European Expression - Issue 69

Page 1


ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ

Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 2000 – 2006. Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» του Υπουργείου Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας Μέτρο 6 : «Ενίσχυση της απασχόλησης ανέργων με την ενεργό συμμετοχή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων»

H MKO Ευρωπαϊκή Έκφραση σε συνεργασία με τον Δήμο Σπάτων, υλοποιεί το πρόγραμμα:

Είσαι μαθητής της Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού στην περιοχή των Σπάτων; Έλα και εσύ στην παρέα μας για να διαχειριστείς δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο σου, στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Σπάτων «Χρήστος Μπέκας». Θα πραγματοποιηθούν 11 συναντήσεις δημιουργικής απασχόλησης Έναρξη προγράμματος Τετάρτη, 28 Μαΐου 2008 Για περισσότερες πληροφορίες: Ευρωπαϊκή Έκφραση, τηλ 210 3643224, email: ekfrasi@ekfrasi.gr

Η Ενέργεια ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ εντάσσεται στο Ε.Π. «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Οι Ενέργειες συγχρηματοδοτούνται κατά 80% από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο»


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

3

ΥΡΩΠΑΪΚΗ EΚΦΡΑΣΗ E Τ Ρ Ι Μ Η Ν Ι Α Ι Α

Ε Κ Δ Ο Σ Η

Ε Υ Ρ Ω Π Α Ϊ Κ Ο Υ

Π Ρ Ο Β Λ Η Μ ΑΤ Ι Σ Μ Ο Υ

έτος ιδρυσης: 1989 • ISSN: 1105-8137 • 5 ΕΥΡΩ • ΧΡΟΝΟΣ 18 • ΤΕΥΧΟΣ 69 • ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΜΑΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2008

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ: "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΕΚΦΡΑΣΗ-ΘΕΣΜΟΙ", Μη Κερδοσκοπικό Σωματείο Ομήρου 54 - Αθήνα - 106 72 Τηλ.: +30 210 3643224 Fax: +30 210 3646953 E-mail: ekfrasi@ekfrasi.gr http://www.ekfrasi.gr ΚωδικΟς εντύπου: 1413 ΕΚΔΟΤΗΣ- ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ: Νίκος Γιαννής

44Ολλανδία, Γαλλία και τώρα Ιρλανδία, να η ευκαιρία............................................................5 του Νίκου Γιαννή ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ 44Το δίλημμα της Ευρώπης μετά το ιρλανδικό δημοψήφισμα................................................7 44Ιρλανδικό δημοψήφισμα: η ΕΕ ξανά σε κρίση. Ένας απολογισμός..................................12 του Μάρκου Παπακωνσταντή ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ 44The time frame for the transition to renewable sources and the question of european power, πηγή: Τhe Federalist......................................................................................................14 ΔΙΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 44Transatlantic Relations in the 21th Century, .......................................................................19 του Γεώργιου Καρυώτη

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΞΙΑ: Σταματίνα Ξεφτέρη

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Κατερίνα Ανδρωνά

44Η μετεξέλιξη του κοινοτικού προϋπολογισμού. ..................................................................24 του Κώστα Μποτόπουλου

Στο τεύχος αυτό συνεργάστηκαν:

Λεωνίδας Αντωνακόπουλος Ελευθέριος Γείτονας Μαρία Γιαννιού Μάρθα Θεοδώρου Παναγιώτης Ιωακειμίδης Γεώργιος Καρυώτης Κωνσταντίνος Κούγιας Κώστας Λάβδας Κώστας Μποτόπουλος Μάρκος Παπακωνσταντής Χρήστος Πολυζωγόπουλος Διονυσία Ρηγάτου Μιχάλης Τσινισζέλης Δημήτρης Χρυσοχόου ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: Εκδόσεις: «ΗΛΙΑΙΑ» ΔΗΜ. ΣΧΕΣΕΙΣ: iForce Communications Α.Ε.

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ 44Σκέψεις για μια Κοινωνική Ευρώπη........................................................................................26 του Κωνσταντίνου Γ. Κούγια ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ Θ. ΤΣΑΤΣΟ 44Δημόσιος Έπαινος στον Καθηγητή Δημήτρη Θ. Τσάτσο...................................................32 του Κώστα Α. Λάβδα 44Ο Ευρωπαϊκός Λόγος του Δημήτρη Θ. Τσάτσου.................................................................37 του Μιχάλη Ι. Τσινισζέλη και του Δημήτρη Ν. Χρυσοχόου ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ 44Το Ελληνικό Σχολείο και η Ευρωπαϊκή του Διάσταση. ......................................................39 του Ελευθέριου Γείτονα 44Ακαδημαϊκή εκπαίδευση στην Ευρώπη.................................................................................41 πηγή EUOBSERVER/FOCUS ΜΚΟ 44Άλκηστις- Τηλεργασία και Γυναικεία Απασχόληση............................................................43 ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ 44Τα Νέα της Έκφρασης. ..............................................................................................................45

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


c o ntents

4

vropaiki EkfraSsi E q u a rter l y e d iti o n o n e u r o p e a n iss u es

First Published: 1989 • ISSN: 1105-8137 • EURO 5 • YEAR 18 • VOL. 69 • APRIL - M AY - JUNE 2008

PROPRIETOR - EDITION: "European Society, Politics, Expression, Institutions", non Profit Making Company 54 Omirou St., Athens 106 72 Tel.: +30 210 3643224 Fax: +30 210 3646953 E-mail: ekfrasi@ekfrasi.gr http://www.ekfrasi.gr

EDITOR - PUBLISHER BY LAW: Nicos Yannis PUBLISHING DIRECTOR: Stamatina Xefteri DIRECTION: Katerina Androna CONTRIBUTORS:

Leonidas Antonakopoulos Eleutherios Geitonas Maria Gianniou Martha Theothorou Panagiotis Ioakeimidis Georgios Karyotis Konstantinos Cougias Kostas Lavdas Kostas Botopoulos Markos Papakonstantis Xristos Polyzogopoulos Dionisia Rigatou Michalis Tsiniszelis Dimitris Chrysochoou TECHNICAL ADVISOR: Hliea PUBLIC RELATIONS iForce Communications SA

44France, Netherlands and Ireland, this is the chance .............................................................5 N. Yannis

THE IRISH REFERENDUM 44The dilemma of Europe after the Irish Referendum..............................................................7 44The irish referendum: European Union once again in crisis. Review of facts. ...............12 M.Papakonstantis

THE ENERGY MATTER 44The time frame for the transition to renewable sources and the question of european power. πηγή: Τhe Federalist......................................................................................................14 TRANSATLANTIC RELATIONS 44Transatlantic Relations in the 21th Century. ........................................................................19 G.Karyotis EUROPEAN ECONOMY 44EU Budget Reform......................................................................................................................24 C.Botopoulos TALKING ABOUT EUROPE 44Thoughts of a social Europe. ....................................................................................................26 C.G.Cougias AN ATTRIBUTE TO DIMITRIOS TSATSOS 44Laudatio of Professor D.Tsatsos...............................................................................................32 K.Lavdas 44The European Speech of D.Tsatsos. ........................................................................................37 D.Chrysochoou and M.Tsinisizelis EDUCATION 44The greek school and its european dimension. ....................................................................39 E.Geitonas 44Academic Education in Europe. ..............................................................................................41 source: EUOBSERVER/FOCUS NGO 44“Alkistis : Telework and Feminine Employment...................................................................43 PERMANENT COLUMNS 44“European Expression” news ...................................................................................................45 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


E D I T O R I AL

Η

5

Ολλανδία, Γαλλία και τώρα Ιρλανδία, να η ευκαιρία

πολιτική τάξη της Ευρώπης, αυτή η ιδιότυπη δυτικού τύπου νομενκλατούρα, υπερασπίζεται τα κεκτημένα της δίκην συντηρητισμού, τα εθνικά κράτη, ήτοι η εθνική κυριαρχία στον συνδυασμό της με το κοινωνικό κράτος είναι το κοστούμι της, αυτό είναι το ανομολόγητο πρόβλημα της Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι πολίτες βρίσκουν δυσανάλογα ασθενή, σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες τους στην παγκόσμια σκηνή, την πενιχρή απάντηση που κατά μείζονα συμβιβασμό τους προτάθηκε από τη βολεμένη ανά χώρα διακομματική συναίνεση περί Ευρώπης, με τη μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβόνας, ακόμη και με το κατ’ όνομα Σύνταγμα που προηγήθηκε. Ως Ευρωπαίος πολίτης ορίζεται ο ευφημισμός που περιλήφθηκε για πρώτη φορά στη συνθήκη του Μάαστριχτ και που περιλαμβάνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές και στις Ευρωεκλογές όχι μόνο στη χώρα προέλευσης αλλά και στη χώρα κατοικίας, η ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση σε οποιοδήποτε κράτος- μέλος, η διπλωματική προστασία από τις προξενικές αρχές άλλων κρατών – μελών όταν ένας Ευρωπαίος βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου η χώρα του δεν διαθέτει τέτοια αρχή, το δικαίωμα προσφυγής στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή (Ombudsman) και το δικαίωμα αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όμως στην ιστορία της δημοκρατίας η ιδιότητα του πολίτη συνυφαίνεται πρωταρχικά, αφενός με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, αφετέρου με την εκλογή εκείνων που τον κυβερνούν. Αυτά, ακόμη κι αν η συνθήκη της Λισσαβόνας ή το Σύνταγμα είχαν εγκριθεί δεν θα εκπληρώνονταν, αφού ο μεν Χάρτης των Δικαιωμάτων συμβολική μόνον αξία θα είχε, η δε επιλογή των κυβερνώντων, αν και το Ευρ. Κοινοβούλιο εκλέγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία, θα γινόταν πάλι από τις εθνικές κυβερνήσεις. Αφού ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν θα ήταν κατ’ αδιαμφισβήτητη εκλογή από την προγραμματική και νικηφόρα κομματική πλειοψηφία του Ευρ. Κοινοβουλίου μετά τις Ευρωεκλογές, αλλά καθ’ υπόδειξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (βλ. κράτη – μέλη/εθνικές πολιτικές τάξεις), που λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών θα επέτρεπε στο ΚοιΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

νοβούλιο να τον απορρίψει (μήπως θυμίζει λίγο την καθ’ ημάς έκπτωτη βασιλεία; ήτοι όπου στέμμα το αδιαίρετο άθροισμα εθνικών κυβερνήσεων). Πως μπορεί μετά η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση να μην είναι αυτή του ελάχιστου κοινού παρονομαστή; Επίσης ο Ευρωπαίος πολίτης δεν υπηρετεί στρατιωτική θητεία, αφού δεν υπάρχει ευρωπαϊκός στρατός και δεν φορολογείται από μια ευρωπαϊκή φορολογική αρχή, άρα ούτε είναι σε θέση να εγκρίνει ή να απορρίψει μια ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική πολιτική αφού αυτή δεν υπάρχει. Ακόμη και η δυνατότητα που προβλεπόταν με 1εκ. υπογραφές πολιτών να υποχρεούται η Επιτροπή να εκκινεί μια νομοθετική διαδικασία, δεν προσδίδει υψηλή δημοκρατική υπεραξία, αφού πέραν αυτού τίποτα δεν εξασφαλίζει και μια θετική κατάληξη σε μια τέτοια πρωτοβουλία, ειδικώς δε μέσα από τους δαιδάλους της ευρωπαϊκής νομοπαραγωγικής πορείας, που επρόκειτο μάλιστα να επιβαρυνθεί περαιτέρω από τη θεσμική εμπλοκή των εθνικών Κοινοβουλίων σε αυτήν, δικήν φυσικά (εθνικής) δημοκρατίας. Ακόμη και η Συνέλευση (Convention), στην οποία τόσο φεντεραλιστικό πολιτικό κεφάλαιο επενδύσαμε και τόσο μελάνι χύθηκε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν προϊόν μιας εντολής που έδωσαν στα μέλη της οι εθνικές κυβερνήσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάεκεν. Αυτή δεν εξέφραζε μια καθαρή συντακτική βούληση των Ευρωπαίων πολιτών, αντιθέτως εκινείτο στη λογική των Συνθηκών, τις οποίες δεν είχε προορισμό να ανατρέψει και των σύμφυτων τεραστίων συμβιβασμών να αρνηθεί. Το αποτέλεσμα της, πλην της ένδειας περιεχομένου ως προς τον τελικό στόχο της πολιτικής ένωσης, υποβλήθηκε προς έγκριση και τελική διατύπωση σε μια διακυβερνητική διάσκεψη, δηλαδή στους εκπροσώπους των εθνικών πολιτικών τάξεων και τέλος τέθηκε προς κύρωση στα εθνικά Κοινοβούλια ή με βάση τα επιμέρους Συντάγματα σε εθνικά δημοψηφίσματα, που έγιναν κατ’ ουσίαν δηλαδή υπό το φως εθνικών κομματικών συσχετισμών, τάσης αποδοκιμασίας των κυβερνήσεων, έλλειψης ενημέρωσης για το ευρωπαϊκό διακύβευμα, πολυπλοκότητας του υπό κρίση κειμένου και εθνικών παρά ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων και ατζέντας. Τέλος τι είδους δημοκρατία είναι αυτή που απαιτείται η ομοφωνία όλων ή έστω μια ενισχυμένη –ειδική- πλειοψη-


6

E D I T O R I AL

φία προκειμένου να ληφθούν αποφάσεις; Η σταδιακή εξέλιξη και τα μικρά βήματα στην πρόοδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης είχαν νόημα και ήταν αποτελεσματικά όσο υπήρχε ένας κοινώς αποδεκτός στόχος και ένα σχέδιο μετάβασης. Σήμερα που στην Ευρώπη των 28 κανένα από τα δύο αυτά στοιχεία δεν υπάρχει, η μέθοδος αποδεικνύεται ατελέσφορη. Για τον ίδιο σκοπό βρίσκονται στην ΕΕ π.χ. το Ην. Βασίλειο, η Πολωνία, η Εσθονία και η Κύπρος με τα έξι αρχικά κράτη;

Η

πολιτική τάξη απαρτίζεται από τους πολιτικούς των κρατών που εκλέγονται επί τη βάσει εθνικών προγραμμάτων για να υπερασπίζονται εθνικά συμφέροντα, την ανώτερη κρατική γραφειοκρατία με αιχμή τα αλληλεξαρτώμενα εθνικά στρατιωτικά, αστυνομικά, διπλωματικά και δικαστικά σώματα με τους υψηλούς και πλειστάκις αδιαφανείς προϋπολογισμούς και τις προτεραιότητες αναπαραγωγής και επιβίωσης τους και φυσικά από το ακαδημαϊκό και επιστημονικό κατεστημένο που προστρέχει στην ιδεολογική, θεωρητική και τεχνοκρατική στήριξη των παραπάνω, όλοι μαζί δε σε ένα περιβάλλον διακριτικής οικογενειοκρατίας με τη στενότερη ή ευρύτερη έννοια. Αλλά, πέραν του Συμβουλίου Υπουργών που είναι με βάση τον «οικοδομικό κανονισμό» ο εκφραστής των εθνικών συμφερόντων, ακόμη και το «υπερεθνικό» Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στελεχώνεται από διορισμένους Ευρωβουλευτές και υπαλλήλους, προερχόμενους από τα εθνικά πολιτικά κόμματα εν ελλείψει ευρωπαϊκών κομμάτων. Μόνον στην Επιτροπή και το Δικαστήριο αναπτύσσεται συν τω χρόνω ένα υπερεθνικό, ευρωπαϊκό πνεύμα, αν και στα θέματα μεγάλης εθνικής σημασίας, το κολέγιο των Επιτρόπων και γενικώς οι οροφές της γραφειοκρατικής Επιτροπής, δεν μένουν αλώβητα εθνικών συμψηφισμών, συσχετισμών, συναισθηματισμών και ευρωπαϊκών εκπτώσεων, χωρίς να γνωρίζουμε στα ίδια θέματα τι μπορεί να διαμείβεται καμιά φορά μεταξύ του Πρωθυπουργού και του από αυτόν διορισμένου κατ’ ουσίαν ομοεθνούς δικαστού στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Υπάρχουν θεσμικά στεγανά και αλληλο-εξισορροπήσεις, μια αδέκαστη υπερεθνική λειτουργία, ή το εθνικό συμφέρον παραμένει το επιμελώς υποκρυπτόμενο, ιερό και απαραβίαστο, φετίχ στον κοινό υδροφόρο ορίζοντα των συνειδήσεων των κατά σύμβαση δημοσίων λειτουργών της ευρωπαϊκής ιδέας και υπονομεύει κάθε απόπειρα υπερεθνικού βηματισμού; Όπως προκλητικά το διατυπώνει ο Schmitter «Δίχως επανάσταση, πραξικόπημα, απελευθέρωση από ξένη κατοχή, ήττα ή νίκη σε πόλεμο, κινητοποιήσεις εναντίον του

ancient regime, ή οικονομική καταστροφή, κανένα κράτος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για μείζονες αλλαγές στους πολιτικούς του θεσμούς.» Τι χρειάζεται λοιπόν η Ευρώπη; Μια επαναστατική πολιτική δύναμη που θα οδηγήσει ένα μέρος των κρατών - μελών της, με πυρήνα μάλλον τους ιδρυτές των Ε.Κ. οπωσδήποτε δε τους Γάλλους και τους Γερμανούς, στη συγκρότηση μιας εν τω γεννάσθαι Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, με ομοσπονδιακό χαρακτήρα, με μια εξωτερική πολιτική, μία άμυνα και μια φορολογική και οικονομική πολιτική και στην εκλογή μιας συντακτικής συνέλευσης που θα επεξεργασθεί ένα πραγματικό Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το οποίο κατόπιν θα εγκριθεί με ένα πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει εντός του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου των συνθηκών της ΕΕ, καθώς η -εξάλλου αδοκίμαστη- δυνατότητα ενισχυμένης συνεργασίας είναι ανεπαρκές εργαλείο γι’ αυτόν τον σκοπό. Χρειάζεται μια ανεξάρτητη πρωτοβουλία που θα οδηγήσει τελικώς στη δημιουργία μιας νέας κυρίαρχης κρατικής οντότητας. Η αυτοσυνειδησία ενός λαού, όχι εθνοτικά προσδιορισμένου, αλλά στη βάση ενός κοινού σχεδίου και αξιών συμπόρευσης, υπό συνθήκες ιστορικής ωριμότητας είναι το διακύβευμα των ημερών μας, του ευρωπαϊκού λαού. Αυτός είναι και ο μόνος αρμόδιος φορέας άσκησης της συντακτικής εξουσίας. Προπάντων δε αυτό πρέπει να γίνει προτού να είναι αργά. Η κοινωνία πολιτών είναι το φυσικό όχημα-ρυμουλκό για την ανάληψη πρωτοβουλίας και ενθάρρυνσης εκείνων των θυλάκων στους κόλπους της πολιτικής τάξης που διαβλέποντας το αυτοκαταστροφικό αδιέξοδο θα επιστρατεύσουν την απαιτούμενη γενναιότητα, προβαίνοντας στο διάβημα που θα θέσει ανεπιστρεπτί τις βάσεις της πολιτικοποίησης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Οι πολίτες έχουν ανάγκες και οράματα που η παρούσα τάξη πραγμάτων δεν ικανοποιεί, αντίθετα διευρύνει το έλλειμμα δημοκρατίας, τα φαινόμενα διευρωπαϊκής διαφθοράς και την αναξιοπιστία της πολιτικής. Είναι η ώρα η Ευρώπη να απαλλαγεί από τη μακιαβελική κληρονομιά – τροχοπέδη πως “δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο να κάνει κανείς, ούτε πιο αμφίβολης επιτυχίας, ούτε πιο επικίνδυνο να διαχειριστείς από το να εισάγεις μια νέα τάξη πραγμάτων». Οι εποχές αλλάζουν κι η ανοιχτή κοινωνία, η δημοκρατία και η ελευθερία που απολαμβάνουμε, το οικουμενικό και επείγον των προκλήσεων, η αμφισβητούμενη οικονομική βιωσιμότητα και περιβαλλοντική αειφορία της ευημερίας μας, επιτρέπουν ή και επιβάλλουν αυτήν την ανατροπή. Ολλανδία, Γαλλία και τώρα Ιρλανδία, να η ευρωπαϊκή ευκαιρία.

Νίκος Γιαννής

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜ Α

7

Το δίλημμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το Ιρλανδικό δημοψήφισμα Π.Κ. Ιωακειμίδης Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Π

οιο είναι το μέλλον της Ευρωπαικής Ένωσης (ΕΕ) μετά την απόρριψη της Συνθήκης της Λισσαβόνας από την Ιρλανδία σε σχετικό δημοψήφισμα; Χωρίς αμφιβολία η απόρριψη της Συνθήκης ξαναρίχνει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε υπαρξιακή αβεβαιότητα αν όχι σε κρίση, σε μια στιγμή που ξεπερνούσε το σόκ από την απόρριψη του Ευρωπαϊκου Συντάγματος το 2005. Έτσι το σενάριο αυτή τη φορά επαναλαμβάνεται καθώς δεκά εννέα χώρες μέλη έχουν επικυρώσει ήδη τη Συνθήκη (ανάμεσα τους Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, κ.α.) και μία-Ιρλανδία- με πληθυσμό λιγότερο από το 1% της ΕΕ την απορρίπτει. Πρόκειται κατά βάση για εξόχως αντιδημοκρατική εξέλιξη που προέρχεται από μια χώρα που έχει ωφεληθεί τα μέγιστα από την ΕΕ. Ένας ετερόκλητος συνασπισμός τάχθηκε ενάντια στη Συνθήκη για λόγους εντελώς άσχετους με το περιεχόμενο της. Από την άλλη μεριά, η εξέλιξη αυτή πιστοποιεί γιατί η μέθοδος του δημοψηφίσματος δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την επικύρωση τόσο περίπλοΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Εάν η Ιρλανδία για δεύτερη φορά καταψηφίσει τη Συνθήκη τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει την Ένωση ως πλήρες μέλος προκειμένου να προχωρήσουν οι υπόλοιποι σε βαθύτερη ενοποίηση.

κων κειμένων, αλλά και ότι «κάτι πάει στραβά» στη λειτουργία της ΕΕ. Τι θα γίνει όμως απ’ εδώ και πέρα; Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται τώρα καθαρό πολιτικό λόγο και στόχο. Δεν χρειάζεται πάντοτε την πολιτική υποκρισία και τον πλάγιο, ψεύτικο λόγο που υποτίθεται ότι οδηγεί στους αναγκαίους συμβιβασμούς. Και αποτελεί μεγίστη υποκρισία η σταθερώς επαναλαμβανόμενη αναφορά ότι «θα σεβασθούμε την ετυμηγορία του Ιρλανδικού λαού» για την καταψήφιση της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Αποτελεί υποκρισία πρώτον, γιατί η ΕΕ δεν θα σεβασθεί την ετυμηγορία. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να σταματήσει αμέσως η διαδικασία της επικύρωσης και να ενταφιασθεί η Συνθήκη. Αυτό όμως δεν συμβαίνει.

Αντίθετα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επίσημα αποφάσισε να συνεχιστεί η διαδικασία επικύρωσης και να κληθεί ο Ιρλανδικός λαός να ψηφίσει για δεύτερη φορά πάνω στη Συνθήκη. Δεύτερον, διότι η ΕΕ δε μπορεί να σεβασθεί την ετυμηγορία του Ιρλανδικού λαού καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν βαθύτατα αντιδημοκρατικό (εάν είχαμε σεβασθεί την αρνητική ετυμηγορία του Δανικού λαού το 1992, τότε σήμερα δεν θα είχαμε το ενιαίο νόμισμα, το Ευρώ). Η Ένωση δεν είναι διακυβερνητικός οργανισμός. Είναι ένα νέου τύπου υπερεθνικό πολιτικό σύστημα στο οποίο οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται με (ειδική) πλειοψηφία και εφαρμόζονται και από τις χώρες - μέλη που τις έχουν καταψηφίσει - κάτι που θα έπρεπε να συμβαίνει και με τις συνθήκες, έστω με υπεραυξημένη πλειοψηφία άλλα όχι πάντως με ομοφωνία. Η ομοφωνία οδηγεί σε αντιδημοκρατικές καταστάσεις. Γιατί είναι δύσκολο να θεωρηθεί δημοκρατικό μια μειοψηφία (800.000 π.χ.) να αποφασίζει για την τύχη 495 εκ. πολιτών της Ένωσης. Εάν η Ιρλανδία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα δεν επιθυμεί τη βαθύτερη ενοποίηση, αυτό είναι δικαιωμά της. Αυτό που δεν είναι καθόλου θεμιτό - αντιθέτως είναι εξόχως αλλαζονικό και αντιδημοκρατικό - είναι να θέλει να εμποδίσει τους άλλους από το να προχωρήσουν. Θα


8

ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜ Α

πρέπει επομένως κάποια στιγμή να πούμε «τα σύκα, σύκα». Εάν η Ιρλανδία για δεύτερη φορά καταψηφίσει τη Συνθήκη - όπως έχει δικαίωμα να πράξει - τότε θα πρέπει να εγκαταλείψει την Ένωση ως πλήρες μέλος προκειμένου να προχωρήσουν οι υπόλοιποι σε βαθύτερη ενοποίηση. Οι οποιεσδήποτε πολιτικές επιλογές θα πρέπει να συνοδεύονται με τo πολιτικό κόστος για να είναι και υπεύθυνες. Διαφορετικά ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει… Επιπλέον, η δημοκρατική νομιμοποίηση της ΕΕ- ένα εξαιρετικά περίπλοκο θέμα- θα πρέπει να απαλλαγεί από τη λογική των εθνικών δημοψηφισμάτων. Μόνον ένα παν-ευρωπαϊκό δημοψήφισμα, που θα απελευθέρωνε τη συζήτηση από τις εθνικές θεματολογίες θα είχε νόημα, εάν βεβαίως πρόκειται να προσφύγουμε σε δημοψήφίσματα...

«Communicating Europe»: Η νέα πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το δημοψήφισμα της Ιρλανδίας Δρ. Μάρθα Θεοδώρου Επικοινωνιολόγος – Διεθνολόγος

Τ

ο «όχι» της Ιρλανδίας στη Συνθήκη της Λισσαβόνας τον Ιούνιο του 2008, μετά το «όχι» της Γαλλίας και της Ολλανδίας στη Συνταγματική Συνθήκη το 2005, έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σε μία νέα θεσμική κρίση, την οποία καλείται να διαχειριστεί άμεσα η Γαλλική Προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιχειρώντας να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην Ένωση μετά από το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία, παρουσίασε στα τέλη Ιουνίου του 2008

Το «όχι» της Ιρλανδίας θα οδηγήσει στην ανασύνταξη και αναδιάρθρωση και της επικοινωνιακής πολιτικής της Ένωσης.

την Ανανεωμένη Κοινωνική Ατζέντα, με προτάσεις που αφορούν καθημερινές ανάγκες τους. Είχαν προηγηθεί τα αποτελέσματα της τελευταίας δημοσκόπησης του Ευρωβαρομέτρου (Μάρτιος-Μάιος 2008), όπου διαπιστώθηκε μείωση του ποσοστού των θετικών απόψεων των Ευρωπαίων πολιτών για την Ε.Ε. Είναι προφανές ότι οι εξελίξεις στο παγκόσμιο περιβάλλον σηματοδοτούν μία νέα πορεία για την Ένωση, η οποία, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, δεν μπορεί να δρομολογηθεί χωρίς τη συγκατάθεση των πολιτών της. Για το λόγο αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, αφού συμφώνησε να συγκληθεί τον Ιούλιο του 2007 μια Διακυβερνητική Διάσκεψη με αποστολή να συμφωνήσει επί ενός κειμένου Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης που θα τροποποιούσε τις ισχύουσες Συνθήκες, υπογράμμισε την καίρια σημασία που θα είχε στο διάστημα αυτό η ενίσχυση της επικοινωνίας με τους ευρωπαίους πολίτες, με την παροχή πλήρους και ολοκληρωμένης πληροφόρησης για την Ε.Ε. και τη συμμετοχή τους σ’ ένα διαρκή διάλογο. Η αμφίδρομη επικοινωνία θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά τη διαδικασία κύρωσης της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης από τα κράτη-μέλη, αλλά και στις Ευρωεκλογές του 2009. Τον Οκτώβριο του 2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε προτάσεις για την παρουσίαση της Ευρώπης στο

πλαίσιο εταιρικής σχέσης. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση «Σύμπραξη για την επικοινωνιακή προβολή των ευρωπαϊκών θεμάτων», η συζήτηση για την Ευρώπη έπρεπε να υπερβεί τα όρια των θεσμικών οργάνων και να φτάσει στους πολίτες της. Ο γενικός στόχος της Επιτροπής ήταν να ενισχυθεί η συνοχή και οι συνέργιες μεταξύ των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και από τα κράτη-μέλη, έτσι ώστε να δοθεί στους πολίτες η δυνατότητα καλύτερης πρόσβασης και καλύτερης κατανόησης του αντίκτυπου των πολιτικών της Ε.Ε. σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο. Καθώς οι γνώσεις των πολιτών για την Ε.Ε. είναι περιορισμένες, αυτή η κατάσταση έπρεπε να αντιμετωπιστεί πρωτίστως από τα κράτη-μέλη. Ήδη από το 2005 η Επιτροπή, μετά τα δημοψηφίσματα για τη Συνταγματική Συνθήκη, επιχειρώντας να υποκινήσει μια ευρύτερη συζήτηση μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. και των πολιτών της, είχε προτείνει το Σχέδιο Δ για Δημοκρατία, Διάλογο και Δημόσια συζήτηση. Ακολούθησε, το Φεβρουάριο του 2006, η Λευκή Βίβλος για την επικοινωνιακή πολιτική της Ένωσης, όπου η Επιτροπή κάλεσε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να διατυπώσουν τις απόψεις τους για μία ουσιαστικότερη συνεργασία για τη γεφύρωση του χάσματος. Οι παραπάνω πρωτοβουλίες πρότειναν ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα για την αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας με στόχο την ανάδυση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, στο πλαίσιο της οποίας οι πολίτες θα λαμβάνουν τις πληροφορίες και τα μέσα για να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και για να κάνουν προσωπική τους υπόθεση τo ευρωπαϊκό εγχείρημα. Είναι σαφές ότι το «όχι» της Ιρλανδίας θα οδηγήσει στην ανασύνταξη και αναδιάρθρωση και της επικοινωνιακής ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜ Α πολιτικής της Ένωσης. Η περίοδος «προβληματισμού» που ακολούθησε την απόρριψη της Συνταγματικής Συνθήκης, καθώς και οι προτάσεις και δράσεις για μία Ευρώπη εγγύτερα στους πολίτες της, δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Καθώς η νέα απόρριψη δημιουργεί τριγμούς στην πορεία προς μία ολοένα στενότερη Ένωση των λαών της Ευρώπης, η επιτυχία μίας αποτελεσματικής επικοινωνιακής πολιτικής θα εξαρτηθεί από τον επαναπροσδιορισμό και την εμπλοκή όλων των «κεντρικών παικτών»-«πολλαπλασιαστών» των μηνυμάτων και των πολιτικών των Βρυξελλών. Η αμφίδρομη επικοινωνία και η παράλληλη δράση των θεσμικών οργάνων με τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές στα κράτη-μέλη της Ένωσης για την ευαισθητοποίηση των πολιτών αποδείχθηκαν ελλιπείς. Καθώς μία από τις προτεραιότητες της επικοινωνιακής πολιτικής της Ε.Ε. είναι η διασύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες («Going local»), ο ρόλος της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών θα μπορούσε να αποβεί καθοριστικός στη στήριξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Συνθήκη της Λισσαβόνας: πρόβλημα επικοινωνίας; Λεωνίδας Αντωνακόπουλος Εκπρόσωπος Τύπου του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα

Α

πό το πρόσφατο αρνητικό αποτέλεσμα του ιρλανδικού δημοψηφίσματος προκύπτει αβίαστα ένα πρώτο συμπέρασμα: η Ευρώπη δεν είναι κατανοητή-για την ακρίβεια γίνεται όλο και πιο δυσνόητη- από ένα σημαντικό μέρος των Ευρωπαίων πολιτών παρά ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Δεν θα ήταν συνεπώς καλή ιδέα η όποιου είδους απομόνωση της Ιρλανδίας ούτε η προκλητική ενίοτε δαιμονοποίηση του δημοψηφίσματος εφόσον υφίσταται ως συνταγματική πρακτική σε ορισμένες χώρες.

το γεγονός ότι από τη γένεσή της προορίζεται να υπηρετεί τα συμφέροντα του Ευρωπαίου πολίτη. Τα αρνητικά δημοψηφίσματα του 2005 στη Γαλλία και την Ολλανδία (ιδρυτικά κράτημέλη της ΕΕ) ενισχύουν βεβαίως την άποψη αυτή. Το ιρλανδικό “όχι” αποτελεί ωστόσο μία δυσάρεστη πολιτική πραγματικότητα για την ΕΕ και βαρύνει τους πολιτικούς με περαιτέρω ευθύνες όχι μόνο για την εξεύρεση λύσης από το θεσμικό αδιέξοδο αλλά και για τη σωστή ανάλυση των αιτιών. H απόφαση των Ιρλανδών δημιουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας και δυσανεξίας σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι όμως αποτέλεσμα δημοκρατικής διαδικασίας και πρέπει να γίνει σεβαστή. Παράλληλα όμως, η αναζήτηση λύσεων για να είναι υποβοηθητική προς την ιρλανδική κυβέρνηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της όχι μόνο την ευαισθησία των Ιρλανδών ψηφοφόρων αλλά και τη γενικότερη πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη. Τι συνέβη άραγε και ο ιρλανδικός λαός, έχοντας επωφεληθεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, γύρισε την πλάτη στη Συνθήκη της Λισσαβόνας; Διαβάζουμε σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρομέτρου ότι 52% των Ιρλαν-

9

δών δηλώνουν ότι δεν γνώριζαν τίποτα για τη Συνθήκη, ενώ το 62% θεωρεί ότι η καμπάνια του “όχι” ήταν πιο πειστική από την αντίστοιχη υπέρ του “ναι”. Kαι όμως η κυβέρνηση της χώρας και τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα μόχθησαν για να πείσουν τους Ιρλανδούς πολίτες να υπερψηφίσουν τη Συνθήκη. Πολύ σημαντικό επίσης το μερίδιο της αποχής ιδιαίτερα στους νέους. Θεωρώ ότι από την πλευρά όσων θέλουμε να συνεχιστεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση και να περισωθεί το πρόσφατο θεσμικό κεκτημένο θα πρέπει να καταβληθεί σοβαρή προσπάθεια αφενός ανάλυσης όλων των πολιτικοκοινωνικών χαρακτηριστικών που οδηγούν μέρος της κοινής γνώμης σε αρνητισμό σε σχέση με τα ευρωπαϊκά θέματα και, αφετέρου, αποκατάστασης ενεργούς πολιτικής επικοινωνίας με τους πολίτες. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πάνω από όλα η αρνητική οικονομική συγκυρία στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα . Σύμφωνα με τελευταίες μετρήσεις πάνω από 70% των Ευρωπαίων πολιτών θεωρούν απειλή για το άμεσο μέλλον τους την ακρίβεια, την ανεργία και τη συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση. Σε πολλές χώρες ακόμα και στην Ελλάδα 6 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν δυσκολίες να ανταποκριθούν στα βασικά μηνιαία έξοδα. Tην ίδια στιγμή η εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς αλλά και εθνικούς πολιτικούς θεσμούς δείχνει να υποχωρεί. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον Ιούνιο του 2009, οι πολίτες θα κληθούν στις κάλπες για τις ευρωπαϊκές εκλογές, για να εκλέξουν δηλαδή τους αντιπροσώπους τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (όπου η ψηφοφορία δεν είναι υποχρεωτική) το στοίχημα για τους πολιτικούς θα είναι να πείσουν τους πολίτες να προσέλθουν στις κάλπες. Το πραγματικό στοίχημα όμως που πρέπει να κερδίσουν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι να ανακτήσουν


10

ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜ Α

τη θετική γνώμη και την εμπιστοσύνη των πολιτών. Το μειονέκτημα της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, που πάντα επηρεάζει την εκλογική συμπεριφορά, μπορεί να μετατραπεί σε πλεονέκτημα υπό τον όρο να επικεντρωθεί η συζήτηση, ιδιαίτερα εν όψει των ευρωπαϊκών εκλογών στα πραγματικά καθημερινά προβλήματα των πολιτών. Σε πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο βλέπουμε ότι πάνω από 50% των πολιτών δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν στις ευρωεκλογές με βάση τις θέσεις και τις προτάσεις των κομμάτων για τα ευρωπαϊκά θέματα. Αν και το ποσοστό αυτών που δηλώνουν προτεραιότητα στα εθνικά θέματα είναι υψηλότερο, φαίνεται ότι οι πολίτες, ιδιαίτερα σε περιόδους αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, ελπίζουν και περιμένουν λύσεις από την Ευρώπη. Είκοσι μία από τις είκοσι εφτά χώρες-μέλη έχουν ήδη επικυρώσει τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Σε ένα αισιόδοξο σενάριο η διαδικασία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί τον Απρίλιο του 2009, δύο μήνες πριν τις ευρωεκλογές. Οι περιπτώσεις της Τσεχίας και της Πολωνίας φαντάζουν δύσκολες και ο Πολωνός Πρόεδρος συνδέει τη στάση του με την τελική έκβαση του ιρλανδικού προβλήματος. Δεν θα ήταν συνεπώς καλή ιδέα η όποιου είδους απομόνωση της Ιρλανδίας ούτε η προκλητική ενίοτε δαιμονοποίηση του δημοψηφίσματος εφόσον υφίσταται ως συνταγματική πρακτική σε ορισμένες χώρες. Απαιτούνται ευρύτερες, ουσιαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες με επίκεντρο τον πολίτη και τα προβλήματά του. Οι ευρωπαϊκές εκλογές του 2009, με ή χωρίς τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, δεν αποτελούν ένα ακόμα δημοψήφισμα, αλλά θα είναι μια ευκαιρία να αποδείξει η Ευρώπη ότι μπορεί να αντιστρέψει το πρόβλημα κατανόησης και “νομιμοποίησης” που φαίνεται να αντιμετωπίζει σήμερα από σημαντικό μέρος των πολιτών της.

Η Ευρώπη μετά το ΟΧΙ των Ιρλανδών Μαρία Γιαννιού Δρ. Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Paris III Sorbonne Nouvelle

Η

αρνητική έκβαση του ιρλανδικού δημοψηφίσματος αναφορικά με τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη κλόνισε την πορεία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και επανέφερε στο προσκήνιο μια από τις κυριότερες αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης: το δημοκρατικό έλλειμμα. Οι πολίτες της Ε.Ε. εκφράζουν όλο και πιο συχνά τη δυσαρέσκειά τους για μια Ευρώπη που μοιάζει όλο και πιο τεχνοκρατική, απόμακρη, δυσνόητη. Το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία, όπως και τα δημοψηφίσματα του 2005 στη Γαλλία και την Ολλανδία, καταδίκασε όχι τόσο το περιεχόμενο μιας Συνθήκης, ακατανόητο για τον απλό πολίτη, όσο την απομάκρυνση της Ευρώπης από τα καθημερινά προβλήματα του Ευρωπαίου πολίτη. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου, λίγες ημέρες μετά την καταδικαστι-

Το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία καταδίκασε όχι τόσο το περιεχόμενο μιας Συνθήκης όσο την απομάκρυνση της Ευρώπης από τα καθημερινά προβλήματα του Ευρωπαίου πολίτη.

κή ψήφο των Ιρλανδών, φανέρωσε την αμηχανία των Ευρωπαίων ηγετών. Αν και μετέθεσε την εξεύρεση λύσης στη σύνοδο του Οκτωβρίου, αναγνώρισε εντούτοις τις δυσκολίες του ευρωπαϊκού κοινωνικού συνόλου τονίζοντας ότι είναι «σημαντικό να συνεχιστεί η επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων στους διαφόρους τομείς πολιτικής που ενδιαφέρουν τους πολίτες». Την επιτακτική αυτή ανάγκη καλείται να καλύψει η γαλλική προεδρία μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Ωστόσο, είναι αυταπόδεικτο το γεγονός ότι μια αδύναμη Ευρώπη δεν είναι σε θέση ούτε να προσφέρει οφέλη στους πολίτες της, ούτε να μπορεί να σταθεί πλάι στις μεγάλες δυνάμεις της παγκόσμιας σκηνής και να διεκδικήσει ουσιαστικό ρόλο στα κυριότερα γεωπολιτικά ζητήματα της υφηλίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί, στις σχέσεις τις με τις τρίτες χώρες, ένα μοντέλο παγκόσμιας διακυβέρνησης, το οποίο στηρίζεται στο διάλογο και τη συνεργασία. Η Ευρώπη, με την «ήπια ισχύ» που ουσιαστικά ασκεί, αρνείται τον ηγεμονισμό μέσω της προβολής έντονης στρατιωτικής δύναμης, προτιμώντας την πολυμερή προσέγγιση ως ασφαλή οδό επίλυσης των κρίσεων. Αυτή η στρατηγική επιλογή δεν είναι τυχαία. Βασίζεται, ουσιαστικά, στον τρόπο με τον οποίο τα ίδια τα κράτη-μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας θεσμοθετούν τις σχέσεις τους στο εσωτερικό της Γηραιάς Ηπείρου εδώ και πενήντα χρόνια. Η οικοδόμηση της ευρωπαϊκής ιδέας έχει, όντως, στηριχθεί στο συνεχή διάλογο, στις επίπονες διαπραγματεύσεις και στους αναπόφευκτους συμβιβασμούς μεταξύ εταίρων. Μέχρι σήμερα, η συνταγή αυτή ήταν επιτυχής. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας είναι ένα επιπλέον βήμα προς την πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης και των λαών της. Τα κράτη-μέλη κατάφεραν στο παρελθόν να αντιμετωπίσουν εξίΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜ Α σου σημαντικές κρίσιμες καταστάσεις. Άλλωστε, όλη η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει θεμελιωθεί σε σειρά εσωτερικών κρίσεων, που πάντα ξεπεράστηκαν με επιτυχία. Αυτό που λείπει σήμερα από την Ευρώπη δεν είναι η θέληση για διάλογο και η διάθεση για εξέλιξη: αυτό επιβεβαιώνεται από το συμβιβαστικό κείμενο της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης. Αυτό που πραγματικά χρειάζεται η Ευρώπη και οι λαοί της, είναι ένα σαφές πολιτικό όραμα. Ένα κοινό στόχο προς τον οποίον να πορευθούν. Μια νέα ιδέα να ασπαστούν. Για μια Ευρώπη δυνατή, αποτελεσματική και λειτουργική. Για μια Ευρώπη με λόγο και δύναμη στην παγκόσμια σκηνή. Για μια Ευρώπη ελπιδοφόρα.

Το Μέλλον της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και η «Μεταρρυθμιστική» Συνθήκη της Λισσαβόνας Χρήστος Πολυζωγόπουλος Πρόεδρος της ΟΚΕ

Τ

ο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία επικαιροποιεί την προβληματική και το έντονο ρεύμα ευρωδυσφορίας που συνδέθηκε το 2005 με το “ΟΧΙ” των Γάλλων και των Ολλανδών, καθώς η νέα «μεταρρυθμιστική» Συνθήκη περιτυλίγει το Ευρωσύνταγμα σε νέα συσκευασία, ενώ η διαδικασία επικύρωσης διαψεύδει τις προσδοκίες για ευρείες συµµετοχικές διαβουλεύσεις µε τους πολίτες σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης. Η προτεινόμενη «νέα» πολιτική και θεσμική διευθέτηση αποτυπώνει λογική εξισορρόπησης και συμβιβασμού χωρίς να διανοίγει προοπτικές ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Η σύνθετη συζήτηση για το μέλλον του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος αφορά κυρίως το μέλλον των αξιών, των θεσμών και των πολιτικών που θεμελιώνουν την πολιτική, την κοινωνική και πολιτισμική διάσταση της Ευρώπης.

εμβάθυνσης της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Αναστέλλεται επ’αοριστον η ομοσπονδιακή προοπτική και πιστοποιείται πλέον η Ευρώπη των δύο ή πολλαπλών ταχυτήτων και ομαδοποιήσεων. Ισχυροποιείται ενδεχομένως μια πιο αποτελεσματική Ευρώπη εις βάρος της πιο αυθεντικά πολιτικής Ευρώπης. Διασφαλίζεται η οικονομική διάσταση, αλλά παρακάμπτεται το καθολικό αίτημα για δημοκρατικότερη και κοινωνικότερη Ευρώπη, για συμμετοχή και ενημέρωση. Ο προβληματισμός όμως των Ευρωπαίων πολιτών συναρτάται ευθέως με την κρίση που βιώνουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες η οποία συμπυκνώνεται στην ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την ανασφάλεια και τις τάσεις αναίρεσης του κοινοτικού κεκτημένου υπονομεύοντας την κοινωνική συνοχή και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Επιπλέον, η έγκριση της Συνθήκης συμπίπτει με την κρίση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων ενώ η ασκούμενη πολιτική δεν επιδιώκει τον έλεγχο της κρίσης, αλλά αντίθετα πριμοδοτεί ευκαιρίες χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας. Η νέα Συνθήκη δυστυχώς δεν

11

παρέχει στην Ε.Ε. τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στα σοβαρά αυτά προβλήματα και στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Αντίθετα, αναπαράγει το πνεύμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που συνέβαλε στη δημιουργία της τρέχουσας κατάστασης και ενισχύει ένα πλαίσιο που τελικά υπονομεύει το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο. Στη Συνθήκη καταγράφεται επίσης ένα χαμηλότερο επίπεδο αναγνώρισης του ρόλου των κοινωνικών εταίρων. Θεωρώ ότι η αναφορά στον κοινωνικό διάλογο / εταίρους πρέπει να έχει εξέχουσα θέση και την ίδια νομική αξία με την προηγούμενη Συνθήκη, με ειδικό πλαίσιο διακήρυξης και εφαρμογή πέρα από τα όρια της κοινωνικής πολιτικής. Οι ισχυροί θεσµοί οφείλουν να παράγουν πολιτικές που απαντούν στα προβλήµατα τις προσδοκίες των πολιτών και προστατεύουν το κοινωνικό σύνολο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όντως ανέπτυξε πολιτικές και δράσεις που συνέβαλαν καθοριστικά στην ευηµερία και την ειρήνη στην Ευρώπη. Έχει, όµως και σοβαρά «ελλείµµατα» πολιτικής. Μια Ευρώπη αβεβαιότητας µε 20 εκ. ανέργους απλά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών της. Θεωρώ ότι η σύνθετη συζήτηση για το μέλλον του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος δεν περιορίζεται στην νομική υπόσταση και την οικονομική εξέλιξη της Ε.Ε. στο γίγνεσθαι της παγκοσμιοποίησης. Αφορά κυρίως το μέλλον των αξιών, των θεσμών και των πολιτικών που θεμελιώνουν την πολιτική, την κοινωνική και πολιτισμική διάσταση της Ευρώπης. Πρόκειται για τις αξίες της δηµοκρατίας, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης που συνθέτουν το Ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο. Το μέλλον του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος δεν νομιμοποιείται αν δεν κατοχυρώνει θεσμικά και ουσιαστικά τις αξίες αυτές.


ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜ Α

12

Ιρλανδικό δημοψήφισμα: η ΕΕ ξανά σε κρίση. Ένας απολογισμός. Του Μάρκου Παπακωνσταντή*

Η

Ιρλανδία αποτελεί το μοναδικό κράτος μέλος (ΚΜ) της ΕΕ το οποίο υποχρεούται να προβεί στην κύρωση μιας συνθήκης μόνο μετά τη θετική ετυμηγορία του ιρλανδικού λαού μέσα από δημοψήφισμα. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει μετά από την απόφαση του Ανώτατου ιρλανδικού δικαστηρίου το 1987. Το τελευταίο έκρινε ότι όταν προκύπτουν σημαντικές αλλαγές στο κείμενο μιας συνθήκης της ΕΕ, οι οποίες προϋποθέτουν αναθεώρηση του ιρλανδικού συντάγματος, της τροποποίησης αυτής θα προηγείται δημοψήφισμα. Στο δημοψήφισμα της 12 Ιουνίου το 53,4% των Ιρλανδών ψηφοφόρων απέρριψε τη συνθήκη της Λισσαβόνας, ενώ το 46,6% τάχθηκε υπέρ. Οι λόγοι που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ αυτού του αποτελέσματος είναι πολλοί: το γεγονός ότι η Ιρλανδία δέχτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα από την οικονομική κρίση και την πολιτική του σκληρού ευρώ, η παραίτηση του πρωθυπουργού Ahern για διαφθορά και η * Ο Μάρκος Παπακωνσταντής είναι διδάκτωρ ευρωπαϊκού δικαίου, δικηγόρος, επιστημονικός συνεργάτης στο ΙΣΤΑΜΕ

δήλωση του διαδόχου του Cowen ότι δεν έχει διαβάσει τη συνθήκη, η βραχεία εκστρατεία ενημέρωσης, ο φόβος απώλειας της εθνικής ταυτότητας και της ουδετερότητας της χώρας, η συζήτηση γύρω από την απώλεια ευρωβουλευτών και επιτρόπου, η ανατροπή του φορολογικού συστήματος, ο «πόλεμος» του εκδοτικού συγκροτήματος Murdoch. Ευθύνες αποδόθηκαν και από πολλούς ηγέτες στην ιρλανδική κυβέρνηση και στην ανικανότητά της να παρουσιάσει σωστά τις θετικές πλευρές του κειμένου.

Δηλώσεις-αντιδράσεις

Την επομένη της ανακοίνωσης του αποτελέσματος οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης της διαδικασίας των κυρώσεων και τόνισαν ότι απαιτείται χρόνος και προσπάθειες για να βρεθεί μια βιώσιμη λύση. Ο Γάλλος Πρόεδρος, Sarkozy, με πρόθεση να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα σε όσα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης δεν είχαν ακόμα προβεί στην κύρωση της συνθήκης, φωτογραφίζοντας κυρίως την Τσεχία, έσπευσε να δηλώσει ότι όσο υφίσταται το αδιέξοδο θα ήταν φρόνιμο να σταματήσει οποιαδήποτε διεύρυνση της Ένωσης. Ο λόγος φυσικά για την Κροατία.

Οι δημόσιες δηλώσεις των Τσέχων για το μέλλον της συνθήκης έσπειραν την ανησυχία στους Ευρωπαίους εταίρους τους. Ο ευρωσκεπτικιστής πρόεδρος, Vaclav Klaus, χαρακτήρισε τη συνθήκη «νεκρή», ενώ ο πρωθυπουργός, Topolanek, ανέφερε πως η διαδικασία κύρωσης καθίσταται περιττή, καθώς έχει διακοπεί de facto. Οι λόγοι των έντονων επιφυλάξεων των Τσέχων συνοψίζονται στα εξής : Πρώτον, υπάρχει η αναμονή της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με το εάν η συνθήκη είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του εθνικού συντάγματος. Η απόφαση αναμένεται το φθινόπωρο. Δεύτερον, υπάρχει η πολιτική σκοπιμότητα των εθνικών εκλογών του επόμενου Οκτωβρίου. Η τριμερής κεντροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού διαθέτει το ήμισυ του συνόλου των εδρών της τσεχικής Βουλής (100 από τις 200 έδρες). Στόχος της, λοιπόν, να κερδίσει τις εντυπώσεις δημιουργώντας ένα θέμα που το παρουσιάζει ως εξαιρετικής σημασίας για τη χώρα και την ίδια ως φύλακα των εθνικών συμφερόντων. Τρίτον, ο πρόεδρος Klaus και το κόμμα του ODS (φιλελεύθερη δεξιά) εκβιάζουν τους Πράσινους που συμμετέχουν μαζί τους στον κυβερνητικό συνασπισμό ότι εάν δεν ταχθούν ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜ Α υπέρ της τοποθέτησης του αμερικανικού ραντάρ (αντιπυραυλική ομπρέλα), το ODS θα ταχθεί κατά της συνθήκης, τη ψήφιση της οποίας στηρίζουν οι Πράσινοι.

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 19-20 Ιουνίου Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 19 και 29 Ιουνίου οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν ότι θα πρέπει να δοθεί χρόνος στην κυβέρνηση της Ιρλανδίας προκειμένου να «εισηγηθεί μια κοινή περαιτέρω πορεία». Στο τέλος ανανέωσαν το ραντεβού τους για το επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου. Στους κερδισμένους της Συνόδου δύο : ο Ιρλανδός Πρωθυπουργός και ο Τσέχος ομόλογός του. Ο πρώτος δεν δεσμεύτηκε για τη διεξαγωγή ενός νέου δημοψηφίσματος, ενώ ο δεύτερος «κέρδισε» μια υποσημείωση στα τελικά συμπεράσματα όπου διευκρινίζεται ότι προαπαιτούμενο της ολοκλήρωσης της διαδικασίας κύρωσης αποτελεί η συμβατότητα της συνθήκης με το σύνταγμα της Τσεχίας. Στους χαμένους της Συνόδου : ολόκληρη η ΕΕ. Η τελευταία δέχτηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα, όταν ακόμα οι πληγές από την απόρριψη της Συνταγματικής Συνθήκης είναι νωπές. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, εμφανώς μουδιασμένοι από το αποτέλεσμα, αποδείχθηκαν για μια ακόμα φορά κατώτεροι των προσδοκιών των Ευρωπαίων πολιτών. Οποιαδήποτε αναφορά σε μέσα και σε ένα χρονοδιάγραμμα υπέρβασης του αδιεξόδου δεν έγινε. Κοινή επιθυμία των περισσότερων κρατών μελών είναι μέχρι τις ευρωεκλογές του 2009 να έχει εφαρμοστεί η νέα συνθήκη. Σε αυτό συνηγορούν οι εξής λόγοι : Πρώτον, το καθεστώς εκλογής των νέων ευρωβουλευτών εξαρτάται από την κύρωση ή μη της συνθήκης. Οι κανόνες λειτουργίας του Κοινοβουλίου και των θεσμών διαφέρουν ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

στη συνθήκη της Νίκαιας από αυτή της Λισσαβόνας. Δεύτερον, ο αριθμός των ευρωβουλευτών δεν είναι ο ίδιος. Στη Λισσαβόνα προβλέπονται 751 έδρες, στη Νίκαια 736, ενώ αυτή τη στιγμή, μετά την τελευταία διεύρυνση, αριθμούν τους 785. Τρίτον, η Νίκαια προβλέπει ότι μέχρι το 2009 η Επιτροπή θα διαθέτει από έναν επίτροπο. Μετά όριζε ασαφώς ότι θα μειωθεί ο αριθμός τους. Η Λισσαβόνα προβλέπει ότι μετά το 2014 ο αριθμός τους δε θα ξεπερνά τα 2/3 των κρατών-μελών. Τέταρτον, όσο παραμένει σε εφαρμογή η ισχύουσα συνθήκη, τόσο η διαδικασία της διεύρυνσης παραμένει εν αμφιβόλω.

Σενάρια λήξης του αδιεξόδου

1ο Εκκίνηση του εγχειρήματος της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων. Ίσως να είμαστε προ των πυλών μιας εξέλιξης που πολλοί χαρακτηρίζουν μονόδρομο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. 2ο Ολοκλήρωση της διαδικασίας των κυρώσεων από τις υπόλοιπες χώρες και διαπραγμάτευση μιας ειδικής σχέσης ΕΕ-Ιρλανδίας. Τεχνικά δύσκολα να εφαρμοστεί καθώς θα πρέπει να γίνει κυρίως επανασχεδιασμός της λειτουργίας των θεσμικών οργάνων και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων. 3ο Ολοκλήρωση της διαδικασίας κυρώσεων και στα υπόλοιπα ΚΜ και προκήρυξη ενός νέου δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία. Και σε αυτή την περίπτωση προκύπτουν τα εξής προβλήματα : - Η Ιρλανδία και η ΕΕ θα ζημίωναν την αξιοπιστία τους μη εμπιστευόμενες την ψήφο των Ιρλανδών. - Το 2001 είχε προβληθεί ως επιχείρημα για την επανάληψη του δημοψηφίσματος η μεγάλη αποχή (65,2%). Τώρα όμως αυτή έφθασε στο 46%. - Δύσκολα μπορεί να φανταστεί

13

κανείς τι θα προσφέρονταν ως αντάλλαγμα για να καμφθεί η άρνηση των Ιρλανδών. Υπάρχει δε πάντα ο κίνδυνος οι όποιες εξαιρέσεις να ανοίξουν την όρεξη άλλων κρατών, ακυρώνοντας τις όποιες διαδικασίες εξέλιξης, όπως αυτές επιτεύχθηκαν με τη νέα συνθήκη. - Στο εσωτερικό της Ιρλανδίας, ακόμα και το Εργατικό κόμμα που πρωτοστάτησε στο «ναι» δήλωσε ότι σε περίπτωση νέου δημοψηφίσματος θα κάνει εκστρατεία για το όχι. - Το 2001 οι Ιρλανδοί καταψήφισαν τη συνθήκη επειδή διαφωνούσαν σε ένα μόνο στοιχείο της : στο ζήτημα της εγγύησης της ουδετερότητας της χώρας. Σήμερα, διαφώνησαν με τη νέα συνθήκη για ένα πλήθος θεμάτων. 4ο Επαναδιαπραγμάτευση μιας νέας συνθήκης. Πρόκειται για μια λύση με τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, καθώς τίποτα δεν εγγυάται ότι δεν θα υπάρχει αντίστοιχο με το σημερινό αποτέλεσμα. Κανένα ΚΜ δεν έχει ταχθεί υπέρ μιας τέτοιας προοπτικής. Κάποια δε, την έχουν αποκλείσει. Ο πρόεδρος της Επιτροπής, Barroso, λίγο πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος δήλωνε ότι δεν υπάρχει άλλο πλάνο εξόδου. 5ο Διατήρηση της συνθήκης της Νίκαιας με διάφορες μικρές αλλαγές όπως στον τρόπο λήψης αποφάσεων. Υπάρχουν αρκετοί υποστηρικτές αυτής της ιδέας με κύριο επιχείρημα ότι η ΕΕ δεν έπαψε να εξελίσσεται και να λειτουργεί από την είσοδο 12 ΚΜ τα τελευταία 4 χρόνια. Αναμφίβολα, όμως, μια τέτοια προοπτική θέτει συγκεκριμένα όρια στην εξέλιξη της Ένωσης, στις δυνατότητές της, στην ανταπόκρισή της στα νέα παγκόσμια δεδομένα.

Συμπεράσματα

Η ΕΕ είναι υποχρεωμένη να εξελιχθεί. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να βρεθεί μια άμεση λύση στο σημερινό


14

ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

αδιέξοδο. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 τα κράτη μέλη επέλεξαν να ακολουθήσουν τις παγκόσμιες εξελίξεις και να δώσουν στο ευρωπαϊκό όραμα σάρκα και οστά. Με μια σειρά αναθεωρήσεις των συνθηκών κατάφεραν σε 15 χρόνια να δώσουν στην Ένωση τη δυναμική που δεν είχε αποκτήσει για σχεδόν 30 χρόνια υπό το καθεστώς της συνθήκης της Ρώμης. Μετά όμως από τη Νίκαια, η πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αδυναμία των Ευρωπαίων εταίρων να δώσουν την ώθηση που απαιτείται προκειμένου η ΕΕ να καταστεί ενεργός ρυθμιστής της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Οι Εικοσιεπτά γνωρίζουν ότι μόνο ενωμένοι μπορούν να δώσουν τη μάχη, παρά ταύτα παρασύρονται από τη μίζερη εσωτερική πολιτική συγκυρία και εξάγουν την αδυναμία τους στο εσωτερικό της Ένωσης. Ο Πολωνός πρόεδρος, Lech Kaczynski, δήλωσε ότι αρνείται να προσυπογράψει την ήδη κυρωθείσα από το πολωνικό κοινοβούλιο συνθήκη, μέχρι να ξεπεραστεί και το τελευταίο εμπόδιο που την καθιστά ανεφάρμοστη. Οι αυστριακοί ζητούν επικύρωση μέσω δημοψηφίσματος οποιουδήποτε κειμένου προκύψει μετά από αλλαγές της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Το έργο των Γάλλων να επουλώσουν τις πληγές που άνοιξε το ιρλανδικό δημοψήφισμα θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Η επιθυμία του Γάλλου Προέδρου να αναδειχθεί σε σημείο αναφοράς των ευρωπαϊκών εξελίξεων μας δίνει κάποια νότα αισιοδοξίας. Το ιρλανδικό δημοψήφισμα χτύπησε σαν καμπανάκι στους Ευρωπαίους ηγέτες πως όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για το εγχείρημα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να ενδιαφερθούν πραγματικά και έμπρακτα. Οι υπόλοιποι θα ήταν καλύτερο να ομολογήσουν τις πραγματικές τους προθέσεις.

Energy: The Time Frame for the Transition to Renewable Sources and the Question of European Power

F

or quite a considerable time now, scientists and economists have been debating the question of the possible depletion of the traditional (so-called non-renewable) energy sources that constitute the basis of the global economy and are the irreplaceable driving force behind growth in the developing world. Given the clear nature of these resources (oil, gas, coal, uranium) — they are “non infinite” and non renewable —, the debate, which has now reached the mainstream media, focuses on two crucial and inter-related questions: a) How many years or decades can we reasonably expect to elapse before these energy sources are completely depleted? And b) What technical and financial resources will have to be employed, and in what quantities, in order to develop economically acceptable solutions based on the use of replacement “renewable” sources of energy, such as photovoltaic solar systems, hydrogen, fuel derived from agricultural products, etc. (and again, what time frame are we looking at?). This is a debate that is unfolding alongside and often overlapping another dramatic issue facing today’ s world: the risk that the continued and

indiscriminate consumption of fossil fuels, and the conse­quent increase in the gases responsible for the greenhouse effect, might worsen dramatically, maybe irretrievably, the conditions of life on our planet. It is over this question of the “time” that remains in order to complete this transition that the experts are divided. The first scientific studies aiming to identify the production-consumption ratio (albeit with refer­ence only to oil) date back to the mid-1950s and to the work of American geologist M. King Hubbert who, based in the laboratories of Shell Oil in Houston, calculated that production of crude oil in the United States would peak (hence the term Hubbert’s peak) at the start of the 1970s, after which it would, gradually and inexorably, decline. With the benefit of hindsight, we know that Hubbert’s calculations were correct and that the USA’s oil production peak did, indeed, come in 1970. Hubbert himself, and others in his wake, endeavoured to extend these analyses and to work out on a global level how long it would take for energy sources to run out completely. Obviously, enormous difficulties were encountered in the course of these latter ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ studies (compared to those conducted in the United States, where the data available had been reliable and plentiful), on account of uncertainty over (or partial ignorance of) the real extent of the world reserves. At the end of the 1980s, for example, many of the leading OPEC oil-producing countries reported sudden increases in their.proven oil reserves but failed, however, to supply details that would have allowed these figures to be verified. Leaving aside the more technical aspects of these studies, which were nevertheless based on solid (albeit prevalently statistical) scientific methods, what must be underlined here are their conclusions, which, to a great extent, highlight that the “supply/demand” ratio for oil will reach its “highest point” sometime in the next ten years. Conversely, we also read of more optimistic predictions that indicate a time at least twenty or thirty years hence, or that even hypothesise, as Leonardo Maugeri says in his recent book The Age of Oil (Westport, Ct., 2006), that there exist in the earth’s subsoil as yet undiscovered reserves of oil, including “unconventional oils” (which will be exploitable thanks to improved extraction technologies, rendered profitable by hiking prices), sufficient to postpone the point of depletion to some far-distant and indefinite time, making — at least for the foreseeable future — the very concept of the “peak” seem absurd. What we are faced with here is a complex equation, influenced by a great many scientific and technical-economic variables, not to mention purely political factors. It is thus not unreasonable to give credence to the more cautious and now generally accepted hypothesis and to accept that there does, in fact, exist a “time” in which energy sources will start to run out and that this time will come within the next twenty, or at most thirty, years. Remarking on the ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

global [ crisis deepened by the events of September 11, 2001, George Soros, founder of the Open Society, writes {The Age of Fallibility, New York City, 2006): “The core of the crisis is the tight supply situation of oil. The, reasons are partly secular and partly cyclical. The secular factor is that oil consumption regularly exceeds the discovery of new reserves.”

A

s seen with other crucial events in the history of mankind, whereas science may anticipate new problems and offer possible answers, its falls to the world of politics to take the necessary decisions and to act. As recalled above, experts (scientists and economists) have long been pointing out both the problem of the finite nature of energy sources and the various energyrelated environmental problems, most of them pre­dicting that the relative crises will manifest themselves in a not too distant future. Equally, technology has developed some possible answers to these problems, which are now well known (recourse to renewable energy sources), and in some cases, thanks to technological innovation, valid solutions already exist. But the world of politics s e e m s i n c ap ab l e of responding with the necessar y speed and determination. As Colin Campbell wrote in 1997 (The Coming Oil Crisis, Brentwood, Essex): “In an ideal world, governments would properly study the resource base and under­stand the principles of depletion. They do not, and in democratic societies cannot, because they are elected for short terms and are therefore motivated

15

to deliver short-term benefits to their electors. As a conse­quence, it is most unlikely that the governments of either the United States or the European Union will adopt an energy policy with the aim of preparing for the inevitable peak in oil production and subsequent scarcity.” Ten years on, nothing has changed. George Soros, in his book, cited earlier, drew attention to the recurrence of certain, sporadic crises (pirates in Nigeria, hurricanes in Texas and in Louisiana, the exacerbation of the conflicts in the Middle East, for example) that, once they are ultimately resolved (or, rather, dampened), result in an increased avail­ability of crude oil and a relative reduction in oil prices. His point was that these situations fail, in the medium- to long-term, to alter substantially the oil depletion curves, and in fact “may sap the political will to deal with them; indeed that is what happened after the first energy crisis in the 1970s. It is liable to happen again.” In truth, and shamefully late in the day, some governments have now raised this question and launched their first tentative initiatives. Unsurprisingly, the United States were the first to tackle the issue publicly. In his State of the

Union address on J a n u a r y 31,2006, President Bush, after declaring


16

ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

that “America is addicted to oil,” undertook to set up a vast programme of investment and research into renewable energy sources, the aim being “to replace more than 75 per cent of our oil imports from the Middle East by 2025.” Further details and further undertakings were contained in the 2007 State of the Union address. Even in Europe, °n a political level, we can now observe a growing realisation — albeit more gradual and confused than in the United States — of the fact that we nave to tackle the question of our dependence on nonrenewable energy sources, introducing long-term measures designed to make alternative sources of energy available and economically viable. Since it was obvious from the start that most of the EU states were not destined to get very far tackling the problem purely at national level, efforts were made to develop a collective approach. This led, in 2002, to the publication of a European Commission “Green Book” on the issue. This is an ongoing debate that, however, is inevitably conditioned by the substantially “confederal” nature of the Union, which — leaving aside the many declarations of principles, for example on the desirability of creating a “European Environmental and Energy Agency” — makes it entirely pre­dictable that the responsibility for carrying out any plans decided at European level will be passed on to the individual states; indeed, this is what is already happening.

A

t this point, we can draw a few conclusions: the scientific and technological instruments needed for an effective “global” solution to the energy problem exist, and they presuppose the development of a system based mainly on a combination of different renewable sources; but it is inconceivable that these resources will be available under

economically acceptable conditions before the second or third decade of this century (President Bush has talked of 2025), and even then, only providing the political powers have, in the intervening years, taken the decisions (major investments in research, more extensive and safer use of nuclear power, legislation to encourage the use of renewable sources, extensive cam­paigns to raise awareness of the need to save energy, etc.) that will allow the transition from the “theoretical” (scientific) stage to the stage of economically sustainable “industrial” realisation, as well as the start of a process of environmental recovery of our planet. *** ut this will not suffice. While effective political initiatives under­taken today may solve the long-term problem, the world of politics cannot disregard the equally serious problem of the “transition period”, that is, the problem of the “short to medium term.” In the short to medium term, it will not be enough simply to prepare for the future (developing renewable energy sources); it will be a question of striving to survive on the resources that are currently available. In other words, it will be necessary to establish a world “balance of power” that will allow a fairer and more rational use of the resources that, although dwindling, still exist (oil, gas, uranium, etc.), and without which the economic development of the various countries, in particular the’most backward ones, would basically grind to a halt, having economic and political consequences that are all too easy to imagine. It is not only a question of preventing deteriorations of the crisis situations, or even the situations of outright war, in the world, particularly in the areas where these resources are to be found (the Middle East, central Asia,

B

Africa); it is also one of creating the conditions in which it will be possible to set in motion a sort of “virtuous cycle” that will help to foster their progressive — and not impossible — pacification. Today, on the other hand, the geopolitical choices of the world’s leading powers tend to aggravate these crisis situations. In particular, the United States (despite, according to Bush, planning ultimately to break its dependence on Middle Eastern oil) is well aware that, in the short to medium term, it is not in a position to do without the oil it receives from Saudi Arabia, the United Arab Emirates, Kuwait, and other countries in this region, and (using its claims that it is “exporting” democracy and striving to counter the threat of terrorism as an ideological cover for its real political and military objectives) is endeavouring to strengthen and develop control­ ling positions in the Middle East, in central Asia, and now in Africa. China, for the time being at least, appears to have opted for a “softer” (and more positive) approach, partly on account of its currently lesser capacity for direct intervention. Indeed, the policy China has begun to implement is based on the building up of contacts (mainly established through diplomacy and enriched through its provision of economic aid) with many of the oil-producing countries in Asia, the Middle East, South America, and Africa. These are moves that, while falling within the sphere of traditional “power policy games,” could well lead to “escala­tions,” and create a real risk of a serious degeneration of the situation — and whether this occurs will depend on the extent of the transition, already under way, from a unipolar to a bipolar (USA and China) world political order. There have, indeed, already been signs of such an evolution of events — signs which should not be ignored. In January, China fired a ballistic missile that ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ successfully destroyed one of its own weather satellites located more than 800 km above the earth’s surface. A spokes­man for the Chinese Ministry of Defence was quick to stress that it was not China’s intention to engage in an “arms race” in space. But as The Economist pointed out (January 27,2007 “Stormy Weather”): “it is hard to see the test other than as a display of China’s ability to challenge American space power.” And indeed the move certainly prompted nerv­ous reactions from both the US administration and America’s allies in Japan and Taiwan. Meanwhile, the United States’ recent decision to encourage the intervention of Ethiopia (its ally) in Somalia and to create a special military command for Africa, must be viewed from the same perspective (that of a potential “confrontation”). *** n this whole scenario of global geopolitical relations, the major European countries, too, are looking for a role to play. Germany, in particular, as revealed in a recent German Foreign Ministry document (info@ german-foreign-policy.com), seems to be focusing on the possi­bility of establishing a special relationship with Russia through an agreement that would even extend to military collaboration, making provision for the joint deployment, in areas as yet unspecified, of “stabilisation” forces. The European Union, on the other hand, is no­where to be seen, since, not being a real state, it lacks the normal instruments for intervention in international affairs, namely, a govern­ment that can express a single foreign policy and that has at its disposal not only a political but also a military apparatus, as well as sufficient financial resources to pursue a policy of support and alliance vis-a-vis the oil-producing countries.

I

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

B

efore moving on, let us get a possible misconception out of the way: whenever we mention the possibility that a “European power” (a Euro­pean federal state) could intervene (in the Middle East for example) in order to protect its own interests, employing all the instruments of so-called power politics, we should not make the mistake of envisaging a return (now quite impossible) to Europe’s colonial past, with its gunboats and landing parties. Instead, we should think back to the events of October 1956, when British and French (and Israeli) troops attempted to occupy the Suez Canal following Egyptian president Nasser’ s decision to nationalise it. To halt the AngloFrench campaign, the US president, D wight Eisenhower, did not have to send in US troops (he sent in only an aircraft carrier as a token gesture): all it took to make the governments of France and Great Britain see reason was a telephone call to the British prime minister, Anthony Eden, in which the American president threat­ened economic sanctions against them (the sale of US treasury reserves of sterling and French francs) should they fail to withdraw. Let us try to imagine what might have happened had a European federal state (a European federation) existed in 2003, at the time of the sudden deterioration of the Iraqi crisis. The federation’s president (or his or her delegated representative) would have discussed the situation with the US president — on an equal footing, as is possible only between sovereign states —, “recommending” that he persevere with the United Nations’ inspections programme, or with other diplomatic endeavours, and at the same time making it quite clear that should

17

America persist in its unilateral and bellicose approach, the European Central Bank would have no hesitation in selling the US treasury bonds in its possession. One might say that this is the stuff of political fiction; indeed it is, given that no European federal state as yet exists. But we have to imagine concrete courses of action in order to appreciate fully the very real and positive opportunities that the founding of a European state entity could present. In the absence of a European federal state, however, it is the nation-states that take the initiative, as in the case, mentioned earlier, of Germany and its return to an “ostpolitik” approach in its dealings with Russia. From a federalist perspective, we should not find these “nationalist” choices particularly surprising. Whether we like it or not, and this applies to Germany and the other European states, the governments’ instruments (limited as they are) of political power still lie in the national framework and it is only to be expected that, in emergency situations, they will try to use them to defend, albeit partially and rather ineffectively, the interests of their electorate. The German government, like the French and Italian governments, are faced with the problem of ensuring that energy supplies, from Russia, Algeria, Iran, or elsewhere, are not suddenly inter­rupted, and even though they can see that a common (European) line would be beneficial and are indeed willing to set up cooperation agree­ments (by definition intergovernmental) to this end, they still employ all the national political instruments at their disposal, over which they have direct control (and for the use of which they are answerable to their electorate, in accordance with the principles of democracy), in order to


18

ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

guarantee that their own citizens will not suddenly find themselves without hot water, petrol or electricity. The result, of course, is choices that are contradictory and short-sighted, and that tend to create tension between the European states, even threatening to undermine the very balance of power underpinning the Union. A recent case in point has been the planned gas pipeline under the Baltic Sea (now under construction), which will allow Russian gas to reach Germany directly, circumventing Poland. At the same time, given the current framework of power in Europe, they are the only choices the states can make. Instead, it is obvious that a Europe bound together as a state, that is, as the federation envisaged by Altiero Spinelli on Ventotene and by the founding fathers of the European Communities in the 1950s, would be in a position to guarantee the European citizens real protection. It would fall to the European federal state, which would be equipped with the neces­sary instruments, to start negotiations with Russia — again, negotiations conducted on an equal footing between sovereign states — in order to secure just conditions that would guarantee continued supplies not only for Germany but for all the states in the federation. Equally, a European federation that were part of a broader confederal Union would have not only the power, but also the natural inclination to protect the interests of the Union’s other member states.

F

urthermore, a federal state (and only a federal state) would be ideally placed to promote and initiate, possibly through the United Nations, the “grand bargain” that is now widely felt to be absolutely essential in the Middle East if this area, which is in such close proximity to Europe, is to find a way out of the vicious cycle in which it is caught (the roots of

which can, to a great extent, be traced back to the choices made by the Europeans at Versailles in 1919). In this way, Europe would be able to protect the legitimate interests of its own citizens, ensuring, for itself, fairer and better regulated access to the energy supplies it needs, at least for the inevitable transition period; but, more than this, it would also be able to promote a genuine “multilateral” peacemaking policy, feasible through recourse to diplomatic instruments and the launch of a serious pro­gramme of economic aid, thereby making its interests coincide entirely with its duty — the moral duty that derives from its acknowledgment of the wrongs of its colonial past. There is clearly a risk, partly due to objective circumstances, that these choices will run counter to the interests of the United States (and, up to a point, of those of the other world powers); however, a Europe equipped with its own state apparatus (federal and not centralised) would be able to exercise true sovereign power, but a “softer” version than the prevalently military power wielded by the United States. It could, for example, give serious consideration to Iran’s proposal to set up a new oil and gas “exchange” where transactions would be made in euros; but, at the same time, it would be in a position to insist that Iran, in return, acknowledge the existence of the state of Israel, and also to promote direct negotiations between Palestine and Israel that might culminate in the two states’ acknowledgment of each other, in the definition of undisputed and clear borders, and in a system of international guarantees in which the European state, the United States of America (and possibly China, India and Russia, too), and the regional powers would all play a part, thereby paving the way for a not impossible de-nuclearisation of the whole Middle Eastern area.

But all this hinges on the founding of a “European power” — a continental state that, albeit initially without the level of military capabil­ity of other continental states, would nevertheless be able to make its presence felt in the framework of international relations. The present European Union does not have the power to do this, and neither will it have should the Constitutional Treaty — certainly useful from the perspective of more efficient management of the EU’s confederal con­figuration — be approved, be it in its current state or after the possible minor modifications that would do nothing to alter its decision-making mechanism or enable it to exercise sovereign state power. Time is running out. The energy crisis (and the equally alarming environmental crisis) are already under way and the scientists and eco­nomists have long since worked out their formulas, clearly pointing out the unavoidable alternatives facing Europe and the world as a whole. It could be that the oil peak will not come before 2025, as President Bush seems to think, or before 2030 (or even later), and perhaps the squaring up between the emerging Asian powers (China in particular) and the United States will be kept on a mainly diplomatic level. But what is certain is that all the leading players on the world stage — those that exercise sovereign state power — are already at work, not only to find more long-term solutions, but also to safeguard their interests in the face of the deadlines of the shortand medium-term period (the period of transition). Meanwhile Europe, conditioned by its own division, could soon find itself substantially in thrall to external powers, making the scenario that Luigi Einaudi hypothesised and, in vain, warned against over fifty years ago, seem closer than ever. The Federalist ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΔΙ ΑΤΛΑ Ν ΤΙΚ ΕΣ ΣΧΕΣ ΕΙ Σ

19

Transatlantic Relations in the 21st Century Georgios Karyotis*

T

he relationship between the European Union (EU) and the United States (US) is in many respects the most important in the global political economy and the global politicalsecurity order. The transatlantic partnership, often paralleled to a marriage, is considered crucial for all because when the EU and the US agree they change the world, while when they clash, the whole world feels the tremors. Since the end of the second World War, retaining and reinforcing transatlantic relations has thus been one of the driving forces of the international political and economic system and one of its most prominent features. Nevertheless, in recent years, the transatlantic partnership has shown signs of strain. Disagreement over the 2003 military intervention in Iraq revealed a rift between the two sides of the Atlantic that, for many, reflected the *

Dr Georgios Karyotis is a lecturer in International Relations at the University of Strathclyde in Glasgow. He holds a PhD from the University of Edinburgh and his primary research is in the areas of international security, terrorism and migration. Email for correspondence: g.karyotis@strath.ac.uk. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

growing differences in how the US and the EU view the emerging international order and the resulting security environment. British Prime Minister Tony Blair acknowledged the rift, admitting that ‘there is no point in hiding it, this has thrown up a profound issue about the nature of the transatlantic alliance’ (Jones et al, 2003). Developments led academics to question whether a ‘strategic divorce’ is imminent (e.g. Nye, 2000; Daalder, 2001). Famously, Robert Kagan (2003: 3), went as far as to claim that the relations are so bad that one could think of Europeans and Americans as if they not only live in separate continents, but also in separate planets,

Ο

divided by a fundamentally different world outlooks: ‘Americans are from Mars and Europeans are from Venus: They agree on little and understand one another less and less’. The aim of this article is to review the status of transatlantic relations. In particular, it aims to identify the reasons for the rift, which, it argues, predates the 2003 Iraq war but was exacerbated by it. The article concludes that despite recent tensions, the transatlantic partnership is built on healthy foundations, with enduring ties between the two sides that ensure that any disagreements are likely to be short-lived.

ι ομαλές σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αποτελούν εχέγγυο για τη παγκόσμια πολιτική και οικονομική σταθερότητα. Οι διαφωνίες των δύο πλευρών όμως με αφορμή την εισβολή στο Ιράκ και τη διαχείρηση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας έκαναν πολλούς να μιλούν για ρήξη στις διατλαντικές σχέσεις. Το άρθρο αυτό εξετάζει τις βαθύτερες αιτίες που συνέβαλαν στη διατλαντική κρίση εμπιστοσύνης, αλλά και τους ισχυρούς οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς που παραμένουν αναλλοίωτοι, παρά την πρόσφατη ένταση. Η ανάλυση αναδεικνύει την ανάγκη για κοινή δράση και αποτελεσματικότερη συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, που να βασίζεται πάνω στην πραγματικότητα των κοινών τους στόχων και συμφερόντων.


20

History of Cooperation and Conflict

E

urope and the United States have historically shared a common heritage and close political, economic and cultural ties. During the Cold War, the European continent represented the defining front of the superpower hostility, with the US also becoming directly involved in the European integration project right from its outset. Tellingly, American financial assistance to the war-ridden European economies through the Marshall plan was conditional upon European cooperation. Similarly, the US was the first non-member to officially recognise the European Coal and Steel Community (ECSC) in 1952, which later became part of the European Communities with the founding Treaty of Rome in 1957. The relations of the US with the European Communities were formalised in 1990 with the adoption of the Transatlantic Declaration. A regular political dialogue between the US and the European Communities was thereby established at various levels, including regular summit meetings. Building on this, the ‘New Transatlantic Agenda’ (NTA) was launched in December 1995, establishing a framework for action with four broad objectives: to promote peace, stability, democracy and development around the world, to respond to global challenges, to contribute to the expansion of world trade and closer economic relations, and to broaden and strengthen public support for the partnership. Institutionalised cooperation allowed the EU and the US to achieve cohesion in many areas and collaborate closely with each other. Nevertheless, disagreements over various issues started to jeopardise the transatlantic partnership, long before

ΔΙ ΑΤΛΑ Ν ΤΙΚ ΕΣ ΣΧΕΣ ΕΙ Σ the 2003 Iraq War. High-profile examples include the tensions over the Kyoto Protocol on Global Climate Change, as well as the Treaty establishing the International Criminal Court (ICC). President Clinton signed both but did not submit any of them to the Senate for ratification. His successor, George W. Bush rejected the Kyoto Protocol in March 2001 and unsigned the ICC Treaty in May 2002, causing frustration among European leaders, who were strong advocates of both multilateral initiatives. The US refusal to sign the Mine Ban Treaty (also known as the Ottawa Convention) to ban anti-personnel land-mines and its withdrawal from the Anti-Ballistic Missile Treaty in December 2001, which many Europeans felt would undermine nuclear stability, further added to the tensions. Divergent views over policies towards Iran, Bosnia and the Israel-Palestine conflict, as well as bad feelings over trade, with the beef and banana wars being the most prominent examples, completed the picture of a growing divide between the two sides. The emotionally charged atmosphere caused by the terrorist attacks of September 11 masked the differences, at least temporarily. European leaders expressed their solidarity to America and committed to fight international terrorism with all their powers. Soon however, cracks re-emerged about the appropriate strategies to win the ‘war on terror’. The decision of the US to proceed with military action against Iraq, without the explicit authorisation of the United Nations Security Council fuelled anger, resentment and frustration in both sides of the Atlantic. On the one side, many European states, led by France and Germany, condemned the disregard for international law and multilateralism. On the other side, Americans felt betrayed by their European allies, who, they felt, did not stand

by them in their hour of need. Publicly, both camps defended their positions rigidly, resulting to an Atlantic crisis of confidence (Allin, 2004). The Bush administration proceeded with the axiomatic position that ‘you are either with us or with the terrorists’, which represented a ‘loyalty test’: only those who passed would be considered US allies (Daalder, 2003). According to the National Security Adviser Condoleezza Rice, US policy should be to ‘punish France’ and ‘ignore Germany’, referred as ‘the old Europe’ by the Secretary Donald Rumsfeld. Similarly polarised views were expressed from Europe as well, with French President Jacques Chirac criticising ten EU candidate countries from Eastern Europe that sided with the US on military action for ‘missing an opportunity to shut up’ (Peterson, 2004). Such bitter statements epitomised the worsening of transatlantic relations, which Secretary of State Colin Powell paralleled to a ‘troubled marriage’.

Reasons for the Transatlantic Rift

A

s noted above, the animosity over the 2003 Iraq was not an isolated incident but symptomatic of a broader and more fundamental rift between the two sides. This section discusses the main reasons for the transatlantic rift, some of which predate the Iraq war, identifying four main factors that have contributed to the rising tensions.

Structural changes in international politics

T

he structural changes resulting from the end of the Cold War provide the first reason for the rising transatlantic tensions. Renowned realist John Mearsheimer predicted in 1990 that we will soon ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΔΙ ΑΤΛΑ Ν ΤΙΚ ΕΣ ΣΧΕΣ ΕΙ Σ miss the order and predictability that the Cold War provided, with detrimental consequences for the transatlantic partnership. According to his pessimistic outlook, ‘take away that offensive threat and the United States is likely to abandon the [European] Continent; the defensive alliance it has headed for forty years may well then disintegrate, bringing an end to the bipolar order that has kept the peace of Europe’ (Mearsheimer, 1990). While some interpreted the end of the militarysecurity dependence of Western Europe on the US as liberation from its protectorate status, the majority of analysts shared Mearsheimer’s pessimism about the impact of a likely US disengagement from Europe on regional and global security. Crucially, with the demise of the Soviet Union, the glue of the Cold War appears to be dissolving. For fifty years, stabilising Europe was at the heart of the transatlantic agenda and Europe was the central theatre of the superpower rivalry. Internal disagreements existed during this time but transatlantic leaders had the prudence to subordinate these in order to promote the primary objective of countering the Soviet threat. This is no longer the case. Successive US administrations have started to focus more of their attention on stability in Asia, the Caucasus and the Middle East and on improving their economic relations with Latin America and China. Meanwhile, the acceleration of the European integration project since the Maastricht Treaty of 1993 has focused the EU more inwards than outwards. Consequently, the European Union’s and America’s geopolitical embrace has relaxed, leaving room for their disagreements to often escalate into high-profile, public confrontations. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Dissatisfaction over the power gap

A

second aggravating factor for the transatlantic tensions has to do with the dissatisfaction over the power gap between the two sides. While the EU is an economic giant and the largest trading block in the world, a growing psychological,

military and technological gap between the Union and the US is evident. September 11 stressed the asymmetry of the international system. Although it revealed the vulnerability of the superpower to terrorist attacks, it also stressed how strong it is compared to any other global actor, leaving Joseph Nye to comment that ‘the United States is more powerful compared to other countries than any entity since Rome’ (Katwala, 2002). The military aspect of this power gap is particularly important. The EU is committed to developing independent military and defence capabilities and a stronger common foreign policy. Yet, progress in that area has been slow and faced with internal disagreements and external pressures from America that appears to be ambivalent towards the creation of an EU army. The EU’s inability to mobilise military power (e.g.

21

Kosovo war) has restricted its contribution mostly to peacekeeping missions and diplomatic initiatives, while NATO and the US have kept the lead in peace-making operations. This often created the impression of a division of labour between the European ‘carrot’ and the American ‘stick’. As long as a small stick was used, transatlantic conflict did not become acute. However, after September 11, the US appears keener to take military action, playing down the role of diplomacy and multilateralism that the EU is promoting. The resentment this causes among Europeans is balanced by the frustration of Americans who accuse the EU for ‘sticking to carrots’ and not making a substantial military contribution to the war on terror. Perhaps worryingly, the military power gap continues to grow instead of declining. Currently, the US spends about 2.5 times more on military expenditure than the whole of Europe (see graph). This imbalance in military capabilities is therefore a factor that aggravates transatlantic tensions and results to bitterness and frustration in both sides of the Atlantic.

American unilateralism

T

he third and most discussed reason for the loosening of transatlantic ties has to do with the perceived US unilateralism of recent years. In the late Clinton years, the US foreign policy was somewhat misleading. Publicly the US would suggest more support for international agreements than the administration was actually ready to adopt. This created the impression that the Americans would compromise in the end, over such issues as the Kyoto protocol, the ICC or the Test Ban Treaty. In the end, the US did not support these, as Clinton was aware that the Senate would not ratify them.


22

ΔΙ ΑΤΛΑ Ν ΤΙΚ ΕΣ ΣΧΕΣ ΕΙ Σ

After George W. Bush came to power, more unified, never has it been more and those that remain sceptical or at transatlantic differences became even purposeful, never has it been more best ambivalent (e.g. United Kingdom) more apparent. willing, if necessary, to act alone… If towards the further surrender of The perception in Europe is that the we have to choose between protecting powers to the EU. Disunity within the US is acting on its own interests, rather ourselves against terrorism and a long EU can only be counterproductive to than being driven by international or- list of friends and allies, we will protect a strong and stable relationship with der considerations. The results of a poll ourselves against terrorism’ (Norton- the US. published in the International Herald Taylor, 2002). As a result, the increased Tribune in August 2001, revealed tendency towards unilateralism of the Enduring Transatlantic Ties widespread European grass roots dis- US appears to be a major thorn in approval of the Bush administration’s transatlantic relations. ortunately, not all is bleak foreign policy. In the four countries in transatlantic relations. surveyed - Germany, France, Italy and There are still many positive Disunity within the EU Britain - roughly three-quarters of the signs that their relationship respondents took the view that Bush he rift in transatlantic relations is strong and able to overcome any ignored European interests in making is within Europe a much as it crises and short-term disputes. First, decisions (Fitchett, 2001). is across the Atlantic. Henry the partnership is based on a core Following the atrocities of Septem- Kissinger famously asked ‘Who do I of political and social values that ber 11, the US focus on homeland se- call if I want to call Europe?’ Despite are shared between the two sides. curity, the increased militarisation of progress, the European Union still fails Democracy, equality, security, justice, its foreign policy and its conduct of the to speak with a single voice in defence free trade and the rule of law are some war on terror aggregated the percep- and foreign policy issues. For instance, of those principles that provide the tion of the US as an imperialist power. as noted earlier, EU states were divided foundation for transatlantic relations. A survey of 275 ‘influential’ elites from over the Iraq war, which was supported Second, despite the demise of the the spheres of politics, media, busi- by some but rejected by others. This Soviet Union, Europe and the US are ness, culture and government, pub- example is indicative of a broader currently facing an equally grave comlished on 19 December 2001 –before divide between those in Europe who mon threat in the form of internationthe Iraq war- exemplifies this. Results support greater integration in all areas al terrorism and the proliferation of revealed that roughly as many opinion with the view to create a federal state Weapons of Mass Destruction. Never leaders in Western Europe (66%) as in the Middle East Table 1: (71%) believed that the US How do you see the conflict – do you think the US is taking into account the interests of its partwas acting mostly in pursuners in the fight against terrorism or do you think the US is acting mainly on its own interests? ing its own interests while US Total West. East. Latin Asia M i d - Islamic battling terrorism, while East/ Non Europe Europe/ Amer. fewer than 3 in 10 AmeriConflict cans shared this view (28%). US Russia (see table 1). Area Nevertheless, the US Taking into account 70 33 34 37 37 25 27 25 remained unapologetic and the interests of its partners accused the EU for failing to Acting mainly on its 28 62 66 60 61 65 71 69 appreciate the significance own interests of 9/11 and its impact on US policies and priorities. Don’t Know/ 2 5 0 3 2 10 2 6 Senior Republican foreign Refused policy adviser and neoconservative Richard Perle Total 100 100 100 100 100 100 100 100 sums up this view: ‘Never has the United States been Source: PEW Research Center (December, 2001)

T

F

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΔΙ ΑΤΛΑ Ν ΤΙΚ ΕΣ ΣΧΕΣ ΕΙ Σ before has there been a greater need for the two sides to work together to safeguard global and regional security in a volatile and unpredictable international system. Transatlantic cooperation has already intensified in various areas, with increased judicial and police collaboration, serving as a prime example. Possible areas of further cooperation that can improve transatlantic relations include the reconstruction of Iraq, the Middle East Partnership Initiative, international efforts against AIDS and many others. Meanwhile, US presidential candidates John McCain and Barack Obama have both expressed their intention to adopt more multilateral foreign policies and abandon the unilateralism of recent years. Third, the EU and the US are tied together through a remarkable web of economic interdependence. The transatlantic economy is thriving, with Europe and the US remaining each other’s most important economic partners, as the most recent data available demonstrate (Hamilton & Quinlan, 2008). Europe remains the top destination of US foreign direct investment (FDI), with the region accounting for nearly 59% of total US investment outflows in 2006. Notably, US FDI in Ireland was nearly double the amount of US investment in all of South America. Similarly, US FDI in the Netherlands in 2006 was $33 billion, well in excess of US investment in all of developing Asia ($26 billion) and NAFTA partners Canada and Mexico ($25 billion). In the same year, almost 75% of all inward investment in the US came from Europe. According to Eurostat, the European Union invested a record 71 billion euros in the US in 2006. As these figures indicate, the EU and the US depend on each other economically and their economic relations remain unaffected by any short-term political tensions. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Conclusions

T

he relationship of the European Union with the United States has recently gone through a turbulent period. The two sides seem to agree on international goals but not on the means to achieve them. The EU is generally keen to promote a multilateral approach to tackle with difficult issues through diplomacy. On the other hand the US has demonstrated a preparedness to adopt unilateral actions, if required. The recent tensions over Iraq serve as a clear example. Both agreed on the need to disarm Iraq but not on the means to achieve this. Overall, the analysis suggests that the structural changes after the end of the Cold War, the perceived US unilateralism, the dissatisfaction over the power gap and disunity within the EU have all been contributing factors to the rising transatlantic tensions. Could all these lead to a ‘strategic divorce’? After sixty years of ‘marriage’, love might be less intense than before, but there are still more things that tie rather than divide the two sides. The strong economic interdependence, the shared goals and values and the solid institutionalised cooperation at various levels ensure that there is no need for the divorce hearings to begin. There may however be a need to make some adjustments in the transatlantic partnership based on the changes that are occurring within Europe and at the international level. A more balanced international system, with a stronger European Union would prove to be beneficial not only to the EU but also to the US and the global security environment. It is important that the European Union and the United States find ways to tackle any differences at an early stage and before they escalate into full-blown crises. As James Stein-

23

berg (2003) suggests, the transatlantic partnership can be seen as an ‘elective’ one. The two sides do not need to do everything together but together they can do everything.

References Allin, D.H. (2004) ‘The Atlantic Crisis of Confidence’, International Affairs, vol. 80, no. 4, pp. 649-63. Daalder, I. H. (2001) ‘Are the United States and Europe Heading for Divorce?’, International Affairs, vol. 77, no. 3, pp. 553-67. Daalder, I. H. (2001) ‘The End of Atlanticism’, Survival, vol. 45, no. 2, pp.147-66. Fitchett, J. (2001) ‘European Leaders Hope Bush Takes Poll Results as a WakeUp Call’, International Herald Tribune, August 17. Hamilton D. S. & J. P. Quinlan (2008) The Transatlantic Economy 2008: Annual Survey of Jobs, Trade, and Investment between the United States and Europe, Washington: Center for Transatlantic Relations. Jones, G., A. La Guardia & T. Harnden (2003) ‘Europe and US ‘face reckoning’ over rift’, The Telegraph, 26 March. Kagan, R. (2003) Of Paradise and Power: America and Europe in the New World Order, New York: Knopf, 2003. Katwala, S. (2002) ‘Is America too powerful for its own good?’, The Guardian, February 10. Mearsheimer, J. J. (1990) ‘Back to the Future: Instability in Europe after the Cold War’, International Security, vol. 15, no. 1, pp. 5-56. Norton-Taylor, R. (2002) ‘US Prepared to Go it Alone, Allies Warned’, The Guardian, February 4. Nye, J. S. (2000) ‘The US and Europe: Continental Drift?’, International Affairs, vol. 76, no. 1, pp. 51-59. Peterson, J. (2004) ‘America as a European Power: The End of Empire by Integration?’, International Affairs, vol. 80, no. 1, pp. 613-629. PEW Research Center (2001) ‘America Admired, yet its New Vulnerability Seen as Good Thing, Say Opinion Leaders’, December 19, 2001. Report available at http:// people-press.org/ Steinberg, J. B. (2003) ‘An Elective Partnership: Salvaging Transatlantic Relations’, Survival, vol. 45, no. 2, pp. 113-46


ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

24

Η μετεξέλιξη του Κοινοτικού Προϋπολογισμού του Κώστα Μποτόπουλου*

Τ

ον Σεπτέμβριο του 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε το πράσινο φώς για την εκκίνηση ενός διαδικτυακού forum κατάθεσης απόψεων [http://ec.europa.eu/budget/reform/ index_en.htm] από όλους τους ενδιαφερόμενους (κυβερνήσεις, ιδιωτικές εταιρίες, ΜΚΟ, πολίτες) σχετικά με την επανεξέταση βασικών πτυχών του προϋπολογισμού της Ε.Ε., τόσο στον τομέα των εσόδων όσο και στον τομέα των δαπανών. Το χρονικό όριο κατάθεσης των απόψεων αυτών έληξε στα μέσα Ιουνίου 2008. Στα τέλη του τρέχοντος έτους/αρχές του επόμενου, αναμένεται η παρουσίαση, από την Επιτροπή, των πιο χρήσιμων κα εφαρμόσιμων από τις προτάσεις που υποβλήθηκαν. Ακολουθεί, σε ελληνική απόδοση, η συνεισφορά του στο διαδικτυακό forum για το μέλλον του προϋπολογισμού της Ε.Ε. -Μετεξέλιξη του κοινοτικού προ* Ο Κώστας Μποτόπουλος, διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου, είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενταγμένος στη Σοσιαλιστική Ομάδα. Συμμετέχει ως τακτικό μέλος στις κοινοβουλευτικές επιτροπές Προϋπολογισμών (COBU) και Ελέγχου Προϋπολογισμού (COCOBU) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

ϋπολογισμού, από προϋπολογισμό προγραμμάτων (program budget) σε προϋπολογισμό αξιολόγησης αποδοτικότητας των δράσεων (performance budget) O προϋπολογισμός της Ε.Ε. έχει ήδη σημειώσει σημαντική πρόοδο σε ο,τι αφορά την εφαρμογή των κυριότερων αρχών που διέπουν έναν προϋπολογισμό προγραμμάτων. Η παρουσίασή του βασίζεται σε αποτύπωση των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται, ενισχύοντας, με τον τρόπο αυτό, τη διαφάνειά του απέναντι στους ευρωπαίους πολίτες, σε σύγκριση με την κλασική πιο «λογιστική» απεικόνιση ενός τυπικού προϋπολογισμού ακατανόητων, στο ευρύ κοινό, κωδικών. Το επόμενο, κρίσιμο βήμα, είναι η αποτύπωση του προϋπολογισμού της Ε.Ε., με την συμπερίληψη δεικτών αποδοτικότητας δράσεων (ποσοτικοποιημένων όπου είναι δυνατόν) σε ένα ενοποιημένο κείμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. θα καταστεί πιο λειτουργικός, εύληπτος αλλά και αποτελεσματικός. «Πιλότος» στην κατεύθυνση αυτή, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι προσπάθειες που ήδη έχουν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (λ.χ. Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Σουηδία). Ιδιαίτερα

χρήσιμη, στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν η μεταλαμπάδευση της δημοσιονομικής εμπειρίας των κρατών αυτών στη χρήση δεικτών αποδοτικότητας οι οποίοι αναφέρονται σε παρόμοιες με τις κοινοτικά χρηματοδοτούμενες πολιτικές. Το βασικό πλεονέκτημα αυτής της πρότασης εδράζεται στο γεγονός ότι οι θεσμοί της Ε.Ε. και ειδικότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο θα διαθέτουν, όταν η πρόταση υλοποιηθεί πλήρως, ένα «ιστορικό αποδοτικότητας» για κάθε πολιτική, πρόγραμμα ή δράση που χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ένα τέτοιο ιστορικό θα αποτελούσε μια βασική πυξίδα για την καλύτερη μελλοντική κατανομή πόρων σε ο,τι αφορά όλες τις επιμέρους δράσεις ενώ, ταυτόχρονα, θα ήταν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τον έγκαιρο εντοπισμό ενδεχόμενων ανεπαρκειών. - Ανακατανομή συγκεκριμένου ποσοστού κονδυλίων που διατίθενται στις επιμέρους πολιτικές για κάθε επόμενη χρονιά με βάση τα αποτελέσματα αποδοτικότητας των ίδιων πολιτικών κατά το προηγούμενο έτος Ο ρόλος των δεικτών αποδοτικότητας για κάθε χρηματοδοτούμενη δράση της Ε.Ε. (ιδιαίτερα για τις δράΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

25

σεις οι οποίες είναι «ποσοτικοποιήσιμες»), είναι κρίσιμος για την επιτυχή εφαρμογή τους. Προτείνεται επομένως: α) Μετά από προσεκτική μελέτη, να διαμορφωθεί ένας μηχανισμός αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των δράσεων που (συγ)χρηματοδοτούνται από κοινοτικούς πόρους, αποτελούμενος από «κατώφλια και οροφές» αποδοτικότητας. Ενδεικτικά, ένας δείκτης αποδοτικότητας από 85-100% θα σηματοδοτούσε μια εξαιρετική επίδοση σε ο,τι αφορά τόσο την αποτελεσματικότητα όσο και την απορροφητικότητα της χρηματοδοτούμενης δράσης, ένας δείκτης μεταξύ 70-84% θα αντανακλούσε μια πολύ καλή επίδοση, ένας δείκτης μεταξύ 6069% μια καλή επίδοση κ.ο.κ. και, β) μετά την «κατάταξη» των ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενων ή συγχρηματοδοτούμενων δράσεων με βάση τον ανωτέρω μηχανισμό, να γίνεται μια μικρή, πρόσθετη, ανακατανομή κονδυλίων [με τη μορφή bonus] υπέρ των δράσεων που σημείωσαν τις καλύτερες επιδόσεις κατά το προηγούμενο δημοσιονομικό έτος. Προτείνεται, με άλλα λόγια, η εφαρμογή ενός μηχανισμού ο οποίος θα έχει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: α) από τη μια πλευρά θα αποτελέσει μια ορατή εφαρμογή της δημοσιονομικής αρχιτεκτονικής του προϋπολογισμού αποδοτικότητας (performance budgeting) ενώ, β) θα δίνει ισχυρό κίνητρο για κάθε δικαιούχο δράσης που χρηματοδοτείται συνολικά ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. να εργαστεί αποτελεσματικότερα ώστε να καταστεί επιλέξιμος για την αξιοποίηση περισσότερων κονδυλίων σε κάθε επόμενο έτος, μέσω του μηχανισμού αυτού, χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγει σε πολιτικές παρεμβάσεις ή σε άσκηση σχετικών πιέσεων μέσω lobbying. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

-Ενίσχυση του ρόλου της υπηρεσίας «διαχείρισης διαθεσίμων» του προϋπολογισμού της Ε.Ε. Έχοντας υπόψη ότι, στο μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον μέλλον και με δεδομένες τις συνέπειες της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, κανένα κράτος μέλος δεν εμφανίζεται διατεθειμένο να αυξήσει τη συνεισφορά του στον προϋπολογισμό της Ε.Ε., ο ρόλος της υπηρεσίας διαχείρισης διαθεσίμων αναδεικνύεται κρίσιμος. Μια συγκεκριμένη πρόταση, στο πεδίο αυτό, είναι η ακόλουθη: αντί τα πλεονάσματα του κοινοτικού προϋπολογισμού στο τέλος κάθε έτους να χρησιμεύουν ως τα πρώτα έσοδα κάθε επόμενου προϋπολογισμού, τα ποσά αυτά θα μπορούσαν να διακρατούνται από την υπηρεσία διαχείρισης διαθεσίμων της Ε.Ε. ή κάποια άλλη υπηρεσία που θα είχε ως αντικείμενο εργασίας αυτή τη διαχείριση και να επενδύονται σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερα προϊόντα (λ.χ. κρατικά ομόλογα, προθεσμιακές καταθέσεις, αυστηρά επιλεγμένες επενδύσεις στην κτηματαγορά), με χρονικό ορίζοντα τη λήξη του εκάστοτε Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου. Στο τέλος κάθε πενταετίας, με μια σώφρονα αλλά και ενεργητική διαχείριση, τα ποσά αυτά μαζί με τις υπεραξίες τους θα μπορούσαν να απο-

τελέσουν μια πολύ σημαντική «προίκα» στην έναρξη κάθε επόμενου πενταετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου, μειώνοντας τότε, αναλογικά και με την οικονομική συμμετοχή κάθε κράτουςμέλους, αισθητά τις μελλοντικές οικονομικές τους υποχρεώσεις προς τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., χωρίς καμία αλλαγή στις οροφές ανάληψης υποχρεώσεων και πληρωμών που έχουν θεσπιστεί. Παρά το γεγονός ότι, ενδεχόμενη υιοθέτηση της συγκεκριμένης πρότασης, κατόπιν των απαραίτητων τεχνικών προσαρμογών και διευθετήσεων, θα οδηγούσε στην «απώλεια», κάθε χρόνο, της αναλογικής με την συμμετοχή κάθε κράτους, εξοικονόμησης πόρων (στο ισχύον καθεστώς, τα όποια πλεονάσματα στο τέλος κάθε έτους επιστρέφουν αναλογικά στα κράτημέλη αφαιρούμενα από τις συμβατικές τους οικονομικές τους συνεισφορές για κάθε επόμενο έτος), η ενεργητικότερη διαχείριση των διαθεσίμων αυτών αναμένεται να έχει, μεσοπρόθεσμα, πολλαπλασιαστικά θετικότερες οικονομικές αποδόσεις σε σύγκριση με την τρέχουσα κατάσταση, καθόσον, για διάστημα από 1 έως 4 έτη, η Ε.Ε. θα έχει την δυνατότητα αξιοποίησης των ποσών αυτών σε επενδυτικά συμφέρουσες επιλογές παγκοσμίως.


ΜΙ ΛΩΝ ΤΑ Σ ΓΙ Α ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

26

Σκέψεις για μια Κοινωνική Ευρώπη του Κωνσταντίνου Γ. Κούγια Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Σχολή Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Κρήτης kkougias@hotmail.com

Η

κοινωνική πραγματικότητα στην Ευρώπη μεταλλάσσεται και το ευρωπαϊκό πρότυπο κοινωνικής προστασίας οφείλει να προσαρμοσθεί για να ανταποκριθεί. Ο παλιός καταμερισμός έργου οδηγεί σε αδιέξοδο, αν θέλουμε να συνεχιστεί η θετική συνάρτηση οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής ανάπτυξης θα πρέπει να ξεπεράσουμε ανώφελους δογματισμούς και να καταστήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση μέρος ενός παιγνίου θετικού αθροίσματος προς όφελος πρωτίστως των πολιτών της.

Εισαγωγή

Τ

ο «ηχηρό» όχι των Ιρλανδών για τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη φέρνει και πάλι την ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να σφυρηλατήσει ένα κοινό όραμα για την Ευρώπη που θα γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους πολίτες και το κέντρο των αποφάσεων . Κεντρικό στοιχείο του οράματος αυτού είναι η ανάγκη για μια πιο κοινωνική Ευρώπη που θα θεραπεύσει τις αδύναμες κοινωνικές πραγματικότητες και θα αποτελέσει ανάχωμα στις καταρρέουσες βεβαιότητες της απασχόλησης. Τη συγκεκριμένη συγκυρία η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη διατρέχονται από ένα διπλό έλλειμμα διακυβέρνησης. Αφενός δεν υφίσταται κυριαρχική ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική αφού αυτή προσκρούει στο όνομα και την καθ’ύλην αρμοδιότητα της

εθνικής κυριαρχίας και αφετέρου είτε λόγω αρνητικών εξωτερικοτήτων (παγκοσμιοποίηση ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση) είτε λόγω μεταβίβασης εξουσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι δυνατότητες των εθνικών κυβερνήσεων έχουν αποδυναμωθεί με θύμα της διπλής ασθενούς διακυβέρνησης το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Πρότυπο και τον κεντρικό πυρήνα του, το κοινωνικό κράτος..

Το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος

Η

θεσμική εμπέδωση και η ταχεία ποσοτική μεγέθυνση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, όπως σημειώνεται ειδικότερα κατά τη διάρκεια της αποκαλούμενης «χρυσής εποχής» (1945-1975) των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών υπήρξε το αίτιο και το αιτιατό των εξαιρετικά ευνοϊκών οικονομικών και ιστορικών συνθηκών που επικράτησαν τη δεδομένη

περίοδο. Η ταχύρυθμη οικονομική μεγέθυνση σε συνδυασμό με τη φυσική πληθυσμιακή αύξηση, την αύξηση του εργατικού δυναμικού και την ελεγχόμενη απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, είχε ως συνέπεια αφενός την ανάπτυξη των θεσμών του κοινωνικού κράτους και αφετέρου τη μικρότερη επιβάρυνση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας, επιτρέποντας τη συγκράτηση των σχετικών κοινωνικών δαπανών κατά τρόπο ώστε να ευνοηθεί η κατανομή δημόσιων δαπανών σε οικονομικώς αποδοτικότερες λειτουργίες του κοινωνικού κράτους (Κουτσιαράς 2007). Με τη συνδρομή της σταθεροποιητικής και ενισχυτικής σχέσης μεταξύ της οικονομικής μεγέθυνσης και της αναδιανομής του εισοδήματος, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος αναπτύχθηκε στη βάση των αρχών της κοινωνικής ισότητας, της επιμεριστικής δικαιοσύνης και του στόχου της πλήρους απασχόλησης κατευθυνόμενο στην παροχή δημόσιων αγαθών και συλλογικής ασφάλισης των ατόμων έναντι κοινωνικών ή άλλων κινδύνων. Η συγκρότηση του Ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου, αναγνωρίζοντας το εκτενές των ετερόκλιτων εθνικών πραγματικοτήτων δύναται να θεωρηθεί ότι βασίζεται σε ένα σώμα αξιών που ενστερνίζεται η πλειονότητα των κρατών κυρίως κέντρο-και βόρειο- ευρωπαϊκών κρατών και αφορά τη διαχείριση της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής με ιδιαίτερο ρόλο να επιφυλάσσεται στην τελευταία. Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΜΙ ΛΩΝ ΤΑ Σ ΓΙ Α ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ας του 1970 και η κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods σηματοδότησαν μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού, νομισματικής αστάθειας και ανάσχεσης των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών που αφενός κατέδειξε την αναποτελεσματικότητα των κεϋνσιανών στρατηγικών διαχείρισης της ζήτησης (Scharpf 2000) και αφετέρου πυροδότησε συζητήσεις για τον επαναπροσδιορισμό του ρόλο του κοινωνικού κράτους, τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών και την ευθυγράμμιση των κοινωνικών προγραμμάτων με τις συνθήκες των αγορών εργασίας. Στο τέλος της δεκαετίας έγινε φανερό ότι η παραπάνω συνολική «κρίση» δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο εξωτερικών δυναμικά εξελισσόμενων καταστάσεων αλλά τα ευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας έπεφταν θύματα της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού και της μετάβασης στη μεταβιομηχανική εποχή. Η μετακίνηση στην εποχή της μόνιμης λιτότητας που περιγράφουν οι Pierson (1998) και Taylor –Gooby (2002) χαρακτηρίζεται από μια συστηματική αντιμετώπιση εκ μέρους του κοινωνικού κράτους μια σειράς νέων κοινωνικών, οικονομικών περιορισμών και κινδύνων ως αποτέλεσμα τόσο πιέσεων από το εξωτερικό περιβάλλον (παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση), όσο και εγχώριων αλλαγών στο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον (δημογραφικοί μετασχηματισμοί, τριτογενοποίηση της οικονομίας).

Παγκοσμιοποίηση

Μ

ελετώντας τις οικονομικές πτυχές της παγκοσμιοποίησης ήτοι διεθνής ολοκλήρωση των αγορών και διεθνοποίηση της παραγωγής (Genschel 2004: 616; Huber and Stephens 2005: 609–12) και τις επιπτώσεις τους ως βασικής αιτίας ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και δυσλειτουργίας των αγορών εργασίας, οφείλουμε να είμαστε προσεχτικοί λόγω της ιδιαίτερης ερμηνευτικής έλξης που ασκεί η έννοια της παγκοσμιοποίησης σε όλο το ιδεολογικό φάσμα. Αναμφίβολα, η παγκοσμιοποίηση με τα νέα οικονομικά δεδομένα που έφερε έθεσε περιορισμούς στη λειτουργική διαχείριση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Η ανάδυση των παράκτιων αγορών κεφαλαίου συρρίκνωσε τον κυβερνητικό έλεγχο στην εθνική φορολογική βάση, ενώ το άνοιγμα των επιχειρήσεων στο διεθνές περιβάλλον κατέστησε τις εθνικές κυβερνήσεις ευάλωτες στα κόστη των εκάστοτε κοινωνικών ρυθμίσεων. Τα παραπάνω αφενός αποδυναμώνουν την ικανότητα των κυβερνήσεων να ελέγχουν αποτελεσματικά την οικονομία και την αγορά εργασίας και αφετέρου μειώνουν τις πιθανότητες για επίτευξη κοινωνικού consensus και οικονομικής ανταγωνιστικότητας (Ferrera 2008). Η λαθεμένη κρατική διαχείριση παρέμβασης δύναται να επιφέρει απώλειες ανταγωνιστικότητας με αρνητικές συνέπειες στο μέγεθος της ανεργίας, ενώ η μη κοινωνική προστασία των κατηγοριών πληθυσμού που υφίσταται τις συνέπειες της εξωστρέφειας προκαλεί την απώλεια πολιτικής και κοινωνικής «νομιμοποίησης των αποφάσεων διαχείρισης» (Scharpf 2000). Οι κυβερνήσεις επιχειρούν να αντιμετωπίσουν τις ανταγωνιστικές πιέσεις με μετατόπιση της χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας από τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές στους φόρους επί της κατανάλωσης και του εισοδήματος. Ωστόσο τέτοιες πολιτικές επηρεάζουν τις προοπτικές της απασχόλησης και συνακολούθως προκαλούν αιτήματα για νέες παροχές πυροδοτώντας ένα φαύλο κύκλο ανατροφοδοτούμενης αστάθειας. Η απαισιόδοξη ανάγνωση της παγκοσμιοποίησης αμφισβητείται εντό-

27

νως κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες (Boyer and Drache 1996, Evans 1997, Leibfried and Rieger 1998, Weiss 1998, Rhodes 2002, Castles 2004). Μελέτες βασισμένες στα εμπειρικά δεδομένα των μεταβολών των κοινωνικών δαπανών στις χώρες του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης1 θεωρούν ότι, ναι μεν υφίσταται οι παραπάνω οικονομικές μεταβολές, ωστόσο τα κράτη ως αντιστάθμισμα έχουν αναπτύξει εργαλεία προσέλκυσης του κινητού κεφαλαίου εκτιμώντας ότι οι εγχώριοι θεσμοί, τα εθνικά συστήματα πολιτικής οικονομίας και οι εμπεδωμένες βιομηχανικές σχέσεις κατά κάποιο τρόπο «διυλίζουν» τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. (Ferrera 2008).

Η ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση

Η

έναρξη του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης στηρίχτηκε στο συμβιβασμό-καταμερισμό έργου ‘Smith abroad, Keynes at home’σύμφωνα με τον οποίο η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στόχευε στη δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων ανοιχτής αγοράς (market making), ενώ η κοινωνική πολιτική που διόρθωνε και τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις της αγοράς (market correcting) παρέμενε στη σφαίρα της κρατικής αρμοδιότητας. H ανεπάρκεια των μέσων κεϋνσιανού χαρακτήρα τόνωσης της ζήτησης κατά τη διάρκεια των πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του 1970 καθώς και τα θεσμικά άλματα της εγκαθίδρυσης της ενιαίας αγοράς με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) και της προώθησης του ενοποιητικού εγχειρήματος με την Οικο1  Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι 15 πιο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ) αύξησαν ελαφρώς το επίπεδο των δαπανών κοινωνικής προστασίας ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 27% σε 27,8% μεταξύ 2000 και 2005, δηλαδή σε μία πενταετία άνθησης της παγκοσμιοποίησης).


28

ΜΙ ΛΩΝ ΤΑ Σ ΓΙ Α ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

νομική και Νομισματική Ένωση (1992) μετέβαλαν τις θεσμικές ισορροπίες, τις ιδεολογικές αναζητήσεις και τις πολιτικές στοχεύσεις. Αποτελεσματικές αγορές εργασίας σε περιβάλλον ολοκληρωμένων οικονομικώς αγορών με ενιαίο νόμισμα δεν τίθενται ως ζητήματα πολιτικής στο πλαίσιο ενός αποκλειστικά εθνικού θεματολογίου. Οι Streeck (1995) και Scharpf (1999,2001) συμφωνούν ότι η εγκαθίδρυση της ενιαίας αγοράς και η ΟΝΕ απελευθέρωσαν μια δυναμική άνισης ανάπτυξης ανάμεσα στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές της Ένωσης, με αποτέλεσμα η διάσταση της θετικής ολοκλήρωσης να υπολείπεται της λογικής της αγοράς (κατάργηση φραγμών, ανόθευτος ανταγωνισμός (Scharpf, 1999:50-52). Η ΟΝΕ, η απώλεια διαχείρισης της νομισματικής πολιτικής και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί του Συμφώνου Σταθερότητας είχαν ως επίπτωση τα κράτη μέλη να περιορίσουν τις δυνατότητές διατήρησης των υψηλών επιπέδων κοινωνικής προστασίας. Οι διατάξεις της κοινοτικής έννομης τάξης περιόρισαν την ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να επηρεάσουν την ανάπτυξη και την απασχόληση στις εθνικές οικονομίες για την επίδοση των οποίων είναι πολιτικά υπόλογες (Scharpf 2002:648) Η παραπάνω αλήθεια αν και δεν αμφισβητείται, δυο επισημάνσεις χρήζουν προσοχής: πρώτον η δημοσιονομική πειθαρχία που επιβλήθηκε και η συνακόλουθη δημοσιονομική εξυγίανση λειτούργησαν ως επιταχυντές μιας διαδικασίας ανασχεδιασμού και αλλαγών στο κοινωνικό κράτος που επέβαλλαν οι σύγχρονες προκλήσεις είτε εσωτερικές είτε εξωτερικές και που σε καμία περίπτωση δεν συναρτώνται μονοσήμαντα με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (Ferrera and Rhodes 2000).2 2  Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ύπαρξη των Κοινωνικών Συμφώνων που έδωσε την ευκαιρία για συνολικές επαναδιαπραγματεύσεις τόσο για

Δεύτερον, η θετική συσχέτιση των αγορών εργασίας της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής και η ανεπτυγμένη αλληλεξάρτηση των κρατών μελών κυρίως αυτών που υπάγονται στην ενιαία αγορά αλλά και στη κοινή νομισματική ζώνη επιβάλλουν αναθεώρηση των μέσων της παραδοσιακής κοινωνικής πολιτικής. Η μετάβαση σε πολιτικές απασχόλησης ενεργητικού χαρακτήρα, ναι μεν μετασχηματίζουν το κοινωνικό κράτος και υιοθετούν τα οικονομικά της προσφοράς, ωστόσο ανταποκρίνονται καλύτερα σε δύο σημεία αφενός οι συνθήκες υψηλής απασχόλησης δυνάμει εξασφαλίζουν και ισχυρότερη «κοινωνική ισότητα» και άρα διατηρήσιμα κοινωνικά πρότυπα προστασίας και αφετέρου ένα σύστημα πολιτικών απασχόλησης και προστασίας με εμμονές σε αρτιοσκληρωτικά εργαλεία πολιτικής αποκομμένο από το οικονομικό σύστημα που το στηρίζει όχι μόνο θα αποτελέσει τροχοπέδη ανάπτυξης, αλλά θα θέσει σε κίνδυνο δύο κρίσιμες πολιτικές για τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος, αυτή της ενιαίας αγοράς και της νομισματικής ένωσης (Sapir 2006) που αποτελούν και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ευρώπης.

Οι μεταβιομηχανικές αγορές εργασίας

Ο

α τελευταία τριάντα χρόνια οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βίωσαν μια ταχύτατη μετάβαση σε μια μεταβιομηχανική τάξη πραγμάτων με τρία βασικά χαρακτηριστικά: την ιδιαίτερη ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα της παραγωγής (υπηρεσίες), τις δημογραφικές αλλαγές και το μετασχηματισμό των οικογενειακών δομών.

ι Iversen και Wren θεωρούν την τριτογενοποίηση της οικονομίας (tertiarisation) και την αποβιομηχάνιση (deindustrialization) ως τη δεύτερη σε συχνότητα αναφορών για τις αλλαγές στις αγορές εργασίας μετά την παγκοσμιοποίηση (Iversen and Wren , 1998). Tο 1960 το 60% του εργατικού δυναμικού των χωρών του ΟΟΣΑ απασχολούνταν στους τομείς της γεωργίας και της βιομηχανίας, ενώ 35 χρόνια αργότερα το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο μισό (Iversen Cusack, 1998). Η ανάδυση του τομέα των υπηρεσιών μετασχημάτισε την αγορά εργασίας για τέσσερις κυρίως λόγους: πρώτον, η αύξηση της παραγωγικότητας επιτυγχάνεται πιο δύσκολα σε σχέση με τη βιομηχανική παραγωγή 3 (Esping Andersen 1999), δεύτερον, ο τομέας των υπηρεσιών τείνει να ευνοεί τη ζήτηση εργασίας για τους υψηλά καταρτισμένους ή τους ανειδίκευτους προσφέροντας λιγότερες ευκαιρίες απασχόλησης για τους εξειδικευμένους μεσαίας κλίμακας (Olin Wright, 2003), τρίτον, η εξειδίκευση σε μια δραστηριότητα υπηρεσιών δεν μπορεί να μεταφερθεί σε άλλη με αποτέλεσμα εργαζόμενοι με ξεπερασμένες δεξιότητες να αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους εργασιακού αποκλεισμού (Iversen Cusack, 1998) και τέταρτον άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι η διασπορά άτυπων και ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Η νέα οικονομία των υπηρεσιών αδυνατεί να δώσει αποτελεσματικές

προσαρμογές της κοινωνικής ασφάλισης, της απορύθμισης των αγορών εργασίας όσο και για τα οφέλη της νομισματικής ενοποίησης και τις επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό (Pochet 1999)

3  Στην βιομηχανική παραγωγή ένας συνδυασμός μισθολογικών αυξήσεων και μείωσης της τιμής των προσφερόμενων προϊόντων μπορούν να προκαλέσουν αύξηση της ζήτησης και συνεπώς δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης κάτι που δεν ισχύει στην οικονομία των του τριτογενούς τομέα.

Εσωτερικές προκλήσεις

Τ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΜΙ ΛΩΝ ΤΑ Σ ΓΙ Α ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ και ταυτόχρονες λύσεις στις βασικές στοχεύσεις του κοινωνικού κράτους ήτοι απασχόληση, δημοσιονομική πειθαρχία και υψηλά επίπεδα κοινωνικής ισότητας σε όρους απασχόλησης. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί της ΟΝΕ και του Συμφώνου Σταθερότητας θέτουν όρια στις εθνικές πολιτικές μετατρέποντας τις παραπάνω τρεις στοχεύσεις σε δίλημμα», απασχόληση έστω με δυσμενείς όρους ή κοινωνική ισότητα σε όρους απασχόλησης.(;)

Δημογραφικές αλλαγές

Ο

ι δημογραφικές αλλαγές συνδέονται με αυξημένα ποσοστά μακροζωίας και με μειωμένα ποσοστά γεννήσεων. Σε μελλοντικές προβολές του ΟΟΣΑ στην Ένωση των 15 η αναλογία των ανθρώπων άνω των 65 θα ανέλθει στο 54,4% έως το έτος 2030. Ο συνδυασμός αυτός έχει δυο καίριες επιπτώσεις στην αγορά εργασίας αφενός, προκαλεί αυξημένες ανάγκες εργατικού δυναμικού που καλύπτεται είτε από μεταναστευτικές ροές είτε με παράταση του εργασιακού βίου ή με αυξημένα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και αφετέρου ο πλούτος που παράγεται από τους εργαζομένους χρηματοδοτεί κοινωνικές ανάγκες μιας ολοένα και μεγαλύτερης μερίδας μη ενεργού πληθυσμού θέτοντας ζητήματα άνισης διαγενεακής μεταφοράς πόρων. (Esping Andersen 2002).

Μετασχηματισμός των οικογενειακών δομών

Η

αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών και των διαζυγίων, τα μειωμένα επίπεδα γεννητικότητας που συνδέονται με την ελεύθερη επιλογή της γυναίκας να επιλέξει τη μητρότητα και τα αυξημένα επίπεδα μόρφωσης των τελευταίων είχαν ως ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

αποτέλεσμα αφενός να αλλάξει το οικογενειακό πρότυπο των δυτικοευρωπαϊκών οικογενειών και αφετέρου να αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας (Οrloff 2006). Άμεση επίπτωση των παραπάνω είναι η επέκταση άτυπων μορφών εργασίας, αιτήματα για ισότητα στους εργασιακούς χώρους και αυξημένες ανάγκες για υπηρεσίες που συνδέονται με παροχή βοήθειας στους γονείς για την εκπαίδευση και τη φύλαξη των μικρών παιδιών.

Η αναγκαιότητα μιας κοινωνικής Ευρωπαϊκής Ένωσης

Μ

ια δεύτερη ανάγνωση των εξωτερικών προκλήσεων και εσωτερικών πιέσεων πέρα από το προφανές της ανάγκης των μεταρρυθμίσεων ως αντικείμενο εθνικών πρωτοβουλιών και άρα ετερόκλιτων δράσεων ώστε να συνεχιστεί η θετική σύνδεση οικονομικής και κοινωνικής διάστασης αποκαλύπτει την ανάγκη για μια αναλυτική προσέγγιση που θα προσμετρήσει τις αθροιστικές επιδράσεις των κοινωνικών πραγματικοτήτων ευνοώντας μια διακριτική αλλά ουσιαστική παρουσία της Ένωσης. Μια πιο κοινωνική Ευρωπαϊκή Ένωση καθίσταται αναγκαία για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, η ανάγκη για μια δικαιότερη κατανομή ευκαιριών με άξονα την εκπαίδευση και την κατάρτιση ανάμεσα στους ευρωπαίους πολίτες αποτελεί sine qua non προϋπόθεση προκειμένου να καταστεί εφικτός ο στόχος του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση περί προώθησης της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Η ευρωπαϊκή και η εθνική εμπειρία έχει δείξει ότι από μόνη της η διάχυση του οικονομικού αποτελέσματος στο κοινωνικό πεδίο δεν ισχύει. Η αξιολογική και η θεσμική εμπλαισίωση της

29

οικονομικής μεγέθυνσης ευ ειδε οίδη ενωσιακού κοινωνικού θεματολογίου με τα στοιχεία της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ασφάλειας και της προστασίας που αποτελούν κοινή κληρονομιά ενός ευρωπαϊκού αξιακού κοινωνικού πολιτισμού κρίνεται απαραίτητη. Αν και η καθ’ύλην αρμοδιότητα της κοινωνικής πολιτικής είναι εθνική, η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε άμεση μέσω νομοθετικών παρεμβάσεων είτε έμμεση μέσω καινοτόμων εργαλειακών προσεγγίσεων όπως η Στρατηγική της Λισσαβόνας που διαμορφώνει μια κοινή πλατφόρμα ιδεών και μέσων κρίνεται σκόπιμη στο μέτρο που οι ανάγκες και οι προσδοκίες των ευρωπαϊκών κοινωνιών αναμετρώνται με κοινές προκλήσεις και ευνοούν ευρωπαϊκές λύσεις. Δεύτερον, το κοινωνικό σύστημα προστασίας δεν λειτουργεί αποκομμένο από το οικονομικό σύστημα που το στηρίζει, αλλά βρίσκεται σε άρρηκτη σύνδεση με αυτό. Μια πιο κοινωνική Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απαραίτητη στο βαθμό που στηρίζει τους δύο βασικούς πυλώνες της ευρωπαϊκής οικονομίας, την ενιαία αγορά και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγισε ότι η ενιαία αγορά την περίοδο 1992-2006 προσέθεσε 2,25% στο ΑΕΠ των 25 και δημιούργησε 2,75 εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης. Μια πιο κοινωνική Ευρωπαϊκή Ένωση σεβόμενη την αρχή της επικουρικότητας λειτουργεί διττά: πρώτον, διευκολύνει τις μεταρρυθμίσεις στο κοινωνικό πεδίο κατά τρόπο που αποδεσμεύει τη δυναμική του οικονομικού παρέχοντας τα οφέλη της ενιαίας αγοράς και τα πλεονεκτήματα του κοινού νομίσματος στους ευρωπαίους πολίτες, διαλύοντας το φόβο του «Πολωνού υδραυλικού», αυξάνοντας την παραγωγικότητα και προσθέτοντας νέες θέσεις απασχόλησης (Sapir 2006) και δεύτερον, προσφέρει μια «ασφάλεια» ευκαιριών στη λογική της


30

ΜΙ ΛΩΝ ΤΑ Σ ΓΙ Α ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

κοινωνικής δικαιοσύνης καθιστώντας ισχυρότερη την «κοινωνική ισότητα», ενώ ταυτοχρόνως απελευθερώνει και ενθαρρύνει τους πολίτες να καινοτομούν και να επιχειρούν συμβάλλοντας στην παραγόμενη προστιθέμενη αξία (Giddens 2005). Αφενός αναδεικνύεται η κοινωνική πολιτική ως παραγωγικός συντελεστής που εμφορείται από τα στοιχεία της κοινωνικής ισότητας και της αποτελεσματικότητας και αφετέρου αναδύεται η ιδέα ότι όχι μόνο δεν υφίσταται αρνητική συσχέτιση μεταξύ υψηλού επιπέδου κοινωνικής πολιτικής και οικονομικής μεγέθυνσης αλλά τουναντίον το κόστος ευκαιρίας μη λήψης μέτρων κοινωνικής πολιτικής καθίσταται ιδιαιτέρως υψηλό και επιβαρυντικό για τις επιδόσεις της οικονομίας. Τρίτον, η επίτευξη μιας πιο κοινωνικής Ε.Ε καθίσταται αναγκαία αφενός λειτουργικά και αφετέρου νομιμοποιητικά. Λειτουργικά θα επιφέρει την ισορροπία σε αυτό που ο Scharpf περιέγραψε ως επικάλυψη της οικονομικής ολοκλήρωσης επί των θεμάτων κοινωνικής προστασίας (Scharpf 1999) και νομιμοποιητικά με την αντιστροφή της εικόνας των πολιτών για την Ένωση ως μιας γραφειοκρατικής οντότητας αποξενωμένης από τις ανάγκες των πολιτών. Μια πιο κοινωνική Ένωση θα δώσει την απαραίτητη λαϊκή δυναμική νομιμοποίησης για το ενοποιητικό εγχείρημα και θα καταστήσει τα ξενοφοβικά αιτήματα και τα νέο- προστατευτισμού ιδεολογήματα άκυρα.

Πεδία δυνητικής δράσης

Η

παρουσία της Ένωσης με δεδομένες τις ουσιαστικές διαφοροποιήσεις των εθνικών συστημάτων κοινωνικής προστασίας δεν μπορεί ούτε πρέπει να υποκαταστήσει τις εθνικές αρμοδιότητες. Η Ένωση θα πρέπει αφενός να λειτουργήσει ως εξωτερικός καταλύτης διευ-

κόλυνσης των αναγκαίων αλλαγών και αφετέρου ως αξιόπιστος υπερασπιστής συλλογικών συμφερόντων και αξιών αποτόκων ενός αξιακού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το πλαίσιο δράσης της Ένωσης θα πρέπει να εξυπηρετεί αφενός την τριπλή αναγκαιότητα κοινωνική δικαιοσύνη, αποτελεσματικότητα, νομιμοποίηση και αφετέρου τη διαμόρφωση δεσμών των πολιτών της Ένωσης με την τελευταία. Υπό αυτές τις συνθήκες η πρόταση του Μ. Ferrera (2005) για μια δέσμη βασικών κοινών προτύπων ισχυόντων σε όλη την ενωσιακή επικράτεια συμπεριλαμβανομένων ρυθμιστικών και διακυβερνητικών προαπαιτουμένων που θα επιτρέπουν την αμοιβαία αναγνώριση των «καθεστώτων» κοινωνικής πολιτικής και απασχόλησης στο σύνολο των κρατών μελών δύναται να θεωρηθεί πρακτικά βιώσιμη στο βαθμό που συνάδει με τις αρχές της επικουρικότητας και τις υπάρχουσες διακρατικές διαφορές. Η πρόταση αυτή διατρέχεται από τη λογική ότι χωρίς διαδικασίες που διασφαλίζουν κοινά προαπαιτούμενα και δομούν αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι αδύνατη η αντίστοιχη αμοιβαία αναγνώριση. Προεκτείνοντας τη σκέψη του Ferrera μπορούμε να εντοπίσουμε δύο βασικά πεδία που η δέσμη των προτύπων μπορεί να μετουσιωθεί σε μια ουσιαστική Ενωσιακή παρουσία: Πρώτον, στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας της κοινωνικής πολιτικής. Δεν είναι ούτε το κοινωνικό κράτος παρωχημένο ούτε η έννοια της κοινωνικής πολιτικής ξεπερασμένη. Η κοινωνική συνοχή και η αλληλεγγύη θα πρέπει να εξακολουθούν να λειτουργούν ως συνδετικός αρμός στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό που χρειάζεται είναι η αναδιοργάνωση της κοινωνικής πολιτικής ώστε να ανταποκρίνεται στις μεταβιομηχανικές συνθήκες. Χρειάζεται η ανανέωση του θεωρητικού υπό-

βαθρου, σε δύο επίπεδα: πρώτον, της ανανοηματοδότησης των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής προστασίας και δεύτερον ο επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου της κρατικής παρέμβασης στη βάση μιας επανεξέτασης της αρχής της επικουρικότητας. Η Ένωση έχοντας το πλεονέκτημα της κατανόησης της αθροιστικής επίδρασης των διαφόρων μεταβλητών επί της κοινωνικής πραγματικότητας οφείλει να ανανοηματοδοτήσει την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης κατά Rawls εισάγοντας σε αυτή την κοινωνική ισότητα των ευκαιριών, προτρέποντας το κοινωνικό κράτος να μετατραπεί σε κράτος ενεργών κοινωνικών επενδύσεων που βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις εξελισσόμενες πραγματικότητες. Μέσα στα κείμενά της, στις πρωτοβουλίες της όπως αυτή της Κοινωνικής Ατζέντας και στις δράσεις συγκεκριμένων θεσμών και οργανισμών (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, Ευρωπαϊκό Ταμείο Προσαρμογής για την Παγκοσμιοποίηση) οφείλει να εμπνεύσει και να παράξει αποτελεσματικά. Τα κράτη μέλη οφείλουν στο μέτρο του δυνατού να καταλάβουν το αλληλένδετο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και το διαφαινόμενο αδιέξοδο του ισχύοντος καταμερισμού εργασίας Ένωσης και κρατών στο κοινωνικό πεδίο αναθεωρώντας τις διαστάσεις της επικουρικότητας. Δεύτερον, στο πεδίο της πολιτικής μεθοδολογίας και των εργαλείων πολιτικής. Με δεδομένη τη διαφορετικότητα στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και δη στην απασχόληση, η επιλογή των εργαλείων διακυβέρνησης διαδραματίζει τεράστιο ρόλο. Σήμερα η Ένωση όλο και απομακρύνεται από κλασσικές προσεγγίσεις διακυβέρνησης4 με 4  Για μια αναλυτική παρουσίαση ορισμών και μεθόδων διακυβέρνησης βλέπε Rhodes, R. A. W (2000), Governance and Public Administration, in J.Piere (ed.), Debating Governance Authority, Steering and Democracy, Oxford: Oxford University Press, pp.55-63. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΜΙ ΛΩΝ ΤΑ Σ ΓΙ Α ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ προσδιορισμένο κέντρο αποφάσεων, ιεραρχική δομή, συγκεκριμένους εκτελεστικούς μηχανισμούς, εποπτεία και επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις παραβίασης νομοθετικού κεκτημένου και ευνοεί διακυβερνητικές μεθόδους που συγκροτούν πολυαρχικά δικτυακά λειτουργικά «καθεστώτα» με διαφορετικά κέντρα αντανακλώντας τις αρχές της ευελιξίας, της επικουρικότητας, της διαφορετικότητας και της αποκέντρωσης. Η κοινωνική θεματική σαφέστατα διευκολύνεται ως προς τη λειτουργικότητα της από τη δεύτερη επιλογή. Η Ανοιχτή Μέθοδος Συντονισμού που αναπτύσσεται στο πεδίο της Απασχόλησης, της Κοινωνικής Ενσωμάτωσης αντανακλά ακριβώς τη λογική της πλουραλιστικής διακυβέρνησης με έντονο τον πειραματικό χαρακτήρα της διδαχής μέσα από συγκριτικές επιδόσεις προγραμμάτων. Ωστόσο η αλληλοδιδακτική μέθοδος, η εξέταση από ομοτίμους και ο «χαλαρός» συντονισμός έχουν όρια αποτελεσματικότητας και πόρρω απέχουν τα μέχρι τώρα αποτελέσματα από το να θεωρηθούν ικανοποιητικά, αφού αφενός ο εθελοντικός χαρακτήρας δεν ευνοεί την νομιμοποίηση και αφετέρου είναι δύσκολο να πετύχεις ταυτοχρόνως πειθαρχία και ευελιξία. Η υιοθετούμενη μεθοδολογία της ευελισφάλειας (flexicurity) ως οδηγός για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αποτελεί ένα παράδειγμα νέας μεθοδολογίας που επιχειρεί να μεταφέρει την πετυχημένη εμπειρία της Σκανδιναβίας στην υπόλοιπή Ένωση το αν θα επιτευχθεί ή όχι ο χρόνος θα δείξει ωστόσο η εμπειρία αποτελεί κεφάλαιο. Στο κλίμα αυτό προτείνεται η πρόσθεση ενός κοινωνικού κεφαλαίου στις Ολοκληρωμένες Κατευθύνσεις μαζί με τις κατευθυντήριες γραμμές της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης ως οδηγός των μεταρρυθμίσεων (Zeitlin 2008:442), η ενίσχυση της θέσπισης ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών εν είδει ήπιας συΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

γκριτικής αξιολόγησης και η σύνδεσή τους με χρηματοοικονομικά κίνητρα – ήδη γίνεται στο πεδίο της απασχόλησης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης – αναφέρεται συχνά ως βελτιωτικού χαρακτήρα πρόταση (Τσούκαλης, 2007), ενώ τέλος ο Scharpf προκειμένου αφενός να εξισορροπηθεί το έλλειμμα δεσμευτικότητας μεταξύ των ρυθμίσεων που διέπουν την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική και των κανόνων οικονομικής ολοκλήρωσης και αφετέρου να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι εθνικές ιδιαιτερότητες προτείνει το συνδυασμό διαφοροποιημένων οδηγιών-πλαίσιο που θα απευθύνονται σε υποσύνολα των κρατών μελών με τη χρήση της ΑΜΣ στις ομάδες που χαρακτηρίζονται από ομοειδείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες (συνδυασμός κοινοτικής δικαιικής διάστασης στη λογική της διαφορετικότητας) (Scharpf 2002). Η κοινωνική πραγματικότητα στην Ευρώπη μεταλλάσσεται και το ευρωπαϊκό πρότυπο κοινωνικής προστασίας οφείλει να προσαρμοσθεί. Ο παλιός καταμερισμός έργου οδηγεί σε αδιέξοδο, αν θέλουμε να συνεχιστεί η θετική συνάρτηση οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής ανάπτυξης θα πρέπει να ξεπεράσουμε ανώφελους δογματισμούς και να καταστήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση μέρος ενός παιγνίου θετικού αθροίσματος προς όφελος πρωτίστως των πολιτών της.

Βιβλιογραφία André Sapir, (2006) ‘Globalization and the Reform of European Social Models’, Journal of Common Market Studies, vol.44, no 2, pp.376-381 Boyer R. and D. Drache (1996). ‘States against Markets: the Limits of Globalization’. London: Routledge Castles, Francis G. (2004) ‘The Future of the Welfare State: Crisis Myths and Crisis Realities’,

31

Oxford: Oxford University Press Esping-Andersen, Gösta (1999). ‘Social Foundations of Postindustrial Economies.’ Oxford and New York: Oxford University Press. Esping-Andersen, Gösta, Duncan Gallie, Anton Hemerijck and John Myers (2002). ‘Why We Need a New Welfare State.’ Oxford and New York: Oxford University Press. Evans, P. (1997). ‘The Eclips of the State? Reflections on Stateness in an Era of Globalization’, Wold Politics, 50: 62-87. Ferrera, M. and M. Rhodes (eds.) (2000), Recasting European Welfare States, London, Frank Cass; Ferrera, Μ (2005) The Boundaries of Welfare: European Integration and the New Spatial Politics of Social Protection. Oxford, Oxford University Press, 2005 Ferrera, Maurizio (2008) ‘The European Welfare State: Golden Achievements, Silver Prospects’, West European Politics, 31:1, 82 — 107 Genschel, Philip (2004). ‘Globalization and the Welfare State: A Retrospective’, Journal of European Public Policy, 11:4, 613–36 Giddens, A. (2005), ‘Debating the social model: Thoughts and suggestions’, in The Hampton Court Agenda:A Social Model for Europe, Policy Network, London, pp.95–150 Huber, Evelyn, and John Stephens (2005). ‘State Economic and Social Policy in Global Capitalism’, in Thomas Janoski et al. (eds.), The Handbook of Political Sociology: States, Civil Societies, and Globalization. Cambridge: Cambridge University Press, 607–29. Iversen, Torben and Anne Wren (1998). ‘Equality, Employment and Budgetary Restraint: The Trilemma of the Service Economy’, World Politics 50 (July): 507-546. Iversen, Torben and Thomas R. Cusack (1998). ‘The Causes of Welfare State Expansion: Deindustrialization or Globalization?’, WZB discussion paper FS I 98-304. Leibfried Stefan and Elmar Rieger (1998). ‘Welfare Limits to Globalization’, Politics and Society, 26, 4: 363-390.


32 Orloff, Ann Shola (2006), ‘From Maternalism to “employment for all:” State policies to promote women’s employment across the affluent democracies’, In Jonah Levy (ed.). The State after Statism. Cambridge: Harvard University Press. Pierson, Paul (1998). ‘Irresistible Forces, Immovable Objects: PostIndustrial Welfare States Confronting Permanent Austerity’. Journal of European Public Policy, 5:4, 539–60. Pochet, P. (ed.) (1999), ‘Monetary Union and Collective Bargaining in Europe’, Frankfurt/M, P.I.E. – Peter Lang; Rhodes, Martin (2002). ‘Globalization and the West European Welfare State: A critical Review of Recent Debates’, Journal of European Social Policy 6(4): 305-327 Scharpf, F. W. (1999), ‘Governing in Europe: Effective and Democratic?’ Oxford: Oxford University Press 1999; Scharpf, F.W. (2001), ‘Democratic legitimacy under conditions of regulatory competition: Why Europe differs from the United States, in: K. Nicolaidis and R. Howse (eds.) ‘The Federal Vision – Legitimacy and levels of governance in the United States and the European Union’, Oxford: Oxford University Press, pp. 355374; Scharpf, F.W. (2002), ‘The European Social Model: Coping with the Challenges of Diversity’, in: Journal of Common Market Studies, vol. 40, no. 4, pp.

ΑΦΙΕΡΩΜ Α ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ Θ. Τ Σ ΑΤ ΣΟ 645-670; Scharpf, Fritz (2000). ‘Economic Changes, Vulnerabilities, and Institutional Capabilities’, in Fritz Scharpf and Vivien Schmidt (eds.), Welfare and Work in the Open Economy. Volume I: From Vulnerability to Competitiveness. Oxford: Oxford University Press, 21–124. Streeck, W. (1995). ‘From Market Making to State Building. Reflections on the Political Economy of European Social Policy’, in: S. Leibfried and P. Pierson (eds.) (1995), Taylor-Gooby, Peter (2002). ‘The Silver Age of the Welfare State. Perspectives on Resilience’, Journal of Social Policy, 31:4, 597–621. Weiss, L. (1998). ‘The myth of the powerless state’. Cambridge and New York: Cambridge University Press Wright, Erik Olin and Rachel Dwyer (2003). ‘The patterns of job expansions in the USA: a comparison of the 1960s and 1990s’, Socioeconomic Review 1: 289-325. Zeitlin, J. ‘JCMS Symposium: EU Governance After Lisbon, JCMS 2008 Volume 46. Number 2. pp. 413–450 Κουτσιαράς, Νίκος (2007), ‘Η ανάπτυξη, η αμφισβήτηση και η μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους: “Is the economy stupid!”’, ELIAMEP, Occasional Paper, 07.01 Τσούκαλης, Λουκάς (2007), ‘Global, Social and Political Europe’, ELIAMEP, Occasional Paper, 07.04

Δημόσιος Έπαινος (Laudatio) στον Καθηγητή Δημήτρη Θ. Τσάτσο για την Ανακήρυξη του σε Επίτιμο Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης του Κώστα Α. Λάβδα,

Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης και Καθηγητή στην Έδρα «Κωνσταντίνος Καραμανλής» του Πανεπιστημίου Tufts της Βοστώνης (ΗΠΑ).

Ό

ταν μου ζητήθηκε από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης να απευθύνω τον καθιερωμένο Δημόσιο Έπαινο, τη Laudatio, προς τον Καθηγητή Δημήτρη Τσάτσο αισθάνθηκα την εξαιρετικά μεγάλη ευθύνη και διερωτήθηκα μήπως κάποιος άλλος θα ήταν περισσότερο κατάλληλος για το έργο αυτό. Στη συνέχεια όμως αμβλύνθηκαν κάπως οι επιφυλάξεις μου. Πρώτον διότι μεταφέρθηκαν οι επιφυλάξεις αυτές στον Καθηγητή Τσάτσο και η δική του αντίδραση και επιμονή με έπεισε ότι είχα άδικο. Δεύτερον, διότι μου ήλθε στο μυαλό μια εμπειρία που είχα πρόσφατα στη Μασαχουσέτη, στις ΗΠΑ, με την ανακήρυξη σε Επίτιμο Διδάκτορα ενός διακεκριμένου φιλοσόφου. Ο συνάδελφος που απηύθυνε τον καθιερωμένο Δημόσιο Έπαινο επεσήμανε ότι ισχύει συνήθως η γενίκευση ότι, όσο διαπρεπέστερος είναι ο τιμώμενος, τόσο ελλιπέστερο θα φαίνεται το περιεχόμενο του δημόσιου επαίνου, της Laudatio, που του απευθύνεται με την ευκαιρία της αναγόρευσης. Εφησύχασα, λοιπόν, με τη σκέψη ότι, όταν πρόκειται για τον Δημήτρη Τσάτσο και το έργο του, κάθε Δημόσιος Έπαινος θα φαίνεται, ίσως, ανεπαρκής.

Ι.

Η ανακήρυξη ενός Διδάκτορα επί Τιμή είναι μια εξαιρετική στιγμή για ένα Πανεπιστήμιο. Όταν ένα πανεπιστημιακό τμήμα αποφασίζει να απονείμει την ύψιστη τιμή που έχει την αρμοδιότητα να απευθύνει, τότε αφενός τιμάται το πρόσωπο του Διδάκτορα επί Τιμή, αφετέρου, όμως, τιμάται και το Τμήμα με το οποίο ο διαπρεπής τιμώμενος

αποκτά μιαν ισόβια σχέση, έναν ισόβιο δεσμό. Στο πρόσωπο του Καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου, το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης τιμά σήμερα έναν κορυφαίο ευρωπαίο συνταγματολόγο και πολιτειολόγο. Κατά μείζονα δε λόγο, τιμά έναν ακαδημαϊκό δάσκαλο που αποτελεί κορυφαίο σύγχρονο παράδειγμα μιας κατεξοχήν ευρωπαϊκής

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΑΦΙΕΡΩΜ Α ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ Θ. Τ Σ ΑΤ ΣΟ συνάντησης: της συνάντησης του επιστημονικού πνεύματος και του υπεύθυνου πολιτικού λόγου και της υπεύθυνης πολιτικής πράξης. Πριν εστιαστούμε στο έργο του Καθηγητή Τσάτσου, λίγα λόγια για το διακεκριμένη πορεία του. Ο Καθηγητής Δημήτρης Θ. Τσάτσος είναι ένας από τους διαπρεπέστερους Ευρωπαίους Συνταγματολόγους. Δίδαξε αρχικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης κατά τα έτη 19601969 και υπήρξε συνεργάτης του MaxPlanck-Institut, στον τομέα του Συγκριτικού Δικαίου κατά τα έτη 1964-1965. Εξελέγη υφηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1968, με απαγόρευση διδασκαλίας από το δικτατορικό καθεστώς. Το ίδιο έτος εξελέγη ως Υφηγητής του γερμανικού Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Εξελέγη, επίσης, Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1969, αλλά δεν διορίστηκε επί δικτατορίας. Κατά τη Μεταπολίτευση, ο Δημήτρης Τσάτσος υπήρξε Υφυπουργός Ανωτάτης Παιδείας το 1974 οπότε θεσπίζει την κάθαρση των Πανεπιστημίων από τους συνεργάτες της δικτατορίας και διαμορφώνει τον πρώτο Νόμο-Πλαίσιο για την ανώτατη παιδεία. Ο Καθηγητής Τσάτσος συνέβαλε στη διαμόρφωση του Συντάγματος της χώρας, ως Γενικός Εισηγητής της Μειοψηφίας στην λεγόμενη Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή. Διετέλεσε Ευρωβουλευτής με ιδιαίτερη συμβολή στη θεσμική διαμόρφωση της ενωσιακής Ευρώπης. Το 1995 του απενεμήθη το «Βραβείο Ευρωπαϊκού Πολιτισμού» για τη συμβολή του ως Ευρωβουλευτή και το 2002 ο Μεγαλόσταυρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Υπήρξε εκλεγμένος εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη Διακυβερνητική Διάσκεψη το 2000. Καθηγεσίες του ΔΤ: 1971 στη Βόννη, 1975 στη Θεσσαλονίκη, 1979 στο Χάγκεν και 2003 στο Πανεπιστήμιο Ντίσελντορφ. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

ΙΙ.

Θα ήταν αδύνατο να παρουσιάσω ή έστω να σχολιάσω διεξοδικά το έργο του Δημήτρη Τσάτσου στα χρονικά πλαίσια του παρόντος Δημόσιου Επαίνου. Αυτό που θα επιχειρήσω να κάνω, είναι να αναφερθώ στο έργο του επιλέγοντας ως κύριους άξονες (α) το Σύνταγμα και την Πολιτεία, (β) τα Πολιτικά κόμματα και την Πολιτική Διαδικασία, και (γ) τους θεσμούς, τις αξίες και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Α. Η μεγάλη συμβολή του Καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου αναφέρεται τόσο σε ζητήματα ερμηνείας και θεωρίας του συντάγματος όσο και σε ζητήματα περιεχομένου και εφαρμογών. Η προσέγγιση του Δημήτρη Τσάτσου προτάσσει ένα ερμηνευτικό σχεσιακό υπόδειγμα, βάσει του οποίου η αναζήτηση του κανονιστικού περιεχομένου του συνταγματικού κειμένου οφείλει να λάβει υπόψη το ιστορικό και πολιτικό συγκείμενο (context), που καθίσταται αναπόφευκτο «περιβάλλον» της ερμηνείας. Πράγματι, σύμφωνα με αυτή την άποψη οι συνταγματικοί κανόνες είναι μεν από μορφολογική άποψη σύνολα λεκτικά, όμως από άποψη περιεχομένου είναι σύνολα νοηματικά. Άρα συναρτώνται με τον αναγνώστη, με τον ερμηνευτή. Με αυτή την έννοια, το σύστημα ερμηνείας του Συντάγματος είναι ένα ανοικτό σύστημα, ένα σύστημα το οποίο βρίσκεται σε ένα χώρο δημοσιότητας. Σπεύδω στο σημείο αυτό να επισημάνω ότι η επιλογή αυτή, όπως θα διαπιστώσουμε πιο κάτω, δεν συνεπάγεται απαραίτητα έναν επιστημολογικό ή/και ηθικό σχετικισμό. Για να θυμίσω τη γνωστή ρήση του Karl Mannheim: “Relationismus – kein Relativismus”. Τα ίδια ισχύουν αναφορικά με τη φύση του αξιακού νοήματος, το οποίο τελεί και αυτό σε αέναη ιστορική εκκρεμότητα. Και η φύση αυτή του αξιακού νοήματος, άρα και η αέναη εκκρεμότητα, δεν μεταβάλλονται όταν ένα αξιακό

33

σύστημα γίνεται θεμέλιο μιας έννομης τάξης, όπως θεωρούμε ότι συμβαίνει όταν δεχόμαστε την ερμηνευτική θέση, ότι το Σύνταγμα συνιστά μια αξιακή τάξη. Η φύση αυτή δεν μεταβάλλεται διότι, όταν ένα αξιακό σύστημα γίνεται θεμέλιο μιας έννομης τάξης, τότε η αποδοχή κάποιων αιώνιων αρχών θα προσέκρουε στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αρχή η οποία νοείται, μεταξύ άλλων, και ως αρχή που διασφαλίζει και στις επόμενες γενιές το δικαίωμα νέων αξιακών επιλογών και ανανοηματοδοτήσεων. Βεβαίως, όπως μας θυμίζει ο Καθηγητής Τσάτσος, με τη νομικοποίηση μιας αξιακής αρχής, εισέρχονται στο διοικητικό σύστημα τα συγκρουσιακά ή πάντως διαλεκτικά στοιχεία του αξιακού λόγου, τα οποία και γίνονται έτσι αντικείμενο νομικής ερμηνείας. Πράγματι, με τη νομικοποίηση τους, οι αξίες εισέρχονται στην ιστορική ζωή και αφενός μπορούν να λειτουργήσουν ως θεμέλιο μιας έννομης τάξης, ενώ αφετέρου υφίστανται και τις συνέπειες αυτής της τριβής με την πραγματικότητα, υπόκεινται σε ανανοηματοδότηση, όπως υπόκεινται και στον έλεγχο της έννομης δημοκρατικής τάξης. Σε κάθε όμως περίπτωση, μια εκδοχή σχεσιακής ερμηνείας, η οποία δεν είναι απαραίτητα σχετικιστική, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη χρήση του Συντάγματος ως συντηρητικού αναχώματος απέναντι σε κάθε εξέλιξη. Επιτρέψτε μου να παραθέσω στο σημείο αυτό, ως την απόλυτη ίσως αντίθεση με την προσέγγιση του Τσάτσου, μια χαρακτηριστική και πολύ πρόσφατη ρήση ενός κορυφαίου Αμερικανού νομικού και δικαστή, ο οποίος είναι σήμερα ένα από τα 9 μέλη του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναφέρομαι στον Antonin Scalia, ο οποίος είναι, βέβαια, ένας από τους πλέον συνεπείς (ορισμένοι θα προσέθεταν «και ακραίους») νέοσυντηρητικούς νομικούς στις ΗΠΑ. Ολοκληρώνοντας μια ομιλία του για το


34

ΑΦΙΕΡΩΜ Α ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ Θ. Τ Σ ΑΤ ΣΟ

ζήτημα της συνταγματικής ερμηνείας, και αφού επιχειρεί να αντιπαρατεθεί με την πρώιμη ταξινόμηση του Savigny και άλλων, σε 4 μεθόδους ερμηνείας (γραμματική, λογική, ιστορική, συστηματική), ο Scalia επιτίθεται σε όσους αναζητούν συγκειμενικά εδραιωμένο νόημα και καταλήγει υποστηρίζοντας μια εκδοχή της αρχής του «original meaning» του συνταγματικού κανόνα. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο κείμενο αυτό ο Scalia εκφράζει ανοικτά και μια (συχνά λανθάνουσα) βαθειά συντηρητική αντίληψη για το ρόλο του συντάγματος: “The whole purpose of the Constitution is to prevent a future society from doing what it wants to do”. Πρόκειται, θα έλεγα, για μια ασυνήθιστα σαφή διατύπωση αυτής της προσέγγισης. Αντιλαμβανόμαστε όμως ότι μια συγκειμενική ερμηνευτική προσέγγιση, όπως αυτή που πρεσβεύει ο ΔΤ, είναι σε θέση να τοποθετήσει και αυτή την απόλυτη αντίληψη στη δική της θέση, κατ’ αυτή την έννοια σχετικοποιώντας την. Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να επισημανθεί το εξής: ότι η συγκειμενική και σχεσιακή ερμηνευτική προσέγγιση του Καθηγητή Δημήτρη Τσάτσου δύναται η ίδια να διαθέτει κάποια σημεία αξιολογικής αναφοράς. Από το πρίσμα μάλιστα ενός πολιτικού επιστήμονα, ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανάλυση του ΔΤ για την «προερμηνευτική επιλογή». Πρόκειται για την αναζήτηση ενός καθοριστικού, σε τελική ανάλυση, κριτηρίου ερμηνείας. Ως τέτοιο προτείνεται η αρχή ότι «εν αμφιβολία, ορθότερη είναι η λύση που συμβάλλει στη διαδικασία εκδημοκρατισμού», η οποία «νοηματικά προϋποθέτει την υπέρβαση της αντίθεσης κράτους και κοινωνίας». Μια άλλη χαρακτηριστική πτυχή της κριτικής και συνάμα βαθύτατα πολιτικής οπτικής γωνίας του ΔΤ είναι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται μια προσέγγιση ουσίας στην έννοια του Κράτους Δικαίου: ένα Κράτος Δικαίου οφείλει να

είναι ένα «δίκαιο κράτος», ένα κράτος που εξασφαλίζει μια «ουσιαστικά δίκαιη μεταχείριση του πολίτη». Παράλληλα, και σε ένα διαφορετικό επίπεδο, βασική επιλογή αποτελεί και η θέση ότι ο συνταγματικός κανόνας σήμερα «ερμηνεύεται ως συστατικό στοιχείο όχι μόνο του εθνικού, αλλά και του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού». Η θέση αυτή έχει κρίσιμες συνέπειες σε μια σειρά πεδίων και εφαρμογών. Έτσι, για παράδειγμα, η ίδια η άσκηση της συντακτικής εξουσίας αναφέρεται πλέον σήμερα σε ένα πλέγμα από αξίες και νόρμες που συνθέτουν τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό. Η άσκηση της συντακτικής εξουσίας δε μπορεί να σημαίνει «νομιμοποίηση των όποιων ατομικών ή συλλογικών δικαϊκών αυθαιρεσιών … αλλά εξέλιξη του δικαίου στο πλαίσιο του δημοκρατικού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού». Αυτό, όμως, είναι ένα σημείο στο οποίο θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Β. Ας στραφούμε τώρα, με συντομία και πάλι, στο δεύτερο άξονα, αυτό των πολιτικών κομμάτων και γενικότερα της πολιτικής διαδικασίας. Στην Πολιτειολογία του ΔΤ, το Πολιτικό Σύστημα προσεγγίζεται με ευρεία έννοια, από την άποψη του συνόλου των πολιτικών διαδικασιών και λειτουργιών. Ο Καθηγητής Τσάτσος ορίζει ως Πολιτικό Σύστημα «τη συστηματική οργάνωση θεσμών, πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που διαμορφώνουν την πολιτική βούληση της πολιτείας». Η προσέγγιση αυτή αντανακλάται στην κατεξοχήν πολιτική επιστημολογία την οποία υιοθετεί και στην κατεξοχήν πολιτική θεώρηση των πραγμάτων που προτάσσει ο Δημήτρης Τσάτσος. Στο επιστημολογικό αυτό πλαίσιο, ένα πεδίο στο οποίο έχει ιδιαίτερα συμβάλει ο «Μέντορας των Ελλήνων Συνταγματολόγων», όπως τον αποκάλεσε ο Βασίλειος Σκουρής, ο Έλληνας Δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, είναι

αυτό του δικαίου των πολιτικών κομμάτων. Και έχει συμβάλει ο ΔΤ στο πεδίο αυτό, όπως μας θύμισε ο Καθηγητής Ulrich Battis, με τρόπο αποφασιστικό, τόσο στη Γερμανία όσο και την Ευρώπη γενικότερα. Η καταλυτική συμβολή του στη γερμανική ακαδημαϊκή και πολιτική συζήτηση αφορά σειρά ζητημάτων του δικαίου των κομμάτων, όπως είναι αυτό της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων. Στο πλαίσιο αυτό ο Καθηγητής Τσάτσος έχει προτάξει και ορισμένες τολμηρές και ρηξικέλευθες απόψεις αναφορικά με τη σχέση και τη σύνδεση μεταξύ δημοκρατικά οργανωμένης πολιτείας και δημοκρατικά οργανωμένων κομμάτων. Το ζήτημα της συνταγματικής κατοχύρωσης της εσωκομματικής δημοκρατίας τίθεται, μεταξύ άλλων κειμένων του, και στο εμβληματικής σημασίας «Η ενδοκομματική αντιπολίτευση ως πρόβλημα του συνταγματικού δικαίου». Εφόσον το Σ (άρθρο 29 παρ. 1) αναφέρει ότι και η «οργάνωση» των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», τα κόμματα οφείλουν – σύμφωνα με αυτή την άποψη – να έχουν εσωτερική δημοκρατική δομή και λειτουργία. Η προσέγγιση του Δημήτρη Τσάτσου στη λειτουργία των κομμάτων, προσέγγιση κατεξοχήν θεσμική, αποκαλύπτει ίσως και μια βαθιά πολιτική αγωνία του συνταγματολόγου. Μια πολιτική αγωνία για την ανάγκη θεσμικής και συνταγματικής κατοχύρωσης σε μια εποχή που, για να αναφερθώ σε μια διατύπωση του Καθηγητή Γιάννη Μεταξά, τα Μέσα Μαζικής Απεύθυνσης έχουν προχωρήσει σε μια ευρύτατη ιδιωτικοποίηση των μηχανισμών δημοσίου ελέγχου. Στο ίδιο πλαίσιο, αυτό των πολιτικών κομμάτων και της πολιτικής διαδικασίας, ο ΔΤ έχει διατυπώσει και ορισμένες εξαιρετικά σημαντικές θέσεις για το ρόλο, την οργάνωση και τη χρηΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΑΦΙΕΡΩΜ Α ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ Θ. Τ Σ ΑΤ ΣΟ ματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, όπως δραστηριοποιούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό το σχετικά νέο, και πάντως αναβαθμιζόμενο, φόρουμ πολιτικής διαβούλευσης και αποφάσεων. Γ. Έχουμε, νομίζω, προσεγγίσει το κατάλληλο σημείο για να στραφούμε στην ευρωπαϊκή διάσταση του έργου και της συμβολής του Δημήτρη Τσάτσου. Η ευρωπαϊκή αυτή διάσταση περιλαμβάνει πτυχές που αφορούν τόσο τις επιμέρους θεσμικές και νομιμοποιητικές διαστάσεις του ενοποιητικού εγχειρήματος όσο και – πιο πρόσφατα – μια σημαντικότατη απόπειρα σύλληψης του σημερινού status της ενωσιακής τάξης στο σύνολο της. Αυτή η συνολικότερη απόπειρα σύλληψης έχει ως αφορμή τη γόνιμη συζήτηση για τη συνταγματοποίηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών, έχει ως αφορμή μια εντελώς επίκαιρη συζήτηση, αλλά εκτείνεται πολύ πέραν της συγκυρίας και της συγκεκριμένης αφορμής. Πρέπει, καταρχήν, να θυμηθούμε ότι ο ΔΤ υπήρξε ο πρώτος που επεσήμανε, τόσο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και στον επιστημονικό διάλογο, πως θα ήμασταν ακριβέστεροι και περισσότερο διαφανείς στον πολιτικό και θεσμικό μας λόγο εάν καθιερώναμε τον όρο «Συνταγματική Συνθήκη». Το ζήτημα είναι, βέβαια, σύνθετο, και εισέρχεται στον πυρήνα των σχέσεων μεταξύ της σημερινής ευρωπαϊκής πολιτικής, των νομιμοποιητικών ελλειμμάτων της ενωσιακής τάξης, και της ιστορικής παράδοσης του συνταγματισμού. Δεν πρέπει στο σημείο αυτό να ξεχνάμε ότι ο συνταγματισμός ως κίνημα του 19ου αιώνα για την καθιέρωση φιλελεύθερων συνταγμάτων προηγήθηκε της διάδοσης της καθολικότητας της ψήφου και πολλών σημερινών δημοκρατικών αυτονόητων. Αφορούσε βέβαια ένα βαθμό εκδημοκρατισμού, αφορούσε όμως και την αναζήτηση ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

μιας αυξημένης προβλεψιμότητας στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Και μπορούμε να προσθέσουμε ότι, στη σημερινή ΕΕ, ζητήματα νομιμοποίησης και ζητήματα αποτελεσματικότητας (άρα και αυξημένης προβλεψιμότητας) αλληλοδιαπλέκονται σε βαθμό ολοένα και πιο σύνθετο. Το αρκτικό σημείο εδώ δεν μπορεί παρά να είναι η ευρέως αποδεκτή άποψη του Καθηγητή Τσάτσου για τη διττή νομιμοποίηση της ΕΕ, ως «ένωσης λαών και κρατών». Πράγματι, ο στοχασμός του ΔΤ γύρω από την θεμελιώδη αυτή αμφισημία του ενωσιακού φαινομένου αποτυπώνεται στην ακόλουθη σαφή όσο και κρίσιμη διαπίστωση: «Είναι διπλή η ιδιοσυστασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ιστορικού χώρου. Η μία συνιστώσα της είναι εκείνη της πολιτιστικής ομοιογένειας και των κοινών ιστορικών δεδομένων, που υπαγορεύει και την ενοποιητική διαδικασία. Η άλλη συνιστώσα είναι εκείνη της Ευρώπης που γέννησε το κρατικό φαινόμενο, δηλαδή την έννοια του κράτους ως θεσμικής αποκρυστάλλωσης των εθνικών πολιτισμών. Γι’ αυτό ακριβώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί να νοηθεί παρά τόσο ως ένωση λαών όσο και ως ένωση κρατών». Αλλά αντί να εφησυχάσει στην προσέγγιση του αυτή, που – επαναλαμβάνω – έχει γίνει ευρύτατα αποδεκτή, ο ΔΤ συνέχισε στο δρόμο της κριτικής αναζήτησης μιας απάντησης στο ερώτημα για την μορφολογική και οντολογική υφή της Ένωσης. Ο ΔΤ εστιάστηκε στην αναζήτηση μιας διεξόδου με τη μορφή ενός θεσμικού είδους που να ξεπερνά το πεδίο έντασης μεταξύ διεθνούς δικαίου και συνταγματικού δικαίου. Η αναζήτηση αυτή οδήγησε τον Καθηγητή Τσάτσο στην σημαντικότατη για τη διεθνή συζήτηση έννοια της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας. Η έννοια αυτή προέκυψε ως απόρροια της συνειδητοποίησης της ανάγκης απεγκλωβισμού του ενωσιακού

35

φαινομένου από την αδιέξοδη, πλέον, αντιπαράθεση μεταξύ φεντεραλιστών και αντι-φεντεραλιστών. Αναφερόμενος στο σύστημα συλλογικής διακυβέρνησης της ΕΕ ως «ένωση κρατικά οργανωμένων πατρίδων», ο ΔΤ αποσαφηνίζει με τρόπο υποδειγματικό τόσο τη δισυπόστατη υφή της ΕΕ ως ένωσης κρατών και λαών, όσο και την ικανότητά της να συμφιλιώνεται μέσα από μια μαθησιακή διαδικασία με την πλούσια πολιτική και συνταγματική παράδοση της Ευρώπης ως ιστορικού χώρου που γέννησε το εδαφικά προσδιορισμένο εθνικό κράτος. Ωστόσο η ίδια η ιστορικότητα του ευρωπαϊκού εθνικού κράτους ως πολιτικής μορφής θέτει όρια στην αναλογικού τύπου σκέψη. Όπως επισημαίνει ο Καθηγητής Τσάτσος: «Η ΕΕ ούτε είναι, ούτε μπορεί ποτέ λόγω της ιστορικής της ιδιοσυγκρασίας να γίνει κράτος. Επειδή όμως παράγει και ασκεί εξουσία – έστω δοτή από τα κράτη – πρέπει να υπαχθεί σε κατοχυρωμένα όρια, που στη λογική και τη θεωρία του κράτους συγκροτούν την έννοια της δημοκρατίας». Η προσέγγιση του ΔΤ σήμερα αναπτύσσει περαιτέρω την σημαντική ανάλυση του ιδίου για το «θεσμικό δυϊσμό» της ΕΕ, έννοια με την οποία είχε από πολλών ετών προσδιορίσει την ειδοποιό διαφορά του συστήματος της ΕΕ τόσο σε σχέση με το εθνικό κράτος όσο και με τα πρότυπα της ομοσπονδίας. Εδώ άλλωστε έγκειται η μεγάλη συμβολή του ΔΤ στη σύγχρονη θεωρητική συζήτηση γύρω από τη σύνθετη φυσιογνωμία του θεσμικού ευρωπαϊκού εγχειρήματος: η ανανοηματοδότηση της έννοιας της δημοκρατίας και ειδικότερα της δημοκρατικής αρχής ως θεσμικής ιδιότητας μιας ιδιότυπης, πλην όμως διακριτής, συμπολιτειακής τάξης. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η ευρωπαϊκή πολιτειολογία του ΔΤ συγκροτεί μια «ευρωπαϊκή θεωρία για τη δημοκρατία», απαλλαγμένη τόσο από τις αγκυλώσεις μιας κληρονομημένης κρατοκεντρικής προσέγγισης


36

ΑΦΙΕΡΩΜ Α ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ Θ. Τ Σ ΑΤ ΣΟ

όσο και από τις αυτάρεσκες βεβαιότητες ενός ήδη παρωχημένου φεντεραλισμού, που επιδιώκει να αποδώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση τη δυνητική έστω ικανότητα για το μετασχηματισμό της σε ένα ευρωπαϊκό κράτος. Στην ευρωπαϊκή πολιτειολογία του ΔΤ τα συστατικά εθνικά κράτη δεν μεταφέρουν την ουσία της κρατικής τους ποιότητας σε ένα νέο ομοσπονδιακό «κέντρο»: οι επιμέρους εθνικές πολιτείες, ως αυθύπαρκτες συνταγματικά αλλά αλληλεπιδρούσες πολιτικά και λειτουργικά κρατικές οντότητες, συγκροτούν ένα νέο ομοσπονδιακό υποκείμενο με τη συμβατική έννοια του όρου, αλλά ενθέτουν την ικανότητά τους να αναδεικνύουν και κυρίως να επενδύουν τις προσδοκίες των συστατικών τους δήμων σε ένα κοινώς διαμορφωμένο θεσμικο-πολιτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, μια συμπολιτειακής έμπνευσης «ένωση λαών με ισχυρές πατρίδες». Ας στραφούμε στο ερώτημα, πώς οραματίζεται ο ίδιος ο ΔΤ το θεσμικό μέλλον της αναδυόμενης ενωσιακής δημοκρατίας; Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η ίδια η αναγωγή της δημόσιας πολιτικής εξουσίας στη σφαίρα του δήμου δε μπορεί να περιορίζεται μόνον στην κλασική αντίληψη περί δημοκρατίας, αλλά να αποτελεί δυναμικό φορέα ανανοηματοδότησης της δημοκρατικής αρχής στο σύνθετο θεσμικό οικοδόμημα της ενωσιακής τάξης. Ο ΔΤ πασχίζει να αποφύγει την απλή αναγωγή των κριτηρίων δημοκρατίας στα γνώριμα υποδείγματα που κληρονομήσαμε από την εμπειρία των εθνικών κρατών. Αλλά η ευρωπαϊκή πολιτειολογία του ΔΤ διαφοροποιείται από τις συμβατικές θεωρήσεις γύρω από τις προϋποθέσεις της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, μιας που συμπεριλαμβάνει στην έννοια του ευρωπαϊκού δήμου, όχι μόνον το σύνολο των δικαιωμάτων και ελευθεριών που συγκροτούν την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη και, άρα, την αθροι-

στική, αν όχι κοινή, πολιτικότητα των επιμέρους εθνικών δήμων, αλλά και τους ίδιους τους πολιτικούς και νομικούς θεσμούς της ευρωπαϊκής συμπολιτείας αλλά και των πολιτειακών της υποσυνόλων. Αυτή η διαπίστωση καταδεικνύει και την κύρια πρόκληση αυτής της υβριδικής ένωσης. Της Ένωσης που καλείται να αναδείξει νέες πολιτειολογικές κατηγορίες γύρω από τη φύση και τη λειτουργία της δημοκρατίας στο εσωτερικό μιας σύνθετης πολιτείας, η οποία δεν εκτοπίζει το κράτος αλλά το καθιστά, μέσα από νέους όρους, ένα θεμελιώδη παράγοντα του ενωσιακού πολιτικού συστήματος. Συνολικά, η συμβολή του ΔΤ στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα στρέφει το ενδιαφέρον της σύγχρονης έρευνας από τις κλασικές προσεγγίσεις των διεθνών σχέσεων και του διεθνούς δικαίου στην κανονιστική πολιτειολογική θεωρία εφαρμοζόμενη στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόκειται μάλιστα για μια κανονιστική ευρωπαϊκή πολιτειολογία η οποία λαμβάνει υπόψη τη συνεχή αξιολογική αλληλεπίδραση και ανατροφοδότηση μεταξύ των εθνικών αξιακών συστημάτων και του υπό διαμόρφωση ενωσιακού αξιακού συστήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η έννοια της «ευρωπαϊκής συμπολιτείας» του ΔΤ είναι σε θέση να κατευθύνει την έρευνα σε νέες νοηματοδοτήσεις, ικανές να εντάξουν τη μελέτη της πιο σύνθετης, ίσως, μορφής πολιτείας στην ιστορία των πολιτικών θεσμών σε αξιόπιστες, νοηματικά σημαντικές και επιστημονικά ελεγχόμενες κατηγορίες πολιτικής οργάνωσης. Η ευρωπαϊκή συμπολιτεία δεν καταργεί τα συστατικά κρατικά μορφώματα, αλλά αποτελεί το σημείο συνάντησης των επιμέρους βουλήσεων των ευρωπαϊκών λαών για τη συνδιαμόρφωση ενός υποδείγματος ενός κοινού πολιτικού συστήματος, συμπολιτειακής μορφής. Ο ευρωπαϊκός λόγος του ΔΤ προσφέρει, έτσι, μια πολύτιμη γέφυρα μεταξύ του Συνταγματικού Δικαίου,

του Διεθνούς Δικαίου και της Πολιτικής Επιστήμης. Σε τελική βέβαια ανάλυση, ως Συμπολιτεία, η ευρωπαϊκή ενωσιακή τάξη αποτελεί ένα εξελισσόμενο, ένα υπό διαμόρφωση πολιτικό σύστημα. Με τα λόγια του ΔΤ, «τόσο η έννοια της ευρωπαϊκότητας όσο και το νοηματικό περιεχόμενο των αξιών, πάνω στις οποίες βασίζεται η ενωσιακή τάξη, δεν ορίζονται εφάπαξ και οριστικά. Πιο σωστά: δεν ορίζονται, διότι, όπως είπε ο Nietzsche, ορισμό επιδέχονται μόνο όσα έχουν δεν έχουν ιστορία». Με άλλα λόγια, παραμένοντας συνεπής προς τη συγκειμενική και σχεσιακή, αλλά όχι σχετικιστική προσέγγιση του στο πολιτειακό φαινόμενο και τους συνταγματικούς και διοικητικούς θεσμούς, ο ΔΤ προσθέτει μια ανάλογης σημασίας προσέγγιση στο ευρωπαϊκό ενωσιακό φαινόμενο, το οποίο και αναδεικνύει μέσα από την έννοια της ευρωπαϊκής συμπολιτείας.

III.

Εν κατακλείδι. Ακαδημαϊκός δάσκαλος, κορυφαίος Ευρωπαίος συνταγματολόγος, άνθρωπος του υπεύθυνου πολιτικού λόγου και της υπεύθυνης πολιτικής πράξης, ο Δημήτρης Τσάτσος έχει κορυφαία και ευρωπαϊκής εμβέλειας επιστημονική προσφορά αλλά και έμπρακτη συμβολή στη διαμόρφωση θεσμών και πολιτικής στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με το έργο του και τις παρεμβάσεις του συνέβαλε και συμβάλλει στην ευρύτερη πολιτική διαφώτιση και ευαισθητοποίηση. Οι θεωρητικές και πολιτικές του αυτές θέσεις και στάσεις έχουν γίνει και γίνονται έργο ζωής και αποδεικνύονται έμπρακτα, όπως φαίνεται και από τους αγώνες του για τη δημοκρατία στη διάρκεια της δικτατορίας του 1967-1974 αλλά και στη συνεχή, έγκυρη, και προπαντός, υπεύθυνη συμβολή του στα ακαδημαϊκά και πολιτικά πράγματα έκτοτε.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΑΦΙΕΡΩΜ Α ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ Θ. Τ Σ ΑΤ ΣΟ

37

Με Αφορμή έναν Δημόσιο Έπαινο:

Ο Ευρωπαϊκός Λόγος του Δημήτρη Θ. Τσάτσου του Μιχάλη Ι. Τσινισζέλη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών του Δημήτρη Ν. Χρυσοχόου, Αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης

Σ

τις 7 Ιουνίου 2008, το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης τίμησε έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους Ευρωπαίους στοχαστές, τον Καθηγητή Δημήτρη Θ. Τσάτσο. Η καταξιωμένη πνευματική διαδρομή του τιμώμενου δεν θα μπορούσε να χωρέσει στις λίγες παραγράφους που ακολουθούν, γι αυτό και η εστίαση των όσων έπονται αφορά στον ευρωπαϊκό του λόγο και ειδικότερα στη διαρκή επικαιρότητα και χρησιμότητα του όρου που ο ίδιος καθιέρωσε στη νομική και πολιτική ορολογία των σύγχρονων Ευρωπαϊκών Σπουδών, την έννοια της «ευρωπαϊκής συμπολιτείας». Η αναγόρευσή του σε διδάκτορα επί τιμή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης σηματοδοτεί την αναγνώριση της συμβολής του Δημήτρη Θ. Τσάτσου στην προώθηση της διαλεκτικής επικοινωνίας μεταξύ της Επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτικής Επιστήμης: μια «γέφυρα» συνομιλίας μεταξύ δύο κλάδων που, εν τέλει, ασχολούνται, μέσα από διαφορετικές οπτικές, με το φαινόμενο της πολιτείας, ως κορυφαίας έκφρασης της οργανωμένης συλλογικής συμβίωσης. Η ύψιστη αυτή διάκριση συνοδεύτηκε από μία επιστημονική διημερίδα με τίτλο «Σύνταγμα και Πολιτική: Σύγχρονη Συζήτηση και Συμβολή του Δημήτρη Θ. Τσάτσου», όπου αναπτύχτηκαν κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την εξέλιΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

ξη της σύγχρονης συνταγματικής και πολιτικής θεωρίας, με το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής θεσμικής συγκρότησης, καθώς και με επίκαιρα ζητήματα δημοκρατίας, δικαιωμάτων και νομιμοποίησης εντός και εκτός εθνικών συνόρων. Ας ξεκινήσουμε, όμως, με μια κοινή θεωρητική παραδοχή γύρω από την αινιγματική, αν όχι αμφίσημη, νομικοπολιτική οντολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τις επακόλουθες δυσκολίες ταξινόμησής της στις συμβατικές κατηγορίες της πολιτικής οργάνωσης, του κράτους και του διεθνούς οργανισμού: Η ενωσιακή τάξη αποτελεί το πλέον προωθημένο σύστημα διαμοιρασμού της πολιτικής εξουσίας – μια εξόχως δυναμική και ταυτόχρονα σταθερή μορφή συλλογικής διακυβέρνησης ή «συντατεγμένης συγκυριαρχίας». Πέραν, βέβαια, της κρατικής αναλογίας και των κλασικών τυπολογιών της διεθνούς οργάνωσης, η θεωρητική μελέτη της σύνθετης ενωσιακής τάξης βρίσκεται σήμερα σε ιδιαίτερα δημιουργική τροχιά. Προς αυ-

τήν την κατεύθυνση έχει συμβάλει καθοριστικά ο ευρωπαϊκός λόγος (καθώς και η θεσμική δράση στο πεδίο των ενωσιακών θεσμών) του Δημήτρη Θ. Τσάτσου. Ας δούμε γιατί. Ως ένωση κρατών όσο και λαών και, άρα, ως σύνθεση κρατοκεντρικών και δημοκεντρικών δομών πολιτικής διακυβέρνησης, η εναργής επεξεργασία τόσο των δομικών όσο και λειτουργικών ιδιοτήτων και προϋποθέσεων της κοινής ενωσιακής συγκρότησης από τον Δημήτρη Τσάτσο συμπυκνώνεται στη εύστοχη θεώρησή του περί «ευρωπαϊκής συμπολιτείας». Η εν λόγω θεωρητική κατασκευή παραπέμπει σε ένα πολυαρχικό σύστημα συνεργουσών πολιτειών, όχι πέραν του εθνικού κράτους, όπως συχνά υπονοείται από ευρωσκεπτικιστικούς κύκλους, αλλά παράλληλα με αυτό. Υπό αυτό το πρίσμα προκύπτει σήμερα μια νέα πολιτειολογική και, για την ακρίβεια, μεταπολιτειολογική κατηγορία, την οποία χαρακτηρίζουν επάλληλες δομές πολιτικής εξουσίας και δικαιοταξίας, οι οποίες με τη σειρά τους ευνοούν την ανάδυση μιας νέας μορφής συλλογικής συμβίωσης στην Ευρώπη της ύστερης νεωτερικότητας. Ο περί συμπολιτείας λόγος του Δημήτρη Τσάτσου, χωρίς να ευνοεί ή έστω να υπονοεί την απομείωση ή απίσχναση της εθνικής κυριαρχίας προς ένα νέο –ομοσπονδιακής ή άλλης έμπνευσης– ευρωπαϊκό πολιτικό «κέντρο», ενισχύει τη διαλεκτική σύζευξη μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών δημόσιων


38

ΑΦΙΕΡΩΜ Α ΣΤΟ ΔΗΜΗΤΡΗ Θ. Τ Σ ΑΤ ΣΟ

σφαιρών, καθώς και νομικοπολιτικών, πολιτισμικών και άλλων παραδόσεων, με την κρατική κυριαρχία να προσαρμόζεται σε ένα δυναμικό περιβάλλον πολλαπλών θεσμικών και αξιακών εξισορροπήσεων.1 Η ευρωπαϊκή συμπολιτεία χαρακτηρίζεται, με άλλα λόγια, από την έμπρακτη προσήλωση των συστατικών μερών –κρατών και δήμων– σε κοινώς διαμορφωμένους κανόνες δικαίου και στις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού δημόσιου πολιτισμού: στις αξιακές συνιστώσες ενός διευρυμένου δημόσιου πολιτικού χώρου. Η αξιακή θεμελίωση της κοινής ευρωπαϊκής συγκρότησης δεν εδράζεται, συνεπώς, σε σχέσεις ιεράρχησης, εξουσίασης ή επιβαλλόμενης ενότητας, αλλά προβάλλει ένα μεικτό καθεστώς κυριαρχίας, το οποίο, χωρίς να ευνοεί –κανονιστικά ή άλλως– κάποια από τις επιμέρους συνταγματικές τάξεις, τις ενθέτει σε μια συναρχική αντίληψη περί διακυβέρνησης. Εξίσου κεντρικός, όμως, στόχος του συμπολιτειακού προτύπου είναι η ανάδειξη κοινών δημοκρατικών «τόπων» μεταξύ διακριτών αλλά συστατικών πολιτειών:2 μιας εύτακτης πολλαπλότητας αυτονομιών, και όχι μιας αυτόνομης πολλαπλότητας, η οποία, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Δημήτρης Τσάτσος, παίρνει τη μορφή μιας ένωσης «κρατικά οργανωμένων πατρίδων».3 Η συμπολιτειακή φύση της ΕΕ αποδίδει μια νέα διαλεκτική ποιότητα στις σύγχρονες σχέσεις κυριαρχίας, ανανοηματοδοτώντας το ουσιώδες περιεχόμενο της κρατικής 1  Μ. Ι. Τσινισιζέλης, Quo Vadis Europa?, Αθήνα: Σμυρνιωτάκης, 2001. 2  Κ. Α. Λάβδας, «Πολιτική αρχιτεκτονική και συλλογικότητες στον φιλελεύθερο ρεπουμπλικανισμό: Κανονιστική θεωρία και πολιτική ανάλυση», στο Κ. Α. Λάβδας και Δ. Ν. Χρυσοχόου (επιμ.), Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και Πολιτική Θεωρία: Η Πρόκληση του Ρεπουμπλικανισμού, Αθήνα Ι. Σιδέρης, 2004. 3  Δ. Τσάτσος, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία: Για μια Ευρωπαϊκή Ένωση των Κρατών, των Λαών, των Πολιτών και του Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Πολιτισμού, Αθήνα: Λιβάνης, 2007.

κυριαρχίας στην ίδια τη γενέτειρά της. Με τον τρόπο αυτό συμφιλιώνει την ιστορική ιδιοσυγκρασία της Ευρώπης με την ποιοτική της μετάβαση από ένα καθεστώς (συν)διαχείρισης σύνθετων αλληλεξαρτήσεων στη σφαίρα ενός μοναδικού πολιτικού αστερισμού. Με την εν λόγω θεώρηση να συμφιλιώνει λοιπόν τις αντίρροπες τάσεις για τμηματική αυτονομία και συστημική συνοχή, η συμπολιτειακή λογική της ενωσιακής διάταξης εξελίσσεται σε κορυφαία οργανωτική αρχή της ενοποιητικής άσκησης και μηχανικής, προσαρμόζοντας τη συμπεριφορά των συγκυρίαρχων δρώντων στα δεδομένα μιας σύνθετης, μεικτής και διαρκώς εξελισσόμενης νομικοπολιτικής τάξης. Το συμπολιτειακό πρότυπο, επαναπροσδιορίζοντας τη δομική λογική μιας νομικά συντεταγμένης και πολιτικά οργανωμένης πολλαπλότητας αυτονομιών, έρχεται να ρυθμίζει τους όρους της συλλογικής συμβίωσης των μελών της, προσφέροντας παράλληλα ένα νέο παράδειγμα διακυριαρχικών και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μετακυριαρχικών σχέσεων. Ανιχνεύοντας αυτή τη διακυριαρχική και μετακυριαρχική ποιότητα της ενωσιακής τάξης ως ποιοτική μετάλλαξη των σύγχρονων σχέσεων κυριαρχίας, ο ευρωπαϊκός στοχασμός του Δημήτρη Τσάτσου προσφέρει νέες δομές κατανόησης του φαινομένου της πολιτείας, μεθερμηνεύοντας τη βεστφαλιανή αρχή περί κυριαρχικής κρατικότητας ως δυνατότητα συμμετοχής στη συνάσκηση μιας δέσμης κυριαρχικών αρμοδιοτήτων, ακόμη και θεμελιωδών εξουσιών. Όπως γράφει ο Taylor, το δικαίωμα συμμετοχής σε κοινές συνεργασίες αποτελεί πολύ πιο σημαντικό κριτήριο κυριαρχίας από το δικαίωμα της αποκλειστικής διαχείρισης ή ακόμη και δικαιοδοσίας.4 Το κρίσιμο στοιχείο εδώ 4  P. Taylor, The End of European Integration: Anti-europeanism Examined, London: Routledge, 2008.

αφορά την αξίωση των συστατικών κρατών –ως ποιοτική επιλογή και όχι ως προϊόν καταναγκασμού ή επιβολής– να μετέχουν ενεργά στο γενικότερο πολιτειακό μόρφωμα, εντός του οποίου, η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους αποτελεί πλέον ένα από τα κριτήρια της κυριαρχίας. Η ευρωπαϊκή «μεταπολιτειολογία» του Δημήτρη Τσάτσου, απαλλαγμένη τόσο από τις δυσανεκτικές επιπτώσεις της εθνοπολιτισμικής ομοιογενοποίησης, όσο και από τις αυτάρεσκες ρητορείες ενός άκριτου και υπερβάλλοντος ευρωκεντρισμού, προσφέρει σήμερα τη διέξοδο της μεγάλης σύνθεσης, υπερβαίνοντας τις διαλεκτικές αντινομίες και αντιθέσεις της ενοποίησης ως έκφραση οργανωμένης συγκυριαρχίας – με τα συστατικά μέρη να μην μεταθέτουν, πολλώ δε μάλλον απεμπολούν, την ουσία της κρατικής τους υπόστασης σε μια ύπατη κεντρική αρχή, αλλά, ως συγκυρίαρχοι δρώντες, να συνδιαμορφώνουν, μέσα από συναινετικές διαδικασίες, το μέλλον της κοινής τους πορείας.5 Στο σημείο αυτό, ο μεταπολιτειολογικός λόγος του Δημήτρη Τσάτσου ανανοηματοδοτεί το ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής, ενθέτοντας στην έννοια του σύνθετου ευρωπαϊκού δήμου, όχι μόνον τη νομική ύλη της κοινής ευρωπαϊκής πολιτειότητας, αλλά και τους ίδιους τους πολιτικούς και συνταγματικούς θεσμούς τόσο του όλου, όσο και των μερών. Έτσι, η ευρωπαϊκή συμπολιτεία συναιρεί τις θεσμικές και τις μεταθεσμικές ιδιότητες της ενωσιακής διαδικασίας, προάγοντας με τον πλέον γόνιμο τρόπο τη συνομιλία μεταξύ της Επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου και της Πολιτικής Επιστήμης.

5  Δ. Ν. Χρυσοχόου, Προς μια Ευρωπαϊκή Μεταπολιτειολογία, Τόμος 9, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2008. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


Ε Κ Π Α Ι Δ Ε ΥΣΗ

39

Το Ελληνικό Σχολείο και η Ευρωπαϊκή του Διάσταση του Ελευθερίου Γείτονα*

Γ

ια να προσδιοριστεί ο ρόλος της Ευρώπης στο παγκόσμιο περιβάλλον πρέπει πρώτα να ορίσουμε τις δικές μας δυνά-

μεις. Και το λέγω αυτό διότι όσο πιο δυνατή είναι η Ευρώπη κι όσο πιο ανθρωποκεντρικός είναι ο κοινωνικός της ιστός, τόσο πιο πολύ μπορεί να επηρεάσει το παγκόσμιο περιβάλλον. Αν προσπαθήσουμε να αναγνώσουμε τη στάση της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης λίγο πριν και μετά από την πτώση του τείχους του Βερολίνου θα δούμε σύμφωνα με την άποψη του καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη «ότι η Ευρώπη φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως αν δεν δημιουργήσει ζωτικό χώρο στην Αν. Ευρώπη και τη Μεσόγειο, η ευημερία των ίδιων των λαών της και η θέση της στον κόσμο θα διακυβευτεί. Όμως η έννοια του ζωτικού χώρου για την Ευρώπη φαίνεται ότι δεν γίνεται αντιληπτή κατά τρόπο ομοιόμορφο από τα κράτη μέλη. Άλλωστε αυτή καθ’ εαυτή η έννοια της ένταξης τελεί υπό ορισμένους όρους (οικονομικούς, πολιτικούς κ.ά.) η εκπλήρωση των οποίων, όπως προσδιορίστηκε από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, αφορά κάθε χώρα μέλος της Ένωσης Εκτιμώ όμως ότι εκτείνομαι πέραν των ορίων ενός εκπαιδευτικού. Γι’ αυτό θα ήθελα να καταθέσω εν συντομία μερικές σκέψεις μου που αποτέλεσαν * Ο εκπαιδευτικός Ελευθέριος Γείτονας είναι Πρόεδρος των «Εκπαιδευτηρίων Γείτονα Α.Ε.Μ.Ε.» ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

τους βασικούς άξονες Φιλοσοφίας για τη λειτουργία του Εκπαιδευτικού Οργανισμού. Τα Εκπαιδευτήρια ΓΕΙΤΟΝΑ έχουν Ελληνοκεντρική Δυναμική, Ευρωπαϊκή Διάσταση και Οικουμενική Προοπτική. Τα τρία αυτά σημεία αναφοράς αποτελούν και τις τρεις κατευθυντήριες γραμμές για την οργάνωση του Σχολείου, το σχεδιασμό των προγραμμάτων του και τον προσανατολισμό της εκπαιδευτικής μας οικογένειας. Από τα τρία αυτά σημεία αναβλύζουν οι κυρίαρχες αξίες για τη διαμόρφωση και ανάπτυξη των μαθητών. Με βάση αυτά συντάσσεται ο κώδικας για την καθημερινή διδακτική πράξη και παιδαγωγία, την ανίχνευση και τον προσδιορισμό των αλλαγών που

συντελούνται ή πρόκειται να συντελεστούν. Η σύγχρονη εκπαιδευτική φιλοσοφία, οι ξεκάθαροι και υψηλοί εκπαιδευτικοί στόχοι, η συνέπεια, η ικανότητα διαλόγου με το μέλλον και γενικά η πίστη στη δημιουργία, δημιούργησαν έναν εκπαιδευτικό οργανισμό που οι μαθητές του βιώνουν την Ελλάδα, εμπεδώνουν την Ευρώπη και προσεγγίζουν την οικουμένη. Το κλειδί της επιτυχίας είναι η ικανότητα που έχουμε ως ομάδα να αξιοποιούμε την επιστημονική γνώση. Αξιοποιώντας την επιστημονική παιδαγωγική γνώση, κατανοούμε εύκολα τις εξελίξεις και οδηγούμεθα έτσι σε αποφάσεις που υπηρετούν τον άνθρωπο του μέλλοντος. Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύουμε


40 καθημερινά πόσο ευπροσάρμοστοι και ετοιμοπόλεμοι είμαστε. Στο χώρο της εκπαίδευσης σήμερα μιλάμε κυρίως για απόκτηση ικανοτήτων προσαρμογής στις νέες καταστάσεις, αφού ζούμε σ’ έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο. Μιλάμε για δεξιότητες ζωής: μητρική γλώσσα, δύο ευρωπαϊκές γλώσσες, πληροφορική, εθισμός στην ΄άθληση, μύηση και συμμετοχή στην ουσία και το βάθος του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όμως για να προσαρμοσθεί κανείς χρησιμοποιώντας τις δεξιότητές του πρέπει κατανοήσει και να αποκωδικοποιήσει την κατάσταση που τον ορίζει. Πρέπει να γνωρίζει σε βάθος τι συμβαίνει. Τι είναι αυτό που άλλαξε και τι είναι αυτό που τώρα αλλάζει. Η γνώση αυτή προϋποθέτει τρία πράγματα: Ανοιχτή διάθεση και μηχανισμό ενημέρωσης Μηχανισμό άμεσης και ειλικρινούς πληροφόρησης Μηχανισμούς άμεσης και αποτελεσματικής υλοποίησης των σχεδιασμών

Εκτιμώ ότι οι μηχανισμοί αυτοί είναι αναγκαίοι, γιατί ο Ευρωπαίος εκπαιδευτικός έχει περίπου συνειδητοποιήσει ότι η οικονομία δεν είναι το μόνο εργαλείο για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Η οικονομία δεν θα αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στην πορεία για την Eυρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μια ολόκληρη γενιά Ευρωπαίων, στα τριάντα τους σήμερα, θεωρούν την Ευρώπη πατρίδα τους. Η ελπίδα όμως για το μέλλον της Ευρώπης είναι οι νέοι που σήμερα είναι μαθητές ή φοιτητές. Ο Ζαν Μονέ είπε κάποτε πως, αν είχε την ευκαιρία να θέσει ξανά τις βάσεις της ΕΟΚ, θα εστίαζε την προσοχή του στην εκπαίδευση και όχι στην οικονομία. Να τολμήσω την ερμηνεία, ότι θα εστίαζε την προσοχή του στους εκπαι-

Ε Κ Π Α Ι Δ Ε ΥΣΗ δευτικούς και όχι στους οικονομολόγους; Και τολμώ αυτή την ερμηνεία, διότι πιστεύω πως δεν μπορείς να επιτύχεις οικονομική σύγκλιση και ενιαία νομισματική πολιτική, χωρίς να υιοθετήσεις κοινούς άξονες στην εκπαίδευση, χωρίς να εξασφαλίσεις τις προϋποθέσεις που θα προσδίδουν στο ευρωπαϊκό κοινωνικό σύστημα το χαρακτήρα του ανθρωπόφιλου και του ανθρωποκεντρικού.

Η

Ευρώπη, από την ημέρα της συστάσεώς της, όταν μιλούσε για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εννοούσε την ενιαία και χωρίς σύνορα αγορά και τη χρήση του ίδιου νομίσματος. Μόνο στη συνθήκη του Μάαστριχτ έγινε κάποια υποχώρηση και άρχισαν να γίνονται συζητήσεις που αφορούν στον καθορισμό των τομέων στους οποίους η Κοινότητα μπορεί να έχει διάφορους βαθμούς παρέμβασης: «μικρή» παρέμβαση στους τομείς παιδεία, επαγγελματική κατάρτιση και νεότητα, πολιτισμός, δημόσια υγεία, προστασία καταναλωτών και βιομηχανία, «μέτρια» στους τομείς κοινωνική πολιτική, περιβάλλον και αναπτυξιακή συνεργασία και «μεγαλύτερη» σε ό,τι αφορά την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς και τις μεταφορές. Προσωπικά δεν θα υποστήριζα ποτέ την εγκαθίδρυση ενιαίου εκπαιδευτικού συστήματος στην Ευρώπη. Κάτι τέτοιο δεν υιοθετώ ούτε στα στενά όρια της χώρας μας. Ο μαθητής της Αθήνας χρειάζεται ένα διαφορετικό αναλυτικό πρόγραμμα από το μαθητή του Μετσόβου. Διαφορετικές είναι τόσο οι ανάγκες όσο και η εγκατεστημένη γνώση του καθενός. Γι’ αυτό υποστηρίζω και υιοθετώ την εκπαιδευτική διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί ο κάθε νέος να ανιχνεύσει την πραγματική διάσταση και να κατανοήσει την ενότητα του ευρωπα-

ϊκού χώρου. Ο Ουμπέρτο Έκο στην προσπάθειά του να δώσει την ουσία της ενότητας του ευρωπαϊκού χώρου σημειώνει ότι θεωρεί τον εαυτό του κατά πρώτο λόγο Ευρωπαίο και κατά δεύτερο Ιταλό. Εξηγώντας αυτή την αίσθηση δηλώνει το εξής: « Όταν βρίσκομαι στη Γαλλία ή στη Γερμανία δεν σκέπτομαι ως Ευρωπαίος. Νιώθω και σκέπτομαι σαν Ιταλός. Όταν όμως βρίσκομαι στις Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητοποιώ ότι είμαι Ευρωπαίος. Αυτό με κάνει να πιστεύω σε μια Ευρώπη που κατά έναν τρόπο είναι πράγματι ενωμένη». Θα μπορούσα να ενισχύσω την άποψη του Ουμπέρτο ΄Εκο και με δύο καταπληκτικές ερμηνείες για την ενότητα του ιστού της Ευρωπαϊκής διανόησης, που δίνει και πάλι ο καθηγητής Κοντογιώργης. «Θα ήταν δύσκολο και εντελώς περιοριστικό αν, μιλώντας για τον εθνικό μας ποιητή Διονύσιο Σολωμό, παραλείπαμε να αναφερθούμε στο κίνημα του γερμανικού ρομαντισμού, έτσι όπως το προσέλαβε ο Σολωμός μέσω του Ελληνοϊταλού δασκάλου του Ούγκο Φόσκολο. Δε χρειάζεται να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα, αλλά αξίζει να επισημάνω ότι δύο νομπελίστες Έλληνες ποιητές, ο Σεφέρης και ο Ελύτης, θα ήταν ακατανόητοι δίχως τη δραματική ποίηση του ΄Ελιοτ και το γαλλικό υπερρεαλισμό.» Αυτός ο υψηλός δείκτης συνοχής στον ιστό της Ευρωπαϊκής διανόησης αποτελεί νομίζω το αποτελεσματικότερο εργαλείο για την αναζήτηση της Ευρωπαϊκής διάστασης του Ελληνικού Σχολείου και τη συναρμογή του με τα άλλα Ευρωπαϊκά Σχολεία προκειμένου ο ίδιος Ευρωπαϊκός εκπαιδευτικός ιστός να αποτελέσει και το αποτελεσματικότερο εργαλείο της Ευρώπης για να οικοδομήσει συνθήκες οικονομικής ισορροπίας και κοινωνικής δικαιοσύνης στο Παγκόσμιο Περιβάλλον. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


Ε Κ Π Α Ι Δ Ε ΥΣΗ

41

Ακαδημαϊκή Εκπαίδευση στην Ευρώπη Μετάφραση: Διονυσία Ρηγάτου

Καιρός να συνδεθεί η ακαδημαϊκή εκπαίδευση με τις ανάγκες της εργασίας, τονίζει Ευρωπαίος Επίτροπος

Τ

α ευρωπαϊκά πανεπιστήμια είναι αναγκαίο να βγούν από την παραδοσιακή τους απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, προκειμένου να αποφύγουν την παραγωγή άνεργων πτυχιούχων, αναφέρει ο Ευρωπαίος Επίτροπος για την εκπαίδευση Jan Figel. Το 2010, η Ευρώπη θα έρθει ενώπιον δύο προθεσμιών, οι οποίες συνδέονται με το χαρτοφυλάκιο του Σλοβάκου Επιτρόπου: πρώτον, να καταστεί η οικονομία της ΕΕ ανταγωνιστικότερη και βασισμένη στη γνώση και δεύτερον, να ολοκληρωθεί στις 46 χώρες που συμμετέχουν στην διαδικασία της Bologna η δημιουργία ενός χώρου ανώτατης εκπαίδευσης. Ο κ. Figel υποστηρίζει ότι οι δύο αυτοί στόχοι συνδέονται μεταξύ τους καθώς οι πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις και οι προσπάθειες ενίσχυσης της συμβατότητας (ισοδυναμίας) των πανεπιστημίων, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν έξω από το πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας στην Ευρώπη. Ως μέρος της διαδικασίας της Μπολόνιας, όλα τα συμμετέχοντα κράτη έχουν σημειώσει πρόοδο αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα με την εγκαθίδρυση ενός πανεπιστημιακού συστήματος τριών κύκλων [ bachelor, μεταπτυχιακός και διδακτορικός βαθμός ], ενός credit system και την αναγνώριση των διΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

πλωμάτων από άλλα πανεπιστήμια, ανέφερε ο Επίτροπος σε συνέντευξή του στον EUobserver. Τώρα, τονίζει, είναι ώρα να αντιμετωπίσουμε το «δύσκολο έργο» της αναβάθμισης της ποιότητας της εκπαίδευσης, καθώς οι πανεπιστημιακές σπουδές θα πρέπει να καταστούν πιο σχετικές και συνδεδεμένες με την επιστήμη και την εργασία.

Τρόπος ενίσχυσης της ποιότητας

Η

πιο χαρακτηριστική αδυναμία μας είναι ο τεμαχισμός μεταξύ των διάφορων εκπαιδευτικών θεσμών/οργανισμών και η 200ετής παράδοση του συστήματος Humboldt, στο οποίο ο ακαδημαϊκός κόσμος είναι αρκετά απομονωμένος από τον εξωτερικό κόσμο, λεέι ο κ. Figel. Προφανώς, πρέπει να παραμείνει αυτόνομος και ανεξάρτητος αλλά όχι απομονωμένος, “ συνεχίζει ο Επίτροπος, προσθέτοντας ότι περισσότερη προσοχή πρέπει να δοθεί όπου οι πτυχιούχοι είναι περισσότερο αναγκαίοι. Με το να καταστήσουμε τα πανεπιστήμια πιο σχετικά δημιουργείται επίσης ένας τρόπος ενίσχυσης της πιθανότητας επενδύσεων στην έρευνα και την εκπαίδευση από τις επιχειρήσεις, με το γενικό επίπεδο επενδύσεων στην Ευρώπη να υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Είναι σαφές ότι πιθανόν να μην

επιτύχουμε το στόχο της Λισσαβόνας (3% του ΑΕΠ επενδύσεις στην έρευνα μέχρι το 2010), αλλά θα μπορούσε να υπάρξει μια άνοδος από 1,9 % το 2000 σε 2,5 % μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας – κάτι που θα ήταν αρκετά σημαντικό.

Τρόπος μέτρησης ποιότητας

Π

αρόλο που ο κ. Figel πιστεύει, ότι η αναζήτηση για περισσότερη ποιότητα στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ευρώπης, θα μπορούσε να αποτελέσει τον βασικό παράγοντα της επόμενης φάσης,της διαδικασίας της Μπολόνιας - που χρονολογείται από το 1999 όταν 29 ευρωπαϊκές χώρες την υπέγραψαν δε βλέπει στον ορίζοντα την δημιουργία ενός επίσημου καταλόγου αξιολόγησης των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, σύμφωνα με την απόδοσή τους. Τέτοιου είδους πίνακες είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες και τους παρακολουθούμε στενά, όμως εντοπίζουμε επίσης και τις ελλείψεις τους, υποστηρίζει, αναφερόμενος στην ακαδημαϊκή ταξινόμηση των πανεπιστημίων παγκοσμίως που δημιουργήθηκε από το πανεπιστήμιο της Σαγγάης Jiao Tong, και στον συμπληρωματικό πίνακα των Τάιμς για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και οι δύο αυτοί πίνακες είναι βασισμένοι, πρώτιστα, στην αξιολόγηση των ερευνητικών ικανοτήτων των πανεπιστημίων, κάτι που ο


Ε Κ Π Α Ι Δ Ε ΥΣΗ

42 Επίτροπος υποστηρίζει ότι αποτελεί μόνο μια πτυχή της αξιολόγησης της εκπαίδευσης. Διαθέτουμε ένα δίκτυο ανεξάρτητων επιτροπών και θεσμών αξιολόγησης της ποιότητας καθώς και ορισμένες βασικές συνιστώμενες αρχές αναφορικά με το τι πρέπει να ληφθεί υπόψην και να εξεταστεί αλλά δεν μπορούμε να τις περιορίσουμε σε έναν δείκτη, όπως για παράδειγμα οι παραπομπές του πανεπιστημιακού προσωπικού. Μόνο δύο ευρωπαϊκά πανεπιστήμια φιγουράρουν μεταξύ των κορυφαίων δέκα θέσεων και στους πίνακες των Τάιμς και της Σαγγάης (το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και τα δύο στο Ηνωμένο Βασίλειο). Το γενικό αποτέλεσμα για τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια είναι “Καλό

Κ

αλλά όχι Άριστο” παραδέχεται ο Επίτροπος σημειώνοντας ότι - ακριβώς όπως και στο ποδόσφαιρο - εάν η ήπειρος θέλει να γίνει παγκόσμιος ηγέτης, οφείλει να είναι πιο ανοιχτή στον έξω κόσμο και να δίνει μεγαλύτερη υποστήριξη στην επένδυση και στην εκπαίδευση.

Η ΕΕ και τα πανεπιστήμια

Α

νασταλτικός παράγοντας είναι το γεγονός ότι όλες οι βελτιώσεις σε αυτήν την περιοχή πρέπει να γίνουν σε εθελοντική βάση, λέει ο κ. Figel όταν ερωτήθηκε σχετικά με τη δυνατότητα περισσότερης ολοκλήρωσης της ΕΕ στην εκπαίδευση μια θεματική που αυτήν την περίοδο βρίσκεται πλήρως στα χέρια των κρατών μελών. “Δεν είμαι υπέρ της εναρμόνισης ή της επιβολής λύσεων άνωθεν, αλλά μάλλον υπέρ της συνεργα-

σίας μεταξύ των κρατών και των πανεπιστημίων τα οποία θα ήταν ανοικτά σε όλους. Τέτοιες λύσεις - εάν συντονίζονται σε εθελοντική βάση με εμπειρία - είναι ικανοποιητικές. Από τη μεριά της, η επιτροπή προγραμματίζει την προώθηση των υπαρχόντων προγραμμάτων που προωθούν την κινητικότητα και τις ανταλλαγές σπουδαστών - όπως το Erasmus – κυρίως με την επέκταση του πεδίου της στους επιχειρηματίες και τους καλλιτέχνες, καθώς επίσης και με την ώθηση των κεφαλαίων για τους σπουδαστές έξω από την ΕΕ. Όμως η επιτυχία τους θα εξαρτηθεί από τις εθνικές κυβερνήσεις και την προθυμία τους να χορηγήσουν τα κονδύλια και τα εθνικά σχέδια ανταλλαγής για να προωθηθεί η σπουδαστική κινητικότητα, λέει ο κ. Figel.

Τα κράτη - μέλη φοβούνται τον τουρισμό υποτροφιών

αθώς όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι σπουδάζουν σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, δημιουργούνται σοβαρές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις διαχειρίζονται την κοινωνική βοήθειά τους για τους σπουδαστές. Τον προσεχή μήνα, σε μια έντονα αναμενόμενη άποψη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα δώσει μια προκαταρκτική απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: Μέχρι ποιό σημείο οι ξένοι σπουδαστές έχουν το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται με τους ίδιους όρους όπως και οι εγχώριοι σπουδαστές. Η απόφαση - η άποψη του Γενικού Συνηγόρου ακολουθείται γενικά στην τελική κρίση από το δικαστήριο - τίθεται ως στόχος σε μεγάλο βαθμό να καθορίσει εάν τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχιστούν με τις γεν-

ναιόδωρες εκπαιδευτικές επιχορηγήσεις και εάν μπορούν να αποτρέψουν αυτό που είναι γνωστό ως τουρισμός υποτροφιών. Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορά μία Γερμανίδα σπουδάστρια, την Jaqueline Foerster, η οποία πήγε για σπουδές στην Ολλανδία το 2000. Η κα Foerster εργάστηκε τον ελάχιστο αριθμό ωρών εργασίας προκειμένου να είναι επιλέξιμη για μια ολλανδική επιχορήγηση, καθώς ένα από τα κριτήρια στην Ολλανδία είναι οι ξένοι σπουδαστές να εργάζονται. Το Ολλανδικό Συμβούλιο Υποτροφιών, το οποίο αρχικά της χορήγησε τη συνδρομή σπουδαστών, το 2005 απαίτησε μερική επιστροφή του βοηθήματος καθώς η κα Foerster δεν είχε εργαστεί το δεύτερο εξάμηνο του 2003. Η Γερμανίδα φοιτήτρια πήγε την υπόθεση στα δικαστήρια, υποστηρί-

ζοντας ότι η κίνηση ήταν μεροληπτική δεδομένου ότι οι Ολλανδοί σπουδαστές δεν απαιτείται να εργάζονται. Η απόφαση του δικαστηρίου αναμένεται στις 10 Ιουλίου, διατηρώντας έντονη την ανησυχία των κρατών μελών, για το εάν θα είναι σε θέση να προστατεύσουν τα δαπανηρά προγράμματα υποτροφιών τους από τους ξένους σπουδαστές. Δείγμα του ενδιαφέροντος που έχει προκαλέσει η υπόθεση αποτελεί το γεγονός ότι την ακροαματική διαδικασία παρακολούθησαν οι γερμανικές, βρετανικές, βελγικές, σουηδικές και φινλανδικές κυβερνήσεις. Ανώτερος υπάλληλος της ΕΕ σημείωσε ότι στην ακρόαση, το δικαστήριο εμφανίστηκε να έχει επίγνωση «των επιπτώσεων μιας εκτεταμένης απόφασης που θα έθετε ένα προηγούμενο». ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


Ε Κ Π Α Ι Δ Ε ΥΣΗ

Πρόσθεσε ότι στην ακρόαση ήταν εμφανής η αίσθηση ότι το δικαστήριο θα προσπαθούσε να λάβει μια απόφαση, η οποία θα ήταν «συγκεκριμένη» για την υπόθεση έχοντας κατά νου τις «ευρύτερες οικονομικές συνέπειες» για τα κράτη μέλη.

Δεν είναι η πρώτη περίπτωση

Α

υτή δεν αποτελεί την πρώτη υπόθεση σε αυτόν τον τομέα. αλλά έχει προκύψει από μια παλαιότερη κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το 2005 σε μια παρόμοια ερώτηση. Η υπόθεση του 2005 αφορούσε τον Dany Bidar, έναν Γάλλο σπουδαστή στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο οποίος προσέφυγε στο δικαστήριο, καθώς του αρνήθηκαν υποτροφία Βρετανών σπουδαστών. Το δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του, αναφέροντας ότι οι σπουδαστές οι οποίοι «έχει καταδείξει έναν ορισμένο βαθμό ένταξης στην κοινωνία του κράτους» πρέπει να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους εγχώριους σπουδαστές. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

Τα κράτη μέλη ερμήνευσαν αυτήν την απόφαση για να σημάνουν ότι οι ξένοι σπουδαστές πρέπει να έχουν διαμείνει στη χώρα για πέντε έτη, για να έχουν δικαίωμα στην ίση μεταχείριση με τους εθνικούς σπουδαστές. Η υπόθεση Foerster ανοίγει τα ίδια ερωτήματα αναφορικά με τον βαθμό στον οποίο οι υπήκοοι - σπουδαστές της χώρας μπορούν να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από τους αλλοδαπούς σπουδαστές, διότι η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι είχε το δικαίωμα να θέσει τα ελάχιστα κριτήρια εργασίας επειδή τα αποτελέσματα της περίπτωσης Bidar δεν είχαν τεθεί ακόμη σε ισχύ.

Ο Εκπαιδευτικός Νόμος της ΕΕ και εντάσεις σε άλλα μέρη

Ο

ι Βρυξέλλες έχουν θέσει συγκεκριμένα δικαιώματα στον τομέα της εκπαίδευσης στην προστασία των νόμων της ΕΕ. Το άρθρο 149 της συνθήκης δηλώνει ότι η δράση της ΕΕ «θα συμβάλει στην ανάπτυξη της ποιότητας της εκπαίδευσης, ενθαρρύνοντας τη

43 συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών». Αλλά, παρά το ότι η εκπαίδευση παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος της ένας – ζηλόφθονα προστατευμένος – τομέας των κρατών μελών, το δικαστήριο έχει εν δυνάμει ένα ευρύ φάσμα αρμοδιότητας. Χρησιμοποιεί και το άρθρο κατά των διακρίσεων της συνθήκης, το οποίο προλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διάκριση βάσει της υπηκοότητας και προστατεύει τα δικαιώματα κάθε πολίτη της ΕΕ στην ελευθερία κινήσεων μέσα στις χώρες μέλη. Σε μια άλλη υπόθεση αναφορικά με την εκπαίδευση μεταξύ της Γερμανίας και της Αυστρίας, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η Αυστρία παραβίαζε το νόμο της ΕΕ θέτοντας περιορισμούς στους αλλοδαπούς οι οποίοι επιθυμούσαν να σπουδάσουν ιατρική και οδοντιατρική στη χώρα. Ο περιορισμός αφορούσε Γερμανούς φοιτητές οι οποίοι ήρθαν μαζικά στην Αυστρία για να σπουδάσουν στις Ιατρικές Σχολές της, αλλά κατόπιν επέστρεψαν στη Γερμανία για άσκηση του επαγγέλματος. Παρόμοιες τάσεις οι οποίες αφορούσαν Γάλλους σπουδαστές μπορούν να εντοπισθούν στο Βέλγιο . Το γαλλόφωνο μέρος της χώρας το 2006 υιοθέτησε ποσοστώσεις σε εννέα τομείς σπουδών, συμπεριλαμβανομένου της ιατρικής και της κτηνιατρικής φοβούμενοι, όπως στην Αυστρία, ότι το δημόσιο σύστημα υγείας του θα υπονομευόταν. Προς το παρόν, οι Βρυξέλλες τηρούν μια στάση «παρατήρησηςπαρακολούθησης». Το προηγούμενο έτος δόθηκε και στις δύο χώρες χρονικό περιθώριο πέντε ετών, για τη συλλογή στοιχείων, ώστε να δικαιολογήσουν εάν τα περιοριστικά μέτρα που έλαβαν ήταν «αναγκαία» και «αναλογικά».

Πηγή: Euobserver/Focus


ΜΚΟ

44

Τηλεργασία και γυναικεία απασχόληση

Τ

ο Έργο «Άλκηστις» υλοποιείται από την Αναπτυξιακή Σύμπραξη «Δίκτυο για την Άρση του Κοινωνικού Αποκλεισμού των Γυναικών (δ.τ. Άλκηστις)» στο πλαίσιο του Άξονα Προτεραιότητας 4: Ίσες ευκαιρίες για άνδρες και γυναίκες, Μέτρο 4.1: Συνδυασμός οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας EQUAL, με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Σκοπός του Έργου είναι η παροχή συμβουλευτικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών σε εργαζόμενες/ους, οι οποίες/οι έχουν τη φροντίδα εξαρτώμενων μελών, η κατάργηση των στερεοτύπων για το ρόλο των δύο φύλων στην οικογένεια/εργασία και η προώθηση νέων προτύπων οργάνωσης της εργασίας με στόχο τη συμφιλίωση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής ανδρών και γυναικών. Το έργο, ξεκίνησε να υλοποιείται τον Απρίλιο του 2005 και προβλέπεται να ολοκληρωθεί έως τον Ιούλιο του 2008. Στη συνέχεια ακολουθεί ενημερωτικό κείμενο, μέρος της μελέτης «Τηλεργασία, μορφές, οφέλη, προοπτικές, ένας πρακτικός οδηγός για τη χρήση της τηλεργασίας σε μια μικρομεσαία επιχείρηση» η οποία εκπονήθηκε από τον ΙΟΜ, στο πλαίσιο του έργου Άλκηστις και θα τη βρείτε αναρτημένη στην ιστοσελίδα του έργου www.alkistis-equal.gr. Η σχέση μεταξύ τηλεργασίας και γυναικείας απασχόλησης υπήρξε το θέμα πολλών μελετών εδώ και δυο

περίπου δεκαετίες. Οι πρώτες μελέτες εστίασαν κυρίως στην τηλεργασία από το σπίτι, λόγω του ότι πολλές παραδοσιακές οικοκυρικές εργασίες (σε τομείς όπως τα υφάσματα) διεξάγονταν από γυναίκες και αυτές οι εργαζόμενες στο σπίτι υπέφεραν από υψηλή εκμετάλλευση και φτωχές εργασιακές συνθήκες. Το θέμα αυτό θίχτηκε αρχικά το 1984 από την Ursula Huws που παρατήρησε ότι ενώ η εργασία στο σπίτι παρουσιαζόταν σαν μια επιθυμητή εναλλακτική λύση που θα επέτρεπε στο άτομο να έχει τον έλεγχο της ζωής του και να συνδυάζει την εργασία με άλλες δραστηριότητες, εν τούτοις φάνηκε να συνυπάρχει με αυτό το αισιόδοξο όραμα, ένα άλλο πολύ διαφορετικό στερεότυπο: αυτό του εργαζόμενου στο σπίτι ως ενός θύματος εκμετάλλευσης. Αρχικά πρέπει να επισημανθούν δύο σημεία.

Πρώτον, η στάση των ανδρών ως προς την εργασία στο σπίτι είναι διαφορετική από αυτή πολλών γυναικών. Ο χώρος εργασίας δε θεωρείται συνήθως ουδέτερος ως προς τα δύο φύλα. Σύμφωνα με το επικρατούν στερεότυπο, το να πηγαίνει κάποιος στη δουλειά θεωρείται “ανδρική” δραστηριότητα, ενώ το να μένει σπίτι ως “γυναικεία”. Αυτό προσδίδει διαφορετικό νόημα, στην ενέργεια του να πηγαίνει κάποιος στη δουλειά, ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Θεωρούν δηλαδή οι άνδρες την γυναίκα που μένει στο σπίτι ότι δεν μπορεί να εργάζεται. Μια ενδιαφέρουσα έρευνα του Institute for Employment Studies στην Αγγλία, διερεύνησε το πώς αντιμετώπιζαν τα δύο φύλλα την τηλεργασία στο σπίτι. Περιλάμβανε μια ταχυδρομική έρευνα 188 τηλεργαζομένων, σε όλη την Ευρώπη, συνδυασμένη με ένα ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


ΜΚΟ μικρότερο αριθμό κατ’ ιδίαν συνεντεύξεων από τους ερευνητές. Το συμπέρασμα της έρευνας ήταν ότι η αντιμετώπιση από τα δύο φύλα της τηλεργασίας είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ’ ότι μια απλή ανάλυση θα μπορούσε να δείξει. Διαπιστώθηκε επίσης, μια σύγκλιση απόψεων όσον αφορά τη συμπεριφορά των ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας, αν και παρατηρήθηκαν ορισμένα δείγματα εμμονής σε παραδοσιακές συμπεριφορές όσον αφορά τη φροντίδα των παιδιών και το νοικοκυριό. Ίδια περίπου αποτελέσματα είχαν και άλλες μελέτες. Για παράδειγμα, μια έρευνα σε Φιλανδούς τηλεργαζόμενους στο σπίτι έδειξε ότι οι τηλεργαζόμενες γυναίκες οργάνωναν την εργασιακή τους ημέρα, σύμφωνα με το πρόγραμμα της οικογένειας. Σε αντίθεση, οι περισσότεροι άνδρες που εργάζονταν στο σπίτι οργάνωναν τη μέρα τους σύμφωνα με τις δικές τους εργασιακές ανάγκες, χωρίς να αναλαμβάνουν καμιά επιπλέον υποχρέωση σχετικά με δουλειές του σπιτιού από αυτές που θα είχαν σε περίπτωση που θα εργάζονταν σε κάποιο γραφείο. Μια έρευνα σε δεκατρείς τηλεργαζόμενους ως σχεδιαστές λογισμικού της Italtel βρήκε επίσης διαφορές μεταξύ των πέντε γυναικών και οκτώ ανδρών που μελετήθηκαν. Γενικά, φάνηκε ότι πιο δύσκολο ήταν για τους άνδρες να συνδυάσουν τις απαιτήσεις εργασίας και οικογένειας απ’ ότι ήταν για τις γυναίκες. Στους άνδρες ήταν πιο δύσκολο να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητές τους. Δεύτερον, υπάρχει το θέμα της φροντίδας των παιδιών και η προσδοκία ότι οι εργαζόμενοι από το σπίτι μπορούν να τη συνδυάσουν καλύτερα με τις εργασιακές τους υποχρεώσεις. Στα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης της τηλεργασίας, κάποιοι μελετητές υποστήριξαν ότι θα μπορούσε να επιτευΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

χθεί μια περισσότερο ολοκληρωμένη ισορροπία μεταξύ οικογενειακής και εργασιακής ζωής. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Σημειώνει κάποιος συγγραφέας χαρακτηριστικά ότι, πράγματι, το να συνδυάζει κανείς παιδιά με εργασία είναι μια πολύ ελκυστική ιδέα· αλλά μήπως είναι πολύ καλή για να είναι αληθινή; Μεταξύ άλλων παραδειγμάτων, ο εν λόγω συγγραφέας αναφέρεται και σε μια γυναίκα, που δούλευε στο επάνω γραφείο του σπιτιού της, ενώ το γιο της πρόσεχε μια νταντά και κάθε φορά που το παιδί έκλαιγε, αισθανόταν ενοχές, μέχρι που στο τέλος κατέφυγε στο να εργάζεται φορώντας ακουστικά. Αυτό δεν συνιστά προφανώς μια ολοκληρω-

Φορείς υλοποίησης του έργου: ΕΕΟ Group ΑΕ, (Ευρωπαϊκός Επιχειρησιακός Όμιλος), Γενική Γραμματεία Ισότητας, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ), Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων (ΙΟΜ), Κέντρο Μέριμνας Οικογένειας και Παιδιού (ΚΜΟΠ), Ελληνικό Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης, Κέντρο Έρευνας και Υποστήριξης Θυμάτων Κακοποίησης και Κοινωνικού Αποκλεισμού (ΕΚΥΘΚΚΑ), Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, Προμηθευτική Α.Ε. Δήμου Βροντάδων, ΚΕΚ ΑΚΜΗ Α.Ε., και Όμιλο Ευρωπαϊκή Έκφραση (ΕΚΠΕΘΕ: Ευρωπαϊκή Κοινωνία Πολιτική Έκφραση Θεσμοί). Το Έργο Άλκηστις συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.

45 μένη ύπαρξη, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας. Στην πραγματικότητα, είναι πλέον κοινώς αποδεκτό από τους ειδικούς στην τηλεργασία, ότι η τηλεργασία από το σπίτι δεν είναι η λύση στο πρόβλημα της φροντίδας των παιδιών. Απ΄ την άλλη βέβαια, παρέχεται μια ευελιξία στους γονείς – όταν για παράδειγμα πρέπει να φροντίσουν το παιδί όταν αρρωσταίνει ή όταν πρέπει να παραστούν σε κάποια σχολική εκδήλωση. Η τηλεργασία μπορεί να είναι ένας πολύτιμος τρόπος για τις γυναίκες, ώστε να επιστρέψουν στη μισθωτή εργασία μετά από κάποιο διάλειμμα στην καριέρα τους (για το μεγάλωμα π.χ. των μικρών παιδιών τους). Μια έρευνα σε ένα μικρό δείγμα τηλεργαζομένων γυναικών στη Ν. Ζηλανδία έδειξε ότι η τηλεργασία ήταν το μέσο επανεισόδου τους στην εργασία με τους δικούς τους όρους, μετά από μια περίοδο απόσυρσης από την εργασία τους σε επιχειρήσεις. Για όλες τις γυναίκες ήταν ένας τρόπος ενίσχυσης της αυτονομίας τους ενώ τους επέτρεπε να διατηρήσουν την αμειβόμενη εργασία, σε συνθήκες όπου η ανελαστικότητα της επιχείρησης έμοιαζε να αποκλείει τη συνεχή συμμετοχή τους. Ανακεφαλαιώνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε σχετικά με την ισότητα των δύο φύλων, ότι η τηλεργασία έχει την δυνατότητα και να επιβάλλει τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων, αλλά και να τους κάνει καλύτερους. Θα πρέπει όμως στην πορεία ανάπτυξης της τηλεργασίας να είμαστε προσεκτικοί στο χειρισμό ορισμένων ρόλων και πολιτικών που θα εφαρμόσουμε. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του έργου: www.alkistis-equal.gr ή επικοινωνήστε με το Γραφείο Τύπου του έργου (ΕΚΠΕΘΕ: Ομήρου 54, τηλ. 210-3643224, φαξ 210-3646953, alkistis_press@ekfrasi. gr).


46

u

Εκδηλώσεις Ευρωπαϊκής Έκφρασης για την ήμερα της Ευρώπης

Μ

ε μεγάλη επιτυχία διοργάνωσε και φέτος η Ευρωπαϊκή Έκφραση εκδηλώσεις για την ημέρα της Ευρώπης σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Καλάμου, τους δήμους Ασπροπύργου και Άνοιξης και με την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-Γραφείο για την Ελλάδα. Η έναρξη των εκδηλώσεων έγινε στις 9 Μαΐου στον Ασπρόπυργο. Ο κ. Νίκος Γιαννής, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Αναπλ. Βουλευτής Περιφέρειας Αττικής, παρουσίασε το επετειακό θέμα και συντόνισε τη συζήτηση. Στην εκδήλωση μίλησαν η κ. Μαρία Παναγιωτοπούλου – Κασσιώτου, Ευρωβουλευτής και ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας, Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Ν Ε Α ΤΗΣ Ε Κ Φ Ρ Α ΣΗΣ – Πρόεδρος του Οικονομικού Τμήματος. Χαιρετισμό απηύθυναν ο Δήμαρχος Ασπροπύργου, κ. Νίκος Μελετίου, καθώς και ο Αντιδήμαρχος Ασπροπύργου, κ. Γιώργος Τσόκας. Στις 10 Μαΐου ακολούθησε η εκδήλωση στο Δήμο Καλάμου. Την εκδήλωση χαιρέτησε ο Δήμαρχος Καλάμου, κ. Παναγιώτης Λίτσας. Μίλησαν ο κ. Μανώλης Αγγελάκας, Ευρωβουλευτής, ο κ. Νίκος Γιαννής, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής, ο κ. Γιάννης Σμυρλής, Πρόεδρος Νεολαίας Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και ο κ. Παναγιώτης Χάσκος, Οικονομολόγος και Δημοτικός Σύμβουλος. Το συντονισμό της εκδήλωσης έκανε η κ. Μαρία Δέδε. Οι εκδηλώσεις ολοκληρώθηκαν

στο Δήμο Άνοιξης τη Δευτέρα 12 Μαΐου. Το θέμα παρουσίασε και την εκδήλωση συντόνισε ο κ. Νίκος Γιαννής. Χαιρετισμό απηύθυνε ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Άνοιξης, κ. Γιώργος Ζυγούνας. Μίλησαν ο κ. Κώστας Μποτόπουλος, Ευρωβουλευτής, ο κ. Κωνσταντίνος Τσουτσοπλίδης, Γ.Γ. Διαχείρισης Κοινοτικών & Άλλων Πόρων του Υπουργείου Απασχόλησης, ο κ. Θανάσης Λεβέντης, Βουλευτής Περιφέρειας Αττικής και ο κ. Λεωνίδας Αντωνακόπουλος, εκπρόσωπος τύπου του γραφείου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την Ελλάδα. Τις εκδηλώσεις παρακολούθησαν πλήθος κόσμου, δημοτικοί και νομαρχιακοί σύμβουλοι, στελέχη ΜΚΟ και εκπρόσωποι ΜΜΕ. u

Συμμέτοχη Ευρωπαϊκής Έκφρασης στην 7η γιορτή εθελοντισμού στο Θησείο

Η

Ευρωπαϊκή Έκφραση συμμετείχε, μέσω της νεολαίας της, και φέτος στην 7η γιορτή εθελοντισμού, που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 17 Μαΐου στον πεζόδρο-

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


Ν Ε Α ΤΗΣ Ε Κ Φ Ρ Α ΣΗΣ

μο Αποστόλου Παύλου στο Θησείο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, έλαβαν χώρα πολλά δρώμενα, όπως παρουσίαση μαριονέτας από την ομάδα του Francisco Britο, θεατρικό δρώμενο από την «Προγεννητική Αγωγή», Παρουσίαση μεθόδων πρώτων βοηθειών από τον «Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό», διαδραστικά παιχνίδια από τον διοργανωτή της Γιορτής AIESEC καθώς και συναυλία με τον Βασίλη Λέκκα. u

Κηπουρικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Έκφρασης Ανατολική Αττική στο ΠΝΑ

Η

Ευρωπαϊκή Έκφραση - Ανατολική Αττική σε συνεργασία με το Παιδοψυχιατρικό Νο-

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

σοκομείο Αττικής διοργάνωσε κηπουρικές δραστηριότητες την Τετάρτη 25 Ιουνίου στον Ξενώνα της Παλλήνης «Όρμος» και την Παρασκευή 27 Ιουνίου στον Ξενώνα της Αρτέμιδας «Σπίτι του Ήλιου». Οι δραστηριότητες αφορούσαν τη φύτευση και την συντήρηση φυτών με σκοπό την επαφή των παιδιών με το γνωστικό αντικείμενο, αλλά και την ενασχόληση τους με τον καλλωπισμό του χώρου όπου βιώνουν την καθημερινότητα τους.

47 u

Εκδηλώσεις για τις ανανεώσιμες πήγες ενέργειας (Α.Π.Ε.)

Μ

εγάλη απήχηση στο κοινό του Λαυρίου είχε η διημερίδα που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Έκφραση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 3-4 Ιουλίου 2007 στο Λαύριο, και συγκεκριμένα στην προκυμαία Λαυρίου και στο αιολικό πάρκο του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) στο Ελαιοχώρι με θέμα : «Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας».

Την εκδήλωση χαιρέτησε ο δήμαρχος Λαυρίου κ. Δημήτριος Λουκάς. Μετά την εισαγωγική ομιλία του Δρ Νίκου Γιαννή, καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής, ο οποίος είχε την ευθύνη συντονισμού του συνεδρίου, έγινε η έναρξη των εισηγήσεων με την ομιλία του κ. Κωνσταντίνου Καρύτσα, προϊστάμενου τμήματος Γεωθερμίας και Θερμικών Ηλιακών Συστημάτων του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ), αναφορικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ελλάδα. Ακολούθησε η εισήγηση του κ. Σταύρου Μηλιώνη, προέδρου της ΜΚΟ «Κύτταρο Εναλλακτικών Αναζητήσεων Νέων» (ΚΕΑΝ). Η βραδιά έκλεισε με την προβολή ντοκιμαντέρ για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και ακολούθησε


Ν Ε Α ΤΗΣ Ε Κ Φ Ρ Α ΣΗΣ

48

u

Εκδήλωση με θέμα το σιδηρόδρομο

Η δεξίωση και μουσικό δρώμενο από το συγκρότημα «Μελωδείον». Τη δεύτερη μέρα, στις 4 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε ξενάγηση στο αιολικό πάρκο του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο Ελαιοχώρι από τον κ. Σωκράτη Τεντζεράκη, διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός του τομέα Αιολικής Ενέργειας. Συζητήθηκαν τεχνικά θέματα για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας καθώς και για τις δυνατότητες που υπάρχουν στην Ελλάδα για περεταίρω ανάπτυξή τους. Η διημερίδα είχε στόχο την ευαισθητοποίηση και την ενημέρωση των πολιτών αναφορικά με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Η διημερίδα αυτή αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την πραγματοποίηση αυτών των στόχων. Το επόμενο

βήμα θα είναι η δημιουργία δικτύου οργανώσεων για την προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην Ελλάδα. u

SAVE THE PLANET

Η Ευρωπαϊκή Έκφραση ήταν υποστηρικτής της πρωτοβουλίας του Κιβωρίου Τέχνης και του Αρκτούρου για τη Διάσωση του Πλανήτη (Save the Planet). Στο πλαίσιο αυτής της πρωτοβουλίας, διοργανώθηκε το Σάββατο 28 Ιουνίου στο γήπεδο της Ραφήνας, συναυλία από τους Γιάννη Κότσιρα και Ελένη Τσαλιγοπούλου. Οι εθελοντές της Ευρωπαϊκής Έκφρασης βοήθησαν και στήριξαν για άλλη μια φορά πρωτοβουλίες οι οποίες έχουν στόχο τη διάσωση του πλανήτη μας.

Ευ ρ ω π α ϊ κ ή Έκ φ ρ α σ η Ανατολική Αττική σε συνεργασία με την Εταιρεία Μουσειακών Σιδηροδρόμων Αττικής και τον Δήμο Κερατέας διοργάνωσε στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κερατέας ημερίδα με θέμα «Μουσειακοί Σιδηρόδρομοι & Εθελοντισμός: Το παράδειγμα της Κερατέας». Την εκδήλωση χαιρέτισε ο Δήμαρχος κ. Σταύρος Ιατρού, ενώ το συντονισμό της εκδήλωσης είχε ο κ. Νίκος Γιαννής, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής. Την παρουσίαση και τους στόχους του προγράμματος έκανε η κ. Μαρία Μήλα, διευθύντρια της οργάνωσης. Στη συνέχεια ο κ. Νίκος Σμπαρούνης πολιτικός μηχανικός και πρόεδρος ΕΜΣΑ μίλησε για τους Μουσειακούς Σιδηροδρόμους, τόσο για την ελληνική όσο και για τη διεθνή εμπειρία. Ακολούθησε ο κ. Αντώνης Φιλλιπουλίτης, οργανωτής επιχειρήσεων και τέως πρόεδρος συλλόγου φίλων σιδηροδρόμων, ο οποίος συνδυάζοντας λόγο, εικόνα και ήχο παρουσίασε το Σιδηροδρομικό Ηχόραμα, ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία των μουσειακών σιδηροδρόμων. u

Εκδήλωση για τη συμφιλίωση οικογενειακής & επαγγελματικής ζωής

Μ

ε επιτυχία πραγματοποιήθηκε στα Άνω Λιόσια στις 10 Ιουλίου, η εκδήλωση που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Έκφραση σε συνεργασία με τον Δήμο Άνω Λιοσίων και τη συμμετοχή του Εθνικού Θεματικού Δικτύου «Εναρμόνιση Επαγγελματικής & Οικογενειακής Ζωής», στην αίθουσα Μελίνα Μερκούρη. Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους μέλη της τοπικής κοινωνίας, αντιπρόΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008


Ν Ε Α ΤΗΣ Ε Κ Φ Ρ Α ΣΗΣ

σωποι συλλόγων, φορέων και Μ.Κ.Ο, αλλά και εκπρόσωποι της τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και των Μ.Μ.Ε. Χαιρετισμό απηύθυνε η κα Ελένη Χανιωτάκη, Δημοτική Σύμβουλος και Πρόεδρος του Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Άνω Λιοσίων. Την έναρξη της ημερίδας σήμανε με την εισήγησή του ο Δρ Νίκος Γιαννής, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Αναπληρωματικός Βουλευτής Περιφέρειας Αττικής, ο οποίος είχε και την ευθύνη συντονισμού της εκδήλωσης. Στην εισήγησή του τόνισε την ιδιαίτερη σημασία της εναρμόνισης της επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής, όντας ο ίδιος πολύτεκνος και εργαζόμενος, ενώ εστίασε στα οφέλη που μπορεί αυτή να αποφέρει. Ακολούθησε η εισήγηση της κ. Δήμητρας Αλειφέρη, εκπροσώπου του Εθνικού Θεματικού Δικτύου της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας Equal, η οποία παρουσίασε τη δράση του Εθνικού Θεματικού Δικτύου. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε προβολή του ντοκιμαντέρ «Είμαστε Ίσοι», ενώ την εκδήλωση έκλεισε παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας για τα στερεότυπα της ελληνικής οικογένειας. Το Εθνικό Θεματικό Δίκτυο αποτελείται από πέντε Αναπτυξιακές Συμπράξεις, οι οποίες είχαν ως στόχο τη ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ • τ. 69 • 2ο ΤΡΙΜΗΝΟ 2008

συμφιλίωση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Μέρος των δράσεων τους αποτελούσε η σύσταση και η λειτουργία δομών στήριξης οικογένειας, π.χ. παιδικοί σταθμοί, παροχή συμβουλευτικής, δημιουργικά εργαστήρια παιδιών, ενημέρωση για εργασιακά ζητήματα, νομοθεσία και άλλα. Μέσω της εκδήλωσης επετεύχθη η ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας και ειδικά των γονέων, για την σημασία της εναρμόνισης της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής, αλλά και των κρατικών και μη φορέων για την ανάγκη λήψης δράσεων για το εν λόγω θέμα. u

Ευρωπαϊκή ήμερα για τα δικαιώματα των ασθενών

Ευρωπαϊκή Έκφραση συμμετείχε φέτος στον πανευρωπαϊκό εορτασμό της ημέρας (18 Απριλίου 2008) που αφιερώθηκε στην προστασία των δικαιωμάτων των ασθενών. Μετά από την πρωτοβουλία και υπό την καθοδήγηση της Active Citizenship Network (ACN) ή Cittadinanzattiva, μιας ιταλικής οργάνωσης που δρα στο χώρο της Κοινωνίας Πολιτών και συνεργάζεται με 100 περίπου Μη

Η

49 Κυβερνητικές Οργανώσεις ανά την Ευρώπη, προωθήθηκε η ευαισθητοποίηση και η ενημέρωση των πολιτών, αλλά και των φορέων υγείας μέσω της κατάστρωσης μιας «Ευρωπαϊκής Χάρτας Δικαιωμάτων των Ασθενών», που συνέταξαν 16 οργανώσεις. Υλοποιώντας πλέον το όραμα ενός ετήσιου εορτασμού για τη διεύρυνση της προστασίας των δικαιωμάτων που αφορούν στην υγεία των πολιτών, η ACN εξειδικεύει το δικαίωμα των πολιτών στην υγεία που εγγυάται το άρθρο 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να παρέχεται πράγματι σε όλους μια πλήρης προστασία και όχι μια απλή γενική θεωρητική διακήρυξη. Η Ευρωπαϊκή Έκφραση έλαβε ενεργά μέρος στην πανευρωπαϊκή αυτή προσπάθεια, αφού ανέλαβε την ανάρτηση αφισών και τη διανομή φυλλαδίων και κονκάρδας σε δημόσια νοσοκομεία, ιδιωτικές κλινικές, σε ασθενείς στις αίθουσες αναμονής και σε ιδιωτικά ιατρεία, τα οποία αναγράφουν το σκοπό του εορτασμού και αναλύουν τα 14 δικαιώματα που πρέπει να απολαμβάνει ο ασθενής. Επίσης, η καμπάνια γνωστοποιήθηκε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διάδοση ανάλογων δραστηριοτήτων, καθώς και σε ΜΚΟ και σε εθελοντές, είτε ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών υγείας είτε όχι.


Ε Υ Ρ Ω Π Α Ϊ Κ Η Ε Κ Φ Ρ Α ΣΗ

50

Δημοσιεύσεις στην Ευρωπαϊκή Εκφραση Σκοπός της έκδοσης είναι η παρουσίαση διαφορετικών απόψεων –αρκεί να μην εκφέρονται αυθαίρετα– και η δημιουργία κατάλληλου πλαισίου διαλόγου και ανταλλαγής ιδεών με επίκεντρο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ελληνική συμμετοχή σ’ αυτήν. Οι απόψεις που εκφράζονται δεν δεσμεύουν αποκλειστικά την ιδιοκτησία, τον εκδότη ή την σύνταξη.

1

2

Τα άρθρα τα οποία δημοσιεύονται στην Ευρωπαϊκή Έκφραση, επιλέγονται από τη σύνταξη με κριτήρια την επιστημονική εγκυρότητα, την ποιότητα, τη θεματική κάθε τεύχους, την πρωτοτυπία και επικαιρότητα. Μπορεί να δημοσιευθεί κείμενο και σε ξένη γλώσσα (κυρίως αγγλικά ή γαλλικά) κατόπιν συνεννόησης. Η έκταση του κειμένου δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 900 λέξεις.

3

Όσον αφορά τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, υποβάλλονται οποτεδήποτε, σε τρία αντίτυπα, υπακούουν στις διεθνείς προδιαγραφές επιστημονικής μεθοδολογίας, δεν έχουν δημοσιευθεί ούτε με παραπλήσια μορφή ή περιεχόμενο σε άλλα έντυπα, κρίνονται από μέλη της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Έκφρασης, με πλήρη διασφάλιση της αντικειμενικής κρίσης (ανωνυμία του κρινομένου και

ΕΚΦΡΑΣΗ

5

Απαγορεύεται αυστηρά η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναδιανομή με οποιονδήποτε τρόπο, εκτός αν υπάρχει έγγραφη άδεια του εκδότη. Οι συγγραφείς, μετά την ανακοίνωση σ’ αυτούς της θετικής κρίσης για μελλοντική δημοσίευση του άρθρου στην Ευρωπαϊκή Έκφραση, δεσμεύονται αυτό να μην δημοσιευθεί οπουδήποτε αλλού. Οι συγγραφείς λαμβάνουν δωρεάν δύο αντίτυπα του οικείου τεύχους. Η ιδιοκτησία διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα να διανέμει με οποιουσδήποτε όρους, άρθρα, περιλήψεις και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Έκφραση διαμέσου του δικτύου Ίντερνετ.

Όνομα........................................................................................

Έτος ίδρυσης: 1989 Ομήρου 54, 106 72, Αθήνα, τηλ: 210 3643224, fax: 210 3646953, e-mail: ekfrasi@ekfrasi.gr

Επιθυμώ να γραφτώ συνδρομητής στο περιοδικό “Ευρωπαϊκή Έκφραση” Ετήσια Διετής 20 Ευρώ

4

Σε όλες τις περιπτώσεις μαζί με κάθε υποβολή κειμένου συμπεριλαμβάνεται και περίληψη στα γαλλικά ή στα αγγλικά (100-200 λέξεις). Το κείμενο θα πρέπει να αποστέλλεται και σε δισκέτα PC ώστε να αποφεύγονται οι αδυναμίες της δακτυλογράφησης και γενικά να επιτυγχάνεται η έκδοση. Καλό είναι επίσης να αποστέλλεται φωτογραφία του συγγραφέα. Χειρόγραφα, δισκέτες και άλλα πρωτότυπα δεν επιστρέφονται.

ΔΕΛΤIΟ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ

Τακτικός Συνδρομητής Δημόσιοι Οργανισμοί, Τράπεζες, Βιβλιοθήκες, ΑΕΙ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, Εταιρείες, Σύλλογοι Ευρώπη Άλλες ήπειροι Φοιτητής, σπουδαστής, στρατιώτης Συνδρομή ενίσχυσης-υποστήριξης

των κρινόντων, ο κρινόμενος πληροφορείται βέβαια ολόκληρη την κρίση) και η έκτασή τους κυμαίνεται μεταξύ 2000 - 3000 λέξεων. Ο υποψήφιος αποστέλλει σύντομο βιογραφικό σημείωμα.

35 Ευρώ

Επώνυμο.................................................................................... Διεύθυνση.................................................................................. Ταχ. Κώδικας............................................................................. Πόλη........................................................................................... Τηλέφωνο:.................................................................................

50 Ευρώ 25 Ευρώ 30 Ευρώ

100 Ευρώ 45 Ευρώ 55 Ευρώ

15 Ευρώ 50 Ευρώ

25 Ευρώ 90 Ευρώ

Οι συνδρομές καταβάλλονται στα γραφεία της Έκφρασης 9π.μ. - 5 μ.μ., με ταχυδρομική επιταγή, ή τέλος στην Εθνική Τράπεζα (αρ. λογαριασμού 701/29600287)

E-mail:........................................................................................ Επάγγελμα:...............................................................................

Ημερομηνία Υπογραφή


H MKO Ευρωπαϊκή Έκφραση σε συνεργασία με το Δήμο Παιανίας, υλοποιεί το πρόγραμμα:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ

Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 2000 – 2006 Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» του Υπουργείου Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας Μέτρο 6 : «Ενίσχυση της απασχόλησης ανέργων με την ενεργό συμμετοχή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων»

Είσαι μαθητής της Α΄, Β΄, Γ΄ Δημοτικού στην περιοχή της Παιανίας; Έλα και εσύ στην παρέα μας για να διαχειριστείς δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο σου, στο Κ.Ε.Ε. (Κέντρο Εκπαίδευσης Ενηλίκων), Κεντρική Πλατεία Παιανίας. Θα πραγματοποιηθούν 15 συναντήσεις δημιουργικής απασχόλησης Έναρξη προγράμματος Παρασκευή, 23 Μαΐου 2008 και ώρα 18:30-20:30

Για περισσότερες πληροφορίες: Ευρωπαϊκή Έκφραση, τηλ 210 3643224, email: ekfrasi@ekfrasi.gr

Η Ενέργεια ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ εντάσσεται στο Ε.Π. «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Οι Ενέργειες συγχρηματοδοτούνται κατά 80% από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο»


BUILDING BRIDGES BETWEEN THE EU AND CHINA IN THE RAPIDLY DEVELOPING SCIENCE

& TECHNOLOGY AREA

JOIN THE SCIENCE & TECHNOLOGY FELLOWSHIP PROGRAMME IN CHINA NOW! FOR THE 1ST INTAKE OF STF CHINA, STARTING IN DECEMBER 2008

Apply by 20th June, 2008 FOR THE 2ND INTAKE OF STF CHINA, STARTING IN APRIL 2009

Apply by 5th September, 2008 FOR FURTHER DETAILS ON HOW TO APPLY, PLEASE VISIT:

www.euchinastf.eu and

ec.europa.eu/europeaid/cgi/frame12.pl

Postal address:

Mrs Cristina QUEROL CARCELLER Head of Finance, Contracts and Audit Section European Union Delegation of the European Commission to China and Mongolia 4th floor, Qian Kun Mansion, 6, Sanlitun Xi Liu Jie 100027 Beijing People’s Republic of China

Address for hand delivery / delivery by private courier service:

DOWNLOAD THE APPLICATION FORM AND SEND IT BACK, WITH ALL REQUIRED DOCUMENTS BEFORE 20TH JUNE OR 5TH SEPTEMBER, 2008 TO:

Mrs Cristina QUEROL CARCELLER Head of Finance, Contracts and Audit Section European Union Delegation of the European Commission to China and Mongolia No. 15 Dongzhimenwai Street, Sanlitun, Chaoyang District 100600 Beijing People’s Republic of China

BUILDING BRIDGES BETWEEN THE EU AND CHINA IN THE RAPIDLY DEVELOPING SCIENCE

& TECHNOLOGY AREA

www.euchinastf.eu

JOIN THE SCIENCE & TECHNOLOGY FELLOWSHIP PROGRAMME IN CHINA NOW!

ARE YOU A YOUNG EUROPEAN RESEARCHER?

The EU is offering you a unique opportunity to establish or deepen a partnership with a Chinese research institution!

Today, the European Union offers you the opportunity to take part in a research mobility programme in China during 24 months! There are only 30 fellowships available on two consecutive pilot projects so don’t miss this chance.

The experience consists of 6-month Chinese language training in Beijing followed by an 18-month practical research opportunity in a Chinese host organisation. Through its Science & Technology Fellowship Programme China (STF China) scheme the EU will offer financial support to a small group of carefully selected eminent researchers in their respective areas of scientific competence.

APPLICATIONS MUST BE SUBMITTED BY 20TH JUNE OR 5TH SEPTEMBER 2008


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.