Ο Βιβλιοπόντικας είναι μια περιοδική έκδοση του Τμήματος Βιβλίου του Ποντιακού Συλλόγου Κατερίνης «Παναγία Σουμελά» Τ Ε Υ Χ Ο Σ
6
Δ Ε Κ Ε Μ Β Ρ Ι Ο Σ
2 0 1 5
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ 40 * ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΟΙΚΙΕΣ ΜΥΛΑΥΛΑΚΟΥ*
60 100 * ΤΗΛ: 2351021596—
Η λαογραφία του χειμώνα
Λαϊκή λατρεία του Ποντιακού Ελληνισμού του Σάββα Π. Παπαδόπουλου
W W W.S OU ME LA. GR
ΓΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΩΝ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΙΚΙΛΙΔΗΣ ΣΤΟ ΤΗΛ. 69375630112
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΕΥΧΟΥΣ:
Λαϊκή λατρεία του Ποντιακού Ελληνισμού
1
Τη πεγαδί το καλαντίασμαν ή το νερόν ντο κοιμάται
1
Λαογραφικά Κοτυώρων
2
Λαογραφικά της Σαντάς του Πόντου
2
Ποντιακή ιστορία και λαογραφία
2
Χριστουγεννιάτικα Έθιμα Πόντου
3
Ποντιακοί μήνες
3
Χριστού σην ξενιτείαν (Ποίηση)
4
Το αφιέρωμα στην ποντιακή λαογραφία του χειμώνα και ειδικότερα του εορταστικού δωδεκαημέρου (24 Δεκεμβρίου—6 Ιανουαρίου) αρχίζει με το ζωντανό βιβλίο του Σάββα Παπαδόπουλου. Το ονομάζουμε έτσι γιατί όλη η δομή και το περιεχόμενό του στηρίζεται αποκλειστικά σε επώνυμες προφορικές μαρτυρίες. Οι αφηγήσεις και οι περιγραφές είναι όλες στην ποντιακή διάλεκτο χωρίς μετάφραση αλλά με γλωσσάριο. Θεματολογικά το βιβλίο καλύπτει όλες τις πτυχές των θρησκευτικών εκδηλώσεων των Ελλήνων του Πόντου. Γιορτές, λατρευτικές πρακτικές, αναφορές σε θρησκευτικά πρόσωπα και αντικείμενα, έθιμα και τελετουργίες παρουσιάζονται σε ενότητες, ημερολογιακά και θεματικά. Το έκτο κεφάλαιο ασχολείται με την περίοδο των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων και το έβδομο κεφά-
λαιο με την περίοδο από του Αγίου Ιωάννη μέχρι της Απόκρεω. Η περίοδος του δωδεκαήμερου στην οποία εστιάζουμε για τους Πόντιους είναι «τα καλά τα ημέρας». Αυτές οι μέρες εμπεριέχουν «τα Χριστίαννα», τη «Νεοχρονία ή το καινούρ’ η χρονία» και τα Φώτα.
Για τα δώρα που έδιναν στα παιδιά για το «καλάντισμα ή βάεμαν» ο Στέφανον τη ποπά -Στεφάν διηγείται. «Τ’ εμετέρ σο βάεμαν εδίνανε αλεύρε, τσορέκιε, γαβουρμάδας, βουτούρτα, τυρία, πασκιτάνε, μεϊβάδας, παστίλε, λεφτουκάρε, ατζίρε και άλλα φαϊστικά και παράδας πα κάποιοι π’ είχαν. Τα μωρά το πλέον για τα παράδας εβάευαν...Οι Ρουσάντ εδίναν καπίκια. Υστέρια αστ’ επήγαμε ση Ρουσσίαν κιάν’, μουχατζίρ’, ξάν εβάευαμε, άμαν ολημέρα...Ολύχτα εφογούμνες! Εδίνανε μας σάλαν, ψωμίν, αλεύρε, περασκία...» Ενώ ο Χαρίτον τη Τσαούσ’ , από το Καρακούρτ του Κάρς, για τα κάλαντα ως ευκαιρία για έκτακτο εισόδημα αναφέρει. «Τ’ εμετέρ’ πα εκιάν εβάευαν οι τρανοί αγούρ, με τη λύραν, παρέας –παρέας….»
«Τη πεγαδί το καλαντίασμαν ή το νερόν ντο κοιμάται» μια διήγηση από την περιοχή της Φάτσας Στο παραπάνω βιβλίο του Σ. Παπαδόπουλου περιλαμβάνεται και η διήγηση της Παρασκευής Λαζαρίδου, κατάλοιπο προχριστιανικών αντιλήψεων. «Το χωρίον εμούν η Μερή είσεν πολλά νερά. Είχαμε και δυο πεγάδε. Σ’ οσπίτ εμούν σουμά έτον το έναν, το νερόν έβραζεν κι έβγωνεν αφκακιάν, εχοχλάκιζεν. Ατό το πεγάδ εμείς τα μωρά επέναμε τα Κάλαντα κι εκαλαντίαζαμ’ α. Εποίνεν η μάνα μ’ χαλβἀν με το πεκμέζ κι απ’ ατά επαίρναμε έναν κούστ’ κι επέναμε ολύχτα, μεσανυχτί κεσ’ εθήκναμ’ α εκεκά, να τρώγναν α ύστερα τα κοσάρας, τα πουλία τη Θεού. Πως εθήκναμε εκεκά το κούστ τη χαλβάν έλεγαμε «Κάλαντα, καλός καιρός, πάντα και τη χρόνου». Άμαν το σωστόν εν να μη ομιλάς οντές πας εκεκά, να βρήκς το νερόν κοιμισμένον. Η μάνα μ’ έλεεν «Σο μεσονύχτ’ απάν’ όλε κοιμούντανε, τα δέντρα, τα ζα, τα νερά, όλε κοιμούντανε ολίγον». Και μίαν εγώ κι αδελφή μ’ Ουρανία-κι άλλο τρανέσσα έτον ας εμέν– πως επείγαμε εκεκά, λαλίαν κι εξέγκαμε και το νερόν κι έτρεσεν τη πεγαδί. Είσεν ολούχ ξυλένον -ο πατέρα μ’ έχτισεν α- εσέγκαμε εκιάν σ’ ολούχ τα σέρε μουν κι έκ’σαμε λαλίαν. Έσυραμε εξέγκαμ’ ατά και σορ! σορ! το νερόν έτρεξεν. Αμάν έτρεξαμε κι επήγαμε με τη χαράν είπαμε την μάναν εμούν. «Μάνα, το νερόν εκοιμάτεν». Είπε μας, «Σα μωρά φανερούται το νερόν ντο κοιμάται, ατά αθώα είναι.»
ΣΕΛΙΔΑ 2
Λαογραφικά Κοτυώρων του Ξενοφώντα Άκογλου
Στιγμιότυπα από τον εορτασμό των Φώτων στα Κοτύωρα
Από το σημαντικό έργο του Κοτυωρίτη πρωτοπόρου λαογράφου Ξ. Άκογλου επιλέξαμε ένα έθιμο για την γιορτή των Φώτων. «Την παραμονή των Φώτων δεν τα λέγανε στα Κοτύωρα. Μόνο αρκετοί εργάτες των εμπορικών καταστημάτων, φερμένοι από τη Γαράσαρη –Νικόπολη– πριν από αρκετά χρόνια, γύριζαν στα σπίτια των παραφεντάδων τους ντυμένοι καρναβάλια και με τη συνοδεία της λύρας ψέλνανε τα Φώτα σε τούρκικη
γλώσσα κι έπειτα το στρώνανε στο χορό. Κατά την τελετή της κατάδυσης του Σταυρού συνήθιζαν να σκουντούν και να ρίχνουνε στη θάλασσα, προμελετημένα κυρίως, άρρωστους που έπασχαν από ελονοσία - ψυχομέντς - χωρίς αυτοί να υποπτευθούν και όπως ήτανε ντυμένοι με τα ρούχα τους, που πολλές φορές ήτανε μεγάλης αξίας, προπαντός οι τοπικές ενδυμασίες των κοριτσιών και των γυναικών. Πίστευαν ότι μπορούσαν έτσι να γίνουν
καλά, όπως και γινόντανε κάποτε - αχπαράγουνταν και χάται το τέρτ’ν ατούν= ξαφνιάζονται και χάνεται η πάθησή τους. Επίσης και κάθε λογής άρρωστοι πλενόνταν ή λουζόντανε στη θάλασσα, γιατί τόχανε σε καλό, πιστεύοντας ότι τους βοηθούν τ’ αγιασμένα νερά. ….Με το αγίασμα των νερών πιστεύαν ότι έφευγαν πια και οι μαϊσσάδες και γενικά τα ξωτικά.»
Συμβολή εις τα λαογραφικά της Σαντάς του Πόντου του Ανδρέα Σπυράντη
Η ιδιαιτερότητα των εορταστικών πρακτικών στην ορεινή Σαντά
Ο γιατρός Α. Σπυράντης στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του μας μεταφέρει έθιμα, παραδόσεις και προσωπικές μαρτυρίες από τον τόπο καταγωγής του την ορεινή Σαντά. Για τα έθιμα των γιορτών του δωδεκαήμερου αναφέρει τα παρακάτω: «Η εορτή των Χριστουγέννων με πρωϊνήν κωδωνοκρουσίαν, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερον. Η εορτή της Πρωτοχρονιάς, η οποία ήτο κυρί-
ως εορτή των παιδιών, τα οποία όλη την ημέραν φορεμένα με τα καλά τους ρούχα, ανά δύο ή τρία μαζί, περιεφέροντο από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντα τα κάλαντα. Κρατούσαν δε εις τα χέρια τους ανά ένα μήλον δια το καλάντιασμα, δηλαδή το κάρφωμα επάνω του ενός κέρματος από συγγενείς και κυρίως από τον νουνόν ή νουνά (δεξάμενον ή δεξαμέντσα). Αυτή άλλωστε ήτο
και η μόνη επαφή νουνών και βαπτισθέντος από της ημέρας της βαπτίσεως. Η εορτή των Φώτων εγίνετο με αγιασμόν εντός της εκκλησίας σε μεγάλο δίλαβο χάλκινο καζάνι…. Αγιασμός των υδάτων ήτο αδύνατος να γίνη διότι ήτο δύσκολος η κάθοδος εις τον ποταμόν λόγω των χιονοστιβάδων.»
Εισαγωγικά στοιχεία ποντιακής ιστορίας
και λαογραφίας του Π.Χαιρόπουλου Από την συνοπτική επίσκοπηση της ποντιακής ιστορίας και λαογραφίας την οποία επιχειρεί ο συγγραφέας, θα σταθούμε στην απαρίθμηση των εθίμων της Πρωτοχρονιάς. Σπουδαιότερα έθιμα θεωρεί τα εξής:
Η καταγραφή των εθίμων της Πρωτοχρονιάς
Ο
ΒΙΒΛΙΟΠΟΝΤΙΚΑΣ
1) Τα κάλαντα της παραμονής 2) Το ποδαρικό (μόνο από μικρό αγόρι) 3) Το καλάντιασμα των ζώων (ευλογία). Τα έδιναν άφθονο χόρτο, έκοβαν λίγες τρίχες από την ουρά τους και τα χτυπούσαν λέγοντας «άλλαξον το χούι σ’» (ιδιοτροπίες) και
4) το καλάντιασμα της βρύσης. Το τελευταίο βράδυ της χρονιάς τα κορίτσια έβαζαν κοντά στη βρύση του χωριού διάφορα φρούτα. Κάθε παλικάρι που έπαιρνε το φρούτο, το άλλο πρωί «φαρμακωνόταν» από την αγάπη εκείνης που το άφησε και την παντρευόταν.
ΤΕΥΧΟΣ
6
ΣΕΛΙΔΑ 3
Έθιμα Πόντου (Χριστουγέννων –Πάσχα –Γάμου – Κλήδονα και άλλα) του Παύλου Χαιρόπουλου Από το νεώτερο, καθαρά λαογραφικό βιβλίο του συγγραφέα σταχυολογούμε τα εξής: Τα εορταστικά ξύλα:1) Το Χριστοκούρ ήταν μεγάλο κούτσουρο που άναβαν στο τζάκι την παραμονή των Χριστουγέννων. 2) Το Καλαντοκούρ ήταν κούτσουρο χοντρό που καιγόταν στο τζάκι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Το τοποθετούσε η καλομάνα (γιαγιά από πατέρα). Σύμφωνα με τις δοξασίες, το βράδυ της Πρωτοχρονιάς τα δαιμόνια κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Η φωτιά τα απωθεί
Προτιμούσαν για το τζάκι μεγάλο κούτσουρο από βελανιδιά για να καίει ολονυχτίς. Σε μερικά μέρη έκαιγε όλο το δωδεκαήμερο, Αν έσβηνε θεωρούνταν κακό σημάδι. ...Τα χειρότερα πνεύματα ήταν οι Κοντζολόζ’ (καλικάντζαροι) ή τα Πιζήαλα (στη Χαλδία). Περιγράφονταν ως αγραθρώπ’, κουτσοί, στραβοί, σκελετωμένοι και βρώμικοι. «Α ση Χριστού ως τα Φώτα εβγαίνε και λάσκουνταν απάν τη γης τα πιζήαλα και χάνταν όταν φωτίεται ο κόσμον».
Τα ονόματα των μηνών στην
Ποντιακοί μήνες (Π.Μελανοφρύδη)
Ποντιακή προέρχονται από
Τέσσερεις από τους μήνας του Ποντιακού ημερολογίου φέρουν το όνομα μεγάλης εορτής εορταζομένης μέσα στον κάθε έναν απ’ αυτούς. Τοιούτοι μήνες είναι: Καλαντάρτς: Ιανουάριος, λαβών το όνομα εκ της εορτής του Νέου Έτους, τα κάλαντα. Σταυρίτες: Σεπτέμβριος, εκ της εορτής του Σταυρού. Αεργίτες: Νοέμβριος, εκ της εορτής του Αγίου Γεωργίου εορταζομένης εν Πόντω την 3η Νοεμβρίου. Χριστιανάρτς: Δεκέμβριος, εκ της εορτής των Χριστουγέννων. Τρείς μήνες με τα κοινά (Ρωμαϊκά) ονόματά των. Μάρτ’ς = Μάρτιος, Απρίλ’τς= Απρίλιος, Αύγουστον= Αύγουστος Τέσσερεις μήνες έχουν εποχιακά ονόματα. Καλομηνάς: Μάϊος, ο καλλίτερος μην του έτους. Κερασινός: Ιούνιος, ο μην των Κερασιών. Χορτοθέρτς: Ιούλιος, ο μην του θερισμού των χόρτων. Τρυγομηνάς: Οκτώβριος, ο μην του τρυγητού. Είς έλαβεν παρατσούκλι (προσονείδ’) απ’ το ελάττωμά του. Κούντουρος: Φεβρουάριος (με κοντή ουρά). 1) 2) 3) 4) 5) 6) 7) 8) 9) 10) 11) 12)
Καλαντάρτς και Νέον Έτος άμον πάντα και οφέτος Ο Κούντουρον, ο Κούτσουρον, ο ουραδοκομένον Ο Μάρτς έρται δαβαίν άλλτς παγών και άλλτς χουλέν Απρίλτς φέρ’ τα χελιδόνε κελαϊδούν και λυών’ τα σόνε Έρθεν ο Καλομηνάς βοστ’ τσιτσέκε αν πεινάς Τη Κερασινού ο Ήλον κοκκινίεισε αμόν μήλον Έρθεν και ο χορτοθέρτς έπαρ το καγάν σο σέρτς Ο Αύγουστον αλωνίζ’ τ’ οικοκύρτς χαρεντερίζ’ Ο Σταυρίτες ρούζ’ τα φύλλα και ξεραίντανε τα ξύλα Έρθεν ο Τρυγομηνάς έφκαιρον τ’ αμπάρτς; Πεινάς! Αεργίτες μουρδουλίζ’ σο ρασίν ανθρώπ’ς φουρκίζ’ Χριστιενάρτς φέρ’ το κρύον να σαν εκείνον π’ εσ τον βίον
Επιμέλεια –Έρευνα Π.Σουμελίδης
τις γιορτές, τις εποχές, το Ρωμαϊκό ημερολόγιο και μία …. «ιδιαιτερότητα»
Ο Βιβλιοπόντικας συντάσσεται με ευθύνη του Τμήματος Βιβλίου και με την ελεύθερη συμβολή των μελών ή φίλων του Συλλόγου
Επισκεφθείτε μας στο web : www.soumela.gr
Καλή Χρονιά
Υπεύθυνοι στο Τμήμα Βιβλίου είναι οι: Ποικιλίδης Γιάννης - Έφορος Αμοιρίδης Παναγιώτης - Μέλος Δημόπουλος Δημήτρης - Μέλος Η βιβλιοθήκη είναι ελεύθερα προσβάσιμη και διαθέσιμη σε όλους. Ως δανειστική είναι ανοιχτή κάθε Σάββατο πρωί ή μετά από συνεννόηση.
«Ποντιακός Πολιτισμός» Χρυσοποίκιλτος και Παντίλαμπρος Χριστού σην ξενιτείαν (του Ηλία Τσιρκινίδη) Σκωθέστεν! Αλληλούϊα κι αγγελικά λαλίας γλυκέμνοστα κι ο Ουρανόν κι ο κόσμον εγομώθεν. Σύναυγα έρται ο Χριστόν! Ας χαίρουμες, ας πάμε σην απαντήν Ατ’ σον παρχάρ το ανθομυριγμένον. Ναι! Κάθαν χρόνον ο Χριστόν, ας σα ψηλά παρχάρε έρται δεβαίν και ν’ ευλογίζ’ τα κρύα τα νερόπα, τα χορταρόπα τα χλωρά και τα μανουσακόπα. Και τ’ άχαρα τα μάραντα, τα πρωτονοτεγμένα καμίαν κι ανασπάλλιατα και τ’ απορφανισμένα! Κι εμείς πώς ν’ ανασπάλλομε, με το ποιον καρδίαν εκείνα τα παρχάρε μουν, τ’ ανέσπαλτα σα ξένα; Ας πάμε όλ’ αγλήγορα, χρυσοαναλλαγμένοι εκεί σον παρχαρότοπον τον τσιτσεκοπλασμένον, για ν’ απαντούμε τον Χριστόν σιτ’ έρτ’ απάν σα άνθε κι Ατόν ας τριγυλίσκουμες και να παρακαλούμε: «Χριστέ μ’ πότε θα κλώσκουμες σ’ εμέτερα τα τόπε;» Κι έμπρ’ ας’ εμάς γονατιστά, σα γόνατα Τ’ ας’ ρούζνε κι εκείνα τα μικρίτσικα παιδόπα ‘μουν τ’ αθώα, Με τα σερόπα τ’ άγια κι ακρίματα-κι εκείνα κι εκείνα π’ ας παρακαλούν με τ’ ανοιχτά τ’ εγκάλια. Έρευνα—Επιμέλεια Π.Σουμελίδης