πορεία για τη διαμόρφωση προγραμματικών θέσεων της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», συγκροτήθηκαν θεματικές ομάδες εργασίας. Η δουλειά των ομάδων αυτών παρουσιάζεται και τίθεται στη δημόσια συζήτηση σε σειρά θεματικών ημερίδων διαλόγου. Η 2η Ημερίδα εργασίας και διαλόγου της «Πρωτοβουλίας» πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα
Αθήνα
ομάδα εργασίας της «Πρωτοβουλίας» που έχει αντικείμενο τα ζητήματα της επανάστασης στην εποχή μας, της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής και του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης. Μεταρρυθμιστικές ουτοπίες ή καθολική επαναστατική αλλαγή; Το αστικό καθεστώς, το κεφάλαιο -σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο- δεν θα εκχωρήσουν χωρίς σκληρή αντίδραση την εξουσία και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των εργαζόμενων. Σήμερα, δεν είναι διατεθειμένοι να ικανοποιήσουν ούτε καν στοιχειώδη αιτήματα και τις βασικές ανάγκες της λαϊκής πλειοψηφίας. Για να κατακτηθεί οτιδήποτε, από την πιο μικρή βελτίωση έως την πλέον ριζική αλλαγή, απαιτείται σκληρός συλλογικός αγώνας ενάντια στο αστικό καθεστώς, χρειάζεται μαζική επαναστατική δράση. Γνωρίζουμε από την ιστορία και την εμπειρία μας, ότι μόνο αυτός ο δρόμος μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, σε αντίθεση με τις πολιτικές προτάσεις οι οποίες μιλούν για βαθμιαία μετάβαση στον σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθμίσεων, που αναζητούν «νέους» - «τρίτους δρόμους» που τάχα μπορούν να χωριστούν σε στάδια αντιμετωπίζοντας πρώτα τα «άμεσα» και στο... μέλλον τα «μεγάλα», είτε, περιγράφουν δρόμους που περνούν μέσα από επιμέρους αγώνες και αυτοδιαχειριστικά πειράματα εντός του σημερινού συστήματος ή - πολύ περισσότερο
την 3η
να επιταχύνουμε –αντί να αναμένουνε παθητικά– τις στιγμές των αποφασιστικών μαχών που θα κρίνουν αν η κοινωνία θα εξακολουθήσει να βαδίζει στον καπιταλιστικό δρόμο ή θα πορευτεί στον δρόμο της χειραφέτησης. Και χωρίς το άλμα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, χωρίς την ποιοτική τομή που τσακίζει τα στηρίγματα της αστικής εξουσίας-κοινωνίας, οδηγεί στην εργατική εξουσία κι εγκαινιάζει τους μετασχηματισμούς που χαρακτηρίζουν την κομμουνιστική απελευθέρωση, επίσης είναι αδύνατον να οδηγηθούμε σε μια τέτοια κοινωνία. Η Γραμματεία της Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισηγήσεις: - Τα κοινωνικά αδιέξοδα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και η εργατικήαπάντηση. Είναι δυνατή η ανάδυση του κομμουνισμού στην παραγωγή χωρίς εργατική εξουσία; Εισηγητής: Άλκης Σιούλας, άνεργος, νέος αρχιτέκτονας σελ. 4 - Το αστικό κράτος και τα όργανα εργατικής πολιτικής και εξουσίας. Άλωση από μέσα ή πολιορκία απ' έξω; Εισηγητής: Μπάμπης Συριόπουλος, μέλος της ΣΕ των Τετραδίων Μαρξισμού…..…σελ. 9 - Η σημασία και οι βασικές αρχές ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματοςπάλης. Ο επαναστατικός δρόμος για τις άμεσες εργατικές ανάγκες Εισηγητής: Κώστας Δικαίος, μηχανολόγος μηχανικός σε βιομηχανία ………….σελ. 20 - Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα σήμερα. Ο αντικαπιταλιστικός αγώνας απέναντι στη σημερινή επίθεση του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του. Εισηγητής: Κώστας Τριχιάς, μέλος της Γραμματείας
Είναι δυνατή η ανάδυση του κομμουνισμού στην παραγωγή, χωρίς εργατική εξουσία; Εισήγηση του Άλκη Σιούλα, άνεργου, νέου αρχιτέκτονα, στην ημερίδα εργασίας της Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, Αθήνα, 18 Ιουλίου 2022. Πριν συζητήσουμε για την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης με κομμουνιστική κατεύθυνση, το κοινωνικό και πολιτικό της υποκείμενο, την αναγκαία οργάνωση και συνείδηση, την ταχτική που ξεκινάει από τη σημερινή ασφυκτική ηγεμονία του κεφαλαίου μέχρι την επανάσταση, πρέπει να δούμε το ίδιο το περιεχόμενο του μετασχηματισμού από την καπιταλιστική κοινωνία στην κομμουνιστική. Γιατί η υπέρβαση του καπιταλισμού δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατική; Που μοιάζει και που διαφέρει από προηγούμενους κοινωνικούς μετασχηματισμούς; Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ας εξετάσουμε για παράδειγμα, το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αναπτύσσονταν για αιώνες στο εσωτερικό της φεουδαρχίας. Η ίδια η μορφή του πλεονάσματος που αποσπούσαν οι φεουδάρχες από τους δουλοπάροικους μετατράπηκε από την «αγγαρεία» -καταναγκαστική εργασία στα κτήματα του γαιοκτήμονα- σε εισφορά σε είδος αρχικά και σε εισφορά σε χρήμα στη συνέχεια. Αν η μορφή της αγγαρείας ήταν τυπική για τη φεουδαρχία, καθώς αντανακλούσε τις σχέσεις καταναγκασμού και προσωπικής εξάρτησης, η εγχρήματη μορφή ήδη παρέπεμπε στη καπιταλιστική γαιοπρόσοδο. Από τον 13ο αιώνα σε ολόκληρους κλάδους στην Ευρώπη (υφαντουργία-ιματισμός, μεταλλουργία, ναυπήγηση πλοίων) η παραγωγή γινόταν κάτω με το verlagssystem, δηλαδή ένα σύστημα όπου ο έμπορος (verleger) παρείχε την πρώτη ύλη στον τεχνίτη ή στην τεχνίτρια στην οικοτεχνία
Αιώνες πριν από τη βιομηχανική επανάσταση στο τέλος του 18ου αιώνα οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αναπτύσσονταν είτε αυτοτελώς, είτε αστικοποιώντας τις ίδιες τις φεουδαρχικές σχέσεις και τάξεις. Η ολοκλήρωση του καπιταλισμού σαν οικονομικό και κοινωνικό σύστημα με τις παραγωγικές δυνάμεις, το κράτος και τους θεσμούς που του ταιριάζουν έγινε με πολλούς τρόπους. Αλλού έγιναν επαναστάσεις «που συγκλόνισαν τον κόσμο» με πιο χαρακτηριστική τη γαλλική του 1789, αλλού το πέρασμα στον καπιταλισμό σφραγίστηκε από αλλαγές από τα πάνω (Γερμανία, Ιαπωνία). Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό θα ήταν αδύνατο, δεν
να βασίζεται
οικονομική
Όπως γράφει ο Ένγκελς «το πέρασμα αυτό, όπως και κάθε άλλη κοινωνική πρόοδος, μπορεί να γίνει όχι με την κατανόηση ότι η ύπαρξη των τάξεων αντιφάσκει στη δικαιοσύνη, την ισότητα κτλ. όχι με την απλή επιθυμία της κατάργησης των τάξεων, αλλά με ορισμένους νέους οικονομικούς όρους». Όπως λέγεται στο Μανιφέστο οι κομμουνιστές «δεν στηρίζονται με κανένα τρόπο σε ιδέες ή αρχές που επινοήθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τον έναν ή τον άλλο αναμορφωτή του κόσμου». Ο Μαρξ κάνοντας απολογισμό της Παρισινής Κομμούνας στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία γράφει: «Οι εργαζόμενοι δεν περίμεναν θαύματα από την Κομμούνα. Δεν έχουν στο μυαλό τους ουτοπίες έτοιμες για να θεσπίσουν με λαϊκά διατάγματα. Γνωρίζουν καλά ότι για να πραγματοποιήσουν τη χειραφέτησή τους και ταυτόχρονα την ευγενέστερη μορφή, προς την οποίαν η σημερινή κοινωνία κατευθύνεται από τις ίδιες της τις οικονομικές δυνάμεις, θα έχουν να περάσουν από μακρούς αγώνες κι από μια ολόκληρη σειρά ιστορικών προόδων, που θα μεταμορφώσουν τις συνθήκες και τους ανθρώπους. Δεν έχουν να πραγματοποιήσουν ένα ιδανικό, αλλά να βγάλουν στο φως τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που η ίδια η παλιά αστική κοινωνία κρύβει μέσα της». Ποια είναι αυτά τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που κρύβονται στην παλιά; Οι αντιφάσεις που ενδημούν στη διευρυμένη εμπορευματική παραγωγή και στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι ισάριθμες νάρκες στα θεμέλιά του. Ο ίδιος ο καπιταλισμός προσπαθεί να τις αμβλύνει. Αναφέρουμε εδώ επιγραμματικά την αντίθεση ανάμεσα στη συλλογική
κοινωνίας, οι «νάρκες» όπως και οι υλικές και κοινωνικές προϋποθέσεις και δυνατότητες για τη νέα. Οι τελευταίες όχι μόνο δεν είναι ο κομμουνισμός στο σήμερα, αλλά συχνά αποβαίνουν σε βάρος της εργατικής τάξης και της κοινωνίας· οι επιστημονικοτεχνικές πρόοδοι αυξάνουν την ανεργία και καταστρέφουν το περιβάλλον ενώ παράγονται πληθώρα άχρηστων έως και βλαβερών εμπορευμάτων, η κρατική παρέμβαση μπαίνει στην υπηρεσία του κεφαλαίου για τη διασφάλιση των γενικών όρων αναπαραγωγής του. Με λίγα λόγια, τα στοιχεία που παραπέμπουν στη νέα κοινωνία είναι υπαρκτά, αλλά για να τα δει κανείς πρέπει να τα αναζητά, είναι οδοδείκτες προς τον κομμουνισμό αρκεί να κατευθύνεται ήδη προς τα κει. Ενώ στις προηγούμενες μεταβάσεις ήταν δυνατός ο σταδιακός
συχνά σαν επιστέγασμα της επικράτησης των αστικών παραγωγικών σχέσεων στην οικονομία, η ανατροπή του αστικού κράτους είναι αναγκαία για την έναρξη των κομμουνιστικών μετασχηματισμών στην παραγωγική βάση της κοινωνίας. Δεν έχουν λείψει οι προσπάθειες να «ξεγελαστεί» η καπιταλιστική ιδιοκτησία και οικονομία. Τα φαλανστήρια -οι σοσιαλιστικές αποικίες που ευαγγελιζόταν ο Σαρλ Φουριέ, η τράπεζα ανταλλαγών που πρότεινε ο Π. Ζ. Προυντόν, κομμουνιστικές κοινότητες στις εσχατιές του κόσμου, η οργάνωση παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών και τα «χαρτονομίσματα εργασίας» από το Ρόμπερτ Όουεν, τα «εθνικά εργαστήρια» (ateliers nationaux) του Λουί Μπλαν το 1848 στο Παρίσι ήταν οι πρώιμες απόπειρες υπέρβασης του κεφαλαίου χωρίς επαναστατική κατάργηση της ιδιοκτησίας του. Και σήμερα η ήττα του κομμουνιστικού επαναστατικού κινήματος έχει φέρει στην επιφάνεια αντιλήψεις που υποστηρίζουν το ξεπέρασμα του καπιταλισμού με πειράματα αυτοδιαχείρισης, αλληλέγγυας συνεταιριστικής οικονομίας, ανταλλαγής χωρίς χρήμα, αποεμπορευματοποιημένων ζωνών κ.ά. Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε καλές προθέσεις όμως, τα πιο βασικά αγαθά που έχει ανάγκη ένας άνθρωπος σήμερα απαιτούν μέσα παραγωγής και οργάνωσης σε πανεθνική ή και διεθνή κλίμακα. Αν ήταν αδιέξοδες τέτοιες προσπάθειες το 19ο αιώνα σήμερα είναι πολύ περισσότερο καθώς η κρατική και πιστωτική στήριξη
μέσα γίνονται σκοπός και χάνεται η σημασία της διαφορετικής τακτικής, που πρέπει να έχει η εργατική τάξη όταν είναι κυριαρχούμενη από την αστική τάξη από όταν έχει την εξουσία. Ωστόσο, στην όξυνση της ταξικής πάλης, οι μορφές αντίστασης και αντεπίθεσης, που γεννούνται μέσα από την καπιταλιστική πραγματικότητα, αποτελούν διαλεκτικά το αποτέλεσμα και την αιτία της ωρίμανσης της συνείδησης της τάξης και ταυτόχρονα της δύναμής της. Οι διάφορες μορφές της, πρέπει να δυναμώνουν ως εργαλεία της τάξης στην προσπάθεια απελευθέρωσής της, και όχι ως τελικός στόχος. Μορφές αυτοργάνωσης στην παραγωγή, όπως οι συνεταιρισμοί ή τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, αποτελούν μέσα στην καπιταλιστική οικονομία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, «μια μικρογραφία κοινωνικοποιημένης παραγωγής μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής ανταλλαγής». Ωστόσο, μέσα στην καπιταλιστική οικονομία κυριαρχεί η ανταλλαγή πάνω στην παραγωγή και λόγω του ανταγωνισμού, δημιουργεί μόνιμα συνθήκες εκμετάλλευσης, δηλαδή τα συμφέροντα του κεφαλαίου κυριαρχούν στη διαδικασία της παραγωγής, σε σημείο να αποτελούν όρο ύπαρξης της επιχείρησης. Οδηγεί στην εντατικοποίηση της εργασίας, να συντομεύει ή να παρατείνεται, να προσλαμβάνει ή να διώχνει προσωπικό ανάλογα με τις ανάγκες τις αγοράς. Εμφανίζονται δηλαδή όλες οι μεθόδους που κάνουν μια καπιταλιστική επιχείρηση ανταγωνίσιμη. Οι εργάτες του συνεταιρισμού βρίσκονται σε μια αντιφατική θέση να διοικούν τους εαυτού τους με όλο τον απαραίτητο αυταρχισμό που θα είχε ένας καπιταλιστής επιχειρηματίας ,αφού προσδιορίζονται από την ίδια αναγκαιότητα. Η αναγκαιότητα της ανατροπής της αστικής εξουσίας προκύπτει και για έναν άλλο λόγο. Η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής δεν είναι το μόνο που πρέπει να ξεπεραστεί. Η εκτεταμένη εμπορευματική παραγωγή -όπου ο κοινωνικός χαρακτήρας των προϊόντων εμφανίζεται σαν τυχαίες σχέσεις μεταξύ πραγμάτων και η αξία χρήσης κυριαρχείται από την ανταλλακτική αξία- παράγει εκτός από προϊόντα, αποξένωση, ιδιοτέλεια, σπατάλη και τελικά ανισότητες και εκμετάλλευση. Η εμπορευματική παραγωγή ανήκει στην ανθρώπινη προϊστορία όπου οι συνθήκες κυριαρχούν πάνω στους ανθρώπους,
την δημιουργεί και προστατεύει με κάθε μέσω, ιδεολογικό και κατασταλτικό, το αστικό κράτος. Ωστόσο, το φαινόμενο της επανάστασης, αποτελεί το ίδιο την κορύφωση της ταξικής πάλης με χαρακτηριστικό την ωρίμανση των δυνάμεων και της συνείδησης της εργατικής τάξης μέχρι το σημείο διεκδίκησης της εξουσίας από την αστική. Διαμορφώνει έτσι μια μεταβατική περίοδο ριζικών μετασχηματισμών που ολοκληρώνονται στον κομμουνισμό.
Η κατοχύρωση της κοινοκτημοσύνης, της συλλογικής ιδιοκτησίας των ελεύθερα συνεταιριζόμενων παραγωγών στις παραγωγικές μονάδες και στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της γης. Οι μορφές που θα πάρει η συλλογική ιδιοκτησία ποικίλουν αλλά ο κορμός τους δεν μπορεί παρά να είναι υπό πανκοινωνική ιδιοκτησία και σχεδιασμό, που θα ολοκληρώνει την επωφελούς συνεργασία τους. Έτσι ολοκληρώνονται και οι διάφορες μορφές παραγωγής που μπορεί να αναπτυχθούν στο υπάρχον σύστημα αλλά διαστρέφονται από αυτό αν δεν ανατραπεί. Μόνο μέσω της χειραφετητικής φύσης του παραγόμενου προϊόντος δηλαδή της κυριάρχησης της αξίας χρήσης και όχι της ανταλλακτικής. Το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό σημαίνει ολομέτωπη επίθεση και στην ατομική ιδιοκτησία πρώτα απ’ όλα και στην γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή παράλληλα. Κάτι τέτοιο απαιτεί μιαν άλλη πολιτική εξουσία -την εργατική- στην αρχή και όχι στο τέλος του περάσματος. Ο επαναστατικός δρόμος για αυτό το πέρασμα δεν είναι μια ιδεοληψία της κομμουνιστικής αριστεράς ή μια εμμονή σε ένδοξες αλλά ξεπερασμένες τακτικές του παρελθόντος αλλά αναγκαίος δρόμος για την υπέρβαση του καπιταλισμού. Εξάλλου, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι εργατικές ανάγκες -ακόμη και οι στοιχειώδειςμπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με το όπλο του «μαζικού εκβιασμού» και της ανατρεπτικής πάλης
Άλκης Σιούλας, 18/7/2022
Το
και τα όργανα εργατικής πολιτικής και εξουσίας Άλωση από μέσα ή πολιορκία απ’ έξω; Εισήγηση του Μπάμπη Συριόπουλου, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής των Τετραδίων Μαρξισμού, στην ημερίδα εργασίας της Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, Αθήνα, 18 Ιουλίου 2022. Η επανάσταση για την οποία μιλάμε στη σημερινή ημερίδα, κατά την δική μας ανάλυση, θα είναι αντικαπιταλιστική, εργατική, με κομμουνιστικό περιεχόμενο. Είναι αντικαπιταλιστική από τη σκοπιά του κοινωνικού συστήματος που ανατρέπει, του σύγχρονου καπιταλισμού, του κράτους του και των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής που τον ορίζουν. Είναιεργατική από τη σκοπιά του ποιο είναι το κοινωνικό της υποκείμενο, η εργατική τάξη μαζί με τα σύμμαχα φτωχά μεσαία στρώματα. Η εργατική τάξη είναι αυτό το υποκείμενο γιατί ακριβώς στερείται ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και γιατί είναι παραγωγός του κοινωνικού πλούτου. Είναι αυτή που έχει συμφέρον από την κατάργηση της εκμετάλλευσης καθώς την υφίσταται άμεσα και είναι αυτή που μπορεί εξαιτίας του αναγκαίου ρόλου της στην παραγωγή όχι μόνο να ανατρέψει την παλιά, αλλά και να χτίσει τη νέα κοινωνία. Η επανάσταση θα έχει κομμουνιστικό απελευθερωτικό περιεχόμενο, αφού θα ενεργοποιήσει τη διαδικασία μετάβασης προς τον κομμουνισμό μέσα σε μια πορεία ταξικών συγκρούσεων, με καμπές σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο. Η επανάσταση δεν μπορεί να είναι προϊόν μιας νομοτελειακής ντετερμινιστικής διαδικασίας όπως πίστευε ο Κ. Κάουτσκυ (Karl Kautsky), “πατριάρχης” του επίσημου μαρξισμού της 2ης Διεθνούς, ο οποίος συμπέραινε: «Γι αυτό και δεν μας περνά από το νου, να θέλουμε να υποκινήσουμε ή να προετοιμάσουμε μιαν επανάσταση. Κι αφού η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει από εμάς με αυθαίρετο τρόπο, δεν μπορούμε να πούμε ούτε το ελάχιστο
προηγούμενες αντιλήψεις την αντιμετωπίζουν σαν ένα φυσικό φαινόμενο, προβλέψιμο ή μη προβλέψιμο, κι όχι σαν μια πράξη, την κατεξοχήν ανθρώπινη πράξη σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικοί άνθρωποι αλλάζουν συνειδητά τις κοινωνικές συνθήκες αλλάζοντας ταυτόχρονατονεαυτό τους· αυτοί που έχουν συμφέρον από την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής εργασίας τα καταργούν, καταργώντας ταυτόχρονα τον εαυτό τους ως μισθωτούς εξαρτημένους από το κεφάλαιο. Να το πούμε αλλιώς, είναι παράλογο η επανάσταση που οδηγεί στην κοινωνία των ανθρώπινων προθέσεων να μην είναι η ίδια εμπρόθετη. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι μπορεί να είναι απλά αποτέλεσμα μιας απόφασης ενός κόμματος σε οποιαδήποτε στιγμή, πολύ περισσότερο πράξη μιας μειοψηφίας αποφασισμένων επαναστατών, δεν γίνεται κατά παραγγελία, δεν προκύπτει από κάποια αυθαίρετη βούληση. Πραγματοποιείται με κοινωνικό υποκείμενο την εργατική τάξη, συγκροτημένη όμως πολιτικά και οργανωμένη ως δύναμη εξουσίας. Στην παρούσα εισήγηση θα μας απασχολήσει ειδικά το ζήτημα της εξουσίας και του κράτους, καθώς έχει αποτελέσει το κέντρο της συζήτησης εντός της αριστεράς και ένα βασικό σημείο του καθοριστικού και πάντα επίκαιρου διαχωρισμού της σε μεταρρυθμιστική και/ή επαναστατική. Το αστικό κράτος ακόμα και σε συνθήκες καθολικού εκλογικού δικαιώματος και αστικής δημοκρατίας συνίσταται στην -πάση θυσία- απομάκρυνση των μαζών από τη δημόσια άσκηση εξουσίας. Ιδίως σήμερα η ύπαρξη των υπερεθνικών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων όπως η ΕΕ, με τους μη εκλεγμένους θεσμούς της όπως η Κομισιόν, η ΕΚΤ κ.α., η ύπαρξη ανεξάρτητων αρχών πάσης φύσεως, εξαρτημένων πάντα από τα συμφέροντα του κεφαλαίου, η τεχνοκρατική άσκηση της πολιτικής από επιτροπές εμπειρογνωμόνων και ειδικών, καθιστά την εξουσία αδιαφανή και απροσπέλαστη από την εργαζόμενη πλειονότητα. Μια εκλεγμένη κυβέρνηση είναι ένας σημαντικός πόλος εξουσίας στο εσωτερικό του κράτους αλλά δεν είναι το παν. Η υπερτίμηση του ρόλου της κυβέρνησης και η ανάδειξή της σαν εργαλείο εξυπηρέτησης εργατικών συμφερόντων, απόκρουσης της επίθεσης του κεφαλαίου
τα γενικά κοινωνικά καθήκοντα ώστε αυτός να ασχολείται απερίσπαστος με τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία. Πουθενά δεν κυβερνάει ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων ή οι εργοδοτικές ενώσεις. Ακόμα και σήμερα που συχνά το κράτος ανάγει κατευθείαν σε δημόσιο συμφέρον αυτό των επενδυτών, πάντα επιδιώκει να διασκεδάσει τη δυσαρέσκεια των μαζών, να ενσωματώσει αιτήματά τους, γενικά διαπλάθεται από την ταξική πάλη και τη δράση του εργατικού και του λαϊκού κινήματος Αυτή η επίδραση «από τα κάτω» αποτυπώνεται και στον καταμερισμό ανάμεσα στους διάφορους κρατικούς θεσμούς. Άλλος είναι ο ρόλος του κοινοβουλίου, άλλος της κυβέρνησης, άλλος της αστυνομίας και άλλος του πανεπιστήμιου. Το τελευταίο παράδειγμα βέβαια σε σχέση με το νομοσχέδιο Κεραμέως αλλά και την προσπάθεια εγκατάστασης της αστυνομίας στο ΑΠΘ μας δείχνει ότι οι μηχανισμοί του σύγχρονου κράτους ενοποιούνται ανάγοντας το συμφέρον του κεφαλαίου (των «επενδυτών») κατευθείαν σε δημόσιο συμφέρον, με ιδιαίτερη αναβάθμιση του αυταρχικού στοιχείου και των κατασταλτικών μηχανισμών. Η ιδεολογική παραγωγή των τελευταίων -ο νόμος και η τάξη- διαχέεται στο σύνολο του κράτους. Η ιστορία έχει δείξει ότι στην περίπτωση οποιασδήποτε ενοχλητικής κυβέρνησης στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας η αστική τάξη μετατοπίζει τα κέντρα πραγματικής εξουσίας μέσα στο κράτος, με ιδιαίτερη προτίμηση στον ένοπλο βραχίονά του. Είναι προφανές όμως πως η αστική τάξη δεν πρόκειται να αποχωρήσει από την εξουσία αμαχητί ή με σταδιακές μεταρρυθμίσεις. Το αστικό μπλοκ εξουσίας θα αντιδράσει λυσσαλέα, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να αποτρέψει την επιβολή της εργατικής θέλησης και εξουσίας: τους υπερεθνικούς θεσμούς, τον περιορισμό και σταμάτημα της παραγωγής (βιομηχανικό σαμποτάζ), τη γραφειοκρατία, τα ΜΜΕ, την πιστωτική ασφυξία, έχοντας πάντα τη χρυσή εφεδρεία των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Θα αντιπαραθέσει -ειδικά αν κινδυνεύει να χάσει τα πάντα, αλλά και αρκετά πιο πριν- στην εξεγερτική δράση της κοινωνικής πλειοψηφίας την ωμή βία της εξουσιαστικής και εκμεταλλευτικής μειοψηφίας με τη στήριξη και την ενεργό παρέμβαση των διεθνών συμμάχων της. Σε όλα αυτά τα αντεπαναστατικά μέτρα, υπάρχουν και αντίμετρα, τα οποία όμως για να είναι αποτελεσματικά δεν μπορεί παρά να έχουν επίσης χαρακτήρα «έκτακτης ανάγκης», να θίγουν βαθιά την ιδιοκτησία και το διευθυντικό δικαίωμα των κεφαλαιοκρατών, τους κανόνες της αγοράς καθώς και το μονοπώλιο της βίας που η αστική
Γουστάβο Πέτρο, πρώην αντάρτη -με την έμφαση στο «πρώην»- διορίστηκε ο Χοσέ Αντόνιο Οκάμπο στο υπουργείο Οικονομικών, κι αυτός με προϋπηρεσία σε προηγούμενες κυβερνήσεις. Ο πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Επιχειρηματιών της Κολομβίας, αμέσως δήλωσε: «Είναι ένα πολύ καλό σημάδι, πρόκειται για άνθρωπο που γνωρίζει την κολομβιάνικη οικονομία και τα δημοσιονομικά… και είναι επίσης ένα άτομο λογικό και αξιόπιστο». Μια κυβέρνηση
την ανεξάρτητη εργατική επαναστατική δράση ενώ η τελική ήττα από την αντεπανάστασητο στρατηγό Φράνκο και τον στρατηγό Πινοσέτ αντίστοιχα- οφείλονταν στο γεγονός ότι αυτά τα όργανα εργατικής πολιτικής δεν πήραν τον πρώτο ρόλο από τις κυβερνήσεις, αφήνοντας στα χέρια των τελευταίων τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις. Η Κομμουνιστική Διεθνής στο 4ο Συνέδριό της στο τέλος του 1922 είχε θέσει, μεταξύ άλλων, το στόχο της «εργατικής κυβέρνησης» που θα μπορούσε, σύμφωνα με μια ερμηνεία, να προκύψει μέσω εκλογών πριν την επανάσταση, σαν συνέχεια της τακτικής του «ενιαίου μετώπου». Δεν είναι της ώρας η παρουσίαση των συζητήσεων, των ερμηνειών και των διαφωνιών εντός της Διεθνούς για το νόημα της εργατικής κυβέρνησης, ωστόσο έχει διαχρονική σημασία το πώς έθετε το ζήτημα το Συνέδριο: «Το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, η εφαρμογή του ελέγχου στην παραγωγή, η επιβολή του κύριου βάρους των φόρων στους πλούσιους και το τσάκισμα της αντίστασης της μπουρζουαζίας. Μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη
της εκμετάλλευσης; Σίγουρα βρίσκεται στην κατεύθυνση της υπέρβασης του διαχωρισμού ανάμεσα σε έναν εξουσιαστικό μηχανισμό από τη μία και στην κοινωνία από την άλλη. Αν και θα διατηρεί καταπιεστικά χαρακτηριστικά απέναντι στην αστική τάξη, όσο υπάρχει, θα στηρίζεται στην εργατική τάξη και στους συμμάχους της και θα κινείται προς την απονέκρωσή και τον μαρασμό κάθε μορφής εξουσίας, καταπίεσης και κράτους, όσο εκλείπει η αστική τάξη και η επιρροή της. Είναι ένα «κράτος-μη κράτος» ακριβώς γιατί καταπιέζει μια εκμεταλλεύτρια μειοψηφία οπότε ανάλογες θα είναι και οι οργανωτικές μορφές του. Στηρίζεται στα αμεσοδημοκρατικά όργανα των εργαζομένων, στους θεσμούς, στους φορείς, στις κοινότητες και στα αντιπροσωπευτικά όργανα της επαναστατημένης εργατικής τάξης και των συμμάχων της, στην άσκηση απ’ αυτούς όλων των κρίσιμων αρμοδιοτήτων για κάθε ζήτημα που αφορά την κοινωνία, συνενώνοντας στις αρμοδιότητές τους όλες τις νομοθετικές, εκτελεστικές, δικαστικές εξουσίες. Η εργατική εξουσία υπερβαίνει τον αστικό κοινοβουλευτισμό, τους αποξενωτικούς αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και την ψευδεπίγραφη δημοκρατία τους, κατοχυρώνει την πλήρη και ανεμπόδιστη ελευθερία του λόγου, της άποψης, της πληροφόρησης, της κομματικής δράσης, της θρησκευτικής πεποίθησης (με την εκκλησία και τις θρησκευτικές δομές πλήρως διαχωρισμένες από το κράτος). Βασικά χαρακτηριστικά των οργάνων εργατικής εξουσίας είναι η αιρετότητα, η ανακλητότητα, η «μισθοδοσία με χαμηλό εργατικό μισθό» και η εναλλαγή των αντιπροσώπων, ως ασφαλιστικές δικλείδες αποτροπής του σφετερισμού του κοινωνικού πλούτου και της γραφειοκρατικής παρέκκλισης. Πως προκύπτουν αυτά τα όργανα εργατικής εξουσίας; Γεννιούνται εν μια νυκτί τη μέρα της επανάστασης; Και ποια είναι αυτή η μέρα. Στην συμβολική μνήμη μένουν ημερομηνίες και επέτειοι, στιγμιότυπα όπως η έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα στη Ρωσία ή η 3η Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα των Δεκεμβριανών ή ο λόφος της Μονμάρτης στις 18 Μαρτίου 1871 στο Παρίσι της Κομμούνας. Ωστόσο, η επανάσταση δεν είναι ποτέ ένα μονόπρακτο, δεν ταυτίζεται με τη στιγμή της εξέγερσης. Είναι μια «ρωγμή του χρόνου», μια περίοδος οξύτατων αναμετρήσεων, ανόδου των αγώνων, της οργάνωσης και κυρίως της συνειδητότητας των εργαζομένων, μια περίοδος στην οποία κρίνεται κατά βάση το πολιτικό ζήτημα της κυριαρχίας και της εξουσίας. Το
καθήκοντα, τον εφοδιασμό του στρατού κ.α. Ταυτόχρονα παρέμβαιναν σε γενικά ζητήματα, το θέμα της μοναρχίας, νομισματικά ζητήματα, την ανακούφιση των φτωχών, τη δεσμευτική εντολή των βουλευτών (mandat imperatif) κ.α. Η ριζοσπαστική φάση της επανάστασης, η ανακήρυξη της Δημοκρατίας, η κυριαρχία των «αβράκωτων», το τσάκισμα της αντεπανάστασης, θα ήταν αδιανόητα χωρίς την οργάνωση και δράση των τομέων της Κομμούνας του Παρισιού με αυτοτέλεια και συχνά σε αντιπαράθεση με το δήμαρχο του Παρισιού και την Συμβατική Εθνοσυνέλευση. Στην επανάσταση του Μαρτίου του 1871, τις βάσεις για το πρώτο όργανο της νέας εξουσίας τις έβαλε η ίδια η γαλλική κυβέρνηση
Παρίσι συγκροτήθηκε επίσης το Σεπτέμβρη η «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων» από αντιπροσώπους των αντίστοιχων Επιτροπών Επαγρύπνησης με την ηγεμονική παρουσία των επαναστατών, μπλανκιστών και μελών της Α΄ Διεθνούς. Τα τάγματα της Εθνοφρουράς εκλέγουν αντιπροσώπους και στις 15 Μαρτίου 1871 εκλέγεται η ΚΕ της Εθνοφρουράς που παίρνει την εξουσία στο Παρίσι μετά την εξέγερση στις 18 Μαρτίου. Τελικά το Συμβούλιο της Κομμούνας εκλέχθηκε με τις δημοτικές εκλογές στις 26 Μαρτίου. Η ΚΕ της Εθνοφρουράς συνέχιζε να παίζει ενεργό ρόλο. Ανάμεσα στις αποφάσεις της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του μόνιμου στρατού και της αστυνομίας, η συγχώνευση νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, η αιρετότητα και ανακλητότητα σε όλες τις βαθμίδες τους και η μισθοδοσία όλων των δημόσιων λειτουργών με το μισθό του ειδικευμένου εργάτη.
Στις 29 Γενάρη 1905, 20 μέρες μετά τη «ματωμένη Κυριακή», ο γερουσιαστής Σιντλόφσκι, κατ’ εντολή του τσάρου σύστησε μια επιτροπή από εκλεγμένους αντιπροσώπους των εργατών και εργατριών της Πετρούπολης στη Ρωσία, με μέτρο έναν αντιπρόσωπο ανά 500 εργάτες, για να διερευνηθούν τα αίτια της εργατικής δυσαρέσκειας. Η επιτροπή διαλύθηκε βέβαια απ’ αυτούς που τη σύστησαν. Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβρη 1905, μεσούσης της γενικής απεργίας στην Πετρούπολη, προέκυψε η ανάγκη για ένα όργανο αντιπροσωπευτικό και με κύρος στα μάτια των πλατιών εργατικών
Πατώντας στην εμπειρία του 1905, μετά από την Επανάσταση του Φλεβάρη του 1917, οι εργάτες και εργάτριες της Πετρούπολης εξέλεξαν σοβιέτ αντιπροσώπων με έναν αντιπρόσωπο ανά χίλιους εργάτες, οι στρατιώτες ακολούθησαν το παράδειγμά τους και σύντομα η Ρωσία πλημμύρισε από σοβιέτ εργατών και στρατιωτών που μοιράζονταν την εξουσία με την Προσωρινή Κυβέρνηση -η περίφημη «δυαδική εξουσία»- μέχρι τον Οκτώβρη, όταν την πήραν ολόκληρη Στα σοβιέτ ίσχυε επίσης η αρχή της ανακλητότητας, χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή η κατάκτηση
να γίνουν όργανα εξουσίας σε σύγκρουση με το κράτος. Δεν ήταν θεσμοί κλεισμένοι στα εργοστάσια, είχαν πανκοινωνικά καθήκοντα και πολιτικούς στόχους. Το 1905 ζητούσαν Συντακτική Συνέλευση, οχτάωρο, ελευθερία του λόγου, το 1917 ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις κ.α. Ήταν - ιδίως το 1917η πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης σε επίπεδο εξουσίας, και τα κοινωνικά τους καθήκοντα και οι πολιτικοί τους στόχοι αφορούσαν στην κρατική εξουσία και όχι στον εργατικό έλεγχο των εργοστασίων· αυτό το ρόλο τον έπαιζαν οι εργοστασιακές επιτροπές το 1917. Στην «κόκκινη διετία» της Ιταλίας (1919-1920) οι εργάτες στα εργοστάσια συγκρότησαν εργοστασιακές επιτροπές αμφισβητώντας στην πράξη την εξουσία των καπιταλιστών στις επιχειρήσεις τους. Τον Αύγουστο του 1920 στην πανιταλική απεργία των μεταλλεργατών, 500.000 μεταλλεργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια, στις μεγάλες πόλεις μάλιστα με ένοπλες πολιτοφυλακές. Παρά την επαναστατική έξαρση του ιταλικού προλεταριάτου, τα επαναστατικά όργανα παρέμειναν εγκλωβισμένα στα εργοστάσια, δεν ορθώθηκαν σε πανεθνικό επίπεδο ως μια άλλη εξουσία απέναντι στο κράτος και η διεύθυνση του αγώνα τους παρέμεινε στα χέρια του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας και της Ομοσπονδίας των εργατών μετάλλου (FIOM). Ο συμβιβασμός των τελευταίων οδήγησε στην ήττα και στην αποδιοργάνωση. Στη Γερμανία
Στην ελεύθερη Ελλάδα στις αρχές Δεκέμβρη 1942, στο χωριό Κλειτσός Ευρυτανίας, συναντήθηκαν 5 ευρυτάνες κομμουνιστές, μεταξύ των οποίων ο Γεωργούλας Μπέικος και συνέταξαν τον Κώδικα Ποσειδώνα για τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη. Το σύντομο αυτό κείμενο θεσπίζει για τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση ως αποφασιστικό Όργανο τη Γενική Συνέλευση των κατοίκων που συγκαλείται μια φορά το μήνα και έκτακτα αν κριθεί απαραίτητο, αποτελείται από όλους τους κατοίκους -άντρες και γυναίκες- άνω των 18 ετών. Τα μέλη της Γ.Σ εκλέγουν Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης από 5 άμισθα μέλη τα οποία λογοδοτούν στη Γ.Σ. ενώ η τελευταία έχει το δικαίωμα να καθαιρέσει την Ε.Λ.Α. ή μέλη της και να εκλέξει νέα. Ο Γ. Μπέικος είχε συνείδηση ότι αυτές οι αρχές θυμίζουν σοβιέτ, αυτό ακριβώς είχε κατά νου. Με τα δικά του λόγια: «Λευτεριά δίχως την εξουσία των απελευτερωμένων είναι κούφια λέξη, δεν γίνεται, δεν υπάρχει τέτοια λευτεριά». Αυτός ο κώδικας εφαρμόστηκε για περιορισμένο διάστημα στη συγκεκριμένη περιοχή, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στη συνέχεια έθεσαν νέες αρχές αυτοδιοίκησης, αναίρεσαν την ανακλητότητα, κατάργησαν τα δευτεροβάθμια όργανα φροντίζοντας οι νέες αρχές να θυμίζουν πιο πολύ «τα παλιά». Ιδιαίτερη αξία έχει η περίπτωση της Χιλής κατά την Κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλλιέντε το 1970-‘73 μέχρι την ανατροπή της από τον Πινοσέτ Η κυβέρνηση Αλλιέντε είχε ένα πρόγραμμα που περιελάμβανε αυξήσεις στους μισθούς για να τονωθεί η ζήτηση, ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης και εθνικοποίηση των ορυχείων και ορισμένων τραπεζών. Η λυσσασμένη αντίδραση της αστικής τάξης όμως και κυρίως η ριζοσπαστικοποίηση και η μαχητικότητα των εργατών και των αγροτών, που καταλάμβαναν εργοστάσια και μεγάλες εκτάσεις γης, έφεραν τη χώρα σε επαναστατική κρίση. Το πρόβλημα της εξουσίας ήρθε στο προσκήνιο. Η αντίληψη του ΚΚ Χιλής ήταν ότι υπήρχε δυαδική εξουσία και ο πόλος που έκφραζε την εργατική τάξη, τους αγρότες και τους φτωχούς ήταν η ίδια η κυβέρνηση. Ως απάντηση στο σαμποτάζ στην παραγωγή, στα εργοδοτικά lock out δημιουργήθηκαν τα «cordones industriales», οργανώσεις βάσης των εργατών σε βιομηχανικές περιοχές, συγκεντρώνοντας εργάτες από όλα τα εργοστάσια μιας περιοχής με σκοπό την οργάνωση της παραγωγής. Παράλληλα συγκροτήθηκαν πολλά «commandos communales», κοινοτικές διοικήσεις ή επιτροπές από τα κάτω, που έλεγχαν τις τιμές, καταπολεμούσαν
τους αντιπροσώπους. Έτσι μόνο διασφαλίζεται η εναρμόνιση με τις λαϊκές διαθέσεις που σε έκτακτες συνθήκες αλλάζει
. 2) Στο χώρο ευθύνης τους δίνουν άμεσες λύσεις, οργανώνουν τη ζωή και διασφαλίζουν την επιβίωση της εργαζόμενης πλειονότητας. Αντιτίθενται στην πράξη στην αστική ιδιοκτησία και εξουσία καθώς και στους νόμους της αγοράς. Δεν διαμαρτύρονται μόνο, επιβάλλουν. Αναγκαία προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι και η ικανότητα περιφρούρησης από τους μηχανισμούς του κεφαλαίου, του κράτους και του παρακράτους. 3) Δεν περιορίζονται στο χώρο ευθύνης τους, συντονίζονται σε ευρύτερη βάση, πανεθνική αν είναι δυνατόν. Αποφασίζουν για τα γενικά πολιτικά ζητήματα που αποτελούν τα σημεία σύγκρουσης ανάμεσα στην αστική και εργατική πολιτική, αλλιώς δεν μπορούν να αντικαταστήσουν το κράτος που είναι εξ’ ορισμού συνολικό. 4) Προϋποθέτουν τη συνειδητοποίηση από πλατιές λαϊκές μάζες της ανάγκης αντικαπιταλιστικών μέτρων και λύσεων, της ανάγκης υλοποίησης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης. Μόνο τότε αναλαμβάνουν την υλοποίηση τέτοιων στόχων και προγράμματος η οργανωμένη εργατική τάξη και ο λαός, καθώς αντιλαμβάνονται ότι μια κυβέρνηση στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας και ο υπάρχον κρατικός μηχανισμός ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να τα υλοποιήσουν. Η μαζική συνειδητή-ημισυνειδητή και αυθόρμητη αντίληψη αυτών των καθηκόντων δεν έρχεται από τη μια μέρα στην άλλη. Προϋποθέτει με τη σειρά της την προηγούμενη επίμονη, στοχευμένη παρέμβαση -σε καιρούς ανάτασης αλλά και απογοήτευσης- της κομμουνιστικής οργάνωσης, της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας στο μαζικό κίνημα και ενός αντικαπιταλιστικού μετώπου στις μέρες μας. Η δυαδική εξουσία είναι μια κατάσταση που δεν μπορεί να διαρκέσει, τα όργανα εργατικής πολιτικής δεν μπορούν να συνυπάρχουν με την αστική εξουσία. Ο Λένιν
συγκρουσιακή ανάληψη κρατικών λειτουργιών, τους αντικαπιταλιστικούς στόχους και πρόγραμμα. Αυτός ο «δημιουργικός αντικαπιταλισμός» που περιλαμβάνει χώρους αυτοδιαχείρισης, ζώνες αλληλέγγυας οικονομίας, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης ή πολιτισμού κ.α. -όσο χρήσιμα κι αν είναι κάποια ή και όλα αυτά τα εγχειρήματα- περιορίζεται στα διάκενα που αφήνει το κράτος και το κεφάλαιο. Δεν μπορεί κανείς να χτίσει κάτι νέο αν δεν γκρεμίζει ταυτόχρονα το παλιό. Αυτός ο -ρεφορμιστικός τελικά- «αντικαπιταλισμός» προσπαθεί να κόψει την εξουσία και την οικονομία σε φέτες σαν το σαλάμι. Το ερώτημα που προκύπτει είναι ότι αν όλα αυτά τα όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης, τα εργατικά συμβούλια, οι λαϊκές επιτροπές αναφύονται σε περιόδους επαναστατικής κρίσης και αναταραχής, μπορούμε να κάνουμε κάτι σήμερα για αυτά ή η συζήτηση έχει αφηρημένο, ιστορικό χαρακτήρα; Αν δεν είμαστε με το manual του Κάουτσκυ στην παλιά και σύγχρονη εκδοχή του, αν μπορούμε να προετοιμάζουμε από τώρα την επανάσταση, αν η επαναστατική τακτική είναι αναγκαίο συμπλήρωμα της στρατηγικής, αν το κομμουνιστικό πρόγραμμα στην άμεση, λαϊκά κατανοητή μορφή του είναι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης στο παρόν, αν οι σκοποί μπαίνουν από σήμερα, τότε μπορούμε να μιλήσουμε κι από σήμερα για τα μέσα που θα τους υλοποιήσουν. Σίγουρα δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια τις οργανωτικές μορφές που θα προκύψουν με τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες ή να τα κατασκευάσουμε από τώρα. Όπως είδαμε έχει υπάρξει μια ποικιλία μορφών από τα κλασικά σοβιέτ και εργατικά συμβούλια μέχρι επιτροπές γειτονιές, δημοτικά διαμερίσματα και στρατιωτικά τάγματα, κάποιες από αυτές συγκροτήθηκαν με μοντέλο κρατικές μορφές αντιπροσώπευσης που ξέφυγαν από τους αρχικούς τους σκοπούς. Στην Ελλάδα των αντιμνημονιακών αγώνων είδαμε πολλούς αγώνες που έδωσαν τέτοια δείγματα υπέρβασης της αγανάκτησης και της διαμαρτυρίας. Τα κατειλημμένα υπουργεία και υπηρεσίες, το ALTER και η ΕΡΤ που συνέχιζαν να μεταδίδουν με βάση τις αποφάσεις των εργαζόμενων που τα είχαν καταλάβει, οι επιτροπές γειτονιάς που εμπόδιζαν τις διακοπές ρεύματος ή που επανασυνέδεαν το ρεύμα σ’ αυτούς που δεν μπορούσαν να πληρώσουν, οι επιτροπές κατά των πλειστηριασμών, η απεργία της Χαλυβουργίας με τους απεργούς και
εντατικοποίησης της δουλειάς υπονομεύουν στην πράξη το εργοδοτικό διευθυντικό δικαίωμα. Ένα σωματείο που λειτουργεί με τακτικές συνελεύσεις και όχι κυρίως με το ΔΣ ενθαρρύνει την εργατική πρωτοβουλία και αυτοπεποίθηση. Ένα σωματείο στο δημόσιο τομέα που αρνείται να εφαρμόσει κυβερνητικές οδηγίες και νόμους όπως τα σωματεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για την αξιολόγηση υπερβαίνει τη διαμαρτυρία και διαπαιδαγωγεί τους εργαζόμενους στην υπέρβαση της νομιμότητας και στην επιβολή της εργατικής θέλησης. Οι λιμενεργάτες και οι σιδηροδρομικοί που αρνούνται να μεταφέρουν πολεμικό υλικό για τον πόλεμο στην Ουκρανία υπερβαίνουν τη στενή οικονομική πάλη έχοντας λόγο γι αυτό που παράγεται, βάζοντας έτσι στοιχεία εργατικού ελέγχου. Μια εργατική λέσχη ή επιτροπή γειτονιάς που οργανώνει την αλληλεγγύη, αποτρέπει φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας, στηρίζει τους κατοίκους απέναντι στην κρατική και δημοτική εξουσία όχι με όρους ανάθεσης και φιλανθρωπίας αλλά μαζικού κινήματος προδιαθέτει τους κατοίκους στην ενεργητική άσκηση εξουσίας. Γενικά οι αγώνες που αποτρέπουν σχέδια του κεφαλαίου και της εξουσίας του, οι νίκες είναι διαπαιδαγώγηση στην άσκηση της εξουσίας από το λαό. Οπωσδήποτε όλη αυτή η δραστηριότητα, οι αγώνες και οι μικρές ή μεγαλύτερες νίκες χωρίς συνολική πολιτική σύγκρουση με τους πυλώνες του συστήματος, την ΕΕ, το κεφάλαιο και την ιδιοκτησία του, χωρίς βασικούς στόχους του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, θα παραμένουν κατακερματισμένοι ενώ τα αστικά κόμματα και οι κυβερνητικές λύσεις θα ενσωματώνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την κοινωνική δυσαρέσκεια. Μπάμπης Συριόπουλος, 18/7/2022
ένα εργαλείο το οποίο θα γεφυρώνει τον στόχο, το σοσιαλισμό/κομμουνισμό με το εκάστοτε σημείο αναφοράς που ορίζουν αυτές οι συνθήκες. Αυτό το ρόλο επιτελεί το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα. Ξεκινώντας από το σήμερα και τις συγκεκριμένες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες (ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, βάρος του προλεταριάτου μέσα στα φτωχά λαϊκά στρώματα, διεθνής συγκυρία, κατάσταση του καπιταλισμού και της αστικής τάξης, βαθμός οργάνωσης και πολιτικοποίησης του προλεταριάτου κ.α.) χαράζει την διαδικασία για την αλλαγή του ταξικού συσχετισμού δύναμης σε όφελος του προλεταριάτου, την νίκη της επανάστασης, την απαρχή οικοδόμησης του σοσιαλισμού μέχρι την ολοκλήρωσή του σε παγκόσμιο επίπεδο Δεν αρκεί η διακήρυξη των θεωρητικών αρχών και η προπαγάνδιση του σοσιαλισμού για να πειστεί η εργατική τάξη να κάνει την επανάσταση. Απαιτείται η επαναστατική θεωρία να ενωθεί με την πράξη, να γίνει δηλαδή πολιτική. Μια θεωρία που δεν εφαρμόζεται στην πραγματικότητα για να την αλλάξει, δηλαδή δεν γίνεται πολιτική, είναι μια θεωρία που δεν αναπτύσσεται, δεν εμπλουτίζεται, δεν διορθώνεται, άρα είναι
Η ιδέα ενός αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος γεννιέται μαζί με το σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα και ένα βασικό σχεδιάγραμμα για την διαμόρφωση ενός πρώτου προγράμματος βρίσκεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (Μαρξ- Ένγκελς, 1848) στο οποίο θα δοθεί μόνο η θεωρητική θεμελίωση της δικτατορίας του προλεταριάτου, χωρίς να περιγραφούν λεπτομερώς οι πολιτικές μορφές της, που άρχισαν να εμφανίζονται σαν εμπειρίες μετά το ιστορικό ορόσημο της Παρισινής Κομούνας Η Κομούνα πράγματι εφάρμοσε μια πρώτη σειρά τέτοιων μέτρων όπως πχ. χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, αντικατάσταση του αστικού στρατού και της αστυνομίας από λαϊκή πολιτοφυλακή, οργάνωση εφοδιασμού, οργάνωση υγείας, παιδείας, κατάργηση της νυχτερινής και παιδικής εργασίας, ξανάνοιγμα υπό καθεστώς εργατικών
εργοστασίων που είχαν εγκαταλείψει οι καπιταλιστές. Οι Μαρξ και Ένγκελς κατανοούσαν την ανάγκη προετοιμασίας
προλεταριάτου ώστε να εξοικειωθεί με την προοπτική εφαρμογής μέτρων πού απαιτούν την δράση του ίδιου, για να εκκινήσει μια πορεία (μετάβαση) ανατροπής του καπιταλισμού, αναμόρφωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Και για να γίνει αυτό, το προλεταριάτο πρέπει να καταλάβει την εξουσία. Η σοσιαλδημοκρατία- ιδιαίτερα η γερμανική- θα ανακόψει όμως την συνέχεια της επεξεργασίας του προγράμματος προχωρώντας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης, αποικιακών υπερκερδών, παραχωρήσεων από τον φόβο μιας νέας παρισινής κομούνας, ευνοϊκός ταξικός συσχετισμός και δυνατότητα κατακτήσεων από την μεριά του εργατικού κινήματος με αποτέλεσμα να στραφεί προς την πάλη για πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και να μεταθέσει την κοινωνική επανάσταση για το μέλλον) σε μια βαθιά αναθεώρηση του Μαρξισμού που θα αποτυπωθεί στα κομματικά προγράμματα (του SPD) της Γκότα (1875) και της Ερφούρτης (1891) που επικρίθηκαν δριμύτατα από τους Μαρξ και Ένγκελς Η σοσιαλδημοκρατία και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία θεωρητικοποίησε την άρνηση της σοσιαλιστικής επανάστασης με κατασκευές που υποτίθεται αποδείκνυαν την συνεχή απάλυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού επιτρέποντας έτσι την σταδιακή μετάβαση στον σοσιαλισμό μέσα από συσσώρευση μεταρρυθμίσεων και οργανωτικής/εκλογικής ισχύος Ήταν η θεωρητική προσαρμογή πάνω στον «ακμάζοντα» καπιταλισμό, τον «υπεριμπεριαλισμό» και κυρίως πάνω στην θεωρητική κατασκευή του Ε Μπερνστάιν «το κίνημα είναι το Παν, ο στόχος δεν είναι τίποτα». Και αφού ο στόχος δεν είναι τίποτα- δηλαδή η κατάκτηση
την θέση «το προλεταριάτο όχι μόνο δεν θα θέλει, αλλά δεν θα μπορεί να περιοριστεί σε ένα αστικοδημοκρατικό πρόγραμμα, πρέπει να υιοθετήσει την τακτική της διαρκούς επανάστασης… να καταστρέψει τους φραγμούς μεταξύ μίνιμουμ και μάξιμουμ προγράμματος, να περάσει σε ολοένα και πιο ριζοσπαστικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και να επιδιώξει την άμεση υποστήριξη της επανάστασης στην δυτική Ευρώπη». Με την ίδρυση της 3ης Διεθνούς (1919) [αναφέρεται και ως Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) ή Κομιντέρν] και αξιοποιώντας την εμπειρία της Οκτωβριανής επανάστασης και του επαναστατικού κύματος που ήταν σε εξέλιξη, γίνεται προσπάθεια να οριοθετηθούν οι επαναστάτες από τον ρεφορμισμό και τον κεντρισμό. Έτσι γίνεται επεξεργασία του μεταβατικού προγράμματος στο 3ο και 4ο συνέδριό της (1921 και 1922): «τα κομμουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και την βελτίωση των κλονιζόμενων
Ευρωκομουνισμός
ο οποίος θα προχωρήσει ακόμα περισσότερο
αναθεώρηση
μαρξιστικού προγράμματος χωρίς να αναιρέσει ουσιαστικά το πρόγραμμα των σταδίων. Το ευρωκομουνιστικό ρεύμα δεν ήταν μόνο η αντανάκλαση του μεταπολεμικού κύματος ανάπτυξης του καπιταλισμού και του πρόσκαιρου περιορισμού των ταξικών αγώνων (κυρίως στην Ευρώπη). Ήταν η δύναμη εκείνη που έπαιξε ενεργό ρόλο στην σταθεροποίηση της τάξης πραγμάτων της Γιάλτας, στην προσαρμογή του μαζικού εργατικού κινήματος στην «κοινωνία της αφθονίας» και της πολιτικής της Μόσχας για «ειρηνική συνύπαρξη» των δυο στρατοπέδων Κάτω από την γενική έννοια του «ιστορικού συμβιβασμού» -όπου υπήρχε μια ισχνή αναφορά για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας- γινόταν κύριο πεδίο παρέμβασης για την αλλαγή, το αντιμονοπωλιακό στάδιο (που αντικατέστησε το αστικοδημοκρατικό στάδιο και επέβαλε συμμαχίες με τις αστικές αντιμονοπωλιακές δυνάμεις), η «κατάκτηση εξουσιών» μέσα στο αστικό κράτος και τους θεσμούς οι οποίοι μπορούσαν να εκδημοκρατιστούν αν αρκετά κέντρα αποφάσεων αλώνονταν από την πλατιά αντιμονοπωλιακή συμμαχία και τέλος ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός, αφού τα πάντα είχαν σαν στόχο την κατάληψη της κυβέρνησης για το βελούδινο πέρασμα στο σοσιαλισμό. Το επαναστατικό κύμα του Μάη του 68 θα ξαναβάλει το θέμα της επανάστασης και του προγράμματος με πληθώρα απόψεων και συζητήσεων
συγκεκριμένης περιόδου στην οποία εξετάζεται το ζήτημα του προγράμματος, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας στην οποία αναφέρεται σαν κομμάτι της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής κατάστασης και όχι σαν κάτι ξεκομμένο και αυτόνομο Στόχος του είναι να τραβήξει τις μάζες στην δράση ξεκινώντας από το επίπεδο συνείδησης μιας δοσμένης περιόδου, για να τις ανυψώσει από αυτό
σοσιαλιστικήεπανάστασημιακαταστροφήαπειλείόλοτονανθρώπινοπολιτισμό
Οι μάζες μπαίνουν περιοδικά
αγώνες μεγάλης εμβέλειας ενάντια σε συγκεκριμένες επιπτώσεις των αντιφάσεων του καπιταλισμού -που διαφέρουν από χώρα σε χώρα και από περίοδο σε περίοδο Συχνά ξεσπάσματα αγώνων της εργατικής τάξης παραλύουν την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και αντικειμενικά θέτουν την σοσιαλιστική επανάσταση στην ημερήσια διάταξη. Ο συσχετισμός όμως μεταξύ των επαναστατών και των ρεφορμιστών είναι αρνητικός (Σοσιαλδημοκρατία, γραφειοκρατικά ΚΚ, ευρωκομουνισμός) με αποτέλεσμα να μην μπορούν αυτοί οι αγώνες να αμφισβητήσουν την αστική εξουσία Η ιστορική κρίση της ανθρωπότητας έχει αναχθεί επομένως σε κρίση της επαναστατικής ηγεσίας. Οι επαναστάτες πρέπει να συμμετέχουν σε αυτούς τους αγώνες με στόχο την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης ώστε να λυθεί η κρίση ηγεσίας του προλεταριάτου και να μετατραπούν οι αγώνες σε νίκες ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα. Το Μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι τυφλοσούρτης ή «ιερό»
ότι η συσσώρευση μεταρρυθμίσεων θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό, πράγμα που περιορίζει την ταξική πάλη στο επίπεδο των αμέσων διεκδικήσεων ευνουχίζοντας την δυναμική του προλεταριάτου. Για τους επαναστάτες δεν υπάρχει καμμιά αντίφαση ανάμεσα στην υπεράσπιση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος και στην υπεράσπιση κάθε άμεσης διεκδίκησης όσο μερικής και αν είναι, χωρίς μάλιστα να προσθέτουν κάθε φορά «κάτι παραπάνω» σε αυτήν για να ξεχωρίσουν Μόνο η συμμετοχή σε κάθε αγώνα της τάξης όπως τον καταλαβαίνει αυτή θα δώσει την δυνατότητα στους επαναστάτες να ξεφύγουν από το επίπεδο σέχτας και να γίνουν μαζικά επαναστατικά κόμματα. Ωστόσο, ταυτόχρονα όμως προωθούν αιτήματα που φαίνονται στους εργαζόμενους αναγκαία αλλά απραγματοποίητα στο πλαίσιο της κανονικής λειτουργίας του καπιταλισμού όπως αυτό συγκεκριμενοποιείται κάθε φορά. Έτσι βοηθάνε στην ανύψωση της συνείδησης των εργαζομένων οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι τα αιτήματά τους δεν μπορούν
αγώνων Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να καταδικάσουμε αποφασιστικά τον συνδικαλιστικό φετιχισμό που χαρακτηρίζει εξίσου και τους τρειντγιουνιονιστές [όρος προερχόμενος από τα αγγλικά τρέιντ-γιούνιον-εργατικές ενώσεις] και την συνδικαλιστική γραφειοκρατία στα συνδικάτα, που θέλουν να κυριαρχήσουν πάνω στο κίνημα των μαζών για να το κάνουν ακίνδυνο. Επομένως, σε περιόδους αγώνων τίθεται ακόμα και το ζήτημα της άμεσης ρήξης με το συντηρητικό μηχανισμό των συνδικάτων και το ξεπέρασμά του με την δημιουργία ειδικών μορφών οργάνωσης που να αγκαλιάζουν τις μάζες που βρίσκονται σε κίνηση, όπως οι απεργιακές επιτροπές, οι εργοστασιακές επιτροπές και τελικά τα Σοβιέτ Τα συνδικάτα δεν είναι σκοπός αυτά καθαυτά. Είναι απλώς μέσα στο δρόμο που οδηγεί στην προλεταριακή επανάσταση. Όμως σε κάθε κανονική περίοδο που ο καπιταλισμός και η αστική τάξη κυριαρχούν, οι αγώνες έχουν αναγκαστικά ένα μερικό χαρακτήρα και δεν αμφισβητούν συνειδητά τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αυτοί οι αγώνες αν και είναι αναντικατάστατο «σχολείο» για τους εργαζόμενους και το πρωταρχικό όπλο τους στην πάλη ενάντια στους καπιταλιστές, δεν αρκούν από μόνοι τους για την ανάπτυξη μιας επαναστατικής διαδικασίας. Το χάσμα αυτό δεν γεφυρώνεται με την προπαγάνδιση του σοσιαλισμού, όσο πετυχημένη και αν είναι αυτή. Η μεγάλη μάζα των εργαζομένων μαθαίνει μέσα από την πράξη, μέσα από τις ίδιες της τις εμπειρίες. Χρειάζεται λοιπόν οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν εμπειρίες αμφισβήτησης του καπιταλισμού και της αστικής εξουσίας που θα τους εκπαιδεύσουν και πρακτικά στην ανάγκη και την δυνατότητα της επανάστασης Οι επαναστάτες προωθούν μέσα στις μάζες αιτήματα και πρακτικές που δεν μπορούν να ενσωματωθούν από το σύστημα ή υπονομεύουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, που δείχνουν με απτό τρόπο την ανικανότητα και τον παραλογισμό του συστήματος, που οξύνουν την κρίση του με την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που μαθαίνουν τους εργαζομένους όχι μόνο στην διεκδίκηση καιτην αμφισβήτηση αλλά καιστην διαχείριση της παραγωγής μέσα από δικά τους όργανα, που γεφυρώνουν τον «οικονομισμό» με μια ανώτερη πολιτική συνείδηση και δράση Χωρίς αυτή την κατεύθυνση πέφτουμε στην πρωτόγονη λογική των
αυτό
εργατικού ελέγχου πρέπει να συνδυάζεται με μεταβατικές μορφές αγώνα και πρακτικές: α) μαζικές δυναμικές αποφασιστικές μορφές πάλης όπως κατάληψη εργοστασίων και επιχειρήσεων, μαχητική περιφρούρηση, σύγκρουση με τους μηχανισμούς καταστολής κλπ. Η προσωρινή κατάληψη του εργοστασίου είναι ένα χαστούκι στο είδωλο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας Κάθε τέτοια απεργία βάζει με πρακτικό τρόπο το ερώτημα ποιος είναι ο αφέντης στο εργοστάσιο. β) Μορφές αυτοοργάνωσης όπως απεργιακές επιτροπές και φρουρές εκλεγμένες από γενικές συνελεύσεις, επιτροπές αυτοάμυνας και άλλα τα οποία γίνονται «εργατικά πανεπιστήμια», σχολεία αυτενέργειας και αυτοδιεύθυνσης των εργαζομένων. Μόνο οι εργοστασιακές επιτροπές μπορούνε να πραγματοποιήσουν έναν αληθινό έλεγχο της παραγωγής παίρνοντας κοντά τους ως συμβούλους- όχι σαν τεχνοκράτες- ειδικούς ειλικρινά αφοσιωμένους στο Λαό. (λογιστές, μηχανικούς, επιστήμονες). Ειδικά αν τα όργανα αυτά ενοποιηθούν σε τοπικό η εθνικό επίπεδο και με δεδομένο ότι στις βιομηχανίες που κλείνουν τον εργατικό έλεγχο αντικαθιστά η διεύθυνση των ίδιων των εργατών τότε ο εργατικός έλεγχος γίνεται σχολείο σχεδιασμένης οικονομίας Οι μορφές αυτοοργάνωσης αποτελούν αναπόσπαστο και οργανικό μέρος του αντικαπιταλιστικού προγράμματος αν και συχνά παραγνωρίζονται ή και αποσιωπώνται. Οι εργοστασιακές επιτροπές τείνουν να αποτελέσουν όργανα εξουσίας μέσα στο εργοστάσιο, ενώ σε περιόδους οξυμένης ταξικής πάλης θα εμφανιστούν επιτροπές ενάντια στον πόλεμο, την ανεργία, επιτροπές στις γειτονίες, για τον έλεγχο των τιμών και άλλα κέντρα του κινήματος. Ταυτόχρονα όλοι οι καταπιεσμένοι θα αναζητήσουν ενότητα και ηγεσία (άνεργοι, εργάτες γης, μισοκαταστραμμένοι αγρότες, νοικοκυρές,
η πολιτική
ανοργάνωτους χωρίς πολιτική ή φιλοσοφική διάκριση Κανένα συνδικάτο, κανένα ενιαίο μέτωπο κομμάτων δεν έχει ποτέ, δεν θα μπορέσει ποτέ να απαιτήσει να πραγματοποιήσει από μόνο του μια τέτοια ενοποίηση, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με την αυτοοργάνωση του προλεταριάτου. Τα σοβιέτ
η
μια ικανή και αποφασιστική ηγεσία (επαναστατικό κόμμα). Ο συγκεκριμένος ιστορικός σταθμός κατά τον οποίο οι μάζες μαθητεύουν στο σχολείο των ανώτερων και νέων μορφών της Δημοκρατίας και αφομοιώνουν την σημασία και την χρησιμότητα των νέων οργάνων αυτοδιεύθυνσης που τείνουν να δημιουργηθούν ενώ παράλληλα οι θεσμοί της αστικής εξουσίας -προπάντων ο ένοπλος μηχανισμός- γνωρίζουν μια διαδικασία προοδευτικής αποσύνθεσης και βαθμιαίας παράλυσης, που χωρίς αυτές είναι αδύνατη η γενικευμένη επικράτηση των οργάνων εξουσίας των εργαζομένων, έχει πάρει το όνομα του δυϊσμού της εξουσίας. Ο δυϊσμός της εξουσίας είναι η έκφραση της ταξικής πάλης που έχει φτάσει στον παροξυσμό της. Σε μια τέτοια κατάσταση ο πολιτικός χρόνος συμπυκνώνεται στο μέγιστο μετριέται σε μέρες ή ακόμα και ώρες. Επομένως η δυαδική εξουσία δεν μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα (μπορεί βέβαια να υπάρξουν και εξαιρέσεις). Είτε το προλεταριάτο με το επαναστατικό κόμμα επικεφαλής παίρνει την εξουσία είτε η ευκαιρία χάνεται και επέρχονται οδυνηρές ήττες. Δεν πρόκειται για μια μακροχρόνια διαδικασία που αντιστοιχεί σε κάποιο ιδιαίτερο στάδιο Το μεταβατικό πρόγραμμα -επομένως- είναι ένα εργαλείο για την κατάκτηση της εξουσίας και όχι για την θεωρητική
μια σωστή
Στο 4ο συνέδριο της, η Διεθνής λέει: «Το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, η εφαρμογή του ελέγχου στην παραγωγή, η επιβολή του κύριου βάρους των φόρων στους πλούσιους και το τσάκισμα της αντίστασης της μπουρζουαζίας. Μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη των ίδιων των μαζών αν στηριχτεί πάνω σε εργατικά όργανα καταλληλά για αγώνα και δημιουργημένα από τα πιο πλατιά στρώματα των καταπιεσμένων εργατικών μαζών»
η
δεν είναι ένα σύνθημα για να ασκηθεί πίεση πάνω στους ρεφορμιστές ώστε αυτοί να σπάσουν με τους αστούς ή να σπρωχτούν προς τα αριστερά, πόσο δε μάλλον προς την κατάκτηση της εξουσίας. Αν και η ιστορία έδειξε ότι ρεφορμιστικά και μικροαστικά κόμματα κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες και συγκυρίες υποχρεώθηκαν να τραβήξουν μακρύτερα από ότι τα ίδια ήθελαν στο δρόμο του σπασίματος με την μπουρζουαζία (Κίνα, Κούβα, Γιουγκοσλαβία, Βιετνάμ), ωστόσο δεν μπορεί αυτές οι περιπτώσεις να αποτελέσουν τον βασικό οδηγό για τον προσανατολισμό των επαναστατών. Περιπτώσεις όπως η Χιλή όπου το σύνθημα «κυβέρνηση σοσιαλιστών κομμουνιστών»- αν και είχε κάποια σημασία με την έννοια της ταξικής συσπείρωσης- ουσιαστικά κατέληξε σε τραγωδία, αποδεικνύει ότι η λεγόμενη «πίεση στους ρεφορμιστές» οδηγεί στην δημιουργία αυταπατών για «αυτομεταρρύθμιση» των ρεφορμιστικών μηχανισμών αν δεχτούν την απαραίτητη ώθηση από το μαζικό κίνημα. Η «ενότητα της Αριστεράς» πρέπει να επιδιώκεται μέσα από μορφές αυτοργάνωσης και την ταυτόχρονη υπερφαλάγγιση των ρεφορμιστών μέσα από την αλλαγή του συσχετισμού υπέρ των επαναστατών και όχι μέσα από κυβερνητικές συμμαχίες. Η εργατική κυβέρνηση δεν είναι ένα κάποιο ενδιάμεσο ξεχωριστό στάδιο ανάμεσα στο αστικό καθεστώς και την δικτατορία του προλεταριάτου. Εργατική κυβέρνηση σημαίνει ότι το προλεταριάτο μέσα σε μια κατάσταση επαναστατικής κρίσης κάνει αποφασιστικά βήματα σε ένα προτσές ρήξης όπου η αστική εξουσία αποσυντίθεται και καταρρέει (χωρίς ακόμα να έχει ξεψυχήσει οριστικά), ενώ η δικτατορία του προλεταριάτου αναδύεται (χωρίς να έχει επικρατήσει ολοκληρωτικά ). Ένα τέτοιο προτσές είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Η ακριβής μορφή της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να ποικίλει ανάμεσα στην ενοποίηση διαφόρων μορφών αυτοοργάνωσης, επιτροπών κ.λπ., στο συνδυασμό τους με τις κοινωνικές και τις πολιτικές οργανώσεις των εργαζομένων,
Κριτική στις απόψεις της «Αριστεράς» για το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα Το ΚΚΕ, αφού καθόρισε την πολιτική του με βάση την θεωρία των σταδίων (αστικοδημοκρατικό στάδιο, αντιμονοπωλιακό στάδιο) που κατέληγε στην κοινοβουλευτική ενίσχυση του κόμματος και τις προοδευτικές κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν είχε ανάγκη για επεξεργασία ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Οι συνεργασίες με σοσιαλδημοκράτες ή πολιτικούς σχηματισμούς που υποτίθεται εκφράζαν τμήματα της εθνικής προοδευτικής αστικής τάξης και τους μικροαστούς ενάντια στην εξάρτηση και τα μονοπώλια δεν χρειάζονταν τίποτα περισσότερο από ένα «δημοκρατικό» πρόγραμμα. Ο σοσιαλισμός ήταν υπόθεση που θα εξεταζόταν
αντικρουόμενες, όπως για παράδειγμα στο θέμα της εξόδου από ΕΕ/ευρώ, το οποίο αρνείται να θέσει ξεκάθαρα παρά το γεγονός ότι καταγγέλλει την ΕΕ στις ανακοινώσεις του. Η εμμονή του ΚΚΕ να θέτει μπροστά από κάθε αίτημα την «εργατική - λαϊκή εξουσία», ως διαρκές «προαπαιτούμενο» αδιαφορώντας για τις συγκεκριμένες πολιτικές συνθήκες, ακυρώνει κάθε μεταβατικό αίτημα, αφού η κατάκτησή του δεν είναι θέμα αγώνων τώρα, αλλά ζήτημα που θα εκπληρωθεί όταν το ΚΚΕ έρθει στην κυβέρνηση. Οι αγώνες τώρα πρέπει να στοχεύουν στην εξασφάλιση
επαναστατικό ρόλο της ίδιας της εργατικής τάξης είναι τουλάχιστον αδύναμες Κάποια σωστά συνθήματα (έξοδος από το ευρώ, εθνικοποιήσεις τράπεζων κλπ) ή αναφορές σε ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» χωρίς όμως εργατικό έλεγχο και αυτοοργάνωση των αγώνων, αποδεικνύουν ότι δεν διαθέτουν τίποτε άλλο από μια ρεφορμιστική στρατηγική και πρόγραμμα. Η εναγώνια αναζήτηση σχεδίων για κάποιο «νέο φορέα» δείχνει την εμμονή στην αντίληψη ότι υποχρεωτικά χρειάζεται ένας μαζικός ρεφορμιστικός «πόλος» όπου οι επαναστάτες θα δουλεύουν για να πιέζουν από τα αριστερά -και αν δεν υπάρχει να τον εφεύρουμε. Αυτή η πολιτική συνδυάζεται με φαντασιώσεις περί ενιαίου μετώπου για την ενότητα της εργατικής τάξης ενώ στην ουσία αυτές οι συνιστώσες της αριστεράς βρίσκονται σε ιδεολογική και πολιτική σύγχυση
έλεγχο- για την παραγωγή μετασχηματισμών στο εσωτερικό του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Επομένως η κατάληψη της πραγματικής εξουσίας θα γίνει τμηματικά σαν συμπλήρωμα της ανέλιξης στην κυβερνητική εξουσία Ακόμα και η δυαδική εξουσία θεωρείται μια μακροχρόνια φάση «οικοδόμησης της ηγεμονίας» και όχι ένα ζήτημα ζωής και θανάτου για τους προλετάριους και την μπουρζουαζία. Έτσι, μέσα από συνθήματα όπως «σύγχρονη δυαδική εξουσία», «αίτημα επαναστατικοποίησης του κράτους», «προσπάθεια σύγκρουσης με πλευρές του αστικού κράτους», διαγράφεται η εκλογική
ένας από τους
της έκφρασης της δυσαρέσκειας/ οργής των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προς ακροδεξιά (Λεπέν, Ορμπάν, ισλαμικός φονταμενταλισμός στις εξεγέρσεις της Αραβικής άνοιξης) και αστικά -μισορεφορμιστικα ρεύματα (νέα ροζ παλίρροια στην λατινική Αμερική). Να γιατί είναι απαραίτητη η οικοδόμηση ενός νέου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος για την σωτηρία της ανθρωπότητας Προφανώς δεν αρκούν η επίκληση ή αναγέννηση των επαναστατικών παραδόσεων. Χρειάζεται η δημιουργία νέων αγωνιστικών και επαναστατικών εμπειριών, μια γέφυρα ανάμεσα στη χθεσινή και την σημερινή εμπειρία, ανάμεσα σε διάφορους τομείς της πάλης και τις διάφορες χώρες Για ένα σύγχρονο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα Σκοπός αυτής της τοποθέτησης δεν είναι να παραθέσει ένα αναλυτικό πρόγραμμα αιτημάτων (αυτό θα
τάξης από το φασισμό, ο γραφειοκρατικός έλεγχος των λαϊκών δημοκρατιών που προέκυψαν μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο (με τις διαφοροποιήσεις σε Γιουγκοσλαβία, Κούβα, κ.α.) και η αστικοδημοκρατική ενσωμάτωση των περισσότερων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων πήγε πίσω τις ελπίδες για γοργή εξέλιξη της επαναστατικής διαδικασίας, όλοι οι μαρξιστές περίμεναν ότι τα αδιέξοδα του καπιταλισμού θα οδηγήσουν σε ένα νέο επαναστατικό κύμα ή στην βαρβαρότητα ενός 3ου παγκοσμίου πολέμου Ωστόσο, υπήρξε ένα νέο κύμα ανόδου του καπιταλισμού (παρά την συνύπαρξή του με το αντίπαλο λεγόμενο σοσιαλιστικό στρατόπεδο ή μήπως ακριβώς εξαιτίας του γραφειοκρατικού εκφυλισμού του τελευταίου) το οποίο ανέπτυξε τις παραγωγικές δυνάμεις σε μεγάλο βαθμό για να ανακοπεί γύρω στο 1973 (πετρελαϊκή κρίση) και να ακολουθήσει το μακρύ κύμα κάμψης το οποίο βιώνουμε μέχρι σήμερα (παρά τους ενδιάμεσους
από την ανθρώπινη κοινωνία για το γεγονός ότι ο καπιταλισμός αφέθηκε να συνεχίσει την «ανάπτυξή» του είναι τεράστιο Ειδικά στην σημερινή περίοδο έχουμε απτά τα αποτελέσματα, αν αναλογιστούμε την παντελή αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να αντιμετωπίσει την πανδημία, την ενεργειακή κρίση, την κλιματολογική αλλαγή (αποτέλεσμα της «ανάπτυξης» που απειλεί να καταστρέψει τον πλανήτη μέσα στα επόμενα 30 χρόνια!), τις τεράστιες ανισότητες που το ίδιο προκαλεί, την κρίση χρέους, την πολιτική και πολιτιστική κρίση των αστικών κοινωνιών ενώ φαίνεται να προσπαθεί να βρει λύση στα προβλήματά του με την καταφυγή στο τελευταίο του όπλο που διαθέτει τον πόλεμο!! Αυτά σημαίνουν ότι μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι αντικειμενικές συνθήκες υπάρχουν, αλλά αν ο υποκειμενικός παράγοντας δεν κινηθεί τότε ο καπιταλισμός έχει δείξει ότι μπορεί να φορτώσει την κρίση του στους εργαζομένους και να επιχειρήσει μια νέα -ισχνή έστω- αναδιάρθρωση αν και δεν διαθέτει κανέναν εσωτερικό μηχανισμό που οδηγεί στο ξεπέρασμα της κρίσης του και η κίνηση του είναι πάντα άναρχη και τυχοδιωκτική, ειδικά στην νεοφιλελεύθερη έκδοσή του Ωστόσο, το κόστος θα είναι τεράστιο, αν δεν οδηγηθούμε σε μια καταστροφή ολοκληρωτική, είτε πυρηνικού πολέμου, είτε κλιματικής καταστροφής, είτε χαοτικών ανεξέλεγκτων καταστάσεων όπως στην Ουκρανία, την Λιβύη, την Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Χρειάζεται να αναλύσουμε τις προσπάθειες του καπιταλισμού να αναδιαρθρωθεί έστω και αν είναι ατελέσφορες
με
μάζες και ένα συγκεκριμένο
τους (κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά, ηθικά/πολιτιστικά). Αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις με την έννοια ότι οι μάζες πλέον δεν συγκροτούνται έστω και πρωταρχικά στα συνδικάτα ή στα ρεφορμιστικά κόμματα -αυτό το βάρος πέφτει πλέον στους ώμους των επαναστατών όπως και η συγκρότηση νέων συνδικάτων όπως ντελιβεράδες κλπ- και βέβαια η συνδικαλιστική γραφειοκρατία φεύγει από τον έλεγχο των κομμάτων και αστικοποιείται επιφέροντας αλλαγές και στο ρόλο των συνδικάτων άρα και στο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτά από τους επαναστάτες (βλέπε εκφυλισμό της ΓΣΕΕ). Έχει όμως και θετικές επιπτώσεις με την έννοια ότι η κρίση των κομμάτων και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας απελευθερώνει τις μάζες από την ιδεολογική και οργανωτική επιρροή τους ή χαλαρώνει τους δεσμούς τους με αποτέλεσμα να δίνονται δυνατότητες για την απευθείας συγκρότηση νέων επαναστατικών δυνάμεων. Αυτό ισχύει και για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ η οποία αν και συνολικά έχει δυσμενείς επιπτώσεις, ωστόσο μελλοντικά αποδεσμεύει τις μάζες από τα δεσμά των ρεφορμιστικών ιδεολογικών πολιτικών και πρακτικών επιρροών. Αυτά έχουν και επιπτώσεις στην Τακτική και έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τους επαναστάτες. Για παράδειγμα οι συμμαχίες των επαναστατών είναι πιο ξεκάθαρες, αφού δεν υπάρχουν πλέον τα ρεφορμιστικά κόμματα απέναντι στα οποία έπρεπε να έχεις ειδικές τακτικές (ενιαίο μέτωπο, κυβερνήσεις ΚΚ-ΣΚ με την συμμέτοχη ή όχι των επαναστατών κ.λπ.) για να παρέμβεις και να επηρεάσεις τις μάζες τους στην κατεύθυνση της αλλαγής
σε χώρες όπως η Κίνα, Ινδονησία, Νιγηρία, Ινδία κλπ, αυξάνοντας το βάρος της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο (στις ανεπτυγμένες χώρες η αναλογία των εργαζομένων στο ενεργό δυναμικό ξεπερνά πλέον το 90%), αλλά δημιουργώντας και μια ανάπτυξη στον λεγόμενο τρίτο κόσμο που όχι μόνο αλλάζει τον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας αλλά και αμφισβητεί την ιμπεριαλιστική ιεραρχία και δομή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει εξάρτηση και άνιση ανταλλαγή, αλλά σίγουρα οι δομές στις λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες πλησιάζουν όλο και περισσότερο αυτές των δυτικών χωρών Επομένως, σε επίπεδο τακτικής και προγράμματος πολλά ζητήματα που είχαν να κάνουν με την αποαποικιοποίηση, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, την συμμαχία με τους αγρότες και άλλα μικροαστικά στρώματα, την αυτοδύναμη ανάπτυξη σαν απάντηση στα ξένα μονοπώλια κ α , τα οποία κάλυπταν την βασική αντίφαση του καπιταλισμού πίσω από δευτερεύουσες αντιφάσεις, έχουν εκ των πραγμάτων εκλείψει και φέρνουν το πρόγραμμα πιο κοντά στον τελικό σκοπό του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Παράλληλα, εμφανίζονται όμως νέα, που έχουν να κάνουν με ερωτήματα όπως γιατί οι
ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να εξασφαλίσει όλα τα αναγκαία για να ζήσει αξιοπρεπώς με μόνο λίγες ώρες εργασίας την ημέρα! Με δεδομένο μάλιστα ότι πλέον ο ανθρώπινος πλούτος σε μια κοινωνία πρέπει να μετριέται με τον ελεύθερο χρόνο που διαθέτουν τα μέλη τους για γνώση, ψυχαγωγία, πολιτισμό, ξεκούραση, τέχνες, είναι φανερή η ανωτερότητα ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Από την άλλη όμως η αυτοματοποίηση βγάζει εκτός εργοστασίου τους εργαζόμενους μειώνοντας το βιομηχανικό προλεταριάτο το οποίο από τους κλασικούς του Μαρξισμού θεωρείται η ατμομηχανή της ταξικής πάλης αλλά και της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας λόγω της θέσης τους στην παραγωγή Βέβαια, στις δυτικές χώρες η έξοδος των προλετάριων από το εργοστάσιο συνοδεύτηκε από μια αύξηση των εργαζομένων στις υπηρεσίες (ντελιβεράδες, τουρισμός, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ψηφιακές εταιρίες πωλήσεων, amazon, ali baba, κ λπ.), όπου οι συνθήκες εργασίας είναι εξαιρετικά κακές και έχουν ήδη οδηγήσει σε σημαντικούς αγώνες αποτελώντας μάλιστα και
πρωτοπορία
της συμμετοχής
σε αυτές, η οποία πάντα αποτελεί το πιο δραστήριο κομμάτι της εργατικής τάξης Μπορούν όμως οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες να παίξουν τον ίδιο ρόλο με τον βιομηχανικό
συνείδησης; Η επέκταση
της εργατικής τάξης και των εμπειριών της είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη σε σχέση με παλαιότερα. Αυτό δίνει τεράστιες δυνατότητες να εφαρμοστεί ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή και στις υπόλοιπες σφαίρες του καπιταλιστικού οικοδομήματος. Αρκεί να σκεφτούμε ότι οι εργαζόμενοι στις τράπεζες θα μπορούσαν να μπλοκάρουν και να ελέγξουν όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα ενώ στα εργοστάσια οι εργάτες δεν θα χρειάζονταν να βρουν ειδικούς «αφοσιωμένους στο λαό» αφού η προλεταριοποίηση της διανοητικής εργασίας έχει επεκταθεί τόσο πολύ που υπάρχουν βιομηχανίες που το προσωπικό τους αποτελείται κατά πλειοψηφία από ειδικευμένους. Για τον ίδιο λόγο ο έλεγχος των εργοστασίων θα μπορούσε να περάσει στα χέρια των προλετάριων πολύ εύκολα αφού δεν θα υπάρχουν τα τεχνικά μυστικά και η ανάγκη προσφυγής σε μια κάστα ειδικευμένων, πράγμα που ταλαιπώρησε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και συνέβαλε στην συγκρότηση της γραφειοκρατίας Οι ψηφιακές δυνατότητες έχουν επίσης επίδραση στην δομή της εργασίας και της συνείδησης (δες και παρακάτω). Η τηλεργασία κατακερματίζει την εργατική τάξη, την αποξενώνει από τον χώρο εργασίας και τους συναδέλφους, εμποδίζει την κοινωνικοποίηση και τις ζωντανές λειτουργίες του κινήματος. Πολύ
αιολικά
προλεταριάτο, το οποίο στην συνέχεια θα έλυνε και τέτοιου είδους προβλήματά Αυτή η λογική αν και σωστή γενικά, πολλές φορές εκφυλιζόταν από την γραφειοκρατία και κατέληγε να θεωρεί τα κινήματα αυτά απλά βοηθητικά στο κίνημα και τελικά ενσωματόσιμα στο σύστημα, όταν δεν τα αγνοούσε τελείως ή ακόμα ακόμα όταν δεν τα ενστερνίζονταν στην πράξη αλλά μόνο στα λόγια ακόμα και στο εσωτερικό των οργανώσεων. Πράγματι, πολλά από τα αιτήματά του οικολογικού ή του γυναικείου κινήματος βλέπουμε τώρα να αξιοποιούνται από τον καπιταλισμό στην λεγόμενη πράσινη ανάπτυξη (στην οποία επενδύει όλο και περισσότερο ο καπιταλισμός προκειμένου να επεκταθεί, να επενδύσει τα κεφάλαια που πλεονάζουν και να πετύχει μια νέα φάση ανάπτυξης χωρίς να μειώνεται η
μπαταρίες
)
απελευθέρωση
με την μορφή συμμετοχής με ποσοστά στους θεσμούς ή της εναντίωσης στους Ταλιμπάν, την ίδια στιγμή όμως που καταργούν το δικαίωμα στην άμβλωση στο υποτιθέμενο προπύργιο της αστικής δημοκρατίας στις ΗΠΑ. Ίσως οι μαρξιστές- δικαιολογημένα πιθανά λόγω του ότι υπήρχαν πιο επείγοντα θέματα να λυθούν όπως η κατάληψη της εξουσίας, οι συμμαχίες κλπ - δεν έκαναν μεγάλη προσπάθεια να αναλύσουν περισσότερο τα θέματα αυτά (οι μπολσεβίκοι πήραν κάποια μέτρα τα οποία ανεστάλησαν από την γραφειοκρατία, ενώ ο Μάης του 68 συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάλυσή τους, αλλά η τάση ανακόπηκε αργότερα με την πτώση του κινήματος) αλλά τώρα όμως είναι ανάγκη να μελετηθούν (υπάρχει ήδη άφθονη δουλειά αλλά πρέπει να αξιολογηθεί και να κωδικοποιηθεί) και να ενταχθούν στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα γιατί δεν πρέπει να αφήνονται στο επίπεδο του ξερού δικαιωματισμού και του οπορτουνιστικού κινηματισμού. Εδώ πρέπει να γίνουν κάποιες επίσης παρατηρήσεις. Το κλασικό μοντέλο ανάπτυξης που πρότεινε η μαρξιστική φιλολογία στην ΕΣΣΔ και ακολουθήσαν όλα τα ΚΚ ήταν η Βαριά βιομηχανία, η εκτατική και εντατική καλλιέργεια, η κολεκτιβοποίηση (και μάλιστα βίαιη ολόκληρων εκτάσεων και πληθυσμών), ο σχεδιασμός αυστηρά ελεγχόμενος από το κέντρο, το εκτατικό μοντέλο ανάπτυξης με την χρήση της τεχνολογίας και την συγκέντρωση στις πόλεις τέρατα Η τεχνολογία όμως δεν είναι ουδέτερη και πάνω σε αυτό λίγες εργασίες έχουν γίνει αφού το τεχνολογικό μοντέλο στην ΕΣΣΔ λίγο διέφερε από αυτό στην Δύση. Χρειάζεται να δούμε τις δυνατότητες ανάπτυξης μια άλλης τεχνολογίας που να σέβεται τον άνθρωπο και την φύση και πιθανά ενός άλλου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης όπου δεν θα εστιάζει στην συγκέντρωση των ανθρώπων στις πόλεις, στην μαζική κατανάλωση, στο αυτοκίνητο αλλά στα μέσα μαζικής
7. Ο πόλεμος και η εναντίωση σε αυτόν -με κεντρικό άξονα το σύνθημα «Στην ίδια σου την χώρα είναι ο εχθρός ή η ήττα της δικής σου ιμπεριαλιστικής κυβέρνησης είναι το μικρότερο κακό»- είναι μια ειδική περίπτωση που πρέπει να αναλυθεί επίσης περισσότερο και να ενταχθεί στο πρόγραμμα. Η σημερινή σύγκρουση δεν είναι μια περιφερειακή διένεξη για την κατάκτηση μιας περιοχής αλλά αφορά την αμφισβήτηση την ηγέτιδας δύναμης του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος και της ιεραρχίας του που είναι αυστηρά δομημένη και δεν ανέχεται πολυπολικότητες. Επομένως αυτό που ξεκίνησε στην Ουκρανία θα έχει επιπτώσεις στην παγκόσμια γεωστρατηγική και πολιτική σκακιέρα αναδιατάσσοντας συμμαχίες και ξαναμοιράζοντας αγορές, οδούς εμπορίου και δυνατότητες χρήσης της τεχνολογίας. Στην ιστορία τέτοιες αλλαγές έχουν γίνει μόνο με ιμπεριαλιστικούς πολέμους με μόνη διαφορά -αλλά ίσως
του!! Πως
χωρίς όμως να χρειαστεί πρώτα να θυσιαστούν εκατομμύρια προλετάριοι και πιθανά λόγω πυρηνικών ολόκληρος ο πλανήτης; 8. Ο καπιταλισμός πέρα από την ιδεολογική ήττα λόγω της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, έχει επιβάλει στο προλεταριάτο και μια άλλη ίσως βαθύτερη μεταστροφή στην συνείδηση μέσω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και πιθανά την χρήση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών (Internet of Things (IoT), τεχνητή νοημοσύνη - Artificial intelligence (AI), δίκτυα 5G, κ.λπ.) και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης Η προώθηση της λογικής δεν υπάρχουν κοινωνίες υπάρχουν μόνο άτομα που σημαίνει ότι έχεις την ατομική ευθύνη για την κατάσταση στην εργασία σου, την υγεία σου, την κοινωνική σου θέση, την «ευτυχία» σου. Με κάθε τι συλλογικό να απαξιώνεται και στην θέση του να μπαίνει η ατομικοποίηση. Με την εναπόθεση της οικονομίας στα χέρια των αγορών και την απορρύθμιση κάθε δυνατότητας κρατικής ή συλλογικής παρέμβασης (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το κράτος δεν αξιοποιείται για την επιβολή της καταστολής και της με κάθε τρόπο ενίσχυσης του κεφαλαίου). Με την συστηματική αυτή αποσύνθεση, την αναρχία
εναλλακτικής λύσης. Επομένως πρέπει να ξαναεπεξεργαστούμε το περιεχόμενο του σοσιαλισμού το οποίο πρέπει να είναι ξεκάθαρο δεδομένου ότι σήμερα μετά τις τραυματικές εμπειρίες της σοσιαλδημοκρατίας και της γραφειοκρατίας δεν είναι ούτε αυτονόητο, ούτε αναγνωρίσιμο ιδιαίτερα από την νεολαία. Να τονίσουμε όμως ότι «όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους αντίδρασης και κατάπτωσης, κομπογιαννίτες και τσαρλατάνοι ξεφυτρώνουν από παντού με την διάθεση να αναθεωρήσουν όλη την πορεία της επαναστατικής σκέψης… Η εποχή των
και να έχουν βαρύτητα αν δεν ενισχυθούν ή επεκταθούν σε μεγαλύτερο κομμάτι του πλανήτη. Αυτό όχι μόνο με την έννοια των πολυεθνικών (μια απεργία σε μια χώρα παρακάμπτεται με την ενίσχυση της παραγωγής σε ένα εργοστάσιο της πολυεθνικής σε άλλη χώρα), αλλά και με την έννοια των εφοδιαστικών αλυσίδων (υπάρχει η δυνατότητα εναλλακτικών λύσεων που μπορούν να παρακάμψουν ένα σημείο απεργίας σε σύντομο χρονικό διάστημα). Επομένως ο διεθνισμός πολύ περισσότερο σήμερα δεν έχει μόνο την μορφή αλληλεγγύης σε μια εξέγερση ή απεργία αλλά αποτελεί οργανικό κομμάτι ανάπτυξης κάθε αγώνα που θέλει να έχει μια επιτυχία. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και μερικά ακόμα στοιχεία Είπαμε ήδη ότι εκατομμύρια μαζών προλεταριοποιούνται στην Κίνα, την Ινδία, κ.λπ. και μάλιστα εντασσόμενες στον σκληρό πυρήνα της εργατικής τάξης, το εργοστάσιο Όμως σε αυτές τις χώρες οι εμπειρίες και οι επαναστατικές παραδόσεις εκλείπουν ή έχουν εξασθενήσει. Αντίθετα στην Ευρώπη που η παράδοση εξακολουθεί να έχει μια βαρύτητα ή στην λατινική Αμερική που η κίνηση των μαζών εμπνέει εργαζόμενους και νεολαία, η βιομηχανική εργατική τάξη μάλλον είναι «γερασμένη». Πως
Τα πιο σύνθετα προβλήματα οργάνωσης της παραγωγής και της οικονομίας θα λυθούν αν ξεφύγουν από την λογική του κέρδους, του ανταγωνισμού, της ατομικής ιδιοκτησίας, της αρμοδιότητας των αστών πολιτικών, «ειδικών» αξιωματούχων γραφειοκρατών να αποφασίζουν και να διευθύνουν τις τύχες των εργαζομένων. Δεν αποτελεί μια κυβερνητική αλλαγή ή μια εμβάθυνση της δημοκρατίας ή μια πιο δίκαιη διακυβέρνηση και κατανομή του πλούτου. Είναι θέμα επιβολής μιας άλλης δομής εξουσίας, στηριγμένης στις εργαζόμενες μάζες και σε μια άλλη συγκρότηση και λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας που προϋποθέτει την καταστροφή του αστικού κράτους, δηλαδή ένα εναλλακτικό σχέδιο Μια τέτοια εναλλακτική λύση θα στηριχτεί: α) Στην άνοδο της αυτοπεποίθησης, της κινητοποίησης, της ενεργού συμμετοχής των εργαζόμενων, των λαϊκών μαζών και της νεολαίας β) Στα όργανα βάσης, συνελεύσεις, επιτροπές και συμβούλια, με εκλεγμένους και άμεσα ανακλητούς αντιπροσώπους στο τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο γ) Στην οργάνωση λαϊκών και εργατικών πολιτοφυλακών (εξοπλισμός του προλεταριάτου) για την μαζική αυτοάμυνα του εργατικού κινήματος και των οργανώσεών του και την αποτροπή κάθε αντεπαναστατικής απόπειρας των αστών των ιμπεριαλιστών και των συμμοριών τους. δ) Στην αξιοποίηση τις διεθνούς αλληλεγγύης, όχι μόνο με την έννοια μιας συγκέντρωσης υποστήριξης, αλλά με την έννοια έμπρακτης αποτροπής ξένης επέμβασης ή οικονομικού αποκλεισμού και βέβαια επέκτασης της εξέγερσης ώστε να αποσυντονιστεί η ιμπεριαλιστική αντίδραση. Κώστας Δικαίος, 18/7/2022
αλλά πολύ
η
πολλαπλών αδιεξόδων του συστήματος που διαμορφώνουν ένα κυριολεκτικά εκρηκτικό μίγμα. Η μακρόχρονη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία έρχεται να συμπυκνώσει και να οξύνει στο έπακρο τις επιπτώσεις της ιστορικής, πολύμορφης κρίσης του καπιταλισμού που όλα δείχνουν πως έχει μπει σε έναν νέο κρισιακό σπασμό. Η προδιαγεγραμμένη είσοδος σε μια νέα ύφεση, η επιμονή της πανδημίας, τα όλο και πιο βαθιά σημάδια της περιβαλλοντικής καταστροφής, η ενεργειακή και επισιτιστική φτώχεια, δείχνουν ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο όπου οι αντιθέσεις του καπιταλισμού «ξεχειλίζουν» από παντού, εκδηλώνονται όλο και πιο εκρηκτικά και απειλούν με όλο και μεγαλύτερες καταστροφές. Όλα συνηγορούν, στο ότι ωριμάζει μια νέα μεγάλη κοινωνική αντιπαράθεση. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως είμαστε εντός ενός νέου κύκλου εξεγέρσεων, μετά το παγκόσμιο 201012, όπου από τις Η.Π.Α και την Γαλλία, μέχρι τη Χιλή και τη Σρι Λάνκα, οι “από κάτω” εμφανίζονται με την μορφή της άμπωτης και της πλημμυρίδας, βάζουν δύσκολα στα αστικά επιτελεία και εμπλουτίζουν το οπλοστάσιο της εργατικής πολιτικής με νέα
προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε περαιτέρω το ζήτημα του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού προγράμματος σήμερα, σε μια συζήτηση που πρέπει να αναπτυχθεί τόσο στις νεοσύστατες επιτροπές της νέας οργάνωσης, όσο και πολύ περισσότερο στον αναγκαίο διάλογο με τους αγωνιστές του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος αλλά και τη ριζοσπαστική διανόηση. Η ανάγκη ανάπτυξης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος προκύπτει πρώτα και κύρια από την πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουμε σήμερα, η οποία μας «τραβάει από το μανίκι» ώστε να πάρουμε επειγόντως διαζύγιο από τις χρόνιες «αμαρτίες» της παραδοσιακής Αριστεράς αλλά και όλων των αντισυστημικών ρευμάτων. Πρώτα και κύρια από το διχασμό οικονομικούπολιτικού αγώνα, που εκφυλίζει τον πρώτο σε παζάρι των ρυθμών επιδείνωσης της εργατικής θέσης και τον δεύτερο σε υπόθεση –και μάλιστα κοινοβουλευτικής φύσης– του κόμματος –και συνήθως της ηγεσίας του-, έναν διχασμό που αρνείται τον αυτοτελή καθαυτό πολιτικό αγώνα της ίδιας της τάξης, κατακτώντας στοιχεία «τάξης για τον εαυτό της». Από τον καθηλωτικό και αναποτελεσματικό εγκλωβισμό-κατακερματισμό του κινηματισμού, των επιμέρους μετώπων, των «συγκεκριμένων» αλλά ασύνδετων μαχών, των ειδικών ζητημάτων (όσο σωστά και μαχητικά κι αν παλεύονται), χωρίς πολιτική συνολικοποίηση. Από την απαξίωση της πολιτικής των ελευθεριακών κι αυτόνομων ρευμάτων, που την υποκαθιστούν με τον αντικρατικό διακηρυκτισμό του αύριο και τις φαντασιώσεις αντιεξουσιαστικών-αντιεμπορευματικών θεσμών του σήμερα. Στην καθημερινή πολιτική πρακτική της παραδοσιακής αριστεράς δεν έλειψαν ποτέ οι άμεσοι στόχοι (καλοί ή κακοί είναι άλλης τάξεως ζήτημα). Στις καλύτερες εποχές τους, δεν έλειπε ούτε η επαγγελία για το ακαθόριστο μέλλον της κομμουνιστικής πολιτικής. Αυτό το στοιχείο που απουσίαζε στα προγράμματα των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων ήταν εκείνη η σύνδεση τακτικής-στρατηγικής που δεν θα υπονόμευε τα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά αντίθετα θα τους έδινε το ιστορικό προβάδισμα. Πολιτική δεν σημαίνει παράθεση τούτου ή του άλλου ζητήματος ή αιτήματος. Στην πλειοψηφία τους τα κομματικά προγράμματα είναι πλήρη αναφορών στα κοινωνικά προβλήματα, καθώς και συχνά σε εντελώς λεπτομερειακές τεχνικές ‘’επίλυσής’’ τους. Όλοι μάλιστα διατείνονται και ιδιαίτερα τα αστικά κόμματα, πως οι λύσεις που προτείνουν
αντιπαράθεσης, να φέρει στο προσκήνιο στα μάτια των πολλών την ανάγκη για συνολική αναμέτρηση. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να δοθεί αποτελεσματική αγωνιστική διέξοδος στα σημερινά πιεστικά ερωτήματα και ανάγκες, με επιβολή κατακτήσεων βελτίωσης της κατάστασης της λαϊκής πλειοψηφίας, για να κερδίσει αυτοπεποίθηση ο ‘’λαβωμένος’’ κόσμος αυτής της εφιαλτικής δεκαετίας αντί απλώς να περιμένει να ρίξει χαρτιά στην κάλπη, σε ένα τοπίο κοινωνικής ερήμου. Και κυρίως για να ανοίξει προοπτική για το αύριο μιας άλλης κοινωνίας. Γιατί ενώ καταφέρνουμε με τα πιο σύγχρονα τηλεσκόπια να βλέπουμε εικόνες του κόσμου που πάνε πίσω δεκάδες δισεκατομμύρια χρόνια πίσω, το «μπροστά» μας φαίνεται πιο μακρινό και πιο απόκοσμο σε μια συνθήκη όπου μας φαίνεται πιο πιθανή η καταστροφή του κόσμου παρά η αλλαγή του. Βασικοί άξονες ενός τέτοιου προγράμματος πρέπει να είναι οι εξής: 1. Ακύρωση-ανατροπή όλων των αντεργατικών μνημονιακών μέτρων της προηγούμενης περιόδου. Η Παύση πληρωμών και διαγραφή του ληστρικού, χιλιοπληρωμένου και τοκογλυφικού δημόσιου χρέους αλλά και του ιδιωτικού χρέους των φτωχών νοικοκυριών. Αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ, για μια άλλη εργατική σοσιαλιστική διεθνοποίηση στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Χωρίς αυτό το πλαίσιο στόχων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η παραμένουσα καταβαράθρωση του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος αλλά και να αντιμετωπιστεί στοιχειωδώς η λεγόμενη ‘’μεταμνημονιακή’’ εποχή στην Ελλάδα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η είσοδος στη ζώνη μιας αέναης αντεργατικής σφαγής μέσω της λεγόμενης ‘’ενισχυμένης επιτήρησης’’ των μόνιμων θεσμών της ΕΕ, με ιερό λάβαρο το λεγόμενο Σύμφωνο Σταθερότητας.
2. Η ριζική αλλαγή στη σχέση κερδών-μισθών και η επιβολή πληγμάτων στον εργοδοτικό δεσποτισμό. Με δραστική ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ των εργαζομένων, ριζικές αυξήσεις των μισθών και των συντάξεων στο ύψος των σημερινών αναγκών. Χτύπημα της ανεργίας με απαγόρευση των απολύσεων, άμεση, δραστική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή δουλειά για όλους. Μεγάλη αύξηση της φορολόγησης του κεφαλαίου- δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, κατάργηση της έμμεσης φορολογίας και γενναία μείωση της φορολόγησης των εργαζομένων. Με αύξηση
προσανατολισμό στις λαϊκές ανάγκες έξω απ΄ τις επιταγές της ΚΑΠ και τους κανονισμούς της ΕΕ. 4. Αγώνας ενάντια στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς του κεφαλαίου και ειδικά των αστικών τάξεων της περιοχής μας. Καμιά εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο στην Ουκρανία και σε καμία ιμπεριαλιστική αποστολή. Ακύρωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων και ριζική μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών για να εξασφαλιστούν λεφτά για τις ανάγκες των εργαζομένων και του λαού. Άμεση έξοδος από το ΝΑΤΟ και τον ευρωστρατό, απομάκρυνση των βάσεων. Ειρήνη στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή με κοινό αγώνα των λαών. 5. Ένα πρόγραμμα που στρέφεται ενάντια στην ασφυκτική πολιτική ηγεμονία, την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης, του κράτους, των κυβερνήσεων, των κομμάτων της, στην προληπτική καταστολή και την πολύμορφη καταπίεση. Με πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες, πρώτα απ όλα στο δικαίωμα στην απεργία, στη διαδήλωση και τον αγώνα, σε ρήξη με το αστικό πολιτικό σύστημα και το κράτος του. Πάλη ενάντια σε φασισμό, ρατσισμό, σεξισμό, απέναντι σε κάθε μορφή διάκρισης και καταπίεσης λόγω φύλου, φυλής ή σεξουαλικού προσανατολισμού, που επιδιώκει να διαιρέσει την εργατική τάξη και να βαθύνει βίαια την εκμετάλλευση συγκεκριμένων κομματιών (γυναίκες, μετανάστες κ.λπ.)
6. Πάλη για μια αρμονική σχέση ανθρώπου-φύσης ενάντια στην καταστροφική εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος από το κεφάλαιο, στη λεηλασία από τους «επενδυτές» των δημόσιων χώρων, δασών, βουνών, θαλασσών για την καπιταλιστική ανάπτυξη, στα μεταλλαγμένα τρόφιμα, στις εξορύξεις (και ιδιαίτερα τις θαλάσσιες εξορύξεις στο πλαίσιο των ΑΟΖ), στη μόλυνση και στις πόλεις-τέρατα που επωάζουν τις αρρώστιες και τις πανδημίες. Για αξιοβίωτες πόλεις με διασφάλιση στέγης για όλους με σύγχρονες προδιαγραφές, πλούσιους πνεύμονες πρασίνου, ελεύθερους, προσβάσιμους δημόσιους χώρους και υποδομές αθλητισμού, πολιτισμού και ψυχαγωγίας και ποιοτικά Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Ένα τέτοιο πρόγραμμα έχει συνολικό
ιδιωτικό τομέα, συλλογικότητες μαχόμενης νεολαίας, που να αποτελούν φύτρα ανάπτυξης και κλιμάκωσης διεκδικήσεων και αγώνων, και αυτά με τον τρόπο τους είναι κομβικές πλευρές ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης. Από την άλλη το ερώτημα του πολιτικού υποκειμένου με την μορφή του επαναστατικού κόμματος και του αντικαπιταλιστικού μετώπου και της ριζοσπαστικής πτέρυγας του κινήματος είναι ακριβώς εκείνες οι πλευρές που επιχειρούν να προσδώσουν στιβαρότητα, διορατικότητα και καθοδήγηση σε μια προσπάθεια που θα κριθεί από τον καθοριστικό ρόλο των ίδιων των εργαζόμενων αλλά χωρίς επαναστατική ηγεσία είναι καταδικασμένη να ηττηθεί μπροστά στην υπεροπλία των δυνάμεων του αντιπάλου. Πλευρές και στόχοι του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, μπορούν να αποτελέσουν καταχτήσεις (έστω μερικές, αβέβαιες και ασταθείς χρονικά) σκληρών αγώνων και να επιβληθούν και σήμερα, αλλά το σύνολο του προγράμματος, προϋποθέτει ανατροπή του καπιταλισμού. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είμαστε στην εποχή 1945-1970, ούτε στον αργόσυρτο ή ετεροχρονισμένο απόηχό της. Τότε ο καπιταλισμός, αφενός μπορούσε, αφετέρου λόγω της κομμουνιστικής απειλής, υποχρεωνόταν να δώσει. Σήμερα, ευκολότερα πέφτει μια κυβέρνηση, παρά δίνεται μια ουσιαστική αύξηση στο μισθό. Περισσότερο από ποτέ ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις, συνδέονται με την ανατροπή του καθεστώτος της ατομικής ιδιοκτησίας, του κέρδους και του καθεστωτικού τείχους της ΕΕ και των οδηγιών της, του κεφαλαίου και των μηχανισμών του, του κατασταλτικού ρόλου του αστικού κράτους που ορθώνεται μπροστά σε κάθε διεκδίκηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα και οι κομμουνιστές πρέπει να απομακρύνονται από τη δράση για αυτές τις άμεσες βελτιώσεις ή πολύ περισσότερο να επενδύουν στην ηττοπάθεια όπως κάνει το ΚΚΕ που αντί να επιχειρεί να μετασχηματίσει αγωνιστικά τις ‘’δημιουργικές αυταπάτες’’ του κόσμου, απλά τις καταστέλλει με το χαρακτηριστικό ‘’μην είσαι αφελής, δεν μπορείς να κερδίσεις τίποτα σήμερα, μόνη λύση η ενδυνάμωση του κόμματος’’, αλλά ότι, αντίθετα, θα πρέπει κοπιαστικά να δημιουργήσουν τους δεσμούς που συνδέουν όλο και πιο άρρηκτα τον αγώνα