

εργασίας & διαλόγου Στην πορεία για τη διαμόρφωση προγραμματικών θέσεων της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», συγκροτήθηκαν θεματικές ομάδες εργασίας. Η δουλειά των ομάδων αυτών παρουσιάζεται και τίθεται στη δημόσια συζήτηση σε σειρά θεματικών ημερίδων διαλόγου. Η 3η Ημερίδα εργασίας και διαλόγου της «Πρωτοβουλίας» πραγματοποιήθηκε το Σάββατο
και ανάπτυξης της συζήτησης για το επαναστατικό υποκείμενο και ειδικά για την οργάνωση-κόμμα στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού αναδεικνύεται σε σημείο συνάντησης της θεωρίας με την πράξη, διότι οι θεωρητικές αναλύσεις και επιδιώξεις εμπλουτίζονται από την εμπειρία της δράσης αλλά και την πείρα – αρνητική και θετική-της πορείας του επαναστατικού κινήματος. Το ζήτημα του πολιτικού κόμματος ως θεωρητικό ερώτημα και ως πολιτικό διακύβευμα, βρέθηκαν στο περιθώριο των συνολικότερων επεξεργασιών του κομμουνιστικού κινήματος για δεκαετίες. Μια σοβαρή θεωρητική και πολιτική ενασχόληση με το ζήτημα της επαναστατικής οργάνωσης είναι σύμφυτη με την προτεραιότητα για προγραμματική ανασυγκρότηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής απελευθερωτικής πρότασης στον 21ο αιώνα. Στον
Θέματα και Εισηγήσεις της Ημερίδας:
• Σταθμοί στη γέννηση εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Συνοπτική ιστορική πορεία.
– Εισηγητής: Θέμης Λιανός, νέος εργαζόμενος στην πληροφορική, μέλος της Γραμματείας της Πρωτοβουλίας σελίδα 4
• Η αναγκαιότητα του κόμματος στην αριστερή πολιτική. Η περίπτωση του σύγχρονου κόμματος μαζών. – Εισηγητής: Κώστας Ελευθερίου, επικ. καθηγητής πολιτικής κοινωνιολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης ………………………………………………………………….. σελίδα 13 • Σημειώσεις για την εξέλιξη των κομμάτων στον καπιταλισμό. Σύγχρονες τάσεις και αστική πολιτική θεωρία.
– Εισηγητής: Αντρέας Κοσίνας, φοιτητής, μέλος της Πρωτοβουλίας Πάτρας σελίδα 14
• Βασικά κριτήρια και μεθοδολογικές παρατηρήσεις για το ζήτημα του κόμματος. Η προσέγγιση και οι αφετηρίες μας. – Εισηγητής: Δημήτρης Γκόβας, μέλος της Γραμματείας της Πρωτοβουλίας, συνδικαλιστής ………………………………………………………………………….. σελίδα 20 • Για μια νέα οργάνωση κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Αρχές συγκρότησης και χαρακτηριστικά. Η εργατική δημοκρατία. – Εισηγήτρια: Ξένια Μπολότση, φοιτήτρια, μέλος της Πρωτοβουλίας Πάτρας ……. σελίδα 26 • Για μια νέα στράτευση. Πολιτικές και θεωρητικές σημειώσεις για την ζωή και λειτουργία μιας κομμουνιστικής συλλογικότητας
%ce%ba%ce%bf%ce%bc%ce%bc%ce%bf%cf%85%ce%bd%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae%ce%bf%cf%81%ce%b3%ce%ac%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7-%ce%b2/
Εισαγωγικά Για το καθοριστικό ζήτημα του κόμματος έχουν αναπτυχθεί πολλές και διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις στην πορεία συγκρότησής τους, καταρχήν στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας. Το κόμμα (γενικά ως οργανισμός) με τη σημερινή του έννοια είναι προϊόν και μορφή πολιτικής συγκρότησης που αναπτύχθηκε κυρίως την εποχή της διαμόρφωσης αστικών κοινοβουλευτικών συστημάτων και εκλογικού δικαιώματος, τον 19ο αιώνα. Πριν από αυτή την εποχή (που ξεκινάει αργά και με διάφορες μορφές το 1800-1850) το κόμμα υπάρχει μόνο με τη μορφή διαιρέσεων στα πλαίσια διαφορετικών φατριών, αριστοκρατικών και μοναρχικών κύκλων, γεωγραφικών και εθνικών διαφορών, κρατικών συμφερόντων και επιρροών. Τα πρώτα κόμματα με την σύγχρονη έννοια, δημιουργήθηκαν στις αντιφεουδαρχικές αστικές επαναστάσεις στη μεταβατική εποχή από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, στην Ευρώπη. Σημειώνεται ότι ακόμα και την εποχή της έκδοσης του «Μανιφέστου του κομμουνιστικού κόμματος[1]» (1848) των Μαρξ-Ένγκλες, δεν υπήρχε καθολικό εκλογικό δικαίωμα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και η πολιτική με την έννοια της δημόσιας και γενικής πολιτικής και εξουσίας αποτελούσε αποκλειστική μέριμνα και προνόμιο κλειστών κύκλων της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Γενική πολιτική και κομματική δραστηριότητα ασκείται μέχρι τότε αποκλειστικά από το κράτος και τη διοίκησή του. Τομή στο πεδίο αυτό αποτελεί το ίδιο το «κομμουνιστικό μανιφέστο» , ως το πρώτο προγραμματικό κείμενο που διατυπώνει την αξίωση της εισόδου των λαϊκών μαζών-και ειδικά της ανερχόμενης εργατικής τάξης- στη δημόσια πολιτική σφαίρα, μέσω μάλιστα ενός φορέα με
προλεταριακά, με μια σειρά διαιρέσεις και διαφορές και στο εσωτερικό των κύριων αυτών δυνάμεων και πολιτικών προτάσεων-κομμάτων. Επίσης, την εποχή εκείνη η ανάλυση των μαρξικών κειμένων περιγράφει το κόμμα με τη γενική και ιστορική του έννοια, ως την πολιτική έκφραση μιας τάξης γενικά. Το ζήτημα του «κόμματος» θα επανέλθει πολλές φορές και με έντονο τρόπο στην εξέλιξη του μαρξισμού και της εργατικής πολιτικής παρέμβασης, με αρκετούς σταθμούς στην πορεία και τη θεωρία της συγκρότησης εργατικών κομμάτων. Κάποιοι κύριοι σταθμοί της πολυκύμαντης εξέλιξης των μορφών συγκρότησης της εργατικής πολιτικής ήταν: Α. Η πρώτη φάση Μετά το κύμα των επαναστάσεων του 1848 και την άνοδο των δημοκρατικών και εργατικών αγώνων, με την αποφασιστική συμβολή των Μαρξ-Ένγκελς και άλλων διανοητών και επαναστατών εργατών αναπτύσσονται έντονες διεργασίες για τη συνένωση των διάφορων εργατικών συλλόγων, λεσχών, εφημερίδων και ομάδων [π.χ. της «Ένωσης των Δικαίων» (1836) και άλλων ομάδων και συλλόγων και την συνένωσή τους με τη δημιουργία της «Ένωσης των κομμουνιστών» (1847), η οποία ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει διάρθρωση κόμματος και παρέμεινε μέχρι τη διάλυσή της (1852) ένα δίκτυο επικοινωνίας ριζοσπαστών εργατών και διανοούμενων με λιγότερα από 300 μέλη σε όλη την Ευρώπη]. Σε αυτή τη φάση θα είναι έντονη και διαρκής προσπάθεια να αποκτήσει ο σοσιαλισμός θεωρητική και επιστημονική υπόσταση και θεμελίωση για να περάσει από το ουτοπικό του στάδιο στο επιστημονικό. Αναπτύσσονται οι πρώτες θεωρητικές απόπειρες, μελέτες, έργα και εντείνεται η διαπάλη ρευμάτων. Με την συμβολή του Μαρξ, του Ένγκελς και μιας σειράς επαναστατών, και με την δημιουργία της «Ένωσης Κομμουνιστών» «…ο κομμουνισμός δε θα σημαίνει στο εξής: να εκκολάπτουμε με τη φαντασία ένα όσο το δυνατό πιο τέλειο κοινωνικό ιδεώδες, αλλά: να κατανοήσουμε τη φύση, τις συνθήκες και τους γενικούς σκοπούς – που απορρέουν από αυτές τιςσυνθήκες – τηςπάλης που διεξάγει το προλεταριάτο[2]». Η τάση συγκέντρωσης δυνάμεων από διάφορες εργατικές ενώσεις
οι κοινότητες των ταμείων εργατικής βοήθειας και άλλοι εργατικοί σύλλογοι, αποτέλεσαν κύριες μορφές οργάνωσης της εποχής. Τη δεκαετία του 1850, υπάρχουν ήδη οκτακόσιοι καταγεγραμμένοι τοπικοί εργατικοί σύλλογοι και σύνδεσμοι. Οι διεργασίες αυτές
την επαναστατική στρατηγική της εργατικής τάξης. Στα πλαίσια της Α΄ Διεθνούς και των τμημάτων της στις διάφορες χώρες θα αναπτυχθεί έντονη διαπάλη ανάμεσα στα σοσιαλιστικά ρεύματα και τον Μαρξ από τη μία και τους οπαδούς του Προυντόν αρχικά και του αναρχικούς του Μπακούνιν στη συνέχεια. Διαπάλη θα διεξαχθεί και με το ρεύμα των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών του Λασάλ. Μαζί με την βαριά καταστολή που θα δεχθεί όλο το επαναστατικό κίνημα μετά την ήτα της Παρισινής Κομμούνας, οι αντιθέσεις και αποκλίσεις των ρευμάτων, θα οδηγήσουν την Α΄ Διεθνή το 1876 στη διάλυση. Ο πρώτος αυτός κύκλος συγκρότησης εργατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων κλείνει ουσιαστικά με την ήττα της Κομμούνας. Στο πρώτο αυτό «κύμα» οργάνωσης της νεαρής εργατικής τάξης σε οργανώσεις και κόμματα, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η σταδιακή μεταβολή των εργατικών οργανώσεων από «μυστικές εταιρείες», συντεχνίες και λέσχες με πολιτικό πρόταγμα την αδελφοσύνη, την αλληλεγγύη και την μόρφωση των εργατών και θεωρητικό
του καπιταλισμού της εποχής εκείνης, με τη βιομηχανική συγκέντρωση και την είσοδο των μηχανών και των εργοστασίων στο προσκήνιο. Β. Ο δεύτερος κύκλος Μετά την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού και τη διάλυση της Α’ Διεθνούς ξεκινά ένας δεύτερος κύκλος. Η γενική τάση της περιόδου αυτής είναι η δημιουργία μαζικών εργατικών (σοσιαλδημοκρατικών όπως ονομάζονταν τότε) κομμάτων σε εθνικό επίπεδο. Στη δεκαετία του 1880, δίπλα στα μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα που προϋπήρχαν σε Γερμανία και Γαλλία, ιδρύθηκαν νέα εργατικά κόμματα στο Βέλγιο, στην Ελβετία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη Σουηδία, στη Νορβηγία κ.α. Στη Ρωσία εμφανίστηκε η μαρξιστική ομάδα «Απελευθέρωση της Εργασίας» και άλλοι μαρξιστικοί όμιλοι. Πορεία που οδήγησε στη δημιουργία μιας Β΄ Διεθνούς, το ιδρυτικό συνέδριο της οποίας πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι τον Ιούλη του 1889. Την περίοδο αυτή οι μοναρχίες είτε ανατρέπονται, είτε
Για πρώτη φορά στην εξέλιξη του καπιταλισμού υπάρχουν περίοδοι σχετικής και μεγάλης νομιμότητας των σοσιαλιστικών κομμάτων και συμμετοχή των εργατικών κομμάτων στα αστικά κοινοβούλια με την εκλογή βουλευτών. Δημιουργούνται σειρά θεσμοί και μηχανισμοί των κομμάτων (μαζικές οργανώσεις, ταμεία αλληλοβοήθειας, λέσχες, εργατικές σχολές, θεσμικά αναγνωρισμένα συνδικάτα, νόμιμες εφημερίδες και έντυπα, κ.α.). Ταυτόχρονα, δημιουργούνται μέσα στο εργατικό κίνημα αλλά και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αυταπάτες ότι το πέρασμα στο σοσιαλισμό μπορούσε να γίνει με σταδιακές μεταρρυθμίσεις του καπιταλισμού (ρεφορμισμός) και με κοινοβουλευτικό τρόπο (χωρίς επαναστατική ανατροπή). Αναπτύσσονται τάσεις και ρεύματα λεγκαλισμού (νομιμότητας), οπορτουνισμού και οικονομισμού στο εργατικό κίνημα και ιδίως στα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της δύσης. Στη φάση αυτή και για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα στα εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συνυπάρχουν -σε διαμάχη και αντιπαράθεση- οι ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές τάσεις (ρεύμα Μπερνστάϊν, κ.α.) μαζί με τις τάσεις των μαρξιστών (Πλεχάνοφ, Μπέμπελ, κ.α.), αργότερα Λένιν, Ρόζα, και άλλοι. Γενικότερα, η τεχνολογική πρόοδος, η βιομηχανική επανάσταση που είχε συντελεστεί, η επιτυχής αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 1870-1880, μαζί με μια εξάπλωση του κοινοβουλευτισμού και ικανοποίησης κάποιων εργατικών αιτημάτων, δημιούργησε μια γενικευμένη αίσθηση ασφάλειας, ανάπτυξης και ευημερίας που χαρακτηρίστηκε από πολλούς ιστορικούς ως ΩραίαΕποχή (Belle Epoque) του δυτικού κόσμου. Στο φόντο αυτό τα μαζικά συνδικάτα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της περιόδου θα οδηγηθούν σε πολιτική και θεωρητική υποχώρηση και στην υποταγή-ενσωμάτωση, στη βάση σοβαρών πολιτικών και θεωρητικών αποκλίσεων και διαφωνιών. Η μεγαλύτερη τραγωδία ήταν φυσικά η στάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων απέναντι στον ιμπεριαλιστικό Α’ Παγκόσμιο πόλεμο με την υποστήριξη της αλληλοσφαγής και των αντίστοιχων εθνικών κυβερνήσεων και αστικών τάξεων των χωρών τους το καθένα, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις. Τον Αύγουστο του 1914 ενώ ήδη οι εργατικές στρατιές είχαν μετατραπεί σε χακί κοπάδια στο θανατηφόρο πεδίο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, η 2η Διεθνής, η μεγαλύτερη μέχρι
την περίοδο της οριστικής διαφθοράς και υποταγής του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, ορισμένες μειοψηφίες των προηγουμένων κομμάτων κινούνται σε αντιπολεμική, αντιεθνικιστική κατεύθυνση. Είναι οι μειοψηφίες εκείνες που πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα θα παίξουν αργότερα πολύ σοβαρό ρόλο στο επαναστατικό ρεύμα (μπολσεβίκοι-Λένιν, ομάδα των Λούξεμπουργκ-Λιμπκνεχτ από τη Γερμανία/Σπαρτακιστές, Πολωνοί, Βούλγαροι, Ολλανδοί, Γάλλοι σοσιαλιστές, κ.α.). Κορυφαία στιγμή αποτελεί η συνάντηση της Αριστεράς του Τσιμερβάλντ τον Απρίλη του 1916 όπου διαμορφώθηκε ένα διεθνιστικό μέτωπο από αντιπροσώπους, ομάδες και οργανώσεις διάφορων χωρών ενάντια στον πόλεμο και υπέρ της επανάστασης. Οι τάσεις και τα κόμματα αυτά μετά και τα επαναστατικά γεγονότα 1917-1921 (Οκτωβριανή Επανάσταση, Γερμανική Επανάσταση, Ουγγρική Επανάσταση, Φινλανδική εξέγερση, επαναστατική εξέγερση Αυστρίας, άλλα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα σε σειρά χωρών) συμβάλλουν στη δημιουργία της Γ΄ Διεθνούς (Κομμουνιστική Διεθνή-ΚΔ) που ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1919 στη Μόσχα. Η συγκρότηση του κομμουνιστικού ρεύματος και των αντίστοιχων κομμάτων και οργανώσεων σε μια σειρά χώρες συνοδεύτηκε από έντονες διεργασίες σε πολιτικό και θεωρητικό επίπεδο, μεταξύ άλλων και για το ζήτημα της μορφής συγκρότησης και λειτουργίας των κομμάτων, στο οργανωτικό ζήτημα. Τις θεωρητικές βάσεις για την ίδρυση κομμουνιστικού κόμματος -του κόμματος νέου τύπου όπως θεμελιώθηκε από την ανάλυσή του- είχε θέσει ο Λένιν από το 1902 με τη μπροσούρα του «Τί να κάνουμε;» και το 1904 με το «Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω«. Σημαντικές θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες για το ζήτημα του κόμματος εκείνης της εποχής κατέθεσαν επίσης η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Αντόνιο Γκράμσι και αργότερα ο Γκέοργκ Λούκατς και άλλοι μεταγενέστεροι θεωρητικοί του μαρξισμού[6]. Η περίοδος αυτή σφραγίζεται από τον πόλεμο και τα επαναστατικά κύματα που ακολουθούν, από την τομή της Οκτωβριανής επανάστασης στην Ρωσία και την δημιουργία του Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά και από την υποχώρηση τους μετά το 1921 σε συνδυασμό με την ανάκαμψη του καπιταλισμού το 1922-1928 στα πλαίσια μιας γενικότερης περιόδου αστάθειας που διαρκεί μέχρι το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου (1945), περίοδος έντονων αναδιαρθρώσεων και κρισιακών φαινομένων. Τα κομμουνιστικά κόμματα -κάτω και από την σημαντική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης-συγκροτούνται
μέσα στα εργατικά κινήματα. Από το 1921 ως το 1928 τα ΚΚ στην Ευρώπη έπεσαν από τις 900.000 μέλη στις 450.000 περίπου. Αντίθετα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διπλασίασαν τις δυνάμεις τους. Αρνητικό ρόλο -ανάμεσα σε πολλά άλλα -έπαιξαν και τα κενά και οι απολυτότητες που καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν για τις σχέσεις μεταξύ κομμουνιστικού κόμματος-τάξης και για τον ρόλο του ίδιου του κόμματος, που αντικειμενικά οδηγούσαν στην υποτίμηση του πολιτικού ρόλου της εργατικής τάξης, αλλά και άλλοι παράγοντες που δεν αποτελούν πεδίο του παρόντος κειμένου. Η υποχώρηση του επαναστατικού κύματος 1917-1921, οι πολιτικές εξελίξεις σε μια σειρά μεγάλες χώρες, η άνοδος του φασισμού, η ήττα του ισπανικού εμφύλιου το 1936-1939, και φυσικά η βαθιά καπιταλιστική κρίση του 1929-30 σημαδεύουν την περίοδο και την δράση του κομμουνιστικού κινήματος μέσα σε αυτή. Το ξέσπασμα του Β΄ παγκοσμίου πολέμου θα βρει το Εργατικό Κίνημα και τα Κ.Κ. σε βαθιά ήττα. Ωστόσο, ο ηρωικός αγώνας του κόκκινου στρατού και ο ρόλος της ΕΣΣΔ στον πόλεμο, αλλά και ο πρωτοπόρος ρόλος των Κ.Κ. στην οργάνωση της αντίστασης σε σειρά χωρών, θα πολλαπλασιάσουν το κύρος και την επιρροή των Κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο. Η γραμμή όμως των Κ.Κ. παραμένει στην προπολεμική εκδοχή του Λαϊκού Μετώπου και των συμμαχιών , που τώρα αναδεικνύει ως κύριο καθήκον το στόχο της εθνικής απελευθέρωσης, αποσυνδέοντας το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης από την ήττα του φασισμού. Συνολικά, περνώντας αυτή την «κολασμένη» περίοδο ο καπιταλισμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν πολύ πιο αναβαθμισμένο ρόλο της ΕΣΣΔ, αλλά το συνολικό επαναστατικό δυναμικό στην Δύση είναι σαφώς εξασθενημένο, καθώς τα Κ.Κ. έχουν έναν έντονα εθνικό και όχι επαναστατικό χαρακτήρα πια. Η εκλογική δύναμη των Κ.Κ. είναι πάντως μεγάλη στη Δύση, ενώ πλάι στην ΕΣΣΔ έχει δημιουργηθεί ομάδα σύμμαχων χωρών, οι Λαϊκές Δημοκρατίες, δημιουργώντας μια νέα κατάσταση και ένα διεθνές περιβάλλον με δύο συστήματα, δύο «στρατόπεδα» (καπιταλιστικός κόσμος-«υπαρκτός σοσιαλισμός»). Στο νέο αυτό τοπίο, τα κομμουνιστικά κόμματα στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» θα έχουν την εξουσία και θα δοκιμαστούν ιστορικά. Το κομμουνιστικό κίνημα και τα κόμματά του θα περάσουν από μια σειρά φάσεις μέχρι τις μέρες μας, που αναλυτικά απαιτούν
Επανάστασης το 1949). Αργότερα, τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 και η ριζοσπαστικοποίηση κοινωνικών τμημάτων σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση και γραφειοκρατικοποίηση των ΚΚ, γέννησαν ρεύματα όπως αυτά της «Νέας Αριστεράς», του «ευρωκομμουνισμού», της εργατικής αυτονομίας (Ιταλία), την αναζωογόνηση του αναρχισμού και του τροτσκισμού στην Ευρώπη, το κίνημα των «μαύρων πανθήρων» στις ΗΠΑ, αντιιμπεριαλιστικά και αντι-νεοαποικιοκρατικά αντάρτικα (Λατινική Αμερική και Αφρική), και άλλες τάσεις και ρεύματα. Συνολικά, το Κομμουνιστικό Κίνημα και η Αριστερά στη Δύση κινήθηκαν στον αστερισμό του ρεφορμισμού. Και αυτό παρά τη ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία το 1918-1921, που αποτελούσε την παρηκμασμένη πτέρυγα του εργατικού κινήματος
Η
ρεύματος είχαν μεγάλη σημασία. Όμως στη συνέχεια, παλιοί και νέοι παράγοντες οδήγησαν στην άλωση και των «κομμάτων νέου τύπου» από το ρεφορμισμό. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο, φυσικά, και η κίνηση της ίδιας της τάξης, αλλά και η γραφειοκρατικοποίηση των κομμάτων αυτών για μια σειρά παράγοντες που χρειάζονται μελέτη και ανάδειξη. Όμως, επειδή η πολιτική αντιπαράθεση με τη σοσιαλδημοκρατία συνεχίστηκε κι επειδή εκείνη -μετά την πρώτη της προδοσία το 1914 και τη δεύτερη το 1918-1922- πέρασε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε θέσεις καθαρά διαχείρισης του συστήματος, ο ρεφορμισμός των ΚΚ έπρεπε να είναι διαφορετικός από αυτόν της σοσιαλδημοκρατίας. Αν η σοσιαλδημοκρατία κατά βάση έκανε αστική διαχείριση, τα ΚΚ προέβαλαν ένα ρεφορμισμό στην πράξη και το σοσιαλισμό στα λόγια και τα σύμβολα. Τα ΚΚ βαθμιαία έχασαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, την εργατική τους σύνθεση. Υποβάθμισαν ή διαστρέβλωσαν το μαρξισμό από επαναστατική αναπτυσσόμενη και μάχιμη θεωρία σε θεραπαινίδα της ρεφορμιστικής πολιτικής και τακτικής τους. Απώλεσαν το διεθνιστικό προσανατολισμό τους και αντικατέστησαν τις μορφές εργατικής δημοκρατικής συγκρότησής τους με μορφές επιβολής της «μονολιθικότητας» και την απουσία ουσιαστικής πολιτικής συζήτησης στο εσωτερικό τους. Όλα τα παραπάνω θεωρούμε
σε ανοιχτά σοσιαλδημοκρατικά (δημοκρατικά κόμματα, κόμματα της αριστεράς, όπως ονομάστηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις). Άλλα κόμματα διασπάστηκαν ή συρρικνώθηκαν, κρατώντας τα σύμβολα της προηγούμενης φάσης του κομμουνιστικού κινήματος, με κυρίαρχη τάση έναν μαχητικό ρεφορμισμό. Μια σειρά κόμματα επίσης προσκολλήθηκαν σε κρατικές οντότητες (π.χ.
στη σφαίρα του ΚΚ Κίνας) ή αποτελούν συμπληρωματικούς κυβερνητικούς εταίρους σε πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες και χώρες.
Ο 21ος αιώνας απαιτεί μια ανώτερη συγκρότηση και οργάνωση
Ο 20ός αιώνας άνοιξε με τον πρώτο μεγάλο μονοπωλιακό-ιμπεριαλιστικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού στο τέλος της κρίσης του 1873-1895. Σήμανε την έναρξη της κυριαρχίας των αντιδραστικών χαρακτηριστικών του καπιταλισμού. Σήμανε ταυτόχρονα ένα ποιοτικό άλμα στην επικαιρότητα του κομμουνισμού και ανέδειξε έμπρακτα τη δυνατότητα του εργατικού κινήματος για προλεταριακές επαναστάσεις. Ήταν επομένως μια εποχή ποιοτικής όξυνσης της σύγκρουσης ανάμεσα στον κυρίαρχο καπιταλισμό με τη μονοπωλιακή-ιμπεριαλιστική πλέον μορφή του και στο εργατικό κίνημα και τις σύμμαχες λαϊκές δυνάμεις. Ήταν ταυτόχρονα μια εποχή ποιοτικής ανόδου του επαναστατικού εργατικού ρεύματος, αλλά και ποιοτικής ενίσχυσης-επικράτησης τελικά των τάσεων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης έναντι των αντικαπιταλιστικών-επαναστατικών τάσεων. Σε κάθε φάση και περίοδο του καπιταλισμού ωριμάζει ανάμεσα στους πιο πρωτοπόρους εργάτες η διαπίστωση ότι χρειάζονται ένα δικό τους πολιτικό κόμμα. Φαίνεται να είναι μια διαδικασία που συνεχώς επαναλαμβάνεται στην παγκόσμια ιστορία. Κάποιες γνώσεις, θεωρητικές κατακτήσεις και εμπειρίες, σε περιόδους ήττας, κάτω από το βάρος των δυσμενών συσχετισμών και της κυριαρχίας της αστικής πολιτικής χάνονται, ξεχνιούνται ή ακόμη θεωρούνται «αιτία» για την ήττα, ως «λαθεμένες», για να ανακαλυφθούν εκ «νέου», όταν οι ταξικοί αγώνες το απαιτούν και το «φωνάζουν». «Σε κάθε φάση του καπιταλισμού αντιστοιχεί και ένα ανάλογο οργανωτικό μοντέλο, επειδή ακριβώς «…κάθε νέα φάση του συστήματος σημαίνει τη μερική ή ολική αποτυχία των προηγούμενων μορφών οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης» σημείωνε σωστά το 2010 ο Ντανιέλ Μπενσαίντ . Θα προσθέταμε, υπογραμμίζοντας την προηγούμενη διαπίστωση, την ανάγκη για ουσιαστική και γόνιμη «συμπλήρωση» και ανάπτυξη της εργατικής και κομμουνιστικής πολιτικής, ειδικά της θεωρίας του κόμματος
Υποσημειώσεις - Παραπομπές:
[1] Μαρξ-Ένγκελς, Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, διάφορες εκδόσεις
[2] Ένγκελς Φρ.: Για την ιστορία της Ένωσης των κομμουνιστών, κείμενα από τη δεκαετία 1850-ανθλογία, τόμος Α΄, σελ. 497-516, εκδ. ΚΨΜ 2018
[3] Κ. Μαρξ, Επιστολή στον Μπόλτε, (1871)
[4] Μετά το «κομμουνιστικό μανιφέστο» το κοινό σύνθημα των εργατικών ενώσεων και ομίλων «Όλοι οι εργάτες είναι αδέρφια» αλλάζει στο «προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Ενδεικτικά για την εξέλιξη της περιόδου κατατοπιστικό είναι το βιβλίο του Φρ. Ένγκελς «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2011 [5] Το 1885 και το 1894 κυκλοφόρησαν, αντίστοιχα, ο Β` και ο Γ` τόμος του Κεφαλαίου, το 1891 είδε το φως της δημοσιότητας η μπροσούρα του για την «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» που είχε γραφτεί το 1875. Το 1877 – 1878 δημοσιεύτηκε το «Αντι – Ντύρινγκ» του Ένγκελς. Επίσης στα 1884 εκδόθηκε το έργο «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» και στα 1886 «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας».
[6] Πιο αναλυτικά βλέπε στην προτεινόμενη ενδεικτική βιβλιογραφία
[7] Πιο αναλυτικά στο βιβλίο του Μπεναρόγια Αβραάμ, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, εκδ. Κομμούνα 2011 καθώς και στα υλικά της ημερίδας της Πρωτοβουλίας για κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα για τα «100 χρόνια κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας, 11/2018: https://neoprogrammakomma.home.blog/2018/11/
[8] Ενδεικτικά για μελέτη το κείμενο «Ορισμένα ζητήματα γύρω από την ιστορική διαδρομή του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη Δύση» [9] Συμβολή και μια πιο αναλυτική αναφορά στο θέμα στο κείμενο «Για τη φύση και το χαρακτήρα των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού»
Η περίπτωση του σύγχρονου κόμματος μαζών.
ΕισήγησηπουπαρουσίασεοΚώσταςΕλευθερίου,επικ.καθηγητήςπολιτικήςκοινωνιολογίας στοΔημοκρίτειοΠανεπιστήμιοΘράκης - συγγραφέας,στην3η Ημερίδαεργασίαςτης «Πρωτοβουλίαςγιασύγχρονοκομμουνιστικόπρόγραμμακαικόμμα»,10Δεκεμβρίου 2022
Η εισήγηση-τοποθέτηση του Κ. Ελευθερίου ήταν προφορική, δεν έχει
πρόγραμμα και κόμμα»,10Δεκεμβρίου2022 Η ίδια η ανάπτυξη και κρίση του καπιταλισμού επιφέρει σοβαρές αλλαγές σε όλα τα πεδία, ανάμεσά τους και στο πολιτικό σύστημα και το κράτος, όπως και στα χαρακτηριστικά των τάξεων και της σχέσης τους – τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Υπό αυτό το πρίσμα, μια προσπάθεια ανάπτυξης της θεωρίας για το επαναστατικό κόμμα πρέπει όχι απλά να λάβει υπόψη τις τομές και αναδιαρθρώσεις αυτές, αλλά και να τις «αποτυπώσει» προγραμματικά και να τις συμπεριλάβει στις επεξεργασίες της. Όπως σημειώνουμε με έμφαση στο «Κείμενο Αρχών και κατευθύνσεων» της Πρωτοβουλίας μας «Ο σύγχρονος καπιταλισμός ισχυροποιεί το αστικό κράτος ως όργανο κυριαρχίας και καταπίεσης με την ενίσχυση του ρόλου μη εκλεγμένων θεσμών και διεθνών μηχανισμών, την υποβάθμιση των κοινοβουλευτικών οργάνων, τη διόγκωση της καταστολής–ελέγχου και την αποσάθρωση των μηχανισμών αντιπροσώπευσης. Έχουμε την ανάδυση ενός καθεστώτος κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού». Στα πλαίσια αυτά, αλλάζει και το αστικό πολιτικό σύστημα και συνακόλουθα η μορφή των κομμάτων- των αστικών πρώτα απ΄ όλα, αλλά και εν γένει. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι, τα κόμματα είναι -και στην εποχή μας- απαραίτητα στοιχεία και της αστικής πολιτικής, παίζουν σημαντικό ρόλο, εξελίσσονται και αλλάζουν μορφές συγκρότησης και λειτουργίας, παραμένουν όμως πάντα βασικό εργαλείο, πεδίο και στοιχείο της πολιτικής διαπάλης και διαμεσολάβησης. Γι΄ αυτό, στην αστική πολιτική θεωρία αναπτύσσεται σοβαρή προσπάθεια τεκμηρίωσης και επιστημονικής ανάλυσης των αλλαγών που απαιτούνται για την ενσωμάτωση και την αστική ηγεμονία των κοινωνικών δυνάμεων και συμφερόντων στο πολιτικό και εκλογικό-κομματικό επίπεδο, στα πλαίσια διατήρησης της αστικής εξουσίας
ανταγωνισμού , όπως αποκαλείται χαρακτηριστικά. Έτσι αυξάνεται καθοριστικά ο ρόλος των «ειδικών», των επιτελείων από /και σε εξω-πολιτικό περιβάλλον, δημιουργούνται πρότυπα εκπροσώπησης με «επαγγελματίες πολιτικούς» και ειδικούς. Χαρακτηριστική είναι η άμεση συμμετοχή και εμπλοκή επιχειρηματιών στο αστικό κομματικό σύστημα (π.χ. Μπερλουσκόνι, Τράμπ, κ.α.) ενώ άμεση εμπλοκή παρατηρείται και από στελέχη του τραπεζικού-χρηματιστικού κεφαλαίου σε θέσεις-κλειδιά στα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων σε πολλές χώρες. Η κυρίαρχη πολιτική και το κομματικό πολιτικό σύστημα παίρνουν χαρακτηριστικά πολιτικής αγοράς , όπου κάθε φορά συγκλίνει η μεγάλη μάζα των εκλογέων. Η καθοριστική αύξηση του ειδικού βάρους των ειδικών και των επαγγελματικών επιτελείων συνεπάγεται
και της άμεσης λαϊκής εμπλοκής στην λειτουργία και δράση των κομμάτων, τη φθορά των άμεσων οργανικών δεσμών των κομμάτων με την κοινωνία. Αυτά, μεταφράζονται και σε ισχυρή τάση μείωσης των μελών των κομμάτων (σχεδόν διεθνή τάση, στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο από τη δεκαετία του 1980, με εξαιρέσεις και κάποιες ειδικές φάσεις σε χώρες και κόμματα, που αντιστοιχούν σε πολιτικές εντάσεις, όπως π.χ. η εγγραφή αρκετών χιλιάδων νέων ανθρώπων στο Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας για τη στήριξη του Τζ. Κόρμπιν και στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ για την ενίσχυση του Σάντερς στην πολύ πρόσφατη περίοδο). Όλα τα παραπάνω δεν αλλάζουν την ουσία των αστικών κομμάτων ως όργανα άσκησης και επιρροής της αστικής πολιτικής και των συμφερόντων του κεφαλαίου στα πλαίσια της κοινωνίας, ως πολιτική διαμεσολάβηση των αστικών ταξικών συμφερόντων, αλλάζει όμως ο τρόπος με τον οποία ασκείται η πολιτική επιρροή και σχεδιάζεται η συναίνεση και κυριαρχία αυτή στην αστική κοινωνία, ο τρόπος παρέμβασης των κομμάτων. Β. Αποτέλεσμα των παραπάνω τάσεων και εξελίξεων είναι η αυξανόμενη και καθοριστική εξάρτηση των εκλογικών-επαγγελματικών κομμάτων από ένα ασταθές εκλογικό σώμα, η εξάρτηση και διαπλοκή τους από ποικιλώνυμες ομάδες συμφερόντων, με ενισχυμένο, πολιτικό και θεσμικό ρόλο στην εποχή μας (επιχειρηματικά συμφέροντα, λόμπι, ΜΜΕ, κ.α.). Η εξάρτηση αυτή θέτει τα κόμματα αυτά σε άμεση σχέση ενσωμάτωσης στο κράτος και τους
Η μείωση της οργανικής συμμετοχής στα κόμματα και η ενίσχυση του επαγγελματικού τους χαρακτήρα, δεν σημαίνει οπωσδήποτε την απουσία εμπλοκής τμημάτων της κοινωνίας με τα κυρίαρχα κόμματα, αλλά την απομείωση του πολιτικού ρόλου του μέλους και την απονεύρωση της πολιτικής σχέσης και ικανότητας άσκησης πολιτικής. Αντίθετα, το κόμματα παραμένουν απαραίτητα εργαλεία της αστικής τάξης και της πολιτικής της. Γι΄ αυτό, και στα μεγάλα αστικά κόμματα κλασικού τύπου και στα κόμματα-δίκτυο (ιδιαίτερα ενισχυμένα σε αυτά) δημιουργούνται «θεσμοί συμμετοχής» που αφορούν όμως πλευρές της διασύνδεσης των κομμάτων με την κοινωνία κυρίως και όχι τον πυρήνα της πολιτικής και του προγράμματός τους. Έτσι βλέπουμε την δυνατότητα εκλογής αρχηγού-προέδρου σε ανοιχτές μαζικές εκλογικές διαδικασίες με τη συμμετοχή ακόμα και μη μελών, φίλων, πολιτών γενικά που διαφημίζεται ως σούπερ δημοκρατική διαδικασία (πρόσφατα στη χώρα μας και στο ΚΙΝΑΛΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ, αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά με δεδομένη την κύρια πολιτική γραμμή/κατεύθυνση και τα στρατηγικά περιεχόμενα, ταυτόχρονα με κομματικά συνέδριαφιέστες χωρίς ουσιαστικό λόγο και ρόλο στην οργανωμένη βάση, λειτουργία οργανώσεων, οργάνωση της εσωκομματικής ζωής. Δηλαδή τελικά, ενίσχυση του αρχηγικού ρόλου και υποβάθμιση της πολιτικής, με πολύ δημοκρατικές (αστικού και κοινοβουλευτικού χαρακτήρα) διαδικασίες… Γ. Οι ποιοτικές αλλαγές και οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις βάθους που συντελούνται στο νέο στάδιο του καπιταλισμού καταρχήν στην οικονομική βάση και την παραγωγή, την εργασία και το χαρακτήρα της, έχουν φυσικά και διαλεκτικά συνεπακόλουθα στο εποικοδόμημα. Στη νέα εποχή του καπιταλισμού, εποχή γενικού κατακερματισμού του συλλογικού, νέας ατομικότητας και πολλαπλής ευελιξίας (καταρχήν στην εργασιακή ζωή αλλά και στο πεδίο της αναπαραγωγής και την κοινωνική ζωή), ξεφτίζουν οι «μεγάλες αφηγήσεις», τα συνολικά και συλλογικά σχέδια. Κατακερματίζεται η σκέψη και η δράση. Οι θεωρητικές ερμηνείες μεγάλης κλίμακας, οι οποίες έχουν και την απαίτηση της καθολικής εφαρμογής, απορρίπτονται συνολικά στο όνομα των επιμέρους μικρο-αφηγημάτων δίχως σύνδεση μεταξύ τους. Επιβάλλεται ένας σύγχρονος «αγνωστικισμός» και «σχετικισμός», ένας κατακερματισμός της γνώσης και της ικανότητας ανάλυσης και σύνθεσης. Ο αντίπαλος επενδύει στην αναπτυγμένη
Δ. Παρά την εμφάνιση και νέων συλλογικοτήτων και αναζήτησης νέων μορφών που αναδύονται στο έδαφος της κρίσης των παραδοσιακών κομμάτων και μορφών, αυτές- στις περισσότερες περιπτώσεις – αντανακλούν και ενσωματώνουν τα χαρακτηριστικά μιας νέας ατομικότητας, έναντι των μεγάλων αφηγήσεων, των ενιαίων συλλογικών ταξικών συμφερόντων και των στρατηγικών στοχεύσεων. Έτσι, από μια σειρά τέτοια ρεύματα και τάσεις δίνεται έμφαση στη θεαματικότητα του στιγμιαίου, στο χάπενινγκ, στις τελετουργικές προσομοιώσεις της ίδιας της κοινωνικοπολιτικής δράσης, στην μορφή (και την ελκτικότητά της, την «εικόνα» που δημιουργεί, την «επικοινωνιακή δύναμη» που παράγει). Το «συμβάν» υποκαθιστά την οργανωμένη πολιτική στρατηγική και η τακτική εκφυλίζεται αποκλειστικά σε ακτιβισμούς, σε κινηματικές στιγμές κοινωνικής εκφόρτισης. Η συζήτηση που αναπτύσσεται για τα «νέα κοινωνικά υποκείμενα» και τις «νέες πολιτικές μορφές» (το πλήθος, ταυτότητες, θεματικά κόμματα-οργανώσεις, δικτυώσεις πολιτικών θεμάτων, πλατφόρμες συμμετοχής, αυτοοργανωμένες νησίδες, κ.α.) ενσωματώνει απόψεις και προβάλλει προτάσεις για επιμέρους ατομικές δράσεις ή συλλογικότητες που συγκροτούνται αποκλειστικά στο πλαίσιο μιας «ταυτότητας», προωθώντας έναν αταξικό δικαιωματισμό – και εν τέλει τα προτάγματα ενός «ηθικού καπιταλισμού». Στα πλαίσια αυτά συσκοτίζεται το ιστορικό βάθος της κοινωνικοπολιτικής δράσης και σύγκρουσης, αγνοείται και υποβαθμίζεται (ή και λοιδορείται) η αναγκαιότητα του στρατηγικού στόχου και σκοπού και εν τέλει, αποδυναμώνεται η όποια ριζοσπαστική δυναμική. Από εν δυνάμει συγκρουσιακή πρακτική και «νέα» ριζοσπαστική κριτική (όπως παρουσιάζεται ή και φαίνεται σε αρκετές περιπτώσεις) οι τάσεις και τα ρεύματα αυτά οδεύουν συχνά και σχετικά γρήγορα στην πολιτική ενσωμάτωση, ως μια αριστερή ή και «αντισυστημική» αμφισβήτηση-διαμαρτυρία (καινοτόμα και ριζοσπαστική στο λόγο της αρκετές φορές), μέσα στο σύστημα αστικής κυριαρχίας. Συνυπάρχουν ως «άλλη» εκδοχή, εντός όμως του ίδιου πλαισίου. Οι τάσεις αυτές διαχέονται και συναντώνται σε αρκετά πολιτικά ρεύματα, από την λεγόμενη «νέα αριστερά» ή/και ριζοσπαστική αριστερά, την «αυτονομία», τμήματα της αναρχίας, κινηματικές συσπειρώσεις και ακτιβιστικές ομάδες, στην λεγόμενη «εξωκοινοβουλευτική»
σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, του συνδικαλισμού, κ.α. στη βάση της αρνητικής εμπειρίας και της ήττας των προηγούμενων επαναστατικών κυμάτων και αποπειρών, τον εκφυλισμό και την μετάλλαξη του κομμουνιστικού κινήματος τόσο στην «ανατολή» (στο λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό») όσο και στη δύση. Η πλήρης διάρρηξη των περισσότερων κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων με την επαναστατική θεωρία και με την ουσία της έννοιας της επαναστατικής κομματικής οργάνωσης και λειτουργίας, η γραφειοκρατικοποίηση, ο εκφυλισμός της εσωοργανωτικής συζήτησης και συμμετοχής και η μετατροπή τους σε μηχανισμούς, και μια σειρά ζητήματα που δεν μπορούν να αναλυθούν στην μελέτη αυτή, ενέτειναν την αρνητική στάση ευρύτερων εργατικών -λαϊκών και ιδιαίτερα νεολαιίστικων τμημάτων και αγωνιστών απέναντι στην ιδέα/έννοια του κόμματος. Σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν στην αριστερή
για το επαναστατικό κόμμα στη νέα εποχή. Ωστόσο, η αδυναμία αυτή και η επακόλουθη ασαφή «επιστροφή στην κοινωνία» και στα «κινήματα» αρνείται επί της ουσίας την επαναστατική δυνατότητα στην εποχή μας. Έκφραση αυτής της οπισθοχώρησης και αδυναμίας – και σε πολλές περιπτώσεις κατάληξη αυτής της αντίληψης- είναι και η εμφάνιση και κυριαρχία των «νέων μορφών» και «υποκειμένων» που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο σημείο Δ. Η αντιστροφή αυτής της αρνητικής στάσης και νοηματοδότησης στην έννοια του κόμματος αποτελεί ισχυρή και αναγκαία πλευρά της δικής μας προσπάθειας. Απαιτεί σοβαρή θεωρητική και πολιτική προσπάθεια και είναι σύμφυτη με την προτεραιότητα για προγραμματική ανασυγκρότηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής απελευθερωτικής πρότασης στον 21ο αιώνα. Δεν λύνεται με επικλήσεις και ιδεολογικά/πολιτικά καύσιμα προηγούμενων φάσεων και ηρωικών στιγμών του επαναστατικού κινήματος, όσο και αν αυτές προσφέρουν πλούσιο υλικό, βάσεις και παραδείγματα, αλλά και θετικές εμπειρίες. Δεν είναι πρωτίστως μια συζήτηση οργανωτικού χαρακτήρα και ορισμένων κανονιστικών βελτιώσεων, ούτε μια οποιαδήποτε «επαναφορά» στα καλύτερα μοντέλα των πιο θετικών περιόδων. Επίσης η συζήτηση και προσπάθεια δεν αφορά -μόνο και κυρίως-την πλευρά της
[1] Σύστημα κομμάτων που διακρίνονται για την ολοένα αυξανόμενη αλληλοδιείσδυση και εξάρτησή τους από το κράτος, την σχετική αποκοπή τους από την κοινωνία, τον συνακόλουθο μετασχηματισμό τους σε εξουσιαστικούς μηχανισμούς και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου συναίνεσης και συνεργασίας μεταξύ τους, ακόμα και όταν, φαινομενικά, εκπροσωπούν αντίπαλες ιδεολογίες και προγράμματα. Αποτελεί χαρακτηριστική σύγχρονη έκφραση του αστικού συνασπισμού εξουσίας στο επίπεδο του κομματικού-κυβερνητικού πεδίου. [2] Τάση ιδιαίτερα ισχυρή στις ΗΠΑ και στα κόμματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αφορά την ισχυρή παρέμβαση οργανωμένων ομάδων συμφερόντων -συνήθως επιχειρηματικών ή εθνικών ή κλαδικών /θεματικών -να προωθούν την επιρροή και τις επιδιώξεις τους στις πολιτικές θέσεις των κομμάτων, στο νομοθετικό έργο κυβερνήσεων και νομοθετικών σωμάτων, να ασκούν ισχυρή επιρροή (και στήριξη) σε πολιτικούς-κλειδιά για την προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους, να έχουν δικούς τους ηγετικούς κύκλους και τμήματα επιρροής τους στα κόμματα. Αποτελεί έναν τρόπο της αστικής πολιτικής να προωθεί τα ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα μερίδων που αναπτύσσονται στα πλαίσια του ανταγωνισμού των καπιταλιστών και των δυνάμεων. [3] Κόμματα που διαμορφώνουν πιο «ανοικτές» δομές μέσω δικτύων (διαδικτυακών και πραγματικών ευέλικτων μορφών, φόρουμ, κύκλων, ειδικών συνομιλητών, θεματικών ομάδων, κλπ). Το «κόμμα- δίκτυο» έρχεται να υποκαταστήσει τον τύπο του «κόμματος μελών» ως ένα συντονιστικό κέντρο πολιτικής δράσης. [4] Αναλυτικότερα στο «Κείμενο αρχών και κατευθύνσεων» της Πρωτοβουλίας, κεφάλαιο «Η κυρίαρχη αφήγηση:Αστική χειραγώγηση, επικοινωνιακή καθήλωση και πλασματική πραγματικότητα»
ΕισήγησηπουπαρουσίασεοΔημήτρηςΓκόβας,μέλοςτηςΓραμματείαςτηςΠρωτοβουλίας, συνδικαλιστής,στην3η Ημερίδαεργασίαςτης«Πρωτοβουλίαςγιασύγχρονοκομμουνιστικό πρόγραμμακαικόμμα»,10Δεκεμβρίου2022. Γενικές εισαγωγικές παρατηρήσεις για το ζήτημα του κόμματος Στην εποχή των επαναστάσεων, την περίοδο της διαμόρφωσης του κομμουνιστικού ρεύματος, στις αρχές του 20ου αιώνα, τόσο η θεωρία γενικά, όσο και η θεωρία του κόμματος ειδικά, ήταν μαχόμενη και αναπτυσσόμενη. Διαμορφωνόταν σε κρίσιμες στιγμές και μεγάλα άλματα της ταξικής πάλης, ανάμεσα σε πολέμους, εξεγέρσεις, αλλεπάλληλες ήττες και νίκες, επαναστατικά γεγονότα. Μεταξύ των επαναστατών και στα πλαίσια των εργατικών, σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων και ρευμάτων των αρχών του 20ου αιώνα υπήρξε έντονος διάλογος, διαφορετικές απαντήσεις, ακόμα και αντιπαραθέσεις για το ζήτημα της οργανωτικής μορφής και λειτουργίας του κόμματος. Χαρακτηριστική και μνημειώδεις είναι η αντιπαράθεση μπολσεβίκωνμενσεβίκων αλλά και Λένιν-Λούξεμπουργκ (και) για το κόμμα. Καθοριστικές είναι οι σημειώσεις του Γκράμσι για το «κόμμα-ηγεμόνα», του Λούκατς και άλλων μετέπειτα μαρξιστών διανοητών. Το σίγουρο είναι ότι από τον Μαρξ μέχρι και τους πιο πρόσφατους μαρξιστές, κανένας δεν διαμόρφωσε μια θεωρία κόμματος «παντός καιρού» και με αιώνια ισχύ. Αντιθέτως, βεβαίως, υπάρχουν κριτήρια και αναλυτικά μεθοδολογικά εργαλεία του μαχόμενου μαρξισμού, διαμορφώθηκαν ιστορικές προσεγγίσεις, διατυπώθηκαν θεωρητικές βάσεις, και, φυσικά, έχουμε τη συσσωρευμένη θετική και αρνητική ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος, αλλά και τη δική μας πορεία. Όλα τα παραπάνω χρειάζεται να είναι τα «συστατικά υλικά» μιας σύγχρονης
στο περιθώριο των επεξεργασιών του κομμουνιστικού κινήματος για δεκαετίες. Ελάχιστες ήταν οι -μαρξιστικές- θεωρητικές επεξεργασίες ανάπτυξης μαχόμενης επαναστατικής θεωρίας για το ζήτημα του υποκειμένου και ειδικά του κόμματος. Μετά την καινοτόμα διατύπωση του Λένιν για το «κόμμα νέου τύπου» των αρχών του 20ου αιώνα στη βάση των συνθηκών πριν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, το ζήτημα της οργανωτικής πολιτικής θεωρήθηκε περίπου «λυμένο» και δεδομένο. Στην πορεία, τα κυρίαρχα ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος και της αριστεράς λειτούργησαν στη βάση μιας τυποποιημένης επανάληψης και μεταφοράς μοντέλων χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση της εκάστοτε σχέσης κοινωνίας και πολιτικής, τάξεων-κομμάτων, κομμάτων-κράτους, των αλλαγών στην παραγωγή και την ίδια την εργατική τάξη, τις αλλαγές στο κράτος, κ.λπ. Η αναντιστοιχία του μοντέλου συγκρότησης με τις καμπές του ταξικού αγώνα, και φυσικά τα εκφυλιστικά φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης και μετάλλαξης των κυρίαρχων κομμάτων της 3ης Διεθνούς, οδήγησε επίσης σε αντιλήψεις -κυρίως από το ρεύμα της «νέας αριστεράς» και της αυτονομίας- που χαρακτηρίζονται ως «αντιγραφειοκρατικές» ή «αντιιεραρχικές», αντιλήψεις που βλέπουν στην όποια οργανωτική συγκρότηση ένα αναγκαίο «κακό», το οποίο «περιορίζεται» με μια «χαλαρή» συγκρότηση και αρχές λειτουργίας ή δομές που εξετάζονται ως τάσεις σε άλλη εισήγηση (όπως τα κόμματα – δίκτυο, κλπ). Δική μας αφετηρία είναι, ότι, η οργάνωση της σύγχρονης εργατικής τάξης σε κόμμα, σε συνδυασμό ασφαλώς με τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού αντικαπιταλιστικού μετώπου και μιας αντικαπιταλιστικής πτέρυγας χειραφέτησης στο εργατικό κίνημα, δεν αποτελεί απλά επιλογή, αλλά μονόδρομο για τον ριζικό μετασχηματισμό του αυθόρμητου σε συνειδητό στην προοπτική της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Αυτή μας η θέση εδράζεται σε ορισμένες θεωρητικές αφετηρίες, μεταξύ των οποίων και οι εξής: Παρατήρηση 2η: Στη μαρξική θεωρία απορρίπτεται η υποκατάσταση της εργατικής τάξης στο ρόλο της απελευθέρωσής της από μια οργανωμένη πολιτική και θεωρητική πρωτοπορία («η απελευθέρωση της εργατικής τάξης θα είναι έργο της ίδιας»). Ταυτόχρονα και διαλεκτικά, η μαρξική θεωρία επίσης αρνείται τη δυνατότητα της αδιαμεσολάβητης και με αυτή την έννοια αυθόρμητης αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης («Απέναντι στη συλλογική εξουσία των ιδιοκτητριών
μηχανιστικό προϊόν της ταξικής του θέσης, δεν προκύπτει περίπου «αυτόματα» από την ταξική θέση και το «είναι» της εργατικής τάξης. Γι΄ αυτό, απαιτείται η συστηματική μελέτη της ανάπτυξης του καπιταλισμού και των εξελίξεων στο χώρο της παραγωγής, η οποία θα «περιγράψει» πλευρές – και όχι φυσικά θα αντιγράψει από το καπιταλιστικό μοντέλο – για τον τρόπο οργάνωσης του πολιτικού (και των συνδικαλιστικών) φορέων της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, απαιτείται η μελέτη της εξέλιξης του αστικού κράτους, των μορφών πολιτικής εξουσίας, των κοινωνικο-πολιτικών συσχετισμών σε κάθε περίοδο. Επομένως, σε κάθε περίοδο εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αντιστοιχούν εξελισσόμενες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης. Σε κάθε φάση του καπιταλισμού αντιστοιχεί
επειδή ακριβώς «…κάθε νέα φάση του συστήματος
τη μερική ή ολική αποτυχία των προηγούμενων μορφών οργάνωσης και πάληςτηςεργατικήςτάξης[2]». Οικοινωνικέςτάξειςσυγκροτούνται στον πολιτικόστίβομέσωτης σχέσηςτους με το κράτος. Η αστική τάξη πρώτα απ’ όλα ενοποιείται γύρω από το κράτος της. Η διαπάλη για τον έλεγχο, την επιρροή, ή την ανατροπή του κράτους συγκροτεί πολιτικά και εξοπλίζει ιδεολογικά κάθε κοινωνική τάξη και ενδιάμεσο στρώμα. Τα παραπάνω αποτελούν αφετηριακή προϋπόθεση για τη συζήτησή μας, γιατί το «πολιτικό κόμμα» δεν είναι απλώς ένας οργανωτικός μηχανισμός ή απλώς ένας πολιτικός εκπρόσωπος μιας κοινωνικής τάξης ή συμμαχίας, δεν αποτελεί μια στατική κατασκευή με απαράλλακτα χαρακτηριστικά, περιεχόμενα και δομές-σχέσεις, αλλά ο ιδεολογικός και στρατηγικός οργανωτής της τάξης, το πεδίο συγχώνευσης «υλικών δυνάμεων και ιδεολογίας». Το «κόμμα» επομένως συνιστά μια σύνθετη συλλογική οντότητα, στην ανάλυση της οποίας θα βρούμε τις κοινωνικές δυνάμεις που το συγκροτούν, την ιδεολογία με την οποία αυτές ενώνονται, το ρόλο των μελών-υποκειμένων που επιτελούν την οργανική τους συγχώνευση, την ιστορικότητα των διαδικασιών μέσα στην οποία συντελούνται
Ακόμα περισσότερο, δεν υπάρχει ταύτιση του κόμματος με την τάξη. Αντιλαμβανόμαστε ουσιαστικά την ιδιαιτερότητα του πολιτικού πεδίου, το οποίο διαθέτει τη δική του σχετική αυτονομία, τις δικές του σχέσεις δυνάμεων και τις δικές του έννοιες. Έτσι, το πολιτικό πεδίο, και πιο συγκεκριμένα το κόμμα, δεν αποτελεί απλά και μόνο μια αντανάκλαση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, αλλά «εκφράζει τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων (και της ταξικής πάλης) σε πολιτικούς όρους, με τις δικές του μεταθέσεις και συμπυκνώσεις[5]». Συνεπώς, το κόμμα ως μορφή και λειτουργία δεν αποτυπώνει απλώς την εκπροσώπηση της τάξης, αλλά και το αποκορύφωμα της δράσης της ίδιας της τάξης. Όπως επισημαίνει ορθά ο Λούκατς «Αν έπρεπε να περιμένουμε να μπει το προλεταριάτο στον αποφασιστικό αγώνα ενιαία
αφετηρία μας είναι ότι η συζήτηση για το πολιτικό υποκείμενο εν γένει και για το κόμμα ειδικά, αφορά το ίδιο το περιεχόμενο, την στρατηγική φυσιογνωμία, το πρόγραμμα του κόμματος, δηλαδή τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά στο σύνολό τους, το σκοπό και τους στόχους του. Η περιεχομενική βάση συγκρότησης της οργάνωσης είναι η στέρεηβάση , και από αυτή εκκινούμε και τη δική μας προσπάθεια, συζητώντας για ένα σύγχρονο πρόγραμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Όπως υπογραμμίζεται στο «κείμενο αρχών» της Πρωτοβουλίας, ένα κομμουνιστικό κόμμα εκφράζει και συγκροτεί με συνειδητό, μόνιμο και στρατηγικό τρόπο τις δυνάμεις που κατανοούν και «υπηρετούν» την κομμουνιστική αναγκαιότητα, δυνατότητα και τάση της
αυτή
δεν μετατρέπεται σε οργανωτικό φετιχισμό. Το τελικό κριτήριο είναι εάν το κόμμα είναι όργανο της εργατικής χειραφέτησης, αλλιώς μετατρέπεται σε έναν σκοπό καθεαυτόν.
2. Δεύτερη αφετηρία: ειδική πλευρά της δικής μας προσέγγισης, -στη βάση του πολιτικού και προγραμματικού περιεχομένου- είναι ότι το κόμμα (πρέπει να) λογίζεται ως πολιτική ολοκλήρωση της συλλογικότητας. Το ζητούμενο για μας είναι μια οργάνωση ομοϊδεατών επαναστατώνμε την πλήρη έννοια και των δύοόρων. Αυτόσημαίνειμια οργάνωσητης οποίας το πρόγραμμα,η στρατηγική και η τακτικήτης έχουντην συνειδητήυποστήριξη των μελώντης, οι αρχές λειτουργίας και οι σχέσεις της οργάνωσης και των μελών της αποτελούν κοινό τόπο και επιλογή και όχικαταναγκασμός,ήαναγκαίο κακό. Με βάση όλη την ανάλυση των σύγχρονων αντιθέσεων, το κόμμα παραμένει και είναι ένας καθοριστικός (και προνομιακός) τόπος ξεδιπλώματος και συμπύκνωσης του Πολιτικού. Στον αντίποδα της αστικής τάσης κατακερματισμού, σχετικισμού, ατομισμού και των χαμηλών προσδοκιών, για την επαναστατική κομμουνιστική πολιτική σήμερα αναβαθμίζεται ακριβώς η αντίστροφη τάση: Μαζικά κόμματα, οργανώσεις και συλλογικότητες, ουσιαστικότερη και ποιοτικότερη συλλογικότητα/στράτευση, στρατηγική στο τιμόνι του πολιτικού αγώνα, μεγάλα σχέδια και σκοποί που δημιουργούν μαζική κοινωνική κίνηση. Η δημιουργία επαναστατικού φορέα της εργατικής τάξης για μας έχει προτεραιότητα, δεν παραμένει ένας γενικός-αφηρημένος στόχος του μέλλοντος. Μαζί με την συγκρότηση του αναγκαίου προγράμματος είναι το βασικό καθήκον των προσπαθειών μας σήμερα, μέσα στην πορεία των ταξικών αγώνων, με υλικούς και συγκεκριμένους όρους-δρόμους που θα διαμορφώσουμεστηνπορείαγια την νέακομμουνιστικήοργάνωση. Τέλος, η συγκρότηση μαζικής επαναστατικής οργάνωσης είναι άκρως επίκαιρη μέσα στις σημερινές συνθήκες, για ορισμένους ακόμα λόγους: Ι. στην τάση αποστράτευσης – ή και ήττας – που εντάθηκε στην περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης και ιδιαίτερα μετά το 2012-2015, μετά την αρνητική εμπειρία
ΙV. Σε μια εποχή αναπτυγμένης τεχνολογίας, επιστημονικής ανάπτυξης, μέσων επικοινωνίας και διευρυμένων δυνατοτήτων, το κόμμα της εποχής μας μπορεί και πρέπει να είναι πιο συλλογικό, πιο «μορφωμένο», πιο αποτελεσματικό σε όλα τα πεδία. Οι μορφές λειτουργίας του και η δράση του συμπυκνώνουν μια ουσιαστική εργατική δημοκρατία με αυξημένο το ρόλο του συλλογικού ανθρώπου, της αλληλεγγύης, ενός ανώτερου εργατικού πολιτισμού της χειραφέτησης. Με αυτές τις προσεγγίσεις και αφετηρίες, έχουμε εισέλθει στη συζήτηση και τη διαδικασία συγκρότησης μιας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης. Απευθύνουμε και από εδώ ένα πλατύ ανοιχτό κάλεσμα κοινού αγώνα, κοινής πορείας, συλλογικής αναζήτησης και διαμόρφωσης μαζικών όρων ώστε να συναντηθούν οι ιδέες, τα σχέδια και οι σκοποί μας με ευρύτερα τμήματα της πάσχουσας κοινωνίας, της πολυσύνθετης σημερινής εργατικής τάξης, της μαχόμενης νεολαίας, των καταπιεσμένων του 21ου αιώνα. Υποσημειώσεις – Παραπομπές
[1] Karl Marx – Friedrich Engels, «Αποφάσεις του Γενικού Συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών»
[2] Daniel Bensaid, Ο Μάρξ της εποχής μας, εκδ. Τόπος (2013), 2002
[3] Γκράμσι, Αντόνιο, Για τον Μακιαβέλλι , εκδ. Ηριδανός
[4] Ο.π.
[5] D. Bensaid , «Ο λενινισμός στον 21ο αιώνα» (συνέντευξη)
[6] Γκ. Λούκατς: Το ηγετικό κόμμα του προλεταριάτου στο βιβλίο «Η σκέψη του Λένιν», εκδ. Οδυσσέας
απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από τα εκμεταλλευτικά ταξικά συστήματα, η αναγκαία ωρίμανση/συγκρότηση του υποκειμενικού παράγοντα για αυτή την μετάβαση, αλλά και συνολικά η μελέτη της θεωρίας, της ιστορικής εμπειρίας και των εξελίξεων, δημιουργεί την επιτακτική ανάγκη για ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα και σχέδιο του 21ου αιώνα και έναν φορέα-οργανισμό που θα το προβάλλει, προωθεί και αναπτύσσει. Η ανάπτυξη και δράση του εργατικού και επαναστατικού κινήματος όλων των προηγούμενων εποχών του καπιταλισμού μας έδειξαν ότι οι κάθε φορά αναπτυσσόμενες αντιστάσεις, οι μαχητικές κινητοποιήσεις, ακόμη και τα πιο δυναμικά κινήματα ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, μπορούν να αποκτήσουν ανώτερη νικηφόρα πολιτική συγκρότηση μόνο σε αλληλεπίδραση με τον αναγκαίο «συλλογικό διανοούμενο» και «πολιτικό ηγεμόνα», από τις συγκροτούμενες πρωτοπόρες αντικαπιταλιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Το κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης, το συνολικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο, οι αντικαπιταλιστικές τάσεις του ταξικά αναγεννημένου κινήματος αποτελούν το πολιτικό κόμμα με τη γενική και ιστορική του έννοια που διαμορφώνεται κυρίως μέσα στη δράση, στη διαδικασία των ταξικών συγκρούσεων όπου συγκροτείται
της επαναστατικής τακτικής για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της βάρβαρης επιδρομής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η νέα οργάνωση αποτυπώνει και θέλει να εκφράσει σε ανώτερο βαθμό τις δυνατότητες της εργατικής τάξης, των καταπιεσμένων και των επαναστατών για ένα νέο άλμα στην επαναστατική πάλη, για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Αποτελεί έμπρακτη συμβολή στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός νικηφόρου κομμουνιστικού προγράμματος της εποχής μας και ενός κόμματος που θα το προβάλλει και θα το προωθεί. Αποτελεί αποφασιστικό
της: Είναι οργάνωση κομμουνιστική, και -όπως ειπώθηκε προ λίγου- με στρατηγική στόχευση τον κομμουνισμό ως αναγκαιότητα, δυνατότητα και τάση στον σύγχρονο καπιταλισμό. Που θα παλεύει για την επαναθεμελίωση του κομμουνιστικού κινήματος, με βάση τις υπαρκτές δυνατότητες και αναζητήσεις που αναδύονται στην εποχή μας. Που θα διαχωρίζεται από τον αστικό εκφυλισμό και την καπιταλιστική κυριαρχία σε μια σειρά από χώρες και μοντέλα προηγούμενων φάσεων και πειραμάτων και από το ρεφορμισμό της νοσταλγικής αναπόλησης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στέκεται κριτικά και αρνείται διαλεκτικά ότι χρεοκόπησε και ηττήθηκε στις προηγούμενες απόπειρες ανατροπής του καπιταλισμού. Ορίζει τον κομμουνισμό με το περιεχόμενο που διατυπώθηκε στο κείμενο αρχών και αναπτύσσεται στην αντίστοιχη διαδικασία και θεματική στην πορεία διαμόρφωσης του προγραμματικού μας περιεχομένου. Οργάνωση επαναστατική, με πρόγραμμα και στρατηγική συνολικής χειραφέτησης, και με τακτική που υπηρετεί τον στρατηγικό σκοπό. Με το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και τη γραμμή οικοδόμησης πολιτικού υποκειμένουπρωτοπορίας
ταξική διαίρεση της κοινωνίας, ο ρόλος του ταξικού αγώνα ως κινητήριου μοχλού της ιστορίας, ο νόμος της αξίας, η εκμετάλλευση και η υπεραξία, ο ρόλος του αστικού κράτους και η ανάγκη τσακίσματός του, η ανάγκη της επανάστασης και η άρνηση του μεταρρυθμισμού, ο εργατικός διεθνισμός. Η οργάνωση ως συλλογικός διανοούμενος θεωρεί ως απαραίτητο και αναγκαίο πεδίο την ιδεολογική αντιπαράθεση στην αστική
πολυεθνική και πλειοψηφική κοινωνικά εργατική τάξη. Επειδή αγωνίζεται πρώτα απ΄ όλα για την πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης και την ηγεμονία της σε όλα τα επίπεδα (κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, θεωρητικό, οργανωτικό), επιδιώκει την ποιοτική και πλειοψηφική συμμετοχή της στην κοινωνική σύνθεση της οργάνωσης (στο εσωτερικό της, βέβαια, όλα τα μέλη είναι ισότιμα), στη διάταξη των οργανώσεων, στις προτεραιότητες της κομματικής οικοδόμησης (εργατοπαραγωγικές οργανώσεις και κλάδοι στρατηγικής σημασίας). Επιχειρεί να συσπειρώνει τη νέα εργατική βάρδια και τα ταξικά πληττόμενα κομμάτια της νεολαίας με τα μάτια στραμμένα στη συγκρότηση σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος και στην ανώτερη στράτευση νέων αγωνιστών στο κόμμα και το πρόγραμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Η εργατική κατεύθυνση αποτυπώνεται πρώτα απ΄ όλα και στην πολιτική γραμμή και στη βαρύτητα που δίνει η οργάνωση στο εργατικό κίνημα. Σε αυτή την κίνηση οι συγκροτούμενες πρωτοπορίες αναγνωρίζονται ως τέτοιες όταν προηγούνται του αυθόρμητου κινήματος και –αλληλεπιδρώντας με αυτό– δείχνουν τον δρόμο για την επίλυση των τακτικών, στρατηγικών, οργανωτικών και πολιτικών προβλημάτων, ώστε η ίδια η σύγχρονη εργατική τάξη να αποκτά γνώση και πείρα μέσα στη διαλεκτική της ιστορίας, στη διαδικασία να γίνει τάξη για τον εαυτό της, να αποτελέσει δηλαδή την
το διεθνή συντονισμό των εργατικών και επαναστατικών κινημάτων και αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, με στόχο και μια νέα Διεθνή των επαναστατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων που απαιτεί η εποχή μας. Είναι οργάνωση μαζική. Η υπόθεση της καθημερινής πάλης και της επανάστασης κρίνεται από μια οργάνωση με ισχυρή παρουσία στους εργασιακούς χώρους, στις πόλεις και τις γειτονιές, στους νέους και νέες της δουλειάς και της μόρφωσης, με παρέμβαση στη θεωρία και στον πολιτισμό, με παρουσία και συμβολή στις αναμετρήσεις για το περιβάλλον και τις δημοκρατικές ελευθερίες, στην πάλη για ισότητα ενάντια στις έμφυλες διακρίσεις και το σεξισμό, σε όλα τα κινήματα, μέτωπα και ζητήματα αντιπαράθεσης με το σύστημα και την αστική πολιτική, ενάντια σε κάθε καταπίεση. Πρωταγωνιστεί στο ξύπνημα αγωνιστικών διαθέσεων και στην οργάνωση συλλογικών αγώνων και παρεμβαίνει ώστε αυτοί να είναι αποτελεσματικοί και να αναπτύσσονται πολιτικά. Βασική αρχή είναι η ευρύτερη συσπείρωση στο κίνημα και στους πολιτικούς αγώνες γύρω από τα κύρια ζητήματα που θέτει κάθε φορά η ταξική πάλη. Μόνο έτσι μπορεί να συγκεντρωθεί και να συγκροτηθεί η πολύμορφη συνείδηση της εργατικής τάξης. Να υπερνικηθούν οι υπέρτερες αστικές δυνάμεις. Να εξασφαλιστεί η συμμαχία εργατικής τάξης και των φτωχών μη προλεταριακών λαϊκών στρωμάτων. Να αλλάξουν οι συσχετισμοί, να διεκδικηθεί και να επιτευχθεί η ηγεμονία των κομμουνιστικών ιδεών στο ευρύτερο ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό ρεύμα. Από αυτές τις αναγκαιότητες, και όχι ως αυτοσκοπός επιβίωσης της μορφής της, η οργάνωση απευθύνεται διαρκώς στους πιο πρωτοπόρους αγωνιστές/τριες για την ένταξή τους. Μακριά από λογικές ελιτισμού, αναχωρητισμού, σεκταρισμού ή απαξίωσης της ζωντανής πλατιάς συμμετοχής ανθρώπων στη δράση και τη λειτουργία της οργάνωσης, στοχεύει στην διαρκή ποιοτική και ποσοτική ενίσχυσή της, ως δρόμος και καθοριστική συμβολή στην επαναστατική διαδικασία ανάπτυξης του υποκειμένου. Είναι οργάνωση καθολικά απελευθερωτική. Ενσωματώνει στη λειτουργία και τη δράση της, στη στάση και την καθημερινή παρουσία των μελών της την επιδίωξη για κατάργηση
Είναι οργάνωση με πρωταρχικό στόχο το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Δεν επινοούν ούτε κατασκευάζουν οι κομμουνιστές τις πρωτοπορίες. Αυτές γεννιούνται στην ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης. Η προσπάθειά μας για τη διαμόρφωση κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος, πρέπει ως εκ τούτου να συναντηθεί με ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων, να αποκτήσει ποιοτική σχέση και να αλληλεπιδράσει με καμπές της ταξικής πάλης και του πολιτικού αγώνα, που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ενός μαζικού, εργατικού επαναστατικού κόμματος. Η Οργάνωση Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης που θέλουμε να συγκροτήσουμε, αποτελεί αναγκαίο και καθοριστικό βήμα για την προσέγγιση του στόχου για ένα κόμμα
αλλά μια αποφασιστική
θα εκφράζει
συνειδητό, μόνιμο και στρατηγικό τρόπο τις δυνάμεις που κατανοούν και «υπηρετούν» την κομμουνιστική αναγκαιότητα, δυνατότητα και τάση της εποχής σήμερα. Γιατί, για την αντίληψή μας, οργάνωση και κόμμα δεν είναι απλά ένα «εργαλείο» για την προώθηση κάποιων στόχων, αλλά επιχειρεί σε κάθε στιγμή να συμπυκνώσει και να εκφράσει στο σήμερα τις τάσεις και δυνατότητες για μια κοινωνία ελεύθερων, ισότιμων ανθρώπων που θα αναπτύσσονται με νέους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Για αυτό, το επίκεντρο της οργανωτικής πολιτικής και των αρχών συγκρότησης είναι η διαμόρφωση βαθύτερων και πιο ανθρώπινων αρχών. Αυτό σε σύνδεση με το πρόγραμμα και σκοπούς της είναι εν τέλει ένα καθοριστικό μέτρο-δείκτης για το αν και πόσο είναι επαναστατική και κομμουνιστική μια οργάνωση. Η Εργατική Δημοκρατία ως θεμέλιο της συγκρότησης και ζωής της
Οι κανόνες λειτουργίας, το καταστατικό της νέας οργάνωσης που βασίζονται σε αυτή την αρχή, αποτελούν αναπτυσσόμενες αντιλήψεις και πρακτικές που αποτυπώνονται σε συλλογικά αποφασισμένους και αποδεκτούς κανόνες που διέπουν την κοινή συλλογική ζωή, δράση και ανάπτυξη του ζωντανού πολιτικού οργανισμού-οργάνωσης σε διαλεκτική ένταση με το προγραμματικό περιεχόμενο της. Στην πορεία μας για τη νέα οργάνωση, καταρχήν χρειάζεται να αποτυπωθούν και τα παρακάτω στοιχεία συγκρότησης και λειτουργίας: – Απαραίτητη είναι η σαφήνεια των κριτηρίων για την ένταξη. Πρόκειται για ανώτερη πολιτική, πολιτισμική, αξιακή επιλογή και πράξη.
την έννοια του καθήκοντος στην ολότητά
απαίτηση για την προάσπιση και την κατάκτηση των εργατικών συμφερόντων και των επαναστατικών στοχεύσεων με συλλογική πρακτική, με αυτοπειθαρχία και προτεραιότητα του συλλογικού έναντι του ατομικού. Η ένταξη είναι μια διαδικασία που γίνεται εθελοντικά, αποκτά συλλογική υπόσταση για την οργάνωση μέσα από τις διαδικασίες συζήτησης, έγκρισης της ένταξης και πολιτικής διαμόρφωσης των νέων μελών. Είναι σαφώς διατυπωμένα τα κριτήρια και το περιεχόμενο των σκοπών και στόχων, το πρόγραμμα και η πολιτική της οργάνωσης με τα οποία καλείται να συμφωνεί το υπό ένταξη μέλος, όπως και τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μέλους, οι αρχές λειτουργίας οι οποίες διέπουν την οργάνωση στην οποία εντάσσεται κάθε αγωνιστής/τρια. – Οι υποχρεώσεις του μέλους όπως η αποδοχή του προγράμματος και της πολιτικής γραμμής, η συμμετοχή και δουλειά σε μια οργάνωση, η δράση στο κίνημα, η οικονομική συνεισφορά και εξόρμηση για την πολιτική και οικονομική της ανεξαρτησία, η αυτομόρφωση και η συμμετοχή στη συλλογική συζήτηση, αποτελούν συνειδητή επιλογή και πολιτική αναγκαιότητα και ως τέτοιες κατοχυρώνονται στο πλαίσιο των καταστατικών αρχών, δεν έχουν καταναγκαστική διάσταση. Η ατομική και συλλογική υπεράσπιση της οργάνωσης, της πολιτικής της και των μελών από τον ταξικό εχθρό και τους μηχανισμούς του συνδέεται με την αναγκαία συγκρότηση της εργατικής πολιτικής. Η ασυμφιλίωτη στάση απέναντι στην αναπαραγωγή αντισυντροφικών
στρατηγική συμφωνία των μελών και να αποκρυσταλλώνεται μια επαρκής συμφωνία για την τακτική και τους δρόμους προώθησής της. – Αναγκαία για την λειτουργία της οργάνωσης είναι η κατοχύρωση στην πράξη της αρχής της πλειοψηφίας, δηλαδή της υποχρέωσης και της ανάγκης να δοκιμάζεται στην πράξη απ’ όλα τα μέλη ως άποψη της οργάνωσης η άποψη που πλειοψήφησε ύστερα από ανοιχτή δημοκρατική συζήτηση και απόφαση. Η αρχή της πλειοψηφίας διασφαλίζει τους όρους ώστε η αντίθετη άποψη να έχει τη δυνατότητα να γίνει πλειοψηφική στην οργάνωση. Κυρίως παίρνει όλα τα μέτρα για την ουσιαστική και σε ανώτερο επίπεδο σύνθεση των απόψεων. Έτσι, ξεπερνιούνται πρακτικές διαγραφών, αντιπαράθεσης μηχανισμών και κλειστών ομαδοποιήσεων, συκοφάντησης ή αντιμετώπισης με οργανωτικούς όρους της αντίθετης άποψης. Έτσι διασφαλίζεται ο αποφασιστικός χαρακτήρας όλων των συλλογικών διαδικασιών στη βάση της αρχής της δημοκρατικής πλειοψηφίας και όχι σε μετατροπή τους σε απλές συναντήσεις καταγραφής
μέσα στην οργάνωση.
στοιχείο είναι η δόμηση της οργάνωσης πρώτα και κύρια σε παραγωγικό και πανελλαδικό επίπεδο. Στην εποχή μας, η οικοδόμηση και ανάπτυξη των οργανώσεων βάσης και η συλλογική τους λειτουργία με ουσιαστική και οργανωμένη συζήτηση των μελών, μπορεί να αξιοποιεί και το ψηφιακό περιβάλλον και τη σύγχρονη τεχνολογία για την ανάπτυξη διαδικασιών ολόπλευρης, άμεσης και ισότιμης ενημέρωσης των ΟΒ και μελών και για την υποστήριξη της συλλογικής λειτουργίας και της πολιτικοθεωρητικής δουλειάς, αλλά και για την προστασία των διαδικασιών της από τον ταξικό εχθρό και το κράτος του. – Τα παραπάνω επιδρούν και στην διασφάλιση με κάθε πρόσφορο, ασφαλές μέσο της ίσης πληροφόρησης των μελών καθώς και στην εμπέδωση της ενότητας θεωρίας-πράξης. Είναι καθήκον μας η διαμόρφωση ισχυρού θεωρητικού υπόβαθρου, η υπέρβαση της διάκρισης χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, παραγωγών-υλοποιητών της πολιτικής, η οικοδόμηση κριτηρίων και κατάλληλου οργανωτικού πολιτισμού, η δημοσιοποίηση όλων των απόψεων, η ενεργοποίηση όλου του δυναμικού στον συλλογικό διάλογο και η αξιοποίηση των κλίσεων, ενδιαφερόντων και ιδιαίτερων
Επίσης
κόμματος. Βασικά στοιχεία λειτουργίας αποτελούν ο συλλογικός έλεγχος των μελών και των οργάνων, η αιρετότητα και ανακλητότητα όλων των οργάνων, επιτροπών, αντιπροσώπων, υπευθύνων. - Ο καθορισμός λοιπόν διαδικασιών εκλογής και ανάκλησης οργάνων και μελών πρέπει να κατοχυρώνονται ρητά στις οργανωτικές αρχές – καταστατικό, για όλη την κλίμακα της δομής της οργάνωσης. Το ζήτημα αυτό έχει ουσιαστική θέση στον τρόπο που αντιλαμβάνεται η οργάνωση συνολικά και τα μέλη της την συγκρότηση και δομή της, απέναντι σε λογικές «ανάθεσης», κοινοβουλευτικού/αστικού τύπου «αντιπροσώπευσης», στείρας κριτικής και οργανωτικών αντιπαραθέσεων, αντί για συλλογικό έλεγχο, συντροφική βοήθεια και αλληλεγγύη, αυτοκριτική και συλλογική κριτική. Τέλος, η υπεράσπιση και τήρηση των συλλογικά αποφασισμένων χαρακτηριστικών και αρχών λειτουργίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στράτευσης των μελών της οργάνωσης, τα οποία είναι οι φορείς τους και αποτελούν την μόνη «ασφαλιστική δικλείδα» για την εφαρμογή τους στο πνεύμα των επαναστατικών αρχών και του προγράμματος της οργάνωσης. Στη βάση των προηγούμενων, η Πρωτοβουλία μας μετά και τη συζήτηση των βασικών αυτών αρχών και χαρακτηριστικών στις επιτροπές και το δυναμικό που συσπειρώνεται, θα διατυπώσει στην πορεία για τη δημιουργία της νέας οργάνωσης και το σχέδιο καταστατικού-αρχών λειτουργίας που θα συζητηθούν στο ίδιο το ιδρυτικό της συνέδριο.
Ζούμε στην εποχή των «τεράτων» είχε γράψει ο Γκράμσι, στην εποχή που το «παλιό» αρνείται να πεθάνει και το «νέο» δυσκολεύεται να γεννηθεί. Σε αυτή την περίεργη, μεταβατική εποχή των «τερατογεννέσεων», που απειλούν την ύπαρξη και την πρόοδο των ανθρώπινου πολιτισμού και του φυσικού περιβάλλοντος, εμείς καλούμαστε να συμβάλουμε στην κατίσχυση του παλαιού και την επικράτηση την «νιότης» του κόσμου, της νέας ελπίδας για την κοινωνική απελευθέρωση. Εύλογα βεβαίως προκύπτουν κάποια ερωτήματα: Η νέα, ανώτερου τύπου οργάνωση που επιδιώκουμε, ως στρατηγική απάντηση των εκμεταλλευμένων σε αυτή την τρομακτική, ολοκληρωτική μετεξέλιξη του καπιταλισμού, είναι συμβατή με τα χαρακτηριστικά που τείνουν να κυριαρχήσουν στην καθημερινότητα της ζωής των εργαζομένων; Η πρότασή μας για την ανώτερου τύπου συλλογική οργάνωση και ζωή γειώνεται τελικά με την υλική βιούμενη πραγματικότητα; Ή μήπως είναι μια ιδεαλιστικού τύπου δική μας «εμμονή», καταδικασμένη αν όχι στην αποτυχία, να σέρνεται όμως ξέπνοη
της ύλης), μέσα στην γενική κανονικότητα του σύμπαντος να ρέπει προς την αταξία. Τούτο βεβαίως αν μας διαφεύγει η λειτουργία των βαθύτερων μηχανισμών συμμετρίας, που συνδέουν αυτά τα φαινόμενα, μέσα από την διαλεκτική ενότητα των αντιθέτων.
Στο φυσικό κόσμο π χ με δεδομένο-παρατηρούμενο το νόμο αύξησης της εντροπίας της ύλης, στη μεγάλη εικόνα, ενώ βλέπουμε τη διάχυση της αταξίας σε αυτόν, ταυτόχρονα παρατηρούμε να καταγράφεται μια αντίρροπη τάση σε τοπικότερο επίπεδο, όπως με την συμπύκνωση-συγκρότηση των αερίων νεφών σε γαλαξίες, την δημιουργία σταθερών συνθηκών σε πλανήτες που ευνοούν την εμφάνιση και διατήρηση της ζωής και τέλος την ανάπτυξη συνείδησης μέσα σε αυτήν, ως αποτέλεσμα μιας εγγενούς τάσης της ύλης, να αντιτίθεται μέσω της σε ανώτερο επίπεδο οργάνωσης και συγκρότησης της, στο «θερμοδυναμικό της θάνατο». Στις κοινωνίες μας λοιπόν αντίστοιχα, παρατηρείται στις μέρες μας, ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός στην προσπάθειά του για ανάταξη των ποσοστών κερδοφορίας, να επιτίθεται και να διασπά την ενότητα της εργατικής τάξης στην υλική της βάση, εκεί που αντικειμενικά συγκροτείται, στο περιβάλλον της εργασίας. Οι διαρκώς μεταβαλλόμενες, διαφοροποιημένες εργασιακές σχέσεις, οι διαφορετικές συνθήκες εργασίας ακόμη και ο εξατομικευμένος πολλές φορές χώρος εργασίας για τους εργαζόμενους (από το σπίτι), ανατρέπει την παραδοσιακή εικόνα του μεγάλου εργοστασίου που ήταν ευνοϊκότερο περιβάλλον για την συγκρότηση της ταξικής συνείδησης. Ακόμη κι η όξυνση των δευτερευουσών καταπιέσεων του επαναστατικού υποκειμένου, (πχ φυλετική, εθνική, έμφυλη και λοιπές καταπιέσεις), μη μας διαφεύγει άλλωστε ότι βρισκόμαστε σε πολύ βαθιά κρίση και στο εποικοδόμημα της κοινωνίας, παλιές, προ-υπάρχουσες του καπιταλισμού καθώς και νέες μορφές καταπίεσης. Εδράζονται και λειτουργούν κι αυτές πάνω στην ίδια υλική οικονομική βάση εκμετάλλευσης, σχετιζόμενη με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και όλες μαζί ευνοούν αυτή τη διάσπαση και την ανάπτυξη της βολικής «ατομικής» επιδίωξης, τον ανταγωνισμό επιβίωσης μεταξύ των αποξενωμένων εργαζόμενων προς όφελος φυσικά των εργοδοτών, δυσκολεύοντάς τη δυνατότητα των εργαζόμενων να ορθώσουν τη ματιά τους προς την κοινωνική τους απελευθέρωση. Αντίρροπα βέβαια αυτή η ίδια η τάση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού για την άμεση υπαγωγή στο κεφάλαιο
πυροδοτικοί μηχανισμοί ριζοσπαστικοποίησης και ανοίγουν νέα πεδία ενοποίησης της εργατικής συνείδησης. Σε αυτό τον ατομικό δρόμο επιβίωσης που καλεί και επιβάλλει το κεφάλαιο στον εργαζόμενο, ανεξάρτητα από τις όποιες επιμέρους ικανότητες του, ανοίγουν δύο επιλογές. • Η μια επιλογή είναι η αποδοχή του ατομικού μονόδρομου, που τον οδηγεί να βιώνει ως αποτέλεσμα της έντασης της εκμετάλλευσής του, την ουσιαστική και σταδιακή αποξένωση από τους συναδέλφους του, στην εσωτερίκευση της ευθύνης για κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζει, στην αυτό-ενοχοποίηση από την μη κατάκτηση των διαρκώς πιο απαιτητικών προδιαγραφών, άρα και της όποιας «αποτυχίας» και εν τέλει την κοινωνική περιθωριοποίηση, την μοναξιά, μέχρι την παραίτηση και την κατάθλιψη. • Η άλλη επιλογή είναι η απόρριψη αυτού του μονόδρομου, η συλλογική αντιμετώπιση του βιοτικού του εκβιασμού. Είναι η οργανωμένη συλλογική απάντηση, η σταδιακή διασύνδεση του προσωπικού με το συλλογικό συμφέρον, η ανάπτυξη της αλληλεγγύης, η συγκρότηση κοινών επεξεργασιών, οραμάτων η προώθηση της κοινής δράσης, το συλλογικό μοίρασμα της εμπειρίας, από τις ήττες και τις νίκες της συλλογικής μάχης-διεκδίκησης, η ανώτερου τύπου τελικά οργάνωση της πάλης του σε κάθε ένα επίπεδο του τρίπτυχου του εν δυνάμει επαναστατικού υποκειμένου, συνδικαλιστικό πολιτικό και κομματικό. Γεγονός που τελικά θα αποτελέσει την απαρχή για την αμφισβήτηση και τελικά την κατάργηση κάθε τέτοιου εκμεταλλευτικού μηχανισμού. Όσο σπουδαίος κι αν αισθάνεται κανείς σήμερα έξω από το συλλογικό γίγνεσθαι, για το σύστημα είναι διαχειρήσιμος, μοιάζει σαν ένα «τίποτα» και στην περίοδο της κρίσης, αυτό μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητό από ποτέ, στην κάθε μια και κάθε έναν. Β. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ
διαμορφώθηκαν κυρίως από τη δεκαετία του 80 και εδώ, ως συνέπεια της βίαιης προσαρμογής στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό. Φτάνουμε λοιπόν και στο ερώτημα για την δική μας προσπάθεια, που δεν είναι άλλο από την ανίχνευση, την περιγραφή των βημάτων κα των χαρακτηριστικών του τρόπου οργάνωσης του πολιτικού υποκειμένου. Ένας τρόπος που θα μπορεί να συνδυάζει την καθημερινότητα, τη πολιτική τακτική μας, με την υπηρέτηση του στρατηγικού σκοπού (το μέσο δηλ για να ενοποιείται, το κάθε φορά πολιτικό σχέδιο με τον στρατηγικό επαναστατικό στόχο και προς όφελος του). Με μεγαλύτερη ακρίβεια θα μπορούσαμε να πούμε, ότι θέλουμε μια καθημερινότητα, που ενώ θα αποτελεί για τα μέλη του κόμματος μια περιοχή στην οποία μπορούν να αναπνέουν έναν άλλον αέρα ελευθερίας, επικοινωνίας και πνευματικής ανάτασης, ταυτόχρονα θα αναπτύσσουν συγκεκριμένη αποφασιστική δράση για πολιτικούς στόχους που θα υπηρετούν τον στρατηγικό μας σκοπό, την επαναστατική ανατροπή δηλ του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας χωρίς καμιάς μορφής εκμετάλλευση. Ενοποιητικό μας στοιχείο είναι η κοινή δέσμευση τόσο στο στρατηγικό μας σκοπό, όσο και στη τακτική που το υπηρετεί, στο πολιτικό μας σχέδιο δηλαδή για το σήμερα. Γενική συγκροτητική μας αρχή η εργατική δημοκρατία, με συστατικά της: • Την ενότητα σκοπών: την ολόπλευρα δημοκρατική ελεύθερη συζήτηση μεταξύ μας, που συγκλίνει στην συνειδητή συνδιαμόρφωση- συναποδοχή και συνυποστήριξη ενός κομμουνιστικού προγράμματος. • Την ενότητα δράσης: Με την αρχή της πλειοψηφίας ως βάση, με συνειδητή αυτοπειθαρχία αποφασίζουμε, δοκιμάζουμε με το δεσπόζον κριτήριο της πράξης, κρίνουμε, βελτιώνουμε, διορθώνουμε, ανατρέπουμε και προχωρούμε. Είναι φανερό ότι δε μιλάμε για κάτι «απλό», εύκολο, ή που δεν έχει με διάφορους τρόπους ξαναειπωθεί. Μιλάμε όμως για κάτι αναγκαίο που για πρώτη φορά φαίνεται να είναι και αντικειμενικά
Β1. Για μια νέα ποιότητα στράτευσης Η στράτευση αποτελεί δέσμευση στη ζωή και τη δράση για ένα σκοπό, όπως αποτυπώνεται στο πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που χρειάζεται να έχει τη συνειδητή υποστήριξη των μελών του κόμματος. Στη βάση αυτή, οι αρχές οργάνωσης και λειτουργίας της νέας οργάνωσης κομμουνιστικής απελευθέρωσης απορρέουν πρωτίστως από τον χαρακτήρα των καθηκόντων και των σκοπών της. Ως εκ τούτου, οι αρχές λειτουργίας δεν είναι ένα στατικό και «νομικό» σύνολο κανόνων, αλλά αναπτυσσόμενες αντιλήψεις και πρακτικές που αποτυπώνονται και σε συλλογικά αποφασισμένους και αποδεκτούς κανόνες που διέπουν την κοινή συλλογική ζωή, δράση και ανάπτυξη της ζωντανής οργάνωσης-κόμματος σε διαλεκτική ενότητα με το προγραμματικό περιεχόμενο της. Η στράτευση στους σκοπούς, άρα και η ολόπλευρη συμμετοχή για την προώθησή τους, υπερβαίνουν την μερική, ατομική και κατακερματισμένη «συμμετοχή στην πολιτική» που είναι χαρακτηριστικό της αστικής και ρεφορμιστικής αντίληψης, γιατί η ενότητα σκοπών και μέσουοργάνωσης, αναπτύσσει και εξελίσσει τόσο την προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου που συμμετέχει στην οργάνωση, όσο και την ανάπτυξη και εξέλιξη της ίδιας της οργάνωσης, ειδομένης ως υλικό οργανισμό προώθησης των σκοπών και στόχων του προγράμματος. Τι σημαίνουν πρακτικά όλα αυτά; 1. Συνειδητή συνολική στράτευση στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, εφόρου ζωής κι όχι σε επί μέρους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής μας ζωής. Δεν αντιλαμβανόμαστε τη στράτευσή μας τοπικά στο χώρο και το χρόνο δηλ, απλά και μόνο με κινηματικά ή συνδικαλιστικά χαρακτηριστικά και για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, που τελειώνει όταν αλλάζουν τα κοινωνικά και εργασιακά μας δεδομένα. (Πχ ένας φοιτητής να επανέρχεται στην πρότερη μη οργανωμένη ζωή όταν πάρει πτυχίο). • Αρμονικός συνδυασμός της προσωπικής-επαγγελματικής ζωής με τη συλλογική ζωή και δράση. Δε μπορεί το κάθε μέλος πχ να αφήνει την κομματική του ιδιότητα, την επαναστατική του στάση στη δουλειά
• Ανάπτυξη ενός ισχυρού, καθολικού δεσμού συντροφικότητας ανάμεσα στα μέλη του κόμματος. Ιδανικές καταστάσεις γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχουν, όμως η ανάπτυξη της «συντροφικότητας» μεταξύ των μελών λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στην προσπάθεια αυτή, αποτελεί ένα αδιαφιλονίκητο βοηθό με ανεκτίμητη αξία. Β2. Η εσωτερική ζωή μιας κομμουνιστικής οργάνωσης Ουσιαστικά μιλάμε για όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διέπουν τη λειτουργία, τους κανόνες, τις αρχές, το ήθος και την κουλτούρα που καλλιεργείται, που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της. Τα χαρακτηριστικά εκείνα που εκπαιδεύουν, διαπαιδαγωγούν, διαμορφώνουν, εμπνέουν και μετασχηματίζουν τις συμπεριφορές και τους χαρακτήρες των συντροφισσών και συντρόφων συγκροτώντας ένα πρωτόλειο παράδειγμα, ένα πρόπλασμα, ένα χονδροειδές προεικόνισμα της νέας ελεύθερης κομμουνιστικής κοινωνίας που ονειρευόμαστε και για την οποία αγωνιζόμαστε. Δηλαδή, μιλάμε για μια επαναστατική οργάνωση που με τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας της, με τις σχέσεις που οικοδομεί στο εσωτερικό της αλλά και μέσα στο μέτωπο και το κίνημα, με τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους εργαζομένους, με το πρότυπο ανθρώπουκομμουνιστή αγωνιστή που διαμορφώνει, με την ηθική και τις αξίες που αποπνέει και προάγει, οφείλει να τείνει προσομοιάζοντας διαρκώς σε αυτό που επαγγέλλεται. Θα δοκιμάζεται δε και θα κρίνεται κάθε στιγμή για την ποιότητα της λειτουργίας και των συλλογικών σχέσεων που διαμορφώνει εσωτερικά, αλλά και στο μέτωπο και τους αγώνες, σε κάθε δομή και συγκρότηση στην οποία συμμετέχει. Αυτό είναι φυσικά συνάρτηση εκείνων των χαρακτηριστικών που εκτιμούμε ως σημαντικά, ως απαραίτητα να διέπουν την καθημερινότητα των μελών μας, συμβάλλοντας στην ενοποίηση βούλησης και πράξης. Χαρακτηριστικά δηλαδή ικανά να αναγνωρίζονται διαρκώς στο χαρακτήρα, τη σκέψη και τη δράση κάθε συντρόφισσας/φου. Τέτοια χαρακτηριστικά οφείλουν να είναι:
• η ανάληψη ευθυνών από όλες κι όλους, σε όλο φάσμα των δραστηριοτήτων, που ατροφεί και αποκλείει την ανάδυση κάθε τάσης ανάθεσης σε «ειδικούς», κάθε τάση υποκατάστασης των πολλών από τον «έναν». • ο εξοπλισμός με σύγχρονες επεξεργασίες, από την ελληνική και διεθνή διανόησηβιβλιογραφία,
της
ενότητας δράσης.
η συμμετοχή, η δράση αλλά και η έμπνευση με εκείνα τα ιδανικά που βοηθούν σε μια μόνιμη, διαρκή στράτευση ζωής, στον αγώνα για μια απελευθερωτική κομμουνιστική κοινωνία, είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας υγιούς εσωτερικής ζωής της οργάνωσης. Μέσα σε αυτήν το κάθε μέλος βοηθά και βοηθιέται, διαπαιδαγωγεί με το παράδειγμά του και διαπαιδαγωγείται από τους άλλους, προωθεί την οργάνωση με τις απόψεις του και προωθείται από το συλλογικό, σε μια ανώτερου επιπέδου συγκρότηση της προσωπικής συνείδησης, αρμονικά συνδεδεμένης με τη συλλογική συνείδηση του κόμματος συνολικά αλλά και της τάξης κατ’ επέκταση. Είναι η στρατηγική συμφωνία στο «μεγάλο», στον ανώτερο στόχο της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, που οδηγεί συνεπαίρνει και καθοδηγεί στην σύγκλιση, στην σύνθεση και στη συν διαμόρφωση. Είναι η ανάγκη της υπηρέτησής του με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, και η αντίληψη της δημιουργικής συμβολής όλων των διαφοροποιημένων οπτικών, που παρά τις επί μέρους διαφωνίες, οφείλει να μας πείθει-εξασφαλίζει ότι δεν θα κυριαρχεί
Ένα τέτοιο δέσιμο που θα εξασφαλίζει την αμοιβαία εμπιστοσύνη που χρειάζεται ώστε να αποθέτει το ένα μέλος στο άλλο τη φύλαξη των νώτων του, σε κάθε φάση που η ταξική πάλη και η όξυνση της ταξικής σύγκρουσης το απαιτεί. Είναι παράλληλα αυτή η συντροφική αλληλεγγύη που αναπτύσσεται η πιο βαθιά και πιο πλατεία στήριξη σε κάθε σύντροφο ή συντρόφισσσά μας, που δεν πρέπει ούτε να αισθάνεται κι ούτε να μένει μόνη/ος σε κάθε διαφορετική φάση του οικονομικού και κοινωνικού αγώνα. Το αίσθημα εκείνο που συμπυκνώνει τη δέσμευση, την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια σε όλα τα συντρόφια, ότι πίσω δεν θα ξεμένει κανείς/καμιά και μπροστά δεν θα βαδίζει μόνη/μόνος. Μια τέτοια νέου τύπου κομμουνιστική οργάνωση, τέκνο των σύγχρονων αυξημένων αναγκών και δυνατοτήτων, θα ανιχνεύει και θα κατακτά κάθε μέρα μέσα από το αγώνα και τις νέου τύπου διαδικασίες που θα αντανακλώνται διαρκώς στην εσωτερική ζωή των μελών της. Μια τέτοια νέου τύπου κομμουνιστική οργάνωση είναι το μεγάλο ζητούμενο σήμερα, το ωραίο καθήκον για όλες κι όλους εμάς να συμβάλουμε δημιουργικά και δυναμικά στη συγκρότηση της. Δεκέμβριος 2022