴ ἡ ᾽Αθήνα στήριζε τὴν ὑπεροχή της στὴ ναυτική της δύναμη, εἶναι ϕανερὴ στοὺς στ. 918: ἐμπρίσειεν ἂν τὸ νεώριον καὶ 922: ἐσπέμψειεν ἐς τὸ νεώριον δι’ ὑδρορρόας (στ. 922) = μπῆκαν στὸ νεώριο ἀπὸ τὶς ὑδροροές.354 ῾ Ο γ ε γ ρ α μ μ έ ν ο ς ῎ Ε ρ ω ς (στ. 992) ἀναϕέρεται στὸν ζωγραϕισμένο ῎ Ερωτα, ποὺ σύμϕωνα μὲ τὸ Σχολιαστή: «Ζεῦξις ὁ ζωγράϕος ἐν τῷ ναῷ τῆς ᾽Αϕροδίτης ἐν ταῖς ᾽Αθήναις ἔγραψε ῎ Ερωτα,355 ὡραιότατον, ἐστεμμένον ῥόδοις». ῎ Αϕησα τελευταῖο, γιὰ εὐνόη351. Θουκυδίδης, 1.139. 352. Πιθανῶς τὰ εἶχε πάρει ὁ πατέρας του, ὁ Φίλιππος (ὡς κληρουχία), τὸ 459 π.Χ., μετὰ τὴν καταστροϕὴ τοῦ στόλου τῶν Αἰγινητῶν ἀπὸ τοὺς ᾽Αθηναίους
κοντὰ στὸ ᾽Αγκίστρι. ῾ Ο Πίνδαρος ἐξυμνεῖ κάποιον ᾽Αριστοκλείδη ἀπὸ τὴν Αἴγινα, γιὸ ἑνὸς ᾽Αριστοϕάνη, ἴσως ἀπὸ τὴν γενιὰ τοῦ ποιητῆ, καὶ ὀνομάζει τὴν Αἴγινα Δικαιόπολιν. Εἶναι ἐπίσης πιθανὸν ὅτι ὁ κωμικὸς ποιητὴς Τηλεκλείδης ὑπαινίσσεται τὸν ᾽Αριστοϕάνη σὲ ἕνα ἀπόσπασμα ποὺ μᾶς διασώθηκε σχετικὰ μὲ τὴν Αἴγινα (βλ. Πίνδαρος, Νέμεα 3· Πίνδαρος, Πυθιονῖκαι 8, 22· Τηλεκλείδης, ᾽Αποσπασμα 2, 373Μ· Χρηστίδης (2009) 22. 353. Στὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Δημοσθένη ἀναϕέρεται ἕνα περιστατικὸ ὅτι ᾽ ντιϕῶν εἶχε δωροδοκηθεῖ ἀπὸ τὸν Φίλιππο νὰ κάψει τὸν ναύσταθμο κάποιος Α καὶ πιάστηκε ἀπὸ τὸ Δημοσθένη. Οἱ συκοϕάντες συνήθιζαν νὰ κατηγοροῦν τοὺς ἀντιπάλους τους γιὰ τὶς ἑξῆς δυὸ βαρύτατες συκοϕαντίες: ἢ ὅτι ἔκαιγαν τὰ νεώρια ἢ ὅτι κάτελυαν τοὺς νόμους, ᾽Αλκίϕρων 1.32). 354. ῍ Αν κρίνουμε ἀπὸ τὸ ᾽Αριστοϕάνης, Σϕῆκες 126, ὅπου λέγεται ὅτι ὁ Φιλοκλέων κατάϕερε νὰ τὸ σκάσει διά τε τῶν ὑδρορροῶν καὶ τῶν ὀπῶν. ῾ Ο Πολύβιος διηγεῖται (4.57,8) γιὰ τοὺς εἴκοσι ἄνδρες ποὺ μπῆκαν μία νύχτα στὴν Αἴγινα ἀπὸ ὑδρορροὲς καὶ ὁ Πολυαίνετος (Ι.37) γιὰ τὸ πῶς κάποιος Κλέων (τὸ 360 π.Χ.) βοήθησε τοὺς ᾽Αβυδηνοὺς νὰ καταλάβουν τὴ Σηστό, ποὺ μπῆκαν μέσα ἀπὸ κάποιο ὑδρορροὴ τοῦ τείχους. 355. Παραδείγματα ἀγγειογραϕίας μὲ παράσταση ῎ Ερωτα: Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2000) 216-217, εἰκ. 190, σελ. 242-243, εἰκ. 226, σελ. 360, εἰκ. 394 κ.ἄ.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 283
τους λόγους, τὸ στ. 33 τῆς κωμωδίας (σ τ υ γ ῶ ν … π ο θ ῶ ν) ποὺ ἐκϕράζει τὸ μίσος τοῦ Δικαιόπολη γιὰ τὸ ἄ σ τ υ καὶ τὴ νοσταλγία γιὰ τὸν δ ῆ μ ο ν, τὸ χωριό, ἐξαιτίας τῆς ἀλλαγῆς τῶν οἰκονομικῶν συνθηκῶν καὶ τῆς πλήρους ἐξάρτησης τοῦ κάποτε αὐτάρκους παραγωγοῦ, ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς ἀγορᾶς.356 ῾ Ο Δικαιόπολης ποὺ τόλμησε μόνος του νὰ ἀντιδράσει στὴ διαϕθορὰ καὶ τὴν ἀσυδοσία τῶν ἀρχόντων –ντόπιων καὶ ξένων–, νὰ κλείσει εἰρήνη, γιὰ τὸν ἑαυτό του μὲ τελικὸ σκοπὸ ὅμως τὴν ἐξύψωση, τὴν ἀπελευθέρωση καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ συνόλου, δείχνει (ἴσως) τὸ δρόμο καὶ σὲ μᾶς, μεταβάλλεται σὲ ἕνα σύμβολο ἄξιο γιὰ μίμηση: «Θέλει ἀρετὴν καί τόλμην ἡ ἐλευθερία».
Βιβλιογραϕία Anti, C. (1947), Teatri Greci archaic da Minosse e Pericle (Πάδουα). Bieber, M. (1961), History of the Greek and Roman Theatre (Πρίνσετον), 1961. Blaydes, F.H.M. (1887), Aristophanis Acharnenses (Halis Saxonum). Clark, W.C. (1879-80), «The Acharnians», Journal of piloschophy, 16-18. Davidson, J. (2003), Α ᾽ ρχαῖοι Α ᾽ θηναῖοι. ῾ Ηδονές, Καταχρήσεις καὶ Πάθη, μτϕρ.: Χ, Παπαδοπούλου, ( ᾽Αθήνα). Dover, K.J. (1978), ῾ Η κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, μτϕρ.: Φ. Κακριδῆς
( ᾽Αθήνα). Farnell, L.K. (1909), The Cults of the Greek States ( ᾽ Οξϕόρδη). Flaceliere, R. (1981), ῾ Ο δημόσιος καὶ ἰδιωτικὸς βίος τῶν ᾽Αρχαίων ῾ Ελλήνων, μτϕρ.: Γ. Βανδώρου ( ᾽Αθήνα). Graves, C.E. (1967), Aristophanes, the Acharnians (Καίμπριτζ). Ζε ν άκος, Α. (1979), ᾽Αχαρνῆς ( ᾽Αθήνα). Harriott, R.M. (1979), «Acharnians 1095-1142, Word and Actions», BICS XXVL, 95-98. 356. Χρηστίδης (2009) 63. ῾ Ο Κλέων κίνησε εἰσαγγελίαν δηλ. καταγγελία ἐναντίον τοῦ ᾽Αριστοϕάνη ἐπειδὴ διακωμώδησε τὴν πόλη καὶ ρεζίλεψε τὸν δῆμο ( ᾽Αχαρνῆς στ. 631), μπροστὰ σὲ ξένους (βλ. ᾽Αχαρνῆς στ. 503), δηλ. τοὺς συμμάχους. ῾ Υπῆρξε μεγάλος κίνδυνος γιὰ τὸν ᾽Αριστοϕάνη ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατηγορία ( ᾽Αχαρνῆς στ. 380-381) ἀλλὰ τὴ γλίτωσε μὲ ἕνα μικρὸ πρόστιμο, ὄχι μόνο αὐτὴ τὴν ϕορά, ἀλλὰ καὶ ἄλλες δύο· βλ. ᾽Ανωνυμος, Βίος ᾽Αριστοϕάνους: δεύτερον δὲ καὶ τρίτον συκοϕαντηθείς, ἀπέϕευγεν.
284
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Καθ αρίου, Κ. (2002). Τὸ ἐργαστήριο τοῦ ζωγράϕου τοῦ Μελεάγρου καὶ ἡ ἐποχή του (Θεσσαλονίκη). Curtius, E. & K aupert, J.A. (1883-1903), Karten von Attika (Βερολίνο). Meinek e, A. (1860), Aristophanis Comodiae (Λειψία). Merry, W.W. (1880), The Acharnians of Aristophanes ( ᾽ Οξϕόρδη). Müller, A. (1968), Aristophanis Acharnenses ( ᾽Αννόβερο). Murrey, G. (1933), Aristophanis ( ᾽ Οξϕόρδη). Picard-Cambridge, A. (1968), The Dramatic Festivals of Athens ( ᾽ Οξϕόρδη). Παρλα μᾶ, Λ. & Στα μπ ολίδη ς, Ν. (ἐπιμ.) (2000), ῾ Η Πόλη κάτω ἀπὸ τὴν Πόλη: Εὑρήματα ἀπὸ τὶς ἀνασκαϕὲς τοῦ Μητροπολιτικοῦ Σιδηροδρόμου τῶν ᾽Αθηνῶν ( ᾽Αθήνα). Πλάτων ος-Γιώτα, Μ. (2004), ᾽Αχαρναί: ῾ Ιστορικὴ καὶ Τοπογραϕικὴ ἐπισκόπηση τῶν ἀρχαίων Α ᾽ χαρνῶν, τῶν γειτονικῶν δήμων καὶ τῶν ὀχυρώσεων τῆς Πάρνηθας ( ᾽Αχαρναί). —— (2000), « ᾽ Ερυθρόμορϕος κρατήρας ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές», ΑΔ. 55-Μελέτες, 113-141. —— (2005), στό: Γ. Στα ϊνχάουερ (ἐπιμ.), ᾽Αττικῆς ῾ Οδοῦ Περιήγησης, ( ᾽Αθήνα), 22-61. —— (2009), στό: Μ. Κορρές (ἐπιμ.), ᾽Αττικῆς ῾ Οδοί. ᾽Αρχαῖοι δρόμοι τῆς ᾽Αττικῆς ( ᾽Αθήνα), 140-145. —— (2011), «Δίνος τοῦ ζωγράϕου τοῦ Δίνου ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές» στὸ Πρακτικὰ Ι ΄ Συνεδρίου ῾ Ιστορίας καὶ λαογραϕίας Α ᾽ ττικῆς (ὑπὸ ἐκτύπωση). ᾽Αχαρνὲς 2011 (https// dekatosymbosio. blogspot.com /2011/10/ httwww.html (M. Platonos). —— (2013), «῾ Ο ἀρχαῖος Δῆμος τῶν ᾽Αχαρνῶν καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ θεά᾽ ρχαιοτρου», στό: Μ. Δόγ κ α-Τόλη & Σ. Ο ἰκον όμου (ἐπιμ.), Α λογικὲς Συμβολές, 137-152 τόμ. Α΄. ᾽Αττική. Rogers, B.B. (1902), The Comedies of Aristophanes, τόμ. 1. 1. The Acharnians (Λονδίνο). Στα ϊνχάουερ, Γ. (1992), «Δυὸ Ψηϕίσματα ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές», ᾽Αρχ. ᾽Εϕημ., 179-193. —— (2001), «῾ Η ἀρχαϊκὴ Μεσογαία», «῾ Η κλασικὴ Μεσογαία (5ος-4ος αἰ. π.Χ.)», «῾ Η Μεσογαία στὴ Ρωμαϊκὴ ἐποχή», στό: Ντού μας (ἐπιμ.) ( ᾽Αθήνα), 74-147. Starkie, W. J. M. (1968), The Acharnians of Aristophanes ( ῎ Αμστερνταμ). Στριϕτοῦ-Β άθη, Μ. (2009), ᾽Αχαρναί. ᾽Απὸ τὰ προϊστορικὰ χρόνια μέχρι σήμερα, τόμοι Α´ καὶ Β ΄( ᾽Αθήνα).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 285
Traill, J. S. (1975), «The political organization of Attica: a study of the Demes, Trittyes and Phylai, and their representation in the Athenian Council», Hesperia Suppl. 14 (Πρίνσετον). Χ ρη στ ίδη ς, Χ. (2009), ᾽Αριστοϕάνη ᾽Αχαρνεῖς ( ᾽Αθήνα). Van Leeuven, J. (1901), Aristophanis Acharnenses (Λούγδουνο). Wilson, N. G. (ed.) (1975), Scolia in Acharnenses (Γκαίτινγκεν).
286
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 1. Κάτοψη καὶ ὄψεις τῆς οἰκίας τοῦ Δέματος στὴν Κρωπειά.
Εἰκ. 2. ᾽Αναπαράσταση τῆς Οἰκίας τοῦ Δέματος σύμϕωνα μὲ τὸν ἀνασκαϕέα E. Jones.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 287
Εἰκ. 3. Οἰκία τοῦ Δέματος (Δῆμος Κρωπειᾶς).
Εἰκ. 4. Ρωμαϊκὴ ἀγροικία στὴν περιοχὴ Μονομάτι ᾽Αχαρνῶν.
288
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 5. Οἰκία κλασικῶν χρόνων στὴν περιοχὴ Μονομάτι ᾽Αχαρνῶν.
Εἰκ. 6. ᾽Αρχαῖος δρόμος στὶς ᾽Αχαρνές ( ᾽Αχαρνικὴ ῾ Οδός).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 289
Εἰκ. 7. ᾽Αρχαία ῾ Οδὸς στὶς Αχαρνές ( ᾽Αχαρνική ;).
Εἰκ. 8. Μελανόϕορϕη κύλικα μὲ παράσταση σατύρων ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
290
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 9. Κύλικα ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 10. Σκύϕος ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 11. Σκύϕος ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 291
Εἰκ. 12. Φιάλη ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 14. Κρατήρας ἀπὸ τὸ Μονομάτι ᾽Αχαρνῶν.
Εἰκ. 16. ᾽ Ερυθρόμορϕη λήκυθος ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνὲς μὲ παράσταση ἀποχαιρετισμοῦ πολεμιστῆ.
Εἰκ. 13. Χύτρα.
Εἰκ. 15. Λεκανίδα μὲ πῶμα ἀπὸ τάϕο στὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 17. Λήκυθος ἀπὸ τάϕο στὶς ᾽Αχαρνές.
292
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 18. Μικροσκοπικὴ πλημμοχόη ἀπὸ παιδικὸ τάϕο στὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 19. Παράσταση ἐξαλλείπτρου σὲ μελανόϕορϕη λήκυθο.
Εἰκ. 20. ᾽Αλάβαστρα ἀπὸ ἀλάβαστρο ἀπὸ τάϕο τῶν ᾽Αχαρνῶν.
Εἰκ. 21. ᾽ Ετνήρυσις (κουτάλα).
Εἰκ. 22. Λύχνοι ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 293
Εἰκ. 23. Παράσταση κανίστρου σὲ λευκὴ λήκυθο ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 24. Παράσταση κανίστρου σὲ λευκὴ λήκυθο ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 25. Δίαυλος ᾽Ανάπτυγμα μελανόμορϕης ληκύθου ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 26. Νέος μὲ πορϕυρὸ ἱμάτιο ἀπὸ λευκὴ λήκυθο τῶν ᾽Αχαρνῶν.
294
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 27. Νίκες μὲ χλανίσκια. Λεπτομέρεια ἀπὸ κρατήρα, ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 28. Παράσταση βακτηριῶν σὲ κρατήρα ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 29. Πήλινο ὁμοίωμα χοίρου.
Εἰκ. 30. ῾ Ιππεῖς ἀπὸ τὴν ζωοϕόρο τοῦ Παρθενώνα.
Εἰκ. 31. Γραϕικὴ ἀναπαράσταση ἀναθηματικῆς στήλης Δέκμου Ἰατροῦ ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 295
Εἰκ. 32. Το βῆμα τῆς Πνύκας στὴν ᾽Αρχαία ᾽Αγορά.
Εἰκ. 33. Χάλκινο ἀθηναϊκὸ δικαστικὸ πινάκιο.
Εἰκ. 34. Μαρμάρινο σταθμίο.
Εἰκ. 35. Παρόδιο ῾ Ιερὸ τῆς Δήμητρας στὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 36. Κέρνοι ἀπὸ τὸ παρόδιο ἱερὸ τῆς Δήμητρας στὶς ᾽Αχαρνές.
296
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 38. Μαρμάρινος κορμὸς ᾽Αϕροδίτης ἀπὸ ἱερή της στὴν Κάτω Κηϕισιά. Εἰκ. 37. Παρόδια ἱερὰ Διονύσου καὶ ᾽Αϕροδίτης (Κάτω Κηϕισιά).
Εἰκ. 39. ᾽Ανάγλυϕο μὲ παράσταση τῶν τριῶν Χαρίτων ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα. Εικ. 40. Ρωμαϊκὸ ᾽Ανάγλυϕο ῾ Ηρακλέους ἀπὸ τὸ ῾ Ηράκλειο τῶν Χολαργέων κοντὰ στὶς ᾽Αχαρνές. ᾽ Εθνικὸ Μουσεῖο).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 297
Εἰκ. 41. ῾ Ελληνιστικὸς κορμὸς ῾ Ηρακλέους ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 43. Μαρμάρινη κεϕαλὴ ῾ Ερμοῦ ἀπὸ ἑρμαϊκὴ στήλη ( ᾽Αχαρνές).
Εἰκ. 42. ῾ Ο ῾ Ηρακλῆς σὲ συμπόσιο μὲ τὸν Διόνυσο στὸν δίνο τοῦ ζ. τοῦ Δίνου ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές (λεπτομέρεια).
Εἰκ. 44. ᾽Αναθηματικὸ ἀνάγλυϕο τοῦ ῾ Ερμοῦ καὶ Νυμϕῶν ἀπὸ τὸ σπήλαιο τοῦ Πανὸς στὴν Πάρνηθα.
298
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 45. Παράσταση κώμου σὲ μελανόμορϕο ἀγγεῖο ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα.
Εἰκ. 46. Τὸ θέατρο τῶν ἀρχαίων ᾽Αχαρνῶν (4ος αἰ. π.Χ).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 299
Εἰκ. 47. Το θέατρο τῶν ἀρχαίων ᾽Αχαρνῶν (βόρεια καὶ μεσαία κερκίδα).
Εἰκ. 48. Χοῦς ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνὲς μὲ παράσταση λαμπαδοδρομίας.
Εἰκ. 49. Παράσταση συμποσίου σὲ ἐρυθρόμορϕη ϕιάλη στὸ Μουσεῖο τῆς Βιέννης.
300
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 50. Παράσταση συμποσίου σὲ ἐρυθρόμορϕο κρατήρα.
Εἰκ. 51. Δίνος τοῦ ζωγράϕου τοῦ Δίνου ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνὲς μὲ παράσταση συμποσίου Διονύσου ῾ Ηρακλέους.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 301
Εἰκ. 52. Διόνυσος στεϕανομένος ἄδων ἀπὸ τὸν δίνο τοῦ ζωγράϕου τοῦ Δίνου ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 53. Μελανόμορϕη λήκυθος ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνὲς μὲ παράσταση συλλογῆς ἐλαιῶν.
Εἰκ. 54. Κορίβανος (γάστρα).
302
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 55. Κόκορας σὲ ἐρυθρόμορϕη λήκυθο ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν ᾽Αχαρνῶν.
Εἰκ. 56. Σκηνὴ θεάτρου στὸν ἐρυθρόμορϕο κρατήρα τοῦ ζωγράϕου, τοῦ Προνόμου μὲ ἠθοποιοὺς ποὺ ϕοροῦν μάσκες.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 303
Εἰκ. 57. Λήκυθος μὲ πολεμιστὲς ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές.
Εἰκ. 58. Λεπτομέρεια ἀπὸ ᾽Αττικὸ ἀνάγλυϕο μὲ ὁπλίτες. ΕΑΜ.
Εἰκ. 59. Νέος ῾ Οπλίτης μὲ ϕοινικίδα σὲ λευκὴ λήκυθο ἀπὸ τὴν ᾽Αθήνα.
304
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 60. ᾽Ασημένιο ᾽Αθηναϊκὸ δίδραχμο (2).
Εἰκ. 61. Θρανίτης λεώς.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 305
Εἰκ. 62. ῾ Η θέση τοῦ δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν (χάρτης Treill).
Εἰκ. 63. Θέση τοῦ Δήμου τῶν Χολλιδῶν.
306
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 64. Θεμέλια τοῦ Ναοῦ τῆς Παλληνίδος ᾽Αθηνᾶς στὸν Γέρακα (ἀρχαία Παλλήνη).
Εἰκ. 65. ᾽Αναπαράσταση ναοῦ τῆς Παλληνίδος ᾽Αθηνᾶς (ἀπὸ τὸν ἀρχιτέκτονα καθηγητὴ Μ. Κορρέ).
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ 307
Εἰκ. 66. Κτηνοτροϕικὴ ἐγκατάσταση στὸν ἀρχαῖο δῆμο τῆς ῎ Οης.
Εἰκ. 67. Κτηνοτροϕικὴ ἐγκατάσταση στὸν ἀρχαῖο δῆμο τῆς ῎ Οης.
308
ΜΑΡΙΑ ΠΛ ΑΤΩΝΟΣ
Εἰκ. 68. Νεώτερο ϕρούριο τῆς Φυλῆς (4ος αἰ. π.Χ).
Εἰκ. 69. Νεώτερο ϕρούριο τῆς Φυλῆς. Πύργος (4ος αἰ. π.Χ).
Ματούλα Στριϕτοῦ-Βάθη* ΑΧΑΡΝΗΣ, ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ, Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ἔλεγαν «ἀρχὴ σοϕίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις». Καὶ αὐτὸ γιατὶ μελετώντας καὶ ἀναλύοντας τὶς λέξεις βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕναν ὁλόκληρο κόσμο, τὶς περισσότερες ϕορὲς ἄγνωστο σὲ μᾶς. Εἰδικότερα τὰ ἑλληνικὰ τοπωνύμια κλείνουν μέσα τους τὴν ἱστορία ἑνὸς τόπου, τὶς ἀσχολίες τῶν κατοίκων, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμά τους, τὴν γεωλογία τῆς περιοχῆς. Στὴν περιοχὴ τῶν ᾽Αχαρνῶν πρὶν τὸν 12ο αἰ. μ.Χ εἶχαν ἐπικρατήσει δυὸ τοπωνύμια, « ᾽Αχαρναὶ» καὶ «Μενίδι». Πότε ἀπέκτησε τὶς συγκεκριμένες ὀνομασίες ὁ δῆμος εἶναι ἄγνωστο, καὶ οἱ ἀπόψεις ποὺ διατυπώνονται γιὰ τὴν προέλευση τους ποικίλλουν. ᾽Απὸ τὴν γλωσσολογικὴ μελέτη αὐτῶν μποροῦν νὰ ἀντληθοῦν πολύτιμες πληροϕορίες ποὺ ὁδηγοῦν, πολὺ μακρύτερα ἀπὸ τὴν ἁπλὴ διαπίστωση, ὅτι οἱ δυὸ ὀνομασίες τοῦ δήμου εἶναι ἀρκετὰ παλιές. Τὸ θεματικὸ μόρϕωμα «ἀχ» ποὺ ὑπάρχει στὸ τοπωνύμιο « ᾽Αχαρναὶ» ἀνάγεται σὲ ἰνδοευρωπαικὴ ρίζα ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται καὶ ἡ λατινικὴ λέξη «aqua» ποὺ σημαίνει νερό. ῎ Αλλωστε ἀπαντᾶ σὲ πάρα πολλὰ ὑδρωνύμια. Στὴν γοτθική, ἀρχαία γερμανικὴ γλώσσα προερχόμενη ἀπὸ τὴν ἰνδοερωπαική, ἡ λέξη «ahva» σημαίνει ποτάμι, λίμνη καὶ γενικὰ τόπο μὲ νερά. Τὸ θεματικὸ μόρϕωμα –ἀχ– ὑπάρχει σὲ πολλὰ ὀνόματα * Φιλόλογος-Συγγραϕέας.
310
ΜΑΤΟΥΛ Α ΣΤΡΙΦΤΟΥ-ΒΑΘΗ
ποταμῶν λιμνῶν καὶ πηγῶν, ὅπως ᾽Αχελῶος, ᾽Αχέλης, ᾽Αχέρων, ᾽Αχάμας, ᾽Αχερουσία. Εἶναι βέβαιο ὅτι τὸ τοπωνύμιο ᾽Αχαρναὶ ἀνήκει σὲ μιὰ προελληνικὴ γλώσσα ποὺ ὁμιλεῖτο στὴν περιοχή. ῾ Ο ῾ Ηρόδοτος ἀναϕέρει ὡς πρώτους κατοίκους τῆς ᾽Αττικῆς τοὺς Πελασγούς. Μετὰ τὴν κυριαρχία στὴν ᾽Αττικὴ τῶν ᾽ Ιώνων ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ ἰωνικὴ διάλεκτος. ῞ Ομως ἡ νέα γλώσσα διατήρησε πολυάριθμα τοπωνύμια. ῞ Ενα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ τὸ τοπωνύμιο ᾽Αχαρναί. Κατὰ μία ἄποψη, ἡ ὀνομασία ᾽Αχαρναὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀττικόκλιτο ὄνομα «ὁ ἀχαρνὼς-ω, ἢ ἡ ἄχαρνος, ἢ ἡ ἀχάρνα», ἕνα εἶδος μεγάλου σχετικὰ ψαριοῦ, ὁ γνωστὸς ροϕός, ὁ ὁποῖος ἀναϕέρεται στὰ ἀρχαῖα συγγράμματα. «Τότε κατατρώγονται ἀπὸ τὰ ἄλλα ψάρια καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν ἄχαρνον». ῍ Αν προσπαθήσουμε νὰ μελετήσουμε περισσότερο τὴν λέξη ἄχαρνος ἢ ἀχαρνῶς παρατηροῦμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸ συνθετικὰ ἂχ καὶ ἀρνός, ποὺ τὸ πρῶτο σημαίνει νερὸ καὶ τὸ δεύτερο ἀμνός. Καὶ γιὰ νὰ διατυπωθεῖ πιὸ ἁπλά, ἄχαρνος εἶναι ὁ ἀμνὸς τοῦ νεροῦ καὶ κατ’ ἐπέκταση ὁ ροϕός, ἕνα ρωμαλέο μεγαλόσωμο, περκόμορϕο ψάρι ποὺ ἁλιεύεται γιὰ τὴν εὔγεστη σάρκα του. ῾ Η εὔϕορη καὶ παραγωγικὴ πεδιάδα τῶν ᾽Αχαρνῶν, ἡ πλούσια σὲ νερὸ περιοχή, μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ μὲ ροϕό. Μία ἄλλη ἐκδοχὴ εἶναι ὅτι πῆρε τὴν ὀνομασία του ὁ τόπος ἀπὸ κάποιον ἥρωα. ῾ Ο ἀρχαῖος κωμικὸς ποιητὴς ᾽Αριστοϕάνης, στὴν Κωμωδία του « ᾽Αχαρνῆς» ἀναϕέρει τὴν λέξη «ἀχαρνίδαι» ( ᾽Αχαρνίδαι), δηλαδὴ τέκνα τοῦ ᾽Αχαρνέως. ῎ Ετσι προσϕωνεῖ τοὺς γέροντες μαραθωνομάχους ἀπὸ τὶς ᾽Αχαρνές, ποὺ ἀπαρτίζουν τὸν «Χορὸ» τοῦ συγκεκριμένου ἔργου. Αὐτὴ ἡ ϕράση ϕτιαγμένη ἐπάνω σὲ ὁμηρικὴ ϕόρμα μὲ τὴν κατάληξη -ιδης, δηλώνει καταγωγὴ ἀπὸ κάποιο ἐπώνυμο ἥρωα, γενάρχη τῶν ᾽Αχαρνέων. Πιθανὸν οἱ ᾽Αχαρνεῖς νὰ ἀνῆγαν τὴν καταγωγή τους στὸν μυθικὸ ἥρωα ᾽Αχαρνέα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆρε καὶ τὴν ὀνομασία του ὁ τόπος. ῏ Ηταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἥρωες ποὺ εἶχε ἡ ᾽Αττικὴ καὶ στὸ ὄνομά του διακρίνεται τὸ βασικὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ τόπου ποὺ εἶναι τὸ νερό. Οἱ ᾽Αθηναῖοι εἶχαν θεϊκὲς ἢ ἡρωικὲς μορϕὲς γιὰ τὶς ὁποῖες μόνο τοπικὲς παραδόσεις ὑπῆρχαν. ῏ Ηταν ἀρχηγέτες καὶ κτίστες τῶν δήμων σχεδὸν γνωστοὶ μόνο στὸν τόπο ποὺ τοὺς τιμοῦσε. Τὰ ὀνόματά τους συχνὰ δὲν ἦταν παρὰ ἐκϕράσεις τοῦ σχηματισμοῦ τῆς ᾽Αττικῆς, καὶ τῶν βασικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἐδάϕους της (Κρα-
ΑΧΑΡΝΗΣ, ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ, Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ
311
ναός, ᾽Ακταῖος, ᾽Αχαρνεὺς ἢ ᾽Αχαρνίων). ῾ Ο ἥρωας ᾽Αχαρνεὺς ἢ ᾽Αχαρνίων ἦταν ἀπόγονος μεικτοῦ γάμου θεοῦ μὲ θνητὸ ἄνθρωπο καὶ ἐξυπηρετοῦσε τὴν ἀνάγκη τῆς κοινότητας τῶν ᾽Αχαρνέων γιὰ μία συγκεκριμένη καὶ διακριτὴ ταυτότητα. ῎ Ετσι ὁ μυθικὸς τίτλος χρησίμευε στὴν διαμόρϕωση τῆς «προσωπικότητας» τοῦ μεγαλύτερου ἀττικοῦ δήμου. Εἶναι γνωστὸ ὅτι παράλληλα μὲ τοὺς ὀλύμπιους θεούς, ὑπῆρχαν καὶ μικρότεροι θεοὶ καὶ δαίμονες, ὅπως οἱ Νηρηίδες, οἱ Σάτυροι καὶ ἄλλοι καθὼς καὶ ἥρωες – ἡμίθεοι, ὅπως ὁ ῾ Ηρακλῆς καὶ ὁ Θησέας, ποὺ ἐπινοήθηκαν ἀπὸ τοὺς κατοίκους διαϕόρων περιοχῶν, ὡς σημεῖο ἀναϕορᾶς τῆς καταγωγῆς τους. Στὴν κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη «᾽Αχαρνῆς», ὁ ποιητὴς ἀναϕέρει τὴν λέξη «ἀχαρνίδαι» δηλαδὴ «τέκνα τοῦ ᾽Αχαρνέως», μὲ σκοπὸ νὰ κολακέψει τοὺς ᾽Αχαρνεῖς ὑπενθυμίζοντας τὴν εὐγενική τους καταγωγή. Οὐκ ἀκούσεσθ’, οὐκ ἀκούσεσθ’ ἐτεόν, ὦχαρνηίδαι;1 (Δὲν θὰ ἀκούσετε, δὲν θὰ ἀκούσετε τί λέω σεβαστοὶ ἀχαρνίδες;) Στοὺς ἀρχαίους χρόνους ἦταν ἰδιαίτερα τιμητικὸ γιὰ τοὺς πολίτες μιᾶς πόλης νὰ ἕλκουν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ ἐπώνυμο ἥρωα. ᾽ Ερευνητὲς δέχονται, ὅτι προελληνικὲς λέξεις μυθολογικῶν ἢ ἠρωϊκῶν ὀνομάτων προσώπων, ἀνιχνεύονται στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. ῎ Ισως στὴν περίπτωση τῶν ᾽Αχαρνῶν νὰ ὑπάρχει ἕνας παλαιὸς ἐπώνυμος ἥρωας, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ ὑγρὸ στοιχεῖο, κάτι ἀνάλογο τοῦ ᾽Αχιλλέα. Στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ἀναϕέρεται ἀρχαῖος ἥρωας ἀθλητὴς μὲ τὴν ὀνομασία ᾽Αχαρνεύς, ὁ ὁποῖος ἀγωνίστηκε μὲ τὸν ῾ Ηρακλῆ στοὺς ἐπιτάϕιους ἀγῶνες τοῦ Πέλοπα. Σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις ἡ ἀθλητικὴ ἰδιότητα ἀποδόθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων σὲ κάποιον τοπικὸ ἥρωα ποὺ ἐπικαλοῦνταν στὶς δύσκολες στιγμές. Οἱ παλαιότεροι ἥρωες συνδέονταν συχνὰ μὲ τὴν ἀνάπτυξη κάποιου ἰδιαίτερου μέρους τῆς ῾ Ελλάδας καὶ ἐμϕανίζονται σὰν ἱδρυτὲς πόλεων. ῏ Ηταν μία μυθολογικὴ ἐξήγηση γιὰ τὴν δημιουργία τῆς συγκεκριμένης πόλης. ῎ Ετσι οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἱστορίας της συνδέονταν μὲ ἕνα ἡρωϊκὸ παρελθόν, κάτι τὸ ὁποῖο ἦταν πολὺ σημαντικὸ γιὰ τοὺς ἀρχαίους ῞ Ελληνες, ποὺ πίστευαν ὅτι οἱ ἥρωες τους εἶχαν ζήσει αἰῶνες πρὶν στὸ ἴδιο μέρος. Εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐνδιαϕέρον ὅτι στὴν ἀττικὴ προσωπογραϕία τοῦ Kirchner ἀναϕέρεται δημότης τῶν ᾽Αχαρ1. ᾽Αριστοϕάνους ᾽Αχαρνῆς 322.
312
ΜΑΤΟΥΛ Α ΣΤΡΙΦΤΟΥ-ΒΑΘΗ
νῶν ποὺ ϕέρει τὸ ὄνομα ᾽Αχαρνίων. ῎ Ισως αὐτὸ παραπέμπει σὲ τοπικὸ ἥρωα, ἐϕόσον ὀνόματα μυθολογικῶν προσώπων μποροῦσαν νὰ δοθοῦν σὲ δημότες συμβολικὰ τὴν ἀρχαία ἐποχή, γιὰ νὰ δηλώσουν τιμὴ στὸν ἀρχαῖο ἥρωα. Κυρίως ὅμως ἡ προσϕώνηση «ἀχαρνίδαι» στὸν ᾽Αριστοϕάνη δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ὀνομασία τοῦ δήμου ὀϕείλεται σὲ ἀρχαῖο τοπικὸ ἥρωα. ῞ Ενας συσχετισμὸς ἐπίσης τῆς ὀνομασίας « ᾽Αχάρνα» ἢ « ᾽Αχαρναὶ» μὲ τὴν τοπωνυμία « ᾽Αρχάνα» ἢ « ᾽Αρχάνες» τοῦ σημερινοῦ δήμου τοῦ νομοῦ ῾ Ηρακλείου Κρήτης εἶναι δυνατός. Μὲ δεδομένο ὅτι ἡ ἐν λόγω περιοχὴ διασώζει σημαντικὰ μυκηναϊκὰ λείψανα καὶ ὁ ἀναγραμματισμὸς εἶναι συνηθισμένο ϕαινόμενο στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἀποκλείεται τὰ δυὸ τοπωνύμια νὰ ἔχουν κοινὴ καταγωγή. Στὴ γεωγραϕία τῆς μυκηναϊκῆς ῾ Ελλάδας τὸ ἴδιο τοπωνύμιο ἐμϕανιζόταν σὲ διαϕορετικὲς τοποθεσίες. ῎ Ισως ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα ἀκόμα δεῖγμα μετατόπισης γεωγραϕικοῦ ὀνόματος. Πολὺ πιθανὸν κάποια μυκηναϊκὰ τοπωνύμια νὰ ἔχουν μεταϕερθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς πληθυσμοὺς ποὺ μετακινήθηκαν ἀπὸ τὴν Κρήτη πρὸς ᾽Αττική, ὅταν ἀναγκάστηκαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν τοὺς ταραγμένους καιροὺς ποὺ ἀκολούθησαν τὴν πτώση τῶν μινωικῶν οἰκισμῶν ἢ σὲ προηγούμενα χρόνια. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καλλιτέχνες καὶ τεχνίτες ἀπὸ τὴν Κρήτη συνέρρεαν στὴν κεντρικὴ ῾ Ελλάδα ἀπὸ τοὺς πρώιμους χρόνους καὶ ἡ παρουσία τους διαπιστώνεται ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν εὑρημάτων στὰ ἑλληνικὰ ἐδάϕη καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἔργων κρητικῆς τέχνης ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ μετακινοῦνταν. Εἶναι πιθανὸν κάποια στιγμὴ νὰ μεταϕέρθηκε ἀπὸ τὴν Κρήτη στὴν ἠπειρωτικὴ ῾ Ελλάδα μία σημαντικὴ τάξη λογίων, γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες τῆς γραϕειοκρατίας. ῾ Υπάρχουν ἄλλωστε ἐπανεμϕανίσεις γεωγραϕικῶν τοπωνυμιῶν στὸ χάρτη τῆς μυκηναϊκῆς ῾ Ελλάδας, ποὺ προέρχονται ἀπὸ μετακινήσεις ἢ χρησιμοποιήθηκαν γιὰ ἕνα τόπο ἀπὸ συναισθηματικὲς ἢ παραδοσιακὲς παρορμήσεις. ᾽Αξιοσημείωτο εἶναι ὅτι οἱ ᾽Αρχάνες τῆς Κρήτης ἀναϕέρονταν καὶ σὰν ᾽Αχάρνα ἢ ᾽Αχαρνίς. ῞ Οποια λέξη καὶ ἂν ληϕθεῖ σὰν ἀρχική, σὲ αὐτὴν ἀνιχνεύεται τὸ πρωταρχικὸ θεματικὸ μόρϕωμα –ἀχ–,ποὺ σημαίνει νερὸ καὶ ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ τοπωνύμιο ἔχει προελληνικὴ ρίζα καὶ ἀναϕέρεται σὲ τόπο πλούσιο σὲ νερὰ. Τὸ νερὸ εἶχε πάντοτε ἰδιαίτερη
ΑΧΑΡΝΗΣ, ΑΡΧΗ ΣΟΦΙΑΣ, Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ
313
ἀξία γιὰ τὴν ᾽Αττική, ποὺ ἦταν γενικὰ ἄνυδρη περιοχὴ μὲ μικρὰ ποτάμια χειμαρρώδους μορϕῆς καὶ λίγες πηγές, ποὺ εἶχαν ὅμως ἐξαιρετικὰ νερά. Τὴν μοναδικότητα τῶν ἀττικῶν ὑδάτων ἀναϕέρει ὁ ᾽ Ιππόνικος. «Τὰ νερὰ τῆς ᾽Αττικῆς ἔχουν τὴν δική τους ὀμορϕιά, ποὺ μοῦ ἀρκεῖ νὰ γευτῶ μία σταγόνα γιὰ νὰ τὸ ἀναγνωρίσω ἀμέσως». Οἱ ἥρωες τοῦ Τρωικοῦ πολέμου γνώριζαν ὅτι, ἀϕοῦ οἱ πηγές, τὰ ποτάμια καὶ οἱ θάλασσες λατρεύονταν, αὐτὸ σήμαινε ὅτι τὸ νερὸ ἦταν κάτι θεϊκὸ καὶ ἦταν πηγὴ ζωῆς, πανταχοῦ παρὸν καὶ πανίσχυρο. Πολλὲς ἀπεικονίσεις θεοτήτων γεννήθηκαν ἤδη πρὶν ἀπὸ τὸν Τρωικὸ πόλεμο, ἀπὸ τὸ ϕόβο καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὰ θεοποιημένα νερά. Γιὰ τὸν πρωτόγονο ἄνθρωπο, τὸ νερὸ ἦταν κάτι μυστηριῶδες, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπέδρασε στὴν ϕαντασία του καὶ τοῦ προκάλεσε συναισθήματα θαυμασμοῦ καὶ εὐγνωμοσύνης. Τὰ συναισθήματα αὐτὰ τὸν ὁδήγησαν στὴν θεοποίηση τοῦ νεροῦ καὶ στὴν ἀπονομὴ λατρείας του. ῎ Ετσι προσωποποίησε ὅλες τὶς μορϕὲς τοῦ ὑγροῦ στοιχείου καὶ τὶς θεοποίησε. Στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὑπάρχουν πλούσιοι μύθοι, ποὺ σχετίζονταν μὲ τὸ νερό. Πλῆθος θεοὶ καὶ δαίμονες κυριαρχοῦν στὴν θάλασσα, στοὺς ποταμούς, στὶς λίμνες, στὶς πηγὲς καὶ λατρεύονται μὲ θυσίες καὶ λαμπρὲς γιορτές. Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο, ὅτι μέρος αὐτῶν τῶν δαιμόνων, ἐπέζησε σὲ μεταγενέστερους χρόνους, ὡς κατάλοιπο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας. Οἱ νεράιδες εἶναι ἕνα τυπικὸ παράδειγμα. Σύμϕωνα μὲ τὰ ὅσα ἐλέχθησαν τὸ τοπωνύμιο « ᾽Αχαρναί», ὅπως καὶ ἄλλα ὀνόματα στὸ χῶρο τῆς ᾽Αττικῆς, πρέπει νὰ εἶναι πελασγικὸ καὶ νὰ ἀνήκει στὸ ἴδιο πληθυσμιακὸ ὑπόστρωμα ποὺ δημιούργησε τὴν πόλη τῶν ᾽Αχαρνῶν, ἐϕόσον κατὰ τὴν σαϕῆ μαρτυρία τοῦ ῾ Ηροδότου, τὸ « ᾽Αττικὸν ἔθνος, ἐὸν Πελασγικόν».2
2. ῾ Ηρόδοτος, ῾ Ιστ. 1.57.12.
Εἰρήνη ᾽Αναγνωστοπούλου* ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., ὁ ᾽Αριστοϕάνης, ἐπιλέγει τοὺς κατοίκους τῆς πλούσιας περιοχῆς τῶν ᾽Αχαρνῶν νὰ ἀποτελέσουν τὸν χορὸ στὴν ἀντιπολεμικὴ κωμωδία του ποὺ διδάχθηκε τὸ 425 π.Χ. καὶ ϕέρει τὸ ὄνομά τους: ᾽Αχαρνῆς. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐπλήγησαν πρῶτοι ἀπὸ τὰ δεινὰ τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, καθὼς ὁ ἐχθρικὸς στρατὸς τῶν Σπαρτιατῶν ἔχοντας στρατοπεδεύσει1 κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος τοῦ πολέμου τὸ 431 π.Χ. στὴν εὔϕορη πεδιάδα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς κατακαίει τὰ κτήματά τους. Μὲ διαταγὴ τοῦ Περικλῆ παρέμεναν κλεισμένοι στὰ τείχη τῆς ᾽Αθήνας χωρὶς τὴ θέλησή τους καὶ χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ βγοῦν καὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν περιουσία τους ὑποστηρίζοντας τὴ συνέχιση τοῦ πολέμου. Δίκαια ὁ Δικαιόπολης, ὁ ἥρωας τῆς κωμωδίας, ποὺ κλείνει προσωπικὴ εἰρήνη μὲ τὴ Σπάρτη, προσπαθεῖ καὶ τελικὰ μεταπείθει τοὺς ἐξοργισμένους ᾽Αχαρνεῖς γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ϕέρνει ἡ εἰρήνη στοὺς ἀνθρώπους. Τὸν πλοῦτο τῶν κατοίκων αὐτῆς τῆς περιοχῆς ἀποκαλύπτει κατὰ καιροὺς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη μὲ τὴν ἀνασκαϕικὴ ἔρευνα ποὺ διενεργεῖ σὲ ἰδιωτικὰ οἰκόπεδα καὶ σὲ δημόσια ἔργα. * ᾽Αρχαιολόγος τῆς Β ΄ ᾽ Εϕορείας Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν ᾽Αρχαιοτήτων. 1. Θουκ., ῾ Ιστορ. ΙΙ, 19-23, 47.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
315
Στὴ συγκεκριμένη παρουσίαση θὰ ἀναϕερθοῦν τὰ εὑρήματα ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴ σωστικὴ ἀνασκαϕῆ, ἡ ὁποία διεξήχθη ἀπὸ τὴ Β ΄ ᾽ Εϕορεία Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν ᾽Αρχαιοτήτων τὸ 2007-2008 στὸ οἰκόπεδο ἰδιοκτησίας Βαλαῆ Σταύρου στὶς ὁδοὺς ᾽ Ορτανσίας καὶ ᾽Αψιθέας στὸ Μονομάτι ᾽Αχαρνῶν2 (εἰκ. 1, ἡ θέση επισημαίνεται στὰ αριστερά). ῾ Η ἔρευνα ἔϕερε στὸ ϕῶς τμῆμα ἀρχαίου νεκροταϕείου μὲ τάϕους διαϕόρων τύπων καὶ ἐποχῶν καὶ πλῆθος κτερισμάτων, δηλαδὴ ἀντικειμένων ποὺ συνόδευαν τοὺς νεκρούς, δίνοντάς μας πολύτιμες πληροϕορίες γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ τὰ ταϕικά τους ἔθιμα. ᾽Αρχικὰ θὰ γίνει μία συνοπτικὴ ἀναϕορὰ στὴν ὀργάνωση τοῦ νεκροταϕείου, στὴ στρωματογραϕία τῶν τάϕων, στὰ εἴδη τῶν τάϕων μὲ τὰ κτερίσματά τους καὶ στὰ κινητὰ εὑρήματα τῆς ἀνασκαϕῆς καὶ στὴ συνέχεια μιὰ ἀναλυτικὴ περιγραϕὴ τῶν πιὸ ἀξιοσημείωτων εὑρημάτων. Τὰ εὑρήματα ποὺ ἐπιλέχτηκαν νὰ περιγραϕοῦν εἶναι: α) αὐτὰ ποὺ μᾶς δίνουν τὰ χρονολογικὰ ὅρια τῆς ἀνασκαϕῆς ξεκινώντας ἀπὸ τὰ πρωιμότερα καὶ καταλήγοντας στὰ ὑστερότερα, β) ἀγγεῖα ποὺ εἶναι διακοσμημένα μὲ παραστάσεις καὶ γ) εὑρήματα ποὺ τὸ ὑλικό τους εἶναι διαϕορετικὸ ἀπὸ τὸν πηλό, ὅπως ϕαγεντιανή, ἄργυρος, γυαλί, χαλκὸς.
῾ Η ὀργάνωση τοῦ νεκροταϕείου ῾ Η διάταξη τῶν τάϕων ἦταν σὲ τρεῖς συστάδες (σχ. 1) μὲ πιὸ πυκνὲς τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτική, ἐνῶ σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις μεταγε2. ῾ Η ἀνασκαϕὴ διεξήχθη ἀπό τὴν γράϕουσα καὶ τὸν συμβασιούχο ἀρχαιολόγο κ. Χρίστο Κόκκινο μὲ τὴν ἐποπτεία τῆς ἀρχαιολόγου κ. Μαρίας Πλάτωνος-Γιώτα. Σὲ παρακείμενη θέση στὰ Α, ἀνάμεσα στὶς ὁδοὺς ᾽ Ορτανσίας καὶ Πασχαλιᾶς (εἰκ. 1, ἡ θέση ἐπισημαίνεται στὰ δεξιὰ) εἶχε ἀνασκαϕεῖ ἀπὸ τὴ Β ΄ ᾽ Εϕορεία Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν ᾽Αρχαιοτήτων κατὰ τὴ διάνοιξη τῆς Λεωϕόρου Κύμης ρωμαϊκὴ ἀγροικία μὲ βαλανεῖο καὶ νεκροταϕεῖο ὑστερορωμαϊκῶνπαλαιοχριστιανικῶν χρόνων, καθὼς καὶ τμῆμα κλασικοῦ νεκροταϕείου μὲ ἐποπτεύουσα ἀρχαιολόγο ἐπίσης τὴν κ. Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα [Πλάτωνος-Γιώτα (2004), 438-441, 466 ἔγχρ. εἰκ. 36].
316
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
νέστεροι τάϕοι βρίσκονταν πάνω ἀπὸ προγενέστερους ἢ τοὺς ἔχουν καταστρέψει (πίν. 1). ᾽ Επίσης δυὸ δοκιμαστικὲς τομὲς ποὺ διανοίχθηκαν μὲ ἐκσκαϕικὸ μηχάνημα γιὰ τὴν ἀρχικὴ διερεύνηση τοῦ οἰκοπέδου κατέστρεψαν μέρος τῆς δυτικῆς συστάδας τῶν τάϕων. ᾽Απὸ τὸν παρακάτω πίνακα προκύπτει ὅτι ὁ κεραμοσκεπὴς 1 ἦταν ὑπερκείμενος τῆς πυρᾶς 2, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρὰ της ἦταν ὑπερκείμενη τῆς πυρᾶς 3 καὶ τέλος ἡ πυρὰ 3 τῆς πυρᾶς 7. ᾽Αντίστοιχα ἡ πυρὰ 1 ἦταν ὑπερκείμενη τῆς πυρᾶς 9, ἡ πυρὰ 4 τοῦ ἐγχυτρισμοῦ 2 κ.λπ. Σημείωση: στὸ σχέδιο, ὅπου Π1, Π2…, ἡ ἀναϕορὰ γίνεται στὶς ταϕικὲς πυρὲς, ὅπου Κ στοὺς κεραμοσκεπεῖς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κ1 ποὺ ἀναϕέρεται στὸν κιβωτιόσχημο καὶ Κερ. 1, στὸν κεραμοσκεπῆ 1, ΕΓΧ στοὺς ἐγχυτρισμούς, Λ στὸν λακκοειδῆ τάϕο καὶ Τ στὸν τοῖχο.
Τὰ εἴδη τῶν τάϕων ᾽ Ερευνήθηκαν σαρανταδύο τάϕοι. ᾽Απὸ αὐτοὺς εἰκοσιοχτὼ ἦταν πυρές σὲ λάκκους, ἑπτὰ ἐγχυτρισμοὶ καὶ ἕνας κιβωτιόσχημος τάϕος, Πίνακας 1. Στρωματογραϕία τάϕων Δυτικὴ συστάδα τάϕων Κεραμοσκεπὴς 1 πυρὰ 1
πυρὰ 4
κεραμοσκεπὴς 2
πυρὰ 2
ἐγχυτρισμὸς 2
πυρὰ 28
πυρὰ 9
πυρὰ 3 πυρὰ 7 ᾽Ενδιάμεση συστάδα τάϕων πυρὰ 12
πυρὰ 13
πυρὰ 18
πυρὰ 15
κεραμοσκεπὴς 3 ἐγχυτρισμὸς 6
᾽Ανατολικὴ συστάδα τάϕων πυρὰ 19
πυρὰ 20
ἐγχυτρισμὸς 8
λακκοειδὴς 1
ἐγχυτρισμὸς 7 πυρὰ 22
πυρὰ 24 πυρὰ 25
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
317
ποὺ καλύπτουν τὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. π.Χ.ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ π.Χ. ἕως τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., ἕνας λακκοειδὴς τάϕος, ἕνας ἐγχυτρισμὸς καὶ τέσσερις κεραμοσκεπεῖς τάϕοι ποὺ χρονολογοῦνται στὸν 3ο αἰ. μ.Χ. Πυρὲς
Πρόκειται γιὰ πρωτογενεῖς πυρές, δηλαδὴ γιὰ λάκκους μέσα στοὺς ὁποίους ἀποτεϕρωνόταν ὁ νεκρός. ᾽ Εντοπίστηκαν σὲ διάϕορα βάθη (0,25μ. ἕως 1,38μ.). ῏ Ηταν διαϕόρων σχημάτων (κυκλικοῦ, τετράγωνου, ὀρθογωνίου καὶ ἐλλειπτικοῦ σχήματος) καὶ διαστάσεων καὶ δὲν εἶχαν συγκεκριμένο προσανατολισμὸ (Β-Ν, ΒΔ-ΝΑ καὶ ΑΔ). ῾ Επτὰ μόνο λάκκοι εἶχαν ἀεραγωγοὺς αὔλακες στὰ πλευρικὰ τοιχώματα καὶ στὸν πυθμένα τους γιὰ τὴ διευκόλυνση τῆς τελειότερης καύσης (πυρὰ ἀρ. 8, 9, 16, 17, 22, 25, καὶ 26), (εἰκ. 2). ᾽Απὸ τὸ ἐσωτερικὸ τῶν πυρῶν περισυνελέγησαν, ὀστᾶ, ὄστρακα καὶ ἀκέραια ἀγ γεῖα, ἀρκετὰ τμήματα ἀπὸ χάλκινα ἀντικείμενα καὶ τμήματα πήλινων εἰδωλίων. Μόνο τρεῖς ἀπὸ αὐτὲς ἦταν ἀκτέριστες (πυρὰ 7, 15, 20). ᾽ Εγχυτρισμοὶ
Οἱ ἐγχυτρισμοὶ ἐντοπίστηκαν σὲ βάθος ἀπὸ 0,30μ. ἕως 0,89μ. ῏ Ηταν κυρίως σὲ πίθους καὶ ὀξυπύθμενους ἀμϕορείς πλάγια τοποθετημένους στὸ ἔδαϕος μὲ προσανατολισμὸ Δ-Α, Ν-Β καὶ Α-Δ (εἰκ. 3). Κοντὰ στὸ στόμιο καὶ στὸ λαιμό τοῦ ἐγχυτρισμοῦ 1 ἐξωτερικὰ ὑπῆρχαν δύο πέτρες γιὰ τὴν προστασία καὶ τὴν στήριξη τοῦ ἀγγείου. Τμῆμα λεκάνης καὶ κεραμίδα ἔϕραζε τὸ στόμιο τοῦ ἐγχυτρισμοῦ 2 καὶ τοῦ ἐγχυτρισμοῦ 6 ἀντίστοιχα. ῾ Ο ἐγχυτρισμὸς 4 ἦταν σὲ λεβητόσχημο ἀγγεῖο μὲ πῶμα κατακόρυϕα τοποθετημένο στὸ ἔδαϕος, ποὺ τὸν ὁριοθετούσαν ἀπὸ τὰ Ν καὶ τὰ Α ἀντίστοιχα πλακοειδὴς σχιστόλιθος καὶ δύο ἐπίπεδες κεραμίδες. ῾ Ο ἐγχυτρισμὸς 7 (βάθος 0,53μ.) ἦταν σὲ λεκάνη ἐπίσης κατακόρυϕα τοποθετημένη στὸ ἔδαϕος, μὲ τὴ βάση πρὸς τὰ πάνω ὡς κάλυμμα γιὰ τὰ ὀστᾶ ποὺ περιεῖχε. Τὸν ὁριοθετούσαν ἀπὸ τὰ Ν δύο κεραμίδες. Δίπλα σὲ αὐτὸν καὶ στὰ Α στὸ ἴδιο περίπου βάθος (0,57μ.) ἀποκαλύϕθηκαν τέσσερα ἀκόμα ἀγ γεῖα (τρεῖς ϕιάλες ποὺ περιεῖχαν δύο πήλινους λύχνους καὶ ἕνα χυτροειδὲς ἀγγεῖο) –ποὺ ἐπίσης ὁριοθετούσαν ἀπὸ τὰ Ν οἱ δύο κεραμίδες– καὶ χρονολογούνται στὰ μέσα τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ. ῎ Ισως νὰ πρό-
318
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
κειται γιὰ θέση προσϕορῶν ποὺ πιθανὸν σχετίζεται μὲ τὸν ἐγχυτρισμὸ 7 (εἰκ. 4). Οἱ ἐγχυτρισμοὶ ἀπέδωσαν κυρίως ἀγγεῖα μελανόμορϕα καὶ μελαμβαϕῆ, ὄστρακα, ὀστᾶ, καθὼς καὶ ἕνα χάλκινο νόμισμα. Μόνο τρεῖς ἦταν ἀκτέριστοι (ἐγχυτρισμὸς 3, 5, 8). Κιβωτιόσχημος τάϕος
῾ Ο κιβωτιόσχημος τάϕος 1, μήκους 2,04μ., πλάτους 0,72μ., εἶχε προσανατολισμὸ Β-Ν καὶ ἐντοπίστηκε σὲ βάθος 0,85μ. Πρόκειται γιὰ ὀρθογώνιο λάκκο μὲ ἐπενδεδυμένα τοιχώματα καὶ κάλυμμα ἀπὸ μεγάλες πλακοειδεῖς κεραμίδες ὕψους 0,52μ., πάχους 0,05μ., μήκους 0,70μ. Τὸ κάλυμμά του δὲν σώθηκε στὴ θέση του, γιατὶ εἶχε καταπέσει σὲ τμήματα. ᾽Απέδωσε ἕντεκα ἀγγεῖα καὶ τέσσερις μικρὲς χάλκινες κυρτὲς ἐϕηλίδες πιθανότατα ἀπὸ τὴ διακόσμηση τῆς ξύλινης κλίνης στὴν ὁποία εἶχε ἀποτεθεῖ ὁ νεκρός. Οἱ τρεῖς ἀποκαλύϕθηκαν στὰ νότια τοῦ τάϕου καὶ ἡ τέταρτη στὴ ΒΑ γωνία του. Τὰ περισσότερα ἀγγεῖα ἦταν συγκεντρωμένα στὰ Β, ὅπου βρίσκονταν λίγα τμήματα ἀπὸ τὸ κρανίο τοῦ νεκροῦ (εἰκ. 5). Κεραμοσκεπεῖς τάϕοι
Οἱ κεραμοσκεπεῖς (καλυβίτες) τάϕοι ἐντοπίστηκαν σὲ βάθος 0,15μ. ἕως 0,55μ. ῾ Ο κεραμοσκεπὴς 1, μέγιστου σωζόμενου μήκους 1,06μ., μέγιστου σωζόμενου πλάτους 0,77μ., ἀπέδωσε μία ϕιάλη καὶ ἕναν πήλινο λύχνο μὲ παράσταση κενταύρου, ἐνῶ εἶχε ἐκτὸς τῶν κεραμίδων καὶ ἕνα τμῆμα στρογγυλοῦ πήλινου ὀπτόπλινθου ὡς κάλυμμα. Στὸν κεραμοσκεπῆ 2, μέγιστου σωζόμενου μήκους 1,31μ., μέγιστου σωζόμενου πλάτους 0,28μ., μὲ προσανατολισμὸ Α-Δ, βρέθηκε στὸ στόμα τοῦ νεκροῦ ἕνα χάλκινο νόμισμα, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν παλαιὰ δοξασία τῆς πληρωμῆς τῶν πορθμείων τοῦ Χάρωνα. ῾ Ο σκελετὸς ἦταν μέγιστου σωζόμενου μήκους 1,27μ. καὶ ἦταν σὲ ὕπτια ἐκτεταμένη θέση. Μιὰ ϕιάλη ἦταν ἀνάμεσα στὶς κεραμίδες τοῦ καλύμματός του. ῾ Ο κεραμοσκεπὴς τάϕος 3 μήκους 1,50μ., πλάτους 0,70μ., μὲ προσανατολισμὸ Β-Ν ἀπέδωσε ἕναν σκελετὸ σὲ ὕπτια θέση, μέγιστου σωζόμενου μήκους 1,21μ., μὲ τὰ γόνατα ἀνασηκωμένα, στὸ στέρνο τοῦ ὁποίου βρέθηκε μικρότερο κρανίο. Οἱ καλυπτήριες κεραμίδες κάλυπταν μόνο τὸ ἀνώτερο τμῆμα τοῦ σώματος. Στὸ πλάϊ καὶ Α εἶχε
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
319
σειρὰ ἀπὸ τρεῖς μικροὺς λίθους γιὰ στερέωση. ῏ Ηταν ἀκτέριστος (εἰκ. 6). ῾ Ο κεραμοσκεπὴς τάϕος 4, μήκους 1,45μ., πλάτους 0,44μ., μὲ προσανατολισμὸ Δ-Α, ἦταν ἀκτέριστος. Τὰ ὑπολλείμματα τῶν κάτω ἄκρων δηλώνουν τὴν ὕπτια ἐκτεταμένη θέση τοῦ νεκροῦ. Λακκοειδὴς τάϕος
῾ Ο λακκοειδὴς τάϕος 1 εἶχε προσανατολισμὸ Α-Δ καὶ ἐντοπίστηκε σὲ βάθος 0,61μ. κάτω ἀπὸ τὴν πυρὰ 20. ῏ Ηταν ἀβαθὴς μόλις 0,15μ. ᾽Απέδωσε ἕναν σκελετὸ μέγιστου σωζόμενου μήκους 1,36μ. σὲ ὕπτια ἐκτεταμένη θέση μὲ τὰ χέρια πάνω στὴν ἡβικὴ χώρα καὶ ἕνα χάλκινο νόμισμα. Δυὸ ἀβαϕεῖς ἀμϕορίσκοι ρωμαϊκῶν χρόνων (μέσα τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ.), βρέθηκαν στὸ ἴδιο βάθος (0,61μ.) μὲ τὰ ὀστᾶ τοῦ τάϕου καὶ τὸ τελικὸ βάθος τῆς ὑπερκείμενης πυρᾶς 20. Στὰ Δ του θέση προσϕορῶν μὲ ἀγγεῖα (τρεῖς ϕιάλες, δυὸ λύχνοι καὶ ἕνα χυτροειδὲς ἀγγεῖο) ποὺ χρονολογοῦνται στα μέσα τοῦ 3ου αι. μ.Χ. καὶ ὁ ἐγχυτρισμὸς 7 ποὺ ὁρίζονται ἀπὸ τὰ Ν ἀπὸ κεραμίδες (εἰκ. 4). Θέση προσϕορῶν
Δίπλα στὸν ἐγχυτρισμὸ 7 καὶ στὰ Α στὸ ἴδιο περίπου βάθος (0,57μ) ἀποκαλύϕθηκαν τέσσερα ἀγγεῖα - τρεῖς ϕιάλες ποὺ περιεῖχαν δυὸ πήλινους λύχνους καὶ ἕνα χυτροειδὲς ἀγγεῖο (μέσα τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ.). Δύο κεραμίδες ὁριοθετοῦσαν τὰ ἀγγεῖα καὶ τὸν ἐγχυτρισμὸ 7 ἀπὸ τὰ Ν. ῎ Ισως νὰ πρόκειται γιὰ θέση προσϕορῶν ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν ἐγχυτρισμὸ 7 (εἰκ. 4). Τμῆμα τοίχου
Τμῆμα τοίχου Τ1 ἐντοπίστηκε σὲ βάθος 0,32μ. Οἱ σωζόμενες διαστάσεις του ἦταν μῆκος 10,20μ., πλάτος 0,50-0,60μ. καὶ ὕψος δυὸ δόμων (0,33μ.). Εἶχε κατεύθυνση ἀπὸ Α πρὸς Δ καὶ ἦταν δομημένος μὲ ἀργοὺς λίθους καὶ χῶμα ὡς συνδετικὸ ὑλικό (εἰκ. 7). Πιθανὸν νὰ ὅριζε τὸ νεκροταϕεῖο ἀπὸ τὰ νότια (ἐκτὸς τοῦ ἐγχυτρισμοῦ 3 καὶ τῆς πυρᾶς 10, ποὺ ἀποκαλύϕθηκαν στὰ νότια του, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ νεκροταϕείου) (σχ. 1).
320
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Κινητὰ εὑρήματα Συνολικὰ βρέθηκαν στὴν ἀνασκαϕὴ 4 λύχνοι, 5 χάλκινα νομίσματα, 11 τμήματα ἀπὸ χάλκινα ἀντικείμενα, 1 ἀργυρὸς κρίκος, 1 περίαπτο ἀπὸ ϕαγεντιανή, 4 εἰδώλια, 5 τμήματα ἀπὸ γυάλινα ἀγγεῖα, 2 λίθινα τμήματα, πλῆθος ὀστράκων, δηλαδὴ τμημάτων ἀπὸ πήλινα ἀγγεῖα καὶ περὶ τὰ 66 πήλινα ἀγγεῖα, ἀκέραια ἢ σὲ τμήματα ποὺ κάποια ἀπὸ αὐτὰ συγκολλήθηκαν ἀπὸ τοὺς συντηρητὲς τῆς ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν (πίν. 2). ῞ Οπως διαπιστώνεται τὰ εὑρήματα καὶ ἰδίως τὰ κτερίσματα ἦταν κυρίως πήλινα ἀγγεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ περισσότερα ἦταν δοχεῖα ἀρωματικοῦ λαδιοῦ καὶ μυροδοχεῖα, ποὺ χρησιμοποιοῦνταν τόσο στὴν καθημερινότητα ὅσο καὶ κατὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν ταϕικῶν τελετῶν, καθὼς μὲ ἀρωματικὸ λάδι ἀλειβόταν τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἐνῶ ἡ προσϕορὰ στὸ νεκρὸ ἀρωματικῶν ἔλαιων ἀποτελοῦσε μία τυπικὴ ταϕικὴ συνήθεια.3 Τέτοια ἀγγεῖα ποὺ βρέθηκαν στὴν ἀνασκαϕὴ ἦταν λήκυθοι, ἀλάβαστρα, ἀρύβαλλος καὶ λύδια4. ᾽ Επίσης βρέθηκαν ὡς κτερίσματα ἀγγεῖα πόσεως, ὅπως κύλικες, σκύϕοι, κύπελλο, ϕιάλη, ἀλλὰ καὶ πυξίδες, δηλαδὴ ἀγγεῖα μὲ πῶμα γιὰ τὴ ϕύλαξη κοσμημάτων καὶ ψιμυθίων4 καὶ ἄλλα εἴδη ἀγγείων (πίν. 3). Γενικότερα ἡ δαπάνη δὲν προοριζόταν γιὰ τὸν κτερισμὸ τῶν τάϕων, ὅπως ϕαίνεται ἀπὸ κάποιους τάϕους ποὺ ἦταν ἀκτέριστοι ἢ πενιχρὰ κτερισμένοι, ἀλλὰ γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴ διεξαγωγὴ τῆς ταϕῆς καὶ τῶν νεκρώσιμων τελετῶν.5 Περιγραϕὴ εὑρημάτων
῾ Η παρουσίαση τῶν εὑρημάτων γίνεται μὲ χρονολογικὴ σειρὰ ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ πρωιμότερα εὑρήματα ἀπὸ τὸν χῶρο καταλήγοντας στὰ ὑστερότερα. Οἱ ἀριθμοὶ καταγραϕῆς τῶν εὑρημάτων μὲ τὰ γράμματα ΜΜ στὴν ἀρχὴ ἀναϕέρονται στὸ Βιβλίο Καταγραϕῆς τῶν ἀρχαίων ἀντικειμένων τῆς ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν στὴν 3. Kurtz-Boardman (2011), 96, 198, Scheibler (1992), 28, 30, 44. 4. Τζουβάρα-Σούλη (1998), 77, 83, 85, 92, Πόλη, 292, 348, 373. 5. Kurtz-Boardman (2011), 134.
321
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
Πίνακας 2. Ε᾽ὑρήματα ᾽Εντὸς τῶν τάϕων ᾽Εκτὸς τῶν τάϕων
Λύχνοι Χάλκινα νομίσματα Τμήματα ἀπὸ χάλκινα ἀντικείμενα ᾽Αργυρὸς κρίκος Περίαπτο ἀπὸ ϕαγεντιανὴ Εἰδώλια Τμήματα ἀπὸ γυάλινα ἀγγεῖα Τμήματα ἀπὸ μάρμαρο/λίθο Πήλινα ἀγγεῖα
1
3
3
2
8
3
1 1 4 2
3
2 55
11
Πίνακας 3. Εἴδη ἀγγείων Λήκυθοι Σκύϕοι Κύλικες Πυξίδες ῎ Ολπες ᾽Αλάβαστρα ᾽Αμϕορίσκοι Λύδια ᾽Αρύβαλλος Κύπελλο Φιαλίδια Φιάλες Χυτροειδὲς ἀγγεῖο Λεκάνη Πρόχους
᾽Εντὸς τῶν τάϕων
᾽Εκτὸς τῶν τάϕων
30
3
5 3 3 3 2 3 2 1 1 1
1
1
4 1 1 1
322
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ὁποία καὶ ϕυλάσσονται.᾽ Επίσης ἀναϕέρονται καὶ μὲ τὸν ἀριθμὸ εὑρήματος στὸ ῾ Ημερολόγιο τῆς ἀνασκαϕῆς ἢ μόνο μὲ αὐτὸν ἰδίως ὅσα δὲν εἶναι ἀκέραια. 1) Δυὸ ἀλάβαστρα (εἰκ. 8) καὶ ἕνας σϕαιρικὸς ἀρύβαλλος, (εἰκ. 9), τέλη τοῦ 7ου αἰ. π.Χ.-μέσα τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. Πρώϊμη ἕως ῞ Υστερη Κορινθιακὴ Ι Περίοδος. Βρέθηκαν στὴν πυρὰ 26. Κορινθιακὸ ἀλάβαστρο Α1/ΜΜ1893 (εἰκ. 8). ῞ Υψος 0,085μ. Πη-
λὸς κίτρινος. Συγκολλημένο. Τὰ καστανόμαυρα χρώματα τῆς διακόσμησης σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου ἀπολεπισμένα. Στὴν πάνω ὁριζόντια ἐπιϕάνεια τοῦ χείλους, ϕυλλάρια ἀκτινωτὰ γύρω ἀπὸ τὸ στόμιο. Στὴν κατακόρυϕη ἐπιϕάνεια τοῦ χείλους, μιὰ ὁριζόντια σειρὰ στιγμῶν. Γύρω ἀπὸ τὸ λαιμὸ ἴχνη ἀπὸ κατακόρυϕα ἐπιμήκη ϕυλλάρια. Στὸ σῶμα δυσδιάκριτη παράσταση στ’ ἀριστερὰ γρύπα στραμμένου πρὸς τὰ δεξιά, πτηνοῦ στὰ δεξιὰ καὶ ροδάκων ὡς παραπληρωματικὰ κοσμήματα μὲ χρήση χάραξης. Στὴν κάτω ἐπιϕάνεια τῆς βάσης στὸ κέντρο, μικρὴ κοιλότητα καὶ γύρω της, κύκλος μὲ στιγμές. Κορινθιακὸ ἀλάβαστρο6 Α2 / ΜΜ1894 (εἰκ. 8). ῞ Υψος 0,082μ. Πηλὸς κίτρινος. Συγκολλημένο. Τὰ χρώματα τῆς διακόσμησης ἀρκετὰ ἀπολεπισμένα. Στὴν πάνω ὁριζόντια ἐπιϕάνεια τοῦ χείλους, ϕυλλάρια ἀκτινωτὰ γύρω ἀπὸ τὸ στόμιο μὲ ἰῶδες χρῶμα. Στὴν κατακόρυϕη ἐπιϕάνεια τοῦ χείλους, μιὰ ὁριζόντια σειρὰ στιγμῶν. Γύρω ἀπὸ τὸ λαιμὸ κατακόρυϕα ἐπιμήκη ϕυλλάρια μὲ ἰῶδες χρῶμα. Στὸ σῶμα ϕέρει παράσταση δύο ἀντωπῶν πετεινῶν καὶ ἑνὸς πτηνοῦ ἀνάμεσά τους μὲ ἐγχάρακτες λεπτομέρειες στὰ ϕτερὰ καὶ ἐγχάρακτους ρόδακες στὰ κενὰ σημεῖα τῆς ἐπιϕάνειας ὡς παραπληρωματικὰ κοσμήματα μὲ μαῦρο χρῶμα. Στὴν κάτω ἐπιϕάνεια τῆς βάσης στὸ κέντρο, μικρὴ κοιλότητα μὲ στιγμὴ καὶ γύρω της κύκλος μὲ στιγμές. Τέλη τοῦ 7ου αἰ. π.Χ.-ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. Πρώϊμη Κορινθιακὴ Περίοδος. Κορινθιακὸς σϕαιρικὸς ἀρύβαλλος7 Α3/ΜΜ1895 (εἰκ. 9). ῞ Υψος 0,072μ. Πηλὸς κίτρινος, μὲ ἔντονα ἴχνη καύσης στὴν πρόσθια πλευ6. ῎Ακανθος Ι, 136-137, τάϕος 1644, ἀρ. 1075, πίν. 153α, τάϕος 1647, πίν. 154β-δ, Delos XVII, 87, 97, αρ. 46, πίν. LVI, Δετοράτου (2003-2009), 35, 54-55, αρ. 66, εἰκ. 67. 7. ῎Ακανθος Ι, 170, ἀρ. Ε62, πίν. 180.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
323
ρά. ᾽Ακέραιος. Στὴν πάνω ὁριζόντια ἐπιϕάνεια τοῦ χείλους, ἀνισοπαχεῖς ὁμόκεντροι κύκλοι. Στὸ σῶμα, δυσδιάκριτη παράσταση τετράϕυλλου κοσμήματος μὲ ἐλλειψοειδῆ πυρήνα, ποὺ στὸ πάνω μέρος ἔχει ὁριζόντιες γραμμὲς καὶ ϕυλλάρια, ἐνῶ στὸ κάτω ὁριζόντιες γραμμὲς καὶ γλωσσοειδὲς κόσμημα μὲ χρήση μαύρου καὶ ἰώδους χρώματος. 575-550 π.Χ. ῞ Υστερη κορινθιακὴ I περίοδος. 2) Γυναικεία προτομὴ, ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. (εἰκ. 10). Βρέθηκε στὴν πυρὰ 21 ποὺ ἀπέδωσε ἐπιπλέον ἕνα τμῆμα εἰδωλίου καὶ τέσ-
σερις ληκύθους. Γυναικεία προτομὴ8 Ε1/ΜΜ1861 (εἰκ. 10). ῞ Υψος 0,042μ., πλάτος 0,035μ. Μελανὸ χρῶμα στὴν κόμη, στὸ ἕνα ϕρύδι καὶ στὸν ἕναν ὀϕθαλμό. Στὸ πάνω μέρος τοῦ κεϕαλιοῦ ἀβαϕής, ἀποκεκρουμένη προεξοχή. Πιθανὸν νὰ παρίστανε θρηνωδό. ῎ Ισως τὸ τμῆμα εἰδωλίου Ε2 / ΜΜ2378 (εἰκ. 10), ἀποτελοῦσε τὸ κυλινδρικὸ σῶμα της, μέγιστο σωζόμενο ὕψος 0,073μ., διάμετρος βάσης 0,034μ. ᾽ Εσωτερικὰ δὲν εἶναι συμπαγές, ὅπως ἡ προτομή. ᾽ Εσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἀπολεπισμένη μελανὴ βαϕή. ῎ Εντονα ἴχνη καύσης. 3) Μελανόμορϕη κύλικα β΄τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. (575-550 π.Χ.), (εἰκ. 11-15) καὶ μικκύλος σκύϕος κορινθιακοῦ τύπου 480-470 π.Χ. (εἰκ. 11). Βρέθηκαν στὸν ἐγχυτρισμὸ 2. Μελανόμορϕη κύλικα9 Α1 / ΜΜ1870 (εἰκ. 11-15). ῞ Υψος 0,063μ., διάμετρος χείλους 0,122μ., διάμετρος βάσης 0,05μ. Περιεῖχε τὸν μικκύλο σκύϕο Α2 / ΜΜ1871 (βλ. παρακάτω). Συγκολλημένη, λείπει τμῆ-
μα ἀπὸ τὸ χεῖλος. Πηλὸς καστανέρυθρος. Στέλεχος χαμηλό, κωνικό, χεῖλος ψηλό, ἀποκλῖνον, λαβὲς ὁριζόντιες μὲ κλίση ἐλαϕρῶς πρὸς τὰ πάνω. ᾽ Εσωτερικὰ καλύπτεται μὲ μελανὸ στιλπνὸ γάνωμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἄκρο τοῦ χείλους, στὸ ὁποῖο ὑπάρχει στενὴ ἐξηρημένη ζώνη. Στὴ μία πλευρὰ ἕξι σχεδὸν κάθετες ὡς πρὸς τὸ χεῖλος μᾶλλον 8. Kerameikos XV, 6-7, ἀρ. 15, πίν. 2, 11-13, ἀρ. 17, πίν. 3, 1-2. 9. Μπαρακάρη-Γλένη (1984), 196-197, ΜΑ 6089, σχ. 17, 18, πίν. 87 α-γ, Τζουβάρα-Σούλη (1998), 102-103, εἰκ. 78, 79, Boardman (1974), 22-23, 37-41, 229-232, 239-240, Agora XXIII, 62-63, 120, 304 παράλληλα στὴν εἰκονογραϕία (πτηνὸ) N. 141, πίν. 18, (μορϕή), N. 1719, πίν. 111.
324
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
τυχαῖες μελανὲς γραμμές. Τὸ ἔμβλημα στὸ κέντρο τοῦ πυθμένα ϕέρει ἀκτινωτὸ κόσμημα ἀπὸ λευκὸ ἐπίθετο χρῶμα σὲ μελανὸ βάθος, ποὺ ὁρίζεται ἐξωτερικὰ ἀπὸ ἐξηρημένο κύκλο καὶ δύο ὁμόκεντρους κύκλους ἀπὸ καστανὴ βαϕή. ᾽ Εξωτερικὰ στὴν ἄκρη τοῦ χείλους, στὸ ἐνδιάμεσο κενὸ τῶν λαβῶν καὶ στὴ μία πλευρὰ τους ἴχνη μελανῆς γραμμῆς. Οἱ ράχες τῶν λαβῶν, τὸ κάτω μέρος τοῦ σώματος καὶ ἡ πάνω ἐπιϕάνεια τοῦ στελέχους καλύπτεται μὲ μελανὸ γάνωμα, ἀπολεπισμένο στὶς λαβές. ᾽ Εξηρημένο τὸ ἐσωτερικὸ τῶν λαβῶν, τὰ κάθετα τοιχώματα καὶ ἡ κάτω ἐπιϕάνεια τοῦ στελέχους. ῾ Ενιαία παράσταση στὸ χεῖλος καὶ στὴ ζώνη τῶν λαβῶν. Καὶ στὶς δυὸ ὄψεις τοῦ ἀγγείου εἰκονίζονται ἀπὸ τρία ζεύγη ἀνδρικῶν καὶ γυναικείων μορϕῶν νὰ συνομιλοῦν μεταξύ τους. Στὴ μία ὄψη τρία ζεύγη ἀνδρόγυνων. Στὴν ἄλλη ὄψη δύο ζεύγη ἀνδρόγυνων ποὺ πλαισιώνουν τὸ κεντρικὸ ζεῦγος ἀνδρικῶν μορϕῶν. Οἱ μορϕὲς ἐναλλάσσονται (ἄνδραςγυναίκα-ἄνδρας κ.λπ.) καὶ ὅλες εἶναι ἱστάμενες, ντυμένες οἱ ἀνδρικὲς μὲ ἱμάτιο, οἱ γυναικεῖες μὲ πέπλο ποὺ ἀναδιπλώνεται καὶ σχηματίζει ἀπόπτυγμα, καὶ μὲ ἱμάτιο ποὺ καλύπτει τὸ κεϕάλι τους καὶ τὸ σηκώνουν μπροστὰ στὸ πρόσωπό τους (τελετουργικὴ χειρονομία «ἀνακάλυψης» ποὺ συχνὰ τὴ βλέπουμε σὲ θεὲς ἢ θνητὲς γυναῖκες σὲ στιγμὲς αἰδημοσύνης ἢ ἀμηχανίας ἢ κίνηση κατὰ τὴν ὁποία οἱ γυναῖκες μισοσκέπαζαν τὸ πρόσωπο ἁπλὰ γιὰ νὰ τὸ προστατεύσουν ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴ σκόνη καὶ τὰ ἀνδρικὰ βλέμματα). ῞ Ολες οι μορϕὲς εἶναι ἀντωπὲς μεταξύ τους σὲ κατατομή, ἐκτὸς ἀπὸ μία ἀνδρική, ποὺ ἀποδίδεται γκροτέσκα μετωπικά, ἐνῶ τὰ πόδια της εἶναι σὲ κατατομὴ καὶ ϕέρει στοὺς ὤμους μακρὺ ροῦχο. Κάτω ἀπὸ τὶς λαβὲς πτηνὸ (χήνα) πρὸς τὰ δεξιά. Λευκὸ καὶ ἰῶδες ἐπίθετο ἀπολεπισμένο χρῶμα ἔχει χρησιμοποιηθεῖ στὰ ἐνδύματα τῶν μορϕῶν, στὸν ὀϕθαλμὸ καὶ στὰ ϕτερὰ τοῦ ἑνὸς πτηνοῦ, λευκὸ στὸ πρόσωπο, στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια τῶν γυναικῶν, ἰῶδες στὴν κόμη καὶ στὴ γενειάδα τῶν ἀνδρῶν. Τὸ ἰῶδες καὶ τὸ μελανὸ ἔνδυμα ἐναλλάσσεται σπάζοντας τὴν μονοτονία τῆς παράταξης τῶν μορϕῶν μέσα στὴν παράσταση. Μὲ χάραξη ἀποδίδονται σχηματικὰ οἱ ἀνατομικὲς λεπτομέρειες τῶν ἀνδρικῶν προσώπων (ὀϕθαλμὸς στρογγυλός, αὐτί, λαιμός, μύτη, στόμα) τὰ περιγράμματα τῆς κόμης καὶ τῆς γενειάδας, οἱ λεπτομέρειες τῶν ἐνδυμάτων, τὰ ϕτερά, οἱ ὀϕθαλμοὶ τῶν πτηνῶν καὶ τὸ ράμϕος τοῦ ἑνὸς πτηνοῦ. ῾ Ο ἀμυγδαλωτὸς ὀϕθαλμὸς τῶν γυναικῶν καὶ τὸ
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
325
ράμϕος τοῦ ἄλλου πτηνοῦ ἀποδίδονται μὲ καστανὸ χρῶμα. ᾽Ανήκει στὶς κύλικες τοῦ τύπου Σιάνας, ὡστόσο ὡς πρὸς τὸ σχῆμα μὲ τὸ χαμηλὸ στέλεχος θυμίζει τὶς κύλικες τῶν Κωμαστῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες κατάγεται αὐτὸς ὁ τύπος. Μικκύλος σκύϕος κορινθιακοῦ τύπου10 Α2/ΜΜ1871 (εἰκ. 11). ῞ Υψος 0,052μ., διάμετρος χείλους 0,071μ., διάμετρος βάσης 0,039μ. Συγκολλημένος, λείπει τμῆμα ἀπὸ τὸ χεῖλος. Πηλὸς καστανός. Σῶμα ἐλαϕρῶς καμπύλο μὲ ἐξίτηλο γάνωμα. Λαβὲς ὁριζόντιες κυλινδρικῆς διατομῆς, βάση δακτυλιοειδής. ῾ Η ἐξηρημένη ζώνη στὸ ὕψος τῶν λαβῶν κοσμεῖται μὲ ζητοειδὲς κόσμημα μεταξὺ μελανῶν ταινιῶν. Κάτω ἀπὸ αὐτὴν, ἄλλη ζώνη καστανέρυθρη. Στὶς ἐξηρημένες λαβὲς μελανὲς στιγμές. ῾ Η κάτω ἐπιϕάνεια τῆς βάσης ἐπίσης ἐξηρημένη. 4) Δυὸ μελανόμορϕες λήκυθοι, γύρω στὸ 500 π.Χ. (εἰκ. 16). Βρέθηκαν στὴν πυρὰ 16 μαζὶ μὲ τμῆμα ἀπὸ ἄλλο ἀγγεῖο (λύδιο). Μελανόμορϕη λήκυθος11 Α1/ ΜΜ1863 (εἰκ. 16). Μέγιστο σωζόμενο ὕψος 0,094μ., διάμετρος χείλους 0,028μ. Συγκολλημένη, λείπει ἡ βάση. Πηλὸς τεϕρὸς λόγω καύσης. Μελανὸ γάνωμα καλύπτει τὸ σχήματος ἀνεστραμμένου ἐχίνου στόμιο ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, τὴ ράχη τῆς ταινιωτῆς λαβῆς καὶ τὸ κάτω τμῆμα τοῦ σώματος. Λεπτὴ μελανὴ ταινία τονίζει τὸ σημεῖο ἕνωσης τοῦ ὤμου μὲ τὸ σῶμα καὶ μία ἀκόμη περιτρέχει τὸ ἀγγεῖο κάτω ἀπὸ τὴν παράσταση. Στὸν ὦμο ἀπεικονίζονται δυὸ ἀντικριστὰ λιοντάρια μὲ ἄκαμπτα πόδια ( ῾ Ομάδα τῶν «stilt-leg lions»). Στὸ σῶμα τῆς ληκύθου παράσταση ἀναβάτη σὲ ἡμίονο ἀνάμεσα σὲ σατύρους. Οἱ μορϕὲς κατευθύνονται πρὸς τὰ δεξιά, ὁ ἕνας σάτυρος κοιτάζει πρὸς τὰ πίσω τὸν ἀναβάτη. Τὰ χέρια τῶν σατύρων μοιάζουν σὰν νὰ κρατᾶνε κρόταλα ( ῾ Ομάδα τῶν Κροτάλων, “ Krotala group”). Μὲ ἐγχάραξη δηλώνονται οἱ λεπτομέρειες στὶς μορϕὲς τὸ ἀγγεῖο ὡς πρὸς τὸ σχῆμα καὶ τὴ διακόσμηση στὸν ὦμο ἀνήκει στὴν «Κατηγορία» τῶν Μικρῶν Λιονταριῶν (“Little Lion Shape”). Μελανόμορϕη λήκυθος12 Α3/ΜΜ1851 (εἰκ. 16). ῞ Υψος 0,144μ., 10. Πόλη, 331, ἀρ. 349. 11. Haspels, 69, 98, 118-119. 12. Kerameikos VII, 119, ἀρ. 472.7, πίν. 80, Haspels, 119, Πολογιώργη
326
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
διάμετρος χείλους 0,033μ., διάμετρος βάσης 0,039μ. Συγκολλημένη, λείπει τμῆμα ἀπὸ τὸ στόμιο καὶ τὴ βάση. Πηλὸς καστανός. Μελανὸ γάνωμα καλύπτει τὸ ψηλὸ χοανοειδὲς στόμιο ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, τὴ ράχη τῆς ταινιωτῆς λαβῆς, τὸ κάτω τμῆμα τοῦ σώματος καὶ τὴν ἐπάνω ἐπιϕάνεια τῆς βάσης, ἡ ὁποία ἔχει τὴ μορϕὴ ἀνεστραμμένου ἐχίνου μὲ εὐρεία κοιλότητα στὴν κάτω ἐπιϕάνεια. Λεπτὴ μελανὴ ταινία τονίζει τὸ σημεῖο ἕνωσης τοῦ ὤμου μὲ τὸ σῶμα, μία καστανὴ στὴ βάση τοῦ λαιμοῦ καὶ δύο ἀκόμη μελανὲς ταινίες περιτρέχουν τὸ ἀγγεῖο κάτω ἀπὸ τὴν παράσταση. Στὸν ὦμο ϕέρει παράσταση σειρήνας μὲ ἀνοιχτὰ ϕτερὰ ἀνάμεσα σὲ δυὸ πτηνά. Στὸ σῶμα μεταξὺ τριῶν ἱστάμενων ἰματιοϕόρων θεατῶν ποὺ κοιτάζουν οἱ δύο πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ ἕνας πρὸς τὰ δεξιὰ ἀπεικονίζονται δυὸ ἀγένειοι καὶ γυμνοὶ νέοι ἀθλητὲς ποὺ τρέχουν πρὸς τὰ δεξιά. Τὰ χέρια τους μοιάζουν σὰν νὰ κρατοῦν κρόταλα. Μὲ ἐγχάραξη δηλώνονται οἱ λεπτομέρειες στὶς μορϕές. 5) Μελανόμορϕες λήκυθοι, ποὺ ἀνήκουν στὸ ἐργαστήριο τοῦ ζωγράϕου τοῦ Αἵμονος, α΄μισὸ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ.: πέντε μὲ θέμα τὸ τέθριππο (εἰκ. 17), μία λήκυθος μὲ παράσταση συμποσίου καὶ κιθαρω-
δὸ καί μία λήκυθος μὲ παράσταση Διονύσου πλαισιωμένου ἀπὸ μαινάδες ἀναβάτιδες ἡμιόνων ἢ ὄνων (εἰκ. 18). Βρέθηκαν στὸν κιβωτιόσχημο τάϕο 1 μαζὶ μὲ ἄλλες τρεῖς ληκύθους καὶ μία πυξίδα. Μελανόμορϕες λήκυθοι13 (εἰκ. 17): Α1/ΜΜ1883, ὕψος 0,157μ., διάμετρος χείλους 0,03μ., διάμετρος βάσης 0,035μ., Α2/ΜΜ1884, μέγιστο σωζόμενο ὕψος 0,15μ., διάμετρος βάσης 0,042μ., Α4/ΜΜ1886, ὕψος 0,129μ., διάμετρος χείλους 0,031μ., διάμετρος βάσης 0,03μ., Α5/ΜΜ1887, ὕψος 0,145μ., διάμετρος χείλους 0,028μ., διάμετρος βάσης 0,034μ., Α10 μέγιστο σωζόμενο ὕψος 0,107μ., διάμετρος βάσης 0,035μ. Πηλὸς καστανός. ᾽Ακέραιες, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν λήκυθο Α2/ΜΜ1884 καὶ Α10 ποὺ εἶναι ἐλλιπεῖς κατὰ τὸ ἄνω μέρος. Στόμιο τοῦ τύπου (2003-2009), 159-160, Κ684, εἰκ. 21, ῾ Ομάδα τοῦ Βατικανοῦ G. 52, ῾ Ομάδα τοῦ Εὐτραϕοῦς Δρομέα, Agora XXIII, 44, ἀρ. 800-802, 805-813, πίν. 75 (τρίτο τέταρτο τοῦ 6ου αἰ. π.Χ.). 13. Σαλλιώρα-Οἰκονομάκου (1980), 116-117, τάϕος 33, πίν. 41δ, Μυλωνᾶς, 47-49, ἀρ. Βκ-65, πίν. 204, Kerameikos IX, 121, ἀρ. 132.1-5, πίν. 53.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
327
τῆς καπνοδόχου, λαβὴ ἐκϕυόμενη ἀπὸ τὸ λαιμὸ καταλήγει στὸν ὦμο, λαιμὸς ψηλός, κορμὸς κυλινδρικὸς στενούμενος κάτω, ἀκμὴ ἐπὶ τοῦ ἐπικλινοῦς ὤμου, βάση (ἐκτὸς ἀπὸ τῆς ληκύθου Α5/ΜΜ1887, ποὺ εἶναι δισκοειδὴς) διμερὴς μὲ κοίλανση στὸ κέντρο καὶ ἕναν ἢ δύο ἐγχάρακτους δακτύλιους στὴν κάτω ἐπιϕάνειά της ῾ Ο κατώτατος δακτύλιος τῆς βάσης, (ἐκτὸς ἀπὸ τῆς ληκύθου Α4/ΜΜ1886 καὶ τῆς ὄψης τῆς βάσης τῆς ληκύθου Α5/ΜΜ1887), ἡ ἄνω ἐπιϕάνειά της καὶ τὸ κατώτερο τμῆμα τοῦ κορμοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς ἢ τέσσερις ἐξηρημένους δακτυλίους, τὸ στόμιο καὶ ἡ ἐξωτερικὴ ἐπιϕάνεια τῆς λαβῆς καλύπτονται ἀπὸ μελανὸ στιλπνὸ χρῶμα. Στὴν κύρια ἐδαϕόχρωμη ζώνη μελανόμορϕη παράσταση: δύο γυναῖκες σὲ τέθριππο πρὸς τὰ δεξιά. Μπροστὰ ἀπὸ αὐτὸ γυναίκα καθισμένη σὲ δίϕρο. ῎ Ιχνη ἀπὸ λευκὸ ἐπίθετο χρῶμα στὸ πρόσωπο καὶ στὰ γυμνὰ μέλη τοὺς (χέρια, πόδια), στὶς λεπτομέρειες τῶν ἵππων καὶ στὸν δίϕρο. Μὲ ἐγχαράξεις ἀποδίδονται οἱ πτυχώσεις τῶν ἐνδυμάτων, τὰ περιγράμματα τῶν ἵππων καὶ τὰ χαλινάρια. Δεξιὰ ἡ παράσταση ὁρίζεται ἀπὸ κάθετη μελανὴ γραμμή. Στὸ ἔδαϕος τῆς παράστασης πάνω ἀπὸ τὸ τέθριππο καὶ μεταξὺ τῶν δυὸ μορϕῶν ὁριζόντια μελανὴ γραμμὴ μὲ στιγμὲς ἑκατέρωθεν- κλάδος μὲ σχηματοποιημένα στιγμωτὰ ϕύλλα. Πάνω ἀπὸ τὴν παράσταση ἀβακωτὸ κόσμημα ἢ διπλὴ σειρὰ στιγμῶν μὲ ἴχνη λευκοῦ χρώματος ποὺ ἀπὸ κάτω ὁρίζεται ἀπὸ δύο δακτυλίους. Στὸν ὦμο ἀκτινωτὸ κόσμημα καὶ ἄνω σειρὰ στιγμῶν. Μελανόμορϕη λήκυθος14 Α6/ΜΜ1888 (εἰκ. 18). ῞ Υψος 0,139μ., διάμετρος χείλους 0,026μ., διάμετρος βάσης 0,031μ. ᾽Ακέραια. ῾ Ως πρὸς τὸ σχῆμα καὶ τὶς περιοχὲς ποὺ καλύπτει τὸ μελανὸ γάνωμα ὅμοια μὲ τὶς παραπάνω. ῾ Ως πρὸς τὴ βάση ὅμοια μὲ τῆς ληκύθου Α5/ΜΜ1887 (βλ. παραπάνω), μὲ ἐχάρακτο δακτύλιο στὴν ὄψη. Στὴν κύρια ἐδαϕόχρωμη ζώνη μελανόμορϕη παράσταση καθισμένης σὲ δίϕρο γυναίκας κιθαρωδοῦ, στὰ δεξιὰ τῆς ὁποίας ἄλλη γυναικεία μορϕὴ σὲ ἀνάκλιντρο. Τὴν παράσταση πλαισιώνουν ἀπὸ μία καθισμένη σὲ δίϕρο γυναίκα. Μὲ ἐγχαράξεις ἀποδίδονται οἱ πτυχώσεις τῶν ἐνδυμάτων. Λευκὸ ἐπίθετο χρῶμα στὴν κιθάρα, στὰ πόδια τοῦ ἀνάκλιντρου καὶ στὸν δεξιὸ δίϕρο καὶ ἴχνη λευκοῦ χρώματος στὰ πρόσωπα. Πά14. Kerameikos VII, 43, ἀρ. 131.1, πίν. 26, Kerameikos ΙΧ, 126, ἀρ. 152.2,
πίν. 41.
328
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
νω ἀπὸ τὴν παράσταση σὲ λευκὸ βάθος διπλὴ σειρὰ στιγμῶν ποὺ ἀπὸ κάτω ὁρίζεται ἀπὸ δύο δακτυλίους καὶ στὸν ὦμο ἀκτινωτὸ κόσμημα καὶ ἄνω σειρὰ στιγμῶν. ῾ Η παράσταση εἶναι παρόμοια μὲ τῆς ληκύθου Α6 ἀπὸ τὸν ἐγχυτρισμὸ 6 (βλ. παρακάτω ἀρ. 6, εἰκ. 20). Μελανόμορϕη λήκυθος15 Α7/ΜΜ1889 (εἰκ. 18). ῞ Υψος 0,128μ., διάμετρος χείλους 0,025μ., διάμετρος βάσης 0,029μ. Συγκολλημένη στὸ λαιμό, λείπει ἡ λαβή. ῾ Ως πρὸς τὸ σχῆμα καὶ τὶς περιοχὲς ποὺ καλύπτει τὸ μελανὸ γάνωμα ὅμοια μὲ τὶς παραπάνω. Στὴν κύρια ἐδαϕόχρωμη ζώνη μελανόμορϕη διονυσιακὴ παράσταση. Στὸ κέντρο ὁ Διόνυσος, γενειοϕόρος, κατ’ ἐνώπιον στρέϕει τὸ κεϕάλι ἀριστερά. Φορᾶ ποδήρη χιτώνα καὶ ἱμάτιο. Πλαισιώνεται ἀπὸ μαινάδες ἀναβάτιδες ἡμιόνων ἢ ὄνων, ποὺ ϕέρουν ἱμάτια. Μὲ ἐγχαράξεις ἀποδίδονται οἱ πτυχώσεις τῶν ἐνδυμάτων. Πάνω ἀπὸ τὴν παράσταση διπλὴ σειρὰ στιγμῶν ποὺ ἀπὸ κάτω ὁρίζεται ἀπὸ δύο δακτύλιους. Στὸν ὦμο ἀκτινωτὸ κόσμημα καὶ ἄνω σειρὰ στιγμῶν. 6) Μελανόμορϕη λήκυθος, μελανόμορϕο σκυϕίδιο (εἰκ. 19, ἡ λήκυ-
θος στὸ κέντρο) καὶ δύο συνανήκοντα τμήματα ἀπὸ τὸ σῶμα μελανόμορϕης ληκύθου (εἰκ. 20), α΄μισὸ τοῦ 5ο αἰ. π.Χ. Βρέθηκαν στὸν ἐγχυτρισμὸ 6 μαζὶ μὲ ἄλλο ἕνα σκυϕίδιο καὶ τρεῖς ληκύθους, δύο πυξίδες καὶ μία κύλικα καὶ δύο συνανήκοντα τμήματα ἀπὸ τὸ σῶμα μελανόμορϕης ληκύθου (εἰκ. 20), α΄μισὸ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. Βρέθηκαν στὸν ἐγχυτρισμὸ 6 μαζὶ μὲ ἄλλο ἕνα σκυϕίδιο καὶ τρεῖς ληκύθους, δύο πυξίδες καὶ μία κύλικα. Μελανόμορϕη λήκυθος16 Α2 / ΜΜ1854 (εἰκ. 19, ἡ λήκυθος στὸ κέντρο). ῞ Υψος 0,17μ., διάμετρος χείλους 0,032μ., διάμετρος βάσης 0,046μ. Πηλὸς καστανέρυθρος. Συγκολλημένη βάση διμερής. Στὴν ἄνω ἐπιϕάνειά της ἀβαθὴς ἐγχάρακτος δακτύλιος, στὴν κάτω ἐπιϕάνεια κωνοειδὴς ἐσοχὴ στὸ κέντρο περιέχει μικρότερη κοίλανση καὶ μικρὸ ἔξαρμα ἐπίσης στὸ κέντρο. Κορμὸς κυλινδρικός, στενούμενος κάτω, σχηματίζει ἀκμὴ μὲ τὸν ἐλαϕρῶς ἐπικλινῆ ὦμο. Λαιμὸς ψηλός, στόμιο καλυκόσχημο, λαβὴ κατακόρυϕη, ταινιόσχημη, ἐκϕυόμενη ἀπὸ 15. Πόλη, 308, 313, ἀρ. 309, ἀρ. 315, Kerameikos ΙΧ, 138, ἀρ. 215.6, πίν. 58. 16. CVA Geneve , 47, ἀρ. 15001 (16-18), πίν. 75, Kerameikos VII, 12, ἀρ. 9.2, πίν. 7, Πόλη, 313, ἀρ. 316, βλ. παρατηρήσεις-βιβλιογραϕία.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
329
τὸν λαιμὸ ἀπολήγει στὸν ὦμο. ῾ Ο κατώτατος δακτύλιος τῆς βάσης, ἡ ἄνω ἐπιϕάνειά της καὶ τὸ κατώτερο τμῆμα τοῦ κορμοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς ἐξηρημένους δακτυλίους, τὸ στόμιο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄνω ἐπιϕάνεια τοῦ ἐπίπεδου χείλους, καὶ ἡ ἐξωτερικὴ ἐπιϕάνεια τῆς λαβῆς καλύπτονται ἀπὸ μελανὸ στιλπνὸ χρῶμα. Στὴν κύρια ἐδαϕόχρωμη ζώνη μελανόμορϕη παράσταση τριῶν ὀρχούμενων μαινάδων. Οἱ δυὸ δεξιὰ βηματίζουν πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ κοιτάζουν πρὸς τὰ πίσω τὴν ἀριστερὴ μορϕή, ἡ ὁποία βηματίζει πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ κοιτάζει τὶς ἄλλες δύο πρὸς τὰ δεξιά. Φοροῦν ποδήρη χιτώνα καὶ ἱμάτιο. Μὲ λευκὸ ἐπίθετο χρῶμα ἀποδίδονται τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γυμνά τους μέλη (χέρια, πόδια). Μὲ χάραξη, λευκὸ καὶ ἰῶδες χρῶμα ἀποδίδονται οἱ λεπτομέρειες καὶ οἱ πτυχώσεις τῶν ἐνδυμάτων. Στὸ ἔδαϕος τῆς παράστασης κλάδοι μὲ σχηματοποιημένα στιγμωτὰ ϕύλλα καὶ στρογγυλοὺς λευκοὺς καρποὺς κατὰ διαστήματα μεγαλύτερους σὲ μέγεθος. Τὴν παράσταση ἐπιστέϕει ζώνη ἀπὸ διπλὴ σειρὰ μελανῶν στιγμῶν, ποὺ ὁρίζεται κάτω ἀπὸ δυὸ δακτυλίους μελανοὺς καὶ πάνω ἀπὸ ἕναν. Στὴ γένεση τοῦ λαιμοῦ γραμμίδια καὶ στὸν ὦμο ἀκτινωτὸ κόσμημα (σχηματοποιημένοι κάλυκες λωτοῦ) ἀποδίδονται μελανόγραϕα. ῎ Εργο τῆς τεχνοτροπίας τοῦ ζωγράϕου τοῦ Αἵμονος. ῾ Η παράσταση εἶναι παρόμοια μὲ τῆς ληκύθου Α1/ ΜΜ1869 ἀπὸ τὴν πυρὰ 5 (βλ. παρακάτω ἀρ. 7, εἰκ. 19, ἡ λήκυθος στὰ ἀριστερά). Μελανόμορϕο σκυϕίδιο17 Α3/ ΜΜ1855 (εἰκ. 19). ῞ Υψος 0,048μ., διάμετρος χείλους 0,07μ., διάμετρος βάσης 0,039μ. Πηλὸς καστανός. Συγκολλημένο, μὲ μικρὲς ἀποκρούσεις στὸ χεῖλος, λείπει τμῆμα ἀπὸ τὸ σῶμα. ῾ Η διακόσμηση βρίσκεται σὲ μία πλατειὰ ζώνη μὲ κιτρινωπὸ βάθος ἀνάμεσα στὶς λαβές. Καὶ στὶς δυὸ ὄψεις ἡ ἴδια, σχηματικά αποδιδόμενη, πτερωτὴ μορϕὴ πλαισιωμένη ἀπὸ ἀνθέμια ποὺ βγαίνουν ἀπὸ βλαστούς, οἱ ὁποῖοι ξεκινοῦν ἀπὸ τὶς ρίζες τῶν λαβῶν καὶ ἀπὸ ζεύγη στιγμῶν. ᾽ Εξηρημένη εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ ἐπιϕάνεια τῶν λαβῶν, μία ὁριζόντια γραμμὴ κάτω ἀπὸ τὴν παράσταση, τὰ κάθετα τοιχώματα τῆς βάσης, ἡ ἐπιϕάνεια ἕδρασής της καὶ τὸ κέντρο της κάτω μὲ μαστοειδῆ ἀπόϕυση ἐπιϕάνειάς της. Τὸ ὑπόλοιπο κα17. Παπαδοπούλου-Κανελοπούλου (1972), 226-227, ἀρ. 102-104, πίν. 92, Agora XXIII, 61, 289, ἀρ. 1577, πίν. 105, ῎Ακανθος Ι, 58, ταϕ. 1405, ἀρ. 2, πίν. 57.
330
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
λύπτεται μὲ μελανὸ γάνωμα ποὺ ἐξωτερικὰ εἶναι ἀρκετὰ ἀπολεπισμένο. ᾽Ανήκει στὴν ῾ Ομάδα τῆς Λίνδου. Δύο συνανήκοντα τμήματα ἀπὸ τὸ σῶμα μελανόμορϕης ληκύ18 θου Α6 (εἰκ. 20). Παράσταση παρόμοια μὲ τῆς ληκύθου Α6/ ΜΜ1888 ἀπὸ τὸν κιβωτιόσχημο τάϕο 1 (βλ. παραπάνω ἀρ. 5, εἰκ. 18). ᾽ Εδῶ ὁ κιθαρωδὸς πλαισιώνεται ἀπὸ δύο καθισμένες σε δίϕρο μορϕές. Τὸ βάθος τῆς παράστασης κοσμοῦν ϕυλλωτοὶ κλάδοι. Πάνω ἀπὸ τὴν παράσταση ἀμελὴς δεξιόστροϕος μαίανδρος ποὺ «πατᾶ» σὲ διπλὴ γραμμή. ᾽Ανήκει στὸ ἐργαστήριο τοῦ ζωγράϕου τοῦ Αἵμονος. 7) Μελανόμορϕη λήκυθος, ἔργο τῆς τεχνοτροπίας τοῦ ζωγράϕου τοῦ Αἵμονος, α΄μισὸ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. Βρέθηκε στὴν πυρὰ 5 (εἰκ. 19, ἡ
λήκυθος στ’ ἀριστερά). Μελανόμορϕη λήκυθος19 Α1/ ΜΜ1869 (εἰκ. 19, ἡ λήκυθος στ’ ἀριστερά). ῞ Υψος 0,152μ., διάμετρος χείλους 0,03μ., διάμετρος βάσης 0,035μ. Πηλὸς καστανὸς μὲ ἔντονα ἴχνη καύσης στὸν ὦμο, τὸ λαιμό, τὴ λαβὴ καὶ τὴ βάση. Συγκολλημένη. ῾ Ως πρὸς τὸ σχῆμα καὶ τὶς περιοχὲς ποὺ καλύπτει τὸ μελανὸ γάνωμα ὅμοια μὲ ληκύθους τοῦ κιβωτιόσχημου τάϕου 1 (βλ. παραπάνω ἀρ. 5, εἰκ. 17, 18). Στὴν κύρια ἐδαϕόχρωμη ζώνη μελανόμορϕη παράσταση τριῶν ὀρχούμενων μαινάδων, ποὺ βηματίζουν πρὸς τὰ δεξιά. ῾ Η μεσαία κοιτάζει πρὸς τὰ πίσω τὴν ἀριστερὴ μορϕὴ ὑψώνοντας τὸ χέρι της. ῾ Η δεξιὰ μορϕὴ κρατᾶ στεϕάνι, ἡ ἀριστερὴ ἀδιάγνωστο ἀντικείμενο. Φοροῦν ποδήρη χιτώνα καὶ ἱμάτιο. Μὲ λευκὸ ἐπίθετο χρῶμα ἀποδίδονται τὰ πρόσωπα καὶ τὰ γυμνά τους μέλη (χέρια, πόδια). Μὲ χάραξη ἀποδίδονται οἱ πτυχώσεις τῶν ἐνδυμάτων. Στὸ ἔδαϕος τῆς παράστασης κλάδοι μὲ σχηματοποιημένα στιγμωτὰ ϕύλλα. Τὴν παράσταση ἐπιστέϕει ζώνη ἀπὸ διπλὴ σειρὰ μελανῶν καὶ ἐναλλὰξ λευκῶν στιγμῶν, ποὺ ὁρίζεται κάτω ἀπὸ δυὸ δακτυλίους μελανοὺς καὶ πάνω ἀπὸ ἕναν. Στὸν ὦμο ἀκτινωτὸ κόσμημα καὶ ἄνω σειρὰ στιγμῶν ἀποδίδονται μελανόγραϕα. ῾ Η παράσταση εἶναι παρόμοια μὲ τῆς ληκύθου Α2 / ΜΜ1854 ἀπὸ τὸν ἐγχυτρισμὸ 6 (βλ. παραπάνω ἀρ. 6, εἰκ. 19, ἡ λήκυθος στὸ κέντρο). 18. Kerameikos ΙΧ, 126, ἀρ. 152.1, πίν. 41. 19. Βλ. ὑποσημείωση ἀρ.16.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
331
8) Περίαπτο ἀπὸ ϕαγεντιανή, ἀργυρὸς κρίκος (εἰκ. 21) καὶ κύπελλο (εἰκ. 22), 3ος αἰ. μ.Χ. βρέθηκαν στὸν ἀναμοχλευμένο χῶρο τῆς πυρᾶς 2 ἀπὸ τὸν ὑπερκείμενό της κεραμοσκεπῆ τάϕο 1, οἱ κεραμί-
δες τοῦ ὁποίου εἶχαν καταχωθεῖ στὸ ἐσωτερικό της, καὶ ἀπὸ τὴ δοκιμαστικὴ τομὴ στὰ νότιά της, ποὺ εἶχε διανοιχθεῖ ἀρχικὰ στὸ οἰκόπεδο μὲ ἐκσκαϕικὸ μηχάνημα. Περίαπτο20 Δ1/ ΜΜ1897 (εἰκ. 21). ῞ Υψος 0,025μ., πλάτος 0,02μ., πάχος 0,01μ. Φαγεντιανὴ γαλαζοπράσινου χρώματος. ᾽Ακέραιο, μικρὴ ἀπόκρουση στὸ πίσω μέρος. ᾽ Οπὴ ἀνάρτησης στὸ ἄνω μέρος. Στὴν κύρια ὄψη ἔκτυπη παράσταση κεϕαλῆς κατ’ ἐνώπιον μὲ πλούσια κόμη πιθανὸν Μέδουσας. ῏ Ηταν μᾶλλον ϕυλαχτὸ λαμβάνοντας ὑπόψη τὴν εὐρεία χρήση τους αὐτὴ τὴν ἐποχή. ᾽Αργυρὸς κρίκος Μ1/ ΜΜ2379 (εἰκ. 21). Διάμετρος 0,025μ., πάχος 0,002μ. Τετράγωνης διατομῆς, ἀνοικτὸς κατὰ τὰ πέρατα τοῦ σύρματος ποὺ τὸ σχηματίζει. Μόνωτο κύπελλο21 Α1/ΜΜ1868 (εἰκ. 22). ῞ Υψος 0,057μ., διάμετρος χείλους 0,08μ., διάμετρος βάσης 0,035μ. ᾽Ακέραιο. Πηλὸς καστανός. Τὸ στόμιο, μὲ κάθετο ψηλὸ χεῖλος καὶ διπλὴ χάραξη στὴν κορυϕή του, ἔχει τὴ μορϕὴ «κολλάρου» μὲ κάθετα τοιχώματα. Κάθετη ταινιωτὴ λαβὴ μὲ διπλὴ χάραξη στὴ ράχη, βάση ἐπίπεδη. Σῶμα κωνικό. Σχηματίζει ἐσοχὴ στὸ σημεῖο ἕνωσης μὲ τὸ στόμιο μὲ ρηχὴ αὐλάκωση ἐξωτερικά. ᾽ Εσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἀπολεπισμένο ἐρυθρὸ χρῶμα. 9) Φιάλη (εἰκ. 22) καὶ λύχνος (εἰκ. 21), β΄μισὸ τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ. Βρέθηκαν στὸν προαναϕερόμενο κεραμοσκεπὴ τάϕο 1. Φιάλη22 Α1/ ΜΜ1866 (εἰκ. 22). ῞ Υψος 0,075μ., διάμετρος χείλους 0,139μ., διάμετρος βάσης 0,046μ. ᾽Ακέραια. Πηλὸς καστανός. Τὸ στό-
μιο, μὲ κάθετο ψηλὸ χεῖλος καὶ βαθιὰ χάραξη στὴν κορυϕή του, ἔχει τὴ μορϕὴ «κολλάρου» μὲ κάθετα τοιχώματα. Τὸ σῶμα μὲ ἀποκλίνοντα, ἐλαϕρῶς καμπυλωτὰ τοιχώματα καὶ ψηλὴ δακτυλιόσχημη βάση, σχηματίζει ἐσοχὴ στὸ σημεῖο ἕνωσης μὲ τὸ στόμιο. ᾽ Εσωτερικὰ 20. JPGMC, 162, ἀρ. 447, 448, Ναλπάντης (2003), 132. 21. Agora V, 64, ἀρ. Κ47, πίν. 12. 22. Agora V, 63, Νο. Κ44, πίν. 12.
332
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
καὶ ἐξωτερικὰ καλύπτεται ἀπὸ ἐρυθρὸ χρῶμα, ἀπολεπισμένο στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἐπιϕάνειας. Μονόμυξος λύχνος23 Π1/ ΜΜ1867 (εἰκ. 21). ῞ Υψος 0,041μ., μῆκος 0,14μ., διάμετρος δίσκου 0,082μ., διάμετρος βάσης 0,046μ. ᾽Ακέραιος, κατασκευασμένος μὲ μήτρα. Πηλὸς πορτοκαλόχρωμος. Σῶμα ἡμισϕαιρικὸ πεπλατυσμένο, ἐλαϕρῶς κοῖλος δίσκος, βραχὺς κωνικὸς μυκτήρας, συμπαγὴς κωνικὴ λαβή. ᾽ Επίπεδη κυκλικὴ ἐπιϕάνεια ἕδρασης σχηματιζόμενη ἀπὸ πλαστικὸ δακτύλιο. ᾽ Οπὴ πλήρωσης καὶ μικρὴ ὀπὴ ἐξαερισμοῦ στὸ δίσκο. ῎ Αβαϕος. ῎ Ιχνη καύσης στὸν μυκτήρα. Στὸ δίσκο ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ πλαστικὸ δακτύλιο ἀνάγλυϕη παράσταση κένταυρου σὲ κίνηση πρὸς τὰ δεξιὰ μὲ πρόσωπο κατ’ ἐνώπιον νὰ κρατᾶ λύρα. Στὴν ὀπὴ πλήρωσης τμῆμα στελέχους ἀπὸ σίδηρο καὶ ἔντονα ἴχνη σκωρίας στὸν πηλὸ γύρω ἀπὸ αὐτό. Στὴν περίμετρο τοῦ δίσκου πλαστικὸς δακτύλιος, τέσσερα σϕαιρίδια στὶς ἐγχαράξεις τῶν δακτυλίων καὶ δυὸ μικρὲς ἀκόσμητες μετόπες. Βαθιὲς ἐγχαράξεις στὴ λαβή. Αὐτὴ ἡ παράσταση δὲν εἶναι γνωστὴ στοὺς ἀττικοὺς λύχνους πρὶν ἀπὸ τὸ β΄μισὸ τοῦ 3ου αἰ. μ.Χ. 10) Τμῆμα ἀπὸ τὸ λαιμὸ γυάλινου μυροδοχείου 3ος αἰ μ.Χ. καὶ χάλκινο νόμισμα 283-284 μ.Χ. (εἰκ. 21) ἀπὸ περισυλλογή. Τμῆμα ἀπὸ τὸ λαιμὸ γυάλινου μυροδοχείου24 Δ1 (εἰκ. 21). Μέγιστο σωζόμενο ὕψος 0,095μ., διάμετρος χείλους 0,023μ. ῎ Αχρωμο. Ψη-
λὸς κυλινδρικὸς λαιμός, ἔξω νεῦον δακτυλιόσχημο χεῖλος μὲ ἐπίπεδη τὴν ἄνω ἐπιϕάνεια καὶ μικρὴ προεξοχή. Βρέθηκε σὲ βάθος 0,50μ. Χάλκινο νόμισμα25 Ν1/ ΜΜ2318 (εἰκ. 21). Διάμετρος 0,02μ., πάχος 0,02μ. Μέτρια διατήρηση μὲ ϕθορὲς στὰ γράμματα. Νομισματοκοπεῖο: Κύζικος. ᾽ Εμπροσθότυπος: IMP C NVMERIANVS [P F AVG]. Προτομὴ ἀκτινωτὴ τοῦ Νουμεριανοῦ πρὸς δεξιά. ᾽ Οπισθότυπος: CLEMENTIA τελεία TEMP, ἀριστερὰ ὁ Νουμεριανὸς κρατᾶ σκῆπτρο καὶ δέχεται Νίκη πάνω σὲ σϕαίρα ἀπὸ τὸν Δία (ἢ τὸν Κάρο) στὰ δεξιά, ποὺ κρατᾶ ἐπίσης σκῆπτρο. Στὸ ἔξεργο …/ ΧΧΙ. Περισυλλέχθηκε ἀπὸ τὸν χῶρο κοντὰ στὴν πυρὰ 5 ἀπὸ βάθος 1,10μ. 23. Agora VΙΙ, 113, Νο. 671, πίν. 15. 24. Ναλπάντης (2003), 53, 90, 129, ἀρ. ΒΥ244/4, ΒΥ244/8, πίν. 43. 25. Agora II, 32, Νο. 725, RIC V,II, 122-132, 186, 190, 201, Ν. 3, Ν. 372, Ν. 463, ΙΕΕ, τ. Στ, 20, 591, 600
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
333
Κλείνοντας θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἐποπτεύουσα ἀρχαιολόγο τῆς ἀνασκαϕῆς κ. Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα, ποὺ μοῦ παραχώρησε τὸ δικαίωμα δημοσίευσης τοῦ ὑλικοῦ της ἀνασκαϕῆς, τὸν γραϕίστα κ. Γιῶργο Μυλωνᾶ καὶ τοὺς συναδέλϕους τῆς Β ΄ΕΠΚΑ: συντηρητὲς ἀρχαιοτήτων στὴν ᾽Αρχαιολογικὴ Συλλογὴ ᾽Αχαρνῶν κ. Νικήτα ᾽Αναγνωστόπουλο, κ. Κανάκη Χάραρη καὶ κα. Μαρία Φλουσκάκου, τὴν ἀρχαιολόγο κα. Σταματία Κατσανδρῆ καὶ τὴ σχεδιάστρια κα. Κωνσταντίνα Δελῆ γιὰ τὴν πολύτιμη βοήθειά τους, τὴν πρόεδρο τοῦ ᾽ Επισκηνίου κα. Μαρία Μίχα γιὰ τὴν πρόσκλησή της νὰ συμμετάσχω στὴ Διημερίδα καὶ τὸν κ. Λαμπρινὸ Πλατυπόδη γιὰ τὴ συνεργασία.
Συντομογραϕίες - Βιβλιογραϕία Agora II: M. Thompson, Coins from the roman through the venetian period, The Athenian Agora II, Princeton, New Jersey 1954. Agora V: H. S. Robinson, Pottery of the roman period, The Athenian Agora V, Princeton, New Jersey 1959. Agora VII: J. Perlzweig, Lamps of the roman period, The Athenian Agora VII, Princeton, New Jersey 1961. Agora XXIII: M. B. Moore - M. Z. P. Philippides, Attic black-figured pottery, The Athenian Agora XXIII, Princeton, New Jersey 1986. Άκανθος Ι: Ν. Καλτσᾶς, ῎ Ακανθος Ι, ῾ Η ἀνασκαϕὴ στὸ νεκροταϕεῖο κατὰ τὸ 1979, ᾽Αθήνα 1998. Boardman 1974: J. Boardman, Α ᾽ θηναϊκὰ μελανόμορϕα ἀγγεῖα, Λονδίνο 1974. Boardman 1998: J. Boardman, Early Greek Vase Painting, London 1998. CVA Geneve: Chr. Dunant - L. Kahil, Corpus Vasorum Antiquorum (CVA), Suisse 3, Geneve 2, Musee d’ Art et d’ Histoire, Berne 1980. Delos XVII: Ch. Dugas, Les vases orientalisants de style non melien, Delos XVII, Paris 1935. Δετοράτου 2003-2009: Σ. Δετοράτου, Πρωτοκορινθιακὴ καὶ Κορινθιακὴ κεραμικὴ εἰσηγμένη στὴν Πάρο, ΑΔ 58-64, 2003-2009, Μελέτες. Θουκ.: Θουκυδίδου ῾ Ιστορίαι, ΙΙ, 19-23, 47. Haspels: C.H.E. Haspels, Attic Black-figured Lekythoi, Paris 1936. ΙΕΕ: ῾ Ιστορία τοῦ ῾ Ελληνικοῦ ῎ Εθνους, Κλασσικὸς ῾ Ελληνισμός, Τόμος Γ2, ᾽Αθήνα 1972. ΙΕΕ: ῾ Ιστορία τοῦ ῾ Ελληνικοῦ ῎ Εθνους, ῾ Ελληνισμὸς καὶ Ρώμη, Τόμος Στ, ᾽Αθήνα 1976.
334
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
JPGMC: J. Spier, Ancient Gems and Finger Rings, Catalogue of the Collections The J. Paul Getty Museum, Malibu-California 1992.
Kerameikos VII: E. Kunz-Goette, K. Tancke, K. Vierneisel, Die Nekropole von der Mitte des 6. bis zum Ende des 5. Jahrhunderts, Die Beigaben, Kerameikos VII. 2, Muenchen 1999. Kerameikos IX: U.Knigge, Der Suedhuegel, Kerameikos IX, Berlin 1976. Kerameikos XV: B. Vierneisel-Schloerb, Die figuerlichen Terrakotten I. Spaetmykenisch bis spaethellenistisch, Kerameikos XV, München 1997. Κοκκόρου-᾽Αλευρὰ 1991: Γ. Κοκκόρου-᾽Αλευρά, ῾ Η Τέχνη τῆς ᾽Αρχαίας ῾ Ελλάδας, ᾽Αθήνα 1991. Kurtz-Boardman 2011: D. Kurtz καὶ J. Boardman, ῎ Εθιμα ταϕῆς στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ᾽Αθήνα 2011. Μπαρακάρη-Γλένη 1984: Κ. Μπαρακάρη-Γλένη, ᾽Ανασκαϕὴ τάϕων στὸ ῎ Αργος 39, 1984, Μελέται. Μυλωνᾶς: Γ. Μυλωνᾶς – Τὸ Δυτικὸν Νεκροταϕεῖον τῆς ᾽Ελευσίνος, Α, Κείμενον, ᾽Αθήνα 1975. Ναλπάντης 2003: Δ. Ναλπάντης, ᾽Ανασκαϕὴ στὸ οἰκόπεδο τοῦ Μουσείου Βυζαντινοῦ Πολιτισμοῦ στὴ Θεσσαλονίκη, Ταϕὲς καὶ εὑρήματα, Δημοσιεύματα τοῦ ᾽Αρχαιολογικοῦ Δελτίου ἀρ. 85, ᾽Αθήνα 2003. Παπαδοπούλου-Κανελοπούλου 1972: Χ. Παπαδοπούλου-Κανελοπούλου, ᾽Ανασκαϕὴ «Ν. ᾽Ακροπόλεως». Μελανόμορϕη κεραμεική, ΑΔ 27, 1972,
Μελέτες. Πλάτωνος-Γιώτα 2004: Μ. Πλάτωνος-Γιώτα, ΑΧΑΡΝΑΙ, ῾ Ιστορικὴ καὶ Τοπογραϕικὴ Ε ᾽ πισκόπηση τῶν Α ᾽ ρχαίων Α ᾽ χαρνῶν, τῶν Γειτονικῶν Δήμων καὶ τῶν ᾽Οχυρώσεων τῆς ᾽Αττικῆς, ᾽Αχαρναὶ 2004. Πόλη: ῾ Η Πόλη κάτω από την Πόλη, Εὑρήματα ἀπὸ τὶς ἀνασκαϕὲς τοῦ Μητροπολιτικοῦ Σιδηροδρόμου τῶν ᾽Αθηνῶν, ῞ Ιδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή, Μουσεῖο Κυκλαδικῆς Τέχνης, ᾽Αθήνα 2003. Πολογιώργη 2003-2009: Μ. Πολογιώργη, ᾽Ανασκαϕὴ νεκροταϕείου στὸ Χαλάνδρι, ΑΔ 58-64, 2003-2009, Μελέτες. RIC, V, ΙΙ: P. H. Webb, The Roman Imperial Coinage (RIC), V, ΙΙ, London 1968. Σαλλιώρα-Οικονομάκου 1980: Μ. Σαλλιώρα-Οικονομάκου, Νεκροταϕεῖο στὴν περιοχὴ Λαυρίου, ΑΔ 40, 1980, Μελέται. Scheibler 1992: I. Scheibler, ῾ Ελληνική Κεραμική, Αθήνα 1992. Τζουβάρα-Σούλη 1998: Χ. Τζουβάρα-Σούλη: Τεχνικὴ καὶ σχήματα ᾽Αττικῶν ἀγγείων 6ου-4ου π.Χ. αἰ., ᾽ Ιωάννινα 1998. Χρηστίδης 2009: Χ. Χρηστίδης, ᾽Αριστοϕάνη ᾽Αχαρνεῖς, ᾽Αθήνα 2009.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
Εἰκ. 1. ῾ Η θέση τῆς ἀνασκαϕῆς ἐπισημαίνεται στὰ αριστερά. Στὰ δεξιὰ σημειώνεται ἡ ρωμαϊκὴ ἀγροικία μὲ βαλανεῖο, τὸ νεκροταϕεῖο ὑστερορωμαϊκῶν-παλαιοχριστιανικῶν χρόνων καὶ τὸ τμῆμα του κλασικοῦ νεκροταϕείου.
Εἰκ. 2. ῾ Η πυρὰ 16.
Εἰκ. 3. ῾ Ο εγχυτρισμὸς 5.
335
336
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εἰκ. 4. ῾ Η θέση προσϕορῶν, ὁ ἐγχυτρισμὸς 7 καὶ ὁ λακκοειδὴς τάϕος 1.
Εἰκ. 5. ῾ Ο κιβωτιόσχημος τάϕος 1 μὲ τὰ κτερίσματά του.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
Εἰκ. 6. ῾ Ο κεραμοσκεπὴς τάϕος 3.
Εἰκ. 7. Τὸ τμῆμα τοῦ τοίχου Τ1.
337
338
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εἰκ. 8. Τὰ κορινθιακὰ ἀλάβαστρα Α1 / ΜΜ1893 καὶ Α2 / ΜΜ1894.
Εἰκ. 9. ῾ Ο κορινθιακὸς σϕαιρικὸς ἀρύβαλλος Α3 / ΜΜ1895.
Εἰκ. 10. ῾ Η γυναικεία προτομὴ Ε1/ ΜΜ1861 καὶ τὸ τμῆμα εἰδωλίου Ε2 / ΜΜ2378.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
339
Εἰκ. 11. ῾ Η μελανόμορϕη κύλικα Α1/ ΜΜ1870 καὶ ὁ μικκύλος σκύϕος Α2 / ΜΜ1871.
Εἰκ. 12. ῾ Η β΄ όψη τῆς μελανόμορϕης κύλικας Α1/ ΜΜ1870.
Εἰκ. 13. Λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν παράσταση τῆς μελανόμορϕης κύλικας Α1/ ΜΜ1870.
340
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εἰκ. 14. Λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν παράσταση τῆς μελανόμορϕης κύλικας Α1/ ΜΜ1870.
Εἰκ. 15. Τὸ ἐσωτερικὸ τῆς μελανόμορϕης κύλικας Α1/ ΜΜ1870.
Εἰκ. 16. Οἱ μελανόμορϕες λήκυθοι Α1/ ΜΜ1863 καὶ Α3/ ΜΜ1851.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
341
Εἰκ. 17. Οἱ μελανόμορϕες λήκυθοι Α10, Α4 / ΜΜ1886, Α5 / ΜΜ1887, Α1/ ΜΜ1883 καὶ Α2 / ΜΜ1884.
Εἰκ. 18. Οἱ μελανόμορϕες λήκυθοι Α7/ ΜΜ1889 καὶ Α6/ ΜΜ1888.
342
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εἰκ. 19. Οἱ μελανόμορϕες λήκυθοι Α1/ ΜΜ1869 καὶ Α2/ ΜΜ1854 καὶ τὸ μελανόμορϕο σκυϕίδιο Α3/ ΜΜ1855.
Εἰκ. 20. Τὰ δύο συνανήκοντα τμήματα ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς μελανόμορϕης ληκύθου Α6.
ΑΡΧΑΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΤΟ ΜΟΝΟΜΑΤΙ ΑΧΑΡΝΩΝ
343
Εἰκ. 21. ῾ Ο λύχνος Π1/ ΜΜ1867, τὸ τμῆμα ἀπὸ τὸ λαιμὸ γυάλινου μυροδοχείου Δ1, τὸ περίαπτο Δ1/ΜΜ1897, ὁ αργυρὸς κρίκος Μ1/ ΜΜ2379, καὶ τὸ χάλκινο νόμισμα Ν1/ ΜΜ2318.
Εἰκ. 22. ῾ Η ϕιάλη Α1/ ΜΜ1866 καὶ τὸ μόνωτο κύπελλο Α1/ ΜΜ1868.
344
ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Σχ. 1. Κάτοψη τῆς ἀνασκαϕῆς (σχέδιο Κ. Δελῆ).
῾ Ελένη ᾽Ασημακοπούλου* ᾽Αντωνία Γιαλλελῆ* ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΑΦΙΚΑ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΘΙΜΑ1
ΕΠΙΧΕΙΡΩΝΤΑΣ τὴν προσέγγιση τοῦ τρίτου ἄξονα τοῦ θέματος τῆς διημερίδας, αὐτοῦ ποὺ ἀϕορᾶ στοὺς ἀνθρώπους στὸ πλαίσιο τῆς ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας ᾽Αχαρνῆς, θὰ γίνει προσπάθεια νὰ σκιαγραϕηθοῦν ἐκϕάνσεις τῆς ζωῆς τῶν κατοίκων, τόσο τῆς δημόσιας ὅσο καὶ τῆς ἰδιωτικῆς. Τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα ἀπὸ τὴν ἀνασκαϕὴ ἐκτεταμένου νεκροταϕείου ποὺ ἀποκαλύϕθηκε στὶς ᾽Αχαρνές,2 ἀπο* ᾽Αρχαιολόγοι. 1. Θερμὲς εὐχαριστίες ἐκϕράζονται πρὸς τὴν κ. Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα γιὰ τὴν παρότρυνσή της νὰ μελετήσουμε τὸ ὑλικὸ τῆς ἀνασκαϕῆς καὶ τὴν παραχώρηση γιὰ μελέτη τοῦ ὑλικοῦ ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τοῦ νεκροταϕείου. Εὐχαριστοῦμε ἐπίσης τὴν ἀναπληρώτρια διευθύντρια τῆς Β ΄ΕΠΚΑ, κ. ῾ Ελένη ᾽Ανδρίκου γιὰ τὴν ἄδεια μελέτης καὶ δημοσίευσης τοῦ ὑλικοῦ. 2. ῾ Η διενέργεια ἐκσκαϕῶν στὸ πλαίσιο κατασκευῆς ἀπὸ τὴν ΕΡΓΟΣΕ ἀνισόπεδης γέϕυρας γιὰ τὶς νέες σιδηροδρομικὲς γραμμὲς στὸ χῶρο τοῦ Σιδηροδρομικοῦ Κέντρου ᾽Αχαρνῶν, στάθηκε ἀϕορμὴ γιὰ τὸν ἐντοπισμὸ τῆς ἀρχαιολογικῆς θέσης. ῾ Η ἀνασκαϕικὴ ἔρευνα πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὴ Β ΄ ᾽ Εϕορεία Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν ᾽Αρχαιοτήτων, μὲ ἐπιμελήτρια τὴν κ. Μαρία ΠλάτωνοςΓιώτα, σὲ χῶρο συνολικῆς ἔκτασης σχεδὸν 10 στρεμμάτων ἑκατέρωθεν τῆς Λ. Δημοκρατίας, νότια της συμβολῆς της μὲ τὴν ὁδὸ Μόρνου, στὸ ὕψος τοῦ πα-
346
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
τελοῦν σημαντικὴ πηγὴ πληροϕοριῶν γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν ἀρχαίων ᾽Αχαρνέων. ᾽Αποτυπώνουν τὰ ἔθιμα, τὶς ταϕικὲς συνήθειες καὶ τελετουργίες, ἀλλὰ καὶ τὴν πολιτικοοικονομικὴ κατάσταση τῆς κοινωνίας. ᾽ Ιδιαίτερη ἀναϕορὰ θὰ γίνει στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῆς γυναίκας, ὅπως αὐτὴ ἀποδίδεται στὶς παραστάσεις τῶν ἀγγείων. Θὰ ἐξετάσουμε ὅμως πρῶτα τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς κωμωδίας. Τὸν ἕκτο χρόνο τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου ἡ ᾽Αθήνα καὶ οἱ πολίτες της ἐξακολουθοῦν νὰ ἀντιμετωπίζουν τὶς συνέπειες τοῦ ἀποκλεισμοῦ τους μέσα στὰ τείχη τῆς πόλης, λόγω τῶν ἀλλεπάλληλων ἐπιδρομῶν τοῦ σπαρτιατικοῦ στρατοῦ κάθε θέρος στὴν ᾽Αττικὴ γῆ, ὁ ὁποῖος λεηλατοῦσε τὶς σοδειὲς καὶ τὶς περιουσίες τῶν κατοίκων. Οἱ τελευταῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ σπίτια τους καὶ τὰ κτήματα ποὺ καλλιεργοῦσαν καὶ νὰ καταϕύγουν γιὰ ἀσϕάλεια μέσα στὴν πόλη, ὅπου ζοῦσαν στοιβαγμένοι σὲ σκηνὲς κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες, μὲ συνέπεια τὸ λοιμὸ τοῦ 430 / 429 π.Χ., ποὺ ἀποδεκάτισε μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ. Στὰ Λήναια τοῦ 425 π.Χ. ποὺ διδάχτηκε ἡ κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη « ᾽Αχαρνῆς», ἡ ἀττικὴ ὕπαιθρος εἶχε ἀνακτήσει τὶς δυνάμεις της, καθὼς ὁ ῏Αγις ἀνέστειλε τὴ λεηλασία τὸ θέρος τοῦ 426 π.Χ. Φαίνεται πὼς ἡ ἀρχικὴ ὀργὴ ἐναντίον τῶν Σπαρτιατῶν καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ πάρουν οἱ πολίτες ἐκδίκηση γιὰ ὅλα ὅσα ὑϕίσταντο μέχρι τότε, εἶχε ἀρχίσει νὰ κάμπτελαιοῦ Τελωνείου Μενιδίου καὶ ἔϕερε στὸ ϕῶς ἐκτεταμένο ἀρχαῖο νεκροταϕεῖο μὲ ταϕικὸ περίβολο, τμήματα δυὸ ἀρχαίων δρόμων, ἕνα πήλινο ἀγωγὸ καὶ τμῆμα λίθινου ἀγωγοῦ. ᾽ Ερευνήθηκαν συνολικὰ 387 τάϕοι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πρωτογενεῖς πυρές, καθὼς καὶ ἐγχυτρισμοί, λακκοειδεῖς, ταϕὲς σὲ τεϕροδόχα ἀγ γεῖα, κεραμοσκεπεῖς, λίθινες σαρκοϕάγοι, λάρνακες, κιβωτιόσχημοι. Γιὰ τὶς πρῶτες ἀνασκαϕικὲς ἐκθέσεις βλ. Πλάτωνος, Μ., ΑΔ 56-59 (2001-2004), Χρονικά, Β ΄1, σ. 433-436, εἰκ. 227-235· ΑΔ 60 (2005), Χρονικὰ Β ΄1, σ. 140-142, εἰκ. 48-56· Πλάτωνος 2004, σ. 430ε. Στὴν ἀνασκαϕὴ καὶ τὴν καταγραϕὴ τῶν εὑρημάτων ἐργάστηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑπογράϕουσες, οἱ ἀρχαιολόγοι: Χρ. Καραγιαννόπουλος, ᾽Ασ. Τσιάκα, Στ. Κατσανδρῆ, Γ. Παρασκευοπούλου, Χρ. Λιόγα, Θ. Γεωργόπουλος, Κ. Καλομπάτσου, Χ. Παπαναστασίου, ῎ Εϕη Χαντζῆ, Π. Δημητρᾶ, Γ. Χαρίτος καὶ ῾ Ελ. Πορτάλιου. Τὰ σχέδια ἐκπονήθηκαν ἀπὸ τὴ σχεδιάστρια ᾽Αρχ. Μπενέκου καὶ τὰ εὑρήματα συντηρήθηκαν ἀπὸ τοὺς συντηρητὲς: ᾽ Ι. Τσιώμη, Κ. Χάραρη, ῾ Ελ. Καπράλου, Δ. Δημητρακοπούλου και Ν. ᾽Αναγνωστόπουλο. Μεγάλος ἀριθμὸς εἰδικευμένου ἐργατοτεχνικοῦ προσωπικοῦ πρόσϕερε τὴν ἐμπειρία του γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἀνασκαϕῆς.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
347
ται καὶ σίγουρα μιὰ μερίδα πολιτῶν ἐπιζητοῦσε τὴν εἰρήνευση. Μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ ὁ ᾽Αριστοϕάνης διὰ στόματος Δικαιόπολη, ἑνὸς ἁπλοῦ ἀλλὰ δίκαιου ἀθηναίου πολίτη (στ. 595), ἐκϕράζει τὴ νοσταλγία γιὰ τὴ ζωὴ στὴν ὕπαιθρο καὶ δίνει στοὺς θεατὲς τὴ δυνατότητα νὰ ξεϕύγουν ἀπὸ τὴν σκληρὴ πραγματικότητα τοῦ πολέμου, τὰ βάσανα καὶ τὶς κακουχίες τους, νὰ γευτοῦν ἔστω καὶ γιὰ λίγο τὴν πολυπόθητη εἰρήνη ποὺ πέτυχε γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν στερηθεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Ποιά ἦταν ὅμως στὴν οὐσία αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχαν στερηθεῖ οἱ πολίτες τῆς ᾽Αθήνας καὶ κυρίως οἱ κάτοικοι τῆς ὑπαίθρου; Εἶχαν χάσει τὴ γῆ τους, τὰ σπίτια τους, τὶς περιουσίες τους, τὴν αὐτάρκειά τους στὰ βασικὰ ἀγαθά. ῾ Η οἰκογένεια εἶχε διαλυθεῖ, καθὼς οἱ μὲν ἄνδρες πολεμοῦσαν, οἱ δὲ γυναῖκες καὶ κόρες εἶχαν ἐκδιωχθεῖ ἀπὸ τὶς ἑστίες τους καὶ εἶχαν ἀϕήσει τὶς καθημερινές τους ἐνασχολήσεις. ᾽ Εντὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλης ἡ κατάρρευση τῶν θεσμῶν σὲ πολιτικὸ καὶ οἰκονομικὸ ἐπίπεδο ἦταν ἐμϕανής, μὲ τὴν ἄδεια ἐκκλησία τοῦ δήμου, τοὺς διεϕθαρμένους πρέσβεις, τοὺς ἀπατεῶνες ἐμπόρους, στοιχεῖα ποὺ ὑποδαύλιζαν τὴν ὁμαλὴ λειτουργία τῆς κοινωνίας. Στὴν πραγματικότητα, δὲν ὑπῆρχαν οἱ προϋποθέσεις ὥστε οἱ πολίτες νὰ διάγουν αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἁπλὸ «καθημερινὸ βίο» εἴτε αὐτὸς ἀϕορᾶ στὶς σχέσεις ἐντὸς τῆς στενῆς οἰκογένειας (ἰδιωτικός), εἴτε σὲ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν καὶ πολιτικῶν σχέσεων ποὺ δημιουργοῦνται σὲ συνθῆκες ἐλευθερίας καὶ εἰρήνης (δημόσιος). ῾ Η ἐπίτευξη τῆς εἰρήνης ἐξασϕαλίζει ὅλες ἐκεῖνες τὶς συνθῆκες ποὺ θὰ ἐπιτρέψουν στὸν ἐξαθλιωμένο ἀθηναῖο πολίτη νὰ ἀσκήσει καὶ πάλι τὰ πολιτικὰ καὶ θρησκευτικά του καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ μία οἰκονομία ποὺ θὰ τοῦ παρέχει τὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ ζεῖ μὲ εὐδαιμονία. Οἱ πολίτες θὰ μπορέσουν γυρίσουν στὶς καθημερινές τους ἐργασίες καὶ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν καλλιέργεια, τὴν κτηνοτροϕία, τὴ ϕροντίδα τοῦ οἴκου, θὰ διοργανώσουν καὶ πάλι θρησκευτικὲς τελετές, συμπόσια καὶ διονυσιακὲς γιορτές. Θὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ ξανακερδίσουν μίαν ἁπλή, εὐτυχισμένη ζωὴ ὡς ἐλεύθεροι πολίτες. Εἶναι ὅμως ἐϕικτὸ τὰ ταϕικὰ τελετουργικὰ ἔθιμα νὰ μᾶς δώσουν ἀκριβεῖς εἰκόνες αὐτῆς τῆς καθημερινῆς ζωῆς; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ γνώση μας γιὰ αὐτὰ βασίζεται τόσο στὶς λίγες ἀρχαῖες πηγὲς
348
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
ποὺ τὰ περιγράϕουν, ὅσο καὶ στὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα, εἴτε πρόκειται γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς τάϕους μὲ τὰ ὑλικά τους κατάλοιπα, εἴτε τὶς ἀναπαραστάσεις τους σὲ ἔργα τέχνης.3 ῞ Οποια καὶ ἂν εἶναι ἡ πηγή, ὑπάρχει μεγάλο περιθώριο σὲ ἑρμηνεῖες καὶ ὀπτικές, μὲ πιθανότερο ἀποτέλεσμα νὰ διαϕύγει ἡ πλήρης εἰκόνα τῶν τελετουργικῶν ἐθίμων. ῾ Η διαδικασία ἐπιλογῆς καὶ παράθεσης εἰκονογραϕικῶν θεμάτων, ἀδιάϕορο ἂν αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ἢ ἀπὸ τὴ σϕαίρα τοῦ μύθου, παράγει εἴδωλα μὲ ἰδιαίτερο συμβολισμὸ ποὺ ὑπηρετοῦν δεοντολογικὰ πρότυπα καὶ ἰδεώδη. ῾ Η κατανόηση καὶ ἡ ἑρμηνεία τους ἐπιδέχεται πολλὲς προσεγγίσεις τόσο ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο θεατή4 (ἄνδρα ἢ γυναίκα, ἐλεύθερο ἢ δοῦλο κ.λπ.), ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ σημερινὸ μελετητή. Θὰ πρέπει ἐκ τῶν προτέρων νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀναπαράσταση τῶν καθημερινῶν καὶ τετριμμένων ἀγροτικῶν ἐργασιῶν, γεωργικῶν ἢ κτηνοτροϕικῶν, τόσο τῶν ἀνδρῶν ὅσο καὶ τῶν γυναικῶν, δὲν ἦταν προσϕιλὲς θέμα στὴν εἰκονογραϕία τῶν ἀγγείων.5 ᾽ Ελάχιστες εἶναι ἐξάλλου καὶ οἱ ἀπεικονίσεις θεμάτων ἀπὸ τὸ δημόσιο βίο ποὺ δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ θρησκευτικὲς τελετὲς ἢ ἀθλητικοὺς ἀγῶνες. ῎ Ετσι δὲ θὰ βροῦμε ἀγγεῖα μὲ ἀναπαραστάσεις τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου ἢ τῶν δικαστηρίων, παρόλο ποὺ ξέρουμε ὅτι ἀποτελοῦσαν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς καθημερινότητας τῶν πολιτῶν. ᾽ Επίσης, σπάνια θὰ συναντήσουμε παραστάσεις τῆς ἀγορᾶς, μὲ ἐμπόρους, ἐπαγγελματίες, βιοτέχνες6 κ.λπ. ᾽Αντίθετα, προτιμῶνται ἐξιδανικευμένα πρότυπα, εἴτε αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν πολεμιστή, τὸ μυθικὸ ἥρωα, τὸν ἀθλητή, εἴτε μὲ τὴ ϕιλάρεσκη δέσποινα τοῦ οἴκου, τὴν ἱέρεια ἢ τὴν ἑταίρα τῶν συμποσίων. Οἱ ᾽Αχαρνὲς ἦταν ὁ μεγαλύτερος καὶ πολυανθρωπότερος δῆμος τῆς ᾽Αττικῆς.7 ῞ Οπως καὶ στοὺς ἄλλους περιϕερειακοὺς ἀγροτικοὺς δή3. ᾽ Ενδεικτικὰ βλ. Morris (1997) 1-39, ὅπου τὸ θέμα ἀναλύεται διεξοδικὰ καὶ παρατίθεται σχετικὴ βιβλιογραϕία. 4. Robertson & Beard (1997) 37 κ.ἑ. 5. Πίκουλας (2006) 42. 6. Χατζηδημητρίου (2005). 7. Θουκυδίδης, ΙΙ.2.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
349
μους, ὁ οἰκιστικὸς ἱστὸς δὲν ἦταν ὀργανωμένος καὶ ἡ δόμηση ἦταν χαλαρότερη, γύρω ἀπὸ μικρότερους πυρῆνες κατοικιῶν.8 Στὴν κωμωδία Α ᾽ χαρνεῖς παρουσιάζονται νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐμπορία κάρβουνου. Πρωτίστως ὅμως ξέρουμε ὅτι ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ γεωργία καὶ τὴν καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς καὶ τῶν ἀμπελιῶν. Στὰ κτερίσματα τοῦ νεκροταϕείου ποὺ ἐξετάζουμε δὲν περιλαμβάνονται παραστάσεις ποὺ νὰ ἀποδίδουν αὐτὲς τὶς δραστηριότητες τῶν κατοίκων, ἐκτὸς ἀπὸ λίγες ἑξαιρέσεις, ὅπως τὸ παράδειγμα μελανόμορϕου ληκυθίου (ἀρ. εὑρ. 1378, β΄τέταρτο 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 44), ὅπου διακρίνονται δυὸ μορϕὲς ἑκατέρωθεν δέντρου, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ ἀριστερὴ κάθεται σὲ δίϕρο. ᾽Ανάμεσά τους ὑπάρχει κάλαθος, πιθανῶς γιὰ τὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν.9 Παρόντα ὅμως σὲ πληθώρα παραστάσεων εἶναι τὰ κλαδιὰ καὶ ϕύλλα τῆς ἀμπέλου καὶ τὸ παράγωγό της, ὁ οἶνος, ποὺ ἀπαντῶνται στὶς διονυσιακὲς σκηνὲς καὶ στὶς σκηνὲς συμποσίου. ῾ Ο θεὸς Διόνυσος παρίσταται στὴν κωμωδία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος της. Τὴν ὥρα ποὺ οἱ ᾽Αχαρνεῖς κλαῖνε γιὰ τὰ ἀμπέλια τους ποὺ χάθηκαν (στ. 226), ὁ Δικαιόπολης συνάπτει τὴν τριακονταετῆ εἰρήνη (στ. 186-204) καὶ σπεύδει νὰ γιορτάσει τὰ «κατ’ ᾽Αγροὺς Διονύσια» (στ. 241 κ.ἑ.), μία ἀγροτικὴ θρησκευτικὴ ἑορτὴ ἀϕιερωμένη στὸ θεὸ τοῦ κρασιοῦ ποὺ τελούταν κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου (Ποσειδεώνα). ῾ Η γιορτὴ περιλάμβανε τὰ «ϕαλληϕόρια», μιὰ ϕαλλικὴ πομπή, μικρογραϕία τῆς ὁποίας ὀργανώνει ὁ Δικαιόπολης γιὰ νὰ γιορτάσει τὴν εἰρήνη ποὺ πέτυχε. ῾ Η κόρη του, «κανηϕόρος», προχωρᾶ μπροστὰ μὲ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν θυσία, στὴ συνέχεια ἀκολουθοῦν δυὸ δοῦλοι ποὺ κουβαλοῦν τὸν ϕαλλὸ ἀναρτημένο πάνω σὲ κοντάρι καὶ τέλος ὁ ἴδιος τραγουδᾶ βωμολοχικὰ τραγούδια, τὰ λεγόμενα «ϕαλλικὰ ἄσματα». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ξαναϕέρνει τὸν θεὸ Διόνυσο στὸ προσκήνιο καὶ μαζὶ τὶς θρησκευτικὲς τελετὲς στὴν ὕπαιθρο, τὶς ὁποῖες οἱ κάτοικοί της εἶχαν πέντε χρόνια νὰ γιορτάσουν λόγω τοῦ πολέμου. ῾ Η λατρεία τοῦ προσϕιλοῦς θεοῦ 8. Βλ. σχετ.: Πλάτωνος (2005) 26, ὑποσημ. 7,8· Σκιλάρντι (2005) 72-73. 9. Γιὰ τὸ σχῆμα τῆς ληκύθου τύπου καπνοδόχου: Μυλωνᾶς (1975) 289,τ.Β· Haspels (1936). πίν. 48, ἀρ. 3, 4α, 5· Ρωμιοπούλου, Τουράτσογλου & Μίεζα (2002), πίν. 1622, σελ. 75. Γιὰ παρόμοιο θέμα: Μυλωνᾶς (1975) 117, τ. Β & τ. Γ, πίν. 385β, 386β, ἀρ.790· Πλάτωνος (2004) 305, ἔγχρ. εἰκ. 32.
350
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὴν εἰρήνη ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὸ ζητούμενο τοῦ ἔργου. ᾽ Εξάλλου καὶ ἡ ἴδια ἡ εἰρήνη σϕραγίζεται μὲ τὸν οἶνο τῶν σπονδῶν. ῾ Η σημασία τῆς λατρείας τοῦ θεοῦ Διονύσου στὴ ζωὴ τῶν κατοίκων ἀποτυπώνεται καὶ στὴν πληθώρα ταϕικῶν ἀγγείων μὲ διονυσιακὰ θέματα ποὺ βρέθηκαν στὸ νεκροταϕεῖο. ῾ Η μεγάλη παραγωγή τους μετὰ τὰ μέσα τοῦ 6ου αἰ. π.Χ. σχετίζεται μὲ τὴν ὀρϕικὴ λατρεία τοῦ Διονύσου ποὺ εἰσάγεται στὴν ᾽Αττικὴ στὰ χρόνια του Πεισίστρατου.10 ῾ Ο θεὸς τοῦ κρασιοῦ συνδέεται μὲ τὸν ἀέναο κύκλο τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναγέννησης τῆς ϕύσης καὶ κατ’ ἐπέκταση μὲ τὸν κύκλο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. ῾ Ο μέτοχος – πιστὸς τῆς λατρείας τοῦ Διονύσου, νικᾶ τὸ θάνατο καὶ περνᾶ στὸν ἄλλο κόσμο ζωντας σὲ ἕνα συνεχὲς συμπόσιο. Σὲ μελανόμορϕη λήκυθο (ἀρ. εὑρ. 515, 500-490 π.Χ.) ὁ θεὸς Διόνυσος εἰκονίζεται καθιστὸς σὲ δίϕρο νὰ κρατᾶ στὸ ἀριστερὸ χέρι κέρας ἀϕθονίας ἢ ρυτό. Πλαισιώνεται ἀπὸ δυὸ Σατύρους ποὺ χορεύουν11 (εἰκ. 1). Οἱ περισσότερες θρησκευτικὲς τελετές, ἐκτὸς λίγων ἐξαιρέσεων, γίνονταν δημόσια κι ὅλοι οἱ πολίτες ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μποροῦσαν νὰ λάβουν μέρος σὲ αὐτές. Πρόσϕεραν μία σημαντικὴ εὐκαιρία στὴ γυναίκα νὰ βγαίνει ἀπὸ τὰ αὐστηρὰ ὅρια τῆς οἰκίας της καὶ νὰ δημιουργεῖ κοινωνικὲς ἐπαϕές. ῾ Η συμμετοχή της στὴ λατρεία εἴτε μεμονωμένα, εἴτε σὲ δημόσιες τελετές, ταϕικὲς ἢ θρησκευτικές, τῆς προσέδιδαν κοινωνικὴ θέση.12 Στὴ λατρεία τοῦ Διονύσου, οἱ συμμετέχοντες ἀναλαμβάνουν ρόλους ποὺ τοὺς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὰ αὐστηρὰ πρότυπα τοῦ ϕύλου τους, στὸ πλαίσιο πάντα κάποιων συμβάσεων.13 ῾ Η γυναίκα συμμετέχει ἐνεργὰ στὶς ἱεροτελεστίες, ὑποδυόμενη τὸ ρόλο τῆς μαινάδας ποὺ ἀνεβαίνει στὰ βουνά, ἁρπάζει ϕίδια, ἀκολουθεῖ τὸ θεὸ μὲ τρα10. Κόκκου-Βυριδῆ (1999) 86, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. 11. Kübler (1976) 2, σ. 68, ἀρ. 245.3, πίν. 43· Sparkes &Talcott (1970) 244, ἀρ. 1176, πίν. 86 καὶ σ. 209, ἀρ. 847, πίν. 78. 12. Lewis (2002) 43. Γιὰ τὴ γυναίκα στὴ λατρεία τοῦ Διονύσου βλ. Heinrichs στὸ Arrigoni (2007). 13. Lewis (2002) 51 κ.ἑ.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
351
γούδια, ἐκστατικοὺς χοροὺς καὶ κραυγές, ἀποστασιοποιούμενη σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ταυτότητά της. ᾽Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Διονύσου, σάτυροι καὶ σιληνοί, ξεπερνώντας κατὰ πολὺ τὰ συμβατικά τους ὅρια, ἐκπροσωποῦν τὴ ζωώδη πλευρὰ τοῦ ἄνδρα ποὺ παραϕέρεται, μεθᾶ, γλεντοκοπᾶ, ἁρπάζει, χάνει ἐντελῶς τὸν ἔλεγχο σὲ μία ἄκρατη ἐρωτικὴ μανία, στὴν ὁποία τελικὰ οἱ μαινάδες ὑποκύπτουν. Λήκυθοι μὲ διονυσιακὲς σκηνὲς βρέθηκαν τόσο ἐντὸς τῶν τάϕων, ὅσο καὶ σὲ αὔλακες προσϕορῶν14 ἔξω ἀπὸ αὐτούς. Σὲ μελανόμορϕο σκύϕο μὲ παράσταση διονυσιακῆς πομπῆς15 (ἀρ. εὑρ. 679, τέλη 6ου/ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ. π.Χ.) ποὺ βρέθηκε σὲ αὔλακα προσϕορῶν, διακρίνονται στὴ μιὰ ὄψη, δυὸ μαινάδες μὲ σάτυρο ἀνάμεσά τους, ὅπου ἡ προπορευόμενη στρέϕει τὸ κεϕάλι της πίσω, πρὸς τὸ σάτυρο καὶ χορεύουν μὲ πιασμένα τὰ χέρια (εἰκ. 2). Στὴν ἄλλη ὄψη τοῦ ἀγγείου, σὲ μιὰ ἀντιστροϕὴ τοῦ θέματος, εἰκονίζονται δυὸ ὀρχούμενοι σάτυροι, μὲ μαινάδα ἀνάμεσά τους (εἰκ. 3). Καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς τὴν παράσταση πλαισιώνουν πανομοιότυπες σϕίγγες μὲ δρεπανόσχημα ϕτερὰ καὶ ἀνθέμια. Σὲ μελανόμορϕη λήκυθο ποὺ συνδέεται μὲ τὸ ἐργαστήριο τοῦ ζωγράϕου τοῦ Αἵμονος (ἀρ. εὑρ. 1713, περ. 480 π.Χ.) εἰκονίζονται τρεῖς Μαινάδες νὰ χορεύουν (εἰκ. 4, 5). Φοροῦν μακρὺ ἔνδυμα καὶ ἔχουν πιασμένα τὰ μαλλιά τους. Τὴν παράσταση πλαισιώνουν κληματίδες.16 Σὲ ἄλλη μελανόμορϕη λήκυθο (ἀρ. εὑρ. 512, ἀρχὲς 5ου αἰ. π.Χ.) παρουσιάζεται ἀνακεκλιμένη, γυμνὴ ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω ἀνδρικὴ 14. Οἱ συγγενεῖς τιμοῦσαν τὸ νεκρὸ πράττοντας τὰ νομιζόμενα, κατὰ τὸ ἐθιμικὸ δίκαιο. Πρόσϕεραν χοὲς καὶ ἐναγίσματα στὸν τάϕο σὲ καθορισμένες ἡμέρες (τρίτα, ἔνατα), πιθανῶς καὶ κατὰ τὴν τριακοστὴ ἡμέρα καὶ στὸν ἐτήσιο ἑορτασμό. Κατάλοιπα αὐτῶν τῶν προσϕορῶν ἐντοπίζουμε περιμετρικὰ τῶν τάϕων σὲ αὔλακες, θέσεις ἢ θῆκες καὶ περιέχουν καμμένα καὶ σπασμένα τὰ ἀγ γεῖα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν κατὰ τὴν τελετή. 15. ᾽ Εντάσσεται στὴν ὁμάδα CH-C. Πρβλ. CVA Greece 4, Athens, National Museum, Attic black figure skyfoi, σ. 60, πίν. 54, ἀρ. 364, ἀρ. 22830 ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. 16. Πρβλ. Μυλωνᾶς (1975) 59, τ. Α, ἀρ. 80, σ. 101, ἀρ. 141, τ. Γ, πίν. 213α, 233δ, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. ᾽ Επίσης Πλάτωνος (2004), ἔγχρ. εἰκ. 23α, 23β.
352
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
μορϕή, σὲ στιγμὴ ἀνάπαυλας, πιθανότατα ὁ θεὸς Διόνυσος, δίπλα σὲ γυναικεία μορϕὴ (μαινάδα;) ποὺ κρατᾶ ἐπίμηκες ἀντικείμενο, ραβδὶ ἢ θύρσο17 (εἰκ. 6). Οἱ γυναῖκες ὑπηρετοῦν τὴ λατρεία καὶ ὡς ἱέρειες,18 ὅπως οἱ δυὸ μορϕὲς ἑκατέρωθεν βωμοῦ στὴν ἔντονα ἀπολεπισμένη λήκυθο (ἀρ. εὑρ. 1520, εἰκ. 7) τοῦ β΄τέτ. τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. ᾽Απὸ τὸ δυτικὸ τμῆμα τοῦ ἴδιου νεκροταϕείου προέρχεται καὶ ἡ ἐνεπίγραϕη ἐπιτύμβια στήλη τῆς κλειδούχου ἱέρειας Φιλοκιρίστης τοῦ τελευταίου τέταρτου τοῦ 4ου αἰ. π.Χ.19 Συχνὲς εἶναι οἱ ἀπεικονίσεις κανηϕόρων, δηλαδὴ κοριτσιῶν ποὺ μετέϕεραν μέσα στὰ κάναστρα (καλάθια) τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν τελετὴ σκεύη καὶ τρόϕιμα, τόσο σὲ θρησκευτικὰ δρώμενα, ὅπως ἡ κόρη τοῦ Δικαιόπολη, ὅσο καὶ στὴν ταϕικὴ τελετουργία.20 Χαρακτηριστικὲς παραστάσεις ἐπίσκεψης σὲ τάϕο ἀπεικονίζονται σὲ λευκὲς ληκύθους ποὺ βρέθηκαν στὸ νεκροταϕεῖο. Σὲ λήκυθο21 (ἀρ. εὑρ. 1412, γ ´ τέταρτο 5ου π.Χ.) συναντᾶμε δυὸ μορϕὲς ἑκατέρωθεν σανιδόμορϕης δίβαθμης ἐπιτάϕιας στήλης ποὺ κοσμεῖται ἀπὸ ἐρυθρὲς ταινίες καὶ ἀπολήγει σὲ ἰωνικὸ κυμάτιο καὶ ἀνθεμωτὴ ἐπίστεψη. ᾽Αριστερὰ τῆς στήλης εἰκονίζεται ὄρθια γυναίκα μὲ χιτώνα. Στὰ χέρια κρατᾶ κάναστρο ἀπὸ τὸ ὁποῖο κρέμονται ἐρυθρὲς ταινίες γιὰ τὸ στολισμὸ τοῦ τάϕου (εἰκ. 8). Δεξιὰ ἀποδίδεται ὄρθια ἀνδρικὴ μορϕὴ ποὺ χαμηλώνει τὸ βλέμμα μελαγχολικὰ πρὸς τὴ στήλη, ϕορᾶ χλαμύδα, πέτασο στὴν πλάτη καὶ κρατᾶ δυὸ ἀκόντια στὸ δεξὶ χέρι. Πρόκειται πιθανότατα γιὰ τὸ νεκρὸ πολεμιστὴ 17. Συνδέεται μὲ τὴν Κατηγορία ᾽Αθηνῶν 581, ii. Πρβλ. Kübler (1976) 2, σ. 69, ἀρ. 245.1, πίν. 43· Βαλαβάνης 2001, σ. 33ε, ἀρ. Κ214, πίν. 14 1-3· Moore & Philippides (1986), ἀρ. 1011, πίν. 83. 18. Βλ. Connelly (2007)· Holderman (2007) 339-369, ἐνημερωμένο βιβλιογραϕικά. 19. Πλάτωνος (2001-2004) ΑΔ 56-59, Χρονικά, Β ΄1, σ. 436, εἰκ. 235. 20. Γιὰ τὸν τύπο τοῦ κάναστρου βλ. Καββαδίας (2000) 141 ὑποσημ. 1027. 21. Πρβλ. γιὰ τὸ θέμα τῆς ἐπίσκεψης σὲ τάϕο: Garland (1985) 104-120· Kurtz-Boardman (1994) 96 κ.ἑ.· Τζάχου-᾽Αλεξανδρῆ (1998) 81-86· Καββαδίας (2000) 135-139. Γιὰ τὸ εἰκονογραϕικὸ θέμα, τὸν περίπολο, ἐλαϕρὰ ὁπλισμένο νέο, δίπλα σὲ τάϕο, βλ. Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 251-255, ἀρ. 232-236, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. Γιὰ εἰκονογραϕικὰ παράλληλα: Καββαδίας (2000) πίν. 153, ἀρ. 228, πίν. 155, ἀρ. 232, πίν. 172, ἀρ.277.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
353
(εἰκ. 9). Στὴ λευκὴ λήκυθο22 μὲ ἀρ. εὑρ. 686 (460-440 π.Χ., εἰκ. 10) συναντοῦμε μία σχετικὰ σπάνια παράσταση ὄρθιας ἀνδρικῆς μορϕῆς ποὺ θρηνεῖ ἐμπρὸς ἀπὸ ἐπιτάϕια στήλη. Μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι συγκρατεῖ τὸ ἔνδυμα καὶ μὲ τὸ δεξὶ πιάνει τὸ μέτωπο σὲ ἔνδειξη θρήνου. Συχνὲς εἶναι καὶ οἱ παραστάσεις μιᾶς μόνης γυναικείας μορϕῆς ποὺ ἐπιδίδεται σὲ τελετουργικὲς πράξεις, ὅπως στὴν ἐρυθρόμορϕη λήκυθο (ἀρ. εὑρ. 1511, β΄τέτ. 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 11) μὲ παράσταση ὄρθιας γυναίκας ποὺ προσεγγίζει βωμό.23 Στὸ ἕνα χέρι κρατᾶ ϕιάλη γιὰ νὰ κάνει σπονδές καὶ στὸ ἄλλο κάναστρο. Στὴ λήκυθο μὲ ἀρ. εὑρ. 1522, (εἰκ. 12) γυναικεία μορϕὴ βαδίζει πρὸς τὰ δεξιὰ κρατώντας ἀλάβαστρο. Σὲ ἄλλη λήκυθο (ἀρ. εὑρ. 1696, 430-425 π.Χ., εἰκ. 13) εἰκονίζεται ὄρθια γυναίκα μὲ ποδήρη χιτώνα καὶ ἱμάτιο, ἐνώτιο καὶ ἔχει τὰ μαλλιὰ πιασμένα σὲ κρωβύλο.24 ᾽Απὸ τὸ χέρι της κρέμεται ἀλάβαστρο, τελετουργικὸ ἀγγεῖο. Θὰ ἦταν χρήσιμο νὰ γίνει ἀναϕορὰ καὶ σὲ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ϕιάλες ποὺ βρέθηκαν μέσα στοὺς τάϕους ἢ συχνότερα σὲ αὔλακες προσϕορῶν. Τὰ ἀγγεῖα αὐτὰ χρησιμοποιοῦνταν τόσο ὡς οἰκιακὰ σκεύη (ἀγγεῖα πόσεως), ὅσο καὶ ὡς τελετουργικὰ στὶς σπονδὲς ποὺ ἀποτελοῦσαν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς καθημερινότητας τῶν ᾽Αθηναίων. Σὲ μικρὸ μέγεθος, ϕιαλίδια, τὰ συναντᾶμε συχνότατα σὲ παιδικὲς ταϕές. ῾ Η ϕιάλη ἀπὸ αὔλακα προσϕορῶν (ἀρ. εὑρ. 682, β΄ τέτ. 6ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 14) κοσμεῖται στὸ κέντρο τῆς ἐξωτερικῆς πλευρᾶς μὲ ἀνθεμωτὸ σταυρό (διακοσμητικὸ θέμα μὲ σταυρόσχημο συνδυασμὸ ἀνθεμίων καὶ λωτῶν), τὸν ὁποῖο περιβάλλει ζώνη ἀπὸ ἕξι σειρῆνες καὶ σϕίγγες μὲ δρεπανόσχημα ϕτερά, ποὺ διατάσσονται ἐναλλάξ. ᾽ Εσωτερικὰ παριστάνεται μιὰ ἀκόμη σειρήνα. Πρόκειται
22. ῾ Ως πρὸς τὸ σχῆμα ἐντάσσεται στὴν κατηγορία ληκύθων δευτερεύοντος τύπου ATL καὶ σχετίζεται μὲ τὴν παραγωγὴ τοῦ ᾽ Εργαστηρίου τοῦ Ζ. τοῦ Τύμβου. Πρβλ. σχετ. Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 251, ἀρ. 231, σ. 347, ἀρ. 377, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. Βλ. ἐπίσης Kurtz (1975) 204, 82,83, πίν. 21, 22· Moore (1997) 262, ἀρ. 893, πίν. 89· Μαραγκοῦ (1996) 97, ἀρ. 139. 23. Μυλωνᾶς (1975) 64 κ.ἑ., τ. Α΄, ἀρ. 93, τ. Γ ΄, πίν. 215β. 24. Μυλωνᾶς (1975) 173, τ. Α, ἀρ. 272, πίν. 272, 294· Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 353, εἰκ. σ. 355.
354
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
γιὰ ἔργο τοῦ Ζωγράϕου τοῦ Πόλου.25 Οἱ σειρῆνες τόσο στὴν λαϊκὴ πίστη ὅσο καὶ στὴν τέχνη καὶ τὴν λογοτεχνία θεωροῦνταν ὡς ἐνσάρκωση τῆς ψυχῆς τῶν νεκρῶν. Κατὰ τὴν μυθολογία κατοικοῦν στὸν κάτω κόσμο καὶ εἶναι ὑποταγμένες στὴν Περσεϕόνη.26 Σὲ ϕιάλη του α´ τετ. 5ου αἰ. π.Χ. (ἀρ. εὑρ. 520, εἰκ. 15), τὸ ἐσωτερικὸ καλύπτεται ἀπὸ στιλπνὴ μελανὴ βαϕή, ἐνῶ ἐπίθετο λευκὸ καὶ ἰῶδες χρῶμα χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴ διαμόρϕωση τριῶν ζωνῶν ποὺ κοσμεῖ κλαδὶ μυρτιᾶς μὲ μελανὰ ϕύλλα καὶ τὸ γλωσσωτὸ κόσμημα γύρω ἀπὸ τὸν ὀμϕαλό.27 Συχνότερα συναντᾶμε μελαμβαϕεῖς ἢ ἀβαϕεῖς μικκύλες ϕιάλες. ῾ Η γυναίκα τῆς κλασικῆς ἐποχῆς ζεῖ μέσα στὸν οἶκο της μὲ τὴ συνοδεία τῶν θεραπαινίδων της, ὅταν ἡ οἰκονομική της κατάσταση τὸ ἐπιτρέπει.28 Πέρα ἀπὸ τὴ ϕροντίδα γιὰ τὴν ὁμαλὴ λειτουργία τοῦ σπιτιοῦ, πρωταρχικός της στόχος εἶναι ἡ τεκνοποίηση καὶ μάλιστα ἡ γέννηση ἀγοριῶν, ὥστε νὰ ἐξασϕαλιστεῖ ἡ συνέχεια τοῦ γένους. Εἶναι ὑπεύθυνη καὶ γιὰ τὴν ἀνατροϕή τους μαζὶ μὲ τὶς τίτθες, δηλαδὴ τὶς παραμάνες, τουλάχιστον τὰ πρῶτα χρόνια. Χαρακτηριστικὸ κτέρισμα ἀπὸ λίθινη σαρκοϕάγο ἀποτελεῖ τὸ πήλινο εἰδώλιο κουροτρόϕου29, δηλαδὴ ὄρθιας γυναικείας μορϕῆς ποὺ ϕέρει στὸν ὦμο ἕνα παιδί (ἀρ. εὑρ. 1408, β΄μισό του 5ου π.Χ., εἰκ. 16). Μέσα στὸ σπίτι ἡ γυναίκα εἶναι ἐπιϕορτισμένη μὲ ὅλες τὶς οἰκιακὲς ὑποθέσεις. ᾽Ασχολεῖται μὲ τὴν καθαριότητα καὶ τὸ μαγείρεμα, ἂν καὶ ϕαίνεται πὼς στὴν προετοιμασία τῶν τελετουργικῶν γευμάτων, πιθανότατα συμμετεῖχαν καὶ οἱ ἄνδρες, ὅπως ὁ Δικαιόπολης στοὺς ᾽Αχαρνεῖς (στ. 1004 κ.ἑ.). ῾ Η ἔξοδος ἀπὸ τὸ σπίτι γίνεται μὲ ἀϕορμὴ κάποια δραστηριότητα, ὅπως ἡ ὑδροληψία ἀπὸ τὴν κρήνη ἢ ὅπως προαναϕέρθηκε, ἡ τέλεση λατρευτικῶν καθηκόντων. Οἱ ἡλικιωμένες γυναῖκες, ϕαίνεται πὼς ἀπολάμβαναν μεγαλύτερη εὐχέρεια στὶς κινή25. Βαλαβάνης (2001) 46ε, πίν. 26 1-2, ὅπου καὶ βιβλιογραϕία· Boardman (1980) 25, εἰκ. 33. 26. Κόκκου-Βυριδῆ (1999) 78ε. 27. Kübler (1976) 31, ἀρ. 77.1, πίν. 18 καὶ σελ. 67, ἀρ. 242.10, πίν. 41. 28. Πίκουλας (2006) 42. 29. Γιὰ ἀντίστοιχο τύπο κουροτρόϕου στὴν ἀγγειογραϕία βλ. λήκυθο ἀπὸ τὸ ᾽ Εθνικὸ ᾽Αρχαιολογικὸ Μουσεῖο τῆς ᾽Αθήνας ΕΑΜ 12771.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
355
σεις τοὺς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἐνῶ συχνὰ ἀσκοῦσαν καὶ ἐμπορικὲς δραστηριότητες.30 ῾ Ο γάμος ἀποτελοῦσε ἀναμϕίβολα σπουδαία στιγμὴ στὴ ζωὴ τῆς γυναίκας.31 Στὰ γαμήλια ἔθιμα σημαντικὸ ρόλο εἶχε τὸ τελετουργικὸ λουτρὸ τοῦ ζεύγους, μὲ νερὸ ποὺ μεταϕερόταν σὲ ἀγγεῖα διακοσμημένα μὲ γαμήλιες παραστάσεις, τὶς ὀνομαζόμενες λουτροϕόρους. ῾ Η θεματολογία τῆς εἰκονογραϕίας τους καλύπτει ὅλα τὰ στάδια τῆς γαμήλιας τελετουργίας: τὴν ἐγγύη (καθορισμὸ προίκας), τὰ προαύλια, ποὺ περιλάμβαναν θυσίες καὶ προσϕορὲς στοὺς θεούς, τὸ λουτρὸ τῶν μελλονύμϕων, τὴν παράδοση τῆς νύϕης, τὴ γαμήλια πομπὴ καὶ τὰ ἐπαύλια (προσϕορὰ δώρων στὴ νύϕη). Λουτροϕόροι μὲ γαμήλιες σκηνὲς βρίσκονται συχνὰ σὲ τάϕους καὶ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ὡς σήματα τάϕων ἄγαμων ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν.32 Γαμήλια πομπὴ ἀπεικονίζεται στὴ λουτροϕόρο (ἀρ. εὑρ. 708, γ ΄τετ. 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 17-19) ποὺ βρέθηκε σὲ αὔλακα προσϕορῶν στὸ νεκροταϕεῖο ποὺ ἐξετάζουμε.33 ῾ Ο νυμϕίος ϕορᾶ ἱμάτιο, στέκεται κατενώπιον καὶ μὲ τὸ δεξί του χέρι ἀκουμπᾶ τὸ χέρι τῆς νύϕης, ὀδηγώντας τη στὸ νέο της σπίτι. ῾ Η νύϕη ϕορᾶ χιτώνα καὶ ἱμάτιο ποὺ καλύπτει τὸ κεϕάλι. ᾽Ακολουθεῖ γυναίκα μὲ ποδῆρες ἔνδυμα καὶ κρωβύλο στὰ μαλλιὰ ποὺ κρατᾶ κιβωτίδιο. Στὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ δαδοῦχος ὑποδέχεται τὸ γαμήλιο ζεῦγος, ἐνῶ μία ἄλλη μορϕὴ (μητέρα;) περιμένει τοὺς νεόνυμϕους καὶ ἀκουμπᾶ σὲ ἐρεισίνωτο κλισμοῦ. ῾ Η κλωστικὴ καὶ ἡ ὑϕαντικὴ θεωροῦνταν βασικὰ προτερήματα γιὰ τὴ γυναίκα, γιατὶ τὰ ροῦχα ὑϕαίνονταν στὸ σπίτι. Τὸ ἐπίνητρον (ἡμικυκλικὸ ὄργανο ποὺ ἐϕαρμοζόταν στὸν μηρὸ καὶ τὸ γόνατο), ἡ ρόκα, τὸ ἀδράχτι καὶ οἱ σϕόνδυλοι ἀδραχτιοῦ ἦταν τὰ ἐργαλεῖα μὲ τὰ ὁποῖα ἔκλωθαν τὸ μαλλὶ μὲ μία τεχνικὴ ποὺ ἦταν γνωστὴ ὡς 30. Βλ. Bremmer (2007) 314-337, ὅπου καὶ βιβλιογραϕία· Lewis (2002) 54ε. 31. Flacelièr (1990) 171 κ.ἑ., ὅπου καὶ βιβλιογραϕία. 32. Περισσότερα γιὰ τὴν ὀνομασία «λουτροϕόρος» καὶ τὴν ἐνδεχόμενη συμβολισμὸ τοῦ γάμου μέσα ἀπὸ τὸ θάνατο βλ. Kurtz-Boardman (1994) 141 κ.ἑ. Βιβλιογραϕία γενικὰ γιὰ λουτροϕόρους βλ. Καββαδίας (2000) 42, ὑποσημ. 108, καὶ γιὰ γαμήλιες παραστάσεις Καββαδίας (2000) 123, ὑποσημ. 866. 33. Πρβλ. Βαλαβάνης (2001) 58-61, πίν. 32-33· Καββαδίας (2000) 42-45, 123-127, πίν. 70-72· Oakley & Sinos (1993) 8, 18, εἰκ. 82-85, 94-106.
356
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
μέθοδος ρίψης καὶ κλώθης. ῎ Επειτα ὕϕαιναν τὸ μαλλὶ στὸν ἀργαλειὸ καὶ ἔϕτιαχναν τὸ ὕϕασμα.34 ᾽Αγνύθες (ὑϕαντικὰ βάρη) πυραμιδόσχημες (ἀρ. εὑρ. 1345, εἰκ. 20) ή κωνικὲς (ἀρ. εὑρ. 1634, εἰκ. 21) μὲ διαμπερῆ ὀπὴ ἀνάρτησης καὶ πήλινα σϕονδύλια μελαμβαϕὴ35 (ἀρ. εὑρ. 859, 1402, 1525, 1517, εἰκ. 22-23) ἢ μὲ γραπτὴ διακόσμηση ἀπὸ στιγμὲς καὶ γραμμίδια36 (ἀρ. εὑρ. 779, 782, εἰκ. 24-25) ποὺ βρέθηκαν σὲ γυναικεῖες ταϕὲς ἀπὸ τὸ νεκροταϕεῖο ποὺ ἐξετάζουμε, ἀποδίδουν αὐτὲς τὶς πτυχὲς τῆς καθημερινότητας τῆς γυναίκας. Οἱ καλαθίσκοι ποὺ βρίσκουμε ὡς κτερίσματα, εἶναι δηλωτικοὶ γυναικείας ταϕῆς καὶ ἑρμηνεύονται ὡς ἀπομιμήσεις καλάθων γιὰ μαλλί,37 ὅπως ὁ μικκύλος κάλαθος (ἀρ. εὑρ. 788, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 26) ποὺ κοσμεῖται μὲ σχηματοποιημένους κύκνους ἀνάμεσα σὲ τετράδες γραμμιδίων.38 Σὲ ἐρυθρόμορϕη ἀρυβαλλόσχημη λήκυθο (ἀρ. εὑρ. 1560, εἰκ. 27) ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 5ου αἰ. π.Χ., εἰκονίζεται ὄρθια γυναικεία μορϕὴ μὲ χιτώνα καὶ ἱμάτιο καὶ τὰ μαλλιὰ τῆς πιασμένα σὲ κρωβύλο. ᾽Απὸ τὸ δεξί της χέρι κρέμεται ὕϕασμα, ἐνῶ μπροστὰ τῆς βρίσκεται κάλαθος.39 ῾ Ο καλλωπισμὸς καταλαμβάνει μεγάλο μέρος τῆς καθημερινότητας τῆς γυναίκας. Φρόντιζε νὰ εἶναι περιποιημένη, ἰδίως στὶς δημόσιες ἐμϕανίσεις της, ὅπως ϕανερώνει καὶ ἡ συμβουλὴ τοῦ Δικαιόπολη πρὸς τὴν κόρη του νὰ προσέχει τὰ χρυσὰ κοσμήματα ποὺ ϕορᾶ μὴν τυχὸν καὶ τῆς τὰ κλέψουν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πομπῆς (στ. 258). Συχνὰ ἀπεικονίζεται νὰ τακτοποιεῖ τὰ ροῦχα καὶ τὰ ὑϕάσματά της σὲ κιβώτια καὶ ἑρμάρια, νὰ τοποθετεῖ κοσμήματα σὲ κοσμηματοθῆκες, τὶς πυξίδες, ποὺ τὴ συντροϕεύουν καὶ στὴν ἄλλη ζωή. ῎ Εχει ἀρώματα ϕυλαγμένα σὲ μυροδοχεῖα καὶ ψιμύθια γιὰ τὸν καλλωπισμό της σὲ βαζάκια. 34. Garland (2001) 85. 35. Kübler (1976) 2, σ. 93, ἀρ. 335-1.45, πίν. 63.11. 36. Kübler (1976) 2, σ. 100, ἀρ. 386.11, πίν. 66. 37. Scheibler (1992) [ ῾ Ελλην. μτϕρ.] 70. 38. Kübler (1976) 2, σ. 119, ἀρ. 472.14, πίν. 81· Μαραγκοῦ (1996) 76, ἀρ. 110. 39. Γιὰ τὸ σχῆμα βλ. Moore (1997) 47-48. Για παράλληλα βλ. Μυλωνᾶς (1975) 173, 221 τ. Α· 289ε, τ. Β· πίν. 272, 294, 430 τ. Γ · Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 237· Moore (1997) 267, 268 πίν. 93.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
357
Οἱ παραστάσεις μεμονομένων γυναικείων μορϕῶν σὲ ἐρυθρόμορϕες ἀρυβαλλοειδεῖς ληκύθους μὲ σκηνὲς γυναικωνίτη εἶναι συνήθεις σὲ ὅλο τὸ β΄μισὸ τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. ᾽Απὸ τὸ νεκροταϕεῖο ποὺ ἐξετάζουμε προέρχονται παραστάσεις καθιστῆς γυναίκας σὲ διάϕορες παραλλαγὲς ὅπως: σὲ δίϕρο μὲ ἐρεισίνωτο νὰ κρατᾶ κάτοπτρο40 (ἀρ. εὑρ. 1513, εἰκ. 28), μπροστὰ σὲ κιβώτιο διακοσμημένο μὲ ζητοειδεῖς γραμμές41 (ἀρ. εὑρ. 565, περ. 430-420 π.Χ., εἰκ. 29), ντυμένης μὲ ποδῆρες ἔνδυμα νὰ κρατᾶ στὰ προτεταμένα χέρια της κάτι ποὺ μᾶς διαϕεύγει. Σὲ ἄλλη λήκυθο παρόμοιου σχήματος καὶ τεχνοτροπίας, εἰκονίζεται γυναικεία μορϕὴ ποὺ ϕορᾶ πολύπτυχο ποδήρη χιτώνα καὶ κινεῖται πρὸς τὰ δεξιὰ κρατώντας μὲ τὰ δυό της χέρια κιβωτίδιο.42 Φορᾶ ἐνώτια καὶ στὰ μαλλιὰ ϕέρει κρωβύλο (ἀρ. εὑρ. 508, περ. 420 π.Χ., εἰκ. 30). Τὸ ἴδιο θέμα ἔχει καὶ ἡ ραδινότερη λήκυθος43 με ἀρ. εὑρ. 1348 (γ ΄τετ. 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 31), ἐνῶ σὲ ἄλλη (ἀρ. εὑρ. 1518, ἀρχὲς 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 32) ἡ γυναίκα βαδίζει πρὸς τὰ δεξιὰ κρατώντας κάτοπτρο στὸ ἕνα χέρι καὶ κάλαθο στὸ ἄλλο.44 Οἱ πυξίδες, ὅπως καὶ οἱ λεκανίδες μὲ πῶμα, ἦταν ἀντικείμενα καθημερινῆς χρήσης τῶν γυναικῶν γιὰ ἀποθήκευση ψιμυθίων, καλλυντικῶν καὶ κοσμημάτων. Πολὺ συχνὰ τοποθετοῦνταν ὡς κτερίσματα στοὺς τάϕους, συνοδεύοντας τὴν κάτοχό τους καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Μπορεῖ νὰ εἶναι μελαμβαϕεῖς45 ἢ ἀβαϕεῖς, ὅπως ἡ μικκύλη λεκάνη μὲ πῶμα (ἀρ. εὑρ. 1568, 425-400 π.Χ.), στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας βρέθηκαν δισκοειδῆ ψιμύθια καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ταϕικὸ σύνολο τῆς πήλινης λάρνακας 2 (εἰκ. 33). ῎ Αλλες ἔχουν γραπτὴ διακόσμηση (βλ. παρακάτω ἀρ. εὑρ. 1382, 1384, εἰκ. 44). 40. Γιὰ τὸ εἰκονογραϕικὸ θέμα πρβλ. Καββαδίας (2000) ἀρ. 162, 163, πίν. 114, 115. 41. Γιὰ τὸ σχῆμα καὶ τὸ κιβώτιο Μυλωνᾶς (1975) 221, ἀρ. 333, πίν. 294α, τ. Α. Γιὰ τὸ σχῆμα καὶ τὴν ἀπόδοση τῆς μορϕῆς Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 355, ἀρ. 388. 42. Moore (1997) 268, ἀρ. 948, πίν. 93, σελ. 300, ἀρ. 1253, πίν. 118. 43. Γιὰ τὸ θέμα: Moore (1997) 257, ἀρ. 839 (γυναίκα μὲ κιβωτίδιο)· Μυλωνᾶς (1975) 222, ἀρ. 337, πίν. 294α. 44. Πρβλ. Μυλωνᾶς (1975) 65, ἀρ. 93, τ. Α, σ. 258, ἀρ. 403, εἰκ. 215β, 312
τ. Γ. 45. Γιὰ λεκανίδες βλ. Sparkes & Talcott (1970) 164-173, 322.
358
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Συχνὰ οἱ πυξίδες ἔχουν ἐρυθρόμορϕη διακόσμηση μὲ σκηνὲς προετοιμασίας γάμου καὶ γυναικωνίτη, ὅπως ἡ τριποδικὴ πυξίδα46 (ἀρ. εὑρ. 1664, β΄μισὸ 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 34) μὲ παράσταση γυναικείας μορϕῆς ποὺ κάθεται ἄνετα σὲ δίϕρο μὲ ἐρεισίνωτο, ϕορᾶ ποδήρη χιτώνα καὶ ἔχει τὰ μαλλιὰ πιασμένα σὲ κρωβύλο. Πρὸς αὐτὴν πετᾶ ῎ Ερωτας ποὺ κρατᾶ κιβωτίδιο. Πίσω της εἰκονίζεται σὲ μικρότερες διαστάσεις ἄλλη καθιστὴ γυναίκα μὲ ῎ Ερωτα στὰ γόνατά της, ἐνῶ ἀριστερὰ ἕνα ἀκόμη ζεῦγος ὄρθιας γυναίκας καὶ ἱπτάμενου ῎ Ερωτα μὲ κιβωτίδιο. Τὴν παράσταση συμπληρώνει ζεῦγος μορϕῶν ὄρθιας γυναίκας ποὺ σκύβει πρὸς ἐλλιπῶς σωζόμενη μορϕὴ κατὰ γῆς (μωρό;). ῾ Η παρουσία μετάλλινων κτερισμάτων στὸ νεκροταϕεῖο εἶναι πολὺ περιορισμένη καὶ συνίσταται σὲ χάλκινα καὶ σιδερένια ἀντικείμενα. ῾ Η χρήση χάλκινου λέβητα47 (ἀρ. εὑρ. 2106, εἰκ. 35) ποὺ βρέθηκε ἐντὸς λίθινης θήκης καὶ περιεῖχε τὴν τέϕρα καὶ τὰ ὑπολείμματα ὀστῶν τοῦ νεκροῦ, πιθανῶς ἀποτελεῖ ἔνδειξη οἰκονομικῆς ἄνεσης τοῦ ἴδιου ἢ τῆς οἰκογένειάς του. Τὰ περισσότερα μετάλλινα κτερίσματα ποὺ βρέθηκαν στὸ νεκροταϕεῖο προέρχονται ἀπὸ ἐνταϕιασμούς, δηλαδὴ λακκοειδεῖς τάϕους, πήλινες ἢ λίθινες σαρκοϕάγους καὶ κεραμοσκεπεῖς τάϕους. Σὲ πυρὲς συναντήσαμε κυρίως σιδερένια ἀντικείμενα, ὅπως ἐγχειρίδιο καὶ λόγχη (ἀρ. εὑρ. 2101), ποὺ ἀποδίδονται σὲ ἀνδρικὲς ταϕές, ὅπως ἐπίσης σιδερένιες καὶ χάλκινες στλεγγίδες48 (ἀρ. εὑρ. 2098, εἰκ. 36). Στὴν πλειοψηϕία τους τὰ μετάλλινα ἀντικείμενα ἦταν χάλκινα καὶ ἀϕοροῦσαν συχνότερα ταϕὲς γυναικῶν ἢ κοριτσιῶν. Πρόκειται γιὰ κάτοπτρα49 (ἀρ. εὑρ. 2199, εἰκ. 33), δαχτυλίδια μὲ ἐλλειψοειδῆ σϕενδόνη50 (ἀρ. εὑρ. 2095, εἰκ. 37) καὶ ἐνώτια. ᾽Απὸ τὸν πλούσια κτερισμένο λακκοειδῆ τάϕο 8 προέρχεται χάλκινο βραχιόλι ποὺ καταλήγει σὲ δυὸ κεϕαλὲς ϕιδιῶν,51 τὰ 46. ᾽Ανήκει στὸν τύπο Α, βλ. Moore (1997) 51-54 κ.ἑ. 47. Πρβλ. Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 333, ἀρ. 351, ὅπου καὶ σχετικὴ
βιβλιογραϕία. 48. Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 241, ἀρ. 225, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία· Καλτσᾶς (1979), 283, σχ. 41, 42. 49. Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 218, ἀρ. 191, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. 50. Πρβλ. Καλτσᾶς (1979) 277, εἰκ. 37, πίν. 37, 131. 51. Γιὰ ψέλια μὲ ϕίδια: Καλτσᾶς (1979) 139, τάϕος 1654, ἀρ. 1206, πίν. 157α·
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
359
χαρακτηριστικὰ τῶν ὁποίων ἀποδίδονται μὲ ἐγχαράξεις (ἀρ. εὑρ. 800, τέλη 6ου/ἀρχὲς 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 38). Πήλινα ἐπίχρυσα μετάλλια καὶ πήλινοι ἐπίχρυσοι ρόδακες52 ποῦ βρέθηκαν σὲ πυρὰ (ἀρ. εὑρ. 2110, β΄τετ. 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 39) συνιστοῦσαν πιθανότατα τὸ διάκοσμο ξύλινου κιβωτίου τοποθετημένου στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ τάϕου, ὅπως δηλώνουν τὰ ὑπολείμματα ξυλάνθρακα μὲ τὸ ἀποτύπωμα τοῦ μεταλλίου ποὺ συλλέχθηκαν. Στὰ κοσμήματα53 θὰ πρέπει νὰ προστεθοῦν δυὸ γυάλινες ψῆϕοι: μιὰ διάϕανη (ἀρ. εὑρ. 1581, εἰκ. 33) ἐλλειψοειδοῦς σχήματος, μὲ καμπυλωμένη τὴν ἄνω ἐπιϕάνεια καὶ ὀπὴ ἐξάρτησης κατὰ μῆκος τοῦ σώματος, καὶ μία διάτρητη ὀμϕαλωτὴ ἀπὸ πράσινη ὑαλόμαζα, μὲ βαθυκύανους ὀϕθαλμοὺς ποὺ περιβάλλονται ἀπὸ λευκὸ πλαίσιο54 (ἀρ. εὑρ. 1744, εἰκ. 40). Σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς συζύγους ποὺ περιορίζονταν στὸ γυναικωνίτη, οἱ ἑταῖρες 55 κατεῖχαν σημαίνουσα θέση στὸ χῶρο τῶν ἀνδρῶν, λόγω τῆς συμμετοχῆς τους στὰ συμπόσια. Σκοπός τους ἦταν ἡ ψυχαγωγία τῶν παρευρισκομένων, ὄχι μόνο μὲ τὰ σωματικά τους προσόντα καὶ τὶς ἐρωτικές τους ἐπιδόσεις, ἀλλά, ὅπως ϕαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς παραστάσεις τῶν ἀγγείων, καὶ ἀπὸ ἄλλες δεξιότητες στὴ μουσική, τὸ χορὸ καὶ τὴ συζήτηση. Τὸν ἰδιαίτερο ρόλο ποὺ ἔπαιζαν στὴν κοινωνία δηλώνουν τὰ λόγια του Δικαιόπολη ὅταν παρωδεῖ τὶς ϕῆμες, ὅτι ἀϕορμὴ τῆς ἔναρξης τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου ἦταν τρεῖς ἑταῖρες (στ. 528-529). Σὲ λήκυθο (ἀρ. εὑρ. 773, ἀρχὲς 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 41), οἱ δυὸ συμποσιαστές, ἕνας ἀγένειος ἄνδρας ποὺ κρατᾶ κέρας καὶ μία γυναίκα, εἶναι ἀνακεκλιμμένοι σὲ μαξιλάρια, πλαισιωμένοι ἀπὸ κλαδιὰ μὲ κρεμάμενα ἱμάτια.56 Βοκοτοπούλου, Δεσποίνη, Μισαηλίδου & Τιβέριος (1997) ἀρ. 310, 495· Kübler (1976) 2, σ. 120, τάϕος 472: 19, πίν. 81, 4. 52. Πρβλ. Βοκοτοπούλου, Δεσποίνη, Μισαηλίδου & Τιβέριος (1997) 266ε, ἀρ. 430-433, ὅπου καὶ βιβλιογραϕία. 53. Γενικὰ γιὰ κοσμήματα βλ. Μαρκῆ (1997)· Higgins (1961). 54. Ρωμιοπούλου, Τουράτσογλου & Μίεζα (2002), σ. 96, Π 1674, πίν. 13, ὅπου καὶ βιβλιογραϕία. 55. Γενικὰ γιὰ ἑταῖρες βλ. Herter (2007) ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. 56. Πρβλ. γιὰ τὴν παράσταση Kübler (1976) 2, σ. 68, ἀρ. 245.1, πίν. 43· Βαλαβάνης (2001) 34, πίν. 14, ἀρ. Κ214.
360
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Δὲν εἶναι πάντα εὔκολο νὰ διακρίνουμε ἂν οἱ γυναικεῖες μορϕὲς ποὺ ἀπεικονίζονται στὰ ἀγγεῖα ἀναπαριστοῦν ἑταῖρες ἢ οἰκοδέσποινες.57 Πολλὲς ϕορὲς τὰ σύμβολα ποὺ χρησιμοποιοῦνται δὲν εἶναι ἐνδεικτικά. Μπορεῖ ἡ μορϕὴ ποὺ παίζει λύρα σὲ σκηνὴ συμποσίου58 (ἀρ. εὑρ. 1505, β΄τετ. 5ου αἰ. π.Χ., εἰκ. 42) νὰ ταυτίζεται μὲ ἑταίρα, ὅμως ἡ μοναχικὴ μελαγχολικὴ μορϕὴ ποὺ ἀπεικονίζεται στὴν ἀρυβαλλόσχημη λήκυθο59 (ἀρ. εὑρ. 1413, εἰκ. 43) νὰ παίζει λύρα θὰ μποροῦσε νὰ ἀναπαριστᾶ ὁποιαδήποτε ἀπὸ τὶς δυό. ᾽ Εξάλλου, εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸ γυναικωνίτη οἱ γυναῖκες μάθαιναν μουσικὴ καὶ ποίηση. ᾽ χαρνεῖς γίνεται ἀναϕορὰ σὲ θρησκευτικὲς γιορτὲς στὶς Στοὺς Α ὁποῖες λάμβαναν μέρος παιδιά: στὰ ᾽Απατούρια (στ. 143) καὶ τοὺς Χόες (στ. 1000). Στὰ πρῶτα, τὰ ἄρρενα παιδιὰ τῆς ᾽Αθήνας ἐγγράϕονταν στοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν, στὶς ϕατρίες.60 Στοὺς Χόες, ποὺ τελοῦνταν τὴ δεύτερη μέρα τῶν ᾽Ανθεστηρίων, οἱ ἐνήλικες ᾽Αθηναῖοι ἔκαναν διαγωνισμοὺς οἰνοποσίας, ἐνῶ συμμετεῖχαν καὶ τρίχρονα παιδιὰ ποὺ πρωτοδοκίμαζαν τὸν οἶνο μὲ μικρὰ ζωγραϕισμένα ἀγγεῖα, τὶς χόες. ῾ Η συχνὴ ἀνεύρεση σὲ παιδικὲς ταϕὲς αὐτῶν τῶν ἀγγείων μαρτυρᾶ πόσο σημαντικὴ ἦταν αὐτὴ ἡ θρησκευτικὴ τελετουργία μετάβασης στὴν ζωὴ ἀπὸ βρέϕος σὲ νήπιο.61 Οἱ θάνατοι μικρῶν παιδιῶν ἀπὸ ἀσθένειες, ἔλλειψη ὑγιεινῆς περίθαλψης καὶ ἀτυχήματα ἦταν πολὺ συχνοὶ στὴν ἀρχαιότητα.62 Οἱ ταϕές τους, γίνονταν σὲ λουτῆρες καὶ πίθους (ἐγχυτρισμοὶ) καὶ περιεῖχαν ὡς κτερίσματα θήλαστρα, οἰνοχόες, καὶ μικκύλα ἀγγεῖα, κοτυλίσκες, πλημοχόες καὶ ἐξάλειπτρα.63 Πολὺ συχνὰ τὰ ἔθαβαν μὲ τὰ ἀγαπημένα 57. Βλ. σχετ. Καββαδίας (2000) 119· Robertson & Beard (1997) [ ῾ Ελλην. μτϕρ.] 30-49· Lewis (2002) 101 κ.ἑ. 58. Γιὰ τὸ εἰκονογραϕικὸ θέμα πρβλ. Ρωμιοπούλου, Τουράτσογλου & Μίεζα (2002) 91, ἀρ. Π1659. 59. Γιὰ τὸ σχῆμα βλ. Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 367, ἀρ. 408, ὅπου
καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. 60. Λαδιᾶ (2010) 156, ὅπου καὶ σχετικὴ βιβλιογραϕία. 61. Λαδιᾶ (2010) 165. 62. Λαδιᾶ (2010) 269. 63. Πρόκειται γιὰ δοχεῖα ὑγρῶν (γιὰ ἀρωματικὰ ἔλαια καὶ μύρα), ποὺ χρησιμοποιοῦνταν στὸν καλλωπισμὸ καὶ τὸ λουτρὸ τῶν γυναικῶν καὶ τὰ συναντᾶμε συχνὰ σὲ παιδικὲς ταϕὲς νεαρῶν κοριτσιῶν.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
361
τους παιχνίδια. Πηγὲς ἀναϕέρουν πὼς παιχνίδια λάμβαναν τὰ παιδιὰ κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν ᾽Αμϕιδρομίων ἀπὸ συγγενεῖς ποὺ συμμετεῖχαν στὴν τελετὴ ἀναγνώρισης τοῦ παιδιοῦ ἀπὸ τὸν πατέρα του ὡς γνήσιο τέκνο του.64 Τὰ μικκύλα ἀγγεῖα σὲ τάϕους μικρῶν παιδιῶν ἑρμηνεύονται ὡς παιχνίδια, ὡς ὑποκατάστατα πολυτιμότερων ἀγγείων ἢ συνδέονται μὲ τὴν προσϕορὰ τροϕῆς στοὺς νεκρούς.65 Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα παιδικῆς ταϕῆς ἀποτελεῖ ὁ ἐγχυτρισμὸς 27 (εἰκ. 44) μὲ δεκαπέντε κτερίσματα, ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ περισσότερα χρονολογοῦνται στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰ π.Χ., ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ληκύθους ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν παραγωγὴ τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ ζωγράϕου τοῦ Αἵμονος, τοῦ β΄τετ. του 5ου αἰ. π.Χ. ᾽Ακολουθεῖ συνοπτικὴ παρουσίαση τῶν κτερισμάτων. ᾽Απὸ τὶς πέντε ληκύθους, οἱ τρεῖς ἀνήκουν στὸν τύπο τῆς καπνοδόχου (ἀρ. εὑρ. 1378,66 1383,67 1374), μὲ σῶμα κυλινδρικό, ἐπίμηκες, βάση δίβαθμη, δισκοειδὴ καὶ μελαμβαϕὲς στόμιο. Στὸν ὦμο ἔχουν γραπτὸ ἀκτινωτὸ κόσμημα καὶ ἄνω σειρὰ στιγμῶν. ῾ Ως πρὸς τὴν κύρια διακόσμηση, στὴν πρώτη λήκυθο ἀναϕερθήκαμε προηγούμενα (παράσταση δέντρου). ῾ Η ἐπιϕάνεια τῆς δεύτερης ληκύθου εἶναι κατεστραμμένη, ἐνῶ στὸ σῶμα τῆς τρίτης διακρίνονται ἴχνη μελανόμορϕης παράστασης μὲ ἐγχαράξεις. ῾ Η λήκυθος μὲ ἀρ. εὑρ. 137568 καλύπτεται ἀπὸ καστανόμαυρο χρῶμα, κακῆς ὄπτησης, ἐκτὸς ἀπὸ λεπτὴ ἐδαϕόχρωμη ζώνη μὲ δεξιόστροϕο γραπτὸ μαίανδρο στὸ ἀνώτατο σημεῖο τοῦ σώματος. Τέλος, τὴ λήκυθο μὲ ἀρ. εὑρ. 1376 κοσμεῖ μελανόμορϕη παράσταση ἀπὸ τὸ διονυσιακὸ κύκλο,69 ὅπου γυναικεία μορϕὴ πάνω σὲ ἡμίονο πλαισιώνεται ἀπὸ δυὸ ἄλλες καθήμενες γυναῖκες. Οἱ λεπτομέρειες δηλώνονται μὲ λευκὸ χρῶμα καὶ ἐγχαράξεις. 64. Βρεττὸς (2003) 77. 65. Κόκκου-Βυριδῆ (1999) 95· Γιὰ παιδικὲς ταϕὲς βλ. Kurtz-Boardman (1994) 68, 92, 94ε. 66. Βλ. παραπομπὴ 9. 67. Γιὰ τὸ σχῆμα βλ. Kübler (1976) 273, πίν. 50, 9, s. 273· Μυλωνᾶς (1975) 177ε, ἀρ. 256, 258, 259, τ. Α· πίν. 275α. τ. Γ. 68. Μυλωνᾶς (1975) 76, ἀρ. 716, τ. Β· πίν. 357α, τ. Γ. 69. Μυλωνᾶς (1975) σ. 39ε, ἀρ. 50, τ. Α· πίν. 198β, τ. Γ, ὅπου καὶ βιβλιο-
γραϕία γιὰ τὸ εἰκονογραϕικὸ θέμα καὶ γενικὰ γιὰ τὸ ἔργ. τοῦ ζ. τοῦ Αἵμονα.
362
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Στὸν ἴδιο τάϕο βρέθηκαν δυὸ μεσόμϕαλες ϕιάλες διαϕορετικοῦ τύπου. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀκέραιο ϕιαλίδιο70 (ἀρ. εὑρ. 1381) μὲ ἀβαθῆ τοιχώματα καὶ δυὸ ὀπὲς ἀνάρτησης. Τὴν ἀκμὴ τοῦ χείλους καὶ τὸν ὀμϕαλὸ καλύπτει μελανὴ βαϕή, ἐνῶ τὸ ἐσωτερικὸ ϕέρει γραπτὴ μελανὴ διακόσμηση μὲ στιγμὲς καὶ κάθετα γραμμίδια. ῾ Ο ὀμϕαλὸς περιβάλλεται ἀπὸ μελανὴ ταινία. ῾ Η δεύτερη ϕιάλη71 (ἀρ. εὑρ. 1385) ἔχει σῶμα ἀβαθές, ἡμισϕαιρικό, χεῖλος ἐπίπεδο, ἐλαϕρῶς ἔσω νεῦρον καὶ ϕέρει ὀπὴ ἀνάρτησης στὸ τοίχωμα. Τὸ ἐσωτερικὸ εἶναι μελαμβαϕές, ἐνῶ ταινία περιτρέχει τὴν περιοχὴ κάτω ἀπὸ τὸ χεῖ λος. ῾ Η ἐξωτερικὴ ἐπιϕάνεια εἶναι ἀβαϕής. Τὸ παιδὶ συνόδευαν τρεῖς πυξίδες τύπου πουδριέρας. Οἱ δυὸ ἀνήκουν στὴν ῾ Ομάδα τῶν Κύκνων72 (ἀρ. εὑρ. 1388, 1384), μὲ σῶμα σχεδὸν κυλινδρικὸ καὶ ἀποκλίνοντα τοιχώματα ποὺ στενεύουν πρὸς τὰ πάνω. ῾ Η βάση εἶναι ἐπίπεδη, εὐρεία καὶ προεξέχει τοῦ κορμοῦ, σχηματίζοντας πατούρα γιὰ τὴν τοποθέτηση τοῦ πώματος. Στὴν ἄνω, ἐπίπεδη ἐπιϕάνεια τοῦ πώματος, εἰκονίζεται ὑδρόβιο πτηνὸ (κύκνος) ποὺ πλαισιώνεται ἀπὸ κάθετα γραμμίδια, ἐνῶ ἡ κατακόρυϕη ἐξωτερικὴ πλευρὰ διακοσμεῖται ἀπὸ ζώνη μὲ ἐννέα κύκνους πρὸς τὰ δεξιά, τὴν ὁποία ὁρίζουν ὁμάδες γραμμιδίων. ῾ Η τρίτη73 (ἀρ. εὑρ. 1382 ἀρχὲς 5ου αἰ.π.Χ.) ἔχει σῶμα κυλινδρικὸ μὲ λεπτὰ τοιχώματα καὶ ϕέρει γραπτὴ διακόσμηση ἐπαναλαμβανόμενων μοτίβων ἐρυθροῦ καὶ μελανοῦ χρώματος: στὴν ἄνω ἐπίπεδη ἐπιϕάνεια ὁμόκεντρους κύκλους καὶ ἀκτινωτὸ κόσμημα ἐνῶ στὴν κατακόρυϕη ἐξωτερικὴ πλευρὰ ταινία μὲ σταυρόσχημο κόσμημα ποὺ περιβάλλεται ἄνω καὶ κάτω ἀπὸ γραπτὲς ταινίες. Στὰ κτερίσματα τοῦ τάϕου περιλαμβάνονται καὶ δυὸ μελαμβαϕῆ σκυϕίδια κορινθιακοῦ τύπου74 (ἀρ. εὑρ. 1377, 1380) μὲ βαθὺ σῶ-
70. Μυλωνᾶς (1975) 103ε, ἀρ. 148, 151, τ. Α· πίν. 234, τ. Γ. 71. Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003), 336, ἀρ. 356. 72. Γιὰ τὴ διακόσμηση τῆς ὁμάδας τῶν κύκνων βλ. Βαλαβάνης (2001) 38, πίν. 16 7, 8. 73. Γιὰ πυξίδα μὲ γραπτὴ διακόσμηση σὲ ταινίες βλ. Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003) 348, εἰκ. 378, σελ. 288, εἰκ. 211 (γιὰ ἀκτινωτὸ κόσμημα). 74. Sparkes & Talcott (1970) 333, πίν. 45, ἀρ. 1377, 1378· Kübler (1976) 124, 57, 211, πίν. 32, 13.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
363
μα καὶ λεπτὰ τοιχώματα, δακτυλιόσχημη βάση στὸ χρῶμα τοῦ πηλοῦ καὶ ὁριζόντιες, πεταλόσχημες λαβές. Στὸν τάϕο βρέθηκαν ἐπίσης τρία εἰδώλια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ δυὸ ἦταν εἰδώλια ζώων, τὰ παιχνίδια τοῦ παιδιοῦ ὅταν αὐτὸ ζοῦσε: ἕνα πήλινο περιστέρι καὶ ἕνα ὁμοίωμα χοίρου. Τὸ περιστέρι75 (ἀρ. εὑρ. 1379) στηρίζεται στὰ δυὸ πόδια, ἔχει κλειστὰ ϕτερὰ καὶ ἡ οὐρὰ ἐϕάπτεται στὸ ἔδαϕος. ῾ Ο λαιμὸς εἶναι ψηλὸς καὶ ἀπολήγει σὲ μικρὸ σϕαιροειδὲς κεϕάλι. ῎ Ιχνη ὑπόλευκου ἐπιχρίσματος διακρίνονται σὲ ὅλη τὴν ἐπιϕάνεια τοῦ εἰδωλίου. ῾ Ο χοῖρος76 (ἀρ. εὑρ. 1387) στηρίζεται στὰ τέσσερα πόδια του, ἔχει στὸ ρύγχος καὶ στὸ δεξὶ αὐτὶ ἴχνη χρώματος, ἐνῶ στὴν ράχη του ἀποδίδεται ἀνάγλυϕη ἡ χαίτη. ῾ Ο ἐγχυτρισμὸς 27 περιλάμβανε καὶ εἰδώλιο (ἀρ. εὑρ. 1386) γυναικείας μορϕῆς καθισμένης σὲ θρόνο77 μὲ ψηλὸ ἐρεισίνωτο καὶ προεξέχοντα πτερύγια. ῾ Η μορϕὴ ϕορᾶ ποδήρη χιτώνα, πατάει σὲ ὑποπόδιο καὶ ἀκουμπᾶ τὰ χέρια στὰ γόνατα. Στὸ κεϕάλι ϕέρει χαμηλὴ στεϕάνη καὶ ἀπὸ πάνω καλύπτρα ποὺ πέϕτει στοὺς ὤμους. Σώζονται ἴχνη λευκοῦ ἐπιχρίσματος καὶ κόκκινης βαϕῆς. ῾ Η γραπτὴ διακόσμηση μὲ ἐρυθρὸ καὶ μελανὸ χρῶμα γιὰ τὴν ἀπόδοση τῶν λεπτομερειῶν διατηρεῖται ἀρκετὰ καλὰ σὲ ἄλλο εἰδώλιο ἔνθρονης γυναικείας μορϕῆς ἀπὸ τὸν ἐγχυτρισμὸ 5 (ἀρ. εὑρ. 502, εἰκ. 45). Αὐτὸς ὁ τύπος εἰδωλίου ἀπαντᾶται συχνὰ ὡς κτέρισμα σὲ ἐγχυτρισμοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους τύπους τάϕων καὶ συμβόλιζε πιθανῶς θεὰ ἐπίκουρο ἢ τὴν ἴδια τὴν νεκρὴ θεοποιημένη ἢ τὴν μητέρα.78 ᾽ Επιστρέϕοντας στὴν κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, διαπιστώνουμε ὅτι τὸ αἴτημα γιὰ εἰρήνη ἐνάντια στὸ πόλεμο εἶναι παρὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ 75. Μυλωνᾶς (1975) 46, εἰδ. 7, σ. 65, εἰδ. 11, τ. Α· πίν. 204γ, 215β, τ. Γ,· Βοκοτοπούλου, Δεσποίνη, Μισαηλίδου & Τιβέριος (1997) 40, ἀρ. 46. 76. Μυλωνᾶς (1975) 46, εἰδ. 9-10, σ. 65, εἰδ. 14, τ. Α· πίν. 204γ, 215β, τ. Γ· Καλτσᾶς (1979) 44, ἀρ. 5-6, πίν. 27δ-ε· Βοκοτοπούλου, Δεσποίνη, Μισαηλίδου & Τιβέριος (1997) 38, εἰκ. 45.· Παρλαμᾶ & Σταμπολίδης (2003), 320, ἀρ. 329. 77. Μυλωνᾶς (1975), τ. Α, σ. 281, ἀρ. 38, τ. Γ, πίν. 326α· Kübler (1976) 120, πίν. 81, 17-18· Βοκοτοπούλου, Δεσποίνη, Μισαηλίδου & Τιβέριος (1997) σ. 117, ἀρ. 173· Καλτσᾶς (1979), σ. 216, ἀρ. Ε346, πίν. 223· Κόκκου-Βυριδῆ (1999) 236, ἀρ. Β168, Β170, σ. 241, ἀρ. Β215, πίν. 50, 51. 78. Κόκκου-Βυριδῆ (1999) 128ε.
364
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἔργου. ῾ Ομοίως, ὁ θεὸς Διόνυσος, μέσα ἀπὸ τὶς τελετουργίες καὶ τὴν εὐδαιμονία ποὺ αὐτὲς ἀποπνέουν, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου, παρίσταται στὸ σύνολο τῆς κωμωδίας. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι κοινὴ συνισταμένη τῶν δυὸ ἀλληλένδετων δυνάμεων ποὺ διατρέχουν τὴν κωμωδία ἐκ παραλλήλου, ἀϕενὸς τοῦ αἰτήματος γιὰ εἰρήνη, ἀϕετέρου τῆς διονυσιακῆς λατρείας, εἶναι ἡ γυναίκα, ποὺ μπορεῖ νὰ δώσει τὴ λύση, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ καθολικὴ εἰρήνη, ὅπως θὰ ϕανεῖ καὶ στὴν ἑπόμενη κωμωδία τοῦ ποιητῆ ποὺ πραγματεύεται τὸ θέμα, Λυσιστράτη. ῍ Ας μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Δικαιόπολης, ὅταν πετυχαίνει τὴ συνθήκη δὲν τὴ μοιράζεται μὲ κανέναν. Μόνο σὲ μία νιόπαντρη γυναίκα ἐπιτρέπει νὰ μετέχει λίγο σὲ αὐτήν, ἀϕοῦ ὅπως λέει στοὺς στίχους 1061-1062: Φέρ’ τὴ συνθήκη ἐδῶ, σ’ αὐτὴ νὰ δώσω μόνο, γιατί εἶν’ γυναίκα, γιὰ τὸν πόλεμο δὲ ϕταίει.79
Συντομογραϕίες ΑΔ Agora XII
᾽ ρχαιολογικὸν Δελτίον Α Sparkes, B. A. & Talcott, L., The Athenian Agora, XII. Black and Plain Pottery of the 6th, 5th and 4th Centuries B.C., Princeton 1970. Agora XXIII Moore, M. B. & Philippides, M.Z.P., The Athenian Agora, XXIII. Attic Black-Figured Pottery, Princeton 1986. Agora XXX Moore, M. B., The Athenian Agora, XXX. Attic RedFigured and White Ground Pottery, Princeton 1997. ῎Ακανθος Ι Καλτσᾶς, Ν., ῎Ακανθος Ι. ῾ Η ἀνασκαϕὴ στὸ νεκροταϕεῖο κατὰ τὸ 1979, ( ᾽Αθήνα) 1998. Arrigoni 2007 Οἱ γυναῖκες στὴν ἀρχαία ῾ Ελλάδα (ἐπιμ. Arrigoni, G., ἑλλην. μτϕρ.), Θεσσαλονίκη 2007. ᾽Αττικῆς ῾ Οδοῦ περιήγηση (ἐπιμ. Σταϊνχάουερ, Γ.), ᾽Αττικὴ ῾ Οδὸς 2005 ᾽Αθήνα 2005. Βαλαβάνης 2001 CVA, ῾ Ελλὰς 7, Μουσεῖο Μαραθῶνος, 2001. 79. Χρηστίδης (1991).
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
Boardman 1980
365
Boardman, J., ᾽Αθηναϊκὰ μελανόμορϕα ἀγγεῖα (ἑλλ. μτϕρ.), ᾽Αθήνα 1980.
Corpus Vasorum Antiquorum Haspels ABL Haspels, Ε., Attic Black-figured Lekythoi, Paris 1936. Καββαδίας 2000 Καββαδίας, Γ., ῾ Ο ζωγράϕος τοῦ Sabouroff, ᾽Αθήνα 2000. Kerameikos VII Kübler, K., Kerameikos VII. Die Nekropole der Mitte des 6. Bis Ende des 5. Jhs. T. 1, 1976. Kerameikos IX Knigge, U., Kerameikos IX. Der Südhügel Kerameikos. Ergebnisse der Ausgrabungen, Berlin 1976. Κόκκου-Βυριδῆ Κόκκου-Βυριδῆ, Κ., Πρώϊμες πυρὲς θυσιῶν στὸ Τε1999 λεστήριο τῆς ᾽Ελευσίνας, ᾽Αθήνα 1999. Kurtz 1975 Kurtz, D.C., Athenian White Lekythoi. Patterns and Painters, Oxford 1975. Kurtz–Boardman Kurtz, D. & Boardman, J., ῎ Εθιμα ταϕῆς στὸν ἀρχαῖο 1994 ἑλληνικὸ κόσμο (ἑλλ. μτϕρ.), ᾽Αθήνα 1994. Lewis 2002 Lewis, S., The Athenian Woman: an iconographic handbook, London 2002. Μίεζα Ρωμιοπούλου, Κ. & Τουράτσογλου, Γ., Μίεζα. Νεκροταϕεῖο ὑστεροαρχαϊκῶν – πρώιμων ἑλληνιστικῶν χρόνων, ᾽Αθήνα 2002. Μυλωνᾶς Γ. ᾽ Ε., Τὸ Δυτικὸν Νεκροταϕεῖον τῆς Ε ᾽ λευΜυλωνᾶς 1975 σίνος, Α-Γ, ᾽Αθήνα 1975. Πλάτωνος 2004 Πλάτωνος-Γιώτα, Μ., ᾽Αχαρναί, ῾ Ιστορικὴ καὶ τοπογραϕικὴ ἐπισκόπηση τῶν ἀρχαίων ᾽Αχαρνῶν, τῶν γειτονικῶν δήμων καὶ τῶν ὀχυρώσεων τῆς Πάρνηθας, ᾽Αχαρναὶ 2004. Πλάτωνος 2005 Πλάτωνος-Γιώτα, Μ., ᾽Αττικὴ ῾ Οδός. Περιοχὴ δήμου ἀρχαίων ᾽Αχαρνῶν, στὸ ᾽Αττικὴ ῾ Οδὸς 2005, 25-47. Πόλη 2003 Παρλαμᾶ, Λ. & Σταμπολίδης, Ν. (ἐπιμ.), ῾ Η Πόλη κάτω ἀπὸ τὴν Πόλη, ᾽Αθήνα 2003. Σίνδος Βοκοτοπούλου, ᾽ Ι., Δεσποίνη, Αἰκ., Μισαηλίδου, Β. & Τιβέριος, Μ., Σίνδος, Κατάλογος ἔκθεσης, ( ᾽Αθήνα) 19972. CVA
366
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Βιβλιογραϕία Blanck, Η. (2004), Εἰσαγωγὴ στὴν ἰδιωτικὴ ζωὴ τῶν ἀρχαίων ῾ Ελλήνων καὶ Ρωμαίων, ᾽Αθήνα. Boardman, J. (2001), Πρώϊμη ῾ Ελληνικὴ ᾽Αγγειογραϕία, ᾽Αθήνα. Connelly, J.B. (2007), Portrait of a Priestess. Women and Ritual in Ancient Greece, Princeton and Oxford. Cook, R.M. (1994), ῾ Ελληνικὴ ἀγγειογραϕία, μτϕρ. Δέσπ. Τσουκλίδου,
᾽Αθήνα. Flacelier, R. (1990), ῾ Ο δημόσιος καὶ ἰδιωτικὸς βίος τῶν ἀρχαίων ῾ Ελλήνων, μτϕρ. Γ.Δ. Βανδώρου, ᾽Αθήνα. Garland, R. (1985), The Greek Way of Death, Λονδίνο. —— (2001), Οἱ ἀρχαῖοι ῞ Ελληνες. ῾ Η καθημερινή τους ζωή, μτϕρ. Δ. Γε-
δεών, ᾽Αθήνα. Λαδιᾶ, Ε. (2010), Οἱ ῞ Ελληνες παῖδες στὴν ἀρχαιότητα, ᾽Αθήνα. Μαραγ κοῦ, Λ. (1996), ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Τέχνη, ᾽Αθήνα. Morris, I. (1997), Ταϕικὰ τελετουργικὰ ἔθιμα καὶ κοινωνικὴ δομὴ στὴν κλασικὴ ἀρχαιότητα, μτϕρ. Κάτια Μαντέλη, ῾ Ηράκλειο. Oakley, J.H. & Sinos, R.H. (1993), The Wedding in ancient Athens, Wisconsin. Πίκουλας, Γ.᾽Α. (2006), « ᾽Αϕανεῖς «ἥρωες» τοῦ καθημερινοῦ βίου στὴν ἀρχαιότητα», στό: ᾽ Ιόλη Βιγγοπούλου (ἐπιμ.), ῞ Ηρωες καὶ ἀνώνυμοι, ἀϕανεῖς καὶ ἐπώνυμοι στὶς παρυϕὲς τῆς ἱστορίας καὶ τῆς τέχνης, ᾽Αθήνα. Scheibler, I., ῾Ελληνικὴ Κεραμική. Παραγωγή, ἐμπόριο καὶ χρήση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀγγείων, μτϕρ. ῾ Ε. Μανακίδου, ᾽Αθήνα. Τ ζάχου- ᾽ Α λεξαν δρῆ, ῎ Ο. (1998), Λευκὲς λήκυθοι τοῦ ζωγράϕου τοῦ ᾽Αχιλλέως στὸ ᾽Εθνικὸ ᾽Αρχαιολογικὸ Μουσεῖο, ᾽Αθήνα. Walter -Καρύ δη, ῾ Ε. (1996), Τὸ ἑλληνικὸ σπίτι, ᾽Αθήνα. Χ ατζη δη μη τρίου, ᾽Α. (2005), Παραστάσεις Ε ᾽ ργαστηρίων καὶ ἐμπορίου στὴν εἰκονογραϕία τῶν ἀρχαϊκῶν καὶ κλασικῶν χρόνων, ᾽Αθήνα.
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
367
Εἰκ. 1. Μελανόμορϕη λήκυθος μὲ παράσταση τοῦ θεοῦ Διόνυσου ἀνάμεσα σὲ δύο σατύρους (ΜΜ 515).
Εἰκ. 2. Σκύϕος μὲ μελανόμορϕη παράσταση διονυσιακῆς πομπῆς, Α ὄψη (ΜΜ 679).
368
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Εἰκ. 3. Σκύϕος μὲ μελανόμορϕη παράσταση διονυσιακῆς πομπῆς, Β ὄψη (ΜΜ 679).
Εἰκ. 4. Μελανόμορϕη λήκυθος μὲ μαινάδες ποὺ χορεύουν (ΜΜ 1713).
Εἰκ. 5. Λεπτομέρεια τῆς εἰκ. 4 (ΜΜ 1713).
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
Εἰκ. 6. Μελανόμορϕη λήκυθος μὲ τὸ θεὸ Διόνυσο καὶ μαινάδα (ΜΜ 512).
369
Εἰκ. 7. Μελανόμορϕη λήκυθος μὲ ἱέρεια ποὺ προσεγγίζει βωμὸ (ΜΜ 1520).
Εἰκ. 8. Λευκὴ λήκυθος μὲ λεπτομέρεια παράστασης ἐπίσκεψης σὲ τάϕο: κανηϕόρος (ΜΜ 1412).
370
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Εἰκ. 9. Λεπτομέρεια παράστασης ἐπίσκεψης σὲ τάϕο: νέος ἄνδρας, πιθανῶς ὁ νεκρὸς (ΜΜ 1412).
Εἰκ. 10. ᾽ Επίσκεψη σὲ τάϕο: ἄνδρας ποὺ θρηνεῖ (ΜΜ 686).
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
Εἰκ. 11. ᾽ Ερυθρόμορϕη λήκυθος μὲ γυναίκα πού προσεγγίζει βωμὸ κρατώντας κάναστρο καὶ ϕιάλη (ΜΜ 1511).
Εἰκ. 12. ᾽ Ερυθρόμορϕη λήκυθος μὲ γυναίκα σὲ διασκελισμὸ ποὺ κρατᾶ ἀλάβαστρο (ΜΜ 1522)
371
372
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Εἰκ. 13. ᾽Αρυβαλλόσχημη λήκυθος μὲ ἱστάμενη γυναίκα ποὺ κρατᾶ ἀλάβαστρο (ΜΜ 1696).
Εἰκ. 14. Φιάλη μὲ παράσταση σειρήνων καὶ σϕιγγῶν (ΜΜ 682).
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
373
Εἰκ. 15. Φιάλη μὲ διακόσμηση κλάδων μυρτιᾶς (ΜΜ 520).
Εἰκ. 16. Εἰδώλιο κουροτρόϕου (ΜΜ 1408)
Εἰκ. 17. ᾽ Ερυθρόμορϕη λουτροϕόρος μὲ παράσταση γαμήλιας πομπῆς (ΜΜ 708).
374
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Εἰκ. 18. Λουτροϕόρος: γυναίκα ποὺ ϕέρνει δῶρα, πλαϊνὴ ὄψη (ΜΜ 708).
Εἰκ. 19. Λεπτομέρεια τῆς εἰκ. 17: οἱ νεόνυμϕοι (ΜΜ 708).
Εἰκ. 20. Πυραμιδόσχημη ἀγνύθα (ΜΜ 1345).
Εἰκ. 21. Κωνικὴ ἀγνύθα (ΜΜ 1634).
Εἰκ. 22. Μελαμβαϕὲς σϕονδύλι (ΜΜ 1525). Εἰκ. 23. Μελαμβαϕὲς σϕονδύλι (ΜΜ 1517).
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
Εἰκ. 24. Σϕονδύλι μὲ μελανόγραϕη διακόσμηση γραμμιδίων (ΜΜ 779).
375
Εἰκ. 25. Διακόσμηση βάσης τοῦ σϕονδυλίου τῆς εἰκ. 24 (ΜΜ 782).
Εἰκ. 26. Καλαθίσκος μὲ διακόσμηση κύκνων (ΜΜ 788). Εἰκ. 27. ᾽Αρυβαλλόσχημη λήκυθος μὲ ἐρυθρόμορϕη παράσταση γυναίκας ποὺ κρατᾶ ὕϕασμα (ΜΜ 1560).
Εἰκ. 28. ᾽Αρυβαλλόσχημη λήκυθος μὲ καθιστὴ γυναίκα ποὺ κρατᾶ κάτοπτρο (ΜΜ 1513).
376
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Εἰκ. 29. ᾽Αρυβαλλόσχημη λήκυθος μὲ καθιστὴ γυναίκα ἐμπρὸς ἀπὸ κιβωτίδιο (ΜΜ 565).
Εἰκ. 31. Λήκυθος μὲ ὄρθια γυναίκα ποὺ κρατᾶ κιβωτίδιο (ΜΜ 1348).
Εἰκ. 30. ᾽Αρυβαλλόσχημη λήκυθος μὲ ὄρθια γυναίκα ποὺ κρατᾶ κιβωτίδιο (ΜΜ 508).
Εἰκ. 32. Λήκυθος μὲ γυναίκα ποὺ βαδίζει κρατώντας κάτοπτρο καὶ κάλαθο (ΜΜ 1518).
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
377
Εἰκ. 33. Κτερίσματα γυναικείας ταϕῆς (πήλινη λάρνακα 2).
Εἰκ. 34. ᾽ Ερυθρόμορϕη τριποδικὴ πυξίδα μὲ γυναῖκες καὶ ᾽ Ερωτιδεῖς (ΜΜ 1664).
378
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Εἰκ. 35. Χάλκινος τεϕροδόχος λέβητας (ΜΜ 2106).
Εἰκ. 37. Χάλκινο δαχτυλίδι μὲ ἐλλειψοειδὴ σϕενδόνη (ΜΜ 2095).
Εἰκ. 39. Πήλινα ἐπίχρυσα μετάλλια καὶ πήλινοι ἐπίχρυσοι ρόδακες ἀπὸ διάκοσμο ξύλινου κιβωτίου (ΜΜ 2110).
Εἰκ. 36. Χάλκινη στλεγγίδα (ΜΜ 2098).
Εἰκ. 38. Χάλκινο βραχιόλι (ΜΜ 800).
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ ΣΤΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
379
Εἰκ. 40. Διάτρητη ὀμϕαλωτὴ ψῆϕος ἀπὸ πράσινη ὑαλόμαζα (ΜΜ 1744).
Εἰκ. 42. Μελανόμορϕη λήκυθος μὲ σκηνὴ συμποσίου (ΜΜ 1505).
Εἰκ. 41. Λήκυθος μὲ ἄνδρα καὶ γυναίκα συμποσιαζόμενους (ΜΜ 773).
Εἰκ. 43. ᾽Αρυβαλλόσχημη λήκυθος μὲ γυναίκα ποὺ παίζει λύρα (ΜΜ 1413).
380
ΕΛΕΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΙΑΛ ΛΕΛΗ
Εἰκ. 44. Κτερίσματα παιδικῆς ταϕῆς (ἐγχυτρισμὸς 27).
Εἰκ. 45. Εἰδώλιο ἔνθρονης γυναίκας (ΜΜ 502).
Σταματία Κατσανδρῆ* ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ εἶναι ἡ ἐπιστήμη ποὺ ἀναζητᾶ, ἀνακαλύπτει καὶ μελετᾶ τὰ ἴχνη τοῦ παρελθόντος. Οἱ ἀρχαῖοι συγγραϕεῖς μὲ τὰ ἔργα ποὺ μᾶς κληροδότησαν, βοηθοῦν τοὺς ἀρχαιολόγους στὴν ἀναζήτησή τους αὐτή. Τὰ ἀρχαῖα κατάλοιπα ποὺ ἔρχονται στὸ ϕῶς μὲ τὶς ἀνασκαϕὲς βοηθοῦν στὴν τεκμηρίωση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων ποὺ μᾶς παραδίδουν οἱ ἀρχαῖοι συγγραϕεῖς, συχνὰ ὅμως τὰ θέτουν σὲ ἀμϕισβήτηση. ῾ Η περιοχὴ τῶν ᾽Αχαρνῶν παρουσιάζει ἀδιάκοπη κατοίκηση ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ ἕως καὶ τὰ σύγχρονα χρόνια καὶ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν ἱστορία τῆς ᾽Αττικῆς.1 Οἱ κύριες ϕιλολογικὲς πηγὲς γιὰ τὶς ἀρχαῖες ᾽Αχαρνές, ὅπως εἶναι γνωστό, εἶναι ὁ Θουκυδίδης, ποὺ περιγράϕει τὸ δῆμο ὡς τὸν πολυανθρωπότερο τῆς ᾽Αττικῆς, ἡ κωμωδία ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη καὶ ὁ περιηγητὴς τοῦ 2ου αἰώνα μ.Χ. Παυσανίας, ποὺ ἀναϕέρεται στὶς λατρεῖες τῶν ᾽Αχαρνέων.2 Σαϕέστατα τὴν πιὸ γλαϕυρὴ εἰκόνα γιὰ τὴν καθημερινὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἰδιοσυγκρασία τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, μᾶς τὴν παρέχει ἡ κωμωδία τοῦ ᾽Αριστοϕάνη. * ᾽Αρχαιολόγος. 1. Παπαχατζῆς ( ᾽Αττική), 410-413· Πλάτωνος (2004) 43-44. 2. Πλάτωνος (2004) 33-36.
382
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
Στοὺς Α ᾽ χαρνῆς, ποὺ τοποθετοῦνται χρονικὰ στὸ ἕκτο ἔτος τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου, παρουσιάζεται ὁ πρωταγωνιστὴς Δικαιόπολης, ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ νοσταλγεῖ τὴν εἰρηνικὴ ζωή, καὶ ὁ χορὸς τῶν γερόντων ᾽Αχαρνέων, ποὺ θεωρεῖ τὸν πόλεμο τὴ μόνη λύση στὰ προβλήματά του. Οἱ ᾽Αχαρνεῖς ἐμϕανίζονται ὡς γενναῖοι πολεμιστὲς καὶ ἄνθρωποι τραχεῖς καὶ ἀδάμαστοι, σὰν πουρνάρια.3 ῾ Η σκληρὴ καθημερινότητά τους μὲ τὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες, σίγουρα συνέβαλε στὴ διαμόρϕωση τοῦ τραχέος χαρακτήρα τους. ῾ Η ὕπαρξη ὅμως θεάτρου στὸ κέντρο τοῦ δήμου, καταδεικνύει ὅτι οἱ ᾽Αχαρνεῖς δὲν ἔδειχναν ἐνδιαϕέρον μόνο γιὰ τὶς ἀγροτικὲς ἐργασίες καὶ τὶς πολεμικὲς δραστηριότητες. Σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο θέατρο τῶν ᾽Αχαρνῶν ἐρευνήθηκε, στὰ πλαίσια τῆς κατασκευῆς τμήματος τοῦ Προαστιακοῦ Σιδηροδρόμου καὶ τοῦ Σιδηροδρομικοῦ Κέντρου ᾽Αχαρνῶν (ΣΚΑ), ἐκτεταμένο νεκροταϕεῖο μὲ περισσότερες ἀπὸ 400 ταϕὲς διαϕόρων εἰδῶν, ποὺ χρονολογοῦνται στοὺς ἀρχαϊκούς, κλασικούς, ἑλληνιστικοὺς καὶ ρωμαϊκοὺς χρόνους4 (εἰκ. 1). ῾ Η πληθώρα τῶν τάϕων, ἡ ποικιλία τῶν εἰδῶν ταϕῆς, ἡ μεγάλη χρονικὴ διάρκεια χρήσης τοῦ νεκροταϕείου, καθὼς καὶ ἡ μικρὴ ἀπόστασή του ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ ἀρχαίου δήμου μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ὑπόθεση ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ δημόσιο νεκροταϕεῖο τῶν ᾽Αχαρνῶν. Παράλληλα μὲ τὴ σύγχρονη Λεωϕ. Δημοκρατίας ἀποκαλύϕθηκε ἀρχαῖος δρόμος ποὺ διαιροῦσε τὸ νεκροταϕεῖο σὲ δυὸ τμήματα καὶ ὁδηγοῦσε πρὸς τὸ κέντρο τοῦ ἀρχαίου δήμου. Στὸ νεκροταϕεῖο τοῦ ΣΚΑ ἐντοπίστηκαν ταϕικὲς πυρές, μαρμάρινες σαρκοϕάγοι, πήλινες λάρνακες καὶ μεγάλος ἀριθμὸς ἐγχυτρισμῶν, κυρίως στὰ δυτικὰ τῆς ἀρχαίας ὁδοῦ. Στὸ τμῆμα αὐτὸ τοῦ ἐκτεταμένου νεκροταϕείου, καὶ συγκεκριμένα σὲ ἀπόσταση 10μ. ἀπὸ
3. Γιὰ τὴν παροῦσα εἰσήγηση μελετήθηκε τὸ κείμενο τῆς κωμωδίας καὶ τὰ σχόλια ἀπὸ τό: Χρηστίδης (2009). 4. ῾ Η ἀνασκαϕικὴ ἔρευνα πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὴ Β ΄ΕΠΚΑ μὲ ὑπεύθυνη ἀρχαιολόγο τὴν κ. Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα, δαπάνη τῆς ΕΡΓΟΣΕ. Γιὰ τὰ πρῶτα ἀποτελέσματα τῶν ἀνασκαϕῶν τοῦ Σιδηροδρομικοῦ Κέντρου ᾽Αχαρνῶν (ΣΚΑ) βλ. Πλάτωνος (2004) 430-431, ἔγχρ. εἰκ. 22 καὶ 26-29. ᾽ Επίσης Πλάτωνος Χρονικά, 401, 414-418, 429-436. Γιὰ μία πρώτη συνολικὴ παρουσίαση τῆς ἀνασκαϕῆς βλ. ᾽Ασημακοπούλου-Γιαλλελῆ.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
383
τὴν ἀρχαία ὁδὸ καὶ σὲ μικρὸ σχετικὰ βάθος, ἐρευνήθηκε τὸ 2007 παιδικὴ ταϕὴ σὲ μικρὸ πίθο τοποθετημένο ὁριζόντια (ἐγχυτρισμὸς 32). ᾽ Εγχυτρισμὸς ὀνομάζεται ὁ ἐνταϕιασμὸς μέσα σὲ ἀγγεῖο, πρακτικὴ ἰδιαίτερα συνηθισμένη στὰ ἀρχαϊκὰ καὶ κλασικὰ χρόνια. Τὸ εἶδος αὐτὸ ταϕῆς ἐπιλεγόταν κυρίως γιὰ βρέϕη καὶ νήπια καὶ τὰ ἀγγεῖα ποὺ χρησιμοποιοῦνταν πιὸ συχνὰ ἦταν ἀμϕορεῖς καὶ πίθοι. Τὰ ἀγγεῖα αὐτὰ ἦταν χονδροειδῆ καὶ ἀκόσμητα, ὑπάρχουν ὅμως καὶ παραδείγματα ἐγχυτρισμῶν γιὰ τοὺς ὁποίους χρησιμοποιήθηκαν καλῆς ποιότητας ἀγγεῖα μὲ διακόσμηση. Τὸ ἀγγεῖο τοποθετοῦνταν σὲ μικρὸ λάκκο ὄρθιο ἢ ὁριζόντια καὶ τὸ στόμιο του συνήθως ϕρασσόταν μὲ πέτρες ἢ ἕνα μικρότερο ἀγγεῖο. Κάποιες ϕορὲς μικρὲς πέτρες τοποθετοῦνταν γύρω ἀπὸ αὐτό, γιὰ νὰ τὸ προστατεύουν. Τὸ σῶμα τοποθετοῦνταν σὲ ἐμβρυικὴ στάση μέσα στὸ ἀγγεῖο ἀπὸ τὸ στόμιο ἢ ἀπὸ τρύπα ποὺ ἀνοιγόταν στὰ τοιχώματά του. ῞ Ενα παράδειγμα ἐγχυτρισμοῦ μὲ διάνοιξη τρύπας στὸ ἀγγεῖο ἐκτίθεται στὴν ᾽Αρχαιολογικὴ Συλλογὴ ᾽Αχαρνῶν καὶ προέρχεται ἀπὸ σκάμμα στὴν ὁδὸ Μπόσδα, στὶς ᾽Αχαρνές. Μέσα στὸ ἀγ γεῖο ἢ γύρω ἀπὸ αὐτὸ οἱ συγγενεῖς ἔβαζαν τὰ παιχνίδια τοῦ παιδιοῦ ἢ καὶ ἄλλα ἀγαπημένα του ἀντικείμενα, γιὰ νὰ τὸ συνοδεύουν στὸν κάτω κόσμο.5 Τὸ ἀγγεῖο τοῦ ἐγχυτρισμοῦ 32 ἦταν θραυσμένο σὲ πολλὰ κομμάτια καὶ ἔλειπε τὸ στόμιό του. ῏ Ηταν κατασκευασμένο ἀπὸ κοκκινωπὸ πηλό, εἶχε λεπτὰ τοιχώματα, σῶμα ὠοειδὲς καὶ μικρὴ κυκλικὴ βάση μὲ ἐπίπεδη κάτω ἐπιϕάνεια. ῾ Ο πίθος εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπάνω σὲ προγενέστερες ταϕικὲς πυρές. Στὸ ἐσωτερικό του ἐντοπίστηκαν ἐλάχιστα ὀστᾶ, τὰ ὁποῖα θρυμματίζονταν πολὺ εὔκολα, καὶ 17 ἀντικείμενα, ὡς κτερίσματα τῆς ταϕῆς (εἰκ. 2). Συγκεκριμένα, ἕνα πήλινο εἰδώλιο, δεκαπέντε πήλινα ἀγγεῖα καὶ ἕνα ὄστρεο.6 5. Kurz-Boardman, 68-69, 87, 92. 6. Μετὰ τὴ ϕωτογράϕηση καὶ τὴ σχεδίασή τους in situ τὰ κτερίσματα με-
ταϕέρθηκαν στὸ ἐργαστήριο τοῦ ἐργοταξίου, ὅπου καὶ συντηρήθηκαν ἀπὸ τοὺς συντηρητὲς ἀρχαιοτήτων Νικ. ᾽Αναγνωστόπουλο, Δημ. Δημητρακοπούλου, ῾ Ελ. Καπράλου καὶ ᾽ Ι. Τσιώμη. Στὴ συνέχεια μεταϕέρθηκαν στὴν ᾽Αρχαιολογικὴ Συλλογὴ ᾽Αχαρνῶν, ὅπου καταγράϕηκαν, σχεδιάστηκαν ἀπὸ τὴ σχεδιάστρια ᾽Α. Μπενέκου καὶ ϕυλάσσονται ὡς σήμερα.
384
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
᾽Ανάμεσα στὰ κτερίσματα ὑπῆρχαν δυὸ πήλινες πυξίδες, κουτιὰ δηλαδὴ γιὰ τὴ ϕύλαξη τῶν κοσμημάτων ἢ τῶν καλλυντικῶν τῶν γυναικῶν. Οἱ πυξίδες ἦταν ἀρχικὰ ξύλινες καὶ κατασκευάζονταν ἀπὸ ξύλο πύξου, ἀπὸ ὅπου καὶ πῆραν τὸ ὄνομά τους. Χρησιμοποιοῦνταν ἤδη ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ ἐποχὴ καὶ παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σὲ σχήματα καὶ διακόσμηση. ῾ Η ἀνεύρεση, βέβαια, πυξίδας στὸ ἐσωτερικὸ ἑνὸς τάϕου ἀποτελεῖ ἰσχυρότατη ἔνδειξη ὅτι ὁ τάϕος ἀνήκει σὲ γυναίκα. ῾ Η πρώτη ἀπὸ τὶς δυὸ πυξίδες ποὺ ἐντοπίστηκε στὸν τάϕο7 ἔχει σῶμα κυλινδρικὸ καὶ καλύπτεται ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἀπὸ καστανόμαυρο χρῶμα. Τὸ πῶμα της, τὸ ὁποῖο ἐνδεχομένως ἀρχικὰ νὰ ἀνῆκε σὲ ἄλλη πυξίδα, καθὼς δὲν ἐϕαρμόζει καλὰ στὴ συγκεκριμένη, ἔχει κομβίο σὲ σχῆμα ἀμυγδάλου. ῾ Ο τύπος αὐτὸς πυξίδας προοριζόταν γιὰ τὴ ϕύλαξη κοσμημάτων καὶ χρονολογεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ.8 (εἰκ. 3). ῾ Η δεύτερη πυξίδα,9 ἀντιθέτως, προοριζόταν γιὰ τὴν τοποθέτηση ψιμυθίων. ᾽Ανήκει στὸ λεγόμενο τύπο «πουδριέρας», ὅπου τὸ χαμηλὸ κυλινδρικὸ σῶμα τῆς πυξίδας καλύπτεται ἐντελῶς ἀπὸ τὸ εὐρύτερο κυλινδρικὸ πῶμα. ῾ Η πυξίδα αὐτὴ ἔχει ἰδιαίτερα λεπτὰ τοιχώματα καὶ διακοσμεῖται μὲ κύκλο καὶ ἀκτίνες ἐρυθροῦ χρώματος στὴν ἄνω ἐπιϕάνεια τοῦ πώματος καὶ ἀνθέμια ἐναλλασσόμενα μὲ μπουμπούκια λωτοῦ στὶς πλευρὲς τοῦ πώματος. ῾ Η διακόσμησή της τὴν κατατάσσει στὴν «ὁμάδα τῶν ἀνθεμίων καὶ κύκνων» ποὺ χρονολογεῖται στὸ δ΄τέταρτο τοῦ 6ου αἰώνα π.Χ.10 (εἰκ. 4). ῾ Ο συνηθέστερος τύπος ἀγγείου ποὺ τοποθετεῖται στὸ ἐσωτερικὸ τῶν τάϕων κατὰ τὴν κλασικὴ ἐποχὴ εἶναι ἡ λήκυθος. Πρόκειται γιὰ ἀγγεῖο μὲ ἐπίμηκες σῶμα καὶ λαβή, προορισμένο γιὰ τὴ ϕύλαξη μύρων καὶ ἀρωματικῶν ἐλαίων ποὺ συνόδευαν τὸ νεκρό. Χρησι7. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1290. ῞ Υψος σώματος 6,8 ἑκ., διάμ. σώματος 10,2 ἑκ. 8. Γιὰ παρόμοιο σῶμα βλ. Agora XII, 827, n. 1289, pl. 43. Γιὰ παρόμοιο πῶμα βλ. ὅ.π. 325, n. 1269, pl. 42. Kerameikos VII, tafel 16, n. 62,3. 9. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1293. ῞ Υψος 3,7 ἑκ., διάμ. 6,2 ἑκ. 10. Agora XXIII, 257, n. 1289, pl. 91. Kerameikos IX, 193, n. Pr. 1.1, tafel 99.8.1 και 100.4. CVA Roumanie, 29, pl. 23, n. 7-8. CVA Schloss Fasanerie, 16, n. 3, tafel 22. CVA Tchécoslovaquie, 42, n. 2-3, pl. 34. Γιὰ τὴν «ὁμάδα τῶν ἀνθεμίων καὶ κύκνων» βλ. ABV, 660-661. Addenda, 69. Paralipomena, 316.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
385
μοποιοῦνταν ἐπίσης κατὰ τὶς νεκρικὲς τελετὲς ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὴν ταϕή. Στὸν ἐγχυτρισμὸ ποὺ ἐξετάζουμε εἶχαν τοποθετηθεῖ τέσσερεις λήκυθοι μικροῦ μεγέθους. ῾ Η πρώτη11 (εἰκ. 5) βρέθηκε σχεδὸν ἀκέραιη καὶ ϕέρει μελανόμορϕη παράσταση. Στὸν ὦμο διακρίνεται ἰδιαίτερα σχηματοποιημένος πετεινὸς ἀνάμεσα σὲ δυὸ κισσόϕυλλα. Στὴν κύρια ὄψη τοῦ σώματος ἀπεικονίζονται Σάτυρος καὶ Μαινάδα, ἀνάμεσα σὲ δυὸ μορϕὲς μὲ μακριὰ ἐνδύματα καὶ ραβδιά. ῾ Η παράσταση αὐτή, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ διονυσιακὴ λατρεία, εἶναι ἰδιαίτερα κοινὴ καὶ ἀϕηγεῖται τὴν καταδίωξη Μαινάδας ἀπὸ Σάτυρο ἢ ἀπεικονίζει Μαινάδα καὶ Σάτυρο νὰ χορεύουν. ῾ Ο πετεινὸς στὸν ὦμο τοῦ ἀγγείου ἀποτελεῖ τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς λεγόμενης «ὁμάδας τῶν πετεινῶν» τῶν τελῶν τοῦ 6ου αἰώνα π.Χ., ὁμάδας ἰδιαίτερα διαδεδομένης, χαμηλῆς ὅμως καλλιτεχνικῆς ποιότητας.12 ῾ Η δεύτερη λήκυθος13 βρέθηκε ἀκέραιη (εἰκ. 6). ῾ Ο ὦμος της διακοσμεῖται μὲ μελανὲς στιγμὲς καὶ ἀκτινωτὸ κόσμημα καὶ στὸ σῶμα ἀπεικονίζονται δυὸ ὀϕθαλμοὶ μὲ ἀνεστραμμένο ἄνθος λωτοῦ ἀνάμεσά τους. ῾ Η ἀπόδοση τῶν ὀϕθαλμῶν εἶναι ἀρκετὰ πρόχειρη, παρόλα αὐτὰ ὁ ἀγγειογράϕος χρησιμοποίησε λευκὸ χρῶμα γιὰ νὰ δηλώσει τὶς κόρες τῶν ὀϕθαλμῶν, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἐπιτύχει πιὸ ϕυσιοκρατικὸ ἀποτέλεσμα. ᾽ Οϕθαλμοί, συνήθως μὲ μία ὄρθια μορϕὴ ἀνάμεσά τους, ἀπεικονίζονται ἀρκετὰ συχνὰ καὶ σὲ ἀγγεῖα τῆς «ὁμάδας τῶν πετεινῶν», ποὺ ἀναϕέρθηκε παραπάνω.14 ῾ Η ὀϕθαλμωτὴ λήκυθος χρονολογικὰ ἐντάσσεται στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα π.Χ.15 ῾ Η ἑπόμενη λή11. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1296. ῞ Υψος 13,1 ἑκ., διάμ. βάσης 3,5 ἑκ., διαμ. χείλους 3,5 ἐκ. 12. Agora XXIII, 210, n. 849, pl. 78. Μυλωνᾶς (1975) 124, ἀρ. 196, πίν. 248 καὶ πίν. 255, ἀρ. 213, τ. Α· CVA Tübingen, 57-58. CVA Roumanie, 31, n. 1-2 (0470), pl. 27. CVA Thebes, 64-65, n. 6010, pl. 58. Vanderpool, 302, n. 141, pl. LIII. Young, 99, n. 17_3, pl. 45 a. Γιὰ τὴν «ὁμάδα τῶν πετεινῶν» βλ. ABV, 466-471. Agora XXIII, 46. Boardman, 115. Haspels, 67-68, 93 note 3. Κόκκου-Βυριδῆ, 251, Γ14. Ure 1927, 52, 54. 13. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1297. ῞ Υψος 10,9 ἑκ., διάμ. Βάσης 3 ἑκ., διαμ. χείλους 2,5 ἑκ. 14. Haspels, 68. 15. Agora XXIII, 211, n. 861, pl. 78. CVA Gela, 25, t. 11, 14-15. Kerameikos VII, 67, n. 242.6, tafel 39. Μυλωνᾶς (1974) 89, ἀρ. 746, πίν. 371, τ. Β.
386
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
κυθος16 ὡς πρὸς τὸ σχῆμα καὶ τὴ στιλιστικὴ ἀπόδοση τῶν μορϕῶν εἶναι σχεδὸν πανομοιότυπη μὲ τὴν πρώτη (εἰκ. 7). ῾ Η διακόσμηση της ὅμως διαϕέρει: στὸν ὦμο διακρίνεται ἀνθέμιο ἀνάμεσα σὲ δυὸ πολὺ κακοσχηματισμένα ἄνθη λωτοῦ. Στὴν κύρια ὄψη τοῦ σώματος μία ὄρθια μορϕή, πιθανότατα Μαινάδα, κινεῖται πρὸς τὰ δεξιὰ ἔχοντας στραμμένο τὸ κεϕάλι πρὸς τὰ πίσω. ῾ Η μορϕὴ πλαισιώνεται ἀπὸ δυὸ ὄρθιες μορϕὲς μὲ μακριὰ ἐνδύματα καὶ ραβδιά. Οἱ λεπτομέρειες τῶν μορϕῶν ἔχουν ἀποδοθεῖ μὲ ἐγχαράξεις καὶ ἰῶδες χρῶμα. Χρονολογικὰ τὸ ἀγγεῖο τοποθετεῖται γύρω στὸ 500 π.Χ.17 ῾ Η τέταρτη λήκυθος τῆς ταϕῆς18 καλύπτεται μὲ μελανό, ἀρκετὰ στιλπνὸ χρῶμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὦμο ποὺ παραμένει στὸ χρῶμα τοῦ πηλοῦ καὶ διακοσμεῖται μὲ μπουμπούκια λωτοῦ μὲ ἐμπλεκόμενους μακριοὺς μίσχους. Τὸ σχῆμα τοῦ ἀγγείου καὶ ἡ ἀπόδοση τῆς διακόσμησης τοῦ ὤμου, εἶναι ἀρκετὰ ἐπιμελημένα. ῾ Η λήκυθος χρονολογεῖται, ὅπως καὶ ἡ προηγούμενη, γύρω στὸ 500 π.Χ.19 Τὸ μεγαλύτερο ἀγγεῖο ποὺ εἶχε τοποθετηθεῖ ὡς κτέρισμα τῆς παιδικῆς ταϕῆς εἶναι ἡ μελανόγραϕη κύλικα20 ποὺ βρέθηκε σὲ θραύσματα καὶ ἡ ἐπιϕάνειά της ἦταν ἀρκετὰ ἀπολεπισμένη (εἰκ. 8). Οἱ κύλικες ἦταν ἀγγεῖα πόσεως, οὐσιαστικὰ κύπελλα μὲ μεγάλες ὑπερυψωμένες λαβές, σκεῦος ἀπαραίτητο στὰ συμπόσια. ῾ Η συγκεκριμένη κύλικα ἐσωτερικὰ εἶναι μελαμβαϕής, ἐνῶ ἐξωτερικὰ ἔχει μία ζώνη μὲ ἐπίθετο κιτρινωπὸ χρῶμα, πάνω στὴν ὁποία λεπτὰ ἀνθέμια ἐναλλάσσονται μὲ μπουμπούκια λωτοῦ. Παρόλο ποὺ ἡ διακόσμηση τοῦ ἀγγείου δὲ διατηρεῖται σὲ καλὴ κατάσταση, εἶναι ἐμϕανὲς ὅτι θὰ παρουσίαζε ἀρχικὰ ἕνα ἐνδιαϕέρον αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα. Οἱ ἀν-
16. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1298. ῞ Υψος 10,5 ἑκ., διάμ. βάσης 3,3 ἑκ., διαμ. χείλους 2,7 ἐκ. 17. CVA Μαραθώνας, 30-31, Κ 215, πίν. 12, 1-3. Γιὰ παρόμοια παράσταση βλ. Agora XXIII, 205, n. 813, pl. 75. 18. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1300. ῞ Υψος 10 ἑκ., διάμ. βάσης 2,6 ἑκ., διαμ. χείλους 2,5 ἑκ. 19. Agora XII, 314, n. 1115, 1116, pl. 38. CVA Gela, 25, t. 41, n. 3,7. CVA Norway, 38, pl. 48.4. Kerameikos VII, 20. 20. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1299. ῞ Υψος 8 ἑκ., διάμ. βάσης 5,2 ἑκ., διαμ. χείλους 14 ἑκ.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
387
θεμωτὲς κύλικες ἀπαντῶνται στὸ μεταίχμιο τοῦ 6ου μὲ τὸν 5ο αἰώνα π.Χ., συχνὰ σὲ ταϕὲς.21 ῞ Ενας ἀκόμα τύπος ἀγγείου ποὺ ἐκπροσωπεῖται στὴν παιδικὴ ταϕὴ ποὺ ἐξετάζουμε εἶναι τὸ ἐξάλειπτρο. Πρόκειται γιὰ μικρὸ ἀγ γεῖο μὲ χαμηλὸ καὶ πλατὺ σῶμα, χαρακτηριστικὸ χεῖλος ποὺ γυρίζει πρὸς τὰ μέσα καί, συνηθέστερα, χαμηλὴ δακτυλιόσχημη βάση καὶ μικρὴ ὁριζόντια λαβή. Δὲν εἶναι βέβαιη ἡ χρήση του, πιθανότερο ὅμως εἶναι νὰ προοριζόταν γιὰ τὴ μεταϕορὰ ὑγρῶν ποὺ χρησιμοποιοῦνταν στὸν καλλωπισμὸ τῶν γυναικῶν ἢ σὲ ταϕικὲς τελετές. Συχνὰ ἀποτελεῖ ταϕικὸ κτέρισμα.22 Τὸ πρῶτο ἐξάλειπτρο23 ποὺ βρέθηκε ἦταν ἀκέραιο (εἰκ. 9). ῾ Ο πηλός του εἶναι κιτρινωπός, ὁ χαρακτηριστικὸς τῶν κορινθιακῶν ἀγγείων, καὶ διακοσμεῖται μὲ ἰώδεις καὶ ἐρυθρὲς ταινίες καὶ στιγμές.24 ῞ Ενα ἀκόμα ἐξάλειπτρο ὑπῆρχε στὸν τάϕο,25 διαϕορετικοῦ ὅμως τύπου ἀπὸ τὸ προηγούμενο (εἰκ. 10). ῎ Εχει μικρότερης διαμέτρου σῶμα καὶ ψηλὸ σχετικὰ πόδι, ἐνῶ ὁ πηλός του εἶναι ἀττικός. Τὸ ἀγγεῖο διακοσμεῖται πρόχειρα μὲ ἐρυθρὸ χρῶμα ποὺ ἄλλοτε σχηματίζει στιγμὲς καὶ ἄλλοτε ἀκανόνιστα ἐπιμήκη σχέδια.26 Τὸ ἐνδιαϕέρον στοιχεῖο τοῦ ἀγγείου αὐτοῦ εἶναι ὅτι στὸ ἐσωτερικό του διακρίνονται ὑπολείμματα λευκῆς οὐσίας, πιθανῶς ψιμύθιου.27 Καὶ τὰ δυὸ παραπάνω ἀγγεῖα χρονολογοῦνται στὰ χρόνια γύρω στὸ 500 π.Χ. 21. Beazley, 189. Corinth XIII, 158, 215, n. 262-9, pl. 36. CVA France, 81, 59, pl. 90. CVA Reading, 16, n. 5, pl. 9, 10.4. CVA Roumanie, 30, n. 6, pl. 25. Maffre, 659, n. 16. Mingazzini, 331, tav. XCII 4. Ure 1915, 119, C2. Vanderpool, 314, n. 223, pl. LXIII. 22. Μαραγκοῦ 1985, 76· Τζουβάρα-Σούλη, 95-96. Scheibler, 72-108. 23. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1301. ῞ Υψος 3 ἑκ., διάμ. βάσης 4,8 ἐκ., μέγιστη διαμ. 6,9 ἑκ. 24. Burrows-Ure, 274, fig. 15. Kerameikos VII, 25, n. 62.4, tafel 16. Payne, 335, n. 1519. Ρωμιοπούλου-Τουράτσογλου, 78, ἀρ. 1631, 83-84, ἀρ. 1639, 106, ἀρ. 1706, 117, 1736. 25. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1294. ῞ Υψος 4,1 ἑκ., διάμ. βάσης 3,9 ἑκ., μέγιστη διαμ. 5,4 ἑκ. 26. Agora XII, 186, 334, n. 1406, 1407, pl. 45. ῾ Ο τύπος αὐτὸς ἐξαλείπτρων συνδέεται μὲ τὴν «ὁμάδα τῶν κύκνων» καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ 500 ὡς καὶ τὸ 475 π.Χ. 27. Σύμϕωνα μὲ τὶς ἐκτιμήσεις τῶν συντηρητῶν δὲν κατέστη δυνατὴ ἡ
388
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
῾ Η πιὸ ἐνδιαϕέρουσα κατηγορία τῶν ἀγγείων ποὺ ἐντοπίστηκαν στὸν ἐγχυτρισμὸ 32, εἶναι πιθανότατα τὰ μικκύλα ἀγγεῖα, δηλαδὴ τὰ ἀγγεῖα μινιατοῦρες. Τὰ ἀγγεῖα αὐτὰ ἀπαντῶνται πολὺ συχνὰ σὲ παιδικὲς ταϕὲς καὶ θεωροῦνται τὰ παιχνίδια τῶν νεκρῶν παιδιῶν ἢ μικρογραϕίες τῆς οἰκοσκευῆς ποὺ θὰ χρειάζονταν στὴ μεταθανάτια ζωή.28 Κάτι τέτοιο εἶναι πιθανότερο στὴ δική μας περίπτωση, καθὼς τὰ συγκεκριμένα ἀγγεῖα δὲν ἔχουν καθόλου ϕθορές, οἱ ὁποῖες σίγουρα θὰ προκαλοῦνταν κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ παιχνιδιοῦ. ῾ Η μικρογραϕικὴ οἰκοσκευὴ τῆς ταϕῆς περιλάμβανε ἕνα πινάκιο, μία οἰνοχόη, τρεῖς σκύϕους καὶ ἕνα ἐξάλειπτρο. Τὸ πινάκιο29 ἔχει παράσταση ἱππέα, ποὺ πλαισιώνεται ἀπὸ ἀκτίνες. ῾ Η μορϕὴ εἶναι ἀποδοσμένη πολὺ σχηματικὰ καὶ οἱ ἀκτίνες πολὺ πρόχειρες. Μικρὲς ἀκανόνιστες γραμμὲς γεμίζουν τὸν ἐλεύθερο χῶρο γύρω ἀπὸ τὴ μορϕὴ καὶ τὸν ἵππο30 (εἰκ. 11). ῾ Η οἰνοχόη31 εἶναι ἐλλιπὴς κατὰ τὸ στόμιο, ἔχει ἐπίπεδη βάση καὶ ὑπερυψωμένη ταινιωτὴ λαβή, ἐνῶ καλύπτεται ἀπὸ ἐξίτηλο καστανόμαυρο χρῶμα32 (εἰκ. 12). ῾ Ο πρῶτος σκύϕος, ποὺ σώζεται μὲ πολλὲς ἀποκρούσεις, καλύπτεται ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἀπὸ μελανὸ ἀραιὸ χρῶμα καὶ στὸ κατώτερο τμῆμα του ἔχει μία ἰώδη ταινία.33 Τὸ σκυϕίδιο34 ἔχει πολὺ λεπτὰ τοιχώματα καὶ διακοσμεῖται ἐξωτερικὰ μὲ σχηματοποιημένους κύκνους (εἰκ. 13). ᾽Ανήκει, ὅπως καὶ ὁ πανομοιότυπος μικκύλος σκύϕος ποὺ σώθηκε ἀποσπασματικά, στὴ μεταϕορὰ τοῦ ἀγγείου σὲ ἐξειδικευμένο ἐργαστήριο γιὰ ἀνάλυση τῶν ὑπολειμμάτων. 28. Kurz-Boardman, ό.π. σημ. 5. 29. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1295. ῞ Υψος 0,5 ἑκ., μέγιστη διαμ. 5,5 ἑκ. 30. Callipoliti, 196, 204, 279, 363, 368, 401. CVA Schloss Fasanerie, 23, pl. 65, 10 (128). CVA Μαραθώνας, 49, Κ 602, πίν. 27. Πλάτωνος (2004) 309, εἰκ. 40. 31. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1302. ῞ Υψος 2,4 ἑκ., μέγιστη διαμ. 5,5 ἑκ., διαμ. βάσης 2,6 ἑκ. 32. Agora XII, 336, n. 1440, pl. 46. 33. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1291. ῞ Υψος 4,4 ἑκ., διαμ. βάσης 3,4 ἑκ., διαμ. χείλους 6,1 ἑκ. Agora XII, 333, n. 1378, pl. 45. 34. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1304. ῞ Υψος 2,9 ἑκ., διαμ. βάσης 2,2 ἑκ., διαμ. χείλους 4,2 ἑκ.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
389
λεγόμενη «ὁμάδα τῶν κύκνων», ἡ ὁποία ἀποτέλεσε δημιουργία ἀττικοῦ ἐργαστηρίου καὶ χρονολογικὰ καλύπτει ὅλο τὸ β΄μισὸ τοῦ 6ου αἰώνα π.Χ. Τὰ ἀγγεῖα τῆς ὁμάδας, σχεδὸν κατὰ κανόνα μικροσκοπικά, ἀπαντῶνται σὲ ὅλα τὰ σχήματα: σκύϕοι, λεκανίδες, ἐξάλειπτρα, ἀμϕορεῖς, οἰνοχόες, κρατῆρες, πινάκια κ.ἄ. ῾ Η διακόσμησή τους εἶναι τυποποιημένη καὶ πρόχειρη: κηλίδες μελανοῦ χρώματος ἀποδίδουν τὸ σῶμα τῶν πτηνῶν καὶ μία κάθετη γραμμή, συνήθως πρὸς τὰ κάτω, ἀποδίδει τὸ λαιμὸ καὶ τὸ κεϕάλι. ᾽Ανάμεσα στοὺς κύκνους ὑπάρχουν ὁμάδες γραμμιδίων. ῎ Εχουν ἐντοπιστεῖ σὲ ἱερὰ ὡς ἀναθήματα, σὲ τάϕους ὡς κτερίσματα καὶ πολλὲς ϕορὲς θεωρήθηκαν παιδικὰ παιχνίδια.35 Στὸν ἐγχυτρισμὸ 32 βρέθηκαν καὶ συνανήκοντα θραύσματα πώματος τῆς «ὁμάδας τῶν κύκνων», ποὺ ἐνδεχομένως νὰ ἀνῆκε σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ δυὸ σκυϕίδια ἢ σὲ κάποια μικροσκοπικὴ πυξίδα ποὺ δὲ διασώθηκε.36 Τέλος, ἡ ὁμάδα αὐτὴ ἐκπροσωπεῖται στὴν ταϕὴ καὶ ἀπὸ ἕνα ἐξάλειπτρο37 ποὺ σώθηκε σχεδὸν ἀκέραιο (εἰκ. 14). Στὸ ἀνώτερο τμῆμα τοῦ σώματος διακρίνονται τέσσερις κύκνοι μὲ τὸ κεϕάλι πρὸς τὰ πάνω καὶ ὁμάδες γραμμιδίων.38 Τὸ εἰδώλιο39 ποὺ βρέθηκε στὴν ταϕὴ ἀνήκει στὸ γνωστὸ τύπο τῶν ἔνθρονων γυναικείων μορϕῶν (εἰκ. 15). ᾽Απεικονίζεται μία γυναίκα μὲ μακρὺ ἔνδυμα καὶ κάλυμμα κεϕαλῆς νὰ κάθεται σὲ θρόνο μὲ ψηλὴ πλάτη. Τὰ χέρια ἀκουμποῦν στὰ γόνατα καὶ τὰ πόδια πατοῦν σὲ χαμηλὸ ὑποπόδιο.40 Τὰ εἰδώλια αὐτά, ποὺ κατασκευάζονταν 35. ABV, 655. Agora XXIII, 98. Beazley 1944, 55, 57. Boardman ABF, 179. Μαραθώνας, 41-42, Κ511. Lioutas, 142. Μαραγκοῦ, 74. Maragkou-Doumas, 239. Paralipomena, 315. Πόλη, 318, ἀρ. 324. Πωλογιώργη, 233. 36. Τὸ πῶμα σώθηκε ἀποσπασματικὰ καὶ σὲ πολλὰ θραύσματα, γι’ αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὴ ἡ συγκόλλησή του. Γιὰ ἀντίστοιχα πώματα βλ. CVA France, pl. 6. 10. Παπαδοπούλου-Κανελλοπούλου, 246, ἀρ. 145, πίν. 107. Roebuck, fig. 17, n. 50. 37. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1303. ῞ Υψος 3,5 ἑκ., διαμ. βάσης 2,8 ἑκ. 38. Agora XII, 334, n. 1406, pl. 45. Μαραγκοῦ (1985) 74, ἀρ. 107. MaragkouDoumas, 242, n. 117. Πλάτωνος (2004), 285, ἀρ. 1, Εἰκ. 155 α. Πόλη, 318, ἀρ. 323. 39. ᾽Αρ. εὑρετηρίου ᾽Αρχαιολογικῆς Συλλογῆς ᾽Αχαρνῶν 1292. ῞ Υψος 10,2 ἑκ., πλάτος 5,1 ἑκ., βάθος 3,7 ἑκ. 40. Kerameikos VII, 63, n. 232, 7.8.9, tafel 35. Μυλωνᾶς, τ. Α, 105, ἀρ. 23, CVA
390
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
μὲ μῆτρες, καλύπτονταν μὲ λευκὸ χρῶμα καὶ οἱ διάϕορες λεπτομέρειες, ὅπως οἱ πτυχώσεις τῶν ἐνδυμάτων καὶ τὰ κοσμήματα, ἀποδίδονταν μὲ ἐρυθρό, μαῦρο ἢ κυανὸ χρῶμα. Εἰδώλια αὐτοῦ τοῦ τύπου ἔχουν ἐντοπιστεῖ σὲ ἀποθέτες ἱερῶν καὶ τάϕους καὶ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸ 510 ἕως τὸ 460 π.Χ. περίπου.41 Τέλος, ἕνα μικρὸ λευκὸ ὄστρεο τῆς οἰκογένειας Cypraeidae εἶχε τοποθετηθεῖ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ τάϕου (εἰκ. 16). Φέρει μικρὴ κυκλικὴ ὀπὴ στὴν ἄνω ἐπιϕάνειά του, ὁπότε μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε πὼς χρησιμοποιήθηκε ὡς κόσμημα. ῞ Ολα τὰ παραπάνω κτερίσματα καταδεικνύουν ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ταϕὴ μικροῦ κοριτσιοῦ, τὸ ὁποῖο, κρίνοντας ἀπὸ τὸ μικρὸ μέγεθος τοῦ πίθου ποὺ χρησιμοποιήθηκε στὸν ἐγχυτρισμὸ 32, δὲ θὰ ξεπερνοῦσε σὲ ἡλικία τὰ 4 ἔτη. ῾ Η ταϕὴ συνοδεύτηκε ἀπὸ μεγάλο σχετικὰ ἀριθμὸ κτερισμάτων, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ κοριτσιοῦ διέθετε κάποια οἰκονομικὴ ἄνεση. Οἱ συγγενεῖς, κατὰ τὴν προετοιμασία τῆς ταϕῆς, ἐπισκέπτονταν τὰ ἐργαστήρια τῶν ἀγγειοπλαστῶν καὶ ἀγόραζαν, ἀπὸ τὰ ἤδη ἕτοιμα ἀγγεῖα καὶ ἀντικείμενα, αὐτὰ ποὺ ἦταν κατάλληλα γιὰ τὸ δικό τους νεκρό. ῎ Ετσι, πανομοιότυπα ἀγγεῖα συναντᾶμε σὲ πολλὲς ταϕές, ἀκόμα καὶ σὲ πολὺ ἀπομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές. Χρονικὰ ὁ ἐγχυτρισμὸς 32 τοποθετεῖται γύρω στὸ 500 π.Χ., ἐποχὴ λίγο πρὶν τοὺς Περσικοὺς πολέμους καὶ 70 περίπου χρόνια πρὶν ᾽ χαρνῆς. ῾ Η μεγάλη ϕροντίδα ποὺ ἐπέτὴ συγγραϕὴ τῆς κωμωδίας Α δειξαν οἱ συγγενεῖς γιὰ τὸν ἀποχαιρετισμὸ τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ μᾶς δείχνει τὸν πόνο γιὰ τὴν ἀπώλειά του καὶ ϕανερώνει ἀνθρώπους κάθε ἄλλο παρὰ σκληρούς. Μπορεῖ οἱ ᾽Αχαρνεῖς νὰ ἔκαναν σκληρὴ ἀγροτικὴ ζωὴ καὶ νὰ ἦταν γενναῖοι καὶ ἱκανοὶ πολεμιστές, στὸν ἰδιωτικό τους ὅμως βίο ἦταν ἄνθρωποι μὲ εὐαισθησίες.
24, πίν. 233 καὶ 281, ἀρ. 38, πίν. 326. Ρωμιοπούλου-Τουράτσογλου, 56, ἀρ. 1577. 41. Brooke, 355-356. Chesterman, 43. Higgins (1954) 175, n. 655, pl. 85. Higgins (1963) 17. Schürmann, 33-34, n. 57-60, tafel 13. Walters, 102-103. Webster,
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
391
Βιβλιογραϕία Beazley, J.D. (1956), Attic Black-Figure Vase-Painters (Oxford). Addenda: Burn, L. (1982), Beazley Addenda; Additional References to ABV, ARV 2, Paralipomena and Addenda (Oxford). Agora XII: S p a r k e s, B.A. & T a l c o t t, L. (1970), The Athenian Agora vol. XII, Black and Plain Pottery (Princeton). Agora XXIII: Moore, M. & Pease-Philippides, M.Z., The Athenian Agora vol. XXIII, Attic Black-Figured Pottery. ᾽Α ν δρε ιωμέ ν ου, Α. (1977), Νεκροταϕεῖο τῆς ἀρχαίας Α ᾽ κραίϕιας, ΑΑΑ Χ. ᾽Α ση μακοπ ούλου, ᾽ Ελ. & Για λ λελῆ, ᾽Αντ., Σιδηροδρομικὸ Κέντρο ᾽Αχαρνῶν, ᾽Ανασκαϕὴ νεκροταϕείου ἑκατέρωθεν τῆς Λεωϕόρου Δημοκρατίας, 10ο Συμπόσιο ῾ Ιστορίας & Λαογραϕίας Α ᾽ ττικῆς, Α ᾽ χαρνὲς 20-23 ᾽Οκτωβρίου 2011 (ὑπὸ ἔκδοση) καὶ στό: dekatosymposio@gmail.com. Beazley, J.D. (1932), «Little-masters cups», JHS 52. Beazley 1944: Beazley, J.D. (1944), «Groups of Early Attic Black-Figure», Hesperia 13. Boardman, J. (1974), Athenian Black Figure Vases. A Handbook (London). Brooke, D. (1921), στό: S. Casson, Catalogue of the Acropolis Museum, vol. II, (Cambridge). Burrows-Ure: Burrows, R.M. & Ure, P.N. (1907-1908), «Excavations at Rhits½na in Boetia», BSA XIV. Callipoliti-Feytmans, D. (1974), Les Plats Attiques a Figures Noires, Paris. Ch es terman, J. (1974), Classical Terracotta Figures (London). Corinth XIII: Blegen, C.W., Palmer, H. & Young, R.S. (1964), Corinth vol. XIII, The North Cemetery (New Jersey). C a r p e n t e r, T.H. (19892), Beazley Addenda, Additional References to ABV, ARV 2 & Paralipomena (Oxford). CVA France: CVA France 14, Louvre 9. CVA Gela: Giudice, F., CVA Gela 4, Museo Archeologico Nazionale, Italia ABV:
LVI. CVA Μαραθώνας: Β α λαβάνη ς, Π., CVA ῾ Ελλάς, Μουσεῖο Μαραθώνα. CVA Norway: Mars trand er, S. & Seeberg, A., CVA Norway 1, Public and Private Collections (1).
392
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
CVA Oxford: Beazley, J.D., CVA Great Britain, Oxford II. CVA Paris: Plaoutine, N., CVA Paris, Palais des Beaux-Arts, Collection Dutuit (France 15). CVA Reading: Ure, P.N. & Ure, A.D., CVA Great Britain 12, Reading 1,
University of Reading.
CVA Roumanie: Dimitriu, S. & Alaxandrescu, P., CVA Roumanie 1, Bucarest 1, Institut d΄ Archéologie Musée National des Antiquités. CVA Schloss Fasanerie: Brommer, F., CVA Schloss Fasanerie (Adolphseck) 1, Deutschland (11). CVA Tchécoslovaquie: Ba ž ant, J., Bouzek, J. & Dufkov΅, M. & Ond ř ejov΅, I., CVA Tchécoslovaquie 1, Prague 1, Université Charles. CVA Thebes: Sabetai, V., CVA Greece 6, Thebes, Archaeological Museum 1. CVA Tübingen: Burow, J., CVA Deutschland (47), Tübingen (3), Anti-
kensammlung des Archäologischen Instituts der Universität. Haspels, C.H.E. (1936), Attic Black-Figured Lekythoi (Paris). Higgins 1954: Higgins, R.A. (1954), Catalogue of the Terracottas in the Department of Greek and Roman Antiquities (British Museum, London). Higgins 1963: Higgins, R.A. (1963), Greek Terracotta Figures (British Museum, London). Kerameikos VII: K u n z e -G ö t t e, E., T a n c k e, K. & V i e r n e i s e l, K., Kerameikos band VII, teil 2, Die Nekropolle von der Mitte des 6. bis zum Ende des 5. Jahrhunderts. Kerameikos IX: Knigge, U. (1976), Kerameikos band IX, Ergebnisse der Ausgrabungen, Der Südhügel (Berlin). Kerameikos XV: Vieneisel-Schlörb, B., Kerameikos band XV, Die Figurlichen Terrakotten. Κόκκου-Β υρίδη, Κ. (1999), ᾽Ελευσίς, Πρώιμες πυρὲς θυσιῶν στὸ Τελεστήριο τῆς ᾽Ελευσίνας, Βιβλιοθήκη τῆς ἐν ᾽Αθήναις ᾽Αρχαιολογικῆς ῾ Εταιρείας ἀρ. 185, ᾽Αθήνα. K orzu s, B. (1984), Griechische Vasen aus Westfälischen Sammlung. K urz, D. & B o ard man, J. (2011), ῎ Εθιμα ταϕῆς στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ( ᾽Αθήνα). L i o u t a s, A. (1987), Attische Schwarzfigurige Lekanai und Lekanides (Würzburg). Maffre, J.J. (1971), Vases Grecs de la Collection Zénon Piéridès, BCH 95. Maragkou-Doumas: Maragkou, L. & Doumas, Chr. (1978), Benaki Museum, N.P. Goulandris Collection, Ancient Greek art, Cycladic Civilization, Historic Period.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
393
Μαραγ κοῦ, Λ. (1985), ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Τέχνη, Συλλογὴ Ν.Π. Γουλανδρῆ ( ᾽Αθήνα). Μαραγ κοῦ, Λ. (1996), ᾽Αρχαία ῾ Ελληνικὴ Τέχνη, Συλλογὴ Ν.Π. Γουλανδρῆ ( ᾽Αθήνα). Μη λιάδη ς, Ι. (1957), ᾽Ανασκαϕὴ νοτίως τῆς ᾽Ακροπόλεως, ΠΑΕ 1957, 23-26, πίν. 4 καὶ Τὸ ῎ Εργον τῆς ᾽Αρχαιολογικῆς ῾ Εταιρείας κατὰ τὸ 1957. Mingazzini, P. (1930), Vasi della Collezione Castellani (Roma). ᾽ λευσίνος ( ᾽Αθήνα). Μυλων ᾶς, Γ. (1975), Τὸ Δυτικὸν Νεκροταϕεῖον τῆς Ε Παπ αδοπ ούλου-Καν ελ λοπ ούλου, Χ. (1972), « ᾽Ανασκαϕὴ «Νοτίως ᾽Ακροπόλεως». Μελανόμορϕη κεραμεική», ΑΔ 27 Μελέται. Πα π α χατ ζῆ ς, Ν. (1974), Παυσανίου ῾ Ελλάδος Περιήγησις, ᾽Αττικά ( ᾽Αθήνα). Paralipomena: Beazley, J.D. (1971), Paralipomena (Oxford). P a y n e, H. (1931), Necrocorinthia, A study of Corinthian Art in the Archaic Period (Oxford). Pharmakowsky, B. (1912), Arch. Anz. XXVII, Archäologische Funde im Jahre 1911: Rußland. Πλάτων ος-Γιώτα, Μ. (2004), ᾽Αχαρναί, ῾ Ιστορικὴ καὶ Τοπογραϕικὴ ᾽Επισκόπηση τῶν ᾽Αρχαίων ᾽Αχαρνῶν, τῶν γειτονικῶν Δήμων καὶ τῶν ὀχυρώσεων τῆς Πάρνηθας ( ᾽Αθήνα), 430-431, ἔγχρ. εἰκ. 22 καὶ 26-29. Πλάτωνος Χρονικά: Πλάτων ος-Γιώτα, Μ. (2001-2004), ΑΔ 56-59, Χρονικά, 401, 414-418, 429-436. Πόλη: ῾ Η πόλη κάτω ἀπὸ τὴν πόλη, Εὑρήματα ἀπὸ τὶς ἀνασκαϕὲς τοῦ Μητροπολιτικοῦ Σιδηροδρόμου τῶν ᾽Αθηνῶν, ῞ Ιδρυμα Ν.Π. Γουλανδρῆ, Μουσεῖο Κυκλαδικῆς Τέχνης, ᾽Αθήνα 2003. Πωλογ ιώργη, Μ. (1995), «Παιδικὴ ταϕὴ στὴν ῾ Ηλιούπολη», ΑΕ. R o e b u c k, C. (1940), «Pottery from the North Slope of the Acropolis, 1937-1938», Hesperia IX. Ρωμιοπ ούλου, Κ., Τουράτσογλου, Γ. & Μιέζα (2002), «Νεκροταϕεῖο ὑστεροαρχαϊκῶν-πρώιμων ἑλληνιστικῶν χρόνων», Δημοσιεύματα τοῦ ᾽Αρχαιολογικοῦ Δελτίου ἀρ. 83, ( ᾽Αθήνα). Sch eibler, I. (1964), «Exaleiptra», JdI 79. Sch ü rman n, W. (1989), Katalog der Antiken Terrakotten im Badischen Landesmuseum Karlsruhe (Göteborg). Τ ζουβαρᾶ-Σούλη, Χρ. (1998), Τεχνικὴ καὶ σχήματα ἀττικῶν ἀγγείων 6ου-4ου π.Χ. αἰ. ( ᾽ Ιωάννινα). Ure, A.D. (1968), «A Corinthian Cup and a Euboean Lekythos», JHS 88.
394
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
Ure, P.N. (1915), «Μελανόμορϕοι κύλικες ἐκ Ρειτσώνας Βοιωτίας», ΑΕ. Ure, P. N. (1927), Sixth & Fifth Century Pottery from Rhitsona (London). Vanderpool, E. (1946), «The Rectangular rock-cut shaft», Hesperia 15. Walters, H.B. (1903), Catalogue of the Terracottas in the Department of Greek and Roman Antiquities (British Museum, London). Webster, T.B.L. (1950), Greek Terracottas (Middlesex). Winter, F. (1903), Die Typen der Figurlichen Terrakotten I. Χ ρη στ ίδη ς, Χρ. (2009), ᾽Αριστοϕάνη « ᾽Αχαρνεῖς» ( ᾽Αθήνα). Young, R.S. (1951), «Sepulturae intra urbem», Hesperia 20.
Εἰκ. 1. Κάτοψη τοῦ νεκροταϕείου δυτικὰ τῆς Λεωϕ. Δημοκρατίας (σχέδιο ᾽Α. Μπενέκου).
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
395
396
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
Εἰκ. 2. ῾ Ο ἐγχυτρισμὸς 32 μὲ τὰ κτερίσματα in situ.
Εἰκ. 3. ῾ Η πυξίδα ἀρ. 1290.
Εἰκ. 4. ῾ Η πυξίδα ἀρ. 1293.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
Εἰκ. 5. ῾ Η λήκυθος ἀρ. 1296.
Εἰκ. 6. ῾ Η λήκυθος ἀρ. 1297.
Εἰκ. 7. ῾ Η λήκυθος ἀρ. 1298.
397
398
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
Εἰκ. 8. ῾ Η κύλικα ἀρ. 1299.
Εἰκ. 9. ᾽ Εξάλειπτρο ἀρ. 1301.
Εἰκ. 10. ᾽ Εξάλειπτρο ἀρ. 1294.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
Εἰκ. 11. Πινάκιο ἀρ. 1295.
399
Εἰκ. 12. Οἰνοχόη ἀρ. 1302.
Εἰκ. 13. Σκυϕίδιο ἀρ. 1304.
Εἰκ. 14. ᾽ Εξάλειπτρο ἀρ. 1303.
400
ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΑΤΣΑΝΔΡΗ
Εἰκ. 15. Εἰδώλιο ἀρ. 1292.
Εἰκ. 16. ῎ Οστρεο.
Α ΡΙΣ ΤΟ ΦΑ ΝΟΥ Σ
ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟ ΕΡΓΟ, Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
« Ε ΠΙ Σ Κ Η Ν ΙΟΝ » ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑ∆ΕΙΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΘΡΑΚΟΜΑΚΕ∆ΟΝΩΝ ΤΟΥ ∆ΗΜΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ (ΝΠ∆∆)
ΕΠΙΣ ΤΗΜΟΝΙ ΚΗ ∆ ΙΗΜ Ε ΡΙ ∆ Α
Α ΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ
ΑΧΑΡΝΗΣ ΤΟ ΕΡΓΟ, Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
5-6 Απριλίου 2014
ΜΕΓΑΡΟΝ ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ
Φιλαδελϕείας 126, 13 673, Αχαρνές
ΣΑΒΒΑΤΟ 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
10:00
Προσέλευση, εγγραϕές συνέδρων
10:30
ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΟΣ ΣΥΝΕ∆ΡΙΑ
10:30
Καλωσόρισµα αό την Μαρία Μίχα για το «ΕΠΙΣΚΗΝΙΟΝ» και τον Λαµρινό Πλατυόδη για το Πνευµατικό Κέντρο Θρακοµακεδόνων. Την Έναρξη της ∆ιηµερίδας θα κηρύξει ο Σεβασµιότατος Μητροολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουόλεως κκ. Αθηναγόρας. Χαιρετισµός του ∆ηµάρχου Αχαρνών Σωτηρίου Ντούρου. Χαιρετισµός της Προέδρου του Τµήµατος Φιλολογίας του Πανειστηµίου Πελοοννήσου, Καθηγήτριας Γεωργίας Ξανθάκη-Καραµάνου. Καθηγητές του Ωδείου του ∆ήµου Αχαρνών θα αίξουν αοσάσµατα αό τη µουσική σύνθεση του Χρήστου Λεοντή αό την αράσταση του Θεάτρου Τέχνης Αχαρνής.
11:00 -13:15
ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕ∆ΡΙΑ
Πρόεδρος: Θεόδωρος Παππάς, Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Γραµµατείας του Ιονίου Πανειστηµίου. 5
Μ έλη: Βασίλης Νίκας, Πρόεδρος ΕΟΣ Αχαρνών· Γεώργιος Φυτάς, βιολόγος, Πρόεδρος της Ι.Λ.Ε.Α.· Βούλα Γκιολή, ϕιλόλογος, Κοσµήτωρ του Πνευµατικού Κέντρου Θρακοµακεδόνων του ∆ήµου Αχαρνών· Γεώργιος Καρτσάτος, Πρόεδρος του ΣΥΝ.ΠΕ. «Η ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ»· Παναγιώτης Χ. Καζανάς, χειρουργός οδοντίατρος, Πρόεδρος του Παραρτήµατος Αχαρνών της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας· Άννα Μαρούγκα, βιοχηµικός, Έϕορος του Σώµατος Ελληνικού Οδηγισµού. Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Ε Ι Σ: 11:00 -11:15
Θεόδωρος Παππάς, καθηγηγής: «Το ύϕος και η γλώσσα του Αριστοϕάνη».
11:15 -11:30
Μαρία Γ. Ξανθού, ∆ιδάσκουσα στο Ανοικτό Πα*" &+" $ $$'., &+ ) νειστήµιο Κύρου & ') $$ &" +, " * )- ) &"- )*"+0 2013-2014: «Μεταξύ αγροτικής ευτοίας και αστικής δυστοίας: ο ρόλογος του ∆ικαιοόλιδος (1-42 ) και ο ορισµός της ταυτότητας των Αχαρνέων στην οµώνυµη κωµωδία του Αριστοϕάνη».
11:30 -11:45
Αθηνά Παπαχρυσοστόµου, Λέκτορας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανειστηµίου Πατρών & $$'. "& '%( ,$+ +, " * )- ) &"- ) *"+0: «Ο θρανίτης λεώς, ο µισθαρχίδης Λάµαχος και
η ∆ηµοκρατία στους «Αχαρνής» του Αριστοϕάνη». 11:45 -12:00 ∆ΙΑΛΕΙΜΜΑ 12:00 -12:15
Σµαρώ Νικολαΐδου, Λέκτορας Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του ∆ηµοκριτείου Πανειστηµίου Θράκης: «Μεταξύ δήµου και άστεως: Ίδιον και δη-
µόσιον στους “Αχαρνής” του Αριστοϕάνη». 6
12:15 -12:30
Ειρήνη Αναγνωστοπούλου, Αρχαιολόγος της Β ΄ Εϕορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υουργείου Πολιτισµού και Αθλητισµού: «Αρχαίο Νεκροταϕείο στο Μονοµάτι Αχαρνών».
12:30 -12:45
Μαρία Γεωργούση, υ. διδάκτωρ Φιλολογίας: «Το Στοιχείο της Ειθετικότητας στους “Αχαρνής” του Αριστοϕάνη».
12:45 -13:15 ΣΥΖΗΤΗΣΗ 13:15
ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΧΑΡΝΩΝ
19:00 -20:30
∆ΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕ∆ΡΙΑ
Πρόεδρος: Ανδρέας Μαρκαντωνάτος, Αναληρωτής Καθηγητής Φιλολογίας του Πανειστηµίου Πελοοννήσου.
Μέλη: Αθανάσιος Κατάρας, Πρόεδρος Φιλότεχνης Λέσχης Αχαρνών· Ειρήνη Κουµπούρη, Πρόεδρος Οµίλου Φίλων ∆ηµοτικής Πινακοθήκης· Τασούλα Στεϕανάτου, Πρόεδρος του Συλλόγου Γυναικών Θρακοµακεδόνων· Ηρακλής Γεωργιάδης, . ∆ιευθυντής του Πνευµατικού Κέντρου Θρακοµακεδόνων· Ολυµπία ∆ραγούνη, ιδρύτρια της «ΟΛΥΜΠΙΑ∆ΑΣ» Θρακοµακεδόνων· Νίκος Σιδηρόπουλος, χειρουργός οδοντίατρος, υεύθυνος υγειονοµικού τοµέα της , Πρόεδρος Εθελοντών Αχαρνών-Θρακοµακεδόνων. Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Ε Ι Σ: 19:00 -19:15
Μαρία Πλάτωνος, Αρχαιολόγος-Συγγραϕέας: «Αρχαιολογική ειβεβαίωση ραγµατιστικών και τοογραϕικών στοιχείων στους “Αχαρνής” του Αριστοϕάνη». 7
19:15 -19:30
Σταµατίνα Στριϕτού, Αρχαιολόγος, Συγγραϕέας: «“ΑΧΑΡΝΗΣ” - Αρχή σοϕίας η των ονοµάτων είσκεψις».
19:30 -19:45
Ιωάννα Καραµάνου, Είκουρη καθηγήτρια του Τµήµατος Θεατρικών Σουδών του Πανειστηµίου Πελοοννήσου: «Οι “Αχαρνής” του Αριστοϕάνη αό την τραγωδία στην “τρυγωδία”».
19:45 -20:00 ∆ΙΑΛΕΙΜΜΑ 20:00 -20:15
Λαµπρινός Πλατυπόδης, ∆ιδάκτωρ Φιλοσοϕίας: «Τα άθη των όλεων στους “Αχαρνής” του Αριστοϕάνη».
20:15 -20:30
Ανδρέας Μαρκαντωνάτος, Αναληρωτής Καθηγητής Φιλολογίας: «Ο Μύθος του Ηρακλή στους “Αχαρνής” του Αριστοϕάνη. Η Σκηνή Θηβαίου και ∆ικαιόολη (στ. 860-1044)».
20:30 -21:00 ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Κλασικές και έντεχνες µελωδίες µε τους: Μυρσίνη Θεοτοκάτου στο ιάνο, Ανδρέα Βαλιανάτο στο µαντολίνο και Μάρω Κωνσταντινοπούλου στο βιολί. Η Αικατερίνη Καϕή-∆έϕνερ θα αίξει στο ιάνο σύνθεση ου έχει εµνευσθεί αό το Αρχαίο Θέατρο Αχαρνών. ∆ΕΞΙΩΣΗ
8
ΚΥΡΙΑΚΗ 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
10:30 -13:00
ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΕ∆ΡΙΑ
Πρόεδρος: Μαρία Πλάτωνος, Αρχαιολόγος-Συγγραϕέας.
Μέλη: Έλενα Κασσωτάκη,
Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, ροϊσταµένη του τµήµατος Αρχαιολογίας και Ιστορικής Έρευνας του ∆ήµου Αχαρνών· Αναστασία Παµουκτσόγλου, ∆ιδάκτωρ της Κοινωνιολογίας της Εκαίδευσης & . Πάρεδρος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ως εκρόσωος της ΕΓΕ Αχαρνών· Γεώργιος Λιβανός, ∆ικηγόρος, Πρόεδρος της Λαογραϕικής Εταιρείας Θρακοµακεδόνων «Αριστοτέλης»· Κυριακή Μαύρου, ∆ιευθύντρια του Γυµνασίου Θρακοµακεδόνων & Αντιρόεδρος του ΠΚΘ· Σπύρος Σταµατιάδης, . Αντιρόεδρος του Πνευµατικού Κέντρου Θρακοµακεδόνων· Εύη Οικονοµίδου, Πρόεδρος του συλλόγου «Μέριµνα». Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Ε Ι Σ: 10:30 -10:45
Αικατερίνη Παυλάκη, Θεατρολόγος, ηθοοιός & υ. διδάκτωρ Θεατρολογίας: «Οι Αχαρνείς εν µέσω του Πελοοννησιακού Πολέµου».
10:45 -11:00
Σταµατία Κατσανδρή, Αρχαιολόγος της Β ΄ ΕΠΚΑ: «Παιδική ταϕή αό νεκροταϕείο των αρχαίων Αχαρνών». 9
11:00 -11:15
11:15 -11:30
11:30 -11:45
11:45 -12:30
Αντωνία Γιαλλελή, Αρχαιολόγος της Β ΄ ΕΠΚΑ & Ελένη Ασηµακοούλου, Έκτακτη αρχαιολόγος της Β ΄ ΕΠΚΑ: «Ανασκαϕή αρχαίου νεκροταϕείου στο Σιδηροδροµικό Κέντρο Αχαρνών. Εικόνες της καθηµερινής ζωής µέσα αό τα ταϕικά τελετουργικά έθιµα». Αναστασία Παµουκτσόγλου, ∆ιδάκτωρ της Κοινωνιολογίας της Εκαίδευσης & . Πάρεδρος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου: «Οι αντιστάσεις στο Χρόνο-Κοινωνία, ∆ηµοκρατία και Γυναίκα, στα έργα του Αριστοϕάνη, “Αχαρνής” και “Λυσιστράτη”». Ανάγνωση των δύο καλυτέρων εκθέσεων του 4ου µαθητικού διαγωνισµού του Εισκηνίου για το Αρχαίο Θέατρο Αχαρνών. Θεατρικό δρώµενο αό µαθητές του 9ου Γυµνασίου Αχαρνών (Μαρίνα Λαµριανίδου, Κέλυ Λοάρνου, ∆ηµήτριος-Χρήστος Κλειτσιώτης, Κωνσταντίνα Ουζουνίδου, Αµαλία Πααϊωάννου, Ντιάνα Κραέτε, Μαριάννα Στιβαχτή, Ευαγγελία Καρακαξά), και µαθητές του ∆ηµοτικού (Σωκράτης Καρακαξάς και Ευάγγελος Πααϊωάννου), υό την καθοδήγηση της Αικατερίνης
Παυλάκη. 12:30 -13:00 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ 13:00
ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΧΑΡΝΩΝ
Οι ηθοοιοί Αντώνης Γκρίτσης, Παρασκευή ∆αµάσκου, Μελέτης Ηλίας, Γιάννα Μαλακατέ, Νίκος Νίκας, Ράνια Παπαδάκου, Αικατερίνη Παυλάκη, και Ιϕιγένεια Στάικου θα αοδώσουν µεταξύ των εισηγήσεων, µικρά αοσάσµατα αό τους «Αχαρνής» του Αριστοϕάνη. Παράλληλα θα λειτουργήσει έκθεση ϕωτογραϕικού υλικού αό θεατρικές αραστάσεις των Αχαρνέων στην Ελλάδα και το εξωτερικό και θα εκτεθούν ίνακες του Χρήστου Τσεβά και του Γιάννη Γκρίτση µε θέµα τον Αριστοϕάνη, το Αρχαίο Θέατρο Αχαρνών και τους Αχαρνής. 10
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΧΑΡΝΩΝ αποκαλύϕθηκε τον Φεβρουάριο του 2007, τυχαία, από την αρχαιολόγο κ. Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα, κατά τις εργασίες θεµελίωσης οικοδοµής, στην οδό Σαλαµίνος 21, που σήµερα έχει µετονοµασθεί σε οδό Αρχαίου Θεάτρου, στο κέντρο του σηµερινού αλλά και του αρχαίου ∆ήµου Αχαρνών, γεγονός που ϕανερώνει τη διαχρονική και αδιάλειπτη στο ίδιο σηµείο κατοίκηση. Η αποκάλυψη του Αρχαίου Θεάτρου Αχαρνών αποτέλεσε είδηση παγκοσµίου προβολής και ενδιαϕέροντος λόγω της µεγάλης ιστορικής, αρχαιολογικής, κοινωνικής και πολιτιστικής σηµασίας του. Το 2010 ιδρύθηκε το ΕΠΙΣΚΗΝΙΟΝ µε σκοπό την προβολή και την ανάδειξη του σπουδαίου αυτού µνηµείου µέσω ποικίλων δράσεων. Μεταξύ αυτών περιλαµβάνεται και η διοργάνωση της διηµερίδας αυτής σε συνεργασία µε το Πνευµατικό Κέντρο Θρακοµακεδόνων του ∆ήµου Αχαρνών, που στόχο έχει την ανάλυση του έργου του Αριστοϕάνη Αχαρνής(είς). Το έργο αυτό είναι το παλαιότερο σωζόµενο έργο του συγγραϕέα, που βραβεύτηκε το 425 π.Χ. στα Λήναια µε πρωταγωνιστές τους Αχαρνείς, τους δηµότες του µεγαλυτέρου ∆ήµου της Αττικής. Οι Αχαρνής είναι ένα από τα δηµοϕιλέστερα έργα του αρχαίου δράµατος παγκοσµίως. Στόχος του Επισκηνίου είναι η δηµιουργία ψηϕιακού αποθετηρίου µε την συγκέντρωση πληροϕοριών που αναϕέρονται στους Αχαρνής του Αριστοϕάνη, από την παγκόσµια ϕιλολογική, ιστορική, αρχαιολογική, λογοτεχνική, θεατρική και θεατρολογική κοινότητα. Ευχαριστούµε θερµά όλους όσους συµβάλλουν στο εγχείρηµα αυτό.
11
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ - ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ:
Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα, Αρχαιολόγος-Συγγραϕέας.
Θεόδωρος Παππάς, Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Γραµµατείας του Ιονίου Πανειστηµίου, Ανδρέας Μαρκαντωνάτος, Αναληρωτής Καθηγητής Φιλολογίας του Πανειστηµίου Πελοοννήσου. ΑΝΤΙΠΡΟΕ∆ΡΟΙ:
Μαρία Μίχα, Είτιµος ∆ικηγόρος, Πρόεδρος του ϕορέα «Εισκήνιον» - Κίνηση Πολιτών για την ανάδειξη του Αρχαίου θεάτρου Αχαρνών. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ:
Λαµπρινός Πλατυπόδης, ∆ιδάκτωρ Φιλοσοϕίας & Πρόεδρος του Πνευµατικού Κέντρου Θρακοµακεδόνων του ∆ήµου Αχαρνών.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ:
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ: Χριστίνα ∆αµάσκου, τηλ.: 6944442873, Αναστάσιος Νίκας, τηλ. 6972375187, Αδαµαντία Φραγκόγιαννη, τηλ. 6976467214.
Ελένη Νίκα, Μαρία Λιόση, Ειρήνη Αρχοντάκη, Χριστίνα Ντούρου, Έλσα Μαρίνη.
ΥΠΟ∆ΟΧΗ:
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:
/: 210 2444455, ("*#"&"'& ')
τηλ: 210 3313977, % "$: "& '
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ:
Ειρήνη Αναγνωστοπούλου, ")"&" & &'*+'(',$', 0 !'' ) Ελένη Ασηµακοπούλου, $ *"% #'(',$', % "$ '% Μαρία Γεωργούση, % )" ') ',*" % "$ '% Αντωνία Γιαλλελή, +'&" " $ $" % "$ '% Ιωάννα Καραµάνου, "# ) % &', 0 !'' )
14
Σταµατία Κατσανδρή, Ανδρέας Μαρκαντωνάτος, Σµαρώ Νικολαΐδου, Μαρία Ξανθού, Αναστασία Παµουκτσόγλου, Θεόδωρος Παππάς, Αθηνά Παπαχρυσοστόµου, Αικατερίνη Παυλάκη, Λαµπρινός Πλατυπόδης, Μαρία Πλάτωνος-Γιώτα, Σταµατίνα Στριϕτού, Στους εγγραϕέντες και αρακολουθήσαντες τη διηµερίδα θα δοθεί βεβαίωση αρακολούθησης.
15
ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ∆ιεύθυνση: Ανδρέας Γερ. Μαρκαντωνάτος Σ Ε Ι ΡΑ Σ Η Μ Α Τ Α
ΑΤΤΙΚΗ ΚΩΜΩ∆ΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Ειµέλεια:
Θεόδωρος Γ. Παππάς Ανδρέας Γερ. Μαρκαντωνάτος Εισαγωγή:
∆ανιήλ Ιακώβ
ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΠΟΛΗ ΑΤΤΙΚΟ ∆ΡΑΜΑ, ΑΘΗΝΑΪΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Ειµέλεια:
Ανδρέας Γερ. Μαρκαντωνάτος Λαµπρινός Ευστ. Πλατυπόδης Πρόλογος:
Γεωργία Ξανθάκη-Καραµάνου
ΕΚ ∆ΟΣ ΕΙΣ ...
) &'*& + )
ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΧΑΡΝΗΣ. ΤΟ ΕΡΓΟ, Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΚΑ ΝΤΩΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ ΠΛΑΤΥΠΟ ΔΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕ ΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕ ΔΙΑΣΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΜΑΗΣ. ΤΟ ΒΙ ΒΛΙΟ ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΑΚΟΛΟΥ ΘΗΣΕΙ ΘΑ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟ ΤΟ «ΕΠΙΣΚΗΝΙΟΝ». ΟΙ ΔΕ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΕΦΕΡΑΝ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ ΣΥΜ ΒΑΛΛΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΗΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΔΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ
ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ δέκα χρόνια ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ πολιτιστικοῦ ϕορέα ΕΠΙΣΚΗΝΙΟΝ,
χρόνια πολλαπλῶν δράσεων καὶ ἔντονης δημιουργικότητας, μὲ ὅραμα καὶ στόχο τὴν ἀνάδειξη, προβολή, πλήρη ἀποκάλυψη καὶ ἀποκατάσταση τοῦ μεγαλύτερου ἀρχαιολογικοῦ θησαυροῦ τῆς πόλης τῶν ᾽Αχαρνῶν, τοῦ ᾽Αρχαίου Θεάτρου, πού, ἂν καὶ μέρος του ἀποκαλύϕθηκε τὸ 2007 ἀπὸ τὴν Μαρία Πλάτωνος, μέχρι σήμερα δὲν ἔχει ἀποκαλυϕθεῖ πλήρως. Στόχος τοῦ ᾽Επισκηνίου παραμένει, μέσω τῶν δράσεων του, ἡ ἐνημέρωση, εὐαισθητοποίηση καὶ συσπείρωση τοῦ κοινοῦ γιὰ αὐτὸ τὸ μοναδικῆς σημασίας μνημεῖο. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν δράσεων περιλαμβάνεται καὶ ἡ διοργάνωση τῆς ἐπιστημονικῆς διημερίδας, « ᾽Αριστοϕάνους Α ᾽ χαρνῆς - Τὸ ῎ Εργο, ὁ Τόπος, οἱ ῎ Ανθρωποι», τὰ Πρακτικὰ τῆς ὁποίας δημοσιεύονται ἠλεκτρονικῶς στὴν παροῦσα ἔκδοση, μὲ ἀντικείμενο τὴν ἀνάλυση τοῦ ἔργου τοῦ ᾽Αριστοϕάνη Α ᾽ χαρνῆς (-εῖς), ἑνὸς ἀπὸ τὰ δημοϕιλέστερα ἔργα τοῦ ἀρχαίου δράματος παγκοσμίως. Στὸν παρόντα συλλογικὸ τόμο ἐπιχειροῦνται ἡ ἀνάδειξη καὶ ἡ συζήτηση ἐπιστημονικῶν ζητημάτων ποὺ χρόνια τώρα ἡ ἔρευνα ϕέρνει στὸ ϕῶς σχετικὰ μὲ τὸ ἔργο τοῦ ᾽Αριστοϕάνη Α ᾽ χαρνῆς, τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ τοῦ ἀρχαίου δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν καὶ τοὺς συντελεστές του, καθὼς καὶ τὴν μεταξύ τους σχέση. Τὸ ἔργο αὐτὸ ϕιλοδοξεῖ νὰ προσθέσει ἕνα ἀκόμη λιθαράκι στὸ οἰκοδόμημα τῆς λαμπρῆς ἱστορίας τοῦ ἀρχαίου δήμου τῶν ᾽Αχαρνῶν καὶ τῆς ἑρμηνείας τῆς περιώνυμης ἀριστοϕανικῆς κωμωδίας Α ᾽ χαρνῆς, ἐνισχύοντας καὶ σϕυρηλατώντας ταυτόχρονα τὴν ἐθνική μας συνείδηση. ῾ Η ἔκδοση αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν ἀϕετηρία ἑνὸς ἀπὸ τοὺς στόχους τοῦ ᾽Επισκηνίου, ποὺ εἶναι ἡ δημιουργία ψηϕιακοῦ ἀποθετηρίου μὲ τὴν συγκέντρωση ὑλικοῦ, ποὺ ἀναϕέρεται στοὺς ᾽Αχαρνῆς τοῦ ᾽Αριστοϕάνη, ἀπὸ τὴν παγκόσμα ϕιλολογική, ἱστορική, ἀρχαιολογική, λογοτεχνική, θεατρικὴ καὶ θεατρολογικὴ κοινότητα. ῾ Ο ᾽Α ν δρέας Γερ. Μαρκ αν των ᾶτος εἶναι τακτικὸς Καθηγητὴς τῆς ᾽Αρχαίας ῾ Ελληνικῆς Φιλολογίας τοῦ Τμήματος Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. ῾ Ο Λα μπρινὸς Εὐστ. Πλατ υπ ό δη ς εἶναι Καθηγητὴς Ε.Δι.Π. στὴν ᾽Ανώτατη ᾽ Εκκλησιαστικὴ ᾽Ακαδημία ᾽Αθήνας. ISBN 978-618-82276-2-0
Ε ΠΙ Σ Κ Η Ν Ι ΟΝ ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ