Ο Βιβλιοπόντικας είναι μια περιοδική έκδοση του Τμήματος Βιβλίου του Ποντιακού Συλλόγου Κατερίνης «Παναγία Σουμελά» Τ Ε Υ Χ Ο Σ
1 7
Σ Ε Π Τ Ε Μ Β Ρ Ι Ο Σ
2 0 1 8
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ 40 * ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΜΥΛΑΥΛΑΚΟΥ*
60 100 * ΤΗΛ: 2351021596— W W W.S OU ME LA. GR
ΓΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΙΚΙΛΙΔΗΣ ΣΤΟ ΤΗΛ. 6937563012
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΕΥΧΟΥΣ:
Η ονοματολογία του Πόντου Επώνυμα, Ονόματα και Τοπωνύμια Η αναζήτηση της καταγωγής και του τρόπου διαμόρφωσης των επωνύμων απασχόλησε από νωρίς την ποντιακή γλωσσολογική έρευνα. Το 1935, στον 6ο τόμο του Αρχείου Πόντου, ο πολυγραφότατος Δημοσθένης Οικονομίδης, ασχολείται με το θέμα στο άρθρο του «Επώνυμα Ποντιακά». Ως αιτία της υιοθέτησης επωνύμων θεωρεί την ανάγκη διάκρισης προσώπων που έχουν το ίδιο βαπτιστικό όνομα. Καθώς μάλιστα μερικές φορές ούτε η χρήση του πατρικού ονόματος ξεκαθάριζε την ταυτοπροσωπία (τι Κοσμά ο Κωνσταντίνον), προστέθηκε και το παρωνύμιο (παρωνύμ’) ή αλλιώς επώνυμο. Αυτό μπορεί να είναι πατρωνυμικό (Κοσμίδης), οικογενειακό (Σπυράντης), δηλωτικό επαγγέλματος (Υφαντίδης), καταγωγής (Υψηλάντης) ή άλλου ιδιαίτερου χαρακτηριστικού (Καμπουρίδης). Όπως μάλιστα σημειώνει ο συγγραφέας
οι καταλήξεις -ίδης, -όπουλος κ.α πολλές φορές δεν είναι παρά ελληνοποιημένα επώνυμα της τουρκικής γλώσσας συχνά με την κατάληξη ογλου. Έτσι το επώνυμο Καριπίδης ή Γαριπίδης ήταν Καρίπογλου και προέρχεται από το τούρκικο garip= ξένος που μπορεί να μεταφραστεί σε Ξενίδης. Πολλά από τα αρχικά επώνυμα παλαιότερων χρόνων χάθηκαν είτε γιατί οι φορείς τους δεν άφησαν απογόνους είτε γιατί
τα άλλαξαν οι ίδιοι ή οι δάσκαλοι στα σχολεία. Ειδικά μετά τα μέσα του 19ου αιώνα όταν άρχισε να διευρύνεται η ίδρυση ελληνικών σχολείων, οι δάσκαλοι, κινούμενοι «υπό υπερμέτρου προς το ελληνίζειν ζήλον», αντικατέστησαν πολλά επώνυμα είτε ελληνοποιώντας τα τούρκικα είτε μεταφράζοντάς τα στην ελληνική, συχνά χωρίς επιτυχία. Έτσι ο Kabasakal-oglu = με πλούσιο γένι, έγινε Καμπασακαλίδης και ο Aslan-oglu=λέων έγινε Ασλανίδης ή Λεοντίδης. Ο «υπέρμετρος ζήλος» οδήγησε και σε αχρείαστες μεταβολές όπως των καταλήξεων -ετες ή -ίτας δηλωτικής της προέλευσης (Κοροξενέτες, Σουμελίτας) σε -ίδης (Κοροξενίδης, Σουμελίδης). Ανάμεσα στα δεκάδες επώνυμα που αναλύει ο συγγραφέας συναντάμε και μεσαιωνικά όπως τα Λαμπαδάριος, Νοτάριος, Ξιφιλίνος ή εκκλησιαστικά όπως τα Έξαρχος ή Επίτροπος.
Η ονοματολογία του Πόντου
1
Ο γλωσσολόγος Δ.Οικoνομίδης
1
Επώνυμα Χαλδίας τον 18ο αιώνα
2
Επώνυμα και παρωνύμια Οινόης και Σταυρίου
2
Ο γλωσσολόγος και λαογράφος Δημοσθένης Ηλ. Οικονομίδης (1858-1938)
Πόθεν το κύριο όνομα Λεμόνα;
3
Τοπωνύμια του Πόντου
3
Η επιστήμη της Ονοματολογίας και η ρευστότητα των ονομάτων
4
Με αφορμή την παρουσίαση της παραπάνω μελέτης του για τα ποντιακά επώνυμα, παραθέτουμε ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα για τον παθιασμένο ερευνητή του πολιτισμού του Πόντου Δημοσθένη Ηλ. Οικονομίδη. Γεννήθηκε στην Αργυρούπολη αλλά ο πατέρας του καταγόταν από τη Χίο. Στον Πόντο ο πατέρας του βρέθηκε ως εξαγορασμένος δούλος από κάποιο σκλαβοπάζαρο της Ανατολής μετά την καταστροφή του 1822. Ο νεαρός Δημοσθένης αποφοίτησε από το Φροντιστήριο Τραπεζούντας και συνέχισε στη Μεγάλη του Γένους
Σχολή. Με τη βοήθεια ανθρώπων που πίστεψαν στις δυνατότητές του, στάλθηκε στο Μόναχο και τη Λειψία όπου σπούδασε
Ελληνικά, Λατινικά και Ιστορία της Φιλοσοφίας. Ο τίτλος της διδακτορικής του διατριβής το 1887 ήταν «Περί της φωνητικής της διαλέκτου του Πόντου». Δίδαξε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή ως το 1914 και ακολούθως έως το 1926 εργάστηκε για τη σύνταξη του Ιστορικού Λεξικού της νέας ελληνικής γλώσσας. Το 1931 ανέλαβε τη διεύθυνση του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών. Πολυγραφότατος, αφιερώθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή, με έμφαση στην ποντιακή γλώσσα και τον πολιτισμό.
ΣΕΛΙΔΑ 2
Επώνυμα Χαλδίας κατά τον 18ο αιώνα του Α.Α.Παπαδόπουλου
Τα επώνυμα δεν ήταν πάντα απαραίτητα, ούτε πάντα σταθερά
Το 1938, στον 8ο τόμο του Αρχείου Πόντου, ο μεγάλος λεξικογράφος της ποντιακής Άνθιμος Α. Παπαδόπουλος, δημοσιεύει μια έρευνα σχετικά με την εκφορά και τον τρόπο σχηματισμού των επωνύμων της περιοχής Χαλδίας. Μοναδική πηγή του είναι ο κώδικας της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου Αργυρουπόλεως και περίοδος αναφοράς το διάστημα από το 1723 έως το 1764. Σύμφωνα με την έρευνα τα ονόματα συνοδεύονται 1. από πατρωνυμικά (Γεώργιος Ιγνατίου, Λαμπριανός του Χαρίτωνος ή Κυριακός υιός Σταυριανού), 2. από τον
τόπο καταγωγής (Στέφανος Φυτιάνος, Χρυσόστομος ο Τραπεζούντιος, Χαράλαμπος εκ χώρας Παρτίου), 3. από το προσηγορικό Χατζής ή προσκυνητής για όποιον έχει επισκεφθεί τους άγιους τόπους (Χατζη Ελευθέρ, Πέτρος προσκυνητής), 4. από οικογενειακά (Ιωάννου του εκ γένους Ζαμάνου, Ιγνατίου του Σαρασίτου), 5. από το επάγγελμα (Μιχαήλ ο τσιλιγκίρης [κλειδαράς], Ιγνάτιος Σαμαρτζής), 6. από παρωνύμια (Ο Γεώργιος καλούμενος Αβαράς, Γρηγορίου του Λιμάν, Θεόδωρος Ζουντούρ) ή 7. από συνδυα-
σμό αυτών (Ιωάννης Μουζμούζ ο Χουτουριώτης). Παρατηρούνται επίσης μητρωνυμικά λόγω «εξέχουσας κοινωνικής θέσης» είτε άλλης αιτίας (Κωνσταντίνος ο της Ζιλφής, Κυρίακος Κατίκ υιός Παύλου της Τιχτίκας). Το συμπέρασμα του συγγραφέα είναι ότι τον 17ο αι. τα επώνυμα δεν είχαν «σταθεροποιηθεί ούτε είχαν καταστεί απαραίτητα». Αυτό άρχισε να γίνεται από τα μέσα του 19ου αι. για τις ανάγκες των σχολείων της «νέας διδακτικής μεθόδου με μητρώα και προγράμματα». Τότε ο Γεώργιος Κυ-
Επώνυμα και παρωνύμια
Οινόης του Ιορδάνη Βαμβακίδη και Σταυρίου του Δημήτριου Παπαδόπουλου
Εκτός από τον Γιωρίκα και τον Κωστίκα ήταν ο Πότσολον (Απόστολος), η Λισάφ (Ελισσάβετ), η Ρωτική (Ερωτική), η Μνόστη (Ευνομία) και πολλοί άλλοι
Ο
Συμπληρώνοντας τη σύντομη αναφορά στα ονοματεπώνυμα του Πόντου παραθέτουμε δύο συλλογές από περιοχές με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τη γλωσσικά διαφοροποιημένη Οινόη και το κρυπτοχριστιανικό Σταυρί. Το 1939 στον 9ο τόμο του Αρχείου Πόντου ο φιλόλογος και για χρόνια διευθυντής της βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών Ιορδάνης Βαμβακίδης (ή Ι.Τ Παμπούκης 1915-1985) δημοσιεύει μια μελέτη με θέμα «Σύμμεικτα εξ Οινόης». Σε αυτήν περιλαμβάνονται κατάλογοι ονομάτων και επωνύμων/παρωνύμων από την Οινόη. Παρατηρούμε ότι τα βαπτιστικά ενώ γενικά ανήκουν στην τυπική ποντιακή ονοματοδοσία από την χριστιανική ή αρχαιοελληνική δεξαμενή, παρουσιάζουν και μερι-
ΒΙΒΛΙΟΠΟΝΤΙΚΑΣ
κές εκπλήξεις. Έτσι μεταξύ των συνηθισμένων Παρθένα, Ευμορφία, Ειρήνη κλπ εμφανίζονται τα Βαγδάτη, Γεσθημανή (Σήμα), Ερωτική (Ρωτική), Ευνομία (Μνόστη), Μέλισσα (Μέλη), Ροδάμνη (Ροδάμα), Ταρσός (Ταρτσή) κ.α Αλλά και τα επώνυμα δεν παρουσιάζουν την τυπική κατάληξη ιδης των νεότερων χρόνων διατηρώντας την αρχική μορφή τους σε -ας, -ης, λους όπως Ξυγαλατάς, Καλπακτσής, Καπαρόζης, Μάρκολους κ.α. Έναν αντίστοιχο κατάλογο δημοσιεύει το 1964 στον 26ο τόμο του Αρχείου ο δάσκαλος και λαογράφος Δημ. Παπαδόπουλος (Σταυριώτης) με τίτλο «Λαογραφικά Σταυρί». Τα ονόματα προέρχονται από το βιβλίο που εξέδωσε ο ίδιος με τίτλο «Γεννεαλογικός Κώδικας
της κοινότητος Σταυρί» και όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας είναι κυρίως χριστιανικά όπως Αραφαήλς, Γεσήφς, Πότσολον, Ραχήλ, Λισάφ κλπ, λιγότερο αρχαιοελληνικά όπως Λύσαντρον, Λυδία, Παλλάσα κλπ, μερικά μεσαιωνικά όπως Ακρίτας, Αφουξέντς (Αυξέντιος), Αμιριανή, Καρτερή, Τόμνη (Δόμνα) κ.α και φυσικά τουρκικά όπως Εμινέ, Οσμάν, Ισμαήλ, Χανιφέ, Ζεινέπ, κ.α. Στα επώνυμα κυριαρχούν τα παρωνυμικά όπως Γαβράς, Γατής (Γατίδης), Κασιμάντ (Κασιμίδης), Μέρμηκας, Μούμουλον, Τσαλουχάντ, Τσιρκινάντ κ.α Σε αρκετά σημειώνει ότι εξέλιπαν, σε άλλα ότι είναι κρυπτοχριστιανών, σε άλλα ότι έχουν μεσαιωνική, τουρκική ή αρμενική προέλευση και σε άλλα ότι η προέλευσή τους είναι άγνωστη.
ΤΕΥΧΟΣ
17
ΣΕΛΙΔΑ 3
Πόθεν το κύριο όνομα «Λεμώνα»; του Αλέξαδρου Ακριτόπουλου Ορισμένα γυναικεία ονόματα είναι χαρακτηριστικά μόνο της ποντιακής διαλέκτου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα Σουμέλα, Παρέσσα (Κυπαρέσσα), Παλάσσα (Παλλάς), Πανα (γ)ίλα, Σιμούλα, Σώνα, Χιόνα κ.α Ο γλωσσολόγος Αλέξανδρος Ακριτόπουλός δημοσιεύει το 2007 στον 52ο τόμο του Αρχείου ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για την ποιητική, την ετυμολογία και τη μυθολογία που συνδέονται με το γυναικείο ποντιακό όνομα «Λεμώνα». Ήδη από την ορθογραφία «Λεμώνα» αντί «Λεμόνα» φαίνεται η διαφορετική προ-
σέγγιση που προτείνει. Έχοντας σαν βάση της ανάλυσής του το ομότιτλο δημοτικό τραγούδι όπου η Λεμώνα ταυτίζεται με θεότητα προστάτιδα των δένδρων, σύμφωνα με την ανάλυση του Σ. Ευσταθιάδη, αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για το δέντρο της λεμονιάς που βρίσκετε στη ρίζα της δημιουργίας του ονόματος αλλά η αρχαία ελληνική λέξη «λειμών» που σημαίνει τόπος με υγρασία, τόπος χλοερός, λιβάδι, σύμφωνα με το λεξικό Liddell & Scott. Εξάλλου ακόμη και ο μεταφορικός τρόπος με τον οποίο έχει χρησιμοποιηθεί η λέξη
από τους βυζαντινούς συνδέεται με το κάλλος και τη γυναικεία ομορφιά σε αναλογία με τη φύση. Εντυπωσιακή επίσης είναι η ομοιότητα με το αρχαίο κύριο όνομα «Λειμώνη» αλλά και η σύνδεση με τις «λειμωνιάδες νύμφες» δηλαδή τις νύμφες των «ένυδρων τόπων» που σύμφωνα με πανάρχαιες θρησκευτικές αντιλήψεις κατοικούσαν στα χλοερά λιβάδια, στα δάση και στους ανθισμένους τόπους. Συμπερασματικά, ο λαϊκός δημιουργός γνώριζε αυτήν την προχριστιανική σημασία του ονόματος της μυθολογικής «Λεμώνας» και τη χρησιμοποίησε συνειδητά.
Τοπωνύμια Ο σχηματισμός ονομάτων τοποθεσιών του Πόντου
Ο Κάστρεν τη
της Μ.Κουτίτα - Καϊμάκη
Γουδουλά,
Η έρευνα της ονοματοθεσίας των τόπων δηλαδή των τοπωνυμίων, αποτελεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διαδικασία τόσο για τη γλωσσολογία όσο και για άλλους επιστημονικούς κλάδους όπως η ιστορία, η γεωγραφία, η κοινωνιολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, κ.λ.π. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούμενη η επικ. καθηγήτρια φιλολογίας Μυρτώ Κουτίτα -Καϊμάκη δημοσιεύει μια μελέτη στον 41ο τόμο του Αρχείου (1987) με την οποία επιχειρεί μια προσέγγιση της δομής και των παραγόντων που επιδρούν στη διαδικασία σχηματισμού των τοπωνυμίων του Πόντου. Σύμφωνα με την ερευνήτρια «τα ονόματα επιμέρους τοποθεσιών του Πόντου σώζονται από τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους έως την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού». Στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ανάγονται μόνο τα ονόματα πόλεων και περιοχών της παράλιας ζώνης. Στην εποχή των Κομνηνών η κατασκευή κάστρων για τη φύλαξη των συνόρων (Χαλδία) ονομα-
τοδοτεί τοποθεσίες όπως ο Κάστρεν τη Γουδουλά, το Καστρόλιθον, το Εξώπυργον κ.α Αντίστοιχα οι βοσκότοποι των υψιπέδων την ίδια περίοδο αποκτούν τον όρο παρχάρι π.χ Απάν το Μεσοπάρχαρον. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας «οι κάτοικοι των πόλεων κατέφυγαν σε μέρη δασώδη όπου υπήρχαν μοναστήρια και ίδρυσαν οικισμούς με τα ανάλογα ονόματα π.χ Αγ. Αντώνιος. Αυτήν την περίοδο διαπιστώνεται η παρουσία τουρκικών τοπωνυμίων λόγω της κατάκτησης ή λόγω της ενσωμάτωσης τουρκικών όρων στο ποντιακό λεξιλόγιο π.χ το Πογάζ (στενό), τ’ Ορμάν (δάσος), σύνθετα όπως Γιρτοκώλ’, Γιαροκέφαλο ή μεταφράσεις ελληνικών τοπωνυμίων π.χ ΓιαζιλίΤασίν (γραμμένη πέτρα). Η μορφολογία του φυσικού περιβάλλοντος π.χ η Οξέα, ο Καταρράχτες, η Κατεφορία, το Λιθικόν ή του υπεδάφους/ μεταλλείων π.χ το Σκυλλαντάρ Μαγαράσ’ (μαγαρά=σπηλιά, τούνελ), σταθμοί σε οδούς π.χ το Κορτενόπον (βυζ. Κόρτη),
αγροτικές ή άλλες ασχολίες π.χ τα Ξεραντέρε, τα Χαμαιλέτε, θρύλοι και παραδόσεις π.χ τ’ Αννίτσας το ταφίν, Ακρίτα τα Ρωθώνια, Δρακοντολίμ, το Μαϊσσοπέγαδον και η δημοτικότητα ηρωικών προσώπων π.χ Γαβρά το Πεγάδ’ αποτελούν παράγοντες ονοματοθεσίας. Τα τοπωνύμια αποτελούν κοινωνικούς δείκτες και διαθέτουν ψυχολογική φόρτιση. Έτσι πολλά οφείλονται σε ιδιοκτησίες σημαντικών εκείνη την περίοδο οικογενειών π.χ Γιαννακάντων, επαγγελματιών π.χ Χαλκάντων ή σε παρωνύμια π.χ Τομπουλάντων. Αυτά τα τελευταία είναι σκωπτικά, μερικές φορές αντικειμενικά και άλλες εχθρικά π.χ τη Χωλού, τη Σαχταρά και δηλωτικά των τάσεων και απόψεων της εποχής. Ως προς το φύλλο η αδύναμη θέση της γυναίκας αντανακλάται σε λίγα τοπωνύμια με υγρό στοιχείο π.χ τη Ναζής το Πεγάδ. Τα τοπωνύμια σηματοδοτούν την ιστορική πορεία ενός τόπου και η αλλαγή ή αντικατάστασή τους αφαιρεί κάτι από τη ζωή του.
το Καστρόλιθον, το Εξώπυργον, η Δρακοντολίμ, το Μαϊσσοπέγαδον , το Απάν το Μεσοπάρχαρον, η Κατεφορία, το Λιθικόν ….
Τα κείμενα του Βιβλιοπόντικα ν.17 συντάχθηκαν από τον έφορο βιβλιοθήκης Γιάννη Ποικιλίδη
Η βιβλιοθήκη του συλλόγου είναι ελεύθερα προσβάσιμη και διαθέσιμη σε όλους και δανείζει τα βιβλία της κάθε Σάββατο πρωί ή μετά από συνεννόηση στα τηλέφωνα 6937563012 (Γιάννης), 6943181511 (Κατερίνα), 6980796929 (Βαλεντίνη). Μπορείτε επίσης να επισκεφτείτε την ανανεωμένη ιστοσελίδα μας
www.soumela.gr
Η Ονοματολογία είναι μια νέα επιστήμη το αντικείμενο της οποίας έχει απασχολήσει την ανθρώπινη σκέψη ήδη από την αρχαιότητα (Κρατύλος του Πλάτωνα ). Σήμερα αποτελεί κλάδο της Γλωσσολογίας και σταδιακά επεκτείνει το ερευνητικό της πεδίο πέρα από το αρχικό πλαίσιο της μελέτης και ετυμολογίας των κύριων ονομάτων ανθρώπων και τόπων (ανθρωπονυμίων και τοπωνυμίων). Η επέκταση αυτή περιλαμβάνει ζωωνύμια, ονόματα χρόνου, ιδρυμάτων, προϊόντων της ανθρώπινης δραστηριότητας (έργα τέχνης, τεχνολογίας, ημερήσιο και περιοδικό τύπο κ.α) και γενικά οτιδήποτε μπορεί να αποκτήσει ένα κύριο όνομα. Ως επιστήμη συνδιαλέγεται με την ιστορία, τη λαογραφία, την κοινωνιολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία κ.α. Σκοπός της είναι η μελέτη της «σημασίας μέσα από τη χρήση» των ονομάτων και των μηνυμάτων που αυτά κουβαλάνε στην εκάστοτε «κοινωνική πραγματικότητα». (Για περισσότερες πληροφορίες: Ελληνική Ονοματολογική Εταιρεία - https:// onomatologiki.wordpress.com/)
Η ρευστότητα των ονομάτων στην πορεία της διαμόρφωσής τους (όπως είδαμε και στις μελέτες που αφορούν τον ποντιακό χώρο), ακολουθεί τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, τις μετακινήσεις ανθρώπων και ιδεών και γενικά τις διάφορες «πολιτισμικές ζυμώσεις». Μέχρι το μισά του 19ου αι. στον Πόντο, δεν απαιτούνταν παρά μόνο το βαπτιστικό, μαζί με την αναφορά του πατρικού ονόματος, για να δηλωθεί η ταυτότητα ενός προσώπου (ο Γιάννες τη Λάμπονος) ή ίσως και κάποιος οικογενειακός, επαγγελματικός, καταγωγικός, σκωπτικός ή άλλος προσδιορισμός (παρωνύμ’), όπως Ζουρνατζάντων, Σεμερτζής, Σεμενλής, Τοπάλτς κ.α. Η κατάσταση αυτή άλλαξε όταν το οθωμανικό κράτος επιχείρησε να εκσυγχρονιστεί κατά τα δυτικά πρότυπα, μεταβάλλοντας τόσο τη φορολογικό όσο και το στρατολογικό πλαίσιο που ίσχυε μέχρι τότε (κεφαλικός φόρος, απαλλαγή των μη μουσουλμανικών πληθυσμών από την υποχρεωτική στράτευση). Στη χρονική αυτή συγκυρία η υιοθέτηση κληρονομούμενων πατρωνυμικών επιθέτων αξιοποιήθηκε από την εκκλησία (πατριαρχείο) προκειμένου να καταγράψει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της δικαιοδοσίας της, αλλά και από τον ανερχόμενο ελληνικό εθνικισμό που βρήκε την ευκαιρία μέσα από το διαρκώς αυξανόμενο δίκτυο σχολείων, να ελληνοποιήσει τα παλιά ονόματα (πολλά εκ των οποίων ήταν τουρκικά). Τότε ο Demercioglu έγινε Σιδηρόπουλος και ο BayΗ διαμόρφωση raktaroglu έγινε Σημαιοφορίδης. Την ίδια εποχή αλλάζουν όμως και τα βαπτιστικά ονόματα ή ακριβέτων ονομάτων στερα εγκαταλείπεται η αφοσίωση των Ποντίων στη χρήση βιβλικών ονομάτων για χάρη της ανακάλυψης του αρχαιοελληνικού τους παρελθόντος (Αριστείδης, Σοφοκλής, Σωκράτης, Κλειώ, Ευτέρπη, ακολουθεί την Ευφροσύνη κ.α). Η χρήση βέβαια ονομάτων κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη έχει και μια άλλη εξήγηση πέρα από τη θρησκευτική. Η ένταξη στο κυρίαρχο οθωμανικό - μουσουλμανικό περιβάλλον εκάστοτε απαιτούσε τη δυνατότητα κοινωνικής προσαρμογής. Η αναγνώριση από τη μουσουλμανική θρησκεία κοινωνική των ιερών βιβλίων της εβραϊκής θρησκευτικής παράδοσης, αξιοποιούνταν από κάποιους χριστιανούς με την υιοθέτηση ονομάτων που εύκολα μπορούσαν να έχουν διπλή χρήση όπως ο Σολομών που πραγματικότητα μπορούσε να γίνει Σουλεϊμάν ή ο Ιωσήφ που μπορούσε να γίνει Γιουσούφ.
και αποτελεί
Η ρευστότητα των τοπωνυμίων ακολουθεί επίσης τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η ονοματοθεσία των ποντιακών τοπωνυμίων αποδί-
ένδειξη της δεται σε μεγάλο βαθμό στην τουρκική γλώσσα και αρκετές φορές προτιμήθηκε από τους ποντιακούς πληθυσμούς προκειμένου να περνάει απαρατήρητη η παρουσία τους. Αλλά ότι δεν μπόρεσαν να γευτούν εκεί (ελληνική ονοματοθεσία) οι πρόσφυγες, το επιδίωξαν στην Ελλάδα γεμίζοντας την ταυτότητας του ύπαιθρο του βορειοελλαδικού χώρου με ονομασίες που παραπέμπουν στους τόπους προέλευσης όπως Νέα Τραπεζούντα, Νέα Σάντα, Νέα Μπάφρα κ.λ.π. Αλλά και η χρήση του όρων Πόντος, Πόατόμου. ντιοι και Ποντιακός δεν ήταν πάντα δεδομένη και αυτονόητη. Από τον Ξενοφώντα του 4ου αι. π.Χ που φθάνει στην «Κολχική» χώρα, περνάμε στο «Ελληνιστικό Βασίλειο του Πόντου», ύστερα στις ρωμαϊκές επαρχίες του «Γαλατικού Πόντου», του «Πολεμονιακού Πόντου», του «Μεσογειακού Πόντου» και του «Ελενόποντου», μετά στην «Αρμενία Α’», στο «Θέμα Χαλδίας», στο «Θέμα Αρμενιάκων» και στην «Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας» της βυζαντινής περιόδου, για να φθάσουμε στο «Βιλαέτι Τραπεζούντας και Τζανικής» στα χρόνια των Οθωμανών. Εξαιτίας της ρευστότητας των ονοματικών προσδιορισμών, οι ελληνοχριστιανικής συνείδησης κάτοικοι του Πόντου αποκαλούσαν τον εαυτό τους «Ρωμαίο» και τη γλώσσα τους «Ρωμέϊκα» μέχρι να έρθουν στην Ελλάδα και να αρχίσουν να χρησιμοποιούν ευρέως τους όρους «Πόντιος» και «Ποντιακά». Περιστασιακά βέβαια κάνει την εμφάνισή του και η χρήση του όρου «Ρωμανία», ως κατάλοιπο της υστεροβυζαντινής περιόδου, αν και αφορά όλο τον μικρασιατικό χώρο. Για το φαντασιακό κράτος του Πόντου βέβαια, η εθνική αφύπνιση της αστικής τάξης από τα τέλη του 19ου αι. είχε ήδη υιοθετήσει την ονομασία «Πόντος», αλλά στις αρχές του 20ου αι. ήταν σε διαπραγματεύσεις και για «Ποντοαρμενική Ομοσπονδία». Στην Ελλάδα της προσφυγιάς χρησιμοποιήθηκε και το όνομα «Αούτος» από τους «γηγενείς» ως αναφορά στην ποντιακή ταυτότητα με μάλλον υποτιμητικό νόημα αλλά και ο προσδιορισμός «Τουρκόσποροι» με καθαρά ρατσιστική διάθεση.
πολιτισμικής