ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΑΡΤΟΥ: ΑΤΥΠΗ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Διάλεξη 9ου εξαμήνου σπουδαστής/ -τρια: επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σμυρνιώτης Χρήστος Χολέβα Τζωρτζίνα Κουτρολίκου Πέννυ Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα, Φεβρουάριος 2020
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Εισαγωγικό σημείωμα σελ.7 Μεθοδολογία μελέτης σελ 7
ΜΕΡΟΣ α΄- Περί απορριμμάτων σελ8
Εισαγωγή σελ.8
Ακαθαρσία και υγιεινή σελ. 10
“Εκτός τόπου” σελ.14
Η ακαθαρσία στον κοινωνικό χώρο σελ.16
Θεωρία των σκουπιδιών σελ.21 Κατανάλωση- Διαφήμιση- Καθαρότητα σελ.24
Επίλογος σελ. 25
ΜΕΡΟΣ β΄- Άτυπη ανακύκλωση σελ.27
Εισαγωγή σελ 27 “Αστικό άτυπο” σελ. 28 Γενεολογία της άτυπης ανακύκλωσης
σελ. 32 Πόλεμος σελ.34 Οικονομική Ύφεση σελ 34. Απελευθέρωση της αγοράς εργασίας
σελ.36 Διαδικασίες και κριτικές της άτυπης ανακύκλωσης
σελ. 37 Κρατικές παρεμβάσεις σελ.43 Παγκόσμιος Νότος σελ. 43 Ευρωπαϊκή Ένωση σελ. 47 Οικονομική παράγοντες διατήρησης του άτυπου φορέα ανακύκλωσης σελ.50
ΜΕΡΟΣ γ΄- Αθήνα σελ.53
Εισαγωγή σελ. 53
Κρίση και άτυπη εργασία σελ. 54
Νόμιμη διαδικασία ανακύκλωσης σελ. 54
Παρεκκλίσεις σελ. 57
Άτυπη διαδικασία ανακύκλωσης σελ.60
Δημόσιες πολιτικές σελ. 72
δ΄- Γεωγραφίες των σκουπιδιών σελ. 79
Εισαγωγή σελ 79.
Παγκόσμια κλίμακα σελ. 80
Παραγωγή και διαχείριση σελ. 80 Εμπόριο απορριμμάτων: Από τον Βορρά στον Νότο σελ. 88
Από το παγκόσμιο στο αστικό σελ.96
Γεωγραφίες της Αθήνας σελ. 100
ΜΕΡΟΣΠεριεχόμενα
Παραγωγή απορριμμάτων σελ. 106 Δημογραφία των περιοχών σελ.107 Επίλογος σελ. 110 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ σελ.113 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ σελ. 117
Παράρτημα 1: Η άτυπη εργασία στην Ελλάδα σελ.117 Παράρτημα 2: Διεθνή παραδείγματα σελ.119
2α. Buenos Aires/ Cartoneros σελ. 119 2β.Cairo/ Zaballeen σελ.120 2γ.Βηρυτός σελ.122 Παράρτημα 3: Χάρτες σελ.124
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ.129
6
σημείωμα Η παρούσα εργασία στρέφεται προς τη μελέτη των δικτύων ανακύκλωσης των απορριμμάτων, καθώς και τη σχέση τους με την πόλη. Τα αστικά κέντρα αποτελούν τον κυριότερο τόπο παραγωγής σκουπιδιών, γεγονός που καθιστά τις υποδομές διαχείρισής τους απαραίτητο συστατικό στοιχείο των λειτουργιών της. Οι υποδομές αυτές, συνδεδεμένες με την έννοια της ακαθαρσίας επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τον κοινωνικό χώρο της πόλης. Η εργασία ακολουθεί την εξής δομή: αρχικά επιχειρείται η βιβλιογραφική αναγνώριση της έννοιας της ακαθαρσίας με όρους υγιεινής, όσο και με όρους κοινωνιολογικούς, ώστε να αποσαφηνιστεί ο τρόπος που αυτή μπορεί να επηρεάζει τον κοινωνικό χώρο. Έπειτα αναλύεται το αντικείμενο του σκουπιδιού σαν αποτέλεσμα ταξινόμησης και κατανάλωσης των αγαθών. Στη συνέχεια, προσεγγίζεται το φαινόμενο της άτυπης ανακύκλωσης γενεαλογικά, λειτουργικά, οικονομικά και κοινωνικά, καθώς και η σχέση του με το εκάστοτε επίσημο δίκτυο ανακύκλωσης, αρχικά σε παγκόσμιο και τελικά σε εθνικό επίπεδο. Τέλος, επιχειρείται ο εντοπισμός των ροών και των δομών των απορριμμάτων σε παγκόσμια και αστική κλίμακα με μια εμβάθυνση στις διαδικασίες γύρω από την ανακύκλωση που εντοπίζονται στην Αττική. Στόχος της μελέτης είναι η σκιαγράφηση μιας γεωγραφίας των σκουπιδιών που συσχετίζει τα δίκτυα των απορριμμάτων με το εκάστοτε κοινωνικό τους περιβάλλον. Βασικό επιχείρημα είναι ότι τα εν λόγω δίκτυα αν και απαραίτητα δεν είναι ουδέτερα στον χώρο και μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για φαινόμενα εργασιακής εκμετάλλευσης, εκτοπισμού και άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης. Τα σκουπίδια έρχονται στο επίκεντρο της μελέτης περισσότερο σαν ένα αφανές και παραμελημένο κομμάτι των λειτουργιών της πόλης, που αποδεικνύεται εξαιρετικά κερδοφόρο, συνδέεται άμεσα με την κοινωνικοπολιτική ζωή και ενέχει ταξικούς διαχωρισμούς και δεν περιορίζονται μόνο σε επίπεδο περιβαλλοντικών προβληματικών. Λέξεις κλειδιά: ακαθαρσία, απορρίμματα, άτυπο, ανακύκλωση, δίκτυο, γεωγραφία. Μεθοδολογία Η έρευνά μας είναι αρχικά βιβλιογραφική, βασισμένη σε αγγλόφωνες μελέτες και διαδικτυακές πηγές. Όσα αποσπάσματα υπάρχουν αυτούσια στα ελληνικά από αγγλόφωνες πηγές, οι οποίες δεν έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, μεταφράστηκαν, όπως προκύπτει, από εμάς τους ίδιους, /-ες. Σε δεύτερο επίπεδο συνεχίσαμε την έρευνα μέσα από τον τύπο, κυρίως τον διαδικτυακό, σε άρθρα της επικαιρότητας που σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με το θέμα. Σημαντική πηγή των πληροφοριών μας και
7 ΕισαγωγικόΕισαγωγή
για την καλύτερη κατανόηση του αχαρτογράφητου δικτύου της άτυπης ανακύκλωσης, υπήρξαν και οι συνεντεύξεις που πήραμε από το Χρήστο Καρακέπελη, σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ «Πρώτη Ύλη» και τον Σωτήρη Νικολάου,ιδρυτικό μέλος της ομάδας Αντίρροπον.Στην ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και η μικρή πρωτογενής έρευνα που κάναμε σε περίπτερο της Ανταποδοτικής Ανακύκλωσης στην Καλλιθέα, όπου είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε με κάποιους άτυπους ανακυκλωτές και παράλληλα να αντιληφθούμε καλύτερα τις συνθήκες γύρω από τις οποίες λειτουργεί το εν λόγω σύστημα. Τέλος, βασιστήκαμε στο υλικό που παρέχεται μέσα από ταινίες ή ντοκιμαντέρ, τα οποία σχετίζονται είτε άμεσα με το θέμα της άτυπης ανακύκλωσης, είτε με τη δραστηριοποίηση και διάχυση των καταυλισμών των Ρομά στην πόλη, οι οποίοι αποτελούν βασικό μέρος των απασχολούμενων στον κλάδο, είτε τέλος με το θέμα των σκουπιδιών εν γένει και της διαχείρισής τους στην Αττική. Ενδεικτικά και σε αντιστοιχία με τα παραπάνω θέμα αναφέρουμε την «Πρώτη Ύλη»/2008, «Χωρίς πατρίδα καμιά»/2016 και «Wasting the West, A story of garbage and infrastructure governance in Attica»/2019.
Προκειμένου να γίνει η μελέτη των διαδικασιών της άτυπης ανακύκλωσης κρίνεται απαραίτητο πρώτα να αποσαφηνιστεί το αντικείμενο προς επεξεργασία: το σκουπίδι. Αν τα σκουπίδια θεωρούνται απορριπτέα, πρέπει δηλαδή να απομακρυνθούν, τότε κάθε τι ακάθαρτο συνδέεται με την έννοια του ανεπιθύμητου. Σε αυτή την ενότητα αναλύεται αρχικά η έννοια της ακαθαρσίας με όρους υγιεινής, όρους κοινωνικούς και ανθρωπολογικούς καθώς και ο τρόπος που αυτή συνδέεται αναλογικά με τον τόπο. Στη συνέχεια τα απορρίμματα προσεγγίζονται ως κατηγορία ταξινόμησης των αντικειμένων και ως αποτέλεσμα κοινωνικής ς, και επιχειρείται η σύνδεσή τους με τις διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης. Τέλος, διερευνάται η σχέση των παραπάνω εννοιών, στο πλαίσιο
Κεφάλαιο
α΄
Περί απορριμμάτων
της πόλης, στο οποίο εκφράζονται μέσω του αστικού άτυπου. Μία μελέτη γύρω από το ζήτημα των σκουπιδιών, καθώς και το πώς οι ιδέες σε σχέση με αυτά επηρεάζουν την κοινωνική ζωή προϋποθέτει την ανάλυση της έννοιας της ακαθαρσίας, που βρίσκεται στην βάση αυτών των ζητημάτων. Η ακαθαρσία έχει μία διπλή φύση και μία διπλή προέλευση. Από την μία μεριά, το ακάθαρτο αναφέρεται υλικά και συμβολικά στο ζήτημα της υγιεινής, είναι κάτι το επιβλαβές, το επικίνδυνο για τη ζωή. Από την άλλη, στον χώρο το ακάθαρτο είναι εκείνο που εναντιώνεται στις παραδοχές της ευταξίας σε μία κοινωνία. Οι δύο αυτές πλευρές της ακαθαρσίας δε λειτουργούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Το τι θεωρείται βρώμικο μπορεί άλλες φορές να προέρχεται από επιστημονικά επιβεβαιωμένα πορίσματα, και άλλες να αφορά ένα δικαιολογημένο ή όχι κοινωνικό κατασκεύασμα. Προκειμένου να υπάρχει μία πλήρης εικόνα ακολουθεί ανάλυση των δύο παρακάτω.
Η πρώτη προσέγγιση της “ακαθαρσίας” γίνεται μέσα από τις επιστήμες της βιολογίας, της
επιδημιολογίας και της ιατρικής. Για αυτές η ακαθαρσία προκύπτει μέσα από την παθογένεια, και
είναι άμεσα συσχετισμένη με την ασθένεια. Η ακαθαρσία προϋπάρχει του πολιτισμού και αφορά
την υγιεινή. Η υγιεινή ορίζεται ως το σύνολο των συμπεριφορών που τα ζώα (και οι άνθρωποι)
εφαρμόζουν για την αποφυγή μολύνσεων (Curtis 2007). Πρόκειται για ενστικτώδεις πρακτικές
και αντιδράσεις προς την αποφυγή της ασθένειας. Για την περίπτωση του ανθρώπου η πιο βασική αντίδραση απέναντι στην ακαθαρσία είναι το αίσθημα της αηδίας, της αναγούλας και της αποστροφής ενάντια σε κάθε τι, το οποίο θυμίζει μόλυνση. Η αηδία είναι αντίδραση ενστικτώδης, συσχετίζει την ακαθαρσία με την αρρώστια και λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός, ακριβώς όπως ο πόνος. Η αηδία σαν αίσθημα αντίδρασης προς τη μόλυνση υπάρχει ανεξάρτητα από το πολιτιστικό περιβάλλον. Εκείνο που διαφοροποιείται ανά
υγιεινής παρουσιάζονται σε όλον τον φυσικό κόσμο, κάτι που εξελικτικά βγάζει απόλυτο νόημα μιας και τα είδη τα οποία κατάφερναν να προστατευτούν από την ασθένεια, ήταν πιθανότερο να επιβιώσουν και να κληρονομήσουν τα γονίδια που σχετίζονται με τα ένστικτα υγιεινής στις επόμενες γενιές. Ωστόσο, το βιολογικό αίσθημα της αηδίας ή οι όποιες ενστικτώδεις πρακτικές υγιεινής δεν καλύπτουν όλους τους παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην ασθένεια ή τη μόλυνση, και άρα είναι ατελές. Ούτε ό,τι αηδιάζει αφορά αναπόφευκτα στην υγιεινή. Οι ιδέες που αναπτύσσονται γύρω από το τί είναι ακάθαρτο επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα αυτό. Η αηδία επομένως μπορεί να αποτελέσει σε μεγάλο βαθμό κοινωνική ή πολιτισμική κατασκευή. Η υγιεινή και άρα η ακαθαρσία στο φυσικό κόσμο αφορά αποκλειστικά το ένστικτο για επιβίωση, τον φόβο της αρρώστιας και της φθοράς. Στην περίπτωση, όμως, του ανθρώπου, η συνείδηση, η λογική ικανότητα, –η χρήση της γλώσσας ή άλλων μορφών αναπαραστάσεων οδήγησε στη δημιουργία ιδεών γύρω από την υγιεινή. Έτσι, το αίσθημα της αηδίας παύει να είναι μόνο μια βιολογική αντίδραση, περνάει στον ψυχισμό και οι απόψεις περί ακαθαρσίας γίνονται κομμάτι της εκάστοτε κουλτούρας και των κοινωνικών σχέσεων. Το πώς διαμορφώνεται μία ιδέα γύρω από το τι είναι ακάθαρτο και τι όχι, σε μεγάλο βαθμό, επηρεάζεται από αυτό που βγάζει ήδη νόημα, συντρέχει με το αίσθημα της αηδίας και επιβεβαιώνεται από την παρατήρηση. Η ιδέα που
προκύπτει μπορεί ασφαλώς να έχει ιατρική βάση, αλλά είναι η συσσώρευση των παρατηρήσεων που την αποκρυσταλλώνει και την εντάσσει στον πολιτισμό. Έτσι,
οδηγίες προς τον εξαγνισμό
κάποιο
ακάθαρτο,
ακόμα τον τομέα της βιολογίας, αλλά αποτελούσαν
ψυχής και την ηθική
συνδυάζουν
Σχεδόν όλες
έννοιες όπως
συνδυαστεί
θρησκείες
“ανίερο”
ύπαρξη
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
10
πολιτιστικό περιβάλλον είναι ο ορισμός της μόλυνσης, όχι η αντίδραση της αηδίας προς αυτήν. Έτσι, πρακτικές
κάτι το οποίο μπορεί να μην εμπεριέχει τον κίνδυνο της παθογένειας, εντάσσεται στο πλαίσιο της ακαθαρσίας. Οι θρησκείες αποτελούν βασικό παράδειγμα του πώς η βρωμιά μετατρέπεται σε ιδέα και εντάσσεται στα πολιτιστικά χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας. Πολλοί ανθρώπινοι πολιτισμοί εφάρμοζαν πρακτικές αντιμετώπισης της ακαθαρσίας πολύ πριν τη δημιουργία της μικροβιακής θεωρίας. Συνήθως λάμβαναν τη μορφή θρησκευτικών τελετών κάθαρσης, οι οποίες είχαν κατά βάση θεραπευτικό και εξαγνιστικό χαρακτήρα. ‘Ετσι, η απομάκρυνση/αποφυγή της μόλυνσης ως επιτυχής πρακτική στην αντιμετώπιση της ασθένειας απέκτησε κύρος και μεταφυσική διάσταση. Οι απόψεις γύρω από την ακαθαρσία δεν αφορούσαν
περισσότερο
της
ζωή.
οι
περιγράφουν με
τρόπο το
και συχνά το
με
το
και το “ανήθικο”. Η πηγή της ασθένειας δεν μπορούσε άλλωστε να
με την
Ακαθαρσία και υγιείνη
11Περί απορριμμάτων Εικόνα 1 Σκηνή μετά τον τοκέτό, 1731 Χαρακτικό που απεικονίζει την ακαθαρσία της μητέρας μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τον ιουδαικό νόμο. Σύμφωνα με τη Βίβλο, μία γυναίκα πρέπει να θεωρείται ακάθαρτη για σαράντα και ογδόντα μέρες μετά τον τοκετό ενός αγοριού και γενός κοριτσιού αντίστοιχα. πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/ File:Lying-in_scene_after_childbirth,_Ger man,_c._1731_Wellcome_L0036025.jpg
Εικόνα 2 Στον Ινδουισμό, ο ποταμός Γάγγης θεωρείται ιερός λόγω της καθαρότητάς του και προσωποποιείται ως η θεά
Gaṅgā. Λατρεύεται από τους Ινδουιστές που πιστεύουν ότι η
κολύμβηση στο ποτάμι προκαλεί
την άφεση των αμαρτιών και
διευκολύνει την απελευθέρωση
από τον κύκλο της ζωής και του θανάτου.
πηγή: https://thecsrjournal.
Εικόνα 3 Μέλη της Πρωτόγονης Βαπτιστικής Εκκλησίας στο Μόρχεντ του Κεντάκι, παρακολουθούν μία βάπτιση δίπλα σε κολπίσκο με στόχο την κάθαρση μέσω της βύθισης, το 1940. φωτογραφία: Marion Post Wolcott. πηγή: https://commons.wikimedia. org/wiki/File:BaptismMoreheadM PostWolcottA.jpg
ποικίλες.
Ορισμένα ζώα, η γυναίκα μετά τη γέννα, οι δερματικές ασθένειες, η μούχλα, τα
απόβλητα, τα έμμηνα και σπερματικά υγρά , τα πτώματα και άλλα μπορούν να θεωρηθούν ακάθαρτα ακόμα και ανιερά. Οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, ή οι ομάδες που ασχολούνται με την ανιερή ύλη μολύνονται και άρα θεωρούνται και οι ίδιες ακάθαρτες πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Mias ma_theory
12 Γεωγραφία της ακαθαρσίας Εικόνα 4 Αναπαράσταση της επιδημίας της χολέρας από τον Robert Seymour. Η μετάδοση της χολέρας έχει την μοφή δηλητηριώδους αέρα που εξέρχεται από τα νεκρά σώματα. Στον ιουδαϊσμό η γη είναι ιερή, και επομένως πρέπει να παραμείνει καθαρή, οι πηγές της ακαθαρσίας είναι
σωματικά
παθογόνων μικροοργανισμών. Έτσι, αιτία της παθογένειας
ήταν ο κακός αέρας, τα σωματικά υγρά, τα δαιμόνια, η ανήθικη
και κακή ανθρώπινη συμπεριφορά ή οτιδήποτε άλλο κάθε
πολιτισμός συνδύαζε με τη φθορά. Οι παραπάνω αντιλήψεις
οδηγούσαν συχνά στη ταύτιση του καθαρού ανθρώπου με τον
ηθικό και τον αγνό άνθρωπο1.
Κάθε φορά που γινόταν προσπάθεια να βρεθεί η πηγή
της ασθένειας, η άποψη που έβγαζε εμπειρικό και ενστικτώδες
νόημα, αλλά και συνέπνεε με τη γενική οργάνωση της κοινωνίας
υπερίσχυε (D. Sperber 1996). Η επέκταση, επομένως, των ιδεών
γύρω από τη βρωμιά έχει μια επιδημιολογική φύση, αφού οι
πιο εύκολα κατανοητές και επιβεβαιώσιμες θεωρίες είναι και
οι πιο αποδεκτές2. Η μικροβιακή θεωρία αποτέλεσε τομή στη
δυτική και την παγκόσμια σκέψη γύρω από την ακαθαρσία.
Η ανακάλυψη του μικροσκοπίου και των παθογόνων
μικροοργανισμών έδωσε επιστημονική βάση σε μερικές από τις μέχρι τότε ενστικτώδεις και μεταφυσικές υποθέσεις σχετικά με την ασθένεια -έτσι δικαιολογείται εν μέρη και η ανεμπόδιστη ευρύτερη αποδοχή της θεωρίας αυτής. Θα περίμενε κανείς όλες οι μη επιστημονικά επιβεβαιωμένες μεταφυσικές προκαταλήψεις γύρω από το ακάθαρτο να εγκαταλειφθούν. Ωστόσο, οι θεωρίες περί ακάθαρτου που δεν επικυρώθηκαν επιστημονικά, συνέχισαν να επιβιώνουν, όντας βαθιά ριζωμένες στο εκάστοτε κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Μάλιστα η επιβεβαίωση μέρους των ιδεών βοήθησε σε αυτό. Η γνώση της ύπαρξης των μικροοργανισμών και η αόρατη φύση τους επέτρεψε σε μερικές περιπτώσεις τον αυθαίρετο συσχετισμό της παθογένειες με τις ήδη καθιερωμένες απόψεις. Το τί είναι ακάθαρτο εξακολουθεί να μην αφορά μόνο την παθογένεια, αλλά και κοινωνικά κατασκευάσματα.
Εικόνες 5α-5β Εικόνα από ηλεκτρονικό μικροσκόπιο μετάδοσης Vibrio Choleraes, των βακτηρίων που ευθύνονται για τη χολέρα της γαστρεντερικής νόσου. πηγή:https://en.wikipedia.org/wiki/Chol era#/media/File:Vibrio_cholerae.jpg
Στην αρχαία Ελλάδα η έννοια του μιάσματος, δηλαδή ο κακός αέρας, ήταν πηγή παθογένειας.
13Περί απορριμμάτων
1.
Η άποψη αυτή συνέχισε να υποστηρίζεται μέχρι και τον Μεσαίωνα. Η έννοια του μιάσματος μπορούσε αφενός να αναφέρεται σε αυτό που προκαλεί ασθένειες, επιδημίες ή φθορές αλλά ταυτόχρονα να ταυτίζεται και με οτιδήποτε προκαλούσε ηθική η πνευματική κατάπτωση και παραβίαση της ιερότητας. 2. Ακριβώς όπως και οι ιοί που προσαρμόζονται στα γενετικά χαρακτηριστικά μας είναι οι πιο εύκολα μεταδιδόμενοι. έτσι και οι ιδέες οι οποίες συμπνέουν περισσότερο με τις ήδη υπάρχουσες απόψεις γύρω από την ακαθαρσία γινονται και πιο αποδεκτές.
Οι ατυχείς συσχετισμοί της ακαθαρσίας και άρα του κινδύνου με ανθρώπινα χαρακτηριστικά
όπως η καταγωγή, η θρησκεία, το φύλο, η σεξουαλικότητα, το επάγγελμα δεν αφορούν απαραίτητα
τον κίνδυνο μόλυνσης, αλλά απομεινάρια παλαιότερων ιδεών γύρω από την ακαθαρσία, την ηθική και την αισθητική.
Κάτι το οποίο θεωρείται ακάθαρτο, χωρίς να έχει επιστημονική (ιατρική και βιολογική)
βάση, αποτελεί σε κάθε περίπτωση κοινωνικό κατασκεύασμα και μπορεί να αποκαλύψει σχέσεις εξουσίας σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Είναι αυτή η δεύτερη φύση της ακαθαρσίας, η κοινωνική, που οδήγησε στη δημιουργία μιας πιο υλιστικής προσέγγισης γύρω από τη βρωμιά, η οποία δεν αφορά την βιολογική αντίδρασή μας στον κίνδυνο της ασθένειας αλλά επικεντρώνεται στα
φαινόμενα που την προκαλούν. Βοηθά όμως αναμφίβολα στην αποδόμηση των
ζητημάτων
αυτή
εργασία.
βάση
η έννοια της ακαθαρσίας σε κάθε διαφορετική εποχή, σε κάθε διαφορετικό τόπο μεταβάλλεται και είναι ανάλογη με τα συστήματα ταξινόμησης που ορίζουν την ευταξία και την αταξία σε κάθε διαφορετικό πλαίσιο και κοινωνική συγκρότηση. Είναι, επομένως, λιγότερο ζήτημα παθογένειας και περισσότερο ζήτημα αισθητικής, ευταξίας και αταξίας. Ό,τι αναλυθεί παρακάτω συνιστά μια προσπάθεια αποσαφήνισης των χαρακτηριστικών εκείνων που περιγράφουν την ακαθαρσία πέρα από την παθογένεια σε επίπεδο κοινωνικό και θεωρητικό. Υπό αυτό το πρίσμα, η ακαθαρσία αναφέρεται σε μία κατηγορία πραγμάτων που υπερβαίνουν, μπερδεύουν και δεν εντάσσονται στα κοινώς αποδεκτά-κανονικά συστήματα ταξινόμησης των πραγμάτων (Douglas 1966). Είναι, επίσης, η περιοχή, όπου οι επιμέρους κατηγορίες εξαλείφονται με αποτέλεσμα τη σύγχυση και άρα την αποστροφή. Επομένως, λόγω της δυσκολίας κατανόησης της ακαθαρσίας, συνηθίζεται η αντιμετώπισή της ως προσβλητική, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε ορισμό της. Ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης για την κατανόηση της υλιστικής προσέγγισης της έννοιας αποτελεί ο ορισμός που δίνει η M.Douglas στη μελέτη του “ Purity and Danger” (1966). Εδώ πραγματοποιείται η συσχέτιση των εννοιών της καθαρότητας (ή της βρωμιάς) με την οργάνωση του χώρου. Για την Douglas δεν υφίσταται απόλυτη ακαθαρσία, αλλά αντίθετα ο χαρακτηρισμός “βρώμικο” ή “καθαρό” αποτελεί, όπως αναφέρθηκε ζήτημα οπτικής γωνίας και ταξινόμησης. Η ακαθαρσία μπορεί να υπάρξει μόνο όπου υπάρχει σύστημα και προκύπτει από την προσβολή
“Αν αφαιρέσουμε την παθογένεια και την υγιεινή από την έννοια της ακαθαρσίας, μένει μόνο ο
ορισμός
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
14
κοινωνικά
κοινωνικών
γύρω από την ακαθαρσία, τα οποία αφορούν
την
Στη
αυτής της προσέγγισης υπάρχει η ιδέα ότι
του.
παλιός
της ακαθαρσίας σαν ύλη εκτός τόπου” (Douglas 1966, 36). Η ακαθαρσία σε αυτόν τον ορισμό έχει σαφείς χωρικές αναφορές και εμφανίζεται άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τόπο. Συγκεκριμένα, όταν κάτι βρεθεί “εκτός τόπου”, δηλαδή μεταβεί σε έναν χώρο ή μία κατάσταση που δεν συνηθίζεται σε κάποιο πλαίσιο, τότε υπάρχει περίπτωση να χαρακτηριστεί ως βρώμικο. Αυτό, αν και δεν εξαντλεί όλες τις περιπτώσεις που κάτι μπορεί γίνει ακάθαρτο, σε εμπειρικό επίπεδο τεκμηριώνεται. Το ακάθαρτο συνήθως στέκεται στο παρασκήνιο της καθημερινότητας και όσο αυτό ισχύει δεν αποτελεί πρόβλημα. Ωστόσο αυτή η αφάνεια αναιρείται όταν κάποιος ή κάτι βρεθεί εκτός του συνηθισμένου πεδίου του, δηλαδή εκτός τόπου. Για παράδειγμα, το σκουπίδι δεν ενοχλεί, εκτός και αν βρεθεί εκτός κάδου και δεν είναι σκουπίδι μέχρι να βρεθεί σε αυτόν, η τρίχα είναι καθαρή όσο δε βρίσκεται στο φαγητό κ.ο.κ. Ο ορισμός αυτός έθεσε τη βάση για την εννοιοποίηση της ακαθαρσίας. “Εκτός τόπου”
Αν, λοιπόν, η βρωμιά είναι η ύλη που ξέφυγε από το πρέπον περιβάλλον της αυτό σημαίνει ότι ξεπέρασε “ένα όριο προς έναν χώρο όπου δεν θα έπρεπε να βρίσκεται” (Cousins 1994). Το όριο αναπόφευκτα οδηγεί στη σύνδεση της καθαρότητας με την ευταξία. Η ευταξία -ή τακτοποίησηαφορά στην τοποθέτηση κάθε πράγματος στην πρέπουσα θέση του. Η θέση αυτή προκύπτει απο την οριοθέτηση του χώρου που αυτό δικαιούται να βρίσκεται. Αν κάτι ξεπερνά το όριο, βρισκόμενο εκτός τόπου, αναστατώνει την καθεστηκυία τάξη-θέση των πραγμάτων, δημιουργεί μια κατάσταση ακαθαρσίας. Φυσικά, ο καθορισμός των ορίων μπορεί να προκύπτει, όπως αναφέρθηκε, τόσο μέσα από ζητήματα παθογένειας ή λειτουργικότητας, όσο και μέσα από κοινωνικές συμβάσεις, φαινόμενα διαχωρισμού ή διακρίσεων, αποτελώντας κοινωνικό κατασκεύασμα. Επομένως, η πρόταση “η ακαθαρσία προκύπτει από την σύγχυση των κατηγοριών” (Cohen 2004) υπονοεί τον κίνδυνο της σύγχυσης διαφορετικών πραγμάτων σε κάτι το άμορφο και το ενιαίο και μπορεί να αποτελέσει άλλο ένα σημείο της ανάλυσης του φαινομένου της ακαθαρσίας, δείχνοντας τη στενή σύνδεση του
υπάρξει: ένα καθιερωμένο σύστημα τάξης και ένα συμβάν παραβίασής της. Δεν είναι ποτέ “απομονωμένο γεγονός” (Doug las 1966) αλλά παραπροϊόν τακτοποίησης. Δεν είναι, όμως μόνο εκείνο το οποίο ξεπερνά το χωρικό του όριο που μεταβαίνει στην κατάσταση του ακάθαρτου, αλλά μαζί με αυτό επηρεάζεται και ο χώρος και ό,τι βρίσκεται μέσα σε αυτόν. Ο χώρος, ο οποίος χωρίς την παρουσία της ακαθαρσίας που τον μολύνει, θα ήταν χώρος καθαρός, στον οποίο τα πάντα βρίσκονται στη θέση τους, και όπου επικρατεί ευταξία. Η βρωμιά έχει, λοιπόν, και έναν χαρακτήρα μολυσματικό και μπορεί να καταστήσει βρώμικο και άσχημο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο εντοπίζεται, άσχετα με το αν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του βρίσκονται εντός τόπου. Αυτή η “μεταδοτική” ιδιότητα του ακάθαρτου δείχνει πως δεν αρκεί ο δυαδικός3 διαχωρισμός εντός ή εκτός τόπου για τον προσδιορισμό του, μιας και ακάθαρτο μπορεί να αποτελέσει κάτι που μολύνθηκε, δηλαδή ήρθε σε επαφή με κάτι μη καθαρό. Το ακάθαρτο, τέλος, δεν εξαρτάται μόνο από τον χώρο γύρω του, αλλά και από τα εσωτερικά χαρακτηριστικά του. Ο Α.Forty (1986) διακρίνει το χαρακτηριστικό της ακαθαρσίας να προκύπτει όχι μόνο όταν κάτι βρίσκεται εκτός τόπου, αλλά και όταν είναι δύσκολο να εντοπιστούν τα όριά του, όταν δηλαδή οι ιδιότητες που το διακρίνουν είναι ασαφείς. Η μορφή ενός αντικειμένου μπορεί να περιγραφεί με όρους καθαρότητας και αγνότητας4. Οταν η μορφή αυτή δεν είναι αυστηρά καθορισμένη, κάθε τι που αυτή περιγράφει γίνεται αμορφό, στερείται μορφής και επομένως σχήματος. Η ασχήμια είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της ακαθαρσίας και η σύνδεση των δύο με αρνητικές έννοιες μπορεί να ανιχνευθεί ακόμα και στη γλώσσα
την έννοια της ευταξίας. Η ακαθαρσία
15Περί απορριμμάτων
με
έχει δύο προϋποθέσεις για να
που χρησιμοποιούμε για την περιγραφή της. Ο χαρακτηρισμός “άσχημος” θεωρείται προσβλητικός. Γίνεται σαφές ότι το ακάθαρτο αποτελεί μία ιδιαίτερα σύνθετη έννοια για την ανθρώπινη ιστορία και τον πολιτισμό. Ο ορισμός του αφορά μια πολυσύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογικών 3. Η δυαδικότητα του ορισμού που δίνει η M.Douglas αποτελεί άλλο συνηθισμένο σημείο κριτικής στη θεωρία της περί ακαθαρσίας. Σημαντική παρατήρηση πάνω σε αυτόν τον ορισμό είναι ότι η σχέση “ακαθαρσία είναι ύλη εκτος τόπου” δεν λειτουργεί και αντιστρόφως, καθώς “όλη η ύλη εκτός τόπου δεν είναι ακάθαρτη” (Far don 1999). 4. Ο A.Fortry μελετά τις μορφολογικές ιδιότητες του βρώμικου στο πλαίσιο μιας κριτικής απέναντι στις ρητορικές του μοντέρνου κινήματος.
φαινομένων, πολιτικών και πολιτιστικών πλαισίων. Η διπλή φύση της ακαθαρσίας αφορά από τη μία
την υγιεινή, και από την άλλη τις συμβάσεις γύρω από την ευταξία. Ένας άνθρωπος ή ένα πράγμα, το οποίο προσβάλλει την ευταξία που πλαισιώνει μια κοινωνία και την οδηγεί σε κοινωνικές και πολιτικές επιπλοκές, ταυτοποιείται ως βιολογική-υπαρξιακή απειλή. Παρακάτω θα αναλυθεί πώς οι ρητορικές γύρω από την ακαθαρσία μπορούν να επηρεάσουν την κοινωνική ζωή και να θέσουν
εκτός τόπου ανθρώπους, κοινωνικές ομάδες, περιοχές, ή ολόκληρες χώρες. Η μέχρι τώρα ερμηνεία της ακαθαρσίας φαίνεται να αφορά κατά βάση στην ύλη. Εύκολα γίνεται η σύνδεση της ακαθαρσίας με αντικείμενα, απορρίμματα και απόβλητα, όπως και με τον χώρο. Ο χαρακτηρισμός ακάθαρτος, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τον υλικό κόσμο, αλλά εξίσου συχνά
χρησιμοποιηθεί για να στοχεύσει ανθρώπους ή και ολόκληρες κοινωνικές ομάδες. Παρόλα
αυτά οι παράμετροι που οδηγούν σε τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς δεν αποκλίνουν σημαντικά
από τα χαρακτηριστικά της ακαθαρσίας, όπως διατυπώθηκαν. Είναι και σε αυτή την περίπτωση αποτελέσματα μιας διαδικασίας ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης των ανθρώπων σε κοινωνικές ομάδες και εξαρτάται από τις εκάστοτε σχέσεις εξουσίας του συστήματος στο οποίο εφάπτονται. Όποιος δε συμμορφώνεται στις προδιαγεγραμμένες κατηγορίες μιας κοινότητας, ο αταξινόμητος, ο μη κανονικός βρίσκεται αναπόφευκτα εκτός τόπου και η διαχείρισή του ως τέτοιου συχνά φυσικοποιείται (μέσω της βιολογίας), όσο αλληλεπιδρά με το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο. Ένας “ακάθαρτος” άνθρωπος ή κοινωνική ομάδα ορίζεται επομένως μέσα από τις εκάστοτε κοινωνικές συμβάσεις ευταξίας και αταξίας. Συνήθως η διάκριση βασίζεται σε ατομικά ή συλλογικά χαρακτηριστικά (η τάξη, η εργασία, η εθνικότητα, το φύλο, η θρησκεία η σεξουαλικότητα κ.ο.κ.), η επιλογή των οποίων προκύπτει από τις εκάστοτε σχέσεις εξουσίας και ελέγχου. Η παθογένεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αυτή την περίπτωση ως εργαλείο για να καταστήσει κάποιον εκτός τόπου. Αποτέλεσμα της διάκρισης αυτής μεταξύ των ανθρώπων είναι η δυνατότητα εντοπισμού του διαφορετικού με στόχο τον περιορισμό ή την πλήρη απομάκρυνση του. Η ιστορία έχει δώσει αρκετά παραδείγματα κοινωνικών ομάδων οι οποίες θεωρούνταν ακάθαρτες, καθώς και ρατσιστικών πρακτικών κοινωνικής κάθαρσης. Η στοχοποίηση των ομάδων αυτών διατυπώνεται συνήθως από την εκάστοτε φωνή εξουσίας είτε στο θέμα της καθαρότητας που
ορίζονται
είναι
εργασίας τους είναι ακάθαρτη. Ο όρος dalit χρησιμοποιείται
ιερό
Bhagavad Gida.
σήμερα για το χαρακτηρισμό
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
16
έχει
αφορά αυτήν την εργασία, είτε σε άλλα όπως της νομιμότητας, της παραγωγικότητας και της επιτήρησης, που φυσικά δεν εμφανίζονται πλήρως ανεξάρτητα αλλά αλληλεπιδρούν και αλληλοεπικαλύπτονται. Η δομή που έχει την κρίση και τη γνώση κάθε φορά να ενημερώσει το κοινωνικό σύνολο σε σχέση με το ποιός πρέπει να αποφεύγεται και να εξοστρακίζεται μέσα στην κοινότητα και για χάρη αυτής. Παλαιότερα, οι ιεραρχικές δομές θρησκευτικών κοινωνιών έδιναν τη βάση για τον χαρακτηρισμό αυτό, όπως ήδη αναλύθηκε. Για παράδειγμα στον ινδουισμό υπάρχουν συγκεκριμένες κάστες και υποκατηγορίες καστών που
στο
βιβλίο
Οι άνθρωποι που δεν ανήκουν σε κάποια κάστα,
δηλαδή αταξινόμητοι με βάση τη δοσμένη δομή της κοινωνίας, αποκαλούνται dalit, δηλαδή ακάθαρτοι ή άθικτοι. Ακάθαρτοι όμως και κατ΄ επέκταση χαμηλότερα στην βάση της κοινωνικής ιεραρχίας είναι και οι άνθρωποι των οποίων η φυση της
μέχρι
των απασχολούμενων στον άτυπο φορέα ανακύκλωσης. Όπως και σε άλλες θρησκείες το αίμα, το σάλιο, τα κόπρανα, το δέρμα, το πτώμα είναι τόσο μιαρά που όποιος έρχεται σε επαφή με αυτά, Η ακαθαρσία στον κοινωνικό χώρο
Εικόνα 6 Το σύστημα καστών της Ινδίας, το Βάρνα, είναι μια από τις παλαιότερες μορφές κοινωνικής διαστρωμάτωσης στον κόσμο. Το σύστημα που διαιρεί τους Ινδουιστές σε άκαμπτες ιεραρχικές ομάδες με βάση το κάρμα (εργασία) και το ντάρμα (καθήκον) είναι γενικά αποδεκτό να έχει ηλικία άνω των 3.000 ετών. Το όνομα Dalit (άθικτοι) χρησιμοποιείται μέχρι και σήμετα για να περιγράψει όσους ασχολούνται με τα σκουπίδια. πηγή: https://www.bbc.com/news/world-asiaindia-35650616
ακόμα και για λόγους εργασίας, θεωρείται βρώμικος και ανίερος. Αντίστοιχες αναφορές, φυσικά, μπορούν να συναντηθούν και σε άλλες θρησκείες. Παρόμοια παραδείγματα, ωστόσο, μπορούν να προκύψουν και από μη μεταφυσικές υποθέσεις. Αναγνώσεις των επιστημονικών θεωριών έχουν συχνά οδηγήσει σε αυθαίρετες και δήθεν επιστημονικές κοινωνικές πρακτικές “κάθαρσης” του κοινωνικού συνόλου. Για παράδειγμα, ο κοινωνικός δαρβινισμός ήταν ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο κοινωνικό ιδεολόγημα που αφορμώμενο από τη γονιδιακή θεωρία, από τα μέσα του 19ου αιώνα, πρόβαλε μια δήθεν επιστημονική εξήγηση, η οποία δικαιολογούσε ταξικές, έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Το γενικό επιχείρημα της θεωρίας αυτής, παραδέχεται τον μόνιμο ανταγωνισμό ανάμεσα στα άτομα, στις ομάδες, στα κράτη και στις ιδέες για την αξιοποίηση των λιγοστών διαθέσιμων πόρων. Η δυναμική επικράτηση των πλέον ισχυρών, υποστηρίζεται, ωθεί την κοινωνική εξέλιξη. Οι βιολογικές αναλογίες είναι και εδώ φανερές. Σε αυτό το πλαίσιο, η αρρώστια και η βρωμιά θεωρούνταν διαχρονικά ξενικής καταγωγής, εισάγονταν με τα πλοία των μεταναστών και ευδοκιμούσαν στις γειτονιές τους ή συνδέονταν με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα(Burns 2006). Με αυτόν τον τρόπο, σε συνδυασμό με την μικροβιακή θεωρία, ο κοινωνικός δαρβινισμός παρείχε στα τέλη αυτού του αιώνα μια πιο απτή βάση για τους ταξικούς ή φυλετικούς φόβους της μόλυνσης, η οποία γρήγορα ξεπέρασε το επίπεδο της απλής συνετής προφύλαξης. Βασισμένη σε αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο, η σχολή του Σικάγο ανέπτυξε
στην αρχή του 20ού αιώνα,
το πώς οι ανακαλύψεις γύρω από την υγιεινή, οι πρακτικές καραντίνας, η τεχνολογία
εξάλειψης κοινωνικών ομάδων, σε μία προσπάθεια “εξαγνισμού”
φυλών.
γενικά, μια ιστορική συνέχεια της διαδικασίας κατηγοριοποίησης των ανθρώπων και έπειτα της κάθαρσης του κοινωνικού χώρου από τους “άλλους” (Sibley 1987). Στην ουσία
Περί απορριμμάτων
17
θεωρίες και πρακτικές γύρω από την αστική οικολογία, φυσικοποιώντας τον κοινωνικό ανταγωνισμό και δικαιολογώντας πρακτικές διαχωρισμού και κυριαρχίας και αναπτύσσοντας χωρικά μοντέλα αποκλεισμών στα αστικά κέντρα βάσει αυτών. Κάνοντας μια κριτική στην πρακτική εφαρμογή τέτοιων θεωριών, ο Raffles Hugh στο βιβλίο του “Against Purity”(2017), βασισμένος στο παράδειγμα της Γερμανιας
αναλύει
και η ιδρυματοποίηση συνδυασμένες με τον κοινωνικό δαρβινισμό, γρήγορα ήρθα να υποστηρίξουν ιδεολογικά πρακτικές
της κοινωνίας και των
Υπάρχει,
αποτελεί μια γενικότερη πρακτική διατήρησης των υπαρχόντων σχέσεων εξουσίας και συνιστά ταυτόχρονα εργαλείο ελέγχου μέσω της περιθωριοποίησης και της καταπίεσης. Στη βάση της διαδικασίας διάκρισης - κάθαρσης υπάρχει η επιδίωξη ενός ομογενούς κοινωνικού συνόλου το οποίο, έχοντας συλλογική συνείδηση μπορεί να ξεχωρίσει τι ανήκει και τι όχι σε αυτό (Giddens 1985). Στόχος είναι να διασφαλιστεί η ακεραιότητά του, να χαραχθεί το όριο που προστατεύει την κοινωνία, ώστε να απομακρυνθεί ό,τι την μολυνει και να εξαιρεθεί ό,τι την απειλεί.5 Ο αγώνας για την επίτευξη αυτής της “κοινωνικής κάθαρσης” συνδέεται με μία προσπάθεια προς
την κοινωνική ομοιογένεια(J.Till 1998). Η υπόσχεση που δίνεται για μια καλύτερη ζωή μέσα στις “ιδανικές κοινωνίες” είναι η κινητήρια δύναμη της απόκλισης και της διάκρισης. Έτσι, προκύπτει το επικίνδυνο πόρισμα, ότι τα προβλήματα της κοινωνίας, που μας απομακρύνουν από το ιδανικό συσσωρεύονται πάνω στις μειονότητες ή τους “άλλους”, στους “βρώμικους ανθρώπους” και άρα μένει να απομακρυνθούν. Στην ουσία πρόκειται για όσους προσβάλλουν το κατεστημένο των σχέσεων εξουσίας ενός κοινωνικού πλαισίου, ή προβάλλονται ως τέτοιοι με στόχο ευρύτερες πρακτικές ελέγχου και αποπροσανατολισμού. Είναι όμως οριακά αδύνατο να βρεθεί μια εντελώς “καθαρή” κοινότητα, δηλαδή μια ομάδα ανθρώπων με ίδια ηθική, ίδια χαρακτηριστικά, όπου όλοι συμφωνούν στο ποιός εξαιρείται από την ομάδα. Οι ρητορικές γύρω από την “καθαρή κοινότητα” είτε αγνοούν την συνθετότητα της κοινωνικής ζωής, είτε βασίζονται σε γενικεύσεις αγνοώντας, έτσι, πολλές πλευρές της, είτε σε ακραία ρατσιστικά - εθνικιστικά ιδεολογήματα. Αυτό γίνεται προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία κατηγοριοποίησης των κοινωνικών ομάδων, βοηθά δηλαδή στην χάραξη των ορίων του κοινωνικού χώρου. Τα όρια του “καθαρού” κοινωνικού χώρου βρίσκονται συνεχώς σε διαπραγμάτευση. Μεταβάλλονται ή καλύτερα εξασθενούν και εντείνονται σε σχέση με την ακαμψία των σχέσεων εξουσίας. Η αυστηρότητα της ταξινόμησης και της κατηγοριοποίησης των κοινωνικών ομάδων αφορά και τον βαθμό, στον οποίο μια κοινωνία λειτουργεί ιεραρχικά ή όχι. Όσο πιο ασθενής η ταξινόμηση, τόσο πιο εύκολα γίνεται αποδεκτή η διαφορετικότητα και το μη ταξινομημένο ενώ, όσο πιο σαφής είναι η θέση του καθενός, τόσο πιο εύκολο το να βρεθεί το ακατηγοριοποίητο εκτός τόπου (Bernstein,1970). Η διαπραγμάτευση του ορίου αφορά τις διαδικασίες, με τις οποίες τα συστήματα ταξινόμησης συχνά προσβάλλονται με στόχο τη συμπερίληψη ή την εξαίρεση περισσοτέρων κοινωνικών ομάδων. Κάθε φορά που αυτό συμβαίνει, ένα νέο όριο χαράσσεται μόνο και μόνο για να επανεξεταστεί αργότερα. Είναι μια διαρκής κυκλική διαδικασία.
Όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω, η ακαθαρσία σε ό,τι αφορά τον κοινωνικό χώρο
πρόκειται για ένα πολυσύνθετο
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
18
κοινωνικό φαινόμενο, που αντλεί τις παραμέτρους της από την επιστήμη ή τις αναγνώσεις αυτής, τη δομή των κοινωνιών, την πολιτική, τις προκαταλήψεις του συνόλου ή και ρητορικές με μεταφυσική βάση. Σε κάθε περίπτωση, ο ορισμός του κοινωνικού αυτού ορίου δεν είναι ουδέτερος. Αναπόφευκτα μεροληπτεί, συνήθως υπέρ της ισχυρότερης ομάδας, εντός του χώρου και οδηγεί σε αμφιλεγόμενες πρακτικές αποκλεισμού και περιθωριοποίησης. Αποτελεί 5. Αναφέρεται ότι πέρα από τον ρόλο της διατήρησης των εκάστοτε σχέσεων εξουσίας, η ίδια διαδικασία μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός επιβίωσης μειονοτήτων, που λειτουργούν εντός ευρύτερων πλαισίων (Cohen 1985). Το ξεχώρισμα των μελών μιας ομάδας από τους αγνώστους είναι απαραίτητο προκειμένου να διακριθούν ποιοί πρέπει να έχουν λόγο στις αποφάσεις που αφορούν την ομάδα.
Εικόνα 7 Σύμφωνα με το Βάρνα, οι Ινδουιστές γεννιούνται στις εκάστοτε κάστες τους, καθιστώντας την κοινωνική κινητικότητα σχεδόν αδύνατη. Εκείνοι στις κατώτερες κάστες πιστεύεται ότι πληρώνουν για τις αμαρτίες που διαπράττουν σε προηγούμενες ζωές. Οι Ντάλιτ, ή ανέγγιχτοι, θεωρούνται ότι βρίσκονται κάτω από τα όρια του συστήματος καστών και φέρουν το βάρος της διάκρισης. Σχεδόν το 16% του πληθυσμού της Ινδίας είναι το Dalit, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 166 εκατομμύρια ανθρώπους. Ο όρος “Dalit”, ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως από τη δεκαετία του ‘70 για να περιγράψει τους “Ανεπιθύμητους”, σημαίνει καταπιεσμένος ή σπασμένος σε κομμάτια στη Σανσκριτική. Αυτή η μετάφραση περιγράφει με ακρίβεια τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Οι Ντάλιτς είναι από τα πλέον μειονεκτούντα μέλη της ινδικής κοινωνίας, με το 70% να ζει στις αγροτικές και φτωχές περιοχές και σχεδόν το 90% να εργάζεται στη γεωργία ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Συνολικά, βιώνουν τη βία, τις διακρίσεις και τη φτώχεια ως άμεσο αποτέλεσμα του καθεστώτος τους. πηγή: https://www.borgenmagazine.com/poverty-hinduisms-dalit-caste/
19Περί απορριμμάτων
ένα πολύ ισχυρό εργαλείο ελέγχου της καθημερινότητας, του αποδεκτού και κατ΄επέκταση, του νόμιμου. Η δύναμη του ορίου να καταστήσει κάποιον εκτός τόπου, να τον αποκλείσει από
κοινωνικό σύνολο είναι επόμενο να εμπνέει τον φόβο και να οδηγεί στον συμβιβασμό εντός των πλαισίων της εκάστοτε τάξης. Aπ’ την άλλη η σκληρότητα του αποκλεισμού μπορεί να οδηγεί στην ολική εναντίωση της ομάδας που αποκλείεται ενάντια στην κοινωνία που την αποκλείει. Η
μεταβλητότητα του ορίου μπορεί να αποτελέσει τη βάση για καθολικές αλλαγές στις κοινωνικές
για διεκδίκηση της συμπερίληψης “των άλλων”
η ίδια
την ασθένεια. Συνελήφθει και
σε ένα μικροσκπικό
Ιστ Ρίβερ ως κίνδυνος της
Γεωγραφία
ακαθαρσίας
20
της
μάλιστα
το
δομές,
και της ισότητας. Η φεμινιστική θεωρία έχει δώσει πολλά παραδείγματα πάνω στο πώς τέτοια όρια δημιουργούνται και μπορούν να επανεξεταστούν και να καταριφθούν όταν γίνει η αποδόμηση τους. Όλα τα σημεία που αναλύθηκαν σε αυτή την ενότητα έχουν μία άμεση σχέση με τα υποκείμενα της άτυπης ανακύκλωσης που θα αναλυθεί σε επόμενο κεφάλαιο. Εικόνα 8 Η περίπτωση της “Τυφωειδούς Μαίρης” έστρεψε την προσοχή του κοινού προς τους κινδύνους μόλυνσης από τις οικιακές βοηθούς. Εργαστηριακά αποδείχθηκε ότι ήταν φορέας του μικροβίου του τύφου χωρίς όμως να υποφέρει
από
απομονώθηκε
νησί στο
δημόσιας υγείας. Αντιπροσώπευσε σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο όλες τις γυναίκες της εργατικής τάξης.Το συγκεκριμένο παράδειγμα λειτουργεί φυσικά ως παράδειγμα δημιουργίας ορίου και όχι επαναπροσδιορισμού του. πηγή: https://commons.wikimedia.org/ wiki/File:Mallon-Mary_01.jpg
Θεωρία των σκουπιδιών
Μία μελέτη για τα σκουπίδια περιλαμβάνει αναμφίβολα το πως αυτά δημιουργούνται. Το σκουπίδι δεν ορίζεται εξ αρχής ως τέτοιο, όπως άλλα προϊόντα, αλλά προκύπτει ως χαρακτηρισμός της κατάστασης του αντικειμένου ή του προσδιορισμού της αξίας του. Η έννοια μπορεί να αναφέρεται κυριολεκτικά περιγράφοντας αντικείμενα μηδενικής αξίας (τα αντικείμενα που βρίσκονται στον κάδο είναι απλώς σκουπίδια χωρίς περεταίρω χαρακτηριστικά), μεταφορικά για τον χαρακτηρισμό αντικειμένων χαμηλής ποιότητας και αξίας. Το σκουπίδι παραδόξως, σπάνια ορίζεται με όρους ακαθαρσίας. Αντίθετα, η ταξινόμηση του
ως τέτοιο έχει κατά κύριο λόγο να κάνει με την αξία του, η οποία εξαρτάται από το ευρύτερο πλαίσιο,
μέσα στο οποίο αυτό υπάρχει ή καταναλώνεται. Ο ορισμός της αξίας αποτελεί κυρίως φιλοσοφικό ερώτημα, δεν ταυτίζεται απλώς με την τιμή, αλλά ο τρόπος, από τον οποίο προκύπτει συνδυάζει τα θέματα της εργασίας, της χρησιμότητας, της δυνατότητας ανταλλαγής, των κοινωνικών παραδοχών
κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, η αξία δεν αποτελεί κάποια αντικειμενική παράμετρο χαρακτηρισμού ενός αντικειμένου. Έτσι, μιλώντας για αξία αναφερόμαστε περισσότερο στο τίμημα που κάποιος αποδέχεται για την απόκτηση αγαθού.6 Η μέχρι τώρα κατανόηση του τρόπου που καταναλώνουμε οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση δεν αφορά μόνο τις υλικές ανάγκες των ανθρώπων (χρηστική αξία), αλλά είναι μια δραστηριότητα που συνδέεται με την κοινωνική ζωή. Το αν κάτι είναι αγαθό ή σκουπίδι, και άρα και η αξία του, αφορά σε μεγάλο βαθμό μία κοινωνική διαδικασία ταξινόμησης και κατάταξης. Αυτή η διαδικασία επηρεάζεται πάντα από την συλλογική αντιμετώπιση ενός αντικειμένου, την αξία του δηλαδή για τους άλλους, η οποία με την σειρά της εξαρτάται άμεσα από την καθημερινότητα, τις συνήθειες, τις προκαταλήψεις και όλους τους παράγοντες απο την διαφήμιση μέχρι την κοινωνική τάξη που ορίζουν τα παραπάνω. Έτσι, προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός “σκουπίδι” δεν μπορεί να είναι οικουμενικός. Κάτι που για κάποιον είναι σκουπίδι για κάποιον άλλο αποτελεί πηγή πλούτου. Η διαφορά αυτή είναι συνήθως δηλωτική της οικονομικής δυνατότητας κάθε ανθρώπου, μιας και ο πλούτος μπορεί να διακριθεί τόσο απο το τι ανήκει σε κάποιον, όσο και από το τι κάποιος έχει την δυνατότητα να απορρίψει. Μάλιστα, η πιθανότητα του κάποιος να συλλέξει κάτι από τα σκουπίδια και μάλιστα να το αναδείξει σαν αντικείμενο με αξία είναι ενδεικτική της ρευστότητας της αντίληψης μας για
τι έχει αξία ή είναι ακάθαρτο ή άχρηστο και τι όχι. Με αυτή τη λογική τα σκουπίδια μπορούν
φανερώσουν κοινωνικές
Περί απορριμμάτων
21
το
να
αντιθέσεις ή να αποτελέσουν αντικείμενο ερμηνείας του τρόπου που αξιολογούμε τον κόσμο γύρω μας και άρα είναι ενδεικτικά των κοινωνικών δομών, όπως θα αναλυθεί περεταίρω στο Β’ μέρος της εργασίας. Μια πρώτη θεωρητική βάση για την κατανόηση των σκουπιδιών δίνεται από την θεωρία των σκουπιδιών του M.Thompson (1979). Το βασικό χαρακτηριστικό ενός αντικειμένου που ταξινομείται ως σκουπίδι είναι ότι έχει μηδενική αξία. Πολλές φορές μάλιστα, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, τα σκουπίδια μπορούν να 6. Για την εξερεύνηση ωστόσο του ζητήματος των σκουπιδιών είναι χρήσιμο να αναφέρουμε το δίπολο που αναλύεται στην εργασιακή θεωρία της αξίας (Μίχαελ Χάινριχ 2017) μεταξύ αξίας χρήσης (δηλαδή της αξίας που προκύπτει από την εκπλήρωση των αναγκών και επιθυμιών) και αξίας ανταλλαγής (“ποσοτική σχέση, η αναλογία στην οποία οι αξίες που χρησιμοποιούνται σε ένα είδος ανταλλαγής για εκείνες άλλου είδους” δηλαδή της αξίας ενός αντικειμένου για τους “άλλους”).
θεωρηθούν και βλαβερά, να έχουν δηλαδή αρνητική αξία. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι που τα κάνει χρήσιμα μίας και μπορούν να αποτελέσουν την σταθερά (μηδέν) για ένα γενικότερο σύστημα ταξινόμησης/αξιολόγησης των πραγμάτων. Σε αντιστοίχιση με τα σκουπίδια ως αντικείμενα
σκουπιδιών διακρίνει δύο ακόμη καταστάσεις, στις
ένα αντικείμενο μπορεί να βρεθεί με βάση την αξία του. Η πρώτη κατάσταση είναι αυτή που χαρακτηρίζεται ως μεταβατική . Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη κατάσταση που μπορεί να έχει ένα αντικείμενο στην καθημερινότητα και αφορά
αντικείμενα, των οποίων η αξία μειώνεται με τον καιρό και έχουν πεπερασμένη διάρκεια ζωής.
Είναι η κατάσταση από την οποία ξεκινούν τα περισσότερα αγαθά, τα οποία αγοράζονται, και με
καιρό είτε φθείρονται, είτε θεωρούνται παρωχημένα
τελευταία κατηγορία
τα οποία ο χρόνος τα ωφελεί και που η αξία τους αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου δίνοντάς τους δυνητικά άπειρη διάρκεια ζωής Παραδείγματα τέτοιων μεταβολών στην αξία μπορούμε να εντοπίσουμε μέσα σε διάφορα πλαίσια. Αντικείμενα όπως έπιπλα ή διακοσμητικά μπορούν να μεταφερθούν απο τον κάδο ή την ξεχασμένη αποθήκη και να πωληθούν ως αντίκες σε ένα παλαιοπωλείο, έναντι υψηλού αντιτίμου ή ακόμα και να καταλήξουν σε κάποιο μουσείο ως έκθεμα. Αντίστοιχα, κτίρια μιας άλλης εποχης απαξιώνονται κατά την περίοδο ανοικοδόμησης συγκρινόμενα με τις νέες κατασκευές προκειμένου να καταλήξουν να έχουν υψηλότερη αξία μετά το πέρας αυτής ή ακόμα και να κριθούν διατηρητέα (βλ. νεοκλασικά κτίρια). Το φαινόμενο μπορεί ακόμα και να ξεπεράσει τα όρια των αντικειμένων ή των κτιρίων και να εκτείνεται σε επίπεδο περιοχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το φαινόμενο σε πολεοδομικό επίπεδο είναι η μεταβολή της αξίας γής
Γεωγραφία
ακαθαρσίας
22
της
μηδενικής ή και αρνητικής αξίας η θεωρία των
οποίες
τον
με αποτέλεσμα την μείωση της αξίας τους σε αντίστροφη αναλογία με τον χρόνο ζωής τους. Αντίθετα, η
που διακρίνεται είναι τα αντικείμενα τα οποία εμπίπτουν σε μια κατάσταση ανθεκτικότητας. Πρόκειται για αντικείμενα
στα αστικά κέντρα τα οποία κατά την περίοδο της προαστικοποίησης απαξιώθηκαν σημαντικά προκειμενου να κινηθεί η αγορά ακινήτων, ενώ σήμερα μεταμορφωμένα από πρακτικές εξευγενισμού αποτελούν χώρο δραστηριοποίησης πόλυ συγκεκριμένου κοινού. Τα σκουπίδια αποτελουν τον συνδετικο κρίκο μεταξύ των δύο άλλων κατηγοριών, της μετάβασης και της ανθεκτικότητας (Thomson 1979). Προκειμένου δηλαδή να μεταβεί ένα αντικείμενο από την κατάσταση μεταβατικής αξίας στην κατάσταση ανθεκτικότητας πρέπει να περάσει από την κατάσταση του σκουπιδιού. Ένα αντικείμενο σε μεταβατική κατάσταση λόγω της φθίνουσας αξίας του είναι επόμενο να καταλήξει στα σκουπίδια. Τότε όμως, βρισκόμενο σε αυτή τη μεταβατική κατάσταση, το αντικείμενο έχει την ευκαιρία να ανακαλυφθεί και να ανακτηθεί, μεταβαίνοντας στην κατάσταση της ανθεκτικότητας. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω ορισμένων διαδικασιών που περιλαμβάνουν τον εντοπισμό, την συλλογή, την επανατοποθέτηση, την μεταμόρφωση και την επανάχρηση των σκουπιδιών. Το βασικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η θεωρία σε σχέση με το Διάγραμμα 1 Η θεωρία των σκουπιδιών.
θέμα μας είναι αυτή ακριβώς η δυνατότητα του εντοπισμού και της ανάκτησης ενός αντικειμένου από τα σκουπίδια με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέας αξίας εκ του “μηδενός”. Τα σκουπίδια από πολλές οπτικές επομένως, εμπεριέχουν τη δυναμική δημιουργίας αξίας, αποτελούν χρήσιμο στοιχείο για τα συστήματα ταξινόμησης μιας κοινωνίας, αναδεικνύουν κοινωνικές αντιθέσεις και υπενθυμίζουν τη στάση της ανθρωπότητας απέναντι στη φύση. Ωστόσο, έχουν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτηριστικό της αφάνειας, τουλάχιστον στο πλαίσιο της καθημερινότητας
και όπως η ακαθαρσία, γίνονται παρατηρήσιμα, ενοχλητικά
ή ακόμα και ντροπιαστικά όταν βρεθούν στον λάθος τόπο
αποκτώντας έτσι αρνητική αξία. Τα σκουπίδια επίσης στο
σύνολο τους είναι εξ ορισμού ανθεκτικά και επίμονα με την
έννοια ότι η απομάκρυνσή και η διαχείρισή τους είναι πολύ δύσκολη. Η επιμονή αυτή έχει να κάνει με το χάσμα που δημιουργείται μεταξύ οικονομικής απαξίωσης και φυσικής φθοράς. Παραμένουν δηλαδή στη γη πολύ μετά την πλήρη απαξίωση τους. Για αυτους τους λόγους, η διαδικασία της συλλογής των σκουπιδιών, ως συνδεδεμένη με την ακαθαρσία, αποτελεί συνήθως σημείο προκατάληψης και αποστροφής. Όπως γίνεται σαφές από τα παραπάνω τα σκουπίδια προκύπτουν σαν αποτέλεσμα ταξινόμησης των πραγμάτων και αφορούν τα αντικείμενα μηδενικής αξίας. Εμπεριέχουν, ωστόσο, τόσο την αξία που προκύπτει από την εργασία πίσω από την παραγωγή τους (Μίχαελ Χάινριχ 2017), (από τις διαδικασίες εξόρυξης πρώτης ύλης, παραγωγής στο εργοστάσιο κλπ),όσο και τη δυνατότητα δημιουργίας αξίας μέσω των διαδικασιών
της ανακύκλωσης και της επανάχρησης. Παρόλα αυτά
από την βιομηχανική επανάσταση και την οργάνωση των
καπιταλιστικών κοινωνιών παρατηρείται μια πρωτοφανής
στην ιστορία απαξίωση των παραπάνω χαρακτηριστικών,
Εικόνα 9 Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που ο Thompson (1979) χρησιμοποιεί για να τεκμηριώσει την μετάβαση των καταστάσεων ενός αντικειμένου στην θεωρία των σκουπιδιών είναι αυτή των μεταξωτών βιομηχανικά παραγόμενων κεντημάτων στην Βικτοριανή Αγγλία (Stevengraphs). Τα κεντήματα αποτελούσαν ένα φθηνό διακοσμητικό (αξίας 2 λεπτών) την εποχή που παράγονταν (μετάβαση) μέχρις ότου η ζήτηση χαμηλή ζήτηση, η αυξημένη προσφορά το μείωσαν την αξία του σε βαθμό που αυτό θεωρούταν σκουπίδι. Από το 1960 και έπειτα η τιμή των κεντημάτων ανεβαίνει σταθερά μιας και έκτοτε θεωρούνται αντίκες της Βικτωριανής εποχής, αξίζουν πάνω από 100 λίρες το ένα και έχουν περάσει ουσιαστικά στην κατάσταση της ανθεκτικότητας (100 λίρες και πάνω σήμερα). πηγή https://en.wikipedia.org
κριτική του τρόπου που τα αγαθά παράγονται, διαφημίζονται, πωλούνται και καταναλώνονται ορίζοντας τη γενικότερη στάση που παρατηρείται απέναντι στα σκουπίδια.
απορριμμάτων
23Περί
κάτι που συνεπάγεται τη μαζική συσσώρευση σκουπιδιών παγκοσμίως, ανάγοντάς τα σε κρίσιμο περιβαλλοντικό και οικονομικό πρόβλημα. Είναι αυτή η αντίθεση που θα αναλυθεί παρακάτω εντάσσοντας στη συζήτηση μια
Η παραγωγή και η συσσώρευση των αποβλήτων δεν είναι ανεξάρτητη από το ευρύτερο πλαίσιο της παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων. Έτσι, η ταξινόμηση προϊόντων ως σκουπίδια αποτελεί κομμάτι του ίδιου μηχανισμού του οικονομικού συστήματος διαιωνίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ανάγκη για αυξανόμενη κατανάλωση και τη δημιουργία πλεονάσματος. Για τον καπιταλισμό, η πρόοδος ταυτίζεται με την συνεχή δημιουργία οικονομικού πλεονάσματος. Η συνεχής και μάλιστα αυξανόμενη κατανάλωση είναι το εργαλείο για την δημιουργία του, βοηθώντας ταυτόχρονα στην αποφυγή της συσσώρευσης προϊόντων που καθιστά την βιομηχανία μη αποδοτική και μειώνει τα ποσοστά κερδοφορίας. Στη βάση της λογικής του καταναλωτισμού βρίσκεται το
κατανάλωσης
να οδηγήσει στην
αύξηση των εσόδων και αγαθών για όλους.
αγοράς για κατανάλωση είναι απαραίτητο να υπάρχει ζήτηση για τα αγαθά που παράγονται. Εδώ, βρίσκεται και το κρίσιμο σημείο που αφορά τα σκουπίδια. Η ταξινόμηση αντικειμένων ως σκουπίδια αποτελεί ένα από τα σημεία δημιουργίας της επιθυμίας για κατανάλωση. Μάλιστα η αφάνεια που χαρακτηρίζει τα απορρίμματα στα σύγχρονα αστικά κέντρα (βλ. Δ΄μέρος) και η τοποθέτηση τους μακριά από την καθημερινότητα διευκολύνει την απόρριψη των παλαιών ακόμα περισσότερο, προκειμένου επομένως να γίνει χώρος για τα νέα προϊόντα που πρέπει να καταναλωθούν. Οι πρακτικές του marketing και της διαφήμισης αποτελούν τον βασικότερο μηχανισμό του καπιταλισμού που επηρεάζει σήμερα την ταξινόμηση των πραγμάτων. Με βάση αυτό παίρνονται αποφάσεις σε σχέση με το τι είναι εντός και εκτός μόδας, τι ακολουθεί την πρόοδο και τι θεωρείται απαρχαιωμένο και τι πρέπει να αντικατασταθεί με κάτι πιο σύγχρονο. Η διαφήμιση γεννώντας διαρκώς νέες καταναλωτικές επιθυμίες ασκεί στις μάζες μια διαρκή πίεση να αγοράσουν το νέο, διαμορφώνοντας τις τάσεις της αγοράς. Οι επιθυμίες που δημιουργούνται στην διαφήμιση δεν αφορούν τον υλικό καθημερινό κόσμο που ζούμε. Συνήθως αφορούν σε έναν κόσμο, θα λέγαμε, εξαγνισμένο στον οποίο κυριαρχεί η τάξη. Ενισχύεται, παράλληλα, η αρνητική οπτική απέναντι σε οτιδήποτε χρησιμοποιημένο ή λερωμένο απο τον χρόνο χάριν του εκθειασμού ενός “νέου εντελώς συσκευασμένου οικιακού περιβάλλοντος”(Sibley 1995). Τακτικά μάλιστα παρατηρείται και η παρουσίαση πολύ έντονης αποστροφής απέναντι στα παλαιά πράγματα, τονίζοντας ουσιαστικα
ικανοποιηθεί
την ανάγκη για καθαριότητα, για επαναφορά της τάξης. Εικόνες σαν αυτές δεν είναι άγνωστες
είναι φυσικά ενάντια σε οποιαδήποτε πρακτική
έφερνε δεύτερες σκέψεις
ακαθαρσιών,
από
ανάγκη
η επανάχρησης
αγορές
περνάει
και κάτι
αναμφίβολα επηρεάζει
επικοινωνίας
δικαιολογεί
μάζες, η
απαξίωση
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
24
πόρισμα, ότι η άνοδος της
μπορεί
ενδυνάμωση των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση στην
Για να
όμως η ολοένα και αυξανόμενη απαίτηση της
και
ανακύκλωσης
μιας
τέτοιο θα
γύρω
την
για
και
την αντιμετώπιση των
τόσο στον οικιακό, όσο και στον δημόσιο χώρο. Βάσει των παραπάνω προκύπτει μια πολύ σημαντική σχέση μεταξύ του σύγχρονου καπιταλιστικού - καταναλωτικού συστήματος που βρίσκεται στη βάση των οικονομιών και της μαζικής αντίληψης για την ακαθαρσία. Με διαμεσολαβητή την διαφήμιση κατασκευάζεται ένας κόσμος, που για χάρη της οικονομικής προόδου, εξοστρακίζει κάθε τι παλιό ταυτίζοντας το με το ακάθαρτο. Μέσω της δύναμης που έχουν τα μέσα ενημέρωσης και
στις
κατασκευή αυτή
αναπόφευκτα στην καθημερινότητα,
την
και την συσσώρευση σκουπιδιών μακριά από το βλέμμα σαν πρόβλημα κάποιου άλλου. Οι τελευταίες εξελίξεις στο marketing που ολοένα και προάγουν βιωσιμότερες πρακτικές στοχεύουν στη δημιουργία ενοχικού αισθήματος σε σύνδεση με την οικολογική καταστροφή. Έτσι, προϊόντα Κατανάλωση-Διαφήμιση-Καθαρότητα
βιώσιμου σχεδιασμού ( φτιαγμένα από ανακυκλώσιμα
υλικά, βιοδιασπώμενα κ.ο.κ), δεν αναιρούν τον τρόπο με
τον οποίο απορρίπτουμε, αλλά ωθούν σε μία ¨νέου είδους¨
κατανάλωση. Η λύση του προβλήματος έγκειται σε μία πιο
ολιστική μεταβολή του τρόπου που καταναλώνουμε, στην
οποία τα νέα αυτά προϊόντα αποτελούν συνθήκη απαραίτητη
αλλά όχι επαρκή για την επίλυση του προβλήματος των
σκουπιδιών.
Επίλογος
Η πρώτη ενότητα της εργασίας στήνει ένα θεωρητικό
πλαίσιο γύρω από το οποίο θα αναλυθούν τα ζητήματα της διαχείρισης απορριμμάτων και της άτυπης ανακύκλωσης στα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα έγινε η ανάλυση της έννοιας της ακαθαρσίας, όπως αυτή προκύπτει αφενός απο το ζήτημα της παθογένειας και αφετέρου από τα καθιερωμένα κοινωνικά συστήματα ταξινόμησης κάθε κοινωνικού χώρου. Οι έννοιες αυτές αναφέρονται τόσο στον υλικό, όσο και στον κοινωνικό χώρο και το ακάθαρτο ορίζεται κάθε φορά ως το στοιχείο, το οποίο βρίσκεται εκτός τόπου. Στην συνέχεια με βάση την “θεωρία των σκουπιδιών” έγινε η προσπάθεια της αποδόμησης της έννοιας των σκουπιδιών με άξονα την αξία
που προσδίδεται σε κάθε καταναλωτικό προϊόν. Το σύστημα
αυτό της αξιολόγησης κρίνεται άμεσα ως αποτέλεσμα των
παραδοχών της εκάστοτε κοινωνίας. Σήμερα, το σύστημα του
καπιταλισμού είναι η βασική δύναμη που μορφώνει αυτά τα
συστήματα ταξινόμησης, ορίζοντας
και
κατά κανόνα
Περί απορριμμάτων
αντίστοιχα το αποδεκτό
μη αποδεκτό, το χρήσιμο και το άχρηστο, τοποθετώντας
το δεύτερο σκέλος του δίπολου στο περιθώριο με όρους φυσικούς ή κοινωνικούς. Οι παραπάνω δυαδισμοί μεταφράζονται σε αυτόν του τυπικού-άτυπου στο πλαίσιο των φαινομένων αστικοποίησης, του τρόπου οργάνωσης των αστικών κέντρων και των παραγωγικών διαδικασιών, ο οποίος μελετάται στο επόμενο κεφάλαιο. Εικόνες 10- 14 Αφίσες προώθησης της καθαριότητας και της ευταξίας 1950-1960 πηγή: https://historydaily.org/sexist-vin tage-ads
Κεφάλαιο
β΄
Παρακάτω σκιαγραφούνται
παράγοντες
γεννούν διαχρονικά το φαινόμενο, καθώς
εντοπισμού
και ζητημάτων δημόσιας υγείας. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο εκάστοτε οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο, φέρνουν το φαινόμενο της άτυπης ανακύκλωσης στο επίκεντρο του δημόσιου λόγου και κριτικής και κατ΄επέκταση
χαρακτηριστικά
καθιστούν αντικείμενο δημόσιων πολιτικών. Στο τέλος της ενότητας,
Άτυπη ανακύκλωση Στην ενότητα αυτή επιχειρείται η σύνδεση των παραπάνω ζητημάτων με τις δυναμικές της πόλης. Προκειμένου αυτό να επιτευχθεί, χρησιμοποιείται το παράδειγμα του φαινομένου της άτυπης ανακύκλωσης, ως παράδειγμα μιας άτυπης εργασίας που χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις γύρω από τα ζητήματα των καθιερωμένων συστημάτων ταξινόμησης και των πεποιθήσεών όσων αφορά την ακαθαρσία.
οι
που
και οι διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες αυτό οργανώνεται. Ως αμφιλεγόμενη πρακτική, η οποία συχνά παρεμβαίνει στα επίσημα δίκτυα διαχείρισης, η άτυπη ανακύκλωση είναι πεδίο
φαινομένων κοινωνικής περιθωριοποίησης, εργασιακής εκμετάλλευσης
το
τα
αυτά αντιστοιχίζονται με τις διαδικασίες άτυπης ανακύκλωσης στην Αθήνα. Η σχέση της τελευταίας με τις θεσμικά καθιερωμένες πρακτικές διαχείρισης αποτελεί τη βάση τόσο για την ερμηνεία των συνθηκών ύπαρξης και διατήρησή της, όσο και για τις προσπάθειες εξάλειψής της.
Μέχρι τώρα έχει αναλυθεί το πώς μέσα από τα κοινωνικά συστήματα ταξινόμησης κάτι κατηγοριοποιείται ως καθαρό-ακάθαρτο, εντός-εκτός τόπου. Στο πλαίσιο, διάφορων φαινομένων αστικοποίησης και τρόπων οργάνωσης των αστικών κέντρων, οι παραπάνω δυαδισμοί παραλληλίζονται με αυτόν του τυπικού-άτυπου, της λειτουργίας δηλαδή εντός ή εκτός τυπικών και θεσμικών πλαισίων. Η ανάλυση της σχέσης αυτής είναι χρήσιμη για την κατανόηση του φαινομένου της άτυπης ανακύκλωσης. Ο «άτυπος φορέας» εντοπίζεται ως έννοια στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, με γνώμονα τις αλλαγές στον εργασιακό τομέα κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων δεκαετιών όπως αυτές
μετά τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα της περιόδου στην Αμερική και στη δυτική Ευρώπη. Μιλώντας για τους νέους μετανάστες στις πόλεις που στελέχωσαν πρώτοι τον άτυπο φορέα σε ένα πλαίσιο αδυναμίας εργασιακής απορρόφησης, οι κοινωνικές επιστήμες επικαλέστηκαν λίγο αργότερα την κοινωνικο-ψυχολογική αντίληψη του ξένου (Simmel 1971). Παρατηρήθηκε ότι πολλοί μετανάστες ήταν “περιθωριακοί και δρούσαν ως τέτοιοι - ένα χαρακτηριστικό φυσικά ενσωματωμένο στο κοινωνική δομή” (Perlman 1976). Οι περιθωριακές συμπεριφορές φυσικοποιήθηκαν, θεωρήθηκαν δηλαδή φυσική εκδήλωση της πολιτισμικής υβριδικότητας – του να ζει κανείς στο περιθώριο δύο πολιτισμών, δηλαδή εκτός τόπου, χωρίς να ανήκει ολοσχερώς σε κανέναν (A. Bayat 2000). Η ανασφάλιστη αγορά εργασίας χαρακτηριζόταν ως ανεπίσημη, σε αντίθεση με την «προστατευόμενη» του επίσημου τομέα (Mazumdar 1976). Η διχοτόμηση αυτή επικυρώθηκε και από την έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), το 1972, η οποία δήλωνε ότι ο άτυπος τομέας αναφέρεται πρωτίστως στις δραστηριότητες των “μικρών εμπόρων, των οχημάτων του δρόμου, των αγοριών και των άλλων ομάδων που υποαπασχολούνται στους δρόμους των μεγάλων πόλεων”. H συμβολή της ΔΟΕ στην εξελισσόμενη κατανόηση της αστικοποίησης έγκειται στη μετατόπιση της εστίασής της από την κοινωνική ζωή των οικισμών, στις μορφές παραγωγής μέσα σε αυτούς. Οι ερμηνείες που στην συνέχεια αναπτύχθηκαν γύρω από την πηγή του άτυπου χαρακτηρίζονται από δύο προσεγγίσεις (Rakowski 1994)1. Η πρώτη προσέγγιση αύτη των νομικιστών (legalists) βλέπει την άτυπη εργασία σαν μέρος του ομοιοστατικού μηχανισμού των τοπικών αγορών. Περιελάμβανε τις νεοφιλελεύθερες προοπτικές και τόνιζε τη νομική και γραφειοκρατική θέση του κράτους που υποκρύπτει τις έντονες διαιρέσεις μεταξύ επίσημων και ανεπίσημων οικονομιών (Annis and Franks 1989). Περιέγραφε τον άτυπο
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
28
προέκυψαν
φορέα σαν “στρατηγική επιβίωσης - μια βαλβίδα ασφαλείας για τις κοινωνικές εντάσεις” (De Soto 1989), μια ορθολογική οικονομική στρατηγική που εξυπηρετούσε στην ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής καπιταλιστικής οικονομίας. Στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της απλουστευτικής κατηγοριοποίησης των πάντων, ο άτυπος φορέας ενσάρκωνε, δηλαδή, το ακατηγοριοποίητο. Από την άλλη, οι ρίζες της προσέγγισης των στρουκτουραλιστών έβλεπαν την άτυπη εργασία σαν έκφραση οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στην καθημερινότητα. Το αντίστοιχο κείμενο υπογράμμιζε τους “διαχωρισμούς της οικονομικής και κοινωνικής συνθέσεως 1. Η C.A. Rakowski έκανε αυτή τη διάκριση των προσεγγίσεων γύρω από το άτυπο μελετώντας τις συνθήκες της Λατινικής Αμερικής του 80’. “Αστικό άτυπο”
μεταξύ των επίσημων και των ανεπίσημων οικονομιών”
και συνήγαγε “ότι ο κατάλληλος ρόλος του κράτους ήταν
να συμβάλει στην εξισορρόπηση των διαφορών” (An nis and Franks 1989). H σημασία της προσέγγισης των στρουκτουραλιστών εντοπίζεται στην άποψη ότι το άτυπο
στις περιφερειακές κοινωνίες ήταν η έκφραση της άνισης
φύσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, τόσο η αυξανόμενη αναγνώριση του άτυπου φορέα ως συστατικού των αστικών οικονομιών, όσο και μια σειρά αναδυόμενων πολιτικών πρακτικών
στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου2 για τη διαχείριση του, έχουν επαναφέρει την έννοια του ατύπου στις διεθνείς
πολιτικές συζητήσεις περί ανάπτυξης και πολεοδομικού σχεδιασμού. Με αφορμή τις αναδυόμενες νέο-φιλελεύθερες τάσεις της εποχής, η έννοια του ατύπου σε επίπεδο πόλης αποτελεί κεντρικό προβληματισμό στον αστικό και αναπτυξιακό διάλογο και σημαντικό επίκεντρο της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες. Το πρώτο πλαίσιο της τρέχουσας συζήτησης τονίζει τη μεγέθυνση άτυπων αστικών φαινομένων στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου και τη “μόλυνση” που προκαλεί η σταδιακή εισχώρησή τους στις ευρωπαϊκές πόλεις. Παράλληλα σε αυτό το λεξιλόγιο κρίσης, η δεύτερη επικρατούσα προσέγγιση αντιστοιχίζεται με τις ιδέες των στρουκτουραλιστών. Παρουσιάζει την εικόνα του άτυπου φορέα σαν ηρωική επιχειρηματικότητα, μια αυθόρμητη απάντηση του λαού στην ανικανότητα του κράτους να ικανοποιήσει τις φυσικές ανάγκες των κατώτερων κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων ( Roy 2000). Η σχέση τυπικού-άτυπου παρουσιάζεται τόσο
στις αστικές, όσο και στις αναπτυξιακές συζητήσεις σαν μία χωρική κατηγοριοποίηση. Το άτυπο εδαφικοποιείται
2.
Άτυπη ανακύκλωση
Διάγραμμα 2 Οπτικοποίηση του αστικού άτυπου
πηγή : Soyinka & Siu 2017a
29
στις παραγκουπόλεις των νομικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών περιθωρίων της πόλης σε ένα πλαίσιο οργανωτικής δομής του αστικού ιστού. Όπως προκύπτει, το τυπικό ταυτίζεται με κανόνες, είναι δομημένο, προβλέψιμο και τακτικό, ενώ το άτυπο ορίζεται από την απουσία των
Στην παρούσα μελέτη θα χρησιμοποιήσουμε τον σύγχρονα/ πολιτικά ορθό όρο “Παγκόσμιος Νότος”, αναφερόμενοι, /-ες στις χώρες της Αφρικής, της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής και της νοτιοανατολικής Ασίας. Ο όρος υποκατέστησε παλαιότερες αναφορές, όπως το “Τρίτος Κόσμος” ή “υποανάπτυκτες χώρες”.
χαρακτηριστικών αυτών. Το τυπικό-άτυπο γίνεται εξίσου αντιληπτό ως κυβερνητικό εργαλείο, ως οργανωτική συσκευή στο πλαίσιο φαινομένων δημιουργικής καταστροφής, που δικαιολογεί συγκεκριμένους τομείς παρέμβασης όπως η κατανομή των πόρων και η παροχή υπηρεσιών. Αυτή η κυβερνητική διαμόρφωση του τυπικού-άτυπου διαχωρισμού συμβάλλει στην παρατεταμένη εκπροσώπηση του άτυπου στις αστικές μελέτες ως ένα «αναπτυξιακό πρόβλημα» προς επίλυση, οι ανεπίσημοι οικισμοί και η άτυπη εργασία γίνονται αναπτυξιακοί πολιτικοί στόχοι. Οι προηγούμενες προσεγγίσεις, όμως, παρά τη φαινομενική αντιδιαμετρικότητά τους, επιβεβαιώνουν τον ξεκάθαρο διαχωρισμό του άτυπου από τον τυπικό, επίσημο φορέα, ορίζοντας τον πρώτο αντιθετικά και μόνο του δεύτερου. Με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζουν την απλουστευτική προσέγγιση της συγχώνευσης των δύο με στόχο τη γενικευμένη κεφαλαιακή ευημερία. Παράλληλα
την επίσης προβληματική ταύτιση του άτυπου με τη φτώχεια χωρίς να αναγνωρίζουν την εσωτερική του οργάνωση και ιεράρχηση. Εννοούν το άτυπο ως παράγωγο της περιθωριοποίησης και του καπιταλισμού, αγνοώντας τη συμμετοχή του στην παγκόσμια αγορά, ενώ παράλληλα μετατοπίζουν την ευθύνη της απομόνωσής του στους ίδιους τους απασχολούμενους στον άτυπο φορέα αποκρύπτοντας τον ρόλο των κρατικών μηχανισμών. Οι εν λόγω κριτικές είναι χρήσιμο να ενταχθούν σε μια πιο ουσιαστική εννοιολογική διαφωνία, αυτή που απορρίπτει τη σφιχτή έννοια ενός άτυπου τομέα και τον αναγνωρίζει ως τρόπο αστικοποίησης. Ο όρος αστικό άτυπο υποδεικνύει μία λογική οργάνωσης, ένα σύστημα κανόνων που διέπει τη διαδικασία του ίδιου του αστικού μετασχηματισμού (Alsayyad and Roy 2004). Νοείται ως κατάσταση εργασίας -αδήλωτης και μη συμβατικής-, τρόπος οργάνωσης -επικίνδυνος και απροστάτευτος- και μια μορφή διαχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων που περιλαμβάνει στρατηγικές όπως η φοροδιαφυγή και οι μη καταγεγραμμένες πληρωμές. Αποτελεί έναν μηχανισμό για την ανατροπή της δαπανηρής διαδικασίας της προλεταριοποίησης και την αποδυνάμωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των συνδικάτων με στόχο μία ανανεωμένη οικονομική ανάπτυξη. “Η περιθωριοποίηση ήταν ένας μύθος που χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για τον κοινωνικό έλεγχο των φτωχών και ένας μηχανισμός συλλογικής κατανάλωσης που καθορίζει την κοινωνική τάξη οικονομικά κατώτερων ομάδων της πόλης” (Perlman 1976, Castells 1983). Έτσι, “οι περιθωριοποιημένοι φτωχοί νοούνται ως πλήρως ενσωματωμένοι στην κοινωνία, αλλά με όρους που συχνά προκάλεσαν την οικονομική εκμετάλλευσή τους, την πολιτική καταπίεσή τους, τον κοινωνικό στιγματισμό
εξαίρεσης, ο κυβερνήτης είναι ταυτόχρονα εντός και εκτός της νομικής τάξης. Αν
πραγματικά εκείνος
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
30
παράγουν
και την πολιτιστική τους απέλαση” (Bayat 2000). Το άτυπο, σε επίπεδο στέγης και εργασίας, δεν έχει μόνο αξία χρήσης αλλά και ανταλλακτική αξία, αποτελεί ένα ξεχωριστό είδος αγοράς που ερμηνεύεται μέσα από την απουσία του τυπικού σχεδιασμού και των κρατικών ρυθμίσεων. Το παραπάνω γίνεται καλύτερα κατανοητό μέσω της έννοιας της κατάστασης εξαίρεσης. Ενώ αρχικά η κατάσταση εξαίρεσης, δηλαδή η ένταξη “μιας άτυπης κατάστασης στα τυπικά πλαίσια”, νοούνταν ως ένα προσωρινό μέτρο προορισμένο να αντιμετωπίσει ένα έκτακτο συμβάν (Agamben 1998), τελικά προήχθη σε επικρατούσα πρακτική της σύγχρονης διακυβέρνησης. Αν η εκάστοτε κυβέρνηση είναι η μοναδική εξουσία καθορισμού μιας κατάστασης
είναι
στον οποίο η νομική τάξη παρέχει την εξουσία να κηρύξει μια κατάσταση εξαίρεσης και επομένως να αναστείλει την εγκυρότητα της παρούσας νομικής τάξης, τότε βρίσκεται εκτός αυτής και παρόλα αυτά ανήκει και ορίζεται από αυτήν (Roy, A., & AlSayyad, N. 2004).
άτυπο μπορεί να θεωρηθεί ως έκφραση ενός
τέτοιου είδους κυριαρχίας (Roy 2005). Δεν αποτελεί δηλαδή
το χάος που προηγείται της τάξης, αλλά μάλλον η κατάσταση
που προκύπτει από την αναστολή της. Τόσο ο σχεδιασμός,
και οι λοιπές νομικές συσκευές του κράτους έχουν την
εξουσία να καθορίσουν πότε πρέπει να επιβληθεί η αναστολή
αυτή, να ορίσουν τι είναι άτυπο και τι όχι και ποιες μορφές
του θα ευδοκιμήσουν σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που
θα εξαφανιστούν. Η κρατική εξουσία αναπαράγεται μέσω
της ικανότητας της να κατασκευάζει και να ανασυγκροτεί
κατηγοριοποιήσεις νομιμότητας και ανομίας. “To ανεπίσημο
δεν βρίσκεται πέρα από τον προγραμματισμό, αλλά είναι
ο σχεδιασμός αυτός που εγγράφει το άτυπο, ορίζοντας
ορισμένες δραστηριότητες ως εξουσιοδοτημένες και άλλες ως
μη, καθώς καταστρέφει τις φτωχογειτονιές ενώ παράλληλα
παρέχει νομικό καθεστώς σε εξίσου παράνομες προαστιακές
εξελίξεις” (Roy 2009).
Η παραπάνω θέση επιβεβαιώνει την αντίληψη του ανεπίσημου φορέα ως διαπραγματεύσιμη αξία. Όπως ήδη αναλύθηκε, η άτυπη και η επίσημη πόλη δε λειτουργούν ξεχωριστά αλλά αλληλοεπικαλύπτονται σε επίπεδο οικονομικών συναλλαγών, εργασιακών δεδομένων και πολιτικών για τη χρήση της γης. Αυτές οι λογικές οργάνωσης μπορούν να θεωρηθούν μορφές κυβερνητικότητας και “αποτελούν τους κανόνες του παιχνιδιού, προσδιορίζοντας
τη φύση των συναλλαγών μεταξύ ατόμων και ιδρυμάτων.” (Roy and Alsayyad 2004). “Αν το τυπικό λειτουργεί μέσω του καθορισμού της αξίας, συμπεριλαμβανομένης και της αξίας
της γης, τότε το άτυπο λειτουργεί μέσω της διαπραγμάτευσής
της” (Roy and AlSayyad 2004: 5). Το άτυπο, αφενός, μπορεί
να εκληφθεί ως εκδήλωση νέου πελατολογίου,
Εικόνα 15 Η εξαιρετικά έντονη αντίθεση ανάμεσα στις φτωχογειτονιές και τις ανεπτυγμένες περιοχές στο Μεξικό. πηγή: https://worldar chitecture.org/
Εικόνα 16 Τα παραπήγματα των ανεπίσημων ανακυκλωτών ευθυγραμμίζονται κατά μήκος του ποταμού Mithi ακριβώς απέναντι από το Εθνικό Χρηματιστήριο στο Dharavi της Ινδίας. πηγή: https://worldar chitecture.org/
Άτυπη ανακύκλωση 31 Το
όσο
διάλυσης του κράτους πρόνοιας ή φιλανθρωπικής πολιτικής, αλλά από την άλλη προσφέρει πακέτα επιβίωσης, ικανότητες αντίστασης ή ακόμη και περιορισμένη μετασχηματιστική δύναμη σε φτωχές αστικές περιοχές, ως κατάσταση απορρύθμισης που διατηρείται ακριβώς από αυτήν διαπραγματευσιμότητα της αξίας. Ορίζει και ορίζεται από τη συνεχή μετατοπιστική σχέση μεταξύ του νόμιμου και του παράνομου, του επιτρεπόμενου και του μη εξουσιοδοτημένου (Roy 2009b). Το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τις άτυπες δομές ως μέσο συσσώρευσης και εξουσίας θέτοντας τον εαυτό του έξω από το νόμο προκειμένου να καταστεί δυνατή μια συγκεκριμένη μορφή αστικής ανάπτυξης.
Οι διαδικασίες απομάκρυνσης και διάθεσης ανακυκλώσιμων υλικών από τα αστικά απορρίμματα διέπουν την ανθρώπινη ιστορία διαχρονικά. Οι πολιτισμοί παρουσιάζουν διαφορετικές στάσεις απέναντι στα απόβλητα που παράγουν, καθώς και στα άτομα που χειρίζονται αυτά τα απόβλητα. Τις περισσότερες φορές, οι συλλέκτες έχουν συσχετιστεί με την ακαθαρσία
και θεωρούνται το χαμηλότερο στρώμα στην κοινωνική ιεραρχία. Οι συλλέκτες εστιάζουν, κατά κανόνα, σε προιόντα τα οποία υπάρχουν σε αφθονία στο σύστημα απορριμμάτων της πόλης και έχουν ζήτηση από τοπικές παραγωγικές μονάδες. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι το υλικό προς συλλογή δεν είναι ποτέ το ίδιο ούτε ποιοτικά ούτε ποσοτικά και εξαρτάται από τον τόπο και το χρόνο συλλογής
διαδικασία ξεκίνησε απλώς ως μηχανισμός επιβίωσης σε συνθήκες
παρά τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με τη διαδικασία σε επίπεδο περιβαλλοντικό και παραγωγικό, το κίνητρο για τους άτυπους συλλέκτες ήταν και εξακολουθεί να είναι πρωτίστως οικονομικό. Μια πλήρης αφήγηση της ιστορίας των άτυπων ανακυκλωτών είναι μακρά και σύνθετη. Σε κάθε περίπτωση η άτυπη συλλογή δεν είναι ανεξάρτητη από τα εκάστοτε ζητήματα διαχείρισης και αντιμετώπισης των απορριμμάτων. Σε αυτό το σημείο της εργασίας και για την καλύτερη κατανόηση των επικείμενων κεφαλαίων παρατίθεται μια σύντομη γενεολογία των διαδικασιών αυτών, μέσω διερεύνησης παραδειγμάτων από τις περιόδους της Αρχαιότητας, του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης και μέχρι και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Κατά την αρχαιότητα, τα σημαντικότερα πολιτισμικά κέντρα της Μεσογείου, αντιμετώπισαν μείζοντα προβλήματα στη διάθεση των απορριμμάτων εξαιτίας των μεγάλων πληθυσμιακών ποσοστών τους. Εκεί, εντοπίζονται οι πρώτες δημόσιες χωματερές, μέθοδοι εκμετάλλευσης των οργανικών απορριπτέων υλών στη γεωργική παραγωγή, καθώς και μέθοδοι διαλογής και εμπορίου των ανακυκλώσιμων ειδών, όπως ο χαλκός -διαδικασία που αναλάμβαναν αποκλειστικά οι σκλάβοι. Παράλληλα, στην Κίνα συναντάμε παρόμοιες τεχνικές, καθώς και υγειονομικές επιτηρήσεις για την εξασφάλιση της οργανωμένης εικόνας της πόλης. Τέλος, οι πολιτισμοί των Μάγια και των Αζτέκων φρόντιζαν επίσης για την παραγωγική χρήση των αποβλήτων τους και επισήμαιναν την οικονομική αξία των ανακυκλώσιμων υλών σε περιόδους κρίσης (Medina, 2000). Στη μεσαιωνική Ευρώπη, οι ανθρώπινες αποβολές παρείχαν λίπασμα στους κήπους, ενώ τα οικιακά οργανικά απόβλητα συνιστούσαν τροφή για τους χοίρους. Το 18ο αιώνα, στη Φλωρεντία οι έμποροι ανακυκλώσιμου σιδήρου εγγράφονταν στην ίδια συντεχνία
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
32
του. Σαν
οικονομικής επισφάλειας και,
με τους χαράκτες χαλκού (Barringer, E. 1954). Ενώ η διαθέσιμη ποσότητα και η ζήτηση ποικίλλουν σημαντικά στον εκάστοτε τόπο και χρόνο, είναι σαφές ότι οι συλλέκτες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη χαρτοποιία παρέχοντας κουρέλια στις χαρτοβιομηχανίες στη Μέση Ανατολή και σε όλη τη Μεσαιωνική, Αναγεννησιακή και Πρώιμη Σύγχρονη περίοδο στην Ευρώπη και την Αμwwερική. Την ίδια στιγμή, στην Ιαπωνία οι αγρότες χρησιμοποιούσαν τα γεωργικά απόβλητα ως στοιχεία πλήρωσης σε τοίχους και συνδετικό υλικό των tatami, ενώ εκμεταλλεύονταν συχνά τα ανθρώπινα περιττώματα ως λίπασμα, αυξάνοντας επίσης την αξία τους και παραχωρώντας δικαιώματα ιδιοκτησίας και παραχώρησης ποσοστών του κέρδους στον εκάστοτε «χορηγό». Τη διαδικασία αναλάμβαναν διάφορες περιθωριοποιημένες ομάδες, καθώς οι ανώτερη τάξη θεωρούσε την επαφή με τα υλικά αυτά ανεπιθύμητη και ντροπιαστική(Frederic, L. 1972). Γενεολογία της άτυπης ανακύκλωσης
άτυπη απομάκρυνση
υλικού, με παρόμοιους όρους με τους σημερινούς, άνθισε κατά
διάρκεια του 19ου αιώνα. Η αστικοποίηση και η
διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων καθαρισμού και ανακύκλωσης.
Η διαδικασία της άτυπης ανάκτησης υλικού εμφανίστηκε για
πρώτη φορά στη Βρετανία. Ξεκινώντας από το 14ο αιώνα,
λέξη scavenger αναφερόταν σε συλλέκτες δασμών επί
εμπορευμάτων που πωλούνταν από εξωτερικούς εμπόρους
στο Λονδίνο και άλλες πόλεις. Ωστόσο, κατά το 19ο αιώνα
η έννοια ταυτίστηκε σταδιακά με το καθαρισμό των δρόμων
και των ποταμών, καθώς και με τη συλλογή απορριμμάτων, μετά την παροχή άδειας από τον εκάστοτε κρατικό φορέα. Συστήματα εντατικής ανακύκλωσης αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις Η.Π.Α. (Ped dlers/Αμερική, Chiffonniers/Γαλλία και ς/Γερμανία). Οι συλλέκτες, Εβραίοι ή Ιταλοί μετανάστες στην πλειοψηφία τους, αρχικά εξοπλισμένοι με σακίδια και λίγο αργότερα με τροχήλατα, συνέλεγαν κουρέλια, κόκκαλα, μέταλλα και άλλα ανακυκλώσιμα υλικά από τα σοκάκια της πόλης και από χωματερές. Μέχρι το 1878 η πολιτεία της Νέας Υόρκης πλήρωνε τους λεγόμενους ‘skrow trimmers’ για τις υπηρεσίες ανακύκλωσης που παρείχαν και τους επέτρεπε να κρατήσουν ό,τι ανακτούσαν είτε προς προσωπική τους κατανάλωση, είτε προς πώληση. Το 1882 απέσυρε τις αμοιβές, αλλά διατήρησε τη δυνατότητα συλλογής και διάθεσης με αντίστοιχη πάγια φορολόγηση. Στις αρχές του αιώνα, στο κεντρο-δυτικό και νότιο-ανατολικό τμήμα της χώρας,
οι συλλέκτες επιδίωκαν περισσότερο την απομάκρυνση
πετάλων αλόγων, τροχοφόρων και μεταλλικών θραυσμάτων
από γεωργικά εργαλεία. Στα νοτιοδυτικά συγκέντρωναν
οστά ζώων από
παραγωγής
Εικόνα 17 Τα ξέφτια υφασμάτων και χαρτονιών ήταν μια πολύ περιζήτητη πρώτη ύλη στη Γερμανία μετά τη δεκαετία του 1930, καθώς συνδέονταν με την εφέυρεση και παραγωγή του χαρτιού. Οι Lumpensammlers αναλάμβαναν τη συλλογή του ανακυκλωμένου υλικού. πηγή: .https://trenntmagazin.de/ der-lumpensammler/
Εικόνα 18 Οι Εβραίοι peddlers κυριάρχησαν στο εμπόριο επαναχρησιμοποιούμενων υλικών όπως ο εικονιζόμενος που φαίνεται να μεταφέρει υφάσματα και μία γραφομηχανή στην αγορά μεταχειρισμένων υφασμάτων Waterlooplein, στο Άμστερνταμ το 1925. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ολλανδία αντικαταστάθηκαν από μη Εβραίους πολίτες. Φωτογραφία / Het Leven. πηγή: https://www.researchgate.net/
Εικόνα 19
ζώων
και χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή αρωμάτων, λιπαντικών, γλυκερίνης, κεριών και σαπουνιού στις αντίστοιχες
Ένα Chiffonnier νωρίς το πρωί στο Παρίσι, Avenue des Gobe lins, Παρίσι, 1899 πηγή: https://fr.wikipedia.org
Άτυπη ανακύκλωση 33 Η
ανακυκλώσιμου
τη
βιομηχανοποίηση
η
τα λιβάδια, τα οποία πουλούσαν σε εταιρείες
κόλλας. Τα οργανικά απόβλητα και τα οστά
παράλληλα βράζονταν
βιομηχανίες.
Πόλεμος Πέρα των προβλημάτων διαχείρισης και αξιοποίησης των απορριμμάτων στο πλαίσιο της αστικής καθημερινότητας, γενεαλογικά ίχνη της οργάνωσης του φαινομένου εντοπίζονται επίσης σε εμπόλεμες καταστάσεις. Η έλλειψη πόρων που συνδέεται με τις συνθήκες πολέμου διεγείρει διαχρονικά την ανάκτηση υλικών προς ανακύκλωση, η οποία συστηματοποιείται στις πολιτικές και στρατιωτικές διαδικασίες (Medina 2000). Ήδη κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης, το 18ο αιώνα, οι γυναίκες των αποικιών έφερναν στην πλατεία της πόλης οικιακά περισσεύματα μολύβδου και κασσιτέρου, καθώς και σιδερένιες φιάλες και γλάστρες τα οποία παρείχαν για λιώσιμο και παραγωγή όπλων (Birkbeck 1978). Το πραγματικό σημείο καμπής όμως, που ανέδειξε το ρόλο της αξιοποίησης ανακυκλώσιμων ειδών σε συστηματοποιημένη πρακτική, βρίσκεται στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Β΄Π.Π. εφεξής). Ο
Β’ Π.Π. ήταν ένας βιομηχανικός πόλεμος και ως τέτοιος απαιτούσε μεγάλες ποσότητες μετάλλου.
Η έλλειψη καουτσούκ μπορεί να ήταν το πιο σοβαρό εμπόδιο στην πολεμική προσπάθεια των
συμμάχων, αλλά οι συνθήκες απαιτούσαν επίσης πολύ μεγάλες ποσότητες βιομηχανικά παραγόμενου στρατιωτικού εξοπλισμού. Η κατασκευή δεξαμενών, πλοίων, αεροσκαφών και άλλων όπλων απαιτούσε την εύκολη πρόσβαση στις αντίστοιχες πρώτες ύλες, δηλαδή το μέταλλο, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πόλεμο στην ως τότε ιστορία. Παράλληλα, η κατασκευή της μεγαλύτερης αεροπορικής δύναμης στον κόσμο σήμαινε ότι το αλουμίνιο θα χρειαζόταν σε πρωτοφανείς ποσότητες. Υπό αυτές τις συνθήκες έλλειψης, η αμερικανική κυβέρνηση μετά από τη μάχη στο Pearl Harbour είτε διέκοψε την παροχή μετάλλου στην καταναλωτική οικονομία, είτε την περιόρισε σημαντικά, θέτοντας πολλούς αγοραστικούς περιορισμούς. Καθώς η επέκταση των ορυχείων και οι εισαγωγές έπαιρναν χρόνο, η διαπίστωση μεγάλων ποσοτήτων ανεκμετάλλευτων μετάλλων στις πόλεις ενεργοποίησε διάφορους μηχανισμούς επαναχρησιμοποίησης τους. Η αμερικανική κυβέρνηση προέτρεψε τους πολίτες στην ανακύκλωση παλιοσίδερων, την οποία προωθούσε μέσα από τα σχολεία και άλλες κοινοτικές ομάδες. Τα μέταλλα που θα μπορούσαν να ληφθούν μέσω των μονάδων θραύσης περιλάμβαναν αλουμίνιο, χαλκό, σίδηρο, νικέλιο, χάλυβα και κασσίτερο. Δεδομένης της ιδιαίτερης ανάγκης σε αλουμίνιο για την παραγωγή αεροσκαφών, προωθήθηκε η ανακύκλωση παλιών κουζινικών σκευών και συσκευασιών αλουμινίου από τα νοικοκυριά. Ο κασσίτερος προερχόταν ακόμη και από περιτυλίγματα τσίχλας και το νικέλιο από παλιά κλειδιά,
οποίων η ανακύκλωση προωθήθηκε μέσω της καμπάνιας Victory Key (Mynepalli 2016) .
Ύφεση
δεν είναι μόνο ο πόλεμος που
αστικών απορριμμάτων. Οι οικονομικές
την άτυπη ανακύκλωση και την
παρόμοια αποτελέσματα.
παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης,στις αρχές της δεκαετίας του 1930, πολλοί
στο Ηνωμένο Βασίλειο στράφηκαν στην παράνομη συλλογή μετάλλων για την εξασφάλιση
οικονομικής επιβίωσής τους (Medina 2000). Μετά την υποτίμηση του μεξικάνικου πέσο τον Δεκέμβριο του 1994 και την επακόλουθη οικονομική κρίση, η διαδικασία αυξήθηκε επίσης δραματικά στο Μεξικό, ιδίως στις αγορές χονδρικής παραγωγής, όπου τα φτωχά άτομα σύλλεγαν τα
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
34
των
Οικονομική
Ωστόσο,
ενθαρρύνει
ανάκτηση
κρίσεις ως συνθήκη μεταβολών της τιμής των πρώτων υλών σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς και έλλειψης πόρων επιφέρουν
Για
άνεργοι
της
απορριφθέντα φρούτα, λαχανικά ή έκλεβαν εμπορικά πλοία
που μετέφεραν μέταλλο και σκραπ (Monge, r. 1996).
Οι διεθνείς σχέσεις και πολιτικές μεταξύ των
διαφόρων χωρών, μπορούν να αποτελέσουν μια αιτία για την
έξαρση του φαινομένου, αφού συνδέονται συχνά με εμπορικές
και οικονομικές κυρώσεις σε βάρος των θιγόμενων κρατών. Αυτό εντείνει την ανάγκη για ανάκτηση της πρώτης ύλης
από το εσωτερικό της εκάστοτε χώρας. Για παράδειγμα, κατά
τη διάρκεια του οικονομικού αποκλεισμού του Βελιγραδίου,
πολίτες άρχισαν να εισέρχονται παράνομα σε χωματερές
προς εύρεση τροφίμων και ανακυκλώσιμων υλικών προς
πώληση. Λόγω των περιορισμών στην κυκλοφορία των
Παλαιστινίων από τη Γάζα στο Ισραήλ το 1994, πολλοί
κάτοικοι κατέφυγαν στην απομάκρυνση των αποβλήτων
προκειμένου να ανακτήσουν επαναχρησιμοποιήσιμα και
ανακυκλώσιμα αντικείμενα(Selsky 1994). Ανέκδοτες
παραδοχές θέλουν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης να ταυτίζεται με την άνοδο της άτυπης ανακύκλωσης στις πρώην σοβιετικές περιοχές και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης στον απόηχο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης και της επακόλουθης ανεργίας (Medina 2000). Οι φυσικές καταστροφές επίσης μπορούν να αποτελέσουν αιτίες οικονομικής κρίσης και να ενθαρρύνουν τις διαδικασίες άτυπης ανάκτησης υλικού.
Μετά την αμμοθύελλα (dust bowl) στο Τενεσί και την
Αλαμπάμα (1930), χιλιάδες άτομα μετανάστευσαν προς την
Φλόριντα. Η μετανάστευση αυτή άφησε πίσω της χιλιάδες
χαλασμένα αυτοκίνητα τα οποία αποσυναρμολογήθηκαν
Άτυπη ανακύκλωση
και ανακυκλωθηκαν από άτυπους ανακυκλωτές της πόλη (Krajick 1997). Χαρακτηριστικά παραδείγματα του πώς η κρίση συνδέεται με την αυξηση του φαινομένου της άτυπης ανακύκλωσης, είναι οι Cartoneros, οι ανεπίσημοι ανακυκλωτές στο Buenos Aires, οι Zabbaleen στο Cairo και οι γυρολόγοι στην Αθήνα που θα αναλυθούν σε επόμενο κεφάλαιο (Iskandar 2003). Εικόνα 20-25 Προπαγανδιστικές αφίσες του Β’ Π.Π. για την προώθηση της ανακύκλωσης οικιακού εξοπλισμού για την επαναχρησημοποίηση της πρώτης ύλης για την κατασκευή όπλων. πηγή https://www.leonardauction.com/
Απελευθέρωση της αγοράς εργασίας
Ένας ακόμα προωθητικός παράγοντας της άτυπης εργασίας γενικά και κατ’ επέκταση της
άτυπης ανακύκλωσης, που συνδέεται με τις οικονομικές μεταβολές είναι και συνθήκες που οδηγούν και προκύπτουν από την απελευθέρωση της αγοράς. Ο νεοφιλελευθερισμός αναδύθηκε ως απάντηση στην κρίση υπερσυσσώρευσης των ‘70ς και έκτοτε νεοφιλελεύθερα μοντέλα που επιτρέπουν τον επαναπροσδιορισμό της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας και την συνεπαγόμενη αυτών διόγκωση της φθηνής και υποβαθμισμένης εργασίας εφαρμόζονται σε περιόδους κρίσεων ανά τον κόσμο. Συγκεκριμένα, οι άτυπες μορφές εργασίας έχουν συνδεθεί από πολλούς ερευνητές/τριες με τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου της δεκαετία του 1970 και το πέρασμα σε πιο ευέλικτες μορφές οργάνωσης της παραγωγής, αντικαθιστώντας τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονταν με το μαζικό εργάτη του φορντικού μοντέλου. Στοχος της αναδιοργάνωσης της εργασίας με πιο χαλαρούς όρους είναι η μείωση του εργατικού κόστους με αποτέλεσμα την ενίσχυση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των επενδύσεων. Τα παραπάνω βρίσκουν εφαρμογή και στον τομέα της άτυπης διαχείρισης απορριμμάτων. Το θεσμοθετημένο σύστημα ανακύκλωσης στηρίζει την αποδοτικότητα των υπηρεσιών του πάνω σε κοστοβόρο τεχνολογικό εξοπλισμό, συνίσταται δηλαδή σε επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου. Η
απελευθέρωση της αγοράς επιτρέπει την αποφυγή του υψηλού αυτού κόστους και την εστίαση σε μοντέλα έντασης εργασίας , δηλαδή πρακτικές που εξαρτώνται κατά βάση από την ανθρώπινη και χειρωνακτική προσπάθεια που καταβάλλεται για τους παραγωγικούς σκοπούς (Καραμεσίνη 1995). Με άλλα λόγια η επένδυση σε μηχανολογικό εξοπλισμό και δίκτυα καθίσταται ασύμφορη συγκρινόμενη με το κόστος που απαιτείται για χειρωνακτική εργασία ειδικά στην περίπτωση που οι εργάτες έχουν αποδυναμωμένα εργασιακά δικαιώματα. Αν και κανείς θα περίμενε τα μέτρα δραστικής μείωσης του εργατικού κόστους να μειώσουν τα ποσοστά άτυπης ανακύκλωσης, συχνά παρατηρείται το αντίθετο. Η αφορολόγητη και ευέλικτη φύση της άτυπης εργασίας λειτουργεί ως κίνητρο μετάβασης του εργατικού δυναμικού σε άτυπες πρακτικές που μπορεί να είναι περισσότερο κερδοφόρες από την απασχόληση σε επίσημους φορείς, στο πλαίσιο μιας αποδιοργανωμένης αγοράς, ακόμη και αν σε άλλες περιπτώσεις να είναι μονόδρομος εξαιτίας του νομικού καθεστώτος ανυπαρξίας που βρίσκεται το εργατικό δυναμικό -όπως για παράδειγμα οι μετανάστες χωρίς
χαρτιά δεν μπορούν να δουλέψουν σε κανένα τομέα της λευκής οικονομίας γιατί δεν μπορούν
να ασφαλιστούν. Αν και ως γενεσιουργός αιτία της επέκτασης της άτυπης ανακύκλωσης στην
Ελλάδα μπορεί να εντοπιστεί η κρίση (2008),
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
36
οι παραπάνω μηχανισμοί έχουν συνεισφέρει όπως θα φανεί παρακάτω στη διατήρηση των εν λόγω πρακτικών. Όπως προκύπτει, η διεύρυνση της άτυπης οικονομίας δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων στρατηγικών επιβίωσης των μειονοτήτων, αλλά, αντίθετα, αποτέλεσμα της δομής και των μετασχηματισμών της «μεγάλης» οικονομίας των μεγαλουπόλεων. Σε παράλληλο χρόνο ωστόσο, παρατηρούνται και μεγάλα περιθώρια εξάπλωσης της άτυπης απασχόλησης στις πιο ακραία εκμεταλλευτικές της μορφές για τους/τις εργαζομένους/ες λόγω της υπολειτουργίας των θεσμών ελέγχου και της ανυπαρξίας πολιτικής βούλησης για τη βελτίωση της κατάστασης. Οι πολιτισμοί παρουσιάζουν διαφορετικές στάσεις απέναντι στα απόβλητα που παράγουν, καθώς και στα άτομα που χειρίζονται αυτά τα απόβλητα, αποδεικνύοντας πως τα όρια του “καθαρού” κοινωνικού και αστικού χώρου βρίσκονται συνεχώς σε διαπραγμάτευση και σε σύνδεση
με τις οικονομικές συνθήκες. Εξασθενούν και εντείνονται σε σχέση με την ακαμψία των σχέσεων εξουσίας και το ιδιαίτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο παράγονται. Όπως διαγράφεται εν μέρει μέσω της γενεαλογίας της, η άτυπη ανάκτηση και ανακύκλωση υλικών, ως μηχανισμός επιβίωσης σε συνθήκες αβεβαιότητας, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη προμήθεια πρώτων υλών στη βιομηχανία και αποτελεί μία κοινή στρατηγική και μέσο επιβίωσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Παράλληλα, ως μορφή άτυπης εργασίας συνδέεται με τη αλλαγή των οικονομικών, πολιτικών και εργασιακών μοντέλων που οδηγούν στη αναδιάρθρωση της αγοράς και στηρίζουν το κόστος της παραγωγής ή της αποδοτικότητας των υπηρεσιών τους στο παράγοντα ανθρώπινη εργασία. Στην ενότητα αυτή επιχειρείται μια εμβάθυνση στις διαδικασίες που περιλαμβάνει η άτυπη ανακύκλωση. Η άτυπη ανακύκλωση αποτελεί μια πρακτική, η οποία διαταράσσει τα κοινωνικά συστήματα ταξινόμησης και αξιολόγησης των πραγμάτων. Οι παράγοντες που την καθιστούν χρήσιμη, οικονομικά ή πρακτικά, καθώς και τα σημεία επαφής της με τον επίσημο φορέα διαφέρουν από τόπο σε τόπο και συνδέονται με τις εκάστοτε χωρικές και ιστορικές συνθήκες. Mία απλοποιητική προσέγγισή της, ωστόσο, εντοπίζει παρόμοιους τρόπους οργάνωσης της λειτουργίας της. Οι απασχολούμενοι του κλάδου αναλαμβάνουν τα πρώτα στάδια διαχείρισης των υλικών και έτσι τοποθετούνται πάντα στη βάση της οικονομικής και οργανωτικής πυραμίδας της πρώτης ύλης. Αυτή η πυραμίδα περιλαμβάνει τόσο επίσημους, όσο και ανεπίσημους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των κέντρων διαλογής απορριμμάτων, ενδιάμεσων μεταποιητών και χονδρεμπόρων του επίσημου ή του ανεπίσημου φορέα κλπ. Έτσι, όπως και οι υπόλοιπες μορφές άτυπης εργασίας, η άτυπη ανακύκλωση λειτουργεί παράλληλα και σε σύνδεση με τη θεσμική. Το σύνολο της διαδικασίας, οργανώνεται σε τρία διαφορετικά στάδια. Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας διεκπεραιώνεται από τους συλλέκτες και αφορά τον εντοπισμό και την ανάκτηση ανακυκλώσιμων υλικών. Υπάρχει μία κατηγοριοποίηση εσωτερικά της ομάδας των συλλεκτών με βάση τον τόπο δράσης τους (Wilson 2006). Αρχικά, οι πρώτες ύλες μπορεί να ανακτώνται από μικτά απόβλητα που ρίχνονται στους δρόμους ή σε κοινόχρηστους κάδους πριν από τη συλλογή. Σε άλλη περίπτωση, η διαδικασία της ταξινόμησης λαμβάνει χώρα στις χωματερές και έπεται η αποκομιδή του ανακυκλώσιμου μόνο υλικού. Πρόκειται για
κατηγορία που τις περισσότερες φορές ταυτίζεται με κοινότητες που ζουν σε παραπήγματα παραγκουπόλεων, κατασκευασμένα από ανακυκλώσιμα δευτερογενή υλικά κατασκευής, κοντά στις χωματερές.
κατοίκους,
Άτυπη ανακύκλωση 37
μια
Η τρίτη κατηγορία αποτελείται από συλλέκτες αποβλήτων που συχνά περνούν από πόρτα σε πόρτα, συλλέγοντας ήδη ταξινομημένα ανακυκλώσιμα υλικά από τους
σε ένα καθεστώς αγοράς ή ανταλλαγής και στη συνέχεια τα μεταφέρουν σε σημεία ανακύκλωσης. Έτσι, ο εντοπισμός του ανακτώμενου υλικού περιλαμβάνει την αναθεώρηση της ταξινόμησης που κάποιος άλλος προηγουμένως έκανε. Η ανακάλυψη ενός αντικειμένου και η ταξινόμησή του ως κάτι άξιου να ανακτηθεί σημαίνει ότι ο συλλέκτης αναγνωρίζει στο αντικείμενο ένα χαρακτηριστικό άλλοτε παραγνωρισμένο. Βρίσκει, δηλαδή, ποιότητες είτε υλικές, είτε χρηστικές, είτε αισθητικές που μπορούν πιθανώς να του δώσουν αξία. Οι ποιότητες αυτές φυσικά δεν είναι ανεξάρτητες από το ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο ο συλλέκτης δρά. Αφορούν τις οικονομικές Διαδικασίες και κριτικές της άτυπης ανακύκλωσης
και πολιτιστικές τάσεις της εποχής που δίνουν στο αντικείμενο την στιγμή εκείνη αξία. Ο εντοπισμός επομένως, έχει στη βάση του μια θεμελιώδη μεταβολή του τρόπο που κανείς βλέπει τα πράγματα. Στο δεύτερο στάδιο εντάσσονται οι διαδικασίες διαχωρισμού, η επεξεργασία, η επιδιόρθωση, των συλλεχθέντων υλικών με τρόπο τέτοιο ώστε να προκύπτουν καθαρότερα υλικά, κατάλληλα για την επανένταξη στην αλυσίδα ανακύκλωσης. Το στάδιο αυτό μπορεί να περιλαμβάνει πρακτικές όπως η καύση καλωδίων για την απόσπαση χαλκου, η αποσυναρμολόγηση ηλεκτρικών συσκευών, ώστε να διαχωριστούν χρήσιμα μέταλλα και αλουμίνιο και άλλα. Όπως προκύπτει, ο εντοπισμός από μόνος του δεν είναι δυνατόν να “μετακινήσει” ένα αντικείμενο από την κατηγορία του σκουπιδιού σε αντικείμενο αξίας. Το δεύτερο στάδιο που περιγράφηκε αφορά
απομάκρυνση του αντικειμένου
τρόπο ελκυστικό
πώληση
ευρύτερη ξεκάθαρη κατηγορία με βάση τις υλικές του ποιότητες (ανακύκλωση). Με αυτό τον τρόπο, το αντικείμενο σταματά να βρίσκεται σε επαφή με την μολυσμένη μάζα των σκουπιδιών και γίνεται αντικείμενο ανοιχτό προς επανάχρηση ή στην περίπτωση της ανακύκλωσης καθαρή πρώτη ύλη. Τα ανακυκλώσιμα σκουπίδια, ως βασικό στοιχείο της άτυπης ανακύκλωσης, αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση σκουπιδιών, στα οποία αναγνωρίζεται κάποια αξία όχι για λόγους κοινωνικούς ή χρηστικούς. Η αξία τους σε επίπεδο χρηστικότητας είναι μηδαμινή όσο βρίσκονται εντός της μάζας των σκουπιδιών, δηλαδή εκτός τόπου. Είναι η διαδικασία συλλογής που τα εντάσει σε κατηγορίες με βάση τις υλικές τους ποιότητες και τα θέτει εντός τόπου. Έτσι, αναγνωρίζεται η ανταλλακτική αξία της πρώτης ύλης, της εργασίας και των πόρων που ήδη διατέθηκαν από άλλους ανθρώπους για την εξόρυξη και την επεξεργασία της, καθώς και η χρηστική αξία για τις παραγωγικές διαδικασίες που εξαρτώνται από μακροοικονομικής κλίμακας μεταβολές. Το τρίτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία μεταπώλησης των υλικών σε ανώτερα ιεραρχικά στρώματα της πυραμίδας ανακύκλωσης. Το καθαρό υλικό που έχει προκύψει μπορεί να επανενταχθεί ως πρώτη ύλη στην εκάστοτε παραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι μετά από αλλεπάλληλες μεταπωλήσεις μεταξύ ανακυκλωτών, επίσημων ή άτυπων αποθηκευτικών χώρων, η πρώτη ύλη είτε καταλήγει στην εκάστοτε βιομηχανία είτε αποτελεί προϊόν εμπορίου. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η εμπορία οργανικών αποβλήτων ως ζωοτροφές ή λιπάσματα εδάφους στη γεωργική αλυσίδα
εντάσσει
Τα στάδια αυτά διαφαίνονται ως οργανογράμματα παρακάτω, ένω μια περαιτέρω
θα επιχειρηθεί όταν εστιάσουμε στο παράδειγμα των άτυπων ανακυκλωτών της Αθήνας
3-4).
3
στάδια της άτυπης ανακύκλωσης.
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
38
στην
από το μπερδεμένο, ασαφές σύνολο που το καθιστά σκουπίδι και στην επανατοποθέτηση του “εντός τόπου”. Ο τόπος αυτός μπορεί είτε να δίνει νέα ζωή στο αντικείμενο (επανάχρηση/άνοδος αξίας χρήσης), είτε να το εκθέτει με
για
σαν προϊόν (άνοδος αξίας ανταλλαγής), είτε να το
σε μία
παραγωγής.
εμβάθυνση
(διάγραμματα
Διάγραμμα
Τα τρία
Όλα τα στάδια της άτυπης ανακύκλωσης άπτονται της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και εμπλέκονται σε κάποιο βαθμό με τους νόμιμους δημόσιους φορείς διαχείρισης αποβλήτων, είτε στο στάδιο της συλλογής είτε σε αυτό της ανάκτησης της πρώτης ύλης. Αν και παρατηρούνται διακυμάνσεις μεταξύ των θεσμικών ρυθμίσεων που χρηματοδοτούν τις εταιρικές σχέσεις δημόσιουιδιωτικού τομέα, καθώς και της κοινωνικής ή θεσμικής αναγνώρισης του έργου τους, τις περισσότερες φορές εντοπίζεται κάποια συμφωνία συμβάσεων μεταξύ των άτυπων και νόμιμων αρχών συλλογής. Τα υλικά που ανακυκλώνονται από τον τομέα της ανεπίσημης αξιοποίησης πωλούνται απευθείας στη βιομηχανική αλυσίδα, μαζί με εκείνα που ανακυκλώνονται από τα επίσημα ιδρύματα υποδομών. Από ένα σημείο της διαχείρισής τους και έπειτα γίνονται μεταξύ τους αδιάκριτα. Το στάδιο, λοιπόν, της συγκέντρωσης και προώθησης των ανακυκλώσιμων υλικών συνήθως αποτελείται από δύο πυλώνες, αυτόν της άτυπης και αυτόν της θεσμοθετημένης ανακύκλωσης (Τοπαλίδης 2018). Η γενική οργανωτική δομή του άτυπου τομέα αποτελείται από επίπεδα στα οποία πηγαίνοντας από το χαμηλότερο στο υψηλότερο αυξάνει ο όγκος της ροής των υλικών, με τελικό προορισμό βιομηχανίες σε όλο τον κόσμο (Τοπαλίδης 2018). Στη βάση της κλίμακας βρίσκονται άτομα μονάδες, τα οποία περισυλλέγουν και πωλούν τα υλικά στις αμέσως ανώτερες δύο βαθμίδες, μια βαθμίδα επάνω κατατάσσονται ομάδες ατόμων ή οικογένειες, οι οποίες διαχειρίζονται μεγαλύτερες ποσότητες μετάλλων και επιχειρούν έναν μεγαλύτερο βαθμό πρώτης επεξεργασίας των αποβλήτων αυτών. Στη τελευταία βαθμίδα της κλίμακας, δηλαδή αυτή του εμπορίου, τοποθετούνται μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, βιοτεχνίες αλλά και μεσάζοντες, ακολουθούν οι χονδρέμποροι και τελευταίες οι βιομηχανίες, που χρησιμοποιούν την πρώτη ύλη για τη παραγωγή νέων προϊόντων. Η πορεία του υλικού από τη χαμηλότερη στην υψηλότερη βαθμίδα της κλίμακας, μέσω του μηχανισμού των μεταπωλήσεων, συμπίπτει με την αύξηση της αξίας του στην αλυσίδα του εμπορίου (D.C. Wilson et al. 2006) (διάγραμμα 5). Διάγραμμα 4 Παράδειγμα δικτύου του συστήματος της άτυπης ανακύκλωσης μέσω της απεικόνισης τεσσάρων ειδών άτυπων ανακυκλωτών. πηγή: Wilson et al. 2001
Διάγραμμα 5 Η ιεραρχία του άτυπου φορέα ανακύκλωσης σε σύνδεση με την αξιακή αλυσίδα του υλικού. πηγή : Wilson et al.
Άτυπη ανακύκλωση 39
Πίνακας 1 Τρόποι εξώρυξης και προσθήκης αξίας κατά την άτυπη ανακύκλωση. πηγή : Wilson et al. 2006
Οι διαδικασίες βάσει των οποίων λειτουργεί ο άτυπος φορέας ανακύκλωσης αποτελούν αντικείμενο κριτικής σε πολλαπλά επίπεδα, καθώς επηρεάζει αρνητικά ή θετικά διάφορες πτυχές της αστικής κοινωνικής ζωής και της ζωής των εν λόγω εργαζομένων. Σε πρώτο επίπεδο, αποδεικνύεται ωφέλιμη σε περιβαλλοντικό επίπεδο, καθώς, ως διαδικασία ανακύκλωσης, βοηθά αναμφίβολα στην μείωση του αποτυπώματος άνθρακα μιας και συμβάλλει στη μείωση της εξόρυξης των πρώτων υλών που απαιτούνται στην παραγωγή. Επιπρόσθετα η χειρωνακτική φύση της εργασίας σημαίνει ότι αποφεύγεται η χρήση κοστοβόρων μηχανοκίνητων τεχνικών
μειονοτήτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Harijans (Dalit), οι άτυποι ανακυκλωτές της Ινδίας, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν μια διαχρονικά καταπιεσμένη ομάδα και αντίστοιχα οι Zaba
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
40
με αποτέλεσμα τη μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που συνήθως τις συνοδεύουν. Σε δεύτερο επίπεδο, οι άτυποι φορείς διαχείρισης των αστικών αποβλήτων λειτουργούν ως ένα βαθμό βοηθητικά σε κοινωνικο επίπεδο και αφορούν τα υποκείμενα τα οποία απασχολούνται με τις δραστηριότητες αυτές. Αυτο προκύπτει από την παροχή απασχόλησης σε φτωχά περιθωριοποιημένα και ευάλωτα άτομα η κοινωνικές ομάδες (Medina 2000). Παρά τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες εργασίας που συνδέονται με τις ανεπίσημες πρακτικές, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι αυτές επιτρέπουν στους εργαζόμενους να επιβιώσουν οικονομικά και να εργάζονται σε χώρες όπου η εύρεση εργασίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη και όπου οι ευκαιρίες ενσωμάτωσής τους από τον αντίστοιχο επίσημο φορέα είναι μηδαμινές. Η αδυναμία αυτή έγκειται στην περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων όπως οι Ρομά, οι αγροτικοί μετανάστες, οι πρόσφυγες και τα μέλη θρησκευτικών
leen στο Cairo που ανήκουν σε μία χριστιανική μειονότητα (Fahmi 2010). Η απασχόληση στην άτυπη ανακύκλωση, ωστόσο, αποδεικνύεται επιζήμια για τους αντίστοιχους απασχολούμενους. Η περιθωριοποίηση των ατόμων που ήδη αναφέρθηκε, δεν αποτελεί μόνο “προϋπόθεση” αλλά και αποτέλεσμα της απασχόλησης στον φορέα. Είναι αρκετά σύνηθες οι άνθρωποι των οποίων η φύση της εργασίας τους τους φέρνει σε επαφή με την ακαθαρσία να υποβοηθά πρακτικές κοινωνικού στιγματισμού, να θέτει δηλαδή κοινωνικές ομάδες εκτός τόπου. Οι συνθήκες αυτές περιορίζουν τη δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης και ένταξης τους στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η συνεπαγόμενη αδυναμία πρόσβασής τους σε διάφορες κρατικές παροχές, τους αποκλείει από την πρόσβαση στην εκπαίδευση ή τους καθιστά απροστάτευτους σε εργασιακό επίπεδο, γεγονός που συνδέεται και με την άτυπη φύση της δραστηριότητάς τους. Κατά γενικό κανόνα, όσο λιγότερο οργανωμένος είναι ο ανεπίσημος τομέας ανακύκλωσης, τόσο λιγότερο τα εμπλεκόμενα άτομα είναι σε θέση να προσδώσουν αξία στις δευτερογενείς πρώτες ύλες που συλλέγουν και τόσο πιο ευάλωτοι είναι στην εκμετάλλευση από ενδιάμεσους αντιπροσώπους. Οι ανεπίσημοι ανακυκλωτές τείνουν να καταλαμβάνουν και να περιορίζονται στη βάση της εμπορικής ιεραρχίας των δευτερογενών υλικών, μειώνοντας σημαντικά το δυνητικό τους εισόδημα. Σε κάθε περίπτωση, οι μεμονωμένοι συλλέκτες απορριμμάτων, εκείνοι που δρουν σε ατομικό επίπεδο, συνιστούν την πιο ευάλωτη κατηγορία, καθώς δεν διαθέτουν οργανωμένο υποστηρικτικό δίκτυο. Παράλληλα, έχουν περιορισμένη ικανότητα επεξεργασίας ή αποθήκευσης υλικών και μπορούν εύκολα να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης. Από την άλλη, οι δραστηριότητες που οργανώνονται σε οικογενειακή βάση αποτελούν τον κανόνα στις υπηρεσίες άτυπης ανακύκλωσης. Αν και ο τρόπος οργάνωσης αυτός εξασφαλίζει τη μείωση της ατομικής ευπάθειας, παρέχοντας ένα επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής στήριξης, λειτουργεί ως τροχοπέδη της ποιότητας ζωής των αντίστοιχων κοινοτήτων. Σε σύνδεση με τα παραπάνω κυρίαρχες είναι επίσης οι κριτικές για τα ζητήματα υγείας που προκύπτουν από τις διαδικασίες της άτυπης ανακύκλωσης. Οι κίνδυνοι αυτοί οργανώνονται σε δύο επίπεδα, το ατομικό και το ευρύτερο επίπεδο της κοινότητας. Συνδέονται με τη φύση των αποβλήτων καθώς και με όλα τα στάδια που περιλαμβάνει. Σε πρώτο επίπεδο, οι κίνδυνοι για την υγεία των εργαζομένων συνδέονται αφενός με τη χειρωνακτική φύση της εργασίας τους, κι αφετέρου με την άμεση επαφή με τα απόβλητα ελλείψει κατάλληλου εξοπλισμού και ρουχισμού αντίστοιχα (Cointreau,αχρονολογητος). Παρόλο που δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη μακροπρόθεσμη επίδραση της έκθεσης σε βακτήρια που μεταδίδονται από τον αέρα, καθώς και τα μολυσματικά ή τοξικά υλικά που υπάρχουν στα στερεά απόβλητα, μελέτες έχουν δείξει ότι τα αναπνευστικά και δερματολογικά προβλήματα, οι μολύνσεις των ματιών και το χαμηλό προσδόκιμο ζωής
εντός
μικτών
κοντά στα
Άτυπη ανακύκλωση 41
είναι κοινά στις απασχολούμενες ομάδες (Wilson 2006). Τα παραπάνω ζητήματα είναι ακόμα μεγαλύτερης σημασίας στην περίπτωση της παιδικής εργασίας, η οποία όχι μόνο αποτελεί πρόβλημα από μόνη της, αλλά θέτει σε κίνδυνο την υγεία των παιδιών που ασχολούνται με τις οικογένειες τους στον άτυπο φορέα. Σε δεύτερο επίπεδο, οι κίνδυνοι υγείας που ενέχει η άτυπη ανακύκλωση υπεισέρχονται στο επίπεδο τόσο της ευρύτερης κοινότητας, όσο και της ευρύτερης κοινωνίας που ζει
ή
σημεία απόρριψης των αποβλήτων αντίστοιχα. Η χειρωνακτική ταξινόμηση των
αποβλήτων μέσα ή κοντά στους χώρους διημέρευσης μπορεί να δημιουργήσει πολύ επικίνδυνες συνθήκες. Παράλληλα, η μερική ή κακή οργάνωση των χωματερών, τις καθιστά τόπους προσέλκυσης ζώων
που μεταφέρουν ασθένειες, αυξάνοντας την έκθεση ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού, όπως τα παιδια (Eerd, 1996). Η ανοιχτή καύση των αποβλήτων σε χωματερές ή σε αυλές αποτελεί ακόμη έναν κίνδυνο για την υγεία, ενώ η εγγύτητα των συσσωρευμένων αποβλήτων στον χώρο διαβίωσης συχνά συνδυάζεται με την απουσία αστικών υποδομών και υπηρεσιών περίθαλψης (Wilson 2006). Τέλος σημαντική κριτική στις διαδικασίες της άτυπης ανακύκλωσης ασκείται από τον εκάστοτε επίσημο φορέα διαχείρισης απορριμμάτων. Συγκεκριμένα σε χώρες οι οποίες επιδιώκουν βελτιστοποίηση των θεσμοθετημένων συστημάτων διαχείρισης των αποβλήτων ο άτυπος φορέας, εμφανίζεται να εμποδίζει την επίτευξη των στοχων που αυτές θέτουν. Η σχέση του εκάστοτε επίσημου φορέα διαχείρισης απορριμμάτων με του άτυπους ανακυκλωτές θα αναλυθεί σε επόμενη ενότητα της εργασίας. Παρακάτω θα αναλυθούν οι παρεμβάσεις αυτές που αφορούν τόσο τις προσπάθειες
των δικτύων απορριμμάτων στις πόλεις
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
42
οργάνωσης
όσο και την ένταξη και την οργάνωση του άτυπου φορέα ανακύκλωσης σε διαφορετικά πλαίσια. Πίνακας 2 Κίνδινοι για την υγεία που προκύπτουν από τις διαδικασίες τις άτυπης ανακύκλωσης. πηγή: προσαρμογή από Scheinberg (2001a) στον Wilson et al. (2006)
Κρατικές παρεμβάσεις
Η κρατική πολιτική για τη διαχείριση των αποβλήτων συνδέεται παραδοσιακά με την ανάγκη ελέγχου της δημόσιας υγείας και των περιβαλλοντικών συνεπειών της κακής διαχείρισης τους, καθορίζοντας το νομικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο λειτουργεί η άτυπη ανακύκλωση. Σε πολλές χώρες, οι κρατικές πολιτικές προς τον ανεπίσημο τομέα είναι σε μεγάλο βαθμό αρνητικές ή προσβλητικές. Η κοινωνική αμηχανία που συνδέεται με την παρουσία των μειονοτικών αυτών ομάδων, καθώς και η επιφανής ανησυχία για τις απάνθρωπες και ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας και
διαβίωσής τους, έχουν ερμηνεύσει συχνά την αδιαφορία της τοπικής ή εγχώριας κοινότητας προς το φαινόμενο της άτυπης ανακύκλωσης, καθώς και τα φαινόμενα ανοχής του (Medina 2000), αλλά και δικαιολογήσει στο παρελθόν επιχειρήσεις εξάλειψης του φαινομένου (π.χ. στην Κολομβία) (D.C. Wilson 2006) αντίστοιχα. Ο τρόπος διαχείρισής του ποικίλλει όμως σημαντικά από τόπο σε τόπο και συνδέεται με τις εκάστοτε πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις. Μια απλουστευτική προσέγγιση εντοπίζει δύο βασικές πρακτικές των κρατικών πολιτικών απέναντι στην άτυπη ανακύκλωση. Η πρώτη αφορά στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, όπου οι ελλείψεις του επίσημου φορέα σε συνδυασμό με το αυξημένο φαινόμενο της άτυπης εργασίας οδηγούν στην αποδοχή και την απορρόφηση της άτυπης ανακύκλωσης. Η δεύτερη, αντίθετα, αφορά στις πιο ανεπτυγμένες χώρες όπου τα δίκτυα επίσημης ανακύκλωσης αντιμάχονται τα δίκτυα του άτυπου με αποτέλεσμα την προσπάθεια εξάλειψης του δεύτερου. Παγκόσμιος Νότος Στον Παγκόσμιο Νότο, οι περισσότερες πόλεις, ιδιαίτερα οι μητροπολιτικές περιοχές, επεκτείνονται ταχέως σε μεγάλα αστικά και προαστιακά οικιστικά συγκροτήματα και οι ρυθμοί δημογραφικών αλλαγών παραμένουν γρήγοροι λόγω εσωτερικών μεταναστεύσεων. H δυναμική αυτή ανάπτυξη και η άνοδος του μέσου εισοδήματος (Gutberlet, J. 2018) συνδέονται ευθέως με την αύξηση της παραγωγής αστικών αποβλήτων. Με αυτόν το τρόπο, ασκούνται πιέσεις στους κρατικούς φορείς, καθώς εντείνεται η ανάγκη βασικών υποδομών και δημόσιων υπηρεσιών, που συνεχίζουν να εκλείπουν. Τη στιγμή που τα υφιστάμενα δίκτυα διαχείρισης των απορριμμάτων δεν μπορούν
ανταπεξέλθουν στον αυξανόμενο όγκο απορριμμάτων, η άτυπη, παράνομη διαχείριση
ανακυκλώσιμων υλικών είναι σημαντικά διαδεδομένη και μάλλον ηγούμενη διαχρονικά της
νόμιμης(πίνακας 1). Έχει αναδειχθεί
περιβαλλοντικά υγιείς και βιώσιμες
ζωτικής σημασίας υπηρεσία που κρατά τις πόλεις
(Medina 2000). Οι ανεπίσημοι ανακυκλωτές συχνά αποτελούν διακριτές κοινωνικές ομάδες ή ανήκουν σε κοινωνικές μειονότητες, παραδείγματα των οποίων περιλαμβάνουν τους Zabbaleen στην Αίγυπτο, τους Pepena dora, Cartoneros και Buscabotes στο Μεξικό, τους Tamareros στην Κολομβία, τους Buzos στην Κόστα Ρίκα και τους Cirugias στην Αργεντινή (Medina and Downs 2000, Berthier 2003). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μέχρι το 2% του πληθυσμού στις ασιατικές και λατινοαμερικανικές πόλεις εξαρτάται οικονομικά από τη ανεπίσημη συλλογή (Medina 2000), σε ένα πλαίσιο προσαρμοστικότητας στη φτώχεια των πληθυσμών σε μειονεκτική θέση(πίνακας 2). Καλό παράδειγμα αποτελεί και το Cairo,
Άτυπη ανακύκλωση
43
να
ως μια
(Ahmed and Ali 2004) και ορισμένες φορές χαίρει κοινωνικής αποδοχής και ικανοποιητικών μισθών για τους αντίστοιχους εργαζομένους
Πίκανας 3 Συγκριτικά μεγέθη ανάκτησης υλικού μεταξύ επίσημης και άτυπης ανακυκλωσης σε ΄3ξι πόλεις του Παγκόσμιου Νότου (σε τόνους και ως ποσοστό του συνόλου των παραγόμενων αποβλήτων). πηγή: CWG Publi cation Series No 5
Πίκανας 4 Κατανομή του άτυπου φορέα ανακύκλωσεις στις έξι πόλεις. πηγή: CWG Publi cation Series No 5
όπου οι Zabbaleen ανάγουν περίπου 6.000 τόνους αστικών απορριμμάτων ημερησίως (μέχρι 80% των αποβλήτων που παράγονται στην πόλη) σε σύγκριση με το 11% που αντιστοιχεί στην επίσημη ανακύκλωση. Παρόμοια, η πόλη της Λίμα, στο Περού δεν διαθέτει καν επίσημο πρόγραμμα ανακύκλωσης και βασίζεται εξ ολοκλήρου στους τοπικούς ανεπίσημους ανακυκλωτές, συμπεριλαμβανομένων των ανεπίσημων παροχών υπηρεσιών και των συλλεκτών χωματερών, για την εκτροπή του 20% του συνολικού αριθμού των αστικών αποβλήτων( Jutta Gutberlet 2018). Σε αυτό το πλαίσιο, διαπιστώνεται πως στον Παγκόσμιο Νότο ενεργοποιούνται συμφωνίες συμβάσεων μεταξύ των άτυπων και νόμιμων αρχών συλλογής, μεταφοράς και επεξεργασίας των αστικών αποβλήτων (Scheinberg, Simpson, Gupt et al. 2010). Οι πολιτικές αποκλεισμού και οι προγενέστερες εμμονές με δυτικά μοντέλα νεωτερικότητας αποδείχθηκαν ατελέσφορες και σε πολλά παραδείγματα πόλεων έχουν αντικατασταθεί από αντισυμβατικές μεθόδους που συνδέονται συνήθως με τη ρητορική της αειφόρου ανάπτυξης. Υπερβαίνοντας το γραμμικό μοντέλο συλλογής-μεταφοράς, ενσωματώνουν ένα πιο κυκλικό μοντέλο που συνδέεται με τη διατήρηση των πόρων, την κοινωνική αναβάθμιση και την προώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας που δημιουργεί βιώσιμα μέσα διαβίωσης (Rogerson 2001). Για την τεκμηρίωση των παραπάνω χρησιμοποιείται το παράδειγμα των Cartoneros, των άτυπων ανακυκλωτών στο Μπουένος Άιρες. Η νομιμοποίηση και ενσωματωση τους στο θεσμοθετημένο δίκτυο ταυτίζεται χρονικά με την εθνική οικονομική ανάκαμψη το 2003 και έχει σημασία να εξεταστεί σε σχέση με τους τρέχοντες και εξελισσόμενους στόχους της νεοφιλελεύθερης αστικής διακυβέρνησης (Car olina 2013). Οι πολιτικές πρακτικές σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής συνδέονται με προσπάθειες πειθαρχίας και ελέγχου πολιτιστικών μορφών, ταυτοτήτων και φυσικών χώρων με στόχο την κοινωνική αποδοχή τους. Οι παραπάνω διαδικασίες εμπίπτουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οικονομικής και αισθητικής αναβάθμισης των πόλεων σε σύνδεση με την προσέλκυση του επενδυτικού κεφαλαίου. Από τη μία η στρατευμένη κινδυνολογία γύρω από τις υποβαθμισμένες περιοχές και από την άλλη η ώθηση για πολεοδομικές αναβαθμίσεις, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παρουσία του άτυπου φορέα ανακύκλωσης επέτρεψε στους κρατικούς θεσμούς τη δημιουργία μιας ρητορικής για την εξομάλυνση
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
44
Εικόνα
Άτυπη ανακύκλωση 45 Εικόνα 26 ‘Ατυποι συλλέκτες ανακτού υλικό από χωματερή της Ινδίας πηγή:https://news.un.org/
27 Χωματερή στο Νέο Δελχί φωτογραφία: Ahmad Masood/Reuters πηγή:https:// scroll.in/
της ορατότητας του φαινομένου και την οργάνωσή του μακριά από τη δημόσια θέα (Chronopoulos 2006). Σε αυτό το περιβάλλον, στα τέλη του 2002 ψηφίστηκε στην πόλη του Μπουένος Άιρες ο πρώτος μεικτός νόμος περί συλλογής απορριμμάτων, γνωστός ως «νόμος Cartoneros» που νομιμοποίησε το έργο τους (Parizeau 2013) και επέτρεψε τη δημιουργία ενός μεικτού συστήματος συλλογής. Παράλληλα συνδεόταν με την παροχή εξοπλισμού και υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και με τη μεταβολή της κοινωνικής τους ταυτότητας από Cartoneros σε recuperadores urbanos (αστικοί ανακτητές). Λίγο αργότερο με το νόμο 1854/05 ανακοινώθηκε η δημιουργία έξι κέντρων ανάκτησης πόρων στα οποία προβλεπόταν (Parizeau 2013) η δραστηριοποίηση αποκλειστικά του πρώην άτυπου φορέα σε συγκεκριμένες τοποθεσίες μακριά από την πόλη (για περισσότερες πληροφορίες γύρω από την περίπτωση του Buenos Aires βλ. παράρτημα). Η νεοφιλελεύθερη αυτή στροφή στα αστικά και περιφερειακά ζητήματα έφερε σε αρκετές περιπτώσεις βελτιώσεις στις συνθήκες διαβίωσης των απασχολούμενων, αλλά δεν ανέκοψε την εγγενή τάση του καπιταλισμού για δημιουργία κρίσεων και άνισης ανάπτυξης και, έτσι, δε μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα επιτυχημένη. Μία κριτική του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, ωστόσο, αν και έχει επιχειρηθεί πολλές φορές στη βιβλιογραφία (Λαμπριανίδης 2001, Χατζημιχάλης 1992), δεν αντιστοιχεί της παρούσας μελέτης.
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
Εικόνα 28-31 Υπάρχουν περίπου 10.000 Cartoneros στο Μπουένος Άιρες. Εικόνες από τη δραστηριοποίησή τους στο San Telmo. πηγή: https://stuart-armour.com/
Στην Ευρώπη, οι διαδικασίες της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος του τομέα διαχείρισης των αποβλήτων, αποτελούν προτεραιότητες της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής Ε.Ε.) και αντιστοιχούν σε κυβερνητικά θεσμικά όργανα, τα οποία βασίζονται σε αυτές για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Οι κρατικοι μηχανισμοί παροχής υπηρεσιών ευθύνονται για ολόκληρη την πορεία των αποβλήτων, από τον διαχωρισμό τους στα νοικοκυριά, τη συλλογή, τη μεταφορά, την αποθήκευση, την επεξεργασία, την ανάκτηση και τη διάθεσή τους. Η ανανεωμένη εστίαση στην πρόληψη των αποβλήτων μεταφέρει την ευθύνη «προς τα πάνω», συμπεριλαμβάνοντας και τις διαδικασίες συσκευασίας και κατανάλωσης (Scheinberg et al. 2006). Αυτή η ιδιαίτερα αναπτυγμένη, δυναμική και θεσμοθετημένη προσέγγιση στη διαχείριση των αποβλήτων και των υλικών δημιουργεί ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο για άτυπη ανακύκλωση στην Ευρώπη από ό, τι για παρόμοιες δραστηριότητες στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, δυτικοευρωπαϊκές χώρες επιδίωξαν τον αφανισμό των παλαιότερων ανεπίσημων συστημάτων ανακύκλωσης και έχουν αγωνιστεί τα τελευταία 10 χρόνια για την αποκατάσταση πιο επίσημων διαδικασιών με στόχο την ικανοποίηση των ολοένα αυξανόμενων ευρωπαϊκών επιδιώξεων ανακύκλωσης (Doychinov 2008 ). Οι χώρες που βρίσκονται στα σύνορα της Ε.Ε. από την άλλη και σε διαδικασίες σύνδεσης με αυτή σε κάποιο θεσμικό επίπεδο, οφείλουν να εναρμονιστούν με τα νομικά συστήματα και τη γραφειοκρατία των πρωτο-βιομηχανοποιημένων ευρωπαϊκών μελών (Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία κ.α). Τα τυπικά ιδρύματα στον τομέα της διαχείρισης των αποβλήτων στην Ευρώπη καλούνται όλο και περισσότερο να εκσυγχρονιστούν και σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναλάβουν την ευθύνη για ολόκληρο τον κύκλο των αποβλήτων(Scheinberg et al. 2006). Σε αυτό το πλαίσιο απαιτούνται ευρύτατα μέτρα για την «εναρμόνιση» της διακυβέρνησης, των νομικών και κανονιστικών συστημάτων και της γραφειοκρατίας με τις απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε όλα τα κράτη μέλη. Τα συστήματα στερεών αποβλήτων στη Μακεδονία, τη Σερβία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο, την Τουρκία και το Κοσσυφοπέδιο (Scheinberg et al. 2006) εκσυγχρονίζονται, όπως συνέβαινε προηγουμένως στη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Πρόκειται για μια διαδικασία, η οποία στην «παλαιά Ε.Ε.» απορροφήθηκε στις πολιτικές πρακτικές, αλλά και στην κοινωνική συνείδηση σε διάρκεια 30 χρόνων (Scheinberg and Savain, 2015), αλλά πρέπει να συμβεί γρήγορα σε χώρες κυρίως της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αυτό επιφέρει τεράστιες αλλαγές σε τρία βασικά θεσμικά επίπεδα: τις επιχειρήσεις αλυσίδων υπηρεσιών
τους δημόσιους οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για τον καθαρισμό των πόλεων και τη συλλογή των αποβλήτων, την αξιακή αλυσίδα των εμπόρων ανακύκλωσης που είναι στενά συνδεδεμένη
ανακύκλωση
Άτυπη
47
και
με τις παγκόσμιες αλυσίδες υλικών στην Ασία και αλλού και τους παραγωγούς, τους εισαγωγείς, τους χονδρεμπόρους, τους διανομείς και τους εμπόρους λιανικής πώλησης καταναλωτικών αγαθών και συσκευασιών, είτε του άτυπου είτε του τυπικού φορέα (Vaccari et al., 2013). Με μερικές εξαιρέσεις, οι δημόσιες εταιρείες καθαρισμού έχουν επικεντρωθεί αποκλειστικά στην απομάκρυνση των αποβλήτων και στον καθαρισμό των οδών, ενώ η ανακύκλωση συνδέεται πρωτίστως με τον ιδιωτικό τομέα. Έτσι, δεν συνειδητοποιούν ότι οι απασχολούμενοι/-νες στον άτυπο φορέα που δουλεύουν στους δρόμους στις 6 το πρωί είναι οι κύριοι προμηθευτές ενός ολοκληρωμένου συστήματος ανακύκλωσης, ούτε ότι οι ανεπίσημες δραστηριότητες μπορεί ήδη Ευρωπαϊκή Ένωση
να ανταποκρίνονται ή να υπερβαίνουν τους στόχους που θέτουν οι οδηγίες της Ε.Ε. (Scheinberg et al 2016). Η συνάντηση του EXPRA / RDN / ISWA στο Βουκουρέστι το 2014 ήταν μία από τις πρώτες διεθνείς συζητήσεις σχετικά με συγκρούσεις μεταξύ επίσημων και άτυπων δραστηριοτήτων
ανακύκλωσης, εντός και στα σύνορα της Ε.Ε., όπου υπάρχουν πολλοί περισσότεροι ανεπίσημοι ανακυκλωτές από όσους καταγράφονται επίσημα. Συγκρούσεις εμφανίζονται μεταξύ άτυπων
φορέων ανακύκλωσης και δύο θεσμικών ομάδων (Ramusch et al., 2015 )
Η πρώτη σύγκρουση γίνεται με εθνικά υπουργεία πρόνοιας, μετανάστευσης και εργασίας και βασίζεται στη διακυβέρνηση των κοινωνικών κανόνων και στην προστασία της εργασίας. Οι οργανώσεις των Ηνωμένων Εθνών, όπως η Διεθνής Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ITUC), έχουν τεκμηριωμένες αντιρρήσεις σχετικά με την παρουσία παιδιών που συλλέγουν απόβλητα σε χώρους υγειονομικής ταφής, αν και αρθρώνουν μια διαφορετική άποψη για τη θέση ανεξάρτητων ενήλικων ανακυκλωτών. Αυτές και άλλες οργανώσεις εργάζονται για τη δημιουργία κοινωνικής και υγειονομικής προστασίας, τη μείωση του κινδύνου ασθενειών και τραυματισμών στον τομέα της ανακύκλωσης και την οργάνωση των συλλεκτών σε εργατικά σωματεία ή συνεταιρισμούς, σε ένα πλαίσιο αναγνώρισης της παράνομης συλλογής αποβλήτων (Scheinberg and Anschütz, 2006). Η δεύτερη από αυτές είναι η αλυσίδα υπηρεσιών, που αποτελείται από δημόσιες και ιδιωτικές εταιρείες αποβλήτων, κυβερνητικές οντότητες και φορείς του δημόσιου τομέα. Το πιο δραματικό σύνολο συγκρούσεων, έρχεται όταν συλλέκτες απορριμμάτων που συλλέγουν απόβλητα σχετικά με ηλεκτρολογικό εξοπλισμό (WEEE), τα οποία καλύπτονται ήδη από συστήματα συλλογής αντίστοιχων απορριμμάτων και συστήματα EPR(Εκτεταμένη Ευθύνη Παραγωγού). Τα επίσημα συστήματα αυτά απολαμβάνουν ισχυρά επίπεδα κεφαλαιοποίησης και πολιτικής στήριξης, αλλά, λόγω των μεγάλων και ενεργών ομάδων ανεπίσημων ανακυκλωτών και φορέων επαναχρησιμοποίησης, έχει τεκμηριωθεί ότι συλλέγουν λιγότερο από το 10% των συνολικών ανακυκλώσιμων υλικών σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Τουρκία, η Μάλτα και η Ελλάδα (EX PRA 2014, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης 2016, Scheinberg and Nesić 2014). Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν παράλληλα στιγματιστικές ρητορικές στο δημόσιο λόγο, τονίζοντας ζητήματα δημόσια υγείας και περιβαλλοντικών συνεπειών συνδεδεμένων με τον άτυπο φορέα ανακύκλωσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες αποκρυστάλλωσης της σχέσης επίσημου - ανεπίσημου φορέα. Η πρώτη επικεντρωμένη αντιμετώπιση της ανεπίσημης ανακύκλωσης στην Ευρώπη εντοπίζεται στη μελέτη της ΔΟΕ το 2004, με τη συμβολή της ερευνητικής ομάδας δράσης που συνεργάστηκε με Ρουμάνους ανεπίσημους ανακυκλωτές, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των εργαζομένων και των συνθηκών εργασίας τους (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας 2004, Scheinberg and Anschütz 2006). Η πρόταση του MIREA (Mainstream ing, Informal Recyclers in Europe and Africa) δίνει το 2007 την ευκαιρία σε αρκετές ευρωπαϊκές οργανώσεις που εργάζονται σε πέντε χώρες της
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
48
Ε.Ε., καθώς και σε προενταξιακές χώρες να δημιουργήσουν για πρώτη φορά κατάλογο συλλογής αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης των αριθμών άτυπων ανακυκλωτών. Η πόλη Cluj-Napoca στη Βόρεια Ρουμανία αντιπροσωπεύει μια από τις πρώτες προσπάθειες να επικυρωθεί η «ανεπίσημη ενσωμάτωση» σε μια ευρωπαϊκή πόλη, αποδεικνύοντας ήδη από το 2009 πως οι ανεπίσημοι ανακυκλωτές ανακτούν πολλούς τόνους υλικών σε ένα κλάσμα του κόστους του επίσημου συστήματος EcoRom. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδιωτική εταιρεία αποβλήτων που εκμεταλλεύεται τον χώρο υγειονομικής ταφής έδειξε για πρώτη φορά ενδιαφέρον για συνεργασία με τους ανεπίσημους ανακυκλωτές (Whiteman et al.2009). Το 2011 το ερευνητικό πρόγραμμα δράσης «Συμμετοχή ανεπίσημων ανακυκλωτών στην Ευρώπη»
σχεδιάζεται γύρω από διαβουλεύσεις που διεξήχθησαν στη Σερβία, τη Βοσνία, το Μαυροβούνιο, τη Μακεδονία, την Ιταλία και την Ελλάδα, με στόχο τη δημιουργία μιας βάσης πληροφοριών και τον προσδιορισμό των κύριων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι συλλέκτες. Οι γενικές αντιδράσεις στις επιχειρηματικές προσεγγίσεις ενσωμάτωσης υπήρξαν θετικές, αλλά όχι αρκετές για τη σύσταση συνεταιρισμών ή κοινωνικών επιχειρήσεων (Conseil de L’Europe 2013, Scheinberg and Nesić 2014). Παρά τις κάποιες προσπάθειες απορρόφησης ή ανάδειξης του, το ζήτημα της άτυπης ανακύκλωσης παραμένει σε γενικές γραμμές άλυτο για τον ευρωπαϊκό τομέα διαχείρισης στερεών
αποβλήτων, καθώς και για τα ευρωπαϊκά κρατικά και ιδιωτικά ιδρύματα. Οι διαφανείς, οργανωμένες, θεσμοθετημένες και τεχνολογικά ανεπτυγμένες προσεγγίσεις της Ε.Ε. σχετικά με τις αλυσίδες
ανακύκλωσης εφαρμόζονται σταδιακά στις προενταξιακές χώρες προκαλώντας την εκκένωση των χώρων δραστηριοποίησης του άτυπου φορέα παράλληλα με διάφορες οικονομικές
ευκαιρίες
που
επίσημο. Αυτή η ανάλυση έχει ιδιαίτερη
για την κατανόηση των ανεπίσημων επιχειρήσεων ανακύκλωσης στην Ε.Ε. και εξηγεί εν
γιατί το επίπεδο αντιπαράθεσης μεταξύ των υπευθύνων συλλογής αποβλήτων και των τοπικών
εθνικών αρχών είναι πιο πολύπλοκο να επιλυθεί σε σχέση με άλλα μέρη του κόσμου. Σε αυτήν την
κατηγορία εμπίπτει και το παράδειγμα της Ελλάδας.
Εικόνα 32 Η Λιουμπλιάνα έχει αναβαθμίσει εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων που εξυπηρετούν 37 δήμους στην κεντρική Σλοβενία, δημιουργώντας μια νέα περιοχή υγειονομικής ταφής, καθώς και εγκαταστάσεις επεξεργασίας αποβλήτων. Οι εγκαταστάσεις επεξεργάζονται μικτά αστικά και βιολογικά απόβλητα για τη δημιουργία καυσίμων, ξύλου, λιπασμάτων και άλλων υλικών, καθώς και για την παραγωγή ενέργειας. πηγή: https://ec.europa.eu/regional_policy/en/projects/slovenia/upgraded-waste-man agement-facilities-for-central-slovenia
Εικόνα 33 Μονάδα παραγωγής ενέργειας μέσω καύσης απορριμμάτων. Copenhill/ BIG Architects Κοπεγχάγη, πρόταση 2011
Άτυπη ανακύκλωση 49
ανακατατάξεις
δυσκολεύουν τις
ένταξης των απασχολούμενων στον
σημασία
μέρει
και
Παραπάνω αναλύθηκε πώς σε διαφορετικά πλαίσια ο άτυπος φορέας ενσωματώνεται ή όχι με στόχο την αντιμετώπιση των συνεπειών που προκύπτουν από τη δραστηριοποίησή του. Ωστόσο οι οικονομικοί παράγοντες που συνδέονται με τη δομή του και πηγάζουν ακριβώς από το εργασιακό καθεστώς που του αντιστοιχεί αποτελούν διαχρονικά την αιτία για τη διατήρησή του. Από τη σύγκριση των επίσημων και των ανεπίσημων τομέων προκύπτει ότι ο επίσημος εργάζεται κυρίως στα στάδια της συλλογής και της διάθεσης και σε χώρες με λιγότερο ανεπτυγμένα συστήματα διαχείρισης δεν επιτυγχάνει υψηλά ποσοστά ανακύκλωσης. Αντίθετα ο βασικός στόχος περιορίζεται στην απομάκρυνση των απορριμμάτων από τα αστικά κέντρα με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της αντίστοιχης χρηματοδότησης να δαπανάται κυρίως στο στάδιο της μεταφοράς και όχι της επεξεργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα υψηλό λειτουργικό κόστος3, επειδή οι ανακτώμενες ποσότητες είναι μικρές και συνεπώς ακόμη και οι περιορισμένες δαπάνες για τη συλλογή αυτών των υλικών δεν αντισταθμίζονται από τα έσοδα πώλησής τους στην αλυσίδα αξίας. Από την άλλη πλευρά, ο ανεπίσημος τομέας, εργάζεται κυρίως στην ανακύκλωση και στην ανάκτηση πολύτιμων υλικών. Αν και το λειτουργικό κόστος είναι συχνά υψηλότερο από ό, τι στον επίσημο τομέα , τα υψηλά έσοδα από υλικά οδηγούν σε πολύ χαμηλότερο κόστος ανά τόνο, προσκομίζοντας στις περισσότερες περιπτώσεις καθαρό όφελος (Haan et al., 1998) Από μακροοικονομική άποψη, όντας καλά προσαρμοσμένα στις επικρατούσες συνθήκες, -σημαντική προσφορά αλλά μικρά κεφάλαια-, τα ανεπίσημα συστήματα ανακύκλωσης ελαχιστοποιούν τις κεφαλαιουχικές δαπάνες και μεγιστοποιούν τη χρήση εργατικού δυναμικού (Haan et al. 1998, Scheinberg 2001a). Εξασφαλίζουν την παροχή σταθερής και αξιόπιστης προμήθειας δευτερογενών πρώτων υλών για την τοπική μεταποιητική βιομηχανία, σε αντικατάσταση ακριβότερων εισαγόμενων υλών, ενώ την ίδια στιγμή συνιστούν τη βάση της παραγωγής οικονομικά προσιτών προϊόντων, φτιαγμένων από ανακυκλωμένα υλικά. Μειώνουν το κόστος των επίσημων συστημάτων διαχείρισης αποβλήτων, μέσω της μειωμένης ποσότητας που παραμένουν προς συλλογή, με αποτέλεσμα τη μικρότερη χρηματική και χρονική δαπάνη για την επίσημη συλλογή και μεταφορά τους. Επίσης η χειρωνακτική διαλογή και μεταφορά του ήδη διαχωρισμένου υλικού μειώνει τον φόρτο εργασίας στα κέντρα ανακύκλωσης. Οι επιχειρήσεις άτυπης ανάκτησης απορριμμάτων συλλέγουν, επεξεργάζονται και πωλούν μόνο τα υλικά με υψηλή εγγενή αξία, καθιστώντας όλες τις δραστηριότητας της αντίστοιχης αλυσίδας
Πρόκειται για έναν ακόμη τρόπο, με
υποδιαιρέσεις) της οικονομικής μονάδας. Λειτουργικά είναι τα έξοδα που οφείλονται σε συνήθεις δραστηριότητες της επιχείρησης. (π.χ. κόστος πωληθέντων, έξοδα μεταφοράς εμπορευμάτων, ενοίκια, αποσβέσεις, χρεωστικοί τόκοι, μισθοί, ημερομίσθια, μεσιτείες, ανάλωση υλικών κτλ) Διευκρινίζεται ότι μόνο τα λειτουργικά έξοδα συμβάλλουν στη δημιουργία εσόδων (Μίχαελ Χάινριχ 2017).
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
50
κερδοφόρες.
τον οποίο ο τομέας της άτυπης απασχόλησης, εξοικονομεί σημαντικό ποσοστό των κρατικών δαπανών (CWG, GIZ 2011). Εξοικονομείται χώρος στις τοποθεσίες διάθεσης, ο οποίος χρησιμοποιείται μόνο για απόβλητα χωρίς πιθανή αξία, καθώς τα ανακυκλωμένα υλικά έχουν ήδη διοχετευθεί για επαναχρησιμοποίηση (Wilson 2006). 3.Λειτουργικό κόστος ή κόστος κατά προορισμό είναι το ομαδοποιημένο κατ’ είδος κόστος που πραγματοποιείται στις διάφορες λειτουργίες ή δραστηριότητες (λειτουργικές
Οικονομικοί παράγοντες διατήρησης του άτυπου φορέα ανακύκλωσης
Άτυπη ανακύκλωση 51
Κεφάλαιο γ΄ Αθήνα Στα παραπάνω κεφάλαια σκιαγραφήθηκαν τα πιο κομβικά σημεία για τη διαχρονική παρουσία και εξέλιξη του φαινομένου της άτυπης ανακύκλωσης. Η έλλειψη πρώτων υλών, οι αλλαγές στα οικονομικά ή εργασιακά μοντέλα και η αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας είναι μερικές από τις μεταβολές που προώθησαν την άτυπη ανάκτηση υλικών προς ανακύκλωση. Επίσης αναφέρθηκαν οι διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου της άτυπης ανακύκλωσης σε σύνδεση με τις εκάστοτε τοπικές συνθήκες. Στην ενότητα αυτή αναλύονται τα παραπάνω ζητήματα εστιάζοντας στην περίπτωση της Αθήνας.
Όπως ήδη αναλύθηκε, η καπιταλιστική κρίση διαμορφώνει ένα διαφορετικό τοπίο ανάπτυξης και άρα διαχείρισης του φαινομένου της ανακύκλωσης υλικών. Οι συνθήκες που επιβάλλουν τα ελλείμματα σε οικονομικό επίπεδο σε συνδυασμό με το εκάστοτε οικονομικό και πολιτικό έδαφος ενεργοποιούν μηχανισμούς επιβίωσης που εμπίπτουν τις περισσότερες φορές στον άτυπο φορέα δραστηριοποίησης. Στην ενότητα αυτή επιχειρείται η κατανόηση του φαινομένου της άτυπης ανακύκλωσης σε σύνδεση με τις οικονομικές συνθήκες των τελευταίων ετών και την πορεία που διαγράφει η άτυπη εργασία στη χώρα (βλέπε παράρτημα 1).
τα μέσα της δεκαετίας του 2000, το ελληνικό καπιταλιστικό μοντέλο έμοιαζε να
τα όριά του και η ελληνική οικονομία περνούσε σε μία υπόκωφη ύφεση. Υπό αυτές τις συνθήκες κι ενώ η παγκόσμια συγκυρία βάδιζε προς παρόμοια αδιέξοδα, το Μάιο του 2010, η Ελλάδα
κατέφυγε στον πολιτικό δανεισμό μέσω Μνημονίων. Η κρίση οδήγησε σε πιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές που διατήρησαν τη σχέση υψηλης έντασης εργασίας και χαμηλής έντασης κεφαλαίου. Το “έκτακτο” των περιστάσεων επέτρεψε την επαναφορά της υποτίμησης της εργασίας στο κέντρο του κεφαλαιακού ενδιαφέροντος, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (Εργατική Αντιφασιστική Δράση, Οκτ. 2018). Στο πλαίσιο αυτό ψηφίστηκαν και εφαρμόστηκαν μέτρα σχετικά με την περικοπή του βασικού μισθού, παράλληλα με την απόρριψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας προς όφελος των εργοδοτών. Και ενώ, λογικά, αυτά τα μέτρα δραστικής μείωσης του εργατικού κόστους θα περίμενε κανείς να μειώσουν τα ήδη υψηλά ποσοστά άτυπης απασχόλησης, έγινε το αντίθετο. Η γενική αποδιάρθρωση του εργασιακού τοπίου κατέστησε τη μαύρη εργασία μία πραγματικότητα για ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Τα παραπάνω ερμηνεύουν εν μέρει και την αύξηση, κατά τη διάρκεια της κρίσης, των απασχολούμενων στον τομέα της άτυπης ανακύκλωσης. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι οικονομικοί παράγοντες σε αντίστοιχες περιόδους των οποίων η μεταβολή επηρεάζει την αύξηση του συγκεκριμένου κλάδου άτυπης εργασίας. Όπως θα αναλυθεί στο παρόν κεφάλαιο, το οποίο εστιάζει στην άτυπη ανακύκλωση στην Αθήνα (κεφάλαιο Άτυπη διαδικασία ανακύκλωσης) οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις της εθνικής και διεθνούς παραγωγής και εμπορίου, καθώς και η επιρροή που
ασκούν στις χρηματιστηριακές τιμές των ανακυκλώσιμων υλικών καθορίζουν σε μεγάλο
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
54
Από
συναντά
αυτές
βαθμό τον τρόπο δραστηριοποίησης του κλάδου. Η καλύτερη κατανόηση των διαδικασιών της άτυπης ανακύκλωσης στην Αθήνα προϋποθέτει εκείνη της τυπικής. Παρακάτω περιγράφονται οι θεσμοθετημένες αντίστοιχες διαδικασίες και οι τρόποι με τους οποίους παρεκκλίνουν, επιτρέποντας ή επιβάλλοντας εν μέρει την ενεργοποίηση του άτυπου φορέα στον τομέα των αστικών, δημοτικών απορριμμάτων. Οι πρακτικές διαχείρισης αποβλήτων αστικού τύπου διακρίνονται σε τέσσερα στάδια. Το πρώτο από αυτά περιλαμβάνει την προσωρινή αποθήκευση των αποβλήτων πριν την ανάκτησή τους. Συμπυκνώνεται στο δίκτυο των δημοτικών κάδων ανακύκλωσης, στους οποίους πραγματοποιείται και το πρώτο στάδιο διαλογής ανακυκλώσιμου υλικού, το ευρύτερο δίκτυο Κρίση και άτυπη εργασία Νόμιμη διαδικασία ανακύκλωσης
κέντρων ανακύκλωσης, καθώς και τα σημεία διακριτής συλλογής γυάλινων συσκευασιών και χαρτιού. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, οι Δήμοι υπογράφουν επίσης μνημόνια συνεργασίας με εταιρείες ανακύκλωσης, οι οποίες αναλαμβάνουν τη συλλογή του υλικού των μπλε κάδων σε ένα σημείο, έως ότου συγκεντρωθεί μια συγκεκριμένη ποσότητα υλικού που προϋποθέτει η μεταφορά του στα Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ). Η επόμενη φάση περιλαμβάνει το δίκτυο συλλογής και μεταφοράς, η οποία λαμβάνει χώρα στους Σταθμούς Μεταφόρτωσης Απορριμμάτων (ΣΜΑ), συγκεκριμένα στον ΣΜΑ Σχιστού και ακόμη 10 τοπικούς ΣΜΑ, όπου τα απορρίμματα μεταφορτώνονται σε ειδικά οχήματα, κατάλληλα για κίνηση μεγάλου όγκου σε μεγάλες αποστάσεις με container. Ακολουθεί το στάδιο της ανάκτησης/ανακύκλωσης, το οποίο εξυπηρετείται κυρίως από τα ΚΔΑΥ. Πρόκειται για εγκαταστάσεις στις οποίες, με συνδυασμό μεθόδων μηχανικήςχειρωνακτικής διαλογής, διαχωρίζονται ανάμεικτα μη επικίνδυνα στερεά απόβλητα ή ομάδες υλικών που προέρχονται από το προηγούμενο στάδιο διαλογής στην πηγή. Ο βασικός διαχωρισμός από τα ρεύματα των υλικών που προσκομίζονται στη μονάδα, γίνεται από τους εργαζόμενους/ες διαλογείς σε υπερυψωμένες γραμμές χειροδιαλογής. Μία σειρά μεταφορικών συστημάτων χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά των υλικών από το σημείο υποδοχής τους (εκφόρτωσης από τα οχήματα συλλογής) σε ποικίλες επεξεργασίες που μπορεί να περιλαμβάνουν διαχωρισμό, κοσκίνιση και διαχωρισμό των σιδηρούχων υλικών με ηλεκτρομαγνήτες. Τα υλικά-στόχοι οδηγούνται σε συμπιεστές-δεματοποιητές ανάλογα με το είδος του υλικού και τις απαιτήσεις της βιομηχανίας. Στην συνέχεια, ζυγίζονται, αποθηκεύονται και τέλος οδηγούνται στην αγορά. Τα εξερχόμενα υλικά χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη καθαρότητα και συνεπώς δύναται να επιτευχθούν οι προδιαγραφές που θέτει η βιομηχανία ανακύκλωσης υλικών. Σε τελική φάση, η Ελληνική Εταιρεία Αξιοποίησης Ανακύκλωσης (ΕΕΑΑ) πιστοποιεί τις «καθαρές» ποσότητες και έτσι το ΚΔΑΥ πληρώνεται, αναλογικά με το βάρος του υλικού. Τα υπολείμματα της διαλογής στέλνονται ως τέτοια στους χώρους του ΟΕΔΑ (Ολοκληρωμένες Εγκαταστάσεις Διάθεσης Απορριμμάτων) έναντι ενός ευρώ/τόνο, όπου μπερδεύονται με τα λοιπά σύμμεικτα υλικά. Οι εγκαταστάσεις του ΟΕΔΑ περιλαμβάνουν ένα ΕΜΑΚ (Εργοστάσιο Μηχανικής Ανακύκλωσης- Κομποστοποίησης)που περιλαμβάνει την ανάκτηση δευτερογενούς στερεού υλικού, κομπόστ πρώτου τύπου και μέταλλα από τα σύμμεικτα απόβλητα., μία Μονάδα Επεξεργασίας Στραγγισμάτων, μία Μονάδα Βιοαερίου,
Διάγραμμα 6 Το επίσημο δίκτυο ανακύκλωσης.
Αθήνα
55
μία Μονάδα Αποτέφρωσης και τέλος ένα ΧΥΤΑ (Χώρο
Υγειονομικής Ταφής). Ο τελευταίος προβλέπεται για τη ταφή των
αστικών αποβλήτων, με τρόπο τέτοιο, ώστε τοξικά, οργανικά
και άλλα απόβλητα από το χώρο απόθεσης να μη διαφεύγουν στο γύρω περιβάλλον ή στον υδροφόρο ορίζοντα τυχόν κατοικημένων περιοχών που βρίσκονται σε μικρή απόσταση. Αυτό επιτυγχάνεται με τη στεγανοποίηση των απορριμμάτων με
τσιμέντο, χώμα, πλαστικές μεμβράνες και άλλα υλικά. Σε αυτό
το στάδιο συμμετείχαν επίσης μέχρι το 2012 και 396 Χώροι Ανεξέλεγκτης Διάθεσης Αποβλήτων(ΧΑΔΑ), χωματερές που διατηρούνταν από τοπικές αρχές χωρίς ελέγχους ή ρυθμίσεις. Από αυτούς έχουν απομείνει πλέον μόνο 38, ενώ οι υπόλοιποι έχουν αποκατασταθεί. Τα παραπάνω στάδια, οι μεταξύ τους συνδέσεις, καθώς η λειτουργία του εκάστοτε συστήματος προκύπτουν από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά και ελληνικά νομοθετικά πλαίσια. Σε πρώτη φάση την ανάπτυξη εθνικού σχεδιασμού διάθεσης αποβλήτων επέβαλε στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. η οδηγία-πλαίσιο για τα απόβλητα 2006/12. Η ίδια ενσωματώθηκε το 2010 στην οδηγία πλαίσιο 2008/98 , η οποία με τη σειρά της αποσαφήνισε τους όρους «ανακύκλωση» και «ανάκτηση» και εδραίωσε την έννοια της «διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού». Η διευρυμένη ευθύνη του παραγωγού (Extended Producer Responsibility) εμφανίστηκε σαν έννοια πριν από περίπου 3 δεκαετίες και επέκτεινε την ευθύνη του κατασκευαστή στα διάφορα στάδια του κύκλου ζωής του προϊόντος, από τη παραγωγή μέχρι την ανάκτηση και την τελική διάθεσή του ( Lindhqvist 2000). Με αυτόν τον τρόπο, τόσο η λήψη μέτρων πρόληψης παραγωγής απορριμμάτων, όσο και η ανάπτυξη συστημάτων επαναχρησιμοποίησης αναδύθηκαν ως βασικά εργαλεία στην επίτευξη των αντίστοιχων ευρωπαϊκών στόχων. Οι ανωτέρω οδηγίες για τις συσκευασίες και τα απόβλητα συσκευασιών ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο με τις διατάξεις του Νόμου 2939/2001 «Συσκευασίες και Εναλλακτική διαχείρισης των συσκευασιών και άλλων προϊόντων -Ίδρυση Εθνικού Οργανισμού Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και άλλων προϊόντων (ΕΟΕΔΣΑΠ) και άλλες διατάξεις»,
οποίος καθόριζε τους παραπάνω όρους και προϋποθέσεις
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
56
ο
προσαρμοσμένους στα ελληνικά δεδομένα, με στόχο την ενιαία εναρμόνιση των εθνικών πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Εικόνα 34 Αποκατάσταση ΧΑΔΑ Μεγάρων πηγή: youtube.com Εικόνα 35 XYTA Φυλής. πηγή: http://www.enallaktikos.gr/
Παρεκκλίσεις Η παραπάνω περιγραφή αντιστοιχεί στην ιδανική πορεία των ανακυκλώσιμων υλικών που συλλέγονται στους κάδους της Αττικής σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις εθνικές επιδιώξεις. Τα ποσοστά ανακύκλωσης, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται εξαιρετικά χαμηλά. Οι ποσοτικοί στόχοι που τέθηκαν με αυτόν τον τρόπο σε ισχύ από το τέλος του 2011 και έπειτα, φαίνεται να μην επιτεύχθηκαν στο σύνολο τους. Η Ελλάδα κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις της Ε.Ε. στην ανακύκλωση αποβλήτων και εμμένει επίσης στην πρακτική της ταφής σχεδόν
του 95% των αποβλήτων.. Η διαπίστωση αυτή στα ΜΜΕ συνδέεται τις περισσότερες φορές με την
οικονομική κρίση και τη μείωση της κατανάλωσης, καθώς και με την κακή διαχείριση των μπλε κάδων από την πλευρά των πολιτών, όπως επίσης και με το φαινόμενο της ‘διαρκούς λεηλασίας των κάδων από πλανόδιους ρακοσυλλέκτες” (Καθημερινή 16.03.2015) Αρχικά, σχετικά με την κακή διαχείριση των κάδων ανακύκλωσης, τους τελευταίους μήνες πληθαίνουν τα δημοσιεύματα που καθιστούν την ελλιπή ανακύκλωση σε σύνδεση με την αδιαφορία, ή την έλλειψη ενημέρωσης των πολιτών. Ωστόσο, τα επίκαιρα δημοσιεύματα σχετικά με το ΧΥΤΑ Φυλής, καθώς και περιστατικά όπως αυτό στον Ασπρόπυργο, όταν το 2015 η Αττική πνίγηκε στον τοξικό καπνό από τη φωτιά σε ΚΔΑΥ της περιοχής, αποκαλύπτουν μια σειρά παραπτωμάτων των εταιρειών ανακύκλωσης που μετατοπίζουν το βάρος των ευθυνών από τους πολίτες που δεν ανακυκλώνουν σωστά και τους Ρομά που, σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, κλέβουν τα σκουπίδια, στους κρατικούς μηχανισμούς. Το παράδειγμα της Φυλής δεν αντιστοιχίζεται ευθύγραμμα με τα εγχώρια ζητήματα ανακύκλωσης με τα οποία ασχολείται η παρούσα εργασία, όμως αναφέρεται εδώ ενδεικτικά της ανεπάρκειας των θεσμικών φορέων διαχείρισης απορριμμάτων. Τον Απρίλιο του 2018, η αποκάλυψη της ύπαρξης τεράστιων ποσοστών ραδιενέργειας στη χωματερή από το “Δυτικό Μέτωπο”1, πρόσθεσε στις ανησυχίες για την κακή λειτουργίας της και την υπερσυσσώρευση απορριμάτων στο σημείο που αφενός προσβάλει σημαντικά την υγεία και το επίπεδο διαβίωσης των περιοίκων και αφετέρου εγείρει τις απαιτήσεις για το οριστικό κλείσιμο της εγκατάστασης. Στα συμπεράσματά της ομάδας γίνεται λόγος για «μεγάλες και εγκληματικές υπερβάσεις, σε σχέση με τα θεσμοθετημένα όρια, στις τιμές των αέριων, εδαφικών ρύπων και ρύπων του υδροφόρου ορίζοντα» και για «απελπιστική περιβαλλοντική κατάσταση της εξεταζόμενης έκτασης των 10.000 στρεμμάτων». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από την εταιρεία Asprofos για λογαριασμό του Δήμου Φυλής δίνονται τώρα στη δημοσιότητα,
Αθήνα
57
ύστερα από μεγάλους αγώνες του “Δυτικού Μετώπου”, παρά το γεγονός ότι ο Δήμος τις είχε στα χέρια του ήδη τέσσερα χρόνια. Από την άλλη, το παράδειγμα του ΚΔΑΥ του Ασπρόπυργου είναι ενδεικτικό της διαχείρισης της εγχώριας θεσμικής διαλογής και ανακύκλωσης αποβλήτων. Εκεί, βρέθηκαν υλικά που δε θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να βρίσκονται σε κέντρο διαλογής ανακυκλώσιμων, όπως βιομηχανικά και βιοτεχνικά απόβλητα που συνδέονται άμεσα με την πυρκαγιά του 2015. Παράλληλα, διάφορες φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν στη συνέχεια αποκάλυψαν τη συλλογή αδιαχώριστων σκουπιδιών με προορισμό τον ΧΥΤΑ Φυλής, σε φορτηγά ανακύκλωσης. 1. Συντονισμός φορέων, συλλογικοτήτων και πολιτών Δ. Αττικής - Δ. Αθήνας
Εικόνα 36 ΧΥΤΑ Φυλής.
πηγή: https://xaidarisimera.gr/
Εικόνα 37. ΧΥΤΑ Φυλής
πηγή: http://www.allhleggyi.gr/
Εικόνα 38
ΧΥΤΑ Φυλής έλεγχος επιπέδων ραδιενέργειας πηγή: notia.gr
Γεωγραφία της ακαθαρσίας58
κατάσταση αυτή ερμηνεύεται κυρίως
οικονομικούς όρους που εξηγούν την ύπαρξη
αντίστοιχων σημείων και ενός ολόκληρου δικτύου στη χώρα που συνεχίζει να διατηρείται
την υπολειτουργία του. Είναι πολλές οι καταγγελίες που αναφέρουν ότι χρησιμοποιούνται
Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ), όπως αυτό του Ασπροπύργου που κάηκε, για
να μεταφέρονται τα κοινά σκουπίδια και στη συνέχεια εκεί “βαπτίζονται” ως υπολείμματα των
μπλε κάδων προκειμένου να έχουν πολύ χαμηλότερη ή και καθόλου χρέωση,έναντι των σύμμεικτων που χρεώνονται με 60-70 ευρώ/τόνος. Η μεταφορά τους στον ΧΥΤΑ γίνεται κυρίως κατά τις
νυχτερινές ώρες για προφανείς λόγους.Το μεγαλύτερο μέρος των απορριμμάτων που φτάνουν
στα κέντρα διαλογής, συμφέρει περισσότερο να καταλήξουν στους ΧΥΤΑ σαν «υπόλειμμα»
ανακύκλωσης, παρά να διαχωριστούν και να ανακυκλωθούν. Το παραπάνω προκύπτει επίσης λόγω των υψηλότερων κεφαλαιακών δαπανών που συνοδεύουν τις διαδικασίες διαχωρισμού και επεξεργασίας. Εδώ προκύπτει η σχέση διαπλοκής Δήμων και εταιρειών ανακύκλωσης (ΚΔΑΥ). Η κατάσταση αυτή διατηρείται μέσω εκδιώξεων των αρμόδιων ελεγκτών από τις εγκαταστάσεις την ώρα της εκφόρτωσης. Σε δεύτερο επίπεδο, εξίσου σημαντική για την κερδοφορία των ΚΔΑΥ, παρά τις
κατηγορίες που διατυπώνονται στο δημόσιο λόγο, φαίνεται να είναι και η συμβολή των πλανόδιων ανακυκλωτών, των οποίων η δράση θα αναλυθεί στην επόμενη ενότητα. Η συγκεντρωθείσα ποσότητα από τους άτυπους ανακυκλωτές σε κάποιες περιπτώσεις καταλήγει στα ΚΔΑΥ, όπου και παρουσιάζεται ως καθαρό υλικό ανακύκλωσης έπειτα από τη διαλογή. Στη συνέχεια πωλείται ως τέτοια στην Ελληνική Εταιρεία Αξιοποίησης Ανακύκλωσης (ΕΕΑΑ) και επιδοτείται με 20-25 ευρώ/ τόνο. Την ίδια στιγμή, το σύστημα ανακύκλωσης των δημοτικών αποβλήτων φαίνεται να είναι ένα πραγματικό χρυσωρυχείο για τις εταιρείες που το ελέγχουν. Συγκεκριμένα, στην τιμή κάθε συσκευασμένου προϊόντος ενσωματώνεται το τέλος ανακύκλωσης –το κόστος δηλαδή της ανακύκλωσης της συσκευασίας, το οποίο αυξάνει την εκάστοτε κοστολόγηση. Ταυτοχρόνως οι Δήμοι παρουσιάζουν δραστηριότητα σε ότι αφορά την ανακύκλωση και παίρνουν επιδοτήσεις από ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ ενισχύονται με εξοπλισμό (μπλε κάδοι, απορριμματοφόρα κλπ.). Στο δε ποσοστό στο οποίο όντως γίνεται ανακύκλωση, οι εταιρείες της ΕΕΑΑ κερδίζουν από την πώληση των διαχωρισμένων ανακυκλώσιμων υλικών στις αντίστοιχες βιομηχανίες. Όπως προκύπτει, η διαδικασία της ανακύκλωσης αυτή καθαυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά κερδοφόρα για τους θεσμικούς εμπλεκόμενούς της, ενώ στόχος
ύλης από τα ανακυκλώσιμα, αλλά
απομάκρυνση
δεν είναι τόσο η παραγωγή
σκουπιδιών
Αθήνα 59 Η
με
πολλαπλών
παρά
τους
πρώτης
η
των
από τα αστικά κέντρα. Παράλληλα, συντηρεί μια φαινομενική προσπάθεια εκπλήρωσης των ευρωπαϊκών στόχων. Εικόνα 40 (δεξ.) Καταυλισμοί στον Ασπρόπυργο πηγή:lifo.gr Εικόνα 39 (αρ.) Πυρκαγιά στο ΚΔΑΥ του Ασπρόπυργου πηγή: https://www.iefime rida.gr/
Άτυπη διαδικασία ανακύκλωσης
Στο σημείο αυτό μπορεί πλέον να μελετηθεί το άτυπα νομιμοποιημένο δίκτυο ανακύκλωσης που οδηγεί επίσης στις βιομηχανίες. “Ο άτυπος τομέας των στερεών αποβλήτων αναφέρεται σε άτομα ή επιχειρήσεις, οι οποίες ασχολούνται με τις δραστηριότητες ανακύκλωσης και διαχείρισης
αποβλήτων, δεν επιδοτούνται, δεν επιχορηγούνται, δεν αναγνωρίζονται ή δεν επιτρέπονται από τις αρχές διαχείρισης στερεών αποβλήτων. Λειτουργούν κατά παράβαση ή σε ανταγωνισμό με τις
αρχές” (Wilson et al. 2012).
Χιλιάδες παράνομοι συλλέκτες ανακυκλώσιμων δραστηριοποιούνται στην Αθήνα και στα
περί αυτής προάστια, εκ των οποίων επίσημα καταγεγραμμένοι είναι οι 3.000. Πολλά ανακυκλώσιμα υλικά «ταξιδεύουν» από άγνωστους δρόμους προς τρίτες χώρες και βιομηχανίες. Οι λεγόμενοι “γυρολόγοι”, άνθρωποι που είναι κυρίως μετανάστες και αποτελούν τον τελευταίο «τροχό» μίας μηχανής ροής της πρώτης ύλης που τους επιτρέπει να επιβιώνουν. Παραμένουν αθέατοι από τον αστικό πληθυσμό, γυρνώντας την πόλη κυρίως τις ώρες που σταματά η εμπορική δραστηριότητα και συλλέγοντας τα υλικά τους από τα σκουπίδια και απομακρύνοντάς τα από την αστική ζωή. Αποτελούν ανθρώπους του περιθωρίου, και παραμένουν ανένταχτοι στα προδιαγεγραμμένα εργασιακά και κοινωνικά πρότυπα. Όντας εκτός τόπου, θέτουν τη βάση του κοινωνικού κατακερματισμού της εργασίας, τροφοδοτώντας διαρκώς τις κυρίαρχες ιδεολογίες υποτίμησης των ατόμων που στελεχώνουν την άτυπη ανακύκλωση. Η ανάλυση του φαινομένου στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα. Ακριβώς λόγω της άτυπης φύσης της εργασίας των άτυπων ανακυκλωτών οι απασχολούμενοι, οι διαδρομές τους στον αστικό χώρο, καθώς και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι του δικτύου της άτυπης ανακύκλωσης παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητοι. Οι πηγές είναι εξαιρετικά περιορισμένες και η επί τόπου παρατήρηση αποτελεί ίσως το βασικότερο εργαλείο, βάσει του οποίου σκιαγραφείται η διαδικασία. Η ανάλυση που ακολουθεί οργανώνεται σε δύο
Διάγραμμα 7 Το δίκτυο της άτυπης ανακύκλωσης.
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
60
βασικά επίπεδα. Αρχικά, επιδιώκεται η προσέγγιση του δικτύου
βάσει του τρόπου εργασίας, των εμπλεκόμενων στην ροή και
των σταδίων, που η άτυπη ανακύκλωση περιλαμβάνει. Έπειτα, γίνεται μια εμβάθυνση στις μεταβολές που παρατηρούνται
διαχρονικά στο φαινόμενο, με βασικό άξονα το είδος και
τις τιμές των υλικών, που οι άτυποι ανακυκλωτές κάθε φορά
επιδιώκουν. Σε ότι αφορά το δίκτυο, μπορούμε να διακρίνουμε
τρεις βασικές ροές, οι οποίες διαφοροποιούνται βάσει του
τόπου και του τρόπου συλλογής των ανακυκλώσιμων υλικών.
Η πρώτη και βασικότερη ροή ξεκινά από τον δημόσιο χώρο.
Αφορά στους γνωστούς ανακυκλωτές που καθημερινά από τις
πολύ πρωινές ώρες “χτενίζουν” την πόλη με στόχο τη συλλογή
ανακυκλώσιμων στερεών αποβλήτων οικιακού κυρίως τύπου.
Γενικά οι ανακυκλωτές φροντίζουν να δραστηριοποιούνται
σε σύνδεση με τα ωράρια των καταστημάτων. Η διαδικασία της συλλογής σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζεται τελείως αποκεντρωμένη, ενώ οι συλλέκτες, κυρίως άντρες2 μεταξύ 18-45 ετών (Φωτοπούλου 2017) προέρχονται από πολλές διαφορετικές κοινωνικές ομάδες μεταξύ των οποίων κυριαρχούν οι Ρομά, ακολουθούν οι μετανάστες από την Ινδία, το Πακιστάν, τη Ρουμανία, το Μπαγκλαντές, τη Βουλγαρία και την Αλβανία, ενώ παράλληλα υπάρχει και μικρό ποσοστό Ελλήνων που δραστηριοποιούνται στον τομέα (Φωτοπούλου 2017). Οι άτυποι ανακυκλωτές κυκλοφορούν στην πόλη και μαζεύουν το υλικό τους από πολλές πιθανές πηγές μεταξύ των οποίων είναι οι κάδοι απορριμμάτων, οι κάδοι ανακύκλωσης, τοπικές επιχειρήσεις με τις οποίες έχουν έρθει σε συνεννόηση (καταστήματα, μικρές βιοτεχνίες, ξενοδοχεία), κατοικίες, ή άλλα σημεία συσσώρευσης αστικών αποβλήτων όπως εγκαταλελειμμένες βιοτεχνίες και δημοτικοί κάδοι. Σε αυτή
την κατηγορία ανιχνεύονται συχνά και ανακυκλωτές που
συλλέγουν υλικά
Αθήνα
61
από χώρους, στους οποίους η πρόσβασή τους δεν έχει προσυμφωνηθεί. Πηδώντας μάντρες, ανοίγοντας δημοτικούς χώρους απόθεσης ανακυκλώσιμων υλικών και εισβάλλοντας κρυφά σε κλειστούς βιομηχανικούς χώρους, αναζητούν τα υλικά τους. Μια προσέγγιση των συγκεντρώσεων 2. Βάσει έρευνας το 2017 οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 13% των άτυπων συλλεκτών. (Φωτοπούλου 2017) Εικόνα 41 Μάντρα στην οδό Ορφέως. πηγή: https://www.lifo.gr/
τους στον αστικό ιστό γίνεται σε επόμενο κεφάλαιο (βλ. γεωγραφίες). Βασικός στόχος τους είναι η συγκέντρωση πολύτιμων υλικών, δηλαδή πλαστικών και γυάλινων μπουκαλιών, κουτιών αλουμινίου, χάρτινων συσκευασιών, οικιακών συσκευών και μετάλλων. Όπως προκύπτει από έρευνα του 2017(Φωτοπούλου 2017),οι άτυποι ανακυκλωτές γυρίζουν την πόλη διανύοντας κατά μέσο όρο 15-20 χλμ. την ημέρα, είτε πεζοί κουβαλώντας, χρησιμοποιώντας καρότσια σούπερ
μάρκετ, καροτσάκια μωρών, τα οποία φορτώνουν με σακούλες και κουτιά γεμάτα υλικά, είτε με μικρά (συχνά αυτοσχέδια) δίκυκλα ή τρίκυκλα οχήματα, είτε με μεγαλύτερα οχήματα αγροτικά ή τρέιλερ, στα οποία φορτώνουν μουσαμάδες γεμάτους υλικά. “Κάθε παλιατζής, είτε μέρα, είτε νύχτα, βγαίνει για δουλειά με ένα όνειρο. Δεν πάει στα σκουπίδια για να βρει ένα ψυγείο, ένα πλυντήριο, μία κουζίνα. έχει στο βάθος του μυαλού του κάτι πιο σπουδαίο. Να βρει χρυσαφικά, λεφτά, ένα θησαυρό.” (Από συνέντευξη συλλέκτη στο ντοκιμαντέρ “Πρώτη Ύλη”.)
Από τη στιγμή που ο εκάστοτε ανακυκλωτής ολοκληρώσει τη συλλογή από τον δρόμο, η πορεία του διαφοροποιείται, με άξονα την καταγωγή του και το υλικό το οποίο μαζεύει. Έτσι, στην περίπτωση που ο ανακυκλωτής συλλέγει πλαστικές συσκευασίες, γυάλινα μπουκάλια και κουτάκια αλουμινίου ο επόμενος πιθανότερος σταθμός είναι τα κέντρα ανταποδοτικής ανακύκλωσης, τα οποία τον “πληρώνουν” καλύτερα από άλλα σημεία απόθεσης του υλικού του. Το σύστημα της ανταποδοτικής ανακύκλωσης στη συνέχεια προωθεί το συμπιεσμένο υλικό είτε σε κάποιο Κ.Δ.ΑΥ. , είτε σε κάποιον χονδρέμπορο ανακυκλώσιμων υλικών. Σε άλλη περίπτωση, όταν το υλικό που συλλέγεται δεν είναι ακόμα καθαρό, έπεται η μεταφορά και αποθήκευσή του σε κάποιο μαχαλά. Πρόκειται για αθέατες παραγκουπόλεις στις οποίες οι εργαζόμενοι/ες ζουν και δραστηριοποιούνται μέσα στα σκουπίδια της πόλης. “‘Ο,τι καβατζώνω, το καβατζώνω στην αυλή. Μετά το διαχωρίζω και το έχω στην αποθήκη. Και ξέρω ότι έχω τόσα κιλά αυτό, τόσα κιλά εκείνο.”(Από συνέντευξη συλλέκτη στο ντοκιμαντέρ “Πρώτη Ύλη”.) Η περίπτωση αυτή αφορά κυρίως τους Ρομά, που συλλέγουν ηλεκτρικές συσκευές, καλώδια, μπαταρίες αυτοκινήτων ή οτιδήποτε άλλο περιέχει πολύτιμα μέταλλα, γνωστά και ως σκραπ. Εντός του οικισμού γίνεται μία διαδικασία διαλογής. Τα καλώδια καίγονται για να αποκαλυφθεί ο
μάντρες είναι πιθανό να καταλήξουν και ανακυκλωτές οι οποίοι ασχολούνται
άλλα υλικά που μαζεύτηκαν από
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
62
καθαρός χαλκός που περιέχουν, οι συσκευές αποσυναρμολογούνται για να συλλεχθεί το αλουμίνιο, ο μόλυβδος αποσπάται από τις μπαταρίες κ.ο.κ. Αφού προκύψει μέσα από αυτή τη διαδικασία καθαρή πρώτη ύλη, ζυγίζεται και αποθηκεύεται με στόχο την κατά το δυνατότερο εξασφάλιση μιας δίκαιης συναλλαγής και από τις δύο πλευρές σε επόμενο στάδιο. Αυτό προκύπτει από το σύνηθες φαινόμενο κλοπής ακόμη και του μισόκιλου κατά το ζύγισμα των υλικών στις μάντρες. Έπειτα, το υλικό ξαναφορτώνεται στα οχήματα και κατευθύνεται προς κάποια μάντρα ανακυκλώσιμων υλικών ή σκράπ. Σε παρόμοιες
με
τον δρόμο, όπως το καθαρό χαρτί ή χαρτόνι και το μέταλλο. Στις μάντρες το υλικό ζυγίζεται, κοστολογείται και πωλείται στους «μαντράδες», που αγοράζουν σε πολύ χαμηλές τιμές τα 5-10 κιλά υλικών που συλλέγει κατά μέσο όρο καθημερινά
ένας «γυρολόγος». Το κέρδος ενός άτυπου ανακυκλωτή είναι κατά
μέσο όρο 10,80 ευρώ την ημέρα (Φωτοπούλου 2017). Οι μαντράδες
αναλαμβάνουν κατόπιν να μεταπωλήσουν το υλικό, προσθέτοντας
του αξία, σε ιδιοκτήτες μαντών μεγαλύτερης κλίμακας. Οι μάντρες, σύμφωνα με τις συνεντεύξεις που πήραμε, έχουν κατά κανόνα άδεια
λειτουργίας, χωρίς να αποκλείεται και η περίπτωση της λειτουργίας
μιας άτυπης μάντρας, η οποία τις περισσότερες φορές λειτουργείται από Ρομά κοντά στους αντίστοιχους καταυλισμούς. Οι μαντράδες, όντας σε σύνδεση με τις τοπικές βιομηχανίες, παλαιότερα τη Χαλυβουργία, καλούνται κάθε φορά να παραδώσουν ένα συγκεκριμένο όγκο υλικού, το βάρος της συλλογής του οποίου επωμίζονται οι συλλέκτες. “[...] Σύλλεγαν (οι συλλέκτες) μία συγκεκριμένη ποσότητα σε βάρος και η προσβασιμότητά τους περιοριζόταν σε μικρότερες μάντρες. Υπήρχε, ας πούμε, ένας μεταπρατικός καπιταλισμός από το μικρό στο μεγάλο. Δηλαδή η μικρή μάντρα πουλούσε στη μεγαλύτερη. Η πιο μεγάλη έφτανε στις τεράστιες αποθήκες.[...]” (Χ.Καρακέπελης.)
“Ο καπιταλισμός προέρχεται από την αγορά προς μεταπώληση. Αυτός είναι ο μαντράς. Οι περισσότεροι εξ΄αυτών προέρχονται από εμάς, που ταξικά άλλαξαν επίπεδο. Με ένα μικρό κεφάλαιο και βασικά να έχεις την στήριξη από έναν μεγαλύτερο μαντρά. Οταν δείξεις σημάδια αξιοπιστίας ο άλλος θα (μου) δώσει λεφτά και μηχανήματα ακόμα...” (Από συνέντευξη συλλέκτη στο ντοκιμαντέρ “Πρώτη Ύλη”) Από τη μάντρα, το υλικό μπορεί να ακολουθήσει δύο διαφορετικές πορείες. Στην περίπτωση του μετάλλου είναι πιθανή η πώληση του σε κάποιο χυτήριο-“σιδεράδικο” από όπου μεταπωλείται σε κάποιον χονδρέμπορο μετάλλου. Σε άλλη περίπτωση, τόσο άλλα ανακυκλώσιμα υλικά, όσο και κομμάτια σκραπ προωθούνται απευθείας στην εμπορική αλυσίδα, χωρίς την παρεμβολή του χυτηρίου. Με αυτή την τελική μεταπώληση ολοκληρώνεται το βασικό πρώτο στάδιο της πρώτης ροής που μπορεί να ακολουθήσει
Αθήνα
63
ένα σκουπίδι μέσα από την άτυπη ανακύκλωση. Η δεύτερη ροή διαφοροποιείται, όπως αναφέρθηκε από το σημείο συλλογής. Σε αυτή την περίπτωση ο ανακυκλωτής δεν γυρίζει την πόλη για τη συλλογή του υλικού. Αντίθετα, τόπος δραστηριοποίησης αποτελεί η χωματερή. Εκεί, σύμφωνα με τη συνέντευξη, συνήθως Ρομά αλβανικής καταγωγής εισέρχονται παράνομα στον χώρο απόθεσης απορριμμάτων με στόχο να συλλέξουν τα ίδια οικιακά απορρίμματα, σκάβοντας μέσα σε σωρούς οικιακών αστικών απορριμμάτων. Από εκεί, οι πιθανές πορείες του υλικού ταυτίζονται με αυτές που ήδη περιγράφηκαν. Φυσικά, η τοποθέτηση των χωματερών μακριά από τα αστικά κέντρα συνδέεται με την αδυναμία ή δυσκολία μεταφοράς του Διάγραμμα 8 Πηγή: Φωτοπούλου (2017)
υλικού σε περίπτερα ανταποδοτικής ανακύκλωσης. Έτσι, τα υλικά μαζεύονται συνήθως σε κάποιο κοντινό μαχαλά ή πωλούνται κατευθείαν σε κάποια κοντινή μάντρα. Τελευταία και τρίτη ροή είναι αυτή που ξεκινάει από τις βιομηχανίες. Η εισαγωγή των βιομηχανικών καθαρών (όχι τοξικών ή υγρών) αποβλήτων στις ροές της άτυπης ανακύκλωσης συνιστά μια διαδικασία κερδοφόρα και για τις δύο πλευρές της συναλλαγής. Αφενός, οι βιομηχανίες απομακρύνουν το ανεπιθύμητο υλικό, αποφεύγοντας παράλληλα τα επίσημα συστήματα διαχείρισης μετάλλων, τα οποία αποδεικνύονται συγκριτικά κοστοβόρα. Αφετέρου, οι άτυποι ανακυκλωτές αποκτούν άμεση πρόσβαση σε μεγάλες ποσότητες καθαρού μετάλλου, παραλείποντας τη χρονοβόρα και επίπονη διαδικασία αναζήτησης και συλλογής που συνδέονται με τις δύο προηγούμενες ροές. Η τρίτη αυτή ροή, καταλήγει επίσης
μάντρες
μεταπωλήσεων,
παράλληλη με τη σταδιακή απενοχοποίηση της κλοπής από μέρους των υψηλότερων κάθε
ιεραρχικά ομάδων. Αυτή η απενοχοποίηση έγκειται στο γεγονός ότι, όσο αυξάνεται ο όγκος υλικών που διαχειρίζεται μια μάντρα, τόσο μικρότερη η ανθρώπινη επαφή σε βάρος της παρουσίας βαρέων μηχανημάτων.
“Οι μάντρες στις οποίες οι γυρολόγοι είχαν άμεση πρόσβαση ήταν αυτές που είχαν και μια ανθρώπινη παρουσία πάρα πολύ έντονη, άνθρωποι και παλιοσίδερα μαζί. Στην αμέσως επόμενη ιεραρχικά μάντρα κυριαρχούσαν οι μηχανές και οι χειριστές τους. Στη τρίτη μάντρα υπήρχαν οι μεγάλες μηχανές, με ελάχιστο τον ανθρώπινο παράγοντα. Και τέλος στη χαλυβουργία, κυριαρχούσαν μόνο οι μηχανές. Έτσι επιτυγχανόταν κι ένα είδος απενοχοποίησης της κλοπής. Στην πρώτη μάντρα έβλεπες λίγο το μαντρά μέχρι που στο τέλος τα οικειοποιούνταν όλα η μηχανή, που δεν είχε σχέση με τον άνθρωπο, έτρωγε μόνο σίδερα.» Όπως διαφαίνεται και στο σχήμα, στο σύνολό τους και οι τρεις ροές που περιγράφηκαν, από τη στιγμή που καταλήγουν σε μεσάζοντες εμπόρους υλικών, συμπίπτουν. Έτσι, καταλήγουν σε μεγάλες επιχειρήσεις χονδρεμπορίου και από εκεί μεταπωλούνται στη βιομηχανία, εγχώρια ή διεθνή, ως πρώτη ύλη. Το γεγονός ότι όλα τα υλικά τα οποία ανακυκλώνονται από άτυπους ανακυκλωτές, αλλα και όπως αναφέρθηκε και από τα επίσημα συστήματα διαχείρισης καταλήγουν σε εμπλεκόμενους διεθνούς κλίμακας είναι μεγάλης σημασίας. Δηλώνει την εξάρτηση της διαδικασίας ανακύκλωσης από το παγκόσμιο εμπόριο και
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
64
σε μαχαλάδες ή απευθείας σε
και ακολουθεί στη συνέχεια τη διαδρομή που ήδη αναφέρθηκε.Η ανοδική αυτή διαδικασία συνεχών
που αποτυπώνεται και στο διάγραμμα (5), είναι παράλληλη της αύξησης της καθαρότητας και άρα της αξίας των υλικών, ως προϋπόθεση της ένταξής τους στην αξιακή αλυσίδα παραγωγής. Είναι επίσης
φορά
παραγωγή, και την κατ’ επέκταση άμεση σχέση ακόμα και των άτυπων εργαζομένων με αυτά σε όλα τα στάδια που περιλαμβάνει η εργασία τους. Είτε τυπικά είτε άτυπα συλλεγμένα τα ανακυκλώσιμα προϊόντα γίνονται στο τέλος της ροής αδιαχώριστα και εκμεταλλεύσιμα από τους ίδιους παράγοντες. “Κανείς δε μπορεί να φανταστεί ότι ο Τσιγγάνος που περνάει κάτω απ’ την πόρτα του συνδέεται αλυσιδωτά με έναν κόσμο που μπορεί να φτάνει μέχρι την Κίνα, σε ένα σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον.”(Χρήστος Καρακέπελης, 2012) Το δεύτερο επίπεδο ανάλυσης του φαινομένου οργανώνεται γύρω από το είδος και τις τιμές των υλικών. Όπως προκύπτει η διαδικασία της άτυπης ανακύκλωσης εμπλέκεται και εξαρτάται από πολύ μεγαλύτερες οικονομικές δυνάμεις. Αυτές είναι που επηρεάζουν την διαδικασία
Αθήνα 65 Εικόνα 42 πηγή: athensvoice.gr Εικόνα 43 πηγή: https://www.lifo.gr/ Εικόνα 44 πηγή: https://www.lifo.gr/
συλλογής, υποδεικνύωντας έμμεσα στους άτυπους συλλέκτες ποιό είναι το καλύτερο υλικό, δηλαδή το πιο προσοδοφόρο, για συλλογή κάθε στιγμή. Παράλληλα οι αυξομειώσεις των τιμών καθώς και η ποσότητα των διαθεσίμων απορριμμάτων στον αστικό χώρο, καθορίζουν το πόσοι άτυποι εργαζόμενοι έχουν κίνητρο να απασχοληθούν ως ανακυκλωτές. Παρακάτω γίνεται μία παραδειγματική προσέγγιση των οικονομικών παραγόντων που επηρεάζουν το φαινόμενο και έχουν αφενός να κάνουν με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας -και την επιρροή της στην κατανάλωση-, όσο και με τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης του εκάστοτε υλικού στη διεθνή και
εγχώρια αγορά. Αρχικά, τα μικρότερα ποσοστά κατανάλωσης και άρα ζήτησης σε περιόδους οικονομικής ύφεσης ταυτίζονται με τα μικρότερα ποσοστά παραγωγής προϊόντων και κατ’ επέκταση παραγωγής απορριμμάτων(πίνακας 1)τ. Αυτό το μοτίβο εντοπίστηκε και κατά την πρόσφατη περίοδο κρίσης της Ελλάδας. Σύμφωνα με κλαδική μελέτη της IBHS(INFOBANK HELLASTAT A.E) (csrnews.gr 10.11.2015), ο παραγόμενος όγκος αποβλήτων συσκευασιών κατά τη διάρκεια της περιόδου 20082014 εμφάνισε πτώση 29%, από 1,05 εκατ. τόνους σε περίπου 750.000 τόνους. Οι απασχολούμενοι του κλάδου θίχτηκαν άμεσα από τη συρρίκνωση της κατανάλωσης και τη μείωση της ζήτησης ανακυκλώσιμων υλών από την παραγωγή. Αν τα απορρίμματα μειώνονται καθολικά το διαθέσιμο υλικό προς συλλογή για τους άτυπους ανακυκλωτες μειώνεται αναλογικά. “Ο κόσμος έχει πάψει να καταναλώνει και άρα να αποβάλλει με την πρότερη ευκολία. Αυτό που χρειαζόταν η χαλυβουργία και το έβρισκε από εκατό ανθρώπους που μάζευαν ψυγεία και κουζίνες, συνεχίζει να το έχει αλλά από χίλιους ανθρώπους πια που μαζεύουν ένα σύρμα μπουγάδας ή ένα πόμολο ή ακόμα και ένα καρφί. Η συλλογή ογκωδών μεταλλικών αντικειμένων έχει πεθάνει, γιατί τέτοια αντικείμενα σπάνια πετιούνται πλέον. Μπροστά σε αυτό το δεδομένο, αυτή η αγορά αναδιπλώθηκε ακαριαία.” (Χρήστος Καρακέπελης 2020) Ταυτόχρονα, οι παραπάνω συνθήκες οδήγησαν στην εμφάνιση μιας νέας φιγούρας εργαζομένων για τα δεδομένα των άτυπων εργαζόμενων. Πρόκειται για αυτούς και αυτές που ωθούνται στην αναζήτηση επιπλέον εργασίας, πέραν της τρέχουσας και νόμιμης, φέρνοντας στο προσκήνιο της μαύρης εργασίας άτομα που δεν είχαν βιώσει ποτέ ως τότε αυτή την πραγματικότητα. Η συνθήκη αυτή στον επιστημονικό λόγο ερμηνεύεται ως αυτορρύθμιση της αγοράς εργασίας ή κάποιου είδους άτυπο κοινωνικό κράτος. Όπως και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η μικρομεσαία δομή απέκτησε στη διάθεση της ένα διευρυμένο σύνολο της πολυεθνικής εργατικής τάξης, μεταναστών και αυτή τη φορά και μερικών ντόπιων που στράφηκαν στο παράνομο εμπόριο
σαν οικονομική διέξοδο. Όπως προκύπτει,
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
66
υλικών
το αυξανόμενο εργατικό δυναμικό και η παράλληλη μειωμένη ποσότητα υλικού προς ανάκτηση εγείραν τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό του κλάδου. Πίνακας 5 Η χρονική εξέλιξη της παραγωγής οικιακών απορριμάτων (σε τόνους) ανα νοικοκυρίο στην Ελλάδα για την περίοδο 200420012. (στοιχεία της Eurostat)
“Όταν υπήρχε πληθώρα αντικειμένων οι συλλέκτες δεν έμπαιναν στον κόπο να σκαλίσουν έναν κάδο ως τον πάτο ή να ανοίξουν τις σακούλες των σκουπιδιών. Οι νέοι συλλέκτες το κάνουν. Φυσικά όλη αυτή η πληθώρα ανθρώπων όχι μόνο μετατοπίζει τον τρόπο δουλειάς, αλλά και τις τιμές. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που παραδίδουν μικροποσότητες αντί κάποιων λιγότερων που παρέδιδαν μπόλικα κιλά σπάνε τις ελάχιστες έστω κατακτήσεις που σε προσωπικό επίπεδο μπορεί να κατάφερνε κάποιος μέσα από την τακτική τροφοδοσία μιας μάντρας.» (Χρήστος Καρακέπελης 2012) Ένας ακόμη παράγοντας που διαμορφώνει το είδος και τις ποσότητες με τις οποίες ασχολείται ο άτυπος φορέας ανακύκλωσης είναι οι χρηματιστηριακές τιμές των υλικών. Οι χρηματιστηριακές διακυμάνσεις πηγάζουν από τις αλλαγές στην προσφορά και τη ζήτηση και καθορίζουν εν μέρει τα
ποσοστά ζήτησης και διεκδίκησης των εκάστοτε υλικών από τους άτυπους ανακυκλωτές. Βασικός στόχος σε κάθε αναζήτηση των συλλεκτών, όπως προκύπτει, είναι υλικά που θα αποφέρουν κέρδος ακόμα και σε μικρή ποσότητα. Σε μια τιμολογιακή ιεράρχηση των υλικών, το αλουμίνιο κατέχει
την πρώτη θέση, ακολουθούν τα σίδερα και μέταλλα, το πλαστικό,το χαρτόνι και τέλος το χαρτί. Η ιεράρχηση αυτή διατηρείται ίδια, είναι όμως οι διακυμάνσεις στις εκάστοτε τιμές που επηρεάζουν τη δραστηριοποίηση και μετατοπίζουν το ενδιαφέρον των άτυπων ανακυκλωτών. “Οι σκραπατζήδες έμπαιναν κάθε μισή ώρα στο χρηματιστήριο και έβλεπαν τις τιμές. Είχαν οθόνες αποκλειστικά για αυτή τη δουλειά. Οι αλλαγές στις τιμές επηρέαζαν το πόσο διεκδικούσαν το εκάστοτε υλικό από το δρόμο.” (Χρήστος Καρακέπελης 2020) H κατακόρυφη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, που αποτέλεσε σημείο κατατεθέν της παγκόσμιας οικονομικής άνθησης της περιόδου 2003 ως και τα μέσα του 2008, συνδέεται με την αυξημένη δραστηριότητα άτυπης συλλογής την ίδια περίοδο. Σύντομα όμως, με το ξέσπασμα της κρίσης οι τιμές των πρώτων υλών κατέρρευσαν σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό υπήρξε αρκετός λόγος για την απομάκρυνση μέρους των απασχολούμενων από τον κλάδο, οι οποίοι πρότερα είχαν υψηλότερες απολαβές από τη δραστηριότητα και τον προσανατολισμό τους σε άλλους τομείς του άτυπου φορέα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η άτυπη ανακύκλωση εξαλείφθηκε σαν τομέας δραστηριοποίησης των άτυπων εργατών. Αντίθετα, άλλοι άτυποι ανακυκλωτές συνέχισαν τη δραστηριότητα συλλέγοντας πλέον μικρότερες ποσότητες, φθηνοτερων υλικών. Βάσει του ίδιου μηχανισμού μπορούμε να υποθέσουμε ότι και η ανάκαμψη των τιμών των πρώτων υλών στα τέλη του 2010 είχε και αυτή κάποια επιρροή στα ποσοστά των απασχολούμενων και τον τύπο υλικών προς συλλογή. Το παράδειγμα που θεωρείται πιο ενδεικτικό της επιρροής των μεγάλων οικονομικών παραγόντων, εγχώριων
διεθνών, είναι
διαχρονικά
ακριβό υλικό
Αθήνα
κέντρο
67
και
το σκραπ, το οποίο ως το
πιο
τοποθετείται στο
του ενδιαφέροντος της άτυπης ανακύκλωσης. Μέχρι το 2008, ο άτυπος τομέας ανακύκλωσης στη χώρα αρθρωνόταν γύρω από τη συλλογή χάλυβα σε σύνδεση με την αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα και το real estate. Από τα τρία εκατομμύρια τόνους χάλυβα που παράγονταν κάθε χρόνο στην Ελλάδα, πάνω από τη μισή ποσότητα μαζευόταν από τους δρόμους των πόλεων και κυρίως της Αθήνας (Χρήστος Καρακέπελης 2020)
Ένα μεγάλο μέρος του σκραπ που τροφοδοτούσε την ελληνική βιομηχανία ερχόταν από τη διάλυση μεγάλων βιομηχανιών, κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Όλη αυτή η βαριά βιομηχανία που έχει καταστραφεί προσέφερε ένα τεράστιο τονάζ μετάλλου, το οποίο διαχειριζόταν ο άτυπος φορέας κι άρχισε να προωθεί σε όλες τις μεγάλες βιομηχανίες σιδήρου της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο ποσοστό υλικού, ωστόσο, το συνέλεγαν οι γυρολόγοι και οι παρίες από τα σκουπίδια, τις αποψιλώσεις βιοτεχνιών, τον πεταμένο οικιακό εξοπλισμό, τα παλιά αυτοκίνητα. Μέχρι το 2011 οι ρακοσυλλέκτες και οι μικροέμποροι υπολογίζονταν γύρω στους 80- 100.000 εντός της Αθήνας, από τα χέρια των οποίων περνούσαν όλα τα άχρηστα μέταλλα του αστικού τοπίου. “Η Αθήνα είναι
κοινωνικά
βιομηχανία υποδεικνύει πως η σχέση εξάρτησής του από την παραγωγή και το εμπόριο μπορεί να λειτουργεί και αντίστροφα. Αφού μεγάλες ποσότητες υλικών εισάγονται στη ροή από τον άτυπο φορέα, αποδεικνύεται πως οι συνθήκες προσφοράς εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό και από αυτόν. Το κλείσιμο της Χαλυβουργίας Ελλάδος στον Ασπρόπυργο από τα τέλη του 2018, λόγω της μείωσης της ζήτησης και της αδυναμίας εξαγωγών εξαιτίας του υψηλού ενεργειακού κόστους, καθώς και νέες οικονομικές συνθήκες στη χώρα διαμόρφωσαν ένα πολύ διαφορετικό τοπίο την τελευταία δεκαετία. Το μέταλλο βγήκε σταδιακά από το πεδίο ενδιαφέροντος και στη θέση του κυριαρχεί το χαρτί και το πλαστικό, υλικά πιο ελαφριά και λιγότερο κερδοφόρα. Παράλληλα μέρος των πρώην σκραπατζήδων έχει απορροφηθεί από άλλους κλάδους του άτυπου φορέα ή έχει απελαθεί και αντικατασταθεί από άτομα διαφορετικής επαγγελματικής προέλευσης που έσπευσαν εκ νέου στο παράνομο εμπόριο ανακυκλώσιμων υλικών ως μέσο επιβίωσης. Η απάντηση στις παραπάνω μεταβολές δεν είναι όμως αποκλειστικά εγχώρια. Ένα άλλο πρόσφατο παράδειγμα της επιρροής των μεγάλων οικονομικών παραγόντων στο τομέα της άτυπης ανακύκλωσης στην Ελλάδα εντοπίζεται στην Κίνα. Τα προβλήματα που συνδέονται με τη μείωση της αξίας των ανακυκλώσιμων υλικών ξεκίνησαν για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2017, όταν η Κίνα, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως ανακυκλώσιμων υλικών, ανακοίνωσε ότι σταματά
εισάγει ανακυκλωμένο πλαστικό και στη συνέχεια έθεσε πολύ αυστηρούς περιορισμούς
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
68
μια μικρή πόλη, και, αν σταματήσουν για μια εβδομάδα να μαζεύουν τα μέταλλα, θα καταρρεύσει η εθνική οικονομία. Αν ήταν
οργανωμένοι, δηλαδή, και μπορούσαν να σταματήσουν τη δουλειά για ένα μήνα, θα παρέλυε η βιομηχανία και θα δημιουργούνταν χρηματιστηριακή κρίση σε όλο το real estate γιατί θα ανέβαινε κατακόρυφα η τιμή της μπετόβεργας. Θα υπήρχε δραστική αλλαγή στο τοπίο|”. (Χρήστος Καρακέπελης 2012) Η δυνατότητα του άτυπου φορέα να τροφοδοτεί τη
να
περί καθαρότητας και για το χαρτί/χαρτόνι.3 Στο πλαίσιο αυτό διακόπηκαν οι εισαγωγές από την Ελλάδα που αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις. Με δεδομένη την πολύ περιορισμένη απορρόφηση ανακυκλώσιμων υλικών από την ελληνική βιομηχανία, το πρόβλημα άρχισε σταδιακά να παίρνει διαστάσεις. Σύντομα, τα ΚΔΑΥ, άρχισαν να έχουν πρόβλημα, καθώς αδυνατούσαν να πουλήσουν τα υλικά σε αξιοπρεπείς τιμές, ενώ την ίδια στιγμή οι ποσότητες των ανακυκλώσιμων συσσωρεύονταν. Η μείωση της αξίας των υλικών δικαιολογεί εν μέρει τη μείωση της αφαίρεσης υλικών από τους μπλε κάδους, σε αντίθεση με τα αυξημένα ποσοστά απασχόλησης στο φορέα στις αρχές της κρίσης για λόγους που ήδη αναλύθηκαν. 3. Μία αναλυτικότερη περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η κίνηση της Κίνας επηρεάσε το διεθνές εμπόριο επιχειρείται παρακάτω.
“Για παράδειγμα, στα μέταλλα η τιμή έπεσε από 130 ευρώ/τόνο το 2017 στα 80 ευρώ/τόνο σήμερα. Το PET (σ.σ. υλικό από το οποίο κατασκευάζονται τα μπουκάλια νερού) έπεσε από 400 ευρώ/ τόνο στις αρχές του 2019 στα 280 ευρώ/τόνο, δημιουργώντας πρόβλημα βιωσιμότητας στα κέντρα διαλογής.” εξηγεί ο Θανάσης Κατρής, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας WATT (Καθημερινή 01.01.2020). Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν μία σχέση αρμονικής συμβίωσης των θεσμικών οργάνων και των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών με την άτυπη ανακύκλωση. Πρόκειται για μια άτυπη ομερτά μεταξύ του κράτους, των επιχειρηματιών και της βιομηχανίας, μια αχαρτογράφητη διαδικασία συναλλαγών που εξαρτάται άμεσα από τις συνθήκες ζήτησης και προσφοράς. Οι άτυπες αυτές δραστηριότητες, σαφώς εντοπισμένες κοινωνικά και χωρικά, όπως θα αναλυθεί αργότερα, δομούνται στη βάση απόσπασης της υπεραξίας για λογαριασμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση των αντίστοιχων κρατικών μηχανισμών που τις περιφρουρούν. “Οι παραγκουπόλεις και όλη αυτή η στρατιά των ανθρώπων που αποτελούν το λούμπεν (sic) προλεταριάτο και ασχολούνται με την περισυλλογή μετάλλων υπάρχουν επειδή συμφέρουν το σύστημα. Με πολύ μικρό κόστος μεταφορικού μέσου -που είναι ένα τρίκυκλο, έτσι κι αλλιώς μεταχειρισμένο, αυτοσχέδιο σχεδόν- βγαίνουν στους δρόμους. Αυτό δεν υπάρχει σε καμία οικονομική διεργασία, δεν κόβονται τιμολόγια, δεν υπάρχουν αποδείξεις, κινείται ζεστό, μαύρο χρήμα το οποίο όμως δεν κινείται μόνο στα κατώτερα στρώματα, το ίδιο γίνεται και στη συνέχεια, στη μεταπρατική διαδικασία, όπου στη υπάρχει ένας τζίρος εκατομμυρίων που φτάνει μέχρι τη χαλυβουργία. Μιλάμε για τεράστιο μέγεθος και τεράστιο άνοιγμα της ψαλίδας από την ώρα που θα βγει ο συλλέκτης στο δρόμο, στις άθλιες συνθήκες για να μαζέψει μέταλλο, μέχρι το χάλυβα που παράγεται στο χυτήριο και αυτή τη στιγμή οικοδομεί μεγάλες πόλεις σε διάφορα μέρη του κόσμου.” (Χρήστος Καρακέπελης 2012)
Διάγραμμα 9 Δίκτυο διαπλοκής επίσημης και ανεπίσημης ανακύκλωσης. Με μαύρο σημειώνονται οι επίσιμοι φορείς και ροές διαχείρησης αποβλήτων και με πορτοκαλί οι ανεπίσημοι.
Αθήνα
69
Γεωγραφία της ακαθαρσίας70
Αθήνα 71 Εικόνες 45-60 πηγή: ντοκιμαντέρ Πρώτη Ύλη
εγχώρια οικονομική δομή, όπως ήδη περιγράφηκε,
οικονομικές συνθήκες που προέκυψαν με
της οικονομικής κρίσης του 2008 έχουν συναντήσει
τελευταίους μήνες τις συνθήκες ¨εξόδου από τα μνημόνια”
τις επιδιώξεις οικονομικής ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο,
προσκήνιο έχει επανέλθει η αφήγηση της εναρμόνισης με
απαιτήσεις και τα πρότυπα της Ε.Ε., καθώς και τα μοντέλα
κυκλικής οικονομίας, τα οποία αυτή προωθεί. Σε αυτή την ενότητα,
η κατανόηση της σχέσης αυτής στο επίπεδο των
της άτυπης ανακύκλωσης. Τα υπό μελέτη σημεία
και κυρίως εκείνα που σχετίζονται με τη συλλογή σκράπ, δηλαδή
οι μαχαλάδες και οι μάντρες, καθώς και τα αντίστοιχα εργαζόμενα
άτομα, έχουν αποτελέσει στο παρελθόν και εξακολουθούν να
αποτελούν πηγές εντάσεων με τις τοπικές κοινωνίες, τους εκάστοτε δήμους και το κράτος, τις περισσότερες φορές με αφορμή το περιβαλλοντικό και οικονομικό τους αποτύπωμα. Παράλληλα, σχετικά με το σύνολο των απασχολούμενων στο φορέα, οι επικρατούσες αντιλήψεις συνδέουν την ύπαρξη των χώρων δραστηριοποίησης των άτυπων ανακυκλωτών, καθώς και τη φύση της εργασίας τους με την υποβάθμιση της εικόνας των αντίστοιχων περιοχών και την παρακώλυση των εργασιών των θεσμικών φορέων. Οι παραπάνω κατηγορίες συνδυάζονται με εκείνες της αφαίρεσης πολύτιμου ανακυκλώσιμου υλικού από τους μπλε κάδους, αλλά και της κατάφωρης κλοπής δημόσιου εξοπλισμού που εμπίπτει σε μέταλλα ή χαλκό ( καλώδια ΔΕΗ ή καπάκια υπονόμων κ.α.), δικαιολογώντας στο παρελθόν κατασχέσεις υλικού από αστυνομικές αρχές. Η διαχείριση των αποβλήτων συσκευών από τις μάντρες εμπόρων παλαιών μετάλλων παρουσιάζεται στο δημόσιο λόγο επίσης επιβαρυντική οικονομικά για τον καταναλωτή. Στην Ανακύκλωση Συσκευών ΑΕ αποδίδεται η εισφορά ανακύκλωσης που περιέχεται στην τιμή αγοράς κάθε καινούργιας συσκευής. Επομένως, όπως αναφέρει
Σύμβουλος
Εταιρείας, Μάριος
να αποκομίσει κέρδος από τα
συσκευές
αυτήν,
Γεωγραφία της ακαθαρσίας72 Δημόσιες πολιτικές Η
καθώς και οι ιδιαίτερες
την εμφάνιση
τους
και
στο
τις
επιχειρείται
επιχειρήσεων
χαρακτηριστικά ο Διευθύνων
της
Ιντζελέρ, «η εταιρεία θα μπορούσε
υλικά που περιέχονται στις
που καταλήγουν σε
ώστε να μειωθεί το κόστος της ανακύκλωσης και να ωφεληθούν οι καταναλωτές στην τελική τιμή αγοράς.” Παράλληλα, οι μειωμένες τιμές των ανακυκλώσιμων υλικών στη μαύρη αγορά έχουν θεωρηθεί βασική αιτία της απώλειας δημοτικών εσόδων, πυροδοτώντας στο παρελθόν μηνυτήριες αναφορές κατά παντός υπευθύνου από το Δήμο Αθηνών, αλλά και Θεσσαλονίκης. Εικόνα 61 Μάντρα στην οδό Ορφέως. πηγή:lifo.gr Εικόν 62 Η καύση λάστιχων αποτελεί συχνά αφορμή για κριτική της άτυπης ανακύκλωσης. πηγή: http://www.moschatotavros.gr
Την ίδια στιγμή, ο λόγος περί κινδύνων για την υγεία που σχετίζονται με την άτυπη ανακύκλωση οργανώνονται σε δύο επίπεδα, το ατομικό και το ευρύτερο επίπεδο της κοινότητας, ακριβώς όπως και στην περίπτωση των προενταξιακών στην Ε.Ε. χωρών που ήδη περιγράφηκε (βλ. Β΄μέρος, Ευρωπαϊκή Ένωση). Στην ίδια αφήγηση υπάγονται και η κατηγορίες σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης των αποβλήτων, που φαίνεται να χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευαισθησίας. «Πρόκειται για μια μεγάλη βιομηχανία, παράνομη, που βγάζει πολλά λεφτά χωρίς παραστατικά. Οι μετανάστες που βλέπετε στους δρόμους με τα καροτσάκια πηγαίνουν τα υλικά τους σε σκραπατζίδικα. Φαντάζεστε σε ένα παράνομο χυτήριο να καταλήξουν μαζί ένα τενεκεδάκι από γάλα και ένα από φυτοφάρμακο; Πιστεύετε
ευαισθησία
τα διαχωρίσει; Μαζί
λιώσουν
ίσως φτιαχτεί
λόγο που αναπαράγουν,
κατσαρόλα από την οποία αύριο θα τρώτε.» ( Ανδρέας Βαρελάς, αντιδήμαρχος Καθαριότητας και Ανακύκλωσης του δήμου της Αθήνας σε συνέντευξη στην Athens Voice, 13.06.2012) Οι παραπάνω ρητορικές δεν προέρχονται αποκλειστικά από τον επίσημο πολιτικό λόγο, αλλά και από τους κατοίκους των περιοχών που δραστηριοποιούνται οι άτυποι ανακυκλωτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο μαχαλάς της οδού Ορφέως στο Βοτανικό, ο οποίος αντιστοιχούσε σε περίπου 10.000 Ρομά, παράνομους «συλλέκτες» της πόλης (Χρήστος Καρακέπελης 2020). Μέχρι το 2012 συνιστούσε μια δαιδαλώδη παραγκούπολη για περισσότερο από μία δεκαετία. Εκμεταλλευόμενοι το φθηνό εργατικό δυναμικό που την κατοικούσε, οι μαντράδες έστησαν γύρω της τα πρώτα μαγαζιά τους. Χρειάζονταν άτομα να “ξύνουν” τους κάδους, να συλλέγουν το scrap κι ενίοτε να καίνε καλώδια μέσα στον μαχαλά, για να παίρνουν εκείνοι καθαρό τον χαλκό, το πιο ακριβό χρηματιστηριακό μέταλλο. Ο “μαχαλάς” μοιάζει να ήταν το ιδανικό «χυτήριο», όπου ο χαλκός έρρεε άφθονος, δίχως περιβαλλοντικές έννοιες. Οι αντιδράσεις των περιοίκων δεν άργησαν να οργανωθούν στην «Επιτροπή πολιτών κατά της καύσης καλωδίων», σύμφωνα με την οποία στόχος ήταν «ο περιορισμός της δράση των Αλβανών Ρομά από το Ελμπασάν, που έβαζαν τα ανήλικα παιδιά τους να καίνε εντός του καταυλισμού ολόκληρα χιλιόμετρα από πλαστικά καλώδια, δίχως να λογαριάζουν τις ανεπανόρθωτες ζημιές που προκαλούσαν στον οργανισμό τους και στο περιβάλλον, μέσω των διοξινών και των φουρανίων» (Τασία Αλιφιεράκη, από τους πρώτους κατοίκους του Βοτανικού που ξεσηκώθηκαν σε συνέντευξη στη lifo.gr 31.10.2012). Τέτοιου είδους πρακτικές, όπως φαίνεται
επιδιώκουν την κατάρρευση
αναπαράγουν
δομών
Αθήνα
κυρίαρχες
αυτές τις
συνεισφέρουν
73
ότι θα έχει κανείς την
να
θα
και
μια
και από το
δεν
των
εκείνων που ευθύνονται για
συνθήκες, αλλά, αντίθετα, στοχοποιούν τους ίδιους τους πληθυσμούς ως τη πηγή του προβλήματος. Με αυτό τον τρόπο
οι
ρητορικές περί “βρώμικων ανθρώπων” και δε
στην πραγματική αναβάθμιση των ζωών τους. Το Δελτίο Τύπου που απέστειλε η επιτροπή στο Δήμο διεκδικούσε διερεύνηση των νομικών ενεργειών με μηνύσεις κατά υπηρεσιακών παραγόντων, καθώς και τη λήψη μέτρων για την αναβάθμιση των υποδομών ανακύκλωσης στη γειτονιά. Παράλληλα πρότεινε τη χωροθέτηση πράσινου σημείου σε ιδιωτικό οικόπεδο δίπλα στον καταυλισμό και τη συνεργασία του με τους
Ρομά σε ένα πλαίσιο κατάλληλων υγειονομικών συνθηκών. Πρόκειται για μία ιδιαίτερη περίπτωση πράσινου σημείου, το οποίο εκτός των λοιπών στόχων θα στόχευε στην ένταξη των Ρομά και των υπόλοιπων ρακοσυλλεκτών σε ελεγχόμενες διαδικασίες ανακύκλωσης σε ένα πλαίσιο κατά της καύσης καλωδίων και του ανεξέλεγκτου παρεμπορίου του σκραπ, μετά τις σοβαρές καταγγελίες κατοίκων του Δήμου Ταύρου- Μοσχάτου. Περιλαμβάνει τη δημιουργία χώρων σε γειτονιές του Βοτανικού, στους οποίους θα κληθούν να μεταφέρουν καθημερινά τα συλλεχθέντα ανακυκλώσιμα υλικά προς απευθείας διάθεση στη βιομηχανία. Τα πρασινά σημεία αποτελούν πρωτοβουλία του
Επιθεωρητών Περιβάλλοντος και συνιστούν ένα πιλοτικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει
δημιουργία χώρων διαλογής
σε γειτονιές, με πρωταρχικό στόχο την
Γεωγραφία
ακαθαρσίας
της
74
Σώματος
τη
ανακυκλώσιμου υλικού
κατάρτιση και την εκπαίδευσή των πολιτών γύρω από την ανακύκλωση με περιβαλλοντικά φιλικό τρόπο. Σε συνέχεια, ο τότε εκπρόσωπος της επιτροπής ιδιοκτητών Κ.Ρουσάκης, απαίτησε να εφαρμοστεί η απόφαση του Ειρηνοδικείου για αποβολή των καταληψιών και ζήτησε τη συμπαράσταση του Δήμου και των κατοίκων. Υπαναχωρώντας και εκείνος από τη αρχική συμφωνία για παραχώρηση του οικοπέδου του για πράσινο σημείο με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, αντιπρότεινε να επιδοτήσουν οι ιδιοκτήτες για ένα χρόνο το ενοίκιο προκειμένου να κατοικήσουν σε σπίτια, όσοι διαθέτουν νόμιμη άδεια παραμονής και οι υπόλοιποι να απελαθούν (moschato tavros.gr 31.10.2011). Σε παρόμοιο πλαίσιο ενεργοποιήθηκαν έλεγχοι από την Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΓΕΠΕ) σε επιχειρήσεις άτυπης διαχείρισης αποβλήτων για τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος και την εφαρμογή ορθών πρακτικών ανακύκλωσης. Εικόνα 63 Μαχαλάς στην περιοχή του Ταύρου πηγή: https://xekinimazografou.files.wordpress.com/
Οι έλεγχοι αυτοί γίνονταν με τη συνδρομή της Αστυνομίας και
άλλων ελεγκτικών μηχανισμών, όπως το ΣΔΟΕ. (Στο πλαίσιο των
αρμοδιοτήτων του ΥΠΕΚΑ και σε απάντηση των Ερωτήσεων
με αρ. πρωτ. α) 625/1-8-2012 που κατατέθηκε από τη βουλευτή
Χαρούλα Καφαντάρη και β) 679/2-8-2012 που κατατέθηκε από το
βουλευτή Χρήστο Παππά)
Παρά τις παραπάνω ενέργειες, αυτό που αποτελούσε
“πρόβλημα” για την επιτροπή των κατοίκων “λύθηκε” αμεσότερα με την πυρκαγιά που ξέσπασε στο σημείο τον Αύγουστο του 2012. Εκεί όπου κάποτε βρισκόταν ο μαχαλάς, σήμερα υπάρχουν μόνο μπάζα και το φάντασμα μιας πολιτείας που «ανακυκλώθηκε», αφού πρώτα εξυπηρέτησε τον σκοπό της. Η πυρκαγιά ξέσπασε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες χωρίς να γνωρίζουμε αν πρόκειται για ατύχημα ή εμπρισμό. Τελευταία, φαίνεται να υπάρχουν μέσα με τα οποία οι
άτυποι ανακυκλωτές μπορούν να λειτουργήσουν εντός νομικού πλαισίου και υποστηρικτικά στα υπάρχοντα δίκτυα. Tο πιο χαρακτηριστικό από αυτά είναι το σύστημα Ανταποδοτικής Ανακύκλωσης, που εδραιώθηκε το 2015. Η επίτευξη του εγχειρήματος προϋποθέτει τη συμμετοχή επιπλέον εξωτερικών φορέων (ιδιωτικών, δημόσιων ή ευρωπαικών) που λειτουργούν ως χορηγοί και παρέχουν την απαραίτητη χρηματοδότηση. Σύμφωνα με το Νόμο 4496/2017, η Ανταποδοτική Ανακύκλωση συνάπτει συμβάσεις συνεργασίας με Δημόσιους Φορείς, όπως η ελληνική αστυνομία και η εισαγγελία του Αρείου Πάγου (antapodoti ki.gr). Η πρωτοβουλία αυτή πυροδοτήθηκε εν γένει με στόχο την περιβαλλοντική εκπαίδευση των πολιτών προσφέροντας σημεία στον αστικό χώρο, όπου θα μπορούσαν να εναποθέσουν συσκευασίες μιας χρήσης (πλαστικά και γυάλινα μπουκάλια, κουτάκια αλουμινίου) έναντι μικρού αντιτίμου ως κίνητρο. Συγκεκριμένα προσφέρεται ένα (1) ευρώ ανά 33 συσκευασίες. Το ποσό αυτό, όπως φάνηκε από τα παραπάνω, δεν είναι ίσο με την τιμή του υλικού, με την οποία αυτό κοστολογείται στο εμπόριο
ανακυκλώσιμων υλικών. Αν και μοιάζει μικρό,
όπως αποδεικνύει επιτόπια έρευνα, το σύστημα αυτό δεν είναι φτιαγμένο για το μεγάλο όγκο ανακυκλώσιμου υλικού
Εικόνα 64,65 Πρόταση σχεδιασμού Πράσινων Σημείων πηγή: https://odelalis.gr/
Αθήνα
75
οι τιμές στις οποίες πωλούνται παραδοσιακά οι ανακυκλωμένες πρώτες ύλες είναι πολύ μικρότερες. Είναι ακριβώς αυτή η διαφορά στη κοστολόγηση του υλικού που ωθεί τους παλιούς άτυπους ανακυκλωτές να χρησιμοποιούν το σύστημα ή ακόμη και δημιουργεί νέους. Από αυτήν την άποψη, φαίνεται ότι το σχετικά νέο αυτό σύστημα είναι βοηθητικό εν μέρει και σε κοινωνικό επίπεδο για ομάδες που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, αν και δεν ξεκίνησε ως τέτοιο. Ωστόσο,
που συλλέγουν οι άτυποι ανακυκλωτές δυσχεραίνοντας την ομαλή λειτουργία του. Η δυσλειτουργία αυτή προκύπτει από τις μεγάλες
ουρές αναμονής, αλλά και από τις διαφορετικές επιδιώξεις, τα κίνητρα και άρα το υπόβαθρο του εκάστοτε χρήστη. Διαπληκτισμοί και δυσανασχέτηση δεν είναι σπάνια φαινόμενα μπροστά από ένα περίπτερο Ανταποδοτικής Ανακύκλωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ακριβώς επειδή μεγάλο μέρος του πληθυσμού των Ρομά απασχολούνταν στην άτυπη ανακύκλωση, έχουν προταθεί και εν μέρει εφαρμοστεί προγράμματα αναγνώρισης της γνώσης τους γύρω από το ζήτημα, καθώς και απασχόλησής τους σε συνεργασία με τυπικούς φορείς. Τα ποσοστά επιτυχίας του αποκεντρωμένου αυτού σχεδίου είναι όμως περιορισμένα συγκριτικά με τον αριθμό Ρομά που δραστηριοποιούνται στον άτυπο φορέα. Με στόχο την κοινωνική ένταξη των Ρομά λειτουργούν και πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του Εθνικού Επιχειρησιακού Σχεδίου Δράσης. Γενικός στόχος του σχεδίου είναι η ενσωμάτωση του πληθυσμού με καλύτερους όρους με άξονα την εκπαίδευση των παιδιών, την υγεία, τις υποδομές και κυρίως την απασχόληση. Σύμφωνα με συνεντεύξεις σε περίπτερο της Ανταποδοτικής Ανακύκλωσης στην Καλλιθέα, παράδειγμα αποτελεί η αναγνώριση μόλις 15 Ρομά, ως άτυπους ανακυκλωτές, στην απασχόλησή τους στη λαχαναγορά του Ρέντη για μικρό χρονικό διάστημα. Οι παραπάνω πρωτοβουλίες αν και λειτούργησαν βοηθητικά των ατόμων που απασχολούνται στο άτυπο φορέα ανακύκλωσης, το έκαναν με έναν τρόπο μάλλον παράπλευρο και δεν αποτέλεσαν μέρος ενιαίων πολιτικών ενσωμάτωσης, αναγνώρισης ή σύμπραξής του με το θεσμικό δίκτυο ανακύκλωσης. Η δημόσια συζήτηση γύρω από τους «γυρολόγους», παρά την αυξημένη παρουσία τους και τη σημαντική συμβολή τους, περιορίζεται σε κινδυνολογίες που χρήζουν την άτυπη ανακύκλωση τροχοπέδη της επίτευξης των ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Αντίθετα, οι πολιτικές συζητήσεις εστιάζουν σε μέτρα αναβάθμισης και επέκτασης του ήδη υφιστάμενου θεσμοθετημένου δικτύου ανακύκλωσης με στόχο την εναρμόνιση με τις απαιτήσεις που αντιστοιχούν σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Όπως και στις προενταξιακές χώρες της Ε.Ε., οι βίαια επιδιωκόμενες προσεγγίσεις συνδέονται με την εκκένωση των αντίστοιχων χώρων δραστηριοποίησης και αναπαράγουν τη κοινωνική αμηχανία σχετικά με τη φύση τόσο του αντικειμένου, όσο και των ατόμων που το στελεχώνουν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες που επέτρεψαν διαχρονικά τη δημιουργία και διαιώνιση του φαινομένου στη χώρα.
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
76
Χάρτης 1 Υπάρχοντα περίπτερα της Ανταποδοτικής Ανακύκλωσης στην Αττική.
Αθήνα 77
Με τον όρο “Γεωγραφίες των σκουπιδιών” νοείται ο εντοπισμός των ροών και των δομών των σκουπιδιών στον χώρο και η σχέση τους με το κοινωνικό τους περιβάλλον, σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο. Ήδη από την πρώτη ενότητα της εργασίας διαφαίνεται η συνάφεια που έχει η ακαθαρσία με τον τόπο, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Η ακαθαρσία είναι σύμφυτη του εκτοπισμού. Εμπεριέχει έναν χαρακτήρα μολυσματικό, θέτοντας εκτός τόπου την ύλη ή τον άνθρωπο. Δημιουργεί πολώσεις και ανισότητες, αφού είναι ανεπιθύμητη. Οι γεωγραφίες των σκουπιδιών έχουν ως στόχο τη μετάφραση των παραπάνω αναλογιών στον πραγματικό χώρο και κατ’ επέκταση σε πραγματικά υποκείμενα. Στα μοτίβα της γεωγραφίας των σκουπιδιών διακρίνεται ένα δίπολο μεταξύ τόπων καθαρών, εξευγενισμένων και “αρεστών” και τόπων ακάθαρτων, περιθωριακών και δυσάρεστων. Η ανισότητα αυτή, αν και περιγράφεται με χωρικά φαινόμενα, έχει σαφείς προεκτάσεις στα άτομα που κατοικούν και δραστηριοποιούνται στον εκάστοτε τόπο. Έτσι, φέρνοντας τα μοτίβα των εκτοπισμών και των περιθωριοποιήσεων στον πραγματικό χώρο γίνεται αντιληπτή η σχέση της γεωγραφίας των σκουπιδιών με χωροκοινωνικά φαινόμενα στο σύγχρονο καπιταλιστικό πλαίσιο. Όπως και σε κάθε περίπτωση παραγωγής του χώρου, οι γεωγραφίες των σκουπιδιών είναι δηλωτικές του εκάστοτε κοινωνικού χώρου που τις συνοδεύει. Η ικανότητα του καπιταλισμού να επιβιώνει και να αναπαράγεται στηρίζεται στην ιδιότητα του να καταλαμβάνει χώρο, παράγοντας χώρο (H. Lefebvre 1968) Η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων απαιτεί τη δημιουργία συγκεκριμένων χωρικών διατάξεων σε όλες τις κλίμακες, από τη διάρθρωση των πόλεων μέχρι τις περιφερειακές
σκουπιδιών
Κεφάλαιο
δ΄ Γεωγραφίες των
συνδέσεις (Harvey 1976). Ο καπιταλισμός απαιτεί πάγιες και ακίνητες υποδομές, προσδεδεμένες ως συγκεκριμένες αξίες χρήσης σε συγκεκριμένους τόπους, προκειμένου να διευκολύνονται η παραγωγή, η ανταλλαγή, η μεταφορά και η κατανάλωση (Harvey 2017). Κατά μία έννοια άρα, ο χώρος είναι το πεδίο ανάπτυξης του κεφαλαίου και αποτελεί και ο ίδιος κεφάλαιο, συνιστώντας αναπόσπαστο τμήμα της παραγωγικής διαδικασίας, αφού υποστεί διαφορετικές διαδικασίες ποσοτικοποίησης και διαχωρισμού. Τα σκουπίδια παράλληλα, επίσης τμήμα των διαδικασιών παραγωγής, ορίζονται από τον τόπο και την ίδια στιγμή ορίζουν και ποσοτικοποιούν το χώρο, τον οποίο καταλαμβάνουν. Στο κομμάτι αυτό της εργασίας επιχειρείται η ανάδειξη της σχέσης των σκουπιδιών με τον χώρο, την οποία αντιλαμβανόμαστε μεταξύ δύο κλιμάκων.
Στην πρώτη περίπτωση, η γεωγραφία των σκουπιδιών μελετάται στην παγκόσμια κλίμακα, με άξονα δύο διαφορετικά επίπεδα. Αρχικά, το πρώτο μέρος της γεωγραφίας αφορά στην παραγωγή των σκουπιδιών και την κατανομή της στον παγκόσμιο χάρτη, το δεύτερο μέρος αφορά στο εμπόριό τους. Έτσι, αν το πρώτο κομμάτι της γεωγραφίας των σκουπιδιών είναι “στατικό” και είναι συνδεδεμένο με την κάθε χώρα μεμονωμένα, το δεύτερο είναι είναι ρευστό και αφορά στις μεταβαλλόμενες διεθνείς σχέσεις. Στην παγκόσμια γεωγραφία των σκουπιδιών, φαίνεται να αναδύεται ένα δίπολο μεταξύ των οικονομικά αναπτυγμένων κρατών1 (Ευρώπη-Αμερική) και των αναπτυσσόμενων χωρών (Αφρική-Ασία). Πρόκειται για μια άνιση γεωγραφική κατανομή σε σχέση με το ποιος παράγει τα σκουπίδια, ποιος επωφελείται οικονομικά από την κατανάλωση που τα συνοδεύει και αντίστοιχα ποιος επωμίζεται το βάρος της εργασίας για τη διαχείριση και την ανακύκλωση τους, την οικολογική καταστροφή, καθώς και το οικονομικό όφελος της πρώτης ύλης που προκύπτει από τις δραστηριότητες αυτές. Με βάση παραδείγματα από την παγκόσμια παραγωγή και διακίνηση απορριμμάτων και των αντίστοιχων κεφαλαίων μπορούμε να συνθέσουμε μια πρώτη ιδέα για τις ανισότητες που εγείρονται γύρω από τα σκουπίδια σε παγκόσμια κλίμακα. Τα σκουπίδια είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που λόγω της δυσκολίας διαχείρισης του φαίνεται να αποφεύγεται/ εξαγοράζεται όπου υπάρχει η δυνατότητα. Σε παγκόσμιο επίπεδο η παραγωγή σκουπιδιών αποτελεί ένα από τα πιο φλέγοντα ζητήματα που ζητούν απάντηση. Γενικά,
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
80
η μετάβαση των χωρών, από χώρες χαμηλού εισοδήματος, σε χώρες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος,2 συνοδευόμενη από φαινόμενα αστικοποίησης, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, αφενός συνεπάγεται την εξέλιξη των διαδικασιών διαχείρισης και αφετέρου, συνδέεται με αυξήσεις στην κατά κεφαλή παραγωγή σκουπιδιών. 1. Ως «αναπτυγμένες» χαρακτηρίζονται οι χώρες με Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index, HDI) που τις κατατάσσει στην κατηγορία της «πολύ υψηλής ανθρώπινης ανάπτυξης» («very high hu man development») κατά το έτος της Απογραφής (2011), σύμφωνα με τη σχετική έκθεση του Αναπτυξιακού Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών (UNDP). Ο HDI υπολογίζεται με βάση επιμέρους δείκτες που αφορούν το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, τη μέση και την προσδοκώμενη διάρκεια σχολικής εκπαίδευσης και το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ). Για περισσότερες πληροφορίες: http://www.undp.org/ content/undp/en/home/librarypage/ hdr/human_developmentreport2011.html 2. Για τον διαχωρισμό των χωρών βλ. Παράρτημα. Παγκόσμια κλίμακα Παραγωγή και διαχείριση
Διάγραμμα
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 81 Διάγραμμα 10 Προβλεπόμενη παγκόσμια παραγωγή απορριμμάτων Διάγραμμα 11 παραγωγή απορριμμάτων και ακαθάριστο εγχώριο προϊόν
12 παραγωγή απορριμμάτων και ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (συνέχεια)
Παράλληλα η διαχείριση απορριμμάτων αποτελεί και μια διαδικασία η οποία συμβάλλει κατά 5% στις παγκόσμιες εκπομπές Co2 (1.6 δισεκατομμύρια τόνοι το 2016). Τα ποσά παραγόμενων σκουπιδιών, καθώς και οι εκπομπες Co2 που τα συνοδευουν έχουν μια σταθερά ανοδική πορεία με την Παγκόσμια Τράπεζα να εικάζει ότι μέχρι το 2050 η ετήσια παραγωγή θα φτάσει τους 3.4 δις τόνους και 2.6 δις τόνους αντίστοιχα αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Μπροστά στο ολοένα και αυξανόμενο πρόβλημα, το 70% των χωρών έχει θέσει κανονισμούς και δημιουργήσει οργανισμούς για την διαχείριση των απορριμμάτων σε τοπικό επίπεδο (WTB 2018) . Σύμφωνα με την έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας (2018) σε παγκόσμιο επίπεδο η παραγωγή των σκουπιδιών φτάνει τους 2.01 δισεκατομμύρια τόνους αστικών αποβλήτων κάθε χρόνο, με τουλαχιστον το 33% αυτών να μη λαμβάνει σωστή διαχείριση. Κατά μέσο όρο, τα ποσά παραγόμενων σκουπιδιών είναι 0.74 κιλά ανά άτομο παγκοσμίως, με ένα εύρος από 0.11 kg εώς 4.54 kg ανά άτομο. Η απόκλιση αυτή ερμηνεύεται από την ύπαρξη χωρών που παράγουν λίγα σκουπίδια και έχουν μεγάλο πληθυσμό ή πολλά σκουπίδια και μικρό πληθυσμό αντίστοιχα. Σχετικά με αυτό υπάρχει θετικός συσχετισμός μεταξύ του επιπέδου εισοδήματος και παραγωγής απορριμμάτων (πίνακας 1). Έτσι, αν και οι χώρες υψηλού εισοδήματος αποτελουν το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού, φαίνεται να παράγουν το 34% των παγκόσμιων απορριμάτων (683 εκ τόνοι)(WTB 2018) (χάρτης 2).. Όπως προκύπτει, υπάρχει θετικός συσχετισμός μεταξύ του ΑΕΠ της κάθε χώρας και της ποσότητας παραγωγής απορριμμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, οι χώρες της ανατολικής Ασίας και της Ωκεανίας παράγουν συνολικά το 23% των παγκόσμιων απορριμμάτων, συγκριτικά με τις χώρες της Μ.Ανατολής και της Β.Αφρικης που παράγουν μόλις το 6% (διάγραμμα 13, χάρτης 2), αφού εκεί εντοπίζονται και οι χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης. Με βάση τα παραπάνω μπορεί να ειπωθεί πως τα σκουπίδια αποτελούν δείκτη “ενδυναμωμένης”
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
82
οικονομίας με την έννοια ότι συνιστούν έμμεσο αποτέλεσμα της ανόδου του ετήσιου ΑΕΠ. Επίσης οι χώρες που παρουσιάζουν σήμερα τους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης (περιοχές Αφρικής, Ν.Ασίας, Μ.Ανατολή ) είναι και αυτες όπου η παραγωγή Διάγραμμα 13 Παραγωγή απορριμμάτων /το μέσο εισόδημα Διάγραμμα 14 Παραγωγή απορριμμάτων ανά περιοχή
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 83 Χάρτης 2 Παραγωγή απορριμμάτων κατά κεφαλήν Διάγραμμα 15 (πάνω) Παραγωγή απορριμμάτων/ αστικοποίηση Διάγραμμα 16 (αρ.) Προβλεπόμενη Παραγωγή απορριμμάτων/ περιοχή
σκουπιδιών υπολογίζεται ότι θα φτάσει τα διπλάσια από τα σημερινά επίπεδα εξαιτίας του συσχετισμού των ρυθμών αστικοποίησης και αυξησης εισοδηματος με τον ρυθμό παραγωγής σκουπιδιών (διάγραμμα 15,16). Η παρατήρηση αυτή συνδέεται με την πιθανή επικείμενη μείωση της απόκλισης της παραγωγής απορριμμάτων ανά κεφαλή μεταξύ των χωρών(WTB 2018). Τα υφιστάμενα δίκτυα διαχείρισης των απορριμμάτων στις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη, δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στον αυξανόμενο όγκο απορριμμάτων που
από τους ραγδαίους ρυθμούς αστικοποίησης και
που παρουσιάζονται εκεί. Αυτές είναι και οι περιοχές που φαίνονται να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αδυναμία στη διαχείριση των σκουπιδιών τους. Το επίπεδο εισοδήματος της κάθε χώρας σχετίζεται άμεσα με την αποδοτικότητα της διαχείρισης απορριμμάτων της, με τις χώρες μεσαίου και υψηλού εισοδήματος να πετυχαίνουν μια σχεδόν καθολική διαχείριση στο επίπεδο της συλλογής (διάγραμμα 17,18). Έτσι, στην Β.Αμερική και την Ευρώπη οι φορείς διαχείρισης απορριμμάτων καθολικά καλύπτουν το 90% των περιοχών. Αντίστοιχα, όσο πιο χαμηλό το μέσο εισόδημα μιας χώρας, τόσο πιο ανεπαρκής και η διαχείριση των απορριμμάτων. Μάλιστα, το χάσμα αυτό ενισχύεται και εσωτερικά σε κάθε χώρα δημιουργώντας πολώσεις μεταξύ των αστικών κέντρων που εξυπηρετούνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό (44%) από τις εκάστοτε περιφέρειες (26%). Μαζί με τα επίπεδα εξυπηρέτησης της κάθε χώρας από τον εκάστοτε φορέα διαχείρισης απορριμμάτων, μεταβάλλεται και ο τρόπος και οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον
αυτό. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το μεγαλύτερο μέρος των
καταλήγει σε κάποιου είδους χωματερή (33%
χωματερές
8% σε χώρους υγειονομικής ταφής),
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
84
προκύπτει
ανάπτυξης
σκοπό
απορριμμάτων
σε ανοιχτές
και
ενώ τα επίπεδα ανακύκλωσης και κομποστοποίησης φτάνουν μόλις το 19%. Αναφέρεται ότι η πρακτική της καύσης σαν τρόπος διαχείρισης φτάνει παγκοσμίως το 11% (διάγραμμα 19). Φυσικά, τα ποσοστά αυτά αφορούν τον παγκόσμιο μέσο όρο(WTB 2018). Οι επιμέρους τρόποι διαχείρισης διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με το επίπεδο εισοδήματος κάθε χώρας. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 20, οι χώρες χαμηλού εισοδήματος βασίζονται κατά κανόνα σε ανοιχτές χωματερές. Η ανεξέλεγκτη απόθεση απορριμμάτων μειώνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα για χάρη Διάγραμμα 18 Ποσοστά συλλογής απορριμμάτων σε αγροτικές και αστικές περιοχές/ εισόδημα Διάγραμμα 17 Ποσοστά συλλογής απορριμμάτων/ εισόδημα
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 85 Διάγραμμα 19 (πάνω αρ.) Παγκόσμια διαχείριση απορριμμάτων Διάγραμμα 20 (πάνω δεξιά) Μέθοδος διαχείρισης/ μέσο εισόδημα Διάγραμμα 21 (κάτω αρ.) Ποσοστά παγκόσμιας σύνθεσης απορριμματων Διάγραμμα 22 (κάτω δεξιά) Παραγωγή απορριμμάτων/ εισόδηματικό επίπεδο
Γεωγραφία της ακαθαρσίας86 Όλες οι εικόνες, οι χάρτες και τα διαγράμματα αυτου του κεφαλαίου έχουν ως πηγή το βιβλίο WHAT A WASTE 2.0 A Global Snapshot of Solid Waste Manage ment to 2050 Κίνα Hoi An, Βιετνάμ Δυτική Όχθη, Παλαιστίνη Ουγκάντα, Ανατολική Αφρική Βόρεια Αφρική Τύνιδα, Τυνησία Εικόνες 67-72
άλλων τεχνολογικά προηγμένων μεθόδων. Είναι επομένως λογικό, ότι η αδυναμία του επίσημου φορέα να διαχειριστεί το ζήτημα, τόσο από άποψη καθολικού σχεδιού, όσο και από άποψη τεχνολογίας, αποτελεί και αφορμή για αύξηση των διαδικασιών της άτυπης ανακύκλωσης σε χώρες κυρίως χαμηλών εισοδημάτων (βλ. ενότητα Παγκόσμιος Νότος). Για την καθολική εικόνα του ζητήματος των σκουπιδιών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι σημαντική η διευκρίνιση της σύνθεσης των απορριμμάτων, μιας και επηρεάζει άμεσα την επικινδυνότητα, τη μονιμότητα και τον τρόπο διαχείρισης τους στον χώρο. Η παγκόσμια σύνθεση των απορριμμάτων διαφαίνεται στο διάγραμμα 21(WTB 2018) . Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις αναλογικά με τα επίπεδα εισοδήματος κάθε χώρας και κατά συνέπεια με τις καταναλωτικές συνήθειες φαίνεται να μεταβάλλεται και η σύνθεση των αστικών αποβλήτων που παράγονται. Σε γενικές γραμμές, οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου παράγουν λιγότερα οργανικά (τρόφιμα και πράσινα απόβλητα) από ότι στερεά απόβλητα (πλαστικό, χαρτί, μέταλλο, γυαλί) με τα ποσοστά να φτάνουν το 32% και 51% αντίστοιχα. Η σχέση αυτή φαίνεται να αντιστρέφεται όσο χαμηλώνει το επίπεδο εισοδήματος μιας χώρας, με τα ποσοστά των οργανικών απορριμμάτων να είναι 56% και των στερεών και ανακυκλώσιμων να είναι μόλις 16% στις χώρες χαμηλού εισοδήματος(WTB 2018). (διάγραμμα 22) Παράλληλα με όλα τα παραπάνω, είναι σημαντικό και το ζήτημα της χρηματοδότησης των νόμιμων φορέων διαχείρισης αποβλήτων. Τα τελευταία χρόνια τα ⅔ των χωρών του κόσμου έχουν ορίσει ειδικές πολιτικές για τον τρόπο διαχείρισης με το ποσοστό εφαρμογής να είναι αμφίβολο (WTB 2018). Οι πολιτικές εφαρμόζονται κατά κανόνα σε τοπικό (δημοτικό) επίπεδο, ενώ οι φορείς που αναλαμβάνουν την εργασία ελέγχονται κατά 70% άμεσα από δημόσιους φορείς. Τα ⅔ των φορέων αυτών αντιστοιχούν αποκλειστικά σε δημόσιες υπηρεσίες, ενώ το υπολειπόμενο ⅓ προκύπτει από πρακτικές σύμπραξης με τον ιδιωτικο τομέα. Η χρηματοδότηση των φορέων αυτών είναι εξαιρετικά κοστοβόρα για όλες τις τοπικές αρχές φτάνοντας κατά κανόνα το 20% των δημοτικών εξόδων, φέρνοντας τα έξοδα για εκπαίδευση, υποδομές και υγεία σε δεύτερη μοίρα, ειδικά στις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες. Στις χώρες υψηλού εισοδήματος οι διαδικασίες διαχείρισης κοστολογούνται πάνω από 100$ ανά τόνο σκουπιδιών, με τα χρήματα, που διατίθενται για τον σκοπό αυτό, να μειώνονται, όσο μειώνεται το εθνικό μέσο εισόδημα (35$ στις χώρες μικρού εισοδήματος)(WTB 2018). Η
αυτή αντιστοιχεί, όπως φάνηκε και παραπάνω,
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 87
μείωση
τόσο στα ποσοστά επαρκούς κάλυψης από τον φορέα διαχείρισης, όσο και στη μέθοδο που εν τέλει εφαρμόζεται για την απομάκρυνση ή διαχείρισή τους. Η διαχείριση των αποβλήτων αποτελεί μια εργασία υψηλής έντασης, καθώς περιέχει τεράστιες δυσκολίες στο στάδιο της συλλογής και επεξεργασίας. Οι δυσκολίες αυτές συνοδευόμενες από το υψηλό κόστος σε βάρος των πολιτών, τις ολοένα και αυξανόμενες ποσότητες αποβλήτων, που οι φορείς καλούνται να διαχειριστούν, καθώς και ο τρόπος ζωής στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού δημιούργησαν διεθνείς πολιτικές εμπορίου γύρω από τα σκουπίδια με απώτερο σκοπό αυτά να απομακρυνθούν στην τελική φάση της διαχείρισής τους, μακριά από τα βλέμματα της μεσαίας και ανώτερης τάξης σε βάρος των χωρών του Παγκόσμιου Νότου.
Όπως φάνηκε από τα παραπάνω στοιχεία, σε παγκόσμια κλίμακα παρακολουθείται ένα μοτίβο με γενικό κανόνα τη ραγδαία αύξηση των σκουπιδιών και ειδικότερα των στερεών αστικών απορριμμάτων. Ο ολοένα και αυξανόμενος όγκος των απορριμμάτων αποτελεί πρόβλημα τόσο για τις ανεπτυγμένες χώρες με οργανωμένα συστήματα διαχείρισης, όσο και για τις αναπτυσσόμενες που αν και παράγουν λιγότερα σκουπίδια, αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα υποδομών. Ωστόσο, η κρίση των σκουπιδιών δεν είναι κάτι που χαρτογραφείται μόνο σε κάθε χώρα μεμονωμένα. Το εμπόριο των απορριμμάτων σε παγκόσμια κλίμακα αποτελεί μια τεράστια αγορά και την κινητήρια δύναμη κάθε οργανισμού διαχείρισης απορριμμάτων, είτε τυπικού, είτε άτυπου. Οι ροές των απορριμμάτων στον παγκόσμιο χάρτη είναι ένα απαραίτητο κομμάτι της παγκόσμιας γεωγραφίας των σκουπιδιών αποκαλύπτωντας σχέσεις τοξικής αποικιοκρατίας3 μεταξύ των χωρών. Δημιουργούνται, έτσι, δομές εξάρτησης, περιθωριοποίησης και εκτοπισμού των “άλλων χωρών” προκειμένου να διατηρηθεί η καθαρότητα και η οργάνωση των χωρών που ελέγχουν το αντίστοιχο εμπόριο. Με τον όρο παγκόσμιο εμπόριο απορριμμάτων περιγράφεται το εμπόριο γύρω από τα σκουπίδια με στόχο τη διαλογή, επεξεργασία, απομάκρυνση ή ανακύκλωσή τους. Η πιο γενικευμένη
που μπορεί να περιγραφεί σε σχέση με το θέμα,
υψηλού
πλειονότητα
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
88
ροή,
έχει ως βασικό κανόνα την παραγωγή και εξαγωγή στερεών ανακυκλώσιμων ή τοξικών και επικίνδυνων αποβλήτων από τις (πρωτοβιομηχανοποιημένες) ανεπτυγμένες χώρες, και την εισαγωγή τους σε χώρες του Παγκόσμιου Νότου -κυρίως της Α.Ασίας. Οι χώρες
εισοδήματος προωθούν την
των απορριμμάτων στη ροή αυτή, κάτι που προκύπτει τόσο από τον τεράστιο όγκο απορριμμάτων που παράγουν, όσο και από την αποφυγή των τελευταίων σταδίων διαχείρισης και επεξεργασίας από όπου προκύπτει χρήσιμη πρώτη ύλη. Η επιλογή αυτή έγκειται κυρίως στην απουσία μιας υγιεινής και αποδοτικής 3 To 1992 o Jim Puckett, μέλος της Greenpeace αναφέρθηκε πρώτος στον όρο τοξική αποικιοκρατία. Διάγραμμα 23 Παγκόσμιο δίκτυο πλαστικών απορριμμάτων 2010. Εμπόριο απορριμμάτων: από τον Βορρά στον Νότο
ιαδικασίας ανακύκλωσης, σύμφωνη των προδιαγραφών των
χωρών αυτών. Έτσι, οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου με τις
αποδυναμωμένες οικονομίες τους και τις απορρυθμισμένες
αγορές εργασίας που επιτρέπουν ευκολότερα τις “βρώμικες
διαδικασίες” γύρω από τα σκουπίδια, μετατρέπονται σταδιακά
σε μια παγκόσμια χωματερή. Επιπρόσθετα, δεν διαθέτουν
επαρκή πολιτική αντίσταση, κεφάλαια ή γνώση για να
αντισταθούν στις πρακτικές αυτές. Έτσι δημιουργείται το
καθεστώς της τοξικής αποικιοκρατίας. Στο πλαισιο της ανισης γεωγραφικης αναπτυξης, η ανάπτυξη και η καθαροτητα
ορισμένων κρατών εις βάρος άλλων πιο αδύναμων αποτελεί
κυρίαρχη τακτική για την αναπτυξη του κεφαλαίου. Σε αυτό το πλαίσιο τα σκουπίδια ενισχύουν την υποβάθμιση των περιοχών
αυτών, όπου σε συνδυασμό με τις φορολογικές ελαφρύνσεις και
το φθηνό εργατικό δυναμικό που τους αντιστοιχεί δημιουργούν προνομιακά πεδία υποτιμήσεων. Το πώς προέκυψε η συγκεκριμένη ροή αφορά κατά βάση οικονομικές παραμέτρους, καθώς και τις εδραιωμένες πολιτικές και εμπορικές διακρατικές σχέσεις. Το βασικότερο επιχείρημα για το εμπόριο σκουπιδιών είναι η οικονομική ανάπτυξη που μπορεί να προκύψει μέσα από αυτό. Σε αυτό το πλαίσιο, το εμπόριο των σκουπιδιών αποτελεί πρακτική με δυνητικές οικονομικές προσόδους. Αυτές αφενός αναδύονται μέσα από την αποφυγή του κόστους της τελικής διαχείρισής των σκουπιδιών και την πρώτη ύλη που προκύπτει και τροφοδοτεί την εκάστοτε παραγωγή4 και αφετέρου συνδέονται με τις ναυλώσεις πλοίων με βασικότερο προϊόν τα ανακυκλώσιμα. Η μελέτη του παγκόσμιου δικτύου γίνεται με βάση την καταγραφή 4. Η σύγχρονη συνθήκη εξάντλησης των πρώτων υλών από τον πλανήτη, θέτει την ανακύκλωση ως ουσιαστικό παράγοντα τροφοδότησης της παραγωγής. Για παράδειγμα στην περίπτωση
διάγραμμα
δείχνει
και εξαγωγών αντίστοιχα.
χρόνια,
ίδιο σχήμα προκύπτει
πότε παρουσιάζονται
βασικοί εμπλεκόμενοι
δίκτυο. Κύριος εισαγωγέας, όπως αναφέρθηκε, είναι η Κίνα, ενώ βασικός εξαγωγέας είναι το Χονγκ Κονγκ (από όπου τα εισαγόμενα σκουπίδια “εξάγονται ” στο εσωτερικό της Κίνας) και οι Η.Π.Α. (Chao Wang, 2019).
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 89 Διάγραμμα 24 Το
24
τη μεταβολή της σημασίας του εκάστοτε κόμβου -μεταξύ των 10 μεγαλύτερων κόμβων- ανά τα
με βάση τον όγκο εισαγωγών
Από το
και το
νέοι
στο
των μετάλλων η μείωση της ποιότητας των εξορυγμένων μεταλλευμάτων έχει αυξήσει σημαντικά την απαιτούμενη ενέργεια και το κόστος δημιουργίας πρωτογενούς πρώτης ύλης (E.Voet et al. 2013).
των ανακυκλώσιμων προϊόντων στο γενικότερο δίκτυο εμπορίου (UN Comtrade).5 Αν και εδώ η εμβάθυνση αφορά ενδεικτικά στα πλαστικά απόβλητα, το εμπόριο απορριμμάτων μπορεί να αφορά οποιονδήποτε τύπο απορρίματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι τύποι εμπίπτουν στο ίδιο δίκτυο. Τα τελευταία 30 χρόνια ο όγκος των πλαστικών απορριμμάτων στο παγκόσμιο εμπορικό δίκτυο αυξήθηκε σημαντικά, από 270.000 τόνους το 1988 σε 15,99 εκ. τόνους το 2014, όποτε και άρχισε η ποσότητα να μειώνεται παγκοσμίως. Αντίστοιχη είναι και η αύξηση των χωρών που συμμετέχουν στο δίκτυο, από 71 χώρες το 1988 σε 211 το 2017(Chao Wang 2019). Φυσικά, η βαρύτητα των εμπλεκόμενων στο δίκτυο δεν
είναι ίση σε όλες τις περιπτώσεις με κάποιες χώρες να αποτελούν τους σημαντικότερους κόμβους του δικτύου τόσο στο επίπεδο των εισαγωγών, όσο και στο επίπεδο των εξαγωγών, δημιουργώντας ένα μερικώς αποκεντρωμένο δίκτυο6. Σημαντικότερος παράγοντας στο δίκτυο μέχρι και το 2010 ήταν αναμφίβολα η Κίνα, της οποίας οι πολιτικές απαγορεύσεων και καθορισμού της ποιότητας των εισαγόμενων προϊόντων φαίνεται να διατάραξαν παγκοσμίως το δίκτυο, όπως θα αναλυθεί παρακάτω. Το διάγραμμα 23 παρουσιάζει τους βασικότερους εμπλεκόμενους του παγκόσμιου δικτύου μέχρι το 2010. Αναφέρεται ότι οι κύριοι εισαγωγείς απορριμμάτων είναι αρχικά η Κίνα, καθώς και γειτονικές χώρες της Α.Ασίας (Βιετνάμ,Μαλαισια κλπ), μιας και οι τοπικές οικονομίες στρέφονται περισσότερο στην παραγωγή και εξαγωγή προϊόντων (δευτερογενής ή τριτογενής τομέας), σε αντίθεση με άλλες χώρες του Παγκοσμίου Νότου που βασίζονται περισσότερο στην πρώτη ύλη (πρωτογενής τομέας). Αντίστοιχα, οι βασικοι εξαγωγείς αφορούν κυρίως τις πρώτες βιομηχανοποιημένες χώρες του πλανήτη, που καταναλώνουν περισσότερα προϊόντα και διαθέτουν πιο προηγμένα συστήματα συλλογής των ανακυκλώσιμων (Γερμανία,
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
90
Βέλγιο, Ολλανδία) 5. Τονίζεται ότι το εμπόριο απορριμμάτων είναι συχνά παράνομο και αχαρτογράφητο και η διαφθορά του συστήματος ή η αποφυγή καταγραφής μπορεί να οδηγήσει σε στατιστικές ανακρίβειες (Kellen berg 2015). Έτσι συχνά οι δηλωθείσες εξαγωγές δεν ανταποκρίνονται πάντα στις εκάστοτε εισαγωγές. Ωστόσο αναμφίβολα το άτυπο εμπόριο αποτελεί σημαντικό μέρος του δικτύου που επιχειρείται να χαρτογραφηθεί εδώ. 6. Τα δίκτυα μπορούν διακριθούν σε συγκεντρωτικά , αποκεντρωμένα και κατανεμημένα (βλ. παράρτημα). Διάγραμμα 25 Εμπόριο πλαστικών απορριμάτων μεταξύ των ηπείρων
Πίνακες 6,7 Απεικόνιση της επιρροής της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο, καθώς και της αύξησης εισαγωγών από τις υπόλοιπες χώρες της Α.Ασίας, ως αποτέλεσμα των πολιτικών της το 2017.
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 91 Διάγραμμα 26 εξαγωγές ανακυκλώσιμου πλαστικού από την Ε.Ε. προς τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, από το 20152018. πηγή eurostat.com
(διάγραμμα 24). Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το παγκόσμιο δίκτυο εμπορίου απορριμμάτων είναι οργανωμένο γύρω από συγκεκριμένους κόμβους, των οποίων η κεντρικότητα εξαρτάται από τον όγκο που εξάγουν ή εισάγουν αντίστοιχα. Σε μεγαλύτερη κλίμακα το εμπόριο μεταξύ των ηπείρων βοηθά σε μια πρώτη κατανόηση της σχέσης Βορρά και Νότου σε ότι αφορά το εμπόριο σκουπιδιών. Η άνιση σχέση των δύο είναι κάτι, το οποίο διαχρονικά μεταβάλλεται ποσοτικά, αλλά διατηρείται ιεραρχικά. Συγκεκριμένα, όπως διαφαίνεται στα διαγράμματα 26-28, το εμπόριο μεταξύ των διαφορετικών ηπείρων μπορεί να αυξομειώνεται όταν οι χώρες της ίδιας ηπείρου αυξάνουν το μεταξύ τους εμπόριο. Γίνεται, ωστόσο, σαφές ότι τα τελευταία 30 χρόνια, η Ασία δέχεται σταθερά αυξανόμενη ποσότητα απορριμμάτων, σταθεροποιώντας το μοτίβο που χαρακτηρίζεται από εξαγωγές από την Ευρώπη και την Αμερική με προορισμό την Ανατολική Ασία, μειώνοντας ταυτόχρονα και τις ποσότητες πλαστικών που οι πρώτες διαχειρίζονται εσωτερικα (C.Wang et al 2019). Εδώ είναι σημαντικό να τονιστεί η σημασία της Κίνας ως βασικός εμπλεκόμενος στο δίκτυο, μιας και η σταθεροποίηση του δικτύου ξεκινά από την περίοδο ρυθμιστικών πλαισίων της εμπορικής δραστηριότητας της χώρας. Από το 1988 η Κίνα εισήγαγε περίπου τα μίσα πλαστικά που παράγονταν παγκοσμίως με βασικότερο πάροχο τις Η.Π.Α. Η Κίνα τα τελευταία χρόνια παρήγαγε ένα σημαντικό ποσοστό των προϊόντων της αμερικανικής αγοράς, τα οποία μεταφέρονταν μέσω πλοίων. Η αδυναμία της αμερικανικής παραγωγής να ανταλλάξει τα προϊόντα που εισάγονται με άλλα ανάλογα προϊόντα, οδήγησε στον κίνδυνο της μείωσης της αποδοτικότητας των ναυλώσεων μεταξύ των χωρών. Έτσι, αντί τα πλοία να επιστρέφουν άδεια από τις Η.Π.Α, φορτώνονταν με σκουπίδια τα οποία η Κίνα αγόραζε για να παράξει νέα πρώτη ύλη και περισσότερα προϊόντα, ενώ ταυτόχρονα ο υπόλοιπος “ανεπτυγμένος” κόσμος έκρυβε τα σκουπίδια του εκεί. Φυσικά, στο εσωτερικό της Κίνας χτιζόταν για χρόνια ένα τεράστιο πρόβλημα. Τα σκουπίδια έφταναν στο Χονγκ Κονγκ και από εκεί διασπείρονταν σε μικρότερες πόλεις της Κίνας -ή αλλες χώρες- με τελικό προορισμό τεράστιους χώρους απόθεσης ξεχωριστών υλικών. Και σε αυτή την περίπτωση, οι χώροι ήταν κοντά στις παραμελημένες φτωχότερες περιοχές, με μεγάλο μέρος του πληθυσμού να απασχολείται γύρω από την εξόρυξη της πρώτης ύλης από τους σωρούς. Από το 2011 έως το 2013 η κινεζική κυβέρνηση έθεσε νέους κανονισμούς (National Sword Policy) με πολύ αυστηρές προδιαγραφές των ανακυκλώσιμων υλικών που θα μπορούσε να δεχεται, με στόχο το 2018 οι εισαγωγές μη καθαρών ανακυκλώσιμων (ποσοστό μόλυνσης άνω του 0.5%) να σταματήσουν συνολικά. Η μεταβολή του όγκου των απορριμμάτων που διαχειρίζεται η Κίνα εξαιτίας των πολιτικών αυτών φαίνεται στους πίνακες 4 και 5 και στους πίνακες 6,7 και στους παρακάτω χάρτες. Οι κύριοι εξαγωγείς ήταν αδύνατο να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις μιας και οι εταιρείες ανακύκλωσης κάθε χώρας ήταν αδύνατο να παράξουν την καθαρή
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
92
ύλη που ζητούσε η Κινα. Αποτέλεσμα ήταν μια πρωτοφανής μείωση της αξίας των ανακυκλώσιμων σκουπιδιών με βασικό αντίκτυπο το “πάγωμα” της διεθνούς αγοράς. Η ζήτηση μειώθηκε σε τόσο μεγάλο βαθμό, που κατέστησε τις εταιρείες ανακύκλωσης τελείως ασύμφορες, το μέλλον της ανακύκλωσης σαν διαδικασία δεν ήταν πλέον σίγουρο και τα απόβλητα πετάγονταν ξανά σε χωματερές, όπως φάνηκε ήδη στην περίπτωση της Ελλάδας. Η προσωρινή λύση δόθηκε από τις γύρω χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας (Ινδια, Ταϊβάν, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Βιετνάμ κλπ.), οι οποίες απορροφούν από το 2018 τη ροή που πλέον δε διοχετεύεται η Κίνα. Η απορρόφηση αυτή βοήθησε στην αποφυγή της αποσταθεροποίησης του δικτύου, μιας και αποφεύχθηκε η κατάρρευσή του (C.Wang et al 2019). (χάρτες 3, 4, 5)
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 93 Χάρτες 3-5 Δεδομένα από το παγκόσμιο εμπόριο πλαστικών αποβλήτων 2016-2018 και την επίπτωση της απαγόρευσης εισαγωγής ξένων αποβλήτων στην Κίνα. Ανάλυση των στοιχείων εισαγωγήςεξαγωγής από τους 21 πρώτους εξαγωγείς και 21 εισαγωγείς. Χαρτογράφηση: 23 Απριλίου 2019
Αντιθέσεις ήδη εγείρονται στις χώρες αυτές που αφενός δεν έχουν καν αρκετά μεγάλα λιμάνια για να υποδεχτούν το τεράστιο φορτίο και αφετέρου αντιλαμβάνονται ήδη τα προβλήματα που προκύπτουν από τη συσσώρευση απορριμμάτων στις πόλεις. Η πρόσφατη έξοδος της Μαλαισίας από το δίκτυο αποτελεί αποτέλεσμα των παραπάνω αντιθέσεων. Ταυτόχρονα, για τον ίδιο λόγο, παρουσιάζεται και μία αύξηση του εμπορίου των απορριμμάτων στο εσωτερικό των ηπείρων σε μία προσπάθεια ανταπόκρισης στη νέα συνθήκη. Έτσι, το δίκτυο φαίνεται πλέον να αφορά στο εμπόριο μεταξύ Αμερικής και Ν.Α. Ασίας, καθώς και στην αυξημένη εμπορική δραστηριότητα μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Αυτή η μεταβολή που συνδέεται με τη μεταβολή των πολιτικών της Κίνας γύρω από τα ανακυκλώσιμα πλαστικά, φαίνεται καλύτερα μέσα από την χαρτογράφηση του δικτύου που παρατίθεται παρακάτω. Συμπερασματικά, το εμπόριο σκουπιδιών είναι αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας
πολιτικής που θυσιάζει το βιοτικό επίπεδο των κοινοτήτων με στόχο την οικονομική ανάπτυξη. Η συγκέντρωση των παγκόσμιων απορριμμάτων στις
χώρες
προκύπτει από τη δυνατότητά
να διαχειριστούν
ζήτημα, ούτε από τις υποδομές τους για αποτελεσματική ανακύκλωση. Αυτό που παρέχουν στη ροή του εμπορίου είναι μη στερεοποιημένα εργασιακά και πολιτικα δικαιωματα. Αυτή η ενότητα εστίασε στο ζήτημα των πλαστικών απορριμμάτων. Ωστόσο οι γεωγραφίες των σκουπιδιών στον παγκόσμιο χάρτη δεν εξαντλήθηκαν. Έχουν γίνει πολλές παρόμοιες μελέτες για διάφορους τύπους απορριμάτων που περιγράφουν παρόμοια μοτίβα με αυτό που περιγράφηκε εδώ. Μαζί με τον τύπο απορριμμάτων μεταβάλλονται και οι εμπλεκόμενες χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις ως εισαγωγέας εξακολουθεί να δρα ο παγκόσμιος Νότος που δέχεται τα απόβλητα των ανεπτυγμένων χωρών (e-waste στην Νιγηρία, πλαστικό στην Τουρκία, scrap στην Ινδία και την Ιταλία). Η επεξεργασία αποβλήτων, είτε πρόκειται για τοξικά, ανακυκλώσιμα ή χημικά απόβλητα είναι σε κάθε περίπτωση μια διαδικασία εξαιρετικά επικίνδυνη. Αυτό ερμηνεύει εν μέρει, το ότι το βάρος της διαχείρισης στις χώρες των εισαγωγών το επωμίζονται άνθρωποι που εργάζονται με τρόπο άτυπο, συλλέγοντας και διαχωρίζοντας την πρώτη ύλη από τεράστιους χώρους απόθεσης απορριμμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν γίνει πολλές προσπάθειες οργάνωσης του διεθνούς εμπορίου γύρω από τα σκουπίδια7. Ως βασικότερη θεωρείται η συνθήκη της Βασιλείας (1989), στην οποία δεν συμμετέχουν σήμερα οι Η.Π.Α. Η τελευταία απόφαση των Ηνωμένων Εθνών να απαγορεύσει οριστικά το εμπόριο μεικτών πλαστικών, ή μή καθαρών ανακυκλώσιμων υλικών (όπως έκανε η Κίνα) είναι ακόμα μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα μέχρι το 2021. Φυσικά,
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
94
νεοφιλελεύθερης
αναπτυσσόμενες
δεν
τους
το
η ρύθμιση του εμπορίου απορριμμάτων είναι πολύ δύσκολη, αφού και τα απορρίμματα στην πορεία τους μεταβαίνουν από πολλά ιδιοκτησιακά καθεστώτα μέσω μεταπωλησεων, με αποτέλεσμα να χάνεται τόσο η πηγή, όσο και ο δέκτης του εμπορεύματος. Επίσης, όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις υπάρχει ακόμα το πρόβλημα του παράνομου εμπορίου σκουπιδιών που παραβαίνει τους διεθνείς κανονισμούς και που ο εντοπισμός των δικτύων του αποτελεί πολύ δύσκολη υπόθεση. Συνοψίζοντας, η γεωγραφία των σκουπιδιών σε σχέση με το παγκόσμιο εμπόριο σκουπιδιών αντανακλά την άνιση γεωγραφική ανάπτυξη που επικρατεί μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών και 7. Ενδεικτικά αναφέρονται για περαιτέρω έρευνα:(1)το δίκτυο ENFORCE: για το παράνομο εμπόριο (2) η συνθήκη του Bamako (1991) που αφορά στις Αφρικανικές χώρες.
και η Αμερική
απολαμβάνουν την υψηλή δυνατότητα κατανάλωσης που
έχουν και παράγουν τα περισσότερα σκουπίδια στον πλανήτη.
Ο τρόπος να απομακρυνθούν όλα αυτά τα σκουπίδια είναι
να αποσταλούν σε χώρες, οι οποίες είναι φτωχότερες και με
αποδιοργανωμένα εργασιακά καθεστώτα, μιας και μπορούν να
επωφεληθούν οικονομικά σε βάρος των πολιτών τους. Το δίκτυο
επομένως τροφοδοτείται και σταθεροποιείται κυρίως από τους
εμπλεκόμενους που τροφοδοτούν τη ροή των απορριμμάτων
(C.Wang 2019). Το ότι οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν σοβαρό
οικονομικό, περιβαλλοντικό και εργασιακό κίνητρο να
αποστέλλουν τα σκουπίδια τους στον Παγκόσμιο Νότο υποβοηθά
την προσωρινή μετάθεση του προβλήματος σε γειτονικές της
χώρες της Κίνας από τότε που περιόρισε τις εισαγωγές της.
Ωστόσο, τα ρυθμιστικά πλαίσια που οι εισαγωγείς σταδιακά
θέτουν εγείρει την άμεση αναγκαιότητα της επανατοποθέτησης
του προβλήματος των σκουπιδιών στις χώρες που το παράγουν.
Η λύση, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία(C.Wang 2019), έγκειται
σε έναν συνδυασμό αυτής της επανατοποθέτησης, της μείωσης δημιουργίας απορριμμάτων καθώς και της δημιουργίας ολοκληρωμένης δομών διαχείρισης τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες. “Μιλάμε για μαύρη ανακύκλωση κυριολεκτικά και καθόλου “πράσινη”. Υπάρχουν εταιρείες όπως η ΕΚΑΝ που έχει εργάτες μόνο μετανάστες κι ό,τι δεν μπορεί να το επεξεργαστεί εδώ το στέλνει στον Τρίτο Κόσμο, σε πιο φτηνά χέρια, στο Πακιστάν, στην Ινδία, στη Σιγκαπούρη, κυρίως ό,τι περιέχει τοξικά: π.χ. τα πάνελ και τα τούνελ από καθοδικές λυχνίες των παλιών τηλεοράσεων που περιέχουν μόλυβδο σε ποσοστό 40%. Οι χώρες του Τρίτου Κόσμου κάνουν τη βρώμικη δουλειά για να
στη συνέχεια στους Ευρωπαίους καθαρή ύλη”.
Γεωγραφίες των σκουπιδιών Εικόνα 73 Τοποθέτηση εισαγώμενων πλαστικών αποβλήτων σε εμπορευματοκιβώτια στο Port Klang στη Μαλαισία πριν επιστραφούν στη χώρα καταγωγής τους. πηγή: Shutterstock Εικόνα 74 Μία(LAWMA) από τις έξι χωματερές που δέχονται απορρίμματα σε όλο το Olusosum, Λάγος. Παρά την απαγόρευσή τους, συχνά μεταξύ των αποβλήτων εντοπίζονται και ηλεκτρονικά απόβλητα. πηγή: https://www.trtworld.com/ των χωρών του Παγκόσμιου Νότου. Η Ευρώπη
έρθει
(Χρήστος Καρακέπελης 2012) Εικόνα 76 Ένας εργαζόμενος ταξινομεί πλαστικά μπουκάλια σε εγκατάσταση αποβλήτων στο Βιετνάμ. φωτογραφία: Nhac Nguyen πηγή: https://e360.yale.edu Εικόνα 75 Τα ανακυκλωμένα υλικά στοιβάζονται σε αντίστοιχη εγκατάσταση στην Κόστα Ρίκα. φωτογραφία: Ezequil Becerra πηγή:Getty Images
Από το παγκόσμιο στο αστικό
Η ανισομερής κατανομή του πλούτου και των
απορριμμάτων με τα οποία συνδέεται και η επέκταση μιας αναγνωρισμένης εδαφικής επικράτειας εις βάρος μιας
άλλης είναι, όπως αποδείχθηκε, μια ιστορική διαδικασία ως αποτέλεσμα της άνισης φιλελευθεροποίησης μεταξύ κρατών
Χάρτης 6 Χωροθέτηση των οικισμών των Zabaleen στο Κάιρο πηγή: W.S. Fahmi, K. Sutton / Habitat International 30 (2006)
Χάρτης7
Χωροθέτηση των Villas στο κέντρο του Buenos Aires, Αργεντινή. Οι βίλες ονομάζονται οι ανεπίσημοι οικισμοί της χώρας που διεκδικούν την ύπαρξή τους τα τελευταία 70 χρόνια.
και περιφερειών.” (Harvey 2005, 87). Η γεωγραφία των σκουπιδιών φυσικά δεν παραμένει σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά εκτυλίσσεται σε όλες τις κλίμακες. Σε δεύτερο επίπεδο επιχειρείται η ανάγνωση της γεωγραφίας των σκουπιδιών στην πόλη. Οι πόλεις αποτελούν τον βασικότερο τόπο κατανάλωσης και κατ΄επέκταση δημιουργίας απορριμμάτων. Αυτό θέτει τη διαχείριση των απορριμμάτων σαν ένα βασικό ζήτημα των αστικών κέντρων. Τα σκουπίδια όπως φαίνεται σε διάφορα παραδείγματα φαίνεται να τοποθετούνται σε συγκεκριμένα σημεία, προτείνοντας επίσης συγκεκριμένα μοτίβα των γεωγραφιών των σκουπιδιών εντός τους. Σε γενικές γραμμές, αυτή η γεωγραφία περιλαμβάνει την απομάκρυνση των δραστηριοτήτων και των υποκειμένων που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση απορριμμάτων από τα κέντρα των πόλεων και πιο συγκεκριμένα από τις περιοχές υψηλότερων εισοδημάτων. Αυτό, με στόχο να μείνουν “καθαρές” οι περιοχές της πόλης με υψηλότερες αξίες γης. Αντίστοιχα, οι περιοχές όπου γίνεται η διαχείριση των απορριμμάτων, οι περιοχές που ζουν ανθρωποι που ασχολούνται με την συλλογή και όλη η παραοικονομία της άτυπης ανακύκλωσης σπρώχνονται στις περιφέρειες των πόλεων. Έτσι, ορίζονται περιοχές αναβαθμισμένες και υποβαθμισμένες, δηλωτικές κοινωνικών ανισοτήτων και ανοιχτές σε δραστηριότητες δημιουργικής καταστροφής. Με τον όρο δημιουργική καταστροφή στο επίπεδο της αστικοποίησης εννοείται ο μηχανισμός,
έχει
συνήθως οι φτωχοί,
αυτοί που είναι περιθωριοποιημένοι
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
96 “
κατά τον οποίο περιοχές της πόλεις στιγματίζονται, υποβαθμίζονται συστηματικά ή παραμελούνται διαχρονικά με στόχο την κοινωνική και οικονομική αξίωσή τους. Έτσι, δημιουργείται το υπόβαθρο για πρακτικές απορρόφησης πλεονάσματος κεφαλαίου στον χώρο, υπό τη μορφή επενδύσεων και πρακτικών εξευγενισμού. “Το φαινόμενο της δημιουργικής καταστροφής
σχεδόν πάντα μία ταξική διάσταση,αφού είναι
οι μη προνομιούχοι και
από την πολιτική δύναμη αυτοί που υποφέρουν πρώτα και κυρίως από τη διαδικασία. Η βία είναι απαραίτητη προκειμένου να επιτευχθεί ο νέος αστικός κόσμος στο ερείπιο του παλαιού.” (Harvey 2013, σελ. 16) Η πόλη είναι ο τόπος, ο οποίος εξαναγκάζει συνεχώς τη διαπραγμάτευση με την ‘καταστροφή’ – με οποιοδήποτε στοιχείο διαταράσσει την ταυτότητα, το σύστημα, τη τάξη- με στόχο τον ενεργό αποκλεισμό του, πρόκειται δηλαδή για το πεδίο βίαιης απέλασης εκείνου που θεωρείται απειλητικό ή απωθητικό με κριτήρια κοινωνικά και εν μέρει πηγαία (Julia Kristeva 1982, σελ.4). Αυτή η διαδικασία αποκλεισμού ορίζεται ως οι χωροταξικές διεργασίες, μέσω των οποίων η κοινωνία επιχειρεί να επιβάλλει ή να διατηρήσει μια κατάσταση καθαρότητας και οργάνωσης8. Σε αυτό το πλαίσιο, η διαχείριση των αστικών απορριμμάτων, καθώς και των ατόμων που ασχολούνται με αυτά, οι οποίοι ενσαρκώνουν με απόλυτο τρόπο το ακάθαρτο και μολυσμένο, επιβεβαιώνει μια πρακτική κωδικοποίησης με φυσικούς όρους, ένα λεξιλόγιο χωρικών ορίων. Η χωροθέτησή των αντίστοιχων εγκαταστάσεων αποδεικνύει διαχρονικά αυτήν ακριβώς την προσπάθεια εξάλειψης της ακαθαρσίας και προώθησης μιας διαρκούς χωρικής και οπτικής τακτοποίησης και οργάνωσης του αστικού περιβάλλοντος. 8. Τέτοιες διαδικασίες τακτοποίησης και οργάνωσης το αστικού χώρου στο παρελθόν έχουν νομιμοποιηθεί στον επιστημονικό λόγο μέσω θεωριών, κοινωνιολογικών ή πολεοδομικών. Παράδειγμα αποτελούν οι θεωρίες της Σχολής του Σικάγου, οι οποίες μέσω του μοντέλου της αστικής οικολογίας, φυσικοποίηση του φαινομένου των χωρικών διαχωρισμών ως ένα εξελικτικό αποτέλεσμα μηχανισμών, παρόμοιων με αυτούς που λειτουργούν στα φυσικά οικοσυστήματα. Η έννοια του απρόσωπου ανταγωνισμού (impersonal competition) ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης για την εξασφάλιση της ευνοϊκότερης χωροθέτησης των δραστηριοτήτων τους βρίσκεται στον πυρήνα της ανάλυσης της ανθρώπινης οικολογίας και η εμφάνιση της ανταγωνιστικής αυτής διαδικασίας ταυτίζεται με την επικράτηση των μηχανισμών της αγοράς. Οι θεωρητικοί της Σχολής αναγνώρισαν την ύπαρξη φυσικών περιοχών των οποίων τα χαρακτηριστικα ήταν το αποτέλεσμα της ασχεδίαστασης
κέντρο της, τη κεντρική επιχειρηματική
(CBD). Ακολουθούσε
ξεκινώντας από
ζώνη μετάβασης και ουσιαστικά
Γεωγραφίες των σκουπιδιών
97
λειτουργίας των οικολογικών και κοινωνικών διεργασιών (Βurgess 1964). Η παραπάνω διαδικασία περιγράφεται ως δυναμική και συμπεριληπτική των οικολογικών διαδικασιών της εισβολής, διαδοχής και εν τέλει κυριαρχίας φυσικοποιώντας τον διαχωρισμό ή την περιθωριοποίηση συγκεκριμένων τμημάτων της πόλης. Οι έννοιες αυτές συγκροτήθηκαν σε ενιαίο σύνολο μέσω ενός ιδεοτυπικού διαγράμματος της πόλης, που αποτύπωνε τη φυσική κατανομή των περιοχών σε ζώνες γύρω από το εμπορικό και επιχειρησιακό κέντρο.Σύμφωνα με το Burgess η διαδικασία της διαδοχής των προσφύγων σε αστικούς κοινοτικούς κόμβους μεταφραζόταν σε ένα εξιδανικευμένο χάρτη αστικής εξάπλωσης. Η πόλη αναπτυσσόταν σε ομόκεντρες ζώνες,
το
ζώνη
η
κατοικίας των κατώτερων στρωμάτων, στην οποία ένα μίγμα ασυμβίβαστων χρήσεων γης και τρόπων ζωής αντανακλούσε την ακραία κοινωνική αποδιοργάνωση. Η ζώνη κατοικίας των μεσαίων στρωμάτων, η ζώνη κατοικίας των ευπορώτερων στρωμάτων και τέλος η ζώνη των μετακινήσεων προς τον εργασιακό χώρο.
Γεωγραφία της ακαθαρσίας98 Χάρτης 8 Βερολίνο Χάρτης 9 Ρώμη επίσημη διαχείριση απορριμμάτων
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 99 Χάρτης 10 Λονδίνο Χάρτης 11 Παρίσι
Στην τελευταία ενότητα της εργασίας επιχειρέιται ο εντοπισμός της γεωγραφίας των απορριμμάτων στο παράδειγμα της Αττικής και κατ΄επέκταση της Αθήνας. Οι παραπάνω αναλογίες βρίσκουν τόπο σε τρεις διαφορετικές κλίμακες, αυτήν της περιφέρειας, αυτήν της πόλης και αυτή των χώρων άτυπης διαχείρισης απορριμμάτων και είναι ενδεικτικές τόσο του τρόπου, με τον οποίο γίνονται αντιληπτά τα σκουπίδια, όσο και των γεωγραφικών διαχωρισμών που αυτά συνεπάγονται. Ο γεωγραφικός διαχωρισμός στην Αττική δεν συνδέεται μονο με τη διαχείριση των απορριμμάτων αλλά αποτελεί προϊόν της ιστορίας της πόλης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα δύο
ανεξάρτητα. Οι διαφορές ανάμεσα στις περιοχές τις Αττικής συνδέονται αφενός με
τοπικές δραστηριότητες και αφετέρου με την κοινωνική διαστρωμάτωση που τους αντιστοιχεί. Στο πλαίσιο αυτό η Αττική φαίνεται
των
Αθήνας. Έτσι το Β.Α. και Ν.Α. τμήμα της περιφέρειας χαρακτηρίζεται από κατά βάση περιοχές μόνιμης κατοικίας και ήπιων δραστηριοτήτων με εξαίρεση τις λίγες περιοχές που φιλοξενούν έργα υποδομών όπως το Αεροδρομιο και το Λιμάνι του Λαυρίου. Επιπρόσθετα συγκεντρώνει έναν μεγάλο αριθμό εξοχικών κατοικιών και τουριστικών δραστηριοτήτων, γεγονός που έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά της τοποθέτησης περισσότερων δραστηριοτήτων μεγαλύτερης όχλησης . Αυτό δικαιολογεί εν μέρει τη συσσώρευση των τελευταίων στο Δυτικό τμήμα της περιφέρειας. Τα χαρακτηριστικά της Δυτικής Aττικής διαφέρουν, έτσι, σημαντικά από την υπόλοιπη περιφέρεια. Περιοχές όπως η Μαγούλα, ο Ασπρόπυργος, η Ελευσίνα και η Μάνδρας, δηλαδή το Θριάσιο πεδίο, ήταν ιστορικά περιοχές κυρίως αγροτικής δραστηριότητας . Από το 1950 εμφανίζεται η επέκταση της βαριάς βιομηχανικής δραστηριότητας -που μέχρι τότε εντοπιζόταν κατά κύριο λόγο στην Ελευσίνα- στις υπόλοιπες περιοχές της Δ. Αττικης και κυρίως στον Ασπρόπυργο. Η περιοχή σταδιακά εξελίσσεται στη βασικότερη βιομηχανική περιοχή της χώρας, λόγω της συγκέντρωσης των σημαντικότερων βιομηχανιών (Χαλυβουργία, Ελληνικά Πετρέλαια κοκ). Η πρωτύτερη κατάσταση της περιοχής, που χαρακτηριζόταν από έντονη έλλειψη υποδομών (δρόμων, συστημάτων αποχέτευσης κοκ.) και η μη οργανωμένη αστικοποίηση, επέτρεψαν την ανάπτυξη των βιομηχανιών με σχεδόν άτυπο τρόπο χωρίς περιβαλλοντικές και πολεοδομικές προδιαγραφές. Δημιουργήθηκε έτσι ένας τόπος της περιφέρειας
προφανή
απουσία
επικράτησε στον χώρο. Αυτό
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
100
λειτουργούν
τις
να χαρακτηρίζεται από ένα δίπολο μεταξύ
Δυτικών και Ανατολικών περιοχών που περιβάλλουν την πόλη της
όπου η βιομηχανία γιγαντώθηκε και
κατέστησε ακόμα πιο
την
των βασικών υποδομών για τους πολίτες και κατ επέκταση την κοινωνική ανισότητα που προέκυπτε μέσα από την “βιομηχανική κυριαρχία”. Η έλλειψη υποδομών και παροχών και η συνεπαγόμενη περιβαλλοντική και κοινωνική υποβάθμιση έθεσε το υποβαθρο για μια σειρά μη οριοθετημένης αστικοποίησης και δημιουργίας υποδομών. Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν επόμενο οι εγκαταστάσεις διαχείρισης στερεών αποβλήτων της Αττικής να τοποθετηθουν επίσης εκεί. Τμήμα του Ποικίλου όρους , δηλαδή του φυσικου ορίου μεταξύ Δυτικής και Ανατολικης αττικής αποχαρακτηρίστηκε από το ‘60 ωστε να φιλοξενήσει την ταφή του μεγαλύτερου όγκου των απορριμμάτων της Αθήνας. Οι ελλιπείς υποδομές για τη διαχείριση των απορριμμάτων που ιστορικά χαρακτήριζαν την περιοχή, οδήγησε στη δημιουργία πολλαπλών χώρων ανεξέλεγκτης εναπόθεσης απορριμμάτων (ΧΑΔΑ), δημιουργώντας ένα μεγάλο περιβαλλοντικό πρόβλημα στην περιοχή. Γεωγραφίες της Αθήνας
Από
το 1991, όταν έκλεισε η χωματερή του Σχιστού, η λειτουργία της Φυλής συνέχισε σαν ένα οργανωμένο ΧΥΤΑ, το οποίο παρά την αρχικά προβλεπόμενη πενταετή λειτουργία του, παραμένει μέχρι σήμερα και το μοναδικό. Μάλιστα, η δημιουργία των εγκαταστάσεων του ΟΕΔΑ (Ολοκληρωμένη
Εγκατάσταση Διάθεσης Απορριμμάτων) επιβεβαιώνει τη διαιώνιση της παραμονής του ΧΥΤΑ στο σημείο, του οποίου
η χωρητικότητα έχει σήμερα εξαντληθεί. Η χωροθέτηση
των υποδομών αυτών, είναι επόμενο να στιγματίζει τις
εγγύτερες περιοχές κατοικίας και να οδηγεί στην κοινωνική
περιθωριοποίηση των ανάλογων τοπικών πληθυσμών. Η
εγγενής αποστροφή που συνεπάγονται τα απορρίμματα και
οι διαδικασίες που τους αντιστοιχούν, στην περίπτωση της
Αθήνας φαίνεται να οδήγησε στον εκτοπισμό τους μακριά
από το μητροπολιτικό κέντρο ή άλλες προνομιούχες περιοχές της περιφέρειας. Τα σκουπίδια συσσωρεύονται διαχρονικά πίσω από το Ποικίλο όρος, μακριά από τα βλέμματα της αστικής ζωής, εκτός αστικού τόπου. Η σχέση συνύπαρξης των τελευταίων με τις κοινωνικά κατώτερες κοινωνικές ομάδες διαφαίνεται καλύτερα στη επακόλουθη μελέτη των αντίστοιχων δημογραφικών χαρακτηριστικών. “Αναρωτιέται κανείς, πως θα νιώθουν οι κάτοικοι της Δ.Αττικής έχοντας συνειδητοποιήσει βαθιά ότι η περιοχή τους αντιμετωπίζεται σαν η “πίσω αυλή” μίας τερατώδους μεγαλόπολης, χάρη στην εξυπηρέτηση της οποίας έχει την μεταχείριση που έχει. Η εγγύτητα με το μητροπολιτικό κέντρο, άντι να λειτουργήσει εξισορροπητικά και να θεραπεύσει πληγές, είναι το εργαλείο που συντηρεί την υποβάθμιση και τη συσσώρευση νέων προβλημάτων.” (Wasting the West Published - Nov 2019)
Στον χάρτη διαφαίνονται τόσο οι εγκαταστασεις του
ΟΕΔΑ υπάρχουσες και προβλεπόμενες, όσο και οι λοιπές
εγκαταστάσεις επίσημης διαχείρισης απορριμμάτων
Εικόνα 77,78
εικόνες κοντά στο ΧΥΤΑ Φυλής, Δυτική Αττική
πηγή: ντοκιμαντέρ “Πρώτη Ύλη”.
σκουπιδιών
Γεωγραφίες των
101
που εμπλέκονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Παράλληλα, σημειώνονται και όσα λειτουργούσαν παλαιότερα και είναι πλέον ανενεργά ή αποκατεστημένα, καθώς και όσα προβλέπεται να σχεδιαστούν στο πλαίσιο της σύγχρονης συμμόρφωσης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και τις προδιαγραφές. Μία πρώτη ματιά
τ επιβεβαιώνει τη διάσπαρτη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων αυτών, καθώς και τη σχετική συμπύκνωσή τους στη δυτική πλευρά της περιφέρειας, δηλαδή στους Δήμους Ελευσίνας, Μάνδρας, Μεγαρέων, Φυλής και Ασπρόπυργου. Ταυτόχρονα πέρα από τις εγκαταστάσεις επίσημης διαχείρισης των απορριμμάτων, οι ίδιες περιοχές δρουν ως πόλοι έλξης για τις διαδικασίες της άτυπης ανακύκλωσης.
Συγκεκριμένα, οι περιοχές οι οποίες βρίσκονται κοντά στις
εγκαταστάσεις του ΟΕΔΑ φιλοξενούν πλήθος μαντρών ανακυκλώσιμων υλικών, κυρίως εκατέρωθεν της λεωφόρου Νάτο. Ο συνδυασμός των δύο, έχει ως αποτέλεσμα και τη συγκέντρωση άτυπων ανακυκλωτών, καθώς και χώρων στους οποίους αυτοί δραστηριοποιούνται και κατοικούν. Η συγκεκριμένη χαρτογράφηση των μαχαλάδων αποτελεί δύσκολο εγχείρημα ακριβώς λόγο της άτυπης φύσης τους και δεν επιχειρήθηκε μέσω επιτόπιας έρευνας στην παρούσα εργασία. Ωστόσο, οι συνεντεύξεις, αντίστοιχα δημοσιευμένα άρθρα και η προσωπική μας εμπειρία σκιαγραφούν τη συσσώρευση τέτοιων οικισμών στις περιοχές του Ασπροπύργου (Νέα Ζωή), των Άνω Λιοσίων (Ζεφύρι) και του Μενιδίου. “Πίσω από τη λεωφόρο, αποκαλύπτεται ένας υπόγειος κόσμος από γκέτο και φαβέλες. Μετανάστες νόμιμοι και παράνομοι, εξαθλιωμένοι εργάτες(sic) αναπνέουν τον μολυσμένο αέρα του Θριασίου για ένα κομμάτι ψωμί. Στα όρια της χωματερής σκουπιδιών, δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως συντηρείται μια χωματερή ανθρώπινων ζωών. Στη μια πλευρά μένουν τα “Πακιστάνια”, πιο κάτω στη Νέα Ζωή στήσανε την κοινότητα τους οι Ρωσοπόντιοι και σκορπισμένοι εδώ κι εκεί τρεις καταυλισμοί τσιγγάνων(sic).” (Μ.Τσιμιτάκης, 03.08.2008)
η επικρατούσα και ανθεκτική
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
102
Αυτή
κατάσταση εκτοπισμού των δραστηριοτήτων που συνδέονται με τα σκουπίδια προς τις “υποβαθμισμένες” περιοχές εντοπίζεται και στη μικρότερη κλίμακα, αυτής της πόλης. Η Αθήνα χαρακτηρίζεται επίσης από τον διαχωρισμό ανατολικού και δυτικού τμήματός της με άξονα τον Κηφισό. Διαχρονικά, είναι οι δυτικές πλευρές της πόλης αυτές εις βάρος των οποίων εντοπίζεται τόσο το φαινόμενο της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης, όσο και οι δραστηριότητες που αφορούν τη διαχείριση των απορριμμάτων. Στην περίπτωση της αστικής κλίμακας, οι εγκαταστάσεις διαχείρισης σκουπιδιών δεν Εικόνα79 μαχαλάς στον Ασπρόπυργο Εικόνα 80 μαχαλάς στην οδό Ορφέως
αντιστοιχούν όμως στον επίσημο φορέα, αλλά αποτελούν μέρος
του άτυπου δικτύου ανακυκλωσης. Όπως προκύπτει άμεσα από
τον χάρτη, σχεδόν το σύνολο των μαντρών σχηματίζουν έναν δίδυμο άξονα εκατέρωθεν του Κηφισού́ και της Εθνικής Οδού́
Αθηνών-Λαμίας, με διεύθυνση νοτιοδυτική́-βορειοανατολική́, και σε μερική ταύτιση με τη χωροθέτηση των πιο φτωχών
γειτονιών στην Αττική. Πιο συγκεκριμένα , οι πλειονότητα
αυτών συγκεντρώνεται στις περιοχές του Ρέντη, του Ταύρου, του Αιγαλαίου και του Βοτανικού, στο υπόβαθρο που έχει στηθεί από τη βιομηχανική δραστηριότητα.
Παραγωγή Απορριμμάτων
Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται πως δεν υπάρχει μια ομοιογενής χωροθέτηση της διαχείρισης των απορριμμάτων και αντίστοιχα ανομοιογενής είναι και η κατανομή της παραγωγής τους. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι στην περιφέρεια Αττικής υπάρχουν δύο σημαντικές συγκεντρώσεις δραστηριοτήτων άτυπης ανακύκλωσης (μια γύρω από τον Ασπρόπυργο και μια στην περιοχη του Ελαιώνα). Και οι δύο εντοπίζονται δυτικά του κέντρου. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τον χαρακτήρα της άτυπης ανακύκλωσης, η δράση των ανακυκλωτών δεν περιορίζεται εκεί. Αντίθετα, αυτοί κατά κανόνα κατευθύνονται προς τις πιο κεντρικές περιοχές της πόλης, σε σημεία εμπορικής δραστηριότητας και αυξημένης κατανάλωσης. Η κατεύθυνση αυτή αποσκοπεί προφανώς στην εξόρυξη των επιθυμητών υλικών που υπάρχουν σε μεγαλύτερη αφθονία στις περιοχές αυτές. Έτσι παρακάτω γίνεται ο συσχετισμός της μεγαλύτερης παραγωγής απορριμμάτων αναλογικά με την εκάστοτε περιοχή της Αθήνας, όπου και προκύπτει η μεγαλύτερη δραστηριότητα της άτυπης ανακύκλωσης. Συγκεκριμένα, τα μεγαλύτερα ποσοστά κατανάλωσης
και άρα παραγωγής σκουπιδιών εντοπίζονται στην περιφερειακή
ενότητα κεντρικού τομέα Αθηνών, αντιστοιχούν δηλαδή στις
περιοχές του κέντρου της Αθήνας, καθώς και στους δήμους
Ζωγράφου, Βύρωνος, Καισαριανής, Ηλιούπολης και Δάφνης.
Σύμφωνα με τους χάρτες που παρατίθενται, στις περιοχές
αυτές εντοπίζεται έντονη εμπορική δραστηριότητα, πλήθος χώρων εστίασης και ψυχαγωγίας, καθώς και μία αντιστοιχία με τις περιοχές κατοικίας των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Παρόμοια ποσοστά αντιστοιχούν και στον Βόρειο τομέα Αθηνών, που περιλαμβάνει του δήμους Αμαρουσίου, Χολαργού, Παπάγου, Βριλησσίων, Αγίας Παρασκευής, Ψυχικού και
Γεωγραφίες των σκουπιδιών
Εικόνα 81 μαχαλάς στα Άνω Λιόσια
Εικόνα 82 μαχαλάς στο Χαλάνδρι
103
Γεωγραφία της ακαθαρσίας104
Γεωγραφίες των σκουπιδιών 105 Χάρτης 12(δεξιά) Χάρτης επίσημων και ανεπίσημων σημείων διαχείρισης απορριμμάτων Χάρτης 13(αρ.) Χάρτης ανεπίσημων σημείων διαχείρισης απορριμμάτων
Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται πως δεν υπάρχει μια ομοιογενής χωροθέτηση της διαχείρισης των απορριμμάτων και αντίστοιχα ανομοιογενής είναι και η κατανομή της παραγωγής τους. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι στην περιφέρεια Αττικής υπάρχουν δύο σημαντικές συγκεντρώσεις δραστηριοτήτων
άτυπης ανακύκλωσης (μια γύρω από τον Ασπρόπυργο και μια στην περιοχη του Ελαιώνα). Και οι δύο εντοπίζονται δυτικά του κέντρου. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τον χαρακτήρα της άτυπης ανακύκλωσης, η δράση των ανακυκλωτών δεν
περιορίζεται εκεί. Αντίθετα, αυτοί κατά κανόνα κατευθύνονται προς τις πιο κεντρικές περιοχές της πόλης, σε σημεία εμπορικής
δραστηριότητας και αυξημένης κατανάλωσης. Η κατεύθυνση
αυτή αποσκοπεί προφανώς στην εξόρυξη των επιθυμητών υλικών που υπάρχουν σε μεγαλύτερη αφθονία στις περιοχές αυτές. Έτσι παρακάτω γίνεται ο συσχετισμός της μεγαλύτερης παραγωγής απορριμμάτων αναλογικά με την εκάστοτε περιοχή της Αθήνας, όπου και προκύπτει η μεγαλύτερη δραστηριότητα της άτυπης ανακύκλωσης. Συγκεκριμένα, τα μεγαλύτερα ποσοστά κατανάλωσης και άρα παραγωγής σκουπιδιών εντοπίζονται στην περιφερειακή ενότητα κεντρικού τομέα Αθηνών, αντιστοιχούν δηλαδή στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας, καθώς και στους δήμους Ζωγράφου, Βύρωνος, Καισαριανής, Ηλιούπολης και Δάφνης. Σύμφωνα με τους χάρτες που παρατίθενται, στις περιοχές αυτές εντοπίζεται έντονη εμπορική δραστηριότητα, πλήθος χώρων εστίασης και ψυχαγωγίας, καθώς και μία αντιστοιχία με τις περιοχές κατοικίας των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Παρόμοια ποσοστά αντιστοιχούν και στον Βόρειο τομέα Αθηνών, που περιλαμβάνει του δήμους Αμαρουσίου, Χολαργού, Παπάγου, Βριλησσίων, Αγίας Παρασκευής, Ψυχικού και Κηφισιάς και συνδέεται με τις περιοχές κατοικίας
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
106
ανώτερων οικονομικά στρωμάτων. Ακολουθεί ο Νότιος τομέας, ο οποίος συνδέεται με τουριστικές δραστηριότητες και ο Ανατολικός που συνδέεται με τις υψηλότερες επαγγελματικές κατηγορίες.Αντίστροφα, τα χαμηλότερα ποσοστά παραγωγής απορριμμάτων αντιστοιχούν στα δυτικά τμήματα του κέντρου και της περιφέρειας και ερμηνεύονται εν μέρει από τα χαμηλότερα εισοδηματικά ποσοστά των περιοχών, το είδος των αναπτυσσόμενων δραστηριοτήτων, καθώς και με τη μικρότερη πυκνότητα κατοικίας και των λειτουργιών που τη συνοδεύουν. Διάγραμμα 27 κατανομή παραγωγής απορριμμάτων ανά περιφερειακή ενότητα στην Αττική πηγή: Φωτοπούλου 2017 Παραγωγή Απορριμμάτων
΄Ετσι, γίνεται εμφανής μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση, δηλαδή, εκεί που εντοπίζεται η μεγαλύτερη παραγωγή απορριμμάτων, απουσιάζουν τα αντίστοιχα ποσοστά συγκέντρωσης διαχείρισής τους και αντίστροφα. Τα σκουπίδια λειτουργούν ενισχυτικά -μεταξύ άλλων παραγόντων- της άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης μεταξύ ανατολικών και δυτικών περιοχών του κέντρου. Αφενός οι πλουσιότερες περιοχές χρησιμοποιούν ως δορυφόρους τις φτωχότερες, για να μπορέσουν να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που ευνοούν την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Απομακρύνοντας, δηλαδή, τις “βρώμικες” λειτουργίες της πόλης, τις υποδομές και τη διαχείριση των απορριμμάτων, οι περιοχές αυτές καταφέρνουν να διατηρήσουν την εικόνα καθαρότητας, η οποία με τη σειρά της εξασφαλίζει τη συγκέντρωση των επιθυμητών λειτουργιών. Αφετέρου, οι φτωχότερες περιοχές επωμίζονται
βάρος των λειτουργιών που οι υπόλοιπες αποφεύγουν,
αποτέλεσμα τη διαρκή υποτίμηση της αξίας τους, τόσο σε επίπεδο χρήσεων γης, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Έτσι οι περιοχές αυτές διακρίνονται ως πιο προσιτές, για τους πιο αδύναμους οικονομικά και κατ’ επέκταση κοινωνικά, πληθυσμους. Μία απλουστευτική διάκριση της περιφέρειας σε ανατολική και δυτική επιτρέπει τον
Δημογραφία των περιοχών
εντοπισμό πολύ διαφορετικών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών ανάμεσα στις δύο περιοχές. Η χωρική περιθωριοποίηση της ύλης συνδέεται άρρηκτα με την περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν συμμορφώνονται στα κυρίαρχα κοινωνικά και πολιτιστικά συστήματα αξιών της κοινωνίας (Sibley 2000, 247- 263). Γι ‘αυτόν τον λόγο, μετά τη μελέτη της χωροθέτησής της παραγωγής και της διαχείρισης των αστικών απορριμμάτων, κρίνεται χρήσιμη μια διεξοδικότερη ανάλυση των υποκειμένων που ζουν και εργάζονται στις περιοχές αυτές. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τα δημογραφικά στοιχεία της Περιφέρειας Αττικής. Οι περιοχές που σχετίζονται περισσότερο με το θέμα της εργασίας είναι αυτές στις οποίες εντοπίζονται οι περισσότεροι χώροι του συστήματος άτυπης διαχείρισης απορριμμάτων ή άλλης μορφής άτυπης εργασίας. Λόγω ακριβώς της φύσης των εργασιών και των ατόμων που κατοικούν εκεί, οι περιοχές αυτές παραμένουν σε ένα βαθμό αχαρτογράφητες και τα δημογραφικά στοιχεία τους είναι ελλιπή, όπως φαίνεται και σαφώς στους χάρτες. Οι πληροφορίες που παρατίθενται παρακάτω, αν και δεν αντιστοιχούν με απόλυτο τρόπο στα δημογραφικά στοιχεία των υπό μελέτη περιοχών, θεωρούνται ενδεικτικές και προκύπτουν από τα στοιχεία των κοντινότερων γειτονικών περιοχών. Στα δυτικά τμήματα της πόλης και της περιφέρειας -τα οποία μας απασχολούν εδώ- η ακριβής καταγραφή των εθνοτικών χαρακτηριστικών είναι δύσκολη, λόγω των
ποσοστών μεταναστών
αυτά,
συγκέντρωση
Πακιστανοί
περιοχές της περιφέρειας και -οι δεύτεροι ειδικά- κατά μήκος των Εθνικών Οδών Αθηνών-Λαμίας και Αθηνών-Κορίνθου,
με την απασχόλησή τους σε χαμηλές θέσεις στον τομέα των μεταφορών. Σημαντική,
και αχαρτογράφητη, είναι η παρουσία πληθυσμών Ρομά, οι οποίοι
στον τομέα
άτυπης ανακύκλωσης.
Γεωγραφίες των σκουπιδιών
107
των
με
μεγάλων
χωρίς χαρτιά που ζουν και δραστηριοποιούνται εκεί. Παρόλα
σημειώνεται
υπηκόων της Αφρικής, της Ινδίας και του Πακιστάν. Οι Ινδοί και οι
εντοπίζονται κυρίως σε αγροτικές
κάτι που συνδέεται
αν
απασχολούνται κατά κόρον και διαχρονικά
της
Η χωρική κατανομή των επαγγελματικών κατηγοριών είναι επίσης σημαντική καθώς αυτές αφορούν ταυτόχρονα θέσεις και ιεραρχήσεις σε σχέση με το οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Όπως φαίνεται στους χάρτες 17- 20 (βλ. παράρτημα), οι υψηλότερα αμειβόμενες επαγγελματικές κατηγορίες υπερεκπροσωπούνται στην ανατολική πλευρά της πόλης, οι χαμηλότερα στη δυτική και οι ενδιάμεσες είναι πιο ισοκατανεμημένες από τις άλλες δύο. Μεταξύ των χαμηλά αμοιβώμενων επαγγελματικών κατηγοριών, που μας ενδιαφέρουν εδώ, εκείνες που βρίσκονται στο άνω άκρο κατανέμονται μάλλον διάχυτα στο δυτικό τμήμα της πόλης. Εκείνες που βρίσκονται στο κάτω άκρο—όπως οι εργάτες βιομηχανίας, οι καθαριστές και οι συλλέκτες απορριμμάτων και οδοκαθαριστές—συγκεντρώνονται στις περιοχές υπερσυγκέντρωσης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων (Ασπρόπυργος, Ζεφύρι, Άνω Λιόσια, γειτονιές βόρεια της Ομόνοιας κ.λπ.), έχουν περιορισμένη παρουσία στο υπόλοιπο δυτικό τμήμα της πόλης και απουσιάζουν από το ανατολικό. Ανάλογη χωροθέτηση έχουν και οι πωλητές σε υπαίθριες αγορές, οι οποίοι τυπικά ανήκουν στις ενδιάμεσες κατηγορίες και συνδέονται ή ταυτίζονται με τους φορείς της άτυπης ανακύκλωσης. Σε σύνδεση με τα παραπάνω παρατίθεται η συνθετική εικόνα χωροθέτησης του τόπου κατοικίας (χάρτες 21, 22) των οικονομικά ενεργών στους τρεις βασικούς τομείς όπου εντάσσονται οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας. Στη δυτική πλευρά του λεκανοπεδίου συγκεντρώνονται κυρίως οι απασχολούμενοι στο δευτερογενή —με έμφαση στη βορειοδυτική και στη μακρινή περιφέρεια. Επεξηγηματικά, ο δευτερογενής τομέας περιλαμβάνει τις δραστηριότητες επεξεργασίας και μεταποίησης των προϊόντων. Έτσι, σε αυτόν περιλαμβάνονται οι παραγωγικές μονάδες πλαστικών, επίπλων, ενδυμάτων, χαρτιού και μετάλλου που τοποθετούνται στα υψηλότερα επίπεδα της ιεραρχίας της ανακύκλωσης. Εμβαθύνοντας, οι χάρτες 23- 25 απεικονίζουν τον τόπο κατοικίας των απασχολουμένων στους βασικούς κλάδους της οικονομίας. Για τους δύο βασικούς κλάδους του δευτερογενούς τομέα—μεταποίηση και κατασκευές—οι απασχολούμενοι χωροθετούνται στη δυτική πλευρά της πόλης και στη μακρινή περιφέρεια, με τους δεύτερους να εμφανίζουν τις μεγαλύτερες σχετικές συγκεντρώσεις στη βορειοδυτική πλευρά. Το εμπόριο—που είναι και ο μεγαλύτερος κλάδος—και οι μεταφορές - αποθηκεύσεις, χωροθετούνται, επίσης, δυτικά. Ο διαθέσιμος χώρος κατοικίας ανά άτομο του νοικοκυριού είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης όσον αφορά την επάρκεια/έλλειψη καθημερινού χώρου διαβίωσης. Καθώς οι Απογραφές δεν περιλαμβάνουν δεδομένα για το εισόδημα, ο δείκτης αυτός μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως
για την προσέγγισή του. Η σταδιακή μετάβαση
τη χωρική συγκέντρωση ατόμων
χωρική συγκέντρωση
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
108
στοιχείο
από
που ζουν σε συνθήκες σοβαρής έλλειψης χώρου κατοικίας, στη
εκείνων με υπερεπαρκή χώρο αναδεικνύει σχήματα που μοιάζουν με αυτά που αντιστοιχούν και σε άλλες μεταβλητές κοινωνικής ιεράρχησης. Η βασική παρατήρηση είναι ότι όσο κινούμαστε από τις συνθήκες έλλειψης προς εκείνες της επάρκειας, οι περιοχές συγκέντρωσης των ατόμων κινούνται από τα δυτικά προς τα ανατολικά και από τις πολύ περιφερειακές θέσεις σε προαστιακές θέσεις μέσα στο λεκανοπέδιο (www.athenssocialatlas.gr 2019). Με τους τελευταίους χάρτες επιχειρείται η ομαδοποίηση των περιοχών κατοικίας της Αθήνας με τρόπο που να αναδεικνύονται συνθετικά οι ομοιότητες και οι διαφορές τους όσον αφορά τη σύνθεση του πληθυσμού τους. Την ομαδοποίηση αυτή οπτικοποιεί ο συνθετικός χάρτης με την κοινωνικο-επαγγελματική τυπολογία της Αττικής.
Με μπλε χρώμα εμφανίζονται οι περιοχές όπου υπερεκπροσωπούνται έντονα οι υψηλές
κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες. Με γαλάζιο σημειώνονται οι πολύ πιο εκτεταμένες περιοχές
υπερεκπροσώπησης των ευρύτερων υψηλών-μεσαίων κατηγοριών. Οι περιοχές αυτές συνήθως
γειτονεύουν και συχνά περιβάλλουν τις προηγούμενες μέσα στο λεκανοπέδιο. Οι πλέον ανάμεικτες κοινωνικά περιοχές, όπου υπερεκπροσωπούνται οι ενδιάμεσες κοινωνικο-επαγγελματικές
κατηγορίες, σημειώνονται με βαθύ και με ανοιχτό πράσινο και χωροθετούνται κυρίως στην
περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων και σε γειτονικούς του Δήμους. Με ροζ χρώμα εμφανίζεται ο τύπος περιοχών με τη μεγαλύτερη έκταση και πληθυσμό, ο οποίος περιλαμβάνει κυρίως παραδοσιακά εργατικές γειτονιές, από τη Σαλαμίνα και το Πέραμα μέχρι το Μενίδι, οι οποίες όμως συναντώνται και σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Αττικής, παραλιακές και μη. Τέλος, η πιο αμιγής παρουσία εργατικών κατηγοριών εμφανίζεται σε περιφερειακές θέσεις του μητροπολιτικού χώρου και σημειώνεται με κόκκινο. Ο κοινωνικός αυτός τύπος περιοχής κατοικίας έχει ιδιαίτερη παρουσία στη Σαλαμίνα, το Πέραμα, τον Ασπρόπυργο, τα Άνω Λιόσια, το Ζεφύρι, το Μενίδι, τον Ταύρο και του Ρέντη, στη δυτική πλευρά της πόλης, καθώς και σε δυτικότερες περιοχές που δεν εμφανίζονται στο χάρτη, όπως η Μάνδρα, η Μαγούλα και τα Μέγαρα.
Χάρτης 14 Κοινωνικοεπαγγελματική τυπολογία των περιοχών κατοικίας στην Αττική (2011)
πηγή:https://www.athenssoci alatlas.gr/
Γεωγραφίες των σκουπιδιών
109
Η δομή, η μορφή και η λειτουργία των μεγάλων πόλεων είναι σήμερα τέτοια που δείχνει σαν να περιλαμβάνουν διαφορετικές πόλεις μέσα τους. Αυτές οι «πόλεις μέσα στην πόλη» έχουν τρεις τυπικές μορφές: τα διοικητικά-οικονομικά κέντρα με τις εμπορικές δραστηριότητες, τις φθίνουσες πρώην βιομηχανικές περιοχές και τις αντίστοιχες γύρω τους περιοχές κατοικίας και τέλος τις περιοχές που συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος όγκος των μεταναστών. Στην Ελλάδα, δεδομένης και της διαφοράς της δομής των πόλεων από αυτές των πιο οικονομικά ανεπτυγμένων κρατών, τα όρια μεταξύ των διαφορετικών αυτών περιοχών δεν είναι τόσο σαφή, όσο στη Βόρεια Ευρώπη
τη Βόρεια Αμερική, αφού παρεμβάλλονται οι αχανείς περιοχές γενικής κατοικίας. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί κανείς να διακρίνει περιοχές στις οποίες υπερισχύουν χαρακτηριστικά κάποιας από
παραπάνω τρεις
προϋπόθεση η μια της άλλης, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει σήμερα το οικονομικό σύστημα της πόλης σαν σύνολο. Οι περιοχές εγκατάστασης των μεταναστών ή/και των χαμηλώτερων κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων καθορίζονται, κυρίως, από την εγγύτητα στην εργασία ή σε κάποιο συγκοινωνιακό κόμβο, που να τους επιτρέπει τη σχετικά γρήγορη πρόσβαση σε αυτή, καθώς και από το ενοίκιο, το οποίο πρέπει να είναι χαμηλό. Ωστόσο, μια θέση που θέλει τους παράγοντες που ορίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά ως ανεξάρτητα των κρατικών πολιτικών, είναι παραπλανητική μιας και, όπως αποδείχθηκε, υπαρχει μια άμεση εξάρτηση των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών της περιοχής με την χωροθέτηση των λειτουργιών της πόλης. Στο πλαίσιο της μεταβιομηχανικής νεοφιλελεύθερης αστικοποίησης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αντιπαράθεση μεταξύ των περιοχών έχει ως στόχο τη χειραγώγηση της οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ τους, προς όφελος των ισχυρότερων. Σε αυτό το πλαίσιο οι δραστηριότητες που παραδοσιακά μπορεί να υποτιμήσουν την αξία της κάθε περιοχής, δηλαδή η βιομηχανία και οι οχλούσες εγκαταστάσεις υποδομών (ή και της άτυπης ανακύκλωσης) απομακρύνονται. Τα χαμηλα ενοικία, η απουσία δημοτικών πρωτοβουλιών για τη διαχείριση της καθαριότητας των δημοσίων χώρων, η απεύθυνση σε συγκεκριμένες αποκλίνουσες ομάδες και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των περιοχών που μελετώνται είναι προϋποθέσεις που παράγονται μέσω των διαδικασιών άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης εντός της πόλης και συνεισφέρουν
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
110
και
τις
μορφές ή άλλες που οι δύο τελευταίες από αυτές ταυτίζονται. Αυτές οι «πόλεις μέσα στην πόλη» δεν πρέπει να ιδωθούν σαν χωριστές, σαν να ανταποκρίνονταν η καθεμία σε διαφορετική ιστορική/γεωγραφική φάση, αλλά ως
στη δημιουργία προνομιακών πεδίων για την ανάπτυξη του κεφαλαίου μέσω του μηχανισμού τη δημιουργικής καταστροφής. Παράλληλη σε αυτή τη διαδικασία είναι και η χρήση μιας στιγματιστικής ρητορικής στην κατηγοριοποίηση των περιοχών αυτών ως υποβαθμισμένων και άρα και των ατόμων που τις κατοικούν ως ανεπιθύμητων. Οι διαδικασίες κοινωνικών και χωρικών αποκλεισμών συνδέονται με αυτόν τον τρόπο με τις θεωρίες γύρω από το ακάθαρτο, το μη ταξινομημένο. Εξαλείφοντας την ακαθαρσία κάθε είδους, καθιστώντας την αθέατη εκτός τόπου, κάθε κοινωνία προωθεί μια διαρκή χωρική και οπτική διαδικασία τακτοποίησης και αναδιάταξης του περιβάλλοντος, σε μια προσπάθεια προσέγγισης ενός “ιδανικού’’. Οι άγραφοι και γραπτοί νόμοι περί ακαθαρσίας δρουν ενάντια στο μη ταξινομημένο και το ακάθαρτο και έχουν χωρική έκφραση. Αυτό προκύπτει από την ταύτιση της κοινωνικής ευημερίας με μια σαφώς οριοθετημένη μορφή και την ευταξία, που αντιτίθεται σε μια δυνητικά απειλητική και ακάθαρτη αταξία. Επίλογος
Όπως όμως έχει ήδη γίνει σαφές, όλες αυτές οι συμβάσεις περί ακαθαρσίας και ευταξίας αποτελούν κάτι το ρευστό, ακόμα και στο εσωτερικό των κοινωνικών ομάδων των πόλεων, όπως εμφανίζεται καλύτερα στην τελευταία κλίμακα της γεωγραφίας των απορριμμάτων, αυτή του κτισμένου περιβάλλοντος, του κτιρίου. Στους χώρους που εντοπίζεται η δραστηριότητα της άτυπης ανακύκλωσης στην Αθήνα μπορούμε να παρατηρήσουμε μια σημαντική μεταβολή όλων των κατεστημένων ορίων της ακαθαρσίας. Οι μάντρες αντιτίθενται στην καθιερωμένη οργάνωση που θέλει τις βιοτεχνίες καθαρές και τακτοποιημένες για χάρη μιας διαφορετικής αποδοτικότητας λειτουργίας. Στους μαχαλάδες άνθρωποι συγκατοικούν με τα σκουπίδια με τα οποία εργάζονται, και χωρίς αυτή η παρατηρηση να εξωραιζει ή να ρομαντικοποιεί τις συνθήκες διαβίωσης τους, η σχέσεις του ακάθαρτου αντιστρέφονται. Το οργανωμένο κέντρο της πόλης είναι σε αυτή την περίπτωση αυτό που παρουσιάζεται ως ανοίκειο, ξένο και εκτός τόπου. “Όταν είμαι μέσα στην πόλη νιώθω φτωχός. Κάτι με κάνει λυπημένο. Δεν υπάρχει μέρος να σταθώ. Στον μαχαλά είναι αλλιώς. Στην πόλη νιώθω σαν τρελός. Δεν, μπορώ δεν είμαι μαθημένος στην πόλη. Είμαι μαθημένος στις παράγκες. Η πόλη μου φαίνεται σαν τρελοκομείο” (ντοκιμαντέρ “Πρώτη ύλη”, 2008- λόγια μικρού Ρομά) Οι “ακάθαρτοι” χώροι, δηλαδή στην περίπτωση μας αυτοί που αφορούν την επίσημη διαχείριση απορριμμάτων, την άτυπη ανακύκλωση καθώς και τους μαχαλάδες όπου διαμένουν οι άτυποι ανακυκλωτές αν και σαφώς εκτοπισμένοι από το κέντρο αποτελούν οργανικό κομμάτι της πόλης. Συνυπάρχουν με άλλες λειτουργίες της πόλης και πολλές φορές τις υποστηρίζουν αλλά παραμένουν αθέατες στο επίπεδο της καθημερινότητας. Η δυσκολία του εντοπισμού ένος μαχαλά στον αστικό ιστό, οι ψηλές περιφράξεις των μαντρών που κρύβουν αχανείς όγκους σκουπιδιών καθώς και η σκόπιμη ή όχι αποστροφή του βλέμματος από τους άτυπους ανακυκλωτές στους δρόμους καθιστουν όλες τις διαδικασίες γύρω από τα σκουπίδια ένα αόρατο κομμάτι της πόλης. «Οι τσιγγάνικοι μαχαλάδες δομούνται με ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, μοιάζουν με φωλιά ζώου (sic). Ο συγκεκριμένος στην Ορφέως είχε μία τρύπα για είσοδο και μία ακόμη κρυφή στη πίσω πλευρά η οποία
σκουπιδιών
Γεωγραφίες των
111
λειτουργούσε ως διαφυγή σε περίπτωση αστυνομικής παρέμβασης. Αν όχι για όλους, σίγουρα για αυτούς που ήταν πιο κοντά στον κίνδυνο. Οι παράγκες ήταν όλες συγκαλυμμένες για να λειτουργούν ακριβώς όπως τα καταφύγια των ζώων σε αθέατα σημεία για να μην καταστραφούν από ανθρώπους ή άλλα ζώα(sic).» (Χρήστος Καρακέπελης 2020) Eικόνα 83 εικόνες στο ΧΥΤΑ Φυλής, Δυτική Αττική πηγή: ντοκιμαντέρ “Πρώτη Ύλη”.
112 Γεωγραφία της ακαθαρσίας
Τελειώνοντας αυτή την εργασία είναι χρήσιμο να συνοψιστούν τα συμπεράσματα, τα οποία προέκυψαν από κάθε στάδιό της. Σε πρώτη φάση, γίνεται σαφές ότι η ακαθαρσία στην περίπτωση που δεν αφορά την παθογένεια, προκύπτει μέσα από την προσβολή ενός τοπικά καθιερωμένου συστήματος ευταξίας. Όταν κάτι αγνοεί το εκάστοτε σύστημα, παραβαίνοντας τους κανόνες και τα όριά του, βρίσκεται εκτός τόπου. Η ακαθαρσία, επομένως, είναι έννοια ρευστή, αφορά στον εκάστοτε τόπο, αποτελεί κοινωνικό κατασκεύασμα και δεν είναι ουδέτερη. Η κατασκευή των ορίων της ακαθαρσίας αφορά άμεσα τις σχέσεις εξουσίας εντός ενός κοινωνικού πλαισίου και έτσι μεταβαίνει από τον υλικό στον κοινωνικό χώρο. Χρησιμοποιείται συχνά σαν εργαλείο άσκησης εξουσίας, αφού έχει την δύναμη να εκτοπίσει τα άτομα που δεν εντάσσονται στα πλαίσια που ορίζει
η εκάστοτε κανονικότητα.
υποκειμενικότητας
της ως εργαλείο εξουσίας και εκτοπισμού του διαφορετικού. Εξίσου ρευστό με την έννοια της ακαθαρσίας είναι και το σκουπίδι, που προκύπτει και αυτό με την σειρά του σαν αποτέλεσμα της επικρατούσας ταξινόμησης των πραγμάτων. Αυτή, επίσης, βασίζεται πάνω σε κοινωνικές συμβάσεις για τον ορισμό της, οι οποίες επίσης εξαρτώνται από τον τρόπο που καταναλώνουμε, αξιολογούμε και απορρίπτουμε τα προϊόντα. Η αμφισβήτηση των κοινωνικών συμβάσεων που ορίζουν το σκουπίδι ενσαρκώνεται πολύ καλά στις διαδικασίες της ανακύκλωσης και επανάχρησης, από τις οποίες, κάτι που ταξινομήθηκε σαν αντικείμενο μηδενικής αξίας αποτελεί μετά την επανατοποθέτηση του σε άλλο πλαίσιο, πηγή πλούτου. Το ολοένα και ανερχόμενο πρόβλημα της συσσώρευσης σκουπιδιών στον πλανήτη αφορά σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο με τον οποίο έχουν μετατοπιστεί οι απόψεις περί χρήσιμου στο σύγχρονο καταναλωτικό πλαίσιο με στόχο την απορρόφηση της παραγωγής. Αν η κατανάλωση αποτελεί βασική αιτία δημιουργίας του προβλήματος των σκουπιδιών, τότε, για την αντιμετώπισή του είναι απαραίτητη η κριτική επανεξέταση του τρόπου, με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος καταναλώνει και κυρίως κρίνει κάτι ως απορριπτέο ή μη. Το σκουπίδι υπερβαίνει το “αντικείμενο μηδενικής αξίας” και αποτελεί έναν ακόμα τρόπο με τον οποίο κανείς μπορεί να αναλύσει και να αποκρυπτογραφήσει τις κοινωνικές δομές. Το “εκτός τόπου”, όταν εντάσσεται στο πλαίσιο της πόλης και των λειτουργιών της, της εργασίας και των όρων της και της καθημερινής ζωής, εκφράζεται ως “αστικό άτυπο”. Είτε πρόκειται για οικισμό, για εργασία ή ό,τι άλλο, το άτυπο υπάρχει ως αποτέλεσμα της αδυναμίας
της πόλης να εντάξει, να τακτοποιήσει και να οργανώσει όλη την ποικιλομορφία της ζωής και των
δραστηριοτήτων που
οποίους λειτουργεί γενικά ο τομέας της εργασίας και έτσι, παρουσιάζεται αφενός ως διαδικασία παράνομη, απροστάτευτη
Συμπεράσματα
Είναι λοιπόν απαραίτητο, κάθε φορά που η ακαθαρσία χρησιμοποιείται σαν έννοια και κάθε φορά αυτή που επιδιώκεται, να υπάρχει η συνείδηση της
που μπορεί να εμπεριέχει σαν όρος καθώς και της δύναμης
εμπεριέχει εντός περιορισμένων τόπων και κανόνων. Το δίπολο τυπικό / άτυπο αφορά και αυτό σε ένα όριο, αποτελεί εργαλείο άσκησης εξουσίας στον αστικό χώρο εντάσσοντας ή όχι στο εκάστοτε νομικό πλαίσιο διάφορες δραστηριότητες. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η άτυπη ανακύκλωση αποτελεί μια δραστηριότητα που δεν λειτουργεί εντός των κοινωνικών πλαισίων που τυπικά έχουν καθιερωθεί στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Ως άτυπη, αγνοεί τους κανόνες, με τους
και ανοιχτή προς εκμετάλλευση και αφετέρου ως κλάδος οργανικός, αυτό-οργανωμένος, ευέλικτος και συμπεριληπτικός. Ως ανακύκλωση διαταράσσει το σύστημα ταξινόμησης που δημιουργεί τα σκουπίδια και μέσα από αυτό δημιουργεί νέα αξία. Όπως διαγράφεται εν μέρει μέσω της γενεαλογίας της, η άτυπη ανάκτηση και ανακύκλωση Συμπεράσματα
υλικών, ως μηχανισμός επιβίωσης σε συνθήκες αβεβαιότητας, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη
προμήθεια πρώτων υλών στη βιομηχανία και αποτελεί μια κοινή στρατηγική και μέσο επιβίωσης
των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Παράλληλα, ως μορφή άτυπης εργασίας συνδέεται με την αλλαγή των οικονομικών, πολιτικών και εργασιακών μοντέλων που οδηγούν στη αναδιάρθρωση της αγοράς και στηρίζουν το κόστος της παραγωγής ή της αποδοτικότητας των υπηρεσιών τους στην ανθρώπινη εργασία. Η διαδικασία της άτυπης ανακύκλωσης περιλαμβάνει τα στάδια του εντοπισμού και της ανάκτησης, της επεξεργασίας και του διαχωρισμού και της μεταπώλησης των ανακυκλώσιμων υλικών που προκύπτουν από τα σκουπίδια. Ωστόσο, η άτυπη φύση της, οι επιπλοκές για την υγεία, την οικονομία που την συνοδεύουν καθώς και η κοινωνική περιθωριοποίηση που προκύπτει από
απασχόληση στον κλάδο αποτελούν συχνά αντικείμενο κριτικής από τον κυρίαρχο λόγο. Η
αυτή μεταβάλλεται βάσει του πλαισίου που τη δημιουργεί, με αποτέλεσμα τη διαφορετική αντιμετώπιση της διαδικασίες. Ο τρόπος που αυτή εντάσσεται στη δημόσια συζήτηση διαφέρει από
σε τόπο και συνδέεται με τις εκάστοτε οικονομικές απαιτήσεις και προδιαγραφές. Σε αυτό το πλαίσιο εντοπίζονται από τη μία πρακτικές απορρόφησης και αποδοχής του κλάδου στον Παγκόσμιο Νότο και από την άλλη προσπάθειες εξάλειψής του σε πιο ανεπτυγμένες χώρες. Μελετώντας τις διαφορετικές πολιτικές απέναντι στην άτυπη ανακύκλωση προκύπτει ότι ο πλήρης αφανισμός της είναι δύσκολος και αμφιλεγόμενος και ότι τα επίσημα συστήματα διαχείρισης απορριμμάτων και η παραγωγή συχνά εξαρτώνται άμεσα από αυτή. Η πιο ορθολογική προσέγγιση απέναντι στο ζήτημα, φαίνεται να έγκειται σε μία συνθήκη συμφωνίας μεταξύ του τυπικού και του άτυπου δικτύου διαχείρισης, ώστε ο ευέλικτος και οργανικός χαρακτήρας της άτυπης ανακύκλωσης να λειτουργεί συμπληρωματικά του γραμμικού μοντέλου ανακύκλωσης με στόχο την δημιουργία μίας ανθεκτικής οργάνωσης της διαχείρισης απορριμμάτων. Ένα ερώτημα που προκύπτει από αυτό είναι ποιες είναι αυτές οι δομές που θα μπορούν να επιτρέψουν από την παραπάνω συνθήκη, οι οποίες σέβονται τους άτυπους ανακυκλωτές και παρέχουν την απαραίτητη αποδοτικότητα που ζητούν οι σύγχρονες πόλεις. Προκειμένου να επιτευχθεί μια ουσιαστικότερη εμβάθυνση και τεκμηρίωση στο θέμα της άτυπης ανακύκλωσης, καθώς και στη σχέση του με το εκάστοτε επίσημο σύστημα διαχείρισης, αναλύεται και το παράδειγμα της διαδικασίας στην Αττική. Διαφαίνεται ότι τα δίκτυα άτυπης ανακύκλωσης στην Ελλάδα προκύπτουν και αυτά από τους ίδιους παράγοντες της οικονομίας, της εργασίας και της περιθωριοποίησης των εν λόγω υποκειμένων. Μάλιστα η σημερινή οργάνωση
προκύπτουν
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
114
την
κριτική
τόπο
των επίσημων δικτύων διαχείρισης καθώς και οι παρεκκλίσεις που
από αυτό θέτουν την άτυπη ανακύκλωση σαν μία χρήσιμη και προσοδοφόρα διαδικασία, τόσο για τον άτυπο, όσο και για τον τυπικό τομέα. Από τη μελέτη του ελληνικού δικτύου προκύπτει μια σαφής ιεραρχική οργάνωση του άτυπου τομέα ανακύκλωσης της Αθήνας, στη βάση της οποίας βρίσκονται πάντα οι συλλέκτες του δρόμου που προέρχονται από αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Ακολουθούν οι ιδιοκτήτες των μαντρών ανακύκλωσης υλικών και σε τελική φάση οι εγχώριες ή διεθνείς δυνάμεις του εμπορίου και της παραγωγής. Η ιεραρχία αυτή είναι παράλληλη με την αξία που προστίθεται στο υλικό μέσα από την μεταπώληση και άρα με ένα καθεστώς εκμετάλλευσης των κατώτερων επιπέδων της ιεραρχίας. Το πιο ενδιαφέρον ζήτημα που προκύπτει είναι ότι η άτυπη ανακύκλωση μπορεί μεν να λειτουργει άτυπα, αλλα είναι πάντα συσχετισμένη με τα τυπικά συστήματα διαχείρισης γεγονός που φαίνεται και από την τελική συγχώνευση των δύο ροών για χάρη ισχυρών οικονομικών παραγόντων
και των βιομηχανιών. Στην Ελλάδα η γενική στάση των επίσημων θεσμών στοχεύει στην εξάλειψη του άτυπου φορέα με λίγες εξαιρέσεις προσπάθειας διευκόλυνσης και απορρόφησης του. Η ισχυρή παρουσία του φαινομένου στον αστικό ιστό και τα συμφέροντα τα οποία εξυπηρετούνται από αυτό κάνουν την ολοκληρωτική εξάλειψη αδύνατη. Από την άλλη οι συνθήκες εργασίας, οι μεγάλοι πληθυσμοί που απασχολούνται στον τομέα και τα καθεστώτα εκμετάλλευσης εγείρουν ερωτήματα για πιο ευέλικτες λύσεις απέναντι στο πρόβλημα. Στην τελική φάση της εργασίας επιχειρείται η διατύπωση μιας γεωγραφίας των σκουπιδιών, που προσπαθεί να εντοπίσει τις διαδικασίες και τα υποκείμενα που τίθενται εκτός τόπου στον υλικό χώρο. Η διατύπωση της εμβαθύνει κλιμακωτά σε τρεις διαφορετικές κλίμακες. Αρχικά μελετώντας την παγκόσμια γεωγραφία των σκουπιδιών γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει μια άνιση κατανομή των απορριμμάτων μεταξύ των χωρών, με τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου να καταναλώνουν προϊόντα και να παράγουν μεγάλο όγκο απορριμμάτων, ο οποίος στη συνέχεια αποστέλλεται για ανακύκλωση στις χώρες του Παγκοσμίου Νότου οι οποίες ακόμα και αν παράγουν μόνο ένα κλάσμα των παγκοσμίων απορριμμάτων επωμίζονται την πλειονότητα των επιπτώσεων της παγκόσμιας κατανάλωσης. Ωστόσο, το καθεστώς αυτό φαίνεται να αμφισβητείται μιας και γίνεται αντιληπτό ότι ο εκτοπισμός του προβλήματος δεν είναι σε καμία περίπτωση βιώσιμος και εγείρει την ανάγκη για την επανατοποθέτηση και την επίλυση του προβλήματος στις χώρες που το δημιουργούν και την δημιουργία νέων δομών ανακύκλωσης τόσο στον Νότο όσο και τον Βορρά. Παρόμοιο φαινόμενο εκτοπισμού του προβλήματος των σκουπιδιών ανιχνεύεται και στην κλίμακα της πόλης, όπου κατά κανόνα τα ανεπτυγμένα αστικά κέντρα απομακρύνουν τα απορρίμματά τους προς τις πιο περιθωριοποιημένες και οικονομικά αδύναμες περιφέρειες, ενισχύοντας έτσι φαινόμενα άνισης γεωγραφικής ανάπτυξής και προετοιμάζοντας το έδαφος για πρακτικές δημιουργικής καταστροφής. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η περίπτωση της Αθήνας όπου παρατηρήθηκε η συσσώρευση των λειτουργιών που αφορούν τόσο την τυπική όσο και την άτυπη διαδικασία διαχείρισης απορριμμάτων στην Δυτική Αττική. Η τοποθέτηση αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή των τοπικών πληθυσμών και δεν είναι ανεξάρτητη από την κοινωνική, οικονομική και ταξική διαστρωμάτωση που την διέπει ούτε από τη διαχρονική πρακτική εκτοπισμού των ανεπιθύμητων λειτουργιών της πόλης στην περιοχή. Προκύπτει έτσι ένα φαινόμενο διαχωρισμού του αστικού χώρου σε δύο ενότητες περιοχών. Από την μία, οι περιοχές μελέτης που αφορούν τις διαδικασίες των απορριμμάτων (Ασπρόπυργος / Βοτανικός) καθώς και οι περιοχές που συνορεύουν με αυτές αναφέρονται σε χαμηλές αξίες γης, πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, μετανάστες και άτυπους εργάτες.
Συμπεράσματα
115
Από την άλλη οι υπόλοιπες περιοχές παρουσιάζονται όλο και πιο “ανεπτυγμένες” όσο κανείς κινείται ανατολικά της πόλης. Οι γεωγραφίες της ακαθαρσίας επιβεβαιώνουν ότι το τί εκφράζεται ως “εκτός τόπου” δεν είναι ανεξάρτητο από τον υλικό χώρο και την κοινωνική ζωή των πόλεων. Η γενική αντίληψη για τα σκουπίδια και η σύνδεσή τους με την έννοια του ακάθαρτου οδηγεί στην μετακίνηση του προβλήματος μακριά από την καθημερινότητα της αστικής ζωής. Ως αποτέλεσμα αυτοί που κατοικούν και δραστηριοποιούνται «μακριά» συγκατοικούν με τις διαδικασίες διαχείρισης των απορριμμάτων, εξυπηρετώντας έτσι τα αστικά κέντρα υψηλών αξιών γης. Το πρώτο ερώτημα που εγείρεται από την συνθήκη αυτή είναι η βιωσιμότητα του φαινομένου του χωρικού διαχωρισμού που προκύπτει η συσσώρευση των υποδομών της πόλης σε συγκεκριμένες περιοχές. Η πιθανότητα ενός αποκεντρωμένου δικτύου που διασπείρεται σε όλο τον αστικό ιστό μπορεί να λειτουργήσει
εξισορροπητικά απέναντι στο ζήτημα. Από την άλλη ενδιαφέρον παρουσιάζει η πιθανότητα
εκμετάλλευσης της δυναμικής των «εκτοπισμένων» περιοχών για την δημιουργία ενός συστήματος διαχείρισης που λειτουργεί οργανικά και ενισχυτικά και όχι αντιθετικά με αυτή.
Η μελέτη, η οποία έγινε μπορεί να θέσει τις βάσεις για πολλά ακόμα ερωτήματα και πεδία
έρευνας γύρω από τα ζητήματα που θίγονται. Για παράδειγμα, μια περαιτέρω εμβάθυνση στην αποκρυπτογράφηση του «άτυπου» της Αθήνας θα περιελάμβανε, μια χαρτογράφηση των άτυπων οικισμών και του τρόπου λειτουργίας τους, επιτόπιες έρευνες με άτυπους ανακυκλωτές για μια καλύτερη κατανόηση του δικτύου, συζητήσεις με τοπικά κινήματα και πολίτες που ασχολούνται με τα ζητήματα της διαχείρισης απορριμμάτων, μια πιο προσωπική εμπλοκή με τα θεσμικά όργανα των δικτύων καθώς και η ανάλυση του εμπορίου ανακυκλώσιμων υλικών στην χώρα θα συμπλήρωναν όλα όσα ξεκίνησαν να αναλύονται στην εργασία αυτή.
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
116
1.Η άτυπη εργασία στην Ελλάδα
Η άτυπη εργασία έχει καταστεί ένας ανεπίσημος αλλά αναγνωρισμένος τύπος εκμετάλλευσης της εργασίας στον καπιταλιστικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες, σε ευρωπαϊκό αλλα και βαλκανικό και ελληνικό επίπεδο. Εκείνο που διαφοροποιείται σε κάθε περίπτωση είναι το ιδιαίτερο καπιταλιστικό έδαφος εφαρμογής της. Οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις, η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, το είδος και το μέγεθος των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, η συνακόλουθη διασπορά της ιδιοκτησίας και το βάρος της εκάστοτε θεσμικής συγκρότησης. Ο άτυπες μορφές εργασίας έχουν συνδεθεί από πολλούς ερευνητές/ -τριες με τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου της δεκαετία του 1970 και το πέρασμα σε πιο ευέλικτες μορφές οργάνωσης της παραγωγής, αναιρώντας τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονταν με το μαζικό εργάτη του φορντικού μοντέλου. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, άτυπες για τις αναπτυγμένες χώρες μορφές εργασίας ήταν και είναι απόλυτα τυπικές, καθότι υπήρξαν πολύ εκτεταμένες και σε μερικούς τομείς/ κλάδους κυρίαρχες. Το εργασιακό πρότυπο είναι, λοιπόν, διαφορετικό από αυτό των αναπτυγμένων χωρών. Το σημαντικό μερίδιο που καταλαμβάνουν στο ελληνικό σύστημα απασχόλησης οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των οικονομικών και κοινωνικών δομών/σχέσεων και στον τρόπο ρύθμισης της αγοράς εργασίας. Το ιδιαίτερο γνώρισμα του ελληνικού καπιταλισμού είναι η μικρομεσαία δομή του που συνίσταται αφενός στη μικροιδιοκτησία αγορών, κατοικιών και επιχειρήσεων και χαρακτηρίζει κάθε καπιταλιστική δραστηριότητα και αφετέρου στην αντίστοιχη ιδεολογία που εμποτίζει κάθε κοινωνική σχέση. Η εργασιακή πραγματικότητα “μικρή επιχείρηση-μικρό αφεντικό” εδράζεται σε αυτό που αποκαλείται ένταση εργασίας. Σε αντίθεση με την ένταση κεφαλαίου, στις επιχειρήσεις αυτές το ύψος και το κόστος της παραγωγής ή της αποδοτικότητας των υπηρεσιών εξαρτάται κατά βάση από τον παράγοντα εργασία, με την έννοια τη ανθρώπινης προσπάθειας που καταβάλλεται για παραγωγικούς σκοπούς, και όχι από τον εξοπλισμό, την τεχνολογία ή άλλα κεφαλαιακά στοιχεία. Εφόσον η δομή αυτή αποτελεί διαχρονικά τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού παραδείγματος, το κράτος και οι εκάστοτε κυβερνήσεις περιφρουρούν την απόσπαση της υπεραξίας για λογαριασμό όλων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 είχε ψηφιστεί η νομοθεσία που αναγνώριζε όλες τις βασικές άτυπες μορφές μισθωτής απασχόλησης. Επίσης, η διακοσμητική λειτουργία της Επιθεώρησης Εργασίας και η ανοχή των τοπικών αρχών ευνόησαν τη χρήση ανασφάλιστης εργασίας και τις συχνές παραβιάσεις της εργατικής και κοινωνικής νομοθεσίας. Συνθήκες που αμφότερες καθόρισαν την
Συμπεράσματα
ευελιξία του ελληνικού συστήματος απασχόλησης μέχρι την εμφάνιση της κρίσης του ’70 και την πτώση της δικτατορίας. (Karamessini, 1998). Τότε, το πρότυπο της τυπικής απασχόλησης στη Ελλάδα αρχίζει να αλλάζει. Η ανάπτυξη των συνδικαλιστικών αγώνων μετά την πτώση της δικτατορίας και η διατήρηση του ποσοστού ανεργίας σε πολύ χαμηλά επίπεδα στη δεκαετία του ’70, η διόγκωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις της πρώτης τετραετίας της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ οδήγησαν σε μια διαδικασία σύγκλισης με το φορντιστικό πρότυπο μισθωτής απασχόλησης, δηλαδή στην επέκταση της σταθερής, πλήρους και ρυθμισμένης απασχόλησης και στην αναγνώρισή της ως κανονικής μισθωτής εργασίας. Ωστόσο, η χώρα διατήρησε τη δομική της απόκλιση από το γενικό εργασιακό πρότυπο των αναπτυγμένων χωρών, λόγω της επίδρασης που ασκεί στο ελληνικό Παράρτημα
σύστημα απασχόλησης η εμπορευματική παραγωγή μικρής κλίμακας (καπιταλιστική ή ανεξάρτητη). Οι κατακτήσεις των εργαζομένων της περιόδου 1974-1985 και το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό κατέστησαν τις άτυπες μορφές απασχόλησης χρήσιμο εργαλείο για τη
διατήρηση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω της
μείωσης του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος. Το φαινόμενο πρέπει επίσης να συσχετισθεί
και με ουσιώδεις αλλαγές που επήλθαν στις παραγωγικές δομές της οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όπως η ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων που έφεραν στο προσκήνιο νέες μορφές άτυπης απασχόλησης. Για την περίπτωση της Ελλάδας οι άτυπες δραστηριότητες διασπαρμένες σε επαγγέλματα αλλά σαφώς εντοπισμένες κοινωνικά και γεωγραφικά, ενσωμάτωσαν μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, ως μοναδική διέξοδος απασχόλησης, λόγω αδυναμίας του κράτους να προσφέρει εργασία στην επίσημη αγορά (Τσουκαλάς, 1986). Η αύξηση της μετανάστευσης αλλοδαπών στη χώρα μας από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και η ραγδαία κλιμάκωσή της στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ, έφεραν πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της αδήλωτης/ανασφάλιστης εργασίας. Η παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων βίαια προλεταριοποιημένων ατόμων ήταν “παράνομη”, μία κατάσταση που διευκόλυνε την “κατεργασία” τους και την κοινωνική τους υποτίμηση. Για το ειδικό βάρος της μικρομεσαίας δομής του ελληνικού καπιταλισμού, η κατάσταση αυτή εμφανίστηκε σαν σανίδα σωτηρίας μπροστά στην επερχόμενη κρίση και κάθε τύπος και μέγεθος επιχείρησης έσπευσε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Σε αυτό το πλαίσιο η διαρκής κρατική εγγύηση της πολιτικής απαγόρευσης των μεταναστών συνδέθηκε με αστυνομικές επιχειρήσεις. Η αστυνομία λειτουργούσε ουσιαστικά ως ένα ανεστραμμένο Σ.ΕΠ.Ε (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας), το οποίο επιτηρούσε την επιβολή της μαύρης εργασίας και δρούσε προληπτικά εναντίον οποιωνδήποτε διεκδικήσεων. Η εντατική υπερεκμετάλλευση των μεταναστών υπήρξε το αποφασιστικό στοιχείο για το μετασχηματισμό του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Εφόσον οι μετανάστες/-τριες διοχετεύθηκαν στις “βρώμικες”, χειρονακτικές εργασίες, επιτράπηκε σε άλλες κοινωνικές ομάδες να ανέβουν κοινωνικό-ταξικό επίπεδο. Έτσι, η θέση στην παραγωγή συνδέθηκε με την εθνική καταγωγή, τροφοδοτώντας διαρκώς τις κυρίαρχες ιδεολογίες υποτίμησης των μεταναστών. Οι διακυμάνσεις στην έκταση της αδήλωτης/ανασφάλιστης εργασίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού, όσο και των αλλοδαπών εξαρτώνται διαχρονικά αποκλειστικά από τις συνθήκες ζήτησης και τις συνθήκες προσφοράς. Η παραπάνω αποτέλεσε και αποτελεί έμμεση πολιτική προώθησης της «μαύρης» εργασίας, στο βαθμό που την «επέβαλαν» η κρίση σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας, οι δυσκολίες
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
118
των μικρομεσαίων εργοδοτών, τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας ορισμένων εκτεθειμένων στο διεθνή ανταγωνισμό κλάδων και η έλλειψη εργατικών χεριών σε ορισμένες ανειδίκευτες δουλειές. Η επαναφορά τέτοιων δραστηριοτήτων στις μέρες μας, όπως και στη διάρκεια του 1980, έγινε με όρους δυναμικών επιλογών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, ως διέξοδοι από την κρίση. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν μια σχέση αρμονικής συμβίωσης του ελληνικού κράτους με τη μαύρη εργασία. Εύλογα, λοιπόν, προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με τις σύγχρονες προσπάθειες πάταξης του άτυπου φορέα απασχόλησης και τον τρόπο αντιμετώπισής του από τις μιντιακές πηγές. Το ελληνικό καπιταλιστικό μοντέλο όπως περιγράφηκε ήδη, μπορεί να λειτουργήσει μόνο με όρους “κλειστής οικονομίας” και μοιάζει να καταρρέει στο πλαίσιο μιας ενιαίας αγοράς του μεγεθους της Ευρωζώνης. Μπορεί να λειτουργήσει επίσης στο βαθμό που υπάρχουν ευμεγέθη τμήματα του
πληθυσμού, τα οποία είναι αποκλεισμένα από τις προσοδικές λειτουργίες και παροχές, δηλαδή
ακριβώς η περίπτωση του μετεμφυλιακού κράτους και των μεταναστών αργότερα. Σε κάθε άλλη περίπτωση αποδεικνύεται μη βιώσιμο, όπως εν μέρει συμβαίνει και σήμερα και τοποθετείται στο στόχαστρο των κρατικών παρεμβάσεων.
2. Διεθνή παραδείγματα
2α. Buenos Aires/ Cartoneros Το παράδειγμα των πολιτικών ανακύκλωσης σε χώρες όπως το Buenos Aires έχει σημασία να εξεταστεί με διαλεκτικούς όρους σε σχέση με τους τρέχοντες και εξελισσόμενους στόχους της νεοφιλελεύθερης αστικής διακυβέρνησης στην οποία θέτει προκλήσεις και παραλληλα επιφέρει σημαντικά οφέλη. Οι πολιτικές διακυβέρνησης σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής συνδέονται με προσπάθειες πειθαρχίας και ελέγχου πολιτιστικών μορφών, ταυτοτήτων και φυσικών χώρων με στόχο την κοινωνική αποδοχή τους. Οι παραπάνω διαδικασίες εμπίπτουν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο οικονομικής και αισθητικής αναβάθμισης των πόλεων σε σύνδεση με την προσέλκυση του επενδυτικού κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή, οι τοπικές κυβερνήσεις εξοικονομούν τεράστια ποσά αφού οι cartoneros βγάζουν εις πέρας τη δουλειά του επίσημου φορέα διαχείρισης απορριμμάτων και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα και οικονομικά. Μέχρι τις αρχές του 2000, οι άτυποι ανακυκλωτές περιφέρονταν στην πόλη επιδιώκοντας τα προς το ζην, χωρίς να προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στους κοινωνικούς ή πολιτικούς φορείς. Από τα τέλη του 2001 και καθώς οι θεσμική και οικονομική κρίση έκανε όλο και πιο αισθητή την παρουσία της, ο πληθυσμός των cartoneros πολλαπλασιάστηκε ταχύτατα. Το κλείσιμο χιλιάδων εργοστασίων και η αυξανόμενη ανεργία οδήγηση στην επέκτασή τους κατά 15.000 εργαζόμενους/ -ες μέσα σε μόλις λίγους μήνες. Επιπλέον, η έλλειψη θεσμικών πλαισίων για τη ρύθμιση των δραστηριοτήτων ανακύκλωσης επέτρεψε στον ανεπίσημο φορέα να οργανωθεί και να αναπτύξει στρατηγικές επιβίωσης μαζεύοντας τα χαρτόνια που απέρριπτε η πόλη. Στο πλαίσιο της υποτίμησης του νομίσματος το 2001, η αδυναμία εισαγωγών πρώτων υλών ή τελικών προϊόντων οδήγησε
cartoneros
Παράρτημα
στροφή των τοπικών επιχειρήσεων
δραστηριοποίησης
119
στην
στους
τη στιγμή που η αξία του αυξανόταν συστηματικά. Πυρήνες της
τους υπήρξαν οι ευπορότερες γειτονιές, όπου καταγράφηκαν υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης και αποβλήτων.Εγκατεστημένοι σχεδόν στο σύνολό τους στα προάστια και με επενδυτικό κεφάλαιο που φτάνει μέχρι τα χειροποίητα τρίκυκλα και τα φθαρμένα φορτηγά σάρωναν τις πρωινές ώρες το κέντρο της πόλης και των πλούσιων γειτονιών συλλέγοντας χαρτί, χαρτόνι, γυαλί και μέταλλο σε τεράστιες ποσότητες. Καθώς η άτυπη αυτή δραστηριότητα αυξανόταν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ήρθε σταδιακά στο κέντρο της νεοφιλελεύθερης αστικής ανησυχίας σε κρατικό και κοινωνικό επίπεδο, αναπαράγοντας στερεοτυπικούς χαρακτηρισμούς που συνδέονταν με τον “ακάθαρτο” χαρακτήρα του επαγγέλματος αυτού καθαυτού και κατ΄επέκταση των αντίστοιχων απασχολούμενων και των χώρων διαβίωσης και δραστηριοποίησής τους. Την ίδια στιγμή, με την εθνική οικονομική ανάκαμψη το 2003, αναδυόταν
μια νεόφερτη προσπάθεια αναβάθμισης των πρώην απαλλοτριωμένων περιοχών στη νότια περιοχή
της πόλης. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας πόλης πολιτιστικά και αισθητικά ζωντανής, κοινωνικά
ολοκληρωμένης και συμπλέουσας με την σημαντική εισροή διεθνούς τουρισμού. Αμφότερες οι συνθήκες, από τη μια η στρατευμένη κινδυνολογία και από την άλλη η ώθηση για πολεοδομικές αναβαθμίσεις, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παρουσία του άτυπου φορέα ανακύκλωσης επέτρεψε στους κρατικούς θεσμούς τη δημιουργία μιας ρητορικής για την εξομάλυνση της ορατότητας του φαινομένου και την οργάνωσή του μακριά από τη δημόσια προβολή. Σε αυτό το περιβάλλον, στα τέλη του 2002 ψηφίστηκε στην πόλη του Μπουένος Άιρες ο πρώτος μεικτός νόμος περί συλλογής
απορριμμάτων, γνωστός ως «νόμος Cartoneros» (νόμος 922). Ο νόμος αυτός νομιμοποίησε το έργο των cartoneros και επέτρεψε τη δημιουργία ενός μεικτού συστήματος συλλογής αποβλήτων το οποίο είχε δύο συνιστώσες, τον επίσημο και τον πρώην ‘ανεπίσημο’ φορέα. Παράλληλα συνδεόταν με την παροχή εξοπλισμού και υγειονομικής περίθαλψης, καθώς
και με την μεταβολή της κοινωνικής τους ταυτότητας από cartoneros σε recuperadores urbanos.
Λίγο αργότερο με το νόμο 1854/05 ανακοινώθηκε η δημιουργία έξι κέντρων ανάκτησης πόρων στα
οποία προβλεπόταν η δραστηριοποίηση αποκλειστικα του πρώην άτυπου φορέα σε συγκεκριμένες τοποθεσίες μακριά από την πόλη και σε σημαντική απόσταση από την τοπική αναμέτρηση. Ο νόμος αυτός είχε ως στόχο να δώσει στους φορείς συλλογής αποβλήτων την ευκαιρία να γίνουν θεμελιώδεις παράγοντες στο μέλλον της διαχείρισης των αστικών αποβλήτων. Παρόλο που δεν λειτούργησε ποτέ πλήρως, η πολιτική αυτή έθεσε τις βάσεις για την προοδευτική ενδυνάμωση του ελέγχου, την εξυγίανση του έργου των cartoneros και την προοδευτική απομάκρυνσή τους από τους δρόμους της πόλης. 2β.Cairo/ Zaballeen Μία πρώτη ματιά αναγνωρίζει στην πόλη του Cairo μια χαοτική μητρόπολη, με μεγάλο πληθυσμό γεμάτο αντιφάσεις. Η πανοραμική θέα του επιτρέπει την αποκάλυψη σαφών γραμμών που διαφοροποιούν τις σχεδιασμένες γειτονιές από αυτές που δημιουργήθηκαν τυχαία στο εσωτερικό ή στην περίμετρο της πόλης. Διαφορετικά γνωστοί ως ανεπίσημοι χώροι ή οικισμοί, ορίζονται καλύτερα ως περιοχές που είναι «αποτέλεσμα μιας εξωγενούς πολεοδομικής διαδικασίας που εμφανίστηκε για πρώτη φορά γύρω στο 1950 και παρουσιάζει πλήρη έλλειψη πολεοδομικού ή οικοδομικού ελέγχου» (Sims 2010). Αποτελούν άμεσο αποτέλεσμα της αποτυχίας της κυβέρνησης να παρέχει επαρκή και οικονομικά προσιτή στέγη στους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι ανέλαβαν να κατασκευάσουν τα σπίτια τους, νομικά
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
120
ή ημι-νομικά καλυμμένοι, σε κρατικές ή ιδιωτικές, γεωργικές ή έρημες περιοχές (Kipper 2009), στις οποίες κατοικούν περίπου τα 2/3 του πληθυσμού. Για να δώσουμε αυτό το χωρικό πλαίσιο και για να δείξουμε πόσο πυκνοκατοικημένες είναι, σύμφωνα με το Sims (2010), ανεπίσημες περιοχές που φιλοξενούν περίπου το 64% του πληθυσμού αποτελούν μόνο το 39% της επιφάνειας της πόλης. Καθώς γίνονται όλο και πιο ορατοί, οι οικισμοί αυτοί έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο του κρατικού ενδιαφέροντος. Ενώ αναγνωρίζεται ότι οι περιοχές είναι χτισμένες σε επικίνδυνα περιβάλλοντα, ελλείψει κατάλληλων οικοδομικών κωδίκων και νόμων περί κυκλοφορίας, όσον αφορά την εγκληματικότητα και τη χρήση ναρκωτικών, δεν είναι τόσο διαφορετικές από άλλες
επίσημες περιοχές (Gerlach, 2009b). Λόγω του κοινωνικού στιγματισμού που υποφέρουν, οι κοινότητες εντός των άτυπων περιοχών κατάφεραν να “πλέξουν” ένα σφιχτό κοινωνικό δίκτυο (Ger lach 2009a). Παρουσιάζουν ένα σημαντικό επίπεδο συλλογικοποίησης, όπου οι υπηρεσίες όπως η συλλογή απορριμμάτων, ο φωτισμός του δρόμου, ο καθαρισμός και ο δημόσιος σχεδιασμός του τοπίου εκτελούνται σχετικά επιτυχώς σε στενούς οικιστικούς δρόμους, γεγονός που περιορίζει την πρόσβαση σε ξένους, δημιουργώντας έτσι αίσθημα ιδιοκτησίας και ασφάλειας (Shehayeb 2009). Ωστόσο, αυτή η συμμετοχή κατοίκων εξαφανίζεται σαφώς προς τα εξωτερικά όρια αυτών των περιοχών, ιδίως προς τους κεντρικούς δρόμους, οι οποίοι θεωρούνται πιο δημόσιοι και επομένως εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης. Στα σημεία αυτά, όπου τα όρια μεταξύ επίσημου και ανεπίσημου θαμπώνουν, εκδηλώνονται σωροί σκουπιδιών, κακές συνθήκες φωτισμού και δημόσιου χώρου. Η αίσθηση ιδιοκτησίας των κατοίκων εξασθενεί προς αυτά τα όρια, τα οποία παραμένουν εκτός του επίσημου δικτύου υποδομών και δημιουργούν έτσι ένα κενό που δεν καλύπτεται ούτε από τους κατοίκους ούτε από την κυβέρνηση. Παρά τη σταδιακή κρατική αποδοχή των εν λόγω σημείων, ιδίως κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980, και την επακόλουθη επέκταση των δημοτικών υπηρεσιών στο εσωτερικό τους, ο συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός τους οδηγεί συχνά σε υπερφόρτωση και πτώση των δικτύων ενέργειας και νερού και τελικά σε πλήρη μείωση της κατανάλωσης. Η συλλογή αποβλήτων ειδικότερα στις περιοχές αυτές έχει επιδεινωθεί και όχι μόνο λόγω της αύξησης του πληθυσμού. Αφού η κυβέρνηση αποφάσισε να παρέμβει στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ακολουθούμενη από το κύμα ιδιωτικοποίησης κατά τη δεκαετία του 2000 (Fahmi 2005), το σύστημα συλλογής από πόρτα σε πόρτα, στο οποίο βασίζονταν διαχρονικά οι κάτοικοι αντικαταστάθηκε από ένα ανεπαρκες σύστημα δημόσιων κάδων που εκκενώνονται ακανόνιστα από φορτηγά ιδιωτικών εταιρειών (Gado 2009). Ο επίσημος φορέας δεν κατάφερε να απορροφήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό της πόλης ούτε με φυσικούς, ούτε με οικονομικούς όρους. Η κυβερνητική πολιτική απέτυχε να δημιουργήσει αρκετές θέσεις εργασίας για τους κατοίκους της πόλης, όπως συνέβη και με τη στέγαση, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας ζωντανής και σημαντικής άτυπης οικονομίας. Οι ανεπίσημες επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν εκτός του νομικού και κανονιστικού πλαισίου, είναι συνήθως μικρού μεγέθους, απασχολώντας έναν έως λίγους ανθρώπους κάθε φορά (Chen 2006, Sims 2010). Πρόκειται ουσιαστικά για επιχειρήσεις που αναγκάζονται να παράγουν εισόδημα για οικογένειες που έχουν βρει περιορισμένες ευκαιρίες στην επίσημη οικονομία της πόλης. Ορισμένες εκτιμήσεις υποστηρίζουν ότι το 25% έως 40% των εργαζομένων στο Cairo απασχολούνται ανεπίσημα (Sims 2010). Όπως προκύπτει, οι ανεπίσημες περιοχές είναι αυτές που στεγάζουν τον ανεπίσημο φορέα για ποικίλους
υπάρχουν πλεονεκτήματα για την ανεπίσημη λειτουργία μιας επιχείρησης, όπως η μη καταβολή φόρων, οι ευέλικτες ώρες εργασίας, το ελάχιστο κεφάλαιο κίνησης και οι δαπάνες, υπάρχει μικρή ασφάλεια, οι συνθήκες εργασίας είναι συνήθως πολύ κακές και η πρόσβαση σε θεσμικούς πόρους είναι ελάχιστη ή δε χρηματοδοτείται (Sims 2010).
Παράρτημα
121
λόγους. Εκτός από την εγγύτητα στις περιοχές κατοικίας, ο πυκνοκατοικημένος χαρακτήρας αυτών των περιοχών οικοδομεί μια αγορά μεγάλου μεγέθους και δημιουργεί επιχειρησιακές ευκαιρίες. Αντίστοιχα, αυτές οι περιοχές είναι ελκυστικότερες προς κατοίκηση, παρά την κακή ποιότητας των βασικών δημοτικών υπηρεσιών (Sims 2010). Και ενώ
Το άτυπο σύστημα ανακύκλωσης στο Cairo στελεχώνεται από τους Zabbaleen. Ξεπερνώντας τις επίσημες και ανεπίσημες οριοθετήσεις, παρέχουν μια σημαντική υπηρεσία υποδομής για ολόκληρη την πόλη. Έχουν διατηρηθεί ιστορικά στο περιθώριο της εθνικής πολιτικής διαχείρισης των αποβλήτων, η οποία έχει θέσει σε κίνδυνο τη ζωή τους και απειλεί τη βιωσιμότητα του συνόλου του συστήματος. Ευτυχώς, η πιο πρόσφατη οδηγία πολιτικής που έλαβε η κυβέρνηση αναγνωρίζει τη σημασία τους όπως θα αναλυθεί περαιτέρω. Περίπου 100 χρόνια πριν, μια ομάδα μεταναστών από την όαση Dakhla της Δυτική Ερήμου, γνωστή ως Wahiya, μεταφέρθηκε στο Cairo και ανέλαβε τη συλλογή και τη διάθεση οικιακών αποβλήτων (Fahmi and Sutton 2005). Αργότερα ενώθηκαν με μια άλλη ομάδα μεταναστών από
την Assiut, από την Άνω Αίγυπτο, η οποία έγινε γνωστή ως οι zabbaleen. Ήταν αρχικά γνωστοί για εκτροφή χοίρων, αλλά στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε συλλέκτες απορριμμάτων και ανακυκλωτές που ζούσαν στα φυσικά και οικονομικά περιθώρια της πόλης (Fahmi and Sutton 2005). Είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των wahiya και των zabbaleen. Οι πρώτοι ήταν αρμόδιοι των πηγών των αποβλήτων, δηλαδή των νοικοκυριών, ενώ οι δεύτεροι για την ταξινόμησή τους σε οργανικά και μη. Το οργανικό μέρος προοριζόταν για την εκτροφή χοίρων, ενώ το μη οργανικό πωλούνταν σε μεσάζοντες (Fahmi and Sutton 2005). Αυτή η βασική αλυσίδα από το νοικοκυριό των wahiya έως τους zabbaleen αποτέλεσε το άτυπο σύστημα διαχείρισης των αποβλήτων στην πόλη του Cairo μέχρι τη δεκαετία του ‘80, με εκτιμώμενο συνολικό αριθμό 90.000 εργαζόμενων στον κλάδο (UN-Habitat 2010), διάσπαρτοι σε επτά κοινότητες στην ευρύτερη περιοχή. Oι Ζabbaleen του Manshiet Nasser έγιναν το επίκεντρο ενός προγράμματος της Παγκόσμιας Τράπεζας, το οποίο ξεκίνησε το 1981 και διήρκεσε 10 χρόνια (Fahmi and Sutton 2005). Μέσω αυτού γνωστοποιήθηκαν τα προβλήματα της κοινότητας και κινητοποιήθηκαν αρκετοί παράγοντες για την βοήθειά της. Το 1984, δημιουργήθηκε η Ένωση για την Προστασία του Περιβάλλοντος (APE) για την ενσωμάτωση της υγείας, της εκπαίδευσης, της ανακύκλωσης, της κατάρτισης και των επιχειρηματικών υπηρεσιών για την κοινότητα. Επιπλέον, η Εταιρεία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPC) ιδρύθηκε το 1989. Πρόκειται για μια κοινή συμφωνία μεταξύ των wahiya και των zabbaleen, η οποία ήταν συμβατή με τη συλλογή αποβλήτων σε διάφορα μέρη της πόλης, ενώ ο δήμος παρέστη σε άλλες περιοχές. Αυτά ήταν σημαντικά βήματα για την καθιέρωση του άτυπου τομέα ως βασικού συμμετέχοντος στα σχέδια της πόλης για αναβάθμιση του συστήματος διαχείρισης αποβλήτων (Fahmi and Sutton 2005). Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις στις συνθήκες
την ταχεία αστικοποίηση
Γεωγραφία της ακαθαρσίας
122
διαβίωσής τους και την καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εξακολουθούσαν να μην είναι σε θέση να συμβαδίσουν με
της πόλης και την επιτάχυνση της αύξησης του πληθυσμού. 2γ.Βηρυτός Ένα από τα πιο σύγχρονα παραδείγματα του προβλήματος της συσσώρευσης των σκουπιδιών στα αστικά κέντρα είναι το παράδειγμα του Λιβάνου. Η πόλη της Βηρυτού το 2015 πέρασε μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις σκουπιδιών. Η κρίση αποδίδεται κυρίως στην μετά τον εμφύλιο κατάσταση του Λιβάνου (1975-1990), που οδήγησε στην καταστροφή μεγάλου μέρους των υποδομών στην χώρα αλλα και σε ασταθείς πολιτικές καταστασεις, με αποτέλεσμα την αμέλεια των κυβερνήσεων γύρω από τα ζητήματα της διαχείρισης των απορριμμάτων. Οι κυβερνήσεις μετά
τον εμφύλιο σχηματίστηκαν από την κατανομή της εξουσίας στις 18 αναγνωρισμένες θρησκευτικές σέκτες του Λιβάνου σταθεροποιώντας ένα καθεστώς διαφθοράς. Η αφορμή για την κρίση ήταν το κλείσιμο ενός και μοναδικού χώρου υγειονομικής ταφής που εξυπηρετούσε από το 1997 την πόλη. Αν και ο σχεδιασμός του χώρου προέβλεπε μόνο 2 εκατομμύρια τόνους σκουπιδιών σαν προσωρινή λύση τελικά υποδέχθηκε 15 εκ τόνους με αποτέλεσμα τον πλήρη κορεσμό του και το αναγκαστικό
κλείσιμο του. Αποτέλεσμα ήταν η συσσώρευση των σκουπιδιών εντός της πόλης, με τους κάδους να υπερχειλίζουν, το ποτάμι της πόλης και τις ακτές να αποτελεί έναν χώρο ανεξέλεγκτης απόθεσης απορριμμάτων και παράνομες χωματερές να ανοίγουν στην περιφέρεια. Συμπληρωματικά η καύση
των σκουπιδιών σαν λύση, μόλυνε την ατμόσφαιρα και δημιούργησε πολλές αντιδράσεις.
Η κρίση των σκουπιδιών σε συνδυασμό με πολλά άλλα προβλήματα υποδομών (κυρίως της ηλεκτροδότησης) και φυσικών καταστροφών οδήγησαν σε μαζικές συλλογικές αντιδράσεις. Το καλοκαίρι του 2015 σαν αντίδραση ξεκίνησε μια σειρά από διαμαρτυρίες και πορείες ενάντια στην διαφθορά της τότε κυβέρνησης με βασικό αίτημα την άμεση λύση του προβλήματος και τη δημιουργία επαρκών υποδομών. Η διαμάχη μεταξύ των πολιτών και της κυβέρνησης έληξε αρχικά
με την καταστολή των διαμαρτυριών καθώς και με μια προσωρινή λύση για δύο νέους χώρους απόθεσης απορριμμάτων. Ταυτόχρονα, ξεκίνησε η οργάνωση και η δημιουργία των πρωτοβουλιών με αντικείμενο την άτυπη ανακύκλωση. Τέτοιες πρωτοβουλίες είχαν ήδη εδραιωθεί κατά την διάρκεια της κρίσης σαν μέσο αντιμετώπισης της συσσώρευσης. Φυσικά τα υποκείμενα τα οποία εργάζονταν στον τομέα αυτό ήταν άνθρωποι χαμηλού εισοδήματος, πολλές φορές μικρά παιδιά, ενώ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού αποτελούνταν από πρόσφυγες του πολέμου τη Συρίας. Ο όγκος των απορριμμάτων που συσσωρεύονταν στην πόλη αποτελούσε πηγή εισοδήματος για αυτές τις ομάδες ενώ ταυτόχρονα βοηθoύσε στη μείωση του προβλήματος. Μετά την κρίση υπήρξε μια σειρά οργανώσεων άτυπων ανακυκλωτών οι οποίοι αποτελούν συστατικό στοιχείο της διαδικασίας διαχείρισης απορριμμάτων της πόλης (http://www.recyclebeirut.com/). Οι δύο νέοι χώροι απόθεσης απορριμμάτων στην πόλη μετέφεραν το πρόβλημα μακριά από το κέντρο της, με αποτέλεσμα οι επαρχίες και οι ακτές σήμερα να έχουν ήδη συσσωρεύσει μεγάλο όγκο απορριμμάτων. Τόσο η ανάθεση του έργου δημιουργίας τους όσο και ο τρόπος λειτουργίας σύμφωνα με τον Τύπο χαρακτηρίζονται ακόμα από διεφθαρμένες πρακτικές. Αποτέλεσμα ήταν τα πολύ χαμηλά ποσοστά ανακύκλωσης καθώς και η μόλυνση των υδάτων των περιοχών αυτών. Σήμερα το πρόβλημα φαίνεται να αυξάνεται σταδιακά με την τοπική κυβέρνηση να προσπαθεί να δημιουργήσει νέους τόπους απόθεσης καθώς και να εφαρμόσει πρακτικές καύσης σαν αυτές της βόρειας Ευρώπης*, προκειμένου
Παράρτημα
123
να αποφύγει κάποιο νέο ξέσπασμα διαμαρτυριών. *(η καυστήρες ωστόσο δεν αποτελούν καλή λύση σύμφωνα με τους ειδικούς μίας και το 70% των απορριμμάτων είναι οργανικά και υγρά)
Γεωγραφία της ακαθαρσίας124 Χάρτες 15-18 Κατανομή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ανά επαγγελματική κατηγορία και ανά περιοχή κατοικίας (2011) 3. Χάρτες
Χάρτες 19,20 Κατανομή οικονομικά ενεργών ανά τομέα απασχόλησης και ανά περιοχή κατοικίας (2011)
Παράρτημα 125
Γεωγραφία της ακαθαρσίας126 Χάρτες 21-23 Κατανμή οικονομικά ενεργών ανά κλάδο απασχόλησης και ανά περιοχή κατοικίας (2011)
Παράρτημα 127 Χάρτες24-26 Κατανομή πληθυσμού ανά υπηκοότητα και περιοχή κατοικίας (2011)
Χάρτης 27 Ορισμός επιπέδου εισοδήματος
Χάρτης 28 Ορισμός γεωγραφικών ενοτήτων
Γεωγραφία της ακαθαρσίας128
1. Agamben, G. (1998). Homo sacer: Sovereign power and bare life. Palo Alto, CA: Stanford University Press (original in Italian, 1995).
2. AlSayyad, N. (2004). Urbanism as a “new” way of life. In A. Roy & N. AlSayyad (Eds.), Urban informality: Transnational perspectives from the Middle East, South Asia and Latin America (pp.7–30). Lanham, MD: Lexington Books.
3. Annis,S. & Franks. J.R. (1989).“The Idea, Ideology and Economics of the Informal Sector: The Case of Peru,” Grassroots Development 13, no. 1 (1989)
4. Badcock, C. R., & Douglas, M. (1975). Implicit Meanings, Essays in Anthropology. RAIN, (11), 8. doi:10.2307/3032305
5. Barringer, E. (1954). The Story of Scrap. Washington, DC: Institute of Scrap Iron & Steel, Inc.; Reid, 1991.
6. Bayat, A. (2000). From `Dangerous Classes’ to `Quiet Rebels’. International Sociology, 15(3), 533–557. https://doi.org/10.1177/026858000015003005
7. Bernstein, B. (1970). Education cannot compensate for society
8. Berthier, H. C. (2003). Garbage, work and society. Resources, Conservation and Recy cling, 39(3), 193–210.
9. Birkbeck, C. (1978). Self-employed Proletarians in an informal factory: The case of Cali’s garbage dump. World Development, 6(9–10), 1173–1185. https://doi.org/10.1016/0305750x(78)90071-2
10. Bromley, R. (1978). Introduction - the urban informal sector: Why is it worth discussing? World Development, 6(9-10), 1033–1039. doi:10.1016/0305-750x(78)90061-x
11. Burgess, E. W. (1925). The Growth of the City: An Introduction to a Research Project. Urban Ecology, 71–78. doi:10.1007/978-0-387-73412-5_5
12. Burns M. Edward.( 2006), Ευρωπαϊκή Ιστορία, ο δυτικός πολιτισμός: νεότεροι χρόνοι, Εκδόσεις Επίκεντρο
13. Campkin, B. (2013). Placing “Matter Out of Place”:Purity and Dangeras Evidence for Ar chitecture and Urbanism. Architectural Theory Review, 18(1), 46–61. doi:10.1080/13264826.2013 .785579
14. Castells, M. & Frisch, M. H., (1985). The City and the Grassroots: A Cross-Cultural Theory of Urban Social Movements. Journal of Interdisciplinary History, 16(2), 329. doi:10.2307/204194
15. Chen, M. A. (2006). Rethinking the informal economy: linkages with the formal economy and the formal regulatory environment. Linking the Formal and Informal Economy, 75–92. doi:10.1093/0199204764.003.0005
16. Chronopoulos, T. (2006). The cartoneros of Buenos Aires, 2001–2005. City, 10(2), 167–182. doi:10.1080/13604810600736651
17. Cohen, W. A., & Johnson, R. (2004), Filth: Dirt, Disgust and Modern Life, Minneapolis, MN: University of Minnesota Press, xi.
18. Cointreau, S. (undated). Occupational and environmental health issues of solid waste man agement: special emphasis on developing countries World Health Organisation (WHO).
19. Cousins, M.(1994), The Ugly, AA Files No. 28 (Autumn 1994).
20. Culler, J., & Thompson, M. (1985). Junk and Rubbish: A Semiotic Approach. Diacritics, 15(3), 2. doi:10.2307/464618
Βιβλιογραφία
Βιβλιογραφία
21. Curtis, V. A. (2007). Dirt, disgust and disease: a natural history of hygiene. Journal of Epi demiology & Community Health, 61(8), 660–664. doi:10.1136/jech.2007.062380
22. Dean, W., & Perlman, J. E. (1977). The Myth of Marginality: Urban Poverty and Politics in Rio de Janeiro. Political Science Quarterly, 92(3), 567. doi:10.2307/2148533
23. Downs, Mary and Medina, Martin (2000) “A Short History of Scavenging,”Comparative Civilizations Review: Vol. 42 : No. 42 , Article4.
24. Doychinov N (2008) The Bulgarian EkoPak Experience. In: Presentation given at the IFC recycling linkages summit, Belgrade, Serbia, 5–6 October 2008. Washington DC, USA: Internation al Finance Corporation.
25. Eder, M., Frederic, L., & Lowe, E. M. (1974). Daily Life in Japan at the Time of the Samu rai, 1185-1603. Asian Folklore Studies, 33(1), 156. doi:10.2307/1177507
26. Eerd, V. (1996). The occupational health aspects of waste collection and recycling. A survey of the literature. WASTE Working Document 4,part 1, Urban Waste Expertise Program (UWEP).
27. Ellen Gunsilius, Bharati Chaturvedi, Anne Scheinberg with contributions from Adrian Coad, Sofia Garcia Cortes, (2011),The Economics of the Informal Sector in Solid Waste Manage ment, Published by CWG,GIZ 2011
28. European Commission (2016a) Review of waste policy and legislation. Available at: http:// ec.europa.eu/environment/waste/target_review.htm (last accessed 2020).
29. Fahmi, W., & Sutton, K. (2010). Cairo’s Contested Garbage: Sustainable Solid Waste Management and the Zabaleen’s Right to the City. Sustainability, 2(6), 1765–1783. doi:10.3390/ su2061765
30. Forty A. (1986), Objects of Desire: Design and Society since 1750, London: Thames and Hudson
31. Gutberlet, J. (2018). Waste in the City: Challenges and Opportunities for Urban Agglomerations. Urban Agglomeration. doi:10.5772/intechopen.72047
32. Haan, H. C., Coad, A., Lardinois, I. (1998). Municipal waste management: Involving mi cro-and-small enterprises. Guidelines for municipal managers. Turin, Italy: International Training Centre of the ILO, SKAT, WASTE.
33. Harvey, D. (1976). Labor, Capital, and Class Struggle around the Built Environment in Ad vanced Capitalist Societies. Politics & Society, 6(3), 265–295. doi:10.1177/003232927600600301
34. Harvey, D. (2013). Rebel Cities: From the Right to the City to the Urban Revolution. Community Development Journal.
35. Hu, X., Wang, C., Lim, M. K., & Koh, S. C. L. (2020). Characteristics and community evo lution patterns of the international scrap metal trade. Journal of Cleaner Production, 243, 118576. doi:10.1016/j.jclepro.2019.118576
36. Iskandar, L. K. (2003). Integrating local community-based waste management into international contracting. In proceedings of solid waste collection that benefits the urban poor, 9–14 March, Dar Es Salaam, Tanzania. Switzerland: The SKAT Foundation [CD-ROM]. http:// www. skat-foundation.org/
37. Julia Kristeva,1982, Powers of Horror: An Essay on Abjection, New York: Columbia Uni versity Press.
38. Karamessini M., (1992), Flexibilité du travail et restructuration du capital en Grèce dans
130 Γεωγραφία της ακαθαρσίας
les années 80. La crise du modèle de développement et l’enjeu de la flexibilité, Thèse de doctorat, Université Paris VIL
39. Kaza, S., Yao, L., Bhada-Tata, P., & Van Woerden, F. (2018). What a Waste 2.0: A Global Snapshot of Solid Waste Management to 2050. doi:10.1596/978-1-4648-1329-0
40. Krajick, K. (1997). “Mining the Scrap Heap for Treasure.” Smithsonian (May):34-45;
41. Kristeva, J. (2018). “Approaching Abjection,” from Powers of Horror: An Essay on Abjection. Classic Readings on Monster Theory, 67–74. doi:10.1515/9781942401209-010
42. Kuklick, H. (1980). Chicago sociology and urban planning policy. Theory and Society, 9(6). doi:10.1007/bf00169091
43. Kumm, B., & Office, I. L. (1974). Employment, Incomes and Equality. A Strategy for In creasing Productive Employment in Kenya. Transition, (44), 51. doi:10.2307/2935107
44. Lefebvre, H. (2009) Le droit à la ville. 3e édition. Paris: Economica/Anthropos.
45. Lepawsky, J. (2014). The changing geography of global trade in electronic discards: time to rethink the e-waste problem. The Geographical Journal, 181(2), 147–159. doi:10.1111/geoj.12077
46. Levine, D. N., & Simmel, G. (1971). Georg Simmel on Individuality and Social Forms. doi:10.7208/chicago/9780226924694.001.0001
47. Lewek, M. (2014). ColinMcFarlane and MichaelWaibel (eds.) 2012: Urban Informalities: Reflections on the Formal and Informal. London: Ashgate. International Journal of Urban and Regional Research, 38(2), 717–720. doi:10.1111/1468-2427.12150_2
48. LEWIS, W. A. (1954). Economic Development with Unlimited Supplies of Labour. The Manchester School, 22(2), 139–191. doi:10.1111/j.1467-9957.1954.tb00021.x
49. Marcuse, P. (2014). Reading the Right to the City. City, 18(1), 4–9. doi:10.1080/1360481 3.2014.878110
50. Mazumdar, D. (1976). The urban informal sector. World Development, 4(8), 655–679. https://doi.org/10.1016/0305-750x(76)90047-4
51. Medina, M. (2001). Scavenging in America: back to the future? Resources, Conservation and Recycling, 31(3), 229–240. doi:10.1016/s0921-3449(00)00082-3
52. Medina, M. (2005). Serving the unserved: informal refuse collection in Mexico. Waste Management & Research, 23(5), 390–397. doi:10.1177/0734242x05057698
53. Meulders D., (1996), «Women and the five Essen priorities», European Seminar on Women and Work in Europe, Turin, 18-19 April.
54. Monge, R.( 1996). “Nuevo Leon, Espejo de la Desigualdad Social.” Proceso. Mexico City (June 10): 33-36.
55. Mynepalli K., C. Sridhar & Taiwo B. Hammed,(2016),Dynamics of Metal Reuse and Re cycling in Informal Sector in Developing Countries,Department of Environmental Health Sciences, Faculty of Public Health, University of Ibadan, Ibadan, Nigeria
56. OECD, (1995), The OECD Job Study: Evidence and Explanations, vol. II, Paris.
57. Parizeau, K. (2013). Formalization beckons: a baseline of informal recycling work in Buenos Aires, 2007–2011. Environment and Urbanization, 25(2), 501–521. doi:10.1177/0956247813491699
58. Park, R. E. (1915). The City: Suggestions for the Investigation of Human Behavior in the City Environment. American Journal of Sociology, 20(5), 577–612. doi:10.1086/212433
59. Perlman, J. E. & Portes, A., (1977). The Myth of Marginality: Urban Poverty and Politics
131Βιβλιογραφία
in Rio De Janeiro. Contemporary Sociology, 6(6), 745. doi:10.2307/2066409
60. Roy, A. (2003). Paradigms Of Propertied Citizenship. Urban Affairs Review, 38(4), 463–491. doi:10.1177/1078087402250356
61. Roy, A., & AlSayyad, N. (Eds.). (2004). Urban informality: Transna- tional perspec tives from the Middle East, South Asia and Latin America. Lanham, MD: Lexington Books.
62. Sáinz, J. P. P. (1995). Cathy A. Rakowski (ed.), Contrapunto: The Informal Sector Debate in Latin America (New York: State University of New York Press, Albany, 1994)
63. Scheinberg A and Savain R (2015) Valuing informal integration: Inclusive recycling in North Africa and the Middle East. Eschborn, Germany: Deutsche Gesellschaft für Internationale Zusammenarbeit (GIZ) GmbH. Available at: http://wiego.org/publications/valuing-informal-integration- inclusive-recycling-north-africa-and-middle-east (last accessed 2020).
64. Scheinberg, A., Nesić, J., Savain, R., Luppi, P., Sinnott, P., Petean, F., & Pop, F. (2016). From collision to collaboration – Integrating informal recyclers and re-use operators in Europe: A review. Waste Management & Research, 34(9), 820–839. doi:10.1177/0734242x16657608
65. Segarra, M., & Rakowski, C. A. (1995). Contrapunto: The Informal Sector Debate in Latin America. Contemporary Sociology, 24(5), 683. doi:10.2307/2077401
66. Selsky, A. (1994). “Desperate Poor Praying on the Dead to Stay Alive.” Laredo Morning News (July 24): A-19;
67. Shonfield, K. (1998). Glossing with graininess: cross occupations in postwar British film and architecture. The Journal of Architecture, 3(4), 355–375. doi:10.1080/136023698374134
68. Sibley, D. (2002). Geographies of Exclusion. doi:10.4324/9780203430545 69. Soto, H. de. , & Lowenthal, A. F.,(1989). The Other Path: The Invisible Revolution in the Third World. Foreign Affairs, 68(2), 196. doi:10.2307/20043955 70. Sperber, D., & Nettle, D. (1998). Explaining Culture: A Naturalistic Approach. Language, 74(2), 460. doi:10.2307/417963
71. Sridhar, M. K. C., & Hammed, T. B. (2016). Dynamics of Metal Reuse and Recycling in In formal Sector in Developing Countries. Metal Sustainability, 85–108. doi:10.1002/9781119009115. ch4
72. Sridhar, Mynepalli & Hammed, Taiwo. (2016). Dynamics of Metal Reuse and Recycling in Informal Sector in Developing Countries: Global Challenges, Consequences, and Prospects. 73. Sternberg, C. A. (2013). From “cartoneros” to “recolectores urbanos”. The changing rhet oric and urban waste management policies in neoliberal Buenos Aires. Geoforum, 48, 187–195. doi:10.1016/j.geoforum.2013.04.029
74. Stratigaki, M., & Vaiou, D. (1994). Women’s Work and Informal Activities in Southern Eu rope. Environment and Planning A: Economy and Space, 26(8), 1221–1234. https://doi.org/10.1068/ a261221
75. Swyngedouw, E., & Kaika, M. (n.d.). The Environment of the City… or the Urbanization of Nature. A Companion to the City, 567–580. doi:10.1002/9780470693414.ch47
76. Thompson, M., (1979). Rubbish Theory: The Creation and Destruction of Value.
77. Till, J. (1998). Architecture of the Impure Community. London: Routledge, 1998, 61–75. 78. Vaccari, M., Bella, V. D., Vitali, F., & Collivignarelli, C. (2013). From mixed to separate
132 Γεωγραφία της ακαθαρσίας
collection of solid waste: Benefits for the town of Zavidovići (Bosnia and Herzegovina). Waste Management, 33(2), 277–286. doi:10.1016/j.wasman.2012.09.012
79. Wang, C., Zhao, L., Lim, M. K., Chen, W.-Q., & Sutherland, J. W. (2020). Structure of the global plastic waste trade network and the impact of China’s import Ban. Resources, Conservation and Recycling, 153, 104591. doi:10.1016/j.resconrec.2019.104591
80. Waste legislation and policy. (2015.). EU Environmental Law, Available at: http://ec.europa.eu/environment/waste/legislation/a.htm (last accessed 2020)
81. Wilson, D. C., Velis, C., & Cheeseman, C. (2006). Role of informal sector recycling in waste management in developing countries. Habitat International, 30(4), 797–808. doi:10.1016/j. habitatint.2005.09.005
82. Wirth, L. (1938). Urbanism as a Way of Life. American Journal of Sociology, 44(1), 1–24. https://doi.org/10.1086/217913
83. Βαΐου Ντ., Κ. Χατζημιχάλης, (1998). Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς. Πόλεις, περιφέρειες και άτυπη εργασία, Αθήνα, Εξάντας.
84. Εργατική Αντιφασιστική Δράση, (Οκτ. 2018), Μαύρη Εργασία, το ελληνικό καπιταλιστικό παράδειγμα, τα χρόνια της κρίσης, η κατάσταση της εργατικής τάξης. 85. Καραμεσίνη M., (1995), «Πολιτικές απασχόλησης και άτυπες μορφές εργασίας στην Ελλά δα», εισήγηση στο Ευρωπαϊκό Σεμινάριο Μορφές άτυπης απασχόλησης στην Ευρω παϊκή Ενωση, Αθήνα, 3-6 Μαΐου.
86. Λεωνίδας Οικονόμου, (2009), Το εθνογραφικό έργο της σχολής του Σικάγου και η αστική ανθρωπολογία. Επίμετρο στο Κοινωνιολογία της Σχολής του Σικάγου, Εκδόσεις Παπαζήση, σ.149165
87. Μαλούτας Θ.&ι Σπυρέλλης Σ. Ν., (Νοέμβριος 2019), Ανισότητες και διαχωρισμοί στην Αθήνα: Χάρτες και δεδομένα, διαθέσιμο στο :https://www.athenssocialatlas.gr (τελευταία επίσκεψη Ιανουάριος 2020)
88. Μίχαελ Χάινριχ. (2017), Το κεφάλαιο του Μαρξ, εισαγωγή στους τρεις τόμους, εκδόσεις Futura, Αθήνα
89. Νικόλαος Άγγελος Στρατής . (2017).Βιομηχανική Πόλη, Σχολή Ανθρωπο-οικολογίας του Σικάγο και οι κριτικές που δέχτηκαν. 90. Φωτοπούλου Χ.(2017)H ανακύκλωση στον άτυπο τομέα στην περιοχή της Αθήνας . Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
91. Χαστάογλου, Βίλμα, (1982), Κοινωνικές θεωρίες για τον αστικό χώρο - Κριτική ανάλυση, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, ISBN: 960-260-472-7
Βιβλιογραφία
133
1. csrnews, (2015, November 10). IBHS: Ανακύκλωση & Διαχείριση απορριμμάτων.
Retrieved February 6, 2020, from https://csrnews.gr/18857/ibhs%CE%B1%CE%B D%CE%B1%CE%BA%CF%8D%CE%BA%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7-%C E%B4%CE%B9%CE%B1%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B9%CF%83% CE%B7-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%81%CF%81%CE%B9%CE%BC%CE%B C%CE%B1%CF%84%CF%89
2. Βαφειάδης Ν. (2015, March 16). Ανακυκλώνονται αυτά που ανακυκλώνουμε; Retrieved February 6, 2020, from https://www.kathimerini.gr/807575/article/epikairothta/perivallon/anakykl wnontai-ayta-poy-anakyklwnoyme
(2020).
February 6, 2020, from https://www.
κατά της Καύσης Καλωδίων για την διαπαραταξιακή. Retrieved February 6, 2020, from http://www.moschatotavros.gr/news/i-epitro pi-kata-tis-kafsis-kalodion-gi/
(2012, January 8).
5. Η Καθημερινή, (2015, December 30). Η ύφεση έπληξε και την ανακύκλωση. Retrieved February 6, 2020, from https://www.kathimerini.gr/843992/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/ h-yfesh-eplh3e--kai-thn-anakyklwsh
6. Καπέλλας, Δ. (2020, March 20). «Άνθρωποι, καύσιμα στη μηχανή του πλούτου». Retrieved February 6, 2020, from http://vathiprasino.blogspot.com/2012/03/blog-post_1975.html
7. Λιάλοσ, Γ. (2020, January 1). Eμφραγμα στην ανακύκλωση υλικών,. Retrieved January 10, 2020, from https://www.kathimerini.gr/1058058/article/epikairothta/ellada/emfragma-sthn-anakyklwsh-ylikwn
8. Ντινιάκος, Α. (2012, October 31). Αθήνα: η πόλη του Scrap Metal. Retrieved July 2, 2020, from https://www.lifo.gr/mag/features/3484
9. Σκριβάνος, Τ. (2018, October 4). Οι δρόμοι του Scrap. Retrieved February 6, 2020, from https://www.athensvoice.gr/23199_oi-dromoi-toy-scrap
10. Σκριβάνος, Τ. (2018, October 4). Οι δρόμοι του Scrap. Retrieved February 6, 2020, from https://www.athensvoice.gr/23199_oi-dromoi-toy-scrap
11. Στρατάκη, B. (2012, March 20). Χρήστος Καρακέπελης «Άνθρωποι, καύσιμα στη μηχανή του πλούτου» – Συνέντευξη στην Βίκυ Στρατάκη, από το ΜΟΝΟ #3. Retrieved February 6, 2020, from https://monopressgr.wordpress.com/2012/03/20/%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83%CF %84%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%AD%CF%80 %CE%B5%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%BD%CF %84%CE%B5%CF%85%CE%BE%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD/
12. Τσιμιτάκης, T. (2008, August 3). Οι πρίγκηπες των σκουπιδιών. Retrieved February 6, 2020, from https://tsimitakis.wordpress.com/2008/08/03/%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CF%81%CE% AF%CE%B3%CE%BA%CE%B7%CF%80%CE%B5%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%80%CE%B9%CE%B4% CE%B9%CF%8E%CE%BD/
13. Χουρμούζη, Λ. (2019, February 7). Στο μαχαλά της Ορφέως. Retrieved February 6, 2020, from https://www.athensvoice.gr/8353_sto-mahala-tis-orfeos
Γεωγραφία
ακαθαρσίας
134
της
3. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗΣ. Retrieved
herrco.gr/ 4. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΜΟΣΧΑΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΥΣΗΣ ΚΑΛΩΔΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΥΛΙΚΩΝ.
Η Επιτροπή
135Βιβλιογραφία