Αφιερωμένο στην μνήμη του συγγραφέα που με ενέπνευσε στα παιδικά μου χρόνια, στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Περιεχόμενα. 1. Πρόλογος................................................................................................................................σελ. 4 2. Φιλόσοφοι και παλαιοί πότες...................................................................................................σελ.5. 3. Ένας μικρός Λάζαρος..............................................................................................................σελ.6. 4. Η έναρξη του μάταιου τούτου κόσμου.....................................................................................σελ.7 5. Η ελαιόσκαλα και ο Δημητρός..................................................................................................σελ.8. 6. Παράξενοι ταξιδευτές από τον παράδεισο...............................................................................σελ.9. 7. Το τρελό μουλάρι και ο θησαυρός...........................................................................................σελ.10. 8. Τσατ, πατ, πέντε λεπτά............................................................................................................σελ.11. 9. Μετανάστες εκ παραλίας ορμώμενοι.........................................................................................σελ.12 10. Η Λάικα στο νησί......................................................................................................................σελ.13.
Πρόλογος Από μικρό παιδί υπήρξα φανατικός συλλέκτης. Έκανα συλλογές είτε από νομίσματα, είτε από γραμματόσημα, είτε από παλαιότερα αντικείμενα. Η αγαπημένη μου όμως συλλογή υπήρξε πάντα η συλλογή ιστοριών. Από μικρό παιδί θαύμαζα το να ακούω ιστορίες, τόσο από την γιαγιά μου όσο και από άλλους γεροντότερους ! Για να σας πω την αλήθεια ακόμη και σήμερα συνεχίζω την συλλογή μου. Μπορώ να κάτσω με τις ώρες και να ακούσω μία ιστορία. Μπορώ με εν συναίσθηση να μεταφέρομαι στον τόπο και τον χρόνο της ιστορίας. Παίρνοντας λοιπόν κομμάτια της συλλογή μου ως έναυσμα και χρησιμοποιώντας την συγγραφική μου πένα, εμβαπτιζόμενη με αστερόσκονη δημιούργησα τις όμορφες ιστορίες που θα ακούσετε. Καλή ανάγνωση λοιπόν. Με εκτίμηση Βασιλούδης Σ. Θεοδόσιος.
Φιλόσοφοι και παλαιοί πότες !! Στο καφενείο της κυρα Μαριγώς, πάλι η ίδια παρέα. Ο Γιωργής, ο Δημήτρης, ο Νικόλας και ο Μηνάς. Ο βοριάς λυσσομανούσε στο νησί. Οι ψαράδες είχαν μαζέψει τα καΐκια τους και οι τσοπάνηδες τα ζώα. Οι τέσσερις φίλοι σχεδόν κάθε βράδυ έδιναν το παρόν στην κυρα Μαριγώ. Οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν. Φιλόσοφος της παρέας ο Μηνάς. Πάντα είχε μία έτοιμη απάντηση για όλα ! Πες μας βρε Μηνά θα πάνε οι ρούσοι στο φεγγάρι, η μόνον οι φίλοι μας οι σύμμαχοι είναι πρωτοπόροι ; Ας πάνε οι καλύτεροι. Πες μας βρε Μηνά να παντρεύεται ο ανήρ ή να απολαμβάνει την μποέμικη ζωή ; Να ζει και να μνηστεύεται. Πες μα βρε Μηνά θα έχουμε βαρύ χειμώνα φέτος ; Μας αφού σας είπα τα μερομήνια, τι άλλο να σας πω ; Έτσι λοιπόν στην παρέα έδιναν και έπαιρναν τα ποτά, τσίπουρο από τα αμπέλια του γέρου Μάξιμου ενώ για μεζέ αυγά με πατάτες τα αγαπημένα της παρέας. Η κυρά Μαριγώ μονολογούσε αυγά με πατάτες, το αγαπημένο φαγητό για τους πότες, τους αλήτες και τους νυκτόβιους. Τι λες κυρα Μαριγώ ευλογημένο τούτο το γεύμα απαντούσε με φιλοσοφημένο ύφος ο Μηνάς, ενώ μαζί του συμφωνούσε όλη η παρέα. Σταματήστε να πίνεται θα μεθύσετε είπε η κυρα Μαριγώ. Μα τις λες κυρα Μαριγώ εμείς ήμαστε παλαιοί πότες. Τι παλαιοί βρε αχαΐρευτοι ούτε τριάντα δεν πατήσατε. Όπως το πρόβλεψε η κυρα Μαριγώ το συμβάν επαναλήφθηκε σχεδόν με τελετουργικό τρόπο. Η παρέα μέθυσε και οι παλαιοί πότες άρχισαν την αψιμαχία. Τα αίματα άναψαν στην κουβέντα μπήκαν και οι παρατρεχάμενοι. Αποτέλεσμα, σπασμένη η οικοσκευή του καφενείου και η κυρα Μαριγώ να καθαρίζει μέχρι τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Δεν πάει άλλο μονολόγησε, αύριο θα τους κανονίσω. Αφού ξημέρωσε λοιπόν πήρε την κατηφόρα για το σπίτι του Μηνά, εκεί στην στροφή συνάντησε την αρχοντιά του. Μηνά, δεν πάει άλλο, δεν μπορείτε να καταστρέφεται μία φτωχή γυναίκα. Συγνώμη κυρά Μαριγώ μου, αποκρίθηκε ο Μηνάς. Αλλά δεν φταίμε εμείς και άρχισε να αναλύει το πώς και το γιατί το τσιπουράκι του μπάρμπα Μάξιμου μετά από κάποια υπερβολική ίσως χρήση, γίνεται το εργαλείο για να ανοίξει τον Λέοντα μέσα τους. Βρε μπας και μου λες μπαρούφες, αποκρίθηκε η κυρά Μαριγώ ; Στην φιλοσοφική τιμή μου αποκρίθηκε ο Μηνάς. Αφού έφυγαν και οι τελευταίοι θαμώνες του καφενείου, στο μυαλό της κυρα Μαριγώς γύριζαν συνεχώς τα λόγια του Μηνά. Βρε μπας και είχε δίκιο και δεν έφταιγε ο άνθρωπος, αλλά το πότο ; Λες το τσιπουράκι να ξεκλείδωνε τον Λέοντα και ο άνθρωπος να μην μπορούσε να κάνει κάτι ; Ας δοκιμάσω είπε λοιπόν ! ¨Η κυρα Μαριγώ αν και είχε τριάντα χρόνια καφενείο, πότε της δεν είχε ποιεί πάνω από ένα ποτηράκι. Αφού κλείδωσε την βαριά πόρτα και αφού έβαλε έναν δίσκο στο γραμμόφωνο, άρχισε να πίνει ένα, ένα τα ποτηράκια. Εκεί λοιπόν που έχει τσακίρ το κέφι, περιμένοντας να ξυπνήσει ο Λέοντας μέσα της, αντί του λέοντος μεγάλη ζάλη την έπιασε και γύριζε όλος ο κόσμος. Ούτε να σπάσει ήθελε, ούτε να ρημάξει. Αφού λοιπόν ταβλιάστηκε πάνω στο τραπέζι την πήρε βαθύς ύπνος. Ξύπνησε
λοιπόν τις πρωινές ώρες, βρε τι έπαθα μονολογούσε΄, πήγα και άκουσα τον αμπελοφυλλόσοφο. Αφού συγυρίστηκε κατέβηκε τον δρόμο για την οικία της, εκεί συνάντησε τον Μηνά που τραβούσε για το περιβόλι του. Έλα βρε φιλόσοφε, έλα κοντά μου αποκρίθηκε η κυρα Μαριγώ. Τι χαμπάρια κυρα Μαριγώ είπε ο Μηνάς και ζύγωσε κοντά της. Αμέσως του αστράφτει ένα χαστούκι. Τι έπαθες κυρά Μαριγώ ρωτάει αποσβολωμένος ο Μηνάς. Βρε Λέοντα μην τολμήσεις και ξανά κάνεις φασαρία στο μικρό μου καφενείο γιατί θα σε γδάρω ; Μα πήγε να πει ο Μηνάς. Κουβέντα, είπε η κυρα Μαριγώ και άρχισε να κατηφορίζει για την οικία της, ενώ κουνώντας το κεφάλι μονολογούσε, ακούς εκεί ΄΄φιλόσοφοι και παλαιοί πότες΄΄. Ένας μικρός Λάζαρος. Βαρύς χειμώνας στο νησί, χιόνι και πολύ τσουχτερό κρύο. Οι χωρικοί μαζεμένοι στο καφενείο έπιναν και συζητούσαν μεγαλόφωνα. Άλλοι για την κακή ελαιοκομική περίοδο, άλλοι για τα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα της χώρας. Αρχές λοιπόν του 1925, Γενάρης και τι Γενάρης μήνας. Ο Παντελής ο νεροκόπος καθόταν αμίλητος στην άκρη του καφενείου. Το πλησίασε ο γέρο Μάξιμος, τι σου συμβαίνει βρε Παντελή ; Άστα Μάξιμε έχω μεγάλο σεκλέτι ; Τι σεκλέτι βρε Παντελή. Ο Μικρός μου ο Γιαννάκης είναι άρρωστος, έχει πυρετό πάνω από δύο μέρες. Μάλιστα, μάλιστα μονολόγησε ο γέρο Μάξιμος. Παντελή, μην το αφήσεις έτσι το παιδί. Τι να κάνω μπάρμπα Μάξιμε, απάντησε ο Παντελής σηκώνοντας τους ώμους του. Να φέρεις τον γιατρό τον πνευματικότητα. Μα αυτός είναι κομπογιαννίτης αποκρίθηκε ο Παντελής, ξέρεις Μάξιμε γιατί του βγήκε το παρ όνομα πνευματικότητας ; Ο Μάξιμος δεν μιλούσε παρά κοιτούσε με έκπληξη τον Παντελή. Να σου πω εγώ Μάξιμε, την αφεντιά του φοβήθηκε μέχρι και ο παπάς, όταν κάποιος ασθενής του μας αφήνει χρόνους τότε ο κύριος γιατρός το ανάγει σε επίθεση του πνευματικού κόσμου και όλο μας μπερδεύει και όλο μιλάει για πνεύματα που δεν μπορεί να πολεμήσει η ορατή ιατρική. Άντε να βγάλεις άκρη. Μέχρι που στο τέλος Μάξιμε του βγήκε το όνομα, ο γιατρός μας ο κύριος Πνευματικότητας. Τι να κάνουμε Παντελή, αυτόν έχει το νησί μας με αυτόν θα πολεμήσεις την ασθένεια του παιδιού. Έγνεψε καταφατικά ο Παντελής και έστειλε τον γέρο Μανωλιό τον επίτροπο, να βρει τον γιατρό στο διπλανό χωριό και να τον φέρει ενώ ο χιονιάς
έξω έδειχνε να αγριεύει. Μετά από κάποιες ώρες φάνηκε η συνοδεία μπροστά ο γιατρός να
ρητορεύει και πίσω του ο κυρ Μανωλιός να κουνάει το κεφάλι του. Γιατρέ μου καλημέρα είπε ο Παντελής. Καλημέρα, καλημέρα αποκρίθηκε ο γιατρός. Που είναι ο ασθενής ρώτησε ο γιατρός ; Μέσα στην κάμαρη αποκριθήκαν με μία φωνή οι παρευρισκόμενοι. Εμπρός λοιπόν δράση. Ας δώσουμε ενέργεια και ζωή στον νεαρό μας Λάζαρο. Μα Παναγιώτη τον λένε γιατρέ μου σημείωσε ο Παντελής. Εγώ θα τον αποκαλώ από σήμερα Λάζαρο. Μα γιατί ρώτησαν οι παρευρισκόμενοι ; Γιατί θα τον αναστήσω ως νέο Λάζαρο. Αλλά πριν ξεκινήσω ας ποιούμε ένα καφεδάκι να ζεστάνουμε το κοκαλάκι μας. Πολύ κρύο κύριοι σήμερα ε ; Γιατρέ μας ρώτησε μία κυρία, από που είστε ; Από το εξωτερικό απάντησε ο Γιατρός. Που σπουδάσατε την επιστήμη
γιατρέ μας ρώτησε μία άλλη, μήπως στο πανεπιστήμιο της Αθήνας ; Ναι βέβαια, εκεί στον Πειραιά, συγνώμη εκεί στην πρωτεύουσα ήθελα να πω ; Αλλά κύριοι ας σταματήσουμε τα λόγια και τις ερωτήσεις και ας προχωρήσουμε στο έργο, στον ασθενή λοιπόν. Ο μικρός Παναγιώτης σαν είδε τον Γιατρό πνευματικότητα πάνω από το προσκέφαλο του και με όλα αυτά που είχε ακούσει για την αφεντιά του, φοβήθηκε πραγματικά τόσο που μέχρι που και ο πυρετός του κόπηκε. Είδες Παντελή είπε ο γιατρός, τι μπορεί να κάνει η ορατή ιατρική. Θαύματα αποκρίθηκε ο Παντελής, μέχρι και νέους Λάζαρους ειδικά όταν έχεις αυτή την φήμη στο νησί γιατρέ και όλοι οι παρευρισκόμενοι έσκασαν στα γέλια. Η έναρξη του μάταιου τούτου κόσμου. Το χωρίο απολάμβανε τις όμορφες Αυγουστιάτικες μέρες. Όλοι οι χωριανοί είχαν πάει στα γειτονικά περιβόλια και ελαιοκτήματα για τις προσεχείς αγροτικές τους εργασίες. Άλλοι για ποτίσματα, άλλοι για καθαρίσματα, όλοι όμως με χαρούμενη διάθεση μια που σε λίγες μέρες ζύγωνε το πανηγύρι της Παναγιάς. Η Λενιώ έχοντας ένα μικρό καλαθάκι στα χέρια, βάδιζε για το οικογενειακό τους περιβόλι. Εκεί θα συναντούσε τα έξι της αδέρφια που δούλευαν στις αγροτικές τους εργασίες. Ένα κακό προαίσθημα είχε η Λενιώ, κάτι το κακό έζωνε την ατμόσφαιρα του νησιού. Ανεβαίνοντας τον μικρό λόφο, λίγα βήματα πριν φτάσει στο περιβόλι έμεινε έκπληκτη από το φαινόμενο. Ο ήλιος φάνηκε σαν κατέβηκε μέχρι τον κάμπο του χωριού, ενώ άρχισε να γεμίζει με κόκκινο χρώμα, κάτι σαν αίμα. Οι γραφές, οι γραφές φώναξαν τα αδέρφια της, ήρθε η συντέλεια του μάταιου τούτου κόσμου. Αμέσως τράβηξαν όλη μαζί για το χωριό τους. Από μακρυά η καμπάνα της Παναγιάς χτύπαγε σχεδόν μανιασμένα ενώ όλοι οι χωρικοί είχαν συγκεντρωθεί στο προαύλιο της εκκλησίας. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ζητούσαν συχώρεση μεταξύ τους, να φύγουν ετοιμασμένοι και καθαροί. Στο
κοινοτικό γινόταν συμβούλιο, ο πρόεδρος, ο παππάς, ο δάσκαλος και ο αγροφύλακας
μουδιασμένοι από το πρωτοφανές φαινόμενο φαινόταν σαστισμένοι.
Παρόν και ο πρωτόγερος, δηλαδή ο
τελάλης του χωριού. Τα πάντα στο χωριό εκύρητε ο πρωτόγερος. Από την έναρξη της ελαιοκομικής περιόδου, μέχρι την έναρξη του χειμώνα. Όλα βέβαια μετά την απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου και την σύμφωνη γνώμη των αρχών, Εκκλησίας και αγροφυλακής. Μάλιστα κάποιοι είχαν κατηγορήσει των πρωτόγερο ότι φέτος επίτηδες είχε καθυστέρηση την κήρυξη του χειμώνα και για αυτό τα χιόνια πλάκωσαν βαριά μέσα στον Μάρτη. Τι να κάνω μίλησε ο πρωτόγερος να την κηρύξω ; Ποια να κηρύξεις βρε αλαφροίσκιωτε είπε ο δάσκαλος. Μα τι άλλο δάσκαλε, την συντέλεια. Ποια συντέλεια ρώτησε ο αγροφύλακας. Μα την συντέλεια του μάταιου τούτου κόσμου. Μην επεμβαίνεις στο έργο της πολιτικής αρχής πρωτόγερε αποκρίθηκε ο πρόεδρος, δώσε μας χρόνο να αποφασίσουμε. Ο χρόνος περνούσε και οι απόψεις διίσταντο, παπάς και δάσκαλος έβαζαν κάτω τις γραφές, μπας και βγάλουν καμιά άκρη. Να την κηρύξω, ξανά ρώτησε ο πρωτόγερος ; Μην βιάζεσαι ευλογημένε εδώ το πράγμα είναι σοβαρό του απάντησαν αυτοί.
Μην πέσουμε σε πλάνη οικτρή και δεν χαλάσει τούτος ο κόσμος σήμερα. Η ώρα πέρασε και ο ουρανός καθάρισε, το εξωκοσμικό φαινόμενο έλαβε τέλος και η Λενιώ αγκαλιάστηκε με τα αδέρφια της. Φαίνεται πως το τέλος του μάταιου τούτου κόσμου πήρε κάποιο είδος αναβολής. Στο κοινοτικό έλαμψαν τα πρόσωπα. Φυσικόν φαινόμενο αναφώνησε ο δάσκαλος, θαύμα αποκρίθηκαν οι υπόλοιποι. Όλοι μαζί κοίταξαν τον πρωτόγερο του χωριού. Μπράβο πρωτόγερε είπε ο πρόεδρος, έδειξες πολύ μεγάλη ψυχραιμία, ενώ μαζί του συμφώνησαν και οι άλλοι. Να την κηρύξω ; Είπε ο πρωτόγερος. Τι να κηρύξεις βρε πρωτόγερε απάντησαν όλοι μαζί, αφού τελείωσαν όλα. Μα τι άλλο; Την έναρξη του νέου μάταιου τούτου κόσμου. Χαμόγελα απλώθηκαν σε όλο το κοινοτικό, βαριά φιλοσοφία οι κουβέντες του πρωτόγερου. Η ελαιόσκαλα και ο Δημητρός. Στο νησί υπήρξε βαριά η ατμόσφαιρα, δυνάμεις κατοχής έφτασαν στο νησί η θλίψη κυριαρχούσε παντού. Η ελαιοκομική περίοδος πλησίαζε σιγά σιγά και οι χωριανοί είχαν ξεκινήσει επιφυλακτικά να καθαρίζουν και να ετοιμάζουν τους ελαιώνες. Μάλιστα είχε βγει και χαράτσι ότι οι παραγωγοί του νησιού θα δώσουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τόσο σε λάδι όσο και σε ελιές. Τα εργαλεία του ελαιοπαραγωγού υπήρξαν ανέκαθεν παραδοσιακά δύο. Το ένα ήταν οι βέργες που κτυπούσαν τις ελιές κατασκευασμένες από μηλιάρι ή καλάμι και η τοπική ελαιόσκαλα κατασκευασμένη από έλατο ή πεύκο. Το μέρος των κλαδιών του δέντρου κοβόταν κοντά, ίσα να ανέβει ο καλλιεργητής στο δέντρο. Το απογευματάκι στο καφενείο συναντήθηκαν οι δύο φίλοι, ο Γιάννης και ο Δημητρός. Τι χαμπάρια βρε Δημητρό, ρώτησε ο Γιάννης. Άστα να πάνε Γιάννη, πλησιάζει η ελαιοκομική περίοδος και ακόμη δεν έχω κάνει τίποτα. Σαν τι να κάνεις δηλαδή Δημητρό. Μα να ετοιμάσω ελαιόσκαλα για την συλλογή του καρπού, θέλει και χρόνο για να στέγνωση. Και με αυτό σκας βρε αλαφροίσκιωτε, το βουνό είναι γεμάτο με έλατα. Ναι Γιάννη αλλά εγώ θέλω το καλύτερο δέντρο, το ποιο ίσο, το ποιο τρανό. Ο Γιάννης κοίταξε το φίλο του τον Δημητρό με ένα ίχνος φόβου. Είχε ακούσει πολλούς από τους συχωριανούς του να συζητούν στο καφενείο και να μιλούν για το καταπληκτικό έλατο που υπήρχε στην είσοδο του χωριού. Όλοι το ποθούσαν για την ελαιόσκαλα τους, αλλά κανείς δεν τολμούσε να το κόψει. Ο λόγος, η σκοπιά των κατακτητών δεν απείχε ούτε πενήντα μέτρα. Θα το κόψω διέκοψε την σκέψη του η φωνή του Δημητρού. Είσαι τρελός απάντησε ο Γιάννης, θα σε φάνε λάχανο. Έλα μαζί μου απόψε Γιάννη θα φτιάξουμε την καλύτερη σκάλα στο νησί. Με τα πολλά βραδάκι συναντήθηκαν οι δύο φίλοι. Δημητρο είπε ο Γιάννης, εγώ θα σε αγναντεύω από εδώ πάνω, από την μάντρα του μπάρμπα Νικολή. Δεν πειράζει Γιάννη θα πάω μόνος μου. Αφού ζώστηκε λοιπόν το τσεκουρέλι και αφού πήρε μαζί του την καλή του την πριόνα πήρε τον δρόμο ξυστά από την σκοπιά για το όμορφο και αγέρωχο έλατο. Εκεί λοιπόν που άρχισε το πριόνισμα του δέντρου, χράτσα χρούτσα, οι καταχτητές άρχισαν να ξυπνούν σιγά σιγά από τον λήθαργο τους. Στην αρχή έβαλαν τις φωνές, ανένδοτος ο Δημητρός, χράτσα
χρούτσα, στην συνέχεια εκτόξευαν απειλές, εκεί ο Δημητρός. Στο τέλος ακούστηκε μία ριπή πυροβόλου. Πάγωσαν όλοι. Ο Γιάννης μαζί με τον Μπάρμπα Νικολή σταυροκοπήθηκαν. Πάει ο Δημητρός μονολόγησε ο Μπάρμπα Νικολής, όμως από έκπληξη δεν εγκατέλειψαν την θέση τους. Μετά από λίγη ώρα κινήθηκε κάτι πίσω από τους θάμνους. Σκιάχτηκαν και οι δύο, τι να είναι ρώτησε ο Γιάννης και ξαφνικά με ένα πήδημα εμφανίστηκε ο Δημητρός πραγματικά χλωμιασμένος. Δημητρό ζεις, ρώτησε ο μπάρμπα Νικολής. Ζω και βασιλεύω απάντησε ο Δημητρός, αν και παρολίγον. Παρολίγον ; Ναί παρολίγον. Α ρε Δημητρό άξιζε τον κόπο ρώτησε ο Γιάννης ; Ναι Γιάννη άξιζε. Για μένα πάντως άξιζε, μα να μην προλάβω να το κόψω. Παράξενοι ταξιδευτές από τον παράδεισο. Κάπου αρχές του 1930 και το νησί απείχε σχεδόν από όλα τα κοσμικά και επίγεια γεγονότα που ελάμβαναν μέρος στον τότε σύγχρονο κόσμο. Οι άνθρωποι στην πλειοψηφία τους φιλήσυχοι αγρότες και αλιευτές, αλλά και ρετσινοπαραγωγοί. Ζούσαν σε έναν μικρό παράδεισο, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν τόσο το νησί τους, όσο και το χωρίο τους. Η εξέλιξη δεν έφτασε ακόμη εκεί. Οι άνθρωποι έμεναν πιστή στην παράδοση. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωρίου ντυνόταν με την παραδοσιακή στολή του νησιού. Τα σπίτια δεν διέθεταν σχεδόν καμία σύγχρονη άνεση. Στο χωρίο λοιπόν ζούσε η Άννα, μία δεκαεξάχρονη νησιωτόπουλα μαζί με τα οκτώ της αδέρφια. Δυστυχώς η Άννα είχε χάσει τους γονείς της από πολύ μικρή και ο μεγάλος αδερφός της ο Νίκος είχε αναλάβει τα ηνία της οικογένειας. Μαζεύτηκαν λοιπόν τα αδέρφια της ένα βροχερό πρωινό και τον λόγο τον πήρε ο Νίκος. Ακούστε αδέρφια είπε. Η αδερφή μας η Άννα, φτάνει σιγά, σιγά σε ηλικία γάμου. Πρέπει λοιπόν να ξεκινήσουμε να ετοιμάζουμε προικιά και αφού λοιπόν δεν υπάρχουν οι γονείς μας, το βάρος πέφτει σε εμάς. Τι προτείνεις αδερφέ, αποκρίθηκε ο Γιάννης. Λέω λοιπόν να πάμε δύο από εμάς στην πολιτεία απέναντι από το νησί και με όσες οικονομίες διαθέτουμε να αγοράσουμε κάποια πράγμα. Αφού λοιπόν συμφώνησαν μεταξύ τους το ανακοίνωσαν στην Άννα. Οι μέρες περνούσαν και υπήρχε μεγάλη χαρά στο σπίτι. Η Άννα πρώτη φορά στην ζωή της θα έβγαινε από το νησί, ετοιμάστηκε λοιπόν και φόρεσε την καλή παραδοσιακή της φορεσιά. Το πρωί παρόλο το αγιάζι επιβιβάστικαν μαζί με καμιά δεκαριά άλλους κατοίκους του νησιού στην τράτα του μπάρμπα Άγγελου. Την Άννα συνόδευαν τα δύο της αδέρφια, ο Νίκος και ο Γιάννης. Έφτασαν λοιπόν στην προβλήτα της πολιτείας και αποβιβάστηκαν πάνω στο μαρμάρινο οδόστρωμα της. Η Άννα κοίταξε με δέος την πολιτεία, τα ψηλά κτήρια, αλλά και τους ανθρώπους της που ήταν ντυμένοι με παράξενα ρούχα. Οι άνθρωποι δεν ήταν ντυμένοι όπως το χωρίο της. Μεγάλη εντύπωση της έκανε οι άνδρες που δεν φορούσαν την παραδοσιακή τους βράκα, αλλά κάτι άλλο κάτι στενό. Παντελόνια δεσποινίς και ευρωπαϊκά ρούχα, ακούστηκε μία φωνή από μία άλλη νεαρά κυρία. Εσύ καημενούλα μου από που ήρθες και είσαι ντυμένη έτσι ; Από τον παράδεισο απάντησε με απότομη και βροντερή φωνή ο Νίκος και τράβηξε μακρυά της αδερφή του. Άννα είπε, πρόσεχε
εδώ δεν είναι το νησί μας, δεν είναι ο παράδεισος. Πιάσανε λοιπόν τα αδέρφια και βάδιζαν μαζί για το μεγάλο κατάστημα του Γιωργαρίου, όπου στις αίθουσες του μπορούσες να βρεις προικιά για όλα τα βαλάντια. Η Άννα είχε μείνει έκπληκτη από τα πράγματα και τα μαγαζιά της αγοράς, μπαχάρια, ρούχα, φρούτα και ότι τραβάει η ψυχή σου. Όμως στον δρόμο ή Άννα ένιωσε ένα ίχνος ντροπής. Νίκο, μόνο εμείς φοράμε ρούχα όπως το νησί, όλοι οι άλλοι φορούν αυτά τα ευρωπαϊκά. Εμείς όμως Άννα μην ξεχνάς ότι ήρθαμε από τον παράδεισο, αποκρίθηκε ο αδερφός της. Έφτασαν λοιπόν στο μέγαρο του Γιωργαρίου και ανέβεικαν την φαρδιά σκάλα μέχρι τον τρίτο όροφο. Εκεί υπήρχαν χαλιά, προικιά και όμορφα κιλίμια όλα για νεανίδες που ετοιμαζόταν να εισέλθουν εν γάμο κοινωνία. Τι θα ήθελαν οι κύριοι ρώτησε η νεαρά πωλήτρια κοιτώντας παράξενα την Άννα. Η αδερφή μας είπαν με μία φωνή τα δύο αδέρφια.... Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω απάντησε η πωλήτρια. Ακολουθήστε με είπε και τους οδήγησε σε ένα πάγκο με υπέροχα προικιά. Ξάφνου λοιπόν η Άννα βλέπει μια νεαρά απέναντι της που φορούσε και αυτή τα νησιώτικα, τα παραδοσιακά. Αναθάρρησε η Άννα και τις χαμογελάει. Την ίδια στιγμή η κοπέλα ανταποδίδει το χαμόγελο. Ας την χαιρετίσω λέει η Άννα και σηκώνει δειλά το χέρι της. Με τον ίδιο τρόπο αμέσως χαιρετάει και η κοπέλα. Ας την πλησιάσω λέει η Άννα και ζυγώνουν και οι δύο. Καλημέρα λέει η Άννα άλλα η κοπέλα δεν αποκρίνεται μόνον ανοιγοκλείνει τον στόμα της, προσπαθεί να τις δώσει το χέρι αλλά βρίσκει σε τοίχο. Την καημενούλα λέει την έχουν φυλακισμένη. Δεν είναι φυλακισμένη κορίτσι μου αποκρίθηκε η πωλήτρια, είναι το είδωλο σου και αυτός ο τοίχος λέγεται καθρέπτης. Ακούμπησε λέει η πωλήτρια και βάζει το χέρι της Άννας πάνω στο καθρέπτη, ενώ παράλληλα της εξηγεί τον ρόλο και τον τρόπο λειτουργίας του και αφού κούνησε το κεφάλι της μονολογούσε ΄΄παράξενοι αυτοί οι ταξιδιώτες από τον παράδεισο΄΄. Το τρελό μουλάρι και ο θησαυρός. Σαν πέρασε ο πόλεμος και η καταστροφή, οι Αμερικάνοι μας έστειλαν βοήθεια, έτσι λοιπόν στο νησί έφτασαν με ένα πλοίο ολόκληρα κοπάδια από ζα, μοσχάρια, άλογα και μουλάρια, παχιά και όμορφα. Στο χωριό ο πρόεδρος του κοινοτικού έβαλε κλήρο και τα μοίρασε στους χωριανούς ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε σπιτικού. Ένα από τα μουλάρια αυτά, ήταν με ένα μάτι και όσο και αν πλησίασαν να το σελώσουν τόσο αυτό τους μουντάριζε. Τα μάτια του προέδρου έλαμψαν. Αυτό θα το δώσουμε στον φίλο μου τον Μανωλιό. Λίγο η ασαφής πολιτική του θέση, λίγο το ότι φύτρωνε εκεί που δεν τον έσπερναν, δεν τον χώνευε τον Μανολιώ ούτε ο πρόεδρος, ούτε το κοινοτικό. Μανωλιό, φώναξε ο πρόεδρος. Με απόφαση του κοινοτικού, το παρόν όμορφο και καταπληκτικό εξ Αμερικής ζώο σου παραχωρείται. Κοντοστάθηκε ο Μανωλιός. Μα πρόεδρε πήγε να πει ο Μανωλιός. Δεν δέχομαι κουβέντα Μανωλιό, το αποφασίσαμε όλοι μαζί. Ο Μανωλιός σαν πήγε κοντά στο ζώο, αυτό σηκώθηκε στα δύο πόδια να τον σκοτώσει. Το είδε όλο το κοινοτικό και το έβαλε στα γέλια. Ο Μανωλιός αφού είπιε καμιά τέσσερα, πέντε ουζάκια ανέβηκε την ανηφόρα για το σπίτι
του. Ποιος ακούει την γυναίκα του την Αποστολία, όλοι με ένα ζώο στο χωριό και αυτός με άδεια χέρια. Βρε αχαΐρευτε, του λέει αυτή, που είναι η βοήθεια, γιατί είσαι με άδεια χέρια. Η βοήθεια γυναίκα είναι έξω από το κοινοτικό, αλλά χρειάζομαι λήγει βοήθεια για να την φέρω σπίτι και κάθετε και εξιστορεί τα γεγονότα. Η Αποστολία παίρνει τον άνδρα της και κατεβαίνουν στο κοινοτικό. Τραβώντας με χίλια ζόρια έφεραν στο σπίτι τους το τρελό μουλάρι και το άφησαν στο κατώι. Αφού πέρασαν δύο με τρεις ημέρες και αφού το τάιζαν επιμελώς λέει η Αποστολία, Μανωλιό πρέπει να το σελώσουμε. Μπλέξαμε γερά αποκρίθηκε ο Μανωλιός. Όσο πήγαιναν κοντά τόσο αυτό ορμούσε. Έχω την λύση είπε η Αποστολία και ανέβηκε πάνω στο μπαλκόνι. Αφού έριξε από εκεί την σέλα, φάνηκε σαν να καλμάρισε κάπως το ζώο.
Έτσι λοιπόν ο Μανωλιός
αποφάσισε να κάνει τον αγωγιάτη. Μάλιστα τις περισσότερες φορές το πήγαινε η γυναίκα του. Το σέλωμα πάντα γινόταν από το μπαλκόνι και όλοι οι αγωγιάτες καμάρωναν για το θησαυρό που πήρε ο Μανωλιός, ένα μουλάρι ακούραστο. Μόνον που κάποιες φορές κάτι το έπιανε και το μουλάρι ορμούσε μέσα στην θάλασσα. Πάλευε η Αποστολία να το βγάλει έξω, τίποτα αυτό και αλίμονο ποιος άκουγε τον μπακάλη τον γερό Μιχαλιό. Φράγκο δεν θα πάρετε αυτόν τον μήνα, μούσκεμα είναι όλα τα πράγματα και τότε ο Μανωλιός μονολογούσε έρεε θησαυρό που πήραμε΄΄. Τσατ, πατ, πέντε λεπτά. Η πολιτεία ήταν γεμάτη από καπνεργάτες και καπνεργάτριες μια που ήταν για πολλά χρόνια το κέντρο του καπνού στην περιοχή. Τα καπνομάγαζα ήταν εκατοντάδες και πολύ εκλεκτές ποιότητες του ελληνικού καπνού διαλεγόταν και επεξεργαζόταν σε αυτά. Πολλοί κάτοικοι του νησιού για τον λόγο αυτό είχαν μικρομεταναστευσεί στα απέναντι παράλια. Η Δήμητρα ήταν μία από αυτές τις γυναίκες του νησιού που είχαν έρθει να γίνουν καπνεργάτριες. Είχε περίπου δέκα έτη στον καπνεργατικό χώρο και είχε ζήσει και από πρώτο χέρι την καπνεργατική εξέγερση. Κάθε πρωί αφού διέσχιζε την μικρή στοά, άναβε ένα κεράκι στον άγιο Ιωάννη τον πρόδρομο και από εκεί κατευθυνόταν στην εργασία της. Στο καπνομάγαζο είχαν έρθει αρκετοί νέοι εργάτες και πόλοι από αυτούς ήταν σχεδόν παιδιά. Η Δήμητρα είχε ξεχωρίσει έναν από τους μικρότερους τον Γιωργάκη. Της είχε κάνει εντύπωση και τον συμπαθούσε πολύ γιατί της θύμιζε τον μικρό της αδερφό που είχε μείνει πίσω στο νησί. Γιωργάκη, κάτσε να σε βοηθήσω είπε η Δήμητρα ενώ αυτός προσπαθούσε να στοιβάζει ένα δεμάτι με καπνά. Σε ευχαριστώ πολύ είπε ο Γιωργάκης και εκείνη την ώρα ακούστηκε η φωνή του γέρου Ντάντου που καλούσε τους εργάτες να πάρουν από την σπάνια πραμάτεια του. Τσατ, πάτ πέντε λεπτά κύριοι, πέντε λεπτά μόνον της δραχμής. Τι είναι αυτό ρωτούσαν οι νέοι εργάτες, ενώ οι παλαιότεροι χαμογελώντας εξηγούσαν για το είδος της πραμάτειας και πώς ο γέρο Ντάντος έκλεψε την συνταγή από τους Αμερικάνους. Καλαμπόκι κύριοι, μαγικό, μεταμορφωμένο σε κάτι μοναδικό. Τσατ, πατ πέντε λεπτά της δραχμής μόνον, για εργάτες του καπνού, εργάτες με γαστρονομική κουλτούρα. Θέλεις είπε η
Δήμητρα και κοίταξε στα μάτια τον Γιωργάκη. Τα οικονομικά μου είναι λίγο περιορισμένα Δήμητρα. Αυτήν την φορά κερνάω εγώ λοιπόν, αποκρίθηκε χαμογελώντας. Ο Γιωργάκης δοκίμασε το μαγικό καλαμπόκι. Μπομπότες του φώναξε ένας εργάτης από μακρυά. Ορίστε απάντησε o Γιωργάκης. Μπομπότες έτσι τις αποκαλούμε στο χωρίο μου. Και είναι μαγικές ρώτησε ο Γιωργάκης ; Βέβαια και είναι μαγικές. Όταν τις πετάει η Γιαγιά μου στο τηγάνι τσατ, πατ αλλάζουν μορφή. Μάλιστα απάντησε ο Γιωργάκης και δοκίμασε την νέα λιχουδιά. Θεσπέσιες και καταπληκτικές αναφώνησε. Ίσως λίγο αλάτι παραπάνω θα βοηθούσε συμπλήρωσε ο Γιωργάκης. Βρε για δες τον πιτσιρίκο αναφώνησε ένας άλλος καπνεργάτης ο Μήτσος, θα μας βγει και μαγειρικός. Ε βέβαια βρε Μήτσο απάντησε η Δήμητρα, από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια και αν δεν ξέρει από λιχουδιές ο μικρός ποιος θα ξέρει ο τρελός ; Όλο το καπνομάγαζο ξέσπασε στα γέλια. Μετανάστες εκ παραλίας ορμώμενοι. Ήταν κάπου εκεί αρχές του 1920 και μεγάλη δυστυχία είχε το νησί. Οι άνθρωποι δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Το μοναδικό προϊόν προς εμπορία στο νησί ήταν οι ελιές και το λάδι. Κάθε τέλος της ελαιοκομικής περιόδου, ένα πανάρχαιο φορτηγό έμπαινε στο νησί φορτωμένο με κάθε είδος οικοκυρικής από την πολιτεία. Πράσινο σαπούνι, κάτι σκουριασμένες κονσέρβες, κάτι λίγο από οικοσκευή, όλα ανταλλάσσονταν από τους δύο εμπόρους με εκλεκτά αγροτικά προϊόντα. Όνειρο του κάθε νοικοκύρη του νησιού ήταν να μετανάστευσει για ένα καλύτερο μέλλον και ως τόπο πάντα μνημόνευαν την Αμερική. Αλώστε σε αυτά τα όνειρα έδιναν πνοή οι άνθρωποι που είχαν επιστρέψει από εκεί και είχαν γίνει αρκετά πλούσιοι. Μάλιστα το παρ όνομα Αμερικάνος, σήμαινε εκτός από πρώην μετανάστης και αρκετά ευκατάστατος στο νησί. Βέβαια υπήρχε και εκείνος ο γέρο δάσκαλος, ο κυρ Νοταράς παλιός μετανάστης της περιόδου του
1880, που αντί για
αναγνωστικό κάτι εκκλησιαστικό, τους διάβαζε από εκείνο το μπλε βελούδινο βιβλίο, για έναν κουρέα της Αμερικής με όλο αίμα και κακό. Μα της Σεβίλης δάσκαλε του έλεγε ο Μπακάλης ο κυρ Μιχαλιός και που ξέρεις βρε Μιχαλιό εσύ από κουρείς ; Άκου εμένα που τα έχω ζήσει, της Αμερικής σου λέω. Έτσι μες στην τρομοκρατία μεγάλωναν τα παιδιά του χωριού και πάντα όταν σκεφτόταν το όνειρο πάντα τους χάλαγε την διάθεση η ιστορίες του κυρ Νοταρά. Βρε λες να έχει δίκιο ο τρελό δάσκαλος, αναρωτιόταν ο Μιχάλης. Απόστολε λες να μπούμε σε μπελάδες σαν αυτές που μας διάβαζε ο δάσκαλος στα παιδικά μας χρόνια. Άσε ρε Μιχάλη, εδώ μιλάμε τα πράγματα είναι σίγουρα. Και πώς θα γίνει ρωτούσε ο Μιχάλης ; Άκου Μιχάλη, θα πάρουμε την τράτα του Γιάναρου από την παραλία και θα βγούμε στην πολιτεία. Εκεί θα πάρουμε τρένο να βγούμε στην πρωτεύουσα και αφού φτιάξουμε χαρτιά, ετοιμάσου για το παραδάκι. Θα γίνουμε πλούσιοι. Όλα δηλαδή Απόστολε θα ξεκινήσουν από την παραλία, εκεί ορμούμενοι λοιπόν για μια νέα ζωή. Ετοιμάστηκαν λοιπόν οι νέοι και έπεισαν και φίλους τους να ακολουθήσουν τον δρόμο της νέας ζωής. Γλέντησαν με όλη την ψυχή τους και αποχαιρέτησαν όλο το χωριό, σαν να ήταν η τελευταία φορά που το έβλεπαν. Έφτασαν
λοιπόν στην παραλία που χειμωνιάτικα δεν υπήρχε ψυχή, ακόμη και οι ψαράδες είχαν τραβηγμένα τα σκάφη τους. Εκεί περίμενε ο Γιάναρος για το προκαθορισμένο ταξίδι απέναντι στην πολιτεία. Μαζί με τα πράγματα που έστελναν οι οικογένειες στους συγγενείς τους που ήταν καπνεργάτες, στριμώχτηκαν και οι δύο νέοι. Αφού άνοιξε τα πανιά η τράτα, άρχισε το αργό ταξίδι για την πολιτεία, έτσι λοιπόν λίγο από την ταλαιπωρία, λίγο από την πολύ κατανάλωση του οίνου, ίσως από το κούνημα της τράτας τον πήρε ο ύπνος τον Μιχάλη. Μα αυτό δεν ήταν ύπνος, εφιάλτης ήταν. Όλες σχεδόν οι ιστορίες του κυρ Νοταρά πέρασαν από το κεφάλι του. Είδε μέχρι και τον ίδιο τον κουρέα. Σαν έφτασαν στην πολιτεία, ο Απόστολος σκουντούσε το Μιχάλη να ξυπνήσει και τότε ο Μιχάλης μονολογούσε ΄΄αδύνατον΄΄. Τι αδύνατον ρωτάει ο Απόστολος ; Αδύνατον να αφήσω τα κοκαλάκια μου στον ξένο τόπο, γυρίζω, πάει τελείωσε. Τι λες βρε Μιχάλη δεν είπαμε εκ παραλίας ορμώμενοι ; Βέβαια και είπαμε αλλά μην ξεχνάς τον δάσκαλο. Ποιόν δάσκαλο με τις ιστορίες του τρελού ασχολείσαι ; Αμ δεν είναι τρελός το πήρα το μήνυμα, στον ύπνο μου σου λέω με ονείρεψε ο ίδιος ο κουρέας. Κακό θα μας βρει Απόστολε, να γυρίσουμε είπε. Ακούς εκεί τι πάθαμε μα να μας απειλεί ένας μπαρμπέρης μονολογούσε ο Απόστολος και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Η Λάικα στο νησί. Δύσκολα τα χρόνια στο νησί. Κάπου στο 1957 και ο εμφύλιος είχε αφήσει τα σημάδια του. Οι άνθρωποι κουμπωμένοι και φοβισμένοι. Τα καφενεία χωρισμένα. Εκεί στο καφενείο του Γιωργή, νωχελικά ο Αλέκος καθόταν και διάβαζε την εφημερίδα που τραταρόταν τζάμπα μαζί με τον καφέ. Η εφημερίδα κατά τσαλακωμένη από τις πολλές αναγνωστικές πάσες των πελατών. Ο Αλέκος είχε πάρει το παρατσούκλι ο ΄΄Κασκαρίκας΄΄ που σήμαινε στα ντόπια ο φαρσαδόρος, αυτός που κάνει φάρσες- κασκαρίκιες. Ουκ ολίγες φορές βρέθηκε στο κατόπι του ο αγροφύλακας ή ακόμη και η χωροφυλακή, υπήρξε ο τρόμος των νοικοκυραίων αλλά και των απρόκοπων. Ζούσε για να σπάει πλάκες. Βέβαια υπήρχαν και αυτοί που συμπαθούσαν τον κασκαρίκα και έλεγαν ότι οι φάρσες του έδιναν έναν ευχάριστο τόνο στις δύσκολες εποχές που διένειαν. Τι χαμπάρια μπάρμπα Αλέκο, ρώτησε ο φίλος του ο Δημητρός. Ενδιαφέρον, ενδιαφέρον μονολογούσε...Βρε Κασκαρίκα τι έπαθες και χάθηκες εκεί μέσα ; Άκου Δημητρό ξέρεις για την Λάικα ; Ποια Λάικα βρε αλαφροίσκιοτε, ρώτησε το Δημητρό χαμηλόφωνα, πολύ ρούσικο μου ακούγεται αυτό. Δημητρό καλά τα λες και βέβαια ρούσικο είναι απάντησε γελώντας με την καρδιά του. Άκου λοιπόν τι γράφει η εφημερίδα, οι Κόκκινοι έστειλαν στο διάστημα μία καταπληκτική σκυλίτσα, την λένε Λάικα. Τι λες βρε Αλέκο, σου έστριψε τελείως πετάνε οι σκύλοι ; Πετάνε απάντησε ο δάσκαλος του χωριού παίρνοντας την εφημερίδα και δίνοντας την στον Δημητρό. Ο Δημητρός άνοιξε την εφημερίδα πιστεύοντας ότι πρόκειται για καμιά κασκαρίκα του Αλέκου και έκπληκτος διάβασε το γεγονός. Οι Κόκκινοι, οι ρούσοι έστειλαν μία σκυλίτσα στο διάστημα γύρω από την γη. Ο Δημητρός τελειώνοντας την εφημερίδα κοίταξε εντελώς μηχανικά τον ουρανό.
Τι κοιτάς ρε Δημητρό, φοβάσαι μην σε κατουρήσει είπε περιπαιχτικά ο γέρο Μάξιμος και το καφενείο ξέσπασε στα γέλια.
Πέρασε καμιά εβδομάδα και το καφενείο σειόταν από τις ατελείωτες συζητήσεις γύρω
από το θέμα της Λάικας και τις γεροντικές αναλύσεις για τον ισχυρότερο, ποιος από τους δύο γίγαντες, η Δύση ή η Ανατολή; Ένα πρωινό ο Δημητρός συνάντησε τον Αλέκο στο καφενείο όπου ήπιαν εντελώς τελετουργικά το πρωινό τους καφεδάκι. Αφού τελειώσαν ο Αλέκος με μια παλιά εφημερίδα στα χέρια έκανε ένα συνωμοτικό νεύμα στον Δημητρό, πάμε είπε. Σηκώθηκαν και οι δύο και ο Δημητρός ακολούθησε τον φίλο του προς την έξοδο της πλατείας. Που πάμε ρε Αλέκο τον ρωτάει ; Πάμε να φέρουμε την Λάικα. Ποια Λάικα βρε αλαφροσκιωτε, είσαι καλά ; Την Λάικα, μας την έστειλε ο Στάλιν να επισκεφτεί το νησί μας, την Λάικα την κοσμογυρισμένη. Ο Δημητρός κοίταξε στα μάτια τον φίλο του τον Αλέκο, κατάλαβε ότι τα πράγματα αυτήν την φορά δεν ήταν απλά δύσκολα, αλλά έως και επικίνδυνα. Παρόλα ταύτα ακολούθησε τον φίλο του έστω για να γίνει παρατηρητής των κοσμοιστορικών γεγονότων που θα λάβουν μέρος στο νησί τους. Άσε βρε κασκαρίκα πως θα τους πείσεις,αφού όλοι ξέρουν ότι είσαι μάστορας στην τέχνη της πλάκας. Μα είναι ίδιο του, απάντησε ο Αλέκος. Αφού περπάτησαν καμιά ώρα έφτασαν στο μαντρί του μπάρμπα Νικολή. Γεια σου Κυρ Νικολή καμάρι του νησιού μας, κόσμησαν τον οικοδεσπότη της στάνης, να έχεις υγεία και χαρά. Όχι μόνον εγώ λεβέντες και τα ζα και τα ζα. Να έχεις γερό κοπάδι, να μεγαλώνει και να ευημερεί απάντησαν οι νέοι. Να σας φιλέψω απάντησε ο πειστικός και έβγαλε φρέσκια μυζήθρα και τσιπουράκι από τα καλά αμπέλια του γέρου Μάξιμου. Αφού τελείωσε αυτό το βουκολικό γεύμα μέσα στο καταπράσινο όρος, ο Αλέκος κοίταξε τον κυρ Νικολή και του είπε, αυτό που είπες το έχεις ; Ίδιο του, απάντησε ο κυρ Νικολής. Σηκώθηκαν όλοι μαζί και κατευθύνθηκαν πίσω από την μάντρα. Ο Αλέκος άνοιξε την εφημερίδα και μονολόγησε, ομοιότης ιδία, πάσαν αμφιβολίαν. Ο Δημητρός κοιτούσε έκπληκτος την εφημερίδα και τον σκύλο. Πράγματι η ομοιότης υπήρξε εκπληκτική. Το βασικότερα παιδιά, η σκυλίτσα κάθεται ποιο ήσυχη από ποτέ, λες και εμπνέει κάποια αριστοκρατικότητα αποκρίθηκε ο κυρ Νικολής. Ας γίνει, είπε κοφτά ο Αλέκος και έπιασαν την σκυλίτσα να την πλένουν, να την φροντίζουν. Αφού έκοψαν τα μαλλιά και της φόρεσαν επίσημο λουρί ετοιμάστηκαν να φύγουν για το χωριό αλλά τους σταμάτησε ο Κυρ Νικολής. Περιμένετε είπε εντελώς συνωμοτικά. Βρήκε ένα κόκκινο βελούδο ύφασμα της γυναίκας του και το πέρασε στην σκυλίτσα. Τώρα Λάικα μου είσαι έτοιμη είπε. Ξεκίνησε λοιπόν η βασιλική πομπή, μπροστά ο Αλέκος, πίσω η Λάικα και στο κατόπι ο Δημητρός. Σαν μπήκαν στο χωριό όλοι κοίταξαν την περίεργη πομπή με την σκυλίτσα με το κόκκινο φουλάρι και τον Αλέκο να φωνάζει έλα Λάικα, πάμε. Ο Αλέκος έφτασε στο καφενείο και έκατσε αμίλητος στο τραπέζι του όπου παρήγγειλε καφέ. Ποιανού είναι αυτός ο σκύλος ρωτούσαν οι θαμώνες του καφενείου παραξενεμένοι μεταξύ τους. Ο Δημητρός απαντούσε με ύφος εκατό καρδιναλίων ότι την σκυλίτσα την είχε εμπιστευτεί ΄΄κάποιος΄΄ να την φιλοξενεί ο φίλος του ο Αλέκος. Μα ποιος ρωτούσαν επίμονα οι θαμώνες και γιατί την φωνάζει Λάικα ; Αυτό είναι το όνομα της απαντούσε ο Δημητρός ενώ ο Αλέκος έκανε τον
απασχολημένο. Μα είναι ΄΄ίδια΄΄ της είπε ο δάσκαλος. Ο Δημητρός έτριβε τα μάτια του, μα είναι δυνατόν να τον πιστέψουν, ξέχασαν ποιος είναι ο Κασκαρίκας ; Όλο τον υπόλοιπο καιρό, Αλέκος και Δημητρός ε γύρισαν όλο το νησί, σε όλα τα χωριά άνοιξαν οι πόρτες καφενείων αλλά και σπιτιών. Κανένας δεν τόλμησε να ρωτήσει ποιος είχε εμπιστευτεί την Λάικα στον κασκαρίκα. Τα καταφέραμε ρώτησε ο Δημητρός ; Τα καταφέραμε απάντησε ο Αλέκος. Μας πώς είναι δυνατόν ρώτησε ο Δημητρός; Μα είναι πολύ απλό Δημητρό, οι άνθρωποι θέλουν να είναι κομμάτι της ιστορίας. Πολύ φιλόσοφος δεν έγινες βρε Αλέκο ; Τα χρόνια πέρασαν, η Λάικα έζεισε όλα της τα χρόνια με την φροντίδα και την αγάπη του χωριού, μάλιστα ο καφενετζης είχε βάλει μια βασιλική μαξιλάρα για την διασημότητα. Την Λάικα πάντα χάιδευαν περαστικοί, κάποιες φορές με καχυποψία και κάποιες φορές μονολογόντας ΄΄ αδύνατον΄΄.