Λόγια που γράφτηκαν εύκολα
Έκδοση δεύτερη, ενισχυμένη και πειραγμένη
2021
Γιώργος Κωνσταντίνου
Λόγια που γράφτηκαν εύκολα Έκδοση δεύτερη, ενισχυμένη και πειραγμένη
Γιώργος Κωνσταντίνου 2021 | Λ ευκωσία | ISBN 978-9925-5 80-86-6
Φωτογραφία εσώφυλλου: Γιώργος Κωνσταντίνου Copyright © 1994. Το σκίτσο στο κείμενο ‘σε ξέρω τόσο λίγο’ είναι το poodle μας ο Πούφους, όπως τον απεικόνισε στο κινητό μου ο Νεκτάριος, τον Ιούλιο του 2021. Όλα τα άλλα σκίτσα ανήκουν στο Νεκτάριο και στον Κωνσταντίνο και τα σχεδίαζαν στο κινητό μου σε ανύποπτο χρόνο, γι’ αυτό δεν ξέρω ποια είναι ποιου!
[αντί εισαγωγής]
κατάθεση Δεν είμαι ποιητής – παραδέχομαι. Θα δεχθώ όποια τιμωρία μου επιβάλετε. Παραδέχομαι, έκανα απόπειρα να εισβάλω σε ιδιωτικό χώρο. Πρέπει όμως να με πιστέψετε. Δεν έκλεψα τίποτα, ήταν μόνο διάρρηξη. Αν μπορούσα μόνο να έχω την επιείκειά σας. Έχω καθαρό μητρώο. Το μυαλό μου είναι λίγο αμαυρωμένο μα αυτό δεν πιάνεται στο δικαστήριο, μόνο στο ψυχιατρείο. Παραδέχομαι, δεν είμαι ποιητής και ούτε θα γίνω, ποτέ δεν ήθελα να γίνω. Λίγο περίεργος ήμουνα μόνο – δεν το ήθελα. Δεν είμαι ποιητής. Η καρδιά μου τα φταίει όλα. Αυτή με παρέσυρε. Μάτωσε και τη λυπήθηκα και νόμισα πως αν έγραφα αυτά που μου έλεγε, έτσι θα την ξεκούραζα. Δεν είμαι ποιητής, μια ξεχασμένη καρδιά είμαι και ‘γω. Μια ξεθωριασμένη ζωγραφιά σε ένα μαθητικό θρανίο. Μια κόκκινη καρδούλα, ένα βέλος και δυο αρχικά γράμματα. Ποιητής! Εγώ; Ούτε μολύβι δεν έχω. Το δάκτυλό μου άγγιξα στην καρδιά μου, αυτή μάτωσε και νόμιζα πως έγραφα!
λάικ Πόσα χρόνια να μην απαντάς; Πόσους αιώνες; Σ’ αντικαταστήσαμε. Σοβαρά τώρα; Ούτε ένα like; Τίποτε δεν κάνουμε σωστό για Σένα; Πόση απάθεια; Ούτε ένα emoji;
το κόστος της νίκης Κοίταξες απότομα τα φώτα και τυφλώθηκες μα σαν γιατρεύτηκε η ζάλη, τους παραδόθηκες. Ήμουν εδώ, μα έψαχνες χίμαιρες, στα παραμύθια πάνοπλους πρίγκιπες. Κι όταν τελειώσανε οι γιορτές, των ψεύτικων χορών οι μουσικές, γύρισες πίσω και είδες στάχτες. Τις άφησαν στο διάβα για τη δόξα τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα. Εφήμερα.
να σταματήσει η Γη Ήσουν κουρασμένη και σταμάτησες τη Γη να κατέβεις. Χρειαζόσουν ένα διάλειμμα και σταμάτησες τον Κόσμο. Εσύ ανάσανες, εσύ αναπαύτηκες, μα Γη σταμάτησε και ο Κόσμος χάλασε, το Σύμπαν αποσυντέθηκε, τ’ αστέρια έσβησαν, η θάλασσα εξατμίστηκε και η στεριά έγινε σκόνη. Και ἐγένετο σκότος. Μα δεν ε-ξανα-γένετο φως.
κλειστόν Όλα τελειώνουν εκεί, στην πόρτα, στο τελευταίο φιλί. Μια ματιά με χίλιες λέξεις χίλια φιλιά, μια σταγόνα δάκρυ και ένα εκατομμύριο ερωτηματικά - «Πως γίνεται, αφού αγαπιόμαστε;» Η πόρτα κλείνει και δεν έχει σημασία ποιος είναι μέσα και ποιος έξω. Πως γίνεται να κλείσει αφού αγαπιόμασταν; Ακόμα αγαπιόμαστε. Ανθρώπινα μυαλά, αβοήθητα, κολλούν σε πρόσκαιρες σκέψεις – σε πλαστούς κόσμους. Η πόρτα έκλεισε, εσύ δεν έμεινες μέσα, εγώ δεν σε σταμάτησα. Κλαίμε και οι δυο σε κάθε πλευρά της. Αγγίζουμε το ξύλο και προσευχόμαστε - «Κάνε Θεέ μου να τελειώσει ο κόσμος σήμερα – αυτή τη στιγμή. Την ώρα που εμείς δεν θα είμαστε μαζί.
πειρασμέ μου καληνύχτα Μίλα μου γλυκά και ‘γω να τρέμω από τη δίψα για τα φιλιά και το σώμα σου. Μίλα μου γλυκά και ‘γω θα θέλω να ‘μαι τα λεπτά σε κάθε ώρα σου. Καληνύχτα πειρασμέ μου, φιλιά στο στόμα σου. Καληνύχτα, και ‘γω θα ‘μαι απόψε φύλακας στην πόρτα σου. Έρωτά μου, αν δεν ήμουν στο πλευρό σου, φταίνε τα’ αστέρια που σε ζήλεψαν. Πρόκλησή μου, αν δεν είμαι ούτε απόψε εκεί μαζί σου μην κλάψεις. Μόνο κοιμήσου και ‘γω θα έρθω να σε συναντήσω εκεί στη γωνία, στην πλατεία του πιο ερωτικού σου ονείρου. Μην φοβηθείς που θα ‘ναι Οκτώβρης, μην τρομάξεις που τα δέντρα δεν θα έχουν φύλλα, θα είμαι εκεί για το χειμώνα, στην αγκαλιά μου να κρυφτείς στο κρύο, μαζί θα ζήσουμε την άνοιξη.
αν ήμουν Θεός Χθες μου έστειλες τα δώρα που σου χάρισα. Γιατί; Τι ήθελες να αποδείξεις; Τι ήθελες να ξεφορτωθείς; Τα πράγματά σου τα μάζεψα, τα έβαλα σε μια μαύρη σακούλα. Την αγάπη μου για ‘σένα την είχα μαζεμένη, την είχα όλη κλειδωμένη στην καμένη μου καρδιά και περίμενα να την ανοίξεις. Τι είμαι νομίζεις; Ποιος νομίζεις πως είμαι; Ο Θεός; Μια καρδιά, κακομεταχειρισμένη, είμαι και ‘γω. Απλώς έπρεπε να την αγγίξεις απαλά, να τη χαϊδέψεις για να απαλύνει ο πόνος της, να νιώσει ποθητή και να ανοίξει για ‘σένα για να σου δώσει την αγάπη της. Τι ήθελες; Να τη βάλω και αυτή σε μια μαύρη σακούλα και να στη δώσω; Δεν είμαι Θεός. Ένα φοβισμένο σπουργίτι είμαι, που κρύβεται κάθε φορά που φυσάει ο βοριάς. Αδύναμα φτερά έχω, τα τσάκισα τόσες φορές. Τι θέλεις; Να πεθάνω; Θα σε ευχαριστούσε αγάπη μου; Θα σε ολοκλήρωνε;
πες ένα χρώμα Γρίφος, συναντήθηκαν στον ουρανό. Εσύ είχες κάνει ανάστατη τη γη Αντιστάθηκες, θα μπορούσες να ήσουν άγγελος. Το καράβι είχε από καιρό αράξει Πόθος, οι πεταλούδες δεν κάθισαν ούτε στιγμή Εσύ είχες υπερωρία στην αναμονή Ψέματα, θα μπορούσα να σε σκότωνα. Και ‘συ δεν είπες ολόκληρη αλήθεια Θαύμα, τα κενά γεμίζουν με τα πλην. Όταν μεθάς ξεχνάς να ζεις την ηδονή Ανάγκη, ο χώρος δεν είχε ούτε μια καρέκλα. Μια βουκεμβίλια σε έπεισε να έρθεις Σημάδι, τριάντα τρεις φορές θα μ’ αρνηθείς. Είκοσι έξι χρόνια περίμενες τον Οδυσσέα Εραστές, δεν ήσαν ποτέ τους δέκα. Θα φύγω για την Τροία πριν προλάβεις να με αρνηθείς Δρόμοι, είχα μάθει τα σημάδια στην κάθε στροφή. Έβρεχε και ας ήταν ακόμα καλοκαίρι Αγάπη, στα ταξίδια κράταγες ένα χαλασμένο τιμόνι. Και η πυξίδα έδειχνε ηλιοβασίλεμα Φεύγω, έγραφε στίχους σ’ ένα τοίχο. Παντρεύτηκε με μια οπτασία Φόβος, η θάλασσα ήταν θυμωμένη. Ο δρόμος σταματούσε στα κύματα Άντρας, κουρασμένο φάντασμα με κατάθλιψη. Τα παιδιά δεν ήταν αθώα ούτε το πρωί Γυναίκα, η Ελένη ήταν μύθος. Ο Πάρης ήταν πάντα μόνος Έρωτας, συγχρονισμένη πανδαισία στο δάκρυ ενός ονείρου. Μην με ξυπνήσετε
Αφέθηκες, ο αέρας απείλησε τα μαλλιά σου. Μετέωρο βήμα φυλακισμένου λιονταριού Μείνε, η μοναξιά ήταν μια συνήθεια. Η μέλισσα ήξερε όλα τα λουλούδια Φωτιά, το σώμα σου διψούσε για πληγές. Έκαψες όλα τα μηνύματα των μύθων Κόκκινο, το άσπρο ήταν λίγο για να σε περιγράψει. Σε ζήλεψε το ουράνιο τόξο Κάθισε, μόνο να μου χάριζες μια στιγμή απ’ τη ζωή σου. Φλεγόσουν σε λιμάνια ανεμοδαρμένα.
σε ξέρω τόσο λίγο Σαν τη βροχή ήσουν που έφυγε. Σαν σταγόνα στο μάγουλό μου. Δεν συστηθήκαμε. Τα μάτια μου μόλις που σε είδαν. Σαν την αστραπή ήσουν, έσβησες. Κι όμως σ’ αγάπησα. Δεν ενωθήκαμε. Ένιωθες να ‘χες γίνει πέτρα, βράχος. Μα το Θεό, μου είναι πολύ δύσκολο να το φανταστώ. Εσύ δεν μπορεί να ήσουν ποτέ κάτι λιγότερο από το μετάξι που κρατώ. Χορεύω γυμνός. Αν είσαι βροχή θα ξανάρθεις. Αν είσαι σταγόνα ξανά-δρόσισέ με. Δεν σε χόρτασα. Δεν κλείνω τα μάτια. Αν είσαι αστραπή κάψε με. Αν είσαι φωτιά πάρε με. Δεν σε αρνήθηκα. Μα ‘χες γίνει πέτρα, βράχος.
έπρεπε; Ήταν όλα τόσο συγχυσμένα αβέβαια, σχεδόν άρρωστα, πιο δυνατά κι από την αγάπη.
δεν ήταν θέμα αναίρεσης Οι επιθυμίες γλιστρούν μέσα από τις απαγορεύσεις που τους επιβάλλουμε.
σ’ αγαπώ Είσαι το κομμάτι της ζωής μου, που αφαιρεί τη δυνατότητα της ζωής όταν δεν υπάρχει.
χωρίς λιμάνι Τόσα χρόνια στα καράβια, στις μηχανές και τα λάδια Μεγαλύτερη φουρτούνα δεν γνώρισα. Δεν με θυμάσαι, κάποτε σταμάτησα και στο δικό σου λιμάνι. Όταν ακόμα ήμουν ψαροκάικο. Τότε βέβαια δεν έβγαινα στ’ ανοικτά. Έφερνα εδώ τριγύρω, αργά, μα δεν σταμάτησα – δεν έδεσα. Μετά απέκτησα πανιά, μηχανή, ναύτες. Έβαλα πλώρη για τα βαθιά, μα ούτε και τότε. Μεγαλύτερη φουρτούνα δεν γνώρισα. Τώρα το σκαρί γέρασε. Λέμε να το εγκαταλείψουμε στο Βόσπορο. Αργά ή γρήγορα να βουλιάξει. Μια φουρτούνα μεγάλη να το βυθίσει. Μια φουρτούνα σαν κι αυτή. Αλήθεια είναι πως κακό ψόφο θα ‘χει. Τόσα χρόνια στη θάλασσα. Ακόμα και τότε στη μεγάλη φουρτούνα, λιμάνι δεν καταδέχτηκε να πλευρίσει. Λένε πως δεν θα βυθιστεί ποτέ. Θα δέρνει για πάντα μες τα κύματα. Θα σαπίσει, θα το κάνουν κατοικιά τα φαντάσματα των βρικολακιασμένων καπετάνιων. Και δεν θα ησυχάσει, αν ακόμα και τώρα δεν μπει σε λιμάνι. Τώρα δεν έχει επιλογή. Έτσι σπασμένο καράβι, μόνο ένα άγριο εγκαταλελειμμένο λιμάνι θα τον δεκτεί. Ας είναι, τουλάχιστον να μπορέσει να πεθάνει. Τέτοια φουρτούνα που να μπορέσει να ξανάβρει;
εκτέλεση Ξέρεις τι θα έκανα τώρα, αν σε είχα εδώ, μπροστά μου; Ξέρεις τι θα έκανα, πώς θα αντιδρούσα; Ξέρεις; Μες την αγκαλιά μου θα σε έκλεινα. Θηλιά τα χέρια μου γύρω από το λαιμό σου και η καρδιά μου ηλεκτρισμό θα γέμιζε το κορμί σου. Τα χείλη μου θα χάιδευαν την κάθε σπιθαμή σου, τα δάκρυά μου θα έλουζαν το φόβο από τη μορφή σου. Ξέρεις τι θα έκανα αν ήσουνα δική μου; Θα πάλευα τους Κύκλωπες, θα σκλάβωνα τους Τρώες και την Ελένη θα έφερνα δούλα μες την αυλή σου.
φωτογραφίες Μάζεψα τα πράγματά σου. Πώς χωρά σε μια σακούλα μια ζωή; Χθες βρήκα τη δύναμη να αγγίξω τις φωτογραφίες σου. Δεν αντέχω άλλο να με κοιτάς χωρίς να είσαι εδώ.
η Συμφωνία της Φύσης Κάθε μέρα, η φύση δεν αθετεί τη Συμφωνία της: Όταν ο ήλιος αγγίξει τη γραμμή του ορίζοντα στη δύση, ο αέρας σταματάει να φυσά για εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα. Κάθε μέρα, όταν η φύση κάνει Συμφωνία, κάθε φορά που τα μάτια απολαμβάνουν τον ήλιο, κατακόκκινος σαν είναι, να συναντά τη γραμμή του ορίζοντα, θα θυμάμαι εσένα. Εσένα που με έμαθες να ζω, μα ύστερα πέθανες. Εσένα που μου έδωσες ζωή και ύστερα με σκότωσες. Ας ήταν, ξανά να γυρνούσε ο χρόνος και μαζί της εκείνο το καλοκαίρι να με έφερνε. Σ’ εκείνη την παραλία που σου μίλησα, σ’ εκείνη τη Συμφωνία σ’ αγάπησα. Είναι φορές που παρακαλώ να μην υπάρξουν πια άλλα ηλιοβασιλέματα, αφού η Συμφωνία που γέννησε εμάς δεν υπάρχει πια. Ο δικός μας ήλιος, για πάντα και η Συμφωνία, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ψέματα. Ψέματα λεπίδες, ψέματα μαχαίρια, ψέματα που είπες. Χρόνια έχω να σε δω, μα σήμερα ήρθες ξανά στη σκέψη μου. Ένας ήλιος έδυε, αυτός ο ήλιος που σου χάρισα.
στο δρόμο μου Χθες βράδυ ήρθες πάλι στη σκέψη μου. Είσαι στης ζωής μου την ιστορία μεγάλη σελίδα και πως να το κρύψω. Χθες, σε είδα στο δρόμο μου και ήρθε στην καρδιά μου καταιγίδα. Ας κρατούσες κλειστό το στόμα, ας μην έλεγες τίποτα. Αν ήξερα να σ’ αγαπώ. Ακόμα θα σε είχα δίπλα μου; Μα είσαι ‘δω, είσαι παντού, είσαι στο σώμα στο μυαλό και στις σκέψεις μου. Είσαι παντού, είσαι στα άγνωστα κορμιά που ξεδιψούν τις άγριες ορέξεις Σε είδα χθες στο δρόμο μου, ήσουνα όμορφη σαν πρώτα. Είχες τον ήλιο στα μαλλιά και μεσ’ τα μάτια σου έψαχνα την όαση που τόσες φορές με έσωσε πριν γίνω λιώμα. Χθες στο δρόμο πέρασες από δίπλα μου. Χτες κατάλαβα τι έχασα, μα αυτό που μπορώ να σου πω τώρα είναι μόνο ένα αντίο.
ευτυχία 1972 Το αντίθετό της είναι η δυστυχία;
ευτυχία 1980 Είναι πολύ δυστυχισμένοι οι (άλλοι) άνθρωποι.
ευτυχία 1990 Η ευτυχία είναι μικρές στιγμές, μέσα σε μια τεράστια ζωή, που δεν προλαβαίνεις καν να χαρείς.
ευτυχία 2000 Η ευτυχία είναι επιλογή.
ευτυχία 2010 Η ευτυχία δεν έρχεται, είναι πάντα εκεί.
ευτυχία 2020 Η ευτυχία έρχεται όταν ικανοποιηθείς με ό,τι έχεις.
μόνος Τώρα τι να σου πω; Χωρίς φίλους Χωρίς ζωή Χωρίς νόημα Χωρίς ευτυχία Χωρίς έρωτα Χωρίς χαρά Χωρίς ικανοποίηση Χωρίς αυτοπεποίθηση Χωρίς πρωτοβουλία Δεν παίρνεις αποφάσεις. Οι μέρες, η ζωή κυλά. Εσύ δεν προλαβαίνεις, γιατί δεν σκέφτεσαι. Περιμένεις τη μοίρα χωρίς να κάνεις κάτι. Χωρίς αποφάσεις. Για την ώρα αφήστε με μόνο μου. Για την ώρα πρέπει να μείνω μόνος μου.
η αυλή Το σιέριν που σε φύτεψεν, το δρώμαν που σε πότισε, τ' αμμάθκια π' αγνωρίζουν τα φύλλα σου έναν-έναν. Τζ' αν άνθισεν φέτος η ελιά, αν έκαμεν χαΐριν η ροθκιά, αν εδυνάμωσεν η γέριμη η ροδατζινιά. Τα φύλλα της καρκιάς μου σκορπίζουν στον άεραν.
βολεμένοι Τσε Στα 50 σου συνειδητοποίησες, ένα πρωί Αυγούστου, καθώς ήσουν τελευταίος στην ουρά να υπογράψεις για το ανεργιακό, ότι όλοι, οι σύντροφοί σου, συναγωνιστές, επαναστάτες, προοδευτικοί, αντιστασιακοί, φανατικοί κουμουνιστές, αντιφασίστες, αναρχικοί, κουλτουριάρηδες, καταθλιμμένοι ποιητές, άγριοι ροκάδες, βαθυστόχαστοι λόγιοι, σοσιαλιστές, ορκισμένοι κουμουνιστές, ιδεολόγοι λενινιστές και μαρξιστές και λίγοι διαλεχτοί σταλινιστές, καβαλάρηδες του μεσονυκτίου με άγρια γένια και χιλιάρες μηχανές, σημαιοφόροι στα συλλαλητήρια του αγώνα μας, μπροστάρηδες στις αντικατοχικές πορείες, ρομαντικοί κιθαρίστες στις υπόγειες μπουάτ της Αθήνας μεσ’ το κέντρο, εθελοντές στις αφισοκολλήσεις του ’80, λαλίστατοι συνομιλητές στα καφενεία του κινήματος, οι ένθερμοι χειροκροτητές στα ακροατήρια των δικαίων ηγετών, ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.
βολεμένοι Γρίβες Η ώρα πέρασε, ο ήλιος έκαιγε πολύ. Έφτασες καταϊδρωμένος, στο γραφείο που θα υπόγραφες άνεργος για άλλη μια φορά. Πίσω από το γυαλί με την ποντικότρυπα, μια φάτσα γνώριμη. Ένας παλιός συμμαθητής σου φασίστας, Γριβικός, αντιμακαριακός, ενωτικός, εθνικιστής, γιος πραξικοπηματία ΕΟΚΑβητατζιή, λαστιχάρης, φαλαγγίτης, σωβινιστής, πρόσκοπος, πατριώτης, φλώρος, βουτυρόπαιδο, μαμμόθρεφτο, πλουσιόπαιδο, καπιταλιστής, Αμερικανάκι, ορκισμένος αντικομουνιστής, ευρωπαϊστής, χουντικός, προδότης. Τη νύκτα που βγήκε ο Κληρίδης πρόεδρος, την πρώτη φορά, το ‘93, τον κόψατε μόνο του σε μια πάροδο της Μακαρίου, κουκουλωμένο με τη γαλανόλευκη να επιστρέφει από τους πανηγυρισμούς, ευτυχισμένος στο σπίτι του. Του σπάσατε δύο δόντια και κάτι πλευρά, μα στο κελί του σταθμού του Λυκαβητού ήσουν ο μόνος συλληφθέντας. - Ευτυχώς οι σύντροφοι τη γλίτωσαν. Ο γαλάζιος παλιός συμμαθητής, σε εξυπηρέτησε χωρίς αναγνωρίσεις, φιλοφρονήσεις και χαιρετισμούς και σε έστειλε στο γραφείο του διευθυντή του για μια υπογραφή. Πίσω από το γραφείο ένας κόκκινος παλιός συναγωνιστής, που μαζί το σπάσατε στο ξύλο το φασιστόμουτρο εκείνο το βράδυ του ‘93. Χωρίς αναγνωρίσεις, φιλοφρονήσεις και χαιρετισμούς ο διευθυντής, σου ανακοίνωσε ότι το επίδομα κόβεται, και σου έδειξε την πόρτα.
Ο ήλιος του μεσημεριού έκαιγε πολύ και ‘συ ήσουν 50. Με λιωμένες σόλες στην καυτή την άσφαλτο, άνεργος και στιγματισμένος, αδύναμος να επαναστατήσεις, να διαμαρτυρηθείς, να μιλήσεις, να ικετέψεις, να ζητιανέψεις. Υπήρχε δρόμος αλλά δεν είχες πουθενά να πας. Οι επαναστάσεις θέλουν γερές πλάτες. Εσύ δεν το ήξερες, δεν το πίστευες.
Γιώργος Κωνσταντίνου Απόφοιτος σχολών Δημοσιογραφίας/Μάρκετινγκ και Θεάτρου. Εργάζεται στον τομέα της Επικοινωνίας από το 2008. Έχει πάνω από 25 χρόνια εμπειρία στη δημοσιογραφία και φωτοδημοσιογραφία, σε γνωστά κυπριακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης όπως οι εφημερίδες «Αλήθεια», «Σημερινή», τα περιοδικά «Το Περιοδικό», «Σταρ», «ΜΑΝ», «Time Out» κ.α. και τα πρακτορεία ειδήσεων Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΚΥΠΕ), το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και το Ευρωπαϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (EPA). Φωτογραφίες του βραβεύθηκαν σε τοπικούς και διεθνείς διαγωνισμούς. Συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις του Σατιρικού Θεάτρου και άλλων ανεξάρτητων θιάσων, κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Έγραψε το λεύκωμα «Forest Park Hotel 75 Χρόνια 1936-2011» το οποίο εξέδωσε η εταιρεία ΓΝΩΡΑ Σύμβουλοι Επικοινωνίας εκ μέρους του Forest Park Hotel στις Πάνω Πλάτρες.
Copyright © 2021 ISBN 978-9925-580-86-6 All rights reserved georgeconst19@gmail.com Printed in Nicosia - Cyprus
Δεν είμαι ποιητής – παραδέχομαι. Θα δεχθώ όποια τιμωρία μου επιβάλετε
ISBN 978-9925-580-86-6