Τα Δημόσια
Σειρά επιτελέσεων (live performances) στο δημόσιο χώρο
Τα Δημόσια
Σειρά επιτελέσεων (live performances) στο δημόσιο χώρο
Διοργάνωση: epitelesis - Performance Art Foundation Επιτελεστές: GRAAM, Χρίστος Παπαμιχαήλ, Αντρέας Πασιάς, Νικολίνα Στυλιανού, Αγγελική Χάιδω Τσόλη Επιμέλεια: Αντρέας Πασιάς Συντονισμός: Κώστας Γκαραμέτσης & Ειρήνη Παπανικολάου Μέρος του πρότζεκτ: “Gradient: From Gray to Color Scale” Xώρος: Τζαμί Καλούτσιανης - Ιωάννινα Έναρξη: 7/7/2014 - 18:30 Διάρκεια: 180’
© 2014 - Όλα τα δικαιώματα του δημοσιευμένου υλικού είναι κατοχυρωμένα στους αναφερόμενους συντελεστές
Στην έκδοση αυτή συμπεριλαμβάνονται Φωτογραφίες από τους Nicolas Paradiselo & Αριστέα Σπύρου Εισαγωγικά κείμενα από την Έλλη Λεβεντάκη Αποσπάσματα από συνέντευξη των καλλιτεχνών στην Ελένη Ζυμαράκη για τη πολιτιστική στήλη “Ex_pose” / Arts and the City
Η τέχνη της performance, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τη δεκαετία του ’60 και μετά, αποτελεί το κατ’ εξοχήν μέσο εικαστικής έκφρασης που θέτει το σώμα του καλλιτέχνη ως το κύριο υλικό δημιουργίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που εμπεριέχει τα στοιχεία του χώρου και του χρόνου, την άμεση ή έμμεση παρουσία του καλλιτέχνη, αλλά και το ίδιο το κοινό μέσω της θέασης ή της διάδρασης. Μπορεί να πραγματοποιηθεί σε πολλά διαφορετικά πλαίσια, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση επιλέχθηκε μια κεντρική πλατεία, κι αυτό γιατί ο δημόσιος χώρος αποτελεί ένα από τα πρώτα ‘δοχεία’ που φιλοξένησαν το σώμα του καλλιτέχνη, όταν η τέχνη της επιτέλεσης ξεκίνησε να παίρνει μορφή και να αναγνωρίζεται ως εικαστική πράξη. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, δίνεται η δυνατότητα σε μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων να παρακολουθήσει, να συμμετάσχει, έως και να συνδιαμορφώσει ένα έργο. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι στις επιτελεστικές πράξεις το στοιχείο της διάδρασης είναι πολλές φορές απαραίτητο για τη δημιουργία του ίδιου του έργου.
Στην περίπτωση των συγκεκριμένων επιτελέσεων οι καλλιτέχνες επεδίωξαν την επαφή με το κοινό, με σκοπό τη προβολή τρόπων δημιουργίας των ανθρώπινων σχέσεων. Δεν είχε σημασία αν θα προέκυπταν μέσα από μια αποδοχή ή μια απόρριψη, γιατί το ζητούμενο ήταν να προκληθούν πραγματικοί συσχετισμοί και συναισθήματα όλων των ειδών, όπως συμβαίνει σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον. Όλες οι δράσεις ανέδειξαν σύγχρονα ζητήματα και προβληματισμούς, με κεντρικό άξονα τον άνθρωπο και τις κοινωνικές σχέσεις γενικότερα. Επιλέγοντας να εκφραστούν μέσα από την τέχνη του performance, οι καλλιτέχνες είχαν τη δυνατότητα να ‘μιλήσουν’ ταυτόχρονα σαν σύνολο, αλλά και σαν μεμονωμένα άτομα. Σαν ομάδα, κατάφεραν να δώσουν ζωή σε έναν δημόσιο χώρο, και, την ίδια στιγμή, ο καθένας ξεχωριστά μπόρεσε να επικοινωνήσει τις προσωπικές του ιδέες με το κοινό.
ΣΤΙΓΜΑ / Αγγελική Χάιδω Τσόλη
Η Αγγελική παρουσίασε ένα έργο μεταξύ performance και εγκατάστασης, με έντονο το στοιχείο της σωματικότητας. Είχε ‘φορέσει’ το γύψινο καλούπι του ίδιου της του σώματος, αφήνοντας ακάλυπτο μόνο το πρόσωπό της. Στεκόταν εντελώς ακίνητη, σαν άγαλμα, κρατώντας στο δεξί της χέρι, και προσφέροντας με κάποιον τρόπο στον κόσμο, ένα ανοιχτό κουτί με μπλε μελάνι. Έτσι, ο κάθε περαστικός, ακουμπώντας το χέρι του στο μελάνι, μπορούσε να αφήσει το σημάδι που επιθυμούσε στη λευκή επιφάνεια του γύψινου εκμαγείου. Με αυτόν τον τρόπο το αποτύπωμα του θεατή έμενε πάνω στο σώμα-κέλυφος της εικαστικού, αλλά την ίδια στιγμή αποκτούσε κι εκείνος το ίδιο μπλε στίγμα.
Η καλλιτέχνης θέλησε έτσι να καταδείξει πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι αμφίδρομες, ότι δεν γίνεται δηλαδή να αφήσεις σε κάποιον το σημάδι σου χωρίς να σου αφήσει κι εκείνος το δικό του. Αυτό είναι κάτι που ο θεατής του performance, όπως και ο άνθρωπος στην πραγματικότητα, δεν το αντιλαμβάνεται αμέσως. Στην αρχή βλέπει απλώς την ευκαιρία να επέμβει πάνω σε μια λευκή εκτεθειμένη επιφάνεια, και μόνο αργότερα συνειδητοποιεί ότι με αυτή του την πράξη σημαδεύτηκε και ο ίδιος.
“Αρχικά θα ήθελα να πω ότι είμαι πολύ χαρούμενη που μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με τους καλλιτέχνες και να παρουσιάσω ένα performance στα Ιωάννινα, που είναι και ο τόπος καταγωγής μου. Ένα τόσο οικείο μέρος για μένα ,η πλατεία στο Τζάμι, ξαφνικά πήρε άλλη διάσταση και οπτική την ώρα της επιτέλεσης. Καθόμουν ακίνητη σε μια γωνιά της πλατείας, φορώντας το καλούπι από το σώμα μου, περιμένοντας τον κόσμο να έρθει να μου αφήσει το αποτύπωμά του. Ένιωθα όλα τα βλέμματα των περαστικών σε μένα. Οι περισσότεροι σάστιζαν και με κοιτούσαν επίμονα μέσα στα μάτια. Άλλοι με απορία, άλλοι με ένα χαμόγελο. Κάποιοι τελικά πήραν την απόφαση να έρθουν να με ‘μελανιάσουν’, κάποιοι όχι. Σε άλλους πήρε ώρα μέχρι να το αποφασίσουν, σε άλλους όχι. Ένιωθα ότι υπήρχε μια ζύμωση όλη αυτή την ώρα. Ακόμα κάτι που ένιωσα από τους ανθρώπους που με πλησίασαν ήταν ότι ήρθαν με σεβασμό και ευλάβεια και δεν ‘βανδάλισαν’ το σώμα μου - αν και θα μπορούσαν να το έχουν κάνει.” Α. Χ. Τσόλη
Sub rosa #1 (Blue Version) / Αντρέας Πασιάς
Ο Αντρέας εμφανίζεται φορώντας πολλά γαλάζια πουκάμισα το ένα πάνω από το άλλο, και περπατάει ξυπόλητος μέχρι το ύψωμα της πλατείας. Μένει για λίγο ακίνητος, και μετά με αργές, σχεδόν τελετουργικές, κινήσεις αρχίζει να ανοίγει τα πρώτα κουμπιά από όλες τις στρώσεις υφάσματος που έχει πάνω του. Στη συνέχεια πλησιάζει προς το συγκεντρωμένο κοινό, πιάνει ένα άτομο από το χέρι, και προσπαθεί να ξεκουμπώσει το ρούχο και να βγάλει το ένα του μανίκι χωρίς να τον αφήσει. Μόλις το καταφέρει, περνάει το πουκάμισο από το χέρι του στο χέρι του θεατή, που δεν το έχει αφήσει στιγμή, και του το φοράει. Την ίδια πράξη επαναλαμβάνει μέχρι να τελειώσουν όλα και να μείνει μόνο με ένα λευκό πουκάμισο, το οποίο ξεκινάει να βγάζει πολύ αργά μόνος του, χωρίς να προσκαλέσει κάποιον θεατή. Τότε το κοινό συνειδητοποιεί ότι αυτό το τελευταίο είναι κολλημένο στο σώμα του καλλιτέχνη και η αφαίρεσή του είναι πιο δύσκολη και επώδυνη, από ότι όλων των προηγούμενων. Μόλις καταφέρνει με κόπο να το βγάλει, το πετάει στο πάτωμα και αποχωρεί.
Ο καλλιτέχνης βλέπουμε ότι ενδιαφέρεται για τα σωματικά όρια, τόσο στον ίδιο του τον εαυτό, όσο και στη σχέση του με τους άλλους. Κρατώντας έναν άνθρωπο από το χέρι δημιουργεί αυτόματα ένα δεσμό μαζί του, τον οποίο στη συνέχεια ενισχύει ακόμη περισσότερο, φορώντας του ένα δικό του ρούχο. Μπορούμε έτσι να μιλήσουμε για την επιδίωξη ανοίγματος ενός πιο προσωπικού διαύλου επικοινωνίας μεταξύ καλλιτέχνη και θεατή. Πρόκειται ίσως και για ένα είδος μεταβίβασης μιας ιδιότητας ή ενός συναισθήματος, από τον έναν άνθρωπο στον άλλον. Η τελική αναμέτρηση όμως γίνεται μόνο με τον ίδιο του τον εαυτό. Αφού τον έχει υποβάλλει σε μια επίπονη διαδικασία διαρκείας, καταφέρνει να βγάλει από πάνω του τον “χιτώνα του Νέσσου” και επιτέλους να απελευθερωθεί.
“Προσωπικά, έζησα τη σειρά επιτελέσεων “Τα Δημόσια” ως ένα ενιαίο εικαστικό σύνολο, όπου ο κάθε καλλιτέχνης παρουσίασε τη δική του δημόσια ‘στάση’, αλλά ταυτοχρόνως δημιουργήθηκε ένα κύμα αλληλουχίας των διαφορετικών εικόνων με κατάληξη την σύσταση ενός συστήματος ανταλλαγής ενέργειας με το κοινό. Στη δημόσια επιτέλεση παρατηρείται συνήθως η διαμόρφωση μίας πορείας μέσα στο χώρο, ένα μονοπάτι το οποίο καλείται να ακολουθήσει ο ‘αναγνώστης’. Σε αντίθεση με τη δημιουργία πορείας, στα “Δημόσια” ο κάθε επιτελεστής επέλεξε να σταθεί σε μία θέση κυριολεκτικά μέσα στο χώρο, αλλά και μεταφορικά μέσω της επιλογής μίας ‘στάσης’. Δείχνοντας αντίσταση στην γρήγορη ροή της πόλης και στην τάση ‘προσπέρασης’, επιλέξαμε την εικόνα μας μέσα στο χώρο με σκοπό την σωματική και συναισθηματική διάδραση του κοινού με τον ‘ατάραχο’ άνθρωπο. Έτσι και στη δική μου επιτέλεση “Sub rosa #1 (Blue Version)”, ο θεατής ήρθε αντιμέτωπος με τα επίπεδα ένδυσης/κάλυψης - με έξι πουκάμισα τα οποία καλούμαι να μοιραστώ μαζί του. Προσπάθησα να δημιουργήσω γραμμές σύνδεσης με τον θεατή, με σκοπό την εύρεση τρόπων επικοινωνίας, αποκαλύπτοντας ως τελική εικόνα την δυσκολία της ολοκληρωτικής ‘έκθεσης’ και απέκδυσης του σώματος.” Α. Πασιάς
Patchwork / GRAAM
Ο GRAAM πραγματοποίησε μια δράση στα πλαίσια της επιτέλεσης, εκμεταλλευόμενος εύστοχα το συγκεκριμένο σημείο της πόλης. Επέλεξε να παρέμβει στις χαρακτηριστικές τσιμεντένιες σκάλες της περιοχής, χρησιμοποιώντας παράλληλα και ανθρώπους από το κοινό, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου. Ξεκίνησε να ξετυλίγει ένα-ένα διάφορα τόπια χρωματιστών υφασμάτων, και να τα τοποθετεί κάθετα στις σκάλες. Μόλις ξετύλιγε κάποιο πλήρως, κατέβαινε ο ίδιος και επέλεγε ένα άτομο από το κοινό, το οποίο τοποθετούσε στην αρχή του απλωμένου υφάσματος. Στο τελευταίο ύφασμα που ξετύλιξε στάθηκε ο ίδιος, σηματοδοτώντας έτσι και την ολοκλήρωση του έργου του. Το τελικό αποτέλεσμα έμοιαζε από την οπτική γωνία του θεατή, σαν μια σύνθεση ασύμμετρων διαδρόμων χρώματος, που ξεχύνονταν στις γκρίζες σκάλες. Μπορούμε να πούμε ότι έτσι εικονοποιήθηκε κατά κάποιον τρόπο και ο τίτλος του project, αφού τα σκαλιά από γκρι που ήταν απέκτησαν χρώμα έστω και λίγο (“from gray to color scale”).
Με αυτήν την πράξη ο καλλιτέχνης ήθελε να δώσει χρώμα στο αστικό τοπίο, πραγματοποιώντας μια ‘in situ’ παρέμβαση σε έναν πολύ γνώριμο χώρο για τους κατοίκους της πόλης. Παράλληλα, εντάσσοντας ο ίδιος κάποιους από τους θεατές στο έργο του, επιδιώκει να θέσει ζητήματα επικοινωνίας, αλλά και να επισημάνει ότι η βελτίωση μιας πόλης πρέπει απαραίτητα να στηρίζεται στους κατοίκους της, όπως συνέβη και με τα υφάσματα που τοποθέτησε.
“Με σκοπό την αξιοποίηση του χώρο της πλατείας, επιλέχθηκε η χρήση των σκαλιών ανάμεσα στις κατοικημένες πολυκατοικίες ως ένα σύμβολο ανάβασης και κατάβασης - ως ένα σημείο ένωσης σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του χώρου μας. Μέσα στα πλαίσια του φεστιβάλ που είχε ως κεντρικό άξονα την αστική παρέμβαση και την μετάβαση από το ‘γκρίζο’ της πόλης στα χρώματα, απλώθηκαν υφάσματα με την ίδια λογική, σαν μία χειρονομία χρωματισμού του εδάφους. Κάθε σκαλοπάτι παίρνει το σχήμα του ξανά καθώς αγκαλιάζεται από το χρώμα, ενώ το χρώμα παραμένει στη θέση του ζητώντας τη βοήθεια των θεατών. Προσκαλώντας το θεατή να σταθεί στην αρχή του υφάσματος, καλείται ο ίδιος να συμμετάσχει στο έργο ως συντελεστής. Όλοι οι συμμετέχοντες φάνηκαν να προσαρμόζονται στο έργο με μεγάλη ευκολία, καθώς στάθηκαν ‘ατάραχοι’ και έτοιμοι να αποτελέσουν μέρος αυτής της παρέμβασης, όπου χρώμα, χώρος και σώματα διαμορφώθηκαν σε μία επιτελεστική εγκατάσταση.” GRAAM
Balloom / Χρίστος Παπαμιχαήλ
Ο Χρίστος, έχοντας στο χέρι του μια πελότα (μικρό μαξιλαράκι που χρησιμοποιούν οι μοδίστρες κυρίως για βελόνες και καρφίτσες), ξεκίνησε να περπατάει ανάμεσα στον κόσμο της πλατείας, προσφέροντας τις καρφίτσες που είχε τοποθετήσει πάνω της. Όταν ο περισσότερος κόσμος είχε πάρει από μια καρφίτσα, ο καλλιτέχνης στάθηκε ακίνητος σε ένα σημείο και άρχισε να φουσκώνει ένα πράσινο μπαλόνι. Στη συνέχεια το τοποθέτησε πάνω στο κεφάλι του και του ‘φόρεσε’ την κουκούλα του, με αποτέλεσμα το κοινό να μην βλέπει πλέον το πρόσωπό του, αλλά το πράσινο μπαλόνι στη θέση του. Αρχικά ο κόσμος σκεφτόταν αν θα πλησιάσει, αλλά σύντομα ένας θεατής πήγε και το τρύπησε. Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε αρκετές φορές, ώσπου ο καλλιτέχνης γέμισε από μια βρύση το μπαλόνι με νερό αυτή τη φορά και το τοποθέτησε πάλι επάνω στο κεφάλι του. Χωρίς δισταγμό μια κοπέλα από το κοινό το τρύπησε, καταβρέχοντας τον επιτελεστή. Τότε εκείνος, δεν φούσκωσε άλλο μπαλόνι, αλλά έβαψε πράσινο, στο χρώμα του μπαλονιού, το κεφάλι του και περίμενε… Κανείς δεν τον πλησίασε.
Το πλήρως διαδραστικό αυτό έργο, πραγματεύεται εξ ολοκλήρου τις ανθρώπινες σχέσεις, με αρκετά καυστικό ύφος. Καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο την αδίστακτη πλευρά του ανθρώπου, σαν ένα ον που δεν θα διστάσει να βλάψει τον διπλανό του αν του δοθεί η ευκαιρία. Πρόκειται για ένα ευφυές σχόλιο στα ανθρώπινα όρια, μέσα από ένα είδος πειράματος, που είχε σκοπό να αποκαλύψει μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η βία του ενός ανθρώπου προς τον άλλον. Αυτό το αθώο, αρχικά, παιχνίδι, τελικά εξελίσσεται σε ένα δυνατό κοινωνικό σχόλιο.
“Αρχικό πεδίο εξερεύνησης ήταν το παιχνίδι και η θέση του στον δημόσιο χώρο. Ο αρχικός σχεδιασμός ολοκληρώθηκε μετά την πρώτη επίσκεψη στην πλατεία. Οι ανησυχίες μου αφορούσαν κυρίως την επίτευξη διάδρασης με το κοινό. Μετά την ολοκλήρωση της επιτέλεσης κατάλαβα ότι το κοινό είναι αρκετά πιο θαρραλέο από όσο υποψιαζόμουν, ένιωσα το κοινό να ‘παίζει’ με ένα αχόρταγο τρόπο και μου δημιούργησε την σκέψη ότι η διάδραση στον δημόσιο χώρο αποτελεί μια παραγκωνισμένη μνήμη της κοινωνίας μας, η οποία αναζητά ρωγμές στην καθημερινότητα μας για να αναβιώσει. Η εμπειρία μου στο “Gradient: From Gray to Color Scale” υπήρξε για εμένα μοναδική και δεν μπορώ παρά να ευχαριστήσω τους διοργανωτές, τους καλλιτέχνες και το κοινό των Ιωαννίνων για την υπέροχη ατμόσφαιρα που μοιραστήκαμε.” Χ. Παπαμιχαήλ
Διαβίβαση του τριγώνου / Νικολίνα Στυλιανού Η Νικολίνα έκανε ένα αρκετά προσωπικό έργο, που θύμισε performances των ‘60s και ‘70s, και κυρίως τρόπους έκφρασης των γυναικών καλλιτεχνών της εποχής. Το επίκεντρο ήταν το ίδιο της το σώμα, γύρω από το οποίο κινούνταν και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου. Πρώτα από όλα τοποθέτησε δυο σακούλες αλεύρι και ένα μπουκάλι οινόπνευμα σε τριγωνικό σχήμα μεταξύ τους, κι αφού έδεσε με ένα μακρύ σκοινί την κάθε σακούλα με κάθε της χέρι, πήρε τη θέση της ευθεία μπροστά τους. Ακουμπώντας όλο της το σώμα στο έδαφος, σε μια στάση προσκυνήματος σχεδόν, άρχισε να δένει τα μαλλιά της με διάφορα σκοινιά που το καθένα κατέληγε σε μια λάμπα. Αυτή η διαδικασία πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά στα τυφλά, αφού κατά τη διάρκειά της κοιτούσε μόνο προς το δάπεδο. Όταν έδεσε όσες περισσότερες λάμπες μπορούσε στην κοτσίδα που δημιουργήθηκε από τα σκοινιά, ξεκίνησε να σέρνει το σώμα της προς τα πίσω, όπου είχε προηγουμένως τοποθετήσει τα υπόλοιπα υλικά. Μόλις πλησίασε εντελώς, άναψε μια μικρή φωτιά με λίγα ξερά χόρτα και το οινόπνευμα που είχε. Στη συνέχεια, άνοιξε ένα-ένα τα σακουλάκια με το αλεύρι, και χρησιμοποιώντας σαν μέτρο στο πάτωμα το σώμα της, σχημάτισε ένα τρίγωνο από αλεύρι που είχε στο κέντρο του τη φωτιά. Ύστερα σηκώθηκε και με έντονες κινήσεις προσπαθούσε να βγάλει από τα μαλλιά της τις λάμπες. Πολλές έσπασαν σε αυτή τη διαδικασία, και τελικά με ένα ψαλίδι έκοψε όσα σκοινιά δεν είχε καταφέρει να αφαιρέσει, μαζί με ένα κομμάτι από τα μαλλιά της.
Το έργο αυτό είχε έντονα τελετουργικό χαρακτήρα από την αρχή έως το τέλος, όπου επήλθε ενός είδους κάθαρση. Η καλλιτέχνης χρησιμοποίησε από τη μια πλευρά στοιχεία της σύγχρονης ζωής, όπως οι λάμπες που υποδηλώνουν τον ηλεκτρισμό, και από την άλλη πιο απλά υλικά, συνδεδεμένα με τη φύση, όπως το αλεύρι, τα χόρτα, αλλά και τη φωτιά. Σε συνδυασμό με την πορεία που ακολούθησε το σώμα της, ήθελε πιστεύω να μιλήσει για μια ανάγκη επιστροφής σε βασικά και φυσικά αγαθά, η οποία θα συμβεί μόνο εάν αποποιηθούμε το βάρος της σημερινής τεχνολογίας.
“Η επιτέλεση με τίτλο “Διαβίβαση του τριγώνου” είχε σαν αρχικό στόχο την εξερεύνηση του μυαλού, του σώματος και του πνεύματος. Πως μέσα από τα χρόνια ο άνθρωπος εξελίσσεται και αυτά τα τρία στοιχεία ενώνονται και γίνονται ένα, πως μέσα από τις εμπειρίες του, αλλάζει, καθώς ημερεύει το μυαλό και κινείται σε παράλληλα νήματα με το συναίσθημα, τη διαίσθηση. Η αισθητική του χώρου διαμόρφωσε τους αρχικούς στόχους σε κάτι πιο απλό και προσωπικά συναισθηματικό, εφόσον η τελική επιτέλεση πήρε άλλη πορεία. Πήρε την μορφή της επίδρασης εμπειριών και επιρροών τις οποίες κουβαλά ο κάθε άνθρωπος, είτε θετικές είτε αρνητικές, και τέλος τη δύναμη που χρειάζεται ο άνθρωπος για να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τον εαυτό του. Η όλη οργάνωση του φεστιβάλ και ο χώρος που πραγματοποιήθηκε, πιστεύω πως ήταν ιδανικά λόγω του ότι ο αριθμός των παρευρισκομένων ήταν αρκετός, έτσι ώστε η ενέργεια του τόπου να κρατηθεί και να δημιουργήσει μια υπέροχη ατμόσφαιρα από την οποία σαν καλλιτέχνης εμπνεύστηκα για να δώσω ότι καλύτερο μπορούσα. Η όλη εμπειρία του φεστιβάλ ήταν ζεστή, με ένα όμορφο κοινό το οποίο ήταν ανοικτό για κάτι καινούργιο.” Ν. Στυλιανού