CHOCOFANT Φώντας
1
CHOCOFANT Όταν η υπογλυκαιμία κι ο Orwell συνάντησαν το Breaking Bad, in Athens.
Disclaimer: Το Chocofant δεν είναι η συνέχεια του Serefreshion1, δεν είναι καν το πνευματικό του τέκνο, είναι μια αυτοτελής προσπάθεια που βασίζεται στην παράδοση που καθιέρωσε εκφραστικά το προηγούμενο σουρεαλιστικό μου πόνημα. Αν το Chocofant ηταν συγγενής του Serefreshion θα ήταν τόσο μακρινό ξαδερφάκι του που ακόμα και η χριστιανική εκκλησία θα τα πάντρευε και θα ευλογούσε το δεσμό τους. Αλλά το να παντρεύεσαι τα ξαδέρφια σου είναι ανωμαλο και θα πρεπε να σε κρεμάσουν. 1. Βλ. σελ. 20
2
Β' ΕΚΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 2014
3
Στη Φωτεινή, με όλη μου την αγάπη
4
Ω
ραίος είμαι», είπε με νηφάλια αυτοπεποίθηση κοιτώντας τον καθρέφτη. Και πράγματι, ποιός ξέρει; Ίσως αν στον πλανήτη το κυρίαρχο είδος δεν ήταν οι άνθρωποι, να πήγαινε για mr Cosmos ή κάτι σχετικό. Κούμπωσε με προσοχή τα μανίκια του πουκαμίσου του και φόρεσε τα γυαλιά ηλίου. Είχε από χρόνια μάθει ότι το είδος των homo sapiens χρησιμοποιούσε το εν λόγω αξεσουάρ πιο πολύ ως ενισχυτικό αυτοπεποίθησης και καλού λουκ παρά για προστασία από τη ζέστη. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να ακολουθήσει αυτή τη συνήθεια. Άλλωστε οι ελέφαντες σπάνια υποφέρουν από τον ήλιο. Ήταν έτοιμος. Λίγη ακόμα κολώνια πάνω από την προβοσκίδα και πίσω από τα μακριά αφτιά του και θα 'βγαινε προς αναζήτηση δουλειάς. Ποιό αφεντικό θα μπορούσε να του πει όχι; «Elephant dream I am coming» σκέφτηκε, σε μια παράφραση του γνωστού ονείρου που κυριαρχεί στη δυτική πλευρά του Ατλαντικού. Η εμφάνιση του ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Όταν άφηνε για πάντα πίσω του το παλιό σπίτι όπου έμενε κανείς δεν πίστευε ότι θα κατάφερνε το οτιδήποτε στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής, αντίθετα στοιχήματα έπεφταν για το πότε θα πέθαινε σε κάποια γωνιά της Ομόνοιας χαρίζοντας απλόχειρα τη δυνατότητα στους δημοσιογράφους της Espresso και της Lifo να γράψουν για το θάνατο του πελώριου θηλαστικού καταμεσής του κέντρου, προσπερνώντας, διακριτικά φυσικά, τις δεκάδες ανθρώπων που πεθαίνουν καθημερινά εκεί. Να 'τος όμως τώρα. Με άπειρα μετρητά στην άκρη και σε αναζήτηση πρωινής δουλειάς όχι επειδή τη χρειαζόταν, αλλά καθαρά για λόγους κάλυψης. Μα πώς έφτασε το τεράστιο αυτό θηλαστικό
5
να κινείται τόσο άνετα και με τόσα λεφτά στην τσέπη του; Τι του χρειαζόταν η κάλυψη; Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή καλύτερα... Η συγκατοίκηση του με τον γλυκούλη τύπο με τα κόκκινα μούσια είχε λήξει από καιρό. Ο περίεργος αυτός τύπος, που τύχαινε να είναι συγγραφέας –απογοητευμένος από την αδυναμία του να εμπλακεί στον ταξικό πόλεμο που έγραφε νέες, λαμπρές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού τόπου– είχε αρχίσει να ξεσπάει σε όποιον του έδινε την ευκαιρία να το κάνει. Βέβαια ο ελέφαντας της ιστορίας μας τον αγαπούσε με ένα τρόπο σχεδόν παθολογικό και προσπερνούσε τις γκρίνιες του, τα συμπλέγματα κατωτερότητας και άλλα τόσα που τον προβλημάτιζαν. Φρόντιζε μάλιστα να δείχνει καθημερινά περισσια αγάπη στον συγγραφέα με τρόπους ερωτικούς και μη, τα χάδια εναλλάσονταν με συμβουλές και οι συμβολές με συγγραφικά tips για να προσεγγίζουμε περισσότερους άκυρους χιπστεράδες αναγνώστες. Εις μάτην όμως. Το ξεπέρασμα των ψυχολογικών του συγγραφέα αποδείχτηκε αδύνατο. Οι ερωτικές του απορρίψεις προς τον ελέφαντα πολλαπλασιάζονταν μέρα με τη μέρα. Μέχρι που σε ένα τυχαίο ξημέρωμα του ήλιου το αξιαγάπητο θηλαστικό μας μπούχτισε με το ανεκπλήρωτο ομοερωτικό του πάθος και αποφάσισε να ξαναστραφεί εκεί όπου είχε αρχίσει τις πρώτες σεξουαλικές του εξορμήσεις. Στα θηλυκά. Τη λέγαν Μαίρη και κατοικούσε σε ένα κλουβί στο αττικό πάρκο πολύ κοντά στα κλουβιά των πτηνών. Πίσω από το σταθερό συστημικό της προφίλ (όχι στο facebook αλλά στη ζωή), την πλήρη αποδοχή της κατάστασης της ως τρόφιμος του ζωολογικού κήπου και το τακτικό ρουφιανιλίκι που έκανε στους υπεύθυνους φύλακες και επιστάτες, ώστε να μαλώνουν όποιο ζωάκι έσπερνε κουβέντες και φήμες για μια μελλοντική επανάσταση που θα καταργούσε την εκμετάλλευση ζωικού είδους από ζωικό είδος, ο ελέφαντας μας μπόρεσε να διακρίνει την αφηρημένη γλυκίτητα και ομορφιά που την χαρακτήριζε. «Αχ...» ψέλιζε γυρνώντας σπίτι κάθε μέρα «Είναι το τίποτα κι είναι τα πάντα, ένας κορμός από δένδρο που πλέει στο πέλαγος με μοναδικό σκοπό να σώσει τα μηρμύγκια που έχουν καταφύγει στο πάνω μέρος του.»
6
Ευτυχώς για αυτόν τα ταλαίπωρα, φίλα προσκείμενα στον εθνικοσοσιαλισμό μυρμήγκια σώθηκαν, με την έννοια ότι η γκόμενα του κάθισε. Εντάξει, τον θεωρούσε κάπως περίεργο, οι συγγραφικές του απόπειρες δεν την εντυπωσίαζαν (έψαχνε άλλα πράγματα σε έναν ελέφαντα) και επιπλέον ο χρόνος που ο ήρωας μας είχε περάσει πλάι στον περίεργο κομμουνιστή με τα μούσια αναμφίβολα είχε επιδράσει στις πολιτικές του ιδέες. Τα αντικαπιταλιστικά του κηρύγματα την έκαναν να ξερνάει αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα μιας που σε αντίθεση με αυτήν, το τετράποδο με προβοσκίδα φλερτ της δεν ήταν τρόφιμος του ζωολογικού κήπου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να τον μαρτυρήσει ζαβολιάρικα στους φύλακες. Έτσι του δώθηκε. Η περίοδος αναπαραγωγής των ελεφάντων διαρκεί μερικούς μήνες και ο οργασμός του (σε αρσενικό και θηλυκό) πάνω από 40 λεπτά. Το θηλυκό ελεφαντάκι μας τα ήξερε βέβαια όλα αυτά αλλά η αλήθεια είναι ότι μετά τη μεταφορά της στο αττικό πάρκο δεν είχε ιδιαίτερες σεξουαλικές σχέσεις, αν και φήμες λένε ότι είχε παίξει μια φάση με έναν κροκόδειλο κάποιο καλοκαίρι. Σε κάθε περίπτωση τον κροκόδειλο δεν τον έβλεπε πια γιατί ήταν λιγάκι λουζεράκος ο καημένος. Αν αναλογιστεί κανείς τα παραπάνω και τα συνδυάσει με το background του ήρωα μας, καταλαβαίνει εύκολα πώς οι δυο ελέφαντες μας ταιριάξανε υπέροχα, σεξουαλικά και συναισθηματικά. Μέχρι που έφτασε η μέρα της επανάστασης... Κάτω από την καθοδήγηση του ελέφαντα της ιστορίας μας, τα ζώα του αττικού πάρκου ξεσηκώθηκαν έναν ταπεινό Σεπτέμβρη του 2013 δικαιώνοντας με αρκετές δεκαετίες καθυστέρηση τον Όργουελ ακριβώς όπως το ΚΚΕ το Βελουχιώτη. Τα αιτήματα τους αρχικά ήταν μετριοπαθή: Καλύτερη σίτιση, να μπαίνουν μόνο όμορφοι επισκέπτες στο πάρκο και να μειωθούν κατά ένα μέτρο σε ύψος τα θεώρατα κλουβιά που τα περικύκλωναν. Μετά την απόρριψη όμως αυτών των αιτημάτων από τους υπεύθυνους ξέσπασε γενική εξέγερση. Ακαθόριστος αριθμός υπαλλήλων φαγώθηκε από τα ζωντανά του κήπου, ενώ ακούγεται ότι ο κροκόδειλος ξέσπασε το "πάθος" που είχε φυλλαγμένο για το θηλυκό ελεφαντάκι μας πάνω στον διευθυντή του ζωολογικού κήπου δικαιώνοντας την άποψη που κυριαρχεί στον αναρχικό χώρο για υγεία, κάβλα και τελικώς (μετά από χρόνια και καιρούς συνδιαμόρφωσης και αυτογνωσίας) επανάσταση.
7
Το σοδομισμένο πτώμα όμως του διευθυντή και των φυλάκων δεν αρκούσε για την επιτυχία της νέας εφόδου στον ουρανό. Μετά την κατάληψη του ζωολογικού κήπου η εξουσία πέρασε στα συμβούλια των ζώων αλλά, αντίθετα απ’ ότι ήλπιζε ο ινστράκτουρας με τα μακριά αυτιά, δε συμφωνούσαν όλα τα είδη με ετούτη την εξέλιξη. Στα μάτια κάποιων ζώων ναι μεν οι άνθρωποι ήταν ο κοινός εχθρός, όμως σε καμία περίπτωση, μεταξύ των τροφίμων του ζωολογικού κήπου, δεν υπήρχε κι ούτε έπρεπε να υπάρξει ποτέ απόλυτη ισότητα. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα κατατέθηκαν και προτάσεις για επαναφορά της λειτουργίας του Αττικού πάρκου με όρους ελεύθερης αγοράς, απλά με το συν της διοίκησης από τα ζώα εκείνη τη φορά. Η πρόταση πέρασε και η μικρή κομμούνα των ζώων έγινε κοοπερατίβα, στη συνέχεια αυτοδιοικούμενη επιχείρηση, μετά τα ζώα πήραν κάποιες μετοχές, αλλά και πάλι το πλειοψηφικό πακέτο άνηκε στους κροκόδειλους με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η έκφραση των υπολοίπων. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν και η άνοδος του Άδωνι σε υπουργό άμυνας, μετά από τις επιτύχιες του στις υπόλοιπες θέσεις που ανέλαβε, επέδρασαν καταλυτικά στο τέλος της επανάστασης. Ο στρατός επανέφερε την τάξη αλλά πλέον η διοίκηση του ζωολογικού κήπου θα γινόταν από ανθρώπους μαζί με κροκόδειλους. Να ζήσουμε να τη θυμόμαστε (την επανάσταση βεβαίως- βεβαίως). Για να γλυτώσουν από τα πυρά της αντεπανάστασης και της λευκής τρομοκρατίας, το νεαρό ζευγάρι των ελεφάντων μας κατέφυγε στο σπίτι του κομμουνιστή συγγραφέα. Εκείνος αρχικά δεν είχε θέμα. Ζήλευε βέβαια που ένας τύπος στον οποίο είχε ρίξει Χ βρήκε τόσο γρήγορα σχέση και μάλιστα με θηλυκό ελέφαντα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα καθώς ήταν πολύ καλός για να τους πετάξει έξω. Συνέχισε λοιπόν να παρασιτεί γεμίζοντας χαρτιά με ερωτικά ποιήματα και παλαβές ιστορίες καθώς και τρώγοντας ουκ ολίγα λεφτά απ’ τους δικούς του. Μέχρι που μια μέρα απογοητευμένος από την αποτυχημένη προσπάθεια να διώξει μακριά τη σκέψη ότι βασική του ιδιότητα σε ετούτη τη ζωή ήταν αυτή του καραγκιόζη, αποφάσισε να ξαναφτιάξει βαλίτσες και να φύγει όχι για τη Σέριφο ή τη Θεσσαλονίκη μα για το χωριό του προς επίτευξη ψυχικής ηρεμίας. Καλά να πάθει.
8
Η παχύδερμη κονφορμίστρια λοιπόν και ο ιντελεκτουάλ σάκος από κόκκαλα και λίπος πέρασαν υπέροχα χωρίς το συγγραφέα το καλοκαίρι. Περιττό να πω πώς όταν αυτός γύρισε βρήκε τα περισσότερα έπιπλα του σπιτιού είτε σπασμένα είτε πασαλλημένα ή τις πιο πολλές φορές και τα δύο. Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχύλησε το ποτήρι και ο συγγραφέας μας πέταξε στο δρόμο τους δύο ερωτευμένους. Το αν αυτό οφείλεται στο ότι δε του άρεσε το άσπρο χρώμα ή στη ζήλεια και τα κόμπλεξ του, είναι κάτι που θα μείνει αναπάντητο για τις επόμενες γενιές. Με αυτά και με αυτά οι δύο ελέφαντες δεν είχαν πια χώρο να στεγάσουν την αγάπη τους, για ένα διάστημα μείνανε στο δρόμο μέχρι που το θηλυκό ελεφαντάκι αγανάκτησε. «Είναι όλα σκατά εδώ.» είπε στο σύντροφο της. «Ήρεμησε» της χάιδεψε τα μαλλιά αυτός.» «Τι να ηρεμίσω ρε μαλάκα!» ούρλιαξε αυτή ενώ τραβήχτηκέ από δίπλα του. «Εσύ φταις για αυτό που περνάω.» «Εγώ; Γιατί μωρό μου;» «Εσύ με τις κομμουνιστικές πίπες σου και τις εξεγέρσεις σου. Ποιός σου είπε ρε ότι θέλω οι γκόμενοι μου να χώνουν τη μύτη τους στις δουλειές μου; Αν δεν ήσουν εσύ θα χαμε ακόμα το φαί στο ζωολογικό κήπο» «...» (Δηλαδή: «Οι γκόμενοι; Ποιοί γκόμενοι; Πόσοι γκόμενοι; Ωπα Ωπα Ωπα! Τι παίζει εδώ;») «Ναι μην απαντάς! Καλά! Την κάνω εγώ! Δε σε έχω ανάγκη και αρκετά μιζέριασα μαζί σου. Θα πάω να δουλέψω σε τσίρκο.» «Σε τσίρκο; Είσαι με τα καλά σου; Εκεί θα εκμεταλλεύονται και θα σε δέρνουν, μη σου πω οτι θα σε βιάζουν κιολας!» Της απάντησε ο ήρωας μας. «Και εσύ με εκμεταλλεύεσαι και με πηδάς και χωρίς να με ταίζεις μάλιστα, ε εκεί θα τα κάνω επί πληρωμή και θα τρώω και λίγο ξύλο που τόσο πεθύμησα παλιοφλώρε! Αντίο λοιπόν» Και έτσι ο Ελέφαντας έμεινε μόνος του... Η ιστορία του όμως δεν έμελε να τελειώσει έτσι. Στα γρήγορα προσπέρασε την τάση που ενστικτωδώς τον κατέβαλε να ξαναπιάσει επαφή με τον κομμουνιστή συγγραφέα, σκεπτόμενος ότι μιας και είχε
9
κάνει καλό comeback με τις γυναίκες (ντάξει το φλώρος ήταν μια υπερβολή της τύπισσας ας πούμε) θα έπρεπε να συνεχίσει σταθερά ετεροφυλοφιλικά και μάλιστα θα ήταν ακόμα καλύτερα αν το έκανε με κάποια κοπέλα του είδους του. Πριν από όλα αυτά όμως έπρεπε να βρει στέγη, φαί, λεφτά... Βρίζοντας σιωπηλά από μέσα του θεούς, κυβερνήσεις, κράτη και τα σχετικά, ωθούμενος έτσι όλο και περισσότερο προς τον αναρχικό χώρο, κάθισε σε μια γωνία της κλαυθμώνος και ακούμπησε στοργικά τον κόκκινο μπερέ που φορούσε (δώρο του συγγραφέα για τα προηγούμενα γενέθλια του) στο χώμα. Ένα ελαφρύ "Παπ!" ακούστηκε και μια μικρή σακουλίτσα προσγειώθηκε στο καπέλο του. Η μυρωδιά ήταν χαρακτηριστική και έντονη, δεν επρόκειτο για λιβάνι. Ο (elephant) man μας σήκωσε το βλέμμα του από το χώμα για να αντικρίσει εκείνον που πρόσεβαλε την μαρξιστική παιδεία του και την κομμουνιστική ηθική του. «Μαν σε είδα λίγο χαμένο και επειδή τη νιώθω τη φάση σου είπα να σε βοηθήσω με τον πιο ψύχραιμο και επιστημονικό τρόπο που γνωρίζω» του είπε ο... "καλός σαμαρείτης" της Κλαυθμώνος. Ήταν δεν ήταν τριάντα χρονών, φορούσε ένα φούτερ με κουκούλα, μια φαρδιά φόρμα λερωμένη σε πολύ επίμαχα σημεία και το ένα του μάτι παρείχε αρκετά τεκμήρια σε όποιον θα ήθελε να αποδείξει ότι είναι ψεύτικο. «Ρε φίλε χωρίς να θέλω να σε παρεξηγήσω αλλά μοιάζεις να τα χρειάζεσαι περισσότερο από μένα.» του είπε σηκώνοντας το φρύδι του ο ελέφαντας μας. «Μπα μη το λες. Εγώ πάει τέλειωσα από αυτή τη ζωή. Το μέλλον μου προβλέπεται να 'ναι επιτυχημένο και σίγουρο.» «Και πώς αυτό; Θες να μου πεις το μυστικό σου;» «Κοίτα να δεις ρε φίλε...», ξεκίνησε ο wannabe χιπχοπας τύπος με στόμφο και έπαρση «Έχω τραβήξει τα πάνδεινα στη ζωή μου όμως κατάφερα, για πρώτη φορά, να δω τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, μετά από κάτι καλά χαπάκια που τσέπωσα. Πάνε χρόνια από την πρώτη φορά που δοκίμασα αλλά έστω και αργά με βοήθησαν να καταλάβω την έννοια της ύπαρξης. Ξέρεις με τα ναρκωτικά βλέπεις την αλήθεια όπως αυτή υπάρχει μακριά απ’ τις παραισθήσεις των αισθήσεων.»
10
«Και τι συμπεράσματα έβγαλες;» ρώτησε ο ελέφαντας χαρούμενος που υπήρχαν άνθρωποι και σε χειρότερη κατάσταση από αυτόν. «Αυτό που κατάλαβα εγώ μεγάλε είναι πώς όταν θες κάτι πάρα πολύ το πετυχαίνεις. Δες εμένα πχ. Θα μπορούσα να γίνω γιατρός, να ‘χω λεφτά και ΤΙΣ γκομενάρες κι απέτυχα απλά επειδή δε το ήθελα αρκετά αλλά πλέον έβαλα μυαλό και θα αλλάξω ζωή.» «Δηλαδή;» «Είναι απλό. Στο εξής θα θέλω περισσότερο αυτά που θέλω και έτσι το σύμπαν θα τα φέρει σε μένα, δε θα χρειάζομαι άλλο το χόρτο για να την παλέψω, άρα στο χαρίζω ΔΙΚΕ ΜΟΥ.» Ο τύπος κοίταξε επίμονα τον ελέφαντα και στο καπάκι με περίσσιο θάρρος,θράσος και πάθος του πάτησε ένα γλωσσόφιλο. Τα περιστέρια της Κλαυθμώνος κούρνιασαν πλάι σε τούτο το ζευγαράκι, στολίζοντας με τα φτερά τους εκείνη την παρακμιακή αγάπη, που μάταια προσπαθούσε ανασάνει και που τόσο θύμιζε το κοριτσάκι με τα σπίρτα σε μια νεκροφιλη και πτωματοφάγα εκδοχή. Όλα τα παραπάνω μέχρις οτου κατάλαβαν ότι ένα απ’ τα δύο μέλη του εξελισσόμενου σεξουαλικού δράματος δε συννενούσε ακριβώς στα όσα συνέβαιναν –κάτι που θυμίζει τους περισσότερους έρωτες που γεννήθηκαν και πέθαναν στην περήφανη πρωτεύουσα του ακόμα πιο περήφανου αστικού μας κράτους– και απομακρύνθηκαν πετώντας και γεμίζοντας τους πάντες μέχρι τα εξάρχεια με κουτσουλιές. Οι φήμες για βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου των κατοίκων τους μετά από αυτό εξετάζονται. «Είσαι τελείως μαλάκας ε;» του είπε ο ελέφαντας σπρώχνοντας το πρεζάκι στην άκρη. «Λίγη αγάπη πριν από το ξεκίνημα μιας καινούργιας ζωής δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.» έλαβε την απάντηση στο καπάκι ο ήρωας μας. «Αλλά βέβαια... Είναι πιο βολικό να αποδέχεσαι την ιστορική εξέλιξη ως μια εύθυγραμμη στιγμή ύπαρξης, στη διατήρηση της οποίας συντελούν ή όχι οι νόρμες παραγωγικότητας της ευτυχίας και του νοήματος που σου χει μάθει ο κάθε μαλάκας που πέτυχες στο δρόμο σου. Αντίο για πάντα χοντρέ!» Και ενώ είχε καταφέρει σε ελάχιστο διάστημα να λάβει δύο μόνιμα αντίο και δυο ωραιότατες προσβολές (χοντρέ, παλιοφλώρε), ο ελέφαντας μας είπε το μόνο που μπορούσε να πει.
11
«Ε περίμενε! Πάρε πίσω το χόρτο, δεν έχω τίποτα να το κάνω, εδώ δεν έχω σπίτι να μείνω.» «Λύνονται και τα δύο θέματα πολύ εύκολα.» του 'πε το πρεζάκι και του έγραψε δυο αριθμούς πάνω σε ένα χαρτι το οποίο αμέσως του έδωσε λέγοντας του: «Το πρώτο είναι για να βρεις σπίτι, το δεύτερο για να βρεις περισσότερο χόρτο.» Και κάπου εκεί μες την Κλαυθμώνος, νικημένος πια από την πληθώρα των αποτυχιών του, έσκασε το πρώτο γάρο στη ζωή του. Εν μέσω καπνών, βροχής και φαντασμάτων ερωτικών εξομολογήσεων που κατοικούσαν στην πλατεία σήκωσε το τηλέφωνο προς αναζήτηση εστίας. *** «Τι σκατά;» μουρμούρισε ο σκαντζόχοιρος βλέποντας να τον καλούν στο κινητό από άγνωστο αριθμό. «Λες να βρέθηκε επιτέλους συγκάτοικος;» σκέφτηκε χαρούμενος. Μα εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ απασχολημένος με το να διαβάζει ένα βιβλίο μαύρης μαγείας σε pdf και καθυστέρησε το σήκωμα του τηλεφώνου... «Εμπρός!» είπε τελικά, ενώ το μυαλό του ήταν ακόμα χαμένο ανάμεσα σε μια σειρά τρόπους να καλέσει κανείς το παγιδευμένο σε κάποιο σκοτεινό κόσμο πνεύμα του παππού του με σκοπό να το κεράσει κέικ και νερό. «Ε καλησπέρα...» ακούστηκε μια δειλή φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής. «Είμαι ένας άστεγος ελέφαντας που ψάχνει σπίτι. Μου έδωσαν το τηλέφωνο σας και αναρωτιέμαι αν ψάχνετε συγκάτοικο ή έστω αν είστε αρκετά αξιολύπητος για να αρπάξετε την ευκαιρία για λίγη συντροφικότητα.» Τώρα βέβαια αγαπητέ φίλε και σύντροφε αναγνώστη, μην φρικάρεις από τη συνομιλία των δύο ζώων σχετικά με το σπίτι. Τα περισσότερα σπίτια σήμερα κατοικούνται από ζώα και ο σουρεαλισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας ντροπαλός σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Συνεχίζουμε όμως.
12
«Α... Παρέα, ελέφαντας... γαμώ! Έχεις λεφτά για να πληρώνεις το μισό νοίκι;» «Δεν έχω δουλειά ακόμα» του είπε απολογητικά ο Ελέφαντας. «Όμως θα βρω σύντομα αδερφέ, μην αγχώνεσαι.» «Οκέι μαν, πέρνα από δω να τα πούμε.» «Που μένεις;» «Κέντρο Αθήνας μωρό μου...» του είπε σιωπηλα και αινιγματικά ο σκαντζόχοιρος και έκλεισε το τηλέφωνο. Λίγο (πολύ) ψάξιμο αργότερα στην Αθήνα... Ο Σκαντζόχοιρος της ιστορίας μας ήταν ένα καλό και ήσυχο παιδάκι. Απολάμβανε τα ναρκωτικά, τους αγώνες ποδοσφαίρου, τους αγώνες ποδοσφαίρου στο PS3 και γενικότερα ζούσε μια ευχάριστη χαρούμενη ζωή μακριά από περιττές έννοιες όπως πχ τη συνναίνεση των γυναικών κατά την ερωτική πράξη. Κλασσικός βλαχοκάγκουρας απ’ την επαρχεία που χε ξοδέψει τα περισσότερα λεφτά του στα μπουρδέλα, παρασιτούσε πλέον απολαμβάνοντας το σεξ στο ιντερνετ και περιμένοντας να... "πιάσει την καλή". Ο δικός μας δεν άργησε να καταλάβει το ποιόν του συνομιλητή του. Συνηθισμένος όμως καθώς ήταν σε πολύ πιο διαβασμένους (αλλά εξίσου κατεστραμμένους) συγκατοίκους τσινούσε για την περίπτωση που του έλαχε, αλλά η πραγματικότητα στην οποία σύντομα επαναφέρθηκε ήταν σκληρή, το νοίκι στο σπίτι του σκαντζόχοιρου φθηνό και το μετρό αρκετά κοντά στο σπίτι. Άλλωστε δεν έγινε και τίποτα. Δεν είχε σκοτώσει και κανέναν το χνουδωτό πλάσμα με τα μακριά αγκάθια και τα γλυκούλικα αφτιά (ή τουλάχιστον το ήλπιζε). Και έτσι ξεκίνησε η συγκατοίκηση. Όλα κύλησαν ομαλά έκτοτε. Ο ελέφαντας μας μπόρεσε να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον, και μπορεί να ζούσε σε συνθήκες χημικού πολέμου που θα έκαναν αντικαθεστωτικούς και κυβέρνηση της Συρίας να κοκκινήσουν απ’ την ντροπή τους, να πρασινήσουν απ’ τη ζήλια τους και γενικότερα να αποκτήσουν περισσότερα χρώματα και από το περσινό γκέι πράιντ, ωστόσο κατάφερνε να επιβιώνει. Η πρώτη του δουλειά δεν άργησε να βρεθεί. Δημοσιογράφος σε free-press. Πλήρωνε τα μισά από το τσίρκο στο οποίο του πρότειναν
13
αρχικά να πάει αλλά στο περιοδικό είχε μεγαλύτερες δυνατότητες ανέλιξης και στην τελική στο τσίρκο θα ήταν αναγκασμένος να βλέπει το θηλυκό ελεφαντάκι που τον παράτησε. Και για όποιον επιδιώκει την κοινωνική άνοδο είναι κακό πράγμα η επαφή με κάθε τι που θυμίζει παρελθόν ή παρόν. «Ο φασισμός του μέλλοντος, είναι το πιο δίκαιο κοινωνικό σύστημα.» συνήθιζε να εξηγεί στον σκαντζόχοιρο ο ελέφαντας. Ο καημένος σκαντζόχοιρος, που για την ιστορία λεγόταν Τζον, δεν καταλάβαινε ούτε τα μισά απ’ ότι του έλεγε για την πολιτική και τη φιλοσοφία. Καθώς ο συγκάτοικος του ανέβαινε αργά και σταθερά την κοινωνική ιεραρχία αυτός συνέχιζε την κατανάλωση ελαφριών -ή και όχι τόσο- ναρκωτικών και την παρακολούθηση ερωτικών ταινιών. Παρόλα αυτά θα ήταν λάθος να πούμε ότι δεν είχε στόχους στη ζωή του. Στο μυαλό του είχε ήδη σχηματιστεί η ιδέα για την τέλεια τσόντα. Θα συνδύαζε αποσπάσματα ποιημάτων, μουσική υπόκρουση και εναλλαγή εικόνων σε διάφορα σημεία του βίντεο. Ήταν σίγουρος ότι θα πούλαγε τα κέρατα της, και αλήθεια, τι άλλο μπορεί να πουλήσει μια τσόντα; Επρόκειτο, λοιπόν, καταβάθος για μια φιλόδοξη καλλιτεχνική φυσιογνωμία έστω και αν βρισκόταν δυτικά του ιδεολογικού μας σιδηρού παραπετάσματος. Ο ελέφαντας μας το πρόσεξε τελικά όταν τσέκαρε στο ιστορικό του google chrome κάτι παραπάνω από ονόματα όπως Lucy Sky, Paige, Adisson Rose και Missy Stone. Έκπληκτος βρέθηκε μπροστά στη σελίδα ενός καταστήματος που ειδικευόταν σε εικόνα και ήχο. Μάλιστα, είχαν προστεθεί στους σελιδοδείχτες οι πιο φθηνές κάμερες. «Σκοπεύεις να γυρίσεις ταίνια;» τον ρώτησε. «Μμμμ» απάντησε αποχαυνωμένα με έντονο ερωτικό τόνο το σκαντζοχοιράκι που δεν είχε ακόμα ξυπνήσει αλλα βρισκόταν σωριασμένο στον καναπέ από το προηγούμενο βράδυ. «Μην καβλώνεις ρε μαλάκα, κάτι σε ρώτησα ΞΥΠΝΑ.» «Μμμ;» είπε τώρα χωρίς τον ερωτικό τόνο και ανοίγοντας τα μάτια του ο σκαντζόχοιρος «Τι παίχτηκε; Ήρθε ο μπάφος;» «Όχι ηλίθιο ζώο!» ούρλιαξε ο ελέφαντας «Σε αντίθεση με ότι πιστεύεις η αρχή, το τέλος της μερας καθώς
14
και το ενδιάμεσο τους διάστημα δεν είναι ανάγκη να συνοδεύονται από χρήση ναρκωτικών, ξύπνα όμως. Θέλω να κουβεντιάσουμε.» «Καλά, καλά.» είπε ο σκαντζόχοιρος φορώντας μηχανικά ένα φούτερ για να κρύψει τις πρωινές "ορεξούλες" που είχε. «Αχ Λίζα» σκέφτηκε ενθυμούμενος τον μόνο έρωτα της ζωής του, ένα λαγουδάκι του δάσους που σκοτώσαν στην Πεντέλη, κάποιου Οκτώβρη την αυγή, σαν υποκατάστατο της αστικής τάξης κάτι κομμουνιστές. Η Λίζα μετά το θάνατο της κατασπαράχτηκε από τα έντομα, τα βακτήρια και τ’ άγρια πτηνά. Πρωτού θυμώσουμε όμως πρέπει να σκεφτούμε πως και απ’ τους κομμουνιστές της ιστορίας λίγα πράγματα θα μείνουν όρθια στο βάθος των καιρών, εξαιτίας της ανακύκλωσης της ύλης και της ενέργειας. «Πες μου...Τι θες;» είπε το μέλος της οικογένειας των ερινακεϊδών, μισοκλαμμένο, στον ελέφαντα. «Να» του απάντησε εκείνος «Τσέκαρα το pc σου και είδα ότι έχεις μεγαλύτερες φιλοδοξίες στη ζωή από το χόρτο, το γήπεδο και το chatroulette» «Ε-Μ-Ε-Ν-Α-Ο-Ι-Φ-Ι-Λ-Ο-Δ-Ο-Ξ-Ι-Ε-Σ-Μ-Ο-Υ-Π-Ε-Θ-Α-Ν-Α-ΝΜ-Α-Ζ-Ι-Τ-Η-Σ και μαζί με τον Καρτέσιο αλλά κατά βάση μαζί της» είπε απογοητευμένος ο σκαντζόχοιρος που ένιωθε κάτι να βρέχει, όχι στη φτωχογειτονιά μα στην καρδιά του. Το προβοσκιδωτό μας δεν μπόρεσε να καταλάβει την συναισθηματική και φιλοσοφική έξαρση του συγκατοίκου του. Οκέι, όλοι έχουμε αγαπήσει σε ετούτη τη ζωή αλλά ακόμα και ο προβληματικός συγγραφέας, με τον οποίο ζούσε παλιότερα, φρόντιζε τουλάχιστον να μην τεκμηριώνει τον πόνο του με τον Καρτέσιο αλλά με ένα συνδιασμό μαρξιστικής φιλοσοφίας, ντεσαντικής λογοτεχνίας και χιπχοπ μουσικής. Το αποτέλεσμα ήταν σίγουρα πιο ελκυστικό από το αξιολύπητο πλάσμα που στέκοταν μπροστά του κλαίγοντας για ένα νεκρό κουνέλι. «Τουλάχιστον δεν στο πνιξανε» του είπε σε μια προσπάθεια μαύρου χίουμορ την οποία ο σκαντζόχοιρος δεν έπιασε και έμπηξε ακόμα μεγαλύτερα κλάμματα για την αδικία της ζωής και τις φρικιαστικές καταστάσεις τις οποίες είχε περάσει. Δεν υπήρχε χρόνος όμως για άλλες εκδηλώσεις σύγχισης, γέλιου και πόνου, εδώ δεν ήταν μια απλή συναυλία των Κόρε Ύδρο ούτε
15
πενθούσε κανείς το τέλος του καλοκαιριού. Οι τέκτονες δεν τραγουδούσαν αντίστροφα μηνύματα ούτε μιλούσαν για λατρεία. Τα βράδια της κρίσης στο κέντρο της Αθήνας υπάρχει χρόνος ίσα ίσα για λεφτά και για σεξ. Οτιδήποτε άλλο σημαίνει τον πιο σίγουρο και ανέκκλητο θάνατο σου. Σκεπτόμενος τα παραπάνω ο ελέφαντας μας αποφάσισε να πιέσει τη συζήτηση, έπιασε τον συνομιλητή του από το σβέρκο και του είπε. «Δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις. Το μόνο νόημα είναι στην τέχνη. Φτιάξε τις ταινίες που ονειρεύεσαι.» Ο σκατζοχοιρος γύρισε το βλέμμα του προς αυτόν και με δάκρυα στα μάτια του είπε με τρεμάμενη φωνή που πρόδιδε το καψάλισμα που έφερε η ελπίδα στην καρδιά του. «Λες;» «Λέω» του απάντησε σιγανά ο ελέφαντας «Σ’αγαπάω» «...» «Οκέι βασικά ας κάνουμε τέχνη» επανήρθε στο θέμα ο σκαντζόχοιρος βλέποντας ότι δεν τον παίρνει. Τι πρωτότυπο άλλωστε για ένα κλαψιάρικο ζώο που ερωτεύεται έναν ομόφυλο άλλου είδους. Και έτσι τα δυο συμπαθητικά ζωάκια στρώθηκαν στη δουλειά και έφτιαξαν την πρώτη καλλιτεχνική ομάδα που αποτελούταν από... ζωάκια. Τέθηκε σύντομα όμως ένα ζήτημα. «Πώς θα βρούμε λεφτά για την κάμερα;» σχολίασε ο ελέφαντας. «Γιατί πορνοσταρ έχουμε;» ρώτησε απορρημένος ο σκατζόχοιρος που θεωρούσε μάλλον δευτερεύον θέμα την έλλειψη οπτικοακουστικών μέσων. Αυτό βέβαια μας οδηγεί με σχετική ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι ενδιαφερόταν περισσότερο να πηδήξει παρά να γυρίσει την ταινία. Κάτι που ισχύει φυσικά για όλους τους καλλιτέχνες όλων των κλάδων. «Κάμερα πρώτα Τζον, κάμερα.» είπε αποφασιστικά, με όλο το κύρος της πολιτικής και πολιτιστικής του εμπειρίας, ο ελέφαντας. «Χρειαζόμαστε λεφτά.». «Μπορούμε να δουλέψουμε περισσότερο.» είπε αυθόρμητα και αθώα ο σκαντζόχοιρος. «Είμαστε καλλιτέχνες όμως... χρειαζόμαστε μια δουλειά να μας ταιριάζει και να μην αλλοτριώνει την ψυχοσύνθεση μας.»
16
«Αν σπρώχναμε ναρκωτικά;» «Μπα δε θα βρούμε ποτέ τα κατάλληλα κονέ εμείς οι δύο...» σχολίασε απογοητευμένος ο έλεφαντας. Μέχρι που... Μέχρι που θυμήθηκε. Το χέρι του χώθηκε με ευλάβεια στο τζιν του και τράβηξε το μεγάλο λευκό και υπεραπαραίτητο εκείνο πράγμα για την τωρινή τους κατάσταση. Το δεύτερο τηλέφωνο που του 'χε δώσει το πρεζάκι στην Κλαυθμώνος. Με χέρια που έτρεμαν σχημάτισε τον αριθμό στο κινητό του... *** «Παρακαλώ;» ακούστηκε μια ήρεμη φωνή στην άλλη πλευρά της γραμμής. «Ε καλησπέρα.» είπε με δισταγμό ο ελέφαντας, «Ας υποθέσουμε ότι κάπου κάποτε, τελείως υποθετικά, μου δώσαν το υποθετικό τηλέφωνο σας που, υποθετικά μόνο, αντιστοιχεί σε εσάς...» «Πόσο θες;» απάντησε στο ίδιο ύφος ο μυστήριος-άγνωστος τύπος. «Εεε... Αρχικά τι υπάρχει;» «Σοκολάτα, και λίγο μαύρο αλλά μέτριας ποιότητας.» «Τίποτα άλλο;» «Είχαμε διάφορα αλλά μας την πέσαν κάτι τυπάδες που λέγανε ότι τους κλέψαμε...» «Αα...» «Φυσικά όλα αυτά είναι συκοφαντίες.» «...Καταλαβαίνω.» «Τι θα θέλατε λοιπόν;» «Σοκολάτα.» «Πόση να σας έχουμε;» Ο ελέφαντας μέτρησε τα λεφτά του και απάντησε «20 πακέτα των 20» «Πολύ ωραία, σχεδόν όση μου έχει μεινει δηλαδή, ραντεβού στις οκτώμιση στον ευαγγελισμό;» «Οκ!»
17
*** Ήταν οκτώ και είκοσιπέντε. Ήξερε ότι θα αργούσε αν περίμενε το λεωφορείο, και σε αυτές τις δουλειές πρέπει να είσαι τυπικός. Σταμάτησε λοιπόν το πρώτο ταξί που πέρασε και, όσο κι αν απεχθανόταν τους ταρίφες, είπε με προσποιητή ευγένεια: «Ευαγγελισμό παρακαλώ.» «Έεεεγινε!» του είπε ο ταρίφας «Θέλω μια χάρη φίλε» του είπε σε χαμηλό τόνο το ελεφαντάκι μας «Όταν σταματήσουμε να με περιμένεις με ανοιχτή τη μηχανή. Θα πεταχτώ στο πάρκο για μια πολύ σύντομη δουλειά και στο καπάκι θα έρθω να φύγουμε. Θα σου δώσω τα διπλά, τι λες;» «Aν πληρώνεις φίλε γιατί όχι; Αλλά μη τυχόν μου παίξεις πουστιά αλλιώς θα το μετανιώσεις.» «Μην αγχώνεσαι.» του πε ο ελέφαντας ξαπλώνοντας αναπαυτικά στο κάθισμα για τα λίγα λεπτά της διαδρομής που έμεναν. Όλα πήγαιναν ρολόι. Οκτώ και τριανταένα ο ταρίφας τον άφησε Ευαγγελισμό. Κρατώντας στο χέρι τη βαλίτσα με τα λεφτά (την οποία είχε προμηθευτεί πιο πολύ για λαιφστάιλ παρά για λόγους χωρητικότητας) πήγε προς το παρκάκι όπου συνάντησε τον τυπά. Τον είδε από μακριά. Κάτι του θύμιζε, αρχικά δεν μπορούσε να καταλάβει τι, όμως σύντομα η ταυτότητα της φιγούρας αποκαλύφθηκε. Ήταν εκείνος ο τύπος που σύχναζε στο σπίτι του συγγραφέα που έμενε παλιά. Ένας μισότρελος μεταμοντέρνος 50ρης, που τον χαρακτήριζε η μανιασμένη άρνηση της οποιασδηποτε ηθικής, χωρίς ποτέ όμως οι γύρω του να καταλαβαίνουν αν το έκανε για λόγους καταδίκης της αστικής κοινωνίας ή απλά είχε μπερδευτεί τόσο με τα ψυχολογικά του που αδυνατούσε να βρει οποιαδήποτε σταθερά στη ζωή του. Και κείνος όμως σάστισε όταν είδε τον ελέφαντα, τον οποίο και θυμόταν εξίσσου καλά. «Εσύ δεν είσαι ο...» του είπε αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση ο ελέφαντας του έγνεψε καταφατικά. «Ναι... ναι... αυτός είμαι... επέζησα όπως βλέπεις» «Χαχαχα!» γέλασε επιδοκιμαστικά ο τύπος και συνέχισε «Εγώ δεν είχα καμία αμφιβολία για αυτό. Πάντα πίστευα ότι θα
18
'βρισκες το δρόμο σου και τώρα να που κολυμπάμε μαζί στα σκατά, αλλά έτσι κι αλλιώς ποιός δρόμος της Αθήνας δεν έχει σκατά;» «Χμφ» μισοχαμογέλασε ο ελέφαντας και πρόσθεσε «Τι κάνει ο άλλος;» «Αυτό που έκανε πάντα... Γράφει, επιβιώνει, χαπακώνεται.» «Είχε πει πως θα τα κόψει...» «Τα χειρότερα ναρκωτικά φίλε μου δεν είναι ναρκωτικά αλλά οδηγούν σε αυτά, παρόλα αυτά μην ανησυχείς, σου λέω είναι καλύτερα από ποτέ, μόνο που γυρίσαν οι δικοί του στο σπίτι.» «Δεν πειράζει... Δεν είχα σκοπό να περάσω άλλωστε.» «Χα...ψυχρός ε; Συμβαίνει στους ανθρώπους με επιτυχημένη και υγιή ζωή, πάντα σε πίστευα μικρέ μου, μόνο που με στεναχωρεί το ότι αρνείσαι να γίνεις και εσύ καλλιτέχνης σαν εμένα και τον πρώην συγκάτοικο σου.» «Σας είδα και εσάς που καταλήξατε, άλλωστε τι τέχνη να παράξω εγώ;» Ο 50ρης έμπορος του έδωσε τότε τη σακουλα με τη σοκολάτα στο χέρι και στη συνέχεια του το 'σφιξε. «Πουλώντας» είπε «Θα 'ρθει και η τέχνη κι αν δεν έρθει θα ξέρεις τουλάχιστον ότι προσπάθησες.» Ο ελέφαντας μας έγνεψε σιωπηλά και του δωσε τη βαλίτσα με λεφτά. «Εις το επανειδείν.» του σφυριξε ο έμπορος-πλεον συνάδερφος. «Εις το επανοτιδήποτε.» του απάντησε εκείνος χαμογελώντας και άνοιξε τη σακούλα για να τσεκάρει το προιόν. Μα μόλις την άνοιξε το χαμόγελο του πάγωσε απότομα. Είχαν συμφωνίσει για 20 κομμάτια και εκεί μέσα υπήρχαν μόλις... 25! Τι συνέβαινε εδώ; Μήπως ήταν ένα μήνυμα; Ένας συμβολισμός; Μια ακαθόριστη απειλή; Αυτό ήταν! Το κεφάλι του δεν άντεχε άλλες κοροιδίες. Όλη του η προσπάθεια για κοινωνική άνοδο είχε πάει χαμένη και κάποιος έπρεπε να πληρώσει για αυτό. Τράβηξε το όπλο που είχε κρυμμένο στο τζιν του και πλησίασε τον έμπορο που χαρούμενος για τα λεφτάκια του έφτανε στο μετρό. «Πες στο γαμιόλη το φίλο σου ότι μπορεί τίποτα να μην έχει νόημα στο σύμπαν αλλά όταν λέμε 20 πακέτα να είναι 20 και όχι παραπάνω, πόσο μάλλον 25!» φώναξε και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα.
19
«Είδες;» σχολίασε στο καπάκι, μόνος του αλλά κατά βάση απευθυνόμενος στο νεκρό, ο ελέφαντας μας. «Είχες δίκιο... Τα ναρκωτικά με 'καναν καλλιτέχνη.» Και ξαναπήρε το δρόμο του γυρισμού πετώντας κάτω τη σοκολάτα. Μετά από όλα αυτά δεν είχε ανάγκη να πουλήσει τίποτα. Είχε καταλάβει πώς υπήρχαν καλύτεροι και πιο ταιριαστοί στην ιδιοσυγκρασία του τρόποι να βγάζει λεφτά. «Χα!» αναφώνησε. «Μάλλον το ταξί θα 'χει φύγει μέχρι τώρα.» *** «Ωραίος είμαι» είπε με νηφάλια αυτοπεποίθηση κοιτώντας τον καθρέφτη........................
20
Βασισμένο στο διήγημα «Serefreshion» που μπορεί κανείς να βρει στο blog του συγγραφέα: pareklinonasti.blogspot.gr
Περισσότερα από την καλλιτεχνική κολεκτίβα Θέατρο Δρόμου εδώ: theatrodromou.blogspot.gr
Εξώφυλλο και τυπογραφική επιμέλεια: Φρανκ thefrankdesign.tumblr.com
Eπιμέλεια κειμένου: Βδέλυγμα bdelygma.blogspot.gr
21
22 Θ*Δ γ’