Λόγια που γράφτηκαν εύκολα
Γιώργος Κωνσταντίνου
Φωτογραφία: Γιώργος Κωνσταντίνου Copyright © 1994
Λόγια που γράφτηκαν εύκολα Γιώργος Κωνσταντίνου 2020 | Λευκωσία |
ISBN 978-9925-580-86-6
Ευχαριστώ τη Βερόνικα που το μελέτησε και εμπνεύστηκε την εμφάνισή του (και το εκτίμησε περισσότερο απ’ ότι εγώ) και τον Γεώργιο που το διάβασε. Αφιερωμένο σε όλους τους καπετάνιους πλοίων, πιλότους αεροπλάνων, οδηγούς λεωφορείων και τρένων που δούλευαν ενώ εγώ έγραφα εύκολα λόγια σε σημειωματάρια και εξώφυλλα βιβλίων!
Πειρασμέ μου καληνύχτα Μίλα μου γλυκά και ‘γω να τρέμω από τη δίψα για τα φιλιά και το σώμα σου Μίλα μου γλυκά και ‘γω θα θέλω να ‘μαι τα λεπτά σε κάθε ώρα σου Καληνύχτα πειρασμέ μου, φιλιά στο στόμα σου Καληνύχτα, και ‘γω θα ‘μαι απόψε φύλακας στην πόρτα σου Έρωτά μου, αν δεν ήμουν στο πλευρό σου, φταίνε τα’ αστέρια που σε ζήλεψαν Πρόκλησή μου, αν δεν είμαι ούτε απόψε εκεί μαζί σου μην κλάψεις Μόνο κοιμήσου πιο νωρίς και ‘γω θα έρθω να σε βρω, θα έρθω να σε συναντήσω εκεί στη γωνία, στην πλατεία του πιο ερωτικού σου ονείρου Μην φοβηθείς που θα ‘ναι Οκτώβρης, μην τρομάξεις που τα δέντρα δεν θα έχουν φύλλα, θα είμαι εκεί για το χειμώνα, στην αγκαλιά μου να κρυφτείς στο κρύο, μαζί θα ζήσουμε την άνοιξη. 23 Σεπτεμβρίου 2004
Κλειστόν Όλα τελειώνουν εκεί, στην πόρτα, στο τελευταίο φιλί. Μια ματιά με χίλιες λέξεις χίλια φιλιά, μια σταγόνα δάκρυ και ένα εκατομμύριο ερωτηματικά «Πως γίνεται, αφού αγαπιόμαστε;» Η πόρτα κλείνει και δεν έχει σημασία ποιος είναι μέσα και ποιος έξω. Πως γίνεται να κλείσει αφού αγαπιόμασταν; Ακόμα αγαπιόμαστε. Ανθρώπινα μυαλά, αβοήθητα κολλούν σε πρόσκαιρες σκέψεις – σε πλαστούς κόσμους. Η πόρτα έκλεισε, εσύ δεν έμεινες μέσα, εγώ δεν σε σταμάτησα. Κλαίμε και οι δυο σε κάθε πλευρά της. Αγγίζουμε το ξύλο και προσευχόμαστε «Κάνε Θεέ μου να τελειώσει ο κόσμος σήμερα – αυτή τη στιγμή. Την ώρα που εμείς δεν θα είμαστε μαζί.
23 Μαρτίου 2003
Αν ήμουν Θεός Χθες μου έστειλες τα δώρα που σου χάρισα. Γιατί; Τι ήθελες να αποδείξεις; Τι ήθελες να ξεφορτωθείς; Τα πράγματά σου τα μάζεψα, τα έβαλα σε μια μαύρη σακούλα. Την αγάπη μου για ‘σένα την είχα μαζεμένη, την είχα όλη κλειδωμένη στην καμένη μου καρδιά και περίμενα να την ανοίξεις. Τι ήμουν νομίζεις; Ο Θεός; Μια μαύρη καρδιά – κακομεταχειρισμένη – είμαι και ‘γω. Απλώς έπρεπε να την αγγίξεις απαλά, να τη χαϊδέψεις για να απαλύνει ο πόνος της, να νιώσει ποθητή και να ανοίξει για ‘σένα για να σου δώσει την αγάπη της. Τι ήθελες; Να τη βάλω και αυτή σε μια μαύρη σακούλα και να στη δώσω; Δεν ήμουν Θεός. Ένα φοβισμένο σπουργίτι ήμουν, που κρυβόταν κάθε φορά που φύσαγε ο βοριάς. Αδύναμα φτερά έχω, τα τσάκισα τόσες φορές. Τι ήθελες; Να πεθάνω; Θα σε ευχαριστούσε αγάπη μου; Θα σε ολοκλήρωνε;
23 Μαρτίου 2003
Πες ένα χρώμα Γρίφος, συναντήθηκαν στον ουρανό Εσύ είχες κάνει ανάστατη τη γη Αντιστάθηκες, θα μπορούσες να ήσουν άγγελος Το καράβι είχε από καιρό αράξει Πόθος, οι πεταλούδες δεν κάθισαν ούτε στιγμή Εσύ είχες υπερωρία στην αναμονή Ψέματα, θα μπορούσα να σε σκότωνα Και ‘συ δεν είπες ολόκληρη αλήθεια Θαύμα, τα κενά γεμίζουν με τα πλην Όταν μεθάς ξεχνάς να ζεις την ηδονή Ανάγκη, ο χώρος δεν είχε ούτε μια καρέκλα Μια βουκεμβίλια σε έπεισε να έρθεις Σημάδι, τριάντα τρεις φορές θα μ’ αρνηθείς Είκοσι έξι χρόνια περίμενες τον Οδυσσέα Εραστές, δεν ήσαν ποτέ τους δέκα Θα φύγω για την Τροία πριν προλάβεις να με αρνηθείς
Δρόμοι, είχα μάθει τα σημάδια στην κάθε στροφή Έβρεχε και ας ήταν ακόμα καλοκαίρι Αγάπη, στα ταξίδια κράταγες ένα χαλασμένο τιμόνι Και η πυξίδα έδειχνε ηλιοβασίλεμα Φεύγω, έγραφε στίχους σ’ ένα τοίχο Παντρεύτηκε με μια οπτασία Φόβος, η θάλασσα ήταν θυμωμένη Ο δρόμος σταματούσε στα κύματα Άντρας, κουρασμένο φάντασμα με κατάθλιψη Τα παιδιά δεν ήταν αθώα ούτε το πρωί Γυναίκα, η Ελένη ήταν μύθος Ο Πάρης ήταν πάντα μόνος Έρωτας, συγχρονισμένη πανδαισία στο δάκρυ ενός ονείρου Μην με ξυπνήσετε Αφέθηκες, ο αέρας απείλησε τα μαλλιά σου Μετέωρο βήμα φυλακισμένου λιονταριού Μείνε, η μοναξιά ήταν μια συνήθεια Η μέλισσα ήξερε όλα τα λουλούδια
Φωτιά, το σώμα σου διψούσε για πληγές Έκαψες όλα τα μηνύματα των μύθων Κόκκινο, το άσπρο ήταν λίγο για να σε περιγράψει Σε ζήλεψε το ουράνιο τόξο Κάθισε, μόνο να μου χάριζες μια στιγμή απ’ τη ζωή σου Φλεγόσουν σε λιμάνια ανεμοδαρμένα Καρέκλα, την έριξα για άγκυρα Δεν άραξε γιατί είχε κιόλας καεί…
12 Ιανουαρίου 2006
Σε ξέρω τόσο λίγο Σαν τη βροχή ήσουν που έφυγε Σαν την σταγόνα στο μάγουλό μου Δεν συστηθήκαμε Τα μάτια μου μόλις που σε είδαν Σαν την αστραπή ήσουν, έσβησες Κι όμως σ’ αγάπησα Δεν ενωθήκαμε Ένιωθες να ‘χες γίνει πέτρα, βράχος Μα το Θεό μου είναι πολύ δύσκολο να το φανταστώ Εσύ δεν μπορεί να ήσουν ποτέ κάτι λιγότερο από το μετάξι που κρατώ Άντε πότε θα πάει οκτώ ο μήνας Τόσες μέρες; Πότε επιτέλους θα σε δω; Χορεύω γυμνός Αν είσαι βροχή θα ξανάρθεις Αν είσαι σταγόνα ξανά-δρόσισέ με Δεν σε χόρτασα Δεν κλείνω τα μάτια Αν είσαι αστραπή κάψε με Αν είσαι φωτιά πάρε με Δεν σε αρνήθηκα Ένιωθες να ‘χες γίνει πέτρα, βράχος Μα το Θεό μου είναι πολύ δύσκολο να το φανταστώ
Εσύ δεν μπορεί να ήσουν ποτέ κάτι λιγότερο από το μετάξι που κρατώ Άντε, πότε θα πάει οκτώ ο μήνας Τόσες μέρες; Πότε επιτέλους θα σε δω;
23 Σεπτεμβρίου 2004
Χωρίς λιμάνι Μεγαλύτερη φουρτούνα δεν γνώρισα. Τόσα χρόνια στα καράβια, στις μηχανές και τα λάδια Μεγαλύτερη φουρτούνα δεν γνώρισα.
Δεν με θυμάσαι, μα κάποτε σταμάτησα και στο δικό σου λιμάνι Όταν ακόμα ήμουν ψαροκάικο Μεγαλύτερη φουρτούνα δεν γνώρισα.
Τότε βέβαια δεν έβγαινα στ’ ανοικτά Έφερνα εδώ τριγύρω, αργά, μα δεν σταμάτησα – δεν έδεσα Μεγαλύτερη φουρτούνα δεν γνώρισα.
Μετά απέκτησα πανιά, μηχανή, ναύτες Έβαλα πλώρη για τα βαθιά, μα ούτε και τότε… μεγαλύτερη φουρτούνα δεν γνώρισα.
Τώρα το σκαρί γέρασε Λέμε να το εγκαταλείψουμε στο Βόσπορο. Αργά ή γρήγορα θα βουλιάξει. Μια φουρτούνα μεγάλη θα το βυθίσει.
Μια φουρτούνα σαν κι αυτή.
Αλήθεια είναι πως κακό ψόφο θα ‘χει Τόσα χρόνια στη θάλασσα Ακόμα και τότε στη μεγάλη φουρτούνα, λιμάνι δεν καταδέχτηκε να πλευρίσει.
Λένε πως δεν θα βυθιστεί ποτέ Θα δέρνει για πάντα μες τα κύματα. Θα σαπίσει, θα το κάνουν κατοικιά τα φαντάσματα των βρικολακιασμένων καπετάνιων.
Και δεν θα ησυχάσει, αν ακόμα και τώρα δεν μπει σε λιμάνι Τώρα δεν έχει επιλογή. Έτσι σπασμένο καράβι μόνο ένα κακό μοναχικό λιμάνι θα βρει.
Ας είναι Τουλάχιστον να μπορέσει να πεθάνει. Τέτοια φουρτούνα που να μπορέσει να ξανάβρει;
18 Σεπτεμβρίου 2004
Εκτέλεση Ξέρεις τι θα έκανα τώρα αν σε είχα εδώ, μπροστά μου; Ξέρεις τι θα έκανα, πως θα αντιδρούσα; Άκουσες πώς σκοτώνουν τους ενόχους στην κρεμάλα; Έτσι και ‘σένα μες την αγκαλιά μου θα σε έκλεινα. Θηλιά τα χέρια μου γύρω από το λαιμό σου και η καρδιά μου ηλεκτρισμό θα γέμιζε το κορμί σου. Τα χείλη μου θα χάιδευαν την κάθε σπιθαμή σου, τα δάκρυά μου θα έλουζαν το φόβο από τη μορφή σου. Ξέρεις τι θα έκανα αν ήσουνα δική μου; Θα πάλευα τους Κύκλωπες, θα σκλάβωνα τους Τρώες και την Ελένη θα έφερνα δούλα μες την αυλή σου.
25 Μαρτίου 2003
Μπλε φωτογραφίες Μάζεψα τα πράγματά σου. Πώς χωρά σε μια σακούλα μια ζωή; Χθες βρήκα τη δύναμη να αγγίξω στις κορνίζες με τις φωτογραφίες σου. Δεν αντέχω άλλο να με κοιτάς χωρίς να είσαι εδώ. Έμεινε μόνο μια κορνίζα, μπλε. Στη φωτογραφία δεν ήσουν μόνη, ήσουν στην αγκαλιά μου. Αυτή με δυσκόλεψε, ήταν απόδειξη ότι κάποτε ήσουν δική μου.
22 Μαρτίου 2003
Κατάθεση Δεν είμαι ποιητής – παραδέχομαι. Θα δεχθώ όποια τιμωρία μου επιβάλετε. Παραδέχομαι, έκανα απόπειρα να εισβάλω σε ιδιωτικό χώρο, στη «Λέσχη των ποιητών». Πρέπει όμως να με πιστέψετε. Δεν έκλεψα τίποτα, ήταν μόνο διάρρηξη. Αν μπορούσα μόνο να έχω την επιείκειά σας. Έχω καθαρό μητρώο. Το μυαλό μου είναι λίγο αμαυρωμένο μα αυτό δεν πιάνεται στο δικαστήριο, μόνο στο ψυχιατρείο… Παραδέχομαι, δεν είμαι ποιητής και ούτε θα γίνω, ποτέ δεν ήθελα να γίνω. Λίγο περίεργος ήμουνα μόνο – δεν το ήθελα. Δεν είμαι ποιητής. Η καρδιά μου τα φταίει όλα. Αυτή με παρέσυρε. Μάτωσε και τη λυπήθηκα και νόμισα πως… αν έγραφα αυτά που μου έλεγε, έτσι θα την ξεκούραζα. Δεν είμαι ποιητής, μια ξεχασμένη καρδιά είμαι και ‘γω. Μια ξεθωριασμένη ζωγραφιά σε ένα μαθητικό θρανίο. Μια κόκκινη καρδούλα, ένα βέλος και δυο αρχικά γράμματα. Ποιητής! Εγώ; Ούτε μολύβι δεν έχω. Το δάκτυλό μου άγγιξα στην καρδιά μου, αυτή μάτωσε και νόμιζα πως έγραφα!
4 Μαΐου 2003
Στο δρόμο μου Χθες βράδυ ήρθες πάλι στη σκέψη μου. Είσαι στης ζωής μου την ιστορία μεγάλη σελίδα και πως να το κρύψω.
Χθες, σε είδα στο δρόμο μου και ήρθε στην καρδιά μου καταιγίδα. Ας κρατούσες κλειστό το στόμα, ας μην έλεγες τίποτα.
Αν ήξερα να σ’ αγαπώ. Ακόμα θα σε είχα δίπλα μου; Μα είσαι ‘δω, είσαι παντού, είσαι στο σώμα στο μυαλό και στις σκέψεις μου. Είσαι παντού, είσαι στα άγνωστα κορμιά που ξεδιψούν τις άγριες ορέξεις μου
Σε είδα χθες στο δρόμο μου, ήσουνα όμορφη σαν πρώτα. Είχες τον ήλιο στα μαλλιά και μεσ’ τα μάτια σου έψαχνα την όαση που τόσες φορές με έσωσε πριν γίνω λιώμα. Χθες στο δρόμο πέρασες από δίπλα μου. Χτες κατάλαβα τι έχασα, μα αυτό που μπορώ να σου πω τώρα είναι μόνο ένα αντίο.
26 Μαΐου 1998
Ευτυχία Η ευτυχία είναι μικρές στιγμές μέσα σε μια τεράστια ζωή που δεν προλαβαίνεις καν να χαρείς.
17 Ιανουαρίου 1998
Μόνος (2) Τώρα τι να σου πω; Χωρίς φίλους Χωρίς ζωή Χωρίς νόημα Χωρίς ευτυχία Χωρίς έρωτα Χωρίς χαρά Χωρίς ικανοποίηση Χωρίς αυτοπεποίθηση Χωρίς πρωτοβουλία
Δεν παίρνεις αποφάσεις Οι μέρες, η ζωή κυλά Εσύ δεν προλαβαίνεις γιατί δεν σκέφτεσαι Περιμένεις τη μοίρα χωρίς να κάνεις κάτι Χωρίς αποφάσεις.
17 Ιανουαρίου 1998
Μόνος Για την ώρα αφήστε με μόνο μου
Για την ώρα πρέπει να μείνω μόνος μου
17 Ιανουαρίου 1998
Γιώργος Κωνσταντίνου Είναι απόφοιτος σχολών Δημοσιογραφίας/Μάρκετινγκ και Θεάτρου. Εργάζεται στον τομέα της Επικοινωνίας από το 2008. Έχει πάνω από 20 χρόνια εμπειρία στη δημοσιογραφία και φωτο-δημοσιογραφία, σε γνωστά κυπριακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης όπως οι εφημερίδες «Αλήθεια», «Σημερινή» και το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) καθώς επίσης με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και το Ευρωπαϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (EPA). Φωτογραφίες του βραβεύθηκαν σε τοπικούς και διεθνείς διαγωνισμούς. Συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις του Σατιρικού Θεάτρου και άλλων ανεξάρτητων θιάσων, κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Έγραψε το λεύκωμα «Forest Park Hotel 75 Χρόνια 1936-2011» το οποίο έκδωσε η εταιρεία ΓΝΩΡΑ Σύμβουλοι Επικοινωνίας.
Copyright © 2020 ISBN 978-9925-580-86-6 All rights reserved georgeconst19@gmail.com Printed in Nicosia - Cyprus
…Δεν είμαι ποιητής – παραδέχομαι. Θα δεχθώ όποια τιμωρία μου επιβάλετε…
ISBN 978-9925-580-86-6