Φανταστική λογοτεχνία, τ13

Page 1


Περιεχόμενα

3

«Το κέρας», του Σταμάτη Μαμούτου

4

«Σεπτήριον: Το ένατο κύμα, το αθέατο κάστρο και οι εραστές της θύελλας», του Battle Angel

6

«Οι αρχιτραγουδιστές της Μαγκ-ελνόρ: Άλμος ο οξύς (μέρος 1ο)», της Εύας Δημητσάντη

11

«Κάτι χαμένο», του Λάζαρου

12

«Το επικό στοιχείο στο Hard Rock της δεκαετίας του ’70», του Flammentrupp

14

«Warflag of the Sun», (μόνιμη στήλη) του Sun Knight

16

«Χάινριχ φον Κλάιστ. Στην ίσαλο της φαντασίας και της μορφής», του Σταμάτη Μαμούτου

21

«Λιθοξόος», υπό Ζεφύρου

22

«William Blake: Νεύτων», του Νίκου Μάμαλου

26

«Πολύτιμα Μέταλλα», (μόνιμη στήλη) του Σταμάτη Μαμούτου

28

«Sword of a Paladin», (μόνιμη στήλη) του Paladin ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ «Φανταστική Λογοτεχνία», τεύχος 13, Δεκέμβριος 2013

Εκδότης: Σύλλογος φοιτητών ΑΤΕΙ και ΑΕΙ Πανεπιστημίων Ελλάδος Φανταστικής Λογοτεχνίας (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας). Συντακτική ομάδα τεύχους: Σταμάτης Μαμούτος, Battle Angel, Εύα Δημητσάντη, Λάζαρος, Flammentrupp, Sun Knight, Ζέφυρος, Νίκος Μάμαλος, Paladin. Επιμέλεια-Διόρθωση: Σταμάτης Μαμούτος. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Morias. Εικόνα εξωφύλλου: Arthur Rackham, «Rhinemaidens warn Siegfried»



ΣΕΠΤΗΡΙΟΝ του Battle Angel

Το ένατο κύμα, το αθέατο κάστρο και οι εραστές της θύελλας

Τ

ο ένατο κύμα θεωρείται πως χωρίζει τον πραγματικό/ γήινο από τον φανταστικό/ μυθικό κόσμο. Πίσω από τα κύματα υπήρχε ένα νησί, αόρατο με γυμνό μάτι. Το μυστηριώδες νησί εμφανίζονταν μόνο αν μπορούσες να επιβιώσεις από την επίθεση των γιγαντιαίων κυμάτων που, σύμφωνα με ιστορίες, εμφανίζονταν ως «υδάτινο τείχος» ή ως «τρύπα στη θάλασσα» (η ύπαρξη των οποίων έχει σήμερα διαπιστωθεί από την επιστήμη). Ο ίδιος ο Βασιλιάς Αρθούρος γεννήθηκε από το κύμα που μας χωρίζει από τον «άλλο κόσμο», από το κύμα που έσκαγε στο κάστρο Τίντατζελ, από τον πόθο του μεταμορφωμένου βασιλιά Ούθερ Πεντράγκον που έσπειρε την ανυποψίαστη Ιγκρέιν με τη βοήθεια του μάγου Μέρλιν. ‘Wave after wave, each mightier than the last, Till last, a ninth one, gathering half the deep And full of voices, slowly rose and plunged Roaring, and all the wave was in a flame And down the wave and in the flame was borne A naked babe, and rode to Merlin’s feet, Who stoopt and caught the babe, and cried “The King! Here is an heir for Uther!”’ ( Idylls of the King: The coming of Arthur, του Alfred Lord Tennyson) «Αυτό είναι το Τίντατζελ, το κάστρο που δεν είδε ποτέ κανείς. […] Το Τίντατζελ ήταν η Ιδέα της ιπποσύνης. Δεν ύψωσε περήφανες επάλξεις πάνω απ’ τη γη, αλλά κρέμασε θαυμάσιες επάλξεις από τον ουρανό. Στους λαμπερούς του πύργους περπάτησαν ο Γκάλαχαντ και ο Αρθούρος. Από τις αψεγάδιαστες του πύλες ήρθε η πομπή της ιδανικής ιπποσύνης. […] Μπορεί το Τίντατζελ να αναγερθεί και πάλι, όχι όμως με λίθους, αλλά ως ιδέα στο μυαλό των ανθρώπων». (Castles of England and Wales, του E. J. MacDonald) Στις 13 Ιουλίου του 1823 ο Λόρδος Βύρωνας και το πλήρωμά του αναχώρησαν από το λιμάνι της Γένοβας με το πλοίο «Ηρακλής» με προορισμό την Κεφαλονιά. Ξάφνου, σφοδρός δυτικός άνεμος προκάλεσε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ενώ οι άνδρες της υπηρεσίας του έπαθαν ναυτία, ο Λόρδος Βύρωνας ατάραχος παρέμεινε στο κατάστρωμα, συγκρατώντας παράλληλα και σώζοντας τα άλογα που υπέστησαν ισχυρή ταραχή. Όταν συνήλθε ο αντισυνταγματάρχης Pietro Camba του Ελληνικού στρατιωτικού σώματος, ο Βύρωνας του είπε: «Έχασες ένα από τα ωραιότερα και μεγαλοπρεπέστερα θεάματα απ’ όσο είδα ποτέ. Για μερικές στιγμές διατρέξαμε σοβαρό κίνδυνο, αλλά ο πλοίαρχος και το πλήρωμα φέρθηκαν πραγματικά θαυμάσια. Έμεινα όλη τη νύχτα πάνω στο κατάστρωμα. Το θέαμα που είδα ήταν εντελώς πρωτόγνωρο για μένα. Πάντοτε όμως θεωρούσα την τρικυμία σαν ένα από τα εξοχότερα θεάματα απ’ όσα μας παρουσιάζει η φύση».

4

“Tintagel Castle” του Herbert J. Finn, από το Castles of England and Wales του E. J. MacDonald”

“Πρόσφατη φωτογραφία των ερειπίων του θαλασσοδαρμένου κάστρου Tintagel, του Κάστρου του Κύματος που στέκει στα απότομα βράχια της Κορνουάλης... ανάμεσα σε δυο κόσμους”


Στις 3 Μαΐου 1810, o Βύρωνας διέσχισε τον Ελλήσποντο όταν έμαθε για το μύθο του Λεάνδρου, ενός νεαρού από την Άβυδο της Τρωάδας, ο οποίος κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας στην απέναντι όχθη του Ελλησπόντου, στην αιολική Σηστό, για να συναντήσει την αγαπημένη του Ηρώ, ιέρεια της Αφροδίτης, η οποία του έδειχνε την αναμμένη της λάμπα από την κορυφή του πύργου της. (Απ’ το «Ο Λόρδος Βύρων στην Ελλάδα» του Conte Pietro Camba) Ο Λόρδος Βύρωνας, όντας βαπτισμένος στο ένατο κύμα, υπήρξε δεινός κολυμβητής και ανατρεπτικός ιδεαλιστής, προάγοντας μέσα από τον ρομαντισμό τα αρχαία ελληνορωμαϊκά ιδεώδη που συνεχίστηκαν μέσω της κέλτικης ιπποσύνης. Ήταν από εκείνους που κατόρθωσε να ζει στο μεταίχμιο δυο πραγματικοτήτων, οι οποίες διεισδύανε η μια στην άλλη. Επηρέασε την εξέλιξη των πραγμάτων του καιρού του αναγείροντας νοητικά τους λαμπερούς πύργους του Τίντατζελ, του Κάστρου του Κύματος.

“Ο πίνακας του Γερμανού Ρομαντικού ζωγράφου Caspar D. Friedrich “Wanderer above the Sea of Fog” (1818) που παρουσιάζει έναν απρόσωπο δανδή οδοιπόρο να ορθώνει σαν κάστρο το ανάστημά του απέναντι σε ένα βραχώδες και ομιχλώδες τοπίο, ατενίζοντας τη φουρτουνιασμένη θάλασσα”

Για τον ελληνικό κόσμο, και κυρίως για την ομηρική εποχή, την εποχή των ποιητών και των ηρώων που έθεσε τις βάσεις του ελληνικού και, κατ’ επέκταση, του δυτικού πολιτισμού, η διαφορά μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, μεταξύ γήινου και μυθικού, δεν ήταν ίδια με αυτή της σύγχρονης κουλτούρας. Στις μέρες μας, το φανταστικό/ μυθικό αντιμετωπίζεται ως ψευδές ή παράλογο. Στα ομηρικά έπη, το φανταστικό/ μυθικό, είτε ως πολιτισμικό φορτίο του υποσυνειδήτου, είτε ως φορέας αρχέτυπων εικόνων, συμβόλων, ιδεών και αξιών και θεμελιωτής παραδόσεων και πίστεων, είτε ως πραγματικότητα σε ένα άλλο επίπεδο, ήταν τόσο αληθινό και λογικό όσο και το πραγματικό/ γήινο. Η ηρωική αυτή εποχή, το πνεύμα της οποίας συνεχίστηκε μέσα στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, αναβίωσε την εποχή της Αναγέννησης (14-17ος αιώνας), κάτι που διαφαίνεται τόσο μέσα από τη ζωγραφική και τη γλυπτική, όσο και μέσα από το σχεδιασμό του χώρου (π.χ. σχεδιασμός κήπων), και κορυφώθηκε την εποχή του Ρομαντισμού (τέλη 18ου – μέσα 19ου αιώνα). Το ένατο κύμα μέχρι σήμερα εξακολουθεί να εμφανίζεται στους τολμηρούς, στους ρομαντικούς...στους εραστές της θύελλας, που συνεχίζουν περήφανα να αναστηλώνουν τα τείχη του Τίντατζελ, υψώνοντας τα λάβαρα, για να περάσει και πάλι η ολόλαμπρη πομπή του. Διαβάστε την ιστοσελίδα του Battle Angel στην ηλεκτρονική διεύθυνση: septirion.blogspot.gr

5


ΟΙ ΑΡΧΙΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΑΓΚ-ΕΛΝΟΡ

“ΑΛΜΟΣ Ο ΟΞΥΣ” (μέρος 1ο )

Ο

Νταρ-εν ξύπνησε. Ήταν η μέρα που θα έπαιζε τον Πορφυρό Ύδραυλο στο κέντρο της πόλης. Κοιμισμένος ακόμα, φόρεσε την ζεστή του ρόμπα και κοίταξε απ’ το παράθυρο κάτω στον χιονισμένο δρόμο. Ο Πούπουλ έπαιζε με χαριτωμένες φωτιές, όπως πάντα. Τίποτα, εκτός απ’ το χιόνι, δεν είχε αλλάξει εδώ και 200 χρόνια. Ο χρόνος στην Μαγκ-ελνόρ, την πόλη των Αρχιτραγουδιστών, μετριέται σε ανάσες. Κάθε ανάσα αντιστοιχεί σε μια μονάδα χρόνου και έτσι η στιγμή διαρκεί διαφορετικά για κάθε άνθρωπο. Κάποιος που λαχανιάζει, ξοδεύει περισσότερες στιγμές σε σχέση μ’ αυτόν που ανασαίνει ήσυχα κι απλωτά. Και είναι μεγάλη απόφαση κανείς να θυσιάσει μαζεμένες πολλές απ’ τις στιγμές του βαριανασαίνοντας. Ο Άλμος ο Οξύς, κατανέμοντας με σοφία τις ανάσες του, κατάφερε να πολλαπλασιάσει τις στιγμές του επί είκοσι, αφήνοντας την τελευταία του, αφού ολοκλήρωσε 1800 κυκλικά έτη. Ο Άλμος ο Οξύς, κατάφερε να γίνει θρύλος˙ και θρύλος σπάνια γίνεται κάποιος, δεδομένου ότι ένα θρυλικό κατόρθωμα μπορεί να κόψει την ανάσα!

κυρίευσε την Μαγκ-ελνόρ ακριβώς εκείνες τις μέρες, σκορπίζοντας –γεγονός ανεξήγητο αλλά ευχάριστο, ευωδιά, αγαλλίαση κι ευλογία. Η άνοιξη χαμογέλασε περισσότερο εκείνη την περίοδο, χαρίζοντας τους πλουσιότερους καρπούς στα δέντρα και τις ευφυέστερες ιδέες στα κεφάλια των Αρχιτραγουδιστών –ήταν η χρονιά που ανακάλυψαν την πολυφωνία. Έτσι, πολλοί ταύτισαν την ευεργετική αυτή ομίχλη με την παρουσία του ίδιου του Έμμελον, του προστάτη θεού τους, πράγμα που μπορεί και να είναι σωστό˙ αν και η ολοκληρωτική ταύτιση έγινε σχεδόν μετά από 2 χιλιετίες, αφού ο Άλμος ο Οξύς είχε ήδη γίνει θρύλος. Στην πραγματικότητα, όταν ο Άλμος γεννήθηκε, τίποτα λιγότερο και τίποτα

Οι Αρχιτραγουδιστές πάντα τιμούν τον Άλμος στα μακρύπνοα τραγούδια τους, όχι μόνο γιατί εικοσαπλασίασε τις στιγμές του. Τραγουδούν και ανασαίνουν πάνω στις στέγες, πάνω στα τείχη, χαμένοι στα σύννεφα, ακόμα και μέσα στην γη, για την γενναία του καρδιά και τα γυμνασμένα του πνευμόνια, την ισχυρή του θέληση και την οξεία του φωνή, που κάποτε, γύρω στα 500 του χρόνια, έσωσε την Μαγκ-ελνόρ και τις τριγύρω πόλεις, τρυπώντας, διαβρώνοντας και εξολοθρεύοντας τον Φτερωτό Κατάσκοπο του Γελαστού Μαέστρο. Αλλά, προπάντων, τιμούν τον Άλμος και την οξύτητά του, για τον Πορφυρό Ύδραυλο. Λένε, πως όταν ο Άλμος γεννήθηκε, ο ίδιος ο Έμμελον ντύθηκε στα σύννεφα και κατέβηκε στην Μαγκελνόρ σαν ομίχλη που ό,τι άγγιζε, ευεργετούσε. Έχει καταγραφεί στις «Πνοές», τα ιστορικά αρχεία της πόλης, το πιο πυκνό νεφέλωμα που

6

της Εύας Δημητσάντη περισσότερο δεν συνέβηκε από μια απλή γέννηση. Όλα τελέστηκαν σύμφωνα με το καθιερωμένο τυπικό. Πρώτα, το κλάμα του μωρού και κατόπιν, η εξέταση του βρέφους από τους Γνώστες. Ένα ακόμα υγιές και πολύ πιθανόν συνηθισμένο παιδί είχε έρθει για να αυξήσει τον πληθυσμό της Μαγκ-ελνόρ κατά μία μονάδα. Και τίποτα παραπάνω. Οι Γνώστες ήταν κατηγορηματικοί: «Ο Μεγάλος Βαρύς δεν γεννήθηκε ακόμα». Ο Μεγάλος Βαρύς, που θα συντονιζόταν με τους εσώτερους ήχους της γης και θα ανατίναζε το υποχθόνιο βασίλειο του Γελαστού Μαέστρο. Μόνο έτσι, πίστευαν, ότι θα μπορούσαν να τον εξοντώσουν. Ωστόσο, ο Έλντος και η Πέριελ ξεκίνησαν να μεγαλώνουν τον Άλμος, τον πρωτότοκο γιο τους, όπως τόσοι άλλοι γονείς


στην Μαγκ-ελνόρ μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά. Με έγνοιες, φροντίδες και αγάπη για την μουσική. Ο μικρούλης φάνηκε ήδη απ’ τις πρώτες του ανάσες, ότι είχε λάβει το χάρισμα μιας εξαίσιας φωνής, που αν και δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν οι Γνώστες, έκανε όμως τους γονείς του παιδιού υπερήφανους –τουλάχιστον στην αρχή. Στους 11 μήνες του έκλαψε το μελωδικότερο «μαμά» που ακούστηκε ποτέ από μωρό και στα 5 του χρόνια κάλεσε τραγουδιστά ένα ολόκληρο, παχύ σύννεφο να τον τυλίξει –κι εκείνο όχι μόνο τον τύλιξε, αλλά έμεινε κι έπαιξε μαζί του αρκετή ώρα. Όμως, όταν ήταν 11, ένα βράδυ ξυπνώντας από εφιάλτη, στρίγγλισε τόσο διαπεραστικά για να ξορκίσει τον φόβο, που ράγισε το μεγάλο βιτρώ –εκείνο που στόλιζε την πρόσοψη του ναού του Έμμελον στο κέντρο της πόλης. Τα επόμενα τρία βράδια ο Άλμος κοιμήθηκε στο κελάρι για τιμωρία. Τέτοια ήταν η φωνή του. Τα αμέσως επόμενα χρόνια ο Άλμος, όπως κάθε έφηβος της Μαγκ-ελνόρ, υμνούσε την χάρη του Έμμελον στην χορωδία του ναού. Εκεί έψελνε ήρεμα και αρμονικά˙ ή τουλάχιστον προσπαθούσε. Όμως ο αρχιερέας, ο Κέλχαρ ο Νηφάλιος, που διεύθυνε και την χορωδία, ποτέ δεν του έδινε πρώτο ρόλο. Και όταν έφτανε η ώρα για να γυρίσουν οι μικροί χορωδοί στα σπίτια τους, εκείνος στεκόταν στην πόρτα του ναού και περίμενε. Όταν ξεπρόβαλλε ο Άλμος, ο αρχιερέας έριχνε μια έντονη ματιά επάνω του κι έπειτα άλλη μια ψηλά στο επισκευασμένο βιτρώ. Ο νεαρός χαμήλωνε το κεφάλι και έφευγε. Ο Κέλχαρ, όμως, έμενε ακίνητος παρακολουθώντας τον μέχρι που χανόταν μέσα στα στενά ή την ομίχλη˙ λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξαναγυρνούσε. Όταν ο Άλμος συμπλήρωσε τα 17 του χρόνια, ολοκλήρωσε και τη μαθητεία του στη χορωδία του ναού. Στο Δίπλωμα του «Μελωδικού Χορωδού» που του απονεμήθηκε, αναγραφόταν η ένδειξη «Οξύτονος», με ένα μικρό αστερίσκο δίπλα στη λέξη αυτή. Στην πίσω πλευρά του Διπλώματος ο αστερίσκος παρέπεμπε, με μελάνι που δυστυχώς δεν έσβηνε, στην εξής φράση: «Ακατάλληλος για σολίστας». Εκείνη την ημέρα ο Άλμος δεν θα γυρνούσε σπίτι έτσι απλά. Παρέδωσε στους γονείς του, που παρευρίσκονταν στο ναό για την απονομή, το Δίπλωμα και ζήτησε την άδεια για έναν περίπατο. Ο Έλντος είδε το γυαλιστερό βλέμμα του γιου του και τον αστερίσκο στο Δίπλωμα και έγνεψε καταφατικά. Όταν ο Άλμος βγήκε απ’ το ναό και στάθηκε στο κατώφλι, ο Κέλχαρ δεν περίμενε στην πόρτα. Κι αυτή ήταν η πρώτη του φορά.

Ο νεαρός διπλωματούχος –κι «ακατάλληλος για σολίστας», άπλωσε το βλέμμα του στην Μαγκ-ελνόρ κατά το νότο. Εκεί, στο κατώφλι του ναού, στην κορυφή 37 σκαλοπατιών από γρανίτη που ξεδιπλώνονται αυτοκρατορικά στο Μεγάλο Μονοπάτι –τον δρόμο που ξεκινάει από την νότια πύλη και καταλήγει στο κέντρο του ναού όπου στέκεται το άγαλμα του Έμμελον, τον δρόμο που η παράδοση θέλει να έχει διανύσει ο ίδιος ο προστάτης θεός στην πρώτη του επίσκεψη, εκεί στάθηκε ο Άλμος και αφουγκράστηκε την πόλη. Μαγκ-ελνόρ! Ο Μεγάλος Οίκος της Ελπίδας˙ έτσι ονομάστηκε η πόλη κατά την επιθυμία του Έμμελον. Και τα παιδιά του ονομάστηκαν Αρχιτραγουδιστές. Μαγκελνόρ ή, όπως την αποκαλούν οι περιηγητές, Έελ-Χιούμ, το Φωτεινό Νεφέλωμα! Πόλη ζωσμένη μόνιμα από πυκνή ομίχλη, που, όποιος εισχωρεί σ’ αυτήν, χάνεται και ποτέ δεν βρίσκει την πόλη των Αρχιτραγουδιστών, αν δεν γνωρίζει τη μυστική μελωδία που πρέπει να ψάλλει. Όποιος, όμως, είναι μυημένος και γνωρίζει, τραγουδάει και βλέπει πέρα απ’ την ομίχλη. Βλέπει την Πύλη της Εμμέλειας που ορθώνεται προκλητικά στο νότο, σε σχήμα λύρας με καμπύλες και δύναμη, σφραγίζοντας την Μαγκ-ελνόρ σαν λύκαινα που φυλάει τα μικρά της. Μαγεία την περιζώνει, αρχαίες μελωδίες, που τραγούδησε ο Έμμελον φυσώντας την ιερή του ανάσα στα θεμέλιά της, για να κλονιστούν μόνο όταν εκπνεύσει ο Χρόνος. Όχι πιο πριν. Κι όταν κανείς περάσει την Πύλη και σταθεί στην αρχή του Μεγάλου Μονοπατιού, νιώθει τον έρωτα να πάλλεται μέσα του κι έτσι γοητευμένος κι αγκαλιασμένος από γλυκές αισθήσεις, ανοίγει το επόμενο βήμα του μπροστά. Αυτό συμβαίνει σε όλους. Ακόμα και ο Γελαστός Μαέστρο, που μισεί την μουσική και λατρεύει μόνο το βουητό της γης, όταν αναμοχλεύει τα υλικά της, ποτέ δεν κατάφερε να νικήσει αυτό το συναίσθημα για την Μαγκ-ελνόρ –κι ας μην το παραδέχεται. Γιατί όσο προχωράς μέσα στην πόλη, γρήγορα παραδίνεσαι σε αυτήν την ελαφρότητα που τυλίγει κι αναδεύει τα πάντα. Ακόμα και τα πέτρινα σπίτια, χαϊδεμένα από φωτεινή ομίχλη –αλλού απαλά κι αδιόρατα κι αλλού ζωηρά κι επίμονα, σου δίνουν την εντύπωση πως για θεμέλια έχουν τον αιθέρα και για σκεπή τον ουρανό. Κι αν όντως επιστήσεις την προσοχή σου πάνω τους, τότε θα δεις πως πράγματι κι αυτά ανασαίνουν, ανεβοκατεβάζοντας τον στυγνό τους όγκο στο ρυθμό χαλαρής αναπνοής. Έτσι ανάλαφρη είναι η πόλη της Μαγκ-ελνόρ. Τίποτα δεν μοιάζει να είναι δεμένο με το χώμα. Όλα δείχνουν να καταλήγουν στην γη από τον ουρανό. Η πόλη χαϊδεύει τα σύννεφα και τα σύννεφα χαϊδεύουν την πόλη του Έμμελον. Και αντίστροφα.

7


Εκεί, στο κέντρο της πόλης, υψώνεται υπερήφανος πάνω σε 37 σκαλοπάτια από γρανίτη, ο ναός. Εκεί, στο κατώφλι, ανάμεσα σε έξι μαρμάρινους κίονες, που στηρίζουν την οροφή και το ανάγλυφο αέτωμα του πρόναου –στην πρόσοψη του οποίου δεσπόζει το μεγάλο βιτρώ, στεκόταν ο Άλμος, 17 χρονών, ακατάλληλος για σολίστας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε. Όλα γύρω του σταμάτησαν να κινούνται, εκτός από ένα απαλό αεράκι –την ανάσα του Έμμελον, αναδεύοντας τις αφέλειες των ξανθών μαλλιών του καθώς δάκρυα ταξίδευαν αργά στα γαλανά του μάτια. Είναι σοφή διαδικασία να επιμηκύνει κανείς τον χρόνο του˙ κι ο Άλμος για πρώτη φορά τα κατάφερνε. Δεν αρκεί μόνο να γραπώσεις μια ανάσα, αλλά χρειάζεται προπάντων να συγκεντρώσει κανείς όλες του τις αισθήσεις σε μια στιγμή για να μπορέσει να αντιληφθεί τις σταγόνες που απαρτίζουν τον χρόνο και να τις ορίσει. Ο Άλμος, ωστόσο, δεν ήταν μόνος. Σε εκείνη την στιγμή που είχε ορίσει να είναι ολότελα δική του, κάποιος μπορούσε να κινείται –και μάλιστα να πλησιάζει. Χρυσοκόκκινες μπούκλες, παμπόνηρα πράσινα μάτια, λεπτή και νευρώδης κατασκευή, η μικρούλα Ελάιρα ερχόταν με μάγουλα φουσκωμένα απ’ τον αέρα που με το ζόρι κρατούσαν. Πράγμα σπάνιο αλλά ευτυχές, φαινόταν πως οι δυο τους είχαν ανοίξει ταυτόχρονα την ίδια τομή στο σώμα του Χρόνου, ζούσαν, δηλαδή, και οι δυο την ίδια στιγμή. Όμως φτάνοντας πολύ κοντά του, ακριβώς στο 29ο σκαλοπάτι του ναού, η μικρούλα σταμάτησε κι άρχισε να του μιλάει με την σκέψη. «Ίσως σου είναι δύσκολο να μου απαντήσεις νοητικά –δεν ξέρω σε τι επίπεδο βρίσκονται οι δυνάμεις σου, αλλά δεν πειράζει, άκου! Με λένε Ελάιρα και είμαι 10χρονη, χαρισματική υψίφωνος. Αλλά πάνω απ’ όλα, γεννήθηκα Γνώστρια. Καμιά φορά το κεφάλι μου με πονάει πολύ. Πρέπει να μάθω 12.398 μυστικές μελωδίες μέχρι τα 15 μου χρόνια. Ως τώρα γνωρίζω 8 –ναι, ναι, το καταλαβαίνω, καθυστερώ. Ξέρω πολύ καλά τι κρύβει ο αστερίσκος σου. Κι η αλήθεια είναι πως δεν έχεις ιδιαίτερα λαμπρό μέλλον με τέτοιο Δίπλωμα!». Έτσι αφοπλιστικοί και καμιά φορά ενοχλητικοί είναι οι Γνώστες. Ωστόσο, σοφοί και εγκάρδιοι. Τρομεροί και αλύγιστοι. Όχι όμως αλάθητοι.

Ό

Οι Γνώστες

ταν ο Έμμελον έκανε την πρώτη του επίσκεψη στη Μαγκ-ελνόρ, όταν πήγε να δει από κοντά και να αγγίξει αυτό που χρόνια θαύμαζε απ’ τον ουράνιο οίκο του μέσα απ’ τις σχισμές των συννέφων, εξέφρασε την επιθυμία να μεταφέρει εκεί κάποτε το βασίλειό του. Όμως οι Αρχιτραγουδιστές –όσο κι αν καμιά

φορά μπορεί να έμοιαζαν, δεν ήταν θεοί. Και ο Έμμελον δεν θα τολμούσε ποτέ να προσθέσει στις ανθρώπινες έγνοιες τους κι άλλες, θεϊκές. Επιθυμούσε όμως πολύ να είναι κοντά τους και να τους παρέχει απλόχερα κάθε του βοήθεια. Ο Γελαστός Μαέστρο διψούσε για εκδίκηση κι ο Έμμελον μελετούσε από καιρό τις κινήσεις του. Η μεγάλη ομίχλη που είχε σηκώσει γύρω από την Μαγκελνόρ, την οποία διατηρούσαν και ενδυνάμωναν οι ζεστές φωνές των παιδιών του, ήταν μια πολύ καλή άμυνα για την πόλη˙ όμως ο μελωδικός θεός ανησυχούσε, όπως κάθε δημιουργός ανησυχεί για το γέννημά του κι όσο κι αν το προστατεύει, πάντα επιζητεί τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλειά του. Ο Έμμελον σκέφτηκε. Και είδε ότι του έλειπε ο δίαυλος, με τον οποίο θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ειδοποιείται για το τι συμβαίνει στην ιερή του πόλη. Εκείνος μπορούσε να βλέπει από ψηλά ό,τι ήθελε στην Μαγκ-ελνόρ και να διαβάζει μια-μια τις καρδιές των Αρχιτραγουδιστών. Όμως εκείνοι θα αδυνατούσαν να τον καλέσουν άμεσα αν υπήρχε ανάγκη και οι προσευχές καμιά φορά αργούν να φτάσουν στα αφτιά των θεών. Ιδίως όταν εκείνοι έχουν να λύσουν μεταξύ τους διαφορές. Ο Έμμελον αποφάσισε. Οι Αρχιτραγουδιστές, νιώθοντας τον ερχομό του, ανέβηκαν άλλοι στα τείχη κι άλλοι στα σύννεφα τραγουδώντας και περιζώνοντας την πόλη και τον ευγενικό θεό με όλη τους την αγάπη και την προστασία. Γιατί το τραγούδι τους, όσο δυνάμωνε, σχημάτιζε μια θεόρατη ασπίδα γκρίζας ομίχλης πάνω απ’ την πόλη, που έκρυβε απ’ τα μάτια των υπόλοιπων θεών την επίσκεψη του Έμμελον στη Μαγκ-ελνόρ. Τότε εκείνος μπήκε στο ναό, στάθηκε στο κέντρο –εκεί που τώρα βρίσκεται το άγαλμά του, και ελευθέρωσε απ’ τον νου του μια εκτυφλωτική λάμψη που διαθλάστηκε και πλημμύρισε όλο τον χώρο με μουσική. Μόνο που σε λίγο κάθε μέτρο και κάθε ρυθμός πήραν μορφή κρυστάλλινη κι όλα μαζί τα κομμάτια ενώθηκαν σε έναν μεγάλο,

8


πολύχρωμο και μελωδικότατο κρύσταλλο, που μόνο σε αφτιά εντελώς άμουσου πλάσματος δεν θα ήταν αισθητό το τραγούδι του. Η σκέψη, η ευλογία και η μελωδία του Έμμελον βρίσκονταν ακριβώς σε αυτό. Χαμογέλασε και μετατοπίστηκε αστραπιαία στον ουράνιο οίκο του. Οι Αρχιτραγουδιστές είδαν την εκτυφλωτική λάμψη που ξέσπασε στο ναό και έκανε το μεγάλο βιτρώ να αλλάξει χρώματα για πάντα. Ταυτόχρονα το τραγούδι της προστασίας έσβησε απ’ τη μνήμη τους, ένδειξη ότι η επίσκεψη του θεού στην πόλη είχε λήξει –η ασπίδα, ωστόσο, διατηρήθηκε πάνω από πέντε μέρες, σύμφωνα πάντα με τις «Πνοές». Αμέσως στον ναό έτρεξαν πολλοί, όμως δεν τόλμησαν να μπουν μέσα. Χάζευαν και θαύμαζαν με απορία το φως που ακόμα ξεχυνόταν και έδινε μια άγρια ζωή στο βιτρώ. Τα πολύχρωμα κρύσταλλα, που άλλοτε συνενώνονταν σε συμβολικά μοτίβα, αναπαριστώντας τη Γένεση της Μελωδίας μέσα από υγρές ανάσες και την Υποταγή του Χρόνου, τώρα πάλευαν μεταξύ τους με εκρηκτική μανία σχηματίζοντας αλλόκοτα σχέδια. Στόματα δράκων που ξερνούσαν φωτιές, που γίνονταν λουλούδια, που άνθιζαν και από μέσα τους ξεδιπλώνονταν φοίνικες, που τα φτερά τους γίνονταν βροχή, που οι σταγόνες της μεγάλωναν και γίνονταν δέντρα. Σχήματα που διαρκώς μεταμορφώνονταν αλλεπάλληλα σε κάτι καινούριο. Το βιτρώ ηρέμησε. Και πια έδειχνε μόνο μια εικόνα. Ξεκάθαρη και ζωντανή. Οι Αρχιτραγουδιστές ταράχτηκαν και το βλέμμα πολλών στράφηκε στον Σόλιαρ τον Πολυπράγμονα, νεαρό ιερέα με έφεση στην έρευνα και τη γνώση˙ αγαπημένα του πεδία η Εκκεντρική Μηχανική και η Μουσική Θεραπευτική. Φιγούρα ψηλόλιγνη και νευρώδης. Όμως δεν τον κοιτούσαν γι’ αυτό. Ο Σόλιαρ κοκκίνισε. Αυτό που ήθελε να ξεχάσει ερχόταν ξανά στο προσκήνιο.

Όμως άξιζε τον κόπο. Ο κρύσταλλος αυτός, κάτω από συγκεκριμένο φως και με την ανάλογη μουσική, αναπαρήγαγε εικόνες που είχαν παρασταθεί πριν από μερικά λεπτά. Ο Σόλιαρ πέρασε αμέτρητα μερόνυχτα μελετώντας την παράξενη φύση του ευρήματός του και προσπαθώντας να ελέγξει τις ιδιότητές του. Η ιδέα του ήταν, πέρα από το να πάρει κάποια τιμητική διάκριση, να επιμηκύνει το μέγεθος και το χρονικό εύρος των αναπαραγόμενων εικόνων με σκοπό ο κρύσταλλος να λειτουργήσει ως άγρυπνος παρατηρητής στα τείχη της πόλης. Ο Έλνου, ο Πρώτος Αρχιερέας, από τον οίκο του οποίου κρατάει ο Κέλχαρ ο Νηφάλιος, είχε προκηρύξει μεγάλο διαγωνισμό εφεύρεσης για την Γιορτή των Ιερέων κι ο Σόλιαρ δεν ήθελε να τον χάσει με τίποτα. Η πολυπόθητη μέρα έφτασε βρίσκοντας τον φιλόδοξο, μαθητευόμενο ιερέα να παραμιλάει από την αϋπνία την εξάντληση και το άγχος. Όταν επιτέλους αναγγέλθηκε η σειρά του, όρμησε πάνω στην εξέδρα που είχαν στήσει λίγα μέτρα μπροστά από τον ναό, σπρώχνοντας την λατρευτή του παρουσίαση πάνω σε ένα καρότσι. Όμως δεν είχε υπολογίσει –ή καλύτερα, δεν είχε θυμηθεί κάτι. Έτσι, όταν ο συντονιστής τού ζήτησε να επιδείξει το έγγραφο της έγκυρης κι ακίνδυνης συμμετοχής του, υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον Έλνου, εκείνος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση και, αμέσως μετά, εκτός διαγωνισμού. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Ο Έλνου ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ο κρύσταλλος έλαμψε. Το

Την προηγούμενη άνοιξη, ο Σόλιαρ, μαθητευόμενος ακόμα ιερέας, είχε την έμπνευση να κατασκευάσει μια μηχανή, αποτελούμενη από πολλά γρανάζια, έμβολα και χορδές. Στο κέντρο όλων αυτών των μηχανισμών ήταν στερεωμένος ένας σπάνιος, πολύχρωμος κρύσταλλος, τον οποίο ο ίδιος κατάφερε να αποκτήσει μετά από πολλές περιπέτειες –εκ των οποίων μία παραλίγο να του κοστίσει την ζωή.

9

νευρικό κορμί του Σόλιαρ άρχισε να τραντάζεται κι ένας βρυχηθμός πίεζε το λαρύγγι του προς τα πάνω. Βαρύτονος Τρεμέντους. Έτσι λέγεται αυτό το είδος φωνητικών ικανοτήτων. Βαρύτονος, δηλαδή ικανός να μελωδεί τη φωνή του σε χαμηλές περιοχές και Τρεμέντους, δηλαδή ικανός να εκτείνει το άνοιγμα των χορδών του σε συντριπτικές διαστάσεις. Ο Έλνου το γνώριζε αυτό. Ο κρύσταλλος όμως όχι. Και μόλις ο βρυχηθμός που παλλόταν στον λαιμό του εξερράγη, η καρδιά του Έλνου ράγισε και ο κρύσταλλος έσκασε σε χίλια κομμάτια μέσα σε φλόγες και μαύρους καπνούς. Ο Σόλιαρ αστραπιαία έτρεξε να σώσει την εφεύρεσή του, όμως ήταν πια αργά. Ο Έλνου τίναξε τα αποκαΐδια από πάνω του. Έναν χρόνο αργότερα ο νεαρός ιερέας στεκόταν μπροστά στον ναό κοιτώντας με ανατριχίλα την τελευταία εικόνα που έδειχνε το βιτρώ. Έναν πολύχρωμο κρύσταλλο, σταθερά δονούμενο στην μουσική που είχε αφήσει ο Έμμελον. Το κάλεσμα ήταν για τον Σόλιαρ –όλοι το κατάλαβαν αυτό, και πολύ σύντομα, ανεβαίνοντας 37 σκαλοπάτια από γρανίτη, ο Πολυπράγμων περνούσε το κατώφλι. Στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας βρισκόταν ελαφρά τοποθετημένος στο πάτωμα ένας πολύχρωμος, μελωδικός κρύσταλλος, όμοιος με εκείνον που έδειχνε το βιτρώ –και με εκείνον που τόσο άδοξα είχε χάσει την προηγούμενη άνοιξη. Χαζεύοντας με θαυμασμό, πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε. Εκείνη η στιγμή ήταν όλη δική του. Ο Χρόνος του έριξε μια πλάγια ματιά και αποτραβήχτηκε.


Σε εκείνη την στιγμή, που ο Σόλιαρ δεν ξέχασε ποτέ, η μουσική του Έμμελον ανάβλυσε απ’ τον κρύσταλλο. Γοητευμένος, ο νεαρός ιερέας πλησίασε και γονάτισε δίπλα του. Η μουσική δυνάμωνε και τώρα έκπληκτος μπορούσε να δει αλλά και να ξεχωρίσει τα μόρια που απάρτιζαν κάθε μελωδικό μοτίβο –κι όλα μαζί σαν λαμπερές κορδέλες ταξίδευαν το ένα πίσω απ’ το άλλο, γεμίζοντας τον αέρα με κυματιστά σχήματα κι ευφάνταστες εικόνες. Μόνο που όλα αυτά κατέληγαν ακριβώς πάνω από το κεφάλι του κι ο Σόλιαρ έπρεπε να τεντώσει τον λαιμό του για να δει ότι κάθε μελωδική κορδέλα έπαιρνε συγκεκριμένη θέση χτίζοντας σιγά-σιγά τρία διάφανα κι αστραφτερά μουσικά κλειδιά, του Κόσμου, του Έμμελον και της Μοίρας –απόλυτα αναγνωρίσιμα από το σχήμα τους. Μόλις έκανε να τα αγγίξει, εκείνα αμέσως πετάρισαν και σαν αστραπές τον χτύπησαν στο σώμα. Στο κεφάλι, στο διάφραγμα και στην κοιλιά. Διάφανη σαν βροχή έγινε η υλική του υπόσταση κι άρχισε να τραντάζεται σαν τρομερός σεισμός. Δεν ήξερε αν πονούσε γιατί πια δεν ένιωθε τίποτα. Παραδομένος στην δύναμη των κλειδιών, από τα μάτια του χάθηκαν όλες οι φυσικές εικόνες και μόνο άστρα και γαλαξίες ολόκληρους έβλεπε να περνούν ταχύτατα από δίπλα του, από πάνω του κι από κάτω του –κι ο ίδιος ήταν αιώνιος και άυλος ταξιδευτής στην σκούρα θάλασσα του σύμπαντος. Μα κάθε άστρο έλαμπε γι’ αυτόν και κάθε ένα του ψέλλιζε μια λέξη άχρονη, υπαρκτή κι άφατη. Ανάμεσά τους ο Σόλιαρ ήταν ένα τίποτα και μπορούσε να γίνει τα πάντα. Ταξίδευε και γνώριζε, μα δεν φοβόταν. Η μουσική των άστρων ήταν απαράμιλλη. Ταξίδευε και γνώριζε. Ο Σόλιαρ επέστρεψε αλλόφρων. Παραπατώντας καταλάγιασε στο πάτωμα. Και τώρα πια σφάδαζε απ’ τον πόνο της Γνώσης που το ανθρώπινο, ακόμα, σώμα του δεν άντεχε. Με το ζόρι σύρθηκε σε μια γωνιά. Εκεί, όμως, καθόταν ο Χρόνος. Ο νεαρός ιερέας σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε –πλέον μπορούσε να τον βλέπει ξεκάθαρα. Ο Χρόνος άπλωσε τα χέρια του και του χάιδεψε τους κροτάφους. Ωστόσο, ο Πρώτος Γνώστης ήταν γεγονός κι η επιθυμία του Έμμελον είχε εκπληρωθεί. Ο Σόλιαρ ο Πολυπράγμων ήταν ο πρώτος Αρχιτραγουδιστής που

10

γνώριζε το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της ΜαγκΕλνόρ αλλά και του κόσμου όλου. Όμως τα γκρίζα του πια μαλλιά θα υπενθύμιζαν διαρκώς πως κάποιος είχε πάντοτε το βλέμμα καχύποπτα καρφωμένο επάνω σ’ αυτόν και σε όποιον άλλον θα ακολουθούσε τα βήματά του. Και με την πρώτη ευκαιρία αυτός και οι όμοιοί του θα πλήρωναν το αντίτιμο. Κλεισμένος στο εργαστήριό του, για αρκετό καιρό ο Πρώτος Γνώστης αποτραβήχτηκε από τα μάτια του κόσμου και αρκετοί πίστεψαν ότι είχε πέσει θύμα της εφευρετικής του ματαιοδοξίας. Βέβαια, ούτε βόμβος είχε ακουστεί, ούτε λάμψη είχε φανεί απ’ το μικρό σπίτι του. Μόνο ένας πολύχρωμος, διαρκής καπνός απ’ την καμινάδα του. Όταν πια είχε κάψει στο τζάκι του τόνους βιβλίων κι αμέτρητα δείγματα υλικών της φύσης –όλα του ήταν πλέον αχρείαστα, ο Σόλιαρ βγήκε έξω. Κόσμος μαζεύτηκε γύρω του γιατί όλοι το ένιωσαν πως κάτι μοναδικό θα συνέβαινε. Κι όντως, ο Πολυπράγμων έψαλλε την πρώτη Μυστική Μελωδία που άνοιξε την μεγαλύτερη τομή ως τότε στο σώμα του Χρόνου, φέρνοντας κομμάτια από το μέλλον. Ο Χρόνος ρίγησε από τον πόνο. Ένιωθε την ματιά του Σόλιαρ επάνω του όμοια με την διαπεραστική και καυστική ματιά του Έμμελον. Με το ξόρκι της Λήθης προσπάθησε να κλείσει την πληγή. Μάταια. Τότε αναγκάστηκε να ξεριζώσει ένα κομμάτι από τα σωθικά του και να το πετάξει στα πόδια του Πρώτου Γνώστη. Ο πόνος πέρασε κι ο Χρόνος ξαναβρήκε τον ρυθμό του. «Ιδού το μέλλον μας, αν δεν γεννηθεί ο Μεγάλος Βαρύς!», φώναξε ο Σόλιαρ δείχνοντας σε όλους το κρυστάλλινα διάφανο και λαμπιρίζον κομμάτι που μόλις μάζεψε από τα πόδια του. Η Μαγκ-ελνόρ τυλιγμένη σε φλόγες.

Ε

Η αρχή του δρόμου ικοστή τρίτη στη σειρά των Γνωστών η μικρούλα Ελάιρα τώρα στεκόταν μπροστά στον Άλμος. Κι αφού κι οι δυο τους ξεφύσησαν επιστρέφοντας στην κανονική ροή του χρόνου, κοιτάχτηκαν πολύ πιο σοβαρά από ό,τι οι ηλικίες τους επέτρεπαν –βαθύ γαλανό μες στο έντονο πράσινο και πολλά που κατανοούνταν χωρίς να έχουν ειπωθεί. «Θέλεις να βγούμε μαζί έξω απ’ τα τείχη;», ρώτησε αιφνιδιαστικά το κορίτσι και το παράξενα ώριμο ύφος της απαιτούσε μια υπεύθυνη απάντηση. Κανείς, βέβαια, δεν μπορούσε επίσημα να βγει από την πόλη πριν συμπληρώσει 25 κυκλικά έτη. Ο Άλμος έμεινε να την κοιτάει ενώ ακόμα ο αστερίσκος στο Δίπλωμα βασάνιζε την σκέψη του –μα για κάποιο λόγο έβλεπε να ξανοίγεται ένας δρόμος μπροστά στα μάτια του. Κι είχε την αίσθηση πως στεκόταν στην αρχή του...


KATI XAMENO του Λάζαρου

Κάποια μέρα, το πλάσμα κοντοζύγωσε την τοποθεσία που είχε βάλει στο μάτι. Οι πύλες της πόλης ήταν θαμπές κάτω από το σεληνόφως. Στα πλάγια έστεκαν δύο φιγούρες από σίδερο. Το ύψος τους ξεπερνούσε αυτό οποιουδήποτε κοινού ανθρώπου. Το πλάσμα έγλειψε τα χείλη του και βημάτισε προς τα κει. Οι φύλακες, ευαισθητοποιημένοι προς οποιαδήποτε, έστω και ανεπαίσθητη αλλαγή γύρω τους, ετοίμασαν τις λόγχες τους και σταθεροποίησαν τα σιδεροντυμένα τους πόδια στο έδαφος. Το πλάσμα επιτέθηκε με τη λύσσα να σπρώχνει το κούφιο του σώμα και με τα ανίκητα νύχια του, άφησε πίσω του σιδερένιες λωρίδες. Μπήκε στην πόλη θριαμβευτικά και στριφογυρνώντας το κεφάλι του, παρατήρησε τις αψίδες, τα αρχαία πάρκα, τις πλούσιες κατοικίες και την ακρόπολη στο βάθος. Κινήθηκε θροΐζοντας μέσα στα πλακόστρωτα σοκάκια και τις λαμπρές λεωφόρους. Η ζωή φαινόταν να έχει εκλείψει εντελώς, όμως ένας δυσκίνητος άνεμος έσυρε τον ψιθυριστό απόηχο μιας απροσδιόριστα γνώριμης φωνής. Ερχόταν μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα μιας γκρίζας έπαυλης. Όταν εισήλθε, η πόρτα έκλεισε κι έλιωσε μέσα στον τοίχο κι έγινε ένα μ’αυτόν. Το πλάσμα το βρήκε ενδιαφέρον και ανέβηκε τα πλατιά, στριφογυριστά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην πηγή των ψιθύρων. Αντίκρισε μια ρομαντική σκηνή, φτάνοντας στο ζεστό σαλόνι, όπου χρυσαφιές, απογευματινές αχτίδες χάιδευαν τα έπιπλα. Στο τραπέζι ήταν στρωμένο ένα αραχνοΰφαντο τραπεζομάντηλο και πάνω του γυάλιζε η λεπτή πορσελάνη του σερβίτσιου τσαγιού. Η μυρωδιά ήταν γνώριμη. Ζεστό, ωχροπράσινο υγρό, κυμάτιζε σε δυο φλιτζάνια. Τα λευκά, λεπτά χέρια της γυναίκας, σήκωσαν κι έφεραν το ένα στο μικρό, κόκκινο στόμα. Το πλάσμα κάθισε απέναντι. Περιεργάστηκε την ηρεμία του ύφους. Τα λεπτά μαύρα φρύδια. Το μαρμάρινο μπούστο. Το απλό, φρέσκο φόρεμα. Το κόκκινο στόμα σχημάτισε ένα όμορφο, μικρό χαμόγελο. Το πλάσμα ύψωσε το δικό του φλιτζάνι και γεύτηκε την ανάμνηση. Η έκπληξη καθρεφτίστηκε στα άψυχα μάτια του. Κάτι ξύπνησε μέσα στο κουφάρι. Το γυναικείο βλέμμα έλουσε το ξεραμένο του μέτωπο, παίρνοντας μαζί του τον πυρετό της αναζήτησης. Το πλάσμα ξεκλειδώθηκε από μέσα κι άνοιξε στα δύο. Γυμνός, ο νέος του εαυτός, προχώρησε μέσα από τη φιλόξενη υφή του χαλιού στο παράθυρο κι άφησε το φως να του μιλήσει. Άξαφνα οι ψίθυροι ξαναζωντάνεψαν κι έγιναν φωνές χρωμάτων και διηγήθηκαν τα μυστικά της ζωής. Ο λυγμός που συντάραξε τον νεογέννητο, διαπέρασε το κρύσταλλο και κάλπασε

11

πάνω στα ελώδη μονοπάτια του ανέμου, ανανεώνοντάς τον. Ο νεογέννητος άνοιξε το παράθυρο κι έτριψε και γυάλισε με το βλέμμα του το σκουριασμένο τοπίο. Όταν είδε τα πρώτα αγριόχορτα να παίρνουν τη θέση τους ανάμεσα στις πλάκες των δρόμων και το νεκρό χώμα να φουσκώνει και να καλεί τη βροχή με τους καστανούς του τόνους, σταμάτησε. Όλα είχαν πάρει πια το δρόμο τους και γνώριζε καλά πως στην ακρόπολη, ανάμεσα από αστραποβόλα, θαυμαστά κτίρια, ένα πλήθος περίμενε την άφιξή του υπομονετικά, μέσα σε μια κατάφυτη, χαρούμενη πλατεία. Γύρισε το γυμνό του στήθος και το γυμνό του βλέμμα προς την ευγενική, γυναικεία φιγούρα, έχοντας πια τη γνώση ποιά ήταν. Είχε φτάσει στο τέλος του ταξιδιού του, κι όμως ετοιμαζόταν για ένα νέο, με συντροφιά όμως... την ψυχή του, γιατί εκείνη είχε βρει. Ο Λάζαρος διατηρεί προσωπικό ιστολόγιο στην διεύθυνση laz-imagicnations.blogspot.gr


Το επικό στοιχείο στο Hard Rock

Σ

’ αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα του επικού στοιχείου, σε μουσική και στίχο, έτσι όπως ανιχνεύεται σε ορισμένα ροκ συγκροτήματα τα οποία έγιναν δημοφιλή κατά την δεκαετία του ’70. Θα ξεκινήσω περιγράφοντας το τι σημαίνει επικό στοιχείο για μένα. Ως έφηβος της δεκαετίας του 1980, γνώρισα το heavy metal στην ακμή του και αγάπησα τον ήχο και τον στίχο συγκροτημάτων όπως οι Manowar, οι Warlord, αλλά και πολλών άλλων, που με οδηγούσαν σε ψυχική και πνευματική ανάταση μέσα από μελοποιημένες ιστορίες μάχης, βγαλμένες από την πλούσια ευρωπαϊκή μυθολογία. Τα -σχετικάαργά riff στις κιθάρες, ο καλπασμός στο μπάσο, ο ρυθμός στα τύμπανα που θύμιζε παρέλαση/προέλαση και

Blue Öyster Cult

Deep Purple

Kansas

Rainbow

Veteran of the Psychic Wars

Stormbringer

Icarus Borne On Wings Of Steel

Stargazer

Το rhythm section σε συνδυασμό με τα πλήκτρα, μας προϊδεάζει στην έναρξη του τραγουδιού για το τι θα ακολουθήσει. Ο ρυθμός αργός αλλά αρκετός για να σε κάνει να κουνήσεις το κεφάλι πάνω-κάτω και να τραγουδήσεις. Οι στίχοι είναι γραμμένοι από τον κορυφαίο λογοτέχνη του φανταστικού Μάικλ Μούρκοκ και αφορούν σε γενικές γραμμές τον μύθο του «Αιώνιου Πρόμαχου», αλλά αυτή τη φορά από τη μεριά του sci-fi και του πολεμιστή που κουρασμένος πλέον, αποζητά τη γαλήνη. Αν και ο «Βετεράνος…» αποτελεί τραγούδι του δίσκου «Fire from Unknown Origin» που κυκλοφόρησε το 1981 το συμπεριέλαβα σε αυτό το άρθρο γιατί διαλέγεται άμεσα με την δεκαετία του ’70 τόσο στο μουσικό του ύφος όσο και στην φράση του τίτλου του η οποία είναι παρμένη από το τραγούδι «Standing at the Edge» του album «Warrior on the Edge of Time» των Hawkwind. Ο συγκεκριμένος δίσκος κυκλοφόρησε το 1975 και πραγματεύεται επίσης τον μύθο του «Αιώνιου Πρόμαχου» ενώ εμπεριέχει κι αυτός στίχους του Μούρκοκ.

Το περισσότερο επικό τραγούδι της κορυφαίας εποχής αυτού του super group, ευρισκόμενο σε έναν δίσκο που στο υπόλοιπό του είναι πολύ μακριά απ’ αυτό, αλλά και από την υπέροχη μουσική του προκάτοχού του «Burn». Ο τίτλος, αν και μας παραπέμπει στον Μάικλ Μούρκοκ και στο σπαθί του γνωστότερου ήρωά του Elric, δεν έχει σχέση με αυτό. Μας μιλάει για τον φανταστικό Stormbringer που έρχεται, καβάλα στο φτερωτό του άλογο για να μείνει και αλλοίμονο σε αυτόν που θα σταθεί στο δρόμο του. Headbanging-κό στο βασικό του μέρος, τραγουδισμένο υπέροχα από τον τεράστιο David Coverdale.

Το πιο επικό κομμάτι ενός μεγάλου συγκροτήματος που υπηρέτησε πιστά το χώρο του progressive rock, τουλάχιστον ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Μιλάει για το αίσθημα της ελευθερίας που νιώθει κάποιος όταν πετάει ενώ κάνει μια αναφορά στην αρχαία Ελληνική Μυθολογία, αναφέροντας το όνομα του Ίκαρου στον τίτλο. Το θέμα της Ελευθερίας έχει θιχτεί αρκετές φορές στο χώρο του epic metal, τόσο ως αξία, όσο και ως λόγος για να μπει κάποιος στην μάχη ενάντια στον εχθρό. Το «Icarus borne on wings of steel» είναι το τρίτο track του album «Masque», που κυκλοφόρησε το 1975.

Κομμάτι ύμνος στο οικοδόμημα της Rock μουσικής. Ρεφραίν που καρφώνεται στο μυαλό και υπερ-ανθρώπινα φωνητικά από τον Ronnie James Dio. Πρόκειται για το πέμπτο τραγούδι του δεύτερου δίσκου των Rainbow («Rising») και στιχουργικά, μιλάει για το όνειρο ενός αρχαίου μάγου να πετάξει και ο οποίος βάζει τον πληθυσμό της πόλης του να του χτίσει έναν ψηλό πύργο στον οποίο θα ανέβει για να ξεκινήσει το ταξίδι του στους αιθέρες. Το εγχείρημα στέφεται από απόλυτη αποτυχία, καθώς ο μάγος σωριάζεται νεκρός στο έδαφος. Κι εδώ ξεκινούν τα ερωτήματα περί των ηγετών και των «ονείρων» τους, την προβατοποίηση ή/και αντίδραση του πληθυσμού αλλά, ίσως, και την τελική λύτρωση με το νέο όραμα που έρχεται όταν κοιτάξουμε τα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους και συνειδητοποιήσουμε το πόσο άχρηστοι μας είναι αυτοί οι ηγέτες. Ο Ronnie, πάντως, το τραγούδησε: «Look at his tower of stone, I see a rainbow rising, Look there, on the horizon, And I’m coming home».

12


της δεκαετίας του ’70

του Flammentrupp

βέβαια τα φωνητικά που άλλοτε ως κραυγή μάχης και άλλοτε ως εξυψωτική χορωδία μέσω των οποίων οι «νέοι ραψωδοί» μας ταξίδευαν στους μαγικούς κόσμους των στίχων, καθόρισαν αυτό που εγώ θεωρώ epic metal και με ακολουθεί ακόμη και σήμερα -σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά- ως βασική μουσική προτίμηση. Στo hard rock που ήκμασε κατά τα 70’s δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί ένας ολοκληρωμένος δίσκος με τα παραπάνω στοιχεία. Είναι ωστόσο χρήσιμο, κατά την γνώμη μου, οι «μουσικοί ιππότες» του «μεταλλικού ήχου» να μην λησμονούμε τα σκόρπια κομμάτια των 70’s, μέσω των οποίων άνοιξε ο δρόμος για το epic metal. Led Zeppelin

Scorpions

Styx

Uriah Heep

Wishbone Ash

Immigrant Song

The Sails Of Charon

Man Of Miracles

Rainbow Demon

Warrior

Το συγκεκριμένο κομμάτι το συμπεριέλαβα λόγω των στίχων. Δεν θα το χαρακτήριζα ως epic αλλά ως το πιο βαρυμεταλλικό κομμάτι που μας χάρισε η παρέα του Jimmy Page. Είναι στον δίσκο «Led Zeppelin III» και μιλάει για τους Ισλανδούς Vikings που φεύγουν από την έδρα τους για να κατακτήσουν τη Δυτική Ακτή, δηλαδή τις σημερινές ΗΠΑ. Κορυφαία στιγμή στιχουργικά: «The hammer of the gods will drive our ships to new lands, To fight the horde, singing and crying: Valhalla, I am coming!».

Αν όχι το καλύτερο, σίγουρα το πιο βαρυμεταλλικό κομμάτι που μας έδωσε το συγκεκριμένο συγκρότημα. Στιχουργικά, η Ελληνική Μυθολογία έχει την τιμητική της, αφού γίνεται αναφορά στον Χάρων που περνά τις ψυχές στην απέναντι πλευρά της Στυγός. Γράφτηκε από τον Uli Jon Roth στον τελευταίο του δίσκο με τους «Σκορπιούς» που έφερε τον τίτλο «Taken by Force».

Το καταπληκτικό αυτό κομμάτι των Styx, ίσως αποτελεί την πεμπτουσία των όσων θέλω να πω σε αυτό το άρθρο. Περιλαμβάνει όλα όσα αναφέρω στην εισαγωγή ως προς το μουσικό του μέρος, ενώ, στιχουργικά μιλάει για έναν μάγο. Κρίμα που δεν μας έδωσαν οι Styx άλλον τέτοιο ύμνο. Υπάρχει στον ομώνυμο δίσκο.

«Δαίμονες ή μάγοι;» Στο «Rainbow Demon» οι Heep καταθέτουν τα διαπιστευτήρια των μουσικών τους δυνατοτήτων. Μία εκ των κορυφαίων στιγμών του «άνισου», κατά τη γνώμη μου, συγκροτήματος. Ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο, έδωσαν τραγούδια που πέρασαν στην ιστορία της rock μουσικής, αλλά και στιγμές τραγικού τρα-λα-λα. Αργοί ρυθμοί, ρεφραίν που μένει στο μυαλό κι ο Δαίμων του Ουράνιου Τόξου που πηγαίνει προς τον προορισμό του ζώντας με το Σπαθί.

Αν και στο μεγαλύτερο μέρος του δεν είναι epic, αυτό το τραγούδι έχει ένα επικό τέλος, που η μουσική του μας φέρνει στο μυαλό το riff του τραγουδιού Revelation των Iron Maiden. Επίσης, ολοκληρώνεται στιχουργικά με τον πλέον επικό τρόπο: «I’d have to be a warrior - A slave I couldn’t be - A soldier and a conqueror - Fighting to be free». «Πολεμιστής, στρατιώτης και κατακτητής» στο θρυλικό album «Argus».

Σίγουρα, η παραπάνω λίστα είναι ελλιπής ή/και κακή για κάποιον με διαφορετική αντίληψη ως προς το μουσικό κομμάτι του epic. Επέλεξα να κάνω μια αναφορά σε γνωστά συγκροτήματα του χώρου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν διαμαντάκια λιγότερο γνωστά ή και άγνωστα στο ευρύ κοινό. Μέσα από ένα κείμενο σε περιοδικό, δεν υπάρχει η δυνατότητα ακρόασης, για να γίνει αντιληπτό αυτό που λέω, αλλά ελπίζω να συμφωνούμε στο στιχουργικό κομμάτι που τόσες φορές μας έχει ταξιδέψει σε άλλες διαστάσεις, ως Πολέμαρχους του Φωτός ενάντια στο Σκότος και τις ποικίλες μορφές του. Μέχρι το επόμενο τεύχος.. 13

Keep on Rockin’




Χάινριχ φον Κλάιστ Στην ίσαλο της φαντασίας και της μορφής

Ο

Χάινριχ φον Κλάιστ (17771811) αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές του γερμανικού Ρομαντισμού. Όντας συγγραφέας δραμάτων, κωμωδιών, ενός φιλοσοφικού δοκιμίου και αφηγημάτων του φανταστικού, καθώς επίσης και συντάκτης πολιτικών κειμένων, κατάφερε να αποτυπώσει τις ρομαντικές επιρροές του υπερβατικού συνδυαζόμενες σε μια ιδεατή αρμονία με την κλασικιστική έμφαση στην καθαρή μορφή. Η ικανότητα του αυτή ήταν ο κύριος λόγος μιας διττής συνέπειας. Από την μια τον εξύψωσε σε ένα κορυφαίο επίπεδο λογοτεχνικής αξίας και τον βοήθησε να γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στο πάνθεον των ηρώων του πνεύματος. Από την άλλη τον κατέστησε δυσνόητο και τον εμπόδισε να αναγνωριστεί ευρέως όσο ζούσε, γεγονός που προσανατόλισε την ζωή του σε μια ατραπό εντάσεων, ατυχιών και παρακμής. Ωστόσο, ο περιπετειώδης προσωπικός του βίος δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της αδυναμίας του καλλιτεχνικού κατεστημένου της εποχής να αντιληφθεί την αξία του αλλά και -σε μεγάλο βαθμό- συνέπεια της ασυμβίβαστης, αυθεντικά αληθινής κι επαναστατικής του ιδιοσυγκρασίας. Η σύντομη ζωή του Κλάιστ μοιάζει με περιπέτεια της λογοτεχνίας του φανταστικού, που δυστυχώς όμως είχε θανατηφόρο τέλος για τον ήρωα της. Εντάσεις και περιπλανήσεις, στιγμές δόξας και περίοδοι φυλακίσεων, λογοτεχνία και θέατρο, πόλεμος και πολιτική, ενθουσιασμός και μελαγχολία, δημιουργικότητα και αυτοκαταστροφή. Αυτά τα εκρηκτικά δίπολα πύρωσαν επί τριάντα τέσσερα έτη την βούληση και το πνεύμα του σπουδαίου συγγραφέα που ως ρομαντικός αντιτάχθηκε στις καθιερωμένες αξίες του Διαφωτισμού και με το πρωτότυπο λογοτεχνικό του ύφος ανάγκασε τον «καθεστηκυίο» Γκαίτε να δηλώσει αμήχανα πως ο Κλάιστ «αξίζει για όλους εκείνους που έχουν χάσει τα λογικά τους». Γεννημένος το 1777, προερχόμενος από οικογένεια αριστοκρατών Πρώσων στρατιωτικών και όντας από μικρός ορφανός, κατατάχθηκε το 1792 στον στρατό για να τον εγκαταλείψει το 1799 προκειμένου να γραφτεί στο

του Σταμάτη Μαμούτου πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Η απόφασή του αυτή προκάλεσε αντιδράσεις στους κυβερνητικούς κύκλους της χώρας. Ωστόσο, θεωρήθηκε ως μια απλή επιλογή ενός νέου ο οποίος προερχόταν από καλή οικογένεια κι έψαχνε τον δρόμο της προσωπικής του σταδιοδρομίας. Εξάλλου, εκείνη την εποχή, ιδεολογικά και φιλοσοφικά ο Κλάιστ ασπαζόταν τις κυρίαρχες αντιλήψεις της προόδου και του ορθολογισμού που είχε εγκαθιδρύσει ο Διαφωτισμός και τις οποίες το κυβερνητικό μέρος της πρωσικής αριστοκρατίας απορροφούσε σταδιακά μέσου του ιδεώδους της πεφωτισμένης μοναρχίας. Έναν χρόνο αργότερα ο νεαρός φοιτητής αρραβωνιάστηκε την αγαπημένη του Βιλχελμίνη φον Τσένγκε ωστόσο, από το 1801 άρχισε η αλλαγή του πνευματικού του προσανατολισμού η οποία συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αρχικά εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο κι έπειτα άρχισε να περιπλανιέται στις χώρες τις κεντρικής Ευρώπης αναζητώντας τις εμπειρίες που θα τον οδηγούσαν

στην πλήρωση της προσωπικότητάς του και στην καλλιτεχνική έμπνευση. Ο αρραβώνας του διαλύθηκε, κι εκείνος, αφήνοντας την αρραβωνιαστικιά του με την πικρία ενός άδικου χωρισμού, συνέχισε να εξερευνά τον κόσμο και τον εαυτό του. Το 1803 απογοητεύθηκε από το Παρίσι που αποτελούσε την καρδιά της πνευματικής κίνησης του Διαφωτισμού και των ιδεών της προόδου ενώ ήδη από το 1802 είχε ξεκινήσει να αποτυπώνει τον ρομαντικό λογοτεχνικό του χαρακτήρα προσπαθώντας να γράψει ένα θεατρικό έργο μέσω του οποίου στόχευε να πετύχει την ένωση της κλασικής τελειότητας του Σοφοκλή με την δραματική ένταση του Σαίξπηρ. Το όνομα του έργου ήταν «Ροβέρτος Γυισκάρδος», όμως δυστυχώς, μετά από αρκετές επεξεργασίες, ο Κλάιστ απογοητευμένος έκαψε το χειρόγραφό του. Η λογοτεχνική του ροπή προς τον Ρομαντισμό και οι πρώιμες τάσεις αυτοκτονίας ακόμη δεν είχαν συνοδευτεί από κάποια αλλαγή των πολιτικών του απόψεων. Τον Οκτώβριο του 1803 θέλησε να καταταγεί στον στρατό του Ναπολέοντα όταν ο τελευταίος σχεδίαζε να πραγματοποιήσει απόβαση στην Αγγλία. Μόλις έφτασε στο σημείο συγκέντρωσης του στρατεύματος κινδύνευσε να θεωρηθεί από τους Γάλλους κατάσκοπος αλλά ένας φίλος του αξιωματικός, όντας βέβαιος ότι ήταν πιστός στον Κορσικανό ηγέτη και στην γαλλική νεωτερική πολιτική αντίληψη των πραγμάτων που είχε επικρατήσει μετά την Γαλλική Επανάσταση του 1789, τον προφύλαξε. Τελικά η επιχείρηση ματαιώθηκε. Ο Κλάιστ γύρισε στην Πρωσία όπου το 1804 υποσχέθηκε στην αγαπημένη του αδερφή Ουλρίκε ότι θα σταματούσε να ασχολείται με την ποίηση κι ότι θα έμενε για πάντα κοντά της ματαιώνοντας τις περιηγήσεις του. Διορίστηκε, μάλιστα, δημόσιος υπάλληλος και ξεκίνησε να ζει σαν απλός άνθρωπος. Εντούτοις, αυτή η ηρεμία δεν διήρκεσε για πολύ. Έκτοτε ξεκίνησε η ολοκληρωτική μεταβολή των ιδεών του. Η επαφή του με την ρομαντική κοσμοθέαση άρχισε να αφήνει τα σημάδια της και στις πολιτικές του απόψεις. Από το 1803 έγραφε σπουδαία δράματα κι από το 1806 νουβέλες. Η δημιουργική του επαφή με το ρομαντικό κίνημα όλα αυτά τα χρόνια τον έφερε μοιραία σε επαφή και με το πρωτότοκο τέκνο του πολιτικού Ρομαντισμού, δηλαδή τον εθνικισμό. Το 1806 είχε ήδη απομακρυνθεί από τον φιλελευθερισμό και προσανατολιζόταν προς το στρατόπεδο των συντηρητικών. Η κατάληξη αυτής της πολιτικής διαδρομής τον οδήγησε στο τέλος της ζωής του να γίνει ένας από τους δημιουργούς της ιδεολογικής


κατεύθυνσης του ριζοσπαστικού εθνικισμού. Το κομβικό γεγονός που τον ώθησε σε αυτή την ατραπό ήταν η στρατιωτική ήττα της Πρωσίας από την Γαλλία του Ναπολέοντα στην Ιένα το 1806 και η ταπεινωτική συνθήκη που υπογράφτηκε από τις δυο πλευρές στο Τίλστιτ τον επόμενο χρόνο. Μετά την στρατιωτική ήττα, τόσο στην Πρωσία όσο και στα υπόλοιπα γερμανικά κράτη, άρχισε μια δημόσια συζήτηση που αφορούσε τους λόγους αυτής της εξέλιξης. Οι αντίπαλες πλευρές ήταν δύο. Από την μια οι φιλελεύθεροι που ασπάζονταν τα ιδεώδη του Διαφωτισμού και υποστήριζαν ότι η μετεπαναστατική Γαλλία υπήρξε χώρα πρότυπο και πως αν οι Γερμανοί ήθελαν να γίνουν κάποτε το ίδιο ισχυροί θα έπρεπε να ακολουθήσουν τον δρόμο της και να εγκαταλείψουν την σχεδόν μεσαιωνική παραδοσιακή τους οργάνωση η οποία είχε επιβιώσει ως τις μέρες τους. Οι πολιτικές προτάσεις των φιλελευθέρων είχαν σαφώς δημοκρατικό και αστικό χαρακτήρα. Οι κάτοικοι των φέουδων έπρεπε να γίνουν πολίτες, η προστατευτική οικονομική οργάνωση των συντεχνιών όφειλε να καταργηθεί και την θέση της να πάρει η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, τα δημόσια αξιώματα να μην δίνονται στους αριστοκράτες, η αυτοδιοίκηση να αναπτυχθεί, οι γυναίκες να χειραφετηθούν και οι Εβραίοι να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους πολίτες μιας νέας γερμανικής διοικητικής δομής. Οι φιλελεύθεροι πίστευαν πως για να προωθηθούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε η γερμανική πολιτική ελίτ να αποδεχτεί τους όρους της Γαλλίας του Ναπολέοντα -ακόμη κι αν ο τελευταίος ήταν κατακτητής- και να εφαρμόσει στην πολιτική πράξη τα προοδευτικά ιδεώδη. Η επιλογή αυτή μπορεί να μην ήταν ευχάριστη αλλά προκρίθηκε ως η μόνη ορθολογική. Από την άλλη πλευρά βρίσκονταν οι συντηρητικοί εθνικιστές που υποστήριζαν τα ακριβώς αντίθετα. Θεωρούσαν ότι η στρατιωτική ήττα οφειλόταν στην αποδυνάμωση των παραδοσιακών θεσμών, η οποία είχε αρχίσει από την εποχή του Μεγάλου Φρειδερίκου μέσω της διείσδυσης των αντιλήψεων του Διαφωτισμού στην αριστοκρατική άρχουσα τάξη. Αυτή η διείσδυση είχε δηλητηριάσει τον εθνικό ψυχισμό με αποτέλεσμα να φανεί αποδυναμωμένος την κρίσιμη στιγμή και να ηττηθεί από τις στρατιές του Ναπολέοντα. Ο εισαγόμενος από την Γαλλία φιλελευθερισμός, με το να προάγει τον ατομικισμό και τον υλισμό, διάβρωνε συνεχώς τον πρωσικό κοινοτισμό και είχε ως συνέπεια την συνακόλουθη αποδυνάμωση του στρατεύματος. Οι πολιτικές προτάσεις των συντηρητικών ήταν οι εξής. Η ελεύθερη αγορά θα δημιουργούσε μια κοινωνία χωρίς ρίζες, ένα χαοτικό σύμπλεγμα ανταγωνισμών. Συνεπώς, το ορθό θα ήταν να απορριφθεί. Η αριστοκρατία έπρεπε να προστατευτεί από την επέλαση του φιλελευθερισμού γιατί στην στρατιωτική της κουλτούρα

στηριζόταν το παλαιό δέος και η συλλογική ταυτότητα της Πρωσίας. Όσο για τις γυναίκες, αποτελούσαν ανέκαθεν τους στυλοβάτες της οικογένειας δηλαδή του πρωταρχικού κύτταρου της κοινότητας. Άρα η ονομαζόμενη χειραφέτησή τους θα τις έκανε να χάσουν την αληθινή τους υπόσταση, θα κλόνιζε το θεσμό της οικογένειας και θα αποδυνάμωνε τον κοινωνικό ιστό. Οι Εβραίοι, τέλος, αποτελούσαν μέλη μιας ξένης φυλής και υποστήριζαν τις πολιτικές δυνάμεις της Νεωτερικότητας. Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να αποκτήσουν το δικαίωμα να αγοράζουν γη ή να πολιτεύονται γιατί τότε η Πρωσία θα έπεφτε στα χέρια τους και θα μετατρεπόταν σε αστικό κράτος. Η συμπεριφορά που πρόκριναν οι συντηρητικοί συνοψιζόταν σε μια φράση: Απόρριψη της οποιασδήποτε γαλλικής επιρροής.

Ο Κλάιστ μετά την στρατιωτική ήττα αισθάνθηκε οργή. Όπως έγραψε στην αδερφή του, ένιωθε σα να επαναλαμβανόταν η ρωμαιοκρατία. Η νεωτερική Γαλλία αποτέλεσε στα μάτια του την νέα πολυεθνική Ρώμη που θα υπέτασσε τους Γερμανούς στην απόλυτη κυριαρχία της. Η πνευματική κυριαρχία των Γάλλων, η οποία είχε ξεκινήσει με τον Διαφωτισμό, ολοκληρωνόταν μοιραία με την πολιτική τους κυριαρχία. Ο Γερμανός λογοτέχνης αισθανόταν ότι ο κώδωνας κινδύνου που είχε κρούσει από το 1769 ο Χέρντερ και οι επιφυλάξεις των συντηρητικών αμελήθηκαν άδικα. Οι φόβοι τους είχαν αποδειχτεί βάσιμοι. Γεμάτος απογοήτευση παραιτήθηκε από το πρωσικό δημόσιο λίγες μέρες μετά την ήττα. Είχε εξασφαλίσει μια μικρή σύνταξη μέσω της βοήθειας που του πρόσφερε η συγγενής του Μαρία φον Κλάιστ και η ίδια η βασίλισσα της Πρωσίας Λουίζα φον Μέκλενμπουργκ. Ωστόσο, οι Γάλλοι κατακτητές τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν άνευ σοβαρού λόγου. Τελικά, τον αποφυλάκισαν μισό περίπου χρόνο αργότερα. Μετά την αποφυλάκισή του ο Κλάιστ κατέφυγε στη Δρέσδη όπου και έζησε τα επόμενα δυο χρόνια. Ο Ναπολέοντας είχε ενώσει τα περίπου τριακόσια γερμανικά κρατίδια σε μια συνομοσπονδία των τριάντα οκτώ κρατών. Η γερμανική αριστοκρατία,

17

εφόσον αποδέχτηκε τους όρους του, διατήρησε τα προνόμιά της. Ωστόσο, όφειλε να προωθήσει φιλελεύθερες πολιτικές μεταρρυθμίσεις την ώρα που ο γαλλικός στρατός περιφερόταν στην Γερμανία συλλαμβάνοντας και ασκώντας αστυνομική εξουσία. Ο Κλάιστ την χρονιά αυτή, το 1807 δηλαδή, έγραψε την εμπνευσμένη από την ελληνική μυθολογία πρωτοποριακή τραγωδία «Πενθεσίλεια» που σόκαρε με το αιματοβαμμένο της τέλος, το εξαιρετικό ιπποτικό δράμα «Η μικρή Κατερίνα του Χάιλμπρον» στο οποίο ανέδειξε τον ρομαντικό τύπο της ιδεώδους γυναίκας ως διπολική αντίθεση στην σκληρή Πενθεσίλεια και το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο σεισμός στη Χιλή» που ο Φραντς Κάφκα εκθείασε περίπου έναν αιώνα αργότερα. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με τον σημαντικότερο πνευματικό και πολιτικό του συναγωνιστή, τον Άνταμ Μύλλερ, και τον Δεκέμβριο ίδρυσαν έναν εκδοτικό οίκο. Στις αρχές του 1808 ο εκδοτικός τους οίκος κυκλοφόρησε το ρομαντικό λογοτεχνικό περιοδικό «Φοίβος». Ο Άνταμ Μύλλερ ήταν ένας νέος στοχαστής που είχε σπουδάσει ιστορία, νομικά και οικονομικά. Από το 1804 άρχισε να γράφει φιλοσοφικά δοκίμια ενώ παράλληλα δημοσίευε εξαιρετικές καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές αναλύσεις. Το 1805 μεταστράφηκε στον Καθολικισμό ενώ ήδη από το 1806 ξεκίνησε να τοποθετείται στις δημόσιες συζητήσεις ως εκφραστής του πολιτικού Ρομαντισμού. Μέχρι το 1809 έδωσε μια σειρά διαλέξεων πάνω σε πολιτικά ζητήματα. Οι διαλέξεις αυτές τον ανέδειξαν ως εκφραστή ενός πολύ δυναμικού και ριζοσπαστικού προσανατολισμού μέσα στα πλαίσια του συντηρητισμού. Το 1811 ο Μύλλερ συγκέντρωσε τις αρχές της πολιτικής του φιλοσοφίας στο βιβλίο που έφερε τον τίτλο «Τα στοιχεία της πολιτικής τέχνης». Επρόκειτο για την πρώτη αποτύπωση της θεωρίας του ολιστικού κράτους και του ανανεωμένου αντικαπιταλιστικού κορπορατισμού. Για να αντιληφθούμε τον ιδεολογικό προσανατολισμό του Κλάιστ και του Μύλλερ οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μια συνοπτική ανασυγκρότηση των ιδεών του πολιτικού τους χώρου. Αφετηρία αυτής της ανασυγκρότησης θα αποτελέσει η εστίαση στην γέννηση της εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας από τον Γερμανό ρομαντικό στοχαστή Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, μέσω μιας σειράς δοκιμίων τα οποία ξεκίνησαν να γράφονται το 1769. Ο εθνικισμός, εκπεφρασμένος ως πολιτική θεωρία, συνοψίστηκε σε δυο κύριες θέσεις. Η πρώτη υποστήριξε πως οι φιλελεύθεροι κάνουν λάθος να νομίζουν ότι ο άνθρωπος γεννιέται προορισμένος από την φύση να ζήσει ως ατομική μονάδα και μόνο για λόγους σκοπιμότητας δημιουργεί (βάσει κοινωνικών συμβολαίων) κοινωνίες και κράτη. Σύμφωνα με τον Χέρντερ, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν


δίκιο όταν έλεγαν ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον προορισμένο να ζήσει μέσα σε κοινότητες. Κι επειδή οι ισχυρές και γνήσιες κοινότητες είναι οι εθνικές κοινότητες, η ανθρώπινη ιστορία γράφτηκε και θα συνεχίσει να γράφεται από τα έθνη. Λάθεψαν, λοιπόν, οι φιλελεύθεροι διαφωτιστές που έλεγαν ότι το κύριο πολιτικό υποκείμενο της ιστορίας είναι το άτομο (και αργότερα οι μαρξιστές που υποστήριξαν ότι η ιστορία εξελίσσεται από την ενέργεια που εκλύει η πάλη των τάξεων). Σύμφωνα με τον Χέρντερ, το κύριο πολιτικό υποκείμενο της ανθρώπινης ιστορίας είναι το έθνος. Ωστόσο, όταν ο Γερμανός στοχαστής πρόκρινε την πρώτη του θέση τέθηκε το ερώτημα, «τι είναι έθνος». Ο Χέρντερ διαφοροποιήθηκε ξανά από τους διαφωτιστές για να καταλήξει στην δεύτερη θέση του. Εκείνοι υποστήριξαν ότι το έθνος είναι ένα σύνολο ατόμων που υπόκεινται σε μια κοινή διοικητική αρχή. Στην ουσία, στα πλαίσια της φιλελεύθερης πολιτικής κουλτούρας (αλλά και της μεταγενέστερης μαρξιστικής) το έθνος ταυτίστηκε με το κράτος. Αντιθέτως, ο Γερμανός θεωρητικός απάντησε ότι το έθνος είναι μια συλλογική οντότητα, ένας ενιαίος οργανισμός, που τα πρόσωπα (και όχι τα άτομα) αποτελούν τα επιμέρους μέλη του. Το κάθε έθνος έχει μια ψυχή, μια ιστορία, έναν προορισμό, βάσει της χερντεριανής αντίληψης. Συνεπώς, τα έθνη δεν κατασκευάστηκαν μέσα στην ανθρώπινη ιστορική διαδρομή αλλά την δημιούργησαν. Η ιστορία γράφτηκε από τα έθνη (κι όχι από τα άτομα ή τις τάξεις) και θα συνεχίσει να γράφεται από αυτά. Πάνω σε αυτές τις αρχές θεωρητικοί όπως ο βρετανός Έντμουντ Μπερκ και ο Γάλλος Ζοζέφ Ντε Μαιστρ ανέπτυξαν τις πολιτικές τους απόψεις, δημιουργώντας την ιδεολογική κατεύθυνση του συντηρητισμού, η οποία αποτέλεσε την βασική τάση της εθνικιστικής θεωρίας για αρκετά χρόνια. Επιγραμματικά θα αναφέρουμε πως ο Μπερκ, όντας πιο μετριοπαθής, υποστήριξε ότι μολονότι ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση του 1789 είχαν όντως ρίξει την Ευρώπη στην παρακμή της Νεωτερικότητας, κάποια πράγματα δεν μπορούσαν πλέον να αλλάξουν κι έτσι οι συντηρητικοί όφειλαν να δώσουν την μάχη τους μέσα από τα κοινοβούλια και αποδεχόμενοι ως έναν βαθμό την ελεύθερη αγορά. Ο Ντε Μαιστρ, από την άλλη, απέρριψε κάθε σχέση με την νεωτερική πολιτική τάξη και τάχθηκε υπέρ μιας βίαιης επιστροφής στο καθεστώς που υπήρχε πριν την Γαλλική Επανάσταση. Και οι δυο, πάντως, είχαν στραμμένο το βλέμμα σαφώς προς το παρελθόν. Τα γραπτά του Μπερκ και του Ντε Μαιστρ αποτέλεσαν τις βασικές αναφορές των συντηρητικών μέχρι την εποχή του Κλάιστ και του Μύλλερ. Όμως οι δυο νέοι, μαζί με ορισμένους ακόμη στοχαστές, είχαν κάτι διαφορετικό να προτείνουν. Κάτι που ήταν μεν συντηρητικά παραδοσιοκρατικό αλλά ταυτόχρονα υπερέβαινε την οπισθοδρόμηση και στρεφόταν προς το μέλλον. Κάτι που έδινε στον εθνικισμό μια ριζοσπαστική

τροπή και δημιουργούσε εντός των πλαισίων του μια καινούργια τάση δίπλα στην συντηρητική. Την αρχή έκανε ο φιλόσοφος Φίχτε, ο οποίος μετά από την αρχική του επαφή με τον φιλελευθερισμό προσανατολίστηκε σταδιακά προς τον εθνικισμό. Το 1800 έγραψε το «Εμπορικά Κλειστό Κράτος», ένα έργο μέσω του οποίου πρόκρινε την οικονομική αυτάρκεια των εθνών ως απάντηση στην καπιταλιστική θεωρία της ελεύθερης αγοράς. Ο Μύλλερ καταπιάστηκε με αυτή την θεωρία αλλά υποστηρίζοντας ότι το μοντέλο του Φίχτε ήταν στατικό δημιούργησε μια δική του οικονομική πρόταση. Επανέφερε, έτσι, το σύστημα των μεσαιωνικών συντεχνιών στα πλαίσια ενός οικονομικού κορπορατισμού, ο οποίος και την παραδοσιακή οικονομική φόρμα που υιοθετούσαν οι συντηρητικοί διατήρησε και στις νέες συνθήκες ήταν εφαρμόσιμος. Κι ενώ ο Φίχτε επανήλθε το 1807-08 εκφωνώντας τους «Λόγους προς το γερμανικό έθνος» (δημιουργώντας ένα εθνικιστικό φιλοσοφικό μανιφέστο και κάνοντας μνεία στον βιβλιοπώλη Παλμ, που είχε τουφεκιστεί επειδή στο κατάστημά του εκδόθηκε μια μπροσούρα στρεφόμενη κατά του Ναπολέοντα), ο Μύλλερ μέσω των διαλέξεών του παρουσίασε για πρώτη φορά στην ιστορία των ιδεών την θεωρία του ολιστικού κράτους. Ήταν σαφές ότι στα πλαίσια αυτής της πνευματικής κίνησης ο συντηρητισμός υποχωρούσε εμπρός σε μια ριζοσπαστική του εκδοχή. Ο Φίχτε, ο Μύλλερ, ο Κλάιστ και οι υπόλοιποι εκφραστές της εν λόγω κίνησης διαπίστωναν ότι οι συντηρητικοί βάσιζαν τις θέσεις τους στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων της αριστοκρατίας και της εκκλησίας. Αντιθέτως, εκείνοι οραματίζονταν μια ολικά ενεργή εθνική κοινότητα και δήλωναν ότι σημαντικά τμήματα της αριστοκρατίας και της εκκλησίας είχαν μολυνθεί από την νεωτερική εμπορευματοποίηση κι έβλεπαν τα προνόμιά τους μοναχά ως οικονομικές αξίες. Η κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος οφειλόταν, λοιπόν, και στην παρακμή των εκπροσώπων του. Συνεπώς, οι ριζοσπάστες εθνικιστές ήθελαν να διατηρηθούν οι αρχαίοι και οι μεσαιωνικοί θεσμοί όχι όπως είχαν καταντήσει αλλά αναγεννημένοι σε μια νέα, στιβαρή και ηθικά αποκαθαρμένη έκφραση παραδοσιοκρατίας που θα υπερέβαινε τις προκλήσεις της νέας εποχής. Το 1808 ο Κλάιστ, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε έναν από τους κεντρικούς εκφραστές της όλης κίνησης στο λογοτεχνικό πεδίο, έγραψε το δράμα που έφερε τον τίτλο «Η μάχη του Αρμίνιου». Μέσω της «Μάχης..» θέλησε να εγείρει τον γερμανικό πατριωτισμό εναντίον των κατακτητών και να καταγγείλει τους φιλελεύθερους συνεργάτες των Γάλλων, αντιστοιχίζοντάς τους με τους υποταγμένους φύλαρχους των αρχαίων γερμανικών φατριών που υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους και συνεργάστηκαν μαζί τους. Πάντως, μολονότι στόχευε

18

να δημιουργήσει ένα έργο στρατευμένης τέχνης στάθηκε αδύνατο η αιθέρια πένα του να υποταχθεί στο πεζό επίπεδο της καλλιτεχνικής στράτευσης. Όταν «Η μάχη του Αρμίνιου» ολοκληρώθηκε το κοινό βρέθηκε ενώπιον όχι ενός απλού πατριωτικού έργου αλλά ενός ακόμη έξοχου δημιουργήματος της παγκόσμιας θεατρικής ιστορίας. Έχοντας πια το περιοδικό «Φοίβος» ως ορμητήριο ιδεών, ο Κλάιστ επανήλθε στην συγγραφή του θεατρικού έργου «Ροβέρτος Γυισκάρδος, δούκας των Νορμαννών», που είχε κάψει μερικά χρόνια πριν. Στο τεύχος Απριλίου-Μαίου του 1808 δημοσίευσε την πρώτη πράξη, την οποία αποτελούσαν δέκα σκηνές. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ το έργο, ούτε καν το προχώρησε. Το άφησε έτσι, ως ένα «ρομαντικό απόσπασμα». Ωστόσο, το απόσπασμα αυτό τον έφερε στην κορυφή της παγκόσμιας ιστορίας του θεάτρου. Πρόκειται για ένα κορυφαίο δημιούργημα. Μια μονόπρακτη τραγωδία υψηλού ύφους, που μπόρεσε να παιχτεί σαν ολοκληρωμένο έργο στην σκηνή του θεάτρου με μεγάλη επιτυχία αρκετά μετά τον θάνατο του συγγραφέα της. Όμως, ο Κλάιστ ήταν άτυχος. Οι λογοτεχνικές του δημιουργίες δεν βρήκαν ανταπόκριση τόσο λόγω της καινοφανούς ιδιοφυίας που περιέκλειαν όσο και λόγω της πολιτικής του δραστηριοποίησης. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ ήταν φορέας μια συμβατικά συντηρητικής ιδεολογίας παλαιού τύπου. Συνεπώς, δεν ταυτιζόταν με την μικρή πνευματική ιντελιγκέτσια των ριζοσπαστών εθνικιστών. Ωστόσο, δεν την αντιμετώπιζε ως φορέα αντίπαλων ιδεών αλλά ως μια νεανική ριζοσπαστική έκφραση του δικού του πολιτικού χώρου. Θα μπορούσαν, λοιπόν, ο Κλάιστ και οι ομοϊδεάτες του να περιμένουν μια εύνοια από αυτόν. Εντούτοις, ο βασιλιάς στο πρωσικό σύστημα είχε έναν ρόλο επόπτη που έδινε την τελική επικύρωση στα πολιτικά και κοινωνικά πεπραγμένα. Δεν ήταν πρωθυπουργός. Μάλιστα, μετά την ήττα από την Γαλλία, στην αυλή του είχε αυξηθεί η επιρροή των φιλελεύθερων πολιτικών. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι στον χώρο των γραμμάτων κυριάρχησαν οι φιλελεύθερες και προοδευτικές αντιλήψεις μετά τον Διαφωτισμό, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι εκείνη την εποχή καλλιτέχνες και στοχαστές με συντηρητικές ιδέες άρχισαν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ο Κλάιστ δεν έβρισκε θέατρα να ανεβάσουν τα έργα του ούτε κι εκδότες να τα δημοσιεύσουν. Το 1809 ο «Φοίβος» σταμάτησε να κυκλοφορεί μετά το δωδέκατο τεύχος του. Την απογοήτευση που άρχισε να τον καταλαμβάνει προσπάθησε να την αντιμετωπίσει γράφοντας πατριωτικά ποιήματα και πολιτικές μπροσούρες. Τον ίδιο χρόνο η Αυστρία και η Αγγλία συνασπίστηκαν κατά του Ναπολέοντα. Το καλοκαίρι οι εχθροπραξίες είχαν αρχίσει να λαμβάνουν χώρα μέσα σε γερμανικά εδάφη. Ο Κλάιστ γεμάτος ενθουσιασμό, και με συνοδοιπόρο τον νεαρό λόγιο


Φρειδερίκο Ντάλμαν, άφησε την Δρέσδη και σχεδόν απένταρος ξεκίνησε για την Βιέννη με τα πόδια, προκειμένου να προσφέρει την βοήθειά του στην Αυστρία. Η πορεία όμως διακόπηκε καθώς ο Ναπολέοντας τον Ιούλιο νίκησε και τους Αυστριακούς. Μετά από πολλές περιπέτειες, ο ρομαντικός συγγραφέας εξαφανίστηκε κάπου έξω από την Πράγα. Αρρώστησε βαριά και τον Νοέμβριο εμφανίστηκε στην γενέτειρά του, την Φρανκφούρτη. Στα τέλη του 1809 έφτασε στο Βερολίνο, όπου και έζησε τα τελευταία συγκλονιστικά χρόνια της ζωής του. Εκεί τον περίμενε ο Άνταμ Μύλλερ, ο οποίος είχε νυμφευτεί και διοριστεί στο πρωσικό δημόσιο. Το 1810 οι δυο φίλοι άρχισαν να οργανώνουν τις επόμενες κινήσεις τους. Αυτή την φορά οι σχεδιασμοί τους υπήρξαν εξαιρετικά εύστοχοι. Ωστόσο, το περιβάλλον τους ήταν ακόμη πιο εχθρικό από εκείνο των προηγούμενων ετών. Και τούτο, γιατί είχε επέλθει μια σημαντική πολιτική εξέλιξη. Ο βασιλιάς της Πρωσίας έπειτα από τη νέα νίκη των Γάλλων είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει σε όλες τις πιέσεις του φιλογαλλικού παράγοντα. Το τάγμα των ροδόσταυρων, μια μυστικιστική οργάνωση με συντηρητικό χαρακτήρα και δηλωμένη αντιπάθεια για τους ελευθεροτέκτονες, που βρισκόταν δίπλα του κι επηρέαζε την στάση του, παραμερίστηκε. Μια ομάδα προοδευτικών στρατιωτικών με επικεφαλής τον φον Χάρντενμπεργκ οργανώνοντας ένα κίνημα ανέλαβε την διοίκηση της χώρας κι άρχισε να εφαρμόζει αστικοδημοκρατικές πολιτικές. Ο Κλάιστ, ο Μύλλερ και οι υπόλοιποι συντηρητικοί εθνικιστές είχαν πλέον στραμμένη επάνω τους την προσοχή του κράτους. Τα περιθώρια ήταν μικρά και το δίλημμα μεγάλο. Κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί για αυτούς αν η σύγκρουση με την κυβέρνηση έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις. Ωστόσο, φάνηκε πως τέτοια διλήμματα ήταν αδύνατο να ανακόψουν την ορμή των ρομαντικών τους ιδιοσυγκρασιών. Ο Κλάιστ μέσα στο 1810 έγραψε τρία έργα φανταστικής λογοτεχνίας, τα «Η ζητιάνα του Λοκάρνο», «Η Αγία Καικιλία» και «Μίχαελ Κολχάας». Το πρώτο είναι ένα μικρό γοτθικό διήγημα, το δεύτερο μια νουβέλα φαντασίας υποβλητικού τρόμου ενώ το τρίτο ένα ιστορικό μυθιστόρημα με στοιχεία επικής φανταστικής λογοτεχνίας που περιέχει και πολιτικά μηνύματα. Το μυθιστορηματικό ύφος του Κλάιστ διαφέρει από το θεατρικό του. Στο θεατρικό είναι έντονο το συγκινησιακό στοιχείο ενώ στο μυθιστορηματικό ανιχνεύει κανείς τα βασικά γνωρίσματα της λογοτεχνίας του

φανταστικού. Μακροσκελείς φράσεις, καταιγισμός γεγονότων, σκοτεινή ατμόσφαιρα, αγωνιώδεις καταστάσεις αλλά και στιβαρή αφήγηση που δεν χάνει τον τελικό της προσανατολισμό. Ο Κολχάας του μυθιστορήματος βασίζεται σε ένα ιστορικό πρόσωπο που έζησε στην Γερμανία την εποχή του Λούθηρου αλλά λεγόταν Χανς κι όχι Μίχαελ. Το έργο βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα, τα οποία ο συγγραφέας βρήκε σε ένα χρονικό δημοσιευμένο το 1731. Η υπόθεση μοιάζει κάπως με εκείνη του

«Ρομπέν των Δασών» κι έχει ως εξής. Ο Μίχαελ Κολχάας είναι ένας έντιμος και συνετός άνθρωπος που για κακή του τύχη ζητά μια δίκαιη αποζημίωση από έναν ευγενή. Αντί να την λάβει περιπαίζεται από το σύστημα εξουσίας και χλευάζεται από την κοινωνία. Αυτό τον κάνει έξω φρενών. Έτσι, παίρνει το νόμο στα χέρια του, γίνεται παράνομος και συγκροτεί μια ομάδα περιφερόμενων τιμωρών η οποία ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της αποδίδοντας δικαιοσύνη με το σπαθί. Ο ευγενής που τον αδίκησε, ο φον Τρόνκα, βλέπει τον πύργο του να παραδίδεται στις φλόγες και τρέχει να σωθεί στην πόλη Βίτεμπεργκ. Η ομάδα του Κολχάας τον ακολουθεί και κάνει την πόλη κόλαση! Η προσωπική διαφορά έχει γενικευθεί σε πόλεμο κατά της αδικίας. Ωστόσο, τα μέσα των τιμωρών είναι εξίσου σκληρά και πολλές φορές άδικα. Φωτιά και ατσάλι θερίζουν ενώ μοναχά στάχτες αφήνει πίσω το πέρασμά τους. Ο Λούθηρος τους παρακαλεί να σταματήσουν αλλά ένας

19

δεύτερος αρχηγός εμφανίζεται και ρίχνει κι άλλο λάδι στην φωτιά. Τελικά, έχοντας αφήσει πίσω του ποτάμια αίματος, ο Κολχάας συλλαμβάνεται. Εκτελείται, αλλά πεθαίνει ευτυχισμένος γιατί απέδωσε δικαιοσύνη κι έχοντας μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων από τα χέρια του Λούθηρου. Μόλις πριν λίγο καιρό προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών η κινηματογραφική μεταφορά του έργου, σε σκηνοθεσία του Arnaud des Pallières, με πρωταγωνιστή τον επιβλητικό Μαντς Μίκελσεν. Στο «Αγία Καικιλία» ένα μοναστήρι Καθολικών απειλείται από πλήθος Προτεσταντών, που έχουν αποφασίσει να επιτεθούν κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Τέσσερα αδέρφια αποτελούν τους αρχηγούς των επιτιθέμενων. Ωστόσο, κατά την διάρκεια της Λειτουργίας ξαφνιάζουν τους πάντες καθώς αρχίζουν να προσεύχονται με αδιαμφισβήτητη πίστη όταν ακούνε το εκκλησιαστικό όργανο να παίζει την συνοδευτική μουσική σύνθεση. Οι υπόλοιποι Προτεστάντες έκπληκτοι ματαιώνουν την επίθεση. Τα αδέρφια συνεχίζουν να συμπεριφέρονται με αυτό τον παράξενο τρόπο και οδηγούνται στο φρενοκομείο. Εκεί, κάθε νύχτα τραγουδούν με δαιμονικά παραμορφωμένη φωνή το Δόξα εν Υψίστοις. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει τι συνέβη. Ούτε και στο μοναστήρι μπορούν να καταλάβουν πως η μοναδική μοναχή που ήξερε να παίξει το εκκλησιαστικό όργανο, ενώ λίγο πριν ήταν ετοιμοθάνατη, κατάφερε να εμφανιστεί και να διευθύνει την Λειτουργία σα να ήταν υγιέστατη. Ταυτόχρονα, υπάρχουν αξιόπιστοι μάρτυρες που παίρνουν όρκο ότι η μοναχή δεν βγήκε στιγμή απ’ το κελί της και το βράδυ πέθανε. Το νεκρό κορμί της αποτελεί την αδιάψευστη απόδειξη της μαρτυρίας τους. Τι είχε συμβεί τελικά; Ο ρομαντικός λογοτέχνης δημιούργησε ένα γοητευτικά σκοτεινό έργο στο ύφος που πολλά χρόνια αργότερα κορυφαίοι συγγραφείς όπως ο Άρθουρ Μάχεν και ο Χ. Φ. Λάβκραφτ θα οικοδομούσαν την δική τους παράδοση. Την ίδια χρονιά ο Κλάιστ έγραψε το καταπληκτικό φιλοσοφικό δοκίμιο «Οι Μαριονέτες». Πρόκειται για το κείμενο που αποτυπώνει την ιδεαλιστική ρομαντική του κοσμοθέαση και αποτελεί οδηγό για την κατανόηση της ζωής και του έργου του. Σύμφωνα με τον Γερμανό στοχαστή στον κόσμο της καθημερινότητας ο άνθρωπος βιώνει το Χάος των πρόσκαιρων και φαινομενικών καταστάσεων. Αν θελήσει να το υπερβεί και να έρθει σε επαφή με την κοσμική Τάξη και το θείον, θα πρέπει να αρχίσει


την αναζήτηση σε ένα βαθύτερο επίπεδο. Ωστόσο, σε αυτό το επίπεδο δεν θα τον οδηγήσει η εργαλειακή ορθολογιστική σκέψη αλλά η φωνή των πιο ενδόμυχων στοιχείων της ψυχής του. Ο δρόμος για την υπερβατικότητα βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου. Στο θέατρο της ύπαρξης τρεις είναι οι χαρακτηριστικές φιγούρες: Η μαριονέτα, που έχει τα χαρίσματα του αθώου αυθορμητισμού και της έλλειψης λογικής συνείδησης και αντανακλά τον άνθρωπο στην κατάσταση πριν την πτώση από την αγκαλιά του θείου. Η γήινη θεότητα, στην οποία συναίσθημα και λογική συνυπάρχουν σε μια αρμονική τελειότητα. Ανάμεσα στις δυο αυτές τέλειες φιγούρες στέκεται ο άνθρωπος. Ένα ατελές πλάσμα που διαθέτει κάτι απ’ την πρωταρχική αθωότητα αλλά και λίγο από την λογική συνείδηση. Αυτό το λογικό δυναμικό καθιστά σχεδόν αδύνατη την επανάκτηση της πρωταρχικής χαμένης αθωότητας της μαριονέτας. Ωστόσο, η έμφαση προς τα μέσα και η ανάδειξη του βαθέως «αθώου», αν συνδυαστεί στην κατάλληλη ισορροπία με την λογική, ίσως να ανοίξει το δρόμο για την μεταβολή του ανθρώπου σε γήινη θεότητα, σε φορέα Τάξης και θείου. Το φθινόπωρο του 1810 γράφτηκε και το τελευταίο θεατρικό έργο του Κλάιστ. Ήταν «Ο Πρίγκιπας Φρειδερίκος του Χόμπουργκ». «Ο Πρίγκιπας…», μολονότι είχε πολιτικό υπόβαθρο, τον έφερε σε σύγκρουση με τους αριστοκράτες συντηρητικούς του παλαιού τύπου. Οι τελευταίοι, προσκολλημένοι σε συμπαγή δόγματα καθώς ήταν, δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν την πνευματική ριζοσπαστικότητα του έργου και να αντιληφθούν ότι αυτή θα δικαίωνε τον συγγραφέα του στο πέρασμα της ιστορίας. Η δραστηριότητα του Κλάιστ όμως δεν σταμάτησε εκεί. Την πρώτη Οκτωβρίου του 1810 κυκλοφόρησε με τον Μύλλερ την καθημερινή εφημερίδα «Εσπερινά φύλλα του Βερολίνου». Η επίθεση κατά του φον Χάρντενμπεργκ και της φιλελεύθερης κυβέρνησης είχε ήδη αρχίσει. Με τον Μύλλερ να χτυπά μετωπικά τον φιλελευθερισμό στο πολιτικό-οικονομικό του σκέλος και τον Κλάιστ να καταγγέλλει το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής, η εφημερίδα προκάλεσε σεισμό και η επιτυχία της ήταν μεγάλη. Η κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη ότι αν την άφηνε να συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς θα μετατρεπόταν σε ένα αντιπολιτευτικό κάστρο, δεν άργησε να στρέψει εναντίον της την κρατική λογοκρισία. Με αφορμή καυστικά σχόλια του Κλάιστ κατά του Βίλχελμ Ίφλαντ, ο οποίος ήταν ο κεντρικότερος παράγοντας του θεατρικού γίγνεσθαι στο Βερολίνο, η κυβέρνηση απαγόρευσε σε όλες τις εφημερίδες την θεατρική κριτική! Ο Κλάιστ σταμάτησε να αρθρογραφεί αλλά και ο Μύλλερ δέχτηκε κυβερνητικές πιέσεις για να ρίξει τους τόνους. Τελικά, τα «Εσπερινά φύλλα του Βερολίνου» εξέπνευσαν τον Μάρτιο του 1811. Οι δυο φίλοι, όμως, δεν το έβαλαν κάτω. Αρχικά κινητοποιήθηκαν προκειμένου

να δημιουργήσουν έναν όμιλο σκέψης ομοϊδεατών τους. Όταν τα κατάφεραν ένας ρομαντικός κύκλος ριζοσπαστών συντηρητικών στοχαστών, που στις τάξεις του φιλοξένησε κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα του πνευματικού γερμανικού στερεώματος, είχε δημιουργηθεί. Δίπλα στους Μύλλερ και Κλάιστ πλέον στέκονταν ο φιλόσοφος Φίχτε, ο θεωρητικός του πολέμου φον Κλαούζεβιτς, ο διάσημος νομικός φον Σαβινύ και οι ρομαντικοί λογοτέχνες Κλέμενς Μπρεντάνο και Άχιμ φον Άρνιμ. Η μαχητικότητα του Μύλλερ έκανε τον ηγέτη της συντηρητικής αντιπολίτευσης Φρειδερίκο φον ντερ Μάρβιτς να τον δεχτεί ως πολιτικό συνεργάτη. Ωστόσο, ο φιλελεύθερος καγκελάριος Χάρντενμπεργκ έθεσε εκτός νόμου την αντιπολίτευση κι έστειλε στην φυλακή τον Μάρβιτς. Αναπόφευκτα ο κύκλος των ριζοσπαστών εθνικιστών διαλύθηκε και τα μέλη του βρέθηκαν υπό διωγμό. Ο Μύλλερ μετατέθηκε στην Βιέννη. Αλλά κι από εκεί δεν σταμάτησε να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι σκόπευε να μετατρέψει την Πρωσία σε γαλλική καρικατούρα εμποτίζοντας το κράτος με το πνεύμα του υλισμού και τις διαλυτικές αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, ώσπου τελικά απολύθηκε οριστικά από το πρωσικό δημόσιο. Ο Κλάιστ έμεινε χωρίς στήριξη στο Βερολίνο. Εκείνη την χρονιά έγραψε τρία λογοτεχνικά έργα, τα «Αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομίνικο», «Ο έκθετος» και «Η μονομαχία». «Ο έκθετος» και τα «Αρραβωνιάσματα..» είναι θρίλερ χωρίς έντονα υπερφυσικά στοιχεία. «Η μονομαχία» αποτελεί ένα ιστορικό μυθιστόρημα με ατμόσφαιρα θρίλερ και βασίζεται στο μυθιστόρημα «Persiles y Sigismunda» του Θερβάντες. Η επιτυχία που είχαν ήταν ικανοποιητική. Το κοινό τα αγάπησε κι ένας συλλογικός τόμος με αφηγήματα του Κλάιστ κυκλοφόρησε μέσα στο 1811. Ωστόσο, ο ίδιος έστρεφε την προσοχή κυρίως στο θέατρο και το καλοκαίρι του 1811 έζησε στο Βερολίνο απομονωμένος και γεμάτος απελπισία. Συναναστρεφόταν μόνο την ερωμένη του Ανριέττα Φόγκελ, μια χαρισματική τραγουδίστρια που του είχε γνωρίσει ο Άνταμ Μύλλερ. Η Φόγκελ ήταν καρκινοπαθής και οι γιατροί είχαν διαγνώσει ότι ο θάνατός της θα ερχόταν με οδυνηρό τρόπο. Ο μελαγχολικός ρομαντικός είχε βρει την συντροφιά που ζητούσε για να αποχωρήσει από αυτό τον κόσμο. Στις 20 Νοεμβρίου το ζευγάρι κατευθύνθηκε με άμαξα προς το Πότσνταμ. Ένα μίλι έξω από την πόλη σταμάτησε στο πανδοχείο Zum Stimming, το οποίο βρισκόταν στις όχθες της λίμνης Βαν. Την επόμενη μέρα ένας δασονόμος που ζούσε εκεί κοντά και μια υπηρέτρια της Φόγκελ άκουσαν δυο πυροβολισμούς. Όταν ο δασονόμος έφτασε στις όχθες βρήκε το πτώμα της Ανριέττας σε μια μακάρια στάση με τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος του στήθους. Ο Κλάιστ την είχε πυροβολήσει στην καρδιά. Η ακρίβεια της

20

βολής ήταν τέτοια που στο σώμα της δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες κηλίδες αίματος. Ο ίδιος είχε αυτοπυροβοληθεί έπειτα στο κεφάλι. Σε επιστολές που είχαν γράψει το προηγούμενο βράδυ εξηγούσαν τους λόγους της εκούσιας φυγής τους. Η Ουλρίκε Κλάιστ, έζησε το υπόλοιπο της ζωής της γεμάτη τύψεις για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να αποτρέψει την αυτοκτονία του αδερφού της και δεν έπαψε στιγμή να καταγγέλλει τον Γκαίτε ως εκπρόσωπο του κατεστημένου που του έφραξε τον δρόμο της επιτυχίας. Λίγα χρόνια μετά την αυτοκτονία του ζευγαριού έχασε τα λογικά της. Η καημένη Ουλρίκε δεν μπορούσε να προβλέψει πως η ιστορία θα δικαίωνε με τον καλύτερο τρόπο το ταλέντο του αδερφού της. Ο Κλάιστ στον 20ο αιώνα αναγνωρίστηκε ως ένας σπουδαίος λογοτέχνης του φανταστικού αλλά κυρίως ως ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς της ιστορίας. Μάλιστα εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην αναγνώρισή του δεν ήταν μόνο κάποιοι νεορομαντικοί αλλά και κορυφαίοι εκπρόσωποι των καλλιτεχνικών κινημάτων της (avant garde) πρωτοπορίας. Τα έργα του έχουν παιχτεί πλέον σε μεγάλες θεατρικές σκηνές και μεταφέρονται στον κινηματογράφο. Όσο για εμάς πέρα από την τέρψη που μας προσφέρει η ανάγνωση των κειμένων του ίσως θα πρέπει να μας κεντρίσει η πορεία της προσωπικής του ζωής πριν αποφασίσει να της δώσει αυτό το άδικο τέλος. Στην εποχή μας, που οι όροι έχουν αντιστραφεί και οι Γερμανοί δεν αναζητούν την υπεράσπιση της εθνικής τους ταυτότητας ενάντια σε μια ξένη νεωτεριστική κατοχή αλλά είναι πολίτες ενός κράτους που εφαρμόζει επεκτατικούς σχεδιασμούς για λογαριασμό των δυνάμεων που στην εποχή του Κλάιστ τους υποδούλωσαν, ενδεχομένως η στάση του σπουδαίου λογοτέχνη και των παλαιών εκείνων ρομαντικών να αποτελεί διδαχή ηθικής ακεραιότητας και αγωνιστικού πνεύματος.


Λιθοξόος

Υπό Ζεφύρου

Σὲ χρόνο ἀπροσδιορίστου ὑφῆς ἐνδεχομένως πρώιμη ἀπογευματινὴ ὥρα – Πεκλαρίτης λιθοξόος ἐκλήθη νὰ λαξεύσῃ πέτρες ἰδεώδους σχηματικῆς ἐμβριθείας ὥστε νὰ κοσμήσῃ τὸ σιωπηλὸ μνῆμα κόρης ἀποθανούσης στὴν πρὸ καιροῦ δρύινη κλίνη της. Μετρώντας τὴν τοῦ πλακοστρώτου ῥυθμικὴ ἐπανάληψι - ἰδιάζων ὁ τῆς Ἡπείρου κυκλικὸς μυστικισμός – κατευθύνθηκε στὸ καφεκοπτεῖο τῆς πλατείας ἀφουγκραζόμενος θρόισμα ἑκατονταετοῦς πλατάνου καὶ βυζαντινῆς ψαλμωδίας. Προφητικὴ ἡσυχία καὶ ἀκαριαῖες ῥιπές βροχίνου ὄξους ὀστῶν. Ἀνασαίνοντας τὸν ἐφοδεύοντα ἐκ τῆς ἀτερμόνου καὶ ἀκαταλήπτου ὡς πρὸς τὴν ἀχρονία τῆς βουνοπλαγιᾶς ἄνεμο, ἔκρουσε ὡς ἄγγελος θανάτου τὶς παραστάδες καὶ τὸ ἀνῶφλι τῆς πόρτας – θυμόμαστε γὰρ τὸ τοῦ Κυρίου μας θαυμαστὸν πέρασμα ἐνάντια στὸ ἄκρατο τοῦ Νείλου ῥεῦμα – τρίς. Στὰ χτυπήματα τοῦ λιθοξόου ἀπήντησε κατόπιν ἐπαρκοῦς χρονικῆς ἀλληλουχίας μεταξὺ σθένους δακρύων καὶ ἄλικου ἱδρῶτα ὁ πατὴρ τῆς νεκρῆς διατηρώντας τὴν ὁμιχλώδη ἔκστασι ἑνὸς Βισκόντι καὶ τὸ βουνίσιο κύρτωμα πλάτης τσέλιγκα ποὺ μελετάει τὸν ἀχὂ τῶν κάμπων καὶ τὴς ἑρήμου ἐκ τοῦ μακρόθεν. Συμφωνία σχεδίου τοῦ ταφικοῦ συμπλέγματος ἐπετεύχθη καθῶς ἀμφότεροι ἐθαύμασαν τὴν ἁρμονία τῶν ὤμων, τὴ διαγραφομένη ὑπὸ τῆς τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων πλαγίου πορείας, ἁρμονία στήλη ἄλατος καὶ ἐκτινασσομένη ἐκ τῶν βράχων πηγὴ καθάρσεως ἀμαρτιῶν. «Φτιάξε το ἔτσι πού, Παναγία καὶ Σαλώμη στὶς ἐκβολές τοῦ Ἀχέροντα ὡς ἱέρειες τῶν κόσμων νὰ σμίγουν χορεύοντας δίνη καὶ ἀναπέμποντας κάλλος ὁμίχλης προσδοκούσης νεκρῶν ἀνάσταση». 30


Newton



Μιχαήλ Άγγελος, Ο Αββιάς

Giorgio Ghisi , Καπέλα Σιξτίνα

24

Newton, Optics


Ancient Of Days

25


Πολυ ιμα Με αλλα


27


Sword of a Paladin “I Ride Out On The World And Dawn Rides With Me” Sol, Sol Invictus Shining Guardian Of The West In Saecula Saeculorum Conquer With Fire And With Faith1 ΛΕΥΚΗ ΘΕΑ, ΗΛΙΟΣ ΑΝΙΚΗΤΟΣ «Κατά την πρώτη νυχτερινή σκοπιά, καθώς κοιμόμουν στον πρώτο μου τον ύπνο, ξύπνησα με φόβο ξαφνικό και είδα το φεγγάρι ν’ αστράφτει λαμπρά, σαν να ‘τανε γεμάτο, κι έμοιαζε να ξεπηδά μες από τη θάλασσα. Τότε σκέφτηκα πως αυτή είναι η πιο μυστική ώρα, όταν η θεά είχε τη μεγαλύτερη δύναμη και ισχύ, συλλογιζόμενος πως όλα τα ανθρώπινα πράγματα κυβερνώνται δια της πρόνοιάς της. Και ότι όχι μόνο τα θηρία, οικόσιτα και ήμερα, άγρια και κτηνώδη, γίνονται δυνατά υπό την κυβερνεία του φωτός και της θειότητας της αλλά και τα πράγματα τα άψυχα, τα δίχως ζωή. Και συλλογίστηκα πως όλα τα σώματα στους ουρανούς, στη γη και στις θάλασσες αυξάνονται με την αύξηση αυτής και μειώνονται με τη μείωσή της. Και όλος κόπωση ως ήμουν, από τη σκληρή μου τύχη και τη συμφορά, καλή ελπίδα βρήκα και κυρίαρχη γιατρειά, αν και ήταν πολύ αργά, να λυτρωθώ απ’ τη μιζέρια μου δια της επίκλησης και προσευχής προς αυτή την ισχυρή θεά. Έτσι, εκεί, αποδιώχνοντας το νυσταγμό μου σηκώθηκα με πρόσωπο χαμογελαστό και κινούμενος από τη λαχτάρα για κάθαρση, βούτηξα φορές εφτά το κεφάλι μου στα νερά της θάλασσας. Ο οποίος αριθμός επτά είναι συμβατός και σύμφωνος με τα άγια και θεία πράγματα, όπως ο άξιος και σοφός Πυθαγόρας έχει δηλώσει».(2)

Το ερευνητικό έργο του Άγγλου ποιητή, συγγραφέα και ερευνητή Robert Graves (1895 – 1985) αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα - έρευνες πάνω στη μυθολογία όπως αυτή εστιάζεται στη Λευκή θεά, τη θηλυκή όψη του θεϊκού στοιχείου, του οποίου γνωρίζουμε τη συμβολική έκφραση μέσω της Σελήνης. Η Νέα Σελήνη της γέννησης και της αύξησης (Λευκή), η Πανσέληνος του έρωτα και της μάχης (Πορφυρή), η Γηραία Σελήνη της ρίκνωσης και του θανάτου

(Μαύρη), η λατρεμένη τριπρόσωπη θεά που κυβερνά τα πράγματα στη Γη. Άρτεμις και Αφροδίτη, Ντιάνα, Ντανού και Δήμητρα, Εκάτη και Δέσποινα, Ίσιδα και Κέρες, η Λευκή θεά επονομάστηκε Μεγάλη Μητέρα για να συγκεντρώσει όλα τα χαρακτηριστικά που μπορούμε να παρατηρούμε αναλογικά στα ανθρώπινα – γήινα πράγματα.

Ο ερχομός και το πέρασμα του Γιου του Ήλιου Ο Νουάντα, Βασιλιάς των – μακρινών συγγενών των Ελλήνων - Τουάθα Ντε Ντανάν, έστρεψε τα κοφτερά χλωμά του μάτια προς τις πράσινες πεδιάδες της προγονικής του πατρίδας και απέδωσε ευχαριστίες στο θεό του, τον Ήλιο. Γίγαντας ανάμεσα σε ανθρώπους, ήρωας ανάμεσα σε αθανάτους, στεκόταν απέναντι στον ανατέλλοντα ήλιο. Τα φλεγόμενα κόκκινα μαλλιά του ήταν λευκά στις άκρες, όπως ήταν το έθιμο της φυλής του και για στέμμα είχε το ιερό κράνος της μάχης των Τουάθα Ντε, με τα ασημένια κέρατα και τα εγχάρακτα σημεία του βαθμού και της φυλής. Κάτω από έναν περιστήθιο κατάσπαρτου χρυσού και μπρούντζου θώρακα φορούσε χιτώνα σε χρώματα κόκκινα, ωχρά και φαιά. Μέσα σε αερόπλοια, ο Νουάντα ήρθε από τον ήλιο, ωστόσο κρυμμένος από σύννεφα σκοτεινά. Οδηγούσε το λαό των Τουάθα Ντε Ντανάν πίσω στη γη των προγόνων τους, τη γη του Νέμεντ του Μέγα, φέροντας μαζί του τους ιερούς τους θησαυρούς που άστραφταν με τα μαγικά εμβλήματα της αποθηκευμένης τους σοφίας και των ικανοτήτων: Τον Ήλιο Το Άροτρο Τη Φουντουκιά. Μαζί τους επίσης έφερναν τέσσερα άγια και πανάρχαια πράγματα: Το Λίθο του Πεπρωμένου Το Σπαθί του Φωτός Το Δόρυ της Νίκης Το Καζάνι του Ντάγκντα. Ήταν ο ερχομός Παιδιών της Μητέρας Γης που έμελε να σημάνει το ξεκίνημα μιας επικής ιστορίας με πρωταγωνιστές αθάνατους,

ήρωες, μάγους τρανούς, μιας ιστορίας που θα γραφόταν στο Βιβλίο των Κατακτήσεων. Στην πρώτη μεγάλη μάχη της Μόυ Τούρα ο Βασιλιάς δέχτηκε την πρώτη του φρενίτιδα, όμως έχασε το χέρι του ενάντια στον πρόμαχο των Φιρ Μπολγκ, Σρενγκ και με μαζί με αυτό το δικαίωμα στη βασιλεία. Δικαίωμα που αργότερα ανέκτησε με το νέο του ασημένιο χέρι και ακόμα πιο μετά με νέο χέρι από σάρκα και αίμα. Κατά τη μάχη με το γιγάντιο σκελετό, τον Συλλογέα των Χαμένων Ψυχών, εκπρόσωπο του σκουληκοθεού Κρομ-Κρούακχ, μπροστά στον οποίο οι τρεις Μάγισσες του Πολέμου (των Ντε Ντανάν) ωχριούσαν, σημειώθηκε η δεύτερη φρενίτιδα μάχης του Νουάντα. Ήταν τότε που ο βασιλιάς των Παιδιών της Μεγάλης Μητέρας είχε ντυθεί την περιβολή του Θεού-Ήλιου. Από το κόκκινο κόσμημα στο κερασφόρο κράνος του εξήλθε εκτυφλωτική λάμψη ζώσας φωτιάς που παλλόταν και λαμπύριζε. Στο χέρι του, το - εγχάρακτο με σημεία μυστικά - Σπαθί του Φωτός μετατράπηκε από χλωμό ασήμι σε αιμάτινα πορφυρό και παλλόταν σύγχρονα με το κόσμημα. Καθώς ο γιγάντιος Συλλογέας γυρνούσε να τον συνθλίψει, ο Νουάντα επικαλέστηκε τους προπάτορές του και με κραυγή που έσεισε τη γη εκσφενδόνισε το φλεγόμενο σπαθί της φωτιάς κατά μήκος του σκοτεινού ουρανού και μέσα στο κρανίο του Συλλογέα. Τότε με ένα ουρλιαχτό που πάγωσε όσους το άκουσαν, ο πελώριος Σκελετός γύρισε πίσω στα σπλάχνα της γης με


Αύξηση και μείωση, θάνατος – αναγέννηση – ζωή, δύναμη και ρώμη, ασθένεια και αρρώστια. Περιπλανιέται στα δάση και φωτίζει τις ανθρώπινες πολιτείες όταν ο Ήλιος χάνεται στη Δύση. Πυροδοτεί το πάθος που φωλιάζει στις καρδιές των ανδρών, μα και αδίστακτα καταδικάζει και τιμωρεί. Κινεί τα φύλα να σμίγουν στην ένωση, μα δίνει και τη φωνή σε κτηνώδη ουρλιαχτά της νύχτας, σπέρνει τον όλεθρο και απλώνει το έρεβός της στις ζωές θνητών και αθανάτων. Η Λευκή θεά, όπως μελετήθηκε από τον Graves, αποτελεί και τον πυρήνα γύρω από τον οποίο εξελίσσεται το νέο μουσικό έργο των Γερμανών Atlantean Kodex, οι οποίοι επιστρέφουν με το δεύτερό τους δίσκο «The White Goddess» τρία χρόνια μετά το «The Golden Bough», όπου απέδιδαν τους οικείους του δαίμονες, μακριά από την ανθρώπινη ματιά. Η δεύτερη μάχη της Μόυ Τούρα διακρίθηκε για τη μια από τις τρανότερες συνάξεις ηρώων και μάγων, και την έκφραση δυνάμεων κοσμικής σημασίας. Ήταν αυτή μάχη ενάντια στις δυνάμεις των Φόμορ και του διαβολικού Μπάλορ του Κακού Ματιού, που καθόρισε το πεπρωμένο των Τουάθα Ντε Ντανάν. Επιπλέον ήταν η μάχη, όπου έπεσε ο βασιλιάς Νουάντα και έγινε θεός ανάμεσα στο λαό του. Πριν τη μάχη, ο Νουάντα γνωρίζοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του είδε τις πύλες και το μεγάλο παλάτι του Άλλου κόσμου να ανοίγουν για να τον υποδεχτούν. Τότε σήκωσε την ασπίδα του προς τον ήλιο και ύψωσε το Σπαθί του Φωτός, με όλη τη φωτεινότητα του πρωινού να διατρέχει τη λεπίδα του, φωνάζοντας «Είμαι ο Νουάντα, γιος του ήλιου. Είμαι ο Ασημοχέρης». Αργότερα, στα τέλη της μάχης αυτής, πριν την καταλυτική δράση του μεγαλύτερου ήρωα των Τουάθα Ντε Ντανάν, Λιού, ο Αργυροχέρης Βασιλιάς αντιμετώπισε το βασιλιά των Φόμορ, κατά την πιο δύσκολη ώρα για τις δυνάμεις των Ντε Ντανάν. Αφού και πάλι ύψωσε το Σπαθί του Φωτός, να μαζέψει τη ζώσα ενέργεια από τον πατέρα του, το Θεό Ήλιο, φώναξε «Βοήθα με να βάλω ένα τέλος στη σφαγή αυτή των νιάτων μας» και καβάλα στο χρυσό του άτι όρμησε καταπάνω στον Ίντεκχ, διαπερνώντας τις γραμμές του σκουρόδερμου εχθρού. Η τελευταία όμως μάχη του Νουάντα δόθηκε ενάντια στο Μεγάλο Σκουλήκι – τον ίδιο τον πανάρχαιο θεό Κρομ Κρουάκχ,

μεταλλικό μουσικό φόρο τιμής στον «Χρυσό Κλώνο» του Sir James George Frazer, ικανοποιώντας (και πάλι) τις απαιτήσεις των σκληροπυρηνικών ακροατών του επικού heavy metal.

τον οποίο επικαλέστηκε να τον συνδράμει ο Μπάλορ. Η τρομερή σκιά απλωνόταν προσεγγίζοντας τον Νουάντα και ο βασιλιάς μέσα στο σκοτάδι του τρόμου του, σήκωσε το Σπαθί του Φωτός μια ακόμη φορά στο ύψος του ταυροκέρατού του κράνους με το πορφυρό φως να δίνει δύναμη μαγική στο ασημένιο του χέρι. Τότε τον κατέλαβε η μεγαλύτερη φρενίτιδα ανυψώνοντάς τον σε όλο το μεγαλείο του πατέρα του, του Θεού-Ήλιου, ψηλά στον ουρανό, όπου τον περίμενε ο δαιμονικός θεός του Μπάλορ. Με το Σπαθί του Φωτός, ο Νουάντα διαμέλιζε τα πλοκάμια του σκότους, ενώ χτυπώντας σε φλογερές ελλειψοειδείς τροχιές έκοβε νύχια και άκρα από το τέρας που γέμιζε τους ουρανούς. Έπειτα, με λιπαρή και αφρώδη μορφή, απέναντι στην οποία ακόμα και το Σπαθί του Βασιλιά ήταν αδύναμο, ο ΚρομΚρούακχ επιτέθηκε εκ νέου. Ο Ασημοχέρης Βασιλιάς των Τουάθα Ντε Ντανάν, ένιωσε το παγερό άγγιγμα στην καρδιά του και εφιάλτες του νου με δαίμονες και απαγορευμένους θεούς έγιναν πραγματικότητα. Στο τέλος ο Βασιλιάς γνώριζε πως δεν υπήρχε ελπίδα νίκης. Το μόνο που του απέμεινε ήταν η συνειδητοποίηση της ζωής και της αλήθειας που κατάφερε να σφυρηλατήσει κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στη Γη. Και έτσι καθώς ο δαίμονας αργά τον εγκόλπωνε, ο Νουάντα φώναξε ξανά και ξανά στο Θεό του τον Ήλιο να δίνει φως και θέρμη στο λαό του, τα Παιδιά της Ντανού, τα παιδιά του Νέμεντ, ώστε οι καρδιές τους να είναι γενναίες, τα πνεύματά τους υψηλά και τα εγγόνια τους να τρέχουν ελεύθερα στην πράσινή τους πατρίδα, τη δική τους χώρα. Στοιχεία για τη μυθολογία των Τουάθα Ντε Ντανάν και τα εικαστικά θέματα για τον Νουάντα: από τα βιβλία «The Book Of Conquests» και «The Silver Arm» του Jim Fitzpatrick.

Υπό το πρίσμα της θεϊκής θηλυκής υπόστασης της ευρωπαϊκής γης, οι Atlantean Kodex συνεχίζουν τη μουσική εκστρατεία που είχαν ξεκινήσει στα 2010, όταν αναζητούσαν την Πηγή του Νηπενθούς, αποζητούσαν την κάθαρση της ευρωπαϊκής ηπείρου από τα αλλότρια στοιχεία που μόλυναν τη γη (συνείδηση) και διασκέδασαν την - κάποτε – σταθερή και ακλόνητη θέληση για πνευματική ελευθερία, και την επαναφορά και ανάδειξη των αξιών και των ιδεών που στοιχειοθετούν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ή την ευρωπαϊκή συνείδηση. Στιχογραφούν εμπνεόμενοι από το όραμα μιας απελευθερωμένης πατρίδας, για χρυσά άστρα, ενωμένα και φωτεινά, πάνω σε γαλάζιο φόρεμα το οποίο ντύνεται η Ευρώπη, αφυπνίζουν τους πολεμιστές που τυλίγονται στα πέπλα του λήθαργου, ηχούν το μουσικό επικό μεταλλικό κάλεσμα σε μάχη και πόλεμο πνευματικό για την ανάκτηση της καταυγασμένης συνείδησης. Επιπλέον, ως μουσικός φορέας ιδεών, δε διστάζουν να αναφερθούν στη σκοτεινή σκιά που απλώνεται πάνω από την Αθήνα, το Χειμώνα της Ευρώπης, τη φτώχεια των υπηκόων και την ανεπάρκεια των αρχόντων, μα μέσα στη σκοτεινότερη νύχτα προσδοκούν και το άγγιγμα του Προμηθέα και την επιστροφή της Λευκής θεάς καβάλα στον Λευκό Ταύρο.


«Υψώνεται ο Ήλιος στην Ανατολή

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στου αίματος και του χρυσού τ’ άμφια ντυμένος

«Ιδού Λεύκιε, έφτασα. Οι λυγμοί και η προσευχή σου να σε συνδράμω με παρακίνησαν. Ιδού, έφτασα να δείξω οίκτο στην τύχη σου και την ταραχή σου. Ιδού, παρούσα είμαι, σε σένα να δώσω εύνοια και στήριξη. Εγκατάλειψε το θρήνο σου και το λυγμό, διώξε μακριά κάθε θλίψη, αφού, ιδού την υγιεστάτη μέρα, στην οποία η πρόνοιά μου έδωσε την εντολή.» (4)

Σπαθιά και δόρατα και οργή τρανή Κυλούν στο στήθος του ολόγυρα Στεφανωμένος με φωτιές πολεμικές και πεθύμιες θυμωμένες» (3) Ο πυρήνας του δίσκου «The White Goddess» αφορά στο σχηματισμό μιας φρουράς πνευματικών πολεμιστών που πορεύεται προς την ένωση με τη Λευκή θεά της γέννησης και της αύξησης. Ιπποτών, οι οποίοι καλπάζουν και φέρουν την Αυγή, που εξαγνίζουν τη γη δια πυρρός… ηλιακού. Κατά τέτοιο τρόπο, το συγκρότημα προωθεί το πρότυπο του Πολεμιστή του Ήλιου, του Σπαθοφόρου Λυτρωτή. Όπως έκανε κάποτε και ο Υψηλός Βασιλιάς των Παιδιών της Ντανού, Νουάντα (εικονίζεται στο σήμα της στήλης), οι Atlantean Kodex στρέφουν το βλέμμα προς τον Ήλιο, τον θεό. Ψάλλουν «Sol Invictus» και υψώνουν σπαθιά προς Αυτόν συλλέγοντας τις θερμές, φωτεινές Του ακτίνες, το ουράνιο πυρ, την απαραίτητη και απαιτούμενη ενέργεια για να φέρουν εις πέρας το εκκαθαριστικό έργο τους στην ευρωπαϊκή γη, τη διασπάθιση των σκιερών και παγερών αντιπάλων με λεπίδες γεμάτες ζέστη, όλο λάμψη. Το συγκρότημα καλεί στη μάχη μέχρι να σπάσουν τα ξόρκια του δεσίματος και να πέσουν οι αυτοκρατορίες της παρακμής. Μέχρι τη μέρα της ξένοιαστης λιακάδας, όταν η φωνή της θεάς θα ακούγεται και πάλι ανέμελη στο φύσημα του απαλού ανέμου.

PLAYLIST Warlord – The Holy Empire Atlantean Kodex – The White Goddess Argus – Beyond The Martyrs Ereb Altor – Fire Meets Ice Jack Starr’s Burning Starr – Land Of The Dead While Heaven Wept – Vast Oceans Lachrymose Realmbuilder – Fortifications Of The Pale Architect Arrayan Path – Ira Imperium Validor – Dawn Of The Avenger

Όλα αυτά μέσα σε μουσική ατόφιου μεταλλικού έπους. Φωτιά και ατσάλι ενυπάρχουν στον μεταλλικό ήχο του «The White Goddess» με τους Γερμανούς να διατηρούν το ύφος τους εξαιρετικού προηγούμενου «The Golden Bough». Ήλιος και Ατσάλι. Φωτιά και Μαγεία. Αληθινό Heavy Metal. Εμείς που ζούμε τις μέρες της αποδόμησης, του σκιώδους πολέμου με τους σκιώδεις εχθρούς της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του λόγου και της φαντασίας, εκτιμούμε ορθά το σύνθημα «Sol Invictus» του ομώνυμου μεταλλικού παιάνα των Atlantean Kodex και συντασσόμαστε στη στρατιά των πνευματικά ανυπότακτων και των αυταρχικών. Διατηρούμε τη μνήμη, σε μια κρύα εποχή που τείνει προς τη λησμονιά. Με ταπεινή υπερηφάνεια υψώνουμε κι εμείς σπαθιά προς τον Ήλιο, το θεό και με το σύνθημα «Sol Invictus» στη σκέψη, κατακτούμε με φωτιά και πίστη, πορευόμαστε προς το σμίξιμο με τη Λευκή θεά.

Burzum – Umskiptar Solstice - Death’s Crown is Victory Procession - To Reap Heavens Apart

ΑΝΑΦΟΡΕΣ 1. Atlantean Kodex,The White Goddess, Sol Invictus 2. «Η Λευκή Θεά» (κεφ 4), Robert Graves 3. «Ημέρα», William Blake 4. «Η Λευκή Θεά (κεφ.4), Robert Graves Πρώτη εικόνα: Από το εξώφυλλο του ερευνητικού έργου “The White Goddess”, Robert Graves Δεύτερη Εικόνα: Το εξώφυλλο του δεύτερου επικού δίσκου των Atlantean Kodex, “The White Goddess Τρίτη εικόνα: Σπαθί, Ήλιος, Πνεύμα. Sol Invictus! Μεταφράσεις: από εμένα

30

Διαβάστε το προσωπικό ιστολόγιο του Paladin στην διεύθυνση http://swordofapaladin.blogspot.gr/


Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας

Η ανεξάρτητη φοιτητική κοινότητα, για τους πραγματιστές των Μύθων…. Επικοινωνήστε μαζί μας στην διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

flefalo@gmail.com

Επισκεφθείτε το διαδικτυακό τόπο της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας flefalo.blogspot.gr, προκειμένου να ενημερωθείτε για την τρέχουσα επικαιρότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού στη χώρα μας και να διαβάστε το σύνολο των άρθρων που έχουν δημοσιευθεί σε όλα τα τεύχη της «Φανταστικής Λογοτεχνίας».

www.flefalo.blogspot.gr

Η διαδικτυακή πύλη του φανταστικού


Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μαγικό Κουτί»


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.