Ακριβοί στα πίτουρα και φθηνοί στ’ αλεύρι
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Α. Το επιχειρηματικό υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας
Ήμασταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια λαός αγροτών, κτηνοτρόφων, εμπόρων και τεχνιτών. Η νεαρά εργατική τάξη, το νέο κοινωνικό σώμα των εργατών και των υπαλλήλων-σαφώς μειονοτικό στην αρχή-ήταν το μόνο τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που δεν αναλάμβανε επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Όλοι οι άλλοι, από τη στιγμή που παρήγαγαν ένα προϊόν, ήταν αυτονόητο ότι θα είχαν την ικανότητα να διαπραγματευτούν την πώλησή του. Η ικανότητα του αγρότη προς εργασία συμπεριελάμβανε και την ικανότητα προς εμπορία του αποτελέσματος του κόπου του. Ακόμα και οι επιστήμονες με κάποιον τρόπο δρούσαν επιχειρηματικά. Δεν είναι πολύ μακρινή η εποχή όπου ο γιατρός του χωριού αναλάμβανε να προσφέρει τις υπηρεσίες του-όταν τις χρειαζότανε η οικογένεια-«με κοντότα», με ένα είδος «ασφαλιστηρίου συμβολαίου» δηλαδή όπου πληρώνονταν με καρπό κατά τη συγκομιδή. Η εργατική τάξη που διαμορφώθηκε σιγά και βασανιστικά σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα ποτέ της δεν ξεπέρασε το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Και σε αυτό το επίπεδο φαίνεται να είναι, τα τελευταία είκοσι χρόνια, σταθεροποιημένη. Ήταν στο σύνολό της-η εργατική τάξη- παιδιά αγροτών, κτηνοτρόφων, τεχνιτών, εμπόρων. Είχαν μεγαλώσει και είχαν ζήσει μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Μερικοί συνέχιζαν να ζουν σε αυτό το «εμπορικό» περιβάλλον αφού η προλεταριοποίηση του πληθυσμού δεν έγινε χωρίς ταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις. Το περιβάλλον αυτό, της παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων από τους ίδιους του παραγωγούς, συνεπάγεται γνώση-έστω και μη συνειδητή- των νόμων της αγοράς, της προσφοράς, της ζήτησης, του κέρδους, της ευκαιρίας. Στους εμπόρους δε η γνώση αυτή άγγιζε υψηλά επίπεδα δεξιοτεχνίας αφού επί γενεέςδεκατέσσερις και βάλε-συσσωρεύονταν η πείρα και η σοφία. «Καλός έμπορος είναι αυτός που κάνει φθηνή αγορά και όχι αυτός που κάνει ακριβή πώληση» έλεγαν οι σοφοί γέροντες του καθ’ ημάς ανατολικού εμπορίου, σε αντίθεση με τους σημερινούς υπερφίαλους διευθυντές του μάρκετινγκ που πιστεύουν πως πρέπει ν’ αγοράζουν φθηνά αλλά να πωλούν πανάκριβα. «Η φτήνια τρώει τον παρά», φρονούσαν τότε, έναντι του «η γκλαμουριά τρώει τον παρά» του σήμερα. Μέχρι πριν από τριάντα σαράντα χρόνια το 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας ασχολείτο με την γεωργία. Το παραγωγικό αυτό υπόβαθρο της
οικονομικής ζωής της χώρας σήμαινε κάποια πράγματα: • Εξασφαλιζόταν η διασπορά των πηγών εισοδημάτων για το νοικοκυριό αλλά και για την κοινωνία. «Όχι όλα τ’ αυγά σ’ ένα καλάθι» έλεγαν. • Η διασπορά ήταν τριών διαστάσεων. Ανάλογα με το προϊόν, ανάλογα με τον παραγωγό, ανάλογα με τον τόπο παραγωγής. Κάθε παραγωγός παρήγαγε διαφορετικά προϊόντα. Τα προϊόντα ακόμα και του ίδιου του παραγωγού ήταν από διαφορετικές τοποθεσίες. Συνεπώς η διαχείριση του κινδύνου καταστροφής της σοδειάς γινόταν εν τοις πράγμασι και χωρίς πανάκριβους μηχανισμούς προστασίας, «έξω» και «πάνω» από το πλαίσιο της εκμετάλλευσης. • Ούτε λίγο ούτε πολύ τα προϊόντα ήταν...προσωπικά! Είχαν προσωπικότητα δηλαδή σε αντιστοιχία με εκείνην του παραγωγού. Σπουδαίος αυτός οινοποιός της Σαντορίνης επαναφέρει κατά κάποιον τρόπο, με πρόσφατο άρθρο του, το προσωπικό αυτό στοιχείο του προϊόντος θέτοντας ζήτημα τοποθεσίας στην παραγωγή του κρασιού. Όχι μόνο προστασία προελεύσεως, λέει, ως προς την ποικιλία του αμπελιού αλλά και ως προς τον τόπο, το αμπελοτόπι. Γιατί είναι ζωντανό το κρασί και γίνεται αλλιώς στο τάδε αμπελοτόπι και αλλιώς στο δείνα, ακόμα κι αν η ποικιλία είναι ίδια στην ίδια ευρύτερη περιοχή. • Ήταν εκ φύσεως η παραγωγή αυτή οικολογική. Εκτός του ότι στο νοικοκυριό δεν υπήρχε όγκος σκουπιδιών όλα τα απορρίμματα της παραγωγικής διαδικασίας ήταν πλήρως ανακυκλώσιμα. Και όχι μόνο αυτό, ήταν και άκρως απαραίτητα αφού αυτά λίπαιναν το χωράφι ή έτρεφαν του χοίρους και τα πουλερικά. Αυτό που κάνει τώρα ο κάδος κομποστοποίησης στα μπαλκόνια των παροικούντων το άστυ έκανε η «κοπριά» στις αυλές των σπιτιών του χωριού μέχρι πριν λίγα χρόνια. Η «κοπριά» αυτή ανατροφοδοτούσε την παραγωγή με της ίδιες τις δυνάμεις της και εξασφάλιζε την καλή σοδειά για το περιβόλι και τον ελαιώνα αλλά και την ευρωστία των βασιλικών της σπιτονοικοκυράς. • Το επιχειρηματικό αυτό υπόβαθρο της ελληνικής κοινωνίας ήταν φυσικά ανισομερώς αναπτυγμένο. Αλλού ήταν πιο προχωρημένο αλλού όχι και τόσο. Σε κάθε περίπτωση όμως έχει τα ως άνω βασικά του χαρακτηριστικά κοινά.
Β. Το επιχειρηματικό εκμαγείο της σημερινής ελληνικής κοινωνίας
Η ανισομέρεια αυτή συνοδεύει και συνοδεύεται από ένα αντίστοιχα ανισομερές πολιτιστικό επίπεδο. Το soft wear των κατά τόπους κοινωνιών επέτρεψε την ύπαρξη αυτού του υποβάθρου κι εκείνο ήταν πάλι που επέτρεψε την υποχώρηση αυτής της οικονομικής δομής αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο. Αυτό το πολιτιστικό επίπεδοενός όμως συγκεκριμένου ελληνικού πολιτισμού που έρχεται από την αρχαιότητα περνάει από «μέρη αυτόνομα» της εποχής του Βυζαντίου και της Οθωμανικής
σκλαβιάς- ήταν υπεύθυνο για την όποια προσαρμογή του ελληνικού τρόπου παραγωγής στα κυρίαρχα μοντέλα. Τα κυρίαρχα μοντέλα ήταν το Καπιταλιστικό και το Κομμουνιστικό. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο στους εις έτι θιασώτες και του ενός και του άλλου, και τα δύο ανταγωνιστικά συστήματα είχαν βασικές ομοιότητες στα ουσιώδη! Στα επουσιώδη είχαν πολλές διαφορές. Μια βασική ομοιότητα ήταν το ότι θεωρούσαν θεμέλιο της ανάπτυξής τους την «παραγωγή μέσων παραγωγής». Αν και το Κομμουνιστικό Κίνημα αναβάθμισε τον άνθρωπο ως παραγωγική δύναμη και επετέθη στην άγρια καπιταλιστική εκμετάλλευση που τον εξουθένωνε, τον ρομποτοποιούσε και τον εξαθλίωνε, υπνωτισμένο από το φίδι του καπιταλισμού που ετοιμαζόταν να το καταβροχθίσει, δεν είδε ότι η γεωργία και η κτηνοτροφία εξασφάλιζαν την παραγωγή του «μέσου παραγωγής» που λεγόταν άνθρωπος. Δεν είδαν οι κομμουνιστές ότι τα λαχανικά και το κρέας ήταν ό, τι ήταν το κάρβουνο και το πετρέλαιο για τη βιομηχανία παραγωγής μηχανημάτων. Έτσι, με βίαιο τρόπο, οι μεν με την εξαθλίωση και τις «εσωοικονομκές ρυθμίσεις», οι δε με αποφάσεις κομματικών συνεδρίων, εξώθησαν την κοινωνία στην εγκατάλειψη της υπαίθρου και μαζί όλων εκείνων των τεχνογνωσιών της παραγωγής προϊόντων για την τροφοδοσία του «μέσου παραγωγής» που πλέον είχε αποκτήσει συνείδηση της ύπαρξής του και ονομαζόταν «άνθρωπος». Μέσα σε δυο δεκαετίες και τα δύο συστήματα,συνέτριψαν τον πρωτογενή τομέα της παραγωγής, τον εντατικοποίησαν σε βάρος της ποιότητας και μετέφεραν τεράστιες μάζες αγροτών στις πόλεις. Οι αντιλήψεις αυτές των δύο συστημάτων, στην Ελλάδα πήραν εκρηκτικές διαστάσεις. Καπιταλιστική χώρα ούσα, με τιτάνιους εμφανείς και αφανείς αγώνες για την απόκρουση της διείσδυσης του καπιταλισμού, έχαψε το δόλωμα και άρχισε να τρέχει για να προλάβει τη βιομηχανική επανάσταση. Ο καπιταλισμός με χίλιους δαιμόνους έσπρωχνε τις αγροτικές μάζες στις πόλεις. Ήθελε φτηνά εργατικά χέρια, συγκεντρωμένα, κοντά στις αγορές όπου θα αγόραζε την εργατική δύναμη και ακόμα κοντύτερα στις αγορές όπου θα πωλούσε τα μέσα για την αναπαραγωγή της εργατικής αυτής δύναμης. Το Κομμουνιστικό Κίνημα δεν έχει φυσικά την ευθύνη που έχει ο Καπιταλισμός ο οποίος ήταν στην εξουσία και υπαγόρευε το γήπεδο όπου θα παιζόταν το παιγνίδι. Έχει όμως πολιτική και ιδεολογική ευθύνη για το γεγονός ότι μέσα από την λατρεία της Εργατικής Τάξης εξώθησε κι αυτό με τον τρόπο του την αγροτιά να πιστέψει ότι αυτό ήταν το μέλλον της. Ακόμα και στις πιο λαμπρές φάσεις του το Κομ. Κίνημα υπερασπιζόταν την αγροτιά μόνο για τον βίαιο τρόπο που την προλεταριοποιούσε το σύστημα και καθόλου δεν αμφέβαλε ότι προλεταριοποίηση έπρεπε να γίνει. Υπόσχονταν δε ότι όταν θα αναλάμβανε την εξουσία ...εκβιομηχάνιση της χώρας, με αντίστοιχη μείωση του πρωτογενούς τομέας, θα έκανε κι αυτό. Πίστευαν οι Κομμουνιστές ότι η ύπαρξη μιας μεγάλης εργατικής τάξης φέρνει πιο κοντά τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Πίστευαν ότι η αλλαγή αυτή μόνο με την ανεξαρτησία της χώρας από τις βιομηχανικές οικονομίες των ιμπεριαλιστικών χωρών μπορεί να
προκύψει και να εδραιωθεί. Κοντολογίς, πίστευαν ότι μόνο αν μεταφέρονταν πόροι και μέσα από την γεωργία στην χαλυβουργία, για παράδειγμα, η Ελλάδα αύξανε τον βαθμό ανεξαρτησίας της αφού θα μπορούσε να παράξει «μέσα παραγωγής»-μηχανές, τρένα, αυτοκίνητα κλπ. Τελικά έριξαν κι αυτοί το δικό τους νερό στον μύλο και φτάσαμε να είναι η Ελλάδα τόσο εξαρτημένη από τις ιμπεριαλιστικές χώρες που και τα μηχανήματα αγοράζει από την Γερμανία αλλά και όλα τα μέσα που χρειάζεται( και άλλα τόσα περιττά που δεν χρειάζεται) ο εργάτης για να αναπαραγάγει την εργατική του δύναμη. Από το αυτοκίνητο μέχρι και το γάλα του παιδιού του ή το κρέας. Με άλλα λόγια, κατάφεραν να μας εξαρτήσουν με όλους τους τρόπους και σε όλη τη γραμμή παραγωγής των μέσων παραγωγής!!! Από τα κεφάλαια που χρειάζονται για να επενδυθούν μέχρι και τα τυράκια που τρώνε τα παιδάκια στο σχολείο και τα μολύβια που γράφουν!!! Όσο για την «αστική τάξη» τι να πούμε; Νέα και παλιά, μονοπωλιακή και μη, εθνική και κοσμοπολίτικη, όλα τα τμήματά της-με ελάχιστες εξαιρέσεις-επέμειναν μεταπρατικά. Καλύτερα να μεσολαβούμε παρά να παράγουμε! Καλύτερα να είμαστε «η καρδάρα» παρά να είμαστε το «μαστάρι»! Το «εμπόριο αρρωσταίνει αλλά δεν ποτέ δεν πεθαίνει»! Είναι κι αυτό σαν την Ελλάδα(!) Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, και όχι μόνον, δεν μας επέτρεψαν να προλάβουμε το τρένο της εκβιομηχάνισης. Είχαμε ξεκινήσει εμείς αργοτερότερα από τους άλλους, πολεμήσαμε και κάπου είκοσι πέντε χρόνια μέσα σε έναν αιώνα προς τους εαυτούς μας και τους γείτονες, οπότε το τρένο χάθηκε οριστικά. Το γεγονός αυτό, για μισό και πλέον αιώνα, ήταν ο καημός και τους ενός και του άλλου. Και της Δεξιάς και της Αριστεράς. Όλοι ήμασταν, σε αυτό το ζήτημα, μεταπράτες ξένων για την Ελλάδα ιδεών. Χάσαμε χρόνο, μισό και πλέον αιώνα, χωρίς να φροντίζουμε τον τομέα της υλική αναπαραγωγή (υπάρχει και πνευματική) του «μέσου παραγωγής» που λέγεται άνθρωπος. Σήμερα, με ανοιχτά όλα τα ζητήματα της ρύπανσης του πλανήτη, αρχίζει να γίνεται κατανοητό ότι η απώλεια του τρένου της εκβιομηχάνισης είχε και τα καλά της! Ενδεχομένως δε-εφόσον ο Θεός βοηθήσει και καθόσον εμείς θα τον βοηθήσουμε να μας βοηθήσει- όλη αυτή η περιπέτεια να λειτουργήσει σαν κβαντική σήραγγα η οποία θα μας φέρει μιαν ώρα γρηγορότερα σε μια άλλη λογική ανάπτυξης όπου το παρελθόν της ελληνικής οικονομίας θα αναγεννιέται με καινούργιους όρους σε ένα καινούργια εθνικό και διεθνές περιβάλλον. Στο οικονομικό αυτό τοπίο της μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας αναπτυσσόμενης Ελλάδας όπου οι Έλληνες έπαιρναν μέρος στην εκβιομηχάνιση της Γερμανίας, του Βελγίου, της Αυστραλίας και του Καναδά, αλλά η Ελλάδα η ίδια δεν εκβιομηχανιζόταν, παρουσιάστηκε μια απρόσμενη τροπή. Οι ανάγκες των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης (Γερμανίας , Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας) για αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης, οι ανάγκες τους να
αναπαράξουν το μέσον παραγωγής που λέγεται άνθρωπος, εκτίναξαν στα ύψη τον ελληνικό τουρισμό. Ένας μήνας του Γερμανού εργαζόμενου στην Ελλάδα είναι ο μήνας που τρέφει του έντεκα του καπιταλισμού στη Γερμανία. Ένα μήνα στέλνουν στα νησιά του Αιγαίου τον Γερμανό εργαζόμενο και εκείνος «κρατάει» για έντεκα μήνες σκληρά πειθαρχημένης δουλειάς στη χώρα του. Ντούρασελ! Και τι άλλο μπορεί να κάνει; Μία εργατική τάξη που είναι τα τρία τέταρτα (75%) του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, που τα μέλη της είναι τρεις και τέσσερις γενιές εργάτες, οι δυνατότητες να αντιδράσει είναι πάρα πολύ μικρές. Με την κατάρρευση της εποικοδομητικής (και αποδομητικής συνάμα) ουτοπίας-του Κομμουνισμού- ο εργαζόμενος στη Γερμανία (και όχι μόνο) δεν μπορεί να αντιδράσει με κανέναν τρόπο. Το αντίπαλον δέος του Καπιταλισμού εξέλειπε. Η πειθαρχία και η σκληρή δουλειά είναι η μόνη λύση. Και το κοινωνικό συμβόλαιο που την κατοχυρώνει λέει το εξής: «Εμείς, κράτος και κεφάλαιο, αναλαμβάνουμε να οργανώσουμε την παραγωγή. Εσείς να της εκτελέσετε. Εμείς θα φέρουμε δουλειές από όλο τον κόσμο (ακόμα και «λαδώνοντας») και σεις θα δουλεύετε». Ενώ για τους περισσότερους Έλληνες, μέχρι πρόσφατα, ο χειρισμός της προσφοράς και της ζήτησης είναι επιστήμη και τέχνη για τους Γερμανούς εργαζόμενους είναι ...κβαντική μηχανική, “κινέζικά” δηλαδή! Ενώ εμείς εδώ για γενιές ολόκληρες αγοράζουμε και πουλάμε, προσφέρουμε και ζητάμε, δράττουμε την ευκαιρία και προχωράμε, αποτυγχάνουμε και επιτυγχάνουμε και μάλιστα σε περιβάλλον εξόχως σουρεαλιστικό όπου ο τόκος πχ θεωρείται αμαρτία, ο καημένος ο Γερμανός για γενιές ολόκληρες το μόνο που μπορεί να πουλήσει είναι την εργατική του δύναμη! Και αυτό το κάνει, αλλεπάλληλες φορές, με αποτυχημένο τρόπο. Χαρακτηριστική είναι εκείνη η φορά που θεώρησε ότι, κεφαλαιοποιώντας την εργατική του δύναμη στην κρεατομηχανή του Χίτλερ θα μπορούσε να ιδιοποιηθεί την ανθρωπολογική υπεραξία του κόσμου όλου ώστε να είναι και πλούσιος και όμορφος και πολιτισμένος! (Δεν είναι άραγε μια ιδιόμορφη τεμπελιά αυτή υψωμένη κιόλας στη δύναμη του ιμπεριαλισμού; Πότε οι Έλληνες πήραν σκλάβους από όλες τις χώρες και σε όλες τις χώρες,για να «αναπτύξουν»την πατρίδα τους;)
Γ. Ο δούλος,ο μισθωτός και ο ελεύθερος
Κομπάζει ο καπιταλισμός ότι απελευθέρωσε τον άνθρωπο, ότι τον αποσυνέδεσε από το φέουδο και τον άφησε «ελεύθερο» να διαλέξει αν θα γίνει εργάτης ή επιχειρηματίας ή επιστήμονας. Το αν πέτυχε τους στόχους του μπορεί να το κρίνει ο καθένας. Αυτό όμως που μπορούμε να δούμε όλοι είναι ότι ο ανθρωπολογικός τύπος που γεννήθηκε από τον καπιταλισμό-που επέζησε κατά την διάρκεια του σοσιαλισμού αλλά και μετά την κατάρρευσή του- για να ζήσει και να
δουλέψει πρέπει να τον σπονσονάρει και να τον μανατζάρει το κράτος... η «κοινωνία»(!) Το κράτος πρέπει να δράσει για να του εξασφαλίσει δουλειάς. Και προς τα μέσα και προς τα έξω. Προς τα μέσα, ανοιγοκλείνοντας το ακορντεόν των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, αναλόγως με τις υφέσεις και τις εξάρσεις. Προς τα έξω, εξασφαλίζοντας νέες αγορές με θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Αυτό κάνει η Γερμανία της Μέρκελ. Και δεδομένης αυτής της κρατικής «στοργής και φροντίδας» ο άνθρωπος αυτός είναι υποχρεωμένος να αγωνίζεται σκληρά για να χαλαρώσει κατ’ ελάχιστον τις αλυσίδες της σκλαβιάς του. Δεν μπορεί να τις σπάσει! Ούτε πια να ονειρευτεί ότι μπορεί να τις σπάσει! Πανικόβλητος εχθρεύεται τον Έλληνα όπως και ο Έλληνας εχθρεύεται τον...Αλβανό. Αλλά ποιος είναι αυτός ο Έλληνας που εχθρεύεται τον Αλβανό;
Δ. Ούτε δούλος ούτε μισθωτός ούτε ελεύθερος
Είναι ο άνθρωπος που προήλθε από τον ελεύθερο παραγωγό ο οποίος παρήγαγε ό,τι ήταν απαραίτητο για το ζην του και κάτι παραπάνω-αναλόγως της εποχής και της περιοχής- για το ευ ζην του. Είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να πάρει πια καμία παραγωγική πρωτοβουλία για να εξασφαλίσει τη ζωή του όπως έκαναν οι πατεράδες του αφού αγνοεί ό,τι οι παππούδες του έπαιζαν στα δάκτυλα. Είναι ο άνθρωπος που όσο λαμπρός κι αν είναι στην εργασία του δεν μπορεί ούτε τολμάει ούτε θέλει να κάτσει και να οργανώσει μιαν ομάδα και να προχωρήσει στην εκτέλεση ενός έργου. Να αναλάβει το ρίσκο που απαιτείται, να αναλάβει την ευθύνη των ανθρώπων και να τους οδηγήσει σε ένα επιχειρηματικό «κάπου».Είναι ο άνθρωπος που ακόμα κι αν ξέρει να παράγει κάτι περιμένει από το κράτος να του δώσει κίνητρα. Κίνητρα για να οργανώσει τη ζωή του, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της ζωής του. Είναι ο άνθρωπος ο εκ διαμέτρου αντίθετος με τον πατέρα και παππού οι οποίοι όχι μόνο δεν χρειάζονταν την διαμεσολάβηση του Κράτους για να δουλέψουν και να ζήσουν αλλά ούτε καν την διανοούνταν! Και αν κάποια στιγμή εκείνο μπερδεύονταν στα πόδια τους παρακαλούσαν τον Θεό να τους γλιτώσει για να μείνουν ήσυχα στη δουλειά τους και να προκόψουν. Ο άνθρωπος αυτός που σήμερα έχουμε μπροστά μας, όταν ξημερώνει η μέρα, δεν είναι μήτε δούλος μήτε μισθωτός μήτε ελεύθερος. «Συν δυο δεν κάθονται συν τρεις δεν τραγουδάνε», πού να οργανώσουν αργοναυτική εκστρατεία;
Ε. Το πανεπιστήμιο του Αιγαίου
Οι παλιότεροι λέγανε για κάποιον: «αυτός δεν έχει μάθει γράμματα αλλά έχει βγάλει το πανεπιστήμιο της ζωής». Και σήμερα ισχύει αυτό και η ζωή έχει ένα τέτοιο πανεπιστήμιο. Δεν λέγεται «Πανεπιστήμιο του Αιγαίου» γιατί το brand name το
κατοχύρωσε το κράτος. Είναι όμως πραγματικό πανεπιστήμιο του Αιγαίου, ελεύθερο και ανοιχτό, στο οποίο καλούμεθα να φοιτήσουμε αν θέλουμε να φτιάξουμε μιαν Ελλάδα της Τιμής ,της Λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική εξάρτηση. Δύο πράγματα μας διδάσκει το πανεπιστήμιο του Αιγαίου:
1. Δεν έπεσαν όλα τα «κάστρα». Η διείσδυση του τρόπου παραγωγής που αναφέραμε, ο οποίος υποβάθμιζε τη σημασία της παραγωγής προϊόντων για την αναπαραγωγή του μέσου παραγωγής που λέγεται άνθρωπος, ήταν ανισομερής. 2. Αιτία αυτής της ανισομερούς διείσδυσης ήταν το πολιτισμικό υπόβαθρο κάθε τόπου και όχι η αναπόδραστη «ανάγκη».
Σε άλλες περιοχές της Ελλάδος η διείσδυση αυτή ήταν πλήρης και καθολική. Οι μικρές, αλλά τόσο σημαντικές συμπληρωματικές καλλιέργειες και εκτροφές εξαφανίστηκαν. Οι δεξιότητες χάθηκαν. Οι σπόροι και οι ποικιλίες επίσης. Οι διαφοροποιημένες πηγές εισοδήματος εξέλειπαν. Ο βιοπορισμός της οικογένειας εξαρτήθηκε αποκλειστικά από τους εργο-δότες των εργαζομένων μελών της. Όπου η «ιδιωτική πρωτοβουλία» δεν έδειχνε ενδιαφέρον για επενδύσεις εκεί η εξάρτηση από ΤΟΝ εργο-δότη(το Κράτος) ήταν ακόμα πιο μεγάλη. Αυξήθηκε η ζήτηση...σιγουριάς σαν υποκατάστατο της χαμένης ελευθερίας του παραγωγού ο οποίος χωρίς διαμεσολάβηση σχετίζεται με τη φύση και τον Θεό. Αυξήθηκε η πίεση για ρουσφέτι. Όσοι παρέμειναν μικρέμποροι, καταστηματάρχες και τεχνίτες, «δεν ευκαιρούσαν» και «δεν συνέφερε» να φροντίζουν πια τις ελιές, το αμπέλι, το περιβόλι, τα μανάρια, τις κότες. Η τάχα αστικοποίηση του χωριού έξω-έβαλε τα ζωντανά του Θεού. Μπορεί τα σκυλιά και οι γάτες να μπήκαν στο διαμέρισμα τα αρνάκια όμως και οι κότες δεν είχαν πια θέση στο περιβάλλον του χωριού. Όσοι από τους αγρότες παρέμειναν αγρότες περιόρισαν την ιδιότητά τους αυτή στη ψιλή έννοια με την οποία τους γνωρίζουμε σήμερα. Όντας εξαρτημένοι για πολλά χρόνια από την επιδοτούμενη μονοκαλλιέργεια έπαψαν να είναι και «ελεύθεροι» και «παραγωγοί». Έγιναν «εργάτες» στην πραγματικότητα,μόνο που είχαν επωμιστεί και το τεράστιο κόστος των χωραφιών,των εργαλείων των μέσων μεταφοράς,αποθήκευσης, άρδευσης της καλλιέργειας και της εκτροφής. Όπως ο οικοδόμος παλιά πήγαινε στη δουλειά με το δικό του σκεπάρνι στο χέρι οι «αγρότες» για να τους έρθει η δουλειά πρέπει να έχουν τρακτέρ, αποθήκες, χωράφια, νερό και συστήματα άρδευσης, εργαλεία πανάκριβα και εξειδικευμένα, λιπάσματα, σπόρους κλπ. Ταυτοχρόνως, η συγκέντρωση της παραγωγής σε ενιαία εδαφικά συγκροτήματα (αναδασμός) αύξησε τους κινδύνους φυσικών καταστροφών και κατ’ επέκτασιν αύξησε τη ζήτηση «κρατικής προστασίας». Μη υπαρχούσης της προηγούμενης προαιώνιας διασποράς, τώρα, όπου συνέβαιναν θεομηνίες, καταστρεφόταν όλη τη σοδειά του παραγωγού. Τα αυγά ήταν πια όλα σε ένα καλάθι. Τι να παρακαλάμε τον Θεό με λιτανείες; Κάλλιο να έχουμε μπάρμπα στις Βρυξέλλες
(!) Η κοινής ιδιοκτησίας γη που περιέβαλλε άλλοτε την κοινότητα και προορίζονταν για τη βοσκή των ζώων, μοιράστηκε στους ακτήμονες αλλά, κτήμονες και ακτήμονες, παραιτήθηκαν από την εκτροφή ζώων. Η προμήθεια γάλακτος ανατέθηκε αποκλειστικά στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» της ΦΑΓΕ, της ΔΕΛΤΑ και των μεγα-θηρίων που τους προμηθεύουν γάλατα(σκόνη και άλλα), «λιπαρά» διάφορα, βελτιωτικά, σταθεροποιητές, μηχανές, είδη συσκευασίας. Έτσι μία ελληνική εταιρεία μας ενημερώνει ότι παίρνει γάλα από την Γερμανία και η γερμανική ανταγωνίστριά της μας ενημερώνει ότι το εγκαταστημένο στην Ελλάδα εργοστάσιό της μόνο ελληνικό γάλα χρησιμοποιεί! Τη θέση της κοπριάς στην αυλή την πήρε η Όπελ, και, γιατί όχι, η «Μπέμπα» (ΒΜW). Η κοπριά εξέλειπε έναν καιρό αλλά τώρα συσκευασμένη σε μικρές δόσεις, από τις εταιρείες που εμπορεύονται την «οικολογία», προσπαθεί να επανέλθει όχι στο σπίτι του χωριού αλλά στο διαμέρισμα της πόλης κοστίζοντας φυσικά όσο το αηδόνι και όχι όσο ο μπούφος! Στα νησιά όμως του Αιγαίου-φαντάζομαι κι αλλού αλλά δεν έχω προσωπική εμπειρία ώστε να μιλήσω-τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι! Εδώ η ελευθερία επικράτησε της ανάγκης. Ή, αν θέλουν οι αναγκαιοκράτες, η ανάγκη για ελευθερία επεκράτησε της ανάγκης για εύκολη και χωρίς όρια κονόμα! Παρά την οικονομική και πολιτισμική θύελλα που ενέσκηψε στα νησιά μας, επί μισό και πλέον αιώνα, εκείνα άντεξαν. Δεν ξεθεμιελώθηκαν τα πάντα-όλα! Οι νησιώτες αν και άλλαξαν πολλές δουλειές, συνήθειες, απόψεις, ένδυση, τρόπους διασκέδασης κλπ δεν άλλαξαν τη σχέση τους με τη φύση και με τα ζώα. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς ...δεν άλλαξαν όλοι τη σχέση τους με τη φύση και με τα ζώα. Αν και εκατομμύρια άνθρωποι περνάνε μπροστά τους και αφήνουν τους παράδες τους στην πόρτα τους, εκείνοι κράτησαν μια κάποια σχέση-μικρή ή μεγάλη- με τη θάλασσα, το χώμα, τα ζώα και τα φυτά. Κράτησαν το ψάρεμα. Κράτησαν τα μανάρια και τις κότες. Κράτησαν τα κουνέλια και τους χοίρους. Κράτησαν το περιβολάκι και τα οπωροφόρα δέντρα. Τη λεμονιά και την αμυγδαλιά. Την κληματαριά και το αμπέλι. Τα μελίσσια! Η διασπορά των πηγών του εισοδήματος δεν εξέλειπε αν και μειώθηκε η συμμετοχή του «αγροτικού» στο γενικό οικογενειακό εισόδημα. Κυρίως όμως διασώθηκε η ποιότητα διατροφής και ζωής καθώς και η τεχνογνωσία. Οι πληθυσμοί αυτοί δεν «ξέχασαν» το «πως» να παράγουν κρέας, γάλα, τυρί, κρασί, λάδι, μέλι, λαχανικά αν και τους ήταν πολύ πιο εύκολο να τ’αγοράσουν και είχαν και τα χρήματα για να τα αγοράσουν!!! Δεν έχαψαν την αυταπάτη ότι το λάδι, στον μπακάλη, είναι πιο φθηνό από το δικό τους! Και ήταν μπακάλιδες και ταβερνιάριδες και...bartender! Κρατώντας την πατροπαράδοτη άποψη για το βιος δεν κατέστρεψαν την υποδομή της γεωργική και κτηνοτροφικής παραγωγής. Υποδομή που είχε δημιουργηθεί με αιώνων σκληρή και εμπνευσμένη δουλειά από ανθρώπους ελεύθερους από τον Χρόνο και τον Χώρο, από ανθρώπους «φιλοκαλούντας μετ’ανταρσίας». Κράτησαν με νύχια και με δόντια τις πετζούλες, τα τραφάκια, τα αλωνάκια (τις πιο πολλές φορές είναι...μαρμαρένια), τα μονοπάτια. Κράτησαν τη φύση σε λογαριασμό, ώστε ο τόπος τους να είναι κήπος και όχι ζούγκλα, να είναι
οικείος, προσφιλής, φιλόξενος και αγιασμένος. Δεν αμέλησαν αλλά ίσα-ίσα πρώτα προστάτεψαν τα εκκλησάκια τους. Τα λέγκο αυτά των νησιωτών μας, όπου η αγαθότητα και η καλοσύνη προσκυνείται και λατρεύεται! Η σεσωσμένη αυτή -υλική και άυλη-υποδομή, το προαιώνιο αγροτοκτηνοτροφικό υπόβαθρο, επέτρεψε στους σημερινούς ανθρώπους να οργανώσουν μια σημαντική παραγωγή σε νέες συνθήκες. Η παρουσία των ξένων εργατών τους έδωσε τη δυνατότητα να την επεκτείνουν. Έτσι στην κοσμοπολίτικη Μύκονο, όπου μόνο τα κρουαζιερόπλοια «ακουμπάνε» περί τις είκοσι χιλιάδες ανθρώπους την κάθε ημέρα της τουριστική αιχμής, παράγεται και γάλα που στέλνεται για παστερίωση στην Τήνο και τυρί που συσκευάζεται επιτόπου. Στην Σύρο, της εκπληκτικής άμα και εκπεσμένης πλέον αρχοντιάς, παράγεται το πασίγνωστο τυρί «Σαν Μιχάλης» του οποίου η παραγωγή είναι στην ουσία προπωλημένη. Ταυτόχρονα, και για να μην έχει παράπονο κανένας, παράγεται και το «Σαν Τζώρτζης» που είναι τυρί από γάλα των άλλων εκτός της Σύρου νησιών. Στη Σύρο, την πάλαι ποτέ «πρωτεύουσα» της ελληνικής βιομηχανίας, την κοιτίδα της ελληνικής εργατιάς, με τα ναυπηγία και τα εργοστάσια, με την «νησιωτική μεγαλούπολη» των 26.000 ανθρώπων σήμερα, με τα εκπληκτικό της παρελθόν «του καιρού των χρυσανθέμων», οι άνθρωποι διασώζουν ακόμα το «πως» να καλλιεργούν τη γη και να εκτρέφουν τα ζωντανά της. «Γαλησσά και Ντελαγράτσια, Φοίνικα, Παρακοπή» δεν παθαίνεις συγκοπή μόνο από την Όμορφη Φραγκοσυριανή αλλά και από όμορφα περιβόλια, τους κήπους και τα εξοχικά σπίτια! Μιλάω σκοπίμως για «μικρά» και «άγονα» νησιά και δεν μιλάω για τα μεγάλα, τις «ηπείρους» της πρωτογενούς οικονομίας τους Αιγαίου. Δεν μιλώ για την Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία, τη Νάξο. Δεν μιλώ καν για την Κρήτη. Και το κάνω αυτό για να μην πείτε «αυτά τα ξέρουμε» και ούτε να πείτε « αυτά δεν γίνονται αλλού». Στα «μικρά» νησιά που προανέφερα αλλά και στα ακόμα μικρότερα βρίσκει κανείς τον τρόπο που γίνεται το θαύμα. Βρίσκει τον ανθρωπολογικό τύπο που άντεξε την εκβιομηχάνιση και την τουριστικοποίηση και αντ-επι-τέθηκε δημιουργικά υπερφαλαγγίζοντας και νικώντας την αλλοτρίωση σε ένα άλλο ανώτερο επίπεδο. Ζώντας και κυρίως άρχοντας στον τ(ρ)όπο του δίνει μιαν αμυδρή πλην όμως σαφή εικόνα για το τι μπορεί να γίνει σε ευρεία κλίμακα και σε σύντομο χρονικό διάστημα.
ΣΤ. Έξι φορές μεγαλύτερο βάρος!
Μία εκ των μικροτέρων μικρά, η νήσος Σ των Κυκλάδων, το χειμώνα έχει δύο χιλιάδες ψυχές. Τον Αύγουστο έχει δώδεκα χιλιάδες! Μαζί και των Γερμανών. Ψυχές λογίζονται κι εκείνες. Έξι φορές περισσότεροι άνθρωποι, έξι φορές περισσότερο βάρος ανθρώπων, τροφίμων, ποτών, νερών, χαρτικών, καυσίμων, αυτοκινήτων, σκουπιδιών, καυσαερίων, αποβλήτων! Σε άλλα νησιά ο πολλαπλασιαστής δεν είναι το 6 αλλά
ένας μεγαλύτερος αριθμός. Στην κλίμακα της Ελλάδας είναι το 2. Αυτό σημαίνει ότι μέσα για λίγους μήνες η Ελλάδα...διπλασιάζει, τουλάχιστον, τον καταναλωτικό της εαυτό και αμέσως μετά τον υποπολλαπλασιάζει, τον συστέλλει στο πριν σώμα της. Ο οικονομικός ρόλος αυτού του φαινομένου, αν και περιορίζεται κυρίως στις μεταφορές και στο σερβίρισμα και όχι στην παραγωγή προϊόντων, είναι τόσο μεγάλος που «στηρίζει την οικονομία μας» στο σύνολό της. Η υποδομή που απαιτείται, η κινητοποίηση των ανθρώπων και των μέσων, η οργανωτική προσπάθεια που καταβάλλεται, μόνο με τον πόλεμο συγκρίνεται. Και είναι αλήθεια αυτό, δεν είναι υπερβολή. Όπως στον πόλεμο μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πρέπει να προωθηθούν στο μέτωπο τεράστιες ποσότητες εφοδίων, μέσων, ανθρώπων, όπως και στον πόλεμο πρέπει να συντονιστούν μυαλά και θελήσεις χιλιάδων ανθρώπων, της πρώτης γραμμής και των μετόπισθεν, των επιτελείων και των μικρών στρατιωτικών τμημάτων, των ηγετών και των στρατιωτών, έτσι και στα νησιά οργανώνονται τα πάντα-όλα ώστε να γίνουν πολλά πράγματα σε μικρό χρονικό διάστημα και μάλιστα αφού έχουν περάσει από...σαράντα κύματα! Σαστίζει το μυαλό του Γερμαναρά που μανατζάρει γνωστή αλυσίδα εμπορίας τροφίμων μπροστά στο εκπληκτικό σε αποτελεσματικότητα και σε λιτότητα logistic της νήσου Ύδρας που αποτελείται από μία «παντόφλα», ένα κλαρκ-που δεν επιτρέπεται να πατήσει «εκεί που πάταγε ο Μιαούλης»-και ένα ευρύ σύστημα χειραμαξών, ανθρώπων και μουλαριών που ο καθένας είναι «της οικείας γνώμης αυτοκράτωρ»! Και πώς να μην σαστίσει κανείς όταν αναλογίζεται τα μεγέθη: Η Μύκονος τζιράρει σε έξη μήνες ό,τι η Σύρος με τους 26.000 κατοίκους της σε έναν χρόνο! Ένας θεός ξέρει ποια είναι τα αντίστοιχα νούμερα για την Ρόδο, για την Κέρκυρα, για την Κρήτη, για τη Χίο κ.ο.κ. Αυτός ο...παλμός που έρχεται και παρέρχεται, σταθερά και επί δεκαετίες πλέον, δεν αναλύεται, δεν ερευνάται και δεν κατανοείται σε βάθος από όλους αυτούς που θέλουν ν’ αναπτύξουν τη χώρα. Δεν αποκαλύπτουν τα φράκταλς αυτού του γιγαντιαίου κατορθώματος που μόνο στον πόλεμο μπορούμε να βρούμε ανάλογο, δεν εμβαθύνουν στο δυναμισμό του αλλά και στα τρωτά του σημεία. Ένας τέτοιος μηχανισμός που στήνεται και ξεστήνεται επί δεκαετίες και με τακτικότητα ημερολογιακή δεν μπορεί παρά να επιδέχεται...άπειρη τακτοποίηση, ρύθμιση, εκλογίκευση. Οι όποιες βελτιώσεις στην λειτουργία του μηχανισμού σημαίνουν τεράστιες οικονομίες τάξεως, σημαίνουν πλούτο για τον τόπο, σημαίνουν απόσβεση της «τριβής» του μηχανισμού, άρα και στο μέλλον μεγαλύτερη απόδοση. Ας γυρίζουμε όμως στη μικρή κλίμακα της νήσου Σ, στους δέκα χιλιάδες καλοκαιρινούς επισκέπτες της και ας αφήσουμε για τους σοβαρούς οικονομολόγους τα σπρεντ, τα ομόλογα και τις μετοχές. Όλοι αυτοί οι επισκέπτες τρώνε, πίνουν, διασκεδάζουν προκειμένου να «γεμίσουν τις μπαταρίες» ώστε να κρατήσουν έντεκα σκληρούς μήνες. Κοιτώντας το πράμα επιφανειακά θεωρούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι καταναλώνουν ξοδεύοντας τα χρήματα που έβαλαν στην άκρη στους αντίστοιχους έντεκα προηγούμενους μήνες. Αν κοιτάξουμε όμως κάτω από την επιφάνεια θα δούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι
καταναλώνουν εδώ τα πράγματα που παρήγαγαν στις χώρες τους στους προηγούμενους μήνες και χρόνους. Θα είχε ενδιαφέρον να ξέραμε πόσοι Ολλανδοί, για παράδειγμα, έρχονται στην νήσο Σ και πόσο ολλανδικό κρέας, γάλα, μπίρα κλπ. Η συσχέτιση των αριθμών αυτών με κλασματικό τρόπο θα μας επέτρεπε να αντιληφθούμε όχι την κατά κεφαλήν καλλιέργεια των Ολλανδών αλλά την κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος, γάλατος, μπίρας κλπ στην Ελλάδα. Αν τα κλάσματα είναι μεγαλύτερα από τις αντίστοιχες καταναλώσεις στην πατρίδας τους τότε συμβαίνουν δύο πράγματα: είτε εδώ τους ανοίγει η όρεξη και καταναλώνουν πιο πολύ είτε ου γαρ έρχονται μόνοι αλλά «φέρνουν μαζί τους» και «εμπορεύματα» τα οποία και «διαθέτουν» στο ευρύτερο κοινό της ελληνικής τουριστικής περιόδου. Στις περιπτώσεις αυτές αν είμαστε κι εμείς καλοί έμποροι, όσο είναι οι «ύαινες των θαλασσών», θα πρέπει να απαιτήσουμε...προμήθεια, και ενοίκιο αντίστοιχα, από τις επιχειρήσεις της Ολλανδίας που κερδίζουν λόγω των αυξημένων πωλήσεων που κάνουν στην Ελλάδα. Στην πρώτη περίπτωση δικαιούμεθα προμήθεια λόγω των συνθηκών που τους προτρέπουν να καταναλώσουν περισσότερο και στη δεύτερη περίπτωση δικαιούμεθα ενοίκιο γιατί οι πωλήσεις τους λαμβάνουν χώρα στον ...χώρο μας. Είναι κάτι σαν shop in the shop, όπου σαφώς και πρέπει να καταβληθεί ενοίκιο. Σαρκάζω και αυτοζαρκάζομαι με πολύ πίκρα καθώς θα καταλάβατε! Υπάρχει βέβαια και μια τρίτη λύση που νομίζω ότι είναι πιο επικερδής και έχει περισσότερη προστιθέμενη αξία. Να παραγάγουμε εμείς στη νήσο Σ αν όχι τη μπίρα, τουλάχιστον το κρέας, το γάλα, το τυρί και για τους Ολλανδούς και για τους άλλους επισκέπτες. Έτσι θα καταναλώνουν οι Ολλανδοί τα προϊόντα της πατρίδας τους στην πατρίδα τους και μεις εδώ θα τους προμηθεύουμε τα προϊόντα της δική μας πατρίδας.
Ζ. Οι παραγωγικές σχέσεις τσακίζουν τις παραγωγικές δυνάμεις
Ο κτηνοτρόφος της νήσου Σ έχει όλη την καλή διάθεση να εκθρέψει αρνιά,κατσίκια,μοσχάρια κλπ. Το κάνει από συμφέρον κι ευχαρίστηση-λόγω του softwear που λέγαμε- αν και μερικές φορές τον παίρνει το παράπονο που τα ψάρια είναι τρεις και τέσσερις φορές πιο ακριβά από το κρέας: «ούτε τα ταΐζουν ούτε τα ποτίζουν ούτε τα βοσκάνε»,λένε για τους ψαράδες. Εκτρέφει σε δύσκολες συνθήκες όπου πρέπει να κουβαλήσει νερό και τροφές σε απόσταση μεγάλη και μερικές φορές χωρίς δρόμους. Καλλιεργεί τον λίγο τόπο που του έλαχε με το ακόμα λιγότερο νερό που 'βρέξε ο Θεός. Με τη σοδειά αυτή ταΐζει τα ζωντανά. Αλλά η σοδειά αυτή συχνά δεν φτάνει και αναγκάζεται να αγοράσει. Η επιπλέον αυτή ποσότητα ζωοτροφών είναι...ζωτικής σημασίας. Δεν ξέρουν όμως-οι αγρότες της Θεσσαλίας που υποφέρουν τα τελευταία χρόνια-ότι εκεί μπορούν να πουλήσουν το τριφύλλι που ενδεχομένως να παράγουν,
ούτε ξέρουν να οργανώσουν και να πραγματοποιήσουν τη μεταφορά του ούτε είναι συμφερτικός ο τρόπος της μεταφοράς που είναι διαθέσιμος στην αγορά. Ενώ είναι δυνατή και συμφέρουσα η μεταφορά του κρέατος από την Ολλανδία δεν είναι δυνατή και συμφέρουσα η μεταφορά του τριφυλλιού από την Θεσσαλία!!! Η κοινωνία που αμείβει και με το παραπάνω τους σχολιαστές της (πχ Πρετεντέρη, Τρέμη, Τράγκα κλπ...παρ’ ολίγο να ξεχάσω τον Άκη Παυλόπουλο) δεν αμείβει τον παραγωγό του πλούτου! Το «αόρατο χέρι» της αγοράς δεν στέργει ούτε να δημιουργήσει τον μηχανισμό που απαιτείται ούτε να τον πληρώσει. Ζούμε στην εποχή που η καρδάρα είναι πιο ακριβή από το μαστάρι και την αγελάδα μαζί!!! Τελικά καταφέρνει-παρ’όλα αυτά- ο κτηνοτρόφος μας να εκθρέψει το μοσχαράκι του. Τον βοηθάει και ο Θεός με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Όταν έρχεται η κατάλληλη στιγμή, το μοσχαράκι πρέπει να...ταξιδέψει στη Σύρο, ζωντανό και με τους όρους για την μεταφορά των ζώντων ζώων που έχει επιβάλλει η πολιτισμένη κοινωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Εκεί θα το αναλάβει ο εκδοροσφαγέας για τα περαιτέρω υπό την μουσική και τους στίχους του έτερου εκδοροσφαγέα, του Μάρκου Βαμβακάρη: «έλα να πάμε μάτια μου κι ας φέρουν τα κομμάτια μου». Κομμάτια, μετά, το μοσχαράκι, με τις σχετικές βούλες και τις σφραγίδες, θα πρέπει να φορτωθεί στο ειδικό όχημα-ψυγείο και με τους όρους που επιβάλλει η πολιτισμένη κοινωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επιστρέψει στον τόπο του. Η απόσταση που χωρίζει τη νήσο Σ από τη Σύρο...κυμαίνεται από τέσσερις έως δώδεκα ώρες! Και αυτό με το Αίολος-Κεντέρης και όχι όλες τις φορές γιατί μερικές φορές ο ασκός μένει ανοιχτός κι εκτός από τον «Κεντέρη» οργώνουν το Αρχιπέλαγος κι άλλοι γιοί του Αιόλου. Μπορεί (μπορεί όντως;) ο καθένας να υπολογίσει τι κοστίζει σε χρόνο και σε χρήμα το μοσχαράκι που τρώει ο επισκέπτης πάντα καλομαγειρεμένο και νόστιμο. Ο Νικολός έχει «καθετοποιήσει» την επιχείρηση. Από μεράκι και από συμφέρον. Το καλοκαίρι, όλη η οικογένεια επάνω στο «ντεκ» της ταβέρνας. Εκείνος στο τιμόνι...οψοποιών μαγγανείας. Στη νήσο Σ οι άνδρες μαγειρεύουν και οι γυναίκες...οικο-νομούν. Τον χειμώνα φτιάχνει τα ζωντανά, τα περιβόλια , τις ελιές, τις πεζούλες. «Δεν πετάω τίποτα Γιώργο. Και το κρεμμύδι που φυτρώνει το ξαναφυτεύω». Στην ταβέρνα του μπορείς να βρεις κρέατα δικά του, πατάτες δικές του, ντομάτες και λαχανικά δικά του, λάδι δικό του,τυρί δικό του, κρασί δικό του. Μπορείς να βρεις ψάρια και πέρδικες που έχει η θάλασσα της αυλής του και η αυλή της θάλασσάς του. Τι δεν μπορείς να βρεις στην ταβέρνα του Νικολού; Μέλι δεν μπορείς να βρεις γιατί δεν βγάζει πολύ ακόμα και το κρατάει για τα εγγόνια. Δεν μπορείς να βρεις και το δίκιο του Νικολού! Ούτε κι αυτός μπορεί να το βρει! Αν το μοσχαράκι του το σφάξει στη Σύρο δεν θα μπορεί κανείς να το αγοράσει και αν το σφάξει με τον πατροπαράδοτο τρόπο δεν θα μπορεί να το πουλήσει! Δεν θα
έχει τιμολόγιο, βούλες, σφραγίδες! Θα είναι παράνομος εκείνος που ήταν εκεί πριν εφευρεθεί ο νόμος! Εκτός κι αν μπει στον πειρασμό να πάρει τιμολόγιο από κάποιον που πουλάει κρέατα εισαγωγής ( από την Ολλανδία πχ) οπότε «καλύπτεται». Ο δικαστής που θα πάει στην ταβέρνα του να φάει ξέρει ότι μπορεί εκεί να βρει ντόπια κρέατα και γι’αυτό πάει. Αλλά άμα πάει-Θεός φυλάξοι- ο Νικολός στον δικαστή εκείνο που θα φάει είναι μια...ντόπια ποινή. Ο δικαστής δεν θα τον ταΐσει αλλά θα τον τιμωρήσει. Ποια είναι η λύση; Η λύση είναι το σφαγείο και το τυροκομείο. Πράγματι ο Δήμος πριν από δέκα περίπου χρόνια έστερξε να ξεκινήσει το μέγα έργο. Ακόμα όμως δεν έχει παραδοθεί. Σαράντα τρεις (43)-λέει- κατασκευαστικές παρεκκλίσεις έχει και η παράδοση είναι αδύνατη! Τις πταίει; Ο δήμαρχος (ο πρώην πια), ο νομάρχης (ο πρώην πια),ο εργολάβος, το κράτος, ο Θεός που μας μισεί; «Κανένα στόμα δεν το’ βρε και δεν το’πε ακόμα»! Για το τυροκομείο δεν υπήρξε ανάλογο «ενδιαφέρον» από τον Δήμο. Αν και το νησί βγάζει ένα μοναδικής ταυτότητος τυρί που ωριμάζει στη γύλη του κρασιού. Ένας ιδιώτης κινήθηκε μόνο αλλά δεν νομίζω να έκανε κάτι ακόμα. Είναι φανερή η στρατηγική σημασία αυτών των δύο έργων υποδομής στη νήσο Σ. Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε τη μεγάλη ώθηση, την απελευθέρωση, που θα έδιναν στη ντόπια παραγωγή και όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στο εμπόριο και στον τουρισμό. Αν ο κτηνοτρόφος μπορούσε να εκμεταλλευτεί τον κόπο του με ικανοποιητικό τρόπο εκεί που θα είχε πέντε μανάρια θα έβαζε δέκα. Κι εκεί που θα είχε δέκα κιλά γάλα μετά θα είχε είκοσι. Αν κάποιος μάζευε από τον κτηνοτρόφο το γάλα και το τυροκομούσε, αν ο ίδιος είχε αυτή τη δυνατότητα σε νόμιμο τυροκομείο,η αγορά θα διέθετε ένα εξαιρετικής ποιότητος τυρί, με ονομασία προέλευσης, με όνομα παραγωγού και θα το μοσχοπουλούσε επί τόπου χωρίς καν έξοδα διάθεσης και μεταφοράς. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να γίνει και με τα κρέατα. Ακόμα περισσότερο. Θα μπορούσαν να διατεθούν στη Αθήνα και άλλα αστικά κέντρα,σε συμβεβλημένα κρεοπωλεία που θα ανέγραφαν την ένδειξη «κρέατα νήσου Σ». Οι Ναξιώτες και οι Κρητικοί κάτι ξέρουν και τηρούν τον τρόπο αυτό διάθεσης των τοπικών τους προϊόντων αν και είναι ενέργειες ατομικές και αποσπασματικές. Από την άλλη μεριά, οι Θεσσαλοί αγρότες θα μπορούσαν να προσανατολιστούν και στις ζωοτροφές (πχ τριφύλλι) και όχι μόνο στο βιοκαύσιμο με το οποίο ακόμα μια φορά τους οδηγούνται στην εξάρτηση από λίγους και ισχυρούς «πελάτες». Σε μια ανερχόμενη αγορά όπως εκείνης των νησιών η διάθεση των ζωοτροφών με μαζικό τρόπο θα επέφερε τεράστιες οικονομίες τάξεως. Φαντάζομαι το βαπόρι να φορτώνει χόρτο....όχι από την Περσία αλλά από την Στυλίδα και από τον Βόλο και μετά να το...ντιλιβερίζει στους κτηνοτρόφους της νήσου Σ με μικρό φορτηγάκι που θα αποβιβάζει με το βίντζι του στην αποβάθρα. Όπως γίνεται και με τα καύσιμα. Οι ναυτικοί να τρώνε και να πίνουνε στις ταβέρνες του
λιμανιού, να λένε ιστορίες και να μετράνε μέρες για να γυρίσουν οι μεν στα σπίτια τους οι δε στην ένταση του δίμηνου που τρέφει οικονομικά τους δέκα. Η επαρκής και σίγουρη τροφοδοσία, η προαιώνια υποδομή με τα τοιχισμένα λιβαδάκια στους λόφους των νησιών όπου το θερμόμετρο δεν κατεβαίνει ποτέ κάτω του μηδενός, θα εκτίναζε την παραγωγή κρέατος και γαλακτοκομικών μέσα σε δύοτρία χρόνια. Η ύπαρξη των ξένων εργατών έξω από την πόρτα μας-όπως ακριβώς και των πελατών μας-είναι χρυσή εφεδρεία για την υποστήριξη ενός τέτοιου ταχύρυθμου σχεδίου ανάπτυξης. Επειδή δε τα κρεατικά πρέπει να συνοδεύονται και από τις σχετικές σαλάτες, φαντάζομαι, ότι και η καλλιέργεια των οπωροκηπευτικών θα ωφελούνταν ανάλογα. Ίσως να ωφελούνταν και η καλλιέργεια... ελληνικής τουλίπας. (Στη Μύκονο-μαζί με τον Γαλάτη-υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν τέτοιες δουλειές: πουλάνε ματσάκια αγριολούλουδα στους ταβερνιάριδες για τα βαζάκια των τραπεζιών! Να τρως στη Μύκονο και να μην έχεις λουλούδια και βασιλικό στο τραπέζι;) Χρειάζεται όμως κι αυτή μια κάποια υποδομή. Μικρά και πολλά διάσπαρτα φράγματα στα «άπειρα» ρέματα του νησιού. Δρόμοι ήπιας ορεινής κυκλοφορίας. Γεωπόνοι και κτηνίατροι. Γυναίκες δεν χρειάζονται οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι της νήσου Σ, όπως χρειάζονται οι συνάδελφοί τους στη Ζαχάρω. Εκτός του ότι τα νησιά έχουν μπόλικες επισκέπτριες από όλες τις φυλές, η δική τους εσωτερική ζωή «κρατάει» τα νέα παιδιά αφού φυσικά κάνουν τις σπουδές τους όπου το καθένα μπορεί. Γιατί πρέπει να πούμε ότι οι κάτοικοι της νήσου Σ ήταν ανέκαθεν φιλομαθείς και φρόντιζαν πάντα να έχουν τα παιδιά τους ανώτερη και ανώτατη μόρφωση. Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους ήταν το πρώτο νησί σε αναλογία φοιτητών, ενδεχομένως και σε λογίους, ποιητές και γενικά καλλιτέχνες. Δεν θα ισχυριστώ ότι όλοι οι κάτοικοι είναι λίγο πολύ καλλιτέχνες γιατί χαμένα θα πάνε τα λόγια μου. Κανείς σας δεν θα με πιστέψει! Όλα αυτά τα περί μορφώσεως αλλά και ζητήματα εμπορίου, υγείας και ...καλή ζωής έχουν οδηγήσει του κατοίκους της νήσου Σ-φτωχούς και πλούσιους- να διαθέτουν το αντίστοιχο με το βαλάντιό τους «πάτημα» στην Αθήνα ή στον Πειραιά. Μάλιστα! Όπως η ελληνική καλλιτεχνική ελίτ θέλει να έχει ένα «πάτημα» στο Παρίσι και η επιχειρηματική ελίτ το θέλει στο Λονδίνο, οι φίλοι μας από το νησί θέλουν να έχουν «πάτημα» στη πρωτεύουσα. Εκτός του ότι σπουδάζουν τα παιδιά, κάνουν τα ψώνια τους, κάνουν τις ιατρικές τους εξετάσεις, κάνουν τις....τσάρκες τους, οι πιο κοσμοπολίτες. Οι άλλοι αρκούνται στις ετήσιες θρυλικές εκδρομές που οργανώνει το παπά Δημήτρης ανά την Ελλάδα και όχι μόνο.
Η. Ο κάθε Τόπος έχει τον Τρόπο του
Κάθε τόπος έχει τον τρόπο του και την μαστορική του. Δεν είναι όλα τα νησιά ίδια και σίγουρα η Μύκονος δεν μπορεί να παράξει τόσο κρέας όσο η νήσος Σ. Η Τήνος όμως μπορεί να παράξει κρέας, γάλα, αυγά, δεκάδες άλλους «κωδικούς», και για την ίδια και για την Μύκονο και για την Ελλάδα όλη. Διακόσιους τόνους λεμόνια έφερε μόνο ένας έμπορος- ο Μάρκος-μέσα σε μια χρονιά από την Τήνο στη λαχαναγορά! Πριν από τριάντα πέντε χρόνια όμως! Στα τριάντα πέντε αυτά χρόνια, κάνοντας κάθε χρόνο η Παναγιά το θαύματα της, οι Τηνιακοί σταμάτησαν να μαζεύουν τα λεμόνια κι απλώς μαζεύουν τα ευρώ πουλώντας λαμπάδες ίσα με το μπόϊ μας! Γιατί να μην ξαναρχίσουν; Πόσο μπορεί να πολλαπλασιάσει η Τήνος, ή η νήσος Σ, το Ακαθάριστο Προϊόν της μέσα στα επόμενα ένα-δύο χρόνια; Κανείς δεν μπορεί ν’ απαντήσει σ’ αυτό γιατί κανείς δεν έχει ασχοληθεί να μελετήσει το συγκεκριμένο. Και το συγκεκριμένο είναι το μόνο υπαρκτό. Το Ακαθάριστο Τηνιακό Προϊόν είναι πιο υπαρκτό από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν! Και είναι πιο υπαρκτό γιατί συνίσταται σε μερικά συγκεκριμένα πράγματα και σε λίγους συγκεκριμένους ανθρώπους. Εκεί, στη μικρή κλίμακα, άνθρωποι, μέσα, διαδικασίες επιδέχονται ρύθμιση, οργάνωση, προγραμματισμό. Επιδέχονται πολιτική λύση, ήτοι μετάθεση των ορίων του εφικτού και του ανέφικτου! Εκεί, στη μικρή κλίμακα, είναι ο τόπος της επ-Ανάστασης που απαιτείται σήμερα από τη ζωή του Έθνους. Εκεί, στο σφαγείο και στο τυροκομείο της νήσου Σ, κρίνεται το παιγνίδι κι εκεί πρέπει ν’ αλλάξει η εξουσία! Τα άλλα, για το κάψιμο της Βουλής και του πολιτικού συστήματος, είναι η χαρά του μικροαστού που ενώ δεν έχει κάνει τίποτα για την πατρίδα του απαιτεί τα πάντα, τώρα, από λάθος ανθρώπους, με λάθος τρόπο. Είναι η χαρά του «δούλου» ή έστω του «μισθωτού» που έχει εναποθέσει την ύπαρξή του-το ζην και το ευ ζην-στη μέριμνα του Κράτους. Αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος είναι «Γερμανός» εκτός Γερμανίας. Είναι ο «Γερμανός» που ενδημεί στη χώρα μας και δη χωρίς την ειδίκευση και την ψηλή πειθαρχία του Γερμανού. Χωρίς καν τον «γερμανικό πατριωτισμό». Διαθέτει όμως πολιτικά διακαιώματα, τον αντίστοιχο τσαμπουκά, το σχετικό θράσος. Ο άνθρωπος αυτός, από τη στιγμή που η τροφός του-το Κράτος, οι τράπεζες, οι ΔΕΚΟ, οι κάθε είδους κομπραδόροι που με μια λέξη μπορούν να ονομαστούν «η καρδάρα»νοσούν τον καταλαμβάνει μαύρη απελπισία και γυρεύει να φάει ανθρώπους. Δίδυμος αδελφός του ανθρώπου αυτού είναι ο «Άγγλος». «Ασθενής» κι αυτός. Αυτές οι δύο παραλλαγές του ίδιου τύπου «κρατάνε στο χέρι το Κράτος» και το Κράτος «κρατάει στο χέρι» (διάβαζε: καταπιέζει) τους ελεύθερους παραγωγούς! Και οι δύο τύποι έχουν τη φαντασίωση ότι μπορεί μια κοινωνία να προκόψει εναποθέτοντας απλώς την τύχη της στο κατάλληλο πολιτικό προσωπικό που θα έρθει ίσως από μια «συντακτική συνέλευση», από «δυο στιβαρά χέρια», από μια «γνήσια λαϊκή εξέγερση» και άλλες τέτοιες παπαριές. Και οι δύο δεν έχουν τη φαντασία να δουν ότι η λύση βρίσκεται τα χέρια εκείνων που έχοντας εμπιστοσύνη στον Τ(ρ)όπο τους θ’ αποφασίσουν να σώσουν
εαυτούς και αλλήλους...δούλους και υπαλλήλους! Ή όλοι μαζί σωζόμαστε ή όλοι μαζί χανόμαστε!!