1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Αγαπητοί αδελφοί και φίλοι, σήμερα παρά ποτέ η ανθρωπότητα βρίσκεται μέσα σε μια δίνη πρωτόγνωρων προκλήσεων και δυσκολιών. Υπάρχει η άμεση ανάγκη για οδοδείκτες στη ζωή όλων μας. Ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, απόγονοι μιας τεράστιας Ελληνοχριστιανικής κληρονομιάς, χρειαζόμαστε οδοδείκτες, που σαν φώτα λαμπερά θα ας δείχνουν το δρόμο. Εκείνο το δρόμο που θα μας πάει μπροστά κουβαλώντας μαζί μας και διαφυλάττοντας όλο τον πλούτο των προγόνων μας, ηρώων και μαρτύρων. Τέτοιους οδοδείκτες είναι οι μάρτυρες της πίστης μας και κυρίως οι γυναίκες, που νικώντας την αδυναμία του θηλυκού ανθρώπινου σαρκίου τους, έφθασαν σε υπέρμετρα σημεία θυσίας για την πίστη τους και τα ιδανικά τους. Αυτές έχοντας σαν παραδείγματα, πρότυπα, οδηγούς, θα αντιμετωπίζουμε κάθε αντιξοότητα μικρή και μεγάλη, που αφορά τη πατρίδα και την πίστη μας. Μια ανάγκη μου εσωτερική την εποχή της δίμηνης καραντίνας, με οδήγησε να στραφώ προς αυτές για ενδυνάμωση της πίστης και της υπομονής μου. Εύχομαι να βοηθήσει αυτό το μικρό πόνημα όλους μας να μείνουμε ενθαρρυμένοι και δυνατοί σε ό,τι δύσκολο υπάρχει γύρω μας και σε ό,τι έρχεται, κατά παραχώρηση Θεού. Ευχαριστώ πολύ τον εξάδελφο μου Γεώργιο Λεονταρά για την τεχνική και καλλιτεχνική επιμέλεια του μικρού αυτού οδηγού αγιότητας. Πίστη, Τιμή και Δύναμη ψυχής σε όλους! Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν. Με εν Χριστώ αδελφική αγάπη
2
ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ (29 Οκτωβρίου)
Βιογραφία Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ'άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. H αγία Αναστασία δεν παντρεύτηκε καθόλου, ούτε αγάπησε τους κοσμικούς θορύβους. Τον Χριστό επόθησε από μικρή, και σήκωσε τον χρηστό και γλυκύτατο ζυγό Του, και βάσταξε το ελαφρό φορτίο Του, δηλαδή έγινε μοναχή. Ύστερα πάλι αξιώθηκε να μαρτυρήση, και υπέμεινε διάφορα και πάνδεινα βασανιστήρια με πολλή ανδρεία και γενναιότητα για χάρη του ουρανίου Νυμφίου. Γιαυτό και δοξάστηκε πολύ από Αυτόν με τριπλό στεφάνι: ένα για την παρθενία της,
3
δεύτερο για την άσκησί της, και τρίτο για το μαρτύριό της, καθώς θα διηγηθούμε λεπτομερώς στη συνέχεια. Αυτή η αξιέπαινη κόρη, που φέρει το όνομα της Αναστάσεως του Θεού και Σωτήρα μας Χριστού, απαρνήθηκε πατέρα, μητέρα και συγγενείς, μίσησε πλούτο, δόξα και κάθε σωματική ηδυπάθεια, εγκατέλειψε όλα τα φθαρτά και πρόσκαιρα αγαθά, για να απολαύση τα μόνιμα και αιώνια. Είκοσι χρόνων μπήκε σε μοναστήρι, και την έκειρε μοναχή μια ενάρετη και γραμματισμένη μοναχή ονόματι Σοφία, η οποία την δίδασκε και την νουθετούσε με επιμέλεια στη μοναχική πολιτεία. Η Αναστασία πλέον, γνωστική και συνετή όντας, προέκοπτε διαρκώς με τις νουθεσίες της διδασκάλισσας και έδειχνε πολλή αρετή. Η Σοφία πάλι, βλέποντας την πνευματική της κόρη να προκόβη στον ένθεο έρωτα, δόξαζε τον Κύριο.
Ο κοινός μας εχθρός όμως φθόνησε τη γενναιότητα της κόρης, και της έδωσε μεγάλο και σφοδρότατο σαρκικό πόλεμο, για να την κάνη, όσο του ήταν δυνατό, να μισήση τη μοναχική πολιτεία, ή έστω να γίνη αμελής στην άσκησι. Αλλά η Αγία δεν χαλάρωσε διόλου στους πνευματικούς αγώνες, μάλιστα γινόταν όλο και πιο πρόθυμη. Όσο λοιπόν έβλεπε τον εχθρό και επίβουλο να την πολεμά δυνατά, τόσο πιο ανδρεία κι αυτή ανταγωνιζόταν. Έτσι νικούσε και ντρόπιαζε ολοσχερώς τον πειρασμό.
Σαν είδε αυτός πως με τέτοιο τρόπο δεν μπόρεσε να τη νικήση, βάζει ο τρισάθλιος άλλη πανουργία. Την γνωστοποίησε στους υπηρέτες του και εργάτες της ασεβείας, που είχαν τον καιρό εκείνο πολύ πόθο και φροντίδα να βασανίζουν τους χριστιανούς με ποικίλα βασανιστήρια. Τότε βασίλευε ο ασεβής Διοκλητιανός. Έσπευσαν λοιπόν οι υπηρέτες και ανήγγειλαν στον ηγεμόνα Πρόβο πως η Αναστασία δεν προσκυνούσε τους θεούς τους, ούτε σεβόταν τους βασιλείς, αλλά εκήρυττε τον Χριστό ως αληθινό Θεό και Δημιουργό όλης της κτίσεως. Τότε ο Πρόβος σύναξε πολλούς ανθρώπους στο θέατρο και πρόσταξε να φέρουν τη μακαρία μπροστά του. Έτρεξαν αμέσως ασυγκράτητοι οι υπηρέτες, έσπασαν την πύλη της μονής, μπήκαν με
4
αναισχυντία και ζήτησαν κάποια που λεγόταν Αναστασία. Σαν είδε η διδασκάλισσα Σοφία ξαφνικά τους ορμητικούς στρατιώτες, κατάλαβε το λόγο, και τους παρακάλεσε να περιμένουν λίγη ώρα. Πήρε τότε την Αναστασία, και με δάκρυα στα μάτια πήγε κρυφά στο Ιερό θυσιαστήριο. Την έφερε μπροστά στην αγία εικόνα του Δεσπότου και της είπε: —Κόρη μου αγαπημένη, από την ώρα που σε αναδέχθηκα για πνευματικό μου τέκνο, δεν αμέλησα καθόλου να σε διδάσκω την κατά Θεόν πολιτεία, ώσπου έφτασες πιά στην ηλικία του πληρώματος του Χριστού. Πήγαινε λοιπόν σ’ Αυτόν με αγαλλίασι. Μ’ Αυτόν σε νυμφεύω σήμερα. Σ’ Αυτόν σε προσφέρω, σ’ Αυτόν σε παραδίδω, να σε δεχθή ως άφθαρτη νύμφη Του. Ο νυμφώνας στολισμένος, ο Νυμφίος αψευδής. Άγιοι Άγγελοι παραστέκουν, να σε πάνε ως νύμφη Χριστού στους ουρανίους θαλάμους. Εκεί θα αγάλλεσαι και θα ευφραίνεσαι, μαζί Του πάντα, σ’ εκείνη την ανεκλάλητη ευφροσύνη. Βάδισε τη στενή και τεθλιμμένη οδό του μαρτυρίου. Μέσα απ’ αυτήν θα φτάση η ψυχή σου στην αιώνια άνεσι και αναψυχή. Είναι σωστό και δίκαιο, όχι μόνο να υπομείνουμε τα φοβερώτερα βασανιστήρια για την αγάπη του Χριστού, αλλά να λάβουμε και αυτόν τον θάνατο με αγαλλίασι. Αν ο ίδιος ο Κύριος και Δεσπότης μας πέθανε για χάρη μας, πως κι εμείς να μη μιμηθούμε πρόθυμα το θάνατό Του για τη σωτηρία μας; Ναί, κόρη μου αγαπημένη, δεν λογίζεται θάνατος το να πεθάνης για τον Χριστό. Είναι χαρά, ηδονή, ευφροσύνη, αγαλλίασις, λαμπρότητα, φως πιο γλυκό και πιο ωραίο από αυτό το φως. Είναι διάβασις, μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα στα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και κοπιαστικά στα ωραία και χαρμόσυνα. Τώρα πηγαίνεις στα σταθερά και μόνιμα, στα διαρκή και ατελείωτα, κόρη μου πολυαγαπημένη, να συνευφραίνεσαι με τις φρόνιμες παρθένες σ’ εκείνη την άρρητη ηδονή, την άφραστη αγαλλίασι, που διαρκεί αιωνίως και πάντοτε. Μη δειλιάσης την αυστηρότητα των τυράννων, την δριμύτητα των κολάσεων. Ο ίδιος ο Νυμφίος σου, ο Δεσπότης Χριστός, θα σου συμπαρασταθή,
5
θα ελαφρύνη τους πόνους. Κι αν σ’ αφήση λίγο να κακοπαθήσης, για να φανή η υπομονή σου, να δοκιμασθή η πίστις σου, και να θαυμάσουν οι θεατές την ανδρεία και την προθυμία σου, πάλι δεν θα σ’ εγκαταλείψη ως το τέλος. Όταν κουραστής, θα σβήση η δριμύτητα των πόνων και των πληγών σου, θα ανατείλη φως και παρηγοριά, και δόξα Κυρίου θα σε κυκλώση. Σαν είπε όλα αυτά η πάνσοφη Σοφία προς την Αναστασία, της απάντησε η παρθένος: —Κάνε δέησι και ικεσία προς τον Δεσπότη μας, Μητέρα μου, για να μου στείλη εξ ύψους δύναμι και βοήθεια, ώστε να μή δειλιάσω τους βαναύσους τυράννους. Το μέν πνεύμα πρόθυμο, μα η σάρκα ασθενική, και χωρίς θεία βοήθεια δεν κατορθώνεται το αγαθό. Προσευχήσου θερμά για χάρη μου, και ανδρειωμένη με τη θεία δύναμι, θα φροντίσω να φυλάξω απαρασάλευτες όλες τις υποσχέσεις. Αυτά είπε η παρθένος προς την διδασκάλισσα, και τότε έτρεξαν οι στρατιώτες, άρπαξαν την Αγία σαν αρνί από την μητέρα της και την πήγαν στο κριτήριο αλυσοδεμένη, αλλά και χαρούμενη. Όταν είδαν τόση ευκοσμία και ωραιότητα πάνω της οι παρευρισκόμενοι, έμειναν έκθαμβοι. Τότε ο Πρόβος την ρώτησε: —Πως ονομάζεσαι; Κι εκείνη αποκρίθηκε: —Αναστασία καλούμαι, γιατί μ’ ανέστησε ο Κύριος, για να ντροπιάσω σήμερα εσένα και τον πατέρα σου Διάβολο. Όταν άκουσε ο Πρόβος τέτοια απότομη απόκρισι, θέλησε να μαλακώση την αυστηρότητα και την τραχύτητά της με κολακείες. Μα δεν ήξερε ο ανόητος την δυνατή πίστι στην ψυχή της, που ήταν πιο σκληρή κι απ’ το διαμάντι. Της έλεγε λοιπόν: —Ακουσέ με, Κόρη, που σε συμβουλεύω για το συμφέρον σου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς, κι εγώ θα σε παντρέψω μ’ ένα πλουσιώτατο άρχοντα, θα σου δώσω χρυσάφι και ασήμι πολύ, ρούχα πολυτελή, πλήθος δούλων και υπηρετών, και θα γίνης μονομιάς 6
ευγενής και περίδοξη. Κατάλαβε λοιπόν το καλό σου, σκέψου όπως αρμόζει στην ωραιότητα και στην ψυχική σου ευγένεια. Μή θέλης να δοκιμάσης το θυμό μου, και να μάθης πόσο κακό είναι η ασέβειά σου. Εγώ -οι θεοί το ξέρουν- λυπάμαι το κάλλος σου, και σαν πατέρας φροντίζω για το όφελος σου, σε συμβουλεύω για το συμφέρον σου. Αν όμως δεν μ’ ακούσης, θα δοκιμάσης αναγκαστικά την αγριότητα και το θυμό μου, όπως είδες τώρα την ημερότητα και την ευμένειά μου, και τότε θα μετανοιώσης ανώφελα. Μόλις άκουσε η Μάρτυς τούτα τα λόγια, θυμήθηκε τις μητρικές παραινέσεις της σοφής διδασκάλισσας Σοφίας, και του αποκρίθηκε ταπεινά: —Για μένα, ηγεμόνα, πλούτος και ζωή και Νυμφίος είναι ο γλυκύτατος Δεσπότης μου Χριστός. Ο θάνατος για χάρη Του μου είναι πιο πολύτιμος κι απ’ αυτή τη ζωή. Γι’ Αυτόν περιφρόνησα όλα τα ευχάριστα και απολαυστικά πράγματα της γής, χρυσάφι, ασήμι, πολυτίμους λίθους, κι όλα όσα τιμούν οι φιλόσαρκοι τα θεωρώ σαν χώμα. Φωτιά, σπαθί, κοντάρι, διαμελισμό, πληγές και μάστιγες, κι ό,τι άλλο νομίζετε για τιμωρία, εγώ τα έχω για ευχαρίστησι και αγαλλίασι, ατενίζοντας προς τον Δεσπότη Χριστό και Σωτήρα μου. Γιά την αγάπη Του επιθυμώ όχι μόνο να πάθω τέτοια δεινά, αλλά και να πεθάνω μύριες φορές για χάρη Του. Μήν υποκρίνεσαι λοιπόν πως τάχα λυπάσαι την ομορφιά μου που μαραίνεται σαν τα άνθη του αγρού, αλλά κάνε ό,τι είναι στην εξουσία σου. Μή χάνης άσκοπα τον καιρό σου. Εγώ ξύλινους και πέτρινους θεούς δεν θα προσκυνήσω ποτέ. Σαν άκουσε όλα αυτά ο ηγεμόνας, άναψε απ’ το θυμό του. Προστάζει λοιπόν πρώτα να τη δείρουν ανελέητα στο πρόσωπο. Κατόπιν να τη γδύσουν τελείως, να τη δή όλο το θέατρο, για να καταισχυνθή. Έτσι λοιπόν εγύμνωσαν εκείνο το πάγκαλλο σώμα, που το σέβονται και οι Άγγελοι, και το παρουσίασαν χωρίς κανένα ρούχο, για να την καταφρονήσουν όλοι. Τότε της λέγει ο άρχοντας: —Για την υπερηφάνειά σου, έτσι σου ταιριάζει, να εξευτελίζεσαι μπροστά σε τόσα μάτια ανδρών. Μα έστω και τώρα, έλα στην ευμένεια των θεών. Μή θέλης να δής να μαραίνεται πρόωρα τέτοια
7
ομορφιά, να χαθής πολύ άθλια. Σε βεβαιώνω πως αν δεν κάνης το θέλημά μου, κανείς δεν σε γλιτώνει από το χέρια μου. Θα σε κόψω σε λεπτά κομμάτια, και θα σε ρίξω τροφή στα άγρια θηρία. Η Αγία τότε απάντησε: —Ηγεμόνα, αυτή μου τη γύμνωσι δεν την έχω για ντροπή, αλλά για περίλαμπρο και ευπρεπέστατο στολισμό, γιατί γδύθηκα τον παλαιό άνθρωπο, και ντύθηκα τον καινούργιο, με δικαιοσύνη και αλήθεια. Είμαι έτοιμη να λάβω κι αυτόν τον θάνατο, καθώς με φοβέρισες. Τον επιθυμώ υπερβολικά. Μα κι αν και τα μέλη μου κατακόψης, βάναυσε δικαστή, και ξερριζώσης τη γλώσσα μου, τα δόντια και τα νύχια μου, τότε θα με ευεργετήσης ακόμη περισσότερο. Όλο τον εαυτό μου τον χρεωστώ στον Δημιουργό και Σωτήρα μου. Ποθώ Αυτός να δοξασθή σε όλα μου τα μέλη. Θα του τα παραστήσω σαν κοσμήματα, με το στολισμό της ομολογίας. Αυτά κι άλλα παρόμοια έλεγε η Αγία, για να θυμώση ο δικαστής, να μη την λυπηθή, να μη την αφήση ατιμώρητη, και στερηθή τα στεφάνια της αθλήσεως. Έκπληκτος ο άρχοντας και όλο το θέατρο μπροστά σ’ αυτήν την ελευθεροστομία της παρθένου, άφησε κατά μέρος τις κολακείες, και αποφασίζει ν’ αρχίση τις τιμωρίες και τα βασανιστήρια. Προστάζει λοιπόν να καρφώσουν στη γή τέσσερις πασσάλους, επάνω στους οποίους τέντωσαν την Μάρτυρα, και την έδεσαν μπρούμυτα. Από κάτω άναψαν φωτιά με λάδι, πίσσα και θειάφι, και άλλα εύφλεκτα, άπ’ όπου καταφλέγονταν το στήθος, η κοιλιά και τα σπλάγχνα της. Από πάνω την χτυπούσαν στην πλάτη με ξύλα οι άσπλαγχνοι. Έτσι έπασχε και βασανιζόταν η αείμνηστη ώρα πολλή, και ήταν η ράχη και όλα τα οπίσθια καταξεσχισμένα από τα ραβδίσματα. Από μπροστά πάλι καταφλέγονταν οι σάρκες, οι φλέβες και το αίμα, και είχε τόση πολλή οδύνη και πόνους, που μόνο και να τ’ ακούη κανείς, δειλιάζει και απορεί. Πραγματικά, τι γενναία ψυχή για τον Χριστό, ανώτερη από την ανάγκη της φύσεως! Μόνο με την προσευχή της σαν δροσιά, έσβηνε τη σφοδρότητα της φωτιάς, γιατί θυμόταν τα παλαιά θαύματα του Θεού, όπως στη βαβυλωνιακή
8
κάμινο. Είχε βέβαια πολλή σύνεσι, σοφία και γνώσι των θείων Γραφών, κι έτσι ελάφραινε τους πόνους. Μόλις είδε πια εκείνο το άγριο και απάνθρωπο θηρίο ότι η Μάρτυς δεν εδείλιασε με τέτοια βάσανα, προστάζει να τη δέσουν σ’ ένα τροχό. Αμέσως ο λόγος έγινε έργο, και στο γύρισμα του τροχού με κάποια μηχανή, συντρίφτηκαν όλα τα κόκκαλα της Αγίας, τεντώθηκαν τα νεύρα και οι αρμοί του σώματος, μετατοπίστηκε η σωματική διάπλασις από τη φυσική της αρμονία, κι απόμεινε ελεεινό θέαμα. Αλλά η Μάρτυς και πάλι επικαλέστηκε Εκείνον που μπορεί να τη βοηθήση σε καιρό θλίψεως, και να τη λυτρώση από τα χέρια των εχθρών της, λέγοντας τα εξής: —Θεέ θεών και Κύριε των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίδα της ψυχής μου και σωτηρία μου, μην απομακρυνθής από μένα, διότι εξαντλήθηκα από τους πόνους, κόλλησε στη γή η κοιλιά μου και τα οστά μου σαν φρύγανα φλογίστηκαν. Δός μου βοήθεια στη θλίψι μου, Θεέ μου, που με περιζώνεις με δύναμι. Με τέτοια προσευχή -τι γρήγορη φροντίδα! Τί ταχύτατη λύτρωσις!αμέσως η Μάρτυς βρέθηκε ελευθερωμένη από εκείνο το φοβερό μηχάνημα, και στάθηκε υγιής και ολόσωμη, χωρίς κανένα σημάδι πληγής ή έγκαυμα στη σάρκα της. Μα ο τυφλωμένος τύραννος δεν μπόρεσε να καταλάβη τη θαυματουργία της θείας δυνάμεως, μεθυσμένος και σκοτισμένος στην ασέβεια και μανία του. Γι’ αυτό πάλι την κρέμασε σε ξύλο, κι έβαλε να την καταξεσχίσουν με σιδερένια νύχια. Όμως η Αγία προσευχόταν, και πάλι ήλθε εξ ύψους βοήθεια, και οι δήμιοι ατόνησαν, κι αυτή στεκόταν χωρίς καμμία οδύνη. Γεμάτος απορία, οργή και θυμό ο ηγεμόνας σηκώθηκε πολλές φορές από το θρόνο του, μή ξέροντας τι να κάνη. Μα ο Διάβολος που τον συμβούλευε κατ’ ιδίαν, του έβαλε στο νού να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αυτή η τιμωρία είναι η πιο φοβερή και επώδυνη, διότι στο μέρος αυτό είναι ενθρονισμένη και ριζωμένη η καρδιά. Αλλά η Μάρτυς είχε μεγαλύτερο πάθος στην καρδιά για τον έρωτα του Χριστού, και γιαυτό καταφρόνησε το μικρό και κατώτερο.
9
Ο τύραννος πάλι, βλέποντας πως η Οσία υπέμεινε και αυτό το φοβερώτατο βάσανο, φιλοδοξούσε να νικήση την υπερβολική καρτερία της με τα υπερβολικά βασανιστήρια. Γιαυτό της ξερρίζωσε όλα τα δόντια και τα νύχια. Και πάλι η Αγία, σαν να μην αισθανόταν κανένα πόνο, ευχαριστούσε πιο θερμά τον Κύριο, που αξιώθηκε να γίνη συγκοινωνός και συμμέτοχος στα πάθη Του. Συγχρόνως έβριζε τους θεούς του τυράννου, αποκαλώντας τους σκοτεινούς, πλάνους, δαίμονες και απώλεια ψυχής. Μή υποφέροντας να ακούη τέτοια λόγια ο δικαστής, αφού το γλυκό φως είναι μισητόστους ασθενικούς οφθαλμούς, διατάζει να της ξερριζώσουν και τη γλώσσα από τον φάρυγγα. Αλλά και πάλι η Οσία δεν δείλιασε μ’ αυτή την τιμωρία, μόνο ζήτησε λίγη διορία, για να αποδώση την πρέπουσα προσευχή και να δοξάση τον Κύριο με το όργανο της φωνής. Αφού λοιπόν Τον ευχαρίστησε, Τον παρακάλεσε να την αξιώση να τελειώση καλώς το μαρτύριο, και όσοι άρρωστοι την επικαλεσθούν σε βοήθεια, να τους θεραπεύη ως ιατρός κάθε αρρώστειας. Την ώρα που η Αγία είπε την προσευχή, ακούστηκε φωνή απ’ τον ουρανό που μαρτυρούσε την πραγματοποίησι των αιτημάτων, δηλαδή να γίνη το θέλημά της, όπως το ζήτησε. Χάρηκε σαν άκουσε τη θεία φωνή η Μάρτυς, και λέγει στον δήμιο να εκτελέση το πρόσταγμα. Έτσι κι έγινε. Της έκοψε με ξίφος τη θεολογική της γλώσσα, που έλεγε τα θεία λόγια. Έτρεχαν τα αίματα, κοκκίνησαν τα ρούχα της άμωμης νύμφης του Χριστού, που απ’ τον πόνο λιγοψύχησε, και ζήτησε λίγο νερό. Τότε βρέθηκε κάποιος ευσεβής και ενάρετος χριστιανός ονόματι Κύριλλος, ο οποίος μ’ αυτή τη μικρή καλωσύνη του ψυχρού ποτηριού απολαμβάνει ως ανταμοιβή από τον Θεό το στεφάνι της αθλήσεως. Διότι μαθαίνοντας ο Πρόβος ότι λυπήθηκε την Αγία και την πότισε νερό, πρόσταξε να κόψουν τα κεφάλια και των δύο. Έτσι τελείωσαν κι οι δύο το δρόμο του μαρτυρίου. Το λείψανο της Οσίας έμεινε λίγες ημέρες ριγμένο στο χώμα, χωρίς διόλου να το αγγίξη πουλί, ή θηρίο, κατόπιν θείας νεύσεως και βουλής. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και θείος Άγγελος εστάλη από τους ουρανούς, για να δώση το άγιο λείψανο στη διδασκάλισσά της Σοφία.
10
Πράγματι η Σοφία εκείνη, από τη στιγμή που άρπαξαν μέσα από την αγκαλιά της την Αναστασία, προσευχόταν ασταμάτητα και παρακαλούσε τον Κύριο να τη δυναμώση έως τέλους, να μη νικηθή από τις κολακείες, να μή δειλιάση από τις τιμωρίες, και ζημιωθή τα στεφάνια. Ενώ λοιπόν προσευχόταν ολόψυχα με ολόθερμα δάκρυα, άγιος Άγγελος φανερώνεται, και της αναγγέλλει το πολυπόθητο άκουσμα και γλυκύτατο μήνυμα: Η Μάρτυς ετελειώθη, και ανήλθε στον ουράνιο θάλαμο, για την αιώνια αγαλλίασι. Συνάμα την οδηγεί και της παραδίδει το παμπόθητο και σεβάσμιο λείψανο της Μάρτυρος. Τότε η Σοφία έπεσε πάνω του, το αγκάλιαζε και το φιλούσε συνέχεια, λέγοντας τα εξής με δάκρυα και πολλή αγαλλίασι: —Ποθητό και πολυαγαπητό μου τέκνο, που σε ανέθρεψα καλώς με πολύ κόπο, με ησυχία και με άσκησι, σ’ ευχαριστώ, που δεν καταφρόνησες τις επαγγελίες, δεν παρήκουσες τις νουθεσίες, δεν παρέβλεψες τις εντολές. Φύλαξες τις υποσχέσεις, και τώρα παραστέκεις δίπλα στον Χριστό τον Νυμφίο σου, περιβεβλημένη με ιμάτιο παρθενίας, πεποικιλμένη με στίγματα μαρτυρίου, και στολισμένη με στεφάνι από λίθους πολυτίμους. Τώρα κατοικείς σε τόπο σκηνής θαυμαστής, στον οίκο της δόξης Κυρίου, και με τους Αγγέλους ευφραίνεσαι. Γιαυτό σε παρακαλώ, πολυαγαπημένη μου κόρη και πνευματική μου μητέρα, γίνε μου καλή γηροκόμος σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, και μεσίτρια και πρέσβυς προς τον Δεσπότη μας, να αξιώση και μένα να εισέλθω στη βασιλεία Του. Με τέτοια και παρόμοια λόγια, η φιλότεκνη και φιλόθεη γερόντισσα αγκάλιαζε και καταφιλούσε το τίμιο λείψανο, μα δεν μπορούσε απ’ τα γηρατειά να το σηκώση. Την ώρα που συλλογιζόταν τι να κάνη, ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπείς και αξιοσέβαστοι άνδρες, οι οποίοι σήκωσαν εκείνο το σεβάσμιο και ιερώτατο λείψανο και το μετέφεραν με την Σοφία μέσα στη Ρώμη, και το απέθεσαν στον τάφο λαμπρά και τιμητικά, προς δόξαν Θεού Πατρός, και Κυρίου Ιησού Χριστού, μετά του οποίου πρέπει τιμή και κράτος και προς το Άγιον Πνεύμα, νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
11
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶμάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳπρεσβεύουσα τῷΣωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ ( 4 Δεκεμβρίου)
Η Αγία Βαρβάρα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.). Εζησε περί το τέλος του 3ου και αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, στην Ηλιούπολη, που ήταν πόλη της Κοίλης Συρίας, κοντά στον Αντιλίβανο. Σήμερα η πόλη αυτή, ονομάζεται Βααλβέκ. και ήταν κόρη του ειδωλολάτρη Διοσκόρου ο οποίος ήταν από τους πιο πλούσιους ειδωλολάτρες της Ηλιουπόλεως, με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη.
12
Ο πατέρας της λόγω της σωματικής ωραιότητας της Αγίας, την φύλαγε κλεισμένη εντός πύργου, να τη διαφυλάξει από τους μνηστήρες, οι οποίοι έφθαναν σωρηδόν για να ζητήσουν το χέρι της. Εκείνη ωστόσο τους έδιωχνε όλους με εύσχημους τρόπους. Αυτό ανησύχησε τον πατέρα της. Εν τω μεταξύ η αγία προσυλητίστηκε στο χριστιανισμό.Φαίνεται, κάποια απ' τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή, και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Ακόμα, κατά το βιογράφο της, την βοήθησε και η λογική, διότι καθώς έβλεπε μέσα από τον πύργο εκεί στη μοναξιά το μεγαλείο της φύσης σκεπτόταν: «ποιός έκαμε τον έναστρο ουρανό με ένα τέτοιο διάκοσμο και ποιός τη γη με τόσες ομορφιές και στολίδια, με δένδρα και καρπούς ποικίλους και ωραίους; οι ξύλινοι και πέτρινοι θεοί, που δεν έχουν λογική, και ούτε βλέπουν, ούτε ακούνε, που τους έφτιαξαν άνθρωποι»; Όχι, δεν είναι δυνατό. Δεν μπορούσε με τίποτα να το πιστέψει. Και έβλεπε σε όλα αυτά τη σφραγίδα και το μεγαλείο ενός μεγάλου και σοφού Δημιουργού, του αληθινού θεού, που ήδη είχε αρχίσει περί Αυτού να μαθαίνει με σιγουριά. Ο Συμεών ο Μεταφραστής, μας εξηγεί το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής: «εν αυτώ, λέγει, τω πύργω, η του Παρακλήτου Χάρις των αφανών αυτής οφθαλμών αφανώς αψάμένη, φωτί τε θεογνωσίας εφώτισε και τον αψευδή Θεόν γνώριμον αυτή παραδόξως κατέστησε». Δηλαδή, σ' αυτόν μέσα τον πύργο, η Χάρη του Παρακλήτου αγγίζοντας μυστικά τους οφθαλμούς της ψυχής της, την εφώτισε με το φως της θεογνωσίας και της φανέρωσε με παράδοξο τρόπο τον αληθινό θεό. Αυτή λοιπόν, η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στη χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με ένα ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε, και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Η παναοίδιμη Βαρβάρα ζει τώρα πια σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει τώρα πιο πολύ, ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δεν έχουν καμιά αξία, μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζει πια χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Αποδείχθηκε αληθινή μεγαλέμπορος, που θυσίασε τα πάντα, για να
13
κερδίσει «τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και προ παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου τούτου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά αμαρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, αποστράφηκε τη λάμψη και το μεγαλείο των αξιωμάτων και του πλούτου, όλα που ο λόγος του Θεού τα ονομάζει «αλαζονείαν του βίου», τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις του μαρτυρίου προκειμένου, να ομολογήσει με αλύγιστο θάρρος, με άκαμπτη Θέληση και παρρησία, με ηρωισμό και αυταπάρνηση, τον Χριστό και το Θέλημά Του, και να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή. Ο πατέρας της διέταξε να χτιστεί για αυτή ένα λουτρό, ούτως ώστε να μην χρειάζεται να χρησιμοποιεί τα δημόσια λουτρά. Ενώ το σχέδιο για το λουτρό προέβλεπε αρχικά δύο παράθυρα, η Βαρβάρα εγκατέστησε άλλο ένα για να τιμήσει την Αγία Τριάδα. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένοιωθε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δε πανάγαθος και ελεήμων θεός, φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με ’γιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της, για να ομολογήσει πέρα για πέρα την αλήθεια και τον Αγαπημένο της Νυμφίο, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Κάποια φορά, που κατέβηκε να δει το λουτρό, στάθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, Ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Και ω του θαύματος! Σαν να ήταν το δάκτυλό της μια σμίλη από σίδερο και άνοιξε, τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο του Σταυρού να φαίνεται και να υπάρχει μέχρι σήμερα, για να κηρύττεται συνέχεια η θαυματουργική θεία δύναμη, και να δοξάζεται η αδιαίρετη και ομοούσια Αγία Τριάδα. Και όχι μόνο σώζεται μέχρι σήμερα το λουτρό εκείνο, με τα τρία παράθυρα και τον χαραγμένο από την αγία Σταυρό, αλλά και κάνει μέχρι σήμερα θαυματουργικές θεραπείες σε Αρρώστους από διάφορες αρρώστιες, όταν προσέρχονται με πίστη. Ας επανέλθουμε στο τρίτο παράθυρο.Οταν τη ρώτησε ο πατέρας της γιατί είπε στους τεχνίτες να φτιάξουν τρίτο παράθυρο,εκείνη του εκμυστηρεύτηκε τον λόγο και την πίστη της στην Αγία Τριάδα και στον Ιησού Χριστό. Αλλά, και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. Τότε ο πατέρας της, βλέποντας αυτή την αλλαγή,
14
εξοργίσθηκε τόσο πολύ.Κορυφώθηκε ο ειδωλολατρικός φανατισμός του. Αδειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του για τη Βαρβάρα μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Την έβρισε σκαιότατα. Λησμόνησε πέρα για πέρα, ότι ήταν το σπλάχνο του. Με γεμάτα τα μάτια από χολή και την καρδιά του από φαρμάκι, σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει. Συγκρατήθηκε όμως. Και έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς Βαρβάρα εμποδίζεται, περιωρισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω απ' τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν υποχρεωμένη να ακούει ολόγυρά της βλασφημίες και κάθε είδους βρισιές κατά του Χριστού. Αυτή η φοβερή δυσκολία, την έβαλε σε σκέψη, να δραπετεύσει από τον πύργο. Έτσι και έγινε. Κατόρθωσε με τη βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας, να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιο κοντινό όρος, ίσως στον Αντιλίβανο. Μόλις έφτασε εκεί, σήκωσε τα χέρια στον ουρανό, ζήτησε τη βοήθεια του Θεού, να τη γλυτώσει χέρια του τύραννου πατέρα της. Και ο θείος δημιουργός της δεν άργησε καθόλου να απαντήσει στην προσευχή της. Όπως άλλοτε, έσκισε μια πέτρα στα δύο και έκρυψε και διέσωσε την πρωτομάρτυρα Αγία Θέκλα, έτσι με όμοιο θαύμα έσωσε και, την ’για Βαρβάρα από τα φονικά χέρια του πατέρα της, που έτρεχε συνέχεια καταπάνω της να την συλλάβει. Να, πως διατυπώνει το θαύμα αυτό ο υμνογράφος της Αγίας στο β' τροπάριο της ε' ωδής: «Μανίαν δεινήν του πατρός εκκλίνουσαν, Βαρβάραν σχισθέν ευθύς υπεδέξατο, όρος ώσπερ πάλαι την αοίδιμον πρωτομάρτυρα Θέκλαν. Χριστού τερατουργήσαντος». Δηλαδή, την Βαρβάραν που προσπαθούσε να αποφύγει την φοβερή μανία του πατέρα της, την δέχθηκε αμέσως με το σχίσιμό του κάποιο βουνό, όπως έγινε παλιότερα με την περίφημη πρωτομάρτυρα Θέκλα, με θαύμα του Χριστού. Παρ'όλα αυτά κυνηγώντας την και ρωτώντας ένα βοσκό ,έμαθε που κρύβεται η αοίδιμος και τη συνέλαβε.Δεν ήταν όμως πια πατέρας ούτε κατά ίχνος, αλλά σωστός τύραννος, γεμάτος παραφορά και μίσος και πάθος εκδικητικό. Λοιπόν, της λέγει, εξακολουθείς να επιμένεις; Η Αγία τον κοίταξε καλά καλά με λύπη και σταθερά του απάντησε. Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον αληθινό Θεό. Τότε εκείνος την άρπαξε απ' τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή
15
και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στη γη. Για μια στιγμή τον κατάλαβε φονική ορμή, να την σκοτώσει με κλωτσιές, ή να της συντρίψει την κεφαλή με κάποια πέτρα. Συγκρατήθηκε όμως, σα να είχε κάποια ελπίδα. Έδωσε εντολή να τη σηκώσουν από κάτω. Την έπιασε με τα χέρια του, σύροντάς την βίαια, την οδήγησε ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σ' ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να τη φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας. Κάθε δυο μέρες ο Διόσκορος έπαιρνε μαζί του και έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να αλλάξει τη γνώμη της κόρης του. Η θεόκλητη όμως Βαρβάρα, δεν δεχόταν καθόλου να ακούσει τις ειδωλολατρικές διδασκαλίες και υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιό του. Όταν ο Διόσκορος διαπίστωσε, ότι, κι αυτή του η προσπάθεια, να μεταπείσει την κόρη του, απέβη άκαρπη, τότε την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, με την κατηγορία, ότι βρίζει με σκαιότητα τα είδωλα, και τον εξόρκισε στη δύναμη των θεών τους, να μη την λυπηθεί καθόλου, αλλά να την βασανίσει με κάθε είδους βία και σκληρά βασανιστήρια, μέχρι θανάτου. Ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και έδωσε εντολή να φέρουν τη Βαρβάρα μπροστά του. Όταν την είδε, με τόση καταπληκτική ομορφιά, μια νέα γεμάτη από ευγένεια και σεμνότητα, έμεινε εκστατικός και καταλήφθηκε από οίκτο. Μια τέτοια νέα, θα ήταν κρίμα να βασανιστεί και μάλιστα μέχρι θανάτου. Προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, με συμβουλές, με υποσχέσεις και με απειλές να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό, αλλά μάταια. «Λυπήσου τους γονείς σου», της είπε. Η ανδρόφρων Αγία δεν δελεάστηκε από τίποτα. Ούτε την τρόμαζε καμμιά απειλή. Ήλεγξε μάλιστα με δριμύτητα το ψεύδος των ειδώλων και υπεραμύνθηκε της αλήθειας του Χριστού. Είμαι χριστιανή απαντούσε, και δεν θα μπορέσει να με αλλάξει κανείς. Τότε ο Μαρκιανός, έξω φρενών, έδωσε εντολή, να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Μπροστά στα σκληρά και άπονα μάτια του πατέρα της, την γύμνωσαν, την χτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την χάνουν να νοιώθει τους πόνους πιο δριμείς, έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα. «Αικισμοίς αφειδώς καταξαίνεσθαι, ράχεσι τριχίνοις εντόνως τε τρίβεσθαι δια Χριστόν η άμεμπτος», αναφέρεται στην Ακολουθία της, τροπάριο της στ' ωδής. Δηλαδή, η αθλήτρια παρέδωσε το σώμα της να κατασπαραχθεί με πάμπολλα βασανιστήρια και να τριφτεί
16
δυνατά με τρίχινα κουρέλια. Και όλα αυτά τα υπέστη για το όνομα του Χριστού η άμεμπτη. Τόση ήταν η μαστίγωση, που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε, και κατατρυπήθηκε, και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης, που τη βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστήρια την κλείσανε προσωρινά στη φυλακή, για να την ανακρίνουν και πάλι με την ελπίδα, ότι μια δεύτερη ανάκριση, και ένα πιο σκληρό μαρτύριο, θα την έκαναν να αλλάζει γνώμη, να αρνηθεί το Χριστό, να προσκυνήσει και να θυσιάσει στους ψευτοθεούς. Τα μεσάνυχτα, και ενώ η Αγία ήταν άγρυπνη και προσευχόταν, ξαφνικά το δεσμωτήριο καταφωτίστηκε από δυνατό και γλυκύτατο φως. Και ακούστηκε παρήγορη φωνή που έδινε θάρρος στην Αγία. Μονομιάς θεραπεύτηκαν όλα τα τραύματά της και η ψυχή και το σώμα της πήραν ουράνια βοήθεια και δύναμη. Η ομορφιά της έγινε ακόμα πιο λαμπρή, που κατέπληξε τους τυφλούς και αμετανόητους τυράννους της. Και απ' αυτά τα ολοφάνερα σημεία του ουρανού, δυνάμωσε πιο πολύ η καλλίνικη Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, απόκτησε μεγαλύτερη καρτερία και υπομονή. Δεν ανησυχούσε για τίποτα. Ήξερε, ότι βαδίζει πολύ γρήγορα, για να φτάσει κοντά στο Νυμφίο της Χριστό, όπου, τις ψυχές δεν μπορεί να αγγίξει πια καμιά βάσανος. Ένοιωθε αφάνταστα χαρούμενη. Χαιρόταν με τα παθήματά της και ένοιωθε βαθειά τη χάρη του ουρανού όχι μόνο να πιστεύει στο Χριστό, αλλά και να πάσχει για το Χριστό. Περίμενε με χαρά, σα να πήγαινε για γάμο, νέα βασανιστήρια, δριμύτερα και σκληρότερα από πριν. Αρχίζει ο δικαστής τη δεύτερη εξέταση, όλοι, που ήταν στο δικαστήριο, όταν είδαν την πολυβασανισμένη Μάρτυρα υγιέστατη, χωρίς καμιά πληγή, έμειναν άφωνοι, αλλά και με το νου αφώτιστο. Ο άσεβής Μαρκιανός, τυφλός από την πλάνη των ειδώλων, προσπάθησε να πείσει την αγία, ότι οι θεοί του τη λυπήθηκαν και της γιάτρεψαν τις πληγές. ''Οι θεοί σου είναι τυφλοί και αδύνατοι, όπως είσαι κι εσύ, και έχουν ανάγκη αυτοί απ' τους Ανθρώπους. Με θεράπευσε ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, που τα γεμάτα από το σκοτάδι της ασέβειας μάτια σου, δεν μπορούν να Τον δουν, να Τον γνωρίσουν, να Τον Αγαπήσουν, για να σε σώσει.''
17
Στο άκουσμα των θαρραλέων αυτών λόγων της Αγίας, εξοργίστηκε ο Μαρκιανός τόσο, που ξεπέρασε σε θηριωδία και το λιοντάρι και την τίγρη, και έδωσε αμέσως εντολή, να της καταξεσχίσουν τις σάρκες με σιδερένια νύχια και με αναμμένες λαμπάδες να καίνε τα ξεσχισμένα μέλη της και να χτυπούν με σφυρί την κεφαλή της. Ο υμνογράφος της Ακολουθίας της στην ζ' ωδή διατυπώνει ως εξής το φρικτό αυτό βασανισμό: «Πληγαίς αφορήτοις σου καταξανθέντος, του σώματος όλου τε, βαφέντος εν αιμάτων ροαίς, λαμπάσιν υπέμεινας, φλογιζομένη πλευράς, μάρτυς παναοίδιμε, Χριστω ευχαριστούσα, Βαρβάρα ένδοξε». Δηλαδή, ενώ με αφόρητα κτυπήματα είχε καταξεσχισθεί όλο σου το σώμα και είχε βαφτεί με τις ροές των αιμάτων, έδειξες υπομονή και όταν έκαιγαν με λαμπάδες τις πλευρές σου, ονομαστή μάρτυς, ευχαριστώντας τον Χριστό ένδοξη Βαρβάρα. Στο σημείο αυτό του υπερθηριώδη αυτού βασανισμού, παρουσιάζεται και δεύτερη του Χριστού Μάρτυς. Είναι η θεοσεβής και ενάρετη Ιουλιανή. Η αγαθή Ιουλιανή, ήταν χριστιανή από πολύ καιρό. Παρακολουθούσε απ' την αρχή τα μαρτύρια της Αγίας Βαρβάρας. Είδε και έμαθε για όλα τα θαύματα που έκανε ο Χριστός επάνω της. Τώρα όμως, βλέποντας εκείνο το μαρτύριο, βλέποντας να τρέχει άφθονο το αίμα της Αγίας από όλο το σώμα και την κεφαλή της, δεν άντεξε η καρδιά της τον πόνο, και άρχισε να κλαίει γοερά και απαρηγόρητα. Όταν την είδε ο Μαρκιανός να κλαίει, τη ρώτησε ποιά είναι. ''Είμαι χριστιανή, του απάντησε, και κλαίω από αγάπη και πόνο για τα μαρτύρια της καλλιπάρθενης Βαρβάρας.'' Αμέσως ο ασεβής διέταξε να κρεμάσουν την Ιουλιανή κοντά στη Βαρβάρα, να της ξεσχίσουν και αυτής τις σάρκες και να τις καίνε με αναμμένες λαμπάδες. Βλέποντας ο σκληρόκαρδος εκείνος τύραννος την υπομονή και αντοχή και των δύο Μαρτύρων γυναικών, στα τόσα και τέτοια βασανιστήρια, διέταξε να κόψουν τους μαστούς και των δύο· «ω της απανθρώπου τε και αναλγήτου, τυράννων ωμότητος, και πλείστης αθεότητος! μαστούς γαρ της μάρτυρος, ως εν μακέλλω δεινώς, ξίφεσι κατέτεμνον...», έτσι περιγράφει ο υμνογράφος της το γεγονός σ' ένα τροπάριο της ζ' ωδής. Δηλαδή, ω απάνθρωπη και άπονη σκληρότητα και Υπερβολική ασέβεια των τυράννων. Σα να βρισκόντουσαν σε
18
κρεοπωλείο απέκοψαν τελείως με ξίφη τους μαστούς της μάρτυρος, η οποία προσήλωνε το νου της στο ζωοδότη Χριστό. Ούτε όμως η αποκοπή των μαστών των δύο γυναικών μπόρεσε να αλλάξει την απόφασή τους, να μαρτυρήσουν και να υποστούν τα πάντα για την αγάπη του Χρίστου. Αφού είδε ο τύραννος να υπομένουν και αυτή την τρομερή βάσανο διέταξε, την μεν Ιουλιανή να την βάλουν στη φυλακή, την δε Βαρβάρα, να την ξεγυμνώσουν τελείως, να την γυρίζουν σε όλη την πόλη γυμνή, συνάμα δε και να την δέρνουν συνεχώς. Μ' αυτόν τον τρόπο θέλησαν να την πληγώσουν πιο πολύ, και να εκθέσουν τη σεμνότητα αυτής της παρθένου κόρης. Η Αγία προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο να μην αφήσει να διαπομπευθεί γυμνή για να διαδυλάξει τη σεμνότητα και την πλήρη αγνότητά της. Ο γεμάτος αγάπη Θεός, δεν αργοπόρησε καθόλου, άκουσε αμέσως την προσευχή της, και ω του θαύματος, ενώ της αφαιρούσαν τα ρούχα, η γύμνωσή της δεν φαινόταν. Κατά τρόπο ανεξήγητο άλλα ρούχα, πιο ωραία αντικαθιστούσαν εκείνα που με λυσσώδη μανία της αφαιρούσαν και ξέσχιζαν. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διατυπώνει το θαύμα ως εξής: «Χάριτος περιβολή όλην ο Χριστός περιστείλας την οικείαν αθλήτριαν, την θέαν τοις αισχροίς και ασελγέσι και μυσαροίς διετείχωσε και άπρακτον αυτών την επίνοιαν δέδειχε και της προσδοκίας παρέσφηλεν». Δηλαδή αφού ο Χριστός περιτύλιξε τη δική Του αθλήτρια με το ένδυμα της χάριτος, εμπόδισε σαν με τείχος το θέαμα, (της γυμνώσεως), από τους αισχρούς και ακόλαστους και ακάθαρτους, και απόδειξε τη σκέψη τους ανώφελη, και έκανε να χαθεί η ανίερη ελπίδα τους για το θέαμα. Ανίκανος, τυφλωμένος απ' το σκοτάδι της ειδωλολατρίας ο Μαρκιανός, δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα εκείνα τα θαυμάσια και υπερφυσικά, που είδαν τα μάτια του, και να δει το φως το αληθινό, αλλά πωρώθηκε και σκληρύνθηκε πιο πολύ, και φρυάττοντας με τρομακτική λύσσα, πιο μεγάλη κι από την τίγρη, έδωκε πρόσταγμα, να θανατωθούν και οι δύο γυναίκες, με αποκεφαλισμό δια ξίφους, και η Βαρβάρα και η ομόφρων αυτής Ιουλιανή. Σε όλες αυτές τις τιμωρίες και τους βασανισμούς που υπέστη η αγία, ένδοξη και μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, ήταν μπροστά και ο τυφλός από το πάθος και άσπλαχνος πατέρας της Διόσκορος. Όχι μόνο δεν πόνεσε αλλ' ούτε καν λυπήθηκε την κόρη του ο υπερθηριώδης. Δεν χόρτασε η αιμοβόρα καρδιά του από όλα εκείνα τα κολαστήρια και τους
19
ξεσχισμούς της σάρκας, που δοκίμασε αλύγιστα η Αγία, αλλά νόμισε, ότι θα τον κατηγορούσαν, σαν άνανδρο, και με αδύνατη ψυχή, αν άφηνε να θανατώσει άλλος την κόρη του. Και έτσι, μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σα λυσσασμένο λιοντάρι την κόρη του για να την οδηγήση στον τόπο του αποκεφαλισμού και να τη φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμένα χέρια του. Η Αγία, χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητά του είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα: «πατέρα μου»! Ω λόγια, χειρότερα από ξίφος και λόγχη! Ω και τι δεν κρύβουν μέσα τους αυτά τα λόγια! Κρύβουν τη λύπη της για το κατάντημά του, που ύστερα από τόσα υπερφυσικά που είδαν τα μάτια του, δεν συνήλθε, να πιστέψει και αυτός στο Χριστό και να σωθεί. Αλλά ακόμα πιο πολύ και κυρίως κρύβουν τη συγγνώμη και την αγάπη, τη συγχώρηση στο φονιά πατέρα. Εδώ είναι η άφθαστη τελειότητα της αγίας .Αφού έφθασαν στον τόπο του αποκεφαλισμού, η ανδρόφρων, Αγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, έκλινε την ιερή της κεφαλή, μπροστά στο ξίφος του πατέρα της και δέχθηκε το μαρτύριο και το στεφάνι της άθλησης, την δε Ιουλιανή, την ίδια ώρα, την αποκεφάλισε ο δήμιος. Και οι δύο, στεφθήκανε με το μαρτυρικό, αμαράντινο της δόξας στεφάνι, από τον δίκαιο επαινέτη και δωρεοδότη Κύριο. Στην ιστορία των ανθρώπων σπάνια συναντά κανείς τέτοια θηριωδία πατέρα, σαν αυτή που έδειξε ο παιδοκτόνος πατέρας της Αγίας και πανσεβάσμιας Βαρβάρας. Γι' αυτό, και δίκαια ικανοποιείται η συνείδηση κάθε αληθινού χριστιανού, στην ιστορική πληροφορία, ότι μετά το φόνο της κόρης του ο Διόσκορος και μόλις άρχισε να κατεβαίνει από το όρος της σφαγής, ο θεία Δίκη, η πάντοτε άγρυπνη, τιμώρησε παραδειγματικά τον άσεβή και, αιμοβόρο εκείνο παιδοκτόνο, κατακαίοντας αυτόν με κεραυνό, που κατέπεσε απ' την οργή του ουρανού, σε τέτοιο σημείο, που δεν βρέθηκε ούτε ίχνος απ' το βρωμερό εκείνο σώμα του. Λέγεται μάλιστα, ότι η λάμψη του κεραυνού εκείνου, έφθασε μέχρι το μέγαρο του Μαρκιανού, σαν προειδοποίηση, συμβολική μεν, αλλά σίγουρη, της άυλης εκείνης φωτιάς, που επρόκειτο να τον κατακαίει αιώνια. Κατά την παράδοση κάποιος ευσεβής χριστιανός, Ουαλεντίνος ονομαζόμενος, πήρε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων γυναικών, τα μετέφερε στο χωριό
20
Γελασσό, οπού τα ενταφίασε με κάθε ιεροπρέπεια. Λείψανο της Κάρας της Αγίας φυλάσσεται σε Ιερά Μονή των Μετεώρων. Η σύνδεση της Αγίας με κεραυνό συσχέτισε την επίκλησή της έναντι κεραυνού και φωτιάς. Έτσι η Αγία Βαρβάρα θεωρείται προστάτιδα αγία του Πυροβολικού, καθώς επίσης των μεταλλωρύχων, των ανθρακωρύχων και των εργαζόμενων σε λατομεία, υπόγεια έργα, σήραγγες και ορυχεία. Επίσης είναι προστάτιδα των σταφιδεργατών στοΗράκλειο Κρήτης. Παλαιότερα «Αγία Βαρβάρα» ονόμαζαν οι ναυτικοί τις πυριτιδαποθήκες και τους χώρους πυρομαχικών των πολεμικών πλοίων. Στις αγιογραφίες εικονίζεται να κρατά άγιο ποτήριο, κλαδί φοίνικα ή σταυρό μαρτυρίου. Σε άλλες αγιογραφίες βρίσκεται ιστάμενη προ πύργου με τρία παράθυρα.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.
21
ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ( 26 Ιουλίου)
22
Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου (138 - 160 μ.Χ.). Ήταν κόρη των ευσεβών Χριστιανών, Αγάθωνα και Πολιτείας, οι οποίοι φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή της, όπως είχαν υποσχεθεί στο Θεό στην περίπτωση που θα τους έδινε ένα παιδί. Επειδή το παιδί γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή έλαβε αυτό το όνομα. Σε ηλικία 20 ετών έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς, γεγονός που την κατέστησε κληρονόμο σημαντικής περιουσίας, την οποία και εκποίησε, διαθέτοντας τα χρήματα σε φτωχούς και ασθενείς. Ασχολήθηκε εντατικά με την ιεραποστολή, στην πόλη της Ρώμης και την ευρύτερη περιοχή, διδάσκοντας τον Χριστιανισμ όκατ-οίκον σε ανθρώπους αδύναμων κοινωνικά ομάδων. Η δράση της έγινε γνωστή στους Ρωμαίους και κλήθηκε σε απολογία από τον αυτοκράτορα Aντωνίνο. Αυτός της υποσχέθηκε υλικά αγαθά στην περίπτωση που θα θυσίαζε στα είδωλα λέγοντας της:«Αν θυσιάσεις στους θεούς, θα κερδίσεις πολλά· αλλιώς θα βασανισθεις» Εκείνη του απάντησε η μακαρία: «Δεν θα αρνηθώ ποτέ το Χριστό. Οι θεοί σας είναι είδωλα. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, εκείνος που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη». Βλέποντας όμως πως η Αγία παρέμενε σταθερή στην πίστη της, την υπέβαλε στο βασανιστήριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας, το οποίο υπέμεινε με καρτερικότητα και στη συνέχεια στη φυλακή, όπου πέρασε ένα διάστημα στην απομόνωση. Στην αγιογραφία της αναφέρεται πως ένας άγγελος του Θεού, την επισκέφθηκε απελευθερώνοντάς την απ'τα δεσμά. Έπειτα κλήθηκε ξανά να αλλαξοπιστήσει και αφού δεν έδειχνε να μεταπείθεται, ο Αντωνίνος διέταξε το βασανισμό της μέχρι θανάτου. Τα αγιογραφικά στοιχεία αναφέρουν, ότι για να την θανατώσουν την οδήγησαν μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι με καυτό λάδι, αλλά εκείνη παρέμεινε ζωντανή. Ο Αντωνίνος, αδυνατώντας να το πιστέψει, θέλησε να προσεγγίσει το καζάνι ο ίδιος με σκοπό να διαπιστώσει τι συμβαίνει. Πλησιάζοντας όμως, από τον ατμό ή από κάποια άλλη αιτία, τραυματίστηκαν τα μάτια του με αποτέλεσμα να τυφλωθεί. Σύμφωνα με την παράδοση, η Αγία Παρασκευή, τον θεράπευσε με θαυματουργικό 23
τρόπο (γι' αυτό θεωρείται προστάτιδα των ματιών από τους Χριστιανούς) και έτσι ο Αντωνίνος την άφησε ελεύθερη να επιστρεψει στο έργο της κατ' άλλους τον έκανε να πιστέψει και να σταματήσει τους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Ελευθέρωσε πάντως την Αγία Παρασκευή, η οποία συνέχισε να κηρύττει το Ευαγγέλιο σε άλλα μέρη, μέχρι που έφτασε στην Ελλάδα. Μετά από χρόνια ο Αντωνίνος πέθανε και στη διαδοχή του ο Μάρκος Αυρήλιος, εξαπέλυσε νέο διωγμό κατά των χριστιανών, με την Αγία να συλλαμβάνεται ξανά. Σύμφωνα -και πάλι- με τα όσα λέει η αγιογραφία, ο ίδιος ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή στους έπαρχους Ασκληπιό και Ταράσιο να τη βασανίσουν. Ο πρώτος την έριξε σε χώρο που φυλάσσονταν φίδια, τα οποία όμως πέθαναν όταν την πλησίασαν και έτσι ο δεύτερος αποφάσισε να την αποκεφαλίσει. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασαμένη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευὴ ἀθλοφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
24
ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ( 25 Νοεμβρίου)
Η Αγία Αικατερίνη καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Αλεξάνδρειας, «θυγάτηρ βασιλίσκου τινός ονομαζομένου Kώνστου», και μαρτύρησε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. (304 μ.Χ.) Ήταν ευφυέστατη και φιλομαθής. Ήδη σε ηλικία δέκα οκτώ χρονών κατείχε τις γνώσεις της ελληνικής, ρωμαικής και λατινικής φιλολογίας και φιλοσοφίας, δηλαδή γνώριζε τα έργα του Oμήρου, του λατίνου ποιητή Bιργίλιου, του Aσκληπιού, του Iπποκράτη και Γαληνού των ιατρών, του Aριστοτέλη και του Πλάτωνα, του Φιλιστίωνα και του Eυσέβιου των φιλοσόφων, του Iαννή και Iαμβρή των μεγάλων μάγων, του Διονυσίου και της Σιβύλλης και άλλων. Ήταν όμως και άρτια καταρτισμένη στα δόγματα της χριστιανικής πίστης.
25
Όταν επί Μαξεντίου (υιός του Mαξιμιανού) διεξαγόταν διωγμός εναντίον των χριστιανών, η Αικατερίνη δε φοβήθηκε, αλλά με παρρησία διέδιδε πώς ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος Αληθινός Θεός. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τον έπαρχο της περιοχής, ο οποίος προσπάθησε με συζητήσεις να την πείσει να αρνηθεί την πίστη της. Όταν ο έπαρχος διαπίστωσε την ανωτερότητά των λόγων της Αικατερίνης, συγκάλεσε δημόσια συζήτηση με τους πιο άξιους ρήτορες της Αλεξάνδρειας, τους οποίους όμως η Αικατερίνη αποστόμωσε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιοι από τους συνομιλητές της Αικατερίνης πείσθηκαν για τους λόγους της και ασπάστηκαν την Χριστιανική Πίστη. Μπροστά σε αυτή την κατάληξη, ο έπαρχος διέταξε να τη βασανίσουν σκληρά με την ελπίδα πώς η αγία θα λύγιζε και θα αρνιόταν τον Χριστό. Όμως η Αικατερίνη έμεινε ακλόνητη στην πίστη της. Τελικά αποκεφαλίσθηκε, ύστερα από διαταγή του έπαρχου. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗ, ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ (17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ) Η αγία Σοφία και οι κόρες της, η Πίστη, η Ελπίδα και η Αγάπη, ζούσαν στην Ιταλία, το 2ο αιώνα μ.Χ., στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού. Κατάγονταν από λαμπρή γενιά, πλούσια οικογένεια, με ευσεβείς προγόνους. Η μητέρα ήταν χήρα, γυναίκα ενάρετη, που ζούσε με σοφία, πίστη, ελπίδα, αγάπη στο Χριστό, και με τον ίδιο τρόπο ανέτρεφε και τις θυγατέρες της. Δεν έπαυε να τις θυμίζει πόσο ασύγκριτα μεγαλύτερη αξία έχει η ωραιότητα και τα χαρίσματα της ψυχής από την ωραιότητα 26
του σώματος που κι αυτή διέθεταν. Αυτά όμως τις έλεγε ότι είναι πρόσκαιρα, δεν κρατούν ούτε καν σε ολόκληρη αυτή τη γήινη ζωή, αλλά πολύ γρήγορα μαραίνονται και χάνονται· ενώ τα άλλα μας προετοιμάζουν για να αντέξουμε μια ζωή αιώνια και να χαιρόμαστε για πάντα κοντά στον Θεό, στη Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι μεγάλωνε η πιστή και σοφή αρχόντισσα τις τρεις αγαπημένες κορούλες της. Κάποια φορά χρειάστηκε να πάνε στη Ρώμη, την πρωτεύουσα της μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το γεγονός δεν έμεινε απαρατήρητο, καθώς η φήμη για τις αρετές της μητέρας και τις χάρες των κοριτσιών κυκλοφόρησε γρήγορα. Άλλοι χάρηκαν, πολλοί ζήλεψαν και κάποιοι έτρεξαν στον αυτοκράτορα να φανερώσουν ότι οι αρχοντοπούλες δεν σέβονταν τους θεούς του. Εκείνος διέταξε να τις φέρουν μπροστά του. Φυσικά δεν μπόρεσε να κρύψει το θαυμασμό του για την ομορφιά που αντίκρισε. Πήρε ιδιαιτέρως τη μητέρα και της μίλησε για την πίστη. Κατάλαβε όμως ότι ήταν πολύ γενναία και δεν φοβόταν τίποτα. Έπειτα ζήτησε να παρουσιαστούν οι θυγατέρες όλες μαζί. Άρχισε να τις κολακεύει και να τις καλοπιάνει με διάφορους τρόπους. Επειδή όμως κατάλαβε ότι δεν κολακεύονταν, γιατί ο νους τους δεν ήταν σε υλικά και κοσμικά πράγματα, όπως ωραία φορέματα, ακριβά κοσμήματα, διασκεδάσεις, πλούτη, δόξες, τιμές και παρόμοια γήινα αγαθά, τις πήρε μία μία χωριστά. Πρώτα πήρε τη μεγαλύτερη, την Πίστη, που ήταν δώδεκα χρονών και της ζήτησε να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη με θάρρος τον έλεγξε για την αγνωσία και την ανοησία του να πιστεύει ότι τα είδωλα, δηλαδή τα ξύλινα και πέτρινα αγάλματα που φτιάχνουν άνθρωποι, είναι θεοί! Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να υποχρεώνει και άλλους ανθρώπους να αφήνουν τον αληθινό Θεό και δημιουργό των πάντων και να πιστεύουν σ’ αυτά ! Έξαλλος από θυμό ο αυτοκράτορας διέταξε τιμωρίες και βασανιστήρια, από τα οποία όμως η μάρτυς έβγαινε αβλαβής. Έτσι διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Μετά παρουσιάζεται μπροστά στον τύραννο η Ελπίδα, η οποία ήταν δέκα χρονών, με την ίδια γενναιότητα κι εκείνη. Ανάμεσα στα βασανιστήρια, από τα οποία και εκείνη έμεινε αβλαβής, όπως και η αδελφή της, του είπε:
27
«Με τη δύναμη και την υπομονή που θα μου δώσει ο Χριστός, ελπίζω να σε νικήσω στον πόλεμο που έστησες με ένα ανήλικο κορίτσι που δεν έχει καμιά βοήθεια εκτός από τη δύναμη που περιμένει από τον Θεό». Είχε κι αυτή ίδιο τέλος. Η τελική απόφαση ήταν αποκεφαλισμός. Έπειτα ο τύραννος διέταξε να φέρουν μπροστά του τη μικρότερη, την Αγάπη. Ήταν ένα χαριτωμένο κοριτσάκι εννιά χρονών. Στέκεται μπροστά του και του λέει άφοβα: «Μη με βλέπεις μικρή και ελπίζεις να με ξεγελάσεις με τις κολακείες σου. Είμαι κι εγώ ένα κλαδί από το ίδιο δέντρο που δοκίμασες προηγουμένως και καταντροπιάστηκες και ξεφτιλίστηκες. Δεν είμαι λιγότερο ανδρεία από τις αδελφές μου, αλλά ο Χριστός θα μου δώσει τόση περισσότερη υπομονή, όσο μικρότερη είμαι». Το θάρρος της μικρής μάρτυρος γέμισε με έκπληξη μεγάλη αλλά και με ασυγκράτητο θυμό τον τύραννο. Φρικτά βασανιστήρια δοκίμασε το μαρτυρικό κορμάκι της. Με τη Χάρη του Χριστού όμως βγήκε και αυτή απ’ όλα αβλαβής, γι’ αυτό την αποκεφάλισαν κι αυτή. Η μητέρα τους, Σοφία, χάρηκε πάρα πολύ που είχε γεννήσει τέτοια ευλογημένα παιδιά και που αξιώθηκε να γίνει μητέρα μαρτύρων. Ευχαρίστησε τον Θεό που ενίσχυσε τα κορίτσια της να δεχθούν και να υπομείνουν με χαρά το μαρτύριο. Τον ευχαρίστησε που δέχθηκε και τη δική της προσφορά, αφού για το Χριστό και την αιώνια Βασιλεία Του τα προετοίμαζε από μικρά. Τώρα είχε εκπληρώσει τον προορισμό της· μπορούσε κι εκείνη να αναχωρήσει για τη Βασιλεία Του. Αυτό παρακάλεσε, και ο Θεός μπορούσε να μην ακούσει την προσευχή μιας τέτοιας μάνας; Κήδευσε τα άγια και μαρτυρικά λείψανα των θυγατέρων της με ευλάβεια και μεγαλοπρέπεια. Την τρίτη μέρα πήγε στον τάφο τους να τις αγκαλιάσει και να τις χαιρετίσει για τελευταία φορά. Από εκεί η ολόφωτη ψυχή της πέταξε κοντά τους, για να χαίρεται αιώνια κοντά στο Χριστό, στον οποίο είχε αφιερώσει όλη την εδώ ζωή της. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη τους στις 17 Σεπτεμβρίου.
28
ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ ( 22 Δεκεμβρίου)
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρώμη στα τέλη του 3ου μ.Χ αιώνα. Ήταν κόρη αρχοντικής οικογένειας. Πατέρας της ήταν ο Πραιτέξτατος, ισχυρός προύχοντας την Ρωμαϊκή εποχή και ειδωλολάτρης. Η μητέρα της Φλαβία ήταν χριστιανή. Η Αναστασία βαφτίστηκε χριστιανή και ανατράφηκε από την μητέρα της. Την οδήγησε μάλιστα στον χριστιανό διδάσκαλο Χρυσόγονο, που μετά το θάνατο της μητέρας της ανέλαβε πλήρως τη διδασκαλία της. Όταν η
29
Αναστασία έφτασε σε ώριμη ηλικία, ο πατέρας της την πίεζε να παντρευτεί τον Ρωμαίο εθνικό Πόπλιο, το οποίο και έγινε παρά τη θέλησή της. Η Αναστασία απέφυγε τον Πόπλιο σαρκικά, προφασιζόμενη ότι ήταν ασθενής, νόσο αεί προφασιζόμενη όπως αναγράφει το συναξάριό της, ενώ αυτός της κατέτρωγε την περιουσία σε ειδωλολατρικές και άσωτες εκδηλώσεις. Η Αναστασία υπέφερε πολύ, διότι δεν μπορούσε να εκπληρώσει ελεύθερα τις χριστιανικές της υποχρεώσεις. Ο αιφνίδιος θάνατος του συζύγου της, ελευθέρωσε όλες τις δυνατότητες της Αναστασίας. Έτσι διέθετε όλα της τα πλούτη, το χρόνο, τη δράση και την αγάπη της στο να επισκέπτεται στις φυλακές τους φυλακισμένους Χριστιανούς, να τους ενισχύει και να τους ενθαρρύνει, ώστε να μην δειλιάσουν μπροστά στο μαρτύριο. Έγινε αλείπτρια, δηλαδή προπονήτρια, πολλών μαρτύρων που οφείλουν το ένδοξο μαρτυρικό τους τέλος στην ενθάρρυνση και τη στήριξη της Αναστασίας. Στο έργο της αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στη Ρώμη αλλά άπλωσε τη δράση της μέχρι την Ανατολή, έως την Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, αφού διέτρεξε το Ιλλυρικό και τη Μακεδονία, όπου έδρασε κυρίως στην πόλη Θεσσαλονίκης. Το μαρτύριο Η άκαμπτη και ανυποχώρητη Αναστασία τελικά δέθηκε σε πασσάλους και δεμένη ως ήταν παραδόθηκε στη φωτιά στις 22 Δεκεμβρίου του 303 ή 304 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη (ή κατά άλλους στο Σίρμιο) ενώ άλλες πηγές τοποθετούν το μαρτύριό της στη Ρώμη. Το τίμιο σώμα της Αναστασίας, το παρέλαβε σύμφωνα με τα συναξάρια, μια ευσεβής αρχόντισσα χρησιμοποιώντας τη γνωριμία με τον τοπικό Έπαρχο και το ενταφίασε στον κήπο της οικίας της. Αργότερα έκτισε εκεί χριστιανικό ναό. Άλλες πηγές αναγράφουν ότι ο σύζυγος της Αναστασίας, Πόπλιος, την φυλάκισε γιατί δεν κατάφερε να τη μεταστρέψει στην ειδωλολατρία. Τον δε διδάσκαλό της Χρυσόγονο τον έκλεισε ο Διοκλητιανός σε φυλακή και τον βασάνιζε, διότι δίδασκε με παρρησία και πολλή επιτυχία τον Χριστιανισμό. Σώζεται αλληλογραφία μεταξύ της Αγίας Αναστασίας, τον καιρό που την είχε φυλακίσει ο άνδρας της, για να εμποδίσει την φιλάνθρωπη δράση της, και του Χρυσογόνου, όταν ήταν και αυτός στην φυλακή. Τον Χρυσόγονο ακολούθησε η Αναστασία στη μαρτυρική του 30
πορεία από τη Ρώμη στη Νικομήδεια, αφού εν τω μεταξύ αποφυλακίσθηκε μετά τον θάνατο του συζύγου της (ο Πόπλιος πήγε πρέσβης στην Ρώμη, όπου τον βρήκε αιφνίδιος θάνατος). Η μνήμη της τιμάται στις 22 Δεκεμβρίου. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Tῶν μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι' ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα· ὅθεν βλαστάνεις δαψιλῶς χάριν ἄφθονον ἀεί, θέοφρων Ἀναστασία, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.
Η ΑΓΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ (16 Σεπτεμβρίου)
Η Αγία Ευφημία έζησε κατά τούς χρόνους του Διοκλητιανού καί ήθλησε τό έτος 303. Κατήγετο από την Χαλκηδόνα. Ήτο θυγάτηρ του περιφανούς και πλουσίου Συγκλητικού Φιλόφρονος και της ευσεβούς και
31
φιλοπτώχου Θεοδοσιανής. Η Αγία επαιδαγωγήθη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» διό ηγάπησε τόν Χριστό , την παρθενίαν και την μετά ζήλου ομολογίαν του Χριστού. O ανθύπατος της Ανατολής Πρίσκος εχων συγκάθεδρον τον φιλόσοφον και ιερέα του Άρεως Απελιανόν, εκήρυξε, κατά την απόφασιν και εντολήν του Διοκλητιανού, διωγμόν κατά των Χριστιανών εις την Ανατολήν. Κατά την εορτήν του ψευδωνύμου Θεού Άρεως εζήτησε άπαντες οι κάτοικοι να προσέλθουν εις την εορτήν. Όσoι δεν θα προσήρχοντο θα ετιμωρούντο με φοβερά κολαστήρια. Οι χριστιανοί καθ' ομάδας εκρύπτοντο άλλοι εις οικίας και άλλοι εις ερημικάς περιοχάς. Ή Αγία Ευφημία ηγείτο μιας τοιαύτης ομάδος στηρίζουσα τούς πιστούς διά του φλογερού λόγου της. Συνελήφθη η Αγία μετά των τεσσαράκοντα εννέα μελών της ομάδος της. Εις την πρόσκλησιν του Πρίσκου νά θυσιάσουν εις τό είδωλον του Άρεως η Αγία και η ομάδα τόλμην και παρρησίαν, από την απάντησίν των εθυμώθη ο Πρίσκος και έδωκεν εντολήν να δέρουν επί είκοσι ημέρας τους Αγίους και να τους φυλακίσουν. Μετά τας είκοσι ημέρας εδοκίμασε και πάλιν να πείσει τούς μάρτυρας να θυσιάσουν. Μετά την αρνησίν των, τους έδειραν τόσον, ώστε καταπονήθηκαν οι στρατιώται, που τους έδερναν. Τότε τους υπόλοιπους μάρτυρες ο Πρίσκος έκλεισεν εις την φυλακήν, την δε Αγίαν προσπάθησε να την πείσει να θυσιάσει. Μετά την άρνηση της και την ομολογίαν της πίστεώς της στον Χριστόν την έβαλαν στον τροχό και έτσι κατεκόπτετο όλον το σώμα της Αγίας. Κατά το μαρτύριόν της η Αγία προσηύχετο διαρκώς. Μετά το πέρας της προσευχής της θαυματουργικώς ελύθη από τον τροχόν και αποκατεστάθη τέλειον και υγιές το σώμα της. Εν συνεχεία ερρίφθη η Αγία εις πυρακτωμένην κάμινον. Οι προεστώτες των υπηρετών Σωσθένης και Βίκτωρ αρνήθηκαν να ρίψουν την Αγίαν εις την κάμινον, διότι έβλεπον να ίνστανται παρά το πλευρόν της Αγίας δύο φοβεροί άνδρες, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα διασκορπίσουν το πυρ. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ ομολόγησαν τον Χριστόν και εμαρτύρησαν. Αφού προσευχήθηκε η Αγία ερρίφθη στην κάμινο. Η φλόγα δεν αγγιξε την Αγίαν, αλλά διεσκορπίσθη έξω της καμίνου και έκαυσε πολλούς. Ο Πρίσκος υπέβαλε την Αγίαν εις νέον μαρτύριον. Εκτύπωv την Μάρτυρα με οξείς λίθους και σίδηρα αιχμηρά και έτσι κατεκόπη και κατεξεσχίσθη το σωμά της. Και πάλιv θαυματουργικώς αποκατεστάθη υγιής. Ακολούθως ερρίφθη η Αγία εις μεγάλην δεξαμενήv, όπου
32
ύπηρχον σαρκοβόρα θηρία της θαλάσσης. Τα θηρία όχι μόνον δεv έβλαψαv την Αγίαν, αλλά και τηv εβάσταζοv επάνω των. Έπειτα έβαλοv την Μάρτυρα εις λάκκον με σουβλιά. Και εκείθεν εξήλθεν αβλαβής. Επεχείρησεv ο Πρίσκος να πριονίσει και να καύσει την Αγίαν. Οι οδόντες εστράβωσαν και το πυρ εσβέσθη και ουδέν αύτη έπαθεν. Τέλος ερρίφθη η Μάρτυς εις θηρία, τα οποία ήλθον πλησίον της προσκυvούντα αυτήv. Επειδή η Αγία προ του μαρτυρίου αυτού ικέτευσε τον Χριστόν vα την αναπαύση πλησίον Του, μία άρκτος τηv εδάγκωσε και ούτω παρέδωκε την αγίαv της ψυχήv εις χείρας του Νυμφίου της. Χαίροvτες οι γονείς της έθαψαv μετά πάσης τιμής το πάνσεπτόν της λείψανον εις την Χαλκηδόνα και εδόξαζαν τοv Κύριον, διότι ηξιώθησαν της τιμής να έχουν τηv θυγατέρα των Μεγαλομάρτυρα της Εκκλησίας και πρέσβειράν των πλησίον Του. O Κύριος ετίμησε την καλλίνικον παρθένον και μάρτυρα Ευφημίαν με την δωρεάν της αφθαρσίας του πολυάθλου και παρθενικού της σώματος. Εις την Χαλκηδόνα συνήλθαν οι 630 θεοφόροι Πατέρες το έτος 451 συγκροτήσαντες την Αγίαν Τετάρτην Οικουμενικήν Σύνοδον, επί των ευσεβεστάτων Βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ή Σύνοδος αυτή κατεδίκασε τον αιρετικόν Ευτυχή, όστις εκήρυττε την πλάνην, ότι ο Χριστός έχει μόνον μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν, αυτήv της Θεότητος. Οι Άγιοι Πατέρες εδογμάτισαν την πίστιv της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός έχει δύο τελείας φύσεις, θελήσεις και ενεργείας, την θείαν και την ανθρωπίνην, εις μίαν Yπόστασιν. Είναι δε ηνωμέναι αι δύο φύσεις ατρέπτως, ασυγχύτως,. αναλλοιώτως και αδιαιρέτως. Κατά την ανωτέρω Σύνοδον οι Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ο οποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πάντοτε επίστευε και εκήρυττεν η Έκκλησία τσυ Χριστού. Επίσης οι αιρετικοί Μονοφυσίται συνέταξαν ίδιον τόμον, που περιείχε τας πλάνας των. Τότε ομοφώνως ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τεθούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίξαντες την λειψανοθήκην έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ότε δε ήνοιξαν την θήκην, εύρον τον Τόμον των Ορθοδόξωv εις τας χείρας αυτής και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κείμενον εις τους πόδας αυτής. Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το έξαίσιον αυτό θαύμα επεκύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξον Τόμον και διεσάλπισε το Χριστολογικόν δόγμα περί των δύο φύσεων του Χριστού μας εις τα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε την διδασκαλίαν του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ως σατανικήν πλάνην. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
33
Τῷ θείῳ ἔρωτι, Λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἴα νεᾶνις παγκαλῆς, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη, ὅθεν εἰσελήλυθας, ἐiς παστάδα οὐράνιον, κόσμω διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σῴζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοώντας, χαίροις θεόφρον Εὐφημία.
ΑΓΙΑ ΓΛΥΚΕΡΙΑ ( 13 Μαίου)
Η Αγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στην Τραϊανούπολη τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.). Ο 34
πατέρας της ονομαζόταν Μακάριος και είχε διατελέσει ύπατος. Σε μικρή ηλικία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και ανέπτυξε έντονη χριστιανική και κατηχητική δράση. Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο ηγεμόνας Σαβίνος, την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Με μεγάλη προθυμία η Αγία εμφανίσθηκε σε εκείνον, έχοντας σημειώσει στο μέτωπό της τον Τίμιο Σταυρό και δεν δίστασε να ομολογήσει με παρρησία και σθένος την πίστη της στον Σωτήρα και Λυτρωτή Ιησού Χριστό. Όταν ο ηγεμόνας κάλεσε την Αγία να θυσιάσει στα είδωλα, αυτή αρνήθηκε και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Ακολούθως προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: «Ο Θεός, ο Παντοκράτορας, Σύ πού δοξάζεσαι με το Σταυρό του Χριστού Σου από τους δούλους Σου, Σύ πού εμφανίσθηκες στους Οσίους Σου παίδες και τους γλύτωσες από αναμμένο καμίνι, Σύ πού έκλεισες τα στόματα των λιονταριών και ανέδειξες νικητή τον δούλο Σου Δανιήλ, Σύ πού κατέστρεψες τον Βάαλ και εξόντωσες τον δράκοντα και συνέτριψες τη διαβολική εικόνα (τού βασιλέως Ναβουχοδονόσορ), Ιησού Χριστέ, το άμωμο και άκακο αρνίον του Θεού, έλα σε εμένα την ταπεινή και συνέτριψε τον δαίμονα (τόν Δία) πού δημιουργήθηκε με την ανθρώπινη τέχνη και διασκόρπισε την κακή τους θυσία». Αμέσως μετά την προσευχή έγινε βροντή μεγάλη και έπεσε το άγαλμα του Δία και συντρίφθηκε, γιατί ήταν πέτρινο. Όταν ο ηγεμόνας και οι ειδωλολάτρες ιερείς είδαν να συντρίβεται το άγαλμα του θεού τους, γεμάτοι από οργή, έδωσαν την εντολή να πεθάνει η Γλυκερία με λιθοβολισμό. Αμέσως τα πλήθη των ειδωλολατρών όρμησαν μανιασμένα και άρχισαν να λιθοβολούν την Αγία. Οι πέτρες όμως έπεφταν δίπλα της χωρίς καθόλου να την αγγίζουν. Οι ειδωλολάτρες βλέποντας το φαινόμενο και μή αντιλαμβανόμενοι αυτή τη δωρεά και ευεργεσία του Θεού, νόμισαν ότι η Αγία είναι μάγισσα και γι’ αυτό δεν την άγγιζαν οι πέτρες. Αρχισαν λοιπόν να την βρίζουν. Ο ηγεμόνας παρεμβαίνοντας διέταξε να την βάλουν μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας στη φυλακή και να την ασφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση των μαγικών της ικανοτήτων κατορθώσει να φύγει και έπειτα διαδώσει ότι την βοήθησε ο Θεός της με συνέπεια να εξαπατήσει πολλούς.
35
Εκεί στην φυλακή, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επισκέφθηκε την Αγία ο Χριστιανός ιερέας της πόλεως, Φιλοκράτης, τον οποίο η Αγία παρακάλεσε να τη σφραγίσει με το σημείο του Σταυρού. Το πρωί της επόμενης ημέρας ο ηγεμόνας ήλθε στο δικαστήριο, για να δικάσει και τιμωρήσει παραδειγματικά την Αγία Γλυκερία. Διέταξε λοιπόν να την οδηγήσουν μπροστά του και την ρώτησε, εάν θέλει να θυσιάσει στον Δία. Της επέστησε δε την προσοχή ότι σε περίπτωση πού δεν επείθετο και δεν υπάκουε θα έδινε την εντολή να την σκοτώσουν. Η Αγία αρνήθηκε. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να της γδάρουν την κεφαλή. Η Αγία, καθώς ήταν κρεμασμένη, ευχαριστούσε τον Θεό. Όταν ο ηγεμόνας αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να κατισχύσει της Αγίας Γλυκερίας, διέταξε να ξεκρεμάσουν την Μάρτυρα και να της συντρίψουν το πρόσωπο. Μόλις τελείωσε την προσευχή της, οι υπηρέτες άρχισαν να την χτυπούν. Ξαφνικά όμως εμφανίσθηκε Αγγελος Κυρίου και παρέλυσε αυτούς, οι οποίοι έμειναν αποσβολωμένοι σαν νεκροί. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να μεταφερθεί η Αγία και πάλι στη φυλακή και έδωσε την εντολή, κανένας να μην της δώσει τροφή. Η Αγία Γλυκερία γεμάτη χαρά και δοξάζοντας τον Θεό επανήλθε στην φυλακή. Ο δεσμοφύλακάς της με πολύ σεβασμό και φόβο την κλείδωσε στο κελλί της. Η Μεγαλομάρτυς ευχαρίστησε τον Θεό. Από τότε πέρασε ικανός χρόνος κατά τον οποίο η Αγία ήταν πάντα κλεισμένη μέσα στη φυλακή και δοξολογούσε τον Θεό, ενώ Αγγελοι έφερναν τροφή σε αυτήν. Κάποτε ο ηγεμόνας επρόκειτο να μεταβεί στην Ηράκλεια. Τότε σκέφθηκε να περάσει και από την φυλακή, για να δεί τί γίνεται η Γλυκερία και αν είναι σε θέση να τον ακολουθήσει στην Ηράκλεια. Όταν όμως έφθασε στη φυλακή και είδε την πόρτα σφραγισμένη, νόμισε ότι είχε ήδη πεθάνει η Αγία. Αλλά μόλις άνοιξε η πόρτα διαπίστωσε ότι η Αγία ήταν λυμένη και δίπλα της υπήρχε ένα πινάκιο με γάλα και ψωμί και ένα δοχείο με νερό. Γεμάτος έκπληξη ο ηγεμόνας και μή γνωρίζοντας ότι ο Θεός έτρεφε την Αγία, την έβγαλε από την φυλακή. Μετά από αυτά, πήρε ο ηγεμόνας την Αγία και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Όταν οι Χριστιανοί της Ηράκλειας άκουσαν για την αθληφόρο του Χριστού και ότι την έφερναν στην πόλη τους, έτρεξαν όλοι να την
36
προϋπαντήσουν έχοντας επικεφαλής τους τον Επίσκοπο της πόλεως, Δομίτιο. Το πρωί της επομένης ημέρας η ηγεμόνας διέταξε να προσαχθεί σε δίκη η Αγία και σε περίπτωση πού και πάλι θα αρνιόταν να υπακούσει, να την έριχναν στη φωτιά. Η Αγία και πάλι ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ρίξουν την Αγία μέσα σε καμίνι. Όταν ετοιμάσθηκε η φωτιά μέσα στο καμίνι, ώστε να μην μπορεί να το πλησιάσει άνθρωπος, η Αγία κάνοντας το σημείο του Σταυρού σφράγισε τον εαυτό της και προσευχήθηκε προς τον Θεό. Μόλις την έριξαν μέσα στο καμίνι, ήλθε ουράνια δροσιά και έσβησε τη φλόγα της φωτιάς. Μετά από αυτά, ο ηγεμόνας θυμωμένος διέταξε να της γδάρουν το κεφάλι μέχρι το μέτωπο και αφού έδεσαν οι υπηρέτες χειροπόδαρα την Αγία, έπρατταν κατά της διαταγές του ηγεμόνος. Ο ηγεμόνας, μή υποφέροντας την ψυχική και πνευματική αντοχή της Αγίας, διέταξε να την κλείσουν πάλι στην φυλακή. Εκεί διέταξε να την δέσουν χειροπόδαρα και να την ξαπλώσουν πάνω σε κοφτερές πέτρες, για να υποφέρει αφόρητα όταν ήθελε να μετακινηθεί δεξιά και αριστερά. Και οι υπηρέτες έκαναν ότι τους διέταξε ο ηγεμόνας. Κατά το μεσονύκτιο όμως Αγγελος Κυρίου ήλθε και έλυσε τη Μάρτυρα από τα δεσμά της και επούλωσε τα τραύματα του προσώπου της, ώστε να καταστεί απόλυτα υγιείς, χωρίς κανένα σημάδι ή ουλή, όπως δηλαδή της το είχε χαρίσει ο Θεός. Το επόμενο πρωί ήλθε ο ηγεμόνας στο δικαστήριο και διέταξε να φέρουν μπροστά του την Αγία. Όταν ο δεσμοφύλακας, ονόματι Λαοδίκιος, άνοιξε την πόρτα της φυλακής, βρήκε την Γλυκερία λυμένη και υγιή, ώστε δεν την αναγνώρισε. Η Αγία όμως του είπε: «Μην κάνεις τίποτε και λυπήσου τον εαυτό σου, εγώ είμαι εκείνη πού ζητάς». Ο δεσμοφύλακας γεμάτος έκπληξη και έντρομος έβγαλε την Αγία από την φυλακή και αφού δέθηκε ο ίδιος με τα δεσμά της Μάρτυρος την ακολούθησε στο βήμα του ηγεμόνα. Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα ο ηγεμόνας ρώτησε τον δεσμοφύλακα. Εκείνος του είπε τί ακριβώς συνέβη. Ο άρχοντας έδωσε αμέσως εντολή και οι στρατιώτες αποκεφάλισαν τον Μάρτυρα. Το λείψανό του το πήραν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν.
37
Στη συνέχεια ο ηγεμόνας διέταξε να ριχθεί η Γλυκερία στα θηρία. Αλλά η Μάρτυς ακούγοντας την απόφαση του ηγεμόνα αντί να πανικοβληθεί χάρηκε ως να της συνέβη κάτι το ευχάριστο. Αφού λοιπόν ο ηγεμόνας και ο λαός πήραν τις θέσεις τους στο στάδιο, έριξαν μέσα στον στίβο την Αγία, η οποία εισήλθε χαρούμενη και στάθηκε γαλήνια στην μέση του σταδίου περιμένοντας και πάλι τον Χριστό ως βοηθό της. Ετσι ολοκληρώθηκε το μαρτύριο της Αγίας Γλυκερίας στο οποίο αναδείχθηκε τέλεια στην ομολογία της αλήθειας. Το ιερό λείψανό της παρέλαβε ο Επίσκοπος της Ηρακλείας Δομίτιος και το τοποθέτησε σε ευπρεπή τόπο κοντά στην πόλη. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθενείᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθω γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες, χαίροις θεόφρον Γλυκερία.
ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΥΤΑΔΕΛΦΕΣ ΕΙΡΗΝΗ, ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΧΙΟΝΙΑ (16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ)
38
Στη χορεία των αγίων ένδοξων μαρτύρων της Πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας μας ανήκουν και οι τρεις κόρες - αδελφές Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία. Έζησαν στη Θεσσαλονίκη και μαρτύρησαν στα χρόνια του σκληρού διώκτη Διοκλητιανού (304). Φαίνεται ότι ήταν ενεργά μέλη Αδελφότητος νέων χριστιανών. Αγαπούσαν πολύ τον Ιησού Χριστό και τη μελέτη των Αγίων Γραφών και χριστιανικών βιβλίων. Όταν όμως ό Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα τον Φεβρουάριο του 303, πού απαγόρευε τη χρήση και κατοχή χριστιανικών βιβλίων και κειμένων, οι τρεις αυτές αδελφές έκρυψαν τα βιβλία. Και για να διαφυλάξουν την πίστη τους, κατέφυγαν σε «όρος υψηλό» κοντά στη Θεσσαλονίκη, πιθανώς στον Χορτιάτη. Στο καταφύγιο τους αυτό τις επισκέφθηκε και ή άγια Αναστασία ή Φαρμακολύτρια και τις ενίσχυσε με πνευματικές συμβουλές προαναγγέλλοντας τη δόξα του μαρτυρίου τους. Τούς έδωσε μάλιστα και υπόσχεση ότι με τις προσευχές της θα τις συνοδεύει... Είχε ολοκληρωθεί ένας χρόνος ασκήσεως, όταν κάποιος απεσταλμένος του αυτοκράτορα ανακάλυψε τις τρεις κόρες στο κρησφύγετο τους, ερημητήριο. Τις συνέλαβε και τις οδήγησε για ανάκριση μπροστά στο διοικητή της Μακεδονίας (στη Θεσσαλονίκη) Δουλκίτιο. Μαζί με την Αγάπη, την Ειρήνη και τη Χιονία δικαζόταν και ένας άλλος όμιλος τεσσάρων χριστιανών νέων - ανηλίκων - ό Αγάθων, ή Κασία, ή Φίλιππα και ή Ευτυχία. Ό αστυνόμος Κάσσανδρος οδήγησε όλους μαζί στον κύριο του με την κατηγορία ότι «δεν θέλουν να φάγουν από τα είδωλόθυτα». Από τα πρακτικά της δίκης αυτής, πού διασώθηκαν, θαυμάζουμε τη γενναιότητα και τη σταθερότητα των νέων αυτών. Αψηφώντας τον θάνατο για την αγάπη του Κυρίου έδωσαν απαντήσεις πού κατέπληξαν το ακροατήριο του δικαστηρίου. Ό διοικητής Δουλκίτιος απευθυνόμενος προς όλους τούς ρώτησε αγανακτισμένος: «Τί μανία σας έχει πιάσει, ώστε να μην υπακούετε στη διαταγή των θεοφιλέστατων αυτοκρατόρων μας; Γιατί δεν τρώτε από τα είδωλόθυτα;». Πρώτος ό Αγάθων απάντησε λακωνικά: «Είμαι χριστιανός». Ή Αγάπη συνέχισε άφοβα: «Έχω πιστέψει στον ζώντα Θεό και δεν θέλω να απολέσω την συνείδηση μου». Ή Ειρήνη και ή Χιονία έδωσαν και αυτές με τη σειρά τους τις γενναίες τους απαντήσεις: -«Δεν υπακούω στις διαταγές σου, αυτοκράτορα. Για τον φόβο (την αγάπη) τού Θεού θα μείνω πιστή».
39
-«Έχω πιστεύσει στον ζώντα Θεό και δεν πράττω τούτο». -*Ό έπαρχος ματαιοπονούσε. Ποτέ του δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να νικηθεί από τόσο νέους σε ηλικία ανθρώπους. Ντροπιασμένος και οργισμένος είπε: «Για την Αγάπη και τη Χιονία, επειδή ασεβούν στο θείο θέσπισμα και ακολουθούν την ανάξια και σάπια και μισητή θρησκεία των χριστιανών, διατάζω να ριφθούν στην πυρά. ΟΊ υπόλοιποι στο δεσμωτήριο». Ή Αγάπη και ή Χιονία, οι δύο μεγαλύτερες αδελφές, κέρδισαν πρώτες το ένδοξο στεφάνι της νίκης του μαρτυρίου... Την επόμενη μέρα ανακαλύφθηκαν στο σπίτι της Ειρήνης τα απαγορευμένα βιβλία, χειρόγραφα της Αγίας Γραφής και άλλα... Μια ολόκληρη βιβλιοθήκη χριστιανική. Νέα ανάκριση. Νέα απολογία θαυμαστή της μικρής Ειρήνης. «-Ποιος σε συμβούλευσε να φυλάξεις αυτά τα δέρματα και τα κείμενα; -Ό Θεός ό παντοκράτωρ, πού ζήτησε να Τον αγαπούμε μέχρι θανάτου. -Ποιος γνώριζε ότι αυτά βρίσκονταν στο σπίτι πού κατοικούσες; -Κανένας άλλος δεν βλέπει παρά μόνο ό Θεός ό παντοκράτωρ πού γνωρίζει τα πάντα. -Το περασμένο έτος πού κρυφθήκατε; -Όπου θέλησε ό Θεός, στα βουνά, στην ύπαιθρο. -Σε ποιόν πήγατε; -Στην ύπαιθρο, από βουνό σε βουνό. -Ποιοι σας έδιναν ψωμί; -Ό Θεός πού το δίνει σε όλους». Μόνο μια καρδιά πού αγαπά πολύ τον Θεό και ένας νους πού είναι φωτισμένος από Πνεύμα Άγιον μπορεί να μιλήσει έτσι. Ή Ειρήνη τα είχε και τα δύο. Ό αδαμάντινος χαρακτήρας της και ή γενναιότητα της εξόργισε τον Δουλκίτιο, ό όποιος διέταξε και έκαψαν αμέσως τα άγια βιβλία και την ιδία την έκλεισαν με εντολή του σε τόπο ακολασίας. Στη δύσκολη αυτή ώρα ό Θεός ό Παντοκράτωρ ενίσχυσε με ειδική θεία χάρη την Ειρήνη και την προστάτευσε με την αόρατη παρουσία του. Ή ακτινοβολία της σωφροσύνης πού εξέπεμπε ή αγία μορφή της παρέλυσε αμέσως τα πονηρά σχέδια των κακόβουλων ανθρώπων. Κανένας δεν 40
τόλμησε να αγγίξει την αγνή αυτή κόρη. Οργισμένος από την είδηση αυτή ό διοικητής διέταξε να την ρίξουν ζωντανή στη φωτιά. Στον ίδιο τόπο όπου πριν από λίγες μέρες είχαν μαρτυρήσει οι αδελφές της Αγάπη και Χιονία, εκεί και ή Ειρήνη, με δοξολογία προς τον άγιο Θεό και ειρηνικά, μέσα στις φλόγες, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον Νυμφίο Κύριο της... Ό σπόρος του Ευαγγελίου πού είχε κηρύξει πριν από δύο αιώνες ό απόστολος Παύλος, είχε καρπίσει... Τα υπολείμματα των ιερών Λειψάνων και των τριών αυτών αγίων παρθένων - μαρτύρων τα περισυνέλεξαν ευσεβείς πιστοί της Θεσσαλονίκης και τα έθαψαν δυτικά της πόλεως κοντά στα τείχη. Στο σημείο αυτό σύμφωνα με αρχαία μαρτυρία υψώθηκε ναός ρυθμού βασιλικής στη μνήμη αυτών των άγιων.
AΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ (24 ΙΟΥΛΙΟΥ)
Η Αγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν από την Τύρο της Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού (περί το 200 μ.Χ.).
41
Ο πατέρας της, της έχτισε έναν πύργο και την έβαλε μέσα σ' αυτόν. Μάλιστα κατασκεύασε αγάλματα των ειδώλων και την διέταξε να θυσιάσει σ' αυτά.Εκείνη η μακαρία του απάντησε: “Eγώ είμαι κόρη του Ουράνιου και Αληθινού Θεού,για αυτό μόνον σε Αυτόν μόνο κάνω θυσία, Αυτόν λατρεύω και προσκυνώ” Ο πατέρας της νόμιζε ότι εννοεί το Δία και της έφερε θυμίαμα να προσφέρει στο πέτρινο άγαλμα του.Εκείνη κλείστηκε στο δωμάτιο της και προσέφερε το θυμίαμα στο Δεσπότη Χριστό και προσευχήθηκε με θέρμη.Τότεπαρουσιάστηκε Αγγελος Κυρίου και είπε ''Χαίρε Χριστίνα συνονόματη του Χριστού,έχε θάρρος γιατί θα οδηγηθείς και θα ομολογήσεις σε τρεις άρχοντες, το όνομα του Αληθινού Θεού.'' Υστερα εκείνη έσπασε τα χρυσά αγάλματα των ψεύτικων θεών και μοίρασε το χρυσό στους πτωχούς.Οταν ο Ουρβανός ο πατέρας της έμαθε τι έγινε,πρόσταξε να αποκεφαλίσουν τις υπηρέτριες,που δεν προστάτευσαν τα είδωλα.Κατόπιν πρόσαξε ο πατέρας της 12 άνδρες να την κτυτήσουν αλύπητα. Ομως ο Χριστός απάλυνε τους πόνους της μάρτυρος, μέχρι που οι βασανιστές κουράστηκαν και σταμάτησαν.Φώναξε δε στον πατέρα της ''Λοιπόν σκληρόψυχε και πλανεμένε,πού είναι οι θεοί σου για να δυναμώσουν τους εξαντλημένους βασανιστές; Εγώ ακόμα αντέχω στο μαρτύριο,ενώ οι 12 άνδρες κουράστηκαν''. Ο Ουρβανος τότε θύμωσε πολύ. Εδωσε εντολή να δέσουν τη μάρτυρα από το λαιμό με αλυσίδα και να την φυλακίσουν.Στην φυλακή την άφησαν νηστική για να πεθάνει από την πείνα. Όμως, άγγελος Κυρίου της πήγαινε τροφή και της θεραπεύτηκαν όλες οι πληγές της. Η μητέρα της,όταν έμαθα τα βασανιστήρια της κόρης της από το σύζυγο της,πήγε αμέσως στη φυλακή με θρήνους και δάκρυα΄,λέγοντας στην αγία να προσφέρει θυσία στα είδωλα,για να αποφύγει την οργή του Ουρβανού.Αλλά η μάρτυς απάντησε: ''Ω, μητέρα δεν ενδιαφέρεσε πραγματικά για μένα,αντί να με ενθαρρύνεις προσπαθείς να με τρομάξεις και να με απομακρύνεις από την ουράνια βασιλεία του Χριστού.Είμαι έτοιμη να φθάσω ακόμη και στον θάνατο για χάρη του Αθανάτου''. Την επόμενη ημέρα ο στρατηγός,πρόσταξε να του φέρουν τη Χριστίνα μπροστά του για να της δώσει άλλη μια ευκαιρία,να ζητήσει συγγνώμη για ό,τι έκανε και να προσκυνήσει τα είδωλα.Ομως η αγία αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μια τέτοια επιπόλαια πράξη γιατί γνώριζε ότι ο μόνος αληθινός Θεός είναι ο Πατήρ,ο Υιός και το Αγιο Πνεύμα.Και μόνον σε Αυτόν αξίζει η τιμή και η προσκύνηση. Τότε ο απάνθρωπος πατέρας της διέταξε να κρεμάσουν το σώμα της και να γδάρουν το σώμα της.Οι πόνοι ήταν ανυπόφοροι,αλλά η αγία υπένενε το βάσανο προσευχόμενη στο
42
Θεό.Πολλέ φορές μάλιστα έπαιρνε κομμάτια,από τις ξεσκισμένες σάρκες και πετώντας τες στο πρόσωπο του πατέρα της έλεγε: “ Λαχτάρησες τις σάρκες και το αίμα μου; Ορίστε λοιπόν ανόητε πάρε το.'' αλλά εκείνος ήταν τόσο τυφλωμένος στο μέρος της καρδιάς του,που δεν καταλάβαινε τι έκανε.Κατόπιν έδωσε εντολή να δέσουν σε ένα τροχό τη μάρτυρα κι από κάτω να ανάψουν φωτιά για να καίγεται. Αλλά ο θεός φύλαξε τη σεμνή κόρη του και η φωτιά δεν άγγιξε τη Χριστίνα,μα ξεχύθηκε παντού και έκαψε πολλούς ασεβείς ειδωλολάτρες. Την ίδια νύχτα ο σρατηγός έστειλε πέντε δούλους να δέσουν στο λαιμό της μάρτυρος μια βαριά πέτρα και να την ρίξουν στη θάλασσα για να πνιγεί. Οαν την έριξαν βαθιά στο πέλαγος η πέρα παραδόξξως λύθηκε και βυθίστηκε στα νερά. Ενώ η Αγία χριστίνα πατούσε στην επιφάνεια της θάλασσας,σαν να βρισκόταν στη στεριά.Τότε προσευχήθηκε στο Θεό και είπε:'' Σε ευχαριστώ Μεγαλοδύναμε Χριστέ για όλα τα θαυμαστά σου.Αξίωσε με σήμερα να λάβω το Αγιο βάπτισμα σου, σε αυτά τα νερά, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες μου και να αξιωθώ για πάντα κοντά σου.'' Εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηε ολόλαμπρος ο Κύριος, μαζί με πλήθος αγίων,αγγέλων και αρχαγγέλων και σύμφωνα με την επιθυμία της τη βούτηξε στα νερά της θάλασσας και τη βάπτισε στο όνομα του τριαδικού Θεού. Οι δούλοι έμειναν έκθαμβοι με όσα είδαν και δεν πίστευαν στα μάτια τους.Λίγο πριν ξημερώσει η Αγία Χριστίνα βρέθηκε πάλι στη στεριά,κοντά στο πατρικό τους σπίτι. Το πρωί ο Ουρβανός έμαθε από τους δούλους του τα θαυαστά γεγονότα που έγινανκαι αμέσως πρόσαξε να ρίξουν στη φυλακή τη μάρτυρα για να την αποκεφαλίσει την επόμενη ημέρα. Αλλά `o δυσυχής πέθανε εκείνο το βράδυ και τη θέση του πήρε ο έπαρχος Δίων,ο οποίος,αφού δεν κατάφερε να την κάνει να προσκυνήσει τα είδωλά διέταξε να την δείρουν.Επειτα οι δήμιοι έβαλαν σε ένα καμίνι λάδι,πίσσα και ρητίνη,το έβρασαν για ώρες και έρριξαν την αγία μέσα για να λιώσει από το καυτό μείγμα. Παρά τους φρικτούς πόνους η μακαρία δόξαζε το θεό.Στη συνέχεις διέταξε ο Δίων να της κόψουν τα μαλλιά και να την σύρουν γυνή στους δρόμους.Ούτε τότε δεν υπέκυψεγιατί γνώριζε ότι όσο ταπεινωνόταν στα μάτια του κόσμου,υψωνόταν στα μάτια του Θεού.Τότε ο Δίων την πήγε στο ναό του Απόλλωνα και την έσπρωχνε να προσκυνήει το άγαλμα του. Αυτή η γενναία προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο Κύριο και έπειτα είπε: ''Στο όνομα του Ιησού Χριστού σε διατάζω άψυχο ξόανο ,βγες σαράντα βήματα έξω από το ναό''. Ευθύς το είδωλο του Απόλλωνα κινήθηκε και βγήκε έξω από το ναό. Ο Επαρχος τρόμαξε πολύ και ρώτησε την αγία ταραγμένος: ''Εχεις εσύ τόση δύναμη ώστε να μετακινείς το μεγάλο θεό Απόλλωνα; '' Η αγία του απάντησε: ''O
43
Xριστός έχει αυτή τη δύναμη. Γιατί Αυτός είναι ο μόνος Αληθινός Θεός. Kαι για να δεις ακόμα μια φορά τη δύναμη Του,σε προστάζω, είπε,άγαλμα του Απόλλωνα να πέσεις στη γη και να γίνεις κομμάτια.'' Αμέσως το είδωλο υπάκουσε και έγινε συντρίμμια.Πολλοί βλέποντας αυτό το θαύμα πίστευσαν σττη δύναμη του Χριστού.Ο Επαρχος στεναχωρήθηκε τόσο πολύ,που έχασε τη μιλιά του και σύντομμα πέθανε. Μετά το Δίωνα ανέλαβε κάποιος Ιουλιανός. Αυτός έριξε την Χριστίνα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο, για 5 ημέρες.Την έκτη ημέρα,όταν άνοιξαν την κάμινο, την είδαν ζωντανή και υγιή,γιατί ο Κύριος είχε στείλει τους αγγέλους του να την συντροφεύουν και να ψάλλουν ευχαριστήριους ύμνους . Τότε ο Ιουλιανός διέταξε να την ρίξουν σε ένα κλουβί με φίδια δηλητηριώδη, τα οποία αντί να την δαγκώσουν της έγλυφαν τα πόδια με ευσπλαχνία. Μετά της έκοψαν τους μαστούς από όπου χύθηκε γάλα αντί για αίμα. Δεν ήξερε ο Ιουλιανός τι άλλο να κάνει.Τη διέταξε πάλι να προσκυνήσει τα είδωλα διαφορετικά θα την θανάτωνε. Τότε η Αγία του αποκρίθηκε: '' Σήμερα και εσύ θα πεθάνεις αμετανόητε άρχοντα.'' Τόσο πολύ οργίστηκε ο Επαρχος από τα λόγια της Αγίας ,ώστε διέταξε να της κόψουν τη γλώσσα. Η μάρτυς του την πέτταξε και του είπε: '' Επειδή έκοψες τη γλώσσα που ευλογούσε το θεό,για αυτό θα τυφλωθείς.'' Πραγματικά ο Ιουλιανός τυφλώθηκε. Διέταξε τότε δυο στρατιώτες, με κοντάρια να την χτυπήσουν ο ένας στα πλευρά και ο άλλος στην καρδιά. Ετσι παρέδωσε το πνεύμα της η μακαρία, λαμβάνοντας τον στέφανο του μαρτυρίου, και περνώντας στην αιώνια ζωή. Το αδιάφθορο Λείψανο της Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας, άγνωστο πότε, μεταφέρθηκε από την Συρία όπου μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε σε Ναό προς τιμήν της στην περιοχή του Ιερού Παλατίου, απ’ όπου αφαιρέθηκε κατά την Φραγκοκρατία και μεταφέρθηκε στη Βενετία. Το 1252 μ.Χ. το Λείψανο κατατέθηκε στη Μονή του Αγίου Μάρκου στο Τορσέλλο και το 1340 μ.Χ. μεταφέρθηκε στο Ναό του Αγίου Ματθαίου στο Μουράνο. Το 1435 μ.Χ. ο Πάπας Ευγένιος Δ’ διέταξε την μεταφορά του στο Ναό του Αγίου Αντωνίου, επίσης στο Τορσέλλο. Το 1793 μ.Χ. μεταφέρθηκε στη Μονή της Μάρτυρος Ιουστίνης Βενετίας και το 1810 μ.Χ. στο Ναό του Αγίου Φραγκίσκου της Αμπέλου, όπου και σήμερα φυλάσσεται, κατατεθημένο σε κρυστάλλινη λάρνακα.
44
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος- ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστίνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ (17 ΙΟΥΛΙΟΥ)
Η Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β', το 270 μ.Χ. Λίγες μέρες μετά τη γέννησή της, η μητέρα της πέθανε, και ο πατέρας της Αιδέσιος, που ήταν Ιερέας
45
των ειδώλων, την ανέθεσε σε μια χριστιανή γυναίκα, από την οποία η Μαρίνα διδάχθηκε το Χριστό. Όταν έγινε 15 χρονών, ο πατέρας της διέταξε με συνοδεία μουσικών να έρθει στο ναό της θεάς Αφροδίτης ,όπου εκεί ο ίδιος υπηρετούσε ώς ιερέας των ειδώλων. Εκεί της είπαν να ευχαριστήσει την Αφροδίτη ,που την έκανε όμορφη και γλυκιά κοπέλλα.Της έδωσαν μάλιστα λιβάνι να ρίξει πάνω στα κάρβουνα.Ετσι της είπαν θα θυσιάσεις τη θεά. Η Μαρίνα που αγάπησε πολύ με τις νουθεσίες της θετής μητέρας το Χριστό,δεν μπορούσε να Τον αρνηθεί και να θυσιάσει στα είδωλα. Ετσι αρνήθηκε, αποκαλύπτοντας στον πατέρα της ότι είναι χριστιανή. Έκπληκτος αυτός απ' αυτό που άκουσε, με μίσος τη διέγραψε από παιδί του. Μετά από καιρό, έμαθε για τη Μαρίνα και ο έπαρχος Ολύμβριος, που διέταξε να τη συλλάβουν για ανάκριση. Όταν την είδε μπροστά του, θαύμασε την ομορφιά της και προσπάθησε να την πείσει με κάθε τρόπο να αρνηθεί το Χριστό και να γίνει σύζυγος του. Μάταια, όμως. Η Αγία Μαρίνα σε κάθε προσπάθεια του Ολυμβρίου αντέτασσε τη φράση: ''Είμαι χριστιανή!Το Χριστό μόνο αγαπώ και έχω αφιερώσει την ψυχή και την καρδιά στον αγαπημένο μου Ιησού.'' Τότε ο σκληρός έπαρχος θύμωσε και την απείλησε ότι,εάν δεν μετανοιώσει,θα υποστεί σκληρά μαρτύρια. Εκείνη η μακαρία,αρνήθηκε για άλλη μια φορά.Τότε εκείνος θύμωσε,την έριξε πρώτα στη φυλακή μήπωςμετανοήσει και την άλλη ημέρα την έφερε πάλι μπροστά του για να δει τις αποφάσεις της. Εκείνη ομολόγησε την απόφαση της για άλλη μια φορά ότι μένει πιστή στον Κύριο Ιησού χριστό. Ο Ολύμβριος οργίστηκε πολύ και διέταξε να την κρεμάσουν από ένα δένδρο με με ροζιασμένα κλαδιά να την χτυπήσουν αλύπητα. Κατόπιν πήραν σιδερένια νύχια,την ξάπλωσαν στη γη, και την καταξέσχισε άσπλαχνα με αυτά τα σιδερένια ραβδιά τόσο, ώστε η γη έγινε κόκκινη από το αίμα που έτρεξε.Ο Κύριος ήταν μαζί της και της έδινε κουράγιο. Έπειτα, ενώ αιμορραγούσε, την κρέμασε για πολλή ώρα και μετά τη φυλάκισε. Μέσα στην φυλακή μάλιστα συνέβη το εξής: Η Μαρίνα προσευχόταν θερμά στον Κύριο, ο διάβολος θύμωσε πολύ όμως πώς ένα κοριτσάκι 15 χρονών να τον πολεμά με τέτοια γενναιότητα και τότε μεταμορφωμένος σε άγριο δράκοντα, με δυο κέρατα στο κεφάλι ,της όρμηξε να της κάνει κακό. Αυτή όμως προσευχήθηκε στον Θεό,τον άρπαξε από τα κέρατα και με ένα σφυρί που άφησαν οι βασανιστές της,τον κτυπούσε στο κεφάλι.Αυτός μίκραινε μίκραινε μέχρι που στο τέλεος εξαφανίστηκε,αφήνοντας πολλές κραυγές γιατί νικήθηκε από ένα 46
κοριτσάκι. Αφησε πίσω του μια φοβερά δυσοσμία. Μετά από αυτό ένα φως υπέρλαμπρο έλεμψε μέσα στη φυλακή και μέσα από το φως αυτό φάνηκε ο αγαπημένος της Ιησούς.Του είπε πόσο πολύ Τον αγαπά και Εκείνος της ανταπέδωσε την αγαπή Του,δίνοντας της κουράγιο. Τις θεράπευσε όλες της τις πληγές και την άφησε να ξεκουραστεί. Όταν για δεύτερη φορά την εξέτασε ο έπαρχος και διαπίστωσε ότι η πίστη της Αγίας Μαρίνας ήταν αμετακίνητη στο Χριστό. Απόρησαν όλοι πώς οι πληγές της με θαύμα έκλεισαν, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί παρευρισκόμενοι να γίνουν χριστιανοί. Ομως ο έπαρχος της είπε ότι η Αφροδίτη τη θεράπευσε και πρέπει να την ευχαριστήσει.Εκείνη η γενναία ομολόγησε, ότι ο Κύριος Ιησούς την θεράπευσε και Αυτόν μόνο λατρεύει και προσκυνά. Διέταξε αγριεμένος νέα μαρτύρια. Την έπιασαν πάλι την κρέμασαν σε ένα δένδρο και με αναμμένες λαμπάδες έκαιγαν το παρθενικό σώμα της. Κατόπιν την έρριξαν σε ένα καζάνι με κοχλαστό νερό. Η αγία ικέτευσε τον Κύριο αυτό το νερό να γίνει το νερό του βαπτίσματος της. Πράγματι μόλις την έρριξαν στο καζάνι έγινε μεγάλος σεισμός. Πάνω από το καζάνι φανερώθηκε ένας μεγάλος φωτεινός σταυρός. Πάνω στο σταυρό φανερώθηκε ένα περιστέρι,που κρατούσε ένα πανέμορφο στεφάνι,που εναπέθεσε στο κεφάλι της μάρτυρος. Ο κόσμος έκπληκτος έβλεπε από την κολυμβήθρα να ανεβαίνει η Μαρίνα πανέμορφη και λαμπερή. Πάρα πολύς κόσμος τότε παράτησε τα είδωλα και ομολόγησε την πίστη του στο θεό της Μαρίνας. Εκείνη την ημέρα πίστεψαν στο Χριστό οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, Μπροστά σ' αύτόν τον κίνδυνο ο έπαρχος τελικά αποκεφάλισε τη Μαρίνα, που έτσι πήρε το άφθαρτο στεφάνι της αιώνιας δόξας στα 16 της χρόνια. Προστατεύει όποιον την επικαλείται,ιδιαιτέρως τα μικρά παιδιά,που είναι πνευματικά της αδέλφια. Tα άγια λείψανα της φυλάγονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την πρώτη άλωση της από τους Λατίνους, το 1204 μ.Χ., ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές βρίσκονταν μέχρι το 908 μ.Χ. στην Αντιόχεια και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Σήμερα, τα άγια λείψανα της Αγίας Μαρίνας, φυλάγονται στην Αθήνα, σε ναό που φέρει το όνομα της ενώ η χείρα της έχει μεταφερθεί στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος.
47
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ἤσχυνας Ὀλυμβρίου τᾶς πικρᾶς τιμωρίας, εὐφρανας Ἀσωμάτων τᾶς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθήναι ημάς.
ΑΓΙΑ ΑΝΥΣΙΑ (30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)
Η Αγία Ανυσία, τη μνήμη της οποίας τιμά η Εκκλησία στις 30 Δεκεμβρίου έκαστους έτους, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (298 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν θυγατέρα γονέων ευσεβών και πολύ πλούσιων. Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ανυσία στάθηκε κυρία του εαυτού της. Ούτε τα πλούτη που κληρονόμησε τη μέθυσαν, ούτε η ορφάνια της την παρέσυρε. Πούλησε όλα τα υπάρχοντά της και διένειμε το χρηματικό ποσό στους απόρους, ενώ η ίδια ζούσε από τον κόπο των χεριών της.
48
Με φρόνηση και εγκράτεια, προσπαθούσε πάντα να μαθαίνει «τι εστίν ευάρεστον τω Κυρίω». Τι δηλαδή, είναι ευχάριστο και ευπρόσδεκτο στον Κύριο. Η ευσέβειά της αυτή, την έκανε γνωστή στους ειδωλολάτρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη, ο δυσσεβής αυτοκράτορας Μαξιμιανός εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οποιοσδήποτε μπορούσε να σκοτώσει χριστιανό, οποτεδήποτε και οπουδήποτε τον συναντούσε, χωρίς γι’ αυτό να δικαστεί ή καταδικαστεί. Μια φορά λοιπόν, ενώ πήγαινε στην εκκλησία, τη συνάντησε κάποιος ειδωλολάτρης στρατιώτης. Την ημέρα εκείνη οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τη γιορτή του ήλιου. Ο στρατιώτης, ο οποίος ελκύστηκε από την ομορφιά της, την πλησίασε με ανήθικο σκοπό, ρωτώντας να μάθει το όνομά της. Εκείνη έκανε το σημείο του Σταυρού και είπε: «Είμαι δούλη του Χριστού και πηγαίνω στην εκκλησία». Αφού την έπιασε βίαια, την έσυρε στους βωμούς των ειδώλων και την πίεζε να θυσιάσει στους Θεούς. Η Ανυσία ομολόγησε ότι πιστεύει στον Ένα και αληθινό Θεό, τον Ιησού Χριστό, και Αυτόν αγωνίζεται να ευχαριστεί κάθε μέρα. Ο στρατιώτης εξαγριωμένος, άρχισε να βλασφημεί το Θεό και τότε η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ντροπιασμένος αυτός, έσυρε το σπαθί του και διαπέρασε τα πλευρά της. Έτσι η Ανυσία, πήρε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου. Μέρος των Ιερών Λειψάνων της Οσιομάρτυρος βρίσκονται στη Βασιλική του Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Οσιομάρτυρος βρίσκονται στις Μονές Αναλήψεως Πρώτης Σερρών καί Κύκκου Κύπρου. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.
49
ΑΓΙΑ ΑΓΝΗ (21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)
Η Αγία Αγνή έζησε στους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού, στον καιρό των τρομερών διωγμών. Καταγόταν από την θεομάχο και κοσμοκράτειρα Ρώμη. Είχε λαμπρούς και ευγενείς γονείς. Ήταν από αριστοκρατικό γένος. Η Αγνή ήταν αγνή και στο σώμα και στην ψυχή. 50
Το επώνυμο της δεν το γνωρίζουμε. Πάντως, η ζωή της συμφωνούσε απόλυτα με το όνομά της. Ήταν νέα δεκαεξάχρονη αγνή, αγνοτάτη. Είχε ζωή αγνή και καθαρή σαν κρύσταλλο. Ζούσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, αλλά αυτή εργαζόταν ιεραποστολικά,για να διαδώσει την πίστη του Χριστού και πιο πέρα. Η Αγνή είχε ένθεο και μεγάλο ζήλο. Μάζευε στο σπίτι της διάφορες φίλες της και τις πρότρεπε να γνωρίσουν τον Χριστό ως Θεό και Αυτόν μόνον να λατρεύουν για Θεό, διότι οι άλλοι ήσαν ψεύτικοι θεοί. Η Αγνή, καίτοι νεαρή, εν τούτοις ποτέ δεν έπαυε να διδάσκει τα λόγια του Χριστού σε όσες γυναίκες έρχονταν κοντά της. Τις διαφώτιζε και στο θέμα της σωφροσύνης και της ηθικής καθαρότητος. Συνεβούλευε να αγαπήσουν τον Αληθινό Θεό και εκείνον να λατρεύουν. Όλα αυτά μαθεύτηκαν και προκάλεσαν, φυσικά, την αγανάκτηση του Άρχοντα της Ρώμης. Διέταξε να την φέρουν κοντά του. Άρχισε να της, λέγει να θυσιάσει στα είδωλα. Διαφορετικά η τιμωρία, που την περίμενε θα ήταν τρομακτική. Δεν δίστασε μάλιστα να της πη ότι, όταν αρνηθεί θα την ρίξει σε πορνοστάσιο. Γνώριζε, ότι για μια νέα Χριστιανή, αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο μαρτύριο. Η απάντησης όμως της Αγνής προς τον Ρωμαίο άρχοντα ήταν θαρραλέα και άξια θαυμασμού. —''Ούτε στους θεούς σου θυσιάζω, ούτε για το πορνοστάσιο με ενδιαφέρει, διότι πιστεύω ακράδαντα, πως ο Θεός θα με φυλάξει απ’ όλα αυτά, του απάντησε.'' Ο εγωιστής και βάρβαρος άρχοντας, δεν μπορούσε να ακούει αυτές τις θαρραλέες απαντήσεις και θέλησε να ρεζιλέψει την Αγία. Γι αυτό κάλεσε εκεί τον άνθρωπο, που είχε το πορνοστάσιο με τις διεφθαρμένες γυναίκες. Προηγουμένως της έβγαλε τα ενδύματα και την άφησε με ένα μόνο φόρεμα. Έτσι ημίγυμνη διέταξε να την περιφέρουν μέσα στην πόλη και να την βλέπουν οι άνθρωποι. Θέλησε να την ρεζιλέψει. Δεν ήταν χειρότερη τιμωρία για την αγνοτάτη παρθένο Αγνή, από αυτή την διαπόμπευση μέσα στους δρόμους της Ρώμης. Και όμως χάριν του Χριστού την υπέμεινε. Αφού την περιέφεραν ημίγυμνη στους κεντρικότερους δρόμους της πόλεως, την παρέλαβε τότε και την έφερε πράγματι ο πορνοστασιάρχης στο πορνοστάσιο. Πως η Αγία θα αντέξει το μαρτύριο; Γι αυτό 51
προσευχόταν στο Θεό να την προστατέψει από την αμαρτία. Και ο Θεός την προστάτεψε, ώστε να μείνει αμόλυντη και να μη χάσει τον θησαυρό της παρθενίας. Ήρχοντο εκεί πολλοί για να την ατιμάσουν. Κανένας όμως από αυτούς δεν μπόρεσε να επιτύχει αυτό που ήθελε, διότι μόλις την πλησίαζαν ναρκώνονταν και έτσι εμποδιζόταν! Η επιθυμία τους ψυχραινόταν τόσο, που γινόντουσαν σαν νεκροί! Αυτό έκαμε εντύπωση σε όλους, που το πληροφορήθηκαν. Τότε παρουσιάσθηκε και κάποιος υπερήφανος, που κόμπαζε και υπερηφανευόταν πολύ. Έλεγε, ότι ούτος θα ατιμάσει οπωσδήποτε την Αγία. Η αδύνατη Αγνή κατέφυγε στην προσευχή, στο Νυμφίο της Χριστό. Και ω του θαύματος! Ο Χριστός επενέβει και νεκρώθηκε. Έπεσε στη γη πεθαμένος, λες και τον βάρεσε κεραυνός. Κάποιος που βρέθηκε εκεί κοντά και είδε το θαύμα, εφώναξε: —Μεγάλη η πίστης των Χριστιανών. Το θαύμα αυτό διαδόθηκε αμέσως σ’ όλη την Ρώμη. Πολλοί από θαυμασμό ήρχοντο εκεί για να δουν την Άγια Αγνή την ηρωίδα του Χριστού, τη θαυματουργό! Θαύμαζαν τότε και ομολογούσαν: —Μεγάλη είναι η δύναμις του Χριστού. Πολλοί τότε πιστέψανε. Και πάλι στο κριτήριο Ο Άρχοντας, όταν πληροφορήθηκε όλα αυτά, και τον μυστηριώδη θάνατο του βρωμερού εκείνου, διέταξε να φέρουν την Αγνή μπροστά του. Ήταν πολύ αγριεμένος και στενοχωρημένος. Με πικρόχολα και αυστηρά λόγια της λέγει: —Δεν μου λες, παμπόνηρο κορίτσι, με ποιόν τρόπο θανάτωσες τον νέον; Και η Αγία, με όλο το θάρρος και την ειλικρίνεια της, του εξιστορεί το θαύμα: —Άκουσε, Άρχοντα. Όταν εσύ διέταξες να με ατιμάσουν και με έφερναν στο καταραμένο και σιχαμερό εκείνο σπίτι, με ακολούθησε ένας ασπροντυμένος νέος. Αυτός ο νέος καθόταν κοντά μου και νέκρωνε την επιθυμία εκείνων, που με πλησίαζαν. Ο ίδιος θανάτωσε και τον νέον αυτόν και τον έκαμε, όπως βλέπεις. Και τούτο, διότι με πλησίαζε με υπερηφάνεια και 52
θρασύτητα, και είχε σκοπό να με ατιμάσει, να αμαρτήσει, να με κάμει και μένα ν’ αμαρτήσω. —Και ποιός είναι εκείνος ο ασπροντυμένος, που σε βοήθησε; την έρωτα ξανά ο Άρχοντας. —Ο Κύριος και Θεός μου, του απάντησε, έστειλε τον Άγγελο του και με εφύλαξε από κάθε ατιμία και προσβολή. —Για να μας αποδείξεις, ότι λες αλήθεια, παρακάλεσε τον Θεό σου ν’ αναστηθεί αυτός ο νεκρός, λέγει ο άρχοντας. —Ο Χριστός μου, λέγει η Αγία, έχει την δύναμη να τον αναστήσει. Να δούμε όμως, αν θα πιστέψετε σεις; Η Αγία τότε γονάτισε, σήκωσε τα χέρια προς τον Ουρανό και με κλαμένα από τη συγκίνηση και θερμή πίστη μάτια, προσευχήθηκε στο Θεό. Το θαύμα έγινε! Ο νεκρός αναστήθηκε και περπατούσε, όπως και πρώτα! Το θαύμα τούτο το είδαν όλοι, όσοι βρέθηκαν εκεί και τα χάσανε. Άλλοι από αυτούς πίστεψαν και έγιναν Χριστιανοί. Άλλα και άλλοι απέδωκαν το θαύμα σε μαγεία και έμειναν οι δύστυχοι στην απιστία τους. Φώναξαν δε στον άρχοντα να την φονεύσει, διότι, δήθεν, ήταν μάγισσα. Έτσι ο σκληρός και πορωμένος άρχοντας δίδει διαταγή να ανάψουν φωτιά. Εκεί μέσα θα έριχνε την Αγία, για να την κάψει ζωντανή. Αμέσως η διαταγή έγινε έργον. Ανάψανε μια μεγάλη φωτιά στην μεγάλη αυλή του Διοικητηρίου. Οι φλόγες υψώνονταν και η φωτιά τριζοβολούσε. Η Αγία όμως μένει άφοβη. Κάμνει το σημείο του Σταυρού. Έτσι σφράγισε τον εαυτό της, με το παντοδύναμο όπλο. Ύστερα μπήκε στη μέση της φωτιάς με μεγάλο θάρρος. Σαν τους τρεις παίδες μέσα στο καμίνι της φωτιάς, προσευχότανε, μέχρις ότου οι φλόγες έκαψαν το παρθενικό και ανέγγιχτο από βέβηλα χέρια σώμα της. Την αγία ψυχή της έφεραν φτερωτοί άγγελοι κοντά στο Θεό. Ο Θεός της εφύλαξε τον θησαυρό της παρθενίας. Μόλις έσβησε η φωτιά, μερικοί πιστοί Χριστιανοί σήκωσαν κρυφά και ευλαβικά τα τίμια οστά της και τα ενταφίασαν. Δόξασαν συγχρόνως τον Θεό, για την γενναιότητα και το θάρρος, που δίδει στους μάρτυρες Του.
53
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Φερωνύμως ἁγνείας ὤφθης κειμήλιον, καὶ ἀνδρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καλλιπάρθενε σεμνὴ Ἁγνὴ πανεύφημε· ὡς γὰρ θυσία καθαρά, προσενήνεξαι αὐτῷ, τελέσασα τὸν ἀγῶνα, διὰ πυρὸς Ἀθληφόρε, καὶ τοῦ ἐχθροῦ τὴν πλάνην ἔφλεξας.
ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΗΝΟΔΩΡΑ,ΜΗΤΡΟΔΩΡΑ ΚΑΙ ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ (10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)
Αυτές οι Άγιες γυναίκες έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού κατά το έτος 304, αδελφές κατά σάρκα, πατρίδα έχοντας την Βιθυνία και διέλαμψαν με την παρθενία και το κάλλος της ψυχής και του σώματος. Για την αγάπη όμως του Χριστού, άφησαν την πατρίδα τους και πήγαν και κατοίκησαν σε έναν υψηλό τόπο, που βρίσκεται κοντά στα θερμά νερά, τα λεγόμενα Πύθια. Και εκεί ζούσαν με σωφροσύνη και κάθε άλλη άσκηση. Γι’ αυτό και αξιώθηκαν να λάβουν εγκάτοικο στην ψυχή τους την Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Έτσι και έγιναν γνωστές σε 54
πολλούς, ότι είναι έτσι πνευματοφόρες και χαριτωμένες από τον Θεό και ελευθέρωναν όσους έπασχαν από διάφορες ασθένειες και από την ενέργεια των πονηρών δαιμόνων. Όταν τα έμαθε αυτά ο Φρόντων ο ηγεμόνας, στέλνει τον συγκάθεδρό του με πολλή παράταξη και δορυφορία, για να εξετάσει τα περί των παρθένων. Εκείνος, αφού τις παρουσίασαν μπροστά του, εξεπλάγη με την φρονιμάδα και τη σύνεσή τους. Βλέποντας όμως ότι οι Αγίες στέκονταν εντελώς άφοβες, διατάζει αμέσως να ξεγυμνωθεί η πρώτη αδελφή Μηνοδώρα και να καταξύνεται από τους δημίους για δύο ολόκληρες ώρες. Όταν ο δικαστής την πρόσταζε να θυσιάσει στα είδωλα, τον περιγέλασε η Αγία. Τότε τόσο πολύ την έδειραν με τα ραβδιά, ώστε έσπασαν τα κόκκαλά της και, λιποθυμώντας παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού και έλαβε τον στέφανο της αθλήσεως. Τότε ο δικαστής δείχνει στις άλλες δύο αδελφές το ωραίο εκείνο σώμα της αδελφής τους γυμνό και πρησμένο από τις πληγές, θέλοντας με αυτό και με άλλες απειλές να ψυχράνει την θερμότητα των παρθένων και να μειώσει την ανδρεία τους. Επειδή όμως είδε, ότι αδύνατα επιχειρεί, γι’ αυτό διατάζει να κρεμάσουν επάνω σε ξύλο την δεύτερη αδελφή Μητροδώρα και να την κατακαίνε από κάθε μέρος του σώματος με λαμπάδες αναμμένες. Έπειτα την τοποθετεί κάτω από βαρύτατους σιδερένιους λοστούς και με το βάρος εκείνων συντρίβει όλο το σώμα της. Και έτσι με την παιδεία αυτή απήλθε η μακάρια προς τον νυμφίο της Χριστό, τον οποίον αγάπησε. Τα ίδια βάσανα, αφού υπέμεινε και η τρίτη αδελφή Νυμφοδώρα, συναριθμήθηκε με τις δύο της αδελφές στους Ουράνιους θαλάμους. Τόση μεγάλη ανδρεία έδειξαν οι τρεις αυτές αδελφές στο μαρτύριο, ώστε δεν έβγαλαν ούτε τον μικρότερο αναστεναγμό οι αοίδιμες σε όλα τα δεινά βάσανα, που δοκίμασαν. Αλλά μένοντας σαν στήλες ακίνητες απέβλεπαν μόνο στον Θεό και με τους αισθητούς οφθαλμούς και με τους νοητούς και μόνο με τον Θεό συνομιλούσαν. Ο δε παράνομος δικαστής άναψε καμίνι δυνατό και μέσα σ’ αυτό έρριξε τα μαρτυρικά λείψανα των παρθένων. Αλλ’ αμέσως έγιναν από επάνω αστραπές και βροντές και
55
τον μεν άδικο δικαστή δίκαια κατέκαυσαν, τα δε άγια λείψανα αβλαβή διεφύλαξαν, επειδή έγινε πολύ δυνατή βροχή και κατέσβησε την φωτιά του καμινιού. Τότε, παίρνοντάς τα Χριστιανοί, τα ενταφίασαν με μεγαλοπρέπεια στον ίδιο τόπο εκείνο, στον οποίο τελειώθηκαν.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Τὸν τρισάριθμον σύλλογον καὶ θεόπλοκον τῶν αὐτάδελφων παρθένων στέψωμεν θείαις ᾠδαῖς· ἀνδρικῶς γὰρ τὸν ἐχθρὸν κατετροπώσαντο· ὅθεν προϊστάντι ἡμῶν τῶν βοώντων ἐκτενῶς· χαῖρε, σεμνὴ Μηνοδώρα, σὺν Μητροδώρα τῇ θείᾳ καὶ Νυμφοδώρα τῇ θεόφρονι
AΓΙΑ ΞΕΝΙΑ ΕΚ ΚΑΛΑΜΩΝ (3 ΜΑΙΟΥ)
Μπορεί να μην είναι είναι ευρέως γνωστή η Αγία Ξενία... όμως η χάρη της όλο και περισσότερο φέρνει κοντά της τους πιστούς. Η Θαυματουργός Αγία Ξενία είναι προστάτιδα των καρδιοπαθών αλλά και ανθρώπων 56
όπου υποφέρουν από έργα του κακού. Βοηθάει όποιον την πιστέψει και όλα από τη μια στιγμή στην άλλη μπορούν να αλλάξουν και να ειρηνεύσουν. Η μεγαλομάρτυρα του Χριστού Ξενία γεννήθηκε έξω από την πόλη της Καλαμάτας το έτος 291.μ.Χ.Οι γονείς της Νικόλαος και Δέσποινα ήσαν χριστιανοί, απλοί και ενάρετοι άνθρωποι. Κατάγονταν από τα ανατολικά μέρη της Ιταλίας και λόγω των σκληρών διωγμών εναντίον του Χριστιανισμού από το ειδωλολατρικό Ρωμαϊκό κράτος, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν στην Καλαμάτα. Λόγω αποστάσεως από το μέρος που έμενε η Ξενία δεν ήταν εύκολο να πάει σχολείο. Η μητέρα της ανέλαβε τον ρόλο της δασκάλας και της έμαθε τα βασικά της γνώσεως και μορφώσεως, που η μητέρα της έριξε το βάρος κυρίως στον ψυχικό-θρησκευτικό εμπλουτισμό γνώσεων και στην καλλιέργεια ήθους και ευγένειας. Τα ειδικά σωματικά χαρακτηριστικά της ήταν απαράμιλλα ωραία. Ήταν ψηλή στο ανάστημα, με χρυσόξανθα μαλλιά. Ζωηρά και βαθυγάλανα μάτια. Το πρόσωπο της είχε μια ξέχωρη χάρη και ομορφιά. Ήταν δηλαδή στο όλο της παράστημα ωραιότατη πάγκαλη στο σώμα και κατεξοχήν χαριτωμένη σε ήθος τρόπους και ψυχικά χαρίσματα. Τα σωματικά χαρακτηριστικά της Ξενίας δεν γράφτηκαν τυχαία και χωρίς σκοπό, διότι το κάλλος της έγινε αιτία να γίνει Παρθενομάρτυρα του Χριστού. Την πόθησε με σαρκικό πάθος ο Έπαρχος της Καλαμάτας. Δομετιανός ονομαζόταν ο έπαρχος της Καλαμάτας,άνθρωποςσκληρόκαρδος και θηριώδης, φανατικός οπαδός του δωδεκάθεου. Αυτός χρησιμοποιήθηκε ως σατανικό όργανο προκειμένου η 26χρονη Ξενία να παραδοθεί στη βουλιμική του επιθυμία. Ανθρωπίνως συνέπεσε συμπτωματικά να δει την Παρθένο Ξενία να βαδίζει για το πατρικό της σπίτι, ενώ αυτός επέστρεφε από το κυνήγι στην πόλη. Κυριεύτηκε από σφοδρή σαρκική παθιασμένη επιθυμία να την κάνει δικιά του, στο σημείο να την παντρευτεί....! Σαν πρώτη ενέργεια μπρος στο σατανικό του πάθος ο Δομετιανός κατέφυγε σε έναν μάγο της περιοχής προκειμένου με μαγεία να κερδίσει τη θέληση της Ξενίας και να πετύχει το ποθούμενο.
57
Όμως η πάνσεμνος κόρη αντιλήφτηκε πνευματικά, ότι κάτι άρχισε να κινείται σε βάρος της και με την βοήθεια της πίστεως και προσευχής και την δύναμη του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού ,εξουδετέρωσε τις σατανικές πλεκτάνες και αχρήστευσε τα μαγικά τεχνάσματα . Αυτό φυσικά που ένιωθε ο Δομετιανός δεν ήταν έρωτας, ήταν ερωτισμός, σαρκικό πυρακτωμένο πάθος ,ένταση του γενετήσιου ενστίκτου. Το μαρτύριο της αγίας ήταν από τα πιο φρικαλέα μαρτύρια ,διότι από την αποτυχία του ο δώδεκα θεϊστής έπαρχος να την κάνει δική του, διέταξε να την δέσουν από τα χέρια γυμνή σε ένα ξύλο, να κόψουν τους μαστούς της και να κατακάψουν τις πληγές τα πλευρά της, και όλο το σώμα με αναμμένες λαμπάδες! Σε όλη την φοβερή αυτή δοκιμασία δεν έπαυε να προσεύχεται η Ξενία προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Αφού είδε ότι δεν λυγίζει η Παρθένο μάρτυς σε αυτά τα μαρτύρια διέταξε να την σύρουν με άλογο γυμνή σε δρόμο με πέτρες μα ούτε και αυτό ήταν αρκετό να την λυγίσει διότι έπαιρνε χάριν και βοήθεια με τις προσευχές από τον θεό. Την αναγκάζει τότε να προσκυνήσει τα είδωλα, μπήκε γονάτισε και προσευχήθηκε στον Αληθινό Θεό ,και πριν τελειώσει την δέηση στον Κύριο Ιησού Χριστό έγινε σεισμός και γκρεμίστηκαν τα αγάλματα. Ο έπαρχος αντί να συνετιστεί έγινε θηρίο την έκλεισε στην φυλακή να μείνει νηστική μέχρι να πεθάνει. Εκεί η Ξενία με σύμμαχο την προσευχή και την επίσκεψη του ίδιου του Κυρίου,βγήκε και πάλι νικήτρια. Η επιμονή του Έπαρχου ήταν εωσφορική, σατανική και αποφάσισε τελικά αφού την αποκεφαλίσει να της αφαιρέσουν την καρδιά και το σώμα της να το κάψουν στο πυρ αφού πρώτα το κομματιάσουν σε τεμάχια λεπτά. Το μαρτύριο της έγινε έξω από την Καλαμάτα . Ο δήμιος στρατιώτης έκοψε την κεφαλήν της Αγίας την τρίτη Μαΐου του σωτηρίου έτους 318,σε ηλικία 26 ετών Η χάρις που έλαβε από τον Κύριο Ιησού Χριστό είναι εκτός το να θεραπεύει καρδιοπαθείς πάντα με την πίστη του ασθενούς, και την επιπλέον χάριν να λύει κάθε είδους μαγεία, να φυγαδεύει δαίμονες να θεραπεύει ασθένειες ματιών νευρασθένειες ,σεληνιασμένους, και από παθήσεις εξανθημάτων ελκών και μυρμηγκιών και της βασκανίας.
58
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Βαφαίς των αιμάτων σου, φαιδράν στολήν σε αυτή, Ξενία, επέχρωσας, παρισταμένη Χριστώ ως νύμφη πανάσπιλος. Είληφας δε την χάριν, μαγγανείας του λύειν, δαίμονας εκδιώκειν, και τας νόσους ιάσθαι. Ικέτευε εκτενώς, υπέρ των ψυχών ημών.
ΑΓΙΑ ΤΑΤΙΑΝΗ ( 12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)
Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222 - 235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος. Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην
59
υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου. Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Ἰσχύι τῆς πίστεως, κραταιωθεῖσα σεμνή, νομίμως ἐνήθλησας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Τατιανὴ ἔνδοξε πάσας γὰρ τᾶς ἰδέας, τῶν δεινῶν ἐνεγκοῦσα, ἤσχυνας τὸν Βελίαρ, τὴ ἀτρέπτω σου στάσει ἐξ οὐ τῆς κακοτροπίας πάντας ἀπάλλαξαν.
60
ΑΓΙΑ ΕΥΦΡΑΣΙΑ (19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)
61
Η Αγία Μάρτυς Ευφρασία καταγόταν από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού (285-305 μ.Χ.). Προερχόταν από επίσημη γενιά και διακρινόταν για την σωφροσύνη και το χρηστό της ήθος. Την Ευφρασία την κατήγγειλαν ότι πιστεύει στον Χριστό. Τότε οι ειδωλολάτρες της ζήτησαν να αρνηθεί τον Χριστό και να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη όμως έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη της. Για τον λόγο αυτό την παρέδωσαν σε έναν άντρα άξεστο και βάρβαρο να
62
την ατιμάσει. Η Αγία όμως απέφυγε την ατίμωση με τον εξής τρόπο: υποσχέθηκε στον άξεστο και βάρβαρο εκείνον άνθρωπο ότι, αν δεν την πειράξει, θα του δώσει ένα φάρμακο, το οποίο να χρησιμοποιεί στις μάχες, ώστε να μην πληγώνεται από τα ξίφη και τα ακόντια των εχθρών του. Και για να τον πείσει ότι αυτό που του υποσχέθηκε έχει βάση, έσκυψε το κεφάλι της και του είπε να την χτυπήσει με το ξίφος στον αυχένα της, ώστε αμέσως να το επιβεβαιώσει. Εκείνος σχημάτισε την γνώμη ότι ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα αυτό που του υποσχέθηκε η Αγία και, αφού σήκωσε το ξίφος του, την κτύπησε δυνατότερα στον αυχένα, με την βεβαιότητα ότι αυτή δεν θα πάθαινε τίποτα. Έτσι το σχέδιο της Αγίας Μάρτυρος Ευφρασίας πέτυχε. Δηλαδή κόπηκε μεν το κεφάλι της από το ξίφος του δημίου, όμως αυτή διέσωσε την αγνότητά της και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.
ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ (5 ΜΑΙΟΥ)
63
Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς κάποιου μικρού βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος την έκλεισε σε ένα πύργο και ανέθεσε την διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα του μαρτυρίου αυτής. Μια νύχτα η Ειρήνη είδε το εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι κρατώντας με το ράμφος του κλαδί ελιάς, το οποίο και άφησε επάνω στο τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι από άνθη, το οποίο τοποθέτησε και αυτός επάνω στο τραπέζι. Έπειτα μπήκε από άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε επάνω στο τραπέζι ένα φίδι. Το πρωί που ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη βάπτισή της. Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφά τη νεαρή ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη. Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρεβρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «Παντα δυνατα τω πιστευοντι» (Μαρκ. θ΄ 23). Δηλαδή όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και τους βασιλείς αυτών Σεδεκία και Σαπώριο Α'. 64
Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε ο Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν και ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε και βγήκε από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη θανατώθηκε, αλλά με τη δύναμη του Θεού αναστήθηκε και είλκυσε στην πίστη το διοικητή και ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί με το δάσκαλό της Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα και τιμώμενη ως αληθινή ισαπόστολος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως αυτής, το 315 μ.Χ. Στο Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην οποία δεν είχε ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και κοιμήθηκε με ειρήνη. Πριν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός και οι άλλοι, οι οποίοι είδαν ότι η ταφόπετρα ήταν σηκωμένη και η λάρνακα κενή. Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά ενώ κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β', η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε μαρτυρικά δι' αποκεφαλισμού.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Εἰρήνης τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι' ἐπιπνοίας Θεοῦ, ἐδείχθης πανεύφημε, σὺ γὰρ τοῦ πολέμου, τᾶς ἐνέδρας 65
φυγοῦσα, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη, διὸ Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἠμὶν αἴτησαι.
ΑΓΙΑ ΑΓΑΘΗ (5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)
Η Αγία Αγάθη, καταγόταν από το Παλέρμο ή την Κατάνη της Σικελίας. Έζησε και μεγαλούργησε στο χρόνια του αυτοκράτορα Δέκιου (249 - 251 μ.Χ.). Η οικογένειά της διέθετε τεράστια περιουσία, η δε Αγία διακρινόταν για τη φυσική της ομορφιά αλλά και για το ήθος, τις αρετές και τη μεγάλη της πίστη.
66
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, μένει ορφανή και μοναδική κληρονόμος της μεγάλης περιουσίας των γονέων της και τότε αναδείχθηκε η υπέροχη προσωπικότητα της Αγάθης. Αγνοώντας τις προσκλήσεις και τις κολακείες του κόσμου, διέθεσε όλη της την περιουσία σε φιλανθρωπικούς σκοπούς βοηθώντας όλους όσους είχαν ανάγκη. O Θεός όμως έκρινε ότι η Αγία έπρεπε να δοκιμαστεί περισσότερο. O έπαρχος Κιντιανός προσπάθησε χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, να την πείσει να τον παντρευτεί. Η Αγία όμως όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την πίστη της, αλλά θέλησε να μαρτυρήσει γι' αυτήν. Έτσι υπέμεινε με θαυμαστή καρτερικότητα όλα τα βασανιστήρια και μάλιστα δοξολογώντας τον Θεό που την αξίωσε της τιμής του μαρτυρίου. Παρέδωσε το πνεύμα της το 251 μ.Χ. μετά από φρικτά βασανιστήρια και ενώ βρισκόταν στη φυλακή, λαμβάνοντας έτσι το στέφανο του μαρτυρίου. Η Σύναξη της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης ετελείτο στο Μαρτύριό της, το οποίο βρισκόταν στο έβδομο του Βυζαντίου (Σικελία). Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β' (976 - 1025 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Η' (1025 - 1028 μ.Χ.). ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Ῥόδον εὔοσμον τῆς παρθενίας, νύμφη ἄφθορος τοῦ Ζωοδότου, ἀνεδέδειξαι Ἀγαθὴ πανεύφημε· τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγὴν γὰρ ποθήσασα, μαρτυρικῶς ἐν τῷ κόσμῳ διέπρεψας· μάρτυς ἔνδοξε, λιταῖς σου θείαις ἀγάθυνον τοὺς πόθῳ μεγαλύνοντας τοὺς ἄθλους σου.
67
ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ (7 ΙΟΥΝΙΟΥ)
Η Αγία Κυριακή ήταν κόρη του Δωροθέου και της Ευσεβίας. Αυτοί ήταν άτεκνοι και παρακαλούσαν το Θεό να τους δώσει παιδί. Πράγματι, ο Θεός ευδόκησε, και το χριστιανικό αυτό ζευγάρι, απέκτησε παιδί. Γεννήθηκε ημέρα Κυριακή, γι' αυτό και της έδωσαν το όνομα Κυριακή. Κατά το διωγμό του Διοκλητιανού, το έτος 282 μ.Χ., οι γονείς της συνελήφθησαν και μετά από ανάκριση βασανίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν από το δούκα Ιούστο. Η δε Κυριακή παραπέμφθηκε στον Καίσαρα Μαξιμιανό, και από εκεί στον άρχοντα Βιθυνίας Ιλαριανό, ο οποίος της υπενθύμισε ότι η ομορφιά της είναι για απολαύσεις και όχι για βασανιστήρια. Τότε η παρθένος κόρη του απάντησε: «Ούτε στη νεότητα μου, ούτε στην ομορφιά μου δίνω την παραμικρή προσοχή. Και τα λαμπρότερα από τα επίγεια πράγματα είναι προσωρινά, όπως τα άνθη και κούφια, όπως οι σκιές. Σήμερα, έπαρχε, είμαι όμορφη, αύριο μια άσχημη γριά. Να κάνω, λοιπόν, κέντρο της ζωής μου την ομορφιά μου; Την αξία της, όμως, τη γνώρισα στις ρυτίδες, που την περιμένουν και στον τάφο που την καλεί. Νόμισες, λοιπόν, ότι θα κάνω την τερατώδη ανοησία, να χάσω την αιώνια λαμπρότητα για να μείνω λίγο περισσότερο στη γη; Γι' αυτό στο ξαναλέω, έπαρχε: είμαι και θα είμαι στη ζωή και στο θάνατο χριστιανή». 68
Εξοργισμένος ο Ιλαριανός, σκληρά τη βασάνισε και διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Αλλά πριν πέσει η σπάθη, προσευχόμενη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Κυρίων τὸν Κύριον, καὶ Βασιλέα Χριστόν, ἐξ ὅλης ἠγάπησας, Κυριακὴ τῆς ψυχῆς, καὶ χαίρουσα ἤθλησας, ὅθεν Παρθενομάρτυς, παρ' αὐτοῦ δοξασθεῖσα, βρύεις τοὶς σὲ τιμώσιν, ἰαμάτων τὴν χάριν, τοὶς πάσιν αἰτουμένη, πταισμάτων συγχώρησιν.
AΓΙΑ ΜΑΡΚΕΛΛΑ Η ΧΙΟΠΟΛΙΤΗΣ (22 ΙΟΥΛΙΟΥ)
Ανάμεσα στους πολυάριθμους Αγίους, που κοσμούν το τοπικό αγιολόγιο και τη μακρόχρονη εκκλησιαστική ιστορία του μυροβόλου νησιού της
69
Χίου είναι και η Αγία παρθενομάρτυς Μαρκέλλα, που αποτελεί το ευλαβικό καύχημα των απανταχού της Γης Χίων και τον πολύτιμο πνευματικό θησαυρό για χιλιάδες προσκυνητές, που συρρέουν στον τόπο του μαρτυρίου της για να αποδώσουν τον οφειλόμενο σεβασμό στο μεγαλείο και τον ηρωισμό της, αλλά και για να ζητήσουν τη θαυματουργική της χάρη για την επίλυση σωματικών και ψυχικών ασθενειών. Η Αγία Μαρκέλλα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βολισσό, στο ιστορικό αυτό κεφαλοχώρι της βορειοδυτικής Χίου. Για τον χρόνο της γέννησης, της ζωής και του μαρτυρίου της Αγίας υπάρχει σύγχυση και ασάφεια μεταξύ των βιογράφων. Σύμφωνα με τον βιογράφο της, Όσιο Νικηφόρο τον Χίο, η Αγία Μαρκέλλα έζησε και ήκμασε περί το 1500 μ.Χ. Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης και η χριστιανή μητέρα της απεβίωσε σε νεαρά ηλικία. Η Μαρκέλλα διακρίθηκε από νωρίς για τη βαθιά της πίστη και αγάπη στον Χριστό, την καλοσύνη και αγνότητά της, τη σεμνότητα και την ευγένεια της ψυχής της. Προικισμένη με θεϊκή σοφία και αμέτρητα ψυχικά χαρίσματα επικοινωνούσε αδιάκοπα με τον Θεό. Αυτόν τον «επίγειο άγγελο» φθόνησε ο εωσφόρος και θέλησε να την πολεμήσει με κάθε μέσο. Έτσι ο ειδωλολάτρης και σκληρόκαρδος πατέρας της άρχισε να επιθυμεί ερωτικά την ίδια του την κόρη και να νιώθει προς αυτή μία αστείρευτη σαρκική επιθυμία. Όταν η Μαρκέλλα διαπίστωσε τον αναίσχυντο χαρακτήρα του σαρκολάτρη πατέρα της, εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι και αναζήτησε καταφύγιο στα βουνά της περιοχής. Τότε ο πατέρας της κινούμενος από τις κτηνώδεις ορέξεις του και με απερίγραπτη μανία άρχισε να ψάχνει να βρει τη νεαρή και όμορφη Μαρκέλλα. Τότε η δύστυχη και έντρομη κόρη προσπάθησε να προστατευθεί και να σώσει την τιμιότητά της. Μία μεγάλη βάτος αποτέλεσε το ασφαλές καταφύγιο της Αγίας. Ένας βοσκός όμως αντιλήφθηκε τη Μαρκέλλα και υπέδειξε τη βάτο στον μανιακό πατέρα της. Τότε ο πατέρας έβαλε φωτιά στη βάτο για να την αναγκάσει να βγει έξω από αυτή. Η Μαρκέλλα κατάφερε και βρήκε διέξοδο και έτσι γλίτωσε από τα χέρια του σαρκολάτρη πατέρα της. Στη συνέχεια άρχισε να τρέχει πάνω στις πέτρες και τα βράχια, αλλά ο πατέρας της βλέποντας τη δυσκολία να την φτάσει, αποφάσισε να τη σημαδέψει με το τόξο του και έτσι εκτόξευσε προς αυτή ένα βέλος. Η 70
Αγία πληγώθηκε και το αγνό της αίμα πότισε τα βράχια. Παρόλα αυτά δεν έχασε την ψυχική της δύναμη και συνέχισε να τρέχει. Οι σωματικές της δυνάμεις άρχισαν όμως να την εγκαταλείπουν και κάποια στιγμή έπεσε κάτω ταλαιπωρημένη και πληγωμένη. Η βαθιά και ακλόνητη πίστη της την βοήθησε να βρει τη σωτήρια λύση. Με τα μάτια στραμμένα στον Ουράνιο Νυμφίο προσευχήθηκε και Του ζήτησε να σχίσει τον βράχο και να την κρύψει μέσα. Η παράκληση της Αγίας έγινε πραγματικότητα και έτσι ο βράχος σχίστηκε και δέχτηκε το σώμα της ενάρετης Μαρκέλλας μέχρι το στήθος. Ο σαρκολάτρης πατέρας φτάνοντας στον τόπο και βλέποντας το παράδοξο αυτό θαύμα, οργίστηκε ακόμη περισσότερο και έκοψε με ένα μαχαίρι τους μαστούς της και τους πέταξε στο βουνό. Στη συνέχεια αποκεφάλισε την κόρη του και πέταξε την κεφαλή της στη θάλασσα. Σύμφωνα με την παράδοση μία ασυνήθιστη λάμψη άρχισε να εκπέμπεται από την κεφαλή της Αγίας, που στέφθηκε με τον ουράνιο και άφθαρτο στέφανο της άθλησης και της θεϊκής δόξας. Ο σχισμένος βράχος, που δέχτηκε το μαρτυρικό σώμα της Αγίας, αποτελεί μέχρι σήμερα για τους προσκυνητές σημείο ευλαβικής αναφοράς και πηγή ιαμάτων, αφού όσοι προσεύχονται με πίστη, παρατηρούν τον ερυθρό χρωματισμό των βράχων και το νερό να ατμίζει. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα, που με τη χάρη του Θεού, έχει επιτελέσει η Αγία Μαρκέλλα από την εποχή του μαρτυρίου της έως τις ημέρες μας, ενώ μάρτυρες θαυμαστών σημείων έγιναν λαμπρές πνευματικές φυσιογνωμίες της Εκκλησίας μας, όπως Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Επίσκοπος Κορίνθου (βλέπε 17 Απριλίου), ο Άγιος Νεκτάριος Επίσκοπος Πενταπόλεως (βλέπε 9 Νοεμβρίου) και ο βιογράφος και συντάκτης της Ακολουθίας της Αγίας, Όσιος Νικηφόρος ο Χίος (βλέπε 1 Μαΐου), οι οποίοι συχνά προσέρχονταν στον τόπο του μαρτυρίου της Αγίας για να προσευχηθούν. Η μνήμη της Αγίας παρθενομάρτυρος Μαρκέλλας εορτάζεται κάθε χρόνο στις 22 Ιουλίου και λαμπρά πανήγυρις λαμβάνει χώρα στον φερώνυμο ιερό ναό της Αγίας, που βρίσκεται επί της αμμώδους παραλίας στον ομώνυμο όρμο της Βολισσού και αποτελεί παγχιακό, αλλά και πανελλήνιο προσκύνημα.
71
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Τῆς ἁγνείας τὸ ρόδον καὶ τῆς Χίου τὸ βλάστημα, τὴν Ἁγίαν Μαρκέλλαν ἐν ὠδαὶς εὐφημήσωμεν τμηθεῖσα γὰρ χειρὶ τὴ πατρική, ὡς φύλαξ ἐντολῶν τῶν τοῦ Χριστοῦ, ρώσιν νέμει καὶ κινδύνων ἀπαλλαγήν, τοὶς πρὸς αὐτὴν κραυγάζουσι, δόξα τῷ δεδοκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.
ΑΓΙΑ ΑΚΥΛΙΝΑ (27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)
Η Αγία Ακυλίνα καταγόταν από το χωριό Ζαγκλιβέρι της Θεσσαλονίκης και ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της όμως, σκότωσε ένα Τούρκο, μετά από φιλονικία μαζί του. Για ν' αποφύγει την τιμωρία του θανάτου, δέχτηκε τον μουσουλμανισμό. Αλλά η μητέρα της έμεινε σταθερή στον Χριστό και κάθε μέρα δίδασκε στην Ακυλίνα την αρετή και την πίστη.Η μόνη παρηγοριά της Μάνας μένει τώρα η Ακυλίνα, και προσπαθεί να την αναθρέψει όσο πιο καλά γίνεται Χριστιανικά σα να διαισθάνονταν ότι θ' ακολουθήσει το δρόμο του Μαρτυρίου.
72
Και δεν άργησε να ξεσπάσει η καταιγίδα. Το έτος 1764 μ.Χ. ο Γιώργης παίρνει διαταγή του πασά που ήταν διοικητής της Θεσσαλονίκης να πείσει την κόρη του να γίνει τουρκάλα, γιατί την είδε στη βρύση και θαμπώθηκε από την ομορφιά της ο γιος του και τη θέλει για γυναίκα του. Χάρηκε ο Γιώργης γι' αυτή την μεγάλη τιμή, και τρέχει στο σπίτι του να της πει το μεγάλο νέο και τα μάτια του γυάλιζαν γι' αυτά που του έταξε ο πασάς. Η Ακυλίνα πάγωσε. Μάνα και Κόρη τον βγάζουν έξω από το σπίτι και ούτε θέλουν να τον ακούσουν. Αλλά ο «τούρκος» δεν υποχωρεί εύκολα. Λυσσάει, στην αρχή με γλυκόλογα και υποσχέσεις, όταν όμως βλέπει την Ακυλίνα να μένει ασυγκίνητη σε όλα αυτά, αλλάζει τακτική και διατάζει βασανιστήρια. Η ατίμητη Μάνα την εμψυχώνει γενναία λέγοντάς Την: -Παιδί μου πρόσεχε, μην αρνηθείς το Χριστό. Αυτή η ζωή είναι πρόσκαιρη μπροστά στον Παράδεισο και στην Αιωνιότητα Της Μακαρίας Ζωής. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του πατέρα της και τις απειλές των Τούρκων, η Ακυλίνα δεν αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο την ακολουθούσε και η μητέρα της, που την παρότρυνε σ' αυτό. Η Ακυλίνα ήλεγχε με θάρρος τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει μαρτυρικά, μετά από πολυήμερο ραβδισμό.Την γύμνωσαν, την χτύτησαν, την μαστίγωσαν με βέργες και συρματένια σχοινιά. Το σώμα της γίνεται όλο μια πληγή. Το αίμα της χύνεται ποτάμι και βάφει τη Μακεδονική γη του Ζαγκλιβερίου. Η Ακυλίνα έχει τα μάτια στον Ουρανό και προσπαθεί να επαναλάβει: «Χριστιανή είμαι και Χριστιανή θα πεθάνω». Τρεις μέρες την βασάνισαν. Την τρίτη μέρα το απόγευμα μέσα στους πόνους και στην αιμορραγία την φέρνουν στο σπίτι της. Η Μάνα της την σφίγγει στην αγκαλιά της μόλις τη βλέπει και το μόνο που νοιάζεται να ρωτήσει είναι: «Παιδί μου μήπως δείλιασες και αρνήθηκες το Χριστό;» Η Ακυλίνα προσπαθεί με δυσκολία να απαντήσει: «Μητέρα έκανα όπως μου είπες. Το διαμάντι που μου εμπιστεύθηκες το φύλαξα καθαρό και αμόλυντο και τώρα πάω κοντά στο Χριστό και Θεό μου». Ήταν 27 Σεπτεμβρίου 1764 όταν έφυγε η Αγία της ψυχή σε ηλικία 19 ετών. Από το Άγιο Λείψανό της ξεχύθηκε μια ανέκφραστη Ουράνια ευωδία και όλοι οι δρόμοι απ' όπου το πέρασαν ευωδίαζαν για πολλές ήμερες. Οι τούρκοι για να τη θεωρήσουν δική τους έστω και μετά θάνατο, διέταξαν να τη θάψουν στο τουρκικό νεκροταφείο, δίπλα στην πλατεία του χωριού.
73
Το ίδιο βράδυ ένα φως κατέβηκε πάνω στον τάφο της σαν άστρο και έμεινε για ώρες πολλές. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρεπής Ιερός Ναός ο οποίος, όμως, παραμένει ελλιπής χωρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων. Η μνήμη της Αγίας Ακυλίνας τιμάται από το 1957 μ.Χ. στις 27 Σεπτεμβρίου, ημέρα της τελειώσεώς της. Μέχρι τότε η Ακυλίνα εορταζόταν στις 24 Απριλίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ήταν το ότι οι κάτοικοι του Ζαγκλιβερίου ήθελαν να συνδέσουν τις δύο μεγάλες πανηγύρεις του χωριού τους, του Αγίου Γεωργίου, στο όνομα του οποίου τιμώνταν ο κεντρικός ναός του χωριού, και της Αγίας τους. Από το 1957 μ.Χ. όμως η Ακυλίνα άρχισε να εορτάζεται πλέον στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ από το 1984 μ.Χ. και μετά, που συστήθηκε και δεύτερη ενορία στο χωριό, της Αγίας Ακυλίνας, και άρχισε η ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπέστατου ναού προς τιμήν της, η μνήμη της και η εορτή της μετατοπίσθηκαν επισήμως την 27η Σεπτεμβρίου. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι' ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
74
ΑΓΙΑ ΧΡΥΣΗ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ (13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)
Η Αγία Χρυσή γεννήθηκε στο χωριό Σλάτενα (σημερινή Χρυσή) της επαρχίας Αλμωπίας Νομού Πέλλης. Ο πατέρας της ήταν φτωχός και είχε τέσσερις θυγατέρες. Η Χρυσή ήταν ωραία στο σώμα και στην ψυχή. Κάποτε, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλες γυναίκες στους αγρούς και μάζευε καυσόξυλα, την απήγαγε κάποιος Τούρκος και τη μετέφερε στο σπίτι του. Ο Τούρκος προσπάθησε με κολακείες να την εξισλαμίσει και να την κάνει γυναίκα του. Η Χρυσή όμως αντιστάθηκε και δυναμικά απάντησε: «Εγώ τον Χριστό μόνο γνωρίζω για νυμφίο μου, που δεν θα αρνηθώ και αν ακόμα με κομματιάσεις». Οι γονείς και οι συγγενείς της Χρυσής, με εξαναγκασμό των Τούρκων, την παρακαλούσαν να δεχτεί τον
75
μωαμεθανισμό για να σωθεί. Αλλά η μεγαλόψυχη Χρυσή τους απάντησε ότι: «πατέρα έχω τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, μητέρα την Κυρία Θεοτόκο, αδελφούς δε και αδελφές έχω τους Αγίους και τις Αγίες της Εκκλησίας μας». Μπροστά λοιπόν στη σταθερότητα της Χρυσής, οι Τούρκοι απάντησαν με φρικτά βασανιστήρια. Την έδερναν επί 3 μήνες καθημερινά, τις έγδερναν τια σάρκες,τις διπέρασαν πυρακτωμένο σίδερο από το ένα αυτί στο άλλο,την κρέμασαν ανάποδα σε μια απιδιά και τις κατέκοψαν το αγνό της παρθενικό σώμα με μαχαίρια.Τελικά στις 13 Οκτωβρίου 1795 μ.Χ., έτσι πανάξια έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου από τον Νυμφίο Χριστό. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Σκεῦος χρύσεον, τῆς παρθενίας, καὶ ἀκήρατος, νύμφη Κυρίου, ἐχρημάτισας Χρυσῆ καλλιπάρθενε· τὴν γὰρ ἁγνείαν ἀμέμπτως φυλάττουσα, ὐπὲρ Χριστοῦ θεοφρόνως ἐνήθλησας· Μάρτυς ἔνδοξε, ἱκέτευε τὸν Νυμφίον σου, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
ΑΓΙΑ ΚΥΡΑΝΝΑ (28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)
Η Αγία Κυράννα γεννήθηκε στην Αβυσσώκα της Θεσσαλονίκης, σημερινή Όσσα της επαρχίας Λαγκαδά. Η ομορφιά της ψυχής της συμβάδιζε με την εξωτερική της ωραιότητα, αφού ήταν προικισμένη με τις αρετές της σεμνότητας και της σωφροσύνης. Έτσι περνούσε τη ζωή της κοντά στους γονείς της. Ο μισόκαλος όμως διάβολος τη φθόνησε για την αγνότητα της και αφού δεν μπόρεσε με πονηρούς λογισμούς και αμαρτωλές σκέψεις να την παρασύρει στο κακό και να την μεταβάλει σε όργανό του, βρήκε άλλο τρόπο να ταράξει την ευτυχία των δικών της και τη γαλήνη της νεανικής και πεντακάθαρης ψυχής της. Ένας τούρκος λοιπόν γενίτσαρος, που ήταν σούμπασης, δηλαδή διοικητής του αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορας των φόρων από τα εισοδήματα, ερωτεύθηκε την Κυράννα και προσπαθούσε να την κατακτήσει με διάφορες κολακείες. Η Κυράννα με κανένα τρόπο δε δεχόταν τις κολακείες του τούρκου και τις μεγάλες του υποσχέσεις για
76
λίρες και φορέματα. Ούτε όμως και τις φοβέρες του, ότι θα την βασάνιζε σκληρά και στο τέλος θα την θανάτωνε αν δε δεχόταν το σκοπό του. Η επιμονή του γενίτσαρου δεν μπόρεσε να μεταβάλει το Χριστιανικό της φρόνημα. Έτσι απογοητευμένος ο γενίτσαρος μαζί με άλλους γενίτσαρους αρπάζουν την αγία και την οδηγούν στη Θεσσαλονίκη. Την φέρνουν μπροστά στον Κριτή με την ψευδή κατηγορία ότι δήθεν στην αρχή δέχθηκε να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη. Οι γονείς της την ακολούθησαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Οι τούρκοι άρχισαν την ίδια τακτική, στην αρχή κολακείες, και μετά την αγριότητα. Η Κυράννα άφοβη, ατάραχη μπροστά στους βιαστές της θέλησής της δε μιλούσε. Είπε μόνο τα λόγια: «Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίον τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον προσφέρω ως προίκα την παρθενίαν μου και αυτόν επόθησα και ποθώ εκ νεότητός μου και δια την αγάπην του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, δια να αξιωθώ να τον απολαύσω. ακούσατε λοιπόν την απάντησή μου και πλέον άλλον λόγο μη περιμένετε να σας πω». Ύστερα από την απάντηση έσκυψε η Κυράννα με πολλή σεμνότητα το κεφάλι της σιώπησε και προσευχόταν νοερά στον Κύριο να την ενδυναμώσει μέχρι το τέλος του μαρτυρίου. Οι τούρκοι όταν είδαν την Πίστη της στο Χριστό ντροπιάστηκαν και την έρριξαν στη φυλακή. Ο σούμπασης, έλαβε άδεια από τον μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, τον αλή εφέντη να μπαίνει στη φυλακή όποτε θέλει. Έμπαινε τακτικά με άλλους γενίτσαρους και την βασάνιζαν. Άλλος την κλωτσούσε, άλλος τη χτυπούσε με ξύλο ή με μαχαίρι και άλλος με γροθιές μέχρι να λιποθυμήσει. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε από τις μασχάλες με αλυσίδες και την έδερνε με ό,τι έβρισκε και την άφηνε κρεμασμένη μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο. Ένας Χριστιανός φύλακας τον πλησίαζε μόλις περνούσε ο θυμός του και τον παρακαλούσε να του δώσει άδεια να ξεκρεμάσει την Αγία. Εδώ σημειώνει ο συγγραφέας του μαρτυρίου της τα εξής: «Η Αγία είχε τόσην υπομονήν, ησυχίαν και σιωπήν, όπου σου εφαίνετο ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη και όλος ο νους της και η προσοχή της, ευρίσκετο εις τους Ουρανούς και εις τον Χριστόν». Στην ίδια φυλακή ήταν φυλακισμένοι και άλλοι Χριστιανοί, εβραίοι και μερικές τουρκάλες που έλεγχαν το δεσμοφύλακα ως άσπλαχνο και μη φοβούμενο τον Θεό, γιατί τυραννούσε σκληρά μια γυναίκα που δεν έσφαλε σε τίποτε.
77
Αυτός όμως αντιθέτως γινόταν όλο και πιο σκληρός. Τα φρικτά βασανιστήρια συνεχίστηκαν επί μία εβδομάδα. Την έβδομη ημέρα κορυφώθηκαν τα βασανιστήρια. Ο δεσμοφύλακας οργισμένος άρπαξε την Αγία, την κρέμασε και άρχισε να την χτυπάει αλύπητα με μια μεγάλη ξύλινη σχίζα, οι τουρκάλες φώναζαν, οι φυλακισμένοι όλοι τον μάλωναν δυνατά και ο δεσμοφύλακας έπεσε κάτω μπρούμυτα και άρχισε να κλαίει. Εκείνη τη στιγμή η Αγία άφηνε την τελευταία της πνοή και η ψυχή της πετούσε για να ενωθεί με το Χριστό που τόσο ποθούσε και για Χάρη Του μαρτύρησε. Στις 4 με 5 η ώρα το πρωί ένα μεγάλο φως έλαμψε ξαφνικά στη φυλακή που κατέβηκε σαν αστραπή από τη σκεπή της. Το φως αυτό περιέλουσε το σώμα της μάρτυρος και φωτίστηκε όλη η φυλακή. Οι φυλακισμένοι Χριστιανοί φώναζαν το «Κύριε ελέησον» οι εβραίοι πέσανε μπρούμυτα και οι τουρκάλες φώναζαν: «αχ, αχ, το κρίμα της φτωχής Ρωμαίας μας έφθασε και έπεσε σαν αστραπή να μας καύψη». Ο δεσμοφύλακας από το φόβο του άρχισε να τρέμει και είπε στον φύλακα Χριστιανό να κατεβάσει την κρεμασμένη Κυράννα. Ο φύλακας βρήκε την Αγία Κυράννα τελειωμένη. Το φως σιγά-σιγά υποχώρησε, μια άρρητη όμως ευωδία έμεινε για πολλή ώρα σε όλη τη φυλακή. Ο φύλακας άνοιξε με τα κλειδιά τα σίδερα, έλυσε τα χέρια της Αγίας, σκέπασε με σεβασμό το Άγιο Λείψανο, άναψε τα φώτα, θύμιασε και κάθησε κοντά της, ώσπου να ξημερώσει. Δόξασε το Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά πράγματα αλλά και να πιάσει και να περιποιηθεί μαρτυρικό λείψανο. Το πρωί διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η φήμη της τελείωσης της Αγίας και η έλλαμψη του Αγίου Φωτός. Οι τούρκοι ντροπιασμένοι σιωπούσαν, έδωσαν την άδεια στους Χριστιανούς να πάρουν το Λείψανο της Αγίας και οι Χριστιανοί ένιωθαν χαρά και ευφροσύνη για τα θαυμάσια του Αληθινού και Ζωντανού Θεού μας. Την έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη εκεί όπου ενταφίαζαν και τους άλλους Ορθοδόξους Χριστιανούς, και τα φορέματά της τα μοίρασαν για ευλογία στους πιστούς. Ήταν 28 Φεβρουαρίου 1751 μ.Χ. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθερά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.
78
ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΑ ΜΕΘΥΜΟΠΟΥΛΑ (1 ΜΑΙΟΥ)
Η αγία νεομάρτυς Μαρία, η Μεθυμοπούλα, γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς ατό χωριό Κάτω Φουρνή της Επαρχίας Μεραμβέλλου του Νομού Λασιθίου Κρήτης στα δύσκολα και πικρά χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς. Διακρινόταν για τη σεμνότητα και τη σωματική της ομορφιά. Η Αγία Μαρία από πολύ μικρή υπάκουε στους γονείς της και ήταν επιμελής και πρόθυμη στις αγροτικές εργασίες και στο νοικοκυριό. Επίσης, μελετούσε την Αγία Γραφή, τους Βίους των άγιων, εκκλησιαζόταν και προσευχόταν με πίστη. Όλοι την αγαπούσαν και την εκτιμούσαν. Στην περιοχή αυτή του Μεραμβέλλου την εποχή εκείνη επόπτευε την τάξη ένας Τουρκαλβανός χωροφύλακας, ο οποίος την ερωτεύθηκε και άρχισε να την πιέζει και να την ενοχλεί, προσπαθώντας να κερδίσει το
79
ενδιαφέρον της. Όμως η Αγία Μαρία αντιστάθηκε από την αρχή με γενναιότητα στις επιθυμίες του αλλόθρησκου χωροφύλακα. Έλεγε μέσα της ότι «δεν είναι δυνατόν να παραδώσω το σώμα μου και την ψυχή μου σε χέρια άπιστου ανθρώπου» και προσευχόταν με πίστη να την προστατεύσει ο Θεός. ‘Όταν, όμως, ο πονηρός Τουρκαλβανός διαπίστωσε ότι οι προσπάθειές του ναυαγούσαν οργίσθηκε. Η συμπάθεια του προς την πανέμορφη κρητικοπούλα μετατράπηκε σε τέτοιο μίσος, ώστε αποφάσισε να τη σκοτώσει. Η αγία Μαρία ασχολούνταν με τη σηροτροφία, δηλαδή την εκτροφή μεταξοσκωλήκων και το γνέψιμο του μεταξιού τους. Την άνοιξη και το καλοκαίρι κάθε μέρα μάζευε από τις μουριές φύλλα για τους μεταξοσκώληκες για να δώσουν το μεταξένιο κουκούλι τους. Μια μέρα είχε ανέβει σε μια μουριά, απ’ όπου έκοβε ένα-ένα τα μουρόφυλλα. Τότε την πλησίασε ο Τουρκαλβανός χωροφύλακας, ο οποίος με το υπηρεσιακό του όπλο και το δάχτυλο στη σκανδάλη σημαδεύοντας τη στην καρδιά την πυροβόλησε. Αιμόφυρτη αυτή έπεσε νεκρή από το δένδρο. Έτσι η πιστή χριστιανή Μαρία, αρνούμενη να συζευχθεί αλλόθρησκο άνδρα και μένοντας αμετακίνητη στην πίστη της έφυγε μεν πρόωρα από την παρούσα ζωή σε νεαρή ηλικία το έτος 1826 μ.Χ., συνάντησε όμως στον ουρανό τον Νυμφίο της Εκκλησίας, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατέταξε την αγία Μαρία, τη Μεθυμοπούλα, στην κατηγορία των νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας, αφού μαρτύρησε στα νεώτερα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η μνήμη της εορτάζεται στις 1 Μαΐου, ημέρα της εκτέλεσής της.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Χριστὸν καθικέτευε, ὑπὲρ ἡμῶν ἐκτενῶς, Φουρνῆς ἐγκαλλώπισμα, καὶ Νεοάθλων τερπνόν, Μαρία λευκάνθεμον· ἔρωτα γὰρ ἀπίστου, ἀρνηθεῖσα ἐδέχθης, βλῆμα θανατηφόρον, ἐξ αὐτοῦ ὡς στρουθίον, καὶ πτέρυγας πρὸς τὸν Κτίστην, ψυχῆς σου ἐπέτασας.
80
ΑΓΙΑ ΧΑΙΔΩ (1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)
Ολόλαμπρο αστέρι στο σκοτάδι της τουρκοκρατίας προβάλλει η Αγία Χάιδω. Αν δεχθούμε το 1821 ως χρόνο φυγής της από τη Χαλκιδική στη Θάσο, τοποθετούμε τη γέννησή της το 1800 ή λίγο πριν από αυτό. Η κωμόπολη του Στανού μέχρι σήμερα είναι ένα πολύ παραδοσιακό χωριό. Οι περισσότεροι άνδρες είναι οικοδόμοι. Πέρασαν πολλοί καλοί παπάδες και δάσκαλοι. Και είναι το δεύτερο χωριό στην Ελλάδα με τις περισσότερες πολύτεκνες οικογένειες σε αναλογία πληθυσμού. Οι κάτοικοί του διακρίνονται για την προσήλωσή τους στην Εκκλησία και για την καλλιέργεια του ήθους τους. Σ’ αυτό το παραδοσιακό χωριό γεννήθηκε και ανατράφηκε η Αγία Χάιδω. Για το ποια ήταν η αιτία της φυγής της στη Θάσο, υπάρχουν δύο παραδόσεις. Η πρώτη —όχι τόσο πειστική— θεωρεί αιτία της φυγής της την επανάσταση της Χαλκιδικής το 1821. Αν αναφέρεται σαν χρόνος φυγής της το 1821, δεν νομίζω ότι πρέπει να συνδέεται με την επανάσταση. Συνδέεται μάλλον με τη ζωντανή παράδοση που αναφέρω παρακάτω. Όταν ήταν σε ηλικία γάμου πέρασε
81
πειρασμό μεγάλο. Τη ζήτησε για γυναίκα του ο γιος του Μαντέμ αγά των Μαντεμοχωρίων.Σ’ αυτόν τον πειρασμό η Χάιδω ύψωσε το ανάστημά της, Τουρκάλα και οθωμανή δεν θα γινόταν. Ήταν ασυμβίβαστη με τον εξισλαμισμό.Είμαι Ελληνίδα και χριστιανή, φώναζε. Αυτό ήταν! Στην άρνησή της ο τύραννος απάντησε με μαρτύριο. Τη φυλάκισε και τη βασάνισε φρικτά. Οι νεομάρτυρες ήταν το τείχος πάνω στο οποίο ξεσπούσε η μανία των κατακτητών. Αυτοί έβαλαν τα στήθια τους για να σταματήσουν τον αφανισμό του Γένους. Μέχρι σήμερα, έξω από το χωριό, δείχνουν οι Στανιώτες το «Αλώνι της Χάιδως». Αυτό ή ήταν κτηματική περιουσία της Αγίας ή και το επικρατέστερο, ο τόπος της φυλακίσεως και του βασανισμού της. Τότε ο ιερομόναχος εφημέριος του χωριού, με τη βοήθεια των παλληκαριών, κατάφερε να ελευθερώσει την Αγία και να τη φυγαδεύσει μαζί με τη μητέρα της στη Θάσο. Ο π. Αθανάσιος Χαλκιάς στο έγγραφό του αναφέρει ότι η Αγία εγκαταστάθηκε στην Παναγία της Θάσου, στο μετόχι της μονής Παντοκράτορος. Ο προηγούμενος Ευθύμιος τοποθετεί το μετόχι της μονής Παντοκράτορος στην Καλλιράχη. Τη σχέση της Αγίας με τη μονή την επιβεβαιώνει η φυλλάδα της Αγιας από την Παντοκράτορος και η προφορική παράδοση που διέσωσε το γεγονός στους μοναχούς της μονής. Στο παντοκρατορικό μετόχι της Καλλιράχης ζούσε με τη μητέρα της υπηρετώντας την εκκλησία που υπήρχε στο μετόχι. Εκεί η Αγία ζούσε αφιερωμένη στο Θεό εν παρθενία και ασκήσει. Αγωνιζόταν καθημερινά με αυστηρή άσκηση και πολύ προσευχή. Ο Ιησούς Χριστός, για τον οποίο βασανίσθηκε και διώχθηκε, ήταν πλέον ο νυμφίος της ζωής της. Όταν πέθανε η μητέρα της, αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στη ζωή της ασκήσεως και της προσευχής, εις τρόπον ώστε να φθάσει να γίνει ένας επίγειος άγγελος. Εξ αιτίας της αγγελικής της ζωής αξιώθηκε ουρανίων δωρεών. Ανηρπάγη υπό αγγέλων για δύο μέρες σωματικώς εις τον ουρανόν, όπου είδε τα αθέατα κάλλη του Παραδείσου. Κατά την τοπική παράδοση,τούτο συνέβη, όταν οι Τούρκοι επέδραμαν στο μετόχι, άγγελοι άρπαξαν και διέσωσαν την οσία από την μανία των αλλοθρήσκων. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η οσία βασανίσθηκε σκληρά από τους Τούρκους. Κατά την κοίμηση της το ιερό της σκήνωμα ευωδίαζε εις 82
ένδειξη της αγιότητος της. Τούτο διαβάζουμε και σε άλλους βίους Αγίων. Όταν επέστρεψε σωματικώς, διηγήθηκε στον ιερομόναχο του μετοχιού Γεράσιμο αυτή τη θαυμαστή αρπαγή της υπό των αγγέλων. Το ότι «ανηρπάγη υπό των αγγέλων» ήταν γραμμένο στη φυλλάδα της Αγίας που είχε σταλεί στο Στανό. Το ότι εστάλη πάλι στο Στανό αποδεικνύεται από το χειρόγραφο δωρεών της μονής Παντοκράτορος. Η αρπαγή της υπό των αγγέλων ήταν προαγγελία της εξόδου της εκ του βίου τούτου; Μάλλον. Υπάρχουν άλλωστε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, όταν άγιες ψυχές προγεύονται του Παραδείσου προ της κοιμή- σεώς τους. Το ασθενές της φύσεως, η σκληρά άσκησις κατέβαλαν την υγεία της, αν και ήτο ακόμη νέα. Έτρεχε όμως να συναντήσει οριστικά το νυμφίον της Χρίστον. Τέλος παρέδωσεν την αγίαν και καθαράν ψυχήν της εις τον ζωοδότην Χριστόν. Ο αείμνηστος ιερεύς π. Αθανάσιος Χαλκιάς σημειώνει: «Όταν πλησίασε να πεθάνει, είπε να μην την αλλάξουν τα φορέματα που φορούσε, αλλά εκείνοι που παραβρέθηκαν στο θάνατό της, της τα άλλ,αξαν. Και όταν επρόκειτο να την θάψουν, άρχισε να γίνεται σεισμός και βροντές και μια φωνή είπε πως για να πάψει η θεομηνία αυτή να με βάλετε τα παλιά φορέματα που φορούσα». Και έτσι έγινε, οπότε σταμάτησε εκείνο το κακό που γινότανε και το λείψανό της ευωδίαζε. Οι άγγελοι την υποδέχθησαν με χαρά εις τον ουρανόν ως συνόμιλόν της. Και οι άνθρωποι στη γη την ετίμων ως αγίαν. Η ευωδία του σκηνώματος της ήταν ακόμη μία ένδειξις της αγιότητός της. Ενταφιάσθηκε στο κοιμητήριο του μετοχιού. Στη συνείδηση των χριστιανών του Στανού ήταν πάντοτε ζωντανή η μνήμη και η ζωή της Αγίας. Γι’ αυτό και αφιέρωσαν ιερά εικόνα, την οποίαν εναπέθεσαν εντός του ενοριακού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου. Η εικόνα ιστορήθηκε από την αδελφότητα των Κυριλλαίων εις την Νέαν Σκήτην Αγίου Όρους το 1960. Παριστάνεται η Αγία με την τοπικήν ενδυμασίαν της Χαλκιδικής της εποχής εκείνης. Η Αγία προσφωνείται και σαν νεομάρτυς και οσιομάρτυς και ως νέα οσιομάρτυς. Βεβαίως η Αγία δεν υπέστη μαρτυρικόν θάνατον. Όμως και σε βίους άλλων αγίων, οι οποίοι βασανίσθηκαν, βλέπουμε να αποκαλούνται μάρτυρες. Έτσι πιστεύω ότι και η Αγία μπορεί να
83
προσφωνείται μάρτυς. Και μάλιστα νεομάρτυς, αφού μαρτύρησε τον Χριστόν μετά τους χρόνους της αλώσεως. Ονομάζεται και οσιομάρτυς, αφού και μάρτυς ήτο, αλλά και ασκητικόν βίον διήγεν. Όμως η προσωνυμία οσία περισσότερο χρησιμοποιείται για τους καθ’ εαυτό μοναχούς. Μπορεί και ομολογήτρια να προσφωνείται, αφού ομολόγησε τον Χρίστον. Και αυτό νομίζω ότι είναι η πιο ακριβής προσωνυμία. Προτιμάται όμως το νεομάρτυς, διότι προσδιορίζει και το χρόνο της Τουρκοκρατίας. Τελευταία την Αγία συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Νεομάρτυ- ρες» ο καθηγητής Απ. Γλαβίνας στο κεφάλαιο τέσσερις γυναίκες νεομάρτυρες: Αγία Ακυλίνα, Αγία Κυράνα, Αγία Ελένη, Αγία Χάιδω. Από του έτους 1988 με απόφαση του Σεβ. Μητροπολίτου ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως η ημέρα μνήμης και εορτασμού της Αγίας. Δε γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της κοιμήσεώς της. Γι’ αυτό ορίσθηκε η 1η Σεπτεμβρίου κατά την οποία εορτάζει και η παλαιοτέρα Αγία Χάιδω, ανάμεσα στο χορό των 40 μαρτύρων γυναικών των εν Θράκη.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
84
ΑΓΙΑ ΕΛΕΝΗ ΕΚ ΣΙΝΩΠΗΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ( 1 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ)
Μαρτύρησε τον 18ο αἰώνα. Καταγόταν ἀπό τήν ωραία πόλη τοῦ Πόντου Σινώπη καί ήταν κόρη της ευσεβούς οικογένειας Μπεκιάρη. Ηταν 15 ἐτῶν ωραιότατη στο σώμα, η δε αγνότητά της έδινε ιδιαίτερη χάρη στό πρόσωπό της. Διακρινόταν γιά τήν υπακοή στούς γονείς της καί τόν θερμό έρωτα της ψυχῆς της προς το νυμφίο Χριστό. Μιά μέρα λοιπόν, ἡ μητέρα της τήν ἔστειλε ν’ αγοράσει νήματα γιά τό κέντημα, από τό κατάστημα τοῦ Κρύωνα. Στόν δρόμο υπήρχε τό σπίτι τοῦ Ουκούζογλου πασά, διοικητού της Σινώπης. Την ώρα που περνούσε η Ελένη, ο πασάς τήν είδε ἀπ’ τό παράθυρο. Η ωραιότητά της τράβηξε τήν ακόλαστη ψυχή του καί σκέφθηκε να τη μολύνει. Διέταξε τότε καί την έφεραν μπροστά του. Αφού έμαθε ποια ήταν, προσπάθησε πολλές φορές να την βιάσει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Διότι ένα αόρατο τείχος προστάτευε την Ελένη, που συνεχώς προσευχόταν. Ο πασάς, αντί να δει τό θαῦμα, σκλήρυνε περισσότερο η ψυχή του καί επειδή δεν μπορούσε νά ικανοποιήσει τον σκοπό του, την βασάνισε σκληρά και τελικά τήν αποκεφάλισε. 85
Το ιερό της λείψανο το έριξαν στη θάλασσα, αλλά με θαυματουργικό τρόπο βρέθηκε από Ελληνες ναυτικούς, που το μετέφεραν στην Σινώπη. Το 1924, η κάρα της Αγίας, μεταφέρθηκε στο Ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης, Ανω Τούμπας Θεσσαλονίκης.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Τῆς ἁγνείας τό ἄνθος τό εὐωδέστατον, καί Σινώπης τό κλέος καί θεῖον βλάστημα, Παρθενομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἑλένη πάνσεμνε, ἡ ἀθλήσασα στερρῶς, καί καθελοῦσα τόν ἐχθρόν, τῆς πίστεως τῇ δυνάμει, διά παντός ἐκδυσώπει, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
ΑΓΙΑ ΑΡΓΥΡΗ (30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ)
Η αγία Αργυρή γεννήθηκε στην Προύσσα της Μ. Ασίας το έτος 1688 από ευσεβείς γονείς το Γεώργιο και τη Σωσάνη.
86
Ήταν σεμνή και προικισμένη με εξαιρετικές Χάρες, όπως την Πίστη, τη Φρόνηση, την Υπομονή και την Ταπεινοφροσύνη. Κάποιος πλούσιος τούρκος που ζούσε κοντά στο σπίτι της θαμπώθηκε από την ομορφιά της και της ζητούσε να αρνηθεί την πίστη της και να γίνει γυναίκα του. Η Αργυρή απέρριψε την πρότασή του με ψυχρότητα και περιφρόνηση. Αυτός όμως επέμενε και ενοχλούσε τους γονείς της και τους απειλούσε ότι θα χάσουν τη ζωή της κόρης τους αν δεν του τη δώσουν. Τότε οι ευλογημένοι Γονείς αναγκάζονται να την παντρέψουν 17 χρονών, με ένα παλληκάρι, Ορθόδοξο Χριστιανό και την ώρα που τελούνταν το Μυστήριο του Γάμου, μέσα στην Εκκλησία, ώρμησαν σα λυσσασμένοι είκοσι αλλόθρησκοι νέοι και άρπαξαν την Αργυρή μπροστά στα μάτια όλων και του γαμπρού. Την οδήγησαν με τα νυφικά της όπως ήταν στολισμένη κατ' ευθείαν στο δικαστή. Έξι άτομα την κατηγορούσαν, ότι παρέβηκε την υπόσχεση που έδωσε δήθεν στον πλούσιο νέο για να τον παντρευτεί. Ο δικαστής, που ήταν ο πατέρας του νέου, της έθεσε το δίλημμα: «Ή τουρκεύεις και παντρεύεσαι το γιο μου, ή πεθαίνεις στη φυλακή». Η Αργυρή σταθερή και ατρόμητη απορρίπτει την πρόταση και κλείνεται στη φυλακή. Οι γονείς της τρελλοί από την στεναχώρια, ζητούν την παρέμβαση του Πατριάρχη και της Επίσημης τουρκικής κυβέρνησης. Τα διαβήματά τους παρέμειναν άκαρπα. Η Αργυρή οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κλείστηκε στις φυλακές περιμένοντας νέα δίκη. Περίμενε με αγωνία 2 ολόκληρα χρόνια και η απόφαση που βγήκε επικύρωνε την παλιά: Ή τουρκεύεις, ή μαραίνεσαι στις υγρές φυλακές μαζί με τις ανήθικες γυναίκες που την προτρέπουν συνεχώς να αρνηθεί την πίστη της για να γλυτώσει τη ζωή της. Έτσι αλυσοδεμένη την φέρνουν στο άθλιο και αποπνικτικό κελί της. Άγριοι ξυλοδαρμοί επακολουθούν, βρισιές και εξευτελισμοί για να γονατίσουν την αγνή ψυχή της, αλλά αντίθετα δυναμώνει πιο πολύ η πίστη της στον Εσταυρωμένο. Αντιλαμβάνεται ότι το τέλος της πλησιάζει και θέλει οπωσδήποτε να Κοινωνήσει. Πώς όμως; Εκεί μέσα στη φυλακή ήταν και ένας σεβαστός Γέροντας που όμως μπορούσε να μπαινοβγαίνει γιατί του είχαν εμπιστοσύνη. Εκμυστηρεύθηκε το μυστικό της η Αγία Αργυρή και κείνος σαν πραγματικός πατέρας έτρεξε στην Εκκλησία. Ο ιερέας συγκλονίσθηκε και έχυσε πικρά δάκρυα, πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τη νέα. Να που φώτισε ο Καλός Θεός. Έκλεισε σε μία σταφίδα όσο μπορούσε από τα Άχραντα Μυστήρια και τόδωσε στο Γέροντα.
87
Εκείνος με πολύ φόβο και ευλάβεια πέρασε το Λυτρωτικό Δώρο μπροστά απ' τους φύλακες και έφθασε στον προορισμό του. Η Αγία Αργυρή συγκινημένη και καταβεβλημένη δέχθηκε με ιερή χαρά το τελευταίο Εφόδιο της Ζωής της και παρακάλεσε ταπεινά τον Κύριο να τη δεχθεί στην Ουράνια Βασιλεία του. Την άλλη μέρα παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Κυρίου και προστέθηκε στο χορό των Μαρτύρων. Ήταν 5 Απριλίου του έτους 1721 μ.Χ. Κηδεύτηκε στον περίβολο της Εκκλησίας της Οσιομάρτυρος Παρασκευής στο Χάσκιοϊ. Ο σεβαστός Γέροντας της απονέμει τις τελευταίες τιμές, θέτοντας πάνω στον τάφο της έναν πέτρινο Σταυρό, το έπαθλο της νίκης της, ο Οποίος σωζότανε μέχρι την εποχή του Πατριάρχου Κωνσταντίνου. Οι Χριστιανοί της περιοχής θέλησαν να κάνουν ανακομιδή λειψάνων της Αγίας στις 30 Απριλίου του έτους 1725. Κάλεσαν τον Πατριάρχη Παΐσιο μαζί με την Ιερά Σύνοδο να παρευρεθεί στην ιερή τελετή. Όταν άνοιξαν τον τάφο, έμειναν όλοι έκθαμβοι γιατί το σώμα της παρέμεινε ακέραιο και σκόρπιζε γύρω μια ευχάριστη ευωδία. Ο Πατριάρχης ώρισε να τεθεί το Λείψανο σε πολυτελή λάρνακα μέσα στον Ιερό Ναό του Αγ. Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη και να γιορτάζεται επίσημα από όλο τον Ορθόδοξο Χριστιανικό κόσμο σαν Αγία, στις 30 Απριλίου. ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ Τυράννους κατήσχυνας εν τοις βασάνοις σεμνή, δειχθείσα πολύαθλε, ώσπερ αδάμας στερρός, Χριστού μάρτυς ένδοξε, έδειξας εναθλούσα προς Χριστόν τον Σωτήρα, έρωτά τε και ζήλον και ακόρεστον πόθον, δι' ο σε Αργυρή, αυτός αξίως εδόξασε.
88
AΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΑΠΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗ (ΕΟΡΤΑΖΕΙ ΤΡΙΤΗ ΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ)
Ποια είναι η Αγία Ειρήνη που τιμάται μαζί με τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο και εορτάζουν από κοινού την Τρίτη του Πάσχα εκάστου έτους;
89
Η Αγία Ειρήνη (γνωστή και ως Αγία Ειρήνη της Λέσβου) ήταν η κορούλα του Προεστού του χωριού της Θερμής (των Καρυών) της Μυτιλήνης, δίπλα από το οποίο υπήρχε το Μοναστήρι του Γενεσίου της Θεοτόκου, όπου είχε εγκατασταθεί ο Άγιος Ραφαήλ ως Ηγούμενος μαζί με τον υποτακτικό του, τον Άγιο Νικόλαο. Ο Προεστός Βασίλειος, ο πατέρας της Αγίας Ειρήνης, (μαζί με το δάσκαλο του χωριού Θεόδωρο) ήταν εκείνος που είχε οδηγήσει τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, αφότου έφυγαν πρόσφυγες από τη Θράκη, μετά την άλωση της Κωσταντινουπόλεως, να εγκαταβιώσουν στο Μοναστήρι της Θερμής των Καρυών της Λέσβου και έγινε σταδιακά θερμός φίλος του Ηγουμένου Ραφαήλ και του Διακόνου Νικολάου. Η γυναίκα του Προεστού Βασιλείου και μητέρα της Αγίας Ειρήνης, Μαρία, σε όνειρα στα οποία εμφανίστηκε διηγήθηκε τα εξής: «Ο Ηγούμενος (ο Άγιος Ραφαήλ δηλαδή), ο Νικόλαος και η Ειρήνη ήταν άγιοι από τότε που ζούσαν, ήταν σφραγισμένοι από τον Κύριο… Και η Ειρήνη μου, όσα και να της κάναμε, όσα και να της λέγαμε, εγώ, μας έλεγε, έχω χαραγμένο το δρόμο που μου υπέδειξε ο Ηγούμενος του Μοναστηριού, θα ακολουθήσω το δρόμο του Χριστού μας. Ο Άγιος έβρισκε τον τρόπο πώς να φερθεί και να διδάξει κάθε άνθρωπο. Γι’ αυτό και τη Ρηνούλα δεν μπορούσαμε να την πάρουμε από κοντά του. Ήθελε συνέχεια να βρίσκεται στο Μοναστήρι» … «Αυτό το κτήμα ήταν το εξοχικό μας. Από 'δω έφευγε η Ρηνούλα μου και ανέβαινε στο Μοναστήρι.» … «Την είχε βαπτίσει ο ίδιος ο άγιος Ραφαήλ και την ώρα της βαπτίσεως παρακάλεσε την Παναγία να χαρίσει στη μικρή Ειρήνη χαρίσματα και αρετές. Γι’ αυτό και η Αγία Ειρήνη ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά». Χαρακτηριστικό της ευγένειας και της λεπτότητος της ψυχής της Αγίας Ειρήνης είναι και εκείνο που η ίδια η Αγία Ειρήνη αποκάλυψε σε όνειρο: Ότι οι γονείς της φρόντιζαν τρία ορφανά κοριτσάκια. Το ένα από αυτά την ζήλευε κι όποτε έβρισκε ευκαιρία, την κτυπούσε και της έλεγε λόγια που την πλήγωναν. Αλλά η μικρή Ειρήνη την λυπόταν και δεν το έλεγε στον πατέρα της και στη μητέρα της, για να μην την διώξουν από το σπίτι. Όταν οι Οθωμανοί κατέκτησαν τη νήσο Λέσβο, η Αγία Ειρήνη ήταν ήδη 12 ετών. Ήταν λίγοι μήνες αργότερα όταν οι κάτοικοι του νησιού 90
εξεγέρθησαν, αρνούμενοι να πληρώσουν το χαράτσι και οι Οθωμανοί κατέστειλαν άγρια την εξέγερση και εισέβαλαν στο Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ -το οποίο μέχρι τότε είχαν αφήσει απείραχτο- με την υποψία ότι κρύβονταν εκεί επαναστάτες. Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι, η Αγία Ειρήνη βρισκόταν και εκείνη μαζί με την οικογένειά της στο Μοναστήρι, όπου είχαν καταφύγει, ελπίζοντας να εύρουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι Τούρκοι τους έπιασαν όλους και άρχισαν τις ανακρίσεις και, κατόπιν, τα βασανιστήρια. Αφού ποδοπάτησαν και σκότωσαν το αδερφάκι της Αγίας Ειρήνης έπιασαν και την ίδια. Ένας Τούρκος την έπιασε από τα μαλλιά και την στριφογύριζε στον αέρα. Το τι ακολούθησε, το διηγήθηκε η ίδια η Αγία, σε όνειρο που εμφανίστηκε στη Βασιλική Ράλλη, κάτοικο Θερμής Μυτιλήνης: «Να ξέρατε, τι φοβερά βασανιστήριά μας έκαναν! Εμένα μου έκοψαν πρώτα το ένα χέρι και το πέταξαν μπροστά στους γονείς μου, ενώ άνοιγαν το στόμα μου κι έριχναν μέσα ζεματιστό νερό, και στο τέλος μ’ έκαψαν ζωντανή μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι που ήταν στην αυλή του μοναστηριού.» «Τη μητέρα μου την είχαν δεμένη σ’ ένα δέντρο, για να βλέπει τα μαρτύριά μου… Έκλαιγε, φώναζε απελπισμένα, σπάραζε, μα δεν άντεξε η καρδιά της σε τόσο πόνο… έπαθε συγκοπή. Ο πατέρας μου άντεξε στα μαρτύρια, που του έκαναν, ως το τέλος, που τον έσφαξαν οι Τούρκοι… Αλλά παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν πρόδωσαν ούτε τη θρησκεία ούτε τους Έλληνες που είχαν βγει στα βουνά.» «Αν ήξερες, Βασιλική, τί φρικτούς πόνους ένιωσα!... είναι αδύνατον να το φανταστείς. Μ’ έκαψαν ζωντανή οι Τούρκοι μέσα σ’ αυτό το πιθάρι. Όταν βιαστικά τη νύχτα μας έθαψαν οι χριστιανοί, μάζεψαν τα κοκαλάκια μου μέσα από το πιθάρι και τα έβαλαν σε μνημείο κοντά στον πατέρα μου. Αυτά τα λίγα που βρήκατε στο πιθάρι, δεν τα πρόσεξαν, καθώς ήταν κάτω από τις πέτρες, και ξεχάστηκαν εκεί. Οι πέτρες αυτές είχαν πέσει από τους τοίχους της εκκλησιάς, όταν την ανατίναξαν.» Παρά τους φρικτούς πόνους της η Αγία Ειρήνη έμεινε αταλάντευτη και όταν σε άλλα ενύπνια ερωτήθη πώς αισθανόταν κατά το μαρτύριο, είπε:« … Δεν φοβήθηκα καθόλου, διότι ήξερα ότι είχα προστάτη μου τον
91
Θεό. Μία κοίταζα τον πατέρα μου που δεν μιλούσε, μία τον Άγιο Ραφαήλ και είπα μέσα μου: Θα αντέξω κι εγώ». Την 1η Φεβρουαρίου του 1962 η Μάρτυς Ελένη, εξαδέλφη της Αγίας Ρηνούλας, εμφανίστηκε σε όνειρο στην Μαρία Τσολάκη, κάτοικο Θερμής Λέσβου, και μεταξύ των άλλων της είπε:«Η Ρηνούλα τράβηξε πολλά μαρτύρια και φοβερά. Πρώτα έκοψαν το ένα χέρι της και το πέταξαν μπροστά στους γονείς της, έπειτα έκοψαν το ένα πόδι της, της έκαναν κι’ άλλα μαρτύρια, και στο τέλος την έκαψαν. Η φωνή που ακούσατε την νύχτα της αγρυπνίας ήταν η πρώτη φωνή που έβγαζε η Ρηνούλα μας όταν άρχισαν να την βασανίζουν...» Στις 21 Δεκεμβρίου 1962 η Αγία Ειρήνη εμφανίστηκε σε όραμα στην Αικ. Λύτρα, κάτοικο Παμφίλων Λέσβου, κρατώντας μία ορτανσία και της είπε:«...Όλος ο κόσμος, θεία μου, και μένα με λυπάται, διότι με έκαψαν ζωντανή μέσα εις το πιθάρι ... Το άνθος τούτο που κρατώ στο χέρι είναι του Ιησού Χριστού. Σαν κάμετε την εικόνα μου, να έχει το άνθος τούτο που κρατώ, και φωτοστέφανο στο κεφάλι. Το άνθος τούτο είναι για τις αγνές ψυχές».(βλ. Βιβλίο «Μηνύματα», σελ. 80-81) «Ειρήνη κόρη Προεστού, μύρον του Παραδείσου, Αρχάγγελοι και Άγγελοι κήδεψαν το κορμί σου. Πώς άντεξε στα βάσανα, η δωδεκαετής μικρή αγνή; Είχε μέσα της την δύναμη του Θεού», όπως πολύ σωστά αναφέρεται στο βιβλίο«Διδαχαί»της Αικατερίνης Λύτρα. Όταν οι Οθωμανοί κατέκτησαν τη νήσο Λέσβο, η Αγία Ειρήνη ήταν ήδη 12 ετών. Ήταν λίγοι μήνες αργότερα όταν οι κάτοικοι του νησιού εξεγέρθησαν, αρνούμενοι να πληρώσουν το χαράτσι και οι Οθωμανοί κατέστειλαν άγρια την εξέγερση και εισέβαλαν στο Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ -το οποίο μέχρι τότε είχαν αφήσει απείραχτο- με την υποψία ότι κρύβονταν εκεί επαναστάτες. Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι, η Αγία Ειρήνη βρισκόταν και εκείνη μαζί με την οικογένειά της στο Μοναστήρι, όπου είχαν καταφύγει, ελπίζοντας να εύρουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι Τούρκοι τους έπιασαν όλους και άρχισαν τις ανακρίσεις και, κατόπιν, τα βασανιστήρια. Αφού ποδοπάτησαν και σκότωσαν το αδερφάκι της Αγίας Ειρήνης έπιασαν και την ίδια. Ένας Τούρκος την έπιασε από τα μαλλιά και την στριφογύριζε στον αέρα. Το τι ακολούθησε, το διηγήθηκε η ίδια η Αγία, σε όνειρο που εμφανίστηκε στη Βασιλική Ράλλη, κάτοικο Θερμής Μυτιλήνης: 92
«Να ξέρατε, τι φοβερά βασανιστήριά μας έκαναν! Εμένα μου έκοψαν πρώτα το ένα χέρι και το πέταξαν μπροστά στους γονείς μου, ενώ άνοιγαν το στόμα μου κι έριχναν μέσα ζεματιστό νερό, και στο τέλος μ’ έκαψαν ζωντανή μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι που ήταν στην αυλή του μοναστηριού.» … «Τη μητέρα μου την είχαν δεμένη σ’ ένα δέντρο, για να βλέπει τα μαρτύριά μου… Έκλαιγε, φώναζε απελπισμένα, σπάραζε, μα δεν άντεξε η καρδιά της σε τόσο πόνο… έπαθε συγκοπή. Ο πατέρας μου άντεξε στα μαρτύρια, που του έκαναν, ως το τέλος, που τον έσφαξαν οι Τούρκοι… Αλλά παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν πρόδωσαν ούτε τη θρησκεία ούτε τους Έλληνες που είχαν βγει στα βουνά.» «Αν ήξερες, Βασιλική, τί φρικτούς πόνους ένιωσα!... είναι αδύνατον να το φανταστείς. Μ’ έκαψαν ζωντανή οι Τούρκοι μέσα σ’ αυτό το πιθάρι. Όταν βιαστικά τη νύχτα μας έθαψαν οι χριστιανοί, μάζεψαν τα κοκαλάκια μου μέσα από το πιθάρι και τα έβαλαν σε μνημείο κοντά στον πατέρα μου. Αυτά τα λίγα που βρήκατε στο πιθάρι, δεν τα πρόσεξαν, καθώς ήταν κάτω από τις πέτρες, και ξεχάστηκαν εκεί. Οι πέτρες αυτές είχαν πέσει από τους τοίχους της εκκλησιάς, όταν την ανατίναξαν.» Παρά τους φρικτούς πόνους της η Αγία Ειρήνη έμεινε αταλάντευτη και όταν σε άλλα ενύπνια ερωτήθη πώς αισθανόταν κατά το μαρτύριο, είπε: « … Δεν φοβήθηκα καθόλου, διότι ήξερα ότι είχα προστάτη μου τον Θεό. Μία κοίταζα τον πατέρα μου που δεν μιλούσε, μία τον Άγιο Ραφαήλ και είπα μέσα μου: Θα αντέξω κι εγώ». Την 1η Φεβρουαρίου του 1962 η Μάρτυς Ελένη, εξαδέλφη της Αγίας Ρηνούλας, εμφανίστηκε σε όνειρο στην Μαρία Τσολάκη, κάτοικο Θερμής Λέσβου,και μεταξύ των άλλων της είπε:«Η Ρηνούλα τράβηξε πολλά μαρτύρια και φοβερά. Πρώτα έκοψαν το ένα χέρι της και το πέταξαν μπροστά στους γονείς της, έπειτα έκοψαν το ένα πόδι της, της έκαναν κι’ άλλα μαρτύρια, και στο τέλος την έκαψαν. Η φωνή που ακούσατε την νύχτα της αγρυπνίας ήταν η πρώτη φωνή που έβγαζε η Ρηνούλα μας όταν άρχισαν να την βασανίζουν...» Στις 21 Δεκεμβρίου 1962 η Αγία Ειρήνη εμφανίστηκε σε όραμα στην Αικ. Λύτρα, κάτοικο Παμφίλων Λέσβου, κρατώντας μία ορτανσία και της είπε:«...Όλος ο κόσμος, θεία μου, και μένα με λυπάται, διότι με έκαψαν 93
ζωντανή μέσα εις το πιθάρι ... Το άνθος τούτο που κρατώ στο χέρι είναι του Ιησού Χριστού. Σαν κάμετε την εικόνα μου, να έχει το άνθος τούτο που κρατώ, και φωτοστέφανο στο κεφάλι. Το άνθος τούτο είναι για τις αγνές ψυχές».(βλ. Βιβλίο «Μηνύματα», σελ. 80-81) Όταν οι Οθωμανοί κατέκτησαν τη νήσο Λέσβο, η Αγία Ειρήνη ήταν ήδη 12 ετών. Ήταν λίγοι μήνες αργότερα όταν οι κάτοικοι του νησιού εξεγέρθησαν, αρνούμενοι να πληρώσουν το χαράτσι και οι Οθωμανοί κατέστειλαν άγρια την εξέγερση και εισέβαλαν στο Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ -το οποίο μέχρι τότε είχαν αφήσει απείραχτο- με την υποψία ότι κρύβονταν εκεί επαναστάτες. Όταν εισέβαλαν οι Τούρκοι, η Αγία Ειρήνη βρισκόταν και εκείνη μαζί με την οικογένειά της στο Μοναστήρι, όπου είχαν καταφύγει, ελπίζοντας να εύρουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Οι Τούρκοι τους έπιασαν όλους και άρχισαν τις ανακρίσεις και, κατόπιν, τα βασανιστήρια. Αφού ποδοπάτησαν και σκότωσαν το αδερφάκι της Αγίας Ειρήνης έπιασαν και την ίδια. Ένας Τούρκος την έπιασε από τα μαλλιά και την στριφογύριζε στον αέρα. Το τι ακολούθησε, το διηγήθηκε η ίδια η Αγία, σε όνειρο που εμφανίστηκε στη Βασιλική Ράλλη, κάτοικο Θερμής Μυτιλήνης: “Να ξέρατε, τι φοβερά βασανιστήριά μας έκαναν! Εμένα μου έκοψαν πρώτα το ένα χέρι και το πέταξαν μπροστά στους γονείς μου, ενώ άνοιγαν το στόμα μου κι έριχναν μέσα ζεματιστό νερό, και στο τέλος μ’ έκαψαν ζωντανή μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι που ήταν στην αυλή του μοναστηριού.” «Τη μητέρα μου την είχαν δεμένη σ’ ένα δέντρο, για να βλέπει τα μαρτύριά μου… Έκλαιγε, φώναζε απελπισμένα, σπάραζε, μα δεν άντεξε η καρδιά της σε τόσο πόνο… έπαθε συγκοπή. Ο πατέρας μου άντεξε στα μαρτύρια, που του έκαναν, ως το τέλος, που τον έσφαξαν οι Τούρκοι… Αλλά παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν πρόδωσαν ούτε τη θρησκεία ούτε τους Έλληνες που είχαν βγει στα βουνά.» «Αν ήξερες, Βασιλική, τί φρικτούς πόνους ένιωσα!... είναι αδύνατον να το φανταστείς. Μ’ έκαψαν ζωντανή οι Τούρκοι μέσα σ’ αυτό το πιθάρι. Όταν βιαστικά τη νύχτα μας έθαψαν οι χριστιανοί, μάζεψαν τα κοκαλάκια μου μέσα από το πιθάρι και τα έβαλαν σε μνημείο κοντά στον πατέρα μου. Αυτά τα λίγα που βρήκατε στο πιθάρι, δεν τα 94
πρόσεξαν, καθώς ήταν κάτω από τις πέτρες, και ξεχάστηκαν εκεί. Οι πέτρες αυτές είχαν πέσει από τους τοίχους της εκκλησιάς, όταν την ανατίναξαν.» Παρά τους φρικτούς πόνους της η Αγία Ειρήνη έμεινε αταλάντευτη και όταν σε άλλα ενύπνια ερωτήθη πώς αισθανόταν κατά το μαρτύριο, είπε: « … Δεν φοβήθηκα καθόλου, διότι ήξερα ότι είχα προστάτη μου τον Θεό. Μία κοίταζα τον πατέρα μου που δεν μιλούσε, μία τον Άγιο Ραφαήλ και είπα μέσα μου: Θα αντέξω κι εγώ». Την 1η Φεβρουαρίου του 1962 η Μάρτυς Ελένη, εξαδέλφη της Αγίας Ρηνούλας, εμφανίστηκε σε όνειρο στην Μαρία Τσολάκη, κάτοικο Θερμής Λέσβου, και μεταξύ των άλλων της είπε: «Η Ρηνούλα τράβηξε πολλά μαρτύρια και φοβερά. Πρώτα έκοψαν το ένα χέρι της και το πέταξαν μπροστά στους γονείς της, έπειτα έκοψαν το ένα πόδι της, της έκαναν κι’ άλλα μαρτύρια, και στο τέλος την έκαψαν. Η φωνή που ακούσατε την νύχτα της αγρυπνίας ήταν η πρώτη φωνή που έβγαζε η Ρηνούλα μας όταν άρχισαν να την βασανίζουν...» Στις 21 Δεκεμβρίου 1962 η Αγία Ειρήνη εμφανίστηκε σε όραμα στην Αικ. Λύτρα, κάτοικο Παμφίλων Λέσβου, κρατώντας μία ορτανσία και της είπε:«...Όλος ο κόσμος, θεία μου, και μένα με λυπάται, διότι με έκαψαν ζωντανή μέσα εις το πιθάρι ... Το άνθος τούτο που κρατώ στο χέρι είναι του Ιησού Χριστού. Σαν κάμετε την εικόνα μου, να έχει το άνθος τούτο που κρατώ, και φωτοστέφανο στο κεφάλι. Το άνθος τούτο είναι για τις αγνές ψυχές».(βλ. βιβλίο«Μηνύματα», σελ. 80-81) «Ειρήνη κόρη Προεστού, μύρον του Παραδείσου, Αρχάγγελοι και Άγγελοι κήδεψαν το κορμί σου. Πώς άντεξε στα βάσανα, η δωδεκαετής μικρή αγνή; Είχε μέσα της την δύναμη του Θεού», όπως πολύ σωστά αναφέρεται στο βιβλίο «Διδαχαί» της Αικατερίνης Λύτρα.
95
Αγία Ειρήνη αποκάλυψε την ιδιαίτερη χορεία στην οποία έχει καταταγεί, τη δόξα με την οποία στεφανώθηκε:Είναι Παρθενομάρτυς. Δεν έχει σημασία η μικρή της ηλικία. Η αγία προσωπικότητά της μας θυμίζει πως η αγιότητα δεν μετριέται με τα χρόνια, αλλά με τη ζέση της πίστεως… Στις 3 Δεκεμβρίου 1961, ο Κώστας Κανέλλος, κάτοικος Μυτιλήνης, είδε σε όνειρο την Αγία Ειρήνη μέσα στην Εκκλησία του χωριού.«Κώστα, του παραπονέθηκε, αυτό που είπα δεν το έκαναν ακόμη. Να τους πεις να μου κάνουν την Εικόνα μου, γιατί είμαι κι’ εγώ Μάρτυς. Αν δεν την κάνουν, θα τιμωρηθούν. Θέλω να την γυρίσετε στο χωριό, μαζί με την Εικόνα του Χριστού που σου έδειξα και βρήκατε μέσα στο Ιερό
96
της αρχαίας Εκκλησίας. Θέλω ακόμη το κασονάκι με τα οστά μου να το βάλετε κοντά στον Άγιο Ραφαήλ».
«Εγώ είμαι μικρή, μα έχω παρρησίαν. Γονατιστή προσεύχομαι για όλη την κοινωνίαν!» είπε η Αγία Ειρήνη στην Αικατερίνη Λύτρα, κάτοικο Παμφίλων της Λέσβου (Πηγή: βιβλίο''Διδαχαί'' της Αικ. Λύτρα).
Αγία Ειρήνη, μεσίτευσε εις τον Ιησούν μας τον Χριστόν, να βρίσκωμε γαλήνη, Αστέρας είσαι τ' ουρανού και των Καρυών καμάρι, εκάηκες ολοζώντανη, μέσα εις το πιθάρι, Αγνό μπουμπούκι τριανταφυλλιάς, έγινες δοξασμένη, Ειρήνη, κόρη του Προεστού, πολυβασανισμένη, που στάθηκες σαν ήρωας εμπρός εις τους βαρβάρους, για την Πατρίδα, τον Χριστό, με όλο σου το θάρρος. Χαίρε Ειρήνη, Αγία Παρθενομάρτυς! Πρέσβευε υπέρ πάντων ημών! Η Αγία Ειρήνη εορτάζει μαζί με τους συμμάρτυράς της Αγίους Ραφαήλ και Νικόλαο τηνΤρίτη της Διακαινισίμου (Λαμπροτρίτη), που ήταν η ημέρα ολοκληρώσεως του Μαρτυρίου Τους. Εορτάζει, επίσης, στις 12 Μαϊου, που είναι η ημερομηνία ευρέσεως του Τάφου Της (βρέθηκε στις ανασκαφές του έτους 1961). Και εορτάζει, τέλος, και την 1η Κυριακή μετά των Αγίων Πάντων, που είναι η Σύναξη όλων των Αγίων της Λέσβου. Η Αγία εμφανίζεται πολλάκις σε όνειρα και οράματα, είτε μόνη της είτε μαζί με τους Αγίους Ραφαήλ και Νικόλαο και συνήθως οι μαρτυρίες των πιστών συμπίπτουν στην εξής περιγραφή: Είναι ένα πολύ όμορφο ξανθόμαλλο κοριτσάκι, με τα μαλλιά της χωρισμένα στη μέση να καταλήγουν σε δύο πλεξούδες. Έχει καταγάλανα μάτια και ροδοκόκκινα μάγουλα. Συνήθως είναι ενδεδυμένη λευκό ποδήρη χιτώνα και όταν την
97
βλέπουν να περπατά, ενίοτε προχωρά σαν αγγελούδι, χωρίς να πατάει στο έδαφος… Η αποστολή της βεβαίως είναι αυτή που όλοι οι Άγιοι έχουν: να μεσιτεύει για όλους μας να βρίσκουμε στην ζωή μας τον Χριστό, την γαλήνη, την προκοπή, την σωτηρία και τον αγιασμό των ψυχών μας. Επίσης, μεριμνά και μεσιτεύει, μαζί με τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο για την Πατρίδα μας και την επικράτηση της Ορθοδόξου Πίστεως και του θελήματος του Θεού σε Αυτή, όπως και σε όλη την οικουμένη. Ιδιαίτερα όμως, προσεύχεται για τους ασθενείς, για όλους τους πονεμένους και προπαντός για τα άρρωστα παιδάκια, στα οποία στέκεται Προστάτης και αρωγός.… Ένα μικρό παράδειγμα αυτής της δράσης της Αγίας Ειρηνούλας είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο «Μηνύματα», της Αικ. Λύτρα (σελ. 84-85): Στις 24 Οκτωβρίου 1963, η Αικ. Λύτρα οραματίστηκε την Αγία Ειρήνη η οποία της είπε: «θεία Αικατερίνη, ήλθα από τον θείο Παναγιώτη (ο σύζυγος της Αικατερίνης που ήταν άρρωστος εκείνον τον καιρό) και τώρα φεύγω στα άρρωστα παιδάκια». Και ενώ η Αγία έλεγε αυτά βρέθηκαν ξαφνικά σε ένα μέρος με αραιά σπίτια, με δένδρα και με δρόμους. Τα σπίτια ήσαν θάλαμοι και στα κρεββάτια ήταν ξαπλωμένα άρρωστα παιδάκια (ήταν το Νοσοκομείο Π.Ι.Κ.Π.Α. της Βούλας). Εκεί δε, η Αικατερίνη είδε την Αγία Ειρήνη να περνά και να χαϊδεύει ένα – ένα τα παιδάκια. Έπειτα γονατισμένη, με σταυρωτά τα χέρια Της, έκανε προς τον Θεό φλογερή προσευχή για τα άρρωστα αυτά παιδιά..
98