Ρίζου Ελεονώρα του Ιωάννη, 9 ετών
Σε μια γωνιά της γης, υπάρχει μια μεγάλη όμορφη πόλη, που τη λένε «Λουλουδούπολη». Έχει πάρει αυτό το όνομα γιατί είναι γεμάτη με δέντρα και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια φυτεμένα πλατείες,στις στις νησίδες των δρόμων, στα πεζοδρόμια, σε όλους τους κήπους και στα μπαλκόνια των σπιτιών. Όλες οι μοσχοβόλες ευωδιές και τα τιτιβίσματα των πουλιών σκορπίζονται σ’ oλόκληρη τη «Λουλουδούπολη». Εκεί ζει κι ο μικρός εξάχρονος Άρης μαζί με τους γονείς του, τις τρεις μεγαλύτερες αδελφές του, την Ελπίδα, τη Χαρά, την Ειρήνη, και την άρρωστη γιαγιά τους. Αρχές Δεκεμβρίου κι όλα τα παιδιά περιμένουν με ανυπομονησία να στολιστεί η πόλη τους με διάφορα χριστουγεννιάτικα στολίδια, πολυάριθμα φωτάκια, τη φάτνη του Χριστού σ’ αναπαράσταση στην κεντρική πλατεία, τα κάλαντα του δωδεκαημέρου που θ’ ακούγονται από τα μεγάφωνα και φυσικά τα παιχνίδια που θα τους προσφέρουν γονείς, φίλοι, συγγενείς και, βέβαια, ο Άγιος Βασίλης.
Απόγευμα και χτυπά το μεγάλο ρολόι της πόλης τέσσερις χτύπους. Ό Άρης με τις αδελφές του και τον Γιώργο, τον γιο του δημάρχου, παίζουν όταν ακούγεται από τα μεγάφωνα: «Προσοχή, προσοχή! Διαταγή του δημάρχου μας. Φέτος δεν θα έρθουν τα Χριστούγεννα. Στις εκκλησιές δεν θα ηχήσουν χαρμόσυνες καμπάνες, τα παιδιά δεν θα τραγουδήσουν κάλαντα, οι δρόμοι θα’ ναι σκοτεινοί, ευχές δεν θα ακουστούν. Απαγορεύεται στις μαμάδες να φτιάξουν δίπλες, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, πίτες και γιορτινά φαγητά. Τα παιδιά δώρα μην περιμένετε. Κανένα δεν θα λάβει! Κανένας κάτοικος αυτής της πόλης δεν θα γιορτάσει!» Στο άκουσμα αυτής της διαταγής δέντρα, λουλούδια ξεράθηκαν μεμιάς. Ζιζάνια και τριβόλια γέμισαν. «Από τώρα και στο εξής η πόλη μας θα ονομάζεται Αγκαθούπολη» ακούστηκε πάλι η φωνή από τα μεγάφωνα.
Ό Γιώργος βουρκωμένος απαντά: «Δεν είναι έτσι φίλοι μου. Άδικα τον κατηγορείτε. Μεγάλη συμφορά μας βρήκε. Τον πατέρα μου τον εκβιάζει ο μάγος που μένει στην άκρη της πόλης. Αυτός με τα μαγικά του ξέρανε τα δέντρα, τα λουλούδια μας και γέμισε η πόλη αγκάθια. Αυτός δεν θέλει να γιορτάσουμε Χριστούγεννα! Θέλει να πάρει τη θέση του, να γίνει δήμαρχος. Όταν το πετύχει, ο ήλιος πια δεν θ’ ανατείλει, τ’ άστρα δεν θα φανούν μήτε και το φεγγάρι. Έχει σκοπό να προκαλέσει πόλεμο με τη γειτονική πόλη. Να δει μικρά παιδιά να σκοτώνονται, γονείς μα και παππούδες. Βόμβες να πέφτουνε σωρό, άνθρωποι να σπαράζουν και τα σκυλιά ν’ ουρλιάζουν. Κι όσοι σωθούν να ξεριζωθούν από τον τόπο που γεννήθηκαν!» «Και θα καθίσουμε με σταυρωμένα χέρια»;» ρώτησαν με δυνατή φωνή ο Άρης με τις αδελφές του. «Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς μικρά παιδιά;» αποκρίθηκε ο Γιώργος. «Θα βάλουμε το μυαλό μας να σκεφτεί! Θα υπάρχει κάποιος τρόπος να σώσουμε την πόλη μας από τον φθονερό μάγο! Να τον αποτρέψουμε να υλοποιήσει τα καταχθόνια σχέδιά του! Φέτος θα γιορτάσουμε τα καλύτερα Χριστούγεννα!» απάντησε αποφασιστικά ο μικρός Άρης.
Το ραβδί! Να του πάρετε το ραβδί, πρότεινε η γιαγιά στα παιδιά όταν την ρώτησαν. Και ποιος τολμάει να πλησιάσει τον πύργο του μάγου; αναρωτήθηκε ο Γιώργος. Χρειάζεται προσοχή, είπε η Χαρά. Όλοι μαζί θα πάμε, αποκρίθηκε ο Άρης. Τα Χριστούγεννα κινδυνεύουν. Να έχετε την ευχή μου. Η τύχη της πόλης είναι στα χέρια σας, είπε η γιαγιά. …Όταν έφτασαν στον σκοτεινό πύργο ο μάγος κοιμόταν. Η Ελπίδα άρπαξε γρήγορα το ραβδί και το έσπασε. Ό μάγος ξύπνησε, μα πριν προλάβει να καταλάβει τι είχε συμβεί, ένα ζεστό φως πλημύρισε τον χώρο. Το καλό είχε νικήσει! Σε ευχαριστούμε γιαγιά. Χωρίς εσένα δεν θα τα καταφέρναμε, είπαν τα παιδιά αργότερα στη γιαγιά. Παιδιά μου εσείς είστε η ελπίδα του κόσμου. Όσο η αθωότητα φωλιάζει στις καρδιές σας, το καλό πάντα θα νικάει, η ειρήνη πάντα θα βασιλεύει και τα Χριστούγεννα πάντα θα γιορτάζονται σ’ αυτή την πόλη.