ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΒΟΡΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ: Καναδάς, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ: Κολομβία, Εκουαδόρ, Περού, Βολιβία, Βραζιλία, Παραγουάη, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Χιλή. ΕΥΡΩΠΗ: Ισλανδία, Γροιλανδία, Ιρλανδία, Μ. Βρετανία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Ρωσία, Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Αυστρία, Γερμανία, Ολλανδία, Ελβετία, Γαλλία, Μονακό, Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα, Ιταλία, Βουλγαρία, Κύπρος. ΑΦΡΙΚΗ: Νότια Αφρική, Λεσότο, Ζιμπάμπουε, Κένυα, Τανζανία, Μαυρίκιος, Μαρόκο, Τυνησία, Αίγυπτος. ΑΣΙΑ: Ιορδανία, Συρία, Ισραήλ, Μπαχρέϊν, Ντουμπάι, Ομάν, Υεμένη, Τουρκία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Ιράν, Ουζμπεκιστάν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Σρι Λάνκα, Νεπάλ, Μπουτάν, Θιβέτ, Κίνα, Βιρμανία, Ταϊλάνδη, Καμπότζη, Βιετνάμ, Λάος, Ινδονησία, Σιγκαπούρη, Ιαπωνία. ΩΚΕΑΝΙΑ & ΝΗΣΙΑ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ: Μελανησία (Νέα Καληδονία, Νησιά Βανουάτου, Νησιά Σολομώντα, Παπούα Νέα Γουινέα), Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Γαλλική Πολυνησία. ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΕΣΤ: ΠΟΙΟΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ ΣΑΣ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Πρόλογος «Μου φαίνεται ότι θα ένιωθα πάντα καλά εκεί που δεν βρίσκομαι», είχε πει ο Μποντλέρ. Αυτό το ανικανοποίητο με κατέτρεχε από παιδί. «Το να ονειρεύεσαι ταξίδια είναι ένδειξη των ευγενών αναζητήσεων της ψυχής», είχε πει ο ίδιος, μα εγώ το μόνο που ονειρευόμουν ήταν η πραγμάτωση της φυγής μέσα από τα ταξίδια. Ξεκίνησα να ταξιδεύω από χώρα σε χώρα σε πολύ νεαρή ηλικία, από μια βαθιά ανάγκη συνεχούς μετακίνησης. Την ανάγκη αυτή εμπότισε στην τσιγγάνικη ψυχή μου η μητέρα μου – μια αυθεντική ταξιδιώτισσα. Μετά την αίτηση που υπέβαλα στο μεγαλύτερο τουριστικό οργανισμό, με προσέλαβαν ως συνοδό ελληνικών γκρουπ στο εξωτερικό. Ο μοναδικός όρος που άτυπα έθεσα ήταν να μην επισκέπτομαι τον ίδιο προορισμό, μέχρι να τους δω όλους ή σχεδόν όλους. Έτσι, η τάση φυγής απέκτησε νόημα και χορηγό. Το μεγαλύτερο διάστημα του έτους ζούσα σε ξενοδοχεία και οι μετακινήσεις μου γίνονταν πιο συχνά με αεροπλάνο παρά με αστικό λεωφορείο. Στα μικρά χρονικά διαστήματα παραμονής μου στην Ελλάδα συγκέντρωνα –από ταξιδιωτικούς οδηγούς, από βιβλία ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και από το διαδίκτυο– όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσα για τον επόμενο προορισμό που θα επισκεπτόμουν. Τα ταξίδια αποτέλεσαν τον ιδανικότερο τρόπο να βιώσω το διαφορετικό και το μακρινό, ξένη ανάμεσα σε ξένους που ψάχνουν τη γαλήνη σε πλάνα πιο μεγάλα και φρέσκα, πρόσφορα να γεμίσουν με νέα κι έντονα χρώματα. Η κάθε φυγή γινόταν μαία σκέψεων και αποκαλύψεων, σαν κάθε νέος τόπος να ευνοούσε και μια καινούργια, πιο βαθιά σκέψη, καθώς όντας μια διέξοδος από την καθημερινότητα, μου προσέφερε τη δυνατότητα να δω ένα θέμα από μια νέα προοπτική ή και να βρω μια απάντηση που αναζητούσα. Γυρνώντας τον πλανήτη, είδα την απόλυτη ομορφιά που μόνο στη φύση συναντάς, ζώα, πουλιά και φυτά που ούτε φανταζόμουν ότι υπάρχουν, τις μυρωδιές, τα χρώματα και τον πλούτο της κάθε γης. Δροσίστηκα σ’ όλους τους ωκεανούς. Αφέθηκα στην απεραντοσύνη της ερήμου. Χάθηκα στις πυκνές ζούγκλες. Αφουγκράστηκα τους άγνωστους ήχους της φύσης. Αντίκρισα όλα τα χρώματα και τα μάτια των φυλών. Θαύμασα τα σπουδαία αρχιτεκτονήματα και τα έργα τέχνης στα μουσεία. Ζήλεψα τις οργανωμένες πόλεις. Δοκίμασα νέες γεύσεις. Χάθηκα στις λαϊκές αγορές. Μέθυσα από τις μυρωδιές των μπαχαρικών και της νοτισμένης γης. Δάκρυσα σε γαλήνια ηλιοβασιλέματα και έζησα άλλες εποχές σε χώρες όπου ο χρόνος κυλάει αργά και ανθρώπινα. Είδα επίσης τα 3/4 των ανθρώπων στον κόσμο να στερούνται αυτονόητα δικαιώματα, όπως στέγη, υγεία, παιδεία, ασφάλεια, ελευθερία έκφρασης και πρόσβαση σε τροφή και καθαρό νερό. Συγχρόνως, διαπίστωσα πως πολλές χώρες έχουν αποκοπεί από τον πολιτισμό τους και έχουν δανειστεί, ως μέρος της παγκοσμιοποίησης, κάτι ξένο και ρηχό, ενώ θα αρκούσε να επανασυνδεθούν με το σύστημα των παλαιών αξιών για να ανεβάσουν τις συνθήκες της διαβίωσης και το πολιτιστικό επίπεδο του λαού τους. Στο γύρο του κόσμου σε 80 χώρες, κάτω από διαφορετικές και πολλές φορές αντίξοες συνθήκες, γνώρισα πολλούς διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ζωής, τις θρησκείες και τις φιλοσοφίες, τα ήθη και τα έθιμα, τη χλιδή αλλά και την εξαθλίωση δίπλα δίπλα, τη δικτατορία, τον πόλεμο, σπάνιες αρρώστιες, τα λόμπι και τα χόμπι, Έτσι ξερίζωσα κάθε ίχνος φοβίας απέναντι στο ξένο και στο άγνωστο, αναγνωρίζοντας τις ίδιες βασικές ανάγκες που έχουμε όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φύλου, παιδείας,
εθνικότητας, υγείας, προτιμήσεων. Η επαναλαμβανόμενη αυτή φυγή μου από τον αστικό ελληνικό μικρόκοσμο προκάλεσε τη ρωγμή στο κλουβί της άγνοιας, γεννώντας μέσα μου σεβασμό για το περιβάλλον και το διαφορετικό. Με την μελέτη βιβλίων και τη διαρκή περιπλάνηση στον πλανήτη ήρθαν καταλυτικές αλλαγές που δεν θα είχαν έρθει αν είχα παραμείνει στα γνώριμα, αυτοπεριοριστικά όρια. Ήμουν τελικά τυχερή, πολύ τυχερή, που είδα περισσότερα από όσα ποτέ ευχήθηκα. Μα κάποια στιγμή ένιωσα ότι ήταν εγωιστικό να κρατήσω για μένα τόσες εικόνες και αισθήσεις, κι έτσι αποφάσισα να τις καταγράψω και να σας τις παραδώσω για να σας ταξιδέψω. Ας μοιραστούμε λοιπόν αυτό το απόσταγμα από τα εκατοντάδες μαγικά σεργιάνια σε 80 χώρες, τουλάχιστον 500 πόλεις και χιλιάδες αξιοθέατα.
ΒΟΡΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ (ΝΟRTH AMERICA) Να πάρω μεγάλες βαλίτσες για αγορές μέχρι τελικής πτώσεως…
ΚΑΝΑΔΑΣ (CANADA) Καλύπτει, ως δεύτερη σε μέγεθος χώρα στον κόσμο μετά τη Ρωσία, την τεράστια έκταση των 10 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Έχοντας άγρια βουνά στο βορρά, απέραντα δάση, λίμνες, ποτάμια και καλλιεργήσιμες εκτάσεις στο κέντρο, συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των μόλις 33 εκατομμυρίων κατοίκων ακόμη νοτιότερα, σε καλοοργανωμένες και καλαίσθητες πόλεις, χτισμένες πάνω σε ακτές και ποταμούς. Στην πιο αραιοκατοικημένη περιοχή της χώρας, που εκτείνεται από τον Ατλαντικό μέχρι τον Ειρηνικό και αγκαλιάζεται από τον Αρκτικό Ωκεανό, ζούσαν οι αυτόχθονες Ινουίτ, οι γνωστοί Εσκιμώοι, και νοτιότερα οι Ινδιάνοι των ονομαζόμενων «πρώτων εθνών». Οι Ινδιάνοι εκδιώχθηκαν από τη γη τους και, δυστυχώς, όπως και στην Αυστραλία, μια ολόκληρη γενιά παιδιών αποχωρίστηκαν τους γονείς τους για να μεγαλώσουν σε αγγλοσαξονικά εκκλησιαστικά ιδρύματα. Σήμερα, οι περισσότεροι από τους εναπομείναντες ζουν σε καταυλισμούς, με συχνά και σοβαρά προβλήματα αλκοολισμού, ναρκωτικών και ανεργίας, καθώς δεν μπόρεσαν να ενσωματωθούν στην κοινωνία. Στα ινδιάνικα, «Καναδάς» σημαίνει «τόπος συγκέντρωσης». Τον 15ο αιώνα, συναντήθηκαν εδώ οι Άγγλοι και οι Γάλλοι. Το 1763 οι Γάλλοι αποσύρθηκαν, αφήνοντας κληρονομιά μέχρι σήμερα το περήφανο γαλλόφωνο Κεμπέκ. Το 1812 δόθηκαν εδώ σκληρές μάχες μεταξύ Αμερικανών και Άγγλων για την ανεξαρτησία των πρώτων. Πολλοί Άγγλοι που δεν ήθελαν να κόψουν τους δεσμούς τους με τη μητέρα πατρίδα ήρθαν στον Καναδά, ο οποίος μέχρι σήμερα ανήκει στη βρετανική κοινοπολιτεία. Η χώρα είναι μία από τις πιο πλούσιες στον κόσμο και ο λαός της έχει μεγάλη αγοραστική δύναμη λόγω της ξυλείας, της αλιείας, της τεράστιας παραγωγής σιτηρών, του άφθονου πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των διαμαντιών, του χρυσού, του ουράνιου, της βαριάς βιομηχανίας και του τουρισμού. Οι Καναδοί μού φάνηκαν ωραίοι άνθρωποι και, όπως περήφανα λένε, «Δεν είμαστε Αμερικανοί, δεν συμφωνούμε με τα περισσότερα από αυτά που κάνουν, και γι’ αυτό –παρά τις πιέσεις– διαχωρίζουμε την εξωτερική μας πολιτική». Δεν είναι ρατσιστές, είναι κοινωνικά και περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένοι, ευγενείς, φιλικοί, με παιδεία. Δέχονται τους ξένους που θέλουν να ζήσουν στη χώρα τους και απορροφούν πολλούς πολιτικούς και οικονομικούς πρόσφυγες μέσα από συγκεκριμένες νομικές διαδικασίες. Έχουν δημιουργήσει, όπως οι Αυστραλοί και οι Σκανδιναβοί, ένα από τα λίγα κράτη δικαίου, πρόνοιας και τάξης, όπου όλοι απολαμβάνουν ισότιμα τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αληθινή δημοκρατία. Λατρεύουν τα σπορ, όπως το σκι, το χόκεϊ στον πάγο, το ποδόσφαιρο, τις εκδρομές στη φύση και το καλό φαγητό. Αυτό που καθορίζει τη ζωή τους είναι ο καιρός, καθώς έχουν βαρύ κρύο και σκοτάδι για 14-19 ώρες κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Γι’ αυτό έχουν δημιουργήσει άψογες εγκαταστάσεις και ζουν καλά κάτω από αυτές τις συνθήκες, περιμένοντας με λαχτάρα το καλοκαίρι για να χαρούν τον ήλιο, τη φύση και τις μεγάλες μέρες. Ένα γλυκό καλοκαιρινό πρωινό, με απευθείας πτήση της Ολυμπιακής, προσγειώνομαι στο πανέμορφο Μόντρεαλ (Montreal). Φορώντας ανοιξιάτικα ρούχα λόγω χαμηλότερων θερμοκρασιών, ξεχύνομαι
στην ασφαλέστατη και σχετικά μαζεμένη πόλη, που μου θυμίζει το Παρίσι. Από το λόφο Ρουαγιάλ (Mount Royal) θαυμάζω το τεράστιο δάσος (Parc du Mont Royal) του ομώνυμου λόφου, το στάδιο των Ολυμπιακών αγώνων του 1976 (Stade Olympique) και το γαλάζιο ποταμό Σαν Λόρενς (St. Lawrence), που αγκαλιάζουν ευλαβικά την ανθρώπινη αυτή πόλη με την απίστευτη υποδομή και τους αργούς ρυθμούς. Στο κέντρο της πόλης, γύρω από τις πλατείες (Place des Armes, Place des Arts, Place Jacques-Cartier, Place Royale), παλιά ανακαινισμένα τούβλινα τριώροφα κτίρια που φιλοξενούν μοντέρνες καφετέριες και εστιατόρια εναλλάσσονται με επιβλητικά ιστορικά μέγαρα, τα οποία φιλοξενούν δημόσιες υπηρεσίες (Hotel de Ville, Chateau de Ramezay), φημισμένα πανεπιστήμια (Mc Gill University), οργανωμένες βιβλιοθήκες, μουσεία (Musée des Beaux Arts, Musée d’ Art Contemporain) και λιγοστές εκκλησίες (Basilique Notre Dame). Περπατώντας μέχρι το γραφικό λιμάνι (Promenade de Vieux Port), κάνω ευχάριστες στάσεις σε τουριστικά μαγαζάκια και καφετέριες που λειτουργούν στις ανακαινισμένες τούβλινες αποθήκες. Στην υπόγεια πόλη (Underground City), με τα καταστήματα, τους σταθμούς του μετρό και τα κέντρα διασκέδασης, παίρνω μια γεύση από τον τρόπο ζωής των Καναδών κατά τη διάρκεια του μεγάλου, σκοτεινού και κρύου χειμώνα. Τα βράδια απολαμβάνω τη γαστρονομική τελειότητα στα πάντα γεμάτα, υπέροχα εστιατόρια των Ελλήνων, των Ιταλών, των Γάλλων και των Καναδών, όπως το Toque και το Newton στην κοσμική γειτονιά Plateau, στη γειτονιά Quartier Latin με τον έντονο γαλλικό χαρακτήρα και στην κομψή Mile End, πριν καταλήξω για ξεκούραση στο μπουτίκ ξενοδοχείο του 18ου αιώνα Auberge Les Passants du Sans Soucy. Μακάρι να ερχόμουν και στο διάσημο Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ που συγκεντρώνει τους σπουδαιότερους μουσικούς για δέκα μέρες, από το τέλος του Ιουνίου μέχρι τις αρχές του Ιουλίου, ή στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου που διεξάγεται στο τέλος Αυγούστου. Την επόμενη μέρα, διασχίζοντας για 3 περίπου ώρες μια ατελείωτη βελουδένια καταπράσινη πεδιάδα και ένα πυκνό δάσος από ψηλά πεύκα και κέδρους κάτω από έναν καταγάλανο καθαρό ουρανό, φτάνω στην πρωτεύουσα Οτάβα (Ottawa). Η πόλη, χτισμένη στις όχθες του ομώνυμου ποταμού με το διάσημο για τις παγοδρομίες κανάλι (Rideau Canal) κατά τη διάρκεια του χειμώνα, έχει αχανή περιποιημένα πάρκα όπως το Catineau Park και πολύ όμορφα κτίσματα. Η απλωσιά της, τα θαυμάσια αγγλικού στιλ πέτρινα μέγαρα –όπως το Κοινοβούλιο (Parliament), τα υπουργεία, τα σπουδαία μουσεία (Canadian Museum of Civilisation)– οι αγορές (ByWard Market), αλλά και η καθαριότητα που επικρατεί παντού, μού δημιουργούν την εντύπωση μιας αραιοκατοικημένης καινούργιας πόλης με αρχοντικά κτίρια του 20ού αιώνα. Κι εδώ τα εστιατόρια προσφέρουν (σε τιμές Ελλάδας) υψηλότατη ποιότητα με βάση το κρέας, το σολομό και τις πατάτες που έχουν σε αφθονία, ενώ ξενοδοχεία σαν το Chateau Laurier προσφέρουν απίστευτη χλιδή σε σκηνικό κάστρου. Η μεγαλύτερη έκπληξη έρχεται από το γαλλόφωνο Κεμπέκ (Quebec), που το επισκέπτομαι σε ολοήμερη εκδρομή πάλι από το Μόντρεαλ. Η παλιά, περίκλειστη από τείχη γραφική πόλη μού θυμίζει αυτές που βρίσκονται στον ποταμό Λίγηρα της Γαλλίας. Τα πέτρινα χαμηλά σπιτάκια με τις επικλινείς κεραμιδένιες στέγες και τα παράθυρα στις σοφίτες, τα πλακόστρωτα σοκάκια, τα πέτρινα τείχη, το κάστρο του λόφου (La Citadelle), οι εκκλησίες με τις μυτερές σκεπές (Basilique Notre Dame), οι πλατείες (Place Royale και Parc des Champs de Bataille), τα μουσεία (Musée National des Beaux Arts du Quebec και Musée de la Civilisation), τα μικρά καφέ με τα γαλλικά κρουασάν, οι μπουτίκ με τους ευγενικούς πωλητές, τα επιβλητικά γαλλικού στιλ αρχοντικά και ξενοδοχεία σαν το Chateau Frontenac στην άνω (Haute Ville) και στην κάτω παλιά πόλη (Basse Ville), με μεταφέρουν στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Με την εικόνα του παραμυθένιου Κεμπέκ, ταξιδεύω νοτιότερα στην επαρχία Οντάριο (Ontario) για να επισκεφθώ τη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, το Τορόντο (Toronto). Διασχίζοντας την τεράστια λίμνη
Οντάριο, θα μπορούσα να φτάσω σε λίγες ώρες στη Νέα Υόρκη. Το Τορόντο, ίσως λόγω εγγύτητας με την Αμερική, μου θυμίζει αμερικάνικη μεγαλούπολη, με τους ουρανοξύστες, τα εστιατόρια με διεθνή κουζίνα, όπως το Trules (στην κομψή γειτονιά Yorkville), τα αριστοκρατικά ξενοδοχεία όπως το Four Seasons Toronto και τη γραφική κινέζικη γειτονιά (Chinatown). Ο χαρακτηριστικός πύργος της τηλεόρασης (CN Tower), ένα από τα ψηλότερα κτίρια του κόσμου με το μεγαλύτερο περιστρεφόμενο εστιατόριο, το κάστρο πάνω στο λόφο (Casa Loma), ο ζωολογικός κήπος (Toronto Zoo), μια από τις ωραιότερες γκαλερί στη Βόρεια Αμερική (Art Gallery of Ontario), η πολύβουη εμπορική οδός Yonge street, το Harbourfront center με τις παλιές ανακαινισμένες αποθήκες στο λιμάνι, τα τριώροφα τούβλινα κτίρια, τα κόκκινα ταξί και λεωφορεία με το φύλλο σφενδάμου (σαν τη σημαία τους) μου τονίζουν ότι βρίσκομαι ακόμη στον Καναδά. Η πιο ζωντανή αλλά και λιγότερο όμορφη πόλη της χώρας αποτελεί τη βάση για την επίσκεψη στους Καταρράκτες του Νιαγάρα (Niagara Falls). Οι καταρράκτες δημιουργούνται από τα νερά της λίμνης Έρι (Eri), που χύνονται 100 μέτρα χαμηλότερα στη λίμνη Οντάριο (Ontario), πάνω στην οποία βρίσκεται η ομώνυμη πόλη. Έχοντας το μεγαλύτερο όγκο νερού, είναι πολύ εντυπωσιακοί, αν και δεν είναι ωραιότεροι από τους καταπράσινους καταρράκτες του Ιγουασού στα σύνορα Βραζιλίας-Αργεντινής ή τους καταρράκτες της Βικτόρια στη Ζιμπάμπουε. Πλησιάζω με το σκάφος Maid of the Mist ως το σημείο που πέφτουν τα νερά των καταρρακτών. Για μια διαφορετική αλλά επίσης υγρή θέα, φορώντας κίτρινη νιτσεράδα (αδιάβροχο) και ειδικά πάνινα καλύμματα πάνω από τα παπούτσια, περπατώ στις ξύλινες εξέδρες κοντά στη μεγαλύτερη κουρτίνα νερού στον κόσμο, για να με πλημμυρίσει ο άγριος βρυχηθμός που καλύπτει τα πάντα. Το νερό πέφτει με τέτοια δύναμη που οι σταγόνες απλώνονται σαν σπρέι δεκάδες μέτρα μακριά. Επιστρέφω στην Ελλάδα στενοχωρημένη που δεν είχα το χρόνο να επισκεφθώ το δυτικό κομμάτι του Καναδά, που εκτείνεται μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού, με το Βανκούβερ (Vancouver) και τα Βραχώδη όρη (Rocky Mountains). Παίρνω τουλάχιστον μαζί μου την πολύ τρυφερή γεύση από μία από τις τρεις χώρες που θα ήθελα να ζω –αν άντεχα το κρύο που επικρατεί το χειμώνα– εκτιμώντας πολύ τους Καναδούς και το κράτος που έχουν δημιουργήσει, το αντίθετο της Ελλάδας. Εμείς έχουμε τουλάχιστον το τέλειο κλίμα...
ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ (UNITED STATES) Στην Αμερική των 10 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων και των 306 εκατομμυρίων λευκών, Λατίνων, μαύρων και Ασιατών, πήγα για πρώτη φορά στην ηλικία των 14 ετών. Από τότε πέρασα αρκετούς καλοκαιρινούς μήνες στις μεγαλύτερες πόλεις της ανατολικής και δυτικής ακτής, αποκτώντας εξοικείωση με τη γλώσσα και με τον τρόπο ζωής. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης (New York), με σοκάρουν οι ταμπέλες που βρίσκονται παντού γύρω από τον έλεγχο των διαβατηρίων. Τις διαβάζω ξανά και ξανά: «Σε περίπτωση που κάποιος προσβάλλει ή θεωρηθεί πως προσβάλλει αστυνομικό, κινδυνεύει με πρόστιμο 100.000 δολαρίων». Μετά από αυτό το καλωσόρισμα, υπομένω παγωμένη στη φιδωτή σειρά τον έλεγχο βίζας, ματιού και δακτυλικών αποτυπωμάτων. Αποφασισμένη να περάσω καλά στην πόλη που δεν κοιμάται, απομονώνω το «καλωσόρισμα» που μου θυμίζει την αντιπάθεια του κορυφαίου Αμερικανού ποιητή Έντγκαρ Άλαν Πόε για την πόλη, στην οποία έγραψε το αριστουργηματικό Κοράκι. Πλησιάζοντας στη Νέα Υόρκη αποκαλύπτονται οι πανέμορφες σιδερένιες γέφυρες που περνούν πάνω από τον ποταμό Ιστ (East) και καταλήγουν σ’ ένα δάσος από ουρανοξύστες στριμωγμένους στη χερσόνησο του Μανχάταν (Manhattan). Μέσα στην κυκλοφοριακή κίνηση και στους ανθρώπους που τρέχουν μιλώντας στο κινητό τους, περπατώ από άκρη σε άκρη στο Μεγάλο Μήλο – έτσι αποκαλούν με υπερηφάνεια τη Νέα Υόρκη οι Αμερικανοί, καθώς όλοι θα ήθελαν μια γεύση από αυτό. Ξεκινώ από το νοτιότερο άκρο της πόλης, από το πάρκο Μπάτερι (Battery park), απ’ όπου ο ουρανός φαίνεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στη Νέα Υόρκη. Μετά από εξαντλητικούς ελέγχους χειραποσκευών, επιβιβάζομαι στο καραβάκι που θα με φέρει σε απόσταση αναπνοής από το άγαλμα της Ελευθερίας (Statue of Liberty) αλλά και στο νησί Έλις (Ellis Island). Σ’ αυτό το μικροσκοπικό νησί απέναντι από το Μανχάταν, επισκέπτομαι το κόκκινο παλιό τούβλινο κτίριο όπου πρωτοέφταναν οι μετανάστες και το οποίο λειτουργεί πια ως Μουσείο της Μετανάστευσης (Ellis Island Immιgration Museum). Η θέα από το σκάφος συγκλονίζει, καθώς οι όμορφοι ουρανοξύστες λάμπουν ανάμεσα στους δύο ποταμούς (Hudson και East) και στις γέφυρες (Brooklyn Bridge, Manhattan Bridge, Williamsburg Bridge). Επιστρέφοντας στη στεριά, περνάω από τη Γουόλ στριτ (Wall street), όπου βρίσκεται το χρηματιστήριο που καθορίζει σχεδόν όλα τα χρηματιστήρια στον κόσμο, καθώς και την τύχη του 60% των Αμερικανών, που παίζουν σε αυτό τις οικονομίες τους. Παρατηρώ τον ισοπεδωμένο πια χώρο των Δίδυμων Πύργων, το αποκαλούμενο σημείο μηδέν, και τα έργα που έχουν ξεκινήσει. Πιο κάτω, πάνω στο ποτάμι, συναντώ το επιβλητικότατο κτίριο των Ηνωμένων Εθνών με τις εκατοντάδες σημαίες των κρατών-μελών. Στην περιοχή Γκρίνουιτς Βίλατζ (Greenwich village), ξαφνιάζομαι από τα πολλά αρχοντικά διοικητικά κτίρια και το όμορφο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ενώ απολαμβάνω τις μποέμικες γειτονιές Σόχο (Soho) και Μικρή Ιταλία (Little Italy) με τις μπουτίκ, τα καφέ, τα τζαζ μπαρ και τις ρετρό χαμηλές πολυκατοικίες. Ανεβαίνω στο φημισμένο ουρανοξύστη Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ (Empire State Building) για την πανοραμική θέα της πολύβουης και όχι τόσο καθαρής πόλης, βγάζω την απαραίτητη φωτογραφία στο κτιριακό συγκρότημα γραφείων του Ροκφέλερ (Rockefeller Center) με τα χρυσά αγάλματα, το στολισμένο δέντρο και το παγοδρόμιο (τις μέρες των Χριστουγέννων), δοκιμάζω τα διάσημα στρείδια σε ένα από τα υπέροχα εστιατόρια του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού (Grand Central Terminal) με τα αγάλματα, τους ζωγραφισμένους θόλους και τους αψιδωτούς διαδρόμους, περνώ από την κεντρική πλατεία Τάιμς Σκουέρ (Times Square), όπου κυκλοφορούν εκατοντάδες άνθρωποι με παραγεμισμένες σακούλες από τα ψώνια, παρακολουθώ ποιοτικές υπερπαραγωγές στα θέατρα του Μπρόντγουεϊ
(Broadway), δειπνώ σ’ ένα από τα πολλά καλά διεθνή εστιατόρια (Blue Ribbon, Chanterelle, Del Posto, Gramercy Tavern, WD-50, Molyvos) και ακούω τζαζ στο θρυλικό και παρηκμασμένο Cotton Club. Αφιερώνω την Κυριακή στο γεμάτο κόσμο πάρκο, το Σέντραλ Παρκ (Central Park), που βρίσκεται στην καρδιά της πόλης. Στην τεράστια, καταπράσινη όαση με τα εστιατόρια, το καρουζέλ, τις λίμνες, το χώρο συναυλιών, το γκαζόν για ηλιοθεραπεία και τα περιποιημένα μονοπάτια, βλέπω πολλούς να τρέχουν και να περνούν την ημέρα τους στη φύση και ξεχνάω ότι είμαι στη μητρόπολη της Νέας Υόρκης με τα 8 εκατομμύρια κατοίκους. Γύρω από το τεράστιο πάρκο, στην 5η λεωφόρο (5th Avenue), θαυμάζω τα ωραιότερα πολυκαταστήματα, τις πιο αρχοντικές πολυκατοικίες και τα σημαντικότερα μουσεία, όπως το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (National History Museum), το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Moma), το Μητροπολιτικό Μουσείο (Metropolitan Museum of Art) και το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ (Guggenheim Museum) με το φουτουριστικό κτίριο. Ταξιδεύω στη μαύρη Αμερική ακούγοντας τις μελωδικές φωνές της χορωδίας σε μια από τις εκκλησίες Βαπτιστών του υποβαθμισμένου Χάρλεμ (Harlem) με τις ταλαιπωρημένες χαμηλές πολυκατοικίες και τους περισσότερους υπέρβαρους – αν και η Αμερική έχει πάρα πολλούς γενικότερα, λόγω των επεξεργασμένων και μεταλλαγμένων τροφών που καταναλώνουν. Παίρνω μια εικόνα από μεγαλοαστική διασκέδαση στο εντυπωσιακό μαρμάρινο κέντρο Λίνκολν (Lincoln Center) ακούγοντας τη διάσημη φιλαρμονική ορχήστρα της πόλης. Αγγίζω την ψυχή του απόδημου Ελληνισμού στη γειτονιά Αστόρια (Astoria). Χορεύω σάλσα στο κορυφαίο κλαμπ-εστιατόριο Hacia de Cuba πριν καταλήξω στο αγαπημένο μου κεντρικό ξενοδοχείο Plaza Athénée. Κλείνω την εβδομαδιαία επίσκεψη στη Νέα Υόρκη με μια σύντομη πτήση με ελικόπτερο γύρω από το Μανχάταν (Manhattan). (Πριν από την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όταν επιτρεπόταν η πτήση πάνω από τους ουρανοξύστες, το θέαμα ήταν πιο εντυπωσιακό.) Ακολουθεί η απαραίτητη καταναλωτική εκτόνωση στο Woodburry Common Outlet in New Jersey, ένα από τα άουτλετ εμπορικά κέντρα εκτός πόλης με προϊόντα της προηγούμενης σεζόν σε πολύ χαμηλές τιμές. Συνεχίζω για την πιο φιλική και όμορφη πόλη της βόρειας ανατολικής ακτής, το Σικάγο (Chicago). Η πόλη είναι διάσημη για την αρχιτεκτονική της, για το πανεπιστήμιο της, για την μουσική μπλουζ, για τον πρόεδρο Ομπάμα και ανυπομονώ να την γνωρίσω! Προσγειώνομαι μετά από 1 ώρα στο τεράστιο αεροδρόμιο O Hare. Παρατηρώ πως οι περισσότεροι είναι ευγενείς πέρα από έγχρωμοι. Η πόλη θεωρείται προοδευτική και πολύ πολιτισμική, όπου ισότιμα έγχρωμοι, έλληνες, ιταλοί, πολωνοί, κινέζοι απολαμβάνουν ασφάλεια και υψηλό βιοτικό επίπεδο . Το κόσμημα της αρχιτεκτονικής στην Αμερική είναι χτισμένο στη νοτιοδυτική ακτή της τεράστιας σαν θάλασσα λίμνης Μίσιγκαν (Lake Michigan). Διασχίζω τους φαρδείς δρόμους που διατρέχουν σε ευθείες της πόλης για να φτάσω στο Chicago Hilton Hotel. Από εκεί κατευθύνομαι στην καρδιά της πόλης στο πιο όμορφο πάρκο Μιλένιουμ (Millennium Park). Φωτογραφίζομαι στο διάσημο φασόλι στο οποίο καθρεφτίζονται υπέροχα οι ουρανοξύστες του κέντρου και στα σιντριβάνια (Crown Fountain) όπου προβάλλονται χαμογελαστά πρόσωπα κατοίκων. Επισκέπτομαι το κορυφαίο Ινστιτούτο τέχνης του Σικάγο (Art Insitute of Chicago) και κατευθυνόμενη βόρεια φτάνω στον ποταμό Σικάγο. Από εδώ ξεκινώ την κρουαζιέρα (Chicago Architecture Foundation River Cruise) που μου αποκαλύπτει τα σπουδαία αρχιτεκτονήματα της πόλης. Οι εικόνες κτηρίων με αρχαιοελληνικές κίονες στην πρόσοψη και γυάλινες και σιδερένιες μοντέρνες κατασκευές σβήνουν από την ακόμα πιο συγκλονιστική εικόνα που αποκτώ από το μπαρ του ουρανοξύστη (John Hancock Center). Από τον 95ο όροφο η θέα μου κόβει την ανάσα. Το γλυκό φως του ηλιοβασιλέματος λούζει ένα απέραντο δάσος από μοντέρνους ουρανοξύστες που
στέκονται υπερήφανα δίπλα στο βαθύ γαλάζιο της λίμνης. Ενώ η ημέρα θα κλείσει εδώ, η νύχτα θα ξεκινήσει με το καλύτερο ιταλικό φαγητό στο εστιατόριο Piccolo Sogno και θα ολοκληρωθεί με μουσική Blues στο κέντρο Buddy Guy’s Legends. Tην επόμενη ημέρα περπατώντας στο ιστορικό κέντρο της πόλης (loop),νιώθω ακόμη πιο έντονα πως βρίσκομαι σε ένα υπαίθριο μουσείο αρχιτεκτονικής. Κάνω μια απαραίτητη στάση στο Giordanno’s για την γνωστή πλούσια σε γεύση και υλικά πίτσα του Σικάγο (Chicago deep dish pizza) που μοιάζει περισσότερο με σουφλέ. Αφού ευχαρίστησα τον ουρανίσκο μου, περνάω με περισσή υπερηφάνεια από την ακμάζουσα ελληνική γειτονιά (Greektown) και καταλήγω να θαυμάζω βιτρίνες στον ωραιότερο δρόμο Magnificent Mile, τμήμα της λεωφόρου Michigan. Κάνω ένα πολιτιστικό διάλλειμα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Museum of Contemporary Art) και καλύπτω την πείνα μου στο εξαιρετικό εστιατόριο Lawry’s, πριν απολαύσω μουσική τζαζ στο κέντρο Jazz Showcase. Την τρίτη ημέρα περνώ από την ενδιαφέρουσα κινέζικη γειτονιά πριν θαυμάσω το διάσημο μουσείο Φυσικής Ιστορίας (Field Museum of Natural History) και το μοναδικό πλανητάριο (Adler Planetarium & Astronomy Museum). Μετά από ένα ακόμη μαγευτικό ηλιοβασίλεμα στις όχθες της λίμνης Μίσιγκαν, παρακολουθώ μια άψογη παράσταση μιούζικαλ σε ένα από τα πολλά ιστορικά θέατρα του Σικάγο και γιορτάζω γαστρονομικά στο βραζιλιάνικο εστιατόριο Texas de brazil μα και μουσικά στο κέντρο Blues Incorporated. Την τελευταία ημέρα εκτονώνω την καταναλωτική μου μανία στο εκπτωτικό εμπορικό κέντρο Aurora, το οποίο βρίσκεται μία ώρα εκτός πόλης. Επιστρέφοντας, διασχίζω άλλη μια φορά την λεωφόρο Μίσιγκαν για να αποχαιρετήσω το αγαπημένο Σικάγο. Σε άλλο ταξίδι στην Αμερική, εντυπωσιάζομαι από την απλωσιά και τα μαρμάρινα κτίρια ελληνικού κλασικού ρυθμού στην καλοσχεδιασμένη, όμορφη και καταπράσινη πρωτεύουσα Ουάσινγκτον (Washington D.C.). Η πόλη δεν έχει την κίνηση της Νέας Υόρκης ούτε τους ουρανοξύστες και τους γρήγορους ρυθμούς της. Περπατώντας, βλέπω σε τρεις ημέρες τα σημαντικότερα μνημεία και μουσεία, που βρίσκονται πάνω σε μια καταπράσινη ευθυγραμμισμένη έκταση που ονομάζεται Μολ (Mall). Από τη μια μεριά δεσπόζει το ολόλευκο μνημείο του Λίνκολν (Lincoln Monument), με το μαρμάρινο μνημείο που μοιάζει με ελληνικό ναό και το τεράστιο άγαλμά του, που καθρεφτίζεται σε μια μακρόστενη τεράστια πισίνα. Θαυμάζω το μαύρο γρανιτένιο τοίχο σε σχήμα V με τα χιλιάδες ονόματα των νεκρών στρατιωτών των πολέμων του Βιετνάμ και της Κορέας (Vietnam Monument). Στη μέση αυτής της μεγάλης πράσινης μακρόστενης πλατείας υψώνεται μοναχικός ο πανύψηλος γκρίζος οβελίσκος προς τιμήν του Ουάσινγκτον (Washington Monument). Μέσα από τις κερασιές ξεχωρίζει διακριτικά το μνημείο του Τζέφερσον (Jefferson Monument) με το χάλκινο άγαλμά του, και το μνημείο του Ρούζβελτ (Roosevelt Monument) με τα τέσσερα μικρά τούβλινα κτίρια και τα αγάλματα του ιδίου, της γυναίκας του και του σκύλου του. Απέναντι από τα μνημεία των σημαντικότερων προέδρων στέκεται το Καπιτώλιο (Capitol Hill) –σαν λευκή τούρτα με τρούλο– και τo καλόγουστo κόκκινo κτίριο –σαν μικρό κάστρο αγγλικού στιλ– το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν (Smithsonian Institute). Μετά από το Μουσείο του Διαστήματος (Air & Space Museum), το Μουσείο Αφρικανικής Τέχνης (National Museum of African Art), το Μουσείο Ασιατικού Πολιτισμού (Museum of Asian Art) και την Εθνική Πινακοθήκη (National Gallery), μπαίνω στο κέντρο της πόλης διασχίζοντας –προς μεγάλη μου έκπληξη– δρόμους με άκρως ταλαιπωρημένα οδοστρώματα. Ο Άρειος Πάγος (Supreme Court) και το κτίριο των Εθνικών Αρχείων (National Archives) εντυπωσιάζουν με τον κλασικό ελληνικό ρυθμό, ενώ ο Λευκός Οίκος (White House) και το παλιό ταχυδρομείο
(Old Post Office) με τον πύργο του ρολογιού, ξεχωρίζουν για το αγγλικό τους στιλ. Συνεχίζω περπατώντας προς το γραφικό λιμάνι της πόλης, απολαμβάνοντας την ησυχία που έχει η πρωτεύουσα και που λείπει από τη Νέα Υόρκη. Σ’ ένα από τα πολλά και γεμάτα κόσμο εστιατόρια, που έχουν τραπεζάκια έξω με θέα στον ποταμό Πότομακ (Potomac), δοκιμάζω την «αδούλευτη» και γρήγορη κουζίνα τους. Μετά από μια ζουμερή μοσχαρίσια μπριζόλα με τηγανητές ροδέλες κρεμμυδιού, συνεχίζω την πεζοπορία ανάμεσα σε παλιά αλλά καλοδιατηρημένα τριώροφα τούβλινα σπίτια, εστιατόρια και όμορφα μικρά εμπορικά κέντρα. Επιστρέφοντας στο κέντρο της πόλης, πίνω ένα ποτό στο μπαρ του πολυτελέστατου ξενοδοχείου Hay Adams, απέναντι από το Λευκό Οίκο, πριν καταλήξω σε κάτι πιο προσιτό για διανυκτέρευση. Μετά την Ουάσινγκτον της απλωσιάς, του πράσινου και της ελληνικής κλασικής ομορφιάς, επισκέπτομαι στην Ανατολική Ακτή τη Φιλαδέλφεια (Philadelphia). Ως πρωτεύουσα πριν από την Ουάσινγκτον, έχει ένα γραφικό ιστορικό κέντρο γύρω από τον Πύργο της Ανεξαρτησίας (Independence Hall), στον οποίο υπογράφτηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας από τους Άγγλους στις 4 Ιουλίου 1776. Το κτίριο μοιάζει με μεγάλο καμπαναριό και περιτριγυρίζεται από πολλά κτίσματα (Liberty Bell, Congress Hall), με κόκκινα τούβλα σε εμφανές αγγλικό στιλ. Η πόλη, πέρα από τα ιστορικά μνημεία, έχει ένα διάσημο πανεπιστήμιο (Philadelphia University) και καταπληκτική κουζίνα στα εστιατόρια Le Bar Lyonnais, Le Bec Fin, Brasserie Perrier, Pat’s King of Steaks και Jim’s Steaks. Εδώ, πέρα από τις νοστιμότατες μπριζόλες, δοκιμάζω το καλύτερο τσίζκεϊκ της χώρας, για το οποίο φημίζεται η πόλη, και διαπιστώνω πως τα εστιατόρια στην Αμερική κοστίζουν λιγότερο από ό,τι στην Ελλάδα, ενώ τα καλά κεντρικά ξενοδοχεία περισσότερο. Κατευθυνόμενη νοτιότερα, φτάνω στην πάντα καλοκαιρινή –και γεμάτη συνταξιούχους Αμερικανούς– Φλόριντα (Florida), όπου διανυκτερεύω στη φημισμένο –και νεανικό– Μαϊάμι Μπιτς (Miami Beach). Με μικρό σκάφος από το λιμάνι φωτογραφίζω βίλες –διασήμων και όχι μόνο– κρυμμένες από τις φοινικιές, ατελείωτες αμμουδιές, πελώρια εμπορικά κέντρα και νυχτερινά κέντρα από όπου ακούγεται λάτιν μουσική, μια που εδώ ζουν χιλιάδες άνθρωποι από την Κούβα, την Κολομβία, τη Νικαράγουα, το Πουέρτο Ρίκο και πολλές άλλες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Εδώ όλα μου φαίνονται ψεύτικα, ακόμα και οι γυναίκες, μετά από τις πλαστικές επεμβάσεις που τόσο αγαπούν. Εδώ –περισσότερο ακόμα και από την Καλιφόρνια– η εμφάνιση είναι το παν. Αφού διασχίσω το μικρό οικονομικό κέντρο με τους ουρανοξύστες, περπατώ στο εμπορικό επίκεντρο της πόλης γύρω από την οδό Λίνκολν (Lincoln) και στη γειτονιά Εσπανιόλα (Espanola) –που μοιάζει με περιποιημένο ισπανικό χωριό– με τις γκαλερί, τα εστιατόρια, τα καφέ και τις υπαίθριες αγορές. Στην πανέμορφη παραλιακή λεωφόρο με τις φοινικιές (Ocean Drive) παρατηρώ τα πολύχρωμα χαμηλά ανακαινισμένα αρ ντεκό κτίρια που λειτουργούν ως ξενοδοχεία (όπως το διάσημο Delano), διαμερίσματα, εστιατόρια και καταστήματα. Σαν μια αναπαράσταση της ατμόσφαιρας της δεκαετίας του ’20 αλλά με κιτς στοιχεία, το θέαμα με εντυπωσιάζει χωρίς να το λατρέψω κιόλας. Παρακολουθώ την αδιάκοπη παρέλαση του κόσμου καθισμένη σ’ ένα από τα πολλά εστιατόρια που είναι γεμάτο με ανησυχητικά όμορφους ξανθούς νέους αλλά και πολλούς μελαχρινούς Λατίνους. Εδώ, δοκιμάζοντας το νοστιμότερο βουνό από καβούρια με συνοδεία από γλυκοπατάτες στο Joe’s Stone Crab restaurant, παρατηρώ πανάκριβα ανοιχτά αυτοκίνητα και στρατιές από μοτοσικλέτες που διασχίζουν το νότο, ενώ από πάνω μου πετούν μικρά αεροπλάνα με διαφημιστικές ουρές σ’ έναν ουρανό που δεν είναι τόσο γαλανός όσο θα περίμενα. Δεν περπατώ στην παραλιακή, αφού οι αποστάσεις είναι τεράστιες, αλλά και γιατί τα πατίνια –κυρίως κοριτσιών– σφυρίζουν συνήθως απειλητικά. Στη θάλασσα δεν κολυμπώ, καθώς τα νερά δεν έχουν καμία διαύγεια, και τα κύματα σε συνδυασμό με τα ρεύματα και τα επιθετικά ψάρια μπαρακούντα με
αποθαρρύνουν. Επισκέπτομαι σε ολοήμερη εκδρομή από το Μαϊάμι την πιο παλιά Ντίσνεϊλαντ (Walt Disney World) στο Ορλάντο, το ανυπέρβλητο διαστημικό κέντρο Kennedy στο Ακρωτήριο Κανάβεραλ (Cape Canaveral) και το μεγαλύτερο βαλτότοπο της Αμερικής, το Έβεργκλεϊντ (Everglades Park). Εδώ, σ’ έναν τεράστιο λαβύρινθο από φουντωτούς θάμνους και ρηχά υδάτινα κανάλια, περπατώ πάνω στις ειδικές ξύλινες ράμπες και χάνομαι στους ήχους των πουλιών και των εντόμων, ενώ παγώνω στην όψη ενός αλιγάτορα. Μετά από τη συνάντησή μου με το ερπετό, δεν ζηλεύω πια τα όμορφα εξοχικά της περιοχής. Μα η κορύφωση αυτού του ταξιδιού έρχεται από το νοτιότερο άκρο των Ηνωμένων Πολιτειών, από το μποέμικο Κίγουεστ (Key West). Κρεμασμένο στο τέλος ενός ατέλειωτου αυτοκινητόδρομου, με δεκάδες γέφυρες στον ωκεανό να συνδέουν τα μικρά νησάκια που το αποτελούν, αντικρίζει την Κούβα. Σ’ αυτό το χωνευτήρι της Καραϊβικής, της Λατινικής Αμερικής και των ΗΠΑ, πολλοί κάτοικοι ζουν σε ανακαινισμένα παστέλ βικτοριανά σπίτια επηρεασμένα από το στιλ των σπιτιών στις Μπαχάμες ή σε γραφικά αγροτόσπιτα με τις χαρακτηριστικές ξύλινες σκεπαστές βεράντες. Οι περισσότεροι κυκλοφορούν με ποδήλατο, με μοτοσικλέτα ή με τα πόδια, ειδικά στην κεντρική οδό Duval Street, αφού το νησί είναι ένας επίπεδος κοραλλιογενής βράχος. Περιδιαβαίνοντας τις μικρές γραφικές πλατείες, όπως τη Mallory square, τα χαριτωμένα μαγαζιά, τα δεκάδες μπαράκια (Sloppy Joe και Schooner Wharf) και τα διώροφα ξενοδοχεία χαμένα στις βουκαμβίλιες, όπως το Gardens Hotel, ρουφώ τη χαλαρή ατμόσφαιρα του νησιού. Η εκκεντρικά ανέμελη γεύση διακοπών ολοκληρώνεται πίνοντας μπίρες, μιλώντας για τατουάζ και μηχανές, και ακούγοντας σάλσα και ρέγκε. Σ’ ένα άλλο ταξίδι είκοσι ημερών, βλέπω την πανέμορφη Δυτική Ακτή με το αγαπημένο Σαν Φρανσίσκο, το κιτς Λας Βέγκας και το λαμπερό Λος Άντζελες, αλλά και την τουριστική Χαβάη. Σεργιανίζω το ηλιόλουστο Σαν Φρανσίσκο (San Francisco) με το χαρακτηριστικό τραμ που κινείται με αργές ταχύτητες πάνω στους λόφους (Nob Hill) της γραφικής πόλης. Από το πολυσύχναστο οικονομικό κέντρο (Union Square) με τους μοντέρνους ουρανοξύστες παίρνω το καφέ χαρούμενο βαγόνι. Διασχίζω την ανθρώπινης κλίμακας πόλη με τα γραφικά τετραώροφα σπίτια, την αριστοκρατική συνοικία με τα μικρά αρχοντικά μέγαρα βικτοριανής αρχιτεκτονικής και τα ξενοδοχεία σαν το Ritz Carlton και απολαμβάνω τη θέα που φτάνει μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού. Σε πολλά παράθυρα παρατηρώ σημαίες με τα χρώματα της ίριδας, σύμβολο αποδοχής της όποιας σεξουαλικότητας. Η πόλη, λόγω του ήπιου κλίματος, του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της, του πλούσιου και μποέμικου τρόπου ζωής και της φυσικής της ομορφιάς, έχει προσελκύσει μεταξύ άλλων και το μεγαλύτερο ποσοστό ομοφυλόφιλου πληθυσμού από κάθε άλλη στη συντηρητική Αμερική. Περπατώ στην πολύχρωμη κινέζικη γειτονιά (Chinatown) με τα μικρά καταστήματα με τα φρούτα και τα χιλιάδες μικροαντικείμενα, και απολαμβάνω το τσάι μου σ’ ένα από τα πολλά ξύλινα κόκκινα κτίρια με τις τσιγκελωτές στέγες, συνειδητοποιώντας πόσο πιο χαλαροί ρυθμοί και λιγότερο έντονοι θόρυβοι επικρατούν στη Δυτική Ακτή της Αμερικής. Φτάνοντας στην όμορφη προκυμαία (Fisherman’s Wharf) με τα καταστήματα και τα εστιατόρια, το καρουζέλ και την εορταστική ατμόσφαιρα, δοκιμάζω εξαιρετικά, «βρόμικα» χοτ ντογκ –ψωμάκια με λουκάνικο– από πλανόδιους Ινδούς πωλητές, μαγεύομαι από τη θέα του νησιού Αλκατράζ (Alcatraz), με την ομώνυμη πρώην φυλακή, και θαυμάζω την πανέμορφη κόκκινη σιδερένια γέφυρα (Golden Gate), κάτω από την οποία περνούν αμέτρητα εμπορικά πλοία. Έτσι έρχονται στη θύμησή μου ταινίες που έχω δει με φόντο αυτές τις εικόνες. Τα βράδια, πέρα από τα τζαζ μπαρ, διασκεδάζω σ’ ένα από τα πολλά κλαμπάκια με την περιστρεφόμε-
νη μπάλα-καθρέφτη στο ταβάνι, παρακολουθώντας ζευγάρια να λικνίζονται στο ρυθμό του σουίνγκ. Έξω από την πόλη, ζηλεύω το –απλωμένο σε μια τεράστια καταπράσινη έκταση– φιλελεύθερο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ (Berkley). Κοντά σ’ αυτό, στο διάσημο εστιατόριο Chez Panisse γεύομαι μερικά από τα νοστιμότερα πιάτα, αν και παντού στο νότο αυτής της χώρας έχω δοκιμάσει θαυμάσια φρέσκα θαλασσινά και στο βορρά εξαιρετικά κρέατα. Σε ολοήμερη εκδρομή, διασχίζω καταπράσινα βουνά για να φτάσω στην τεράστια κοιλάδα με τους περιποιημένους αμπελώνες και τα οπωροφόρα δέντρα, τα διάσπαρτα εστιατόρια και ξενοδοχεία. Δοκιμάζω τα εξαιρετικά κρασιά Νάπα (Napa Wines) –αν και τα Σονόμα (Sonoma) είναι πιο φημισμένα– σε δύο από τα εκατοντάδες οινοποιεία της περιοχής. Αφήνοντας την πόλη των διανοούμενων και της φιλελεύθερης σκέψης, πετάω 5 ώρες για να φτάσω στην πρωτεύουσα Χονολουλού (Honolulu) του νησιού Οάχου (Oahu), ενός από τα οκτώ μεγαλύτερα νησιά που αποτελούν τη Χαβάη (Hawaii) στον Ειρηνικό Ωκεανό. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό που βλέπω είναι η Χαβάη, με την εικόνα της οποίας μεγάλωσα παρακολουθώντας το ομώνυμο σίριαλ. Πάνω σε μια παραλία με εκατοντάδες ηλιοκαμένα νιόπαντρα ζευγάρια Αμερικανών, υψώνεται ένα δάσος από ξενοδοχεία-ουρανοξύστες. Ανάμεσα στα μεγαθήρια βρίσκονται αμέτρητα ταχυφαγεία, τουριστικά μαγαζιά και μπαρ χωρίς κανένα χαρακτήρα. Βρίσκω την εικόνα του μαζικού τουρισμού στην παραλία Γουαϊκίκι (Waikiki) απωθητική και κατευθύνομαι προς το μικρό ιστορικό κέντρο της πόλης με τα λίγα αρχοντικά διοικητικά κτίρια, όπως το πρώην παλάτι (Iolani Palace), τη Βουλή (State Capitol), την επίσημη κυβερνητική κατοικία (Washington Place) και βέβαια την πρώην πολιτική έδρα των Χαβανέζων βασιλιάδων (Aliiolani Hale) πέρα από το μουσείο (Hawaii State Art Museum). Χαρούμενη από την απλωσιά που μου έλειψε στην παραλία, συνεχίζω σε μια από τις ήσυχες ακτές του νησιού, που φιλοξενεί το μνημείο του Περλ Χάρμπορ (Pearl Harbor). Με σκάφος από το λιμάνι, φτάνω στο λευκό πέτρινο μουσείο σε σχήμα πλοίου με κατάρτι την αμερικανική σημαία και βλέπω στα ρηχά νερά ολόγυρά του τα βυθισμένα σκάφη και τις φωτογραφίες από τους βομβαρδισμούς των Ιαπώνων. Ο γύρος με το αυτοκίνητο μου αποκαλύπτει ευχάριστα το σπουδαίο Πολυνησιακό Μουσείο (Bishop Museum), τους καταπράσινους λόφους, τους μαύρους κρατήρες των ηφαιστείων (Punchbowl) και την παγωμένη γκρίζα λάβα που έχει απλώσει νεκρώνοντας τη φύση ολόγυρά της. Περπατώντας πάνω στους ακανόνιστους όγκους που έβγαλε η θυμωμένη γη, νιώθω την καταστροφική δύναμη που έχει δημιουργήσει κάτι μοναδικό. Με θέα τις λευκές παραλίες με τα άγρια κύματα για σερφ, απομυθοποιώ τη Χαβάη που είχα στο μυαλό μου και την αποχαιρετώ κρατώντας το άγρια όμορφο κομμάτι της που δεν γνώριζα από τις ταινίες. Σε 6 ώρες με το αεροπλάνο φτάνω στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, το Λος Άντζελες (Los Angeles). Δεν βλέπω βέβαια πουθενά τους αστέρες του κινηματογράφου, αλλά στους λόφους έξω από την πόλη θαυμάζω τις πελώριες επαύλεις μέσα σε ψηλά τείχη και μεγάλους κήπους. Ξεκινώ από το νοσταλγικό ξενοδοχείο Bel Air που βρίσκεται στη φημισμένη περιοχή της πόλης, το Χόλιγουντ (Hollywood). Μετά από ένα καλό γεύμα στο εστιατόριο Ivy, φωτογραφίζω τη λεωφόρο Χόλιγουντ με τα αποτυπώματα χεριών και ποδιών διάσημων καλλιτεχνών, καθώς και το άσπρο, τετράγωνο μέγαρο των βραβείων Όσκαρ και περιηγούμαι στα στούντιο της Universal με τα σκηνικά από διάφορες ταινίες. Περπατώ στην αριστοκρατική γειτονιά Ρόντεο Ντράιβ (Rodeo Drive) με τα ακριβά καταστήματα και τα εξαιρετικά καφέ με τα τραπεζάκια έξω. Μετά από τη γειτονιά που μου θυμίζει την Πιάτσα ντι Σπάνια της Ρώμης, πάω στη γειτονιά Πουέμπλο (Pueblo) με τα λευκά κτίρια αποικιακού ισπανικού στιλ, διασχίζω την πανέμορφη παραλιακή λεωφόρο ως την πλούσια συνοικία Σάντα Μπάρμπαρα (Santa Barbara) και επισκέπτομαι το Μουσείο Γκετί (Getty Center), που φιλοξενεί μεγάλη συλλογή έργων από την Αναγέννηση έως τον Ιμπρεσιονισμό. Στους κήπους που περιβάλλουν το επιβλητικό κτίριο από λευκό μάρμαρο και γυαλί, απολαμβάνω ένα από τα καλύτερα γεύματα στην πόλη των πλούσιων
και των διάσημων, με θέα τον ωκεανό. Βέβαια, η πόλη του Λος Άντζελες δεν είναι μόνο το Χόλιγουντ και οι αριστοκρατικές συνοικίες, αλλά και το πολύβουο κέντρο με τους άχαρους ουρανοξύστες και τις υποβαθμισμένες, πυκνοκατοικημένες περιοχές των Λατίνων και των μαύρων. Από την Πόλη των Αγγέλων, όπως αποκαλείται στα Ισπανικά, κατευθύνομαι οδικά στο Λας Βέγκας (Las Vegas) διασχίζοντας μια τεράστια έρημο, την Κοιλάδα του Θανάτου (Death Valley). Μετά από ολοήμερο ταξίδι με το αυτοκίνητο στην καψαλισμένη και άνυδρη πορτοκαλί γη που διακόπτεται από εντυπωσιακούς γυμνούς λόφους, ξεπηδούν σαν φαντασίωση τα κακόγουστα τεράστια φανταχτερά κτίρια του Λας Βέγκας. Η λεωφόρος Strip του Λας Βέγκας είναι στολισμένη με ξενοδοχεία μεγάλα σαν πόλεις, με παρεκκλήσια όπου γίνονται κυρίως γάμοι (με συνοπτικές διαδικασίες, χάρη στη νομοθεσία της πολιτείας της Νεβάδα, που κάνει το γάμο –και το διαζύγιο– μια υπόθεση στιγμής), φθηνά εστιατόρια, εμπορικά κέντρα και μάντρες αυτοκινήτων. Δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος, αφού οι περισσότεροι περνούν το χρόνο τους μέσα στα ξενοδοχεία που διαθέτουν καζίνο, πολλά εστιατόρια, μπαρ, καμπαρέ, πισίνες, γυμναστήρια και καταστήματα. Επισκέπτομαι μεγαλοπρεπέστατα ξενοδοχεία που θυμίζουν τα πιο επιβλητικά κτίρια της Βενετίας, του Παρισιού, της Αιγύπτου και της Αμερικής. Εκεί, παρατηρώντας κακοντυμένους γέρους να δοκιμάζουν παθιασμένα την τύχη τους αλλά και καλοζωισμένα ζευγάρια να δειπνούν σε πολυτελή εστιατόρια, σκέφτομαι με θλίψη ότι πολλοί από τους θαμώνες του καζίνο δεν βλέπουν τον ήλιο για μέρες και ότι οι περισσότεροι γάμοι γίνονται μετά από μεθύσι. Με τη γεύση από την ψεύτικη και λαμπερή πόλη, αναζητώ την αληθινή ομορφιά της φύσης. Πετώντας με αεροπλάνο για το εντυπωσιακό φαράγγι Γκραν Κάνιον (Grand Canyon) περνάω πάνω από το τεράστιο φράγμα Χούβερ (Hoover), μπαίνω στην έρημο της Αριζόνα (Arizona desert) και νιώθω την αγριάδα των απόκρημνων και λαξεμένων από το νερό και τον άνεμο βουνών. Το σχίσιμο χιλιομέτρων ανάμεσα στα κόκκινα, πορτοκαλί και κίτρινα βράχια, σαν να το έχει χαράξει με μίσος ένα υπερκόσμιο χέρι, είναι τόσο βαθύ που σχεδόν δεν διακρίνεται το μπλε του ορμητικού ποταμού Κολοράντο (Kolorado). Με την αίσθηση του δέους που μου προκαλεί αυτό το αριστούργημα της φύσης επιστρέφω στην Ελλάδα μετά από τρεις πολύωρες πτήσεις, διαβάζοντας την Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών, του Χάουαρντ Ζιν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΜΕΡΙΚΗ (CΕNTRAL AMERICA) Ας πετάξω ένα μαγιό κι ένα αδιάβροχο στη βαλίτσα...
ΜΕΞΙΚΟ (MEXICO) Η χώρα με τους πιο εντυπωσιακούς αρχαιολογικούς χώρους της Αμερικής, τις αποικιακές, αρχοντικές και πολύχρωμες πόλεις του 17ου αιώνα, τη ζούγκλα και την έρημο, τις λευκές παραλίες της Καραϊβικής, τη νόστιμη κουζίνα, την τεκίλα, τους μουσικούς μαριάτσι με τα πλατύγυρα σομπρέρο και τις κιθάρες, αλλά και τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Η πατρίδα του Ζαπάτα και των Ζαπατίστας, των ζωγράφων Φρίντα Κάλο και Ντιέγκο Ριβέρα, των λογοτεχνών Οκτάβιο Πας και Κάρλος Φουέντες, των 120 εκατομμυρίων χαμογελαστών ισπανόφωνων καθολικών κατοίκων με τα έντονα ινδιάνικα χαρακτηριστικά (αν και δεν θέλουν να είναι ούτε Ινδιάνοι ούτε Ισπανοί), έχει σύμβολό της έναν αετό μ’ ένα φίδι στο ράμφος, καθισμένον σ’ έναν κάκτο. Το Μεξικό, η μεγαλύτερη και ιστορικότερη χώρα της Κεντρικής Αμερικής, με έκταση 1,9 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα και με βαριά ιστορία από τους μεγάλους πολιτισμούς των Ολμέκων, Μάγιας, Τολτέκων και Αζτέκων, βρίσκεται νότια των Ηνωμένων Πολιτειών και βόρεια της Γουατεμάλας, ανάμεσα στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Επειδή το καλοκαίρι στην Κεντρική Αμερική είναι βροχερό και κάνει πολλή ζέστη (δύο απαγορευτικοί παράγοντες για να απολαύσω τα μνημεία στην ύπαιθρο και να ανέβω στις πυραμίδες), ταξιδεύω το Νοέμβριο. Ο βασικότερος λόγος που διαλέγω αυτή την εποχή, πέραν του κλίματος, είναι οι φημισμένες γιορτές των νεκρών. Οι Μεξικάνοι, έχοντας διατηρήσει πολλές παγανιστικές πεποιθήσεις και τελετές μέσα στην έντονη θρησκευτικότητά τους, στολίζουν τα νεκροταφεία, τις εκκλησίες και τα σπίτια τους με λουλούδια και νεκροκεφαλές. Τραγουδούν, λένε σαρκαστικά ανέκδοτα για το θάνατο, χορεύουν και κάνουν οικογενειακά εορταστικά τραπέζια, όπου πρωτοστατούν τα ψωμιά σε σχήμα οστών και τα ζαχαρωτά σε μορφή νεκροκεφαλών. Στις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου, ζω το πιο εορταστικό και χαρούμενο Ψυχοσάββατο και ξορκίζω μαζί με τους Μεξικάνους το θάνατο που μας χωρίζει από τα αγαπημένα πρόσωπα που έχουμε χάσει. Έτσι συνειδητοποιώ πόσο ο εύθυμος –αλλά και επιφυλακτικός, προς τους ξένους τουλάχιστον– αυτός λαός αγαπάει τα στολίδια, την ατημελησιά, την ανεμελιά, και ζει τα πάθη του και τις γιορτές πιο έντονα από πολλούς άλλους. Οι τόσες γιορτές της χώρας, της πόλης, του χωριού και, φυσικά, οι ονομαστικές εορτές, υποκαθιστούν το θέατρο, τις διακοπές, τις καφετέριες και τις δεξιώσεις των αστών του υπόλοιπου κόσμου. Μετά από 15 ώρες πτήσης (στην οποία διαβάζω το εξαιρετικό έργο του Οκτάβιο Πας Ο λαβύρινθος της μοναξιάς, που μιλάει για τη μεξικάνικη ψυχή) προσγειώνομαι στην Πόλη του Μεξικού (Mexico City). Με 20 εκατομμύρια πληθυσμό, πολύ νέφος και θόρυβο, έντονη κίνηση στους δρόμους, άχαρους ουρανοξύστες, χαμηλά φτωχικά σπίτια και μεγάλες παραγκουπόλεις στα προάστια –όπως σε όλη την Κεντρική και Νότια Αμερική– η Πόλη του Μεξικού εντυπωσιάζει με το ιστορικό της κέντρο, το Μουσείο Ανθρωπολογίας και τη νυχτερινή της ζωή. Στο ιστορικό κέντρο (Centro Historico), στην κεντρική πλατεία που εδώ ονομάζεται Σόκαλο (Zocalo), βρίσκονται, όπως σε όλη την Κεντρική και Νότια Αμερική, τα επιβλητικά σύμβολα της θρησκευτικής και της πολιτικής εξουσίας. Το προεδρικό μέγαρο (Palacio Nacional) με τις ανεπανάληπτες τοιχογρα-
φίες του Ντιέγκο Ριβέρα δεσπόζει δίπλα στον καταστόλιστο από μαρμάρινα ανάγλυφα καθεδρικό ναό (Catedral), που έχει κλίση σαν τον πύργο της Πίζας. Ακόμα πιο εντυπωσιακή από τα μνημεία είναι η ίδια η πλατεία, με τους Ινδιάνους χορευτές, τις πολύχρωμες λατέρνες και τους πλανόδιους που πουλάνε σουβενίρ και βραστά καλαμπόκια στους τουρίστες. Οι λιγοστοί ζητιάνοι δεν είναι καθόλου πιεστικοί όπως στις περισσότερες χώρες της Ασίας. Ίσως η υπερηφάνεια των Ινδιάνων να υπερτερεί της ανάγκης για επιβίωση... Στη συνέχεια επισκέπτομαι το ενδιαφέρον Μουσείο Καλών Τεχνών (Palacio de Bellas Artes), με έργα του Ντιέγκο Ριβέρα και της Φρίντα Κάλο, και το ανυπέρβλητο Μουσείο Ανθρωπολογίας (Museo Nacional de Antropologia), με τα σπάνια χρυσά και πετρόγλυφα εκθέματα από τους μεγάλους πολιτισμούς της Κεντρικής Αμερικής. Παρακολουθώ εκστασιασμένη την κατάνυξη των πιστών στην εκκλησία της σκουρόχρωμης Ινδιάνας Παρθένου της Γουαδελούπης (Basilica de Nuestra Senora de Guadelupe) – της δικής τους Παναγιάς της Τήνου. Απολαμβάνω την ήρεμη βαρκάδα στα κανάλια και στους υδάτινους κατάφυτους κήπους του Χοτσιμίλκο (Xochimilco), μπαίνοντας σε έναν κόσμο γαλήνης και πράσινου που λείπει από την υπόλοιπη πόλη. Σε ολοήμερες εκδρομές, επισκέπτομαι το αρχαίο Τεοτιχουακάν (Teotihuacan) με τις γιγάντιες κλιμακωτές πέτρινες πυραμίδες της Σελήνης και του Ήλιου, την όμορφη αποικιακή πόλη Τάσκο (Tasco) με τα λιθόστρωτα δρομάκια και τα χαμηλά πολύχρωμα σπίτια, το Τενοτστιτλάν (Tenochtitlan), με το σπίτι του Ριβέρα και της Φρίντα Κάλο, που λειτουργεί σαν μουσείο και στο οποίο δολοφονήθηκε ο Τρότσκι από πράκτορες του Στάλιν το 1940, και την Κουερναβάκα (Cuarnavaca), με τον αποικιακό καθεδρικό ναό και το μέγαρο του Κορτές, του αδίστακτου Ισπανού κατακτητή του Μεξικού. Στην Πόλη του Μεξικού, τα βράδια διασκεδάζω συνήθως στις περιοχές Ζόνα Ρόσα (Zona Rosa) και Κοντέσα (Condesa). Προτιμώντας τα μη καυτερά πιάτα της νοστιμότατης κουζίνας με τα μαύρα πολυβρασμένα φασόλια, τις πίτες με ψιλοκομμένο κρέας ή κοτόπουλο και το λατρεμένο γουακαμόλε (λιωμένο αβοκάντο με ψιλοκομμένη ντοματούλα), δοκιμάζω τις ελαφριές τοπικές μπίρες και τις δυνατές μαργαρίτες, με μουσική υπόκρουση μοντέρνα λάτιν τραγούδια, αλλά και ζωντανή μουσική από τους κιθαρίστες μαριάτσι με τα παραδοσιακά σομπρέρο. Μια που η πόλη δεν είναι από τις πιο ακίνδυνες στον κόσμο, δεν περπατώ μόνη, καλοντυμένη, με χρήματα ή φωτογραφικές μηχανές, ειδικά μετά το απόγευμα. Προσπαθώ να μην προκαλώ με οποιοδήποτε τρόπο αυτούς που μπορεί να πεινούν και να μην έχουν άλλον τρόπο να επιβιώσουν από το να κλέψουν. Μετά από 4 μέρες, ξέροντας ότι τα διαμάντια κρύβονται στην ενδοχώρα, αφήνω τη χαώδη πόλη με τους ουρανοξύστες και τις παραγκουπόλεις με κατεύθυνση την επαρχία Τσιάπας (Chiapas) των Ζαπατίστας, των ειρηνικών και μαχητικών ιδεολόγων που κάνουν αγώνα για την αγροτική μεταρρύθμιση και την επιβίωση των Ινδιάνων. Στη γραφική πόλη Σαν Κριστομπάλ (San Cristobal de las Casas), περπατώ ανάμεσα σε χαμηλά πολύχρωμα σπιτάκια με κεραμιδοσκεπές και φτάνω στην κεντρική αγορά. Αναρωτιέμαι αν τα πρόσωπα των ντόπιων είναι απόμακρα και απογοητευμένα λόγω του ατελέσφορου αγώνα που ξεκίνησε ο διανοούμενος επαναστάτης Μάρκος. Παρατηρώ τις διαφορετικές ινδιάνικες φυλές στο καθημερινό παζάρι (mercado) και ειδικά τις γυναίκες, με τα όμορφα υφάσματα που φοριούνται στο κεφάλι και τα κεντητά τους κουστούμια, διακοσμημένα με φούντες και κορδέλες. Συνεχίζω το ταξίδι μου μπαίνοντας στη ζούγκλα που προστατεύει τους Ζαπατίστας. Εδώ αντικρίζω τους καταπράσινους κλιμακωτούς καταρράκτες Άγουα Αζούλ (Agua Azul) και το μοναχικό μικρό καταρράκτη Μισόλ-α (Misol-a), κάτω από τον καταγάλανο ουρανό που μου έλειψε στην Πόλη του Μεξικού. Ολοκληρώνω μια μαγευτική μέρα διανυκτερεύοντας στο πανδοχείο-μουσείο, σημείο συνάντησης ανθρωπολόγων και όχι μόνο, μια που ο ιδιοκτήτης του Hacienda Na Bolom είναι ο διάσημος
αρχαιολόγος Frans Bloom. Οι αρχαιολογικοί θησαυροί αποκαλύπτονται την επόμενη μέρα στο Παλένκε (Palenque). Σαν μικρός εξερευνητής, διασχίζω μια μικρή ξύλινη κρεμαστή γέφυρα μέσα στην οργιώδη βλάστηση που περιβάλλει τα μνημεία και ανακαλύπτω κι άλλους μικρότερους κρυμμένους καταρράκτες, πέτρινες πυραμίδες και επιβλητικές πέτρινες ανάγλυφες στήλες. Η εμπειρία του ταξιδιού πίσω στο χρόνο συμπληρώνεται με διαμονή στα πέτρινα και ξύλινα μπάνγκαλοου του Chan Kah Ruinas που απλώνεται σε χιλιόμετρα ζούγκλας και θυμίζει χωριό των Μάγιας. Στο μικρό αρχαιολογικό χώρο Λα Βέντα (La Venta), που μοιάζει με αποστειρωμένο υπαίθριο μουσείο, ξαφνιάζομαι με τα νεγροειδή χαρακτηριστικά των πέτρινων κεφαλών των Ολμέκων, που έχουν ύψος τουλάχιστον δύο ανθρώπων. Στο ανυπέρβλητο Τσίτσεν Ίτσα (Chichen Itza), περιδιαβαίνοντας την τεράστια πέτρινη κλιμακωτή πυραμίδα, το αρχαίο γήπεδο ποδοσφαίρου, το πηγάδι των ανθρωποθυσιών, το αστεροσκοπείο, το ιερό των πολεμιστών και των ηττημένων, προσπαθώ να νιώσω τον ιδιαίτερο πολιτισμό των δημιουργών αυτού του θαύματος και να κατανοήσω την αγριότητα διάφορων πρακτικών. Μα είναι απλό. Η θρησκεία και το πεπρωμένο όριζαν τη ζωή ενός ανθρώπου ανάλογα με την ημέρα της γέννησής του. Οι μόνοι που ήταν ελεύθεροι ήταν οι θεοί, ενώ ο ρόλος των ιερέων ήταν να ανιχνεύουν σωστά τη βούληση των θεών και να εκτελούν τις θυσίες για να τους εξευμενίζουν. Η απόλυτη μαγεία ολοκληρώνεται με παράσταση ήχου και φωτός, ενώ το ξημέρωμα στο ρομαντικό ξενοδοχείο Mayaland, που βρίσκεται στο άκρο των αρχαίων ερειπίων, με σαγηνεύει. Στη συνέχεια, στον εξαιρετικά ενδιαφέροντα αρχαιολογικό χώρο του Ουξμάλ (Uxmal), βλέπω το φίδι της βροχής και της γνώσης, η λατρεία του οποίου θεωρείτο ότι έδινε πλούσιες σοδειές, να πρωτοστατεί στα καταστόλιστα με ανάγλυφα κοκκινωπά τετράγωνα και χαμηλά μνημεία. Στις ολοήμερες διαδρομές στην πανέμορφη χερσόνησο Γιουκατάν (Yucatan), με τους κάκτους και τις ζούγκλες, τα μικρά φτωχικά χωριά από πλίνθινα σπίτια και ψάθινες καλύβες, τη μυρωδιά της νοτισμένης κόκκινης γης, πέρα από τα διάσπαρτα μνημεία, παρατηρώ τους χαμογελαστούς, μελαμψούς, μικρόσωμους Ινδιάνους χωρικούς με τα μαύρα μάτια, τα άσπρα απλά ρούχα και τα πλατύγυρα καπέλα, μα και τις γυναίκες με τα μαύρα μακριά μαλλιά δεμένα σε πλεξούδες που πέφτουν στις πολύχρωμες μπλούζες τους. Ο δυνατός ήλιος προσδίδει μια εκτυφλωτική γοητεία στους ράθυμους Μεξικάνους και μια λάμψη ακόμα και στη φτώχια τους. Στη γραφικότατη Μέριδα (Merida) νιώθω σαν ηθοποιός σε μεξικάνικη ταινία εποχής. Μέσα στα πλακόστρωτα πεντακάθαρα δρομάκια, μπαίνουν στην καρδιά μου τα ανακαινισμένα αποικιακά αρχοντικά, με τις ανάγλυφες μαρμάρινες προσόψεις και τα περίτεχνα κάγκελα στα πολύχρωμα παράθυρα, στα οποία λειτουργούν ξενοδοχεία, εστιατόρια και καταστήματα. Εδώ βρίσκω τις πιο ενδιαφέρουσες αγορές: αξιόλογα ασημένια κοσμήματα, παραδοσιακά υφαντά και ρούχα (που άνετα θα φορέσω στην Ελλάδα), πολύχρωμα κεραμικά, καθώς και τα διάσημα ψάθινα καπέλα «Παναμά». Λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της παλιάς πόλης, διανυκτερεύω στο πρώην ράντσο και νυν πολυτελές ξενοδοχείο οικοτουρισμού Katanchel, με κήπους που σφύζουν από οργιώδη βλάστηση και με παραδοσιακά πιάτα από βιολογικά προϊόντα που καλλιεργούνται εδώ. Μια και το κόστος του ταξιδιού στο Μεξικό και γενικότερα στην Κεντρική Αμερική είναι χαμηλό, μου επιτρέπεται σχετικά εύκολα να απολαμβάνω με στιλ τέτοιες στιγμές πολυτέλειας. Μετά από την επίσκεψη στα καταπληκτικά αρχαία μνημεία στη ζούγκλα και τις πανέμορφες γραφικές αποικιακές πόλεις και χωριά, έχω την τύχη να δω τον πλούσιο βυθό με τα πολύχρωμα κοράλλια και τις υπόγειες σπηλιές, κάνοντας καταδύσεις στο κατά τα άλλα αδιάφορο νησί Κοζουμέλ (Cozumel).
Το κοντινό τουριστικό Κανκούν (Cancun) δεν μου αρέσει καθόλου. Το βρίσκω υπερεκτιμημένο, με μέτριες παραλίες, γεμάτες από χιλιάδες Αμερικανούς που έρχονται μαζικά και νομίζουν ότι έχουν ανακαλύψει τον παράδεισο σε τιμή ευκαιρίας. Από το Κανκούν, το μόνο που χαίρομαι είναι η ολοήμερη εκδρομή στο πάρκο Ξελχά (Xel-ha), όπου κολυμπώ μέσα σ’ ένα πράσινο ποτάμι που το σκεπάζει μανγκρόβια βλάστηση και καταλήγω με το ρεύμα του στην καταγάλανη θάλασσα της Καραϊβικής! Σε μια ξαπλώστρα με θέα τα τιρκουάζ νερά, διαβάζω για την ιστορία της χώρας. Από τον 12ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 14ο αιώνα μ.Χ. γεννήθηκαν εδώ οι μεγάλοι πολιτισμοί των Ολμέκων, των Μάγιας (που έφτιαξαν ένα ακριβέστατο ημερολόγιο, διέπρεψαν στην αρχιτεκτονική, στα μαθηματικά και στην αστρονομία, και ανέπτυξαν με επιτυχία την εντατική καλλιέργεια καλαμποκιού) και, τέλος, των Τολτέκων και των Αζτέκων. Το 1519, το Μεξικό κατακτήθηκε με δόλο και με αξεπέραστη βαναυσότητα, λόγω του ορυκτού του πλούτου και, πιο συγκεκριμένα, λόγω των τεράστιων κοιτασμάτων αργύρου, που στόλισαν την Αυλή και τις εκκλησίες της Ισπανίας. Ελάχιστοι καθολικοί ιερείς αγωνίστηκαν για τα βασικά δικαιώματα των Ινδιάνων· οι περισσότεροι βασάνισαν τον ντόπιο πληθυσμό στο όνομα του Θεού. Το 1821, οι Μεξικάνοι κέρδισαν την ανεξαρτησία τους μετά από πολύχρονους αγώνες, αλλά σύντομα επικράτησε πολιτική αστάθεια που κόστισε την απώλεια της περιοχής του Τέξας, η οποία προσαρτήθηκε στις ΗΠΑ. Μετά από τον αποτυχημένο πόλεμο του Σάντα Άνα εναντίον των Αμερικανών, χάθηκε μια τεράστια έκταση που σήμερα περιλαμβάνει το Νέο Μεξικό, την Καλιφόρνια, τη Γιούτα, το Κολοράδο και την Αριζόνα. Ο Ζαπάτα έφερε την πρώτη αγροτική μεταρρύθμιση, έργο που προσπάθησε να επαναλάβει ο υποδιοικητής Μάρκος των Ζαπατίστας το 1994. Μα τα σοβαρότερα προβλήματα της χώρας παραμένουν άλυτα, αφού το 20% του πληθυσμού κατέχει το 60% του πλούτου. Οι άθλιες συνθήκες ζωής, ειδικά στις παραγκουπόλεις των αστικών κέντρων, η εγκληματικότητα, η ανεργία που οδηγεί σε τεράστιο παράνομο μεταναστευτικό κύμα προς τις ΗΠΑ, η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού, η διαφθορά των πολιτικών και του δημόσιου τομέα, το τεράστιο χρέος προς τις ΗΠΑ, όλα αυτά μαστίζουν την κοινωνία και καταρρακώνουν την οικονομία της χώρας. Αν και έχει βαριά βιομηχανία και τουρισμό, κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, αργύρου, χαλκού και κασσίτερου, παραγωγή ζάχαρης, καλαμποκιού, φασολιών και καφέ, το 1/3 του πληθυσμού της βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχιας, όπως σχεδόν σε όλη την Κεντρική και Νότια Αμερική.
ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ (GUATEMALA) Η χώρα των Ινδιάνων, των αποικιακών γραφικότατων μικρών πόλεων, των εντυπωσιακών αρχαιολογικών χώρων μέσα στη ζούγκλα, των πολύχρωμων παζαριών, των λιμνών και των ηφαιστείων, των τροπικών παρθένων παραλιών και των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων. Πρωτεύουσα της χώρας που, με έκταση 109.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, απλώνεται στον Ειρηνικό Ωκεανό, νότια του Μεξικού, δυτικά του Μπελίζ και βόρεια της Ονδούρας, είναι η αδιάφορη Πόλη της Γουατεμάλας (Guatemala City). Περισσότερο με εντυπωσιάζουν –αρνητικά– οι προκλητικές, περιφραγμένες γειτονιές των πλουσίων και οι αστυνομικοί με τα όπλα στα χέρια, παρά το μικρό ιστορικό κέντρο. Στην κεντρική πλατεία (Plaza Mayor) το επιβλητικό μαρμάρινο προεδρικό μέγαρο (Palacio Nacional) και ο μεγαλοπρεπής καθεδρικός ναός (Catedral Metropolitana) με τα καμπαναριά από την εποχή των Ισπανών κατακτητών είναι εντελώς αταίριαστα με την ανέχεια του λαού. Ξαφνιάζομαι από το γεγονός ότι δεν βλέπω ζητιάνους και αναρωτιέμαι μήπως δεν τους επιτρέπουν να έρθουν στην πρωτεύουσα για να μη χαλάσουν την αισθητική των λίγων. Μετά από μια βόλτα στη Ζόνα Βίβα (Zona Viva), την περιοχή με τα αξιοπρεπή εστιατόρια και τα ελάχιστα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης –όπου τα παιδιά πολιτικών και επιχειρηματιών έρχονται με πολυτελή αυτοκίνητα, συνοδευόμενα από ένοπλους μπράβους–, διανυκτερεύω σε ένα από τα λίγα καλά ξενοδοχεία. Από εδώ πετάω για την πραγματική Γουατεμάλα, με τους 13 εκατομμύρια κατοίκους που είναι καθολικοί και ισπανόφωνοι, αλλά έχουν διατηρήσει τουλάχιστον 20 ινδιάνικες διαλέκτους και πολλές παγανιστικές καταβολές. Φτάνοντας στη μικρή πόλη Φλόρες (Flores) που βρίσκεται στην επαρχία του Πετέν (Peten), επισκέπτομαι τον σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο Τικάλ (Tical), την πιο μεγαλοπρεπή πόλη των Μάγιας στην Κεντρική Αμερική. Εδώ θαυμάζω τις πανέμορφες κλιμακωτές πέτρινες πυραμίδες και ναούς (Great Plaza Temple, el Mundo Perdido, Temple IV), που η αδυσώπητη ζούγκλα είχε καταπιεί για αιώνες. Αξέχαστη μου μένει η νυχτερινή επίσκεψη με πανσέληνο. Tα πέτρινα, απόκοσμα μνημεία λούζονται από το ασημένιο φως και μόνο οι ήχοι του πυκνού δάσους ακούγονται. Έχω αφεθεί άφωνη στη μαγεία που ζω περπατώντας μέσα στην ιστορία. Οι ήχοι και οι μυρωδιές της υγρής γης με συνοδεύουν μέχρι το ξενοδοχείο Jungle Lodge, που βρίσκεται μέσα στην περιοχή του αρχαιολογικού πάρκου. Το μεγαλύτερο τμήμα της ζούγκλας του Πετέν αποτελεί προστατευμένη περιοχή λόγω των άγριων ζώων και των σπάνιων πουλιών που κάνουν αισθητή την παρουσία τους με τις σπάνιες κραυγές και τις ανάλαφρες κινήσεις τους. Στο Κέντρο Προστασίας Άγριων Ζώων ARCAS, κοντά στην πόλη Σάντα Έλενα (Santa Elena), βλέπω τα τζάγκουαρ (μαύρα αιλουροειδή) και τα πολλά τροπικά πουλιά που κρύβονται στις ζούγκλες της Γουατεμάλας. Μετά από αυτή την αξέχαστη ολοήμερη εκδρομή, πάλι από την Πόλη της Γουατεμάλας, φτάνω οδικώς μέσα από βουνά και ηφαίστεια στην κοιλάδα που κρύβει την πιο όμορφη αποικιακή πόλη της χώρας. Ως παλιά πρωτεύουσα, η Αντίγουα (Antigua) έχει τα πλακόστρωτα δρομάκια της στολισμένα με μεγαλοπρεπή μέγαρα (Palacio de Ayuntamiento, Palacio de los Capitanes), επιβλητικές εκκλησίες (Catedral de Santiago, La Merced, San Francisco), μεγάλα μοναστήρια που δεν λειτουργούν (Las Capuchinas, La Recoleccion), μέγαρα Ισπανών (Colegio de San Jeronimo). Πολλά από αυτά τα κτίρια έχουν μετατραπεί σε υπέροχα ξενοδοχεία, εστιατόρια και καταστήματα, χωρίς να χάσουν την αυθεντικότητά τους. Δικαίως η πόλη χαρακτηρίστηκε από την Ουνέσκο τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Με πόνο εγκαταλείπω τη χάρη της και συνεχίζω για μια από τις πιο όμορφες λίμνες στον κόσμο, τη
λίμνη Ατιτλάν (Lago de Atitlan). Η καταγάλανη μεγάλη έκτασή της αγκαλιάζεται από 3 κωνικά καταπράσινα ηφαίστεια, 13 μικρά γραφικά χωριά στις όχθες της και έναν απόκοσμα γαλανό ουρανό. Έχοντας ως βάση το μεγάλο χωριό Παναχατσέλ (Panajachel) και τα πέτρινα μπάνγκαλοου τoυ ξενοδοχείoυ Posada de Santiago, που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κοιμισμένα ηφαίστεια και πάνω σε μια προέκταση της λίμνης, διασχίζω με σκάφος την απέραντη σαν λιμνοθάλασσα λίμνη Ατιτλάν. Μπαίνοντας σε ένα κανάλι με καλαμιές, αποκαλύπτεται το γραφικό χωριό Σαντιάγο δε Ατιτλάν (Santiago de Atitlan) με τα ατελιέ των ζωγράφων και τα μικρά καφέ για τους τουρίστες. Λίγο μετά επισκέπτομαι το υπέροχο χωριό Τσιτσικαστενάγκο (Chichicastenango) που ξεχωρίζει για τη διάσημη πολύχρωμη ζωντανή υπαίθρια αγορά. Στο κέντρο του χωριού με τα χαμηλά πολύχρωμα σπίτια δεσπόζουν το παραδοσιακό και χαριτωμένο ξενοδοχείο Mayan Inn και η παλιά όμορφη κάτασπρη εκκλησία Iglesia de Santo Tomas. Στην είσοδό της, κοντά σε μια πλακέτα με τον κώδικα των Μάγιας, σιγοκαίει πάντα μια φλόγα, ενώ στο εσωτερικό της τα αμέτρητα κεριά του διαδρόμου λούζουν μυστηριακά τα αγάλματα των μελαμψών αγίων. Αξέχαστη όμως μου μένει η εικόνα της πιο πολύχρωμης αγοράς (mercado) στον κόσμο. Οι συμπαθέστατοι μικρόσωμοι, λεπτοί και μελαμψοί Ινδιάνοι δεν είναι ντυμένοι δυτικότροπα όπως στην πρωτεύουσα και στις μεγάλες πόλεις. Οι άντρες φορούν ταλαιπωρημένα από τον ήλιο και τη βροχή ψάθινα καπέλα, κοντά παντελόνια και πρόχειρα σανδάλια, ενώ οι γυναίκες υφαντές πολύχρωμες φούστες με λουλουδάτες μπλούζες. Τα μαύρα μακριά μαλλιά τους, πιασμένα με υφαντές κοκκινοπορτοκαλιές κορδέλες, τις κάνουν να φαίνονται πιο χαρούμενες παρά τα μελαγχολικά μαύρα μάτια τους. Εδώ, όπου το μαύρο δεν υπάρχει, τα αραδιασμένα σε πάγκους και σε πανιά κάτω στο χώμα πολύχρωμα μοναδικά υφαντά, ρούχα, υφάσματα και αναμνηστικά με τραβούν από το γαλάζιο της λίμνης και του ουρανού στη γιορτή των πιο έντονων γήινων χρωμάτων. Ακόμα και τα παλιά λεωφορεία είναι βαμμένα κίτρινα και κόκκινα. Όλα αυτά, κάτω από τον πάντα χαρούμενο ήλιο της Γουατεμάλας, μου χαρίζουν μερικές από τις ωραιότερες εικόνες που έχω αποκτήσει στα εκατοντάδες ταξίδια μου. Τη Γουατεμάλα την επισκέπτομαι στο πολυήμερο ταξίδι μετά το Μεξικό, αλλά και μια άλλη φορά, κατά τη διάρκεια του καθολικού Πάσχα. Τότε βλέπω στις εορταστικές λιτανείες τους Ινδιάνους να ακολουθούν με λουλούδια και κεριά στα χέρια το μελαμψό Εσταυρωμένο στα πλακόστρωτα δρομάκια της Αντίγουα, της ομορφότερης αποικιακής πόλης στη χώρα, και ξαφνιάζομαι από τη θρησκευτική κατάνυξη σε μια πίστη που τους επιβλήθηκε σαν το μοναδικό σωσίβιο στην άγρια κατάκτησή τους. Με νωπές τις έντονες εικόνες από την ασφαλή, γραφική και καταπράσινη ενδοχώρα, συνεχίζω για το Μπελίζ και τις Ονδούρες, με τις οποίες αυτή η χώρα έχει κοινή ιστορία. Ο μεγαλύτερος πολιτισμός στη Γουατεμάλα ήταν ο πολιτισμός των Μάγιας, που διήρκεσε από τον 3ο μέχρι τον 14ο αιώνα μ.Χ. Το 1524, η χώρα κατακτήθηκε από τους Ισπανούς. Ο πληθυσμός αποδεκατίστηκε από τις κακουχίες και τις εισαγόμενες ασθένειες, και μέσα σε 100 χρόνια, από 12 εκατομμύρια έφθασε τα 2 εκατομμύρια. Το 1821, η Γουατεμάλα κέρδισε την ανεξαρτησία της, αλλά ακολούθησαν αιματηροί εμφύλιοι και δικτατορίες με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Το 1990, με αφορμή τις δολοφονίες Αμερικανών μεγαλογαιοκτημόνων, σταμάτησε η οικονομική βοήθεια προς τη χώρα και ξεκίνησε ο δανεισμός από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το 1996 έληξε ο εμφύλιος πόλεμος μετά από 36 χρόνια και 200.000 νεκρούς. Στην τελευταία προσπάθεια ανακατανομής της γης αντέδρασαν έντονα οι μεγαλογαιοκτήμονες και ειδικά η United Fruit Company, η αμερικανική εταιρεία φρούτων που εκμεταλλεύεται τα φθηνά εργατικά χέρια για την παραγωγή μπανάνας, καφέ, καλαμποκιού και ζαχαροκάλαμου. Το αποτέλεσμα είναι να ζουν οι εργάτες σε άθλιες συνθήκες και να έχουν οι περισσότεροι προβλήματα στειρότητας από τα ζιζανιοκτόνα που τους επέβαλε η διεύθυνση να χρησιμοποιούν. Μέχρι σήμερα, το 5% του λευκού πληθυσμού κατέχει το 70% του παραγόμενου πλούτου και εξάγει στο
εξωτερικό τα κέρδη από τις καλλιέργειες, την τσιμεντοβιομηχανία, τα μεταλλεύματα, την υφαντουργία, τον τουρισμό, το πετρέλαιο, το όπιο και την κοκαΐνη. Έτσι, το μεγαλύτερο τμήμα του λαού, που αποτελείται από Ινδιάνους και μιγάδες οι οποίοι στερούνται τα πιο βασικά δικαιώματα, ζει σε άθλιες συνθήκες και βιώνει διακρίσεις από τους λευκούς και παντελή έλλειψη δημοκρατίας. Η Γουατεμάλα με την Κολομβία και τον Παναμά διατηρούν την πιο φιλοαμερικανική στάση στην ευρύτερη περιοχή. Έχοντας δει την πανέμορφη φύση και τα σημαντικά αξιοθέατα, τα πρόσωπα των Ινδιάνων και το επίπεδο ζωής τους στην ενδοχώρα, εγκαταλείπω το μικρόκοσμο που έχουν φτιάξει οι λίγοι στην πρωτεύουσα της Γουατεμάλας. Την αποχαιρετώ διαβάζοντας την αυτοβιογραφία της βραβευμένης το 1992 με Νόμπελ Ειρήνης Ριγκομπέρτα Μεντσού, που περιγράφει τους αγώνες για τα δικαιώματα των ιθαγενών και τις διακρίσεις που υφίστανται στην πατρογονική τους γη.
ΟΝΔΟΥΡΕΣ (HONDURAS) Η καταπράσινη ορεινή χώρα της μπανάνας και του πανέμορφου αρχαιολογικού χώρου των Μάγιας, του Κοπάν. Πρωτεύουσα της δεύτερης μεγαλύτερης χώρας της Κεντρικής Αμερικής μετά τη Νικαράγουα είναι η Τεγκουσιγκάλπα (Tegucigalpa), που έχει έκταση 112.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και 7 εκατομμύρια κατοίκους. Προσπερνώντας την άχαρη πόλη, μετά από 4 ώρες ευχάριστης οδικής διαδρομής μέσα από την κατάφυτη γη, φτάνω στο οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της αγροτικής αυτής χώρας, το Σαν Πέδρο Σούλα (San Pedro Sula). Μετά από επίσκεψη στο μοναδικό αξιοθέατο της πόλης, το Εθνικό Πάρκο Κουσούκο (Parque Nacional Cusuco) με τα σπάνια άγρια πουλιά και τους πολύχρωμους παπαγάλους, κατευθύνομαι στο γραφικό χωριό Κοπάν (Copan) με τα πλακόστρωτα δρομάκια και τα χαμηλά σπίτια. Μετά από ένα λιτό γεύμα ψητού κοτόπουλου με μαύρα φασόλια και μαλακές πιτούλες, ξεκουράζομαι σε ένα από τα συμπαθητικά τουριστικά ξενοδοχεία και το επόμενο πρωί επισκέπτομαι με ανυπομονησία τον ομώνυμο εντυπωσιακότατο αρχαιολογικό χώρο των Μάγιας (Copan Ruinas). Μέσα σε πυκνό δάσος, οι σκαλιστές κλιμακωτές πυραμίδες και τα μέγαρα (Las Sepulturas), οι στήλες (Stelae of the Great Plaza) με τις ανάγλυφες φιγούρες των βασιλιάδων και των ιερέων της εποχής και η τεράστια σκάλα των ιερογλυφικών (Hieroglyphic Stairway), που διαφέρουν από όλα τα άλλα μνημεία της Κεντρικής Αμερικής, καθιστούν μοναδικό το μνημείο, που αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Θέλοντας να συναντήσω τη μειονότητα των μαύρων Γαρίφουνας (Garifunas) σε μια χώρα δυτικότροπα ντυμένων Ινδιάνων και μιγάδων, πηγαίνω οδικώς σε 3 περίπου ώρες, μέσα από πλούσιες καλλιέργειες, στη συμπαθητική μικρή πόλη Τέλα (Tela) που ακουμπάει τις ακτές της Καραϊβικής. Αφού επισκέπτομαι το μικρό μουσείο των πρώην σκλάβων που ήρθαν από την Αφρική (Garifuna Museum), σεργιανίζω σ’ ένα από τα κοντινά χωριά με τους ήχους και την αλμύρα της θάλασσας για συντροφιά. Εδώ πρόθυμα μου δείχνουν τα υπερυψωμένα καλαμένια σπιτάκια τους ανάμεσα στις φοινικιές, τις μακρόστενες ξύλινες ψαρόβαρκες, τις καρύδες που ταΐζουν τα παιδιά τους και τους παραδοσιακούς απλοϊκούς χορούς τους. Μετά από γεύμα (πολύ χαμηλού κόστους, όπως όλες οι υπηρεσίες της χώρας) με ψητά ψάρια και τηγανητές γλυκοπατάτες κάτω από τις φοινικιές, παίρνω το δρόμο της επιστροφής με το βιβλίο Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου, του Ρίτσαρντ Καπισίνσκι, που διαδραματίζεται σ’ αυτή την ταλαιπωρημένη χώρα. Δυστυχώς δεν έχω χρόνο να πάω μέχρι τα νησιά Μπέι (Bay islands) για να απολαύσω περισσότερο την ομορφιά της Καραϊβικής και να δω το Κέντρο Μελέτης των Δελφινιών, αφού πρέπει να συνεχίσω (και αυτή τη φορά) για την τέταρτη και τελευταία χώρα σ’ αυτό το ταξίδι των 22 ημερών στην Κεντρική Αμερική. Με μοναδική αγορά το απαραίτητο καπέλο για τη ζέστη που κυριαρχεί ακόμα και το Νοέμβριο, σε μια αιώρα κάτω από μια φοινικιά, διαβάζω την ιστορία της χώρας. Ονδούρας σημαίνει «βαθιά νερά». Το όνομα δόθηκε από τους Ισπανούς που ήρθαν το 1502 και συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους Ινδιάνους, μέχρι που δολοφόνησαν τον αρχηγό τους τον Λεμπίρα, ο οποίος απεικονίζεται μέχρι σήμερα στο τοπικό νόμισμα. Αν και βρήκαν χρυσό και ασήμι, οι Ισπανοί δεν προστάτευσαν τα παράλια και τα νησιά, τα οποία αποικήθηκαν από τους Άγγλους. Το 1821 η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους Ισπανούς και στη συνέχεια οι Άγγλοι αποσύρθηκαν από τα νησιά Μπέι που ενσωματώθηκαν στη χώρα. Δυστυχώς η χώρα γνώρισε πολλά πραξικοπήματα και οικονομική εκμετάλλευση, δεδομένου ότι το 75% των φυτειών μπανάνας ανήκαν σε αμερικανικές εταιρείες. Το 1969 ξεκίνησε ο «πόλεμος του ποδοσφαίρου» με
το Σαλβαδόρ (που ονομάστηκε έτσι επειδή ξεκίνησε με αφορμή έναν αγώνα ποδοσφαίρου μεταξύ των εθνικών ομάδων των δύο χωρών), λόγω του ότι η μεγάλη οικονομική κρίση στο Σαλβαδόρ δημιούργησε τεράστιο μεταναστευτικό κύμα προς τις Ονδούρες. Όταν οι Σαντινίστας έδιωξαν το δικτάτορα Σομόζα από τη Νικαράγουα, οι Αμερικανοί έστησαν βάσεις στις Ονδούρες για την εκπαίδευση ανταρτών (των Κόντρας) με σκοπό να ρίξουν τους Σαντινίστας και την κυβέρνησή τους. Το 1990, με τη λήξη του εμφυλίου στη Νικαράγουα, οι Ονδούρες κατάφεραν να κλείσουν οι αμερικανικές βάσεις και να φύγουν οι Κόντρας που εκπαιδεύονταν εκεί. Συγχρόνως υποτιμήθηκε το νόμισμα της χώρας, και το εξωτερικό χρέος και η ανεργία έφτασαν στα ύψη. Οι συχνές καταστροφές στα σπίτια και στις καλλιέργειες από τους ισχυρούς τυφώνες συνέβαλαν στην εξασθένηση της οικονομίας που στηριζόταν –και στηρίζεται– στην παραγωγή μπανάνας, καφέ και γαρίδας.
ΜΠΕΛΙΖ (BELIZE) Η αγγλόφωνη «μαύρη» χώρα της Κεντρικής Αμερικής με τον ωραιότερο βυθό και τον αδιάφορο αρχαιολογικό χώρο Λαμανάι συνορεύει βόρεια με το Μεξικό, δυτικά με τη Γουατεμάλα και νότια με τις Ονδούρες, ενώ βρέχεται ανατολικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Οι Ισπανοί δεν κατέκτησαν το Μπελίζ γιατί δεν βρήκαν κανένα ενδιαφέρον πέρα από την ξυλεία του, αν και το θεώρησαν αποικία τους. Τον 16ο αιώνα, Άγγλοι και Σκωτσέζοι πειρατές της Καραϊβικής άραζαν εδώ τα πλοία τους, προστατευμένοι από το δεύτερο μεγαλύτερο κοραλλιογενή ύφαλο στον κόσμο, που περικλείει τις ακτές της χώρας. Το 1798, το Μπελίζ πέρασε επίσημα στα χέρια των Άγγλων και ονομάστηκε Αγγλική Ονδούρα μέχρι το 1981, όταν έγινε ανεξάρτητο κράτος. Η οικονομία του βασίζεται στην ξυλεία, την αλιεία, την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου και φρούτων, την κτηνοτροφία και, βέβαια, στον καταδυτικό τουρισμό. Πρωτεύουσα είναι η μικρή και άσχημη Μπελμοπάν (Belmopan) από το 1962, όταν η Πόλη του Μπελίζ χτυπήθηκε από τυφώνα. Το μόνο που μ’ αρέσει στην πρωτεύουσα είναι ο Ζωολογικός Κήπος (Belize Zoo) με τα πολλά σπάνια αιλουροειδή της περιοχής, όπως το μαύρο τζάγκουαρ και το μπεζ πούμα –που πρώτη φορά βλέπω–, τους μεγάλους πολύχρωμους παπαγάλους και το εθνικό ζώο του Μπελίζ, το άσχημο ταπίρ (σαν μαύρο γουρουνάκι με κοντή προβοσκίδα). Η Πόλη του Μπελίζ (Belize City), χτισμένη πάνω στην Καραϊβική, είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας –αν και μου φαίνεται αραιοκατοικημένη, όπως και το υπόλοιπο Μπελίζ– χωρίς να προσφέρει τίποτα το ενδιαφέρον, πέρα από την εγγύτητα με τη ζούγκλα που κρύβει το Λαμανάι (Lamanai), μια πόλη των Μάγιας. Ο αρχαιολογικός χώρος δεν εντυπωσιάζει –αφού δεν έχουν προχωρήσει οι ανασκαφές–, αλλά το φυσικό περιβάλλον με αποζημιώνει. Διαπλέω με ταχύπλοο (New River Voyage) το καταπράσινο ποτάμι μέσα από πυκνή μανγκρόβια βλάστηση και καταλήγω σε μια λίμνη, όπως και πολλοί αλλοδαποί φυσιοδίφες. Από εκεί, σαν διψασμένος εξερευνητής, περπατώ μέσα στη υγρή ζούγκλα –όπου τα κουνούπια είναι πιο πολλά απ’ τα δέντρα– και απολαμβάνω την παρθένα φύση και τους ήχους της, που τόσο μου λείπουν στην τσιμεντένια Αθήνα. Το καταπράσινο και επίπεδο Μπελίζ των 23.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με τα πολλά δάση και τους 200.000 κατοίκους (οι περισσότεροι μαύροι μιγάδες, απόγονοι των Αφρικανών σκλάβων και των Άγγλων πειρατών) προσφέρει το συγκλονιστικότερο βυθό μετά την Ερυθρά θάλασσα και το Μεγάλο Ύφαλο της Αυστραλίας. Τον απολαμβάνω κάνοντας καταδύσεις ανάμεσα σε τεράστια κόκκινα και μοβ κοράλλια και σφουγγάρια διαφόρων σχηματισμών, ανάμεσα σε διακόσια τουλάχιστον νησιά, στο φημισμένο σημείο Lighthouse και στην παραμυθένια Blue Hole που πρώτος εκτίμησε ο Ζακ Κουστό. Έτσι κλείνω ένα από τα ωραιότερα ταξίδια στον πλανήτη!
ΚΟΥΒΑ (CUBA) Η μόνη γωνιά υπαρκτού σοσιαλισμού στον πλανήτη μας, μαζί με τη Βόρεια Κορέα, ξεχωρίζει για την αριστοκρατική μα κουρασμένη Αβάνα, τις γραφικές πόλεις με τα αποικιακά κτίρια, τις ξεχασμένες αγροτικές εικόνες, τα πούρα, το ρούμι, τη μουσική και το χορό, τους κεφάτους ανθρώπους και το διακριτικό αγοραίο έρωτα στις πόλεις. Εδώ πραγματοποιείται ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο. Με έκταση 110.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (λίγο μικρότερο από την Ελλάδα σε μέγεθος), το μεγάλο καταπράσινο νησί με τα χαμηλά βουνά και τις κατάλευκες αμμουδιές, αποτελεί το μαργαριτάρι της Καραϊβικής, αν και έχει λιγότερο τουρισμό λόγω του εμπάργκο από τους Αμερικανούς και όχι μόνο. Θεωρείται το αγκάθι στα πόδια των ΗΠΑ, και τα 11 εκατομμύρια μη θρησκευόμενων κατοίκων –από τους οποίους τουλάχιστον οι μισοί είναι έγχρωμοι και μιγάδες, και οι άλλοι μισοί λευκοί– είναι υπερήφανοι γι’ αυτό... Εδώ ζούσαν ειρηνικά Ινδιάνοι μέχρι που αποδεκατίστηκαν από τις νεόφερτες ασθένειες, όταν ήρθαν οι Ισπανοί το 1511. Οι κατακτητές έφεραν χιλιάδες Αφρικανούς μαύρους σκλάβους για να δουλέψουν στις φυτείες ζαχαροκάλαμου και καπνού. Οι μορφωμένοι φιλελεύθεροι μιγάδες γαιοκτήμονες οργάνωσαν μεγάλες εξεγέρσεις κατά των Ισπανών την περίοδο 1868-1878 (Α’ Πόλεμος της Ανεξαρτησίας) και 1895-1899 (Β’ Πόλεμος της Ανεξαρτησίας). Στις 25 Απριλίου του 1898, με αφορμή την ανατίναξη του πολεμικού πλοίου των ΗΠΑ Μάιν στο λιμάνι της Αβάνα, με 266 νεκρούς ναύτες, οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ισπανίας. Λίγους μήνες αργότερα, η Συνθήκη του Παρισιού (10/12/1899) παραχωρεί στην Κούβα την ανεξαρτησία της αλλά με δικαίωμα παρέμβασης των ΗΠΑ, που αποκτούν στρατιωτική βάση στον κόλπο του Γκουαντάναμο, την οποία διατηρούν μέχρι σήμερα. Τον 20ό αιώνα, πρόεδροι όπως ο Πάλμα (Palma), ο Ματσάδο (Machado) και ο Μπατίστα (Batista), κατευθυνόμενοι από τις ΗΠΑ, οι οποίες αρκετές φορές επενέβησαν στρατιωτικά στην πάταξη λαϊκών αντιδράσεων, ξεπούλησαν τα ορυχεία και την πιο έφορη γη της Κούβας στις αμερικανικές εταιρείες και παρέμειναν στην εξουσία με νοθεία και διαφθορά μέχρι το 1959. Τότε, ο επαναστατημένος λαός, με ηγέτες τους αδελφούς Κάστρο, τον Τσε Γκεβάρα και τον Σιενφουέγος, κέρδισε την αυτοδιάθεση και την ανεξαρτησία του. Το 1962, οι Αμερικανοί απέτυχαν να εισβάλουν στην Κούβα από τον Κόλπο των Χοίρων. Οι Κουβανοί πλήρωσαν την αντίστασή τους με οικονομικό εμπάργκο που ισχύει μέχρι σήμερα. Μετά το 1990, όταν η Ρωσία δεν μπορούσε πια να τη στηρίζει, η Κούβα πέρασε μεγάλη οικονομική κρίση, από την οποία ανέκαμψε μέσω του ανοίγματος στον τουρισμό, αλλά και με την υποστήριξη της Βενεζουέλας, που της παρέχει φτηνό πετρέλαιο. Παράλληλα εξακολουθούν να παράγονται ζάχαρη, νίκελ, καφές, ρούμι και πούρα. Όσο υπερήφανοι είναι οι Κουβανοί για τους ιστορικούς τους αγώνες για την ανεξαρτησία, τόσο κουρασμένοι είναι από το καθεστώς απολυταρχικής ισότητας, που τους προσφέρει μεν απολύτως δωρεάν ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο, ένα πολύ αξιόλογο σύστημα υγείας, σπίτι και βασικές προμήθειες τροφής, αλλά τους στερεί την ελευθερία έκφρασης και οποιαδήποτε μορφή πολυτέλειας. Επίσης, τους ενοχλούν οι πολύ χαμηλοί μισθοί, που φτάνουν μόνο για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες – ειδικά από τότε που ήρθαν οι τουρίστες στη χώρα και οι Κουβανοί ένιωσαν τη μεγάλη διαφορά βιοτικού επιπέδου. Οι ανοιχτόκαρδοι Κουβανοί, ακόμα και στην Αβάνα, παλιότερα προσέγγιζαν τον τουρίστα μόνο από περιέργεια και καλοσύνη, ενώ τώρα επικρατεί συχνότερα το κίνητρο του κέρδους. Συχνά θα προσπαθήσουν να πουλήσουν πούρα στη μαύρη αγορά ή θα προτείνουν κάποιο μπαράκι για ένα κερασμένο μοχίτο (ρούμι με μέντα) ή, κάποιες φορές, θα δηλώσουν ερωτευμένοι για να αποκτήσουν κάποια δώρα και ίσως την πολυπόθητη πρόταση και βίζα για ταξίδι στο εξωτερικό. Όλοι είναι πάρα πολύ απλά ντυμένοι, εκτός από όσους κάνουν «νυχτοκάματο» και τους ελάχιστους πλούσιους. Μόνο εδώ δεν βλέπω τις έντονες κοινωνικές ανισότητες που επικρατούν σχεδόν σε όλο
τον κόσμο, παρ’ ότι οι πολιτικοί, οι μουσικοί και οι αθλητές ζουν πολύ καλύτερα από όλους τους άλλους. Αυτοί βέβαια δεν κυκλοφορούν συχνά, είτε γιατί εργάζονται απομονωμένοι είτε γιατί δεν θέλουν να προκαλούν με την οικονομική τους άνεση. Πρωτεύουσα είναι η Αβάνα (Havana), που αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, λόγω των πολλών αρχοντικών που χρονολογούνται από τις αρχές του 20ού αιώνα. Η παλιά αρχόντισσα απλώνεται κουρασμένη αλλά εξαιρετικά γοητευτική, πάνω στην Καραϊβική που τη χαϊδεύει. Στο πανέμορφο ιστορικό κέντρο, περπατώ ανάμεσα από τα λίγα επιβλητικά πέτρινα διοικητικά κτίρια της αποικιοκρατίας (Palacio de los Capitanes Generales, Palacio del Segundo Cabo, Lonja del Comercio) και βέβαια το Καπιτώλιο (Capitolio Nacional de Cuba), που είχαν φτιάξει οι Αμερικανοί σαν απομίμηση του δικού τους και τώρα πια λειτουργεί ως έδρα των επιστημών και της τεχνολογίας. Διασχίζω τις γραφικές πλακόστρωτες πλατείες (Plaza de Armas, Parque Central, Plaza de la Catedral, Parque de la Fraternidad) και φτάνω μέχρι τα πέτρινα κάστρα του στενού λιμανιού όπως το Castillo Real de la Fuerza. Στα αρκετά ανακαινισμένα και πολλά παρηκμασμένα χαμηλά παλιά σπίτια, που εγκαταλείφθηκαν μετά την επανάσταση από οικογένειες μεγαλοαστών Κουβανών και από τότε στεγάζουν δεκάδες Κουβανούς επαρχιώτες, βλέπω χαμογελαστούς ανθρώπους να παίζουν ντόμινο, να καπνίζουν πούρα και να εκπέμπουν ερωτισμό. Η μουσική σάλσα που έρχεται από παντού με προκαλεί για συχνές σύντομες στάσεις στα μπαρ La Bodequita del Medio, La Floridita και στο ξενοδοχείο Hotel Ambos Mundos (εκεί έπινε και διέμενε ο Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ), που συνοδεύονται από δροσιστικά ποτά με ρούμι (μοχίτο, ντάικιρι και κούμπα λίμπρε), ακόμα και στην ήπια ζέστη της άνοιξης. Περνώντας από τον πιο εμπορικό πλακόστρωτο δρόμο Ομπίσπος (Obispos), φτάνω στον κήπο του μοναστηριού του Αγίου Φραγκίσκου (Iglesia y Monasterio de San Francisco de Asis), έξω από τη μικρή ορθόδοξη εκκλησία, όπου φωτογραφίζω το ιστορικό ψηφιδωτό με τον Κάστρο να παραλαμβάνει αυτό το ιερό από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Πίσω από την πλατεία του καθεδρικού ναού (Plaza de la Catedral de San Cristobal de La Habana), αφήνομαι στην πιο όμορφη υπαίθρια αγορά της χώρας, με τους απλοϊκούς πίνακες και τα αναμνηστικά από ξύλο και κεραμικό, ενώ χαζεύω απέναντι το επιβλητικό κάστρο Φορταλέσα (Fortaleza de San Carlos de la Cabana) που προστάτευε την είσοδο του λιμανιού. Με το μικρό κίτρινο ταξί (σαν τρίκυκλη μοτοσικλέτα με κουβούκλιο) διασχίζω την παραλιακή λεωφόρο Μαλεκόν (Malecon) με τα ανακαινισμένα αρχοντικά του 20ού αιώνα, το φρούριο-ουρανοξύστη του «Οργανισμού Προστασίας των Αμερικανικών Συμφερόντων» με τις μαύρες σημαίες να κυματίζουν προκλητικά μπροστά του (τις έβαλε πριν δέκα χρόνια ο Κάστρο και τις ανανεώνει σε τακτά διαστήματα) και το ιστορικό ξενοδοχείο Nacional με τους ωραίους κήπους. Καταλήγω στην άδεια από κόσμο Πλατεία της Επανάστασης (Plaza de la Revolucion) στην αραιοκατοικημένη και πλούσια περιοχή Βεδάδο (Vedado). Εδώ, στην πιο μεγάλη πλατεία της χώρας, με όλα τα άχαρα κτίρια που την πλαισιώνουν, ακουμπώ τη νεότερη ιστορία της Κούβας. Εδώ, μπροστά από τη Βουλή και τα υπουργεία, μιλούσε μέχρι πρόσφατα για ώρες ο Κάστρο σε εκατοντάδες χιλιάδες συγκεντρωμένους, που τον ζητωκραύγαζαν και τον χειροκροτούσαν. Τέλος, επισκέπτομαι ένα από τα εργοστάσια πούρων (Real Fabrica de Tabacos La Corona), εκεί που κάποτε ακουγόταν από το ραδιόφωνο πολιτική προπαγάνδα, ενώ σήμερα αμερικάνικα τραγούδια. Οι εργάτριες, σκυμμένες και κουρασμένες, προσπαθούν να πουλήσουν κρυφά από τους ελεγκτές ένα από τα τέλεια πούρα που φτιάχνουν, για να κερδίσουν ένα μεγάλο βοήθημα στον πενιχρό μισθό τους. Η μυρωδιά του αληθινού υγρού καπνού και τα χαμογελαστά μάτια μού φαίνονται πάντα μεθυστικά. Μετά από γευστικά γεύματα με κοτόπουλο, αστακό και ψαρικά σε πολύ χαμηλό κόστος στα αγαπημένα μου εστιατόρια El Tocororo, Hostal Valencia, Aljibe, La Torre, Ferminia, Prado y Neptuno, Restaurante 1830 στην Αβάνα, ανακαλύπτω απλά μαγαζιά όπου οι ντόπιοι ακούν την αγαπημένη τους μουσική,
αλλά και νυχτερινά κέντρα όπως το Κάζα δε λα Μούζικα (Casa de la Musica), με ζωντανές ορχήστρες που ξεσηκώνουν τον κόσμο σε τρελό χορό. Καθώς στα περισσότερα κέντρα το εισιτήριο των δέκα δολαρίων ξεπερνάει το μηνιαίο μισθό των κατοίκων, πολλοί περιμένουν στην είσοδο κάποιον «εθελοντή» τουρίστα να τους το πληρώσει. Συνοδεύοντάς τους μέσα στο νυχτερινό κέντρο ξεκινούν οι γνωριμίες, συνεχίζονται χορεύοντας και ολοκληρώνονται με συντροφιά τουλάχιστον μιας ημέρας και του ανάλογου ημερομίσθιου στα νοικιασμένα σπίτια (κάζα παρτικουλάρ / casa particular), καθώς η είσοδος των Κουβανών στα δωμάτια των ξενοδοχείων απαγορεύεται. Η κορύφωση της νυχτερινής διασκέδασης έρχεται στο καταπληκτικό καμπαρέ Τροπικάνα (Tropicana), που σ’ έναν τεράστιο, πανέμορφο εξωτικό κήπο προσφέρει ένα χορευτικό σόου με εντυπωσιακές γυναίκες και άντρες. Φτάνοντας με μια παλιά γαλάζια ανοιχτή Κάντιλακ του ’60, από τις αρκετές που κυκλοφορούν ως ταξί πολυτελείας, απολαμβάνω το καλύτερο και ακριβότερο θέαμα. Μετά από την έντονη ζωή στην Αβάνα, ίσως την πιο ασφαλή πόλη του κόσμου, και με τη μεστή γεύση των ωραιότερων πούρων, ταξιδεύω για την ονειρική ενδοχώρα. Στο δρόμο –που είναι σαν παλιά εθνική οδός– κυκλοφορούν ελάχιστα παλιά αυτοκίνητα, κάρα που τα σέρνουν άλογα, παλιά τρακτέρ και ευθυτενείς αγρότες πάνω σε άλογα, με τα καπέλα και τις ψηλές μπότες τους. Πίσω από τις μαγικές εικόνες, ξετυλίγεται, κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό με ελάχιστα μπαμπακένια σύννεφα, ένας τεράστιος κάμπος με ζαχαροκάλαμα, ανανάδες και οπωροφόρα δέντρα, που διακόπτεται μόνο από το τρένο που μεταφέρει συχνά τα πλούσια καλάμια για την παραγωγή του ρουμιού. Σε όλο το οδικό δίκτυο, μεγάλες ταμπέλες θυμίζουν στο λαό αλλά και στους ταξιδιώτες τους ένδοξους ήρωες της επανάστασης, όπως τον Τσε Γκεβάρα, τον Σιενφουέγος και (λιγότερο) τον Κάστρο. Μα πέρα από αυτές, υπάρχουν πια πολλές που παροτρύνουν τη χρήση του προφυλακτικού για την προστασία από το AIDS. Τι κρίμα που στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ανάλογες αναφορές ούτε στους φιλόσοφους και τους ήρωες της ιστορίας μας, αλλά ούτε στην προστασία των νέων από τους πιθανούς κινδύνους του σεξ χωρίς προφυλάξεις! Διασχίζοντας 180 χιλιόμετρα αυτοκινητόδρομου φτάνω από την Αβάνα στο δυτικότερο και πιο παρθένο άκρο της Κούβας, στο Πινάρ δελ Ρίο (Pinar del Rio), στη γη των απέραντων κοιλάδων με τα πιο αρωματικά καπνά στον κόσμο. Εδώ, στις φυτείες καπνού (υπάρχουν και ιδιωτικές, αλλά οι περισσότερες είναι δημόσιες), ζουν οι «βαγκέρος» που τις φροντίζουν σχολαστικά, μια και παράγουν τα καλύτερα αψεγάδιαστα φύλλα των πούρων. Εδώ, πέρα από τις φυτείες, παρατηρώ με θαυμασμό τα απλά χαμηλά ξύλινα σπίτια, με έντονα επικλινή στέγη, όπου στεγνώνουν για τριάντα ημέρες τα φύλλα του καπνού μετά την προσεκτική συγκομιδή. Επιστρέφοντας ανατολικότερα της Αβάνας, φτάνω στην άχαρη αλλά ιστορική πόλη Σάντα Κλάρα (Santa Clara) για να επισκεφτώ το μαυσωλείο του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα (Mausoleo de Che) στην Πλατεία της Επανάστασης (Plaza de la Revolucion). Η κουβανική κυβέρνηση το κατασκεύασε αρκετά χρόνια μετά τη δολοφονία του από τη CIA στη Βολιβία, στον τόπο όπου ο Τσε νίκησε το στρατό του δικτάτορα Μπατίστα το 1959 σε μια καθοριστική για την κουβανική επανάσταση μάχη. Περνώντας από τα γραφικά χωριά Ρεμέδιος (Remedios) και Σάνκτι Σπίριτους (Sancti Spiritus), περνώ στον 17ο αιώνα. Οι κεραμιδένιες στέγες πάνω στους γαλάζιους, κίτρινους και πράσινους τοίχους των χαμηλών σπιτιών, τα λιθόστρωτα σοκάκια, τα παλιά σκαλιστά κάγκελα στις πόρτες και στα παράθυρα –για να ανοίγουν και να δροσίζεται το σπίτι μόλις πέφτει ο ήλιος– τα χαμογελαστά πρόσωπα στις κουνιστές καρέκλες και οι γαλήνιοι αργοί ρυθμοί της επαρχίας της Κούβας, με αγγίζουν. Η πόλη Σιενφουέγος (Cienfuegos) αποτελεί μια μικρή έκπληξη με τα παλιά της αρχοντικά και το ανδαλουσιανό μέγαρο ενός Ισπανού μεγαλογαιοκτήμονα, με ανάγλυφα γύψινα και σκαλιστά μάρμαρα,
το Palacio de Valle, που σήμερα λειτουργεί σαν ξενοδοχείο. Κι εδώ, όπως σε όλη την ενδοχώρα της Κούβας, αισθάνομαι πως ο χρόνος διαστέλλεται, πως είναι ατελείωτος, καθώς οι ρυθμοί είναι απίστευτα αργοί. Μα η ωραιότερη μικρή πόλη της Κούβας είναι η γραφική, αποικιακής αρχιτεκτονικής, γαλήνια Τρινιδάδ (Trinidad). Εδώ, στα περισσότερα χαμηλά κίτρινα σπίτια με τις κεραμιδοσκεπές, ρίχνοντας κλεφτές ματιές μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα, ανακαλύπτω έπιπλα αντίκες και καθαρά, φτωχικά νοικοκυριά μιας άλλης εποχής. Πολλά αρχοντικά έχουν μετατραπεί σε μικρά αλλά ενδιαφέροντα μουσεία (Museo Historico Principal, Museo Romantico), τα οποία δείχνουν τον πλούτο που είχε η περιοχή τον 19ο αιώνα ως ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα παραγωγής ζαχαροκάλαμου στον κόσμο. Επισκέπτομαι τις μικρές αποικιακές εκκλησίες (Iglesia Parroquial de la Santisima Trinidad και Iglesia de Santa Anna), καθώς και έναν από τους πολλούς σαντέρος (μάγους μελλοντολόγους) της πόλης. Κάθε βράδυ, στην κεντρική πλατεία (Plaza Mayor) όπου στήνεται ζωντανή ορχήστρα, χορεύω στους έντονους ρυθμούς της σάλσα, μαζί με δεκάδες Κουβανούς πρόθυμους να μου μάθουν τα εξωτικά λικνίσματα που γνωρίζουν τόσο καλά. Έξω από την πόλη, στην ανοιχτωσιά της καταπράσινης κοιλάδας Βάγιε δε λος Ινχένιος (Valle de los Ingenios) με τα παλιά, κουρασμένα, ασβεστωμένα αρχοντόσπιτα των μεγαλοτσιφλικάδων της χρυσής εποχής του ζαχαροκάλαμου, ανεβαίνω σε έναν από τους πολυώροφους πύργους (Manaca Iznaga) που μοιάζουν με καμπαναριά. Από εδώ οι επιστάτες παρακολουθούσαν τους μαύρους σκλάβους για να μην δραπετεύσουν και, αν το έκαναν, τους τιμωρούσαν παραδειγματικά, ακόμα και μέχρι θανάτου. Η ορατότητα από τον πύργο φτάνει μέχρι τη λευκή αμμουδιά της Τρινιδάδ. Σ’ ένα από τα πολλά ταξίδια μου στην αγαπημένη χώρα, διακρίνω από μακριά ένα μαύρο κάθετο σύννεφο σαν χοάνη. Ο κυκλώνας που πλησίαζε ήμουν σίγουρη ότι δεν θα χτυπήσει ούτε αυτό το καλοκαίρι τη χώρα, θα λοξοδρομήσει και θα αγγίξει μαλακά το Μαϊάμι. Δεν αξίζει αυτός ο λαός να χάσει το χαμόγελό του, και δεν το έχασε. Αφήνοντας την Τρινιδάδ, το πολιτιστικό κέντρο της χώρας –και τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο– περνώ από την περιοχή του Κόλπου των Χοίρων (Bay of Pigs). Οι λιτές τσιμεντένιες στήλες θυμίζουν τους Κουβανούς που σκοτώθηκαν στις μάχες το 1962. Στο όμορφο πάρκο Γκουαμά (Boca de Guama), αφού διασχίσω με ταχύπλοο μια μικρή λίμνη (Laguna del Tesoro) πνιγμένη από το πυκνό και ψηλό πράσινο δάσος, φτάνω σ’ ένα νησάκι με φοινικιές και καλοφτιαγμένα αγάλματα Ινδιάνων. Επισκέπτομαι μια φάρμα κροκοδείλων (Criadero de Cocodrilos) και δοκιμάζω σ’ ένα ταβερνάκι κροκοδειλάκι μαγειρεμένο με λεμόνι, που έχει μια γεύση μεταξύ χοιρινού και κοτόπουλου. Η πυκνή βλάστηση της περιοχής συνεχίζεται για αρκετά χιλιόμετρα στο κεντρικό οδικό δίκτυο, που με φέρνει στο τουριστικό Βαραδέρο (Varadero). Εδώ τίποτα δεν μου θυμίζει Κούβα, πέρα από τους χαμογελαστούς ανθρώπους. Σε μια ευθυγραμμισμένη χερσόνησο, αμέτρητα μεγάλα ξενοδοχεία και καταπληκτικά εστιατόρια σαν το Dupont Mansion απλώνονται πάνω στην άσπρη αμμουδιά και την κεντρική λεωφόρο, που όμοιά της δεν έχει η χώρα. Προτιμώντας κάτι περισσότερο από ηλιοθεραπεία κάτω από τις φοινικιές και μπάνιο στη σχετικά γαλανή ήρεμη θάλασσα, αναζητώ κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Οι καταδύσεις στο Βαραδέρο δεν αξίζουν ιδιαίτερα, καθώς ο βυθός είναι φτωχός σε κοράλλια και ψάρια. Ο ουρανός όμως προσφέρεται για ελεύθερη πτώση (skydiving) από μικρό αεροπλάνο! Μια φορά δοκίμασα το πέταγμα στο κενό από 4.500 μέτρα κι ένιωσα την αδρεναλίνη να με ξεπερνάει, μέχρι που άνοιξε το αλεξίπτωτο ο επαγγελματίας Κουβανός, στον οποίο ήμουν δεμένη με κρίκους ασφαλείας. Προσγειώθηκα στην αμμουδιά με τους δεκάδες ηλιοκαμένους τουρίστες, με την αίσθηση ότι είχα κατακτήσει τους αιθέρες.
Τέλος, πάντα πηγαίνω εκδρομή με σκάφος (με όχι πολύ χαμηλό κόστος, αλλά αξίζει με το παραπάνω) σε ένα από τα νησάκια (Cayo Blanco), όπου απολαμβάνω ένα γεύμα νοστιμότατων αστακών και κολυμπώ με δελφίνια! Σ’ έναν περιφραγμένο χώρο μέσα στη θάλασσα, τα εκπαιδευμένα θηλαστικά κινούνται ελεύθερα και είναι φιλικά προς τους ανθρώπους. Μετά από τη μοναδική αίσθηση του φιλικού κήτους δίπλα μου και μια αξέχαστη φωτογραφία μαζί του, δεν αναζητώ τίποτα άλλο στην Κούβα, πέρα από το να επισκεφθώ μια φορά τουλάχιστον το Σαντιάγο, για να δω το μεγάλο καρναβάλι που πραγματοποιείται κάθε Ιούλιο.
ΝΟΤΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ (SOUTH AMERICA) Να σου χαρίσω ένα βιβλιαράκι με ισπανο-ελληνικούς διαλόγους ή θα πας Βραζιλία;
ΚΟΛΟΜΒΙΑ (COLOMBIA) Η χώρα του μύθου του «ελ δοράδο» (el dorado) –σύμφωνα με τον οποίο μεγάλη ποσότητα χρυσού από προσφορές στους θεούς βρίσκεται κρυμμένη στη λίμνη Γουαταβίτα–, του Γκαρσία Μάρκες, των σμαραγδιών, των γραφικών αποικιακών πόλεων, της κοκαΐνης, των παραστρατιωτικών, του αντάρτικου και των περισσότερων αμερικανικών βάσεων στη Νότια Αμερική. Οι Ίνκας δεν έφτασαν ποτέ εδώ, στη βορειότερη άκρη της νότιας Αμερικής, που βρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό και τη θάλασσα της Καραϊβικής, ενώ συνορεύει ανατολικά με τη Βενεζουέλα και νότια με τον Ισημερινό, το Περού και τη Βραζιλία. Δεν υπάρχουν μεγάλοι αρχαιολογικοί χώροι από τους μεγάλους πολιτισμούς των Μουίσκας, Ναρίνιο, Κιμπάγια, Σινού, Ταϊρόνα και Τολίμα παρ’ ότι οι πολιτισμοί αυτοί άφησαν απίστευτο πλούτο και έργα τέχνης, σε κοσμήματα, μάσκες και αντικείμενα από χρυσό και πολύτιμες πέτρες. Από το 1525 που την κατέκτησαν οι Ισπανοί, έφεραν χιλιάδες μαύρους σκλάβους για την καλλιέργεια του καφέ και για τα πλούσια ορυχεία χρυσού και πολύτιμων λίθων. Το 1819, ο μεγάλος ήρωας της Νότιας Αμερικής, ο Σιμόν Μπολίβαρ, αφού απελευθέρωσε τη Βενεζουέλα, την Κολομβία και τον Ισημερινό, έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Κολομβίας. Το 1903 οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες τον «εμφύλιο πόλεμο των χιλίων ημερών» ο οποίος είχε διχάσει τη χώρα, κατέλαβαν την κολομβιανή επαρχία όπου σήμερα βρίσκεται ο Παναμάς και κατασκεύασαν την ομώνυμη διώρυγα. Tο 1948, ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος «Βιολένσια» (Βία) που, παρά τη γενική αμνηστία του 1953, έληξε ολοκληρωτικά μόλις το 1963. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια συνεργασίας των δύο αντίπαλων κομμάτων, παραστρατιωτικά σώματα και αντάρτικες ομάδες συνέχισαν να δρουν, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν με το φόβο και τη βία τα λατιφούντια (μεγάλα τσιφλίκια), τη διακίνηση των ναρκωτικών και το λαό. Συχνά, η δράση τους, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, χρηματοδοτείται από απαγωγές πλούσιων Κολομβιανών. Από το 1970, η καλλιέργεια, η επεξεργασία και η εξαγωγή της κοκαΐνης άνθισαν, προωθώντας έναν ακόμα άγριο πόλεμο χωρίς σαφή αντίπαλο. Μέχρι σήμερα, η διαφθορά των πολιτικών, οι επιδρομές των παραστρατιωτικών ομάδων, οι δολοφονίες συνδικαλιστών και πολιτικών, ο πόλεμος μεταξύ των διαφορετικών καρτέλ της κοκαΐνης, αλλά και μεταξύ κυβέρνησης και εκτοπισμένων αγροτών, μαστίζουν τη χώρα και την οικονομία της, που στηρίζεται στην κοκαΐνη, στον καφέ, στη ζάχαρη, στην μπανάνα, στο κακάο, στα τροπικά λουλούδια και στον ορυκτό πλούτο, που περιλαμβάνει πετρέλαιο, χρυσό και σμαράγδια. Με όλα αυτά στο μυαλό μου, περιμένω φοβισμένη να δω αντάρτικο στους δρόμους και δολοφονίες, αλλά ευτυχώς δεν βλέπω τίποτα τέτοιο στην πρωτεύουσα Μπογκοτά και στη γραφική Καρταγένα, όσες φορές επισκέπτομαι την Κολομβία, τη χώρα του Κολόμβου. Στην Μπογκοτά (Bogota) περπατώ πολύ διστακτικά στο πανέμορφο ιστορικό κέντρο της πόλης (La Candelaria). Στην κεντρική πλατεία Πλάσα δε Μπολίβαρ (Plaza de Bolivar), με το άγαλμα του απελευθερωτή Μπολίβαρ πάνω στο μπρούτζινο άλογο, φωτογραφίζω το λιτό, λευκό καθεδρικό ναό (Catedral), με τα δύο του καμπαναριά και με έντονα τα σημάδια φθοράς από το χρόνο, το Κοινοβούλιο (Capitolio Nacional), χτισμένο σε αρχαιοελληνικό στιλ, και τον Άρειο Πάγο (Palacio de Justicia). Η πανδαισία των χρωμάτων στα διώροφα παλιά ανακαινισμένα σπίτια με τα ξύλινα μπαλκόνια και η ζεστή τυροπιτούλα
(empanada de queso) από ένα κιόσκι του δρόμου με αποζημιώνουν για την ανασφάλεια που νιώθω, καθώς παρατηρώ πολλούς φοβισμένους περαστικούς και αρκετούς νέους με κενά μάτια από τη χρήση ναρκωτικών. Στο πλουσιότατο Μουσείο Χρυσού (Museo del Oro) εντυπωσιάζομαι από τις χιλιάδες μάσκες και τα τελετουργικά σκεύη των σπουδαίων ινδιάνικων πολιτισμών, όπως επίσης και από τις τρεις παλιές όμορφες εκκλησίες των Ισπανών (Santa Clara, La Concepcion, San Ignacio). Στο λόφο Μονσεράτ (Cerro de Monserrate) ανεβαίνω με τελεφερίκ για να θαυμάσω τη θέα της πόλης. Τα καταπράσινα βουνά αγκαλιάζουν τα βόρεια πλούσια προάστια που φτάνουν ως τους ελάχιστους ουρανοξύστες του οικονομικού κέντρου, καθώς και τις φτωχικές συνοικίες που απλώνονται ολόγυρα. Τα μεγαλοαστικά προάστια χαρακτηρίζονται από ιδιωτικούς δρόμους και πανύψηλους φράχτες που προστατεύουν τα πανάκριβα μέγαρα, ενώ οι παραγκουπόλεις ξεχειλίζουν από σκουπίδια και από ανθρώπους που περιμένουν στις στάσεις των λεωφορείων για να μετακινηθούν ή για να βρουν δουλειά. Μετά από επίσκεψη στη μοναδική εκκλησία Ζιπακιρά (Zipaquira), που είναι λαξεμένη μέσα σ’ ένα παλιό αλατωρυχείο, και στα καταστήματα με τα ωραιότερα σμαράγδια, αφήνω την πόλη της Μπογκοτά και τον κόσμο της που δεν χαμογελάει. Πετώντας πάνω από την –καταπράσινη και κατά το ήμισι ορεινή– έκταση του 1,14 εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων, που φιλοξενεί 40 εκατομμύρια ισπανόφωνους κατοίκους, φτάνω στην πανέμορφη και γραφικότατη Καρταγένα (Cartagena de Indias) της Καραϊβικής, που αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Από τα πέτρινα κάστρα που προστάτευαν την πόλη από τους πειρατές, ρουφάω τη θαλασσινή αύρα των δύο ωκεανών που την οριοθετούν και λαχταρώ βουτιές στο κοραλλιογενές αρχιπέλαγος Ροζάριο (Islas del Rosario). Η παραθαλάσσια πόλη με τα ξενοδοχεία-ουρανοξύστες, τα καφέ, τα εστιατόρια με τα τραπέζια στο δρόμο, τους χαλαρούς και χαμογελαστούς ανθρώπους, αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη μετά την Μπογκοτά, που μου προκάλεσε φόβο. Το ιστορικό κέντρο (Ciudad Vieja) μέσα από τα τείχη (Las Murallas) είναι σπάνιας αποικιακής αρχιτεκτονικής, με τις πλατείες (Plaza de los Coches, Plaza de la Aduana, Plaza de Bolivar), τις εκκλησίες (Iglesia y Convento de San Pedro Claver, Catedral, Iglesia de Santo Domingo) και τα χαμηλά πολύχρωμα σπίτια με τα λουλουδιασμένα ξύλινα μπαλκόνια. Μετά από μια βόλτα στα τουριστικά μαγαζιά με τα παραδοσιακά κεραμικά αναμνηστικά, τα υφαντά, τα ψάθινα καπέλα και τις χρωματιστές αιώρες, κάνω συνήθως στάση σ’ ένα περιποιημένο μπαρ που στολίζεται με τα πιο σπάνια τροπικά λουλούδια (τα οποία καλλιεργούνται εδώ σε τεράστιες φυτείες) για να ακούσω ρέγκε και λάτιν μουσική. Μετά από ένα απολαυστικό δείπνο με ψάρι στη γάστρα σε σάλτσα από καρύδα και καλοφτιαγμένες πιτούλες από καλαμπόκι, περπατώ ασφαλής μέχρι το Santa Clara Hotel, το ωραιότερο ξενοδοχείο της πόλης και αρχιτεκτονικό θησαυρό του 17ου αιώνα, για να κοιμηθώ γαλήνια στο τουριστικό θέρετρο που δεν μου θυμίζει τα δεινά της ταλαιπωρημένης χώρας. Από την Καρταγένα ανεβαίνω οδικώς στα βουνά της Σάντα Μάρτα (Santa Marta) για να δώ τους απομονωμένους Ινδιάνους και τις παγανιστικές τελετές που έχουν διατηρήσει παρ’ ότι έχουν ασπασθεί το Χριστιανισμό. Αν και το 75% του πληθυσμού της χώρας αποτελείται από μιγάδες [μεστίσος (μίξη Ευρωπαίων με Ινδιάνους) και μουλάτους (μίξη Ευρωπαίων με μαύρους)], αυτή η περιοχή κατοικείται σχεδόν αμιγώς από Ινδιάνους. Πολλοί απ’ αυτούς μιλούν μόνο τοπικές ινδιάνικες γλώσσες και δεν μπορώ να επικοινωνήσω στα Ισπανικά ούτε καταφέρνω να δω τελετές, αλλά φωτογραφίζω τις Ινδιάνες που κουβαλούν τα παιδιά τους στο «μπούσα», ένα σάκο που στηρίζεται στο κεφάλι τους και καταλήγει στην πλάτη, όπου τα μωρά νιώθουν συνεχώς τη μητέρα τους και είναι πολύ ήσυχα. Συναντώ στην
παραλία μόνο άντρες που κατεβαίνουν για να μαζέψουν κοχύλια, τα οποία, αφού τα κάνουν πούδρα, τα αναμειγνύουν με φύλλα κόκας ώστε να ενισχύσουν τη δράση της. Οι περισσότεροι Ινδιάνοι από την Κολομβία μέχρι τη Βολιβία απέκτησαν μαζικά τη συνήθεια να μασούν τα φύλλα του φυτού κόκα από την εποχή της ισπανικής κατοχής, για να αντέχουν την πείνα, την κούραση, το φόβο και το κρύο, ενώ για αιώνες η κόκα ήταν στη διάθεση μόνο των λίγων και εκλεκτών (ιερέων και στρατιωτικών). Οι περισσότεροι κρατούν όλη μέρα στο στόμα τους αυτά τα φύλλα, όπως γίνεται με το μπέτελ σε όλη τη νοτιοανατολική Ασία, το γκατ στην Υεμένη και την κόλα στην Αφρική. Τα φύλλα της κόκας δεν έχουν τις βλαβερές συνέπειες της κοκαΐνης. Η κοκαΐνη είναι κάτι τελείως διαφορετικό, αφού χρειάζεται ειδική χημική επεξεργασία για να παραχθεί η πάστα, κάτι που πραγματοποιείται μόνο σε εργαστήρια. Για να παραχθούν τρία κιλά κοκαΐνης χρειάζεται τουλάχιστον ένας τόνος φύλλων κόκας. Χαρούμενη που κατάφερα να γνωρίσω αυτή τη χώρα που η κακή της φήμη την ξεπερνά, συνεχίζω τις αναζητήσεις νοτιότερα.
ΕΚΟΥΑΔΟΡ [ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ] (ECUADOR) Η καταπράσινη χώρα που βρίσκεται στον ισημερινό της Γης έχει γραφικά ινδιάνικα χωριά στις Άνδεις, πλούσια βιοποικιλότητα και, πάνω από όλα, τα μοναδικά νησιά Γκαλάπαγκος (Galapagos). Προκολομβιανοί πολιτισμοί άνθισαν πριν από την κυριαρχία των Ίνκας τον 15ο αιώνα. Η χώρα αυτή σε μία έκταση 274.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων ανάμεσα στην Κολομβία και στο Περού, στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού, πήρε το όνομά της από τον ισημερινό στον οποίο βρίσκεται, όταν κατακτήθηκε από τους Ισπανούς το 1514. Είχε την ίδια τύχη με το Περού, με τη μόνη διαφορά ότι οι Ινδιάνοι τεχνίτες έδωσαν ένα ξεχωριστό στιλ στα αποικιακά κτίρια και τις εκκλησίες των κατακτητών. Το 1822, η χώρα απελευθερώθηκε από τον εθνικό ήρωα Σούκρε. Μέχρι το 1890, αποτελούσε μέρος της μεγάλης Κολομβίας μαζί με τη Βενεζουέλα και την Κολομβία. Για τα επόμενα 100 χρόνια, ο στρατός ήλεγχε τη χώρα έμμεσα ή άμεσα, με τη βοήθεια κι εδώ των ΗΠΑ. Από το 1990, η χώρα απολαμβάνει δημοκρατία και λιγότερο ακραίες οικονομικές ανισότητες από τις άλλες χώρες στη Νότια Αμερική. Τώρα πια ανήκει στη ριζοσπαστική ομάδα χωρών της Νότιας Αμερικής, μαζί με τη Βολιβία, την Κούβα και βέβαια τη Βενεζουέλα. Ο πλούτος από την εξόρυξη και εξαγωγή πετρελαίου, λουλουδιών, μπανάνας και γαρίδας –αλλά και ο τουρισμός– βρίσκεται ακόμα στα χέρια των λευκών, σε μια χώρα όπου οι μισοί τουλάχιστον από τους 12 εκατομμύρια ισπανόφωνους κατοίκους είναι Ινδιάνοι, όπως και στη Βολιβία και στο Περού. Πέρα από τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, ειδικά στο βορειοανατολικό τμήμα της, είναι η τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή και οι θανατηφόρες ασθένειες που μαστίζουν τους Ινδιάνους μετά τη διαρροή εκατομμυρίων βαρελιών από τις εγκαταστάσεις της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας Chevron (πρώην Texaco). Η εταιρεία αυτή εκμεταλλευόταν τα πλούσια κοιτάσματα της περιοχής από το 1972 έως το 1992, ενώ μόλις το 25% των κερδών πήγαιναν στα ταμεία του Εκουαδόρ (από τα οποία το 20% ήταν για αποπληρωμή έργων που το κράτος είχε αναγκαστεί να αναλάβει). Οι 30.000 ιθαγενείς έχουν ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια δικαστικό αγώνα κατά της εταιρείας, αλλά η υπόθεση του «Τσέρνομπιλ του Αμαζονίου» δεν έχει εκδικαστεί ακόμη. Το Εκουαδόρ έχει κάθε λογής τοπία, όπως και οι γειτονικές χώρες Περού και Βραζιλία, παρ’ ότι είναι πολύ μικρότερο από αυτές. Στα ανατολικά κυριαρχεί η πυκνή βλάστηση του Αμαζονίου, στα κεντρικά υψίπεδα οι βουνοκορφές και τα ηφαίστεια των Άνδεων, στα δυτικά οι τροπικές παραλίες και οι πεδιάδες, ενώ στη μέση του Ειρηνικού αναδύονται τα νησιά Γκαλάπαγκος. Η πρωτεύουσα Κίτο (Quito), στην οποία κατοικούν οι περισσότεροι λευκοί που ζουν στη χώρα, είναι χτισμένη στο οροπέδιο των Άνδεων, σε υψόμετρο 2.840 μέτρων, και αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς για τα λίγα θαυμαστά παραδοσιακά κτίρια ισπανικής αρχιτεκτονικής. Στο ιστορικό κέντρο της σχετικά ασφαλούς πόλης, επισκέπτομαι τις πανέμορφες αποικιακές ισπανικές εκκλησίες του Αγίου Φραγκίσκου (Monasterio de San Francisco), της Παναγίας του Πανεσίγιο (Virgen de Panecillo) και τον καθεδρικό ναό (Catedral). Περνώ από την Πλατεία της Ανεξαρτησίας (Plaza de la Independencia), με το προεδρικό μέγαρo (Palacio Presidencial), το Μουσείο Αποικιακής Τέχνης (Museo de Arte Colonial), το θέατρο Σούκρε (Teatro Sucre) με τη νεοκλασική αρχιτεκτονική και τα πάρκα (Parque La Alameda και Parque El Ejido) με το εξαιρετικό Λαογραφικό Μουσείο (Casa de la Cultura Ecutoriana). Περπατώ στην κεντρική λεωφόρο Αμαζόνας (Avenida Amazonas) που σφύζει από ζωή, με τα μαγαζάκια λαϊκής τέχνης και τα εξαιρετικά ψάθινα καπέλα «Παναμά». Kάνω στάση σε ένα από τα πολλά συμπαθητικά εστιατόρια για φρέσκα θαλασσινά μαριναρισμένα με λεμόνι και μπαχαρικά (σεβίτσε) και για έναν εξαιρετικά δυνατό καφέ (χαρακτηριστικό του Εκουαδόρ και της Βραζιλίας),
πριν διανυκτερεύσω με σχετικά χαμηλό κόστος στο ιστορικό Πάτιο Ανταλούζ (Patio Andaluz), το οποίο είναι 400 ετών και κάποτε αποτελούσε κατοικία προέδρων. Πηγαίνοντας στο Μνημείο του Ισημερινού (La Mitad del Mundo), εκεί που η γραμμή του ισημερινού κόβει τη Γη στα δύο, περνάω από πολλές φτωχογειτονιές με χαμηλά άσπρα προχειροφτιαγμένα σπίτια και χαμογελαστούς ανθρώπους. Το πέτρινο μνημείο με τη γραμμή που τέμνει γεωγραφικά τον πλανήτη βρίσκεται σ’ ένα τεχνητό χωριό ισπανικού στιλ, με μαγαζιά, καφετέριες και ένα χαμηλό σαν αγροτόσπιτο Εθνογραφικό Μουσείο με λιγοστό ενδιαφέρον. Αν και ταξιδεύω στο Εκουαδόρ καλοκαίρι, αφού από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο βρέχει, έχω πάρει τα απαραίτητα μάλλινα ρούχα για την ορεινή ενδοχώρα. Το γραφικότατο χωριό Οταβάλο (Otavalo) αποτελεί τον πιο συγκλονιστικό προορισμό στη χώρα, ειδικά όταν συνδυάζεται με διανυκτέρευση στο αποικιακό αγροτόσπιτο του 16ου αιώνα και νυν πολυτελές ξενοδοχείο Hacienda Cusin ή στο ακόμα πιο πολυτελές Hosteria La Mirage, με θέα στα χιονισμένα βουνά Κοταπαξί (Cotapachi) και Ιμπαμπούρα (Imbabura). Διασχίζοντας καταπράσινα βουνά και καλλιέργειες τροπικών λουλουδιών και φρούτων, αφού κάνω σύντομη στάση στο μικρό χωριό Καλδερόν (Calderon), όπου πουλούν τα ωραιότερα χριστουγεννιάτικα στολίδια από ψημένο ζυμάρι, φτάνω στη φημισμένη εβδομαδιαία υπαίθρια αγορά του Οταβάλο. Αν και οι κάτοικοι του Εκουαδόρ δεν ντύνονται παραδοσιακά, σ’ αυτό το χωριό οι μικρόσωμοι μελαμψοί Ινδιάνοι φορούν πανέμορφες παραδοσιακές φορεσιές. Οι γυναίκες είναι ντυμένες με λευκές πουκαμίσες με φουσκωτά κεντητά δαντελένια μανίκια, ενώ τα μαλλιά τους είναι δεμένα με μαύρα πανιά που ταιριάζουν με τις μακριές μαύρες φούστες τους. Σαν χαμογελαστές πειρατίνες της στεριάς, συνοδεύονται από τους λευκοντυμένους άντρες τους και τα παιδιά τους. Στην πολύχρωμη αγορά επικρατούν τα μάλλινα υφαντά με γεωμετρικά σχήματα και αναπαραστάσεις από τη ζωή στα χωριά, ενώ στη μικρή αγορά τροφίμων ξεχωρίζουν τα πολλά νόστιμα φρούτα, και μαγεύουν τα χρώματα και τα αρώματα των εκατοντάδων τροπικών λουλουδιών που καλλιεργούνται στη χώρα. Τα Ινδιάνικα που μιλούν μεταξύ τους οι ντόπιοι παντού στο χωριό, ακούγονται σαν ερωτικά τραγούδια. Δοκιμάζω νόστιμο ψητό ψάρι και μαγειρευτή πατάτα στo περιποιημένο εστιατόριο της όμορφης λίμνης του Σαν Πάμπλο (San Pablo), με θέα τις χιονισμένες κορυφές των κωνικών καταπράσινων βουνών Κοταπαξί και Ιμπαμπούρα. Εδώ αισθάνομαι πιο έντονα από οπουδήποτε αλλού στο Εκουαδόρ τη διάφανη ατμόσφαιρα και την έλλειψη οξυγόνου (λόγω υψομέτρου). Επιστρέφω στην πρωτεύουσα μέσα από δάση, στα οποία τρέχουν ελεύθερα τα γνωστά καμηλοειδή της περιοχής, τα λάμα. Τα ζώα των Άνδεων, που θυμίζουν ένα συνδυασμό πρόβατου και καμήλας, πρόσφεραν για αιώνες στους Ινδιάνους το μαλλί, το κρέας και τη μεταφορική τους ικανότητα. Εμένα μου προσφέρουν το σάλιο τους, καθώς έχουν τη συνήθεια να φτύνουν. Μια φορά επισκέπτομαι τη δεύτερη μεγαλύτερη παραθαλάσσια πόλη Γουαγιακίλ (Guayaquil), αλλά δεν βρίσκω τίποτα το ενδιαφέρον πέρα από το νεκροταφείο, και γι’ αυτό δεν την προτείνω. Πάω αεροπορικώς από τις Άνδεις στην παραλία, δηλαδή από το Κίτο στο Γουαγιακίλ. Όσοι αγαπούν πολύ την περιπέτεια πάνε με το τρένο, το οποίο, για να αντιμετωπίσει τη μεγάλη κλίση του εδάφους, κάνει συχνά μπρος-πίσω σε μορφή ζιγκ ζαγκ (κάτι που γίνεται και στο τρενάκι που συνδέει το Κούσκο με το Μάτσου Πίτσου). Οι ταξιδιώτες κάθονται συνήθως πάνω στα βαγόνια (!) και απολαμβάνουν τα λαγκάδια, τα βουνά και τα αναγκαστικά τσαλίμια του τρένου. Από την πρωτεύουσα Κίτο πετάω με καλοκαιρινά ρούχα, εντομοαπωθητικά και αντηλιακά, για το τεράστιο Εθνικό Πάρκο των μοναδικών ηφαιστειογενών νησιών Γκαλάπαγκος (Galapagos islands) στον Ειρηνικό Ωκεανό. Φτάνοντας σε ένα από τα ελάχιστα που κατοικούνται, το νησί Μπάλτρα (Baltra), κατευθύνομαι στο λιμάνι Πουέρτο Αγιόρα, όπου επιβιβάζομαι σε ένα μικρό κρουαζιερόπλοιο για το
ταξίδι των τεσσάρων ημερών στα νησιά Ιζαμπέλα (isla Isabela), Σάντα Κρουζ (isla Santa Cruz), Μπαρτολομέ (isla San Bartolomè) και Σαν Σαλβαδόρ (isla San Salvador). Η επίσκεψη των νησιών γίνεται με βάρκες και ειδικούς συνοδούς-ξεναγούς οι οποίοι δίνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και οδηγίες στους επισκέπτες, που περπατούν σε οριοθετημένα μονοπάτια για την προστασία της σπάνιας χλωρίδας και πανίδας. Τα βραχώδη νησιά με τους κάκτους και τη μαύρη πετρώδη γη φιλοξενούν εκατοντάδες ιγκουάνα, θαλάσσιους ελέφαντες, τεράστιες χελώνες, δεκάδες είδη πουλιών, πιγκουίνους και φλαμίνγκος, που κινούνται ατρόμητα κι ελεύθερα ανάμεσα στους εκατοντάδες επισκέπτες οι οποίοι έρχονται από όλο τον κόσμο για να τα θαυμάσουν και να τα φωτογραφίσουν. Με ανείπωτη χαρά από αυτή την εξερεύνηση στην άλλη άκρη της Γης, δεν σταματώ μόνο στην επιφάνειά της. Βουτάω στα παγωμένα νερά και βλέπω χελώνες, «μάντα» (τεράστια σαλάχια) και θαλάσσια ιγκουάνα, παρά την ελάχιστη διαύγεια των νερών λόγω της υπερβολικής ποσότητας πλαγκτόν. Με τη σύντομη επίσκεψη στο Κέντρο Ερευνών του Δαρβίνου, ο οποίος επισκέφτηκε τα νησιά το 1835, κλείνω ένα από τα πιο σπουδαία αλλά και ακριβά (λόγω της επίσκεψης στα νησιά Γκαλάπαγκος) φυσιολατρικά ταξίδια.
ΠΕΡΟΥ (PERU) Η χώρα αυτή, με τα πιο επιβλητικά αρχαιολογικά μνημεία της Νότιας Αμερικής, τις πολλές αποικιακές πόλεις του 17ου αιώνα, τα μικρά ξενοδοχεία με χαρακτήρα, τις ζωντανές πολύχρωμες αγορές, τους Ινδιάνους και τους σαμάνους (μάγοι θεραπευτές και μελλοντολόγοι), την ανυπέρβλητη ζούγκλα του Αμαζονίου, την οροσειρά των Άνδεων και τα σπάνια καμηλοειδή, κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Στην χαώδη παραθαλάσσια πρωτεύουσα Λίμα (Lima), πάω κατευθείαν στο ωραιότερο ιστορικό κέντρο αποικιακής αρχιτεκτονικής της Νότιας Αμερικής. Εδώ, στην κεντρική πλατεία Πλάζα δε Άρμας (Plaza de Armas), επισκέπτομαι τον επιβλητικό καθεδρικό ναό (Catedral) με την ανάγλυφη πέτρινη πρόσοψη, το ακόμα εντυπωσιακότερο μαρμάρινο μέγαρο του αρχιεπισκόπου, το πανέμορφο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου (San Francisco) με τις κατακόμβες και το καταθλιπτικό Μουσείο της Ιεράς Εξέτασης (Museo de la Inquisicion) των αδίστακτων Ισπανών ιερέων. Θαυμάζω στο σπουδαιότερο ίσως Μουσείο Χρυσού (Museo de Oro de Peru) μάσκες, τελετουργικά σκεύη και σπάνια αγαλματίδια, και στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης (Museo de Arte) τα παραδοσιακά υφαντά και μια μούμια (!). Αφήνω το ιστορικό κέντρο για την επιχειρηματική συνοικία Σαν Ισίδρο (San Isidro) και το παραθαλάσσιο μεγαλοαστικό προάστιο Μιραφλόρες (Miraflores) με τα υπερμοντέρνα κτίρια. Στο Μιραφλόρες, μετά από μια βόλτα στις εξαιρετικές αγορές με τα μάλλινα, τα υφαντά αλλά και τα πιστά αντίγραφα σε χρυσό και ασήμι από την τέχνη των Ίνκας, απολαμβάνω ένα υπέροχο γεύμα θαλασσινών στο αρ ντεκό εστιατόριο Rosa Nautica, που βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, και διανυκτερεύω σε ένα από τα πολυτελή ξενοδοχεία μακριά από τη βοή της μεγαλούπολης. Μετά από δύο ημέρες στα μνημεία και στα μουσεία της Λίμα, στην οποία δεν περπατώ βράδυ σε κανένα από τα ταξίδια μου –καθώς πολλά άγρια πρόσωπα άνεργων εσωτερικών μεταναστών αλλά και ναρκομανών μού προκαλούν δικαιολογημένη ανασφάλεια– πάω οδικώς μέχρι την άχαρη μικρή πόλη Ίκα. Στην περιφέρεια της πρωτεύουσας Λίμα, περνάω από φτωχογειτονιές με κτίσματα σαθρά, ασοβάντιστους τοίχους, ξηλωμένα παράθυρα, εσωτερικές αυλές με απλωμένα πολύχρωμα ρούχα και σιωπηλούς, θλιμμένους Ινδιάνους στους δρόμους, με αγωνία στα μάτια. Φτάνοντας στην Ίκα (Ica), πετάω πάνω από τις φημισμένες και ανεξήγητες Γραμμές της Νάσκα (Lineas de Nazca). Τα σχέδια πουλιών και ζώων φαίνονται σαν να λαξευτήκαν στην άγονη, επίπεδη, κίτρινη γη για να εξευμενίσουν και να ευχαριστήσουν τους θεούς για τα σπουδαία δώρα που έκαναν στους ανθρώπους. Τα σχέδια διακρίνονται μόνο από ψηλά, από τον ουρανό. Οι Ινδιάνοι δεν μπορούσαν να τα δουν, μόνο να τα σχεδιάσουν και να τα προσφέρουν με σοφία και πίστη. Μετά από την ολοήμερη εκδρομή στις μοναδικές στον κόσμο γραμμές της Νάσκα, διανυκτερεύω στο αραβικού στιλ ξενοδοχείο Las Dunas. Την επομένη, με το ξημέρωμα, συνεχίζω με αεροπλάνο για το διαμάντι του Περού, το αποικιακό και γραφικότατο Κούσκο (Cuzco), που βρίσκεται στην οροσειρά των Άνδεων. Φτάνοντας στην πόλη, που βρίσκεται σε υψόμετρο 3.000 μέτρων, πίνω τσάι με φύλλα κόκας και αρκετό εμφιαλωμένο νερό, και ξαπλώνω για 3 ώρες στο υπέροχο ιστορικό μοναστήρι και νυν πολυτελές ξενοδοχείο El Monasterio για να εγκλιματιστώ πριν ξεκινήσω τις βόλτες. Με καθησυχάζει το γεγονός ότι κάθε ξενοδοχείο έχει μπουκάλες οξυγόνου και ότι οι Περουβιανοί γιατροί κάνουν ακόμα και τους υπερτασικούς να «πετούν» μέσα σε 8 ώρες. Ξεπερνώντας τον ελαφρύ πονοκέφαλο και τη ναυτία από το «σορότσε» (υψόμετρο), ξεχύνομαι ενθουσιασμένη στην ασφαλή, πανέμορφη παλιά πρωτεύουσα των Ίνκας και περιηγούμαι στην ιστορία της χώρας δίπλα σε δεκάδες παραδοσιακά ντυμένες Ινδιάνες που κερδίζουν ένα εισόδημα ως μοντέλα που φωτογραφίζονται για τους τουρίστες.
Στο πλούσιο ιστορικό κέντρο με την μοναδική πλακόστρωτη πλατεία (Plaza de Armas) με τον καθεδρικό ναό (Catedral) και την εξαίσια δαντελωτή εκκλησία Λα Κομπανία (La Compania), την πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου (Plaza de San Francisco) με την πολύχρωμη υπαίθρια αγορά και τη μικρή γραφική πλατεία της εκκλησίας Σαν Μπλας (Plaza San Blas), με εντυπωσιάζουν οι γιγάντιοι μονόλιθοι των κατεστραμμένων μνημείων των Ίνκας, που αποτελούν τις βάσεις στα μέγαρα και τις εκκλησίες των Ισπανών. Τα διώροφα αρχοντικά με τις κεραμιδένιες στέγες, τα ξύλινα μπαλκόνια, τις πολύχρωμες πόρτες και τις λουλουδιασμένες εσωτερικές αυλές με τις καμάρες θα με ταξίδευαν πίσω στην Ισπανία του 18ου αιώνα, αν δεν μου θύμιζαν πού πραγματικά βρίσκομαι οι χαμογελαστές μικρόσωμες Ινδιάνες με τις φαρδιές φούστες, τα χρωματιστά καπέλα και τις πολύχρωμες κάπες, με τα μωρά δεμένα σε κοκκινωπά πανιά στην πλάτη τους. Σεργιανίζοντας στα μικρά μαγαζιά του Κούσκο με τα καλής ποιότητας μάλλινα και τα ασημένια κοσμήματα και αναμνηστικά, μα και την κεντρική λεωφόρο Αβενίδα Σολ (Avenida Sol), πάντα ρουφώ λαίμαργα τη χάρη αυτής της πόλης. Μαγεμένη από το Κούσκο, επισκέπτομαι στα περίχωρα το πέτρινο φρούριο Σακσαουμάν (Sacsayhuaman) με τους τεράστιους μονόλιθους, το πολυεπίπεδο φρούριο Πούκα Πουκάρα (Puca Pucara), το κλιμακωτό ογκώδες φρούριο Ολανταϊτάμπο (Ollantaytambo) πάνω στο γυμνό βουνό, αλλά και την ομορφότερη αγορά στο γραφικό ορεινό χωριό Πίσακ (Pisac) με τα χαμηλά κεραμιδοσκέπαστα σπίτια και τους σαμάνους που περιμένουν στην άκρη του δρόμου για να δώσουν συμβουλές και λύσεις σε προβλήματα κακοτυχίας. Εκεί, μια φορά την εβδομάδα, συγκεντρώνονται οι Ινδιάνοι από τα χωριά για να πουλήσουν τα υφαντά τους, αλλά και τα φρούτα και τα λαχανικά που παράγουν στις μικρές, σκαρφαλωμένες στα βουνά πεζούλες. Το χρώμα από τα ρούχα τους συμπληρώνεται από τα χρώματα των καρπών κι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη γύμνια των βουνών. Αισθάνομαι ότι στολίζουν τη δύσκολη ζωή τους στο άγριο ορεινό γκρίζο τοπίο με όποιον τρόπο μπορούν, κι εδώ δεν υπάρχουν πολλοί. Αν και όσοι δουλεύουν στον τουρισμό μιλούν πλέον Αγγλικά, για να επικοινωνήσει κανείς με τους απλούς ανθρώπους είναι απαραίτητη η γνώση της ισπανικής γλώσσας, καθώς οι 28 εκατομμύρια Ινδιάνοι ή κρεολοί κάτοικοι μιλούν Ισπανικά, Κέτσουα και Αϊμάρα. Από το πανέμορφο Κούσκο φτάνω στο ανυπέρβλητο μνημείο των Ίνκας, το Μάτσου Πίτσου (Machu Picchu). Με το οδοντωτό τρενάκι από την κεντρική αγορά λαχανικών και φρούτων του Κούσκο, περνάω μέσα από πλίνθινα, φτωχικά ορεινά χωριά για την κρυμμένη πόλη, ανεβαίνοντας σε υψόμετρο 3.700 μέτρων και κατεβαίνοντας ξανά στα 2.000 μέτρα. Μετά από σύντομο περπάτημα ανάμεσα σε κιόσκια με αναμνηστικά, καταλήγω στο σταθμό των λεωφορείων, που με φέρνουν μέσα από το φιδωτό δρόμο του βουνού πιο κοντά σε ένα από τα όνειρά μου. Περικυκλωμένη από απόκρημνα πράσινα βουνά που την προστάτευσαν από τους βανδαλισμούς των Ισπανών, αποκαλύπτεται μια ολόκληρη πολιτεία από πέτρα. Η χαμένη πόλη των Ίνκας δεσπόζει ανάμεσα στις απάτητες κορυφές των γύρω βουνών που λατρευόντουσαν σαν θεότητες. Οι καλλιέργειες σε πεζούλες στις πλαγιές, τα απλά σπίτια, τα μέγαρα και τα ιερά, δείχνουν την οργάνωση και την τέχνη του μεγάλου πολιτισμού των Ίνκας. Με το ζεστό ήλιο να λούζει τα γκρίζα αμφιθεατρικά κτίσματα και την ψυχή μου, ευχαριστώ την τύχη που με φέρνει εδώ συχνά. Σε ένα από τα ταξίδια μου, διανυκτερεύω στο ήρεμο χωριό Άγουας Καλιέντες (Aguas Calientes), στους πρόποδες του μνημείου, αλλά συχνά επιστρέφω στο Κούσκο για τα εξαιρετικά ξενοδοχεία (Monasterio ή Libertador), τα πολλά εστιατόρια (Μap Café, Tunupa, Pacha Papa, Fallen Angel, Green’s) που σερβίρουν γευστικό τηγανητό κρέας με κρεμμύδια και ρύζι ή θαλασσινά μαριναρισμένα με λεμόνι και κρεμμύδια (ceviche), και για τα μπαράκια που προσφέρουν το χαρακτηριστικό ποτό Πίσκο Σάουερ
(Pisco Sour), από ρούμι, λεμόνι, ζάχαρη και ασπράδι αβγού. Από την πολιτιστική πρωτεύουσα της Νότιας Αμερικής, το Κούσκο, πετάω νωρίς το πρωί για τον Αμαζόνιο (Rio Amazonas) και πιο συγκεκριμένα για το Πουέρτο Μαλδονάδο (Puerto Maldonado), που είναι χτισμένο στις όχθες του παραπόταμου του Αμαζονίου Μάδρε δε Διος (Madre de Dios) και που κάποτε ήταν γεμάτο από τυχοδιώκτες που αναζητούσαν χρυσό και πετρέλαιο. Έχοντας ξεκινήσει δυτικά από τη Λίμα στον Ειρηνικό Ωκεανό, συνεχίζοντας στο Κούσκο στην οροσειρά των Άνδεων, φτάνω ανατολικά στη ζούγκλα του Αμαζονίου και θα ολοκληρώσω το ταξίδι μου με το νοτιότερο άκρο της χώρας, η οποία απλώνεται στην τεράστια έκταση των 1,3 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Από το μικρό αεροδρόμιο του Πουέρτο Μαλδονάδο, μετακινούμαι με αυτοκίνητο μέχρι το μικρό λιμάνι, με ταχύπλοη βάρκα στο καφέ ποτάμι, ύστερα περπατώ τρία χιλιόμετρα και διασχίζω τη λίμνη Σαντόβαλ (Sandoval) με αυτοσχέδιο ξύλινο καταμαράν, για να καταλήξω κουρασμένη στο απλό ξύλινο κατάλυμα που με φιλοξενεί για δύο ημέρες. Αφού από το Νοέμβριο μέχρι το Μάρτιο βρέχει, κάτι που κάνει την πρόσβαση στο δάσος του Αμαζονίου πολύ δύσκολη και κουραστική, έρχομαι συνήθως τον Αύγουστο. Κρύβοντας τα ελαφριά χειμωνιάτικα στον πάτο της πολυταξιδεμένης μου βαλίτσας, φορώ καλοκαιρινό άσπρο πουκάμισο, καπέλο, μαντίλι στο λαιμό, και ψεκάζομαι με αντικουνουπικά κάθε τρεις ώρες. Ξεπερνώντας τον έντονο φόβο των κουνουπιών, της ελονοσίας και του κίτρινου πυρετού, παίρνω τις απαραίτητες προφυλάξεις και την αισιοδοξία μου, και μπαίνω στο πιο παρθένο δάσος του πλανήτη. Η δύναμη και η ομορφιά της φύσης αποκαλύπτονται μέσα από πανύψηλα τροπικά δέντρα που σχηματίζουν έναν πράσινο τοίχο πάνω στη λίμνη, από τους ήχους των παπαγάλων, των μαϊμούδων και των εντόμων, από το γαλήνιο παφλασμό του ανεξάντλητου νερού και από τα ηλιοβασιλέματα που τα βάφουν όλα πορφυρά και μαβιά. Μετά από περπάτημα μέσα στο δάσος με τις εναέριες χοντρές ρίζες των δέντρων και τα πολύτιμα σπάνια φυτά, ψαρεύω πιράνχας, παρακολουθώ μέσα στη νύχτα με φακό τους καϊμάνους (ένα είδος κροκόδειλου) πάνω από το αυτοσχέδιο καταμαράν και τρομοκρατώ τη γειτόνισσα ταραντούλα που βρίσκεται έξω από το δωμάτιό μου κραδαίνοντας το αξεπέραστο βιβλίο Θλιβεροί Τροπικοί, του Κλοντ Λεβί-Στρος. Παίρνοντας το μακρύ δρόμο της επιστροφής, βγάζω τα χειμωνιάτικα ρούχα ξανά στην επιφάνεια και πετάω για την πόλη Πούνο (Puno) της λίμνης Τιτικάκα (Titicaca), της πιο όμορφης λίμνης στον κόσμο. Από το αεροπλάνο φαίνεται μια θάλασσα μέσα σε κίτρινη άνυδρη γη. Φθάνοντας στο υψίπεδο των 4.000 μέτρων, που περιτριγυρίζεται από ακόμα ψηλότερα χιονισμένα βουνά, μπαίνω με ταχύπλοο σκάφος στην απέραντη καταγάλανη λίμνη. Σ’ αυτό το υψόμετρο, ο αέρας είναι πεντακάθαρος, η διαύγεια της ατμόσφαιρας εξαιρετική, ο δυνατός ήλιος και ο απέραντος ορίζοντας μοναδικοί. Εδώ μαγεύομαι από τις φουντωτές καλαμιές που ονομάζονται τοτόρα (totora) και μοιάζουν με κίτρινους θάμνους, και από τα πλωτά νησάκια Ούρος (Uros) που δημιούργησαν οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής με αλλεπάλληλες στρώσεις καλαμιών. Στα απομονωμένα χωριά του νησιού Τακίλε (Taquile), οι άντρες πλέκουν, ενώ οι γυναίκες μαγειρεύουν ψάρια για τα παιδιά τους και φροντίζουν τα φτωχικά πλίνθινα σπίτια τους. Άλλοι, δένοντας τα καλάμια τοτόρα σφιχτά, φτιάχνουν τις εντυπωσιακά απλές βάρκες που ταξιδεύουν εδώ και αιώνες τους κατοίκους της λίμνης Τιτικάκα. Έξω από το Πούνο, στο μνημείο Σιλουστάνι (Sillustani), φωτογραφίζω μικρούς πέτρινους πύργους (Chullpas) που, την εποχή των Κόλας οι οποίοι είχαν την εξουσία πριν από τους Ίνκας, λειτουργούσαν ως ομαδικοί τάφοι για τους αριστοκράτες. Το μνημείο, πέρα από το ότι είναι ξεχωριστό καθώς δεν υπάρχει αλλού κάτι ανάλογο, βρίσκεται δίπλα στη μικρή λίμνη Ουμάγιο (Umayo) και κερδίζει από τη
χάρη και τη γαλήνη της. Με τις τελευταίες εικόνες από αυτόν τον παραδεισένιο τόπο και την αίσθηση ότι ταξίδεψα πίσω στην εποχή των Ίνκας και των Ισπανών κατακτητών, διαβάζω την ιστορία του Περού στο ξενοδοχείο Libertador Isla Esteves του Πούνο. Από τον 13o ως τον 16o αιώνα κυριάρχησαν στην περιοχή οι Ίνκας, αν και πριν από αυτούς είχαν ακμάσει πολλοί και σπουδαίοι προκολομβιανοί πολιτισμοί. Το 1532, οι Ισπανοί (στρατός και Εκκλησία) φέρθηκαν με βαναυσότητα στους Ινδιάνους, βεβήλωσαν τα μνημεία τους και εκμεταλλεύτηκαν τον τεράστιο ορυκτό πλούτο της χώρας – κυρίως τα κοιτάσματα αργύρου. Από εδώ έφευγαν οι καραβιές με τα ευγενή μέταλλα, που ήταν ποτισμένα με τον ιδρώτα και το αίμα των Ινδιάνων, για να καταλήξουν –αν γλίτωναν από τα λαίμαργα χέρια των πειρατών της Καραϊβικής– στις εκκλησίες και στα παλάτια της Ισπανίας. Μα κάποια στιγμή μορφώθηκαν οι μιγάδες, που δεν γνώριζαν φόβο (γιατί δεν είχαν τίποτα να χάσουν) μήτε χαρά (γιατί ήταν μπάσταρδοι και δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης) και δεν άντεχαν πια τα ξένα αφεντικά που ρουφούσαν ανεξάντλητα το αίμα της πατρίδας τους. Το 1824, μετά από σκληρούς αγώνες, η χώρα απελευθερώθηκε από έναν πολύ μεγάλο Αργεντινό ήρωα της Νότιας Αμερικής, τον Χοσέ Μαρτί, που είχε ήδη χαρίσει την ανεξαρτησία στην Αργεντινή και στη Χιλή. Σύντομα η χώρα μπήκε σ’ έναν ατυχή πόλεμο με τη Χιλή, με τίμημα τις μεταλλευτικές περιοχές της στο νότο, ενώ πολύ αργά (μόλις το 1927) καταργήθηκε η δουλεία των Ινδιάνων. Για αρκετά χρόνια, το Περού κυβερνήθηκε άμεσα ή έμμεσα από το στρατό με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Από το 1980 και για 10 τουλάχιστον χρόνια έδρασε εδώ η μαοϊστική αντάρτικη οργάνωση «Φωτεινό Μονοπάτι» (Sendero Luminoso), ενώ από το 1990 η προεδρευομένη δημοκρατία προσπαθεί να περισώσει την οικονομία, που στηρίζεται στη γεωργία, στον ορυκτό πλούτο αλλά και στην αλιεία, πέρα από την κόκα και τον τουρισμό. Δυστυχώς, καμία από τις τελευταίες κυβερνήσεις δεν έχει καταφέρει να εμποδίσει την καταστροφή του Αμαζονίου από τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες, αλλά και από τις αμερικανικές εταιρείες μεταλλαγμένης σόγιας, ώστε να σωθεί ο πνεύμονας του πλανήτη, με αποτέλεσμα οι Ινδιάνοι –προστάτες αυτού του φυσικού πλούτου– να μην γίνονται επαίτες και να εξαλείφονται. Με αυτά που βλέπω και μαθαίνω, νιώθω πώς χτυπάει η καρδιά της Νότιας Αμερικής!
ΒΟΛΙΒΙΑ (BOLIVIA) Η ορεινή χώρα της Νότιας Αμερικής με τον ινδιάνικο πληθυσμό, τη μοναδική πρωτεύουσα Λα Παζ, την πανέμορφη λίμνη Τιτικάκα, το μεγάλο πολιτισμό Τιαχουανάκο αλλά και τις απέραντες φυτείες κοκαΐνης. Αγάπησα τη Βολιβία από την πρώτη φορά που την επισκέφθηκα, για τους συμπαθέστατους ταλαιπωρημένους κατοίκους της και την ανοιχτωσιά της λίμνης Τιτικάκα και των απέραντων υψιπέδων. Η Βολιβία με έκταση ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων (7,5 φορές η Ελλάδα), συνορεύει ανατολικά με τη Βραζιλία, δυτικά με το Περού και τη Χιλή, και νότια με την Παραγουάη και την Αργεντινή. Είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένη, καθώς ο πληθυσμός της δεν ξεπερνάει τα 10 εκατομμύρια. Το τεράστιο άνυδρο υψίπεδο βρίσκεται στην οροσειρά των Άνδεων σε υψόμετρο μεταξύ 3.000 και 4.000 μέτρων και συγκεντρώνει το πιο ενδιαφέρον τουριστικό κομμάτι. Ανατολικά του οροπεδίου βρίσκονται κάποια αστικά κέντρα και η ημιτροπική εύφορη περιοχή που τροφοδοτεί τη χώρα με γεωργικά προϊόντα. Η Λα Παζ (La Paz), η πρωτεύουσα με το μεγαλύτερο υψόμετρο (4.000 μέτρα) –μαζί με τη Λάσα του Θιβέτ– είναι χτισμένη κατά μήκος μιας απότομης και κλειστής κοιλάδας στο τεράστιο άνυδρο υψίπεδο της χώρας. Η τριπλή, σχεδόν πάντα χιονισμένη, κορυφή Ιλιμάνι (Illimani) εποπτεύει την πρωτεύουσα από τα 6.000 μέτρα. Μπαίνοντας στην πόλη, διακρίνω τις παραγκουπόλεις με τα φτωχικά σπίτια που βρίσκονται στις παρυφές της. Στη μέση βρίσκεται το μικρό αλλά γραφικό ιστορικό κέντρο με την κίνηση στους καθαρούς δρόμους, και στο νότο τα λίγα περιφραγμένα μεγαλοαστικά σπίτια στα οποία φτάνει κανείς από ιδιωτικούς δρόμους. Γύρω από την κεντρική λεωφόρο Μαρίσκαλ Σάντα Κρουζ (Avenida Mariscal Santa Cruz) βρίσκονται – αμφιθεατρικά χτισμένα– τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα και τα περισσότερα αξιοθέατα. Απέναντι από τον καθεδρικό ναό (Catedral), σε ένα από τα υψώματα της πόλης, περπατώ αργά (για να αποφύγω την ασθένεια του υψομέτρου –και αφού έχω εγκλιματιστεί μετά από πλήρη ακινησία τριών τουλάχιστον ωρών–) στο πολύ όμορφο ιστορικό κέντρο με τα παλιά ανακαινισμένα αρχοντικά των Ισπανών και τις πλακόστρωτες πλατείες με τα ευωδιαστά λουλούδια στα καθαρά και περιποιημένα παρτέρια. Τα όμορφα κιγκλιδώματα στις αυλές, οι ανάγλυφες ξύλινες πόρτες, οι σκαλιστές πέτρινες προσόψεις των κτιρίων, μεταφέρουν την αρχοντιά μιας άλλης εποχής. Από το διακριτικό προεδρικό μέγαρο (Palacio Presidencial), το Εθνογραφικό Μουσείο (Museo de Etnografia y Folklore) και το μικρό Αρχαιολογικό Μουσείο (Museo Arqueologico de Tiwanaku), με εντυπωσιάζουν περισσότερο οι μικροί κεφάτοι λούστροι με τις μαύρες κουκούλες στο κεφάλι, μια και ντρέπονται για τη δουλειά που κάνουν, και οι χαμογελαστές Ινδιάνες. Με τα χαρακτηριστικά αγγλικά μικρά καπέλα, τις φαρδιές φούστες με φουρό, τα μάλλινα πόντσο και τα παιδιά τους στην πλάτη, προσπαθούν να πουλήσουν από φρέσκους χυμούς μέχρι ψητά καλαμπόκια. Τιμώ τα καθαρά προϊόντα τους και τις κρατώ για πάντα στη μνήμη μου. Επιχειρώ να τους χαρίσω φιλοφρονήσεις για τα φρέσκα αγαθά και τις ωραίες φορεσιές τους μιλώντας τους Ισπανικά, που είναι η επίσημη γλώσσα της χώρας, αλλά όπως οι περισσότεροι Ινδιάνοι μιλούν μόνο Κέτσουα ή Αϊμάρα. Δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου (Iglesia de San Francisco), με το ολόχρυσο τέμπλο της εποχής των Ισπανών, σεργιανίζω στην ανηφορική οδό Σαγκαρνάγκα (Calle Sagarnaca) με τα ωραιότατα καταστήματα που πουλούν μάλλινα από αλπακά, πίνακες και μουσικά όργανα. Ξαφνικά διακρίνω την αγορά (Mercado de los Brujos ή Mercado de Hechiceria), όπου μπορεί να βρει κανείς τα απαραίτητα συστατικά για ξόρκια (έμβρυα λάμα, κόκαλα, αποξηραμένα ράμφη, πόδια ζώων και φυλαχτά), αλλά και για τις προσφορές στη θεά γη, και λίγο παρακάτω συναντώ την πιο περιποιημένη και καθαρή κεντρική αγορά τροφίμων που έχω δει.
Οι κάτοικοι, ενώ είναι καθολικοί, έχουν κρατήσει πολλές παγανιστικές δοξασίες, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Νότια Αμερική – εκτός της Αργεντινής. Λατρεύουν τη μάνα γη, την αποκαλούμενη «πάτσα μάμα», και κάνουν προσφορές για βροχή, για καλή σοδειά, για το χτίσιμο ενός σπιτιού, για τη γέννηση ενός υγιούς παιδιού... Οι προσφορές μπορεί να περιλαμβάνουν από θυσία μιας κότας μέχρι ενός νεογέννητου λάμα. Στην πρώτη μου επίσκεψη στη Λα Παζ, αγοράζω στην οδό Σαγκαρνάκα τα ωραιότερα πουλόβερ που έχω δει στη Νότια Αμερική κι έναν εξαιρετικό πίνακα σε λάδι που απεικονίζει τις γυναίκες στην αγορά, κυρτομένες από την κούραση, με τα μωρά τους στην πλάτη κρεμασμένα από πολύχρωμα πανιά. Τα απογεύματα, στο σπίτι μου στην Αθήνα, η Βολιβία και η αιώνια, παγκόσμια φύση της μάνας αναβιώνουν στο απαλό φως των κεριών. Ντυμένη ζεστά, γιατί παρόλο που είναι κατακαλόκαιρο στην Ευρώπη είναι χειμώνας στο νότιο ημισφαίριο, πάω με αυτοκίνητο στη νοτιότερη άκρη της πόλης, στην εντυπωσιακότατη Κοιλάδα της Σελήνης (Valle de la Luna). Οι λόφοι έχουν διαβρωθεί από τον αέρα με τέτοιον τρόπο, που μοιάζουν με εύθραυστους λασπόπυργους. Όσο απλώνεται η ματιά, το σεληνιακό τοπίο συνεχίζει να μαγεύει με τη σπάνια, άγρια ομορφιά του που πάντα με γοητεύει. Ατίθαση και μοναδική σαν την ανθρώπινη ψυχή... Σε απόσταση μιάμισης ώρας από τη Λα Παζ, που το όνομά της σημαίνει ειρήνη και μοιάζει να βγαίνει από παραμύθι, βρίσκονται τα μνημεία του μεγάλου πολιτισμού Τιαχουανάκο (Tiahuanaco) ή Τιβανάκου (Tiwanaku). Η ατελείωτη κίτρινη γυμνή γη μοιάζει να ακουμπάει στον καταγάλανο ουρανό και διακόπτεται σπάνια από μικρά πλίνθινα σπίτια και γυναίκες που δουλεύουν σκληρά για την επιβίωσή τους. Αναρωτιέμαι αν δουλεύουν οι άντρες σ’ αυτήν τη χώρα, και η απάντηση ακούγεται ίδια όπως σε πολλές άλλες αναπτυσσόμενες περιοχές. Δουλεύουν επιλεκτικά, καθώς η γυναίκα είναι υπεύθυνη να πουλάει, να φροντίζει τα παιδιά και το σπίτι, και να βοηθάει τον άντρα της στις μικρές καλλιέργειες. Με τον αέρα να σφυρίζει στην επίπεδη γη, ξεχνάω την ανύπαρκτη ισότητα θαυμάζοντας τις λιγοστές πέτρινες στήλες των ακίνητων πολεμιστών και τα χαμηλά τείχη με τις ανάγλυφες κεφαλές του φτωχού αρχαιολογικού χώρου Τιαχουανάκο. Με περισσότερα ερωτηματικά παρά θαυμασμό, επιστρέφω στην όμορφη Λα Παζ συναντώντας πολύχρωμα λεωφορεία γεμάτα κόσμο, κότες, γουρούνια και σακιά. Έχοντας διασχίσει την πάντα ηλιόλουστη λίμνη Τιτικάκα (Titicaca) –που τη μοιράζονται η Βολιβία και το Περού– από τη μεριά του Περού, αποφασίζω να κάνω τουλάχιστον άλλη μια ολοήμερη εκδρομή για να επισκεφτώ τα νησιά της «Σελήνης» (Isla de la Luna) και του «Ήλιου» (Isla del Sol) από τη δυτική όχθη της λίμνης. Εδώ βρίσκεται η μικρή πόλη Κοπακαμπάνα (Copacabana), που χαρακτηρίζεται από σημαντικότατες εκκλησίες σαν τον ολόλευκο καθεδρικό ναό με το θαυματουργό άγαλμα της Ινδιάνας Παρθένου, της Μαύρης Παναγιάς, προστάτιδας της Βολιβίας. Δοκιμάζοντας ψητά φρέσκα ψάρια με αληθινές τηγανητές πατατούλες, μαθαίνω ότι στο νησί Σουρίκι (Suriki) κατασκευάστηκε με το χόρτο τοτόρα (totora) για το Νορβηγό εξερευνητή Θορ Χέγιερνταλ (Thor Heyerdahl) το πλοίο Ρα ΙΙ, με το οποίο διέπλευσε τον Ατλαντικό στις αρχές του 20ού αιώνα. H μαγεία της λίμνης δεν γνωρίζει σύνορα και όρια. Μετά από ένα δείπνο με νοστιμότατο λεμονάτο πατσά με κρεμμύδια και πατάτες, επιστρέφω στο δωμάτιο του απλού ξενοδοχείου στη Λα Παζ. Με θέα την πέτρινη εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου με τις ανάγλυφες φιδωτές κολόνες και τα αγάλματα των αγίων, διαβάζω την πικρή ιστορία αυτής της φτωχής χώρας, πριν την αποχαιρετήσω. Ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός του Τιαχουανάκο έδωσε τη θέση του στους Ίνκας που κατέκτησαν την περιοχή τον 12ο αιώνα. Όταν ήρθαν οι Ισπανοί το 1545, βρήκαν μεγάλα κοιτάσματα αργύρου στην περιοχή του Ποτοσί (Potosi) και τα εκμεταλλεύθηκαν χωρίς ευτυχώς να προλάβουν να τα εξαντλήσουν.
Το 1825, η χώρα απελευθερώθηκε από το μεγάλο απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής, τον Σιμόν Μπολίβαρ (Simon Bolivar), και γι’ αυτό ονομάστηκε Βολιβία. Στα 180 χρόνια που ακολούθησαν, η κυβέρνηση άλλαξε 80 φορές. Οι περισσότερες κυβερνήσεις ήταν άμεσα ή έμμεσα ελεγχόμενες από το στρατό. Η χώρα οδηγήθηκε τέσσερις φορές σε πόλεμο με τη Χιλή, την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Παραγουάη, κι έχασε πολλά εδάφη αλλά και τη μοναδική της έξοδο στον Ειρηνικό Ωκεανό. Το 1952, με την «Εθνική Βολιβιανή Επανάσταση» από το κόμμα MNR, οι αγρότες, που μέχρι τότε δεν είχαν καν τίτλους ιδιοκτησίας, απέκτησαν για πρώτη φορά δικαιώματα και βελτιώθηκαν οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στα ορυχεία, τα οποία εθνικοποιήθηκαν. Το 1964, όμως, την εξουσία κατέλαβε ο στρατός με πραξικόπημα, βάζοντας τέλος στην αγροτική και κοινωνική μεταρρύθμιση, την οποία επανέφερε στο προσκήνιο ο σοσιαλιστής πρόεδρος Μοράλες το 2005. Παρά τον τεράστιο φυσικό ορυκτό πλούτο, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν στη φτώχια. Η διαφθορά, η έλλειψη κοινωνικής προστασίας, παιδείας και περίθαλψης είναι τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός εδώ και χρόνια. Μέχρι πρόσφατα, οι αγρότες έχαναν τη σοδειά τους από τους ψεκασμούς στις καλλιέργειες κόκας, ενώ τώρα εκμεταλλεύονται τα φύλλα κόκας για την παρασκευή ενός δυναμωτικού ποτού, της κόκα κόγια (coca colla), που αποτελεί την υγιεινή έκδοση του γνωστού αναψυκτικού. Η Βολιβία, όπως όλη η Νότια Αμερική, αλλάζει σταδιακά συνείδηση και πολιτική κατεύθυνση. Με τις απόκοσμες εικόνες της Βολιβίας ολοκληρώνω ένα από τα μαγευτικότερα ταξίδια μου, το οδοιπορικό στις χώρες των Άνδεων, με τους μεγάλους πολιτισμούς των Ίνκας, την απλοϊκή ζωή των Ινδιάνων και τα χνάρια του άγριου περάσματος των Ισπανών κατακτητών και των ντόπιων δικτατόρων.
ΒΡΑΖΙΛΙΑ (BRAZIL) Η χώρα που λατρεύω για την απίστευτη φυσική ομορφιά της και την αμεσότητα των ανθρώπων είναι η πατρίδα του καρναβαλιού –του μεγαλύτερου διονυσιακού πάρτι στον πλανήτη– της σάμπα, του ποδοσφαίρου, της Φόρμουλα 1, του Αμαζονίου, του Ρίο, των πολύτιμων λίθων, των πλαστικών επεμβάσεων και των σημαντικών πνευματικών κέντρων. Βέβαια, μαζί με την Ινδία, είναι επίσης η χώρα των πιο ακραίων ταξικών αντιθέσεων. Η Βραζιλία είναι η πέμπτη σε μέγεθος χώρα στον πλανήτη, με εύφορα καταπράσινα εδάφη έκτασης 8,5 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Πέρα από τον Αμαζόνιο που απλώνεται δυτικά, όλα τα αξιοθέατα βρίσκονται κατά μήκος των ανατολικών ακτών, όπου συγκεντρώνεται και το μεγαλύτερο τμήμα των 180 εκατομμυρίων κατοίκων. Επίσημη γλώσσα είναι τα Βραζιλιάνικα (Πορτογαλικά), αν και αρκετοί γνωρίζουν πια Αγγλικά. Από το 1960, πρωτεύουσα είναι η πόλη Μπραζίλια (Brasilia), που χτίστηκε από το μηδέν δίπλα στην απέραντη λίμνη Παρανόα (Paranoa). Απλωμένη και καλοσχεδιασμένη, εντυπωσιάζει με το κωνικό κατάλευκο ναό της Καλής Θέλησης (Templo de Boa Vontade), το σπάνιας αρχιτεκτονικής Κοινοβούλιο (Conjunto Nacional), που αποτελείται από δύο πανύψηλους, στενόμακρους ουρανοξύστες και είναι χτισμένο πάνω σε μια τεράστια πισίνα, με δώδεκα πανομοιότυπα τετράγωνα γυάλινα υπουργεία ολόγυρά του. Διασχίζοντας τις λεωφόρους, παρατηρώ έντονη εμπορική κίνηση, πολλά πάρκα και ξενοδοχεία, σύγχρονα νοσοκομεία, περιποιημένες πολυκατοικίες αλλά και χαμηλά μεγαλοαστικά σπίτια, ενώ μου κάνει εντύπωση το ότι δεν υπάρχουν φαβέλας (φτωχογειτονιές) όπως σ’ όλες τις άλλες πόλεις της Βραζιλίας. Μεγαλύτερη πόλη και οικονομικό κέντρο της χώρας είναι το παραθαλάσσιο αλλά αδιάφορο τουριστικά Σάο Πάολο (Sao Paolo). Αυτή η αχανής πόλη των 29 εκατομμυρίων κατοίκων έχει στο κέντρο της την Πλατεία της Δημοκρατίας (Praca da Republica) που περιστοιχίζεται από πολλά ξενοδοχεία και ουρανοξύστες. Στο ιστορικό τμήμα της πόλης (Centro Historico), στο νότο, περνάω από συμπαθητικά κτίρια αποικιοκρατικού στιλ (Martinelli Building, Patio de Colegio), πάρκα και εκκλησίες (Mosteiro de Sao Bento, Largo de San Francisco, Cathedral). Εδώ επισκέπτομαι το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Museu de Arte Moderna) στο πάρκο Ιμπιραπονέρα (Parque do Ibirapuera), το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Museu de Arte Contemporanea) και το σπουδαίο Λαογραφικό και Αεροναυτικό Μουσείο (Museo de Aeronautica e do Folclore). Αντίθετα, το Ρίο ντε Τζανέιρο (Rio de Janeiro), που βρίσκεται στις ακτές του Ατλαντικού, έχει ευλογηθεί από έναν πολύ κεφάτο δημιουργό. Καθώς η πόλη δεν είναι ιδιαίτερα ασφαλής, περπατώ μόνο σε κεντρικούς δρόμους, απλά ντυμένη (όπως οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι), χωρίς να φοράω κοσμήματα και να κρατάω τσάντα, ειδικά όταν πάω στην παραλία. Διασχίζω λοιπόν την «Πόλη των Αγγέλων» με το αυτοκίνητο. Καταπράσινοι λόφοι με φτωχογειτονιές γλείφουν τους αστικούς ουρανοξύστες και τα ξενοδοχεία που υψώνονται πίσω από τις πανέμορφες τεράστιες λευκές αμμουδιές, και όλα μαζί αγκαλιάζονται σ’ έναν τεράστιο κόλπο. Ήδη μαγεμένη από τη μοναδική φυσική ομορφιά που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μου, επισκέπτομαι αρχικά το Πάο δε Ασούκαρ (Pao de Αzucar), στο οποίο φτάνω με τελεφερίκ από την ακτή. Σ’ αυτόν το βράχο ύψους 400 μέτρων που ξεπροβάλλει από τη θάλασσα, απολαμβάνω την απίστευτη θέα στον κόλπο Γουαναμπάρα (Guanabara Bay). Όλες οι φημισμένες παραλίες με την ξανθιά άμμο απλώνονται διαδοχικά στον κλειστό κόλπο, ενώ η τεράστια γέφυρα Νιτερόι (Niteroi) συνδέει με χάρη τις δύο άκρες του, κάνοντάς τον να φαίνεται πιο μικρός απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Από εδώ, σε μια
δεκάλεπτη βόλτα με το ελικόπτερο, κάποιοι αγγίζουν το όνειρο που ονομάζεται Ρίο. Με οδοντωτό τρενάκι σκαρφαλώνω στο δασώδη λόφο Κορκοβάδο (Corcovado), ύψους 710 μέτρων, που βρίσκεται στην καρδιά της πόλης και στην κορυφή του οποίου δεσπόζει το τεράστιο άγαλμα του Χριστού. Εκεί πάνω μεθώ με την ακόμη ωραιότερη πανοραμική εικόνα του Ρίο. Έχοντας κερδίσει άκοπα άλλη μια ονειρική θέα στην ωραιότερη ίσως πόλη στον κόσμο, περπατώ προσεκτικά στο μικρό ιστορικό κέντρο (Centro). Φωτογραφίζω χαμηλά αποικιακά κτίρια, παλιά μοναστήρια (Convento de San Antonio, Igreja de Candelaria) και παρηκμασμένα αρχοντικά (Teatro Municipal), πολλά από τα οποία λειτουργούν ως μουσεία (Museu de Arte Moderna, Museu Nacional de Belas Artes), εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα. Κάνω στάση για καφέ στο αρχοντικό ζαχαροπλαστείο Κολόμπο (Confeiteria Colombo), πάω με τραμ στη λοφώδη μποέμικη γειτονιά Santa Tereza και συνεχίζω. Στο οικονομικό κέντρο με τους άχαρους ουρανοξύστες θαυμάζω τον μοντέρνο καθεδρικό ναό (Catedral), που μοιάζει με πελώρια πέτρινη γκρίζα σκηνή Ινδιάνων. Σύμφωνα με τους αριθμούς, η Βραζιλία αποτελεί τη μεγαλύτερη χώρα θρησκευόμενων καθολικών, αλλά και οπαδών της λευκής και μαύρης μαγείας. Σε κάθε πόλη, αλλά και σε κάθε μικρό χωριό, υπάρχουν περισσότερες εκκλησίες και θρησκευτικά και πνευματικά κέντρα από οπουδήποτε αλλού. Επίσης, σε καμία άλλη χώρα δεν γίνονται τόσα πανηγύρια και γιορτές με αφορμή γιορτές αγίων, θαρρείς κι αυτός ο τόπος να ευνοεί τις αναζητήσεις από πολλά διαφορετικά κανάλια. Μπαίνω στο φημισμένο ναό του ποδοσφαίρου, το ανακαινισμένο στάδιο Μαρακανά (Maracana), και στα αποδυτήρια από τα οποία πέρασαν οι μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές στον πλανήτη. Οι Βραζιλιάνοι είναι υπερήφανοι για τη χώρα τους, την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα και βέβαια για τη σχολή σάμπα που υποστηρίζουν. Είναι αξιοσημείωτο πόσοι ντόπιοι κυκλοφορούν με ρούχα και αξεσουάρ που γράφουν BRAZIL, παρά τη δυσαρέσκεια που αισθάνονται για τη γενικότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας. Διασχίζω τις ατέλειωτες κατάλευκες παραλίες Κοπακαμπάνα (Copacabana), Ιπανέμα (Ipanema), Λεμπλόν (Leblon), Σάο Κονράδο (Sao Conrado) και καταλαβαίνω πώς ζουν οι κεφάτοι καριόκας (οι κάτοικοι του Ρίο). Η ζωή των Βραζιλιάνων εκτυλίσσεται στις παραλίες. Εκεί παίζουν ποδόσφαιρο, φλερτάρουν, κολυμπούν, γυμνάζονται, περνούν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους, αφού η διασκέδαση εκεί δεν κοστίζει τίποτα και εξασφαλίζει γνωριμίες και γενικότερα κοινωνικές επαφές. Οι άνθρωποι είναι χαλαροί, προσιτοί, χαμογελαστοί, πεντακάθαροι κι ευγενικοί. Ντύνονται ελαφρά και φέρονται απλά, ανεξάρτητα από την οικονομική τους επιφάνεια. Δεν είναι ρατσιστές και συνάπτουν σχέσεις και γάμους με όλες τις φυλές που διαθέτει ο κόσμος, καθώς οι μισοί είναι μουλάτοι (μίξη Ευρωπαίων με μαύρους). Είναι απολύτως εξοικειωμένοι με το σώμα τους, είτε είναι χοντροί είτε είναι λεπτοί, και αυτό φαίνεται από τον τρόπο που κινούνται αλλά και από τα μικροσκοπικά μαγιό που φορούν. Είναι ερωτικοί και απελευθερωμένοι, χωρίς ενοχικά ταμπού. Στην παραλία Σαν Κονράδο (Sao Conrado) κάνω parapente (αλεξίπτωτο πλαγιάς) –χωρίς να έχω πάρει μαθήματα– με το δάσκαλο να κατευθύνει και εγώ να αγγίζω σαν πουλί τη θεία ομορφιά από ψηλά. Στο Ρίο, τα απογεύματα, εκτονώνω την καταναλωτική ορμή μου στην αστική γειτονιά της Ιπανέμα, σε αγορές κοσμημάτων, ειδών θαλάσσης, ρούχων και παπουτσιών ντόπιων σχεδιαστών σε εξαιρετικές τιμές. Τα βράδια, απολαμβάνω πάντα υψηλής ποιότητας φρούτα, κρέατα, θαλασσινά και πολύ δυνατό καφέ στα εξαιρετικά ψητοπωλεία Marius και Barra Grill (όπου στρατιές από σερβιτόρους γεμίζουν τα πιάτα με ατελείωτη ποικιλία ψητών κρεατικών και ψαρικών) και στα πιο «στημένα» εστιατόρια Cais do Oriente, Satyricon, Barra Lagoa, Hotel Fasano. Διασκεδάζω πίνοντας το χαρακτηριστικό ποτό καϊπιρίνια (από το απόσταγμα κάσασχα του ζαχαροκά-
λαμου με λάιμ και ζάχαρη) στα νυχτερινά κέντρα Carioca de Gema, Rio Scenarium και Estrela de Lapa της παλιάς γειτονιάς Λάπα (Lapa), στις σχολές σάμπα και στην «Πόλη της Σάμπα» (Ciudad do Samba) με τις ζωντανές ορχήστρες της σάμπα και τους Βραζιλιάνους που λικνίζονται με πάθος. Συνήθως διανυκτερεύω στο μοντέρνο ξενοδοχείο Fasano, στο αποικιακό και πολυτελέστατο Copacabana Palace ή στο πιο προσιτό αλλά αξιοπρεπέστατο Meridien Copacabana. Την αληθινή ζωή της Βραζιλίας τη βλέπω στις παραγκουπόλεις του Ρίο, στις ονομαζόμενες φαβέλας (favelas), όνομα που πήραν από το αγριόχορτο –σαν τσουκνίδα– που φύτρωνε εκεί πάνω. Ανεβαίνω με τετρακίνητο αυτοκίνητο –καθώς οι περισσότερες φαβέλας είναι σκαρφαλωμένες στους λόφους– και με έναν τοπικό ξεναγό που προσφέρει ασφάλεια και γνώσεις στην επικίνδυνη Πόλη των Αγγέλων. Εδώ, αντικρίζοντας τα χαμογελαστά πρόσωπα των φτωχών, καταλαβαίνω πως, μην μπορώντας να βγάλουν χρήματα και μη θέλοντας να δουλεύουν όλη μέρα, δίνουν μεγάλη σημασία στις απλές χαρές της ζωής, στο χορό, τον έρωτα και τη θάλασσα. Η τεράστια μουσική παράδοση της χώρας, που ήρθε από τους μαύρους, εξελίχθηκε εδώ στις φαβέλας, στις παραγκουπόλεις. Με την ανεργία και τη φτώχια να μαστίζουν ειδικά τη βόρεια Βραζιλία, πολλοί Βραζιλιάνοι μετανάστευσαν στις πόλεις και κυρίως στο λαμπερό Ρίο. Οι ακτήμονες, που δεν μπορούν να ζήσουν στην πολύ εύφορη ύπαιθρο, αφού το μεγαλύτερο μέρος της είναι περιφραγμένο και ανήκει σε λίγους πλούσιους, έρχονται μέχρι σήμερα εδώ για να βρουν δουλειά και χτίζουν παράγκες χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχέτευση. Μην μπορώντας να αγοράσουν σπίτι, χτίζουν παράνομα καταλύματα, τούβλο τούβλο, και κλέβουν από το κεντρικό σύστημα ρεύμα, νερό και τηλέφωνο. Με την ακρίβεια να αγγίζει όλο και περισσότερους, οι χαμηλόμισθοι αγοράζουν τον «αέρα» πάνω από τα παράνομα κτίσματα και χτίζουν ορόφους για να στεγαστούν. Το αποτέλεσμα είναι μικρές στενές ασοβάντιστες και πρόχειρα χτισμένες πολυκατοικίες που φιλοξενούν την ανάλογη γενιά των 700 ευρώ. Καθώς εδώ κρύβονται όλοι οι μικροί έμποροι ναρκωτικών και όπλων, αλλά και τα παιδιά που δουλεύουν γι’ αυτούς, επικρατεί ο νόμος «δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλάω». Δυστυχώς, τελευταία, ξεκίνησε η δαπανηρή κατασκευή του μεγαλύτερου τείχους στον πλανήτη, που θα αποκλείει τις φτωχογειτονιές (φαβέλας) από την άμεση πρόσβαση στις πλούσιες περιοχές με τις οποίες συνορεύουν. Είμαι σίγουρη ότι αν τα χρήματα από την κατασκευή του τείχους δίνονταν για την παιδεία και την αναβάθμιση των φτωχών περιοχών, θα ακυρωνόταν αυτόματα κάθε λόγος γι’ αυτό το έργο. Μετά από την πικρή γεύση της ζωής στο Ρίο, επισκέπτομαι σε ολοήμερες εκδρομές την ορεινή μικρή Πετρόπολη (Petropolis), με τα νεοκλασικά αρχοντικά μέσα σε περιποιημένα πάρκα, και το πορτογαλικό παλάτι και μουσείο (Museu Imperial). Κάποια άλλη μέρα επισκέπτομαι το παραθαλάσσιο, γραφικό –αν και τουριστικό– Μπούζιος (Buzios). Περπατώντας στα στενά λιθόστρωτα σοκάκια όπως η Rua das Pedras με τα μικρά πολυτελή καταστήματα και τα ωραία καφέ, νιώθω ότι είμαι στη Μύκονο της Βραζιλίας. Τα υπέροχα εξοχικά και τα καλά ξενοδοχεία, οι οργανωμένες παραλίες και τα εκλεπτυσμένα κέντρα διασκέδασης προσελκύουν τη μεγαλοαστική τάξη του Ρίο, ειδικά την Πρωτοχρονιά. Σε ένα από τα πολλά ταξίδια μου, έχω την τύχη να αλλάξω τη χρονιά στην επίσης εορταστική ατμόσφαιρα του Ρίο, όπου ο ουρανός λούζεται από χιλιάδες βεγγαλικά, και η παραλία της Κοπακαμπάνα ξεχειλίζει από λευκοφορεμένους που αφήνουν άσπρα λουλούδια και κεριά στην Ουμαγιά, τη θεά της θάλασσας. Μα η καλύτερη εποχή για μια ολοκληρωμένη επίσκεψη στη Βραζιλία δεν είναι άλλη από την περίοδο
του καρναβαλιού (Carnaval). Στο τέλος του Ιανουαρίου, 40 μέρες πριν το καθολικό Πάσχα, έρχομαι με ανυπομονησία για να ζήσω το κέφι και την ξενοιασιά του μεγαλύτερου πάρτι. Οι καριόκας γιορτάζουν κάθε μέρα για μια εβδομάδα σε όλα τα κλαμπ της πόλης, ενώ η κορύφωση της διασκέδασης έρχεται με την παρέλαση στο «Σαμποδρόμιο» (Sambodromo) των 70.000 θεατών. Δύο νύχτες, από τις εννιά το βράδυ μέχρι τις έξι το πρωί, περνούν 18 σχολές σάμπα με τα πιο θεαματικά άρματα, εντυπωσιακότατα κουστούμια, πανέμορφες ημίγυμνες μουλάτες, διάσημα μοντέλα, αλλά και χιλιάδες καρναβαλιστές από τις φτωχογειτονιές του Ρίο, που τραγουδούν αρμονικά και λικνίζονται, παρασύροντας τους χιλιάδες θεατές στους έξαλλους ρυθμούς τους. Το πιο φαντασμαγορικό, έντονο, αληθινό και παθιασμένο θέαμα στον πλανήτη με κάνει να νιώσω για άλλη μια φορά πόσο υπέροχη είναι η ζωή. Πέρα από το Ρίο δε Τζανέιρο επισκέπτομαι κάθε φορά τους πανέμορφους καταρράκτες Ιγκουασού (Iguacu), στο ζεστό τροπικό νότο, στα σύνορα με την Αργεντινή, αιώνια αντίπαλο της Βραζιλίας στο ποδόσφαιρο. Εδώ οι καταρράκτες ουρλιάζουν μέσα στη δασώδη ομορφιά τους και δείχνουν υπερήφανα την ανελέητη δύναμή τους. Περπατώντας σε ξύλινες εξέδρες μέσα από το πυκνό δάσος, φτάνω κοντά τους και αισθάνομαι τη δροσιά τους. Με ειδικό ταχύπλοο σκάφος (Macucu Safari) μπαίνω και λούζομαι από την ορμή τους. Από το ελικόπτερο, παρατηρώ πόσο μικρά και αδύναμα φαίνονται όλα από ψηλά, όπως οι αναμνήσεις από τις απώλειες, που γλυκαίνουν με τον καιρό. Από το ροζ αποικιακό πολυτελές ξενοδοχείο Das Cataratas, το μοναδικό μέσα στο πάρκο των καταρρακτών, απολαμβάνω το βρυχηθμό και την απόκοσμη ομορφιά τους ακόμη και κατά τη διάρκεια του πρωινού. Κάποια φορά επισκέπτομαι με αεροπλάνο το γραφικότατο Σαλβαδόρ δε Μπαχία (Salvador de Bahia) και περπατώ στην περιοχή Πελουρίνιο (Pelourinho) –που ονομάζεται και Cidade Alta– ανάμεσα στα χαμηλά αποικιακά κίτρινα κεραμιδοσκέπαστα κτίρια, τους αρχιτεκτονικούς θησαυρούς, τα πλακόστρωτα δρομάκια και τους λιγότερους λευκούς Βραζιλιάνους σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Περνώντας την πύλη Πόρτας δε Σάντα Λουσία (Portas de Santa Lucia) κατευθύνομαι στην πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου (Praca de Sao Francisco) και αναρωτιέμαι πώς να είναι το διάσημο καρναβάλι αυτής της πόλης, που γίνεται στα δρομάκια και όχι στο Σαμποδρόμιο, όπως γίνεται στο Ρίο. Διανυκτερεύω στη ροζ αποικιακή έπαυλη Hotel Catharina Paraguacu, που λειτουργεί ως ένα πολύ ιδιαίτερο ξενοδοχείο, αφού γεύομαι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η πόλη στο εστιατόριο Casa de Gamboa. Από το Μπελέμ (Belem) μπαίνω στον Αμαζόνιο και, για άλλη μια φορά, η ματιά μου χάνεται στο πράσινο τείχος της ζούγκλας του. Ακούω τους ήχους του μεγαλύτερου δάσους στον κόσμο και ξαφνιάζομαι από το πλησίασμα τροπικών πουλιών, καϊμάνων και μαϊμούδων, αλλά και από τα καχύποπτα και ταλαιπωρημένα πρόσωπα των ελάχιστων Ινδιάνων στην καθημερινή λαϊκή αγορά Ver-o-peso. Εδώ μαθαίνω για τον αγώνα που δίνουν οι Ινδιάνοι για την προστασία του δάσους του Αμαζονίου, που αποτελεί το μεγαλύτερο πνεύμονα του πλανήτη και συγχρόνως μια τράπεζα σπάνιων φυτών και ζώων, ενώ φτάνουν στα αυτιά μου οι ψίθυροι για το θάνατο πολλών ακτιβιστών όπως της ηρωίδας μοναχής Ντόροθι Στανγκ. Μα το κόσμημα της Βραζιλίας είναι το Ρίο που, όπως όλα τα κοσμήματα, έχει στολιστεί με ματωμένες πέτρες, ενώ φοριέται από χέρια που δεν έχουν ούτε γρατζουνιά. Αν και η χώρα είναι πάμπλουτη, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού ζει στη φτώχια και στην ένδεια. Πουθενά αλλού στον κόσμο οι φτωχοί δεν ζουν τόσο κοντά στους πλούσιους. Σε μια απόσταση 500 μέτρων, κατοικούν Βραζιλιάνοι με το εισόδημα της Νορβηγίας (το υψηλότερο στον κόσμο), αλλά και Βραζιλιάνοι με το εισόδημα της Ινδονησίας (το χαμηλότερο). Η πλουτοκρατία είναι το τραγικό αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, που ξεκίνησε το 1531 από τους Πορ-
τογάλους, οι οποίοι, έχοντας εξολοθρεύσει τους Ινδιάνους, έφεραν μέχρι το 1880 τρία εκατομμύρια μαύρους σκλάβους για να δουλέψουν στις τεράστιες φυτείες βαμβακιού, καφέ και ζαχαροκάλαμου, καθώς και στα ορυχεία χρυσού και πολύτιμων λίθων. Η ισότητα μεταξύ των φυλών γεννήθηκε επίσης τότε, καθώς ακόμα και τα νόθα τέκνα των μαύρων και των μιγάδων αναγνωρίζονταν αυτόματα από τους λευκούς πατεράδες τους. Το 1822, η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε από την Πορτογαλία αναίμακτα, ενώ το 1889 οι μεγαλοτσιφλικάδες του καφέ έδιωξαν το βασιλιά, επειδή απελευθέρωσε τους σκλάβους. Από τότε και μέχρι το 1985, την εξουσία την είχε ο στρατός, με μικρά διαλείμματα εύθραυστης δημοκρατίας. Ο σημερινός σοσιαλιστής πρόεδρος Λούλα, στα οχτώ χρόνια που κατέχει την εξουσία, κατάφερε να μειώσει το ποσοστό της ακραίας φτώχιας, να αποπληρώσει το χρέος της χώρας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και να κάνει τη Βραζιλία εξέχον μέλος των G20 και υποψήφια για μια θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Βραζιλία, η ισχυρότερη οικονομικά χώρα της Νότιας Αμερικής, ανέλαβε τη διοργάνωση του Μουντιάλ το 2014 και των Ολυμπιακών αγώνων το 2016, που θα γίνουν για πρώτη φορά σε χώρα αυτής της ηπείρου. Τα τελευταία χρόνια, παρά την οικονομική άνθηση της χώρας, τον τεράστιο φυσικό πλούτο και τη βαριά βιομηχανία, πολλά προβλήματα παραμένουν άλυτα λόγω των μεγάλων συμφερόντων. Το 95% της γης ανήκε μέχρι πρόσφατα στο 5% των κατοίκων! Η ανεξέλεγκτη αστυνομία, η διαφθορά των πολιτικών και του δημόσιου τομέα, η ανεργία, η φτώχια, τα χιλιάδες εγκαταλελειμμένα παιδιά, η εγκληματικότητα, η έλλειψη πρόσβασης σε βασικά αγαθά για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, οι περιφραγμένες ανεκμετάλλευτες εκτάσεις και η καταστροφή του Αμαζονίου μαστίζουν τη ζωή των συμπαθέστατων Βραζιλιάνων. Οι τεράστιες κοινωνικές ανισότητες είναι το μόνο πράγμα που με εξοργίζει σε κάθε επίσκεψή μου σ’ αυτή την πλούσια χώρα. Αλλά αυτό που αγαπώ να επισκέπτομαι είναι ένα πνευματικό της κέντρο.
Ένα πνευματικό ταξίδι Έχοντας πάει πολλές φορές στη Βραζιλία, είχα ακούσει για ένα μεγάλο θεραπευτή, αλλά δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου να πάω εκεί, μέχρι που μια φίλη μού εκμυστηρεύθηκε ότι, μετά από τις συχνές επισκέψεις της στο θεραπευτικό του κέντρο, θεραπεύθηκε από τον καρκίνο. Η διάγνωση είχε γίνει στην Ελλάδα και οι γιατροί τής είχαν δώσει ελάχιστες πιθανότητες να ζήσει ακόμη και μετά το χειρουργείο, το οποίο έπρεπε να κάνει άμεσα. Απογοητευμένη και χωρίς να έχει τίποτα να χάσει, έφτασε μέχρι το μικρό χωριό της Νότιας Αμερικής, με ελπίδα που έγινε ακλόνητη πίστη κατά τη διάρκεια των πολλών επισκέψεών της τα επόμενα χρόνια. Αναζητώντας εναλλακτικές διακοπές σε ένα απομονωμένο περιβάλλον, με ήρεμους ρυθμούς, καλή διατροφή και χαλαρωτικές πρακτικές, όπως βόλτα στη φύση, μπάνιο στους μικρούς κοντινούς καταρράκτες, μασάζ, κρυσταλλοθεραπείες και πολύ διαλογισμό, το σκεφτόμουν. Όταν έμαθα το χαμηλό κόστος, καθώς η διαμονή μαζί με τα τρία γεύματα κοστίζει μόνο τριάντα ευρώ, αγόρασα το δαπανηρό αεροπορικό εισιτήριο μέχρι την Μπραζίλια και πήγα. Από το αεροδρόμιο της Μπραζίλια, φτάνω στο μικρό χωριό Αμπατζάνια (Abadiania) μετά από μιάμιση ώρα στην εθνική οδό. Στο δρόμο παρατηρώ καταπράσινα λιβάδια κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό με μπαμπακένια σύννεφα που μοιάζουν να κρύβουν γελαστά αγγελάκια. Στο χωριό βρίσκω λίγα καταστήματα που πουλούν άσπρα ρούχα, κρυστάλλους και βιβλία αυτογνωσίας και πνευματισμού, ελάχιστα ζαχαροπλαστεία που σερβίρουν φρέσκους χυμούς από τροπικά φρούτα, αρκετά καθαρά πανδοχεία με περιποιημένους κήπους και ένα κέντρο διαδυκτιακής επικοινωνίας. Στο τέλος του κεντρικού δρόμου, συναντώ το γαλανόλευκο κτίσμα που ονομάζουν Κάζα (σπίτι). Αγοράζω εμφιαλωμένα νερά από το μαγαζί της Κάζα και ένα ροζάριο –κολιέ από μπαλίτσες κι ένα σταυρό στην άκρη– και καταλήγω στο πανδοχείο San Raphael που ανήκει σε Έλληνα. Αφού με υποδέχονται ευγενικά, με οδηγούν σε ένα από τα λιτά και καθαρά δωμάτια και στην τραπεζαρία, που προσφέρει έναν εξαιρετικό μπουφέ με φρέσκα λαχανικά, όσπρια και λίγο κρέας. Μετά από ένα ζεστό μπάνιο, κοιμάμαι πιο γλυκά από πολλές άλλες φορές. Το απόγευμα, στην Κάζα του Αγίου Ιγνάτιου (Casa de Dom Inacio), παρακολουθώ την καθιερωμένη ενημέρωση που δίνεται κάθε Τρίτη στους νεοφερμένους. Ο γλυκύτατος νεαρός εξηγεί σε καλά Αγγλικά ότι πρέπει να επισκεπτόμαστε την Κάζα, φορώντας άσπρα ρούχα, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή στις οκτώ το πρωί και στις δύο το μεσημέρι, μέχρι το τέλος των ομαδικών διαλογισμών και των θεραπειών. Όσοι επιθυμούν να διαλογιστούν δίπλα στο θεραπευτή, που ονομάζεται Ιωάννης του Θεού (Joao de Deus), πρέπει να έρθουν λίγο νωρίτερα για να καθίσουν στις αναπαυτικές καρέκλες, να κλείσουν τα μάτια, να μη σταυρώνουν τα χέρια και τα πόδια, να έχουν πάντα δίπλα τους νερό και να περιμένουν διαλογιζόμενοι μέχρι να περάσουν όλοι εκείνοι που θέλουν να τον δουν. Όταν ο θεραπευτής έχει δει όλους όσοι έχουν έρθει γι’ αυτόν, προσφέρεται σούπα λαχανικών και ζυμαρικών στην τραπεζαρία που βλέπει στους γαλήνιους και φροντισμένους κήπους. Μετά από το ελαφρύ γεύμα που δίνεται κατά τις 11 το πρωί, μπορούμε να κάνουμε μια βόλτα, να απολαύσουμε τη θέα από το μπαλκόνι που κοιτάει σε μια καταπράσινη κοιλάδα, να ξεκουραστούμε στα δωμάτια των πανδοχείων που διαμένουμε, να συζητήσουμε με νέους φίλους για την αποκαλυπτική και ανακουφιστική διαδικασία του διαλογισμού, να κάνουμε μασάζ ή κρυσταλλοθεραπεία, να επικοινωνήσουμε με τους δικούς μας μέσω του διαδικτύου και να απολαύσουμε ένα πιο πλούσιο γεύμα στο κατάλυμά μας ή στα μικρά ζαχαροπλαστεία-εστιατόρια. Την επόμενη μέρα φορώ λευκά άνετα ρούχα, παίρνω ένα ελαφρύ πρωινό και κατευθύνομαι προς την
Κάζα (Casa). Στο δρόμο, δεκάδες λευκοφορεμένοι άνθρωποι με ήρεμα και χαμογελαστά πρόσωπα προχωρούν προς την ίδια κατεύθυνση. Αρκετοί βρίσκονται σε αναπηρικά καροτσάκια, κάποιοι είναι τυφλοί και άλλοι πάσχουν από χρόνιες θανατηφόρες και εκφυλιστικές νόσους, μα όλοι διακατέχονται από μια ανεξήγητη ελπίδα και πίστη. Όλοι παίρνουν τη θέση τους με τάξη στις αίθουσες διαλογισμού και στο χολ αναμονής. Αφού έχουν ξεκινήσει οι ομαδικοί διαλογισμοί, οι πόρτες ανοίγουν και βγαίνει ο θεραπευτής μαζί με δυο ασθενείς, μια κοπέλα κι ένα νεαρό. Ρίχνει μια ματιά με τα έντονα γαλανά τεράστια μάτια του στο πλήθος που έχει σηκωθεί, καλημερίζει και αγγίζει τους δύο ασθενείς που ακουμπούν στον τοίχο. Ξαφνικά σέρνει ένα νυστέρι στην κοιλιά της κοπέλας, η οποία δεν αντιδρά καθόλου, παρόλο που τρέχει λίγο αίμα από τη βαθιά τομή, ακόμη και όταν εκείνος τη ράβει πρόχειρα και αποφασιστικά. Σοκαρισμένη τον παρακολουθώ να χώνει στη συνέχεια ένα χειρουργικό ψαλίδι στη μύτη του νεαρού και σκέφτομαι προς στιγμήν να φύγω. Δεν έχω καμία όρεξη να παρακολουθώ θρίλερ που δεν καταλαβαίνω, αλλά ούτε και να υποστώ κι εγώ τέτοια μεταχείριση, ακόμη κι αν δεν νιώσω πόνο. Οι περισσότεροι από εκείνους που παρακολουθούν φαίνονται εκστασιασμένοι και μιλούν για θαύμα. Όντως αποτελεί θαύμα το γεγονός ότι οι δυο ασθενείς δεν ουρλιάζουν από τον πόνο και στέκουν όρθιοι, αλλά εγώ δεν είμαι έτοιμη ούτε να ακούσω ούτε και να πιστέψω σε ανεξήγητα φαινόμενα. Καθώς ο θεραπευτής μπαίνει στην αίθουσα διαλογισμού και κάθεται στην πολυθρόνα του, τον ακολουθούν σε οργανωμένη και σιωπηλή σειρά όσοι αποζητούν τη γνώμη του για τη σωματική και ψυχική τους κατάσταση. Ένας από αυτούς είμαι κι εγώ. Με τις ερωτήσεις μου γραμμένες στα Βραζιλιάνικα από τους εθελοντές της Κάζα, δεν δίνεται η δυνατότητα για επικοινωνία σε βάθος. Μα τα μάτια του φαίνονται σαν να με διαπερνούν και να κοιτούν την αγριεμένη μου ψυχή. Σαστίζω μπροστά του, καθώς με κοιτά και μου προτείνει ατελείωτες ώρες διαλογισμού και χαπάκια πασιφλόρας, που έχουν παρόμοιες ιδιότητες με το χαμομήλι. Παίρνω –όπως και εκατοντάδες άλλοι– τα φυτικά χαπάκια για όσο διάστημα υποδείκνυει ο θεραπευτής, τρεις φορές την ημέρα, αποφεύγοντας το χοιρινό, το αλκοόλ και το πιπέρι που δεν προσφέρεται πουθενά στο χωριό. Τα χαπάκια, για 50 τουλάχιστον ημέρες, τα προμηθεύομαι από το φαρμακείο της Κάζα με το ελάχιστο κόστος των 20 ευρώ, ενώ όλες οι υπηρεσίες –εκτός του μασάζ και των κρυσταλλοθεραπειών που κοστίζουν λίγα ευρώ– δίνονται δωρεάν. Έχοντας χρόνια να διαλογιστώ και ακόμα περισσότερα να προσευχηθώ, κλείνω τα μάτια αβίαστα και συγκεντρώνομαι σε όσα με έχουν απασχολήσει στη ζωή μου. Τις περισσότερες φορές βυθίζομαι σε ένα νηφάλιο λήθαργο, όπου μου δίνονται απαντήσεις σε χρόνια ερωτήματά μου. Σαν να με συναντούν άγγελοι εκεί που πέφτω και με βοηθούν να προχωρήσω στις εσωτερικές μου αναζητήσεις. Μόνο οι χριστιανικές καθολικές προσευχές, που εκφωνούν οι εθελοντές συντονιστές των διαλογισμών στα Αγγλικά, με κρατούν σε κάποια επαφή με την πραγματικότητα. Ακόμα πιο συχνά, στον ύπνο μου, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ξεδιαλύνονται όσα με έχουν βασανίσει κατά καιρούς. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ στη ζωή μου μέχρι τώρα... Όσα αισθάνομαι φαίνονται παράξενα κι ανεξήγητα, αλλά ακόμα πιο περίεργα είναι αυτά που ακούω από όσους έρχονται για χρόνια και για μεγάλα διαστήματα σ’ αυτόν τον ενεργειακό τόπο, στην Κάζα του Αγίου Ιγνάτιου (Saint Ignacio de Loyola). Όλοι μιλούν για αγγελικές οντότητες που έρχονται σε επαφή μαζί τους και τους θεραπεύουν από θυμό και από νοσήματα. Βιώνουν επεμβάσεις που γίνονται στο σώμα τους και νιώθουν εξάντληση για μερικές μέρες, αλλά και ανακούφιση αργότερα. Θεωρούν ότι καλά πνεύματα έχουν συγκεντρωθεί στο χωριό και προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο για τους χιλιάδες ασθενείς που περνούν από εκεί. Πιστεύουν ακράδαντα στη θεραπευτική δύναμη του Ζοάο δε
Δεούς και στην ύπαρξη πνευμάτων, που μπαίνουν στο σώμα του και του δείχνουν το πρόβλημα του καθενός αλλά και τον τρόπο ίασης. Όσα ακούω σαστισμένη επιβεβαιώνουν όλα αυτά που νιώθω αλλά που η λογική μου δεν μου επιτρέπει να πιστέψω. Μα δεν υπάρχουν λόγια που να με κάνουν να πιστέψω. Ακόμη και το ίδιο το βίωμα αμφισβητώ, θεωρώντας το προϊόν αυθυποβολής. Όπως λέει και ίδιος ο θεραπευτής, δεν υπάρχουν λόγια να σε κάνουν να πιστέψεις, αλλά αν πιστεύεις, δεν χρειάζεσαι λόγια. Μετά από τρεις εβδομάδες που έμεινα στο χωριό, επιστρέφω στην Ελλάδα πιο ξεκούραστη και ήρεμη από ποτέ. Από τότε πηγαίνω εκεί κάθε χρόνο και επιστρέφω γεμάτη θετική ενέργεια και πιο συμφιλιωμένη με το γενικότερο γίγνεσθαι. Μετά από αυτή την εμπειρία, νιώθω βαθιά μέσα μου το μότο του Joao: «Να αγαπάς και να προσφέρεις».
ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ (PARAGUAY) Η πιο ταλαιπωρημένη χώρα της Νότιας Αμερικής. Τα ζωντανά σημάδια των πολέμων και της δικτατορίας που αντικρίζω παντού ολόγυρα μου προκαλούν πόνο, θλίψη και θυμό για το πολιτικό κατεστημένο το οποίο επιβλήθηκε για ένα μεγάλο διάστημα σ’ όλη τη Νότια Αμερική, στιγμάτισε τις ψυχές όλων αυτών που επιβίωσαν και κόστισε τις ζωές και τη χαρά ολόκληρων γενεών. Επισκέπτομαι την Παραγουάη σε συνδυασμό με άλλες χώρες, τους δύο γειτονικούς όμορφους γίγαντες της Νότιας Αμερικής, τη Βραζιλία και την Αργεντινή. Προτιμώ να έρχομαι εδώ το καλοκαίρι, οπότε η θερμοκρασία δεν ξεπερνά τους 25 βαθμούς, ενώ τα Χριστούγεννα φτάνει τους 35 βαθμούς. Η αραιοκατοικημένη πρωτεύουσα Ασουνσιόν (Asuncion), χτισμένη πάνω στον ποταμό Παραγουάη, δεν έχει καμία χάρη παρά τα λιγοστά αξιοθέατα. Περιπλανιέμαι στο ιστορικό κέντρο με τα χαμηλά ταλαιπωρημένα νεοκλασικά, όπως το Προεδρικό Μέγαρο (Palacio de Gobierno), τη Βουλή (Palacio Legislativo) το Θέατρο (Teatro Municipal), και επισκέπτομαι τα μικρά μουσεία, όπως το Εθνογραφικό Μουσείο (Museo Etnografico Andres Barbero), το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (Museo de Historia Natural), το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Museo del Barro) και το Μουσείο Μπογιάνι (Museo Boyani) με ινδιάνικα έργα τέχνης από φτερά. Μετά από μια σύντομη διαμονή στα καθαρά και απλά ξενοδοχεία συνεχίζω για την περιοχή Τσάκο (Chaco) για να δώ τις γερμανόφωνες συντηρητικές κοινότητες των Μενονιτών και το Σαν Ιγνάσιο Μινί (San Ignacio Mini), με τις παλιές αποικιακές εκκλησίες και τα μοναστήρια των Ιησουιτών. Παρατηρώ πως είναι εύκολο, αν και βαρετό, να διασχίσω την πεδινή Παραγουάη με την έκταση των 406.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και τον πληθυσμό των μόλις 5 εκατομμυρίων ισπανόφωνων κατοίκων, που είναι απόγονοι Ινδιάνων και Ισπανών και εξακολουθούν να ζουν στην ύπαιθρο ως αγρότες. Φτάνω στη μεγάλη πόλη Σιουδάδ δελ Έστε (Ciudad del Este), στα σύνορα Βραζιλίας και Αργεντινής, που αποτελεί την πιο λαμπερή βιτρίνα της χώρας. Οι λίγοι ουρανοξύστες, τα φθηνά εμπορικά κέντρα και το καζίνο δεν με ενθουσιάζουν. Εντυπωσιάζομαι όμως από το τεράστιο φράγμα Ιταϊπού (Itaipu), το οποίο τροφοδοτεί με ηλεκτρισμό όλη την Παραγουάη. Η κουρασμένη εικόνα της χώρας δικαιολογείται απόλυτα από την ιστορία της. Εδώ ζούσαν οι Ινδιάνοι Γουαρανί, όταν ήρθαν οι Ισπανοί κατακτητές το 1524. Χωρίς ορυκτό ή φυσικό πλούτο, η χώρα δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον τους. Στη χώρα εγκαταστάθηκαν Ιησουίτες (τάγμα καθολικών μοναχών) ως υπερασπιστές των ισπανικών συμφερόντων από πιθανή εισβολή των Πορτογάλων, οι οποίοι είχαν ήδη κατακτήσει τη γειτονική Βραζιλία. Με την ανεξαρτησία της Παραγουάης, το 1811, ξεκίνησε μια σκληρή δικτατορία μέχρι το 1860, καθώς και ένας καταστροφικός πόλεμος κατά της Βραζιλίας, της Αργεντινής και της Ουρουγουάης, με αποτέλεσμα να χαθεί το 1/3 της γης και του πληθυσμού. Χωρίς σταθερή ούτε δημοκρατική διακυβέρνηση, ακολούθησε κι άλλος πόλεμος κατά της Βολιβίας για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους πιθανολογούμενα κοιτάσματα πετρελαίου στην περιοχή Τσάκο – που δεν βρέθηκαν ποτέ. Μετά τον πόλεμο αυτόν, ξέσπασε εμφύλιος. Ακολούθησε μία ακόμα δικτατορία, η οποία επίσημα έληξε το 1989, αν και ο στρατός έχει διατηρήσει τη μεγάλη του δύναμη, όπως στην Αργεντινή και στη Χιλή. Λόγω των πολέμων, η Παραγουάη είναι μία από τις πιο φτωχές χώρες της Νότιας Αμερικής, ενώ η οικονομία της στηρίζεται στην καλλιέργεια καλαμποκιού, ζαχαροκάλαμου και σόγιας, στην κτηνοτροφία βοοειδών, στη διακίνηση κλεμμένων προϊόντων από τις γειτονικές χώρες και στο υδροηλεκτρικό φράγμα Ιταϊπού, το οποίο βρίσκεται στο «τριεθνές» μεταξύ Παραγουάης, Αργεντινής και Βραζιλίας, και κατασκευάστηκε με χρήματα των δύο τελευταίων χωρών.
Παραγουάη
Αργεντινή
ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (ARGENTINA) Η πατρίδα του Κάρλος Καρδέλ, του Άστορ Πιατσόλα, της Εβίτα Περόν, του Μπόρχες, του Τσε Γκεβάρα, του Μαραντόνα, του ερωτικού χορού τάνγκο και της εκλεπτυσμένης νυχτερινής ζωής. Η πιο ευρωπαϊκή χώρα της Νότιας Αμερικής, με τη διευρυμένη αστική τάξη, δεν σοκάρει και δεν δημιουργεί προβλήματα στον ταξιδιώτη (καθώς δεν έχει τη φτώχια και την επικινδυνότητα άλλων χωρών), ενώ αποτελεί την πιο εύκολη είσοδο στη Νότια Αμερική. Η τεράστια χώρα, που βρέχεται ανατολικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό και συνορεύει δυτικά με τη Χιλή και βόρεια με Ουρουγουάη, Βραζιλία, Παραγουάη και Βολιβία, έχει 35 εκατομμύρια ισπανόφωνους κατοίκους, αν και πολλοί μιλούν πλέον και Αγγλικά. Οι περισσότεροι Αργεντίνοι είναι ισπανικής ή ιταλικής καταγωγής, κάτι που φαίνεται στην ιδιαίτερη τραγουδιστή προφορά τους. Είναι συμπαθέστατοι, όμορφοι και καλόγουστα ντυμένοι. Λατρεύουν το ποδόσφαιρο, το πόλο, τη νυχτερινή ζωή, το εξαιρετικό φαγητό, το καλό κρασί, το χορό και το διακριτικό φλερτ. Παρά τη βασανισμένη νεότερη ιστορία τους, οι Αργεντίνοι δεν έχουν χάσει το κέφι τους για καλή ζωή, τη φινέτσα και την αξιοπρέπειά τους. Όταν έφτασαν εδώ οι Ισπανοί κατακτητές, το 1580, κατοικούσαν στην περιοχή Ινδιάνοι. Το 1816, μετά από αγώνες, κέρδισαν την ανεξαρτησία τους από τους Ισπανούς, αλλά σύντομα δημιουργήθηκαν εντάσεις μεταξύ «Συντηρητικών» και «Φιλελεύθερων», που κατέληξαν στη δικτατορία του Ρόσας, η οποία διήρκησε μέχρι το 1852. Μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας –το πρώτο σύνταγμα της χώρα συντάχθηκε το 1853– η οικονομία άνθισε χάρη στις καλλιέργειες των σιτηρών, την κτηνοτροφία, την εισροή μεταναστών από την Ευρώπη αλλά και τα κεφάλαια από την Αγγλία, μέχρι την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Τότε επιβλήθηκε μια νέα δικτατορία που, παρ’ ότι μεσολάβησαν τα εύθραυστα διαλείμματα της διακυβέρνησης από τον λαϊκιστή στρατιωτικό Χουάν Περόν, συνεχίστηκε τη δεκαετία 1973-83 με τον αδίστακτο Βιδέλα, υπεύθυνο για την εξαφάνιση 30.000 αντιφρονούντων φοιτητών, συνδικαλιστών και διανοούμενων, για τον τρόμο που κυριάρχησε στη χώρα και για τον επιζήμιο πόλεμο με την Αγγλία στα νησιά Φόκλαντ (Falkland islands) – τα οποία οι Αργεντινοί οναμάζουν Ίσλας Μαλβίνας (Islas Malvinas). Τα υπέρογκα δάνεια των στρατιωτικών για τον έλεγχο και την καταστολή του λαού κατέστρεψαν την οικονομία της χώρας, που αναγκάζεται να αποπληρώνει τα δάνεια της δικτατορίας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μέχρι τώρα. Σήμερα επικρατεί δημοκρατία, αλλά με έναν πολύ ισχυρό στρατό, που επιδεικνύει συχνά τα όπλα του στις πορείες διαμαρτυρίες. Όντας η 8η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα στον κόσμο, μου χρειάζονται τουλάχιστον 15 μέρες για να ταξιδέψω στους απόκοσμους παγετώνες της Γης του Πυρός, στο νότιο τμήμα της Παταγονίας, ώστε να μην περιοριστώ μόνο στο Παρίσι της Νότιας Αμερικής, την επιβλητική πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες (Buenos Aires). Στην πρωτεύουσα περνάω από τα ταλαιπωρημένα νεοκλασικά χαμηλά κτίρια, τα ταβερνάκια, τις ορχήστρες του δρόμου και τα μαγαζιά με αντίκες της γραφικότατης γειτονιάς Σαν Τέλμο (San Telmo), καθώς και από τα πολύχρωμα μποέμικα σπίτια καλλιτεχνών στο διάσημο δρόμο Καμινίτο (Caminito) της φτωχικής γειτονιάς Λα Μπόκα (La Boca), όπου βρίσκεται το παλιό λιμάνι και από όπου ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Στο ιστορικό κέντρο, προσκυνώ νοερά τον κύκλο με τα ζωγραφισμένα κεφαλομάντιλα στην Πλατεία του Μαΐου (Plaza de Mayo), όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι αντιφρονούντες και οι «μητέρες του Μαΐου» (που αναζητούσαν για 20 τουλάχιστον χρόνια από την εποχή του Βιδέλα τα εξαφανισμένα παιδιά τους), φωτογραφίζω τον καθεδρικό ναό (Catedral Metropolitana) που μοιάζει με αρχαίο ελληνικό ναό και φιλοξενεί τον επιβλητικό μαρμάρινο τάφο του μεγάλου απελευθερωτή Σαν Μαρτίν, και βέβαια το διάσημο ροζ Προεδρικό Μέγαρο
(Casa Rosada). Μετά από στάση στο αριστοκρατικό καφέ Τορτόνι (Café Tortoni), συνεχίζω για την επιβλητική πλατεία της Βουλής (Plaza del Congreso) με το ομώνυμο κατάλευκο κτίριο. Διασχίζοντας τη φαρδιά λεωφόρο της 9ης Ιουλίου (Avenida 9 de Julio) ή τον εμπορικό δρόμο Florida, φτάνω στην αριστοκρατική περιοχή Ρεκολέτα (Recoleta). Εδώ περπατώ ανάμεσα στα θαυμάσια αρ ντεκό αρχοντικά του προηγούμενου αιώνα, βλέπω τα ακριβά καταστήματα με τα εξαιρετικά μάλλινα, τα δερμάτινα και τα ρούχα ντόπιων σχεδιαστών, μπαίνω στο όμορφο πάρκο Πλάσα Αλβεάρ (Plaza Alvear) με τα υπεραιωνόβια δέντρα και την υπαίθρια αγορά, επισκέπτομαι το εντυπωσιακό, πρώτο νεκροταφείο της πόλης (Cementerio de Recoleta), με τα μαρμάρινα μαυσωλεία (μεταξύ των οποίων και εκείνο της Εβίτα Περόν) και τα μασονικά σύμβολα των επιφανών της χώρας, και πίνω έναν καλοφτιαγμένο καφέ στη μεγαλοαστική καφετέρια απέναντι από το νεκροταφείο. Στη συνοικία Παλέρμος (Palermos) ξαφνιάζομαι από τις πράσινες εκτάσεις στις οποίες κάνουν βόλτες δεκάδες σκυλιά συνοδευόμενα από κάποιον που πληρώνεται ειδικά γι’ αυτό, αλλά και τις κλειστές λέσχες ιππασίας, τένις και κολύμβησης. Στο εντυπωσιακά αναδιαμορφωμένο λιμάνι Πουέρτο Μαδέρο (Puerto Madero) απολαμβάνω τη βόλτα, τις γεύσεις από τα καλά εστιατόρια της πόλης και τη νυχτερινή διασκέδαση. Λατρεύω το παθιασμένο τάνγκο, όπου αγκαλιάζονται τα κορμιά και ακούγονται μελαγχολικά τραγούδια, σε μεγάλα θεάματα (Rojo Tango και Senor Tango), σε μικρά μπαρ (Bar Sur) αλλά ακόμα και στις αίθουσες μιλόνγκα (Salon Canning, Confiteria La Ideal), όπου διασκεδάζουν χορεύοντας οι ίδιοι οι Πορτένιοι, όπως αποκαλούνται οι κάτοικοι του Μπουένος Άιρες. Εκτός από το χορό και τα εξαιρετικά κλαμπ, η κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα προσφέρει υπέροχες γεύσεις από τα καλύτερα κρέατα στον κόσμο (συνήθως ψήνονται «αντικριστά», όπως στην Κρήτη) και από πεντανόστιμα θαλασσινά στην κορυφαία churasceria Cabana las Lilas και στα εξαιρετικά εστιατόρια Casa Cruz, Lola, Sucre, La Cabana, Camarico (σε τιμές λίγο χαμηλότερες από την Ελλάδα). Στην περιοχή της Ρεκολέτα υπάρχουν αγορές δερμάτινων ειδών υψηλής ποιότητας, ενώ στην κυριακάτικη υπαίθρια αγορά του μποέμικου Σαν Τέλμο μπορεί να βρει κανείς αντίκες. Στη μητρόπολη που έχει ζήσει στιγμές μεγαλείου και λάμψης, λατρεύω να διανυκτερεύω στο μοντέρνο, πολυτελές και κεντρικό ξενοδοχείο 4 Seasons ή στο πιο minimal, αλλά με τον ωραιότερο κήπο, Park Hyatt. Δυστυχώς δεν κατάφερα ποτέ να παρακολουθήσω μια από τις εξαιρετικές παραστάσεις στο θέατρο Κολόν, το ωραιότερο θέατρο του νότιου ημισφαιρίου –μετά την όπερα του Σίδνεϊ–, καθώς τα τελευταία χρόνια είναι σε ανακαίνιση. Από το Μπουένος Άιρες, σε ολοήμερη εκδρομή με αυτοκίνητο, επισκέπτομαι συνήθως ένα από τα πολλά ράντσα μέσα στα ατελείωτα βοσκοτόπια (pampas), όπου βλέπω τις παγκοσμίου φήμης μεγαλόσωμες καλοζωισμένες αγελάδες, τους μουστακαλήδες καουμπόηδες (gauchos) της Νότιας Αμερικής με τα μαύρα φαρδιά παντελόνια και τις ψηλές μπότες σαν τα κρητικά στιβάλια, και τις επαύλεις που βρίσκονται μέσα στα ράντσα των μεγαλογαιοκτημόνων, όπως στο Rosario Estancia. Τελικά, η υπερηφάνεια του αργεντίνικου λαού γεννιέται σ’ αυτούς τους ανοιχτούς ορίζοντες, κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Διασχίζω με σκάφος τον ποταμό Τίγρε (Rio Tigre), στο Δέλτα του ποταμού Παρανά με τα δεκάδες νησάκια, για να ζήσω την μποέμικη ζωή των χιλιάδων κατοίκων που έχουν επιλέξει να ζουν στα πολλά ξύλινα απλά σπίτια ή στις λιγοστές εντυπωσιακές επαύλεις, να μετακινούνται με σκάφη ή πλωτά λεωφορεία και ταξί, να αναπνέουν το πράσινο που αγκαλιάζει σφιχτά όλη την περιοχή και να βρίσκονται γενικά «αλλού». Πριν εγκαταλείψω το πιο απομακρυσμένο προάστιο του Μπουένος Άιρες, τρώω πάντα φρέσκα και καλοψημένα ψάρια στο παραποτάμιο εστιατόριο Gato Blanco.
Καθώς το Μπουένος Άιρες έχει ήπιο χειμώνα ακόμα και τον Ιούλιο, αφού χιονίζει κάθε 100 χρόνια, η επίσκεψη είναι ευχάριστη καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς. Για να επισκεφθώ την Παταγονία, το νότιο άκρο του νότιου ημισφαιρίου, το οποίο μοιράζονται η Χιλή και η Αργεντινή, προτιμώ την περίοδο των Χριστουγέννων, καθώς οι λιγότερο χαμηλές θερμοκρασίες και οι μεγαλύτερες ημέρες με βοηθούν να απολαύσω τους παγετώνες της. Πετάω πάνω από ατελείωτες εκτάσεις καφεκίτρινης γης με κάποιες κουκκίδες λιμνών, στο πανέμορφο –και κοσμοπολίτικο σαν ελβετικό χωριό– Μπαριλότσε (Bariloche). Εδώ, τα χιονισμένα βουνά του Εθνικού Πάρκου της Παταγονίας, οι καταγάλανες λίμνες, η κρυστάλλινη ατμόσφαιρα, τα ξύλινα περιποιημένα σαλέ και τα πολυτελή ξενοδοχεία, με γοητεύουν. Συνεχίζω με αεροπλάνο νοτιότερα, για το Καλαφάτε (Calafate), την πόλη που βρίσκεται δίπλα στη λίμνη Αργεντίνο (Lago Argentino), τη μεγαλύτερη της χώρας, με έκταση 1.600 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Εκεί, ο εντυπωσιακότερος και μεγαλύτερος παγετώνας στον κόσμο, ο Περίτο Μορένο (Perito Moreno), με 4 χιλιόμετρα πλάτος και 60 μέτρα ύψος, με καθηλώνει. Περπατώντας σε ξύλινες πλατφόρμες που προσφέρουν άμεση θέα στο υπερθέαμα, πλησιάζω σε απόσταση ασφαλείας. Τη στιγμή που αποκολλάται ένα κομμάτι πάγου και πέφτει με εκκωφαντικό θόρυβο στα νερά της λίμνης Αργεντίνο, παραλύω από τη δύναμη και την ομορφιά της φύσης. Το γαλάζιο του ουρανού και το βαθύ μπλε των λιμνών μοιάζουν σαν να απορροφούνται από τα παγωμένα βουνά και τα κάνουν να φαίνονται γαλάζια και απόκοσμα, ενώ στην πραγματικότητα ο πάγος απορροφά όλα τα χρώματα της ίριδας εκτός από το κυανό, το οποίο αντανακλά. Η δε κρουαζιέρα στην λίμνη Αργεντίνο μου χαρίζει απλόχερα την συνολική σαγηνευτική εικόνα του παγετώνα. Αλλά και πάλι δεν μου είναι αρκετό! Αποφασίζω να ανέβω στον παγετώνα φορώντας πάνω από τα μποτάκια μου τις ειδικές σόλες με τα καρφιά και ακολουθώντας πιστά τον οδηγό –αναρριχητή που με οδηγεί με ευκολία στην κορυφή του! Κατακτώντας και τον ομορφότερο παγετώνα του Εθνικού Πάρκου των Παγετώνων (National Glacier Park), το οποίο αποτελεί, από το 1981, τμήμα της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο, δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω την συγκίνηση που με κατακλύζει. Έτσι ευτυχισμένη αφήνω άλλοτε το κομψό ξενοδοχείο Hosteria Alta Vista και άλλοτε το προσεγμένο ξενοδοχείο Posada dos Alamos για να καταλήξω μετά από τουλάχιστον μια ώρα δρόμο με το πούλμαν στη νοτιότερη άκρη της γης, στη Γη του Πυρός. Η νοτιότερη πόλη στην Αργεντινή, η Ουσουάια (Ushuaia), με την ανεξέλεγκτη δόμηση χαμηλών και πολύχρωμων κτιρίων, τα τουριστικά γραφεία που οργανώνουν κρουαζιέρες στην Ανταρκτική, τα ξενοδοχεία και τα ίντερνετ καφέ, σίγουρα δεν είναι η ομορφότερη πόλη της χώρας. Είναι όμως η τελευταία πόλη που με φιλοξενεί πριν δω το παραμυθένιο τοπίο του Εθνικού Πάρκου της Γης του Πυρός, με το δάσος και τη βραχώδη ακτογραμμή που καταλήγει στα στενά του Μαγγελάνου και το πέρασμα για την Ανταρκτική. Κλείνω τη φυσιολατρική εκδρομή στο μαγικό αυτό τοπίο με μια ημερήσια κρουαζιέρα στο κανάλι Μπιγκλ, όπου βλέπω φώκιες, κορμοράνους και πιγκουίνους. Έτσι παίρνω ξανά, από τη θάλασσα αυτήν τη φορά, τη γεύση της εφήμερης δύναμης ενός γίγαντα από πάγο. Επίσης, κρατάω στη μνήμη μου τον απέραντο ουρανό της Παταγονίας, είτε είναι καταγάλανος είτε βαμμένος κόκκινος την ώρα του ηλιοβασιλέματος είτε μαύρος και στολισμένος από εκατομμύρια λαμπερά αστέρια, όπως περιγράφεται επιτυχημένα στο μεταφρασμένο στα Ελληνικά βιβλίο Patagonia Express, του Λουίς Σεπούλβεδα. Αφήνοντας το απέραντο κοφτερό λευκό των αιώνιων πάγων στην «εσχατιά» αυτού του κόσμου, πετάω μέχρι το βορειότερο άκρο της χώρας, στους ωραιότατους καταρράκτες Ιγκουασού, εκεί όπου η
ζούγκλα αγκαλιάζει τον ποταμό Ιγκουασού. Για άλλη μια φορά, η δύναμη και η ομορφιά της φύσης μού κόβουν την ανάσα και μου φέρνουν στο νου την αγριάδα της ψυχής που, όταν ερωτεύεται, μπορεί να κατασπαράξει τα πάντα στη δίνη του πάθους και παραδίδεται, σαν να χορεύει ένα τελευταίο τάνγκο.
ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ (URUGUAY) Το μικρό, φτωχότερο αλλά αξιοπρεπές, αδελφάκι της Αργεντινής, με τη γραφικότατη πόλη Κολόνια δελ Σακραμέντο και τις κατάλευκες παραλίες της όμορφης και πλούσιας περιοχής Πούντα δελ Έστε. Πρωτεύουσα είναι το συμπαθητικό Μοντεβιδέο (Montevideo), που συγκεντρώνει το μισό περίπου πληθυσμό της χώρας και είναι χτισμένο σχεδόν απέναντι από το Μπουένος Άιρες πάνω στο φαρδύ σαν θάλασσα, καφετί ποταμό Ρίο δε λα Πλάτα (Rio de la Plata). Το μικρό ιστορικό κέντρο χαρακτηρίζεται από την όμορφη πλατεία Συντάγματος (Plaza Constitucion), με τον καθεδρικό ναό και το παλιό δημαρχείο, καθώς και από το άχαρο οικονομικό και εμπορικό κέντρο γύρω από την πλατεία Ανεξαρτησίας (Plaza Independencia). Η μήκους 22 χιλιομέτρων παραλιακή λεωφόρος Ράμπλα (Rambla) με τις περιποιημένες πολυκατοικίες φτάνει μέχρι το μεγάλο λιμάνι του Μοντεβιδέο, το οποίο είναι πάντα γεμάτο ρυμουλκά και τεράστια εμπορικά πλοία, γερανούς αλλά και εγκαταλελειμμένα σκάφη. Καταλήγω στη γραφική αγορά του λιμανιού (Mercado del Puerto) με τα ωραία εστιατόρια και τα μαγαζάκια. Μετά από στάση για καλοψημένα στη σχάρα παϊδάκια και λουκάνικα, ψάχνω τις αγορές αλλά δεν βρίσκω τίποτα, εκτός από κάποια ινδιάνικα αναμνηστικά (αν και δεν υπάρχουν πια Ινδιάνοι) και μερικές ξύλινες κούπες με μεταλλικά καλαμάκια για μάτε, ένα ρόφημα από βότανα που πίνουν όλη μέρα οι γκαούτσος της Ουρουγουάης και της Αργεντινής. Στο Μοντεβιδέο περνώ από το σπουδαίο ελληνικό πολιτιστικό ίδρυμα Maria Tsakos Foundation (της μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας Τσάκου), όπου διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, ο πολιτισμός και οι χοροί της Ελλάδας, και από την όμορφη Ορθόδοξη Ελληνική Αρχιεπισκοπή της Νότιας Αμερικής με το μεγάλο κοινωνικό έργο. Περπατώντας στους δρόμους, δεν αντικρίζω πουθενά το υψηλό επίπεδο και την καλαισθησία του Μπουένος Άιρες, αν και η Ουρουγουάη έχει πολλά κοινά με την Αργεντινή, καθώς είναι κι αυτή μια πεδινή χώρα στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού, με λευκούς κατοίκους ιταλικής και ισπανικής καταγωγής. Τα μεγέθη βέβαια διαφέρουν, καθώς η Ουρουγουάη έχει έκταση 176.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και μόλις 3,5 εκατομμύρια πληθυσμό. Από το Μοντεβιδέο, οδηγώντας δύο ώρες μέσα από πεδινά βοσκοτόπια με ελάχιστα δέντρα και πολλές παχιές αγελάδες, φτάνω στη γραφικότατη μικρή πόλη Κολόνια δελ Σακραμέντο (Colonia del Sacramento). Η πιο παλιά πόλη της χώρας έχει να επιδείξει πολύχρωμα κτίσματα μοναδικού αποικιακού στιλ του 18ου αιώνα. Πάνω στον ποταμό Ρίο δε λα Πλάτα βρίσκεται τo μικρό ιστορικό κέντρο Barrio Historico με τα μικρά καστράκια, την πλατεία Plaza de Armas, τα πολύ παλιά ασβεστωμένα χαμηλά σπίτια, τις εκκλησίες Convento de San Francisco και Iglesia Martiz και τα ωραία καφέ στα μικρά λουλουδιασμένα πάρκα. Περπατώντας στα πλακόστρωτα δρομάκια (Calle de los Suspiros, Paseo de San Gabriel, Calle del Collegio), νιώθω την ιστορία αυτής της χώρας και χαίρομαι που η Ουνέσκο έχει φροντίσει να διατηρηθεί εξαίσια η πιο όμορφη πόλη-μνημείο της Ουρουγουάης. Θα μπορούσα να επισκεφθώ την Κολόνια δελ Σακραμέντο σε ολοήμερη εκδρομή από το Μπουένος Άιρες με ταχύπλοο σκάφος που καλύπτει την απόσταση σε μία μόλις ώρα. Αλλά οι τρεις ημέρες, που είχα στη διάθεσή μου, μου επέτρεψαν να επισκεφθώ όλη τη χώρα. Έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να
διανυκτερεύσω στο ιστορικό ξενοδοχείο Hotel Plaza Mayor του 19ου αιώνα, που με ταξιδεύει πίσω στο χρόνο. Έναν ηλιόλουστο Δεκέμβριο (δηλαδή καλοκαίρι στη Νότια Αμερική), οδηγώ τρεις ώρες από το Μοντεβιδέο μέχρι την Πούντα δελ Έστε (Punta del Este) για να δω τη Μύκονο της περιοχής και να κολυμπήσω στις κατάλευκες πλατιές αμμουδιές. Εδώ υπάρχουν καλά εστιατόρια στις περιοχές Punta Ballena και Barra de Maldonado, ωραία ξενοδοχεία, με καλύτερο το La Posta del Cangrejo στην εκπληκτική παραλία Barra de Maldonado, και τα πιο πολυτελή καταστήματα της χώρας, που τα χαίρονται περισσότερο οι πιο ευκατάστατοι Αργεντίνοι, παρά οι φτωχότεροι Ουρουγουανοί. Ξαπλωμένη στην οργανωμένη παραλία με θέα τη γαλανή αλλά όχι ιδιαίτερα διαυγή θάλασσα του ωκεανού, διαβάζω την ιστορία της χώρας, που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με εκείνη της Αργεντινής. Στην περιοχή ζούσαν οι αυτόχθονες Ινδιάνοι Τσαρούα. Το 1680, οι Πορτογάλοι ίδρυσαν αποικία στο Σακραμέντο και οι Ισπανοί στο Μοντεβιδέο, ως απάντηση. Η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1828, αλλά οι εμφύλιοι διαδέχονταν τις δικτατορίες μέχρι το 1903. Επικράτησαν η λογική και η δημοκρατία μέχρι το 1966, οπότε δολοφονήθηκε ο πρόεδρος και επιβλήθηκε άλλη μια δικτατορία στη χώρα μέχρι το 1984. Από τότε υπάρχει δημοκρατία αλλά και οικονομική ανάπτυξη, που στηρίζεται στην εξαγωγή μαλλιού και κρεάτων, στη μεταποίηση, στα ναυπηγεία και στο ξέπλυμα χρήματος.
ΧΙΛΗ (CHILE) Μια από τις ελάχιστες χώρες της Νότιας Αμερικής που δεν κατάφερα να επισκεφθώ, πέρα από την πρωτεύουσα Σαντιάγο (Santiago de Chile), και γι’ αυτό θεωρώ ότι δεν την έχω δει. Ξέρω ότι η μακρόστενη λωρίδα γης μήκους 4.300 χιλιομέτρων και πλάτους που δεν ξεπερνά τα 180 χιλιόμετρα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, λόγω των πολλών διαφορετικών τοπίων, κλιμάτων αλλά και των ιθαγενών Ινδιάνων με τα σχιστά μάτια και τα πλατιά χαμόγελα. Ο βορράς χαρακτηρίζεται από την τεράστια έρημο Ατακάμα (Atacama) που καταλήγει σε λίμνες, ποτάμια και γιγάντια ηφαίστεια, ενώ νοτιότερα σβήνει στους ωραιότερους ίσως παγετώνες της Νότιας Αμερικής. Κατοικείται από τους Ινδιάνους Αϊμάρα (απόγονους των Ίνκας) και νοτιότερα από τους Μαπούτσε (τους «ανθρώπους της γης») που αντιστάθηκαν σθεναρά σε όλους τους εισβολείς. Από ανατολικά, η οροσειρά των Άνδεων που οριοθετεί με φυσικό τρόπο τη χώρα από το Περού και την Αργεντινή πρέπει να φαντάζει όμορφη όπως και στις γειτονικές χώρες, οι οποίες όμως δεν έχουν τις πανέμορφες παραλίες της τεράστιας ακτογραμμής της Χιλής στον Ειρηνικό Ωκεανό και τα πολυτελή ξενοδοχεία της. Εδώ, στη μακρινή Χιλή, όπου συνδυάζονται η οικονομική άνθηση, το μαγικό τοπίο και οι συμπαθέστατοι Ινδιάνοι, θα έρθω σε ένα από τα επόμενα ταξίδια μου – και ιδανικά στις Χριστουγεννιάτικες γιορτές που κορυφώνονται στην Παναγία των ορυχείων, στο Σαντιάγο. Εκεί, στην πατρίδα του Νομπελίστα ποιητή Πάμπλο Νερούδα, θέλω να διαβάσω ξανά το έργο του Κάντο Χενεράλ (Canto General).
ΕΥΡΩΠΗ ΙΣΛΑΝΔΙΑ Το νησί με τις μεγαλύτερες γεωθερμικές πηγές στον κόσμο, τα αμέτρητα ηφαίστεια, τις λίμνες με θερμά ιαματικά νερά και τα πολλά ποτάμια, τις πράσινες εκτάσεις, αλλά και τις μεγάλες πεδιάδες στερεοποιημένης λάβας, θυμίζει ένα άλλο νησί στην άλλη άκρη της Γης, τη Νέα Ζηλανδία. Κάποιο καλοκαίρι, όταν οι θερμοκρασίες και οι μεγάλες ημέρες επιτρέπουν τις επισκέψεις, θα επισκεφθώ τη βορειότερη πρωτεύουσα της Ευρώπης, το παραμυθένιο Ρέικιαβικ (Reykjavik), και τις περιοχές Γκέισιρ (Geysir) και Γκούλφος (Gullfoss) για τους θερμοπίδακες, Λαντμαναλαουγκάρ (Landmannalaugar) για τις θερμές πηγές, Μπλου Λαγκούν (Blue Lagoon) για μπάνιο στη γαλάζια λίμνη και Χούσαβικ (Husavik) για να απολαύσω την ηφαιστειογενή φυσική ομορφιά αυτής της χώρας, σε συνδυασμό με τις υψηλής ποιότητας υπηρεσίες που προσφέρει και τα εξαιρετικά spa με ιαματικές πηγές.
ΓΡΟΙΛΑΝΔΙΑ Εκεί που τα παγόβουνα είναι πολύ περισσότερα από τους ανθρώπους, στην απεραντοσύνη της παγωμένης θάλασσας στις παρυφές του Βόρειου Πόλου, θα πάω σε συνδυασμό με την Ισλανδία που δεν έχω δει και την Ιρλανδία που αγαπώ. Λαχταρώ να δω τις εκατοντάδες καταγάλανες λίμνες, τα φιορδ που σχηματίζονται από τα νησιά των πάγων, το διάσημο τεράστιο παγετώνα Ιλουλισάτ (Ilulissat) πριν λιώσει, τις κοινότητες των αυτοχθόνων Ινουίτ, που επιβιώνουν σε τόσο ακραίες για τον άνθρωπο θερμοκρασίες, τα σκυλιά χάσκι που σέρνουν τα έλκηθρα, τις φάλαινες φυσητήρες και τα κοπάδια από φώκιες, τα αρχαιότερα πετρώματα και τις μούμιες Γκιλακιτσόγκ στο Εθνικό Μουσείο στην πρωτεύουσα Νουούκ (Nuuk). Εύχομαι να μην αργήσει αυτό το γλυκό καλοκαίρι που θα με φέρει σε ένα από τα ελάχιστα ανεκπλήρωτα ταξιδιωτικά μου όνειρα και θα μου αποκαλύψει τον κόσμο της Αρκτικής, που προσφέρει μια από τις πιο απόκοσμα γαλήνιες εικόνες του πλανήτη.
ΙΡΛΑΝΔΙΑ (IRELAND) Το καταπράσινο νησί με τους χαλαρούς ανθρώπους, την καλύτερη ίσως μπίρα, τη μουσική, τους ανεπανάληπτους, βραβευμένους με Νόμπελ Λογοτεχνίας, συγγραφείς Μπέρναρντ Σω, Γέιτς, Μπέκετ, Χίνι και Τζέιμς Τζόις, αλλά και τους φημισμένους μουσικούς, όπως τους U2 και την Enya. Η Ιρλανδία βρίσκεται στη βορειοδυτική Ευρώπη, δυτικά της Μεγάλης Βρετανίας. Η πεδινή και εύφορη, λόγω των πολλών βροχών, έκταση των 70.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων καλύπτεται από ένα καταπράσινο χαλί και καταλήγει σε απόκρημνες ακτές. Το βορειότερο τμήμα του νησιού, με μεγαλύτερη πόλη το Μπέλφαστ (Belfast), ανήκει στον κοντινό αλλά άσπονδό της γείτονα –τη Μεγάλη Βρετανία– και ονομάζεται Βόρεια Ιρλανδία. Στην περιοχή ζούσαν οι Κέλτες. Από τον 16o αιώνα, προτεστάντες Άγγλοι έποικοι ήρθαν οργανωμένα, παίρνοντας την καλύτερη γη και καταδιώκοντας τους καθολικούς Ιρλανδούς. Tο 1801, η χώρα ήρθε επίσημα κάτω από τον έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας. Ακολούθησε μια μακρά περίοδος πείνας λόγω των κατεστραμμένων σοδιών πατάτας, που είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες νεκρούς και εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες στην Αμερική. Ο Ιρλανδοαγγλικός πόλεμος έληξε το 1921 με την ανεξαρτησία του νησιού αλλά και τη διχοτόμησή του. Το αντάρτικο στο βόρειο τμήμα συνεχίστηκε για δεκάδες χρόνια, μέχρι το 1990, με την οργάνωση ΙRA να πρωτοστατεί. Από τότε που έληξε ο ένοπλος αγώνας, η οικονομία της χώρας έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία, καθώς έγιναν πολλές και μεγάλες επενδύσεις από το εξωτερικό στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες. Σε αυτή την οικονομική άνθηση βοήθησε το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των περισσοτέρων, ο επαγγελματισμός τους και η αγγλική γλώσσα που μιλούν όλοι. Ο πληθυσμός της ανεξάρτητης Ιρλανδίας υπολογίζεται στα 4 εκατομμύρια, ενώ της Βόρειας Ιρλανδίας στα 2 εκατομμύρια. Τα δύο τμήματα της χώρας έχουν κοινές θρησκευτικές και εθνικές γιορτές, όπως την 17η Μαρτίου και την ημέρα του Αγίου Πατρικίου, ο οποίος είναι ο προστάτης του νησιού. Επίσης, ενώνονται σε μια ομάδα σε αθλήματα όπως το γκολφ, το ράγκμπι, το κρίκετ, αλλά όχι στο ποδόσφαιρο. Φτάνοντας στο βροχερό Δουβλίνο (Dublin) ένα γλυκό καλοκαίρι, αντικρίζω μια πολύ χαριτωμένη πόλη, χτισμένη πάνω στον ποταμό Λίφεϊ (Liffey), με τούβλινα τετραώροφα σπίτια, πέτρινα επιβλητικά κτίρια με καλοδουλεμένες καγκελένιες πόρτες, πάρκα, μικρά περιποιημένα μαγαζάκια, αμέτρητες παμπ και σύγχρονες μουσικές σκηνές. Το τεράστιο πέτρινο παλιό Πανεπιστήμιο Τρίνιτι (Trinity College), διάσημο για τους επιφανείς αποφοίτους του, το Εθνικό Μουσείο (National Museum), με τις κέλτικες καρφίτσες και τα παραδοσιακά παλιά αντικείμενα, το μέγαρο της Τράπεζας της Ιρλανδίας (Bank of Ireland), το νεοκλασικό Κοινοβούλιο (Leinster Ηouse), το Δημαρχείο (City Hall), το πέτρινο κάστρο (Dublin Castle), ο γοτθικός ναός του Χριστού (Christ Church Cathedral), ο εμπορικός δρόμος Κράφτον (Crafton Street) και το Τεμπλ Μπαρ (Temple Bar), ο δρόμος με τα μπαρ και τα μποέμικα μικρά εστιατόρια, μου χαρίζουν αξέχαστες εικόνες. Συνεχίζω βόρεια του ποταμού, ακολουθώντας το μεγαλοαστικό δρόμο Ο’ Κόνελ (Ο’ Connell Street) για να επισκεφθώ το πολιτιστικό κέντρο του συγγραφέα της Οδύσσειας, του Τζέιμς Τζόις (James Joyce Cultural Centre). Βγαίνοντας στα προάστια της πόλης, επισκέπτομαι το εργοστάσιο όπου παράγεται η Guinness, η αγαπημένη μου μαύρη μπίρα. Από εδώ αγοράζω ένα απαραίτητο πράσινο αδιάβροχο μπουφάν και καπέλο με το έμβλημα της Ιρλανδίας, το τριφύλλι. Ο σίγουρος τρόπος να γνωρίσω τους κατοίκους είναι οι απογευματινές καθημερινές βόλτες στις πανέμορφες παραδοσιακές ξύλινες παμπ Brazen Head ή Doheny & Nesbitt, όπου πίνουν τις αγαπημένες τους μπίρες Murphy’s, Beamish και τη διάσημη μαύρη Guinness σχεδόν πάντα από βαρέλι και σπάνια από μπουκάλι, ακούγοντας συχνά μπάντες με βιολί, άρπα και πίπιζα. Νέοι αλλά και μεγαλύτεροι σε
ηλικία περνούν σχεδόν κάθε απόγευμα από την αγαπημένη τους παμπ και είναι γεμάτοι ιστορίες και διάθεση να τις διηγηθούν. Ακούω αυθεντικές περιγραφές για τον πόλεμο των ανταρτών του IRA, για το κύμα της μετανάστευσης, για τους παγκοσμίως διάσημους μουσικούς που έπαιζαν στις παμπ με μόνο αντάλλαγμα το ποτό τους και ίσως ένα σάντουιτς με μαύρο ψωμί και σολομό. Διαπιστώνω πως οι Ιρλανδοί ζουν με πάθος, είτε πρόκειται για αθλητισμό είτε για μουσική ή ποτό. Απλοί στους τρόπους και στο ντύσιμο και πολύ συμπαθητικοί, γελούν, χορεύουν και αγαπούν περήφανα τη χώρα τους. Στη διάρκεια της τριήμερης παραμονής μου στην πόλη στο αριστοκρατικό ξενοδοχείο Shelbourne, μου προσφέρω ένα γαστρονομικό γεύμα στο εστιατόριο Patrick Guilabaud και ένα άκρως τελετουργικό στο The Tea Room του πολυτελούς ξενοδοχείου Clarence, ενώ για κάτι πιο απλό γευματίζω στο αγαπημένο Elephant & Castle. Αφήνοντας το Δουβλίνο, μου αποκαλύπτεται η πανέμορφη βελούδινη βλάστηση σε κάμπους και πλαγιές, που εναλλάσσεται με ολάνθιστα λιβάδια και τεράστια δάση με βελανιδιές, γκι και σημύδες, ενώ εδώ κι εκεί ξεφυτρώνουν χαμηλά σπίτια σε παστέλ χρώματα με πυκνές αχυρένιες στέγες και μικρά παράθυρα στις σοφίτες. Κατευθυνόμενη δυτικά, περνάω από το Εθνικό Πάρκο Κονεμάρα (Connemara National Park) με τα πανέμορφα λιβάδια και τις απόκρημνες χαμηλές κορυφές. Στο παραθαλάσσιο Γκόλγουεϊ (Galway), περπατώ στα πλακόστρωτα σοκάκια μέσα από τα μεσαιωνικά τείχη και γεύομαι τα λαχταριστά στρείδια για τα οποία φημίζεται αυτή η γραφική πανεπιστημιούπολη στο εστιατόριο Moran’s Oyster Cottage. Νοτιότερα, στην περιοχή Λόουερ Σάνον (Lower Shannon), θαυμάζω την άγρια ομορφιά της απόκρημνης ακτογραμμής, τα λουλουδιασμένα βράχια του Μπάρεν (Burren), τον εντυπωσιακό μεσαιωνικό πύργο Μπάνρατι (Bunratty) δίπλα σ’ ένα θεματικό πάρκο σε στιλ ιρλανδικού χωριού, και ίσως το πιο όμορφο και γραφικό χωριό της χώρας, το Αντέρ (Adare), με τα πολλά παστέλ μικρά παλιά σπίτια και τις αχυρένιες στέγες. Ακόμη νοτιότερα, συναντώ τις λίμνες του πάρκου Κιλάρνεϊ (Kilarney Park), που μπερδεύονται συνεχώς με τους κολπίσκους και δεν ξέρω πού ξεκινά και πού τελειώνει η θάλασσα. Φωτογραφίζω τη βικτοριανή έπαυλη Μάκρος (Μuckross House) που λειτουργεί ως Λαογραφικό Μουσείο τριών κοινωνικών τάξεων και μαθαίνω πώς ήταν η καθημερινή ζωή σε τρία διαφορετικά σπίτια πριν έρθει ο ηλεκτρισμός. Στο τέλος της εντυπωσιακής ακτής, φτάνω στο Κινσάλε (Kinsale), με το μικρό του λιμάνι γεμάτο ιστιοπλοϊκά. Εκεί βρίσκονται μερικά από τα καλύτερα εστιατόρια της χώρας, στα οποία γεύομαι θαλασσινά μαγειρεμένα με φρέσκο βούτυρο. Σεργιανίζω στο γραφικότατο Κιλκένι (Kilkenny) με τα λίγα πέτρινα κτίρια, τα πολύχρωμα τριώροφα με τα λουλουδιασμένα μπαλκόνια και τις παμπ στο ισόγειο, και το επιβλητικό πέτρινο κάστρο του με τις στρογγυλές πολεμίστρες. Επισκέπτομαι το μέγαρο Κάσλταουν (Castletown) και το παλάτι Πάουερσκορτ (Powerscourt) με τους ωραιότερους κήπους της Ιρλανδίας. Ύστερα επιστρέφω στο αγαπημένο Δουβλίνο. Συνειδητοποιώ συγκινημένη πως στους ανοιχτούς ορίζοντες της Ιρλανδίας, στη διάσπαρτη από ορμητικά ποτάμια γη και στη βραχώδη δαντελωτή ακτογραμμή που αντίκρισα, γεννήθηκαν τα αδέσμευτα πνεύματα πολλών αγωνιστών και λογοτεχνών. Γεμάτη εικόνες από τα γραφικά χωριά, τα ονειρικά άγρια τοπία, τα κάστρα και τα παλάτια, τα χαμόγελα των ιδιοκτητριών των περιποιημένων πανδοχείων Bed & Breakfast στα οποία μένω στην ενδοχώρα, αλλά και από τις πλούσιες γεύσεις της μαύρης μπίρας, του σολομού, των στρειδιών και των τυριών, του αληθινού βουτύρου και του ζεστού σπιτικού μαύρου ψωμιού, νιώθω απύθμενη χαρά που βρίσκομαι στην Ιρλανδία. Αποχαιρετώ τη χώρα ξεκινώντας να διαβάζω το βιβλίο Οδύσσεια του Τζέιμς Τζόις
και φορώντας τον χαρακτηριστικό κέλτικο σταυρό (ο οποίος έχει αναγνωριστεί ως κοπτικό σχέδιο που απεικονίστηκε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο). Είχα την τύχη να πάω τρεις φορές στη χώρα της μουσικής και του αυθόρμητου κεφιού, και αγάπησα κι αυτήν και τους ανθρώπους της. Έχουν πονέσει, αλλά χαίρονται τη ζωή, και αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα.
ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ (GREAT BRITAIN) Βορειοδυτικά της ηπειρωτικής Ευρώπης, βρίσκεται το μεγαλύτερο νησί της και το ένατο στον κόσμο, με 60 εκατομμύρια κατοίκους και έκταση 210.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι πρώτοι κάτοικοι, που ήρθαν από την Ευρώπη το 4.000 π.Χ., άφησαν εντυπωσιακά πέτρινα ταφικά μνημεία που ακόμα προκαλούν ερωτηματικά. Οι Κέλτες ήρθαν από την Κεντρική Ευρώπη το 500 π.Χ. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν το νότιο τμήμα του νησιού το 50 μ.Χ. και το ονόμασαν Μπριτάνια, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν στη σημερινή Σκωτία, που την αποκαλούσαν Καληδονία. Μετά από τέσσερις αιώνες ρωμαϊκής κυριαρχίας, ήρθε ο Χριστιανισμός. Αργότερα, παγανιστές Σάξονες και Άγγλοι –Γερμανικά φύλα– αποίκισαν την περιοχή και την ονόμασαν Αγγλία εκδιώκοντας το χριστιανικό κέλτικο πληθυσμό στη Σκωτία, την Ιρλανδία και την Ουαλία. Από το 1066, μετά από τη γνωστή μάχη του Χέιστινγκς, η εξουσία πέρασε στους Νορμανδούς υπό τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή. Έκτοτε, Αγγλοσάξονες και Νορμανδοί έγιναν ένα, ζώντας μαζί για αιώνες. Το 1215 περιορίστηκαν κάπως οι εξουσίες του βασιλιά με τη «Μάγκνα Κάρτα», την οποία επέβαλαν οι φεουδάρχες ευγενείς. Το 1337 ξεκίνησε ο εκατονταετής πόλεμος με τη Γαλλία ενώ λίγο αργότερα το 1/3 του πληθυσμού αποδεκατίστηκε από επιδημία πανούκλας. Τον 16ο αιώνα, η βασίλισσα Ελισάβετ πολέμησε τους Σκωτσέζους. Το 1707 δημιουργήθηκε η Μεγάλη Βρετανία με την ένωση των βασιλείων της Αγγλίας και της Σκωτίας, και το 1800 η Μεγάλη Βρετανία συνενώθηκε με την Ιρλανδία δημιουργώντας το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1806, το αγγλικό ναυτικό διέλυσε την πανίσχυρη ισπανική αρμάδα στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ. Στις αρχές του 19ου αιώνα η βασίλισσα Βικτόρια έστειλε τους μεγαλύτερους Βρετανούς θαλασσοπόρους και εξερευνητές προς όλες τις κατευθύνσεις, που επέκτειναν την επιρροή της Βρετανίας σε τμήματα της Αμερικής και της Αφρικής, την Ινδία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Η χώρα έζησε την πρώτη βιομηχανική επανάσταση και συμμετείχε στον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1922, η βρετανική αυτοκρατορία –στην οποία «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ»– κάλυπτε το 1/4 της ξηράς της Γης. Μετά το 1950, όμως, η Βρετανία έχασε το μεγαλύτερο μέρος των αποικιών της όταν η Ινδία, το Πακιστάν, η Μαλαισία, η Κένυα και τα νησιά της Καραϊβικής κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Η χώρα διαθέτει μια από τις ισχυρότερες οικονομίες, με βιομηχανία αυτοκινήτων, χημικών, αεροπλάνων και υφασμάτων, υψηλού επιπέδου τραπεζικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, καλλιέργειες, αλιεία και τουρισμό. Οι Άγγλοι είναι ευγενικοί και πολύ εξυπηρετικοί, αν και φαίνονται απόμακροι και καθόλου διαχυτικοί. Μόνο τα βράδια που πίνουν και ντύνονται πολύ ελαφριά (ειδικά τα κορίτσια, παρόλο το κρύο) εκδηλώνονται γελώντας και φλερτάροντας. Αγαπούν πολύ τα σκυλιά, τα πάρκα, το ποδόσφαιρο, τις παμπ, τη βασίλισσα και, πάνω απ’ όλα, τη ρουτίνα, διατηρώντας τις ίδιες συνήθειες για χρόνια. Η Μεγάλη Βρετανία έχει μια από τις πιο «ζωντανές» και ενδιαφέρουσες πρωτεύουσες της Ευρώπης, με 7,5 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους το 30% έχει αλλοδαπή καταγωγή (Ινδοί, Άραβες, Αφρικανοί). Εδώ η συνύπαρξη πολλών εθνοτήτων δεν συνοδεύεται από ρατσιστικές εντάσεις όπως στη Γαλλία ή τις ΗΠΑ. Τo πολυπολιτισμικό Λονδίνο (London) φημίζεται για τα βασιλικά ανάκτορα του Μπάκινγκχαμ, το Μπιγκ Μπεν του Κοινοβουλίου, τη διάσημη γέφυρα με τους δύο πύργους (Tower Bridge), τα σπουδαία μουσεία, το θέατρο και ιδιαίτερα τα μιούζικαλ, τις αγορές –και ειδικά τις υπαίθριες–, τα καταπληκτικά εστιατόρια, και βέβαια για το πολύ υψηλό κόστος ζωής, με λίγες μόνο εξαιρέσεις. Κατά μήκος του Τάμεση, ανάμεσα στις δύο ομορφότερες γέφυρες, την Tower Bridge και την Westminster Bridge, βρίσκονται τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης: η εντυπωσιακή νεογοτθικού ρυθμού Βου-
λή με το διάσημο ρολόι Μπιγκ Μπεν (Big Ben), η εκκλησία Γουέστμινστερ Άμπεϊ (Westminster Abbey), όπου στέφθηκαν και θάφτηκαν όλοι σχεδόν οι βασιλιάδες της χώρας, ο καθολικός καθεδρικός ναός του Γουέστμινστερ (Westminster Cathedral), σαν νεοβυζαντινό στολίδι, η Εθνική Πινακοθήκη (National Gallery) με έργα καλλιτεχνών απ’ όλο τον κόσμο στη μεγαλύτερη πλατεία του Λονδίνου Τραφάλγκαρ (Trafalgar Square), η Τέιτ γκάλερι (Tate Gallery) με τους κορυφαίους εκπροσώπους της βρετανικής ζωγραφικής, ο μπαρόκ καθεδρικός ναός Σεντ Πολ (St. Paul) όπου παντρεύτηκε η Νταϊάνα και ο Κάρολος, ο Πύργος του Λονδίνου (Tower of London), όπου φιλοξενούνται τα κοσμήματα του Στέμματος, από τα σημαντικότερα του κόσμου, αντίστοιχα με τα αυτοκρατορικά κοσμήματα της Ρωσίας στο Μουσείο του Κρεμλίνου και του Ιράν στην Τράπεζα της Περσίας, στην Τεχεράνη, και η Μόντερν Τέιτ Γκάλερι (Modern Tate Gallery), πάνω στον Τάμεση, με έργα σύγχρονης τέχνης. Το οικονομικό κέντρο του Λονδίνου, το Σίτι (City) αποκαλύπτει κι άλλα πανέμορφα κτίρια, όπως την Τράπεζα της Αγγλίας (Bank of England), το χρηματιστήριο (Οld Stock Exchange Market), το νέο υπερμοντέρνο κτίριο των Λόιντς (Lloyd’s), αλλά και το παλαιότερο ναυτιλιακό τμήμα της εταιρείας, ενώ τη νύχτα η περιοχή παίρνει φωτιά από τα πολλά κλαμπ. Μια επίσκεψη στο Λονδίνο δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένη χωρίς ένα πέρασμα από το Σόχο (Soho) για τα μαγαζάκια του και τις μικρές παμπ, την πλατεία Πικαντίλι (Picadilly Circus) και το Κόβεντ Γκάρντεν (Covent Garden) για τις ανυπέρβλητες θεατρικές παραστάσεις και τη σκεπαστή αγορά του. Αλλά ούτε χωρίς επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείο (British Museum) με τα αγάλματα που στοιχειώνουν τον Παρθενώνα. Συνεχίζω προς την περιοχή Σεντ Τζέιμς (St. James), για να δω την αλλαγή φρουράς στο διάσημο παλάτι του Μπάκινγκχαμ (Buckingham Palace). Σταματάω για τσάι και μπισκοτάκια στο εξαιρετικό κατάστημα Fortnum & Mason. Ανανεωμένη κατευθύνομαι στο μεγαλοπρεπές Μουσείο Εφηρμοσμένων Τεχνών Βικτόρια & Άλμπερτ (Victoria & Albert Museum) και διασχίζω το απέραντο πάρκο (Hyde Park) στην καρδιά της πόλης. Μετά από αγορές στις διάσημες οδούς Όξφορντ στριτ (Oxford street) και Ρίτζεντ στριτ (Regent street), στην μποέμικη και μοντέρνα αγορά Portobello market ή στην πιο απομακρυσμένη Ghatham Place για τις διάσημες καμπαρντίνες και τα απαραίτητα αδιάβροχα καπελάκια, γευματίζω στις παμπ The Red Lion και Grenadier, τρώω αχνιστά μύδια στο εστιατόριο Bibendum ή νοστιμότατο λαβράκι στο Bank. Τα βράδια καταλήγω κατάκοπη στο προσιτό Portobello Ηotel ή σε πολυτελή ξενοδοχεία στην αγαπημένη μου ήσυχη περιοχή Νάιτσμπριτζ (Knightsbridge), με το πασίγνωστο πολυκατάστημα Harrods, ή και στην αριστοκρατική γειτονιά Μέιφερ (Mayfair). Η βόλτα με σκάφος στον Τάμεση (Thames) μου αποκαλύπτει όλες τις γέφυρες (Westminster, Waterloo, Blackfriars, Southwark, London Bridge), ενώ η μεγάλη ρόδα (London Eye), που κατασκευάστηκε στις όχθες του ποταμού απέναντι από το Μπιγκ Μπεν, προσφέρει πανοραμική θέα σχεδόν όλης της πόλης, ειδικά αν ο καιρός δεν είναι μουντός και γκρίζος όπως συνήθως. Αν έχω κι άλλο χρόνο, πηγαίνω στο γραφικό γεωργιανό Μπαθ (Bath) με τα περίφημα λουτρά και τους τεράστιους μονόλιθους του μυστηριακού Στόουνχεντζ (Stonehenge) ή στην Οξφόρδη (Oxford) για το ιστορικό της πανεπιστήμιο ή στην ομορφότερη επαρχιακή πόλη της Αγγλίας, το Στράτφορντ (Stratford-upon-Avon), για να επισκεφθώ το σπίτι του Σαίξπηρ και την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, αλλά και για να κάνω μια ειδυλλιακή κρουαζιέρα στον ποταμό Άβον. Αλλά σπάνια με άφησαν οι φίλοι και ο καταναλωτισμός να ξεφύγω από το ασφαλές και όμορφο Λονδίνο. Ευτυχώς βρίσκω πολλές φορές την ευκαιρία να πάω στην αγαπημένη μου Σκωτία (Scotland) παρέα με το βιβλίο Μια γυναίκα χωρίς σημασία του Όσκαρ Ουάιλντ. H βόρεια περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας διακρίνεται για τα επιβλητικά κάστρα, τα απόκοσμα ορεινά καταπράσινα τοπία, το καλύτερο ουίσκι, τα τεράστια γήπεδα του γκολφ, τις καρό φουστίτσες (kilts), την πίπιζα και τους συμπαθέστατους,
ζεστούς ανθρώπους. Το 1/3 του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας καλύπτεται από τη Σκωτία, που η έκτασή της φτάνει τα 78.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και περιλαμβάνει 790 νησιά, με μεγαλύτερα τις Εβρίδες (Hebrides) και τα Όρκνι (Orkney), τα οποία είναι πλούσια σε σπάνια πουλιά. Το βόρειο τμήμα της Σκωτίας, τα αραιοκατοικημένα Ηighlands, χαρακτηρίζεται από χαμηλά βουνά, ενώ το νότιο είναι πεδινό και ιδιαίτερα εύφορο. Σε συνδυασμό με το πλούσιο σε κοιτάσματα γαιανθράκων, σιδήρου, φυσικού αερίου και πετρελαίου υπέδαφος, η Σκωτία έχει ανεπτυγμένη κτηνοτροφία, αλιεία, παραγωγή ουίσκι και μπίρας, υφαντουργία, τράπεζες, χημικά και χαλυβουργία, που απασχολούν το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. Οι 5,5 εκατομμύρια κάτοικοι συγκεντρώνονται στη βιομηχανική Γλασκόβη, που είναι και η μεγαλύτερη πόλη της Σκωτίας, και στη γοητευτική, μεσαιωνική πρωτεύουσα, το Εδιμβούργο. Οι περισσότεροι Σκωτσέζοι είναι προτεστάντες, χωρίς να είναι θρησκευόμενοι. Γελαστοί, ευγενείς και σχετικά μεγαλόσωμοι, αγαπούν πολύ την μπίρα, το ουίσκι, τη μουσική, το διάβασμα, το ραγού, το ποδόσφαιρο, το γκολφ, το ψάρεμα σολομού και τις παραδοσιακές καρό φούστες (κιλτ) που φορούν περήφανα σε επίσημες εκδηλώσεις. Διασκεδάζουν πολύ με τους φημισμένους αγώνες των υψιπέδων (Highlands), όπου οι πιο γιγαντόσωμοι κιλτοφορεμένοι νεαροί συναγωνίζονται στο πέταγμα της σφαίρας, στο χορό, στη μουσική και στις ωραιότερες παραδοσιακές φορεσιές. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, κάθε Σάββατο, κάποιο χωριό γιορτάζει! Οι Σκωτσέζοι είναι περήφανοι για τη χώρα τους, για το γαϊδουράγκαθο ως εθνικό τους λουλούδι, για τις παραδόσεις τους, για τους αγώνες ενάντια στους Άγγλους, για την ιστορία τους, για τους διάσημους Σκωτσέζους που έχουν διαπρέψει στην Αγγλία και στην Αμερική, και βέβαια για το πιο διάσημο προϊόν τους, το καλύτερο ουίσκι. Οι Σκωτσέζοι είναι Κέλτες, όπως και οι Ιρλανδοί. Οι Ρωμαίοι ποτέ δεν κατάφεραν να κατακτήσουν τη γη τους, την οποία ονόμασαν Καληδονία. Οι Σκωτσέζοι μάχονταν για αιώνες τους Άγγλους. Αρχικά ήταν καθολικοί και επηρεάστηκαν αρκετά από τους Γάλλους, αφού πολλοί Σκωτσέζοι βασιλείς παντρεύτηκαν μέλη της γαλλικής βασιλικής οικογένειας (μεταξύ αυτών και η θρυλική Μαρία Στιούαρτ, που φυλακίστηκε και αργότερα καρατομήθηκε από τη βασίλισσα Ελισάβετ, τον 16ο αιώνα). Η Σκωτία απέκτησε τα σημερινά της σύνορα το 1237, με τη νικηφόρα μάχη του Γουίλιαμ Γουάλας κατά των Άγγλων στο Στέρλινγκ, τον οποίο ενσάρκωσε στην ταινία Braveheart ο Μελ Γκίμπσον. Η θρησκευτική μεταρρύθμιση ξεκίνησε τον 16ο αιώνα με το θεολόγο Τζον Νοξ (John Knox), ο οποίος διακήρυξε την αντίθεσή του στα εξαγορασμένα συγχωροχάρτια του Πάπα και τη δύναμη των επισκόπων της καθολικής εξουσίας, και έληξε με την εγκαθίδρυση του προτεσταντισμού. Μέχρι το 1707, λειτουργούσε το σκωτσέζικο κοινοβούλιο, ενώ από το 1999 η Σκωτία απολαμβάνει πάλι σχετική αυτονομία με τοπικό κοινοβούλιο, παραμένοντας φυσικά κάτω από τη βρετανική σημαία. Το Εδιμβούργο (Edinburgh) είναι μια από τις πιο ρομαντικές, αρχοντικές και καθαρές πόλεις της βόρειας Ευρώπης. Στο κέντρο του δεσπόζει το περίφημο πελώριο πέτρινο κάστρο (Edinburgh Castle) με τους Εθνικούς Θησαυρούς (Honours of Scotland), που προσφέρει μια μαγευτική θέα στην πόλη, με τις κεραμιδένιες στέγες και τις κορυφές των εκκλησιών να ξεχωρίζουν. Στην ομίχλη το κάστρο θυμίζει από μακριά την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα. Άλλωστε, το Εδιμβούργο ονομάζεται Αθήνα του Βορρά, λόγω του υψηλού πολιτιστικού του επιπέδου, και θεωρείται ένα από τα μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Ουνέσκο, ως η καλύτερα διατηρημένη νεοκλασική πόλη στην Ευρώπη. Η Βασιλική Οδός (Royal Mile), που ξεκινάει από το κάστρο και οδηγεί στο παλάτι του Χόλιρουντ (Holyrood), στο ομώνυμο πάρκο με τη λίμνη γεμάτη πάπιες και κύκνους, και στο πρόσφατο (2002), μοντέρνας αρχιτεκτονικής, Κοινοβούλιο, φιλοξενεί τον καθεδρικό ναό Σεντ Τζάιλς (St Giles Cathedral),
το Δημαρχείο (City Chambers), την παλιά Βουλή (Parliament House), το Εθνικό Μουσείο (National Museum) με εκθέματα από τη λαογραφία της χώρας, σπουδαία μέγαρα αλλά και καταστήματα με μάλλινα εξαιρετικής ποιότητας. Στην Πρίνσες στριτ (Princess street) και στην πλατεία του Γεωργίου (George Square) της νέας πόλης θαυμάζω το επιβλητικό γοτθικό μνημείο εις μνήμην του διάσημου ευπατρίδη συγγραφέα Sir Walter Scott και επισκέπτομαι το πλούσιο Μουσείο της Σκωτίας και τις πινακοθήκες κλασικής και σύγχρονης τέχνης (National Gallery of Scotland και National Gallery of Modern Art). Στα παράλληλα στενά δρομάκια αλλά και στη νέα πόλη, κοντά στο αρχοντικό ξενοδοχείο Balmoral, επισκέπτομαι μικρά εμπορικά κέντρα και υπέροχες ξύλινες παμπ που είναι πάντα γεμάτες κόσμο. Η γευσιγνωσία στο αγαπημένο Εδιμβούργο με οδηγεί στο εστιατόριο Howies για το παραδοσιακό πιάτο της Σκωτίας τα χάγκις (haggis), τα βρασμένα εντόσθια προβάτου, ψιλοκομμένα με βότανα και πιπέρι, που σερβίρονται με πλιγούρι ή πατάτες, στο εστιατόριο The Witchery για ένα πιο φίνο πιάτο με ελάφι μαγειρεμένο με κεδροκούκουτσα, ενώ η μπίρα ρέει άφθονη σε κάθε γεύμα και ειδικά στο αγαπημένο μου παραδοσιακό μπαρ Café Royal Circle Bar ή στο μοντέρνο και φίνο μπαρ-εστιατόριο The Dome. Σε ολοήμερες εκδρομές επισκέπτομαι τη βικτοριανή Γλασκόβη (Glasgow), που έχει πάντα απίστευτο μποτιλιάρισμα, το αντίθετο από το ήσυχο Εδιμβούργο, για να δω τα αριστουργήματα του μεγάλου μοντέρνου αρχιτέκτονα Μάκιντος (Mackintosh). Στο κέντρο της καταπράσινης πόλης δεσπόζει η βικτοριανή πλατεία George Square με το επιβλητικό Δημαρχείο (City Chambers) η εμπορική οδός Buchanan street με τα μεγαλύτερα καταστήματα και τις παμπ ολόγυρα. Με μαγεύουν τα έργα του Μάκιντος, όπως η Σχολή Καλών Τεχνών (Glasgow School of Art), τα λιγοστά σπίτια και η τσαγιερί Willow tearooms, με τα μοναδικά λιτά έπιπλα που σχεδίασε. Στο δυτικό τμήμα της πόλης επισκέπτομαι το επιβλητικό πανεπιστήμιο (Glasgow University), το μουσείο Kelvingrove Art Gallery, βικτοριανής αρχιτεκτονικής, με τέχνη από όλο τον κόσμο, και την εξέχουσα συλλογή έργων τέχνης Μπάρελ (Βurrell) στο ομώνυμο, μοντέρνο αρχιτεκτονικά, μουσείο. Στα ανατολικά, ο ωραιότερος και μεγαλύτερος καθεδρικός ναός της Σκωτίας (Glasgow Cathedral), το Μουσείο των Θρησκειών (St Mungo Museum of Religious Life), το παλιό νοσοκομείο και το παλαιότερο σπίτι της Γλασκόβης (Provand’s Glasgow Oldest House), με ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο. Νότια, ο ποταμός Clyde που διασχίζει την πόλη φιλοξενεί εντυπωσιακές γέφυρες σαν την Clyde Arc Bridge, αλλά και πιο μοντέρνα κτίρια, όπως το συναυλιακό χώρο Clyde Auditorium, που μοιάζει με μεταλλικό μυρμηγκοφάγο, και το γυάλινο σαν καράβι κέντρο επιστημών Science Centre. Ολοκληρώνω τη γεύση από τη Γλασκόβη μ’ ένα γεύμα που περιλαμβάνει σούπα με κρέας και πλιγούρι, και σολομό με πατάτες, στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης, στο ξενοδοχείο Devonshire Gardens. Σε ολοήμερη εκδρομή από το Εδιμβούργο, επισκέπτομαι το κάστρο Γκλάμις (Glamis) για να πάρω μια γεύση από τα εκατοντάδες αναπαλαιωμένα σκωτσέζικα κάστρα που βρίσκονται στα βουνά του βορρά και φημίζονται για την ύπαρξη φαντασμάτων, που ούτε είδα ούτε άκουσα. Τα σκοτεινά δωμάτια του επιβλητικού κάστρου μού θυμίζουν τα δύσκολα χρόνια της Μαρίας Στιούαρτ, της όμορφης και άτυχης Σκωτσέζας βασίλισσας. To πιο παλιό οχυρό Στέρλινγκ (Stirling), χτισμένο πάνω σε βράχο, σ’ ένα ονειρικό πεδινό τοπίο όπου έγινε η ομώνυμη μάχη μεταξύ Σκωτσέζων και Άγγλων, θυμίζει σκηνικό από ταινία εποχής. Η καταγάλανη λίμνη Λόχνες (Lochness), με τα ερείπια του κάστρου, αποτελεί την πιο μακρινή εκδρομή από το Εδιμβούργο, αλλά αξίζει. Η διαδρομή μέσα από μικρούς καταρράκτες και πανέμορφες κοιλάδες είναι γαλήνια, όπως όλη η χώρα. Δεν συναντώ το τέρας Νέσι κατά τη διάρκεια της σύντομης βαρκάδας αλλά δεν απογοητεύομαι από το γεγονός, καθώς ανταμείβομαι από την απόκοσμη ομορφιά του τοπίου.
Μετά από τις εκδρομές στους ανοιχτούς ορίζοντες και την καθαρή, κρυστάλλινη ατμόσφαιρα της Σκωτίας, επιστρέφω στο Εδιμβούργο και επισκέπτομαι τα τουριστικά κέντρα παραγωγής του φημισμένου σκωτσέζικου ουίσκι. Αν και δεν συνηθίζω να πίνω, καταλαβαίνω αμέσως την υψηλή ποιότητα της μονής απόσταξης των καλών και πολύ ακριβών ουίσκι. Στο τέλος της ξενάγησης, που περιλαμβάνει και δοκιμή των προϊόντων, βγαίνω χαλαρή και χαρούμενη από τα διάσημα αποστακτήρια. Με τα καλύτερα πανάκριβα ουίσκι από το αεροδρόμιο και τα κασμιρένια, συντηρητικά (και καθόλου οικονομικά) πουλόβερ από τα καταστήματα του Εδιμβούργου στις αποσκευές μου, αποχαιρετώ και αυτήν τη χώρα, που με φιλοξενεί συχνά τους καλοκαιρινούς μήνες, λόγω της δροσιάς και των λιγοστών βροχών. Ελπίζω κάποια μέρα να επισκεφτώ τα νησιά Εβρίδες, αλλά και να δω το Εδιμβούργο κατά τη διάρκεια του αυγουστιάτικου καλλιτεχνικού φεστιβάλ με τις δεκάδες μουσικές σκηνές και με τις γκάιντες να ακούγονται κάθε βράδυ.
ΝΟΡΒΗΓΙΑ (NORWAY) H χώρα με τα ωραιότερα φιόρδ (τις απόκρημνες καταπράσινες βραχονησίδες που ξεπηδούν αλλεπάλληλα μέσα από τα καταγάλανα νερά της θάλασσας), τις γραφικές πόλεις και το υψηλό επίπεδο ζωής. Η Σκανδιναβία, η μεγαλύτερη χερσόνησος της Ευρώπης, ένας εντυπωσιακός συνδυασμός βουνών, παγετώνων, λιμνών και ποταμών, με συνολική έκταση 773.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, εκτείνεται μεταξύ του Αρκτικού και του Ατλαντικού Ωκεανού, της Βόρειας και της Βαλτικής θάλασσας. Το δυτικό μακρόστενο τμήμα της χερσονήσου καλύπτεται από τη Νορβηγία, η έκταση της οποίας φτάνει τα 324.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η Νορβηγία συνορεύει ανατολικά με τη Σουηδία, βορειοανατολικά με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, νότια βρέχεται από τη θάλασσα που τη χωρίζει από τη Δανία και δυτικά από τη Βόρεια θάλασσα. Από εδώ, ήδη τον 7ο αιώνα οι μεγαλόσωμοι Βίκινγκς, δεινοί θαλασσοπόροι και πολεμιστές, είχαν φτάσει μέχρι την Αμερική με τα ποντοπόρα σκάφη τους. Με την είσοδο του Χριστιανισμού στη χώρα τον 10ο αιώνα, οι εκστρατευτικές τους δραστηριότητες τερματίστηκαν. Τον 14ο αιώνα, η Νορβηγία έγινε επαρχία της Δανίας. Το 1814 βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία της Σουηδίας και, τέλος, το 1905 ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Από τότε το πολίτευμά της Νορβηγίας είναι συνταγματική μοναρχία. Η χώρα έζησε την εισβολή των Ναζί χωρίς σοβαρές απώλειες. Στη δεκαετία του 1970, μετά την ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, η οικονομία της χώρας –και η αγοραστική δύναμη των Νορβηγών– έφτασε να είναι από τις ισχυρότερες στον κόσμο, καθιστώντας την κοινωνικό παράδεισο. Σε αυτό βοήθησαν επίσης οι επενδύσεις σε μεγάλα ναυπηγεία, στην αλιεία, την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας και τη βιομηχανία χημικών και χαρτιού – λόγω της άφθονης ξυλείας. Η Νορβηγία, όπως και η Σουηδία, είναι σήμερα μία από τις ασφαλέστερες (αλλά και πιο ακριβές) χώρες στον κόσμο. Ο πληθυσμός των 5 εκατομμυρίων αποτελείται κατά το 10% από αλλοδαπούς που συνεχώς αυξάνονται, καθώς η χώρα δέχεται αρκετούς πρόσφυγες μετά από συγκεκριμένες διαδικασίες, και κατά ένα μικρό ποσοστό από τους αυτόχθονες Λάπωνες (Σάμι) του βορρά. Οι κάτοικοι μιλούν Νορβηγικά, που ανήκουν στις γερμανικές γλώσσες, ενώ σχεδόν όλοι οι Νορβηγοί γνωρίζουν πολύ καλά Αγγλικά και Γερμανικά, Γαλλικά ή Ισπανικά. Οι Νορβηγοί αγαπούν ό,τι έχει να κάνει με τη θάλασσα και το βουνό. Η διατροφή τους αποτελείται από ψάρια (πέστροφες και σολομούς), ελάφια, τυριά και τάρτες φρούτων. Παρά τις καλές πρώτες ύλες και την ποιότητα των γευμάτων σε όλα τα εστιατόρια, δεν θεωρώ ότι η κουζίνα τους είναι η πιο νόστιμη που έχω δοκιμάσει. Είναι ιδιαίτερα αθλητικοί, μεγαλόσωμοι αλλά και πολύ απόμακροι, ενώ αντιπαθούν το θόρυβο και τα απρόοπτα. Δεν εκκλησιάζονται, αν και ανήκουν στην Προτεσταντική Εκκλησία της Νορβηγίας. Η Νορβηγία έχει επιλέξει να μην ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά είναι ενεργό μέλος του ΝΑΤΟ (με στρατεύματα στο Αφγανιστάν, το Σουδάν και το Κόσοβο), ενώ συμμετέχει και σε διάφορες ανθρωπιστικές αποστολές. Επισκέφθηκα για πρώτη φορά τη Νορβηγία πριν από πολλά χρόνια, πραγματοποιώντας μια κρουαζιέρα 5 ημερών με το νεότευκτο πλοίο Αρετούσα, των Μινωϊκών γραμμών, στο παρθενικό του ταξίδι. Ξεκινάμε από το Τρόντχαϊμ (Trondheim), την πρώτη πρωτεύουσα της Νορβηγίας. H παραθαλάσσια πανεπιστημιούπολη, με τα τριώροφα πολύχρωμα σπίτια και τις επικλινείς κεραμιδένιες στέγες, κρύβει στο ιστορικό της κέντρο την Νιντάρος (Nidaros), την πιο εντυπωσιακή γοτθική εκκλησία της χώρας και τόπο ενθρόνισης των βασιλέων για εκατοντάδες χρόνια. Μετά επισκέπτομαι τους περιποιημένους
βοτανικούς κήπους του πανεπιστημίου, το Μουσείο Μουσικών Οργάνων Ρίνγκβε (Ringve Museum) και την μπαρόκ ξύλινη κατοικία των βασιλιάδων (Stiftsgarden), που τη χρησιμοποιούν όταν βρίσκονται στην πόλη. Με την πανοραμική φωτογραφία από τον ύψους 130 μέτρων πύργο των τηλεπικοινωνιών (Tyholt Tower) ολοκληρώνεται η σύντομη επίσκεψή μου και επιβιβάζομαι στο πολυτελές πλοίο για να ξεκινήσει η κρουαζιέρα στη μαγική φύση της Νορβηγίας. Περνάω πολύ κοντά από πολλά φιορδ. Όλοι μιλούν ψιθυριστά. Είναι τόσο εύθραυστη η γαλήνη του τοπίου, που μοιάζει να κινδυνεύει κι από την πιο μικρή κουβέντα. Όταν δε φτάνω στο ωραιότατο, απόκρημνο Γκαϊράνγκερ (Geiranger), δακρύζω από συγκίνηση. Αναρωτιέμαι αν είναι αληθινή αυτή η ομορφιά που αντικρίζω. Το πλοίο γλιστράει στα μπλε γαλήνια νερά, που αγκαλιάζουν πελώρια καταπράσινα βελουδένια βουνά. Οι πυκνοί σε βλάστηση πράσινοι όγκοι μοιάζουν να ακουμπούν τον ουρανό με το μεγαλοπρεπές ύψος και τη θεϊκή τους χάρη. Απομονωμένα σπίτια στολίζουν την ομορφιά που συγχρόνως απολαμβάνουν. Μικροί καταρράκτες σκίζουν τρυφερά τους φουντωμένους βράχους που σε κάποια σημεία φιλιούνται, ενώ σε άλλα στέκουν μακριά ο ένας από τον άλλον. Το σκάφος μοιάζει με κοκκινόλευκη κουκκίδα μέσα στην απεραντοσύνη του τοπίου. Αλλού περνάμε με δυσκολία και σε άλλα σημεία η απλωσιά χωράει όλα τα επιφωνήματα θαυμασμού. Σχεδόν παραπατώντας, σαστισμένη ακόμα από τη μαγεία του τοπίου, φτάνω στο υπέροχο ξενοδοχείο Videseter, στη λίμνη Τζουπβάτν (Djupvatn), για μια ακόμη τάρτα φρούτων. Η επόμενη μέρα με βρίσκει στο Μπέργκεν (Bergen), που θεωρείται η πιο όμορφη και γραφική πόλη της Νορβηγίας. Η προβλήτα με τα πολύχρωμα χαμηλά μεσαιωνικά κτίρια, που στέκουν το ένα δίπλα στο άλλο και ενώνονται με τις επικλινείς κόκκινες κεραμιδένιες στέγες, είναι μια οπτασία. Τα καφέ και τα καταστήματα με τα αναμνηστικά στο ισόγειο των παλιών τριώροφων σπιτιών και τα ιστιοπλοϊκά στο λιμάνι προσθέτουν έναν τόνο ξένοιαστης και οργανωμένης ζωής. Περνώντας από την υπαίθρια αγορά των ψαριών, τυριών και λαχανικών, επισκέπτομαι το πιο ενδιαφέρον μουσείο της πόλης, το Χανσεατικό Μουσείο (Hanseatic Μuseum), σ’ ένα υπέροχο κτίριο από κόκκινα τούβλα με εμφανή ξύλα στην πρόσοψη, όπου μου αποκαλύπτεται η ζωή των εύπορων αστών εμπόρων αλλά και των ταπεινών ναυτικών του Μεσαίωνα. Η πέτρινη ρωμανική εκκλησία Μαρίαν Κίρχε (Marian Kirche) με τις παλιές λιτές αγιογραφίες, το υπαίθριο Μουσείο του παλιού Μπέργκεν (Gamle Bergen Μuseum) με παραδοσιακά ξύλινα σπίτια από τις διάφορες περιοχές της χώρας και η θέα από την κορυφή της πόλης (στην οποία φτάνω με τελεφερίκ) μου μένουν αξέχαστα. Καταλήγω στην παραθαλάσσια ήσυχη πρωτεύουσα Όσλο (Oslo), που φημίζεται για τα ενδιαφέροντα μουσεία, το όμορφο και πεντακάθαρο λιμάνι (Aker Brygge) με τα παλιά ανακαινισμένα κτίρια, το ενδιαφέρον μεσαιωνικό κάστρο (Akershus Slott) και το κοκκινωπό κτίριο του Δημαρχείου με τους διπλούς πύργους (Radhus), όπου απονέμεται το Νόμπελ Ειρήνης. Στην πρωτεύουσα, μέσα σε τρεις μέρες, επισκέπτομαι το πάρκο με τα 192 εντυπωσιακά γλυπτά του Βίγκελαντ (Vigeland Park) από πελεκημένη πέτρα και μπρούντζο, την Πινακοθήκη του Μουνχ (Munch Museet), του πιο διάσημου Νορβηγού ζωγράφου, και στη χερσόνησο Μπιγκντόι (Bygdoy) το πλούσιο υπαίθριο Mουσείο Λαϊκής Παράδοσης (Norsk Folkemuseum) με 140 κτίρια προηγούμενων αιώνων, το Μουσείο των Βίκινγκς (Vikingskipshuset) με τα μοναδικά πελώρια ξύλινα πλοία, το Μουσείο Κον Τίκι (Kon Tiki Museet) με το ψάθινο σκάφος που χρησιμοποίησε για το πέρασμα του Ειρηνικού και του Ατλαντικού ο Νορβηγός θαλασσοπόρος Χέγιερνταλ (Heyerdahl) και, τέλος, τη χιονοδρομική πίστα Holmenkollen με την επιβλητική εγκατάσταση για άλματα, που διαθέτει και ένα καλό εστιατόριο με εξαιρετική θέα στην πόλη. Μετά από αρκετές βόλτες στον πεζόδρομο Καρλ Γιόχανς (Karl Johans) μέχρι το Παλάτι (Slottet) και ένα ελαφρύ γεύμα σ’ ένα από τα δεκάδες καφέ με τα τραπεζάκια έξω, στον ψυχρό καλοκαιρινό ήλιο,
επιστρέφω με αεροπλάνο στην Ελλάδα. Στις αποσκευές μου έχω ασύγκριτες εικόνες από το όνειρο που κατοικείται και ονομάζεται φιόρδ, πολλές φωτογραφίες από το Μπέργκεν και ένα μόνο παραδοσιακό ξυλόγλυπτο. Φτάνοντας στην Αθήνα αποφασίζω να διαβάσω τους Βρικόλακες, του Νορβηγού Ίψεν, για να νιώσω λίγο τη νορβηγική ψυχή.
Νορβηγία
Σουηδία
ΣΟΥΗΔΙΑ (SWEDEN) Η χώρα με την πιο όμορφη πόλη της Σκανδιναβίας, τα εξαιρετικά μουσεία, το εντυπωσιακό αρχιπέλαγος με τα εκατοντάδες νησιά, ένα από τα υψηλότερα επίπεδα ζωής στον κόσμο και τα παγκοσμίως γνωστά βραβεία Νόμπελ. Εδώ παντρεύονται επιτυχημένα ο σοσιαλισμός με τη βασιλική παράδοση, το οικολογικό πνεύμα με τη βαριά βιομηχανία (αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών, τηλεπικοινωνίας και ξυλείας), οι τέχνες, η οργάνωση, η ανοχή σε όλες τις κοινωνικές εκφράσεις, η πρόνοια, η οικονομική άνθηση και το ερευνητικό πνεύμα. Η χώρα συνορεύει δυτικά με τη Νορβηγία, ανατολικά με τη Φινλανδία και νότια με τη Δανία, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Ο βορράς των 450.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων καλύπτεται από βουνά καλυμμένα με δάση, ενώ ο πλούσιος σε καλλιέργειες, ποτάμια και λίμνες πεδινός νότος καταλήγει σ’ ένα τεράστιο αρχιπέλαγος με εκατοντάδες νησιά και βραχονησίδες. Μέχρι τον 9ο αιώνα κυριαρχούσαν εδώ οι θαλασσοπόροι πολεμιστές Βίκινγκς, οι οποίοι ασπάστηκαν το Χριστιανισμό μόλις τον 10ο αιώνα και ελέγχονταν διοικητικά από τη Δανία. Τον 16ο αιώνα, οι Σουηδοί κέρδισαν την ανεξαρτησία τους και σύντομα επέκτειναν τα σύνορα της χώρας κατακτώντας την υπόλοιπη Σκανδιναβία και τμήματα της Βόρειας Ρωσίας. Το 1815 ήταν η τελευταία φορά που μπήκαν σε πόλεμο, σε μια προσπάθεια να ελέγξουν τη Νορβηγία. Από τότε πρωτοστατούν για την ειρήνη, για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Σουηδία έχει κοινοβουλευτική μοναρχία και διοικητικά χωρίζεται σε 25 περιοχές. Τα 9 εκατομμύρια της πολύ αραιοκατοικημένης αυτής χώρας συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα του νότου, απολαμβάνοντας ένα εντυπωσιακά καθαρό περιβάλλον. Η Σουηδία δεν διαθέτει άνθρακα, οι βιομηχανικές μονάδες είναι εγκατεστημένες πολύ μακριά από τα αστικά κέντρα και τα απόβλητά τους καθαρίζονται βιολογικά και ελέγχονται πολύ αυστηρά. Για τις καθημερινές μετακινήσεις δεν χρησιμοποιούνται τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και γίνεται πλήρης και οργανωμένη ανακύκλωση όλων των σκουπιδιών. Είναι αδιανόητο αλλά αληθινό το ότι ακόμα και οι κάτοικοι της πρωτεύουσας Στοκχόλμης μπορούν να κάνουν μπάνιο στις κοντινές λίμνες και τα ποτάμια. Οι Σουηδοί, οι οποίοι λατρεύουν και προστατεύουν τη φύση, αγαπούν τις συχνές εκδρομές σε απλά αλλά λειτουργικά εξοχικά, χτισμένα σε πανέμορφα σημεία, την ιστιοπλοΐα, το σκι, το κολύμπι, το χόκεϊ, το ποδόσφαιρο, τα λουλούδια, τα έντονα χρώματα, τη συλλογική εργασία, το διάβασμα βιβλίων και εφημερίδας, αλλά και το αλκοόλ και... τα σπουργίτια. Είναι όμορφοι (ξανθοί, λεπτοί, με ανοιχτόχρωμα μάτια) και ντύνονται με απλά και άνετα ρούχα. Οι περισσότεροι είναι Προτεστάντες που ανήκουν στην Εκκλησία της Σουηδίας, αλλά δεν εκκλησιάζονται, ειδικά από τότε που τα παιδιά εκτός γάμου αναγνωρίζονται αυτόματα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι το ισχυρότερο κράτος πρόνοιας στον κόσμο δίνει επίδομα παιδιού για 9 μήνες σε όποιον γονέα –παντρεμένο ή όχι– αποφασίσει να αναλάβει την ανατροφή του, δίνει επίδομα βοήθειας σε αυτόν που έχει ανάγκη αλλά και σε αυτόν που τον έχει αναλάβει, και προσφέρει σεξουαλική διαπαιδαγώγηση από νωρίς στο σχολείο. Το γεγονός ότι σ’ αυτή τη χώρα, σύμφωνα με μελέτες, καταγράφονται οι περισσότερες αυτοκτονίες αποδίδεται στην ανία (εφόσον οι άνθρωποι δεν έχουν καθόλου άγχος και απρόοπτα στη ζωή τους) και στο ότι η αυτοκτονία δεν θεωρείται ταμπού. Νομίζω ότι ταμπού θεωρούνται μόνο η φοροδιαφυγή και η εκμετάλλευση του δημόσιου χρήματος. Η Στοκχόλμη (Stockholm), η Βενετία του Βορρά, είναι μια αρχοντική πόλη χτισμένη πάνω σε 14 νησιά μεταξύ της λίμνης Μαλάρεν και της Βαλτικής Θάλασσας, σ’ ένα αρχιπέλαγος 24.000 βραχονησίδων και νησιών. Αποτελείται από επτά συνοικίες, οι οποίες ενώνονται με δεκάδες γέφυρες.
Το μεσαιωνικό Gamla Stan, το ατμοσφαιρικό και μποέμικο Sodermalm με τα Μουσεία Μοντέρνας Τέχνης (Moderna Museet) και Αρχιτεκτονικής (Arkitekturmuseet), η αριστοκρατική γειτονιά Ostermalm, το καταπράσινο Djurgarden με το λαογραφικό υπαίθριο Μουσείο Skansen και το μοντέρνο Normalm συνθέτουν την τέλεια πόλη της Στοκχόλμης. Ξεκινώ βέβαια από το νησί Γκάμλα Σταν με τα στενόμακρα πολύχρωμα τετραώροφα σπίτια και τις στολισμένες προσόψεις, που έχουν διατηρηθεί σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, παρόλο που τα περισσότερα είναι του 18ου αιώνα. Τα πλακόστρωτα σοκάκια κρύβουν εξαίσια εστιατόρια, ταβέρνες, μπαρ, μικρά καταστήματα με υπέροχα αναμνηστικά και ζαχαροπλαστεία όπου, κατά τη διάρκεια του σύντομου, γλυκού καλοκαιριού, βγάζουν τραπεζάκια έξω στον ήλιο, που βρίσκεται στον ουρανό για τουλάχιστον 16 ώρες. Τα αξιοθέατα, όπως ο υπέροχος βασιλικός πύργος (Kungliga Slottet), το κλασικό, φίνο Κοινοβούλιο (Riksdag), η εκκλησία στο νησί των ιπποτών (Riddarholmskyrkan), το μαρμάρινο Μέγαρο των Ιπποτών (Riddarhuset), η γραφική πλατεία Στούρτοργκετ (Stortorget), η μεγάλη μεσαιωνική πλατεία (Birgen Jarlsgatan) με τον ιδρυτή της πόλης Μπίργκεν Γιαρλ και ο φημισμένος δρόμος Εστερλονγάταν (Oesterlanggatan) με τα καμπαρέ, στολίζουν την υπέροχη πόλη. Από το καφέ-εστιατόριο Gondolen, που βρίσκεται στην κορυφή του Καταρινάχισεν (Katarinahissen), του μεγάλου δημόσιου ανελκυστήρα απέναντι από την παλιά πόλη, απολαμβάνω την υπέροχη θέα με τους χρυσούς μυτερούς πύργους των εκκλησιών του Αγίου Νικολάου (St. Nicolao’s Cathedral) της γερμανικής εκκλησίας (Tyska Kyrkan), αλλά και τις επικλινείς στέγες όλων των κτιρίων. Όταν βρίσκομαι εδώ, έχω πάντα την εντύπωση ότι δεν βρίσκομαι σε μεγάλη πόλη, καθώς η καταπράσινη έκτασή της διακόπτεται από το νερό και η ατμόσφαιρα είναι κρυστάλλινα διάφανη και καθαρή. Το Ναυτικό Μουσείο Βάσα (Vasamuseet) με το πελώριο ξυλόγλυπτο σκάφος του 17ου αιώνα, ο μοναδικός τεράστιος υπαίθριος χώρος Σκάνσεν (Skansen) με τα δεκάδες ξύλινα σπίτια, τα σπουδαιότερα μέγαρα της χώρας, όπως το Βόρειο Μουσείο (Nordiska Museet) και οι υπέροχα ζωγραφισμένοι σταθμοί του μετρό (tunnelbana), καταγράφονται ανεξίτηλα μέσα μου. Πίσω από το σιντριβάνι της λίμνης, το τούβλινο Δημαρχείο (Stadthuset) με το λιτό τετράγωνο πύργο και τα δεκάδες παράθυρα πάνω στη θάλασσα, δεσπόζει στο γραφικότατο νησί Κούνγκσχόλμεν (Kungsholmen). Αποτελεί ένα από τα σύμβολα της πόλης, καθώς στις πλούσια διακοσμημένες αίθουσές του δίνονται τα βραβεία Νόμπελ και επίσημα δείπνα. Οι σημαντικότερες προσωπικότητες της Σουηδίας υπήρξαν μεταξύ άλλων ο Άλφρεντ Νόμπελ (ο οποίος εφεύρε τη δυναμίτιδα και θέσπισε τα βραβεία Νόμπελ), οι συγγραφείς Στρίντμπεργκ και Λίντγκρεν, ο σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, οι ηθοποιοί Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Γκρέτα Γκάρμπο, οι ζωγράφοι Καρλ Λάρσον και Άσγκερ Τζορν. Η σύντομη βόλτα στη νέα πόλη περιορίζεται στο αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής μέγαρο συναυλιών Konserthuset με το υπέροχο σύμπλεγμα γλυπτών ανθρώπινων μορφών, στον πεζόδρομο Σεργκέλ Κατάν (Sergelgatan) και στα πολυκαταστήματα με τα ωραιότατα, μοντέρνου σχεδιασμού κρυστάλλινα σκεύη και είδη οικιακής χρήσης. Εδώ καταλαβαίνω πως οι Σουηδοί έχουν αναγάγει το λιτό σχεδιασμό σε απαράμιλλη τέχνη. Δεν είναι τυχαίο που το ΙΚΕΑ μπήκε τόσο δυνατά στα σπίτια μας και στη ζωή μας. Τις νύχτες, το (πολύ ακριβό) αλκοόλ ρέει άφθονο σε όλα τα μπαρ του παλιού γραφικού ιστορικού κέντρου και της μοντέρνας νέας πόλης. Τα σαββατόβραδα, με το τέλος του δείπνου, τα περισσότερα εστιατόρια –εκτός βέβαια από τα πολυτελή εστιατόρια όπως το Operakallaren– βάζουν στην άκρη τα τραπέζια και ξεκινάει ο εύθυμος χορός και το έντονο φλερτ. Νομίζω ότι οι Σουηδοί μόνο όταν πίνουν φλερτάρουν... Πριν φύγω από την πόλη του βορρά, όπου όλα φαίνονται τόσο τέλεια (από τα ταξί μέχρι και τους πεντακάθαρους δρόμους), επισκέπτομαι το απόρθητο κάστρο Γκρίπσχολμ (Gripsholm) με τους στρογγυλούς πύργους στη λίμνη Μαλάρεν (Malaren Lake) και το ανάκτορο Ντρότνινγκχολμ (Drottningholm
Palace), μέσα σε καλοσχεδιασμένους κήπους, όπου ζει μέχρι σήμερα η αγαπητή στους Σουηδούς βασιλική οικογένεια. Το μέγαρο αυτό θεωρείται ένα από τα πιο όμορφα ροκοκό ανάκτορα της Ευρώπης. Γευματίζω στο καταπληκτικό εστιατόριο του διπλανού πολυτελούς ξενοδοχείου Gripsholms Vardshus. Αποχαιρετώ τη Σουηδία και το επιβλητικό ξενοδοχείο Grand Hotel με τη μοναδική θέα στο λιμάνι, για να επιβιβαστώ σε ένα από τα μεγαλοπρεπή πλοία που συνδέουν με ολονύκτιο ταξίδι τη Στοκχόλμη με το Ελσίνκι. Τα πλοία έχουν πολύ μικρές καμπίνες αλλά αμέτρητα εστιατόρια, μπαρ, καμπαρέ και σάουνες στα καταστρώματα. Όλοι δε πίνουν απίστευτες ποσότητες αφορολόγητου (τότε) ποτού καθ’ όλη τη διάρκεια της γαλήνιας δεκάωρης διαδρομής. Τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλότερες και οι μέρες μεγάλες, μεθάω από τη φυσική ομορφιά κοιτώντας τα νησάκια, τις ψαροκαλύβες στολισμένες με λουλούδια, τα αγροκτήματα, τις παραλίες και το βραδινό ουρανό που αλλάζει τα παστέλ του χρώματα και τέλος κοκκινίζει σαν να παίρνει φωτιά. Σε άλλη μου επίσκεψη στη Σουηδία –με το βιβλίο Ο Πατέρας του Στρίντμπεργκ στη χειραποσκευή μου– επισκέπτομαι τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη, το Γκέτεμποργκ (Göteborg). Η παραθαλάσσια πανεπιστημιούπολη είναι πολύ γραφική αν και σίγουρα όχι τόσο επιβλητική όσο η Στοκχόλμη. Τα εντυπωσιακά ανακαινισμένα κτίρια στο λιμάνι, όπως η πρώην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (Ostindiska Huset) και νυν Ιστορικό και Εθνογραφικό Μουσείο, το επιβλητικό Ναυτικό Μουσείο με 15 διαφορετικά σκάφη (Sjofartmuseet), οι γραφικές γειτονιές Κρουνχουσέτ (Kronhuset) και Λίλα Τοργκ (Lilla Torg) με τα καταστήματα αντικών και τα παλιά τούβλινα σπίτια, η ψαραγορά, αλλά και τα όμορφα ξενοδοχεία με τις καφετέριες και τα εστιατόρια που προσφέρουν μια υπέροχη θέα στο φιδωτό λιμάνι, αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα. Ουσιαστικά, όλη η ομορφιά του Γκέτεμποργκ ξετυλίγεται κατά μήκος της ακτογραμμής και του περιποιημένου καθαρού λιμανιού του. Διασχίζοντας την όμορφη λεωφόρο Κουνγκσπορτσαβενί (Kungsportsavenyn), φωτογραφίζω τα σημαντικότερα μνημεία: την όπερα, το πανεπιστήμιο, το παλιό δημαρχείο, το υποθηκοφυλακείο, το χρηματιστήριο, τις επιβλητικές πλατείες του Γουστάβου (Gustavsgatan) και του Ποσειδώνα (Gotaplatsen). Το καταστήματα του εμπορικού κέντρου δεν με ενθουσιάζουν όσο εκείνα της Στοκχόλμης και δεν βρίσκω τίποτα να αγοράσω, πέρα από το κόκκινο παραδοσιακό ξύλινο αλογάκι. Τα βράδια η νυχτερινή διασκέδαση περιορίζεται λόγω κούρασης σε υπέροχα δείπνα σε ξύλινα παραδοσιακά αλλά και μοντέρνα εστιατόρια, όπως τα Fiskekrogen, Hos Pelle, Restaurang 28+ και Sjomagasinet. Οι λιτές γεύσεις προέρχονται από σολομό, ρέγγες, καπνιστό τάρανδο με συνοδεία πατάτας και μύρτιλου, και το γεύμα συνήθως κλείνει με τάρτες από μούρα. Το δυνατό εθνικό ποτό άκβαβιτ πίνεται (από κάποιους) μονορούφι μετά τα ορεκτικά. Εντυπωσιασμένη από την ομορφιά της Στοκχόλμης και απ’ όσα έμαθα για το ιδανικό κράτος πρόνοιας, σιγά και ταπεινά παίρνω το δρόμο επιστροφής στην Ελλάδα.
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ (FINLAND) Η αραιοκατοικημένη χώρα των λιμνών, των δασών και των νησιών, του χωριού του Άη Βασίλη και των περισσότερων Λαπώνων. Η Φινλανδία ανήκε στη Σουηδία μέχρι το 1809, οπότε έγινε δουκάτο της πανίσχυρης Ρωσίας. Το 1917 ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, έζησε ένα σύντομο εμφύλιο πόλεμο και αγωνίστηκε κατά της εισβολής των Ναζί και του Κόκκινου Στρατού. Από το 1995 είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το πολίτευμά της είναι προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η τρίτη και λιγότερο πλούσια σκανδιναβική χώρα συνορεύει δυτικά με τη Σουηδία, βόρεια με τη Νορβηγία, ανατολικά με τη Ρωσία και βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα που τη χωρίζει από την κοντινή Εσθονία. Η πεδινή της γη καλύπτεται από τεράστια δάση και πλούσιες καλλιέργειες. Νότια έχει το αρχιπέλαγος Σι (Sea), με πολλά νησιά, ενώ βόρεια το μεγαλύτερο τμήμα της αποτελεί μέρος της Λαπωνίας. Η Λαπωνία μοιράζεται ανάμεσα στα τρία σκανδιναβικά κράτη και τη Ρωσία. Καταλαμβάνει έκταση 390.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και βρίσκεται γύρω από τη γραμμή του Αρκτικού κύκλου. Με σπάνιες φυσικές ομορφιές, όπως φιορδ, παγετώνες, υγρότοπους και αραιή βλάστηση, φιλοξενεί χιλιάδες ταράνδους, αρκούδες, λύκους, χάσκι, καθώς και τους αυτόχθονες ημινομάδες Λάπωνες (Sami). Οι Λάπωνες μιλούν μια φινο-ουγγρική γλώσσα και ζουν στην παγωμένη περιοχή τους απασχολούμενοι με την εκτροφή των ταράνδων, τη δασοκομία, το κυνήγι, το ψάρεμα και τον ανερχόμενο τουρισμό. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού των 5,5 εκατομμυρίων κατοίκων συγκεντρώνεται στο νότο και απασχολείται στη βιομηχανία ηλεκτρονικών και μηχανημάτων, στην ξυλεία και στην παραγωγή χαρτιού, στις καλλιέργειες και στον τουρισμό. Έχει υψηλότερη ανεργία από τις γείτονες χώρες, αλλά έχει κοινωνική πολιτική και επιδόματα, που προστατεύουν όσους δεν εργάζονται. Όλοι απολαμβάνουν υψηλή και σταθερή ποιότητα ζωής σε αυτό το, κοινωνικά ευαίσθητο, ευνομούμενο κράτος με την ελάχιστη διαφθορά στο δημόσιο και πολιτικό βίο. Όπως και στις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες, θεωρείται ντροπή να κλέβει κανείς την εφορία, αλλά και αδιανόητο να κλέβουν οι πολιτικοί και οι χορηγοί-φίλοι τους. Αν και η οικογένεια δεν είναι τόσο δεμένη όσο στις περισσότερες χώρες και συχνά είναι μονογονεϊκή, τα παιδιά, λόγω των πολλών επιδομάτων και της κοινωνικής οργάνωσης, ανατρέφονται σε απόλυτα προστατευμένο περιβάλλον. Επίσης, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι το 40% των κατοίκων ζουν μόνοι τους και ότι πολλές μητέρες είναι ανύπαντρες. Οι ευθείς, χαμογελαστοί, λιγομίλητοι, λεπτοί, ξανθοί με ανοιχτόχρωμα μάτια, προτεστάντες Φινλανδοί αγαπούν πολύ τις εκδρομές στη φύση σε μικρά εξοχικά κοντά σε λίμνες και ποτάμια, τη σάουνα, το κολύμπι, τους αγώνες ταχύτητας, τη μουσική του Σιμπέλιους, το αλκοόλ και τις απλές γεύσεις με φρέσκα υλικά, όπως ψάρι, μούρα, τάρανδο, ψωμί και πατάτες. Η κουζίνα τους δεν θεωρείται ιδιαίτερα εύγευστη, αν και τη χαρακτηρίζει η ποιότητα. Από τους Σκανδιναβούς, οι Σουηδοί θεωρούνται οι άρχοντες και οι αριστοκράτες της Σκανδιναβίας, οι Νορβηγοί θεωρούνται νεόπλουτοι και σνομπ, ενώ οι Φινλανδοί, χωριάτες (αν κι εμένα μου φαίνονται πιο ζεστοί από τους άλλους Σκανδιναβούς). Μιλούν Φινλανδικά, μία από τις τέσσερις φινοουγγρικές γλώσσες, αλλά οι περισσότεροι γνωρίζουν Αγγλικά. Μια μειονότητα του πληθυσμού έχει ως μητρική γλώσσα τα Σουηδικά. Στη Φινλανδία πήγα τέσσερις φορές, δύο κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών στο χαριτωμένο Ροβανιέμι που φιλοξενεί το χωριό του Άη Βασίλη και δύο φορές στο Ελσίνκι κατά τη διάρκεια του ήπιου καλοκαιριού, με πλοίο, μία φορά από τη Στοκχόλμη και μια από το Ταλίν της Εσθονίας.
Από τις πρώτες στιγμές της παραμονής μου στη βορειότερη σκανδιναβική πρωτεύουσα, διαπιστώνω την παντελή έλλειψη κυκλοφοριακής κίνησης και ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το παραθαλάσσιο Ελσίνκι (Helsinki), αν και έχει αναδείξει την αστική μινιμαλιστική αρχιτεκτονική σε τέχνη που παντρεύεται με τη φύση, δεν με ενθουσιάζει όσο η Στοκχόλμη και το Ταλίν. Στο ιστορικό κέντρο, στην πλατεία της Συγκλήτου (Senaatintori) με το άγαλμα του τσάρου Αλέξανδρου που κοιτάει στο λιμάνι, φωτογραφίζω τα μεγαλοπρεπή νεοκλασικά μέγαρα, όπως το προεδρικό παλάτι (Presidentinlinna), το Δημαρχείο (Kaupungintalo), τη Βουλή (Parliament), την Όπερα (Opera) και την έδρα της φιλαρμονικής (Finlandia Hall). Επισκέπτομαι το υπέροχο κτίριο που φιλοξενεί το Εθνικό Μουσείο Ιστορίας (Kansallismuseo), την πιο μεγάλη και επιβλητική νεοβυζαντινή ορθόδοξη εκκλησία της Δυτικής Ευρώπης, την Ουσπένσκι (Uspensky Kirkko) και το πανέμορφο πάρκο Σιμπέλιους (Sibelius) με τα μουσικά όργανα από μεταλλικούς σωλήνες. Η εκκλησία Τεμπελιαούκιο (Temppeliaukion Kirkko) είναι μοναδική στον κόσμο, καθώς βρίσκεται σε μία σπηλιά που έχει καλυφθεί με θόλο από γυαλί και χαλκό, αφήνοντας εμφανή τα γρανιτένια τοιχώματα. Τέλος, επισκέπτομαι το κάστρο Σουομενλίνα (Suomenlinna), σε ένα από τα νησάκια στο λιμάνι της πόλης, και το υπαίθριο Λαογραφικό Μουσείο με τα ξύλινα παραδοσιακά σπίτια της υπαίθρου της χώρας στο νησί Σόιρασάαρι (Seurasaari). Μετά από μια γεμάτη μέρα με υπέροχες εικόνες, απολαμβάνω ένα υπέροχο δείπνο στο φημισμένο και κομψό εστιατόριο Savoy. Το στιφάδο από κιμά μοσχαριού, αρνιού και ρέγγας, συνοδευόμενο από παντζάρια και πατάτες, είναι τέλειο, όπως και τα μοναδικά κρυστάλλινα βάζα που κοσμούν το εστιατόριο και πουλιούνται στο διπλανό υπερπολυτελές κατάστημα. Στις χριστουγεννιάτικες εκδρομές μου στο Ροβανιέμι (Rovaniemi) αισθάνομαι πάντα παιδί. Το χωριό του Άη Βασίλη με τα πολύχρωμα ξύλινα σπιτάκια που φιλοξενούν όμορφα καταστήματα με ξύλινα αναμνηστικά και δέρματα ταράνδων είναι μια ζωγραφιά. Το πολύ ενδιαφέρον Μουσείο Άρκτικουμ (Arktikum) στις όχθες του ποταμού Κεμιζόκε (Kemijoki) παρουσιάζει τη ζωή στον Αρκτικό κύκλο και το σπάνιο Βόρειο Σέλας, ένα φαινόμενο όπου φωτεινές μάζες καλύπτουν το σκοτεινό ουρανό, σαν χρυσοφορεμένοι άυλοι άγγελοι που χορεύουν ή σαν ουράνιες κουρτίνες που ανοίγουν για να παρουσιάσουν μια παράσταση του σύμπαντος και έπειτα κλείνουν ξανά. Οι επισκέψεις στη φάρμα ταράνδων και η βόλτα με έλκηθρο που το σέρνουν τα άγρια αλλά εξημερωμένα σκυλιά χάσκι είναι μοναδική εμπειρία. Και δεν είναι η μόνη. Οδηγώ μηχανοκίνητο έλκηθρο μέσα στο παγωμένο τοπίο, ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα, για τουλάχιστον δύο ώρες. Στο τέλος της μέρας πίνω ένα ποτό στο μοναδικό μπαρ από πάγο, όπου ακόμη και τα σκαμπό και τα ποτήρια είναι σκαλισμένα σε πάγο. Φορώντας δύο στολές του σκι τη μια πάνω απ’ την άλλη και εσωθερμικά εσώρουχα, προφυλάσσομαι από τις χαμηλές θερμοκρασίες που φτάνουν τους -20 βαθμούς. Κλείνω τη μέρα μου με ένα υπέροχο δείπνο στο εστιατόριο Oppipoika, απολαμβάνοντας στιφάδο ελαφιού και ντόπια άγρια βατόμουρα. Η απόλυτη εμπειρία έρχεται το επόμενο ξημέρωμα με την κρουαζιέρα με το παγοθραυστικό Sambo από το λιμάνι Κέμι (Kemi) της Λαπωνίας. Για πρώτη φορά επιβιβάζομαι σ’ ένα σκάφος που στέκεται πάνω σ’ ένα στρώμα πάγου. Ξεκινώντας, ακούω το σπάσιμο των πάγων και παρατηρώ μαγεμένη το ημίφως του μεσοχείμωνου να αντανακλάται στη λευκή στερεή επιφάνεια της θάλασσας. Ξαφνικά το σκάφος σταματάει και μας προτείνουν να βάλουμε στεγανές στολές κατάδυσης και να βουτήξουμε στα παγωμένα νερά. Καθώς επιπλέουμε με τις πορτοκαλί πλαστικές στολές, πέρα από ξαφνιασμένη, αισθάνομαι τυχερή κι ευτυχισμένη. Με όλες αυτές τις τρυφερές εικόνες και τις μοναδικές εμπειρίες, πώς να μη νιώθω άλλωστε;
ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ (LITHUANIA) Η μικρή πεδινή χώρα με τα κάστρα, τις αναρίθμητες εκκλησίες, τα κεχριμπάρια και τους φημισμένους παίκτες μπάσκετ. Η επίπεδη έκταση των 65.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με τη μεγάλη ακτογραμμή στη Βαλτική Θάλασσα, τις λίμνες, τα πλούσια δάση και τα πλωτά ποτάμια που συνδέουν τις μεγαλύτερες πόλεις, συνορεύει με τη Λετονία στο βορρά, με τη Λευκορωσία στα νοτιοανατολικά, με το Καλίνιγκραντ της Ρωσίας και την Πολωνία στα νοτιοδυτικά. Τον 13ο αιώνα ήλεγχαν την περιοχή Γερμανοί σταυροφόροι. Από τον 14ο αιώνα, η Λιθουανία, σε κοινοπολιτεία με την Πολωνία, αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα κράτη της βορειοανατολικής Ευρώπης. Τον 17ο αιώνα, οι Ρώσοι κατέκτησαν το μεγαλύτερο τμήμα της, ενώ κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος. Με το μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο που συνόδευε το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, που υπογράφτηκε το 1939 στη Μόσχα μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας (Σύμφωνο μη επίθεσης), η Λιθουανία πέρασε στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά το 1941, παρά τη συμφωνία, κατακτήθηκε από τους Ναζί. Από το τέλος του 1944 μέχρι την άνοιξη του 1990 ανήκε στη Σοβιετική Ένωση. Το 1989, 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι από τα τρία κράτη της Βαλτικής ένωσαν τα χέρια σε μια ανθρώπινη αλυσίδα και διαδήλωσαν ειρηνικά, όσο και δυναμικά, την αντίδρασή τους στη συμφωνία που είχε ορίσει το πρόσφατο παρελθόν τους. Οι αγώνες των λαών της Βαλτικής συνέβαλαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και στην ανεξαρτησία των τριών χωρών (Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία). Σήμερα, η Λιθουανία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει προεδρευομένη δημοκρατία και μια ολοένα αναπτυσσόμενη οικονομία που στηρίζεται στη βιομηχανία ηλεκτρονικών, στη βιοτεχνολογία, στο κεχριμπάρι, στον τουρισμό και στις επενδύσεις των διάσημων παικτών μπάσκετ. Μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε στα εδάφη της ένα από τα μεγαλύτερα πυρηνικά εργοστάσια της περιοχής για παραγωγή ενέργειας. Ο πληθυσμός της χώρας φτάνει τα 3,3 εκατομμύρια, ενώ χιλιάδες ζουν στο εξωτερικό. Το 85% είναι καθολικοί Λιθουανοί, ενώ αρκετοί είναι Πολωνοί και ορθόδοξοι Ρώσοι. Μιλούν Λιθουανικά (ινδοευρωπαϊκή γλώσσα) και, ενώ όλοι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία γνωρίζουν καλά Ρωσικά, οι νέοι μαθαίνουν πλέον Αγγλικά. Η χώρα έχει πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που έχουν κάνει ανώτερες σπουδές και αυτό φαίνεται στη γενικότερη οργάνωση της χώρας. Οι Λιθουανοί είναι ψιλόλιγνοι, καλοσυνάτοι και ευγενικοί, οι γυναίκες δε είναι όμορφες. Πρωτεύουσα είναι η μικρή και συμπαθητική πόλη Βίλνιους (Vilnius). Αφού απολαύσω τη θέα από το λόφο του κάστρου (Gedimino Kaunas) επισκέπτομαι την μποέμικη γειτονιά με τα παλιά ανακαινισμένα σπίτια και καφέ, που βρίσκεται στα ριζά του λόφου (Uzupis), και μπαίνω στο ιστορικό κέντρο για να δω τη μεγάλη πλατεία του καθεδρικού ναού με το καμπαναριό (Katedros Aikste), τις εκκλησίες της Αγίας Άννας (Sv. Onos Baznycia) και του Αγίου πνεύματος (Sv. Dvasios Cerkve), το προεδρικό παλάτι (Prezidentura) και το παλιό πανεπιστήμιο (Vilniaus Universitetas). Περπατώ στα πλακόστρωτα δρομάκια με τα χαμηλά σπίτια και τα καταστήματα με τα λινά ρούχα και τα φθηνότερα κεχριμπάρια της ευρύτερης περιοχής (αν και τα ωραιότερα πουλιούνται στο Μουσείο του Κεχριμπαριού). Η λεωφόρος της καινούργιας πόλης με οδηγεί στο κοινοβούλιο (Seiomo Rumai), στο πάρκο (Vingis Parkas) πάνω στον ποταμό Νέρις (Neris) και στον πύργο της τηλεόρασης (TV Tower), με τους ξύλινους σταυρούς να θυμίζουν τους Λιθουανούς που σκότωσαν οι Ρώσοι το 1990. Στα προάστιά της, επισκέπτομαι το μνημείο Πανεριάι (Paneriai) των 100.000 Λιθουανών και Εβραίων που δολοφονήθηκαν από τους Ναζί και θυμάμαι τη σκληρή ιστορία της χώρας. Την ξεχνώ όπως και οι Λιθουανοί στις αρκετά έντονες νύχτες που προσφέρει τώρα πια το Βίλνιους, αν και η διασκέδαση απευθύνεται περισσότερο
σε άντρες. Πολλά κλαμπ –ελεγχόμενα από τη ρώσικη μαφία– προσφέρουν στην «εκλεκτή πελατεία» τους μεταφορά με λευκές λιμουζίνες και ωραία γυναικεία συνοδεία. Εγώ ολοκληρώνω τις μέρες μου με ένα καλό δείπνο στο Alude Stikliai Taverna η στο Uzeiga Molinis Asotis, με αυθεντικά πιάτα σούπας από τεύτλα, χωριάτικη πίτα με πατάτα και μπέικον, πάστα φλόρα και ένα ποτό στο αγαπημένο μου ξενοδοχείο Radisson SAS Astorija ή στο ακόμα πιο αρχοντικό Relais & Chateux Stikliai. Σε ευχάριστες ολοήμερες εκδρομές επισκέπτομαι το γραφικό Τρακάι (Trakai). Εκεί, στη μέση μιας μικρής γαλήνιας λίμνης, καθρεφτίζεται το πέτρινο μεσαιωνικό κάστρο με τις κόκκινες κεραμιδένιες στέγες που φιλοξενεί ένα ενδιαφέρον Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο. Περπατώ γύρω από τα μαγαζάκια της όχθης και στα δρομάκια με τα παλιά, περιποιημένα, χαμηλά σπίτια μέσα σε κήπους, απολαμβάνοντας την ηρεμία του τοπίου και την ομορφιά του κόκκινου κάστρου. Στη συνέχεια πάω στη δεύτερη σε μέγεθος πόλη Κάουνας (Kaunas) που αν και παλιά πρωτεύουσα της χώρας μοιάζει περισσότερο με μεγάλο χωριό, καθώς δεν διαθέτει τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια του Βίλνιους. Η Κάουνας δεν είναι τόσο γραφική όσο το Βίλνιους, αλλά έχει ενδιαφέροντα μουσεία, όπως το Μουσείο Τέχνης Κουρλιόνις (Ciurlionis Museum) και το σπάνιο χιουμοριστικό Μουσείο του Διαβόλου (Velniu Muziehus). Περπατώντας, φωτογραφίζω την μπλε ρωσική ορθόδοξη εκκλησία Πέτρου και Παύλου (Russian Orthodox Church of St. Peter & Paul), το Πολυτεχνείο (Kaunas University of Technology), τον καθεδρικό ναό (Kaunas Arkikatedra Baznycia) και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη (Laisvs Pamiklas). Αναμειγνύομαι με τον απλοϊκά ντυμένο κόσμο στον πεζόδρομο της συμπαθητικής αγοράς και δοκιμάζω για άλλη μια φορά την τοπική κουζίνα, που βασίζεται στην πατάτα και στο κρέας. Συνεχίζω μέσα από ατελείωτα κωνοφόρα δάση για το μοναδικό Λόφο των Σταυρών (Hill of Crosses), που βρίσκεται στα σύνορα με τη γειτονική Λετονία, διαβάζοντας το βιβλίο Η σκιά του φιδιού, του Λιθουανού συγγραφέα Σόλιους Κοντροτάς. Εκεί βρίσκονται χιλιάδες ξύλινοι σταυροί, που άφησαν αρχικά για τα θύματα των πολέμων και μετέπειτα για όσους έχουν χάσει οι Λιθουανοί και θέλουν να μνημονεύονται εδώ. Πέρα από μοναδικό θέαμα, ο χώρος αποτελεί τόπο προσκυνήματος και τον έχει επισκεφθεί ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄. Παίρνοντας τη γλυκιά γεύση από το μικρό και γραφικό Βίλνιους, τα καινούργια μου κεχριμπάρια και τη σπάνια φωτογραφία από το Λόφο των Σταυρών, μπαίνω στη Λετονία.
ΛΕΤΟΝΙΑ (LATVIA) Η χώρα με την πιο όμορφη αρ νουβό πρωτεύουσα (μ’ ένα γραφικότατο μεσαιωνικό ιστορικό κέντρο), κάστρα σε πλούσια κωνοφόρα δάση, ένα σπάνιο μουσείο με αυτοκίνητα-αντίκες κι ένα θεματικό χωριό με παλιά πέτρινα και ξύλινα σπίτια είναι η πατρίδα των δύο Αϊζενστάιν, του μεγάλου σκηνοθέτη των ταινιών Θωρηκτό Ποτέμκιν και Αλέξανδρος Νέφσκι και του εξίσου σπουδαίου αρχιτέκτονα. Η πεδινή έκταση των 65.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων καλύπτεται από απέραντα δάση και καλλιέργειες λιναριού, βρώμης και πατάτας, που διακόπτονται από ελάχιστα βουνά και μεγάλα ποτάμια. Βρέχεται δυτικά από τη Βαλτική Θάλασσα, βόρεια συνορεύει με την Εσθονία και νότια με τη Λιθουανία, ενώ ανατολικά με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Τον 13ο αιώνα, Γερμανοί ιππότες κατέκτησαν την ευρύτερη περιοχή, η οποία βρέθηκε κάτω από την κυριαρχία της Πολωνίας τον 16ο αιώνα, της Σουηδίας τον 17ο αιώνα και της Ρωσίας τον 18ο αιώνα. Το 1918 η Λετονία ανακηρύχθηκε, μετά από πολλούς αγώνες και χιλιάδες νεκρούς, ανεξάρτητο κράτος. Μετά ακολούθησε την τύχη της Λιθουανίας και από το 1944 ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Το φθινόπωρο του 1991 κέρδισε πάλι την ανεξαρτησία της και από το 2004 είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πολίτευμα είναι προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι περισσότερες κρατικές επιχειρήσεις έχουν ιδιωτικοποιηθεί και η χώρα είναι καταχρεωμένη και έχει υψηλό πληθωρισμό, αν και αυτό δεν γίνεται αντιληπτό στις σύντομες επισκέψεις. Μόλις το 60% του πληθυσμού είναι Λετονοί προτεστάντες, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό αποτελείται από ορθόδοξους Ρώσους που είχαν έρθει στη χώρα για να εργαστούν στα μεγάλα εργοστάσια της Σοβιετικής Ένωσης. Μιλούν τη λετονική γλώσσα, που μοιάζει με τα Λιθουανικά, αλλά όχι με τα Εσθονικά που ανήκουν στις φινοουγγρικές γλώσσες, ενώ πολλοί γνωρίζουν Ρωσικά. Μόνο όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό μιλούν Αγγλικά ή Γαλλικά. Πρωτεύουσα είναι η κοσμοπολίτικη και αρχοντική Ρίγα (Riga), η μεγαλύτερη πόλη των χωρών της Βαλτικής. Στην καρδιά του ιστορικού κέντρου –που αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς– βρίσκεται ο καθεδρικός ναός (Rigas Doms) σε γοτθικό και μπαρόκ στιλ, όπου στεγάζεται το Μουσείο Ιστορίας και Ναυσιπλοΐας, αλλά και χώρος κονσέρτων εκκλησιαστικού οργάνου. Το πανέμορφο λευκό κάστρο (Riga Castle) με τις κεραμιδένιες στέγες φιλοξενεί την έδρα του κοινοβουλίου αλλά και το Μουσείο Τέχνης (Museum of Foreign Art). Ολόγυρα, σε στενά πλακόστρωτα δρομάκια, βρίσκονται παλιά πολυώροφα σπίτια με μικρά παράθυρα, κεραμιδένιες στέγες, σοφίτες και αετώματα, εκκλησίες, με ωραιότερες εκείνες του Αγίου Πέτρου (St. Peter’s Church και του Αγίου Ιακώβου (St. Jacob’s Church) και μικροί πύργοι της μικρής και μεγάλης συντεχνίας εμπόρων και τεχνιτών μιας άλλης εποχής (Maza & Liela Gilde). Σ’ αυτό το τμήμα της Ρίγα μού αρέσει να διανυκτερεύω στο ξενοδοχείο Ainavas που στεγάζεται σ’ ένα κτίριο του 15ου αιώνα και να δειπνώ στο εστιατόριο Put Vejin. Έξω από τη μεσαιωνική και πεντακάθαρη πόλη οι περιποιημένοι δρόμοι Elizabetes Iela και Alberta Iela αποτελούν ένα υπαίθριο μουσείο με τετραώροφα μέγαρα σε στιλ αρ νουβό. Οι προσόψεις τους είναι στολισμένες με προτομές και αγάλματα, καμπύλες και δαντελένια παράθυρα, έργα τα περισσότερα του σπουδαίου αρχιτέκτονα Αϊζενστάιν. Η περιοχή γύρω από το ιστορικό κατάλευκο σπίτι εποχής Metzendorff House είναι γεμάτη με καφετέριες και κλαμπ, ενώ το συγκρότημα Konventa Seta έχει πολλές γκαλερί τέχνης, καταστήματα με αναμνηστικά είδη και κεχριμπάρια, αλλά και ένα παραδοσιακό, οικονομικό ξενοδοχείο. Εδώ παρατηρώ πως η πόλη έχει ενέργεια και ζωντάνια, καθώς σφύζει από ανθρώπους που περπατούν χέρι χέρι, πίνουν ποτό σε κάποιο υπαίθριο καφέ, επισκέπτονται μουσεία και μικρούς συναυλιακούς χώρους, παίζουν μουσική, σχεδιάζουν πορτρέτα ή πουλούν λουλούδια. Στο κέντρο της νέας πόλης υπάρχουν αρκετά πολυτελή ξενοδοχεία, όπως τα Reval Hotel Latvija και
Hotel De Rome, καλά εστιατόρια, όπως το Palete και το Vincents, και νυχτερινά κέντρα, με πιο διάσημα το Nostalgija (με φωτογραφίες του Μαρξ και του Λένιν) και τα μοντέρνα Pulkvedim και M808. Στολίζεται, μάλιστα, στην οδό Brivibas με το Μνημείο της Ελευθερίας (Brivibas Piemineklis), μια τεράστια στήλη με μια γυναίκα που συμβολίζει τη Ρωσία να κρατάει τρία αστέρια, τα τρία κράτη της Βαλτικής, αν και κάποιοι λένε πια πως αντιπροσωπεύει τη Λετονία με τις τρεις επαρχίες της. Εντυπωσιασμένη από το «Παρίσι της Βαλτικής», επισκέπτομαι στα προάστια της πόλης το καταπληκτικό μουσείο με αυτοκίνητα-αντίκες (Motormuzejs), που στα εκθέματά του περιλαμβάνει από τη λιμουζίνα του Στάλιν μέχρι γερμανικές μοτοσικλέτες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Συνεχίζω για το ενδιαφέρον υπαίθριο Εθνογραφικό Μουσείο (Ethnography Museum) με τα παλιά πέτρινα και ξύλινα σπίτια, τους νερόμυλους εποχής και τις μικρές εκκλησίες. Κατευθυνόμενη βόρεια, περνώντας μέσα από πυκνά δάση, σταματάω στα κάστρα της Σιγκούλντα (Sigulda). Μέσα από τα δέντρα, τα σαγηνευτικά ερείπια του κάστρου των ιπποτών χαρίζουν απλόχερα τη θέα στο κάστρο του αρχιεπισκόπου, στην Τουράιντα (Turaida). Από κοντά, το κόκκινο τούβλινο κάστρο δεν είναι τόσο εντυπωσιακό όσο το μουσείο που φιλοξενεί, το οποίο δείχνει τη ζωή εκείνης της εποχής των ιπποτών και της διαμάχης τους με τη θρησκευτική εξουσία. Ο τελευταίος σταθμός στην υπέροχη Λετονία είναι η μικρή γραφική πόλη Σέσις (Cesis) με το κάστρο που αποτελούσε την έδρα των Γερμανών Λιβονιανών ιπποτών. Περπατώντας στα πλακόστρωτα σοκάκια ανάμεσα από μικρά πέτρινα κτίσματα και πολύχρωμα ξύλινα σπιτάκια, προσθέτω στις ξεχωριστές εικόνες της Λετονίας άλλη μια. Με τα καινούργια μου λινά υφάσματα στις αποσκευές, φτάνω οδικώς, σε ελάχιστες ώρες, στο παραθαλάσσιο Ταλίν.
ΕΣΘΟΝΙΑ (ESTONIA) Η χώρα με το πιο ατμοσφαιρικό και γραφικό μεσαιωνικό λιμάνι. Η πεδινή έκταση των μόλις 45.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων καλύπτεται από κωνοφόρα δάση, μεγάλες λίμνες, πολλά ποτάμια, ενώ στη χώρα ανήκει ένα αρχιπέλαγος από 800 μικρά νησιά και βραχονησίδες στη Βαλτική. Συνορεύει βόρεια με τη Φινλανδία, νότια με τη Λετονία και ανατολικά με τη Ρωσία. Η χώρα, αν και είναι η μικρότερη από τις τρεις χώρες της Βαλτικής, έχει την ισχυρότερη οικονομία και είναι επηρεασμένη πιο πολύ από τη Φινλανδία. Έχει πλούσιο υπέδαφος, με πετρελαιοφόρους σχιστόλιθους, πωρόλιθο και γρανίτη, αλλά και βιομηχανία χημικών, ηλεκτρονικών και τροφίμων, έντονη κατασκευαστική δραστηριότητα και τουρισμό. Από τον πληθυσμό του 1,4 εκατομμυρίου, το 60% είναι Εσθονοί. Η μεγαλύτερη μειονότητα κι εδώ είναι οι Ρώσοι. Οι κάτοικοι μιλούν Εσθονικά (φινοουγγρική γλώσσα), αν και αρκετοί, εκτός από Ρωσικά, γνωρίζουν και Αγγλικά. O κόσμος είναι όμορφος και αρκετά νέος. Πολλά ζευγάρια με παιδιά παραμένουν ανύπαντρα, ενώ το κράτος δεν βοηθάει τις ανύπαντρες μητέρες ούτε φημίζεται για τα επιδόματα στους ανέργους. Όπως και στο Βίλνιους της Λιθουανίας, ανθεί ο σεξοτουρισμός (οι γυναίκες είναι πολύ ωραίες), ενώ πολλοί Φιλανδοί έρχονται από το Ελσίνκι για να αγοράσουν αλκοόλ, επειδή είναι πολύ πιο φθηνό εδώ από ό,τι στην πατρίδα τους. Πρωτεύουσα είναι το πανέμορφο παραθαλάσσιο Ταλίν (Tallin). Η καρδιά της παλιάς μεσαιωνικής πόλης χτυπάει στη μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία του Δημαρχείου (Wide Raekoja plats) με τον όμορφο ανεμοδείκτη (Vaana Toomas), το παλιό φαρμακείο (Raeapteek) και το παλαιότερο ρολόι της χώρας. Αμέσως καταλαβαίνω γιατί η Ουνέσκο ανακήρυξε το παλαιό Ταλίν μνημείο του Παγκόσμιου Πολιτισμού. Το μεσαιωνικό κομμάτι του είναι τόσο καλοδιατηρημένο που μου είναι εύκολο να φανταστώ έναν ιππότη να καλπάζει στα πλακόστρωτα. Ανεβαίνοντας με τα πόδια για την άνω πόλη (Toopmea) περνάω μέσα από έναν πύργο-πύλη με κόκκινη κεραμιδένια στέγη, αντικρίζω τον όμορφο ορθόδοξο ρωσικό ναό (Alexander Nevsky Cathedral) με τους κρεμμυδόσχημους τρούλους, το ροζ Κοινοβούλιο σε κλασικό στιλ (Parliament) και τον υπέροχο καθεδρικό ναό (Toomkirik) με τους τάφους των ιπποτών και με τα οικόσημά τους στους τοίχους. Εδώ βρίσκω την ευκαιρία να αναφέρω με λίγα λόγια την ιστορία της χώρας στα γκρουπ που συνοδεύω. Η ιστορία της χώρας είναι σχετικά πρόσφατη. Οι Εσθονοί παρέμειναν παγανιστές μέχρι τον 13ο αιώνα, όταν κατακτήθηκαν από τους καθολικούς Γερμανούς ιππότες. Το 1559, ο έλεγχος της περιοχής πέρασε στους Σουηδούς και το 1721 στους Ρώσους. Το 1918, η Εσθονία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος και ακολούθησε την πορεία των υπόλοιπων Βαλτικών κρατών. Το πολίτευμα είναι προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία και η χώρα ανήκει στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2004. Τα πλακόστρωτα δρομάκια της παλιάς πόλης είναι γεμάτα από μαγαζάκια με αναμνηστικά και πουλόβερ (με πιο αγαπημένο το παντοπωλείο Olde Hansa που δίνει την αίσθηση ταξιδιού με χρονομηχανή στον 16ο αιώνα, χάρη στις παμπάλαιες σκάλες και σοφίτες του), από ωραία ζαχαροπλαστεία και πολλά κέντρα που κάνουν τατουάζ. Εδώ αποφασίζω να αποκτήσω και το δικό μου τατουάζ, μετά από στάση στο εστιατόριο Balthasar για αγριογούρουνο με σάλτσα από άγρια μούρα και γλυκό με βατόμουρα, που μοιάζει με πάστα φλόρα. Επιστρέφοντας στην κάτω πόλη με κατεύθυνση το λιμάνι, περνάω από παλιά όμορφα τριώροφα σπίτια με επικλινείς κεραμιδένιες στέγες, μικρούς πύργους και εκκλησίες (Dominiklaste Klooster και Niguliste Kirik) που λειτουργούν πια σαν μουσεία, καθώς το 70% των Εσθονών δεν είναι θρησκευόμενοι, ενώ οι ελάχιστοι πιστοί είναι κυρίως προτεστάντες.
Φτάνοντας στο λιμάνι, στο οποίο δεσπάζει ένας παλιός στρογγυλός τούβλινος πύργος (Suur Rannavarav), νιώθω μέχρι τα κοκάλα την παγωμένη υγρασία και αντικρίζω το μνημείο του τραγικού ναυαγίου του πλοίου Estonia το 1995, στο οποίο χάθηκαν 900 άτομα σε δρομολόγιο Στοκχόλμης-Ταλίν. Η νέα πόλη, με τους ουρανοξύστες και τα λίγα ογκώδη κτίρια με τις φωτεινές επιγραφές εταιρειών πληροφορικής, περικυκλώνει ασφυκτικά το μεσαιωνικό κέντρο. Τις κρύες νύχτες, ακόμα και το καλοκαίρι, διασκεδάζω στο Diamonds Revue –οικονομικό αλλά λαμπερό καμπαρέ–, στο Café Amigo του ξενοδοχείου Sokos Hotel Viru, που έχει τις καλύτερες ροκ και μπλουζ μπάντες, και στο Cub Island του Έλληνα Γιάννη Παπαδάτου. Στο ελιτίστικο καφέ Moskva πίνω αρωματικό τσάι και παρακολουθώ τους νεαρούς θαμώνες που στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης ζούσαν με τα απολύτως απαραίτητα και τώρα αλλάζουν λάπτοπ και κινητά κάθε εξάμηνο. Στο τέλος της εκδρομής ξαφνιάζομαι ευχάριστα από το γεγονός ότι μου έχουν περισσέψει χρήματα, καθώς οι τιμές είναι προσιτές, όπως σε όλα τα κράτη της Βαλτικής (κυρίως στη Λιθουανία). Έχοντας απολαύσει το ευχάριστο περπάτημα στη γραφικότατη πόλη και τις επισκέψεις στα μικρά αλλά ενδιαφέροντα μουσεία, δοκιμάζω πέστροφα και πουτίγκα με ροδόνερο στο αγαπημένο μου εστιατόριο Troika ή στο Vanaema Juures και διανυκτερεύω συνήθως στο Domina Inn City Hotel που αποτελεί την επιτομή του μοντέρνου κλασικού στην παλιά πόλη. Με την ελαφριά τοπική μπίρα Saku να με έχει χαλαρώσει, αφήνομαι στο ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα που βάφει χρυσούς τους στρογγυλούς και τετράγωνους πύργους των κάστρων και των εκκλησιών στο μαγευτικό Ταλίν. Κλείνω τα μάτια διαβάζοντας το βιβλίο Η αποχώρηση του καθηγητή Μάρτενς, του πολυμεταφρασμένου Εσθονού συγγραφέα Γιάαν Κρος.
ΡΩΣΙΑ (RUSSIA) Η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, με τις πανέμορφες εκκλησίες, την αρχοντική Αγία Πετρούπολη με τα παλάτια, το επιβλητικό Κρεμλίνο της Μόσχας, την απόκοσμη χιονισμένη χερσόνησο της Καμτσάκα, τον ποταμό Βόλγα και τα ξύλινα φτωχικά χωριατόσπιτα, τους νεόπλουτους επιδειξίες και τους πολλούς που αναζητούν την ισορροπία ανάμεσα στο νέο καπιταλισμό και στον κομμουνισμό του παρελθόντος. Η Ευρωπαϊκή Ρωσία –δυτικά από τα Ουράλια όρη– αποτελεί το 1/4 της συνολικής έκτασης των 17 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, αλλά φιλοξενεί τα 4/5 του πληθυσμού των 150 εκατομμυρίων κατοίκων. Εκτείνεται από τον Αρκτικό Ωκεανό ως τον Καύκασο και από τον Ειρηνικό Ωκεανό μέχρι τη Θάλασσα της Βαλτικής. Έχει τεράστια ποτάμια (όπως τον Βόλγα, τον Δον και τον Πετσόρα), αλλά και λίμνες μεγάλες σαν θάλασσες (όπως τη Λαντόγκα και την Ονέγκα). Το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας είναι πεδινό και οι μεγάλες εύφορες πεδιάδες προσφέρουν αυτάρκεια τροφής στον πληθυσμό της. Έχει τεράστιο φυσικό πλούτο με αέριο, διαμάντια, σιδηρομεταλλεύματα και βαριά βιομηχανία, με φτηνό εργατικό δυναμικό, αλλά και πλούσια αφεντικά – τους πρώην αξιωματούχους του κόμματος και τους συνεργάτες τους. Πρόγονοι των σημερινών Ρώσων είναι οι Ανατολικοί Σλάβοι που από τον 7ο μ.Χ. αιώνα αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στη Δυτική Ρωσία. Οι Ρώσοι ασπάσθηκαν το Χριστιανισμό που έφεραν οι απόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι οποίοι κατέγραψαν τη ρωσική αλφάβητο για να διαδώσουν την Αγία Γραφή. Κατακτήθηκε από τους Μογγόλους για δύο περίπου αιώνες (13ος-15ος αι.). Μετά τη δυναστεία των Ρουρικίντ, την εξουσία ανέλαβε η δυναστεία των Ρομανόφ (17ος αιώνας), με πιο λαμπρούς ηγέτες την Αικατερίνη τη Μεγάλη και τον Μεγάλο Πέτρο, που επέκτεινε τα ρωσικά εδάφη, έχτισε και στόλισε την πανέμορφη Αγία Πετρούπολη, έβαλε φρένο στον επεκτατισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και έκανε τη χώρα μεγάλη δύναμη. Σημαντικός σταθμός στη σύγχρονη ιστορία της Ρωσίας είναι η ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος με την επανάσταση των μπολσεβίκων, το 1917. Ως νέοι «τσάροι» διοίκησαν αρχικά ο Λένιν και μετά το θάνατό του ο αδίστακτος Στάλιν, που ήταν υπεύθυνος για το θάνατο εκατομμυρίων αντιφρονούντων, για καταναγκαστικά έργα, για βίαιη μετακίνηση πληθυσμών, για στρατόπεδα συγκέντρωσης, για την κυριαρχία της γραφειοκρατίας, αλλά και για τη στρατηγική νίκη του Κόκκινου Στρατού εναντίον της επέλασης των Ναζί. Ο ρωσικός λαός πλήρωσε πιο ακριβά από οποιονδήποτε άλλον τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εκατομμύρια νεκρούς από την πείνα, το κρύο και τις μάχες. Με το θάνατο του Στάλιν συνεχίστηκε η εξαφάνιση των αντιφρονούντων, κάτι που ουσιαστικά έληξε με την περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Με το γκρέμισμα της Σοβιετικής Ένωσης, τεράστια οικονομικά προβλήματα διέλυσαν τη Ρωσία και την κοινωνική πρόνοια που προστάτευε το λαό, αλλά με τον ερχομό του Πούτιν και το φιλελεύθερο καθεστώς, η οικονομία και το γόητρο της χώρας ανέκαμψαν, με τίμημα τη φτώχια και την απόγνωση των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων. Πρωτεύουσα είναι η Μόσχα (Moscow), χτισμένη στον ποταμό Μόσχοβα. Χαρακτηρίζεται από τις γιγάντιες άσχημες πολυκατοικίες στα προάστια, τις πανέμορφες εκκλησίες και τα μοναστήρια με τους χρυσούς κρεμμυδόσχημους τρούλους του ιστορικού κέντρου, τους επτά επιβλητικούς ουρανοξύστες του Στάλιν σε σχήμα κλιμακωτού κάστρου μ’ έναν πύργο στη μέση και το εντυπωσιακό Κρεμλίνο με την Κόκκινη Πλατεία. Από το λόφο του φημισμένου Πανεπιστημίου Λομονόσοφ απολαμβάνω τη θέα όλων αυτών. Το Κρεμλίνο (Kremlin), έδρα της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας, με τα κόκκινα τείχη και τους πύργους διαφορετικών σχημάτων, έχει τρεις από τις ωραιότερες εκκλησίες της χώρας, στολισμένες με
μοναδικές τοιχογραφίες και ολόχρυσους τρούλους (Cathedral of the Archangel Michael, Assumption Cathedral, The Cathedral of Annunciation), πολυτελέστατα παλάτια που χρησιμοποιούνται ως γραφεία και χώροι δεξιώσεων (Imperial Apartments, St. George Hall, Palace of the Facets), ένα τεράστιο θέατρο σοβιετικού στιλ (State Kremlin Palace Concert Hall & Theatre) και το καταπληκτικό μουσείο με τους θησαυρούς των τσάρων (Great Kremlin Palace), όπως ρούχα καταστόλιστα με πολύτιμες πέτρες, κοσμήματα και πολύτιμα αυγά φαμπερζέ. Πίσω από το Κρεμλίνο, το στολίδι της Μόσχας, περπατώ στην ιστορική πλακόστρωτη Κόκκινη Πλατεία (Krasnaya Ploschad) με το ονειρικό, κόκκινο Μουσείο Ιστορίας (Museum of History of Moscow), την εντυπωσιακή εκκλησία του Αγίου Βασιλείου (St. Basil’s Cathedral) με τους κρεμμυδόσχημους και κωνικούς τρούλους όλων των χρωμάτων, και το μνημειώδες εμπορικό κέντρο Gum. Τώρα πια, στην Κόκκινη Πλατεία, απέναντι από το μαυσωλείο του Λένιν (Lenin’s Tomb), έχουν ανοίξει πανάκριβα εστιατόρια και καφετέριες, παντρεύοντας επίσημα τον καπιταλισμό με την ιδεολογία του κομμουνισμού, αν και οι περισσότεροι Ρώσοι προτιμούν τους όμορφους κήπους του Αλέξανδρου (Alexandrovsky Gardens) με τα σιντριβάνια και την υπόγεια αγορά, που βρίσκονται μπροστά στο Κρεμλίνο. Επισκέπτομαι το επιβλητικό μοναστήρι Νοβοντεβίτσι (Novodevichy Convent), στις όχθες της μικρής λίμνης όπου λέγεται πως εμπνεύστηκε ο Τσαϊκόφσκι τη Λίμνη των Κύκνων και η οποία σχηματίζεται από τα νερά του ποταμού Μόσχοβα (Moscova), και το ομώνυμο νεκροταφείο όλων των επιφανών Ρώσων. Αφού θαυμάσω τη μοναδική ρωσική τέχνη στις δύο γκαλερί Τρετιακόφ (Tretyakov), χαίρομαι να σεργιανίζω στην περιποιημένη γειτονιά γύρω τους, αλλά και στον πεζόδρομο Ούλιτσα Αρμπάτ (Ulitsa Arbat) με τα νεοκλασικά αρχοντικά, τα πολλά καφέ και τα απλά εστιατόρια. Εδώ κάνω πάντα μια στάση για γεωργιανό κεμπάπ και τοπική πίτα (σαν πεϊνιρλί με τυρί), συνοδευόμενα από εξαιρετικό κόκκινο κρασί. Αν θέλω κάτι πιο κοσμοπολίτικο, απολαμβάνω εξαίσια δείπνα στα εστιατόρια Café Pushkin, Turandot, Stari Faeton και στην ταράτσα του ξενοδοχείου Arrarat Park Hyatt. Μετά από μια εξαιρετική παράσταση καλαίσθητου φολκλόρ στο ξενοδοχείο μαζικού τουρισμού Cosmos Hotel, απέναντι από το μνημείο των αστροναυτών, περπατώ στη γειτονιά γύρω από το θέατρο Μπολσόι (Bolschoi) με τα καλά καταστήματα και τα μπαρ των πολυτελών ξενοδοχείων, με πιο αγαπημένα το αριστοκρατικό ξενοδοχείο National και το πολυτελές Kempinski. Τα στολίδια της Μόσχας, όμως, δεν είναι μόνο υπέργεια. Ένα από τα σπουδαιότερα βρίσκεται στους σταθμούς του τεράστιου δικτύου του μετρό που ξεκίνησε επί μπολσεβίκων πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μα το πιο σημαντικό είναι ότι τα έργα κατασκευής του μετρό δεν σταμάτησαν ακόμα και όταν οι Ναζί σφυροκοπούσαν τη χώρα. Η πίστη ότι θα ξεπερνούσαν τον όλεθρο που πλησίαζε και η αισιοδοξία για ένα καλύτερο μέλλον αποτυπώνονταν καθημερινά στην αποπεράτωση ενός μεγαλειώδους έργου. Πολλοί σταθμοί είναι στολισμένοι με κρυστάλλινους πολυελαίους, υπέροχα ψηφιδωτά, εντυπωσιακές τοιχογραφίες, μπρούντζινο και μαρμάρινο διάκοσμο. Δυστυχώς το δίκτυο είναι πολύπλοκο, οι ταμπέλες είναι μόνο στα Ρωσικά (γραμμένες στο Κυριλλικό αλφάβητο) και οι Ρώσοι δεν ξέρουν Αγγλικά, οπότε επισκέπτομαι το μετρό πάντα με Ρώσο ξεναγό. Όταν θέλω να μετακινηθώ, χρησιμοποιώ τα πανάκριβα ταξί από τα ξενοδοχεία, καθώς δεν βρίσκω ταξί στο δρόμο, πέρα από κάποια παλιά «πειρατικά» με οδηγούς που, για να με πάνε εκεί που θέλω, πρέπει να έχω μια κάρτα με τον προορισμό μου γραμμένη στα Ρωσικά. Στη Μόσχα, πέρα από τη μεγαλοπρέπεια του Κρεμλίνου και την απαράμιλλη τέχνη στις εκκλησίες και στις πινακοθήκες, υπάρχουν τα πιο ακριβά αυτοκίνητα και εστιατόρια της χώρας –όπου ένα γεύμα κοστίζει όσο ένας μέσος μισθός Ρώσου–, οι ωραιότερες γυναίκες, που συνήθως συνοδεύονται από άσχημους και πλούσιους άντρες, η τοπική μαφία που επιδεικνύεται σε κάθε ευκαιρία και οι ζητιάνοι
που περιμένουν την ελεημοσύνη των πιστών έξω από τις εκκλησίες και τους σταθμούς του μετρό κρατώντας εικόνες αγίων. Η πόλη του Τσέχοφ και του Τολστόι νομίζω ότι δεν πιστεύει πια σε τίποτα, πέρα από το χρήμα. Ολοκληρώνοντας την επίσκεψη στην πολύβουη πόλη με τον γκρίζο ουρανό, πραγματοποιώ μια ενδιαφέρουσα ολοήμερη εκδρομή στην πρώην έδρα του ρωσικού πατριαρχείου, στο θησαυροφυλάκιο της ρωσικής θρησκευτικής τέχνης, με έργα του Ρουμπλιόφ, που αποτελεί σημαντικότατο τόπο προσκυνήματος για τους Ρώσους, οι οποίοι τώρα πια μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα την πίστη τους. Το Σεργκέι Ποσάντ (Sergiev Posad) είναι τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο και περιλαμβάνει μέσα στα λευκά του τείχη ναούς με μπλε, χρυσούς και λευκούς κρεμμυδόσχημους τρούλους, ένα πανύψηλο λευκό καμπαναριό, το ανάκτορο του μητροπολίτη και το ενεργό ανδρικό μοναστήρι με τη Θεολογική Σχολή. Επιστρέφοντας στη Μόσχα, συνήθως σταματώ στο υπέροχο πάρκο Κολομένσκογιε (Kolomenskoe) που, πέρα από το ξύλινο αναπαλαιομένο σπίτι του Μεγάλου Πέτρου, φιλοξενεί μια ξεχωριστή εκκλησία. Χαμηλή, λευκή και λιτή, με πανύψηλη κωνική στέγη που δεσπόζει σαν πύργος, έχει δικαίως χαρακτηριστεί από την Ουνέσκο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Εδώ η αρχιτεκτονική των ξύλινων κτιρίων διασώθηκε, καθώς υλοποιήθηκε σε πέτρα. Απολαμβάνω τη μοναδικότητα του μνημείου αλλά και το γαλήνιο πάρκο στην όχθη του Μόσχοβα. Αν έχω το χρόνο, επισκέπτομαι και το εντυπωσιακό κυκλικό Μουσείο Μποροντίνο (Borodino Panorama) που απεικονίζει τη μάχη του Ρώσου στρατηγού Κουτούζοφ ενάντια στα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Με το νυχτερινό τρένο πολυτελείας –για τα δεδομένα της χώρας– Red Arrow ταξιδεύω για την Αγία Πετρούπολη (Saint Petersburg), την πρωτεύουσα των τσάρων για δύο αιώνες (1713-1918). Εδώ δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το πραγματικό από το φανταστικό, όπως αναφέρει ο Μπρόντσκι στο Χρονικό μιας μετονομασμένης πόλης. Η πόλη είναι σαν υπαίθριο μουσείο, με τα καλοδιατηρημένα αρχοντικά σε μπαρόκ και κλασικιστικό στιλ πάνω στον ποταμό Νέβα και στα κανάλια που αναφέρονται στα έργα των Ρώσων συγγραφέων Τουργκένιεφ και Ντοστογιέφσκι, καθώς και της ποιήτριας Αχμάτοβα. Όπου κι αν γυρίζει η ματιά μου, θαυμάζω τη χάρη και τη φινέτσα αυτής της αυτοκρατορικής πόλης. Χτισμένη από τον Μεγάλο Πέτρο, την κόρη του Ελισάβετ και τη Μεγάλη Αικατερίνη, εντυπωσιάζει με το κίτρινο νεοκλασικό ναυαρχείο με το χρυσό πύργο (Admiralty), τα τεράστια πράσινα χειμερινά ανάκτορα Ερμιτάζ (Hermitage), που λειτουργούν ως Μουσείο Ευρωπαϊκής Τέχνης, το γρανιτένιο ναό του Ισαάκ (St. Isaac’s Cathedral), στολισμένο με ψηφιδωτά και ημιπολύτιμους λίθους, το ναό της Αναστάσεως (Church of the Resurrection) με τους κρεμμυδόσχημους πολύχρωμους τρούλους και τα πλούσια ψηφιδωτά, το ναό του Πέτρου και Παύλου (Peter & Paul Cathedral and Fortress) με τους τάφους των τσάρων. Συνεχίζω την περιήγησή μου με επίσκεψη στην πελώρια εκκλησία του Καζάν (Kazan Church), που μοιάζει με την εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, στο Ρωσικό Μουσείο (Russian Museum) με τους απαράμιλλους πίνακες σπουδαίων Ρώσων καλλιτεχνών και στο ενδιαφέρον Εθνογραφικό Μουσείο (Ethnography Museum) πάνω στην πράσινη πλατεία των Τεχνών (Isskusstv Ploschad) με το άγαλμα του εθνικού ποιητή Πούσκιν. Παρατηρώ πως, αν και πρωτεύουσα είναι η Μόσχα, η Αγία Πετρούπολη είναι πιο κοσμοπολίτικη, ο κόσμος έχει περισσότερες ξένες επιρροές, είναι πιο καλοντυμένος, έχει τουριστική παιδεία, προτιμάει τον (ξενόφερτο) καφέ από το τσάι και γνωρίζει περισσότερα βασικά Αγγλικά. Γενικότερα, οι άνθρωποι εδώ είναι πιο όμορφοι από τους Μοσχοβίτες, οι γυναίκες είναι κούκλες και περπατούν όλη μέρα πάνω σε μοντέρνα ψηλοτάκουνα (αν και έχω δει στα περίχωρα φτωχοντυμένες γυναίκες με σκισμένες πλαστικές παντόφλες), ενώ αρκετοί άντρες κυκλοφορούν μ’ ένα μπουκάλι μπίρας ή βότκας στο χέρι, ειδικά τα βράδια.
Μετά τα μνημεία και τα μουσεία, τα απογεύματα κάνω βαρκάδα στα κανάλια Γκριμποέντοβα (Griboedova) και Μόικα (Moika), αλλά και στον ποταμό Νέβα, για να απολαύσω τα μέγαρα από άλλη οπτική γωνία. Παρακολουθώ εξαιρετικές παραστάσεις κλασικού μπαλέτου και όπερας στο θέατρο Κίροφ-Μαριίνσκι, το οποίο είναι πάντα γεμάτο από Ρώσους που πλέον πληρώνουν ακριβά για να απολαμβάνουν τα σπουδαία πολιτιστικά δρώμενα που κάποτε ήταν δωρεάν ή πολύ φθηνά. Αγοράζω υπέροχα κεχριμπάρια –η χώρα έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα αρχαίου ρετσινιού στον κόσμο–, απομιμήσεις αυγών φαμπερζέ και καλαίσθητα ζωγραφισμένα ξύλινα κουτάκια, πέρα από τις ξύλινες κουκλίτσες που κρύβουν άλλες μικρότερες μέσα τους (matryoshkas dolls). Τα βράδια δοκιμάζω τις πλούσιες γεύσεις που γεύονται οι νέοι τσάροι πληρώνοντας αδρά, όπως και για όλες σχεδόν τις υπηρεσίες στη Ρωσία. Τα πολυτελή εστιατόρια στην Αγία Πετρούπολη, όπως το Sadko, το Old Customs House, το Tsar και το παραμυθένιο Podvorie έξω από την πόλη Πούσκιν (24 χλμ. από την Αγία Πετρούπολη) σερβίρουν από χαβιάρι μέχρι ελάφια, από ραβιόλια μέχρι φασιανό, ενώ το παραδοσιακό Na Zdorovie προσφέρει υπέροχα πιροσκί και άλλα παραδοσιακά πιάτα σ’ ένα χώρο που μοιάζει με κουκλοθέατρο. Ενώ τα θέατρα και τα μουσεία είναι γεμάτα από Ρώσους, τα εστιατόρια και τα μπαρ είναι γεμάτα από τουρίστες, καθώς οι Ρώσοι δεν συνηθίζουν να τρώνε έξω. Τα δε κλαμπ προσφέρουν τις ωραιότερες γυναίκες σε τιμές για νεορώσους... Στην πόλη που αγαπώ προσπαθώ να διανυκτερεύσω στο πολυτελές Grand Hotel Europa που, πέρα από το ότι βρίσκεται στην καρδιά της Αγίας Πετρούπολης, το πρωινό του αποτελεί μια μυσταγωγία, καθώς η αίθουσα όπου σερβίρεται είναι γεμάτη από βιτρό και ακούσματα άρπας. Στις ολοήμερες εκδρομές από την ονειρεμένη πόλη, εξακολουθώ να θαυμάζω τα έργα που άφησαν οι τσάροι. Στο κίτρινο παλάτι Πέτερχοφ (Peterhof) ενθουσιάζομαι με τους κήπους και τα σιντριβάνια με τα χρυσά αγάλματα, ενώ στο γαλάζιο παλάτι του Τσαρσκόε Σέλο ή Πούσκιν (Tsarskoe Selo ή Pushkin) θαμπώνομαι από το μοναδικό κεχριμπαρένιο δωμάτιο με τις κόκκινες και πορτοκαλί λάμψεις. Εδώ, όπως και στα ατελείωτα και πολυτελέστατα δωμάτια του ανακτόρου-μουσείου Ερμιτάζ, φαντάζομαι την Μεγάλη Αικατερίνη να κυκλοφορεί μέσα στις δαντέλες και στα φουρό, και όλοι να υποκλίνονται με δέος και σεβασμό. Πέρα από τα επιβλητικά παλάτια, με ξαφνιάζει ευχάριστα το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των 900 ημερών της σκληρής πολιορκίας της Αγίας Πετρούπολης (Λένινγκραντ) από τους Ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σοβιετικοί φυγάδευσαν τα σπουδαιότερα έργα τέχνης και κάλυψαν με πράσινα πανιά τα σημαντικότερα κτίρια για να μην διακρίνονται εύκολα στους βομβαρδισμούς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν μεν τα παλάτια εκτός Αγίας Πετρούπολης, καθώς κατακτήθηκαν από τους Γερμανούς, αλλά να διασωθούν τα κειμήλια των τσάρων και να μην καταστραφούν πολλά μνημεία μέσα στην πόλη, στην οποία δεν κατάφεραν να μπουν ποτέ οι Γερμανοί. Η μελαγχολική ρώσικη ψυχή εκτιμάει την τέχνη και τα πάθη, όπως καταγράφει καλύτερα ίσως από όλους ο κορυφαίος συγγραφέας Ντοστογιέφσκι. Συνήθως επισκέπτομαι τη Ρωσία τον Ιούνιο, τότε που οι ατελείωτες μέρες και οι λευκές νύχτες με τη γλυκιά θερμοκρασία μού χαρίζουν τις ιδανικές συνθήκες για να δω όλα όσα έχει να μου προσφέρει. Δεν θα πήγαινα ποτέ χειμώνα στη Ρωσία γιατί, πέρα από το θανατηφόρο κρύο, οι λίγες ώρες φωτός δεν ευνοούν τις ξεναγήσεις. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι κάποια φορά θα προχωρήσω ανατολικά, στη βαθιά, αραιοκατοικημένη ενδοχώρα με το βιβλίο Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν στις αποσκευές μου, εκεί που ίσως να υπάρχουν χαμογελαστοί Ρώσοι.
ΠΟΛΩΝΙΑ (POLAND) Η πατρίδα του αστρονόμου Κοπέρνικου, του μουσικού Σοπέν, της επιστήμονος Μαρί Κιουρί, του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄, έχει πανέμορφα ιστορικά κέντρα στη Βαρσοβία και στην Κρακοβία, υπέροχα παλάτια και ευγενέστατους ανθρώπους. Το κράτος της Πολωνίας ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα και είχε περίπου τα σημερινά σύνορα. Μετά την ένωσή της με τη Λιθουανία, αποτέλεσε ένα από τα ισχυρά κράτη της περιοχής μέχρι το 1795, οπότε τα εδάφη της μοιράστηκαν σε Πρωσία, Ρωσία και Αυστρία. Το 1918 ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος, αλλά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατακτήθηκε από τους Ναζί. Τότε πολλές πόλεις καταστράφηκαν ολοσχερώς και η χώρα έχασε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, καθώς πολλοί κάτοικοί της ήταν Εβραίοι. Με το τέλος του πολέμου βρέθηκε κάτω από το σκληρό και απόλυτο έλεγχο των Σοβιετικών. Από το 1989 είναι ανεξάρτητο κράτος και τώρα πια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Το πολίτευμα είναι προεδρευομένη δημοκρατία. Βρίσκεται στην Κεντρική Ευρώπη, συνορεύει δυτικά με τη Γερμανία, νότια με την Τσεχία και τη Σλοβακία, ανατολικά με τη Λιθουανία, την Ουκρανία και τη Λευκορωσία, και βόρεια με το Καλίνινγκραντ της Ρωσίας, ενώ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα. Η έκταση των 313.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με τις πολλές λίμνες και τα ποτάμια, έχει πολλές καλλιέργειες στον πεδινό βορρά, ενώ στον ορεινό νότο έχει δάση και μια σπάνια έρημο. Η οικονομία είναι αγροτική, αν και η χώρα διαθέτει βιομηχανία στρατιωτικού εξοπλισμού, αυτοκινήτων και βαρέων οχημάτων. Υπολογίζεται ότι 20 εκατομμύρια Πολωνοί ζουν στο εξωτερικό, λόγω της ανεργίας και των χαμηλών μισθών. Το 97% των 38 εκατομμυρίων είναι Πολωνοί, χριστιανοί καθολικοί και αρκετά θρησκευόμενοι. Είναι εργατικοί και έχουν παιδεία, αν και αρκετοί άντρες έχουν πρόβλημα αλκοολισμού, που τους κάνει συχνά βίαιους προς την οικογένειά τους. Οι περισσότεροι, όπως και οι Ρώσοι, ακόμα κι αν μένουν στις πόλεις, διατηρούν φτωχικά ξύλινα εξοχικά στην επαρχία, όπου καλλιεργούν ένα λαχανόκηπο και σπανιότερα λουλούδια. Αγαπούν την οικογένεια, το ποδόσφαιρο, τη βότκα και τις εκδρομές στη φύση. Πρωτεύουσα είναι η βασιλική Βαρσοβία (Warsaw) που ισοπεδώθηκε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το ιστορικό της κέντρο χτίστηκε ξανά σύμφωνα με τα παλιά σχέδια, που είχαν διασωθεί. Ξεκινώ από την κεντρική πλατεία (Plac Zamkowy) που στολίζεται από το επιβλητικό κόκκινο κάστρο της Βαρσοβίας με τους πύργους (Barbican). Γύρω από το κάστρο απλώνεται το πεντακάθαρο ιστορικό κέντρο με το γοτθικό καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη (Katedra Sw Jana), την εκκλησία των Ιησουιτών με τον ψηλότερο πύργο της παλιάς πόλης (Kosciol Jezuitow) και τα ωραιότερα ξύλινα και σκοτεινά καφέ που, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, βγάζουν τραπεζάκια έξω. Στις γωνίες συνήθως στέκονται βιολιστές και γιαγιάδες που πουλούν μπουκετάκια από αγριολούλουδα, προσδίδοντας μια ακόμη πιο τρυφερή νότα στην εικόνα του περασμένου αιώνα. Τα γύρω τριώροφα ανακαινισμένα κόκκινα, άσπρα, ροζ και πράσινα σπίτια με τα μικρά παράθυρα και τις επικλινείς κεραμιδένιες στέγες με τις σοφίτες τραβούν τη ματιά στις λεπτομέρειες που τα στολίζουν. Διακριτικά ανάγλυφα, πλακέτες που θυμίζουν τους άλλοτε φημισμένους κατοίκους τους – όπως στο σπίτι-μουσείο της Μαρί Κιουρί–, ξύλινες καλαίσθητες επιγραφές των καταστημάτων που βρίσκονται στο ισόγειο πολλών κτιρίων και λουλουδιασμένα παράθυρα κάνουν το ένα κτίσμα να μοιάζει πιο χαριτωμένο από το άλλο. Παίρνοντας την κορυφαία Βασιλική Οδό (Trakt Krolewski) επισκέπτομαι τα πιο εντυπωσιακά κτίρια: την όμορφη μπαρόκ εκκλησία της Αγίας Άννας (Kosciol Sw Anny), το μνημείο του Σοπέν με το άγαλμά
του, την μπαρόκ εκκλησία του Τίμιου Σταυρού (Kosciol Sw Krzyza) σε νεοκλασικό στιλ, τους κήπους του αριστοκρατικού κτιρίου του Πανεπιστημίου (Uniwersytet Warszawski), το πολύ ενδιαφέρον Εθνικό Μουσείο, το Εθνογραφικό Μουσείο (Muzeum Etnograficzne) και πολλά καταστήματα με όμορφα αναμνηστικά. Συνεχίζω για το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη με τις λευκές αψίδες μέσα στους όμορφους κήπους και το μεγαλειώδες προεδρικό μέγαρο. Καταλήγω στο νεοκλασικού ρυθμού παλάτι Λατζιένκι (Lazienki), θερινό ανάκτορο του βασιλιά Πονιατόφσκι, που είναι χτισμένο πάνω σε μια λιμνούλα μέσα σ’ ένα υπέροχο πάρκο. Στο τεράστιο παλάτι Βιλανόβ (Wilanow) σε ρυθμό μπαρόκ που απλώνεται σε περιποιημένους κήπους, εντυπωσιάζομαι ακόμα περισσότερο. Είναι χτισμένο σε σχήμα Π, βαμμένο σ’ ένα πολύ ζεστό κίτρινο χρώμα και στολισμένο με ανάγλυφα στις πόρτες και στα παράθυρα, με αγάλματα στις οροφές. Όλα αυτά τα μνημεία που δημιουργούν μια σπάνια ατμόσφαιρα εποχής ανέδειξαν την πόλη ως τμήμα της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Η επόμενη επίσκεψη δεν είναι τόσο ευχάριστη, καθώς θυμίζει το κυνηγητό που υπέστησαν οι Πολωνοί Εβραίοι. Στην περιοχή των εβραϊκών γκέτο (Mirow και Muranow), σε μια μεγάλη πλατεία, υπάρχει ένα συγκινητικό μνημείο: αγάλματα που αναπαριστούν ταλαιπωρημένους ανθρώπους να ξεπηδούν από έναν πέτρινο γκρίζο τοίχο, συμβολίζοντας την ύστατη αντίδραση στον αποτρόπαιο εγκλεισμό στα γκέτο από το καθεστώς των Ναζί. Νιώθοντας ένα σφίξιμο στην καρδιά, αφήνομαι στη ροή της αδιάφορης νέας πόλης με τους λίγους ουρανοξύστες και τα παραμελημένα κτίρια. Ξαφνικά ένα πέτρινο μεγαθήριο, απομεινάρι της σταλινικής εποχής, διακόπτει τις ονειροπολήσεις μου. Το ψηλότερο και μεγαλύτερο κτίριο της πρωτεύουσας ξεπηδάει μπροστά μου και ο οδηγός με περιφρόνηση μου αναφέρει ότι το ρώσικο αυτό δώρο στεγάζει το Κέντρο Τεχνών και Επιστημών (Palac Kultury i Nauki). Οι εμπορικοί δρόμοι γύρω του οδηγούν στο εξαιρετικό εστιατόριο Dom, όπου δοκιμάζω πιροσκί και χοιρινά μπριζολάκια με πατάτες πίνοντας τη δυνατή μπύρα Zywiec, ενώ την προηγούμενη μέρα είχα απολαύσει σούπα με λαχανικά και κρέας και το παραδοσιακό «μπίγκος» (μαγειρευτό λάχανο με κομματάκια μοσχάρι) στο πολυτελές εστιατόριο U Fukiera. Τα βράδια διασκεδάζω σε ιστορικούς χώρους που έχουν μετατραπεί σε νυχτερινά κέντρα (Jazz Klub Tygmont, Chimera), όπου ακούγεται από τζαζ μέχρι ποπ. Η κουλτούρα της χώρας φαίνεται βέβαια από τα πολλά θέατρα, τα φεστιβάλ κλασικής μουσικής και τις αίθουσες κινηματογράφου. Τέλος, διανυκτερεύω στο κουκλίστικο ξενοδοχείο Dom Literatury απέναντι από το κάστρο στην καρδιά της παλιάς πόλης ή στο πολυτελές Le Royal Meridien Bristol Hotel. Η γλυκιά γεύση από την Πολωνία ενισχύεται διαβάζοντας έργα όπως Η κοιλάδα του Ισαά, του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Πολωνού συγγραφέα και ποιητή Τσέσλαβ Μίλος. Δυστυχώς δεν έχω το χρόνο να επισκεφθώ την Κρακοβία, το Τορούν και το Γκντανσκ, που θεωρούνται ακόμη ωραιότερα από τη Βαρσοβία, αλλά παίρνω τουλάχιστον μια ολοκληρωμένη εικόνα της πρωτεύουσας, της ιστορίας της και των συμπαθητικών ανθρώπων της.
Πολωνία
Τσεχία
TΣΕΧΙΑ (CZECH REPUBLIC) Η χώρα της παραμυθένιας Πράγας, των κάστρων και των κρυστάλλων της Βοημίας, του μαύρου θέατρου, του συγγραφέα Μίλαν Κούντερα, του Φραντς Κάφκα, του συνθέτη Ντβόρζακ, της μπίρας Πίλσεν. Η έκταση των 79.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με τα πλωτά ποτάμια (με μεγαλύτερο τον Μολδάβα) και τα χαμηλά βουνά βρίσκεται στην Κεντρική Ευρώπη και συνορεύει βόρεια με την Πολωνία, δυτικά με τη Γερμανία, νότια με την Αυστρία και ανατολικά με τη Σλοβακία. Από το 1526 τα εδάφη της ανήκαν στην αυστριακή αυτοκρατορία. Ανεξάρτητο κράτος ανακηρύχτηκε το 1918. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό κόμμα ανέλαβε την εξουσία. Το Μάη του ’68 ο λαός ζήτησε ειρηνικά τη βελτίωση του απολυταρχικού καθεστώτος και, ως απάντηση, ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις επέβάλαν ακόμη πιο αυστηρό έλεγχο, με διώξεις αντιφρονούντων. Με τη «βελούδινη επανάσταση» του ’89, η Τσεχοσλοβακία απέκτησε δημοκρατικό πολίτευμα. Το 1993 η χώρα χωρίστηκε σε Τσεχία και Σλοβακία. Από τότε η οικονομία της Τσεχίας αναπτύχθηκε χάρη στη βαριά βιομηχανία, στα κρύσταλλα, στην μπίρα και στον τουρισμό. Ο πληθυσμός των 10 εκατομμυρίων είναι σχετικά ομοιογενής, με τους Τσέχους να αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία και να μιλούν την ομώνυμη γλώσσα, αν και πολλοί γνωρίζουν Αγγλικά ή Γερμανικά και πολύ λιγότεροι Γαλλικά. Το 60% θεωρούνται άθεοι, ενώ οι περισσότεροι πιστοί είναι καθολικοί. Έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στο ποδόσφαιρο, στο χόκεϊ στον πάγο, στις εκδρομές στην όμορφη φύση, στα θερμά ιαματικά λουτρά και στην μπίρα. Είναι όμορφοι και ψιλόλιγνοι, αν και δεν είναι καθόλου χαμογελαστοί ούτε ιδιαίτερα ευγενικοί. Πάντα επισκέπτομαι την ονειρική Πράγα (Praga) προς το τέλος της άνοιξης και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς το χειμώνα έχει πολύ κρύο και ο παγωμένος αέρας φυσάει από παντού, δυσκολεύοντας τις ολοήμερες ξεναγήσεις. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να την επισκεφθώ κατά τη διάρκεια ενός από τα πολλά ετήσια φεστιβάλ μουσικής, κινηματογράφου και χορού, όπως το Prague Spring, το Febiofest και το Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ. Η έδρα των βασιλιάδων, των επιστημόνων και των διανοούμενων της χώρας βρίσκεται πάνω στον ποταμό Μολδάβα. Η καρδιά της παλιάς πόλης χαρακτηρίζεται από ανακαινισμένα τριώροφα σπίτια με μικρά παράθυρα, φίνα διακοσμητικά ανάγλυφα, ζωγραφισμένους τοίχους και επικλινείς κεραμιδένιες στέγες. Επίσης, είναι γεμάτη μαγαζάκια με κρύσταλλα και κεχριμπάρια, καφέ και εστιατόρια. Τα δε μνημεία είναι πολλά και υπέροχα. Το παλιό Δημαρχείο στην κεντρική πλατεία (Staromestske Namesti), με το αστρονομικό ρολόι που χτυπάει ανά μία ώρα, είναι το πιο φωτογραφισμένο αξιοθέατο της πόλης, καθώς μία φορά την ημέρα εμφανίζονται για ένα λεπτό 12 αγάλματα που αναπαριστούν τους 12 Αποστόλους. Γύρω από την πλατεία υπάρχει μια θάλασσα από καλαίσθητα κτίρια. Η εξαιρετική γοτθική εκκλησία της Παναγίας του Τιν (Panna Maria Tyn) από γκρίζα πέτρα, με τους πανέμορφους γοτθικούς πυργίσκους της, συγκεντρώνει αδίκως λιγότερο ενδιαφέρον από τα γκρουπ των τουριστών που κατακλύζουν την Πράγα, ειδικά κατά τη διάρκεια των ελληνικών αργιών. Τα αγάλματα του θρησκευτικού μεταρρυθμιστή και εθνικού ήρωα Γιαν Χους είναι ένα ακόμα αξιοθέατο της κεντρικής πλατείας, η οποία συχνά γεμίζει από υπαίθριους πωλητές πρόχειρου φαγητού και αναμνηστικών. Κάνω στάση στο ατμοσφαιρικό αρ νουβό Café de Paris, πιάνοντας τραπέζι κάτω από το τρίπτυχο του διάσημου ζωγράφου Mucha, και συνεχίζω στο πρώην εβραϊκό γκέτο (Josefov) με την παλιά συναγωγή (Staronova Synagoga), το μικρό νεκροταφείο (Stary Zidovsky), το σπίτι του αγαπημένου συγγραφέα Κάφκα και τα πολυτελή καταστήματα διεθνών οίκων. Περπατώντας με προσοχή στα πλακόστρωτα σοκάκια της παλιάς πόλης (Stare Mesto) λόγω των αετο-
νύχηδων και των πορτοφολάδων, φτάνω στον διάσημο πέτρινο πύργο της Πυρίτιδας (Prasna Brana) και στη γέφυρα του Καρόλου (Karluv Most) πάνω από τον ποταμό Μολδάβα με τα τριάντα μπαρόκ αγάλματα. Σταματώ σε ένα από τα καφέ στις όχθες του ποταμού –που προσδίδει γαλήνη στην πόλη, πέρα από παγερή υγρασία– για να απολαύσω μπίρα με χοιρινά μπριζολάκια και πατάτες. Αφού διασχίσω το ποτάμι, ανεβαίνω στον καταπράσινο λόφο που μου χαρίζει θεσπέσια θέα στη μαγευτική πόλη και στις γέφυρες. Στα καταστήματα της παλιάς πόλης βρίσκω ξύλινες κουκλίτσες και μαριονέτες, χριστουγεννιάτικα στολίδια, κλασικά αλλά και μοντέρνα κρύσταλλα. Τα βράδια καταλήγω στο ιστορικό για την μπίρα του εστιατόριο U Fleku ή στο αγαπημένο U Kalicha, που η διακόσμησή του είναι εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα Ο καλός στρατιώτης Σβέικ, για να γευτώ το κότσι (χοιρινό μπούτι), που το μαγειρεύουν τόσο καλά όσο και οι Γερμανοί. Η μέρα μου, γεμάτη από εικόνες και γεύσεις, ολοκληρώνεται με ακούσματα τζαζ, που τόσο αγαπούν οι Τσέχοι, σε μία από τις πολλές μουσικές σκηνές που προσφέρουν ποιοτική ζωντανή μουσική (Agharta Jazz Centrum, Jazz Club Zelezna, Reduta Jazz Club). Την επόμενη μέρα επισκέπτομαι την περιοχή του ονειρικού κάστρου Χρατσάνι (Mala Strana). Εδώ θαυμάζω τον πανέμορφο γοτθικό ναό του Αγίου Βίτου (Katedrala St. Vita) με τα εξαιρετικά βιτρό και τις τερατόμορφες υδρορροές, το λευκό μέγαρο που ήταν η έδρα του αρχιεπισκόπου πριν από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση, το παλάτι (Schwarzenberg Palace) με τα γεωμετρικά σχήματα στον εξωτερικό διάκοσμο και το προεδρικό μέγαρο, κατά τη διάρκεια της αλλαγής της στρατιωτικής, παραδοσιακά ντυμένης, φρουράς. Κατεβαίνοντας από το λόφο της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, περνάω από το «χρυσό δρόμο» (Zlata Ulicka), ένα μικρό σοκάκι όπου οι αλχημιστές προσπαθούσαν να φτιάξουν χρυσό από φθηνότερες πρώτες ύλες. Μικροσκοπικά παλιά πολύχρωμα σπίτια που με ταξιδεύουν στον 18ο αιώνα έχουν μετατραπεί σε καταστήματα λαϊκής τέχνης, παραμένοντας σαγηνευτικά. Πολύ κοντά βρίσκεται το πιο όμορφο Μουσείο Παιχνιδιών (Muzeum Hracek) που έχω δει ποτέ, καθώς και μερικά συμπαθητικά καφέ. Ολοκληρώνω τις εικόνες με μια βόλτα στη νέα πόλη, ξεκινώντας από την πλατεία Βεγκέσλαου (Wenceslas) που χαρακτηρίζεται από το άγαλμα του ομώνυμου εθνικού ήρωα και το Εθνικό Μουσείο (Pomnik Vaclava & Narodni Museum). Στον εμπορικό δρόμο Βιλσονόβα (Wilsonova) βρίσκεται το υπέροχο αρ νουβό ξενοδοχείο Europa, το κτίριο της ομοσπονδιακής Βουλής (Parlament Ceske Republiky) και η εντυπωσιακή κρατική Όπερα (Opera) της Πράγας, σε αναγεννησιακό στιλ με χρυσή οροφή. To βράδυ παρακολουθώ μια παράσταση του φημισμένου «μαύρου θεάτρου», που με συνεπαίρνει πάντα και με κάνει να αισθάνομαι παιδί. Μετά την παράσταση, τα περισσότερα εστιατόρια δεν σερβίρουν, λόγω της προχωρημένης για την Τσεχία ώρας, και περιορίζομαι σε μια μπίρα στο πολυτελές ξενοδοχείο Four Seasons δίπλα στο ποτάμι, αν και μου αρέσει πολύ και το μικρό αλλά πολυτελέστατο ξενοδοχείο Savoy απέναντι από το κάστρο της Πράγας. Την τελευταία μέρα πραγματοποιώ ολοήμερη εκδρομή στη μικρή τουριστική πόλη Κάρλοβι Βάρι (Karlovy Vary) με τις ιαματικές θερμές πηγές, τα παλιά αρχοντικά ξενοδοχεία, τα ακριβά καταστήματα και τους πολύ χαλαρούς ρυθμούς. Απολαμβάνω τη βόλτα ανάμεσα στα υπέροχα κτίσματα αναγεννησιακού στιλ δίπλα στο ποτάμι και την επίσκεψη στη ρωσική εκκλησία με τους χρυσούς τρούλους. Πριν φύγω από αυτή την αριστοκρατική λουτρόπολη, πίνω ζεστή σοκολάτα σε μια από τις πολυτελείς καφετέριες και δοκιμάζω τα παραδοσιακά τραγανά γλυκά από γκοφρέτα και σοκολάτα. Δυστυχώς δεν είχα το χρόνο να επισκεφθώ τα κάστρα της Νότιας Βοημίας και το εργοστάσιο της μπίρας Pilsen στην ομώνυμη πόλη. Είχα κάθε φορά μόνο τέσσερις μέρες στην παραμυθένια Πράγα και στα περίχωρά της, που είναι πάντα ένας από τους ευχάριστους τουριστικούς καλοκαιρινούς προορισμούς.
ΟΥΓΓΑΡΙΑ (HUNGARY) Η χώρα της αρχοντικής Βουδαπέστης, των παραδοσιακών γραφικών χωριών, των θερμών λουτρών, του ποταμού Δούναβη, των μεγάλων λιμνών και δασών, του μουσικοσυνθέτη Φραντς Λιστ και πολλών επιστημόνων και συγγραφέων που έχουν κερδίσει βραβεία Νόμπελ, όπως ο Ίμρε Κέρτες. Η Ουγγαρία βρίσκεται στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης και συνορεύει με Αυστρία, Σλοβακία, Ουκρανία, Ρουμανία, Σερβία, Κροατία και Σλοβενία. Η κατά πλειονότητα πεδινή έκταση των 93.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων διασχίζεται από μεγάλα ποτάμια, με μεγαλύτερο τον Δούναβη, και έχει τη μεγαλύτερη λίμνη της Ευρώπης με θερμά ιαματικά νερά, τη λίμνη Χεβίζ (Heviz lake), και τα σχετικά χαμηλά Καρπάθια Όρη στο βορρά. Από την περιοχή πέρασαν οι Κέλτες και οι Ρωμαίοι, ενώ ιδρύθηκε εδώ χριστιανικό καθολικό κράτος τον 10ο αιώνα. Τον 13ο αιώνα η χώρα κατακτήθηκε από τους Μογγόλους και τον 16ο αιώνα ένα τμήμα της από τους Οθωμανούς. Το 1918 έχασε τα 2/3 των εδαφών της από τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εξουσία ανέλαβε το κομμουνιστικό κόμμα. Το 1956, ο λαός προσπάθησε να αντιδράσει στο καθεστώς, χωρίς επιτυχία. Από το 1989, η χώρα απολαμβάνει κοινοβουλευτική δημοκρατία, σταθερότητα και οικονομική άνθηση, η οποία στηρίζεται στις πλούσιες καλλιέργειες, στον ορυκτό πλούτο βωξίτη και κάρβουνου, στη βιομηχανία, στη μεταλλουργία και στον τουρισμό. Το 2004 η Ουγγαρία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ανοιχτόχρωμοι, μεγαλόσωμοι, απλοί, ευγενείς και φιλικοί Μαγιάροι μιλούν Ουγγρικά, που δεν είναι ινδοευρωπαϊκή γλώσσα όπως οι περισσότερες στην Ευρώπη, αλλά φινοουγγρική. Τα 10 εκατομμύρια των Ουγγαρέζων αγαπούν πολύ τα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο, το χόκεϊ στον πάγο, την κολύμβηση, την υδατοσφαίριση (γουότερ πόλο), και έχουν αδυναμία στην μπίρα, στο κρασί και στις εκδρομές στη φύση, όπως πολλοί Κεντροευρωπαίοι, ενώ οι περισσότεροι αντιπαθούν τους τσιγγάνους, που αποτελούν το 8% του πληθυσμού. Η Βουδαπέστη (Budapest) που χωρίζεται από τον ποταμό Δούναβη στη Βούδα και την Πέστη, είναι μία από τις πιο γοητευτικές ευρωπαϊκές πόλεις. Το εκλεκτικιστικό στιλ (λεπτοδουλεμένη μείξη διαφόρων προηγούμενων ρυθμών) έχει υλοποιηθεί με απόλυτη καλαισθησία σε γρανίτη, μαντεμένια κάγκελα και ζωγραφιστές κεραμιδένιες στέγες. Με τα σημαντικότερα κτίρια-στολίδια γύρω από τον ποταμό, τα περιποιημένα πάρκα, τα πλούσια μουσεία και τα πολλά θερμά λουτρά μέσα σε σπουδαία κτίσματα, η Βουδαπέστη αποτελεί έναν από τους πιο ευχάριστους τουριστικούς προορισμούς, αρκεί να μην είναι χειμώνας, οπότε έχει πολύ κρύο και ο παγωμένος αέρας δεν επιτρέπει να χαρεί κανείς αυτή την αξιαγάπητη πόλη. Το μεγαλοπρεπέστατο Κοινοβούλιο (Orszaghaz), γοτθικού ρυθμού, στην ακτή της Πέστης και η κρεμαστή Γέφυρα των Αλυσίδων στον Δούναβη (Szechenyi Lanchid), με τους δύο εντυπωσιακούς πύργους και τα δύο πελώρια λιοντάρια, πρέπει να είναι τα μνημεία της πόλης που έχουν φωτογραφηθεί περισσότερο από κάθε άλλο στην πρωτεύουσα. Μια χαλαρή βόλτα στο καταπράσινο νησί Μαργαρίτα (Margit Sziget), που βρίσκεται στην αγκαλιά του Δούναβη και συνδέεται με τις δύο όχθες με γέφυρες, μου αποκαλύπτει τον εντυπωσιακό Πύργο της Υδροδεξαμενής. Το μνημείο, που έχει χαρακτηριστεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, μου χαρίζει μία ακόμη εξαίσια φωτογραφία. Απολαμβάνω αχόρταγα το Εθνογραφικό Μουσείο (Neprazji Muzeum), την εντυπωσιακή νεοκλασική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (Szent Istvan Bazilika), την Όπερα (Opera), το Γεωλογικό Ινστιτούτο, τη μεγαλύτερη συναγωγή της Ευρώπης (Great Synagogue) με τους δύο πύργους σαν μιναρέδες, το πάρκο Βαρόσλιγκετ (Varosliget) και τη λίμνη που μετατρέπεται σε ένα από τα πιο όμορφα παγοδρόμια της Ευρώπης, με φόντο το κάστρο Βαιντάχουνιαντ (Vajdahunyad Castle).
Περνάω από υπέροχα μπαρόκ, νεοκλασικά και αρ νουβό μέγαρα, από τον πεζόδρομο Βάτσι (Vaci Utca) με τα μαγαζιά, ψωνίζω πάπρικα, υφαντά και γυαλικά από τη Ναγκικσαρνόκ (Nagycsarnok), τη μεγαλύτερη και ωραιότερη σκεπαστή αγορά της πόλης, που προτιμούν οι ντόπιοι. Καταλήγω στο διάσημο εστιατόριο Gundel ή στο Mizeum Kavihaz, για να δοκιμάσω τα παραδοσιακά πιάτα της ουγγαρέζικης κουζίνας, όπως την πικάντικη και πλούσια σούπα γκούλας από μοσχαρίσιο κρέας με πατάτες και το χοιρινό με πάπρικα και κρέμα γάλακτος, ενώ κλείνω τη γευσιγνωσία στον παράδεισο των γλυκών, στο διάσημο καφέ Gerbaud. Από τη Βουδαπέστη δεν λείπουν τα καμπαρέ, τα κλαμπ με στριπτίζ (Royal Palace), τα καζίνο (Las Vegas Casino και Tropicana Casino), αλλά δεν λείπει ούτε η Όπερα (Opera), το Εθνικό Θέατρο Χορού (Nemzeti Tancszinhaz), τα μπαρ (Cactus Juice), τα κλαμπ (Cha-cha-cha) και οι μουσικές σκηνές (Ambassy ter Culture και Petfi Csarnok). Μα δεν έχω δυνάμεις για μεγάλες νυχτερινές περιηγήσεις. Λόγω του υψηλού κόστους των διαμερισμάτων στο ιστορικό κέντρο, οι περισσότεροι, αν και εργάζονται εδώ, ζουν στα προάστια. Το αποτέλεσμα είναι τα βράδια η κίνηση να περιορίζεται στους τουρίστες. Από την άλλη πλευρά, για εμάς τους τουρίστες, το κόστος όλων των υπηρεσιών είναι χαμηλότερο από εκείνο της Ελλάδας. Την επόμενη μέρα την αφιερώνω στη Βούδα. Ανεβαίνω στο λόφο του κάστρου της Βούδα (Budai Var), που χαρίζει την καλύτερη θέα στην πόλη. Το εκπληκτικό άσπρο πέτρινο κάστρο με τους στρογγυλούς πέτρινους Πύργους των Ψαράδων (Halaszbastya) και το μπρούντζινο άγαλμα του Αγίου Στεφάνου πάνω στη μαρμάρινη σκαλιστή βάση μού μένουν αξέχαστα. Το παλάτι (Kiralyi Palota) και η Εθνική Πινακοθήκη (Magyar Nemzeti Galeria) αξίζουν μια επίσκεψη. Η δε γοτθική εκκλησία του Αγίου Ματθαίου (Matyas Templom) με την ανάγλυφη στέγη από πολύχρωμα κεραμίδια και το λευκό πέτρινο καμπαναριό, είναι η πιο θαυμαστή της χώρας. Είναι άδεια, όπως οι περισσότερες εκκλησίες, λόγω του ότι μόλις το 60% του πληθυσμού είναι θρησκευόμενοι. Ολόγυρα τα διώροφα και τριώροφα ανακαινισμένα αρχοντικά με τις επικλινείς στέγες, τις σοφίτες και τα διακριτικά ανάγλυφα στολίδια κρύβουν όμορφα καταστήματα, καφέ και εστιατόρια. Η οδός Ούρι (Uri Utca) είναι ο ωραιότερος δρόμος της περιοχής, με το μνημείο της Ανεξαρτησίας από τους Αυστριακούς (Szabadsag Szobor) –μια γυναικεία φιγούρα που σηκώνει με τα δυο της χέρια ένα πλατύ φύλλο– να τη στολίζει. Μετά από τόσο περπάτημα, κάνω μια σύντομη στάση στο διάσημο καφέ Ungheria και κατευθύνομαι στα φημισμένα ιαματικά λουτρά της πόλης. Φτάνω εκεί εύκολα και άνετα με το τραμ. Μπαίνω στο διάσημο, μεγαλοπρεπές αλλά παραμελημένο ξενοδοχείο Γκέλερτ (Gellert Hotel & Baths), αλλά δεν μένω εκεί, προτιμώντας το ξενοδοχείο Hilton στη συνοικία του Κάστρου, με την έντονη γεύση μεσαιωνικής πολιτείας και την εκπληκτική θέα στην πόλη. Αφού κλειδώσω τα ρούχα μου στο ντουλαπάκι του γυναικείου τμήματος, προσπερνάω τη μεγάλη πισίνα με τα ψηφιδωτά και τις μαρμάρινες κολόνες στο κέντρο του συγκροτήματος και χώνομαι στις μικρότερες πισίνες με ζεστά νερά διαφορετικών θερμοκρασιών. Αναρωτιέμαι πόσο καλύτερες να είναι οι υπηρεσίες στα καινούργια Levendula Spa, Kempinski Spa και Aquapark Hajduszoboszlo. Βγαίνοντας αναγεννημένη, φωτογραφίζω το περιστύλιο με το άγαλμα του επισκόπου Γκέλερτ στον πράσινο ομώνυμο κοντινό λόφο και κατευθύνομαι ξανά προς το κάστρο, με το λεωφορείο 11 ή 91. Μπαίνοντας από τη Μόσκβα Τερ (Moskva Ter) και περνώντας από τη μεσαιωνική Πύλη της Βιέννης (Beosi Kapu) βρίσκομαι κατευθείαν στην παλιά αγορά με τα δεκάδες παλαιοπωλεία. Ανεβαίνοντας την οδό Φορτούνα (Fortuna Utca) μπαίνω στο μικρό ξύλινο ατμοσφαιρικό πιάνο-μπαρ Πιερότ (Pierrot), με διακόσμηση από θαυμάσιες μαριονέτες, όπου δοκιμάζω νόστιμες κρέπες και νιόκις (μικρά στρογ-
γυλά ζυμαρικά με κρέας ή λαχανικά). Η επόμενη μέρα με βρίσκει στο Έστεργκομ, στο Βίζεγκραντ και στο Στζεντέντρε. Το Έστεργκομ (Esztergom) αποτελεί την έδρα του αρχιεπισκόπου της Ουγγαρίας και χαρακτηρίζεται από τον επιβλητικό καθολικό καθεδρικό με τους τρεις γαλάζιους τρούλους και τους μαρμάρινους κίονες στην είσοδό του. Είναι χτισμένο πάνω στον Δούναβη κι αυτό του δίνει ιδιαίτερη χάρη. Μετά από φωτογραφία στα διπλανά ερείπια του κάστρου, δοκιμάζω το δυνατό φρουτώδες λικέρ παλίνκα και μια τυλιχτή γλυκιά πίτα με φρούτα σε ένα από τα συμπαθητικά καφέ. Μα την πιο αξέχαστη εικόνα του Δούναβη την αποκτώ από την επόμενη στάση, στο Βίζεγκραντ (Visegrad). Από τα τείχη του κάστρου χαζεύω το χρυσοπράσινο τοπίο και τα μικρά χωριά που διακρίνονται απέναντι από το στενό, γαλάζιο και γαλήνιο ποταμό Δούναβη. Το τελευταίο χωριό της εκδρομής είναι το πιο γραφικό. Περπατώντας στα πλακόστρωτα σοκάκια του χωριού Στζεντέντρε (Szentendre) που σημαίνει Άγιος Ανδρέας, παίρνω γεύση από την παρθένα επαρχία της Ουγγαρίας. Φωτογραφίζω γέροντες που κουβαλούν τα ψώνια της ημέρας σε καλάθια, χαμογελαστές γυναίκες που φτιάχνουν μαρμελάδες μέσα στα χαμηλά, περιποιημένα σπίτια τους, μικρές στολισμένες πλατείες με περίτεχνους μεταλλικούς σταυρούς, γκαλερί, παλαιοπωλεία, καφέ και μαγαζάκια με υπέροχα είδη λαϊκής τέχνης. Από εδώ αγοράζω παραδοσιακά λουλουδάτα κεντητά υφάσματα και πορσελάνινα αυγά, και ζηλεύω την κρυστάλλινη ατμόσφαιρα που αγκαλιάζει από ψηλά όλη την ενδοχώρα της Ουγγαρίας. Στο δρόμο για τη Βουδαπέστη, παρακολουθώντας στο κέντρο Ποστακόκσι (Postakocsi) ένα εξαιρετικό θέαμα με τσιγγάνικα βιολιά σε καθίσματα ταχυδρομικής άμαξας και ανάλογη διακόσμηση, απολαμβάνω για άλλη μια φορά τη βαριά τοπική κουζίνα. Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα, πίνω το ημίγλυκο κρασί Szurkebarat με θέα τον Δούναβη στο club Citadella. Έτσι μαγικά αποχαιρετώ την Ουγγαρία, μετά από τέσσερις γεμάτες μέρες, όπου μου ξεδιπλώνονται τα πιο αξιόλογα σημεία της χώρας ένα γλυκό καλοκαίρι. Στο αεροπλάνο της επιστροφής, ανοίγω Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο, του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ούγγρου συγγραφέα Ίμρε Κέρτες.
ΑΥΣΤΡΙΑ (AUSTRIA) Η μικρή ορεινή χώρα με τα παλάτια, τους γοτθικούς ναούς, τις πανέμορφες μικρές πόλεις, τα ονειρικά πράσινα τοπία, τις λίμνες, τα πολύ καλά χιονοδρομικά κέντρα, την κλασική μουσική, την τάξη, την ασφάλεια, τους συμπαθέστατους και ευγενικούς ανθρώπους, το σνίτσελ, το στρούντελ και βέβαια την πάλαι ποτέ αυτοκρατορική Βιέννη. Βρίσκεται στη μεγαλύτερη οροσειρά της Ευρώπης, στις Άλπεις, στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης, και συνορεύει βόρεια με τη Γερμανία και την Τσεχία, ανατολικά με τη Σλοβακία και την Ουγγαρία, νότια με τη Σλοβενία και την Ιταλία, και δυτικά με την Ελβετία και το Λίχτενσταϊν. Η κατά τα 2/3 ορεινή έκταση των 84.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων φιλοξενεί 8,5 εκατομμύρια γερμανόφωνους –στην πλειονότητα καθολικούς– κατοίκους, από τους οποίους το 10% είναι αλλοδαποί (Γερμανοί, Σέρβοι και Τούρκοι) που απολαμβάνουν το υψηλό επίπεδο ζωής σε μια ακμάζουσα οικονομία χάρη στη βιομηχανία, τον τουρισμό και την ουδετερότητα, καθώς η χώρα δεν αναγκάζεται να αγοράζει πολεμικό εξοπλισμό. Μειονότητες θεωρούνται μόνο οι Σλοβένοι και οι Κροάτες. Από την περιοχή πέρασαν Κέλτες, Ρωμαίοι και γερμανικά φύλα. Τον 8ο αιώνα, ο Καρλομάγνος επέβαλε τον Χριστιανισμό. Μέχρι τον 15ο αιώνα, η περιοχή απαρτιζόταν από κρατίδια που ενώθηκαν υπό την αιγίδα των Αψβούργων, οι οποίοι κατέκτησαν το μεγαλύτερο τμήμα της Ουγγαρίας και επέκτειναν την εξουσία τους σε πολλά κράτη της Ευρώπης, όπως Ισπανία, Κάτω Χώρες και Ιταλία, συνάπτοντας γάμους. Τον 17ο αιώνα, οι Αυστριακοί σταμάτησαν τον επεκτατισμό των Οθωμανών προς τα βορειοδυτικά με τη μάχη της Βιέννης. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι διαδοχικές ήττες από τον Ναπολέοντα σηματοδότησαν το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο το 1914, η Αυστρία κηρύσσει τον πόλεμο στη Σερβία προκαλώντας τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε παίρνει τα σημερινά της σύνορα, χάνοντας εδάφη από την Τσεχοσλοβακία, τη Γιουγκοσλαβία, την Ουγγαρία και την Ιταλία. Το 1938, ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στη χώρα και οι Ναζί παίρνουν την εξουσία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αυστρία ανακηρύσσεται ουδέτερο κράτος, ένα καθεστώς που διατηρεί μέχρι σήμερα. Από το 1995 είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πολίτευμά της είναι προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία και χωρίζεται διοικητικά σε 9 αυτόνομες επαρχίες. Πρωτεύουσα είναι η αριστοκρατική Βιέννη (Wien) των μουσικών Χάιντν, Μότσαρτ, Σούμπερτ, Λιστ, Γιόχαν Στράους, Μπετόβεν, των ζωγράφων Κλιμτ και Σίλε, του συγγραφέα Ράινερ Μαρία Ρίλκε, αλλά και του Σίγκμουντ Φρόιντ και της βασίλισσας Σίσι. Χτισμένη πάνω στον Δούναβη και στολισμένη με εξαίσια μέγαρα, εντυπωσιακές εκκλησίες, πλούσια μουσεία και πανέμορφα καφέ, αποτελεί μια από τις ωραιότερες πόλεις της Ευρώπης και κέντρο της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Καθώς το 80% της ενέργειας στην Αυστρία παράγεται από το νερό, τον αέρα και τη βιομάζα, η ατμόσφαιρα είναι πολύ καθαρή ακόμη και μέσα στη Βιέννη. Ξεκινώ από την πλατεία του Καρόλου (Karlsplatz) με την εντυπωσιακή ομώνυμη μπαρόκ εκκλησία και τα καλαίσθητα περίπτερα του μετρό. Διασχίζω τον εμπορικό πεζόδρομο Κέρτνερ στράσε (Kartnerstrasse) με τα παλιά καφέ και τους πλανόδιους μουσικούς, το μοναδικό Mουσείο Mουσικής (Haus der Musik), την ξακουστή Όπερα (Staatsoper) και το μπαρόκ κτίριο του Υπουργείου Οικονομικών (Bundesministerium für Finanzen). Φθάνω στην καρδιά της πόλης, στη γοτθική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (Stephansdom) με τον ψηλό πύργο και τη στέγη με τα χρωματιστά πλακίδια, περνώντας από την περίκλειστη πλατεία Αμ Χοφ (Am Hof) και το παλιό Δημαρχείο (Altes Rathaus). Χάνομαι στα πιο γραφικά δρομάκια της πόλης, που κρύβουν την ελληνική εκκλησία (Griechische Kirche), γύρω από την οποία ζούσαν πολλοί
Έλληνες ευεργέτες, την παλιά εβραϊκή συνοικία με τα μπαρ και τα κλαμπ, το Μουσείο Εφαρμοσμένων Τεχνών (Museum für Angewandte Kunst), και το αρ νουβό κτίριο του Κεντρικού Ταχυδρομείου (Hauptpostamt). Γεύση από αυτοκρατορική Βιέννη παίρνω στη συνοικία Χόφμπουργκ (Hofburg) με το ομώνυμο παλάτι μέσα σε περιποιημένους κήπους, που φιλοξενεί μουσεία πλούσια σε αυτοκρατορικούς θησαυρούς, την Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, τη Χειμερινή Σχολή Ιππασίας και τα γραφεία του προέδρου της χώρας. Απέναντι από το παλάτι, στην πλατεία της Μαρίας Θηρεσίας, επισκέπτομαι ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία Φυσικής Ιστορίας (Νaturhistorisches Museum) καθώς και το Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης (Kunsthistorisches Museum). Η βόλτα με τις περιποιημένες άμαξες στην περιοχή μού αποκαλύπτει το ναό του Αγίου Μιχαήλ (Michaelere Kirche), το εκλεκτό ζαχαροπλαστείο Demel, το ιστορικό καφέ Hawelka Kafi, την εντυπωσιακή μπαρόκ στήλη της πανώλης και την πλατεία Λόμπκοβιτς (Lobkowitzplatz) με την αυτοκρατορική κρύπτη στο ναό των Καπουτσίνων (Kapuzinerkirche). Στη συνοικία του νέου Δημαρχείου (Neues Rathaus) θαυμάζω τα σημαντικότερα κτίρια του 18ου αιώνα, με το αυστριακό Κοινοβούλιο (Österichsrat) να δεσπόζει σαν αρχαίος ελληνικός ναός και το τεράστιο Εθνικό Θέατρο (Burgtheater) με την ημικυκλική πρόσοψη. Μετά από στάση στο Café Landtmann, συνεχίζω νοτιότερα στους βοτανικούς κήπους του παλατιού Μπελβεντέρε (Belvedere), που φιλοξενεί μια σπουδαία πινακοθήκη αυστριακών ζωγράφων, και στο ανυπέρβλητο παλάτι Σενμπρούν (Shoenbrunn) της πριγκίπισσας Σίσι, με τους περίτεχνους κήπους και το ζωολογικό κήπο. Οι νύχτες γεμίζουν με κονσέρτα στην Όπερα και στο μέγαρο συναυλιών (Konzerthaus), βιεννέζικα δείπνα με σνίτσελ και φοντί (λιωμένα τυριά και τηγανητά κρεατικά σε ειδικό πυρίμαχο σκεύος που το φέρνουν στο τραπέζι) ή νοστιμότατο βοδινό στην μποέμικη γειτονιά Naschmarkt ή, ακόμα καλύτερα, στα κορυφαία εστιατόρια Steirereck και Zu Den Drei Husaren ή στα πιο απλά Griechenbeisl, Figlmuller και Plachutta. Η βραδιά συνεχίζεται με διασκέδαση στο πάρκο Πράτερ (Prater Park) ή στην κεντρική αγορά της Βιέννης (Nashmarkt) με τα καφέ και τα μικρά εστιατόρια, μ’ ένα ποτό στο καζίνο (Casino Wien), στο διάσημο ξενοδοχείο Imperial ή στο Sky Bar για πανοραμική θέα στην πλατεία του Αγίου Στεφάνου. Για διανυκτέρευση προτιμώ το αριστοκρατικό ξενοδοχείο Palais Schwarzenberg ή το λιλιπούτειο Konig Von Ungarn δίπλα στον καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου. Μετά από τέσσερις γεμάτες μέρες στην καλαίσθητη Βιέννη, συνεχίζω για το σφιχταγκαλιασμένο από απόκρημνα και συνήθως χιονισμένα βουνά Ίνσμπρουκ (Innsbruck). Εδώ, ανάμεσα σε πολύχρωμες παραδοσιακές κατοικίες και ξύλινα ζαχαροπλαστεία, επισκέπτομαι την εκκλησία Χοφκίρχε (Hofkirche), το ροκοκό αυτοκρατορικό ανάκτορο της Μαρίας Θηρεσίας, την πανύψηλη στήλη Annasaule, την επιβλητική αψίδα Triumphpforte, τον πύργο της πόλης (Hofburg) με την απίστευτη θέα και το κάστρο Ambras. Η βόλτα στην παλιά αριστοκρατική πόλη είναι γεμάτη από στάσεις για φωτογραφίες, για σοκολατάκια και για ζεστά στρούντελ (τυλιχτές μηλόπιτες). Για διανυκτέρευση εδώ προτιμώ το κεντρικότατο και πολυτελές Grand Hotel Europa ή το Goldener Adler για την εξαιρετική κουζίνα του. Το γνωστό κουκλίστικο χειμερινό θέρετρο Κίτσμπουελ (Kitzbuhel), με τα πολύχρωμα, μοναδικής τιρολέζικης αρχιτεκτονικής αρχοντικά με τις ζωγραφισμένες προσόψεις, τα πολυτελή εστιατόρια (Florianstube, Pengelstein), ξενοδοχεία (Tennerhof, Goldener Greif) και καζίνο (Casino Kitzbuhel), είναι πανέμορφο και το καλοκαίρι, αλλά αποκτάει περισσότερη ζωή το χειμώνα και ειδικά στις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Είχα την τύχη να το επισκεφθώ και να απολαύσω τις σπουδαίες χιονοδρομικές του πίστες. Το ρομαντικό Σάλτσμπουργκ (Salzburg) είναι η αγαπημένη μου μικρή πόλη στην Αυστρία. Πέρα του ότι είναι γραφικότατο, αποτελεί την καλύτερη βάση για εκδρομές σε μαγευτικά τοπία, όπως στη λίμνη Βόλφγκανγκ (Wolfgangsee) και στα ορυχεία αλατιού (Salzwelten Altaussee).
Ο γοτθικός καθεδρικός ναός, το Ρεσιντένς (Residenz) –ο οποίος ήταν κάποτε έδρα των πριγκίπων και επισκόπων και τώρα του καλοκαιρινού φεστιβάλ μουσικής και όπερας–, το σπίτι του Μότσαρτ (Mozart Geburtshaus), το φρούριο Χόχενσάλτσμπουργκ (Hohensalzburg) στο λόφο Μόνχσμπεργκ (Monchsberg) και οι πανέμορφοι κήποι του παλατιού Χέλμπρουν (Hellbrun) κάνουν αυτή την αμφιθεατρικά χτισμένη πόλη πάνω στον ποταμό Σάλτζαχ (Salzach) και στους καταπράσινους λόφους μια ζωγραφιά. Τα αξιόλογα καφέ όπως το Tomaselli, εστιατόρια όπως τα M32 και St. Peters Stiftskeller και καταστήματα με ορυκτό αλάτι και κρύσταλλα στις μικρές πλατείες όπως η Mirabell και στον κεντρικό δρόμο Γκεντράιντεγκάσσε (Getreidegasse) δίνουν ένα χαρούμενο τόνο στο Σάλτσμπουργκ. Το πιο φημισμένο ίσως –και ξεχωριστό– εστιατόριο της χώρας βρίσκεται έξω από την πόλη. Το Hangar 7, ιδιοκτησίας του ιδρυτή της Red Bull, φιλοξενεί στο μοντέρνο χώρο του αυτοκίνητα της Φόρμουλα 1, αεροπλάνα και μηχανές, αλλά έχει και σπουδαίους σεφ. Το δείπνο αλλά και το ποτό στο μπαρ που κρέμεται από την οροφή είναι μια απίστευτη εμπειρία, αν και αρκετά ακριβό, ακόμα και για την Αυστρία, που δεν είναι ιδιαίτερα φτηνή χώρα. Την τελευταία φορά που πήγα στο Σάλτσμπουργκ ήταν γεμάτο από Έλληνες φιλάθλους κατά τη διάρκεια του Euro 2008. Τότε είχα την τύχη να μείνω με ένα από τα πιο αγαπημένα μου γκρουπ στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης. Το ξενοδοχείο Sacher γέμισε από νεόπλουτους Ρώσους φιλάθλους που κατέφθασαν λόγω της αναμέτρησης της Ρωσίας με την Ελλάδα και μπλόκαραν όλους τους κεντρικούς δρόμους με λευκές λιμουζίνες και το αεροδρόμιο του Σάλτσμπουργκ με ιδιωτικά αεροπλάνα. Στην επιστροφή προς τη Βιέννη, διασχίζοντας την κοιλάδα του Βάχαου (Wachau) με τις αμπελοκαλλιέργειες, τους λόφους με τις αγελάδες και τα περιποιημένα μεγάλα χαμηλά αγροτόσπιτα, απολαμβάνω πάντα τη γραφική διαδρομή μέχρι την πιο παλιά πόλη της νότιας Αυστρίας, το Κρεμς (Krems). Με πολύ τρυφερές εικόνες από την ύπαιθρο της Αυστρίας, εντυπωσιασμένη από την επιβλητική αυτοκρατορική Βιέννη και τους ευγενείς Αυστριακούς, φεύγω και επιστρέφω πάντα με χαρά.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ (GERMANY) Η χώρα της οργάνωσης, της νυχτερινής ζωής του Μονάχου και του πολιτιστικού πλούτου του Βερολίνου, των παραδοσιακών μικρών πόλεων, των χαριτωμένων χωριών, των επιβλητικών κάστρων, των ρομαντικών πύργων, των ανακτόρων και των πολλών και πλούσιων μουσείων, των καταπράσινων δασών, των καθαρών ποταμών και λιμνών, της μεγαλύτερης κατανάλωσης μπίρας, των μουσικοσυνθετών Βάγκνερ και Μπαχ, του φιλόσοφου και οικονομολόγου Μαρξ, των συγγραφέων Γκαίτε και Σίλερ και του επιστήμονα Αϊνστάιν. Η Γερμανία βρίσκεται στην Κεντρική Ευρώπη και συνορεύει στα δυτικά με Δανία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο, στα νότια με Γαλλία, Ελβετία, Αυστρία, στα ανατολικά με Τσεχία και Πολωνία, και στα βόρεια με την Ολλανδία, ενώ βρέχεται από τη Βόρεια και τη Βαλτική Θάλασσα. Το βόρειο τμήμα της είναι πεδινό, το κεντρικό χαρακτηρίζεται από τα υψίπεδα και τον Δούναβη, ενώ το νότιο από την πανέμορφη λίμνη της Κωνσταντίας και τις Άλπεις. Η Γερμανία είναι η πολυπληθέστερη χώρα της Ευρώπης, με έκταση 357.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 82 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους το 20% είναι αλλοδαποί. Το 1/3 του πληθυσμού είναι προτεστάντες που οι περισσότεροι ζουν στο βορρά, το 1/3 καθολικοί, στο νότο, και τέλος υπάρχουν πολλοί άθεοι και μουσουλμάνοι. Όλοι μιλούν Γερμανικά, ενώ οι περισσότεροι γνωρίζουν τουλάχιστον άλλη μια γλώσσα, συνήθως Αγγλικά. Οι Γερμανοί λατρεύουν την τάξη, τη φύση, την μπίρα, το ποδόσφαιρο, τα αυτοκίνητα και τις μηχανές, τις λέσχες, τις ομάδες, την ηρεμία, την οικογένεια και το συντηρητικό ντύσιμο, ενώ τους αρέσει να εργάζονται σκληρά και οργανωμένα. Ακόμα και τα σκουπίδια τους τα πετούν σε πεντακάθαρους κάδους, υπόγειους ή κρυμμένους σε πίσω δρόμους, κάνοντας οργανωμένα πλήρη ανακύκλωση. Χάρη στις ορθές πολιτικές επιλογές και το φυσικό της πλούτο, η χώρα έχει την ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης και μια από τις πιο ανθηρές στον κόσμο. Τα πλούσια κοιτάσματα άνθρακα, σιδήρου, χαλκού, φυσικού αερίου και βωξίτη τροφοδοτούν τη βαριά βιομηχανία (αυτοκινήτων, χημικών και μηχανημάτων). Η αναπτυγμένη γεωργία, κτηνοτροφία και αλιεία χαρακτηρίζει και τη διατροφή τους, που αποτελείται από τη μεγαλύτερη ίσως ποικιλία ψωμιών, από λουκάνικα, πατάτα, χοιρινό, σοκολάτα, άφθονη μπίρα και καλά λευκά κρασιά από την περιοχή του ποταμού Ρήνου. Στην περιοχή ήρθαν οι Κέλτες και εγκαταστάθηκαν γερμανικά φύλα, τα οποία ενώθηκαν για πρώτη φορά τον 8ο αιώνα από τον Καρλομάγνο, τον πρώτο Γερμανό ηγέτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, ο θεολόγος Μαρτίνος Λούθηρος ξεκίνησε τη μεγαλύτερη ίσως θρησκευτική, δημοκρατική και ανθρωποκεντρική μεταρρύθμιση, δημιουργώντας τον προτεσταντισμό και προκαλώντας άθελά του έναν αιματηρό θρησκευτικό πόλεμο τριάντα ετών (1618-1648) μεταξύ προτεσταντών και καθολικών. Μέσα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ανάμεσα σε δεκάδες κρατίδια της Γερμανίας γεννήθηκε η ισχυρή Πρωσία, με πρωτεύουσα το Βερολίνο. Μετά από ένα σύντομο Αυστροπρωσικό πόλεμο, τα ανεξάρτητα γερμανικά κρατίδια πολέμησαν τον Ναπολέοντα και ηττήθηκαν. Ενώθηκαν το 1815 και απελευθερώθηκαν από το γαλλικό ζυγό, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά ουσιαστικά αποτέλεσαν ενιαίο κράτος το 1871, με τις πολιτικές κινήσεις και πρωτοβουλίες του ικανότατου Μπίσμαρκ. Οι Γερμανοί έχασαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πίστεψαν στο ναζισμό του Χίτλερ που πάτησε στην ανεργία, την ξενοφοβία και τη δυσαρέσκεια από την ταπεινωτική ήττα της Γερμανίας, και προκάλεσαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο τέλος του πολέμου, με φοβερές απώλειες, με κατεστραμμένες πόλεις και διαλυμένη οικονομία, η χώρα χωρίστηκε σε Ανατολική και Δυτική Γερμανία από τους συμμάχους που πολέμησαν και νίκησαν τους Ναζί. Η χώρα προσέλκυσε τεράστιο μεταναστευτικό κύμα από την Τουρκία, την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία, λόγω της μεγάλης βιομηχανικής άνθησης και της ανοικοδόμησής της. Η Γερμανία ενώθηκε ξανά το 1990, αφομοιώνοντας
τους Ανατολικογερμανούς και ξεπερνώντας την ανεργία που δημιουργήθηκε από το άνοιγμα πολλών εργοστασίων στην Κίνα. Η ενιαία Γερμανία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1993. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποτελείται από 16 αυτόνομες περιοχές, που η κάθε μία έχει τοπικό κοινοβούλιο και σύνταγμα. Πρωτεύουσα είναι το αγαπημένο μου Βερολίνο (Berlin). Η πόλη του Μπρεχτ, αν και ενωμένη πια, εξακολουθεί νοερά να χωρίζεται σε δυτικό και ανατολικό τμήμα, με το δεύτερο να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε νυχτερινή ζωή, πολυτελή ξενοδοχεία και φουτουριστικά κτίρια. Η πόλη προσφέρει αξιόλογα αξιοθέατα, όπως την περίφημη Πύλη του Βραδεμβούργου (Brandenburger Tor), με τις αρχαιοελληνικές κολόνες και το άρμα με τα τέσσερα άλογα, το εντυπωσιακό Κοινοβούλιο (Reichstag) με το γυάλινο θόλο, την κρατική Όπερα (Staatsoper) που μοιάζει με αρχαιοελληνικό ναό, το Δημαρχείο (Rathaus), τη Στήλη της Νίκης (Siegesaule), τα τμήματα του τείχους που χώριζε την πόλη μέχρι το 1990, μοντέρνα κτίρια ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, όπως το κέντρο της Sony στην πλατεία Ποτσντάμερ (Potsdamer), κατάφυτους δρόμους όπως τους Ούντερ ντεν Λίντεν (Unter den Linden) και Κούνταμ (Ku’damm) με πολυτελή καταστήματα, υπέροχα καμπαρέ, μπαρ και εξαιρετικά εστιατόρια στις πλατείες Σαβινί (Savigny), Πότσνταμερ (Potsdamer Platz), Γκεντάρμενμαρκτ (Gedarmenmarkt) και στην πιο παλιά γειτονιά της πόλης Νικολάιφίρτελ (Nikolaiviertel). Το Βερολίνο είναι πλούσιο σε μουσεία, με κορυφαίο το Μουσείο της Περγάμου (Pergamonmuseum), λόγω του τεράστιου ναού του Δία και της Αθηνάς από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας, την Πινακοθήκη (Altes Museum), με πίνακες σημαντικών ζωγράφων, και την πλούσια σε αξιόλογα έργα διεθνών καλλιτεχνών Κεντρική Πινακοθήκη (Gemaldegallerie). Για να πάρω μια γεύση από μποέμικη ζωή, κάνω μια βόλτα στη γειτονιά Κρόιτσμπεργκ (Kreuzberg) με τις μικρές μπουτίκ, τα μπαράκια και τους λιγότερο αποστειρωμένους Βερολινέζους. Μα όπου και αν κυκλοφορώ, δεν έχω ποτέ την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε μια μεγάλη πρωτεύουσα, με την κίνηση, την πολυκοσμία και τη βοή που συνήθως τις χαρακτηρίζουν, καθώς η πόλη είναι απλωμένη, πολύ οργανωμένη και με χαλαρούς ρυθμούς. Εδώ ζει κανείς με ποιότητα, απολαμβάνοντας υψηλό επίπεδο κουλτούρας. Πέρα από τα αξιοθέατα που έχω ξεχωρίσει μετά από πολλές επισκέψεις στην πρωτεύουσα της Γερμανίας, έχω επιλέξει κάποια εστιατόρια που προσφέρουν υψηλή ποιότητα χωρίς να είναι πιο ακριβά από εκείνα της Ελλάδας, όπως συμβαίνει γενικά και με τις υπηρεσίες σε όλη τη χώρα. Πάντα λοιπόν πάω στα Newton, Lutter & Wegner, Borchardt, Kafer (πάνω από τη Βουλή) και στο μικρό παραδοσιακό Zum Letzten Instanz για καλοψημένα χοιρινά μπουτάκια με ξινό λάχανο και πατάτες φούρνου ή για πιο εξεζητημένα πιάτα κρεατικών. Τα θεάματα που προτιμώ είναι το Berliner Ensemble (το θέατρο που διηύθυνε ο Μπρεχτ) και το πλούσιο καμπαρέ Friedrichpalast. Από το Βερολίνο –με βάση το αριστοκρατικότατο ξενοδοχείο Adlon Kempinski δίπλα από την Πύλη του Βραδεμβούργου ή το Ritz Carlton στην μοντέρνας αρχιτεκτονικής πλατεία Potsdamer Platz– πάντα επισκέπτομαι το ιστορικό Πότσνταμ (Potsdam) για το ξύλινο παλάτι (Charlottenhof) στο οποίο υπογράφτηκε το 1945 η ιστορική συμφωνία ανάμεσα στον Στάλιν, τον Τρούμαν και τον Τσόρτσιλ, αλλά και για τα εντυπωσιακά ανάκτορα Σανσουσί (Sanssouci) με τους κλιμακωτούς περιποιημένους κήπους. Δεν παραλείπω ποτέ να πάω (αν και είναι 3 ώρες δρόμος) μέχρι την πιο ατμοσφαιρική μπαρόκ πόλη της Γερμανίας, την Δρέσδη (Dresden). Εδώ επισκέπτομαι τα σπουδαία παλάτια, όπως το διάσημο Τσβίνγκερ (Zwinger), το σπάνιο Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών (Kunstgewerbemuseum) και το μέγαρο Albertinium. Φωτογραφίζω τη μοναδική πορσελάνινη παρέλαση των αρχόντων της Σαξονίας στους εξωτερικούς τοίχους δίπλα από το παλάτι Georgenbau, καθώς και τις εκκλησίες Hofkirche,
Frauenkirche, Kreuzkirche, και περπατώ στη Βεράντα του Μπρουλ (Bruhlshe Terasse) δίπλα στον ποταμό Έλβα. Το καταπράσινο Μόναχο (München), η πρωτεύουσα της Βαυαρίας, έχει ένα μαγευτικό ιστορικό κέντρο με εξαιρετικά καταστήματα, μοντέρνα καφέ, κλαμπ, εστιατόρια και παραδοσιακές μπιραρίες, με πιο διάσημη την Χόφμπραουχάουζ (Hofbrauhaus an Platzl) κοντά στους δίδυμους πύργους της γοτθικής εκκλησίας Φράουεν Κίρχε (Frauenkirche). Φωτογραφίζω το πανέμορφο Παλιό και Νέο Δημαρχείο (Altes & Neues Rathaus) και επισκέπτομαι την Παλιά και Νέα Πινακοθήκη (Alte & Neue Pinakothek), το μεγαλύτερο Μουσείο Επιστημών και Τεχνολογίας στον κόσμο (Deutsches museum) και το μεγαλοπρεπές Βασιλικό Παλάτι (Residenz). Μετά από ενδιαφέρουσες πρωινές αλλά και νυχτερινές βόλτες στη γραφική Μαρίενπλατς (Marienplatz), στην κοσμοπολίτικη Μαξιμίλιανπλατς (Maximilianplatz) και στην μοντέρνα Οντεόνπλατς (Odeonsplatz), περνάω από τα προάστια της πόλης για να φωτογραφίσω το απίστευτο γήπεδο ποδοσφαίρου Αλιάντς Αρένα (Allianz Arena), που μοιάζει με τεράστιο λάστιχο αυτοκινήτου, αλλά και το πανέμορφο Ολυμπιακό πάρκο. Το Μόναχο αποκτάει ξέφρενη ζωή το Σεπτέμβριο, κατά τη διάρκεια της Οκτόμπερ φεστ, της γιορτής της μπίρας, και των υπαίθριων χριστουγεννιάτικων αγορών, στις οποίες βρίσκω από παραδοσιακά ξύλινα πολύχρωμα παιχνίδια μέχρι καρουζέλ. Αυτές τις περιόδους είναι σχεδόν αδύνατον να βρω δωμάτια στο Kempinski Vier Jahreszeiten, ένα από τα καλύτερα ξενοδοχεία της χώρας, αλλά και στο ιδιαίτερης αισθητικής Anna, που βρίσκεται πάνω στην Κarlsplatz. Επίσης, με μεγάλη δυσκολία καταφέρνω να κάνω κράτηση στα αγαπημένα μου εστιατόρια Tantris, Ederer και Kafer Schanke. Με βάση το Μόναχο κάνω μια θεσπέσια εκδρομή στο παραμυθένιο κάστρο Νόισχβανστάιν (Neuschwanstein), που ενέπνευσε το σχεδιαστή του κάστρου της Ντίσνεϊλαντ. Απολαμβάνω τον αλπικό δρόμο που με φέρνει στην ονειρική Λίμνη της Κωνσταντίας (Bodensee) και στη Λίμνη Κόνιγκ (Konigssee), περνώντας από παλιά κάστρα, περιποιημένα ξύλινα πανδοχεία και ορεινά χωριά με περίτεχνα ζωγραφισμένα σπίτια. Στο δρόμο επισκέπτομαι μία από τις πιο καλοδιατηρημένες μεσαιωνικές πόλεις της Ευρώπης, το Ρότεμπουργκ ομπ ντερ Τάουμπερ (Rothenburg ob der Tauber), με τα ξύλινα σπίτια και το παλιό δημαρχείο μέσα στα τείχη, και φτάνω για διανυκτέρευση στο μαγικό μικρό ξενοδοχείο Eisenhut στο Βούρτσμπουργκ (Wurzburg) με το μεγαλοπρεπέστατο μπαρόκ παλάτι. Συνήθως, μετά το Ρότενμπουργκ, περνάω από το γραφικό Μπάμπεργκ (Bamberg), που αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο, λόγω της εκπληκτικής κεντρικής πλατείας (Domplatz), με το μοναδικό Δημαρχείο, το μεγάλο καθεδρικό ναό και τα πολλά παραδοσιακά ζυθοποιεία. Εδώ διανυκτερεύω πάντα στο σικ ξενοδοχείο St. Nepomuk, που έχει θέα στο ποτάμι και στο Δημαρχείο, ενώ διαθέτει και ένα πολύ γνωστό εστιατόριο που ειδικεύεται στην τοπική κουζίνα. Προσπερνώ τη Φρανκφούρτη (Frankfurt am Main) με τους ουρανοξύστες και το αδιάφορο μικρό ιστορικό κέντρο που δεν έχει να δείξει τίποτε άλλο εκτός από το συμπαθητικό δημαρχιακό μέγαρο και τον καθεδρικό ναό. Μετά από μισή ώρα φτάνω οδικώς στην γραφική πόλη Μάϊντς (Mainz), από όπου θα εξερευνήσω τον ποταμό Ρήνο (Rhine river) και συγκεκριμένα την περιοχή του Μέσου Ρήνου (Middle Rhine). Αφού ταχτοποιηθώ στο ανυπέρβλητο ξενοδοχείο Hyatt Fort Malakoff, το οποίο βρίσκεται πάνω στις όχθες του Ρήνου, περπατώ στους πλακόστρωτους πεζόδρομους της παλιάς πόλης. Εδώ ανακαλύπτω την εκκλησία του Αγίου Ιγνατίου (St Ignaz) με το υπέροχο γλυπτό της σταύρωσης στο εξωτερικό της και την μικρή γοτθική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (St Stephan) με τα γαλάζια βιτρώ του Μαρκ Σαγκάλ. Συνεχίζω για την πλατεία Σίλλερ (Schillerplatz), όπου φωτογραφίζω τα μπαρόκ μέγαρα και το εξαιρετικό σιντριβάνι (Fastnachtsbrunnen) προς τιμή του διάσημου καρναβαλιού της πόλης.
Μα η καρδιά της ήσυχης αυτής πόλης χτυπάει στην κεντρική πλατεία της αγοράς (Marktplatz), μιας κι εδώ βρίσκεται ο επιβλητικός τούβλινος καθεδρικός (Dom) με τους έξι πύργους. Μέσα στην λιτότητα του εντυπωσιάζει με τον πλούτο των Αρχιεπισκοπικών μαυσωλείων και το μικρό αλλά πλούσιο μουσείο του. Μα το πιο ενδιαφέρον μουσείο της πόλης είναι αυτό του Γουτεμβέργιου (Gutenberg Museum), αν και θεωρείται σπουδαίο και το Μουσείο της Περιοχής (Landesmuseum). Μετά από τόσες επισκέψεις, σεργιανίζω στον κεντρικό εμπορικό πεζόδρομο Augustinerstrasse, μέχρι να έρθει η κόκκινη ώρα του ηλιοβασιλέματος στον γαλάζιο ποταμό και η πείνα που σβήνει επιτυχώς στο παραδοσιακό ξύλινο εστιατόριο Weinhaus Wilhelmi. Την επόμενη ημέρα επιβιβάζομαι στο μικρό κρουαζιερόπλοιο, με το οποίο θα διασχίσω την κοιλάδα του Ρήνου, μια περιοχή γεμάτη αμπελώνες σκαρφαλωμένους σε απόκρημνες πλαγιές, πυκνά δάση και αμέτρητα μεσαιωνικά κάστρα. Έχοντας ρουφήξει την γαλήνια ομορφιά, που διακόπτεται μόνο από την πληθώρα των φορτηγίδων που διασχίζουν τον ποταμό, φτάνω στο μικρό χωριό –κόσμημα, το πολύ φωτογραφημένο Μπάχαρα (Bacharach). Περπατώντας στα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, αποκαλύπτονται τρυφερά τα ξύλινα σπίτια με τα λουλουδιστά παράθυρα, η γοτθική εκκλησία, τα μικρά καφέ και βέβαια τo μεσαιωνικό κάστρο στον λόφο. Μετά από αυτό το σύντομο ταξίδι πίσω στον χρόνο, συνεχίζω με το αυτοκίνητο για το κέντρο του κρασιού, για την χαριτωμένη πόλη Ρούντεσχάϊμ (Rudesheim). Εδώ γευματίζω στο παραδοσιακό εστιατόριο Rudesheimer Scloss και κάνω μια χωνευτική βόλτα στα δρομάκια με τα τουριστικά καταστήματα. Την αποχαιρετώ με μια σύντομη στάση στο επιβλητικό μνημείο πάνω στον λόφο, το Niederwald Monument και συνεχίζω για το διάσημο για τα κρασιά του και για τα κονσέρτα του μεσαιωνικό μοναστήρι Έμπερμπαχ (Kloster Eberbach). Το βράδυ η νύχτα κλείνει με δείπνο στο κορυφαίο εστιατόριο και καζίνο Kurhaus Gastronomie που βρίσκεται στην αρχοντική κι εντυπωσιακή πόλη Βισμπάντεν (Wiesbaden). Η ανυπέρβλητη χάρη συνεχίζεται και στην παλιά Χαϊδελβέργη (Heidelberg) με το επιβλητικό κόκκινο κάστρο (Schloss), το φημισμένο πανεπιστήμιο στην ομώνυμη πλατεία Universitatsplatz, τη βιβλιοθήκη Bibliotheca Palatina με τα σπάνια έργα, το δάσος που περπάτησαν ο Χέγκελ και ο Γκαίτε, και τον όμορφο ποταμό Νέκαρ που το διασχίζει. Όταν έχω χρόνο, απολαμβάνω μια νύχτα στο γραφικό ξενοδοχείο Die Hirschgasse. Στο γύρο της Γερμανίας με αυτοκίνητο, απολαμβάνω τον πιο καλό αυτοκινητόδρομο που έχω διασχίσει ποτέ, καθώς και διαδρομές μέσα από πλούσια δάση, διαβάζοντας βιβλία του Τόμας Μαν, όπως τα Μαγικό Βουνό και Δόκτωρ Φάουστους. Το Αμβούργο (Hamburg), που θεωρείται η πιο όμορφη μοντέρνα πόλη με την πιο έντονη νυχτερινή ζωή και με ατελείωτα πάρκα, δυστυχώς δεν κατάφερα ποτέ να το δω, καθώς βρίσκεται στο βορειότερο άκρο της χώρας και αρκετά μακριά από τις περισσότερες ενδιαφέρουσες πόλεις. Με τρυφερές εικόνες από την πολιτιστική ζωή των μεγαλουπόλεων και τα απίστευτα μουσεία, τα κάστρα και τις πόλεις με τα γραφικά ιστορικά κέντρα, με έντονη τη γεύση από την οργάνωση και την ευγένεια των ανθρώπων, την καλή νυχτερινή διασκέδαση και τη μεγάλη ποικιλία μπίρας, με μοναδικά ξύλινα χριστουγεννιάτικα στολίδια και ρούχα Γερμανών σχεδιαστών, φεύγω, αλλά πάντα χαίρομαι να επιστρέφω.
ΟΛΛΑΝΔΙΑ (NETHERLANDS) Η επίπεδη χώρα με τα κανάλια, τις θαυμάσιες πινακοθήκες, τις τουλίπες, τους ποδηλατόδρομους, την ανεκτική, φιλελεύθερη κοινωνία και το μοναδικό Άμστερνταμ. Η Ολλανδία (ή Κάτω Χώρες) βρίσκεται, στο μεγαλύτερο τμήμα της, κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Σ’ αυτή την ιδιαιτερότητα οφείλονται άλλωστε οι αναρίθμητοι μύλοι που βρίσκονταν διάσπαρτοι στη χώρα με στόχο την άντληση των νερών. Η πεδινή έκταση των 34.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στο βορειοδυτικό τμήμα της Ευρώπης φιλοξενεί 16 εκατομμύρια κατοίκους, που αγαπούν την μπίρα και το κρασί, την οργάνωση, τον ήλιο, το ποδόσφαιρο, την ιστιοπλοΐα και τα λουλούδια. Είναι αληθινά ανεκτικοί στη διαφορετικότητα, αρκετά ευγενείς, όμορφοι, αν και όχι ιδιαίτερα εξωστρεφείς και χαρούμενοι, εκτός κι αν έχουν πιει. Μιλούν Ολλανδικά, αλλά σχεδόν όλοι γνωρίζουν Αγγλικά (και συνήθως τουλάχιστον μία ακόμα γλώσσα). Οι κυριότερες πόλεις στην οργανωμένη Ολλανδία είναι το Άμστερνταμ, το τεράστιο λιμάνι Ρότερνταμ και η Χάγη, έδρα της κυβέρνησης. Από την περιοχή πέρασαν οι Ρωμαίοι και αργότερα (4ο με 8ο αιώνα) οι Φράγκοι. Αποτέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου και της αυτοκρατορίας του ισπανικού κλάδου των Αψβούργων. Τον 16ο αιώνα, η ανεξαρτησία της χώρας από την Ισπανία και η προτεσταντική επανάσταση έφεραν σοβαρή θρησκευτική και ιδεολογική μεταρρύθμιση, προσελκύοντας πολλούς Εβραίους και προτεστάντες. Την ίδια εποχή, η Ολλανδία είχε την πιο πλούσια εμπορική πόλη, το Άμστερνταμ, και το πρώτο πλήρως λειτουργικό χρηματιστήριο. Τον 17ο αιώνα, οι Ολλανδοί κατασκεύασαν τεράστια ξύλινα πλοία με τα οποία έλεγξαν όχι μόνο το εμπόριο του Βορρά, αλλά έφτασαν μέχρι την Ινδονησία και τη Νότια Αφρική, τις οποίες κατάκτησαν, και μέχρι τη Βόρεια Αμερική, την Κίνα και την Ιαπωνία, δημιουργώντας σημαντικές αποικίες και πλουτίζοντας από το δουλεμπόριο μαύρων σκλάβων. Η ολλανδική αυτοκρατορία σταδιακά εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές και οικονομικές δυνάμεις του 17ου αιώνα, μέχρι που συγκρούστηκε με την Αγγλία για τις αποικίες. Τον 19ο αιώνα, το άνοιγμα του καναλιού της Βόρειας Θάλασσας και αργότερα το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ έφερε ακόμα μεγαλύτερη άνθηση στο εμπόριο της χώρας και την έκανε έδρα επεξεργασίας διαμαντιών που έφταναν από τη Νότια Αφρική. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διατήρησε την ουδετερότητά της. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσπάθησε να κάνει το ίδιο, αλλά το Ρότερνταμ ισοπεδώθηκε από τον Χίτλερ, όταν ζήτησε και δεν πήρε άμεσα την υποταγή της. Από τότε πρωτοστατεί στον πυρηνικό αφοπλισμό, στην προστασία του περιβάλλοντος και στην κατάργηση των διακρίσεων, απολαμβάνοντας μια ισχυρή οικονομία που στηρίζεται στον τουρισμό, στο εμπόριο μέσω του διακομιστικού λιμανιού, στην επεξεργασία διαμαντιών, στις τουλίπες και σε άλλα λουλούδια, στις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες. Το πολίτευμα είναι συνταγματική μοναρχία. Το Άμστερνταμ (Amsterdam), που σημαίνει «φράγμα στον (ποταμό) Άμστελ», είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες πόλεις, καθώς χαρακτηρίζεται από πολλά μικρά και μεγάλα κανάλια, στα οποία είναι χτισμένα υπέροχα, στενά, πολύχρωμα τριώροφα και τετραώροφα κτίρια με μεγάλα παράθυρα και επικλινείς κεραμιδένιες στέγες με μικρές σοφίτες. Όλοι –τραπεζίτες, καλλιτέχνες, μητέρες με παιδιά– μετακινούνται με ποδήλατα, ακόμα και κάτω από βροχή, στους ποδηλατόδρομους που υπάρχουν παντού στην πόλη. Αυτό μου προκαλεί την αίσθηση ότι δεν βρίσκομαι σε μια μεγαλούπολη, αλλά σε μια καλοοργανωμένη καθαρή κωμόπολη με χαλαρούς ρυθμούς. Το ιστορικό κέντρο χαρακτηρίζεται από παλιά και ανακαινισμένα επιβλητικά κτίρια, όπως η Νέα Εκκλησία (Nieuwe Kerk) και το παλάτι στην κεντρική πλατεία Νταμ (Dam), η Παλιά Εκκλησία (Oude Kerk) και το Μουσείο Άμστεκρινγκ (Amstekring) κοντά στη συνοικία των κόκκινων φαναριών (Red light
district). Εδώ, τα περισσότερα σκοτεινά καφέ, με πιο διάσημο το Bulldog, εκτός από καφέ και τσάι, σερβίρουν «μαλακά» ναρκωτικά, αν και τώρα πια απαγορεύεται εδώ το κάπνισμα του καπνού! Οι «δρόμοι με τις βιτρίνες» στη συνοικία των κόκκινων φαναριών, όπου εκδίδονται γυναίκες, προσελκύει το πέρασμα των περισσότερων επισκεπτών στην πόλη. Όπως έμαθα, οι γυναίκες αυτές εργάζονται επίσημα, έχουν ασφάλιση και φορολογούνται. Περπατώντας στο καθαρό λιμάνι, περνάω από το εντυπωσιακό Ναυτικό Μουσείο (Sheepvaart Museum) και το Κέντρο Τεχνολογίας (Nemo) που μοιάζει με πράσινο σκάφος. Στην καταπράσινη περιοχή Άρτις (Artis), προσπερνώντας το Γεωλογικό Μουσείο (Geological Museum) και το Πλανητάριο (Planetarium), επισκέπτομαι το υπέροχο Μουσείο Τροπικών (Tropenmuseum) με σπάνια εκθέματα από την Ινδονησία, που ήταν ολλανδική αποικία για αιώνες. Από την πλατεία Νόιβμαρκτ (Nieuvwmarkt), με τον τούβλινο πυργίσκο (Waag) που λειτουργούσε ως επίσημο ζυγιστήριο προϊόντων για την επιβολή δασμών, και με πολλά καφέ με τραπεζάκια έξω, παίρνω το στενόμακρο σκάφος και περιηγούμαι στα κανάλια. Ολοκληρώνοντας τη ρομαντική βόλτα στα κεντρικά κανάλια Χέρενγκραχτ (Herengracht), Κάιζεργκραχτ (Keizergracht) και Πρίνσενγκραχτ (Prinsengracht), νοικιάζω ποδήλατο και περνάω από την μποέμικη γειτονιά Γιορντάαν (Jordaan) για να επισκεφθώ το σπίτι της Άννα Φρανκ, που έμεινε στην ιστορία λόγω του περίφημου ημερολογίου της (Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ). Επιστρέφοντας στο κέντρο, σεργιανίζω στην πλωτή αγορά λουλουδιών και βολβών τουλίπας στο κανάλι Σίνγκελ (Singel) ανάμεσα στις πλατείες Κόνινκσπλέιν (Koningsplein) και Μουντπλέιν (Muntplein) και καταλήγω στην πλατεία Λέιτσεπλέιν (Leidseplein) με τις μπιραρίες, γεμάτες κόσμο που λαχταράει να καθίσει έξω στον ήλιο. Παρατηρώ ότι τα σπίτια δεν έχουν κουρτίνες στα παράθυρα, ούτε στο ισόγειο, καλωσορίζοντας το φως του ήλιου που σπάνια φαίνεται στον γκρίζο και βροχερό ουρανό της χώρας. Σε όποιο εστιατόριο κι αν γευματίσω, αν και έχω ξεχωρίσει τα Bordewijk, Groene Lanteerne, Christophe, De Gouden Reael, Souper Club, Ie Klas και Haesje Claes, το φαγητό, η μπίρα και τα κρασιά χαρακτηρίζονται από ποιότητα, ενώ το κόστος, όπως και όλων των υπηρεσιών, είναι λίγο υψηλότερο από εκείνο στην Ελλάδα. Από το ιστορικό ξενοδοχείο Krasnapolsky στην κεντρική πλατεία Dam ή από τα πολυτελή Hotel de l’Europe και Pulitzer που βρίσκονται σε κεντρικά κανάλια, περπατώ μέχρι την πλατεία των Μουσείων (Museumplein) με τα σπουδαιότερα μουσεία της χώρας: το Ρέικσμουζέουμ (Rijksmuseum) με έργα όλων των φημισμένων Ολλανδών ζωγράφων και βέβαια του ανεπανάληπτου Ρέμπραντ, το μοναδικό Μουσείο Βαν Γκογκ (Van Gogh Museum) και το Μουσείο Στέντελεϊκ (Stedelijk). Δυστυχώς δεν είχα ποτέ μέχρι σήμερα το χρόνο να επισκεφθώ το γραφικό Χάρλεεμ, το μεσαιωνικό Μάαστριχτ και το μοντέρνο Ρότερνταμ, αλλά στο Άμστερνταμ παίρνω γεύση από την μποέμικη ζωή με τα ποδήλατα, τα σκάφη, τα σκοτεινά καφέ με τα ελαφριά ψυχοτρόπα, τις γεμάτες με κόσμο μπιραρίες, τα όμορφα σπίτια με τα μεγάλα παράθυρα πάνω στα περιποιημένα κανάλια και, βέβαια, βλέπω αξεπέραστα έργα τέχνης στα μουσεία. Με βολβούς από τουλίπες στις αποσκευές μου και διαβάζοντας το βιβλίο Το Σάββατο των ψυχών, του Ολλανδού συγγραφέα Σέις Νόοτεμποομ, υπόσχομαι να επιστρέψω για όσα δεν είδα.
Ολλανδία
Ελβετία
ΕΛΒΕΤΙΑ (SWITZERLAND) Η πλούσια χώρα της τάξης και της οργάνωσης, με τα επιβλητικά βουνά και τις λίμνες, τις ατμοσφαιρικές πόλεις πάνω σε ποτάμια, τα χωριουδάκια σκαρφαλωμένα σε καταπράσινες πλαγιές, τα σπουδαία χιονοδρομικά κέντρα, τις τράπεζες, τις φαρμακευτικές εταιρείες, τα διάσημα κέντρα ομορφιάς και αντιγήρανσης. Βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης, στις Άλπεις, και συνορεύει βόρεια με τη Γερμανία, δυτικά με τη Γαλλία, νότια με την Ιταλία και ανατολικά με το Λίχτενσταϊν. Γεννήθηκε ως χώρα το 1291, με την ένωση τριών αυτόνομων περιοχών που αργότερα έγιναν 26, όταν ξεπεράστηκαν οι θρησκευτικές και γλωσσικές διαφορές που είχαν δημιουργήσει αιματηρές αντιπαραθέσεις. Μόλις το 1848 δημιουργήθηκε η Ελβετική Συνομοσπονδία, διατηρώντας τη σχετική αυτονομία στα καντόνια της. Μέχρι σήμερα, έχει τρία διοικητικά κέντρα, τις γερμανόφωνες Ζυρίχη και Βασιλεία στα βόρεια, τη γαλλόφωνη Γενεύη στα νότια και την πρωτεύουσα, τη Βέρνη. Από το 1815 –μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους– η ουδετερότητά της έγινε αποδεκτή από όλα τα γειτονικά κράτη, καθώς είχαν ανάγκη από ένα διεθνή κουμπαρά και ένα ουδέτερο σημείο συνάντησης. Λόγω της ουδετερότητάς της, η Ελβετία απορρόφησε εκατομμύρια τόνους χρυσού από τους Ναζί αλλά και από τους συμμάχους, που, μέσω του μόνου σταθερού νομίσματος –του ελβετικού φράγκου– αγόραζαν από γαλακτοκομικά μέχρι πολεμικό εξοπλισμό. Παράλληλα, έκλεισε τα σύνορα σε χιλιάδες Εβραίους που προσπάθησαν να σωθούν εκμεταλλευόμενοι την ασφάλεια της χώρας, όταν ολόκληρη η Ευρώπη ζούσε το χειρότερό της εφιάλτη. Το 2002 ο λαός αποφάσισε με δημοψήφισμα –όπως γίνεται συνήθως για τα περισσότερα θέματα– να γίνει η χώρα μέλος των Ηνωμένων Εθνών, αν και φιλοξενούσε την έδρα της Κοινωνίας των Εθνών (πρόδρομου του ΟΗΕ) στην Ευρώπη από το 1938. Συγχρόνως, η Ελβετία έχει επιλέξει να μην είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, έχει προσελκύσει επενδύσεις από εταιρείες χημικών, καλλυντικών, φαρμάκων, ρολογιών, σοκολάτας, μπισκότων και, βέβαια, τραπεζών και εκατομμυρίων δολαρίων και άλλων νομισμάτων σε καταθέσεις, εξαιτίας της ασφάλειας και του απορρήτου των λογαριασμών. Τα παραπάνω, μαζί με τον υψηλής ποιότητας τουρισμό και την αναπτυγμένη κτηνοτροφία, προσφέρουν υψηλό επίπεδο ζωής στον γερμανόφωνο, γαλλόφωνο και ιταλόφωνο πληθυσμό των 7,7 εκατομμυρίων που φιλοξενούνται στην κατά τα 3/5 ορεινή έκταση –με μικρές πεδιάδες στα βορειοδυτικά– των 41.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι Ελβετοί φαίνονται σοβαροί, εσωστρεφείς και απόμακροι, ακόμα και όταν διασκεδάζουν. Θα έλεγα ότι δεν ταιριάζουν σε τίποτα με τους περισσότερους Έλληνες. Όλοι αγαπούν πολύ το σκι, τις παγοδρομίες και τις εκδρομές στα βουνά, το καλό φαγητό και το κρασί, την οργάνωση και την εργασία. Αν δηλώσουν πιστοί μιας θρησκείας, είτε είναι καθολικοί ή προτεστάντες είτε Εβραίοι, συντηρούν οικονομικά μέσω της φορολογίας τις εκκλησίες τους. Αυτό που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στη χώρα, ακόμα και στις πόλεις που επισκέπτομαι, είναι η πεντακάθαρη ατμόσφαιρα, παρά τη βαριά βιομηχανία. Έτσι μαθαίνω πως το 50% της ενέργειας παράγεται από υδροηλεκτρικά έργα και το υπόλοιπο από πυρηνικά εργοστάσια. Η κοσμοπολίτικη Ζυρίχη (Zürich) είναι χτισμένη στις όχθες της ομώνυμης λίμνης με τα διάφανα νερά που καθρεφτίζουν τις χιονισμένες κορυφές των Άλπεων. Πέρα από το εκπληκτικό σημείο στο οποίο είναι χτισμένη η πόλη, ενδιαφέρον έχει στο μικρό ιστορικό κέντρο το εντυπωσιακό κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού (Hauptbahnhof), το γυναικείο μοναστήρι (Fraumünster) με τα μοναδικά βιτρό, ο πύργος ρομανικού ρυθμού Γκρόσμινστερ (Grossmünster), το σπουδαίο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Kunsthaus) και οι μικρές, υπέροχες πλατείες με τα καφέ και τα καταστήματα με τα ρολόγια και τις
σοκολάτες (Lindt και Sprungli). Μετά από μια βόλτα στη λίμνη με τουριστικό σκάφος, όπου απολαμβάνω το πανόραμα των τριώροφων ανακαινισμένων κτιρίων της παλιάς πόλης, με τα πολλά μικρά παράθυρα και τις σοφίτες στις στέγες, σεργιανίζω στο Νίντερντορφ (Niederdorf), την μποέμικη γειτονιά με τα εστιατόρια, τα καμπαρέ και τις μουσικές σκηνές ή στην ανακαινισμένη περιοχή Λέβενμπροϊ (Löwenbrau) με τις μοντέρνες γκαλερί και τα μοδάτα μπαρ. Μόνο σ’ αυτές τις δύο γειτονιές και μόνο το σαββατόβραδο αισθάνομαι ότι υπάρχει κόσμος στην πόλη που διασκεδάζει και γελάει. Τα αγαπημένα μου εστιατόρια για γαστρονομικές νύχτες είναι το Kunststuben του Peterman, το μοντέρνο Salle, το Le Pavillon του ξενοδοχείου Ermitage και το Kronenhalle. Συνεχίζω στα μπαρ Οnyx bar au Park Hyatt, Widder bar, Dolder Grand Bar ή και στα κλαμπ Kaufleuten και Rohstofflager, ενώ καταλήγω για ξεκούραση στα πολυτελή ξενοδοχεία Baur au Lac, Europe και Storchen ή στα πιο οικονομικά Karin & Marco Benetti και De Theatre. Σε ολοήμερη εκδρομή επισκέπτομαι τη συμπαθητική Βασιλεία (Basel). Μετά από δύο ώρες στον αυτοκινητόδρομο, φτάνω στην πόλη διασχίζοντας πολλά πάρκα και ένα ζωολογικό κήπο. Στο ιστορικό κέντρο περπατώ ανάμεσα σε παλιά αρχοντικά που τα περισσότερα βρίσκονται ανάμεσα στις πλατείες Μπαρφούσερπλατς (Barfusserplatz) και Μάρκτπλατς (Marktplatz) και φωτογραφίζω το εντυπωσιακό κοκκινωπό Δημαρχείο (Rathaus) και την επιβλητική εκκλησία Μιούνστερ (Münster). Ποτέ δεν παραλείπω να πάω στην αγαπημένη Λουκέρνη (Luzern). Η μικρή γοητευτική πόλη βρίσκεται ανάμεσα σε ψηλά βουνά, στις όχθες της λίμνης Φιρβαλντστάτερζεε (Vierwaldstattersee). Γεμάτη αναγεννησιακά και μπαρόκ σιντριβάνια και ζωγραφισμένα μέγαρα, αποκαλύπτεται σαν όνειρο. Πέρα από τη βόλτα στην αποβάθρα, όπου φωτογραφίζω τις μοναδικές ξύλινες γέφυρες Seebrücke και Kapellbrücke και το επιβλητικό Δημαρχείο (Rathaus), χαίρομαι να περπατώ ανάμεσα στα γραφικά πλακόστρωτα σοκάκια με τα μικρά καταστήματα, τα ζαχαροπλαστεία και τα εστιατόρια, μην παραλείποντας να περάσω από την εκκλησία Hofkirche με τους δύο πύργους, δίπλα στο συγκλονιστικό μνημείο των λιονταριών (Löwenplatz) και το παλιό ρολόϊ (Zytturm). Αν δεν διανυκτερεύσω στο ιστορικό ξενοδοχείο Schweizerhof του 19ου αιώνα, τότε έχω άλλη μια καλή επιλογή, το Hotel Montana με το εξαιρετικό μπαρ. Αφήνοντας την πιο παραμυθένια πόλη της Ελβετίας συνεχίζω νοτιότερα. Η Γενεύη (Genève), όμορφη, κοσμοπολίτικη και ακόμα πιο ακριβή από τις άλλες πόλεις της Ελβετίας, είναι χτισμένη στις όχθες της ομώνυμης λίμνης και αποτελεί ιδανική βάση για εκδρομές στο νότο της χώρας και στην κοντινή Γαλλία. Η νότια όχθη (rive Gauche) είναι στολισμένη με την παλιά πόλη και τους εμπορικότερους δρόμους. Περπατώντας στην περιποιημένη και πεντακάθαρη πόλη, δεν παραλείπω να δω τα ερείπια του αρχιεπισκοπικού πύργου, τον καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου (Cathédrale St. Pierre), τα τείχη του πανεπιστημίου με τα αγάλματα των μεγάλων θρησκευτικών μεταρρυθμιστών (Mur de la Reformation), την Όπερα (Grand Théâtre), το πανέμορφο Δημαρχείο (Hôtel de Ville) και τα καταστήματα ρολογιών και σοκολάτας. Η βόρεια καταπράσινη όχθη (rive Droite) –πολύ πιο αραιοκατοικημένη– χαρακτηρίζεται από το εντυπωσιακό μέγαρο των Ηνωμένων Εθνών (Palais des Nations) και το μουσείο του Ερυθρού Σταυρού (Musée International de la Croix-Rouge et du Croissant Rouge). H ίδια η λίμνη, με το φωτισμένο σιντριβάνι, τη μικρή πεζογέφυρα που οδηγεί στο νησάκι Ρουσό και τα καλά ξενοδοχεία ολόγυρά της, φαίνεται ακόμη πιο όμορφη τη νύχτα. Την απολαμβάνω από το εξαίσιο εστιατόριο και ξενοδοχείο Parc des Eaux-Vives ή το Bergues hotel. Από εδώ πραγματοποιώ εξαίσιες ολοήμερες εκδρομές στη Λοζάνη, στο Μοντρέ, στο Σιγιό και στο Ανεσί, μέσα από παραμυθένια βουνά, τροφαντές αγελάδες με κουδούνια, γραφικά χωριά και λίμνες μαγικές. Η Λοζάνη (Lausanne), χτισμένη πάνω σε καταπράσινους λόφους στη λίμνη της Γενεύης, είναι λίγο αποστειρωμένη για τα γούστα μου. Φωτογραφίζω τον πιο όμορφο καθεδρικό ναό της χώρας
(Cathédrale Notre Dame) και ένα χαριτωμένο αναγεννησιακό Δημαρχείο (Hôtel de Ville) στην καρδιά της παλιάς πόλης, το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας (Université de Lausanne), τις γνωστότερες σχολές τουριστικών επαγγελμάτων (IST, EHL) αλλά και τα γραφεία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ενώ επισκέπτομαι το πολύ ενδιαφέρον Μουσείο των Ολυμπιακών Αγώνων στο Ολυμπιακό Πάρκο (Parc Olympique). Απέναντί της, στις νότιες ακτές της λίμνης, διακρίνω τη γαλλική πόλη Εβιάν (Evian), διάσημη για το ομώνυμο μεταλλικό νερό και για τα πολλά κέντρα ομορφιάς, αποτοξίνωσης και αντιγήρανσης. Στη συνέχεια επισκέπτομαι άλλη μια παραλίμνια πόλη, το κοσμοπολίτικο Μοντρό (Montreaux), διάσημο για τα κέντρα ομορφιάς και το μεγαλύτερο φεστιβάλ τζαζ μουσικής στην Ελβετία. Μετά από μια σύντομη βόλτα στην αποβάθρα με τα περιποιημένα ολάνθιστα παρτέρια, πάω με το αυτοκίνητο μέχρι το παραδεισένιο πέτρινο κάστρο Σιγιό (Chillon) πάνω στη λίμνη. Την τελευταία μέρα κάνω μια εκδρομή στο γραφικότατο χωριό Ανεσί (Annecy). Γοητευμένη, φωτογραφίζω τα παλιά χαμηλά σπίτια, τα μικρά χαριτωμένα καταστήματα στα πλακόστρωτα σοκάκια, τα μικρά μουσεία και τις εκκλησίες στα κανάλια, αλλά και το επιβλητικό κάστρο (Chateau d’ Annecy) με τα διαμερίσματα των Δουκών της Γενεύης και την υπέροχη θέα σε όλο το μεσαιωνικό χωριό. Σε άλλες εβδομαδιαίες επισκέψεις μου στη χώρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, περνάω ως νεαρή σκιέρ από τα σπουδαία χιονοδρομικά κέντρα της χώρας, το πολυτελές Σεν Μόριτζ (St. Morritz) με τα επιβλητικά ξενοδοχεία, το ακόμη πιο πολυτελές αλλά λιγότερο γραφικό Νταβός (Davos), τα πανέμορφα Κλόστερς (Klosters) και Βερμπιέρ (Verbier), με τις πιο δύσκολες πίστες, και το γραφικότερο Ζερμάτ (Zermatt). Δυστυχώς, ποτέ δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να περάσω από την ιταλόφωνη περιοχή στα νοτιοανατολικά της χώρας, με την πανέμορφη λίμνη Λουγκάνο, τις υπέροχες αριστοκρατικές βίλες και τα πολυτελή ξενοδοχεία. Με πολλές εικόνες από τις όμορφες πόλεις πάνω στις λίμνες και από τα ορεινά χωριά, αλλά και με έντονη τη γεύση της οργάνωσης και της σοκολάτας, επιστρέφω στην Ελλάδα διαβάζοντας το βιβλίο του Ελβετού Αλέν ντε Μποτόν Η τέχνη του ταξιδιού.
ΓΑΛΛΙΑ (FRANCE) Η χώρα με τα επιβλητικά μέγαρα, τα ρομαντικά κάστρα, τα διάσημα μουσεία, τα γραφικά χωριά και την ευρωπαϊκή Ντίσνεϊλαντ (Disneyland), την κοσμοπολίτικη Γαλλική Ριβιέρα, τα κρασιά και το εξαιρετικής ποιότητας φαγητό, τη μόδα και τα αρώματα υψηλών προδιαγραφών, και βέβαια το Παρίσι της αίγλης και της τέχνης, προσελκύει περισσότερους τουρίστες από κάθε άλλη πόλη. Η Γαλλία βρίσκεται στη Δυτική Ευρώπη και η έκτασή της καλύπτει 547.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα – αν και μαζί με τα υπερπόντια εδάφη (Γουαδελούπη, Μαρτινίκα, Γαλλική Γουιάνα, Ρεουνιόν, Γαλλική Πολυνησία, Νέα Καληδονία κ.λπ.) φτάνει τα 675.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Βόρεια και δυτικά, η πεδινή εύφορη γη διασχίζεται από μεγάλα ποτάμια, όπως ο Ρήνος και ο Λίγηρας, ενώ νότια έχει τα Πυρηναία και τις Άλπεις, με ψηλότερη κορυφή της Ευρώπης το πανέμορφο Μον Μπλαν (Mont Blanc). Από την περιοχή πέρασαν Κέλτες και Ρωμαίοι, και τον 14ο αιώνα εγκαταστάθηκαν εδώ οι Φράγκοι (γερμανικά φύλα). Οι Γάλλοι ασπάστηκαν το Χριστιανισμό πολύ νωρίς στην ιστορία τους, δημιούργησαν τα φέουδα (τεράστιες εκτάσεις όπου κατοικούσαν και δούλευαν οι δουλοπάροικοι και τις οποίες διοικούσαν ως απόλυτοι άρχοντες οι ιππότες). Πρωτοστάτησαν στις σταυροφορίες στους Αγίους Τόπους, είχαν πόλεμο επί 100 χρόνια με την Αγγλία, επιδημίες πανούκλας και θρησκευτικούς πολέμους μεταξύ καθολικών και προτεσταντών. Τον 18ο αιώνα γεννήθηκε εδώ ο Διαφωτισμός, με θεμελιώδεις αρχές την ανεκτικότητα, τη λογική και τον ανθρωπισμό, και πέθανε η παντοδύναμη μοναρχία με τη δύναμη του λαού. Μετά τον Ναπολέοντα και τους επεκτατικούς του πολέμους στην Ευρώπη το 1800, ξεκίνησε από το 1815 η χρυσή εποχή των τεχνών. Από τους δύο παγκόσμιους πολέμους η Γαλλία βγήκε σχετικά αλώβητη, ενώ μετά το 1960 έχασε ένα μεγάλο τμήμα των αποικιών της, όπως την Ινδοκίνα και την Αλγερία. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ, των G8, καθώς έχει ισχυρότατη οικονομία που στηρίζεται στον πολεμικό και πυρηνικό εξοπλισμό, στις τηλεπικοινωνίες, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στον τουρισμό (τα 82 εκατομμύρια τουριστών ανά έτος τής δίνουν την πρώτη θέση στον κόσμο), στα ποτά, στα καλλυντικά, στη μόδα, στη γεωργία. Το μεγαλύτερο τμήμα της ενέργειας παράγεται από πυρηνικά εργοστάσια. Ο πληθυσμός της Γαλλίας υπολογίζεται στα 65 εκατομμύρια. Το 10% είναι αλλοδαποί, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν έρθει από τις πρώην αποικίες στην Αφρική, κάτι που φαίνεται έντονα στο Παρίσι. Οι περισσότεροι πιστοί είναι καθολικοί, αλλά υπάρχει πλήρης διαχωρισμός θρησκείας και κράτους. Οι Γάλλοι αγαπούν το καλό φαγητό και δίνουν μεγάλη σημασία στο ντύσιμο (γι’ αυτό είναι καλοντυμένοι σχεδόν όσο και οι Ιταλοί), ενώ αρκετοί έχουν αδυναμία στην ποδηλασία, στο ποδόσφαιρο και στο ράγκμπι. Σχεδόν παντού στη χώρα απολαμβάνω τα ασύγκριτα και ακριβά γαστρονομικά επιτεύγματα στα πολύ καλά εστιατόρια. Τα κρουασάν, τα τυριά, ο κρασάτος κόκορας, τα κοχύλια με τα θαλασσινά, οι αλμυρές και γλυκές τάρτες, τα μπριός (σαν αλμυρά κέικ), τα κρασιά και οι σαμπάνιες, με συνεπαίρνουν όχι μόνο λόγω των γεύσεων, αλλά και της τελετουργικής διαδικασίας του σερβιρίσματος. Το Παρίσι (Paris) είναι ίσως η πιο επιβλητική πρωτεύουσα, αν και όχι η αγαπημένη μου. Αγαπώ τους συγγραφείς του, όπως τον Μποντλέρ, τον Μπαλζάκ και την Μποβουάρ. Τα ανυπέρβλητα μουσεία του Λούβρου (Musée du Louvre) και του Ορσέ (Musée d΄Orsay), το Κέντρο Πομπιντού (Centre Pompidou), η εκκλησία της Παναγίας των Παρισίων (Notre Dame de Paris), η γραφική γειτονιά St. Germain-des-Pres με το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, ο πύργος του Άιφελ (Tour Eiffel), τα μέγαρα Hôtel De Ville, Conciergerie, Grand Palais και Petit Palais γύρω από τον ποταμό Σηκουάνα, η γραφική Μονμάρτη (Montmartre) στον ομώνυμο λόφο, η μποέμικη γειτονιά Μαρέ (Maré), η κατάφυτη λεωφόρος των Ηλυσίων (Champs Elysées) με την Αψίδα του Θριάμβου (Arc de Triomphe) και τα ακριβότερα
καταστήματα, αλλά και η περιοχή της Όπερας (Opéra Garnier) με τα πολυτελή καταστήματα, καθιστούν αυτή την πόλη μοναδικά αρχοντική. Το Παρίσι μού αρέσει να το περπατάω απ’ άκρη σ’ άκρη και πάντα απολαμβάνω τα διάσημα καφέ (Café de Flore, Emporio Armani Café και, για σοκολάτα, τα Angelina και Brasserie Lipp), τη βαρκάδα στον Σηκουάνα, τα καμπαρέ (Lido, Moulin Rouge) και τα κλαμπ (Colette, Le Budha Bar, B*Fly) της πόλης. Επειδή δεν μπορώ να διανυκτερεύσω στα πολυτελέστατα ξενοδοχεία Grillon, Meurice, Athenée και Ritz, συμβιβάζομαι ευχάριστα με οικονομικότερα όπως το Caron de Beaumarchais, De Nice, De L’ Elysée. Στα εστιατόρια όμως δεν κάνω εκπτώσεις και διασκεδάζω τον ουρανίσκο μου στο La Coupole για θαλασσινά, στο Le Grand Vefour, στο Guy Savoy, στο Clown Bar και στο Tour D’ Argent. Θεωρώ τους Παριζιάνους αγενείς, ιδιαίτερα όσους εργάζονται στο αεροδρόμιο και στα τουριστικά κέντρα. Όσες φορές ταξίδεψα έξω από το Παρίσι, στις επαρχίες του Λίγηρα και της Γαλλικής Ριβιέρας, αντιμετώπισα πολύ καλύτερους τρόπους. Σε ολοήμερες εκδρομές, επισκέπτομαι το εντυπωσιακό χρυσοποίκιλτο παλάτι των Βερσαλλιών (Versailles) του Λουδοβίκου του ΙΔ΄ (ή «βασιλιά Ήλιου»), ο οποίος απεικονιζόταν σαν τον θεό Απόλλωνα και εκτιμούσε τους καλοσχεδιασμένους κήπους με δέντρα που δεν αναπτύσσονταν στο φυσικό τους σχήμα. Με χαρά επισκέπτομαι την Ευρωπαϊκή Ντίσνεϊλαντ (Euro Disneyland) για τουλάχιστον τρεις μέρες, μένοντας σε ξενοδοχείο εκεί, γιατί πάντα νιώθω σαν παιδί που παίζει. Φροντίζω βέβαια να είναι πάντα καλοκαίρι, για να μην έχει πολύ κρύο και βροχές, που είναι απαγορευτικοί παράγοντες για να επισκεφθώ τη χώρα – και ειδικά την Ντίσνεϊλαντ που έχει συχνά ατελείωτες ουρές αναμονής. Η πιο ρομαντική εβδομαδιαία εκδρομή στη Γαλλία περιλαμβάνει την πανέμορφη κοιλάδα του ποταμού Λίγηρα (Loire). Οι απέραντοι αμπελώνες και οι καλλιέργειες κηπευτικών διακόπτονται από γραφικές πόλεις και βασιλικά κάστρα που καθρεφτίζονται στα νερά του ποταμού, σχηματίζοντας εικόνες που μοιάζουν να βγαίνουν από παραμύθια. Η μικρή πόλη Τουρ (Tours) αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη καθώς έχει πολλή ζωή –ως πανεπιστημιούπολη– αλλά και πολλά καλοδιατηρημένα παλιά κτίρια, χτισμένα παραδοσιακά με εμφανή ξύλινα δοκάρια και τούβλα. Το ιστορικό της κέντρο γύρω από τον καθεδρικό ναό (Cathédrale Saint-Gatien) και την πλακόστρωτη πλατεία (Place Plumereau) με τα ωραία καφέ, τις συμπαθητικές μπουτίκ και τα ανακαινισμένα σπίτια, συνήθως με φιλοξενεί κάθε βράδυ μετά από τις ολοήμερες εκδρομές στα ονειρικά κάστρα του ποταμού Λίγηρα, αν και προτιμώ να διανυκτερεύω στο κάστρο-ξενοδοχείο Domaine Des Hauts De Loire, ανάμεσα στις πόλεις Blois και Tours, στην καρδιά της κοιλάδας του Λίγηρα. Το λευκό κάστρο Σενονσό (Château de Chenonceau), που είναι χτισμένο από τη μια όχθη του ποταμού Σερ μέχρι την άλλη πάνω σε καμάρες, φαίνεται σαν να αναδύεται από τον ποταμό και να στεφανώνεται από τις γκρίζες επικλινείς στέγες. Το ιστορικό όμορφο κάστρο Αμπουάζ (Château d’ Amboise) αγκαλιάζει με τους κήπους του τον ποταμό Λίγηρα και περηφανεύεται πως το γοτθικό παρεκκλήσι του φιλοξενεί τον τάφο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Δεν ξέρω αν είναι έτσι, αλλά μου αρέσει ιδιαίτερα, αν και είναι μικρότερο από τα περισσότερα κάστρα της περιοχής. Το κάστρο Σαμπόρ (Château de Chambord), το οποίο φημολογείται ότι σχεδίασε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, θεωρείται το μεγαλύτερο και το πιο εντυπωσιακό. Χτισμένο πάνω στον παραπόταμο του Λίγηρα, τον Κλοσόν, αποκαλύπτεται από μακριά σαν ένα πυκνό δάσος από λευκούς και γκρίζους πύργους. Έχει ψηλά τείχη με τετράγωνους πύργους στις τέσσερις γωνίες, ενώ στο κέντρο του υπάρχουν κυκλικοί πύργοι που επικοινωνούν με μια εντυπωσιακή σκάλα.
Στην πόλη Μπλουά (Blois) εντυπωσιάζομαι από τα μέγαρα που δεσπόζουν στο λόφο, όπως ο γοτθικός ναός (Cathédrale St. Louis), το μέγαρο του επισκόπου, το Δημαρχείο (Hôtel de Ville) και το φίνο αναγεννησιακό παλάτι (Château de Blois) με τον οκταγωνικό πύργο. Οι ολάνθιστοι κήποι πάνω στο ποτάμι και βέβαια τα σπίτια του 18ου αιώνα πάνω στη γραφικότατη πλατεία Place Vauvert, με τα εμφανή δοκάρια και τους κισσούς που καλύπτουν την όμορφη πρόσοψή τους, συμπληρώνουν τη χάρη της επαρχιακής πόλης. Στο γραφικό Ανζέρ (Angers), με τα παλιά ξύλινα σπίτια και τα ερείπια μιας εκκλησίας μέσα σε τεράστια γυάλινη προθήκη, επισκέπτομαι το πιο μικρό κάστρο, αλλά και το πιο πλούσιο σε ταπισερί (υφαντά χαλιά τοίχου). Στο δρόμο της επιστροφής, θαυμάζω τη δεύτερη ίσως ωραιότερη εκκλησία της χώρας, το γοτθικό καθεδρικό ναό της Σαρτρ (Chartres) με τα εκπληκτικά βιτρό. Σε άλλη εκδρομή στη Γαλλία, περνάω μια ηλιόλουστη εβδομάδα στη μαγευτική Γαλλική Ριβιέρα, στο νότιο άκρο της χώρας πάνω στη Μεσόγειο. Η δαντελωτή ακτογραμμή με τους μικρούς, γαλήνιους, καταγάλανους όρμους, πέρα από το γεγονός ότι είναι πανέμορφη και έχει όλο το χρόνο ήπιο κλίμα, είναι εξαιρετικά οργανωμένη και γι’ αυτό προσελκύει εδώ και εκατό περίπου χρόνια πολλούς διάσημους πλούσιους από όλο τον κόσμο, από τους οποίους πολλοί έχουν χτίσει υπέροχες βίλες αμφιθεατρικά πάνω στους λόφους που καταλήγουν στη θάλασσα. Η τουριστική αλλά αξιαγάπητη Νίκαια (Nice), πρωτεύουσα της Γαλλικής Ριβιέρας, αποτελεί την ιδανική βάση για να δω τη διάσημη περιοχή, διανυκτερεύοντας στο μαγικό πολυτελές ιστορικό ξενοδοχείο Château De La Chevre D’Or. Η παλιά πόλη είναι πολύ γραφική, με στενά σοκάκια, χαριτωμένα ταβερνάκια και μπαράκια (ειδικά στην κεντρική οδό Cours Saleya), και ένα μικρό λιμάνι με ανακαινισμένες πολυκατοικίες των αρχών του 20ού αιώνα. Στη συνέχεια, περνάω από παλιές αριστοκρατικές βίλες και από τα μουσεία των ζωγράφων Ματίς και Σαγκάλ στο προάστιο Σιμιέζ (Cimiez), από τo πλούσιο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Musée d’Art Contemporain) στο νέο τμήμα της πόλης και από την «Προμενάντ ντεζ ανγκλέ» (Promenade des Anglais), την παραλιακή λεωφόρο με τις φοινικιές και με ξενοδοχείασύμβολα όπως το Negresco. Οι Κάννες (Cannes) είναι η λιγότερο γοητευτική πόλη της περιοχής. Διάσημη για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, που γίνεται κάθε Μάιο από το 1946, δεν έχει τίποτα περισσότερο από μια αμμουδιά κάτω από την παραλιακή λεωφόρο Κρουαζέτ (Croisette), μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία όπως το Carlton και το Majestic και μπουτίκ μεγάλων οίκων μόδας. Αυτό που σίγουρα αξίζει είναι ένα γεύμα στο γαστρονομικό κέντρο Le Moulin de Mougins. Πηγαίνοντας στο διάσημο –αλλά και υπερτιμημένο– Σαν Τροπέ, κάνω στάση στο υπέροχο Πορ Γκριμό (Port Grimaud). Μια παραθαλάσσια νέα πόλη σε παλιό ιταλικό στυλ με εκατοντάδες διώροφα κεραμιδοσκέπαστα σπιτάκια απλώνεται σε κανάλια συνολικού μήκους 7 χιλιομέτρων, ώστε να θυμίζει τη Βενετία, αν και φτιάχτηκε μόλις το 1960. Μπροστά στα κανάλια είναι παρκαρισμένα μικρά και μεγάλα σκάφη, για να μετακινούνται οι ιδιοκτήτες τους στον τεράστιο κόλπο που φιλοξενεί το Σαν Τροπέ, το θέρετρο των πλουσίων, και τις ωραιότερες παραλίες της Γαλλικής Ριβιέρας, όπως την Παμπελόν. Εδώ παρατηρώ πως η Γαλάζια Ακτή (Côte d’Azur) δεν φαίνεται τόσο γαλάζια όσο περίμενα κρίνοντας από το όνομά της. Στο χαριτωμένο Σαν Τροπέ (Saint Tropez) φωτογραφίζω το λιμάνι με τα πολυτελή σκάφη και περιπλανιέμαι στην παλιά πόλη που το αγκαλιάζει. Τα γραφικά σοκάκια με τα χαμηλά παλιά σπίτια και τις κεραμιδένιες στέγες στο χρώμα της ώχρας φιλοξενούν προσεγμένα καταστήματα και ταβερνάκια, μια υπέροχη μπαρόκ εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία (Notre Dame) και το μικρό Μουσείο Ανονσιάντ
(Musée de l’Annonciade) με έργα Γάλλων ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Ανεβαίνοντας στο λόφο με το κάστρο, έχω την καλύτερη θέα στην παλιά αλλά περιποιημένη πόλη, καθώς και στη δασώδη χερσόνησο Pampelonne που κρύβει τις βίλες των διάσημων πολυεκατομμυριούχων. Εδώ, παρακολουθώντας την παρέλαση των διασημοτήτων και την τελευταία λέξη της μόδας, γευματίζω στο παραθαλάσσιο εστιατόριο Café Senequier στην αποβάθρα Jean Jaurés. Επιστρέφοντας στη Νίκαια περνάω από τη μικρή πόλη Αντίμπ (Antibes), την αρχαία ελληνική αποικία Αντίπολη, όπου αυτοεξορίστηκε λόγω του ελληνικού εμφυλίου ο Νίκος Καζαντζάκης με τη σύζυγό του Ελένη από το 1946. Τα τείχη της γραφικής πόλης φτάνουν μέχρι το λιμάνι και περικλείουν πετρόχτιστα σπίτια και το Μουσείο του Πικάσο. Στο Restaurant de Bacon γεύομαι μια καταπληχτική σούπα μπουγιαμπέσα με ολόκληρα ψάρια και μυρωδάτα θαλασσινά. Χορτασμένη από νόστιμες γεύσεις, επισκέπτομαι το θαλάσσιο πάρκο Μαρίνλαντ (Marineland) για να δω το κορυφαίο θέαμα με φάλαινες όρκα αλλά και δελφίνια, φώκιες και πιγκουίνους. Αυτά που ερωτεύομαι όμως με όλες μου τις αισθήσεις είναι ο κόλπος Καπ Φερά (Cap Ferrat) με τα καλόγουστα εξοχικά πάνω στο βουνό να κοιτούν αμφιθεατρικά την πιο όμορφη εικόνα της ευρύτερης περιοχής και το ορεινό μεσαιωνικό χωριό Σαν Πολ ντε Βανς (St. Paul de Vence). Τα περιποιημένα δαιδαλώδη γραφικά σοκάκια μέσα στα τείχη με τις γκαλερί και το εξαιρετικό παλιό εστιατόριο La Colombe D’Or γεμάτο με έργα σπουδαίων ζωγράφων, μαζί με την τεράστια συλλογή από γλυπτά και μοντέρνα έργα τέχνης στο ίδρυμα La Fondation Maeght εκτός των τειχών, δημιουργούν την οπτασία του Σαν Πολ ντε Βανς. Εδώ ένα γεύμα είναι γιορτή, και η κάθε εικόνα από το γαλήνιο εξοχικό σκηνικό που ενέπνευσε ζωγράφους και συγγραφείς είναι παντοτινό δώρο. Σε άλλες εκδρομές έχω επισκεφτεί το Σαμονί (Chamonix), ως σκιέρ. Τα εξαιρετικά χιονοδρομικά κέντρα στην περιοχή με τους μεγαλύτερους παγετώνες της Ευρώπης προσελκύουν έμπειρους σκιέρ το χειμώνα και δεινούς ορειβάτες το καλοκαίρι, που έρχονται για να δοκιμάσουν τις αντοχές τους στο Mont Blanc και στο όρος Matterhorn. Αν δεν αγαπούσα το σκι, δεν θα με ενδιέφερε καθόλου η επίσκεψη στο Σαμονί, καθώς υπάρχουν πολύ γραφικότερα και πιο πολυτελή χειμερινά θέρετρα στην Αυστρία και στην Ελβετία. Με πολλές διαφορετικές εικόνες από το επιβλητικό Παρίσι, τα ρομαντικά κάστρα του Λίγηρα, τις όμορφες πόλεις και τα χωριά της Γαλλικής Ριβιέρας και νοστιμότατες γεύσεις από την κουζίνα της χώρας, αποχαιρετώ τη Γαλλία, προσπαθώντας κάθε φορά να μπω πιο βαθιά στο μεγαλειώδες έργο Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, του Γάλλου συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ.
ΜΟΝΑΚΟ (MONACO) Το μικρό πριγκιπάτο της χλιδής μιας άλλης εποχής, της Φόρμουλα 1 και του καζίνο. Το Μονακό βρίσκεται καρφωμένο ανάμεσα στις ακτές της θάλασσας της Μεσογείου και στις Άλπεις, περιτριγυρισμένο από γαλλικά εδάφη και σε απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων από τα ιταλικά σύνορα. Η έκταση δεν ξεπερνάει τα 2 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός τούς 32.000, ενώ το 85% είναι ξένοι που έχουν επιλέξει να ζουν εδώ επειδή, εκτός από το ήπιο κλίμα και την οργάνωση, η χώρα αποτελεί φορολογικό παράδεισο καθώς δεν υπάρχει φορολογία εισοδήματος. Επίσημη γλώσσα είναι η γαλλική, αν και σχεδόν όλοι μιλούν Αγγλικά, Γερμανικά και Ιταλικά. Η χώρα έχει νόμισμα το ευρώ, παρόλο που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πριγκιπάτο του Μονακό ιδρύθηκε το 1297, όταν ο πρώτος Γκριμάλντι κατέλαβε το ομώνυμο κάστρο και έδιωξε τους Γενοβέζους που ήλεγχαν την περιοχή. Μέχρι το 1900 ήταν μια από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, καθώς δεν είχε καλλιεργήσιμη γη ούτε οργανωμένη οικονομία, και τα βουνά την απομόνωναν από την υπόλοιπη Γαλλική Ριβιέρα. Τότε χτίστηκε εκεί το πολυτελέστερο ίσως καζίνο της Ευρώπης, όταν ο τζόγος ήταν απαγορευμένος στη Γαλλία και στην Ιταλία, παρόλο που οι δύο αυτές χώρες συγκέντρωναν τουρισμό υψηλότατου επιπέδου. Το 1911 ξεκίνησε το ράλι του Μόντε Κάρλο και το 1929 το Grand Prix του Μονακό, τα οποία συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα τελευταία 20 χρόνια, σε νέες γαίες από επιχωματώσεις, κατασκευάστηκαν βιομηχανίες καλλυντικών και υψηλής τεχνολογίας, ουρανοξύστες που στεγάζουν εισαγωγικές και εξαγωγικές εταιρείες, πανάκριβα διαμερίσματα αλλά κι ένα μεγαλύτερο λιμάνι. Το Μονακό (Monaco) είναι μια ζωγραφιά, η οποία αποκαλύπτεται όταν διασχίζω τα βουνά στο δρόμο από τη Νίκαια, την κοντινότερη πόλη που διαθέτει αεροδρόμιο. Κατεβαίνοντας τους χαμηλούς κι απότομους λόφους, περνάω από την καινούργια περιοχή Φοντβέιγ (Fontveille) με τους ουρανοξύστες, το νέο λιμάνι με τις θαλαμηγούς και το γήπεδο ποδοσφαίρου του Μονακό, και επισκέπτομαι τους πανέμορφους Εξωτικούς Κήπους (Jardins Exotiques) με τους χιλιάδες κάκτους και τα παχύφυτα. Στη συνέχεια καταλήγω στην παλιά πόλη του Μονακό με το παλάτι (Palais de Prince), το αξεπέραστο Ωκεανογραφικό Μουσείο (Musée Oceanographique), τον καθεδρικό ναό (Cathédrale), όπου είναι ενταφιασμένα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας –και η Γκρέις Κέλι–, και τα γραφικά σοκάκια με τα τουριστικά μαγαζιά και τα ταβερνάκια. Αφού φωτογραφίσω την εξαίσια θέα από το ύψωμα όπου βρίσκεται η παλιά πόλη, συνεχίζω για το Μόντε Κάρλο (Monte Carlo). Εκεί βρίσκεται το παλιό λιμάνι με τις τεράστιες θαλαμηγούς, το πολυτελές μπαρόκ καζίνο Monte Carlo Casino, το φημισμένο ξενοδοχείο Hotel de Paris και τα ακριβότερα καταστήματα της χώρας. Περπατώ χαμογελαστή στη μικρή οργανωμένη παραλία κάτω από τον ήλιο που πάντα λάμπει στο πριγκιπάτο, ξαφνιασμένη από τον πλούτο αλλά και την υπερβολική ανοικοδόμηση. Στο Μονακό, η οργάνωση και η πολυτέλεια, που έχει έναν έντονα αριστοκρατικό αέρα, βρίσκεται παντού και ειδικά στο Μόντε Κάρλο. Αυτό που μου κάνει πάντα εντύπωση είναι η άνεση με την οποία οι κυρίες κυκλοφορούν όλες τις ώρες με βαριά κοσμήματα και πανάκριβες τσάντες, σαν να φωτογραφίζονται για εξώφυλλο περιοδικού μόδας. Μα είναι φυσικό, με τόσες κάμερες και αστυνομικούς που παρακολουθούν την κάθε κίνηση, να αισθάνονται ασφαλείς. Αφήνοντας το μικρό, γλυκό, ακριβό παραμύθι που ονομάζεται Μονακό, συνεχίζω για την πιο αληθινή Ισπανία.
ΙΣΠΑΝΙΑ (SPAIN) Η χώρα των πανέμορφων γοτθικών καθεδρικών ναών, των παλατιών και των μεσαιωνικών κάστρων, των γραφικών και επιβλητικών πλατειών, του φλαμένκο, των ταυρομαχιών, των θαυμάσιων αραβικών μνημείων και των λουλουδιαστών μπαλκονιών της Ανδαλουσίας, της νυχτερινής ζωής της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης, των εξαιρετικών βάσκικων μεζέδων. Η γη με τα περισσότερα μνημεία της Ουνέσκο μετά την Ιταλία και με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως τους συγγραφείς Θερβάντες, Ματσάδο, Λόρκα, Σαλίνας, τους ζωγράφους Βελάσκεζ, Γκόγια, Πικάσο, Μιρό, τους σκηνοθέτες Μέντεμ και Αλμοδοβάρ, αλλά και τους αρχιτέκτονες Γκαουντί και Καλατράβα. Βρίσκεται στην Ιβηρική χερσόνησο, στο νοτιοδυτικό άκρο της Ευρώπης, και βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό και τη Μεσόγειο. Μαζί με τις Βαλεαρίδες νήσους και τα Κανάρια νησιά, η Ισπανία καλύπτει μια έκταση 505.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας καλύπτεται από χαμηλά βουνά, ενώ η οροσειρά των Πυρηναίων αποτελεί το φυσικό σύνορο με τη Γαλλία στα ανατολικά. Τα μεγάλα ποτάμια Ντάρο, Τάγος, Γουαδαλκιβίρ, δίνουν ζωή στις μεγάλες καλλιέργειες ελιάς, σιτηρών και αμπέλων, και στην πλούσια κτηνοτροφία χοιρινών και βοοειδών. Επίσης, πολλοί από τους 46 εκατομμύρια χριστιανούς καθολικούς και θρησκευόμενους κατοίκους εργάζονται στην αλιεία, στον τουρισμό, στις τράπεζες, στις υπηρεσίες, στις τέχνες και στις εκδόσεις, που αφορούν, πέρα από την Ισπανία, όλη την Κεντρική και Νότια Αμερική εκτός της Βραζιλίας. Όλοι, ακόμη και το 11% που αποτελείται από Νοτιοαμερικανούς, Μαροκινούς και Ρουμάνους, μιλούν την ισπανική γλώσσα (Καστιλιάνικα), αν και στην περιοχή της Βαρκελώνης μιλούν τα Καταλάνικα, στα βορειοανατολικά τη γλώσσα των Βάσκων και στα βορειοδυτικά τη γλώσσα της Γαλικίας. Όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό γνωρίζουν Αγγλικά ή Γαλλικά. Οι κάτοικοι είναι ιδιαίτερα τοπικιστές. Οι Βάσκοι και οι Καταλανοί, που για χρόνια επιδίωκαν την πλήρη ανεξαρτησία, αλλά απολαμβάνουν μια σχετική διοικητική αυτονομία, δεν θεωρούν τους εαυτούς τους Ισπανούς. Όταν ρώτησα έναν Καταλανό της Βαρκελώνης αν είναι Ισπανός, μου απάντησε επικριτικά ότι είναι Καταλανός και όχι Ισπανός. Τους Βάσκους δεν τόλμησα να τους ρωτήσω καν. Οι βόρειοι Ισπανοί είναι υπερήφανοι που αναμείχθηκαν ελάχιστα με τους Άραβες, ενώ οι νότιοι της Ανδαλουσίας είναι δικαίως υπερήφανοι που κληρονόμησαν το μεγάλο πολιτισμό που μετέφεραν οι Άραβες. Η Ισπανία κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, από τους Βισιγότθους και τέλος, τον 8ο αιώνα, από τους Άραβες. Αυτοί έδωσαν τον υπέρλαμπρο πολιτισμό στη χώρα –ειδικά στο νότο– αφήνοντας οργανωμένες πόλεις, δημόσια πανεπιστήμια και λουτρά, τους πρώτους δημόσιους φωτισμένους δρόμους και απίστευτη γνώση, εκτός του ότι εξέλιξαν τις τέχνες. Το 1492, με την ανακάλυψη της Νότιας Αμερικής, οι Ισπανοί καθολικοί βασιλείς Φερδινάνδος και Ισαβέλλα έδιωξαν τους περισσότερους Άραβες και Εβραίους. Με την εισροή χρυσού, αργύρου και πολύτιμης ξυλείας από τις αποικίες όλης της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής –εκτός της Πορτογαλικής Βραζιλίας– η Ισπανία έγινε μια από τις πλουσιότερες και μεγαλύτερες χώρες. Ο Ναπολέων την κατέκτησε για ένα μικρό διάστημα. Στον 20ό αιώνα, η χώρα συγκλονίστηκε από έναν ολέθριο εμφύλιο που τον ακολούθησε η μακρόχρονη δικτατορία του Φράνκο. Από το 1978 απολαμβάνει βασιλευομένη συνταγματική δημοκρατία και από το 1986 που μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, καθώς επενδύθηκαν χρήματα σε υποδομές και σημαντικά δημόσια έργα. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της ισπανικής γλώσσας, της ιστορίας, της λογοτεχνίας και της ιστορίας της τέχνης της, ταξίδεψα ένα μήνα στην ευρωπαϊκή αυτή χώρα που αγαπώ πολύ και είδα όλα της τα αξιοθέατα. Αυτό που μου έκανε έντονη εντύπωση όταν επισκέφθηκα για πρώτη φορά τη χώρα το φθινόπωρο του 1992, ήταν ότι όλες οι πλατείες, οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα πεζοδρόμια και τα δημόσια κτίρια ανακαινίζονταν με χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι έγινε η Ισπανία που ζηλεύω σήμερα και έτσι ίσως θα είχε γίνει και η Ελλάδα αν είχαμε Ισπανούς πολιτικούς.
Θεωρώ την παραθαλάσσια Βαρκελώνη (Barcelona) τη γοητευτικότερη πόλη της Ισπανίας. Η πατρίδα του ζωγράφου Μιρό, του συγγραφέα Εσπρίου και του μοναδικού αρχιτέκτονα Γκαουντί, με μαγεύει. Θαυμάζω τα εξαιρετικά μνημεία, όπως τη μοναδική εκκλησία της Αγίας Οικογένειας (La Sagrada Famι΄lia), το πάρκο Γκουέλ (Parco Guell) και τα κτίρια διαμερισμάτων του Γκαουντί. Επισκέπτομαι το θησαυροφυλάκιο των καλύτερων παγκοσμίως έργων ζωγραφικής και γλυπτικής της ρομανικής και της γοτθικής τέχνης (Museu Nacional d’Art de Catalunya Palau Nacional) και την επιτυχημένη αναπαράσταση παλιού ισπανικού χωριού στο Pueblo Espa~nol κοντά στην επιβλητική πλατεία Πλάθα δελς Βολουντάρις (Placa dels Voluntaris). Σεργιανίζω στην παλιά γραφική γειτονιά Μπάριο Γότικο (Barrio Gotico) με το Μουσείο του Πικάσο (Museu Picasso). Γεύομαι την πολύ καλή κουζίνα (ειδικά θαλασσινών) στα εστιατόρια Set Portes, Can Paixano, Vidsvin, 4Gats και διασκεδάζω στα κλαμπ Santa Locura, Buda Barcelona, Marcella, Botega Teo. Τα ξενοδοχεία που προτιμώ είναι το παλιό πολυτελές ανάκτορο του 17ου αιώνα Neri Sant Sever ή το καλόγουστο Banys Orientals που βρίσκεται στην αγαπημένη μου γειτονιά Μπάριο Γότικο. Στη Βαρκελώνη χρειάζομαι τουλάχιστον 4 γεμάτες μέρες και νύχτες για να τη χορτάσω. Στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη Μαδρίτη (Madrid) επισκέπτομαι το σπουδαίο Mουσείο Πράδο (Museo del Prado) με πίνακες σημαντικότατων ζωγράφων μέχρι τον 19ο αιώνα, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Ρέινα Σοφία (Museo Reina Sofia) και το παλάτι (Palacio Real). Περπατώ στην επιβλητική περίκλειστη από μέγαρα πλατεία Πλάθα Μαγιόρ (Plaza Mayor) και στις εντυπωσιακές για τα αγάλματά τους πλατείες Νεπτούνο (Neptuno) και Σιμπέλες (Cibeles). Αν έχω χρόνο, περνάω από τα μεγαλύτερα πολυκαταστήματα της χώρας, τα Corte Inglés. Στη Μαδρίτη, όταν μπορώ, απολαμβάνω την κεντρική θέση και την πολυτέλεια του ξενοδοχείου Reina Victoria, το μνημείο της αρχιτεκτονικής Hotel Silken Puerta America ή το πολυτελές ξενοδοχείο Reina Sofia επειδή βρίσκεται στην πλατεία Santa Anna, στο κέντρο της νυχτερινής ζωής. Πάντα τρώω στα Casa Botin, Café Gijon, Casa Lucio, Casa Patas, El Genador del Prado και Zalacain, καλοψημένο γουρουνάκι, ποικιλία νοστιμότατων τυριών και καλομαγειρεμένων ορεκτικών (τάπας), πίνοντας τα εξαιρετικά κόκκινα κρασιά αυτής της εύφορης γης. Δεν παραλείπω ποτέ μια νυχτερινή βόλτα γύρω από την πλατεία Σάντα Άννα (Santa Anna) και Πουέρτα ντελ Σολ (Puerta del Sol) για τα πολλά και καλά κλαμπάκια. Οι φιλικότατοι Ισπανοί που ξέρουν να διασκεδάζουν σχεδόν κάθε μέρα μέχρι το πρωί έχουν πάντα να προτείνουν κάτι καλό. Από τη Μαδρίτη κάνω τις σημαντικότερες εκδρομές. Σε τρεις ώρες φτάνω στο μεσαιωνικό Τολέδο (Toledo) για τα πολλά μικρά μουσεία με τα έργα του Γκρέκο, τον καθεδρικό ναό (Catedral de Toledo), τα πιο φημισμένα σπαθιά μετά της Δαμασκού και του Κιότο, καθώς και για το εστιατόριο Hostal de Cardenal. Σε μιάμιση ώρα φτάνω στο Εσκοριάλ (El Escorial), για το θαυμάσιο μοναστήρι και βασιλικό μαυσωλείο, ενώ μετά από τρεις ώρες αντικρίζω στη γραφική Σεγκόβια (Segovia) τα κάστρα και το αρχαίο υδραγωγείο, και προσκυνώ γαστρονομικά στο εστιατόριο Meso΄n de Ca΄ndido. Από τη Μαδρίτη συνεχίζω στο ωραιότερο τμήμα της Ισπανίας, στην Ανδαλουσία (Andalucia) του Λόρκα, με τη Σεβίλλη, τη Γρανάδα και την Κόρδοβα. Η πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας, η Σεβίλλη (Sevilla), γνώρισε στο παρελθόν απίστευτα μεγαλεία και πλούτη, ενώ από το 1987 αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουνέσκο. Επισκέπτομαι τον αξεπέραστο γιγάντιο καθεδρικό ναό (Giralda), στον οποίο είναι θαμμένος ο Χριστόφορος Κολόμβος, και το πανέμορφο αραβικό κάστρο Alca΄zar. Περπατώ στους κήπους που κρύβουν την ημικυκλική στολισμένη πλατεία της Ισπανίας (Plaza de Espa~na) με τα ζωγραφισμένα πλακίδια που
απεικονίζουν τα ιστορικότερα γεγονότα των πόλεων της χώρας, αλλά και στα πλακόστρωτα σοκάκια με τα ανθισμένα μπαλκόνια των λευκών και κίτρινων χαμηλών σπιτιών. Φτάνω μέχρι τον ποταμό Γουαδαλκιβίρ (Rio Guadalquivir) με τις γέφυρες που τον διασχίζουν και το Χρυσό Πύργο (Torre de Oro) –σαν το Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης– απέναντι από τη γειτονιά Τριάνα με τα κέντρα φλαμένκο. Φωτογραφίζω την εκκλησία της Παναγίας της Μακαρένα (La Macarena) με το πλουμιστά ντυμένο άγαλμά της, καθώς και την αρένα για τις ταυρομαχίες (Plaza de Toros). Δοκιμάζω νοστιμότατους μεζέδες στα απλοϊκά αλλά ποιοτικά μπαρ La Albariza, Las teresas και Taberna del Alabardero, και διανυκτερεύω στο πιο εξωτικό κεντρικό ξενοδοχείο της Σεβίλλης, το Alfonso XIII. Μα δεν χορταίνω το κόσμημα αυτό του νότου –αν όχι όλης της χώρας– που λάμπει ακόμα περισσότερο στη διάρκεια του κατανυκτικού καθολικού Πάσχα, όταν πραγματοποιούνται ξεχωριστές λιτανείες. Μετά από δύο μέρες συνεχίζω μέσα από ατελείωτους καλοοργανωμένους ελαιώνες για τη Γρανάδα (Granada), την πιο ερωτική πόλη της Ισπανίας. Εδώ επισκέπτομαι το κάστρο-παλάτι Αλάμπρα (Alhambra), αυτό το θαύμα μουσουλμανικής τέχνης και αρχιτεκτονικής που βρίσκεται μέσα στους ωραιότερους κήπους της χώρας, και μαγεύομαι από τη μυρωδιά των πορτοκαλοανθών. Χάνομαι στην αισθαντική ατμόσφαιρα της γραφικής γειτονιάς Αλμπαϊσίν ( Albaicι΄n), όπου παρακολουθώ πάντα σε σπηλιές (cuevas) μικρές παραστάσεις φλαμένγκο από τσιγγάνους. Με βάση ένα από τα ωραιότερα ξενοδοχεία της χώρας, το Parador de San Francisco, ρουφώ το όνειρο της πόλης και ξεχνώ ότι βρίσκομαι στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Στη μελαγχολική Κόρδοβα (Cordoba), με τον ποταμό Γουαδαλκιβίρ (Rio Guadalquivir) που τη χαϊδεύει τρυφερά, το σαγηνευτικό πρώην τζαμί που στη συνέχεια έγινε μητρόπολη και σήμερα λειτουργεί ως μουσείο (La Mezquita), το Μουσείο Καλών Τεχνών (Museo de Bellas Artes) στο παλιό νοσοκομείο καθολικών μοναχών και η εβραϊκή γειτονιά (Judeira) με τα φροντισμένα πλακόστρωτα και τα σπίτια με τις εσωτερικές λουλουδάτες αυλές, αλλά και τα μαγαζιά λαϊκής τέχνης, ολοκληρώνουν την ονειρική εικόνα της περιοχής. Πέρα από τη μαγευτική Ανδαλουσία, περνάω από τις μεσαιωνικές θρησκευτικές πόλεις Σαντιάγο δε Κομποστέλα (Santiago de Compostela), Μπούργος (Burgos) και Λεόν (Leο΄n) για να φωτογραφίσω τους επιβλητικούς καθεδρικούς ναούς, να μοιραστώ το προσκύνημα εκατοντάδων ανθρώπων και να διανυκτερεύσω σε ιστορικά ξενοδοχεία όπως το Reyes Catο΄licos στο Σαντιάγο και το Parador San Marcos στη Λεόν. Η Βαλένθια (Valencia) είναι μια αριστοκρατική πόλη με πλούσια μπαρόκ κτίρια στις πλατείες Plaça de l’ Ajuntament και Plaça de la Verge, αλλά και εντυπωσιακά, μοντέρνα έργα του Καλατράβα που γεννήθηκε εδώ. Η νέα Βαλένθια με την «Πόλη των Τεχνών και των Επιστημών» (Ciudad de las Artes y las Ciencias) και τη νέα Όπερα (Palau de les Arts) χτίστηκε στην πρώην κοίτη του ποταμού Τούρια, που μετατράπηκε σε κήπους (Jardins de Turia), και χαρακτηρίζεται από τα γνωστά μοντέρνα λευκά τόξα, όπως και ο χώρος γύρω από το Ολυμπιακό στάδιο στην Αθήνα. Στη γη των Βάσκων (στα βορειοανατολικά της χώρας), το παραθαλάσσιο Σαν Σεμπαστιάν (San Sebastia΄n) στην ακτή του Ατλαντικού χαρακτηρίζεται από τα καλύτερα μεζεδοπωλεία, και το Μπιλμπάο (Bilbao) από το μοναδικό Μουσείο Γκούγκενχαϊμ (Museo Guggenheim), σαν πλοίο από τιτάνιο και πέτρα που προσάραξε στον ποταμό Νερβιόν. Η νότια ακτογραμμή της Ισπανίας, αν και οι Βορειοευρωπαίοι την εκτιμούν, δεν με εντυπωσιάζει. Μόνο το παραθαλάσσιο Τορεμολίνος (Torremolinos) βρίσκω συμπαθητικό με τα μποέμικα μπαρ και τη μεγάλη αμμουδιά. Στη δε Μαγιόρκα (Mallorca), με βάση το ξενοδοχείο Residencia, πέρα από τα υπέροχα σπίτια, το
υψηλό επίπεδο ζωής και τα πολύ ωραία κλαμπ, δεν βρίσκω καμία ιδιαίτερη φυσική ομορφιά. Νομίζω ότι στην Ισπανία τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις εικόνες της Ανδαλουσίας, των μικρών ξεχωριστών πόλεων γύρω από τη Μαδρίτη και της μποέμικης Βαρκελώνης. Έχοντας απολαύσει μεγάλη ποικιλία από μεζέδες που ονομάζονται τάπας (tapas), παέγια (τηγανητό ρύζι με κρεατικά ή θαλασσινά), εξαιρετικό χαμόν (χοιρομέρι) και διάφορα τυριά, γουρουνάκι στο φούρνο, νοστιμότατα αμυγδαλωτά και υπέροχα κρασιά, παίρνω τη βεντάλια μου, την παθιασμένη ποίηση του Λόρκα ή το εξαιρετικό βιβλίο Το θεώρημα του Αλμοδόβαρ, του Αντόνι Κάζας Ρος, και συνεχίζω για την Πορτογαλία.
ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ (PORTUGAL) Η μικρή χώρα των εντυπωσιακών παλιών εκκλησιών και μοναστηριών, των κάστρων, των γραφικών μικρών πόλεων, του ρομαντικού Πόρτο, της αρχοντικής Λισαβόνας, του μελαγχολικού τραγουδιού φάδο, της ψητής σαρδέλας, του νοστιμότατου μπακαλιάρου και του γλυκού κρασιού πόρτο. Η χώρα της νοσταλγίας, που μοιάζει περισσότερο από όλες τις άλλες με την Ελλάδα, αν εξαιρέσω τα πολύ ιδιαίτερα μοναστήρια και εκκλησίες. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της Ευρώπης και της Ιβηρικής χερσονήσου, και βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Η σχετικά ορεινή έκταση της ενδοχώρας που ποτίζεται από μεγάλα ποτάμια όπως ο Δούρος και ο Τάγος, αλλά και από συχνές βροχές στο βορρά, δεν ξεπερνάει μαζί με τα νησιά Αζόρες και Μαδέιρα τα 92.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Οι περισσότεροι από τους 11 εκατομμύρια συμπαθέστατους θρησκευόμενους καθολικούς κατοίκους εργάζονται στην παραγωγή φελλού και του γλυκού κρασιού Πόρτο, στον τουρισμό και στη βιομηχανία αυτοκινήτων και ρουχισμού. Η χώρα αυτή αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό της ενέργειάς της παράγεται τα τελευταία χρόνια από τον ήλιο, τη θάλασσα και τον άνεμο. Μέχρι το 1100, που έγινε ανεξάρτητο κράτος, είχε κοινή ιστορία με εκείνη της Ισπανίας. Τον 15ο αιώνα, οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι, κατακτώντας πλούσια εδάφη στη Νότια Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική, την κατέστησαν μια από τις ισχυρότερες και μεγαλύτερες χώρες της εποχής. Τον 17ο αιώνα έζησε έναν 60ετή αιματηρό πόλεμο με την Ισπανία. Το 1755 ένα μεγάλο τμήμα της χώρας καταστράφηκε από έναν πολύ ισχυρό σεισμό, ενώ η ανεξαρτησία της Βραζιλίας το 1818 τής στέρησε δύναμη και πλούτο. Το 1926 ξεκίνησε η μακρόχρονη δικτατορία του Σαλαζάρ, που έληξε το 1974. Η προεδρευομένη δημοκρατία και η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1986 απέφεραν στην Πορτογαλία οικονομική άνθηση και υψηλότερο επίπεδο ζωής. Πρωτεύουσα είναι η παραθαλάσσια Λισαβόνα (Lisboa) με το εξαιρετικό Μουσείο Τέχνης (Museu Galouste Gulbenkian) και το σπάνιο Μουσείο Αμαξών (Museu Nacional dos Coches), τον εντυπωσιακό κατάλευκο πέτρινο καθεδρικό ναό (Mosteiro de Jeronimos) σε πολύ ξεχωριστό στιλ και το παραθαλάσσιο πανέμορφο μνημείο των θαλασσοπόρων (Torre de Belem), σαν πέτρινη πλώρη που πάνω της βρίσκονται οι σημαντικότερες προσωπικότητες της χρυσής εποχής της χώρας, όπως ο Βάσκο ντε Γκάμα. Μετά τα μνημεία της ακτής, πίνω έναν καφέ στο διάσημο A Brasileira και σεργιανίζω ρουφώντας την αρχιτεκτονική που παντρεύει αρ νουβό, μαυριτανικές επιρροές και ασουλέχος (γαλάζια κεραμικά πλακάκια που ντύνουν τις προσόψεις κτιρίων). Παράλληλα παρατηρώ και τους ίσως πιο απλοϊκά ντυμένους Ευρωπαίους να κυκλοφορούν και να μιλούν δυνατά και διαχυτικά, σαν τους Έλληνες. Στο κέντρο της πόλης φωτογραφίζω το εντυπωσιακό Κοινοβούλιο (Palacio da Assembleia da Republica) και την εκκλησία Basilica de Estrella, και ανηφορίζω στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου (Castelo Sao Jorge) για την ωραιότερη θέα. Το απόγευμα περπατώ στις γραφικές παλιές γειτονιές (Bairro Alto και Cais do Sodre) με τα απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια των κουρασμένων κτιρίων και μπαίνω σε ένα κέντρο για να ακούσω τα «φάδος» (μελαγχολικά τραγούδια νοσταλγίας και έρωτα). Τουλάχιστον ένα βράδυ θα διασκεδάσω στο ανακαινισμένο λιμάνι με τα μοντέρνα νυχτερινά και καλόγουστα κλαμπ και εστιατόρια, αφού έχω γιορτάσει τον ουρανίσκο μου στα εστιατόρια Cervejaria Portugalia, Restaurante Tavares, Rapa Horda και Toma de la Ca. Τέλος, καταλήγω στα αγαπημένα μου ξενοδοχεία Vip Executive Villa rica Hotel ή Sana Lisboa Hotel, πληρώνοντας μάλλον λιγότερα χρήματα από ό,τι θα πλήρωνα στην Ελλάδα, όπως και για τις υπόλοιπες υπηρεσίες.
Από τη Λισαβόνα κάνω εκδρομές στην Έβορα, την ωραιότερη ίσως πόλη της χώρας μετά το Πόρτο, και στη μικρή και γραφική Σίντρα. Η Έβορα (Evora), που αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο, έχει μέσα σε μεσαιωνικά τείχη έναν πολύ ενδιαφέροντα γοτθικό καθεδρικό ναό (Se), ένα ρωμαϊκό ναό (Templo Romano), την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και το ομώνυμο μοναστήρι (Igreja de Sao Joao e Convento), καθώς και μια απίστευτη έπαυλη και πρώην μοναστήρι (Convento e Pousada dos Loios) που τώρα λειτουργεί ως ξενοδοχείο πολυτελείας. Εδώ λατρεύω να περπατώ στα γραφικά πλακόστρωτα σοκάκια γύρω από την πλατεία Praca do Giraldo (που αποτελεί την καρδιά της παλιάς πόλης) ανάμεσα σε ασβεστωμένα σπίτια και κρεμαστά λουλουδιασμένα μπαλκόνια, ξεχνώντας το χρόνο. Η Σίντρα (Sintra), με το μαυριτανικό οχυρό μέσα στο δάσος (Palacio Nacional da Pena), το παλιό παλάτι (Palacio Nacional de Sintra) που λειτουργεί ως μουσείο, τα μέγαρα της παλιάς αριστοκρατίας, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Sintra Museu de Arte Moderna), τα πλακόστρωτα δρομάκια με τα μαγαζιά λαϊκής τέχνης και τα καφέ με τα τραπεζάκια έξω στον ήλιο, αποτελεί μια τουριστική αλλά αξιαγάπητη στάση, ειδικά αν μπορεί να συνδυαστεί με μια διανυκτέρευση στο κάστρο-ξενοδοχείο Palacio de Seteais. Κατευθυνόμενη βόρεια προς το Πόρτο, σταματάω στο γραφικό μεσαιωνικό χωριό-μουσείο Όβιδος (Obidos) με τα κεραμιδοσκέπαστα περιποιημένα ασβεστωμένα σπίτια μέσα στις παλιές οχυρώσεις και το επιβλητικό κάστρο του 15ου αιώνα, που έχει μετατραπεί κατά ένα μέρος στο ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο Pousada do Castelo. Στη συνέχεια φωτογραφίζω το ωραιότατο μοναστήρι Μπατάλια (Batalha) με τα δαντελένια πέτρινα παράθυρα και πόρτες, και το μοναστήρι Τομάρ (Tomar) που μοιάζει με χαριτωμένο κάστρο. Καθώς περνώ από την αρχοντική πανεπιστημιούπολη Κοΐμπρα (Coimbra) θαυμάζω το επιβλητικό παλιό κτίριο του πανεπιστημίου (Velha Universidade) με τη βιβλιοθήκη-μουσείο, το Βοτανικό Κήπο (Jardim Botanico), τις εκκλησίες Se Velha, Se Nova και Santa Cruz, το μουσείο γλυπτικής (Museu Nacional Machado de Castro), το πάρκο με τις μινιατούρες των σημαντικότερων κτιρίων της χώρας, τον όμορφο πεζόδρομο (Rua Ferreira Borges) με τα ωραία καφέ και τα συμπαθητικά καταστήματα. Καταλήγω στο αγαπημένο Πόρτο (Porto), που είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στις όχθες του ποταμού Δούρο (Douro). Λατρεύω το γραφικό λιμάνι Ριμπέιρα (Ribeira) με τα παλιά ξύλινα σκάφη, τα πολλά παλιά οινοποιεία, τις ψαροταβέρνες και τα μικρά νυχτερινά κέντρα. Τα κτίρια χαρακτηρίζονται από τις κεραμιδένιες στέγες τους, και τα μνημεία, όπως ο παλιός κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός και οι εκκλησίες (Se & Igraja do Carmo), από τα γαλανόλευκα αζουλέχος (ζωγραφιστά πλακίδια). Τα περισσότερα μέγαρα, όπως το παλιό χρηματιστήριο (Palacio da Bolsa), το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου (Igreja de Sao Francisco), ο πύργος Τόρε δε Κλέριγος (Torre dos Clerigos) και η γέφυρα Πόντε δε Δομ Λουίς (Ponte de Dom Luis) δείχνουν την ένδοξη ιστορία της χώρας. Το ηλιοβασίλεμα, αφήνοντας τη ρομαντική ατμόσφαιρα να με πλημμυρίσει, συνεχίζω για την έντονη μποέμικη νυχτερινή ζωή της πόλης. Αφού γευτώ στα εστιατόρια Boa Ideia και D’ Olivα την παραδοσιακή κουζίνα που στηρίζεται στα ψαρικά και κυρίως στον μπακαλιάρο και τις σαρδέλες, καταλήγω στο αγαπημένο μου ξενοδοχείο Pestana Porto Hotel με την εξαιρετική θέση στο γραφικό λιμάνι της πόλης. Η τελευταία εκδρομή από το Πόρτο μού αποκαλύπτει το θρησκευτικό κέντρο της χώρας, με την κατάλευκη εκκλησία της Μπράγα (Braga) πάνω στο λόφο. Σαν την Παναγιά της Τήνου, πρωτοστατεί στα προσκυνήματα, στα τάματα και στον πλούτο. Με τις εικόνες από τη γραφική ενδοχώρα της Πορτογαλίας, ένα φάδο να με συντροφεύει και το εξαιρετικό βιβλίο Ο αναρχικός τραπεζίτης, του Πορτογάλου συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα, πετάω για
τη Μαδέιρα (Madeira), ένα νησί που μου θυμίζει τη βόρεια Κάρπαθο – χωρίς τη γραφικότητα της Ολύμπου. Φαίνεται σαν ένας κήπος με λουλούδια και σπάνια ψηλά δέντρα που έχουν τα κλαδιά τους σαν ανοιγμένες βεντάλιες, πάνω σε ένα άγριο, ηφαιστειογενές τοπίο με απόκρημνα βράχια. Αν δεν διανυκτέρευα στο προνομιακό ξενοδοχείο πολυτελείας Reid’s Palace και δεν απολάμβανα τα εξαιρετικά γλυκά κρασιά της, δεν θα με εντυπωσίαζε τόσο. Η γλύκα της ηλιόλουστης χώρας σίγουρα δεν βρίσκεται εδώ.
ΜΑΛΤΑ (MALTA) Η μικρή νησιωτική χώρα των ιπποτών, με τα μεσαιωνικά κάστρα, τις περίτεχνες εκκλησίες, τα αρχοντικά από μπεζ πέτρα και τα γραφικά λιμάνια. Η Μάλτα βρίσκεται στη νότια Μεσόγειο, πολύ κοντά στη Σικελία. Η ιστορία της είναι αρκετά κοινή με τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής. Όπως τώρα φτάνουν στη χώρα, λόγω της θέσης της, πολλοί πρόσφυγες με σκάφη, στην προσπάθειά τους να μπουν παράνομα στην Ευρώπη, έτσι πέρασαν κάποτε από εδώ οι Φοίνικες, οι Ρωμαίοι, οι Άραβες, οι Σικελοί, οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη (ένα στρατιωτικό και θρησκευτικό τάγμα που έδρασε στις Σταυροφορίες), οι Γάλλοι και οι Άγγλοι. Το 1974, η Μάλτα κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Αγγλία, αλλά παραμένει στην Κοινοπολιτεία με ανεξάρτητη προεδρευομένη δημοκρατία. Από το 2004 είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα αποτελείται από 7 νησιά, με σημαντικότερα τα νησιά Μάλτα (Malta), Γκόζο (Gozo) και Κομίνο (Comino), που καλύπτουν μια μικρή σχετικά επίπεδη έκταση 316 τετραγωνικών χιλιομέτρων με πολλές καλλιέργειες σε πεζούλες και λίγα μικρά ποτάμια. Οι περισσότεροι από τους 405.000 κατοίκους δραστηριοποιούνται στον τουρισμό, στα ορυχεία πωρόλιθου, στην παραγωγή των φημισμένων κρυστάλλων της Μάλτας και στις υπηρεσίες. Μιλούν Μαλτέζικα και Αγγλικά, ενώ πολλοί γνωρίζουν επίσης Ιταλικά και Γαλλικά. Πρωτεύουσα είναι η ηλιόλουστη παραθαλάσσια Βαλέτα (Valleta) με το εντυπωσιακό λιμάνι, χτισμένη από κίτρινη πέτρα και στολισμένη μέσα στα τεράστια τείχη της με σπουδαία κτίρια. Ξεκινώ από την οδό Republic. Το κάστρο του αρχηγού των ιπποτών (Palace of Grandmasters) με την εξαιρετική θέα στο λιμάνι έχει μετατραπεί σε προεδρικό μέγαρο και Βουλή. Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη (St. John’s Cathedral), σε στιλ μπαρόκ και μανιερισμού, με έργα του Καραβάτζο, αποτελεί το σημαντικότερο αξιοθέατο της παλιάς πόλης, στην οποία περπατώ, καθώς απαγορεύονται τα αυτοκίνητα. Επισκέπτομαι το Αρχαιολογικό Μουσείο (National Museum of Archaelogy) και το Μουσείο Καλών Τεχνών (National Museum of Fine Arts), το εντυπωσιακό θέατρο Μανοέλ (Manoel Theatre) και το ναό του Αγίου Παύλου (St. Paul’s Church). Σεργιανίζοντας στα σοκάκια με τα αρχοντικά που έχουν περίτεχνες σκαλισμένες πόρτες και κλειστά καφασωτά ξύλινα μπαλκόνια, νιώθω να περπατώ στην ιστορία και φαντάζομαι έφιππους ιππότες να εμφανίζονται... Κάνω σύντομες στάσεις σε μαγαζάκια με πλεκτά και είδη λαϊκής τέχνης, στο πολυτελές Caffe Cordina για καφέ, στο Busy Bee για τα γευστικότερα γλυκά της χώρας και για φαγητό στα Rubino, Oliver’s, Barracuda, Ta Marija, πριν ξεκουράσω το κορμάκι μου στο πολυτελέστατο ξενοδοχείο Phoenicia ή στο πρώην μικρό ανάκτορο Xara Palace ή στο μικρό αλλά με άποψη Juliani. Με τα κιτρινοκόκκινα λεωφορεία πάω στην πιο ρομαντική και γραφική πόλη της μικροσκοπικής Μάλτας, τη Μεδίνα (Medina), που το μεγαλύτερο τμήμα της βρίσκεται μέσα σε τείχη. Περπατώντας στα όμορφα και ήσυχα δρομάκια του ιστορικού της κέντρου, φωτογραφίζω την επιβλητική πλατεία του Απόστολου Παύλου με την ομώνυμη εκκλησία (St. Paul’s Church) από μπεζ πωρόλιθο, την εκκλησία και το μουσείο του καθεδρικού ναού (Cathedral and Cathedral Museum), τα μέγαρα Βιλένα (Palazzo Vilhena) και Φαλτσόν (Falzon), το μουσείο με το ρωμαϊκό μέγαρο και τα εξαιρετικά ψηφιδωτά (Roman Villa), και πολλά άλλα σπουδαία κτίσματα με αψιδωτά παράθυρα και φίνα σκαλίσματα στις προσόψεις. Από εδώ αγοράζω τα φημισμένα μοντέρνα και ακριβά κρύσταλλα της Μεδίνας και συνεχίζω για το μικρό νησάκι Γκόζο (Gozo). Το νησάκι με τα ψαροκάικα και τις βραχώδεις παραλίες έχει μια μικρή χαριτωμένη πόλη χτισμένη μέσα σε παλιά τείχη (Citadel), αν και τα σημαντικότερα αξιοθέατα βρίσκονται εκτός. Η σπηλιά της Καλυψούς (Calypso’s Cave) πάνω από τη θάλασσα και η τεράστια φυσική αψίδα εκατό μέτρων –το λε-
γόμενο «γαλάζιο παράθυρο»–, που καταφέρνω να δω πηγαίνοντας με βάρκα από το δυτικότερο άκρο του νησιού, μου χαρίζουν πανέμορφες φωτογραφίες και την αίσθηση της αλμύρας και του φωτός της Μεσογείου. Τα βράδια –όταν δεν είμαι κουρασμένη– διασκεδάζω στην τουριστική Σλιέμα (Sliema) με τα μοντέρνα νυχτερινά κέντρα και τα εστιατόρια. Με αρκετές ιδιαίτερες εικόνες από το νησί των ιπποτών και με τα νέα μου κρύσταλλα, συνεχίζω για τη λατρεμένη Ιταλία.
ΙΤΑΛΙΑ (ITALY) Η πιο όμορφη χώρα της Ευρώπης, με τις περισσότερες πόλεις που έχουν χαρακτηριστεί Μνημεία της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο, με την ωραιότερη μόδα, την πιο εύγευστη κουζίνα και τους ανοιχτόκαρδους, καλοντυμένους ανθρώπους. Η πλούσια ιστορία της Ιταλίας ξεκινάει με τους Ετρούσκους, που εγκαταστάθηκαν στην κεντρική Ιταλία τον 8ο αιώνα π.Χ., και τους Έλληνες, που έκαναν σπουδαίες αποικίες την ίδια εποχή στο νότιο τμήμα της, δίνοντας το όνομα Magna Grecia (Μεγάλη Ελλάδα). Το πάντρεμα αυτών των δύο πολιτισμών γέννησε τον ρωμαϊκό, που αποτέλεσε τον πολιτιστικό πυρήνα της Δυτικής Ευρώπης, καθώς δημιούργησε τη μεγαλύτερη μέχρι τότε αυτοκρατορία του δυτικού κόσμου, αφήνοντας νόμους, δρόμους, λουτρά και τα Λατινικά ως κοινή γλώσσα. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίζεται σε Δυτική και Ανατολική, με έδρα τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Τον 5ο αιώνα έρχεται το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την κατάκτησή της από γερμανικά φύλα. Η συνεχής οικονομική άνθηση και το εμπόριο δημιουργούν τις πρώτες οργανωμένες πόλεις στην Ευρώπη. Εδώ γεννήθηκε η Αναγέννηση με τις ανθρωποκεντρικές επιστήμες και τέχνες, ξεπερνώντας τις αντιλήψεις του φεουδαρχικού, θεοκρατικού Μεσαίωνα. Μέχρι το 1861, η χώρα ήταν χωρισμένη σε κρατίδια που ανήκαν στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις Ισπανία, Γαλλία και Αυστρία. Το 1870 ολοκληρώνεται η ένωση της χώρας από τον Γκαριμπάλντι, με πρώτο βασιλιά τον Εμανουέλε. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν στο πλευρό των Συμμάχων, ενώ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εναντίον τους. Με το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η χώρα ανακηρύσσεται δημοκρατία και χάνει τις αποικίες της Αιθιοπία και Λιβύη. Αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ και του G8. Η Ιταλία βρίσκεται στη νότια Ευρώπη, πάνω σε μια χερσόνησο μέσα στη Μεσόγειο, που μοιάζει με μπότα. Στο βορρά έχει τις Άλπεις και συνορεύει με την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Σλοβενία και την Ελβετία. Η ραχοκοκαλιά της έκτασης των 300.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων είναι τα Απέννινα όρη. Έχει λίγα νησιά, με μεγαλύτερα τη Σαρδηνία και τη Σικελία, όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο ενεργό ηφαίστειο της Ευρώπης, η Αίτνα. Διοικητικά χωρίζεται σε 20 περιοχές, αλλά στην καρδιά των Ιταλών χωρίζεται σε δύο. Με νοητή γραμμή τη Ρώμη, η Ιταλία χωρίζεται στον πλούσιο και βιομηχανοποιημένο βορρά, με τα αυτοκίνητα, τα χημικά, τη μόδα, τα τρόφιμα, τα ηλεκτρικά, τα σκάφη, τα όπλα να πρωτοστατούν, και στον αγροτικό νότο που έχει τον περισσότερο τουρισμό. Νομίζω ότι σε καμία άλλη χώρα δεν υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές στη νοοτροπία, στην κουζίνα και στη γλώσσα, όσο στην Ιταλία. Οι βόρειοι θεωρούνται ψυχροί αλλά πιο εργατικοί, ενώ οι νότιοι λέγεται ότι διασκεδάζουν πολύ περισσότερο, δουλεύουν λιγότερο και είναι φωνακλάδες (σαν τους Έλληνες). Οι βόρειοι θεωρούν τους εαυτούς τους άρχοντες, ενώ τους νότιους λίγο χωριάτες. Οι δε νότιοι πιστεύουν για τους βόρειους ότι είναι σνομπ και αντιπαθείς. Εγώ χαίρομαι περισσότερο με τους νότιους, γιατί είναι έξω καρδιά! Όλοι οι Ιταλοί λατρεύουν το ωραίο ντύσιμο και είναι οι πιο καλόγουστοι άνθρωποι που έχω δει στον πλανήτη. Δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στο καλό φαγητό, είτε είναι μια πίτσα είτε είναι ένα γεύμα τεσσάρων πιάτων, είτε το απολαμβάνουν σε μια τρατορία (σαν τη δική μας ταβέρνα) είτε σε ένα καλό εστιατόριο. Πίνουν τον καφέ τους γρήγορα και μιλούν επίσης γρήγορα, κάνοντας χαριτωμένες χειρονομίες. Φλερτάρουν διαρκώς αλλά διακριτικά, χωρίς ποτέ να γίνονται πιεστικοί, και δεν πίνουν ιδιαίτερα, παρά το ότι απολαμβάνουν το καλό κρασί. Τους αρέσουν τα αυτοκίνητα και τα ταξίδια στο εξωτερικό –χωρίς απαραίτητα να μιλούν ξένες γλώσσες– και ξέρουν να ζουν καλά. Ως καθολικοί –αν και όχι τόσο
θρησκευόμενοι πια– σέβονται πολύ τον πάπα, τη μητέρα τους και τη μητέρα των παιδιών τους, και παντρεύονται επειδή αγαπούν την οικογένεια και τα παιδιά, ενώ δεν χωρίζουν καθόλου εύκολα λόγω θρησκευτικού κατεστημένου. Γενικότερα, η καλοζωία και η οικογένεια κατέχουν σημαντική θέση στη ζωή τους. Στην αγαπημένη Ιταλία, την πατρίδα της Αναγέννησης και της όπερας, των ζωγράφων Τιτσιάνο, Τιντορέτο, Βερονέζε, Μιχαήλ Άγγελο, Καραβάτζο, Ντε Κίρικο, του μοναδικού επιστήμονα και καλλιτέχνη Λεονάρντο ντα Βίντσι, των αρχιτεκτόνων και γλυπτών Μπορονίνι και Μπερνίνι, του δραματουργού Πιραντέλο, του ποιητή Ντάντε Αλιγκιέρι, του φιλόσοφου Μακιαβέλι, των μουσικοσυνθετών Βιβάλντι, Παγκανίνι, Ροσίνι, Βέρντι και Πουτσίνι, των τενόρων Παβαρότι και Μποτσέλι, των ερωτικών τραγουδιστών Ραματζότι και Λούτσiο Ντάλα, των σκηνοθετών Φελίνι, Παζολίνι, Αντονιόνι, των συγγραφέων Τσέζαρε Παβέζε, Ντάριο Φο, Οριάνα Φαλάτσι, Ουμπέρτο Έκο και πολλών άλλων σημαντικότατων προσωπικοτήτων, πήγα πολλές φορές, αν και δεν κατάφερα ακόμα να τη δω όλη. Η Ρώμη, ένα υπαίθριο μουσείο με μνημεία όλων των εποχών, η αρχοντική αναγεννησιακή Βενετία με τα κανάλια και το φίνο καρναβάλι, το Μιλάνο με τον ωραιότατο γοτθικό ναό και τα πιο σπουδαία καταστήματα μόδας και ειδών σπιτιού, η πανέμορφη αναγεννησιακή Φλωρεντία με τα υπέροχα μέγαρα και τη χάρη που της προσδίδει η θέση της πάνω στον ποταμό Άρνο, η γεμάτη ζωή πανεπιστημιούπολη Μπολόνια, το γραφικό και πολυτελές χιονοδρομικό κέντρο Κορτίνα ντα Αμπέτσο, το συμπαθητικό ιστορικό λιμάνι της Γένοβας, η γραφικότατη Ταορμίνα και το ενεργό ηφαίστειο Αίτνα της Σικελίας, η άγρια ομορφιά και η πολυτέλεια της Σαρδηνίας, ήταν αυτά που είδα και απόλαυσα στις πολλές περιηγήσεις μου στην αγαπημένη γειτονική χώρα. Άλλη πόλη σαν τη Ρώμη (Roma) –νομίζω– δεν υπάρχει. Εδώ, στην «αιώνια πόλη», περισσότερο ακόμα και από το Παρίσι, καταλαβαίνει κανείς πως η κάθε ιστορική περίοδος έχει αφήσει την ατμόσφαιρα και τις μνήμες της. Όπου και αν κοιτάξω, βλέπω μνημεία διαφορετικών εποχών, πλατείες με επιβλητικές κρήνες και αγάλματα, μικρές καφετέριες και παγωτατζίδικα, καταστήματα πολυτελείας και καλόγουστους ανθρώπους. Εδώ βρίσκεται το διάσημο Κολοσσαίο (Colosseo) και η αρχαία αγορά των Ρωμαίων (Foro Romano), η αψίδα του Κωνσταντίνου του Μεγάλου (Arco di Costantino), σημαντικότατα μέγαρα που ανήκαν στους πάπες και τώρα φιλοξενούν μουσεία –όπως η Βίλα Μποργκέζε (Villa Borghese)–, πανέμορφες εκκλησίες όπως η Σάντα Μαρία Ματζόρε (Santa Maria Maggiore) και η Σάντα Μαρία ντέι Τραστέβερε (Santa Maria di Trastevere), οι φημισμένες πλατείες Πιάτσα Ναβόνα (Piazza Navona), με την Κρήνη των Ποταμών, και Πιάτσα ντι Σπάνια (Piazza di Spagna), με τα σκαλιά και το εμπορικό κέντρο ολόγυρά της, η ωραιότατη κρήνη της Φοντάνα ντέι Τρέβι (Fontana dei Trevi) και ο μοναδικός αρχαίος ναός Πάνθεον (Pantheon). Εδώ βέβαια βρίσκεται το μικρό και ισχυρότατο κρατίδιο του Βατικανού (Vaticano) με τη θεσπέσια εκκλησία του Απόστολου Πέτρου, τα ανυπέρβλητα μουσεία και την Καπέλα Σιστίνα (Capella Sistina) με την ωραιότερη οροφή του κόσμου, φιλοτεχνημένη από τον Μιχαήλ Άγγελο. Το περπάτημα σ’ αυτή την πόλη είναι θείο δώρο, καθώς πίσω από κάθε γωνία αποκαλύπτεται και μια ακόμη ομορφιά, όπως η γραφική γειτονιά Κάμπο ντέι Φιόρι (Campo dei Fiori), με την ομώνυμη αγορά, και η Τραστέβερε (Trastevere), με τα παλιά κτίρια σε χρώμα ώχρας, τα ταβερνάκια και τα τουριστικά μικρά καταστήματα. Τα αγαπημένα μου στέκια σε αυτήν την ερωτική πόλη είναι το ξενοδοχείο Inghilterra, πέρα από τα πανάκριβα ξενοδοχεία Hassler και Grand Hotel, το γραφικό εστιατόριο Osteria Santa Anna, το πολυτελές La Rosetta για ψάρι, το Der Pallaro Da Checco er Carretiere για εξαιρετικά ορεκτικά (antipasti), το Trimani wine bar για την ποικιλία καλών κρασιών, το καφέ Sant’ Eustachio και το παγωτατζίδικο Giolitti. Η ρομαντική Φλωρεντία (Firenze) στην κεντρική Ιταλία είναι χτισμένη πάνω στον ποταμό Άρνο και
στολισμένη με την πανέμορφη γέφυρα Πόντε Βέκιο (Ponte Vecchio), με έναν από τους μεγαλύτερους καθεδρικούς ναούς της χώρας (Duomo), τη μεγάλη πινακοθήκη Ουφίτσι (Uffizi), την εκπληκτική πλατεία με το παλάτι των ισχυρών Μεδίκων (piazza della Signoria), τα γραφικά σοκάκια με τα αρχοντικά γύρω από την Πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα (piazza della Republica), την παλαιότερη Σχολή Καλών Τεχνών (Academia dell’ Arte), καθώς και το πρώην παλάτι και νυν μουσείο Πίτι (Palazzo Pitti), που αποτελεί ένα θησαυρό τέχνης, δύναμης και χάρης. Τα εστιατόρια Enoteca Pinchiorri, Fuori Porta, Omero και Osteria del Caffè Italiano, το Caffè Rivoire και το παγωτατζίδικο Vivoli προσθέτουν γεύσεις στις εικόνες, χωρίς να με επιβαρύνουν οικονομικά περισσότερο από ό,τι στην Ελλάδα. Αν και θα μπορούσα να τη δω σε ολοήμερη εκδρομή από τη Ρώμη, είχα την τύχη να την εξερευνήσω σε ένα μεγάλο οδοιπορικό της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας με αυτοκίνητο, αφού πέρασα την Αδριατική με τα εξαιρετικά πλοία Strintzis Ferries, τώρα πια Blue Star Ferries. Η Βενετία (Venezia) είναι η πιο ερωτική και ακριβή πόλη της χώρας και, όπως είπε ο Μπάιρον, είναι η μάσκα της Ιταλίας. Χτισμένη πάνω σε 117 νησιά, με 150 κανάλια και 400 γέφυρες, και στολισμένη με καλοδιατηρημένα αρχοντικά απίστευτης χάρης και πλούτου του 16ου και 17ου αιώνα, δίκαια κατέχει τον τίτλο της πιο ρομαντικής πόλης της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού, παρατηρώ εκατοντάδες Βενετσιάνους, ντυμένους με στολές και φορώντας περίτεχνες μάσκες, να κυκλοφορούν στην επιβλητική πλατεία του Σαν Μάρκο (piazza San Marco) με την ομώνυμη εκκλησία και τα καταπληκτικά καφέ, όπως τα Caffè Florian και Caffè Ghioggia, στις γόνδολες και στα νησιά. Φοράω κι εγώ τη μάσκα μου και επισκέπτομαι το Παλάτι των Δόγηδων (Palazzo Ducale), την εκκλησία Σάντα Μαρία ντέλα Σαλούτε (Santa Maria della Salute), την Πινακοθήκη Γκαλερία ντελ’ Ακαντέμια (Galleria dell’ Accademia), το Μουσείο Βυζαντινών Εικόνων (Museo di Icone Bizantine), το μεγάλο κανάλι (Canal Grande), τη Γέφυρα των Στεναγμών (Ponte dei Sospiri) και τη γειτονιά Ριάλτο (Rialto), καταλήγοντας στα σοκάκια με τα εξαιρετικά καταστήματα που πουλούν μάσκες και κρύσταλλα Μουράνο, και στο πολυτελές ξενοδοχείο Cipriani, όπου πίνω το τυπικό κοκτέιλ Μπελίνι και ρουφώ τη μαγική ατμόσφαιρα που ενέπνευσε τόσους καλλιτέχνες. Μετά από εξαίσια γεύματα στο Club del Doge, στο Da Fiore για θαλασσινά και στο διάσημο Harry’s Bar, επιστρέφω στο ξενοδοχείο Danieli για να διαβάσω τη νουβέλα του Τόμας Μαν Θάνατος στη Βενετία. Η Μπολόνια (Bologna), σε μια στάση λίγων ωρών, μου χαρίζει απλόχερα τη χάρη που απλώνεται στο ιστορικό της κέντρο γύρω από τρεις μικρές πλατείες στολισμένες με πολλά αρχοντικά μέγαρα. Περπατώ γύρω από την πλατεία Ματζόρε (Piazza Maggiore), την πλατεία Καβούρ (Piazza Cavour) και την πλατεία Ραβενιάνα (piazza di porta Ravegnana), και φωτογραφίζω τις γοτθικές εκκλησίες Σαν Πετρόνιο (San Petronio) και Σαν Ντομένικο (San Domenico), το άγαλμα του Ποσειδώνα, το τμήμα του παλαιότερου πανεπιστημίου της Ευρώπης και τους τετραγωνισμένους και πανύψηλους πύργους Αζινέλι (Asinelli) και Γκαριζέντα (Garisenda) γύρω από τα χαρακτηριστικά κόκκινα μέγαρα. Αφού πιω έναν εξαιρετικό καφέ στη γειτονιά Quadrilatero με φίλους φοιτητές του σπουδαίου και απαιτητικού πανεπιστημίου της πόλης, μετά από ελαφρύ γεύμα στο Tamburini, συνεχίζω για το βορρά. Το Μιλάνο (Milano), ως η Μέκκα της μόδας, με εντυπωσιάζει τόσο με τα πολυτελή καταστήματα ρούχων και ειδών σπιτιού στους δρόμους Μόντε Ναπολεόνε (Monte Napoleone) και Ντέλα Σπίγκα (Via della Spiga) όσο και με τη φίνα νυχτερινή ζωή γύρω από την πλατεία Σαν Μπάμπιλα (piazza San Babila). Ο πιο όμορφος γοτθικός λευκός ναός (Duomo) της χώρας με τα δεκάδες πέτρινα βέλη, το φημισμένο θέατρο/όπερα Σκάλα (Teatro alla Scala), η πλούσια Πινακοθήκη Μπρέρα (Brera), η γοτθική εκκλησία Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε (Chiesa di Santa Maria delle Grazie) και το αναγεννησιακό παλάτι Σφόρτσα (Castello Sforzesco), το ξενοδοχείο Four Seasons Milano και το εστιατόριο Aimo & Nadia, δίκαια με θαμπώνουν.
Διασχίζοντας βορειότερα τα σαγηνευτικότερα βουνά της Ιταλίας, τους ονομαζόμενους Δολομίτες (Dolomiti), φτάνω στην αριστοκρατική και γραφική Κορτίνα ντ’ Αμπέτσο (Cortina d’Ampezzo). Τα λευκά και κίτρινα αρχοντικά, ζωγραφισμένα με όμορφες παραστάσεις και στολισμένα με ξύλινα μπαλκόνια και επικλινείς στέγες, με μαγεύουν. Η φυσική ομορφιά του πολυτελούς τουριστικού θερέτρου για σκι, τα γκρίζα βουνά που στα ηλιοβασιλέματα φαίνονται ροζ και το πολυτελές ξενοδοχείο Miramonti Majestic Grand Hotel μού χαρίζουν μια από τις πιο τρυφερές εικόνες της χώρας. Σε δύο άλλα ταξίδια, η τύχη με φέρνει στο άγριο νησί της Σαρδηνίας (Sardegna), που κρύβει πανέμορφες απομονωμένες παραλίες –τις απολαμβάνω με σκάφος– και την πανέμορφη περιοχή Κόστα Εσμεράλντα (Costa Esmeralda), με κορυφαία την πολυτελέστατη μικρή πόλη και λιμάνι Πόρτο Τσέρβο (Porto Cervo). Η τεχνητή ομορφιά του μικρού καλοφτιαγμένου από τον Αγά Χαν Πόρτο Τσέρβο με τα πανάκριβα καταστήματα, τα καταπληκτικά κλαμπ για λίγους και εκλεκτούς, και το λιμάνι με τις θαλαμηγούς, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Κατά τα άλλα, το νησί με τα σμαραγδένια νερά σε μικρούς όρμους έχει τη φύση της Κρήτης, καθώς και πολυτελέστατα, πανάκριβα ξενοδοχεία σαν το Gala di Volpe Hotel. Τέλος, επισκέφτηκα την πανέμορφη και γραφικότατη Ταορμίνα της Σικελίας (Sicilia). Η Σικελία είναι πολύ ομορφότερη από τη Σαρδηνία, αλλά δεν έχει τους διάσημους επισκέπτες της. Αν και δεν τη βλέπω όλη, την ερωτεύομαι γιατί έχει ένα χαρακτήρα μοναδικό και αξιολάτρευτο. Το φυσικό τοπίο επίσης μοιάζει με εκείνο της εύφορης Κρήτης, αφού είναι γεμάτο με ελιές και αμπελώνες. Το πιο δημοφιλές θέρετρο της Σικελίας, η Ταορμίνα (Taormina), αμφιθεατρικά χτισμένη σ’ ένα βουνό που κοιτάει έναν καταγάλανο όρμο, έχει στα σοκάκια της υπέροχα σπίτια και μικρά ξενοδοχεία –με κορυφαίο το San Domenico– με λουλουδιασμένα μπαλκόνια και αυλές. Περιδιαβαίνοντας την ασφαλέστατη και πολύ φροντισμένη μικρή πόλη, απολαμβάνω την ατμόσφαιρα, τη φημισμένη γρανίτα και τα αμυγδαλωτά. Τέλος, στα περίχωρά της, θαυμάζω το αρχαίο ελληνικό θέατρο σε ένα ύψωμα που χαρίζει απίστευτη θέα στη συνήθως χιονισμένη κορφή του ηφαιστείου της Αίτνας. Όταν φτάνω στην Αίτνα (Etna), το μαυρισμένο απ’ τη λάβα τοπίο υποδηλώνει το θυμό που έχει βγει από τα σωθικά της γης. Πλησιάζοντας ακόμη πιο κοντά, το κόκκινο σαν πυρωμένο χώμα οριοθετεί την προσέγγιση των περίεργων επισκεπτών, και σταματάω σεβόμενη την επιθυμία της φύσης. Η δύναμη και η αγριάδα του γυμνού τοπίου καταχωρούνται μέσα μου. Αναπολώντας τις πολλές διαφορετικές εικόνες της Ιταλίας, έρχονται στη θύμησή μου γεύσεις από τη λατρεμένη κουζίνα της χώρας. Οι πίτσες με τη λεπτή ζύμη, τα ψητά και μαγειρεμένα λαχανικά ως ορεκτικά, οι αμέτρητοι τύποι και σάλτσες ζυμαρικών ως πρώτα πιάτα, τα φιλέτα με το σαλάμι και το λαυράκι με την κρούστα από αλάτι σαν κύρια, τα γλυκά, όπως το τιραμισού, με τον καφέ και το λικέρ Αμαρέτο, αλλά και τα λευκά και κόκκινα κρασιά, κάνουν πάντα τον ουρανίσκο μου ευτυχισμένο. Η Ιταλία μού χαρίζει την πιο γλυκιά ευρωπαϊκή γεύση και την αγαπώ χωρίς όρια.
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ (BULGARIA) Η γειτονική χώρα έχει φημισμένα μοναστήρια, παλιά ελληνικά μέγαρα στη Φιλιππούπολη, την πρωτεύουσα Σόφια με ιδιαίτερη νυχτερινή ζωή, δασώδη βουνά, συμπαθητικές παραλίες στη Μαύρη Θάλασσα και οργανωμένα, οικονομικά χιονοδρομικά κέντρα. Βρίσκεται στα Βαλκάνια και συνορεύει νότια με την Ελλάδα, βόρεια με τη Ρουμανία, δυτικά με τη Σερβία και τα Σκόπια, ενώ βρέχεται ανατολικά από τη Μαύρη Θάλασσα. Από την περιοχή πέρασαν οι Θράκες, οι Μακεδόνες με τον Φίλιππο που ίδρυσε τη Φιλιππούπολη (Plovdiv) –την ωραιότερη ίσως πόλη της χώρας–, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί και οι Βούλγαροι, που ήταν τουρκικά φύλα από την Κεντρική Ασία. Οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι της περιοχής, σε συνεχή διαμάχη με τους Βυζαντινούς, ίδρυσαν για πρώτη φορά κράτος τον 7ο αιώνα, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι τον 11ο αιώνα, και για δεύτερη τον 12ο μέχρι τον 15ο αιώνα, οπότε κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Τον 18ο αιώνα, αν και η χώρα βρισκόταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, η γλώσσα και οι τέχνες αναγεννήθηκαν με πρωτοβουλίες σημαντικών Βούλγαρων εμπόρων και ευεργετών. Το 1908 ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, το 1912 πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους κατά της Τουρκίας στο πλευρό της Ελλάδας και της Σερβίας, αλλά το 1913 κινήθηκε αποτυχημένα εναντίον των πρώην συμμάχων της. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους Ναζί και, από το 1945, με την εισβολή του Κόκκινου Στρατού, ανήκε στο ανατολικό μπλοκ. Από το 1989, με το τέλος της εξουσίας του Ζίφκοφ, έχει προεδρευομένη δημοκρατία. Ανήκει στο ΝΑΤΟ από το 2004 και στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2007. Η έκτασή της φτάνει τα 110.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της τα 8 εκατομμύρια. Το πεδινό βόρειο τμήμα της διασχίζεται από τον ποταμό Δούναβη και προσφέρεται για καλλιέργειες σιτηρών και πατάτας. Στο νότιο και ανατολικό τμήμα της εναλλάσσονται ψηλά βουνά, πολλές λίμνες και εύφορες κοιλάδες, στις οποίες καλλιεργούνται τριαντάφυλλα, καπνά και αμπέλια. Η χώρα παραμένει αγροτική, αν και έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών και οχημάτων, μεταλλουργία και υπέδαφος πλούσιο σε λιγνίτη, κάρβουνο, μαγνήσιο, γύψο και μάρμαρο. Τα τελευταία χρόνια άνοιξαν στη χώρα ξένες εταιρείες ηλεκτρονικών και κινητών τηλεφώνων, μεταξύ αυτών και πολλές ελληνικές επιχειρήσεις και τράπεζες, μειώνοντας το υψηλό ποσοστό της ανεργίας, αλλά όχι και της διαφθοράς στο πολιτικό σκηνικό. Επίσης, λόγω χαμηλών τιμών και καλών υποδομών στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στα χιονοδρομικά κέντρα, έχει αναπτυχθεί αρκετά ο τουρισμός. Το μεγαλύτερο τμήμα της ενέργειας παράγεται από παλιάς τεχνολογίας πυρηνικά εργοστάσια! Πρωτεύουσα είναι η Σόφια (Sofia) που, αν και έχει κάποια επιβλητικά κτίρια, δεν με εντυπωσιάζει. Δυσκολεύομαι να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους, καθώς μιλούν μόνο Βουλγαρικά (γλώσσα που γράφεται με το κυριλλικό αλφάβητο) και ελάχιστοι γνωρίζουν ξένες γλώσσες, αν και τα τελευταία χρόνια αρκετοί μιλούν Ελληνικά! Περπατώντας στο μικρό ιστορικό κέντρο, περνάω από το τεράστιο μαρμάρινο κτίριο που παλαιότερα στέγαζε την έδρα του κομμουνιστικού κόμματος (Party House), το λιτό τετραγωνισμένο Προεδρικό Μέγαρο και το λευκό μέγαρο του Κοινοβουλίου (Narodno Sabranie) σε νεοκλασικό στιλ. Φωτογραφίζω τη μικρή όμορφη ρωσική εκκλησία, την εκκλησία του Αλέξανδρου Νέφσκι (Aleksandur Nevski) με τις θαυμάσιες αγιογραφίες και την Αγία Σοφία (Sveta Sofia) απέναντι από το καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης (Sheraton), που είναι ελληνικών συμφερόντων. Στις εκκλησίες υπάρχουν αρκετές πιστές με κεφαλομάντιλα που σιγοψιθυρίζουν προσευχές, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των πιστών είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ στην επιβλητική εκκλησία του Νέφσκι, χορωδία και πιστοί με γεμίζουν κατάνυξη και χαρά στη λειτουργία της Κυριακής. Την Πινακοθήκη (National Art Gallery), το Μουσείο Ιστορίας (National History Museum) και το Αρχαιο-
λογικό Μουσείο (Archaeological Museum) τα βρίσκω φτωχά, ενώ την κεντρική αγορά νωπών και τροφίμων (Central Market) χαριτωμένη. Φωτογραφίζω το νεοκλασικό εθνικό θέατρο (National theatre), το παλιό χαμάμ και νυν μουσείο της πόλης (Mineral Baths), το απλό τζαμί (Banya Bashi mosque) (μια και το 10% του πληθυσμού είναι Τούρκοι και μουσουλμάνοι), και το μεγαθήριο NDK από μπετόν μέσα σε περιποιημένους κήπους, που φιλοξενεί την Όπερα, χώρους συναυλιών και συνεδρίων. Η μεγάλη κεντρική λεωφόρος Βίτοσα (Vitosha) και ο εμπορικός πεζόδρομος Πιρότσκα (Pirotska) δεν με ενθουσιάζουν. Η νυχτερινή διασκέδαση σε πλούσια και κακόγουστα νυχτερινά κέντρα, καζίνο και στριπτιζάδικα –στα οποία ζητείται στον καθένα να αφήσει το όπλο του στην είσοδο– προορίζεται για άντρες και ελέγχεται από την τοπική μαφία. Εδώ παρατηρώ λίγα ταλαιπωρημένα Lada παρκαρισμένα δίπλα σε ολοκαίνουργια πανάκριβα αυτοκίνητα και διαπιστώνω πόσο έντονα επιδεικνύεται ο ξαφνικός πλούτος στο ανατολικό μπλοκ και όχι μόνο. Αντί αυτής της διασκέδασης, προτιμώ να διαβάζω τα βράδια το μυθιστόρημα του Ιβάν Βαζόφ Κάτω από το ζυγό, ειδικά από τη στιγμή που επισκέφτηκα το σπίτι του στο κέντρο της Σόφιας, που έχει γίνει μουσείο. Για δείπνο, κάποια εστιατόρια προσφέρουν μέτρια διεθνή κουζίνα, ενώ όσα έχουν τοπικές γεύσεις, όπως το Chevermeto και το Bulgary, διακρίνονται για την καλή ποιότητα και ποικιλία. Δοκιμάζω τις παραδοσιακές πίτες με σπανάκι και τυριά, τη φέτα, το λάδι και το γιαούρτι που χρησιμοποιούν πολύ, μέτριο ρακί και λικέρ μαστίχα, και συνειδητοποιώ πόσο κοινές είναι οι κουζίνες μας. Σε ολοήμερη εκδρομή, επισκέπτομαι το εκπληκτικό μοναστήρι της Ρίλα (Rila). Βγαίνοντας από τη Σόφια, περνάω από το μεγάλο αθλητικό κέντρο της χώρας και θυμάμαι πόσο διαπρέπουν οι Βούλγαροι στην πάλη, στην άρση βαρών, στη ρυθμική γυμναστική και το σκάκι, αν και αγαπούν πολύ το ποδόσφαιρο. Διασχίζοντας βουνά με πυκνά δάση, φτάνω σε ένα από τα λίγα μνημεία της χώρας που αποτελούν τμήματα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Η σπάνια τέχνη που χαρακτηρίζει το μνημείο το καθιστά κόσμημα της βουλγαρικής αναγέννησης του 18ου αιώνα. Το τετράγωνο ξύλινο μοναστήρι (Rilski manastir), διακοσμημένο με ασπροκόκκινες ρίγες, έχει στην εσωτερική του αυλή την τούβλινη εκκλησία της Γέννησης. Το μαυρόασπρο εξωτερικό περιστύλιο αλλά και το εσωτερικό της καλύπτονται από σπάνιες αγιογραφίες με ασυνήθιστα έντονα χρώματα. Αφού φωτογραφίσω το περίτεχνο εικονοστάσι, επισκέπτομαι το μουσείο του μοναστηριού, όπου φυλάσσονται αξιόλογα ιερατικά άμφια και σκεύη. Συνεχίζω για τη γραφική Φιλιππούπολη (Plovdiv), όπου εντυπωσιάζομαι από τα παλιά μέγαρα Ελλήνων μεγαλεμπόρων, που τα περισσότερα έχουν μετατραπεί σε μουσεία. Οι θαυμάσιες αγιογραφίες στις σπουδαίες εκκλησίες, με κορυφαία την εκκλησία Κωνσταντίνου και Ελένης (SS Constantin & Elena), και το Μουσείο Χριστιανικών Εικόνων (Icon Museum), μένουν στην καρδιά μου.
ΚΥΠΡΟΣ (CYPRUS) To νησί της Αφροδίτης μού αρέσει γιατί έχει πολυτελή ξενοδοχεία με υψηλό επίπεδο υπηρεσιών στα παραθεριστικά θέρετρα της Πάφου, της Αγίας Νάπας και της Λεμεσού, αλλά περισσότερο για τις εκπληκτικές ορθόδοξες εκκλησίες και τα μοναστήρια στην οροσειρά του Τροόδους. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και φιλοξενεί 1,2 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους το 75% είναι Έλληνες Κύπριοι, το 10% είναι Άραβες, Ασιάτες και Ευρωπαίοι που εργάζονται εκεί, ενώ το 15% ανήκει στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, αν και οι περισσότεροι πια είναι Τούρκοι έποικοι. Το νησί είναι άνυδρο, με πανέμορφες ακρογιαλιές και με τον σχετικά πράσινο ορεινό όγκο του Τροόδους στο κέντρο του. Η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί το 60% του δυστυχώς διχοτομημένου νησιού μετά την εισβολή της Τουρκίας το 1974 και την αρπαγή του βορειοανατολικού της τμήματος. Η Κύπρος έχει κοινή ιστορία με την Ελλάδα, με τη διαφορά ότι έπεσε στα χέρια των Αράβων τον 7ο αιώνα λόγω εγγύτητας με τη Συρία, και στα χέρια των Σταυροφόρων τον 12ο αιώνα, μέχρι το 1539 που την κατέκτησαν οι Οθωμανοί. Το 1923 περιήλθε στα χέρια των Βρετανών. Πολύ σύντομα οργανώθηκε το κίνημα της ΕΟΚΑ, με βασικό αίτημα την ένωση με την Ελλάδα, ενώ από την άλλη μεριά οι Τουρκοκύπριοι ζητούσαν ήδη τότε τη διχοτόμηση του νησιού. Μετά από σκληρούς αγώνες, οι Κύπριοι κέρδισαν την ανεξαρτησία τους το 1960, αλλά πολύ σύντομα προκλήθηκαν εντάσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι οποίες, μετά το καθοριστικό πραξικόπημα των Ελλήνων συνταγματαρχών κατά της Κύπρου και του εθνάρχη Μακαρίου, κατέληξαν στην αποτρόπαια αιματηρή εισβολή με τους χιλιάδες αγνοούμενους Ελληνοκύπριους. Μόλις το 2008 αποκαταστάθηκε η επικοινωνία μεταξύ των δύο τμημάτων του νησιού, αλλά δεν έπεσε το τελευταίο τείχος που χωρίζει αυτή την ευρωπαϊκή χώρα, αφού ακόμα δεν έχει βρεθεί κοινή λύση, αποδεκτή και από τις δύο πλευρές. Η Κύπρος ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2004. Η ιστορία της χώρας φαίνεται με άγριο και έντονο τρόπο στην πρωτεύουσα Λευκωσία (Nicosia) με τα παλιά φυλάκια κατά μήκος της πράσινης γραμμής της διχοτόμησης, στο ξενοδοχείο Ledra Palace και αρχηγείο του ΟΗΕ και βέβαια στο βουνό όπου υπάρχουν χαραγμένα και φωτισμένα προκλητικά τα σύμβολα της τουρκικής σημαίας. Ξεπερνώντας τα με πόνο όλα αυτά, προχωρώ στο πλούσιο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κύπρου, στα «Φυλακισμένα Μνήματα», τις πρώην φυλακές όπου οι Βρετανοί κρατούσαν τους αγωνιστές της ανεξαρτησίας, στην καταστόλιστη με αγιογραφίες Αρχιεπισκοπή, στον καθεδρικό του Αγίου Ιωάννη και στον πεζόδρομο με τα παλιά τουριστικά μαγαζάκια της γραφικής λαϊκής γειτονιάς. Η παραθαλάσσια Αγία Νάπα, με τα δεκάδες ξενοδοχεία, εστιατόρια και κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, αποτελεί τη βάση μου για πολύ ενδιαφέρουσες καταδύσεις, αλλά δεν με γοητεύει όσο η πιο αριστοκρατική Λεμεσός, απ’ όπου πραγματοποιώ εξαιρετικές εκδρομές. Μετά από γεύμα στο εξαιρετικό εστιατόριο Ιστορικόν, πάω στην αλμυρή λίμνη Λάρνακας και στο τζαμί του Χαλά Σουλτάν Τεκκεσί, που χτίστηκε την εποχή των Αράβων, στο γραφικότατο χωριό Λεύκαρα με τα διάσημα κεντητά, στα υπέροχα αρχαία ελληνικά μνημεία του Κούριου με το καλοδιατηρημένο θέατρο και βέβαια στα απίστευτης ομορφιάς μοναστήρια της οροσειράς του Τροόδους. Εδώ αγαπώ το νησί. Εδώ το εκτίμησε και η Ουνέσκο, κατατάσσοντας εννέα ορεινές βυζαντινές εκκλησίες στα μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Ανεβαίνοντας το πράσινο βουνό, σταματώ για φωτογραφίες στην εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ, που μοιάζει με αχυρώνα αλλά κρύβει ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες, στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης με τις διπλές στέγες και τις αγιογραφίες της εποχής των Παλαιολόγων, στην εξαίσια Παναγία του Αρακά
με τα δικτυωτά μπαλκόνια και τις τοιχογραφίες του 12ου αιώνα, και βέβαια στην κορυφαία Παναγία του Κύκκου, με το πλούσιο σε εκκλησιαστικούς θησαυρούς μουσείο και τις θαυματουργές εικόνες της. Μετά τον κατεξοχήν τόπο προσκυνήματος αλλά και μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης στην Κύπρο, σεργιανίζω στο παραδοσιακό χωριό Όμοδος, πίνω κουμανταρία (γλυκό κόκκινο κρασί) και επισκέπτομαι την παλιά σπάνια εκκλησία του Τίμιου Σταυρού. Καταλήγω στην αγαπημένη Πάφο με τα καλύτερα ξενοδοχεία του νησιού, όπως το Intercontinental, το γραφικό περιποιημένο λιμανάκι, τα περίτεχνα ζωηρόχρωμα ψηφιδωτά στο Μουσείο των Ψηφιδωτών και το όμορφο οχυρό. Από εδώ, αφού φωτογραφίσω το διάσημο βράχο της Αφροδίτης που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα αλλά κοντά στην ακτή, κατευθύνομαι στην πράσινη χερσόνησο του Ακάμαντα. Αφού περπατήσω μέσα από μονοπάτια στην πιο όμορφη φύση του νησιού, κολυμπώ στην παραλία του χωριού Πισούρι. Έχοντας φωτογραφίσει τα σπουδαιότερα αξιοθέατα και έχοντας απολαύσει όλες τις μέρες ψητό χαλούμι (το παραδοσιακό κατσικίσιο τυρί της Κύπρου), σεφταλιά (σαν μπιφτέκι ψητό), αφέλια (χοιρινό ψημένο σε κόκκινο κρασί), νοστιμότατα σουβλάκια, κουπέπια (φρεσκότατα ντολμαδάκια), κολοκάσια (γλυκοπατάτες) και άφθονη κουμανταρία, αποχαιρετώ το πονεμένο νησί με τους ευγενικούς ανθρώπους, με την υπόσχεση ότι θα έρχομαι συχνά τους ζεστούς ανοιξιάτικους ή φθινοπωρινούς μήνες, αποφεύγοντας τις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού.
ΑΦΡΙΚΗ Δυστυχώς, λόγω αδυναμίας μου να κάνω το εμβόλιο του κίτρινου πυρετού και να παίρνω συχνά χάπια κατά της ελονοσίας, δεν έχω επισκεφθεί τις χώρες στις οποίες αυτά τα μέτρα προφύλαξης ήταν απαραίτητα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν αναφέρω χώρες όπως την Αιθιοπία, το Μάλι, την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Μοζαμβίκη, την Μποτσουάνα και τη Ναμίμπια, με τις ξεχωριστές ομορφιές που έχω γνωρίσει μόνο από τα βιβλία.
NΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ (SOUTH AFRICA) Η πιο εύκολα επισκέψιμη χώρα της υποσαχάριας Αφρικής, καθώς παρέχει ανέσεις και δεν προϋποθέτει εμβολιασμούς, συγκινεί τον ταξιδιώτη με τη φυσική της ομορφιά που ξεδιπλώνεται σε βελουδένια πράσινα τοπία, απόκρημνες ακτές, ατελείωτες παραλίες, πλούσιο φωτογραφικό σαφάρι και διαφορετικές μεταξύ τους πόλεις, με κορυφαία το Κέιπ Τάουν. Απλωμένη σε έκταση 1,2 εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων στο νότιο άκρο της μαύρης ηπείρου, έχει 47 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους το 90% αποτελείται σήμερα από μαύρους που ανήκουν σε διαφορετικές φυλές και ντύνονται ευρωπαϊκά αλλά πιο πολύχρωμα. Οι περισσότεροι μιλούν Αγγλικά, Αφρικάανς (ένα μείγμα από Ολλανδικά και Αγγλικά), Ζουλού, ενώ στην ενδοχώρα πολλοί μιλούν τοπικές γλώσσες. Μέχρι το 1652, όταν έφτασαν οι Ολλανδοί στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, στην περιοχή ζούσαν διάφορες φυλές εχθρικές μεταξύ τους και απομονωμένες. Το 1820 οι Άγγλοι κατέκτησαν αρχικά το βορρά, ενώ οι Ολλανδοί από το νότο αντιστάθηκαν σθεναρά στον επεκτατισμό τους, χωρίς όμως επιτυχία. Από το 1948 ξεκίνησε ο σκληρότερος ρατσισμός και φυλετικός διαχωρισμός στον κόσμο, το άπαρτχαϊντ (apartheid). Oι άνθρωποι χωρίστηκαν με νόμο σε τρεις κατηγορίες: στους λευκούς, στους μαύρους και στους έγχρωμους (Ασιάτες και Ινδούς). Οι μαύροι είχαν την ίδια μεταχείριση και τους περιορισμούς που είχαν και τα σκυλιά. Στις περισσότερες περιοχές απαγορευόταν να κυκλοφορούν, ενώ δεν είχαν δικαίωμα ψήφου και ανώτερης μόρφωσης (υπήρχαν ειδικά σχολεία για μαύρους). Το 1990 έφτασε επιτέλους η ώρα να δικαιωθεί η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού και να γίνουν πράξη οι φιλελεύθεροι λόγοι του Αρχιεπισκόπου Τούτου και του φυλακισμένου Νέλσον Μαντέλα, που πρωτοστάτησαν στους αγώνες για την ανεξαρτησία της χώρας. Μετά από 30 χρόνια διακρίσεων, αγώνων, βασανιστηρίων και φυλακίσεων, καταργήθηκε το βάναυσο καθεστώς, απελευθερώθηκε ο Μαντέλα μετά από πολύχρονη φυλάκιση για πολιτικούς λόγους, λειτούργησε το Εθνικό Κογκρέσο και δόθηκε σε όλους το δικαίωμα ψήφου, ελεύθερης κυκλοφορίας και παιδείας. Η χώρα έχει πολύ πλούσιο υπέδαφος (χρυσό, πλατίνα, χρώμιο και διαμάντια), βαριά βιομηχανία με χημικά, μηχανήματα, αυτοκίνητα και μεταλλουργία, καλλιέργειες και κτηνοτροφία. Μα τα πολλά προβλήματα παραμένουν άλυτα, ξεκινώντας από τη φτώχια που μαστίζει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, την ανεργία, την έλλειψη μόρφωσης και οργάνωσης, την εγκληματικότητα και το AIDS που, παρά την πληροφόρηση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις μεγάλες ταμπέλες στις πόλεις και στο εθνικό οδικό δίκτυο, συνεχίζει να σκοτώνει. Ο πρώτος μου σταθμός είναι το παραθαλάσσιο και επικίνδυνο Ντέρμπαν (Durban) στην επαρχία Κβαζουλού Νατάλ (Kwazulu Natal). Πέρα από τους ουρανοξύστες στο οικονομικό κέντρο και τα επιβλητικά
αποικιακά αρχοντικά που έχουν μετατραπεί σε δημόσια κτίρια, αυτά που το χαρακτηρίζουν είναι το μεγάλο εμπορικό λιμάνι και η απέραντη λευκή αμμουδιά, όπου νεαροί κάνουν σερφ στα κύματα, αν και γνωρίζουν ότι η περιοχή έχει πάρα πολλούς καρχαρίες. Επισκέπτομαι το μικρό αλλά εντυπωσιακό μουσείο (Natal Sharks Board) με φωτογραφίες και σαγόνια από τα διάφορα είδη καρχαριών, αλλά και με σανίδες και μικρά σκάφη δαγκωμένα από αυτά τα άγρια ψάρια. Περπατώ (κατά τη διάρκεια της ημέρας) στον ανακαινισμένο σιδηροδρομικό σταθμό (The Old Station Building) με τα δεκάδες ενδιαφέροντα μαγαζιά, στον εξαίσιο Βοτανικό Κήπο (Durban Botanical Gardens) με τα τροπικά δέντρα και τα σπάνια φυτά, και στο λόφο όπου βρίσκεται το υπέροχο κτίριο του πανεπιστήμιου της πόλης (Durban University). Διασχίζοντας τα χαρακτηριστικά βελουδένια καταπράσινα βουνά, φτάνω στο τουριστικό χωριό των Ζουλού, το Πεζουλού (Pezulu Cultural Village). Το μικρό περιφραγμένο πλάτωμα είναι γεμάτο από αχυρένιες ολοστρόγγυλες καλύβες, που μοιάζουν με σοκολατένιες μπάλες παγωτού και έχουν χαμηλή, μικρή είσοδο για να μην μπαίνει ο καυτός ήλιος. Από εκεί βγαίνουν χορεύοντας ημίγυμνοι λεπτοί νεαροί και αφράτες νεαρές με περιδέραια από κόκαλα και δόντια κρεμασμένα στο στήθος, και γκέτες από ξερά χόρτα στα πόδια. Αν και ο απλοϊκός χορός προσφέρει φωτογραφικό ενδιαφέρον, η ματιά μου κυλάει στην καταπράσινη κοιλάδα που φτάνει μέχρι την άκρη του ορίζοντα. Απέναντί μου, η μάγισσα και θεραπεύτρια του χωριού με τα χάντρινα κολιέ να καλύπτουν το χοντρό της σώμα, έχει αφήσει στο ζεστό χώμα τα φουντωτά της σκήπτρα και με κοιτάει με τα χαμογελαστά της μάτια. Την επόμενη μέρα ξεκινώ το διήμερο οδικό ταξίδι για την πιο ασφαλή πόλη της Νότιας Αφρικής, το Κέιπ Τάουν (Cape Town), ακολουθώντας το μακρύ Δρόμο των Κήπων (Garden Route) που αποτελεί μια από τις ωραιότερες διαδρομές στη Νότια Αφρική. Στο δρόμο συναντώ φάρμες κροκοδείλων και στρουθοκαμήλων, πανέμορφα καταπράσινα τοπία με λουλούδια ανάμεσα στα άγρια βράχια, φημισμένους αμπελώνες, πλίνθινα χωριά μαύρων και επαρχιακές επαύλεις λευκών. Φτάνοντας στο μαγευτικό Κέιπ Τάουν, το στολίδι της χώρας, ανεβαίνω με τελεφερίκ στο τεράστιο τραπεζοειδές βουνό Table Mountain που οριοθετεί σαν φυσικό κάστρο την πόλη και χαίρομαι από εκεί ψηλά τη θέα ως τη θάλασσα. Από εδώ φωτογραφίζω το νησί Ρόμπεν (Robben) που διακρίνεται κοντά στις ακτές και στο οποίο φυλακίστηκε για 27 χρόνια ο Νέλσον Μαντέλα. Κατηφορίζω στο ιστορικό κέντρο (City Bowl) με τα υπέροχα αποικιακά διοικητικά μέγαρα όπως το πυργοστόλιστο Δημαρχείο (City Hall), το μικρό ολλανδικό φρούριο (Dutch Fort of Kaapstad), το αριστοκρατικό Εθνικό Μουσείο (South African Museum), με εκθέματα Φυσικής Ιστορίας αλλά και λαογραφικά, και την πλατεία Γκριν (Green) με το υπαίθριο παζάρι και τους δεκάδες ανέργους. Κάνω στάση για τσάι στο αριστοκρατικό ξενοδοχείο Mount Nelson. Σεργιανίζω στην πεντακάθαρη μποέμικη γειτονιά των Μαλαίσιων (Bo Kaap) με τα χαμηλά πολύχρωμα σπίτια που κοιτούν αμφιθεατρικά το πανέμορφο λιμάνι της ασφαλέστερης πόλης της χώρας. Φτάνω σε ένα από τα πιο καλαίσθητα ανακατασκευασμένα τουριστικά λιμάνια του κόσμου (V & A Waterfront) που λειτουργεί στις παλιές ολλανδικές αποθήκες, με εστιατόρια όπως το Baia, καφέ και καταστήματα, και τα πολυτελή ξενοδοχεία με θέα στα μικρά σκάφη που στολίζουν τα ήρεμα νερά. Μετά από ενδιαφέρουσες αγορές αναμνηστικών με χάντρες που περίτεχνα φτιάχνουν εδώ, απολαμβάνω τα φημισμένα κρασιά της χώρας, φρέσκα θαλασσινά αλλά και δημιουργικές γεύσεις από Μαλαισία, Ινδία και Ολλανδία, ενώ διανυκτερεύω στο ξενοδοχείο The Table Bay Hotel της πανέμορφης προκυμαίας. Την επόμενη μέρα κάνω μια ολοήμερη εκδρομή στο νοτιότερο άκρο της αφρικανικής ηπείρου, το θρυλικό Aκρωτήρι της Καλής Ελπίδας (Cape of Good Hope). Διασχίζοντας τα απόκρημνα βράχια της επίπεδης χερσονήσου, φτάνω εκεί που ενώνονται τα άγρια κρύα νερά του Ατλαντικού με τα ήρεμα ζεστά νερά του Ινδικού. Συνεχίζω για την κοντινή ακτή των πιγκουίνων της Αφρικής, το Μπόλντερ
Μπιτς (Bolder Beach). Περπατώντας σε οριοθετημένα ξύλινα μονοπάτια, πλησιάζω την προστατευμένη αμμουδιά με τους εκατοντάδες μικρόσωμους ασπρόμαυρους αφρικανικούς πιγκουίνους που κυκλοφορούν ελεύθεροι, παίζουν και ερωτοτροπούν. Στα βράχια της ακτής λιάζονται αρσενικοί θαλάσσιοι ελέφαντες, ενώ οι θηλυκοί ψαρεύουν κολυμπώντας για να ταΐσουν τα μικρά τους, ρισκάροντας μια θανατηφόρο επίθεση από τους πολλούς καρχαρίες της ευρύτερης περιοχής. Μετά από άλλη μια απογευματινή βόλτα στο πανέμορφο και ασφαλέστατο λιμάνι του Κέιπ Τάουν, που δεν το χορταίνω, πετάω για την πιο επικίνδυνη και λιγότερο καθαρή πόλη της χώρας, το Γιοχάνεσμπουργκ (Johannesburg). Αν και είναι η μεγαλύτερη πόλη, δεν είναι η πρωτεύουσα. Τον τίτλο μοιράζονται τρεις άλλες: Διοικητική πρωτεύουσα είναι η χαριτωμένη Πρετόρια (Pretoria), νομοθετική το εκπληκτικό Κέιπ Τάουν (Cape Town) και δικαστική το Μπλουμφοντέιν (Bloemfontein). Κάνοντας ένα σύντομο πέρασμα από το κέντρο με τους ουρανοξύστες που μοιάζει εγκαταλελειμμένο, καθώς δεν κυκλοφορεί κόσμος στους δρόμους, επισκέπτομαι στη συνέχεια το Μουσείο του Άπαρτχαϊντ (Apartheid Museum) στο πρώην αφρικανικό γκέτο Σοβέτο (Soweto). Η γειτονιά των μαύρων χαρακτηρίζεται από αμέτρητα άθλια συγκροτήματα κατοικιών, που φιλοξενούν χιλιάδες κατοίκους, και παράγκες φτιαγμένες από λαμαρίνες και χαρτόκουτα. Από εδώ ούτε που διακρίνονται οι πολυτελείς βίλες με τα ηλεκτροφόρα καλώδια και τη διπλή περίφραξη, με τους ένοπλους φρουρούς που προστατεύουν τους λιγοστούς εξέχοντες (μαύρους που έχουν πια οικονομική και πολιτική εξουσία). Εδώ κατανοώ απολύτως τα νοήματα του βιβλίου Τα χρόνια του σιδήρου, του Τζ. Μ. Κούτσι. Περισσότερο για να ξεχάσω τη φτώχια και την εξαθλίωση του μεγαλύτερου τμήματος της πόλης, επισκέπτομαι το Γκολντ Ριφ Σίτυ (Gold Reef City), μια τεχνητή πόλη που αναπαριστά την περίοδο που τα ορυχεία της περιοχής παρήγαγαν τη μεγαλύτερη ποσότητα χρυσού στον κόσμο. Σαν λούνα παρκ εποχής, με τους υπαλλήλους ντυμένους ανάλογα και με τα μαγαζάκια, τα τούνελ και το εργαστήριο που φτιάχνει πλάκες χρυσού, με ταξιδεύει με ωραιοποιημένες συνθήκες στο παρελθόν. Για μια δόση λαογραφίας, πάω στο πολιτιστικό χωριό Λεσέντι (Lesedi Cultural Village) που, πέρα από το καλύτερο κατάστημα με χαρακτηριστικά αναμνηστικά από χάντρες και πολύχρωμα κουκλάκια της φυλής Ντέμπελε (Ndebele), φιλοξενεί σπίτια από διαφορετικές φυλές. Σοβαντισμένα άσπρα ή κόκκινα, πέτρινα ή πλίθινα, στρογγυλά ή τετράγωνα, έχουν όλα συμπαγείς καλαμένιες στέγες που φτάνουν χαμηλά ως τη μικρή είσοδο. Τα κορίτσια, φορώντας πολύχρωμα τουρμπάνια ή πολύχρωμες φούστες και πανιά για μπλούζες, είναι χαμογελαστά και αφράτα, ενώ τα λιγνά αγόρια φορούν πάντα τις μάλλινες γκέτες τους και είτε είναι στολισμένα με φτερά στο κεφάλι είτε φορούν παραδοσιακές μάσκες. Μετά από ένα εξαιρετικό δείπνο και διανυκτέρευση στο πολυτελές ξενοδοχείο Michelangelo, συνεχίζω οδικώς για την πρωτεύουσα Πρετόρια (Pretoria). Η καλοφτιαγμένη και αραιοκατοικημένη πόλη των λευκών με τις μεγάλες δεντροφυτεμένες λεωφόρους, τα περιποιημένα σπίτια και τα πανεπιστήμια, μου φαίνεται τελείως διαφορετική από όλες τις άλλες πόλεις της χώρας. Το εντυπωσιακό αποικιακού στιλ Κοινοβούλιο (Union Building) με τις κεραμιδένιες στέγες και τους δύο μικρούς πύργους σαν καμπαναριά, το πέτρινο επιβλητικό μνημείο των πεσόντων Ολλανδών (National War Memorial Monument), το χαμηλό λευκό σπίτι με τις σκεπαστές βεράντες του Κρούγκερ (Paul Kruger House), ηγέτη των Ολλανδών στις μάχες κατά των Άγγλων, και η πλατεία (Church Square) με το άγαλμά του, το Δημαρχείο (Ou Raadsaal), το παλιό θέατρο (Capitol Theatre), το δικαστικό μέγαρο (Supreme Court) και το ταχυδρομείο, με ξαφνιάζουν ευχάριστα με την ομορφιά τους και την αίγλη που αποπνέουν. Με συγκίνηση επισκέπτομαι στα περίχωρα της πόλης τη φάρμα Ντε Βιλντ (De Wildt), για να δω το σπάνιο αιλουροειδές τσιτάχ σε όλες τις ηλικίες, να παίζει ελεύθερα. Το κλειστό τετρακίνητο αυτοκίνητο που κινείται ανάμεσα στα άγρια ζώα και η εξοικείωση των μεγάλων γατιών με τους τουρίστες μού
χαρίζουν απίστευτες φωτογραφίες. Στη συνέχεια ζω το παραμύθι που ονομάζεται Σαν Σίτυ (Sun City). Στη μέση της ξερής σαβάνας, στολισμένο με την τεχνητή λάμψη του Λας Βέγκας, είναι χτισμένο σαν ξεχασμένο ανάκτορο μιας χαμένης μυθικής πόλης. Προσφέρει ανέσεις πέντε αστέρων στους ταξιδιώτες, με τα τέσσερα ξενοδοχεία, τα δέκα εστιατόρια, τα γήπεδα γκολφ, το πάρκο για βόλτα με μοτοσικλέτες και «γουρούνες», το καζίνο, την πισίνα σαν θάλασσα με αμμουδιά και τους τεχνητούς καταρράκτες που δημιουργούν κύματα. Εδώ ξεχνώ σε ποια ήπειρο βρίσκομαι. Από εδώ, περνώντας μέσα από ένα ωραιότατο καταπράσινο φαράγγι, το Μπλάιντ Ρίβερ Κάνιον (Blyde River Canyon), φτάνω για φωτογραφικό σαφάρι στο μεγαλύτερο Εθνικό Πάρκο της χώρας, το διάσημο Κρούγκερ (Kruger National Park). Το πάρκο είναι πιο πράσινο από εκείνα της Κένυας και της Τανζανίας, και έχει σχεδόν όλα τα ζώα, αλλά η επίσκεψη γίνεται με κλειστό τετρακίνητο αυτοκίνητο μέσα από ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Αυτό περιορίζει την αίσθηση ότι βρίσκομαι χαμένη στην άγρια φύση, που είχα στα πάρκα των γειτονικών χωρών περνώντας μέσα από ασχημάτιστα μονοπάτια. Παρατηρώντας τα ζώα στην καθημερινότητά τους, στο ζευγάρωμα, στο κυνήγι, στο μπάνιο, στη βοσκή, κάτω από τον ανελέητο ήλιο που αποχαυνώνει τους πάντες, συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά πόσο αρμονικά συνυπάρχουν ο θάνατος και η ζωή, αλλά και όλα τα διαφορετικά όντα στη ζούγκλα. Επίσης, αντιλαμβάνομαι πόσο διαυγής είναι ο ουρανός της Αφρικής, τόσο που φαίνεται σαν να μην υπάρχει. Όταν στο ηλιοβασίλεμα η γραμμή του ορίζοντα σμίγει με εκείνη της στέπας, τα πάντα χρωματίζονται με χίλιες και μία αποχρώσεις. Κλείνω την εκδρομή επιστρέφοντας αναγκαστικά οδικώς στο Γιοχάνεσμπουργκ και κατευθύνομαι στο διεθνές αεροδρόμιό του, για την πτήση που θα με φέρει πίσω στην Ελλάδα. Με εικόνες από διαφορετικές πόλεις και χωριά, πάρκα για σαφάρι, καταπράσινα βουνά, αμμουδιές, απόκρημνες ακτές και, προς έκπληξή μου, από γαλήνια πράσινα τοπία, αφήνω αυτόν τον ακριβό τουριστικό προορισμό και συνεχίζω για ακόμα πιο παρθένους τόπους.
ΛΕΣΟΤΟ (LESOTHO) Κάνοντας μεγάλο οδικό ταξίδι από τη Νότια Αφρική και μάλιστα συνεχίζοντας από το Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ, διασχίζω την εύφορη και τροπική γη των Ζουλού, με τα παραδοσιακά αλλά και τουριστικά χωριά, και καταλήγω στο Λεσότο. Αυτός ο μικρός θύλακας μέσα στη Νότια Αφρική γεννήθηκε από την προσπάθεια του βασιλιά Μοσούσου (Moshoeshoe) να αντισταθεί στον επεκτατισμό των Ζουλού, στους Μπόερς (απόγονοι των πρώτων κτηνοτρόφων που μιλούσαν τη γλώσσα Αφρικάανς) αλλά και στους Άγγλους. Το 1867 έγινε αγγλικό προτεκτοράτο που το ονόμαζαν Μπασούτολαντ (Basutoland), μέχρι το 1966 που κέρδισε την ανεξαρτησία του. Μετά από αρκετά χρόνια έντασης μεταξύ στρατιωτικών, βασιλιά και αντιπολίτευσης, απολαμβάνει δημοκρατικούς θεσμούς, πολιτική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη. Η οικονομία στηρίζεται στην κτηνοτροφία, τη βιομηχανία ρούχων και τροφίμων, στις καλλιέργειες και στα εμβάσματα εργατών που δουλεύουν στη Νότια Αφρική –συνήθως στα ορυχεία–, αν και λαμβάνει βοήθεια από τις ΗΠΑ, τη Διεθνή Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Μεγάλη Βρετανία. Με 2 εκατομμύρια ήρεμους και χαμογελαστούς κατοίκους στην έκταση των 30.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, το απίστευτης φυσικής ομορφιάς ορεινό αυτό κρατίδιο μαγεύει με τα βελουδένια βουνά και τα διάσπαρτα φροντισμένα χωριά με τα μικρά σπιτάκια στους ανοιχτούς ορίζοντες. Ακόμα και η πρωτεύουσα Μασερού (Maseru) φαίνεται καλοφτιαγμένη, καθαρή, σχετικά ασφαλής και χωρίς τις παραγκουπόλεις που συνήθως συναντάει κανείς στα περίχωρα των μεγάλων πόλεων της Αφρικής.
ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ (ZIMBABWE) Η χώρα των συγκλονιστικών καταρρακτών Βικτόρια, του πάρκου Χουανγκί για φωτογραφικό σαφάρι, της πετρόχτιστης μεγάλης Ζιμπάμπουε, του δικτάτορα Μουγκάμπε, της εγκαταλελειμμένης γης, της φτώχιας, της εξαθλίωσης και, μέχρι πρόσφατα, της μεγαλύτερης επιδημίας χολέρας των τελευταίων χρόνων. Η πρώην Ροδεσία βρίσκεται βόρεια της Νότιας Αφρικής, ανάμεσα στη Μοζαμβίκη, τη Ζάμπια και την Μποτσουάνα. Το σημερινό της όνομα, Ζιμπάμπουε, στην εθνική γλώσσα Σόνα σημαίνει «μεγάλο πέτρινο σπίτι», που ήταν το έμβλημα των αρχηγών των φυλών και σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο πέτρινο μνημείο στην Αφρική, μετά από εκείνα της Αιγύπτου φυσικά. Η Ζιμπάμπουε καλύπτει έκταση 390.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και έχει πληθυσμό μόλις 10 εκατομμύρια μαύρους κατοίκους, από τους οποίους οι περισσότεροι ανήκουν στις φυλές Σόνα και Ντέμπελε. Ο λαός είναι πολύ φιλικός κι εξυπηρετικός, αν και συχνά η πείνα και η απόγνωση τους οδηγεί σε εγκληματικές ενέργειες, ειδικά στην πρωτεύουσα. Επίσημη γλώσσα είναι τα Αγγλικά, αν και οι περισσότεροι μιλούν την τοπική Σόνα. Μέχρι τον 15ο αιώνα, η περιοχή αποτελούσε το κράτος της φυλής Σόνα που επιβίωνε οικονομικά από το εμπόριο ελεφαντόδοντου, χρυσού και χαλκού, το οποίο είχε αναπτυχθεί με τους Άραβες. Οι Πορτογάλοι κατέστρεψαν το εμπόριο και την οικονομία της χώρας, ενώ η φυλή Ντέμπελε από τη Νότια Αφρική κατέκτησε την περιοχή μέχρι το 1898. Τότε έφτασε ο Άγγλος εξερευνητής Ρόουντς (Rhodes) που έδωσε το όνομά του στην περιοχή (Ροδεσία). Η αρπαγή των γόνιμων εδαφών από τους λευκούς προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις και εμφύλιο πόλεμο, που έληξε το 1980 με την ανεξαρτησία της χώρας. Λευκοί και μαύροι ζούσαν αρμονικά, απολαμβάνοντας δωρεάν υγεία και παιδεία. Αργότερα, ο Μουγκάμπε, που πήρε την εξουσία ως πρωτεργάτης του αγώνα της ανεξαρτησίας, ενώ έδιωξε τους λευκούς γαιοκτήμονες που καλλιεργούσαν τη γη έχοντας χιλιάδες αγρότες ως εργαζόμενους, δεν προχώρησε σε αναδιανομή της γης. Έτσι ο λαός κατέληξε να ζει άνεργος και πεινασμένος. Δυστυχώς, παρά τις έντονες αντιδράσεις, ο δικτάτορας βρίσκεται ακόμα στη θέση του, λόγω του φοβισμένου και αμόρφωτου λαού τον οποίο ελέγχει με το στρατό. Οικονομικά η χώρα ζούσε από τις τεράστιες καλλιέργειες καλαμποκιού, βαμβακιού και καπνού, από τον ορυκτό πλούτο και, μέχρι πρόσφατα, από τον τουρισμό. Τώρα πια, ουσιαστικά εξαρτάται από την εξαγωγή πλατίνας και την υποστήριξη των ανθρωπιστικών οργανώσεων. Το 25% του πληθυσμού είναι φορείς του AIDS, ενώ δεκάδες χιλιάδες είναι τα κρούσματα χολέρας, με 3.500 νεκρούς από τις αρχές του 2008 μέχρι το τέλος του 2009. Ο μέσος όρος ζωής είναι ο χαμηλότερος στον κόσμο (35 χρόνια), ενώ η ανεργία, που φτάνει το 80%, οι χαμηλοί μισθοί και ο πληθωρισμός που καλπάζει έχουν οδηγήσει τη χώρα σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση. Πρωτεύουσα είναι η άσχημη Χαράρε (Harare) με τους λίγους ουρανοξύστες στο οικονομικό κέντρο, τις πολλές άθλιες χαμηλές πολυκατοικίες και την πρώην γειτονιά των λευκών, με τα όμορφα σπίτια και τους μεγάλους κήπους, που κατοικούνται από τεχνοκράτες πολυεθνικών εταιρειών και ντόπιους πολιτικούς. Στους δρόμους βλέπω όλο τον κόσμο να περιμένει να συμβεί κάτι, από το να μεταφερθεί με οτο-στοπ ή να βρει μια πρόχειρη δουλειά. Βλέπω σκουπίδια παντού, σαν να μην υπάρχουν κάδοι απορριμάτων σ’ αυτήν τη χώρα. Δεν περπατώ καθόλου στην πόλη, καθώς δεν αισθάνομαι ασφαλής. Αποτελεί όμως τη βάση για να επισκεφθώ μοναδικά αξιοθέατα, προσφέροντάς μου καλά γεύματα με ψητά κρεατικά και διανυκτερεύσεις σε αξιοπρεπή ξενοδοχεία.
Μέσα από άδειους δρόμους και εγκαταλελειμμένες εύφορες εκτάσεις, με ελάχιστους ταλαιπωρημένους ανθρώπους να κυκλοφορούν πεζοί –στην πλειονότητα γυναίκες σαν πολύχρωμες ευθυτενείς λαμπάδες με έναν μπόγο στο κεφάλι και ένα μωρό στην πλάτη– κι ακόμα λιγότεροι με αυτοκίνητα, φτάνω στο μεγαλύτερο μνημείο της χώρας, τη Μεγάλη Ζιμπάμπουε (Great Zimbabwe). Σ’ ένα ξέφωτο εμφανίζεται ένα πετρόχτιστο στρογγυλό κάστρο χωρίς παράθυρα και οροφή, αλλά με δαιδαλώδεις διαδρόμους ανάμεσα στα τείχη. Στο κέντρο του λαβύρινθου υψώνεται ένας πετρόχτιστος κώνος, σύμβολο εξουσίας του βασιλιά και αρχηγού της φυλής. Τα χτισμένα σκαλιά και τα σχέδια στους γκρίζους πέτρινους τοίχους προσπαθούν μάταια να μου αποκαλύψουν τα μυστικά της Αφρικής. Εντυπωσιασμένη από τη μοναδικότητα του μνημείου, επιστρέφω στη Χαράρε, αφού σταματώ στα χωριά Τσιπουνγκού και Τσεσβίνγκο, όπου παρακολουθώ τοπικούς χορούς ανάμεσα σε πλίθινα χαμηλά στρογγυλά σπιτάκια με επικλινή στέγη από καλάμια. Σε μια προσπάθεια να νιώσω την αφρικανική ψυχή της ευρύτερης περιοχής, διαβάζω τα βράδια στο δωμάτιό μου –μια και δεν υπάρχει άλλη διασκέδαση– το εξαίσιο βιβλίο Ο ανυποψίαστος ανθρωπολόγος, του Νίγγελ Μπάρλεϊ. Την επόμενη μέρα πετάω με αεροπλάνο πάνω από την αφημένη, χορταριασμένη γη για το Εθνικό Πάρκο Χουανγκί (Hwange National Park). Η μοναδική άγονη γη της χώρας που μετατράπηκε σε προστατευμένη περιοχή άγριων ζώων μού αποκαλύπτεται μέσα από το τετρακίνητο αυτοκίνητο. Η σκόνη, οι άτσαλες αναταράξεις του τζιπ, η άνυδρη γη και ο κάθετος πυρακτωμένος ήλιος με εξαντλούν, αλλά με αποζημιώνουν οι εικόνες. Εδώ, στο απέραντο χέρσο τοπίο, φωτογραφίζω λιοντάρια, ιπποπόταμους, καμηλοπαρδάλεις, ελέφαντες, τσακάλια και στρουθοκαμήλους, ανάμεσα σε ψηλά δέντρα και σε μικρές τεχνητές λιμνούλες από όπου πίνουν νερό. Επειδή κατά τη διάρκεια των βροχών τα ζώα είναι διάσπαρτα στα αχανή πάρκα και δεν συγκεντρώνονται στις πηγές και στις λίμνες, ταξιδεύω συνήθως τον Αύγουστο στη Ζιμπάμπουε, οπότε και απολαμβάνω χαμηλότερες θερμοκρασίες. Μετά από τη συγκίνηση που προσφέρει πάντα ένα φωτογραφικό σαφάρι, συνεχίζω οδικώς για τους Καταρράκτες της Βικτωρίας (Victoria Falls), όπου πάντα διαμένω στο αποικιοκρατικό ξενοδοχείο Victoria Falls. Ο τεράστιος γαλάζιος ποταμός Ζαμβέζης (Zambezi) διασχίζει την κόκκινη γη και δίνει πράσινη ζωή στο πέρασμά του. Ο τέταρτος ποταμός της Αφρικής μετά τον Νείλο, τον Κόνγκο και τον Νίγηρα διασχίζεται από μόλις πέντε γέφυρες, παρά τα πολλά χωριά και τις πόλεις που βρίσκονται στις όχθες του. Η πιο θεαματική από αυτές είναι η σιδηροδρομική γέφυρα σε ύψος 125 μέτρων πάνω από τη χαράδρα του Ζαμβέζη και από τους καταρράκτες της Βικτωρίας.
Κάνοντας κρουαζιέρα στο ήρεμο τμήμα του ποταμού, ανάμεσα σε καταπράσινες τούφες γης του δάσους της βροχής, νιώθω πόσο κοντά αλλά και πόσο μακριά είμαι από τη δίνη του μεγάλου ποταμού, καθώς και από τα προβλήματα που μαστίζουν αυτή την όμορφη χώρα της Αφρικής. Την επόμενη μέρα περπατώ ως το χείλος του γκρεμού για να νιώσω την ανεξέλεγκτη δύναμη του νερού που πέφτει από 100 μέτρα ύψος και πετάω με ελικόπτερο πάνω από την απόλυτη ομορφιά. Πολλά βαθιά φαράγγια ποτίζει ο ορμητικός ποταμός, δημιουργώντας τους δεύτερους ψηλότερους καταρράκτες στον κόσμο μετά τους Έιντζελ Φολς (Angel Falls) της Βενεζουέλας. Εκατοντάδες σκισμένα καταπράσινα βράχια σε μια τεράστια έκταση καταπίνουν διψασμένα κι αχόρταγα τους τόνους νερού του υδάτινου γίγαντα που βρυχάται. Η εικόνα από το ελικόπτερο είναι ακόμα πιο συγκλονιστική, καθώς από ψηλά φαίνεται μικρότερη η δύναμη αλλά μεγαλύτερη η χάρη του ζωοδότη ποταμού. Θέλοντας να νιώσω την αγριάδα της φύσης στο πετσί μου, κάνω τέσσερις ώρες ράφτινγκ σε έναν από τους πιο επικίνδυνους ποταμούς, με βαθμό δυσκολίας 5 στα 5. Η αδρεναλίνη και η ομορφιά συνδυάζονται αρμονικά και μου χαρίζουν μια μεθυστική εξάντληση. Αποκαμωμένη από τις συγκινήσεις των 6 ημερών και απογοητευμένη από την οικονομικοπολιτική κατάσταση της χώρας, την αποχαιρετώ με την ευχή για ένα καλύτερο μέλλον.
ΚΕΝΥΑ (KENYA) Ο προορισμός που προσφέρει το πλουσιότερο φωτογραφικό σαφάρι άγριων ζώων. Η αναγκαστική στάση στην άχαρη πρωτεύουσα Ναϊρόμπι (Nairobi) αποκτά ενδιαφέρον με την επίσκεψη στο Εθνικό Μουσείο (National Museum) με εκθέματα από τις διάφορες φυλές της χώρας, όπως μάσκες, όπλα, χρηστικά και τελετουργικά σκεύη. Επίσης μου προσφέρει ένα εξαίσιο δείπνο στο γνωστό εστιατόριο Carnivore, όπου τρώω περισσότερο κρέας από ό,τι αντέχω, αλλά και άνετη διανυκτέρευση σ’ ένα από τα καλά ξενοδοχεία. Κατά τ’ άλλα, η πόλη δεν με ευχαριστεί καθόλου, με τους αδιάφορους ουρανοξύστες στο κέντρο, τα λίγα πράσινα πάρκα με βουκαμβίλιες, την πολύβουη αγορά (City Market) και τα αμέτρητα φτωχόσπιτα παραγκουπόλεων στα προάστια, που φιλοξενούν χιλιάδες ανθρώπους με άγρια μάτια. Δυστυχώς, τα λίγα αστικά κέντρα της χώρας μαστίζονται πια από την ανεργία, την εγκληματικότητα, την έλλειψη καθαριότητας και το AIDS. Η συγκέντρωση πολλών που αναζητούν εργασία μετά από την ερήμωση πολλών αγροτικών εκτάσεων, αλλά και των λίγων που ψάχνουν εύκολα χρήματα με παράνομες δραστηριότητες, έχει καταστήσει το Ναϊρόμπι επικίνδυνη πόλη.
Γενικά, οι περισσότερες μεγαλουπόλεις της Αφρικής μού δημιουργούν πάντα ένα αίσθημα μυστηρίου, κατάθλιψης και απειλής, καθώς οι πιο κραυγαλέες κοινωνικές αντιφάσεις ποζάρουν εδώ ξετσίπωτα. Διασχίζοντας την κόκκινη γη των 583.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων που βρέχεται από τον Ινδικό Ωκεανό στα ανατολικά και συνορεύει με την Αιθιοπία στα βόρεια, την Ουγκάντα στα δυτικά και την
Τανζανία στα νότια, παρατηρώ και στην ενδοχώρα χαμηλά κόκκινα πλίνθινα και τούβλινα σπίτια με στέγες από τσίγκους να αναστενάζουν κάτω από τον καυτό ήλιο, και τους κατοίκους τους να μην περνούν πολύ χρόνο μέσα σ’ αυτά. Οι πιο τυχεροί καταλαμβάνουν τον ίσκιο που προσφέρουν τα ελάχιστα δέντρα και μοιάζουν αποχαυνωμένοι από τη δροσιά που απολαμβάνουν. Φτάνω στη λίμνη Νακούρου (Nakuru), όπου χιλιάδες φλαμίνγκος στέκονται στο ένα πόδι και ψαρεύουν με το γαμψό τους ράμφος σκουλήκια και ψαράκια. Το έντονο ροζ χρώμα τους έρχεται σε γλυκιά αντίθεση με το ανοιχτό γαλάζιο του νερού και το πράσινο της ευρύτερης περιοχής. Στην πρώτη διανυκτέρευση κάτω από την απαραίτητη κουνουπιέρα σε ένα από τα καλά λόντζις (lodges) –ξενοδοχεία χτισμένα σε παραδοσιακό αλλά απλοϊκό στιλ–, διαβάζω την ιστορία της Ουανγκάρι Μαατάι, της πρώτης Αφρικανής γυναίκας που πήρε το Νόμπελ Ειρήνης, το 2004, για το μεγαλειώδες έργο της, καθώς απέτρεψε τις πλημμύρες φυτεύοντας μαζί με τρεις χιλιάδες εθελοντές τριάντα εκατομμύρια δέντρα κατά μήκος της Κένυας. Τέλος, νανουρίζομαι γλυκά και γαλήνια από τους άγνωστους ήχους των πουλιών και των μικρών ζώων. Στην πεδινή σαβάνα με τα μικρά οροπέδια, τα μεγάλα βουνά και τους δύο σημαντικούς ζωοδότες ποταμούς Μάρα (Mara) και Τάλεκ (Talek), με κατεύθυνση το Εθνικό Πάρκο Μασάι Μάρα (Masai Mara National Park), μπαίνω στη γη των κτηνοτρόφων Μασάι. Στους ποταμούς που διασχίζουν το δρυμό, συγκεντρώνονται ιπποπόταμοι και κροκόδειλοι, ενώ στη σαβάνα ζέβρες, βούβαλοι, αντιλόπες, γαζέλες, ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, λεοπαρδάλεις και πολλά λιοντάρια. Συγχρόνως, οι Μασάι βόσκουν τα ζώα τους κοντά αλλά και μέσα στον εθνικό δρυμό με τα άγρια ζώα. Επισκέπτομαι τους μικρούς οικισμούς τους, που περιφράζονται από αγκαθωτούς θάμνους για την προστασία τους από τα ζώα και βλέπω τις στρογγυλές καλύβες τους φτιαγμένες από κλαδιά και χορτάρι, με πατημένο χώμα και κοπριά για πάτωμα. Οι ψηλόλιγνοι άντρες και οι όμορφες γυναίκες με τα μακριά μαλλιά της διάσημης φυλής Μασάι Μάρα καλύπτουν τα κορμιά τους με κόκκινα πανιά και στολίζουν τα κεφάλια τους με περίτεχνα κοσμήματα από χάντρες. Μιλούν Σουαχίλι, ενώ κάποιοι γνωρίζουν και Αγγλικά. Οι μισοί είναι χριστιανοί προτεστάντες και καθολικοί, ενώ οι άλλοι μισοί μουσουλμάνοι και ανιμιστές, αλλά πάντως όλοι είναι δεισιδαίμονες. Πιστεύουν, όπως σε όλη την Αφρική, στα μάγια, στο κακό μάτι και στις τελετές εξαγνισμού, που αναλαμβάνει ο θεραπευτής μάγος του χωριού. Μετά από πρόταση γάμου που μου κάνει ο σταφιδιασμένος (αγνώστου ηλικίας μα σίγουρα όχι κάτω των διπλάσιων χρόνων μου) αρχηγός της οικογένειας –αν και έχει ήδη πολλές συζύγους– συνεχίζω για το σαφάρι στην επίπεδη άνυδρη γη, όπου εναλλάσσονται οι ψηλές αφρικανικές ακακίες με το κίτρινο χορτάρι. Στη διαδρομή διαβάζω για την ιστορία της χώρας. Οι φυλές της Κένυας είχαν αναπτύξει για αιώνες εμπορικούς δεσμούς με τους Άραβες. Όταν ήρθαν οι Άγγλοι, κατήργησαν τα δικαιώματά τους και άρπαξαν τις γαίες τους. Η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1964 μετά από αγώνες στους οποίους πρωτοστάτησε ο Γιόμο Κενυάτα. Σήμερα οι 31 εκατομμύρια μαύροι κάτοικοι διαφόρων φυλών, με πιο διάσημη τη φυλή Μασάι, ασχολούνται με τον τουρισμό και τα ξυλόγλυπτα, την αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία και τον περιορισμένο ορυκτό πλούτο. Στο πάρκο Μασάι Μάρα βλέπω ζώα και πουλιά που ούτε είχα φανταστεί ότι υπάρχουν. Είμαι τυχερή που αυτή τη φορά έχω έρθει Φεβρουάριο –την εποχή της ξηρασίας–, καθώς τα περισσότερα ζώα είναι συγκεντρωμένα στους ποταμούς και στις λίμνες. Ο καλός ιχνηλάτης, ξεναγός και οδηγός στο τετρακίνητο αυτοκίνητο με το οποίο μετακινούμαι, διακρίνει τα φρέσκα ίχνη και αναγνωρίζει από αυτά το είδος του ζώου, το μέγεθος, ακόμη και το φύλο του. Αμέσως ειδοποιεί μέσω ασυρμάτου τους συναδέλφους του για να ικανοποιήσουν όλοι τους αχόρταγους και απαιτητικούς πελάτες-ταξιδιώτες. Τότε, τα οχήματα συνωστίζονται με παρανοϊκό ρυθμό στα
σημεία γύρω από τα σπάνια ζώα και το μόνο που ακούγεται είναι το κλικ των φωτογραφικών μηχανών. Έτσι αποκτώ κι εγώ τις εκατοντάδες φωτογραφίες από το καλύτερο σαφάρι της ζωής μου. Μαγεμένη από τα λιοντάρια, τους ελέφαντες, τις αντιλόπες, τα τσακάλια, τις ύαινες, τις ζέβρες, τα αγριογούρουνα, τις καμηλοπαρδάλεις, τις μαϊμούδες, τους βούβαλους και τα εκατοντάδες πολύχρωμα πουλιά, αναφωνώ την κενυάτικη έκφραση «Χακούνα Ματάτα» («κανένα πρόβλημα»). Και, όντως, κανένα πρόβλημα δεν με σταμάτησε από αυτήν τη μοναδική εμπειρία, ούτε τα κουνούπια ούτε η αδυναμία να κάνω εμβόλιο κίτρινου πυρετού (λόγω αλλεργίας), αν και είναι απαραίτητο εδώ και στην Τανζανία. Καλυμμένη με ανοιχτόχρωμα ρούχα που σκεπάζουν όλο μου το σώμα και ανανεώνοντας το αντικουνουπικό ψέκασμα κάθε τέσσερις ώρες, ζω το μαγικό σαφάρι στην Κένυα με μικρότερο οικονομικό κόστος από ό,τι στη Νότια Αφρική. Η φυσική ομορφιά που αντικρίζω στο επόμενο Εθνικό Πάρκο Αμποσέλι (Amboseli National Park) με την ομώνυμη λίμνη, με εντυπωσιάζει. Με θέα το χιονισμένο όρος Κιλιμάντζαρο της γειτονικής Τανζανίας να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την επίπεδη γη και την απουσία ψηλών δέντρων, δεν παρατηρώ τόσο τα ζώα όσο την απεραντοσύνη αυτής της ομορφιάς. Διαπιστώνω πώς αν και οι λιγοστές πόλεις είναι άσχημες, τα εθνικά πάρκα άγριων ζώων, το Μασάι Μάρα, το Αμποσέλι και το Τσάβο, είναι τα διαμάντια της Κένυας. Φτάνοντας στην παραθαλάσσια πόλη Μομπάσα (Mombasa) με τα συμπαθητικά ξενοδοχεία και την κατάλευκη παραλία με τις φοινικιές και τις κλέφτρες μαϊμούδες, το μόνο που βρίσκω γραφικό είναι οι φτωχικές παραμελημένες γειτονιές στο λιμάνι. Εδώ, άσπρα αλλά και κοκκινωπά διώροφα παλιά κτίρια με ξυλόγλυπτες πόρτες με τραβούν κοντά τους, ενώ η αγορά των φρούτων μού θυμίζει την καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων, την οποία έχω ξεχάσει. Μετά από μια εβδομάδα στην άνυδρη σαβάνα, η θάλασσα εμφανίζεται σαν βάλσαμο. Η κόκκινη άμμος από την εκδρομή στα πάρκα έχει διαπεράσει ακόμα και τις ρίζες των μακριών μαλλιών μου και ανυπομονώ να βουτήξω στην ανανεωτική ενέργεια του άφθονου νερού. Η κορυφαία ανατρεπτική στιγμή για τη ζωή μου έρχεται στην εκδρομή με το όμορφο ξύλινο σκαρί στα καταγάλανα νερά του πλησιέστερου θαλάσσιου πάρκου. Εκεί, φορώντας για πρώτη φορά τη μάσκα και τα βατραχοπέδιλα, βουτώ για να δω τα πολύχρωμα ψάρια στο φυσικό τους περιβάλλον. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ξεκινώ καταδύσεις που με ταξιδεύουν μέχρι σήμερα στους πιο σαγηνευτικούς βυθούς του πλανήτη.
ΤΑΝΖΑΝΙΑ (TANZANIA) Από το πάρκο Αμποσέλι της Κένυας μπαίνω στην αγροτική και φτωχή Τανζανία για να δω ένα από τα ψηλότερα βουνά της γης –το Κιλιμάντζαρο (Kilimanjaro)–, το μοναδικό πάρκο Νγκορονγκόρο μέσα σε έναν απέραντο κρατήρα και τα αμέτρητα ζώα του πάρκου Σερενγκέτι. Ουσιαστικά το Νγκορονγκόρο, μαζί με το Σερενγκέτι και το πάρκο Μασάι Μάρα της Κένυας, αποτελούν ένα τεράστιο οικοσύστημα όπου συναντιούνται πολλά σπάνια είδη ζώων και πτηνών. Η Τανζανία, με έκταση 943.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, είναι μεγαλύτερη από την Κένυα, ενώ ο πληθυσμός της φτάνει τα 35 εκατομμύρια κατοίκους. Η σκληρή στέπα της μοιάζει με έρημο και είναι τεράστια, όσο η Γαλλία, η Γερμανία και το Βέλγιο μαζί. Αν και δεν έχω το χρόνο να τη δω όλη, παρατηρώ τον πολύ φτωχό πληθυσμό και τα κατεστραμμένα δάση λόγω των άναρχων καλλιεργειών που οδηγούν σε ανεξέλεγκτη αποψίλωση. Στην πρωτεύουσα Ντόντομα (Dodoma) δεν πάω ποτέ, γιατί η γοητεία των πάρκων δεν με αφήνει. Μετανιώνω μόνο που δεν επισκέπτομαι –λόγω έλλειψης χρόνου– τη Ζανζιβάρη (Zanzibar), το νησί των μπαχαρικών και της αραβοαφρικανικής αρχιτεκτονικής και γοητείας. Περνώντας λοιπόν τα σύνορα και πληρώνοντας μια ακόμα βίζα, μπαίνω στην Τανζανία από τη μικρή, ράθυμη, σκονισμένη αλλά πυκνοκατοικημένη πόλη Αρούσα (Arusha). Φορώντας ανοιχτόχρωμα ρούχα που δεν προσελκύουν τα κουνούπια κι έχοντας καλύψει όλα τα μέρη του σώματός μου, ανανεώνω το αντικουνουπικό ψέκασμα και διασχίζω ποτάμια, λίμνες, έλη, πεδιάδες, σαβάνες. Εξακολουθώ να συναντώ φτωχικούς οικισμούς των κτηνοτρόφων Μασάι. Στο πάρκο Νγκορονγκόρο (Ngorongoro) δεν θα καταλάβαινα ότι βρίσκομαι σε μια από τις μεγαλύτερες καλντέρες στη γη, με διάμετρο 20 χιλιόμετρα, αν δεν μου το έλεγε ο τοπικός ξεναγός στο ταλαιπωρημένο τετρακίνητο αυτοκίνητο. Ο μόνος άθικτος κρατήρας που δεν είναι πλημμυρισμένος με νερό έχει ύψος 600 μέτρα και απλώνεται σαν μια τεράστια κοιλάδα καλυμμένη από σαβάνα, ενώ έχει χαρακτηριστεί από την Ουνέσκο τμήμα της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Εδώ φωτογραφίζω ακόμα και σπάνιους ρινόκερους, πέρα από όλα τα άλλα ζώα που είχα δει στην Κένυα. Μαθαίνω πως αυτό το ζώο εξαφανίζεται από τους λαθροκυνηγούς, που το σκοτώνουν μόνο για το κέρατό του, το οποίο πουλιέται για χιλιάδες ευρώ, γιατί θεωρείται «φυσικό βιάγκρα». Για την προστασία του ρινόκερου και όχι μόνο, πολύ συχνά στα πάρκα κάνουν περιπολίες φύλακες με πράσινες στολές και όπλα, ώστε να διατηρηθεί το τουριστικό ενδιαφέρον και να επιβιώνει οικονομικά ο τοπικός πληθυσμός. Νομίζω ότι αυτοί οι φύλακες των πάρκων είναι οι πιο καλοντυμένοι άνθρωποι που έχω δει στην Τανζανία. Πέρα από τους ρινόκερους, διακρίνω ιπποπόταμους και πολλούς κροκόδειλους, που δροσίζονται στις φυσικές πισίνες κατά τη διάρκεια της ζεστής και ξηρής ημέρας. Γύρω από το νερό, η φύση οργιάζει με τροπικά φυτά και φοίνικες, ενώ στο υπόλοιπο πάρκο το κιτρινοπράσινο χαλί διακόπτεται ελάχιστα από τα δέντρα-ήρωες που εξακολουθούν να φυτρώνουν σ’ αυτήν τη γη. Τα πανύψηλα δέντρα μπάο μπάο με τα χοντρά κλαδιά τους που υψώνονται στον ουρανό σαν χέρια, μοιάζουν να ικετεύουν για τη βροχή της ζωής. Η γραμμή του ορίζοντα και της στεφάνης του κρατήρα σμίγουν όλη μέρα, ενώ κατά τη διάρκεια του ηλιοβασιλέματος, όταν όλα χρωματίζονται με θεϊκές αποχρώσεις του κόκκινου, μου έρχεται να βγάλω μια κραυγή συγκίνησης. Έχω ξεχάσει το σπίτι μου και τη ζωή μου στην Αθήνα. Ο χρόνος έχει διασταλεί και δεν ξέρω πια πόσον καιρό ζω στην Αφρική. Η φίλη μου μου θυμίζει πως είναι μόνο δύο εβδομάδες... Μετά από ένα ακόμα γεύμα ψητών κρεατικών, καθώς η τοπική κουζίνα δεν προσφέρει κάτι άλλο, τη νύχτα κοιμάμαι κάτω από την απαραίτητη κουνουπιέρα στο εξαιρετικό και όχι ακριβό ξενοδοχείο
Ngorongoro Crater Lodge, που βρίσκεται σκαρφαλωμένο στο χείλος του κρατήρα, ακούγοντας μακρινούς βρυχηθμούς λιονταριών, έντομα και πουλιά να παιανίζουν. Συνεχίζω για το μεγαλύτερο πάρκο της Τανζανίας, το Σερενγκέτι (Serengeti), όπου, πιασμένη μετά από καθήλωση ημερών στα τετρακίνητα αυτοκίνητα κυνηγώντας φωτογραφικά όλα τα ζώα της Αφρικής, με τη ζέστη, τη σκόνη και τον ιδρώτα να κυλούν πάνω μου αφόρητα, αποφασίζω να πετάξω με αερόστατο. Όπως κοιτούν τα πάντα οι γύπες της περιοχής, αφήνομαι ένα ξημέρωμα στη ροή του αέρα πάνω από την αχανή, επίπεδη έκταση της σαβάνας. Μακάρι να αφηνόμουν έτσι μαλακά και στη ροή της ζωής, χωρίς να αντιστέκομαι, μόνο εκτιμώντας το ότι ζω.
ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ (MAURITIUS) Το καταπράσινο καλοοργανωμένο τουριστικό θέρετρο με τα πολυτελή ξενοδοχεία σε μικρούς όρμους με λευκές αμμουδιές, προσφέρει διακοπές ποιότητας σε νιόπαντρα ζευγάρια και συνταξιούχους κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου, λόγω του ήπιου κλίματος. Το εύφορο ηφαιστειογενές νησί των 1.800 τετραγωνικών χιλιομέτρων που περιτριγυρίζεται από κοραλλιογενή ύφαλο, αν και βρίσκεται στον Ινδικό Ωκεανό, ανήκει στην Αφρική. Έχει έντονες επιρροές από τους Γάλλους, που το χρησιμοποιούσαν από το 1715 ως εμπορική βάση, τους Άγγλους (ήταν βρετανική αποικία από το 1810 ως το 1968) και τους Ινδούς που έφταναν ως εργάτες στις τεράστιες φυτείες ζαχαροκάλαμου. Τον Μαυρίκιο τον είχε επισκεφθεί και ο Μαχάτμα Γκάντι, για να προασπίσει τα δικαιώματα των Ινδών εργατών. Από τότε, πολλοί διάσημοι πέρασαν από το όμορφο νησί για διακοπές. Από το 1968 είναι ανεξάρτητο κράτος, και οι 1,2 εκατομμύρια κάτοικοι, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι Ινδοί ή μιγάδες (που ονομάζονται κρεολοί), μιλούν Αγγλικά και Γαλλικά. Οι άνθρωποι είναι ευγενικοί, ήρεμοι, εξυπηρετικοί και με τουριστική παιδεία. Απολαμβάνουν ένα σχετικά υψηλό επίπεδο ζωής, υποδομής και ασφάλειας, ακόμη και στα λίγα αστικά κέντρα. Καθώς στα νότια υπάρχουν βουνά που καταλήγουν στις ακτές, τα περισσότερα πολυτελή ξενοδοχεία βρίσκονται στο βορρά, χτισμένα σε κολπίσκους με όμορφες παραλίες. Με αφετηρία ένα από αυτά, κάνω την πρώτη ημέρα το γύρο του νησιού με αυτοκίνητο και την επόμενη πραγματοποιώ τον περίπλου του με σκάφος. Φαράγγια πνιγμένα στο πράσινο, ορμητικά ρυάκια, καταρράκτες με κρυστάλλινα νερά, πολύχρωμα λουλούδια, φουντωμένα δέντρα και χωριουδάκια πνιγμένα στη βλάστηση συνθέτουν το τοπίο του Μαυρίκιου. Οι απέραντες φυτείες ζαχαροκάλαμων σχηματίζουν ένα καταπράσινο χαλί που διακόπτεται από λίγους λόφους και ελάχιστα αποικιακά αρχοντικά. Οι κοκκοφοίνικες, κατακόρυφοι ή με διάφορες κλίσεις από τους ανέμους που έχουν περάσει από πάνω τους, στολίζουν όλες τις ακτές. Στην πρωτεύουσα Πορτ Λούις (Port Louis) με την έντονη υγρασία, περνάω από το λιμάνι, τα ελάχιστα χαμηλά ξύλινα σπίτια, το αδιάφορο εμπορικό κέντρο, την αγορά των φρούτων και των μπαχαρικών σε καλάθια, με τα αρώματα και τα χρώματα να με σαγηνεύουν. Εδώ συναντώ όλους τους λαούς του κόσμου και βρίσκω κυκλοφοριακή κίνηση για πρώτη φορά στο νησί του Ινδικού. Στο Βοτανικό Κήπο (Botanic Gardens) γοητεύομαι από τα τροπικά δέντρα με τους τεράστιους καρπούς αρτόψωμου και τζάκφρουτ, που μοιάζουν με μακρόστενα καρπούζια, από τα μεγαλύτερα νούφαρα που έχω δει και από τις τεράστιες φτέρες. Στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη Κουρεπίπ (Curepipe) χαίρομαι περισσότερο τη φημισμένη αγορά των υφασμάτων και τα λίγα χαρακτηριστικά σπίτια των κρεολών με φράχτες από μπαμπού. Από τη θάλασσα το νησί φαίνεται πιο όμορφο, καθώς τα ξενοδοχεία διακοσμούν καλαίσθητα με την αρχιτεκτονική τους τις αμμουδιές, έχοντας βέβαια την αποκλειστική τους εκμετάλλευση. Μετά από δύο επισκέψεις στο νησί, καταλήγω πως αυτά που προσφέρει είναι ξεκούραση με ανέσεις πολύ υψηλών προδιαγραφών, σε κόστος λίγο χαμηλότερο από εκείνο της Ελλάδας, θαλάσσια σπορ και μπάνια όλες τις εποχές, με μόνη απαγορευτική περίοδο –λόγω τυφώνων– από Ιανουάριο μέχρι Απρίλιο. Εγώ χαίρομαι κατεξοχήν τη γαλήνια ομορφιά του βυθού κάνοντας καταδύσεις. Χωρίς να βρω κανένα πολιτιστικό ενδιαφέρον, όπως στο Μπαλί, αλλά ούτε κάποια ιδιαίτερη ειδυλλιακή ομορφιά, όπως στη Γαλλική Πολυνησία, απολαμβάνω την τουριστική υποδομή και τα ξενοδοχεία. Η κουζίνα που προσφέρεται στα καλά ξενοδοχεία, όπως το κορυφαίο ίσως Le Saint Geran Hotel με το διάσημο εστιατόριο Spoon des Iles αλλά και το πιο ήσυχο Oberoi Hotel, είναι πραγματικά πολυπολιτισμική και υψηλής ποιότητας, όπως και όλες οι άλλες υπηρεσίες. Δοκιμάζω από γαλλικά κρουασάν και ινδικά καυτερά πιάτα με κάρι, μέχρι κινέζικα ρυζομακάρονα και ιταλική πίτσα με λεπτή ζύμη.
Τα απογεύματα, καθώς ο ήλιος γέρνει, τα χρώματα της μέρας εγκαταλείπουν τον ανοιχτό ορίζοντα και οι τελευταίες κόκκινες πινελιές πέφτουν στον ουρανό, στη θάλασσα και στα πρόσωπα των ανθρώπων. Οι ήχοι από τους κήπους του ξενοδοχείου αλλάζουν. Τα βράδια η διασκέδαση περιορίζεται σε βόλτες στις λουσμένες από το φεγγάρι παραλίες και στον τοπικό χορό Σέγκα που οργανώνεται για τους τουρίστες στο ξενοδοχείο. Μελαψοί χορευτές και χορεύτριες, φορώντας πολύχρωμα ρούχα, κινούνται σαν χέλια ακολουθώντας ένα κράμα αφρικανικής και κρεόλ μουσικής. Παρατηρώ βέβαια πως οι επισκέπτες του νησιού δεν νοιάζονται για την έλλειψη νυχτερινής διασκέδασης, καθώς οι περισσότεροι είναι νιόπαντρα κι ερωτευμένα ζευγάρια που απολαμβάνουν το ταξίδι του μέλιτος.
ΜΑΡΟΚΟ (MOROCCO) Η χώρα των γραφικότατων πόλεων Φεζ και Μαρακές, των χωμάτινων καστροχωριών (κάσμπας), των καταστόλιστων μουσουλμανικών μαυσωλείων, των υπέροχων αγορών, της Σαχάρας και των αυτόχθονων Βέρβερων, διατηρεί την αυθεντικότητά της παρά την τουριστική ανάπτυξη. Στο βορειοδυτικό άκρο της Αφρικής, νότια της Ισπανίας, στην έκταση των 710.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (5 φορές η Ελλάδα) ζούσαν για αιώνες οι Βέρβεροι, που συνάντησαν τους Φοίνικες, τους Καρχηδόνιους, τους Ρωμαίους, τους Βάνδαλους και τέλος τους Άραβες. Τον 8ο αιώνα, οι Άραβες από τη Συρία και με βάση τους το Μαρόκο, οι λεγόμενοι Μαυριτανοί στην Ευρώπη, μετέφεραν το σπουδαίο πολιτισμό τους στην Ισπανία, μέχρι το διωγμό τους από τους Ισπανούς το 1492. Η κάθε αραβική ή βερβέρικη δυναστεία έχτιζε κι άλλη πρωτεύουσα, ακόμη πιο όμορφη από την προηγούμενη, με αποτέλεσμα οι πόλεις Φεζ, Ραμπάτ, Μεκνές και Μαρακές να αποκαλούνται μέχρι σήμερα «βασιλικές». Το 1600 οι Μαυριτανοί διέσχισαν τη Σαχάρα κι έφεραν χρυσό και μαύρους σκλάβους. Τον 18ο αιώνα, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις απέσπασαν μετά από πιέσεις λιμάνια και προνόμια, και από το 1906 η Ταγγέρη είναι διεθνές λιμάνι. Το 1912 η χώρα έγινε γαλλικό προτεκτοράτο, ενώ η Ισπανία ήλεγχε το νοτιότερο τμήμα της, παρά τις εξεγέρσεις που ξέσπασαν. Η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της με αγώνες το 1956. Ακολούθησε η δεσποτική διακυβέρνηση από το βασιλιά Χασάν, ο οποίος, ακόμα κι όταν επέτρεψε τις εκλογές, πιθανότατα νόθεψε τα αποτελέσματα. Το 1975 ξεκίνησε ο πόλεμος της δυτικής Σαχάρας μεταξύ της Αλγερίας και του Μαρόκου, που διεκδικούσαν τα ίδια εδάφη. Από το 1995 έκλεισε το θέμα με επέμβαση του ΟΗΕ, αλλά οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν τεταμένες. Από το 1999 ο βασιλιάς Μοχάμεντ ο 6ος επέτρεψε την ύπαρξη αντιπολίτευσης και καλυτέρευσε τη θέση της γυναίκας, παρά τις πιέσεις από τους θρησκευτικούς ηγέτες. Βέβαια, για τους περισσότερους από τα 30 εκατομμύρια κατοίκους, ο αναλφαβητισμός, η ανεργία, η φτώχια, ειδικά στην ύπαιθρο, και ο έλεγχος της ενημέρωσης, παραμένουν άλυτα προβλήματα. Η οικονομία της χώρας έχει βελτιωθεί χάρη στις εξαγωγές φωσφορικών κοιτασμάτων, τον τουρισμό, τα εμβάσματα Μαροκινών μεταναστών, την αλιεία, την καλλιέργεια δημητριακών και βαμβακιού, αλλά και την κτηνοτροφία. Τα δεκαπενθήμερα ταξίδια μου στο αραβόφωνο Μαρόκο, όπου πολλοί μιλούν Γαλλικά και λίγοι Αγγλικά, εκτός από τα Βερβέρικα που μιλούν στην ενδοχώρα, πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της γλυκιάς άνοιξης ή του φθινοπώρου, που με προστατεύει από την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού αλλά και από τις λιγοστές βροχές του χειμώνα. Πρώτος σταθμός είναι η φημισμένη Καζαμπλάνκα (Casablanca), που τη θεωρώ την πιο αδιάφορη πόλη του Μαρόκου. Περνάω από το τεράστιο μαρμάρινο και περίτεχνο τζαμί του Χασάν του Β΄ (Mosque of Hassan II) που είναι χτισμένο πάνω στη θάλασσα, την κεντρική πλατεία του Μοχάμεντ του 5ου (Place Mohammed V) με τα γαλλικά κτίρια του 20ού αιώνα, την πλατεία των Ηνωμένων Εθνών (Place des Nations Unies) με το υπέροχο ξενοδοχείο Hyatt Regency και το διάσημο μπαρ Casablanca, τη μεγαλοαστική περιοχή Άνφα (Anfa) με τις επαύλεις και την όμορφη παραλιακή λεωφόρο Κορνίς (Corniche). Η παραθαλάσσια πόλη, με το συσσωρευμένο πλούτο και το αστικό προφίλ, δίνει μια ψευδή εικόνα της αγροτικής και σχετικά φτωχής ορεινής χώρας με την απέραντη ακτογραμμή στον Ατλαντικό και με μια μικρότερη στη Μεσόγειο. Πρωτεύουσα είναι το Ραμπάτ (Rabat), η πιο πράσινη, αριστοκρατική και λιγότερο αυθεντική πόλη του Μαρόκου, με μεγάλες λεωφόρους και ευρωπαϊκή ρυμοτομία. Καθώς είναι η έδρα του βασιλιά, έχει το πιο εντυπωσιακό παλάτι της χώρας (Dar el Makhzen) που χαρακτηρίζεται από σειρές άσπρων κτισμάτων με πράσινα κεραμίδια και με εντυπωσιακές ξύλινες και μπρούντζινες σκαλιστές πόρτες σε σχήμα πετάλου.
Φυσικά, το πιο επιβλητικό μνημείο είναι το μαυσωλείο του Μοχάμεντ του 5ου (Mausolée Mohammed V), όπου η μαροκινή τέχνη φτάνει στο απόγειό της με τις σκαλιστές πόρτες, τα πολύχρωμα ζωγραφισμένα στο χέρι πλακίδια, τα περίτεχνα γύψινα και τα ζωγραφισμένα ξύλινα ταβάνια. Έξω από το μαρμάρινο μαυσωλείο στέκονται οι παραδοσιακά ντυμένοι φύλακες, ενώ μπροστά του υψώνεται περήφανα ο ημιτελής πέτρινος μιναρές από το κατεστραμμένο πια τζαμί του Χασάν (Tour Hassan). Μετά την περιήγηση στα όμορφα μνημεία, περπατώ μέσα στα τείχη της παλιάς γραφικής πόλης των Κουντάιας (Qudaia Kasbah). Τα σοκάκια, μέσα από όμορφους κήπους με πορτοκαλιές και ροδιές και αναπαλαιωμένα χαριτωμένα κεραμιδοσκέπαστα σπίτια, με φέρνουν στο καφενείο που έχει θέα τη θάλασσα. Η αύρα του Ατλαντικού, που ανακατεύεται με τις ευωδιές από το γλυκό τσάι και τα αμυγδαλωτά του καταστήματος, με συνοδεύει ως το εστιατόριο Koutoubia ή το πιο παραδοσιακό Dinarjat. Συνεχίζω για τη Μεκνές (Meknes) με τα τεράστια μπεζ τείχη και το ατμοσφαιρικό μαυσωλείο του Μουλά Ισμαήλ (Mausoleum of Moulay Ismail). Η γειτονική αρχαία πόλη Βολούμπιλις (Volubilis) με τα πλούσια ψηφιδωτά της μου θυμίζει το ένδοξο πέρασμα των Ρωμαίων. Η γραφικότατη Φεζ (Fez), όμως, κλέβει την καρδιά μου. Η πόλη αποτελείται από τη Νέα Φεζ που φτιάχτηκε κατά τη διάρκεια του γαλλικού προτεκτοράτου, από τη Φες ελ Τζαντίντ (Fes el Jdid) που χτίστηκε τον 12ο αιώνα και την ακόμα πιο παλιά Φες ελ Μπαλί (Fes el Bali) του 9ου αιώνα. Η παλιά Φεζ αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο για τη μοναδική της ικανότητα να ταξιδεύει τον επισκέπτη πίσω στο χρόνο, να τον ρουφάει στο λαβύρινθο των αραβικών αγορών (souks), όπου τα φορτωμένα γαϊδουράκια καταλαμβάνουν τα στενά που είναι γεμάτα με εκατοντάδες μαγαζάκια. Μέσα στα τείχη, τα δαιδαλώδη σοκάκια μού αποκαλύπτουν τους πολλούς κρυμμένους θησαυρούς της πόλης, κάνοντάς με να ξεχνάω την έλλειψη καθαριότητας. Με πλανεύουν οι φωνές των εμπόρων που ακόμα και σήμερα φορούν τις παραδοσιακές κελεμπίες τους, σε αντίθεση με άλλα μέρη του Μαρόκου όπου ντύνονται ευρωπαϊκά. Με μεθούν οι μυρωδιές από τα μπαχάρια και τα δέρματα, οι περίτεχνοι καθρέφτες και τα μαχαίρια, οι κελεμπίες και τα ξυλόγλυπτα. Με σαγηνεύει η χάρη της θεολογικής σχολής Μπου Ινανία (Bou Inania Medersa) και του τζαμιού Καραουίν (Karaouiyine Mosque) με το χαρακτηριστικό λαμπρό διάκοσμο από γύψινα και πλακίδια, η πανέμορφη πλακόστρωτη πλατεία Σεφαρίν (Place el Seffarine), το αρχοντικό Νεζαρίν (Fondouk el Nejjarine) με τους ξύλινους εσωτερικούς ορόφους και τη θέα στην υπέροχη μπεζ πόλη με τις πράσινες κεραμιδένιες στέγες, τα βαφεία των δερμάτων με τις ανοιχτές γούρνες και τους ιδρωμένους εργάτες μέσα στα χρώματα. Δροσίζομαι με γλυκό τσάι και με χυμό από τριαντάφυλλο. Με χαραγμένη την εικόνα της ανεπανάληπτης Φεζ, του πριγκιπικού παλατιού-ξενοδοχείου Palais Jamao και του γραφικού μεγάρου-ξενοδοχείου Riad Ibn Khaldoun, ανεβαίνω το βουνό του Μέσου Άτλαντα κατευθυνόμενη νότια. Μου προκαλεί μεγάλη έκπληξη το ορεινό Ιφράν (Ifrane) που μοιάζει με ελβετικό χωριό, με τα ξύλινα αρχοντόσπιτά του, ένα από τα μεγαλύτερα αγγλόφωνα πανεπιστήμια του Μαρόκου, το Al Akhawayn University, και το μικρό χιονοδρομικό κέντρο! Αφού περάσω την οροσειρά του Μεγάλου Άτλαντα με τις καλλιέργειες μήλων και τις ατελείωτες φραγκοσυκιές, φτάνω στο Μαρακές (Marrakesh), στην πιο εντυπωσιακή και τουριστική πόλη της χώρας. Από εδώ, από το νότο, ξεκινάει η απεραντοσύνη της ερήμου, η κοκκινοκίτρινη θάλασσα από άμμο. Το τεράστιο φοινικόδασος (La Palmeraie) αγκαλιάζει την τουριστική πόλη της ερήμου και τα ροζ τείχη
ορίζουν την παλιά πόλη. Στην καρδιά της, η κεντρική πλατεία Τζμάα ελ Φναά (Djemaa el Fna) αποκτά μετά τις πέντε το απόγευμα τους δικούς της έντονους εορταστικούς ρυθμούς, με τους γητευτές φιδιών, τους χορευτές, τους μελλοντολόγους, τους παραμυθάδες, τους μικροπωλητές και τις κοπέλες που ζωγραφίζουν τα χέρια μας με χένα, ενώ το διπλανό δαιδαλώδες παζάρι (souk) με τα καταστήματα κοσμημάτων, χαλιών, μπαχαρικών και αξιόλογων αναμνηστικών κρύβει άλλους θησαυρούς και επιδέξιους που παριστάνουν τους ξεναγούς. Έξω από την πλατεία, που μοιάζει με θεατρική σκηνή, το μεγαλοπρεπές τούβλινο τζαμί Κουτούμπια (Koutoubia Mosque) με τον περίτεχνο πανύψηλο τετράγωνο μιναρέ τονίζει τον μουσουλμανικό αραβικό χαρακτήρα της πόλης, ενώ το παλάτι-μουσείο Μπαχία (Palais Bahia) με τα καταστόλιστα δωμάτια και τους εσωτερικούς κήπους, το πρώην μέγαρο και νυν μουσείο Νταρ Σι Σαΐντ (Dar Si Said Musée), αλλά και οι εκπληκτικοί σκαλιστοί μαρμάρινοι τάφοι των Σααδιτών (Saadian tombs) δείχνουν την πλούσια ιστορία αυτής της χώρας. Οι κήποι Μαζορέλ (Majorelle Garden), με μεγάλη ποικιλία από κάκτους και παχύφυτα –όπου βρίσκεται και το πρώην σπίτι του Γάλλου σχεδιαστή Ιβ Σεν Λοράν, το οποίο σήμερα φιλοξενεί ένα μικρό μουσείο– με ξεκουράζουν με την ιδιαίτερη χάρη και ομορφιά τους. Στην πιο ακριβή πόλη του Μαρόκου, που και πάλι είναι φθηνότερη από την Ελλάδα, πέρα από ενδιαφέρουσες αγορές, απολαμβάνω πάντα τα καλύτερα ξενοδοχεία όπως τα La Mamounia και Riad el Mezouar, κορυφαία εστιατόρια της χώρας όπως τα Yacout, Dar Majana, Le Marocain και το κλαμπ Le Comptoir. Αυτό που δεν χαίρομαι είναι το γεγονός πως, σε αντίθεση με όλα τα άλλα μέρη στο Μαρόκο, εδώ, πολλά κορίτσια και αγόρια, ντυμένα με την τελευταία λέξη της μόδας, εκδίδονται στους τουρίστες, ξεπερνώντας τις έντονες αναστολές του μουσουλμανικού κόσμου. Αφήνοντας τη ροζ κοσμοπολίτικη πόλη, διασχίζω την οροσειρά του Αντι-Άτλαντα (Anti-Atlas) για να πάω στην Ουαρζαζάτ (Ouarzazate). Στα περίχωρα της χωμάτινης πόλης περνάω από τα μεγαλύτερα στούντιο της χώρας, τα Atlas Film Studios, στα οποία γυρίστηκαν πολλές αμερικάνικες ταινίες. Επισκέπτομαι τη βιβλική πολυώροφη κάσμπα Αΐτ Μπενχαντού (Ait Benhaddou), που προστατεύεται από την Ουνέσκο και έχει αποτελέσει φυσικό σκηνικό για ταινίες όπως Ο Λόρενς της Αραβίας και Ο τελευταίος πειρασμός, την κάσμπα Ταουέρτ (Taourirt) και μικρά περιτειχισμένα πλίνθινα χωριά, χτισμένα σε λόφους για την προστασία των κατοίκων σε παλιότερες δύσκολες εποχές. Γευματίζω παραδοσιακά στην Kasbah of Tiffoultoute δοκιμάζοντας νοστιμότατο λεμονάτο κοτόπουλο με ελιές σε ταζίν (πήλινη γάστρα) και συνεχίζω ευτυχής. Στη διαδρομή βλέπω βουνά και λαγκάδια, σωτήριες καταπράσινες οάσεις με φοινικιές και μικρές καλλιέργειες, απόκρημνους γκρεμούς –με εντυπωσιακότερο το φαράγγι Τόδρα (Todra)– χωμάτινα χωριά με μισογκρεμισμένους τοίχους και μικρά προσκυνήματα ντόπιων αγίων, σαν μικρά ξωκλήσια. Μα πέρα από το επιβλητικό τοπίο των αντιθέσεων, φωτογραφίζω στα λασπόσπιτά τους τους φτωχούς, περήφανους Βέρβερους με τα αετίσια μάτια, τις αυστηρές φυσιογνωμίες και τα ευθυτενή, στεγνά κορμιά σκεπασμένα με μακριές κελεμπίες, και τις γυναίκες τους με τα πολύχρωμα φαρδιά ρούχα, που υπομένουν τη σκληρή ζωή τους και αγαπούν τη γη τους. Έχοντας τον απαραίτητο χρόνο, φτάνω μέχρι τη γραφική μικρή πόλη Ζαγορά (Zagora), στα σύνορα με την έρημο. Από εδώ, διασχίζοντας την έρημο Σαχάρα με καμήλα, θα μπορούσα να φτάσω σε 52 μέρες στο Τιμπουκτού, όπως αναφέρει η ταμπέλα που δείχνει τη σχετική κατεύθυνση. Έξω από την πόλη γνωρίζω τους σκουρόχρωμους Τουαρέγκ (αν και δεν είμαι σίγουρη ότι είναι οι αληθινοί περιπλανώμενοι της ερήμου) με τα μπλε καφτάνια τους να έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη χρυσή απεραντοσύνη των αμμόλοφων της Σαχάρας. Στη βόλτα με τις καμήλες κατά τη διάρκεια του
ηλιοβασιλέματος, η αιμάτινη καταχνιά σύρεται στον ορίζοντα και η πορφυρή πυρκαγιά σβήνει στους μεγαλόπρεπους βελουδένιους αμμόλοφους. Η εικόνα μού θυμίζει τον έρωτα της Ιζαμπέλ Έμπερχαρντ για την έρημο, που περιγράφει στο μαγικό της βιβλίο Αναζητώντας τη λήθη. Εξαντλημένη από τη δύναμη αυτής της εικόνας που εξακολουθεί να αναδύεται στην ολοήμερη διαδρομή για τον Ατλαντικό Ωκεανό, φτάνω στην όμορφη και γραφική μικρή πόλη Εσαουίρα (Essaouira), που βρίσκεται δίπλα στην καλύτερη παραλία του Μαρόκου. Τα περιποιημένα λευκά χαμηλά σπίτια, οι γκαλερί και τα μαγαζάκια με τα ξυλόγλυπτα, μέσα σε έναν κυκεώνα από στενά δρομάκια, κρύβονται πίσω από τα λευκά τείχη για όποιον κοιτά την πόλη από το λιμάνι με τα καΐκια και τις ψαροταβέρνες. Μετά από μια εβδομάδα στην ενδοχώρα, εκτιμώ πολύ τα απλά ταβερνάκια που σερβίρουν ψητή σαρδέλα μπροστά στη θαλασσινή αύρα του Ατλαντικού και απολαμβάνω μια διανυκτέρευση στο γαλήνιο και στιλάτο ξενοδοχείο Villa Maroc. Ήδη βέβαια μου λείπουν οι πολύ νόστιμες φημισμένες μαροκινές συνταγές όπως το ταζίν (κοτόπουλο ή αρνάκι ή μοσχαράκι με ελιές και λεμόνια ή δαμάσκηνα στη γάστρα), το κουσκούς, το μέσουι (αρνί στη σχάρα με πιλάφι) και τα σιροπιαστά γλυκά με άφθονο φιστίκι. Κατευθυνόμενη νοτιότερα, στην παραθαλάσσια πόλη Αγκαντίρ (Agadir) με τα ασβεστωμένα σπίτια, τα ωραία ξενοδοχεία και τα καλά εστιατόρια, παίρνω μια γερή δόση μαζικού τουρισμού και πλούτου, και την εγκαταλείπω. Γυρνώντας στην Καζαμπλάνκα κι έχοντας άλλες δύο μέρες στη διάθεσή μου, καταλήγω στη διάσημη και άχαρη Ταγγέρη (Tangier) στις ακτές της Μεσογείου. Η παλιά περιτοιχισμένη κατάλευκη πόλη είναι γεμάτη από παλιές, στενές πολυκατοικίες με απλωμένα ρούχα και δορυφορικά πιάτα στις ταράτσες, στενά δρομάκια και τζαμιά, ενώ από το λιμάνι έρχονται για μια πρόχειρη και βιαστική γεύση από Μαρόκο τουρίστες που μένουν για λίγο στα ξενοδοχεία-ουρανοξύστες στην αδιάφορη νέα πόλη (Ville Nouvelle). Μετά από σεργιάνι στη γειτονιά της Κάσμπα, επισκέπτομαι το σπουδαίο Μουσείο Μαροκινής Τέχνης και Αρχαιοτήτων (Musée des Arts Marocains et des Antiquités) που στεγάζεται σε ένα παλιό μαροκινό παλάτι. Όταν διανυκτερεύω εδώ, προτιμώ το παλιό αλλά με χαρακτήρα ξενοδοχείο Hotel Continental απέναντι από το μεγάλο τζαμί (Grand Mosque). Η γραφική πόλη Τετουάν (Tetuan) με τις λουλακί πόρτες και τους ασβεστωμένους τοίχους με αποζημιώνει με τον έντονο ανδαλουσιανό χαρακτήρα της και με την επίσκεψη στο ενδιαφέρον Λαογραφικό Μουσείο (Musée d’ Art Marocain). Το ίδιο γραφική είναι και η πόλη Σεφσασουέν (Chefchaouen) με τα στενά σοκάκια της (Medina) να οδηγούν στο παλιό πανδοχείο Fondouk, στο μεγάλο τζαμί Grand Mosque και στο Εθνογραφικό Μουσείο (Musée Ethnographique) που στεγάζεται σε ένα παλιό χωμάτινο κάστρο (Kasbah). Σε αυτές τις πόλεις ταξιδεύω νοσταλγικά πίσω στο χρόνο και στην απλότητα των συναισθημάτων. Έτσι τρυφερά κλείνω το δεκαπενθήμερο ταξίδι στο Μαρόκο, που ζει στο παρελθόν, παρ’ ότι προσφέρει ταξιδιωτικές ανέσεις. Αυτό ίσως το κάνει και τόσο ενδιαφέρον.
ΤΥΝΗΣΙΑ (TUNISIA) Η πιο καλά οργανωμένη τουριστική αραβική χώρα της περιοχής, με έντονο το ευρωπαϊκό στοιχείο στο βορρά. Στο νότιο τμήμα της έχει την υπέροχη έρημο με τα υπόγεια λαξευτά και τα υπέργεια πλίνθινα χωριά, ενώ στο βόρειο έχει γραφικές, κατάλευκες και κοσμοπολίτικες πόλεις, το ωραιότερο Μουσείο Ψηφιδωτών και επιβλητικά τζαμιά. Η Τυνησία καλύπτει μια έκταση 164.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει πληθυσμό 10 εκατομμύρια μουσουλμάνους κατοίκους και βρίσκεται στη βόρεια Αφρική, νότια της Γαλλίας. Οι συμπαθέστατοι Τυνήσιοι μιλούν Αραβικά και Γαλλικά, αλλά και Αγγλικά όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό. Είναι ευρωπαϊκά ντυμένοι, φιλόξενοι, ήρεμοι, ευγενικοί και λιγότερο πονηροί από τους Μαροκινούς. Απολαμβάνουν υψηλότερο επίπεδο ζωής από τους γείτονές τους λόγω του ευρύτερου καταμερισμού του οικονομικού πλούτου της χώρας από τον τουρισμό, τα φωσφορικά άλατα, τα σιδηρομεταλλεύματα, το πετρέλαιο, την κλωστοϋφαντουργία και τις πλούσιες καλλιέργειες. Πρωτεύουσα είναι η αριστοκρατική Τύνιδα (Tunis) που βρίσκεται πάνω στη Μεσόγειο. Το καινούργιο τμήμα της μοιάζει με γαλλική πόλη του ’60, με τα αρχοντικά διοικητικά κτίρια, τις περιποιημένες πολυκατοικίες και τις δενδροφυτεμένες λεωφόρους, με κεντρικότερη την Habib Bourguiba, ενώ μόνο οι πολλές αφίσες με τη φωτογραφία του προέδρου μού θυμίζουν ότι βρίσκομαι στην Τύνιδα. Αυτά που με εντυπωσιάζουν είναι το μοναδικό Μουσείο Μπαρντό (Bardo), με τον πλούτο των ρωμαϊκών ψηφιδωτών του, και το δαιδαλώδες αλλά οργανωμένο και καθαρό αραβικό παζάρι (medina) που, χάρη στο τζαμί Hamouda Pasha Mosque, την πύλη Bab el Bahr, το τζαμί Sidi Yousef, το ακόμα πιο μεγαλοπρεπές τζαμί el Zeetouna και το ανάκτορο Dan Osman, αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Μετά από την πολύ ενδιαφέρουσα ξενάγηση στην πρωτεύουσα και το παζάρι της, επισκέπτομαι τον αρχαιολογικό χώρο της Καρχηδόνας (Carthage), που με τις ελάχιστες πέτρες του μου φαίνεται πολύ φτωχός, συγκριτικά με την ιστορία του. Στη συνέχεια επισκέπτομαι το σύγχρονο τουριστικό θέρετρο Χαμαμέτ (Hammamet), που μου προσφέρει διαμονή σε ένα από τα πολλά πολυτελή ξενοδοχεία, και τη Ναμπούλ (Nabeul) που με αφήνει αδιάφορη παρά τα συμπαθητικά κεραμικά της. Μου αρέσει πολύ το γραφικό κατάλευκο χωριό Σίντι Μπου Σαΐντ (Sidi Bou Said) με τις βουκαμβίλιες στα σοκάκια, τις ανηφοριές που βγάζουν σε μικρές πλατείες με ατμοσφαιρικά μαυριτανικά καφενεδάκια όπως το Café des Nattes και μικρά τουριστικά μαγαζιά κάτω από γαλάζια μπαλκόνια και παράθυρα. Η βόλτα στο χωριό μού φέρνει εικόνες από τα ελληνικά νησιά. Στη συνέχεια επισκέπτομαι το Καϊρουάν (Kairouan), την πιο ιερή μουσουλμανική πόλη μετά τη Μέκκα, τη Μεδίνα και την Ιερουσαλήμ, που είναι διάσημη για τα χαλιά της. Εδώ εντυπωσιάζομαι από το αυστηρό και επιβλητικό ύφος του ομώνυμου ιστορικού τεμένους και μαυσωλείου (Great Mosque of Kairouan). Ο ορθογώνιος όγκος του από μπεζ τούβλα δεσπόζει, ενώ ο τεράστιος τετράγωνος μιναρές στο κέντρο της εσωτερικής αυλής με το χαμηλό περιστύλιο προσελκύει τη ματιά στο κεντρικό ιερό και τόπο προσκυνήματος. Εκεί, μέσα στο δάσος από τις κολόνες και τα χαλιά, φαντάζομαι εκατοντάδες πιστούς να γονατίζουν και να ακουμπούν τελετουργικά το μέτωπό τους κάτω, προς ένδειξη υποταγής και πίστης στο Θεό. Μετά από στάση στο εστιατόριο La Kasbah ή στο Fairouz για παραδοσιακό γεύμα με κουσκούς (σιμιγδάλι με λαχανικά), μπρικ (τραγανό φύλλο με γέμιση πατάτας, μαϊντανού και αυγού) και βέβαια γλυκό μακρούντ (κέικ από χουρμάδες με σιρόπι) ξεκινώ –έχοντας άλλες τρεις μέρες στη διάθεσή μου– οδικώς για το νότο. Μετά από αρκετά χιλιόμετρα διαδρομής ανάμεσα σε έρημες εκτάσεις, με κάποια κοπάδια να σπάζουν τη μονοτονία του τοπίου και λίγες οάσεις με φοίνικες, σαν ψήγματα ελπίδας και
ζωής, φτάνω στην Ντουζ (Douz). Στην πύλη της ερήμου Σαχάρας με το τεράστιο φοινικόδασος και τους πυρόξανθους αμμόλοφους, βρίσκονται οι τελευταίες ανέσεις – καλά ξενοδοχεία και δυνατά τετρακίνητα για εξόρμηση στο παραμυθένιο Κσαρ Ουλέντ Σουλτάν (Ksar Ouled Sultane). Χτισμένο από λάσπη και πέτρα, μοιάζει με τριώροφη αμμοκατασκευή γεμάτη τρύπες από παιδικά δαχτυλάκια που ήθελαν να κάνουν πόρτες και παράθυρα. Η παλιά οχυρωμένη σιταποθήκη δεν είναι η μοναδική, αλλά είναι σίγουρα η πιο εντυπωσιακή της χώρας. Από την Ντουζ καταλήγω σε ένα σεληνιακό τοπίο όπου κρύβεται το τρωγλοδυτικό χωριό Ματμάτα (Matmata), στο οποίο γυρίστηκαν πολλές ταινίες, μεταξύ των οποίων και Ο πόλεμος των άστρων. Κανένα ενδιαφέρον δεν μπορώ να διακρίνω στον ορίζοντα της περιοχής, μέχρι που η ματιά μου πέφτει σε πελώριους υπόγειους κρατήρες που στο εσωτερικό τους κρύβουν άσπρες και γαλάζιες πόρτες σε δύο επίπεδα. Τα σπίτια κοιτούν σε μια εσωτερική αυλή σκαμμένη αρκετά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης και αντί να είναι χτισμένα, είναι λαξεμένα στο καφέ στεγνό χώμα. Κατεβαίνοντας μέσα από σκοτεινές σκάλες, μπαίνω στα δροσερά αψιδωτά δωμάτια και νιώθω τη σημασία των υπόγειων δροσερών κατοικιών. Εδώ ζουν ακόμα ντόπιοι για να αποφύγουν τον ανελέητο ήλιο που χτυπάει όλα τα υπέργεια χωμάτινα σπίτια της περιοχής. Αφού φωτογραφίσω ξυπόλητα παιδιά, γυναίκες με τατουάζ και ένα γέρο που αλέθει το σιτάρι για να κάνει κουσκούς, επισκέπτομαι κάποιες υπόγειες κατοικίες που έχουν μετατραπεί σε ένα ιδιαίτερο μικρό ξενοδοχείο, στο οποίο δυστυχώς δεν διανυκτερεύω, καθώς τα γκρουπ συνήθως δεν εκτιμούν τα μικρά καταλύματα. Εντυπωσιασμένη από το νότο και από τη χρυσή έρημο που σαγηνεύει ακόμα και τις πιο ελεύθερες ψυχές, παίρνω το μακρύ δρόμο της επιστροφής στην Τύνιδα. Στη διαδρομή μαθαίνω ότι, λόγω αποψίλωσης των θάμνων και των δέντρων, η έρημος επεκτείνεται, κατατρώγοντας τις τελευταίες δυνατότητες καλλιεργειών, ενώ ανθρωπιστικές οργανώσεις επιδίδονται σε δενδροφυτεύσεις για την αποφυγή της ερήμωσης της γης. Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, χάνομαι για άλλη μια φορά στο πανέμορφο και πεντακάθαρο παζάρι για τις τελευταίες αγορές σε κοσμήματα, καφτάνια και παραδοσιακά κλουβιά. Τελικά, αγοράζω μόνο πεντανόστιμους γεμιστούς χουρμάδες, πίνω άλλο ένα τσάι και καταλήγω σε ένα από τα καλά εστιατόρια σαν το Baal και το Casa για μια τελευταία γεύση από τα νοστιμότατα πιάτα, όπως τα μαγειρευτά κρεατικά σε γάστρα (ταζίν), το κουσκούς και το χούμους (ρεβιθοσαλάτα). Με ευχάριστες, εύκολα κερδισμένες εντυπώσεις και ανέσεις, κλείνω το καλοοργανωμένο και οικονομικό ταξίδι στην Τυνησία, που μου θυμίζει πιο εξευρωπαϊσμένο Μαρόκο με γλυκύτερους ανθρώπους.
ΑΙΓΥΠΤΟΣ (EGYPT) Η πολυπληθής χώρα των συγκλονιστικών αρχαίων μνημείων, του ζωοδότη ποταμού Νείλου, του πανέμορφου Ασουάν, του γραφικού παζαριού Αλ χαλίλι του Καΐρου, της ατελείωτης ερήμου, της απόκοσμης χερσονήσου του Σινά, της Ερυθράς Θάλασσας και των πονηρών αλλά φιλόξενων κατοίκων. Το πρωτόγνωρο είναι ότι στο μόλις 10% της εύφορης γης του ενός εκατομμυρίου τετραγωνικών χιλιομέτρων, που βρίσκεται γύρω από τον Νείλο, φιλοξενείται το 95% των 76 εκατομμυρίων κατοίκων, αφού το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας καλύπτεται από ξανθιά έρημο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολυπληθέστατες πόλεις με πιο έντονο το παράδειγμα του Καΐρου. Αυτό βέβαια δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Συμβαίνει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Από το 3.000 π.Χ. άνθισε ένας σημαντικότατος πολιτισμός κατά μήκος των ακτών του Νείλου, όπου αναπτύχθηκαν οι τέχνες, η περίτεχνη γλώσσα των ιερογλυφικών και οι καλλιέργειες, με τη συμβολή χιλιάδων φοβισμένων σκλάβων και αρκετών διανοουμένων, που βρίσκονταν στην υπηρεσία των βασιλέων Φαραώ, των υιών του θεού Ήλιου. Για εκατοντάδες χρόνια, οι πανίσχυροι βασιλείς έχτιζαν τεράστιους, πλούσιους τάφους διαμορφωμένους σαν παλάτια, με αγάλματα, κοσμήματα και αλλεπάλληλες ζωγραφισμένες σαρκοφάγους που φύλαγαν τα διατηρημένα σε μούμιες σώματά τους ώστε να επιστρέψει σε αυτά η ψυχή τους. Η χώρα κατακτήθηκε διαδοχικά από τους Πέρσες, τους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες και τους Τούρκους. Το 1869 κατασκευάστηκε η διώρυγα του Σουέζ, που συνέδεσε τη Μεσόγειο με τον Ινδικό Ωκεανό. Το 1914 η χώρα έγινε επίσημα προτεκτοράτο της Αγγλίας, αλλά το 1922 κέρδισε την ανεξαρτησία της. Το 1956 ανέλαβε την εξουσία ο μεταρρυθμιστής Νάσερ και έδιωξε διανοούμενους, επιστήμονες και μεγαλοαστούς Ευρωπαίους που απολάμβαναν υψηλό επίπεδο ζωής. Το 1967 η χώρα ηττήθηκε από το Ισραήλ στον Πόλεμο των 6 ημερών, ενώ τώρα αποτελεί ένα συνεργάσιμο γείτονα του Ισραήλ. Τα σημαντικότερα προβλήματα, όπως η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (περιορισμοί στην ελευθερία έκφρασης, διακριτική μεταχείριση και μη εκπροσώπηση του 17% του πληθυσμού που αποτελείται από χριστιανούς κόπτες), τα χαμηλά επίπεδα υγιεινής και η, ευτυχώς περιορισμένη, δράση φονταμενταλιστών μουσουλμάνων κατά των χριστιανών κατοίκων και τουριστών σε συγκεκριμένα προάστια του Καΐρου και σε ορισμένα χωριά της Άνω Αιγύπτου, παραμένουν άλυτα. Πρωτεύουσα της βορειοανατολικής χώρας της Αφρικής είναι το χαώδες Κάιρο (Cairo) με την απίστευτη πολυκοσμία, την έλλειψη καθαριότητας και οργάνωσης, το νέφος και την πιο άναρχη οδήγηση που έχω δει ποτέ μετά την Ινδία. Είναι χτισμένο πάνω στο Νείλο (Nile), όπως οι περισσότερες πόλεις της Αιγύπτου. Πέρα από τους ελάχιστους ουρανοξύστες ξενοδοχείων και εταιρειών, η πόλη χαρακτηρίζεται από παλιές πενταώροφες πολυκατοικίες, πρόχειρα κιόσκια που προσφέρουν φαγητό, πολλούς που βλέπω να γονατίζουν ξαφνικά για να προσευχηθούν, τη μικρή συμπαθητική αριστοκρατική συνοικία της Ηλιούπολης, ένα από τα ωραιότερα σκεπαστά παζάρια –το Αλ Χαλίλι (Khan el Khalili)–, ισλαμικά μνημεία όπως το τζαμί του Ibn Tulun, τη θεολογική σχολή Qualawun el Nasir, το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης (Museum of Islamic Art), το ανυπέρβλητο Μουσείο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων (Museum of Egyptian Antiquities) και βέβαια τις πυραμίδες. Οι γιγάντιες πυραμίδες και η σύντροφός τους η Σφίγγα με υποβάλλουν καθώς τις αντικρίζω το πρωί από το παλιό παλάτι και νυν πολυτελές ξενοδοχείο Mena House, που βρίσκεται δίπλα τους. Πλησιάζοντας στα πιο πολυφωτογραφημένα αξιοθέατα της χώρας, επίμονοι πωλητές και παιδιά τρέχουν μέσα από το γειτονικό νεκροταφείο –στο οποίο διαμένουν– για ένα μπαχσίσι (φιλοδώρημα). Για να ξεφύγω, επιβιβάζομαι σε αυτοκίνητο με κατεύθυνση το Εθνικό Μουσείο στην πλατεία Ελευθερίας (Midan Tahrir), του οποίου η επίσημη ονομασία είναι Μουσείο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων και μαγεύομαι από
τον πλούτο των σαρκοφάγων, των πέτρινων αγαλμάτων, των πλούσιων ιερογλυφικών. Για να επανέλθω στη σημερινή πραγματικότητα, χάνομαι στην πιο ενδιαφέρουσα αγορά, στο Αλ Χαλίλι, που είναι γεμάτη τσουβάλια με κύμινο και σαφράν, αραχνοΰφαντες φορεσιές για χορό της κοιλιάς, μουσικά όργανα, ναργιλέδες, δερμάτινα μαξιλάρια και κεντητές παντόφλες. Μετά τα επίμονα παζάρια, ξεκουράζομαι απολαμβάνοντας γλυκό τσάι και ναργιλέ στην πλατεία Αλ Χουσεΐν (Al Hussein), διαβάζοντας το εξαιρετικό βιβλίο «Ο δρόμος κοντά στο παλάτι» του Ναγκίμπ Μαχφούζ. Μετά από ένα προσεχτικά επιλεγμένο γεύμα με ρύζι και ψητά κρέατα, χωρίς ίχνος σαλάτας και γαλακτοκομικών, χαλαρώνω στην ανατολίτικη, ήρεμη, πολυτελή ατμόσφαιρα του ξενοδοχείου Mena House, παρατηρώντας τους μελαχρινούς, ευρωπαϊκά ντυμένους αραβόφωνους μουσουλμάνους και τις στρουμπουλές γυναίκες τους, που γνωρίζουν κι άλλες γλώσσες, όπως Αγγλικά και Γαλλικά. Διαπιστώνω πως, πέρα από τους λίγους πλούσιους και τους πολλούς φτωχούς γεωργούς που ζουν στην ύπαιθρο, υπάρχει μια μεγάλη αστική τάξη, καθώς η οικονομία της Αιγύπτου στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό, πέρα από τις καλλιέργειες βαμβακιού και ζαχαροκάλαμου, το πετρέλαιο και το κάρβουνο. Μετά από δύο ημέρες στο πολύβουο Κάιρο, το εγκαταλείπω με ευχαρίστηση για το νοτιότερο σταθμό της δεκαήμερης εκδρομής, την ονειρική όαση του Ασουάν (Aswan). Από το αεροπλάνο κοιτώ με δέος την τεράστια έρημο που σκίζει για χιλιόμετρα ο ζωοδότης ποταμός Νείλος και τις πόλεις που βρίσκονται στις όχθες του. Φτάνοντας, ερωτεύομαι το τοπίο του Ασουάν με τις αντιθέσεις του. Μακριά διακρίνονται τα γυμνά βουνά, πιο κοντά φτάνει η κίτρινη έρημος που σταματάει στις πράσινες ακτές, ενώ ο ουρανός είναι γαλανός (σε αντίθεση με αυτόν του Καΐρου). Στο κέντρο του ποταμού βρίσκεται το νησί Ελεφαντίνη (Elephantine island) –το μεγαλύτερο της περιοχής– με τις φοινικιές, τους μικρούς ναούς και το πολυτελέστατο ξενοδοχείο Moevenpick – αν και εγώ προτιμώ το Old Cataract που βρίσκεται σε μια καμπή του Νείλου. Στη βαρκάδα με τις φελούκες, τις μακρόστενες βάρκες με τα άσπρα πανιά και τους σκουρόχρωμους συμπαθέστατους Νούβιους, επισκέπτομαι τον πανέμορφο Βοτανικό Κήπο (Botanical Gardens) στο νησί Μπουστάν (Bustan) και το μαγευτικό μαυσωλείο του διάσημου Αγά Χαν (Aga Khan Mausoleum) πάνω σ’ ένα ύψωμα της ερήμου, απ’ όπου αγναντεύει τον τόπο που τόσο αγάπησε ο πάμπλουτος αυτός κάτοικος του Ασουάν. Την επομένη μέρα πετάω για το γαλήνιο Αμπού Σιμπέλ (Abu Simbel). Από το αεροπλάνο, η ομώνυμη χερσόνησος φαίνεται σαν απόκοσμος πίνακας, με έντονα το κίτρινο της ερήμου, το γαλάζιο του Νείλου και το πράσινο της ελάχιστης βλάστησης. Εδώ, στην ξερή γη της Νουβίας (Nubia), μου κόβεται η ανάσα από τον –προστατευμένο από την Ουνέσκο– εντυπωσιακότατα λαξεμένο ναό με τα πιο καλοδιατηρημένα και πιο μεγάλα αγάλματα του βασιλιά Ραμσή του Β΄. Επιστρέφοντας στο Ασουάν, επιβιβάζομαι με λαχτάρα στο κρουαζιερόπλοιο με το οποίο, κατευθυνόμενη βόρεια, θα επισκεφθώ σε πέντε ημέρες τα σημαντικότερα μνημεία ενός πολύ μεγάλου πολιτισμού. Μέσα από το πλοίο, συγκρατώ τρυφερές εικόνες από τις όχθες του Νείλου, όπως άντρες να καλλιεργούν, γυναίκες να βγάζουν νερό από τα πηγάδια, παιδιά να κολυμπούν και να χαιρετούν, βόδια να σέρνουν ξύλινα άροτρα, κουρασμένα γαϊδουράκια να κουβαλούν τους σκυμμένους αναβάτες τους, αλλά και φελούκες φορτωμένες με υλικά οικοδομών και φρούτα να κυλούν στα ήρεμα νερά του ποταμού. Κάθε βράδυ, την ώρα του ηλιοβασιλέματος που η έρημος παίρνει φωτιά και οι μαβιές αποχρώσεις σβήνουν την τρυφερή ζέστη της άνοιξης, αναλογίζομαι τα θαύματα που βλέπω στις κοντινές όχθες. Οι μαγικές εικόνες συμπληρώνονται κάθε μέρα από κάποιον ακόμα ωραιότερο ναό και ταφικό μνημείο, όπως τον Κομ Όμπο (Kom Ombo), που είναι αφιερωμένος στο θεό-γεράκι Ώρο, με τα υπέροχα
ανάγλυφα που δείχνουν λεπτομερώς τη ζωή των Αιγυπτίων, και τον Εντφού (Edfu) –αφιερωμένο και πάλι στο θεό Ώρο ως προστάτη της βασιλικής εξουσίας– με το καλοδιατηρημένο περιστύλιο και τις ωραιότατες επιγραφές. Η εμπειρία του φράγματος της Έσνα (Esna) είναι μοναδική, καθώς ανοίγει ο υδατοφράχτης και τα νερά σηκώνουν με τον όγκο τους το καράβι και το περνούν πάνω από τον υδατοφράχτη! Σαν κάποιος να παίζει με το καραβάκι του και να διασκεδάζει με τους επιβάτες, που παρακολουθούν εμβρόντητοι από τα καταστρώματα την ελεγχόμενη περιπέτεια. Το κορυφαίο και ίσως πιο τουριστικό μνημείο της χώρας –μετά τις πυραμίδες–, το Λούξορ (Luxor), η πιο διάσημη νεκρόπολη της αρχαίας Αιγύπτου και γνωστή ως αρχαίες Θήβες, δικαίως γοητεύει με τους λαξευτούς ναούς και το δάσος από ανάγλυφες κολόνες, τους κίονες σε σχήμα λωτού και τα μεγαλοπρεπή αγάλματα του βασιλιά Ραμσή. Η άγρια, απόκοσμη, χωμάτινη κοιλάδα που αγκαλιάζει σφιχτά το ναό της Χατσεπσούτ (Hatshepsut) με ξαφνιάζει. Οι πέτρινες Σφίγγες και τα κριάρια του ναού του Καρνάκ (Karnak) με οδηγούν στους θαυμαστούς οβελίσκους και για άλλη μια φορά με μεταφέρουν στο μυστηριώδες παρελθόν βασιλιάδων, που έζησαν πριν χιλιάδες χρόνια αλλά κατάφεραν πραγματοποιώντας τη ματαιοδοξία τους να μείνουν στη μνήμη όλων. Στην πόλη του Καρνάκ, η πολύχρωμη αγορά με τα απλά καφενεδάκια και τους ναργιλέδες, τα εργαστήρια αλάβαστρου, τα μαγαζιά με τις κελεμπίες, τα λαίμαργα υγρά μαύρα μάτια των Αιγυπτίων, οι αμανέδες και ένα γεύμα στο πολυτελές αποικιακού στιλ ξενοδοχείο Οld Winter Palace Hotel με επαναφέρουν στον αιώνα μας. Σε όλη τη διάρκεια αυτού του συγκλονιστικού και οικονομικού ταξιδιού, απολαμβάνω εικόνες από αρχαία μνημεία, φύση, και τη ζωή στην ύπαιθρο ενός παλαιότερου αιώνα. Το μόνο που στερούμαι είναι τα λαχανικά και τα γαλακτοκομικά, καθώς είμαι πάντα πολύ προσεχτική στις διατροφικές επιλογές μου στην Αίγυπτο. Γεύομαι βέβαια εξαιρετικά πιάτα από κρέας με μυρωδάτα μπαχαρικά και φαλάφελ (τηγανητούς ρεβιθοκεφτέδες) στο σκάφος ή σε υπερπολυτελή ξενοδοχεία, παρακάμπτοντας τους επικίνδυνους γευστικούς πειρασμούς της αγοράς. Επιστρέφοντας στο Κάιρο, κατευθύνομαι στην παραλιακή και κουρασμένη Αλεξάνδρεια (Alexandria). Οι πολυκατοικίες πάνω στη θάλασσα φαίνεται ότι είχαν κάποτε μια αίγλη που δεν έχουν πια. Τα θαυμάσια αρ ντεκό κτίρια που εγκαταλείφθηκαν από τους Έλληνες, τους Εβραίους και τους Αρμένιους είναι παραμελημένα και κατοικούνται πλέον από φτωχούς επαρχιώτες και σπανιότερα από Αιγύπτιους παραθεριστές. Το απλό, μικρό σπίτι του Καβάφη με συγκινεί, καθώς μου θυμίζει τον βαθύ και απαγορευμένο ερωτισμό της ποίησής του. Το παλάτι του Μοντάζα (Montaza Palace), με τους λευκοκόκκινους πύργους σε εκλεκτικιστικό στιλ και τους πανέμορφους κήπους με τις φοινικιές και τα λουλούδια, και το περίτεχνο τζαμί Abbas al Mursi, αποτελούσαν τις πιο ευχάριστες επισκέψεις στην κατά τα άλλα αδιάφορη πόλη, μέχρι που χτίστηκε η εντυπωσιακά μοντέρνα Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (New Library of Alexandria), από γυαλί και ατσάλι. Σε άλλο ταξίδι μου στην Αίγυπτο, μετά από σύντομη επίσκεψη στο Κάιρο, καταλήγω στο καταδυτικό διαμάντι της Ερυθράς Θάλασσας, το Σαρμ ελ Σιχ (Sharm el Sheikh). Η τουριστική πόλη με τα καλά ξενοδοχεία δεν έχει κανένα άλλο ενδιαφέρον πέρα από τον ωραιότερο βυθό σε απόσταση αναπνοής από την Ελλάδα. Εκεί, βουτώντας δύο τουλάχιστον φορές καθημερινά για πέντε μέρες, ζω ανάμεσα σε αμέτρητα πολύχρωμα ψάρια, κοράλλια και ναυαγισμένα πλοία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ασυγκράτητη ευτυχία παίρνει χρώμα στο βυθό. Ευτυχώς, Αίγυπτος δεν είναι μόνο το Κάιρο και η Αλεξάνδρεια!
MΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΙΟΡΔΑΝΙΑ (JORDAN) Εδώ, στη γη των Βεδουίνων και του Λόρενς της Αραβίας, βρίσκονται η μνημειώδης αρχαία πόλη Πέτρα, η σαγηνευτική κόκκινη έρημος Γουάντι ραμ με τα απόκρημνα πορφυρά βράχια, η βιβλική Νεκρά Θάλασσα και η Ερυθρά Θάλασσα με τον υπέροχο βυθό, σπουδαίες ελληνορωμαϊκές πόλεις, αραβικά μεσαιωνικά κάστρα και χριστιανικές εκκλησίες με πλούσια ψηφιδωτά. Η επίπεδη έκταση των 91.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με τα χαμηλά βουνά, τον Ιορδάνη ποταμό ως φυσικό σύνορο με τη Συρία και το Ισραήλ βορειοδυτικά, την ωραιότερη ίσως έρημο στο νότο και το Ιράκ στα ανατολικά, έχει 6,5 εκατομμύρια μουσουλμάνους και αραβόφωνους κατοίκους, που ντύνονται δυτικά, εκτός από τους ελάχιστους Βεδουίνους της ερήμου, που φορούν ακόμα τις παραδοσιακές λευκές κελεμπίες και τις κουφίγιες (ασπροκόκκινες μαντίλες). Υπάρχει επίσης σημαντικός χριστιανικός θύλακας στο Αμμάν και στη Μάνταμπα, όπου λειτουργούν ορθόδοξες εκκλησίες που ανήκουν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι είναι αρκετά φιλελεύθεροι, σχεδόν όσο στο Μαρόκο και στην Τυνησία. Πολλές κοπέλες μορφώνονται και εργάζονται, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, αν και η θέση της γυναίκας εξακολουθεί να βρίσκεται στο σπίτι (με την τηλεόραση να παίζει συνέχεια και με δυνατά την ένταση) και στα (συνήθως αρκετά) παιδιά της. Όπως σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες, ένας άντρας μπορεί να παντρευτεί μέχρι και τέσσερις γυναίκες αν συντρέχει σοβαρός λόγος, όπως αν αδυνατεί η σύζυγος να κάνει παιδιά ή αν έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Βέβαια ο σύζυγος θα πρέπει να δώσει προίκα στην οικογένειά της με το γάμο, να μπορεί να τη συντηρεί και να δώσει αποζημίωση σε περίπτωση που τη χωρίσει, όπως σε όλα τα μουσουλμανικά κράτη. Η γυναίκα σχεδόν ποτέ δεν χωρίζει τον άντρα της, ενώ η χωρισμένη πολύ σπάνια παντρεύεται ξανά, ακόμα και αν θέλει. Τα 2/3 του πληθυσμού αποτελείται από Παλαιστίνιους, που ήρθαν ως πρόσφυγες μετά τους πολέμους με το Ισραήλ το 1948 και το 1967. Εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι περισσότεροι από εκείνους που δουλεύουν στο δημόσιο τομέα είναι ιορδανικής καταγωγής. Οι αρχικά πρόχειροι καταυλισμοί έγιναν σπίτια και αργότερα ολόκληρες συνοικίες, σαν τα προσφυγικά στην Καισαριανή. Η ευρύτερη περιοχή θεωρείται μία από τις πιο παλιές στον κόσμο, καθώς κατοικείται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Από εδώ πέρασαν οι Σημίτες, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Πέρσες, ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, όλες οι δυναστείες των Αράβων, οι Σταυροφόροι, ο Ταμερλάνος και οι Οθωμανοί. Η Μεγάλη Βρετανία βοήθησε τους Ιορδανούς να διώξουν τους Τούρκους, ώστε να ελέγχει την περιοχή. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Άγγλοι έδωσαν την άδεια να έρθουν πολλοί Εβραίοι έποικοι στην περιοχή και πρωτοστάτησαν στη γέννηση του Ισραήλ το 1948. Τότε δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο κράτος της Υπεριορδανίας, με την ανατολική Ιερουσαλήμ και τη δυτική όχθη του Ιορδάνη, εδάφη που κέρδισε το Ισραήλ στον πόλεμο του 1967. Ο βασιλιάς έδιωξε αρκετούς Παλαιστίνιους το 1970, μετά από έναν σύντομο εμφύλιο που προκάλεσαν στο εσωτερικό της χώρας, συνετίζοντας τους υπόλοιπους. Η Ιορδανία απολαμβάνει ασφάλεια και σχετική ευημερία από το 1988, όταν αποσύρθηκε διοικητικά από τη δυτική όχθη, και ειδικά από το 1994, όταν υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το γειτονικό Ισραήλ. Έτσι άνοιξαν τα σύνορα –από την πλευρά της Ιορδανίας– και επισκέπτονται τη χώρα Ισραηλινοί τουρίστες. Όμως τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας είναι η έλλειψη νερού, καθώς τα υδάτινα αποθέματα ελέγχονται από το Ισραήλ, η ανεργία, που πλήττει περισσότερο τον παλαιστινιακό πληθυσμό, η θέση
της γυναίκας –που αν και φαίνεται πολύ καλύτερη από ό,τι σε άλλες μουσουλμανικές χώρες, δεν είναι– και το καθεστώς που είναι απολυταρχικό και πιο φιλοδυτικό από το λαό. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει αντιπολίτευση και ελευθερία του τύπου, όπως βέβαια στις περισσότερες αραβικές χώρες, σημαίνει ότι η δημοκρατία λειτουργεί όσο δεν θίγεται ο βασιλιάς, τα συμφέροντά του και οι φίλοι του. Στην Ιορδανία βλέπω φωτογραφίες του βασιλιά Αμπντάλα με πολιτικά, με στρατιωτικά, με τη σύζυγο και τα παιδιά του, ακόμα και με αθλητική περιβολή. Οι φωτογραφίες του υπάρχουν παντού, στο αεροδρόμιο, σε αυτοκίνητα, μέχρι και σε ημιτελή σπίτια. Δοξάζεται παντού σαν μικρός θεός και δεν επιτρέπεται κανένα σχόλιο γι’ αυτόν και τις επιλογές του. Όλη η πολιτική ζωή περιστρέφεται γύρω από το βασιλιά και η οικονομία της χώρας στηρίζεται στην ποτάσα, στα φωσφορικά άλατα, στον τουρισμό, στις διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις που βοήθησαν σε πολλούς προσφυγικούς καταυλισμούς και στη βοήθεια από τις ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία και τα Αραβικά Εμιράτα. Από την πρώτη μου επίσκεψη μπόρεσα να αφουγκραστώ την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Μέσης Ανατολής χάρη στο αξεπέραστο βιβλίο Οριενταλισμός, του Έντουαρντ Σαΐντ. Πρωτεύουσα είναι το Αμμάν (Amman), το οποίο, πέρα από τα δύο φτωχά Λαογραφικά Μουσεία δίπλα στο καλοδιατηρημένο αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο (Roman Theatre) και το Αρχαιολογικό Μουσείο στην ακρόπολη (Citadel) με τα ερείπια του ναού του Ηρακλή, την αριστοκρατική περιοχή Αμπντούν (Abdoun), το παλιό και το νέο παλάτι, δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Χαρακτηρίζεται από πυκνή δόμηση, άχαρα τετραώροφα κτίρια, ελάχιστους ουρανοξύστες, κάποια καλά ξενοδοχεία, πολλή κίνηση, θορυβώδη πολυκοσμία και αμέτρητα δορυφορικά πιάτα που χαρακτηρίζουν όλη τη Μέση Ανατολή. Μετά από ένα πλούσιο δείπνο (επιλέγοντας ανάμεσα στα εστιατόρια Kanzaman, Tannureen, Centro ή Romero) και διανυκτέρευση σ’ ένα από τα καλά ξενοδοχεία της πρωτεύουσας, όπως το μοντέρνο και καινούργιο Kempinski ή το Intercontinental που έχει ανατολίτικο χρώμα, επισκέπτομαι τη φημισμένη Πέτρα (Petra), Κατά τη διάρκεια της τετράωρης διαδρομής στην άδεια από αυτοκίνητα εθνική οδό, παρατηρώ το άνυδρο επίπεδο τοπίο με τους μικρούς λόφους και τα λίγα άγρια φαράγγια, στο οποίο συχνά εμφανίζονται από το πουθενά μικρά κοπάδια από κατσίκια και πρόβατα, καθώς οι μουσουλμάνοι δεν εκτρέφουν χοίρους. Προσπερνώντας τη μικρή πόλη της Πέτρας, με τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα τουριστικά καταστήματα, μπαίνω διψασμένη για ομορφιά κατευθείαν στον αρχαιολογικό χώρο. Το περπάτημα στο στενό φαράγγι των 1.200 μέτρων αποτελεί μοναδική εμπειρία. Η στενή είσοδος μέσα από τους πανύψηλους κόκκινους βράχους αποκαλύπτει δειλά και τρυφερά μια πόλη μαγικά λαξεμένη και χτισμένη σε μήκος εκατοντάδων μέτρων κόκκινης πέτρας. Οι μεγαλοπρεπείς προσόψεις τάφων ελληνορωμαϊκού ρυθμού που ξεπροβάλλουν από τους επιβλητικούς βράχους με τις απίστευτες αποχρώσεις του κόκκινου και του μοβ με καθηλώνουν. Όσο φτάνει η ματιά μου, απλώνεται η πέτρινη αίγλη που άφησαν ανεξίτηλα στο σύντομο πέρασμά τους τον 1ο αιώνα π.Χ. οι Άραβες μεγαλέμποροι Ναβαταίοι. Τουρίστες απαθανατίζουν ακατάπαυστα τη μνημειώδη πόλη, ενώ Βεδουίνοι πουλούν σουβενίρ, σερβίρουν τσάι στις τέντες και νοικιάζουν στολισμένες καμήλες για φωτογραφίες ή σύντομες βόλτες. Μετά από αρκετό περπάτημα, ανεβαίνω εκατοντάδες σκαλοπάτια για να φτάσω στην κορυφή των βράχων, στο μνημείο που ονομάζεται «μοναστήρι», και συνειδητοποιώ πόσο καλά κρυμμένη είναι η Πέτρα, καθώς από πουθενά δεν μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον πλούτο που κρύβουν τα γυμνά ψηλά κόκκινα βράχια. Αγναντεύοντας την ατελείωτη αγριάδα του τοπίου αισθάνομαι σαν σπουδαίος αρχαιολόγος που, μετά την ανακάλυψη ενός σπάνιου θησαυρού, απολαμβάνει το δρόμο που τον έχει φέρει ως εδώ. Πάντα ο δρόμος μού ασκεί μεγαλύτερη γοητεία από τον προορισμό.
Πέρα από αυτό το μοναδικό στον κόσμο μνημείο –ένα από τα αγαπημένα μου, μαζί με το Ανγκόρ στην Καμπότζη και το Μάτσου Πίτσου στο Περού–, απολαμβάνω τη διαμονή στο ανατολίτικης πολυτέλειας ξενοδοχείο Movenpick, που βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, αλλά και στα ξενοδοχεία Beit Zaman και Taybet Zaman, που μοιάζουν με πέτρινα οθωμανικά χωριά μέσα σε ήσυχους κήπους. Με την αίσθηση της δύναμης που ασκούν οι άνθρωποι πάνω στην άγρια ομορφιά της φύσης, συνεχίζω με τετρακίνητα αυτοκίνητα νοτιότερα για το Γουάντι Ραμ (Wadi Rum), την τεράστια ξερή κοίτη του ποταμού Ραμ. Εδώ απλώνεται η πανέμορφη κόκκινη έρημος, οι πορφυροί βράχοι και τα μικρά φαράγγια. Το τοπίο μοιάζει να κρύβει ακόμη τους Άραβες πολεμιστές και τον Λόρενς της Αραβίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν φιλοξενεί πλέον παρά μόνο συμπαθητικούς Βεδουίνους που προσφέρουν τσάι στους τουρίστες κάτω από τις χαρακτηριστικές μαύρες τέντες, φτιαγμένες από μαλλί κατσίκας. Εκεί, στους αμμόλοφους που έχουν το χρώμα της σκουριάς, αφήνω τη ζέστη που αναδύεται από τη γη να γαληνέψει την ψυχή μου. Οι καμηλιέρηδες με συνοδεύουν στη λικνιστή βόλτα με τα άσχημα ψηλά ζώα, στην εμπειρία λήθης μέσα στην πιο μεθυστική μαβιά ατμόσφαιρα. Την ώρα του ηλιοβασιλέματος, την κόκκινη ώρα που καταπίνει όλη την ένταση της ημέρας, νιώθω σαν ένας κόκκος άμμου στην απεραντοσύνη της ερήμου και συνειδητοποιώ γιατί οι Βεδουίνοι δεν αφήνουν τη γη τους για μια άλλη, πιο εύκολη ζωή. Σε άλλο ταξίδι, έχω την τύχη να διανυκτερεύσω σε σκηνές εδώ, στην έρημο της Ιορδανίας, το δεύτερο ωραιότερο αξιοθέατο μετά την Πέτρα. Αν και δεν συνηθίζω να διανυκτερεύω στην ύπαιθρο, εντυπωσιάζομαι από την απόλυτη ησυχία, τον πλούσιο, έναστρο ουρανό αλλά και το κρύο που αγγίζει την αποκαμωμένη από τη ζέστη έρημο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Σε άλλα ταξίδια στη χώρα, έχοντας περισσότερο χρόνο, συνεχίζω μέχρι το νοτιότερο άκρο, μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα (Red Sea). Η πόλη Άκαμπα (Aqabah), με τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα εστιατόριά της, τη μικρή παραλία και το κάστρο, τον λιγότερο ενδιαφέροντα βυθό στην Ερυθρά Θάλασσα, με αφήνει σχετικά αδιάφορη. Επιστρέφοντας στο Αμμάν, κάνω μια σύντομη στάση στο πελώριο φρούριο Κάρακ (Karak) των Σταυροφόρων και διανυκτερεύω σε ένα από τα καλά ξενοδοχεία της Νεκράς Θάλασσας (Dead Sea), η οποία βρίσκεται 350 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, που είναι το χαμηλότερο σημείο της γης. Η θάλασσα ονομάζεται νεκρή επειδή δεν ζουν καθόλου ψάρια σ’ αυτήν, λόγω της υπερβολικής ποσότητας αλατιού. Για τον ίδιο λόγο δεν μπορώ να κολυμπήσω, αλλά μόνο να επιπλεύσω. Όταν μπαίνω στο νερό, νιώθω σαν να κάθομαι σε ξεφουσκωμένο στρώμα θαλάσσης. Μετά από αυτή τη μοναδική εμπειρία, αλείφομαι με μαύρη λάσπη αργίλου από τη Νεκρά Θάλασσα. Ανανεωμένη από το spa, κινούμαι βόρεια μέσα από την άνυδρη επίπεδη γη. Στη θέα των άγριων τοπίων από το λόφο Νέμπο (Nebo), στον οποίο δεσπόζει το μοναστήρι των Φραγκισκανών με τα αναπαλαιωμένα πρωτοχριστιανικά ψηφιδωτά, και από την άνυδρη κοιλάδα Γουάντι Ματζίμπ (Wadi Mujib), σκέφτομαι πως η αγιοσύνη ταιριάζει με την υλική γύμνια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην ευρύτερη περιοχή γεννήθηκαν οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες. Στη σύντομη στάση στον ελληνικό ναό του Αγίου Γεωργίου της πόλης Μάνταμπα (Madaba), θαυμάζω το μοναδικό στον κόσμο ψηφιδωτό με τους Αγίους Τόπους και μαθαίνω ότι η ορθόδοξη εκκλησία έχει ιδρύσει 13 ιδιωτικά σχολεία και 40 ενεργούς ναούς, και ότι ο χριστιανικός θύλακας αποτελεί το 6% του πληθυσμού. Η επίσκεψη στην καλοδιατηρημένη πόλη Ιέρασα (Jerash), με το ωραίο θέατρο σαν το αθηναϊκό Ηρώδειο, την πλακόστρωτη λεωφόρο και τον επιβλητικό ναό της Αρτέμιδος, μου θυμίζει το μεγαλοπρεπές πέρασμα των Ρωμαίων. Οι δε βυζαντινές εκκλησίες με τα πλούσια ψηφιδωτά τους που δεσπόζουν στο
χώρο δείχνουν την επιβολή του Χριστιανισμού στην παλιά πολυθεϊστική θρησκεία. Βορειοανατολικά του Αμμάν, περνάω από πολλά κάστρα που βρίσκονται στην έρημο, μα πιο ενδιαφέρον βρίσκω το τετράγωνο, χτισμένο από μπεζ πωρόλιθο, διώροφο κάστρο Καρανέ (Karaneh) και το μικρό Άμρα (Amra), που είναι ζωγραφισμένο εσωτερικά με σύμβολα αστρολογίας και γυναίκες να κάνουν μπάνιο σε χαμάμ, κάτι πολύ σπάνιο για μουσουλμανική χώρα, αφού απαγορεύονται οι απεικονίσεις ανθρώπων και ζώων. Το κάστρο Άμρα αποτελεί δικαίως το δεύτερο μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο στην Ιορδανία μετά την Πέτρα, λόγω της μοναδικότητάς του. Πέρα από τα αξιοθέατα, πάντα απολαμβάνω την καθαρή και νόστιμη κουζίνα της Ιορδανίας. Τα καλοψημένα κρεατικά (από αρνί και κατσίκι), η ελιά, η ντομάτα και η αραβική πίτα βρίσκονται ακόμη και στο χειρότερο ταβερνάκι σε όλη τη Μέση Ανατολή, ενώ στα πιο καλά εστιατόρια γεύομαι την ενδιαφέρουσα λιβανέζικη κουζίνα με τα διάσημα μανσάφ (ρύζι με αρνί), χούμους (ρεβιθοσαλάτα) και φαλάφελ (ρεβιθοκεφτέδες), αλλά και διεθνή κουζίνα σε μέτρια εκτέλεση. Μόνο καταναλωτικά δεν εκτονώνομαι ποτέ στη χώρα, καθώς οι αγορές περιορίζονται σε φυσικά καλλυντικά από άργιλο της Νεκράς Θάλασσας, σε λίγα παραδοσιακά κεντητά των Βεδουϊνων και στα ψηφιδωτά, που μπορεί να βρει κανείς σε ελάχιστα καταστήματα. Το παζάρι του Αμμάν απέναντι από το ρωμαϊκό θέατρο είναι το λιγότερο γραφικό που έχω δει σε μουσουλμανική χώρα και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον. Η εποχή των ταξιδιών μου στην Ιορδανία είναι συνήθως η άνοιξη, για να αποφεύγω την αποπνικτική ζέστη της Μέσης Ανατολής το καλοκαίρι αλλά και τις λιγοστές βροχές του χειμώνα. Στα πασχαλινά ταξίδια μου, σ’ έναν από τους ορθόδοξους χριστιανικούς ναούς του Αμμάν, ζω την κατάνυξη της εύπορης χριστιανικής μειονότητας σε μια μουσουλμανική χώρα. Εκτός από το ότι όλοι ψέλνουν σε Αραβικά και Ελληνικά με τα κεριά στα χέρια, με το τέλος της λειτουργίας συνοδεύουν στην αυλή τούς μαυροφορεμένους ιερείς που χτυπούν παλιές ξύλινες καμπάνες και παραμένουν αρκετή ώρα μετά το Χριστός Ανέστη. Μα από όλα τα ταξίδια μου στον οικονομικό και γοητευτικό αυτό προορισμό, ρουφώ ξανά και ξανά την αποχαυνωτική γαλήνη της ερήμου και τη θαυμαστή εικόνα της Πέτρας.
ΣΥΡΙΑ (SYRIA) Στο σταυροδρόμι της Ανατολής και της Δύσης, θαυμάζω σαγηνευτικά μουσουλμανικά τζαμιά, μεντρεσέδες, χαμάμ, σκεπαστές δαιδαλώδεις αγορές με έντονη ατμόσφαιρα ανατολίτικου παραμυθιού, χριστιανικές εκκλησίες και μοναστήρια, αρχαίες ρωμαϊκές πόλεις και το μαγευτικό μνημείο της Παλμύρας στην έρημο. Η έκταση της Συρίας δεν ξεπερνάει τα 185.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Βόρεια συνορεύει με την Τουρκία, ανατολικά με το Ιράκ, νότια με την Ιορδανία και το Ισραήλ, ενώ δυτικά με το Λίβανο. Χωρίζεται σε τέσσερις γεωγραφικές ζώνες. Η νοτιοανατολική περιοχή της καλύπτεται από έρημο. Στο κέντρο της χώρας, η εύφορη γη καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα της και εδώ καλλιεργούνται σχεδόν τα πάντα, χάρη σε γεωτρήσεις και στα ποτάμια που ξεκινούν δυτικότερα, από τα βουνά, τα οποία τη χωρίζουν από το Λίβανο και την ακτογραμμή των 180 χιλιομέτρων. Ο πληθυσμός φτάνει τα 20 εκατομμύρια, από τους οποίους το 85% είναι μουσουλμάνοι, ενώ το 15% χριστιανοί. Η οικονομία είναι αγροτική, αν και στηρίζεται στο πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, τα φωσφορικά άλατα, την ελαφρά βιομηχανία, τον τουρισμό και τα εμβάσματα από χιλιάδες Σύριους που έχουν μεταναστεύσει και εργάζονται σκληρά στο εξωτερικό και δη στη Νότια Αμερική. Η επίσημη γλώσσα είναι η αραβική και αποτελεί το μόνο πρόβλημα που συναντώ, καθώς οι περισσότεροι όμορφοι και φιλόξενοι κάτοικοι της χώρας δεν γνωρίζουν Αγγλικά ή Γαλλικά. Εδώ άφησαν σπουδαίο πολιτισμό οι Χετταίοι ή Χιττίτες, οι Σουμέριοι, οι Φοίνικες, οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου Σελευκίδες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Πέρσες και οι Άραβες με τη μεγάλη δυναστεία των Ουμαγιά, που είχαν πρωτεύουσα τη Δαμασκό τον 7ο και 8ο αιώνα. Τον 16ο αιώνα, οι Οθωμανοί κατέκτησαν τη Συρία που τότε περιλάμβανε στα εδάφη της την Ιορδανία, το Λίβανο, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη και βέβαια τη σημερινή Συρία. Οι Γάλλοι πήραν τον έλεγχο της χώρας το 1920 και την περιόρισαν στα σημερινά της σύνορα με την απόσχιση του Λιβάνου. Οι αγώνες για ανεξαρτησία ευοδώθηκαν το 1943, αλλά ακολούθησε πολιτική αστάθεια. Από το 1963 –με μικρά διαλείμματα– την εξουσία διατηρεί το μοναδικό κόμμα Μπαθ (της μουσουλμανικής μειονότητας των Αλουϊτών), παραχωρώντας προνόμια στις μειονότητες (χριστιανούς και σιίτες μουσουλμάνους). Το 1967, στον πόλεμο των 6 ημερών, η χώρα έχασε τα υψίπεδα του Γκολάν από το Ισραήλ και τα διεκδικεί μέχρι σήμερα, έχοντας ακόμη ιδιαίτερα τεταμένες σχέσεις με τη γείτονα χώρα. Το 1982, η κυβέρνηση διέλυσε το εκτός νόμου κόμμα Μουσουλμανική Αδελφότητα και εξόντωσε 25.000 κατοίκους της πόλης Χαμάς, που το υποστήριζαν. Κατά τα άλλα, η χώρα είναι από τις πιο ασφαλείς στον κόσμο και αρκετά φτηνή. Η πλούσια ιστορία είναι έκδηλη ακόμη και στην πρωτεύουσα Δαμασκό (Damascus). Η Δαμασκός είναι μια από τις πιο παλιές πόλεις. Κατοικείται αδιάλειπτα για 7.000 χρόνια και αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Με μαγεύουν τα παλιά μέγαρα με τις εσωτερικές αυλές τους, όπως το πανέμορφο μέγαρο Αζέμ που λειτουργεί ως λαογραφικό μουσείο, οι παραδοσιακοί καφενέδες μιας άλλης εποχής, όπως το Al Noufara Café, εξαιρετικά εστιατόρια σαν το Umayyad Palace Restaurant, πολυτελή ξενοδοχεία όπως το μοντέρνο Sheraton και το Cham Palace που έχει ανατολίτικη ατμόσφαιρα, το γραφικό παζάρι αλ Χαμιντίγια (Souk al Hamidiya) και δεκάδες εξαίσια τζαμιά, με επιβλητικότερο το τεράστιο τέμενος των Ουμαγιά (Umayyad Mosque). Εδώ όπου προσεύχονται σιίτες και σουνίτες, μπαίνω με δανεικό ράσο από τον υπεύθυνο για την είσοδο στο τζαμί, μια που το κεφαλομάντιλο δεν θεωρείται αρκετό για την ιερότητα του χώρου. Στη συνέχεια επισκέπτομαι το ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο της Αντιόχειας, που βρίσκεται εδώ από τον 14ο αιώνα, το πέτρινο υπόγειο παρεκκλήσι του Αγίου Ανανία (St. Ananias Chapel), ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μουσεία της ευρύτερης περιοχής (Archaeological Museum), και διασχίζω την Ευθεία Οδό (Via Recta)
με τα καλύτερα καταστήματα λαϊκής τέχνης της πόλης. Φορώντας περήφανα το παλαιστινιακό μου μαντίλι, δοκιμάζω το φημισμένο παγωτό καϊμάκι με φρεσκοτριμμένο φιστίκι στο διάσημο μαγαζί Bagdash μέσα στη σκεπαστή αγορά, πίνω καφέ καπνίζοντας ναργιλέ στο αγαπημένο μου παραδοσιακό καφενείο που βρίσκεται πίσω από το τζαμί των Ουμαγιά, φλερτάρω ένα ακόμα δαμασκηνό μπροκάρ γιλέκο, δειπνώ σε εστιατόριο στην παλιά πόλη, ανεβαίνω με το αυτοκίνητο στο λόφο Κασιούν (Qasiun) διασχίζοντας τις καλύτερες συνοικίες κι αποχαιρετώ τρυφερά τη Δαμασκό. Μα ο έρωτας γεννιέται σε όλους στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, στο Αλέπο (Aleppo), που αποτελεί επίσης μέρος της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο από το 1993. Όλη η μπεζ πόλη είναι ένα μνημείο με τα καραβάν σεράι, τα παραδοσιακά χαμάμ, τα καλόγουστα μικρά ξενοδοχεία, τους ναούς των Δρούζων (μουσουλμανική μειονότητα), των καθολικών, των ελληνορθόδοξων και των Αρμένιων, και το σπουδαίο Αρχαιολογικό Μουσείο (Archaeological Museum). Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ανατολίτικες αγορές απλώνεται ολόγυρα της περιτοιχισμένης ακρόπολης (Citadel) που δεσπόζει πάνω στο λόφο στο κέντρο της παλιάς πόλης: σαπούνια, φιστίκια, γλυκά, κοσμήματα, κεντητά υφάσματα, χαλιά, αρώματα, μπαχαρικά, άφθονο τσάι με ναργιλέ, φορτωμένα κάρα και ευγενικά χαμόγελα από τους άντρες με τις κελεμπίες και τις ασπροκόκκινες κουφίγιες (κεφαλομάντιλα), αλλά και πολλές γυναίκες με καλυμμένο το κεφάλι. Εδώ, μέσα στο ρομαντισμό που πλανάται στον αέρα και στους ήχους των μουεζίνηδων που καλούν τους πιστούς σε προσευχή, εκτονώνομαι πάντα αγοραστικά σε πολύχρωμα και καλαίσθητα κεντητά, σαπούνια και σιροπιαστά γλυκά με άφθονο φιστίκι, κάνοντας στάση για αρνίσιο κεμπάπ ή νοστιμότατα κουλούρια στους πλανόδιους της αγοράς. Αν έχω χρόνο, περπατώ από το κοντινό ξενοδοχείο Sheraton όπου διαμένω, μέχρι την πλατεία Αλ Χατάμπ (Al Hatab) με τα καλά καταστήματα τουριστικών ειδών και απολαμβάνω ένα γεύμα στα ρομαντικά, πολυτελή αλλά οικονομικά εστιατόρια Sissy ή Cantara. Μετά επισκέπτομαι το χαμάμ Salhia για δύο τουλάχιστον ώρες εξαγνιστικού πλυσίματος και χαλάρωσης, ειδικά αν δεν έχω προλάβει το πολυτελές Muna της Δαμασκού, ενώ στους άντρες προτείνω πάντα το Nasri. Τέλος, πίνω μια μπύρα χωρίς αλκοόλ στο ιστορικό μπαρ του κουρασμένου αλλά με ένδοξο παρελθόν ξενοδοχείου Baron, καθώς έχουν μείνει εδώ η Άγκαθα Κρίστι και ο Λόρενς της Αραβίας. Την επόμενη ημέρα επισκέπτομαι τα ερείπια του θαυμαστού ναού του Αγίου Συμεών του Στηλίτη (Simeon Stylites Church) και τα ερείπια του προχριστιανικού ναού Άιν Ντάρα (Ain Dara) των αρχαίων Χιττιτών, που αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία εκτός πόλης. Η τρίτη μεγαλύτερη πόλη είναι η γραφική Χομς (Homs). Τα ωραιότερα αξιοθέατα εδώ είναι το λευκό μαυσωλείο και τζαμί Χαλίντ ιμπν αλ Βάλιντ (Khaled ibn al Walid Mosque) των Μαμελούκων Τούρκων, το τεράστιο πέτρινο μέγαρο (Azze Hrawe) –της ίδιας εποχής (του 1908)– που λειτουργεί ως Λαογραφικό Μουσείο, η μικρή ορθόδοξη εκκλησία της Ζώνης της Παναγιάς (Church of the Girdle of our Lady), φτιαγμένη από γκρίζα πέτρα, και το γραφικό σκεπαστό παζάρι. Ο αρχαιολογικός χώρος της Απάμια (Apameia), με τη διπλή εντυπωσιακότατη κιονοστοιχία, θεωρείται σπουδαίος, αλλά κρύβεται στη σκιά της ονειρικής πόλης Παλμύρα (Palmyra) του 2ου αιώνα μ.Χ. Η Παλμύρα, ένα από πιο συγκλονιστικά μνημεία της αρχαιότητας, χτισμένη δίπλα σε μια όαση με χουρμαδιές, μαγεύει με το δρόμο με τις εκατοντάδες κολόνες, τον επιβλητικότατο ναό του Βαάλ (Temple of Vaal), τους ανυπέρβλητους τάφους, το θέατρο, τα λουτρά και το σπουδαίο μουσείο. Η ώρα του ηλιοβασιλέματος είναι η πιο μαγική στιγμή της εκδρομής, και με κάνει να χάσω την αίσθηση του χρόνου και να φανταστώ τη βασίλισσα Ζηνοβία να αντιστέκεται με θράσος στην υπερδύναμη των Ρωμαίων. Αφού παρακολουθήσω σε μια μεγάλη, ζεστή, πολύχρωμη τέντα χορό και τραγούδι από τους Βε-
δουίνους που ζουν στην περιοχή, διανυκτερεύω στο πιο κοντινό στα μνημεία πολυτελές ξενοδοχείο Dedeman, από όπου, την ώρα του πρωινού, ρίχνω τις τελευταίες κλεφτές ματιές στην αρχαία επιβλητική πόλη. Με λύπη την εγκαταλείπω, διασχίζοντας την άδεια από αυτοκίνητα λεωφόρο της ερήμου, για την πόλη Χαμά (Hama). Εδώ που έγινε το μακελειό το 1982, όταν η Συρία βυθίστηκε σε κλίμα εμφυλίου πολέμου, φωτογραφίζω κάποιους από τους υπέροχους και καλοσυντηρημένους ξύλινους νερόμυλους που έστελναν νερό για αιώνες στις πλούσιες καλλιέργειες, αποτελώντας σημεία αναφοράς πάνω στον ποταμό Ορόντη (Orontes). Κατά τη διάρκεια της εκδρομής, αποκαλύπτονται κάστρα Σταυροφόρων, με μεγαλοπρεπέστερο το Κάστρο των Ιπποτών (Crac des Chevalliers). Όσα κάστρα κι αν έχω δει, εδώ ανασταίνονται πολλές εικόνες από ταινίες εποχής με άγριες μάχες για την κατάκτησή του, καθώς βρίσκεται στην κορυφή ενός βουνού από όπου μια εισβολή εχθρικών καβαλάρηδων θα γινόταν αμέσως αντιληπτή από μακριά. Κοντά στο κάστρο θαυμάζω τα εικονοστάσια της παλιάς και της νέας εκκλησίας στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Ακούγοντας τη μελωδική φωνή της Λιβανέζας τραγουδίστριας-συμβόλου Φέιρουζ (Feirouz) σε ψαλμωδίες της Μεγάλης Εβδομάδας, φτάνω με το αυτοκίνητο στη Μααλούλα (Maalula). Αφού διασχίσω ένα υπέροχο στενό φαράγγι 500 μέτρων, καταλήγω στο ναό της Αγίας Θέκλας (St. Thekla) με τη θαυματουργή εικόνα που επισκέπτονται χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Πολύ κοντά σ’ αυτόν το ναό επισκέπτομαι με σπάνια κατάνυξη το μικρό μοναστήρι της Σεντνάγια (Saydnaya) για την επίσης θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς, που θεωρείται ότι φιλοτεχνήθηκε από τον Άγιο Λουκά. Εδώ συνειδητοποιώ την αρμονία με την οποία ζουν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, μειοψηφίες και πλειοψηφίες. Παντού στη Συρία, τζαμιά και εκκλησίες βρίσκονται δίπλα-δίπλα, ενώ μουεζίνηδες και καμπάνες καλούν τους πιστούς χωρίς να αντιδρά κανείς. Μα γιατί με ξάφνιασε τόσο πολύ κάτι απολύτως φυσιολογικό; Μάλλον επειδή η αρμονική συνύπαρξη σπανίζει στις μέρες μας, και στην Ευρώπη αλλά και στην υπόλοιπη Μέση Ανατολή. Τέλος, νότια, κοντά στα σύνορα με την Ιορδανία, τα ερείπια από μαύρο βασάλτη της ρωμαϊκής πόλης Μπόσρα (Bosra) και το πιο καλοδιατηρημένο θέατρο της χώρας μέσα στο αραβικό κάστρο συμπληρώνουν την οπτασία της Συρίας. Της χώρας όπου ζουν ισότιμα και με ασφάλεια χιλιάδες χριστιανοί ανάμεσα σε εκατομμύρια μουσουλμάνους, όπως αναφέρεται καλύτερα από οπουδήποτε αλλού στο κορυφαίο βιβλίο Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου, του Ουίλιαμ Νταλρίμπλ.
ΙΣΡΑΗΛ (ISRAEL) Στους Αγίους Τόπους, εκεί που γεννήθηκαν οι δύο από τις τρεις σημαντικότερες μονοθεϊστικές θρησκείες (ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός), θα ήθελα να πάω για πολλούς λόγους. Θα ήθελα να δω τα χριστιανικά και μουσουλμανικά μνημεία αιώνων στην Ιερουσαλήμ, όπως το Λόφο των Ελαιών, τους τάφους των Πατριαρχών, τη μονή του Αγίου Θεοδοσίου και του Αγίου Σάββα, τις εκκλησίες της Γεννήσεως, των Ποιμένων, της Κοίμησης και του Αγίου Γεωργίου, το ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, τον Πανάγιο Τάφο και βέβαια τα σημαντικότερα τζαμιά που ακόμα υπάρχουν, πέρα από τα πολλά εβραϊκά αξιοθέατα, όπως τα σύγχρονα συνεταιριστικά χωριά «κιμπούτς» και το Σάφεδ, το κέντρο του εβραϊκού μυστικισμού Καμπάλα. Ίσως η εμπορευματοποίηση των μνημείων και οι εξαντλητικοί έλεγχοι να μου στερήσουν τη μαγεία, αλλά τουλάχιστον θα κερδίσω τις εικόνες. Μέχρι τώρα δεν κατάφερα να πάω στο Ισραήλ, δεδομένου ότι συνήθως έχω στο διαβατήριό μου μια σφραγίδα εισόδου από την Περσία, τη Συρία ή το Αφγανιστάν, κάτι που θεωρείται απαγορευτικό για την είσοδό μου στη χώρα. Διαβάζοντας την Ανταπόκριση από τη Ραμάλα, της Αμίρα Χας, και το κόμικ Palestine (Παλαιστίνη), του Τζόε Σάκο, κάποια στιγμή, με καινούργιο διαβατήριο, θα το επισκεφθώ και θα σας το περιγράψω.
ΚΑΤΑΡ (QATAR) Η χώρα του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, του μεγάλου αραβικού καναλιού Αλ Τζαζίρα και της επίπεδης, αιώνια άνυδρης και άγονης γης, είναι η πιο αδιάφορη απ’ όλες όσες έχω επισκεφθεί στα εκατοντάδες ταξίδια μου. Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι ήταν και το Ντουμπάι πριν από 20 χρόνια. Η επίπεδη έκταση των 11.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, χωρίς πράσινο αλλά ούτε ιδιαίτερα όμορφη έρημο, βρίσκεται στην καρδιά του Αραβικού κόλπου, απέναντι από την Περσία. Φιλοξενεί 500.000 κατοίκους, από τους οποίους το 1/3 είναι ξένοι που πληρώνονται πολύ καλά για να ζουν και να εργάζονται εδώ. Οι αυτόχθονες είναι μουσουλμάνοι και η επίσημη γλώσσα είναι η αραβική, ενώ σχεδόν όλοι γνωρίζουν καλά Αγγλικά. Οι ντόπιοι ζουν στην ευδαιμονία του πετρελαίου, με παροχές από το κράτος, και όσοι ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια Αλ Ντάνι –που κατέχει την πολιτική εξουσία– απολαμβάνουν καλές διοικητικές θέσεις και χλιδή. Αν και η οικονομία της χώρας ανθίζει από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αργά και σταθερά δημιουργείται και τουριστική υποδομή. Πριν από την ανακάλυψη του πετρελαίου το 1970, όπως και στα Αραβικά Εμιράτα, επικρατούσε φτώχια, ενώ δεν υπήρχαν καν σχολεία και νοσοκομεία. Πρωτεύουσα είναι η περιποιημένη και καθαρή αλλά άχαρη Ντόχα (Doha), με τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα συμπαθητικά εμπορικά κέντρα, τον ιππόδρομο και τις καμηλοδρομίες, την ψαραγορά με ψάρια που δεν συναντώ στην Ευρώπη, τη μικρή, σπάνια αγορά των γερακιών και μια δενδροφυτεμένη παραλιακή λεωφόρο που ξεχωρίζει την άνυδρη γη. Κάνω μια σύντομη επίσκεψη στο Εθνικό Μουσείο (National Museum) και το Ισλαμικό Μουσείο (Islamic Art Museum). Παρατηρώ τη ζωή των πλουσίων γυναικών που, όπως φαίνεται, δεν απολαμβάνουν κάτι άλλο πέρα από αγορές. Οι δε άντρες, ντυμένοι με λευκές κελεμπίες, ασχολούνται με τα άλογά τους, τα ακριβά τους αυτοκίνητα, τα νέα τους ρολόγια και τα πανάκριβα κυνηγετικά γεράκια τους. Συνειδητοποιώ πως οι Άραβες στα πλούσια από πετρέλαιο κράτη είναι και δείχνουν πολύ υπερήφανοι που είναι Άραβες. Στα ξενοδοχεία προσφέρονται τα πάντα: διεθνής και λιβανέζικη κουζίνα, καλός καφές και ναργιλές, ιδροκόπημα στα γυμναστήρια και στα κλαμπ στα οποία κυκλοφορούν πολλά κορίτσια από την Ανατολική Ευρώπη που διασκεδάζουν με ποικίλους τρόπους τους τουρίστες και τους Καταριανούς. Έναν ζεστό σαν καλοκαίρι Μάρτιο, μετά από δύο μέρες στα ελάχιστα αξιοθέατα και στα εμπορικά κέντρα, έχοντας αγοράσει ένα αραβικής τεχνοτροπίας χρυσό κόσμημα, συνεχίζω την ταξιδιωτική μου πορεία. Αναχωρώ για μέρη πιο όμορφα, αποθέτοντας τα συντηρητικά ρούχα που φοράω στον πάτο της βαλίτσας.
ΜΠΑΧΡΕΪΝ (BAHRAIN) Άλλη μια χώρα του Κόλπου, που επισκέπτομαι σε μια σύντομη αναγκαστική στάση, πετώντας για μέρη μακρινά. Η χώρα, που δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο από εμπορικά κέντρα, καλά ξενοδοχεία και μια καινούργια πίστα για Φόρμουλα 1, είναι ένα νησί στον Αραβικό Κόλπο με έκταση μόλις 700 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το 1/3 των 720.000 κατοίκων είναι και εδώ ξένοι μετανάστες. Επίσημη γλώσσα είναι η αραβική, αν και σχεδόν όλοι γνωρίζουν Αγγλικά. Η χώρα είναι μουσουλμανική και σχετικά συντηρητική. Βρίσκω πολλά κοινά με το Κατάρ στις αγορές, στο φαγητό, στο κλίμα, στον τρόπο ζωής, στην ιστορία, στο ντύσιμο και στη θέση της γυναίκας. Εδώ και αρκετά χρόνια, το Μπαχρέιν απολαμβάνει πλούτο από το πετρέλαιο αλλά και από τα ναυπηγεία που επισκεύαζαν τα τάνκερ κατά τη διάρκεια του δεκαετή πολέμου Ιράν-Ιράκ. Έγινε στόχος του Σαντάμ Χουσεΐν, χωρίς ζημιές και θύματα, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου. Το 2001 ονομάστηκε συνταγματική μοναρχία, αλλά κι εδώ, όπως και στα περισσότερα μουσουλμανικά κράτη στα οποία πολιτικός και θρησκευτικός ηγέτης είναι το ίδιο πρόσωπο, ο βασιλιάς έχει απόλυτη εξουσία. Τώρα πια, βλέποντας τον εθνικό θησαυρό να εξαντλείται σιγά σιγά, οι κάτοικοι του Μπαχρέιν μεταμορφώνουν την οικονομία τους σε διεθνές τραπεζικό κέντρο και έδρα μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Περσικού Κόλπου. Έχει ενδιαφέρον που στα αναπτυσσόμενα κράτη –και ιδιαίτερα στα αραβικά– οι φωτογραφίες του βασιλιά βρίσκονται παντού, από το αεροδρόμιο μέχρι το τελευταίο ταβερνάκι. Άραγε περιμένει ο απόλυτος ηγέτης εκδηλώσεις σεβασμού ή θέλει να δηλώσει την πανταχού παρουσία του με τα αυτιά και τα μάτια που διαθέτει παντού; Το κέντρο της πρωτεύουσας Μάναμα (Manama) χαρακτηρίζεται από άχαρα ψηλά κτίρια γραφείων και διαμερισμάτων. Τα περισσότερα είναι παλιά και στερούνται οποιασδήποτε αρχιτεκτονικής γραμμής. Τελευταία χτίστηκε μια νέα περιοχή με κατάφυτα παρτέρια, ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα, για να εξυπηρετούνται οι τουρίστες που χρησιμοποιούν την καλή αεροπορική εταιρεία του Κόλπου (Gulf Air) και κάνουν στάση στο Μπαχρέιν για λίγες ώρες ή μέρες. Μετά από μια βόλτα με ταξί στο κέντρο της πόλης και στο λιμάνι, όπου δεν βρίσκω τίποτα να φωτογραφίσω, κάνω μια σύντομη στάση στη μικρή και καθόλου γραφική αγορά του χρυσού (Gold Souk), επισκέπτομαι το Εθνικό Μουσείο (National Museum) και καταλήγω σ’ ένα καινούργιο πολυτελές εμπορικό κέντρο. Εδώ παρατηρώ ότι όλοι οι εργαζόμενοι είναι αλλοδαποί, όπως και στα ξενοδοχεία, ενώ οι πελάτες αποτελούνται από τουρίστες ή ντόπιους που διασκεδάζουν υπερκαταναλώνοντας. Μ’ έναν καλό καφέ, γεύσεις από διεθνή και λιβανέζικη κουζίνα και αρωματικά χώρου που θα σιγοκαίγονται πάνω σε καρβουνάκια στην Αθήνα, συνεχίζω τις περιηγήσεις μου.
ΝΤΟΥΜΠΑΪ (DUBAI) Η χώρα της χλιδής, το μεγαλύτερο λούνα παρκ για ενηλίκους, το όνειρο που μπορεί να αγγίξει κανείς και με λίγα χρήματα, ο λαμπερός τουριστικός προορισμός που δημιουργήθηκε από το τίποτα σε μια γη που δεν έχει καμία φυσική ομορφιά ούτε καλό κλίμα. Καλύπτει μια έκταση 5.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στη βορειοανατολική Αραβική Χερσόνησο πάνω στον Αραβικό Κόλπο απέναντι από την Περσία και φιλοξενεί τώρα πια 1,5 εκατομμύριο κατοίκους. Το 80% του πληθυσμού είναι ξένοι, που ήρθαν να εργαστούν είτε ως εργάτες είτε ως ειδικοί τεχνοκράτες. Οι αυτόχθονες μουσουλμάνοι Άραβες, που μιλούν πια και Αγγλικά, απολαμβάνουν παροχές από το κράτος και έχουν την υψηλή επιστασία διαφόρων επιχειρήσεων, ενώ οι σύζυγοί τους ξοδεύουν χρήματα και κάνουν παιδιά. Οι άντρες ντύνονται με αρχοντικές κάτασπρες κελεμπίες και στολίζονται με πανάκριβα χρυσά ρολόγια. Οι περισσότερες γυναίκες μέσα από τα μαύρα καφτάνια φορούν φανταχτερά και ακριβά ρούχα, που τα αποκαλύπτουν μόνο στο σπίτι τους και όταν ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Μα δεν ήταν πάντα έτσι στη φτωχή χώρα των Βεδουίνων, στην οποία οι κάτοικοι ζούσαν σπαρτιάτικη ζωή, πιστοί σε έναν τοπικό άρχοντα (σεΐχη). Ως σταθμός καραβανιών αλλά και πλοίων –λόγω του μεγάλου φυσικού λιμανιού και της εξαιρετικής θέσης του Ντουμπάι μεταξύ Μεσογείου και Ινδικού– η περιοχή ανέπτυξε το εμπόριο γενικότερα. Η οικονομία βασιζόταν για αιώνες στο εμπόριο των μαργαριταριών. Οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι ήταν οι πρώτοι που εκτίμησαν τη θέση του λιμανιού, αλλά οι Άγγλοι ήταν αυτοί που το εκμεταλλεύτηκαν. Το αφορολόγητο καθεστώς του λιμανιού προσέλκυε ακόμη και σε περίοδο κρίσης. Το 1966 ανακαλύφθηκε πετρέλαιο, όταν οι Άγγλοι είχαν ήδη συμφωνήσει για την αποχώρησή τους. Το 1971, τα μικρά κρατίδια της περιοχής δημιούργησαν την Ένωση των Αραβικών Εμιράτων. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αποτελούνται από το Αμπού Ντάμπι (Abu Dhabi), το Ντουμπάι (Dubai), τη Σχιάρτζα (Sharjah), το Αζμάν (Ajman), το Ουμ αλ Καϊβέν (Umm al Qaiwain), το Ρας αλ Καϊμά (Ras al Khaimah) και τη Φουτζέιρα (Fujairah). Καλύπτουν μια έκταση 83.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στον Αραβικό Κόλπο κι έχουν συνολικά πληθυσμό 6 εκατομμύρια κατοίκους. Τα κέντρα αποφάσεων είναι το πράσινο, αρχοντικό και καθόλου τουριστικό Αμπού Ντάμπι, ως το πλουσιότερο εμιράτο από τα επτά λόγω των τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου, και το Ντουμπάι λόγω τουρισμού. Όταν ο σεΐχης του Ντουμπάι κατάλαβε ότι τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της χώρας θα εξαντλούνταν σε λίγα χρόνια, επένδυσε απίστευτα ποσά για τη δημιουργία μια νέας πηγής εισοδήματος, καλώντας τους καλύτερους στο είδος τους για τη δημιουργία ενός τουριστικού παραδείσου. Το Αμπού Ντάμπι δεν ακολούθησε, επειδή ο σεΐχης εκεί είναι πιο συντηρητικός – αλλά και το πετρέλαιό του ανεξάντλητο. Τα υπόλοιπα κρατίδια είναι σχετικά φτωχά και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ ενισχύονται οικονομικά από τα ισχυρά αδέλφια τους. Πετώντας με την καλύτερη ίσως αεροπορική εταιρεία, την Emirates, έναν δροσερό χειμωνιάτικο μήνα, φτάνω στο παραμύθι που ονομάζεται Ντουμπάι (Dubai). Το πρώτο που με εντυπωσιάζει είναι η κίνηση στους δρόμους που με οδηγούν στην παραθαλάσσια περιοχή Τζουμέιρα (Jumeirah), περνώντας από καινούργιους ουρανoξύστες θαυμάσιας αρχιτεκτονικής. Παρατηρώ πολυτελέστατα αυτοκίνητα και εκθαμβωτικές λιμουζίνες να κυκλοφορούν με απίστευτη συχνότητα. Αστικά λεωφορεία δεν βλέπω πουθενά. Οι εργάτες μετακινούνται με πουλμανάκια των εταιρειών και οι υπόλοιποι χρησιμοποιούν το μετρό. Ελάχιστοι περπατούν στο δρόμο, εκτός από την παλιά γειτονιά με την κεντρική αγορά του εμιράτου. Στο ασφαλέστατο και πεντακάθαρο Ντουμπάι όλα φαίνονται μεγάλα, πλούσια και εκθαμβωτικά, καθώς
έγιναν τα τελευταία δέκα χρόνια χωρίς φειδώ. Στη χώρα με τη μεγαλύτερη ίσως ανοικοδόμηση, αισθάνομαι ότι ο χρόνος τρέχει περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλη αραβική χώρα και σε πολλές άλλες ασιατικές. Στη μικρή ιστορική γειτονιά παρατηρώ τα ελάχιστα παραδοσιακά σπίτια με τους αεραγωγούς που υψώνονται σαν πυργίσκοι και στέλνουν δροσιά κάτω στα ζεστά δωμάτια. Ένα γλυκό, δροσερό δειλινό, αφού επισκέπτομαι το μικρό καλοστημένο μουσείο (Dubai Museum), διασχίζω με καραβάκι το κανάλι του Ντουμπάι (Dubai Creek) και απολαμβάνω τα καινούργια εντυπωσιακά κτίρια φωτισμένα. Δεν κολυμπώ στη θάλασσα, καθώς δεν με εμπνέει καθόλου, και προτιμώ τις πισίνες του ξενοδοχείου. Παρατηρώ δε πως παρά τη φιλελεύθερη νοοτροπία που προβάλλεται στο Ντουμπάι, οι ντόπιοι, όταν θέλουν να απολαύσουν τη ζεστή αλλά καθόλου διαυγή θάλασσα, χωρίζονται ακόμα σε οικογενειακές και αντρικές παραλίες. Παρά το διαχωρισμό, οι περισσότερες ντόπιες γυναίκες μπαίνουν στη θάλασσα φορώντας τα φαρδιά και μακριά καφτάνια τους. Οι τουρίστες και οι εργαζόμενοι στο Ντουμπάι, αν και είναι μουσουλμανική χώρα, φορούν ό,τι και στη χώρα τους. Εξαντλούμαι, όπως και όλοι όσοι έρχονται στο Ντουμπάι, στα αμέτρητα πολυτελή εμπορικά κέντρα – ένα από τα οποία, το Έμιρέιτς Μολ (Emirates Mall), έχει χιονοδρομική πίστα περίκλειστη σε γυαλί. Γεύομαι διεθνή αλλά και λιβανέζικη κουζίνα στα πολύ καλά εστιατόρια Dubai Creek Golf & Yacht club, Al Nafoorah, Blue Elephant, Tagine και διασκεδάζω στα μοντέρνα και καλόγουστα κλαμπ όπως το Kasbar. Πρέπει να αναφέρω ίσως το ακριβότερο ξενοδοχείο στον κόσμο, το Burj al Arab, που το όνομά του σημαίνει «ο πύργος των Αράβων» και βρίσκεται στην περιοχή Τζουμέιρα. Το πιο εντυπωσιακά κιτς ξενοδοχείο που έχω δει ποτέ. Επειδή είναι αδύνατον να διανυκτερεύσω εκεί λόγω κόστους, κάνω κράτηση για δείπνο, εβδομάδες πριν, σε ένα από τα δύο εστιατόριά του. Το ένα έχει θέα στη θάλασσα και το άλλο βρίσκεται σε ένα ενυδρείο. Προτιμώ το δεύτερο για δείπνο διεθνής κουζίνας και το πρώτο για ένα ποτό στο μπαρ με θέα στα τεχνητά νησιά σε σχήμα φοίνικα. Αξέχαστη εικόνα αποτελεί ακόμα και η εντυπωσιακή χρυσοποίκιλτη είσοδος του ξενοδοχείου με τα ενυδρεία και τα σιντριβάνια, στην οποία δεν θα είχα πρόσβαση αν δεν έδινα το νούμερο της κράτησης στην εξωτερική είσοδο του ξενοδοχείου, που βρίσκεται ένα χιλιόμετρο μακριά. Αν και φημίζεται για τις εξαιρετικές αγορές, το Ντουμπάι δεν είναι φτηνό, εκτός από τη γειτονιά Καράμα (Karama) με τις απομιμήσεις και το εμιράτο της Φουτζέιρα με τα είδη σπιτιού και τα αφορολόγητα. Μόνο κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων, το Φεβρουάριο και τον Ιούλιο, βρίσκω ακριβές μάρκες σε δελεαστικές τιμές σε μεγαλοπρεπή εμπορικά κέντρα, αλλά τον Ιούλιο –που οι τιμές των ξενοδοχείων είναι χαμηλές– είναι και η ζέστη αποπνικτική... Πέρα από τη χλιδή των ξενοδοχείων, των εστιατορίων και των εμπορικών κέντρων, καθώς αγαπώ πολύ την εικόνα της ερήμου, πηγαίνω πάντα εκδρομή εκεί με τετρακίνητα αυτοκίνητα. Οι αμμόλοφοι κολυμπούν στη χρυσή σκόνη και το πανίσχυρο όχημα φαίνεται να επιπλέει στις κορυφές τους. Μια φορά, στο δρόμο για την έρημο, για να αποφύγει την κίνηση, ο οδηγός με περνάει από δρόμους με παραπήγματα που δεν έχω δει ξανά στο Ντουμπάι. Έτσι μαθαίνω πως χιλιάδες Πακιστανοί και Ινδοί εργάτες εργάζονται σε αφόρητη ζέστη και χωρίς κανόνες ασφαλείας για τη γρήγορη κατασκευή των ξενοδοχείων και των τεχνητών νησιών που καταστρέφουν το οικοσύστημα του κόλπου. Καταλαβαίνω πόσο απάνθρωπα ζουν και δουλεύουν, για να αγγίζουν κάποιοι την παραμυθένια χλιδή στη βιτρίνα του Ντουμπάι. Μετά από επίσκεψη στον πολυτελέστατο ιππόδρομο και στον καμηλόδρομο όπου στοιχηματίζουν οι ντόπιοι, ακούω ότι όταν φτωχά παιδιά μεταναστών που συμμετέχουν σε καμηλοδρομίες τραυματίζονται, δεν μπορούν να αποδεσμευτούν από τους αγώνες, γιατί διώχνονται με τις οικογένειές τους από
τη χώρα. Πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα, είδα πώς σε μια έρημο μπορείς να χτίσεις παλάτια, αν δεν λαμβάνεις υπόψη το κόστος, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και στο περιβάλλον.
ΣΟΥΛΤΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΟΜΑΝ (SULTANATE OF OMAN) Η πλούσια και γαλήνια αυτή χώρα του Κόλπου, που διατηρεί το παραδοσιακό της χρώμα με μια αρχοντιά, έχει βουνά, φαράγγια, κάστρα, ωραίες παραλίες, λίγα αλλά εξαιρετικά ξενοδοχεία, μικρές γραφικές αγορές, όμορφους και ευγενικούς ανθρώπους. Χαίρομαι πολύ τις ολιγοήμερες επισκέψεις σε αυτήν τη χώρα της ανοιχτοσύνης, της γαλήνης και των μεθυστικών μυρωδιών τους ανοιξιάτικους μήνες με την πρώιμη ζέστη που μου επιτρέπει να κάνω μπάνιο στη θάλασσα. Η πρωτεύουσα Μουσκάτ (Muscat) είναι μια πόλη-λιμάνι, καθώς είναι περιτριγυρισμένη από τα βουνά, σαν φυσικό φρούριο, σχεδόν απόρθητη από την ξηρά. Γοητευμένη, περνάω από το εντυπωσιακό παλάτι (Al Alam Palace), με πολλές κατοικίες ολόγυρά του για την ευρύτερη βασιλική οικογένεια, επιβλητικά για την τοποθεσία τους κάστρα (Al Mirani και Al Jalali), το γραφικό και περιποιημένο παζάρι Μούτρα (Muttrah Souk) με τα υφάσματα, τα λιβάνια και τα κοσμηματοπωλεία, το ενδιαφέρον Λαογραφικό Μουσείο (Bait al Zubair), ένα πολυτελέστατο τζαμί (Grand Mosque) και την πανέμορφη παραλιακή λεωφόρο με καταπληκτικά αλλά ακριβά ξενοδοχεία κρυμμένα σε μικρούς όρμους, όπως τα Shangri La και Al Bustan Palace. Με ελάχιστους ουρανοξύστες, μου φαίνεται πως η πόλη με τα μπεζ και τα λευκά χαμηλά κτίρια αποπνέει ένα τρυφερό άρωμα ανατολής. Τα δε ξενοδοχεία και καταστήματα στέλνουν συνεχώς δροσερά, μεθυστικά κύματα αραβικών αρωμάτων από τα θυμιατά που σιγοκαίνε όλη μέρα. Η ήσυχη, μη τουριστική αλλά με πολύ καλές υποδομές πόλη χαρακτηρίζεται επίσης από καλοσχεδιασμένους, άδειους, καθαρούς δρόμους, περιποιημένες, δενδροφυτεμένες πλατείες, ελάχιστα ίντερνετ καφέ, λίγα αλλά καθαρά αυτοκίνητα, καθόλου ζητιάνους και μια γενικότερη ανοιχτωσιά. Το έμβλημα της πόλης είναι ένα τεράστιο θυμιατό για λιβάνι, ενώ το σύμβολο της χώρας είναι η στριφτή μαχαίρα τζαμπίγια, όπως και στη γειτονική Υεμένη. Στο Μουσκάτ πάντα απολαμβάνω διεθνή κουζίνα και εισαγόμενα κρασιά στα πολύ καλά ξενοδοχεία, αλλά και λιβανέζικο φαγητό σε απλά εστιατόρια. Σ’ ένα παραδοσιακό εστιατόριο κάθομαι σε χαμηλές μαξιλάρες για να γευτώ νοστιμότατα πιάτα που σερβίρονται κατάχαμα πάνω σε τραπεζομάντιλο, αλλά χωρίς μαχαιροπήρουνα, όπως τρώνε οι περισσότεροι μουσουλμάνοι στο σπίτι τους. Χρησιμοποιώντας το δεξί χέρι για να τυλίξω την τροφή με τη λεπτή αραβική πίτα σε μικρές μπουκίτσες, όπως μου υποδεικνύουν, νιώθω ακόμα πιο οικεία με τον τρόπο ζωής τους. Μπορεί η διασκέδαση να περιορίζεται στα ξενοδοχεία, αλλά οι αγορές σε λιβάνι, σε εξαιρετικά αρωματικά χώρου, σε θυμιατά, σε νοστιμότατους χουρμάδες και σε κοσμήματα με αραβικά σχέδια γίνονται σε υπαίθρια παζάρια, σκεπαστά, καθαρά και οργανωμένα. Το πιο αντιπροσωπευτικό αναμνηστικό είναι η τσιγκελωτή μαχαίρα, αλλά εγώ δεν αγοράζω, καθώς είχα ήδη αποκτήσει μία από την Υεμένη σε παλαιότερο ταξίδι. Από την πρωτεύουσα κάνω οικονομικές και ενδιαφέρουσες ολοήμερες εκδρομές για να δω τα φρούρια Μπάρκα (Barka) και Σοχάρ (Sohar), στο χρώμα της γήινης ώχρας. Επίσης, επισκέπτομαι το όμορφο, τετράγωνο φρούριο της Νίζβα (Nizwa) με την καλύτερη αγορά της χώρας, και το ακόμα ωραιότερο φρούριο της Μπάλα (Bahla) στην ενδοχώρα, με τις τεράστιες καλλιέργειες του καλύτερου χουρμά στον κόσμο. Μα οι ωραιότερες εικόνες κερδίζονται από την πολύωρη βόλτα με τετρακίνητα αυτοκίνητα στα βουνά Χατζάρ (Al Hajar), περνώντας μέσα από απόκρημνα φαράγγια και κοίτες ξεροπόταμων που ονομάζονται γουάντις (wadis). Ουσιαστικά, αυτές οι εκδρομές είναι που αποκαλύπτουν τη χώρα των 310.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων δίπλα από τα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, που απλώνονται στην ακτογραμμή των
1.700 χιλιομέτρων στον κόλπο του Ομάν, απέναντι από την Περσία. Παρατηρώ τον όμορφο, ήρεμο λαό των 3 εκατομμυρίων, από τους οποίους οι μισοί είναι κάτω των 18 ετών και το 1/3 είναι ξένοι που έχουν επιλέξει να εργάζονται σε αυτήν την όμορφη χώρα των χαλαρών ρυθμών, της τάξης και της ευμάρειας. Δυστυχώς, δεν φτάνω μέχρι το νότο για να δω τις καλλιέργειες του λιβανιού, αλλά μαθαίνω πως το λιβάνι είναι το τοπικό προϊόν που βγαίνει από δέντρα που μοιάζουν με τα μαστιχόδεντρα της Χίου. Δεν το χρησιμοποιούν μόνο για θρησκευτικούς λόγους, αλλά λιβανίζουν τα ρούχα, το χώρο, ακόμα και το σώμα τους, ειδικά οι γυναίκες. Για αιώνες, το λιβάνι και ο χαλκός έκαναν πλούσιο το Ομάν. Η χώρα ήταν ναυτική εμπορική δύναμη στην περιοχή, λόγω της θέσης της στην είσοδο του Αραβικού Κόλπου. Οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι, εκτιμώντας τη θέση της χώρας, την κατέκτησαν το 1506 για 150 χρόνια. Η μεγάλη δυναστεία Γιαρούμπα έδιωξε τους Πορτογάλους και πήρε υπό τον έλεγχό της (μέχρι το 1869) τη Μομπάσα της σημερινής Κένυας και το όμορφο νησί της Ζανζιβάρης για το εμπόριο των σκλάβων. Η επόμενη μεγάλη δυναστεία, που κυβερνά μέχρι σήμερα, έζησε το χωρισμό του Ομάν σε δύο ζώνες, την επανένωσή του το 1959 και την ανακάλυψη του πετρελαίου το 1970. Ο τελευταίος σουλτάνος Καμπούς έχει οδηγήσει τη χώρα σε οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη, και γι’ αυτό είναι πολύ αγαπητός. Έχτισε σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, δρόμους, λιμάνια και βέβαια έδωσε καλύτερη θέση στη γυναίκα, ακόμα και υπουργικούς θώκους, σε πλήρη αντίθεση με τη θέση της γυναίκας στη γειτονική Υεμένη.
ΥΕΜΕΝΗ (YEMEN) Η πιο φτωχή και απομονωμένη αραβική χώρα με την άγρια παρθένα ομορφιά, τη μικρότερη τουριστική υποδομή, τα πέτρινα καστροχώρια στους γυμνούς λόφους, τις χωμάτινες πολυκατοικίες στην απέραντη έρημο, τα πλίνθινα δαντελωτά κτίρια, τους Βεδουίνους, το φυτό γκατ, το λιβάνι, τις άγριες αντρικές και τις πονεμένες μα σκληρές γυναικείες ματιές. Η έκταση των 555.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής Χερσονήσου βρέχεται από την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό, ενώ συνορεύει με τη Σαουδική Αραβία στα βόρεια και με το Ομάν στα ανατολικά. Η Υεμένη φιλοξενεί 22 εκατομμύρια αραβόφωνους μουσουλμάνους, από τους οποίους ελάχιστοι γνωρίζουν άλλη γλώσσα πέραν της αραβικής. Οι περισσότεροι είναι παραδοσιακά ντυμένοι. Οι άντρες φορούν συνήθως άσπρο φαρδύ παντελόνι και πουκάμισο με φαρδιά ζώνη που συγκρατεί τη χαρακτηριστική στριφτή μαχαίρα, την τζαμπίγια. Οι γυναίκες φορούν μαύρα αλλά και πολύχρωμα μακριά ρούχα, ενώ οι περισσότερες καλύπτουν τα πρόσωπά τους από πολύ μικρή ηλικία. Η κοινωνία είναι πολύ συντηρητική, ολοφάνερα ανδροκρατούμενη, κι εγώ, με μακρυμάνικο πουκάμισο και παντελόνι, αποφεύγω να κοιτώ τους άντρες στα μάτια (ως γυναίκα). Οι άντρες είναι συνήθως απασχολημένοι με το μάσημα του γκατ, ενός φυτού που μοιάζει με τη δάφνη και έχει χαλαρωτικές ιδιότητες. Δεν είναι παράνομο αλλά, πέρα από πικρό, είναι ακριβό και εθιστικό, όπως το τσιγάρο. Οι άντρες το εκτιμούν πολύ περισσότερο από τις γυναίκες τους, που έχουν μια από τις χειρότερες θέσεις στον κόσμο. Στις γυναίκες δεν επιτρέπεται να αγοράζουν γκατ ούτε να το μασούν δημόσια. Ευτυχώς, γιατί τότε όλοι σ’ αυτήν τη χώρα θα ήταν με φουσκωμένα μάγουλα από τα φύλλα. Η Υεμένη αποκαλείται και «Ευδαίμων Αραβία», λόγω της πιο εύφορης γης σε σχέση με τη βορειότερη, ξερή Σαουδική Αραβία. Η χώρα-μαγνήτης για το δυναμικό ταξιδευτή δεν είναι ιδιαίτερα ασφαλής και φιλόξενη, ενώ συμβαίνουν –ευτυχώς σπάνια– ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Αρχών και Βεδουίνων. Τα μάτια και τα πρόσωπα των περισσοτέρων μου φαίνονται άγρια, όπως και η φύση της Υεμένης. Επίσης, δεν είναι και η καθαρότερη χώρα, αφού σε αρκετές πόλεις και χωριά υπάρχουν ανοιχτές αποχετεύσεις και διαλυμένοι κάδοι με απλωμένα σκουπίδια. Αν και επισκέπτομαι την Υεμένη τους χειμωνιάτικους μήνες, έχει τη ζέστη του ελληνικού Ιουνίου. Δεν θέλω ούτε να φανταστώ τι θερμοκρασίες έχει το καλοκαίρι. Όταν πήγα για πρώτη φορά, πριν από δέκα περίπου χρόνια, είχα δύο σπάνιες εμπειρίες. Ενώ διασχίζαμε την έρημο με τετρακίνητα αυτοκίνητα, ένοπλοι Βεδουίνοι επιτέθηκαν σε μια ομάδα αστυνομικών και εκείνοι απάντησαν με πυροβόλα όπλα, έχοντας για κάλυψη το κομβόι με τα τουριστικά τετρακίνητα. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν κάποιοι Άγγλοι και Αμερικανοί τουρίστες που είχαν την ατυχία να προηγούνται, καθώς είχαν ξεκινήσει λίγο νωρίτερα επειδή οι οδηγοί τους δεν είχαν ξενυχτήσει μασώντας γκατ όπως οι άλλοι. Μετά από αυτό το συμβάν, χαρούμενη για την καλή μου τύχη, περπάτησα νωρίς το πρωί στην πόλη, μακριά από το γκρουπ, για να φωτογραφίσω κάποιες ενδιαφέρουσες γωνιές και κτίσματα. Ξαφνικά μου έριξαν κουβάδες με νερό. Από ό,τι έμαθα, το κρίμα μου ήταν ότι έθιξα τα ήθη και τα έθιμα περπατώντας μόνη, ασυνόδευτη και με ακάλυπτο πρόσωπο. Αυτό που με παραξένεψε αρχικά ήταν ότι αυτές που είχαν αντιδράσει έτσι άσχημα και αφιλόξενα ήταν γυναίκες, αλλά αργότερα κατάλαβα ότι απλώς ζήλευαν την ελευθερία μου. Απομονώνοντας τις δυσάρεστες στιγμές, θεωρώ τη γραφικότατη Σαναά (Sanaa) –που είναι ίσως η πιο παλιά πόλη του κόσμου– ένα σπάνιο κόσμημα. Όλη η πόλη είναι ένα αυθεντικό μνημείο, λόγω της σπάνιας αρχιτεκτονικής της. Με τα πενταώροφα πλίνθινα ασοβάντιστα κτίρια –πολλά ηλικίας 500 ετών–, τα αλαβάστρινα παράθυρα και τα δαντελωτά σχέδια από ασβέστη που τα πλαισιώνουν, χαρίζο-
ντας μια πανέμορφη αντίθεση στους μπεζ μακρόστενους όγκους, δικαίως αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Πέρα από τα πανέμορφα κτίρια που χαρακτηρίζουν όλη την πόλη, επισκέπτομαι τα σημαντικότερα αξιοθέατα όπως το εντυπωσιακό πρώην θερινό μέγαρο του ιμάμη που λειτουργεί ως μουσείο, το μεγάλο τζαμί (Grand Mosque), το πανδοχείο των καραβανιών –το καραβάν σεράι– και χάνομαι στα στενά δρομάκια της παλιάς αγοράς (souk), ρουφώντας τον αραβικό μυστικισμό παλαιότερων αιώνων, που δεν έχω βρει πουθενά αλλού. Ακόμα και στην πρωτεύουσα, ξαφνιασμένη από την εικόνα, φωτογραφίζω μέσα σε μια πέτρινη σπηλιά μια καμήλα που γυρνάει γύρω από έναν πέτρινο μύλο και μαθαίνω πως το σησαμέλαιο της Σαναά είναι φημισμένο. Με το τετρακίνητο που έχω συνήθως στη διάθεσή μου για δέκα μέρες, κάνω μια εκδρομή μέχρι το κοντινό Γουάντι Νταρ (Wadi Dhar), τη μεγάλη ξερή κοίτη του ποταμού, που μοιάζει με πλάτωμα ανάμεσα στα βουνά, για να δω το παραμυθένιο κάστρο Dar al Hajar που χτίστηκε σ’ ένα βράχο σύμφωνα με την αρχιτεκτονική της Σαναά. Το πρώην αρχοντικό του ιμάμη υψώνεται σαν κάθετη συνέχεια του βράχου και, παρ’ ότι υστερεί σε διαστάσεις, υπερτερεί σε χάρη και ασφάλεια λόγω της θέσης του. Περνώντας από τον αδιάφορο αρχαιολογικό χώρο του Μαρίμπ (Marib), διασχίζω, με συνοδεία ενός στρατιωτικού με οπλισμένο καλάσνικοφ που επιβαίνει σε κάθε τετρακίνητο αυτοκίνητο, την απέραντη έρημο με τις οάσεις και τα τραπεζοειδή βουνά μακριά στο γυμνό ορίζοντα. Μπαίνω στην ατελείωτη άνυδρη κοιλάδα Γουάντι Χαντραμάουτ (Wadi Hadramaut) και, αργά το βράδυ, καταλήγω στην πόλη-αποκάλυψη, τη Σίμπαμ (Shibam). Εδώ, στη μέση του πουθενά, υψώνεται εδώ και 600 χρόνια το «Μανχάταν της ερήμου» με 500 επταώροφα κτίρια από λάσπη και άχυρο σε μια έκταση 700 τετραγωνικών μέτρων, με μοναδικά στολίδια μικρά παράθυρα και υπέροχες ξύλινες πόρτες. Όταν βρέχει δυνατά, πράγμα σπάνιο, οι λασπόχτιστοι ουρανοξύστες που σχεδόν ακουμπούν ο ένας στον άλλον λιώνουν σε ορισμένα σημεία και ύστερα επισκευάζονται. Φυσικά, αυτή η πόλη εντάχθηκε από την Ουνέσκο στην Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά, για τη μοναδικότητά της. Μετά από έναν καταιγισμό φωτογραφιών, μπαίνω σε μαγαζιά με παλιούς αργαλειούς και σε παλαιοπωλεία με παλιά σπαθιά, φορέματα και ασημένια κοσμήματα, πριν καταλήξω σε ένα ακόμη απλό ξενοδοχείο για δείπνο με ψητό αρνί και πίτες, και διανυκτέρευση. Νυχτερινή διασκέδαση δεν υπάρχει και έτσι διαβάζω λαίμαργα το βιβλίο Υεμένη, ορεινή και αέρινη, της Λολίτας Γεωργίου. Στη διαδρομή για τη Σεγιούν (Sayun), συναντώ λίγες καλλιέργειες ζαρζαβατικών, σιτηρών, δάση χουρμαδιών με γυναίκες να κάνουν όλες τις δουλειές, ντυμένες εξ ολοκλήρου στα μαύρα και καλυμμένες με ψηλά ψάθινα καπέλα που τις κάνουν να μοιάζουν με μάγισσες που κάνουν ξόρκια. Φτάνοντας στη μεγαλύτερη πόλη στη μέση της ερήμου, φωτογραφίζω ακόμα πιο πλούσιους και εντυπωσιακούς «χωμάτινους ουρανοξύστες» και παλιά λευκά μέγαρα μεγαλεμπόρων μέσα σ’ ένα μεγάλο δάσος με χουρμαδιές. Τα κτίρια είναι λίγο πιο φαρδιά κάτω και στενεύουν προς τα πάνω. Είναι φτιαγμένα από λάσπη, άχυρο και στάχτη εξωτερικά, ενώ ο σκελετός αποτελείται από κλαδιά δένδρων, χαλίκι και άμμο, μ’ έναν κεντρικό κορμό χουρμαδιάς να τα στηρίζει. Οι τοίχοι είναι τόσοι λείοι που μοιάζουν σαν κέικ που ψήθηκαν στο φούρνο από επαγγελματία ζαχαροπλάστη. Έξω από αυτά, στους δρόμους, κυκλοφορούν κι εδώ παιδιά που κάνουν σαν να έχουν να δουν ξένο χρόνια. Το νότιο κομμάτι της χώρας δυστυχώς το βρίσκω αδιάφορο. Οι τεράστιες, άδειες από κόσμο παραλίες στον κόλπο του Άντεν (Aden) πάνω στον Ινδικό Ωκεανό, η επίπεδη έρημος χωρίς αμμόλοφους και το Άντεν, το μεγάλο λιμάνι και οικονομικό κέντρο της χώρας, με μόνο αξιοθέατο το σπίτι του Γάλλου ποιητή Ρεμπό (Rimbaud), που έχει γίνει πολιτιστικό κέντρο, δεν μένουν στην καρδιά μου. Με κατεύθυνση ξανά προς το βορρά, η μικρή ορεινή πόλη Τζίμπλα (Jiblah), με τα παμπάλαια κοκ-
κινωπά πέτρινα κτίρια και τα ασβεστωμένα τελειώματα στις πόρτες και στα παράθυρα, μου θυμίζει σκηνικό από ταινίες του Παζολίνι. Η δε Ταΐζ (Taizz), με τα όμορφα κατάλευκα τζαμιά της και το μικρό ενδιαφέρον μουσείο, αποκαλύπτεται μέσα από μια καταπληκτική διαδρομή σε βουνά και πράσινες κοιλάδες. Η Ζαμπίντ (Zabid), το πολιτιστικό κέντρο της χώρας με τις θεολογικές σχολές και τα ασβεστωμένα σπίτια με τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο, αν και αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο, δεν με εντυπωσιάζει περισσότερο απ’ όσο η στάση στο λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας, στη Χουντέιντα (Al Hudaydah). Εκεί φωτογραφίζω την ψαραγορά με τα σπάνια μεγάλα ψάρια, τα ξύλινα μακρόστενα πολύχρωμα καΐκια και τους ηλιοκαμένους ναύτες με τα τουρμπάνια. Μα η εικόνα που αγαπώ –πέρα από τη Σαναά– είναι τα μαγευτικά, ορεινά, απομονωμένα καστροχώρια Σίμπαμ (Shibam), Καουκαμπάμ (Kawkabam) και Μανάκα (Manakhah), που μοιάζουν με αετοφωλιές, στολισμένες με πέτρινα πυργόσπιτα και ασβεστωμένα τελειώματα. Θεωρώ εξαιρετικά κομψή την πετρόχτιστη Τούλα (Tula) μέσα στα παλιά της τείχη, καθώς τα ασοβάντιστα σπίτια από ψαμμίτη είναι περίτεχνα διακοσμημένα με στρογγυλά παράθυρα από αλάβαστρο. Επιστρέφοντας στη Σαναά για να κλείσω το ταξίδι, μεθάω για τελευταία φορά από την απαράμιλλη ομορφιά της και το άρωμα που εκπέμπει από άλλες εποχές και πολιτείες. Με λιβάνι, κεχριμπάρι και μια παραδοσιακή τζαμπίγια στις αποσκευές μου, αφήνω αυτήν τη φτωχή αραβική χώρα που προσφέρει ελάχιστες ανέσεις στα μέτρια ξενοδοχεία της και απλό φαγητό από αρνίσιο κρέας και αραβικές πίτες. Εύχομαι να μπορέσει να δείξει την ομορφιά της για να αποκτήσει τον τουρισμό που αξίζει και να πάψει να στηρίζεται πια σε εξωτερική οικονομική βοήθεια.
ΑΣΙΑ ΤΟΥΡΚΙΑ (TURKEY) Η γειτονική χώρα με τα σπουδαία αρχαιοελληνικά και βυζαντινά μνημεία, τα μοναδικά τοπία στην Καππαδοκία και στο Παμούκαλε, τα καλαίσθητα τζαμιά, το εξαιρετικό φαγητό, τους εξυπηρετικούς και φιλόξενους ανθρώπους, τις καταπληκτικές αγορές, είναι ένας γοητευτικός και οικονομικός προορισμός ανάμεσα σε δύο ηπείρους και σε δύο κόσμους. Τα παράλια στολίζονται από τα ελληνικά μνημεία της Εφέσου και της Περγάμου, στο οροπέδιο του κέντρου λάμπει η απίστευτη Καππαδοκία με τις λαξευτές ζωγραφισμένες εκκλησίες και τους εκατοντάδες πέτρινους κώνους, ενώ στην Ανατολή εγκαταλελειμμένες εκκλησίες, το βουνό Αραράτ και η λίμνη Βαν θυμίζουν τη γη των Αρμενίων. Η κοσμοπολίτικη και ερωτική Κωνσταντινούπολη είναι από μόνη της «το» στολίδι της αγροτικής φτωχής χώρας των 780.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων με τους 70 εκατομμύρια τουρκόφωνους μουσουλμάνους κατοίκους. Η χώρα συνορεύει ανατολικά με τη Γεωργία, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, το Ιράκ και τη Συρία, ενώ βρέχεται από τη Μεσόγειο, αγγίζοντας στα βορειοδυτικά και την Ελλάδα. Η ιστορία της είναι συνυφασμένη με την ελληνική, αφού μέχρι την άλωση της Πόλης, το 1453, η Μικρά Ασία αποτελούσε το λαμπρό τμήμα της Ελλάδας (αλλά και μέχρι το 1922 χιλιάδες Έλληνες παρέμεναν στα πάτρια εδάφη τους). Πρωτεύουσα είναι η άχαρη Άγκυρα (Ankara), που παλαιότερα ονομαζόταν από τους Ευρωπαίους και Angora, όνομα που είχαν και οι κατσίκες με το μακρύ τρίχωμα που υπάρχουν στην περιοχή και δίνουν το ομώνυμο μαλακό μαλλί. Διασχίζοντας καλοσχεδιασμένους μεγάλους δρόμους με λίγα επιβλητικά διοικητικά κτίρια, όπως πρεσβείες και υπουργεία, αλλά και πολλές άχαρες, σχετικά πρόσφατες πολυκατοικίες, μου δημιουργείται η εντύπωση πως είναι μια καινούργια επαρχιακή πόλη χωρίς καμία κουλτούρα αλλά με λίγα πομπώδη κτίρια. Οι άνθρωποι είναι απλοϊκά ντυμένοι, ως και κακόγουστα, οι περισσότερες γυναίκες είναι καλυμμένες με κεφαλομάντιλο, μα όλοι είναι χαμογελαστοί και ξαφνιασμένοι, καθώς δεν συναντούν συχνά τουρίστες. Φτάνω στο πλούσιο Μουσείο Ανατολικών Πολιτισμών (Anadolu Medeniyetleri Muzesi) με τις σπάνιες ανάγλυφες στήλες και τα σπουδαία αγαλματίδια των Χετταίων (ένας λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που το 2.000 π.Χ. ζούσε στην περιοχή. Η πρωτεύουσά τους Αττόσα βρισκόταν κοντά στη σημερινή Άγκυρα). Στη συνέχεια ανηφορίζω στη γραφικότατη Ακρόπολη της παλιάς πόλης (Ankara Hisar), όπου τα σοκάκια οδηγούν σε διώροφα σπίτια χτισμένα από τούβλα και τμήματα ελληνικών ναών, στα οποία μένουν φτωχοί επαρχιώτες. Επισκεπτόμενη το εντυπωσιακό μαυσωλείο του Ατατούρκ (Anitkabir) πονάω με την ανατριχιαστική απεικόνιση της σφαγής των Ελλήνων και των συμμάχων στις μάχες της Καλλίπολης και της Σμύρνης. Παρ’ όλα αυτά δεν μετανιώνω που το βλέπω. Καταλαβαίνω από αυτό και από τις χιλιάδες σημαίες σε σπίτια, σκάφη και αυτοκίνητα πόσο έντονα καλλιεργούν τον εθνικισμό τους. Ίσως τον χρειάζονται σαν ενωτικό στοιχείο και σαν ασπίδα απέναντι στα εσωτερικά τους βαθιά προβλήματα. Διασχίζοντας ένα άνυδρο υψίπεδο με αλυκές, κατευθυνόμενη νοτιοανατολικά, φτάνω στο γραφικό Ουργκιούπ (Urgup), στο παλιό Προκόπι της Καππαδοκίας (Cappadocia), όπου διανυκτερεύω στο μοναδικό ξενοδοχείο Yunak Evleri, χτισμένο μέσα σε σπηλιές. Στους μεγάλους ορίζοντες αυτής της περιοχής άνθισε ο χριστιανισμός και ο ασκητισμός, ακόμα και όταν την κατέκτησαν οι ανεκτικοί και ανεπτυγμένοι Σελτζούκοι Τούρκοι τον 12ο αιώνα, κάνοντας πρωτεύουσά τους το Ικόνιο.
Εδώ ανταμώνονταν για αιώνες τα ανυπότακτα στοιχεία της φύσης με τις πετρωμένες ικεσίες της χριστιανικής πίστης. Το κίτρινο πέτρινο σεληνιακό τοπίο «Κοιλάδα των νεραϊδοκαμινάδων» (Valley of the Fairy Chimneys), με τους πανύψηλους λαξεμένους κώνους και φαλλούς, δημιουργήθηκε αρχικά από τη λάβα και τη λάσπη των κοντινών και σβηστών πια ηφαιστείων, και στη συνέχεια από τη διάβρωσή τους από τον αέρα και τη βροχή. Σαν νεραϊδοκαμινάδες, στέκονται προσελκύοντας κάποτε μοναχούς και τώρα πια τουρίστες από όλο τον κόσμο. Με βάση το Προκόπι των 2.000 Ελλήνων –μέχρι των 1924– και των στολισμένων τους σπιτιών με τις τοξωτές, διακοσμημένες με ραβδωτά κοχύλια και ρόδακες εισόδους, μπαίνω στην ανυπέρβλητη κοιλάδα του Γκόρεμε (Goreme). Οι εσοχές στα μαλακά και λεία βράχια, οι οποίες έχουν το σχήμα πόρτας, με οδηγούν στις ομορφότερες εκκλησίες της Αγίας Βαρβάρας (Azize Barbara Sapeli), του Μήλου (Elmali Kilise) και της Σκοτεινής (Karanlik Kilise) από την εποχή της εικονομαχίας και των Σελτζούκων (9ος-12ος αιώνας). Λαξεμένες στους μπεζ λόφους και ζωγραφισμένες ιδιόμορφα με έντονα χρώματα, διηγούνται τη ζωή και τα θαύματα του Χριστού. Οι ζεστές ανταύγειες του μπλε και του χρυσού στις σπάνιες αγιογραφίες έρχονται σε αντίθεση με τη γύμνια του τοπίου. Κατεβαίνοντας στο πανέμορφο, πράσινο φαράγγι Ιλάρα (Ιhlara), το παλιό Περίστρεμμα, που το διασχίζει ο ποταμός Μελεντίζ (Melendiz), βλέπω ένα ακόμα καταφύγιο χριστιανών ερημιτών, με εκκλησίες πιο απλοϊκά ζωγραφισμένες αλλά εξίσου ενδιαφέρουσες. Στην πόλη Μουσταφά πασά (Mustafapasa), την παλιά Σινασό, φωτογραφίζω τα ερειπωμένα ελληνικά αρχοντικά με τις χρωματιστές προσόψεις και τις εσωτερικές αυλές, αλλά και την πέτρινη εκκλησία του Αγίου Στεφάνου (Ayios Stefanos) με τις αγιογραφίες του 8ου αιώνα, το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου (Ayios Nikolaos Manastiri) και την εκκλησία της Σινασού (Sinassos Kilise) με τις κουρασμένες όμορφες τοιχογραφίες. Η υπόγεια πόλη Καϊμακλί (Κaymakli), με τους στενούς διαδρόμους και τους σκοτεινούς χώρους συγκέντρωσης των κυνηγημένων χριστιανών, μου προκαλεί κλειστοφοβία και αποφεύγω να μπω. Στο χωριό Άβανος (Avanos), που φημίζεται για τα εξαίσια κεραμικά του, απολαμβάνω τους χαλαρωτικούς ζεστούς ατμούς του υγρού χαμάμ για δύο ώρες, το τρίψιμο σώματος (peeling) από επαγγελματία και το σύντομο αλλά δυνατό μασάζ. Το βράδυ, ανανεωμένη, στο παλιό ανακαινισμένο πέτρινο χάνι Saruhan –ξενοδοχείο καραβανιών–, μεθάω από τον κατανυκτικό χορό των περιστρεφόμενων δερβίσηδων, μέσα από τον οποίο διαλογίζονται και έρχονται σε επαφή με το Θεό. Αναρωτιέμαι τι ενέργεια πρέπει να έχει αυτός ο τόπος για να έχει ευνοήσει τέτοια πίστη και κατάνυξη σε χριστιανούς μοναχούς και μουσουλμάνους σούφι. Μα δεν χρειάζεται να το εκλογικεύσω, γιατί ήδη το αισθάνομαι. Το επόμενο ξημέρωμα αποφασίζω να πετάξω με αερόστατο πάνω από το δάσος των εκατοντάδων πέτρινων κώνων. Σε ένα από τα ωραιότερα τοπία στη Γη, πετάω σαν ερωτευμένο πουλί με το ρυθμό του αέρα και δακρύζω από χαρά, ευγνωμονώντας την τύχη που με φέρνει εδώ. Στο δρόμο για το Ικόνιο (Konya), μέσα σε αραιοκατοικημένη άνυδρη γη, κάνω στάση σε ερειπωμένα χάνια ενός παλιού δρόμου του μεταξιού. Το εντυπωσιακό Σουλτάν χανί (Sultanhani Caravanserai) μοιάζει με κάστρο και περικλείει μια μεγάλη εσωτερική αυλή και πανύψηλες αψίδες που οδηγούσαν τα καραβάνια στους στάβλους. Το χάνι Ομπρούκ (Obruk Han), όμως, μου μένει αξέχαστο. Το ερειπωμένο πλέον χάνι, φτιαγμένο με υλικά από ένα παλιό μοναστήρι και με μαρμάρινους σταυρούς ενσωματωμένους στους τοίχους, βρίσκεται μπροστά σε μια μικρή γαλάζια λίμνη. Οι πολλές παρόμοιες λίμνες της περιοχής, που ονομάζονται «μάτια του ουρανού», μαθαίνω ότι βρίσκονταν μέσα σε καρστικά (ασβεστολιθικά) σπήλαια που έχασαν την οροφή τους.
Στην ιστορική πόλη Ικόνιο με τα χαρακτηριστικά αδιάφορα κτίρια της επαρχίας της Τουρκίας δεσπόζουν οι φίνοι μιναρέδες των παλιών πέτρινων θεολογικών σχολών Karatay Muzesi και Ince Minare Medressi των Σελτζούκων Τούρκων, που έχουν μετατραπεί σε μουσεία ξυλογλυπτικής και κεραμικής. Το πιο εντυπωσιακό μνημείο είναι το μαυσωλείο, μουσείο και τόπος προσκυνήματος (Mevlana Muzesi) του Τζελαλεντίν Ρουμί. Ο Ρουμί (που το όνομά του σημαίνει Ρωμιός) δίδαξε την αγάπη στο συνάνθρωπο και στο Θεό, και άφησε σπουδαία έργα, όπως το Ντιβάν και το Μεσνεβί. Το μεγάλο τούβλινο τζαμί με τα τιρκουάζ διακοσμητικά στοιχεία και τον κωνικό μιναρέ φιλοξενεί το σκήνωμα του μεγάλου μυστικιστή δασκάλου του σουφισμού και ιδρυτή του τάγματος των διάσημων πια περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Εδώ έρχονται για προσκύνημα όλοι οι πιστοί της αγάπης και της πίστης, καθώς ο Ρουμί απευθυνόταν σε χριστιανούς, μουσουλμάνους και εβραίους, θεωρώντας ότι ο Θεός είναι ένας. Κατευθυνόμενη νοτιοδυτικά, φωτογραφίζω το θέατρο της Ασπένδου (Aspendos), που μοιάζει με το Ηρώδειο της Αθήνας. Περνάω από τις αρχαίες παραθαλάσσιες πόλεις Μύρα (Myra) και Τειμιούσσα (Ugagiz) της Λυκίας, με τους λαξευτούς –σαν σπίτια– τάφους στα βράχια και τους πέτρινους σαρκοφάγους –σαν μικρούς ναούς– στις βραχώδεις ακτές της νότιας Μεσογείου, της ανερχόμενης Ριβιέρας της Τουρκίας με τα γαλαζοπράσινα νερά, καθώς και από τη μικρή πόλη Ντέμρε (Demre) με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου (Noel Baba). Μετά από ένα εξαιρετικό δείπνο στην ατμοσφαιρικά κοσμοπολίτικη παραθαλάσσια Αντάλια (Antalya) με τα αρχοντικά εξοχικά σπίτια και τα υπέροχα εστιατόρια που κοιτούν αμφιθεατρικά έναν όμορφο όρμο, διανυκτερεύω στο γραφικό παραθαλάσσιο Κας (Kas), απέναντι από το Καστελόριζο. Τα χαμηλά λευκά σπίτια με τα κόκκινα κεραμίδια και τα αμέτρητα μαγαζάκια με τα τουριστικά είδη θα μου θύμιζαν ελληνικό νησί, αν δεν υπήρχαν οι τούρκικες σημαίες σε κάθε καΐκι στο μικρό λιμάνι. Στο Παμούκαλε (Pamukkale), στο αρχαίο θεραπευτικό κέντρο Ιερόπολη με τα ιαματικά νερά, θαμπώνομαι από τις τεράστιες γούρνες νερού που στοιχειώνουν κλιμακωτά το βουνό. Το γαλάζιο του ζεστού νερού και το λευκό των ασβεστούχων αλάτων που σχημάτισαν τις λίμνες και τους σταλακτίτες είναι ένα μοναδικό στον κόσμο θέαμα και γι’ αυτό αποτελεί μέρος της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Κοιτώντας για ώρα αυτό το θαύμα της φύσης από τον κήπο ενός ξενοδοχείου, διακρίνω ξαφνικά μέσα στην πισίνα με το ιαματικό νερό αρχαίες ελληνικές μαρμάρινες κολόνες και διαπιστώνω για άλλη μια φορά την ιστορία του αρχαίου αυτού τόπου. Η Αφροδισιάδα (Aphrodisias) με εισάγει γλυκά στα μνημεία της Μικράς Ασίας. Σ’ ένα μαγευτικό τοπίο με ιτιές και λεύκες, το μεγαλύτερο στάδιο του αρχαίου κόσμου και το εντυπωσιακό μαρμάρινο τετράπυλο του ναού της Αφροδίτης, της θεάς του έρωτα και της ομορφιάς, φαντάζουν μόνα και ξεχασμένα, μακριά από πόλεις και τουρίστες. Το κορυφαίο βέβαια αξιοθέατο είναι η πόλη της Εφέσου (Ephesus) με τα πιο καλοδιατηρημένα σκαλιστά μαρμάρινα διώροφα μνημεία, τους πέτρινους δρόμους, το ναό του Αδριανού, την ανάγλυφη πύλη του Ηρακλή, το ωδείο, το πρυτανείο, τον τεράστιο ναό του Δομητιανού και το πλούσιο μουσείο με αγάλματα και σπάνιες σαρκοφάγους. Στην πολύωρη ενδιαφέρουσα ξενάγηση αυτής της αρχαίας ελληνορωμαϊκής πόλης, αισθάνομαι για άλλη μια φορά περήφανη που είμαι Ελληνίδα, απόγονος του μεγαλύτερου ανθρωποκεντρικού πολιτισμού. Η άλλοτε αρχοντική παραθαλάσσια Σμύρνη (Izmir) με τα αδιάφορα σύγχρονα κτίρια δεν μου αρέσει και, πέρα από την απαραίτητη διανυκτέρευση στο μεγάλο οδικό ταξίδι μου, δεν μου προσφέρει τίποτε άλλο. Η Πέργαμος (Pergamon), όμως, μου θυμίζει το μεγάλο θεραπευτή της εποχής, τον Ασκληπιό, καθώς εδώ θαυμάζω το μαρμάρινο θεραπευτικό κέντρο του με τα κανάλια νερού, τις θεραπευτικές γούρνες, τα σκοτεινά δωμάτια, αλλά και έναν μικρό ναό. Εδώ, μετά από εξετάσεις και ανάλυση των ονείρων, δίνονταν οι θεραπείες με μασάζ, λασπόλουτρα, πόση ιερών ιαματικών νερών και χρήση αι-
θέριων ελαίων. Έχοντας δει το ναό του Δία στο Μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο (όπου βρίσκεται από το 1901), έχω πλήρη εικόνα από τη δύναμη της ιερής αυτής πόλης. Μετά από σεργιάνι στην πόλη, που εξακολουθεί να είναι γραφική με τα έντονα χρώματα στα σπίτια της ελληνικής συνοικίας και τον πρώην ναό της Αγίας Σοφίας, συνεχίζω βορειότερα. Διασχίζω με πλοίο τον Ελλήσποντο (Δαρδανέλια), με σημερινή ονομασία Τσανάκαλε (Canakkale), και περνάω από την Καλλίπολη (Gelibolu), όπου έγινε η μεγάλη σφαγή των Ελλήνων και των συμμάχων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επιτέλους φτάνω στην πιο ερωτική πόλη της σημερινής Τουρκίας, την Κωνσταντινούπολη (Istanbul). Δεν χορταίνω να την κοιτάω, να την περπατώ και να καταγράφω μέσα μου αισθήματα δυνατά και αντιφατικά, άγρια και τρυφερά, όπως είναι πάντα κατά τη γέννησή τους. Η Πόλη είναι χτισμένη σ’ ένα μοναδικό σημείο, με το Βόσπορο (τον πολυτραγουδισμένο θαλάσσιο διάδρομο των 32 χιλιομέτρων) να χωρίζει την ευρωπαϊκή Κωνσταντινούπολη από την ασιατική Τουρκία, ενώ ο Κεράτιος χωρίζει τη βυζαντινή πόλη από τη νεότερη. Η θάλασσα του Μαρμαρά, που άλλοτε αγκάλιαζε το παλάτι των Βυζαντινών, τώρα πια χαϊδεύει το εντυπωσιακό παλάτι-μουσείο Τοπ Καπί (Topkapi) των σουλτάνων. Η αμφιθεατρικότητα των λόφων προς τις τρεις θάλασσες, αλλά και τα μνημεία, προσδίδουν μια μοναδική γοητεία στην πόλη. Περπατώντας στην ασφαλή και σχετικά καθαρή πόλη με τα 18 εκατομμύρια κατοίκους, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε ένα ζωντανό μουσείο, ειδικά στην περιοχή γύρω από την Αγιά Σοφιά και το παλάτι. Ο κόσμος, φιλικός, ανεπιτήδευτος, οικείος, πολύ πιο καλοντυμένος από ό,τι στην ενδοχώρα, αμβλύνει τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να κουβαλούσα αρχικά ως Ελληνίδα. Μετά από 15 μέρες στην Τουρκία, βλέπω στην Κωνσταντινούπολη τη βιτρίνα της Τουρκίας – τα καλύτερα αυτοκίνητα, τις πιο ευρωπαϊκά καλοντυμένες γυναίκες και τις περισσότερες χωρίς κεφαλομάντιλα, τα πιο πολυτελή ξενοδοχεία, τα καλύτερα εστιατόρια και καταστήματα. Βέβαια η Πόλη δεν έχει καμία σχέση με την ενδοχώρα, αν και έχει κι αυτή φτωχογειτονιές σαν το Μπαλάτ (Balat) και το Φανάρι (Fener), πέρα από τις αριστοκρατικές Μπεμπέκ (Bebek), Ορτάκιοϊ (Ortakoy), Μπεγιογλού (Beyoglu) και Τζιχάνγκι (Cihangir). Η κόκκινη Αγία Σοφία (Aya Sofya) με τη θεϊκή της χάρη και τα συγκλονιστικά ψηφιδωτά στο υπερώο, ο ναός-κόσμημα Καριγιέ ή της Χώρας (Kariye Camii) με τα ανυπέρβλητα ψηφιδωτά, η υπόγεια, κατανυκτικά ατμοσφαιρική βασιλική στέρνα (Yerabatan Saray) με τις μαρμάρινες κολόνες αρχαίων ναών, το Οικουμενικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο στο Φανάρι, η πρώην ελληνική γειτονιά του Πέραν (Pera) με τον κεντρικό πεζοδρομημένο εμπορικό δρόμο Istiklal Caddesi και την πολύβουη πλατεία Taksim με τα πολυτελή ξενοδοχεία και το ιστορικό φρούριο Ρούμελη (Rumeli Hisari) στο πιο στενό σημείο του Βοσπόρου, με γεμίζουν με νοσταλγία και θαυμασμό για τον πολιτισμό των Βυζαντινών. Από τον πολιτισμό των Οθωμανών ξεχωρίζω το Μπλε Τζαμί (Sultan Ahmet Camii), το ακόμα ωραιότερο τζαμί του Σουλεϊμάν (Suleimaniye Camii), το παλιό ανάκτορο του σουλτάνου, το Τοπ Καπί (Topkapi) και το νεότερο Ντολμά Μπαχτσέ (Dolmabahce). Η γοητεία της σημερινής Κωνσταντινούπολης είναι ζωντανή παντού. Χάνομαι στο δαιδαλώδες, πανέμορφο, σκεπαστό παζάρι Καπαλί Τσαρσί (Kapali Carsi), με τις εξαιρετικές αγορές σε χαλιά, φαναράκια, κοσμήματα, πετσέτες, κομπολόγια, υφάσματα, δερμάτινα. Στο αιγυπτιακό παζάρι μεθάω από τις μυρωδιές των μπαχαρικών και τις φωνές των πωλητών. Χαίρομαι μια βαρκάδα στον πολυτραγουδισμένο Βόσπορο (Istanbul Bogazi) με τα «γυαλί» (τα παραθαλάσσια ξύλινα αρχοντικά των εύπορων). Πίνω έναν καφέ σαν σουλτάνα στο αρχοντικό πολυτελέστατο ξενοδοχείο Ciragan Palace. Λιώνω στους ανανεωτικούς ατμούς των ιστορικών και ατμοσφαιρικών χαμάμ Cemberlitas Hamami ή Cagaloglu Hamami. Απολαμβάνω εξαιρετικό μαγειρευτό φαγητό και κεμπάπ στo εστιατόριο Hamdi και φρέσκο
ψάρι στο Poseidon της παραθαλάσσιας περιοχής Μπεμπέκ (Bebek), απέναντι από το ασιατικό τμήμα της πόλης. Διασκεδάζω στα κλαμπ Reina και Anjelique μετά από δείπνο δημιουργικής κουζίνας στο House Café, στο μοντέρνο Ortakoy του Βοσπόρου, αλλά και σε παραδοσιακά κέντρα με χορό της κοιλιάς στη γειτονιά Μπεγιαζίτ (Beyazit). Παρακολουθώ αυθεντική τελετή του τάγματος των περιστρεφόμενων δερβίσηδων (γίνεται μόνο την τελευταία Κυριακή κάθε μήνα) ενώ, ένα βράδυ, περνώντας τη γέφυρα του Γαλατά (Galata Koprüsü) με τους ψαράδες, δακρύζω στη θέα των φωτισμένων τζαμιών και του Πύργου του Γαλατά, καθώς η συγκίνηση της ομορφιάς και της ιστορίας με κατακλύζει. Πριν κοιμηθώ στο μικρό ξενοδοχείο Villa Zurich ή στα ακόμα οικονομικότερα αναστηλωμένα οθωμανικά ξύλινα σπίτια Turing Ayasofya Konakalri και Yesil Evi στην πιο παλιά γειτονιά της Πόλης γύρω από την Αγιά Σοφιά, ξαναζώ όλες τις εικόνες και τις γεύσεις που συνθέτουν τον έρωτα που λέγεται Κωνσταντινούπολη και ταξιδεύω πίσω στο χρόνο, ρομαντικά, νωχελικά... Την τελευταία μέρα επισκέπτομαι τα Πριγκιποννήσια (Prens Adalan) με φέριμποτ που θυμίζει Ελλάδα της δεκαετίας του ’50. Μια αύρα άλλης εποχής με τυλίγει, καθώς περνώ με άμαξα από δρόμους εξοχικούς, ανάμεσα σε (πρώην ελληνικά μεγαλοαστικά εξοχικά) ξύλινα αρχοντικά σπίτια με περίτεχνα καφασωτά παράθυρα και κουρασμένους λουλουδιασμένους κήπους, για να φτάσω στην περήφανη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εδώ το άρωμα της παλιάς Ελλάδας αναδύεται πιο έντονο από οπουδήποτε αλλού στην Τουρκία. Το τελευταίο βράδυ στην ερωτική Κωνσταντινούπολη πίνω τον τελευταίο βαρύ γλυκό τούρκικο καφέ με συνοδεία σιροπιαστών και ρουφάω ναργιλέ, ακούγοντας μέχρι πρόσφατα απαγορευμένα κουρδικά τραγούδια στα σοκάκια του Πέραν, γύρω από την πεζοδρομημένη Ιστικλάλ με τα παλιά μαγέρικα, τα κεμπαπτζίδικα, τις χαμηλές πολυκατοικίες του 19ου αιώνα, τα μοντέρνα καφέ και καταστήματα σαν το Vakko. Έτσι τούρκικα αποχαιρετώ τη Ρωμιοσύνη και υπόσχομαι ότι θα επιστρέφω, για να τη θυμάμαι όπως ήταν κάποτε. Στο ταξίδι της επιστροφής διαβάζω Το μαύρο βιβλίο, του Ορχάν Παμούκ, για να μην αποχωριστώ τη χώρα βίαια μέσα από την καρδιά μου.
ΑΡΜΕΝΙΑ (ARMENIA) Η πρώτη χριστιανική χώρα στον κόσμο, εφόσον υιοθέτησε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία στις αρχές του 4ου αιώνα, βρίσκεται στα υψίπεδα του Αραφάτ όπου σύμφωνα με τη Βίβλο προσάραξε η κιβωτός του Νώε μετά τον κατακλυσμό. Η Αρμενία έχει έκταση 30.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και 3 εκατομμύρια χριστιανούς κατοίκους, ενώ υπολογίζεται ότι 10 εκατομμύρια Αρμένιοι της διασποράς ζουν στη Γαλλία, την Αμερική, τη Ρωσία, το Ιράν, την Αυστραλία, το Λίβανο και την Ελλάδα. Οι άνθρωποι είναι φιλόξενοι και χαμογελαστοί, ενώ οι Αρμένιοι της διασποράς είναι συνήθως επιτυχημένοι επιχειρηματίες και διανοούμενοι, με ιδιαίτερο ταλέντο στη μουσική και στη δημιουργία κοσμημάτων. Ο Αζναβούρ, η Σερ και ο Κομιτάς στη μουσική, ο Εγκογιάν στον κινηματογράφο, ο Κιρλιάν και ο Καρς στη φωτογραφία, ο Σαρογιάν στη συγγραφή, ο Γκουρτζίεφ στη φιλοσοφία και ο Πετροσιάν στο σκάκι είναι μερικοί από τους παγκοσμίως γνωστούς Αρμένιους. Η χώρα είναι ορεινή, βρίσκεται ανατολικά της Τουρκίας και αναπτύχθηκε από τον 6ο αιώνα π.Χ. γύρω από το βουνό Αραράτ και τη λίμνη Βαν. Για αιώνες ένα τμήμα της το είχε απορροφήσει η Περσία, ενώ ένα άλλο η βυζαντινή αυτοκρατορία. Αργότερα, το ανατολικό της τμήμα ενσωματώθηκε στη ρωσική αυτοκρατορία, ενώ το δυτικό στην οθωμανική. Οι πρώτες σφαγές από τους Τούρκους έγιναν το 1894-96. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τη διαμάχη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, οι Τούρκοι διέταξαν τη μετακίνηση των αρμένικων πληθυσμών, που ήταν η απαρχή της γενοκτονίας τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου Αρμενίων. Η συνθήκη των Σεβρών του 1920 δεν έγινε αποδεκτή από τον Ατατούρκ και τα εδάφη της οθωμανικής Αρμενίας δεν επιστράφηκαν και δεν ενώθηκαν ποτέ με τη δημοκρατία της Αρμενίας, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα το βουνό Αραράτ –σύμβολο της χώρας–, η λίμνη Βαν και πολλές εκκλησίες να βρίσκονται στην Τουρκία. Το 1922, το υπόλοιπο τμήμα της Αρμενίας ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση, ενώ από το 1991 αποτελεί ανεξάρτητο κράτος με πολλά οικονομικά προβλήματα. Ο πόλεμος με το γειτονικό Αζερμπαϊτζάν (1988-1994) για τον έλεγχο του αυτόνομου πλέον Ναγκόρνο Καραμπάχ (Nagorno Karabah), που ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν αλλά κατοικείται από Αρμένιους οι οποίοι υπερψήφισαν στο τοπικό κοινοβούλιο την ένωση με την Αρμενία, ένας καταστροφικός σεισμός το 1998 και τα κλειστά μέχρι πρόσφατα σύνορα με την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν έχουν εξαντλήσει οικονομικά τη χώρα. Σήμερα, η Αρμενία εξαρτάται από τη Ρωσία για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών και από τη γενναία οικονομική ενίσχυση των 10 τουλάχιστον εκατομμυρίων Αρμενίων της διασποράς, που προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανή την πατρίδα τους. Πρωτεύουσα είναι το Γιερεβάν (Yerevan), με λίγα αλλά εντυπωσιακά δημόσια κτίρια, ελάχιστα καλά ξενοδοχεία, εστιατόρια, καταστήματα και πολλές φτωχικές τριώροφες πολυκατοικίες. Τα λίγα πολυτελή αυτοκίνητα και σπίτια έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την οικονομική στενότητα του λαού. Στην κεντρική πλατεία Χανραπετουτγιάν (Hanrapetutyan Hraparak) εντυπωσιάζομαι από τα πετρόχτιστα, στο χρώμα της ώχρας, κτίρια με καμάρες, που την περιστοιχίζουν. Εδώ βρίσκεται η σημαντική και πλούσια Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο Ιστορίας και το ξενοδοχείο Marriott, χτισμένα στο ίδιο στιλ και με τα ίδια υλικά. Συνεχίζω για τη Ματενανταράν (Matenadaran), τη σπουδαία Βιβλιοθήκη Αρχαίων Χειρογράφων, και το σπίτι του διάσημου ζωγράφου Μάρτιρος Σαριάν. Στο χώρο που λειτουργεί πια ως μουσείο (Martiros Sarian Museum), θαυμάζω τα πανέμορφα ορεινά τοπία της Αρμενίας αποτυπωμένα στον καμβά με έντονα χρώματα. Απολαμβάνω τη συμφωνική ορχήστρα στο μεγαλοπρεπές κτίριο της Όπερας, που βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο πάρκο με υπαίθρια καφέ, και το περπάτημα στη γραφική υπαίθρια αγορά Βερνισάζ (Vernissage Art Market) με τα υφαντά και τις ιδιαίτερες αγιογραφίες. Τελικά αγοράζω τον φημισμένο παστουρμά
και τοπικό μπράντι από ένα παραδοσιακό μπακάλικο. Ακόμα και το να παραγγείλω το εξαιρετικό κεμπάπ σ’ ένα απλό εστιατόριο (και οικονομικό, όπως όλες οι υπηρεσίες) είναι δύσκολο, καθώς οι ντόπιοι δεν γνωρίζουν Αγγλικά ή άλλες ξένες γλώσσες, εκτός από Ρωσικά, που μέχρι πρόσφατα ήταν η επίσημη γλώσσα της χώρας. Μιλούν μόνο Αρμένικα, μια γλώσσα που έχει πλούσιο αλφάβητο με 38 γράμματα. Την επόμενη μέρα, το επιβλητικό γρανιτένιο μνημείο της γενοκτονίας (Tsitsernakaberd), φτιαγμένο από μαύρες στήλες στο σχήμα του βουνού Αραράτ, και το μουσείο με τις φωτογραφίες και τα στοιχεία των εκτελέσεων, μου προξενούν τέτοιο κάψιμο στην καρδιά που μόνο στην ανοιχτωσιά της φύσης ίσως μπορέσω να το σβήσω, στους πράσινους κάμπους και στα βουνά που χαρακτηρίζουν αυτήν τη γη. Η αναζήτηση της λήθης του πόνου αυτού του λαού με φέρνει στον αναστηλωμένο αρχαιοελληνικό ναό στο Γκάρνι (Garni), όπου λατρευόταν ο Θεός Ήλιος τον 1ο αιώνα μ.Χ. Πέτρινος και γκρίζος, ο τετράγωνος ναός με τις κολόνες δεσπόζει δίπλα σε μια εξωτερικά απλή εκκλησία που κρύβει μοναδικά ψηφιδωτά. Από το ύψωμα όπου βρίσκονται τα δύο μνημεία αγναντεύω την καταπράσινη κοιλάδα που απλώνεται μπροστά μου και τον καταγάλανο ηλιόλουστο ουρανό που με σκεπάζει. Τα χαρακτηριστικότερα μνημεία της Αρμενίας, οι εκκλησίες με τους κωνικούς τρούλους και οι εξαιρετικοί πετρόγλυφοι σταυροί στα βράχια, ξεδιπλώνονται στα μάτια μου την τρίτη και δυστυχώς τελευταία μέρα, στην αρχή ενός καλοκαιριού. Κρυμμένο σ’ ένα φαράγγι, το εκπληκτικό πέτρινο μοναστήρι Γκεχάρντ (Geghard) με εντυπωσιάζει καθώς είναι μισό χτισμένο και μισό σκαλισμένο στα άγρια βράχια. Το σκοτεινό εσωτερικό φιλοξενεί σ’ ένα παρεκκλήσι τους τάφους ενός Αρμένιου πρίγκιπα και της συζύγου του, ενώ στα υπόλοιπα παρεκκλήσια-σπήλαια κρύβονται λιτές και νοτισμένες από την υγρασία αγιογραφίες. Ολόγυρά τους, στους λόφους, στέκουν περήφανοι οι πετρόγλυφοι σταυροί, τα κατσκάρς (khatchkars). Στο διάσημο Εχμιαντζίν (Echmiadzin) επισκέπτομαι την έδρα της Αρμένικης Εκκλησίας που μετράει 1.700 χρόνια. Η εντυπωσιακή μητρόπολη στολίζεται από τον κωνικό τρούλο, τα κωνικά τελειώματα στα καμπαναριά, τον ανάγλυφο εξωτερικό διάκοσμο αλλά και το έντονα ζωγραφισμένο εσωτερικό της. Εδώ βρίσκεται το θησαυροφυλάκιο με τους σπουδαιότερους θησαυρούς πολλών ναών της Αρμενίας, αλλά και μικρότερες τετράγωνες εκκλησίες χτισμένες από ροζ πέτρα κι ένα μικρό μνημείο της γενοκτονίας, που αποτελείται από τις χαρακτηριστικές αρμένικες πλάκες με τους ανάγλυφους σταυρούς. Δυστυχώς δεν έχω το χρόνο να επισκεφθώ τα μοναστήρια Σαναχίν (Sanahin), Βαγιότς Τζορ (Vayots Dzor) και την όμορφη πόλη Γκόρις (Goris), αλλά κρατώ μέσα στην καρδιά μου την αίσθηση της Αρμενίας. Καταλαβαίνω πόσο χαρακτήρισε για αιώνες τη ζωή των Αρμενίων η πίστη – σαν ασπίδα και απάντηση σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον. Νιώθω τον πόνο της γενοκτονίας αλλά και την αφοσίωση της διασποράς στη μακρινή πατρίδα.
ΑΖΕΡΜΠΑΪΤΖΑΝ (AZERBAIJAN) Η παλιά σατραπεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Περσών, η πλούσια σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο μουσουλμανική χώρα, ανεξάρτητη πια από την πρώην Σοβιετική Ένωση, δεν έχει πολλά να επιδείξει πέρα από το μικρό ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας Μπακού. Η χώρα καλύπτει μια ορεινή έκταση 86.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ανατολικά της Αρμενίας και βόρεια της Περσίας, ανάμεσα στο Τουρκμενιστάν, το Καζακστάν και τη Γεωργία. Είναι εξαιρετικά πλούσια σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο και ευγενή μέταλλα, έχει ανεπτυγμένη αλιεία, χαβιάρι, κτηνοτροφία και καλλιέργειες βαμβακιού, καπνού και σαφράν, ελάχιστοι όμως απολαμβάνουν τον πλούτο της χώρας. Η πλειονότητα των 8 εκατομμυρίων κατοίκων, τουρκικής καταγωγής, εξακολουθεί να ζει φτωχικά, με χαμηλούς μισθούς, σε μια χώρα ολοένα ακριβότερη και χωρίς υποδομές. Βέβαια, για τους τουρίστες, η χώρα είναι φτηνή, χωρίς όμως να αποτελεί ιδιαίτερα εκλυστικό τουριστικό προορισμό. Οι Αζέροι είναι σχετικά μικρόσωμοι, σκουρόχρωμοι και λιτά ντυμένοι. Κι εδώ, όπως σε όλα σχεδόν τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, πρόεδρος είναι ή ο πρώην γενικός γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος ή ο πρώην αρχηγός της KGB. Η δημοκρατία λάμπει σαν μικρός φανός στο σκοτάδι. Η πρωτεύουσα Μπακού (Baku) βρίσκεται σε μια κίτρινη ημιέρημο που περιβάλλεται από βουνά, δίπλα στην πλούσια σε μαύρο χρυσό Κασπία Θάλασσα με τις αμέτρητες αντλίες πετρελαίου να την πληγώνουν και να την πλουτίζουν – όπως γίνεται τις περισσότερες φορές. Ο ήλιος συνήθως κρύβεται σε ένα γκρίζο σύννεφο. Πέρα από τις άχαρες τεράστιες πολυκατοικίες σοβιετικού στιλ, τους νέους ουρανοξύστες χωρίς χαρακτήρα, τα νυχτερινά κέντρα που θυμίζουν τη δεκαετία του ’80, τις λιγοστές λιμουζίνες των πολιτικών και των επιχειρηματιών και τα πολλά παλιά Λάντα, έχει ένα μικρό ιστορικό κέντρο μέσα σε παλιά τείχη, το οποίο αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Περπατώντας μια ανοιξιάτικη μέρα, θαυμάζω έξω από τα τείχη τα επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια της φιλαρμονικής (Baku Philharmonic), του Μουσείου Καλών Τεχνών (State Art Museum) και του Μουσείου Χειρογράφων (Nizami Museum of Azerbaijan Literature). Περνώντας την επιβλητική πέτρινη πύλη (Maiden’s Tower), μπαίνω στο πιο γαλήνιο και ενδιαφέρον τμήμα της πόλης. Επισκέπτομαι το πέτρινο, σε χρώμα ώχρας, παλάτι του 15ου αιώνα (Palace of Shirvanshahs). Χτισμένο σε διάφορα επίπεδα και επηρεασμένο από τη σπουδαία περσική τέχνη, το συγκρότημα περιλαμβάνει χαμάμ, τζαμί, μαυσωλείο και τα προσωπικά διαμερίσματα των τότε αρχόντων. Το επιβλητικό γκρίζο Κοινοβούλιο (Dom Soviet) από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, στην κεντρική πλατεία Αζαντλίκ (Azadliq), μου θυμίζει τη νεότερη ιστορία, ενώ η Αρμένικη Εκκλησία (Armenian Church) τον πόλεμο με τη γειτονική Αρμενία για τα εδάφη του Ναγκόρνο Καραμπάχ και τα κλειστά σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Το μπεζ τζαμί με τους τρούλους και τους μιναρέδες στο νεκροταφείο και Μνημείο των Ηρώων (Martyrs’ Lane) από τον πόλεμο της ανεξαρτησίας από τη Ρωσία (1990) και τον πόλεμο με την Αρμενία (1994), καθώς και τα γραφικά σοκάκια γύρω από το μέγαρο Ισμαηλία (Ismailia), συμπληρώνουν την εικόνα της πόλης. Τα βράδια απολαμβάνω αρνίσιο κεμπάπ και καλά γεωργιανά κρασιά στο Mugam Palace με συνοδεία χορού της κοιλιάς ή στο παλιό ανακαινισμένο χάνι-εστιατόριο Karvansaray και μια φορά δοκιμάζω τις αντοχές μου σε νυχτερινά κλαμπ, όπου συχνάζουν μαφιόζοι με μπράβους και λυγερά κορίτσια. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο Park Hyatt Baku (στο οποίο συνήθως διαμένουν πολιτικοί και επιχειρηματίες που έρχονται να κλείσουν συμφωνίες για το πετρέλαιο), από την παραλιακή λεωφόρο που κοιτάει τα γκρίζα νερά, τα βράδια που η ασχήμια της τεράστιας λίμνης Κασπίας κρύβεται, παρατηρώ ζευγάρια να κάνουν διακριτικά και συγκρατημένα τη ρομαντική τους βόλτα.
Μην έχοντας χρόνο να μπω στην ενδοχώρα για να δω τα βουνά και τα φτωχά χωριά, φεύγω με μια τρυφερή γεύση από το ιστορικό κέντρο του Μπακού και με πιο έντονη την εικόνα της πληγωμένης από τις αντλίες πετρελαίου Κασπίας.
ΙΡΑΝ [ΠΕΡΣΙΑ] (IRAN) Η σαγηνευτική χώρα των ινδοευρωπαίων Αρίων, των Ζωροαστρών και των αυστηρών ιερωμένων, έχει ωραιότατα τεμένη, σπουδαία μουσεία, την εντυπωσιακή αρχαία Περσέπολη, περιποιημένους κήπους, παραδοσιακές αγορές με μοναδικά χαλιά και ανεπανάληπτες μινιατούρες, μακρά ιστορία, κουλτούρα, ρομαντισμό, μυστικισμό, αλλά κι ένα καταδυναστευτικό θεοκρατικό καθεστώς. Η έκτασή της καλύπτει 1,65 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (12 φορές η Ελλάδα) και χαρακτηρίζεται από ψηλά τραπεζοειδή βουνά, μεγάλες ερήμους και λίγα ποτάμια. Τα άγονα ερημικά υψίπεδα της χώρας καταλαμβάνουν το 90% της έκτασής της και αποτελούν μέρος του ιρανικού οροπεδίου που εκτείνεται από τον ποταμό Τίγρη στο Ιράκ έως τον Ινδό ποταμό στο Πακιστάν. Βόρεια βρέχεται από την Κασπία Θάλασσα και νότια από τον Περσικό Κόλπο, που τη χωρίζει από την Αραβική Χερσόνησο. Συνορεύει ανατολικά με το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, βόρεια με το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία, ενώ δυτικά με το Ιράκ. Ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός ήταν εκείνος των Αχαιμενιδών, μέχρι την κατάκτηση της περιοχής από τον Μέγα Αλέξανδρο, που συγχώνευσε τη σοφία και τον πλούτο της Ανατολής με τη διαύγεια και τη ζωτικότητα των Ελλήνων. Από εδώ πέρασαν οι Πάρθοι με τον Μυθριδάτη, οι Ζωροάστρες Σασσανίδες, οι μουσουλμάνοι Άραβες, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι πρόσθεσαν στον πολιτισμό, οι Μογγόλοι που μόνο κατέστρεψαν, ο Ταμερλάνος και οι διάδοχοί του, η δυναστεία των Σαφαβιδών που έφτασε τη χώρα σε πολιτιστικό απόγειο και άλλες μεγάλες δυναστείες. Το καταπιεστικό καθεστώς του τελευταίου σάχη, η απότομη δυτικοποίηση της χώρας, ο έλεγχος των κοιτασμάτων πετρελαίου από τους Άγγλους και η σύλληψη του πρωθυπουργού από τους Αμερικανούς όταν ιδιωτικοποίησε τα ιρανικά πετρέλαια προς όφελος της χώρας, προκάλεσαν την αντίδραση του λαού και την επανάσταση του 1979. Το ιερατείο κέρδισε την εμπιστοσύνη του λαού και την εξουσία, αλλά επέβαλε καθεστώς ανισότητας μεταξύ των φύλων, θρησκευτικές και πολιτικές διακρίσεις, και περιορισμούς σε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Στη συνέχεια έσυρε το Ιράν σε αιματηρό πόλεμο με το Ιράκ (1980-1988), χωρίς κανένα όφελος αλλά με κόστος εκατομμύρια νεκρούς νέους, ώστε να αποπροσανατολιστεί ο λαός από τα εσωτερικά προβλήματα. Ενώ λοιπόν αρχικά όλοι είχαν πιστέψει στην πολιτική αλλαγή, οι ηγέτες της επανάστασης τους πρόδωσαν με το χειρότερο τρόπο, με αποτέλεσμα αρκετοί Ιρανοί να αφήσουν τη χώρα τους και πολλοί που παρέμειναν να επιζητούν την ανατροπή του απολυταρχικού θεοκρατικού καθεστώτος. Η χώρα έχει ακόμα οικονομικό εμπάργκο από τις ΗΠΑ και μάλλον θα συνεχίσει να έχει, όσο κατέχουν την εξουσία οι σκληροπυρηνικοί θρησκευτικοί ηγέτες. Η οικονομία στηρίζεται στο άφθονο πετρέλαιο και φυσικό αέριο, στα χαλιά, στην αλιεία, στο χαβιάρι, στην κτηνοτροφία και στη γεωργία. Η χώρα είναι πολύ πλούσια και αυτάρκης, αν και στην επαρχία είδα φτώχια, αλλά όχι την εξαθλίωση που υπάρχει όχι μόνο στην υπόλοιπη Ασία αλλά και στην Αφρική και σε όλη την Αμερική εκτός της βόρειας. Το Ιράν έχει 80 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί είναι κάτω των 18 ετών. Το 80% του πληθυσμού αποτελείται από Πέρσες, ενώ οι υπόλοιποι είναι Αζέροι, Κούρδοι και Αρμένιοι. Μιλούν την περσική γλώσσα, η οποία ονομάζεται Φαρσί, ενώ όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό μιλούν Αγγλικά ή Γαλλικά. Σχεδόν όλοι είναι μουσουλμάνοι σιίτες, εκτός από ελάχιστους Ζωροάστρες (πιστοί της παλαιότερης μονοθεϊστικής θρησκείας, που γεννήθηκε στο Ιράν το 1.500 π.Χ.). Το ότι δεν είναι Άραβες και μάλιστα σουνίτες, όπως στις περισσότερες μουσουλμανικές χώρες, αλλά σιίτες, δεν τους καθιστά αρεστούς στον αραβικό κόσμο. Εγώ τους συμπαθώ γιατί είναι πολύ όμορφοι, φιλόξενοι, φιλικοί, ευγενείς και φιλέλληνες, καθώς δεν θεωρούν τον Μέγα Αλέξανδρο κατακτητή, αλλά σημαντικό φορέα νέων πολι-
τισμικών θεσμών και αγαθών. Οι άντρες ντύνονται δυτικότροπα, ενώ οι γυναίκες φορούν –μετά την ισλαμική επανάσταση του 1979– ένα μακρύ ολόσωμο μαύρο κάλυμμα σαν ράσο, το τσαντόρ, ή, οι πιο μοντέρνες, κεφαλομάντιλο και καμπαρντίνα πάνω από παντελόνι. Βέβαια, η φυσική τους ομορφιά τονίζεται και από το μαντίλι, καθώς η προσοχή συγκεντρώνεται στα έντονα τονισμένα μάτια και στα όμορφα χείλη. Το κάλλος των Ιρανών γυναικών και ο ερωτισμός που με αξιοπρέπεια εκπέμπουν δεν κρύβονται, παρά το αυστηρό πολιτικό σκηνικό. Όλοι ζουν κάτω από ένα καταδυναστευτικό θρησκευτικό καθεστώς τρόμου, όπως περιγράφει και η Μαργιάν Σατραπί στο βιβλίο Περσέπολις. Κάποιες από τις απαγορεύσεις με αγγίζουν, αλλά δεν μετανιώνω ούτε στιγμή τις δεκαήμερες επισκέψεις σ’ αυτήν τη σαγηνευτική χώρα. Φοράω πάντα κεφαλομάντιλο, ημίπαλτο και γενικότερα καλύπτω το σώμα μου εντελώς. Δεν πίνω αλκοόλ, καθώς δεν υπάρχει και δεν επιτρέπεται να εισαχθεί. Δεν τραγουδώ, δεν χορεύω και δεν χαιρετώ με χειραψία άντρες, καθώς όλα αυτά απαγορεύονται όχι μόνο στις ντόπιες, αλλά και στις τουρίστριες. Όταν δε, ένα βράδυ, πίνοντας τσάι, τραγουδώ με φίλες το «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί», αστυνομικοί ντυμένοι πολιτικά, οι επονομαζόμενοι «φύλακες της επανάστασης», εμφανίζονται ξαφνικά και μας κάνουν έντονη παρατήρηση. Ο ξεναγός μου, που έχει μάθει να ελίσσεται σε τέτοιες περιπτώσεις, τους πείθει ότι είναι ένα θρησκευτικό τραγούδι που λέγεται κάθε τέτοια μέρα της εβδομάδας... Η μοναδική νυχτερινή διασκέδαση στη χώρα περιορίζεται σε ένα καλό δείπνο με εξαιρετικό αρνίσιο κρέας, τσάι και κάποιες φορές ναργιλέ, που προσφέρεται και στις γυναίκες σε δημόσιους χώρους. Καθώς οι μέρες γεμίζουν από μαγικές εικόνες, δεν μου λείπει τίποτα στην άλλη διάσταση του κόσμου που λέγεται Περσία. Οικονομική και διοικητική πρωτεύουσα της χώρας είναι η άχαρη Τεχεράνη (Tehran), που με απογοητεύει με την ατμοσφαιρική ρύπανση, το κυκλοφοριακό πρόβλημα, την απρόσωπη, δυτικότροπη αρχιτεκτονική της, αλλά με εντυπωσιάζει με τα εξαίσια μουσεία της. Επισκέπτομαι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (National Museum of Iran) με τις ανάγλυφες στήλες και τα αγάλματα, το Μουσείο Ρεζά Αμπαζί (Reza Abbasi Museum) με τις μινιατούρες, τα κεραμικά και τα αέρινα γυαλικά, το Μουσείο των Χαλιών (Carpet Museum), το θησαυροφυλάκιο της Εθνικής Τράπεζας (National Jewelry Museum), με τα εντυπωσιακά κοσμήματα των τελευταίων βασιλιάδων, και την υπέροχη αρμένικη εκκλησία (St. Sarkis Cathedral). Στην Τεχεράνη, που στερείται αισθητικής, βλέπω έργα απαράμιλλης τέχνης και απολαμβάνω δείπνα στα καλύτερα εστιατόρια της χώρας (που δεν είναι καθόλου ακριβά, όπως και όλες οι υπηρεσίες στο Ιράν). Περνάω χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον από το πρώην παλάτι Γκολεστάν (Golestan) και από τα θερινά ανάκτορα (Sad Abad ή National Palace Museum), ευρωπαϊκού στιλ, με τα πλούσια χαλιά και τα παλιά έπιπλα του σάχη. Μετά από φωτογραφία στην Πύλη της Τεχεράνης (Azadi Monument), το λευκό πύργο με τις απλωμένες βάσεις, φτάνω στο αχανές τσιμεντένιο μαυσωλείο του Αγιατολάχ Χομεϊνί (The Holy Shrine of Emam Khomeini). Διαπιστώνω πως ελάχιστοι έρχονται πια να προσκυνήσουν το μνήμα του επαναστάτη ιμάμη. Μετά από δυο μέρες στην πρωτεύουσα, προχωρώ μέσα από μεγάλες και λίγο βαρετές διαδρομές στην άνυδρη γη για τις πόλεις-στολίδια, που αποκαλύπτονται σαν μικρές οάσεις χρωμάτων και μνημείων. Στην εθνική οδό συναντώ μικρά καταστήματα για τις βασικές ανάγκες των λίγων νοικοκυρεμένων χωριών, φιστικιές, κτηνοτρόφους με τα πρόβατά τους και ελάχιστα παλιά αυτοκίνητα ή τουριστικά λεωφορεία. Συχνά αντικρίζω ταμπέλες με ωραιοποιημένα πορτρέτα νεαρών χαμογελαστών γενειοφόρων μαρτύρων από τον πόλεμο με το Ιράκ που, επειδή βρίσκονται στον παράδεισο, παρουσιάζονται μέσα σε λευκά σύννεφα. Ο πρώτος ενδιαφέρων σταθμός είναι η μικρή πόλη Γιαζντ (Yazd) της ερήμου και μια από τις πιο πα-
λιές στον κόσμο κατά την Ουνέσκο. Τα κτίρια είναι στο χρώμα της γης και οι υπερυψωμένοι ορθογώνιοι αεραγωγοί (badgirs), σαν πυργάκια με γρίλιες, υψώνονται για να δροσίσουν τα ζεστά και σκοτεινά δωμάτια εδώ και πολλούς αιώνες. Στην πόλη-μουσείο φωτογραφίζω τη μοναδική αυτή αρχιτεκτονική στο ηλικίας 150 ετών διατηρητέο σπίτι Χαν ε Λάρι (Khan e Lari) και στο ασυνήθιστα πλούσιο κτιριακό συγκρότημα Αμίρ Τσακμάγκ (Amir Chakhmaq). Εδώ, επισκέπτομαι επίσης το λιτό ναό Ατεσκαντέ (Ateshkade) των Ζωροαστρών, που πιστεύουν στην αρχή «να σκέφτεσαι καλά, να μιλάς καλά και να πράττεις καλά». Ο φτερωτός θεός Αχούρα Μάζντα, που ανάγλυφό του βρίσκεται στην πρόσοψη του περιστυλίου, λατρεύεται όσους αιώνες καίει πεισματικά η φλόγα στο κέντρο του ιερού. Μα οι χωμάτινοι απομακρυσμένοι και απόκοσμοι Πύργοι της Σιωπής (Towers of Silence), οι τόποι όπου οι Ζωροάστρες αφήνουν ακόμη εκτεθειμένους τους νεκρούς τους στα στοιχεία της φύσης και στα ζώα, με ξαφνιάζουν ακόμη περισσότερο. Το νεκρό δοχείο της ψυχής γίνεται χώμα και τροφή, και οι εναπομείναντες το γιορτάζουν τρώγοντας όλοι μαζί στα ριζά των λόφων. Το προτιμώ από τον ενταφιασμό και την αποτρόπαια εκταφή. Μετά από μια νύχτα στο υπέροχο παραδοσιακό ξενοδοχείο Mehr Traditional Hotel, συνεχίζω νοτιότερα, κάνοντας μια στάση στην κωμόπολη Κερμάν (Kerman), όπως έκαναν και τα καραβάνια της ερήμου παλιότερα. Περνάω από την κεντρική πλατεία, επισκέπτομαι τα ωραιότερα τζαμιά της πόλης, το τζαμί της Παρασκευής (Masjed e Jame) και το τζαμί του Ιμάμη (Masjed e Emam), και μπαίνω στους δαιδαλώδεις δροσερούς δρομίσκους του παζαριού Βακίλ (Bazar e Vakil), όπου γευματίζω στο ατμοσφαιρικό εστιατόριο Chaykhune ye Vakil. Μετά, αφού επισκεφθώ το Μουσείο Γκαζαλί Χαν (Hammum e Ganjali Khan) –ένα παλιό χαμάμ με θολωτές αίθουσες και κέρινα ομοιώματα των λουομένων και των εργαζομένων–, πίνω άλλο ένα τσάι σε παραδοσιακή τσαγιερί. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να δω το φημισμένο Μπαμ (Bam), τη χωμάτινη οχυρωμένη πόλη που καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό. Στο τέλος της ερήμου, κοντά στις πλαγιές του όρου Ζάγκρος (Zagros), οι εκτάσεις με τις αμυγδαλιές με οδηγούν στην πόλη των ποιητών και των κήπων, στο γραφικό Σιράζ (Shiraz) της ιρανικής διανόησης. Εδώ περπατώ στα λουλουδιασμένα μαυσωλεία του Σααντί (Aramgah e Saadi) και του Χαφέζ (Aramgah e Hafez), μαζί με δεκάδες Ιρανούς που τα επισκέπτονται, ακούγοντας από τον ξεναγό στίχους του επικού ποιητή Φερντουσί, σαρκαστικά τετράστιχα του χαρισματικού διανοούμενου Ομάρ Καγιάμ, διδακτικά ποιήματα του σούφι Σααντί και τραγούδια του πιο ερωτικού, παθιασμένου ποιητή Χαφέζ. Κάποτε, η πνευματικότητα και ο έρωτας ήταν ελεύθερα πουλιά που πετούσαν χωρίς φόβο στην Περσία... Φωτογραφίζω στην καρδιά της πόλης το μεγαλόπρεπο κάστρο Αρκ (Arg e Karim Khani) με τους χοντρούς γωνιακούς πύργους και θαυμάζω το γειτονικό κήπο Ναζάρ με το παλιό βασιλικό περίπτερο (Muze ye Pars). Το πιο χαριτωμένο οικοδόμημα του Σιράζ έχει καταστόλιστους εξωτερικούς τοίχους από σμαλτωμένα πλακάκια, ενώ εσωτερικά οι χρυσαφένιοι θόλοι με τα ανθάκια και τις πλούσιες γύψινες διακοσμήσεις με παρασέρνουν στη χάρη μιας άλλης, πιο χαρούμενης εποχής. Το παλιό λειτουργικό λουτρό του Βακίλ (Hammum e Vakil) με τις χαμηλές καμάρες και τις συνεχόμενες αίθουσες, κοντά στην πανέμορφη σκεπαστή αγορά (Bazaar e Vakil) με τα παραδοσιακά πολύχρωμα υφάσματα και τα τιρκουάζ μεταλλικά διακοσμητικά, με μαγεύει. Το δε τζαμί της Παρασκευής (Masjed e Jame ye Atigh) με ξαφνιάζει ευχάριστα με το τετράγωνο πέτρινο κτίσμα στην εσωτερική αυλή και τις σπάνιες καλλιγραφημένες ταινίες από πλακίδια με ρήσεις του Ισλάμ στους τοίχους. Μετά από τσάι στο Χαφτ Ταν Τεκέ (Haft Tan Teke) στους πρόποδες ενός λόφου με σχεδόν λείες πέ-
τρινες πλαγιές στη βόρεια έξοδο του Σιράζ, την επονομαζόμενη «του Κορανίου» (Darvaze Quran), φεύγω για την ολοήμερη εκδρομή στο σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο της Περσίας, την απέραντη και επιβλητική Περσέπολη (Persepolis), και στο Νακς-ι-Ρουστάμ (Naks-i-Rustam) με τους ανάγλυφους τάφους των Αχαιμενιδών. Στην πόλη των αρχαίων Περσών, στο χώρο των εορτών και της συλλογής προσφορών των υποτελών, θαμπώνομαι από τα καλοδιατηρημένα μεγάλα ανάγλυφα, τις τεράστιες κολόνες με κιονόκρανα που απεικονίζουν ζώα και άνθη, και τις μεγαλοπρεπέστατες σκάλες που οδηγούν σε δύο από τα μεγαλύτερα παλάτια, το «παλάτι με τις 100 κολόνες» και το παλάτι Apadana. Νιώθω βαθιά συγκίνηση που πατώ στα βήματα του μεγαλύτερου Έλληνα στρατηλάτη και αναρωτιέμαι πώς θα ένιωσε όταν είδε αυτή την πόλη αλώβητη από την πυρκαγιά και το χρόνο που την τραυμάτισαν. Στους βράχους του Νακς-ι-ρουστάμ, βλέποντας τους τάφους των μεγάλων βασιλιάδων, θυμάμαι τη μεγάλη ιστορία που μας συνδέει μ’ αυτή τη λατρεμένη χώρα. Στο κέντρο των σταυροειδών εσοχών στους βράχους, έμπειροι τεχνίτες σκάλισαν τα σημαντικότερα κατορθώματα των τεσσάρων μεγαλύτερων ηγεμόνων της δυναστείας των Αχαιμενιδών, των τότε μεγάλων εχθρών των Ελλήνων. Χορτασμένη από τα εντυπωσιακά αρχαία μνημεία καταλήγω στην ωραιότερη πόλη της χώρας, στο αρχοντικό Ισφαχάν (Esfahan), όπου δακρύζω αντικρίζοντας τη μεγαλοπρεπή πλατεία Μεϊντάν Ιμάμ (Meidan Imam). Πλαισιωμένη από ένα παλάτι, δύο από τα ωραιότερα τζαμιά στον κόσμο και μια κλειστή αγορά, κάποτε γήπεδο πόλο για τους άρχοντες της εποχής, τώρα πια αποτελεί πόλο έλξης για ανθρώπους που δεν χορταίνουν την ομορφιά. Το αναστηλωμένο βερικοκί παλάτι Αλί Καπού (Ali Ghapu Palace), με τα διαφορετικά επίπεδα και τη σκεπαστή βεράντα, μου αποκαλύπτει υπέροχες τοιχογραφίες, περίτεχνα γύψινα διακοσμητικά, πολύχρωμα ταβάνια και έναν μουσικό που το κάνει να φαίνεται σαγηνευτικότερο με τους μαγικούς ήχους του νέι (όργανο σαν μικρή φλογέρα). Μπαίνοντας στο τεράστιο τζαμί του Ιμάμη (Masjed e Emam), στη θεσπέσια εσωτερική αυλή με τις τέσσερις επιβλητικές γαλαζοπράσινες πύλες, καταστόλιστες από πλακίδια με λουλούδια, προσκυνώ το απόγειο της μουσουλμανικής τέχνης και καλαισθησίας. Φωτογραφίζω τον πιο όμορφο τρούλο στο τζαμί του Λοτφολάχ (Masjed e Lotfollah), όπου γιορτάζουν τα λουλούδια και τα αστέρια σε λαμπερές ροζ και χρυσές αποχρώσεις. Η μεγαλοπρεπής είσοδος με τους λεπτούς τυρκουάζ μιναρέδες του τεμένους της Παρασκευής (Masjed e Jame), με οδηγεί μαγεμένη στις τρεις αίθουσες προσευχής. Σκέφτομαι με πίκρα πως κάποτε το χρώμα γιόρταζε στην Περσία, ακόμα και στα τζαμιά. Σαστισμένη από την τόση χάρη, συνεχίζω για το παλάτι Τσεχέλ Σιτούν (Chehel Sotun) με την ωραιότατη βεράντα που αποτελείται από λεπτοδουλεμένες ξύλινες κολόνες και με τις μεγαλοπρεπείς πολύχρωμες πολεμικές τοιχογραφίες στο εσωτερικό του. Ύστερα επισκέπτομαι την αρμένικη εκκλησία (Vank Cathedral) και το μουσείο της. Αν και εξωτερικά φαίνεται απλή, μέσα κρύβει ένα μοναδικό διάκοσμο με αφελείς αγγέλους, λατίνες Παναγιές και πανέμορφα ζωγραφιστά περσικά άνθη. Μετά από τόσα σαγηνευτικά μνημεία, πραγματικά απολαμβάνω ένα τσάι με θέα τις φωτισμένες αψιδωτές γέφυρες (Khaju και Si o Se) του ποταμού Ζαγιαντέ (Zayandeh), που πηγάζει από το όρος Ζάγκρος, και χάνομαι ξανά στο στεγασμένο παζάρι της πλατείας Μεϊντάν Ιμάμ (Meidan Emam) για να αγοράσω τις ωραιότερες μινιατούρες και χαλιά που έχω δει ποτέ. Με τη ζέστη να θεριεύει, καθώς προχωράει ο Απρίλιος, ακόμα και στους ονειρικούς κήπους με τις μυρωδάτες τριανταφυλλιές του αριστοκρατικού ξενοδοχείου Abbasi Hotel, επιστρέφω ευτυχισμένη στην Ελλάδα μέσω Τεχεράνης, διαβάζοντας το ωραιότερο βιβλίο για την Περσία, το Περσία, πορεία σε φως και σκιά, της Λολίτας Γεωργίου, μετά από δέκα ημέρες στον μοναδικό πανάρχαιο πολιτιστικό πλούτο αυτής της χώρας και των ανθρώπων της, που ζουν με την κουλτούρα του χτες και την ελπίδα του αύριο.
ΟΥΖΜΠΕΚΙΣΤΑΝ (UZBEKISTAN) Η πιο ενδιαφέρουσα χώρα της Κεντρικής Ασίας (μετά την Περσία), με ιστορικές και γραφικότατες πόλεις, οι οποίες ήταν σταθμοί των καραβανιών του μεταξιού, που ξεκινούσαν από την Κίνα και κατέληγαν στο Βυζάντιο και στη Βενετία. Η πατρίδα του ιατρού Αβεσίνα (Avicenna), του ποιητή Ρουντακί (Rudaki), του κατακτητή Ταμερλάνου (Amir Temur), των ωραιότερων θεολογικών μουσουλμανικών σχολών και των διάσημων χαλιών μπουχάρα. Από εδώ πέρασαν οι Σκύθες, οι Πέρσες Αχαιμενίδες, ο Μέγας Αλέξανδρος, οι Πέρσες Σασσανίδες, οι Άραβες προσφέροντας και οι Μογγόλοι καταστρέφοντας. Τον 14ο αιώνα, απόγονοι των Μογγόλων έδωσαν το όνομα Ουζμπέκ σε όλους τους κατοίκους της περιοχής. Η επόμενη δυναστεία του Ταμερλάνου έχτισε τις πόλεις-στολίδια και έδωσε ώθηση στις τέχνες και στα γράμματα. Η άνθηση συνεχίστηκε από τους Πέρσες που την κατέκτησαν ξανά, μετά τη δυναστεία του Ταμερλάνου. Τον 19ο αιώνα, την εποχή του «Μεγάλου Παιχνιδιού» ανάμεσα στην Αγγλία και τη Ρωσία, η περιοχή περιήλθε υπό τον έλεγχο των Ρώσων. Το 1924 γεννήθηκε το κράτος του Ουζμπεκιστάν, ως μέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Τότε δημιουργήθηκαν εδώ τεράστια αρδευτικά έργα και βαριά βιομηχανία. Από το 1991 αποτελεί ανεξάρτητο κράτος, με ελάχιστη δημοκρατία και αποπνικτική γραφειοκρατία, με άθλια τη θέση της γυναίκας, χαμηλά επίπεδα υγιεινής και υποδομής στην ενδοχώρα, και με αυθαίρετες συλλήψεις αντιφρονούντων, αφού αντιπολίτευση επίσημα ακόμη δεν υπάρχει. Η έκταση των 447.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (3 φορές η Ελλάδα) συνορεύει ανατολικά με το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν, νότια με το Αφγανιστάν και το Τουρκμενιστάν, και βόρεια με το Καζακστάν. Στα δυτικά καλύπτεται από δύο μεγάλες ερήμους, την Κιζιλκούμ και την Καρακούμ, που καταπίνουν τα γνωστά και από την αρχαιότητα μεγάλα ποτάμια Αμού Νταρία (Ώξος), Σιρ Νταρία (Ιαξάρτης) και Ζεραφσάν (Πολυτίμητος), τα οποία στο πέρασμά τους δίνουν ζωή στη χώρα, ξεκινώντας από τα βουνά που βρίσκονται στα ανατολικά της μοναδικής μεγάλης καλλιεργήσιμης περιοχής. Στο Ουζμπεκιστάν βρίσκεται και η λίμνη Αράλη, φθίνουσα πια λόγω της αποστράγγισης και της κακής εκμετάλλευσης των υδάτινων αποθεμάτων. Η χώρα είναι αγροτική, με τεράστια παραγωγή βαμβακιού, ρυζιού και φρούτων, έχει ανεπτυγμένη κτηνοτροφία και υπέδαφος πλούσιο σε χρυσό, φυσικό αέριο, πετρέλαιο και ουράνιο. Ο κόσμος ζει φτωχικά, ιδιαίτερα στην ενδοχώρα. Έχουν μεγάλες οικογένειες και οι περισσότερες γυναίκες φορούν μακριές πολύχρωμες φούστες και κεφαλομάντιλο, ενώ οι άντρες ένα μεγάλο γούνινο στρογγυλό καπέλο, ειδικά τα βράδια που η θερμοκρασία στις πόλεις της ερήμου πέφτει αρκετά. Από τα 26 εκατομμύρια κατοίκους, το 90% είναι μουσουλμάνοι σουνίτες. Εκτός από τους Ουζμπέκους, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία, εδώ ζουν πολλοί Κιργίζιοι, Τουρκμένιοι και Τατζίκοι, που προτίμησαν την ασφάλεια και τη σταθερότητα της χώρας από τις γειτονικές πατρίδες τους. Εδώ επίσης είχαν έρθει πολλοί αριστεροί μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, αν και οι περισσότεροι επέστρεψαν μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Πρωτεύουσα είναι η πράσινη και χαριτωμένη Τασκένδη (Tashkent), σημαντικότατη πόλη κατά τη σοβιετική περίοδο, με ενδιαφέροντα μουσεία, ελάχιστες παλιές μουσουλμανικές θεολογικές σχολές και λίγα επιβλητικά κτίρια από τη σταλινική εποχή. Δυστυχώς δεν έχει διατηρήσει τη γραφικότητά της και τον ανατολίτικο αέρα που αναζητώ, παρά μόνο σε ελάχιστα σημεία, ενώ έχει έντονα τα σημάδια του «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Μέσα από φαρδείς δενδροφυτεμένους δρόμους, προσπερνώντας περιποιημένες πλατείες, ελάχιστους ουρανοξύστες και μεγάλες, σοβιετικού τύπου, άχαρες πολυκατοικίες, φτάνω στην επιβλητική πλατεία της ανεξαρτησίας (Independence Square ή Mustakillik Maidoni) με τα μεγάλα κυβερνητικά κτίρια και το
εντυπωσιακό μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, με τη σκυμμένη, πονεμένη μάνα μπροστά στην πισίνα με την άσβεστη φλόγα. Περπατώντας, περνάω από την κοντινή πλατεία με το άγαλμα του καβαλάρη Ταμερλάνου (Amir Temur Square). Όμως τα παλιά μνημεία είναι αυτά που με αγγίζουν περισσότερο. Χτισμένα με τούβλα στο χρώμα της κίτρινης γης, στολίζονται διακριτικά από ελάχιστα γαλάζια πλακίδια. Το τούβλινο κτίριο της θεολογικής σχολής Κουκελντάς (Kukeldash Madrassah) με την εντυπωσιακή πύλη, τα αψιδωτά κλειστά μπαλκονάκια των δωματίων που φιλοξενούσαν φοιτητές θεολογίας και τους λεπτούς στρογγυλούς πυργίσκους σαν μιναρέδες στις γωνίες, προβάλλει διακριτικά από την ένδοξη εποχή της χώρας. Το μεγάλο Τζαμί της Παρασκευής (Jummi Mosque) με τους τρεις θόλους και την πλούσια βιβλιοθήκη προσθέτει μια ακόμη μουσουλμανική πινελιά στην πρωτεύουσα, που έχει έντονα δυτικότροπο ύφος λόγω της μακρόχρονης παρουσίας των Ρώσων. Η δε Θεολογική Σχολή του Καν (Barak Khan Madrassah), με την έντονα διακοσμημένη με γαλάζια τουβλάκια πρόσοψη και τα καταστόλιστα δωμάτια με γύψινα και πλακίδια, δείχνει την κρυμμένη αίγλη της Τασκένδης. Μετά από μια ημέρα αντιφατικών εικόνων, συνεχίζω, μέσα από χιλιόμετρα άνυδρης γης, για τη δεύτερη πιο εντυπωσιακή πόλη της Κεντρικής Ασίας μετά το Ισφαχάν του Ιράν. Η Σαμαρκάνδη (Samarkand) αναδείχτηκε σε σημαντική πόλη του δρόμου του μεταξιού χάρη στην έξοχη θέση της, καθώς βρίσκεται στον ποταμό Ζαραφσάν (Zarafshan) και προστατεύεται από τα βουνά και την έρημο Κιζιλκούμ (Kyzylkum). Στις τρεις πλευρές της κεντρικής πλατείας Ρεγιστάν (Registan) υψώνονται τα πιο επιβλητικά μνημεία του Ουζμπεκιστάν. Οι μεγάλες θεολογικές σχολές Sher Dor Madrassah και Madrassah Ulughbek, εξαιρετικά δείγματα ισλαμικής τέχνης, με τις πύλες στολισμένες απ’ άκρη σ’ άκρη με γαλαζοπράσινα πλακίδια, λεπτούς ανάγλυφους μιναρέδες, ραβδωτούς τιρκουάζ θόλους και αίθουσες όπου γιορτάζουν τα πρασινοκίτρινα λουλουδάτα κεραμικά, με θαμπώνουν, όπως και χιλιάδες άλλους που επισκέπτονται εδώ και αιώνες τα ιερά μνημεία του Ταμερλάνου. Η επιβλητική πλατεία Ρεγιστάν μου θυμίζει μικρογραφία της πλατείας Μεϊντάν στο Ισφαχάν της Περσίας και μένει για πάντα στην καρδιά μου. Μα η μαγεία της πόλης συνεχίζεται στην πανέμορφη νεκρόπολη Σαχ-ι-Ζιντά (Shah-i-Zinda). Ανεβαίνοντας στο μικρό λόφο, ανακαλύπτω σε κάθε βήμα κι ένα ακόμα ωραιότερο μικρό μαυσωλείο της σπουδαίας δυναστείας των Τιμουριδών (απόγονοι του Ταμερλάνου). Φτιαγμένα από το μπεζ τούβλο της γης και στολισμένα διακριτικά με τιρκουάζ τρούλους, καλλιγραφικές επιγραφές και ένθετα πλακίδια, αποτελούν ένα μουσείο αρχιτεκτονικής. Το μαυσωλείο του Ταμερλάνου (Gur Emir Mausoleum) με πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο από χρυσογάλανα τουβλάκια και μικρές εσοχές σαν χρωματιστές κερήθρες στους θόλους, το μικρό αλλά σπουδαίο Αστεροσκοπείο του Ουλούγκ Μπέγκ (Ulugh Beg Observatory), το τεράστιο τούβλινο τζαμί και μαυσωλείο της αγαπημένης του Ταμερλάνου Μπιμπί Χανούμ (Bibi Khanum Mosque) και το πολυσύχναστο κεντρικό παζάρι της πόλης (Bazaar), με τις πολύχρωμα ντυμένες γυναίκες με τα μακριά μαντίλια στα μαλλιά, τα φρούτα και τα χαμόγελα με τα χρυσά δόντια, ολοκληρώνουν τη θεσπέσια εικόνα της τιρκουάζ, αρχοντικής, ιστορικής, μα και ολοζώντανης πόλης. Ερωτευμένη με την παλιά Σαμαρκάνδη, απομονώνω τις άχαρες εικόνες από τις καινούργιες, σοβιετικού τύπου, τεράστιες πολυκατοικίες και τα απλά ξενοδοχεία χωρίς χαρακτήρα και φεύγω για την Μπουχάρα (Bukhara). Στο δρόμο για τη διάσημη για τα χαλιά της πόλη Μπουχάρα (αν και τα καλύτερα τα έχω δει στην Περσία), κάνω μια σύντομη στάση στην πόλη Σαχρισάμπζ (Shakhrisabz) για να δω το ερειπωμένο παλάτι του Ταμερλάνου. Ανάμεσα στους πανύψηλους γκρεμισμένους τοίχους με τα ένθετα τιρκουάζ πλακίδια στέκει το επιβλητικό άγαλμα του Ταμερλάνου πάνω στο βάθρο του. Ο Tαμερλάνος δικαίως δείχνει υπερήφανος, μια που αυτός έφερε στη χώρα τις τέχνες και τα γράμματα από τη γειτονική Περσία.
Η πόλη της Μπουχάρα, πάνω στον ποταμό Ζεραφσάν και μέσα στην απέραντη όαση με τους ορυζώνες και τις μπαμπακιές, αποκαλύπτει δειλά ένα μαγευτικό ιστορικό κέντρο που με ταξιδεύει στον 17ο αιώνα. Η παλιά πόλη, που αποτελεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο, αποπνέει μια μοναδική και ξεχασμένη ατμόσφαιρα, δεδομένου ότι δεν έχουν παρεισφρήσει σύγχρονα διαβρωτικά στοιχεία ανάμεσα στα μνημεία που είναι συγκεντρωμένα εδώ. Μετά το τεράστιο φρούριο (Ark) με τους προμαχώνες, τα τυχερά μου μάτια πέφτουν στην πλατεία Ρεγκιστάν (Registan), ενώ πίσω από αυτήν ξεδιπλώνονται ένα-ένα μνημεία αξεπέραστης χάρης, όπως τo πελώριο μπεζ τζαμί Μπόλο Χαούζ (Bolo Hauz) με τα ανάγλυφα και τον έγχρωμο διάκοσμο, η σημαντική θεολογική σχολή Μιρ ι Αράμπ (Mir i Arab Madrassah) με το θόλο από μπλε πλακίδια και την αυστηρή πρόσοψη με τα μικρά παράθυρα, η θεολογική σχολή Ουλούγκπέγκ (Uluqbek Madrassah) με τη διακοσμημένη πύλη από μπλε κεραμικές ταινίες και τη διπλή σειρά από μπαλκονάκια με ένθετα μπλε πλακίδια, η μικρή σχολή Τσορ Μινόρ (Chor Minor) με τους τέσσερις λεπτούς τιρκουάζ μιναρέδες γύρω από μια μικρή πύλη και το σύμβολο της πόλης, ο μεγάλος σε διάμετρο μιναρές Καλόν (Kalon Minaret) με το ομώνυμο λιτό τζαμί (Kalon Mosque). Τα πανέμορφα μαυσωλεία Ισμαήλ Σαμανί (Ismail Samani Mausoleum) και Τσασμά Αγιούμπ (Chashma Ayub Mausoleum), τα γραφικά σοκάκια και το σκεπαστό παζάρι μιας άλλης εποχής μού αποκαλύπτουν τη σπουδαιότητα της θρησκευτικής πόλης στο δρόμο των καραβανιών του μεταξιού και με κάνουν να ξεχνώ ότι ζούμε στον 21ο αιώνα. Στο ηλιοβασίλεμα, όταν χάνεται ο καταγάλανος ουρανός, σεργιανίζω στις κεντρικές πλατείες και ρουφώ τα μαβιά χρώματα που λούζουν τους τούβλινους όγκους και τα πολύτιμα τιρκουάζ στολίδια τους. Μα ήρθε η ώρα να μπω σε σκηνικό του Παζολίνι, στη μοναδική πόλη-μουσείο Χίβα (Khiva) και τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Η πιο χαρακτηριστική, απομονωμένη και καλοδιατηρημένη παλιά πόλη της Κεντρικής Ασίας αποτελούσε σταθμό καραβανιών και κέντρο εμπορίου σκλάβων, στη μέση της μεγάλης ερήμου που την περιβάλλει. Περνώντας τα πανύψηλα παλιά χωμάτινα τείχη του τεράστιου κάστρου Ιτσάν Καλά αποκαλύπτεται ένα τούβλινο δάσος από παλιές θεολογικές σχολές, μεταξύ των οποίων οι Islam Khodja Madrassah, Mohammed Rakhim και Khan Madrassah, τζαμιά, μαυσωλεία, μιναρέδες και μέγαρα με ψηφιδωτούς τοίχους. Όλα είναι μπεζ και πλίνθινα, με εξαίρεση ελάχιστες πινελιές από γαλάζια πλακίδια στα σημαντικότερα κτίσματα, όπως στον ημιτελή, μεγάλο σαν στρογγυλό πύργο, μιναρέ Κάλτα Μινόρ (Kalta Minor). Στο σκοτεινό και δροσερό τζαμί της Παρασκευής (Juma Mosque) χάνομαι μέσα σε συστάδες από ψηλόλιγνες ξύλινες κολώνες. Στο παλάτι Τασχαουλί (Tash Hauli) θαυμάζω τους ανάγλυφους τοίχους και τα ένθετα πρασινωπά πλακίδια στα προσωπικά διαμερίσματα και στo χαρέμι του ισχυρού τοπικού άρχοντα της εποχής. Εδώ καταλαβαίνω τι σημαίνει πόλη της ερήμου μέσα στα τείχη της, στα σοκάκια όπου περπατάει η Ιστορία. Στην παλιά πόλη (που ευτυχώς είναι άδεια από τουρίστες, όπως όλη η χώρα, λόγω της έλλειψης καλών ξενοδοχείων και εστιατορίων) ανακαλύπτω τα ωραιότερα χαλιά, ενώ πίσω από τα τείχη της περπατώ στην κεντρική αγορά και βρίσκω φωτογραφικό ενδιαφέρον στα γυναικεία πρόσωπα, που μου θυμίζουν όμορφες τσιγγάνες με χρυσά δόντια. Σ’ αυτή τη χώρα υπάρχει η συνήθεια να στολίζουν το στόμα τους με χρυσά δόντια με τα πρώτα χρήματα που εξασφαλίζουν, γι’ αυτό και η πληθώρα στοματολόγων που έχουν ιατρεία και ταμπέλες παντού στην πόλη. Η εικόνα αυτής της πόλης του ερεβώδους παρελθόντος με συντροφεύει ακόμη. Τέλος, στα περίχωρα της Χίβα επισκέπτομαι το παλάτι Chadra Hauli του 20ού αιώνα, που χτίστηκε από Γερμανούς, Ρώσους και Ουζμπέκους αρχιτέκτονες. Το μέγαρο είναι όντως ξεχωριστό, καθώς παντρεύ-
ει την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική με τον ανατολίτικο διάκοσμο, τα γύψινα στολίδια, τα ένθετα πλακίδια και τα όμορφα ξυλόγλυπτα τελειώματα με τα μεγάλα παράθυρα. Μετά από τόσες μοναδικές εικόνες που αντικρύζω σ’ αυτό το μαγευτικό αλλά και οικονομικό ταξίδι, συμβιβάζομαι δοκιμάζοντας στα ξενοδοχεία τις απλές γεύσεις της κουζίνας του Ουζμπεκιστάν που περιορίζονται σε νοστιμότατα σουβλάκια και κεμπάπ από αρνί, ρύζι και απλές σαλάτες, σε τσάι και σχετικά καλά κρασιά. Οι μακρινές και βαρετές διαδρομές στην άνυδρη γη θα ήταν ανυπόφορες λόγω της εξουθενωτικής ζέστης, αν δεν είχα έρθει την άνοιξη. Δεδομένου ότι οι θερμοκρασίες είναι πιο ακραίες από την Ελλάδα, με πιο κρύο χειμώνα και πολύ πιο ζεστό καλοκαίρι, ταξιδεύω στην ανεξερεύνητη όσο και σαγηνευτική αυτή χώρα άνοιξη και φθινόπωρο. Το ταξίδι στο Ουζμπεκιστάν αποτελεί μια βαθιά βουτιά στο χρόνο, στην ιστορία και στη μνημειακή αρχιτεκτονική.
ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ (AFGHANISTAN) Το Αφγανιστάν βρίσκεται στην κεντρική Ασία, συνορεύει με το Πακιστάν, την Κίνα, την Περσία, το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν και το Τουρκμενιστάν. Έχει 4,5 φορές το μέγεθος της Ελλάδας (650.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα), αποτελείται από ψηλά βουνά με μέσο υψόμετρο 2.700 μέτρα και δεν έχει ζήσει σε ειρήνη τα τελευταία 30 χρόνια. Ο πληθυσμός φτάνει τα 29 εκατομμύρια και αποτελείται από διαφορετικές εθνικές ομάδες, σχετικά εχθρικές μεταξύ τους, όπως οι Παστούν, οι Τατζίκοι, οι Χάτζαροι και οι Ουζμπέκοι. Οι επίσημες γλώσσες είναι η Ντάρι (ίδια με την περσική Φαρσί), που χρησιμοποιείται από την πλειονότητα του πληθυσμού, και η Παστούν. Επίσης μιλούνται η ουζμπεκική και η τουρκμενική γλώσσα. Η μεγάλη ιστορία του Αφγανιστάν χαρακτηρίστηκε από το πέρασμα των Αρείων (Βακτριανών και Παστούν), των Περσών, του Μ. Αλέξανδρου, των Ινδών, των Μογγόλων και ξανά των Περσών. Το νεότερο Αφγανιστάν, η γη των Αφγανών, που είναι άλλο ένα όνομα για τους Παστούν, γεννήθηκε με την βασιλεία του Ντοράνι το 1747, ενώ τον 19ο αιώνα έγινε πιόνι στα γεωπολιτικά παιχνίδια των Ρώσων και των Άγγλων, όπως και το Ουζμπεκιστάν. Έγινε τουριστικός προορισμός των χίπις τη δεκαετία του ’70, ενώ από το 1979 μέχρι το 1989 περιήλθε στην κατοχή των Σοβιετικών. Οι Μουτζαχεντίν, οι πολεμιστές του ιερού πολέμου –αλλά και ο λαός–, έδιωξαν τους Σοβιετικούς με στρατιωτικό εξοπλισμό των Αμερικανών και οικονομική βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και με κόστος ένα εκατομμύριο νεκρούς Αφγανούς και έξι εκατομμύρια πρόσφυγες. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στη Βόρεια Συμμαχία (πιο δημοκρατική) και στους Ταλιμπάν (θρησκόληπτοι και οπισθοδρομικοί), που τελικά κέρδισαν την εξουσία το 1996. Το καθεστώς τους αναγνωρίστηκε μόνο από τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Πακιστάν. Στόχος τους ήταν να ιδρύσουν ένα «αγνό» ισλαμικό κράτος, παραφράζοντας ουσιαστικά τη σαρία (τον ισλαμικό νόμο που διέπει την κοινωνική ζωή όλων των μουσουλμάνων στον πλανήτη από την εποχή της ίδρυσης αυτής της θρησκείας). Καταργήθηκε η μουσική, η τηλεόραση, τα περιοδικά, η φωτογραφία, το πέταγμα του αετού, τα μακριά μαλλιά, ενώ σε όλους τους άντρες επιβλήθηκαν τα μακριά γένια. Απαγορεύτηκε οποιαδήποτε πηγή γνώσης πέρα από τη μελέτη του Κορανίου και εκδιώχθηκαν όλοι οι ειδήμονες από τα υπουργεία, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από μουλάδες (παπάδες). Μέχρι και Υπουργείο Ηθικής είχε δημιουργηθεί για την τήρηση όλων των απαγορεύσεων. Σταμάτησε η χαρά σε κάθε μορφή και επιβλήθηκε ο απόλυτος τρόμος στο όνομα της θρησκείας. Οι Ταλιμπάν έφεραν τη χώρα στην ώρα μηδέν, επιβάλλοντας έναν ακραίο Ισλαμισμό, όπως είχε κάνει και ο Πολ Ποτ με τους ερυθρούς Χμερ στην Καμπότζη, δοκιμάζοντας τα όρια του κομμουνισμού. Οι γυναίκες έπρεπε να συνοδεύονται πάντα από άντρα κατά την έξοδό τους από το σπίτι και να είναι πάντα καλυμμένες από πάνω μέχρι κάτω με την μπούργκα, το ολόσωμο κάλυμμα που έχει μόνο ένα μικρό άνοιγμα σαν δίχτυ στο ύψος των ματιών. Πέρα από τον εγκλεισμό τους σε αυτό το πλισέ, γαλάζιο, συνθετικό κομμάτι ύφασμα, δεν επιτρεπόταν να εργάζονται, να πηγαίνουν σχολείο και να σπουδάζουν, ακόμα και να πηγαίνουν στο νοσοκομείο, καθώς στα νοσοκομεία δεν εργάζονταν πια γυναίκες. Θα μπορούσαν να τιμωρηθούν σκληρά για όλα αυτά. Ακόμα και αν έβαφαν τα νύχια τους, θα έχαναν τα δάχτυλά τους. Η επιθυμία για έρωτα ήταν ταμπού στο Αφγανιστάν, όπως εξακολουθεί να είναι σε ένα μεγάλο τμήμα του μουσουλμανικού κόσμου. Τα νεαρά κορίτσια ήταν και είναι αντικείμενο συναλλαγής στο Αφγανιστάν. Όσο πιο μεγάλος σε ηλικία ο γαμπρός, τόσο μεγαλύτερη η τιμή που ζητάει η οικογένεια της κοπέλας για να τη δώσει, ειδικά αν πρόκειται για δεύτερη σύζυγο, σε περίπτωση που η πρώτη είναι
μεγάλης ηλικίας ή δεν μπορεί να τεκνοποιήσει. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι ΗΠΑ και οι Νατοϊκοί τους σύμμαχοι εισέβαλαν στο Αφγανιστάν, αναζητώντας τους ενόχους του χτυπήματος στους Δίδυμους Πύργους, μεταξύ αυτών και τον ονομαστό αλλά εφτάψυχο Μπιν Λάντεν. Οι Ταλιμπάν, προτού αποσυρθούν, πρόλαβαν να δηλητηριάσουν τα πηγάδια, να ανατινάξουν πολύτιμα κανάλια νερού, φράγματα, γέφυρες και τούνελ μέσα στα βουνά, τα σπήλαια στη Μπαμιάν με τα σπουδαία βουδιστικά ανάγλυφα και το Εθνικό Μουσείο στην Καμπούλ. Σ’ αυτό το διάστημα, η Καμπούλ κατάντησε ένας σωρός από ερείπια κι έχασε άλλους 50.000 κατοίκους. Τα τελευταία χρόνια, εκατοντάδες οργανώσεις, αλλά και κράτη όπως η Γερμανία, στηρίζουν και συντηρούν την οικονομία του Αφγανιστάν που διαθέτει χρυσό και άλλα μέταλλα, διαμάντια, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ουράνιο, όπιο και αλάτι, πέρα από την κτηνοτροφία. Τα πολύχρωμα φορτηγά που μεταφέρουν εμπορεύματα και τα τετρακίνητα αυτοκίνητα των μη κυβερνητικών οργανώσεων αποτελούν ψήγματα ελπίδας για την ανασυγκρότηση της χώρας. Λόγω του ότι το Αφγανιστάν δεν έχει ζήσει σε ειρήνη τα τελευταία 30 χρόνια, η οριοθετημένη μέσα σε άγρια βουνά, στα 1.800 μέτρα υψόμετρο, πρωτεύουσα Καμπούλ (Kabul), αν και πάντα ηλιόλουστη, είναι μια πόλη σκονισμένη και ξεκοιλιασμένη. Κτίρια-κουφάρια, διάσπαρτες στρατιωτικές μονάδες, δρόμοι κατεστραμμένοι, ξενοδοχεία και ταβερνάκια μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, ελάχιστα μαγαζιά με δερμάτινα, λάπις λάζουλι (μπλε ημιπολύτιμη πέτρα), χαλιά και διαμάντια. Πολύ σπάνια, συναντάει κανείς πολυτελή σπίτια που έφτιαξαν οι μεγάλες ανθρωπιστικές οργανώσεις, διάφοροι επιτετραμμένοι, πολιτικοί και κράτη για τις πρεσβείες τους. Τα περισσότερα σπίτια είναι χαμηλά, χωμάτινα και πλίνθινα, με επίπεδη στέγη στην οποία βρίσκεται μια μικρή δεξαμενή για να συλλέγεται το νερό της σπάνιας βροχής. Εξωτερικά, το μόνο που φαίνεται είναι μια σιδερένια πόρτα που οδηγεί κατευθείαν στο σπίτι ή σε μια εσωτερική αυλή, όπου βρίσκεται η τουαλέτα. Σπάνια έχουν πηγάδι για νερό, σπανιότερα τρεχούμενο νερό και συχνότερα νερό σε απόσταση μερικών τετραγώνων από το σπίτι. Τα περισσότερα σπίτια έχουν αρκετά και σχετικά μεγάλα δωμάτια για να μπορούν να στεγάζουν τις μεγάλες οικογένειες με τα πολλά παιδιά και παλιότερα με τις πολλές γυναίκες. Αντί για έπιπλα, τα δωμάτια καλύπτονται από χαλιά και στρώματα, λόγω του κρύου και της υγρασίας. Οι Αφγανοί είναι πολύ όμορφοι. Όλοι έχουν λαμπερά μάτια και σκουρόχρωμη επιδερμίδα από τον ήλιο που πάντα λάμπει στον καταγάλανο ουρανό του Αφγανιστάν. Οι άντρες ντύνονται με άνετες, καθαρές – συνήθως άσπρες– παντελόνες, μακριές σαν φορέματα πουκάμισες και καπέλο (τουρμπάνι, στρογγυλό και πλακέ κασκέτο ή σπανιότερα φέσι). Τώρα πια οι γυναίκες –στην Καμπούλ τουλάχιστον– κυκλοφορούν οι μισές χωρίς μπούργκα και χωρίς συνοδό. Σιγά σιγά τα σχολεία θηλέων ανοίγουν, οι γυναίκες εργάζονται, πηγαίνουν σε ιατρεία και νοσοκομεία που έχουν χρηματοδοτηθεί από ανθρωπιστικές οργανώσεις και δυτικά κράτη, ερωτεύονται, ζουν. Με μέσο όρο ζωής τα 46 χρόνια, με μόνο το 30% του πληθυσμού να έχει πρόσβαση σε νερό και το 15% σε αποχέτευση, με τις μισές μάνες να πεθαίνουν από αναιμία και άλλους λόγους που οπουδήποτε αλλού αποφεύγονται εύκολα, με κρούσματα χολέρας και τυφοειδούς πυρετού να ξεσπούν στην επαρχία, αλλά και λεϊσμανίαση, ελονοσία, φυματίωση, έντονα αναπνευστικά προβλήματα να μαστίζουν την Καμπούλ, το θέμα της υγείας είναι τεράστιο. Ασφάλεια δεν υπάρχει, κυρίως εκτός πρωτεύουσας, και αρχίζει να χάνεται και στην Καμπούλ, λόγω της έντονης δυσαρέσκειας του κόσμου απέναντι στους Αμερικανούς και τους υπόλοιπους στρατιώτες, δυσαρέσκεια που επεκτείνεται και σε όλους τους ξένους, ακόμα και στα μέλη των 1.000 καταγεγραμμένων μη κυβερνητικών οργανώσεων, αλλά και εξαιτίας του ότι οι Ταλιμπάν παραμένουν μεγάλη δύναμη. Συχνά καταγράφονται ένοπλες ληστείες, απαγωγές παιδιών για εμπόριο οργάνων, δολοφονίες, αλλά και απαγωγές ξένων επιχειρηματιών και μελών ανθρωπιστικών αποστολών. Παράλληλα, καθη-
μερινές είναι οι απώλειες από ξεχασμένες νάρκες και από ρουκέτες των Ταλιμπάν, που στόχο έχουν αεροδρόμια, νοσοκομεία και στρατιωτικές μονάδες της Καμπούλ. Η ιστορία της χώρας και η κατάσταση που επικρατεί ακόμη δεν την καθιστούν ασφαλή ταξιδιωτικό προορισμό και πιστεύω ότι θα περάσουν πολλά χρόνια πριν κάτι αλλάξει. Την επισκέφτηκα ως υπεύθυνη μιας ελληνικής μη κυβερνητικής οργάνωσης με την υποχρέωση κατασκευής και λειτουργίας ενός πολυϊατρείου για γυναίκες και παιδιά. Οι τρεις μήνες που έζησα στην Καμπούλ, την πόλη που ζει στην ώρα μηδέν, ήταν καθοριστικοί για τη ζωή μου. Ίσως διαβάσετε γι’ αυτά σ’ ένα άλλο βιβλίο μου, για πολέμους και όχι για ευχάριστα ταξίδια...
ΠΑΚΙΣΤΑΝ (PAKISTAN) Στη χώρα που γεννήθηκε ο μεγάλος πολιτισμός του Ινδού ποταμού, εκεί που σταμάτησε ο Μέγας Αλέξανδρος αφήνοντας την ελληνική τέχνη που επηρέασε τη βουδιστική, δημιουργώντας τη χαρακτηριστική τέχνη της γκάνταρα, εκεί που ζει η απομονωμένη φυλή των Καλάς με τα γαλαζοπράσινα μάτια (οι απόγονοι των στρατιωτών του μεγάλου Έλληνα στρατηλάτη) θα ήθελα πολύ να πάω. Καθώς βρίσκεται ανάμεσα στην Ινδία και στην Περσία, έχει χαρακτηριστεί από τους δύο αυτούς πολιτισμούς και κρύβει σπάνια κοσμήματα, όπως τη Λαχώρη με τα επιβλητικά ανάκτορα και τα σαρακίνικα κόκκινα καταστόλιστα τεμένη, το πολύβουο Καράτσι, την σχεδιασμένη από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Δοξιάδη πρωτεύουσα Ισλαμαμπάντ, το Πεσαβάρ και το Τσιτράλ με τις χαρακτηριστικές ανυπότακτες φυλές και την έντονη ανατολίτικη γεύση των αγορών και των παλιών πόλεων, και βέβαια το Ραβαλμπίντι, μ’ ένα από τα πιο εξωτικά παζάρια της ανατολής. Κάποια τρυφερή άνοιξη, θα φτάσω σ’ έναν από τους 7 ταξιδιωτικούς προορισμούς που δεν κατάφερα ακόμη να απολαύσω.
ΙΝΔΙΑ (INDIA) Ο συγκλονιστικότερος ταξιδιωτικός προορισμός για όσους αντέχουν να δουν την εξαθλίωση και τη βρωμιά, ακόμα κι αν ζουν στη χλιδή των καλύτερων ξενοδοχείων-παλατιών. Η χώρα του μεγάλου πολιτισμού του παρελθόντος, που συνεχίζεται στο παρόν και προχωράει στο μέλλον πιο έντονα κι αδιάκοπα από οπουδήποτε αλλού. Το κράτος των εκατομμυρίων αστέγων και των απομονωμένων δισεκατομμυριούχων, των τεχνοκρατών, των αστών και των ασκητών. Πέντε χιλιετίες ινδουιστικού πολιτισμού, οκτώ αιώνες ισλαμικής κατάκτησης στο βορρά και δύο αιώνες αγγλικής παρουσίας δημιούργησαν το καλειδοσκόπιο της πολλαπλότητας της Ινδίας, που ξεπερνάει κάθε φαντασία. Μετά την ανεξαρτησία της και τον αιματηρό χωρισμό από το Πακιστάν το 1947, η οικονομία της χώρας εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς. Βόρεια αγκαλιάζεται από το Πακιστάν, την Κίνα, το Νεπάλ, το Μπουτάν και το Μπαγκλαντές, ενώ το μεγαλύτερο νότιο τμήμα της βρέχεται από τον Ινδικό Ωκεανό. Η έκτασή της καλύπτει 3,3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο νότος καλύπτεται από μεγάλες φυτείες και στολίζεται με πανύψηλους ινδουιστικούς ναούς. Βορειοδυτικά απλώνεται η έρημος Ταρ. Ο βορράς χαρακτηρίζεται από εύφορες κοιλάδες, βουνά, διάσπαρτα πέτρινα παλάτια και μαυσωλεία και έχει τεράστια ποτάμια που ξεκινούν από τα Ιμαλάια, μεταξύ των οποίων και ο ιερός Γάγγης. Σ’ αυτή την τεράστια, πολυπληθή χώρα του ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων, με τις εναλλαγές σε τοπία και μνημεία και τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις, οι σημαντικότεροι συνδετικοί κρίκοι είναι η ινδουιστική θρησκεία και η αγγλική γλώσσα, αν και μιλιούνται τουλάχιστον δέκα τοπικές γλώσσες και υπάρχουν αρκετοί βουδιστές και μουσουλμάνοι. Η θρησκεία είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής. Εξάλλου, η Ινδία είναι η γη δύο μεγάλων θρησκειών, του ινδουισμού και του βουδισμού. Οι ινδουιστές λατρεύουν τρεις μεγάλους θεούς και πολλούς μικρότερους, ενώ οι βουδιστές τον Βούδα. Όλοι πιστεύουν στη μετενσάρκωση και στο κάρμα, που έρχεται ως αποτέλεσμα των πράξεων της προηγούμενης ζωής. Οι ήρεμοι, ευγενικοί, χαμογελαστοί, υποτονικοί Ινδοί γεννιούνται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, τις κάστες, οι οποίες καθορίστηκαν από τους ιερείς εκατοντάδες χρόνια πριν, με βάση το πόσο «καθαρό» είναι κάθε επάγγελμα, και είναι ανεξάρτητες από την οικονομική δύναμη που μπορεί να αποκτήσει κάποιος. Την ανώτατη κάστα αποτελούν οι ιερείς και οι μορφωμένοι, την ανώτερη οι πολεμιστές, τη μεσαία οι έμποροι και οι τεχνίτες, τη χαμηλή οι αγρότες. Ακριβώς κάτω από αυτούς βρίσκεται η πιο περιθωριοποιημένη ομάδα, οι «ανέγγιχτοι», που θεωρούνται μιασματικοί. Με αυτόν το διαχωρισμό οι Ινδοί έχουν απενοχοποιηθεί από τις ακραίες οικονομικές αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την κοινωνία τους. Λόγω της βαθιάς τους πίστης, είναι συμφιλιωμένοι με τις δυσκολίες της ζωής τους, ακόμη και με το θάνατο. Οι άντρες στις μεγάλες πόλεις ντύνονται δυτικότροπα, ενώ στην ενδοχώρα ντύνονται με άσπρες παντελόνες και φαρδιές και μακριές πουκαμίσες, και στο βορρά στολίζονται με πολύχρωμα τουρμπάνια. Οι γυναίκες, που έχουν όμορφα, λεπτά χαρακτηριστικά και μαύρα μακριά μαλλιά, φορούν πολύχρωμα σάρι –ένα κομμάτι ύφασμα θηλυκά τυλιγμένο γύρω από το σώμα τους πάνω από ένα κοντό εφαρμοστό μπλουζάκι–, συνήθως πολλά βραχιόλια, κρίκους στ’ αυτιά, σκουλαρίκι στη μύτη και όλα τα κοσμήματα που έχουν στην περιουσία τους. Είναι τόσο φίνα στολισμένες, που ίσως αποτελούν το σημαντικότερο αξιοθέατο της παραμυθένιας χώρας που ονομάζεται Ινδία. Η θέση της γυναίκας είναι κάτω από τον άντρα, αν και οι γυναίκες δουλεύουν σκληρά. Οι Ινδές, με τα κοσμήματά τους, επιδεικνύουν τον πλούτο της οικογένειας, εξασφαλίζονται για το μέλλον σε περί-
πτωση απροσδόκητης συμφοράς, αλλά και παίρνουν δάνεια με εγγύηση το χρυσό από συγκεκριμένες «εταιρείες χρηματοδότησης». Για να παντρευτεί η γυναίκα πρέπει οι γονείς της να δώσουν προίκα. Όταν παντρεύεται μένει συνήθως με την οικογένεια του άντρα της, καταδυναστεύεται από τη μητέρα του και δεν μπορεί να βοηθάει ιδιαίτερα τους γονείς της. Επειδή πολύ συχνά οι γονείς δεν μπορούν να δώσουν προίκα αλλά και δεν αντέχουν οικονομικά να ταΐζουν ένα ακόμα στόμα που θεωρούν ότι δεν θα προσφέρει πολλά στην οικογένεια, πολλά θηλυκά έμβρυα θανατώνονται κατά τη διάρκεια της κύησης. Πολλά κορίτσια δε, σκοτώνονται αμέσως μετά τη γέννησή τους, αφού οι φτωχοί γονείς δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν υπέρηχο και να διαπιστώσουν το φύλο του παιδιού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Σε πολλές περιπτώσεις παιδιά εγκαταλείπονται λόγω οικονομικής ανέχειας και οικογενειακών προβλημάτων, με αποτέλεσμα να καταλήγουν επαίτες –κάτω από τον έλεγχο κάποιων– αλλά και δωρητές οργάνων χωρίς τη θέλησή τους. Θεωρώ ότι η πρόσφατη ταινία Slumdog millionaire δείχνει μια πραγματικότητα της χώρας με ένα αίσιο τέλος που σπάνια συμβαίνει στην Ινδία, όπου κάθε μισή ώρα μία γυναίκα βιάζεται και κάθε 75 λεπτά μία γυναίκα δολοφονείται. Η οικονομία της χώρας είναι από τις ισχυρότερες στον κόσμο, αν και το 1/3 του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχιας, χωρίς να μπορεί να εξασφαλίσει στέγη και το καθημερινό φαγητό. Πέρα από τις τεράστιες καλλιέργειες ρυζιού, τσαγιού και μπαχαρικών, η χώρα έχει βιομηχανία με υφαντουργία, αυτοκίνητα, κομπιούτερ, χημικά και τρόφιμα, αλλά και ορυκτό πλούτο, όπως κάρβουνο, σιδηρομεταλλεύματα, διαμάντια και πετρέλαιο. Παρά τον πλούτο της, η Ινδία έχει υψηλό ποσοστό αγράμματων, ανέργων και παιδιών που δουλεύουν, ενώ ο υπερπληθυσμός, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα υγιεινής, γεννά πολλά προβλήματα. Η ανεξέλεγκτη βιομηχανική ανάπτυξη, η αποψίλωση των δασών και η εισαγωγή τοξικών αποβλήτων από αναπτυγμένες χώρες –με ανταλλάγματα– καταστρέφουν το πλούσιο φυσικό περιβάλλον της χώρας. Πάντως τα μόνα προβλήματα που με αγγίζουν άμεσα στα ταξίδια μου στην Ινδία είναι η αποπνικτική πολυκοσμία, τα αμέτρητα παιδιά που τρέχουν καταπάνω μου ζητώντας χρήματα αλλά και προσπαθώντας να κλέψουν, η απουσία νωπών και γαλακτοκομικών από τη διατροφή μου για λόγους υγιεινής και οι πολύωρες διαδρομές μέσα στην κίνηση, η χαοτική οδήγηση και τα συνεχή κορναρίσματα. Πρωτεύουσα της χώρας, από την εποχή των Μογγόλων και των Άγγλων, είναι το Δελχί (Delhi). Η εικόνα των αστέγων με τα τουρμπάνια, που στρώνουν για να κοιμηθούν δίπλα στα πολυτελή ξενοδοχεία, μα και τα πολυτελή αυτοκίνητα που περνούν μπροστά από τους πλανόδιους που τηγανίζουν διώχνοντας τις μύγες, χαρακτηρίζει όλη σχεδόν την πρωτεύουσα. Με την είσοδό μου στα όμορφα μνημεία, που είναι φτιαγμένα από τη χαρακτηριστική κόκκινη πέτρα της περιοχής, η ηρεμία διαδέχεται την πολυκοσμία, τις έντονες μυρωδιές και τα αμέτρητα λικνιστά σάρι. Το παλαιό τμήμα παραμένει μια μογγολική πόλη, με το κεντρικό βρωμερό παζάρι (Chandni Chowk) και με τα κόκκινα, πέτρινα, επιβλητικά κτίρια εποχής. Ο ανάγλυφος μιναρές Κουτάμπ Μινάρ (Qutab Minar) με τα 73 μέτρα ύψος και την ελαφριά κλίση, μέσα στο περίτεχνο περιστύλιο του παλαιότερου ναού της πόλης, το τετράγωνο μαυσωλείο με τον άσπρο τρούλο του Χουμαγιούν (Humayun’s Tomb) σε ινδοπερσικό στιλ, το μεγάλο τζαμί (Jama Masjid) με τους τρεις τρούλους και την τεράστια αυλή, και το μεγαλοπρεπές φρούριο-παλάτι (Red Fort) με ταξιδεύουν στο ένδοξο μογγολικό παρελθόν της πόλης. Αποφεύγοντας τους πονηρούς οδηγούς των ποδηλάτων «rickshaws», που μου προτείνουν ξενάγηση για να με οδηγήσουν τελικά στο μαγαζί κάποιου φίλου τους, μπαίνω στο Νέο Δελχί. Το Νέο Δελχί φέρει το χρώμα της αποικιοκρατίας, με τη μεγαλοπρεπή Βουλή (Sansad Bhavan), το Προεδρικό Μέγαρο (Rashtrapati Bhawan) με τα 340 δωμάτια, το ενδιαφέρον Εθνικό Μουσείο (National
Museum) με αγάλματα θεοτήτων και ανάγλυφες πόρτες παλατιών, και με τη μεγάλη λεωφόρο Rajpath, που συνορεύει με την πελώρια Αψίδα της Ινδίας (India Gate) εις μνήμη των χιλιάδων στρατιωτών που έπεσαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από τη συγκινησιακή φόρτιση που δημιουργεί η επίσκεψη στο χώρο αποτέφρωσης του Γκάντι και μνημείο προς τιμή του (Raj Ghat), η ταξιδιωτική ελαφρότητα επανέρχεται στις αγορές υφασμάτων, ξυλόγλυπτων, χαλιών και περίτεχνων κοσμημάτων γύρω από την κεντρική πλατεία Connaught. Εδώ υπάρχουν λιγοστοί ουρανοξύστες, πολυτελέστατα ξενοδοχεία σαν τα Oberoi New Delhi και Taj Mahal Hotel, ελιτίστικα εστιατόρια όπως το Top Tables, λιγοστά εμπορικά κέντρα και πολλά καταστήματα. Με αεροπλάνο φεύγω για τη μικρή πόλη Σριναγκάρ (Srinagar), πρωτεύουσα της μουσουλμανικής επαρχίας Κασμίρ (Kashmir). Από εκεί ψηλά βλέπω ένα από τα ομορφότερα τοπία που έχω δει στη ζωή μου: ανάμεσα στα χιονισμένα βουνά των Ιμαλαΐων, μια τεράστια λίμνη με καταπράσινες τούφες γης, ανθισμένα μοβ νούφαρα και εκατοντάδες ξύλινα σκαριά αραγμένα στα ρηχά νερά, σαν πλωτά σπίτια. Στην ονειρική λίμνη Νταλ (Dal) μένω τρεις μέρες σ’ ένα από τα σκάφη που έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία και πραγματοποιώ όλες τις μετακινήσεις με ξύλινο κανό, το λεγόμενο «σικάρα». Στις βόλτες με το σικάρα ανακαλύπτω την πλωτή αγορά, το τμήμα της λίμνης με τα νούφαρα και τους λαχανόκηπους, και συναντώ τους κατοίκους που μετακινούνται με τα μικρά ξύλινα σκάφη τους. Απολαμβάνω μαγικά ηλιοβασιλέματα, ξαφνιασμένη από τη φιλοξενία που προσφέρουν αβίαστα οι ταλαιπωρημένοι από τους πολέμους μουσουλμάνοι κάτοικοι του ινδικού Κασμίρ. Στη διάρκεια εκείνων των αιματηρών πολέμων ζητούσαν αρχικά την ένωση με το μουσουλμανικό Πακιστάν και στη συνέχεια την αυτονομία από την ινδουιστική Ινδία. Τώρα πια επιζητούν μόνο την ειρήνη. Πηγαίνοντας οδικώς στην πόλη Σριναγκάρ, συναντώ βιβλικές φυσιογνωμίες τυλιγμένες σε άθλιες κουβέρτες-σάλια και άλλους με την εθνική περιβολή που αποτελείται από σαλβάρι και φαρδιά πουκαμίσα μέχρι το γόνατο, όπως στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν. Φωτογραφίζω πολύ φτωχικά ξύλινα μαγαζάκια που μοιάζουν με υπερυψωμένα πρόχειρα περίπτερα, ενώ τα λιγοστά προϊόντα τους δείχνουν αμυδρά το λόγο ύπαρξής τους. Κάθε τι ξένο προκαλεί καχυποψία. Αυτό συμβαίνει και σ’ εμένα, μέχρι να μάθουν πως είμαι Ελληνίδα. Το πέρασμα από εδώ του Μεγάλου Αλέξανδρου, του Ισκαντέρ όπως τον ονομάζουν, βοηθάει ακόμη στις διπλωματικές σχέσεις. Από εδώ ανεβαίνω στα άγρια βουνά του Κασμίρ και στις αλπικές λίμνες και μαγεύομαι από την κοντινή πια εικόνα των Ιμαλαΐων που δεσπόζουν κάτω από τον καταγάλανο ουρανό και την κρυστάλλινη ατμόσφαιρα. Αναλογίζομαι τα καραβάνια που περνούσαν από αυτές τις δύσβατες ορεινές περιοχές για να καταλήξουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στο νότο, στις εύφορες πεδιάδες της Ινδικής Χερσονήσου αλλά και του Πακιστάν. Το Κασμίρ, πέρα από μήλο της έριδος μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, είναι ο πανέμορφος τόπος που έδωσε το όνομά του σε ένα από τα διασημότερα υφάσματα, το κασμίρι. Το μαλακό ύφασμα που προσφέρει μια αίσθηση θαλπωρής και πολυτέλειας προέρχεται από την επεξεργασία και την ύφανση του μαλλιού της ράτσας της κατσίκας που εντοπίστηκε αρχικά στην περιοχή. Οι Βρετανοί το εκμεταλλεύτηκαν παγκοσμίως και πλούτισαν από αυτό, ενώ στη συνέχεια τα κασμίρια αποτέλεσαν πλουτοπαραγωγικό πόρο και για τη Μογγολία, την Κίνα και άλλες χώρες. Με την επιστροφή μου στο Δελχί, περνάω από εξαντλητικό σωματικό έλεγχο αλλά και έλεγχο χειραποσκευών, καθώς έρχομαι από το Κασμίρ των «τρομοκρατών». Πετάω για το Βαρανάσι (Varanasi), την πιο θρησκευτική και αρχαία πόλη της Ινδίας, τον πιο σημαντικό τόπο προσκυνήματος και αποτέφρωσης, λόγω του ότι είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γάγγη.
Οι ινδουιστές θεωρούν τον Γάγγη ιερό. Όταν κάποιος πλένεται στο ποτάμι –αν και τα νερά του περιέχουν δεκάδες φορές περισσότερα βακτήρια από το επιτρεπόμενο όριο– θεωρείται ότι καθαρίζεται από το κάρμα προηγούμενων ζωών και έτσι ετοιμάζεται για την αναγέννησή του σε μια καλύτερη ζωή. Αν πεθάνει εδώ στο Βαρανάσι, που ξεχειλίζει από προσκυνητές, έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει την απελευθέρωσή του από τις μετενσαρκώσεις. Από πλοιάριο στον Γάγγη παρακολουθώ νεκρούς που καίγονται σε σωρούς από ξύλα, προσκυνητές που κολυμπούν στα νερά όπου ρίχνονται οι στάχτες των νεκρών, τελετές λατρείας με ψαλμωδίες και δάδες από τους ινδουιστές ιερείς, παλιούς ναούς, κουρασμένα παλάτια των πρώην μαχαραγιάδων, τις λευκές σκάλες (Ghats) στις όχθες του ποταμού με τους ασκητές ζητιάνους τυλιγμένους στα μικρά πορτοκαλί πανιά τους, τους αποστεωμένους γέροντες που διαλογίζονται, τις μητέρες που βουτάνε τα βρέφη τους στον ποταμό, τις νοικοκυρές που πλένουν τα σκεύη τους και τους άντρες που πλένουν τα δόντια τους με κλαδιά από δέντρα. Οι εικόνες είναι τόσο έντονες που με εκπλήσσουν και με καθηλώνουν. Η απόλυτη ινδική μυσταγωγία με συνεπαίρνει. Εδώ χτυπάει η καρδιά της Ινδίας και εδώ συνταράσσεται η δική μου. Επισκέπτομαι τους πολύχρωμους ναούς Βισβανάθ (Vishwanath), Μπαράτ (Barat), Ντούργκα (Durga), το τζαμί του Αουρανγκτζέμπ (Aurangzeb) και τη βουδιστική στούπα (Dhamekh Stupa) στο κοντινό Σαρνάθ (Sarnath), όπου σύμφωνα με την παράδοση φωτίστηκε ο Βούδας. Συνεχίζω οδικώς μέσα από κίνηση και συνεχή κορναρίσματα για την πόλη του Καζουράχο (Khajuraho). Οι ωραιότεροι ναοί του έρωτα (Lakshmana, Kandariya Mahadev, Chitragupta, Pasvanath) βρίσκονται σε μια πλατφόρμα και αποτελούνται από τρία επίπεδα που συμβολίζουν τον ουρανό, τη γη και τον κάτω κόσμο. Τα λεπτοκαμωμένα, τρυφερά κτίσματα από κίτρινες αμμόπετρες είναι στολισμένα με τα πιο ερωτικά ανάγλυφα στον κόσμο, σε στάσεις βασισμένες στο κάμα σούτρα, την τέχνη του έρωτα, αλλά και στο πολύπλοκο τελετουργικό της τάντρα γιόγκα. Συνειδητοποιώ τη δύναμη του έρωτα που ανυψώνει τον άνθρωπο και την καλλιτεχνική του δημιουργία με τις έντονες εικόνες της απόλυτα αισθησιακής και απενοχοποιημένης ένωσης θηλυκού κι αρσενικού, τις αμέτρητες απεικονίσεις με τις ουράνιες χορεύτριες οι οποίες ονομάζονται απσάρας, με τις φιλάρεσκες «ναγίκας» και τα μυθικά πλάσματα «σαρδούλας», που είναι μισά λιοντάρια και μισά άνθρωποι. Με αεροπλάνο πηγαίνω στην αυτοκρατορική πόλη Άγκρα (Agra) για να προσκυνήσω ένα από τα θαύματα του κόσμου, το ωραιότερο κτίσμα που χάρισε ποτέ ένας άντρας στην αγαπημένη του γυναίκα. Το άψογα συμμετρικό και φίνο, κατάλευκο Ταζ Μαχάλ (Taj Mahal) μοιάζει να αιωρείται. Λάμπει τέλειο και αγέρωχο μέσα στον κήπο με τα κυπαρίσσια και τις διάφανες πισίνες στην όχθη του ποταμού Γιαμούνα (Yamuna). Πάνω σε μαρμάρινο βάθρο, σε μια οκτάγωνη βάση στέκεται το μαρμάρινο μαυσωλείο με την ημισφαιρική οροφή, τους τέσσερις μιναρέδες στις γωνίες του βάθρου και τους περίτεχνα σκαλισμένους εσωτερικούς τοίχους. Επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο έρχονται να θαυμάσουν το κορυφαίο αρχιτεκτονικό δείγμα της Ινδίας. Τα υπόλοιπα μνημεία της πόλης, όπως το τεράστιο κόκκινο φρούριο (Agra Fort) με το παλάτι, τους κήπους και τα τζαμιά, το κόκκινο Μαυσωλείο της Ιτιμάντ ουντ Νταουλάχ (Itimad ud Daulah) με το ζωγραφισμένο με λουλούδια εσωτερικό του και το Μαυσωλείο του Άκμπαρ (Akbar’s Mausoleum) με τα δεκάδες μαϊμουδάκια και τα παγώνια να κυκλοφορούν νωχελικά στην αυλή του, υπολείπονται της χάρης του Ταζ Μαχάλ και μένουν στη σκιά των αναμνήσεων. Περνώντας από την παλιά πόλη-φάντασμα Φατεχπούρ Σικρί (Fatehpur Sikri), φωτογραφίζω το μικρό περίτεχνο λευκό μαυσωλείο (Tomb of Shaikh Salim Chisti) στη μαρμάρινη εσωτερική αυλή και το πέτρινο ανάγλυφο περιστύλιο ολόγυρά της, χωρίς να με ενοχλούν πολλοί τουρίστες. Μετά από άλλη μια διανυκτέρευση, σαν μαχαρανή στο ξενοδοχείο-παλάτι Amar Vilas, που βρίσκεται δίπλα στο Taj
Mahal, συνεχίζω στο πολύχρωμο μωσαϊκό των αντιθέσεων της Ινδίας. Η επόμενη στάση πραγματοποιείται στην πρωτεύουσα του Ρατζαστάν, Τζαϊπούρ (Jaipur), που περιτριγυρίζεται από γυμνούς λόφους και φρούρια. Στην εντυπωσιακή ροζ πόλη, μια από τις τρεις πόλεις μαζί με το Νέο Δελχί και την Άγκρα που αποτελούν το χρυσό τρίγωνο της Ινδίας, με εντυπωσιάζουν ανυπέρβλητα κόκκινα παλάτια και πολύχρωμα, πολύβουα παζάρια. Επισκέπτομαι το επταώροφο παλάτι-μουσείο Τσάντρα (Chandra Mahal) που κοιτάζει προς τους υπέροχους κήπους και τις τεράστιες αυλές του παλατιού (City Palace Complex) και το ανυπέρβλητο πέτρινο αστεροσκοπείο του 18ου αιώνα (Jantar Mantar). Φωτογραφίζω το Παλάτι των Ανέμων (Hava Mahal), ένα εντυπωσιακό πενταώροφο κτίριο με οκταγωνικά παραθυράκια-κυψέλες, από τα οποία οι γυναίκες παρατηρούσαν την καθημερινή ζωή της πόλης, και χάνομαι στην αγορά Μπαμπού (Bapu Bazaar) για υφάσματα και στη Τζοχάρι (Johari) για τους πολύτιμους λίθους για τους οποίους φημίζεται η χώρα. Ταξιδεύω πίσω στο χωροχρόνο πάνω σε ελέφαντα για να επισκεφθώ το μεγαλειώδες οχυρό Άμπερ των μαχαραγιάδων (Amber Fort) με τους δαντελωτούς ανάγλυφους τοίχους, στην κορυφή του λόφου. Η θέα της μεγαλούπολης απλώνεται μπροστά μου. Μαγεμένη καταλήγω στο πολυτελές ξενοδοχείο Raj Villas ή στο ακόμα πιο ακριβό Rambagh Palace για άλλο ένα δείπνο με διεθνή κουζίνα, μια που το ινδικό φαγητό καίει απίστευτα πολύ, και βασιλική ξεκούραση. Η τυχερή μέρα που θα με φέρει στη μεγαλύτερη ετήσια ζωοπανήγυρη της Ινδίας επιτέλους έρχεται. Στη μικρή πόλη Πουσκάρ (Pushkar) της βορειοανατολικής ερήμου Ταρ, πραγματοποιείται μια μεγάλη γιορτή ινδουιστών. Πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώνονται για να βαπτισθούν στα νερά της λίμνης με τους δεκάδες μικρούς λευκούς ναούς, ώστε να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Ταυτόχρονα, χιλιάδες καμήλες στολισμένες με φούντες και κρίκους αλλάζουν χέρια στη διπλανή έρημο, όπου οι περισσότεροι, με μόνη περιουσία έναν ξύλινο αραμπά, μένουν στο ύπαιθρο χωρίς σκηνή. Φωτογραφίζω λοιπόν ασταμάτητα άντρες με τουρμπάνια και πλούσια τσιγκελωτά μουστάκια να πουλούν και να αγοράζουν, γυναίκες στολισμένες με όλα τα λατρεμένα χρώματα, τα αγαπημένα τους βραχιόλια και τα μεγάλα βαριά ασημένια περίτεχνα κοσμήματα να στολίζουν την άνυδρη κίτρινη γη, να χορεύουν και να τραγουδούν. Εδώ, στην περιοχή του Ρατζαστάν (Rajastan), στη γη των ιπποτών, συνειδητοποιώ πως ειδικά οι γυναίκες ντύνονται με πολύ πιο έντονα χρώματα από οπουδήποτε αλλού στην Ινδία, σαν να προσπαθούν να προσθέσουν το χρώμα που λείπει από το ξερό φυσικό περιβάλλον και τη σκληρή ζωή τους. Πιστεύω πως σε μια χώρα μελαγχολική σαν την Ινδία, υπάρχουν περισσότερες και πιο χαρούμενες γιορτές απ’ ό,τι σε άλλες, πιο αναπτυγμένες χώρες. Η συχνότητά τους, η λαμπρότητά τους και ο ενθουσιασμός με τον οποίον συμμετέχουν οι άνθρωποι μάλλον αποδεικνύουν ότι χωρίς αυτές θα είχαν εκραγεί ή θα είχαν μαραθεί σαν λουλούδια δίχως ήλιο. Στις δύο μέρες που διανυκτερεύω σε σκηνή στημένη από τον ινδικό οργανισμό τουρισμού, μιας και δεν υπάρχουν άλλα καταλύματα στη μέση της ερήμου, ρουφώ λαίμαργα χρώματα και εικόνες από τα αληθινά αξιοθέατα της Ινδίας, τους ανθρώπους της. Συνεχίζω δυτικότερα για να φτάσω σε μια από τις πιο σαγηνευτικές πόλεις της χώρας, το μαγικό Τζαϊλσαμέρ (Jailsamer), το πάλαι ποτέ πλούσιο κέντρο διέλευσης των καραβανιών και πατρίδα των πιο γενναίων πολεμιστών της χώρας, των ιπποτών Ραζπούτ. Η μεσαιωνική χρυσοκίτρινη πετρόχτιστη πόλη αναβιώνει τις χίλιες και μία νύχτες με τα πανύψηλα περίτεχνα κτίρια (Patwon ki Haveli, Salim Singh ki Haveli και Nathmal ki Haveli) με τα δαντελένια παράθυρα και μπαλκόνια. Γυρνώντας από το παραμυθένιο Τζαϊλσαμέρ μετά από μια παραμυθένια διανυκτέρευση στο πρώην καραβάν σεράι και νυν πολυτελές ξενοδοχείο Narayan Niwas Palace, συναντώ πολλά παλιά αρχοντικά εμπόρων της εποχής (havelis), στολισμένα με πολύχρωμες ζωγραφιές απ’ άκρη σ’ άκρη στους κουρασμένους εξωτερικούς
τοίχους. Η περιοχή Σεκαβάτι (Shekhawati) είναι γεμάτη από αυτά τα στολίδια, κάποια από τα οποία έχουν μετατραπεί σε πανδοχεία, ενώ άλλα έχουν αφεθεί στη φθορά του χρόνου. Νοτιότερα με περιμένει η γαλάζια πόλη Τζοντπούρ (Jodhpur) με το Meherengarh, το μεγαλύτερο φρούριο σε βράχο που έχω δει ποτέ. Περπατώντας στις πλούσιες αίθουσες του πανέμορφου κάστρου-παλατιού, απολαμβάνω την αμφιθεατρική θέα της πόλης με τα βαμμένα λουλακί απλά σπίτια των Βραχμάνων (ανώτερη κάστα της Ινδίας) να ξεχωρίζουν από τις λευκές κατοικίες των υπόλοιπων κατοίκων. Εδώ στέκομαι πολύ τυχερή, καθώς διανυκτερεύω σε ένα από τα παλάτια που έχει μετατραπεί κατά το ήμισυ σε πολυτελέστατο ξενοδοχείο (Umaid Bhawan Palace & Museum), ενώ στο υπόλοιπο ζει ακόμα η οικογένεια του πρώην μαχαραγιά (του άλλοτε τοπικού άρχοντα). Σ’ αυτά τα ξενοδοχεία νιώθω πάντα σαν αποικιοκράτης. Απολαμβάνω μεν την πολυτέλεια και την ηρεμία, αλλά, μετά τη φτώχια που αντικρίζω κατά τη διάρκεια της ημέρας, νιώθω ενοχές. Ακόμα νοτιότερα βρίσκω την πιο ρομαντική πόλη της Ινδίας, την κατάλευκη Ουνταϊπούρ (Udaipur), με τα παλάτια-μουσεία (City Palace & Museums) στις όχθες της λίμνης Πίκολα (Pichola), αλλά και το απόκοσμο ξενοδοχείο Lake Palace Hotel που δεσπόζει στη μέση της λίμνης. Όπου κι αν σταθώ, η εικόνα είναι τόσο συγκινητική που με αποζημιώνει για τις μεγάλες και κουραστικές διαδρομές που έκανα για να φτάσω μέχρι εδώ. Στο δρόμο για τη Βομβάη επισκέπτομαι τα ωραιότερα σπήλαια της Ινδίας, τα σπήλαια Αχάντα (Ajanta) και Ελόρα (Ellora). Τα σπήλαια Αχάντα είναι γνωστά για τις ζωγραφιές τους, ενώ το γειτονικό Ελόρα για τους 34 λαξεμένους στο βράχο ναΐσκους που αποτελούν αριστουργήματα αρχιτεκτονικής. Η εκθαμβωτική τους ομορφιά θεωρείται από πολλούς ισάξια εκείνης των ναών του Καζουράχο και του μαυσωλείου Ταζ Μαχάλ. Από εδώ πετάω για το οικονομικό κέντρο της χώρας, την πιο σύγχρονη πόλη και έδρα της μεγαλύτερης κινηματογραφικής βιομηχανίας στον κόσμο. Η Βομβάη (Mumbai) του Μπόλιγουντ (Bollywood) με ξαφνιάζει δυσάρεστα με την έντονη πολυκοσμία της, το βαρύ πέπλο καυσαερίων και τις αμέτρητες παραγκουπόλεις σαν την περιοχή Bombay Central. Συγχρόνως ξαφνιάζομαι από τις επαύλεις με τις πισίνες στην περιοχή Μπάλαμπαρ Χιλς (Malabar Hills) και τα συγκροτήματα μοντέρνων κατοικιών στην παραλιακή λεωφόρο Μαρίν Ντράιβ (Marine Drive). Στο ιστορικό κέντρο Kala Ghoda επισκέπτομαι τα μουσεία Πρινς οφ Γουέιλς (Prince of Wales Museum) και Τζεχανγκίρ (Jehangir Museum). Πάω με βαποράκι στο Nησί του Ελέφαντα (Elephant Island) για να δω τα σπήλαια που είναι γεμάτα από λατρευτικά ανάγλυφα. Φωτογραφίζω το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court), το παλιό πανεπιστήμιο της πόλης (Old University), τον Πύργο του Ρολογιού (Rajabai), τα πάρκα στη λεωφόρο Queen’s όπου εκατοντάδες παιδιά παίζουν κρίκετ (το εθνικό σπορ της Ινδίας), την πανέμορφη πέτρινη ορθογώνια Πύλη της Ινδίας (Gateway of India) στο λιμάνι, τον ινδουιστικό ναό της προστάτιδος του πλούτου (Mahalaxmi) και το εντυπωσιακό μαρμάρινο ισλαμικό τέμενος (Haji Ali Dargah), που είναι χτισμένο πάνω σ’ ένα νησάκι. Ποτέ δεν φεύγω από την Βομβάη αν δεν περάσω από το Ντόμπι Γκατ (Dhoby Ghat), το μεγαλύτερο ανοιχτό πλυντήριο στον κόσμο. Όπως επισκέπτομαι πάντα με τις ομάδες μου τις φαβέλας του Ρίο ντε Τζανέιρο ή τα χαμόσπιτα του Γιοχάνεσμπουργκ και της Πόλης του Μεξικού, έτσι περνάω από τα θύματα της παγκοσμιοποίησης και των νεοφιλελεύθερων δογμάτων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Εδώ οι πιο προνομιούχοι ζουν σε κατασκευές από ελενίτ, άλλοι κοιμούνται απλώς σε πεζοδρόμια, όπως εκατομμύρια άνθρωποι στην Ινδία, και κάποιοι ακόμη και στις γραμμές των τρένων. Πολλοί πλένουν τα ρούχα των αστών, μερικοί κάνουν διαλογή σκουπιδιών για ανακύκλω-
ση, ενώ αρκετοί ελέγχονται από τη μαφία της πόλης. Για αγορές πηγαίνω στο Chor Bazaar ή, για ραφινάτα είδη σπιτιού και ρούχα, στο Fabindia ή στο πιο τουριστικό Mumbai Khadi & Village Industries Emporium. Τα βράδια πάω για ένα ποτό στο Toto’s garage με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ή στο Enigma, όπου συχνάζουν ηθοποιοί και μοντέλα του Bollywood. Διανυκτερεύω σε πολυτελή ξενοδοχεία σαν το ιστορικό Taj Mahal Hotel ή το πιο μοντέρνο Oberoi, όπου και γευματίζω με ζωντανή ινδική μουσική. Με τις εικόνες από τα περήφανα παλάτια, τις καμήλες της ερήμου, τις σκελετωμένες αγελάδες που κυκλοφορούν παντού ελεύθερες, τις ανάγλυφες πέτρινες παραστάσεις των ναών, τον πιο πολύχρωμο κόσμο του αγαπημένου μου βορρά της Ινδίας, τα καυτερά ψητά κρεατικά με τις νοστιμότατες πιτούλες, τα ωραιότερα υφάσματα patchwork και τους πολύτιμους λίθους, επιστρέφω στην Ελλάδα της έντασης για να έρθω ξανά σε άλλο πολυήμερο ταξίδι και να ανακαλύψω τον ινδουιστικό τροπικό νότο με τους πολύχρωμους πανύψηλους ναούς. Στον καταπράσινο νότο, οι εντυπωσιακές είσοδοι των ναών, σαν κλιμακωτές στενές ψηλές πυραμίδες, αποτελούν ένα υπαίθριο μουσείο γλυπτικής, ένα μεθυσμένο παιχνίδι χρωμάτων. Μα και οι ίδιοι οι ναοί υψώνονται πάνω από το κεντρικό ιερό με τον ίδιο τρόπο, σαν στενόμακρες πυραμίδες. Οι πιστοί προσκυνητές προσθέτουν ένταση στις πολύχρωμες εικόνες. Οι μυρωδιές από τα αρωματικά στικ (λεπτά αρωματικά ξυλάκια) και τα λουλούδια μεθούν ακόμα και τα χρώματα. Ξεκινάω από το Μαδράς (Madras ή Chennai), τη μεγαλύτερη πόλη του νότου με τα έντονου αποικιακού χαρακτήρα κτίρια στο ιστορικό κέντρο, όπως το κόκκινο Δικαστήριο (High Court Building), το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου (Fort St. George) που στεγάζει την τοπική βουλή, τον καθεδρικό ναό του Αγίου Θωμά (San Thome Cathedral). Επισκέπτομαι τον πρώτο χαρακτηριστικό ναό του νότου (Kapaleeshwarar Temple) και δεν μπορώ να πιστέψω πόσα αγαλματίδια κρέμονται από τον κλιμακωτό «κεραμικό λόφο» που στολίζει το κεντρικό ιερό του λατρεμένου θεού Σίβα, του θεού της καταστροφής αλλά και της αναγέννησης. Περνάω από το Μουσείο του Μαδράς (Madras Museum) για να χαρώ τα μπρούντζινα και πέτρινα γλυπτά, αλλά και από την πολύβουη αγορά των φρούτων και των λουλουδιών (Flower & Fruit Market). Από εδώ, σε ολοήμερη εκδρομή στο φημισμένο Μαχαλιμπουράμ (Mahaliburam) θαυμάζω τον λιτό, πέτρινο, σε ανθρώπινες αναλογίες ναό, με τους ανάγλυφους τοίχους και τις πέτρινες τελετουργικές άμαξες. Στο δρόμο για το Καντσιπουράμ (Kanchipuram), μια από τις επτά ιερές αρχαίες πόλεις της Ινδίας, σ’ ένα μικρό χωριό καλλιτεχνών ανακαλύπτω τους ωραιότερους πίνακες της χώρας, ενώ στον αρχαιολογικό χώρο φωτογραφίζω τους πιο καλαίσθητους μικρούς πετρόχτιστους ναούς. Στη συνέχεια πετάω για το κέντρο της τεχνολογίας της Ινδίας, τη μεγαλούπολη Μπάνγκαλορ (Bangalore). Η πόλη φημίζεται για τους κήπους Λαλ Μπαχ (Lal Bagh) με τα βότανα και τα τροπικά δέντρα, αλλά και το παλάτι του μαχαραγιά (Maharaja’s Palace). Οδικώς πηγαίνω στο Μπελούρ (Belur) και στο Χαλεμπίντ (Halebid) για να επισκεφτώ τους ξεχωριστούς πέτρινους ναούς Chennakeshava και Hoaleswara, που σφύζουν κι αυτοί από εξαιρετικής τέχνης ανάγλυφα. Η διαφορετικότητά τους έγκειται στο ότι είναι χτισμένοι πάνω σε πέτρινη πλατφόρμα σε σχήμα ενός συμπαγούς στενού δαντελωτού διαδρόμου, που καταλήγει στο πολυγωνικό ιερό, το οποίο κρύβει τον πέτρινο ιερό ταύρο. Κάνω μια παράκαμψη για το χωριό Σριρανγκαπατνάμ (Srirangapatnam) πριν φτάσω στη Μισόρ, για να δω το επίσης μοναδικό στο νότο φρούριο του σουλτάνου Τιπού (Tippu Sultan Fort), ενός από τους ελάχιστους που αντιστάθηκαν στους Βρετανούς. Μέσα στο φρούριο βρίσκεται το λευκό μαρμάρινο παλάτι με τους λεπτούς μιναρέδες, ενώ στην εσωτερική του αυλή κρύβεται το μαυσωλείο του κι ένα
μικρό τετράγωνο χαριτωμένο ιερό (Sri Ranganatha Temple). Φτάνω οδικώς μέσα από καταπράσινη φύση και πολλά χωριά στην πόλη Μισόρ (Mysore). Εδώ, αφού ανέβω χίλια τουλάχιστον σκαλιά στο λόφο Τσαμούντι (Chamundi), θαυμάζω έναν από τους περίλαμπρους ναούς του νότου (Sri Chamundeswari Temple) με τον πέτρινο ταύρο (Nandi Bull) και τη χαρακτηριστική κλιμακωτή πυραμίδα σαράντα μέτρων, που είναι πολύ φίνα στολισμένη με πέτρινα ανάγλυφα. Σ’ αυτήν την όμορφη μικρή πόλη βλέπω επίσης ένα από τα ελάχιστα παλάτια του νότου όπου ζει ακόμα ο πρώην μαχαραγιάς. Το καλόγουστο λευκό παλάτι (Mysore Palace) που μοιάζει περισσότερο με αραβικό αριστούργημα με βγάζει ευχάριστα από τους πέτρινους ιερούς τόπους προσκυνήματος. Σεργιανίζοντας, βρίσκω τα αρωματικά στικ για τα οποία φημίζεται η πόλη και παρατηρώ πως, προφανώς λόγω της υπερβολικής ζέστης του νότου, οι άντρες δεν φορούν τουρμπάνια και είναι πιο σκουρόχρωμοι από τους βόρειους. Κατευθυνόμενη στο κέντρο του νότου, κάνω μια στάση δύο ημερών στην απλωμένη πόλη Τρίτσι (Tiruchirappalli), στην καρδιά της οποίας ξεπηδά ένας βράχος 83 μέτρων μ’ ένα φρούριο στην κορυφή του (Red Fort Temple). Μετά από την κουραστική ανάβαση στον κατακόρυφο λόφο για τη θέα στην πόλη και για τον απλό ναό Γκαναπάθι (Ganapathi), εντυπωσιάζομαι από τον ωραιότερο και μεγαλύτερο ναό του νότου (Sri Ranganathaswamy Temple). Ουσιαστικά ο ναός αποτελείται από μια σειρά από τα λεγόμενα γκοπούραμ, 21 κλιμακωτές και στενόμακρες πέτρινες ανάγλυφες πυραμίδες, με την ψηλότερη να φτάνει τα 73 μέτρα, ενώ ο διάκοσμος διαφέρει από άλλους ναούς καθώς δεν έχει ανάγλυφα, αλλά τεράστια πέτρινα γλυπτά. Επισκεπτόμενη τις πόλεις και τους ναούς του νότου απολαμβάνω υπέροχες διαδρομές μέσα από φυτείες τσαγιού, καφέ, βανίλιας, πιπεριάς, καουτσούκ, ανανάδων και δέντρων τικ. Ο νότος μπορεί να υστερεί σε ποικιλία μνημείων, αλλά αποζημιώνει με την καταπράσινη ομορφιά του. Το μόνο που δεν αντέχω είναι η πολύ καυτερή κουζίνα της νότιας Ινδίας – πολύ πιο καυτερή σε σχέση με το βορρά! Μετά από ολοήμερο οδικό κουραστικό ταξίδι φτάνω στην περιοχή Κεράλα (Kerala), τη γη του κοκκοφοίνικα. Εκεί κάνω μια ολοήμερη κρουαζιέρα στα πνιγμένα από τροπική βλάστηση κανάλια, όπου, μέσα στην υγρή και αποπνικτική ζέστη, παρατηρώ γυναίκες να καθαρίζουν καθισμένες τη χτεσινή ψαριά, γυναίκες να κλώθουν σκοινιά από ίνες κοκκοφοίνικα και να τα μεταμορφώνουν στους αργαλειούς τους σε χαλιά, άντρες να ξεραίνουν καρύδες πάνω στην άμμο για να εξαχθεί το αρωματικό τους έλαιο, αντρικές σκελετωμένες φιγούρες να βυθίζουν από τις βάρκες τους καλάθια για να τα ανεβάσουν γεμάτα λάσπη που θα την πουλήσουν σαν οικοδομικό υλικό, ψαράδες να ψαρεύουν και παιδιά να χαρίζουν απλόχερα τα χαμόγελα τους μέσα από αχυρένιες καλύβες και τούβλινα σπίτια. Το πλωτό ταξίδι καταλήγει στο πανέμορφο αποικιοκρατικό Κοτσίν (Cochin). Καθώς ήταν το πρώτο λιμάνι που υποδέχθηκε τους πρώτους Ευρωπαίους θαλασσοπόρους, έχει πολλά παλιά χαριτωμένα κτίρια Πορτογάλων, Ολλανδών και Εβραίων, που προσδίδουν έναν κοσμοπολίτικο αέρα εποχής, όπως η εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου (St. Francis Church), η εκκλησία του Τίμιου Σταυρού (Santa Cruz Basilica), η συναγωγή (Cochin Synagogue) και το παλάτι (Mattancherry Palace). Τα σταθερά κινέζικα δίχτυα στις ακτές της θάλασσας, καθώς στέκουν σηκωμένα, μοιάζουν με τεράστιες απόχες ξωτικών. Τα μικρά περιποιημένα μαγαζάκια στη χερσόνησο προσελκύουν το αγοραστικό ενδιαφέρον με τα παλιά αντικείμενα. Τα μπαχαρικά και τα αναμμένα στικ μεθούν τους περαστικούς με τις μυρωδιές του πιπεριού, της πιπερόριζας και του σανδαλόξυλου. Κλείνω την ημέρα παρακολουθώντας παράσταση Κατακάλι (Kathakali) – αρχαίος θρησκευτικός μιμητικός χορός της Κεράλα, όπου άντρες με περίτεχνο μακιγιάζ και σπουδαία κοστούμια αναπαριστούν θεούς και δαίμονες.
Μια φορά επισκέπτομαι την παραθαλάσσια Γκόα (Goa), βορειότερα της Κεράλα, με την οποία μοιάζει πολύ. Μακριά από τη βουή που επικρατεί σχεδόν παντού στην Ινδία εκτός από το Κασμίρ και τις πολύ μικρές πόλεις, κάνω ηλιοθεραπεία στη λευκή αμμουδιά κάτω από μια φοινικιά και απολαμβάνω χαλαρές διακοπές. Μένοντας σε συμπαθητικά και οικονομικά ξενοδοχεία όπου προσφέρεται αγιουβερδικό μασάζ με ειδικά φυτικά λάδια, εδώ ξεχνώ το χρόνο. Στην επόμενη πόλη νοτιότερα, στο Μαδουράι (Madurai), βλέπω τον ναό Σρι Μεναξί (Sri Meenakshi Temple), έναν ακόμα χαρακτηριστικό ναό της νότιας Ινδίας αλλά με πολύ έντονα χρώματα για τα γούστα μου. Αυτό που με ξαφνιάζει εδώ είναι η πολυπληθής προσέλευση των εκατοντάδων πιστών, που αφήνουν από το υστέρημά τους και από την περισσή τους πίστη γιρλάντες από λουλούδια στους φαλλούς και στον ιερό ταύρο (σύμβολα του θεού Σίβα), για να εξευμενίσουν την άγρια μοίρα. Σεργιανίζοντας στην αγορά Madurai καταλήγω για μια σύντομη επίσκεψη στο πανέμορφο, εξαιρετικής σαρακίνικης αρχιτεκτονικής παλάτι Τιρουμάλα Ναγιάκ (Tirumala Nayak Palace). Συνεχίζοντας νοτιοανατολικά για το παραθαλάσσιο Ραμεσβαράμ (Rameshwaram), περνώ μια γέφυρα (Adam’s Bridge) 7 χιλιομέτρων και καταλήγω σ’ έναν ακόμα ιερό τόπο προσκυνήματος (Kothandaraswamy Temple) που δεν με εντυπωσιάζει τόσο ως κτίσμα όσο με τη διαδικασία που ακολουθούν οι εκατοντάδες πιστοί. Αφού μπουν στη θάλασσα, ξεπλένονται με νερό από τα πηγάδια του ναού και, διπλά εξαγνισμένοι πλέον, περπατούν ένα διάδρομο 200 μέτρων για να προσκυνήσουν και να αποθέσουν τα λουλουδιαστά τους αφιερώματα. Καταλήγοντας στο ακρωτήριο Κομορίν (Comorin), απέναντι από την όμορφη Σρι Λάνκα, ρουφάω διψασμένη την αύρα της θάλασσας που μου έχει λείψει μετά από τόσες μέρες στην ενδοχώρα της Ινδίας. Στην άκρη της χώρας, από έναν ακόμη ιερό τόπο αποτέφρωσης, στέλνονται οι στάχτες των πιστών στις τρεις θάλασσες που ενώνονται εδώ, της Βεγγάλης, την Αραβική και τον Ινδικό Ωκεανό. Απέναντι, σ’ ένα μικρό νησάκι, στέκεται μόνο του σαν ξωκλήσι ένα άσπρο λιτό μαυσωλείο που θυμίζει τη μοναχική ζωή ενός μεγάλου ινδουιστή μεταρρυθμιστή. Έτσι, στα πολλά εικοσαήμερα ταξίδια που πραγματοποιώ στο παραμύθι που λέγεται Ινδία, με σκηνικό τα συγκλονιστικά μνημεία και χιλιάδες ηθοποιούς ντυμένους παραδοσιακά, αυτό που μαθαίνω είναι πώς να αντιμετωπίζω με στωικότητα και χαμόγελο τις αντιξοότητες της ζωής, όπως περιγράφεται πολύ εύστοχα στο βιβλίο Ο Θεός των μικρών πραγμάτων, της Αρουντάτι Ρόι.
ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ (SRI LANKA) Η καταπράσινη χώρα του τσαγιού, των ζαφειριών, των βουδιστικών μνημείων και των ινδουιστικών ναών είναι πολύ πιο όμορφη από ό,τι θα περίμενε κανείς. Ίσως επειδή χιλιάδες Σριλανκέζοι έχουν εγκαταλείψει την πατρίδα τους προς εύρεση εργασίας στα ευρωπαϊκά και αραβικά σπίτια και πλοία, οι περισσότεροι έχουν την αντίληψη ότι η Σρι Λάνκα είναι κατεστραμμένη και άσχημη. Αλλά πέρα από τους ταλαιπωρημένους δρόμους και τη σχετική φτώχια της νοτιοανατολικής Ασίας, δεν φαίνεται εξαθλιωμένη και σίγουρα δεν είναι άσχημη. Αντιθέτως, αξίζει τουλάχιστον μια εβδομαδιαία επίσκεψη λόγω των εντυπωσιακών μνημείων, της πανέμορφης φύσης, των οικονομικών αγορών και των γλυκύτατων ανθρώπων, που μιλούν Αγγλικά πέρα από τα Κεϋλανέζικα και τα Ταμίλ. Επειδή δεν υπάρχουν έντονες κοινωνικές αντιθέσεις και ο επισκέπτης δεν πολιορκείται από πιεστικούς μικροπωλητές και επαίτες, αποτελεί την πιο εύπεπτη είσοδο στον ινδουιστικό κόσμο. Η πρώην Κεϋλάνη, το πρώτο κράτος με επίσημη θρησκεία το βουδισμό, έχει σήμερα πολύ έντονο ινδουιστικό στοιχείο. Οι 22 εκατομμύρια σκουρόχρωμοι και μικρόσωμοι κάτοικοι του μικρού νησιού, που βρίσκεται μόλις 31 χιλιόμετρα κάτω από το νοτιότερο άκρο της Ινδίας, είναι κατά 70% βουδιστές, 20% ινδουιστές, 5% μουσουλμάνοι και 5% χριστιανοί. Όλοι ζούσαν ειρηνικά μέχρι το 1983 που ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ βουδιστών και ινδουιστών με αφορμή τις διακρίσεις κατά των ινδουιστών Ταμίλ. Οι ταραχές που ξεκίνησαν με επίκεντρο το βορειοανατολικό τμήμα της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα 100.000 νεκρούς μέχρι τη λήξη τους, την άνοιξη του 2009. Λίγο μετά τον 5ο αιώνα π.Χ. έφτασαν στην περιοχή ινδοευρωπαϊκά φύλα από τη βόρεια Ινδία, φέρνοντας το βουδισμό. Μετακινούμενοι πληθυσμοί της φυλής Ταμίλ από τη νότια Ινδία διεκδίκησαν εδάφη στην Κεϋλάνη. Η διαμάχη μεταξύ των πριγκίπων από τη βόρεια και τη νότια Ινδία κορυφώθηκε το 993, με την καταστροφή της πρώτης πρωτεύουσας Αναρανταπούρα από τους δεύτερους και της μετέπειτα πρωτεύουσας Πολοναρούβα, το 1255, από τους Ταμίλ. Έχοντας κατασκευάσει μεγάλα αρδευτικά έργα και οργανώσει πλούσιες καλλιέργειες ρυζιού και κοκκοφοίνικα, οι βουδιστές Κεϋλανέζοι μετέφεραν την τελευταία πρωτεύουσα Κάντι νοτιότερα, στην πιο προφυλαγμένη και ορεινή περιοχή. Από τον 16ο αιώνα διεκδίκησαν την πλούσια χώρα σε μπαχαρικά, πολύτιμους λίθους και ελέφαντες οι καθολικοί Πορτογάλοι, οι προτεστάντες Ολλανδοί και, τέλος, με μεγαλύτερη επιτυχία, οι αγγλικανοί Άγγλοι, που έφεραν αρχικά την καλλιέργεια του καφέ και αργότερα του τσαγιού μετά την κατάλυση του βασιλείου το 1815. Το 1948, η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της σχετικά αναίμακτα, όπως πολλές αποικίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άλλαξε το όνομά της από Κεϋλάνη σε Σρι Λάνκα και απολάμβανε σχετική πολιτική σταθερότητα μέχρι το 1970. Τότε δημιουργήθηκαν τα πρώτα εσωτερικά προβλήματα και η χώρα διαλύθηκε ολοσχερώς το 1983, όταν ξεκίνησε ο αιματηρός πόλεμος με τους «Τίγρεις των Ταμίλ». Το 2004, το μεγαλύτερο τσουνάμι στην ιστορία της ανθρωπότητας σκότωσε 40.000 άτομα και κατέστρεψε χιλιάδες σπίτια στις νότιες και ανατολικές ακτές της χώρας. Πρωτεύουσα είναι το πολύβουο Κολόμπο (Colombo) –όνομα που δόθηκε μάλλον από τους Πορτογάλους προς τιμήν του Κολόμβου– με 4 εκατομμύρια κατοίκους. Η πόλη χαρακτηρίζεται από άναρχη κίνηση και πολυκοσμία, σαραβαλιασμένα λεωφορεία, πολύχρωμα φορτηγά της δεκαετίας του ’50, τρίκυκλα ταξί, ποδήλατα, ελάχιστα τεθωρακισμένα πολυτελή αυτοκίνητα, σκυλιά, γατιά, σκουπίδια. Το παραθαλάσσιο Κολόμπο έχει επίσης παραμελημένα αποικιακά κτίρια των Άγγλων στη γραφική γειτονιά Pettah γύρω από το χαρακτηριστικό Πύργο με το Ρολόι (Clocktower), ελάχιστους ουρανοξύστες ξενοδοχείων και γραφείων, σημαντικούς ναούς όπως ο βουδιστικός Γκανκαράμαγια (Gangaramaya), μία περιοχή με μεγαλοαστικά σπίτια και πρεσβείες, πολλές άχαρες τριώροφες πολυκατοικίες και αρκετά πρόχειρα καταλύματα. Μόνο σ’ αυτή τη μεγαλούπολη αντιλαμβάνομαι τον πόλεμο που έζησε η χώρα, καθώς στα περισσότερα
κυβερνητικά κτίρια αποκλείεται η πρόσβαση με στρατιωτικά φυλάκια. Τον ξεχνάω ξανά στα εμπορικά κέντρα γύρω από το De Soysa Circus, στο πλούσιο Εθνικό Μουσείο (National Museum), στο πολυτελέστατο ξενοδοχείο Cinnamon Grand Hotel με τα εξαιρετικά εστιατόρια ή στο κουρασμένο αποικιακό ξενοδοχείο Grand Oriental House με θέα στη θάλασσα. Μακριά από το υγρό και ζεστό Κολόμπο, ανακαλύπτω τα σαγηνευτικά μνημεία στο «ιστορικό τρίγωνο» το οποίο αποτελείται από τις τρεις παλιές πρωτεύουσες –Αναρανταπούρα (Anuradhapura), Σιγκιρίγια (Sigiriya) (για μόλις 18 χρόνια), Πολοναρούβα (Polonnaruwa)–, αλλά και από τα εντυπωσιακά σπήλαια της Ντάμπουλα (Dambulla). Οι επιβλητικές στούπες (Dagobas Runanvalisaya, Abhayagiri, Jetavana, Thurapama), οι λαξεμένοι στα βράχια Βούδες της Ντάμπουλα, οι νωπογραφίες με τις νεραϊδένιες θηλυκές φιγούρες στον επιβλητικό κάθετο βράχο της Σιγκιρίγια (Sigiriya Rock), τα ερείπια παλατιών σε πανέμορφες τοποθεσίες και οι ναοί (Mahavihara, Isurumuniya, Gal Vihara, Quadrangle) με τα πολύχρωμα αγάλματα και τα ιερά δέντρα μπόντι (Sri Maha Bodhi) –κάτω από ένα τέτοιο δέντρο έφτασε στη φώτιση ο Βούδας– καταγράφονται στην καρδιά μου. Το πολιτιστικό κέντρο της χώρας, η τελευταία πρωτεύουσα Κάντι (Kandy), στις όχθες της ομώνυμης λίμνης και σε υψόμετρο 500 μέτρων, μου αποκαλύπτει το σημαντικότερο και ωραιότερο ναό της χώρας. Ο Ναός του Δοντιού του Bούδα (Temple of the Tooth), μέσα στα διπλά χαμηλά τείχη, μοιάζει με λευκό παλάτι. Αποτελείται από διάφορα χαμηλά κτίσματα που φιλοξενούν το ιερό γύρω από το δέντρο μπόντι, το χώρο των τυμπανιστών με τα τύμπανα, την αίθουσα με τα αγάλματα του Βούδα και βέβαια το περίτεχνο πέτρινο περιστύλιο με τις σπάνιες νωπογραφίες και τη χρυσή θήκη με το ιερότερο λείψανο στη Σρι Λάνκα, το δόντι του Βούδα. Εδώ, στην ιερότερη γωνιά της Σρι Λάνκα, με φόντο τη λίμνη της Κάντι και με ηχητικά εφέ τις στριγκλιές των πιθήκων, τα κρωξίματα των πουλιών και το ρυθμικό ήχο από τους τυμπανιστές του ναού κατά τη διάρκεια του ηλιοβασιλέματος, άντρες και γυναίκες με λωτούς στα χέρια περιμένουν να δώσουν τη δική τους προσφορά στον Βούδα την ώρα της προσευχής («πούτζα»). Σημαντικά ινδουιστικά ιερά (Pattini Devale, Natha Devale, Vishnu Devale), αλλά και το παλάτι (Royal Palace), βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από το μεγαλύτερο βουδιστικό ναό της χώρας, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό θρησκευτικό σύμπλεγμα στις όχθες της λίμνης Κάντι που αγκαλιάζεται από καταπράσινους λόφους. Η δε θέα της σαγηνευτικά γραφικής πόλης από το ξενοδοχείο Amaya Hills με το καλύτερο κέντρο για μασάζ είναι θεσπέσια. Επισκέπτομαι τον απέραντο Βοτανικό Κήπο Περαντενίγια (Peradeniya Botanical Gardens) με τα σπάνια τεράστια τροπικά δέντρα και φυτά, και το ορφανοτροφείο ελεφάντων Πιναβέλα (Pinnawela Elephant Orphanage) στο οποίο ταΐζουν τα μικρά με γάλα σε μπουκάλες και τα οδηγούν στο ποτάμι Μαχαβέλι Γκάνγκα (Mahaweli Ganga), όπου τα πλένουν μπροστά στο κοινό που κοιτά με θαυμασμό. Αφού παρατηρήσω και μάθω αρκετά από τη συμπεριφορά των λατρεμένων στη χώρα παχύδερμων, σ’ ένα κέντρο επεξεργασίας αγοράζω χαρτί φτιαγμένο από τα περιττώματά τους (ευτυχώς δεν μυρίζει!). Χαρούμενη με το «σπάνιο» απόκτημα, προχωράω σε αγορές μεγαλύτερης αξίας, μπλε και άσπρα ζαφείρια, για τα οποία η χώρα φημίζεται παγκοσμίως. Επισκέπτομαι μια φάρμα μπαχαρικών και βοτάνων, αλλά εντυπωσιάζομαι από ένα χωριατόσπιτο στο οποίο μου δείχνουν τα δεκάδες προϊόντα που δίνει το πολύτιμο δέντρο της καρύδας, όπως λάδι, μέλι, αλκοολούχο ποτό, σχοινί, φύλλα για στέγη, τσάντες και μαγειρικά σκεύη. Όταν επισκέπτομαι τη Σρι Λάνκα τον Αύγουστο, και μάλιστα στις ημέρες πριν την πανσέληνο, παρακολουθώ πάντα μια από τις μεγαλύτερες γιορτές στην Ασία, την Εσάλα Περαχέρα (Esala Perahera). Κα-
θισμένη στις προνομιούχες θέσεις που απευθύνονται σε τουρίστες και ευκατάστατους Σριλανκέζους, απολαμβάνω την τρίωρη λιτανεία με απόλυτη ασφάλεια ανάμεσα σε χιλιάδες πιστούς που συρρέουν από όλον το βουδιστικό κόσμο. Κατά τη διάρκεια του θεαματικότερου θρησκευτικού φεστιβάλ της Ασίας, παρελαύνουν δεκάδες καταστόλιστοι ελέφαντες και εκατοντάδες χρυσοποίκιλτα ντυμένοι ιερείς, τυμπανιστές, χορευτές της φωτιάς, ξυλοπόδαροι, μικρά παιδιά με δάδες και ακροβάτες. Την επόμενη μέρα, μέσα από πυκνά δάση και ορυζώνες, συνεχίζω οδικώς νοτιότερα για την πόλη Νουβάρα Ελίγια (Nuwara Eliya), που βρίσκεται σε υψόμετρο 2.000 μέτρων. Φτάνοντας στην δροσερή ορεινή περιοχή, αντικρύζω την ωραιότερη φύση της Σρι Λάνκα. Οι απέραντες βουνοπλαγιές, οι καλλιέργειες λαχανικών σε πεζούλες και οι καλυμμένες κοιλάδες από τους ομοιόμορφα κουρεμένους φουντωτούς θάμνους του τσαγιού, με τις σκυμμένες σκουρόχρωμες εργάτριες με τα πολύχρωμα σάρι τους και τα καλάθια με τις φρεσκοκομμένες κορυφούλες του φυτού φορτωμένα στη πλάτη, διακόπτονται από τις –πρώην εγγλέζικες– μονάδες αποξήρανσης και διαλογής του κεϋλανέζικου χρυσού. Στην πόλη σεργιανίζω στους ήσυχους δρόμους με τις βικτοριανές επαύλεις και στην αγορά με τα χειμωνιάτικα ρούχα και νιώθω ότι κάνω ένα φανταστικό ταξίδι στην αγγλική επαρχία του 19ου αιώνα. Το βράδυ διανυκτερεύω στο αποικιακό ξενοδοχείο The Tea Factory, μετά από γεύμα με απλό, όχι καυτερό ινδικό φαγητό αλλά και σχετικά άνοστα διεθνή πιάτα, όπως άλλωστε παντού στη χώρα. Μέσα από καουτσουκόδεντρα, κοκκοφοίνικες και ορυζώνες, με τα εγκάρδια χαμόγελα των ευγενικών και ήρεμων ανθρώπων να με συντροφεύουν, επιστρέφω στο παραθαλάσσιο, υγρό και ζεστό Κολόμπο, για να αποχαιρετήσω και αυτόν τον οικονομικό προορισμό με την υπόσχεση να έρχομαι τουλάχιστον στη μεγαλοπρεπή γιορτή της αυγουστιάτικης πανσελήνου.
ΝΕΠΑΛ (NEPAL) Στους πρόποδες των Ιμαλαΐων κρύβεται ένα σπάνιο κόσμημα, το καταπράσινο Νεπάλ με τη μαγευτική πρωτεύουσα Κατμαντού, η οποία, σαν υπαίθριο αυθεντικό μουσείο σπάνιας αρχιτεκτονικής, με ταξιδεύει πίσω στο χρόνο. Το πολυπληθές Νεπάλ καλύπτει μια έκταση μόλις 147.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων ανάμεσα σε δύο γίγαντες, την Κίνα και την Ινδία. Ο ορεινός βορράς έχει οκτώ από τα δέκα ψηλότερα βουνά στον κόσμο, με πιο φημισμένο το όρος Έβερεστ. Από τα βουνά του πηγάζουν τεράστια ποτάμια, όπως ο Ινδός και ο Γάγγης, που εξασφαλίζουν την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων και στις όχθες των οποίων αναπτύχθηκαν μεγάλοι πολιτισμοί. Το νότιο τμήμα είναι πεδινό, ζεστό, υγρό, εύφορο και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Η χώρα έχει 25 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας. Οι άνθρωποι είναι μικρόσωμοι, σκουρόχρωμοι και συμπαθητικοί. Οι άντρες ντύνονται συνήθως δυτικότροπα, ενώ οι γυναίκες λατρεύουν τα έντονα χρώματα, όπως στην Ινδία. Είτε φορούν τα όμορφα σάρι είτε παντελόνες με μακριές πουκαμίσες, είναι στολισμένες με κοσμήματα, συνήθως απλά πλαστικά βραχιόλια και χρυσά σκουλαρίκια. Δυστυχώς η θέση της γυναίκας και στο Νεπάλ είναι άθλια. Η φτώχια, ο αναλφαβητισμός (που στο γυναικείο πληθυσμό φτάνει το 60%) και ο δεκάχρονος εμφύλιος οδηγούν χιλιάδες κορίτσια από το Νεπάλ στους οίκους ανοχής της Ινδίας. Στο Νεπάλ, στη διασταύρωση των δύο μεγαλύτερων θρησκειών της Ανατολής, το 50% του πληθυσμού είναι ινδουιστές και το 45% βουδιστές, που συνυπάρχουν αρμονικά. Οι ντόπιοι μιλούν Νεπαλέζικα και αρκετές άλλες τοπικές γλώσσες, αλλά και Αγγλικά, κάνοντας πολύ εύκολη την επίσκεψη στην ασφαλή και οικονομική αν και όχι τόσο καθαρή αυτή χώρα. Η οικονομία της χώρας στηρίζεται στις πλούσιες καλλιέργειες τσαγιού, ρυζιού και καλαμποκιού, στον τουρισμό, στην εξαγωγή χαλιών και ρουχισμού και στην οικονομική βοήθεια από άλλες χώρες. Πολλοί Νεπαλέζοι του εξωτερικού στέλνουν χρήματα στις οικογένειές τους που πλήττονται από την ανεργία. Χρήματα μπαίνουν στη χώρα και από τα μηνιαία εμβάσματα της αγγλικής κυβέρνησης στους, συνταξιούχους πια, σκληροτράχηλους Γκούρκα (Gurkha) που πολέμησαν κάτω από τη σημαία της στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν κι εδώ γεννήθηκε ο Βούδας το 563 π.Χ. –η φιλοσοφία του βουδισμού βασίζεται στην αντίληψη ότι όλα τα βάσανα πηγάζουν από τις επιθυμίες και η παύση των επιθυμιών φέρνει και το τέλος του πόνου–, μετά τον 11ο αιώνα υποστηρίχτηκε από τους βασιλείς ο ινδουισμός, καθώς ευνοεί την ιεραρχία και την αποδοχή των κοινωνικών τάξεων. Το 1482 η περιοχή χωρίστηκε σε τρία σημαντικά βασίλεια, της Κατμαντού, του Πατάν και της Μπακταπούρ, με τρεις θαυμαστές πρωτεύουσες, τη μία δίπλα στην άλλη. Το 1768 τα βασίλεια αυτά ενώθηκαν δημιουργώντας το βασίλειο του Νεπάλ, που από τότε το διοικούσε μέχρι πρόσφατα η ίδια δυναστεία. Από το 1991 η χώρα απέκτησε βουλή και ένα λιγότερο απολυταρχικό σύνταγμα. Μετά από δέκα χρόνια αγώνων (και δυστυχώς κι έναν δεκαετή εμφύλιο), μόλις το 2008 κατάφερε ο λαός να καταλύσει τη μοναρχία και να αποκτήσει προεδρευομένη δημοκρατία. Πρωτεύουσα είναι η σαγηνευτική Κατμαντού (Kathmandu), με τρεις κεντρικές πλατείες και πολλά κτίσματα τα οποία ανακηρύχθηκαν από την Ουνέσκο τμήματα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Σε αυτό το υπαίθριο μουσείο αρχιτεκτονικής, κοιτάζω παντού με θαυμασμό αμέτρητα διώροφα κόκκινα τούβλινα κτίρια με ωραιότατες ξυλόγλυπτες δαντελένιες πόρτες και παράθυρα, τούβλινους ναούς με πολυώροφες κεραμιδένιες στέγες που στηρίζονται σε πανέμορφα ξυλόγλυπτα στηρίγματα, αλλά και πέτρινους υπερυψωμένους ναούς, σαν στενόμακρες πυραμίδες γεμάτες αγάλματα από το ινδουιστικό πάνθεον.
Σεργιανίζοντας στις μαγικές πλατείες Ντουρπάρ (Durbar), Πατάν (Patan) και Μπακταπούρ (Bhaktapur), θαυμάζω τα σημαντικότερα μνημεία του 15ου και 16ου αιώνα (Suwarma Mahavihara, Hari Shankar Temple, Kumbeshwar Temple, Jagannarayan Temple, Bhairabnath Temple, Nyatapola Temple, Dattatreya Temple, Pujari Math, Royal Palace) και φωτογραφίζω τη νεαρή παρθένα που θεωρείται η ζωντανή θεά του Πατάν. Δεν είναι περίεργο που ο Μπερτολούτσι επέλεξε την Μπακταπούρ για το σκηνικό της ταινίας του Ο μικρός Βούδας. Στα καταστήματα γοητεύομαι από τα μοναδικά περίτεχνα χρυσά κοσμήματα, τα όμορφα χαλιά, τα πολύχρωμα σάλια και τα υπέροχα αγαλματίδια, και συνεχίζω την περιήγησή μου στο σημαντικότερο ναό αποτέφρωσης νεκρών, τον Πασουπατινάθ (Pashupatinath). Εδώ η αντιμετώπιση του θανάτου είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας και αυτός είναι ο βασικότερος λόγος επίσκεψης σε αυτό το ζωντανό, απόκοσμο μνημείο. Σ’ ένα αμφιθεατρικό δάσος από λιτά άσπρα κτίσματα σαν περίπτερα (αφιερώματα των οικογενειών των αποθανόντων), περιστοιχισμένοι από ασκητές τυλιγμένους στα φθαρμένα πορτοκαλί πανιά τους, οι άντρες της οικογένειας καίνε βουβά τους νεκρούς τους πάνω σ’ ένα σωρό από ξύλα στους ειδικά διαμορφωμένους εξώστες και πετούν ευλαβικά τις στάχτες στον ιερό ποταμό Μπαγκμάτι (Bagmati). Οι γυναίκες συνήθως δεν παρακολουθούν την τελετή αποτέφρωσης, αλλά περιμένουν στο σπίτι. Έχοντας δει τη στωικότητα με την οποία αποδέχονται την αυλαία της ζωής τους οι ινδουιστές, πηγαίνω στο βουδιστικό ναό Σβάγιαμπουνάθ (Swayambunath). Στην τεράστια άσπρη στούπα –ένα συμπαγές κτίσμα χωρίς πόρτες και παράθυρα, σαν ανάποδο μπολ– με την πανύψηλη χρυσή πολυεπίπεδη κορώνα και τα ζωγραφισμένα μάτια του Βούδα να κοιτούν την Κατμαντού, γυρνάω τους δεκάδες μεταλλικούς τροχούς της προσευχής στο προαύλιο του ναού κι ευχαριστώ την τύχη που με ταξιδεύει στον πλανήτη. Τα μικρά ιερά, τα μαγαζάκια που πουλάνε σουβενίρ, τα πιθήκια και οι πιστοί που περιφέρονται τυλιγμένοι στη μυρωδιά των θυμιαμάτων και στην ψαλμωδία «om mani padme hum», αποπνέουν κάτι ξεχωριστό. Στη συνέχεια επισκέπτομαι την Μποντνάθ (Bodnath), τη μεγαλύτερη στούπα, για να νιώσω το βουδιστικό μυστικισμό. Εδώ κυριαρχεί ανέγγιχτη η θιβετιανή κουλτούρα, χάρη στους τουλάχιστον πέντε χιλιάδες εξόριστους θιβετιανούς μοναχούς και πιστούς. Το τεράστιο, πολύχρωμο γαϊτανάκι από πάνινες προσευχές ξεκινάει από την κορυφή της στούπας και καταλήγει στα απέναντι θιβετιανά μοναστήρια και εργαστήρια θρησκευτικών αντικειμένων. Στην Κατμαντού, πέρα από τα μοναδικά μνημεία, παρατηρώ εξόριστους θιβετιανούς μοναχούς με τους πορφυρούς τους χιτώνες, γυναίκες να γνέθουν στον αργαλειό και να ξεραίνουν σιτάρι, παιδιά να δουλεύουν σκληρά σε ασφυκτικούς χώρους, σχολεία χωρίς θρανία και καθίσματα, χαλασμένους χωμάτινους δρόμους από τις καλοκαιρινές βροχές, μικρά καταστήματα σαν ετοιμόρροπα περίπτερα, τον κόσμο να τρώει κατάχαμα ρύζι με φακές, λεπτές πίτες σαν αραβικές και, στην καλύτερη περίπτωση, λαχανικά με πολλά μπαχαρικά. Πολλά σπίτια δεν διαθέτουν τρεχούμενο νερό, αλλά τροφοδοτούνται από τις γυναίκες που πηγαίνουν σε κεντρικές στέρνες και αντλούν νερό με χειροκίνητες αντλίες. Σχεδόν κάθε βράδυ υπάρχουν διακοπές ρεύματος, καθώς το Νεπάλ πουλάει την υδροηλεκτρική του ενέργεια στην Κίνα. Στο δρόμο κυκλοφορούν μηχανάκια, τρίκυκλα ταξί, ποδήλατα, ακόμα και ιερές αποστεωμένες αγελάδες. Στους περισσότερους ναούς συγκεντρώνονται ευλαβικά οι πιστοί για να αφήσουν λουλουδάτες γιρλάντες, να ανάψουν αρωματικά στικ μπροστά από τα αγάλματα των θεών και να παρακαλέσουν για μια καλύτερη τύχη, ακουμπώντας τις δύο παλάμες κάθετα στο στόμα τους. Πολύ συχνά διοργανώνονται μικρές γιορτές στους ναούς, όπου οι πιστοί φέρνουν τα παιδιά τους στολισμένα με τα καλά τους ρούχα για να πάρουν την ευλογία των ιερέων, οι οποίοι τους βάζουν μια κουκκίδα από κόκκινη λιπαρή πού-
δρα ανάμεσα στα φρύδια. Έχοντας ρουφήξει τη σαγήνη μιας άλλης εποχής, αφήνομαι στα σοκάκια της τουριστικής γειτονιάς Τάμελ (Thamel) με τα πολλά μικρά μαγαζάκια στα οποία βρίσκω αναμνηστικά, παραδοσιακά μουσικά όργανα και οικονομικά είδη ορειβασίας, αφού πολλοί ορειβάτες εξοπλίζονται εδώ για να ανέβουν στις θρυλικές κορυφές των Ιμαλαΐων, με βοηθούς Νεπαλέζους ορεσίβιους οδηγούς. Μετά από τρεις μέρες στην Κατμαντού με την τουριστική υποδομή και κορυφαία ξενοδοχεία-μουσεία σαν το σπάνιας αρχιτεκτονικής Dwarika’s Hotel, συνεχίζω οδικώς από το μοναδικό καλό δρόμο για το χωριό Πόκαρα (Pokhara) πάνω στην πανέμορφη λίμνη Πέβα Ταλ (Phewa Tal). Στο κέντρο της λίμνης, ένα μικρό νησάκι μ’ έναν ινδουιστικό ναό πλημμυρίζεται από πιστούς. Στον παραλίμνιο τουριστικό δρόμο της Πόκαρα βρίσκω τα πάντα, από φθηνά εστιατόρια και μαγαζιά μέχρι ίντερνετ καφέ. Η βόλτα μέσα στην ονειρική εικόνα και η διανυκτέρευση στο μικρό φημισμένο ξενοδοχείο Fish Tail Lodge πάνω στο μικρό νησάκι της λίμνης μού χαρίζουν την πρώτη γλυκιά γεύση από την ενδοχώρα του Νεπάλ. Την επόμενη μέρα ανηφορίζω τα δασώδη βουνά, στα οποία βρίσκονται απομονωμένα ξύλινα φτωχικά σπιτάκια χωρικών που ζουν αποκλειστικά από τη γη και κατασκευάζουν μόνοι ό,τι τους χρειάζεται. Η θέα στη λίμνη, που αγκαλιάζεται από την τροπική φύση και την καθρεφτίζει, με μαγεύει. Για να μπω στο διάσημο Εθνικό Πάρκο Τσιτουάν (Chitwan National Park) διασχίζω με τετρακίνητο αυτοκίνητο φτωχικά χωριά με χωμάτινα σπίτια και διακρίνω γυναίκες ντυμένες μ’ ένα κομμάτι ύφασμα τυλιγμένο στα λεπτά και κουρασμένα κορμιά τους, αλλά και ημίγυμνα παιδάκια να τσαλαβουτούν στα νερά των πρόχειρων πηγαδιών. Διασχίζω το ποτάμι, που είναι γεμάτο πεινασμένους κροκόδειλους, με μια μικρή ξύλινη πιρόγα. Φτάνοντας στο πάρκο, με περιμένει η πολυτέλεια του μοναδικού ξύλινου αριστοκρατικού ξενοδοχείου Tiger Tops Jungle Lodge και οι φωτογραφίες όλων των διάσημων που πέρασαν από εδώ, μα και οι ενοχές μετά τη φτώχια που έχω δει. Ανεβαίνω στο καλάθι στη ράχη του ελέφαντα και αφουγκράζομαι τους ήχους της ζούγκλας, καθώς οι ζωντανοί οδοστρωτήρες περπατάνε αθόρυβα, εκτός από τις στιγμές που στο πέρασμά τουςποδοπατούν –ή απλώς τρώνε– κόποια φυτό. Έχοντας γευθεί την άγρια ζούγκλα με τα πανύψηλα δέντρα και τα τροπικά φυτά στην πολύωρη βόλτα μου πάνω στον ελέφαντα, αλλά χωρίς να έχω δει την τίγρη της Βεγγάλης για την οποία φημίζεται το πάρκο, εγκαταλείπω αυτόν τον κρυφό –και τον μόνο ακριβό– παράδεισο της χώρας, για την Κατμαντού. Επιστρέφοντας μέσα από ορυζώνες μια φθινοπωρινή ηλιόλουστη μέρα, συνειδητοποιώ πως οι Νεπαλέζοι περπατούν με το χαμόγελο στα χείλη, ενώ εγώ που είχα την τύχη να γεννηθώ στον «αναπτυγμένο κόσμο» δεν χαμογελώ συχνά. Σηκώνοντας τα μάτια μου στο καταγάλανο ουρανό, βλέπω ειδικά ναυλωμένα μικρά αεροπλάνα να πλησιάζουν τις κορυφές των Ιμαλαΐων για να τις δουν από κοντά οι τουρίστες. Μα δεν τους ζηλεύω. Την επόμενη μέρα, στο δρόμο για το Θιβέτ, θα πετάξω πάνω από την κορυφή του κόσμου, το Έβερεστ.
ΜΠΟΥΤΑΝ (BHUTAN) Η χώρα του δράκου, όπως ονομάζεται στην τοπική γλώσσα τζόνκα, είναι μια από τις ελάχιστες που ήθελα πολύ να επισκεφθώ, αλλά δεν το κατάφερα μέχρι αυτήν τη στιγμή. Αυτή η χώρα, σφηνωμένη στα Ιμαλάια ανάμεσα στην Ινδία και στο Θιβέτ, ξέρω ότι μοιάζει μ’ ένα ακόμα πιο παρθένο και μυστηριώδες Θιβέτ. Η παραδοσιακή, σχεδόν φεουδαρχική κοινωνία, που σαν χρονοκάψουλα έχει γλυτώσει από τον αποικισμό, τις ξένες ιεραποστολές και την οικονομία του χρήματος, έχει προτεραιότητα τη μεγιστοποίηση της ακαθάριστης εθνικής ευτυχίας και όχι του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, όπως περήφανα αναφέρει ο βασιλιάς της. Τα απόκοσμα τεράστια μοναστήρια, καρφωμένα στις βουνοκορφές, και τα πανηγύρια τους, τα απομονωμένα πετρόχτιστα χωριά και τα βασιλικά ανάκτορα, οι παραδοσιακές αγορές και τα περίτεχνα κοσμήματα από κοράλλι και τιρκουάζ, τα παραμυθένια δάση και οι κατάστικτες από γιακ (τα μακρύτριχα βουνίσια βουβάλια των Ιμαλαΐων) πεδιάδες, τα ευγενικά πρόσωπα και η απόλυτη ηρεμία σε μια χώρα μόλις 750.000 κατοίκων μαγεύουν και τους πιο απαιτητικούς ταξιδιώτες. Πρωτεύουσα είναι η Τιμπού (Thimbhu), με κορυφαία αξιοθέατα την Εθνική Βιβλιοθήκη, το Μουσείο Ζωγραφικής και Χειροτεχνίας και τη γραφική αγορά της πόλης. Η θερινή πρωτεύουσα δε, η Πουνάκα, έχει ίσως το ωραιότερο μοναστηριακό συγκρότημα. Μα όταν επισκεφθώ αυτόν το μαγευτικό αλλά και ακριβό προορισμό, θα σας πω πολλά περισσότερα.
ΘΙΒΕΤ (TIBET) Αν και δεν είναι ανεξάρτητη χώρα (ανήκει στην Κίνα από το 1950), της κάνω ιδιαίτερη μνεία, επειδή θα ήθελα να είναι ανεξάρτητη και επειδή συνήθως την επισκέπτομαι σε συνδυασμό με το Νεπάλ και όχι με την Κίνα. Το Θιβέτ αποτελεί την κινέζικη επαρχία των Ιμαλαΐων και χαρακτηρίζεται από την πρωτεύουσα με το μεγαλύτερο υψόμετρο στον κόσμο –στα 3.700 μέτρα–, τα διάσπαρτα και μεγάλα σαν πόλεις μοναστήρια σκαρφαλωμένα στα άγρια βουνά, τους φιλειρηνικούς μοναχούς με κόκκινους χιτώνες και πανωφόρια, τους παραδοσιακά ντυμένους Θιβετιανούς (πιστούς βουδιστές), την έντονη θρησκευτικότητα, μα και τους Κινέζους εποίκους. Η ορεινή έκταση του Θιβέτ με τους ζωοδότες ποταμούς και τις αμέτρητες λίμνες καλύπτει 1.300.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και φιλοξενεί 3,5 εκατομμύρια κατοίκους. Ένα μεγάλο ποσοστό αποτελείται από Κινέζους, που ήρθαν από την Κίνα του Μάο, είτε μετά από οικονομικά κίνητρα είτε σταλμένοι εδώ ως ανεπιθύμητοι πρώην πολιτικοί κρατούμενοι ίσως των πιο απάνθρωπων φυλακών στον κόσμο – μετά το Γκουαντάναμο. Όλοι μιλούν Θιβετιανά ή και Κινέζικα, ενώ μόνο όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό μιλούν Αγγλικά. Έχουν έντονα μογγολικά χαρακτηριστικά και είναι σκουρόχρωμοι από τον ήλιο που λούζει το μεγαλύτερο διάστημα την περιοχή. Οι περισσότεροι ασχολούνται με την κτηνοτροφία, την καλλιέργεια σιτηρών και τον τουρισμό. Αν και το Θιβέτ αποτελεί έναν ακριβό ταξιδιωτικό προορισμό, ο κόσμος ζει πολύ φτωχικά. Για ένα μεγάλο διάστημα της ιστορίας της, η περιοχή δεν ήταν ανεξάρτητη, αλλά ανήκε στην Κίνα. Από τον 7ο αιώνα, οι διάφορες επαρχίες ενώθηκαν και αποτέλεσαν το κράτος του Θιβέτ. Μέχρι τότε οι κάτοικοι ήταν ανιμιστές, έχοντας θρησκεία τους την Μπον, που άφησε αρκετά κατάλοιπα, όπως τη δεισιδαιμονία, ακόμα και μετά την εγκαθίδρυση του βουδισμού ως επίσημης θρησκείας. Από το 1640
ανέλαβαν τη διοίκηση οι θρησκευτικοί και πνευματικοί βουδιστές ηγέτες, οι Δαλάι Λάμα (Dalai Lamas), μέχρι την κατάκτηση της χώρας από τους Κινέζους το 1950. Το 1913 ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό ούτε από τον γειτονικό γίγαντα αλλά ούτε από άλλες δημοκρατικές χώρες. Το 1959, μετά από σκληρές διώξεις μοναχών, ο τελευταίος Δαλάι Λάμα, ο ηγέτης του Θιβέτ, έφυγε κρυφά από τη χώρα μαζί με εκατοντάδες άλλους και από τότε η έδρα του είναι στη βόρεια Ινδία, στο Νταραμσάλα (Dharamsala). Κατά τη διάρκεια της κινέζικης πολιτιστικής επανάστασης, λεηλατήθηκαν τα περισσότερα από τα 6.000 μοναστήρια του Θιβέτ, ενώ χιλιάδες θησαυροί πουλήθηκαν από τους Κινέζους στο Χονγκ Κονγκ ή κατέληξαν ως ράβδοι χρυσού στο Πεκίνο. Καθώς τώρα έχουν ανακαινιστεί πολλά μοναστήρια λόγω τουριστικού ενδιαφέροντος, ουσιαστικά πηγαίνω στη χώρα για να τα επισκεφθώ. Πετώντας πάνω από τις χιονισμένες απόκρημνες βουνοκορφές των Ιμαλαΐων, από τη στέγη του κόσμου, φτάνω στην πόλη Λάσα (Lhasa). Στη διαδρομή από το μικρό αλλά καινούργιο αεροδρόμιο προς την πρωτεύουσα του Θιβέτ, αντικρίζω μια τεράστια λίμνη που πλαισιώνεται από άγρια κάθετα βουνά με σκαλισμένες και ζωγραφισμένες φιγούρες του Βούδα. Κάτω από ανελέητο φως, συναντώ ανθρώπους μιας άλλης εποχής, χαρακωμένους από τον ήλιο και τον αέρα, φιγούρες αξέχαστες. Μπαίνοντας στην πόλη με τις πολλές γκρίζες καινούργιες κινέζικες πολυκατοικίες και τα λιγοστά παλιά θιβετιανά άσπρα τριώροφα σπίτια με τα μεγάλα παράθυρα, η ματιά μου σταματάει μεθυσμένη στην κορυφή του βουνού, στο χειμερινό ανάκτορο-μοναστήρι του Δαλάι Λάμα, στην επιβλητικότατη Ποτάλα (Potala Palace). Αμέσως αισθάνομαι την έλλειψη οξυγόνου στον οργανισμό μου, με αποτέλεσμα να μείνω μισή μέρα στο κρεβάτι πίνοντας άφθονο νερό για να εγκλιματιστώ στο υψόμετρο των 3.700 μέτρων. Μόλις συνέρχομαι από τη δύσπνοια και τον ίλιγγο, φοράω τα απαραίτητα μάλλινα ρούχα, αν και είναι αρχές καλοκαιριού, και κατευθύνομαι στην Ποτάλα. Η πρώην έδρα του θιβετιανού βουδισμού μοιάζει με τεράστιο αγιορείτικο μοναστήρι, απλωμένο και καρφωμένο σε μια απόκρημνη πλαγιά. Το λευκοβαμμένο τμήμα του έρχεται σε καλαίσθητη αντίθεση με το καφετί τούβλινο κομμάτι, ενώ τα παράθυρα, οι εξωτερικές επιβλητικές σκάλες και οι χρυσοποίκιλτες οροφές στα διάφορα επίπεδα δίνουν την εντύπωση πως ο τεράστιος όγκος αιωρείται. Το πρώην μοναστήρι-ανάκτορο και κέντρο εξουσίας στο Θιβέτ λειτουργεί πια ως μουσείο. Σχεδόν στο σύνολό του στολίζεται εσωτερικά από μοναδικές αγιογραφίες με έντονα χρώματα, που αναπαριστούν τη ζωή και τα θαύματα του Βούδα, αλλά και τους σημαντικότερους πατριάρχες της χώρας. Εδώ φυλάσσονται τα ιερότερα κειμήλια, όπως χρυσοί σαρκοφάγοι των ανώτερων κληρικών, χρυσά αγάλματα, χρυσά τελετουργικά σκεύη, ζωγραφισμένα υφάσματα (τάνγκας) και ιερά έγγραφα. Μετά από την αρμονική πανδαισία των χρωμάτων στις αίθουσες με τα μοναδικά έργα τέχνης, περπατώντας στις εξωτερικές αυλές αφήνω τη ματιά μου να πέσει στα αλλεπάλληλα επίπεδα, στις χρυσοστόλιστες στέγες του τεράστιου κτιρίου και στην απλωμένη πόλη της Λάσα. Στη συνέχεια, επισκέπτομαι το θερινό ανάκτορο του Δαλάι Λάμα, το πανέμορφο Νορμπουλίνγκα (Norbulingka). Μέσα από έναν κήπο με δέντρα ξεπροβάλλουν ξύλινα διώροφα κτίρια με μεγάλα παράθυρα, χτισμένα σε υπερυψωμένες πέτρινες πλατφόρμες και στολισμένα με χρυσές επικλινείς στέγες και με σύμβολα του βουδισμού. Οι πολύχρωμες λακαριστές ξύλινες πόρτες μαζί με τις περίτεχνες οροφές και τα ξυλόγλυπτα ζωγραφισμένα χωρίσματα των δωματίων με οδηγούν στα τελευταία βήματα του Δαλάι Λάμα στο Θιβέτ, πριν φύγει νύχτα, κυνηγημένος, για την Ινδία. Με τη μυρωδιά του βουτύρου για οδηγό, ανακαλύπτω στο κέντρο της παλιάς πόλης το λευκό μοναστήρι Τσοκάνγκ (Jokhang) με τις επίσης χρυσές στέγες και τα μεγάλα παράθυρα. Πιστοί προσκυνούν γονατι-
στοί με τις αντικριστές παλάμες κάθετες πάνω στα μάτια και αφήνουν λευκές μεταξωτές κορδέλες στα αγάλματα. Νεαροί μοναχοί ρίχνουν λιωμένο βούτυρο στα εκατοντάδες δοχεία-κεριά που φωτίζουν τα στολισμένα από χρυσό, τιρκουάζ και κοράλλια αγάλματα του Βούδα, άλλοι σιγοψιθυρίζουν προσευχές με βαθειά πίστη, ενώ κάποιοι γυρνούν με κατάνυξη μεταλλικούς κυλινδρικούς τροχούς προσευχής στο εσωτερικό προαύλιο. Εδώ ξαφνιάζομαι από τις εκδηλώσεις έντονης λατρείας των Θιβετιανών. Την επόμενη μέρα, περπατώ στην αγορά Μπαρκόρ (Barkhor) της Λάσα, όπου παρατηρώ πιστούς να κρατούν στα χέρια τους και να γυρνούν μικρούς τροχούς προσευχής (φαρδιούς μεταλλικούς σωλήνες με χερούλι), μοναχούς ντυμένους στα πορφυρά τους ρούχα, ορεσίβιους με προβιές για πανωφόρια, νέες χαμογελαστές γυναίκες με μακριά μαλλιά δεμένα σε περίτεχνες στολισμένες κοτσίδες με κοράλλια και τιρκουάζ, και γιαγιάδες με παραδοσιακές ριγέ ποδιές. Οι περισσότεροι, άντρες και γυναίκες, φοράνε διάφορα φυλαχτά ή προσευχητάρια, συχνά περασμένα στη ζώνη τους, και περπατούν μουρμουρίζοντας λόγια της βουδιστικής μάντρα (είδος προσευχής). Μου προκαλεί πολύ άσχημη εντύπωση, όταν βλέπω ξαφνικά Κινέζους αστυνομικούς να επιτίθενται με γκλομπ στους Θιβετιανούς πωλητές, επειδή έχουν καθυστερήσει δέκα λεπτά να μαζέψουν τους πάγκους με τα προϊόντα τους. Εκείνοι, χωρίς να αντιδράσουν, μαζεύουν με αξιοπρέπεια τα υπάρχοντά τους και κρύβονται στη θιβετιανή παλιά γειτονιά. Αναρωτιέμαι αν ο θιβετιανοκινεζικός διάλογος ξεκινάει με γκλομπ και τελειώνει με θάνατο μετά από σκληρά βασανιστήρια. Παρά την προσπάθεια αφανισμού του θιβετιανού πολιτισμού, η θρησκεία και οι παραδόσεις παραμένουν βαθειά ριζωμένες στη συνείδηση των απλών ανθρώπων. Επίσης, αν και απαγορεύονται οι φωτογραφίες του Δαλάι Λάμα, όλοι τον έχουν στην καρδιά τους. Με τα μοναδικής τεχνοτροπίας ασημένια κοσμήματα κι έναν τροχό προσευχής που πρόλαβα να αγοράσω, οδηγούμαι σ’ ένα από τα μικρά θιβετιανά εστιατόρια. Απολαμβάνοντας ένα απλό και οικονομικό γεύμα με τηγανητό κρέας, ραβιόλια στον ατμό (μόμος) και τσάι γιασεμιού, καθώς δεν υπάρχουν πολύ καλύτερες επιλογές, και τα λαχανικά και τα φρούτα είναι σχεδόν ανύπαρκτα, προσπαθώ να επικοινωνήσω με τους ελάχιστους που μιλούν Αγγλικά. Οι περισσότεροι φοβούνται να συζητήσουν για την πολιτική κατάσταση της χώρας και τις διώξεις που υφίστανται, γιατί θα χάσουν τη δουλειά τους, θα φυλακιστούν και θα βασανιστούν σκληρά, όπως χιλιάδες άλλοι. Με ανάμεικτα συναισθήματα από τις μοναδικές εικόνες και τις σκηνές αγριότητας, περνάω το βράδυ μου σ’ ένα από τα λιτά ξενοδοχεία της πόλης, όπως το Holiday Inn Lhasa Hotel ή το Himalaya Hotel. Τις επόμενες μέρες ανεβαίνω στα βουνά του Θιβέτ για να δω κάποια από τα μεγαλύτερα μοναστήρια στον κόσμο. Ο δρόμος περνά μέσα από απόκρημνα βουνά και διάφανες λίμνες, μέσα στις οποίες καθρεφτίζεται ένας από τους πιο γαλανούς ουρανούς που έχω δει, ενώ σε κάθε σταυροδρόμι πολύχρωμες σημαίες ανεμίζουν (από συνήθεια αιώνων) για την προστασία του ταξιδιώτη από τα κακά πνεύματα. Φτάνοντας στο Ντρεπούνγκ (Drepung), το τρίτο μεγαλύτερο μοναστήρι του Θιβέτ, βλέπω μια μικρογραφία της Ποτάλα ανάμεσα σε απότομα γυμνά βουνά. Μπαίνοντας στο προαύλιο παρακολουθώ μοναχούς ντυμένους με τους πορφυρούς χιτώνες τους και χωρισμένους σε ζευγάρια (ο ένας καθιστός και ο άλλος όρθιος) να κάνουν γρήγορες κινήσεις κι ερωτήσεις, για να γυμνάσουν το μυαλό και το πνεύμα τους. Η εικόνα των μοναχών και η ασύλληπτη θέα στο μακρινό ορίζοντα, στο υψίπεδο που οριοθετούν τα χιονισμένα βουνά, καταχωρούνται μέσα μου πιο έντονα από τους θρόνους και τα τελετουργικά σκεύη που στολίζουν το εσωτερικό του τεράστιου μοναστηριού. Συνεχίζω για το εκπληκτικό μοναστήρι Σέρα (Sera). Καρφωμένο ανάμεσα στα άγρια βουνά, μέσα σ’ ένα μικρό πράσινο φαράγγι, δεσπόζει με τα μεγάλα άσπρα κτίσματα και τις επικλινείς χρυσές σκεπές
που στολίζονται από κάθετα διακοσμητικά βουδιστικά σύμβολα, σαν φουγάρα πίστης προς τον καταγάλανο ουρανό. Αφού θαυμάσω τα βουδιστικά λάβαρα στους περίτεχνα ζωγραφισμένους χώρους συνέλευσης των μοναχών, μπαίνω στο χώρο προσευχής. Μέσα στην αίθουσα, τα κεριά δίνουν μια απόκοσμη λάμψη στους γονατιστούς ιερωμένους. Κάποιοι ψέλνουν προσευχές με βαθιά κατάνυξη και άλλοι τους συνοδεύουν με τύμπανα και πνευστά. Βουτηγμένοι όλοι στην πίστη τους, βγάζοντας ήχους από την ψυχή τους, συνεχίζουν χωρίς να προσέξουν καν την είσοδό μου στο χώρο. Με τον ουρανό πιο κοντά μου από ποτέ, νιώθω ότι αν έχει κατοικία ο Θεός σ’ αυτήν τη Γη, θα πρέπει να είναι εδώ, στα βουνά του Θιβέτ. Και οι πιστοί Θιβετιανοί το γνωρίζουν αυτό. Η αναζήτησή τους τους φέρνει ψηλά και μακριά από τη φλυαρία του κόσμου, εκεί όπου μπορούν να νιώσουν πιο εύκολα μέσα τους το Θεό. Εδώ νιώθω ξαφνικά την ανάγκη να διαβάσω ξανά το βιβλίο Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Ζαχάροφ. Αργά και μουδιασμένα παίρνω το δρόμο της επιστροφής στην εγκόσμια πραγματικότητα, με την ευχή «τούτος ο λαός και η κουλτούρα του να μείνουν πάντα ζωντανοί και σύντομα να είναι ελεύθεροι». Οι λιγοστές λακκούβες των κουρασμένων δρόμων με επαναφέρουν στον κόσμο του υπαρκτού, σαν να ήταν φανταστικές οι απόκοσμες εικόνες του Θιβέτ. Η γραφειοκρατία του αεροδρομίου τα καταφέρνει καλύτερα...
ΚΙΝΑ (CHINA) Η πατρίδα του κομφουκιανισμού, του ταοϊσμού, του μεταξιού, του χαρτιού, της πυρίτιδας, της πυξίδας, της πορσελάνης, των μακαρονιών, του βελονισμού, του φενγκ σούι. Η χώρα που, από ξενοφοβικό, φτωχό και ταπεινό αγρότη, μεταμορφώνεται σε σκληρό και αλαζόνα βιομήχανο. Από τον 11ο αιώνα π.Χ. οι Κινέζοι ανέπτυξαν τη γραφή των ιδεογραμμάτων, η οποία αποτέλεσε αργότερα το μεγαλύτερο συνδετικό κρίκο των λαών που μιλούσαν τόσες διαφορετικές γλώσσες στην τεράστια αυτή έκταση. Τον 2ο αιώνα π.Χ. ο βασιλιάς Τσιν έδωσε πιθανότατα το όνομά του στους λαούς που ένωσε σε μια αυτοκρατορία, πρωτοέχτισε το σινικό τείχος, δημιούργησε το φημισμένο Πήλινο Στρατό και συγχρόνως έκαψε τα περισσότερα βιβλία των μεγαλύτερων προγενέστερων φιλοσόφων. Μέχρι το 1911, οι αυτοκράτορες, οι αποκαλούμενοι «Γιοι του Ουρανού», και οι μορφωμένοι αξιωματούχοι (μανδαρίνοι) είχαν την απόλυτη εξουσία στην αγροτική χώρα. Οι σπουδαιότερες δυναστείες ήταν η Χαν, που άνοιξε το εμπόριο με τα καραβάνια του μεταξιού, η Τανγκ, που έφερε μεγάλη πολιτιστική άνθηση, η Μινγκ, που δημιούργησε τις ωραιότατες απαγορευμένες πόλεις και πορσελάνες, και η Τσινγκ, που έζησε την εκμετάλλευση των Ευρωπαίων. Μετά από εξεγέρσεις εναντίον των Άγγλων και των Γάλλων, τον Πόλεμο του Οπίου και μια σύντομη δημοκρατία, το 1920 ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος που διακόπηκε από τη σκληρότατη εισβολή των Ιαπώνων και έληξε το 1949 με τη νίκη του κομμουνιστή Μάο Τσετούνγκ. Τότε ιδρύθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η οποία θεωρητικά υφίσταται μέχρι σήμερα. Ο απόλυτος έλεγχος του αυτοκράτορα πέρασε στον Μάο. Το καθεστώς έχει τώρα πια καταλήξει σ’ έναν ιδιόρρυθμο καπιταλισμό, όπου το κομμουνιστικό κόμμα διατηρεί το μονοπώλιο της εξουσίας. Όπως και στη Ρωσία, όλοι οι πρώην αξιωματούχοι του κόμματος και οι φίλοι τους λυμαίνονται τον πλούτο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, στους οποίους μέχρι πρόσφατα έλεγαν ότι η συσσώρευση πλούτου είναι αντεθνική πράξη, τώρα δουλεύουν ατελείωτες ώρες δημιουργώντας τον. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία μετά από εκείνη των ΗΠΑ στηρίζεται στα χιλιάδες εργοστάσια των μεγάλων πολυεθνικών (όπου παράγονται από αυτοκίνητα μέχρι ρούχα γνωστών σχεδιαστών), στις καλλιέργειες ρυζιού, τσαγιού και σιτηρών, και στον ορυκτό πλούτο. Η χώρα στερείται μόνο το πετρέλαιο και γι’ αυτό δεν είναι ενεργειακά αυτάρκης, τουλάχιστον μέχρι να εκμεταλλευτεί απόλυτα την υδροηλεκτρική ενέργεια που μπορούν να της παράσχουν τα τεράστια ποτάμια της. Είναι η τρίτη σε μέγεθος χώρα στον κόσμο μετά τη Ρωσία και τον Καναδά, με έκταση 9,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. Συνορεύει βόρεια με τη Μογγολία και δυτικά με το Καζακστάν, το Κιργιστάν, το Τατζικιστάν και νότια με το Νεπάλ, το Μπουτάν, τη Βιρμανία, το Λάος και το Βιετνάμ. Οριοθετείται φυσικά από τα Ιμαλάια στο νότο και στη δύση, την έρημο Γκόμπι βορειοδυτικά και τη Σινική Θάλασσα στην ανατολή. Έχει τεράστια ποτάμια, όπως τον Γιανκτσέ και τον Χουάνγκ Χε, που παράγουν τεράστιες ποσότητες υδροηλεκτρικής ενέργειας, υδροδοτούν απέραντες καλλιέργειες και τροφοδοτούν την πλούσια αλιεία. Είναι η πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο, με 1,3 δισ. κατοίκους, από τους οποίους το 40% συγκεντρώνεται σε τεράστιες πόλεις στο ανατολικό τμήμα της, κοντά στις ακτές και στα ποτάμια. Η επίσημη γλώσσα είναι τα Μανδαρίνικα, αλλά μιλιούνται και πολλές τοπικές διάλεκτοι. Μόνο όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό μιλούν Αγγλικά, με αποτέλεσμα η επικοινωνία και οι μετακινήσεις, ακόμα και με ταξί, να είναι σχεδόν αδύνατες. Δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία, αλλά όλοι τιμούν και λατρεύουν τους προγόνους τους και τα πνεύματα που κατοικούν στον παράδεισο, είτε ακολουθούν τον κομφουκιανισμό (ένα ιεραρχικό σύστημα σχέσεων και συμπεριφορών για αρμονική συμβίωση) είτε τον ταοϊσμό (γαλήνια εμπιστοσύνη στη δύναμη
της φύσης και στο γενικότερο γίγνεσθαι χωρίς καμία αντίδραση σε αυτό), το βουδισμό (αποδοχή και εξαφάνιση των επιθυμιών) ή το χριστιανισμό (απέραντη αγάπη που συγχωρεί και χάρη που δίνεται με την πίστη σε αυτήν). Η κοινωνία είναι σκληρή, συντηρητική και έχει ως ύψιστες αρχές την οικογένεια και τώρα πια και το χρήμα. Στο πρώτο εικοσαήμερο ταξίδι μου θαυμάζω περισσότερα από ό,τι στις τελευταίες δεκαήμερες επισκέψεις μου. Μα πάντα έχω την εντύπωση ότι στα βιβλία η χώρα παρουσιάζεται πιο παραδοσιακή και γραφική. Αν και ταξίδεψα πίσω στην ιστορία, δεν αγάπησα την Κίνα, καθώς νιώθω ότι ο λαός έχει αποκοπεί από το σπουδαίο πολιτισμό του. Ίσως να με ενοχλεί η απίστευτη πολυκοσμία, η αγένεια και η έλλειψη χαμόγελου των περισσοτέρων, το νέφος και η αποπνικτική κίνηση των μεγάλων πόλεων, η φτώχια και η έλλειψη καθαριότητας στους δρόμους, η ενοχλητική γραφειοκρατία στα αεροδρόμια, η καταστροφή του περιβάλλοντος στο βωμό της οικονομικής ανάπτυξης και όσα έχω μάθει για την καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα βασανιστήρια στις φυλακές, την επιβολή της θανατικής ποινής με συνοπτικές διαδικασίες και το εμπόριο οργάνων. Στην απέραντη Κίνα βλέπω τη λαμπερή βιτρίνα της Σαγκάης, του Χονγκ Κονγκ και του Πεκίνου, τις πρώην απαγορευμένες αχανείς βασιλικές πόλεις και ναούς, το επιβλητικό Σινικό Τείχος, τον φημισμένο Πήλινο Στρατό, τα απομακρυσμένα βουδιστικά μνημεία στα βουνά, τα πέτρινα ταφικά μνημεία, τα στολισμένα με αγάλματα σπήλαια, την πληθώρα αγορών και προϊόντων, τους τεράστιους ποταμούς, τα άγρια βουνά, τα χαμηλά σπίτια με τις φτερωτές στέγες, τους επιβλητικούς ουρανοξύστες, τους τεχνοκράτες στα πολυτελή αυτοκίνητα, τους ρακένδυτους κούληδες, τις επιτυχημένες, σεξουαλικά απελευθερωμένες γυναίκες να περπατούν στις λαμπερές λεωφόρους των μεγαλουπόλεων ντυμένες με τα τελευταία Δυτικά συνολάκια, τις πόρνες να δουλεύουν στα σκοτεινά στενά, αλλά και τις συνοδούς στα καλύτερα ξενοδοχεία, και βέβαια εκατομμύρια ανθρώπους να δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα, 7 ημέρες την εβδομάδα, σε εργοστάσια-κάτεργα ή στα χωράφια για λίγο ρύζι. Τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα κινέζικης αρχιτεκτονικής τα θαυμάζω στην πρωτεύουσα της χώρας, στο Πεκίνο (Beijing) και ειδικά στην Απαγορευμένη Πόλη (Forbidden City), που έχει χαρακτηριστεί τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Ουνέσκο. Η για πέντε αιώνες κατοικία των Κινέζων βασιλιάδων περιστοιχίζεται από ψηλά τείχη με πύλες που οδηγούν σε επαναλαμβανόμενες εσωτερικές πλακόστρωτες αυλές. Τα αμέτρητα πορφυρά ξύλινα κτίσματα ακολουθούν ένα νοητό άξονα βορρά-νότου και κάθονται σε πέτρινες υπερυψωμένες πλατφόρμες. Οι χαμηλές παραλληλόγραμμες αίθουσες στολίζονται με κίτρινες επικλινείς κεραμιδένιες στέγες που ανασηκώνονται στα τελείωματά τους. Η καρδιά του Πεκίνου, όπου γυρίστηκε η ταινία του Μπερτολούτσι Ο τελευταίος αυτοκράτορας, ζει στο παρελθόν, αν και οι χιλιάδες Κινέζοι τουρίστες που την κατακλύζουν δεν με αφήνουν να μπω στο κλίμα. Η απέραντη πλατεία Τιενανμέν (Tiananmen), με το τεράστιο πορτρέτο του Μάο στην είσοδο της Απαγορευμένης Πόλης, το γρανιτένιο μαυσωλείο του, το αυστηρό μαρμάρινο κοινοβούλιο και το Μουσείο Ιστορίας, προβάλλουν τη δύναμη του κομμουνιστικού καθεστώτος, ενώ τα πολλά και καλά ξενοδοχεία, εστιατόρια και καταστήματα ολόγυρα δείχνουν τη νέα καπιταλιστική γραμμή πλεύσης της χώρας. Εγκλωβισμένη ανάμεσα σε χιλιάδες λεωφορεία, ταξί, ποδήλατα και πολυτελή αυτοκίνητα, παρατηρώ ανθρώπους να μαγειρεύουν στο δρόμο, να κουρεύονται σε υπαίθριους μπαρμπέρηδες, συνταξιούχους να παίζουν σκάκι και να κάνουν τις αργόσυρτες κινήσεις του τάι τσι και μοτοποδήλατα φορτωμένα με ό,τι μπορώ να φανταστώ. Στη συνέχεια φωτογραφίζω τον πανέμορφο στρογγυλό Ναό του Ουρανού (Temple of Heaven) με
την τριώροφη κεραμιδένια μπλε στέγη και τις κόκκινες ξύλινες λακαριστές κολόνες που συγκρατούν το ζωγραφισμένο θόλο. Στους κήπους των θερινών ανακτόρων (Old Summer Palace) περπατώ στο σκεπαστό ζωγραφισμένο διάδρομο δίπλα από την τεχνητή λίμνη. Ο απλός, υπερυψωμένος ναός της Καμπάνας (Bell Tower), που μοιάζει με τετράγωνο φρούριο, βρίσκεται ανάμεσα στα ελάχιστα γραφικά σοκάκια «χουτόνγκς» (hutongs). Εδώ, στην πιο παραδοσιακή γειτονιά του Πεκίνου, απολαμβάνω τη βόλτα με τις μικρές άμαξες που τις σέρνουν λεπτοκαμωμένοι οδηγοί πίσω από παλιά ποδήλατα (rickshαw). Εκστασιασμένη παρατηρώ χαμηλά γκρίζα παλιά σπίτια με εσωτερικές αυλές γεμάτες γλάστρες με λουλούδια, κλουβιά γρύλλων και πουλιών, γούρνες με κόκκινα ψάρια, αλλά και μικρά καταστήματα με αναμνηστικά. Στην ολοήμερη εκδρομή στο Σινικό Τείχος, μου δημιουργείται δέος από το πείσμα των βασιλέων να χτίσουν μια τεράστια και φαρδιά, υπερυψωμένη, πετρόχτιστη λεωφόρο με πυργίσκους, η οποία ακολουθεί την κλίση των απότομων βουνών. Μετά από το γεύμα στο υπέροχο μοντέρνο ξενοδοχείο The Commune by the Great Wall μέσα στη φύση, επισκέπτομαι τους τάφους της δυναστείας των Μινγκ (Ming Tombs). Διασχίζοντας τις στολισμένες από αγάλματα λεωφόρους που οδηγούν τελετουργικά στα πελώρια υπόγεια ταφικά μνημεία, σκέφτομαι πόσος κόπος και πλούτος ξοδεύτηκαν για άλλη μια ματαιοδοξία των πανίσχυρων βασιλιάδων. Τα απογεύματα εκτονώνομαι στην κεντρική σκεπαστή αγορά ρούχων (silk market), στα μικρά μαγαζάκια της λίμνης Χο Χάι (Ho Hai) με τα αναμνηστικά και στα τεράστια καταστήματα ποιοτικών μεταξωτών υφασμάτων, μαργαριταριών, τσαγιού, κλουαζονέ (σκαλισμένα και ζωγραφισμένα μπρούντζινα) και νεφρίτη. Τα βράδια απολαμβάνω τη διάσημη τυλιχτή ξεροψημένη πάπια Πεκίνου στο εστιατόριο Quanjude Roast Duck, την καλύτερη παραδοσιακή κουζίνα στο Bai Jia Da Yuan Restaurant και διεθνείς γεύσεις στα μοντέρνα εστιατόρια My Humble House ή στο Green Tea House. Τέλος, διανυκτερεύω στο υπερπολυτελές ξενοδοχείο The Peninsula. Από το Πεκίνο πετάω για τη βιομηχανική πόλη Ντατόνγκ (Datong), στα σύνορα με τη Μογγολία. Εδώ, λαξεύοντας και ζωγραφίζοντας τα επίπεδα μαλακά μπεζ βράχια, οι πιστοί άφησαν χιλιάδες Βούδες αλλά και πολύχρωμες αγιογραφίες. Μετά τα εντυπωσιακά βουδιστικά σπήλαια και το κρεμαστό μοναστήρι της Χουνγιάν (Hunyuan), που μοιάζει με τεράστια αετοφωλιά στα απόκρημνα βράχια, συνεχίζω για τη μικρή πόλη Ταϊάν (Taian), διαβάζοντας το μυθιστόρημα Αγριόκυκνοι, Τρεις κόρες της Κίνας, της Γιουνγκ Τσανγκ. Ανεβαίνοντας εκατοντάδες σκαλοπάτια σ’ ένα από τα ιερά βουνά της Κίνας, παρακολουθώ το πλήθος των Κινέζων προσκυνητών να ανάβει τα αρωματικά στικ στους μικρούς ξύλινους ναούς με τις εσωτερικές αυλές και να προσεύχεται με αληθινή κατάνυξη για υγεία και αφθονία. Ξαφνιάζομαι από τους ρακένδυτους κούληδες που κουβαλούν στους μικροσκοπικούς, σκληραγωγημένους ώμους τους, σ’ έναν ξύλινο ζυγό, αναψυκτικά για τους πιστούς και τους λιγοστούς τουρίστες. Στη συνέχεια επισκέπτομαι τη γενέτειρα του Κομφούκιου, τη μικρή πόλη Κουφού (Qufu) και φωτογραφίζω τα σημαντικότερα μνημεία που είναι χτισμένα στην παραδοσιακή κινέζικη αρχιτεκτονική, όπως τον καταστόλιστο ναό του Κομφούκιου, το λιτό ξύλινο σπίτι του και τους πέτρινους τάφους των απογόνων του. Στην Τζενγκτζού (Zhengzhou), στο μεγάλο διάσημο μοναστήρι του τάγματος Σαολίν, περπατώ μέσα σε πλακόστρωτες αυλές ανάμεσα από δεκάδες πέτρινες στήλες με σκαλισμένα τα ονόματα σπουδαίων πολεμιστών-μοναχών και στο δάσος από τις πέτρινες παγόδες των νεκρών αξιωματούχων. Στα σπήλαια Λογκμέν (Longmen Caves) θαμπώνομαι από τα εκατοντάδες, μικρά και μεγάλα αγάλ-
ματα του Βούδα, που είχαν παλιότερα σκαλίσει με ευλάβεια και τέχνη οι πιστοί. Μετά από μία εβδομάδα στην ενδοχώρα, καταγράφοντας πιο ποικίλα και αντιπροσωπευτικά μνημεία απ’ ό,τι στο εντυπωσιακό Πεκίνο, αποκτώ την αληθινή εικόνα της Κίνας. Παρατηρώ πως στις περισσότερες μικρές πόλεις, οι ταμπέλες είναι γραμμένες μόνο στα Κινεζικά και σε πολλά εστιατόρια δεν έχουν φτάσει τα μαχαιροπήρουνα για τους τουρίστες. Στα χαμηλά σπίτια, στους στενούς δρόμους με τη λιγότερη πολυκοσμία, στα μικρά απλά μαγαζάκια, παρακολουθώ τους ανθρώπους που είναι πολύ απλά ντυμένοι και κυκλοφορούν ακόμα με ποδήλατα, ενώ ο ουρανός είναι πιο γαλανός και καθαρός απ’ ό,τι στις μεγαλουπόλεις που σκεπάζονται από το νέφος. Κουρασμένη από τα χιλιάδες χιλιόμετρα, τα μέτρια ξενοδοχεία και το κινέζικο φαγητό που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που απολαμβάνω εκτός Κίνας, επιστρέφω στα γνωστά αστικά τουριστικά κέντρα που έχουν να προσφέρουν πολλά αξιοθέατα αλλά και ανέσεις. Το Σιάν (Xian), πρώην σταθμός καραβανιών σ’ έναν από τους δρόμους του μεταξιού και νυν πόλη εκατομμυρίων κατοίκων με μεγάλες λεωφόρους και άχαρους ουρανοξύστες, κρύβει το θησαυρό του Πήλινου Στρατού (Army of Terracotta Warriors) σ’ ένα καινούργιο, καλοστημένο μουσείο. Οι χιλιάδες στρατιώτες και τα άλογα εντυπωσιάζουν με τον αριθμό, το φυσικό μέγεθος, αλλά και με τις διαφορετικές εκφράσεις και χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Μετά από το μεγαλειώδες και ματαιόδοξο ταφικό μνημείο του εμπνευστή του Σινικού Τείχους, επισκέπτομαι τα υπόλοιπα αξιοθέατα της παλιάς πόλης, όπως τμήματα από τα πανύψηλα πέτρινα τείχη (City Walls) με τις επιβλητικές τετράγωνες πανύψηλες στιβαρές πύλες και τις μπεζ τούβλινες πολυώροφες παγόδες (Goose Pagodas). Τα βράδια παρακολουθώ στο λεγόμενο «κόκκινο θέατρο» (Red Theatre) το πιο λαμπρό μουσικοχορευτικό θέαμα της χώρας, με τους φημισμένους σαολίν, και ξεκουράζομαι στο πολυτελές ξενοδοχείο Shangri La Golden Flower. Με αεροπλάνο κατεβαίνω νοτιότερα, στο καταπράσινο Γκουιλίν (Guilin), χτισμένο σε κανάλι του ποταμού Γιανγκτσέ. Πέρα από μια βόλτα στα πάρκα, στις γκαλερί και κατά μήκος του ποταμού, η πόλη αποτελεί το λιμάνι από όπου ξεκινώ μια μαγική κρουαζιέρα. Στην ολοήμερη βόλτα με πλοιάριο στον ποταμό Λι (Li), με τυλίγει η χάρη ενός απίστευτου τοπίου. Καταπράσινα βουνά ξεπηδούν το ένα πίσω από το άλλο μέσα από ατέλειωτους ορυζώνες, ενώ ψαράδες με τα δίχτυα τους και καλλιεργητές με τα άροτρά τους, ξύλινα χαμόσπιτα και αρχοντικά, παπάκια και παιδιά που πηδούν μέσα από μπαμπού στα καφετιά νερά του ποταμού, ολοκληρώνουν το μαγευτικότερο πίνακα της εκδρομής στην Κίνα. Καταλήγοντας με το σκάφος στο τουριστικό αλλά γραφικό χωριό Γιανγκσούο (Yangshuo), κάνω εξαιρετικές αγορές στα μικρά και ενδιαφέροντα μαγαζάκια, και επιστρέφω οδικώς στο Γκουιλίν για να συνεχίσω το μεγάλο οδοιπορικό της απέραντης χώρας. Η επόμενη πόλη διαφέρει τόσο πολύ από όλες τις άλλες στην Κίνα, που θα ξεχνούσα ότι βρίσκομαι ακόμη σε αυτήν τη χώρα, αν δεν υπήρχαν γύρω μου τα σχιστά ματάκια των –παραδόξως– ευγενικών ανθρώπων. Έχω φτάσει στην πολυτελή και οργανωμένη μητρόπολη του Χονγκ Κονγκ (Hong Kong). Τα καταπράσινα νησιά με τα δάση από ουρανοξύστες που φτάνουν ως τη θάλασσα και η ομίχλη από την υγρασία που συνήθως τα σκεπάζει ντύνουν την πόλη με μια μοναδική αίγλη και μυστήριο. Η θέα από την κορυφή του λόφου Victoria Peak μου κόβει την ανάσα. Στο Χονγκ Κονγκ, πέρα από τα εξαίσια εστιατόρια, ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα, επισκέπτομαι ένα από τα πιο εντυπωσιακά πάρκα στον κόσμο (Ocean Park), μ’ ένα υπέροχο ενυδρείο, ζωολογικό κήπο και δάσος πουλιών. Μετά από βόλτες στο απογευματινό παζάρι της οδού Τεμπλ (Temple), καταλήγω στο ξενοδοχείο Peninsula για να ρουφήξω την πολυτελή αποικιοκρατική ατμόσφαιρα. Αφήνοντας το πράσινο Χονγκ Κονγκ, πετάω για την πολυπληθέστερη πόλη της Κίνας, τη Σαγκάη
(Shanghai). Η Σαγκάη είναι χτισμένη στον ποταμό Χουανγκπού (Huangpu), περίπου είκοσι χιλιόμετρα πριν εκείνος συναντήσει τον μεγαλύτερο ποταμό της Ασίας, τον Γιανκτσέ (Yangzi). Συγχρόνως βρίσκεται πολύ κοντά στην ανατολική Σινική Θάλασσα, με αποτέλεσμα να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ασίας, με τεράστια ναυπηγεία. Παρά το εντονότατο στεγαστικό πρόβλημα, την ατμοσφαιρική ρύπανση και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην παλιά κινέζικη συνοικία, η Σαγκάη εξακολουθεί να προσελκύει κόσμο από την επαρχία. Στο Μανχάταν της Ανατολής με περιμένουν εντυπωσιακοί ουρανοξύστες, όπως οι Jin Mao Observatory και Oriental Pearl Tower στην ολοκαίνουργια συνοικία Πουντόνγκ (Pudong), ξενοδοχεία όπως το αγαπημένο Westin, τα καλύτερα μουσεία της χώρας όπως το Μουσείο της Σανγκάης (Shanghai Museum), εστιατόρια σαν το T8 και το Prego, μοντέρνα μπαρ, σπουδαία θεάματα με καταπληκτικούς ακροβάτες και έντονη ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα με πολυτελή πολυκαταστήματα στο μεγαλύτερο εμπορικό δρόμο Ναντζίνγκ (Nanjing). Για να νιώσω ότι είμαι στην Κίνα, μπαίνω στο μικρό ιστορικό κέντρο με τα ανακαινισμένα σε παραδοσιακό αρχιτεκτονικό στιλ καταστήματα και ξύλινα εστιατόρια. Εκεί, κατά την επίσκεψή μου στους γαλήνιους κήπους Γιουγιουάν (Yuyuan) των ισχυρών μιας άλλης εποχής, περπατώ ανάμεσα σε εσωτερικές αυλές με λιμνούλες και παλιά γκρίζα αρχοντικά με τσιγκελωτές κεραμιδένιες οροφές. Το απόγευμα, μετά από βόλτα στην παραλιακή λεωφόρο Μπουντ (Bund) με τα αποικιακά μέγαρα, φεύγω για σύντομη κρουαζιέρα στον ποταμό Χουανγκπού. Εδώ νιώθω τα γρήγορα και σίγουρα βήματα αυτής της χώρας προς την οικονομική ανάπτυξη, καθώς χιλιάδες φωτάκια τραβούν σαν μαγνήτες τη ματιά μου στα ανακαινισμένα παλιά κτίρια αλλά και στους εκατοντάδες επιβλητικούς, νεόκτιστους ουρανοξύστες των μεγαλύτερων εταιρειών στον κόσμο. Αναζητώντας άλλη μια γεύση από την ενδοχώρα της Κίνας, κάνω μια ολοήμερη εκδρομή στο μικρό γραφικό παραποτάμιο χωριό Σου Τσόου (Suzhou). Στη διαδρομή παρατηρώ πώς συρρικνώνεται η αγροτική γη προς χάρη όλων των ευρωπαϊκών κολοσσών που έχουν φτιάξει τα εργοστάσιά τους στην περιοχή. Φτάνοντας στο χωριό, μπαίνω σε μια ξύλινη βάρκα και, μέσα από μικρά κανάλια και πέτρινες γέφυρες, περνάω στον 18ο αιώνα της Ανατολής, με τα παλιά χαμηλά γκρίζα σπίτια και τις κεραμιδένιες τσιγκελωτές στέγες, τα πέτρινα φανάρια, τους παραδοσιακούς κήπους και τους αργούς ρυθμούς. Αυτή είναι η Κίνα που έχω στην καρδιά μου, αυτή που χάνεται.
ΒΙΡΜΑΝΙΑ (MYANMAR) Η χώρα με τις χιλιάδες στούπες, τη μαγευτική λίμνη Ίνλε, τις ζούγκλες και τους ορυζώνες, τις πολλές φυλές, τους συμπαθέστατους ανθρώπους, τη βουδιστική γαλήνη, μα και τη σκληρή στρατιωτική κυβέρνηση. Η δασώδης, πεδινή έκταση των 671.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (πέντε φορές η Ελλάδα), που διασχίζεται από το μεγάλο ποταμό Μεκόνγκ, βρίσκεται ανάμεσα στην Ινδία και στην Ταϊλάνδη, νότια της Κίνας. Εδώ κατοικούσαν φυλές που είχαν έρθει από την Ινδία και τα Ιμαλάϊα. Ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός των Βιρμανών άνθησε τον 9ο αιώνα, αλλά καταστράφηκε τον 13ο αιώνα με την εισβολή του Μογγόλου Κουμπλάι Χαν. Η χώρα διασπάστηκε σε διάφορα ανεξάρτητα βασίλεια μέχρι το 1550, όταν ενώθηκε ξανά σ’ ένα ενιαίο κράτος. Από το 1819, η Βιρμανία ήταν κάτω από τον έλεγχο των Άγγλων. Το 1948 κέρδισε την ανεξαρτησία της με αγώνες, αλλά ξέσπασε πολιτικό χάος ως το 1958. Τότε κατέλαβε την εξουσία η στρατιωτική κυβέρνηση, καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και θέτοντας εκτός νόμου την αντιπολίτευση. Η πιο διάσημη εκπρόσωπος των αντιφρονούντων στο σκληρό καθεστώς είναι η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κούι (Aung San Suu Kyi), η οποία ακολούθησε με ανυπολόγιστο κόστος το παράδειγμα του πατέρα της, που ήταν αγωνιστής για την ανεξαρτησία της χώρας. Μέχρι σήμερα, οι στρατιωτικοί σκοτώνουν, αφήνουν το λαό στο έλεος φυσικών καταστροφών, βασανίζουν και εξαφανίζουν όσους δεν τους είναι αρεστοί. Είναι δε η μόνη χώρα στον κόσμο στην οποία είδα ταμπέλες έξω από τα αστυνομικά τμήματα με την επιγραφή: «Καλώς ήρθατε, θα χαρούμε πολύ να σας εξυπηρετήσουμε!» Τι τραγική ειρωνεία να διαβάζω κάτι τέτοιο, ξέροντας πώς «περιποιούνται» τους πολίτες, αλλά και τους ξένους δημοσιογράφους και ακτιβιστές! Ακόμα κι αν βρισκόμουν εδώ στη διάρκεια του ζεστού και υγρού καλοκαιριού της περιοχής, πάλι θα είχα παγώσει στην ιδέα μιας τέτοιας εξυπηρέτησης, την οποία νιώθουν συχνά στο πετσί τους οι Βιρμανοί. Μα η στωικότητα και το χαμόγελο δεν τους λείπει. Αυτό θα ’θελα να πάρω από αυτήν τη χώρα. Ο πληθυσμός της φτάνει τους 55 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι πιστοί βουδιστές αλλά και ανιμιστές. Το 70% του πληθυσμού αποτελείται από Βιρμανούς, ενώ μικρότερες αλλά πολλές φυλετικές ομάδες σαν τους Σαν, Καρέν, Ρακίν και Μον συνθέτουν αρμονικά τον ανθρωπολογικό πλούτο της χώρας. Αν και ζουν φτωχικά, η οικονομία της Βιρμανίας είναι ανθηρή και στηρίζεται στα ρουμπίνια, στο όπιο, στην αλιεία, στην ξυλεία και στις καλλιέργειες ρυζιού, βαμβακιού και καουτσούκ. Τον πλούτο, όμως, τον λυμαίνονται οι στρατιωτικοί, οι ελάχιστοι φίλοι τους και η Κίνα, που επηρεάζει και στηρίζει τη χούντα. Οι 12 στρατηγοί με αρχηγό τον Θαν Σουέ ελέγχουν και φοβίζουν τους τίμιους Βιρμανούς με τα μελαγχολικά μάτια. Το 60% του κόσμου ζει στην ύπαιθρο, μακριά από τις πόλεις. Οι άντρες είναι ντυμένοι δυτικότροπα, αλλά οι γυναίκες συνήθως φορούν ένα μακρύ κομμάτι υφάσματος με κόμπο στη μέση σαν φούστα κι ένα κοντό μπλουζάκι. Δεν αγαπούν το μαύρο χρώμα, όπως σε πολλά μέρη του πλανήτη, εκτός βέβαια από τα μουσουλμανικά κράτη, την Κίνα και το Δυτικό κόσμο, όπου το προτιμούν. Εδώ, όπως και στο Λάος, σχεδόν όλοι οι νεαροί περνούν ένα διάστημα στα μοναστήρια, ενώ πολλοί ακολουθούν τη μοναστική ζωή, φορώντας για πάντα τους πορτοκαλί χιτώνες. Οι εκατοντάδες μοναχοί που περνούν νωρίς το πρωί με το μπολ τους από τα σπίτια και την αγορά, περιμένοντας μικρές προσφορές φαγητού από τους πιστούς, αποτελούν μια από τις πιο συγκινητικές χαρακτηριστικές εικόνες
της χώρας. Οι μοναχοί, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να δουλέψουν για να κερδίσουν το φαγητό τους, ποτέ δεν ζητούν, αλλά πάντα παίρνουν, ακόμα και από φτωχούς ανθρώπους. Φωτογραφίζω από μακριά τα στωικά χαμόγελα που στολίζουν τα ξυρισμένα κεφάλια τους καθώς περνούν από μπροστά μου. Η πρωτεύουσα Γιανγκόν (Yangon), γνωστότερη ως Ρανγκούν, βρίσκεται στο εύφορο Δέλτα στο νότιο τμήμα της χώρας. Αποτελεί σημαντικό λιμάνι της Βιρμανίας, γιατί είναι χτισμένη σε παραπόταμο του μεγαλύτερου ποταμού της χώρας, του Αγεγιαρουάντι (Ayeyarwady), με άμεση πρόσβαση στη Θάλασσα Άνταμαν. Παρά την πολυκοσμία, η Γιανγκόν με τα μεγάλα πάρκα και τους ήρεμους κατοίκους με χαλαρώνει. Φωτογραφίζοντας τα παλιά τηλεφωνικά κέντρα στο δρόμο, μου δημιουργείται η εντύπωση πως βρίσκομαι σε μια καθαρή επαρχιακή πόλη του ’60, από όπου είναι ξεκάθαρο πως πέρασαν οι Άγγλοι, καθώς τα αυτοκίνητα συνεχίζουν να έχουν το τιμόνι στα δεξιά. Η πρωτεύουσα χαρακτηρίζεται από πολύχρωμα αποικιακά τριώροφα κτίρια με μπαλκόνια, λίγα επιβλητικά δημόσια κτίρια, περιποιημένες δενδροφυτεμένες λεωφόρους που έφτιαξαν οι Άγγλοι και βέβαια χρυσές στούπες (τα συμπαγή κτίρια χωρίς πόρτες και παράθυρα που υποτίθεται ότι στα θεμέλιά τους έχουν ίχνη από το αγιοποιημένο σώμα του Βούδα). Η πιο λαμπρή στούπα της χώρας, η χρυσή Σβενταγκόν (Shwedagon Paya), ο ιερότερος τόπος προσκυνήματος των Βιρμανών, με μαγνητίζει λόγω του μεγέθους και του εκθαμβωτικού χρώματός της. Ανεβαίνοντας ξυπόλητη στην υπερυψωμένη πλατφόρμα, βλέπω ένα δάσος από χρυσές στούπες σαν μυτερές κλιμακωτές κορώνες, που πλαισιώνουν ασφυκτικά τη μεγάλη κεντρική χρυσή στούπα με τον πολυεπίπεδο πυργίσκο στην κορυφή. Εντυπωσιασμένη από τους δεκάδες πιστούς που προσεύχονται ευλαβικά με λουλούδια και αρωματικά στικ στα χέρια, αλλά και από τα χιλιάδες διαμάντια και ρουμπίνια που στολίζουν τον κεντρικό ναό της ιερής στούπας, γλιστράω στο μυστικισμό της Βιρμανίας. Στη συνέχεια επισκέπτομαι τις μικρότερες χρυσές στούπες Σούλε (Sule Paya) και Βιζάγια (Vijaya Paya), το ενδιαφέρον Εθνικό Μουσείο (National Museum) με τα κοσμήματα και τις τοπικές φορεσιές, τη μικρή συναγωγή (Moseah Yeshua Synagogue), το ιδιαίτερο γαλανόλευκο τζαμί και τη γραφική και φροντισμένη αγορά Μπογκιόκε (Bogyoke Aung San) με τα χαριτωμένα ρούχα και τα κοκκινωπά ξυλόγλυπτα αναμνηστικά, μα χωρίς τις γνώριμες μυρωδιές της Ασίας να με κατακλύζουν. Το ηλιοβασίλεμα ακουμπάω τη ματιά μου στη χρυσή στούπα που καθρεφτίζεται στα νερά της λίμνης (Kandawgyi) της Γιανγκόν, προσπαθώντας να νιώσω τη βαθιά πίστη και τη στωικότητα που χαρακτηρίζει αυτόν το λαό. Αφήνω την όμορφη πρωτεύουσα για το Μράουκ Ου (Mrauk U), όπου κατοικεί η φυλή των Τσιν. Μετά από μία ώρα πτήσης για το Σίτβε (Sittwe), έξι ώρες σε καΐκι στο ποτάμι Καλαντάν (Caladan) μέσα από τροπική βλάστηση κι ατελείωτους ορυζώνες, και μια ώρα σε άμαξα με άλογο, καταλήγω στο μικρό χωριό Σινκέ (Sinke). Εδώ οι όμορφες γυναίκες της φυλής κάνουν τατουάζ σε σχήμα ιστού αράχνης σε όλο τους το πρόσωπο, παλαιότερα για να μην πέφτουν θύματα απαγωγής από άντρες άλλης φυλής, ενώ τώρα πια το κάνουν λόγω της παράδοσης. Ο βιασμός στο πρόσωπό τους ήταν προτιμότερος από ό,τι στο κορμί και στην ψυχή τους. Στον οικισμό Τετ δε, φωτογραφίζω γυναίκες με ξεχειλωμένα από τους βαριούς κρίκους αυτιά. Μετά τις σπάνιες φυλές, χάνομαι στους διάσπαρτους ναούς (Shittaung, Yadanapon Paya, Andaw Paya, Sakyamanaung Paya, Pitaka Taik) που ξεπηδούν μέσα από τους δασωμένους λόφους του Μράουκ Ου (Mrauk U). Μικρές, γκρίζες, πέτρινες και χορταριασμένες στούπες, αλλά και σκοτεινοί, λιτοί, πέτρινοι ναοί μέσα από μικρές εισόδους αποκαλύπτουν ξεχασμένα και χαμογελαστά αγάλματα του Βούδα. Εδώ η απόλυτη γαλήνη του τοπίου και των μοναχικών μνημείων με μαγεύει.
Επιστρέφω με αεροπλάνο στην πρωτεύουσα και από εκεί φτάνω με άλλη πτήση στο κορυφαίο Μπαγκάν (Bagan), στην πράσινη κοιλάδα του ποταμού Αγιεγιαργουάντι (Αyeyarwady) με τους εκατοντάδες επιβλητικούς ναούς. Καφετιές από τα εμφανή τούβλα, βαμμένες λευκές και ολόχρυσες παγόδες κάθε τύπου και μεγέθους είναι χτισμένες σε υπερυψωμένες πλατφόρμες και πλαισιώνονται από άλλες μικρότερες, σχηματίζοντας ένα δάσος από ιερά κτίσματα μέσα στο φυσικό δάσος. Με οδηγό τις κορυφές των μεγαλύτερων και επιβλητικότερων μνημείων που ξεχωρίζουν πάνω από τα δέντρα, κατευθύνομαι στις σημαντικότερες στούπες. Στην επιχρυσωμένη στούπα Ανάντα Πάτο (Ananda pahto), τα πανύψηλα αγάλματα του Βούδα στο εσωτερικό της μοιάζουν να εξαϋλώνονται από το διάχυτο φως που τα λούζει. Στην πανέμορφη τριώροφη στούπα Σβεζιγκόν (Shwezigon Paya) θαυμάζω τα πλακίδια που απεικονίζουν τη ζωή του Βούδα. Στη στούπα Γκουμπιαουγκούι (Gubyaungyi), οι εξαίσιες τοιχογραφίες στο εσωτερικό της με συνεπαίρνουν. Στη στούπα Μινγκαλαντέζι (Mingalazedi) επισκέπτομαι μια από τις ελάχιστες τούβλινες βιβλιοθήκες της χρυσής εποχής του Μπαγκάν και απολαμβάνω την ονειρική θέα στην παραμυθένια συστάδα από παγόδες. Η φωτογραφική μηχανή μου, όπως και αρκετών επισκεπτών εδώ, στο σημαντικότερο αξιοθέατο της Βιρμανίας, δεν σταματάει να καταγράφει εικόνες απόκοσμες και ξεχασμένες. Την επόμενη μέρα, μαγεμένη ακόμα από την εικόνα της κοιλάδας του Μπαγκάν, φεύγω για το τουριστικό και γραφικό Μανταλέι (Mandalay), διασχίζοντας τον ποταμό και τις κατάφυτες πεδιάδες με τους φοίνικες και τους ορυζώνες. Έχοντας αντικρύσει αγρότες φορτωμένους με καλάθια, γυναίκες με τα παραδοσιακά κωνικά καπέλα που τις προστατεύουν από τον ήλιο και τη βροχή να μαζεύουν ρύζι χωμένες στη λάσπη, βουδιστές μοναχούς να συλλέγουν με αξιοπρέπεια το φαγητό της ημέρας και χαρούμενα παιδιά να χαιρετούν, διανυκτερεύω στο πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο της χώρας. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει ο λόφος και το κόκκινο φρούριο (Mandalay Fort) με τις πολυεπίπεδες οροφές και τα χρυσά τελειώματα, το μοναστήρι Σχβεναντό (Shwenandaw Kyaung) από επιχρυσωμένο ξύλο, η τεράστια χρυσή στούπα Μαχαμούνι (Mahamuni Paya) και η κάτασπρη μεγαλειώδης στούπα Κουτοντάου (Kuthodaw Paya) με τις εκατοντάδες μικρότερες να την πλαισιώνουν και να φιλοξενούν πέτρινες ανάγλυφες στήλες με τη βουδιστική θεολογία. Μετά από την επίσκεψη των μνημείων, κάνω βόλτα στην αγορά Zeigyo με τις κοκκινωπές λάκες και τα υφαντά. Αφού παρακολουθήσω παράσταση με μαριονέτες (Mandalay Marionettes & Culture Show), απολαμβάνω διεθνή αλλά και κινέζικη κουζίνα, όπως ρυζομακάρονα με γαριδούλες, σ’ ένα από τα καλά ξενοδοχεία της πόλης, όπως το Sedona Hotel Mandalay. Με πτήση για το Χεχό (Heho), φτάνω στην πανέμορφη λίμνη Ίνλε (Inle). Δίπλα από το ξενοδοχείο με υποδέχονται γυναίκες-καμηλοπαρδάλεις, που εξασφαλίζουν το ευ ζην από τους τουρίστες που τις φωτογραφίζουν λαίμαργα. Οι γυναίκες με τους μακριούς, γεμάτους από χρυσούς κρίκους λαιμούς, σύμφωνα με την παράδοση, προστατεύονταν με αυτόν τον τρόπο από τις επιθέσεις των αιλουροειδών που κυκλοφορούσαν στα δασώδη βουνά. Καταλήγοντας στο ξύλινο ξενοδοχείο, χάνομαι σ’ ένα ακόμα μυθικό ηλιοβασίλεμα, όπου όλα βάφονται πορτοκαλιά και καθρεφτίζονται στη λίμνη. Το ξημέρωμα επιβιβάζομαι ανυπόμονα σε ξύλινο μακρόστενο σκάφος με παμπάλαια μηχανή και εξερευνώ την λίμνη Ίνλε. Τα σπίτια είναι χτισμένα σε πασσάλους, ενώ καλάμια και αγριόχορτα αποτελούν τις βάσεις για επιχωματωμένα περιβόλια με λαχανικά μέσα στη λίμνη. Η λεία επιφάνεια του νερού είναι λαμπερή σαν καθρέφτης, και μέσα από την πρωινή ομίχλη διακρίνονται αμυδρά παράξενες σιλουέτες. Όλοι τους μετακινούνται με στενόμακρες βάρκες, τα παιδιά για να πάνε στο σχολείο, οι πιστοί για να επισκεφθούν τα πλωτά μοναστήρια, οι γυναίκες για να πουλήσουν
ή να αγοράσουν τα απαραίτητα από τη μοναδική πλωτή αγορά. Ψαράδες κάνουν κουπί με το ένα πόδι, όρθιοι, για να ρίχνουν στο νερό τις ψηλές κωνικές τους παγίδες από καλάμια και λεπτό δίχτυ. Γυναίκες με τα κωνικά ψάθινα καπέλα τους φορούν μια άσπρη πούδρα από το φυτό τανάκα για να προστατεύονται από τον ήλιο. Μοναχοί σε μοναστήρια χτισμένα σε πασσάλους μέσα στο νερό παίζουν με γατιά που κάνουν χορευτικές φιγούρες. Όσο προχωράει η μέρα, στο υψόμετρο των 1.000 μέτρων και της κρυστάλλινης ατμόσφαιρας το γαλάζιο του ουρανού αγκαλιάζει το μπλε της λίμνης, τους πράσινους λόφους, τα καφέ ξύλινα κτίσματα, τις μικρές χρυσές στούπες και τα μοναστήρια (Phaung Daw U Paya, Nga Phe Kyaung, Yadana Man Aung Paya) που λαμπιρίζουν περήφανα. Με αυτές ως τελευταίες εικόνες και με ανείπωτη χαρά για όσα βλέπω σε αυτήν την απομονωμένη, ασφαλή και οικονομική χώρα, μα και με λύπη για την καταπίεση του καθεστώτος, συνεχίζω το οδοιπορικό της ζωής μου.
ΤΑΪΛΑΝΔΗ (THAILAND) Η χώρα των λαμπρών βουδιστικών ναών, των ορυζώνων, της τροπικής βλάστησης, των εξωτικών νησιών, της ορχιδέας, του μασάζ, της αλόγιστης τουριστικής ανάπτυξης και της αποπνικτικής ζεστής υγρασίας, αλλά και του σεξοτουρισμού, της παιδοφιλίας και των απομιμήσεων. Το βασίλειο της Ταϊλάνδης καλύπτει 514.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα στη νοτιοανατολική Ασία και πιο συγκεκριμένα νότια της Κίνας, ανάμεσα στη Βιρμανία και στην Καμπότζη. Το βόρειο τμήμα της είναι ορεινό, με κλιμακωτούς ορυζώνες, και φιλοξενεί πολλές φυλές που διατηρούν ακόμη τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους και τις πολύχρωμες φορεσιές τους. Το νότιο πεδινό και πιο τουριστικό τμήμα χαρακτηρίζεται (πέρα από τους ορυζώνες) από την χερσόνησο και τα πολλά νησιά με τις λευκές αμμουδιές που είναι γεμάτες κοκκοφοίνικες και ορχιδέες. Έχει 61 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι βουδιστές. Οι μικρόσωμοι και σκουρόχρωμοι «Τάι» έχουν στρογγυλά πρόσωπα, πλακουτσωτές μύτες, λίγο σχιστά ματάκια και ντύνονται δυτικότροπα. Οι ανοιχτόχρωμες γυναίκες θεωρούνται πιο ωραίες από τις πιο μαυρισμένες από τον ήλιο. Ο κόσμος είναι σχετικά φιλικός, αν και πολύ πιο πονηρός από άλλους Ασιάτες – εκτός των Κινέζων. Πριν από 20 χρόνια που επισκέφθηκα τη χώρα για πρώτη φορά, η αίσθηση της αλλοιωμένης από το χρήμα ηθικής δεν ήταν τόσο έντονη, αλλά τώρα η διάβρωση της κοινωνίας από τον τουρισμό είναι πολύ πιο ορατή, έως και ενοχλητική. Παρά ταύτα, ο βουδισμός προσδίδει μια ηρεμία στα πρόσωπα των ανθρώπων, ενώ οι δεισιδαιμονίες ένα φόβο για τα κακά πνεύματα, τα οποία προσπαθούν να εξευμενίσουν με συχνές προσφορές λουλουδιών και αναμμένων στικ στα μικρά ιερά που βρίσκονται σχεδόν παντού. Φορούν, κουβαλούν και έχουν στα αυτοκίνητα ή στα μοτοποδήλατά τους φυλαχτά. Μέσα ή ακόμα και έξω από το σπίτι τους έχουν ένα μικρό ξύλινο ναό, σαν το ελληνικό εικονοστάσι. Πολλά αγόρια, όπως σε όλη τη νοτιοανατολική Ασία, θεωρούν ευλογία το να περάσουν κάποιο διάστημα σε μοναστήρι. Αυτό βέβαια κοστίζει οικονομικά στους γονείς τους, καθώς οι γιοι τους για ένα διάστημα δεν δουλεύουν. Στην Ταϊλάνδη, όπου το χρήμα έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία, όλο και λιγότεροι νέοι ακολουθούν αυτή την παράδοση. Μετά τον Βούδα και το χρήμα, εκτιμούν ιδιαίτερα το βασιλιά τους, ο οποίος θεωρείται ανέγγιχτος από όλα τα σκάνδαλα και τα κακώς κείμενα στη χώρα. Ο πολιτισμός τους επηρεάστηκε πολύ από τους Κινέζους, στους οποίους πλήρωναν φόρο υποτελείας για αιώνες. Τον 13ο αιώνα ιδρύεται το πρώτο κράτος των Τάι σε εδάφη που είχαν κερδίσει από τους ισχυρούς γείτονες, τους Καμποτζιανούς Χμερ. Το Σιάμ –έτσι ονομαζόταν η Ταϊλάνδη– κατακτήθηκε για μικρά διαστήματα τον 16ο και τον 18ο αιώνα από τους γείτονες Βιρμανούς, με τους οποίους ακόμα και σήμερα δεν έχουν τις πιο αγαθές σχέσεις. Το 1932 καταργήθηκε η απόλυτη μοναρχία δίνοντας τη θέση της στη συνταγματική βασιλεία και ξεκίνησε η εξαγορά των ψήφων από τα κόμματα. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Τάι συνεργάστηκαν με τους Ιάπωνες, αλλά μετά τη νίκη των συμμάχων, σύναψαν συμφωνία συνεργασίας με τους Αμερικανούς χωρίς όρους, επιτρέποντας την παραμονή αμερικανικών στρατευμάτων στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Από τότε η χώρα διατηρεί την πιο φιλοδυτική πολιτική στην ευρύτερη περιοχή και φιλοξενεί αμερικανικές βάσεις με χιλιάδες στρατιώτες. Ως αποτέλεσμα, ο λαός διαβρώθηκε ηθικά και μέχρι σήμερα η πορνεία και η παιδοφιλία είναι παράνομες μεν αλλά ανεκτές πρακτικές. Από το 2009 επικρατεί έντονη δυσαρέσκεια στο λαό και κενό στην πολιτική εξουσία, λόγω νοθείας των αποτελεσμάτων στις τελευταίες εκλογές. Τα σημαντικότερα προβλήματα στη χώρα, πέρα από τη διαφθορά στον πολιτικό και δημόσιο βίο, είναι η μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος, οι καλλιέργειες μεταλλαγμένου ρυζιού, η άναρχη δόμηση στα τουριστικά κέντρα, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης, η παιδοφιλία, η πορνεία και τα
σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Η οικονομία στηρίζεται στη βιομηχανία (από ρούχα μέχρι αυτοκίνητα) και στον τουρισμό, αν και η χώρα παραμένει γεωργική, με τεράστια παραγωγή ρυζιού και φρούτων. Επειδή το κλίμα της Ταϊλάνδης είναι τροπικό, δηλαδή από ζεστό (Νοέμβριο ως Μάρτιο) έως πολύ ζεστό και υγρό (κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού), και η ατμόσφαιρα είναι πραγματικά αποπνικτική ειδικά στην Μπανγκόκ (Bangkok), δεν επισκέπτομαι ποτέ τη χώρα καλοκαίρι. Η πρωτεύουσα χαρακτηρίζεται από απίστευτη κίνηση στους δρόμους, υγρασία, νέφος, ένα δάσος από ουρανοξύστες που φιλοξενούν πολυτελή ξενοδοχεία και πολυεθνικές, πολλά και καλά κέντρα μασάζ, κέντρα πορνείας και παιδοφιλίας, χιλιάδες μικρομάγαζα με απομιμήσεις επώνυμων προϊόντων και τεράστια εμπορικά κέντρα, ειδικά στις εμπορικές λεωφόρους Σουκομβίτ (Sukhumvit) και Σίλομ (Silom) της εξευρωπαϊσμένης περιοχής. Η πόλη κρύβει βέβαια και διαμάντια, όπως το μεγάλο συγκρότημα Πρα Κιο (Phra Kaew) των ανακτόρων και των ναών. Εδώ εντυπωσιάζομαι από τις πρασινοπορτοκαλί κεραμιδένιες περίτεχνες στέγες με τα τσιγκελωτά χρυσά τελειώματα, τις πολύχρωμες φίνες τοιχογραφίες και τις κλιμακωτές χρυσοποίκιλτες στούπες που μοιάζουν με συμπαγείς καμπάνες με καλλιτεχνική λαβή στην κορυφή τους. Ο κλιμακωτός ναός Βατ Αρούν (Wat Arun) λάμπει από τα χιλιάδες ανάγλυφα πλακίδια που τον στολίζουν, ενώ το Εθνικό Μουσείο (National Museum) αποκαλύπτει όλον το μεγάλο πολιτισμό που γνώρισε κάποτε αυτή η χώρα. Μετά την πολύβουη, γραφική κινέζικη γειτονιά, με γαληνεύει το καταπράσινο πάρκο Ντούσιτ (Dusit) με τα εξαιρετικά αποικιακά κτίσματα από ξύλο τικ, καθώς και το κορυφαίο ξύλινο, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής μέγαρο του Βρετανού Τζόνσον, ο οποίος πρώτος εκτίμησε το ταϊλανδέζικο μετάξι και οργάνωσε μαζική παραγωγή και εξαγωγές. Η βόλτα με σκάφος στο ποτάμι Τσάο Πράγια (Chao Phraya) και στα πολυάριθμα κανάλια του μου αποκαλύπτει πολλά ξύλινα φτωχικά με απλωμένα ρούχα και λιγοστά μεγαλόπρεπα παραδοσιακά σπίτια με προσωπικό. Η ζωή στους πολλούς παραποτάμιους οικισμούς, όπου όλοι κυκλοφορούν με μικρά ξύλινα σκαριά και υποδέχονται την πλωτή τράπεζα, το ταχυδρομείο και το μπακάλικο σε εβδομαδιαία βάση, κινείται πολύ πιο αργά από ό,τι στην υπόλοιπη Μπανγκόκ. Καθισμένη στο χαμηλό και μακρόστενο ξύλινο σκαρί, περίπου στο επίπεδο του νερού, περνάω δίπλα από άγνωστα φυτά, βρέχομαι από το μολυσμένο νερό λόγω ελιγμών του οδηγού, καταδιώκομαι από πωλήτριες με κωνικά καπέλα που πλευρίζουν σαν πειρατίνες το σκάφος μου για να πουλήσουν φρούτα ή σουβενίρ, και ζαλισμένη από τις νιαουριστές φωνές και από τις μηχανές των μακρόστενων χαμηλών ταχύπλοων αφήνω την πλωτή αγορά του Νταμνοέν Σαντουάκ (Damnoen Saduak) για λίγη γαλήνη, που ξέρω πως μόνο σε ξενοδοχείο (κατά προτίμηση στο ιστορικό Oriental ή στο μοντέρνο Sukhothai) θα βρω. Μετά από την κινηματογραφική βόλτα σε μια άλλη εποχή και το απαραίτητο διάλειμμα σε αποστειρωμένο περιβάλλον, αποφασίζω να επισκεφθώ τη συνοικία Πατπόνγκ (Patpong) με τα άθλια νυχτερινά κέντρα, τους μεθυσμένους τουρίστες και τις απομιμήσεις επώνυμων προϊόντων. Για να σβήσω τις τελευταίες εικόνες, αποφασίζω να νιώσω το καλύτερο μασάζ, για το οποίο δικαίως φημίζεται η Ταϊλάνδη. Μπαίνοντας σ’ ένα «σοβαρό» ινστιτούτο, που βρίσκω στο τμήμα της καινούργιας πόλης με τα καλά ξενοδοχεία και τα εμπορικά κέντρα, με αναλαμβάνει μια συμπαθητική κοπέλα. Αφού μου πλένει τελετουργικά τα πόδια, μου φοράει μια καθαρή βαμβακερή πιτζάμα και... σβήνω στα μαγικά της χέρια που πιέζουν και τραβούν. Μετά από δύο ώρες και με ελάχιστο κόστος, είμαι χαλαρωμένη, ξεκούραστη, ευδιάθετη και ολοκληρώνω τη βραδιά με μια ακόμη απόλαυση, ένα εξαιρετικό δείπνο με συνοδεία παραδοσιακών χορών στο πολυτελέστατο εστιατόριο Sala Rim Nap.
Η Μπανγκόκ και τα μεγάλα τουριστικά κέντρα της Ταϊλάνδης δεν μου αρέσουν γιατί πάντα μου δίνουν μια αίσθηση ευτέλειας, ακόμα και όταν μένω στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία, καθώς εδώ πουλιούνται από απομιμήσεις προϊόντων μέχρι παιδιά. Μου είναι πιο ευχάριστο όταν βρίσκομαι σ’ ένα πάρκο εκπαίδευσης ελεφάντων ή σ’ έναν παλιό ναό στην καταπράσινη ορεινή και λιγότερο τουριστική περιοχή του Τσιανγκ Μάι ή σε κάποιο από τα γαλήνια, πανέμορφα νησιά της Θάλασσας Άνταμαν, όπως τα νησιά Πίπι. Έτσι αφήνω ευχαρίστως την κοσμοσυρροή, τα κορναρίσματα και τα τουκ τουκ (τρίκυκλα) που χώνονται ανάμεσα σε εκατομμύρια αυτοκίνητα, για τις ολοήμερες εκδρομές στην επαρχία. Από την Μπανγκόκ πάω στο Καντσαναμπούρι (Kanchanaburi), μέσα από πανέμορφους λόφους και καλλιέργειες με ζαχαροκάλαμα, για να δω τη θρυλική γέφυρα με τη σιδηροδρομική γραμμή στον ποταμό Κβάι (Kwai bridge) και τα νεκροταφεία των χιλιάδων αιχμαλώτων πολέμου που δούλεψαν για την κατασκευή της και άφησαν εδώ τη ζωή τους. Στην κατεστραμμένη παλιά αρχοντική πρωτεύουσα Αγιουτάγια (Ayutthaya), θαυμάζω τα δεκάδες σπουδαία ερείπια ναών στο καταπράσινο λιβάδι που περικλείεται από χαμηλά λοφάκια. Φτάνοντας μέχρι το ιστορικό κέντρο του Πετσαμπούρι (Phetchaburi), φωτογραφίζω τα ανάκτορα του βασιλιά (Phra Nakhon Khiri) που είναι χτισμένα αμφιθεατρικά στο δασώδες βουνό. Στα ριζά του βουνού σεργιανίζω στην πόλη με τα ξύλινα διώροφα σπίτια, τους δεκάδες διάσπαρτους πέτρινους και ξύλινους ναούς (Wat Mahathat, Wat Yai Suwannaram, Wat Kamphaeng Laeng) και απολαμβάνω τις εικόνες της γαλήνιας επαρχίας. Πετώντας από την Μπανγκόκ πάνω από χιλιάδες ορυζώνες και φυτείες φρούτων, φτάνω στην καταπράσινη ορεινή περιοχή Τσιανγκ Μάι (Chiang Mai) του βορρά και πάω κατευθείαν για δείπνο και ξεκούραση στο υπέροχο ξενοδοχείο Regent Resort. Την επόμενη ημέρα μού αποκαλύπτονται τρυφερά τα αξιοθέατα της βόρειας Ταϊλάνδης. Οι ναοί Wat Phra Sing και Wat Chedi Luang, με τα υπέροχα χρυσοποίκιλτα καφασωτά στο εξωτερικό τους και τις ιδιαίτερα φίνες τοιχογραφίες στο εσωτερικό τους, το Εθνικό Μουσείο (National Museum) και η αγορά των φρούτων με ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο. Μέσα από θερμές πηγές και θερμοπίδακες, μπαίνω στο γραφικό χωριό Σαν Καμπαένγκ (San Kamphaeng) με τα ξύλινα σπιτάκια και τις επικλινείς κεραμιδένιες στέγες, τους στενούς δρόμους και τα εργαστήρια υφαντών εξαιρετικής ποιότητας και χρωμάτων. Ερωτεύομαι τρυφερά το παραλίμνιο χωριό της ομίχλης, το παραδοσιακό Μάε Χονγκ Σον (Mae Hong Son) και το ξενοδοχείο Rim Nam Klang Doi Resort. Η ήρεμη ατμόσφαιρα της κλειστής κοιλάδας και της λίμνης Νονγκ Τσονγκ Καμ (Nong Chong Kham) μέσα στα κατάφυτα βουνά με αγγίζει περισσότερο από το κομψό βασιλικό ανάκτορο Ντόι Τουνγκ (Doi Tung) και τους παλιούς θεσπέσιους ναούς (Wat Rong Kuhn, Wat Phra That Doi Kong Mu, Wat Chong Kham, Wat Chong Klang) με τις χαρακτηριστικές πολλαπλές στέγες. Από εδώ απολαμβάνω σπάνιες εμπειρίες, όπως ράφτινγκ στο ήσυχο ποταμό Πάι (Pai) με την άγρια βλάστηση, καθώς και μια μεγάλη βόλτα πάνω σε ελέφαντα, αφού πρώτα παρακολουθήσω τις ικανότητες αυτών των ζώων σε κέντρο εκπαίδευσης. Επισκέπτομαι τα φτωχικά χωριά των απομονωμένων φυλών, όπου οι γυναίκες φορούν παραδοσιακά πολύχρωμα ρούχα και στολισμένα με νομίσματα σκουφιά, και φωτογραφίζω τις μακρύλαιμες «γυναίκες-καμηλοπαρδάλεις» με τα δαχτυλίδια στο λαιμό, τις οποίες είχα συναντήσει και στη Βιρμανία. Οδικώς, ακολουθώντας έναν πανέμορφο και απότομο δρόμο, πηγαίνω μέχρι το Τσιανγκ Ράι (Chiang Rai), που βρίσκεται ακόμα πιο κοντά στο «χρυσό τρίγωνο» ή «τρίγωνο του οπίου», για να γνωρίσω καλύτερα τις ημινομαδικές ορεσίβιες φυλές. Οι χαλαροί ρυθμοί, το καλό κλίμα με τη λιγότερη υγρασία
και ο φρέσκος αέρας που έρχεται από τα βουνά κάνουν αληθινά αξιαγάπητη αυτήν τη μικρή πόλη πάνω στο ποτάμι Κοκ (Kok). Πέρα από τα πολλά βουδιστικά μοναστήρια και τους χρυσοποίκιλτους ναούς, οι άνθρωποι και κυρίως οι γυναίκες με τα πολύχρωμα υφαντά ρούχα αποτελούν το σημαντικότερο αξιοθέατο. Μετά από κατακλυσμό φωτογραφιών, αγοράζω χειροποίητα πολύχρωμα υφάσματα και σπάνια ασημένια κοσμήματα. Το βράδυ ξεκουράζομαι στο παραδεισένιο Phowadol Resort & Spa, μετά από ένα λουκούλλειο γεύμα με ρυζομακάρονα, τηγανητό γουρουνάκι με λαχανικά και τηγανιτές μπανάνες. Την επόμενη μέρα πάω με πλοίο στο χωριό Ρουαμίτ (Ruamit), όπου ορεσίβιες γυναίκες φορούν επίσης υφαντά πολύχρωμα ρούχα, υφαίνουν στις αυλές τους, καπνίζουν τις μακριές τους πίπες και μένουν σε απλά ξύλινα υπερυψωμένα σπίτια για να προστατεύονται από τις βροχές και τα ερπετά. Αφού παρακολουθήσω τους απλοϊκούς χορούς τους, ρουφάω για τελευταία φορά τη μυρωδιά της υγρής ορεινής κοιλάδας με τις κλιμακωτές καλλιέργειες και τα πράσινα φουντωτά βουνά πριν κατέβω στο, εντελώς διαφορετικό, νότιο άκρο της χώρας, στη Θάλασσα του Άνταμαν (Andaman Sea). Φτάνοντας στο Πουκέτ (Phuket), αποφεύγω την τουριστική και κακοφτιαγμένη πόλη με την παραλία Πατόνγκ (Patong) και διανυκτερεύω σε ένα θέρετρο (Banyan Tree Phuket) στη νοτιότερη γωνιά του νησιού, για να απολαύσω το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα ανάμεσα από τα βράχια που ξεπηδούν υπερήφανα και τρυφερά από τη θάλασσα. Σε ημερήσιες εκδρομές στα γαλαζοπράσινα νερά του κόλπου Πανγκ Γκα (Phang-Nga) με ζαλίζει το φυσικό κάλλος, καθώς πράσινες κάθετες βραχονησίδες, νησιά με σήραγγες, σπηλιές και φανερές ή κρυμμένες κατάλευκες αμμουδιές με φοινικιές ξεδιπλώνονται αφειδώς αλλεπάλληλα μπροστά μου. Περιηγούμαι με κανό στα μανγκρόβια δάση της βόρειας ακτής του κόλπου, κολυμπάω σε μικρούς καταρράκτες μέσα σε πυκνό δάσος, φωτογραφίζω τα διάσημα νησιά του Τζέιμς Μποντ και γεμίζω την ψυχή μου με τη χάρη που απλώνεται γύρω μου. Σε δύο μέρες έχω νιώσει στο πετσί μου την εξωτική ομορφιά αλλά και την τουριστική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να αναζητήσω με πλοίο τη γαλήνη στα λιγότερο τουριστικά νησιά Πίπι (Phi Phi). Εδώ ο Δημιουργός είχε μεγάλη έμπνευση. Δύο αντικριστοί κολπίσκοι των δύο μικροσκοπικών νησιών, σαν δύο ημισέληνοι με χρυσή άμμο, ενώνονται μεταξύ τους με μια κατάφυτη από κοκκοφοίνικες λωρίδα άμμου! Η ομορφιά κορυφώνεται, καθώς ψηλά και απόκρημνα βράχια στο κέντρο του μεγαλύτερου νησιού αγκαλιάζονται από δάση με φοινικιές, στη συνέχεια με παρθένες λευκές αμμουδιές γεμάτες κοκκοφοίνικες, και όλα αυτά με κρυστάλλινες καταγάλανες θάλασσες γεμάτες κοράλλια και πολύχρωμα τροπικά ψάρια. Διανυκτερεύω σε ξύλινα μπάγκαλοου του ξενοδοχείου Holiday Inn Resort μετά από ονειρικές καταδύσεις στο μαγικό βυθό με τα τροπικά ψάρια και τα πολύχρωμα κοράλλια στη Μάγια Μπέι (Maya Bay), όπου γυρίστηκε η ταινία Η παραλία. Στο δρόμο για το αεροδρόμιο του Πουκέτ (Phuket), περνώ από το σχετικά τουριστικό μα συγχρόνως εξωτικό Κράμπι (Krabi) με τα ταχυφαγεία και τα μαγαζάκια με τα σουβενίρ, αλλά και με τα εντυπωσιακά ασβεστολιθικά βράχια και τις κατάλευκες παραλίες. Πετώντας για την Ελλάδα μ’ ένα παιδικό χαμόγελο αθωότητας, κουβαλώ μαζί μου την αίσθηση ενός σαγηνευτικού, τροπικού, τουριστικού και οικονομικού προορισμού. Ευτυχώς, Ταϊλάνδη δεν είναι μόνο η Μπανγκόκ.
ΚΑΜΠΟΤΖΗ (CAMBODIA) Η πιο βασανισμένη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας, με τα επιβλητικότερα μνημεία από όλα όσα έχω δει, τυλιγμένα σε πυκνή τροπική βλάστηση. Η πατρίδα της πανίσχυρης δυναστείας των Χμερ, που για αιώνες στόλιζε τη χώρα με ναούς απαράμιλλης αρχιτεκτονικής, μα και του αδίστακτου Πολ Ποτ των Ερυθρών Χμερ, που αφάνισε το 1/3 του πληθυσμού μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια. Η καταπράσινη επίπεδη έκτασή της καλύπτει 181.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ανάμεσα στην Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. Ο τεράστιος ποταμός Μεκόνγκ (Mekong), που με τα καφέ νερά του τροφοδοτεί την πλούσια σε ψάρια αχανή λίμνη Τόνλε Σαπ (Tonle Sap), σε συνδυασμό με τις συχνές τροπικές βροχές, ποτίζει την εύφορη γη στην οποία καλλιεργούνται ρύζι και καουτσούκ, πέρα από άφθονα φρούτα και λαχανικά. Αν και η χώρα έχει έξοδο στον Κόλπο του Σιάμ, δεν την εκμεταλλεύεται, λόγω των ψηλών βουνών που την αποκλείουν από την υπόλοιπη χώρα. Μέχρι τον 15ο αιώνα η Καμπότζη ήταν η ισχυρότερη και λαμπρότερη χώρα της ευρύτερης περιοχής. Μετά από φθίνουσα πορεία έχασε εδάφη από την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ και τον 19ο αιώνα αποτέλεσε μαζί με το Βιετνάμ και το Λάος τη γαλλική αποικία της Ινδοκίνας. Το 1954 ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος από το βασιλιά Σιχανούκ, ο οποίος επέτρεψε το πέρασμα των Βιετναμέζων ανταρτών και το πλήρωσε με πενταετή βομβαρδισμό από τους Αμερικανούς και μια σύντομη δικτατορία. Το 1975, η απάντηση στη δικτατορία έφερε την αναστάτωση και την απόλυτη καταστροφή. Με τη βοήθεια της Κίνας εγκαθιδρύθηκε ο πιο στυγνός κουμμουνισμός του πλανήτη, με τον παρανοϊκό Πολ Ποτ. Όλοι οι αστοί, οι μορφωμένοι, αυτοί που είχαν λιγότερο σκούρο χρώμα, που φορούσαν γυαλιά, που γνώριζαν ξένες γλώσσες, στάλθηκαν στα χωράφια και στα απάνθρωπα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με αποτέλεσμα το θάνατο δύο εκατομμυρίων Καμποτζιανών μέχρι την είσοδο των Βιετναμέζων το 1979, οι οποίοι κατάφεραν να βάλουν τέλος στη γενοκτονία και στην απομόνωση της Καμπότζης. Οι Ερυθροί Χμερ συνέχισαν την αποσταθεροποίηση της χώρας με αντάρτικο μέχρι το θάνατο του Πολ Ποτ, το 1998, ενώ η κοινωνία προσπαθούσε να μπει σε ρυθμούς ανάπτυξης, αποκτώντας σχολεία, νοσοκομεία, εμπόριο, ασφάλεια και επικοινωνία με άλλες χώρες πέρα από την Κίνα. Μόλις τον Απρίλιο του 2009 ξεκίνησαν οι δίκες κάποιων υπευθύνων Ερυθρών Χμερ. Δίνοντας αμνηστία στους περισσότερους Ερυθρούς Χμερ, η χώρα καλείται να συγχωρήσει και να ξεπεράσει την παράλογη γενοκτονία και την επιστροφή στο σκοταδισμό. Η Καμπότζη παραμένει μια από τις πιο φτωχές χώρες της Γης, με μεγάλη έλλειψη μορφωμένων και τεχνοκρατών, λόγω του αφανισμού τους από τους Ερυθρούς Χμερ. Διαθέτει κακούς δρόμους, ελάχιστα νοσοκομεία και σχολεία, παρά τη συμβολή του ΟΗΕ και των μη κυβερνητικών οργανώσεων, αλλά και τα έσοδα από τον ανερχόμενο τουρισμό. Οι κοινωνικές συνθήκες της χώρας, η έλλειψη παιδείας, η φτώχια και οι χιλιάδες άρρωστοι, άνεργοι ή ακρωτηριασμένοι ενήλικες (από νάρκες) αναγκάζουν πολλά παιδιά να ζουν στο δρόμο. Ο πληθυσμός της χώρας είναι ομοιογενής – το 90% των 15 εκατομμυρίων κατοίκων ανήκει στη φυλή των Χμερ και μιλάει την ομώνυμη γλώσσα. Είναι πιο σκουρόχρωμοι, με πιο αδρά μογγολικά χαρακτηριστικά από τους γείτονές τους και ντύνονται πολύ απλά αλλά δυτικότροπα. Οι περισσότεροι ζουν σε υπερυψωμένα ξύλινα φτωχικά σπίτια για προστασία από τις πλημμύρες και τα φίδια, ενώ διατηρούν λαχανόκηπο και ζώα για μια σχετική αυτάρκεια τροφής. Αν και είναι βουδιστές, δεν υπάρχουν τόσοι μοναχοί όπως σε άλλες βουδιστικές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, λόγω του σχετικά πρόσφατου αφανισμού τους. Η βουδιστική φιλοσοφία, η επαφή με τη φύση και η σκληρή ιστορία αυτού του λαού έχουν διαμορφώσει τον ψυχισμό του. Πρωτεύουσα είναι η επίπεδη Πνομ Πενχ (Phnom Penh), χτισμένη στο λασπώδη παραπόταμο Τόνλε
Σαπ του ευεργετικού ποταμού Μεκόνγκ. Πέρα από μερικές συμπαθητικές καφετέριες και εστιατόρια κοντά στις όχθες του ποταμού και κάποια σημάδια γαλλικής αποικιοκρατίας, η πόλη χαρακτηρίζεται από άναρχα δομημένα κτίρια από μπετόν, ακαταστασία, βρωμιά, χώμα και κουνούπια. Τα αυτοκίνητα είναι ελάχιστα, ενώ τα πολλά μοτοποδήλατα κινούνται ασταμάτητα και υπερφορτωμένα από τουλάχιστον τρεις επιβάτες. Στο μοναδικό λόφο της πόλης φιλοξενείται ένας μικρός, πολύχρωμος ναός, από τον οποίο πήρε το όνομά της αυτή η κατακρεουργημένη πόλη, που προσπαθεί ακόμα να συνέλθει από την ερημοποίηση που έζησε κατά τη διάρκεια εκείνων των τεσσάρων σκοτεινών χρόνων. Η πόλη έχει ένα θαυμάσιο παλάτι (Royal Palace) χτισμένο σε καμποτζιανό στιλ. Τα βασιλικά διαμερίσματα και η ασημένια παγόδα είναι επιβλητικά χαμηλά κτίσματα, με επιχρυσωμένα κεραμίδια στην επικλινή στέγη και χρυσά τελειώματα σε μορφή μικρών φιδιών (νάγκα) που σηκώνονται ψηλά σαν φλόγες, οι οποίες προσπαθούν να φτάσουν τον ουρανό. Δεν επιτρέπεται η είσοδος στο παλάτι, αλλά επιβάλλεται στην παγόδα με το πάτωμα από ασημένια πλακίδια (Silver Pagoda) και τους αμέτρητους Βούδες, τάματα τα περισσότερα της βασιλικής οικογένειας και της αριστοκρατίας που κάποτε υπήρχε. Το Εθνικό Μουσείο (National Museum) είναι το μοναδικό ροζ κτίριο της πόλης, με ανάλογη κόκκινη, ανασηκωμένη στα τελειώματα, κεραμιδένια στέγη και πολύ ενδιαφέροντα αγάλματα από την ένδοξη εποχή των Χμερ. Μετά τις ευχάριστες εικόνες στο Μουσείο, επισκέπτομαι την πρώην φυλακή, κέντρο βασανιστηρίων των Ερυθρών Χμερ, που λειτουργεί ως Μνημείο Γενοκτονίας (Tuol Sleng Museum). Οι παλιές σχολικές αίθουσες είχαν μετατραπεί με πρόχειρα χτιστά χωρίσματα σε μικρά κελιά, στα οποία βασανίζονταν μέχρι θανάτου όλοι οι πιθανοί αντιφρονούντες στον παραλογισμό των Ερυθρών Χμερ. Ακόμη υπάρχουν τα μεταλλικά κρεβάτια με τις αλυσίδες που τους έδεναν, φωτογραφίες των αποθανόντων και ζωγραφισμένοι πίνακες που δείχνουν τις πιο απάνθρωπες τιμωρίες που υπέστησαν οι φυλακισμένοι. Εδώ καταλαβαίνω πως κάθε οικογένεια πένθησε, προδόθηκε ή σκορπίστηκε. Τότε, η εμπιστοσύνη χάθηκε στις σχέσεις και οι άνθρωποι έμαθαν να λύνουν τις διενέξεις τους με τη βία. Το θέαμα με φορτίζει τόσο πολύ συναισθηματικά, που αναρωτιέμαι για το απύθμενο μίσος των νεαρών αμόρφωτων βασανιστών για όσα δεν είχαν, αλλά και για την εύθραυστη και άρρωστη ηδονή της ψευδαίσθησης της εξουσίας πάνω σ’ εκείνους που εξουσίαζαν με τον τρόμο και τον πόνο. Μουδιασμένη από τη θηριωδία στην οποία μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, σκέφτομαι ότι είναι το μόνο oν που εγκληματεί απέναντι σε όλα τα έμβια, ακόμα και στους συνανθρώπους του, χωρίς να έχει λόγο να το κάνει. Στην απογευματινή εκδρομή στην τεράστια καφετιά λίμνη Τόνλε Σαπ (Tonle Sap) βλέπω φτώχια κι εξαθλίωση. Επισκέπτομαι με μικρό σκάφος τα ξύλινα πλωτά καραβόσπιτα της λίμνης, όπου ζουν χιλιάδες –ανεπιθύμητοι από τους Καμποτζιανούς– Βιετναμέζοι ψαράδες, αλλά και τις μεγάλες μαούνες που έχουν μετατραπεί σε εμπορικά μαγαζιά και απλές καφετέριες. Καταλήγω ψυχικά ράκος, αλλά πιο πλούσια σε γνώσεις και ερεθίσματα, στο παραποτάμιο καλό ξενοδοχείο Cambodiana. Το φαγητό (μαγειρεμένο από Γάλλο σεφ) είναι πολύ καλύτερο από κάτι τηγανητές αράχνες που πουλούσαν στην αγορά, αλλά όχι πολύ καλύτερο από τα θαλασσινά που είχα δοκιμάσει σε άλλο ταξίδι στο εστιατόριο Goldfish River Restaurant. Με πόνο και πικρή γεύση από τα «αξιοθέατα» της Πνομ Πενx, πετάω για να δω τα δεκάδες ανυπέρβλητα μνημεία Ανκόρ (Angkor) των Χμερ, στην αρχαία πρωτεύουσα Σιεμ Ριπ (Siem Reap). Πρέπει να ξεχάσω, και θα το κάνω, βλέποντας στις τρεις μέρες που έχω στη διάθεσή μου ένα από τα θαύματα του κόσμου.
Σε μία ώρα πτήσης, διακρίνω μόνο ένα πυκνό καταπράσινο δάσος και ένα τεράστιο καφέ ποτάμι, τον Μεκόνγκ. Φτάνοντας, βλέπω με έκπληξη πολύχρωμα κτίρια με πέργκολες και παράθυρα με γρίλιες, πολυτελή ξενοδοχεία σαν το αποικιακό Raffles Grand Hotel d’ Angkor και το –πολύ ζεν– Hotel de La Paix, εξαίσια εστιατόρια όπως τα Meric και Chez Sophea, τουριστικά εστιατόρια με τις διάσημες μουσικοχορευτικές παραστάσεις των Χμερ και καταστήματα σαν τα Les Artisans d’ Angkor και Eric Raisina, με καλόγουστα ρούχα και αναμνηστικά. Σίγουρα η παλιά πρωτεύουσα είναι πιο τουριστική και πολύ πιο γοητευτική από την Πνομ Πενχ. Εδώ, η επώδυνη νεότερη ιστορία της χώρας φαίνεται να έχει σβηστεί. Μετά από ελαφρύ γεύμα σ’ ένα από τα υπέροχα εστιατόρια που σερβίρουν διεθνή και τοπική κουζίνα –παρόμοια αλλά πολύ καλύτερη από την κινέζικη– πάω να δω τη δύση του ηλίου στο Ανγκόρ Βατ (Angkor Wat). Την προηγούμενη μέρα είχα δακρύσει για την ασχήμια του ανθρώπινου είδους, μα σήμερα βουρκώνω από τη δύναμη της δημιουργίας του. Μέσα από την πυκνή βλάστηση, αποκαλύπτεται μια τεράστια ορθογώνια τάφρος, στην οποία αντικατοπτρίζεται ένα θείο έργο, που δεν φαίνεται ανθρώπινο. Πίσω από αυτήν, χαμηλά πέτρινα τείχη εκατοντάδων μέτρων περικλείουν ένα μεγαλειώδη υπερυψωμένο πέτρινο ναό εξήντα μέτρων, που μοιάζει με κλιμακωτό γκρίζο βουνό. Το περιστύλιο του πρώτου επιπέδου αποκαλύπτει τα απίστευτα, καλοδιατηρημένα ανάγλυφα. Ανεβαίνοντας τα στενά σκαλοπάτια φτάνω στη στενή σαν πύργο κλιμακωτή πυραμίδα και παρατηρώ τις ασύλληπτες διαστάσεις του ναού. Εδώ νιώθω την αποφασιστικότητα ενός καλλιτέχνη βασιλιά, τη δύναμη της πίστης των πολιτών που εργάστηκαν εθελοντικά για το ναό τους και τη μεγαλειώδη αίγλη, λουσμένη στο ζεστό πορφυρό χρώμα του ηλιοβασιλέματος. Την επόμενη μέρα επισκέπτομαι την τεράστια πέτρινη και περιτοιχισμένη πόλη του Ανγκόρ Τομ (Angkor Thom). Οι εντυπωσιακές είσοδοι με τους πέτρινους θεούς και δαίμονες με οδηγούν πάνω από την ατελείωτη τάφρο και στη συνέχεια στις πέτρινες ανάγλυφες εξέδρες των τελετών. Αντικρίζω σε μικρή απόσταση τον αξέχαστο ναό Μπαγιόν (Bayon). Οι υπερυψωμένες κλιμακωτές πλατφόρμες με τα αμέτρητα πετρόγλυφα, χαμογελαστά και γαλήνια πρόσωπα του Βούδα, τα οποία κοιτούν προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα και με ακολουθούν με τη ματιά τους, κάνουν το ονειρικό μνημείο να παρομοιάζεται με το ιερό βουνό Μερού των ινδουιστών. Ερωτευμένη ήδη με το φωτογενές Ανγκόρ, συνεχίζω για τους υπόλοιπους ναούς του, ξεκινώντας με τον παλαιότερο, τον Μπαντεάι Σρέι (Banteay Srei), που αν και μικρός έχει τα πιο εντυπωσιακά λεπτοδουλεμένα ινδουιστικά ανάγλυφα που έχω δει μετά το Καζουράχο της Ινδίας. Εδώ, βλέποντας τις σκαλισμένες μυθικές νύμφες απσάρα, φαντάζομαι τις ιέρειες που χόρευαν κάποτε στις τελετές των επιβλητικών ναών για τους μεγάλους βασιλείς Χμερ. Αφήνοντας το κόσμημα των ναών, προχωράω μέσα από τους χωμάτινους δρόμους της ζούγκλας για το ναό Τα Προμ (Ta Prohm). Το ναό τον έχει καταπιεί η άγρια βλάστηση, καθώς τα δέντρα (τεράστιες αγριοσυκιές) έχουν αγκαλιάσει με τις ρίζες τους τις οροφές κι έχουν διεισδύσει μέσα από τις πέτρες στα απόκρυφα των κτιρίων του 12ου αιώνα. Περπατώ ανενόχλητη από βροχές και κουνούπια, γιατί πάω μέσα στο χειμώνα, αποφεύγοντας τη ζεστή και υγρή περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού. Στα πέτρινα χαλάσματα ανάμεσα στα δέντρα που έχουν ορίσει την πορεία των ναών, νιώθω σαν τους πρώτους Γάλλους εξερευνητές, όπως ο Henri Mouhot, που αντίκρισαν τους περισσότερους ναούς σε αυτήν την κατάσταση και αναγνωρίζω για άλλη μια φορά τη δύναμη της φύσης πάνω στην αδυναμία και τη ματαιοδοξία του ανθρώπου. Αν και φωτογραφίζω κι άλλους εντυπωσιακούς ναούς, αυτοί καταχωρήθηκαν για πάντα στην καρδιά μου. Με τη γλυκιά γεύση από την Σιεμ Ριπ και τα μαγευτικά μνημεία που επισκέφθηκα, συνεχίζω για τις υπόλοιπες χώρες της Ινδοκίνας, το Βιετνάμ και το Λάος.
ΒΙΕΤΝΑΜ (VIETNAM) Η χώρα με τη βαριά νεότερη ιστορία, τον μοναδικό κόλπο Χαλόνγκ με τις εκατοντάδες πράσινες βραχονησίδες, τις παλιές γραφικές μικρές πόλεις, τα παραποτάμια χωριά μέσα σε τροπική βλάστηση, τις ορεσίβιες φυλές με τις πλούσιες φορεσιές, τους ατελείωτους ορυζώνες, αλλά και τις ενδιαφέρουσες αγορές. Αρχικά, η χώρα επηρεάστηκε από το μεγάλο ινδουιστικό πολιτισμό της Ινδονησίας. Μέχρι τον 16ο αιώνα, ελεγχόταν από τους Κινέζους. Από το 1859 ως το 1954 ανήκε στους Γάλλους, αποτελώντας τμήμα της Ινδοκίνας, ενώ από το 1959 μέχρι το 1972 η χώρα ήταν χωρισμένη στο βόρειο κουμμουνιστικό και στο νότιο στρατιωτικό κράτος. Από το συνεργαζόμενο νότο και από τις στρατιωτικές τους βάσεις στην Ταϊλάνδη, οι Αμερικανοί βομβάρδιζαν ανελέητα το βορρά και την ευρύτερη περιοχή. Από το 1975, όταν νίκησαν οι κομμουνιστές με ηγέτη τον Χο Τσι Μινχ, η χώρα ενώθηκε. Από το 1990 κερδίζει το καπιταλιστικό μοντέλο, όπως στην Κίνα, που επηρεάζει ιδιαίτερα την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, αλλά χωρίς να έχουν δοθεί οι απαραίτητες ελευθερίες ή να έχει διατηρηθεί η κοινωνική πρόνοια στους πολίτες. Η καταπράσινη σε σχήμα S έκταση των 330.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων χαρακτηρίζεται από δύο εύφορα Δέλτα, του Κόκκινου ποταμού στο βορρά και του ποταμού Μεκόνγκ στο νότο. Ανατολικά βρέχεται από τη νότια θάλασσα της Κίνας, ενώ στα δυτικά έχει φυσικά ορεινά σύνορα με το Λάος και την Καμπότζη. Ο πληθυσμός των 85 εκατομμυρίων μιλάει τη γλώσσα Βιέτ και μόνο όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό μιλούν Αγγλικά ή Γαλλικά. Το 70% του πληθυσμού ζει στην ύπαιθρο –κυρίως αγρότες και ψαράδες– ενώ αρκετοί απορροφούνται από την ολοένα αναπτυσσόμενη βιομηχανία. Είναι εργατικοί σαν τους Κινέζους, συντηρητικοί και χαμηλών τόνων, εκτός από όσους κατοικούν στη Σαϊγκόν. Οι γυναίκες είναι συνήθως όμορφες και ντυμένες με το παραδοσιακό και φίνο αό ντάι, μια εφαρμοστή παντελόνα και από πάνω ένα κλειστό μέχρι το λαιμό, μακρύ και στενό φόρεμα με μεγάλα ανοίγματα στο πλάι. Στην επαρχία φορούν και το χαρακτηριστικό κωνικό ψάθινο καπέλο για προστασία από τον ήλιο και τη βροχή. Πρωτεύουσα είναι το Ανόι (Hanoi) που είναι χτισμένο στις όχθες της λίμνης Χόαν Κιμ (Hoan Kiem) και περιτριγυρισμένο από αρκετές άλλες λίμνες, πάρκα και κήπους. Η πρώην πρωτεύουσα του βόρειου Βιετνάμ δεν επηρεάστηκε ποτέ από τους Αμερικανούς και έχει διατηρήσει τη χάρη και τη γραφικότητά της, παρά το διακριτικό εκμοντερνισμό της. Εδώ βρίσκω εξαιρετικά ξενοδοχεία, όπως το αποικιακό Metropole ή το πολυτελές Daewoo, υπέροχα εστιατόρια σαν το Indochine και Cha Ca La Long, καφετέριες που σερβίρουν κρουασάν και μπριός, και καταστήματα (Khai Silk και Song) που πουλούν τα καλύτερα μεταξωτά και κεντητά βαμβακερά της χώρας. Τα σημαντικότερα αξιοθέατα βρίσκονται στο ιστορικό κέντρο της πόλης, που σφύζει από ζωή και φορτωμένα δίκυκλα με εμπορεύματα κι ανθρώπους. Εδώ επισκέπτομαι το επιβλητικό μαυσωλείο από γκρίζο γρανίτη του Χο Τσι Μινχ (Ho Chi Minh’s Mausoleum) και το παραδοσιακό, χτισμένο σε πασσάλους, ξύλινο σπίτι του (Ho Chi Minh’s Stilt House). Φωτογραφίζω το μεγαλοπρεπές Μουσείο της Επανάστασης από λευκό μάρμαρο (History Museum) και τη Μονόστηλη Παγόδα (One Pillar Pagoda) (ένα μικρό γρανιτένιο ναό που στηρίζεται σε μία μόνο στήλη, σαν λουλούδι, μέσα σε μια λιμνούλα με νούφαρα). Αυτό που με εντυπωσιάζει πολύ είναι ο Ναός της Λογοτεχνίας και συγχρόνως πρώτο πανεπιστήμιο της χώρας (Temple of Literature Van Mieu), με τις πολλές εσωτερικές αυλές και με το ξύλινο ιερό αφιερωμένο στον Κομφούκιο, και βέβαια το ενδιαφέρον Εθνολογικό Μουσείο (Vietnam Museum of Ethnology), πλούσιο σε υπέροχα κοστούμια, σκεύη και αναπαραστάσεις σπιτιών από διάφορες
φυλές της υπαίθρου και κυρίως των ορεσίβιων πληθυσμών της χώρας. Στη βόλτα με το παραδοσιακό ποδήλατο-αμαξίδιο «ρίκσο» (rickshaw) γύρω από τη λίμνη Χοάν Κιμ, θαυμάζω τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα από την εποχή της αποικιοκρατίας, όπως το κτίριο της Όπερας, την Εθνική Τράπεζα και το Ναό του Αγίου Ιωσήφ, πέρα από το αγαπημένο ξενοδοχείο Métropole. Στα μικρά σοκάκια της παλιάς πόλης περπατώ (με ασφάλεια που χαρακτηρίζει όλη τη χώρα) γύρω από τη λίμνη Χοάν Κιμ και κάνω συχνές στάσεις σε αξιόλογα καταστήματα για εξαιρετικούς πίνακες με τοπική θεματολογία, λάκες (ξύλινα αντικείμενα και σκεύη περασμένα με ένα ειδικό βερνίκι που ονομάζεται λάκα), υψηλής ποιότητας ρούχα και αναμνηστικά. Μετά από βουτιά στον πλούσιο μπουφέ του πολυτελούς ξενοδοχείου Nikko και διανυκτέρευση, αναχωρώ για το μοναδικό κόλπο Χαλόνγκ (Halong Βay), τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Στην τρίωρη διαδρομή, η ματιά μου κυλάει σε απέραντους ορυζώνες και αγρούς, βουβάλια να σέρνουν άροτρα, πωλητές φρούτων και λαχανικών, μηχανάκια φορτωμένα με γουρούνια, αλλά και καπνούς από φουγάρα εργοστασίων. Μπαίνοντας στο ξύλινο σκάφος, η ονειρική ομορφιά και η γαλήνη ξεδιπλώνονται μπροστά μου. Ο ένας πίσω από τον άλλον, εκατοντάδες βράχοι, πανύψηλοι σαν τα Μετέωρα, ξεπηδούν μέσα από τη σμαραγδένια θάλασσα. Όπως στην ταινία Ινδοκίνα με την Κατρίν Ντενέβ, με μια μικρή βάρκα, εξερευνώ θαμπωμένη σπηλιές με σταλακτίτες και διασχίζω θαλάσσια περάσματα που μου αποκαλύπτουν κάθετα πελώρια χορταριασμένα βράχια που αναδύονται μέσα από το νερό. Μετά από την αξέχαστη ολοήμερη κρουαζιέρα και το γεύμα με φρέσκα θαλασσινά, διανυκτερεύω σ’ ένα από τα συμπαθητικά ξενοδοχεία της πόλης. Την επόμενη μέρα, διαβάζοντας στα Αγγλικά το εξαιρετικό βιβλίο The Sacred Willow (Η ιερή ιτιά), της Ντουόνγκ βαν Μάι Έλιοτ, που εξιστορεί τη ζωή των Βιετναμέζων κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών γενεών, επιστρέφω οδικώς στο Ανόι για να συνεχίσω αεροπορικώς για το νότο της χώρας. Η επόμενη στάση γίνεται στην παλιά πρωτεύουσα Χουέ (Hue) με τα επιβλητικά πέτρινα μαυσωλεία της δυναστείας Νγκουέν (Nguyen), η οποία κυβέρνησε τη χώρα από το 1800 μέχρι το 1945. Τα διάσπαρτα κτίρια των μαυσωλείων, μέσα σε χαμηλούς δασωμένους λόφους, πλούσια σαν βασιλικές κατοικίες, πλαισιώνονται με περιποιημένες αυλές, αγάλματα και τεχνητές λίμνες. Εντυπωσιασμένη από τα ματαιόδοξα μεταθανάτια έργα (Tomb of Tu Duc, Tomb of Khai Dinh, Tomb of Minh Mang) που βοήθησαν τους βασιλείς να μείνουν στη μνήμη του κόσμου και να κερδίσουν την ψευδαίσθηση της αθανασίας, επισκέπτομαι τον ενεργό λιτό ναό Χον Τσεν (Hon Chen), με τους λιγοστούς μοναχούς του να κυκλοφορούν με πορτοκαλί χιτώνες στους φροντισμένους κήπους. Έξω από αυτόν φωτογραφίζω την πολυώροφη κόκκινη παγόδα Τιεν Μου (Thien Mu Pagoda) που στέκει σαν οκταγωνικός φάρος μπροστά από το ναό στην όχθη του «ποταμού των αρωμάτων» (Perfume River). Περπατάω στον τεράστιο –αλλά αδιάφορο– περιφραγμένο χώρο του παλατιού (Citadel), περνώντας αμέτρητες εσωτερικές κουρασμένες αυλές, μέχρι να φτάσω εκεί που κάποτε ήταν τα προσωπικά διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας, πριν από την καταστροφή τους από τους βομβαρδισμούς των Γάλλων το 1968. Η κεντρική αγορά της πόλης με τα φρούτα και τα λαχανικά έχει μόνο φωτογραφικό ενδιαφέρον, και η βαρκάδα στον ποταμό δεν μου προσφέρει τίποτα. Έτσι, αποφασίζω να επιστρέψω νωρίς στο μαγικό ξενοδοχείο Pilgrimage Village resort & spa. Εδώ απολαμβάνω την ονειρική φύση που το αγκαλιάζει, εξαιρετικό μασάζ αλλά και ζεστά ζουμερά ρυζομακάρονα με θαλασσινά και τυλιχτές πιτούλες με ψιλοκομμένα λαχανικά (spring rolls). Οδικώς συνεχίζω νοτιότερα, για τη γραφική μικρή πόλη Χόι Αν (Hoi An). Κινέζοι, Ιάπωνες και Πορτογάλοι έμποροι είχαν την έδρα τους εδώ από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, αφήνοντας παραδο-
σιακά διώροφα ξύλινα σπίτια, που τώρα πια λειτουργούν τα περισσότερα ως μικρά μουσεία εποχής. Σεργιανίζοντας στα στενά δρομάκια (όπου απαγορεύονται τα αυτοκίνητα) θαυμάζω παλιά αρχοντικά όπως το Diep Dong Nguyen House, κινέζικους ναούς όπως ο Quan Cong Temple με χορταριασμένες κεραμιδένιες στέγες που ανασηκώνονται στα τελειώματά τους, την μικρή σκεπαστή γέφυρα Japanese Covered Bridge, όμορφα εστιατόρια με δεκάδες πολύχρωμα φαναράκια, και συμπαθητικά μαγαζάκια με αναμνηστικά και ράφτες που ξέρουν να κάνουν θαύματα σε κασμίρια και μεταξωτά. Η βαρκάδα στον ποταμό Του Μπον (Thu Bon) μου αποκαλύπτει σκυφτούς καλλιεργητές στους ορυζώνες, ψαράδες στα ταλαιπωρημένα ξύλινα μακρόστενα καΐκια και γενικότερα την απλοϊκή ζωή στα περίχωρα της Χόι Αν, μέχρι που πέφτει το φως του ήλιου κι ανάβουν τα χιλιάδες φαναράκια της πόλης. Η ανικανοποίητη φύση μου, παρά τη θεσπέσια ρομαντική εικόνα, εύχεται απεγνωσμένα να δει αυτήν τη χαρισματικά ατμοσφαιρική πόλη με πανσέληνο, να καθρεφτίζεται στα νερά του ποταμού... Με καινούργια, ιδιαίτερα μεταξωτά ρούχα από έναν από τους πολλούς και καλούς ράφτες, εγκαταλείπω αυτή τη μικρή μηχανή του χρόνου για να ανακαλύψω και άλλα μυστικά της Ινδοκίνας. Ο επόμενος σταθμός είναι ο καταπράσινος αρχαιολογικός χώρος Μάι Σον (My Son). Εδώ θαυμάζω τους περίτεχνους μικρούς κόκκινους τούβλινους ναούς με τις οροφές σαν δαντελωτές πυραμίδες. Στην κοντινή Ντανάγκ (Da Νang) επισκέπτομαι το Αρχαιολογικό Μουσείο (Cham Museum) με τα εξαιρετικά αγάλματα ινδουιστικών θεοτήτων, της θρησκείας που είχε έρθει εδώ αιώνες πριν, από την αναπτυγμένη εμπορικά και καλλιτεχνικά Ινδονησία. Στη συνέχεια πετάω για τη Νια Τραγκ (Nha Trang), όπου επισκέπτομαι τη φημισμένη κατάλευκη αμμουδιά στην οποία διασκέδαζαν οι Αμερικανοί στρατιώτες στα διαλείμματα από τις θηριωδίες που ζούσαν. Οδικώς προχωράω για να επισκεφτώ τη βίλα του τελευταίου βασιλιά (Bao Dai’s Summer Palace) μέχρι το ορεινό Νταλάτ (Dalat). Διασχίζω καταπράσινα βουνά, τεράστιες καλλιέργειες με ψηλά καουτσουκόδεντρα, πυκνές και χαμηλές φυτείες τσαγιού και καφέ, φτωχικά αλλά όχι εξαθλιωμένα χωριά της ενδοχώρας. Εδώ μαθαίνω ότι στις καουτσουκοφυτείες, που κάποτε ανήκαν σε γνωστή γαλλική εταιρεία ελαστικών, χάθηκαν χιλιάδες εργάτες λόγω των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας. Επίσης, ακούω ακόμη μια φορά παράπονα για τους νέους σπόρους ρυζιού. Ναι μεν δίνουν τρεις σοδειές το χρόνο, αλλά το ρύζι που παράγουν δεν είναι καθόλου θρεπτικό. Όπως παντού στον κόσμο, οι μεγάλες εταιρείες μεταλλαγμένων σπόρων πείθουν τους καλλιεργητές να εγκαταλείψουν τη χρήση των παραδοσιακών σπόρων, με αποτέλεσμα η παγκόσμια παραγωγή να αυξάνεται, να ακριβαίνει και να ελέγχεται από τα λίγα μονοπώλια. Καταλήγω στη φημισμένη Σαϊγκόν (Saigon / Ho Chi Minh City), που είναι χτισμένη πάνω στον ομώνυμο ποταμό. Δεν μου αρέσει αυτή η πόλη, πέρα από τα πολυτελή ξενοδοχεία (Rex, Majestic, New World) και τα εστιατόρια (Mandarine restaurant, Vietnam House και Le Bordeaux). Με απογοητεύει με την ασφυκτική κίνηση στους δρόμους, την έντονη αμερικάνικη και γαλλική επιρροή, την πορνεία σε όλα τα καλά ξενοδοχεία και τα νυχτερινά κέντρα, τον πλούτο και τη φτώχια σε απόσταση αναπνοής. Ούτε βρίσκω τον κόσμο ευγενικό, όπως στο βορρά. Ξεναγούμαι στο πρώην προεδρικό μέγαρο με το υπόγειο στρατηγείο του πολέμου ενάντια στους αντάρτες Βιετκόνγκ και νυν Μουσείο της Επανένωσης (Reunification Palace), στο κεντρικό ταχυδρομείο αποικιακού στιλ (Main Post Office), στο γαλλικό καθεδρικό ναό της περιοχής (Notre Dame Cathedral), στον παλαιότερο ναό της πόλης Τζιάκ Λαμ (Giac Lam Pagoda), στον απόκοσμο κινέζικο ναό Κουάν Αμ (Quan Am Pagoda) της άχαρης εμπορικής γειτονιάς Τσολόν (Cholon) και βέβαια στο ναό Καοντάι Χόλι Σι (Caodai Holy See) στα περίχωρα της πόλης.
Το ηλιοβασίλεμα, περπατώ δίπλα από τον ποταμό Σαϊγκόν, στην πιο εμπορική οδό της πόλης (Dong Khoi) με τα καλύτερα καταστήματα, εστιατόρια και ξενοδοχεία, και συνειδητοποιώ πόσο γρήγορα αναπτύσσεται τουριστικά η χώρα, αν και παραμένει ακόμη ένας οικονομικός προορισμός. Είμαι τυχερή που μια φορά παρευρίσκομαι στις γιορτές Τετ, την πρωτοχρονιά του σεληνιακού ημερολογίου. Εκείνες τις ημέρες, αφού καθαρίσουν σχολαστικά τα σπίτια τους και τα στολίσουν με πολύχρωμα στεφάνια από λουλούδια και αρωματικά στικ, οι άνθρωποι τρώνε οικογενειακά. Πόσο κοινές είναι οι γιορτές σε όλο τον κόσμο! Η αφθονία της τροφής και το σχετίζεσθαι αποτελούν παντού απαραίτητα συστατικά για μια αληθινή γιορτή. Από εδώ κάνω μια εκδρομή στα τούνελ Κου Τσι (Cu Chi), το υπόγειο δίκτυο επικοινωνίας και αντίστασης των ρακένδυτων ανταρτών που κέρδισαν με την ψυχή τους το στρατό των ΗΠΑ. Μέσα στη ζούγκλα, που έχει ξαναζωντανέψει παρά τους τόνους χημικών που έριξαν οι Αμερικανοί στην περιοχή «για το καλό της δημοκρατίας», τρυπώνω στα στενά και ασφυκτικά τούνελ προσπαθώντας να νιώσω το πείσμα αυτού του λαού για ανεξαρτησία. Μα η ωραιότερη εκδρομή με φέρνει στους παραποτάμιους οικισμούς του Δέλτα του Μεκόνγκ (Mekong Delta), της πιο εύφορης και πολυπληθέστερης περιοχής της χώρας. Εδώ, κοντά στην πόλη Καν Το (Can Tho), σε κάποια από τα εκατοντάδες κατάφυτα μικρά νησιά όπου ζουν ψαράδες και γεωργοί, φωτογραφίζω την πολύ ενδιαφέρουσα κεντρική πλωτή αγορά με τα ξύλινα πλοία που είναι φορτωμένα με τους αναρίθμητους καρπούς της εύφορης γης. Κάνοντας βαρκάδα με χαμηλή πιρόγα μέσα από πυκνά τροπικά φυτά που ξεπηδούν από το ποτάμι, νιώθω σαν να παίζω σε ταινία από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Η τελευταία νύχτα με βρίσκει στο γαλήνιο πολυτελές ξενοδοχείο Victoria Can Tho Hotel, να δοκιμάζω τα καλύτερα εδέσματα της ελαφριάς και νοστιμότατης βιετναμέζικης κουζίνας, όπως καραμελωμένο ψιλοκομμένο χοιρινό, γαριδούλες με σκόρδο, τηγανητά παϊδάκια και ζαχαρωτά από ζαχαροκάλαμο. Την επόμενη μέρα, μετά από πολύωρο οδικό ταξίδι, επιστρέφω στη Σαϊγκόν. Ολοκληρώνοντας το ταξίδι στην ιστορία, την πανέμορφη φύση και τις γραφικές πόλεις, αφήνω το Βιετνάμ πλουσιότερη.
ΛΑΟΣ (LAOS) Η πιο παρθένα χώρα της Ινδοκίνας και η πιο γαλήνια της νοτιοδυτικής Ασίας, με χιλιάδες βουδιστές μοναχούς, πανέμορφους ξύλινους ναούς, ξεχασμένα από το χρόνο χωριουδάκια, απομονωμένες φιλήσυχες φυλές και συμπαθέστατους ανθρώπους, με ταξιδεύει στον προηγούμενο αιώνα τρυφερά. Μέχρι τον 14ο αιώνα, κάποια εδάφη του Λάος ανήκαν στην πανίσχυρη Καμπότζη, άλλα στο ισχυρό Βιετνάμ και λιγότερα στην ανερχόμενη Ταϊλάνδη. Το 1353 ονομάστηκε «βασίλειο του ενός εκατομμυρίου ελεφάντων». Μέχρι τον ερχομό των Γάλλων, το 1896, το βασίλειο είχε διασπαστεί σε κρατίδια ελεγχόμενα από τη γειτονική Ταϊλάνδη. Το 1949 ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Παρά το ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα, αλλεπάλληλα πραξικοπήματα (με τη βοήθεια των Αμερικανών) οδήγησαν τη χώρα σε πολιτική αστάθεια. Οι ΗΠΑ βομβάρδιζαν το Λάος για 6 χρόνια από βάσεις στην Ταϊλάνδη, λόγω του ότι Βιετναμέζοι αντάρτες διέσχιζαν τη χώρα με πολεμοφόδια κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Από το 1975, την εξουσία έχει το κομμουνιστικό κόμμα, ενώ οι διώξεις και οι αγριότητες κατά μοναχών και αντιφρονούντων έληξαν μόλις το 1990. Η χώρα καλύπτει μια καταπράσινη και ορεινή έκταση 237.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων χωρίς κανένα άνοιγμα στη θάλασσα. Βρίσκεται ανάμεσα στο Βιετνάμ, τη Βιρμανία και την Ταϊλάνδη, στην καρδιά του «τριγώνου του οπίου», νότια της Κίνας. Ο τεράστιος λασπώδης ποταμός Μεκόνγκ προσφέρει ενέργεια μέσα από τα υδροηλεκτρικά έργα, αλλά και δίκτυο μεταφοράς προϊόντων, ενώ οι τροπικές βροχές συντηρούν τα πυκνά τροπικά δάση και τις καλλιέργειες ρυζιού, φρούτων και οπίου. Τα 6 εκατομμύρια του πληθυσμού είναι πιστοί βουδιστές, ευγενικοί, ήρεμοι και όμορφοι. Υπάρχουν τέσσερις μεγάλες ομάδες φυλών (Loum, Thai, Theung και Sung) με διαφορετικά έθιμα, τόπους διαμονής και παραδοσιακά ρούχα, αν και στις πόλεις οι περισσότεροι ντύνονται πια δυτικότροπα. Είναι στρογγυλοπρόσωποι, με σχιστά μάτια και λίγο σκουρόχρωμοι. Μιλούν Λαοτιανά, και μόνο όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό γνωρίζουν Αγγλικά ή άλλες ξένες γλώσσες. Οι περισσότεροι άντρες περνούν αρκετά χρόνια σε μοναστήρια όπου, πέρα από τη θεολογική γνώση, κερδίζουν γενικότερη μόρφωση. Αυτός είναι ο λόγος που κυκλοφορούν τόσοι μοναχοί με τους πορτοκαλί χιτώνες, ειδικά το ξημέρωμα, όταν περιμένουν ευγενικά από τους πολίτες να γεμίσουν με ρύζι το μπολ τους. Ο κόσμος τούς συμπαθεί και τους δίνει πάντα, γιατί πρωτοστάτησαν στους αγώνες για τη δημοκρατία. Πρωτεύουσα είναι η μικρή αραιοκατοικημένη πόλη Βιεντιάν (Vientiane). Χτισμένη πάνω στο ζωοδότη Μεκόνγκ, χαρακτηρίζεται από παρηκμασμένα γαλλικά αρχοντικά, ελάχιστα επιβλητικά μνημεία, λιγοστά ξενοδοχεία, ακόμα λιγότερα καταστήματα και φτωχικά ξύλινα υπερυψωμένα κτίσματα (σπίτια και εστιατόρια) που προσφέρουν ονειρική θέα στον ποταμό Μεκόνγκ. Μοιάζει περισσότερο με επαρχιακή κουρασμένη κωμόπολη του ’60, παρά με πρωτεύουσα, χωρίς να ασκεί καμία ιδιαίτερη γοητεία. Από μακριά ξεχωρίζει η τεράστια χρυσή στούπα, η Φα θατ Λουάνγκ (Pha That Luang). Το συμπαγές κτίσμα, χωρίς πόρτες και παράθυρα, πάνω στην υπερυψωμένη πλατφόρμα, μοιάζει με γιγάντιο χρυσό ανάποδο μπολ με έναν πυργίσκο στην κορυφή του, σαν φλόγα πίστης. Η συγκεκριμένη στούπα δεσπόζει στον ορίζοντα με το μέγεθός της, με το φρεσκοβαμμένο χρυσό της χρώμα και την αντίθεση που κάνει με τα σχετικά φτωχικά και γκρίζα κτίρια της πόλης. Το μνημείο που μου αρέσει πολύ είναι ο παλαιότερος ναός της πόλης, ο Βατ Σισακέτ (Wat si saket). Μπαίνοντας στην αυλή του φωτογραφίζω το περιστύλιο, που είναι ζωγραφισμένο με εικόνες από τη ζωή του Βούδα, και τα χιλιάδες αγαλματίδια του Βούδα – τάματα πιστών. Ο κυρίως ναός είναι ένα κίτρινο υπερυψωμένο κτίριο με σκεπαστές βεράντες και πολυεπίπεδες κεραμιδοσκεπές, στολισμένες στα άκρα τους με φίδια που μοιάζουν με φλόγες.
Ο ναός Πα Κεό (Haw Pha Kaew) με εντυπωσιάζει στο εσωτερικό του με την πληθώρα των όρθιων αγαλμάτων του Βούδα με τις διαφορετικές θέσεις των χεριών τους, αλλά και με τον φημισμένο Βούδα από πράσινο νεφρίτη. Παρατηρώ πως, παρά το μέγεθός τους, οι ναοί, με την κίνηση των τελειωμάτων τους, μοιάζουν ανάλαφροι, σαν να προσπαθούν να φτάσουν τον ουρανό. Μετά από φωτογραφικές στάσεις στην πρώην κατοικία του Γάλλου κυβερνήτη και νυν προεδρικό μέγαρο (Presidential Palace) και στη μπετονένια πύλη με τον ανάγλυφο διάκοσμο που στέκει ως Μνημείο της Ανεξαρτησίας (Patuxai), απολαμβάνω γαλλικά κρουασάν και τοπική μπίρα σ’ ένα από τα ξυλόχτιστα μπαράκια στις όχθες του Μεκόνγκ (Riverside Promenade), ακούγοντας αμερικάνικα τραγούδια και κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα στο πυρόξανθο ποτάμι. Την επόμενη μέρα πετάω μ’ ένα μικρό αεροπλανάκι πάνω από τα βουνά και την πυκνή ζούγκλα για τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ (Luang Prabang), την αρχαία πολιτιστική πρωτεύουσα της χώρας. Η πόλη, πολύ πιο γραφική αν και πιο τουριστική από την πρωτεύουσα, δικαίως χαρακτηρίστηκε από την Ουνέσκο ως «η πιο καλοδιατηρημένη πόλη της νοτιοδυτικής Ασίας». Χτισμένη στον ποταμό Μεκόνγκ, φημίζεται για τους εκπληκτικούς ναούς, για τις φυλές που κατοικούν στα γύρω χωριά και για τα σπήλαια Πακ Ου (Pak Ou). Σ’ ένα από τα απλά αλλά αξιοπρεπή εστιατόρια, που φωτίζονται με φαναράκια τα βράδια, δοκιμάζω συμπαγές λευκό ρύζι με τσιγαρισμένο κιμά πνιγμένο στα μπαχαρικά και διανυκτερεύω συνήθως στο συμπαθητικό ξενοδοχείο με έντονο αποικιακό χαρακτήρα Villa Santi ή στο Souvannaphoum. Οι ναοί Ξιεν Θονγκ (Wat Xieng Thong), Βατ Μάι (Wat Mai) και Βιξούν (Wat Vixoun), όπως και τα βασιλικά ανάκτορα Χο Καμ (How Kham) με τα υπέροχα αγάλματα του Βούδα και τα καλαίσθητα διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας, αποτελούν αληθινά έργα τέχνης. Οι περίτεχνες πολυεπίπεδες οροφές κατεβαίνουν ακόμα πιο χαμηλά στο έδαφος, σαν ανάποδα ψηλά σκαριά σκαφών με χρυσά φίδια στα τελειώματα. Μα και τα ίδια τα κτίρια είναι στολισμένα με επιχρυσωμένες σκαλιστές πόρτες, ανάγλυφους τοίχους στο εξωτερικό και αγιογραφίες στο εσωτερικό. Αφού μεθάει η ψυχή μου από τον αρχιτεκτονικό πλούτο και τη χάρη, ανεβαίνω στο λόφο Πουσί (Phu Si) για να δω το ηλιοβασίλεμα. Η μαγικότερη στιγμή έρχεται όταν αντικρίζω τις χρυσές οροφές που ξεμυτίζουν από το πυκνό δάσος. Πόσο τυχερή νιώθω που βρίσκομαι σε τέτοια γαλήνια ομορφιά! Η μέρα κλείνει με μία απλή τελετή «πουσί», όπου δίνουν την ευλογία τους οι ιερείς ή μοναχοί. Κατά την άφιξή μας σ’ ένα απλό ξύλινο υπερυψωμένο σπίτι με γυμνούς τοίχους και λίγα μαξιλάρια στο πάτωμα, φορώντας άσπρα ρούχα και προσφέροντας φρούτα και ρύζι, ακούμε μια σύντομη προσευχή και προσευχόμαστε στο Θεό που πιστεύουμε. Σ’ αυτή την απομονωμένη χώρα της γαλήνης, η προσευχή βγαίνει αβίαστα... Την επόμενη μέρα, με σκάφος στον ποταμό Μεκόνγκ, επισκέπτομαι τα ονομαστά σπήλαια Πακ Ου με τα αγάλματα του Βούδα, τους μικρούς καταπράσινους καταρράκτες Κουάγκ Σι (Kuang Si) και τα γραφικά φτωχικά χωριά της περιοχής. Τα ξύλινα υπερυψωμένα σπίτια διαθέτουν λαχανόκηπο, γουρούνια και κότες στον αυλόγυρο, που τα περιποιούνται κατά αποκλειστικότητα οι εργατικές, χαμογελαστές γυναίκες. Οι περισσότεροι άντρες πίνουν ένα άθλιο αλκοολούχο ποτό από ρύζι (συνήθεια που εξαπλώθηκε από το 1975, όταν απαγορεύτηκε το κάπνισμα του οπίου) και ψαρεύουν. Πολλοί καλλιεργούν παράνομα στα πιο ορεινά και απομονωμένα χωράφια όπιο, που το μεταφέρουν μέσω του ποταμού Μεκόνγκ. Μετά από κεράσματα και φωτογραφίες με τα χαριτωμένα και χαμογελαστά παιδιά των χωριών, επιστρέφω στην καθαρή και περιποιημένη αγορά της Λουάνγκ Πραμπάνγκ για τα φημισμένα και πανέμορφα πολύχρωμα υφαντά της, αλλά και τα ιδιαίτερα αναμνηστικά, αν και τα καλύτερα τα βρίσκω στο Κέντρο Χειροτεχνίας της πόλης.
Μετά από πέντε μέρες σε αυτόν τον ασφαλέστατο και οικονομικό ταξιδιωτικό προορισμό, φεύγω ήρεμη και χαμογελαστή, σαν να έχω γεμίσει με τη γαλήνια ομορφιά του Λάος.
ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ (INDONESIA) Σουμάτρα (Sumatra), Ιάβα (Java), Bόρνεο (Borneo / Kalimantan), Κελέβη (Sulawesi), Μπαλί (Bali). Ένα από τα συγκλονιστικότερα ταξίδια στον πλανήτη, που προσφέρει εξερευνήσεις σε απομονωμένες φυλές με μοναδικά έθιμα, σε χωριά με εντυπωσιακότατα ξύλινα σπίτια μέσα σε παρθένα πλούσια βλάστηση και σε κάποια από τα σπουδαιότερα μνημεία του κόσμου. Το αρχιπέλαγος με τα μεγάλα και τα μικρά νησιά απλώνεται νότια του Βιετνάμ και της Μαλαισίας. Η συνολική έκταση των 17 χιλιάδων νησιών καλύπτει 1,5 εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα και χαρακτηρίζεται από ζούγκλες, καταπράσινα βουνά, ηφαίστεια, λίμνες και ποτάμια. Η Ινδονησία είναι η μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα στον κόσμο, με 245 εκατομμύρια κατοίκους, καθώς οι περισσότεροι, αν και έχουν διατηρήσει πολλές ανιμιστικές πεποιθήσεις και τελετές, είναι μουσουλμάνοι. Οι Ινδονήσιοι χωρίζονται σε φυλές που ζουν απομονωμένες στα βουνά και μέχρι πρόσφατα εξασκούσαν τον κανιβαλισμό, και σε αυτές που ζουν κοντά στις ακτές από το εμπόριο και παλαιότερα από την πειρατεία. Όλοι είναι μικρόσωμοι, σκουρόχρωμοι, με μαύρα μαλλιά και με λιγότερο σχιστά μάτια, αλλά με πιο έντονα ζυγωματικά από τους περισσότερους Ασιάτες. Έχουν διατηρήσει τις πλούσιες παραδόσεις τους, και στην ενδοχώρα (άντρες και γυναίκες) φορούν πολύχρωμα υφάσματα σαν μακριές φούστες. Ειδικά όταν παίρνουν μέρος σε γιορτές, όπως π.χ. σε γάμους και κηδείες, τα σκουρόχρωμα χρυσοποίκιλτα υφαντά ρούχα τους εντυπωσιάζουν. Δυστυχώς, στα μεγάλα αστικά κέντρα ντύνονται πλέον δυτικότροπα. Ξεκινάω το ταξίδι μου από την πόλη Μεντάν (Medan) του νησιού Σουμάτρα. Η Σουμάτρα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Ινδονησίας και το πλουσιότερο, καθώς διαθέτει τις μεγαλύτερες πετρελαιοπηγές αλλά και σημαντικά κοιτάσματα χρυσού, αργύρου, κασσίτερου και βωξίτη. Εγώ βέβαια μόνο αγρότες βλέπω, οι οποίοι αποτελούν το 90% του πληθυσμού και καλλιεργούν καουτσούκ, καφέ, τσάι, καρύδες, πιπέρι και καπνό. Μετά από ολοήμερη οδική διαδρομή μέσα από καταπράσινα βουνά και περιποιημένα χωριά με ξύλινα σπίτια, φτάνω στη μεγαλύτερη λίμνη της νοτιοανατολικής Ασίας, την Τόμπα (Danau Toba). Στο νησί Σαμοσίρ (Pulau Samosir) της λίμνης κρύβονται τα πιο χαρακτηριστικά και εντυπωσιακά κτίσματα των Τόμπα Μπατάκ (Toba Batak), της άγριας φυλής με το πρόσφατο κανιβαλιστικό παρελθόν. Τα σπίτια στηρίζονται σε χοντρούς πασσάλους και είναι κατασκευασμένα από ξύλο και φύλλα φοίνικα, χωρίς να έχουν χρησιμοποιηθεί καρφιά. Είναι εντυπωσιακά, με τις τεράστιες τριγωνικές σκεπές που μοιάζουν με αναποδογυρισμένα σκαριά πλοίων, την ξυλόγλυπτη διακόσμηση που θυμίζει πυκνό τατουάζ και τη μικρή σκεπαστή βεράντα ψηλά στην τριγωνική μετώπη που σχηματίζεται από τις επικλινείς στέγες. Τα χωριά αποτελούνται από μια συστάδα τέτοιων σπιτιών που όλα κοιτούν τη χωμάτινη πλατεία, στην οποία υπάρχει μια παλιά πέτρινη στρογγυλή τραπεζαρία για το τελετουργικό κομμάτιασμα και τη βρώση του θύματος, από το οποίο έπαιρναν τη δύναμή του. Αν και το μυαλό μου έχει κολλήσει στις κανιβαλιστικές συνήθειες μια άλλης εποχής, παρακολουθώ με σαστισμένο χαμόγελο απλοϊκό χορό και μουσική από ζωντανή ορχήστρα μεταλλικών κύμβαλων στην πλατεία του νησιού. Ξεκουράζομαι μια νύχτα στο ξενοδοχείο Niagara Hotel του παραλίμνιου χωριού Παραπάτ (Parapat) και συνεχίζω οδικώς νοτιότερα για τη γη της μοναδικής μουσουλμανικής μητριαρχικής κοινωνίας των Μινανγκαμπάου (Minangkabau). Από ολόκληρο το μουσουλμανικό κόσμο, μόνο εδώ οι γυναίκες κληρονομούν και διαχειρίζονται τις περιουσίες, διευθύνουν τις επιχειρήσεις και τα σπίτια, και γενικότε-
ρα πρωτοστατούν στην κοινωνική ζωή. Στην ενδιαφέρουσα ολοήμερη διαδρομή, συναντώ ανενεργά κωνικά ηφαίστεια, αδιαπέραστες ζούγκλες και ποτάμια, φαράγγια με φοινικόδεντρα, φυτείες μπαχαρικών, χωριουδάκια με ξύλινα μικρά υπερυψωμένα σπίτια, άντρες κουρασμένους από τα στοιχήματα σε βουβαλομαχίες και κοκορομαχίες, γυναίκες βουτηγμένες στα νερά των οικογενειακών ορυζώνων, παιδιά να απλώνουν το ρύζι στον κήπο του σπιτιού τους για να στεγνώσει. Διανυκτερεύω στο ξενοδοχείο Novotel Bukittinggi στη μικρή πόλη Μπουκιτίνγκι (Bukittinggi) με τα ελάχιστα αποικιακά κτίρια της ολλανδικής εποχής. Εδώ έρχομαι για να φωτογραφίσω τα πρώην ανάκτορα αλλά και παλιά ξύλινα σπίτια παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Το χαρακτηριστικό όλων των κτισμάτων βρίσκεται στη μοναδική οροφή τους. Η απότομα επικλινής σκεπή αποτελείται από επάλληλες οροφές, που βγαίνουν παράλληλα μέσα από άλλες, ενώ τα τσιγκελωτά τελειώματά τους υψώνονται στον ουρανό σαν μικρές φλόγες. Οι πελώριες στέγες μοιάζουν με γιγάντια βουβαλοκέρατα, το έμβλημα των Μινάνγκαμπάο. Κάτω από τις εντυπωσιακές σκεπές, η ματιά μου πέφτει στις σκαλισμένες με πολύχρωμα μοτίβα προσόψεις, που απεικονίζουν λουλούδια ή ζώα. Εντυπωσιασμένη από τα σπίτια που είναι κρυμμένα στην παρθένα ομορφιά και από τη διαφορετικότητα των φυλών της Σουμάτρας, πάω αεροπορικώς στην Ιάβα. Πρωτεύουσα του νησιού αλλά και όλης της Ινδονησίας είναι η πολυπληθής, αχανής Τζακάρτα (Jakarta), όπου η φτώχια και η χλιδή συνυπάρχουν σε απόσταση αναπνοής, όπως σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Το σύγχρονο τμήμα της πόλης, με τους ουρανοξύστες, τους κινηματογράφους, τις υπέργειες διαβάσεις για πεζούς, τις τράπεζες και κάποια αξιόλογα αξιοθέατα όπως το Εθνικό Μουσείο (National Museum), το τζαμί (Istiqlal mosque), τη Στήλη της Ανεξαρτησίας (Monas National Monument) στην κεντρική πλατεία (Merdeka square), το προεδρικό μέγαρο (Gedung Pancasila), τον Άρειο Πάγο (Mahkamah Agung) και το νέο μεγάλο εμπορικό λιμάνι (Sunda Kelapa), δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικό της χώρας. Χωρίς να έχουν διατηρηθεί πολλά παραδοσιακά στοιχεία ούτε και η ιδιαίτερη τοπική αρχιτεκτονική, εδώ συγκεντρώνονται το χρήμα και η εξουσία που στερούνται οι περισσότεροι απόγονοι των πειρατών μπούγκις. Στην Κότα (Kota), το παλιό τμήμα της πόλης, εξερευνώ την Μπατάβια των Ολλανδών, μετά από μια στάση στο αποικιακού στιλ Café Batavia, με την ξύλινη επένδυση και τις αμέτρητες φωτογραφίες των επωνύμων που πέρασαν από τη «βασίλισσα της Ανατολής». Φωτογραφίζω το παλιό λιμάνι και τα επιμέρους κανάλια, φορτωμένες ξύλινες σκούνες με άφθονα ψάρια, κήπους με πυκνή βλάστηση, όμορφες γυναίκες με σαρόνγκ να καπνίζουν τσιγάρα γαρύφαλλου, αμέτρητες γυναίκες με κεφαλομάντιλα που τονίζουν τα εκφραστικά τους μάτια, ποδήλατα-ταξί με παράξενες ζωγραφιές στις δύο πλευρές των καθισμάτων, δέντρα με τα ευωδιαστά άνθη φραντζιπάνι στις οδικές αρτηρίες, ολλανδικά αποικιακά αρχοντικά, τσίγκινες τρώγλες και άστεγους να κοιμούνται σε χαρτόκουτα στο πεζοδρόμιο. Ακολουθώντας τις επιταγές του γκρουπ, μετά από μια μαγευτική χορευτική θεατρική παράσταση (Wayang) με τη συνοδεία ζωντανής ορχήστρας με παραδοσιακά κρουστά (gamelan) στο παραδοσιακό θέατρο Bharata που μοιάζει με γιαπωνέζικο μέγαρο, διανυκτερεύω στο πολυτελές ξενοδοχείο Grand Hyatt. Την επομένη αφήνω την ψεύτικη βιτρίνα της χώρας για τους θησαυρούς του νησιού που βρίσκονται στο πολιτιστικό του κέντρο και όχι στο οικονομικό. Η Γιογκιακάρτα (Yogyakarta) διαθέτει τουριστική υποδομή, με κορυφαίο ξενοδοχείο το πρωτοποριακής αισθητικής Amanjiwo Hotel, εξαιρετικούς θιάσους σκιών, πολλές ορχήστρες κρουστών και μια ωραιότατη αγορά με ξυλόγλυπτα, υφαντά και υπέροχα μπατίκ υφάσματα, πέρα από δύο κορυφαία μνημεία στα περίχωρα της.
Ο ινδουιστικός ναός Πραμπανάν (Prambanan) μοιάζει από μακριά με δάσος από γκρίζες πέτρινες φλόγες σε σχήμα κλιμακωτής στενής πυραμίδας. Πλησιάζοντας, καταλαβαίνω πως πολλοί ναοί πλαισιώνουν κλιμακωτά, ανάλογα με το μέγεθός τους, τον καλυμμένο από εξαιρετικές ανάγλυφες παραστάσεις κεντρικό πέτρινο ναό, ύψους πενήντα μέτρων. Ενθουσιασμένη συνεχίζω για το πιο εντυπωσιακό μνημείο της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα στον πλανήτη. Το Μπορομπουντούρ (Borobudur), το μεγαλύτερο βουδιστικό μνημείο του κόσμου και τμήμα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο, ξεπροβάλλει μέσα από την τροπική βλάστηση. Η ματιά μου περιπλανιέται στην τεράστια κλιμακωτή πυραμίδα, η οποία αποτελείται από έξι τετράγωνες πλατφόρμες και τρεις κυκλικές. Διαδοχικά χτισμένες, η μια πάνω στην άλλη, είναι φορτωμένες με 72 μικρές δαντελωτές στούπες σαν καμπάνες με μικρά ανοίγματα, που μέσα τους κρύβουν κι από ένα άγαλμα του Βούδα. Το τεράστιο πέτρινο ιερό, σαν κωνικό γκρίζο βουνό, θυμίζει το μεγάλο πολιτισμό που άνθιζε στην κάποτε ινδουιστική Ινδονησία, μέχρι τον εξισλαμισμό του αρχιπελάγους από Άραβες εμπόρους τον 16ο αιώνα. Τον 17ο αιώνα επικράτησαν οι Ολλανδοί ιδρύοντας την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, ως απάντηση στους Άγγλους που είχαν ιδρύσει την ανάλογη Εταιρεία των Δυτικών Ινδιών στην Ινδία. Οι Ολλανδοί αποχώρησαν το 1949 μετά από αγώνες των Ινδονήσιων, έχοντας ενώσει τις πολλές και διαφορετικές εθνότητες σε μια χώρα με κοινή θρησκεία και γλώσσα, την Μπαχάσα Ινδονήσια, που βασίζεται στα Μαλαισιανά. Τώρα πια η διαφθορά των πολιτικών, η φτώχια, η έλλειψη μόρφωσης και υποδομών, η εκμετάλλευση από αμερικάνικες κατασκευαστικές εταιρείες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν αναλάβει τον έλεγχο της χώρας. Όλος ο πλούτος από τα μπαχαρικά, τον καφέ, το καουτσούκ, την ξυλεία, τον κασσίτερο, το πετρέλαιο και την αλιεία καταλήγει σε πολύ λίγα χέρια, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία ζει σε πολύ φτωχικές συνθήκες. Πετώντας για το Μπαλικπαπάν (Balikpapan) του Βόρνεο (Borneo), ξέρω πως πρέπει να δοκιμάσω την αντιελονοσιακή προστασία, ώστε να μπω στο πιο πυκνό δάσος του κόσμου μετά τον Αμαζόνιο και να δω τους πρώην κυνηγούς κεφαλών Νταγιάκ (Dayak). Με μικρό ποταμόπλοιο ταξιδεύω στον ποταμό Μαχακάμ (Sungai Mahakam) για τέσσερις μέρες. Εκεί βλέπω φτωχά χωριά από μικρά σπίτια πάνω σε πασσάλους, με ψάθινους τοίχους και οροφές, παιδιά ρακένδυτα, νέους που ψαρεύουν δίπλα σε κροκόδειλους, σμήνη από κουνούπια (που δεν με προτιμούν μετά από τους τόνους εντομοαπωθητικού που έχω ρίξει πάνω μου) και τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα σε παραποτάμια ζούγκλα. Στο χωριό Τατζούνγκ Ισούι (Tanjung Isuy) φωτογραφίζω τεράστια κοινοβιακά σπίτια, τα παραδοσιακά «λαμίν». Στηριγμένα σε χοντρούς πασσάλους, τουλάχιστον ένα μέτρο από το έδαφος, και φτιαγμένα από μπαμπού και φύλλα από φοίνικα, φτάνουν τα 80 μέτρα μήκος για να στεγάσουν πολλές οικογένειες. Με μια σκεπαστή βεράντα σαν κοινόχρηστο χώρο συνάντησης, το σπίτι χρησιμοποιείται μόνο για ύπνο και αποθήκευση των ελάχιστων ρούχων. Οι ξυλόγλυπτοι δράκοντες στην τριγωνική μετόπη, που είναι εκεί για να διώχνουν τα κακά πνεύματα, αποτελούν το μοναδικό στολίδι τους. Μα το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των Νταγιάκ, πέρα από τα μακρόστενα σπίτια και την κανιβαλιστική ιστορία τους, είναι τα ξεχειλωμένα από τους κρίκους μακριά αυτιά των μεγαλύτερων και η πίστη στις θαυματουργές ικανότητες της γυναίκας σαμάνου. Όλες οι γυναίκες παλαιότερα τρυπούσαν τα αυτιά τους, περνώντας βαριούς σιδερένιους κρίκους. Κάθε χρόνο πρόσθεταν κι από έναν, με αποτέλεσμα να επιμηκύνεται η τρύπα και ο λοβός. Οι χριστιανοί ιεραπόστολοι τους έπεισαν να εγκαταλείψουν αυτήν τη συνήθεια, αλλά καταφέρνω και φωτογραφίζω κάποιες από τις ελάχιστες που έχουν απομείνει στο χωριό Μελάκ (Melak), στο οποίο φτάνω με πιρόγα γι’ αυτόν το σκοπό.
Μετά το τέλος της κρουαζιέρας στο δασώδες νησί της ξυλείας και των Νταγιάκ, πετάω για τη μαγική Κελέβη (Sulawesi). Μετά από σύντομη περιήγηση στην περιποιημένη πόλη Ουζούνγκ Πατάνγκ (Ujung Pandang) με τα ελάχιστα ολλανδικά κτίρια σαν το παραθαλάσσιο φρούριο (Fort Rotterdam) και το λιμάνι (Pelabuhan Paotere) με τις σύγχρονες ξύλινες εμπορικές γαλέρες, δοκιμάζω για άλλη μια φορά την τοπική κουζίνα, που παντρεύει με επιτυχία την ινδική και την κινεζική, και διανυκτερεύω στο καινούργιο πολυτελές ξενοδοχείο Sedona Makassar. Η διαδρομή στο εσωτερικό του νησιού για τη γη των Τοράγιας (Toraja), της πιο ενδιαφέρουσας φυλής της Ινδονησίας, διαρκεί ώρες αλλά συναρπάζει. Περνώντας μέσα από ψαροχώρια της φυλής των πρώην πειρατών μπούγκις, από ορυζώνες, δάση από τικ, φυτείες γαρυφαλλόδεντρων και κακαόδεντρων και από υπέροχα βελουδοπράσινα ορεινά τοπία, καταλήγω στο ηπειρωτικό Ραντεπάο (Rantepao), στο εξωτικό και πολυτελές ξενοδοχείο Novotel Toraja Resort. Ευτυχώς, στην οικονομικότατη Ινδονησία, είναι εύκολο να ζω μέσα στη χλιδή. Εδώ απολαμβάνω για άλλη μια φορά μοσχαράκι μαγειρεμένο σε μπαμπού με γάλα καρύδας, κοτόπουλο με δεκάδες καυτερά αλλά μυρωδάτα μπαχαρικά και βέβαια το λευκό εύγευστο ρύζι που συνοδεύει όλα τα φαγητά σε αυτήν τη χώρα. Αφού φωτογραφίσω λαίμαργα τη μεγάλη κεντρική ζωοπανήγυρη του Ραντεπάο, περιηγούμαι τις επόμενες μέρες στα χωριά Λόντα (Londa), Λέμο (Lemo) και Παλάβα (Palawa). Εδώ αντικρίζω τα πιο εντυπωσιακά ξύλινα σπίτια του κόσμου. Οι πανύψηλες επικλινείς ξύλινες σκεπές μοιάζουν με πελώριες αναποδογυρισμένες βάρκες και φτάνουν τα 15 μέτρα ύψος, ενώ διακοσμούνται με υπέροχα ξυλόγλυπτα και κέρατα βουβαλιών στις τριγωνικές μετόπες τους. Πέρα από τα σπίτια τους, οι Τοράγιας φημίζονται για τις εντυπωσιακές και πλούσιες γιορτές που συνοδεύουν τις ταφές των νεκρών. Αυτές γίνονται συνήθως κατά τη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου, περίοδο που δεν βρέχει ιδιαίτερα και για αυτό έρχομαι αυτήν την εποχή. Η κηδεία για τους Τοράγια κοστίζει όσο ένας πλούσιος γάμος στην Ελλάδα. Αποπληρώνουν το οικογενειακό άτυπο δάνειο για μήνες, ακόμη και για χρόνια. Μα ποιος νεκρός είναι τόσο εγωιστής για να ζητάει κάτι τέτοιο; Κρατούν το νεκρό τους βαλσαμωμένο για όσο διάστημα χρειαστεί, μέχρι να συγκεντρωθούν τα χρήματα της τελετής. Στην κηδεία του νεκρού, εκατοντάδες καλεσμένοι στεγάζονται για τουλάχιστον τρεις μέρες σε πρόχειρα λυόμενα παραδοσιακά σπίτια, τρώνε ψητά βουβάλια και γουρούνια, και πίνουν φοινικόκρασο. Στην τελετή, οι άντρες ετοιμάζουν τα ψητά, ενώ οι μαυροφορούσες γυναίκες μοιρολογούν το νεκρό. Αφού κάψουν το ξύλινο ομοίωμα του νεκρού, τρώνε, πίνουν, χορεύουν, παρακολουθούν κοκορομαχίες και μεταφέρουν το φέρετρο, που έχει σχήμα μικρού σπιτιού, στον οικογενειακό τάφο που είναι σκαλισμένος σ’ έναν από τους διάτρητους βράχους. Μπροστά από την τρύπα στο βράχο αφήνουν ένα ξύλινο ομοίωμα, με αποτέλεσμα οι βράχοι με τις κουφάλες και τα ξύλινα κουκλάκια να αποτελούν το οστεοφυλάκιο της μοναδικής φυλής των Τοράγιας. Εκστασιασμένη από τις εικόνες και την εμπειρία από τη νεκρική γιορτή που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω, συνεχίζω το πολιτισμικό ταξίδι με την επίσκεψη στο πανέμορφο τουριστικό νησί Μπαλί (Bali). Το ανατολικό Μπαλί είναι το μέρος όπου καπνίζει το ενεργό ηφαίστειο Αγκούνγκ – «ομφαλός του κόσμου» για τους Μπαλινέζους. Το πανέμορφο ορεινό βόρειο Μπαλί βρέχεται από την ήρεμη θάλασσα του αρχιπελάγους της Ιάβας. Το δυτικό τμήμα του νησιού είναι το λιγότερο αναπτυγμένο, ενώ το νότιο είναι το πιο τουριστικό. Το μικροσκοπικό αυτό καταπράσινο νησί με τα πιο πολυτελή ξενοδοχεία της Ινδονησίας και τους πιο ήρεμους και χαμογελαστούς κατοίκους της περιοχής, αποτελεί έναν οικονομικό και ασφαλή παράδεισο. Η κοινωνία παραμένει κλειστή, θρησκόληπτη, δεισιδαιμονική. Αν και οι κάτοικοί του δεν είναι
μουσουλμάνοι, όπως στην υπόλοιπη Ινδονησία, αλλά ινδουιστές, πιστεύουν κι εδώ στα πνεύματα. Τα εξαγνίζουν καθημερινά με προσφορές από λουλούδια και ρύζι έξω από τα σπίτια, τα καταστήματα και τους ναούς. Πολύ συχνές είναι οι γιορτές στους ναούς, όπου προσφέρονται πολυώροφες κατασκευές από λουλούδια και φρούτα με συνοδεία μουσικής και χορού. Διαλέγω για τόπο διαμονής μου ένα από τα εξαιρετικά ξενοδοχεία της τουριστικής Νούσα Ντούα (Nusa Dua) όπως το Grand Hyatt ή, έξω από το Ουμπούντ, τα πιο γαλήνια Amandari ή Four Seasons. Από εδώ κάνω πολύ ξεκούραστες και ενδιαφέρουσες εκδρομές. Πηγαίνω με αυτοκίνητο στην περιοχή Κινταμάνι (Kintamani), περνώντας από φροντισμένες κλιμακωτές πεζούλες με ορυζώνες σε πανέμορφες πλαγιές, από χωριά με χαμηλά πετρόχτιστα σπίτια και εκατοντάδες ναΐσκους σαν ψηλόλιγνες πολυεπίπεδες πυραμίδες, για να απολαύσω τη μαγευτική θέα στο ενεργό ηφαίστειο Αγκούνγκ (Agung) και την απόκοσμη λίμνη Μπατούρ (Batur). Μετά από πολλές φωτογραφικές στάσεις, επισκέπτομαι τα καταστήματα στο καλλιτεχνικό χωριό Ουμπούντ (Ubud) με τους υπέροχους πίνακες ζωγραφικής, στο Μας (Mas) με τα ξυλόγλυπτα –που μου φαίνονται αδιάφορα μετά τα μοναδικά της Σουμάτρας και της Ιάβας– και στο Τσελούκ (Celuk) με τα περίτεχνα κοσμήματα. Την επόμενη μέρα θαυμάζω τον επιβλητικό ναό Μπεσακίχ (Besakih) και το ρομαντικό ηλιοβασίλεμα στον μικρό παραθαλάσσιο ναό Τάνα Λοτ (Tana Lot) με την πιο ενδιαφέρουσα αγορά αναμνηστικών. Δεν κολυμπάω στην παραλία με τα σπασμένα κοράλλια, αλλά φεύγω με σκάφος για όμορφους όρμους σε ακόμα μικρότερα νησιά. Χαίρομαι πάντα πολύ το εύκολο και διασκεδαστικό ράφτινγκ στο ζεστό ποταμό Αγιούνγκ (Ayung). Εκτονώνομαι στις οικονομικές αγορές αναμνηστικών και ειδών σπιτιού στην πρωτεύουσα Ντενπασάρ (Denpasar) του νησιού, αποφεύγω την υπερβολικά τουριστική Κούτα (Kuta) με τα ταχυφαγεία, τα μαγαζιά με τις απομιμήσεις και τα κλαμπ χωρίς προσωπικότητα, απολαμβάνω τις ορχήστρες κρουστών σε μικρά θέατρα και εκλεκτά εστιατόρια, και ξεκουράζομαι από τo πολυήμερο ταξίδι με ένα πολύ καλό μασάζ. Μαγεμένη από την ηρεμία και την πίστη των Μπαλινέζων, την πολυμορφία των απομονωμένων φυλών και την ιδιαιτερότητα των ξύλινων σπιτιών στη Σουμάτρα και στην Κελέβη, αλλά και από τα μνημεία της Ιάβας, τα ξυλόγλυπτα, τα υφαντά και το καταπράσινο τοπίο όλης της Ινδονησίας, ξεχνάω απολαυστικά τον αιώνα που διανύουμε και τις ταχύτητές του.
ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗ (SINGAPORE) Στην καταπράσινη και oργανωμένη Σιγκαπούρη σταματάω συχνά για ώρες ή λίγες μέρες στο μακρύ δρόμο για τη Μελανησία, την Πολυνησία και την Αυστραλία. Με φέρνει εδώ μια από τις καλύτερες αεροπορικές εταιρείες, η Singapore Αirlines, και το χαίρομαι πάντα. Νότια της Ταϊλάνδης, στο νοτιότερο άκρο της Μαλαισιανής Χερσονήσου, βρίσκεται η Σιγκαπούρη, ένα νησί με έκταση 618 τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμό 3 εκατομμυρίων, από τους οποίους οι περισσότεροι είναι Κινέζοι, Μαλαίσιοι και Ινδοί. Όλοι μιλούν Αγγλικά, που είναι και η επίσημη γλώσσα του κράτους. Έχοντας ανεξιθρησκία, λατρεύουν το βουδισμό, τον ινδουισμό και το μωαμεθανισμό, ανάλογα με την καταγωγή τους. Στο πέρασμα των αιώνων, η περιοχή αποτελούσε διακομιστικό κέντρο του εμπορίου ανάμεσα στην Ινδία και στην Κίνα, γι’ αυτό κατακτήθηκε από τους Ολλανδούς και αργότερα από τους Άγγλους. Από το 1959 είναι ανεξάρτητο κράτος. Χωρίς καθόλου αγροτική παραγωγή και φυσικούς πόρους, κατάφερε χάρη στο φυσικό λιμάνι, το αεροδρόμιο, αλλά και την πολιτική της σταθερότητα, να προσελκύσει επενδύσεις και να προσφέρει υψηλότατο επίπεδο ζωής στους πολίτες. Μέσα σε μία μόλις γενιά, από τριτοκοσμική χώρα έγινε μια από τις πλουσιότερες στον κόσμο και ελέγχει το εμπόριο του Ειρηνικού, στηριζόμενη στο απέραντο φυσικό λιμάνι, στα ναυπηγεία, στο τραπεζικό σύστημα και στις υψηλής ποιότητας υπηρεσίες της. Στην επίπεδη Σιγκαπούρη δεν είναι απλώς όλα καθαρά, αλλά και ταχτοποιημένα σαν σε μακέτα. Με επιχωματώσεις κατά μήκος της ακτογραμμής, αυξήθηκε η έκτασή της κατά 25%, εις βάρος βέβαια των λόφων που κάποτε υπήρχαν. Τα πελώρια εμπορικά κέντρα, το πεντακάθαρο μετρό, τα σκουπισμένα πάρκα, τα άψογα παρτέρια με τις βουκαμβίλιες και τα γιασεμιά, οι ουρανοξύστες, όλα είναι ταχτοποιημένα στην εντέλεια. Εδώ δεν υπάρχουν άστεγοι, ζητιάνοι, φτωχοί, μποτιλιάρισμα, ατμοσφαιρική ρύπανση, ούτε τσίχλα κολλημένη στο πεζοδρόμιο. Μου κάνει εντύπωση πόσο καθαρή είναι η χώρα, αποτέλεσμα των υπέρογκων προστίμων που καλείται να πληρώσει κανείς ακόμα και αν ρίξει ένα αποτσίγαρο στο δρόμο. Πολυάριθμες ταμπέλες θυμίζουν το νόμο σε πολλά σημεία. Επίσης ξαφνιάζομαι που οι Σιγκαπουριανοί δίνουν τόσο μεγάλη σημασία στο ντύσιμο και στους τύπους, σαν μην βρίσκονται στην Ασία αλλά στην Αγγλία. Είναι εργασιομανείς και νομοταγείς. Στις αγορές στέκονται στην ουρά ήρεμοι, χαμογελαστοί και σχετικά απόμακροι. Γενικότερα, μου δίνεται η εντύπωση μιας απόλυτα οργανωμένης πόλης, που δεν εκπέμπει νεοπλουτισμό ή έλλειψη κουλτούρας. Διασχίζω το οικονομικό κέντρο με τους όμορφους ουρανοξύστες και την κεντρική λεωφόρο (Orchard Road) με τα καταστήματα ηλεκτρονικών και τα πολυκαταστήματα, αλλά και το διοικητικό κέντρο με την πλατεία Empress Place, τα αποικιακά μέγαρα των Άγγλων, όπως το Κοινοβούλιο (Parliament House), τον Άρειο Πάγο (Supreme Court), το Δημαρχείο (City Hall), το ενδιαφέρον Μουσείο Ιστορίας (Singapore History Museum) και το άγαλμα του ιδρυτή της Σιγκαπούρης sir Stamford Raffles. Tα πολύχρωμα χαμηλά κτίσματα στις όχθες του ποταμού Σιγκαπούρη (Singapore River) που εισχωρεί κατά τρία χιλιόμετρα μέσα στην πόλη, τo μουσουλμανικό τζαμί (Sultan Mosque), ο ινδουιστικός ναός Sri-Mariamman, ο ταοϊστικός ναός Thian Hock keng και η παραδοσιακή αγορά Serangoon Road στη γειτονιά των Ινδών (Little India), η πολύβουη Wet Market στη γειτονιά των Κινέζων (Chinatown), οι πολύχρωμες γειτονιές των Μαλαίσιων (Geylang Serai) και των Αράβων (Arab street) συνθέτουν ως ξεχωριστοί πυρήνες την πολυμορφία της μικρής πόλης. Απέναντι, το πανέμορφο καταπράσινο νησάκι Σεντόζα (Sentosa) θυμίζει τεράστιο λούνα παρκ για ενηλίκους, με το ενυδρείο (Underwater World), τις νεροτσουλήθρες, το μικρό –αλλά ενδιαφέρον– Λαογραφικό Μουσείο κέρινων ομοιομάτων (Wax Museum) και την παραλία με τους πάμπλουτους Άραβες
που μπαίνουν στο νερό με τα ρούχα. Από εδώ ρουφώ τη συγκλονιστικότερη θέα στη Σιγκαπούρη με τους ουρανοξύστες, τα τάνκερ και τα κρουαζιερόπλοια. Στα περίχωρα της πόλης επισκέπτομαι το Πάρκο Τζουρόνγκ (Jurong Park), έναν από τους σπουδαιότερους βοτανικούς κήπους στον κόσμο (Botanic Gardens), με τροπικά λουλούδια και σπάνια φυτά, και το Πάρκο των Πουλιών και Ζωολογικό Κήπο (Singapore Zoo) που φιλοξενεί άγρια ζώα σε απόλυτα φυσικό περιβάλλον. Οπωσδήποτε θα πιω ένα Singapore Sling στο μπαρ των συγγραφέων Κόνραντ, Έσε, Κίπλινγκ και Μομ, που πέρασαν από το πολυτελέστατο αποικιακό ξενοδοχείο Raffles. Θα κάνω αγορές στο ανακαινισμένο βικτοριανό κτίριο Stamford House με τους ντόπιους σχεδιαστές, θα διασχίσω την κεντρική λεωφόρο Orchard Road με τα πολυκαταστήματα, θα πάω βόλτα στο ποτάμι με το καραβάκι, θα δειπνήσω στο ιταλικό εστιατόριο Buko Nero και στο καντονέζικο Taste Paradise ή σε οποιοδήποτε εστιατόριο στη μαρίνα (Marina South) και θα διανυκτερεύσω στο μοντέρνο ξενοδοχείο New Majestic. Μετά από δύο-τρεις μέρες στα αξιοθέατα της εξωπραγματικά αποστειρωμένης αλλά όχι ακριβότερης από την Ελλάδα χώρας, στα καταπληκτικά ξενοδοχεία, εστιατόρια και εμπορικά κέντρα, φεύγω με μια ορχιδέα (το εθνικό λουλούδι της Σιγκαπούρης) και τη λαχτάρα να δω κάτι πιο αληθινό, μακριά από την αποπνικτική ζέστη και υγρασία των καλοκαιρινών μηνών.
ΙΑΠΩΝΙΑ (JAPAN) Η χώρα των πιο ευγενικών και σεμνών ανθρώπων, της τεχνολογίας, της τάξης και της ταχύτητας, διαθέτει από φουτουριστικούς ουρανοξύστες μέχρι παλιούς ναούς, από πάρκα μέχρι τα μεγαλύτερα κέντρα διασκέδασης με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Εδώ παντρεύεται μοναδικά ο σεβασμός στη φύση και στην παράδοση με τον 21ο αιώνα. Η Ιαπωνία βρίσκεται στον Ειρηνικό Ωκεανό, αποτελείται από 3.000 νησιά και θάλασσες με τα πιο βαθιά νερά, ενώ καλύπτει μια έκταση 378.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η γη είναι ορεινή και δασώδης, με πολλά ηφαίστεια, καθιστώντας το μεγαλύτερο τμήμα της ακατάλληλο για καλλιέργειες και αστική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός των 128 εκατομμυρίων να έχει στριμωχτεί σε πολύ πυκνοκατοικημένες πόλεις στις ακτές, χωρίς να υπάρχει σπιθαμή γης ανεκμετάλλευτη, πέρα από λίγα περιποιημένα πάρκα αναψυχής και απόκοσμους τόπους λατρείας. Οι περισσότεροι ζουν σε μικρά (ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα) διαμερίσματα σε κάποιον από τους αμέτρητους ουρανοξύστες. Μετακινούνται με ταχύτατα τρένα, τρώγοντας για πρωινό σούσι –ωμό φρέσκο ψάρι– με συμπαγείς μπαλίτσες από ρύζι. Περπατούν γρήγορα και προσηλωμένα για να φτάσουν στον προορισμό τους, κι όταν εργάζονται –αθόρυβα συνήθως– δεν σηκώνουν τη ματιά τους από το αντικείμενό τους, ακόμα κι αν ακούσουν μια γλώσσα σαν την ελληνική, που μάλλον δεν έχουν ακούσει ξανά. Δεν αγγίζουν ούτε κοιτούν ο ένας τον άλλον από υπερβολική αίσθηση διακριτικότητας. Για τους Ιάπωνες, ο λόγος, ο χρόνος και η ποιότητα αποκτούν μεγάλη βαρύτητα, καθώς δεν αντέχουν να δυσαρεστήσουν και να εκτεθούν. Οι Ιάπωνες είναι ανοιχτόχρωμοι, στρογγυλοπρόσωποι, με λίγο σχιστά ματάκια, λεπτοί, ευγενέστατοι, πεντακάθαροι, πιο όμορφοι από τους Κινέζους και πάντα ποιοτικά ντυμένοι, είτε φορούν κοστούμι, κιμονό, σχολική ποδιά, αθλητική φόρμα είτε εκκεντρικά ρούχα. Λατρεύουν τις ακριβές μάρκες, που οι περισσότεροι μπορούν εύκολα να αγοράσουν, καθώς οι υψηλοί μισθοί τούς προσφέρουν μεγάλη αγοραστική δύναμη. Βέβαια, οι ευρωπαϊκές μάρκες που προτιμούν είναι πολύ πιο ακριβές στη χώρα τους, γι’ αυτό η λύση δίνεται με τις απευθείας πτήσεις από το Τόκυο για Ρώμη και Παρίσι. Πέρα από το καλό ντύσιμο και την απόλυτη σχεδόν ψαροφαγία, αγαπούν πολύ τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και είναι πολύ εξοικειωμένοι με την τεχνολογία σε όλες τις ηλικίες. Πολλοί άντρες τεχνοκράτες, μετά το τέλος της πολύωρης εργασίας τους, πριν γυρίσουν στο διαμέρισμα που πολλές φορές βρίσκεται αρκετά μακριά από το κέντρο του Τόκυο, εκτονώνονται παίζοντας ηλεκτρονικά παιχνίδια σε ειδικούς χώρους ψυχαγωγίας ή τραγουδώντας σε μπαρ με καραόκε. Άλλοι πηγαίνουν σε πολυτελή εστιατόρια για επαγγελματικά δείπνα, συνοδευόμενοι από πανέμορφες σιωπηλές γκέισες (μορφωμένα και όμορφα κορίτσια-συνοδοί, παραδοσιακά ντυμένα και στολισμένα) ή παρακολουθούν τον αργόσυρτο χορό των γκεϊσών με το πορσελάνινο άσπρο μακιγιάζ που τονίζει τα μικρά τους χείλη. Βλέποντας τις γκέισες, σκέφτομαι ότι αυτά τα εύθραυστα είδωλα της χώρας αντικατοπτρίζουν στην Ιαπωνία την ιδανική στάση της γυναίκας και την ισχυρή θέση του άντρα που την προστατεύει, τη στολίζει και την ορίζει. Το αρχετυπικό μοντέλο των φύλων στη μακρινή Ιαπωνία δεν διαφέρει στην ουσία από εκείνο που υπάρχει σε πολλές άλλες χώρες... Παρατηρώ σαστισμένη στη συντηρητική κοινωνία της Ιαπωνίας ακόμα και νεαρούς πανκ να περνούν τις Απριλιάτικες νύχτες στο πάρκο Ουένο (Ueno Park) του Τόκυο, μαζεύοντας με ευλάβεια τα λευκά και ροζ πέταλα από τα μπουμπούκια των αγριοκερασιών – το εθνικό λουλούδι της χώρας. Ξαφνιάζομαι που ακόμη και τα ερωτευμένα ζευγάρια δεν είναι καθόλου διαχυτικά μεταξύ τους σε
δημόσιους χώρους, μη θέλοντας να ενοχλήσουν και να εκτεθούν. Εδώ συνειδητοποιώ ότι η ελευθερία κάποιου σταματάει εκεί ακριβώς που ξεκινάει η ελευθερία του άλλου, και οι Ιάπωνες σέβονται τη σπουδαία αυτή έννοια που δυστυχώς έχουμε ως δεδομένη, με αποτέλεσμα να την ποδοπατούμε και να τη ρισκάρουμε. Οι μικρόσωμοι Ιάπωνες δεν μου φαίνονται ιδιαίτερα αθλητικοί, αν και εκτιμούν το σούμο, την πάλη, δηλαδή, μεταξύ δύο τεράστιων ημίγυμνων αντρών. Καπνίζουν πολύ, ειδικά οι άντρες, ενώ πίνουν χωρίς να παρεκτρέπονται – τουλάχιστον δημοσίως. Τους αρέσει να ταξιδεύουν, αν και φοβούνται πολύ τα μικρόβια. Γι’ αυτό συχνά τους συναντώ στα ταξίδια μου να φορούν άσπρες μάσκες και γάντια, στην προσπάθειά τους να πάρουν όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις για τον ήλιο, τα έντομα και τις πιθανές λοιμώξεις. Πάντως αυτή η αμφίεση δεν τους εμποδίζει να βγάζουν συνέχεια φωτογραφίες. Πιστεύουν στο βουδισμό και στο σιντοϊσμό (θρησκεία στην οποία λατρεύονται η φύση, η προγονική μνήμη, η νομιμοφροσύνη και η καθαρότητα της ανθρώπινης ψυχής), αλλά δεν είναι καθόλου θρησκόληπτοι. Τιμούν τους προγόνους, αφήνοντας πάνω σε μικρές σκαλιστές πλάκες σε ειδικό ιερό των ναών τα ονόματα των νεκρών τους, για την ανάπαυση της ψυχής τους αλλά και για την καθοδήγησή τους. Αποφεύγουν να μολύνουν το περιβάλλον για να μην προσβάλλουν τα πνεύματα που κατοικούν σε αυτό. Παραδοσιακά διατηρούνταν καθαροί για να εξαγνίζονται και από τις αρνητικές σκέψεις και ενέργειες. Οι Ιάπωνες, λόγω της φιλοσοφίας σιντό, αποτελούν ίσως τους πρώτους οικολόγους του πλανήτη. Ο μοναδικός ιαπωνικός πολιτισμός αναπτύχθηκε από τον 3ο αιώνα π.Χ. Από τον 8ο αιώνα υπήρχε κεντρική εξουσία που έδρευε στην πρωτεύουσα Κιότο και στηριζόταν στο φεουδαρχισμό και τους σαμουράι (ιππότες-πολεμιστές που ανήκαν σε προνομιούχα τάξη). Το Μπουσίντο, ο κώδικας τιμής, αξιών και συμπεριφοράς των σαμουράι, χαρακτηρίζει ως τις μέρες μας την Ιαπωνία. Τον 16ο αιώνα, η χώρα ενώνεται μετά από αγώνες, η πρωτεύουσα μεταφέρεται στο Τόκυο και δημιουργούνται οι πρώτες επαφές με το εξωτερικό – με τους Πορτογάλους, τους Ολλανδούς και, τέλος, με τους Αμερικανούς. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Ιαπωνία πολέμησε την Κίνα για τον έλεγχο της Μαντζουρίας, και τη Ρωσία για τον έλεγχο του βόρειου Ειρηνικού. Όταν το 1941 χτύπησε τη στρατιωτική βάση Περλ Χάρμπορ στη Χαβάη της Αμερικής, τιμωρήθηκε απάνθρωπα με ρίψη ατομικών βομβών στα αστικά κέντρα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Από τότε η ιμπεριαλιστική της πολιτική αντικαταστάθηκε από μια έντονη ειρηνική στάση, ενώ συγχρόνως πρωτοστατεί πια στην προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος. Η οικονομία της χώρας στηρίζεται στη βαριά βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και στις υπηρεσίες. Στερείται πετρελαίου και φυσικού αερίου, πράγμα που την καθιστά ενεργειακά εξαρτώμενη, αν και ο ηλεκτρισμός παράγεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό από εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας με απαράμιλλη ασφάλεια. Σε σύντομη εβδομαδιαία επίσκεψή μου στη «χώρα του ανατέλλοντος ηλίου» επισκέπτομαι την πρωτεύουσα Τόκυο, την πανέμορφη μικρή πόλη Νίκο και την ιστορική πρωτεύουσα Κιότο, παίρνοντας με ανέσεις, ασφάλεια και υψηλότατο κόστος μια μικρή γεύση από την πολύ ιδιαίτερη κουλτούρα της. Θεωρώ ότι το Τόκυο (Tokyo) είναι η μοναδική στον κόσμο πόλη του μέλλοντος. Ένα δάσος από ατσαλένιους ουρανοξύστες, ειδικά κατασκευασμένους να αντέχουν στους συχνούς σεισμούς, διακόπτεται από πολυεπίπεδες λεωφόρους αυτοκινήτων και σιδηροδρομικών γραμμών. Η πρωτεύουσα φτάνει μέχρι τη θάλασσα , παρά τις νέες εκτάσεις που δημιουργήθηκαν από επιχωματώσεις, και φιλοξενεί 30 εκατομμύρια ψυχές. Εδώ όλα φαίνονται πως συνυπάρχουν αρμονικά, το όργιο του υπερκαταναλωτι-
σμού, η πνευματικότητα των ναών, η γαλήνη των ζεν κήπων, το σούσι και τα ρομπότ, τα κιμονό και η ποπ κουλτούρα της Δύσης, αν και εγώ νιώθω ότι η ταχύτητα υπερτερεί, καθώς όλοι τρέχουν. Στην αριστοκρατική περιοχή Γκίνζα (Ginza) με το παλάτι του «βασιλείου των χρυσανθέμων» (Imperial Palace) και τα πάρκα (Hibiya Park), επισκέπτομαι το σπουδαίο Εθνικό Μουσείο (National Museum), το Λαογραφικό Μουσείο (Edo Tokyo Museum), το μεγαλύτερο στάδιο συναυλιών της χώρας (Tokyo Dome), τα ακριβότερα πολυκαταστήματα στον κόσμο Takashimaya και Mitsukoshi, καθώς και εξαιρετικά εστιατόρια για σούσι, τεμπούρα (τηγανητά λαχανικά ή ψαρικά) αλλά και άλλα σπάνια εδέσματα που δοκιμάζω με συνοδεία σάκε (ρυζόκρασου) και μπίρας Γεμπίσου (Yebisu beer). Σεργιανίζω σε λουλουδιασμένα πάρκα και λιμνούλες όπου ανακαλύπτω ξύλινους ναούς με τσιγκελωτές οροφές (Sensoji Temple, Gokuku-ji Temple, Zojoji Temple, Tsukiji Hongan-ji Temple). Συνεχίζω για τα εξαιρετικά καταστήματα με τα μεταξωτά κιμονό, που όμως είναι πιο ακριβά κι από βραδινά ιταλικά φορέματα και δεν μπορώ να τα αποκτήσω. Σκέφτομαι ότι τελικά δεν μου χρειάζονται, μιας και μάλλον δεν έχω γεννηθεί για γκέισα, εφόσον δεν μπορώ να οικειοποιηθώ το ρόλο της εύθραυστης φιγούρας. Εντυπωσιάζομαι από την Tsukiji, την πιο πλούσια, οργανωμένη και καθαρή ψαραγορά του πλανήτη. Ξαφνιάζομαι όταν στην Ντίσνεϊλαντ της πόλης χάνω το πορτοφόλι μου και το βρίσκω στο ίδιο σημείο μετά από μία ώρα, αφού το έχουν δει δεκάδες επισκέπτες! Αν και επίσημη γλώσσα είναι η ιαπωνική, οι ευχαριστίες μου στα Αγγλικά γίνονται αμέσως κατανοητές, καθώς αρκετοί Ιάπωνες γνωρίζουν τη γλώσσα. Στην Ακιχαμπάρα (Akihabara) χάνομαι στην καρδιά της ιαπωνικής τεχνολογίας, ταξιδεύω στο χρόνο στη φουτουριστική πόλη Ροπόνγκι Χιλς (Roppongi Hills) με τα σπουδαία μουσεία και τα δεκάδες καταστήματα, διασχίζω την κακόφημη γειτονιά του τζόγου και του σεξ, το Καμπουκίτσο (Kabukicho), και πίνω μια μπύρα στην γειτονιά Γκόλντεν Γκάι (Golden Gai) με τα παλαιότερα μπαρ στο Τόκυο. Ακόμα και οι μετακινήσεις με το καθαρό μετρό είναι ακριβές (όπως όλα σ’ αυτήν τη χώρα). Για ταξί δε, ούτε που το σκέφτομαι. Σε ολοήμερη εκδρομή από το Τόκυο, βρίσκω την Ιαπωνία που φανταζόμουν στο τεράστιο πάρκο Νίκο (Nikko). Μέσα σε καταπράσινα βουνά που κρύβουν κλιμακωτούς καταρράκτες, μια γαλήνια λίμνη και ξύλινες γέφυρες, περπατώ για να φτάσω σ’ ένα δάσος από ξύλινους ναούς, από πέτρινες ανάγλυφες υδρίες και από λιτά πέτρινα μνήματα με βρύα για στολίδια. Οι αέρινοι, επιβλητικοί ξύλινοι ναοί με τις στέγες σαν φτερά που θέλουν να πετάξουν προς τον ουρανό, κρατιούνται στη γη από τα λουλουδιασμένα δέντρα που τους αγκαλιάζουν τρυφερά. Η χάρη και η ομορφιά με τυλίγουν διακριτικά. Διανυκτερεύοντας στο πολυτελέστατο ξενοδοχείο Park Hyatt Tokyo, έχω θέα στο απολύτως κωνικό βουνό Φούτζι (Fuji) –που βρίσκεται σχετικά κοντά στο Τόκυο– με τη μόνιμα χιονισμένη βουνοκορφή και νιώθω το λόγο που το θεωρούν ιερό. Αποπνέει μια απόκοσμη ενέργεια, σαν τον δικό μας Όλυμπο... Όταν δεν μπορώ να μείνω σ’ αυτό το ξενοδοχείο, προτιμώ το οικονομικό Park Hotel Tokyo, που δεν έχει μαγική θέα, έχει όμως ένα φωτεινότατο αίθριο... Το επόμενο ξημέρωμα ξεκινώ για την παλιά πρωτεύουσα Κιότο (Kyoto), γνωστή πια και από την ομώνυμη συνθήκη για την προστασία του περιβάλλοντος. Η εμπειρία του πιο γρήγορου τρένου, που με φέρνει στην ιστορική πόλη, είναι μοναδική. Οι πόρτες του πεντακάθαρου τρένου κλείνουν ερμητικά ακριβώς την ώρα της αναχώρησης, 7:32, ενώ ανοίγουν ακριβώς στην ώρα άφιξης που αναφέρεται στο εισιτήριο. Ως Ελληνίδα, δεν μπορώ να το πιστέψω! Καθώς το τρένο τρέχει με 400 χιλιόμετρα την ώρα, νιώθω ότι πετάει πάνω από τις ράγες, σαν ένα χέρι που τις χαϊδεύει τρυφερά. Φτάνοντας στο Κιότο, το πρώτο που αντικρίζω είναι ο 16ώροφος κεντρικός σταθμός από ατσάλι, πέτρα και γυαλί. Η πόλη, το μόνο μεγάλο αστικό κέντρο της Ιαπωνίας που δεν βομβαρδίστηκε από τους
Αμερικανούς, είναι ένα απέραντο μουσείο, με τους εκατοντάδες κήπους και ιερά, τις ιδιαίτερες συνοικίες Γκιον (Gion) και Ποντότσο (Pontocho) με τα ξύλινα σοκάκια και τις γκέισες, την καλή ρυμοτομία, τα λεωφορεία και την πλούσια αγορά με τα εξαίσια είδη λαϊκής τέχνης. Οι κήποι ζεν (Ryoanji, Katsura, Ryoan-ji, Maruyama) είναι τέλεια σχεδιασμένοι, είτε με διαδρόμους και λιμνούλες ανάμεσα σε κερασιές είτε με ισιωμένα λευκά χαλίκια και μεγάλους βράχους. Τα κόκκινα σφεντάμια, οι φτέρες, τα μπαμπού, τα πέτρινα φανάρια, οι λιμνούλες με τους κόκκινους κυπρίνους, οι βράχοι με τα βρύα και το τρεχούμενο νερό, τα ξύλινα καλαίσθητα προστατευτικά καλύμματα στα δέντρα για το κρύο, αποκαλύπτουν το γαλήνιο πνεύμα της ιαπωνικής κουλτούρας, της τάξης και του σεβασμού στο περιβάλλον. Οι ναοί αποτελούνται από πολλά χαμηλά ξύλινα κτίρια. Μερικοί ναοί είναι χτισμένοι σε σχήμα παγόδας (πολυώροφα κτίσματα με στέγες σε κάθε επίπεδο), όπως οι Ginkakuji και Kinkakuji, ενώ άλλοι σε υπερυψωμένες πλατφόρμες ή μέσα σε τεχνητές λίμνες, όπως ο ναός Kiyomizu. Κρυμμένες σε μικρά δρομάκια ανακαλύπτω τις παραδοσιακές τσαγιερί και τις φημισμένες τελετές του τσαγιού που γίνονται σ’ αυτές. Μπαίνοντας, με υποδέχεται μια χαμογελαστή νεαρή γυναίκα με λουλουδάτο ολομέταξο κιμονό και τη χαρακτηριστική φαρδιά ζώνη στη μέση. Αφού διασχίσω ένα μικρό περιποιημένο κήπο, βγάζω τα παπούτσια μου και μπαίνω στα χωρίς έπιπλα δωμάτια. Είναι διακοσμημένα πολύ λιτά, με ελάχιστες καλλιγραφίες στους γυμνούς τοίχους από ριζόχαρτο και μικρά λεπτά στρώματα στα οποία κάθομαι. Παρακολουθώ το τελετουργικό πλύσιμο του τσαγιερού και των μικρών μπολ όπου θα προσφερθεί το πράσινο τσάι. Το κατανυκτικό κλίμα δεν επιτρέπει καμία συζήτηση, οπότε αφήνομαι στον ήχο του τρεχούμενου νερού και στη μυρωδιά των αρωματικών στικ. Μετά από την απαραίτητη υπόκλιση, μου προσφέρεται το μυρωδάτο τσάι και νιώθω ότι η διαδικασία τού δίνει μια γεύση μαγική. Μετά από δύο σιωπηλές ώρες διαλογιστικής παύσης και συγκρατημένης ευχαρίστησης, αποχωρώ με την απαραίτητη υπόκλιση για μια πολυτελή παραμονή στο οικογενειακό παραδοσιακό ξενοδοχείο Tawaraya με τους ιδιωτικούς κήπους ζεν και τα αυστηρά διακοσμημένα δωμάτια. Επιστρέφω στην Ελλάδα από το Τόκυο με ξεχωριστές εικόνες και την αίσθηση της τάξης, διαβάζοντας το θαυμάσιο βιβλίο Μπουσίντο: ο κώδικας των σαμουράι, του Ινάζο Νιτόμπε, που εξηγεί τη σπουδαιότητα της τιμής, της ηθικής, του αυτοελέγχου, της ευγένειας, της εκδίκησης και της αυτοκτονίας (χαρακίρι), που διαπότισαν την ιαπωνική ψυχή.
ΩΚΕΑΝΙΑ
Ο Ειρηνικός Ωκεανός, που απέκτησε το όνομά του από τον Μαγγελάνο, ο οποίος δεν συνάντησε καμία κακοκαιρία όσες φορές τον διέσχισε, καλύπτει 165 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, έκταση μεγαλύτερη από όλα τα χερσαία εδάφη του πλανήτη. Πέρα από την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες στο βορρά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία στο νότο, τα μεγαλύτερα συμπλέγματα νησιών είναι η Μικρονησία με τα πολλά μικρά νησιά και τους 150.000 κατοίκους στο κέντρο σχεδόν του ωκεανού, η Μελανησία με πληθυσμό 1,5 εκατομμύριο σκουρόχρωμους κατοίκους στα δυτικά και η Γαλλική Πολυνησία με 450.000 κατοίκους στα νοτιοανατολικά. Είχα την τύχη να εξερευνήσω την περιοχή του Νότιου Ειρηνικού και να δω σε πέντε ταξίδια των 25 ημερών την ανεξερεύνητη περιοχή της Μελανησίας, τη λατρεμένη Αυστραλία, την ονειρική Νέα Ζηλανδία και τον επίγειο παράδεισο της Γαλλικής Πολυνησίας.
Στη Μελανησία (Melanisia) ανήκουν οι χώρες-νησιά Νέα Καληδονία (New Caledonia), Νησιά Βανουάτου (Vanuatu Islands), Νησιά Σολομώντα (Solomon Islands), Παπούα Νέα Γουινέα (Papua New Guinea).
ΝΕΑ ΚΑΛΗΔΟΝΙΑ (NEW CALEDONIA) Μετά από 25 περίπου ώρες πτήσης μέσω Σιγκαπούρης και Σίδνεϊ, φτάνω στο νησί της Νουμέας (Noumea), στην πρωτεύουσα της Νέας Καληδονίας. Η θέα από το αεροπλάνο μού κόβει την ανάσα. Από κάτω απλώνεται ένα βελουδένιο καταπράσινο νησί με λαξεμένους ήρεμους όρμους, αγκαλιασμένο από πολλά μικρότερα νησάκια και ατόλες – στεφάνια από κοράλλια γύρω από ημιβυθισμένα πρώην ηφαίστεια. Τα τιρκουάζ νερά φαίνονται ήρεμα σαν λιμνοθάλασσας, αφού το νησί περιτριγυρίζεται από έναν τεράστιο κοραλλιογενή ύφαλο, που δυστυχώς δεν έχω το χρόνο να δω από το βυθό. Ο πρώτος Ευρωπαίος που πάτησε το πόδι του εδώ, το 1774, ήταν ο μεγάλος Άγγλος θαλασσοπόρος Κάπταιν Κουκ, ο οποίος είχε βάλει ρότα για τη Νέα Ζηλανδία. Βάφτισε την περιοχή Νέα Καληδονία γιατί του θύμισε την ορεινή Σκωτία, (εμένα δεν μου θύμισε καθόλου τη Σκωτία αλλά ένα ακόμα παραδεισένιο νησί), αφού Καληδονία είχαν ονομάσει οι Ρωμαίοι τη Σκωτία. Το 1853, το νησί πέρασε στην κτήση των Γάλλων, οι οποίοι έστειλαν εδώ τους ταραξίες της Κομμούνας του Παρισιού, αλλά και κοινούς εγκληματίες. Την άφιξή μου χαιρετίζει η γαλλική σημαία, γιατί το νησί των 19.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ένα από τα πιο πλούσια μέρη στον κόσμο σε παραγωγή νικελίου, συνεχίζει να ανήκει στη Γαλλία, αφού οι Γάλλοι κάτοικοι του νησιού, που αυξάνονται διαρκώς, θα ψηφίσουν ανάλογα και στο επόμενο δημοψήφισμα. Από τους 230.000 κατοίκους, οι μισοί είναι Γάλλοι που εργάζονται στα ξενοδοχεία, στα εργοστάσια και στη διοίκηση, ενώ οι υπόλοιποι είναι αυτόχθονες Κανάκις. Πέρα από τη γαλλική γλώσσα και τη χρι-
στιανική θρησκεία, οι Γάλλοι έχουν φέρει έντονο ευρωπαϊκό χαρακτήρα αλλά και υψηλό επίπεδο ζωής στο νησί. Οι Κανάκις, από την άλλη, έφεραν στην Ευρώπη έναν από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές, τον Κριστιάν Καρεμπέ. Πέρα από τους ελάχιστους ουρανοξύστες που στεγάζουν γραφεία και διαμερίσματα, τα περισσότερα κτίσματα είναι όμορφα, διώροφα, δυτικότροπης αρχιτεκτονικής. Το μικρό ιστορικό κέντρο (Place des Cocotiers), με το Δημαρχείο (Hotel de Ville) ανάμεσα σε φοίνικες, το Μουσείο της Νέας Καληδονίας (Musée de Nouvelle-Caledonie), με τις μάσκες και τα κουστούμια των αυτοχθόνων Κανάκις, αλλά και το μικρό ενυδρείο (Noumea Aquarium) δεν με εντυπωσιάζουν. Μου μένει αξέχαστο, όμως, το Πολιτιστικό Κέντρο Τζιμπάου (Jean Marie Tjibaou Cultural Centre) που, αν και υστερεί σε εκθέματα, αποτελεί ένα θαύμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Επτά ημικύκλια από άνισα ξύλινα κατάρτια, που μοιάζουν με πανιά ιστιοπλοϊκών φουσκωμένα από δυνατό άνεμο. Αυτά φιλοξενούν αντίστοιχα επτά εκθεσιακούς χώρους. Διασχίζοντας ένα πυκνό τροπικό δάσος, φτάνω σε μια τεχνητή λίμνη με βυθισμένα δέντρα, περιστοιχισμένη από βαθυπράσινα βουνά. Νιώθοντας την απόκοσμη χάρη του τοπίου, καταλαβαίνω πόσο τυχεροί πρέπει να αισθάνονται οι Γάλλοι που ζουν κοντά στο Πάρκο του Γαλάζιου Ποταμού (Parc de la Riviere Bleue). Μετά το απέραντο πράσινο, την επόμενη μέρα βυθίζομαι στο απέραντο γαλάζιο κολυμπώντας στο νησί των κοραλλιών (Amedée Ιslet). Κάτασπρη αμμουδιά, φοινικιές και πολύχρωμα ψαράκια συνθέτουν το μαγευτικό σκηνικό. Αποχαιρετώ τη συμπαθητική Νέα Καληδονία και το πολυτελές παραθαλάσσιο ξενοδοχείο Le Meridien που με φιλοξένησε για τρεις ημέρες, αναζητώντας πιο παρθένα ομορφιά και έντονο πολιτιστικό ενδιαφέρον στα νησιά Βανουάτου.
ΝΗΣΙΑ ΒΑΝΟΥΑΤΟΥ (VANUATU ISLANDS) Τα ορεινά ηφαιστειογενή νησιά απλώνονται σε μια έκταση 860.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και φιλοξενούν 210.000 κατοίκους, από τους οποίους το 95% είναι Μελανήσιοι με έντονα νεγροειδή χαρακτηριστικά και απλοϊκό δυτικότροπο ντύσιμο. Οι άντρες ασχολούνται με τον τουρισμό και τις καλλιέργειες καρύδας, καφέ και κακάο, ενώ οι γυναίκες με τα παιδιά και το σπίτι. Από το 1980 που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους από τη Γαλλία, έχουν επίσημη γλώσσα την Μπισλάμα, αν και σχεδόν όλοι μιλούν Γαλλικά και Αγγλικά. Στο νησί Εφάτε (Efate) βρίσκεται η πρωτεύουσα Πορτ Βίλα (Port Villa), που πλαισιώνεται από κατάλευκες παραλίες με απλά ξύλινα σπιτάκια και επιβλητικά ξενοδοχεία. Προσπερνώντας την αδιάφορη πόλη με τα τουριστικά καταστήματα και τα άχαρα διοικητικά κτίρια, μπαίνω στο Chantilly’s on the Bay Hotel, ένα από τα πολυτελή ξενοδοχεία που κατακλύζονται από Ιάπωνες και Αυστραλούς τουρίστες. Με κανό από το ξενοδοχείο πλησιάζω ακόμη μικρότερα καταπράσινα νησιά και κολυμπώ με χαμογελαστά σοκολατένια παιδάκια, που όλο λαχτάρα δείχνουν τα πολύχρωμα ψάρια του βυθού. Μετά από τη γαλήνια βόλτα στη λιμνοθάλασσα, επισκέπτομαι πολιτιστικά χωριά σαν το Εκασούπ (Ekasup Cultural Village), στα οποία δοκιμάζω παραδοσιακά φαγητά παρακολουθώντας απλοϊκές χορευτικές παραστάσεις. Οι γυναίκες, με ψάθινη φούστα και ανάλογο σουτιέν και οι άντρες με ψάθινες φούστες και ξύλινα τσεκούρια στα χέρια χορεύουν σε μια χωμάτινη πλατεία, ανάμεσα σε ξύλινα σπίτια με οροφές από φύλλα φοινικιάς, ενόσω το φαγητό, χοιρινό με γλυκοπατάτες τυλιγμένο σε μπανανόφυλλα, ψήνεται πάνω σε πυρωμένες πέτρες μέσα στη γη. Κάποτε αυτές οι χορευτικές παραστάσεις και τα πλούσια γεύματα δίνονταν σε τελετές και γάμους. Οι περισσότερες γιορτές αποτελούσαν τον τρόπο με τον οποίο κέρδιζε κανείς την εύνοια, το σεβασμό αλλά και την εξουσία στην περιοχή, μια που σε αυτές έτρωγαν και έπιναν πολλοί καλεσμένοι. Οι γάμοι εξαντλούσαν οικονομικά το γαμπρό, που έδινε πάντα πολλά γουρούνια για προίκα. Το εντυπωσιακότερο που μαθαίνω είναι ότι κάθε δέντρο και φυτό της πυκνής βλάστησης χρησιμεύει ακόμη, είτε για τροφή είτε για φάρμακο είτε για όπλο. Η ζούγκλα και η θάλασσα παρέχουν στους ιθαγενείς όλα όσα χρειάζονται για να ταΐσουν και να προστατεύσουν τα πολλά παιδιά που έχει η κάθε οικογένεια. Έχοντας διαβάσει το έργο της ανθρωπολόγου Μάργκαρετ Μιντ για τις κοινωνίες του Ειρηνικού, έχω την ευκαιρία τώρα να θαυμάσω από κοντά τον πολιτισμό της επιβίωσης, που δεν άφησε όμως έργα τέχνης, εκτός από απλά ξυλόγλυπτα τοτέμ και μάσκες. Με πολύ γλυκιά γεύση από το φυσικό και πολιτιστικό πλούτο σε συνδυασμό με ανέσεις και ασφάλεια, συνεχίζω για τα Νησιά του Σολομώντα, από περιέργεια και χωρίς μεγάλες προσδοκίες.
ΝΗΣΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ (SOLOMON ISLANDS) Tα 992 νησιά βρίσκονται σ’ ένα από τα μεγαλύτερα αρχιπελάγη του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, το οποίο καλύπτει 1,35 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα θάλασσας και 27.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης. Από τα νησιά αυτά κατοικούνται τα 347, πέντε από τα οποία συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των 500.000 Μελανήσιων χριστιανών κατοίκων. Ο ταλαιπωρημένος πληθυσμός ζει φτωχικά από την ξυλεία, την αλιεία, το φοινικέλαιο, την καρύδα και την εξωτερική βοήθεια, προσπαθώντας να ξεπεράσει τις πληγές της ιστορίας του. Η χώρα έζησε τις αγριότερες ναυμαχίες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με χειρότερη τη μάχη του Σάβο, ανάμεσα σε Ιάπωνες και Αμερικανούς, στην οποία έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι και βυθίστηκαν 67 πλοία. Αυτό όμως που κατέστρεψε την οικονομία και την υποδομή της χώρας ήταν ένας πολύχρονος εμφύλιος πόλεμος. Τώρα πια η χώρα αποτελεί ανεξάρτητο κράτος, μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, που προσπαθεί να βρει ξανά το ρυθμό του με τη βοήθεια των Αυστραλών, οι οποίοι πρωτοστατούν στη διεθνή ειρηνευτική δύναμη και στα δημόσια έργα. Η πρωτεύουσα Χονιάρα (Honiara), που βρίσκεται στο νησί Γκουανταλκανάλ (Guadalcanal) των Νησιών του Σολομώντα, χαρακτηρίζεται από άθλια μπετονένια κτίρια που στεγάζουν λίγες τράπεζες και τη δημόσια διοίκηση. Το ενδιαφέρον εξαντλείται στο μοναδικό επιβλητικό μνημείο των Αμερικανών πεσόντων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (US War Memorial). Στον ψηλότερο λόφο της πόλης, με πανοραμική θέα στο νησί των κοκκοφοινίκων, κατακόρυφες γρανιτένιες πλάκες με τα ονόματα των πεσόντων στις σημαντικότερες ναυμαχίες στο στενό Άιρον Μπότομ (Iron Bottom) θυμίζουν την ξένη νεότερη ιστορία. Στην ολοήμερη εξερεύνηση στο νησί Γκουανταλκανάλ παρατηρώ σαστισμένη ετοιμόρροπα ξύλινα σπιτάκια με πρόχειρες στέγες από φοινικόφυλλα, ρακένδυτους και άνεργους νέους, γυναίκες να κουβαλούν νερό από μικρά ποτάμια, γέρους να ψαρεύουν το μοναδικό φαγητό τους και ελάχιστα σχολεία και κλινικές που λειτουργούν με τη βοήθεια της αγγλικανικής και της καθολικής εκκλησίας. Μέσα από ένα ατελείωτο φοινικόδασος που καλύπτει όλο το νησί και χωμάτινους δρόμους γεμάτους λακκούβες, διακρίνω τη φτώχια και την εξαθλίωση που φέρνει παντού ο εμφύλιος, ο οποίος ξεσπάει συνήθως με την αποχώρηση του κατακτητή και τη στυγνή κάλυψη του κενού της εξουσίας που προκαλεί. Με τα χιλιάδες κουνούπια να μου υπενθυμίζουν τα απαραίτητα εβδομαδιαία χάπια της ελονοσίας στους ζεστούς και υγρούς μήνες (του δικού μας χειμώνα), το κακό φαγητό στο καλύτερο της χώρας αλλά με αντικειμενικά κριτήρια μέτριο ξενοδοχείο Mendana Hotel, με χαρά αφήνω τα Νησιά του Σολομώντα και πετώ για το θησαυρό της Μελανησίας, την «υπανάπτυκτη» Παπούα Νέα Γουινέα.
ΠΑΠΟΥΑ ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ (PAPUA NEW GUINEA) Το δυτικό τμήμα του νησιού, που είναι το τρίτο μεγαλύτερο μετά την Αυστραλία και τη Γροιλανδία, ανήκει στην Ινδονησία (Ιndonesia) (μετά την αποχώρηση των Ολλανδών) και ονομάζεται Ίριαν Τζάγια (Irian Jaya), ενώ το ανατολικό τμήμα των 463.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων αποτελεί την ανεξάρτητη Παπούα Νέα Γουινέα, που είναι μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Φτάνοντας στην πρωτεύουσα Πορτ Μόρεσμπι (Port Moresby), μία από τις πιο επικίνδυνες πόλεις στον κόσμο, περνάω από το οικονομικό κέντρο (Waigani) με τους ελάχιστους ουρανοξύστες, από μια μικρή περιοχή με μεγαλοαστικά περιφραγμένα σπίτια, από πολλές φτωχογειτονιές σαν τη Χανουαμπάντα (Hanuabada) με πρόχειρα ξυλόσπιτα ακόμα και μέσα στη θάλασσα και από μια επίπεδη χωμάτινη αλάνα με την κεντρική λαϊκή αγορά φρούτων και λαχανικών. Εδώ παρατηρώ γυναίκες με ανοιχτές ομπρέλες για τον ήλιο (μα πόσο πιο σκούρες μπορούν να γίνουν;) να κουβαλούν ξύλα, μεγάλους μπόγους με φρούτα και λαχανικά στο κεφάλι και, ορισμένες, το μωρό τους στην πλάτη, μέσα σε μια πλεχτή τσάντα που στηρίζεται στο κούτελό τους. Οι περισσότεροι άντρες –όπως στο μεγαλύτερο τμήμα της νοτιοανατολικής Ασίας– έχουν μαυρισμένα δόντια και κόκκινο σάλιο από το μάσημα του ελαφρώς διεγερτικού φυτού μπέτελ νατ (betel nut). Όλοι (6 εκατομμύρια κάτοικοι) είναι σκουρόχρωμοι Μελανήσιοι, με αδρά νεγροειδή χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι δουλεύουν ως κακοπληρωμένοι εργάτες στις πλούσιες καλλιέργειες καφέ, κακάο, καρύδας και λαχανικών, στα ορυχεία χρυσού και χαλκού, και στις μονάδες εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου οι τεχνοκράτες είναι συνήθως Αυστραλοί. Αρκετοί βέβαια είναι άνεργοι και οδηγούνται σε παραβατικές δραστηριότητες, όπως ληστείες τραπεζών, λεωφορείων και αυτοκινήτων. Επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική και όλοι γνωρίζουν τη γλώσσα πίτζιν (pidgin), που ακούγεται σαν απλουστευμένα Αγγλικά, αν και έχουν διατηρηθεί δεκάδες ντοπιολαλιές. Παρά τη σκληρή δουλειά των χριστιανών ιεραποστόλων, που έδρασαν εδώ τα τελευταία πενήντα χρόνια, παραμένουν ζωντανές οι ανιμιστικές πεποιθήσεις, με εξέχουσες την πίστη στα πνεύματα και την περιορισμένη πρακτική της μαύρης μαγείας. Σε αυτό οφείλεται και η αντίδραση πολλών στη λήψη φωτογραφιών, καθώς φοβούνται ότι τους κλέβω την ψυχή. Γι’ αυτό πάντα ρωτάω με απλή νοηματική και χαμόγελο. Στη συνέχεια, επισκέπτομαι τους υπέροχους Βοτανικούς Κήπους του Πανεπιστημίου (University of Papua New Guinea) και το τμήμα με τα πολύχρωμα εξωτικά πουλιά της περιοχής, που ζουν μέσα σε κλουβιά, αλλά βρίσκω πιο ενδιαφέρον το εξαίσιο Εθνικό Μουσείο (National Museum & Art Gallery) με τις απίστευτα περίτεχνες ξυλόγλυπτες και στολισμένες με φτερά και κοχύλια σπάνιες μάσκες, αλλά και τις συλλογές από μουσικά όργανα, κανό, όπλα και τοτέμ. Μπαίνοντας στο ξενοδοχείο έρχεται η μεγαλύτερη έκπληξη. Διασχίζω τη διπλή περίφραξη με τις δύο κλειστές εξωτερικές πύλες, στις οποίες υπάρχουν ένστολοι και σκυλιά, ανεβαίνω στον όροφο και ανοίγοντας την πόρτα του ανελκυστήρα, ξεκλειδώνω την πόρτα του διαδρόμου που οδηγεί στο δωμάτιο μου. Ανοίγοντας με άλλο κλειδί την πόρτα του δωματίου μου ανακαλύπτω κάγκελα στα παράθυρά του και μια ανακοίνωση που προειδοποιεί ότι αν ακούσω θόρυβο στο διάδρομο, να μην ανοίξω την πόρτα! Αφήνοντας την ανασφάλεια της πρωτεύουσας μετά από μια απαραίτητη διανυκτέρευση, αναχωρώ με πτήση για τα οροπέδια, το τελευταίο μέρος του πλανήτη που εξερευνήθηκε: τη ζούγκλα των τελευταίων ανθρωποφάγων. Με το μικρό αεροπλανάκι που πηγαινοέρχεται σαν φτερό στον άνεμο ανάμεσα στα χαμηλά σύννεφα, παρατηρώ το πράσινο χαλί που χαράζεται αποφασιστικά από το λασπώδη ποταμό Σεπίκ (Sepik), τον μεγαλύτερο της χώρας, και τις ψηλές οροσειρές με την πυκνή βλάστηση που φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Πετώντας πάνω από την Παπούα, διαβάζω ότι εδώ είχαν δοθεί σκληρές μάχες μεταξύ Αυστραλών και Ιαπώνων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Όσοι γλύτωναν
από τις συγκρούσεις και απομονώνονταν, τους έτρωγαν οι ιθαγενείς. Οι ιθαγενείς έφερναν στο χωριό τους εχθρούς –συνήθως δεμένους χειροπόδαρα σ’ ένα στύλο– προτιμώντας κατά σειρά γυναίκες από εχθρικά χωριά, Ιάπωνες και ιεραπόστολους (υποδηλώνοντας μια ανάλογη προτίμηση για τη γεύση του κρέατος κάθε κατηγορίας). Οι γυναίκες του χωριού πρωτοστατούσαν στον τεμαχισμό των εχθρών. Κάτω από μια φοινικιά, έτρωγαν ωμά τα κομμάτια των ανθρώπων, εκτός αν δεν πεινούσαν πολύ και είχαν το χρόνο να τα ψήσουν! Ευτυχώς, έχουν 50 χρόνια να εφαρμόσουν αυτές τις παραδοσιακές πρακτικές και δυστυχώς αποφεύγουν να μιλήσουν γι’ αυτές. Στα απομονωμένα χωριά μέσα στα πυκνά δάση, οι κάτοικοι κάθε χωριού θεωρούσαν μέχρι πρόσφατα τους κατοίκους όλων των άλλων χωριών εχθρούς. Ακόμα και σήμερα υπάρχει ακραίος τοπικισμός, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να έχουν ελάχιστη επαφή μεταξύ τους. Όλα τα χωριά έχουν φροντισμένα, πεντακάθαρα ξύλινα σπίτια, με όμορφους κήπους μέσα σε ξύλινους φράχτες στους οποίους απλώνουν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα, ενώ αυτό που διαφέρει πολύ από χωριό σε χωριό είναι η πανδαισία των χρωμάτων και των φτερών από τα δεκάδες παραδείσια πτηνά, που αποκαλύπτεται στις μοναδικές παραδοσιακές φορεσιές τους. Υποδέχονται τους τουρίστες με το σινγκ σινγκ, το χορό που χόρευαν πριν φάνε κάποιον και τον οποίο εξακολουθούν να χορεύουν στους γάμους και στις γιορτές ή για να συγκεντρώσουν χρήματα. Μετά τη χορευτική παράσταση, πουλούν καλύπτρες αντρικών γεννητικών οργάνων και κοσμήματα φτιαγμένα από καρπούς και κοχύλια, που αποτελούσαν τα νομίσματα μιας άλλης εποχής. Σε ποιον αιώνα άραγε να βρίσκομαι και να παρακολουθώ τους ημίγυμνους και άγριους σε εμφάνιση Παπούα να χορεύουν με τα πολύχρωμα φτερά τους σε χωμάτινα ξέφωτα; Πάλι χάνω την αίσθηση του χρόνου και ξεχνάω παντελώς τους φρενήρεις ρυθμούς της πολύβουης Αθήνας, αλλά και τον τρόπο ζωής μου γενικότερα. Στο χωριό Άβι (Avi) της περιοχής Σιμπού (Simbu Province), οι κάτοικοι βάφουν τα πρόσωπά τους με κόκκινο και κίτρινο χρώμα, στολίζουν το κεφάλι τους με μακριά πολύχρωμα φτερά, καλύπτουν το στήθος τους με κολιέ από κοχύλια, όστρακα και δόντια αγριόχοιρων, και το σώμα τους με ψάθινες φούστες. Στο χωριό Μιντίμα (Midima) της επαρχίας των Δυτικών Οροσειρών (Western Highlands Province) παρακολουθώ το «χορό των σκελετών», στον οποίο οι χορευτές έχουν αλείψει το κορμί τους με γκρίζα λάσπη και έχουν τονίσει με άσπρη μπογιά τα κόκαλά τους (που έτσι κι αλλιώς διαγράφονται στα λεπτά τους σώματα), ώστε να μοιάζουν με σκελετούς και να φοβίζουν τους εχθρούς. Στο χωριό Ασάρο (Asaro) της επαρχίας Ένγκα (Enga Province), φωτογραφίζω ανθρώπους που μοιάζουν με τέρατα καθώς καλύπτουν το σώμα τους με λάσπη και το κεφάλι τους με πήλινα κράνη. Με την αμφίεση με την οποία φόβιζαν παλαιότερα τους εχθρούς και τώρα πια τους τουρίστες, δείχνουν χορεύοντας τις πολεμικές τους ικανότητες στο τόξο και στο μαχαίρι. Εκστασιασμένη από τις εικόνες των φτωχών ανθρώπων και της πλούσιας φύσης, συνειδητοποιώ ότι οι θησαυροί της χώρας κρύβονται στο καλειδοσκόπιο της διαφορετικότητας. Αφού επισκεφτώ τη μεγαλύτερη αγορά φρούτων και λαχανικών της πόλης Μάουντ Χάγκεν (Mount Hagen), αφήνω τα ορεινά χωριά και κατευθύνομαι για την παραθαλάσσια πόλη Μαντάνγκ (Madang) κουρασμένη αλλά και καταξοδεμένη μια και οι λιγοστές τουριστικές υποδομές κοστίζουν ακριβά. Τα χαμηλά σπίτια με τους περιποιημένους κήπους, οι δενδροφυτεμένες αλέες και τα καλά ξενοδοχεία (όπου πωλούνται οι ωραιότερες μάσκες και τα οποία μου είχαν λείψει στην ενδοχώρα) της δίνουν επάξια τον τίτλο της ομορφότερης πόλης της Παπούα. Το ηλιοβασίλεμα κλείνω τη μέρα μου με βαρκάδα στον κόλπο που στολίζεται από πράσινα νησάκια, κρατώντας μέσα μου τις μοναδικές στον κόσμο εικόνες από την Παπούα στην περιοχή της Μελανησίας.
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ (AUSTRALIA) Για εκατοντάδες χρόνια, κατοικούσαν το μεγαλύτερο νησί και συγχρόνως τη μικρότερη ήπειρο στον κόσμο οι αυτόχθονες Αβορίγινες (Aborigines) με τα αδρά νεγροειδή χαρακτηριστικά. Οι συγγενείς των κατοίκων της Μελανησίας ανέπτυξαν απλοϊκό πολιτισμό επιβιώνοντας για αιώνες και κληροδοτώντας μας το μπούμερανγκ, το παραδοσιακό μουσικό όργανο ντιτζεριντού, που είναι φτιαγμένο από ίσια, μακριά, κούφια ρίζα δέντρου, και μοναδικές ζωγραφιές από εκατοντάδες τελείες. Το 1770 έφτασε εδώ ο μεγάλος Άγγλος θαλασσοπόρος Κουκ και σύντομα στάλθηκαν εκατοντάδες εξόριστοι κατάδικοι από την Αγγλία να εποικήσουν την άλλη άκρη της Γης. Με την ανακάλυψη χρυσού το 1848, ήρθαν χιλιάδες μετανάστες κι ακόμη περισσότεροι ακολούθησαν μετά τους σκληρούς πολέμους που έζησε η Ευρώπη. Η Αυστραλία πήρε ενεργό μέρος στους δύο παγκόσμιους πολέμους για την προάσπιση των συμφερόντων της Αγγλίας, με κόστος χιλιάδες νεκρούς. Τώρα πια είναι ανεξάρτητο κράτος, μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, καθεστώς που επιβεβαιώθηκε με πρόσφατο δημοψήφισμα. Μετά από είκοσι ώρες πτήσης –μέσω ενδιάμεσου σταθμού στη Σιγκαπούρη ή άλλες φορές στην Μπανγκόκ– με κατεύθυνση το νοτιοανατολικό άκρο του πλανήτη, φτάνω στην αχανή αλλά αραιοκατοικημένη Αυστραλία των 7,7 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων και των μόλις 22 εκατομμυρίων κατοίκων. Πρώτος σταθμός το εκθαμβωτικό παραθαλάσσιο Σίδνεϊ (Sydney) με τους ατελείωτες κόλπους, το πιο όμορφο λιμάνι στον κόσμο, την Όπερα (Sydney Opera House), την πανέμορφη σιδερένια γέφυρα (Sydney Harbour Bridge), τις ανακαινισμένες αποθήκες στην πιο αυθεντική γραφική γειτονιά Ροκς (Rocks), τα αγγλικά μέγαρα του ιστορικού κέντρου (Queen Victoria Building, Town Hall, St. Andrew’s Cathedral), τα μεγάλα πάρκα (Royal Botanic Gardens και Hyde Park) που τα χαίρονται σκυλιά και παιδιά, το οικονομικό κέντρο της πόλης με ουρανοξύστες που στεγάζουν τράπεζες, αλλά και τα χαμηλά περιποιημένα σπίτια στους κατάφυτους όρμους γύρω από την πόλη. Επισκέπτομαι τον ωραιότερο ζωολογικό κήπο του κόσμου (Taronga Zoo), το καταπληκτικό ενυδρείο (Sydney Aquarium), το οργανωμένο Πάρκο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2000 (Olympic Park), τη διάσημη παραλία Bondi με τους σέρφερ πάνω στα άγρια κύματα, το φίνο εμπορικό κέντρο Queen Victoria και βέβαια το πανέμορφο λιμάνι (Darling Harbour) με εμπορικά κέντρα, εστιατόρια, σύμπλεγμα κινηματογράφων και μαρίνα με γιοτ. Στην απογευματινή βόλτα με τουριστικό σκάφος (Sydney Ferries) από το εμπορικό λιμάνι Circular Quay ξεδιπλώνονται όλα όσα έχω θαυμάσει από κοντά περπατώντας, τα οποία συνθέτουν την όμορφη εικόνα της αραιοκατοικημένης καλοοργανωμένης πόλης. Τα βράδια απολαμβάνω υψηλής ποιότητας κουζίνα διαφόρων χωρών σε εστιατόρια στη γειτονιά Κινγκς Κρος (Kings Cross) ή στο λιμάνι, μετά από επισκέψεις σε ενδιαφέροντα μουσεία (Australian Museum, Art Gallery of NSW, Museum of Sydney), γκαλερί με τα μοναδικά έργα των Αβορίγινων (Aboriginal & Tribal Art Centre) και βέβαια εξαιρετικές παραστάσεις στο εντυπωσιακό κτίριο της Όπερας. Η διάσημη Όπερα του Σίδνεϊ μου θυμίζει άσπρα όστρακα που βγαίνουν κάθετα το ένα μέσα από το άλλο, κρύβοντας αίθουσες για συναυλίες και χορευτικές παραστάσεις στο σπαρτιάτικα λιτό εσωτερικό της από εμφανές μπετόν και ξύλο. Την Όπερα τη θαυμάζω και από το πανέμορφο ξενοδοχείο The Four Seasons Hotel, που προσφέρει θέα και στο λιμάνι με την ονειρικά φωτισμένη γέφυρα. Μα αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο κατά την παραμονή μου στο Σίδνεϊ δεν είναι τόσο η ομορφιά της πόλης όσο εκείνη των ανθρώπων της, που μου αποκαλύπτεται όταν αναγκάζομαι να συνοδεύσω μια συνταξιδιώτισσα σε δημόσιο νοσοκομείο λόγω τραυματισμού της. Μπαίνοντας, ξαφνιάζομαι από την πολυτέλεια, την οργάνωση του χώρου και την επαγγελματική μα φιλική εξυπηρέτηση των
γιατρών, ακόμα και όταν ακούνε ότι η ασθενής στην οποία πρέπει να κάνουν ράμματα είναι οροθετική (φορέας του ιού ανοσοποιητικής ανεπάρκειας). Χωρίς να αντιδράσουν σπασμωδικά –όπως ίσως θα έκαναν πολλοί γιατροί στην Ελλάδα–, τη φροντίζουν χωρίς να φορέσουν μάσκα, γάντια ή και... ολόσωμη στολή βατραχανθρώπου. Στο τέλος την αγκαλιάζουν για να την αποχαιρετήσουν, δείχνοντάς της πως δεν ανήκει σε γκέτο. Περισσότερο σοκάρομαι εγώ από την αντιμετώπισή τους και από τη δήλωση ενός ανθρώπου που γνωρίζω πολλά χρόνια ως μια υγιή, χαρούμενη γυναίκα και χρόνια ταξιδιώτισσα. Μάλλον η παιδεία μου είναι πιο περιορισμένη από εκείνη των Αυστραλών. Όταν διάβασα το βιβλίο της Αλεξάνδρας Αθηναίου Και βέβαια δεν σας αφορά, κατάλαβα τι σημαίνει οροθετική, φορέας ενός ιού με κοινωνικό στίγμα. Έτσι, καταλαβαίνω πως σ’ αυτή την κοινωνία δικαίου και ευημερίας, που αποτελείται από Αγγλοσάξονες, Κινέζους, Έλληνες, Ιταλούς, ετεροφυλόφιλους, ομοφυλόφιλους, υγιείς και έχοντες προβλήματα υγείας, δεν γίνονται διακρίσεις (εκτός από το ρατσισμό που έδειχναν και σε πολύ μικρότερο βαθμό εξακολουθούν να δείχνουν σε βάρος των αυτόχθονων Αβορίγινων). Γενικότερα, οι άνθρωποι είναι πολύ συμπαθητικοί, ανεπιτήδευτοι στο ντύσιμο και στο φέρσιμο, ευγενικοί και σοβαροί επαγγελματίες. Χαίρονται ένα πολύ υψηλό επίπεδο ζωής, απολαμβάνουν πολλά πολιτιστικά δρώμενα, διαβάζουν πολύ, ασχολούνται με αθλήματα όπως το σέρφινγκ, η ιστιοπλοΐα και οι καταδύσεις, αγαπούν τις εκδρομές στη φύση και γεμίζουν το χρόνο τους δημιουργικά και ευχάριστα, χωρίς να πλήττονται από το άγχος και την ακρίβεια. Αυτή είναι ζωή. Την άλλη μέρα, κάνω μια εκδρομή από το Σίδνεϊ στον εθνικό δρυμό με τα κοντινά απόκρημνα Μπλε Βουνά (Blue Mountains). Στη διαδρομή παρατηρώ τη φύση που αγκαλιάζει την πόλη: χαμηλά φοινικειοδή με ξερό κορμό αλλά πράσινες αραιές φουντίτσες στην κορυφή και πολύχρωμα φυτά «πρωτέας» που μοιάζουν με πυρωμένες βούρτσες. Η δίωρη διαδρομή ολοκληρώνεται με πέρασμα μέσα από το πιο πυκνό δάσος ευκαλύπτων που έχω δει ποτέ. Ο γαλαζοπράσινος ορεινός ορίζοντας και η μεθυστική μυρωδιά των δέντρων προσθέτουν άλλη μια γλυκιά εικόνα από την περιοχή της νοτιοανατολικής Αυστραλίας. Αφήνοντας προσωρινά την ομορφότερη πόλη της χώρας, συνεχίζω οδικώς για την αραιοκατοικημένη και καταπράσινη πρωτεύουσα Κανμπέρα (Canberra). Στη διαδρομή μέσα από το Χάντερ Βάλεϊ (Hunter Valley) διακρίνω περιποιημένα αγροτόσπιτα και πολλούς αμπελώνες, που μου φέρνουν στο νου τα φημισμένα κρασιά της Αυστραλίας. Μετά από το Σίδνεϊ, η Καμπέρα φαίνεται πολύ καλοστημένη και αποστειρωμένη, τόσο σ’ εμένα όσο και στους περισσότερους που ζουν και εργάζονται στην κυβέρνηση ή γύρω από αυτήν (κυβερνητικοί υπάλληλοι και εργαζόμενοι στις πρεσβείες). Διασχίζοντας την αραιοκατοικημένη και καταπράσινη πόλη, επισκέπτομαι το θαυμάσιο κτίριο του Κοινοβουλίου (Parliament House), το επιβλητικό και ενδιαφέρον Πολεμικό Μουσείο (Australian War Museum) των Νεοζηλανδών και των Αυστραλών πεσόντων στον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και το σπουδαίο Κέντρο Τεχνολογίας (Questacon). Μετά από την ολοήμερη ξενάγηση και την απαραίτητη διανυκτέρευση, φτάνω στη γλυκιά Μελβούρνη (Melbourne). Η μοντέρνα μεγαλούπολη με το μικρό αλλά χαριτωμένο λιμάνι πάνω στο ποτάμι Γιάρα (Yarra) υστερεί του Σίδνεϊ μόνο ως προς τα διάσημα κτίσματα που το στολίζουν. Εδώ ξαφνιάζομαι ευχάριστα ακούγοντας συχνά Ελληνικά από τους ομοεθνείς μας που ζουν σ’ αυτή την πόλη, αποτελώντας τη μεγαλύτερη ελληνική παροικία στον κόσμο. Ξεκινώντας τη βόλτα μου από τον επιβλητικό κεντρικό σταθμό του μετρό με το ρολόι (Flinders Street Station), περνάω από την κεντρική πλατεία της Ομοσπονδίας (Federation Square) με την εξαίσια αγορά Queen Victoria Market σ’ ένα επιβλητικό βικτοριανό κτίριο. Συνεχίζω στα πολυκαταστήματα
Block Arcade και Royal Arcade, που στεγάζονται σε εξίσου αριστοκρατικά κτίρια με ψηφιδωτά και βιτρό. Επισκέπτομαι την Εθνική Πινακοθήκη (National Gallery of Victoria) και το Μουσείο Μετανάστευσης (Immigration Museum), και καταλήγω για καφέ στη νότια όχθη του ποταμού Γιάρα. Ανάμεσα στα κτίρια απλώνονται ήσυχα άλση, όπως τα Queen Victoria Gardens και Royal Botanic Gardens. Αφού ξαποστάσω, ανεβαίνω στους Πύργους Ριάλτο (Rialto Towers), το υψηλότερο κτίριο του νοτίου ημισφαιρίου, για πανοραμική θέα στην υπέροχη πόλη. Oλοκληρώνω τις εξορμήσεις μου με μια κρουαζιέρα (Melbourne River Cruises) στον ποταμό Γιάρα το ηλιοβασίλεμα και δείπνο σε ένα από τα πολλά καλά εστιατόρια στην περιοχή Σαν Κίλντα (St. Kilda), πριν καταλήξω στο επιβλητικό ξενοδοχείο Crown Towers που βρίσκεται πάνω στον ποταμό και μου χαρίζει απλόχερα την ωραιότερη θέα στην πόλη. Με ορμητήριο τη Μελβούρνη, κάνω ολοήμερες εκδρομές στον παραθαλάσσιο Δρόμο του Ωκεανού (Great Ocean Drive), όπου εκστασιάζομαι από τα ψηλά –σαν τα Μετέωρα– απόκρημνα βράχια που στέκουν στις ακτές, ενώ κάποια ξεπηδούν μέσα από το νερό, και στο νησί Φίλιπ (Phillip island), όπου φωτογραφίζω από κοντά εκατοντάδες πιγκουίνους και φώκιες που ξεχειμωνιάζουν στις ακτές του. Στο αναστηλωμένο τουριστικό χωριό των χρυσορυχείων του Σόβερεϊν Χιλ (Sovereign Hill), όπου σπίτια, καταστήματα και υπάλληλοι αναπαριστούν σκηνικό ταινίας γουέστερν, παίρνω γεύση από την εποχή όπου χιλιάδες αναζητούσαν το πολύτιμο μέταλλο. Τέλος, από την πιο ελληνική πόλη εκτός Ελλάδας, πετάω νοτιότερα για το καταπράσινο νησί της Τασμανίας (Tasmania). H μικρότερη ομοσπονδιακή πολιτεία της Αυστραλίας με τους 500.000 κατοίκους απολαμβάνει τον καθαρότερο αέρα. Στην πρωτεύουσα Χόμπαρτ (Hobart) της Τασμανίας κάνω βόλτα στο πανέμορφο λιμάνι. Πάνω στην αποβάθρα, πέτρινα χαμηλά κτίρια (που μου θυμίζουν επαρχία της Αγγλίας) λειτουργούν ως καταστήματα κι εστιατόρια. Εδώ ξαφνιάζομαι ευχάριστα όταν συναντώ Έλληνες μετανάστες δεύτερης γενιάς. Ήρεμοι και καλοσυνάτοι, μου προσφέρουν φραπέ στο επιτυχημένο καφέ-εστιατόριο που διατηρούν εδώ και χρόνια, και μου αποδεικνύουν πως η τάξη και η ομορφιά αυτής της χώρας έχουν τη δύναμη να γαληνέψουν και να γλυκάνουν ακόμα και την παρορμητική ελληνική ψυχή. Από το όρος Ουέλινγκτον (Wellington), απολαμβάνω τη θέα πάνω από τα διάσπαρτα σπίτια της πόλης και της πλατείας Σαλαμάνκα (Salamanca) με το σαββατιάτικο παζάρι φρούτων και λαχανικών. Μετά από ένα πέρασμα στην πιο γραφική γειτονιά, την Battery Point, με τα πιο εύπορα σπίτια, κινούμαι βορειότερα για το εσωτερικό του μικρού νησιού στην άκρη της Γης. Διασχίζοντας την αραιοκατοικημένη Τασμανία, περνώ από το επίσης γραφικό Ρίτσμοντ (Richmond) με τα παλιά αρχοντικά και αισθάνομαι πως βρίσκομαι τουλάχιστον 60 χρόνια πίσω από την Ευρώπη (σε ρυθμούς περισσότερο και λιγότερο σε ανάπτυξη). Διανυκτερεύω στο υπέροχο αποικιακό ξενοδοχείο York Mansions μέσα στο παρθένο δάσος με τους ονειρικούς καταρράκτες Cataract Gorge, που αγκαλιάζει την πόλη Λόνστον (Launceston), δεύτερη μεγαλύτερη της Τασμανίας. Φωτογραφίζω τα ιστορικά κτίρια των οδών George Street και Saint John Street, κάνω σύντομες στάσεις στα εμπορικά κέντρα Quadrant Mall και αγοράζω εξαιρετικά ξυλόγλυπτα. Παίρνοντας ως ανάμνηση την έντονα αγγλική ατμόσφαιρα και τους χαλαρούς ρυθμούς που έχει όλο το νησί της Τασμανίας, πετάω για το όμορφο και απομακρυσμένο Περθ (Perth) της Αυστραλίας. Η μικρή παραθαλάσσια πόλη, χτισμένη πάνω στο ποτάμι Σουάν (Swan River) και στολισμένη με ανοιχτούς κήπους (Kings Park και Botanic Garden) αλλά και ουρανοξύστες, δεν κρύβει σπουδαία μνημεία, αλλά δείχνει το χαλαρό και υψηλό επίπεδο ζωής της επαρχίας της Αυστραλίας. Φωτογραφίζω το λιτό Μνημείο Πεσόντων (Anzac Monument), μέγαρα αγγλικού στιλ όπως το Δημαρχείο (Town Hall) και το Παλιό Δικαστήριο (Old Courthouse), μια ολοζώντανη γειτονιά με διώροφα περιποιημένα σπίτια (Subiaco) και ένα παλιό εργαστήριο χρυσού (Perth Mint) που λειτουργεί ως μουσείο της εποχής του χρυσού, όταν όλοι έτρεχαν στην Αυστραλία για να βρουν χρυσάφι και μια καλύτερη τύχη.
Μα ακόμη ωραιότερο μου φαίνεται το Φρίμαντλ (Fremantle), στο οποίο πηγαίνω με καταμαράν από το Περθ. Γραφικό, με χαμηλά σπίτια βικτοριανού στιλ και μια περιποιημένη μαρίνα με σκάφη και μαγαζάκια στην High Street, μου αποκαλύπτεται τρυφερά σε μια σύντομη αλλά απολαυστική βόλτα. Δικαίως θεωρείται ότι έχει το πιο καλοδιατηρημένο ιστορικό κέντρο από όλες τις πόλεις της Αυστραλίας. Αφήνοντας τις ακτές που συγκεντρώνουν όλες σχεδόν τις πόλεις της χώρας, καθώς μόνο εκεί υπάρχει νερό και παλιότερα εύκολη πρόσβαση με τα πλοία που έρχονταν από την Αγγλία, πετάω για το άνυδρο κέντρο της Αυστραλίας, το Έιγιερς Ροκ (Ayers Rock), τον ιερό τόπο των Αβορίγινων. Το ηλιοβασίλεμα, το σύμπλεγμα των κόκκινων βράχων Όλγκας (Olgas), ο τεράστιος κόκκινος ιερός βράχος Ουλουρού (Uluru) και η κόκκινη έρημος με κάνουν να δακρύσω από συγκίνηση. Εδώ ο ήλιος, όταν πέφτει, μου φαίνεται πιο μεγάλος και πιο κόκκινος. Οι τεράστιες βιολετιές σκιές επιμηκύνονται πάνω στους κόκκινους βράχους και βάφουν τρυφερά και απόλυτα τον αχανή ορίζοντα. Η απεραντοσύνη των πορτοκαλί, κόκκινων και βιολετί χρωμάτων δεν διακόπτεται από φώτα και κτίρια, καθώς τα πιο κοντινά κατοικημένα σημεία απέχουν εκατοντάδες χιλιόμετρα. Γι’ αυτό ο έναστρος ουρανός φαίνεται πιο κοντινός και φωτεινός, όπως και στη Γαύδο. Το επόμενο ξημέρωμα, από το υπέροχο ξενοδοχείο Sails in the Desert στο Έιγιερς Ροκ, πάω βόλτα με καμήλες στην έρημο για να ρουφήξω λαίμαργα την απόκοσμη εικόνα με τους χαμηλούς αμμόλοφους και τα πανέμορφα βράχια. Η απόλυτη ησυχία διακόπτεται μόνο από το θρόισμα του νωχελικού περπατήματος των άχαρων ζώων και ο χρόνος διαστέλλεται, σαν να προσπαθεί να συναγωνιστεί την απεραντοσύνη του ορίζοντα. Για να δω τα ζωηρά καγκουρό και τα υπναρούδικα κοάλα σε ένα διάσημο κέντρο προστασίας τους, το Lone Pine Koala Sanctuary, κατευθύνομαι ανατολικά στο, πάντα ηλιόλουστο, παραθαλάσσιο τουριστικό Μπρίσμπεϊν (Brisbane). Μέσα σε μια τεράστια έκταση, περπατώ στο φυσικό πράσινο χαλί ανάμεσα σε εκατοντάδες καγκουρό με τα μωρά τους στη φυσική τσέπη της κοιλιάς τους (μάρσιπος – εξ ου και αποκαλούνται μαρσιποφόρα) και αγκαλιάζω τρυφερά τα φοβιτσιάρικα χνουδωτά κοάλα. Μετά από αυτή τη σπάνια συγκίνηση επισκέπτομαι το σπουδαίο πολιτιστικό κέντρο Queensland Cultural Center. Εκτός από τα παραπάνω, το μόνο που έχει να επιδείξει η πόλη είναι ένα αστραφτερό οικονομικό κέντρο με μοντέρνους ουρανοξύστες και κομψά εμπορικά κέντρα. Το εικοσαήμερο (αρκετά δαπανηρό λόγω της πολύωρης διεθνούς πτήσης, αλλά και των εσωτερικών πτήσεων) ταξίδι στην Αυστραλία ολοκληρώνεται με την επίσκεψη στο τροπικό και καταπράσινο Κουίνσλαντ (Queensland) που βρίσκεται στα βορειοανατολικά. Από την παραθαλάσσια πρωτεύουσα Κερνς (Cairns) της επαρχίας, με τις μαγευτικές παραλίες, από τις οποίες ξεχωρίζει η κορυφαία Palm Cove, κάνω μια εκδρομή στο τροπικό δάσος Κουράντα (Kuranda) με τα περιποιημένα χωριά. Ανεβαίνοντας με τον παλιό γραφικό σιδηρόδρομο, χώνομαι στο απόλυτο πράσινο περπατώντας ώρες ανάμεσα σε τεράστιες φτέρες και σπάνια γιγάντια φυτά που με προστατεύουν από τον ήλιο. Στη συνέχεια, παρακολουθώ εντυπωσιασμένη στο Τζαπουκάι (Tjapukai Cultural Park), το καλύτερο ίσως πολιτιστικό κέντρο των Αβορίγινων, τον απλοϊκό χορό μα και την επίδειξη των σπουδαίων ικανοτήτων τους τόσο στο κυνήγι των ζώων με το μπούμερανγκ όσο και στο μουσικό όργανο ντιτζεριντού. Για να επιστρέψω στο Κερνς, παίρνω το τελεφερίκ που με μεταφέρει πάνω από τη ζούγκλα, χαρίζοντάς μου υπέροχη θέα. Η ματιά μου σταματάει στις υπέροχες αμμουδιές, που είναι γεμάτες σχεδόν όλο το χρόνο, καθώς δεν πέφτουν ποτέ οι θερμοκρασίες στον τροπικό βορρά που βρίσκεται πολύ κοντά στον ισημερινό. Στην υπόλοιπη Αυστραλία, το καλοκαίρι ξεκινάει, όπως σε όλο το νότιο ημισφαίριο, το Νοέμβριο και διαρκεί μέχρι τον Απρίλιο, χωρίς βέβαια να πλήττεται ποτέ η χώρα από σκληρό χειμώνα. Η επόμενη εβδομάδα αφιερώνεται στο απέραντο γαλάζιο που φιλοξενεί τον πλουσιότερο βυθό στον
κόσμο, το Θαλάσσιο Πάρκο του Μεγάλου Υφάλου (Great Barrier Reef Marine Park). Βουτάω στα βαθιά έχοντας την πιο γλυκιά γεύση από την ευλογημένη χώρα με τις πανέμορφες πόλεις Σίδνεϊ και Μελβούρνη, τον καταπράσινο τροπικό βορρά με τα πολιτιστικά κέντρα των αυτόχθονων Αβορίγινων, τις τεράστιες λευκές αμμουδιές, την απέραντη κόκκινη έρημο στο κέντρο και το σεβασμό των ανθρώπων στη διαφορετικότητα. Καταδύομαι συγκινημένη στα νερά της καλοοργανωμένης αλλά όχι αποστειρωμένης χώρας στην οποία θα ήθελα να ζω.
Αυστραλία
Νέα Ζηλανδία
ΝΕΑ ΖΗΛΑΝΔΙΑ (NEW ZEALAND) Η γη του απέραντου καταπράσινου λιβαδιού με τα εκατομμύρια αρνάκια στο βορρά, των γεωθερμικών πηγών, των βουνών, των λιμνών, των παγετώνων στο νότο και των αυτοχθόνων μεγαλόσωμων Μαορί. Η αραιοκατοικημένη αγγλόφωνη χώρα στην οποία παντρεύτηκε μετά από εντάσεις ο πολιτισμός των Μαορί και των πιο φιλικών Αγγλοσαξόνων αποτελείται από δύο νησιά, το βόρειο και το νότιο. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Αυστραλίας (αρκετά κοντά στην Ανταρκτική) και καλύπτει συνολικά μια έκταση 267.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Εδώ σταμάτησαν πριν από χιλιάδες χρόνια οι τρανοί θαλασσοπόροι Μαορί από την Ινδονησία σε διάφορα μεταναστευτικά κύματα, ενώ κάποιοι προχώρησαν ανατολικότερα στην πιο μακρινή Πολυνησία. Ανέπτυξαν τον ξεχωριστό πολιτισμό των Μαορί, μέχρι που ήρθαν οι Άγγλοι κατακτητές και τους καταδίωξαν από τις ακτές και τις καλύτερες γαίες, επιβάλλοντάς τους τη χριστιανική θρησκεία και τον τρόπο ζωής τους. Το 1840 υπογράφηκε η συνθήκη Waitangi μεταξύ των Μαορί και των Άγγλων, και η χώρα ανακηρύχθηκε επίσημα αποικία της Αγγλίας, ενώ σήμερα, κυρίαρχο κράτος πλέον, συνεχίζει να αποτελεί μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Έχει –μαζί με την Αργεντινή– μια από τις πιο ανεπτυγμένες κτηνοτροφίες στον κόσμο, που καθιστά την οικονομία της ισχυρή και προσφέρει στα 4 εκατομμύρια κατοίκους υψηλότατο επίπεδο ζωής, αν και για τους τουρίστες δεν είναι ιδιαίτερα ακριβή, αν εξαιρέσει κανείς το μεγάλο κόστος της πτήσης μέχρι εδώ. Φτάνοντας στο Όκλαντ (Auckland), μεγαλύτερη πόλη της χώρας, μετά από τέσσερις ώρες πτήσης από το Σίδνεϊ, απολαμβάνω τη θέα, τόσο από τον πανύψηλο (328 μέτρα) Πύργο Όκλαντ (Sky Tower) στο κέντρο της πόλης όσο και από το λόφο Έντεν (Mount Eden). Οι μοντέρνοι ουρανοξύστες του οικονομικού κέντρου, τα παλιά αποικιακά διοικητικά κτίρια των Άγγλων και τα πολλά χαμηλά σπίτια με τις περιποιημένες αυλές και τις κεραμιδένιες επικλινείς στέγες, ειδικά στη μεγαλοπρεπή οδό Queen street που ξεκινάει από το λιμάνι, δίνουν την αίσθηση της οργάνωσης μα και της χαλαρής καλής ζωής. Επισκέπτομαι το μοναδικό Μουσείο της Κέλι Τάρλτον (Kelly Tarlton’s Museum) που περιλαμβάνει το ενυδρείο με ψάρια της παγωμένης θάλασσας, το πολικό τμήμα με το χιόνι, τις θερμοκρασίες της Ανταρκτικής και τους πιγκουίνους, αλλά και την αναπαράσταση του καταλύματος που χρησιμοποιούσαν οι ερευνητές στις αποστολές τους. Η επόμενη πολιτιστική επίσκεψη περιλαμβάνει το μεγαλύτερο και παλαιότερο μουσείο της χώρας, το Auckland Art Gallery Toi o Tamaki, με συλλογές αρχαίας και σύγχρονης τέχνης. Μια από τις πολλές ηλιόλουστες αλλά ψυχρές μέρες του Ιουλίου, σεργιανίζω στο πεντακάθαρο και χαριτωμένο λιμάνι (Auckland Harbour) με τα χιλιάδες εντυπωσιακά ιστιοπλοϊκά σκάφη που έχουν χαρίσει στο Όκλαντ το όνομα «η πόλη των ιστίων» (City of Sails). Εδώ, σε ένα από τα εξαιρετικά εστιατόρια και καταστήματα στην οδό Quay street, γεύομαι διεθνή κουζίνα (προτιμώντας το άφθονο αρνάκι ή το φρέσκο ψάρι) και καλό κρασί που παράγεται σ’ αυτή την πανέμορφη χώρα. Παρατηρώντας τον κόσμο στην άλλη άκρη της Γης (Αγγλοσάξονες στην πλειονότητά του) μου φαίνεται πιο χαμογελαστός, άνετος, φιλικός, ανεπιτήδευτος στο ντύσιμο και στους τρόπους, σαν τους Αυστραλούς. Μαθαίνω πως οι άνθρωποι εδώ λατρεύουν την ιστιοπλοΐα, τα επικίνδυνα σπορ όπως τις ελεύθερες πτώσεις, τις καταδύσεις, την ορειβασία και τις εκδρομές στη μαγική φύση με τα βουνά, τους όρμους, τις λίμνες, τα πλούσια δάση και τους παγετώνες. Πηγαίνοντας οδικώς στη Ροτορούα (Rotorua), στην πιο δημοφιλή πόλη των Μαορί, περνάω από δάση και λίμνες που διακόπτουν το ατελείωτο λοφώδες λιβάδι και μετράω χιλιάδες αρνάκια και αμπε-
λώνες, αλλά ελάχιστους ανθρώπους κάτω από τον καταγάλανο ουρανό και την κρυστάλλινη ατμόσφαιρα. Έτσι διαπιστώνω πόσο ίδια με τα βουνά (χάιλαντς) της Σκωτίας είναι η επαρχία της Νέας Ζηλανδίας, με τους καταπράσινους λόφους γεμάτους πρόβατα και σπίτια απομακρυσμένα το ένα από το άλλο. Στα μισά σχεδόν της τρίωρης διαδρομής μέσα από δάση και φαράγγια, επισκέπτομαι τα σπήλαια Γουαϊτόμο (Waitomo Glow Worm Caves) με τους σταλακτίτες, τους σταλαγμίτες και το υπόγειο ποταμάκι. Τα σπήλαια είναι διάσημα για τις χιλιάδες πυγολαμπίδες που φωτίζουν σαν μικροσκοπικοί πράσινοι φακοί το σκοτεινό κατά τ’ άλλα χώρο, χαρίζοντάς του μια εικόνα ονειρική. Επισκεπτόμενη μια από τις εκατοντάδες φάρμες που δέχονται τουρίστες, παρατηρώ πολλά είδη ανθεκτικών στο κρύο προβάτων που έφεραν οι Σκωτσέζοι και θαυμάζω τα υπέροχα μάλλινα προϊόντα (μερινός) που παράγονται από αυτά. Στην ανοιχτωσιά της τουριστικής αλλά και γραφικής πόλης Ροτορούα, ανάμεσα από υπέροχα, αγγλικού τύπου, επαρχιακά σπίτια με κεραμιδένιες στέγες, πανδοχεία και ξενοδοχεία, ξεχωρίζει το Μουσείο της Ροτορούα (Rotorua Museum of Art & History). Το εντυπωσιακότερο κτίριο της πόλης με την τεράστια κόκκινη επικλινή στέγη φιλοξενεί σπάνια εκθέματα των αυτόχθονων θαλασσοπόρων Μαορί, μια και η πόλη αποτελεί το πολιτιστικό τους κέντρο. Τα ξυλόγλυπτα μεγάλα κανό τους, οι ανάγλυφες κόκκινες ξύλινες στήλες, τα ιδιαίτερα τατουάζ, τα υπέροχα κοσμήματα από κόκαλο και πράσινο νεφρίτη, τα υπερυψωμένα τριγωνικά σπίτια και οι παραδοσιακές φορεσιές από το εξαφανισμένο πια πουλί κίγουι (kiwi), μου δίνουν μια γεύση από το σπουδαίο πολιτισμό τους. H μυρωδιά από θειάφι με τραβάει στο Πάρκο της Γεωθερμικής Ενέργειας (Wai-o-Tapu Thermal Wonderland), όπου κίτρινες και κόκκινες μικρές λίμνες αλλά και πανύψηλοι πίδακες νερού και ατμού δείχνουν την απίστευτη δύναμη της γης, που πρώτοι εκτίμησαν και εκμεταλλεύτηκαν οι Μαορί για να προφυλαχτούν από το κρύο κλίμα της Νέας Ζηλανδίας. Τώρα πια, πέρα από το γεγονός ότι το αξιοθέατο αυτό παρουσιάζεται στους τουρίστες και το νερό διοχετεύεται στα σπα των καλών ξενοδοχείων, χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενέργειας, όπως θα μπορούσε να συμβαίνει και στη Νίσυρο. Μα η κορύφωση της εβδομαδιαίας επίσκεψής μου στη Νέα Ζηλανδία έρχεται στα «πολιτιστικά χωριά» των Μαορί (Tamaki Maori Village και Mitai Maori Village). Έξω από τη Ροτορούα, ανάμεσα από ξύλινα χαμηλά υπερυψωμένα σπίτια με υπέροχες κοκκινωπές ξυλόγλυπτες μετόπες και ψηλά δέντρα, στην πλατεία του τουριστικού αλλά καλοφτιαγμένου χωριού, εμφανίζονται οι μεγαλόσωμοι όμορφοι Μαορί με εντυπωσιακά τατουάζ στο πρόσωπο και στο σώμα, φορώντας κοντές φούστες από κοχύλια και κρατώντας περίτεχνα γκλομπ. Αφού με υποδέχονται με τον τελετουργικό χορό χάκα, κάνοντας άγριους μορφασμούς και επιθετικές κινήσεις για να με τρομοκρατήσουν ως εισβολέα στο χώρο τους, με χαιρετούν παραδοσιακά, ακουμπώντας με μύτη με μύτη, για να μοιραστούμε την ίδια ανάσα. Ως ευπρόσδεκτη φιλοξενούμενη, με κερνούν γουρουνάκι, παραδοσιακά ψημένο μέσα στη γη, ενώ οι γυναίκες τραγουδούν λικνίζοντας ελαφρά τα στιβαρά κορμιά τους. Εντυπωσιασμένη από τους συμπαθέστατους αλλά και βασανισμένους από τους Αγγλοσάξονες Μαορί, συνεχίζω οδικώς βορειότερα, για το Μπέι οφ Άιλαντς (Bay of Islands), το γαλανό κλειστό κόλπο των 150 καταπράσινων μικρών νησιών με τα περιποιημένα αγροτόσπιτα και τα χιλιάδες χορτάτα και τεμπέλικα αρνάκια. Σε ολοήμερη κρουαζιέρα, αγναντεύω την ονειρική ομορφιά, μέχρι που διαταράσσεται από το πάφλασμα του χορού των δελφινιών και συνταράσσεται από το σκίσιμο της θάλασσας από δύο φάλαινες όρκα. Ασπρόμαυρες και τεράστιες σαν μικρά υποβρύχια με πανύψηλο πτερύγιο ως μικρό κατάρτι, κάνουν αισθητή την παρουσία τους στους εκστασιασμένους επιβάτες του μικρού κρουαζιερόπλοιου και συνεχίζουν την πορεία τους, όπως κι εγώ. Έτσι, με τις σχετικά σύντομες επισκέψεις μου μόνο στο βόρειο νησί και δυστυχώς όχι στο νότιο, ακόμη πιο αραιοκατοικημένο νησί, όπου και βρίσκεται η πρωτεύουσα Γουέλινγκτον (Wellington) και γυ-
ρίστηκε η διάσημη ταινία Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών, συνεχίζω για τον παράδεισο της Γης, τη Γαλλική Πολυνησία.
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΛΥΝΗΣΙΑ (FRENCH POLYNESIA) Ο επίγειος παράδεισος στη Γη, ο κήπος της Εδέμ σε μικρά καταπράσινα λοφώδη νησιά με λευκές αμμουδιές και κοκκοφοίνικες γύρω από καταγάλανα διαυγή νερά, είναι για όσους αντέχουν τις πολύωρες πτήσεις και δεν διστάζουν να διασχίσουν δύο ωκεανούς. Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου που έφτασα μέχρι εδώ και τα μάτια μου απόλαυσαν την απόλυτη φυσική ομορφιά. Σαν φυλαχτό κρατάω την ονειρική εικόνα της Μπόρα Μπόρα, του ωραιότερου από τα 118 νησιά που αποτελούν τη Γαλλική Πολυνησία. Η Γαλλική Πολυνησία απλώνεται σε πέντε αρχιπελάγη στο νότιο Ειρηνικό Ωκεανό μεταξύ Νέας Ζηλανδίας και Χιλής και περιλαμβάνει τα νησιά Σοσάετι (Society Islands), Όστραλ (Austral Islands) και Τουαμοτού (Tuamotu Islands), το αρχιπέλαγος Γκαμπιέρ (Gambier Archipelago) και τα απομακρυσμένα νησιά Μαρκίζες (Marquises Islands). Οι πρώτοι που πέρασαν από την περιοχή ήταν οι Ισπανοί θαλασσοπόροι, αν και τη χαρτογράφησαν οι Άγγλοι που έψαχναν την Αυστραλία. Από τον 19ο αιώνα, η περιοχή ανήκει στη Γαλλία, η οποία έχει καταστρέψει περιβαλλοντικά το άκρο ενός πελάγους με πυρηνικές δοκιμές. Τα αποτελέσματα αυτής της καταστροφής δεν τα είδα αλλά μόνο τα άκουσα, καθώς έχουν αγγίξει τα πιο απομακρυσμένα νησιά και όχι βέβαια το αρχιπέλαγος Σοσάετι που επισκέφθηκα. Μα το σημαντικότερο πρόβλημα που πιθανότατα θα αντιμετωπίσει η περιοχή είναι η καταβύθιση ολόκληρων νησιών λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της αύξησης της στάθμης του νερού. Ο τουρισμός δεν θα γίνει ποτέ μαζικός εδώ, καθώς η Πολυνησία βρίσκεται στην άλλη άκρη της Γης και το κόστος του αεροπορικού εισιτηρίου και της διαμονής είναι ίσως το πιο υψηλό στον πλανήτη. Μετά από 30 ώρες πτήσης με ενδιάμεσους σταθμούς τη Σιγκαπούρη και το Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, προσγειώνομαι στην Παπέετε (Papeete), την πρωτεύουσα της Γαλλικής Πολυνησίας, που βρίσκεται στο νησί Ταϊτή (Tahiti). Μαζί μου ταξιδεύουν ευκατάστατα ζευγάρια Ιαπώνων, Αμερικανών, Αυστραλών και Γάλλων, που αναζητούν τον απόλυτο μήνα του μέλιτος. Η Ταϊτή έγινε αρχικά διάσημη από την ανταρσία του Μπάουντι και αργότερα από το μεγάλο ζωγράφο Γκογκέν, ενώ τώρα πια αποτελεί τον ενδιάμεσο σταθμό για το «όνειρο», γιατί εδώ βρίσκεται το διεθνές αεροδρόμιο. Η πρωτεύουσα Παπέετε της Γαλλικής Πολυνησίας αποτελεί το διοικητικό κέντρο όλων των νησιών. Άναρχα και τουριστικά αναπτυγμένη, έχει άχαρα κτίρια που φιλοξενούν τράπεζες, τουριστικά γραφεία, καταστήματα (Marché de Papeete) με τουριστικά είδη και σπάνια μαύρα μαργαριτάρια, κακόγουστα ξενοδοχεία, ταχυφαγεία, μπαράκια χωρίς προσωπικότητα, ένα άχαρο εμπορικό λιμάνι (Papeete Waterfront) και κυκλοφοριακή κίνηση! Εδώ παρατηρώ πόσοι ξένοι, κυρίως Γάλλοι, ζουν και εργάζονται στον τουρισμό και στη διοίκηση. Επίσης προσέχω πόσο όμορφοι είναι οι αυτόχθονες Μαορί της Πολυνησίας. Ίσως να είναι η πιο ωραία φυλή στον κόσμο. Δυστυχώς δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί τους, καθώς μιλούν μόνο Γαλλικά (που δεν γνωρίζω) και τα Ταϊτιανά (που επίσης δεν προλαβαίνω να μάθω σε μια εβδομάδα). Στον ολοήμερο γύρο του νησιού, καταλαβαίνω τι είχε προσελκύσει τόσους και τόσους πριν από μένα.
Η Ταϊτή είναι ένας τεράστιος κήπος τροπικών λουλουδιών με μικρούς όρμους και καταρράκτες, λευκές αμμουδιές με κοκκοφοίνικες και σπιτάκια. Πέρα από τη φυσική ομορφιά έχει ελάχιστα ενδιαφέροντα, όπως το υπέροχο ξύλινο πρώην σπίτι και νυν Μουσείο του Γκογκέν (Musée Gauguin) και το μικρό μουσείο (Musée de Tahiti et ses Isles) με τα ξύλινα κανό και τα κοκάλινα αγκίστρια της ντόπιας ναυτικής φυλής Μαορί. Δεν χάνω λοιπόν το χρόνο μου και την επομένη αναζητώ τον παράδεισο στο δικαίως φημισμένο νησί Μπόρα Μπόρα (Bora Bora). Πετώντας με το αεροπλάνο 240 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ταϊτής, βλέπω, βουρκωμένη από τη χάρη, εκατοντάδες πράσινα νησάκια μέσα σε λιμνοθάλασσες που έχουν σχηματιστεί από κοραλλιογενείς υφάλους και προστατεύουν τις παραλίες από τα κύματα του ωκεανού και τους απαιτητικούς ταξιδευτές από τα μεγάλα ψάρια... Το συγκεκριμένο νησί είναι ό,τι ωραιότερο έχω δει στη ζωή μου. Ο κοραλλιογενής ύφαλος βγαίνει από την επιφάνεια της θάλασσας και σχηματίζει μια φαρδιά λωρίδα πράσινης γης γύρω από την Μπόρα Μπόρα. Οι βελουδένιοι καταπράσινοι λόφοι σβήνουν μαλακά στους μικρούς όρμους και τις λευκές παρθένες παραλίες με τις φοινικιές. Η λιμνοθάλασσα με τα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά που περιβάλλει το νησί, του χαρίζει την πιο εξωτική απόκοσμη ομορφιά που έχω αντικρίσει. Σαν ακριβά στολίδια στέκουν τα ελάχιστα υπέροχα ξενοδοχεία όπως το Bora Bora Beachcomber Intercontinental Resort και το Meridien Bora Bora, με τα ξύλινα πολυτελέστατα δωμάτια πάνω σε πασσάλους στη θάλασσα, με γυαλί στο πάτωμά τους. Μετά από το γύρο του παραδεισένιου νησιού με αυτοκίνητο, απολαμβάνω ένα παραδοσιακό γεύμα με χοιρινό, μπανάνες και γλυκοπατάτες, ψημένο πάνω σε πυρωμένες πέτρες μέσα στη γη. Καθώς τα εστιατόρια κλείνουν στις 9 το βράδυ, ο μόνος τρόπος (και ο πιο έντονος) να συνεχίσω τη βραδιά είναι σε κάποιο μπαρ ξενοδοχείου σαν το Club Med στο Βαϊτάπε (Vaitape), στο κέντρο του νησιού. Την επόμενη μέρα κάνω μια μεγάλη βόλτα με κανό μέσα στη διαυγή λιμνοθάλασσα. Η ματιά μου πέφτει στα κρυστάλλινα νερά με τα πολύχρωμα κοράλλια και τα τροπικά ψάρια, υψώνεται στους όρμους με τις φοινικιές και τα θεσπέσια ξενοδοχεία, και γαληνεύει στον καταγάλανο ουρανό που συναντιέται με την μπλε αγριάδα του ωκεανού που απλώνεται έξω από το προστατευτικό δαχτυλίδι του υφάλου. Το βράδυ παρατηρώ τη σαγηνευτική χάρη του λαού σε μια χορευτική παράσταση. Οι άντρες με τα υπέροχα τατουάζ και οι γυναίκες Μαορί με τα μακριά μαύρα μαλλιά καλύπτουν ελάχιστα τα καλοσχηματισμένα σώματά τους με ψάθινα φουστάκια και με σουτιέν από καρύδες αντίστοιχα. Οι κινήσεις τους κυλούν στους απαλούς ρυθμούς των κρουστών και με ταξιδεύουν στις εντυπώσεις που απέκτησαν οι πρώτοι θαλασσοπόροι με την ανακάλυψη του απόλυτου κάλλους στη φύση και στους ανθρώπους της Πολυνησίας. Έτσι κλείνω μια ακόμη βραδιά κάτω από τον έναστρο ουρανό της Γαλλικής Πολυνησίας. Μετά από τέτοια γαλήνια ομορφιά, αναζητώ μια γερή δόση αδρεναλίνης. Χάνομαι στο βυθό εκτός υφάλου για να δω από κοντά καρχαρίες και πελαγίσιους κυνηγούς. Αν και τα κοράλλια και τα τροπικά ψάρια υπάρχουν σε αφθονία κοντά στην ακτή, με ωραιότερη την παραλία Τουπούα (Toopua), η σπάνια άγρια ζωή βρίσκεται εκτός υφάλου και ειδικά στην περιοχή Μούρι Μούρι (Muri Muri). Κοπάδια μπαρακούντα και καρχαριών κολυμπούν στα 30 μέτρα βάθος δίπλα μου. Δεν φαίνονται επιθετικά, είναι εξοικειωμένα με την παρουσία των ανθρώπων, παρά το ότι ο βυθός εκτός του υφάλου δεν αποτελεί θαλάσσιο πάρκο. Μετά από τρεις μέρες καταδύσεων, παίρνω το αεροπλάνο για το νησί Μουρέα (Moorea). Πιο λοφώδες αλλά το ίδιο πανέμορφο με την Μπόρα Μπόρα, είναι λιγότερο αναπτυγμένο τουριστικά και γι’ αυτό μου αρέσει πολύ. Στον ολοήμερο γύρο του νησιού με σκάφος, αποκαλύπτονται οι όρμοι με τις λευκές αμμουδιές και τις φοινικιές, τα ελάχιστα πολυτελή ξενοδοχεία όπως το Sofitel La Ora, με
υπερυψωμένα σε πασσάλους ξύλινα δωμάτια, και η φιλοξενία των Μαορί. Κι εδώ η απόλυτη μαγεία που αποπνέει η ατμόσφαιρα μου δημιουργεί βαθιά συναισθήματα γαλήνης και απόλυτης αρμονίας. Σε κάποια στάση, ο καπετάνιος του σκάφους ανοίγει δρόμο με τη ματσέκα του (μεγάλη, φαρδιά μαχαίρα) μέσα από ψηλά αγριόχορτα, φτιάχνει στεφανάκια για τα μαλλιά κάθε κοπέλας που παίρνει μέρος στην εκδρομή και σκαρφαλώνει σε μια από τις φοινικιές για να αδράξει τις καρύδες. Αφού τις σχίζει αποφασιστικά με τη μαχαίρα, μας δροσίζει με τους χυμούς της. Στη συνέχεια κόβει σε κομμάτια ένα ψάρι που έχει φέρει μαζί του και μας οδηγεί ξανά στη θάλασσα, όπου ταΐζει στο στόμα ελεύθερους καρχαρίες και σαλάχια που προσελκύονται στα ρηχά από τη μυρωδιά του φαγητού. Αφού μας ψήσει φρέσκα πελαγίσια ψάρια και ψητές γλυκοπατάτες στη θράκα, μας τραγουδάει ρομαντικά τραγούδια στη γλώσσα του, παίζοντας μελωδικά κιθάρα. Ο παράδεισος είναι γύρω μου και τα γαλήνια χαμόγελα όλων το αποδεικνύουν. Το τελευταίο νησί της εκδρομής, το «θεϊκό ενυδρείο» (όπως αποκαλείται από τους δύτες) το Ρανγκιρόα (Rangiroa) δεν είναι τόσο όμορφο όπως τα προηγούμενα και δεν θα το επισκεπτόμουν αν δεν ήμουν δύτης. Εδώ έρχομαι με μια ακόμη πτήση μιας ώρας για να δω σπάνια κοπάδια από σφυροκέφαλους καρχαρίες. Από την επιφάνεια της θάλασσας φαίνονται σαν μια συμπαγή σκούρα ομάδα πολύ άσχημων ψαριών. Όσο κατεβαίνω στο βυθό, τόσο πιο άγριο γίνεται το αίσθημα από τον όγκο τους και το περίεργο σχήμα του κεφαλιού τους. Οι αμέτρητοι σφυροκέφαλοι καρχαρίες που κολυμπούν τριγύρω μού ανεβάζουν την αδρεναλίνη στα ύψη από το βάθος των 50 μέτρων. Η αίσθηση τριών δυτών μέσα στο κοπάδι των τουλάχιστον 100 καρχαριών μένει στην ψυχή μου για τη μοναδικότητα της εμπειρίας. Μ’ ένα χαμόγελο ευτυχίας, ολοκληρώνω τις περιηγήσεις μου στον Ειρηνικό της παρθένας ομορφιάς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Όλοι οι τόποι έχουν να προσφέρουν, να δείξουν, να διδάξουν τον καθένα μας κάτι διαφορετικό, εφόσον το ταξίδι είναι πάντοτε προσωπικό, και δυο άνθρωποι ποτέ δεν φεύγουν από το ίδιο μέρος με τις ίδιες αναμνήσεις, όπως δεν τους αφήνει την ίδια γεύση η ίδια εμπειρία. Το κάθε ταξίδι, ο κάθε προορισμός, αντικατοπτρίζει το άλλο ταξίδι, το εσωτερικό, μεγάλο ταξίδι της αναζήτησης. Όλοι οι προορισμοί προσφέρουν φυγή και γνώσεις, κάποιοι μια πιο σκληρή και συνάμα τρυφερή πραγματικότητα, ενώ άλλοι πνευματικότητα. Στα εκατοντάδες ταξίδια μου, είδα, ένιωσα και έμαθα αρκετά. Από όσες χώρες επισκέφθηκα, κάποιες ξεχώρισα γι’ αυτά που μου έδειξαν ανώδυνα και άλλες για όσα μου αποκάλυψαν με ανατρεπτικό τρόπο. Οι τουριστικοί προορισμοί όπως το πολυπολιτισμικό Λονδίνο, η πόλη-μουσείο Ρώμη, η αρχόντισσα του νερού Βενετία, το επιβλητικό Παρίσι, το πολιτιστικό Βερολίνο, η αριστοκρατική Βιέννη, η μαγική Ανδαλουσία της Ισπανίας, η ρομαντική Αγία Πετρούπολη και η θρησκευτική Μόσχα, η αρχαία Αίγυπτος με την κρουαζιέρα στο Νείλο, η ανυπέρβλητη σκαλισμένη πόλη Πέτρα της Ιορδανίας, η Συρία της θρησκευτικής συμφιλίωσης, το πολυτελές Ντουμπάι, η Κένυα με το σαφάρι άγριων ζώων, η ζωντανή Νέα Υόρκη, το πανέμορφο Ρίο, η αριστοκρατική Αργεντινή, το γραφικό Μπαλί, η διαφορετική Αυστραλία και η ασύλληπτης φυσικής ομορφιάς Γαλλική Πολυνησία μού πρόσφεραν ξεκούραστα τις γεύσεις τους και μου έδειξαν την ανεξάντλητη χάρη τους. Μα οι ταξιδιωτικοί προορισμοί όπως η μοναδική Ινδία, το μυστικιστικό Θιβέτ και Νεπάλ, το Μεξικό των μνημείων και η Γουατεμάλα των χρωμάτων, το αποικιακό και ιστορικό Περού των Ίνκας και των Ισπανών, τα παρθένα νησιά Γκαλάπαγκος, η Περσία της τέχνης, η μυστηριώδης Υεμένη, η μυρωδάτη Ινδονησία με τη σπάνια αρχιτεκτονική, η Μελανησία των φυλών, η Παταγονία των πάγων, η Καμπότζη των πέτρινων ναών και η Βιρμανία του βουδισμού αποτέλεσαν τα ταξίδια της ζωής μου. Ήταν τα πιο δύσκολα ταξίδια αυτά που με καθόρισαν και μου άνοιξαν τους ορίζοντες, προσφέροντάς μου περισσότερα πνευματικά ερεθίσματα. Είδα τους μεγάλους πολιτισμούς και τα μνημεία που μας κληροδότησαν, την ανείπωτη αρμονία της φύσης και τα σύγχρονα αστικά κέντρα. Στις οργανωμένες ευρωπαϊκές πόλεις θαύμασα λαμπρά μουσεία και πλούσια θεάματα, αλλά εκτίμησα περισσότερο την καθαρή ατμόσφαιρα, την έλλειψη κυκλοφοριακού χάους, τους κάδους ανακύκλωσης σε κάθε σπίτι και τα περιποιημένα, άδεια από μηχανές και αυτοκίνητα, πεζοδρόμια. Έφτασα στα –απειλούμενα από εταιρικά συμφέροντα– δάση της Αφρικής και του Αμαζονίου, στα μολυσμένα ποτάμια της Κίνας και της Ινδίας, σε φυτείες της Ταϊλάνδης και του Αμαζονίου με μεταλλαγμένο ρύζι και σόγια, στις αμέτρητες παραγκουπόλεις του πλανήτη. Επισκέφθηκα χώρες όπου υπάρχει αστείρευτος φυσικός πλούτος μα και πολλοί εξαθλιωμένοι από τη φτώχια. Γνώρισα την κοινή μοίρα των αποικιών και κατανόησα την ανάπτυξη των πρώτων αποικιοκρατικών δυνάμεων – της Ισπανίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας. Ένιωσα τα αποτελέσματα του νεοφιλελευθερισμού, του υπέρμετρου δανεισμού και της φυσικής μα και κοινωνικής καταστροφής, στο όνομα και μόνο της οικονομικής ανάπτυξης. Είδα τη δικτατορία και τον τρόμο στη Βιρμανία και στην Περσία, τα άρρωστα και απροστάτευτα βρέφη της Αφρικής. Σε όλες σχεδόν τις χώρες ένιωσα τη φιλοξενία και τη ζεστασιά των ανθρώπων. Δεν μου φέρθηκαν ποτέ με αγένεια. Έμαθα να καταλαβαίνω και να σέβομαι τους μετανάστες, «παράνομους» και μη, πλούσιους ή φτωχούς, Ευρωπαίους, Αφρικανούς ή Ασιάτες. Γιατί σ’ αυτή τη Γη, σ’ αυτή τη ζωή, αναζητούμε όλοι μια θέση στον ήλιο, και ο ήλιος είναι αρκετά μεγάλος για να μας φωτίζει και να μας ζεσταίνει όλους. Μόνο οι μικρές καρδιές και το ατελές σύστημα κάνουν διακρίσεις.
Μα δεν ήταν μόνο οι προορισμοί αλλά και οι συνταξιδιώτες που με άλλαξαν. Η συνεχής επαφή με διαφορετικούς ανθρώπους με δίδαξε την ευελιξία, καθώς μου έδειξε πόσα κοινά έχουμε στη διαφορετικότητά μας. Μοιραστήκαμε την ίδια τάση φυγής από την εδώ πραγματικότητα και την ανάγκη της συνεχούς κίνησης, με την ελπίδα της λύσης, της ρήξης ή ακόμα και της λήθης. Χάρη στα μέλη των γκρουπ, ανακάλυψα περισσότερες από 80 χώρες, γεύτηκα τη χαρά να επισκεφτώ ξανά γνώριμους τόπους παρατηρώντας τις αλλαγές και τους ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου γι’ αυτό. Μου χάρισαν τη δυνατότητα να αποκτήσω την ευρύτερη εικόνα του πλανήτη και ίσως το πραγματικό νόημα της ζωής. Να γνωρίζω και να ζω ελεύθερα.
ΤΕΣΤ: ΠΟΙΟΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ ΣΑΣ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥΝ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Α
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Β
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Γ
Σας ενδιαφέρουν περισσότερο
Θεάματα
Μουσεία
Μνημεία
Σας γοητεύει ιδιαίτερα
Η Θάλασσα
Μια ωραία Πόλη
3
Εκτιμάτε Αγορές
Μοντέρνων Ρούχων και Αξεσουάρ
Ειδών Λαϊκής Τέχνης
Παραδοσιακές
4
Προτιμάτε
Διεθνή Κουζίνα
Ελληνική Κουζίνα
Ό,τι Βρεθεί Καλύτερο
5
Θεωρείτε την Πολυτέλεια
Απαραίτητη
Αδιάφορη
Περιττή
6
Μπορείτε να πραγματοποιήσετε ταξίδι
Μικρής Διάρκειας
Μεσαίας Διάρκειας
Μεγάλης Διάρκειας
7
Αντέχετε την ταλαιπωρία
Καθόλου
Λίγο
Αρκετά
8
Επιλέγετε Ταξίδι δίνοντας Προτεραιότητα σε
Θέματα Ασφάλειας & Υγείας
Οργάνωση Τουριστικού Πακέτου (γκρουπ)
Τίποτα από αυτά
9
Ταξιδεύετε συνήθως
Με Παρέα
Και με και Χωρίς
Μόνος/η
Ο Σημαντικότερος Λόγος του Ταξιδιού αυτήν την περίοδο είναι
Η Ψυχαγωγία (θεάματα, αγορές, νυχτερινή ζωή)
Το Σπάσιμο της Ρουτίνας
Η Φυγή στο Διαφορετικό
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ
ΚΛΑΣΣΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ
1
2
10
Η Ζούγκλα & η Έρημος
Απαντήστε στις ερωτήσεις, επιλέγοντας κάθε φορά μία από τις προτεινόμενες απαντήσεις: Α, Β ή Γ. Όταν τελειώσετε, μετρήστε ποιο γράμμα διαλέξατε περισσότερες φορές. Στη συνέχεια, διαβάστε παρακάτω σε ποια κατηγορία ταξιδιώτη ανήκετε και ποιοι προορισμοί θα σας προσφέρουν τις ιδανικές διακοπές, ανάλογα με τις προτεραιότητές σας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Αν στις απαντήσεις σας συγκεντρώνετε περισσότερα Α, είστε πιθανότατα Τύπος της Πολυτέλειας. Τα ταξίδια που θεωρώ ότι σας ταιριάζουν είναι σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως Παρίσι, Λονδίνο, Αγία Πετρούπολη, τα Αραβικά Εμιράτα και το Ομάν, η Κωνσταντινούπολη, τα πολυτελή τουριστικά θέρετρα όπως ο Μαυρίκιος, τα νησιά της Καραϊβικής, η Ταϊλάνδη, το Μπαλί, η Βόρεια Αφρική όπως το Μαρόκο και η Τυνησία. Επίσης, αν οι πολύωρες πτήσεις δεν σας είναι πρόβλημα, θα σας γοητεύσει η Βόρεια Αμερική με τη Νέα Υόρκη, την Καλιφόρνια και το Μαϊάμι, η Αργεντινή, το Ρίο ντε Τζανέιρο, η Αυστραλία, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ και η Γαλλική Πολυνησία. Είστε τύπος που δεν συμπαθεί καθόλου την ταλαιπωρία. Η φύση δεν είναι και η πρώτη σας προτεραιότητα. Το ταξίδι για εσάς είναι μια ευκαιρία για απολαύσεις. Συνήθως ανήκετε στους εστέτ και τους γκουρμέ. Είστε ο άνθρωπος των πέντε αισθήσεων και επιμένετε να τις ικανοποιήσετε και τις πέντε. Επιθυμείτε να προσφέρετε κυρίως στον εαυτό σας, αλλά και στους φίλους σας, το εκλεκτότερο. Η καθημερινότητά σας μάλλον περιγράφεται ως δύσκολη και γεμάτη στρες και ευθύνες. Θέλετε να χαλαρώσετε, να απολαύσετε. Τα ενδιαφέροντά σας σάς οδηγούν κυρίως σε χώρους όπως γκαλερί έργων τέχνης, μουσεία, λαμπερές θεατρικές παραστάσεις, καζίνο και πολυτελή spa.
Αν στις απαντήσεις σας συγκεντρώνετε περισσότερα Β, είστε πιθανότατα Κλασικός Τουρίστας. Τα ταξίδια που θεωρώ ότι σας ταιριάζουν είναι οι ευρωπαϊκοί προορισμοί, όλη η Τουρκία, η Βόρεια Αφρική με την Αίγυπτο, η Συρία και η Ιορδανία. Αν αντέχετε τις πολύωρες πτήσεις, θα μπορέσετε να απολαύσετε την Καμπότζη, τη Βιρμανία, το Βιετνάμ, την Κίνα, την Ταϊλάνδη, το Μεξικό, την Κούβα, το Περού, την Αργεντινή, τη Νέα Υόρκη, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ιαπωνία, τη Σρι Λάνκα, το Νεπάλ, τη Νότια Αφρική. Δεν καίγεστε να ανακαλύψετε από μόνος σας μια πόλη, μια χώρα. Προτιμάτε την σιγουριά ενός καλοοργανωμένου ταξιδιού. Το γκρουπ σάς δίνει την αίσθηση της ασφάλειας και αποκλείει εν πολλοίς την περίπτωση του απρόοπτου και της περιπέτειας. Οι μετακινήσεις και το πρόγραμμά σας είναι συγκεκριμένα και μπορεί να δυσαρεστηθείτε αν κάτι από αυτά δεν λειτουργήσει στην ώρα του ή αναβληθεί. Ο προγραμματισμός είναι για σας ανάγκη. Τα ενδιαφέροντά σας είναι τα κυριότερα μνημεία της πόλης και κάποιο μουσείο. Δεν εμπλέκεστε εύκολα με τους ντόπιους και φυσικά δεν σας ενδιαφέρει η κουλτούρα τους περισσότερο από τη βολή σας. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι δεν αισθάνεστε ασφαλής σε μια ξένη χώρα, ιδιαίτερα αν δεν γνωρίζετε τη γλώσσα. Έτσι, το καταλληλότερο για εσάς είναι ένα ομαδικό-οργανωμένο ταξίδι που θα εξασφαλίζει ό,τι σας είναι αναγκαίο και απαραίτητο ώστε να περάσετε καλά.
Αν στις απαντήσεις σας συγκεντρώνετε περισσότερα Γ, είστε πιθανότατα Περιπετειώδης Τύπος. Για εσάς προτείνω όλους τους υπόλοιπους προορισμούς, δηλαδή, Θιβέτ, Μπουτάν, Ινδία, Ινδονησία, Ινδοκίνα, Λάος, Μελανησία, Παταγονία, Γουατεμάλα, Εκουαδόρ, Βολιβία, Περσία, Ουζμπεκιστάν, Υεμένη, Ζιμπάμπουε, Κένυα και Τανζανία, και αν κάνετε καταδύσεις, την Ερυθρά Θάλασσα και βέβαια το Μεγάλο Ύφαλο της Αυστραλίας. Δεν σας ενδιαφέρουν καθόλου οι ανέσεις. Η επαφή με τη φύση και τα extreme sports είναι συνήθως ο στόχος σας όταν αποφασίζετε να ταξιδέψετε. Είστε το κλασικό αρχετυπικό μοντέλο επιβίωσης. Αντέχετε τις ταλαιπωρίες και τις αντίξοες συνθήκες. Λάτρης του δύσκολου λοιπόν, και η αδρεναλίνη στα κόκκινα. Ξέρετε πολύ καλά πώς να βάζετε στόχους και να τους πραγματοποιείτε. Το απρόοπτο είναι το οξυγόνο σας. Άλλωστε, συνήθως είστε δυνατοί αφηγητές, και οι περιπέτειές σας σας κάνουν δημοφιλή στις παρέες σας. Σας αρέσει να συναντάτε εμπόδια μόνο και μόνο για να βρείτε τρόπο να τα ξεπεράσετε. Υ.Γ. Αν κάποια χώρα σάς τραβάει χωρίς να γνωρίζετε το λόγο, μην προβληματίζεστε. Όταν πάτε εκεί θα τον ανακαλύψετε! Να είστε σίγουροι για αυτό.
Για τη δημιουργία αυτού του ψυχολογικού τεστ, συνεργάστηκαν η Εύη Δημητριάδου και η ψυχολόγος Χριστίνα Σταματάκη-Χέλμη.
ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ ΧΕΙΜΩΝΑΣ Για όσους αντέχουν το κρύο ή θέλουν να ζήσουν έντονη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα: Λαπωνία, Χιονοδρομικά Κέντρα Ελβετίας, Αυστρίας & Γερμανίας, Βερολίνο, Μόναχο, Βιέννη, Λονδίνο & Παρίσι Νέα Υόρκη Για όσους θέλουν ζέστη ή να ζήσουν κάτι πολύ διαφορετικό: Νότια Αφρική, Ζιμπάμπουε, Κένυα, Τανζανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και δη το νότιο νησί, Βραζιλία για καρναβάλι ή πρωτοχρονιά, Αργεντινή, Μαυρίκιος, Γαλλική Πολυνησία & Βενετία στην Ιταλία για το καρναβάλι. Η ενδεδειγμένη εποχή (ιδανικές κλιματολιγικές συνθήκες) για τους παρακάτω προορισμούς: Παταγωνία ως και Ανταρκτική. Ινδία και δη νότια, Νεπάλ, Νότιοανατολική Ασία δηλαδή Ταϋλάνδη, Βιρμανία, Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη, Σιγκαπούρη, Ινδονησία. Κεντρική Αμερική όπως Μεξικό, Γουατεμάλα, Κούβα. Μαϊάμι & Καλιφόρνια Απαγορευτική εποχή για: Καναδά & Βόρεια Ευρώπη όπως Ρωσία, Ιρλανδία, Σκωτία λόγω υπερβολικού κρύου και ελάχιστων ωρών ηλιοφάνειας. Επίσης, για Θιβέτ & Μπουτάν λόγω κρύου και δυσκολίας προσέγγισης με το αεροπλάνο.
ΑΝΟΙΞΗ & ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Η ιδανική εποχή για τους παρακάτω προορισμούς: Μέση Ανατολή όπως Συρία, Ιορδανία & Λίβανο Βόρεια Αφρική όπως Αίγυπτο, Τυνησία, Μαρόκο, Ισπανία ειδικά κατά την διάρκεια του καθολικού Πάσχα λόγω των μοναδικών λιτανειών, Πορτογαλία, Ιταλία, Μάλτα, Κύπρο, Κεντρική Ασία όπως Περσία, Ουζμπεκιστάν και Αρμενία
Τουρκία, Βαλκάνια, Κίνα ειδικά για τις εκδηλώσεις της κινέζικης πρωτοχρονιάς & Ιαπωνία λόγω των γιορτών που συνοδεύουν τις ανθισμένες κερασιές. Επίσης καλή εποχή για Κεντρική Αμερική όπως Κούβα, Γουατεμάλα & Μεξικό λόγω της χαρούμενης γιορτής των νεκρών στις αρχές Νοεμβρίου μα και των λιτανειών κατά την διάρκεια του καθολικού Πάσχα, Μαϊάμι, Καλιφόρνια, Βραζιλία, Αργεντινή, Νοτιοανατολική Ασία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Νότια Αφρική, Κεντρική Ευρώπη όπως Γαλλία, Τσεχία, Ουγγαρία, Ελβετία, Μόναχο Γερμανίας ειδικά τον Νοέμβριο λόγω της γιορτής μπύρας (Οκτόμπερφέστ) & Δουβλίνο λόγω των εορταστικών παρελάσεων στις γιορτές του Αγίου Πατρικίου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ H ωραιότερη εποχή για τους παρακάτω περιορισμούς: Ρωσία, Βαλτικά κράτη όπως Λιθουανία, Λετονία & Εσθονία, Σκανδιναβικά κράτη όπως Σουηδία, Νορβηγία & Φιλανδία, Μεγάλη Βρετανία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Γροιλανδία, Καναδάς, Νέα Υόρκη, Θιβέτ, Μπουτάν Χώρες των Άνδεων στην Νότια Αμερική όπως Ισημερινός, Βολιβία, Βόρεια Χιλή και ειδικά Περού λόγω των λαμπρών γιορτών που παίρνουν μέρος προς τιμή του θεού ήλιου στο Κούσκο στο τέλος Ιουνίου. Ειδικά τον Αύγουστο μήνα παίρνουν μέρος λαμπρές πολιτιστικές εκδηλώσεις στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, στο Μοντρέ της Ελβετίας, στο Μόντρεαλ του Καναδά, στο Κάντυ της Σρι Λάνκα και στο Πόρτ Μόρεσμπυ της Παπούα Νέας Γουινέας. Απαγορευτική εποχή για: Ινδία, Κεντρική Αμερική, Νοτιοανατολική Ασία & Κίνα λόγω ζέστης και υγρασίας. Επίσης για Αφρική (εκτός της Νότιας), Κεντρική Ασία & Μέση Ανατολή λόγω ζέστης, αλλά και για Παταγωνία λόγω κρύου και λίγων ωρών ηλιοφάνειας.
Καλά Ταξίδια
Βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως
Η Ευδοκία Δημητριάδου γεννήθηκε στις 5 Απριλίου στην Αθήνα. Μετά την αποφοίτηση της από το γυμνάσιο και το λύκειο του Αμερικανικού κολεγίου Ελλάδος, συνέχισε τις σπουδές της σε αυτό με ειδίκευση στο Marketing Management, τις οποίες ολοκλήρωσε με υψηλή βαθμολογία. Εργάστηκε ως υπεύθυνη διαφήμισης και προώθησης πωλήσεων σε γνωστή πολυεθνική εταιρία για δύο χρόνια, παραιτήθηκε και από τότε σεργιανίζει τον πλανήτη ως συνοδός γκρουπ και εξωτερικός συνεργάτης των μεγαλύτερων Ελληνικών ταξιδιωτικών γραφείων, καθώς γνωρίζει άπταιστα Αγγλικά, Ισπανικά, Ιταλικά και Γερμανικά. Πήρε μέρος σε πολύμηνες ανθρωπιστικές αποστολές κατά την διάρκεια των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Το 2010 εξέδωσε με μεγάλη επιτυχία τον ταξιδιωτικό οδηγό / βιωματικό οδοιπορικό στον πλανήτη «Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 Χώρες». Πέρα από τα ταξίδια, αγαπάει το διάβασμα, την κηπουρική, τα σπορ, την ζωή και την ελευθερία. Ζει στην Αθήνα με τον αγαπημένο της σκύλο και ονειρεύεται να ζήσει σε μια γωνιά του Αιγαίου, ανάμεσα στο γαλάζιο της θάλασσας και το γαλανό του ουρανού.
Γε ι ασας , Εί µαι17 ε τ ών , αλλάέ χ ωτ ρέ λαµετ ατ αξ ί δι ακαιαπότ ουχ ρόν ου πουθαέ χ ωξ ε µπλέ ξ ε ιµετ ο σχ ολε ί οθαξ ε κι ν ήσω ν α κάν ωτ οόν ε ι ρόµουπραγ µατ ι κότ ητ α... ν αε πι σκε φτ ώ όσε ςπε ρι σσότ ε ρε ςχ ώρε ς στ ονκόσµοκατ αφέ ρω. Τ οβι βλί οσαςµαγ ε υτ ι κό, ε υτ υχ ώςήµουντ υχ ε ρή, καθώςδε νε ί χ αι δέ αότ ικυκλοφορε ίκάτ ιτ έ τ οι ο, αλλά µάλλονµετ ράβηξ ετ ο χ ρώµατ ου. Oιαφηγ ήσε ι ς µετ αξ ί δε υσανστ αξ έ ν α ν ον τ άςµουσυγ χ ρόµέ ρη, δί ν ωςπολλέ ςγ ν ώσε ι ςγ ι ατ ι ς πε ρι οχ έ ςαυτ έ ς . Μετ ι ς ε µπε ι ρί ε ςσαςµαςπαρασύρατ εόλουςν ακάν ουµετ ον γ ύροτ ουκόσµου, έ στ ω και ν οητ ά. Μαρί αΓαβρι ηλί δου
Θαήθε λαν ασαςσυγ χ αρώ γ ι ατ ουπέ ροχ οβι βλί οσας πουµετ αξ ί δε ψεµεκάθε τ ουσε λί δασεόλους αυτ ούςτ ουςπροορι σµούς . Μεχ αράδι απί στ ωσαότ ισε όσαµέ ρηε ί χ αήδητ αξ ι δέ ψε ιηαί σθησηπουµουµε τ αφέ ρατ εήτ αναυτ ήακρι βώςπουε ί χ αβι ώσε ι ,ε ν ώ σεόσαδε νέ χ ω πάε ιακόµα µουγ ε ν ν ήθηκεησφοδρή ε πι θυµί αν αφύγ ωτ ώρα αµέ σως ,ε άνµπορούσα. Σ ας ε ύχ οµαικαλήσυν έ χ ε ι αστ ι ς τ αξ ι δι ωτ ι κέ ςσαςπε ρι πέ τ ε ι ε ςκαιθαπε ρι µέ ν ω µεαν υποµον ησί ατ οε πόµε ν όσας βι βλί ο. Αν τ ων ί ν αΚαλκαβούρα
Ποτ έδε νκατ άλαβαγ ι ατ ί γ ε ν ν ήθηκασ’ έ ν αχ ωρι ό στ αΧ αν ι άκαιόχ ιστ ηνΙ ν δί α ήτ οΠε ρού. ∆ ι αβάζ ον τ αςή µάλλονκάν ον τ αςτ ογ ύρο τ ουκόσµουσε80 χ ώρε ς , µεοδηγ ότ ηνΕ ύη, τ αε ρωτ ήµατ αµουπολλαπλασι άστ ηκαν .
Τ οβι βλί ο«ΟΓύροςτ ουΚόσµουσε80 Χ ώρε ς » αποτ ε λε ίέ ν ανβι ωµατ ι κότ αξ ι δι ωτ ι κόοδηγ ό, σαςαποκαλύπτ ε ι80 χ ώρε ςκαιπε ρι σσότ ε ρε ς από500 πόλε ι ςστ ι ς5 ηπε ί ρους ! Γραµµέ ν οαπόµι αέ µπε ι ρηtou r leader σεα’ πρόσωποκαισεαπλή γ λώσσα, σαςµε τ αφέ ρε ισεκάθεχ ώρα γ ν ωρί ζ ον τ αςσαςτ ηνι στ ορί α, τ ηγ ε ωγ ραφί α, τ οντ ρόποζ ωής ,τ ηντ οπι κήκουζ ί ν α, τ ι ςαγ ορέ ςκαι βέ βαι αόλατ ααξ ι οθέ ατ α! ∆ι αβάζ ον τ αςδεµί α–µί αχ ώρα(3-6 σε λί δε ς ) κε ρδί ζ ε τ εακόµηπι ο έ ν τ ον ατ ηναί σθησητ ουκάθετ όπουκαιλαού. Σ τ οτ έ λοςτ ουβι βλί ουπε ρι λαµβάν ε τ αιέ ν αψυχ ολογ ι κότ ε στπουσας βοηθάε ιν ααν ακαλύψε τ εποι οιπροορι σµοίσαςτ αι ρι άζ ουναλλάκαι έ ν αςχ ρήσι µοςπί ν ακαςµετ ηνκατ άλληληε ποχ ήαν άπροορι σµό! Ανέ χ ε τ ετ ηντ ύχ ην ατ αξ ι δε ύε τ εθαξ έ ρε τ επι ατ ιν απροσδοκάτ εαπό κάθετ όποαλλάκαιτ ιν αµηνχ άσε τ ε . Ανδε ντ αξ ι δε ύε τ ε ,τ ώραµπορε ί τ εν ακάν ε τ ετ ονγ ύροτ ουκόσµου ν οε ράµετ οπι οοι κον οµι κόε ι σι τ ήρι ο. Οιδεν ε αροίαν αγ ν ώστ ε ςθαµάθουναπολαυστ ι κάτ ηνγ ε ωγ ραφί ακαι τ ηνλαογ ραφί ατ ων 5 ηπε ί ρων . Καλάτ αξ ί δι αν οε ροίσυν τ αξ ι δι ώτ ε ς , Ε ύη∆ ηµητ ρι άδου
Σ τ αύροςΘε οδωράκης , δηµοσι ογ ράφος
Πάραπολύκαλόβι βλί ο, πουσεσυν τ ροφε ύε ικαισε τ αξ ι δε ύε ιν οε ράαλλάκαι κυρι ολε κτ ι κά! Ε πί σηςε ξ αι ρε τ ι κέ ςσυµβουλέ ςγ ι α ε στ ι ατ όρι α, ξ ε ν οδοχ ε ί ακαι tips! Τ οέ χ ω δι αβάσε ικαι ήδηµεέ χ ε ιβάλε ισεσκέ ψε ι ςκαιδί ληµµαγ ι ατ ο ποι οθαε ί ν αιτ οε πόµε ν ο µουτ αξ ί δι ! Ε ύη, σεε υχ αρι στ ώ! Ε λε υθε ρί αΤ σι τ σι ρί κη
Aνδε νήξ ε ραε κτ ωνπροτ έ ρωνότ ιαυτ όήτ ανµί α ε µπε ι ρί αζ ωής , θαπί στ ε υα ότ ιδι άβαζ αµί αφαν τ αστ ι κή τ αξ ι δι ωτ ι κήαφηγ ηµατ ι κή πε ζ ογ ραφί α. Πε ρι λαµβάν ε ι τ απάν τ ασχ ε δόνµετ α ολήθηκαγ ι α οποί αασχ και ρόπαράλληλαµετ ο κύρι οε πάγ γ ε λµάµου.Ι στ ορί α, Λαογ ραφί α, Πολι τ ι κή Ι στ ορί α, Οι κον οµί α, Γε ωπολι τ ι κήΕ πι στ ήµη, Ε θν ολογ ί α, Κοι ν ων ι ολογ ί α, Ε θν ι κήΨυ χ ογ ραφί αέ ωςΣ ύγ χ ρον η∆ ι πλωµατ ί α. Τ οµόν οπου µπορώ ν απω ε ί ν αιέ ν α µπράβο. Πράγ µατ οοποί ο κάν ωχ ωρί ςν αέ χ ωτ ηνπαραµι κρήδι άθε σηφι λοφρόν ησης .Σ υγ χ αρητ ήρι α. Αλέ ξ ηςΚαν άρης