ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2012-2013
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
9 ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΑΚΟΣ
Επιβλέπων Καθηγητής ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΙΣΩΠΟΣ
Πάτρα, 3 Οκτωβρίου 2013
ii
Οφείλω να επισημάνω τους συνοδοιπόρους σε αυτήν την πολυεπίπεδη περιπλάνηση στην πόλη. Τον καθηγητή μου, Γιάννη Αίσωπο, που διαμόρφωσε τις ιδανικές συνθήκες για την αφετηρία και το τέλος της, και την οικογένειά μου, τους συμφοιτητές και φίλους, οι οποίοι μου χάρισαν αξιομνημόνευτες στιγμές κατά την πορεία.
iii
iv
Περίληψη Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα η αστικοποίηση κυριάρχησε κάθε άλλης μορφής ανθρώπινης εγκατάστασης. Μέσα από 9 κείμενα αναφοράς για την αρχιτεκτονική και την πόλη προσπαθούμε να αναγνώσουμε την Αθήνα μέσα σε αυτό ακριβώς το χρονικό πλαίσιο. Οι μεταπολεμικές θεωρίες των κειμένων παρουσιάζουν σημεία καμπής στην αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική σχετικά με την έννοια της πόλης, μετά το μοντέρνο κίνημα. Η Αθήνα ως μια κατά κύριο λόγο μεταπολεμική αστική δομή αναλύεται μέσα από αυτές τις θεωρίες με έναν διττό στόχο. Πρώτον, να αναδείξουμε πρωτογενή χαρακτηριστικά ως προς την κτισμένη δομή, το περιβάλλον και την ανθρώπινη δραστηριότητα της σύγχρονης πόλης και δεύτερον, να αναγνωρίσουμε την Αθήνα ως ένα ιδιαίτερο παράδειγμα της αστικοποιημένης σύγχρονης κοινωνίας. Η αντιπαράθεση των θεωρητικών κειμένων και της Αττικής Μητρόπολης μας δίνει κάθε φορά μια διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας, αποτέλεσμα της οριοθετημένης ανάγνωσης της ασύλληπτης πολυπλοκότητας της πόλης μέσα από τις θεωρίες. Μαθαίνουμε από την Αθήνα για την πόλη και από την πόλη για τον άνθρωπο, σε μια προβολή προς το μέλλον.
Abstract From the Second World War to the first decade of the 21st century, urbanisation gradually evolved into the predominating human settlement. We attempt to perceive Athens of this era through 9 post war architecture and urbanism essays. The theories, stated at them, represent turning points in architecture theory and practice in relation with the concept of the “city” after the global impact of Modernism. Athens, a principally post war urban structure, is being analysed through them with a dual purpose. First, we explore the fundamental features of built structures, environment and human activity of the contemporary city and second, we define Athens as an outstanding paradigm of the contemporary urbanized society. The juxtaposition between the theories and the Metropolis of Attica always concludes in a misrepresentated image of the existent city; a direct effect of the theories’ definite reading of the inconceivable urban complexity. We learn from Athens for the city and from the city for man, aiming for a projection into the future.
v
vi
Μια διττή αφήγηση
Η πόλη στην αρχιτεκτονική έρευνα και πρακτική ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας ένα αντικείμενο. Ένα αντικείμενο σχεδιασμού, το οποίο απεικονιζόταν σε κάτοψη, τομή και όψη. Με αναλογίες και ρυθμό, με διαστασιολογήσεις και ύψη. Ήταν η σχέση του δρόμου με το οικοδομικό τετράγωνο, η σχέση του κτισμένου με το άκτιστο. Ένα υλικό αντικείμενο, παρά ένα πεδίο δράσης, ενέργειας, ζωής και θανάτου. Ήταν τομείς λειτουργίας, που ορίστηκαν για να ξεχωρίσουν τις ενέργειες και την παραγωγική ικανότητα του ανθρώπινου δυναμικού. Μια αχανής μηχανή, στην οποία ο άνθρωπος ήταν κομμάτι της. Όλα αυτά μέχρι και το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και την έναρξη της ανοικοδόμησης των πόλεων της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Η αρχιτεκτονική έρευνα και πρακτική από την δεκαετία του 1950 άρχισε να συμβαδίζει με την κοινωνικοοικονομική και πολιτική έρευνα σε ό,τι αφορά την πόλη, το “άστυ”, να λαμβάνει υπόψιν τις διάφορες πολύπλοκες και συνυπάρχουσες διεργασίες, ενέργειες και καταστάσεις, που διαδραματίζονται στα όρια της, και να μελετά τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων με τον χώρο (δημόσιο και ιδιωτικό), τα φυσικά φαινόμενα και τους θεσμούς. Σήμερα, προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε τι είναι η πόλη, αφού η ίδια έχασε την ουσία του σχεδιασμένου ή μη αντικειμένου, αλλά είναι περισσότερο ένα πεδίο πύκνωσης φαινομένων, αλλαγών και γεγονότων. Ταυτόχρονα φυσική και τεχνητή, άυλη και υλική. Είμαστε όμως σε θέση να κατανοήσουμε τις πολυσύνθετες διεργασίες, που «ενεργοποιούν» το άστυ, με απόλυτα εργαλεία σύνθεσης και λόγου; Η Αθήνα, μέσα από το υποσυνείδητο της παγκόσμιας κοινότητας, είναι μια αρχαία πρωτεύουσα. Λίκνο αξιών, θεσμών, αισθητικής και ταυτότητας. Ωστόσο, η δομή της σύγχρονης αυτής Mεσογειακής Mητρόπολης δεν έχει «χρονικό βεληνεκές» αιώνων. Το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου της διαμορφώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. «Είναι μια μεταπολεμική πόλη με αρχαίο προσωπείο». Το προσωπείο αυτό, δεν είναι άλλο, παρά τα διεθνώς προβαλλόμενα αρχαία μνημεία και η γεωγραφία της. Εξελισσόταν στην σημερινή της μορφή, ενώ μελετούνταν πόλεις και αστικές δομές, που είχαν, ήδη αιώνες πριν, μητροπολιτική ταυτότητα. Η Αθήνα μπορεί να μελετηθεί πλέον, όχι μόνο από τα ιστορικά της στοιχεία, αλλά και από τα μητροπολιτικά, δηλαδή τα χωρικά και προγραμματικά σημεία, που διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από την πυκνή ανθρώπινη δραστηριότητα, ενώ παράλληλα δημιουργούν τις προϋποθέσεις για απρόβλεπτα γεγονότα στην καθημερινότητα των κατοίκων. Θα μπορούσε η σύγχρονη αυτή πόλη να θέσει τις βάσεις για την έρευνα μητροπολιτικών στοιχείων σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ παράλληλα να αποκτήσει αναγνωρίσιμα ειδοποιή σύγχρονα μητροπολιτικά χαρακτηριστικά; Τα δύο ερωτήματα για την σύγχρονη πόλη και την σύγχρονη Αθήνα, μπορούν να διερευνηθούν παράλληλα, συνδυάζοντας την αρχιτεκτονική θεωρία, την ανάλυση και αρχιτεκτονικά αναπαραστατικά μέσα, δημιουργώντας μια διττή αφήγηση για την πορεία της έννοιας της πόλης μεταπολεμικά και την αναζήτηση μοναδικών χαρακτηριστικών της Αθήνας. Καταλήγουμε να ερευνούμε την γνώση, που δύναται να προσθέσει η Αθήνα, στο πρωταρχικό ερώτημα: “Tί ειναι η πόλη;”
vii
viii viii
Περιεχόμενα / Contents
ix
1
Eισαγωγή / Introduction
3
Α. Μεθοδολογία και Ανάπτυξη της Ερευνητικής Εργασίας
11 Β. Μια σύντομη κριτική στην μοντέρνα πολεοδομία/ /Η Αθήνα και η θεώρηση της μεταπολεμικής πόλης
23
Ορισμένη ρευστότητα: To Downtown Athletic Club Rem Koolhaas
24 25 Η προγραμματική μονάδα της Αθήνας, η Πολυκατοικία
Το πρόβλημα: Το Μητροπολιτικό Κοινωνικό Kέντρο, St Louis Jacob Berend Bakema
34 35 Το εκλιπόν προγραμματικό κέντρο, η Αθηναϊκή αυλή
Πέντε Ιστορίες, “Ζωή – Εκπαίδευση – Τελετή – Έρωτας – Θάνατος Superstudio
44 45 Το διάχυτο Αθηναϊκό Προγραμματικό Επίπεδο
57
Η Αρχιτεκτονική της Πόλης Αστικοί Συντελεστές, Locus, Συλλογική Μνήμη Aldo Rossi Τοπιακή Πολεοδομία, Δεύτερη Φύση, Adriaan Geuze
Η μορφολογία των δυναμικών οικισμών, Η Οικουμενουπολη, Κωνσταντίνος Δ. Δοξιάδης
x
Ο Κτισμένος Χώρος και η κυριαρχία του Προγράμματος
Το φυσικό περιβάλλον και το σύγχρονο Αθηναϊκό Τοπίο
58 59 Οι συντελεστές της μεταπολεμικής Αθήνας
70 71 Η νέα Αττική Γη
80 81 Το ξεπέρασμα των γεωγραφικών ορίων του “Λεκανοπεδίου”
93
Η πόλη συνηγορεί, Η Audi και το Columbia προσβλέπουν στο Έτος 2050 Rupert Stadler - Mark Wigley
Η ανθρώπινη δραστηριότητα και η επικράτηση της ατομικότητας
94 95 Η Αθήνα των αστικών υποδομών
Η Θεωρία της Περιπλάνησης, 112 Guy Debord 113 Noctes Atticae, H περιπλάνηση στο «νέο Αττικό Φως»
129 Η Άυλη Αθήνα
Κυβερνοχώρος, Εικονικότητα 130 και το Πραγματικό, Elizabeth Grosz
153
Συμπεράσματα / Conclusion
161
Παράρτημα / Appendix
163
1. Definite Instability: The Downtown Athletic Club, Rem Koolhaas
167
2. Problem: Civic Centre for Metropolis, St Louis, Jacob Bakema
169
3. Landscape Urbanism in the field, James Corner
171
4. Landscape Urbanism, Second nature, Adriaan Geuze
175
5. The city advocates, AUDI and Columbia look ahead to the year 2050, Rupert Stadler - Mark Wigley
179
6. Στοιχειώδες Πρόγραμμα Ενιαίας Πολεοδομίας, Attila Kotányi - Raoul Vaneigem
183
7. Cyberspace, Virtuality and the Real, Elizabeth Grosz
187
Αναφορές / References
195
Ευρετήριο Εικόνων / Illustration Index xi
Εισαγωγή / Introduction
1
2
Α. Μεθοδολογία και Ανάπτυξη της Ερευνητικής Εργασίας
Η Αθήνα, όπως την βιώνουμε και την καταγράφουμε σήμερα, είναι μια μεταπολεμική πόλη, παρόλο που κυριαρχεί η παγκόσμια αντίληψη για τις καταβολές της πολύ πίσω στον χρόνο. Το φυσικό περιβάλλον της είναι αρχαίο, όπως και τα κυριότερα σημεία προβολής της, αλλά ο πυρήνας της διάχυτης δομής της είναι μεταπολεμικός και, αδιαμφισβήτητα, εξελιγμένος σε ένα σύγχρονο μητροπολιτικό σύστημα στοιχείων. Στα πλαίσια του προσωπικού μου ενδιαφέροντος για την εξέλιξη της έννοιας της πόλης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την κυριαρχία της μοντέρνας πολεοδομίας σε αυτήν, θα εξετάσουμε σύγχρονα στοιχεία της Αθήνας αφορμώμενοι από κείμενα για την αρχιτεκτονική και την πόλη, τα οποία επιδίδονται σε διαφορετικές αναγνώσεις της τελευταίας. Τα κείμενα αυτά δεν είναι τα βέλτιστα δυνατά, αλλά εκφράζουν αναπόσπαστα κομμάτια της εξέλιξης της αρχιτεκτονικής σκέψης κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 21ου, και επιλέγονται με έναν αμφίδρομο στόχο. Σ’αυτά, κατ’ αρχάς, βρίσκουμε πολλές αναλογίες με την σύγχρονη αθηναϊκή πραγματικότητα και, ύστερα, προσπαθούμε να εφαρμόσουμε τα συμπεράσματα των κειμένων στην ανάλυση της Αττικής Μητρόπολης σε ανεξάρτητα στοιχεία, που την απαρτίζουν. Έτσι, βλέπουμε παράλληλα μια αφήγηση για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής αντίληψης για την πόλη και μια άλλη, για την αποδόμηση της Αθήνας σε πρωτογενή στοιχεία. Τέλος, αυτά τα πρωτογενή στοιχεία γίνονται αντικείμενα ανασύνθεσης (διαστρέβλωσης) της πόλης μέσα από διαφορετικά μέσα αναπαράστασης (δισδιάστατα σχέδια, τρισδιάστατα σχέδια, collages, φωτογραφίες, χάρτες, κινούμενη εικόνα), καταλήγοντας σε 9 διαφορετικές «Αθήνες», τις οποίες θα εξετάσουμε στα συμπεράσματα ως τα βασικά μητροπολιτικά στοιχεία που αποτελούν την Αθήνα σήμερα. Η κυρίως εργασία χωρίζεται σε τρεις βασικές θεματικές ενότητες, οι οποίες, γενικεύοντας, θα μπορούσαν να είναι η αφετηρία ανάλυσης κάθε πόλης. Ο Κτισμένος Χώρος της πόλης, Το Περιβάλλον και η Φύση της, και η Ανθρώπινη Δραστηριότητα. Η κάθε θεματική ενότητα χωρίζεται σε 3 υποκεφάλαια, τα οποία, με μια αυστηρή λογική, οδηγούν σε ένα ενιαίο συμπέρασμα για την κάθε ενότητα και προετοιμάζουν για την επόμενη. Τέλος, στο κάθε υποκεφάλαιο αναπτύσσεται η βασική δομή έρευνας της εργασίας: • αυτούσιο κείμενο αναφοράς • κείμενο σχολιασμού και σύγκρισης • συμπερασματική αναπαράσταση της Αθήνας Αφετηρία είναι Ο Κτισμένος Χώρος και η κυριαρχία του Προγράμματος. Εδώ εξετάζουμε όχι το μορφολογικό χάος, που φωτογραφίζεται και αναπαριστάται συνήθως, όταν αναφερόμαστε στην σύγχρονη Αθήνα, αλλά την λογική, που ενυπάρχει στην προγραμματική/λειτουργική δομή της, ξεκινώντας από την προγραμματική μονάδα της ελληνικής πόλης, την πολυκατοικία. Η πολυκατοικία είναι από μόνη της αντικείμενο ερευνητικής εργασίας, καθώς έχει αμέτρητες πλευρές ανάγνωσης. Εδώ, κάνουμε συγκεκριμένα την παραδοχή, ότι είναι ένα κατ’αναλογία Downtown Athletic Club προγραμματικά και, ως μονάδα της πόλης, ολόκληρη η Αθήνα διαβάζεται
3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ως ένα επαναλαμβανόμενο προγραμματικό χάος. Με αρχή το απόσπασμα από το ομώνυμο κείμενο από το Delirious New York του Rem Koolhaas, καταλήγουμε σε μια προγραμματική τομή (σχέδιο και collage) μιας φανταστικής, τυπικής αθηναϊκής πολυκατοικίας. Ανεβαίνοντας σε κλίμακα, βρίσκουμε, την ανάγκη για την ανεύρεση ενός προγραμματικού κέντρου. Ένα τέτοιο κέντρο στην μεταπολεμική Αθήνα είναι η αθηναϊκή αυλή, που παρακολουθούμε στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου στις δεκαετίες του ‘50 και του ’60, η οποία με την κυριαρχία της πολυκατοικίας και την αντικατάστασή της από τους ακαλύπτους των οικοδομικών τετραγώνων, μεταφέρθηκε στις συνοικιακές πλατείες, ενώ σήμερα και οι δύο καταστάσεις είναι σχεδόν εκλιπούσες, κυρίως λόγω των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων των 2 τελευταίων δεκαετιών. Ξεκινώντας από ένα κείμενο του Jacob Berend Bakema σχετικά με την θεώρηση των Team X, για το πως οφείλει να είναι το κέντρο μιας πόλης, βρίσκουμε εδώ μια αναλογία σε έναν αθηναϊκό προγραμματικό τύπο που έχει χαθεί. Η διαστρέβλωση της Αθήνας εδώ είναι μια αθηναϊκή αυλή από την ταινία «Οι Κυρίες της Αυλής», της Φίνος Φιλμ, σκηνοθεσίας του Ντίνου Δημόπουλου, σε αξονομετρικό σκαρήφημα, στην οποία διαβάζεται η πολύχρωμη ζωή των κατοίκων της και η πολυπλοκότητα γύρω από την κετρική αυτή αυλή, η οποία εξελίσσεται σταδιακά σε ανενεργό σύγχρονο ακάλυπτο. Κλείνοντας την πρώτη ενότητα, μελετούμε το κτισμένο περιβάλλον της Αθήνας ως ένα ενιαίο, διάχυτο προγραμματικό επίπεδο. «Το διάχυτο πρόγραμμα του λεκανοπεδίου». Οι Superstudio και οι Archizoom απεικόνισαν το οικιστικό περιβάλλον του ανθρώπου ως ένα προγραμματικό, συνεχόμενο επίπεδο, το οποίο είναι είτε άτοπο, είτε υπερβαίνει την ίδια την φύση και καλύπτει το πλανήτη. Σ’αυτό το προγραμματικό επίπεδο, ο άνθρωπος ζει, καταναλώνει και δημιουργεί κοινωνικούς δεσμούς (παρατηρώντας τα collage των αρχιτεκτόνων), γυμνός, ατημέλητος, σαν νομάς της ερήμου ή πρωτόπλαστος. Εδώ, η Αθήνα αναγιγνώσκεται ως ένα τέτοιο προγραμματικό ομοιογενές επίπεδο, το οποίο έχει «καταβροχθίσει» την Αττική. Και αυτή είναι η διαστρέβλωση της Αθήνας μέσα από collages. Οι εξαιρέσεις είναι εμφανείς και ξεπηδούν από το επίπεδο σαν νησιά σε ένα αρχιπέλαγος. Ένα νέο τοπίο, δηλαδή, το οποίο εξετάζουμε στην επόμενη ενότητα. Με αφορμή το ενιαίο προγραμματικό επίπεδο, μεταβαίνουμε στην ανάλυση των στοιχείων που απαρτίζουν την Αθήνα ως τόπο/τοπίο. Ως ένα τεχνητό τοπίο στο οποίο συνυπάρχουν στοιχεία σύγχρονης δόμησης, αρχαιών μνημείων, ελληνικής/μεσογειακής τοπογραφίας. Η πόλη ως φύση αποτέλεσε και αποτελεί μεγάλο κομμάτι της αρχιτεκτονικής αντίληψης για την πόλη και εδώ βλέπουμε την Αθήνα ως ένα τέτοιο τεχνητό τοπίο. Στην δεύτερη ενότητα, Το φυσικό περιβάλλον και το σύγχρονο Αθηναϊκό Τοπίο, η πόλη μελετάται ως ένα τεχνητό τοπίο, στο οποίο όπως και το φυσικό, έχει μια εξελικτική πορεία στον χρόνο. Έχει σημεία αναφοράς, τα οποία και αυτά μεταλλάσσονται στο πέρασμα των αιώνων. Είναι ένα περιβάλλον, ένα οικοσύτημα, φτιαγμένο από τον άνθρωπο, ως η δική του οικιστική δομή πάνω στην Γη. Εδώ, παρατηρούμε την Αθήνα ως μια τέτοια δομή και αναλύουμε το τεχνητό και φυσικό κομμάτι της μητρόπολης, καταλήγοντας στην τεχνητή πόλη - φυσικό περιβάλλον του ανθρώπου. Αρχικά, ερευνούμε σημεία αναφοράς της “φύσης” της Αθήνας. Όπως, ακρίβως ο Aldo Rossi μιλά για την συλλογική μνήμη στην πόλη και τους αστικούς συντελεστές (fatti urbani / urban artifacts), οι οποίοι την διαμορφώνουν και την συντηρούν ταυτόχρονα, έτσι και εδώ γίνεται 4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
προσπάθεια για την εύρεση αυτών των στοιχείων στην σύγχρονη Αθήνα. Αυτά τα στοιχεία είναι κυρίως γεωγραφικά, τα οποία είναι κομμάτι της Αττικής Γης, που θα αναλύσουμε παρακάτω, αλλά υπάρχουν και θραύσματα της πόλης, που είναι αναπόσπαστα από την εμπειρία αυτής της Μεσογειακής Μητρόπολης. Συμπεραίνοντας, σε έναν πίνακα δεδομένων καταφράφονται αυτά τα στοιχεία της «φύσης» της πόλης, πάνω στην οποία έχει κτιστεί η σύγχρονη Μητρόπολη. Στόχος είναι να διευκρινίσουμε το πιο αμετάβλητο κομμάτι της πόλης, το οποίο, ακριβώς όπως και το φυσικό τοπίο, μεταβάλλεται στο χρόνο, αλλά δεν χάνει την υπόστασή του. Παραπάνω ξεκινήσαμε την ανάγνωση της πόλης ως ένα φυσικό τοπίο/οικοσύστημα, το οποίο μεταβάλλεται, αναδιαρθρώνεται και εξελίσσεται στον χρόνο. Αφού προσπαθήσαμε να βρούμε τα στοιχεία, που παραμένουν λιγότερο μεταβλητά στον χρόνο της πόλης, την «πραγματική φύση» κάτω από την Αθήνα, με αφετηρία ένα κείμενο για την παράλληλη ύπαρξη της φύσης και της πόλης του Adriaan Geuze, παρατηρούμε την Αττική Γη μέσα στον χρόνο. Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν αμετάβλητη από την τεχνολογική/αστική εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού και θα έλεγε κανείς ότι η εγκωμιαστική άποψη περί της ομορφιάς της ήταν μοναδικά αναλοίωτη. Σήμερα όμως, ένα μεγάλο κομμάτι της είναι νησίδες στην διάχυτη πόλη, και πολλές απ’αυτές είναι τεχνητά διαμορφωμένες. Αυτό που προσπαθούμε να μελετήσουμε εδώ είναι η πρόσληψη του νέου Αττικού τοπίου μέσα από φωτογραφική αναπαράσταση, την συγκρίνουμε με άλλα φυσικά τοπία, κυρίως του αρχιπελάγους του Αιγαίου και βραχωδών σχηματισμών, ερμηνεύοντας έτσι το τοπίο της σύγχρονης Αθήνας στην ολότητά του. Αφού μελετήσαμε τα στοιχεία που αποτελούν το τοπίο της Αθήνας και είδαμε και την συνολική του εικόνα, σ’αυτό το υποκεφάλαιο διερευνούμε τα όριά του. Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ήδη από την δεκαετία του ’60 αμφισβήτησε τα όρια του «Λεκανοπεδίου» ως το κυρίαρχο όριο της πόλης, ενώ έθεσε το ζήτημα της κινητικότητας, των υποδομών και της γραμμικής εξέλιξής της. Έτσι, το «νέο αττικό τοπίο» χάνει την ιδιότητα του οριοθετημένου και εξαπλώνεται από τον Κορινθιακό μέχρι τον Ευβοϊκό Κόλπο. Εδώ, παρουσιάζεται το ρυθμιστικό σχέδιο χωρικής εξάπλωσης της Άθηνας και τίθεται πάραλληλα το ζήτημα των υποδομών και των δικτύων της πόλης, που θα μας εισαγάγει στην τρίτη ενότητα της εργασίας. Στην τρίτη ενότητα, Η ανθρώπινη δραστηριότητα και η επικράτηση της ατομικότητας, παρατηρούμε την Αθήνα σαν μια πόλη, στην οποία η ανθρώπινη δραστηριότητα κυριαρχείται από την ατομικότητα, χαρακτηριστικό κάθε μεταβιομηχανικής κοινωνίας / κοινωνίας της πληροφόρησης. Δεν αρκεί να δώσουμε υπόσταση στην κτισμένη δομή της πόλης και στο περιβάλλον της, αλλά να δούμε και το υποκείμενο, το οποίο την βιώνει καθημερινά ή και ευκαιριακά. Ξεκινάμε από την προηγούμενη ενότητα να βλέπουμε την σημασία των δικτύων και των μεταφορών για την διάχυτη πόλη. Στην διάχυτη Αθήνα, η αστικοποίηση αρχίζει να κυριαρχεί του «αστικού» και ήδη από την πρώτη ενότητα αντιλαμβανόμαστε ότι σημαντικό σημείο του «χάους» της είναι η ατομική επιλογή στην διάρθρωση της προγραμματικής μονάδας, της πολυκατοικίας. Εδώ, θα δούμε τα τρία στοιχεία που ενισχύουν το υποκείμενο στην πόλη: την χρήση του αυτοκινήτου, την περιπλάνηση και την πλοήγηση στο Διαδίκτυο. Η Αθήνα είναι πλέον πόλη υποκειμένων, απόλυτα σύγχρονη και σύμφωνη με τον δυτικό πολιτισμό και την κουλτούρα της κατανάλωσης και του θεάματος. Αρχικά, με αφορμή μια συζήτηση ανάμεσα στον Mark Wigley και τον πρόεδρο της AUDI AG 5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
για την κινητικότητα και την σημασία των υποδομών στις πόλεις, βλέπουμε την Αθήνα μόνο ώς το “υπόλοιπο” από τα σταθερά δίκτυα μετακινήσεων (λιμάνι, αεροδρόμιο, αυτοκινητόδρομοι, γραμμές σταθερής τροχιάς). Και είναι αλήθεια ότι η Αθήνα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτά, αφού όλα τα δίκτυά της (εκτός του Λιμανιού του Πειραιά και μέρους του Ηλεκτρικού Σιδηρόδρομου) είναι μεταγενέστερα της εξάπλωσής της και έτσι λειτουργούν σαν τομές στον ιστό της. Μας αφήνουν μέσα από την χρήση τους να δούμε την πόλη από πραγματικά διαφορετική σκοπιά. Η χρήση του αυτοκινήτου/αυτοκινητόδρομου, είναι σύμβολο της ατομικότητας, αλλά και η κινητικότητα στην μητρόπολη ενισχύει την αστικοποίηση, την προαστιακή εξέλιξη και την δημιουργία γειτονιών, στις οποίες ζουν μονάδες και όχι οικόγενειες (Γκάζι, Ψυρρή, Αναπλάσεις Μεταξουργείου, κ.ο.κ.). Βλέπουμε, έτσι, την Αθήνα από το μοναδιαίο βλέμμα του ταξιδιώτη. Με έναν χάρτη των δικτύων της πόλης σε ένα λευκό φόντο και μαγνητοσκοπήσεις αστικών υποδομών που καταλήγουν στον κέντρο της πόλης περνάμε σε μια άλλη ερμηνεία στην εμπειρία του αστικού ιστού. Και αν μέσα από το αυτοκίνητο και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο παρατηρούμε την πόλη με διαφορετικό - ατομικό τρόπο, τότε το θέαμα περνά βαθύτερα στην εμπειρία της πόλης. Και σε μια σύγχρονη πόλη ,οι κάτοικοί της την βιώνουν, κυρίως όταν πέσει ο ήλιος. Το φως της Αθηναϊκής νύκτας, είναι αυτό των επιγραφών των bars και των καταστημάτων, είναι ο γαλαξίας από τα φώτα των πολυκατοικιών που εμφανίζεται στα υψώματα της τοπογραφίας της, τα ρέοντα φώτα στους αυτοκινητοδρόμους. Στην Αθήνα, για την οποία έχουν γραφτεί από την αρχαιότητα κείμενα για την ποιότητα του φωτός της κατά την διάρκεια της ημέρας, η νύκτα φέρνει το υποκείμενο σε μια άλλη πόλη, στην οποία κυριαρχούν η μουσική, η οχλαγωγία στις πλατείες και τα bars. Και είναι πραγματικά μια άλλη πόλη, αφού την νύκτα το βάρος του πληθυσμού μετακινείται σε άλλες γειτονιές και πλατείες από αυτές της ημέρας. Η εκκίνηση είναι σε απόσπασμα από το βιβλίο «Το Ξεπέρασμα της Τέχνης» για την πόλη μέσα από την θεωρία της περιπλάνησης και το τέλος, ένας ψυχεογραφικός χάρτης περιπλάνησης στην Αθήνα την νύκτα, στον οποίο διαγράφεται η ανθρωποκεντρική κλίμακα δημοσίων χώρων, οι οποίοι μεγενθύνονται, ενώ άλλοι συρρικνώνται, ανάλογα με την αντίστοιχη χρήση τους. Αν η πόλη συρρικνώνεται την νύκτα, και η ατομική αντίληψη μέσα από τα δίκτυα-τομές μεταβάλλεται, τότε δεν πρέπει να αφήσουμε την προβολή της πόλης στο Διαδίκτυο πέρα από τα όρια της έρευνάς μας. Οι διαδικασίες της πόλης, η συλλογικότητα, οι συναλλαγές, η ανταλλαγή αγαθών και ιδεών, η κατανάλωση και η πληροφορία, μεταφέρονται στον ιστότοπο και χάνουν την χωρική τους υπόσταση. Μέσα από ένα απόσπασμα για την διαφορά του εικονικού από το πραγματικό, της υλικής και της εικονικής πόλης, της Elizabeth Grosz, βλέπουμε την Αθήνα ψηφιοποιημένη μέσα από εικόνες, από blogs, από άτομα-μονάδες. Καταλήγουμε να βλέπουμε την ζωή των μονάδων της αθηναϊκής κοινότητας, την προσωπική τους ερμηνεία για τα όσα συμβαίνουν, σκέψεις ρηχές και βαθειές. Καταλήγουμε σε λίστες δεδομένων μέσα από την σύγχρονη υποκειμενική αναζήτηση, την αναζήτηση στο άυλο διαδίκτυο για την υλική πόλη. Τα αποτελέσματα είναι η πρώτη εικόνα από την άυλη Αθήνα, η οποία ζει, εξελίσσεται και μεταβάλλεται πιο γρήγορα από ποτέ. Εν καρακλείδι, τα 9 στοιχεία ανάγνωσης της σύγχρονης Αθήνας, μέσα από τα οποία θα προσπαθήσουμε να πετύχουμε τον διπλό στόχο που θέσαμε αρχικά, στα πλαίσια αυτής της 6
7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ερευνητικής εργασίας είναι τα εξής: • • • • • • • • •
μονάδα της πολυκατοικίας και το πολυσύνθετο πρόγραμμά της. Η Η «χαμένη» τυπολογία του συνοικιακού κέντρου Η ενιαία διάχυτη δομή της Εξαιρέσεις στο διάχυτο επίπεδο της πόλης που αποτελούν κομμάτι του τοπίου και της Ιστορίας της Το μεταλλαγμένο/νέο Αττικό Τοπίο Η εξάπλωση πέρα από τα όρια του λεκανοπεδίου Τα δίκτυα-τομές στον ιστό της Η μετακίνηση του κέντρου βάρους των δημοσίων χώρων κατά τις νυκτερινές ώρες Η διαδικτυακή της εικόνα
Μέσα από αυτήν την εργασία βλέπουμε άλλη μια προσπάθεια να προσδιοριστεί, τόσο η σύγχρονη πόλη, όσο και η ίδια η Αθήνα. Δεν ευαγγελιζόμαστε την απόλυτη αποδόμηση της Αθήνας ή της πόλης σε επιμέρους στοιχεία, αλλά την πρόσθεση στοιχείων στους ήδη αμέτρητους τρόπους ανάγνωσης μιας πόλης , καθώς και την αναγνώριση των αναπαραστατικών μέσων της αρχιτεκτονικής ως τα κύρια εργαλεία διαλόγου στα πλαίσια του αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού. Το αποτέλεσμα είναι πραγματικά 9 Αθήνες, τις οποίες θα μπορούσε κανείς να τις διαβάσει διττά, σαν κριτικές στην υπάρχουσα κατάσταση και σαν αφετηρίες διαλόγου για το τί είναι τελικά η σύγχρονη Αθήνα, η σύγχρονη πόλη.
8
9
Εξώφυλλο του La Charte d’ Athènes, έκδοση του 1957. 10
Β. Η θεώρηση της μεταπολεμικής πόλης και η Αθήνα Μια αναδρομή προς την επικράτηση της μοντέρνας πολεοδομίας
“Διανύουμε περίοδο οικοδόμησης και προσαρμογής σε νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Περιπλέουμε ένα ακρωτήτιο και οι νέοι ορίζοντες θα συναντήσουν το μακρύ μονοπάτι της παράδοσης, μόνο ύστερα από πλήρη αναθεώρηση των μέσων που εξελίσσονται, μόνο μέσα από την επινόηση νέων οικοδομικών βάσεων στηριγμένων στη λογική. Στην αρχιτεκτονική οι παλιές οικοδομικές βάσεις έχουν πεθάνει. Δεν θα ξαναβρούμε τις αλήθειες της αρχιτεκτονικής, παρά μόνο όταν νέες βάσεις αποτελέσουν το λογικό υπόβαθρο κάθε αρχιτεκτονικής εκδήλωσης. Είκοσι χρόνια θα χρειαστούν για τη δημιουργία αυτών των βάσεων. Περίοδος σημαντικών αισθητικών ανακατατάξεων· επίσης, περίοδος επεξεργασίας μιας νέας αισθητικής.”
Le Corbusier, [2005], Για μια αρχιτεκτονική, μετάφραση: Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Εκκρεμές, Αθήνα, σσ. 47 - 48. 11
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το χρονικό πεδίο της έρευνας τοποθετείται, αυστηρά, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 21ου, με αφετηρία το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι επιτακτική η ανάγκη, στην εισαγωγή της εργασίας, να διευκρινιστούν, εν συντομία, οι λόγοι, για τους οποίους επιλέγεται να γίνει η χρονική τομή και η εστίαση στη συγκεκριμένη περίοδο, ώστε η έρευνα να θεμελιώνεται ιστορικά και να κατανοήσουμε τις πολυεπίπεδες εξελίξεις και αλληλεπιδράσεις, που οδήγησαν την αρχιτεκτονική έρευνα στα κείμενα-αποτελέσματα, τα οποία παρατίθονται αυτούσια ή μεταφρασμένα στην εργασία. Παράλληλα, πρέπει να αποσαφηνιστεί και ο όρος «μεταπολεμικός» και να επαναπροσδιοριστεί εννοιολογικά, πέρα από τις χρονικές του διαστάσεις, ως προσδιορισμός της πόλης των Αθηνών και κατ’ επέκταση κάθε παρόμοιας αστικής δομής. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε πόλεις, με πλούσια ιστορία και παραγωγικά μέσα, φαντάσματα του προπολεμικού εαυτού τους και λόγω αυτού, μια παγκόσμια κοινότητα αντιμέτωπη με την ανάγκη για την ανοικοδόμησή τους και τον επαναπροσδιορισμό τόσο της λειτουργίας τους, όσο και της μορφής τους1. Εμφανίστηκε, τότε, ένα, χωρίς προηγούμενο, πλήθος μελετών για τον ανασχεδιασμό των ισοπεδωμένων πλέον κέντρων των πόλεων (με τα σημαντικότερα παραδείγματα κυρίως στην Γερμανία, την Μεγάλη Βρετανία, την Ιαπωνία και την Ολλανδία), και για την αποκέντρωση των πυκνοκατοικημένων περιοχών (πρώτες πόλειςδορυφόροι και μεγάλα συγκροτήματα μαζικής κατοίκησης στις Η.Π.Α, την Γαλλία και την Μεγάλη Βρετανία). Η μοντέρνα πολεοδομία συμμετείχε καθολικά στην διαμόρφωση της αντίληψης για την «μεταπολεμική πόλη», μέσω της εγκαθίδρυσης των αρχών των προηγούμενων Διεθνών Συνεδρίων Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (μεταφρ. Congrès Internationaux d’Architecture Μoderne, C.I.A.M.) και της επιρροής του Le Corbusier σ’αυτά, που, ωστόσο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 προκάλεσε αντιδράσεις, όχι μόνο στον αρχιτεκτονικό χώρο, αλλά και στην κοινωνία2. Οι εκφάνσεις των αντιδράσεων εκφράζονται σαφώς στα περισσότερα κείμενα της εργασίας. Χρονικά, δημοσιεύθηκαν πρώτα κειμένα των μελών της Team 10, οι οποίοι αποσχίσθηκαν σαφώς από τις αρχές των Διεθνών Συνεδρίων Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής και συνετέλεσαν στην οριστική τους διάλυση3 και έπειτα κείμενα-ολοκληρωτικές αντιδράσεις, της Καταστασιακής Διεθνούς (μτφ. L’Internationale situationniste, S.I.) στην τότε πολεοδομία, με πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια να πλαισιώνουν την αρχιτεκτονική, αλλά και με χαρακτηριστική την πολιτική διαλεκτική τους για την πόλη. H αρχή του χρονικού πλαισίου της έρευνάς μας είναι η στιγμή εκείνη, που κυριάρχησε ολοκληρωτικά μια αρχιτεκτονική προσέγγιση ως προς την ανάπτυξη των πόλεων και, ταυτόχρονα, τέθηκαν οι βάσεις για την αμφισβήτησή της. Κάνοντας μια ιστορική παράκαμψη 60 χρόνων περίπου, βλέπουμε, άλλο ένα σημείο καμπής στην χρονική συνέχεια του ανθρώπινου πολιτισμού. Από την αρχή του 21ου αιώνα, παρατηρούμε μία τεράστια, σχεδόν επαναστατική, κοινωνική αλλαγή. Το 50% του πληθυσμού κατοικεί πλέον σε 1. CIAM VI, 1947, Bridgwater, Αγγλία, με κύριο θέμα: η Ανοικοδόμηση των Πόλεων. 2. Το σχέδιο του Mart Stam για την ανοικοδόμηση της Δρέσδης με τις αρχές των CIAM απορρίφθηκε από τους πολίτες ως “ολοκληρωτική επίθεση προς την πόλη.” G. Oorthuys, [1970], Mart Stam: Documentation of His Work, 1920-70, RIBA Enterprises, London. 3. CIAM XI, Otterlo, Ολλανδία, οργανωμένη διάλυση των CIAM από την Team 10. Κύρια μέλη της ομάδας ήταν : Jacob B. Bakema, Aldo van Eyck, Alison and Peter Smithson, Georges Candilis, Shadrach Woods, Giancarlo De Carlo. 12
αστικοποιημένες περιοχές για πρώτη φορά στην Ιστορία4. Επιπροσθέτως, οι αστικοποιημένες εκτάσεις έχουν επεκταθεί σε τέτοιο σημείο, όπου βλέπουμε να σχηματίζονται Μεγαλουπόλεις από την ένωση των προαστίων των μητροπόλεων, στις πιο πυκνωκατοικημένες ηπείρους του Πλανήτη5. Είναι, δηλαδή, η κατάλληλη χρονική περίοδος, να μελετήσουμε την εξέλιξη της πόλης, από την κυριαρχία μιας συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής επιλογής μέχρι και την επικράτηση της ίδιας ως το βασικό οικιστικό περιβάλλον της ανθρωπότητας. Ο τρίτος συντελεστής της εργασίας είναι η πόλη των Αθηνών, καδραρισμένη στο παραπάνω χρονικό πλαίσιο. Μπορεί να έχει μια ιστορία συνεχόμενης κατοίκησης 2400 χρόνων6, αλλά η δομή της και η πλειοψηφία του δομημένου, κατοικήσιμου και δημόσιου χώρου της είναι μεταπολεμική. Μεταπολεμική, πρώτον ως προς την περίοδο της διαμόρφωσης της σημερινής της δομής, και δεύτερον, ως προς τον τρόπο ανάγνωσής της. Η μεταπολεμική περίοδος στην αρχιτεκτονική θεωρία, συμπίπτει με τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης της αρχιτεκτονικής με την δομή της πόλης σε όλα τα επίπεδα. Κοινωνικά, μορφολογικά, σχεδιαστικά, λειτουργικά, προγραμματικά, η πόλη μετατρέπεται σε αφετηρία, αναφορά και πέρας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού7. Σ’αυτόν τον άξονα, επιλέγονται να παρατεθούν τα κείμενα και να συγκριθούν με μια μεταπολεμική πόλη, ώστε μέσα από αυτήν την σύγκρουση να βρούμε πρωτογενή στοιχεία της μεταπολεμικής αστικής δομής και να ξεκινήσει ένα ευρύτερο πλαίσιο διαλόγου για την σύγχρονη κατάσταση, η οποία δεν θα ονομαζόταν σε καμία περίπτωση μεταπολεμική και θα ήταν αντικείμενο πολύ διαφορετικής ερευνητικής εργασίας. Αφού ορίσαμε την αρχή και το τέλος της έρευνας και θεωρήσαμε την Αθήνα ως μεταπολεμική πόλη, οφείλουμε να εξετάσουμε, εν συντομία, τα στοιχεία της μοντέρνας πολεοδομίας, τα οποία επηρέασαν και ακόμα επηρεάζουν τον αστικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, πριν την παράθεση των “μεταπολεμικών αθηναϊκών διαστρεβλώσεων”. Θα εισαγάγουμε, λοιπόν, μια περιεκτική ιστορική αναδρομή, η οποία θα μας ενισχύσει με τα κατάλληλα εργαλεία για να κατανοήσουμε την κριτική, που ασκείται στην “μοντέρνα πόλη”, και τον επαναπροσδιορισμό της σε κάθε ένα από τα κείμενα, τα οποία θα δούμε στο κυρίως μέρος της εργασίας. Η αφήγηση ξεκινά τον Ιούνιο του 1928, στο κάστρο της Ηélène de Μandrot στο La Sarraz της Ελβετίας, όπου διεξήχθει ύστερα από πολλές προτάσεις και συζητήσεις8 ένα διεθνές 4. Έρευνα του Ο.Η.Ε. του 2009 έδειξε ότι 3.5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 50,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, κατοικούν πλέον σε αστκιοποιημένες περιοχές του πλανήτη, πηγή : [http://www.un.org/esa/population/unpop.htm]. 5. ΒΔ Ευρώπη & ΝΑ Μεγάλη Βρετανία (European Megalopolis), πληθυσμός : 70 εκ., πόλεις : London, Birmingham, Rotterdam, Amsterdam, The Hague, Antwerp, Brussels, Lille, Paris, Dusseldorf, Cologne, Dortmund. πηγή : [http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/region_cities/city_urban/data_cities/tables_sub1] πηγή : [http://www.eu-partner.com/index.php?option=com_content&view=article&id=9:the-blue-banana&catid=1:news&Itemid=16] ΒΑ Η.Π.Α.(Northeastern Megalopolis), πληθυσμός: 60 εκ., πόλεις, Boston, New York City, Newark, Philadelphia, Baltimore, Washington DC [πηγή : http://www.america2050.org/megaregions.html] Ανατολική Ακτή Ιαπωνίας (Tokaido/Taiheiyo Belt), Πληθυσμός : 80 εκ., πόλεις : Tokyo, Yokohama, Chiba, Nagoya, Kobe, Kyoto, Osaka, Hiroshima, Fukuoka. πηγή : [http://www.guardian.co.uk/world/2010/mar/22/un-cities-mega-regions]. 6. Πηγή : [http://www.telegraph.co.uk/travel/picturegalleries/6242644/The-worlds-oldest-cities.html?image=4] . 7. Από τις αμέτρητες αναφορές, κύριες αποτελούν οι εξής δύο για την αρχιτεκτονική, Venturi R., [1966], Complexity and Contradiction in Architecture, Rossi A., L’architettura della città [1966]. 8. Το 1918 η ολλανδική περιοδική έκδοση De Stijl του Theo van Doesburg, έκανε μεγάλη προσπάθεια για τον σχηματισμό μιας 13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
συνέδριο αρχιτεκτονικής με στόχο, ενδεικτικά, «την απελευθέρωση του μοντέρνου κινήματος από την απομόνωση μιας καθαρά καλλιτεχνικής ερμηνείας, και την εισαγωγή του σε ένα βιώσιμο και δημιουργικό διάλογο με την τεχνολογία, την επιστήμη και την οικονομία»9,αλλά και λόγω τηςμεγάλης επιρροής του Le Corbusier «την αναγνώριση και εφαρμογή ενός συστηματοποιημένου αρχιτεκτονικού προγράμματος (π.χ. τα 5 σημεία του Le Corbusier για την αρχιτεκτονική) με την βοήθεια των πολιτικών και οικονομικών κύκλων που (εκείνη την εποχή) ήταν ενάντιοι σε αυτές τις ιδέες»10. Παράλληλα με μία μεγάλη προετοιμασία για τα θέματα των συζητήσεων, την λίστα των προσκεκλημένων και τα συμπεράσματα που θα έπρεπε να είχε αυτό το συνέδριο, ανάμεσα σε πάρα πολλές διαφωνίες και με μία μικρή σχετικά συμμετοχή, η έκβαση ήταν μία. Είχε ξεκινήσει ένας διεθνής κύκλος διαλόγου που θα σχημάτιζε μία ενιαία συστημική λογική αντιμετώπισης των αρχιτεκτονικών προβλημάτων και κατ’ επέκταση της πόλης, και την πρώτη ανάγνωση της πόλης σαν ένα σύστημα που ακούει στον δομικό κανόνα «κατοικία–γειτονιά–πόλη»11, όπου η πρωταρχική μονάδα του συστήματος είναι η κατοικία , ενώ η πόλη είναι το σύνολο των μηχανών κατοίκησης, όπως θα ανέφερε και ο Le Corbusier. Αυτό το συστημικό σύνολο ύστερα από 2 ακόμα Συνέδρια12 δεν είχε οριστεί, ούτε είχαν εκφραστεί οι αναλυτικοί και συνθετικοί κανόνες για το αρχιτεκτονικό προγραμματισμό της πόλης, αλλά σχηματίστηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις και ανταλλαγές γνώσεων και συμπερασμάτων, σε σχέση και με προηγούμενα συνέδρια13, και κερδίθηκε η εμπειρία για ένα συγκροτημένο κανόνα που θα αναδείκνυε τους αρχιτεκτονικούς κύκλους των CIAM ως τους κύριους διαμορφωτές, αλλά και δημιουργούς, της έννοιας της πόλης μέχρι και την δεκαετία του 1970. Στο τέταρτο CIAM, με γενικό θέμα ‘Η λειτουργική πόλη` (μεταφρ. The Functional City), από τις 29 Ιουλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου του 1933, που διοργανώθηκε στο ταξίδι του SS Patris II από την Μασσαλία στην Αθήνα, ενώ αρχικά σχεδιαζόταν να λάβει χώρα στην Μόσχα, είχε προκύψει (ήδη από τα δύο προηγούμενα συνέδρια) η προβληματική του κατά πόσο μπορεί η αρχιτεκτονική να συμβάλει ενεργά στον αστικό σχεδιασμό. Ο Mies van der Rohe επέμενε ότι «ο πολεοδομικός σχεδιασμός είναι πολιτική απόφαση και όχι αρχιτεκτονική», ενώ πολλοί Γερμανοί αρχιτέκτονες14, παγκόσμιας ένωσης καλλιτεχνών `Union Internationaler FortschrittlicherKϋnstler’, η οποία δεν βρήκε ανταπόκριση. Το 1923, στην BauhausWoche στην Bαϊμάρη ο El Lissitzky πρότεινε την διεξαγωγή ενός παγκόσμιου συνεδρίου αρχιτεκτόνων στην Μόσχα, σε σχέση με τον Διεθνές Στυλ του Bauhaus. Η συνεργασία των μεγαλύτερων ονομάτων της avant-garde μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής, στην έκθεση Die Wohnung (μτφ. Κατοικία) στην Στουτγάρδη το 1927 για την δημιουργία της πειραματικής ζώνης κατοικιών Weissenhofsiedlung, έφερε ένα βήμα πιο κοντά μια διεθνή συνεργασία αρχιτεκτόνων. Kees Somer, [2007], The Functional City, The Ciam and Cornelis van Eesteren, 1928 -1960, NAi Publishers, EFL Foundation,The Hague , Introduction: σσ. 6 - 15 9. Hans Schmidt πάνω στην άποψη του Hugo Häring, γραμματέα του καλλιτεχνικού κύκλου Der Ring, Ο.Π., σημείωση 8. 10. Hans Schmidt σε ένα γράμμα προς τον Walter Gropius μετά την λήξη του CIAM I, στο κάστρο La Sarraz, Ο.Π., σημείωση 8. 11. De stad, zo ze zou moeten zijn, (μετφρ. «Η πόλη, όπως θα έπρεπε να είναι») Άρθρο του 1935 πάνω στην Χάρτα των Αθηνών. 12. 1929, CIAM II, Φρανκφούρτη, με θέμα `Η ελάχιστη κατοικία` (μεταφρ. The minimum dwelling) – 1930, CIAM III, Βρυξέλλες, με θέμα `Ορθολογική Αξιοποίηση της Οικοδομικής Έκτασης` (μεταφρ. Rational Site Development). 13. 1928, International Housing and Town Planning Congress, Παρίσι, στο οποίο γενικό θέμα ήταν η κοινωνική κατοικία. Πολύ σημαντικό είναι, ότι μεγάλο μέρος της διοργάνωσής του είχε απορροφήσει τα συνέδρια της Garden City and Urban Planning Association, που κάποιες από της αρχές της θα δούμε και στην Χάρτα των Αθηνών.Σ’αυτό το συνέδριο είχε παρευρεθεί το μέλος των CIAM Ernst May. 14. Η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε προτείνει στους Ernst May, Mart Stam, Hans Schmidt και Hannes Meyer να σχεδιάσουν νέες βιομηχανικές πόλεις σε διάφορες Σοβιετικές Δημοκρατίες. 14
Β. Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΘΗΝΑ / ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
Η Ακρόπολη του Le Corbusier, 1911. 15
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
οι οποίοι ανέλαβαν τον σχεδιασμό βιομηχανικών πόλεων στην Σοβιετική Ένωση, επέμεναν στο παράδειγμα της τελευταίας, όπου εφαρμοζόταν ένα διαφορετικό από την Δύση αναπτυξιακό πρόγραμμα15 16. Επίσης είχαν προηγηθεί δύο σημαντικότατα θέματα προς συζήτηση. Στο δεύτερο Συνέδριο στην Φρανκφούρτη, η βασική θεματική για την «Ελάχιστη Κατοικία», πήρε πολύ μεγάλες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις και όχι τόσο αρχιτεκτονικές, με μόνη εξαίρεση ίσως την παρουσίαση από τον Ernst May του έργου του για τον Δημοτικές Αρχές της Φρανκφούρτης, μεγάλων περιφερειακών συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών. Στο τρίτο Συνέδριο, αναδύθηκε το αρχιτεκτονικό δίλημμα ανάμεσα στην χαμηλή δόμηση και την υψηλή, στενά με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους. Στηρίχτηκε αρκετά η υψηλή δόμηση, αφού θα έφερνε πολύ μεγάλο ποσοστό πρασίνου και ελεύθερων χώρων σε πυκνοκατοικημένες ουσιαστικά ενότητες πόλεων, ενώ θα δημιουργούσε πολύ πιο συμπαγές πόλεις, αντίθετα με τον δρόμο που άρχισαν να ακολουθούν οι αμερικανικές πόλεις, με ενδεικτικότερο, μέχρι και σήμερα, παράδειγμα το Los Angeles17. O Le Corbusier παρουσιάζοντας την πρόταση του «Πράσινη Πόλη», Μάρτιος του 1930, (μεταφρ. La Cité Verte), στην οποία κυριαρχούσαν η υψηλή δόμηση, οι μεγάλες ανοικτές πράσινες εκτάσεις μεταξύ των συγκροτημάτων (το 80% της έκτασης ήταν ανοικτοί χώροι για την ψυχαγωγία των κατοίκων) και τα δίκτυα, έφερε το συνέδριο πιο κοντά στην Χάρτα των Αθηνών. Μια σημαντική αντίρρηση που προέκυψε, κυρίως από τους Ολλανδούς αρχιτέκτονες του CIAM, με κυριότερο αντιπρόσωπο τον μετέπειτα πρόεδρο των Συνεδρίων Cornelis von Eesteren, ήταν το ό,τι η υψηλή δόμηση δεν επέτρεπε στις οικογένειες με παιδιά να έχουν το βιωτικό επίπεδο που ευαγγελιζόταν ο Le Corbusier και ο Walter Gropius18, κάνοντας παράλληλα το σχόλιο ότι οι προτάσεις τους είχαν ουτοπικά ή και μελλοντικά κοινωνικά στοιχεία19, για τα οποία δεν ήταν σε θέση να σχεδιάσουν άμεσα οι αρχιτέκτονες της εποχής. Διαφάνηκε έτσι, η πολιτική - στρατηγική χροία, πάνω στην οποία ξεκίνησαν τα Συνέδρια, αφήνοντας να εννοηθεί, ότι ο σχεδιασμός της μοντέρνας πόλης θα αναφερόταν κυρίως στην εργατική τάξη. Έτσι, στον πλου προς την Αθήνα, τα περίπου 100 άτομα, που παρευρέθηκαν στο συνέδριο, ξεκίνησαν, με αυτά τα δεδομένα και την επιθυμία να προσανατολίσουν τα συνέδρια στον αστικό 15. Στην Σοβιετική Ένωση, σύμφωνα με τους στόχους του πρώτου πενταετούς προγράμματος (ο επίσημος προϋπολογισμός και οι οικονομικοί στόχοι των Ε.Σ.Σ.Δ.), θα κτίζονταν περίπου 200 νέες βιομηχανικές πόλεις και 1000 αγροτικοί οικισμοί, βασισμένοι στις αρχές του βιβλίου Sotsgorod (Σοσιαλιστική Πόλη) του Nikolai Miliutin. Σ’ αυτό περιγράφονται η ανάγκη της δημιουργίας ενός ενιαίου πληθυσμού, χωρίς διαχωρισμό του πολίτη σε κάτοικο πόλης και υπαίθρου, οι στόχοι για αποκέντρωση και ανάπτυξη κατά μήκος κυκλοφοριακών αρτηριών και τρόποι ενσωμάτωσης της βιομηχανίας στην ύπαιθρο. 16. Οι Ηνώμένες Πολιτείες το 1933 ήταν βυθισμένες στην οικονομική κρίση, μετά το «Κραχ» του 1929, καθώς και οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Οικονομίες, με την Γερμανία (Δημοκρατία της Βαϊμάρης), όχι μόνο να βρίσκεται στο μάτι του Κυκλώνα της Ύφεσης, αλλά να μεταβαίνει σε ένα ολέθριο πολιτικό σκηνικό. Έτσι, δεν υπήρχαν παραδείγματα αστικών επεμβάσεων μεγάλης κλίμακας, όπως στην Ε.Σ.Σ.Δ.. 17. To Λος Άντζελες ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση πόλη των Η.Π.Α., παρόλο που δεν είχε μεγαλύτερο πληθυσμό από την Νέα Υόρκη, λόγω της διάχυσης των προαστίων και την δομή της προαστιακής μονοκατοικίας. Ο αντίκτυπος παρατηρείται ακόμα στο κλυκλοφοριακό σύστημα, το οποίο κυριαρχείται από την χρήση Ιδιωτικών Οχημάτων και την απουσία πυκνών δικτύων μαζικών μέσων μεταφοράς. 18. Στο τεύχος του τρίτου CIAM, με τον γερμανικό τίτλο του συνεδρίου Rationelle Bebaungsweisen [1931], βλέπουμε εικονογραφημένο το όραμα του Le Corbusier και του W. Gropius ως «μελέτη για την υψηλή δόμηση περιτριγυρισμένη από πράσινη έκταση». 19. Ο Fred Forbat, μετά την έκβαση του τρίτου CIAM, συνέκρινε το έργο του Le Corbusier “La cité verte” με το έργο του Walter Gropius και αναφέρθηκε στο πρώτο ως ουτοπικό και έκρινε την ψηλή δόμηση ως «υποδοχέα κοινωνικών σχηματισμών, οι οποίοι δεν είναι για την ώρα υπάρχοντες». Kees Somer, The Functional City, [2007],The Ciam and Cornelis van Eesteren, 1928 -1960, NAi Publishers, Chapter 3: σσ. 84 - 86. 16
Β. Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΘΗΝΑ / ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
σχεδιασμό, να διαπραγματεύονται μια ενιαία άποψη για την πόλη. Εδώ, και πάλι με κυρίαρχη την παρουσία του Le Corbusier και δεδομένη την αστική γεωγραφία και την ανατιθέμενη χαρτογράφηση μεγάλων αστικών κέντρων20, που ήδη είχε αρχίσει να επηρεάζει τα CIAM ως εργαλείο, σχηματίστηκε μια συγκροτημένη άποψη για την αναπαράσταση των πόλεων και τον σχεδιασμό τους, η οποία, βέβαια, δεν εξέφραζε εξίσου τις απόψεις όλων των μελών. Επιγραμματικά αναφέρω, ότι τα ενδεικτικότερα παραδείγματα αναπαραστάσεων μέχρι το 1920, ήταν χάρτες που παρουσιάστηκαν στο `Βιβλίο των Πόλεων` (μεταφρ. Stedeboek, ANWB)21, όπου είχαν εικονογραφηθεί 50 σε χάρτες Ολλανδικά αστικά κέντρα, κατά το περάς του 19ου αι., αλλά και η δουλειά του H. P. Berlage στο βιβλίο του `Σύγχρονος Αστικός Σχεδιασμός`, 1912 (μεταφρ. De Hedendaagsche Stedenbouw), όπου μιλά για την πόλη ως σύγχρονο έργο τέχνης και τον αστικό σχεδιασμό ως αισθητικό έργο του αρχιτέκτονα, καταλήγοντας ουσιαστικά, στο ότι το άστυ είναι μια `μεγάλη αρχιτεκτονική σύνθεση`. Κλειδί στην αναλυτική αναπαράσταση των 34 πόλεων, που παρουσιάστηκαν σ’ αυτό το Συνέδριο, ήταν η συγκριτική μελέτη του Hans Schmidt στο τρίτο CIAM, το 1930, για την Γενεύη, την Ζυρίχη και την Βασιλεία της Ελβετίας, όπου τέθηκαν αυστήρα κριτήρια μελέτης περί των χρήσεων γης, της κυκλοφορίας, της πυκνότητας του πληθυσμού και των παραγωγικών μέσων. Ο Le Corbusier αναφερόμενος στην ανάλυση των 34 πόλεων από τα μέλη του τετάρτου Συνεδρίου, αναρωτήθηκε αλληγορικά: “Πώς μπορούμε να κάνουμε χρήση του ευφυούς αυτού υλικού; Πώς μπορεί κανείς να αποσπάσει το καθαρό μέταλλο από αυτό το ορυκτό;” απαντώντας συνοπτικά, πως τα συμπεράσματα της ανάγνωσης των χαρτών της υπάρχουσας κατάστασης των αστικών κέντρων θα έπρεπε να είναι ανθρωποκεντρικά, υπό το πρίσμα της μοντέρνας εποχής και τις σύγκρουσης του ατομικού και του συλλογικού22. Οι πόλεις θα έπρεπε να αναδομηθούν με την βοήθεια των αρχιτεκτονικών και των τεχνολογικών ευφευρέσεων της εποχής. Η συγκροτημένη αυτή άποψη του Le Corbusier, που είχε μεταφραστεί στα σχέδια της Ville Contemporaine ήδη από το 1922, αλλά θα μετουσιωνόταν και στα σχέδια της Ville Radieuse δύο χρόνια αργότερα, ήταν ότι «οι πόλεις είναι ζωντανοί οργανισμοί, μέρη τις βιολογίας του κόσμου» και βασικός στόχος του αρχιτέκτονα ήταν να εξασφαλίσει αυτή την λειτουργία. Κυρίαρχες σ’ αυτήν την δομή ήταν οι τέσσερις διαχωρισμένες λειτουργίες: η κατοικία, η εργασία, η αναψυχή και η κυκλοφορία23. Η κατοικία, η πρώτη στην ιεραρχία, θα πρέπει να διασφαλίζει τις «ουσιαστικές απολαύσεις: τον ουρανό, τα δέντρα και το φως» σε κάθε άνθρωπο και με κάθε κόστος. Τα στοιχεία που θα έπρεπε να αναλυθούν πριν την σύνθεση των κατοικιών 20. Η αστική γεωγραφία εμφανίστηκε ως αναπραστατική επιστήμη και προάγγελος της μοντέρνας χαρτογραφίας στα τέλη του 19ου αιώνα στην Γερμανία, ενώ κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου,είχε αδιαμφισβήτητη επιρροή τόσο στην ανάλυση των πόλεων της Γερμανίας όσο και στον Αγγλοσαξονικό πολεοδομικό σχεδιασμό. Για πρώτη φορά, μεγάλο κομμάτι της αστικής ανάλυσης εμπεριείχε κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και κυκλοφοριακά στοιχεία. (βλ W. Hegemann, Der Städtebau: nach den Ergebnissen der allgemeinen Städtebauaustellung in Berlin, 1911, επίσης Pfeil, 1972, Schmidt-Relenberg 1968). 21. ANWB: Royal Dutch Touring Club . 22. βλ. Ενότητα 3, Η ανθρώπινη δραστηριότητα και η επικράτηση της ατομικότητας, Kεφάλαιο: Noctes Atticae, H περιπλάνηση στο «νέο Αττικό Φως», ως προς την θεώρηση του συλλογικού από τους Καταστασιακούς. 23. RESIDENCES, PLACES OF WORK, RECREATION, TRAFFIC. Οι παράγοντες ανάλυσης και η μετάφραση αποτελούν σχεδόν αυτούσιο μεταφρασμένο απόσπασμα από την έμφαση, που δίνει ο Kees Somer στο βιβλίο The Functional City, The Ciam and Cornelis van Eesteren, 1928 -1960, Chapter 4, σ. 170, στην ανάγνωση των αναλυτικών χαρτών υπό το πρίσμα των τεσσάρων λειτουργιών, μεταφρ. Γιώργος Κουράκος. 17
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
θα ήταν «οι κλιματικές και γεωγραφικές συνθήκες, ο ηλιασμός, η σχέση των κατοικιών με την ψυχαγωγία και την εργασία, οι διαφορετικού χαρακτήρα μετακινήσεις, η ενσωμάτωση με την ύπαιθρο, οι δημόσιες υπηρεσίες, το εμπόριο και τα καταστήματα». Οι παράγοντες, που θα καθόριζαν την εργασία θα ήταν «η σχέση με το σύστημα μεταφορών και η πρόβλεψη για μελλοντική επέκταση, η εγκατάσταση εταιρειών και άλλων μεγάλων ‘εργοδοτικών’ υπηρεσιών, και οι υποδομές κτηρίων γραφείων και καταστημάτων». Η ψυχαγωγία και η πνευματική ανάπτυξη θα αφορούσε «το μέγεθος και την κατανομή των παιδικών χαρών, τα μικρής κλίμακας πάρκα, τις αθλητικές εγκαταστάσεις, τα σχολεία, τα μουσεία, τα πανεπιστήμια, τα θέατρα, τα εστιατόρια, τους κινηματογράφους κτλ.».Όσον αφορά την λειτουργία της κυκλοφορίας, βασικοί παράγοντες είναι «η σύνδεση ανάμεσα στις κατοικίες, την αναψυχή και τους χώρους εργασίας, ο διαχωρισμός των διαφορετικών τύπων μετακινήσεων, η οργάνωση των υποδομών για ατομική και μαζική μετακίνηση και η πρόνοια για την πρόληψη από επιβλαβή φαινόμενα, όπως σκόνη, θόρυβος, οσμές». Ο διαχωρισμός αυτός και η καθολική του αναγωγή σε κάθε τομέα της πραγματικής κατάστασης των πόλεων της βιομηχανικής εποχής, δείχνει το σύστημα, πάνω στο οποίο κτίζεται η μοντέρνα πόλη και πάσχει η προηγούμενη εκδοχή της24. Μαζί με την ανάγκη για χώρους δημόσιας χρήσης και μαζικών συναθροίσεων, αυτό το σύστημα παραγόντων της πόλης μπορεί εν δυνάμει να είναι η πόλη, που ευαγγελίζονταν τα συνέδρια. Ήταν μια κοινή βάση για όλους, όχι φορμαλιστική ή σχεδιαστική, αλλά συστημικά λειτουργική. Η μοντέρνα πολεοδομία, αφήνει μια εικόνα πόλης, στην οποία, η κατοικία έχει απόλυτη σχέση με τα πάντα γύρω της, η εργασία έχει με την κατοικία, η ψυχαγωγία με την εργασία και την κατοικία και η κυκλοφορία τις συνδέει όλες με τον βέλτιστο τρόπο. Το σύστημα αυτό έχει την ευελιξία του να μην κυριαρχείται από την μορφή, αλλά από το αποτέλεσμα των σχέσεων, που έχουν οι λειτουργίες μεταξύ τους. Λειτουργεί με παρόμοιο αποτέλεσμα σε υψηλή δόμηση και σε χαμηλή, με μια τάση προς την πρώτη. Είναι μια μηχανή παραγωγής βέλτιστης ποιότητας ζωής και γρανάζια της είναι η κάθε λειτουργική σχέση που δημιουργείται μέσα της. Ο άνθρωπος είναι το κέντρο της (ή όπως θα παρατηρήσουμε στα επόμενα κείμενα ο μεγάλος απών). Αυτό, που για πρώτη φορά έγινε συνείδηση των αρχιτεκτόνων είναι, πως η πόλη δεν είναι κάτοψη και όψη, ούτε κτισμένο και άκτιστο. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός, στον οποίο ο κάθε παράγοντας, που μπορεί να αναλυθεί και να την χαρακτηρίσει, επηρεάζει κάποιον άλλον. Ο αρχιτέκτονας εδώ είναι ρυθμιστής αυτών των σχέσεων, αλλά συνεχίζει να είναι σχεδιαστής σε κάτοψη, όψη και τομή, και μεταφραστής των λειτουργιών στον χώρο. Είναι ο «τεχνικός» αυτού του μηχανικού συστήματος με βασικότερο εργαλείο αυτό του ρυθμιστικού σχεδίου της πόλης, ή με τον αγγλικό όρο, Masterplan, το οποίο συνδέεται άρρηκτα με την εκτενή ανάλυση και καταγραφή των κοινωνικών, οικονομικών, θεσμικών και λειτουργικούν δεδομένων της πόλης σε χάρτες. Η παραμονή στην Αθήνα, κατέληξε μετά από μια έκθεση στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο των χαρτογραφήσεων-αναλύσεων 34 πόλεων, στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω. Μετά από μία άτυχη προσπάθεια να γραφτούν τα συμπεράσματα σε ένα ενιαίο τεύχος, το SS Patris II έπλευσε προς το λιμάνι της Μασσαλίας. Η σημαντικότερη κληρονομιά από το συνέδριο 24. Σε όλα τα συνέδρια είχε γίνει λόγος περί του διαγωνισμού για το κτήριο της Κοινωνίας των Εθνών στην Γενεύη, 1927, στο οποίο κέρδισε ένα σχέδιο βασισμένο στις αρχές της Beaux Arts και δεν αναγνωρίστηκαν οι αρχές του Μοντέρνου Κινήματος, που εκφραζόταν κυρίως από την συμμετοχή του Le Corbusier. Έτσι, το “κατεστημένο” της σχολής της Beaux Arts, όσον αφορά τα μεγάλα δημόσια κτήρια, εξέφραζε την “πάσχουσα αρχιτεκτονική” απέναντι στο μοντέρνο κίνημα. 18
Β. Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΘΗΝΑ / ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
To CIAM IV στον Παρθενώνα, 1933. 19
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ήταν το βιβλίο του Le Corbusier, που εκδόθηκε το 1943 ως «Η Χάρτα των Αθηνών » (μεταφρ. Charte d’Athènes), παρόλο που είχαν εκδοθεί νωρίτερα κείμενα μελών και παρατηρητών του Συνεδρίου με τα συμπεράσματα25. Εμβληματικό έργο της πρώτης άρθρωσης ενός συστήματος σύνθεσης για την Μοντέρνα Πολεοδομία θεωρείται ακόμα η Ville Radieuse, 1935, και πάλι του Le Corbusier, η οποία παίζει έναν διττό ρόλο μέχρι και σήμερα. Αποτελεί πάντα, ταυτόχρονα, αναφορά και ‘κόκκινο πανί για την πολεοδομία26. Έχοντας υπόψη μας τους τρεις πυλώνες της μοντέρνας πολεοδομίας: τις τέσσερις λειτουργίες, την ανάλυση των αστικών δεδομένων και το Masterplan, μπορούμε να διαβάσουμε αναλογικά τις υπόλοιπες θεωρίες, που θα παρουσιάσουμε παρακάτω, και να κρίνουμε τόσο την μοντέρνα πολεοδομία όσο και την σύγχρονη πόλη στην ολότητά της. Στον ορίζοντα μας θα βρίσκεται πάντα η σύγχρονη Αθήνα, που ο Kenneth Frampton27 παρομοιάζει με το όρομα της Ville Radieuse, το όραμα του μοντέρνου κινήματος για την πόλη.
25. Εκδόθηκαν άρθρα με συμπεράσματα και παρουσιάστηκαν εκθέσεις, χρονολoγικά με την σειρά, από τους Mart Stam, 0tto Neurath, Charlotte Perriand, και Laszlo Moholy – Nagy από το 1934 μέχρι και το 1942, Kees Somer, The Functional City, [2007], The Ciam and Cornelis van Eesteren, 1928 -1960, NAi Publishers, EFL Foundation,The Hague, Chapter 4: σσ. 176 -185. 26. Rowe, Colin – Koetter, Fred, [1978], Collage City, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, After the Millenium: σ. 33. 27. Frampton, Kenneth, [2001], «Η κατ’ εξοχήν μοντέρνα πόλη», στο: Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, Metapolis Press, Αθήνα, σσ. 66-69. 20
Β. Η ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΘΗΝΑ / ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
O Le Corbusier στον Παρθενώνα, 1911. 21
22
Ο Κτισμένος Χώρος και η κυριαρχία του Προγράμματος
23
ΟΡΙΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ: THE DOWNTOWN ATHLETIC CLUB ΑΠΟΘΕΩΣΗ
To Downtown Athletic Club ορθώνεται στην όχθη του ποταμού Hudson, κοντά στο πάρκο Battery, στο νότιο άκρο του Μανχάτταν. Καλύπτει ένα οικόπεδο 23,5 μέτρων, κατά μήκος της οδού Washington, και 24 μέτρων επί της οδού West, με βάθος, μεταξύ των οδών, 54 μέτρων. Κτισμένο το 1931, οι 38 όροφοί του φθάνουν το ύψος των 163 μέτρων. Μεγάλα ακαθόριστα μοτίβα από γυαλί και οπτόλινθο κάνουν την εξωτερική του όψη σχεδόν ανεξιχνίαστη και αδιαφοροποίητη από τους υπόλοιπους Ουρανοξύστες γύρω του. Αυτή η γαλήνη κρύβει την αποθέωση του Ουρανοξύστη ως όργανο της Κουλτούρας της Συμφόρησης. Το Club αντιπροσωπεύει την απόλυτη κατάκτηση – από όροφο σε όροφο- του Ουρανοξύστη από την κοινωνική δραστηριότητα· με το Downtown Athletic Club ο αμερικάνικος τρόπος ζωής, η τεχνογνωσία και η πρωτοβουλία ξεπερνούν καθοριστικά τις θεωρητικές μετατροπές στον τρόπο ζωής, που τα διάφορα ευρωπαϊκά αβάντ- γκαρντ κινήματα του 20ου αιώνα έχουν επίμονα προτείνει, χωρίς, όμως, ποτέ να καταφέρουν να τα επιβάλουν. Στο Downtown Athletic Club, ο Ουρανοξύστης χρησιμοποιείται σαν ένας Κονστρουκτιβιστικός Κοινωνικός Πυκνωτής: μια μηχανή παραγωγής και ενταντικοποίησης των επιθυμητών μορφών της ανθρώπινης συνύπαρξης. ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΕΣ Σε μόνο 22 χρόνια οι υποθέσεις του θεωρήματος του 19091, έγιναν πραγματικότητα στο Downtown Athletic Club: μια ακολουθία από υπερτεθειμένα επίπεδα, που το καθένα επαναλαμβάνει το αρχικό παραλληλόγραμμο του οικοπέδου, 24
1. Η προγραμματική μονάδα της Αθήνας, η Πολυκατοικία
25
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
συνδεδεμένα με μια συστοιχία 13 ανελκυστήρων κατά μήκος του βόρειου τοίχου της κατασκευής. Στην οικονομική ζούγκλα της Wall Street, το Club αντιτάσσει ένα συμπληρωματικό πρόγραμμα ενός υπερ-εκλεπτισμένου πολιτισμού, στο οποίο ενα ευρύ φάσμα από εγκαταστάσεις – φαινομενικά συσχετισμένες όλες με τον αθλητισμό – ανανεώνουν το ανθρώπινο σώμα. Οι χαμηλότεροι ορόφοι είναι εξοπλισμένοι για σχετικά συμβατικές αθλητικές επιδιώξεις: squash και γήπεδα handball, σφαιριστήρια, κτλ., όλα τιθέμενα ανάμεσα σε αποδυτήρια. Ωστόσο, η ανάβαση στα ανώτερα επίπεδα του κτηρίου – με την υπονοούμενη προσέγγιση σε μια θεωρητική αποκορύφωση – οδηγεί σε νέες επικράτειες, ανεξερεύνητες από τον άνθρωπο. Βγαίνοντας από τον ανελκυστήρα στον ένατο όροφο, ο επισκέπτης βρίσκεται σε έναν σκοτεινό προθάλαμο, που οδηγεί κατευθείαν στα αποδυτήρια, που καταλαμβάνουν το κέντρο του ορόφου, όπου δεν υπάρχει φυσικό φως. Εκεί αλλάζει, φορά γάντια πυγμαχίας και εισέρχεται σε έναν γειτονικό χώρο εξοπλισμένο με μια πληθώρα σάκων πυγμαχίας (περιστασιακά μπορεί να αντιμετωπίσει και αντιπάλους). Στη νότια πλευρά, ο ίδιος χώρος, εξυπηρετείται και από ένα μπαρ με στρείδια, με θέα στον ποταμό. Τρώγοντας στρείδια με γάντια πυγμαχίας, γυμνός, στον ένατο όροφο – αυτή είναι η «πλοκή» του ένατου πατώματος, ή, ο 20ος αιώνας εν δράσει. Σε μια ακόμα ανάβαση, ο δέκατος όροφος είναι αφιερωμένος στην προληπτική ιατρική. Στη μια πλευρά ενός πολυτελούς βεστιαρίου και καθιστικού, οργανώνεται μια σειρά περιποιήσεων σώματος γύρω από ένα χαμάμ: τμήματα για μασάζ και εντριβή, ένας σταθμός οκτώ κλινών για τεχνητή ηλιοθεραπεία, περιοχή 10 κλινών για ανάπαυση. Στην νότια όψη, έξι κουρείς ενασχολούνται με τα μυστήρια της ανδρικής 26
Γενεαλογία Αν, κατ’ αναλογία του Manhattan1, προσπαθούσαμε να βρούμε στην Αθήνα αρχιτεκτονικές τυπολογίες, ουτοπικές νησίδες και παράλογα αρχιτεκτονικά φαινόμενα, θα καταλήγαμε στην μονάδα της πυκνής δόμησης της Αττικής Μητρόπολης, την πολυκατοικία. Αν, πάλι, προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε λεπτομερείς λειτουργικούς και προγραμματικούς χάρτες της πόλης, θα έπρεπε να μελετήσουμε την τομή κάθε μονάδας του αστικού ιστού ξεχωριστά. «Αν η αρχιτεκτονική είναι και έννοια και εμπειρία, και χώρος και χρήση, και δομή και επιφανειακή εικόνα χωρίς ιεραρχία»2, τότε θα μετουσιωνόταν σε έναν αρχιτεκτονικό τύπο, πανομοιώτυπο της «αθηναϊκής πολυκατοικίας». Μια πόλη, της οποίας η δομή κυριαρχείται από μια αρχιτεκτονική τυπολογία, θα φανταζόταν κανείς, ότι αποτελεί ένα ομοιογενές πεδίο κατοίκησης, ενιαίας πολιτιστικής και χωρικής ταυτότητας. Ωστόσο, η ποικιλία που μπορεί να έχει αυτή η τυπολογία προγραμματικά δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια πολυσύνθετη αστική εμπειρία, σε αντίθεση με την παραπάνω υπόθεση, τόσο αισθητική όσο και προγραμματική. Οι βάσεις αυτής της εμπειρίας βρίσκονται στην πολλαπλότητα των λειτουργικών επιλογών που επιτρέπει η αθηναϊκή πολυκατοικία3, η οποία εξελίχτηκε ως ο κανόνας στην ελληνική πόλη και κατέληξε να γίνει ανεξάρτητη αρχιτεκτονική αναφορά, αργότερα, υπό τον γενικότερο όρο «ελληνική πολυκατοικία». Ο κανόνας αυτός θα ήταν η πραγματική «γεωμετρία και ο χώρος»4 της ελληνικής πόλης, ενώ η ποικιλία της προγραμματικής της διάρθρωσης είναι η «απόλαυση»5 της Αθήνας, που θα προσεγγιστεί σε κάθε κεφάλαιο αυτής της εργασίας. Ο Rem Koolhaas, στο βιβλίο Delirious New York, εισχωρεί στην 1. Koolhaas, Rem, [1978], Delirious New York, a Retroactive Manifesto for Manhattan, new edition [1994], The Monacelli Press, Italy: σσ. 9-10. 2. Tschumi, Bernard, [1996], “Some Urban Concepts”, Present and Futures. Architecture in Cities, μετάφραση: Γιάννης Αίσωπος, επιμ. Ignasi de Sola-Morales και Xavier Costa, Centre de Cultura de Barcelona και ACTAR: σσ. 43. 3. Katsampalos, Dimitri, [2011-2012], “L’adaptabilité programmatique et le vernaculaire de la polykatikia à Athènes”, École nationale supérieure d’architecture de Lyon, επιβλ. καθηγήτρια: Alena Kubova, σσ. 55-93. 4. Tschumi, Bernard, [1994], “The Pleasure of Architecture”, στο: Architecture and Disjunction , The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, μετάφραση: Γιάννης Αίσωπος, σσ. 81-96. 5. Ο.π.
1. Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, Η ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ
ουσία, που τροφοδοτεί την Νέα Υόρκη, σε όλα τα επίπεδα, με την φρενήρη ενέργεια της μητρόπολης του 20ου αιώνα, και επαναδιατυπώνει την μυθολογική διάσταση, που έχει η γένεση της πόλης στο φαντασιακό του ανθρώπινου πολιτισμού. Μέσα από την τυπολογία του Ουρανοξύστη, την μανία της ψυχαγωγίας, του υπερθεάματος της μητρόπολης και πολύ συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά παραδείγματα-μανιφέστα της κουλτούρας της συμφόρησης, όπως το θεώρημα του 1909, το Rockefeller Center και το Downtown Athletic Club6, μπορεί να συναντήσει κανείς τα μητροπολιτικά στοιχεία, που όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ήδη από την εισαγωγή του βιβλίου7, έχουν εξελιχθεί χωρίς κανέναν κανόνα ή δεδομένο μανιφέστο. Εξελιγμένα κατά την περίοδο της πρώτης Μηχανικής Εποχής (1890- 1940), παίρνουν υπόσταση στην αρχιτεκτονική θεωρία, μόνο κατά την μεταπολεμική περίοδο, μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο. Έτσι, κι αθηναϊκή πολυκατοικία, παρόλο που έθεσε τις αισθητικές της βάσεις στην περίοδο του Μεσοπολέμου (1929-1936)8, στο μοντέρνο κίνημα και την ολοκληρωτική δομική τυπολογία του Dom-ino του Le Corbusier, μπορεί να πραγματώσει από μόνη της μια αρχιτεκτονική θεώρηση για μια σύγχρονη μητρόπολη, μόνο μετά την επανάληψή της «αόριστα και άμορφα»9 προς την καθολική κυρίευση του αττικού «Λεκανοπεδίου»10. Επίσης, αποτελώντας, ταυτόχρονα, το δομικό στοιχείο και την πρωτεύουσα αστική εμπειρία της μεταπολεμικής Αθήνας, η πολυκατοικία δεν διαμορφώνει μόνο την μικροκλίμακα της πόλης, αλλά και την μακροκλίμακά της11. Είναι το πολεοδομικό εργαλείο της μεταπολεμικής Αθήνας, το οποίο επικρατεί σε εκτάσεις της μελλοντικής διάχυσης της μητρόπολης, πριν την 6. Koolhaas, Rem, [1978], Delirious New York, a Retroactive Manifesto for Manhattan, οι αναφορές αντίστοιχα: σσ. 82-91, σσ. 178-207, σσ. 152-159. 7. Koolhaas, Rem, [1978], Delirious New York, a Retroactive Manifesto for Manhattan, σσ. 9-10. 8. Από την νομοθετική ρύθμιση του 1929, «περί οριζοντίου ιδιοκτησίας», μέχρι και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, υπό τον Ιωάννη Μεταξά, Γιακουμάτος, Ανδρέας, [1999, 19/12], «Αθήνα, μια πόλη ερμητικά κλειστή», Το ΒΗΜΑ, ένθετο Νέες Εποχές: σ. 10. 9. Βατόπουλος, Νίκος, [2005, 4/5], «Οι νοσταλγοί της... πολυκατοικίας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Τέχνες και Γράμματα: σ. 11. 10. Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], «Διαδικασίες εκμοντερνισμού στις Δεκαετίες ’60 και του ‘90», στο: Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, Metapolis Press, Αθήνα: σσ. 20-23. 11. Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], «Διαδικασίες εκμοντερνισμού στις Δεκαετίες ’60 και του ‘90», στο: Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σσ. 36.
ομορφιάς και τους τρόπους της επίτευξής της. Όμως, η νοτιοδυτική γωνία του ορόφου είναι η πιο αποκλειστικά ιατρική: μια ειδική εγκατάσταση ικανή να φροντίσει πέντε ασθενείς ταυτόχρονα. Ένας γιατρός, εδώ, είναι επικεφαλής της διαδικασίας του «Διακλυσμού του Εντέρου»: της εισαγωγής στο ανθρώπινο έντερο ενός καλλιεργημένου βακτηρίου που ανανεώνει τον άνδρα επιταχύνοντας τον μεταβολισμό του. Αυτό το τελευταίο βήμα ολοκληρώνει δραστικά την ακολουθία της μηχανικής επέμβασης στην ανθρώπινη φύση, ξεκινώντας από τα φαινομενικά αθώα θεάματα, όπως τα «Βαρέλια του Έρωτα» του Coney Island. Στον 12ο όροφο, μια πισίνα καταλαμβάνει όλο το παραλληλόγραμμο· οι ανελκυστήρες σε οδηγούν σχεδόν απευθείας μέσα στο νερό. Την νύκτα, η πισίνα φωτίζεται από το υποβρύχιο σύστημα φωτισμού, έτσι ώστε όλος ο όγκος του νερού, με τους ξέφρενους κολυμβητές του, να φαίνεται να επιπλέει στο χώρο, ανάμεσα στον ηλεκτρικό σπινθηρισμό των πύργων της Wall Street και την αντανάκλαση των αστεριών στον Hudson. Απ’ όλους τους ορόφους, η εσωτερική διαδρομή γκολφ – στον έβδομο – είναι το πιο ακραίο εγχείρημα: μια μεταφύτευση ενός «Αγγλικού» τοπίου λόφων και κοιλάδων, ένα μικρό ποτάμι που καμπυλώνει κατά μήκος του παραλληλογράμμου, χλωροτάπητας, δέντρα, μια γέφυρα, όλα αληθινά, αλλά ταρριχευμένα, στην κυριολεκτική πραγματοποίηση των λιβαδιώνορόφων του θεωρήματος του 1909. Η εσωτερική διαδρομή του γκολφ είναι ταυτόχρονα εξάλειψη και συντήρηση: έχοντας ξεριζωθεί από την Μητρόπολη, η φύση τώρα ανασταίνεται μέσα στον Ουρανοξύστη απλά σαν ένα ακόμα επίπεδό του, μια τεχνική υπηρεσία που συντηρεί και ανανεώνει τους κατοίκους της Μητρόπολης στην εξουθενωτική τους ύπαρξη. Ο 27
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
ουρανοξύστης έχει μεταμορφώσει τη Φύση σε Υπερ-φύση. Από τον πρώτο μέχρι τον δωδέκατο όροφο, η ανάβαση μέσα στο Downtown Athletic Club έχει ανταποκριθεί με μια ιδαίτερη λεπτότητα και πρωτοτυπία στα προσφερώμενα προγράμματα κάθε ορόφου. Οι επόμενοι πέντε όροφοι είναι αφιερωμένοι στην εστίαση, την ανάπαυση και την κοινωνική συναναστροφή: περιέχουν χώρους δείπνων – με μια ποικιλία στο βαθμό ιδιωτικότητας – κουζίνες, καθιστικά, ακόμα και μια βιβλιοθήκη. Μετά τις έντονες προπονήσεις στους κατώτερους ορόφους, οι αθλητές - πουριτανοί ηδονιστές για έναν άνθρωπο – βρίσκονται επίτελους σε θέση να αντιμετωπίσουν το άλλο φύλο – τις γυναίκες – σε μια μικρή ορθογωνική πίστα για χορό στο roof-garden του 17ου ορόφου. Από τον 20ο στον 35ο όροφο, το Club περιέχει μόνο υπνοδωμάτια. «Η κάτοψη είναι κύριας σημασίας, επείδη στον όροφο διαδραματίζονται όλες οι δραστηριότητες των ενοίκων»· έτσι ο Raymond Hood – ο πιο θεωρητικός από τους Νεοϋορκέζους αρχιτέκτονες – όρισε την εκδοχή του φονξιοναλισμού στο Μανχάτταν, διαστρεβλωμένο από τις απαιτήσεις και τις ευκαιρίες της πυκνότητας και της συμφόρησης. Στο Downtown Athletic Club κάθε «κάτοψη» είναι μια αφηρημένη σύνθεση δραστηριοτήτων που περιγράφει, σε κάθε μια από της τεχνητές πλατφόρμες (επίπεδα), μια διαφορετική «παράσταση», η οποία είναι ένα μόνο κομμάτι του εκτενέστερου θεάματος της Μητρόπολης. Σε μια αφηρημένη χορογραφία, οι αθλητές του κτηρίου μετακινούνται πάνω κάτω, ανάμεσα στις 38 «πλοκές» - σε μια αλληλουχία τόσο τυχαία όσο μπορεί να την κάνει ο άνθρωπος του ανελκυστήρα – η κάθε μια από τις οποίες είναι εξοπλισμένη με τεχνικές και ψυχολογικές «συσκευές» για τον επαναπροσδιορισμό του ίδιου του ατόμου. 28
ανάδυση των κύριων δικτύων της, τα οποία θα ερευνήσουμε στις επόμενες ενότητες. Η ευελιξία της στο ύψος και τους ορόφους της, η γενικότητα στην προγραμματική διαστρωμάτωση των επιπέδων και η ιδιωτική οικονομική εκμετάλλευση της Αττικής Γης μέσω της Αντιπαροχής12, συγγράφουν το μανιφέστο της Αυθαιρεσίας της Ελληνικής Χωρικής Πραγματικότητας, μια πραγματικότητα, η οποία έχει, παρόλ’ αυτά, να επιδείξει, σε αστικό επίπεδο, αναπάντεχες συναντήσεις, αισθησιασμό και απόλυτη ελευθερία ατομικών δραστηριοτήτων. Η ελληνική πόλη δεν θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο κριτικής, εφόσον δεν έχει μελετηθεί ο αντίκτυπος της πολυκατοικίας σ’ αυτήν. Και η Αθήνα αποτελεί την de facto ελληνική πόλη.
Διαπρογραμματισμός Σε μια απογύμνωση της μορφής της Πολυκατοικίας από τις διαφοροποιήσεις των δεκαετιών του ’50, του ’60, του ’70 και του ‘8013, αλλιώς σε μια αρχετυπική μορφή της, θα προσπαθήσουμε να την «ξεδιπλώσουμε» σαν ένα άλλο Downtown Athletic Club. Θα δούμε σύντομα, πως προσαρμόστηκε μια ολόκληρη αστική κοινωνία, βασισμένη στην οικογενειακή ιδιοκτησία, σε μια αρχιτεκτονική τυπολογία, η οποία θέτει ζητήματα και προβληματικές του δημόσιου χώρου στο πιο ιδιωτικό της κομμάτι, αναμειγνύοντας, το εμπόριο με την κατοικία, την κατοικία με την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση με την βιοτεχνία. Και όλα αυτά στο ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο, χωρίς να παρατηρούνται μεγάλες διαφοροποιήσεις ακόμα και ανάμεσα στα άκρα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Στην Μητρόπολη του 20ου αιώνα, το σενάριο του «Τρώγοντας στρείδια με γάντια πυγμαχίας, γυμνός, στον ένατο όροφο»14 είναι το πιο εκλεπτυσμένο παράδειγμα ή μια από τις χαρακτηριστικότερες «πλοκές» της κουλτούρας της συμφόρησης. Για την μεταπολεμική Αθήνα, οι πλοκές είναι όσες και οι κάτοικοι των διαφορετικών διαμερισμάτων, όσοι 12. Για μια περιεκτική ανάγνωση των όρων και του ιστορικού, βλ.στο αρχείο του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, πηγή: [http://dspace.lib.ntua.gr/bitstream/123456789/3886/3/ mageirasg_granting.pdf]. 13. Katsampalos, Dimitri, [2011-2012], L’adaptabilité programmatique et le vernaculaire de la polykatikia à Athènes, σ. 27. 14. Koolhaas, Rem, [1978], Delirious New York, a Retroactive Manifesto for Manhattan, σ. 155 και βλ. Παράρτημα 1, μετάφραση: Γιάννης Αίσωπος.
1. Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, Η ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ
Μια τέτοια αρχιτεκτονική είναι μια άδηλη μορφή του να σχεδιάζεις την ίδια την ζωή: σε μια φανταστική αντιπαράθεση των δραστηριοτήτων του, καθένας από τους ορόφους του Club είναι μια ξεχωριστή εγκαθίδρυση μιας απεριόριστα απρόβλεπτης μηχανορραφίας που εκθειάζει την ολοκληρωτική παράδοση στην ορισμένη ρευστότητα της ζωής στην Μητρόπολη.
και οι χρήστες της πολυκατοικίας, όσες και οι ανάγκες ή οι επιθυμίες της μεταπολεμικής κοινωνίας, και, σίγουρα, δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τις πιο χαρακτηριστικές ή τις πιο εκλεπτυσμένες. Όσο ιεραρχημένη είναι η δόμηση της ελληνικής πόλης τόσο ιεραρχημένες σε αξία αναφοράς είναι και οι «Αθηναϊκές πλοκές». Μια θα μπορούσε να είναι: «μuρίζοντας τον φρεσκοψημένο καφέ, με την συντροφιά του ακούσματος της κακοπαιγμένης Polonaise Militaire15, με θέα τον Λυκαβηττό». Μια άλλη θα ήταν: «συναντώντας στο κλιμακοστάσιο έναν πονεμένο ασθενή υπό τον έντονο ρυθμό εκλεπτυσμένου ομαδικού βηματισμού». Μια ακόμα: «ποτίζοντας τα γεράνια με το βλέμμα προς τον πελάτη του ισόγειου καταστήματος». Πράγματι, είναι πολύ εύκολο, να συναντήσει κανείς, στα ισόγεια των πολυκατοικιών, καταστήματα υποδυμάτων ή ρούχων, μικρά καφέ και μικρές βιοτεχνίες· οι κατοικίες οικογενειών, φοιτητών ή εργένηδων παρατίθενται μαζί με μικρές σχολές χορού ή μικρά ωδεία· οδοντιατρεία και χώροι εκγύμνασης έχουν τις κεντρικές 15. Σύνθεση του 1838, του Πολωνού μουσικού Frédéric François Chopin, της ρομαντικής περιόδου.
ΕΚΚΟΛΑΠΤΗΡΙΟ Με τους πρώτους 12 ορόφους να είναι προσβάσιμοι μόνο σε άνδρες, το Downtown Athletic Club εμφανίζεται να λειτουργεί ως χώρος αποδυτηρίων στο μέγεθος Ουρανοξύστη, απόλυτη εκδήλωση του μεταφυσικού – πνευματικά και σαρκικά – που προστατεύει τον άρρεν αμερικάνο από την διάβρωση της ενηλικίωσης. Και πράγματι, το Club έχει φθάσει στο σημείο, όπου η ιδέα της κορύφωσης μεταβαίνει από τον υλικό κόσμο στο διανοητικό. Δεν είναι χώρος αποδυτηρίων, αλλά ένα εκκολαπτήριο ενηλίκων, ένα όργανο που επιτρέπει στα μέλη – υπερβολικά ανυπόμονα για να περιμένουν την έκβαση της φυσικής εξέλιξης - να φθάσουν νέα επίπεδα ωριμότητας με το να μεταμορφώνονται σε νέα όντα, αυτήν τη φορά σύμφωνα με τα προσωπικά τους σχέδια. Προμαχώνες του αντι-φυσικού, Ουρανοξύστες όπως το Club διακηρύσσουν τον επικείμενο διαχωρισμό της ανθρωπότητας σε δύο φιλές: αυτή των κατοίκων της Μητρόπολης – κυριολεκτικά αυτοδημιούργητοι – που διέθεσαν το ύψιστο των δυνατοτήτων του «κατασκευάσματος του Μοντερνισμού» για να φθάσουν σε μοναδικά επίπεδα τελειότητας, και αυτή του απλού υπόλοιπου της παραδοσιακής ανθρώπινης φυλής. Το μόνο τίμημα που πρέπει να πληρώσουν οι απόφοιτοι των αποδυτηρίων για τον συλλογικό τους ναρκισσισμό είναι αυτό της στειρότητας. Αυτή η αυτοπροκαλούμενη γενετική μετάλλαξη δεν είναι 29
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
αναπαραγώγιμη στις μελλοντικές γενιές. Η μαγεία της Μητρόπολης σταματά στα γονίδια· παραμένουν το τελευταίο οχηρό της Φύσης. Όταν η διεύθυνση του Club διαφημίζει το γεγονός, ότι «με το θελκτικό θαλασσινό αεράκι και την επιβλητική του θέα, οι 20 όροφοι, που είναι αφιερωμένοι στη διαβίωση των μελών, κάνουν το Downtown Club ένα ιδανικό σπίτι για τους άνδρες, που είναι ελεύθεροι από οικογενειακές υποχρεώσεις και είναι σε θέση να απολαύσουν την τελευταία λέξη της πολυτελούς ζωής», προτείνει ανοικτά πως για τον αληθινό κάτοικο της Μητρόπολης, η εργένικη ζωή είναι η μόνη επιθυμητή κατάσταση.Το Downtown Athletic Club είναι μια μηχανή για τους εργένηδες της Μητρόπολης, των οποίων η «ύψιστη» κατάσταση τους κατέστησε απρόσιτους σε γόνιμες νύφες. Στην ξέφρενη αυτο-αναπαραγωγή τους, οι άνδρες βρίσκονται σε μια συλλογική «ανυψωτική πορεία» μακρία από το οπτικό πεδίο του Απλού Κοριτσιού2. 1. Σ.τ.Μ.: Θεώρημα του 1909, ουρανοξύστης 84 ορόφων, ο καθένας από τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα ελεύθερο αγροτικό τοπίο με αγροικία, χωρίς να επηρεάζει ο ένας τον άλλο. βλ. Koolhaas Rem, Delirious New York [1978], έκδοση 1994, the Monacelli Press σελ. 82 - 85. 2. Σ.τ.Μ.: Basin Girl, Ο.Π.,σελ. 130.
Rem Koolhaas Μετάφραση: Γιώργος Κουράκος Βασισμένο στην μετάφραση του Γιάννη Αισώπου, «η ζωή στη Μητρόπολη» ή «Η κουλτούρα της συμφόρησης», Rem Koolhaas, «’Life in the Metropolis’ or ‘ The Culture of the Congestion’», Architectural Design 47, αρ. 5 (Αύγουστος 1977). [1978], Delirious New York, a Retroactive Manifesto for Manhattan, new edition [1994], The Monacelli Press, Italy, σσ. 152-159.
Για το πρωτότυπο βλ. Παράρτημα 1 30
τους εισόδους στο εσωτερικό πολυκατοικιών· φροντιστήρια ξένων γλωσσών ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεσητικά γραφεία διαφημίζονται από διαφορετικές πινακίδες στα μπαλκόνια των όψεων, αλλά έχουν κοινή είσοδο, αυτή της πολυκατοικίας. Αυτές οι πολύ απλές ιστορίες από την καθημερινότητα των Αθηναίων είναι ο κανόνας και όχι οι εξαιρέσεις στην πόλη. Δεν έχουν να πουν τίποτα παραπάνω, από τον ρόλο που έχει ο διαπρογραμματισμός16 στη ζωή της πόλης, η οποία διαμελίζεται στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Αυτές οι ποικίλες αισθήσεις σε όλα τα μέρη του κτιρίου, οι αναπάντεχες συναντήσεις στους διαδρόμους και στην κύρια είσοδο, είναι τα γεγονότα17 της αττικής μητρόπολης, που ίσως δεν θα διαδραματίζονταν ούτε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, ούτε σε μια κεντρική πλατεία, ούτε σε ένα πολυκατάστημα. Η νεκρή εικόνα του Dom-ino κυρίαρχησε στην Αθήνα, και στα επίπεδά του γεννήθηκε ένας νέος «εξαώροφος (-1, +1)» μητροπολιτικός 16. Tschumi, Bernard, [1996], “Some Urban Concepts”, Present and Futures. Architecture in Cities, σσ. 43-44. 17. Ο.π.
1. Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, Η ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ
χαρακτήρας, όπου ο ιδιωτικός χώρος «αγγίξε» τον δημόσιο στο διάδρομο ή στο μπαλκόνι της πολυκατοικίας, σε μια κλίμακα αρκετά μικρή, η οποία μεγενθύνθηκε από την ασύλληπτη επανάληψή της. Δεν έγινε καμιά αναφορά στην μορφή της πολυκατοικίας (με εξαίρεση τον γενικευμένο εξαώροφο κανόνα), καθώς υπάρχει πάντα ανεξάρτητα από το πρόγραμμά της, δηλαδή η μορφή και η λειτουργία της ακολουθούν παράλληλους δρόμους, οι οποίοι διασταυρώνονται μόνο στα χωρικά πλαίσιά της. Το γεγονός στην ελληνική πόλη, εν τω προκειμένω, στην Αθήνα, βρίσκεται διάχυτο σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, σχεδόν σε κάθε συνοικία. Είναι διαφορετικό από το γεγονός στις «μικρο-πόλεις» των σύγχρονων αεροδρομίων ή των βορειοαμερικάνικων Malls, αφού δεν λειτουργούν σαν σημεία αναφοράς, ούτε σαν σημεία πύκνωσης έντονης ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά συντελούν στην δομή της ίδιας της πόλη. Είναι το φυσικό περιβάλλον, στο οποίο μεγάλωσαν οι μεταπολεμικές γενιές της πλειοψηφίας των Αθηναίων και, κατ’ επέκταση, των Νεοελλήνων, κάθε κοινωνικής τάξης.
Ταυτότητα Σ’ αυτήν την πολυ-προγραμματική και ανεπίδεκτη μορφολογικής κατάταξης αστική κατάσταση, έχει εξελιχθεί μια νέα γενιά κατοίκων18 πόλεων, που, όπως ο Rem Koolhaas διαχωρίζει τους 18. Koolhaas, Rem, [1978], Delirious New York, a Retroactive Manifesto for Manhattan, σσ. 9-10.
31
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
στείρους, αν και κοντά στην ανθρώπινη τελειότητα, άρρενες κατοίκους της Μητρόπολης από τους υπόλοιπους19, έτσι και αυτή διαχωρίζεται σαφώς από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, αμερικανικές και ασιατικές «γενιές» - όμως, όχι με όρους ανωτερότητας ή προσέγγισης της τελειότητας. Διαχωρίζεται από τις τελευταίες, από την αντίληψή τους για την σχέση τους με την ίδια την πόλη και τον ρόλο που παίζουν στην ύπαρξή της. Οι προγραμματικές στρώσεις, που παρατηρούνται σε διάφορα επίπεδα, τα οποία διαφέρουν από πολυκατοικία σε πολυκατοικία, αλλά και η χαλαρή ή και ανύπαρκτη ελεγχόμενη είσοδος σ’ αυτήν, είναι η γενεσιουργός δύναμη πίσω από αυτή τη νέα ταυτότητα του «πολυ-κατοίκου», ο οποίος, όπως σχεδόν σε κάθε πυνκοδομημένη σύγχρονη μητρόπολη, κατοικεί, κυρίως, πάνω από το πραγματικό έδαφος, αλλά η είσοδος του ιδιωτικού του χώρου είναι και αυτή στο προγραμματικό επίπεδο της πόλης. Ο «πολυ-κάτοικος» είναι, συνεχώς, μιά πόρτα μακρία από την δραστηριότητα και την βοή της. Ο διάδρομος της πολυκατοικίας είναι κομμάτι του Αθηναϊκού δρόμου. Ένα αρκετά σύγχρονο παράδειγμα, σ’αυτήν την «συνέχεια του πεζοδρομίου της πόλης» και στην άμεση εγγύτητα του ιδιωτικού χώρου με τον δημόσιο, είναι η βραβεφθείσα πρόταση στον διαγωνισμό για φοιτητικές εστίες στην περιοχή του Κεραμεικού - Μεταξουργείου20 19. Βλ. Παράρτημα 1 και μεταφρασμένη απόδοσή του: σσ. 163 - 165 της ερευνητικής εργασίας. 20. Διαγωνισμός φοιτητικών κατοικιών στοn Κεραμεικό-Μεταξουργείο, πρώτο βραβείο, «18 Steps», gallery by João Prates Ruivo, Raquel Maria Oliveira, Tudor Vasiliu, Andre Adonis, πηγή: [http://www.upto35.com/].
32
1. Η ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, Η ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ
από την εταιρεία OLIAROS, όπου τα διαμερίσματα των φοιτητών έχουν εισόδους σε έναν κοινόχρηστο. σπειρωειδούς κίνησης, διάδρομο με αναβαθμούς, ο οποίος παίρνει χρήσεις, πάντα κοινόχρηστες, καθιστικών, τραπεζαρίας και χώρων ανάπαυσης. Είναι δηλαδή ένας μικρός δημόσιος χώρος συγκεντρώσεων, μια μικρή γραμμική πλατεία με εισόδους σε ιδιωτικά διαμερίσματα. Εδώ, φαίνεται, στην υπερβολή του και σε ιδανικότερη μορφή, ο ρόλος των διαδρόμων στην πολυκατοικία. Ο συγκεκριμένος Αθηναίος χαρακτηρίζεται από αυτήν την νέα μητροπολιτική ταυτότητα, η οποία έχει ένα πλεονέκτημα απέναντι σε όλους τους άλλους21. Η πολυπρογραμματική κατάσταση της μητρόπολης τον περικυκλώνει, αγγίζει τους τοίχους του ιδιωτικού του χώρου, χαϊδεύει τις αισθήσεις του μέχρι την πόρτα του διαμερίσματός του. Δεν υπάρχει πραγματική διαβάθμιση ανάμεσα στην πόλη και την πολυκατοικία. Το ιδιωτικό διαμέρισμα είναι το μόνο διάλειμμα από την Αθήνα. Η χαοτική πόλη κινείται και δημιουργεί γεγονότα στους διαδρόμους της πολυκατοικίας, στο πιο ιδιωτικό κομμάτι της πόλης. Ο ένοικος της μητροπολιτικής προγραμματικής μονάδας, της αθηναϊκής πολυκατοικίας, είναι, έτσι, ο απόλυτος χρήστης της πόλης, βιώνοντάς της με κάθε του κίνηση, με κάθε του πράξη, σε κάθε χώρο. Γιατί, η Αθήνα, τελικά, δεν βρίσκεται ούτε στην carte-postale λογική της Ακρόπολης, ούτε στους άναρχους γεμάτους κάθε είδους κίνησης δρόμους της. Βρίσκεται ανάμεσα στο ιδιωτικό διαμέρισμα και την είσοδο της πολυπρογραμματικής πολυκατοικίας.
21. Koolhaas, Rem - Mau, Bruce – O.M.A., [1995], «The European Metropolis», S, M, L, XL, The Monacelli Press, Italy: σσ. 205 -206. 33
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΤΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, St Louis Αυτό είναι ένα πρόβλημα άμεσα συσχετισμένο με το γενικότερο θέμα της «δομής της κοινωνίας». Ένα κοινωνικό κέντρο1 είναι μέρος ενός ανθρώπινου οικισμού. Ο όρος περιλαμβάνει την λέξη κοινωνικός, η οποία συσχετίζει την μονάδα του ατόμου με την ιδιότητά του ως μέλος μιας ευρύτερης δομής ανθρώπινων σχέσεων, την κοινωνία, και την λέξη κέντρο, που τοποθετεί στον συλλογισμό μας μια οποιαδήποτε έννοια στο σημείο που συγκλίνουν ή συγκεντρώνονται, πάντα ισαπέχοντα, τα χαρακτηριστικά ενός συνόλου. Ενίοτε, αντί της λέξης κέντρου χρησιμοποιούμε τη λέξη πυρήνας, την καρδιά, δηλαδή, ενός θέματος. Επίσης, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, το να συνειδητοποιήσουμε, ότι κοινωνία σημαίνει συνεχής και επίμονη συνεργασία μιας ομάδας, ώστε να αυτοσυντηρηθεί. Διακατεχόμαστε από ένα ουσιώδες ένστικτο, που ενεργοποιείται κατά την συνεργασία αυτή. Για να δημιουργηθεί ένα «κοινωνικό κέντρο», πρέπει να προσεγγίσουμε νοητικά και συναισθηματικά τις δυνάμεις της συνεχής και επίμονης συνεργασίας, που ονομάζεται κοινωνία, ώστε να ανακαλύψουμε, πού συγκεντρώνονται. Έχοντας βρει αυτήν την συγκέντρωση δυνάμεων, είμαστε σε θέση να τις διοχετεύσουμε χωρικά μέσω μορφών δόμησης. Δουλεύοντας με αυτόν τον τρόπο, κάνουμε σχεδιασμό με την αρχιτεκτονική και αρχιτεκτονική με τον σχεδιασμό. Το να διοχετευθούν αυτές οι ενέργειες της κοινωνίας σε μορφές δόμησης προς ένα επίκεντρο, το ονομαζόμενο κοινωνικό κέντρο, κάνει την δομή της ζωής σ’έναν 34
2. Το εκλιπόν προγραμματικό κέντρο, η Αθηναϊκή αυλή
35
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
ανθρώπινο οικισμό αναγνωρίσιμη. Καθώς, όμως, το επίκεντρο είναι κομμάτι μιάς ευρύτερης συνολικής δομής, είναι ξεκάθαρο, πως αυτό πρέπει να εισαχθεί βήμα-βήμα από την ίδια την δομή και, συγχρόνως, πρέπει το ίδιο να εισαγάγει τα βήματα, που οδηγούν στον σχηματισμό του συνόλου της. Μπορούμε να πούμε ότι ένα κοινωνικό κέντρο, ή αλλιώς πυρήνας, είναι ένα είδος τρισδιάστατου μέσου ενημέρωσης από την κτισμένη δομή για το τι συμβαίνει στον ανθρώπινο οικισμό (πόλη). Πρέπει να μελετήσουμε πόλεις που κτίσθηκαν στο παρελθόν, έτσι ώστε να καταλάβουμε, πως το επίκεντρο της πόλης μπορεί να αφήσει να διαφανεί ξεκάθαρη η συνολική δομή της, ενώ αντίθετα σε πολλές μοντέρνες πόλεις χρειάζεται κανείς μέρες ίσως και εβδομάδες για να προσανατολιστεί. Το ενδιαφέρον μας για τις παλιές πόλεις δεν είναι μόνο ενδιαφέρον για ιστορικές μορφές, αλλά και για το γεγονός του ό,τι αυτές οι μορφές μας μιλούν ακόμα με έναν καθαρό τρόπο για τις δομές της κοινωνικής ζωής εκείνης της εποχής. Σκέφτομαι ότι δεν θα ήταν παράλογο να επικοινωνούσαμε και εμείς την σύγχρονη, κοινωνική μας ζωή, καθαρά, μέσα από τρισδιάστατες εκφράσεις. Για να συνεχίσουμε να ζούμε σε συνεχή συνεργασία, χρειαζόμαστε ευανάγνωστες χωρικές δομές για οικισμούς, ακριβώς όπως έχουμε ανάγκη από οξυγόνο για να αναπνέουμε, ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι κατοικία, χώρος εργασίας, χωριό, μικρή πόλη, μητρόπολη ή διοικητική ενότητα. Για οποιονδήποτε «χρησιμοποιεί την δομή της πόλης» ο πυρήνας της θα πρέπει να είναι ευανάγνωστος. Οι αρχιτεκτονικές και αστικές μορφές μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα είδος τρισδιάστατης γλώσσας, που θα εξηγεί στον άνθρωπο το τί είναι η ζωή. Αυτό αποδεικνύεται από την Ιστορία. Οφείλουμε να προσέξουμε, ότι αυτή η λειτουργία της αρχιτεκτονικής και αστεϊκής 36
Αυτογνωσία Η Αθήνα έχει μια ομοιογενή πυκνότητα, δομική μορφή και ισοκατανεμημένα προγράμματα σε όλη της την έκταση, με μια ομοιομορφία στην κοινωνική της διαστρωμάτωση1 - χωρίς να υποννοείται η απουσία εξαιρέσεων. Θα ήταν αναπάντεχο να μην υπάρχουν και δημόσιοι χώροι, πλατείες, στοές, δρόμοι και πεζόδρομοι, παρόμοιας κλίμακας, οι οποίοι θα άφηναν την Αθηναϊκή κοινωνία να έχει αυτογνωσία της ταυτότητάς της2. Αλλιώς, έναν χώρο, όπου η κοινωνική συνάθροιση θα ήταν κομμάτι της πόλης, μια χωρική επέκταση των κατοικιών της. Όπως έγινε κατονοητό στην προηγούμενη ενότητα, η πολυκατοικία είναι κομμάτι του δημόσιου χώρου της, πέρα από την λειτουργία της ως δομική της μονάδα και προγραμματικό της αρχέτυπο. Αλλά, μήπως οι διάδρομοί της αποτελούν τον μόνο δημόσιο χώρο συνεχόμενα και καθημερινά ζωντανό, χωρίς την κοινοτυπία των τραπεζοκαθισμάτων, των καφέ και των bars3; Υπάρχει πραγματικά δημόσιος χώρος στην Αθήνα, που να αποτελεί σημείο αναφοράς για την ζωή των κατοίκων της, όπως αναφέρει και ο Jacob Berend Bakema στο κείμενό του για το «κοινωνικό κέντρο του St. Louis»4; Σε μια πόλη που άλλαξε ριζικά η δομή της και η έκτασή της σε διάστημα μικρότερο των 30 ετών5, πρέπει να είμαστε σε θέση να διερευνήσουμε αν μπόρεσαν ή θα μπορέσουν οι κάτοικοί της να βρουν σύγχρονα κοινωνικά σημεία αναφοράς στον χώρο της6 και να δούμε πως επηρέασε η μεταβολή αυτή την ταυτότητα του συνόλου τους, η οποία σίγουρα είναι, σήμερα,
1. Κρουστάλλη, Δήμητρα, [1997, 11/5]«Πόσο υγιείς είναι σήμερα οι Αθηναίοι και η πόλη τους», ΤΟ ΒΗΜΑ, σ. 50. 2. Smithson, Alison, [1968] “Τhe Aim of Team 10”, στο: Team 10 Primer, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, σ. 3. 3. Τερζής, Γιώργος, [2003, 3/8], «Πληγή που δεν κλείνει, Οι πλατείες της Αθήνας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σ. 16. 4. Jacob Berend (Jaap) Bakema, [1968] “Problem: Civic Centre for Metropolis, St Louis” Smithson, Alison, Team 10 Primer, The MIT Press, Cambridge, Mass., and London, Chapter: Role of the Architect: σσ. 28-30. Για το πρωτότυπο βλ. Παράρτηµα 2, για το μεταφρασμένο κείμενο: σ. 167 της ερευνητικής εργασίας, μετάφραση: Γιώργος Κουράκος. 5. Ο.Π. υποσημείωση 1. 6. Βατόπουλος, Νίκος, [2002, 17/10], «Μας λείπουν σύγχρονα σημεία αναφοράς», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ένθετο τέχνες & γράμματα: σ. 2.
2. ΤΟ ΕΚΛΙΠΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΥΛΗ
πολύ πιο πλουραλιστική7 και συνεχίζει να εξελίσσεται. Η οικονομική ή η πολιτική εξέλιξη μιας κοινωνίας μεταφράζεται στον χώρο, και από τον χώρο ο άνθρωπος αναγνωρίζει μια ταυτότητα, που τον συνδέει με τις υπόλοιπες μονάδες της κοινωνίας, συμβάλλει δηλαδή στην δημιουργία μιας κοινωνική αυτογωσίας.
Σύγχρονα πρόσωπα Η κτισμένη δομή της σύγχρονης Αθήνας, ο χώρος της, και η κοινωνική της δραστηριότητα είναι όλες αυτές οι διαφορετικές «πλοκές», που δημιουργούνται από την πολυπρογραμματική μονάδα της. Αυτός, όμως, ο διαμελισμός, συντελεί σε μια πόλη με δύο πρόσωπα, τα οποία μπορούν να συνοδεύσουν την αναζήτηση προς την ταυτότητά της. Το πρώτο είναι εκείνο, που προσπαθούσε να εισαγάγει στην αρχιτεκτονική πρακτική η αρχιτεκτονική ομάδα των Team 108, σύμφωνα με την οποία, «ο αρχιτέκτονας θα πρέπει να δημιουργήσει τις τεχνικές, φυσικές, ψυχολογικές και αισθητικές προϋποθέσεις, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ορίσει χωρικά την προσωπική του άποψη για την ζωή»9. Σίγουρα, το διαμέρισμα και η πολυκατοικία ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα, εν συγκρίσει άλλων συγκροτημάτων 7. Βατόπουλος, Νίκος, [2001, 7/1], «Σβήνει η Αθήνα μιας άλλης εποχής», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σ. 18. 8. Bλ. Εισαγωγή Β. υποδημείωση 3: σελ. 10. 9. Smithson, Alison, [1968], “Role of the Architect”, Team10 Primer, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London: σ. 24.
37
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
έκφρασης συνηθίζεται να αψηφάται στα μοντέρνα κτήρια και τις πόλεις και δεν μπορούμε να συνεργαστούμε σε ένα σχέδιο για το «κοινωνικό κέντρο» πολιτών του Σαν Λούις, αν δεν βρούμε μία μέθοδο εργασίας, η οποία να επαναφέρει αυτήν την σχεδόν ξεχασμένη λειτουργία. 1. Σ.τ.Μφ.: Η απόδοση του αγγλικού όρου civic centre συνήθως είναι στα ελληνικά διοικητικό κέντρο, αλλά αυτός μόνο ο προσδιορισμός δεν αποδίδει την πραγματική βαρύτητα που έχει σε πολλές βρετανικές και αμερικανικές πόλεις. Λόγω της πύκνωσης των δημόσιων χώρων και κτηρίων, πέρα από τα διοικητικά, στους εν λόγω τομείς των πόλεων, θεωρώ ότι ο προσδιορισμός «κοινωνικός» καλύπτει σφαιρικότερα την έννοια, σχέσει των στόχων του κειμένου.
κατοικιών του Δυτικού κόσμου, στον συγκεκριμένο στόχο· ίσως και λόγω της απουσίας του αρχιτέκτονα. Μπορούμε να διακρίνουμε από το διαμέρισμα ενός Αθηναίου την άποψη του για την ζωή, περισσότερο10 απ’ό,τι σε μια υπερσχεδιασμένη μονοκατοικία των Βορείων Προαστίων, ανεξάρτητα από την γενικότερη κατεύθυνση της πόλης. Το δεύτερο πρόσωπο, ωστόσο, είναι μια αντίδραση του πρώτου. Ο διαμελισμός στους αμέτρητους ατομικούς «χώρους αυτογνωσίας» της κοινωνίας, συντελεί σε μια έλλειψη μεγαλύτερων προγραμματικών κέντρων, που μεταφράζεται σε έλλειψη πλατειών, μικρών πάρκων και πεζοδρόμων, που να συνδέονται άμεσα με την κατοικία του Αθηναίου. Αδιαμφισβήτατα , οι πλατείες του ιστορικού κέντρου είναι γεμάτες με κατοίκους κάθε ηλικίας, κυρίως κατά τις νυκτερινές ώρες11, αλλά είναι προγραμματικά εξειδικευμένες στην ψυχαγωγία. Έτσι, βλέπουμε το πρόσωπο της Αθήνας χωρίς χώρους εκτόνωσης της κατοικίας, χωρίς σημεία κοινωνικής αναφοράς, χωρίς προγραμματικά κέντρα. Χρησιμοποιώντας και πάλι λόγια του Jacob Berend Bakema, «Πρέπει να μελετήσουμε πόλεις που κτίσθηκαν στο παρελθόν, έτσι ώστε να καταλάβουμε, πως το επίκεντρο της πόλης μπορεί να αφήσει να διαφανεί ξεκάθαρη η συνολική δομή της, ενώ αντίθετα σε πολλές μοντέρνες πόλεις χρειάζεται κανείς μέρες ίσως και εβδομάδες για να προσανατολιστεί. Το ενδιαφέρον μας για τις παλιές πόλεις δεν είναι μόνο ενδιαφέρον για ιστορικές μορφές, αλλά και για το γεγονός του ό,τι αυτές οι μορφές μας μιλούν ακόμα με έναν καθαρό τρόπο για τις δομές της κοινωνικής ζωής εκείνης της εποχής»12, βρίσκουμε στην Αθήνα μια μεταπολεμική, αλλά ιστορική πλέον δομή, η οποία θα μας δείξει την σύγκρουση αυτών των δύο προσώπων σε έναν χώρο εκλιπών, την Αθηναϊκή αυλή.
Αυλή
Jacob Berend (Jaap) Bakema Μετάφραση: Γιώργος Κουράκος Smithson, Alison, [1968] Team 10 Primer, The MIT Press, Cambridge, Mass., and London, Chapter: Role of the Architect, σσ. 28-30.
Για το πρωτότυπο βλ. Παράρτημα 2 38
10. Το έργο έρευνας των decaARCHITECTURE για την 12η Bienale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας [2012], “Bedrooms”, το οποίο «μπαίνει» σε ιδιωτικούς χώρους των κατοίκων της πόλης, μέσα από μια φωτογραφική αφήγηση και μικρά αναπαραστατικά προπλάσματα, με στόχο μια άλλη ανάγνωση της πόλης, βλ. ολόκληρο το έργο στο site των αρχιτεκτόνων, [http://www.deca.gr/#/en/project/349]. 11. Βλ. Ενότητα «Noctes Atticae, H περιπλάνηση στο «νέο Αττικό Φως», σσ. 113 -127 της ερευνητικής εργασίας. 12. Jacob Berend (Jaap) Bakema, [1968] “Problem: Civic Centre for Metropolis, St Louis” Smithson, Alison, Team 10 Primer, Chapter: Role of the Architect: σσ. 28-30.
2. ΤΟ ΕΚΛΙΠΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΥΛΗ
Επιστρέφοντας στον ορισμό του άμεσα συνδεδεμένου με την κατοικία δημόσιου χώρου, ταξιδεύουμε στην Αθήνα του ’50, του ’60, και λιγότερο του ’70. Στην μορφή της παλιάς Αθηναϊκής αυλής, η οποία έχει την σημαντικότερη καταγραφή της στον ελληνικό κινηματογράφο της ίδιας εποχής, και είναι το φοντό στην ζωή των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών στην Αθήνα, ανακαλύπτουμε ακριβώς αυτόν τον ορισμό. Εκεί, διαδραματίστηκαν τα πρώτα κεφάλαια της αστυφιλίας στην ελληνική κοινωνία και ήταν εξίσου σημαντική με την σημερινή κυριαρχία του τύπου της πολυκατοικίας. Η ταινία «Οι κυρίες της αυλής», της Φίνος Φιλμ, σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου, του 1966, περιγράφει, σε έναν ρομαντικό τόνο, χαρακτηριστικό του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου, κατά την χρυσή εποχή του13, την τυπική ζωή σε μια αθηναϊκή αυλή. Η αυλή, πιθανόν στον σημερινό Βοτανικό, περίπου 150 τετραγωνικών μέτρων, έχει γύρω της κτίσματα - διαμερίσματα, «δίχωρα και τρίχωρα», ενώ δυο μεταλλικές και μια ξύλινη σκάλα, ανεβάζουν των ένοικο στο πρώτο και μοναδικό πάτωμα ή στα δώματα των κτισμάτων με τις γραφικές απλωμένες μπουγάδες. Στην Αθήνα, την δίχως υποδομές πόλη, το πηγάδι στο κέντρο της αυλής είναι απομεινάρι του μακρινού παρελθόντος, σύμβολο της «ανάγκης για εκμοντερνισμό». 13. Η περίοδος από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι και το 1973. Συνοπτικά, από το 1960 μέχρι και το 1973, ο μέσος όρος παραγωγής ελληνικών ταινιών ήταν 80 ανά χρόνο. Βλ. αναλυτικότερα, Ασημακοπούλου, Αικατερίνη Θ. – Κωνσταντινίδης, Γεώργιος Κ. , «Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος ως ιστορική πηγή για τα εκπαιδευτικα δρώμενα της εποχής», Πανεπιστήμιο Πατρών - Τμήμα Π.Τ.Δ.Ε.,πηγή:[http://www.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio2/praktika/konstantinidis.htm].
39
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Σ’ αυτά τα «σπιτάκια», τα οποία είναι σε απόλυτη αντίθεση με τα νεόκτιστα διαμερίσματα ή τις μοντέρνες μονοκατοικίες, που βλέπουμε σε ταινίες της ίδιας περιόδου14, παρακολουθούμε την δύσκολη και φτωχική ζωή των νέων, που ψάχνουν δουλειά σε κέντρα διασκέδασης, ενός μάλλον ατάλαντου ζωγράφου, του ηλικιωμένου «λατερνατζή» και της κόρης του, και ενός ερωτευμένου συγγραφέα με μια ένοικο της αυλής. Παρακολουθούμε, δηλαδή, την μέση (ή την μελλοντική μέση) αθηναϊκή κοινωνία την στιγμή ακριβώς πριν τον εκμοντερνισμό της. Η αυλή εδώ παίζει τον ρόλο, όχι μόνο του συνδετικού κοινωνικού και χωρικού κρίκου μιας μικρής κοινότητας, αλλά και την αναλογική αναφορά σεε μια συνοικιακή πλατεία. Σε ένα άναρχο σκηνικό, η αυλή έχει γλάστρες και κτιστές ζαρντινιέρες ανάμεσα σε παράθυρα και θύρες. Έχει κεραμεικά αγάλματα και κλίμακες διαφορετικών ειδών. Τίποτα δεν είναι συμμετρικό, αποτέλεσμα της αυθαίρετης δόμησής της - ας σκεφτούμε συγκριτικά την δόμηση της ελληνικής πόλης. Εκεί, οι ένοικοι γιορτάζουν την Πρωτομαγιά, υπό το άκουσμα των νεωτερικών «μπλουζ» και «ροκ εν ρολ», όλοι μαζί. Εκεί, λαμβάνουν χώρα οι ενδοοικογενειακές διαμάχες που καταλήγουν να είναι διαμάχες όλης της γειτονιάς με σκουπόξυλα και φαράσια. Αμέσως μετά, γιορτάζονται γεννέθλια, όπου όλοι οι γείτονες είναι καλεσμένοι, όπως έγινε και με τον γάμο 4 ενοίκων, την στιγμή που η αυλή έγινε ένα με την πόλη. Η αυλή αποτελεί το απόλυτο σημείο συμμετοχής στις κοινωνικές διεργασίες και η κατοικία γίνεται απόλυτο κομμάτι της σε μια άναρχη και άνιση αναλογία του ιδιωτικού και του δημόσιου· μια κατάσταση απουσίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, του απόλυτου χαρακτήρα της σύγχρονης Αθήνας. Μια Αθήνα μέρους των στίχων του τραγουδιού του Μάνου Χατζηδάκι , «Οδός των Ονείρων»15.
Εξέλιξη Αυτή η κοινωνία μετακόμισε, στο σύνολό της, στην πολυκατοικία σε λιγότερο από 20 χρόνια. Η αυλή έχασε κάθε υπόσταση στην ελληνική πόλη και μόνο πρόσφατα μετενσαρκώθηκε σε πολυσύχναστους πολυχώρους πολιτισμού και ψυχαγωγίας16, αν και δεν συγκρίνεται με την απήχηση του παλιού αθηναϊκού σπιτιού17 απ’ αυτήν την άποψη. Ο χαρακτήρας της ως ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσας στην κατοικία και τον δρόμο χάθηκε οριστικά. Η συνήθεια της άμεσης κοινωνικής συναστροφής, εξελίχθηκε, σε δυο χαρακτηριστικά της κοινωνικής συμπεριφοράς του «αμέσως επόμενου Αθηναίου, της πρώτης γενιάς της πολυκατοικίας»: 1. στον μη σεβασμό του δημόσιου χώρου, από άποψη έλλειψης ατομικής ευθύνης για την καθαριότητα και ακεραιότητα του αστικού εξοπλισμού (η εξέλιξη της σύγχυσης της ιδιωτικής 14. Λόγου χάρη, «Δεσποινίς Διευθυντής», [1964], Φίνος Φίλμς, και αυτή σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου, με πρωταγωνίστρια την Τζένη Καρέζη. 15. «Κάθε κήπος έχει, μια φωλιά για τα πουλιά. Κάθε δρόμος έχει, μια καρδιά για τα παιδιά...» του 1962, μουσική και στίχοι του Μάνου Χατζιδάκι. 16. TAF ( The Art Foundation) – Μοναστηράκι, [http://www.outalot.gr/group/taftheartfoundation]. 17. Για μια εκτενή ανάλυση και μελέτη του Παλιού Αθηναϊκού Σπιτιού βλ. Κωνσταντινίδης, Άρης, [1950], Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, Γ’ έκδοση 2011, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα. 40
2. ΤΟ ΕΚΛΙΠΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΥΛΗ
41
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
με το δημόσια ιδιοκτησία), 2. στην μερική μετατόπιση των καθημερινών δραστηριοτήτων στις συνοικιακές πλατείες της γειτονιάς (το καθημερινό «κουτσομπολιό» των νοικοκυρών, οι διαμάχες των γειτόνων, οι έρωτες της αυλής). Η γενιά αυτή άρχισε να εκλείπει, ήδη, από την δεκαετία του ’90, κατά την οποία, ο δημόσιος χώρος έγινε σχεδόν συνώνυμος με τα τραπεζοκαθίσματα των καφέ. Δεν υπάρχει ζωή στην πλατεία, όπου δεν υπάρχει χώρος για κατανάλωση. Ηχηρό παράδειγμα: ο χώρος της πλατείας Κολωνακίου. Ιδιαίτερα, ύστερα, από τον «προολυμπιακό» ανασχεδιασμό της18, δεν μπορεί να συγκριθεί στην ροή της ανθρώπινης δραστηριότητας με τον πεζόδρομο - γραμμική καφετέρια της γειτονικής Τσακάλωφ ή της Μηλιώνη, παρόλο που η κοινωνική διαστρωμάτωση των άμεσων χρηστών της έμεινε σχετικά σταθερή, σε αντίθεση με την πλατεία Αμερικής ή Βικτωρίας, περιπτώσεις -αντικείμενα πολύ διαφορετικής ανάλυσης. Τέλος, οι άνθρωποι της αυλής μετακόμισαν μαζί με τις δραστηριότητές τους σε άλλες τυπολογίες, αλλά χωρικά, η αθηναϊκή αυλή έχει έναν απόγονο, προγραμματικά νεκρό και μορφολικά παραμορφωμένο. Τον ακάλυπτο των οικοδομικών τετραγώνων. Αυτός ο νεκρός χώρος, για τον οποίο έχει γίνει αρκετός λόγος, τα τελευταία χρόνια σε όλες τις ελληνικές πόλεις, είναι, χωρικά, η σημερινή αυλή. Σ’ αυτήν «βλέπουν» τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών, απλώνουν τις μπουγάδες τους οι ένοικοι, αντηχούν οι συζητήσεις και οι διαμάχες των γειτόνων. Εκεί, υπάρχει, μορφολογική αναρχία, με το κάθε μπαλκόνι να είναι μια διαφορετική οπτική εμπειρία. Το έδαφός του, όμως, είναι νεκρό και η χρήση του, έστω και από τα μπαλκόνια, χωρικά εξαναγκασμένη. Η εκμοντερνισμένη κοινωνία απέρριψε τον χώρο και την λειτουργία της αυλής. Η ιδιοκτησία είναι απόλυτα ορισμένη, σε κάθε κομμάτι της πόλης. Η αθηναϊκή ταυτότητα είναι, πια, ατομική συνείδηση. Την αναγνωρίζουμε σε κάθε φωτισμένο παράθυρο του σκοτεινού ακαλύπτου.
18. Τερζής, Γιώργος, [2003, 3/8], «Πληγή που δεν κλείνει, Οι πλατείες της Αθήνας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σ. 16. 42
2. ΤΟ ΕΚΛΙΠΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΑΥΛΗ
43
SUPERSTUDIO, ΠΕΝΤΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΖΩΗ
ή η δημόσια εικόνα της αληθινά μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Υπερεπιφάνεια (ένα εναλλακτικό μοντέλο ζωής πάνω στη γη) Η αρχιτεκτονική παύει να είναι η διαμεσολάβηση ανθρώπου – περιβάλλοντος, που σήμερα παράγει μια πολυπλοκότητα αναγκών, ένα τεχνητό πανόραμα και μια «δεύτερη φτώχεια». Η αρχιτεκτονική μπορεί να γίνει μια επιστήμη-διασταύρωση. Από την αντιπαράθεση και προέκταση των δεδομένων και τάσεων διαφόρων επιστημών (από τις τεχνικές σωματικού ελέγχου ως τη φιλοσοφία, από τη λογική ως την ιατρική, τη βιονική, τη γεωγραφία...) αρχίζει να σχηματίζεται μια εικόνα-οδηγός: μια ζωή, βασισμένη όχι πια στην εργασία (και στην εξουσία και στη βία που συνδέονται μαζί της), αλλά σε ανθρώπινες, μη αλλοτριωμένες σχέσεις. Είναι η τελευταία ευκαιρία για τον αρχιτέκτονα να γίνει «σχεδιαστής»... Εγκαινιάζοντας μια σειρά εναλλακτικών διαδικασιών, μπορούμε να περάσουμε από τις επίπλαστες στις πρωταρχικές ανάγκες. Η τεχνολογία, αν συγκεντρωθεί μόνο σε αυτές τις τελευταίες, είναι σε θέση να τις ικανοποιήσει χωρίς να χρειάζεται πια ανθρώπινη εργασία. Μπορούμε να υποθέσουμε δύο κατευθύνσεις για έρευνα· η πρώτη τείνει σε μια καλύτερη χρήση του σώματος και της διάνοιας· η δεύτερη στον έλεγχο του περιβάλλοντος χωρίς τρισδιάστατα μέσα (πρόκειται και πάλι για μια αναγωγική διαδικασία). Η γη, αφού γίνει ομοιογενές μέσο ενός δικτύου ενέργειας και πληροφοριών, γίνεται η φυσική υποδομή για μια νέα δυναμική ζωή. Ένα ηθικοπλαστικό παραμύθι για τον σχεδιασμό που εξαφανίζεται. Ο σχεδιασμός, αφού έγινε τέλειος και ορθολογικός, προχωρεί συνθέτοντας και 44
3. Το διάχυτο Αθηναϊκό Προγραμματικό Επίπεδο
45
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
συγχωνεύοντας διαφορετικές πραγματικότητες και τελικά μεταμορφώνεται, όχι όμως προκύπτοντας από τον εαυτό του, αλλά μάλλον επιστρέφοντας σε αυτόν, στην ύστατη ουσία του της μεταφυσικής φιλολογίας. Έτσι ο σχεδιασμός συμπίπτει όλο και περισσότερο με την ύπαρξη· όχι όμως για να υπάρξει κάτω από την προστασία των αντικειμένων του σχεδιασμού, αλλά για να υπάρξει σαν σχέδιο. Πέρασε πια ο καιρός, που τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης παρήγαγαν τις ιδέες, και που οι ιδέες παρήγαγαν τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης· τώρα οι ιδέες είναι αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Με αυτά τα νεά αντικείμενα είναι που η ζωή δομείται ελεύθερα σε μια εγκώσμια συνείδηση. Αν τα εργαλεία του σχεδιασμού έγιναν κοφτερά σαν νυστέρια και ευλύγιστα σαν καθετήρες, μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε για μια λεπτή λοβοτομή. Έτσι, πέρα από τους σπασμούς της υπερπαραγωγής, θα μπορέσει να γεννηθεί μια κατάσταση ηρεμίας, όπου θα σχηματισθεί ένας κόσμος χωρίς προϊόντα ή απορρίματα, μια ζώνη όπου η διάνοια θα είναι η πρώτη ύλη και ενέργεια, πριν γίνει ακόμη τελικό προϊόν, το μόνο μη χειροπιαστό αντικείμενο για κατανάλωση. Ο σχεδιασμός μιας περιοχής απαλλαγμένης από τη μόλυνση του σχεδιασμού μοιάζει πολύ με τον σχεδιασμό ενός γήινου παραδείσου... Αυτό είναι το οριστικό σχέδιο. Αυτό είναι ένα μόνο από τα σχέδια για μια θαυμάσια μεταμόρφωση. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ [...] Εκπαίδευση ή η δημόσια εικόνα της επιστήμης και της ελευθερίας. Σχέδιο για ένα παγκόσμιο σύστημα πληροφοριακών ανταλλαγών. Ας φανταστούμε πέντε ηπειρωτικά σύνολα, το καθένα εφοδιασμένο με ένα κεντρικό υπολογιστή, 46
Υπερεπιφάνεια Ψάχνοντας στην κτισμένη δομή της Αττικής Μητρόπολης, ανακαλύψαμε την σύγχρονη δομική της μονάδα, χωρίς όμως να γίνει το ίδιο και με την εύρεση ενός προγραμματικού κέντρου. Αυτό δημιουργεί μια ενιαία δομή, ερπόμενη στο πραγματικό έδαφος της πόλης, όπου όλα τείνουν στην ομοιομορφία. Ένα κτιστό πέπλο που κάλυψε το χώμα, κυρίως όχι μόνο με το τεχνητό υλικό του, αλλά με το πρόγραμμα, το οποίο επιφέρει, το διάχυτο πρόγραμμα της Αθήνας. Το πέπλο αυτό είναι το μοντέλο ζωής1 τεσσάρων περίπου εκατομμυρίων ανθρώπων, το οποίο συγχέει την πολυκατοικία με τον δρόμο, την πλατεία με τον ακάλυπτο, τους αυτοκινητόδρομους με τους ποταμούς. Είναι ένα τεχνολογικό μεν, αλλά αόριστο δε, ανθρώπινο επίτευγμα, πάνω στο οποίο δομήθηκε η ελληνική κοινωνία, όπου βιώνει το χάος2 στην αστεϊκή ζωή των αρχών του 21ου αιώνα. Μέσα από την φιλοσοφική, αλληγορική και οραματιστική αρχιτεκτονική παραγωγή των Superstudio3, διαβάζουμε μια ιστορία για την κυριαρχία της τεχνολογίας πάνω στην πόλη και του ορθολογισμού πάνω στην κουλτούρα του καταναλωτισμού και των επίπλαστων αναγκών. Μόνο, όταν ο άνθρωπος θα είναι απελευθερωμένος από την υλική μορφή και την διαρκή αναζήτηση του κορεσμού των δευτερευουσών αναγκών του, θα μπορέσει να ζήσει ολοκληρωτικά. Η πόλη, το τεχνητό οικοσύστημα του ανθρώπου, είναι απλώς ένα επίπεδο, στο οποίο η τεχνολογία «ρέει» μέσα του, χαρίζοντας του την δυνατότητα της εκπλήρωσης των πρωταρχικών αναγκών του, μέσα από τα δίκτυα παροχών, πληροφοριών, κίνησης και κατοικίας. Αυτή η εκπλήρωση αρκεί για να είναι σε θέση ο άνθρωπος να δει τον κόσμο γύρω του με όλες τις διανοητικές του ικανότητες, να κάνει την ζωή4 το μόνο στόχο του και να απορρίψει τον φόβο 1. Superstudio, [1979], “Ζωή – Εκπαίδευση – Τελετή – Έρωτας – Θάνατος”, στο: Θέματα χώρου + τεχνών, τεύχος 10/1979, Αθήνα, μετάφραση: Κ. Κουρεμένος, σσ. 104 -111, βλ. σσ. 44 - 54 της ερευνητικής εργασίας. 2. Koolhaas, Rem - Mau, Bruce – O.M.A., [1995],”What Ever happened to Urbanism?, στο: S, M, L, XL, The Monacelli Press, Italy: σσ. 963-971. 3. Superstudio, [1979], “Ζωή – Εκπαίδευση – Τελετή – Έρωτας – Θάνατος”, στο: Θέματα χώρου + τεχνών, τεύχος 10/1979, σσ. 104 -111 και Superstudio, [1973], “Δώδεκα ιδανικές πόλεις. Προμηνύματα για τη δεύτερη παρουσία της πολεοδομίας”, Θέματα χώρου + τεχνών, τεύχος 4/1973: σσ. 84 -111. 4. Ο.π.
3. ΤΟ ΔΙΑΧΥΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΌ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
για τον θάνατο, σε ένα αναλλοίωτο, άτοπο και άχρονο κόσμο, όπου θα μπορέσει να δημιουργεί αέναα. Ωστόσο, η διάχυτη δομή της Αθήνας είναι βασισμένη σε μια μοντέρνα λογική επανάληψης μιας μονάδας5, όχι με στόχο την δημιουργία ενός άμορφου περιβάλλοντος, όπου δεν υπάρχει ιεραρχία ανάμεσα στους κατοίκους της, αλλά αναπτυγμένη προς όλες τις κατευθύνσεις με την λογική, με την οποία ο Rem Koolhaas την παρομοιάζει6, αυτή του υπολογιστή και της αυτοματοποίησης στην αστικοποίηση. Η Αθήνα, μια «κατ’ εξοχήν μοντέρνα πόλη7», εδώ γίνεται ένα προγραμματικό επίπεδο, που θα μας επιτρέψει να δούμε την ζωή, που δύναται να έχει κανείς μέσα της.
Εξαιρέσεις Η αστική αυτή επιφάνεια, η οποία κάτω από το Αττικό φως, φαντάζει ακόμα πιο ενιαία από τα ψηλά σημεία της Αττικής, είναι ένα ενεργό πεδίο, ευέλικτο ως προς τα γεγονότα, για τα οποία είναι ένα είδους κινηματογραφικό σκηνικό. Όπως αναφέρει και ο Alex Wall8, συμβαδίζει απόλυτα με την λογική της σύγχρονης μεταπολεμικής μητρόπολης, η οποία σταμάτησε να έχει πυρήνα και προάστια, και λειτουργεί περισσότερο σαν ένα δισδιάστατο πεδίο που συνδέει απρόβλεπτα γεγονότα και φράγματα αστικοποιημένων ζωνών9. Είναι απόλυτα προσβάσιμη στον άνθρωπο - η κινητικότητα είναι ο κανόνας – και αδιαμφισβήτητα λειτουργεί δυναμικά στον χρόνο – ο προσωρινός χαρακτήρας των προγραμμάτων είναι χαρακτηριστικός. Επιτρέπει, όπως ακριβώς και η μονάδα της πολυκατοικίας, να φανταστούμε την πόλη με αμέτρητες πλοκές να διαδραματίζονται ταυτόχρονα, χωρίς το «εμπόδιο» της αρχιτεκτονικής μορφής. Το πρόγραμμα και το γεγονός στην Αθήνα, φαντάζει από τη μονάδα μέχρι και
5. Koolhaas, Rem - Mau, Bruce – O.M.A., [1995],”What Ever happened to Urbanism?, στο: S, M, L, XL, σσ. 963-971. 6. Ο.π. 7. Frampton, Kenneth, [2001], «Η κατ’ εξοχήν µοντέρνα πόλη», στο: Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, μετάφραση: Γιάννης Αίσωπος, Metapolis Press, Αθήνα: σσ. 66-69. 8. Wall, Alex, [1999], “Programming the urban surface”, στο: Corner, James, Recovering Landscape, Essays in Contemporary Landscape Architecture, Princeton Architectural Press, New York: σσ. 232-249. 9. Ο.π.
μιά μονάδα επανάδρασης, τις ανάλογες βοηθητικές τράπεζες μνήμης και ένα συντονιστή. Αυτά τα συγκροτήματα συλλέγουν όλες τις δυνατές πληροφορίες καί συνδέονται με ένα έκτο συγκρότημα, τοποθετημένο στη σελήνη καί εφοδιασμένο με όργανα λήψης καί εκπομπής. Τέσσερις σταθμοί αναμετάδοσης, τοποθετημένοι σε τροχιά, καλύπτουν με τους κώνους τους όλο τον πλανήτη. Με αυτό τον τρόπο, κάθε σημείο της επιφάνειας της γής συνδέεται με το δίκτυο των υπολογιστών. Μέσω μιας πολύ μικρής τερματικής συσκευής, κάθε άτομο μπορεί να συνδέεται με το σύστημα, που περιγράψαμε προηγουμένως και έτσι να παίρνει ύλες τις παγκόσμιες πληροφορίες. Η «μηχανή» που υποθέσαμε δέχεται όλες τις ερωτήσεις και δίνει όλες τις απαντήσεις. Άν η απάντηση δεν ικανοποιήσει αυτόν που ρωτάει, μπορεί να την απορρίψει. Η μηχανή από αυτή τη στιγμή και πέρα θα λάβει υπόψη της αυτή την απόρριψη (και την εναλλακτική πρόταση) και θα τη μεταδώσει μαζί με τις πληροφορίες, που ζήτησαν οι άλλοι. Με αυτό τον τρόπο, η μηχανή εφοδιάζει με δεδομένα για τη λήψη αποφάσεων χωρίς να επηρεάζει τις αποφάσεις καθεαυτές· ο καθένας είναι συνδεμένος με τους άλλους σε ένα είδος καθολικής δημοκρατίας, όπου η εκπαίδευση, σαν συνεχής διαδικασία, συμπίπτει με την ίδια τη ζωή. ΤΕΛΕΤΗ Κάθε αρχιτεκτόνημα πάνω στη γη, [...] είναι ένα κτίσμα για μια άγνωστη τελετή. Μόνο σε λίγους μυημένους έχει δοθεί η δυνατότητα να παραμερίζουν τα παραπετάσματα των τούβλων, του ξύλου, του σίδερου και των συνθετικών υλικών, που κρύβουν τις μυστικές ιεροτελεστίες. Πέρα από την εξυπηρετική χρήση της αρχιτεκτονικής (προστασία, μικροκλίμα...) ένας άλλος τύπος 47
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
χρήσης πραγματοποιείται συνεχώς. Και είναι η συμβολική χρήση της αρχιτεκτονικής. Η αρχιτεκτονική σαν τυποποίηση των συμβόλων της γνώσης, της κυριαρχίας, της τεκνοποίησης καί της αθανασίας... Η αρχιτεκτονική είναι λοιπόν ένα παγόβουνο, που κρύβει το μεγαλύτερο μέρος του. Όπως παραμένουν αόρατα τα αναρίθμητα τεχνικά μέσα, που την κάνουν να λειτουργεί, έτσι παραμένουν απόκρυφες οι ιεροτελεστίες και τα σύμβολα, που την καθιστούν επιθυμητή και αναγκαία, ή καλύτερα, που την καθιστούν επιθυμητή και αναγκαία μέχρις ότου μια κατάλληλη θεραπεία κατορθώσει να θέσει τα ανθρώπινα όντα σε ισορροπία με τον εαυτό τους, έτσι ώστε να μην έχουν πια ανάγκη από καλύμματα ασφάλειας. Μπορούμε να αρχίσουμε αμέσως να χρησιμοποιούμε την ίδια την αρχιτεκτονική σαν εργαλείο γι’ αυτή τη θεραπεία. Μπορούμε να αποσυναρμολογήσουμε την αρχιτεκτονική κομμάτι κομμάτι και να τη θέσουμε επί τάπητος, ώστε να την έχουμε επιτέλους στη διάθεσή μας, χωρίς άλλα μυστηριώδη τεχνάσματα. Μπορούμε να την εφοδιάσουμε με ευανάγνωστες ετικέτες, έτσι ώστε κάθε αρχιτεκτόνημα να δείχνει καθαρά όλους τους μυστικούς του σκοπούς. Είμαστε σε θέση να παραγάγουμε τόσο τεράστιες ποσότητες αρχιτεκτονικής, ώστε να δημιουργήσουμε, μια και καλή, έναν αηδιαστικό κορεσμό. Μπορούμε επίσης να αποπειραθούμε να σχεδιάσουμε κτίρια για εντελώς άγνωστες τελετές και μπορούμε μετά να τα συγκρίνουμε με τα κτίρια, που ήδη υπάρχουν, ώστε να δούμε με ποιο τρόπο η μνήμη μας συγκρατεί τα πιο χαρακτηριστικά τους μέρη και τους μηχανισμούς συναρμολόγησής τους, και για να δούμε ακόμη πόση από αυτή τη λεγόμενη λειτουργικότητα δεν είναι παρά μια απατηλή εικόνα ενός διαφορετικού βαθμού διανοητικής λειτουργικότητας. Το ζήτημα είναι: αν κατορθώσω να κάνω ένα μυστηριώδες 48
3. ΤΟ ΔΙΑΧΥΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΌ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Αθηναϊκή Υπερεπιφάνεια 1.
Αθηναϊκή Υπερεπιφάνεια 2.
αρχιτεκτόνημα, που να σε συγκινεί, θα μπορέσεις άραγε να σκεφτείς ότι και η συγκίνησή σου μπροστά στα αρχιτεκτονήματα, που θεωρείς γνωστά, προέρχεται ακριβώς από τον ίδιο βαθμό μυστηρίου; Τελικά θα ήθελα να σε φέρω σε άγνωστες περιοχές, μόνο και μόνο για να σε κάνω να αναγνωρίσεις ότι το ταξίδι σου είναι μια περιοχή το ίδιο άγνωστη... και από εδώ το επόμενο βήμα θα είναι να εγκαταλείψεις όλες τις ψευδαισθήσεις, ότι δήθεν ενεργείς μόνο σύμφωνα με τη λογική, ακολουθώντας κλίμακες και ιεραρχίες, και χρησιμοποιώντας φορμαλιστικά μοντέλα (που μπορώ να σου αποδείξω πως δεν είναι παρά κάποιες μαγικές συνταγές, που οι μάγοι σου, σου ψιθύρισαν ύπουλα στο αυτί ενώ κοιμόσουν...). Και πέρα από τις ψευδαισθήσεις, μπορούμε να προσπαθήσουμε να κατασκευάσουμε μια πραγματικότητα, όπου όλες οι τελετές και οι ιεροτελεστίες θα είναι αποκλειστικά δικές μας και έτσι θα μπορούν ίσως πολύ γρήγορα να ξεχαστούν. ΕΡΩΤΑΣ Ένα περιβάλλον για κεραυνοβόλο έρωτα. [...] Φέραμε μέσα την ερωτική μηχανή. Τοποθετήσαμε τις δύο μονάδες στα πλευρά του ανθρώπου (αρχιτέκτονας, ξαπλωμένος σε ένα σωρό από σκοίνα και βούρλα, στο πάτωμα μιας συμπαγούς κατασκευής μέσα στην ζούγλα) και τις συνδέσαμε με τη γεννήτρια. Αμέσως, η μηχανή μπήκε σε λειτουργία, χωρίς κανένα ορατό αποτέλεσμα, εκτός από μια ελαφριά φωτεινότητα και μια πολύ λεπτή ακτίνα, που συνέδεε τα δύο μέρη. Ο άντρας τότε, ονειρεύτηκε ξανά όλο το αρχιτεκτόνημα. Ονειρεύτηκε ξανά τα κτίρια, που είχε κατασκευάσει και όλα τα άλλα, όπου είχε ζήσει, αυτά που είχε δει και εκείνα, που είχε με τόση αγάπη μετρήσει. Ονειρεύτηκε ξανά τον έρωτά του για την πέτρα, το ατσάλι, τα κρύσταλλα... ονειρεύτηκε τον κατάλογο των σατράπεων της 49
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Ανατολής, γραμμένο σίγουρα από τον φόβο του θανάτου, αλλά και γραμμένο με ξέφρενη αγάπη για μια ζωή λογική, για μια ζωή πλούσια και ποικίλη, με όλες τις αποχρώσεις, τις διαφάνειες και τις λάμψεις από τα μάρμαρα και τους καθρέφτες. Τα αλάβαστρα μεταμορφώθηκαν σε σεληνιακά πετρώματα, σε γυναίκες από πέτρα και κερί, που εγκατέλειψαν τα μαλλιά τους στους αγκαθωτούς θάμνους των λόφων. Το φως μέσα μας έδειχνε τα κόκκαλά τους, τους λεπτούς τένοντες, τα παλαιά τραύματα· στο βάθος των καθρέφτινων διαδρόμων με τις πολλαπλές και κρυφές πόρτες, η νυκτερινή κυνηγός μισοκρυμμένη στην αναπάντεχη καμπή μας καλούσε με νοήματα· όταν όμως η γωνία έφτασε τις 90ο, δεν ήταν πια ορατή παρά σε μια στερνή αντανάκλαση στο βάθος ενός άλλου κλάδου του διαδρόμου. Αυτός είναι ο λόγος, που ο άνθρωπος σταμάτησε να σκαλίζει την πέτρα, για να σχεδιάσει ένα ακριβές διάγραμμα της γης και των εποχών, ένα διάγραμμα που να δείχνει ξεκάθαρα τη θέση του καθενός μας. Ήθελε να σχεδιάσει ένα χάρτη για εύκολο προσανατολισμό, χαράζοντας ένα βουδιστικό σύμβολο του σύμπαντος, με ένα κομμάτι κιμωλίας στην άσφαλτο, με ένα ξερόκλαδο στα χαλίκια, μ’ ένα κοχύλι στην άμμο, με μια σιδερένια μύτη στην πέτρα και στα χρωματιστά μάρμαρα. Μετά, χρησιμοποίησε μηχανικά μαχαίρια για το ατσάλι και τα κρύσταλλα. Έφτασε έτσι σε τυχαίες συγκρούσεις του κόσμου του με τον κόσμο των άλλων και τις ονόμασε έρωτα, και αυτές γέννησαν άλλες κινήσεις, που δεν καταλάβαινε τους νόμους τους, αλλά που σίγουρα εγγράφονταν στα μεγάλα προγράμματα των οποίων το σχέδιο παρέμενε γι’ αυτόν κρυφό. Η ερωτική μηχανή δεν του έδειχνε αυτά τα σχέδια· απλώς μεταβίβαζε το ερωτικό δυναμικό της από τα πράγματα στα ανθρώπινα όντα. Οι επιθυμίες του να φτιάχνει, 50
την ευρύτερη αστική κλίμακα, άμορφο και άτοπο10. Εδώ, όμως, αρχίζουμε να κατανοούμε τα σημεία, στα οποία αυτή η ενιαία διάχυτη δομή έχει εμπόδια στην εξάπλωσή της ή και κενά. Στα collages των Superstudio11, το ενιαίο αυτό επίπεδο, διατρέχει όλο τον πλανήτη, αλλά κομμάτια της προηγούμενης γεωγραφίας αποτελούν τον ορίζοντα ή νησίδες – απομεινάρια στην θάλασσα της ενιαίας υπερδομής· η δήλωση της εξελικτικής ανθρώπινης παρουσίας στην γη, αντικείμενο για μια δαρβινική ανάλυση του ανθρώπινου αποτυπώματος στον πλανήτη. Και αυτή είναι ακριβώς η περίπτωση της Αθήνας. Το «Λεκανοπέδιο», καθώς στερείται της αχανούς επίπεδης επιφάνειας, που έχει το Λονδίνο ή το Παρίσι, παρόλο που υπερχείλισε γεμισμένο με την ομοιόμορφη υπερεπιφάνεια της Μητρόπολης, διατηρεί τον ορίζοντά του, σχεδόν, ανέπαφο. Τον Υμηττό στα ανατολικά, την Πεντέλη στα βόρεια, την Πάρνηθα στα Βορειοανατολικά, το όρος Αιγάλεω στα δυτικά, και τον Σαρωνικό κόλπο στα νότια, με αχνό τον όγκο της Αίγινας στο βάθος. Οι μυθική βράχοι της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού «επιπλέουν» μαζί με τον λόφο των Μουσών και τον Αγχεσμό12. Μαζί με αυτά, σώθηκαν και κάποια κομμάτια της προπολεμικής Αθήνας, τα οποία μας εισαγάγουν στην επόμενη ενότητα, στην οποία θα τα ταξινομήσουμε αναλυτικότερα και θα κατανοήσουμε την αλληλεπίδραση τους με την ίδια την πόλη. Οι εξαιρέσεις αυτές είναι η μοναδική πυξίδα μέσα στην επιφάνεια της πόλης. Γνωρίζοντας τις γεωγραφικές θέσεις τους, μπορεί κανείς σε όλη την έκταση του ενιαίου επιπέδου να προσδιορίσει την θέση του στον κόσμο. Σε ένα ομοιόμορφο τεχνητό τοπίο, οι εξαιρέσεις δίνουν την ταυτότητα στους κατοίκους του και τους ομαδοποιούν με τον πιο φυσικό τρόπο σε συνοικίες. Ο Γιώργος Σεφέρης, στις 6 Νύκτες στην Ακρόπολη, περιγράφει την Αθήνα του 1928 μέσα από την «ράχη του Υμηττού» και την απόσταση από τα φωτισμένα υπό το σεληνόφως μάρμαρα του Παρθενώνα13. Το 2013, ίσως κάναμε ακριβώς το ίδιο για 10. Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, Metapolis Press, Αθήνα: σσ. 40 - 48. 11. Έργο : Supersurface 5, Five Tales. Superstudio, 1971 -1973. 12. Οι αρχαίες ονομασίες των «σημερινών» λόφων Φιλοπάππου και Τουρκοβουνίων αντίστοιχα. Για την αποφυγή σύγχυσης, τα Τουρκοβούνια, που αποτελούν μέρος των Δήμων Αθηναίων, Γαλατσίου και Ψυχικού-Φιλοθέης και όχι τα Τουρκοβούνια των Δήμων Κερατσινίου-Νίκαιας. 13. Σεφέρης, Γιώργος, [1974], Έξι Νύκτες στην Ακρόπολη, Η’ έκδοση, 2010, Ερμής, Αθήνα.
3. ΤΟ ΔΙΑΧΥΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΌ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
να προσανατολιστούμε στην Αθήνα, χωρίς να «προδώσουμε» ονόματα συνοικιών. Ο λόγος, που οι νησίδες δεν «καλύφθηκαν» από αυτό το τεχνητό πέπλο θα αναλυθούν παρακάτω στην εργασία, αλλά σίγουρα, εντατικοποιούν την οπτική της ενιαίας και διάχυτης Αθήνας, δημιουργώντας μια απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στο τεχνητό επίπεδο της πόλης και τον τόπο πριν από αυτό.
Σκηνογραφία Ο αντιθετικός αυτός τόπος δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει ένα εκκεντρικό σκηνικό στις χαώδεις λειτουργίες της μητρόπολης, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να αποτελέσει και τον καταλληλότερο τόπο για την αρχιτεκτονική διαλεκτική ανάμεσα στην σύγχρονη και την ιστορική πόλη. Η ήδη σχηματισμένη «Γενική Πόλη»14 σε κάθε ήπειρο, μας διδάσκει ότι η διάχυση και η αποκέντρωση συντελούν στην απελευθέρωση από την ταυτότητα, την οποία δημιουργεί ένα ισχυρό κέντρο, στην απελευθέρωση από την ιστορία. Η κτισμένη δομή της Αθήνας, αποτελεί μια Γενική Πόλη. Η υπερεπιφάνειά της, αποτελείται από μια επαναλαμβανόμενη μονάδα, τα δίκτυα την διατρέχουν, δεν υπάρχει φόβος για την απαλλοτρίωση κατοικημένων εκτάσεων για χάρη της βελτίωσης των υποδομών της15. Είναι μια δομή χωρίς ιστορία. Ωστόσο, οι λίγες εξαιρέσεις της, δίνουν ιστορική ταυτότητα σε όλη την υπόλοιπη δομή. Όπως οι διαστάσεις και η υλικότητα της σκηνής ενός θεάτρου, έχουν μια τυποποιημένη μορφή σε κάθε θέατρο στον κόσμο, αλλά η σκηνή στο σύνολό της μεταμορφώνεται με την σκηνογραφία μιας παράστασης σε κάτι ειδικό, έτσι και η μεταπολεμική Αθήνα, είναι η τυποποιημένη σκηνή της γενικής πόλης, που με τις εξαιρέσεις της, γίνεται ιστορική. Η ενιαία προγραμματική υπερεπιφάνεια είναι η σκηνή στην ζωή των κατοίκων της. Εκεί διαδραματίζονται όλες οι δραστηριότητες τους, ισοκατανεμημένες στο εμβαδόν της, άναρχα σκηνοθετημένες. Αλλά, δεν μπορούμε να αναλύσουμε το «έργο» χωρίς τα σκηνικά του, όταν αυτά είναι τόσο προφανή στο κοινό. Ο κτισμένος χώρος της πόλης μπορεί να είναι 14. Koolhaas, Rem, [1995], “The Generic City”, στο: Koolhaas, Rem - Mau, Bruce – O.M.A., [1995], S, M, L, XL, The Monacelli Press, Italy: σσ. 1248-1264. 15. Λάππα, Δήμητρα, [2002, 20/02], «Η Αθήνα του μέλλοντος σε μακέτα», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σ. 7.
να δημιουργεί, να μετατρέπει, να κατέχει και να δωρίζει μεταφέρονταν από τις ανόργανες ύλες στα αναρίθμητα όντα, με τα οποία θα σχετιζόταν. Η μηχανή συνέχιζε να λειτουργεί, δείχνοντάς του σε σύντομες στιγμές ερωμένες, απογόνους, φίλους, τα θαυμάσια αντικείμενα, με τα οποία μπορεί κανείς να φτιάξει τη ζωή. Ένα περιβάλλον για κεραυνοβόλο έρωτα . Η ερωτική μηχανή ήταν βαλμένη σε μια πλευρά του μονοπατιού και έμενε ακίνητη μέσα στο χορτάρι. Τη στιγμή όμως που ένα αγόρι και ένα κορίτσι πέρασαν μπροστά της, μια αχτίνα σχεδόν αόρατη έφτασε την πλάκα-δέκτη, που ήταν κρυμμένη στην άλλη πλευρά του μονοπατιού. Το αγόρι και το κορίτσι έπεσαν αμέσως στο χορτάρι βαθιά ερωτευμένοι. Η ίδια μοίρα επιφυλάχθηκε σε όλους όσους, στα διάφορα μέρη της υδρογείου, βρέθηκαν κάτω από την επιρροή αυτής της μηχανής στα διάφορα περιβάλλοντα... ΘΑΝΑΤΟΣ Θάνατος ή η δημόσια εικόνα του χρόνου και της μνήμης. Μόλις φτάσαμε έξω από την πόλη, παρουσιάστηκε στα μάτια μας ένας μεγάλος χώρος, πλακοστρωμένος ομοιόμορφα, χωρισμένος σε μεγάλα τετράγωνα από κάτι λεπτές σχισμές. Αυτού του είδους η πλατεία εκτεινόταν μέχρι, που χανόταν το βλέμμα σου· διαφαίνονταν τα όρια, ή μάλλον μπορούσες να φανταστείς τα όρια, εκεί όπου άρχιζε μια ψηλή βλάστηση από τη μια πλευρά, λοφοσειρές από την άλλη και οι πρώτες κατασκευές της περιφέρειας από τις άλλες δύο. Το χρώμα αυτής της επιφάνειας φαινόταν ομοιόμορφα γκρίζο, μόνο που εδώ και εκεί εναλλασσόταν με λιμνούλες από νερό της χθεσινοβραδυνής βροχής. Η επιφάνεια ήταν εντελώς επίπεδη και μπορούσες να διαισθανθείς, ότι τα τετράγωνα ήταν προσανατολισμένα σύμφωνα με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. 51
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Μια μικρή μπρούντζινη πλάκα, που βρισκόταν στη διασταύρωση δύο σχισμών, περίπου στο κέντρο του χώρου, είχε σκαλισμένες τις αστρονομικές συντεταγμένες του σημείου. Σε μια από τις γραμμές, που διέτρεχαν την κατεύθυνση βορρά - νότου, βρισκόταν τοποθετημένος ένας λεπτός οδηγός από ατσάλι. Ένας ολόιδιος οδηγός βρισκόταν και σε μια γραμμή, που διέτρεχε την κατεύθυνση ανατολής - δύσης. Στην τομή των δύο αυτών γραμμών (υποθέτουμε πως υλοποιούσαν τον μεσημβρινό και τον παράλληλο, που περνούν από αυτό το σημείο) βρισκόταν ένα νεοκλασσικό κτίριο, παράξενα χαμένο μέσα σε αυτή την καρτεσιανή έρημο. Το κτίριο, τέλειο σε όλες του τις λεπτομέρειες, ήταν ομοιόμορφα κατασκευασμένο από τσιμέντο και μαρμαροψηφίδες, έτσι ώστε να φαίνεται σαν αντίγραφο ενός άλλου μαρμάρινου κτιρίου αρκετά παλαιότερου, που ίσως δεν υπάρχει πια, ή σαν πρόπλασμα ενός άλλου κτιρίου, που επρόκειτο να γίνει. Το παλαιό νεκροταφείο βρισκόταν κοντά σε αυτό τον χώρο· παρέμεναν ανέπαφα, όλα του τα αρχιτεκτονήματα, ενώ όλο το έδαφος ήταν ομοιόμορφα καλυμμένο από αειθαλή πράσινη χλόη. Φαντάζομαι, πως την ίδια μοίρα είχαν και όλα τα άλλα νεκροταφεία, τα μνημειακά και εκείνα τα μικρά της εξοχής παρέμειναν σαν νεκροταφεία νεκροταφείων, αποκρυσταλλωμένα στην ανάμνηση, τοποθετημένα μέσα σε αειθαλείς λειμώνες, όπως έγινε με το θαύμα της πλατείας στην Πίζα. [...] Το υλικό είχε τελείως λεία επιφάνεια, ούτε γυαλιστερή ούτε ματ· δεν μπορούσες να πεις αν είχε γίνει έτσι από το πέρασμα αναρίθμητων ανθρώπων ή από τη χρήση αυτοκινήτων. Δεν προδινόταν πουθενά το πέρασμα του χρόνου από τότε που κατασκευάστηκε το έργο· καμιά αναφορά σε στυλ ή εποχή, κανένα αναγνωρίσιμο ίχνος φθοράς από τις καιρικές συνθήκες. Η πρασινάδα δεν βρήκε το παραμικρό κενό για να μπορέσει 52
ομοιόμορφος και να μην έλαβε υπόψη του τις περισσότερες φορές, ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την γεωγραφία, τα μνημεία ή τα ρέματα της Αττικής, αλλά μέχρι και σήμερα δεν παύουμε να βλέπουμε ανάμεσα στην διάχυτη δομή της, τον Λυκαβηττό, τις κεραίες στην κορυφή του Υμηττού ή την φωτισμένη Ακρόπολη. Λειτουργούν ως σημείο αναφοράς όχι μόνο για τις συνοικίες που βρίσκονται γύρω τους αλλά και για ολόκληρη την πόλη. Οι χρήστες / πρωταγωνιστές αυτής της πόλης / θεατρικής σκηνής, δεν κοιτούν ποτέ την ίδια την σκηνή, πόσο μάλλον τους θεατές. Είναι πάντα στραμμένοι στα σκηνικά με την πλάτη γυρισμένη στο «κοίλον». Οι θεατές αδιαφορούν για την παράσταση που διαδραματίζεται στην σκηνή της Αθήνας. Η βασική εικόνα που έχουν όλοι - μέχρι και οι ηθοποιοί - για το «έργο» της σύγχρονης Αθήνας είναι η προγενέστερη του έργου σκηνογραφία της. Μια αντιμετώπιση του μεταπολεμικά κτισμένου περιβάλλοντος της Αθήνας με αδιαφορία, ίσως είναι περιφρόνηση και του σύγχρονου ελληνικού γίγνεσθαι, το οποίο καθ’ όλη την διάρκεια της ύπαρξης του Ελληνικού Κράτους16 είναι φυλακισμένο εκούσια, αλλά και ακούσια, στην ταυτότητα του «απόγονου». Η Αθήνα μας δίνει την ευκαιρία για την δημιουργία μιας νέας ταυτότητας μέσα από αυτήν την ενιαία αρχιτεκτονική δομή: «Μέσα από μια διαδικασία ιδιοποίησης των συστατικών στοιχείων της σύγχρονης πόλης, με έναν τρόπο εννοιολογικό και όχι οπτικό ή μορφικό και τη συνειδητοποίηση του τρόπου λειτουργίας της και της λογικής της αυτο-κάθαρσης που τη διαμορφώνει, η ευθύτητα και η απλότητα της αρχιτεκτονικής ιδέας, η μειωμένη μορφή, η επανάληψη με διαφοροποιήσεις, οι πολυ-προγραμματικές (ή α-προγραμμάτιστες) επιφάνειες και δοχεία, τα μαλακά όρια, η χωρητικότητα της κίνησης και η χωρητικότητα της θέασης γίνονται κύρια στοιχεία μιας σύγχρονης (ελληνικής) αρχιτεκτονικής»17. Η κτισμένη δομή της Αττικής Μητρόπολης απελευθερώνει τους κατοίκους της από κάθε επίκτητη ταυτότητα στην καθημερινή τους ζωής, από κάθε σύγκριση με το παρελθόν. Είναι μια ανεξερεύνητη έκταση στους επίδοξους επισκέπτες της 16. Από την αναγνώριση του Ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου, στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου και την επίσημη αναγνώρισή του από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», μέχρι και σήμερα. 17. Αίσωπος, Γιάννης [2001], «Μετάλλαξη ταυτότητας», στο: Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, Metapolis Press, Αθήνα: σ. 198.
3. ΤΟ ΔΙΑΧΥΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΌ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Ακρόπολης και όχι της Αθήνας. Μια νέα πόλη προς εξερεύνηση. Αφήνει το άτομο να δημιουργήσει την δική του ταυτότητα και την κοινωνία να ενστερνίζεται τα νέα αυτά άτομα. Η έλλειψη προγραμματικών κέντρων αφήνει τα περιθώρια για την δημιουργία νέων, από τους κατοίκους της. Ας αντιστραφεί ο ρόλος που έχουν οι λόφοι και τα μνημεία της πόλης και ας γίνουν τα σημεία παρατήρησης της τελευταίας. Αν γίνει αντιληπτή αυτή η ελευθερία που χαρίζει η ενιαία δομή της Αθήνας, όπου η επιβολή της μορφής της αρχιτεκτονικής αντικαθιστάται από την προγραμματική μη ιεραρχημένη εναλλαγή, η άλλοτε ουτοπική υπερδομή των Superstudio θα φαντάζει υλοποιήμενη όχι οπτικά, αλλά εννοιολογικά. «Ο σχεδιασμός μιας περιοχής απαλλαγμένης από τη μόλυνση του σχεδιασμού μοιάζει πολύ με τον σχεδιασμό ενός γήινου παραδείσου... Αυτό είναι το οριστικό σχέδιο. Αυτό είναι ένα μόνο από τα σχέδια για μια θαυμάσια μεταμόρφωση»18.
18. Superstudio, [1979], “Ζωή – Εκπαίδευση – Τελετή – Έρωτας – Θάνατος”, στο: Θέματα χώρου + τεχνών, τεύχος 10/1979, σσ. 104 -111, επίσης βλ. σσ. 44 - 54 της ερευνητικής εργασίας.
να αναπτυχθεί - ούτε σπόροι ούτε φύλλα φερμένα από τον αέρα μπορούσαν να κολλήσουν στην άψογη αυτή επιφάνεια. Δεν υπήρχαν ούτε πουλιά ούτε έντομα. Στο βάθος, εκεί που η τετραγωνισμένη επιφάνεια άγγιζε την ανάλλαγη φύση, διαγράφονταν οι γραμμές, που κατέληγαν απότομα πάνω στους βράχους, στο πράσινο και τα δέντρα, σαν το τετραγωνισμένο επίπεδο να συνεχιζόταν ανέπαφο κάτω από τη φύση.[...] Μερικοί άνθρωποι, ήταν απασχολημένοι να ελέγχουν κάτι μικρές συσκευές, που τους έδινε ένας τεχνικός σιγά σιγά καθώς έβγαιναν. Πλησιάζοντας έναν από τους ανθρώπους, μπόρεσα να δω από κοντά μια από αυτές τις συσκευές. Η μορφή και οι επιφάνειές τους ήταν σαφώς μοντέρνες, αλλά όχι ιδιαίτερα ελκυστικές. Ήταν ομοιόμορφα χρωματισμένες πράσινο σκούρο. Ζήτησα να μάθω για τη χρήση και τον σκοπό τους· μου είπαν ότι ονομάζονταν «κάψουλες της μνήμης» και ότι αποτελούσαν τις προσωπικές τερματικές συσκευές ενός τεράστιου ηλεκτρονικού υπολογιστή. Σε αυτό τον υπολογιστή είχαν αποθηκευτεί όλες οι μνήμες αυτών, που πέθαιναν και που μεταφέρονταν σε αυτό ακριβώς το κτίριο. Ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι ακριβώς ήταν κάτι μεγάλα πακέτα, κάτι άλλες ορθογωνικές συσκευασίες και ορισμένες ανθρώπινες φιγούρες, που είχα δει προηγουμένως να μεταφέρονται στα χέρια, στον αχανή εκείνο χώρο. Η Ιδέα του θανάτου, συνδέθηκε έτσι με την απόλυτη εικόνα του γεωμετρικού κενού, που είχα διασχίσει. Η αρχιτεκτονική και ο θάνατος ξαφνικά συνταυτίστηκαν. Η τέλεια τάξη, οι συμμετρίες και η αδιαφορία για τον χρόνο, για τη φύση, για τους ανθρώπους, βρήκαν μια λογική εξήγηση. Προσπάθησα να συστηματοποιήσω σύντομα, όλες περίπου τις ερωτήσεις για τη χρησιμότητα του τόπου και να καταλάβω τους μηχανισμούς και τη λογική του. [...] 53
Ο ΚΤΙΣΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Τα μνημειακά νεκροταφεία δεν είναι τα μοναδικά αρχιτεκτονήματα για τον θάνατο: ο θάνατος έχει δημιουργήσει αναρίθμητα αρχιτεκτονήματα και σχεδόν όλα τα μνημεία του είναι αφιερωμένα. Τα μνημεία όμως ποτέ δεν εξόρκισαν τον φόβο. Τώρα χρειάζεται να αναζητήσουμενα διαφορετικό δρόμο για την αθανασία, είτε για να ξεφύγουμε από τον πόνο και τον φόβο είτε για να δεχθούμε τον πόνο και τον φόβο, και τον θάνατο και τη ζωή με γαλήνη. Από τις σκέψεις του ανθρώπου για τον θάνατο, μπορούμε να αποσπάσουμε μερικές σταθερές για όλες τις εποχές και όλες τις χώρες. Και από την ανάλυση αυτών των σταθερών μπορούμε να σχεδιάσουμε, μπροστά σε αυτή τη «σκοτεινή πραγματικότητα», μια πιο γαλήνια συμπεριφορά. Τη στιγμή, που θα δεχτούμε τον θάνατο ως γεγονός της ζωής (και όχι πια σαν όριο ή σαν διαφορετική κατάσταση) θα λείψουν ο τρόμος και τα φάρμακά του· εκείνη τη στιγμή θα λείψει πια και η ανάγκη της αρχιτεκτονικής σαν οργανωμένης ύλης, σαν ιεροτελεστικής συσσώρευσης αγαθών για το σκοτεινό ταξίδι. Μόνο εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος θα δεχτεί την πραγματικότητά του χωρίς να έχει ανάγκη από φορμαλιστικές κατασκευές (εξουσία, θρησκεία, αρχιτεκτονική, τελετές...), εκείνη τη στιγμή η μάζα δεν θα χρειάζεται να αντικαθιστά την ενέργεια της μνήμης, η υλική υπόσταση δεν θα χρειάζεται πια να προβληθεί ούτε σαν φυλακτό, ούτε σαν μοναδική ύπαρξη. Δεν θα έχουμε πια ανάγκη από αρχιτεκτονική για τον θάνατο. Η μοναδική μας αρχιτεκτονική θα είναι η ζωή μας. Superstudio μετάφραση: Κ. Κουρεμένος Superstudio, [1979], “Ζωή – Εκπαίδευση – Τελετή – Έρωτας – Θάνατος”, Θέματα χώρου + τεχνών, τεύχος 10/1979, Αθήνα, , σσ. 104 -111.
54
3. ΤΟ ΔΙΑΧΥΤΟ ΑΘΗΝΑΪΚΌ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Αθηναϊκή Υπερεπιφάνεια 3. 55
56
Το φυσικό περιβάλλον και το σύγχρονο Αθηναϊκό Τοπίο
57
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ I. ΑΣΤΙΚΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Όταν περιγράφουμε μια πόλη, ασχολούμαστε κυρίως με τη μορφή της. Αυτή η μορφή είναι ένα συγκεκριμένο δεδομένο, που αναφέρεται πάντα σε ένα ορισμένο παράδειγμα, όπως π.χ. η Αθήνα, η Ρώμη ή το Παρίσι. Η μορφή γίνεται συγκεκριμένη στην αρχιτεκτονική της πόλης, και μέσα από αυτή την αρχιτεκτονική θα ασχοληθώ με τα προβλήματα της πόλης. Με τον όρο αρχιτεκτονική της πόλης μπορούν να εννοηθούν δύο διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, μπορούμε να παραβάλουμε την πόλη προς ένα μεγάλο έργο των χεριών του ανθρώπου, ένα έργο της μηχανικής και της αρχιτεκτονικής, λίγο ή πολύ μεγάλο, λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκο, που αναπτύσσεται με το πέρασμα του χρόνου. Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, μπορούμε να αναφερθούμε σε τμήματα του αστικού συνόλου με πιο περιορισμένη έκταση, δηλαδή στους αστικούς συντελεστές, που χαρακτηρίζονται από μια δικιά τους αρχιτεκτονική και, συνεπώς, από μια δικιά τους μορφή. Και στις δύο απόψεις συνειδητοποιούμε, ότι η αρχιτεκτονική αποτελεί τη μια μόνο όψη μιας σύνθετης πραγματικότητας, μιας ιδιαίτερης δομής, αλλά συγχρόνως, επειδή είναι και το μόνο επαληθεύσιμο δεδομένο αυτής της πραγματικότητας, αποτελεί τον πιο συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης των αστικών προβλημάτων. Όλα αυτά τα αντιλαμβανόμαστε πιο εύκολα, αν σκεφτούμε ένα συγκεκριμένο αστικό συντελεστή. Αμέσως εμφανίζονται μπροστά μας προβλήματα που γεννιούνται από την παρατήρησή του, καθώς
και άλλα, λίγο-πολύ φανερά προβλήματα, που αναφέρονται στην ποιότητα, στην ιδιαίτερη φύση των αστικών συντελεστών. [...]
58
1. Οι συντελεστές της μεταπολεμικής Αθήνας
59
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
Πού αρχίζει, όμως, η ατομικότητα αυτού του κτιρίου και από τι εξαρτάται; Εξαρτάται, βέβαια, περισσότερο από τη μορφή του και λιγότερο από την υλική του υπόσταση, παρόλο που κι αυτή είναι πολύ σημαντική. Αλλά εξαρτάται επίσης και από το γεγονός, ότι είναι μια πολύπλοκη μορφή που εξελίχθηκε στο χώρο και στο χρόνο. Καταλαβαίνουμε ότι, αν αυτό το αρχιτεκτονικό έργο που εξετάζουμε ήταν, για παράδειγμα, κατασκευασμένο πρόσφατα, δε θα είχε την ίδια σημασία. Σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε να κρίνουμε μόνο την αρχιτεκτονική του, το στυλ και τη μορφή του, αλλά δε θα παρουσίαζε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και τον πλούτο των στοιχείων, τα οποία χαρακτηρίζουν ένα αστικό συντελεστή. Άλλες από τις αξίες και τις αρχικές λειτουργίες παραμένουν και άλλες αλλάζουν ολοκληρωτικά. Μπορούμε να διακρίνουμε με σιγουριά την προέλευση μερικών από τις μορφές, αλλά κάποιες άλλες δε μένουν παρά σαν μακρινοί απόηχοι. Όμως, όλοι σκεφτόμαστε τις αξίες που παραμένουν και, παρόλο που αυτές συνδέονται άμεσα με την ύλη και διαμορφώνουν το μόνο εμπειρικό δεδομένο του προβλήματος, εμείς αναφερόμαστε στις πνευματικές αξίες. Έτσι, πρέπει να μιλήσουμε για την ιδέα, που έχουμε σχηματίσει γι’ αυτό το κτίριο και για τη γενικότερη μνήμη, με την οποία είναι φορτισμένο, επειδή είναι προϊόν τον κοινωνικού συνόλου, και επιπλέον για τη σχέση που εμείς οι ίδιοι έχουμε μ’ αυτό το κοινωνικό σύνολο, διαμέσου αυτού του κτιρίου. [...] Όταν προβληματιστήκαμε πάνω στην ατομικότητα και τη δομή ενός αστικού συντελεστή, εμφανίστηκαν μια σειρά από ερωτηματικά, που το σύνολό τους φαίνεται να δημιουργεί ένα σύστημα, με βάση το οποίο μπορούμε να αναλύσουμε ένα έργο τέχνης. Επειδή, λοιπόν, όλη αυτή η μελέτη γίνεται με σκοπό τον καθορισμό της φύσης των αστικών συντελεστών και την αναγνώρισή τους, μπορούμε 60
Unicum Η κτισμένη δομή της πόλης είναι ένα καθαρά ανθρώπινο επίτευγμα. Είναι η αποκορύφωση της δημιουργίας και η απόλυτη ανθρώπινη επέμβαση πάνω στον πλανήτη. Είναι κομμάτι της ζωής και της κοινωνίας αναπόσπαστο απ’ αυτές. Είδαμε, ωστόσο, ότι στο παράδειγμα της Αθήνας, το κτισμένο κομμάτι της και το διάχυτο πρόγραμμά της δεν αποτελούν ένα «όλον» χωρίς το περιβάλλον της, του οποίου η παρουσία δίνει στην Αθήνα το «unicum»1, το οποίο προσπαθούμε να ανακαλύψουμε μέσα από το σύνολο της εργασίας. Η πόλη έχει ανάγκη από τον τόπο, στον οποίο βρίσκεται, για να μπορέσει να έχει υπόσταση. Τα γεωγραφικά του χαρακτηριστικά είναι το ίδιο σημαντικά με τα κτίρια της πόλης, στην συνολική σύνθεσή της2. Ο Aldo Rossi, μέσα από το βιβλίο του Η Αρχιτεκτονική της Πόλης3, εισαγάγει στην αρχιτεκτονική θεωρία την επιστήμη των αστικών συντελεστών4. Η πορεία κτηρίων, ιστορικών οικισμών, δρόμων και γεωγραφικών χαρακτηριστικών μέσα στον χρόνο, δείχνουν μια συνολική εικόνα για την πόλη. Είναι η μορφή της, κύριο αντικείμενο της αρχιτεκτονικής, ενώ η λειτουργία ή το πρόγραμμά της είναι ένα στοιχείο μεταβλητό στον χρόνο και πολλές φορές αναλώσιμο5. Η πόλη είναι μια σύνθεση από δύο βασικά μέρη: τα πρωτογενή χαρακτηριστικά, για τα οποία γίνεται λόγος σε ολόκληρη την εργασία, και η περιοχή κατοικίας6. Ιδιαίτερα για τα πρωτογενή στοιχεία, θα λέγαμε ότι είναι τα κομμάτια της πόλης που
1. “Η μοναδικότητα”, Rossi, Aldo, [1966], L’ Architettura della città, [1985], Η αρχιτεκτονική της πόλης, ελληνική μετάφραση: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, σ. 34. Ο Aldo Rossi προσδίδει αυτόν τον χαρακτηρισμό στους αστικούς συντελεστές και όχι γενικότερα στην πόλη, Βλ. απόσπασμα στην ερευνητική εργασία: σσ. 58 - 62. 2. Camillo Sitte, [1889], City Planning According to Artistic Principles. Ο αυστριακός αρχιτέκτονας μέσα από το έργο του είδε την πόλη σαν ένα συνολικό έργο τέχνης, που διέπεται από αρχές, όπως όλες οι τέχνες. Αναλογία, Ρυθμός, Γεωμετρία, Συμβολισμός. Σύμφωνα με την θεωρία του, ο πολεοδόμος πρέπει να έχει στο μυαλό του την σύνθεση ενός έργου τέχνης όταν σχεδιάζει την πόλη, καθώς και αυτή η ίδια είναι ένα έργο τέχνης, ίσως το μεγαλύτερο. 3. Πρωτότυπος τίτλος: Aldo Rossi, [1966], L’ Architettura della città. 4. Βλ. Αστικοί συντελεστές σσ. 58 -62 της ερευνητικής εργασίας. 5. Rossi, Aldo, [1966], L’ Architettura della città, Η δομή των αστικών συντελεστών: σ. 67. 6.Rossi, Aldo, [1966], L’ Architettura della città, Ο χώρος κατοικίας: σσ. 88-116.
1. ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
έχουν δημόσιο ή συλλογικό χαρακτήρα7. Η «διαμάχη» που παρατηρήσαμε στην πρώτη ενότητα, για τον διαχωρισμό του ιδιωτικού από τον δημόσιο χώρο προγραμματικά, και μορφολογικά σύμφωνα με τον Rossi, είναι τα θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίζεται η πόλη, η γενεσιουργός δύναμη πίσω απ’ αυτήν. Αν η περιοχή κατοικίας της Αθήνας είναι η εξάπλωση της δομής της πολυκατοικίας, πρέπει να ανακαλύψουμε τα στοιχεία εκείνα που είναι πρωτογενή σε αυτή, χωρίς να προσπίπτουμε στο αρχιτεκτονικό αδιέξοδο, ότι η σύγχρονη Αθήνα είναι μόνο η πολυκατοικία ή μόνο η αρχαία της Ακρόπολη . Σε αυτήν την εξερεύνηση θα χρησιμοποιήσουμε δύο «εννοιολογικά εργαλεία» από την επιστήμη των αστικών συντελεστών, τις έννοιες του Locus και της Συλλογικής Μνήμης8, τα οποία θα μας βοηθήσουν πρώτον στην ταξινόμηση κάποιων κομματιών της πόλης κάτω από τη σφαίρα των πρωτογενών στοιχείων και δεύτερον, στην απόλυτη σύνδεση της σύγχρονης Αθήνας με την μοναδική Γεωγραφία της, η οποία λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί κάθε μνημείο στον ιστό μιας πόλης9.
Χθόνιος, Ιστορικός, Πολιτικός Η μοναδικότητα της Αθήνας, σαν αστική δομή και εμπειρία, βρίσκεται σε κάθε ένα από τα πρωτογενή στοιχεία της, σε κάθε όψη τους και σε κάθε εμπειρία τους. Με το να τα επισημάνουμε και να τα χρησιμοποιούμε ως βάση, θα μπορέσουμε να δημιουργούμε στο μέλλον μια διαφορετική εικόνα της κάθε φορά, μια κατ’ αναλογία Αθήνα, όπως ο Canaletto10 απεικόνισε την παραχαραγμένη ή ανύπαρκτη Βενετία με την γέφυρα του Rialto11, στην εκδοχή του Palladio. Από την πρώτη όψη του πίνακα «Caprice view with Palladio’s design for the Rialto», η εμπειρία μας στις εικόνες και τους αστικούς συντελεστές της Βενετίας (το κανάλι, το μεταφορικό μέσο, η 7. Rossi, Aldo, [1966], L’ Architettura della città,Τα πρωτογενή στοιχεία: σσ. 118. 8. Βλ. Αστικοί συντελεστές σσ. 58 - 62 της ερευνητικής εργασίας. 9. Rossi, Aldo, [1966], L’ Architettura della città, Γεωγραφία και Ιστορία, Η ανθρώπινη δημιουργία: σσ. 138 – 142. 10. Giovanni Antonio Canal (1697-1768), Βενετός ζωγράφος, γνωστός για την απεικόνιση αστικών τοπίων του 18ου αιώνα, κυρίως της Βενετίας και του Λονδίνου. 11. Giovanni Antonio Canal, [1744], Caprice view with Palladio’s design for the Rialto, The Royal Collection, London.
αμέσως να δηλώσουμε ότι στη φύση των αστικών συντελεστών υπάρχει κάτι που τους εξομοιώνει, και όχι μόνο μεταφορικά, με το έργο τέχνης. Είναι υλικές κατασκευές, αλλά, παρ’ όλη την υλικότητά τους, έχουν κάτι το διαφορετικό: Αν και εξαρτήματα, εντούτοις πολλά εξαρτώνται από αυτές. Αυτή η καλλιτεχνική φύση των αστικών συντελεστών είναι στενά συνδεδεμένη με την ποιότητά τους, με το «unicum», δηλαδή τη μοναδικότητά τους, και συνεπώς με την προσπάθεια της ανάλυσης και του ορισμού τους.Αυτό είναι ένα αρκετά πολύπλοκο ζήτημα. Αφήνοντας τις ψυχολογικές προεκτάσεις του, πιστεύω ότι είναι δυνατό να αναλύσουμε τους αστικούς συντελεστές, που είναι αρκετά πολύπλοκοι από μόνοι τους, αλλά είναι πολύ δύσκολο να τους ορίσουμε. Η φύση αυτού του προβλήματος πάντα μ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα και πιστεύω ότι αφορά ακριβώς την αρχιτεκτονική της πόλης. [...] Η εντύπωση, που έχετε για έναν αστικό συντελεστή θα είναι πάντα αρκετά διαφορετική από την εντύπωση εκείνου, που τον έχει ζήσει από κοντά. Αυτές οι σκέψεις μπορούν να περιορίσουν την έκταση της αποστολής μας, η οποία έχει, ίσως, κύριο στόχο να ορίσει το συντελεστή ως έργο των χεριών του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, να ορίσουμε και να ταξινομήσουμε ένα δρόμο, μια πόλη, ένα δρόμο μέσα στην πόλη και επίσης τη θέση του μέσα σ’ αυτήν, τη λειτουργία του, την αρχιτεκτονική του, το σύστημα του να υπάρχουν διάφοροι δρόμοι μέσα στην πόλη και άλλα πολλά. Θα πρέπει, λοιπόν, να ασχοληθούμε με την αστική γεωγραφία, με την αστική τοπογραφία, την αρχιτεκτονική και άλλες επιστήμες. Θα προσπαθήσουμε μια ανάλυση μέσα από αυτές τις κατευθύνσεις. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να θεμελιώσουμε με κάποιο γενικό τρόπο μια λογική γεωγραφία της πόλης, η οποία θα έπρεπε 61
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
να εφαρμοστεί κυρίως στα προβλήματα της έκφρασης, της περιγραφής ται της ταξινόμησης. Στα πλαίσια των επιστημών των αστικών φαινομένων, βασικά προβλήματα, όπως το πρόβλημα της τυπολογίας, δεν ερευνήθηκαν μέχρι σήμερα συστηματικά. Με βάση τις μέχρι τώρα κατατάξεις, υπάρχουν πολλές υποθέσεις, που όμως δεν έχουν επαληθευθεί και επομένως παραμένουν γενικότητες. [...] Όμως, μέσα από την έννοια της φύσης των συλλογικών συντελεστών, έχει τεθεί με καθαρό και επιστημονικό τρόπο το πρόβλημα της αντίληψης της πόλης ως έργου τέχνης, και πιστεύω ότι καμιά αστική έρευνα δεν μπορεί ν’ αγνοήσει αυτή την πλευρά του προβλήματος. Πώς μπορούν όμως να θεωρηθούν οι αστικοί συντελεστές έργα τέχνης; Ένα κοινό σημείο ανάμεσα στις μεγάλες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής και στο έργο τέχνης είναι η γέννησή τους στη σφαίρα του ασυνείδητου. Αυτό συμβαίνει σε συλλογικό επίπεδο για τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής και σε ατομικό για το έργο τέχνης. Η διαφορά αυτή όμως είναι δευτερεύουσα, αφού και τα δύο, είτε παράγονται από το κοινό, είτε παράγονται για το κοινό, είναι το ίδιο πράγμα. [...] Η πόλη και η κατοικημένη περιοχή, τα χωράφια και τα δάση γίνονται ανθρώπινα αντικείμενα, γιατί το κάθε ένα από αυτά είναι μια τεράστια αποθήκη μόχθου, ένα έργο των χεριών μας. Αλλά ως τεχνητή πατρίδα και κατασκευασμένα αντικείμενα, είναι ταυτόχρονα και μαρτυρίες αξιών· είναι στοιχεία που παραμένουν και είναι φορτωμένα με μνήμες. Η πόλη υπάρχει μέσα στην ιστορία της. Συνεπώς, η σχέση μεταξύ τόπου και ανθρώπων, καθώς και το έργο τέχνης ως τελικό και αποφασιστικό γεγονός, που διαμορφώνει και κατευθύνει την εξέλιξη της πόλης, σύμφωνα με ένα αισθητικό κριτήριο, μας επιβάλλουν ένα σύνθετο τρόπο μελέτης της πόλης. [...] 62
αρχιτεκτονική της Αναγέννησης παρατιθέμενη με τα τοπικά γοτθικά χαρακτηριστικά), μας καλεί να ονομάσουμε τον τόπο της Βενετίας ως τον απεικονιζόμενο12. Με αυτόν τον τρόπο θα αναγνωρίσουμε τα στοιχεία της Αθήνας, που διεγείρουν τις αισθήσεις μας και με την οποιαδήποτε συνάντηση, που θα έχουμε μ’ αυτά, θα φανταζόμαστε την Αθήνα. «Η σχέση μεταξύ της μορφής και του στοιχείου που υπάρχει πριν απ’ αυτήν, παρουσιάζεται και πάλι ως βασική αρχή και έτσι, ενώ η αρχιτεκτονική από τη μια μεριά επαναθέτει προς συζήτηση το σύνολο του πεδίου της, τα στοιχεία και τα ιδανικά της, από την άλλη μεριά τείνει να ταυτιστεί με το συντελεστή, δηλαδή με το στοιχείο που υπάρχει πριν από αυτή, χωρίς πια να υπολογίζει εκείνο το διαχωρισμό που υπήρχε στην αρχή της και που ήταν η απαραίτητη συνθήκη της αυτονομίας της»13. Όπως έγινε κατανοητό, από τις διαστρεβλωμένες εικόνες της διάχυτης Αθήνας, τα μεγάλης κλίμακας γεωγραφικά στοιχεία αποτελούν τους πρώτους αστικούς συντελεστές, την αρχέγονη ύλη της πόλης, που είναι ουσιαστικά ο τόπος, ο «locus». Είναι οι λόφοι του κέντρου του Λεκανοπεδίου και οι μικρές οροσειρές, που το ορίζουν. Αποτελούν το φόντο κάθε πολυκατοικίας, κάθε δρόμου και κάθε μνημείου, σημεία αναφοράς στην κτισμένη δομή. Είναι κομμάτι της μυθολογίας γύρω από την δημιουργία της Αθήνας14, θεϊκές παρεμβάσεις και τόποι ηρώων15. Οι πρόποδές τους ή ακόμα και οι κορυφές τους16, καθόρισαν τον δημόσιο χώρο της Αθήνας και αποτελούν ακόμα, σημαντικό, αν όχι τον μόνο, χώρο εκτόνωσης της πόλης, με λειτουργίες πολύ κοντά σε αυτές των αστικών πάρκων της Δυτικής Ευρώπης. Αυτές οι νησίδες πραγματικής γεωγραφίας μέσα στην πόλη ή στα όρια της, μας επιτρέπουν να διαχωρίσουμε την Αθήνα από κάθε άλλη ελληνική πόλη, παρόλο που έγινε λόγος για 12. Rowe, Colin – Koetter, Fred, [1978], Collage City, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, Commentary. 13. Βλ. Locus, σσ. 63 - 65 της ερευνητικής εργασίας. 14. Rossi, Aldo, [1966], L’ Architettura della città, η Αθήνα: σσ. 193 -200. 15. Ο αρχαιελληνικός μύθος γύρω από την μάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την προστασία και το όνομα της Αθήνας. Οι άθλοι του νεαρού ήρωα Θησέα στην Αττική Γη. Για σύντομες αναγνώσεις Βλ. [http://www.theoi.com/]. 16. Η κορυφή του λόφου των Νυμφών και το Αστεροσκοπείο (1842 - 1846) του Theophil Hansen, η κορυφή και οι περίπατοι στον Λυκαβηττό και οι προτάσεις του Ernst Ziller, οι ανασκαφές του Παναθηναϊκού Σταδίου στον Αρδηττό [1865 - 1895], Παπαγεωργιού – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, σσ. 34 – 66.
1. ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Χθόνιοι Συντελεστές
Η ανατολική πλευρά του Λόφου των Μουσών.
Η νότια πλευρά του Λυκαβηττού.
Η νότια πλευρά των Τουρκοβουνίων - Πενταγώνου.
Η ανατολική πλευρά του Όρους Αιγάλεω.
Η Δυτική πλευρά του Υμηττού.
Η νότια πλευρά της Πεντέλης.
Η νοτιοανατολική πλευρά της Πάρνηθας.
II. LOCUS Μ’ αυτό τον όρο εννοώ τη μοναδική και οικουμενική σχέση, που υπάρχει ανάμεσα σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο και στις κατασκευές, που υπάρχουν σ’ αυτό τον τόπο. Στην κλασική εποχή, η επιλογή του τόπου για την κατασκευή ενός κτιρίου ή μιας πόλης είχε μεγάλη σημασία. Η «τοποθεσία», ο τόπος, τελούσε υπό την κυριαρχία του «genius loci», της θεότητας του τόπου που επόπτευε και παρενέβαινε σε οτιδήποτε συνέβαινε σ’ αυτό τον τόπο. [...] Αν μεταφέρουμε αυτή τη συζήτηση στο πεδίο των αστικών συντελεστών, φαίνεται σαν να μη μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από τις εικόνες, σαν να μην είναι δυνατή η με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο ανάλυση του περιβάλλοντός τους. Και ίσως δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε την καθαρή και απλή αξία του «locus», μια που αυτή η έννοια του τόπου και του χρόνου φαίνεται ότι δεν είναι δυνατό να εκφραστεί μέσα από τη λογική, παρόλο που περιλαμβάνει αξίες που «βρίσκονται» έξω και πέρα από τα συναισθήματα που μας γεννάει μια τέτοια εμπειρία.[...] Σκέφτομαι συχνά τις πλατείες που ζωγράφιζαν οι ζωγράφοι της Αναγέννησης, όπου ο τόπος της αρχιτεκτονικής, της ανθρώπινης κατασκευής, επειδή είναι αποτυπωμένος σε μια ιδιαίτερη χρονική στιγμή, αποκτά μια αξία του τόπου και της μνήμης πολύ πιο γενική. Αλλά αυτή η ιδιαίτερη στιγμή συμπίπτει με την πρώτη και πιο αξιόλογη έννοια, που έχουμε για τις πλατείες της Ιταλίας και συνεπώς είναι δεμένη με την έννοια τον χώρου, που έχουμε για τις ιταλικές πόλεις. Έννοιες τέτοιου είδους είναι δεμένες με την ιστορική μας κουλτούρα, με τη ζωή μας μέσα σ’ ένα κατασκευασμένο περιβάλλον, με τις συσχετίσεις, που κάνουμε από τη μια κατάσταση στην άλλη. Είναι επίσης δεμένες με τη συνεχή ανακάλυψη μοναδικών σημείων, τα οποία αποτελούν την πλησιέστερη προσέγγιση στην ιδέα κάποιου 63
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
χώρου, όπως περίπου τον είχαμε φανταστεί. [...] Τα σχόλια που περιέχονται στις πραγματείες σχετικά με τη θέση του τοπίου στη ζωγραφική, η σιγουριά με την οποία οι Ρωμαίοι, χτίζοντας τις καινούριες πόλεις, επαναλάμβαναν τα ίδια στοιχεία στα κτίριά τους γιατί ήξεραν ότι ο «locus» θα τα διαφοροποιήσει, καθώς και πολλά άλλα θέματα, μας φανερώνούν τη σημασία αυτών των συντελεστών. Αντιμετωπίζοντας τέτοιου είδους προβλήματα αντιλαμβανόμαστε γιατί η αρχιτεκτονική ήταν τόσο σημαντική στον κλασικό κόσμο και την Αναγέννηση. Αυτή «διαμόρφωνε» μια κατάσταση. Οι ίδιες οι μορφές της άλλαζαν σύμφωνα με τη γενική αλλαγή του τόπου, αποτελούσαν μαζί του ένα «σύνολο», χρησίμευαν σ’ ένα γεγονός, ενώ αυτές οι ίδιες αποτελούσαν ένα γεγονός· έτσι μόνο μπορούμε να αντιληφθούμε τη σημασία ενός οβελίσκου, μιας κολώνας, ενός επιτυμβίου. Ποιός μπορεί σήμερα να διαχωρίσει το γεγονός από τη μαρτυρία του, που είναι αυτή ακριβώς που παγιώνει το γεγονός; [...] Η σχέση μεταξύ της μορφής και του στοιχείου που υπάρχει πριν απ’ αυτήν, παρουσιάζεται και πάλι ως βασική αρχή και έτσι, ενώ η αρχιτεκτονική από τη μια μεριά ξαναθέτει προς συζήτηση το σύνολο του πεδίου της, τα στοιχεία και τα ιδανικά της, από την άλλη μεριά τείνει να ταυτιστεί με το συντελεστή, δηλαδή με το στοιχείο που υπάρχει πριν από αυτή, χωρίς πια να υπολογίζει εκείνο το διαχωρισμό που υπήρχε στην αρχή της και που ήταν η απαραίτητη συνθήκη της αυτονομίας της. [...] Γι’ αυτό, όλα τα μεγάλα αρχιτεκτονικά έργα ξαναπροτείνουν την αρχιτεκτονική της Ιστορίας σαν να είχε διατηρηθεί για πάντα αυτή η σχέση (ανάμεσα στο αρχικό στοιχείο και τις μορφές) . Αλλά κάθε φορά η νέα πρόταση έχει κάτι το διαφορετικό. Η ίδια ιδέα της αρχιτεκτονικής εκδηλώνεται σε διαφορετικούς τόπους. Έτσι, μπορούμε να 64
την καθολική κυριαρχία της πολυκατοικίας σε αυτήν. Αυτοί ονομάζονται και «χθόνιοι αθηναϊκοί συντελεστές». Με χρονολογική σειρά, πρέπει να αναφερθούμε σε μια δεύτερη ομάδα αστικών συντελεστών, που έχουν να κάνουν κυρίως με την μακρινή ιστορία της πόλης και το μνημείο. Η Ακρόπολη και το κτιριακό σύμπλεγμα σ’ αυτήν, πάντα δεσπόζουν πάνω από κάθε άλλο αστικό συντελεστή της Αθήνας17, τόσο που η σημειολογική αυτονομία της Ακρόπολης και της Αθήνας ταυτίζονται. Οι ανασκαφές γύρω από την Ακρόπολη, την περιοχή της Πλάκας, στον Κεραμεικό και στον Ίππιο Κολωνό, αλλά και σε κάθε ελεύθερο οικόπεδο του ιστορικού κέντρου, κατά τον 19ο αιώνα και το σύνολο του 20ου (18281988) μας έχουν αποκαλύψει πέρα από ένδοξα ερείπια και αρχαιολογικά ευρήματα18, χώρους νεκρούς, που μόνο κάτω από συγκεκριμένες εκδηλώσεις και συνθήκες γίνονται ενεργά κομμάτια της πόλης19 όταν οι αρχαιολογικοί χώροι γίνονται σημεία πολιτιστικών εκδηλώσεων, σημεία παρατήρησης της Αυγουστιάτικης Πανσελήνου, κομμάτι του ποδηλατικού γύρου της Αθήνας. Και δεν είναι μόνο τα αρχαία ερείπια και οι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά και Βυζαντινά Μνημεία των «άλλοτε περιχώρων», όπως η Μονή Δαφνίου ή η Μονή Καισαριανής, τα οποία με την επέκταση της πόλης, έγιναν κομμάτι της. Βλέπουμε δηλαδή, τους «ιστορικούς αθηναϊκούς συντελεστές», η οποίοι λόγω πολιτικής απόφασης, αλλά και ιστορικής / πολιτιστικής σημασίας, βρίσκονται τόσο στον χώρο της έννοιας του locus, ο οποίος έχει έναν πολύ σταθερό και μόνιμο χαρακτήρα, όσο και στην έννοια της συλλογικής μνήμης, που θα δούμε παρακάτω. Τέλος, κάτω από την σφαίρα των πρωτογενών στοιχείων, προστίθενται οι πιο πολύπλοκης φύσης συντελεστές, οι οποίοι σχηματίστηκαν υλικά, αλλά και συνδέθηκαν με την δραστηριότητα των Αθηναίων στην πόλη τους, τα τελευταία 180 χρόνια και αποτελούν κομμάτι της κτισμένης ή σχεδιασμένης Αθήνας. Είναι κτίρια ή δρόμοι, μικρές ή μεγάλες πλατείες, 17. Le Corbusier, επιμέλεια Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [1987], Κείμενα για την Ελλάδα, φωτογραφίες και σχέδια, Άγρα, Αθήνα, Ο Παρθενώνας: σσ. 71-102, και Το Αττικό Τοπιο και η Ακρόπολη: σσ. 154-156. 18. Παπαγεωργιού – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, Archaeology in Athens , 1828 – 1988: σσ. 269 – 313. 19. Le Corbusier, επιμέλεια Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [1987], Κείμενα για την Ελλάδα, φωτογραφίες και σχέδια, Modern Exploitation of the Historic Ηeritage of Athens σσ.: 386 – 401.
1. ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ιστορικοί Συντελεστές
Το “κτιριακό σύμπλεγμα” του λόφου της Ακρόπολης.
Οι Στήλες του Ολυμπίου Διος.
Η Στοά του Αττάλου.
Ο ναός του Ηφαίστου.
Η Πύλη του Αδριανού και η Ρωμαϊκή Αγορά.
μελετήσουμε τις πόλεις μας με βάση την ίδια αρχή, τονίζοντας το συγκεκριμένο στοιχείο κάθε μιας εμπειρίας. [...] Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα όρια αυτού του προβλήματος, του «locus», και να δούμε ως ποιο σημείο καλύπτεται από το πεδίο της αρχιτεκτονικής, θα πρέπει να φωτίσουμε τις μοναδικές και χαρακτηριστικές όψεις και σχέσεις, τις οποίες μπορούμε να διακρίνουμε στις αμοιβαίες οριοθετήσεις τους. Θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια του τόπου, που μερικές φορές μας φαίνεται μόνο γεμάτος από σιωπή, αν τον δούμε από κάποια άλλη σκοπιά, ίσως όχι τόσο ορθολογική, αλλά πιο γνώριμη, πιο οικεία. Διαφορετικά, συνεχίζουμε να διακρίνουμε τα όρια του τόπου, που σιγά σιγά σβήνουν και εξαφανίζονται. Αυτά τα όρια αφορούν την ιδιαιτερότητα των μνημείων, της πόλης, των κατασκευών, και, συνεπώς, την έννοια της ατομικότητας και τα ακραία της σημεία, πού αρχίζει δηλαδή και πού τελειώνει αυτή η ατομικότητα. Αφορούν την ανάλυση της σχέσης του τόπου με την αρχιτεκτονική, αυτό που την κάνει τον «τόπο» μιας τέχνης. Αφορούν, συνεπώς, όλα αυτά που επιτρέπουν τον ορισμό του «locus» ως ειδικού συντελεστή, καθορισμένου από το χώρο και από το χρόνο, από την τοπογραφική του διάσταση και από τη μορφή του, από το ότι είναι ο τόπος παλιών και καινούριων γεγονότων, από τη μνήμη του. [...] III. ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΜΝΗΝΗ Η «âme de la cité» (η ψυχή της πόλης) γίνεται η ιστορία της, το σημάδι, που είναι χαραγμένο στα τείχη της, ο διακριτικός και ταυτόχρονα καθοριστικός χαρακτήρας, η μνήμη της. Στο La Mémoire collective, ο Halbwachs έγραψε: «Όταν μια ομάδα εγκαθίσταται σε ένα τμήμα του χώρου, τον μεταμορφώνει καθ’ ομοίωσή της, αλλά συγχρόνως υπόκειται και προσαρμόζεται 65
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
στους υλικούς παράγοντες, που της αντιστέκονται. Αυτή η ομάδα περιορίζεται στο περιβάλλον που κατασκεύασε. Η εικόνα του εξωτερικού περιβάλλοντος και οι σχέσεις, που δημιουργεί μ’ αυτό, αποκτούν μια κυρίαρχη σημασία στην ιδέα, που αυτή η ομάδα σχηματίζει για τον εαυτό της». Επεκτείνοντας την άποψη τον Halbwachs, θα ήθελα να πω, ότι η πόλη η ίδια είναι η συλλογική μνήμη των λαών. Και όπως η μνήμη είναι συνδεδεμένη με τα γεγονότα και τους τόπους, η πόλη είναι ο «locus» της συλλογικής μνήμης. Αυτή η σχέση ανάμεσα στο «locus» και τους πολίτες γίνεται, λοιπόν, η κυρίαρχη εικόνα, η αρχιτεκτονική, το τοπίο· και καθώς τα γεγονότα χαράζονται στη μνήμη, καινούρια γεγονότα συμβαίνουν στην πόλη. Μ’ αυτή τη συγκεκριμένη έννοια, οι μεγάλες ιδέες διατρέχουν την ιστορία των πόλεων και τη διαμορφώνουν. Κατά την ανάλυση της αρχιτεκτονικής της πόλης, αναγκαστήκαμε να αναφερθούμε στην έννοια του «locus» ως χαρακτηριστικής αρχής των αστικών συντελεστών. Ο «locus», η αρχιτεκτονική, τα στοιχεία που εξακολουθούν να επιβιώνουν και η ιστορία, μας επέτρεψαν να διευκρινίσουμε την πολυπλοκότητα των αστικών συντελεστών. Η συλλογική μνήμη συμμετέχει στο μετασχηματισμό του χώρου μέσα από τη δράση του κοινωνικού συνόλου. Αυτός ο μετασχηματισμός εξαρτάται πάντα από την οποιαδήποτε υλική πραγματικότητα που αντιτίθεται σ’ αυτόν. Και, μ’ αυτή την έννοια, η μνήμη γίνεται το νήμα που διαπερνά όλη την πολύπλοκη δομή της πόλης και κατά τούτο διαφέρει η αρχιτεκτονική των αστικών συντελεστών από την τέχνη, κατά το ότι η τέχνη είναι ένα στοιχείο που υφίσταται από μόνο του, ενώ και τα μεγαλύτερα μνημεία της αρχιτεκτονικής είναι στενά συνδεδεμένα με την πόλη «... τίθεται λοιπόν το ερώτημα: με ποιον τρόπο η ιστορία μιλά μέσα από την τέχνη; Αυτό συμβαίνει 66
αλληλεπιδρούμενες ή και όχι με τους χθόνιους και ιστορικούς συντελεστές. Είναι δρόμοι που έχουν εμπορική σημασία και δρόμοι που έχουν πολιτική σημασία. Είναι βιομηχανικά κτήρια ή χώροι πολιτισμού. Αντιπροσωπεύουν την νεοκλασική, την εκλεκτικιστική ή την μοντέρνα αρχιτεκτονική με τον ίδιο τρόπο. Και ενώ φαίνεται ότι δεν μπορούν να ταξινομηθούν σε μια κατηγορία, όλοι τους έχουν ένα κοινό. Σχηματίζουν την ίδεα που έχουν οι Αθηναίοι για τον εαυτό τους, μέσα από την εγκατάστασή τους στην Αττική Γη20. Είναι η «τρισδιάστατη» μνήμη, δηλαδή τα γεγονότα και οι τόποι της Ιστορίας στην ζωή στη σύγχρονη Αθήνα. Μπορεί να είναι κτίρια-σύμβολα όπως η Βουλή των Ελλήνων (ή και πρώην ανάκτορα), η παλιά Βουλή, η Αθηναϊκή Τριλογία21, που πέρα από σύμβολα του Ελληνικού Κράτους και Πολιτισμού έγιναν και σκηνικά σε εορτασμούς, καταστροφές και κρίσεις της πρόσφατης συλλογικής μνήμης, αλλά και ολόκληροι δρόμοι (οδός Ερμού, οδός Ηρώδου Αττικού) ή συνοικίες (Πλάκα), οι οποίοι αποτελούν χαρακτηριστικό κομμάτι τόσο μορφολογικά όσο και προγραμματικά στην ζωή της πόλης. Σίγουρα, πρέπει η κύρια μορφή, και όχι η λειτουργία, να διατηρείται για να μπορέσουμε να τους αποκαλέσουμε αστικούς συντελεστές, αλλά όσο και αν αλλάξει η οδός Ερμού μορφολογικά, από την στιγμή που ο δρόμος θα περνά από τον Κεραμεικό, και την πλατεία Μοναστηρακίου, θα «περικλείει» την Καπνικαρέα και θα οδηγεί προς την Βουλή με κάθετες θέες προς την Ακρόπολη και ευθεία οπτική προς τον Υμηττό, θα είναι κομμάτι της συλλογικής μνήμης της Αθήνας. Οι «πολιτικοί αθηναϊκοί συντελεστές» αφορούν ταυτόχρονα τους πολίτες, αλλά και την πολιτική ζωή της Αθήνας. Είναι σχηματισμένοι απ’ αυτούς αλλά και οι πρώτοι διαμορφώνουν την ιδέα των τελευταίων για την πόλη. Είναι αντικείμενα συλλογικοτήτων, αλλά αφορούν εμπειρικά και το κάθε άτομο ξεχωριστά. Λένε μια ανεξάρτητη ιστορία για χρονικές στιγμές της πόλης, της πολιτικής, της οικονομίας και της κοινωνίας στον ίδιο ακριβώς χώρο, την Αθήνα. Γι’ αυτό ο αριθμός τους μπορεί να αλλάξει υποκειμενικά. Και αυτό έρχεται σε αντίθεση με την θεωρία του Rossi, στην οποία πρέπει ο αστικός συντελεστής να 20. Βλ. Locus σσ. 63 - 65 της ερευνητικής εργασίας. 21. Το Πανεπιστήμιο(1850), Η Ακαδημία (1856), και η Εθνική Βιβλιοθήκη(1888), ανάμεσα στις οδούς Πανεπιστημίου και Ακαδημίας, σχεδιασμένα από τους αδερφούς Cristian (Πανεπιστήμιο) και Theophil (Ακαδημία, Βιβλιοθήκη) Hansen.
1. ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Η Καπνικαρέα.
Η Μονή Δαφνίου.
Η Ακαδημία.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη.
Το Πανεπιστήμιο.
πρώτα πρώτα μέσα από τα αρχιτεκτονικά μνημεία, που είναι η συμπληρωματική έκφραση της εξουσίας ενός Κράτους ή μιας Εκκλησίας. Αλλά ένας λαός μπορεί να είναι ευχαριστημένος με ένα “Stonehenge” μόνο αν δεν έχει ακόμα αισθανθεί την ανάγκη να εκφραστεί μέσα από τη μορφή (...). ‘Ετσι ο χαρακτήρας ολόκληρων εθνών, πολιτισμών και εποχών, διαφαίνεται μέσα από το σύνολο των αρχιτεκτονικών έργων τους που αποτελεί το εξωτερικό τους περίβλημα» ( Jacob Burckhardt, [1958], Sullo studio della storia, Τορίνο). Πιστεύω ότι τώρα πια η γνώση για τους αστικούς συντελεστές μπορεί να διευρυνθεί με μια έρευνα πιο βαθιά από εκείνη, που έγινε ως τώρα, και που μπορεί να ξεπεράσει τα σημεία από όπου ξεκινήσαμε. Μπορούμε να πούμε, για παράδειγμα, ότι ακόμα και οι επιλογές δεν μας φαίνονται τόσο ελεύθερες όσο στην αρχή, αλλά ότι και αυτές οι ίδιες είναι στενά συνδεδεμένες με τη φύση των αστικών συντελεστών, στο εσωτερικό των οποίων παράγονται. Τέλος, η ίδια η πραγματικότητα της πόλης δείχνει, ότι αυτή δεν έχει άλλο σκοπό παρά τον ίδιο της τον εαυτό. Η πόλη γίνεται ο σκοπός του εαυτού της στο μέτρο που αναπτύσσει συνειδητά μια κάποια ιδέα για τον εαυτό της. Στο εσωτερικό αυτής της ιδέας για την πόλη περιγράφονται οι δραστηριότητες των ατόμων και συνεπώς ο αστικός συντελεστής δεν είναι καθ’ όλα συλλογικός. [...] Η μνήμη, στο εσωτερικό αυτής της δομής, είναι η συνείδηση της πόλης. Είναι μια δράση με ορθολογική μορφή, της οποίας η ανάπτυξη αποδεικνύει με τη μεγαλύτερη διαύγεια, ακρίβεια και αρμονία, την αρχή που ήδη έχει γίνει αποδεκτή. [...] Είναι πιθανό ότι αυτή η αξία της ιστορίας, ως συλλογικής μνήμης, με άλλα λόγια ως σχέσης του κοινωνικού συνόλου με τον τόπο και με την ιδέα του τόπου, θα μας δώσει ή θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε τη σημασία της 67
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
δομής της πόλης, της ατομικότητάς της και της αρχιτεκτονικής της, που είναι η μορφή αυτής της ατομικότητας. Αυτή η ατομικότητα φαίνεται τόσο δεμένη με ένα πρωταρχικό συντελεστή, με μια «αρχή», δηλαδή ότι αποτελεί ένα γεγονός και μια μορφή. Έτσι, η ένωση του παρελθόντος με το μέλλον βρίσκεται στην ίδια την ιδέα της πόλης, που τη διατρέχει όπως η μνήμη διατρέχει τη ζωή ενός ανθρώπου, και που για να συγκεκριμενοποιηθεί πρέπει πάντα να δίνει μορφή στην πραγματικότητα και να αποκτά τη μορφή της από αυτήν. Αυτή η διαδικασία μορφοποίησης είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό των μοναδικών αστικών συντελεστών μιας πόλης, των μνημείων της καθώς και της ιδέας που εμείς έχουμε γι’ αυτήν. Αυτό εξηγεί γιατί η πόλη στην αρχαιότητα είχε τη γέννησή της μέσα στο μύθο. [...]
Aldo Rossi μετάφραση: Βασιλική Πετρίδου Rossi, Aldo, [1966], L’ Architettura della città, [1985], Η αρχιτεκτονική της πόλης, ελληνική μετάφραση: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη. Ι. σσ. 31 – 39. II. σσ. 145 – 150. III. σσ. 190 – 193. 68
διατηρεί την μορφή του. Σε μια τόσο νέα πόλη, η ιστορία στην κτισμένη δομή της παίζει τον ίδιο ρόλο με την εμπειρία των πολιτών, όταν επίσης η μορφή έχει απλουστευθεί τόσο έντονα. Όταν η πόλη είναι τόσο ομοιογενής και το πρόγραμμα κυριαρχεί, ίσως η θεωρία των αστικών συντελεστών να χρειάζεται να προσαρμοστεί στην νέα προγραμματική πραγματικότητα της σύγχρονης μητρόπολης.
Πεδίο σύγκρουσης Ο καθορισμός των αστικών συντελεστών δεν είναι πλήρης όσο δεν εκφράζει την «αστική μνήμη» του κάθε πολίτη, δηλαδή δεν αναφέρεται σε γεγονότα ή τόπους δράσης του. Η ατομικότητά τους είναι τέτοια που και αυτοί χάνονται σε μια μεγάλης κλίμακας περιοχή, με κατοίκους που δεν αυτοκαθορίζονται άμεσα από αυτούς. Αυτό όμως που μπορούν να επηρεάσουν είναι το να αναγνωρίσουμε τα στοιχεία της πόλης, τα οποία διατηρούνται στον χρόνο, παραπάνω από άλλα, όχι γιατί είμαστε λάτρεις της Ιστορίας, αλλά γιατί στην αναζήτηση μιας ταυτότητας αποτελούν εργαλεία καθορισμού της ή κομμάτια της γένεσής της. Αποτελούν κομμάτι μιας σύγχρονης μυθολογίας για το τι είναι η πόλη και γιατί συνεχίζει να ζει ο άνθρωπος σε αυτές. Οι χθόνιοι, ιστορικοί και πολιτικοί αθηναϊκοί συντελεστές είναι τα σταθερά κομμάτια της πόλης, τα οποία θα διαβρωθούν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της. Είναι η «φύση», πάνω στην οποία θα συνεχίσει να εξελίσσεται και να μεταβάλλεται η Αθήνα. Σε κάθε νέα της εξέλιξη θα αποτελούν την εικόνα και την ουσία, που θα προσδιορίζει την κάθε αστική παράμετρο, η οποία θα συμμετέχει στην αλλαγή, ενώ όπως αναφέρει ο Colin Rowe, θα αποτελέσουν και το πεδίο σύγκρουσης σε ένα ψυχολογικό και χρονικό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα και ένα πεδίο αυτοσυντήρησης του μύθου22. Θα είναι ένα πεδίο διαμάχης της εικόνας με τον ορθολογισμό, της φαντασίας με την λειτουργία, του συλλογικού με το ατομικό προς μια μελλοντική πορεία της πόλης. Ο κύκλος επαναλαμβάνεται και ξεκινάμε να βλέπουμε την πόλη στα σημεία, όπου διασταυρώνονται έννοιες και στοιχεία, που σε διαφορετική περίπτωση λειτουργούν παράλληλα. Στα σημεία όπου τα αποσπάσματα της αρχιτεκτονικής της πόλης γίνονται 22. Rowe, Colin – Koetter, Fred, [1978], Collage City, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, Collision City and the Politics of ‘Bricolage’: σσ. 106 – 117.
1. ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Πολιτικοί Συντελεστές
“Ερμού “και “Σταδίου”.
“Μοναστηράκι”.
“Ομόνοια”.
“Σύνταγμα”.
ορισμένα πεδία «κίνησης»23 των ανθρώπων και μεταμορφώνονται στον τόπο της ανθρώπινης επιθυμίας, στο φυσικό οικιστικό του περιβάλλον.
23. Tschumi, Bernard, [1994], “The Pleasure of Architecture”, στο: Architecture and Disjunction , The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, Αίσωπος: σσ. 81-96. 69
ΤΟΠΙΑΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ Είναι γεγονός ότι o homo sapiens έχει, με κάθε πρόθεση και σκοπό, αποικίσει την Γη. Η παρουσία της Ανθρωπότητας δεν είναι ήπια. Κάθε γωνιά του πλανήτη έχει καταληφθεί, έχει ορισθεί ή σημαθεί με κάποιο τρόπο. Η ιδέα μιας παρθένου φύσης είναι περισσότερο μια μεταφορά παρά η πραγματικότητα. Παρά το γεγονός, ότι κάθε περιοχή αστικής ανάπτυξης ή κάθε κτήριο συνορεύει με μια υπάρχουσα πόλη ή υποδομές, και διαφημιστικές πινακίδες ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις είναι ορατές σε κάθε πανοραμική άποψη, ο σχεδιασμός και η μοντέρνα αρχιτεκτονική έχουν συνεχίσει να περιθάλπτουν την ψευδαίσθηση της αυθεντικότητας της φύσης. Είναι ενδιαφέρον ότι η τοπιακή πολεοδομία ψάχνει να ορίσει ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο για την σχέση μεταξύ της πόλης και της φύσης σε έναν ολοένα και πιο αστικοποιημένο κόσμο. Μια προφανής νέα συνεισφορά σ’ αυτό το σύνολο των ιδεών είναι η ιδέα της Δεύτερης Φύσης. Σε αντίθεση με τα μεγάλα βουλεβάρτα, με τα οποία ο Haussmann κυριολεκτικά χάραξε μνημειακές πράσινες αρτηρίες στον υπάρχοντα αστικό ιστό, και τα πρώιμα αστικά πάρκα, που οι σχεδιαστές προσάρμοσαν στην αστική δομή, τα πρόσφατα πάρκα όρισαν πραγματικά την «άκτιστη» πόλη. Τα μεγάλα παρισινά πάρκα του ύστερου 19ου αιώνα, όπως το δάσος της Βουλώνης και της Βενσέν, και τα μεγάλα βορειοαμερικάνικα πάρκα του Olmsted, είναι τα αρχέτυπα του κανόνα, μέσω του οποίου το τοπίο καθοδηγεί την αστική ανάπλαση. Πολύ νωρίτερα απ’ όταν η διάρθρωση της μητρόπολης είχε καθοριστεί, αυτά τα πάρκα διαμόρφωσαν την βάση για την αστική εξάπλωση, η οποία επακολούθησε. Το πράσινο όρισε τα νέα άκρα των γειτονιών που θα κτίζονταν και η «πράσινη επένδυση» 70
2. Η νέα Αττική Γη
71
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
αποζημειώθηκε αμέσως με την υψηλή αξία γης που η ίδια επέφερε. Ο σχεδιασμός, η κτηματική αγορά και ο ποιητικός διάκοσμος της φύσης λειτούργησαν παράλληλα. Με μια δέουσα εκτίμηση, αυτή είναι η πιο καθαρή μορφή της τοπιακής πολεοδομίας. Αυτός ο κανόνας αστικού σχεδιασμού είναι μια αποδεδειγμένη και πολύ εύκολα εφαρμόσιμη ιδέα, και, επιπροσθέτως, εξαιρετικής σημασίας για τον σύγχρονο αστικό σχεδιασμό, στον οποίο οι οικολογικές σχέσεις, η διαχείριση των υδάτων και του μικροκλίματος έχουν γίνει κομμάτι της μηχανικής της πόλης. Ο κανόνας είναι κοινώς αποδεκτός, αν και έχει δοθεί ελάχιστη προσοχή σε μερικές λεπτότερες οπτικές. Η σταθερά αυξανόμενη έκταση των προαστιακών πράσινων δομών είναι ενός αμφίβολου υβριδικού χαρακτήρα: αποτελούν συχνά ηχηρές δηλώσεις υπερσχεδιασμένης αρχιτεκτονικής πάρκων, εκφράζοντας την επιθυμία για ζωτικότητα και την πολιτιστική σημασία των αστικών πάρκων του 19ου αιώνα, αλλά αντίθετα, προσπαθούν επίσης να δημιουργήσουν μια “ιδανική” άγρια φύση. Η πραγματοποίηση αυτών των σχεδίων δείχνει να καταλήγει σε έναν περίεργο μη-κόσμο μιας καλλιεργημένης αθωότητας. Τα ουσιαστικά χαρακτηρισικά που ένα πάρκο χρειάζεται για να επιβιώσει, εξαντλητικά περιγραφημένα από την Jane Jacobs, είναι σχεδόν πάντα εκλιπόντα. Στην ανάλυσή της, για να πετύχουν τα πάρκα και το πράσινο είναι θεμελιώδες ένα συναφές πλαίσιο. Αρκετοί κάτοικοι των πόλεων βλέπουν τις περιφερειακές ζώνες πρασίνου ως ένα πολύτιμο πράσινο φόντο, αλλά επίσης και ως κάτι επικίνδυνο και προς αποφυγή. Απλά υπάρχει υπερβολικά χαμηλή δραστηριότητα και καθόλου μίξη ομάδων χρηστών. Οι σχεδιαστές πάρκων δεν έχουν πετύχει να δώσουν σ’ αυτά τα πάρκα την σαγηνευτική ατμόσφαιρα της άγριας φύσης. 72
Φύση «Υπάρχει η εντύπωση – και λέγεται πολύ συχνά – ότι η ιστορία της φύσης έπρεπε να εμφανιστεί μετά την δύση του καρτεσιανού μηχανικισμού. Όταν επιτέλους αποκαλύφθηκε ότι ήταν αδύνατο να εισαχθεί όλος ο κόσμος μέσα στους νόμους της ευθύγραμμης κίνησης, όταν η περιπλοκότητα του φυτικού και του ζωικού αντικαταστάθηκαν αρκετά στις απλές μορφές της εκτατής υπόστασης, τότε πια η φύση έπρεπε να εκδηλωθεί μέσα στον παράδοξο πλούτο της· και η λεπτομερειακή παρατήρηση των έμβιων όντων γεννήθηκε τάχα σε αυτήν την ζώνη, από την οποία ο καρτεσιανισμός μόλις είχε αποτραβηχτεί».1 Michel Foucault Η πόλη είναι ένα οικιστικό σύστημα, όπου η μορφή, το πρόγραμμα, η αρχιτεκτονική, η φύση, ο άνθρωπος, η Ιστορία και η τεχνολογία αλληλεπιδρούν σε μια αλληλουχία από αντιδράσεις, οι οποίες με την σειρά τους δίνουν ζωή σε μια διαφορετικά «απρόσιτη» Γη. Το να αναζητήσει κανείς τον τρόπο να την περιγράψει μέσα από το κτισμένο περιβάλλον της και την Ιστορία, αγνοεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της, το οποίο ζει πίσω από τα αρχιτεκτονικά εργαλεία ανάλυσης του Μοντέρνου Κινήματος2, και όπως επισημαίνει ο James Corner, χρειάζεται μια απόλυτη συνεργασία μεταξύ των επιστημών3 για την κατανόησή του· είναι ένα πεδίο διεπιστημονικής εφαρμογής και ανάλυσης. Με την αδυναμία που έχουμε να αναλύσουμε την πόλη μόνο με επιστημονικούς όρους, η αρχιτεκτονική πρακτική και θεωρία έχει ανάγκη να βρεθεί σε μια ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνιολογία και την γεωγραφία, ανάμεσα στην τέχνη και την μηχανολογία, την επιστήμη και την εμπειρία· η αρχιτεκτονική να γίνει συνώνυμη με το “bricolage”4. 1. Foucault, Michel, [1966], Les mots et les choses, (πρωτότυπο), Οι λέξεις και τα πράγματα, μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, [2008], Β’ έκδοση, γνώση, Αθήνα, κεφάλαιο Η φυσική ιστορία, σ. 189. 2. Βλ. Εισαγωγή Β. Η θεώρηση της µεταπολεµικής πόλης και η Αθήνα/ Μια αναδροµή προς την επικράτηση της µοντέρνας πολεοδοµίας : σσ. 13-16 της ερευνητικής εργασίας. 3. Corner, James, [2010], “Landscape Urbanism in the field, the Knowledge Corridor, San Juan, Puerto Rico”, στο: Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 25 -29. Βλ. Παράρτημα 3, σσ. 169 της ερευνητικής εργασίας. 4. Όρος που εισάγεται στο: Rowe, Colin – Koetter, Fred, [1978], Collage City, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, Collision City and the Politics of ‘Bricolage’: σσ. 106 – 117. Αποτελεί έναν χαρακτηρισμό για την μέση κατάσταση ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη, όπου ο «bricoleur» είναι ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που έχει
2. Η ΝΕΑ ΑΤΤΙΚΗ ΓΗ
Αυτό ακριβώς εισαγάγει στην αφήγηση της ιστορίας της πόλης η τοπιακή πολεοδομία, όταν αντιτάσσεται στις αρχές της εφαρμοσμένης μοντέρνας πολεοδομίας5, η οποία απέτυχε να δημιουργήσει έναν χώρο ευέλικτο στις νέες ανάγκες, και ευαγγελίζεται μια διεπιστημονική προσέγγιση της πόλης με «χορογράφο» τον αρχιτέκτονα τοπίου6. Η σύγχρονη πόλη, στην διάχυτη μορφή της, όπου η πυκνότητα δεν έχει την έντονη παρουσία που είχε στην μητρόπολη του 19ου αιώνα και λειτουργεί πλέον σαν ένα χαλί αραιής κατοίκησης7, διαβάζεται ως ένα ενεργό τοπίο, όπου λειτουργούν κυριολεκτικά οι κανόνες κάθε φυσικού οικοσυστήματος - η οικολογία, η διαχείριση των υδάτων, η συνεχόμενη εξέλιξη του (αστικού) τοπίου στον χρόνο. Η πόλη γίνεται η ίδια μια δεύτερη φύση, χωρίς να οφείλουμε να την χαρακτηρίσουμε ως φυσική ή τεχνητή. Είναι η μίξη των τεχνητών υποδομών με δάση ή λόφους, η παράθεση της κατοικίας με το πάρκο· είναι η δημιουργία από την συνεργασία του ανθρώπου με την ίδια την φύση.
Διάβρωση Είδαμε ήδη από το προηγούμενο κεφάλαιο, ότι η πορεία της πόλης στον χρόνο την μεταλλάσσει δυναμικά και πολυδιάστατα, αλλά δεν την «διαβρώνει» με τον ίδιο ρυθμό σε όλη της την έκταση. «Αποσπάσματα» της πόλης αντιδρούν διαφορετικά με τον χρόνο. Μερικά διατηρούνται σε μεγάλο βάθος χρόνου αυτούσια ή με μικρές αλλαγές, κυρίως από ανθρώπινες επεμβάσεις (χθόνιοι συντελεστές)8. Άλλα, πάλι, εμπλουτίζονται και εξασφαλίζουν τον συμβολισμό τους στο πέρας δεκάδων αιώνων, αλλά χάνουν σιγά-σιγά την υλική τους στην διάθεσή του, με κύριο σκοπό την δημιουργία, αντίθετα με τον μηχανικό/επιστήμονα που μέσα από τον απόλυτο ορθολογισμό και τον πυλώνα του αίτιου-αποτελέσματος επιλύει ένα πρόβλημα. 5. Waldheim, Charles, [2010], “On Landscape, Ecology and other Modifiers to Urbanism”, στο: Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 21-24. 6. Corner, James, [2010], “Landscape Urbanism in the field, the Knowledge Corridor, San Juan, Puerto Rico”, στο: Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 25 -29. Βλ. Παράρτημα 3, σσ. 169 της ερευνητικής εργασίας. 7. Koolhaas, Rem - Mau, Bruce – O.M.A., [1995], S, M, L, XL, The Monacelli Press, Italy, Atlanta, σσ. 835. 8. Δεντροφύτευση των λόφων της Αθήνας, Παπαγεωργίου – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, The picture is the message; Athens of the 19th and 20th centuries documented in photographs, σσ. 106-129.
Η σύγχρονη μητρόπολη είναι ένας εκτενής οργανισμός με έναν ακραία πολύπλοκο μεταβολισμό. Εκτός από τις υποδομές, η αστική ζούγκλα επιδέχεται ελάχιστα τον σχεδιασμό. Οι μεταμορφώσεις βασίζονται, κυρίως, σε μικρές τοπικές επεμβάσεις, και η ανακύκλωση παλιών βιομηχανικών και λιμενικών χώρων είναι η εξέχουσα τάση για την καινοτομία σε αστικό επίπεδο. Μπορεί η μεγάλης κλίμακας επέκταση να επιδεχθεί κατευθυντήριες γραμμές, αρχικά από την υλοποίηση αυτών των μεγάλων πράσινων δομών, όπως έγινε με τα πάρκα, στων οποίων την υλοποίηση συνέβαλε ο Olmsted; Είναι βιώσιμη στρατηγική να δημιουργούμε το τοπίο πριν από την πόλη, ακόμα κι αν η διάρθρωση και οι λειτουργίες της πόλης δεν έχουν καθοριστεί; Η απάντηση είναι θετική. Η μεγάλης κλίμακας αναζωογόνηση και μετατροπή των εγκαταλελειμμένων χώρων και των παρηκμασμένων τοπίων σε μια νέα φύση είναι το προφανές. Είναι πιθανή, με την προσδοκία της επαναφοράς τοπικών βιοτόπων, διαχείρισης υδάτων και άλλων συναφών με την οικολογία πλαισίων, χωρίς μεγάλες επενδύσεις, μια κατάσταση μιας tabula rasa, μιας Δεύτερης Φύσης. Με ενδιαφέροντα στοιχεία όπως η τοπογραφία, το νερό ή η φύτευση αυτή η δημιουργημένη φύση να μπορέσει να ξεπεράσει το πρωτότυπο. Ας φανταστούμε εγκαταλελειμμένες στρατιωτικές βάσεις, αεροδρόμια ή σιδηροδρόμους, μολυσμένα βιομηχανικά παραθαλάσσια περιβάλλοντα να μετατρέπονται σε μια νέα άγρα φύση. Όχι λόγω της οικονομικής ελευθεριότητας, αλλά λόγω ευφυούς σχεδιασμού, που θα δραματοποιεί την νέα φύση. Ύστερα από μια σύντομη περίοδο θεμελίωσης, φύτευσης και καλλιέργειας, μια ασυγκράτητη πρωτότυπη βλάστηση θα στέκεται στην βάση μιας οικολογικής δομής, η οποία θα εξελίσσεται σιγά σιγά σε μια κορύφωση βλάστησης διαφόρων βιοτόπων 73
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
και μικροκλιμάτος. Κατ’ αρχήν, ο κάτοικος της πόλης, που είναι μόνιμα όμηρος στην απόλυτα προκαθορισμένη χρήση του χώρου, λαχταρά τέτοιους αόριστους τόπους χωρίς λειτουργία, που είναι, ωστόσο, προσβάσιμοι. Δάση, ανοικτοί χώροι, βάλτοι ή θίνες είναι ιδανικές υφές στις παρυφές της πόλης. Σε 25 χρόνια ή περισσότερο, η δυνατότητα θα υπάρχει για να ανακτήσουμε αυτήν την Δεύτερη Φύση. Σε μια ιστορική διαδικασία αποίκισης, η αστικοποίηση θα επεκταθεί ξανά παράλληλα σ’ αυτήν την δεύτερη φύση. Τα ιδαίτερα τοπιακά και οικολογικά χαρακτηριστικά θα απορροφηθούν άμεσα από την πόλη. Ο κανόνας της Δεύτερης Φύσης δεν βασίζεται, όπως τον καιρό του Olmsted, σε ένα δαπανηρό και ερμητικό «πράσινο», αλλά σε μια φύση που έχει ξεπεράσει τα ανθρώπινα χέρια, έχοντας «χαρακτήρα» και αποτελώντας ένα θελκτικό πεδίο αποίκισης, ακόμα άγνωστο σε εμάς. Σε αντίθεση με τους πρωτοπόρους της ιστορίας και τους καταρρίπτοντες, που μπορούσαν να επιδοθούν στη συνήθεια τους να απαλλοτριώνουν και να διαγράφουν την φύση που συναντούσαν, ένας διαφορετικός καιροσκοπισμός θα κυριαρχήσει. Η τοπογραφία, το νερό, η βλάστηση θα χρησιμοποιηθούν με κάθε δυνατό τρόπο για μια αστική ατμόσφαιρα με υψηλή αξία γης, κατασκευής ακριβών κατοικιών, διαχείρισης όμβριων υδάτων, αναψυχής κτλ. Ειδικά, στους επί μακρόν κατειλημμένους χώρους των μητροπόλεων, ο κανόνας της Δεύτερης Φύσης θα οδηγήσει στην δημιουργία ενός νέου είδους αστικού σχεδιασμού, βασισμένου στην αειφορία. Adriaan Geuze Μετάφραση: Γιώργος Κουράκος Geuze, Adriaan, [2010], “Second Nature”, Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 40 -42. Για το πρωτότυπο βλ. Παράρτημα 4. 74
υπόσταση (ιστορικοί συντελεστές)9, ενώ άλλα μεταβάλλονται πολύ γρήγορα και συμβολικά (Παλαιά Ανάκτορα – σύγχρονη Βουλή των Ελλήνων), υλικά και προγραμματικά (Μοντέρνο Εργοστάσιο Φιξ – Μοντέρνο Ερείπιο Φιξ – Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης). Δεν ξεχνάμε και τους εξελικτικούς μηχανισμούς στην φύση, οι οποίοι εξαλείφουν/εξαφανίζουν ολόκληρες δομές (αθηναϊκή αυλή) και κυριαρχούν άλλες ανθεκτικότερες (πολυκατοικία). Βλέπουμε, επίσης, τον Κύκλο των εποχών, ο οποίος γεννήθηκε στο Μύθο - η Θεά πενθεί για την αρπαγή της κόρης της και η φύση παρακμάζει, μέχρι να την έχει και πάλι στην αγκαλιά της10 - να βασιλεύει ακόμα στα χρώματα και το φως της πόλης· και τα φυσικά φαινόμενα να την επηρεάζουν όπως κάθε άλλη δομή στη Γη. Ο σπάνια χιονισμένος Υμηττός τον Χειμώνα, ο λουσμένος στο θερινό μεσημεριανό Αττικό φως Άρειος Πάγος· η χρυσή απόχρωση των αγριόχορτων στο λόφο των Μουσών αντικαθιστάται με ένα μουντό πράσινο, κατά τις πρώτες βροχές του Φθινοπώρου, και τα ανθισμένα γεράνια στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών της Αθήνας τον Μάιο. Μικρές μα εκδηλωτικές αλλαγές στην υπολειμματική φύση της πρωτεύουσας. Αντίθετα με αυτές τις μικρές μεταβολές, τί θα λέγαμε για μια υπερχείλιση σε ένα από τα κλειστά ρέματα της Αττικής Γης; Οι δρόμοι γίνονται και πάλι χείμαρροι11, παρόλο που η οικοδομική δραστηριότητα, αν όχι η απερισκεψία, του ανθρώπου είχε φροντίσει μόνο για το αντίστροφο. Και αν οι χείμαρροι στις πυκνοκατοικημένες παρυφές των λόφων της Αττικής «έκλεισαν» με δρόμους και αυθαίρετες κατοικίες, ο μεγαλύτερος ποταμός της Αθήνας είναι ο μεγαλύτερος αυτοκινητόδρομος σε κατεύθυνση Βορρά - Νότου. Το όνομα έχει παραμείνει, η εικόνα όμως εξελίχθηκε - παιχνίδι με τις λέξεις. Ποιός θα φανταζόταν ότι ο σύγχρονος άνθρωπος θα μεταμόρφωνε την ροή των υδάτων του Κηφισού σε ροή οχημάτων; Ακόμα και η 9. Τα ερείπια των αρχαιολογικών χώρων της Αττικής και το σύμβολο της Ακρόπολης Παππαγεωργιού – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, Archaeology in Athens , 1828 – 1988, σσ. 269 – 313. 10. Ο Άδης, θεός του Κάτω Κόσμου, έκλεψε την Περσεφόνη στο σκοτεινό του Βασίλειό του από την Μητέρα της, την Δήμητρα, θεά της καλλιέργειας και της γονιμότητας. Το πένθος της Μητέρας ήταν τέτοιο που τίποτα δεν φύτρωνε πια στη Γη, ενώ αυτή περιπλανιόταν στον κόσμο για να την βρει. Ο Άδης συμφώνησε τότε με την Θεά, η κόρη της να ανεβαίνει 6 μήνες (Άνοιξη - Καλοκαίρι) τον χρόνο στην Γη μαζί Της, ενώ άλλους έξι (Φθινόπωρο - Χειμώνας)να κατεβαίνει στο Βασίλειο του μαζί Του. Ο κύκλος της ανάβασης και της κατάβασης της Περσεφόνης συνεχίζεται αέναα... 11. Αντύπας, Γιάννης, [1998, 25/1], «10 ρέματα υψηλού κινδύνου», Κυριακάτικη, σ. 93.
2. Η ΝΕΑ ΑΤΤΙΚΗ ΓΗ
υπογειωποίηση του «ιερού» Ιλισσού, πλέον με την ακόλουθη σειρά, οδός Μιχαλακοπούλου Βασιλέως Κωνσταντίνου - Καλλιρρόης12, είναι κι αυτή κομμάτι του νέου Αττικού Τοπίου, το οποίο εξελίχθηκε από ένα «φυσικό» τοπίο, σε αστικό τοπίο υποδομών. Όσο για το λιμάνι από τον Πειραιά μέχρι την Δραπετσώνα, οι βραχώδες ακτές έγιναν επιφάνειες από σκυρόδεμα έτοιμες να παραλάβουν επιβάτες και containers, ενώ ο μεγαλύτερος Ελαιώνας της Αθήνας, μεταμορφώθηκε από έναν τόπο αφιερωμένο στην ελαιοκομία σε ένα μεταβιομηχανικό αδρανές τοπίο13. Αυτοί οι χώροι είναι θέματα που χρήζουν ευρύτερης ανάλυσης, αλλά συμπληρώνουν την εικόνα του σύγχρονου αστικού τοπίου της Μεταπολεμικής πόλης, της απλωμένης αυτής επιφάνειας. Απογυμνώνοντας το κείμενο από το ρομαντικό ιδίωμα, κατανοούμε ότι η τοπιακή πολεοδομία, δεν προτείνει έναν ολοκληρωτικό σχεδιασμό της πόλης, ούτε διδάσκει, πως υπάρχουν ορισμένοι κανόνες για τον σχεδιασμό της14. Προωθεί όμως την σκέψη να ενστερνιστεί η πολεοδομία λογικές και αρχές της οικολογίας και της οικονομίας, οι οποίες θα εφαρμόζονταν στο τοπίο, όπου ο χρόνος, η βλάστηση (μια φυσική αρχιτεκτονική δραστηριότητα), το νερό και τα φυσικά φαινόμενα ορίζουν κάθε μεταβολή, η οποία είναι πάντα προδιαγεγραμμένη και βασικό κομμάτι του σχεδιασμού και της οργάνωσής του. Είναι, δηλαδή, μια στρατηγική διαδικασία, όπου το μέσο υπερβαίνει το αποτέλεσμα. Ο άνθρωπος στην πόλη είναι απλά μια σημαντική παράμετρος σε αυτήν την σχέση, την οποία η τοπιακή πολεοδομία επαναπροσδιορίζει και την ανυψώνει σε μια επιλογή για την πολεοδομία και την αρχιτεκτονική χωρίς όρια στην μορφή, τον σχεδιασμό και την οργάνωση του χώρου. Και εκεί έγκειται και ο εν μέρει ουτοπικός χαρακτήρας της.
Πράσινο (;) Είναι αναγκαίο να γίνει ένας διαχωρισμός σε σχέση με το τοπίο και το πράσινο, έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα την τοπιακή πολεοδομία· το αστικό τοπίο της Αθήνας είναι ο καταλληλότερος τόπος γι’ αυτό. Με επιμονή, είδαμε την έντονη γεωγραφία της πόλης, η οποία μας χαρίζει οπτικές κατάφυτων λόφων και ορίων μεταξύ των ορεινών όγκων με την κτισμένη δομή της. Η έλλειψη μεγάλων αστικών πάρκων στην Αττική μητρόπολη, ίσως να αντικαθιστάται από αυτήν την πράσινη/άγρια φύση των υψωμάτων οπτικά. Αλλά, όπως παρατηρεί και ο Adriaan Geuze στο κείμενό του «Δεύτερη φύση»15, αυτό το «πράσινο», από πεύκα, ελιές, κυπαρίσσια και μεσογειακή υπολειμματική φύση δεν είναι αναγκαία συνθήκη για την δημιουργία ούτε πάρκων, ούτε ζωντανών χώρων εκτόνωσης των κατοίκων, αν δεν υπάρχει ένα γενικό προγραμματικό 12. Παπαγεωργίου – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, the Ilissos river bed: σ. 87. 13. Terrain vague, όρος που εισήχθει από τον Καταλανό Αρχιτέκτονα Ignasi de Solà-Morales Rubió. Πολύ σύντομα, αν και περιεκτικά, είναι οι νεκροί χώροι σε μεταπολεμικές μητροπόλεις, μεταβιομηχανικά τοπία και υπολειμματική φύση. Μια μη αστική εικόνα μέσα στην πόλη, ένας αρνητικός χώρος στα όρια του ανοίκειου και της ουτοπίας ταυτόχρονα. Η φωτογραφική απεικόνιση «νεκρών» υποδομών και βιομηχανικών περιοχών ίσως είναι η πρώτη αναπαράστασή τους. 14. Corner, James, [2010], “Landscape Urbanism in the field, the Knowledge Corridor, San Juan, Puerto Rico”, στο: Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 25 -29. Βλ. Παράρτημα 3, σσ. 169 της ερευνητικής εργασίας. 15. Geuze, Adriaan, [2010], “Second Nature”, στο: Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 40 -42, βλ. σσ. 70 - 74 της ερευνητικής εργασίας. 75
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
και πολιτικό πλαίσιο γύρω του, που θα του δώσει ζωή16. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η φύση, η οποία από ένα φωτογραφικό αρχείο της Αθήνας των τελευταίων αιώνων17, δεν είναι καθόλου «φυσική», ενώ η επίσκεψη στους λόφους δεν έχει μονωθεί από τους ήχους και τις θέες της πόλης. Ακόμα, σύγχρονες αρχιτεκτονικές προτάσεις μέχρι και για το κέντρο της μητρόπολης, όπου κυριαρχεί η ιδέα που περιστρέφεται ξανά γύρω από τον όρο «πράσινο» και την φύτευση του αστικού τοπίου, όπως η βραβευμένη πρόταση της ολλανδικής ομάδας OKRA LANDSCHAPSARCHITECTEN BV για την πεζοδρόμηση και την ανάπλαση της οδού Πανεπιστημίου, της πλατείας Ομονοίας και της οδού Πατησίων18, ξεχνούν την δυναμική θέση που έχει η σύνδεση της πραγματικής φύσης, με αυτή της πόλης και στο τέλος με τον άνθρωπο. Η εισαγωγή των εννοιών του τοπίου στην καρδιά της σύγχρονης μητρόπολης δεν είναι η εισαγωγή της φύτευσης και του πάρκου. Είναι μια οικονομική, πολιτική και οικολογική κατεύθυνση προς της αντιμετώπιση της αχανούς πλέον έκτασης της μητρόπολης, η οποία δεν έχει όρια στην εξάπλωση της και περικλείει χώρους χωρίς χρήσεις (ο Ελαιώνας και οι γεωγραφικοί όγκοι) και χώρους ανενεργών υποδομών (Αεροδρόμιο του Ελληνικού), που θα πρέπει να εξετάσουμε στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία και να γίνει κατανοητή ο νέος ρόλος που μπορούν να παίξουν στην πόλη.
Τρεις Ψευδαισθήσεις Παρατηρούμε την Αθήνα από κάποιον από τους λόφους της: «Το ξακουστό τοπίο που απλώνεται από τον Πειραιά μέχρι την Πεντέλη»19, αρχίζει να φαντάζει μια φυσική υπερδομή, κάπου συμπαγής κάπου ρευστή. Είναι ένα συμπαγές πέτρωμα που διαβρώθηκε και χαράχτηκε, όπως οι βράχοι από το νερό, ή είναι μια αμφίδρομη ανάδυση ενός ρευστού υλικού ανάμεσα στα βουνά της Αττικής και το Σαρωνικό Κόλπο; Τα βουνά και οι ξακουστοί λόφοι, όποιοι δεν καλύφθηκαν από το απροσδιόριστο υλικό, είναι πλέον νησιά. Η δεύτερη - η παλαιά – φύση20 είναι νησίδες μέσα στην τεχνητή αυτή δομή. Ίσως είναι η αντίδραση της θάλασσας με την Αττική Γη. Η τελευταία σίγουρα ζήλεψε το Αιγαίο, και δημιούργησε ένα τεχνητό αρχιπέλαγος από νησιά. Τα νησιά αυτά, όμως, δεν είναι φυσικά. Δεν είναι υπόλειμμα μιας άλλοτε Άγριας Φύσης. Έχουν και αυτά, αρχίσει να διαβρώνονται από μνημεία, δρόμους, κεραίες και κτίσματα στις κορυφές τους. Η βλάστησή τους είναι μια ανθρώπινη επέμβαση. 16. Παπαγεωργίου – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, How Greeks and visitors from abroad approach and react to the historic site, σς. 359 -385. 17. Παπαγεωργίου – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, The picture is the message; Athens of the 19th and 20th centuries documented in photographs, σσ. 106-129. 18. Πλήρης ομάδα: OKRA LANDSCHAPSARCHITECTEN BV, MIXST URBANISME (Thoral Ingeborg), WAGENINGEN UNIVERSITY, Department of Environmental Sciences, Landscape Architecture Group (Klemm Wiebke, Steenbruggen Arian, Heusinkveld Bert) , STUDIO 75 (Pantos-Kikkos Stefanos), WSGReenTechnologies GmbH (Peretti Guilia, Bruse Michael, Winterstetter Thomas), βλ. την πρόταση μαζί με τις υπόλοιπες, πηγή: [http://www.rethinkathenscompetition.org/uploads/results/RETHINK-ATHENS-RESULTS-ANNOUNCEMENT.PDF]. 19. Le Corbusier, επιμέλεια Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [1987], Κείμενα για την Ελλάδα, φωτογραφίες και σχέδια, Άγρα, Αθήνα, Το Αττικό Τοπίο και η Ακρόπολη: σ. 156. 20. Geuze, Adriaan, [2010], “Second Nature”, στο: Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 40 -42 76
2. Η ΝΕΑ ΑΤΤΙΚΗ ΓΗ
Βλέπουμε μακριά την πρωτότυπη δομή: η Αίγινα και η Σαλαμίνα, μια άλλη Ακρόπολη και ένας άλλος Λυκαβηττός, επιπλέουν στο νερό του Αιγαίου. Το απροσδιόριστο υλικό υπερχειλίζει στα Μεσόγεια και την Ελευσίνα. Περικυκλώνει τις ακτές της Αττικής. Η Αττική Γη δεν είναι ίδια πια. Δεν είναι ενιαία. Είναι νησιά στη θάλασσα του τεχνητού υλικού της πόλης· απροσδιόριστο υλικό.
Οι λόφοι της Αθήνας και η ψευδαίσθηση ενός ταξιδιού στο Αιγαίο.
Η αθηναϊκή πυκνή δομή και η ψευδαίσθηση του διαβρωμένου πετρώματος.
77
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
Το ενιαίο λευκό μέτωπο της Αττικής Μητρόπολης στον Σαρωνικό, το όρος Αιγάλεω και η ψευδαίσθηση των λευκών γκρεμών.
Παρατηρούμε την Αθήνα ταξιδεύοντας στον Σαρωνικό: Η γραμμή του Ορίζοντα διακόπτεται από συνηθισμένα βουνά, όμοια με αυτά που επιπλέουν στο κεντρικό Αιγαίο σχηματίζοντας έναν νοητό Κύκλο. Ωστόσο, αυτά δεν επιπλέουν στην θάλασσα. Επιπλέουν πάνω σε μια λευκή υπερυψωμένη δομή. Υπάρχει μια ιστορία για την ετυμολογία της ονομασίας ενός μεγάλου νησιού, που πήρε το όνομά του από τους λευκούς γκρεμούς του, οι οποίοι είναι η πρώτη όψη του νησιού για τους επισκέπτες του. Αλβιών21 είναι το όνομά του.
21. Το παλαιότερο όνομα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας. Αλβιών από την πρωτο –ινδοευρωπαϊκή ρίζα *albho-, η οποία σημαίνει λευκός. Ο όρος πλέον χρησιμοποιείται ποιητικά για το Ηνωμένο βασίλειο, πηγή: [http://etymonline.com/index.php?term=Albion]. 78
2. Η ΝΕΑ ΑΤΤΙΚΗ ΓΗ
Η φωτισμένη Αθήνα και μια έναστρη ψευδαίσθηση.
Παρατηρούμε την νυκτερινή, φωτισμένη Αθήνα: Ο ουρανός είναι σκοτεινός22. Τα αστέρια μετακόμισαν στην Γη. Είναι διαφορετικά όμως, αφού πολλά από αυτά είναι γραμμικά, σαν ποταμοί. Φωτεινοί ποταμοί ανάμεσα στα αστέρια. Η λάμψη τους θαμπή, αλλά αρκετά θερμή. Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι θέαμα που το συναντάς μόνο εδώ. Ο άνθρωπος, μάλλον κατάφερε σε κάθε τόπο να κλέψει τα αστέρια. Ίσως, να είναι ο τόπος κατοικίας του, όταν πέφτει ο Ήλιος. Όταν πέφτει ο Ήλιος, χάνεται ο τόπος και μένουν μόνο αυτά. 22. Tavernor, Robert, [2004],”From Townscape to Cityscape”, στο: The Architectural Review, τεύχος 1285, σσ. 78 -83. 79
Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΟΥΠΟΛΗ Οι δυναμικοί οικισμοί θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται μέχρι ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο σύμφωνα με το νόμο της διαρκούς σύνθετης ανάπτυξης, όπως βλέπουμε στη Φύση και στην εξέλιξη πολλών οργανισμών. Τότε, η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί για πολλούς λόγους, σχετιζόμενους ως επί το πλείστον με τις πυκνότητες, που επηρεάζουν τους βιολογικούς, φυσιολογικούς, ψυχολογικούς, προσωπικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Αυτό είναι αναπόφευκτο· ισχύει για τους μικρούς οργανισμούς, όπως ισχύει και για τα βακτηρίδια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αναπτυσσόμενη Δυναμεγαλόπολη οδηγεί βαθμιαία στην Οικουμενόπολη, που θα είναι σχετικά στατική, όπως ήταν η πόλη. Κατά τη διάρκεια της φάσης της Οικουμενόπολης, η ανθρωπότητα θα φτάσει και πάλι σε μια περίοδο σχετικά στατικής ισορροπίας μεταξύ όλων των στοιχείων των οικισμών (Φύση, Άνθρωπος, Κοινωνία, Κελύφη και Δίκτυα). Στο παρελθόν, αυτό συνέβαινε σε απομονωμένες κοινότητες· ένας μικρός νησιωτικός οικισμός θα έφτανε σ’ ένα σημείο ισορροπίας και θα παρέμενε στατικός. Αλλά κατά κάποιο τρόπο, αυτό συνέβαινε επίσης και σε μεγαλύτερη κλίμακα και πολύ συχνότερα στις αρχαίες ελληνικές πόλειςκράτη, οι οποίες εξισορροπούσαν όλες τους τις δυνάμεις και είχαν σταθερό πληθυσμό, εφόσον οποιαδήποτε «υπερχείλιση» είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αποικιών σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Η πολιτική αυτή, που φαίνεται να πρωτοεισήγαγε το μαντείο, ή οι σοφοί άνδρες, των Δελφών, οδήγησε στη λύση πολλών προβλημάτων στην αρχαία Ελλάδα· οι πόλειςκράτη απέφυγαν περισσότερο καταστροφικούς πολέμους 80
3. Το ξεπέρασμα των γεωγραφικών ορίων του “Λεκανοπεδίου”
81
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
παραμένοντας αρκετά στατικές στην ηπειρωτική χώρα και επεκτεινόμενες σε άλλες περιοχές κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων. Το γεγονός ότι προσβλέπουμε σε μια εποχή, όπου όλα τα στοιχεία στους οικισμούς μας θα βρίσκονται σε σχετική ισορροπία δεν σημαίνει ότι η Οικουμενόπολη θα είναι κατ’ ουσίαν στατική. Θα είναι στατική σε σχέση με τη Δυνάπολη, τη Δυναμητρόπολη και τη Δυναμεγαλόπολη1, από τη συγχώνευση των οποίων θα έχει γεννηθεί. Στην Οικουμενόπολη, η ζωή θα συνεχιστεί φυσιολογικά. Μπορεί μάλιστα να φτάσει σε μεγάλα ύψη παιδείας και πολιτισμού. Οι συνθήκες θ’ αλλάξουν, αλλά λόγω της πολύ μικρότερης αύξησης του πληθυσμού, οποιαδήποτε μεγάλη επέκταση της Οικουμενόπολης θα πάψει. Αυτό σημαίνει ότι αφού ο πληθυσμός και οι δομημένες περιοχές της θα παραμείνουν σχετικά στατικά και σταθερά, η Οικουμενόπολη θα φτάσει σ’ ένα στάδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου θα υποστεί αναδιαμόρφωση, αλλά όχι κάποια θεμελιώδη μεταβολή. Οι συλλογισμοί αυτοί μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως η διαδικασία για τη δημιουργία της ιδανικής Οικουμενόπολης χωρίζεται σε δύο φάσεις: 1. στο χτίσιμο των ιδανικών Δυναπόλεων, Δυναμητροπόλεων και Δυναμεγαλοπόλεων, οι οποίες βαθμιαία θα διαμορφώσουν το μόνιμο πλαίσιο της Οικουμενόπολης 2. στη διαρκή βελτίωση τον πλαισίου αυτού. Αυτό σημαίνει, ότι η κατασκευή της ιδανικής Οικουμενόπολης έχει ήδη ξεκινήσει, και πρέπει να φροντίσουμε, ώστε το βασικό της πλαίσιο να είναι όσο το δυνατόν πιο γερό γιατί - αν και θα γίνει μια αδιάκοπη προσπάθεια για τη βελτίωσή του αργότερα - τα κύρια χαρακτηριστικά του δεν μπορούν να μεταβληθούν εύκολα. Από την άποψη αυτή, η ιδανική Οικουμενόπολη 82
Έκρηξη Αν για μια έρευνα πάνω στο περιβάλλον του Αθηναϊκού αστικού τοπίου, πρέπει να προσδιορίσουμε τα διαρκή και επιφανή χαρακτηριστικά του (συντελεστές) και την γενικευμένη αισθητική, οικολογική και δομική του εικόνα, οφείλουμε να κατανοήσουμε, επίσης, τα όρια του, ώστε να ολοκληρωθεί το πεδίο και το εύρος της κριτικής μας. Η πόλη, στις απαρχές του σχηματισμού της, σε μια μορφή μικρού συμπλέγματος κατοικιών, είχε στόχο την μεγαλύτερη δυνατή αλληλοεπικάλυψη των κινητικών πεδίων του ανθρώπου1. Μέχρι και σήμερα, η αστική εμπειρία χαρακτηρίζεται άμεσα από το πεδίο κίνησης του κατοίκου ανεξάρτητα από το πως αντιλαμβάνεται κανείς συνολικά την δομή της πόλης. Οι καθημερινές κινήσεις σε αυτήν είναι ακόμα και σήμερα ο τρόπος, με τον οποίο ο κάτοικος διαβάζει το αστικό τοπίο. Εδώ, βρίσκουμε μια αντιδιαμετρική διαφορά ανάμεσα στους πρώτους αυτούς οικισμούς και την μεταγενέστερη μητρόπολη. Τα όρια της πόλης, συμπεριλαμβανομένου των εκτάσεων που είχαν άμεση εμπορική και παραγωγική σχέση με αυτήν χωρίς να κατοικούνταν, ήταν σαφώς αναγνωρίσιμα λόγω των περιορισμένων μέσων μετακινήσεων. Η σύγχρονη πόλη, η οποία σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη, έθεσε τα θεμέλιά της το 1802 στην Ουαλία, όταν τέθηκε σε λειτουργία η πρώτη σιδηροδρομική μηχανή2, πέρα από της κοινωνικοοικονομικές και αρχιτεκτονικές μεταλλάξεις που επιδέχθηκε, διαφοροποιήθηκε από το ό,τι τα όριά της σταμάτησαν να είναι προσδιορίσιμα από τους κατοίκους της, παρόλο που και αυτά, με τα σύγχρονα δεδομένα, θα μπορούσαν να υπολογιστούν από τον χρόνο και το εύρος των μετακινήσεων – μια στατιστική αντιμετώπιση της πόλης. Οι μετακινήσεις και οι περιοχές εξάρτησης του ανθρώπινου οικισμού, ήδη από τις εμπορικές συναλλαγές των αρχαίων αυτοκρατοριών της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, διευρύνθηκαν σε υπερ-ηπειρωτικά δίκτυα, όπου οι πόλεις άρχισαν να έχουν μη ανθρώπινη κλίμακα3. Η μέση ελληνική πόλη κράτος της αρχαιότητας, 600 – 200 π.Χ.,(τα όρια ήταν 1. Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, Ίκαρος, Αθήνα, Οι μετακινήσεις και οι οικισμοί του Ανθρώπου, σσ. 90 – 115. 2. Ο.π., σ. 98. 3. Ο.π., Η απώλεια των ανθρώπινων διαστάσεων, σ. 199-202.
3. ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΟΥ “ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟΥ”
ακόμα σαφή), είχε πλυθυσμό 78.000 κατοίκων. Η πρωτεύουσα της υπερ-ηπειρωτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Ρώμη, στην ακμή της το 200 μ.Χ., είχε 1.100.000 κατοίκους (τα όρια και τα δίκτυά της άρχισαν να αντικατοπτρίζουν το μέγεθος της Αυτοκρατορίας). Επίσης, οι μεγαλύτερες μεταπολεμικές πόλεις, οι οποίες ήταν η άμεση εξέλιξη της πόλης του 1802 - της βιομηχανικής μητρόπολης - το Λονδίνο, το Τόκυο και η Νέα Υόρκη, το 1960, είχαν στις μητροπολιτικές4 περιοχές τους, 11.000.000, 13.000.000 και 14.759.000 κατοίκους5 αντίστοιχα. Τα μεγέθη τους ως προς τον πληθυσμό έχουν αυξηθεί και συνεχίζονται να αυξάνονται μέχρι το 2012, και πλέον, οι 3 πολυπληθέστερες μητροπολιτικές περιοχές μετατοπίστηκαν εξ ολοκλήρου στην Ασία και είναι οι εξής: το Τόκυο (31,714,000)6, η Σεούλ (25,721,000)7 και η Τζακάρτα (23,308,500)8. Τα στοιχεία δεν μας δίνουν καμία σαφή ενδείξη για την γεωγραφική έκτασή τους, αλλά η πυκνότητα μπορεί να διαφωτίσει αυτόν τον χώρο, όπου η σύγκριση της αρχαίας Ρώμης με 80.400 κάτοικοι ανά τ.χμ. με το Λονδίνο του 1960, πυκνότητας 3.950 ανά τ.χμ.9, συντελεί σε όλα τα αναγκαία συμπεράσματα. Οι πόλεις μεγάλωσαν και σε πληθυσμό και σε έκταση, ωστόσο, οι κάτοικοί της ζουν πιο απομακρυσμένοι παρά ποτέ σε μια επιφάνεια, η οποία μεγενθύνεται συνεχώς, 4. Όρος που χαρακτηρίζει τις ευρύτερες αστικοποιημένες περιοχές της πόλης και γύρω από αυτήν. Βασίζεται στην σχέση μιας διοικητικής ενότητας, όπως ο Δήμος μιας πόλης, με περιοχές κατοικίας και παραγωγής, που συνδέονται άμεσα ή εξαρτώνται από την διοικητική ενότητα, δημιουργώντας ένα ευρύτερο δίκτυο αστικής έκτασης, μιας ευρύτερης περιοχής πόλης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην προσπάθειά της να ορίσει αυτές τις περιοχές, έχει δημιουργήσει τον όρο Larger Urban Zones (LUZ), και metro-regions, οι οποίοι βασίζονται ακριβώς στον χρόνο και τον τόπο που λαμβάνουν χώρα οι μετακινήσεις των πολιτών, κυρίως για την εργασία τους. Ο πληθυσμός μια ευρύτερης αστικής περιοχής (LUZ) έχει χαμηλότερο όριο τους 250.000 κατοίκους, ενώ όταν τουλάχιστον το 15% του πληθυσμού μιας πόλης εργάζεται σε μια άλλη, τότε αυτές οι δυο πόλεις αποτελούν μια ενότητα. Πηγή: eurostat, [http://epp.eurostat.ec.europa.eu/statistics_explained/index.php/ Territorial_typologies_for_European_cities_and_metropolitan_regions]. 5. Για όλους τους αριθμούς και τα δεδομένα, Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, Η απώλεια των ανθρώπινων διαστάσεων, σ. 199, Εικ. 8. 6. Ιαπωνία, Απογραφή του 2005 πηγή: [http://www.stat.go.jp/english/data/handbook/ c02cont.htm]. 7. Νότια Κορέα, Απογραφή του 2012, πηγή: [http://www.index.go.kr/egams/stts/jsp/potal/ stts/PO_STTS_IdxMain.jsp?idx_cd=2729]. 8. Ινδονησία, Απογραφή του 2012, πηγή: [http://www.indonesia.go.id/in/provinsi-dki-jakarta/sumber-daya-alam/2658-perkembangan-penduduk]. 9. Για τις πυκνότητες, Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, σ. 200, εικ.9.
συμπίπτει με την ιδέα της ιδανικής Δυνάπολης, Δυναμητρόπολης και Δυναμεγαλόπολης. Η σύμπτωση είναι εμφανής κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου της δημιουργίας της Οικουμενόπολης. Το δεύτερο στάδιο συνίσταται στη βαθμιαία αναδιαμόρφωσή της, ώσπου να γίνει πιο ικανοποιητική απ’ όσο στη δυναμική φάση της δημιουργίας της, όταν η ισορροπία μεταξύ των στοιχείων αποτελεί στόχο αλλά δύσκολα κατακτάται. Τότε, το μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει σήμερα - η πλήρης έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στις επεκτεινόμενες αστικές περιοχές και τα Κελύφη τους - δεν θα είναι πια τόσο έντονο· τα Κελύφη θα συμβαδίζουν με τις ανάγκες του Ανθρώπου, της Κοινωνίας και των Δικτύων και αν ο Άνθρωπος πρόκειται να επιβιώσει μέσα στην Οικουμενόπολη, θα είναι σε σωστή ισορροπία με τη Φύση, που ο Άνθρωπος θα τη σέβεται. Η Οικουμενόπολη, όταν τελικά σχηματιστεί, θα έχει έναν πληθυσμό της τάξεως των 20 έως 30 δισεκατομμυρίων ανθρώπων και θα λειτούργει ως ένας οργανισμός. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο καθηγητής J. Ζ. Υουng, στο βιβλίο του Doυbt and Certainty in Science και ο Sir Julian Huxley στο Evolution in Action επισημαίνουν ότι ο αριθμός των κυττάρων των οαργάνων σκέψης του ανθρώπινου σώματος (ο φλοιός του εγκεφάλου μας) είναι της τάξης των 20 δισεκατομμυρίων κι ότι «η οργάνωσή τους είναι σχεδόν ασύλληπτα πολύπλοκη».2 Δεν θα έπρεπε λοιπόν να μας ενδιαφέρει το γεγονός, ότι η Οικουμενόπολη θα έχει τόσους ατομικούς εγκεφάλους όσα κύτταρα έχει ο ανθρώπινος εγκέφαλος; Και,τι σημαίνει αυτό για την πολυπλοκότητα ολόκληρης της κοινωνίας; Η αγωνία των ανθρώπων, που αρχίζουν να κατανοούν την τραγική αντίθεση ανάμεσα στις επεκτεινόμενες λειτουργίες και τα αντιστεκόμενα Κελύφη και Δίκτυα, θα εκλείψει. Η πρόκληση, σήμερα, είναι να χτίσουμε ιδανικές 83
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
αστικές περιοχές, όχι μόνο από την άποψη των δικών μας αναγκών, αλλά επίσης από την άποψη των σημαντικών περιοχών, οι οποίες θα κληροδοτηθούν στις γενιές που θα ακολουθήσουν, μέχρι η ανθρωπότητα να φτάσει στο στάδιο της Οικουμενόπολης, σε μερικές γενιές από τώρα. Τότε πλέον, την ανθρωπότητα δεν θα την απασχολεί η επανεδραίωση της ισορροπίας, αλλά η ποιότητα των ανθρώπινων οικισμών. Εξαιτίας της ελάττωσης της άμεσης πίεσης στις αυξημένες λειτουργίες, η ανθρωπότητα θα έχει άφθονο χρόνο να αναλογιστεί τον τρόπο ζωής της και πως να τον εκφράσει στους ανθρώπινους οικισμούς. Εδώ, οι φιλόσοφοι μπορούν να προηγούνται των χτιστών στη σκέψη κι έτσι να επηρεάζουν τη δραστηριότητά τους. Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε κάλλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι, ενώ αυτές οι ιδέες για το μέλλον μπορούν να είναι αρκετά σημαντικές, δεν έχουν κανένα νόημα σήμερα, αφού η εποχή της Οικουμενόπολης απέχει ακόμα πολύ, και δεν μπορούμε να συλλάβουμε τα προβλήματα, που θα δημιουργήσει, ιδιαίτερα εφόσον βαθμιαία θα μετατραπεί σε στατικό οικισμό. Το επιχείρημα, ότι η εποχή της δημιουργίας της Οικουμενόπολης απέχει πολύ, έχει ήδη απαντηθεί· εξήγησα, πως η Οικουμενόπολη έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται. Το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να συλλάβουμε τα μελλοντικά της προβλήματα - εφόσον θα μετατραπεί σε στατικό οικισμό - επίσης απαντάται κατά κάποιο τρόπο σήμερα, αφού ορισμένα τμήματα του επεκτεινόμενου ιστού των ανθρώπινων οικισμών γίνονται στατικά. Αν ανοίξουμε απλώς τα μάτια μας, θα δούμε, πως αυτά είναι κυρίως τα τμήματα που επεκτείνονται, έτσι ώστε να γεμίσουν εξ ολοκλήρου τα φυσικά τοπία στα οποία είναι χτισμένοι οι οικισμοί. Αυτό συνέβη στο παρελθόν με μικρές πόλεις και λιμάνια όταν ανέτειλε η εποχή των μεγάλων πλοίων· οι πόλεις 84
Η Αρχαία Αθήνα και ο Πειραιάς, συνδεδεμένοι με τα Μακρά Τείχη, 445 π. Χ.
Η Αθήνα κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, 1456 - 1687.
0 5
km
Η οικοδομημένη Αθήνα το 1909.
3. ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΟΥ “ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟΥ”
ίσως και ανεξάρτητα του πληθυσμού της. Καταλαβαίνουμε, ότι οι υποδομές των μετακινήσεων παίζουν το μεγαλύτερο ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη στον χώρο της πόλης, αλλά αυτές θα είναι αντικείμενο του επόμενου κεφαλαίου. Αυτό, που πρέπει να συγκρατήσουμε από τους παραπάνω αριθμούς για να αντιληφθούμε τα όρια της σύγχρονης πόλης είναι το κομμάτι που ονομάζει ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης ανθρώπινη κλίμακα, η οποία στην σύχγρονη μητρόπολη χάθηκε10, και αναφέρεται στην δυνατότητα του ανθρώπου να περιπλανιέται από άκρη σ’ άκρη της πόλης με τα πόδια και να την αντιλαμβάνεται ως ένα σύνολο11. Αντίθετα, η σύγχρονη μητρόπολη δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή πλέον στο σύνολό της από τον άνθρωπο χωρίς τη συμβολή της μηχανής. Τελικά, κατά την εκρηκτική της αυτή αύξηση σε πληθυσμό και έκταση, η πόλη διαμελίστηκε χωρικά σε κομμάτια, τα οποία συνδέονται από ένα δίκτυο μετακινήσεων, κατοικιών και παραγωγικών εγκαταστάσεων, συνθέτοντας μια πόλη χωρίς όρια.
Υπερχείλιση Η πόλη χωρίς όρια άρχισε να κλιμακώνεται μέσα από το έργο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη το 1968. Η επιστήμη της Οικιστικής12, είναι μια γενεαλογία των ανθρώπινων οικισμών και μελέτη των διαστάσεων τους, της δομής τους, του τρόπου εξάπλωσής τους και της ταξινόμησής τους σε μια μαθηματική πρόοδο, εκθετικά αυξανόμενων πληθυσμών και εκτάσεων, από την μονάδα του ανθρώπου, μέχρι και την πόλη που θα κυκλώνει τον πλανήτη, την Οικομενόπολη13. Ο Άνθρωπος - το Δωμάτιο - η Κατοικία - η Ομάδα Κατοικιών - η Μικρή Γειτονιά - η Γειτονιά - η Μικρή Πόλη - η Πόλη - η Μεγάλη Πόλη - η Μητρόπολη - το Αστικό Συγκρότημα - η Μεγαλόπολη - η Αστικοποιημένη Έκταση ή η Μικρή Ηπειρόπολη - η Ηπειρόπολη - η Οικουμενόπολη: είναι οι βαθμίδες, σύμφωνα τις οποίες τα όρια της πόλης διευρύνονται στον πλανήτη. Σχετικά με την Μεγαλόπολη, ένα δίκτυο μεγάλων 10. Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, Η απώλεια των ανθρώπινων διαστάσεων, σ. 199-202. 11. Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, Η επιστήμη της Οικιστικής, σ. 70. 12. Δοξιάδης, Κωνσταντίνος Α., [1968], Ekistics: An Introduction to the Science of Human Settlements, Hutchinson, London, σ. 44-56. 13. Για την Οικουμενόπολη, βλ. Η Οικουμενόπολη, σσ. 80 - 86 της ερευνητικής εργασίας.
δεν μπορούσαν να επεκταθούν και τα λιμάνια δεν μπορούσαν να μεγαλώσουν. Αν μελετήσουμε τέτοιες περιπτώσεις, όπως το Ελ Σουέντα (στην Ερυθρά Θάλασσα, κοντά στο Πορτ Σουδάν), ασφαλώς μπορούμε να πάρουμε μερικά χρήσιμα μαθήματα. Ωστόσο, μπορούμε να αναφερθούμε και σε σύγχρονα παραδείγματα. Η πόλη της Αθήνας, παραδείγματος χάριν, η οποία έχει τώρα περίπου 2,5 εκατομμύρια κατοίκους και οδεύει προς πολύ περισσότερους, βρίσκεται σε μία κοιλάδα που θα έχει γεμίσει εντελώς μέχρι το τέλος αυτού τον αιώνα. Μπορούμε, λοιπόν, ήδη να φανταστούμε την Αθήνα να μετατρέπεται σε μια στατική αστική πόλη, παρ’ ότι ο ευρύτερος αστικός ιστός θα επεκτείνεται πέρα από τα βουνά, σχηματίζοντας έναν μεγαλύτερο οργανισμό. Αν περιορίσουμε τις παρατηρήσεις στην κοιλάδα της Αθήνας, μπορούμε να καταλάβουμε το είδος της Οικουμενόπολης, που θα αντιμετωπίσουμε σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Ένα παρόμοιο παράδειγμα, σε μεγαλύτερη κλίμακα, είναι η περιοχή του Ρίο ντε Τζανέιρο στη Βραζιλία, όπου λόγω της αναμενόμενης ανάπτυξης του πληθυσμού έως το τέλος αυτού του αιώνα, μια πολύ μεγαλύτερη κοιλάδα θα καλυφθεί από 20 εκατομμύρια ανθρώπους ή και περισσότερους. Η προσεκτική μελέτη τέτοιων περιπτώσεων δεν θα μας βοηθήσει απλώς να λύσουμε τα προβλήματα των συγκεκριμένων αυτών αστικών περιοχών, αλλά θα μας βοηθήσει, επίσης, να πειραματιστούμε με τον σχηματισμό της Οικουμενόπολης στα στάδια της δυναμικής ανάπτυξης και της στατικής της μορφής. 1.Για τους όρους Δυνάπολη, Δυναμητρόπολη και Δυναμεγαλόπολη βλ. εκτενώς στο: Κύρτσης, Α.Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, Ίκαρος, Αθήνα, σσ. 126 – 136. Γενικά, αποτελούν σε τρεις διαφορετικές κλίμακες, 85
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
όπως αποκαλύπτουν και τα δεύτερα συνθετικά των όρων, τις πόλεις, οι οποίες βρίσκονται σε μια κατάσταση δυναμική, δηλαδή τα κέντρα τους και τα προάστιά τους διευρύνονται και οι σχέσεις μεταξύ κέντρου – κέντρων (πυρήνων), μεταλλάσσονται και εξελίσσονται συνεχώς, κυρίως σε μέγεθος και λειτουργία. 2. Σ.τ.Μ.: J. Z. Young, Doubt and Certainty in Science. Αναφέρεται από τον Sir Julian Huxley,[1953], Evolution in Action, Chatto & Windus, Λονδίνο, σ. 15
Κωνσταντίνος Δοξιάδης Μετάφραση: Μαίρη Κιτροέφ Δοξιάδης, Κωνσταντίνος, [1968], Ekistics: An Introduction to the Science of Human Settlements, Hutchinson, Λονδίνο, σσ. 354-380. Κύρτσης, Α.Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, Ίκαρος, Αθήνα, σσ. 139 – 141. 86
πόλεων, μητροπόλεων και αστικών περιοχών, οι μελέτες του Δοξιάδη έδειχναν ότι έχει αρχίσει να σχηματίζεται ήδη από το 196014, ενώ προέβλεψε ότι, στα τέλη το 21ου αιώνα, θα έχει αρχίσει να παίρνει μορφή η Οικουμενόπολη, η οποία θα έχει πληθυσμό περίπου 20 με 30 δισεκατομμύρια ανθρώπους15. Προσπαθώντας να προβλέψει την μορφή και τον τρόπο εξάπλωσης της τελευταίας, ο Δοξιάδης συνέκρινε τον τρόπο εξάπλωσης της Αττικής Μητρόπολης, για να την περιγράψει. Η κοιλάδα της Αττικής, το γνωστό και ως «Λεκανοπέδιο» (από τον Πειραιά μέχρι την Πεντέλη, όπως έγραφε και ο Le Corbusier16), το 1960, κατοικούταν από 2,5 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ στο τέλος του 20ου αιώνα θα γέμιζε· η αστική δομή θα περικύκλωνε τα βουνά της Αττικής και θα έβρισκε «διεξόδους» προς την πεδιάδα της Ελευσίνας, των Μεσογείων και της Βοιωτίας προς την Χαλκίδα, σχηματίζοντας ένα ευρύτερο μητροπολιτικό δίκτυο. Επίσης, οι παραθεριστικές ακτές της Νοτίου και Ανατολικής Αττικής θα συμμετείχαν σε αυτό το δίκτυο ενεργά17. Σε μία ακόμα πρόβλεψη, προς τον σχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ηπειρόπολης18, η Αθήνα μέσω των Πελοποννησιακών Ακτών του Κορινθιακού Κόλπου μέχρι την Πάτρα, θα συνδεόταν με τα θαλάσσια δίκτυα ανάμεσα στη Δυτική Ελλάδα και την Ιταλία, μετατρέποντάς την σε ένα από τα κομμάτια της διαμελισμένης Ηπειρόπολης, από την Μεγάλη Βρετανία μέχρι και την Μόσχα. Η πρόβλεψή του Δοξιάδη, τα χρόνια πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, για την Αθήνα, ήταν πλέον πραγματικότητα. Σε αυτό θα μας βοηθήσει ο Αθηναϊκός τύπος της εποχής. Πλέον, το διεθνές αεροδρόμιο της Αττικής, βρίσκεται στην πεδιάδα των
14. Η μελέτη για την Μεγαλόπολη των Μεγάλων Λιμνών των Η.Π.Α. και του Καναδά. Το Σικάγο, το Ντιντρόιτ, το Τορόντο, το Κλήβελαντ, το Πίτσμπουργκ και οι Αστικές Περιοχές τους είχαν το 1960 22,5 εκατομμύρια με μια συνολική πυκνότητα του δικτύου κοντά σε εκείνη των προαστίων της αστικής περιοχής του Ντιτρόιτ. Η μελέτη έθεσε τις βάσεις για την περαιτέρω ανάλυση των δικτύων ανάμεσα στις αστικές περιοχές των Η.Π.Α. της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας, με πιο πρόσφατο το παράδειγμα των νοτιοανατολικών ακτών της Κίνας, και την Νοτιοανατολικής Ασίας, Ο.Π. υποσημείωση 1, μια Μεγαλόπολη των Μεγάλων Λιμνών, σσ. 162-166. 15. Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί,, Η μορφολογία των δυναμικών οικισμών, Εικ. 28, σ. 137. 16. Le Corbusier, επιμέλεια Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [1987], Κείμενα για την Ελλάδα, φωτογραφίες και σχέδια, Άγρα, Αθήνα, Το Αττικό Τοπίο και η Ακρόπολη: σ. 156. 17. Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί,, Η μορφολογία των δυναμικών οικισμών, Εικ. 29, σ. 138. 18. Ο.π., Οι Μετακινήσεις και οι Οικισμοί του Ανθρώπου, Εικ. 29, σ. 109.
3. ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΟΥ “ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟΥ”
Η Αθήνα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και μετά την εγκατάσταση των προσφύγων από την Μικρά Ασία.
0
5
10
20
km
Η Αθήνα το 2005, αφού ξεπέρασε τα όρια των ορεινών όγκων του Λεκανοπεδίου. 87
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
Μεσογείων19, δημιουργώντας παράλληλα τα δίκτυα σύνδεσης, και θέσεις εργασίας. Η Αττική οδός20 - ο αυτοκινητόδρομος και η σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν το νέο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος στα Σπάτα, με τα δίκτυα της Αθήνας, τα εθνικά δίκτυα Αθηνών-Κορίνθου και ΑθηνώνΛαμίας - δημιούργησε μια γρήγορη διέξοδο της πόλης προς τα Μεσόγεια, τις Ανατολικές Ακτές της Αττικής και την Ελευσίνα. Τέλος, η γραμμή του Προαστιακού Σιδηροδρόμου της Αθήνας21, έχει προγραμματισμένα δρομολόγια για το Κιάτο του νομού Κορινθίας, και από εκεί για την Πάτρα, παράλληλα με τις μελέτες που έχουν γίνει για να επεκταθεί προς την Χαλκίδα, κάτι που μπορεί να μετατρέψει τις ανεξάρτητες αυτές πόλεις, σε κύριες αφετηρίες και τερματικούς σταθμούς των μητροπολιτικών δικτύων μεταφορών της Αθήνας. Η σημερινή μητρόπολη των 4.136.849 κατοίκων22 έχει μείνει δομικά στατική μέσα στα όρια του Λεκανοπεδίου, αλλά επεκτείνεται έξω από αυτό σε μια «αστική υπερχείλιση» προς τον Ευβοϊκό και Κορινθιακό Κόλπο. Οφείλουμε να διορθώσουμε τα όρια της Αττικής Μητρόπολης. Η Πεντέλη και ο Πειραιάς δεν αποτελούν όρια. Η «κοιλάδα της Αττικής», όπως την αναφέρει ο Δοξιάδης δεν ταυτίζεται με την Αθήνα ή ακόμα πιο εύστοχα, η Αθήνα δεν ταυτίζεται πλέον με την κοιλάδα. Ο Υμηττός, είναι ήδη ένας νέος «περικυκλωμένος λόφος»· ίσως ένα νέο αντικείμενο συζητήσεων «ορεινού μητροπολιτικού πάρκου» τεραστίου μεγέθους. Παρομοίως και η Πεντέλη. Ίσως, στην μελέτη των συντελεστών που κάναμε για την Αθήνα, να προστεθούν αργότερα η «Παλιοβούνα» απέναντι από την Πάτρα, η Ακροκόρινθος, η Διώρυγα της Κορίνθου, οι γκρεμοί και οι σύραγγες της Κακιάς Σκάλας. Η γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου και οι γέφυρες τις Χαλκίδας είναι μελλοντικές μητροπολιτικές υποδομές.
Αρχιπέλαγος Επιστρέφοντας στην συνολική αντίληψη του αστικού τοπίου και τα όριά του, μελλοντικά η Αθήνα θα συνδιαλέγεται με το θαλάσσιο μέτωπο τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο Πέλαγος. Πυκνές και γρήγορες συνδέσεις στις Κυκλάδες και στα Επτάνησα θα δημιουργήσουν νέους χώρους στην πόλη. Τα αρχιπελάγη του Αιγαίου και του Ιονίου θα είναι βιώσιμος χώρος της Μητρόπολης. Η ειρωνική σύγκριση ανάμεσα στα «ορεινά νησιά» μέσα στη θάλασσα της κτισμένης Αττικής Γης και τα νησιά του Αιγαίου, τώρα θα βιώνεται στον χώρο της μελλοντικής Αθηναϊκής Μητροπολιτικής Ενότητας ως μια νέα αστική αντιθέση. Το μεταβιομηχανικό τοπίο, το «κενό πράσινο» των ορεινών όγκων και της υπολειμματικής φύσης, η επιφάνεια της θάλασσας, θα αποτελούν όλα, νέα αδρανή τοπία, που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Η εξέλιξη αυτή δεν θα έχει τέλος όσο ο άνθρωπος θα συνεχίζει να επεκτείνει τις οικιστικές του δομές. Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης προβλέπει ότι οι κάτοικοι των αστικών περιοχών παγκοσμίως θα σταθεροποιηθούν περίπου στα 50 δισεκατομμύρια, όταν η αστικοποιημένες περιοχές θα έχουν «κυκλώσει» τον Πλανήτη. Ο τρόπος που εξαπλώνεται η Αθήνα, από κοιλάδα σε πεδιάδα, 19. Τζαναβάρα, Χαρά, [1998, 22/3], «Μελέτη-πυξίδα για τα Μεσόγεια του 2020», Κυριακάτικη, σσ. 94-95. 20. Λάππα, Δήμητρα, [2002, 20/02], «Η Αθήνα του μέλλοντος σε μακέτα», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, σ. 7. 21. Δίκτυο ΤΡΑΙΝΟSE, πηγή: [http://www.trainose.gr/proorismoi/proastiakos-athinon]. 22. Υπολογισμός του 2007 -2009 από την Eurostat, πηγή: [http://epp.eurostat.ec.europa.eu/tgm/table.do?tab=table&init=1&language=en&pcode=tgs00080&plugin=1]. 88
3. ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΟΥ “ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟΥ”
10 km
Η Μητροπολιτική Περιοχή των Αθηνών, σύμφωνα με το Ρυθμιστικό Σχέδιο γισ το 2060, του Κωνστντίνου Α. Δοξιάδη. 89
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΟΠΙΟ
από ακτές σε λόφους, «αγκαλιάζοντας» την θάλασσα και τα νησιά, θα αποτελέσει το πρότυπο εξάπλωσης παγκοσμίως. Κύριο, παράδειγμα είναι η πυκνοκατοικημένη ζώνη του Ειρηνικού (Taiheiyō Belt) της Ιαπωνίας, η οποία απλώνεται στα τρία από τα τέσσερα βασικά νησιά της Ιαπωνίας και έχει πληθυσμό 80 εκατομμυρίων κατοίκων περίπου, περιλαμβάνοντας τις μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές της χώρας23, συνδεδεμένες με πυκνές υποδομές. Οι μελλοντικές αυτές μελέτες, και η εξέλιξη του αστικού τοπίου σε ένα «πλανητικό» περιβάλλον, μας δείχνουν την ανάγκη όχι να ορίσουμε γεωγραφικά την πόλη, αλλά να κατανοήσουμε ότι ο οικισμός 23. Ανατολική Ακτή Ιαπωνίας (Tokaido/Taiheiyo Belt), Πληθυσμός : 80 εκ., πόλεις : Tokyo, Yokohama, Chiba, Nagoya, Kobe, Kyoto, Osaka, Hiroshima, Fukuoka. πηγή : [http://www.guardian.co.uk/world/2010/mar/22/un-cities-mega-regions]. 90
3. ΤΟ ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΟΥ “ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟΥ”
Η Αθήνα από τον Κορινθιακό στον Ευβοϊκό και από το Αιγαίο στο Ιόνιο, χωρίς χωρικά όρια.
του ανθρώπου στο σύνολό του δεν είναι ούτε τεχνητός ούτε φυσικός. Είναι ένας υβριδικός χώρος, εν δυνάμει παγκόσμιας κλίμακας. Σίγουρα, ο κάτοικος δεν μπορεί να τον περπατήσει από άκρη σε άκρη (απώλεια ανθρώπινης κλίμακας), αλλά μπορεί να βιώσει αμέτρητα κομμάτια του με τρόπους που θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Εξάλλου, στο αρχιπέλαγος της πόλης ίσως να μην μπορείς να βιώσεις όλα τα νησιά. Και η σύγχρονη πόλη και κοινωνία είναι πιο αποσπασματική από ποτέ.
91
92
Η ανθρώπινη δραστηριότητα και η επικράτηση της ατομικότητας
93
Η ΠΟΛΗ ΣΥΝΗΓΟΡΕΙ Η Audi και το Columbia προσβλέπουν στο Έτος 2050 Ο καθηγητής Rupert Stadler, Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της αυτοκινητοβιομηχανίας AUDI AG, συνομιλεί με τον καθηγήτη του πανεπιστημίου Columbia, Mark Wigley Stadler: Όταν ομιλούμε για όνειρα, σκέφτομαι αμέσως το Αμερικάνικο Όνειρο. Επιτυχία, οικογένεια, ένα σπίτι με κήπο και ένα αυτοκίνητο. Αναλύοντας όμως το θέμα, βλέπουμε, ότι αυτό το όνειρο ζωής δεν έχει επηρεάσει μόνο τους Αμερικάνους των Η.Π.Α.· παραμένει ένα ιδανικό για πολλούς ανθρώπους μέχρι και σήμερα. Wigley: «Ο Αμερικάνικος Τρόπος» αποδεικνύει το πως ένα όνειρο μπορεί να διαμορφώσει μια πόλη. Στις Αρχές του 20ου αιώνα, για παράδειγμα, η Νέα Υόρκη ήταν πρότυπο πυκνών, αλλά λειτουργικών υποδομών. Για πολύ καιρό, ολόκληρος ο κόσμος εμπνεόταν από τους πανύψηλους ουρανοξύστες της. Αργότερα, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε ένα νέο όνειρο, που ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ο «αμερικάνικος τρόπος» διασκορπίστηκε οριζοντίως και διαχύθηκε στα προάστια. Και έτσι, τα προάστια έγιναν το νέο πρότυπο για κομμάτια της παγκόσμιας κοινότητας. Stadler: [...] Ας δούμε για παράδειγμα την περιοχή ανάμεσα στην Βοστώνη και την Ουάσινγκτον, όπου κατοικούν 50 εκατομμύρια άνθρωποι σε μια έκταση μήκους άνω των 700 χιλιομέτρων. Αυτή είναι μια γιγαντιαία μητρόπολη. [...] Οι αρχιτέκτονες της Höweler + Yoon Architecture ανακάλυψαν στην έρευνά τους, ότι υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα 94
1. Η Αθήνα των αστικών υποδομών
95
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
στο κέντρο της πόλης και τα προάστια. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να εξαλείψουμε αυτή την διαφοροποίηση στο μέλλον και να αναδομήσουμε τα πράγματα. Εξάλλου, μια κατοικία με κήπο σε μια απομακρυσμένη περιοχή με καμία σύνδεση σε δίκτυα μέσων μαζικής μεταφοράς, δεν αποτελεί ένα πρακτικό τόπο διαβίωσης, αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναμένει κανείς ώρες στην κυκλοφοριακή συμφόρηση πρωί και απόγευμα. Αυτό βλάπτει σημαντικά την ποιότητα ζωής. Wigley: Τα όνειρά μας για ουρανοξύστες και σπίτια με κήπους είναι παρωχημένα, κατά την γνώμη μου. Η πόλη του 2050 καταφθάνει με μεγάλη ταχύτητα. Όταν ο τυφώνας Sandy κτύπησε την Νέα Υόρκη μερικούς μήνες νωρίτερα, γίναμε επιτέλους ενήμεροι του πόσο εύθραυστες είναι οι σημερινές υποδομές. Το δίκτυο λεωφορείων, οι σιδηροδρομικές γραμμές, τα ηλεκτρικά και επικοινωνιακά δίκτυα κατέρρευσαν, εκατοντάδες πτήσεις ακυρώθηκαν. Μέχρι και η Ουάσινγκτον ανακηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Sandy έκανε ξεκάθαρο ότι το παλιό αμερικάνικο πρότυπο είναι πλέον ευάλωτο. Stadler: Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε ένα καινούριο όνειρο; Wigley: Ακριβώς, και σήμερα οι πόλεις του νότιου ημισφαιρίου
Νέα κλίμακα Μελετώντας τον κτισμένο χώρο και το συνολικό περιβάλλον της σύγχρονης πόλης, μέσα από τον «αστικό φακό» της Αθήνας, καταλήξαμε στο ότι τα δίκτυα μεταφορών αποτελούν τον βασικό άξονα καθορισμού των ορίων της και την δομή που μας δείχνει την μελλοντική της δυναμική επέκταση. Σίγουρα, είναι το απόλυτο τεχνολογικό επίτευμα της βιομηχανικής πόλης (της πόλης του 18021) και η μεγαλύτερη χωρική παρακαταθήκη από την τελευταία για τη σύγχρονη. Οι διάχυτες σύγχρονες πόλεις, δηλαδή, οι πόλεις, οι οποίες εξαπλώνονται, όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, με μια μικρή πυκνότητα και καταλαμβάνουν εκτάσεις που δύσκολα αναγνωρίζει κανείς είτε ως ένα κομμάτι της πόλης είτε ως κομμάτι των μακρινών οικιστικών συνόλων της υπαίθρου, έχουν χάσει τα όριά τους και ο συνδετικός κρίκος του ιστού τους είναι πλέον ο αυτοκινητόδρομος και ο σιδηρόδρομος2. Μεγάλα χωρικά κομμάτια των πόλεων3 είναι αστικοποιημένες τέτοιες δομές, όπου η κατοικία είναι το κυρίαρχο πρόγραμμα. Η Ολλανδία, σύμφωνα με τον Hans Ibelings4, είναι ο τόπος, όπου οι αστικές υποδομές και οι τεχνητές εκτάσεις, πολλές φορές πρώην υποθαλάσσια εδάφη «κατεκτημένα» με την τεχνολογία, μαζί με την προαστιακή επέκταση των πόλεων της, δημιουργούν 1. Βλ. Κεφάλαιο. Το φυσικό περιβάλλον και το σύγχρονο Αθηναϊκό Τοπίο, ενότητα 3. Το ξεπέρασµα των γεωγραφικών ορίων του “Λεκανοπεδίου”, σσ. 81 - 91 της ερευνητικής εργασίας. 2. Eastman, Emily, [2004], “Switch Sites”, στο: 30 60 90 - Journal of Emergent Architecture, [2004], τεύχος 06, Shifting Infrastructures, σσ. 146-155. 3. Ibelings, Hans, [2001], “Hypersuberbia”, στο: Quaderns, [2001], τεύχος 228, Urban landscapes, σ. 98. 4. Ο.π.
Στην “Αθηνών”, η τομή από το Δυτικά προς το κέντρο. 96
Στον “Ηλεκτρικό”, η τομή από τον Πειραιά προς το κέντρο.
1. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
ένα ομοιογενές τοπίο που δεν μπορεί να διακριθεί ως τεχνητό ή φυσικό, ως πόλη ή ύπαιθρος. Είναι ένας «υπερ-προαστιακός» χώρος, όπου για τους κατοίκους του η πυκνότητα του κέντρου των ιστορικών πόλεων της Ολλανδίας είναι το ίδιο «εξωτική» με την αγνότητα του παρθένου φυσικού τοπίου, αφού και τα δύο αποτελούν την εξαίρεση. Οι κατοικίες και οι καλλιέργειες, τα κανάλια και οι δρόμοι, οι κήποι και τα αγροκτήματα είναι όλα κομμάτι της έκτασης της διάχυτης αυτής δομής· αποτελούν αστικές τεχνητές υποδομές, η οποίες συναντώνται σε κάθε διάχυτη πόλη σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση. Επιστρέφοντας, όμως, στον αστικό αντίκτυπο του αυτοκινητοδρόμου και του σιδηροδρόμου – οι de facto χώροι για την αυτονόητη, πλέον, χρήση του αυτοκινήτου και του τραίνου - παρατηρούμε την χωρική σύνθεση μιας τεχνητής επιφάνειας, μέσω της οποίας οι κάτοικοι της διάχυτης πόλης βιώνουν τη νέα της κλίμακα. Έγινε κατανοητό, ότι αν ένας χώρος δε γίνεται αντιληπτός στην ολότητά του από τον άνθρωπο, τότε χάνει την ανθρώπινη κλίμακα. Η αόριστη αυτή διάχυση της πόλης σε συνδυασμό με την νέα ταχύτητα που αποκτά η ανθρώπινη ύπαρξη από το αυτοκίνητο και το τραίνο στο επίπεδο του εδάφους, έχει δημιουργήσει μια νέα κλίμακα. Αυτή του σύγχρονου μέσου μεταφοράς5. Η νέα κλίμακα των αστικών υποδομών, σύμφωνα με τον Michel de Certeau6, διαμορφώνει το λεξιλόγιο μιας νέας χωρικής αφήγησης. Η καθημερινή χρήση τους, εφόσον είναι ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ κατοικίας και οποιασδήποτε 5. Design-Lab, [2004], “Urban Infrastructure, Exploring systems that enabledivergent occupationof the built environment ”, στο: 30 60 90 - Journal of Emergent Architecture, [2004], τεύχος 06, Shifting Infrastructures, σσ. 164 -172. 6. Certeau, Michel de, [1984], “Spatial stories”, στο: Quaderns, [2001], τεύχος 228, Urban landscapes, σ. 7.
Στο “Μετρό”, η τομή από το Ελληνικό προς το κέντρο.
μας δείχνουν ποιες είναι οι νέες μορφές της μελλοντικής αστικής ζωής. Οι υποδομές τους είναι συνήθως πιο ευέλικτες και ανταποκρινόμενες στις νέες ανάγκες. Η Αφρική, η Λατινική Αμερική, η Ασία και η Μέση Ανατολή θα είναι οι νέοι μας ‘δάσκαλοί’. Με άλλα λόγια, τα μέρη του κόσμου, όπου οι πόλεις εκρήγνυνται με μια ταχύτητα και σε μια κλίμακα χωρίς προηγούμενο. Stadler: Όταν σκέφτομαι την Ασία, ανακαλώ την επίσκεψή μου στο Τόκυο. Την τελευταία φορά, που βρέθηκα εκεί, συνομιλούσα με έναν νέο, ο οποίος δούλευε ως oshiya ή ωθιστής. Η δουλειά του είναι, πράγματι, να ωθεί τον κόσμο μέσα σε συνωστισμένα βαγόνια τραίνων στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Και ένα συνωστισμένο τραίνο είναι μόνο ένα παράδειγμα από τα πολλά. Βιώνουμε, ήδη, την ύψιστη πυκνότητα στην Ασία. Με άλλα λόγια υπάρχει ελάχιστος εναπομείναν χώρος διαβίωσης. Ιδιαιτέρως αν δούμε πόσο ο πληθυσμός αυξάνεται. Ο παγκόσμιος πληθυσμός θα διασταλλεί στα 9 δισεκατομμύρια μέχρι το 2050. Αυτό κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τις ροές κίνησης, την παροχή τροφής, τα δίκτυα ηλεκτρισμού και επικοινωνιών. Το πως διαχειριζόμαστε συνολικά τον χώρο. [...] Οι αρχιτέκτονες Urban¬Think Tank από το Σάο Πάολο μας παρουσίασαν μία πρόταση, όπου η κινητικότητα
Στην “Κηφισίας”, η τομή από την Κηφισιά προς το κέντρο. 97
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
Υπόγειες διαδρομές σταθερής τροχιάς
οργανώνεται σε διάφορα επίπεδα. Με άλλα λόγια, οι κατοικίες, οι δρόμοι, τα τραίνα και τα αυτοκίνητα είναι διασυνδεδεμένα. Και δεν εννοώ μόνο οριζοντίως σε ένα επίπεδο, αλλά και καθέτως και διαγωνίως σε διάφορα επίπεδα. Οι δρόμοι είναι κτισμένοι περισσότερο σαν ουρανοξύστες και όλα τα συστήματα κινητικότητας αλληλοσυνδέονται. Αυτή η τρισδιάστατη κινητικότητα είναι ένα δίκτυο που συνδέει τους ανθρώπους όσο αποδοτικότερα είναι εφικτό. Wigley: Υποθέτω. ότι για σας, ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα αποτελεί το ερώτημα του πού θα συμπεριληφθεί το αυτοκίνητο σε ένα τέτοιο δίκτυο. Έχω την αίσθηση, πως ο ρόλος του αυτοκινήτου θα γίνει σημαντικότερος σε τέτοιες διασυνδεόμενες δομές. [...] Stadler: Η διασύνδεση των ανθρώπων με τα δίκτυα κινητικότητας αναδύεται ως ιδαίτερα σημαντική. Βασικά, είναι θέμα χρόνου μέχρι τα αυτοκίνητα, τα κτήρια, οι οδικές αρτηρίες και η διαχείριση των μεταφορών να επικοινωνούν μεταξύ τους. Πόσο συχνά πρέπει να περιμένουμε τον ανελκυστήρα; Γιατί δεν δίνει απλά ένα σήμα το αυτοκίνητο στον ανελκυστήρα κατά την είσοδο στον χώρο στάθμευσης; Τότε ο ανελκυστήρας θα μας περιμένει πριν ακόμα πιέσουμε
0
Στην “Αθηνών”, η τομή από το Δυτικά προς το κέντρο. 98
10
1 5
km
Στον “Ηλεκτρικό”, η τομή από τον Πειραιά προς το κέντρο.
1. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
άλλης δραστηριότητας – μια παραφρασμένη κυριαρχία του διαχωρισμού των χρήσεων γης της μοντέρνας πολεοδομίας7 είναι μια «χωρική τροχιά» ανθρώπινης δραστηριότητας. Επίσης, ο χρόνος που περνά ο κάτοικος σε αυτές και η πυκνότητα των ατόμων κατά τις ώρες αιχμής - εξαρτώμενα πάντα από τα νέα μεταπολεμικά δεδομένα της κυκλοφοριακής συμφόρησης μπορεί να αποτελέσει το σκηνικό μεγάλου ποσοστού της ζωής στην πόλη8. Όλα αυτά συντελούν στην αντικατάσταση, εν μέρει, του πεζού κατοίκου της ιστορικής πόλης, με αυτήν της ταχύτητας των επιβατών των σύγχρονων μέσων μεταφοράς. Σε μια υπερβολική μορφή της, αυτή η αντικατάσταση είναι εν δυνάμει ένας νέος δημόσιος χώρος9. Ο νεός αυτός χώρος, σύμφωνα με τον Michel de Certeau, «μια σύνθεση από διασταυρώσεις κινούμενων στοιχείων»10, χρησιμοποιείται καθημερινά από μεγάλα ποσοστά των κατοίκων και έχει δημιουργήσει μέχρι και την δική του κωδικοποιημένη γλώσσα, την οδική σήμανση, με παγκόσμια κατανοητή χρήση. Τέλος, χωρικά, τα δύο αυτά επιφανειακά τεχνητά στοιχεία (ο αυτοκινητόδρομος και ο σιδηρόδρομος), καταλαμβάνουν επιφάνειες της γης σχηματίζοντας ένα νέο τεχνητό έδαφος. Αυτό το έδαφος είναι η απόλυτη διασταύρωση μεταξύ του τεχνητού και του φυσικού, καθώς το πρώτο σχεδιάζεται και ρυθμίζεται σύμφωνα με το δεύτερο, ενώ ποτέ δεν λειτουργεί 7. Βλ. Εισαγωγή, Β. Η θεώρηση της µεταπολεµικής πόλης και η Αθήνα / Μια αναδροµή προς την επικράτηση της µοντέρνας πολεοδοµίας, σ. 18 της ερευνητικής εργασίας. 8. Βλ. Η πόλη συνηγορεί, Η Audi και το Columbia προσβλέπουν στο Έτος 2050, σσ. 94 101 της ερευνητικής εργασίας. 9. Betsky, Aaron, [2006], “Accessible City”, στο: Architecture, [2006], τεύχος 7, Mobility. 10. «Thus space is composed of intersections of mobile elements», μετάφραση: Κουράκος Γιώργος, Certeau, Michel de, [1984], “Spatial stories”, στο: Quaderns, [2001], τεύχος 228, Urban landscapes, σ. 7.
Στο “Μετρό”, η τομή από το Ελληνικό προς το κέντρο.
το κουμπί. [...] Αυτό είναι ένα παράδειγμα του είδους της νοημοσύνης, και κυρίως, της αποδοτικότητας των δικτύων και της επικοινωνίας, που στα μάτια μου είναι το κλειδί του μέλλοντος. Wigley: Όταν κάποιος κοιτά τις μεγάλες πόλεις του κόσμου, οι κινήσεις είναι πάντα πολλαπλές και πολύπλοκες. Η πεποίθηση ότι ξεκινά κανείς την ημέρα από το σπίτι του, πηγαίνει στην δουλειά και επιστρέφει πάλι πίσω, είναι λάθος. Η ζωή μας δεν είναι μια απλή γραμμή από το Α στο Β. Το αυτοκίνητο, κατά μια έννοια, είναι ένα από τα διαφορετικά επικαλυπτόμενα συστήματα κινητικότητας. Stadler:[...]Δεν μπορούμε πλέον να πουλάμε αυτοκίνητα και να ελπίζουμε ότι τα προβλήματα συμφόρησης θα λυθούν μόνα τους. Πρέπει να συνδέσουμε τις οδικές αρτηρίες, τις υποδομές και το αυτοκίνητο με τα άλλα συστήμαστα κινητικότητας. [...] Wigley: Το πιο ενδιαφέρον για εμάς είναι να κατανοήσουμε το πως τα κτήρια και τα αυτοκίνητα προσαρμόζονται σε αυτόν τον καινούριο κόσμο. Στο μέλλον, θεωρώ, ότι θα υπάρξει ένα καινούριο είδος χώρου, ανάμεσα στο αυτοκίνητο και την αρχιτεκτονική, και αυτός είναι ο χώρος, στον οποίον οι ερευνητές θα πρέπει να επικεντρωθούν. Στην πόλη του μέλλοντος, πρέπει να σκεφτούμε τα κτήρια και τα
Στην “Κηφισίας”, η τομή από την Κηφισιά προς το κέντρο. 99
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
οχήματα σαν μέρος των κύριων υποδομών, αν όχι σαν στοιχεία ενός νέου δυναμικού συστήματος. Stadler: Με τον όρο δυναμικά δίκτυα εννοείτε την διασύνδεση διαφορετικών συστημάτων κινητικότητας; Wigley: Ακριβώς. Στο μέλλον θα οφείλουμε να διασυνδέσουμε τα πάντα: λεωφορεία, κατοικίες, ανελκυστήρες, αυτοκίνητα. Δεν υπάρχουν όρια. Stadler: Είμαι πεποισμένος, ότι οι άνθρωποι θα θέλουν να παραμείνουν εν κινήσει και ανεξάρτητοι στο μέλλον. Αλλά πρέπει να γίνει μια αλλαγή. Το να βλέπεις τους επιβάτες των μέσων του Σάο Παόλο να χάνουν 30 μέρες το χρόνο κατά μέσον όρο, «κολλημένοι» στην κίνηση, αποτελεί από μόνο του μια παράλογη χρήση χρόνου. Κάθε φορά που βρίσκομαι στο Λονδίνο, παίρνω το μετρό, γιατί με το αυτοκίνητο απλά μένω ακίνητος. Η μέση ταχύτητα στους δρόμους του Λονδίνου είναι 16 χλμ./ώρα. Είναι σχεδόν η ταχύτητα, που είχαν οι ιππήλατες άμαξες 100 χρόνια πριν. Δεν μπορούμε να το αποκαλέσουμε και πρόοδο.[...] Μια αποδοτική χρήση των μέσων μεταφοράς θα ήταν ολοκληρωτικά δικτυωμένα αυτοκίνητα, τα οποία λειτουργούν αυτόματα. Γράφοντας e-mails ή οργανώνοντας επαγγελμετικές συσκέψεις ταυτόχρονα με την μετακίνηση – τίποτα από τα παραπάνω δεν θα
ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, με την εξαίρεση βέβαια των γεφυρών, οι οποίες κυριαρχούν ως κτισμένα αντικείμενα όταν το δεύτερο αποκλείει την συνέχεια του επιπέδου. Αυτό αποτελεί μια παρατήρηση που η Elizabeth Mossop χαρακτηρίζει ως «το σημαντικότερο γενικευμένο δημόσιο τοπίο»11 μέσα από την εξερεύνηση της τοπιακής πολεοδομίας για την πόλη. Η σχέση που έχουν οι υποδομές με την πόλη - όχι μόνο ο αυτοκινητόδρομος και ο σιδηρόδρομος, αλλά και οι εκτάσεις των parkings, οι επιφάνειες των αεροδρομίων και των λιμανιών και όπου επιτρέπεται η ταχύτητα των μέσων μεταφοράς – είναι τόσο η οπτική του οδηγού ή του επιβάτη όσο και η οπτική από την πόλη σε αυτόν. Ο αυτοκινητόδρομος είναι ένας χώρος, από τον οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε την πόλη μέσα από την σύγχρονη ταχύτητα. Κινούμενοι στον υπερμεγέθη αυτό διάδρομο, μας εμφανίζεται μια διαθλασμένη εντύπωση της πόλης12.
Τομές Με τα νέα δεδομένα στην αόριστη κλίμακα της μεταπολεμικής πόλης, τα τεχνολογικά επιτεύματα των μεταφορών, την απόλυτη κυριαρχία της τεχνολογίας, αλλά κυρίως την διάθλαση την οποία περιγράψαμε, η νέα πραγματικότητα της ζωής μέσα της είναι ο κάτοικος-θεατής. Θεατής με την έννοια του ότι η πόλη γι’ αυτόν αρχίζει να διαβάζεται στα «τοιχώματα» των διαδρόμων κίνησης των μέσων μεταφοράς. Η πόλη προβάλλεται στις 11. «the most important generative public landscape»,μετάφραση: Γιώργος Κουράκος, στο: Mossop, Elizabeth, “Landscapes of Infrastructure”, στο: Waldheim, Charles, editor [2006], The Landscape Urbanism Reader, Princeton Architectural Press, New York, σσ. 171. 12. Mossop, Elizabeth, “Landscapes of Infrastructure”, στο: Waldheim, Charles, editor [2006], The Landscape Urbanism Reader, Princeton Architectural Press, New York, σσ. 163-177.
Στην “Αθηνών”, η τομή από το Δυτικά προς το κέντρο. 100
Στον “Ηλεκτρικό”, η τομή από τον Πειραιά προς το κέντρο.
1. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
κάθετες «επιφάνειες» που προχωρούν παράλληλα με τους αυτοκινητοδρόμους και τους σιδηροδρόμους. Αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο, όταν οι υποδομές κατασκευάστηκαν στην πόλη ύστερα από την διαμόρφωση της δομής της ή εξελίχθηκαν παράλληλα με αυτήν χωρίς σχεδιασμό που να προβλέπει στην μελλοντική εξέλιξη, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αστικών υποδομών της Αττικής, που θα μελετήσουμε παρακάτω. Η προπολεμική πόλη που δεν είχε γνωρίσει την ευρεία και καθολική χρήση του αυτοκινήτου – την οποία επέφερε η γραμμή παραγωγής της αυτοκινητοβιομηχανίας Ford από το 1913 - έπρεπε μετά τον πόλεμο να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα, και την κυκλοφοριακή συμφόρηση ήδη από την δεκαετία του ’5013. Από τον 19ο αιώνα, βλέπουμε τις μεγάλες μητροπόλεις να αντιμετωπίζουν την κυκλοφοριακή συμφόρηση και την ξέφρενη επέκταση της δομής τους μέσω των αστικών υποδομών. Σε αντίθεση με την αμερικανική πόλη, η οποία άρχισε να δομείται ουσιαστικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και τις αρχές 20ου, όπου οι μεταφορές αφορούσαν την ιδιωτική επενδυτική πρωτοβουλία, οι μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις μετέφρασαν τις λύσεις των κυκλοφοριακών προβλημάτων τους με διαφορετικούς τρόπους, αλλά με κρατικό σχεδιασμό και δημόσια δαπάνη. Το 1863 ξεκίνησε την λειτουργία του ο μητροπολιτικός υπόγειος σιδηρόδρομος του Λονδίνου, ο οποίος άφησε τον ιστό της πόλης άθικτο από την εισχώρηση των υπέργειων σιδηροδρόμων και εξαπλώθηκε σαν λογική μετακίνησης σε όλες τις μητροπόλεις μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ το Παρίσι με τον πλήρη εκμοντερνισμό της πολεοδομίας του από το φιλόδοξο Σχέδιο-Στρατηγική του Baron 13. Φιλιππίδης, Δημήτρης, [1990], Για την ελληνική πόλη, Μεταπολεμική πορεία και μελλοντικές προοπτικές, ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα, Εξωραϊσμοί, Αυτοκινητόδρομοι, σσ. 158-160.
Στο “Μετρό”, η τομή από το Ελληνικό προς το κέντρο.
ήταν πρόβλημα. Το αυτοκίνητο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χώρος εργασίας, ως βιωτικός χώρος - όλα εν ώρα κίνησης.[...] Wigley: Ίσως, στο μέλλον, θα μπορούσε το αυτοκίνητο να είναι ένα κινούμενο δωμάτιο; Μερικά χρόνια πριν, δεν θα μπορούσαμε ούτε να φανταστούμε πως τα αυτοκίνητα θα μπορούσαν να «επικοινωνούν» με τα κτήρια, πόσο μάλλον να ανταλλάξουν ρόλους. Αλλά το χάσμα μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας μοιάζει να συρρικνώνεται. Πιθανώς, αυτή η συρρίκνωση να είναι ο λόγος που μας επιτρέπει να ερευνούμε απο κοινού την κινητικότητα στο μέλλον. Σε ορισμένα πλαίσια, είμαστε «επαγγελματίες ονειροπόλοι» και εσείς «επαγγελματίες δημιουργοί πραγματικότητας».[...] Stadler: Το αυτοκίνητο είναι ουσιαστικά μια μηχανή ονείρων. Wigley: Και πρέπει να προσδιορίσουμε πιο είναι το όνειρό μας για το 2050.
Μετάφραση: Γιώργος Κουράκος Σ. τ. Σ.: Η συνέντευξη είναι εκδεδομένη σε αυτήν την μορφή στην ιστοσελίδα της AUDI AG, Annual Report 2012: [www.audi.com/ ar2012], THE AUDI URBAN FUTURE INITIATIVE, Για το πρωτότυπο βλ. Παράρτημα 5.
Στην “Κηφισίας”, η τομή από την Κηφισιά προς το κέντρο. 101
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
Διαδρομές σταθερής τροχιάς
10
1 0
5
Στην “Αθηνών”, η τομή από το Δυτικά προς το κέντρο. 102
km
Στον “Ηλεκτρικό”, η τομή από τον Πειραιά προς το κέντρο.
1. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
Haussmann14 το 1853-1870, μεταμορφώθηκε με την διάνοιξη μεγάλων δρόμων–βουλεβάρτων που συνέδεαν τα σημαντικότερα σημεία της πόλης που βλέπουμε σχεδόν άθικτα μέχρι σήμερα. Ειδικά τα βουλεβάρτα του Παρισιού, τα οποία χαράκτηκαν διαμελίζοντας τον μεσαιωνικό ιστό της πόλης, αποτέλεσαν μαζί με τον πολυπρογραμματικό ισόγειο των συνεχόμενων όψεών τους έναν ιστό, όπου η γρήγορη μετάβαση μεταξύ σημείων γίνεται κανόνας στο επίπεδο της αστικής δομής, ενώ γίνεται πιο έντονη η εμπειρία των δρόμων–περιτοιχισμένων διαδρόμων που είδαμε παραπάνω. Στην Αθήνα η πρώτη μητροπολιτική σιδηροδρομική γραμμή τέθηκε σε λειτουργία το 192515, οι Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι (Ε.Η.Σ.), από τον Πειραιά στην Κηφισιά, η οποία λειτουργεί στην ίδια χάραξη από τότε. Ωστόσο, οι μετακινήσεις των κατοίκων από την πρώτη δεκαετία μετά τον πόλεμο γίνονται μαζικά με το ιδιωτικό αυτοκίνητο. Ήδη από το 1953 τα προβλήματα της συμφόρησης στο κέντρο της πόλης ήταν πολλά και χρειάζονταν άμεση ρύθμιση. Βλέπουμε ότι την περίοδο του 1953-1962 κατασκευάστηκαν με κρατική πρωτοβουλία και χαράκτηκαν στην σημερινή τους μορφή, οι λεωφόροι Αλεξάνδρας, Αχαρνών, Δέλτα-Εδέμ, Κηφισού, Πειραιά-Σκαραμαγκά και Ιλισσού16, οι οποίες συνέδεαν αστικές περιοχές ραγδαία αυξανόμενου πληθυσμού ή εξυγίαναν το κυκλοφοριακό πρόβλημα του κέντρου, το οποίο είχε ενδείξεις προβλημάτων από τον Μεσοπόλεμο17 αλλά όχι στον μεταπολεμικό βαθμό. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι και το 2013, ρυθμιστικό σχέδιο της μητροπολιτικής ενότητας της Αθήνας δεν έχει κατωχυρωθεί και βλέπουμε μια αλληλουχία ρυθμίσεων που λειτουργούν περισσότερο ως προσαρτήματα στον αστικό ιστό - το χαρακτηριστικό παράδειγμα της «διαπλάτυνσης» δρόμων, όπως έγινε στην λεωφόρο Κηφισού ή στην λεωφόρο Ποσειδώνος, ανάλογα με τις ανάγκες. Η Αττική οδός (μαζί με τον προαστιακό σιδηρόδρομο), διανοίχθηκε, αφού η πόλη είχε επεκταθεί στις περισσότερες περιοχές που διασχίζει18, αν και σίγουρα πυροδότησε μεγαλύτερη επέκταση 14. Βλ. την κριτική της Jacqueline Tatom για τα βουλεβάρτα του Παρισιού, στο: Tatom, Jacqueline “Urban Highways and the reluctant Public Realm”, στο: Waldheim, Charles, editor [2006], The Landscape Urbanism Reader, Princeton Architectural Press, New York, σσ. 179-193. 15. Πηγή: [http://www.oasa.gr/content.php?id=istoria]. 16. Φιλιππίδης, Δημήτρης, [1990], Για την ελληνική πόλη, Μεταπολεμική πορεία και μελλοντικές προοπτικές, σ. 158. 17. Φιλιππίδης, Δημήτρης, [1990], Για την ελληνική πόλη, Μεταπολεμική πορεία και μελλοντικές προοπτικές, Εξωραϊσμοί, Αυτοκινητόδρομοι, σσ. 158-160. 18. Τζαναβάρα, Χαρά, [1998, 22/3], «Μελέτη-πυξίδα για τα Μεσόγεια του 2020», Κυριακάτικη, σσ. 94-95.
Στο “Μετρό”, η τομή από το Ελληνικό προς το κέντρο.
Στην “Κηφισίας”, η τομή από την Κηφισιά προς το κέντρο. 103
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
Πρωτεύοντα δίκτυα
10
1 0
5
Στην “Παναγή Τσαλδάρη”, η τομή από το Δυτικά προς το κέντρο. 104
km
Στον “Ηλεκτρικό”, η τομή από τον Πειραιά προς το κέντρο.
1. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
προς τα βορειοανατολικά. Ένας από τους βασικότερους άξονες Βορρά-Νότου της μητρόπολης, η λεωφόρος Κηφισού, εθνική οδός Αθηνών-Λαμίας βορειότερα, σε μεγάλο μέρος του ταυτίζεται με τη κοίτη του μεγαλύτερου ποταμού της Αττικής, η οποία καλύφθηκε απ’ αυτόν. Οι πρώτες εναλλακτικές για την μετακίνηση στην Αττική δόθηκαν, ίσως, λόγω των έργων υποδομής προς την πρετοιμασία των Ολυμπιακών αγώνων του 2004, αλλά και της αδιέξοδης κυκλοφοριακής συμφόρησης-σύμβολο της Αθήνας των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Αρχικά, ολοκληρώθηκαν τα πρώτα στάδια του μητροπολιτικού υπόγειου σιδηρόδρομου19 το 2000, το νέο τραμ το 200420 και ένα πυκνότερο σύστημα γραμμών λεωφορείων21, σε μια προσπάθεια να αποσυμφορηθούν οι αυτοκινητόδρομοι όχι μόνο του κέντρου της αλλά και των προαστίων. Τέλος, σημαντικό κομμάτι των μετακινήσεων είναι και η πυκνότερη διασύνδεση του Λιμανιού του Πειραιά με τα νησιά του Αιγαίου, που όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, αποτελούν εν δυνάμει μητροπολιτικές συνδέσεις. Συμπερασματικά, βλέπουμε ότι οι αστικές υποδομές τις Αττικής, λειτουργούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο στον ιστό της. Α posteriori, η μεταπολεμική Αθήνα απέκτησε γραμμικές τομές – δίκτυα μεταφορών σε όλη της την έκταση και αυτό δημιούργησε ένα αξιοσημείωτο πλέγμα δικτύων, τα οποία είτε έχουν άνιση κλίμακα με τα γειτονικά τμήματα της πόλης (ο ανισόπεδος κόμβος του Φαλήρου, Κηφισού-Ποσειδώνος-Πειραιώς, παράδοση: 2004) είτε είναι τελείως ξένες (περιφερειακή Υμηττού, παράδοση: 2001-2003, όρυγμα Αττικής Οδού, παράδοση: 2000-2003)22 - αν και οι τελευταίες δίνουν εξαιρετικές οπτικές από και προς την πόλη. Ο συνδυασμός της νέας κλίμακας της ταχύτητας των μέσων μεταφοράς, της ξένης κλίμακας των υποδομών στην καθορισμένη από την κλίμακα της πολυκατοικίας Αθήνα και η χρονική ασυνέχεια στην εξέλιξη της πόλης, χαρίζουν στην Αττική μητρόπολη, γραμμικά στοιχεία παρατήρησης, τα οποία χαρίζουν στην τελευταία έναν ρευστό χώρο, στον οποίο ο κάτοικος αναγνωρίζει το σύνολο της μητρόπολης.
19. Πηγή: [http://www.ametro.gr/page/default.asp?la=1&id=4]. 20. Πηγή: [http://www.oasa.gr/?id=ind3ex&lang=en]. 21. Μπουλούκου, Π., [2001, 6/5], «Εκατό χιλιόμετρα οι λεωφορειόδρομοι», ΤΟ ΒΗΜΑ, σ. 40. 22. Πηγή: [http://www.aodos.gr/summary.asp?catid=19575].
Στο “Μετρό”, η τομή από το Ελληνικό προς το κέντρο.
Στην “Κηφισίας”, η τομή από την Κηφισιά προς το κέντρο. 105
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ατομικότητα Αδιαμφισβήτητα, η Αθήνα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση για να μελετήσουμε τις αστικές υποδομές μιας διάχυτης πόλης, αφού η διαδικασία της μητροπολιτικής οργάνωσής της είναι ανύπαρκτη (απουσία ρυθμιστικού σχεδίου) και η στρατηγική σε ενιαίο επίπεδο στερείται μιας κεντρικής αρχής. Η εξέλιξη των υποδομών της είναι αποτέλεσμα αδιεξόδων, όπως γράφει και ο Δημήτρης Φιλιππίδης23, ενώ θα έλεγε κανείς ότι η πλειοψηφία τους κατασκευάστηκε μετά την δεκαετία του ’80. Ωστόσο, μας δίνεται μια εξαιρετική ευκαιρία. Ήδη από την πρώτη ενότητα της εργασίας κατανοήσαμε την σημασία της ατομικής ιδιοκτησίας και επιλογής στην μονάδα της πολυκατοικίας. Το ίδιο συνέβει εξελικτικά και στις υποδομές της Αττικής Μητρόπολης. Η χρήση του αυτοκινήτου, δηλαδή η μεταφορά μονάδων στον χώρο είναι κυρίαρχη και γι’ αυτό, εν μέσω πολλών άλλων λόγων, οι υποδομές μαζικής μετακίνησεις άργησαν να σχεδιαστούν και να ενσωματωθούν στην Αθήνα. Σε έναν παραλληλισμό με την ιδιαίτερη δομή των Αθηναϊκών προαστίων, όπου η μονάδα της πολυκατοικίας αποτελεί τον κανόνα, βέβαια σαφώς προσανατολισμένη στην κατοικία και λιγότερη πολυπρογραμματική, ο αυτοκινητόδρομος έχει χαρακτήρα ένος ρευστού χώρου συνύπαρξης των μονάδων. Από την ατομικότητα της αθηναϊκής πολυκατοικίας περνάμε στην ατομικότητα της κίνησης σε αυτήν. Βέβαια, η εξέλιξη των μαζικών αστικών υποδομών σταθερής τροχιάς την τελευταία δεκαπενταετία στην Αττική, έχει αλλάξει το τοπίο των μετακινήσεων και η προσέγγιση του κέντρου με άλλα μέσα, είναι βελτιωμένη. Αν δει κανείς τους αριθμούς των μετακινήσεων στην Αθήνα - οι χρήστες του Μετρό συνολικά είναι καθημερινά περίπου 770.00024, ενώ στην Αττική οδό, ένα μόνο κομμάτι του αττικού δικτύου αυτοκινητοδρόμων, το 2009 η καθημερινή διέλευση ήταν περίπου 307.000 οχήματα25 - παρατηρεί ότι η χρήση του αυτοκινήτου επικρατεί. Το αυτοκίνητο είναι ακόμα το σύμβολο της μετακίνησης στην πόλη και το εργαλείο του ατόμου για να αντιληφθεί την νέα κλίμακα της ταχύτητας. Μέσα σε μια διάχυτη δομή ο παραλληλισμός του οδηγού στον αυτοκινητόδρομο με τον περιπλανητή του πεζοδρόμου θα μπορούσε να 23. Φιλιππίδης, Δημήτρης, [1990], Για την ελληνική πόλη, Μεταπολεμική πορεία και μελλοντικές προοπτικές, ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα, Εξωραϊσμοί, Αυτοκινητόδρομοι, σσ. 158-160. 24. Πηγή: [http://www.ametro.gr/files/pdf/AM_Extension_to_Piraeus_Oct12.pdf]. 25. Πηγή: [http://ypodomes.com/].
Στην “Ομόνοια”, η τομή από το Δυτικά προς το κέντρο. 106
Στον “Ηλεκτρικό”, η τομή από τον Πειραιά προς το κέντρο.
1. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
αναβαθμίσει τον αυτοκινητόδρομο σε ένα νέο προγραμματικό κέντρο26 και η αντιμετώπιση του αυτοκινητοδρόμου ως ένα τεχνητό έδαφος - ενεργού κομματιού της πόλης27 θα μπορούσε να μας δώσει μια νέα στρατηγική για την ενσωμάτωσή του στο οικιστικό σύνολο. Τέλος, θα έπρεπε να γίνει μια αναφορά και στην μελλοντική τεχνολογική εξέλιξη του αυτοκινήτου. Συνεργαζόμενες, σε ερευνητικά προγράμματα, αυτοκινητοβιομηχανίες και ερευνητικές ομάδες αστικών υποδομών και αρχιτεκτονικών σχολών28, υποδηλώνουν την ανάγκη της σύγχρονης κοινωνίας της ατομικότητας και της ταχύτητας να αποκτήσει μια μεγαλύτερη έκφραση στο επίπεδο των μετακινήσεων. «Ίσως, στο μέλλον, θα μπορούσε το αυτοκίνητο να είναι ένα κινούμενο δωμάτιο;»29 ρωτάει ο Μark Wigley, προσπαθώντας να βρει μια ισορροπία ανάμεσα στον χρόνο που χάνει κανείς στις μετακινήσεις και την επιτακτική ανάγκη για μετακίνηση σε ένα όχι και μακρινό μέλλον. Ο κάτοικος της αθηναϊκής πολυκατοικίας – στο μελλοντικό αυτοκινητόδρομο – στο κινούμενο δωμάτιό του. Η απόλυτη πλοκή της ατομικότητας.
26. Design-Lab, [2004], “Urban Infrastructure, Exploring systems that enabledivergent occupationof the built environment ”, στο: 30 60 90 - Journal of Emergent Architecture, [2004], τεύχος 06, Shifting Infrastructures, σσ. 164 -172. 27. Corner, James, “Terra Fluxus”, στο: Waldheim, Charles, editor [2006], The Landscape Urbanism Reader, Princeton Architectural Press, New York, σσ. 21-33. 28. Βλ. Η πόλη συνηγορεί, Η Audi και το Columbia προσβλέπουν στο Έτος 2050, σσ. 94 - 101 της ερευνητικής εργασίας. 29. «Perhaps in the future a car will be just a room that can move?» , μετάφραση: Γιώργος Κουράκος, Ο.π, σ. Κξηγκξγφκξηγξηγξηγ της ερευνητικής εργασίας.
Στο “Μετρό”, η τομή από το Ελληνικό προς το κέντρο.
Στην “Κηφισίας”, η τομή από την Κηφισιά προς το κέντρο. 107
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
Το σύνολο των πρωτεύοντων δικτύων και των εμπορικών και επιβατικών υποδομών.
108
1. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
10
1 0
5
20
km
109
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
110
1. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
Το σύνολο των δυνατών τομών στην Αττική Μητρόπολη 10
1 0
5
20
km
111
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ Aπό τις διάφορες καταστασιακές μεθόδους, η περιπλάνηση παρουσιάζεται ως μια τεχνική βιαστικού περάσματος μέσ’ από ποικίλες ατμόσφαιρες μιας πόλης. Η έννοια περιπλάνηση συνδέεται άρρηκτα με την αναγνώριση επιδράσεων ψυχογεωγραφιχής φύσης και με μια παιγνιώδη-κατασκευαστική συμπεριφορά, πράγμα που τη διαχωρίζει ολοκληρωτικά από τις κλασσικές έννοιες ταξίδι ή περίπατος. Ένα η περισσότερα άτομα, που ρίχνονται στην περιπλάνηση απαρνιούνται, για κάποιο μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, τους λόγους, για τους οποίους συνήθως μετακινούνται και δρουν, τις σχέσεις τους, τις δουλειές τους και τις συνηθισμένες διασκεδάσεις τους, για ν’ αφεθούν ελεύθερα, όπου τα πάει ο χώρος κι οι συναντήσεις, που αντιστοιχούν σ’αυτόν. Σ’ αυτό το πείραμα, το τυχαίο παίζει λιγότερο καθοριστικό ρόλο απ’ όσο θα νόμιζε κανείς: από τη σκοπιά της περιπλάνησης, κάθε πόλη έχει ένα ψυχογεωγραφικό ανάγλυφο, έχει σταθερά σημεία ή στροβίλους, που απαγορεύουν την προσβαση σ’ ορισμένες ζώνες ή την έξοδο απ’ αυτές. Στην ενότητά της, όμως, η περιπλάνηση περιλαμβάνει ταυτόχρονα αυτήν την ελευθερία μετακίνησης και την αναγκαία αντίφασή της, την κυριαρχία πάνω στις ψυχογεωγραφικές μεταβολές - η οποία κερδίζεται με τη γνώση και τον υπολογισμό των δυνατοτήτων τους. Όσον αφορά αυτό το τελευταίο σημείο, τα δεδομένα, που έφερε στο φως η οικολογία (παρά τον a priori περιορισμένο κοινωνικό χώρο, με τον οποίο ασχολείται αυτή η επιστήμη) υποβοηθούν με χρήσιμο τρόπο την ψυχογεωγραφιχή σκέψη.[...] Στην περιπλάνηση η τύχη παίζει ένα ρόλο, που γίνεται όλο και πιο σημαντικός όσο μένει αβέβαιη η ψυχογεωγραφιχή 112
2. Noctes Atticae, H περιπλάνηση στο «νέο Αττικό Φως»
113
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
παρατήρηση. Αλλά η δράση της τύχης είναι συντηρητική, καθώς τείνει, σ’ ένα καινούριο πλαίσιο, ν’ ανάγει τα πάντα στη συνήθεια και στην επιλογή ανάμεσα σ’ έναν περιορισμένο αριθμό παραλλαγών. Εφόσον η πρόοδος βρίσκεται στη ρήξη ενός από τα πεδία, στα οποία δρα η τύχη - χάρη στη δημιουργία καινούριων συνθηκών, περισσότερο ευνοϊκών για τα σχέδιά μας - , μπορούμε να πούμε ότι στην περιπλάνηση το τυχαίο είναι εντελώς διαφορετικό από το τυχαίο ενός περιπάτου· αλλά την ίδια στιγμή, οι πρώτες ψυχογεωγραφικές λέξεις, που ανακαλύφτηκαν ενέχουν τον κίνδυνο ν’ ακινητοποιήσουν το άτομο ή την ομάδα, καταδικάζοντάς τους σε μια περιπλάνηση γύρω από καινούριους συνηθισμένους άξονες, όπου τα πάντα τους ξαναφέρνουν στο ίδιο σημείο.[...] Στον αντίποδα αυτών των παραλογισμών, η πειραματική περιπλάνηση, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις συνθήκες της ζωής στις πόλεις, σ’ αυτά τα μεταμορφωμένα από τη βιομηχανία μεγάλα κέντρα δυνατοτήτων καί νοημάτων – ανταποκρίνεται, μάλλον, στη φράση του Μαρξ: « Ό,τι βλέπουν γύρω τους οι άνθρωποι είναι το πρόσωπό τους, τα πάντα τους μιλούν για τον εαυτό τους... Το ίδιο το τοπίο τους είναι ζωντανό». Μπορεί κανείς να περιπλανηθεί μόνος. Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι η αποδοτικότερη αριθμητική κατανομή είναι πολλές μικροομάδες δύο η τριών ατόμων με κοινό επίπεδο συνείδησης, ώστε η διασταύρωση των εντυπώσεων αυτών των διαφορετικών ομάδων να επιτρέπει την εξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων. Καλό θα ήταν η σύνθεση αυτών των ομάδων ν’ αλλάζει από τη μια περιπλάνηση στην άλλη. «Αν οι συμμετέχοντες ξεπεράσουν τους πέντε - έξι, ο καθαυτό χαρακτήρας της περιπλάνησης υποβαθμίζεται γρήγορα και είναι 114
Διαχωρισμός Μιλήσαμε για μια νέα κλίμακα και μια νέα αντίληψη του κατοίκου της Μητρόπολης στην προηγούμενη ενότητα, η οποία ίσως αντικαθιστά την εμπειρία που είχε ο πρώτος περιπλανητής μέσα στην μεγάλη πόλη με μια νέα. Είδαμε, ότι στην αχανή έκταση της πόλης η εμπειρία της ταχύτητας και των μέσων μεταφοράς αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της, όπως και οι υποδομές της. Οφείλουμε, ακόμα, να «διαβάσουμε» την αστική/αστικοποιημένη δομή μέσα από μια ευρύτερη εμπειρία των κατοίκων της για να μπορέσουμε να συνθέσουμε όλα τα αστικά χαρακτηριστικά της. Το πλήθος ή η μάζα σύμφωνα με τον Walter Benjamin, είναι το μέσο, με το οποίο ο Charles Baudelaire είδε την μητρόπολη του 19ου αιώνα1. Η πόλη μέσα από την ανθρώπινη μάζα σταματά να είναι χώρος προς παρατήρηση και μελέτη. Είναι ο τόπος, μέσα στον οποίο οι μονάδες του πλήθους παρασύρονται σε μια σχεδόν νευρωτική σχέση μ’ αυτήν, ανάμεσα στο σοκ της αποξένωσης και την αποπλάνηση της ίδιας της ζωής, η οποία διαμορφώνει έναν νέο τύπο κατοίκου, τον πλάνητα. Ο πλάνητας δεν είναι πραγματικό κομμάτι της μάζας, η οποία δημιουργεί την αδιαφορία και την νεύρωση2, αλλά είναι στο περιθώριό της, ένας ανέμελος παρατηρητής. Βλέπει την μάζα σαν ένα «καλειδοσκόπιο προικισμένο με συνείδηση»3, το οποίο, μετά το σοκ, τον «φορτίζει» με μια αστείρευτη ενέργεια για να διασχίσει την πόλη. Αν, όμως, το σοκ της αποξένωσης στην πυκνή δομή της μητρόπολης δημιουργείται από την μάζα, δηλαδή την πυκνή ανθρώπινη δραστηριότητα, τότε στην διάχυτη πόλη μπορούμε να ισχυρίστουμε ότι δεν υπάρχει η ταυτότητα του πλάνητα. Στην μοντέρνα αντίληψη περί του διαχωρισμού των χρήσεων γης, ο άνθρωπος δεν έχει την δυνατότητα να γίνει κομμάτι του πλήθους, παρά μόνο στις υποδομές της κυκλοφορίας, όπου κυριαρχεί το αυτοκίνητο, και οι κινήσεις είναι πάντα σύμφωνες με μια εκπλήρωση ανάγκης 1. Benjamin, Walter, [1969], Charles Baudelaire. Ein Lyriker im Zeitalter des Hochkapitalismus, (πρωτότυπο), Σαρλ Μπωντλαίρ, Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, μεταφρ.: Γιώργος Γκουζούλης, Β΄έκδοση, 2002, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Ορισμένα Μοτίβα στον Μπωντλαίρ, σ. 140. 2. Ο.π., σσ. 145-146. 3. Ο.π., Benjamin, Walter, [1969], Charles Baudelaire. Ein Lyriker im Zeitalter des Hochkapitalismus, σσ. 149.
2. NOCTES ATTICAE, H ΠΕΡΙΠΛAΝΗΣΗ ΣΤΟ «ΝEΟ ΑΤΤΙΚO ΦΩΣ»
115
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
σίγουρο ότι με περισσότερα από δέκα άτομα η περιπλάνηση θα κομματιαστεί σε πολλές ταυτόχρονες περιπλανήσεις. Οπωσδήποτε η πρακτική αυτής της τελευταίας κίνησης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αλλά οι δυσκολίες, που συνεπάγεται, δεν επέτρεψαν μέχρι σήμερα την οργάνωσή της με την επιθυμητή ευρύτητα. Η μέση διάρκεια της περιπλάνησης είναι η μέρα, δηλαδή τό χρονικό διάστημα, που μεσολαβεί από το ξύπνημα ως τον ύπνο. Χρονικά, και σε σχέση με την ηλιακή μέρα, τα σημεία αφετηρίας και κατάληξης μιας περιπλάνησης δεν έχουν καμμία σημασία. Οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, γενικά, οι τελευταίες ώρες της νύχτας δεν είναι κατάλληλες για μια περιπλάνηση.[...] Η σαφήνεια του πεδίου της περιπλάνησης ποικίλλει ανάλογα με το αν αυτή η δραστηριότητα θέλει να μελετήσει ένα χώρο ή κάποιες αποκλίνουσες συναισθηματικές επιδράσεις. Δεν πρέπει ν’ αμελούμε το γεγονός, ότι αυτές οι δυο πλευρές της περιπλάνησης παρουσιάζουν πάμπολλα κοινά σημεία, ώστε είναι αδύνατο ν’ απομονώσουμε μια απ’ αυτές σε καθαρή κατάσταση. Οπωσδήποτε η χρήση των ταξί για παράδειγμα, μπορεί να ορίσει μια αρκετά σαφή διαχωριστική γραμμή: αν στη διάρκεια μιας περιπλάνησης χρησιμοποιήσουμε ταξί, είτε με συγκεκριμένο προορισμό είτε απλώς για να μετακινηθούμε είκοσι λεπτά προς τα δυτικά, το κάνουμε επειδή μας θέλγει κυρίως η προσωπική μετακίνηση. Αν αρκεστούμε στην άμεση εξερεύνηση μιας έκτασης, προωθούμε την έρευνα μιας ψυχογεωγραφικής πολεοδομίας. Σ’ όλες τις περιπτώσεις το πεδίο της περιπλάνησης είναι κατά πρώτο λόγο συνάρτηση της αφετηρίας, που για τα μεμονωμένα άτομα είναι το σπίτι τους, ενώ για τις ομάδες είναι τα σημεία συνάντησης, που έχουν 116
– η συνάντηση εξαφανίζεται από την καθημερινότητα. Από την κατοικία στην εργασία, την κατοικία στην ψυχαγωγία κ.ο.κ., σε μια κυκλική ροή δραστηριοτήτων. Και η διάχυτη πόλη ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό αυτόν τον διαχωρισμό. Το πλήθος των ανθρώπων στον δρόμο, ίσως, μετενσαρκώνεται στην κυκλοφοριακή συμφόρηση των αυτοκινητοδρόμων, αλλά παραμένει ενεργό στους εμπορικούς πεζοδρόμους και τα εμπορικά κέντρα, σε χώρους διασκέδασης και εργασίας, στους σταθμούς των μέσων μαζικής μεταφοράς. Ωστόσο, η διάχυτη πόλη δεν μπορεί να προκαλέσει το μητροπολιτικό σοκ του πλήθους και της πυκνότητας, αφού είναι ο τόπος της ατομικής ενέργειας, η οποία όμως χαρακτηρίζεται από την μαζικότητα στις συνήθειές της. Εδώ, έρχεται μια μεταπολεμική κριτική από την πολιτική και καλλιτεχνική ομάδα της Internationale situationniste4. Απέναντι στην μεταπολεμική επικράτηση της μοντέρνας πολεοδομίας, οι Καταστασιακοί έθεσαν τον προβληματισμό της απόλυτης οργάνωσης της μοντέρνας πόλης, της εξειδίκευσης τομέων της και τον απόλυτο διαχωρισμό των λειτουργιών της. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει ελεύθερος και να ορίσει τον εαυτό του στον κόσμο, όταν είναι «στιβαγμένος» σε προάστια-υπνουπόλεις και η ζωή του κυριαρχείται από την εργασία σε κάποιο άλλο κομμάτι της, όπου είναι «ανάγκη» να μεταφέρεται καθημερινά. Εξάλλου, η οργάνωση της εικοσιτετράωρης καθημερινότητάς του διαμελίζεται ισόποσα στην εργασία, την αναψυχή και την ανάπαυση5. Η Ενιαία Πολεοδομία6, μια αντιπρόταση πάρα μια υλοποιήσιμη πολεοδομία, όπως γράφουν και οι συντάκτες του στοιχειώδους προγράμματός της7, κάνει μια καθολική κριτική όχι μόνο στην δομή της μοντέρνας πολεοδομίας, αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής δομής, τις οποίες διαμορφώνει. Οι βασικοί άξονες τις κριτικής περιστρέφονται 4. Για την Καταστασιακή Διεθνή βλ. Internationale Situationniste, [1985], Το ξεπέρασμα της τέχνης, ανθολόγια κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, μετάφραση και επιλογή κειμένων: Ιωαννίδης, Γιάννης Δ., β’ έκδοση [1999], ύψιλον, Αθήνα. 5. Canadian Centre for Architecture, edited by Zardini, Mirko, [2005], Sense of the City, An alternate approach to Urbanism, Lars Müller Publishers, Nocturnal City, σ. 45. 6. Βλ. αναλυτικά τους όρους της Ενιαίας Πολεοδομίας στο Παράρτημα 6, σσ. 179 181 της ερευνητικής εργασίας. 7. Ο.π.
2. NOCTES ATTICAE, H ΠΕΡΙΠΛAΝΗΣΗ ΣΤΟ «ΝEΟ ΑΤΤΙΚO ΦΩΣ»
117
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
διαλέξει. Η μέγιστη έκταση αυτού του πεδίου δεν ξεπερνά την έκταση μιας μεγάλης πόλης και των προαστίων της. Η ελάχιστη έκτασή του μπορεί να περιοριστεί σε μια μικρή μονάδα ατμόσφαιρας: μια μόνο συνοικία ή κι ένα μόνο νησάκι, αν αξίζει τον κόπο (ακραία περίπτωση, η στατική περιπλάνηση μιας ολόκληρης μέρας μέσα στο σιδηροδρομικό σταθμό Σαιν Λαζάρ). Η εξερεύνηση ενός καθορισμένου πεδίου προϋποθέτει, συνεπώς, την εγκατάσταση βάσεων και τον υπολογισμό των κατευθύνσεων, που θ’ ακολουθήσει η διείσδυση σ’ αυτό. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η μελέτη των (συνηθισμένων, οικολογικών ή ψυχογεωγραφικών) χαρτών, η διόρθωσή τους και η βελτίωσή τους. Χρειάζεται να πω, ότι η αίσθηση της άγνωστης συνοικίας δεν υπεισέρχεται καθόλου; Εκτός από το γεγονός, ότι δεν έχει κανένα νόημα, αυτή η πλευρά του προβλήματος είναι καθαρά υποκειμενική και δε διαρκεί πολύ.[...] Οπωσδήποτε, αν μάλιστα ο τόπος κι η ώρα έχουν διαλεχτεί καλά, το άτομο θα χρησιμοποιήσει το χρόνο του μ’ έναν απρόβλεπτο τρόπο. Μπορεί μάλιστα να ζητήσει τηλεφωνικά ένα άλλο «πιθανό ραντεβού» με κάποιον, που δεν ξέρει, ότι τον οδήγησε ο πρώτος. Είναι, λοιπόν, απεριόριστα τ’ αποθέματα αυτής της διασκέδασης.[...] Όσα μαθαίνουμε από την περιπλάνηση, μας επιτρέπουν να οργανώσουμε τα πρώτα συμπεράσματα των ψυχογεωγραφικών διαρθρώσεων μιας μοντέρνας πόλης. Εκτός από την αναγνώριση μονάδων περιβάλλοντος, των κυριότερων συνιστωσών τους και τον εντοπισμό τους στο χώρο, διακρίνουμε τους κύριους άξονες περάσματος μεσ’ από αυτές τις ατμόσφαιρες, τις εξόδους και τα εμπόδιά τους. Έτσι καταλήγουμε στη θεμελιώδη υπόθεση για 118
γύρω από την κυκλοφορία και τον διαχωρισμό της πόλης σε όλους τους τομείς. Η πόλη θα πρέπει να είναι ένα ενιαίο σύνολο, όπου ο καθένας θα έχει την δυνατότητα να ζει και να κινείται «ανάμεσα σε όλες τις ορμές της καθημερινότητας». Το βίωμα και την κίνηση μέσα σε μια ενιαία πολεοδομία δύναται να χαρίσει η «Περιπλάνηση». Η θεωρία της Περιπλάνησης του Guy Debord8, περιγράφει μια περιήγηση ατόμων ή ομάδων στην μεταπολεμική πόλη, κατά την οποία ο περιπλανητής, αφήνοντας κάθε κοινωνική υποχρέωση πίσω του καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, προσπαθεί να καθορίσει τις ροές, τα αδιέξοδα, τις πυκνότητες και το φαντασιακό που μπορούν να δημιουργήσουν οι διαφορετικές ατμόσφαιρες9 μιας πόλης. Είναι ένα πείραμα, κατά το οποίο μπορούν να αναγνωρισθούν στρόβυλοι κίνησης και ενδιαφέροντος, δημιουργώντας έτσι ένα ψυχεωγραφικό ανάγλυφο από σημεία πύκνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας, συλλογικοτήτων και τρόπων σύνδεσης μεταξύ τους. Όσο πιο τυχαία είναι η περιπλάνηση τόσο λιγότερο ψυχεογραφική είναι η παρατήρηση, γι’ αυτόν τον λόγο είναι λάθος να συγκρίνουμε την περιπλάνηση με έναν τυχαίο περίπατο ή ταξίδι. Οι ατμόσφαιρες της πόλης που θα συναντήσει ο περιπλανητής συνθέτουν την ενιαία πόλη, στην οποία το υποκείμενο αρχίζει να αναγνωρίζει τον εαυτό του όσο πιο πολύ την παρατηρεί10. Δεν είναι διαχωρισμένα κομμάτια της, αλλά τμήματα του συνόλου, που το καθένα συμβάλλει σε μια διαφορετική ορμή της καθημερινότητας όπως αναφέραμε και παραπάνω, ενώ η πραγματική κλίμακα των κόμβων και των αποστάσεων χάνεται μέσα από την ψυχεωφραφική ανάγνωση. Τέλος, οι περιοχές αμιγούς κατοικίας δεν ενδιαφέρουν την περιπλάνηση, αφού σε αυτές κυριαρχεί η ατομικότητα και η δυνατότητα εύρεσης πυκνοτήτων ή «αστικών στροβύλων» είναι μηδαμινή, εξαιρώντας έτσι την διάχυτη πόλη από το πεδίο της περιπλάνησης. Το τελευταίο αυτό κομμάτι θα μας εισαγάγει στην ρόλο της Αθήνας στην ενιαία πολεοδομία και την ατομική αναγνώριση των στοιχείων της σύγχρονης πόλης. 8. Για την θεωρία της Περιπλάνησης βλ. σσ. 112 - 120 της ερευνητικής εργασίας. 9. Στσεγκλώφ, Ιβάν, «Συνταγές για μια καινούρια Πολεοδομία», στο: Internationale Situationniste, [1985], Το ξεπέρασμα της τέχνης, ανθολόγια κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, μετάφραση και επιλογή κειμένων: Ιωαννίδης, Γιάννης Δ., β’ έκδοση [1999], ύψιλον, Αθήνα, σσ.15-20. 10. Βλ. αναλυτικά τους όρους της Ενιαίας Πολεοδομίας στο Παράρτημα 6, σσ. 179 181 της ερευνητικής εργασίας.
2. NOCTES ATTICAE, H ΠΕΡΙΠΛAΝΗΣΗ ΣΤΟ «ΝEΟ ΑΤΤΙΚO ΦΩΣ»
119
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
την ύπαρξη ψυχογεωγραφικών κόμβων. Μετράμε την απόσταση, που χωρίζει πραγματικά δυο περιοχές μιας πόλης - και δεν έχει καμμιά σχέση με την απόσταση, που θα φανταζόμασταν από μια οπτική προσέγγιση. Με την βοήθεια παλιών χαρτών, αεροφωτο-γραφιών και πειραματικών περιπλανήσεων, μπορούμε να φτιάξουμε μια χαρτογραφία, που έλειπε μέχρι σήμερα: τη χαρτογραφία των επιδράσεων ενός χώρου, μιας πόλης. Οπωσδήποτε πριν από την ολοκλήρωση ενός τεράστιου έργου, αυτή η χαρτογραφία θα περιέχει πάμπολλα λάθη, μοιάζοντας σ’ αυτό το σημείο με τη χάραξη των πρώτων χαρτών, με τη διαφορά, ότι το ζήτημα δεν είναι πια η ακριβής χάραξη των αιώνιων ηπείρων, αλλά η αλλαγή της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας.
Guy E. Debord, 1958 μετάφραση: Γιάννης Δ. Ιωαννίδης Internationale Situationniste, [1985], Το ξεπέρασμα της τέχνης, ανθολόγια κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, ύψιλον, β’ έκδοση [1999], Αθήνα, σσ. 84 - 90. 120
Η νύκτα Προς την αναζήτηση μιας «ενιαίας πόλης» και την ανάγνωση των διαφορετικών ατμόσφαιρών της, οφείλουμε να κατανοήσουμε ένα ακόμα κομμάτι της. Η σύγχρονη πόλη δεν αποτελείται μόνο από την δραστηριότητα των ανθρώπων, το κτισμένο και γεωγραφικό περιβάλλον της. Η «μηχανή» έχει μεταμορφώσει τις κινήσεις στην πόλη, τόσο υλικά, όσο και άυλα – το «άυλο» κομμάτι της πόλης, με το οποίο θα ολοκληρωθεί αυτή η ερευνητική εργασία. Οι μετακινήσεις, είτε είναι ένας περίπατος είτε μια ταχεία διέλευση στον αυτοκινητόδρομο, είναι ο τρόπος ανάγνωσης τόσο της υλικής όσο και της άυλης δομής της. Η καθημερινότητα, κατά την οποία ο σύγχρονος κάτοικος, μετακινείται τις πρωινές ώρες προς την εργασία του και επιστρέφει (σε ιδανικές πλέον συνθήκες) μετά από 8 ώρες, μπορούμε να πούμε, ότι έχει μεταλλαχθεί από την τεχνολογία. Οι έντονοι ρυθμοί της ημέρας αφήνουν την τεχνητά φωτισμένη νύκτα, ως το κυρίαρχο χρονικό πεδίο στην «ανέμελη δραστηριότητα» στην πόλη. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού οι συλλογικές διαδικασίες και τα αστικά δρώμενα διαδραματίζονταν υπό το φως του Ήλιου11. Σήμερα, την θέση τους έχει πάρει η Νύκτα, όπου η πόλη χάνει την πραγματική υλική υπόστασή της και μας παρουσιάζεται μέσα από τα φώτα των δρόμων, τον φωτισμό των μνημείων και τα αμέτρητα παράθυρα των κτηρίων της. Σε μια περίοδο, όπου η όραση κυριαρχεί στον αστικό χώρο12, η μητρόπολη του 20ου αιώνα διαστρεβλώνει την φυσική μετάβαση από την ημέρα στη νύκτα. Τα φώτα των bars και των οχημάτων, οι φωτεινοί σηματοδότες και η κάθε είδους ηλεκτροδοτούμενη συσκευή, αποτελούν για τους κατοίκους της έναν άλλον Ήλιο και μια άλλη Σελήνη13. Κάτω από τα τεχνητά «άστρα» στο επίπεδο της πόλης, ο κάτοικος μπορεί να είναι ανέμελος. Τότε παίζει ο ίδιος τον ρόλο του περιπλανητή και του ανέμελου παρατηρητή. Όσο η νύκτα 11. Canadian Centre for Architecture, edited by Zardini, Mirko, [2005], Sense of the City, An alternate approach to Urbanism, Lars Müller Publishers, Nocturnal City, σσ. 44-74. 12. Ο.π. 13. Ο πρώτος φωρισμός των δρόμων του Παρισιού, αποτέλεσε σημαντική αναλογία μεταξύ του τεχνητού φωτισμού και των ουράνιων σωμάτων, Canadian Centre for Architecture, edited by Zardini, Mirko, [2005], Sense of the City, An alternate approach to Urbanism,, σ. 68.
2. NOCTES ATTICAE, H ΠΕΡΙΠΛAΝΗΣΗ ΣΤΟ «ΝEΟ ΑΤΤΙΚO ΦΩΣ»
121
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
δίνει με τεχνητό τρόπο την δυνατότητα της όρασης και της ασφάλειας στους δρόμους της14, η πόλη «κρύβεται» την ημέρα στους χώρους εργασίας και κατανάλωσης, και ένα νέου είδους πλήθος κάνει την εμφάνισή του στην νυκτερινή αστική δομή, το οποίο οικειοποιείται την πόλη με διαφορετικούς τρόπους απ’ ότι την ημέρα15. Αυτήν την οικειοποίηση μπορούμε να την διακρίνουμε έντονα στην Αθήνα. Στην πόλη του «καθαρού» Αττικού φωτός, που κάνει τις ανάγλυφες πτυχές στα μάρμαρα και τους βράχους να φαντάζουν ζωντανές, το πέπλο της νύκτας ξεπερνά πλέον την ημέρα στην «ζωντάνεια» στο επίπεδο της πόλης. Ειρωνεία - σε μια πόλη, όπου έχει εξυμνηθεί το φως της ημέρας16 οι κάτοικοι να απολαμβάνουν και να οικειοποιούνται την πόλη τους όταν αυτό δεν υπάρχει. Ίσως, η έλλειψη του να δίνει την ανάγκη στους Αθηναίους να καλύψουν την απουσία του. Το δίκτυο πεζοδρόμων γύρω από τα τεχνητά φωτισμένα αρχαία μνημεία17 δέχεται καταναλωτές σε τραπεζοκαθίσματα και σύγχρονους περιπλανητές - οι μικρές πλατείες και τα στενά του εμπορικού τριγώνου της γεμίζουν με κόσμο – κτήρια/φάροι στην αστική θάλασσα αλλάζουν χρήσεις και υποδέχονται νέες - τις θερινές νύκτες δώματα και ανοικτοί χώροι μετατρέπονται σε ανοικτούς κινηματογράφους (θερινά σινεμά)18 - η κίνηση στους δρόμους της είναι σταθερή μέχρι αργά, μάλλον η συμφόρηση υπό το τεχνητό φως δεν είναι σπάνιο φαινόμενο19 - το χαμένο παραλιακό μέτωπο ξαναβρίσκει τον ρόλο του στην πόλη μέσα από την έντονη διασκέδαση και την παρατήρηση της παράλληλης με την θάλασσα φωτεινής γραμμής, της νυκτερινής μεταπολεμικής Αθήνας. Η πολυπρογραμματική πολυκατοικία, με την ευέλικτη διάρθρωσή της, είναι βασικό κομμάτι της νύκτας. Στο ισόγειο, πιθανώς να υπάρχει ένα bar και στον πρώτο όροφο να κατοικεί μια οικογένεια. Από το μπαλκόνι του διαμερίσματος είναι δυνατόν να παρακολουθεί κανείς «δωρεάν» θερινό κινηματογράφο. Οι ακάλυπτοι των οικοδομικών τετραγώνων παίρνουν μια μικρή σπίθα ζωής μέσα από το φως των παραθύρων και των κλιμακοστασίων. Η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων την ημέρα, την νύκτα μετατρέπονται σε μια ροή από κόσμο που βιώνει ανέμελα την σύγχρονη πόλη και όχι τα αρχαία ερείπια, τα όποια πλέον είναι ένα εξέχον μέρος του φωτισμού. Οι «6 νύκτες στην Ακρόπολη» του Γώργου Σεφέρη20 θα ξεκινούσαν και θα έληγαν κάθε φορά σε ένα διαφορετικό κομμάτι του πεζοδρόμου – συνέχειας του περιπάτου του Πικιώνη – και η μυσταγωγική ατμόσφαιρα της Αθήνας του ’28 θα μετατρεπόταν σε μια φρενήρη αναζήτηση «κάτω» από την Ακρόπολη, χωρίς την Πανσέληνο. Η Πραξιτέλους και η Λέκκα, τα πιο πυκνοκατοικημένα κομμάτια της πόλης. Η ταχύτητα της Συγγρού και 14. Ο.π., σ. 45. 15. Certeau, Michel de Certeau, [1980], “Walking in the city”, στο: The Practice of the everyday life, μεταφρ.: Steven Rendall, [1984], University of California Press, Berkeley. 16. Χαρακτηριστικά τα κείμενα του Le Corbusier στο: Le Corbusier, επιμέλεια Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [1987], Κείμενα για την Ελλάδα, φωτογραφίες και σχέδια, Άγρα, Αθήνα, Ο Παρθενώνας, σσ. 71-102 και Το Αττικό Τοπίο και η Ακρόπολη: σσ. 154-156. 17. Χαραλαμπίδου, Βάσω, [1998, 6/9, «Το σαλόνι της Ευρώπης», ΤΟ ΒΗΜΑ, σσ. 58-59. 18. Γεωργιάδης, Νίκος, [2001], «Το φαντασιακό τη νύκτα», στο: Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, Metapolis Press, Αθήνα, σσ. 122-124. 19. Χατζηγεωργίου, Άρης, [1998, 4/10], «24ωρο μποτιλιάρισμα στην Αθήνα», Κυριακάτικη, σ. 87. 20. Σεφέρης, Γιώργος, [1974], Έξι Νύκτες στην Ακρόπολη, Η’ έκδοση, 2010, Ερμής, Αθήνα. 122
2. NOCTES ATTICAE, H ΠΕΡΙΠΛAΝΗΣΗ ΣΤΟ «ΝEΟ ΑΤΤΙΚO ΦΩΣ»
123
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
της Ποσειδώνος φέρνει την θάλασσα στο κέντρο της πόλης και την πόλη σε αυτήν, με μια ασύλληπτη ταχύτητα (αν το «μποτιλιάρισμα» περιμένει μια άλλη νύκτα). Επιστροφή στο διαμέρισμα. Ο Ήλιος δεν «έκρυψε» ακόμα το φως της Αττικής νύκτας.
Φαντασιακό Η μεταπολεμική Αθήνα δημιούργησε ένα νέο Αττικό Φως, στο οποίο η διάχυτη πόλη έχει άμεση πρόσβαση. Ο σύγχρονος Αθηναίος ζει την ύλη της Αθήνας, το κτισμένο και άκτιστο περιβάλλον της στη διάρκεια της ημέρας, αλλά η Αθήνα ολοκληρώνεται σε κάθε ατμόσφαιρά της την νύκτα. Σε κάθε μητρόπολη η νύκτα δίνει μια άλλη ερμηνεία στο φαντασιακό των κατοίκων γι’ αυτήν την ίδια. Κάποτε το σκοτάδι επισήμανε την ικανότητά μας «να κρυφτούμε, να σωπάσουμε και να βυθιστούμε στη λήθη»21, αλλά πλέον βρίσκεται πίσω από μια εντατικοποίηση των τεχνικών της σύγχρονης πόλης να κρατήσει μέσα της τον κάτοικο. Ο Michel de Certeau, χωρίς να αναφέρεται στην νυκτερινή πόλη, αλλά στην περιήγηση σε αυτήν22, μιλά για την ατομική εμπειρία μέσα σ’ αυτήν και την υποκειμενική αντικατάσταση συγκεκριμένων χώρων της πόλης με λέξεις, μνήμες και εμπειριές, σε τέτοιο βαθμό που η πόλη χάνει την σημασία της. Η πόλη βρίσκεται στον χώρο όσο βρίσκεται και στο φαντασιακό των ατόμων. Η πόλη είναι ελεύθερη προς οικειοποίηση. Την νύκτα αυτό γίνεται πιο έντονο, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι της ύλης χάνεται στο σκοτάδι και ο ανέμελος παρατηρητής έχει τη δυνατότητα να φανταστεί μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης απ’ αυτό που αντιλαμβάνεται· είναι έτοιμος να οικειοποιηθεί κάθε σημείο. Η ενιαία γκρίζα δομή της Αττικής Μητρόπολης, που τόσο έντονα μελετήσαμε στα προηγούμενα αποσπάσματα, διασκορπίζεται σε πολύχρωμες φωτισμένες οθόνες. Η νυκτερινή Αθήνα μέσα στο φαντασιακό των κατοίκων της γίνεται μια πιο ζωντανή πόλη. Στα σημεία, όπου την ημέρα κυριαρχεί η κίνηση των αυτοκινήτων και του βιαστικού πλήθους της μητρόπολης, την νύκτα η ανέμελη περιπλάνηση από την μια ατμόσφαιρα στην άλλη γίνεται ο κανόνας. Οι δρόμοι οικειοποιούνται από καταναλωτές της διασκέδασης αλλά και από θαυμαστές της τυχαίας (και μη) περιπλάνησης. Οι κλίμακα των μικρών δημόσιων χώρων μεγαλώνει, ενώ η υπόλοιπη πόλη συρρικνώνεται, λόγω της διαφοράς της έντασης στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Το κτισμένο περιβάλλον εξαϋλώνεται σε φωτεινά παράθυρα και οι ορεινοί όγκοι γίνονται σκιές. Η Ακρόπολη πιο φωτεινή από ποτέ. Η κινούμενη εικόνα σε κάποιο θερινό σινεμά προετοιμάζει τον θεατή για μια δεύτερη σκηνή θεάματος μέσα στην πόλη23. Οι σκηνές της νυκτερινής Αθήνας - ένα μοντάζ διαφορετικών ατμοσφαιρών, που προβάλλεται σε ένα αχανές ανοικτό κινηματογράφο στο φαντασιακό των Αθηναίων.
21. Canadian Centre for Architecture, edited by Zardini, Mirko, [2005], Sense of the City, An alternate approach to Urbanism,, σ. 45. 22. Certeau, Michel de Certeau, [1980], “Walking in the city”, στο: The Practice of the everyday life, μεταφρ.: Steven Rendall, [1984]. 23. Γεωργιάδης, Νίκος, [2001], «Το φαντασιακό τη νύκτα», στο: Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σσ. 122-124. 124
2. NOCTES ATTICAE, H ΠΕΡΙΠΛAΝΗΣΗ ΣΤΟ «ΝEΟ ΑΤΤΙΚO ΦΩΣ»
125
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
126
127
Η πολεοδομία είναι η σύγχρονη εκπλήρωση του αδιάπτωτου καθήκοντος προστασίας της ταξικής εξουσίας: διατηρεί τον ατομικισμό των εργαζόμενων, που οι αστικές συνθήκες παραγωγής είχαν επικίνδυνα συνενώσει. Ο σταθερός αγώνας, που διεξάγεται ενάντια σε όλες τις πλευρές αυτής της πιθανότητας συνάντησης βρίσκει στην πολεοδομία το προνομιακό του πεδίο. Η προσπάθεια όλων των κατεστημένων εξουσιών, μετά την εμπειρία της Γαλλικής Επανάστασης, να αυξηθούν τα μέτρα τήρησης της τάξης στον δρόμο, αποκορυφώνεται, τελικά, στην κατάργηση τον δρόμου. «Με τα μαζικά μέσα επικοινωνίας σε μεγάλες αποστάσεις, η απομόνωση του πληθυσμού απεδείχθη ένα μέσο ελέγχου πολύ πιο αποτελεσματικό», διαπιστώνει ο Lewis Mumford στο έργο του The City in History, περιγράφοντας έναν «κόσμο από εδώ και στο εξής πλέον μονής κατεύθυνσης». Αλλά η γενική κίνηση προς την απομόνωση, που ειναι η πραγματικότης της πολεοδομίας, πρέπει να εμπεριέχει επίσης μια ελεγχόμενη επαναφομοίωση των εργαζόμενων, σύμφωνα με τις προγραμματιζόμενες ανάγκες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η αφομοίωση μέσα στο σύστημα, απαιτεί την ανάκτηση των απομονωμένων ατόμων ως άτομα από κοινού απομονωμένα: τόσο τα εργοστάσια, οσο και τα πολιτιστικά κέντρα, τόσο τα θέρετρα όσο και τα «μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα», είναι οργανωμένα ειδικά για τους σκοπούς αυτής της ψευδοκοινότητας, που συνοδεύει το άτομο, που είναι ήδη απομμονωμένο εντός της οικογενειακής εστίας: η γενικευμένη χρήση του δέκτη του θεαματικού μηνύματος έχει ως συνέπεια η απομόνωσή του να κατακλύζεται με κυρίαρχες εικόνες, εικόνες που εξ αιτίας αυτής της απομόνωσης και μόνο, αποκτούν όλη τους την ισχύ.
Guy Debord,1972, μετάφραση:ΣΥΛΒΙΑ Debord, Guy, [2000], Η κοινωνία του Θεάματος, Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σσ. 135 -136. 128
3. Η Άυλη Αθήνα
129
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟΣ, ΕΙΚΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ […] Ο Jacques Lacan, στα πρώιμα έργα του, μελετά το ενδιαφέρον θέλγητρο, που ασκούν στο υποκείμενο οι εντυπωσιακές εικόνες κατά την διάρκεια της διαμόρφωσής του. Όταν ένα αληθινό αντικείμενο αντικατοπτρίζεται σε ένα καθρέφτη, ο τελευταίος περιέχει ένα αντικείμενο πίσω από την επιφάνειά του σε σχέση με το αληθινό αντικείμενο, υπαρκτό στον εικονικό χώρο, τον χώρο πίσω από το επίπεδο του καθρέφτη. Η επιφάνειά του δημιουργεί ένα εικονικό πεδίο που αντικατοπτρίζει το πραγματικό, δημιουργεί μια διπλότυπη χωρικότητα και αντιγράφει τα εικονικά χαρακτηριστικά του αντικείμενου. Ο Gilles Deleuze αργότερα εξακριβώνει μια αμοιβαία αλληλεπίδραση μεταξύ του εικονικού και του πραγματικού, μια ανεπίδεκτη λύσης αναστρεψιμότητα, σαν μια εικόνα να μπορούσε να πάρει την θέση ενός αντικειμένου και να το αναγκάσει να υπάρξει στα όρια του επιπέδου του καθρέφτη. Το καθένα έχει μια ανεπαίσθητη συνεισφορά στο άλλο, όχι προσθέτοντας του κάποιο ιδαίτερο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα, αλλά ένα δυνητικό βάθος, μια εμπλουτισμένη αντήχηση. Ο Lacan ορίζει, ότι μόνο με μια συνάντηση με τον εικονικό μας «ομόλογο», το διπλότυπο, αποκτούμε μια ταυτότητα· επιπροσθέτως, αυτή η ταυτότητα παραμένει διαχωρισμένη λόγω της αδυναμίας να επιλυθεί η διαφορά ανάμεσα στο αληθινό και το εικονικό σώμα και, επίσης, επειδή το πραγματικό εμπεριέχει τον χώρο του εικονικού ομοιώματος στο βαθμό που το συμβολικό ξεπερνά ή υπερισχύει του κατοπτρικού. Εν συντομία, ο Lacan τόσο βεβαινώνει όσο και υπονομεύει τον βαθμό εξάρτησης του πραγματικού στον χώρο της εικονικότητας, 130
Εικονικότητα «L’image vaut plus que la chose dont elle est image»1. Gustave Flaubert Η προ-βιομηχανική πόλη αναπτύχθηκε μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα, γύρω από θρησκευτικά κέντρα (καθεδρικός νάος) και κέντρα διοίκησης (το παλάτι ή το φρούριο), και όπως αναφέραμε και σε προηγούμενη ενότητα, είχε μια απόσταση από την ύπαιθρο σε ανθρώπινη κλίμακα. Οι κύριες δραστηριότητές της ήταν το εμπόριο και η ανταλλαγή προϊόντων. Ο πλούτος μετριόταν από την ιδιοκτησία γης· η ύλη ήταν η κύρια «δύναμη» της προ-βιομηχανικής πόλης. Η εξέλιξή της, η βιομηχανική πόλη ή η πόλη του 18022, οργανώθηκε γύρω από το εργοστάσιο, δηλαδή την παραγωγή και την εργασία. Η «υποχρεωτική» αστυφιλία προς εύρεση εργασίας, συντέλεσε στην εκρηκτική εξάπλωσή της και σε συνδυασμό με την κατασκευή του σιδηρόδρομου, η άμεση σχέση με την ύπαιθρο χάθηκε. Η κυρίαρχη δραστηριότητα ήταν η βιομηχανική παραγωγή και η συσσώρευση των κεφαλαιακών συναλλαγών. Η ύλη και εδώ ήταν βασικό μέρος της πόλης, αφού ο άνθρωπος ήταν παρών σε κάθε δραστηριότητα, αλλά η ίδια άρχισε να μετατρέπεται σ’ ένα πεδίο άυλων ενεργειών, όπως οι εικονικές χρηματικές συναλλαγές μέσω τραπεζογραμματίων, η χρήση του ηλεκτρισμού στον φωτισμό της πόλης, ο ασύρματος τηλέγραφος και, αργότερα, το τηλέφωνο και το ραδιόφωνο3. Η μεταπολεμική πόλη ήταν αρχικά η εξέλιξη της βιομηχανικής, εμπλουτισμένη με την μοντέρνα λογική δόμησης και οργάνωσης του χώρου. Εξελίχθηκε και συνέχισε να εξελίσσεται γύρω από εγκαταστάσεις παραγωγής και εργασίας. Η αστική δομή συνέχισε να εξαπλώνεται και να διαχέεται, ενώ οι αποστάσεις καλύφθηκαν από τα μέσα μαζικής μεταφοράς και τις τεχνολογικές εξελίξεις στην επικοινωνία. Η επικοινωνία άρχισε να μειώνει τις αποστάσεις, μέσω της ευρύτερης χρήσης του 1. «Η εικόνα αξίζει περισσότερο από αυτό που απεικονίζει», Flaubert, Gustave, μετάφραση Γιώργος Κουράκος. 2. Βλ. Κεφάλαιο 3 Η ανθρώπινη δραστηριότητα και η επικράτηση της ατομικότητας, Ενότητα 1 Η Αθήνα των Αστικών Υποδομών, σσ. 95 - 111 της ερευνητικής εργασίας. 3. Για μια αναλυτική και κωδικοποιημένη ανάλυση της προβιομηχανικής, της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής πόλης βλ. Phillips, Barbara, [1996], City Lights, Urban – Suburban Life in the Global Society, Β’ έκδοση, OXFORD UNIVERSITY PRESS, New York – Oxford, σσ. 132-133.
3. Η ΑΫΛΗ ΑΘΗΝΑ
τηλεφώνου, του ραδιοφώνου, αλλά κυρίως της εικόνας της τηλεόρασης, η οποία άλλαξε κοινωνικοπολιτικά κάθε μορφή επικοινωνίας και εξουσίας4. Ο κάτοικος της πόλης Χ έβλεπε τις ίδιες εικόνες με τον κάτοικο της πόλης Ψ σε διαφορετική Ήπειρο στον πιο ιδιωτικό χώρο της κατοικίας του. Από την δεκαετία του ’60, ολόκληρος ο κόσμος «χωρούσε» σε μια οθόνη, η οποία εξέπεμπε συνεχή σήματα πληροφοριών. Αυτό βέβαια δεν περιορίστηκε στην τηλεόραση, αλλά μέσω δορυφορικών διασυνδέσεων, επηρέασε κάθε οικονομική, πολιτική και παραγωγική δραστηριότητα. Η οθόνη και η πληροφορία άλλαξαν την πόλη. Η βιομηχανική παραγωγή μετακόμισε μακριά της, όχι μόνο στην ύπαιθρο, αλλά και σε άλλες ηπείρους5· δεν υπήρχε λόγος να βρίσκεται στην εγγύτητά της, αφού η διαχείρισή της μπορούσε να γίνει από ένα κέντρο πληροφοριών και το κόστος εργασίας θα ήταν μικρότερο· απόλυτο οικονομικό κέρδος. Αυτό αποτέλεσε και την βασική δραστηριότητα της ύστερης βιομηχανικής πόλης, η οποία εξελισσόταν στην μετα-βιομηχανική. Η μετα-βιομηχανική πόλη, σχηματίστηκε την στιγμή που το εργοστάσιο “άφησε” τον ιστό της βιομηχανικής. Σ’ αυτήν διαδραματίζονται μόνο οι χρηματικές συναλλαγές, οι υπηρεσίες και η ψυχαγωγία. Η πόλη γίνεται κέντρο διακίνησης πληροφοριών και εικόνων, κυριαρχούμενη από τον ηλεκτρονικό κόσμο του υπολογιστή και της ψηφιοποίησης6. Η νέα πραγματικότητα που φέρνει το Διαδίκτυο είναι διαφορετική ως προς αυτή της τηλεόρασης. Ο χρήστης και όχι ο θεατής, λαμβάνει ενεργητικά μέρος στην διαμόρφωση της πληροφορίας, ή τουλάχιστον λιγότερο παθητικά απ’ όσο ο δέκτης του σήματος της τηλεόρασης. Ο έχων την πληροφορία και τα μέσα διάδοσής της είναι ο ισχυρότερος παράγοντας της μεταβιομηχανικής πόλης και αυτό διαφαίνεται τόσο στην τηλεόραση όσο και στο Ίντερνετ. Η οθόνη του υπολογιστή και η οθόνη της τηλεόρασης είναι 4. Η αντικατάσταση των δραστηριότητων του δημόσιου χώρου και του τρόπου προπαγάνδας της εξουσίας δημιουργούν μια νέας μορφής κοινωνία, Debord, Guy, [1972], La société du spectacle (πρωτότυπο), Η κοινωνία του Θεάματος, μετάφραση: ΣΥΛΒΙΑ, [2000], Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σσ. 135-136, βλ. επίσης αυτούσιο απόσπασμα σσ. 128 της ερευνητικής εργασίας. 5. Phillips, Barbara, [1996], City Lights, Urban – Suburban Life in the Global Society, σσ. 132-133. 6. Volpe, Andrea L., [2008], “Archival Meaning: Materiality, Digitalization, and the Nineteenth-Century photograph”, Afterimage, τεύχος 36/no.6, σσ. 11 – 14.
δείχνοντας την αναγκαιότητα, αλλά και το αδύνατο του διαχωρισμού τους. Σε μια περίεργη και σπάνια αντιστοιχία, αν όχι συμφωνία, με τον Lacan, ο Deleuze, επίσης, στα γραπτά του για τον Henri Bergson και το χρόνο-εικόνα, δηλώνει ότι το πραγματικό είναι λειτουργικό και ως τέτοιο, υπάρχει στον χρόνο, μέσω της απορρόφησής του από την εικονικότητα και του κορεσμού του ως του χώρου της τελευταίας. Ο όρος εικονική πραγματικότητα επικυρώνει μια φαντασιακή επέκταση, μια περίεργη διαστρέβλωση για να σωθεί όχι το πραγματικό (το οποίο αναπόφευκτα δυσφημείται και κακολογείται ), αλλά η βούληση, η επιθυμία, η νόηση, πέρα από το σώμα και την ύλη: αυτό είναι κάτι όχι τόσο πραγματικό, ούτε «αληθινά» πραγματικό, αλλά κάτι του οποίου η πραγματικότητα είναι στην καλύτερη περίπτωση εικονική. Είναι μια αμφισημία «εις» και «από» το πραγματικό. Ένα φαινομενικά, παρά αληθινά πραγματικό. Οι δύο όροι συγκρούωνται, στρέφοντας την «πραγματικότητα» του πραγματικού μακριά του, μετατρέποντας το πως κατανοούμε αυτούς τους οξύμωρα συνδεδεμένους όρους. Το πραγματικό δεν έχει απεκδυθεί τόσο του status του ως πραγματικότητα όσο έχει μετατραπεί σε μια διαφορετική κατάσταση όπου ο νους/η βούληση/η επιθυμία είναι οι κυρίαρχοι όροι και των οποίων η ύλη, το «πραγματικό» δηλαδή, έχει απογυμνωθεί. Η μεταμόρφωση του πραγματικού μέσω της ιδέας του εικονικού με ενδιαφέρει εδώ όσο και οι τεχνολογίες (έννοια του κυβερνοχώρου), μέσω των οποίων αυτή η αλλαγή στην εννοιολογική σύλληψη έγινε απαραίτητη. Για να επιτύχει αυτή η μεταμόρφωση, θα ήταν χρήσιμο να αμφισβητήσουμε μια κοινή παρανόηση στην σχέση του εικονικού και του πραγματικού. Παραδείγματος χάρη, παραθέτω ένα απόσπασμα ενός γράμματος για το συνέδριο «Εικονικό σώμα»: «Τώρα, με τον αυξανόμενο 131
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
αριθμό των διαδικτυακών κοινοτήτων, η πραγματική πόλη αμφισβητείται από την εικονική πόλη του Παγκόσμιου ιστού. Στην ιστορική πόλη, ένα σώμα είναι απαραίτητο για να αυτοσυντηρηθεί· στην νέα πόλη του Διαδικτύου, μόνο ο νους λειτουργεί. Ποιοί είναι οι υπαινιγμοί αυτής της αναδιάρθρωσης της σχέσης του νου και του σώματος στο συνεχόμενο βίωμα της πόλης; Πώς η νέα συλλογικότητα του κυβερνοχώρου, μια συλλογικότητα εννοιολογική και όχι υλική, θα κατανοήσει το υλικό σώμα και την υλική πόλη;» Ανεπιφύλακτα, διατυπώνεται εδώ ένα σύνολο αναπαραστάσεων του (αδύνατου) διαχωρισμού του σώματος από τον νου, και έτσι του πραγματικού από το εικονικό, ένας διαχωρισμός που θέλω να αμφισβητήσω, μόνο για να δείξω, ότι οι αληθινές επιδράσεις της εικονικότητας και οι εικονικές διαστάσεις της πραγματικότητας δεν μπορούν να διαχωριστούν τόσο εύκολα. Αυτή η σχέση ανάμεσά τους προϊδεάζει και περιπλέκεται με άλλα σύνολα από αντιθετικούς όρους – μεταξύ αυτών, νους και σώμα, πολιτισμός και φύση, αυθεντικότητα και μηχανική αναπαραγωγή. Ακριβώς όπως ο διαχωρισμός του νου από το σώμα έχει εδώ και καιρό αποτελέσει την συστηματική φαντασίωση όχι μόνο της φιλοσοφικής σκέψης, αλλά και εκείνων των πρακτικών (συμπεριλαμβανωμένης και της αρχιτεκτονικής) που βασίζονται στους όρους της (λογική, τάξη, αλήθεια, φως, όραμα κτλ.), έτσι και η σχέση του εικονικού με το πραγματικό, ενώ παράγεται από την Ιστορία της φιλοσοφίας, έχει διακλαδώσεις παντού, από την πλειοψηφία των παγκόσμιων δημόσιων χώρων (σήμερα, τις παγκόσμιες ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις ) μέχρι και τους πιο ενδόμυχους προσωπικούς χώρους (τον ιδιωτικό χώρο κατοικίας, παραγωγής και ψυχαγωγίας). Είναι καθήκον της αρχιτεκτονικής, μεταξύ άλλων, να διαπραγματευθεί το πως αυτοί οι χώροι πρόκειται να 132
όμοιες τεχνολογικά, αλλά η πρώτη μπορεί να αντικαταστήσει όλες τις δραστηριότητες των φάσεων της πόλης. Το εμπόριο, οι χρηματικές συναλλάγες, η πληροφορία, μέχρι και η εργασία μπορούν να λάβουν χώρα7 σε αυτήν την δισδιάστατη φωτεινή επιφάνεια, δημιουργώντας έναν καινούριο εικονικό χώρο, μια τηλεματική8 διάσταση προστιθέμενη στην τρισδιάστατη και χρονική πραγματικότητα. Αυτός ο κυβερνοχώρος, σύμφωνα με τον Michael Benedikt, «μια παγκόσμια δικτυωμένη, συντηρούμενη, προσβάσιμη και παραγώμενη από τον υπολογιστή, πολυδιάστατη, τεχνητή ή εικονική πραγματικότητα»9, κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, αποτέλεσε μια νέα αστική πραγματικότητα. Η Elizabeth Grosz παρεμβάλοντας λακανικές σκέψεις για το εικονικό και το πραγματικό (η σχέση του ειδώλου με το πραγματικό αντικείμενο σε αναλογία με τον ορισμό της εικονικής πραγματικότητας)10, θεωρεί ότι ο νέος αυτός χώρος συντηρεί μέσα του την βούληση και την επιθυμία του νου μακριά από κάθε σώμα και ύλη11. Αρχίζουμε να βλέπουμε έναν νέο χώρο να ξετυλίγεται μπροστά μας και τις δραστηριότητες της πόλης «εγκλωβισμένες» μέσα σε διαδραστικές εικόνες μιας δισδιάστατης οθόνης. Εδώ, οφείλουμε να συνδέσουμε αυτήν την ενότητα με τις προηγούμενες. Είδαμε την Αθήνα να εξαϋλώνεται την νύχτα μέσα από τα φώτα και τις αντανακλάσεις, την υλική της υπόσταση να μετουσιώνεται στις επιφάνειες που ανακλούν τα τελευταία. Η δραστηριότητα των ανθρώπων είναι η μόνη που μένει σταθερή και ανεξάρτητη από τις χρωματικές εναλλαγές του φωτός. Το ίδιο συμβαίνει και στην εικονικότητα του 7. Τζιρτζικάκης, Γιώργος, [2000, 18/11], «Οι πόλεις του ηλεκτρονικού μέλλοντος», Το ΒΗΜΑ, Επιφυλλίδα. 8. Η ανθρώπινη δραστηριότητα λαμβάνει χώρα από απόσταση. Το σώμα δεν είναι αναγκαίο της δράσης και η νόηση κυριαρχεί της ύλης. Η τηλεματική διάσταση είναι η διάσταση της Τηλέπολης, όπως αναφέρει ο Javier Echevarria σε μια συζήτηση με τον Σπύρο Παπαδόπουλο και Juan Jose Barba στο: Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, Metapolis Press, Αθήνα, σσ. 266-271. 9. “a globally networked, computer-sustained, computer accessed and computer-generated, multidimensional, artificial or virtual reality”, Beckmann, John, [1998], The Virtual Dimension, Architecture, Representation, and Crash Culture, Princeton Architectural Press, New York σ. 44. 10. Grosz, Elisabeth, [2001], Architecture from the Outside: Essays on Virtual and Real Space, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, σ. 80, για ένα εκτενές απόσπασμα βλ. σσ. 130 - 140 της ερευνητικής εργασίας. 11. Ο.π., «The very term virtual reality attests to a phantasmatic extension, a bizarre contortion to save not the real (which is inevitably denigrated and condemned) but rather the will, desire, mind, beyond body or matter».
3. Η ΑΫΛΗ ΑΘΗΝΑ
Διαδικτύου. Επίσης, είδαμε την διαστρέβλωση της πόλης μέσα από την ταχύτητα. Αν η ταχύτητα του αυτοκινητοδρόμου μειώνει την χρονική έκταση της πόλης στις αισθήσεις του επιβάτη, τότε η πόλη γίνεται τόσο μικρή για τον χρήστη του Διαδικτύου μέσα από την ταχύτητα της διαδραστικής επικοινωνίας της εικόνας, που παύει να υπάρχει χωρικά. Η ανθρώπινη δραστηριότητα και η ατομικότητα μπορούν να λάβουν επιτέλους έναν χώρο, ο οποίος τους δίνει μια καινούρια διάσταση που λείπει από τον σύγχρονο δημόσιο χώρο. Την διάσταση της απόλυτης ατομικής επιλογής και διαχείρισης της πληροφορίας.
Νέα υποκειμενικότητα Το διαδίκτυο, αυτός ο «υπερ-αυτοκινητόδρομος πληροφοριών»12, δεν απορρόφησε μόνο τις συναλλαγές και τα παραγωγικά μέσα στο επίπεδο της πόλης, αλλά και τον ρόλο που έχει ο δημόσιος χώρος σε αυτήν. Μέσα από συγκεκριμένα μέσα κοινωνικής δικτύωσης13 αναπτύχθηκε μια νέα «εικονική», αλλά πραγματική κοινότητα, κατά την οποία οι όροι «φίλος», «ακολουθώ», «κοινοποιώ», «μου αρέσει» αποκτούν μια νέα έννοια. Οι συζητήσεις, οι ανακοινώσεις και οι σχέσεις των χρηστών είναι εφάμιλες μ’ αυτές των πραγματικών κοινοτήτων. Και με τον όρο «πραγματικών», εννοούμε τις κοινότητες, οι οποίες δρουν και διαμορφώνονται στον τρισδιάστατο χώρο. Ο κυβερνοχώρος του διαδικτύου ανταγωνίζεται τον χώρο της πόλης και θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε την επιρροή του μέσα από την διαδικτυακή κοινότητα της Αθήνας, ίσως, για να μην προεκταθούμε ρηχά στην έρευνα για την συμμετοχή τους σε γεγονότα όπως η «Αραβική άνοιξη» ή στις διαμαρτυρίες στην Κωνσταντινούπολη του 201314, τα οποία αποτελούν ζητήματα 12. «information superhighway»,αναφορά της Frances Dyson σε σχέση με το διαδίκτυο, “Space, Being, and Other, fictions in the Domain of the Virtual”, στο: Beckmann, John, [1998], The Virtual Dimension, Architecture, Representation, and Crash Culture, Princeton Architectural Press, New York σσ. 26-44. 13. Μιλάμε, κατά κύριο λόγο, για τους ιστοτόπους του facebook και του twitter. URL: [https://www.facebook.com/] και [https://twitter.com/]. Η έννοια της κοινότητας έχει κυριαρχήσει ως χαρακτηρισμός για τους εγγεγραμμένους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενώ μπορούν να κριθούν για οποιαδήποτε ενέργειά τους μέσα από αυτά. Πολιτική προπαγάνδα, νέα της επικαιρότητας, αστυνομική και δικαστική δίωξη. Οι νόμοι της κοινωνίας λειτουργούν αυτούσιοι στους κανόνες της χρήσης τους. 14. Η μελέτη της επιρροής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης την τελευταία πενταετία έχει ερευνηθεί ως κύριο αντικείμενο δημοσιογραφικής μελέτης και αποτέλεσε σύμφωνa με πολλούς την σπίθα για αρκετές κοινωνικές «εξεγέρσεις» και δράσεις, βλ.για την αραβική άνοιξη το άρθρο του David Wolman, [2013], «Facebook, Twitter Help the Arab Spring Blos-
υπάρχουν εν συνεχεία μεταξύ τους και πως εμείς πρόκειται να τους κατοικήσουμε στο μέλλον. Έμμεσα συναγόμενη, στην παραπάνω παράθεση, έρχεται μια σειρά από συστηματικές υποθέσεις που αποτελούν μηχανισμούς ανάσχεσης στην επίδραση του εικονικού και του πραγματικού. Ανάμεσά τους, οι πιο έκδηλες υποθέσεις είναι (1) ο διαχωρισμός της Ε.Π.1 από το πραγματικό και το υλικό, η προσομοίωση του αυθεντικού (αντιλαμβάνοντας το ένα ως την εξαΰλωση και όχι ως τη μετεγγραφή του άλλου)· (2) η ευθυγράμμιση της πραγματικής, ιστορικής πόλης με το σώμα και της εικονικής πόλης του κυβερνοχώρου με τη νόηση, απογυμνωμένη από σωματικά ίχνη· (3) η συσχέτιση της πραγματικής ή ιστορικής πόλης (οι πόλεις του παρελθόντος) με την εικονική ή μελλοντική πόλη, η δεύτερη όντας η τεχνολογική εξέλιξη, βελτίωση, και αντικατάσταση της πρώτης (ο εξελικτικός διάδοχός της)· και η πεποίθηση ότι η τεχνολογική εξέλιξη των εικονικών κοινοτήτων και δικτύων ξεπερνά, αντικαθιστά, και αμφισβητεί το σώμα και, μαζί μ’ αυτό, την ταυτότητα και την κοινότητα όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Αυτές οι υποθέσεις είναι αρκετά τυπικές των συζητήσεων περί Ε.Π. και κυβερνοχώρου, οι οποίες τείνουν να παρουσιάζονται ως χώροι απενσάρκωσης και έτσι ως ένα νέο χωρικό είδος, απελευθερωμένο από τα όρια της σωματικής πραγματικότητας· διαθέσιμο για ελεύθερη εξερεύνηση είτε από την λογική είτε από την φαντασία, ή ακόμα καλύτερα ως χώρος σωματικής «αύξησης» και «μετατώπισης». Αυτό που φαίνεται τόσο θελκτικό στην ημισχηματισμένη υπόσχεση της Ε.Π. είναι η ιδέα ενός προσωπικού κόσμου, ο οποίος μπορεί να μοιραστεί συνειδητά με άλλους, αλλά μπορεί παράλληλα κανείς να εισχωρήσει σε αυτόν ή να τον αφήσει κατά βούληση, ένας κόσμος του οποίου οι κινήσεις και οι διαδικασίες ασκούνται 133
134
135
136
137
138
139
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
με ελεγχόμενο μέτρο, κάτι που επιφέρει μια εγγύηση για ευχαρίστηση χωρίς κίνδυνο. Από μια πλευρά, αυτές οι υποθέσεις δεν τοποθετούνται μακριά από τις αναγκαίες συνθήκες για την δημιουργία αρχιτεκτονικών αρχών και πρακτικών! Το ιδανικό της υπέρβασης του σώματος, της καταστολής της σωματικότητας, της εγκατάλειψης του χάους της υλικότητας, που αποτελεί την περιπλοκή με το αληθινό, φαίνονται να είναι διάχυτα τόσο στην φιλοσοφική θεωρία (και μέσω αυτής, και στους κόλπους της αρχιτεκτονικής) και στις μαθηματικές και πληροφοριακές επιστήμες, που συναντούν την μηχανική για να σχεδιάσουν και να παράξουν υπολογιστές και εικονικούς χώρους, από τους οποίους όλες πλέον εξαρτώνται. Αυτές οι αρχές συσπειρώνονται μέσω της φαντασίωσης για μια συγκεκριμένη (πάντα μόνο μερική) απογύμνωση από την σωματική ύπαρξη και εμπειρία, πράγματι μέσω ενός είδος αντίστασης απέναντι στον ίδιο το θάνατο, αντιλαμβανόμενος εδώ ως το τελικό όριο του σώματος. […] 1. Ε.Π.: Εικονική Πραγματικότητα.
Elisabeth Grosz Μετάφραση: Γιώργος Κουράκος Grosz, Elisabeth, [2001], Architecture from the Outside: Essays on Virtual and Real Space, The MIT Press, Cambridge, Mass, and London, σσ. 79-83.
Για το πρωτότυπο βλ. Παράρτημα 7. 140
πολυπλοκότερης φύσης για μια απλή αναφορά ως παράδειγμα. Μέσα από τέσσερις «πλοηγήσεις» (αντί της περιπλάνησης) στον κυβερνοχώρο μπορούμε να δούμε την εικονική-άυλη Αθήνα των τελευταίων χρόνων της μεταπολεμικής περιόδου, μέσα από τις κυβερνο-κοινότητες και τους κυβερνοναύτες της (χρήστες). «Αναζητώντας» την Αθήνα, βρίσκουμε τα «εικονικά» πρόσωπα – φίλους της πόλης μέσα από το facebook, τα οποία είναι, πέρα από άτομα-χρήστες, ομάδες δράσεων, μικρές επιχειρήσεις και προσωποποιημένες καρικατούρες της πραγματικότητας. Βρίσκουμε, επίσης, ότι η πλειοψηφία των εικόνων για την Αθήνα στην μηχανή αναζήτησης της google είναι... ο Παρθενώνας και η Ακρόπολη. Φωτογραφημένα απ’ όλες τις πλευρές, νότιο πτερό, βόρειο πτερό, από τον λόφο του Φιλοπάππου και από τα Προπύλαια. Ίσως να δούμε και το Σούνιο, τον χάρτη του Αττικού Μετρό, αλλά και κάποια πολυφωτογραφημένη διαδήλωση από το Σύνταγμα. Μέσα από το twitter, συναντάμε σύγχρονους «κήρυκες» της πόλης, με τις πληροφορίες να κοινοποιούνται σε απειροελάχιστο χρόνο. Οι σύγχρονες κυβερνοχωρικές αμφικτυωνίες στο twitter μεταδίδουν την είδηση της αποχώρησης του τρίτου μέλους της Ελληνικής Κυβέρνησης τον Ιούνιο του 2013 με αμέτρητες φωνές-twits. Τέλος για το παράδειγμά μας αποτελεί ο κυβερνοχώρος των «περιπλανώμενων και ακροβατών» Αθηναίων και πρόσκαιρων επισκεπτών, το tumbr, όπου η ατομική αντίληψη, και σε έναν βαθμό η μη διαχειρίσιμη επιλογή αναζητήσεων, μας δείχνει την δραστηριότητα στην Αθήνα μέσα από το πιάτο με τα ελληνικά εδέσματα, που μόλις καταναλώθηκε, την πλατεία με τα περιστέρια ή τον χρόνο σε μια πορεία, συνθήματα γραμμένα στους τοίχους της πόλης και «glamour» στιγμές. Ο λόγος αυτής της «αναζήτησης» είναι η κατανόηση και η άμεση απεικόνιση της δραστηριότητας της νέας κοινωνίας η οποία άρχισε να σχηματίζεται στην σύγχρονη- μεταπολεμική πόλη. Είναι το αποκορύφωμα της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας, της Κοινωνία της Πληροφορίας ή ακόμα και με άλλους όρους της Technoschaft15. Ο κάτοικος της πόλης άρχισε να βλέπει το som», πηγή: [http://www.wired.com/magazine/2013/04/arabspring/] και για τις εξεγέρσεις της Κωνσταντινούπολης, το άρθρο της Claire Porter, [2013],«Το twitter, η μόνη ελπίδα της Τουρκίας εν μέσω εξεγέρσεων», πηγή: [http://www.news.com.au/technology/twitter-is-turkey8217s-only-hope-amid-riots/story-e6frfro0-1226656128880]. 15. Οι κοινωνίες των στάδιων της ιστορίας της πόλης (προβιομηχανική – βιομηχανική μεταβιομηχανική) σύμφωνα με τους Φοιτητές του San Francisco State στο “Mass Media and Society”, 1991, είναι αντίστοιχα: Gemeinschaft (Κοινότητα), Gesellschaft (Κοινωνία),
3. Η ΑΫΛΗ ΑΘΗΝΑ
Διαδίκτυο ως έναν χώρο, όπου όχι μόνο έχει λόγο, αλλά έχει και έλεγχο της πραγματικότητας. Η πυκνή και πολύχρωμη ζωή στην Αθηναϊκή Αυλή της δεκαετίας του ’50, μετακόμισε στον κυβερνοχώρο, υπό μορφή σχολίων και επικρίσεων σε δραστηριότητες άλλων μελών, ενώ το ανύπαρκτο προγραμματικό κέντρο της Αθήνας βρίσκει έναν γόνιμο χώρο. Δεν χρειάζεται να ανακοινωθεί τίποτα στον χώρο της πόλης. Όλοι ενημερώνονται, όχι από τις ψηφιοποιημένες εφημερίδες στο Ίντερνετ, αλλά από «αναρτήσεις» και «κοινοποιήσεις» στον δισδιάστατο χώρο της οθόνης16 του υπολογιστή. Και εδώ βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στην Αθήνα των τηλεοπτικών σειρών και του Κινηματογράφου17 και αυτή του Διαδικτύου, παρ’ όλο που απεικονίζονται και οι δυο στην ίδια οθόνη. Οι χρήστες δεν είναι παθητικοί θεατές στα καθίσματα ενός θερινού Κινηματογράφου, νοιώθουν ότι συμμετέχουν, και το μόνο σίγουρο είναι ότι μπορούν να έχουν την δυνατότητα της επιλογής στις αναδυόμενες εικόνες της οθόνης. Παρ’όλο που αναφέρουμε την «κοινότητα» ως την σφαίρα που καλύπτει την διαδικτυακή δραστηριότητα, θα έλεγε κανείς ότι εδώ βρίσκεται ένα οξύμωρο σχήμα. Ο χρήστης του διαδικτύου από τον υπολογιστή ή από το κινητό του, χωρικά μόνος του, σχηματίζει μια κοινότητα με ανθρώπους χιλιόμετρα μακρία που μπορεί να μην τους έχει συναντήσει ποτέ στον τρισδιάστατο τομέα της ζωής του. Μπορεί η επικοινωνία και η πληροφορία να αντικαθιστούν την παρουσία του σώματος και να εξυψώνουν τη νόηση και το φαντασιακό18, αλλά η μονάδα της κοινότητας δεν παύει να αποτελεί ένα άτομο στο σύνολο. Στο διαδίκτυο υπάρχει η μαζική πληροφορία και η μαζική ανάγνωση των φαινομένων, αλλά δεν υπάρχει η μάζα μέσα στην οποία το άτομο μπορεί να χαθεί. Για να αναζητήσει κανείς την Άυλη Αθήνα, όπως κάναμε παραπάνω, πρέπει να δράσει με μια ατομική ταυτότητα, ανεξάρτητα αν αυτή είναι αληθινή ή «εικονική». Η περιπλάνηση στο Διαδίκτυο και η συμμετοχή στις κοινότητες γίνεται από οναζόμενες μονάδες, οι οποίες δεν θα χαθούν ποτέ στο πλήθος. Ο «κυβερνοναύτης» είναι υπόδουλος μια απόλυτης υποκειμενικότητας.
Απουσία Η εικονικότητα και η ατομική χρήση του διαδικτύου κατανοούμε, πως δίνουν μια νέα διάσταση στην ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά καταρρίπτουν μια από τις βασικές μέχρι τώρα συνιστώσες της πόλης. Τον ίδιο τον χώρο. «Χωρίς τον χώρο δεν μπορεί να υπάρξει καμία έννοια παρουσίας σε ένα περιβάλλον, ούτε, ακόμα περισσότερο, μπορεί να υπάρξει η αυθεντικότητα που επιτρέπει η ύπαρξη»19. Εδώ βρίσκουμε μια αναλογία με τους «μη-τόπους» της Γενικής Πόλης Techno$chaft. Αναφορά στο έργο του Ferdinand Tönnies για το διαχωρισμό των ανθρωπίνων δεσμών, στο : Ο.Π. υποσημείωση 3, σσ. 130. 16. Για την μετάδοση πληροφοριών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βλ. Conner, Jill, [2009], “Facebook, the Image and the Virtual Cedar Bar”, Afterimage, τεύχος 37/no. 2, σσ. 11 – 14, και για την απεικόνιση μιας δύσκολης πραγματικότητας μέσω της εικόνας βλ.:Μπαχτσετζής, Σωτήριος, [2010], “Image Wars: The Athens Riots as Dispotif and Event”, Afterimage, τεύχος 38/no.1, σσ. 19 – 24. 17. Δραγώνας, Πάνος [2001], «Τηλε-Αθήνα», στο: Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σσ. 266-271. 18. Grosz, Elisabeth, [2001], Architecture from the Outside: Essays on Virtual and Real Space, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, σ. 80. 19. «Without space there can be no concept of presence within an environment, nor, more importantly, can there be the possibility for authenticity 141
142
143
144
145
146
147
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑΣ
του Rem Koolhaas20 και τους χώρους των μεγάλων εμπορικών κέντρων, των αεροδρομιών, των θεματικών πάρκων και των μονολιθικών κτήριων γραφείων, στους οποίους η παρουσία χάνει την αίσθηση του χρόνου και του τόπου21 και ο λόγος της ύπαρξης γίνεται αντίστοιχα η κατανάλωση, η μετακίνηση και η διασκέδαση. Εδώ, οι βασικές διαστάσεις και η μορφή είναι τόσο αδιάφορη, που χάνει την υπόσταση της ύλης. Η ύλη εξαϋλώνεται και αυτή στην ιδέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι ενδείξεις για μια πόλη χωρίς τόπο ή χωρίς «πραγματικό» χώρο είναι έντονες στα τελευταία στάδια εξέλιξης της μεταπολεμικής πόλης, πόσο μάλλον στον κυβερνοχώρο του Διαδικτύου. Αν οι κάτοικοι είναι παρόντες στις διαδικασίες της σύγχρονης πόλης, με την απουσία τους από τον χώρο, τότε η αρχιτεκτονική ίσως απουσίαζει και αυτή από την σύγχρονη πραγματικότητα. Ο Τάκης Χ. Ζενέτος στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία [1974], παρουσίασε μια «μη-αρχιτεκτονική για έναν μελλοντικά άυλο κόσμο»22. Ο τηλε-θάλαμος και ο σπονδυλωτός φορέας είναι ο χώρος της κατοικίας του ανθρώπου στον ψηφιακό κόσμο. Η διασύνδεση με τα δίκτυα επικοινωνιών, η αυτοματοποιημένη υγιεινή του χώρου, η οθόνη, ο τεχνητός αερισμός και φωτισμός, όλα μέσα σε ένα ημισφαίριο-θάλαμο, στον οποίο το άτομο ζει απερίσπαστο απ’ ο,τιδήποτε «έξω» από τον ψηφιακό κόσμο. Ο αρχιτέκτονας εδώ σταματά να σχεδιάζει τον χώρο, αλλά περισσότερο προγραμματίζει την αυτοματοποιημένη χωρική ύπαρξη, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τις δυνατότητες του ψηφιακού/ ηλεκτρονικού/ άυλου κόσμου και της νοητής πραγματικότητας στο φαντασιακό του ανθρώπου. Ο Paul Virilio ονομάζει την διαδραστική και εναλλασσόμενη οθόνη του υπολογιστή ως τον «τελευταίο τοίχο», το τελευταίο χωρικό εμπόδιο, πριν η πληροφορία εξαφανίσει την ύλη. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η εξαφάνιση δεν σημαίνει εξάλειψη23. Η υλική αρχιτεκτονική μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει σε μια κατάσταση αφάνειας, όπου δεν θα έχει τον κυρίαρχο ρόλο στην καθημερινή ζωή. Αντίθετα, η Elizabeth Grosz πιστεύει πως ο άυλος κυβερνοχώρος είναι ένα νέο χωρικό είδος «απελευθερωμένο από τα όρια της σωματικής πραγματικότητας· διαθέσιμο για ελεύθερη εξερεύνηση είτε από την λογική είτε από την φαντασία, ή ακόμα καλύτερα ως χώρος σωματικής αύξησης και μετατόπισης... αυτές οι υποθέσεις δεν τοποθετούνται μακριά από τις αναγκαίες συνθήκες για την δημιουργία αρχιτεκτονικών αρχών και πρακτικών»!24 that being-in-the-world allows». Απόσπασμα από: Frances Dyson, “Space, Being, and Other, fictions in the Domain of the Virtual”, στο: Beckmann, John, [1998], The Virtual Dimension, Architecture, Representation, and Crash Culture, Princeton Architectural Press, New York σ. 28. 20. Koolhaas, Rem, 17. End, “The Generic City”, στο: Koolhaas, Rem - Mau, Bruce – O.M.A., [1995], S, M, L, XL, The Monacelli Press, Italy, σ. 1264. 21. Ο.π., σ. 29. 22. Ψηφιακά οράματα, Έννοιες εν δράσει: Ροϊκότητα και διασυνδέσεις, στο: Καλαφάτη, Ελένη – Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης, [2006], Τάκης Χ. Ζενέτος, Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική, LIBRO, Αθήνα, σσ. 46-57. 23. ‘Architecture in the Age of its Virtual Disappearance’, συνέντευξη του Paul Virilio από τον Anderas Ruby, στο: Beckmann, John, [1998], The Virtual Dimension, Architecture, Representation, and Crash Culture, Princeton Architectural Press, New York σ. 28. 24. “as a new kind of space unconstrained by the limits of corporeality; available for the free exploration of either reason or imagination, or more positively as a space of bodily augmentation and displacement... these assumptions are not all that far from the conditions necessary to produce the discipline and practice of architecture itself”, Grosz, Elisabeth, [2001], Architecture from the Outside: Essays on Virtual and Real Space, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London, σ. 83, για ένα εκτενές απόσπασμα βλ. σσ. 130 -140 της ερευνητικής εργασίας. 148
3. Η ΑΫΛΗ ΑΘΗΝΑ
Η απουσία της ύλης, του ανθρώπου και της αρχιτεκτονικής από την άυλη πόλη του διαδικτύου και κατ’ επέκταση της μεταβιομηχανικής πόλης είναι ένα καλό σημείο για μια άνω τελεία στην αφήγηση για την μεταπολεμική πόλη. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να κατοικεί την πόλη, όταν η ζωή αρχίζει να βιώνεται σε μια παράλληλη διάσταση με αυτήν; Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο άνθρωπος έχει ένα φυσικό και ένα εικονικό σώμα, τα οποία “ολοκληρώνονται” υπαρξιακά σε διαφορετικούς χώρους25; Όσο για την μεταπολεμική Αθήνα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μέσα από την άυλη μετενσάρκωσή της στην οθόνη και το διαδίκτυο, συμπληρώνονται τα στοιχεία των οποίων η απουσία επισημάνθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, όπως οι πυκνώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, η έλλειψη προγραμματικών κέντρων και η χρήση του δημόσιου χώρου ως επέκταση της κατοίκησης της πόλης. Η άυλη Αθήνα είναι μια συμπληρωματική ατομική πόλη στο φαντασιακό των κατοίκων της, η οποία μπορεί να «γεμίσει» τα κενά της χωρικά πραγματικής πόλης. Με την συνεχή ανανέωση και τον εμπλουτισμό της με πληροφορίες αντιστέκεται στην φθορά του χρόνου, χαρίζοντας μια ανεπαίσθητη ανανέωση και στο υλικό κομμάτι της . Το τελικό ερώτημα είναι αν και το “άτομο” θα μπορούσε να αντισταθεί μαζί της;
25. Άποψη του Toyo Ito σε συνέντευξη με τον Γιάννη Αίσωπο και τον Γιώργο Σημαιοφορίδη, στο : Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, σσ. 272-276. 149
150
151
152
Συμπεράσματα / Conclusion
153
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Θεωρία, Εμπειρία και Διαστρέβλωση Η μεταπολεμική Αθήνα μέσα από τις καδραρισμένες οπτικές των αρχιτεκτονικών θεωριών των κειμένων της αντίστοιχης περιόδου που ερευνήσαμε, μπορεί να μας δώσει αρκετές ενδείξεις, τόσο για την θέση των ανθρώπων μέσα σε μια μεταπολεμική πόλη, όσο και για την πόλη την ίδια. Αποτέλεσε περισσότερο ένα έναυσμα μελέτης και προβληματισμού, παρά ένα πεδίο παραγωγής γνώσης. Σε μια υπερβολική, ίσως, αλλά αρκετά εύστοχη αναλογία, είδαμε τις διαστρεβλώσεις της Αθήνας, όπως ο Ραφαήλ φαντάστηκε το κέντρο της Σχολής των Αθηνών το 1509-15111. Στο κέντρο της, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης φαίνεται να επιχειρηματολογούν, περιτριγυρισμένοι από μια αναχρονιστική συνάθροιση Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων. Ο Πλάτωνας, ηλικιωμένος πια, στρέφει το δάκτυλό του ψηλά, προς τον κόσμο των ιδεών, ενώ ο Αριστοτέλης, πιο νέος, απλώνει το χέρι του μπροστά, στο επίπεδο της Γης, προς τον εμπειρισμό. Μια συνεχής αντιπαράθεση ανάμεσα στην θεωρία και την πρακτική της ανθρώπινης ζωής. Μέσα από τις ομώνυμες διαστρεβλώσεις των στοιχείων της μεταπολεμικής Αθήνας, κατανοούμε ότι, οι πολύπλοκες διεργασίες που συνιστούν μια πόλη, δεν μπορούν να παρατεθούν σε μια αρχιτεκτονική θεωρία, αλλά βέβαια ούτε και σε εννιά ανεξάρτητες μεταξύ τους. Δεν μπορούμε να αναγνώσουμε την πολυεπίπεδη φύση της πόλης μόνο μέσα από αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές θεωρίες. Η κάθε αρχιτεκτονική θεωρία ανοίγει μόνο μια οπτική προς την πόλη και ξεχνά υπόλοιπες, πολύ ζωτικές. Πρέπει να δούμε την πόλη σε όλα της τα μέρη και στο σύνολό της ταυτόχρονα, μέσα από διεπιστημονικές μελέτες, συνδυάζοντάς τες προς την επίτευξη αποτελεσμάτων. Αντίθετα, η εμπειρική ανάγνωσή της και μόνο, μπορεί να μας οδηγήσει πολλές φορές σε αμιγώς υποκειμενικά συμπεράσματα, τα οποία καταλήγουν περισσότερο σε μια αισθητική δήλωση παρά σε μια διεξαγωγή έρευνας. Όσο πολυσύνθετη είναι η πόλη, τόσο πολυεπίπεδη πρέπει να είναι και η έρευνα γι’ αυτήν. Όσα είναι τα μέρη της, τόσοι οφείλουν να είναι και οι επιστημονικοί τομείς και οι εμπειρίες που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πολλές από τις θεωρίες που παρουσιάστηκαν αυτούσιες δίνουν οικονομικά, ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά στοιχεία, ή συνδυάζουν θεωρίες οικολογίας και στατιστικής έρευνας. Ωστόσο, καμιά δεν μπόρεσε να παρουσιάσει το σύνολο της μεταπολεμικής πόλης χωρίς να παρακάμψει άλλα στοιχεία της. Εδώ, έχω την ανάγκη να συνοψίσω κάποιες σκέψεις μετά το πέρας της ερευνητικής εργασίας σε δύο ομάδες, πρώτον, γιατί η έρευνα αφορούσε δυο στενά συνδεδεμένες αλλά αυτόνομες σφαίρες μελέτης, την πόλη και την μεταπολεμική Αθήνα, και δεύτερον γιατί οι προβληματισμοί παρουσιάζουν διαφορές τόσο σημειολογικά, όσο και στην μελλοντική τους διερεύνηση. 1. Raffaelo Sanzio di Urbino (Ραφαήλ), [1509-1511] “Scuola di Atene”, Τοιχογραφία, Palazzo Apostolico, Βατικανό.
154
Για την Πόλη Η ανάγνωση των κειμένων για την αρχιτεκτονική και την πόλη που παρατίθενται στο τεύχος είναι επιλεγμένες όχι μόνο για να ξεκινήσει ένας διάλογος για την μεταπολεμική Αθήνα, αλλά για να δούμε παράλληλα και ευρύτερα σημεία καμπής, μεταπολεμικά, στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, τα οποία καθόρισαν την αντίληψή μας για την πόλη.
1. Μέσα από το κείμενο
του Rem Koolhaas, λάβαμε μια ένδειξη ότι η πόλη/μητρόπολη πίσω της κρύβει μια φαντασιακή ιστορία γένεσης, η οποία δεν έχει σχέσει με θρύλους και θεολογία. Η μηχανή σε συνδυασμό με τη νόηση του ανθρώπου μπορούν να συγγράψουν αυτήν την μυθολογία εξ αρχής, μέσω εκπλήξεων, θεαμάτων και προγραμματικών παραμορφώσεων. Αυτή η μυθολογία όμως αφορά συγκεκριμένα κομμάτια της κοινωνίας, ενώ αποκλείει κάποια άλλα. 2. Για το σύνολο της ζωής του ανθρώπου στην πόλη, είδαμε πως οι team 10 και συγκεκριμένα ο Jacob Berend Bakema, θεώρησε απαραίτητο ένα προγραμματικό κέντρο, όπου θα αναγνωρίζεται ο τρόπος ζωής μιας κοινωνίας και θα διαμορφώνεται εξ αυτού η αυτογνωσία και η θέση του ανθρώπου στον κόσμο, σε αντίθεση με την ολοκληρωτική μαζική κατοικία του μοντερνισμού. 3. Οι Superstudio μιλούν αλληγορικά για μια νέα ζωή, χωρίς ιεραρχία και αρχιτεκτονική, όπου η τεχνολογία θα επιτρέπει στον άνθρωπο να βιώνει καθολικά τη ζωή χωρίς το βάρος της εκπλήρωσης των πρωτευόντων αναγκών και θα είναι, επιτέλους, σε μια ελεύθερη και διανοητική σχέση με το περιβάλλον του.
4. Ο Αldo Rossi, όρισε τους αστικούς συντελεστές, το locus και την συλλογική μνήμη
της πόλης, ως τα πρωτογενή στοιχεία που της δίνουν διάρκεια στον χρόνο, και μπορούν να αποτελέσουν την συνοχή μέσα σε μια κοινωνία. Οι πρωτογενείς συντελεστές και οι κατοικία είναι τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της πόλης.
5. Η τοπιακή πολεοδομία
προσπαθεί να σχηματίσει μια γενικευμένη στρατηγική αντιμετώπισης της πόλης ως ένα τοπίο, με το δικό του υπερπολύπλοκο οικοσύστημα και αρχές. Γίνεται μια διεπιστημονική αλληγορία με τους κανόνες που διέπουν την φύση, όπως οι ροές των υδάτων, οι οικολογία και η λεπτή ισορροπία των στοιχείων να διέπουν την πόλη; Αν η πόλη είναι μια νέα τεχνητή φύση στο σύνολο της μπορεί να οργανωθεί τελικά ως τέτοια.
6. Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης
προέβλεψε και ταξινόμησε την δυναμική εξέλιξης των αστικοποιημένων εκτάσεων στον πλανήτη. Οι ανθρώπινοι οικισμοί εξελίχθηκαν από μικρές συγκροτήσεις αγροτικών κατοικιών σε ένα οικουμενικό δίκτυο εκτεταμμένων πόλεων, το οποίο δεν μπορεί παρά να επικρατήσει γεωγραφικών και πολιτικών ορίων.
7. Στην συζήτηση του Mark Wigley με τον Rupert Stadler
βλέπουμε, πως το αυτοκίνητο κυριάρχησε στην μητρόπολη και ακόμα το πως δημιούργησε όνειρα σε σχέση με τις ανέσεις που συνεισφέρει. Στο μέλλον, σε μια προσπάθεια ενίσχυσής των ανέσεων αυτών και ενάντια στην συμφόρηση που προκαλεί, είναι αναγκαία η διασύνδεσή του με τα υπόλοιπα δίκτυα μεταφορών. Βλέπουμε μέσα από μια απλή συζήτηση τον ρόλο που έχουν οι μετακινήσεις στην καθημερινή ζωή της μεταπολεμικής πόλης και όλοκληρο 155
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
τον σχεδιασμό που επιφέρουν στην δομή της ακόμα και οι πρώιμες μελέτες γι’ αυτήν.
8. Η
καταστασιακή διεθνής μέσα από το πολιτικό πλαίσιο που επέφερε στην διαδικασία οργάνωσης της πόλης και την ολοκληρωτική κριτική στην μοντέρνα πολεοδομία, χαρακτηρίζει την πόλη ως το σύνολο των διαφορετικών ατμοσφαιρών, τις οποίες ενέχει. Αυτές οι ατμόσφαιρες μόνο όταν θα γίνουν αντικείμενο καθημερινής εμπειρίας από τους κατοίκους μπορούν να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη κοινωνικά και πολιτικά κοινότητα, ενώ το βασικότερο εργαλείο προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η περιπλάνηση.
9. Το τελευταίο κείμενο που παρουσιάστηκε εκφράζει
τον προβληματισμό της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, αλλά και γενικότερα, κοινότητας ως προς τις επιδράσεις που επιφέρει το Διαδίκτυο στην πόλη. Η δημιουργία ενός άυλου χώρου, όπου ο άνθρωπος μπορεί να βιώνει σε ένα βαθμό δραστηριότητες που άνηκαν σε τρισδιάστατους χώρους, θέτει ερωτήματα, όχι μόνο για το μέλλον της υλικής αρχιτεκτονικής αλλά και της χρησιμότητάς της. Εδώ, βλέπουμε επίσης την απόλυτη εξέλιξη της πόλης, από την βιομηχανική περίοδό της στην μετα-βιομηχανική ή και περίοδο της Πληροφορίας, ένα σχεδόν άυλο κόσμο συναλλαγών κα διαδικτυακών σχέσεων. Ωστόσο, οι θεωρίες πέρα από το σημεία καμπής στην θεώρηση της πόλης, κάνουν ακόμα πιο έντονο το ερώτημα που τέθηκε από την αρχή της εργασίας, του αν η πόλη μπορεί να σχεδιαστεί. Η απάντηση μοιάζει αδύνατον να δοθεί, αλλά ο προβληματισμός παραμένει έντονος. Αντιληφθήκαμε καθ’ όλη την έκταση της ερευνητικής εργασίας στα προαναφερθέντα κείμενα, μια κριτική στην μοντέρνα πολεοδομία είτε με ολοκληρωτική εναντίωση σ’ αυτήν, είτε με πρόσθεση στοιχείων στα αναδυόμενα κενά της ή ακόμα και μια αναζήτηση της χρονικής και χωρικής εξέλιξής της. Η μοντέρνα πολεοδομία, είναι η μόνη που σύμφωνα με τις αρχές της, τις οποίες αναλύσαμε στην εισαγώγη, έχει υλοποιημένα παραδείγματα τόσο ευρείας κλίμακας (που δεν θα ήταν δόκιμο να αναφέρουμε απλά στο τέλος αυτής της εργασίας) και αποτελεί βάση για κάθε αρχιτεκτονική και πολεοδομική θεωρία της μεταπολεμικής περιόδου. Αν αναλογιστούμε, ότι η τελευταία βασίζεται στην σχεδίαση και την υλοποίηση των σχεδίων της πολύ περισσότερο από ουτοπικές προτάσεις της περιόδου από την Αναγέννηση μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, τότε μέσω της κριτικής αυτής μπορεί να βρεθούν τα συμπεράσματα για το πόσο δύναται ο αρχιτέκτονας να σχεδιάσει μια πόλη σε μια tabula rasa ή, ειδικότερα, ποιες από τις συνιστώσες της.
Για την Αθήνα Μια αφηγηματική σύνοψη θα ήταν συμπερασματικά απαραίτητη.
1. Η μεταπολεμική Αθήνα
διαμόρφωνεται από τον πολλαπλασιασμό μιας προγραμματικής και κατασκευαστικής μονάδας, αρκετά ευέλικτης προγραμματικά, αλλά και μονότονης μορφολογικά, αυτής της πολυκατοικίας.
2. Ο ομοιόμορφος πολλαπλασιασμός της και η κυριαρχία της στον χώρο της πόλης, 156
δημιούργησε μια έλλειψη κέντρων αναφοράς στην μεταπολεμική περίοδο, και ακόμα προώθησε την εξαφάνιση κάποιων σημαντικών κοινωνικών και χωρικών προτύπων που προϋπήρχαν της πολυκατοικίας, αλλά διατηρήθηκαν κατά τις απαρχές της μεταπολεμικής περιόδου, όπως η Αθηναϊκή Αυλή.
3. Αυτή η ομοιομορφία του κτισμένου περιβάλλοντος, διαμόρφωσε ένα νέο,
ενιαίο και ομοιεγενές αστικό έδαφος, στο οποίο ξεχωρίζουν εύκολα ιστορικά και γεωγραφικά μνημεία, ενώ ο κοινωνικός αντίκτυπος που προκαλεί είναι ο σχηματισμός μιας μη-ιεραρχημένης χωρικά κοινωνίας, για την οποία είναι δύσκολο να ορίσει κανείς κέντρα, κοινωνικές εξαιρέσεις, αλλά παραδόξως και μια ταυτότητα. 4. Οι συγκεκριμένες προεξέχουσες εξαιρέσεις στο αστικό έδαφος μπορούν να χωριστούν στα γεωγραφικά χαρακτηριστικά (χθόνιοι συντελεστές), σε μνημεία (ιστορικοί) και σε σημεία συλλογικής μνήμης (πολιτικοί), οι οποίες όλες λειτουργούν ως σημεία προσανατολισμού στην διάχυτη πόλη και σημεία αναφοράς στην καθημερινότητα των κατοίκων.
5. Οι εξαιρέσεις και το ομοιεγενές κτισμένο περιβάλλον μπορούν να αναγνωσθούν
ως όλον· ένα νέο τοπίο παραλληλισμένο με τα διασκορπισμένα νησιά του Αιγαίου, με βραχώδεις τόπους και με τον νυκτερινό ουρανό.
6. Για να κατανοήσουμε όμως το σύνολο της πόλης
είδαμε και τα υπάρχοντα και μελλοντικά πιθανά όρια της πόλης, η οποία θα διαχυθεί ακόμα περισσότερο και δεν θα εκτείνεται πια μέσα στα όρια της Αττικής Περιφέρειας.
7. Αυτή η
εξάπλωση μας γεννά το πρωταρχικό ερώτημα του πώς μπόρεσε να πυροδοτηθεί και η εμφανής απάντηση που δίνουμε είναι η εξέλιξη και διεύρυνση των δικτύων μεταφορών. Η ταχύτητά τους έφερε πιο κοντά στον αστικό πυρήνα απομακρισμένα σημεία της υπαίθρου, αλλά και το αντίστροφο, δημιουργώντας μια νέα κλίμακα για τον κάτοικο. Ο Αθηναίος ζει μια διαφορετική ζωή μέσα από τα δίκτυα υποδομών, μια πιο ατομική εκδοχή της πραγματικότητας.
8. Και αν
τα δίκτυα αλλάζουν την εικόνα της πόλης, τότε η νύκτα σιγά σιγά την εξαϋλώνει σε αισθήσεις και σημεία δραστηριότητας. Ο κάτοικος αντιλαμβάνεται την Αθήνα διαφορετικά την νύκτα, την οικειοποείται μέσα σε διαφορετικά πλαίσια, οργανώνοντας μια τελείως διαφορετικής χροιάς πόλη από αυτή που είδαμε νωρίτερα.
9. Τέλος, θεωρήσαμε, ότι η σταδιακή απενσάρκωση
της πόλης και η επικράτηση της ανθρώπινης δραστηριότητας πάνω στην ύλη, ολοκληρώθηκε με την διαδικτυακή εικόνα που έχουν οι χρήστες του Ίντερνετ για την Αθήνα. Μέσα στον κυβερνοχώρο, η ύλη εξαλείφεται, η αρχιτεκτονική της πόλης εξαφανίζεται, και μένει μόνο η εικόνα της Αθήνας και η δραστηριότητες και οι συναλλαγές των κατοίκων της. Οι κάτοικοι οργανώνονται σε άυλες κοινότητες, αλλά το άτομο διακηρύσσεται ο απόλυτος χρήστης της πόλης μέσω μιας εικονικής ταυτότητας. Μετά την αφήγηση, μπορούμε να οργανώσουμε διαφορετικά την μεταπολεμική Αθήνα, για να αναγνωρίσουμε την δομική της λογική και κυρίως για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τα διερευνημένα στοιχεία της. Αρχή είναι το άτομο - ο κάτοικός της, ο οποίος είδαμε ότι διαχωρίζεται σε κάθε τομέα της πόλης. Πρώτον, στο ιδιωτικό και ανεξάρτητο διαμέρισμα της πολυκατοικίας, της οποίας η ανάπτυξη έγινε ξεκάθαρο, μέσα από την έρευνά μας, πως ήταν 157
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
αποτέλεσμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, δεύτερον, στην χρήση του αυτοκινήτου, η οποία δεν μεταβλήθηκε αισθητά μετά την ανάπτυξη των μαζικών μέσων μεταφοράς, και τρίτον, η ατομική εικονική ταυτότητα του χρήστη του ίντερνετ. Οι τρεις σφαίρες της ατομικότητας, μας καταδεικνύουν την δύναμη του ατόμου σε μια μητρόπολη όπως η Αθήνα. Η κατοικία του, η μετακίνησή του, η πληροφόρηση και η άυλη ψυχαγωγία του, έχει γίνει ένα προσωπικό και αυτόνομο στοιχείο της αστικής πραγματικότητας στην Αθήνα, παρ’όλο που επηρεάζει το δημόσιο χώρο, πρώτον με την παρανοϊκή λογική της «ανευθυνότητας» στα κοινά της πόλης και, δεύτερον αν όχι με την ανευθυνότητα επηρεάζει εκ της απουσίας του. Η άλλη πλευρά της Αθήνας είναι αυτή της οικειοποίησης της πόλης με διαφορετικά μέσα και λογικές. Η εκλιπούσα Αθηναϊκή αυλή, άφησε σαν παρακαταθήκη τις γειτονιές και τις αντίστοιχες συνήθειες, οι οποίες πολλές φορές φαντάζουν αρνητικές, αλλά δίνουν έναν χαρακτήρα που βλέπουμε ότι αξιοποιείται δημιουργικά τα τελευταία χρόνια. Οι εικόνες της «γλάστρας» στον δρόμο, του «κουτσομπολιού» της γειτονιάς σε μικρές κοινότητες, της αντιμετώπισης των όψεων των μπαλκονιών σαν μικρές αποθήκες, βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της οικειοποίησης στην μεταπολεμική πόλη. Είναι μια αντιμετώπιση του κοινού με όρους ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αθηναϊκή νύκτα, όπου οι δρόμοι και οι πεζόδρομοι κλείνουν από κόσμο και οχήματα, είτε από την οικειοποίηση κάποιου καταστήματος είτε από την «ανευθυνότητα» πολιτών. Και στην ομάδα της οικειοποίησης έρχονται να προστεθούν και οι πολιτικοί συντελεστές των εξαιρέσεων. Η συλλογική μνήμη στην Αθήνα είναι ισχυρή σε πολλούς τόπους της πόλης και έχει καλλιεργηθεί ακόμα περισσότερο την τελευταία πενταετία (2008-2013). Οι διαμαρτυρίες και οι πορείες των τελευταίων χρόνων στους δρόμους της δείχνουν την δύναμη της Πλατείας Συντάγματος και της οδού Σταδίου στο φαντασιακό των κατοίκων· η γειτονιά των Εξαρχείων συγκροτεί έναν μικρό χώρο πολιτικού ασύλου. Η τρίτη πλευρά της Αθήνας, είναι το ανεξερεύνητο σύνολο. Η μεταπολεμική Αθήνα έχει μια τόσο ισχυρή εικόνα, την Ακρόπολη, την οποία δεν μπορεί να αποχωριστεί. Ο υπόλοιπος ομοιογενής ιστός της είναι τόσο ανεξερεύνητος στα μάτια των επισκεπτών, αλλά και τον κατοίκων, που μπορεί να δημιουργήσει τόσο αρχιτεκτονική έμπνευση όσο και μια νέα αναφορά της καθημερινότητας. Το ανεξερεύνητο κομμάτι της πόλης που δημιουργήθηκε σταδιακά στην μεταπολεμική περίοδο, μπορεί να είναι είτε αρνητική είτε θετική έκληξη, αλλά η εξερεύνηση μιας άγνωστης έκτασης πάντα δίνει αποτελέσματα που έχουν σημασία στον επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του. Πόσοι επισκέπτονται τον Λυκαβηττό, το Πεντάγωνο και το λόφο των Νυμφών, σε μια εξόρμηση από την κατοικία τους, αλλά πόσο και οι δεύτεροι είναι οργανωμένοι να τους υποδεχθούν; Μαζί με τους υπόλοιπους ορεινούς όγκους στις παρυφές και το κέντρο της πόλης, αποτελούν χώρους προς την ανθρώπινη αλλά και αρχιτεκτονική εξερεύνηση. Τέλος, η μητροπολιτική ενότητα της Αθήνας, η οποία έχει ήδη αρχίσει να διαχέεται και εκτός της 158
Αττικής, αγκαλιάζει τοπία, τα οποία μπορούν να γίνουν ενεργό κομμάτι της· οι παραλίες της Ανατολικής και Νότιας Αττικής, ο Κορινθιακός και Ευβοϊκός κόλπος, αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, θα διαμορφώσουν νέες γειτονιές, νέους εξερευνητές-κατοίκους. Η μεταπολεμική Αθήνα είναι ακόμα μια νέα πόλη, έτοιμη να υποδεχθεί αλλά και να διδάξει. Μπορεί να κλείνει η αυλαία για την μεταπολεμική περίοδο τα τελευταία πέντε χρόνια (20082013), τόσο γι’ αυτήν όσο και για την παγκόσμια κοινότητα, εν μέσω της οικονομικής ύφεσης, της ανόδου του φασισμού και της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε τι μπορούμε, όχι να κρατήσουμε, αλλά να αξιοποιήσουμε αρχιτεκτονικά και κοινωνικά, τόσο στην ιστορικά μεταβατική περίοδο την οποία διανύουμε, όσο και στο μέλλον. Αν η ανθρώπινη μονάδα, η γειτονιά και η εξερεύνηση του «γειτονικού ανεξερεύνητου», μπορούν να μας δώσουν το ο,τιδήποτε προς αυτήν την κατεύθυνση, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την συμβολή της μεταπολεμικής Αθήνας.
159
160
Παράρτημα / Appendix
161
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
Downtown Athletic Club, section. 162
1. Koolhaas Rem, Delirious New York,1978 The Double Life of Utopia: The Skyscraper Definite Instability : The Dowtown Athletic Club
We in New York celebrate the black mass of Materialism. We are concrete. We have a body. We have sex. We are male to the core. We divinize matter, energy, motion, change. — Benjamin de Casseres, Mirrors of New York
APOTHEOSIS The Downtown Athletic Club stands on the bank of the Hudson River near Battery Park, the southern tip of Manhattan. It occupies a lot “varying from 77 feet wide on Washington Street to 78 feet 8 inches wide on West Street with a depth of 179 feet 11/4 inches between streets....”1 Built in 1931, its 38 stories reach a height of 534 feet. Large abstract patterns of glass and brick make its exterior inscrutable and almost indistinguishable from the conventional Skyscrapers around it. This serenity hides the apotheosis of the Skyscraper as instrument of the Culture of Congestion. The Club represents the complete conquest—floor by floor—of the Skyscraper by social activity; with the Downtown Athletic Club the American way of life, know-how and initiative definitively overtake the theoretical lifestyle modifications that the various 20th-century European avant-gardes have been insistently proposing, without ever managing to impose them. In the Downtown Athletic Club the Skyscraper is used as a Constructivist Social Condenser: a machine to generate and intensify desirable forms of human intercourse. TERRITORIES In only 22 years the speculations of the 1909 theorem have become reality in the Downtown Athletic Club: it is a series of 38 superimposed platforms that each repeat, more or less, the original area of the site, connected by a battery of 13 elevators that forms the north wall of the structure. To the financial jungle of Wall Street, the Club opposes a complementary program of hyper-refined civilization, in which a full spectrum of facilities—all ostensibly connected with athletics— restores the human body. The lowest floors are equipped for relatively conventional athletic pursuits: squash and handball courts, poolrooms, etc., all sandwiched 163
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
between locker rooms. But then ascent through the upper layers of the structure—with its implied approximation of a theoretical “peak” condition —leads through territories never before tread upon by man. Emerging from the elevator on the ninth floor, the visitor finds himself in a dark vestibule that leads directly into a locker room that occupies the center of the platform, where there is no daylight. There he undresses, puts on boxing gloves and enters an adjoining space equipped with a multitude of punching bags (occasionally he may even confront a human opponent). On the southern side, the same locker room is also serviced by an oyster bar with a view over the Hudson River. Eating oysters with boxing gloves, naked, on the nth floor—such is the “plot” of the ninth story, or, the 20th century in action. In a further escalation, the tenth floor is devoted to preventive medicine. On one side of a lavish dressing lounge an array of body-manipulation facilities is arranged around a Turkish bath: sections for massage and rubbing, an eight-bed station for artificial sunbathing, a ten-bed resting area. On the south face, six barbers are concerned with the mysteries of masculine beauty and how to bring it out. But the southwest corner of the floor is the most explicitly medical: a special facility that can treat five patients at the same time. A doctor here is in charge of the process of “Colonic Irrigation”: the insertion into the human intestines of synthetic bacterial cultures that rejuvenate man by improving his metabolism. This final step brings the sequence of mechanical interference with human nature, initiated by such apparently innocent attractions as Coney Island’s Barrels of Love, to a drastic conclusion. On the 12th floor a swimming pool occupies the full rectangle; the elevators lead almost directly into the water. At night, the pool is illuminated only by its underwater lighting system, so that the entire slab of water, with its frenetic swimmers, appears to float in space, suspended between the electric scintillation of the Wall Street towers and the stars reflected in the Hudson. Of all the floors, the interior golf course—on the seventh—is the most extreme undertaking: the transplantation of an “English” landscape of hills and valleys, a narrow river that curls across the rectangle, green grass, trees, a bridge, all real, but taxidermized in the literal realization of the “meadows aloft” announced by the 1909 theorem. The interior golf course is at the same time obliteration and preservation: having been extirpated by the Metropolis, nature is now resurrected inside the Skyscraper as merely one of its infinite layers, a technical service that sustains and refreshes the Metropolitanites in their exhausting existence. The Skyscraper has transformed Nature into Super-Nature. From the first to the twelfth floors, ascent inside the Downtown Athletic Club has corresponded to increased subtlety and unconventionality of the “programs” offered on each platform. The next five floors are devoted to eating, resting and socializing: they contain dining rooms—with a variety of privacies— kitchens, lounges, even a library. After their stringent workouts on the lower floors, the athletes— puritanical hedonists to a man — are finally in condition to confront the opposite sex—women—on a small rectangular dance floor on the 17th-story roof garden. From the 20th to the 35th floors, the Club contains only bedrooms. “The plan is of primary importance, because on the floor are performed all the activities of the human occupants”; 2 that is how Raymond Hood — the most theoretical of New York’s architects— has defined Manhattan’s version of functionalism distorted by the demands and opportunities of density and congestion. 164
In the Downtown Athletic Club each “plan” is an abstract composition of activities that describes, on each of the synthetic platforms, a different “performance” that is only a fragment of the larger spectacle of the Metropolis. In an abstract choreography, the building’s athletes shuttle up and down between its 38 “plots” — in a sequence as random as only an elevator man can make it equipped with techno-psychic apparatus for the men’s own redesign. Such an architecture is an aleatory form of “planning” life itself: in the fantastic juxtaposition of its activities, each of the Club’s floors is a separate installment of an infinitely unpredictable intrigue that extols the complete surrender to the definitive instability of life in the Metropolis. INCUBATOR With its first 12 floors accessible only to men, the Downtown Athletic Club appears to be a locker room the size of a Skyscraper, definitive manifestation of those metaphysics—at once spiritual and carnal—that protect the American male against the corrosion of adulthood. But in fact, the Club has reached the point where the notion of a “peak” condition transcends the physical realm to become cerebral. It is not a locker room but an incubator for adults, an instrument that permits the members—too impatient to await the outcome of evolution — to reach new strata of maturity by transforming themselves into new beings, this time according to their individual designs. Bastions of the antinatural, Skyscrapers such as the Club announce the imminent segregation of mankind into two tribes: one of Metropolitanites — literally self-made—who used the full potential of the apparatus of Modernity to reach unique levels of perfection, the second simply the remainder of the traditional human race. The only price its locker-room graduates have to pay for their collective narcissism is that of sterility. Their self-induced mutations are not reproducible in future generations. The bewitchment of the Metropolis stops at the genes; they remain the final stronghold of Nature. When the Club’s management advertises the fact that “with its delightful sea breezes and commanding view, the 20 floors devoted to living quarters for members make the Downtown Club an ideal home for men who are free of family cares and in a position to enjoy the last word in luxurious living” 3, they suggest openly that for the true Metropolitan, bachelorhood is the only desirable status. The Downtown Athletic Club is a machine for metropolitan bachelors whose ultimate “peak” condition has lifted them beyond the reach of fertile brides. In their frenzied self-regeneration, the men are on a collective “flight upward” from the specter of the Basin Girl. 1. See “The Downtown Athletic Club,” Architectural Forum, February 1931, pp. 151-66, and “The Downtown Athletic Club,” Architecture and Building, January 1931, pp. 5-17. 2. Arthur Tappan North, Raymond Hood, in the series Contemporary Architects (New York: Whittlesey House, McGraw-Hill, 1931), p. 8. 3. Chase, New York – The Wonder City, p. 63.
Σ. τ. Σ.: Το απόσπασμα είναι εκδεδομένο σε αυτήν την μορφή στο βιβλίο του Rem Koolhaas [1978], Delirious New York, έκδοση 1994, The Monacelli Press, σελίδες 152 - 159. 165
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
R.I.P. CIAM, τα μέλη της Team 10. 166
2. Jacob Berend Bakema, Team 10 primer, 1968 Role of the Architect Problem: Civic Centre for Metropolis, St Louis
This is a problem directly related to the general problem of ‘structure of society’. A civic centre is part of human settlement. The name includes the word ‘civic’ which makes one thing about man as a member of society, and the word ‘centre’ which makes one think about the central part of anything. Sometimes we use the word ‘core’ instead of centre. It indicates a place which is the heart of a matter. It is also useful to realize that society means enduring co-operation of a group to maintain itself. We are occupied with an essential element that functions in the enduring co-operation of a group to maintain itself. To make a ‘civic’ centre we have to touch intellectually and emotionally the forces of this enduring co-operation called ‘society’ in order to find out where these forces are concentrating. Having found this concentration of forces, we can begin to discipline (channel) them spatially by means of constructed form. Working in this way we do planning by architecture and architecture by planning. To channel the forces of society by means of constructed forms towards a focus called civic centre makes the structure of life in a human settlement understandable. But as this focus is part of a whole structure, it is clear that it has to be introduced step by step by this structure and simultaneously the focus must introduce the several steps making the whole structure. We could say a civic centre or core is a kind of 3-dimensional communication by constructed form about what happens in the whole human settlement (town). We have to see towns built in the past in order to know how the focus of the town structure can make the total structure clear, while in many modern towns you need days or weeks to understand where you are. Our interest in old towns is not only interest in historical forms, but I think that it is also the fact that these constructed forms are still communicating to us in a clear way about the structure of life in those days. And I think it is not unreasonable that we should be able to communicate about life in our day in a clear way by 3-dimensional expression. To maintain ourselves by means of enduring cooperation we need understandable clear spatial structures for our settlements just as we need oxygen for our respiration, no matter whether it is a house, workshop, village, town, metropolis or whole region. For everyone using the city structure the heart of the matter has to be clear. Architectural and urbanistic forms can be a kind of 3-dimensional language explaining to man what life is. This is proved by history. We have to take care of the fact that this function of architecture and civic expression is often ignored in modern buildings and towns and we cannot work together at a civic centre plan for St Louis if we don’t find a working method that can re-establish this almost forgotten function. Σ. τ. Σ.: Το απόσπασμα είναι εκδεδομένο σε αυτήν την μορφή στο βιβλίο της Alison Smithson, [1968], team 10 primer, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, σελίδες 28 -30. 167
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
168
3. James Corner, Topos vol. 71, 2010 Landscape Urbanism in the field the Knowledge Corridor, San Juan, Puerto Rico
Landscape urbanism is as much an ideology as it is a mode of practice. In ideological terms, it posits that the city might be imagined, conceived and designed as if it is a landscape, and that landscape too may be reconsidered urbanistically. The idea refuses the traditional divide between “town” and “country”, and suggests a new way of viewing the complex and multiplicitous interrelationship between nature and culture. Landscape urbanism suggests that models of landscape, ecology and geography offer alternative techniques for grappling with rampant urbanization around the world, and that landscape may no longer be simply a passive, scenic background but more the actual engine in shaping new forms of urban settlement. Here, landscape urbanism works opportunistically, as both protagonist and propagator. In practical terms, landscape urbanism elevates the role of the landscape architect to that of the master choreographer, the great generalist who is able to see and shape enormously complex phenomena into new organizations. Cross-disciplinary, inclusive and visionary, the landscape urbanist is perhaps the best hope cities have for coping with increased densification, diminished resources and environmental decline. No longer the consultant brought in at the end of a project to add greenery, the landscape urbanist is now at the forefront of conceiving and leading new complex forms of urban planning, development and design. Skeptics in the field may well brush landscape urbanism away as a sort of fad, arguing that landscape has always played a role in the shaping of cities. To a degree this is certainly true, in that many parks and gardens have served as innovative models for cities (consider Haussmann’s Paris, Olmsted’s Back Bay in Boston and Central Park in New York City, or Frank Lloyd Wright’s Broadacre City, for example). But I would argue that landscape as a shaping influence of cities in the form of parks, public spaces and gardens is only one aspect of the panoply of potentials inherent to landscape urbanism. Landscape urbanism carries with it so many more inferences and responses to what is inevitably a very complex situation. For example, landscape urbanism suggests a broad cross-disciplinarity, not simply across the boundaries of architecture, planning and engineering, but also across ecology, geography, anthropology, cartography, aesthetics and philosophy. It also suggests multi-scalar modes of practice, where very large-scale urban and environmental issues may be organized and influenced while at the same time focusing in upon much smaller, tactile scales of engagement. While it is not at all clear that much of contemporary design practice has had any real or lasting effect on the scale of the ecological crisis or on the scale of urbanization, particularly in Asia, landscape urbanism offers a set of sensibilities, approaches, concepts and techniques that may help improve the efficacy of planning and design in shaping more optimistic futures. This is important not only in a kind of technical way (innovatively solving problems), but also in a profoundly imaginative way, creatively 169
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
opening new horizons and greater opportunities for social and cultural engagement. Landscape urbanism is at root an undefinable and unlimitable idea. It is purposefully plural, inclusive and projective. In this sense it is utopian, perhaps inevitably unrealizable and incomplete. But this is precisely its value: landscape urbanism provides a hopeful and optimistic framework for new forms of experimentation, research and practice. It is in essence an emergent idea, an indeterminate promise. […]
Σ. τ. Σ.: Το απόσπασμα είναι εκδεδομένο σε αυτήν την μορφή στο περιοδικό Topos, Corner, James, [2010], “Landscape Urbanism in the field, the Knowledge Corridor, San Juan, Puerto Rico”, Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 25 -29.
170
4. Adriaan Geuze, Topos vol. 71, 2010 Landscape Urbanism Second Nature
It is a fact that homo sapiens has, to all intents and purposes, colonised the earth. Mankind’s presence is not a modest one. Every corner of the earth has been occupied, laid out or been marked in some way. The idea of virgin nature is more metaphor than reality. Despite the fact that every urban development location or building site borders on an existing city or infrastructure, and that billboards or industry are visible in every panorama, planning and modern architecture have continued to cherish the illusion of nature which is authentic. It is interesting that landscape urbanism seeks to define a new theoretical framework for the relation between city and nature in an increasingly urbanised world. An obvious new contribution to this set of ideas is the concept of Second Nature. Unlike the grand boulevards with which Haussmann literally carved monumental green arteries into the existing urban fabric, and the early city parks that park designers fitted into the structure, later parks actually determine the unbuilt city. The large Paris parks of the late 19th century such as Bois de Boulogne and Bois Vincennes, and Olmsted’s big North American parks, are the original models of the principle through which landscape guides urban development. Long before the layout of the metropolis had been defined these parks formed a basis for development of the urban expansion which was to follow. Greenery defined the new edges of the neighbourhoods to be built and the green investment was immediately repaid by the high land value thus created. Planning, real estate development and the poetic decor of nature worked together. Properly regarded, this is the purest form of landscape urbanism. This urban design principle is a proven and extremely easily applicable concept, also of great significance for contemporary urban design, in which ecological relations, water management and micro climate have become part of the engineering of the city. The principle has been generally accepted although hardly any attention is paid to some weaker aspects. The steadily increasing area of suburban green structures is of a dubiously hybrid character: they are often loud statements of overdesigned park architecture expressing a desire for liveliness and the cultural significance of the 19th century city parks, but on the other hand, they try to create an idealistic wilderness. Realisation of these plans seems to result in a strange non-world of cultivated innocence. The essential characteristics a park needs to survive, so exhaustively described by Jane Jacobs, are almost always lacking. In her analysis, for parks and greenery to succeed a good context is fundamental. Many city dwellers see peripheral green zones as valuable green background, but also as dangerous and to be avoided. There is simply too little activity and no mixing of user groups. Park designers have not succeeded in giving these parks the allure of nature and wilderness. The contemporary metropolis is a large organism with an extremely complex metabolism. Apart from infrastructure, the urban jungle is hardly amenable to planning. Transformations 171
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
are based mainly on small local interventions, and the recycling of old industrial and harbour sites is the important trend in urban innovation. Can large-scale expansion be given direction by implementing green structures to begin with, as was done with the regional parks Olmsted helped to realise? Is it a viable strategy to build the landscape in advance of the city, even if the layout and functions of the city have not been defined? The answer is yes. Large-scale renewal of disused sites and decayed landscapes into new nature is the obvious thing to do. It is possible, by anticipating local biotopes, water management and the larger contexts of the ecology, to reintroduce, without mega investment, a condition of tabula rasa, a Second Nature. With interesting features like topography, water or vegetation this recreated nature can even surpass the original. Imagine abandoned military bases, airports or railway sites, polluted industrial coastal areas being converted into a new wilderness. Not by laissez faire, but by clever design that dramatises the new nature. After a short period of groundwork, planting and new cultivation, irrepressible pioneer vegetation will lay the basis for an ecological structure which will then slowly grow into a climax of vegetation with different biotopes and microclimates. In principle, the city dweller, who is a permanent hostage to the 100 percent predetermined use of the space, craves such undefined sites which have no function, but yet are accessible. Woods, wild open areas, swamps or dune-style landscapes are the ideal textures close to the city. In 25 years’ time or more, the potential will be there to once again reclaim this Second Nature. As in an historic process of colonisation, urbanisation will once again be rolled out across this Second Nature. The special landscape features and the ecological characteristics will be absorbed directly into the city. The principle of Second Nature is not based, as in Olmsted’s time, on an expensive and hermetic green structure, but on nature having outgrown human hands, being full of character and forming a magnetic field for an as yet unknown colonisation. Unlike the historic pioneers and clear fellers who could indulge in the habit of expropriating or erasing the nature they encountered, a different opportunism will prevail. Topography, water and vegetation will be utilised in all sorts of ways for urban ambience with high real estate values, villa construction, stormwater management, leisure, etc. In particular, on the long occupied sites of most metropolises, the principle of Second Nature will lead to the creation of a new kind of urban design, based on sustainability.
Σ.τ.Σ.: Το απόσπασμα είναι εκδεδομένο σε αυτήν την μορφή στο περιοδικό Topos,Geuze, Adriaan, [2010], “Second Nature”, Topos – European Landscape Magazine, τεύχος 71 / Landscape Urbanism, σσ. 40 -42. 172
Fresh Kills Park, site phasing and its Objectives, Fiels Operations. 173
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
Συμφόρηση στον Κηφισό.
174
5. The city advocates, 2012 Audi and Columbia look ahead to the Year 2050 Prof. Rupert Stadler, Chairman of the Board of Management of AUDI AG, talks to urban planning expert Prof. Mark Wigley about dreams, cities and the mobility of the future.
Stadler: When we talk about dreams, I immediately think about the American dream. Success, family, a house with a garden and a car. As I see things though, this lifetime dream has not just influenced the U.S. Americans, it remains an ideal for many people to the present day. Wigley: “The American Way” shows how a dream can shape a city. At the beginning of the 20th century, for example, New York was the model of a dense but efficient infrastructure. For a long time, the whole world was inspired by its towering skyscrapers. Then after the Second World War there was a new dream that was entirely the opposite. American life was dispersed horizontally and spread out into the suburban areas. And so the suburbs became a model for other parts of the world. Stadler: We also dealt with the subject of the suburbs in the Audi Urban Future Award. Our competition was about creating future visions for mobility and urban life. I have been the patron of this initiative since 2010, and was extremely overwhelmed by the density of the metropolitan areas we examined. Take the Boston¬Washington region, for example, where 50 million people live in an urban area that stretches over 700 kilometers. That’s one giant metropolis. Wigley: And what did you find out about suburbs? Stadler: The architects Höweler + Yoon Ar-
chitecture found out that there’s a great distinction between city center and suburb. So we have to find a way of abolishing this distinction in the future and of restructuring things. After all, a house with a garden in a remote location with no links to public transport is not a practical place to live if this means standing in long traffic jams every morning and evening. This significantly impairs quality of life. Wigley: Our dreams of skyscrapers and houses with gardens are out¬ dated anyway in my opinion. The city of 2050 is coming towards us at high speed. When hurricane Sandy hit New York a few months ago, we finally became aware of how fragile our infrastructure has become. Bus links, rail lines, electrical and communication networks collapsed, hundreds of flights were cancelled. A state of emergency was even declared in Washington D.C. Sandy made it clear to us that the old American model has become very vulnerable. Stadler: So that means we need a new dream. Wigley: Exactly, and today the cities on the southern hemisphere are showing us what new forms of urban life we will need in the future. The infrastructure there is often more flexible and more responsive. Africa, Latin America, Asia and the Middle East will be our teachers now. In other words, those parts of the world where cities are exploding at such an unprecedented speed and scale. 175
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
Stadler: When I think about Asia, it makes me think about my visit to Tokyo. Last time I was there I got talking to a young man who worked as an oshiya or pusher. His job is to push people onto overcrowded trains at railway stations, quite literally to force them on. And an overcrowded train is just one example of many. We are already facing maximum density in Asia today. In other words, there is hardly any room left to live in. Stadler: Especially if we see how the population is growing. The total population will expand to up to nine billion people by 2050. That really sets my alarm bells ringing. We have to reorganize traffic flows, the food supply, electrical and communication networks. Basically the whole way that space is used. Wigley: In the Audi Urban Future Award you asked five architects to investigate the mobility of the future. Do the visions they came up with offer potential solutions?
know what this new role will be, but we know that it no longer makes any sense to divide the car and the building from each other. Stadler: The interconnection of people and mobility systems is becoming increasingly important. Basically it’s just a matter of time until cars, buildings, roads and traffic management systems communicate with each other. How often have I had to stand around waiting for an elevator? But why doesn’t the car simply give the elevator a signal when I drive into the garage? Then the elevator could be waiting for me before I even press the button. We have been working intensively for years on networking the car with its environment. The assistance systems of the future will be able to read road signs, actively intervene in hazardous situations and can avoid traffic jams, accidents and the search for a parking space. It is this kind of intelligent and, above all, efficient net¬ working and communication that is, in my eyes, the key for the future.
Stadler: Yes. The use of space was a central aspect of each case study. One team of architects focused on the Pearl River Delta in China. According to their vision, all the mobility and logistics will be put underground to make space for nature and people. The Urban¬Think Tank architects from Sao Paulo presented a proposal where mobility is planned on several levels. In other words, houses, roads, trains and cars are inter¬ connected. And I don’t just mean horizontally on one level, but also vertically and diagonally on several levels. The roads are built upwards rather like a skyscraper and all mobility systems communicate with each other. This three¬dimensional mobility is like a network, a way of connecting people as efficiently as possible.
Wigley: When you look at the great cities of the world, movements are always multiple and complex. The idea that somebody starts the day at home, goes to work and comes home again almost never happens. Our life is not simply straight from A to B. The car is in a sense one of many different overlapping mobility systems.
Wigley: I guess that for you one of the most crucial questions is where the car will fit into this network? I have the sense that the role of car and building will become more important in such interconnected struc¬ tures. We don’t
Wigley: Does that mean the trend is toward sharing?
176
Stadler: That’s also one of the results of the Audi Urban Future Award. The proposal put forward by Höweler + Yoon Architecture is the “Last Mile Car.” The idea behind it is that people only use their cars for the last bit of the journey home. In other words, they use their own car on the edge of the city, but commuters switch to other mobility systems in the city center.
Stadler: We can no longer simply sell cars and hope that the traffic problem will solve
itself. We have to connect the road, the infrastructure and the car with other mobility systems. We need to get all the important stakeholders around one table and encourage them to fulfill their responsibility. Wigley: What is so interesting for us is to understand how buildings and cars fit into this new world. In the future, I think there will be a new kind of space somewhere between the car and architecture, and this is the space the researchers will have to focus on. In the city of the future we have to think of buildings and vehicles as part of the basic infrastruc¬ ture, if not the most important elements of a new dynamic system. Stadler: By dynamic systems you mean the interconnection of different mobility systems? Wigley: Yes, exactly. In the future we will have to interconnect every¬ thing: buses, houses, elevators, cars. There are no limits. Stadler: I am convinced that people will want to remain mobile and be independent in the future. But we have to change something. When you see that commuters in Sao Paulo are stuck in traffic for more than 30 days a year on average, then that’s not a sensible use of time. Every time I’m in London I plan to take the Tube, because in a car I just stand still. The average speed in London is just 16 km/h. That is roughly as fast as with a horse¬drawn carriage 100 years ago. You can’t really call that progress.
problem. The car can be used as workspace or living space, just as you choose, all while on the move. In this way we can give our customers back some quality of life. Wigley: Perhaps in the future a car will be just a room that can move? Some years ago we couldn’t even imagine how cars and buildings could communicate with each other, let alone how they might exchange roles. But the gap between the dream and reality seems to be getting smaller. Maybe it is this shrinking that has brought us together to do shared research into the mobility of the future. In a certain way we are professional dreamers and you are professional reality makers. But you can’t sell a car without selling a dream. Stadler: A car is essentially a dream machine. Wigley: And we have to consider what our dream for 2050 is. How will mobility look? What will interconnection mean? And according to what logic will the city function? Stadler: I have many different visions in mind when I think of the city in 2050. Just imagine, 70 percent of the world’s population will then live in metropolitan areas. These visions and forecasts encourage us to actively accompany the journey into a mobile future with “Vorsprung durch Technik.” A future that is responsible and also fun at the same time.
Wigley: Do you have a solution for the traffic problems? Stadler: We are already trying to reduce traffic today with technologies such as piloted driving. In this context I also like to talk about “computing while commuting.” In other words, efficient commuting in a completely networked car that drives itself. Writing e¬mails, scheduling appointments, making conference calls – none of that would be a
Σ.τ.Σ.: Η συνέντευξη είναι εκδεδομένη σε αυτήν την μορφή στην ιστοσελίδα της AUDI AG, Annual Report 2012: www.audi.com/ar2012 THE AUDI URBAN FUTURE INITIATIVE 177
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
178
6. Attila Kotányi - Raoul Vaneigem, S.I.,1961 Καταστασιακή Διεθνής Στοιχειώδες πρόγραμμα του γραφείου ενιαίας πολεοδομίας
1. ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΙ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ Η πολεοδομία δεν υπάρχει: είναι μια «ιδεολογία» με την έννοια του Μαρξ. Η αρχιτεκτονική υπάρχει πραγματικά, όπως η κόκα-κόλα: είναι μια παραγωγή βυθισμένη στην ιδεολογία, αλλά πραγματική, που ικανοποιεί με πλαστό τρόπο μια πλαστοποιημένη ανάγκη. Η πολεοδομία, αντίθετα, μοιάζει με τη διαφήμιση της κόκα-κόλα: είναι μια καθαρή θεαματική ιδεολογία. Ο μοντέρνος καπιταλισμός οργανώνει τον υποβιβασμό όλης της κοινωνικής ζωής σε θέαμα και είναι ανίκανος να παρουσιάσει ένα θέαμα διαφορετικό από το θέαμα της αλλοτρίωσής μας. Τα όνειρα, που πλάθει για την πολεοδομία, είναι το αριστούργημά του. 2. Ο ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΩΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΨΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ Η ανάπτυξη του περιβάλλοντος της πόλης είναι ο τρόπος με τον οποίον ο καπιταλισμός διαμορφώνει το χώρο. Εκπροσωπεί την επιλογή μιας ορισμένης υλοποίησης του δυνατού, αποκλείοντας άλλες. Η πολεοδομία θ’ ακολουθήσει την κίνηση αποσύνθεσης της αισθητικής και, όπως κι εκείνη, μπορεί να χαραχτηριστεί σαν ένας αρκετά παραμελημένος κλάδος της εκγληματολογίας. Ωστόσο, αυτό που κάνει την ανάπτυξη του περιβάλλοντος της πόλης «πολεοδομική» - σε σχέση με το απλώς αρχιτεχτονικό επίπεδό της - είναι το γεγονός οτι απαιτεί τη συγκατάθεση του πληθυσμού, την ενσωμάτωση του ατόμου στην κίνηση αυτής της γραφειοκρατικής παραγωγής της εξάρτησης. Αυτή η ενσωμάτωση επιβάλλεται μέσα από έναν εκβιασμό στο όνομα της χρησιμότητας. Κρύβουν, ότι αυτή η χρησιμότητα εξυπηρετεί ολοκληρωτικά την πραγμοποίηση (réification). Ο μοντέρνος καπιταλισμός υπονομεύει κάθε κριτική με το απλό επιχείρημα ότι «χρειαζόμαστε στέγη» - όπως η τηλεόραση επιβάλλεται με το πρόσχημα ότι χρειάζεται η πληροφόρηση, η ψυχαγωγία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μας κλείνει τα μάτια μπροστά στο προφανέστατο γεγονός, ότι αυτή η πληροφόρηση,αυτή η ψυχαγωγία κι αυτή η στέγαση δε γίνονται για τους ανθρώπους, αλλά χωρις αυτούς κι εναντίον τους. Μπορούμε να κατανοήσουμε τον πολεοδομικό σχεδιασμό μόνον ως πεδίο της διαφήμισηςπροπαγάνδας μιας κοινωνίας, δηλαδή ως οργάνωση της συμμετοχής σε κάτι, που είναι αδύνατο να συμμετάσχεις. 3. Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ, ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Η κυκλοφορία είναι η οργάνωση της απομόνωσης όλων. Γι’ αυτό και αποτελεί το κυρίαρχο πρόβλημα των μοντέρνων πόλεων. Η κυκλοφορία είναι το αντίθετο της συνάντησης, η απορρόφηση των ενεργειών, που μπορούν να διατεθούν για συναντήσεις ή για οποιαδήποτε συμμετοχή. Για την πλήρη απουσία συμμετοχής μας παρηγορεί το θέαμα, που εκδηλώνεται 179
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
τόσο στην κατοικία όσο και στη μετακίνηση (στο επίπεδο της κατοικίας και του ιδιωτικού αυτοκινήτου). Γιατί πραγματικά, δεν κατοικούμε τη συνοικία μιας πόλης, κατοικούμε την εξουσία. Κατοικούμε κάπου μέσα στην ιεραρχία. Στην κορυφή αυτής της ιεραρχίας οι θέσεις μπορούν να μετρηθούν από το βαθμό κυκλοφορίας: η εξουσία υλοποιείται στην υποχρέωση να βρίσκεσαι καθημερινά σε όλο και περισσότερα μέρη (επαγγελματικά δείπνα), όλο και πιο απομακρυσμένα μεταξύ τους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον ανώτατο διευθυντή της εποχής μας σαν έναν άνθρωπο, που βρίσκεται σε τρεις διαφορετικές πρωτεύουσες μέσα σε μια μόνο μέρα. 4. Η ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Η ολότητα του θεάματος, που τείνει να ενσωματώσει τον πληθυσμό εκδηλώνεται τόσο σαν πολεοδομία όσο και σαν διαρκές δίκτυο πληροφοριών. Είναι ένα στέρεο πλαίσιο, που προφυλάσσει τις σημερινές συνθήκες ζωής. Η πρώτη μας δουλειά είναι να δώσουμε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να μην ταυτίζονται πια με το περιβάλλον και τις συμπεριφορέςμοντέλα. Αυτό σημαίνει να τους δώσουμε τη δυνατότητα ν’ αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ελεύθερα, μέσα σε ορισμένες πρώτες ζώνες που θα προορίζονται για την ανθρώπινη δραστηριότητα. Για πολύ καιρό ακόμα οι άνθρωποι θα ‘ναι υποχρεωμένοι να δέχονται την πραγμοποιημένη περίοδο των πόλεων. Αλλά ο τρόπος, με τον οποίο θα τη δέχονται, μπορεί ν’ αλλάξει από τώρα κιόλας. Πρέπει να διαδώσουμε την καχυποψία απέναντι σ’ αυτούς τους εξαεριζόμενους χρωματιστούς παιδότοπους, τις καινούργιες πόλεις-υπνωτήρια σ’ Ανατολή και Δύση. Μόνο το ξύπνημα θα βάλει το ζήτημα μιας συνειδητής κατασκευής του χώρου των πόλεων. 5. ΜΙΑ ΑΔΙΑΙΡΕΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η κυριότερη επιτυχία του σημερινού πολεοδομικού σχεδιασμού βρίσκεται στ’ ότι μας κάνει να ξεχνάμε τη δυνατότητα της ενιαίας πολεοδομίας, δηλαδή μια ζωντανή, και κινούμενη απ’ όλες τις ορμές της καθημερινής ζωής, κριτική αυτής της χειραγώγησης των πόλεων και των κατοίκων τους. Ζωντανή κριτική σημαίνει δημιουργία βάσεων για μια πειραματική ζωή: συσπείρωση δημιουργών της ίδιας τους της ζωής σε χώρους εξοπλισμένους κατάλληλα για να εξυπηρετούν τους σκοπούς τους. Αυτές οι βάσεις δεν πρέπει να περιορίζονται σε «διασκεδάσες» αποκομμένες από την κοινωνία. Καμιά χωροχρονική ζώνη δεν μπορεί να διαχωριστεί απόλυτα από τις άλλες. Γιατί πραγματικά, πάντοτε η συνολική κοινωνία πιέζει τα σημερινά «στρατόπεδα» διακοπών. Στις καταστασιακές βάσεις η πίεση θ’ ασκηθεί αντίστροφα, από αυτές προς την κοινωνία. Οι καταστασιακές βάσεις θα’ ναι η εμπροσθοφυλακή μιας εισβολής ολόκληρης της καθημερινής ζωής. Η ενιαία πολεοδομία είναι το αντίθετο μιας εξειδικευμένης δραστηριότητας. Αν δεχτούμε ένα διαχωρισμένο πολεοδομικό πεδίο, αποδεχόμαστε όλο το πολεοδομικό ψέμμα και το ψέμμα σ’ ολόκληρη τη ζωή. Η πολεοδομία υπόσχεται την ευτυχία. Θα κριθεί λοιπόν με βάση αυτήν την υπόσχεση. Ο συντονισμός των καλλιτεχνικών και των επιστημονικών μέσων αμφισβήτησης πρέπει να οδηγήσει σε μια καθολική αμφισβήτηση της σημερινής εξάρτησης.[...] 6. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ Λειτουργικό είναι το πρακτικό. Και πρακτική είναι μόνο η επίλυση του βασικού προβλήματός μας: της πραγμάτωσης των εαυτών μας (η αποκόλλησή μας από το σύστημα της απομόνωσης). 180
Αυτή είναι ωφέλιμη και ωφελιμιστική. Τίποτ’ άλλο. Όλα τ’ άλλα είναι ελάχιστες παρεκκλίσεις του πρακτικού, ο φενακισμός του. 7. ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ Η καταστασιακή καταστροφή της σημερινής εξάρτησης είναι ταυτόχρονα και κατασκευή καταστάσεων. Είναι η απελευθέρωση των ανεξάντλητων ενεργειών, που εμπεριέχει η απολιθωμένη καθημερινή ζωή. Ο σημερινός πολεοδομικός σχεδιασμός είναι μια γεωλογία του ψέμματος. Με την ενιαία πολεοδομία θα δώσει τη θέση του σε μια τεχνική άμυνας των πάντοτε απειλούμενων συνθηκών της ελευθερίας, τη στιγμή, που τα άτομα - που σαν τέτοια δεν υπάρχουν ακόμα - θα κατασκευάζουν ελεύθερα την ιστορία τους. 8. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ Δεν υποστηρίζουμε, ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε σε κάποιο προηγούμενο στάδιο της εξάρτησης. Θέλουμε να προχωρήσουμε πέρα απ’ αυτήν. Έχουμε εφεύρει την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, που μπορούν να πραγματευθούν μόνο με την επανάσταση της καθημερινής ζωής - δηλαδή με την οικειοποίηση της εξάρτησης απ’ όλους τους ανθρώπους, τον απεριόριστο εμπλουτισμό της, την ολοκλήρωσή της.
μετάφραση: Γιάννης Δ. Ιωαννίδης
Σ.τ.Σ.: Το απόσπασμα είναι εκδεδομένο σε αυτήν την μορφή στο βιβλίο: Internationale Situationniste, [1985], Το ξεπέρασμα της τέχνης, ανθολόγια κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, ύψιλον, β’ έκδοση [1999], Αθήνα, σσ. 195 – 199.
181
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
Θάλαμος Τηλε-εργασιών, Τάκης Χ. Ζενέτος. 182
7. Elisabeth Grosz, 2001 Architecture from the Outside: Essays on Virtual and Real Space Cyberspace, Virtuality and the Real
Jacques Lacan, in his earliest writings, ponders the intriguing attraction that spectacular images exert for the subject in the process of formation. When a real object is reflected in a mirror image, the mirror contains behind its surface an object in a relation of inverted identity with the real object, existing in virtual space, the space behind the plane of the mirror. The mirror surface creates a virtual field that reflects the real, duplicating its spatiality and the object’s visual characteristics. Gilles Deleuze later identifies a reciprocal interaction between the virtual and the real, an undecidable reversibility, as if the image could take the place of an object and force the object behind the constraints of the mirror’s plane. Each makes a certain imperceptible contribution to the other, not adding any particular feature or quality but a depth of potential, a richer resonance. Lacan specifies that only through an encounter with a virtual counterpart, the double, do we acquire an identity; moreover, this identity remains irresolvably split because of an incapacity to resolve the differences between the real and the virtual body and because, in a certain sense, the real contains the space of the virtual image to the degree that the symbolic overcomes or supersedes the specular. In short, Lacan both affirms and undermines the reliance of the real on the space of virtuality, showing the necessity and impossibility of their separation.4 In a strange and rare congruence if not agreement with Lacan, Deleuze too, in his writings on Henri Bergson and the time-image, affirms that the real is only functional as such, exists in time, through its immersion in virtuality and saturation as the space of virtuality. The very term virtual reality attests to a phantasmatic extension, a bizarre contortion to save not the real (which is inevitably denigrated and condemned) but rather the will, desire, mind, beyond body or matter: this is a real not quite real, not an “actual real,” a “really real” but a real whose reality is at best virtual. An equivocation in and of the real. An apparent rather than an actual “real”. The two terms strain at each other, wrenching, as I will argue, the reality of the real away from it, converting how we understand the terms thus oxymoronically linked. The real is not so much divested of its status as reality as converted into a different order in which mind/will/desire are the ruling terms and whose matter, whose “real,” is stripped away. The transformation of the real through the concept of the virtual interests me here as much as the technologies through which this change in conceptualization is made necessary. To accomplish this transformation, it may be useful to contest a common misconception of the relation between the virtual and the real. As an example, I quote from a letter describing the conference session on “The Virtual Body” for which I wrote an earlier version of this paper: “Now, with the growing number of Internet communities, the real city is being challenged by the virtual city of the World Wide Web. In the historic city, a body is necessary to sustain oneself; in the new city of the Internet, only a mind need function. What are the implications of this reconfiguration of the mind/body relationship to the continued viability 183
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ / APPENDIX
of the city? How will the new collective of cyberspace, one that is conceptual rather than physical, understand the physical body and physical city?” Explicitly spelled out here is a common set of representations of the (impossible) separation of body from mind, and thus real from virtual, a separation that I want to question, if only to show that the very real effects of virtuality and the virtual dimensions of reality cannot be so readily separated. This relation between the virtual and the real prefigures and is entwined with a whole series of other oppositional terms - among them, mind and body, culture and nature, origin and copy. Just as the separation of body from mind has long been the regulating fantasy not only of the philosophical enterprise but of those practices (including architecture) based on the privilege of its terms (reason, order, truth, light, vision, etc.), so too the relation between the virtual and the real, while generated from a history of philosophy, has ramifications everywhere, from the most global of public spaces (today, the global space of broadcasting) to the most intimate of personal spaces (the space of individual inhabitation, production, and pleasure). It is the task of architecture, among other things, to negotiate how these spaces are to exist in contiguity with each other and how we are to inhabit them in times to come. Implicit in the quotation above are a series of regulating assumptions that serve as mechanisms of containment regarding the impact of the virtual on the real. Among the most striking assumptions are (1) the separation of VR from the real and the material, the simulation from the original (seeing one as the dematerialization rather than the retranscription of the other); (2) the alignment of the real, historical city with the body and the virtual city of cyberspace with pure mind divested of bodily traces; (3) the linking of the “real” or “historical” city (the cities of the past) with the virtual or future city such that the latter is seen as the technological development, refinement, and replacement of the former (its evolutionary heir); and (4) the belief that the technological development of virtual communities and networks surpasses, displaces, and problematizes the body and, with it, identity and community as we currently know them. These assumptions are quite typical of the discourses surrounding VR and cyberspace, which tend to be represented as spaces of disembodiment and thus as a new kind of space unconstrained by the limits of corporeality; available for the free exploration of either reason or imagination, or more positively as a space of bodily augmentation and displacement. What seems so alluring about the half-formed promise of VR technologies is the ideal of a world of one’s own that one can share with others through consensus but that one can enter or leave at will, over whose movements and processes one can exert a measure of control, and that brings with it a certain guarantee of plea-sure without danger. In a sense, these assumptions are not all that far from the conditions necessary to produce the discipline and practice of architecture itself! The ideal of transcending the body, suppressing corporeality, abandoning the sticky mess of material that constitutes our entwinement with the real, seems to have been pervasive throughout both philosophical theory (and through it, architectural discourses) and the mathematical and computational sciences that came together with engineering to design and produce computers and the virtual spaces upon which they now both rely. These disciplines are threaded together through the fantasy of a certain (always only partial) divestment from bodily existence and experience, indeed through a kind of resistance to death it-self, here seen as the final limit of a body.[…] Σ. τ. Σ.: Το απόσπασμα είναι εκδεδομένο σε αυτήν την μορφή στο βιβλίο: Grosz, Elisabeth, [2001], Architecture from the Outside: Essays on Virtual and Real Space, The MIT Press, Cambridge, Mass, and London, σσ. 79-83.
184
185
186
Αναφορές / References
187
Βιβλιογραφία
Banham, Reyner, [1960], Theory and Design in the First Machine Age, Reed Educational and professional Publishing Ltd. (μετάφραση Ιωάννης Λιακατάς, 2008, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα). Beckmann, John, [1998], The Virtual Dimension, Architecture, Representation, and Crash Culture, Princeton Architectural Press, New York. Corner, James, [1999], Recovering Landscape, Essays in Contemporary Landscape Architecture, Princeton Architectural Press, New York. Debord, Guy, [1972], La société du spectacle (πρωτότυπο), Η κοινωνία του Θεάματος, μετάφραση: ΣΥΛΒΙΑ, [2000], Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα. Deleuze Gilles – Guattari Félix, [1987], A Thousand Plateaus, Capitalism and Schizophreneia, University of Minnesota Press, Minneapolis – London. Foucault, Michel, [1966], Les mots et les choses (πρωτότυπο), Οι λέξεις και τα πράγματα, μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, [2008], Β’ έκδοση, γνώση, Αθήνα. Grosz, Elisabeth, [2001], Architecture from the Outside: Essays on Virtual and Real Space, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London. Internationale Situationniste, [1985], Το ξεπέρασμα της τέχνης, ανθολόγια κειμένων της Καταστασιακής Διεθνούς, μετάφραση και επιλογή κειμένων: Ιωαννίδης, Γιάννης Δ., β’ έκδοση [1999], ύψιλον, Αθήνα. Le Corbusier, [1923], Vers une Architecture, (πρωτότυπο), Για μια Αρχιτεκτονική, μεταφρ. Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Β’ έκδοση 2005, Εκκρεμές, Αθήνα. Le Corbusier, επιμέλεια Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [1987], Κείμενα για την Ελλάδα, φωτογραφίες και σχέδια, Άγρα, Αθήνα. Lyotard, Jean-Francois, [1979], La condition postmoderne, (πρώτυπο), Η μεταμοντέρνα κατάσταση, μετάφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Β’ έκδοση, 2005, ΓΝΩΣΗ, έκδοση, Αθήνα. Koolhaas, Rem, [1978], Delirious New York, a Retroactive Manifesto for Manhattan, new edition [1994], The Monacelli Press, Italy. Koolhaas, Rem - Mau, Bruce – O.M.A., [1995], S, M, L, XL, The Monacelli Press, Italy. Mumford, Eric, [2000], The CIAM Discourse on Urbanism - 1928-1960, the MIT Press, Cambridge Mass. and London. Mumford, Eric, [2009], Defining Urban Design, Ciam architects and the formation of a discipline 1937 – 69, Yale University Press. 188
Phillips, Barbara, [1996], City Lights, Urban – Suburban Life in the Global Society, Β’ έκδοση, OXFORD UNIVERSITY PRESS, New York – Oxford. Rossi, Aldo, [1966], L’ Architettura della città, [1985], Η αρχιτεκτονική της πόλης, ελληνική μετάφραση: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη. Rowe, Colin – Koetter, Fred, [1978], Collage City, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London. Smithson, Alison, [1968] Team 10 Primer, The MIT Press, Cambridge, Mass. and London. Somer, Kees, [2007], The Functional City, The Ciam and Cornelis van Eesteren, 1928 -1960, NAI Publishers, EFL Foundation, The Hague. Tschumi, Bernard, [1996], Present and Futures. Architecture in Cities, επιμ. Ignasi de Sola-Morales και Xavier Costa, Centre de Cultura de Barcelona και ACTAR, Barcelona. Tschumi, Bernard, [1994], Architecture and Disjunction , The MIT Press, Cambridge, Mass. and London. Canadian Centre for Architecture, edited by Zardini, Mirko, [2005], Sense of the City, An alternate approach to Urbanism, Lars Müller Publishers. Waldheim, Charles, editor, [2006], The Landscape Urbanism Reader, Princeton Architectural Press, New York. Αίσωπος, Γιάννης – Σημαιοφορίδης, Γιώργος, [2001], Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη, Metapolis Press, Αθήνα. Δοξιάδης, Κωνσταντίνος Α., [1968], Ekistics: An Introduction to the Science of Human Settlements, Hutchinson, London. Καλαφάτη, Ελένη – Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης, [2006], Τάκης Χ. Ζενέτος, Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική, LIBRO, Αθήνα. Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, Ίκαρος, Αθήνα. Κωνσταντινίδης, Άρης, [1950], Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, Γ’ έκδοση 2011, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα. Παπαγεωργίου – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα. Σεφέρης, Γιώργος, [1974], Έξι Νύκτες στην Ακρόπολη, Η’ έκδοση, 2010, Ερμής, Αθήνα. Φιλιππίδης, Δημήτρης, [1990], Για την ελληνική πόλη, Μεταπολεμική πορεία και μελλοντικές προοπτικές, ΘΕΜΕΛΙΟ, Αθήνα.
189
Περιοδικά με εκτενή αφιερώματα 30 60 90 - Journal of Emergent Architecture [2004], τεύχος 06, Shifting Infrastructures. Afterimage, [2009], vol. 37, No. 2, Media Literacy-Special issue. Architecture, [2006], τεύχος 7, Mobility. Quaderns, [2001], τεύχος 228, Urban landscapes. Topos – European Landscape Magazine [2010], τεύχος 71, Landscape Urbanism.
Άρθρα σε περιοδικά και βιβλία Conner, Jill, [2009], “Facebook, the Image and the Virtual Cedar Bar”, Afterimage, τεύχος 37/ no. 2: σσ. 11 – 14. Russell, James S., [2001], “It’s the future, not a contradiction - Landscape Urbanism”, Architectural Record, τεύχος 8/2001: σσ. 66 – 74. Superstudio, [1979], “Ζωή – Εκπαίδευση – Τελετή – Έρωτας – Θάνατος”, Θέματα χώρου + τεχνών, τεύχος 10/1979, Αθήνα, μετάφραση: Κ. Κουρεμένος: σσ. 104 -111. Superstudio, [1973], “Δώδεκα ιδανικές πόλεις. Προμηνύματα για τη δεύτερη παρουσία της πολεοδομίας”, Θέματα χώρου + τεχνών, τεύχος 4/1973: σσ. 84 - 111. Tavernor, Robert, [2004], “From Townscape to Cityscape”, The Architectural Review, τεύχος 1285: σσ. 78 - 83. Tay, Sharon Lin -Zimmerman, Patricia R., [2006], “Throbs and Pulsations, Les Leveque and the Digitalization of Desire”, Afterimage, τεύχος 34/no.4: σσ. 12 – 16. Volpe, Andrea L., [2008], “Archival Meaning: Materiality, Digitalization, and the Nineteenth-Century photograph”, Afterimage, τεύχος 36/no.6: σσ. 11 – 14. Wall, Alex, [1999], “Programming the urban surface”, στο: Corner, James, Recovering Landscape, Essays in Contemporary Landscape Architecture, Princeton Architectural Press, New York: σσ. 232-249. Willis, Holly, [2007], “The unexamined second life isn’t worth living: Virtual Worlds and Interactive Art”, Afterimage, τεύχος 35/no.2: σσ. 13 – 16. Willis, Holly, [2009], “City as screen / Body as movie”, Afterimage, τεύχος 37/no.2: σσ. 24 – 28. 190
Wollheim, Peter, [2007], “The Erratic Front: YouTube and Representations of Mental Illness”, Afterimage, τεύχος 35/no.2: σσ. 21 – 26. Μπαχτσετζής, Σωτήριος, [2010], “Image Wars: The Athens Riots as Dispotif and Event”, Afterimage, τεύχος 38/no.1: σσ. 19 – 24.
Άρθρα σε Εφημερίδες, ηλεκτρονικές εκδόσεις και διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης Cohen, Jean –Louis, συνέντευξη στην, Λοβέρδου, Μυρτώ [1998, 29/3], «Η Αθήνα είναι πόλη ζωντανή και ανώριμη», ΤΟ ΒΗΜΑ, ένθετο Νέες Εποχές: σσ. 14 -15. Lesnes, Corine, [1999, 5/12], «Προς την μετάπολη; Αστικός κόσμος χωρίς πόλεις», ΤΟ ΒΗΜΑ – Le Monde: σ. 9. Silver, James, [2013, 4/8], “The sharing economy: a whole new way of living”, The Observer, ηλεκτρονική έκδοση, πηγή: [http://www.theguardian.com/technology/2013/aug/04/internet-technology-fon-taskrabbit-blablacar]. Αγγελικόπουλος, Βασίλης, [1999, 6/6/], «Οι κρυμμένες αυλές της Αθήνας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σσ. 49-51. Αντύπας, Γιάννης, [1998, 25/1], «10 ρέματα υψηλού κινδύνου», Κυριακάτικη: σ. 93. Βατόπουλος, Νίκος, [1999, 26/9], «Η πολυκατοικία γίνεται κλασσική», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σ. 49. Βατόπουλος, Νίκος, [2001, 7/1], «Σβήνει η Αθήνα μιας άλλης εποχής», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σ. 18. Βατόπουλος, Νίκος, [2001, 18/2], «Οι μεγάλες μητροπόλεις του 20ου αιώνα», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ένθετο τέχνες & γράμματα: σ. 49. Βατόπουλος, Νίκος, [2002, 17/10], «Μας λείπουν σύγχρονα σημεία αναφοράς», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ένθετο τέχνες & γράμματα: σ. 2. Βατόπουλος, Νίκος, [2005, 4/5], «Οι νοσταλγοί της... πολυκατοικίας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ένθετο τέχνες και γράμματα: σ. 11. Βελισσάρη, Κατρίν, [2000, 3/12], «Γραμμένα στην Πέτρα», ΤΟ ΒΗΜΑ, ένθετο το άλλο Βήμα: σσ. 14 -16. Γιακουμάτος, Ανδρέας, [1999, 25/7], «Post -Parthenon», Το ΒΗΜΑ, ένθετο βιβλία. Γιακουμάτος, Ανδρέας, [1999, 19/12], «ΑΘΗΝΑ, μια πόλη ερμητικά κλειστή», Το ΒΗΜΑ, ένθετο Νέες Εποχές: σ. 10. 191
Θέρμου, Μαρία, [2000, 3/8], «Αλλάζει η εικόνα της Αθήνας», Το ΒΗΜΑ: σ. 36. Καρανάτση, Έλενα, [2001, 6-7/1], «Σβήνει η Αθήνα μιας άλλης εποχής, Οι μισοί μένουν ακόμα εκεί...», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σ. 18. Κοτιώνης, Ζήσης, [2001, 28/1], «Πρέπει οι δρόμοι να οδηγούν παντού;», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σ. 45. Κοτιώνης, Ζήσης, «Η Αθήνα κινείται προς τις ακτές», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Κρουστάλλη, Δήμητρα, [1997, 11/5], «Πόσο υγιείς είναι σήμερα οι Αθηναίοι και η πόλη τους», ΤΟ ΒΗΜΑ: σ. 50. Λάππα, Δήμητρα, [2002, 20/02], «Η Αθήνα του μέλλοντος σε μακέτα», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σ. 7. Μπαστέα, Νατάσα, «Ποιός σκότωσε την Αθήνα;» - Δημητρίου Άγγελος, «7 σφαίρες στην καρδιά της Αθήνας». Μπουλούκου, Π., [2001, 6/5], «Εκατό χιλιόμετρα οι λεωφορειόδρομοι», ΤΟ ΒΗΜΑ: σ. 40. Πατέτσος, Γ.,[2000, 17/12], «Ο χαρακτήρας της βιβλιοθήκης στην εποχή του Ίντερνετ», ΤΟ ΒΗΜΑ: σσ. 8-9. Ρηγόπουλος, Δημήτρης, [2002, 24/11], «Η νέα αυτοπεποίθηση της πρωτεύουσας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ένθετο τέχνες και γράμματα: σ. 1. Σιάτρα, Ελένη, «Το Μεταξουργείο αλλάζει όψη», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σσ. 41 – 42. Τερζής, Γιώργος, [2003, 3/8], «Πληγή που δεν κλείνει, Οι πλατείες της Αθήνας», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σ. 16. Τζαναβάρα, Χαρά, [1998, 22/3], «Μελέτη-πυξίδα για τα Μεσόγεια του 2020», Κυριακάτικη: σσ. 94-95. Τζιρτζικάκης, Γιώργος, [2000, 18/11], «Οι πόλεις του ηλεκτρονικού μέλλοντος», Το ΒΗΜΑ. Τζιρτζικάκης, Γιώργος, [2013, 30/03], «Πώς βλέπουν την Αθήνα οι νεότεροι αρχιτέκτονες;», πηγή: [http://www.andro.gr/apopsi/%CE%BF-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%84%C E%AD%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%82/]. Φιλιππίπιδης, Μέμος,[1999, 25/7] «Υπάρχει ελληνική αρχιτεκτονική;», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: σ. 37. Χαραλαμπίδου, Βάσω, [1998, 6/9], «Έτσι θα είναι η Αθήνα μετά το 2000» και «Το σαλόνι της Ευρώπης», ΤΟ ΒΗΜΑ: σσ. 58-59. Χατζηγεωργίου, Άρης, [1998, 4/10], «24ωρο μποτιλιάρισμα στην Αθήνα», Κυριακάτικη: σ. 87. Χατζηστεργίου, Γ.Μ., [1999, 31/10], «Πώς κτίστηκε η Αθήνα μετά τον πόλεμο»,ΤΟ ΒΗΜΑ, ένθετο Νέες Εποχές: σσ. 8-9.
192
Ερευνητικές και Ακαδημαϊκές εργασίες Katsampalos, Dimitri, [2011-2012], “L’adaptabilité programmatique et le vernaculaire de la polykatikia à Athènes”, École nationale supérieure d’architecture de Lyon, επιβλ. καθηγήτρια: Alena Kubova. Αγραφιώτη, Βασιλική, [2005], «Ανατρέποντας το Μοντέρνο, Archigram - Superstudio», Πανεπιστήμιο Πατρών - Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, επιβλ. καθηγητής: Γιάννης Αίσωπος. Ασημακοπούλου, Αικατερίνη Θ. – Κωνσταντινίδης, Γεώργιος Κ. , «Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος ως ιστορική πηγή για τα εκπαιδευτικα δρώμενα της εποχής», Πανεπιστήμιο Πατρών - Τμήμα Π.Τ.Δ.Ε., πηγή:[http://www.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio2/ praktika/konstantinidis.htm].
Ταινιογραφία για την μεταπολεμική Αθήνα: Στέλλα, [1955], σκηνοθεσία: Μιχάλης Κακογιάννης, παραγωγή: Milas Film, χώρα: Ελλάδα. Δεσποινίς Διευθυντής, [1964], σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος, παραγωγή: Φίνος Φιλμς, χώρα: Ελλάδα. Οι κυρίες της αυλής, [1966], σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος, παραγωγή: Φίνος Φιλμς, χώρα: Ελλάδα. No Budget Story, [1997], σκηνοθεσία: Ρένος Χαραλαμπίδης, παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Sunlight, χώρα: Ελλάδα. Φθηνά τσίγαρα, [2000], σκηνοθεσία: Ρένος Χαραλαμπίδης, παραγωγή: Alpha TV, Bad Movies, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, χώρα: Ελλάδα. για την σύγχρονη πόλη: Babel, [2006], σκηνοθεσία: Alejandro González Iñárritu, παραγωγή: Paramount Pictures, Paramount Vantage, Anonymous, χώρες: Γαλλία, Η.Π.Α., Μεξικό. Shame, [2011], σκηνοθεσία: Steve McQueen, παραγωγή: See-Saw Films, Film4, UK Film Council, χώρα: Ηνωμένο Βασίλειο. για την πόλη: City Lights, [1931], σκηνοθεσία: Charlie Chaplin, παραγωγή: Charles Chaplin Productions, χώρα: Η.Π.Α..
193
Ιστογραφία Χάρτες και αεροφωτογραφίες flickr: [http://www.flickr.com/search/?q=athens]. Εθνικό Κτηματολόγιο: [http://gis.ktimanet.gr/wms/ktbasemap/default.aspx]. Πανοραμικές ξεναγήσεις: [http://www.airpano.ru/files/Athens-Greece/2-2]. Χάρτες google: [https://maps.google.com/]. Κοινωνικά μέσα δικτύωσης #Athens facebook: [https://www.facebook.com/search/results.php?init=quick&q=athens%2C%20 greece&tas=0.4993689958937466]. tumblr: [http://www.tumblr.com/tagged/athens]. twitter: [https://twitter.com/search?q=athens%2C%20greece&src=typd]. Γενικά United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population: [http://www.un.org/esa/population/unpop.htm]. Team 10: [http://www.team10online.org/]. Στατιστικά στοιχεία και αριθμοί: [http://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/region_cities/city_urban/data_cities/ tables_sub1]. [http://www.eu-partner.com/index.php?option=com_content&view=artcle&id=9:the-blue-banana&catid=1:news&Itemid=16]. [http://www.america2050.org/megaregions.html]. [http://www.guardian.co.uk/world/2010/mar/22/un-cities-mega-regions]. [http://www.telegraph.co.uk/travel/picturegalleries/6242644/The-worlds-oldest-cities.html?image=4]. [http://www.oasa.gr/content.php?id=istoria]. [http://www.aodos.gr/default.asp?catid=19496].
194
Ευρετήριο Εικόνων / Illustration index
195
Φωτογραφίες από ξένες πηγές Σελίδες
Περιγραφή και πηγή
Προοίμιο και Εισαγωγή i - ii
“Νότια της Ακρόπολης”, πηγή: [http://roman-shymko.com/digest/panorama-of-athens-made-from-acropolis/].
iv
“Δυτικά της Ακρόπολης”, πηγή: [http://ijeanv.files.wordpress.com/2011/09/athens-acropolis.jpg].
vi
“Ιστορικό Κέντρο - Φάληρο - Ελαιώνας”, Αεροφωτογραφία GoogleEarth.
viii - ix
0-1
2
7
“Από τον Λυκαβηττό στην Σαλαμίνα”, πηγή: [http://fr.wallpaperswiki.org/athenes-grece/]. “Απ’ τον Σαρωνικό στην Πεντέλη”, πηγή: [http://www.flickr.com/photos/79919670@N00/7250544028/sizes/h/in/photostream/]. “Before I die...”, πηγή: [http://www.flickr.com/photos/albertoasm/8394415757/]. “Γελοιογραφία για την Αθήνα”, Μητρόπουλος, στo: Παπαγεωργιού – Βενετάς, Αλέξανδρος, [1994], Athens, the ancient heritage and the historic cityscape in a modern metropolis, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, σ. 388.
196
9
“Από το Παναθηναϊκό Στάδιο στην Ακρόπολη”, πηγή: [http://inspiringpretty.com/2011/09/20/my-trip-to-europe-athens/].
10
Εξώφυλλο του La Charte d’ Athènes, έκδοση του 1957, πηγή: [http://utopies.skynetblogs.be/archive/2008/12/08/la-charte-d-athenes.html].
15
“Η Ακρόπολη του Le Corbusier, 1911”, πηγή: [http://www.studyblue.com/notes/note/n/slide-id/deck/846283].
19
“To CIAM IV στον Παρθενώνα, 1933”, πηγή: [http://www.fondationlecorbusier.fr/corbuweb/morpheus.aspx?sysId=13&IrisObjectId=6765&sysLanguage=fr-fr&itemPos=126&itemCount=300&sysParentId=15].
21
“O Le Corbusier στον Παρθενώνα, 1911”, πηγή: [http://www.flickr.com/photos/campobaeza/8116567464/sizes/m/in/photostream/].
Κυρίως Μέρος της Εργασίας 22 - 23
“Βόρεια της Ακρόπολης”, πηγή: [http://koukounelos.files.wordpress.com/2010/11/dscn6508.jpg].
24 - 25
“Η πολυκατοικία κυριαρχεί”, πηγή: [http://www.kcphotographer.com/index.php#mi=2&pt=1&pi=10000&s=10&p=4&a=0&at=0].
34 - 35
“Στην Πλάκα”, πηγή: [http://stat.unipi.gr/ems2010/index.php?option=com_content&view=article&id=78&Itemid=88].
44 - 45
“Από το Λόφο των Μουσών προς το Ελληνικό”, πηγή: [http://www.skyscrapercity.com/showthread.php?p=104111272].
56 - 57
“Ανάμεσα στο όρος Αιγάλεω και την Πεντέλη”, πηγή: [http://www.flickr.com/photos/karpidis/872950539/sizes/o/in/photostream/].
58 - 59
“Η απομόνωση των Καρυάτιδων”, πηγή: [http://www.all-athens-hotels.com/attica/main/explore-athens].
70 - 71
“Ηλιοβασίλεμα πάνω από το λιμάνι του Πειραιά”, πηγή: [http://www.flickr.com/photos/fusionjourney/8590585172/sizes/o/in/photolist-e67ZFs-buJCAT-egPrLu-egHGfK-bCYM5q-bRTtNt-bCYK1A-bCYKsm-bRTwFi-85sd7j-aWM9we-e8QRzW-7EEHSC-brJ37J851SYG-7R2426-7BR2T6-9s5Rix-9uoQXW-bVkcc8-bVkHfi-9RvLiE-eetaSM-eetbVt-b4h1Rg-7ZNggtd8eYTC-b4h1Hv-aegdu1-bRTuDB-f8T2PK-f8T6va-f98kmq-bCYLj1-e2QCGD-bRTwiB-amfzDu-aC1bn7e3y8A6-e3y81F-drttvZ-drtG37-9VQfxG-9VMq3r-drKGwB-9JT9jz-f8SWKe-8mVxEq-bpbJEL-7ZNgWnbC6Ax4/].
80 - 81
“Στη ράχη του Υμηττού”, πηγή: [http://www.flickr.com/photos/ndimensi/8420208613/sizes/o/in/photolist-dQ4LEz-bgTkXp-bgT9nR-c1GNGN-c1GBRu-c1GF6W-8gtaYZ-8ELBxH-9eCWDq-etVxkS-9qm1ed-cgVAUq-cgVCY1-cgVGqo-cgVwJd-cgVSyG-cgVEDd-cgVR5J-cgVKVw-cgVxuu-cgVDME-cgVMYG-cgVVTs-cgVvXh-cgVA4u-cgVJhY-cgVv83-cgVTrL-cgVHpG-cgVzeU-cgVP9N-cgVM25-cgVUJm-cgVC71-cgVykW-cgVWGy-cgVFvd-cgVQ1j-dXBVMV-9rwKWJ-e7ufPj-9DmfJm-9DmgvG-bdq1b8-9DmgCS-bdq2Dt-9DmgoW-9Dmg2Y-bdq2i8-bdpUwM-9DikYP/].
92 - 93
“Η Πάρνηθα από τον Λυκαβηττό”, πηγή: [http://anokatostokalamaki.files.wordpress.com/2008/06/cf80ceb1cf81ceb1cebbceafceb1-0022.jpg].
94 - 95
“Περιφερειακής Υμηττού Άνωθεν”, πηγή: [http://www.flickr.com/photos/vounisios/3019378761/sizes/o/in/photolist-5AP77v-67Vvej-6juyUJ6nFad4-6nQ8Uh-6rMiWU-6VunVX-6Vuo5F-7doZMg-7wCTGy-bsobyQ-avP1bk-avRGcU-8uj4Aq-8ufXZV-8sw69C-ddjRNQ-ddjDqe-ehpc7U-dg7C2X-dQ56Jd-9NZFCa-bbnpoZ-7Fsovz/].
112 - 113
“Νοτιοανατολικά της κορυφής του Λυκαβηττού”, πηγή: [http://www.flickr.com/photos/vounisios/3019378761/sizes/o/in/photolist-5AP77v-67Vvej-6juyUJ6nFad4-6nQ8Uh-6rMiWU-6VunVX-6Vuo5F-7doZMg-7wCTGy-bsobyQ-avP1bk-avRGcU-8uj4Aq-8ufXZV-8sw69C-ddjRNQ-ddjDqe-ehpc7U-dg7C2X-dQ56Jd-9NZFCa-bbnpoZ-7Fsovz/].
197
Συμπεράσματα 152
“Λεπτομέρεια από την Σχολή των Αθήνων του Ραφαήλ”, Raffaelo Sanzio di Urbino (Ραφαήλ), [1509-1511] “Scuola di Atene”, Palazzo Apostolico, Βατικανό.
159
“Χαμηλά η Κυψέλη και μακρία η θάλασσα”, πηγή: [http://www.bloomberg.com/news/2012-08-08/greece-s-power-generator-tests-euro-fitness-amidblackout-threat.html].
Παράρτημα Χρωματικά επεξεργασμένες εικόνες
162
“Downtown Athletic Club, Section”, στο: Koolhaas, Rem, [1978], Delirious New York, a Retroactive Manifesto for Manhattan, new edition [1994], The Monacelli Press, Italy, σ. 154.
166
“R.I.P. CIAM, τα μέλη της Team 10”, πηγή: [http://www.transculturalmodernism.org/article/9].
168
“Άποψη του Ηigh Line”, πηγή: [http://landarchs.com/wp-content/uploads/2013/01/High-Line-4.jpg].
173
“Fresh Kills Park, site phasing and its Objectives, Fields Operations”, πηγή: [http://indalandscape2011.blogspot.gr/search/label/Fresh%20Kills%20Park].
174
“Συμφόρηση στον Κηφισό”, πηγή: [http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=10931082].
178
“H Κοινωνία του Θεάματος”, πηγή: [http://sk.aphelis.net/post/1255706782/life-hosted-by-google-full-frame-of-movie].
182
“Θάλαμος Τηλε-εργασιών”, στο: Καλαφάτη, Ελένη – Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης, [2006], Τάκης Χ. Ζενέτος, Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική, LIBRO, Αθήνα, σ. 50.
185
198
“Τα φώτα της Αττικής”, δορυφορική φωτογραφία, πηγή: [http://www.esa.int/esaKIDSen/SEM019HWP0H_LifeinSpace_1.html].
Οι 9 Διαστρεβλώσεις Εικονογράφηση: Γιώργος Κουράκος
Σελίδες
Περιγραφή
Η προγραμματική μονάδα της Αθήνας, η Πολυκατοικία 29
“Ποτίζοντας γεράνια - ο πονεμένος ασθενής - η κακοπαιγμένη Polonaise Militaire - με θέα τον Λυκαβηττό”, σχέδιο και collage.
30
“Ο πελάτης στο κατάστημα υποδυμάτων - εκλεπτυσμένοι ρυθμικοί βηματισμοί φρεσκοψημένος καφές”, σχέδιο και collage.
31
“Προγραμματική τομή σε μια τυπική πολυκατοίκα μέσα στην χαώδη κτισμένη δομή της Μητρόπολης”, σχέδιο και collage.
32 - 33
“Διαστρέβλωση 1, Ο διάδρομος της Πολυκατοικίας σαν ενεργό κομμάτι της πόλης - Ένα φανταστικό ανάπτυγμα της πολυκατοικίας”, σχέδιο και collage.
Το εκλιπόν προγραμματικό κέντρο, η Αθηναϊκή αυλή 37
“Σαν άλλοτε, μια συνηθισμένη μέρα στην αυλή”, προοπτικό σχέδιο και σκίτσο.
39
“Χορός στην φωτισμένη αυλή”, προοπτικό σχέδιο και σκίτσο.
41
“Ο ακάλυπτος των οικοδομικών τετραγώνων στην θέση της αυλής”, προοπτικό σκαρήφημα.
43
“Διαστρέβλωση 2, Μια αθηναϊκή αυλή μέσα στον ακάλυπτο”, collage.
Το διάχυτο Αθηναϊκό Προγραμματικό Επίπεδο 48 - 49
“Διαστρέβλωση 3, Η υπερεπιφάνεια της Αττικής”. Πάνω: “Υπερεπιφάνεια 1, Κοιτάζοντας προς τα νοτιοδυτικά”, collage.
48 - 49
Κάτω: “Υπερεπιφάνεια 2, Κοιτάζοντας Βόρεια”, collage.
54 - 55
“Υπερεπιφάνεια 3, Fisheye αεροφωτογραφία πάνω από την Ακρόπολη”, collage.
Οι συντελεστές της μεταπολεμικής Αθήνας 63
“Διαστέβλωση 4, Ταξινόμηση των αστικών συντελεστών της Αθήνας”: “Χθόνιοι Συντελεστές της Αθήνας”, αποκόμματα φωτογραφιών.
65 - 67
“Ιστορικοί Συντελεστές της Αθήνας”, αποκόμματα φωτογραφιών.
69
“Πολιτικοί Συντελεστές της Αθήνας”, αποκόμματα φωτογραφιών.
199
Η νέα Αττική Γη 77
“Διαστρέβλωση 5, Συγκρίσεις Φυσικών τοπίων με την μεταπολεμική Αττική Γη”: α. “Οι λόφοι της Αθήνας και η ψευδαίσθηση ενός ταξιδιού στο Αιγαίο”. Επεξεργασμένες φωτογραφίες, πηγές ανεπεξέργαστων τοπίων: Άποψη από της Αθήνας από την Πετρούπολη [http://atlanticsentinel.com/2012/06/ahead-ofelection-greeks-brace-for-eurozone-exit/athens-greece/] και η Παλαιά, η Νέα Καμμένη και η Θηρασιά, Σαντορίνη [http://www.zubitravel.com/2013/08/things-to-see-in-santorini-greece.html].
77
β. “Η αθηναϊκή πυκνή δομή και η ψευδαίσθηση του διαβρωμένου πετρώματος”. Επεξεργασμένες φωτογραφίες, πηγές ανεπεξέργαστων τοπίων: Η άνω Κυψέλη [http://tvxs.gr/news/blogarontas/opik-anakalypste-ksana-tin-kypseli-perpatontas] και το “Πέρασμα του Γίγαντα” στην Βόρεια Ιρλανδία [http://commons.wikimedia.org/wiki/ File:Giant’s_Causeway_(10).JPG].
78
γ. “Το ενιαίο λευκό μέτωπο της Αττικής Μητρόπολης στον Σαρωνικό, το όρος Αιγάλεω και η ψευδαίσθηση των λευκών γκρεμών”. Επεξεργασμένες φωτογραφίες, πηγές ανεπεξέργαστων τοπίων: Η Πειραϊκή και η Δραπετσώνα [http://www.flickr.com/photos/79919670@N00/7250586158/] και οι Λευκοί Γκρεμοί του Dover στην Αγγλία [http://www.panoramio.com/photo_explorer#view=photo&position=2690&with_photo_id=40242938&order=date_desc&user=2442420].
79
δ. “Η φωτισμένη Αθήνα και μια έναστρη ψευδαίσθηση”. Επεξεργασμένες φωτογραφίες, πηγές ανεπεξέργαστων τοπίων: Τα φώτα του Κωλανικίου [http://www.travelwalls.net/wp-content/uploads/2012/10/Athens-Balkans-Greece.jpg] και νυκτερινός ουρανός στην Βορειοαμερικάνικη ύπαιθρο [ColetteSimonds, http://www.flickr.com/photos/gohiking/].
Το ξεπέρασμα των γεωγραφικών ορίων του “Λεκανοπεδίου”
200
84
Από πάνω προς τα κάτω. “Τα όρια της Αρχαίας Αθήνας το 445 π. Χ.”, Χάρτης. Πηγή ιστορικής πληροφορίας: Τραυλός, Ιωάννης, [1960], Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών, Γ’ έκδοση [2005], εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, Αθήνα, Εικόνα 19, σ. 49. “Τα όρια της Αθήνας κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, 1456-1687”, Χάρτης. Πηγή ιστορικής πληροφορίας: Ο.π., σσ. 192-193. “Τα όρια της Αθήνας το 1909”, Χάρτης. Πηγή ιστορικής πληροφορίας: [http:// www.flickr.com/photos/athens_greece/9360754793/].
87
Πάνω: “Η Αθήνα την περίοδο του Μεσοπολέμου μετά την άφιξη και εγκατάσταση των προσφύγωναπό την Μικρά Ασία”, Χάρτης. Πηγή ιστορικής πληροφορίας: [http://www.greekarchitects.gr/]. Κάτω: “Η εξάπλωση της Αθήνας, το 2005”, Χάρτης. Διαγραμματική αποτύπωση από δορυφορική φωτογραφία της Google Earth.
89
“Η μητροπολιτική ενότητα της Αθήνας το 2060”, Χάρτης. Πηγή ιστορικής πληροφορίας: Κύρτσης, Αλέξανδρος Α., [2006], Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί, Ίκαρος, Αθήνα, Εικόνα 29, σ. 138.
90 - 91
“Διαστρέβλωση 6, Ένα κομμάτι της Ηπειρόπολης, η πιθανή περίπτωση της
Αθήνας”, Χάρτης, Πηγή ιστορικής πληροφορίας: Ο.π., Εικόνα 29, σ. 109.
Η Αθήνα των αστικών υποδομών 96 - 107
“4 οπτικές τομές της Αθήνας μέσα από την λεωφόρο Αθηνών, τον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο, το Μετρό και τη λεωφόρο Κηφισίας”, καρέ μαγνητοσκόπησης.
98
“Οι υπόγειες διαδρομές σταθερής τροχιάς της Αττικής. Γραμμή 2 και 3 του μετρό και μέρος του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου”, Χάρτης.
102
“Όλες οι διαδρομές σταθερής τροχιάς της Αττικής. Συμβολισμός των υπογείων διαδρομών, ο Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος και ο Προαστιακός Σιδηρόδρομος”.
104
“Το σύνολο των πρωτευόντων δικτύων σύνδεσης της Αθήνας”, Χάρτης.
108 - 109
“Τα δίκτυα και οι αστικές υποδομές των λιμανιών και των αερολιμένων της Αττικής Μητρόπολης”, Χάρτης.
110 - 111
“Διαστρέβλωση 7, Όλες οι δυνατές κινήσεις (υπόγειες, υπέργειες, θαλάσσιες και συνβολισμός των εναέριων) στην Αττική Μητροπολιτική Ενότητα”, Χάρτης.
Noctes Atticae, H περιπλάνηση στο «νέο Αττικό Φως» 115
“Με ταχύτητα προς την Τεχνόπολη”, φωτογραφία από Προσωπικό Αρχείο.
117
“Στιγμή στον πεζόδρομο Ενοποίησης των Αρχαιολογικών χώρων 1”, φωτογραφία από Προσωπικό Αρχείο.
119
“Στιγμή στον πεζόδρομο Ενοποίησης των Αρχαιολογικών χώρων 2”, φωτογραφία από Προσωπικό Αρχείο.
121
“Γωνία Κολοκοτρώνη-Πραξιτέλους”, φωτογραφία από Προσωπικό Αρχείο.
123
“Τα εμπόδια της Λέκκα”, φωτογραφία από Προσωπικό Αρχείο.
125
“Από την Θάλασσα μέσω της Συγγρού”, φωτογραφία από Προσωπικό Αρχείο.
126 - 127
“Διαστρέβλωση 8, Xαρτογράφηση μιας περιπλάνησης στο νέο Αττικό Φως“.
Η Άυλη Αθήνα 134 - 136
“Διαστρέβλωση 9, 4 X 100 Διαδικτυακές Αναζητήσεις για την Αθήνα”, collage: α. “100 πρώτα αποτελέσματα της αναζήτησης της Αθήνας στην google search”.
134 - 142
β. “100 πρώτα αποτελέσματα της αναζήτησης της Αθήνας στo facebook”.
137 - 151
γ. “100 πρώτα αποτελέσματα της αναζήτησης της Αθήνας στo tumblr”.
142 - 151
δ. “100 πρώτα αποτελέσματα της αναζήτησης της Αθήνας στο twitter”.
201
9 ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ Η μεταπολεμική Αθήνα μέσα από κείμενα για την αρχιτεκτονική και την πόλη Φοιτητής: Γιώργος Κουράκος Επιβλέπων Καθηγητής: Γιάννης Αίσωπος ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ, 3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013