που έχουν αντικείμενο το σύγχρονο καπιταλισμό
τάξη της εποχής μας αντίστοιχα. Οι εξελίξεις στον καπιταλισμό με την έλευση της πανδημίας του κορονοϊού, την αστική διαχείρισή της και την αποτυχία απάντησης, τον πόλεμο και την ένταση των ανταγωνισμών, η πολύπλευρη κρίση του συστήματος, συνολικά οι απαιτήσεις της ταξικής πάλης, «φωνάζουν» –άλλοτε δυνατά και άλλοτε υπόκωφα, αλλά σίγουρα αντικειμενικά – ότι «αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει»! Ο καπιταλισμός αλλάζει διαρκώς, ενίοτε με μεγάλες τομές, αλλά πάντα για να μείνει τραγικά ίδιος ως προς την βασική εκμεταλλευτική – καταπιεστική του ουσία. Για την ανάγνωση του Καπιταλισμού της εποχής μας με στόχο την ανατροπή του, αναλύουμε και συζητάμε τις συνθήκες και διαμορφώνουμε το περιεχόμενο μιας νέας κομμουνιστικής απάντησης
• Τάσεις και διεργασίες στον καπιταλισμό μετά την πανδημία και τον πόλεμο –Εισήγηση: Βασίλης Μηνακάκης, επιμελητής εκδόσεων, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Τετράδια Μαρξισμού»……………… σελ. 4 • Γεωπολιτικές ανακατατάξεις, ανταγωνισμοί, πόλεμος και το αύριο της καπιταλιστικής "παγκοσμιοποίησης" - Εισήγηση: Παναγιώτης Μαυροειδής, μεταλλειολόγος μηχανικός, μέλος της γραμματείας της Πρωτοβουλίας»……………… σελ. 16 • Η εργατική τάξη στον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό - Εισήγηση: Μαρία Μπικάκη, δημοτική σύμβουλος Βύρωνα, συντ. τραπεζοϋπάλληλος. … σελ. 29
• Μετανάστες: Εργασιακές σχέσεις και πληθυσμιακή κατανομή στην Ελλάδα. Δυνατότητες και δυσχέρειες - Εισήγηση: Νίκος Πελεκούδας, υπ. Διδάκτορας κοινωνικής πολιτικής, εργαζόμενος. … σελ. 57
• Το δημόσιο στη δίνη των κρίσεων του καπιταλισμού - Αναδιαρθρώσεις και εκσυγχρονισμός για ποιους; - Εισήγηση: Χρυσούλα Μονιάκη, εργαζόμενη και μέλος Δ.Σ. Σωματείου εργαζομένων στην ΕΛΣΤΑΤ. … σελ. 77
να εξελιχθεί
δηλαδή
έτσι είτε όχιγίνεται αφετηρία μιας σειράς τάσεων και εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα. Η αποκρυστάλλωση αυτών των εξελίξεων δεν θα είναι απλή ή αναίμακτη –μεταφορικά και κυριολεκτικά- υπόθεση, θα δρομολογηθεί σε ένα έδαφος δυναμιτισμένο από κάθε λογής αντιθέσεις και ανταγωνισμούς και θα αποτελεί όχι την εφαρμογή κάποιου σχεδίου που κατάστρωσε κάποιο αστικό επιτελείο –όχι πως δεν υπάρχουν και τέτοια- αλλά τη συνισταμένη «εκατομμυρίων θελήσεων» και πολλαπλών συγκρούσεων εντός του αστικού στρατοπέδου και αυτού του στρατοπέδου με την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα και εκμεταλλευόμενα στρώματα. Τέσσερις παράγοντες καθορίζουν την καμπή αυτή: Ο πρώτος είναι οικονομικός,
Η εκδήλωση αλλά και ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας, από τη μια, αλλά και ο πόλεμος στην Ουκρανία –δηλαδή, όσα προηγήθηκαν της ρωσικής εισβολής, αυτά που εξελίσσονται από τις 24 Φεβρουαρίου, και όσα επακολουθήσουν- αποτελούν εκδηλώσεις αυτού του κουαρτέτου παραγόντων και δρομολογούν διεργασίες σημαντικές σε καθέναν τους, αλλά και σε όλους μαζί. Ας τους δούμε αναλυτικά, έναν ένα: Και πρώτα τον
συνέχεια ονομάστηκε COVID-19, ο καπιταλιστικός κόσμος έμοιαζε να έχει αφήσει πίσω του την κρίση που εκδηλώθηκε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, στις 15 Σεπτεμβρίου 2008. Το είχε πετύχει με μια σειρά παρεμβάσεις, με πλέον χαρακτηριστικές τα τεράστια πακέτα κρατικής στήριξης σε επιχειρήσεις, τα εργασιακά και δημοσιονομικά μέτρα μνημονιακού χαρακτήρα, τη λαιμητόμο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και τη διεύρυνση της πλανητικής παραγωγής και εμπορίας προϊόντων από τις πολυεθνικές μέσω των εφοδιαστικών αλυσίδων. Αν και είχε υπερβεί τον κρισιακό βούρκο, όμως, δεν είχε κατορθώσει να βρεθεί σε λεωφόρους κερδοφορίας, ούτε να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης αξιόλογους, που να εμπνέουν αισιοδοξία και σιγουριά – πολύ περισσότερο ρυθμούς συγκρίσιμους με εκείνους της χρυσής μεταπολεμικής τριακονταετίας ή έστω της περιόδου 1990-2008.
περισσότερο με την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην οποία προχωρούν πολλές χώρες μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ένα ακόμη στοιχείο: ο δημόσιος δανεισμός από 70% του ΑΕΠ το 2007 έφτασε στο 124% το 2020. Και οι δύο δείκτες αποτυπώνουν μια ανάκαμψη αναιμική και ευάλωτη. Σε αυτή την οικονομία η πανδημία και ο πόλεμος επέφεραν επιπλέον καίρια πλήγματα. Πλήγματα των οποίων η βαρύτητα είναι δυσανάλογα μεγάλη, ακριβώς επειδή οι όροι υπέρβασης της κρίσης εκείνης ήταν εύθραυστο, σαθροί και οι ενδογενείς αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού τεράστιες. Αν ήταν αλλιώς, η οικονομική ανθεκτικότητά του θα ήταν σημαντικότερη. Προκύπτει ένα ερώτημα: πού οφείλεται αυτό; Από οικονομική στενά άποψη, οφείλεται σε ένα διπλό πρόβλημα στην καπιταλιστική κερδοφορία: πρόβλημα και στην παραγωγή υπεραξίας και στην πραγμάτωσή της (την πώληση, δηλαδή, των κάθε είδους εμπορευμάτων, εμπράγματων ή μη). Και αυτό πώς προκύπτει; Η τεχνολογική έκρηξη των τελευταίων χρόνων, με όλες της τις διαστάσεις (αυξημένη χρήση ρομπότ και αυτοματοποίηση της παραγωγής, τομή στις επικοινωνίες και τις ψηφιακές υποδομές, διαδίκτυο των πραγμάτων, αντικειμενοποίηση κι ενσωμάτωση στα μέσα παραγωγής μιας σειράς εργασιών κ.λπ.) έχει οδηγήσει σε άνοδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, γεγονός που υπονομεύει σε βάθος χρόνου το μέσο ποσοστό κέρδους, δυσκολεύει την αξιοποίηση συσσωρευμένων κεφαλαίων με αποδεκτό γι’ αυτά κέρδος. Μπορεί αυτή η τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους να αναχαιτίζεται πρόσκαιρα (με μέτρα σαν αυτά που επέβαλαν τα μνημόνια),
Τo αποδεικνύει αυτό η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας: από 2,1% στο διάστημα 1979-2007, το διάστημα 2007-2019 ήταν 0,8%. Το αποδεικνύουν επίσης τα τεράστια ποσά που βρίσκονται σε φορολογικούς παράδεισους: περίπου 8,9 τρις δολ. στα δέκα κορυφαία (από τα 40 περίπου) offshore κέντρα του πλανήτη. Γιατί «παρκάρονται» εκεί αυτά τα κεφάλαια; Για να αποφύγουν τη φορολογία αλλά και γιατί δεν βρίσκουν πεδία αξιοποίησης με αποδεκτό ποσοστό κέρδους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 40% όλων των πολυεθνικών κερδών αντί να επανεπενδύεται,
αλλά
σαφή κατεύθυνση την αντιρρόπησή της. Χωρίς ένα σαφές σχέδιο που καταστρώθηκε από κάποιο επιτελείο, αλλά με μια σαφώς κυρίαρχη αστική γραμμή πλεύσης, η οποία αναδύεται ως κοινή λογική, ως συνισταμένη από τις δράσεις πολλών καπιταλιστών και κρατών. Βασικό στοιχείο της είναι η ένταση της εκμετάλλευσης, η πίεση των μισθών, η εξεύρεση φτηνότερου εργατικού δυναμικού. Αλλά όχι μόνο αυτό. Είναι, επίσης, η ελαστικότητα στις σχέσεις, τα ωράρια και τον χρόνο εργασίας – υπενθυμίζω εδώ τη συζήτηση εντός της αστικής ελίτ για τα συν και πλην της τηλεργασίας γι’ αυτούς ή για τη λεγόμενη «υβριδική εργασία». Υπενθυμίζω, επίσης, την ένταση με την οποία τίθεται το θέμα της διαμόρφωσης την εργασιακών ικανοτήτων – ως ειδίκευση, καταρχήν (εξού και το ενδιαφέρον για την παιδεία), αλλά και ως εργασιακή κουλτούρα (εξού και η συζήτηση περί αξιοποίησης των «θηλυκών», όπως αποκαλούνται, εργασιακών ικανοτήτων.
1990, αλλά εντατικοποιήθηκε αργότερα- ήταν οι εφοδιαστικές αλυσίδες, δηλαδή η πλανητική παραγωγή και διακίνηση εμπορευμάτων. Αυτός ο τρόπος έχει διπλό πλεονέκτημα: συνδυάζει τη μείωση του εργατικού κόστους (άρα την άντληση αυξημένης υπεραξίας) με το φτήνεμα των εμπορευμάτων, στοιχείο που τους επιτρέπει να καταναλώνονται πιο εύκολα από τους εργαζόμενους με τα μειωμένα εισοδήματα (άρα διευκολύνει την πραγμάτωση της υπεραξίας). Αν, λοιπόν, δούμε έτσι τα πράγματα, καταλαβαίνουμε ότι η φιλολογία περί «τέλους της παγκοσμιοποίησης» έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα – τουλάχιστον ως προς αυτή την πλευρά της. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες ίσως «κοντύνουν» (με τη μετατόπιση της παραγωγής), ίσως συνδυαστούν με την αυξημένη εγχώρια παραγωγή σε κάποιους κρίσιμους
ή τα αυξημένα
είναι όμως
πιθανό να εγκαταλειφθούν. Ας επιμείνουμε λίγο στην πραγμάτωση της υπεραξίας, μιας κι οι δραματικά συρρικνωμένοι, καθημαγμένοι από την ακρίβεια και χωρίς προοπτικές αύξησης μισθοί δημιουργούν και για το κεφάλαιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Στο πεδίο αυτό εκδηλώνονται μια σειρά διεργασίες. Μία από αυτές, πολύ σημαντική, είναι ο περιορισμός των αποθεμάτων, του στοκ (θα λέγαμε, του αδρανούς κεφαλαίου) και η καλύτερη αντιστοίχιση των παραγόμενων εμπορευμάτων με αυτά που καταναλώνονται. Έτσι, επιταχύνεται ο κύκλος του κεφαλαίου (το Χ-Ε-Χ΄) και επαυξάνεται η κερδοφορία του. Η άνθηση των logistics, η αξιοποίηση των big data και των αλγορίθμων επεξεργασίας τους για την παρακολούθηση αλλά και χειραγώγηση των καταναλωτικών
κεφαλαίου. Πρόκειται για επέκταση που αφορά τόσο τη γεωγραφική σφαίρα όσο και τις σφαίρες λειτουργίας των εμπορευματικών σχέσεων και που, παρά τις απόψεις του συρμού περί αναδίπλωσης στο έθνος-κράτος, το βέλος της δείχνει περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση μάλλον, με αναδιατάξεις ασφαλώς και αναπροσαρμογές, παρά αντιστροφή ή ακύρωση. Στη γεωγραφική επέκταση, την καπιταλιστική διεθνοποίηση, δεν θα αναφερθούμε – υπάρχει ειδική παρέμβαση. Θα επισημάνουμε απλώς ότι αφορά πολλές πλευρές: παραγωγή, κυκλοφορία εμπορευμάτων, ξένες επενδύσεις, χρηματοροές, ενέργεια, πρώτες ύλες, μορφές καπιταλιστικής ενοποίησης, δρόμοι ενέργειας και διακίνησης εμπορευμάτων, ψηφιακές υποδομές και πολλά άλλα. Στην επέκταση στα πεδία δράσης των εμπορευματικών σχέσεων αξίζει να στρέψουμε περισσότερο την προσοχή μας. Η εν λόγω τάση, για την οποία είχαν μιλήσει ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, επιταχύνεται και υποβοηθείται από το νέο ψηφιακότεχνολογικό περιβάλλον και αφορά την επέκταση, τη διείσδυση των εμπορευματικών σχέσεων σε κάθε πλευρά του ανθρώπινου βίου, στην κάλυψη κάθε ανθρώπινης ανάγκης (βιολογικής, πνευματικής, ψυχικής, επικοινωνίας, αναψυχής, συναναστροφής, διδασκαλίας, σωματικής ευεξίας κ.λπ.). Έκφρασή της είναι η δημιουργία ενός πλήθους εμπορεύσιμων προϊόντων (εμπράγματων ή μη, αποχωριζόμενων από τον παραγωγό τους ή μη) που καλύπτουν αυτές τις ανάγκες, εμπορευματοποιώντας ακόμη και την… ευτυχία και οδηγώντας αρκετούς να κάνουν λόγο για «συναισθηματικό καπιταλισμό». Με
«υποκείμενα» παλαιών και νέων μορφών εκμετάλλευσης, άντλησης υπεραξίας με νέους τρόπους και συνδυασμούς. Είναι ανάγκη, συνεπώς, τη συζήτηση περί υπηρεσιών και ορίων της σύγχρονης εργατικής τάξης να τη δούμε υπό αυτό το πρίσμα κι όχι αναπαράγοντας αβασάνιστα την αστική φιλολογία περί υπηρεσιών ή την οπτική του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, που θεωρούσε εργάτες μόνο ή κατά βάση τους χειρώνακτες. Μια ακόμη πλευρά με την οποία επιχειρείται να τονωθεί η καπιταλιστική κερδοφορία σχετίζεται με την κρατική παρέμβαση. Δεν θα αναφερθούμε εδώ στο κράτος γενικά –υπάρχει ειδική εισήγηση-, θα εστιάσουμε –επιγραμματικά
δόγματος περί «ελάχιστου κράτους» και υπεροχής της «ελεύθερης αγοράς» -που αποδείχθηκε ελάχιστο σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές υποδομές και παροχές, αλλά μέγιστο σε ό,τι αφορά τις ενέσεις στήριξης προς το κεφάλαιο, τις στρατιωτικές δαπάνες και τους μηχανισμούς επιτήρησης, χειραγώγησης και καταστολής-, κυρίως όμως επειδή σε τούτο το πεδίο κυοφορούνται κάποιες αλλαγές, μετά τις δυσλειτουργίες που αποκάλυψαν η πανδημία πρωτίστως, αλλά και ο πόλεμος. Σε αυτές τις αλλαγές περιλαμβάνονται οι ενέσεις οικονομικής στήριξης (ιδίως στα πιο ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου, όπως δείχνει το πού θα διοχετευθούν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης), οι ιδιωτικοποιήσεις ή η ανάθεση δημόσιου έργου σε ιδιώτες (ΣΔΙΤ), η επιδότηση θέσεων εργασίας (σε επίπεδο μισθού ή ασφαλιστικών εισφορών), η παροχή φορολογικών κινήτρων (όπως, π.χ., οι σημαίες ευκαιρίας, που αξιοποιεί ο ελληνόκτητος στόλος, κορυφαίος στον κόσμο, αλλά με μόνο το 14% των πλοίων υπό ελληνική σημαία), η προστασίας των πατεντών (που αν αρθεί,
ανταγωνισμούς που τον διασχίζουν ως σύστημα, ως τρόπο παραγωγής, δυναμιτίζοντας κάθε προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα σταθερό και μακροπρόθεσμο πλαίσιο. Δεν αναφερόμαστε, εδώ στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, κυρίως, αλλά στις εσωτερικές αντιφάσεις της σύγχρονης αστικής τάξης πραγμάτων και στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς εντός του αστικού στρατοπέδου – ανταγωνισμούς μεταξύ κεφαλαίων της ίδιας χώρας, μεταξύ πολυεθνικών και χωρών, μεταξύ κλάδων παραγωγής και τόσες άλλες. Κι ούτε υπονοούμε ότι αυτές οι αντιφάσεις θα
και των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών όσο και η μεγάλη δυσκολία εξομάλυνσής τους στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα για να γίνει πιο κατανοητή αυτή η πλευρά. Βασικός πυλώνας η μείωση των μισθών; Ναι. Αλλά μοιραία έτσι μειώνεται η καταναλωτική δυνατότητα της κοινωνικής πλειοψηφίας, οπότε δυσκολεύεται η πώληση των εμπορευμάτων και τελικά η πραγμάτωση της υπεραξίας που έχει αντληθεί. Άλυτος γρίφος, εντός καπιταλισμού. Προσπάθεια λύσης, όπως αναφέρθηκε, ήταν οι εφοδιαστικές αλυσίδες που καταλήγουν στο να φτάνουν πιο φτηνά προϊόντα στον καταναλωτή. Όμως η πανδημία κυρίως μα και ο πόλεμος έδειξαν ότι οι αλυσίδες αυτές είναι εύθραυστες.
«δημοκρατίας» (στο οποίο αρκετοί ερωτοτροπούσαν με τον καπιταλισμό τύπου Κίνας) αναθερμαίνει τις σχέσεις του με τη Βενεζουέλα (την οποία χαρακτηρίζει αυταρχικό καθεστώς) και διχάζεται και το ίδιο, καθώς ό,τι συμφέρει τις εταιρείες υγροποιημένου αερίου των ΗΠΑ (να προμηθεύουν αυτές την Ευρώπη αντί της Ρωσίας), δεν συμφέρει άλλες αμερικανικές βιομηχανίες και φυσικά τη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, που θα επωμιστούν ένα κατά πολύ υψηλότερο κόστος ενέργειας. Μεγάλα λόγια περί κλιματικής αλλαγής, πράσινης μετάβασης –καθώς συνειδητοποιούν ότι η καταστροφή του περιβάλλοντος από τις καπιταλιστικές σχέσεις υπονομεύει μακροπρόθεσμα τη δυνατότητα ομαλής αναπαραγωγής τους με τα ακραία καιρικά φαινόμενα που καταστρέφουν καλλιέργειες, τις πυρκαγιές, την άνοδο της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων που απειλούν τουριστικές βιομηχανίες δεκαετιών, όπως της Βενετία-, στην πράξη όμως ελάχιστα πράγματα. Ελάχιστα είτε γιατί από αυτή την καταστροφή κάποιοι κερδίζουν, εμποδίζοντας την αλλαγή (π.χ. εταιρείες ορυκτών καυσίμων), είτε γιατί η ίδια η καταστροφή όπως και η προστασία έχει γίνει εμπορεύσιμο είδος (π.χ. χρηματιστήριο ρύπων), είτε γιατί εκτιμάται ότι άμεσα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος θα επιβράδυναν την καπιταλιστική ανάπτυξη και κερδοφορία είτε, τέλος, γιατί τα κονδύλια που είχαν προϋπολογιστεί για τον σκοπό αυτό απορροφήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας και θα συρρικνωθούν έτι περαιτέρω, λόγω της επιλογής αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Αλλά κι όπου γίνεται κάτι πιο ριζικό –σε καπιταλιστική βάση, εννοείται-, όπως η
δημόσια χρέη που κατείχαν οι κεντρικές τράπεζες είχαν φτάσει τα 12 τρις δολ. το 2020, ποσό δωδεκαπλάσιο σε σχέση με το 2008. Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει και αρκετά άλλα ανάλογα παραδείγματα. Γιατί όντως, υπάρχουν πολλά. Ακόμη και αυτά που παρατέθηκαν, ωστόσο, αρκούν για να αναδειχθεί το βασικό: όντας ένα σύστημα που βασίζεται στο κέρδος και τον ανταγωνισμό, στην αναρχία της παραγωγής σε πανκοινωνικό επίπεδο και στην ιδιοτέλεια, κι αγνοώντας την αμοιβαία επωφελή συνεργασία, ο καπιταλισμός –πολύ περισσότερο ο σύγχρονος
τη θέση του σε ένα άλλο σύστημα, που θα κινείται με εντελώς άλλες αρχές και κριτήρια και ακριβώς γι’ αυτό θα έχει τη δυνατότητα να επιλύσει τις αντιφάσεις αυτές. Και είναι τούτο ένας από τους λόγους που φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη και τη δυνατότητα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Θα προσπεράσω τον τρίτο, τον γεωπολιτικό παράγοντα της παρούσας καμπής, και θα περάσω κλείνοντας στον τέταρτο, τον ιδεολογικό-πολιτικό. Και σε αυτό το πεδίο, ο αστικός κόσμος μοιάζει να βιώνει μια δυσεπίλυτη αντίφαση: από τη μια δεν αισθάνεται κάποια πραγματική πολιτική απειλή από κάποιον επικίνδυνο ή εν δυνάμει επικίνδυνο αντίπαλο. Ούτε τα λατινοαμερικάνικα πειράματα, ούτε η «αριστερά» τύπου ΣΥΡΙΖΑ ή Χιλής, ούτε κόμματα σαν το ΚΚΕ αντιπροσωπεύουν πραγματική απειλή. Ούτε και οι στιγμιαίες κοινωνικές εκρήξεις, έτσι νέτες σκέτες, χωρίς αλληλεπίδραση με μια ευρύτερη ριζοσπαστικήαντικαπιταλιστική πολιτική, με ένα ευρύτερο
Ας σταθούμε λίγο στα βασικά στοιχεία της αστικής ιδεολογίας: τον ανταγωνισμό, την ελεύθερη αγορά, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, την ατομική ελευθερία. Τι διαπιστώσουμε εδώ; Ότι τα τελευταία χρόνια αποκαλύφθηκε πόσο κενά από ουσιαστικό περιεχόμενο ήταν αυτά τα συνθήματα και ότι, εξ αυτού, οξύνθηκαν πολύ ορισμένες αντιφάσεις της αστικής ιδεολογίας. Το γεγονός αυτό δυσκολεύει ακόμη περισσότερο –χωρίς όμως να ακυρώνει πλήρως- τις προσπάθειές της για ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών: – Από τη μια, δηλαδή, οι όρκοι πίστης
κ.λπ. – Από τη μια οι ύμνοι στην ατομική ελευθερία, το άτομο-πολίτη, την ιδιωτικότητα, τα προσωπικά δεδομένα και από την άλλη ο βιασμός τους εν μέσω πανδημίας, με την ψηφιακή επιτήρηση κ.λπ. Ένας βιασμός που απογειώνεται και πλέον κάθε άλλο παρά αποτελεί «κατάσταση εξαίρεσης», με απόληξη τη μετατροπή της ατομικής ελευθερίας σε κενό γράμμα. – Από τη μια η προσήλωση στην ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό, που δήθεν φέρνουν πρόοδο, βελτιώνουν τις υπηρεσίες και μειώνουν τις τιμές, από την άλλη η πραγματικότητα των άγριων αυξήσεων στην απελευθερωμένη αγορά ενέργειας και η διαπίστωση πως η μάχη με την πανδημία δόθηκε όχι από τον πανάκριβο και προσπελάσιμο από λίγους ιδιωτικό
– Αποσυνδέοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική πλειονότητα με την κοινή τους και ταυτισμένη με το σύστημα αιτία και θεωρώντας ως υπεύθυνους τους ανεύθυνους ανθρώπους γενικά, κάποιους κακούς επιχειρηματίες, τους μετόχους, τις ακρότητες/υπερβολές της αγοράς, την έλλειψη ρυθμίσεων κ.ά. – ακόμη και την… κακοποίηση του Φρίντμαν. – Κι επιχειρώντας να σκιαγραφήσει έστω μια κάποια καλύτερη προοπτική. Εδώ εντάσσονται οι συζητήσεις περί «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», «συμπεριληπτικού καπιταλισμού» ή «καπιταλισμού των ενδιαφερομένων» κ.λπ. Θα φέρουν αποτελέσματα αυτές τους οι προσπάθειες; Δύσκολο να προβλεφθεί. Αυτό, ωστόσο, που μπορεί
στον ολοκληρωτικό
ενισχυθεί σημαντικά. Παρέμεινε βασική κατεύθυνση του κεφαλαίου –ιδιαίτερα του πολυεθνικού- και μετά την κρίση του 2008-9, παρότι η ίδια η διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου λειτούργησε ως μηχανισμός διάδοσης και γενίκευσης εκείνης της κρίσης. Ακριβώς γιατί είναι μια διαδικασία άρρηκτα συνδεδεμένη με τις εγγενείς τάσεις αναζήτησης μειωμένου εργατικού κόστους, πρώτων υλών, νέων αγορών, ευκαιριών τοποθέτησης πλεονάζοντας κεφαλαίου σε εποχή πτωτικής τάσης για τα ποσοστά καπιταλιστικών κερδών. Η τάση αυτή εξελίσσεται μέσα από πολλούς μηχανισμούς και διαδικασίες όπως ξένες άμεσες επενδύσεις, χρηματοοικονομικές ροές, ροές εμπορευμάτων, εργατικού δυναμικού, πληροφοριών και άλλες. Υλοποιείται από πολλά «υποκείμενα» όπως πολυεθνικές πολυκλαδικές επιχειρήσεις
Το ξέσπασμα της πανδημίας τροποποίησε αρκετά δεδομένα, καθώς η έως τότε μορφή «παγκοσμιοποίησης» αποδείχθηκε παράγοντας που επιτάχυνε τη γενίκευση της πανδημίας αλλά επιβράδυνε την αντιμετώπισή της, ενώ παράλληλα αποδείχθηκαν «ευπαθή» κάποια από τα σημεία που προ πανδημίας παρουσιαζόντουσαν ως «ισχυρά χαρτιά» της (π.χ. εφοδιαστικές αλυσίδες). Επίσης, ήρθαν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση οι γεωπολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις των μεγάλων κυρίως «παικτών» της. Δρομολογούνται μια σειρά διεργασίες, που ακόμη δεν έχουν πλήρως αποκρυσταλλωθεί. Η πρώτη αφορά τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, που είναι στην πραγματικότητα αλυσίδες παραγωγής και διακίνησης εμπορευμάτων (ή τμημάτων τους), πρώτων υλών και καυσίμων, αλλά και ταυτόχρονα αλυσίδες υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και λεηλασίας της γης και των φυσικών πόρων –δηλαδή, αλυσίδες απόσπασης υπεραξίας και συμβολής στην πραγμάτωσή της υπεραξίας (μέσω της πώλησης των προϊόντων). Αυτές οι αλυσίδες αποτέλεσαν στην προ πανδημίας φάση ατμομηχανή της τάσης για καπιταλιστική διεθνοποίηση. Αυτό έγινε διότι έδιναν τη δυνατότητα κερδοφόρας τοποθέτησης υποαξιοποιούμενων κεφαλαίων σε μεγάλο βαθμό λόγω
Ωστόσο, αυτές οι ίδιες οι εφοδιαστικές αλυσίδες από σημαία του κεφαλαίου και της διεθνοποίησης αποδείχτηκαν και αδύναμοι κρίκοι τους. Ας θυμηθούμε μόνο τι επιπτώσεις είχε απλά και μόνο η προσάραξη ενός πλοίου της Evergreen στη διώρυγα του Σουέζ. Άλλο παράδειγμα: Η πανδημία ξέσπασε στη Wuhan της Κίνας που οι περισσότεροι δεν είχαμε καν ακουστά. Βρέθηκαν όμως 51.000 παγκόσμιες επιχειρήσεις να έχουν τουλάχιστον 1 προμηθευτή α’ επιπέδου στη Wuhan, ενώ υπήρχαν συνολικά 5 εκ επιχειρήσεις του είχαν 1 τουλάχιστον
το πλαίσιο για την εκδήλωση της COVID-19 και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό το πλαίσιο για την ταχύτατη μετάδοση και εξέλιξή της. Η ταχύτητα και η χρονική σειρά της μετάδοσης της πανδημίας συνδέονται με τη δομή των παγκόσμιων επικοινωνιών των ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων παραγωγής. Η covid-19 εμφανίστηκε στην Ασία, για να κινηθεί άμεσα στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες με την υψηλότερη διασύνδεση και στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο. Η πρώτη φάση της πανδημίας έπληξε κυρίως τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες. Αντίθετα, χώρες λιγότερο ανεπτυγμένες αρχικά έμειναν σχεδόν ανέπαφες. Η εικόνα αντιστράφηκε πλήρως στα επόμενα κύματα της πανδημίας, όταν αυτή ξέφυγε. Διατυπώνεται η άποψη ότι ίσως το κεφάλαιο
μπορούν να αντέξουν την αύξηση της τιμής των προϊόντων που η παραγωγή τους θα γίνεται «εντός έδρας» και όχι σε περιοχές πολύ χαμηλού εργατικού κόστους. Έτσι, λοιπόν, η έως τώρα συζήτηση αφορά κυρίως το «κόντεμα» του μήκους των αλυσίδων αυτών με την αναζήτηση πιο κοντινών περιοχών φτηνού και πάλι εργατικού κόστους. Έτσι βλέπουμε ευρωπαϊκές εταιρείες να αναζητούν εντονότερα δραστηριοποίηση πχ. σε Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία κλπ. Επίσης τον τελευταίο χρόνο, πολλά μεγάλα επιχειρηματικά ονόματα των ΗΠΑ εγκαθίστανται στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, με αποτέλεσμα να έχει ενοικιαστεί το 98% του χώρου για ανέγερση βιομηχανικών ακινήτων και οι τιμές της γης να έχουν αυξηθεί 20%. Τα όποια προβλήματα στη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων, πολιτικές στιγμές με άρωμα “επιστροφής εντός των εθνικών ορίων” όπως το BREXIT ή η εκλογή του Τράμπ με σύνθημα America First, η αναγκαστική προσφυγή στην περίοδο της πανδημίας στον «αναπνευστήρα» της κρατικής ενίσχυσης, οι συγκρούσεις για τους ενεργειακούς πόρους και δρόμους κ.λπ., αποτυπώνουν τάσεις κρίσης και επιβράδυνσης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όχι όμως αντιστροφής της. Αποτυπώνουν την ενίσχυση των τάσεων ανταγωνισμού καπιταλιστικών κέντρων, την κρίση ενός ορισμένου μοντέλου που σχετίζεται με τον κυρίαρχο ρόλο των ΗΠΑ και τη Δύσης γενικά, αλλά και μαρτυρούν την ανάδυση νέων παικτών και συσχετισμών για την ευρύτερη και βαθύτερη καπιταλιστική
Ο κλονισμός της ηγεμονίας των ΗΠΑ γίνεται ταυτόχρονα με την ορμητική οικονομική αλλά και γεωπολιτική ανάδυση της Κίνας, αλλά και άλλων αναπτυσσόμενων και πολυπληθών κρατών Νότου και Ανατολής. Το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμιο ΑΕΠ από 3,4% το 1990 και 17,4% το 2019, αναμένεται να φτάσει στο 21,4% το 2024. Αντίστοιχα, το μερίδιο των ΗΠΑ και της Ευρώπης από 20% και 21,2% το 1990, έπεσε στο 16% και 15% το 2019, ενώ αναμένεται να φτάσει στο 14,3% και 13,9% το 2024. Εκτός από την ποσοτική ανάπτυξη του κινεζικού καπιταλισμού, κρίσιμο ρόλο έχει η αναβάθμιση της Κίνας
διεθνοποίησης. Είναι φανερό ότι θα επιδιώξει ένα άλμα στη θέση της όχι μόνο οικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά. Αξιοποιεί την υποχώρηση των ΗΠΑ και εμφανίζεται ως σημαιοφόρος της «καλής παγκοσμιοποίησης», «μέσω του δίκαιου εμπορίου, και όχι του στρατιωτικού και πολιτικού εξαναγκασμού», όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ. Εμφανίζονται όμως και ενδείξεις «κούρασης» του κινεζικού καπιταλισμού, καθώς η βαθύτερη ένταξη στο διεθνές καπιταλιστικό πλέγμα τον κάνει επίσης ευάλωτο σε κρίσεις «παραδοσιακού» τύπου (χαρακτηριστική η πρόσφατη φούσκα ακινήτων με κατάρρευση εταιριών-κολοσσών). Στη διεθνή συζήτηση το δίπολο «παγκοσμιοποίηση ή “επιστροφή
Ορισμένα στοιχεία που ξεχωρίζουν: Πρώτο: Δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός καμιάς παραλλαγής χωρίς ισχυρό ρόλο του «γενικού επιτελείου» της αστικής τάξης, δηλαδή του κράτους.
Δεύτερο: δεν μπορεί κανένα αστικό κράτος να είναι αποτελεσματικό στο συνολικό του ρόλο, στη εσωτερική και τη διεθνή αρένα, στο βαθμό που δεν επιτυγχάνει τελικά κερδοφόρα εργασιακή εκμετάλλευση και πολιτική ηγεμόνευση
στη Δύση που φιλοδοξούν να «κυβερνήσουν» το κράτος. Την ίδια στιγμή, στο πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο ο συσχετισμός είναι συντριπτικός υπέρ του στρατοπέδου ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η διαμόρφωση του συσχετισμού στο γεωπολιτικό πεδίο είναι αδύνατο να προβλεφθεί με ασφάλεια. Το μόνο βέβαιο είναι ότι είμαστε ήδη στην εποχή όπου γίνεται αγώνας ζωής και θανάτου για την αποτύπωση μιας νέας ηγεμονίας στον κόσμο. Δύο μήνες πριν τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το πολεμικό αμόκ που ακολούθησε στη Δύση, στο πρώτο κείμενο εργασίας
Προς το παρόν, η στρατιωτική αντιπαράθεση με την Κίνα μοιάζει μακρινό σενάριο, ωστόσο εκδηλώνονται κινήσεις αναβάθμισης μιας επιθετικής τακτικής και στον Ειρηνικό με τη συμφωνία AUKUS, την αμφισβήτηση του status quo σε Ταιβάν και Χονγκ Κονγκ, τη συμμαχία ΗΠΑΦιλιππίνων (με αστάθεια και με Βιετνάμ) στη Σινική Θάλασσα. Στο εσωτερικό αυτού του ηγεμονικού πόλου ωστόσο, οι αντιθέσεις είναι επίσης μεγάλες. Οι ηπειρωτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία) πέφτουν σε σημαντική γεωπολιτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ, πλήττονται από το νέο «σιδηρούν παραπέτασμα» με τη Ρωσία και τον πόλεμο με την Κίνα. Η Ρωσία είναι ο κύριος προμηθευτής της ΕΕ σε πετρέλαιο (27% των εισαγωγών, στοιχεία 2019), άνθρακα (47%) και φυσικό αέριο (41%). Υποθέτοντας μείωση κατά το ήμισυ της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου και αύξηση του κόστους κατά 50% για τις νέες αποστολές από μη Ρώσους προμηθευτές (βασικά τις ΗΠΑ), ο επιπλέον λογαριασμός θα είναι 25 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022. Οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου θα ανέρχονται σε 370 δισεκατομμύρια ευρώ έναντι 60 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2019 και ευρώ 170 δισεκατομμύρια το 2021. Για να έχουμε μια σαφή εικόνα για τα πραγματικά αίτια του πολέμου στην Ουκρανία, πρέπει να θυμηθούμε τον 2ο βόρειο αγωγό αερίου που είχαν κάνει συνεταιρικά Ρωσία-Γερμανία, αλλά και τις τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές για υγροποιημένο φυσικό αέριο στις ΗΠΑ, οι οποίες φιλοδοξούν όχι μόνο να πλήξουν οικονομικά και στρατηγικά τη Ρωσία, αλλά και να καταστήσουν πιο πιστό σύμμαχο αλλά και αδύναμο πελάτη την Ευρώπη. Με λίγα λόγια: Πόλεμος των αγωγών, πόλεμος των αγορών, πόλεμος των κεφαλαίων και των ανταγωνισμών τους. Δεύτερη υπόθεση: Κατάκτηση ηγεμονίας από την Κίνα μέσα
χώρα με το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο. Κίνα και Ρωσία από κοινού μιλούν για αντικατάσταση της ηγεμονίας του Ατλαντισμού με μια «πολυπολική ηγεμονία» την οποία ήδη αποτυπώνουν με πλέγμα συμμαχιών συμφέροντος με χώρες όπως Ινδία, Βραζιλία, Πακιστάν, Ιράν, Τουρκία, ακόμη και Σαουδική Αραβία. Αν παρακολουθήσει κανείς τα ρωσικά κρατικά μέσα μετά την εισβολή στην Ουκρανία θα διαπιστώσει ότι συνδέουν τα γεγονότα αυτά με την επιλογή της Ρωσίας να μπει επικεφαλής της πρωτοβουλίας για το «τέλος της πολιτικής
ότι «το μέλλον της ανθρωπότητας βρίσκεται στα χέρια των Ρώσων στρατιωτών» (πρακτορείο RIA Novosti), όμως βασίζονται σε στρατηγικές επιλογές που προετοιμάζονται από καιρό, που έχουν αποτυπωθεί μεταξύ των άλλων με κοινές δηλώσεις Β. Πούτιν και Σι Τζινπινγκ. Ανεξάρτητα από την εξέλιξη και τις τάσεις που διαμορφώνονται, κοινό πεδίο είναι η άνοδος της πολεμικής απειλής και η έκρηξη του εθνικισμού. Η μετάβαση σε μια νέα ιστορική εποχή είναι δύσκολο να γίνει χωρίς ολοκληρωτικές ή «υβριδικές» μορφές πολέμου. Οι πόλεμοι «δι’ αντιπροσώπων» πληθαίνουν και γίνονται όλο και πιο αιματηροί. Πλέον όμως έχουμε και άμεση εμπλοκή, αλλά και ανοιχτή απειλή για χρήση των πυρηνικών όπλων (δηλώσεις Πούτιν), που είναι πολύ σοβαρή εξέλιξη. Οι πολεμικές πιστώσεις θυμίζουν παραμονές πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Η Γερμανία ανήγγειλε πολεμικές δαπάνες 100 δις. Αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 8,1% σε σχέση με φέτος προβλέπει
Ωστόσο, δεν υποχώρησαν ούτε αποδιαρθρώθηκαν αντιθέτως, μετά από επαναδιαπραγματεύσεις βαθαίνουν τον αντιδραστικό -για τον κόσμο της εργασίας- χαρακτήρα τους. Επιπλέον, με την προοπτική μιας ενεργειακής κρίσης διαρκείας και τον επανασχεδιασμό της λειτουργίας των εφοδιαστικών αλυσίδων, οι μορφές ολοκλήρωσης γίνονται πιο αναγκαίες. Στη Βόρεια Αμερική, η NAFTA βρέθηκε στο στόχαστρο τόσο του Τραμπ, όσο και του Ομπραδόρ, του νέου προέδρου του Μεξικού που εκλέχτηκαν με μια ρητορική ενίσχυσης της εθνικής κυριαρχίας.
ελέγχου της μετανάστευσης από κοινού και προς τις φτωχότερες χώρες της κεντρικής Αμερικής. Η ΕΕ ως η ανώτερη μορφή οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης στον κόσμο, γνώρισε αλλεπάλληλες κρίσεις με το χρέος των χωρών του Νότου και στη συνέχεια με το Brexit. Παράλληλα, η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων σε κυβερνήσεις στην ανατολική Ευρώπη (Ουγγαρία, Πολωνία) αλλά και σε κυβερνητικούς συνασπισμούς στη δυτική (Ιταλία, Αυστρία) επιδείνωσε την εικόνα κρίσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, η ΕΕ κατάφερε να βγει πιο ενισχυμένη από τις κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας, με παράλληλη ενίσχυση του ειδικού βάρους της Γερμανίας στο εσωτερικό της. Η επιβολή των μνημονίων και των σχετικών με αυτά «μεταρρυθμίσεων» άνοιξε τον δρόμο της βαθύτερης ολοκλήρωσης υπό την ηγεμονία του γερμανικού κεφαλαίου. Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, η ενσωμάτωση των μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και της αμφισβήτησης της ΕΕ και του ευρώ την περίοδο 2010-15 με την ήττα και συστημική
εξουσία, το φύλο, τον έλεγχο των ΜΜΕ. Η σύγκρουση αυτή, ωστόσο, μένει σε επίπεδο ρητορείας. Είναι ενδεικτικό ότι τα δύο πρόσωπα που υποτίθεται ότι πρεσβεύουν τα διαφορετικά στρατόπεδα εντός της ΕΕ, ο Μακρόν και ο Όρμπαν, ακολουθούν την ίδια πολιτική στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων
ήρθε με φιλοδοξίες
επίθεση στα κοινωνικά εργασιακά ζητήματα – για στρατηγική αναβάθμιση της θέσης της αστικής τάξης στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, πόνταρε σε ρόλο δεύτερου Ισραήλ στο πλευρό των ΗΠΑ, στις συμμαχίες πολέμου με Ισραήλ και Αίγυπτο και στα deals εξορύξεων στις διεθνείς θάλασσες σε μια ΑΟΖ (projects που είχε ανοίξει ο ΣΥΡΙΖΑ) που δεν έχει καν ανακηρυχθεί, με παράλληλο αποκλεισμό της Τουρκίας. Η στρατηγική αυτή έχει υποστεί ήδη σημαντικό πλήγμα. Η Τουρκία αναβαθμίζει τη θέση της, ισορροπώντας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, αποκαθιστά τη σχέση με το Ισραήλ και τα ΗΑΕ, αλλά ζωντανεύει επίσης και τη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με Γαλλία, ενώ αναβαθμίζει τις πάντα καλές σχέσεις με Ιταλία και Ισπανία. Η αντίδραση της κυβέρνησης της ΝΔ και της αστικής τάξης εντελώς προβλέψιμα είναι να δηλώσει ΝΑΤΟικότερη των ΝΑΤΟικών με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Το νέο αυτό διεθνές, γεωπολιτικό και γεωοικονομικό πλαίσιο,
από
τύπου Μπολσονάρου
ευρωσκεπτικισμό στην Ευρώπη- με κοινή συνισταμένη την επιθετική αστική πολιτική, την διαπραγμάτευση μιας καλύτερης θέσης για την αστική τάξη κάθε χώρας μέσα στο πλαίσιο καπιταλιστικής διεθνοποίησης και τον εθνικιστικό παροξυσμό, επιχειρεί να ισχυροποιηθεί μέσα και από υιοθεσία όλων των ανορθολογικών ρευμάτων που βγαίνουν στην επιφάνεια. Οι τάσεις αμφισβήτησης ακόμα και των επιτευγμάτων του Διαφωτισμού και της δυτικής αστικής δημοκρατίας σε Ευρώπη-Αμερική δεν είναι «ατυχήματα», αλλά δηλώνουν διεργασίες που αναφύονται εντός του καπιταλισμού σε μια εποχή κρίσης και γεωπολιτικής ταραχής. Σε χώρες της περιφέρειας όπως η Ινδία, Τουρκία ή η Ινδονησία, η άνοδος ηγετών
κοινωνικών τάξεων και τη διαπάλη τους. Δεν υπάρχει καμία σημαντική κρίση που συνδέεται με πόλεμο, πολύ περισσότερο στην εποχή του καπιταλισμού, που να μην έχει ως καθοριστικό υπόβαθρο τον ανταγωνισμό διαφορετικών πόλων των εκμεταλλευτριών τάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας και ισχυρών καπιταλιστικών κρατών/οργανισμών διεθνώς και ταυτόχρονα που να μη διαμορφώνει αντίθετες εσωτερικές δυναμικές των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων τάξεων και στρωμάτων. Στη μεγάλη εικόνα του κόσμου, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ χρησιμοποιούν το στρατιωτικό πλεονέκτημα ως αντιστάθμιση στην οικονομική ανάδυση της Κίνας και τη διαμόρφωση του σινο-ρωσικού άξονα. Ουσιαστικό στοιχείο αποτελεί η ΝΑΤΟική περικύκλωση της Ρωσίας. Θέλουν να φτάσουν μια ανάσα από τη Ρωσία με ικανότητα καταστροφής της, να σπάσουν τον άξονα κοινού εμποροεπιχειρηματικού συμφέροντος Ρωσίας-Γερμανίας στο πεδίο της ενέργειας, να ενώσουν αποφασιστικά
στηριγμένος μεταξύ των άλλων στον άγριο συνδυασμό παλιών και νέων μεθόδων εργασιακής εκμετάλλευσης στην αχανή παραγωγή της Κίνας, αλλά και τη στέρηση βασικών πολιτικών δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, έχει συνδυαστικά τη δυνατότητα και σαφή επιδίωξη για διαμόρφωση ενός νέου ηγεμονικά άξονα σε αντικατάσταση και με ήττα των ΗΠΑ. Η είσοδος στη νέα πολεμική εποχή, απαιτεί επανεξέταση των πολιτικών και θεωρητικών εργαλείων, «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», αλλά και αναστοχασμό πάνω στην ίδια την «ορολογία» που δεν είναι χωρίς σημασία. Η απόσπαση της Λενινιστικής ανάλυσης για τον ιμπεριαλισμό
δηλαδή
αλλά και η κατανόηση του καπιταλισμού γενικά αποκλειστικά στη μορφή συγκεκριμένου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στη Δύση, έχουν συνέπειες την πολιτική αμηχανία, την αδύναμη προβλεπτική ικανότητα και τελικά προβληματικές τοποθετήσεις. Το κρίσιμο θέμα είναι η συγκρότηση ενός μαζικού, διεθνούς, ανεξαρτήτου «στρατοπέδου» των λαών που θα απειλήσει την πολεμική στρατηγική, χωρίς να μπαίνει στην ουρά κανενός πόλου του πολέμου. Αν αυτός δεν υπάρξει με διακριτό, μαχητικό, επαναστατικό πνεύμα, τότε οι τακτικές απαντήσεις θα αποδειχτούν αν όχι αυτοκτονικές, τουλάχιστον αδύναμες να επηρεάσουν τα πράγματα, καθώς θα αιχμαλωτίζεται κάτω από ξένες σημαίες. Γενικότερα, το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανεξαρτησία της εργατικής πολιτικής και κομμουνιστικής απάντησης συνολικά για την ανθρωπότητα στη σημερινή
εργατικής τάξης. Μας ενδιαφέρει το πώς προσδιορίζεται η εργατική τάξη στο σήμερα και στη χώρα μας, με τις μεγάλες αλλαγές στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και του παγκόσμιου καπιταλισμού. Να βρούμε τα όρια της και ως εκ τούτου να προσδιορίσουμε την αριθμητική δύναμη της. Χωρίς να ξεκινάμε ούτε από ένα άγχος για να διευρύνουμε αυτά τα όρια, προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε το μέγεθός της, θεωρώντας υπόρρητα
• από την επέκταση εφαρμογής των νέων τεχνολογιών (ίντερνετ, η/υ, ρομποτική, αυτοματοποιήσεις κλπ), • από τις νέες μορφές εργασιακών σχέσεων που θέλει να γενικεύσει το κεφάλαιο, όπως του συνεργάτη-αυτοαπασχολούμενου. Σχετική με αυτό είναι η συγκλονιστική ταινία «Δυστυχώς απουσιάζατε» του
της εργατικής αντικαπιταλιστικής επανάστασης, τροφοδοτώντας την με το σύγχρονο κομμουνιστικό περιεχόμενο, εμπνέοντας τη νεολαία που ασφυκτιά και πετυχαίνοντας, με ηγεμονία των εργατικών απελευθερωτικών τάσεων, τη συμμαχία με ευρύτερα λαϊκά κοινωνικά στρώματα και ειδικά εκείνα που φτωχοποιούνται (μικρομεσαίους, φτωχά λαϊκά στρώματα της πόλης και του χωριού, κόσμο της εργασιακής περιπλάνησης), αλλά και όλους τους καταπιεσμένους και εκμεταλλευόμενους (μειονότητες, πρόσφυγες κλπ). Για τη συγγραφή αυτών των πρώτων προσεγγίσεων μελετήσαμε κριτικά στοιχεία που
δημοσιεύσεις και στατιστικές δεν ταυτίζεται με την εργατική τάξη) (ή αλλιώς του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού-ΟΕΠ) στην Ελλάδα ήταν 4.712.227, όταν το 2016 ήταν 4.814.691 Από αυτούς απασχολούμενοι είναι 4.087.369 (3.702.613 το 2016) και άνεργοι 624.858 (1.112.078 το 2016) [3] Το υπόλοιπο τμήμα του πληθυσμού που καταγράφεται ως άτομα εκτός Εργατικού δυναμικού, είναι 3.138.257 (περιλαμβάνει μαθητές, σπουδαστές, ασχολούμενους-ες με οικιακές εργασίες, συνταξιούχους, εισοδηματίες, μη καταγεγραμμένους για αναζήτηση εργασίας, ένα μεγάλο μέρος αδήλωτων εργαζόμενων, κ.α.). Το άθροισμα αυτών των 2 μεγάλων κατηγοριών (ΟΕΠ 4,7 εκ. και Οικονομικά Μη Ενεργός 3,13 εκ), δηλαδή 7.850.484 άνθρωποι αποτελούν τον πληθυσμό ηλικίας άνω των 15 και έως 89 ετών. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΚΛΑΣΣΙΚΟΥΣ Για να εντοπίσουμε μέσα σε αυτό τον πληθυσμό την εργατική τάξη χρειαζόμαστε την εξέταση της ταξικής διαστρωμάτωσης και χρησιμοποιούμε τα Μαρξικά κριτήρια, όπως εξελίχτηκαν από τον Λένιν, και τα προβάλλουμε στη σύγχρονη πραγματικότητα για τον ελληνικό καπιταλισμό. Με βάση αυτά, ξεκινώντας μεθοδολογικά ανατρέχουμε στην αναφορά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου «Ολόκληρη η κοινωνία όλο και περισσότερο χωρίζεται σε δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα, σε δύο μεγάλες τάξεις, που βρίσκονται άμεσα αντιμέτωπες η μια με την άλλη: στην αστική τάξη και το προλεταριάτο».
την μεγάλη ανομοιογένεια τους ως προς τη θέση και το ρόλο τους στην παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας, το μέγεθος και τον τρόπο ιδιοποίησης της μερίδα του πλούτου που καρπούνται και άρα δεν τα θεωρούμε ως ενιαία κοινωνικοοικονομική ομάδα αποδίδοντας τους το χαρακτηρισμό μικροαστική τάξη, όπως διάφοροι ερευνητές και κοινωνικοί αναλυτές (Οικονομάκης, Κατσορίδας, κ.α.). ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ Αντιμετωπίζουμε
επίσης με τα πρόσωπα που έχουν καθοριστικό διευθυντικό ρόλο σε επιχειρήσεις και με τα πρόσωπα που κατέχουν ανώτατες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και τις αντίστοιχες αμοιβές. Βέβαια, υφίστανται διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης, που σχετίζονται με το μέγεθος του κεφαλαίου που οι αστοί έχουν στην κατοχή τους, το συνολικό τους εισόδημα, του ρόλου τους στη διοίκηση επιχειρήσεων και στον κρατικό μηχανισμό. Δηλαδή εντός τους υφίστανται μικροί, μεσαίοι και μεγάλοι καπιταλιστές, αλλά από μόνη της κάθε τέτοια μερίδα πχ οι μικροαστοί ή μεγαλοαστοί,
Τα αριθμητικά στοιχεία των επιχειρήσεων δεν δίνουν ακριβή εικόνα για τον αριθμό των καπιταλιστών, λόγω της ταυτόχρονης συνιδιοκτησίας από κάποιους, περισσότερων της μιας επιχειρήσεων ή λόγω συνιδιοκτησίας επιχειρήσεων από περισσότερους τους ενός μετόχου. Παρά ταύτα σηματοδοτούν μια κατανομή με βάση των αριθμό
τμήματα του κεφαλαίου είναι πολύ μεγάλη (με συνέπεια τη μεταφορά τμήματος υπεραξίας την οποία αντλούν στα ΠΠΜ και επακόλουθο τη μεγαλύτερη πίεση στην εργατική τάξη). Στα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο αριθμός των εργοδοτών το 2016 εμφανίζεται να φτάνει στους 271,7 χιλιάδες (7,4 %), αλλά μέσα σε αυτόν περιλαμβάνονται ως εργοδότες πρόσωπα που χρησιμοποιούν εργαζόμενους για εργασία, η οποία δεν αποφέρει κέρδος (φύλαξη ηλικιωμένων στο σπίτι, καθαρισμός κατοικίας κλπ) ή ως εργοδότες πρόσωπα που απασχολούν μέλη της οικογένειας σε οικογενειακή επιχείρηση ή σε επιχείρηση με 1-4 απασχολούμενους. Η επίδραση της κρίσης στην ομάδα των ισχυρών κεφαλαιοκρατών δεν ήταν αντίστοιχη με των υπόλοιπων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις παρουσιάζουν αύξηση κύκλου εργασιών και καθαρής κερδοφορίας,
• ανακατατάξεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης που σηματοδοτούνται από ισχυροποίηση των πιο ισχυρών οικονομικά μερίδων της, των μεγάλων καπιταλιστών έναντι των άλλων. Ισχυροποίηση που συντελείται με τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου, που αφορά μέσα παραγωγής, αλλά στη σημερινή περίοδο, τη δημόσια περιουσία, δημόσια αγαθά, γη και ακίνητα που σήμερα μετατρέπονται εκτεταμένα σε εμπόρευμα, καθώς και την με όλο και πιο συγκεντρωτικό τρόπο διοίκηση των επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού, που επιδρά στον αυξημένο ρόλο των μάνατζερ και των διευθυντικών στελεχών. • για μικρή αριθμητική μείωση του αριθμού των ατόμων που ανήκουν στην αστική τάξη της χώρας (ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που απασχολούν προσωπικό, μάνατζερ επιχειρήσεων, στελέχη του κρατικού μηχανισμού). ΜΕΣΑΙΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ Ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική παρεμβάλλονται τα μεσαία στρώματα που χαρακτηρίζονται από μεγάλη ανομοιογένεια και διαφορές στο εσωτερικό τους ως προς τη σχέση τους με τα μέσα παραγωγής, το ρόλο τους στη διεύθυνση επιχειρήσεων, το μερίδιο του πλούτου που καρπώνονται
διάστημα σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που τους προσδιορίζει στις 836.000 ή 22,8 % του εργατικού δυναμικού ή το 30,31 του ΟΕΠ (το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι 14,47%). Ο αριθμός αυτός των αυτοαπασχολούμενων δεν αποτελεί ενιαίο κομμάτι. Υπάρχουν αυτοαπασχολούμενοι χωρίς ή με προσωπικό. Τομεγαλύτερομέροςαπότηνπρώτη κατηγορία (αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό) εντάσσεται στα μεσαία στρώματα για τους παραπάνω
). Ένας υπολογίσιμος αριθμός, από όσους εμφανίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι, αποτελεί κομμάτι της εργατικής τάξης, γιατί παρέχει μισθωτή εργασία με μπλοκάκι και με εξαιρετικά άσχημους όρους σε αμοιβές, ωράρια ή αμοιβές και ρόλο στην επιχείρηση, αντίστοιχο των εργατικών. Για αυτούς το μεγάλο ζητούμενο είναι να κατοχυρωθεί ότι αποτελούν κομμάτι της εργατικής τάξης και η κοινή οργάνωση τους σε σωματεία (που τα περισσότερα δεν τους δέχονται) και σε σύγκρουση με την καλλιεργούμενη νοοτροπία που κατά πλειοψηφία ενσωματώνουν. Ένας πολύ μικρός αριθμός από την πρώτη κατηγορία (αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό) και από τη δεύτερη κατηγορία αυτοαπασχολούμενων (με προσωπικό), εντάσσεται στην αστική τάξη, λόγω της παροχής των υπηρεσιών στη διοίκηση επιχειρήσεων με καθοριστικό ρόλο ή λόγω του ύψους των αμοιβών του.
Τα μέτρα των μνημονίων φέρνουν συμπίεση και αριθμητική μείωση των μεσαίων στρωμάτων, εξαλείφοντας την ελληνική ιδιομορφία. Εντοπίζουμε συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων με την αριθμητική και οικονομική καταστροφή των μικρών επιχειρήσεων και με φτωχοποίηση αυτοαπασχολούμενων. Οι συντελούμενες αναδιαρθρώσεις, είτε βίαια, είτε σταδιακά, οδηγούν βαθμιαία σε σύγκλιση με την ανάλογη διαστρωμάτωση άλλων
άμεσα και μακροπρόθεσμα από τις κοινές στοχεύσεις και τους κοινούς αγώνες μαζί της. Για την εργατική τάξη αποτελεί ζητούμενο η συμμαχία με φτωχά λαϊκά μεσαία στρώματα, το να σταθούν στο πλάι της στην πάλη για την κοινωνική ανατροπή και κρίνεται πολιτικά στη στάση τους στις ταξικές συγκρούσεις. ΟΙ ΑΝΕΡΓΟΙ Το 2021 εμφανίζονται ως άνεργοι 624.858 και ως απασχολούμενοι 4.087.369. Οι αντίστοιχοι αριθμοί το 2016 ήταν 1.122.678 άνεργοι και 3.666.591οι απασχολούμενοι. Η αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων με την αντίστοιχη μείωση του αριθμού των ανέργων σε αυτή την πενταετία αφορά θέσεις προσωρινής
του ρόλου στην κοινωνική εξέλιξη που περνά από διάφορες βαθμίδες και ιστορικούς σταθμούς και η πολιτική πάλη της εργατικής τάξης για να υπερασπίσει τα συλλογικά της συμφέρονται και να ταχθεί στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση διαμορφώνει την εργατική τάξη σε «τάξη για τον εαυτό της».
επίσης, το εξής
2016
μισθωτή εργασία αντιπροσώπευε το 65,89% της συνολικής απασχόλησης (84,74% στην ΕΕ), δηλαδή ήταν 2,44 εκατομμύρια μισθωτοί[12], σύμφωνα με τα επεξεργασμένα στοιχεία. Το 2021 με τα στοιχεία της Εργάνη[13] οι μισθωτοί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (δεν περιλαμβάνονται οι περίπου 570.162 εργαζόμενοι στο δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου[14]) ήταν 2.163.610 και από αυτούς το 16,7 % δούλευε κάτω από 20 ώρες τη βδομάδα, το 33,85% είχε μικτές μηνιαίες αποδοχές κάτω από 700 €, το 29,75% είχε από 701-1000 €, το 20,61 % είχε από 1.001-2.000 €. Ενώ μόνο το 8,17 % είχε μικτές μηνιαίες αποδοχές άνω των 2.000. Επίσης, ορισμένα συναφή
Ταυτόχρονα στη σύγχρονη εργατική τάξη χρειάζεται να συνυπολογίσουμε: • ένα τμήμα των εργαζομένων που δουλεύουν μαύρα και δεν καταγράφονται στις έρευνες εργατικού δυναμικού, • ένα τμήμα όσων καταγράφονται ως αυτοαπασχολούμενοι, αλλά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθωτοί και – ένα σημαντικό ποσοστό άνω του 60% του 1,13 εκ. ανέργων (που εντάσσονται στην εργατική τάξη), γιατί προέρχονται από απολυμένους μισθωτούς της εργατικής τάξης, είτε από νεοσειρχόμενους που κατάγονται από εργατικές οικογένειες. Η εργατική τάξη με βάση τα στοιχεία [16] του 2016 φτάνει στο 61,31% του Ο.Ε.Π. και ανέρχεται στον αριθμό των 2.952.097 (2.075.190 μισθωτοί και 876.907 άνεργοι). Ο αριθμός των ανέργων που υπολογίζεται για κατάταξη στην εργατική τάξη από το συνολικό αριθμό ανέργων του 2016 (1,13 εκ), προκύπτει από το άθροισμα όσων ήταν προηγούμενα μισθωτοί και απολύθηκαν και από τον αριθμό των νεοεισερχόμενων άνεργων που προκύπτει από το ποσοστό των ανέργων που τελικά βρίσκουν δουλειά ως μισθωτοί και εντάσσονται στην εργατική τάξη. Μπορούμε να καταλήξουμε με σιγουριά ότι η σύγχρονη εργατική τάξη της χώρας μας αποτελεί την πιο μεγάλη
• Μόνο όσοι δουλεύουν σε ιδιωτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις και όχι στο δημόσιο (Οικονομάκης).
• Μόνο όσοι δουλεύουν σε εταιρείες που απασχολούν παραπάνω από ένα συγκεκριμένο αριθμό εργατών • Μόνο όσοι δεν έχουν ανώτερη ή ανώτατη μόρφωση.
• Μόνο όσοι κάνουν παραγωγική εργασία και παράγουν υπεραξία, άρα αποκλείοντας εργάτες που πουλάνε την εργατική τους δύναμη σε εργοδότες οι οποίοι δεν την εκμεταλλεύονται για παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά για δική τους χρήση. • Μόνο όσοι δεν κατέχουν ατομικά περιουσιακά στοιχεία πχ αυτοκίνητο ή σπίτι (τα οποία δεν χρησιμοποιούν ως εμπόρευμα ή ως μέσα παραγωγής). Η περιοριστική αυτή κατάταξη, που αποκλείει με εκλεκτικισμό μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης, δεν εκτιμούμε ότι βοηθά τη συσπείρωση της τάξης, αλλά αντίθετα αναπαράγει από την ανάποδη τον κατακερματισμό της. Για τη συνείδηση και την οργάνωση της εργατικής τάξης ως «τάξη για τον εαυτό της» Η εργατική τάξη συγκροτείται ως η άλλη πλευρά της σχέσης κεφάλαιο, του δίπολου κεφάλαιοεργασία. Συγκροτείται πάνω στο θεμελιακό, το ειδοποιό χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής: την εκμετάλλευση απλήρωτης δουλειάς, την απόσπαση υπεραξίας, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχει καπιταλισμός. Από εδώ προκύπτουν δύο συμπεράσματα: πρώτον,
μέχρι τέλους,
• η κατακτημένη εμπειρία και συλλογική πειθαρχία της, • οι δυνατότητες οργάνωσης της, τις αξίες του εργατικού πολιτισμού της, • η τέχνη της να εντάσσει το δευτερεύον και μικρό, που είναι ζωτικά αναγκαίο, στα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα, • η εν δυνάμει ικανότητά της να κερδίσει και μεσαία στρώματα στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση και τον εξοπλισμό της με την επαναστατική θεωρία. Αυτές οι εκτιμήσεις δεν σημαίνουν από μεριάς μας αποδοχή, δικαιολόγηση και υπόκλιση σε ό,τι
και του
εργασίας. «Όταν η
αρχίζει να συγκρούεται και να απελευθερώνεται
το κεφάλαιο αρχίζει να απελευθερώνεται και από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο εργάτης ταλαντεύεται καθημερινά και ιστορικά ανάμεσα στο γονάτισμα και την αντίσταση, το «γλείψιμο» και την περηφάνια, το προσκύνημα και την εξέγερση και, τελικά, ανάμεσα στη «βελτίωση των όρων ζωής του» σαν αποτέλεσμα της βελτίωσης της θέσης του «δικού του ιδιοκτήτη» και του «δικού του κράτους» ή σαν αποτέλεσμα της ανατροπής τους»[18] Σήμερα, η εργατική τάξη στο σύνολο της αντιμετωπίζει την ένταση της εκμετάλλευσης με τη συμπίεση των μισθών, την επέκταση του χρόνου εργασίας με εξαντλητικά ωράρια, την κλοπή του εισοδήματός της από την ακρίβεια και το κόστος διαβίωσης και την ταξικά μεροληπτική φορολογία, τον εκβιασμό της ανεργίας, την ομηρία της επισφάλειας με τις ασταθείς σχέσεις εργασίας. Βιώνει την ελαστική εργασία, και την ανέχεια την μισοανεργία-μισοεργασία. Ζει τη ρευστοποίηση ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, την μετατροπή του εργαζόμενου σε απασχολήσιμο-ωφελούμενο-λάστιχο και ανά πάσα στιγμή
Η σύγχρονη εργατική τάξη είναι πιο πολυσύνθετη, πιο μορφωμένη, πιο πολυεθνική από τις προηγούμενες γενιές. Ταυτόχρονα, είναι περισσότερο κατακερματισμένη στις μορφές αγοραπωλησίας της εργατικής της δύναμης και στους τρόπους και τόπους παροχής εργασίας : διαφορετικά ύψη μισθών και τρόπων υπολογισμού τους, μόνιμες-σχετικά μόνιμες-προσωρινές-ελαστικές εργασιακές σχέσεις, διαφορετικά ωράρια, είδη συμβάσεων, άλλα εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα, άλλοι φορείς-εργοδότες ακόμα και μέσα στον ίδιο εργασιακό χώρο, παλιοί-νέοι, δημόσιου- ιδιωτικού τομέα, ντόπιοι-μετανάστες-διαφορά γλώσσας, παρουσία στο χώρο εργασίας της επιχείρησης ή με τηλεργασία, τηλεργασία για επιχειρήσεις με έδρα σε άλλες χώρες, κλπ. Ιδιαίτερα οι νεοπροσλαμβανόμενοι-ες εργάζονται με συμβάσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης σε ποσοστό 53,5%[19] και σε συντριπτικό ποσοστό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που δεν ανανεώνονται. Οι επιπτώσεις από την παραπάνω κατάσταση με τη μερική και προσωρινή ένταξη στην εργασία επιδρούν σε μεγαλύτερο κατακερματισμό και διαστρωμάτωση και επιδρούν αρνητικά στις δυνατότητες συνδικαλιστικής οργάνωσης και διεκδίκησης για συνολικές εργατικές διεκδικήσεις, αλλά και εν δυνάμει για μαχητικές συγκρούσεις.
χαρακτήρα της «χειρωνακτικής» μερίδας του, με μεγαλύτερη εξειδίκευση και πιο εκτεταμένη σύνθεση της πνευματικής – χειρωνακτικής εργασίας. Η σημερινή εργατική τάξη -ιδιαίτερα τα νέα μέλη της- με την αναβαθμισμένη μορφωτική, πολιτισμική, κοινωνική ικανότητα, κατέχει, με δυναμικό κι όχι στατικό τρόπο, τα μυστικά της έρευνας και των σύγχρονων επικοινωνιών, του προγραμματισμού και της ρύθμισης των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, της κοινωνικά συνδυασμένης εργασίας και της διεύθυνσης πολύπλοκων παραγωγικών διαδικασιών, της διεθνικής συνεργασίας και της ισόρροπης σχέσης ανθρώπου-φύσης. Είναι, με άλλα λόγια, μια εργατική τάξη η οποία ανταποκρίνεται -πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εποχή- στο χαρακτηρισμό των μαρξιστών του 19ου και 20ού αιώνα: «κύρια παραγωγική δύναμη», «φλόγα της παραγωγής». Χωρίς αυτήν στην κυριολεξία γρανάζι δεν γυρνά. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στις σύγχρονες επιχειρήσεις που έχουν μειωθεί τα επίπεδα ιεραρχίας και έχουν δοθεί σε αρκετούς εργαζόμενους στοιχεία πρωτοβουλίας, δημιουργικότητας, διαχείρισης καταστάσεων. Και μπορεί είτε να οδηγήσει στην ταύτιση με τα συμφέροντα της επιχείρηση, είτε στη συνειδητοποίηση του ότι η εργατική τάξη μπορεί σήμεραπερισσότερο από ποτέ- να οργανώσει, να διευθύνει και να διαχειριστεί τις τύχες της κοινωνίας συλλογικά, χωρίς καπιταλιστές, προς όφελος του κοινού καλού. Και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που κάνουν την επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση αντικειμενική, υλική δυνατότητα. Παράλληλα, η κατανομή με βάση τις ανάγκες της τάξης του κοινωνικού πλούτου που η ίδια παράγει με το χέρι και το μυαλό της είναι και αυτός ένας από τους
τρομοκρατία, την επέκταση-εξέλιξη των συστημάτων παρακολούθησης-επιτήρησης, την κατάργηση συνδικαλιστικών ελευθεριών, δικαιωμάτων και ΣΣΕ. Χρειάζεται να αναδείξουμε και να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες της κραυγαλέας αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ταχύτατη όξυνση των αντικειμενικών κοινωνικών αντιθέσεων και την κραυγαλέα υστέρηση του επαναστατικού παράγοντα σε όλα τα επίπεδα της ταξικής πάλης, στις ίδιες τις ρίζες της κοινωνικής συγκρότησης της εργατικής τάξης που συνυπάρχουν και συγκρούονται
εργατικής τάξης σε εκείνα τα τμήματά της που φαίνεται να πλήττονται λιγότερο από την ένταση της εκμετάλλευσης. Η σύγχρονη εργατική τάξη, αντιλαμβάνεται από τη μια τις τεράστιες δυνατότητες για ευημερία από τον πλούτο που παράγεται και από την άλλη βιώνει την ένταση της εκμετάλλευσης με τους μισθούς, την οικονομική βία στους όρους της αγοραπωλησίας της εργατικής της δύναμης, τα εξαντλητικά ωράρια, την επισφαλή ασφάλιση, τις ασταθείς σχέσεις εργασίας και ταυτόχρονα στο κόστος διαβίωσης. Βιώνει την ελαστική εργασία, και την ανέχεια την μισοανεργία-μισοεργασία, αντί της μείωσης των ωρών εργασίας. Ζει τη ρευστοποίηση ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, την μετατροπή του εργαζόμενου σε απασχολήσιμο-ωφελούμενο-λάστιχο και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο να κληθεί για να δουλέψει. Που ο ελεύθερος χρόνος της μειώνεται έως μηδενίζεται και η διασκέδασή της, επίσης, ελέγχεται κυριολεκτικά από το κεφάλαιο. Η εργατική τάξη, λόγω της αποξένωσης και του κατακερματισμού της στο χώρο εργασίας, γίνεται πιο επιρρεπής για αποδοχή των αστικών προτύπων, της αντίληψης για διαφοροποίηση των συμφερόντων μεταξύ των εργαζόμενων μιας επιχείρησης, σε ανταγωνιστικές σχέσεις για επιδίωξη υπηρεσιακής ανέλιξης-καριέρας σε βάρος της συλλογικότητας και πιο ευάλωτη σε επιδράσεις που δέχεται και στο χρόνο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στα πρότυπα του life style, στον καλλιεργούμενο ατομικισμό. Για αυτό αποκτά κρίσιμη σημασία η υπεράσπιση τωναξιών της εργατικής τάξης και έξω από το πεδίο της παραγωγής
το ιστορικό υποκείμενο που θα αντικαταστήσει τους καπιταλιστές και ότι δεν είναι ο φορέας της ιστορικής αποστολής που λανθασμένα της αποδόθηκε. Μέσα σε αυτό το τοπίο αναδεικνύεται η αδήριτη ανάγκη για βάθεμα, επαναθεμελίωση, επικαιροποίηση και υπεράσπιση της μαρξιστικής θεωρίας για τις τάξεις
και αντικατάστασής της από τα ρομπότ και τη λεγόμενη τεχνητή νοημοσύνη που αποκρύπτουν ότι, πίσω από την επιφάνεια κρύβεται ανθρώπινη εργασία από την εξόρυξη και παραγωγή των υλικών των η/υ, των ρομπών και των δικτύων τους μέχρι την παραγωγή των προγραμμάτων λειτουργίας τους και τη συντήρησή τους, αλλά και την παροχή ενέργειας για τη λειτουργία τους. Που προσπερνούν το γεγονός ότι ακόμα και οι αυτορρυθμίσεις των ρομπών για την επιδιόρθωσή τους προέρχονται από την ανάλυση και τον προγραμματισμό από εργαζόμενους στην πληροφορική. Αυτό που εμείς αναδεικνύουμε από την επέκταση της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών είναι οι δυνατότητες για δραστική μείωση του χρόνου εργασίας και καθολική ευημερία. • Θεωρίες απαξίωσης της εργατικής τάξης ως μη υπάρχουσας, ή ως αλλοτριωμένης, συμβιβασμένης
αναπτύχθηκε από τον Γκάι Στάντιγκ το 2011 στο βιβλίο “Το πρεκαριάτο – Η νέα επικίνδυνη τάξη» και η αντίληψη υιοθετείται από διάφορους διανοούμενους όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν με «τεκμηρίωση» από τον χαρακτήρα (όχι την κοινωνική σύνθεση των ακτιβιστών) κινημάτων όπως το Occupy, πλατειών, αραβικής άνοιξης. • Αντιλήψεις που αναδεικνύουν, στη θέση του προλεταριάτου, ως κοινωνικά υποκείμενα «αντιεξουσίας» το «πλήθος» (Αντόνιο Νέγκρι, Μάικλ Χάρντ) και άλλες ομάδες πχ μετανάστες, έγχρωμους, φοιτητές, γυναίκες ή ομάδες ακτιβιστών, μέλη λαϊκών συνεταιρισμών κ.α. ως πρωταγωνιστές μεταβολών που σταδιακά θα κυριαρχήσουν, ροκανίζοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις. • Θεωρίες για το τέλος της ταξικής πάλης και των τάξεων και την καθοριστική σημασία όχι των κοινωνικών τάξεων, αλλά των ταυτοτήτων, που συγκροτούνται είτε ως διαδικασίες είτε από τον τρόπο που γίνονται αντιληπτές από τους άλλους. • Θεωρίες που αρνούνται τη μεσολάβηση συνδικάτων και εχθρεύονται την πολιτική οργάνωση της τάξης σε κόμματα, αναγορεύοντας το αυθόρμητο και την «ακατέργαστη υποκειμενικότητα» των εργατών σε καταλύτη της ταξικής πάλης που θεωρούν ότι διεξάγεται μόνο στα εργοστάσια. Αρνούνται την αξία της συνδικαλιστικής οργάνωσης με αφετηρία την αστικοποίηση-γραφειοκρατικοποίηση των παραδοσιακών συνδικάτων και εχθρεύονται την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης σε κόμματα (ενσωματώντας ένα διάχυτο αντιδιανοουμενισμό). Τέτοιες τάσεις
κρισιμότητα ορισμένοι κλάδοι όπως πχ την περίοδο της πανδημίας αναδείχτηκε ο κλάδος της έρευνας των φαρμακευτικών προϊόντων, της υγείας, των μεταφορών, του εμπορίου, της καθαριότητας. Η κρισιμότητα αφορά το ρόλο τους για τη λειτουργία της αλυσίδας παραγωγής και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος άρα και για το κεφάλαιο και την ανάπτυξη των κερδών του. Από την άλλη είναι διαφορετικά τα κριτήρια για την κρισιμότητα των κλάδων παραγωγής και κυκλοφορίας για την εργατική τάξη, τις συνθήκες διαβίωσης και αναπαραγωγής της εργατικής της δύναμης και για
σύγχρονης βιομηχανικής εργατικής τάξης με μεγάλη συγκέντρωση σήμερα αναδεικνύονται για τη χώρα μας το εμπόριο (χονδρικό-λιανικό-επισκευές) 17,7%, η εκπαίδευση 12,3%, τα εργοστάσια της μεταποίησης 11,7%, η υγεία 8,2%, επισιτισμός-τουρισμός 10,9%, η ενέργεια, των τηλεπικοινωνιών-πληροφορικής, οι μεταφορές, του χρηματοπιστωτικού τομέα, κ.α..[20] Υποκειμενικοί λόγοι σχετίζονται με την ύπαρξη ιστορικών εμπειριών στους εργάτες αυτού του
επιχείρησης, τις συνθήκες που δημιουργούνται για την όξυνση της ταξικής πάλης, τη δράση μιας συνειδητοποιημένης
εργατών που μπορούν να ανυψώσουν
διεκδικήσεις σε συνολική ταξική σύγκρουση. Δεν ισχύουν οι σχηματοποιήσεις ότι πρωτοπορία μπορεί να αποτελέσει το πιο μορφωμένο ή το πιο φτωχόεξαθλιωμένο κομμάτι της ε.τ., ή αυτό των σύγχρονων συνδυασμών πνευματικής – χειρωνακτικής εργασίας, ή των στρατηγικών κλάδων της οικονομίας. Η ιστορική επικράτηση της εκφυλισμένης ταξικής αντίληψης για τον αποκλειστικό, εργολαβικό ρόλο των «πρωτοποριών» και ειδικά της θεωρητικής «πρωτοπορίας» στην επαναστατική πράξη αποτελεί βασικό παράγοντα ενίσχυσης των νέων αριστοκρατικών απόψεων για το πολιτικό υποκείμενο και υποβάθμισης της δυνατότητας και του ρόλου της επαναστατικής πολιτικής δράσης των ίδιων των εργατών και εργαζόμενων. [21] Τον πρωτοπόρο επαναστατικό τους ρόλο οι πρωτοπορίες της τάξης μπορούν να τον παίξουν τελικά όταν κερδηθούν με τις επαναστατικές ιδέες, αν δράσουν σαν μοχλός ενότητας και ανοδικής κίνησης του συνόλου της τάξης και όχι σε αντιπαράθεση με το υπόλοιπο
σχολείο διεκδίκησης
και τους κυβερνητικούς-κρατικούς μηχανισμούς. Το στρώμα των γραφειοκρατών συνδικαλιστών που πρωταγωνιστεί έχει διασυνδέσεις με τους μηχανισμούς του κράτους, των εργοδοτών και των κυβερνήσεων. Ιδιαίτερα προνόμια από χρόνιες αποσπάσεις από την εργασία, τοποθετήσεις σε ΔΣ οργανισμών, έξτρα αμοιβές, παροχές και προνόμια. Παρόλα αυτά, ο εργοδοτικός, κυβερνητικός, γραφειοκρατικός και τελικά αστικοποιημένος συνδικαλισμός έχει την πλειοψηφική υποστήριξη και αποδοχή από το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης που είναι σήμερα συνδικαλιστικά οργανωμένο. Ένα, όμως, επίσης μεγάλο κομμάτι μένει ασυνδικάλιστο για πολλούς λόγους: της αποστροφής του στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, του αποκλεισμού του από τις ηγεσίες των περισσότερων σωματείων (πχ μη εγγραφή συμβασιούχων), την έλλειψη συνδικαλιστικής
Το πεδίο της ταξικής πάλης αλλάζει ριζικά με την κατάργηση ΣΣΕ, την ελαστικότηταπροσωρινότητα, τις διαφορετικές ταχύτητες αμοιβών, σχέσεων εργασίας, ασφαλιστικών δικαιωμάτων, τους διαφορετικούς φορείς εργοδότες μέσα στον ίδιο χώρο εργασίας, την τηλεργασία. Ενισχύει την ατομικότητα και συμβάλλει στην υποχώρηση της συλλογικότητας. Η καθοριστικότητα του αγώνα για να συγκεντρωθεί η τάξη (νέοι
παλιών (κλαδικών και επιχειρησιακών σωματείων), αλλά και νέων μορφών συσπείρωσης και οργάνωσης (επιτροπές αγώνα, εργατικά συμβούλια κ.α.). Συλλογικότητες που θα έχουν στόχο να συσπειρώσουν και να ενώσουν όλους τους εργάτες-τριες ανεξάρτητα από τη διάρκεια της σύμβασης, τη φυλή, τη χώρα προέλευσης, τη γλώσσα, που θα αντιμετωπίσουν το συνδικαλιστικό κατακερματισμό και τη διάσπαση με βάση το πτυχίο, την ειδικότητα-ομοιοεπαγγελματισμό, το συντεχνιακό συνδικαλισμό. Που δεν θα έχουν θέση σε αυτές οι εργοδότες και τα διευθυντικά στελέχη. Εργατικές συλλογικότητες που στο dna τους θα έχουν τη λειτουργία τους με τους κανόνες της εργατικής δημοκρατίας, τη διεκδίκηση με βάση τις ανάγκες και τον πλούτο που παράγεται και όχι τα περιθώρια του συστήματος, τους μαχητικούς αγώνες και
δράση θα απαιτεί σύγκρουση με την κρατική και εργοδοτική τρομοκρατία, θα συνδυάζει τη νόμιμη και την παράνομη δουλειά. Η οικοδόμηση εργατικών σωματείων-συσπειρώσεωνεπιτροπών αγώνα- θα είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά και συνάμα οι συλλογικότητες που θα συγκροτούνται θα έχουν πιο ισχυρές βάσεις. Η ανάγκη οργάνωσης της εργατικής τάξης δεν κλείνεται προφανώς σε σχηματοποιήσεις. Δεν απαντιέται
να
δρόμου
ανασυγκρότηση συνολικά του εργατικού και του συνδικαλιστικού κινήματος. Με οριοθέτηση και σε αντιπαράθεση με το εκφυλισμένο – αστικοποιημένο –εργοδοτικό -κυβερνητικό συνδικαλισμό και ανασυγκρότηση όλου του εργατικού κινήματος με βάση τη σύγχρονη πραγματικότητα. Οικοδόμηση της εργατικής πάλης σε νέα λογική με βάση τις αλλαγές στο περιεχόμενο, την οργάνωση και τους όρους εργασίας -στο πεδίο, δηλαδή, που συνήθως ονομάζουμε εργασιακές σχέσεις ή εργασιακό καθεστώς. Κίνημα που να αναδεικνύει την καρδιά της αντιπαράθεσης κεφαλαίου-εργασίας πεδίο που έχει υποτιμηθεί σε όφελος
ενάντια στην εδραίωση και επέκταση των ελαστικών-προσωρινών επισφαλών σχέσεων εργασίας, αλλά και ενάντια στις απολύσεις των συμβασιούχων, υπερασπιζόμενοι το δικαίωμά τους να παραμείνουν στη δουλειά. Για δραστική μείωση των ωρών εργασίας, για συλλογικές συμβάσεις και τήρησή τους με ίσα δικαιώματα για όλους. Για αύξηση των μισθών σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες από τον πλούτο που παράγεται
[2] Η χρησιμοποίηση της έκφρασης αυτής σε δημοσιεύσεις και στατιστικές δεν ταυτίζεται με την εργατική τάξη
[3] Ο όρος περιλαμβάνει τα άτομα που μπορούν και θέλουν να εργαστούν, δηλαδή εξαιρεί μαθητές, φοιτητές, όσους
[11] Σ. Μάξιμος, Η αυγή του ελληνικού καπιταλισμού, εκδόσεις Στοχαστής.
[12] Το εργατικό ζήτημα-Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, Δ. Κατσορίδας – ΙΝΕ ΓΣΕΕ σελ. 115
[13] Ροές μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα για 2021 στοιχεία Εργάνη
[14] Υπουργείο Εσωτερικών για αριθμό Εργαζομένων δημοσίου
[15] Μελέτη Πολυδύναμου Κέντρου της ΑΔΕΔΥ
[16] Το εργατικό ζήτημα-Η σύνθεση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, Δ. Κατσορίδα, έκδοση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ [17] «Για το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο στην εποχή μας» του Κώστα Τζιαντζή, εκδόσεις Τόπος
[18] ο.π. [19] Στοιχεία Εργάνη για 1ο δεκάμηνο 2021
[20] Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ με επεξεργασία στο «Εργατικό ζήτημα» του Δημήτρη Κατσορίδα, σελ 121-133
Για
της εποχής μας» του
«Αριστερό Ημισφαίριο» του Rasmig Keucheyan 2013, «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», ΚΜΕ, Σύγχρονη Εποχή 2000,
[vi] Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, έκδοση Σύγχρονη Εποχή σελ. 19-20
[vii] Η μεγάλη πρωτοβουλία, Άπαντα Λένιν, Σύγχρονη εποχή τόμος 39 σελ. 15
[viii] Ουτοπία, τεύχος 105, Δεκέμβριος 2013, άρθρο Νίκου Παπαγεωργίου και Σταυρούλας Χριστοδουλάκου με τίτλο η Μαρξιστική θεωρία για τις κοινωνικές τάξεις
της Πρωτοβουλίας στους εργαζόμενους μισθωτούς εκμεταλλευόμενους μετανάστες και μετανάστριες. Από τη μια μεριά παίζει ρόλο στην δυνατότητα των μεταναστών για ανοιχτή πολιτική πάλη, ενώ από την άλλη μεριά μπορεί να ερμηνεύσει σε έναν βαθμό και τις πολιτικές τους στάσεις. Στην Ελλάδα έχουν υπάρξει διαφόρων τύπων νομοθετικές παρεμβάσεις για το ζήτημα της εργασίας-παραμονής των μεταναστών. Ο πρώτος είναι ο Ν 1975/1991 ο οποίος μέσα στη γενικότερη αντιμεταναστευτική, και πιο ειδικά αντιαλβανική υστερία, δίνει περισσότερο βάση στην ενίσχυση των συνόρων, στη δίωξη της «λαθρομετανάστευσης», περιγράφει αυστηρές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, ενώ διευκολύνει και τις διαδικασίες των απελάσεων. Βέβαια η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κάνει καθόλου τα στραβά μάτια και στην καθαρά εργασιακή
όρους της καθαυτό παροχής εργασίας και εκμετάλλευσης στη χώρα με στόχο φυσικά τη διαμονή. Ο νόμος του 1991 παραμένει σε ισχύ ενώ ο νέος νόμος δίνει κυρίως βάση στην απόδειξη πραγματικής εργασίας από το μετανάστη ως κριτήριο για να εξεταστεί η διαμονή. Εδώ είναι που έρχεται πια η γνωστή Πράσινη Κάρτα, η οποία μπορεί να διαρκεί από ένα έως 3 χρόνια. Βέβαια η αντιμεταναστευτική πολιτική είναι και πάλι παρούσα υπό την έννοια ότι η ανανέωση της άδειας συναρτάται από κάποια αμφιλεγόμενα κριτήρια όπως το είδος της εργασίας του μετανάστη, την κατάσταση της αγοράς εργασίας, το γενικότερο συμφέρον της εθνικής οικονομίας κ.τ.λ. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί καθόλου εδώ και το στοιχείο της πειθάρχησης. Πώς καθαρά μπορεί να εκτιμηθεί η κατάσταση της αγοράς εργασίας έτσι ώστε να δουλέψει ή όχι κάποιος μετανάστης; Γίνεται φανερό δηλαδή πως τα δύο σημαντικότερα νομοθετήματα που προώθησε το ελληνικό κράτος διέπονται από κάποια κοινά χαρακτηριστικά τα οποία είναι: 1. Μια τάση επιλεκτικότητας και απόλυτης δύναμης του κράτους και των αφεντικών να επιλέγουν ποιοι και για πόσο μετανάστες θα εργάζονται και θα παραμείνουν στη χώρα. Η ανανέωση της άδειας παραμονής κρίνεται από ένα συνδυασμό αντικειμενικών και απόλυτα υποκειμενικών και οικονομικοπολιτικών κριτηρίων.
2. Ότι με το δεδομένο πως πολλοί μετανάστες δεν θα είχαν και δε θα έχουν πάντα τα τυπικά κριτήρια για ανανέωση της άδειας, θα έχουμε αύξηση της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, η οποία τελικά αποδεικνύεται όπως έχουν δείξει πολλά σχετικά περιστατικά εργατικών “ατυχημάτων”, σε βάρος της ασφάλειας
στοιχείο είναι πως εδώ οι μετανάστες δεν αντιμετωπίζονται μόνο ως κίνδυνος, αλλά μπαίνει και το ζήτημα των πιο αντικειμενικών όρων διαμονής και διακηρυκτικά τουλάχιστον της κοινωνικής ενσωμάτωσής τους. Βέβαια δεν πρέπει να μας εκπλήσσει αυτός ο ελιγμός της τότε κυβέρνησης. Βρισκόμαστε στην τελική φάση των έργων για την Ολυμπιάδα του 2004, δεν υπάρχουν πολυτέλειες για απώλεια εργατικής δύναμης φτηνής και
παραμονής, δυσκολίες στην εκπλήρωση των αντικειμενικών κριτηρίων (π.χ. αριθμός ενσήμων) θα οδηγήσει την κατάσταση σε ένα αδιέξοδο όπου πάνω από το % των μέχρι τότε εγγεγραμμένων μεταναστών θα έχει δυσχέρειες να ανανεώσει την άδεια του. Ο νόμος 2910/2001 θα τροποποιηθεί 60 φορές (!) προκειμένου να καταφέρει η πλειοψηφία των μεταναστών να συγκεντρώσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Ο Ν 3386/2005 της κυβέρνησης Καραμανλή θα επιχειρήσει να προσθέσει κάποια ζητήματα με τη διευκόλυνση της επανένωσης οικογενειών μεταναστών, όμως κατά βάση θα έχει διαχειριστικό χαρακτήρα, διατηρώντας ιδιαίτερα όλες τις δυσκολίες στην ανανέωση της άδειας των μεταναστών με αποτέλεσμα τη διατήρηση μεγάλου μέρους τους στο καθεστώς του ανασφάλιστου. Οι δύο τελευταίοι σημαντικοί νόμοι πριν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι 3536/2007 και ο 4251/2014.
διευκόλυνση άδειας διαμονής για μετανάστες δεύτερης γενιάς κ.τ.λ.) και γενικότερα υπάρχει μια σαφής μετατόπιση των κριτηρίων διαμονής με βάση τα έτη και όχι την εργασία. Χωρίς να αποτελεί ένα ριζικά διαφορετικό πρόγραμμα με τα προηγούμενα και ιδιαίτερα αυτό του 2014, επιχειρεί να εξορθολογίσει κάποιες πλευρές των διαδικασιών. Βέβαια όλα θα αντιστραφούν μετά την υπογραφή του μνημονίου το φθινόπωρο του 2015. Με το Ν 4375/2016 με τον οποίο ενσωματώνεται η συμφωνία ΕΕ και Τουρκίας, το βάρος δίνεται στην ανάσχεση των προσφύγων και μεταναστών
στο Υπουργείο Άμυνας. Ήδη από το Μάρτιο του 2018 το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών εντοπίζει προβλήματα κι ανακολουθίες σε όσα επιχειρήθηκαν από το 2014 και μετά. Αποτέλεσμα να επιστρέψουν οι καθυστερήσεις στις ανανεώσεις των αδειών, η ανασφάλεια, η πτώση των ανανεώσεων με αποτέλεσμα το φούντωμα της ύπαρξης μεταναστών που δεν καταφέρνουν να παραμείνουν στη χώρα ή να παραμένουν “μαύροι” Το σκηνικό πλέον σήμερα έχει πλήρως μετατοπιστεί ως συνέχεια όλων αυτών των ανακολουθιών. Παράνομες απελάσεις και επαναπροωθήσεις μεταναστών, με ένα κλίμα που επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο μετά και τις τελευταίες εξελίξεις με το Αφγανιστάν. Βέβαια αυτό δεν εμποδίζει την κυβέρνηση να κινηθεί “ευέλικτα” όπως και άλλες χώρες με παρόμοιο αντιμεταναστευτικό πλαίσιο. Ειδικές συμφωνίες με Μπαγκλαντές και Πακιστάν για χιλιάδες εργάτες οι οποίοι θα κατευθυνθούν κυρίως στην αγροτική παραγωγή, χωρίς δικαίωμα αιτήματος διαμονής,, χωρίς
Μέχρι το 2011, με βάση την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ οι μετανάστες στην Ελλάδα με ξένη υπηκοότητα προέρχονται κυρίως από βαλκανικές χώρες. Το έτος της απογραφής του 2011 αποκτούν μεγαλύτερο μερίδιο χώρες όπως το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, ενώ μειώνεται το ποσοστό μετανάστευσης από χώρες όπως η Αλβανία, οι οποίες τροφοδοτούν σημαντικά τις μεταναστευτικές ροές στην χώρα τις δεκαετίες ’90 και ’00.
Βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της μετάβασης στη δεύτερη περιόδου για την έλευση μεταναστών στην Ελλάδα που συνδέεται με την εκδήλωση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης του 2008 και της εφαρμογής των πρώτων μνημονίων στην χώρα, αλλά και την ένταση των πολεμικών συγκρούσεων στην μέσα Ανατολή και ειδικά στην Συρία. Ξεκινά η μετατόπιση της πηγής των μεταναστευτικών ροών από την περιοχή των Βαλκανίων προς την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. 2η περίοδος: Έλευση μεταναστών στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης
Σε αυτή την περίοδο στο πλαίσιο και των αλλαγής στην πολιτική του ελληνικού κράτους και της
ΕΕ για το μεταναστευτικό με προμετωπίδα την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές.
Α) Υπάρχει έντονη κινητικότητα προς τις άλλες χώρες της Ευρώπης.
Β) Μικρό κομμάτι των μεταναστών κάνει αίτηση ασύλου (περίπου το ¼ , Καψάλης 2020).
Γ) Μεγάλο κομμάτι των μεταναστών έρχεται παράνομα εξαιτίας της πολιτικής της ΕΕ. Δ) Το προφίλ των μεταναστών αλλάζει, περισσότεροι άντρες μόνοι χωρίς τις οικογένειές τους παρά ολόκληρες
Ελλάδας διαχρονικά η πλειονότητα των μεταναστών (έως και το 75%) εργάζονται σε τέσσερις συγκεκριμένους κλάδους (Κατασκευές, Μεταποιητική βιομηχανίαβιοτεχνία, Ιδιωτικά νοικοκυριά, Ξενοδοχεία-Εστιατόρια) (Μητράκος, 2013, Κρητικίδης, 2008). Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2001-2008, οι άνδρες απασχολούνται κυρίως στις κατασκευές (ένας στους δύο) και στη μεταποίηση (δύο στους δέκα), ενώ οι γυναίκες στα ιδιωτικά νοικοκυριά και στις υπηρεσίες υγείας (μία στις δύο) και στα ξενοδοχεία-εστιατόρια (δύο στις δέκα). Στη συνολική απασχόληση του κατασκευαστικού κλάδου, οι άνδρες μετανάστες συμμετέχουν σε ποσοστό 32%, ενώ οι μετανάστριες αποτελούν το 75% των εργαζομένων σε ιδιωτικά νοικοκυριά. Μετά το 2009 η αύξηση της ανεργίας
Και για τα δύο φύλα παρατηρείται μια μετακίνηση από τους κατεξοχήν κλάδους οικονομικής δραστηριότητας (κατασκευές για τους άνδρες και οικιακή απασχόληση για τις γυναίκες) κυρίως προς τη γεωργία ή την εστίαση. Για την περίπτωση των ανδρών μεταναστών το ποσοστό που εργάζεται στις κατασκευές περιορίζεται στο μισό, στη γεωργία τριπλασιάζεται και στους κλάδους της εστίασης και του χονδρικού και λιανικού εμπορίου διπλασιάζεται. Στην περίπτωση των μεταναστριών παρατηρούνται: μια μεγάλη μείωση του ποσοστού απασχόλησης
και η εστίαση και μικρότερη αύξηση στη μεταποίηση. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Ένα πρώτο ποιοτικό στοιχείο για τον χαρακτήρα της ένταξης των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό αποτελεί το είδος των εργασιακών τους σχέσεων. Στοιχεία δείχνουν πως από το 2008 έως το 2018, η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών εργάζεται με μισθωτές σχέσεις εργασίας (ποσοστό άνω του 85%). Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον ντόπιο πληθυσμό κινούνται στο 65%. Ένα δεύτερο ποιοτικό στοιχείο αφορά στα ποσοστά ανεργίας των μεταναστών την ίδια περίοδο. Από την έναρξη της κρίσης του 2008 και μετά είναι προφανές πως τα ποσοστά ανεργίας στους μετανάστες είναι πολύ μεγαλύτερα από τον ντόπιο πληθυσμό ανεξαρτήτως φύλου. Παρότι η κατάσταση από το 2013 αρχίζει να βελτιώνεται με μείωση των ποσοστών ανεργίας (χωρίς να επιστρέφουν φυσικά
την οποία διενήργησε το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ το 2004, και η οποία στηρίχτηκε κυρίως στα στοιχεία που παρέδωσαν οι εθνικές κοινότητες και σύλλογοι, προκύπτει ότι συνδικαλισμένο στην Ελλάδα είναι το 26% των αλλοδαπών εργαζομένων, με μεγαλύτερη συμμετοχή στις κατασκευές 37,2% και την ένδυση 12,4%. Ταυτόχρονα η συντριπτική πλειοψηφία τους σε ποσοστό 87% δεν ήταν συνδικαλισμένο στη χώρα καταγωγής του. Επίσης ενώ
που οι ίδιοι θα θέσουν υποψηφιότητα για το Δ.Σ. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Εδώ θα πρέπει να καταγραφούν κάποιες προγραμματικές προτάσεις από τη μεριά της Πρωτοβουλίας μας, ενσωματώνοντας και την εμπειρία των ιδιαίτερων εγχειρημάτων παρέμβασης στο θέμα (π.χ. ΣΥΠΡΟΜΕ). Αντικειμενικές δυσκολίες και δυνατότητες κοινής πάλης μέσα στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Νίκος Πελεκούδας, υπ. Διδάκτορας κοινωνικής πολιτικής, εργαζόμενος, Απρίλης 2022
ποιους;
η Χρυσούλα Μονιάκη στην Ημερίδα εργασίας και διαλόγου της «Πρωτοβουλίας»
στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2022 με κεντρικό θέμα «Ο σύγχρονος καπιταλισμός»:
από ο
φαίνεται και από
πρόσφατες, δεν χαρακτηρίζονται
βάθος
αλλά
από
γεγονός ότι το «ξεπέρασμά»
συνολικούς
σχετικά με τις μορφές απόσπασης υπεραξίας και οργάνωσης του κεφαλαίου. Τέτοιου είδους ματασχηματισμούς επιχειρεί η αστική τάξη και στο κράτος για να εξυπηρετήσει τους παραπάνω σκοπούς. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι ολοκληρώνεται μια σειρά αλλαγών στο κράτος, και με αφορμή τη «διαχείριση κρίσεων» που παρουσιάζονται ή και είναι στην πραγματικότητα πρωτόγνωρες και ιστορικές. Η οικονομική κρίση του 2008, η πανδημία και τώρα ο πόλεμος είναι τρία βασικά επεισόδια σε αυτή την εξέλιξη. Είναι ερώτημα αν οι αλλαγές συνιστούν διαφορά βαθμού, δηλ. εμβαθύνουν υπαρκτές τάσεις, ή αποτελούν ποιοτική τομή, και αυτή η παρέμβαση θα ήθελε να συμβάλει σε αυτόν τον προβληματισμό.
ιδιαίτερη διερεύνηση και συζήτηση, γενικεύονται και ως «καλές πρακτικές». Η γενικευμένη επιτήρηση–που τώρα γίνεται και ψηφιακή-, οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας, η κοινωνική αποστασιοποίηση, η απομόνωση διοικητικών περιφερειών, η αλλαγή του εργατικού δικαίου ακόμη περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου και το κλείσιμο των συνόρων επεκτάθηκαν, με κάποιες διαφορές φάσης, σε κάθε χώρα σχεδόν του πλανήτη. Λόγω της αδυναμίας να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κρίσης εντός των αποδεκατισμένων εδώ και δεκαετίες μηχανισμών κοινωνικής αναπαραγωγής (συστήματα υγείας, δομές κοινωνικής και ιδρυματικής φροντίδας, εκπαιδευτικές δομές, δημόσιες μεταφορές κ.λπ.), η αυταρχική και υπέρ του κεφαλαίου διαχείριση, οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας -αλλά όχι η διακοπή της προσέλευσης στην εργασία για τους περισσότερους-ες – και ο περιορισμός των πιο στοιχειωδών αναγκών και επιθυμιών παρουσιάστηκε ως μονόδρομος. Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η αντικατάσταση μηχανισμών λήψης αποφάσεων Η υιοθέτηση οιωνοί «πολεμικών μηχανισμών» στη θέση των ως τώρα θεσμών αντιπροσώπευσης και λήψης αποφάσεων: επιτροπές ειδικών, λήψη αποφάσεων χωρίς διαβούλευση, αναστολή ελευθεριών και δικαιωμάτων ή η μετατροπή τους σε «αδειανό πουκάμισο» είναι τάση που τείνει να κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια. Στην Ελλάδα η πρόσφατη εμπειρία των «μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων» και η εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων έχει συμβάλλει κρίσιμα στην εμπέδωση αυτής της τάσης. Κατά την πανδημική κρίση, οι «πολεμικοί μηχανισμοί» γενικεύτηκαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
γνώμη» με την ίδια ευκολία που αλλάζουν οι βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες άσκησης διακυβέρνησης (ας θυμηθούμε δηλώσεις ειδικών για τη χαμηλή μεταδοτικότητα της covid-19 και την έλλειψη αναγκαιότητας χρήσης της μάσκας στο ξεκίνημα της πανδημίας). Αντί τεχνογνωσίας, οι ειδικοί προσφέρουν σχεδόν απλή νομιμοποίηση στους μηχανισμούς εξουσίας και τις επιλογές τους. Διεκδικούν, επιπλέον, έναντι της μη διατεταγμένης και συντεταγμένης επιστημονικής κοινότητας, αυτής δηλ. που εργάζεται στους ως τώρα θεσμούς άσκησης επιστημονικού έργου (όπως, π.χ., είναι οι μάχιμοι γιατροί και νοσηλευτές των δημόσιων νοσοκομείων), απόλυτο μονοπώλιο ειδημοσύνης. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των ιστορικών μορφών κοινωνικού διαλόγου,(πχ Κοινοβούλιο, συνδικάτα ) λόγω της αποδυνάμωσης των θεσμών και των διαφόρων εκφράσεων του εργατικού κινήματος, καθώς και τον απόλυτο έλεγχο από το Κεφάλαιο των μέσων ενημέρωσης, οδηγούν στην προβολή των πολιτικών επιλογών ως «φυσικών» και μη υποκείμενων σε οποιαδήποτε κριτική
Η ατομική ευθύνη είναι το νέο ιδεολόγημα που απαλλάσσει το κράτος σε μεγάλο βαθμό από τις υποχρεώσεις του προς τους πολίτες σε υγεία, παιδεία, υπηρεσίες και τους καθιστά υπεύθυνους για το όποιο βιοτικό επίπεδο. Τοποθετεί το άτομο στο επίκεντρο και μετράται με όρους ατομικών ικανοτήτων. Τα άτομα καλούνται να γίνουν «ανθεκτικά»[1]. Η νέα προσέγγιση της ανάπτυξης τοποθετεί το άτομο στο επίκεντρο και μετράται με όρους ατομικών ικανοτήτων (Chandler, 2012). Τα ανθεκτικά υποκείμενα, πιστά στο νεοφιλελεύθερο αίτημα περί ατομικής ευθύνης και υπευθυνότητας, οφείλουν να φροντίζουν για την ασφάλειά τους απέναντι σε κάθε είδους καταστροφή και να αποδείξουν τις ικανότητές τους βελτιώνοντας την ατομική και συλλογική τους αυτοδυναμία. Το ίδιο, γνωστό επιχείρημα της Θάτσερ στην ιστορική της φράση: «Ποιος είναι η κοινωνία; Δεν υπάρχει κοινωνία! Υπάρχουν μόνο μεμονωμένοι άνδρες και γυναίκες και υπάρχουν και οικογένειες» (Thatcher, 1987). Το «ανθεκτικό» υποκείμενο, στερημένο από κάθε δυνατότητα να φανταστεί εναλλακτικές, καλείται να αποδεχτεί και να προσαρμοστεί στην καταστροφικότητα της πραγματικότητάς του, ώστε να μπορέσει να υπάρξει. Οι αναδιαρθρώσεις στην δημόσια εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια εξυπηρετούν μεταξύ άλλων και το στόχο της δημιουργίας «ανθεκτικών» ανθρώπων. Πολιτικές και οργανωτικές αλλαγές στον δημόσιο τομέα Σε αντίθεση με την αφήγηση για την ελλιπή αποτελεσματικότητα και την τεχνολογική και οργανωτική υστέρηση του κράτους, στον ευρωπαϊκό
παραγωγής (ενέργεια, ύδρευση, δίκτυα τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, κ.λπ.) και σημαντικό μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της κοινωνικής αναπαραγωγής (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση), το «επιτελικό κράτος» διέπεται από τη βασική αρχή της απόσυρσης, τόσο από το πεδίο της ρύθμισης κανόνων και περιορισμών στη δράση του κεφαλαίου (αυτορρύθμιση της αγοράς), όσο και από το πεδίο
εσόδων Το ελληνικό
στην περίοδο της δημοσιονομικής επιτροπείας εκχώρησε λειτουργίες που βρίσκονται στον κρατικό πυρήνα, όπως είναι οι εισπρακτικοί μηχανισμοί, οι κρατικές δαπάνες και η κρατική περιουσία. Με ένα νόμο (ν.4389/2016) ιδρύθηκαν η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. και θεσπίστηκε ο Αυτόματος Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής (ο γνωστός κόφτης). Με την ίδρυση της Α.Α.Δ.Ε. παραχωρείται ο έλεγχος και η διαχείριση των εσόδων του κράτους στο Διοικητή και το Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής, στην επιλογή των οποίων
στους
με ενιαίο τρόπο σε όλη την ευρωπαϊκή επικράτεια. Η θεμελίωση
αντίστοιχου μηχανισμού στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε πανηγυρικά, ως εφαρμογή του κράτους δικαίου και ως εξορθολογισμός της διοικητικής πρακτικής, αφού μέχρι τότε την αρμοδιότητα να κρίνει αν κάποιος δικαιούται προσφυγικό καθεστώς ή όχι, ασκούσε η ελληνική αστυνομία. H απόρριψη σχεδόν όλων των αιτημάτων στον α΄ βαθμό εξέτασης από τις αστυνομικές υπηρεσίες, δημιουργούσε τεράστια αποθέματα εκκρεμών υποθέσεων που παραπέμπονταν στο β΄ βαθμό, δεσμεύοντας την διοίκηση για επανεξέταση. Πολύ γρήγορα και με αφορμή την προσφυγική κρίση του 2015, αποδείχτηκε ότι οι υπηρεσίες ασύλου και υποδοχής λειτούργησαν στην Ελλάδα ως ένας αποτελεσματικός μηχανισμός διοικητικής υλοποίησης των πολιτικών αποτροπής των προσφύγων. Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για ένα μηχανισμό μαζικής παραγωγής απορριπτικών αποφάσεων για
διά της εκχώρησης
του πυρήνα του κράτους στον ιδιωτικό τομέα και η περίπτωση του ΕΦΚΑ Η εκχώρηση λειτουργιών του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα είναι τάση υπαρκτή εδώ και δεκαετίες. To πιο εύγλωττο παράδειγμα είναι η διαδικασία μετοχοποίησης και εν τέλει ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών στρατηγικών τομέων της οικονομίας, στην Ελλάδα και διεθνώς. Στην Ελλάδα, την περίοδο του μνημονίου η παραπάνω τάση ολοκληρώθηκε: Στρατηγικοί τομείς της παραγωγής, υποδομές, δίκτυα και περιουσιακά στοιχεία όπως γη και ακίνητα μεταβιβάστηκαν στο ιδιωτικό κεφάλαιο, επιβαρύνοντας περαιτέρω τα εργατικά στρώματα, με την αύξηση του κόστους των υπηρεσιών, και εντείνοντας την εκμετάλλευση των εργαζόμενων σε αυτές τις επιχειρήσεις. Την ίδια περίοδο, προχώρησε και το σχέδιο της συμπληρωματικής παροχής μιας σειράς υπηρεσιών και αγαθών από ιδιώτες (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, διαχείριση απορριμμάτων) με κατεύθυνση την εμπορευματοποίησή τους. Πιο πρόσφατα, εξελίσσεται η εκχώρηση λειτουργιών του σκληρού πυρήνα του κράτους σε ιδιώτες. Καθολικές δημόσιες υπηρεσίες, συνυφασμένες με την κρατική λειτουργία, που χρηματοδοτούνται εν μέρει ή ρυθμίζονται από τον κρατικό τομέα μπορούν να αποτελέσουν πολύ ασφαλείς αγορές για το ιδιωτικό κεφάλαιο.
ειδικό μητρώο του ΕΦΚΑ, να αναλαμβάνουν τη σύνταξη σχεδίων απόφασης έκδοσης προσωρινής ή οριστικής σύνταξης και έκδοση προσυνταξιοδοτικών βεβαιώσεων. Τα στοιχεία αυτά θα είναι δεσμευτικά για τους υπαλλήλους του ΕΦΚΑ, οι οποίοι θα εκδίδουν τις τελικές πράξεις. Το σχέδιο ιδιωτικοποίησης συνυφαίνεται με τις σχεδιαζόμενες αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα (παράδοση των εισφορών της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης στην κεφαλαιαγορά) καθώς και με την τιμωρητική αντιμετώπιση των εργαζόμενων,
και εισαγγελικού
αντιμετώπιση
που αφορούν στον ΕΦΚΑ με επικεφαλής πρώην ανώτερο δικαστικό που διερευνά καταγγελίες για καθυστερήσεις…. Και σε αυτήν την περίπτωση, η διοικητική αναδιοργάνωση, η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης και των υπηρεσιών ασφάλισης και η κατασταλτική αντιμετώπιση των εργαζόμενων εξελίσσονται ταυτόχρονα. Περιβαλλοντική κρίση - Λύση για την αστική τάξη οι ιδιωτικοποιήσεις Η περιβαλλοντική κρίση αναδεικνύει το γεγονός ότι δεν θα επιλυθούν τα περιβαλλοντικά
αξιοποίησης της ψηφιακής τεχνολογίας στην κρατική λειτουργία. Τα ψηφιακά εργαλεία επιτάχυναν ορισμένες διαδικασίες της κρατικής λειτουργίας, την ίδια ώρα όμως δημιούργησαν νέα δεδομένα ως προς την επιτήρηση και επίβλεψη
κράτος τη δυνατότητα τεράστιας συλλογής δεδομένων και ελέγχου, που θα φανούν ιδιαίτερα χρήσιμα τα επόμενα χρόνια και θα εμπεδώσουν τον κρατικό αυταρχισμό. Ορατή λύση δεν αποτελεί η επιστροφή στο κεϋνσιανικό κράτος Η επιστροφή στον κεϋνσιανισμό που πολλοί ελπίζουν είναι αδύνατη. Η πανδημία ανέδειξε την ανεπάρκεια του αποδυναμωμένου δημόσιου συστήματος υγείας και την αδυναμία του να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την έκτακτη συνθήκη. Επίσης έφερε στο επίκεντρο της συζήτησης την κοινωνική ανάγκη για ισχυρό δημόσιο υγειονομικό σύστημα όπως και οι πυρκαγιές ανέδειξαν την ανάγκη για ισχυρό σύστημα πυροπροστασίας. Όμως αυτό δεν είναι επιλογή της κρατικής διαχείρισης στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Η ξεκάθαρη επιλογή είναι η χρησιμοποίηση των ιδιωτών σε όλους τους τομείς.
και βασικός μηχανισμός οργάνωσης της κοινωνικής συναίνεσης. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει σήμερα: ούτε εκείνος ο συσχετισμός δύναμης, ούτε η κερδοφορία που θα επέτρεπε να διοχετευθούν κάποια ποσά σε τέτοια κατεύθυνση και εξ αυτού ούτε η δυνατότητα οργάνωσης κοινωνικών συμμαχιών. Έτσι το κράτος προβάλει πιο πολύ από ποτέ ως αυτό που είναι, όργανο καταπίεσης, μηχανισμός συμπύκνωσης και διασφάλισης της αστικής εξουσίας, όχημα διευκόλυνσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Για αυτό ακριβώς το λόγο δεν υπάρχει άλλη λύση για την εργαζόμενη πλειοψηφία από την ανατροπή. Χρυσούλα Μονιάκη, εργαζόμενη και μέλος Δ.Σ. Σωματείου εργαζομένων στην ΕΛΣΤΑΤ,
2 Απριλίου 2022
παράτολμο, με 100% τσαλαπατάει όλους τους ανθρώπινους νόμους, με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύσει να το πράξει». – Karl Marx, «Κεφάλαιο», τομ. 1 Το κεφάλαιο αντιμετωπίζει πάντα την κρίση ως ευκαιρία. Το ίδιο κάνει και με τον πόλεμο, την πολεμική προετοιμασία και τους ανταγωνισμούς. Μετά από μια περίοδο μεγάλης υποχώρησης της επέκτασης και των θέσεων του (όχι στον ίδιο βαθμό και της κερδοφορίας του) την εποχή των μνημονίων, το ελληνικό κεφάλαιο είδε
υποδομών σε συνάρτηση με την παραγωγή ή αναβάθμιση/επιδιόρθωση οπλικών συστημάτων κλπ. Αντίστοιχα, ενίσχυση ερευνητικών προγραμμάτων για τεχνολογίες «άμυνας» και καταστολής. Ιδιαίτερη σημασία, πέρα από τις οικονομικο-κοινωνικές διαστάσεις και η αξιοποίηση του ανταγωνισμού με την Τουρκία και τώρα του ανανεωμένου «Ανήκομεν εις την Δύσιν» για να δημιουργηθεί μια νέα «εθνική ενότητα» στην υπηρεσία
ενίσχυση του εθνικισμού, του ρατσισμού, του μιλιταρισμού και της αποδοχής ως ακλόνητης της ένταξης σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Το ενεργειακό ζήτημα ως παρονομαστής της ελληνικής πολεμικής οικονομίας και το LNG “ελιξίριο” του ελληνικού καπιταλισμού για το ξεπέρασμα της κρίσης του; Τον τελευταίο καιρό υπήρξε μια επανεκκίνηση των διαδικασιών από την κυβέρνηση μαζί με ελληνικές πετρελαϊκές εταιρίες για την εκμετάλλευση των θαλάσσιων ενεργειακών κοιτασμάτων στο Ιόνιο πέλαγος με ακόμη πιο πιθανή την επιτάχυνση της λόγω και της πρόσφατης απόφασης της ΕΕ για πλήρη αποκλεισμό της Ρωσίας (απόφαση για μειώσει από φέτος κατά 2/3 των εισαγωγών ρωσικού καυσίμου, με απώτερο στόχο να εξαλειφθούν νωρίτερα από το 2030) και ενεργειακής ανεξαρτησίας από αυτή με τις αλυσιδωτές επιπτώσεις που επιφέρει ο ρωσοουκρανικός πόλεμος. Όσον αφορά τα κοιτάσματα που βρίσκονται στα δυτικά και νοτιοδυτικά της
συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για την δημιουργία ηλεκτρικού καλωδίου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των δύο χωρών, κατεύθυνση που εντάσσεται στο σχέδιο αναβάθμισης του ελληνικού κεφαλαίου / κράτους στην Μεσόγειο. Στο πλάνο των επόμενων χρόνων ανήκουν τα έργα GREGY Interconnector της ELICA που ελέγχεται από τον όμιλο Κοπελούζου και το GreeceAfrica Power Interconnector (αξίας 2.5 δισ. ευρώ) της εταιρείας Κυκλαδικά Μελτέμια (όμιλος Eunice) και το συνολικό project θα ανέρχεται στα 3.5 δις. Ευρώ. Ακόμη, είναι ενδεικτική η σύνδεση της ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού μέσω της επένδυσης (αξίας 400 εκατ. δολ.) και λειτουργίας πλέον μονάδας ηλεκτρικής ενέργειας στην Λιβύη του Μυτιληναίου, εκμεταλλευόμενος τον πόλεμο που γίνεται τα τελευταία χρόνια. Όσον αφορά το LNG, εκτός από τον αποθηκευτικό τερματικό σταθμό του ΔΕΣΦΑ στη Ρεβυθούσα που αναβαθμίζεται, κύριο γεωγραφικό σημείο κλειδί αποτελεί το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, και τίθεται πλέον η μεγάλη ευκαιρία για προχώρημα του LNG και FSRU (Πλωτή Μονάδα Αποθήκευσης και Επαναεριοποίησης) project, σημαντικός παίκτης του οποίου είναι-ανάμεσα σε άλλες πολυεθνικές- και ο όμιλος Κοπελούζου, ένα project με αξία 370 εκ. Ευρώ (τα 166,7 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ) και με το αρχικό πλάνο ολοκλήρωσης του να ήταν μέχρι το 2023. (Η πρώτη πλωτή μονάδα είναι υπό κατασκευή ενώ η Gastrade αποφάσισε να προχωρήσει και για δεύτερο.) Επίσης αναμένεται και η κατασκευή του FSRU «Διώρυγα Gas» της Motor Oil, επένδυση της τάξης των 360- 370 εκατ. ευρώ, στους Αγίους Θεοδώρους μέχρι το τέλος του έτους και αντίστοιχες επενδύσεις στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά από τον ναυτιλιακό όμιλο του
LNG στην Ευρώπη (έναντι του ρωσικού φυσικού αερίου), καθώς και με την αναβάθμιση του ελληνικού κράτους ως ενεργειακού σταθμού μεταφοράς του σχιστολιθικού φυσικού αερίου των ΗΠΑ. Η συμφωνία της Ε.Ε. με τις ΗΠΑ ήδη έκλεισε για την προμήθεια τουλάχιστον 15 δισ. επιπλέον κυβικά μέτρα υγροποιημένου
και
του 15,58% του παγκόσμιου στόλου υγραεριοφόρων (LNG / LPG). Σε όλα αυτά, έρχεται να προστεθεί και ο λιμένας του Βόλου για την κατασκευή ενός ακόμη LNG από την Mediterranean Gas που πρόσφατα έχει πάρει την σχετική άδεια. Εκτός αυτών, κομβικό σημείο φαίνεται να είναι και η Καβάλα, στην οποία έρχεται να προστεθεί ακόμη ένα project για την ενίσχυση του ελληνικού καπιταλισμού ως πυλώνα της ευρύτερης στρατηγικής της ΕΕ για την ενεργειακή κυκλοφορία. Με την κοινοπραξία Energean Oil & Gas και Halliburton βρίσκεται στα σκαριά το project υποδοχής μιας μονάδας αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα στη Λεκάνη του Πρίνου, μια επένδυση της τάξης των 390 εκατ. ευρώ (υποδυόμενη με φιλοπεριβαλλοντικό μανδύα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής “πράσινης μετάβασης”), η οποία έχει ήδη πάρει άδεια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
μέσω πανδημίας (820 εκ. περίπου), τα στρατιωτικά κονδύλια του προϋπολογισμού αυξήθηκαν 89% σε δύο έτη και για το 2022 τα εξοπλιστικά κονδύλια του προϋπολογισμού φτάνουν τα 3,37 δισ. ευρώ, με το κρατικό-δημόσιο χρέος να είναι ήδη πάνω από το 200% του ΑΕΠ! Οι “χρυσές αγορές” που προγραμματίζονται
επιρροή και οικονομικό συμφέρον (Βαλκάνια, Βόρεια Αφρική, Μεσόγειο), και για τις ανάγκες του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού για την αρπαγή των ΑΟΖ και των ενεργειακών κοιτασμάτων της Μεσογείου. Στην διεκδίκηση, δηλαδή, του ρόλου ενός “Ισραήλ των Βαλκανίων”. Βεβαίως, η όλη αυτή εξοπλιστική ενίσχυση θα αξιοποιηθεί συνολικά και από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η ενίσχυση της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας θα επιτρέπει αποτελεσματικότερο έλεγχο του εναέριου χώρου της Βόρειας Μακεδονίας με την προοπτική μεγαλύτερης στρατιωτικής επιρροής στα Βαλκάνια. Στην θάλασσα οι σύγχρονες ωκεάνιων προδιαγραφών φρεγάτες πρόκειται να δράσουν επιχειρησιακά στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό σχεδιάζεται η αναβάθμιση και η λειτουργία της ναυτικής βάσης στη Σούδα ως δεύτερου Ναυστάθμου, που θα ελλιμενίζονται οι σύγχρονες φρεγάτες. Από εκεί προέκυψε η ανάγκη αγοράς κορβετών, μικρότερου πλοίου που θα δρα και στο Αιγαίο. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και την ψήφιση στη Βουλή το «υπόλοιπο προγράμματος» (Excess Material) με
δημιουργήσουν
τμήματα
και των εργαζομένων. Στο πλαίσιο αυτό, για παράδειγμα, αξιοποιούν την εξαγορά (με προκλητικά ευνοϊκούς όρους) των Ναυπηγείων Σύρου από την αμερικανική ΟΝΕΧ, εξαγορά η οποία συνδέεται με την ύπαρξη ενός επισκευαστικού ναυπηγείου στην καρδιά του Αιγαίου κατάλληλο να υποδέχεται και αμερικανικά πολεμικά σκάφη, ως σωτηρία των Ναυπηγείων και χιλιάδων θέσεων εργασίας. Αντίστοιχα, στην Αλεξανδρούπολη (αλλά και στα Χανιά, εδώ και πολλά χρόνια) διαφημίζουν τα οφέλη από την έντονη αμερικανική παρουσία για την τόνωση της τοπικής αγοράς, επιδιώκοντας (και ως ένα βαθμό επιτυγχάνοντας) συμμαχίες με τμήματα μικρομεσαίων στρωμάτων, συχνά με όρους που παραπέμπει στις «χρυσές εποχές» της Τρούμπας και του «Καλώς ήλθε το δολάριο». Επίσης, παρόμοιες λογικές προωθούν και στα ναυπηγεία
την στελέχωση του στρατού και την δημιουργία μιας μεγαλύτερης δολοφονικής πολεμικής μηχανής με μόνιμους οπλίτες. Ο νέος στρατός πρέπει να είναι πιο πολυπληθής, πιο μισθοφορικός, περισσότερο εκπαιδευμένος στα πρότυπα του Ισραήλ και των ΗΠΑ, με μεγαλύτερη αναλογία μισθοφόρων στελεχών έναντι κληρωτών φαντάρων. Χαρακτηριστική σε αυτή την κατεύθυνση είναι η περίπτωση των Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠ.ΟΠ.)
για τους πολεμικούς στόχους του ελληνικού κεφαλαίου και κράτους για συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές αποστολές και επεμβάσεις, για την καταστολή των προσφύγων/μεταναστ(ρι)ών στα σύνορα, και την καταστολή των κινημάτων. Αυτά μαρτυρούν ακριβώς την ανάδειξη του πολέμου, των δογμάτων άμυνας και ασφάλειας σε πυλώνες της νέας καπιταλιστικής ανάπτυξης και τη διατύπωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με παρονομαστή την σχέση στρατού-κοινωνίας. Εδώ εντάσσονται και οι τεράστιοι πολεμικοί εξοπλισμοί, το νομοσχέδιο για την εθνοφυλακή που ανασυγκροτείται, η αύξηση της στρατιωτικής θητείας κ.α. Με όλα αυτά δεν είναι καθόλου άσχετη η προβολή του ελληνικού στρατού με εθελοντικό κοινωνικό προσωπείο, κάτι που αποσκοπεί ακριβώς στην ιδεολογική νομιμοποίησή του, που με την σειρά της στρατιωτικοποιεί βαθύτερα την κοινωνία, επιδιώκοντας έτσι να κατακτήσει σταδιακά τον ρόλο του κοινωνικού σωτήρα με επεμβάσεις
της κατασταλτικής δράσης του στρατού. Γίνεται σαφές ότι η ίδια η κυβέρνηση και το σύνολο του αστικού κατεστημένου επιδιώκουν να καλλιεργήσουν ακόμη περισσότερο με κάθε τρόπο τον μιλιταρισμό και τον διαχρονικό εθνικισμό που είναι δεύτερη φύση του ελληνικού στρατού από την ίδρυση του. Το ελληνικό κεφάλαιο έχει ως στόχο την αναβάθμιση του στρατηγικού ρόλου του κράτους και εκτιμούν ότι αυτό επιτυγχάνεται από την αναβάθμιση της πολεμικής του ισχύος, είτε ως διπλωματικό εργαλείο είτε επεμβαίνοντας στα διάφορα
πέρυσι έγινε ακόμη πιο αισθητή η στρατιωτικοποίηση του προσφυγικού ζητήματος και ευρύτερα της κοινωνικής ζωής, η αντιδραστικοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής και η αυταρχική θωράκιση του καπιταλιστικού κράτους. Στα σύνορα επενέβησαν οι Ειδικές Δυνάμεις με χρήση όπλων ενάντια σε πρόσφυγες/μετανάστ(ρι)ες με αποτέλεσμα την ύπαρξη και ενός νεκρού. Αυτό το γεγονός ήρθε να δώσει συνέχεια στην ρατσιστική πολιτική της ΕΕ και των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων, με τις απάνθρωπες επαναπροωθήσεις και τα τείχη του αίσχους στον Έβρο, και έδειξε ταυτόχρονα, ότι δεν αρκούν οι συνοριοφύλακες και η ακτοφυλακή της FRONTEX, αλλά ότι χρειάζονται την άμεση παρέμβαση του στρατού και μια πολεμικού
σύνορα χτίζεται αυτοματοποιημένο δίκτυο παρακολούθησης και έχει ως στόχο να εντοπίζει νωρίς πρόσφυγες/μετανάστ(ρι)ες για την αποτροπή της διέλευσης τους, με περιπολίες στο ποτάμι και το έδαφος χρησιμοποιώντας προβολείς και ακουστικές συσκευές μεγάλης εμβέλειας. Φυσικά, όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την επένδυση από την ΕΕ 3 δισ. Ευρώ σε έρευνα τεχνολογίας ασφάλειας, κυρίως στις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες, μετά την προσφυγική κρίση το 2015 – 16. Πολύ ανησυχητική εξέλιξη, που σχετίζεται με τα προαναφερθέν, είναι η ανάληψη από την Space Hellas, σε συνεργασία με κυβέρνηση και ΕΕ, ενός έργου προηγμένης τεχνολογίας με δυνατότητες καταγραφής, ταυτοποίησης κ.α., για τον έλεγχο, την επιτήρηση και την “ασφάλεια” των συνόρων αξίας 29,3 εκ. Ευρώ. Γιώργος Αντωνίου, μεταπτυχιακός φοιτητής, 2/4/2022