Τευχος βαγδάτη compressed ilovepdf compressed

Page 1


παραγωγη του σεχταριστικού χωρου | η Βαγδάτη στον δεύτερο πόλεμο του Κόλπου 2003-2007 Δήμητρα Ρουμελιώτη Δήμητρα Στελλάτου

υπεύθυνη καθηγήτρια | Πέννυ Κουτρολίκου

[1]



κεφάλαιο 1ο | εισαγωγή

7

κεφάλαιο 2ο | γενικά στοιχεία για το Ιράκ

15

κοινωνικοπολιτική ιστορική αναδρομή

17

κεφάλαιο 3ο | ιστορική αναδρομή στην πολεοδομία της Βαγδάτης

25

γενικά δεδομένα

25

εισαγωγή

27

φάσεις πολεοδομικής εξέλιξης

28

διαδικασία πολεοδομικής εξέλιξης

29

συμπεράσματα

33

κεφάλαιο 4ο | κατασκευή της εθνοθρησκευτικής ταυτότητας

36

κοινοτική ταυτότητα – συμπεριφορά – σύγκρουση

37

ο μύθος της προαιώνιας εθνο-σεχταριστικής βίας στο Ιράκ

38

η συγκρότηση της εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας στο Ιρακ

40 [3]

περιεχόμενα

ΕΝΟΤΗΤΑ 1| ιστορικό και θεωρητικό πλαίσιο


κεφάλαιο 5ο |δεύτερος πόλεμος του Κολπου | οι κατοχικές δυνάμεις ως καταλύτης των εξελίξεων 44 δεύτερος πόλεμος του Κολπου

45

Η θεσμοποίηση του σεχταρισμού|CPA

48

Πολιτικοποίηση της εθνότητας

49

οι εκλογές του 2005

50

Άλλες τακτικές προώθησης σεχταρισμού

51

τακτικές (νεο)αποικιακής διακυβέρνησης| διαίρει και βασίλευε

53

κενό εξουσίας

55

ΕΝΟΤΗΤΑ 2| οι δρούσες δυνάμεις κεφάλαιο 6ο | σεχταριστικές οργανώσεις και οι συσχετισμοί τους

57

θρησκευτικές σέχτες

57

σουνιτικές οργανώσεις

58

σιιτικές οργανώσεις

61

σαντρισμός

62

[4]


κεφάλαιο 7ο | σεχταριστική εκκαθάριση των γειτονιών

70

κλιμάκωση της σεχταριστικης βίας

73

συνιστώσες της εθνοτικής εκκαθάρισης

78

κεφάλαιο 8ο |η πόλη των σεχταριστικών θυλάκων

86

χωρικό αποτύπωμα του πολέμου 2003-2007

88

αντι-εξέγερση και το «μέγα κύμα» 2006-2007

89

περιτειχισμένες κοινότητες

90

βιοπολιτικές πτυχές της κατοχικής εξουσίας

101

το τέλος του κύματος της σεχταριστικής βίας

103

ανοικοδόμηση

104

κεφάλαιο 9ο |επίλογος

109

κατάλογος αναφορών

113

[5]

ΕΝΟΤΗΤΑ 3| χώρικό αποτύπωμα του πολέμου


Αμερική Παρακαλώ μη με ρωτάς Αμερική, δεν θυμάμαι σε ποιόν δρόμο με ποιόν ή κάτω από ποιό αστέρι, μη με ρωτάς δε θυμάμαι τα χρώματα των ανθρώπων ή τις υπογραφές τους δεν θυμάμαι αν είχαν τα πρόσωπά μας και τα όνειρα μας αν τραγουδούσαν ή όχι αν έγραφαν από τα αριστερά ή τα δεξιά ή αν δεν γράφαν καθόλου αν κοιμούνταν σε σπίτια σε πλάκες πεζοδρομίου ή σε αεροδρόμια αν κάναν έρωτα ή δεν κάναν έρωτα Παρακαλώ μη με ρωτάς, Αμερική δεν θυμάμαι τα ονόματά τους ή το που γεννήθηκαν Οι άνθρωποι είναι γρασίδι Γεννιούνται παντού, Αμερική […] Της Ιρακινής ποιήτριας Dunya Mikhail [6]


κεφάλαιο 1ο | εισαγωγή

Ο πόλεμος του Ιράκ το 2003 αποτελεί για την γενιά μας ένα κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. Έχοντας ως αφορμή ενδιαφέροντος την σχέση της πόλης με τον πόλεμο, αυτή θα εικονοποιηθεί μέσω του παραδείγματος της Βαγδάτης και των χωρικών μετασχηματισμών που υπέστη μετά την εισβολή της συμμαχίας με επικεφαλής τις ΗΠΑ, τον Απρίλη του 2003. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του 2ου πολέμου του Κόλπου η Βαγδάτη μετατράπηκε βίαια από έναν ενιαίο αστικό χώρο, όπου συνυπήρχαν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες ή εθνοθρησκευτικές ταυτότητες, σε μία διαιρεμένη πόλη που μπορεί να ιδωθεί σαν ένα άθροισμα θυλάκων από ομοιογενή πληθυσμό. Η περίοδος κατά την οποία μελετάμε την πρωτεύουσα του Ιρακινού κράτους, όπως αναφέραμε, σημαίνεται από την εισβολή των συμμαχικών δυνάμεων τον Απρίλιο του 2003 – αφού την στιγμή αυτή αντιλαμβανόμαστε ως αφετηρία της αλλαγής του τρόπου παραγωγής, οργάνωσης και τελικά βίωσης του χώρου. θέτουμε ως τέλος της περιόδου αυτής το τέλος του 2007 – δηλαδή τη χρονιά όπου ξεκινά η σταδιακή απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων. Εστιάσαμε σε αυτήν την περίοδο, ώστε να μελετήσουμε την διαδικασία της κατάτμησης της πόλης υπό το πρίσμα της ιμπεριαλιστικής κατοχής. Ακόμα, στα τέλη του 2007 παρατηρείται μια άμβλυνση της σεχταριστικής βίας εντός της πόλης (φυσικά οι συσχετισμοί αυτοί γρήγορα άλλαξαν). Παρόλο που η τομή αυτή στο χρόνο μπορεί να χαρακτηριστεί αυθαίρετη, στα πλαίσια της εργασίας αυτής, αποτελεί κατά μια έννοια, μια διαδικασία μετασχηματισμών που ολοκληρώνει τον κύκλο της. Στοχοθέτηση της εργασίας αποτελεί η ανάδειξη της αλληλοτροφοδοτούμενης σχέσης μεταξύ της κατασκευής της ομαδικής [7]

υπόθεση εργασίας


ταυτότητας και της παραγωγής αστικού χώρου. Θα μπορούσαμε, εν γένει, να συνοψίσουμε την έρευνά μας σε μια προσπάθεια απάντησης των παρακάτω βασικών ερωτημάτων: πως κατασκευάζεται η ομαδική ταυτότητα και συγκεκριμένα στην περίπτωση του Ιράκ; Πως η κατασκευή αυτή επηρεάζεται από τις κατοχικές δυνάμεις και γεννά την δι-ομαδική σύγκρουση; Πως η σύγκρουση αυτή αποκρυσταλλώνεται εντός της πόλης ως σεχταριστική διαμάχη και πιέζει προς την κατεύθυνση της εθνοτικής εκκαθάρισης των γειτονιών της ; Τέλος, πώς ο αστικός ιστός που παράγεται μετά την περιτείχιση των γειτονιών αποκρυσταλλώνει τις σεχταριστικές αντιθέσεις;

μεθοδολογία

Η πρώτη προσέγγιση πάνω στο θέμα έγινε μέσω της βιβλιογραφίας πάνω στην ιστορία του Ιράκ. Σκοπός μας ήταν να προσεγγίσουμε το ζήτημα ως μέρος μιας ιστορικής αλληλουχίας γεγονότων. Στη συνέχεια, συνεχίσαμε μελετώντας την κατασκευή της ομαδικής ταυτότητα μέσα από τη θεωρία της κοινωνικής ανθρωπολογίας και ψυχολογίας (μέσω του έργου του Eriksen και Tajfel αντίστοιχα). Προκειμένου να ψηλαφίσουμε τους όρους της δι-ομαδικής σύγκρουσης αναζητήσαμε το πως η κατασκευή της ταυτότητας ανασκευάστηκε μετά από την εισβολή του 2003. Σε αυτό το σημείο, αναζητήσαμε τα γεγονότα και τις δρούσες δυνάμεις του πολέμου κυρίως βασιζόμενες στην διεθνή (μετά)πολεμική αρθρογραφία αλλά και σε εκθέσεις οργανισμών (institute for the study of war, international crisis group κ.α.). Σε κάθε περίπτωση, προσπαθήσαμε να αποκτήσουμε μια πολύπλευρη εικόνα της κατάστασης έχοντας υπόψιν πως τέτοιες αναλύσεις είναι συχνά προκατειλημμένες προς κάποια από τις εμπλεκόμενες δυνάμεις. Έπειτα, θεωρητικοποιώντας την δράση των κατοχικών δυνάμεων την εντάξαμε σ΄ένα πλαίσιο νέο-αποικιοκρατικής τακτικής του ¨διαίρει και βασίλευε¨. Επιπρόσθετα, προσπαθήσαμε να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους η σεχταριστική ταυτότητα μέσω της θέλησης για εδαφοκυριαρχία δημιουργεί ομοιογενείς περιοχές κατοίκησης. Σαν τελευταίο βήμα, πλησιάζοντας στην διερεύνηση των χωρικών μετασχηματισμών που επιδέχτηκε η Βαγδάτη ως αποτέλεσμα του 2ου πόλεμου του Κόλπου αρχίσαμε και πάλι με μια ιστορική και πολεοδομική αναδρομή της πόλης. Ακολούθως, προσπαθήσαμε να συσχετίσουμε την εφαρμογή των περίκλειστων κοινοτήτων με το δόγμα της αντιεξέγερσης και να αναδείξουμε το πως η τακτική αυτή παγιώνει χωρικά την διαίρεση της πόλης.

[8]


Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθούμε στις διάφορες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε στην διάρκεια της μελέτης. Καταρχάς, το ότι ο πόλεμος του Ιράκ είναι σχετικά πρόσφατος σαν γεγονός περιορίζει σημαντικά την εύρεση βιβλιογραφίας πάνω σ΄ αυτό το θέμα. Δεύτερον, η συχνά εμπρόθετη οπτική των σχολιαστών πάνω σ΄ένα τέτοιο περίπλοκο ζήτημα (κυρίως στην αρθρογραφία) μας οδήγησε πολλές φορές μπροστά σε αντιφατικές μεταξύ τους αναλύσεις. Κατά τρίτον, και στο κομμάτι της χαρτογράφησης (mapping) συναντήσαμε αρκετές φορές ασυμφωνία μεταξύ του υλικού που είχαμε διαθέσιμο. Η δυσκολία αυτή έγκειται στην εμπόλεμη έως και σήμερα κατάσταση της Βαγδάτης και στην αδυναμία επιτόπιας έρευνας. Όλα τα παραπάνω, συμψηφίζοντας και την πολυπλοκότητα του θέματος λόγω της μη εξοικείωσης με την περιοχή, μας ώθησαν να εφαρμόσουμε μια πιο αφαιρετική λογική. Η σχετική αφαίρεση γίνεται με στόχο την πιο κατανοητή αντιμετώπιση των σχέσεων που οδήγησαν στον μετασχηματισμό του χώρου στην Βαγδάτη.

δυσκολίες και παραδοχές

Εππλέον, μία από τις βασικές μας παραδοχές αποτελεί η χρήση του όρου «σεχταριστικός». Αν αναφερθούμε γενικά στην επικράτεια του Ιράκ ενδεχομένως ο χαρακτηρισμός αυτός δεν θα ήταν επαρκής καθώς στην γενικότερη διαμάχη απαντώνται σε μεγάλο βαθμό διάφοροι εθνοτικοί διαχωρισμοί. Θέλοντας να συμπεριλάβουμε αυτές τις διαφορετικές ταυτότητες θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην διαμάχη και τις διάφορες προεκτάσεις της ως εθνο-θρησκευτικές. Αναφερόμαστε με αυτόν τον τρόπο κυρίως στην εθνότητα των Κούρδων που αποτελεί δημογραφικά την δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα σε πληθυσμό στο Ιράκ. Λόγω όμως της μεγάλης δημογραφικής μειοψηφίας των Κούρδων (και των υπόλοιπων εθνοτικών ομάδων) στην πρωτεύουσα του Ιράκ – η οποία αποτελεί και τον κύριο άξονα της μελέτης μας επιλέγεται ως κέντρο βάρους της μελέτης μας η σύγκρουση μεταξύ των δύο σεχταριστικών ομάδων (Σούνι και Σία) αλλά και η εσωτερική αντιπαράθεση εντός τους.

Όσον αφορά στη δομή, στην πρώτη ενότητα προσεγγίζουμε το θέμα ιστορικά και θεωρητικά. Στην συνέχεια, θέτουμε το θεωρητικό πλαίσιο υπό το οποίο αναλύουμε την διαδικασία μετασχηματισμού της κατασκευής ομαδικής ταυτότητας σε περιόδους δι-ομαδικής σύγκρουσης, όπως συνέβη στο Ιράκ. Στην δεύτερη ενότητα, περιγράφουμε τις βασικές δρούσες δυνάμεις του σχήματος αυτού: την συμμαχία κατοχής, την σουνιτική και τη σιιτική πλευρά. Ταυτόχρονα αναλύουμε τους παράγοντες πολιτικοποίησης της εθνότητας και θεσμοποίησης του σεχταρισμού, αλλά και τα βασικά μορφώματα των δύο σεχτών: κόμματα και οργανώσεις. Στην τρίτη και τελευταία [9]

δομή της εργασίας


ενότητα αναλύουμε το πλέγμα των λόγων που οδήγησαν στην σεχταριστική εκκαθάριση των γειτονιών και έπειτα στην περιτείχιση τους άρα τη θυλακοποίηση της πόλης.

Χρήσιμοι όροι MNF – I: Multi National Force in Iraq, το σύνολο των συμμαχικών στρατευμάτων που πήραν μέρος στον 2ο πόλεμο του Κόλπου CPA: Coalition Provisional Authority, η Συμμαχική Προσωρινή Αρχή σχηματίστηκε μετά την εισβολή του 2003 από τις δυνάμεις κατοχής εν είδη μεταβατικής κυβέρνησης έως τις εκλογές AQI: Al Qaeda in Iraq, παρακλάδι της Αλ-Κάιντα που από το 2003 δραστηριοποιήθηκε στην επικράτεια του Ιράκ IDP: Internally Displaced Persons, πληθυσμός που μεταναστεύει εσωτερικά μιας χώρας

[10]


ΕΝΟΤΗΤΑ 1| ιστορικό και θεωρητικό πλαίσιο

[11]


[12]


κεφάλαιο 2ο | γενικά στοιχεία για το Ιράκ

Το Ιράκ είναι κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στην περιοχή της Μεσοποταμίας (η περιοχή μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη). Συνορεύει ανατολικά με το Ιράν, δυτικά με τη Συρία και την Ιορδανία, νότια με το Κουβέιτ και τη Σαουδική Αραβία και βόρεια με την Τουρκία. Η έκτασή του Ιράκ είναι 437.072 τετρ. χλμ.

γεωγραφικά στοιχεία

Ο πληθυσμός του Ιράκ είναι 37.883.543 εκατ. (2016). Οι κάτοικοι του είναι κατά τα Άραβες (συμπεριλαμβάνονται Παλαιστίνιοι πρόσφυγες), ενώ η μεγαλύτερη εθνoτική μειονότητα είναι των Κούρδων (περίπου 1/5 με 1/6 του συνολικού πληθυσμού), οι οποίοι ζουν κυρίως στο βόρειο τμήμα της χώρας. Υπάρχουν ακόμη Τουρκομάνοι (προερχόμενοι από Τουρκικές φρουρές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από την Οθωμανική εξουσία κατά τον 19ο αιώνα), όπως επίσης Ιρανοί και Ασσύριοι. Άλλοι πληθυσμοί που διαμένουν στο Ιράκ είναι Τσετσένοι, ενώ στο νότιο Ιράκ υπάρχει κοινότητα Ιρακινών αφρικανικής καταγωγής (ως αποτέλεσμα του δουλεμπορίου του Ισλαμικού Χαλιφάτου κατά τον 9ο αιώνα, με την πόλη της Βασόρας να είναι το επίκεντρο).

εθνο - θρησκευτική σύνθεση του πληθυσμού

Όσον αφορά τη θρησκεία, η πλειοψηφία των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι, Σιίτες (περίπου 55%) και Σουνίτες (περίπου 20%). Ένα μικρό ποσοστό των κατοίκων είναι χριστιανοί, , κυρίως Ασσύριοι, περίπου 650.000. Υπάρχουν επίσης οι μικρές εθνο-θρησκευτικές μειονότητες Μανδαίων, Σαμπάκων, Γιαρσάν, και Γιαζίντι, ενώ οι Εβραίοι του Ιράκ, οι οποίοι το 1941 αριθμούσαν 150.000 άτομα, έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά εγκαταλείψει τη χώρα.

[13]

εικόνα 2.1 η θέση του Ιράκ ευρύτερα, και με άλλο χρώμα εντός του αραβικού κόσμου


χάρτης 2.1

[14]


κοινωνικοπολιτική ιστορική αναδρομή: Η περιοχή του σημερινού Ιράκ κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Μεσοποταμία, όπου βρίσκονταν οι εύφορες κοιλάδες των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη. Στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκαν σημαντικοί αρχαίοι πολιτισμοί. Ήδη από το 5.000 π.Χ. διαδοχικά εμφανίζονται οι: Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Βαβυλώνιοι και Ασσύριοι. Αυτοί οι πολιτισμοί ήταν οι πρώτοι που ανέπτυξαν σε βασικό στάδιο διάφορες επιστήμες, όπως τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία και επίσης, επινόησαν τη γραφή. Τον 6o αιώνα π.Χ., η περιοχή έγινε τμήμα της Περσικής Αυτοκρατορίας υπό τον Κύρο Β΄, ενώ αργότερα κατακτήθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο (wikipedia, 2017).

αρχαιότητα – αρχές του 20ου αιώνα

Μετά από διάφορες περιόδους κυριαρχίας γειτονικών αυτοκρατοριών -Σελευκίδες, Πάρθοι και Σασσανίδες- το 634 μ.Χ., είναι η σειρά των Αράβων να εισβάλλουν στη Μεσοποταμία. Αργότερα τον 7ο αιώνα μ.Χ., καθώς ο εξισλαμισμός προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς, η Βαγδάτη έγινε η πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Αββασιδών. Κατά τη διάρκεια του 12ου με 14ο αιώνα, η περιοχή γνώρισε τις εισβολές διάφορων λαών: δύο φορές των Μογγόλων, των Τουρκμένων, των Τατάρων και των Κούρδων. Από το 17Ο αιώνα ως το 1918, το Ιράκ αποτέλεσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και διατηρούσε καθεστώς μερικής αυτονομίας1. Εντούτοις, κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, το μεταρρυθμιστικό καθεστώς στην Ιστανμπούλ διαπνεόταν από έναν ισχυρό τουρκικό εθνικισμό κι άρχισε να φοβάται ότι το ίδιο του το παράδειγμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποσχιστικά κινήματα στην αυτοκρατορία. Οι απογοητευμένοι υπήκοοι άρχισαν να οργανώνονται μυστικά. Ήταν Άραβες αξιωματικοί στον οθωμανικό στρατό εκείνοι που οργάνωσαν πρώτοι μυστικές εταιρείες στη Βαγδάτη και στη Βασόρα. Παράλληλα από τα τέλη του 19ου αιώνα, η ανταγωνίστρια Βρετανική Αυτοκρατορία ενθάρρυνε την εμφάνιση αντι-οθωμανικών ρευμάτων στην Αραβική Ανατολή (Ali, 2003).

1. Πράγματι, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαπνεόταν από τις ιδέες της αποκέντρωσης· όσο οι υποτελείς επαρχίες κατέβαλαν τακτικά τους φόρους τους μπορούσαν να χαίρουν μιας κάποιας αυτονομίας

Οι νίκες και οι ήττες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έγιναν η γέφυρα για την αποχώρηση της προηγούμενης αυτοκρατορίας και την είσοδο της επόμενης – Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η Αγγλογαλλική συμφωνία (Sykes - Picot) για το μοίρασμα των λαφύρων του πολέμου οδήγησε στη διαίρεση της Αραβικής Ανατολής και στη δημιουργία νέων κρατών και νέων συνόρων τα οποία έδιναν πραγματική ορμή στα εμβρυικά εθνικιστικά ρεύματα που ήδη υπήρχαν (Ali, 2003). Συγκεκριμένα, τον χάρτη των συνόρων του νέου κράτους του Ιράκ σχεδίασε

1918 - 1980

[15]


η Gertrude Bell2 βάσει των γεωστρατηγικών συμφερόντων της Βρετανικής αυτοκρατορίας : οι τρείς οθωμανικές επαρχίες της Βαγδάτης, της Μοσούλης και της Βασόρας συγκολλήθηκαν μεταξύ τους. Τρία χρόνια αργότερα, το 1921, το νέο-δημιούργητο κράτος του Ιράκ μετατράπηκε σε προτεκτοράτο, υπό τη βασιλεία του εμίρη Φεϊζάλ, μέλος της φατρίας των Χασεμιτών3.

εικόνα 2.2 Η έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1800 μ.Χ.

"Η Βρετανική Αυτοκρατορία γρήγορα κατάλαβε πως εάν έτρεφε και προστάτευε προσεκτικά τις αραβικές δυναστείες θα μπορούσαν να γίνουν με τον καιρό οι έμπιστοι φρουροί των νέων αυτοκρατορικών κτήσεων" (Ali, 2003). Έτσι οδηγήθηκε στην επιλογή ορισμένων οικογενειών και φυλών - μεγάλοι γαιοκτήμονες της όψιμης οθωμανικής περιόδου - που ήταν εξαιρετικά πρόθυμες να αστυνομεύσουν τη νέα τάξη πραγμάτων, με αντάλλαγμα έναν καταιγισμό προνομίων, όπλων και χρημάτων. Η ταξική αλληλεγγύη χρησιμοποιήθηκε, όπως και στην Ινδία, για να αποτραπεί ο εθνικισμός και τα ακόμα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα. Το υπουργείο Αποικιών στο Λονδίνο έπαιρνε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις· στρατιωτικές, οικονομικές και εξωτερικής πολιτικής. Ακόμα και τοπικές διενέξεις που σχετίζονται με ζητήματα εθνοτικά, θρησκευτικά ή πατρωνίας, δεν υπάγονταν συνήθως στη δικαιοδοσία του βασιλιά και των συμβούλων του. Η εθνό – θρησκευτική ταυτότητα εργαλειοποιήθηκε κατεξοχήν από την αυτοκρατορία · παράδειγμα όταν ο βασιλιάς ασκούσε δημόσια κριτική, ο Βρετανός Ανώτατος επιθεωρητής δεν είχε ενδοιασμούς να κινητοποιήσει τμήματα των Σιιτών σε διαμαρτυρίες ενάντια στον Σουνίτη βασιλιά. Ο βασιλιάς, λοιπόν, απογοητευμένος από τη μη αγαστή συνεργασία με τους Βρετανούς προσπάθησε να χρησιμοποιήσει εθνικιστικά στοιχεία στο στρατό για να διώξει τους αγγλόφιλους υπουργούς του. Μέχρι το 1929 ο άμεσος έλεγχος του υπουργείου αποικιών είχε εκπνεύσει. Οι βρετανοί κυριαρχούσαν ακόμα στη χώρα οικονομικά και στρατιωτικά, αλλά η τοπική ολιγαρχία είχε πλέον στη διάθεσή της ευρύτερο περιθώριο ελιγμών.

2. Υψηλά ιστάμενη υπάλληλος του υπουργείου αποικιών 3. Ωστόσο, μια πλειονότητα παραδοσιακών Σουνιτών ηγετών που είχαν δουλέψει στενά με τους Οθωμανούς ενοχλήθηκε που την είχαν παρακάμψει κι έτσι ο εμίρης Φεϊζάλ ήρθε σε μια χώρα όπου είχε πολύ λίγη πραγματική υποστήριξη, τόσο από την ελίτ, όσο κι από τον πληθυσμό γενικότερα, ο οποίος ένιωθε πως ο βασιλιάς του είχε επιβληθεί.

Το 1932, το Ιράκ ανεξαρτητοποιήθηκε, αλλά μετά από μια σειρά εξεγέρσεων από μέρους φυλών και εθνοτικών ομάδων, στρατιωτικά πραξικοπήματα, και αντι - πραξικοπήματα, ανακαταλήφθηκε από τους Βρετανούς, οι οποίοι διόρισαν μια φιλο - δυτική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Νουρί Αλ- Σαίντ, το 1941. Η κυβέρνηση αυτή επιβίωσε έως το 1958 (Pyla, 2008). Οι τρείς πρώτες δεκαετίες του μοναρχικού – αυτοκρατορικού καθε[16]


στώτος ήταν μια απροσμέτρητη καταστροφή για τον ντόπιο λαό. Το τίμημα από την επιβολή του αποικιακού καθεστώτος ήταν υψηλό: η χρήση χημικών όπλων και αεροπορικών βομβαρδισμών είχε προκαλέσει το θάνατο 98.000 ανθρώπων. Ο ιστορικός Elie Kedourie περιγράφει το Χασεμιτικό Ιράκ σαν ένα δεσποτικό κράτος που στηριζόταν στις κατασταλτικές δυνάμεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και που εγκαινίασε μια περίοδο "γεμάτη αιματοχυσία, προδοσία και αρπαγή" και "το τέλος του οποίου ενυπήρχε στην αρχή του" (Kedourie, 1970). Το έτος 1958 ήταν το ζενίθ του αραβικού εθνικισμού. Οι υποστηρικτές του Νάσσερ (Gamal Abdel Nasser)4 (εθνικιστές) μέσα στον ιρακινό στρατό είχαν οργανωθεί μυστικά ως "Ελεύθεροι Αξιωματικοί". Το Ιρακινό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε επίσης πυρήνες μέσα στο στρατό. Τρίτη δύναμη ήταν το κόμμα Μπάαθ5, που είχε τη βάση του κυρίως στον Νότο.

4. Πρόεδρος της Αιγύπτου από το 1956 έως το 1970 5. Σοσιαλιστικό κόμμα που ιδρύθηκε στη Συρία από τον διανοούμενο Μισέλ Άφλακ

Αξίζει να σημειωθεί πως ο ιρακινός στρατός, μετά την εισαγωγή της υποχρεωτικής θητείας το 1934, είχε γίνει ο μόνος θεσμός μέσα στη χώρα όπου αντιπροσωπευόταν κάθε τμήμα της κοινωνίας. Κατά μια ειρωνεία της ιστορίας, ο στρατός έγινε όντως το λίκνο μιας νέας ιρακινής ταυτότητας, αλλά αυτό έγινε αποκλείοντας τη μοναρχία και βλέποντας το Ιράκ ως τμήμα μιας ευρύτερης οντότητας - του αραβικού έθνους. "Μονάχα μετά την ήττα του αραβικού εθνικισμού οι δευτερεύοντες εθνικισμοί, οι δεμένοι με τα νέα κράτη, ανέπτυξαν μια ταυτότητα που ήταν καθαυτό δική τους" (Ali, 2003). Τον Φεβρουάριο του 1957, τα κόμματα των εθνικιστών (υποστηρικτές του Νάσσερ που είχαν οργανωθεί μυστικά ως "Ελεύθεροι Αξιωματικοί"), των φιλελευθέρων και των κομμουνιστών συνενώθηκαν κάτω από την κοινή στέγη ενός ενιαίου Εθνικού Μετώπου αμφισβήτησης του Νουρί Αλ Σαίντ και του παλατιού. Στις 14 Ιουλίου 1958 οι "Ελεύθεροι Αξιωματικοί" με επικεφαλής τον στρατηγό Αλ Κάσσεμ (Abd Al-Karim Qasim) κατέλαβαν την εξουσία και κήρυξαν το Ιράκ αβασίλευτη δημοκρατία. Η ανατροπή της μοναρχίας έγινε από όχι περισσότερους από 3.000 στρατιώτες συνολικά και οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν καν πυρομαχικά. Η λαϊκή υποστήριξη ήταν αναμφισβήτητη αφού, η κινητοποίηση ήταν υλική, πολιτική και ψυχολογική6. Οι αλλαγές της περιόδου 1959 – 1961 εστίαζαν στην αγροτική μεταρρύθμιση που, όπως εκείνες στην Αίγυπτο, περιόριζαν την ιδιωτική ιδιοκτησία της γης. Ο στόχος ήταν να χτυπηθεί η ισχύς των πλουσίων γαιοκτημόνων και να δημιουργηθεί μια νέα μικροαστική τάξη αγροτών – ιδιοκτητών στην ύπαιθρο. "Όσοι ζούσαν σε παραγκουπόλεις στη Βαγδάτη πρέπει να ένιωσαν έκπληξη όταν πληροφορήθηκαν ότι ένα νέο [17]

6. Οι μεγιστάνες της βιομηχανίας του Ιράκ κατανόησαν, επίσης, την ανάγκη των αλλαγών και υποστήριξαν τον Κάσσεμ. Κατάλαβαν ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος για να εμποδιστεί η έκρηξη μιας κομμουνιστικής επανάστασης. Εξάλλου και η ΕΣΣΔ αιτούνταν να μην αποσταθεροποιηθεί το νέο καθεστώς. Η Μόσχα ένιωθε ότι μια νίκη των κομμουνιστών στη Βαγδάτη θα έθετε σε κίνδυνο τις σχέσεις της με τον Νάσσερ και τον αραβικό εθνικισμό.


7. Η διαφωνία μεταξύ ΚΚ και Αράβων εθνικιστών για την δημιουργία του κράτους του Ισραήλ υπήρξε μεγάλο αγκάθι για τις σχέσεις των δύο μεταξύ τους. Η βαθιά ριζωμένη έχθρα ανάμεσα στα δύο αντιιμπεριαλιστικά ρεύματα στην περιοχή, διευκόλυνε πολύ το Μπάαθ να γίνει μαζικό κόμμα.

προάστιο χτιζόταν γι αυτούς : δέκα χιλιάδες σπίτια με ηλεκτρικό και νερό, νέοι δρόμοι, σχολεία, ιατρικά κέντρα και δημόσια λουτρά. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αυτό το νέο προάστιο πήρε το όνομα που του ταίριαζε: Επανάσταση" (Ali, 2003). Αργότερα μετονομάστηκε σε Πόλη του Σαντάμ και μετά την εισβολή του 2003 σε Σαντρ Σίτυ. Παρόλα αυτά, το στρατιωτικό καθεστώς του Ιράκ μπλέχτηκε γρήγορα σε μια σειρά σκληρές φατριαστικές διαμάχες. Η απουσία θεσμών στους οποίους θα συζητούνταν και θα άνοιγαν στο λαό οι διαφορές - κυρίως μεταξύ εθνικιστών και κομουνιστών7- σήμαινε ότι οι διάφορες φατρίες πάλευαν για τον έλεγχο του στρατού, το Συμβούλιο Διοικητών του οποίου ήταν ο μόνος θεσμός που είχε σημασία. Το 1963 οι μπααθικοί, δυνάμεις του Στρατού και άλλες παναραβικές ομάδες, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Αμπντούλ Σαλάμ Αρίφ (Abdul Salam Arif ), πραγματοποίησαν πραξικόπημα. Ήταν το τέλος για τον Κάσσεμ και το Ιρακινό ΚΚ για κάποιον καιρό. Ο Κάσσεμ δικάστηκε και εκτελέστηκε. Το ΚΚ διαπομπεύτηκε και καταδιώχτηκε, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να διασπαστεί. Ενώ το Μπάαθ στο Ιράκ ήταν μονάχα τμήμα μιας αντικομουνιστικής κυβέρνησης συνασπισμού, μετά το πραξικόπημα του ΄63 κατάφερε να κερδίσει μαζική στήριξη και να ελέγχει όλο και περισσότερο το νέο καθεστώς. Μετά το 1968 κι ένα νέο πραξικόπημα, το Μπάαθ αναλαμβάνει πλήρως την εξουσία και ο Αλ Μπακρ (Ahmed Hassan al-Bakr) γίνεται ο πρώτος μπααθιστής πρόεδρος, με υπαρχηγό του στρατού τον συγγενή του Σαντάμ Χουσεΐν (Saddam Hussein). Οι δύο αυτοί άντρες έκλεισαν ερμητικά τον στρατό, εμποδίζοντας τη διείσδυση άλλων αντίπαλων ρευμάτων ή κομμάτων. Αυτό το έκαναν, όχι φέρνοντας πολιτικούς κομισάριους από το κόμμα αλλά καθιστώντας την καταγωγή από τη φυλή κυρίαρχο στοιχείο στο Γενικό Επιτελείο Στρατού.

8.Ο βιβλιογραφικός όρος που συναντάμε είναι Internally Displaced Persons IDP – Εσωτερικώς Εκτοπισμένα Άτομα και θα γίνει αναφορά στο θέμα στο κεφάλαιο 7

Παράλληλα, το μπααθικό καθεστώς ανέπτυξε σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση, συνήψε εμπορικές συμφωνίες με την Πολωνία και αναγνώρισε τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, ενώ παράλληλα υιοθέτησε μαρξιστική ρητορική. "Τα αποτελέσματα λειτούργησαν σαν λαβίδα για να παγιδέψουν τους ντόπιους κομμουνιστές. Στα τέλη του 1972 το ΚΚ αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του Μπάαθ. Ο γάμος με το πιστόλι στον κρόταφο ολοκληρώθηκε δημόσια στις 17 Ιουλίου 1973 και χαιρετίστηκε από τον τύπο των Σοβιετικών και των δορυφόρων τους σαν ένα καταπληκτικό άλμα προς τα εμπρός. Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στην κυβέρνηση, οι κομμουνιστές δεν ασκούσαν πραγματική εξουσία, έγιναν σκιώδη ανδρείκελα" (Ali, 2003). Την ίδια εποχή, διορίστηκε από τα πάνω μια Βουλή κι άρχισαν αυ[18]


ταρχικές εκδιώξεις, αναγκαστική μετεγκατάσταση και ισοπέδωση των χωριών των Κούρδων που ζούσαν κοντά στα σύνορα με την Τουρκία και το Ιράν προς νοτιότερες περιοχές της χώρας. Στη θέση αυτών, εγκαθίστατο αραβικές οικογένειες, οι οποίες εξαναγκάζονταν με τη σειρά τους δια της βίας να μετακινηθούν από τον τόπο τους εκεί. Η τακτική αυτή στόχευε στην αραβοποίηση της βόρειας περιοχής του Ιράκ που είναι και η πιο πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου (Dessaux, 2008). Το γεγονός αυτό, αποκαλύπτει πως η πολιτική εκδίωξης και μετεγκατάστασης πληθυσμών, χρησίμευσε σαν τρόπος διαχείρισης των εθνοτήτων στην κεντρική εξουσία του Ιράκ. Δείχνει ακόμα, ένα διαχρονικό πρόβλημα που μαστίζει τη χώρα εδώ και δεκαετίες -το οποίο βέβαια οξύνθηκε μετά από την συνεχόμενα εμπόλεμη κατάσταση που εγκαινιάστηκε το 1980 - την εσωτερική μετανάστευση του πληθυσμού 8. Το 1978, το Ιρακινό Κομουνιστικό κόμμα διώχνεται από την κυβέρνηση ενώ ο Σαντάμ Χουσεΐν προβαίνει σε μια έντεχνη εκκαθάριση του κόμματος και προετοιμάζεται να πάρει ο ίδιος την εξουσία στα χέρια του. Την επόμενη χρονιά, αυτοδιορίστηκε στρατηγός και λίγο αργότερα εχρίσθη Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά την αναγκαστική παραίτησή του αλ Μπακρ. Με τα χρόνια το προσωποπαγές καθεστώς του δημιούργησε μια πυραμίδα εξουσίας στης οποίας την κορυφή έστεκε μόνος αυτός ως ο απόλυτος δικτάτορας. Ο Ιρακινός ηγέτης έχοντας χαλιναγωγήσει τους Κούρδους κι έχοντας τσακίσει ουσιαστικά κάθε αντιπολίτευση ζητούσε, πλέον, ευρύτερη νομιμοποίηση. Νόμισε ότι εάν πρόβαινε σε πόλεμο ενάντια στο Ιράν, μια γρήγορη νίκη θα καθιστούσε τη θέση του απόρθητη και θα ένωνε τους Ιρακινούς γύρω από το καθεστώς. Παράλληλα θα γινόταν αρεστός στις ΗΠΑ, οι οποίες μετά την επανάσταση στο Ιράν και την εκθρόνιση του Σάχη έψαχναν για ένα νέο σύμμαχο που θα εγγυόταν την επιρροή τους στην περιοχή. Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι. Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί (Ayatollah Khomeini)9 είχε αρχίσει να καταγγέλλει την ιρακινή κυβέρνηση σαν "σατανικό καθεστώς" που καταπίεζε τους πιστούς (Μουσουλμάνοι Σιίτες) και κάλεσε το λαό να πάρει την εξουσία. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε αυτόματη συμπάθεια για το ιρανικό καθεστώς από τη μεριά των Ιρακινών Σιιτών10. Η κατάρρευση άλλων εναλλακτικών προοπτικών στο πολιτικό σκηνικό έσπρωξε πολλούς (όχι μόνο Σιίτες) στην κατεύθυνση της θρησκείας. Εντούτοις οι περισσότεροι Ιρακινοί Σιίτες θεωρούσαν τον εαυτό τους πρώτα πολίτη του Ιράκ. Το έκαναν παρά το καθεστώς που υπήρχε. Εάν οι Σιίτες στρατιώτες στον ιρακινό στρατό δεν παρέμεναν πιστοί στη χώρα τους, [19]

εικόνα 2.3 Ο Σαντάμ Χουσεΐν το 1979

πόλεμος Ιράν – Ιράκ 9. Aνώτατος Σιίτης κληρικός και πρόεδρος του Ιράν μετά την Ισλαμική επανάσταση του ’79)

10. Η ταυτότητα των τελευταίων ποτέ δεν είχε καθοριστεί αποκλειστικά από τις θρησκευτικές τους συγγένειες. Άλλοι παράγοντες – η εθνότητα, η τάξη, η Ιστορία – υπήρξαν εξίσου - και συχνά πιο - σημαντικοί. Οι πρώτοι ηγέτες του Μπάαθ ήταν κυρίως σιιτικής καταγωγής (από τον φτωχό νότο). Η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του Ιρακινού Κομμουνιστικού Κόμματος αποτελούνταν από Σιίτες και το κόμμα είχε κληρονομήσει μια ισχυρή παράδοση εξέγερσης στη Νασιρίγια, τη Βασόρα και τους βάλτους του Νότου.


11. Στην πραγματικότητα, ενώ ο Σαντάμ στο εσωτερικό χρησιμοποιούσε μια αντιιμπεριαλιστική ρητορεία, ιδιαίτερα στη δεκαετία 1980–90 οι επιχειρηματικοί και πολιτικοί δεσμοί της Δύσης με τη Βαγδάτη ήταν πολύ ισχυροί (Ali, 2003).

οι Ιρανοί θα είχαν συντρίψει στρατιωτικά το Ιράκ στον πόλεμο που επρόκειτο να ξεσπάσει.

1ος πόλεμος του κόλπου

Λίγο καιρό μετά τη λήξη του Ιρανοϊρακινού πολέμου το μυαλό της ιρακινής ηγεσίας άρχισε να συγκεντρώνεται σε μια διαμάχη για το πετρέλαιο με το Κουβέιτ. Ο Σαντάμ Χουσεΐν σκέφτηκε ότι εάν προσαρτούσε το Κουβέιτ, θα θωράκιζε την οικονομία του αλλά και την αίγλη του στον αραβικό κόσμο. "Εξάλλου, εκείνη την εποχή οι Κουβεϊτιανοί αποτελούσαν μέρος ενός καρτέλ χωρών οι οποίες "έκαναν ζαβολιές" με τον ΟΠΕΚ, πουλώντας πετρέλαιο σε χαμηλότερη τιμή για να διατηρήσουν τα κέρδη τους" (Ali, 2003). Αυτή ακριβώς η διαμάχη στους κόλπους του ΟΠΕΚ εξόργισε τους Ιρακινούς, η οικονομία των οποίων υπέφερε από την πτώση των τιμών του πετρελαίου.

εικόνα 2.4 Χάρτης όπου φαίνονται τα κράτη που πήραν μέρος στον 1ο πόλεμο του Κόλπου

Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1980, το Ιράκ κατήργησε μονομερώς τη συνθήκη για τα ιρανοϊρακινά σύνορα που είχε συμφωνηθεί στο Αλγέρι, σημαίνοντας την αρχή του πολέμου. "Όταν, τελικά, ο οκταετής πόλεμος τερματίστηκε τον Αύγουστο του 1988, οι μόνοι που ένιωθαν δυστυχείς γι αυτό ήταν οι έμποροι όπλων" (Ali, 2003). Η κοινωνική υποδομή και των δύο χωρών είχε καταστραφεί και καμιά τους δεν ανέκαμψε πραγματικά. Παρόλα αυτά, η ανοικοδόμηση της χώρας έγινε ταχύτατα – όλες οι ουσιώδεις υπηρεσίες αποκαταστάθηκαν σε ένα μήνα . Σ’ αυτό συντέλεσαν, φυσικά, και οι πόροι από τις επενδύσεις Δυτικών αξιωματούχων και διευθυντών εταιριών που έψαχναν για νέους πελάτες11.

Στις 2 Αυγούστου του 1990, ο ιρακινός στρατός πέρασε τα σύνορα του Κουβέιτ και κατέλαβε τη χώρα. Η αλλαγή καθεστώτος που έκανε ο Σαντάμ Χουσεΐν παραβίαζε το Άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ και οι ΗΠΑ οργάνωσαν μια συμμαχία υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών για να πάρουν πίσω το Κουβέιτ. Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ θορυβήθηκαν γιατί η προσάρτηση του Κουβέιτ από το Ιράκ θα άλλαζε τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή. Το Ιράκ θα καθίστατο η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα και η σημαντικότερη στην περιοχή, αποσταθεροποιώντας τον κόλπο και απειλώντας την ισραηλινή κατοχή της Παλαιστίνης. "Μέχρι να συμφωνήσουν οι Ιρακινοί να αποσυρθούν, το υπό αμερικανική ηγεσία στράτευμα βρισκόταν ήδη στις θέσεις του κι ένας από τους πιο μονόπλευρους πολέμους του 20ου αιώνα έλαβε χώρα. Με ωμή παραβίαση κάθε πολεμικής σύμβασης, οι ιρακινές στρατιές καταστράφηκαν ολοσχερώς καθώς έφευγαν από το Κουβέιτ" (Ali, 2003). Η "διεθνής κοινότητα" επέβαλε τότε μια σειρά αντιποίνων που θα είχαν [20]


ολέθριο αντίκτυπο πάνω στον λαό του Ιράκ, δεδομένου ότι διάρκεσαν έως το 2003. Πήραν τη μορφή κυρώσεων χωρίς τέλος, επιβεβλημένων από τον ΟΗΕ, και εβδομαδιαίων βομβαρδισμών από αγγλοαμερικανικά αεροσκάφη. Η Κουρδική περιοχή στο Βορά ορίστηκε ως ζώνη απαγορευμένη στην ιρακινή κυβέρνηση για πτήσεις και εκεί περιπολούσαν τακτικά αμερικανικά βομβαρδιστικά 12. Μία από τις βασικές συνέπειες του καθεστώτος των κυρώσεων ήταν η φτωχοποίηση των μεσοαστικών στρωμάτων. Η φτωχοποίηση αυτή, σε συνδυασμό με την παράλληλη ιδιωτικοποίηση των βιομηχανιών στο Ιράκ και την εξαθλίωση των εργασιακών συνθηκών, που αυτή συνεπάγεται, ώθησαν στην δημιουργία ενός παρακράτους και διαφόρων μαύρων αγορών τροφοδοτούμενων από άτυπα δίκτυα μεταφοράς και εμπορίου. Τα δίκτυα στα οποία στράφηκαν οι Ιρακινοί για να επιβιώσουν ήταν κυρίως οικογενειακά, φυλετικά και σεχταριστικά (Younis, 2011) . Ποια δικαιολογία δόθηκε γι’ αυτά τα δολοφονικά αντίποινα, που αποτελούσαν τυπικό παράδειγμα πολέμου υποδομών, εναντίον ενός ολόκληρου λαού; Πως το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν αποθήκευε όπλα μαζικής καταστροφής και ότι ήταν έτοιμο να αποκτήσει πυρηνικό οπλοστάσιο, θέτοντας τη διεθνή κοινότητα ενώπιον ενός μέγιστου κινδύνου. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε αργότερα για να δικαιολογηθεί ο πόλεμος του 2003. Το Μάρτη του 1991, ο Σαντάμ Χουσεΐν έμοιαζε ευάλωτος σε πολλούς Ιρακινούς μετά από τις ήττες του στους δύο πολέμους που προηγήθηκαν. Κούρδοι μαχητές στο Βορρά και σιίτες Ισλαμιστές στο νότο, εξεγέρθηκαν, μεταξύ άλλων, ενάντια στον Σαντάμ. Η προεδρία Μπους έχοντας σταθμευμένες δυνάμεις στο ιρακινό έδαφος, κάλεσε τους Ιρακινούς να ξεσηκωθούν. Με αυτό τον τρόπο, πολλοί μαχητές πίστεψαν ότι θα λάμβαναν βοήθεια από τους Αμερικανούς, η οποία όμως, δεν ήρθε ποτέ. Ενώ λοιπόν, αρχικά, είχαν γίνει πολλά βήματα, μέσα σε λίγες βδομάδες μπόρεσε να καταστείλει τις εξεγέρσεις σφαγιάζοντας χιλιάδες13. -

[21]

12. Η εποχή αυτή που έχει μείνει ευρέως γνωστή ως η εποχή του εμπάργκο, ήταν στην ουσία μια συστηματική προσπάθεια των αμερικανικών δυνάμεων να "από- μοντερνοποιήσουν" ("demodernise") την αστικοποιημένη κοινωνία του Ιράκ, μέσω της καταστροφής των υποδομών, όπως των δικτύων ύδρευσης και ηλεκτρικού με όπλα σχεδιασμένα ειδικά για αυτόν το σκοπό (π.χ. βόμβες ινών γραφίτη). Τέτοιες επιθέσεις σχεδιάζονται μέσω της εσκεμμένης δημιουργίας κρίσεων στη δημόσια υγεία σε άκρως αστικοποιημένες κοινωνίες, όπου δεν υπάρχουν εναλλακτικές σε αποθέματα νερού ή τροφής, ιατροφαρμακευτικές παροχές ή δίκτυα ενέργειας και αποχέτευσης.

σιιτική εξέγερση του 1991 13. Εκείνη την εποχή, επίσης συνέβη μια μαζική αποξήρανση των ελών του νότου, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Σιίτες ως καταφύγιο από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Τα έλη αυτά ήταν το οικοσύστημα που ¨έτρεφε¨ γύρω στις 450.000 κόσμο. Ο πληθυσμός της κοντινότερης πόλης ελαττώθηκε από τις 67.000 στις 6.000 το 2003. (Beauchamp, et al., 2014)



κεφάλαιο 3ο | ιστορική αναδρομή στην πολεοδομία της Βαγδάτης

γενικά δεδομένα Ετυμολογία: Η λέξη Βαγδάτη έχει Περσική προέλευση και συντίθεται από τις δύο λέξεις Bagh και Dad που σημαίνουν δώρο του θεού. Έκταση: 204.2 τετρ.χλμ. (2016) Πληθυσμός:

1921 1947 1965 1988 2000 2007

200.000 χιλ. 515.000 χιλ. 1.490.000 εκ. 3.800.000 εκ. 5.000.000 εκ. 5.700.000 εκ.

(Population of Baghdad, https://www.quandl.com/, n.d.) Διοικητικά η Βαγδάτη χωρίζεται σε 9 συνοικίες – διοικητικά διαμερίσματα, τα οποία φαίνονται στον χάρτη (3.1). Η καθεμία από αυτές τις συνοικίες απαρτίζεται από πολλές γειτονιές, με αποτέλεσμα η πόλη να αριθμεί πάνω από 90, κάποιες από οι οποίες φαίνονται στον χάρτη (7.1). [23]

συνοικίες – γειτονιές


χάρτης 3.1

[24]


εισαγωγή Η Βαγδάτη είναι μια από τις παλιότερες πόλεις της περιοχής της Μέσης Ανατολής, γι’ αυτό και ο αστικός ιστός της περιέχει ιστορικά ίχνη πολλών διαφορετικών περιόδων και φάσεων του μουσουλμανικού πολιτισμού. Οι περισσότερες από τις πόλεις της Μέσης Ανατολής εξελίχθηκαν χωρίς σχεδιασμό, με πολύπλοκο τρόπο. Η απουσία σχεδιασμού, δηλαδή η αυθόρμητη ανάπτυξη, αναφέρεται στην συνύπαρξη πολλών διαφορετικών μοτίβων της μορφής του κτισμένου. Συνήθως οι αστικές μορφές έγκεινται στις ανάγκες και τις επιθυμίες της ίδιας της κοινωνίας και σχηματίζονται ως χωρικές δυνατότητες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους [Kostof, 1991; Hourani and Stern, 1970, όπ. ανάφ. (Al - Hasani, 2012)]. Τα γενικά χαρακτηριστικά αυτής της ανάπτυξης απαρτίζονται από συμπαγείς αστικούς πυρήνες, ανθρώπινη κλίμακα, μείξη των χρήσεων γης, αδιέξοδα και διαγώνια (ζικ - ζακ) δίκτυα δρόμων με ακανόνιστα πλάτη · γι’ αυτό και ονομάζεται οργανική [Fethi, 1977; Hakim, 1986 όπ. ανάφ (Alobaydi & Rashid, 2015)]. Ωστόσο, λόγω έλλειψης μέριμνας και προγραμματισμού αλλά, και μετά από τρεις συνεχόμενους πολέμους, η Βαγδάτη έχει χάσει μεγάλο κομμάτι από την πολιτιστική κληρονομιά της. Επιπλέον, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, έχει υποστεί ραγδαίες αλλαγές που μεταμόρφωσαν το αστικό τοπίο και οι οποίες θα αναλυθούν παρακάτω. Παρόλα αυτά, οι αλλαγές που κυρίως έγιναν στα πλαίσια του ¨εκσυγχρονισμού¨ μεταξύ ‘20-‘80 δεν πρέπει να εκλαμβάνονται σαν μια βίαιη ¨εκδυτικοποίηση¨ αφού κάτι τέτοιο θα παθητικοποιούσε τελείως την τοπική συνιστώσα. Πρέπει "να μιλήσουμε για πολυπολιτισμικές αναφορές, αλληλεπίδραση μεταξύ αποικιακών και τοπικών στόχων" (Pieri, 2009) Ταυτόχρονα, η Βαγδάτη έχει ανέκαθεν διατηρήσει την υπεροχή της σαν το σημαντικότερο αστικό κέντρο του Ιράκ εφόσον και εχρίσθη πρωτεύουσα του νέο-δημιούργητου κράτους το 1921. Για τον λόγο αυτό ακριβώς ο αστικός της χώρος και η αρχιτεκτονική του χρησιμοποιήθηκαν ανέκαθεν σε συγκυρίες για να ενισχύσουν το αφήγημα μιας "Αραβικής" ή "Ιρακινής" ταυτότητας. Τους τρόπους αυτούς θα προσπαθήσουμε να ψηλαφήσουμε στη συνέχεια, βασιζόμενες στη δουλειά της Cecilia Peri. Η κυκλική τειχισμένη πόλη της Βαγδάτης αποτελεί καλό παράδειγμα εξ’ ολοκλήρου σχεδιασμένης πόλης. Ιδρύθηκε από τον Χαλίφη αλ Μανσούρ (Al - Μansur) το 762 μ.Χ. για να γίνει η πρωτεύουσα του Χαλιφάτου των Αββασιδών (750 – 1258 μ.Χ.). Οι λόγοι που συντέλεσαν ήταν βασικά, γεωπολιτικοί και οικονομικοί. Το σημείο όπου θεμελιώθηκε η νέα πόλη βρισκόταν στο μέσο της Μεσοποταμίας, εκεί όπου [25]

εικόνα 3.1 Σκίτσο που αποδίδει την οργάνωση των κενών και των πλήρων στον οργανικό αστικό ιστό της Βαγδάτης

εικόνα 3.2 Η κυκλική πόλη της Βαγδάτης κατά τον 10ο αιώνα

ίδρυση της πόλης


συναντιούνταν τα καραβάνια που ταξίδευαν στην ευρύτερη περιοχή, ενώ ένα σύστημα καναλιών επέτρεπε την άρδευση καλλιεργήσιμης γης και τη μετακίνηση (Encyclopedia of the Modern Middle East and North Africa , n.d.).

εικόνα 3.3 Η μεσαιωνική πόλη της Βαγδάτης και τα νέα τείχη. Αριστερά του Τίγρη η γεοτονιά της Κάρχ και δεξιά η Ρουσάφα.

Η πόλη – της οποίας το κτίσιμο διήρκεσε τέσσερα χρόνια - περιείχε τριπλό σύστημα τειχών, με τέσσερις εισόδους, πύργους για παρατήρηση και εξωτερική τάφρο. Ως προς τη λειτουργία, περιείχε δύο δακτυλίους κατοικίας που διαχωρίζονταν με τείχος από το τζαμί, το παλάτι και τα παζάρια στο κέντρο (αγορά) [Hourani and Stern, 1970 όπ. ανάφ. (Alobaydi & Rashid, 2015)]. Λίγα χρόνια αργότερα, το 772 μ.Χ., ο Χαλίφης διέταξε τις αγορές να μετακινηθούν στην προαστιακή περιοχή, η οποία ονομάστηκε Al – Karkh, και που με τη σειρά της έγινε ένα υπερτοπικό εμπορικό κέντρο. Παράλληλα, η πόλη αναδύθηκε σε μέγιστο πνευματικό κέντρο της εποχής. Η αστική περιοχή εξαπλώθηκε γύρω από την κυκλική πόλη και στην συνέχεια πέρασε στην ανατολική πλευρά του Τίγρη ποταμού για να δημιουργήσει την περιοχή που αργότερα στον 11ο αιώνα ονομάστηκε Al–Rusafa. Οι δύο προαναφερθείσες περιοχές θεωρούνται τα σπάργανα της σύγχρονης Βαγδάτης [Al-Ashab, 1974; Fethi, 1977 όπ. ανάφ. (Alobaydi & Rashid, 2015)].

φάσεις πολεοδομικής εξέλιξης

φάσεις πολεοδομικής εξέλιξης Για την παρακολούθηση της διαδικασίας εξάπλωσης από τις πρώτες αυτές συνοικίες έως τη σύγχρονη Βαγδάτη, διακρίνουμε 5 φάσεις μορφολογικής εξέλιξης της πόλης, δανειζόμενες εν μέρει την ανάλυση των Dhirgham Alobaydi και Mahbub Rashid στο Evolving syntactic structures of Baghdad: _ Σχηματισμός (772 - 1055) : σ’ αυτή την περίοδο, επιτεύχθηκε το τελικό σχήμα της αστικοποίησης και των τειχών της Παλιάς Βαγδάτης. Η πλευρά της ανατολικής όχθης εξαπλώθηκε, ενώ η δόμηση στα δυτικά ήταν πολύ περιορισμένη. _ Πύκνωση (1055 - 1854) : Αφού η μορφή της πόλης και τα τείχη (νέα τείχη της Ανατολικής πλευράς) είχαν ολοκληρωθεί, εμπορικά κτήρια, αγορές, και περιοχές κατοικίας εξαπλώθηκαν γρήγορα και ακανόνιστα από τα κεντρικά τοπόσημα - κυρίως θρησκευτικά - προς τις άκρες της πόλης. _ Εκσυγχρονισμός (1920 - 1958) : Ένα από τα σημαντικότερα [26]


χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι η δημιουργία ενός μοντέρνου οδικού δικτύου από την αποικιοκρατική δύναμη. Αυτοί οι δρόμοι ανασκεύασαν την πόλη. Πέρασαν μέσα από τον παραδοσιακό αστικό ιστό ενώνοντας το κέντρο με τα περίχωρα της πόλης. Παράλληλα η οικιστική εξάπλωση συνέβαινε βάση πολεοδομικού προγραμματισμού. Μέχρι το τέλος του 2ου ΠΠ, το εσωτερικό της πόλης είχε συνδεθεί με τα προάστια αφού σταδιακά είχε αφαιρεθεί το παλαιό τείχος. _ Σύγχρονη εξάπλωση (1958 - 2003) : Η γοργή εξάπλωση με εκσυγχρονιστικούς όρους συνεχίστηκε και πραγματώθηκε με ευθύγραμμο σύστημα παράλληλα, αλλά και κάθετα στον Τίγρη στην ανατολική πλευρά. Η αστική ανάπτυξη στην περίοδο του καθεστώτος του Μπάαθ (1968-2003) χαρακτηρίστηκε από καναβοποιημένα μοτίβα σε διαφορετικές κατευθύνσεις τα οποία δημιουργούσαν νέες οικιστικές περιοχές. _ Αστική απορρύθμιση (2003 - σήμερα) : Μετά την εισβολή των ΗΠΑ το 2003, έχουν συμβεί σημαντικές μορφολογικές αλλαγές στην πόλη. Πολλοί από τους δημόσιους υπαίθριους χώρους απαλλοτριώθηκαν από τις δημοτικές αρχές για να μετατραπούν σε χτισμένες περιοχές. Πολλές από τις πλατείες διαμορφώθηκαν έτσι ώστε να γίνουν κόμβοι κίνησης ή γέφυρες. Επιπλέον, ανεγέρθηκαν τείχη για την ασφάλεια των κατοίκων. Πολλές καταλήψεις στέγης δημιουργήθηκαν στα βόρεια, βορειανατολικά και νοτιοδυτικά προάστια. Μια κατάσταση κατατετμημένου αστικού χάους έχει προκύψει λόγω των αλλαγών στα μοτίβα των χρήσεων γης και των κατασκευών. (βλ.κεφ. 8)

διαδικασία πολεοδομικής εξέλιξης Μετά από την παραπάνω ανάλυση της ιστορικής πορείας της πόλης σε 5 φάσεις – κάτι το οποίο έγινε χάριν αφαίρεσης – θα επιχειρηθεί μια πιο λεπτομερής ανάλυση των φάσεων, αφού τα στάδια εξέλιξης του αστικού περιβάλλοντός αποτελούν κλειδί για την αποκωδικοποίηση του παρόντος της. Η ανάλυση της πολεοδομικής εξέλιξης – βασικά του 20ου αιώνα που μας ενδιαφέρει και περισσότερο - θα γίνει με χρονολογική σειρά και θα χωριστεί κυρίως βάσει των πολιτικών εξελίξεων και των ιστορικών ορόσημων. Η πόλη ήταν γεωμετρικά οργανωμένη. Μετά το 1850 οι τεχνολογικές εφευρέσεις ήραν την απομόνωση της πόλης (ατμόπλοια, σιδηρόδρομος, τηλέγραφος). Οι τυπικές μονάδες κατοικίας ήταν διώροφες με ξύλινα προεξέχοντα μπαλκόνια που σκέπαζαν τους δρόμους και δημιουργούσαν την αίσθηση τούνελ. Ειδικά για την χρήση της αγοράς [27]

19ος αιώνας – 1921 | τέλος της Οθωμανικής κυριαρχίας


η συγκεκριμένη δόμηση παρείχε προστασία από βροχή και ήλιο που ήταν απαραίτητη.

1921 – 1958 περίοδος Βρετανικής αποικιοκρατίας 1. Γνωστό ως Middle East Treaty Organization - METO, συνάφθηκε το 1955 και υπογράφηκε μεταξύ των κρατών του Ιράν, Ιράκ, Πακιστάν, Τουρκίας και Ηνωμένου βασιλείου. Το σύμφωνο υποχρέωνε τα κράτη σε αμοιβαία συνεργασία και σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας του καθενός. Καταργήθηκε το 1979.

Παρόλο που ο πληθυσμός της πόλης από το 1853 στο 1918 είχε διπλασιαστεί, το σχέδιο της δεν άλλαξε ιδιαίτερα. Από το 1921, την χρονιά του νέο – δημιούργητου κράτους του Ιράκ, η αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός επωμίστηκαν την αποστολή να ενισχύσουν το ιδιαίτερο πολιτικό και θεσμικό στάτους μιας "επιβεβλημένης" μοναρχίας υπό τη σκέπη της βρετανικής αυτοκρατορίας. Η νέα πόλη έπρεπε να έρχεται σε ρήξη με την παλαιά πόλη με διάφορους εμφανείς τρόπους ώστε να σημάνει το πέρασμα στη ¨νέα εποχή¨. Γι’ αυτό η νέα πόλη σχεδιάζεται εκτός των τειχών, βάσει ενός ορθοκανονικού και εύκολα ελεγχόμενου χωρικού συστήματος, το οποίο έρχεται σε ρήξη με τα Οθωμανικά σοκάκια (zuqaq) και τις παραδοσιακές γειτονιές (mahallas), αλλά και με την αυστηρή κοινωνικό – σεχταριστική κατανομή του πληθυσμού της. Η ανάγκη για την εξάπλωση της κυβερνητικής κτηριακής υποδομής, και γενικά της πόλης οδήγησε σε αποστραγγιστικά έργα κατά μήκος του ποταμού, δημιουργώντας έναν επιμήκη αστικό ιστό που χαρακτηριζόταν από τη μίξη χρήσεων γης (θρησκευτική, κυβερνητική, κατοικία και εμπόριο).

εικόνα 3.3 Το ¨γυμνάσιο¨ του Le Corbusier

εικόνα 3.4 Το πανεπιστήμιο της Βαγδάτης, έργο του Walter Gropiusκαι των Ιρακινών

Στη δεκαετία του 40, παρατηρείται μια ξαφνική τάση για αφηρημένη και λειτουργική γεωμετρία που εκπορεύεται από τις αρχές του Bauhaus. Η τάση αυτή προκύπτει σε ευθυγράμμιση με τα ευρωπαϊκά τεκτενόμενα αφού αρκετοί Ιρακινοί αρχιτέκτονες σπουδάζουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η επιλογή του Walter Gropius αργότερα για τον σχεδιασμό της πανεπιστημιούπολης δεν είναι τυχαία. Στη δεκαετία του 1950, η Βαγδάτη υπέστη ακόμα πιο ευρείς μετασχηματισμούς μετά την εγκαθίδρυση του Συμβουλίου για την Ανάπτυξη του Ιράκ - ένα σώμα εν είδη κυβέρνησης το οποίο προέβλεπε ένα καλπάζον πρόγραμμα εκσυγχρονισμού για το νέο έθνος με τη βοήθεια δυτικών συμβούλων. Το συμβούλιο αυτό κατείχε την μερίδα του λέοντος από τα πετρελαϊκά έσοδα (τα οποία αυξήθηκαν κατακόρυφα από το 1950, όταν η ξένη ιδιοκτησία υποχώρησε), και όλες οι δράσεις του ήταν σύμφωνες με την φιλο - Βρετανική καμπάνια της κυβέρνησης για μια εποχή πολιτικής σταθερότητας. Με επικεφαλής τον ίδιο τον πρόεδρο, το συμβούλιο προέβλεπε την κατασκευή φραγμάτων, υδρευτικών και αποχετευτικών συστημάτων, γεφυρών, δρόμων, εργοστασίων, κατοικιών, σχολείων, νοσοκομείων και δημόσιων κτηρίων.

[28]


Το σύμφωνο της Βαγδάτης1 που αποτέλεσε ανάχωμα στην επιρροή της ΕΣΣΔ στην περιοχή και η θέληση της κυβέρνησης για διεθνή αναγνώριση, την ωθούν να μετατρέψει την πρωτεύουσα σε μαγνήτη για τις διεθνείς επενδύσεις. Μετά τη δημιουργία ενός φράγματος στη Σαμάρα (πόλη 80 χλμ. βόρεια της Βαγδάτης) το έτος 1956 ο έλεγχος της πλημμυρίδας του ποταμού επέτρεψε μιας μεγάλης κλίμακας αστική επέκταση. Το Συμβούλιο Ανάπτυξης προκηρύσσει διαγωνισμούς για ξένα γραφεία. Ωστόσο, μόνο ένα μέρος αυτών των προβλεπόμενων σχεδίων εφαρμόστηκε. Κάποια έμειναν απλά στα χαρτιά ( Η Όπερα του Φρανκ Λόιντ Ράιτ, το μουσείο του Άλβαρ Άλτο ) - ενώ άλλα πραγματοποιήθηκαν όπως το αθλητικό κέντρο του Λε Κορμπιζιέ και η πανεπιστημιούπολη του πανεπιστημίου Βαγδάτης του Γκρόπιους σε συνεργασία με Ιρακινούς αρχιτέκτονες. Αξίζει να σημειωθεί πως η καινούρια πανεπιστημιούπολη χτίστηκε σε άμεση σχέση με νέα κυβερνητικά κτήρια που μεταφέρθηκαν νοτιότερα, για να είναι πιο εύκολη η επιτήρηση του ριζοσπαστικού φοιτητικού δυναμικού. Μεταξύ των ξένων γραφείων, υπήρξε και η πρόταση συνεργασίας στο γραφείο Δοξιάδη (βλ. κεφ 6/ Σάντρ Σίτυ), μάλιστα σ’ ένα σημείο όπου το κεφάλαιο για την κατοικία και τις κοινοτικές παροχές είχε αυξηθεί . Το γραφείο του ξεκίνησε με έργα στην Μοσούλη, στο Κιρκούκ, στη Μουσαγίμπ και στην Βαγδάτη, στη συνέχεια, του ανατέθηκαν επιπλέον καθήκοντα, όπως το μαστερπλαν της Βαγδάτης. Η επιλογή του έγινε λόγω Ελληνικής του καταγωγής, η οποία θεωρήθηκε ουδέτερη επιλογή αφού δεν έφερε το "ιμπεριαλιστικό στίγμα", η προσέγγισή του ήταν απολίτικη και επιπλέον υποσχόταν ενδελεχή μελέτη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, των αναγκών και δυνατοτήτων του λαού, απηχώντας τοπικιστικές καταβολές. Η ανάθεση στο γραφείο Δοξιάδη ακυρώθηκε τον Μάιο του 1959. Ανεξαρτήτως υπό την ή απέναντι στην Βρετανική κυριαρχία, ο αστικός χώρος της πρωτεύουσας αγκαλιάζει "τα έργα που δημιουργήθηκαν, αφού αποτελούν ένα χρήσιμο και κρίσιμο θεμέλιο ώστε το έθνος να φτιάξει ένα σύχρονο παρόν" (Βernhardsson, 2005). Η επανάσταση του 1958 (βλ. κεφ.2), θεωρείται πως άσκησε μέγιστη επιρροή στην Ιρακινή αρχιτεκτονική. Το 1959, το τμήμα μηχανικής του πανεπιστημίου της Βαγδάτης, εγκαινιάζει τη σχολή αρχιτεκτονικής. Την ίδια εποχή, τοποθετούνται σημειακά στο κέντρο τρείς μνημειώδεις "χειρονομίες": στην πλατεία Ταχρίρ (Tahrir) το ανάγλυφο της Ελευθερίας (1961) χτισμένο από τον Ριφάτ Χαντιρχί (Rifat Chadirji), στην πλατεία Tayaran μια τοιχογραφία του Faik Hassan (εξέχων ιρα[29]

εικόνα 3.5 σχέδιο του γραφείου Δοξιάδη για τομέα κοινωνικής κατοικίας στην δυτική Βαγδάτη

εικόνα 3.6 Το ανάγλυφο της Ελευθερίας στην πλατεία Ταχρίρ

εικόνα 3.7 το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη


κινός εικαστικός /1960), και στην πλατεία Φιρνταούς (Firdaous) ένα μνημείο για τον άγνωστο στρατιώτη και πάλι του Ριφάτ Χαντιρχί. Τα παραπάνω αποτέλεσαν προσπάθειες μιας νέας εικονογραφίας σαν την σύνθεση μεταξύ εθνικών αναφορών και εκσυγχρονισμού "αιχμής". Η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίζεται από τη δημόσια διαβούλευση στο δίλημμα μοντέρνο/παραδοσιακό. Εξέχουσα φυσιογνωμία στην αρχιτεκτονική θα αποτελέσει ο Ριφάτ Χαντιρχί ο οποίος ως απάντηση στο παραπάνω θα δουλέψει σύμφωνα με τις αρχές ενός "Διεθνούς Τοπικισμού".

1958 – 1979 οι πρώτες δεκαετίες της ανεξαρτησίας

Μέχρι εκείνη την εποχή, γενικά η αυθόρμητη οικιστική εξάπλωση διατηρούσε σε ισορροπία τα κοινωνικό – οικονομικά χαρακτηριστικά με τον μοντέρνο τρόπο ζωής. Ο βασικός πολεοδομικός κάναβος ήταν αυτός που υιοθετήθηκε από το ’20, ενώ αρχέτυπο κατοικίας αποτελούσε μια χαμηλή μονοκατοικία με πλευρικό κήπο στον αντίποδα της παραδοσιακής κατοικίας με εσωτερική αυλή που μονοπωλούσε πριν το ’20. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τύπου δόμησης που εφαρμοζόταν τότε αποτελεί η Σαντρ Σίτυ που χτίστηκε μετά από εντολή του στρατηγού Κάσσεμ (βλ. κεφ.6) για να φιλοξενήσει μια εισροή σιιτικών αγροτικών πληθυσμών που μετανάστευαν από την επαρχεία. Πριν από το 2003 φιλοξενούσε σχεδόν ένα εκατομμύριο κατοίκους. Είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες και φτωχές γειτονιές της Βαγδάτης. Όσον αφορά τον δημόσιο χώρο, αυτός μετατρέπεται σε ένα πεδίο σύνθετων συμβολισμών αφού ένα γενικότερο εθνικιστικό αίσθημα επιτάσσει μια "επαν – ιρακινοποίηση" των αξιών.

εικόνα 3.8 αεροφωτογραφία της Σάντρ Σίτυ, 2005.

Η δεκαετία του 70 θεωρείται μια ακμάζουσα περίοδος για την πόλη. Στις αρχές του 1970, το πρώτο περιεκτικό πολεοδομικό μάστερπλαν ανατίθεται στην πολωνική εταιρία Polservice. Στα πλαίσια της εφαρμογής του – η οποία ανεκόπει με τον πόλεμο Ιράν _ Ιράκ – ανοίχθηκαν εν μέσω της παλαιάς πόλης λεωφόροι (Al - Kilaf, Al - kulafa) για την διευκόλυνση της αυτοκίνησης - σύμφωνη με την λογική της εποχής για εκδίωξη των πεζών από την πόλη. Φυσικά, ως αποτέλεσμα καταστραφηκαν πολλά τζαμιά, αγορές, σχολεία και σπίτια. Παράλληλα χτίζονται πολυκατοικίες 6-8 ορόφων που προορίζονται για κοινωνικές κατοικίες χαμηλών εισοδημάτων, αφού πολλοί μετανάστες κυρίως από το νότο, στοιβάζονται στην βόρεια άκρη της πόλης, σε προσωρινά σπίτια από χώμα (sharaif). Στα προάστια την ίδια στιγμή η ιδιοκατοίκηση κρατιέται στην προηγούμενη κλίμακα.

[30]


Στη δεκαετία του 80 η άνοδος του Σαντάμ στην εξουσία μετατρέπει την Βαγδάτη σε μια αλάνα προς οικοδόμηση, σε μια προσπάθεια του τελευταίου να προσελκύσει μεγάλες ξένες επενδύσεις. Μεγάλοι ανοιχτοί χώροι χρησιμοποιήθηκαν για μνημειώδη έργα. Παράλληλα, τα δημόσια και κυβερνητικά κτήρια και οι βοηθητικοί τους χώροι τοποθετούνταν σε οριζόντιες λωρίδες παρατεταγμένες στο μέτωπο του ποταμού. Η εξόφθαλμη αλλαγή στην κλίμακα της δόμησης με την ανέγερση πολλαπλών πολυόροφων κτηρίων ερχόταν σε πλήρη δυσαρμονία με την οριζοντιότητα της πόλης. Η αστικοποίηση αυτή υπό τους νέους όρους έσβησε από τον χάρτη ή ιδιωτικοποίησε ολόκληρες περιοχές δημόσιου χώρου. Επιπλέον, μια σειρά από δημόσια έργα υμνούν το μνημειώδες ύφος και την εικονογραφία της υπερβολής και χτίζονται αρκετές νέες γέφυρες. Παράδειγμα αποτελεί η πύλη της Βαγδάτης, έργο του Rahhal και M. Ghani (1989), ένα θαύμα του μεταμοντέρνου κιτσς και του φιλοπόλεμικού συμβολισμού, πραγματοποιημένου υπό την πρόφαση αναβίωσης του Αραβικού και Μεσοποτάμιου μεγαλείου.

καθεστώς Σαντάμ

εικόνα 3.9 η πύλη της Βαγδάτης, “Τα ξίφη της Qadisiyah”

Όσον αφορά στον αντίκτυπο του πολέμου, γίνεται αντιληπτός στην μείωση των κονδυλίων σχετικά με την παιδεία, την υγεία και εν γένει τις κοινωνικές παροχές, αφού η μερίδα του λέοντος πηγαίνει στον στρατιωτικό εξοπλισμό. Επιπλέον το Ιράν προβαίνει σε πυραυλικές επιθέσεις προς την πρωτεύουσα του Ιράκ, ωστόσο η καταστροφή και οι ανθρώπινες απώλειες είναι σχετικά μικρές.

πόλεμος Ιράν-Ιράκ

Από το 1990 έως και σήμερα λόγω πολιτικής αστάθειας αλλά κυρίως λόγω οικονομικής συρρίκνωσης της χώρας, τα πολεοδομικά μάστερπλαν δεν είναι τόσο φιλόδοξα όσο στην δεκαετία του 80. Ο βομβαρδισμός του 1991 από την αμερικανική συμμαχία προκάλεσε μέγιστες ζημίες στα συστήματα υγείας, μεταφορών, ηλεκτροδότησης και υδροδότησης (βλ. demodernization/ Κεφ 2). Τα επόμενα 13 χρόνια είναι εξίσου δύσκολα, εφόσον λόγω της παράτασης του καθεστώτος κυρώσεων η ανάκαμψη ήταν αδύνατο να επιτευχθεί.

1ος Πόλεμος του Κολπου

συμπεράσματα Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τρία μοτίβα μετάβασης της πόλης. Από κυκλική στην ίδρυσή της, σε οργανική κατά τον μεσαίωνα έως την αυγή του 20ου αιώνα. Στη συνέχεια, μετά την εξάπλωση ο ιστός εγκολπώνει κομμάτια της οργανικής πόλης και του μοντερνιστικού σχεδιασμού, μπορώντας έτσι να χαρακτηριστεί υβριδική. Ο αστικός ιστός εισχωρεί στην παλαιά ισλαμική πόλη, πραγμα[31]


χάρτης 3.2 χρονολογικός χάρτης χρήσεων γης

τοποιώντας μια βίαια διάχυση του δημοσίου στον ιδιωτικό χώρο (Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά της περιοχής της Shorjah και οι νέοι άξονες του ’70). Οφείλουμε, ακόμα, να υπογραμμίσουμε το πώς η Βαγδάτη πραγματώνει μες την ιστορία της μια πρωτεύουσα του αραβικού κόσμου, αφού κατά κόρον οι προσπάθειες αναδιαμόρφωσης του αστικού της χώρου μεταξύ άλλων υπαγορεύτηκαν από εξόχως πολιτικούς και συμβολικούς σκοπούς, οι οποίοι εκπορεύονται είτε από τοπικές είτε από διεθνείς δυνάμεις. Ιδιαίτερα σημαντικό όριο της πόλης που την ενώνει χωρίζοντάς την αποτελεί ο ποταμός Τίγρης. Η πόλη αναπτύσσεται κατά μήκος του, με τις δύο παλαιότερες γειτονιές αλ Ρουσάφα και αλ Καρχ να αναπτύσοονται αντικρυστά. Τα επίσημα κυβερνητικά, θρησκευτικά και εκπαιδευτικά κτήρια παρατάσσονται σε παράλληλες ζώνες πλάι του. Θα μπορούσαμε επίσης να διαβάσουμε το όριο του ποταμού να οργανώνει ταξικά την πόλη. Από τη μία πλευρά, στα δυτικά εντοπίζονται ευκατάστατες και νεότερες συνοικίες: Αλ Μανσούρ κ.α., ακριβά ξενοδοχεία και το αεροδρόμιο. Δεν είναι τυχαίο που η πράσινη ζώνη θα βρεθεί εκεί αργότερα. Από την άλλη, στα ανατολικά εμπεριέχεται το παλαιότερο κομμάτι, αγορές και η Σαντρ Σίτυ (βλ. κεφ 6). Επιπρόσθετα, η απουσία στρατηγικών για την διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς επέτρεψε στην περιφέρεια να φτάσει ως το ιστορικό κομμάτι της πόλης όπου βρίσκονταν μνημεία και συνοικίες κυρίως λόγω εξάπλωσης του 70 – 80. Ακόμα, η δύναμη της αγοράς και των επιχειρήσεων, δημιούργησε πραγματική καταστροφή σε μέρη με θρησκευτική και ιστορική σημασία. Η (παλαιά) πόλη χωρίστηκε σε διάφορα τμήματα και δημιουργήθηκαν χώροι – τόποι οι οποίοι δεν ήταν σημεία συνάντησης αλλά διαχωριστικά σύνορα το ένα προς το άλλο. Με αυτόν τον τρόπο, τεμαχίστηκε ο αστικός ιστός, δημιουργώντας ίσως έτσι το χωρικό υπόβαθρο που χρειάστηκε για να λειτουργήσουν ως απομονωμένοι θύλακες οι γειτονιές μετά την "εθνοκάθαρση" (βλ. κεφ 8). εικόνα 3.10 αστική εξάπλωση της πόλης

[32]


εικόνα 3.11 η Βαγδάτη στη δεκαετία του ’80

εικόνα 3.12 η Βαγδάτη στη δεκαετία του ’80

εικόνα 3.13 αεροφωτογραφία, 1990. Διακρίνεται μπροστά το τζαμί Haydar Khana και στο βάθος η συνοικία της Καρχ.

[33]



κεφάλαιο 4ο | κατασκευή της εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας

κοινοτική ταυτότητα – συμπεριφορά – σύγκρουση Καταρχάς θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τις διαδικασίες, μέσω των οποίων συγκροτείται η εθνο-θρησκευτική ταυτότητα. Στη συνέχεια, θεωρώντας πως οι εθνοτικές και θρησκευτικές ταυτότητες συγκροτήσουν ομάδες, θα ασχοληθούμε με τους παράγοντες που καθορίζουν την δι-ομαδική συμπεριφορά, καθώς και αυτούς που οδηγούν σε δι-ομαδικές συγκρούσεις. Είναι εύλογο να παρατηρήσουμε πως οι διαδικασίες συγκρότησης της ομαδικής ταυτότητας βασίζονται ιδιαίτερα σε έννοιες όπως η σύγκριση, η συμπερίληψη και ο αποκλεισμός. Βασικό της, δηλαδή, στοιχείο αποτελεί το γενικότερο πλαίσιο αναφοράς και το εξωτερικό περιβάλλον (στο οποίο περιλαμβάνονται και οι άλλες ομάδες). Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ομαδική ταυτότητα σαν έναν όρο που περικλείει ένα συγκεκριμένο σύνολο, ενώ ταυτόχρονα το διαχωρίζει από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Όπως αναλύει και ο Thomas Hylland Erikssen: "Κάθε κοινότητα ορίζεται σε σχέση με αυτό το οποίο δεν αποτελεί μέρος της : τους εξωτερικούς, τους ξένους, τα μη- μέλη της ομάδας" (Hylland Eriksen, 1995). Σύμφωνα με την θεωρία του Έρικσεν, ο οποίος με τη σειρά του αφορμάται από μια σκέψη του Σάρτρ (Jean-Paul Sartre), μπορούμε να διαχωρίσουμε δύο τρόπους με τους οποίους επιτυγχάνεται η αίσθηση του συλλογικού ανήκειν. Πρόκειται για το εμείς ως υποκείμενο_we και το εμείς ως αντικείμενο _us. "Στην πρώτη περίπτωση η ομάδα αυτόπροσδιορίζεται μέσω ενός κοινού καθήκοντος-στόχου, ενώ στην δεύτερη ετεροπροσδιορίζεται αντιθετικά σε έναν εξωτερικό παράγοντα. Το we [35]


αφορά μια κοινωνική/πολιτισμική ομάδα που παράγει το νόημα του εμείς μέσω εσωτερικών διεργασιών, ενώ το us συσπειρώνεται υπό το βλέμμα ενός τρίτου" (Hylland Eriksen, 1995). Ως έννοιες – κλειδιά για τις 2 αυτές τροπικότητες θα αναφέρουμε αφενός την συμπληρωματικότητα που εστιάζει σε μια συγκριτική ορολογία που ασχολείται με τις πολιτισμικές αναφορές, αφετέρου την διχοτόμηση που εστιάζει στην αντίθεση με τον άλλο. Παρατηρούμε, συνεπώς, πως για την συγκρότηση του συλλογικού εμείς ως αντικείμενου, είναι απαραίτητο να κινητοποιηθεί η έννοια του "Άλλου", ως το αρνητικό του "εμείς". Προϋπόθεση, δε, για την συσπείρωση των μελών και την καλλιέργεια της αίσθησης αλληλεγγύης είναι να ορίζουν τον "Άλλο" ως υποδεέστερο ή απειλητικό (Hylland Eriksen, 1995). Η διαπίστωση αυτή, όπως διαβάζουμε στο ίδιο άρθρο αντηχεί και στον κανόνα του Simmel: "Ο βαθμός της ομαδικής συνοχής είναι ανάλογος του βαθμού της εξωτερικής πίεσης". Επιπλέον, "Η σύγκρουση προάγει μεγαλύτερη συνοχή μέσα στην κοινότητα η οποία εμπλέκεται. Η σύγκρουση δημιουργεί μια συνεκτική ομάδα εκεί όπου μόνο μια χαλαρή δομή προϋπήρχε" (Tajfel, 1982). Πράγματι, η έκτακτη κατάσταση του πολέμου, ιδωμένη σαν μια κατάσταση εξαίρεσης, είναι η συνθήκη η οποία χαρίζει εσωτερική συνεκτικότητα και ειρήνη και στον ίδιο χρόνο καλλιεργεί εχθρότητα προς άλλες κοινότητες.

ο μύθος της προαιώνιας εθνο-σεχταριστικής βίας στο Ιράκ δι-ομαδικές σχέσεις πριν την εισβολή

Χωρίς να θέλουμε να υποστηρίξουμε πως δεν υπήρχαν εξολοκλήρου δι-ομαδικές εντάσεις στο Ιράκ, στην πραγματικότητα πριν την εισβολή του MNF- I, "τα ιστορικά τεκμήρια δεν αποδεικνύουν σημαντική δι-ομαδική σύγκρουση μεταξύ των Ιρακινών θρησκευτικών ομάδων – σεχτών και εθνοτήτων" (Ramadani, 2014). Συγκεκριμένα, Σουνίτες και Σιίτες απολάμβαναν μια ειρηνική συνύπαρξη, ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, όπως η Βαγδάτη η οποία εμφανίζει και τον πιο μικτό πληθυσμό. Σε αυτό συνηγορεί και η σύνθεση των γειτονιών της, στην οποία ο κανόνας ήταν οι μεγάλες μεικτές γειτονιές. Επιπλέον το 1/3 των γάμων ήταν δια-εθνοτικοί και δια-θρησκευτικοί. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα συνέντευξης από τον συλλογικό τόμο Ιρακινές αντιστάσεις : "Οι διαχωριστικές γραμμές όμως μεταξύ τους δεν είναι απόλυτες πόσο δε μάλλον γεω[36]


γραφικές. Η συνύπαρξη στον χώρο είναι πολυεπίπεδη. Παράδειγμα, σε μια περιοχή ένας Άραβας Σιίτης μπορεί να έχει γείτονα έναν Κούρδο Χριστιανό κι έναν Τουρκομάνο Σουνίτη" (Dessaux, 2008) . Μέχρι και τη δεκαετία του ’70, σχεδόν όλες οι πολιτικές οργανώσεις είχαν κοσμικό χαρακτήρα, προσελκύοντας ανθρώπους από όλα τα θρησκευτικά – και μη – υπόβαθρα. Οι Ιρακινοί σχημάτιζαν πολιτικές οργανώσεις, στις οποίες η εθνοτική προέλευσης δεν είχε καθοριστική θέση, κύρια συνιστώσα ήταν η κοινωνική τάξη. Όσον αφορά στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, διαπιστώνουμε πως κι αυτό δεν επέτρεψε στον απροκάλυπτο σεχταρισμό να ανθίσει ως τέτοιος. Για την ακρίβεια η πολιτική ρητορική του χαρακτηρίζεται εκκοσμικευμένη και πλησίαζε την συζήτηση περί Ισλαμισμού, μόνο όταν αυτό τον συνέφερε πολιτικά (παράδειγμα απέναντι σε μια πιθανή αμερικανική εισβολή το ΄80). Σε γενικές γραμμές, όμως, κατά τη διάρκεια της θητείας του, ήταν ανηλεής προς οποιαδήποτε Ισλαμική οργάνωση, ανεξαρτήτως εάν το κίνημα που εκπροσωπούσε ήταν ειρηνικό ή βίαιο, σουνιτικό ή σιιτικό. Υπήρξε αρχηγός ενός βίαιου, καταπιεστικού καθεστώτος, του οποίου όμως τα πυρά δεν στρέφονταν προς συγκεκριμένη εθνότητα (al-Gharbi , 2014). Η διακυβέρνησή του προωθούσε τη σμίλευση μια ενωτικής εθνικής ταυτότητας που δεν άφηνε χώρο σε καμία εθνο-θρησκευτική ομάδα να κερδίσει μεγαλύτερο έδαφος. Απόδειξη αυτού, το ότι ο ιρακινός εθνικισμός συνάσπισε τους Ιρακινούς Σιίτες εναντίον των Ιρανών Σιιτών κατά τη διάρκεια του οκταετούς πολέμου Ιράν – Ιράκ. Ενδιαφέρον είναι, το ότι ο πόλεμος αυτός εντός τους Ιράκ προπαγανδιζόταν ως πόλεμος Αράβων μουσουλμάνων (Ιρακινοί), απέναντι σε Σασσανίδες Πέρσες1 που πιστεύουν στον Ζωροαστρισμό (Ιρανοί). Επιστρατεύθηκε η ιστορική εθνοτική προέλευση του Ιράν σαν απότοκο έθνος της αντίπαλης αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Το παράδειγμα αυτό της κινητοποίησης της ομαδικής ταυτότητας ενάντια σε έναν εχθρό, αποδεικνύει πως ο λόγος περί αυτής αναπτύσσεται συχνά, με βάση πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν μπορούμε φυσικά να αγνοήσουμε τις ανηλεείς επιθέσεις του καθεστώτος κυρίως σε Σιίτες του νότου (βλ. Εξέγερση του 1991/ κεφ.2) αλλά και Κούρδους, παρόλα αυτά οι συγκρούσεις αυτές δεν εξελίσσονταν ως δι-ομαδικές αλλά περισσότερο ως συγκρούσεις εξουσίας-καταπιεζόμενων. Η μεγάλη αλλαγή που συνέβη μετά την εισβολή μέσω μιας σειράς αποφάσεων και πρακτικών που θα αναλυθούν στο κεφάλαιο 5 είναι η θεσμοποίηση του σεχταρισμού. Η σέχτα πλέον γινόταν αντιληπτή ως μέσο πρόσβασης στην εξουσία άρα ως φορέας της. [37]

1. H Αυτοκρατορία των Σασσανιδών ήταν η τελευταία προ-ισλαμική ιρανική Αυτοκρατορία, η οποία κυβερνήθηκε από τη δυναστεία των Σασσανιδών από το 224 μ.Χ. έως το 651 μ.Χ.


δι-ομαδικές σχέσεις μετά την εισβολή

Ακόμα και κατά τον πρώτο καιρό μετά την εισβολή του MNF -I, η αντίσταση κατά της κατοχής είχε ένα ευρύ λαϊκό έρεισμα, όπου βρίσκονταν ενωμένοι σουνίτες και σιίτες μαχητές με σκοπό να εκτοπίσουν τους εισβολείς.

2. Αμερικάνος διπλωμάτης και επικεφαλής της Συμμαχικής Προσωρινής Αρχής

Ως βασικό σημείο καμπής στη θεσμοποίηση του σεχταρισμού εντοπίζουμε την εφαρμογή του δόγματος "διαίρει και βασίλευε" (θα γίνει εκτενής αναφορά στο κεφάλαιο …) μέσα από τη δράση της Συμμαχικής Προσωρινής Αρχής (CPA – Coalition Provisional Authority) που σχηματίστηκε μετά την εισβολή του 2003 κατά την περίοδο του Μπρέμερ (Lewis Paul Bremer III) - δηλαδή από τον Μάιο του 2003 έως τον Ιούνιο του 2004. 2 Αποκαλυπτικό για το πώς χειρίστηκε την κατάσταση το MNF – I είναι ένα περιστατικό που σημειώθηκε την πρώτη κιόλας εβδομάδα της εισβολής. Κάποιος από τους στρατηγούς επισκεπτόμενος την πόλη Baquba, πρωτεύουσα της επαρχίας Diyala (πόλη με μεικτό πληθυσμό) ζήτησε να συναντηθεί με όλους τους αρχηγούς των φυλών και τους θρησκευτικούς αρχηγούς. Στην συνάντηση ο στρατηγός τους διέταξε να χωριστούν μεταξύ τους "οι Σιίτες στην μία πλευρά του δωματίου και οι Σουνίτες στην άλλη" (Jamail, 2008). Χρήσιμο για να καταλάβουμε την επίδραση της στεγανής αυτής κατηγοριοποίησης είναι ένα συμπέρασμα από την Θεωρία κοινωνικής κατηγοριοποίησης – ταυτοποίησης – σύγκρισης : "Σε συνθήκες αυξημένης διακοινοτικής κατηγοριοποίησης, οι κοινότητες τείνουν να πασχίζουν περισσότερο να εγκαθιδρύσουν την διάκρισή τους από τις άλλες κοινότητες οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως παρόμοιες ή πιο κοντινές, σε σχέση με τις άλλες που γίνονται αντιληπτές ως ανόμοιες. Κοινότητες με κοινές αξίες επιδεικνύουν περισσότερη δια-κοινοτική διάκριση απ’ ότι κοινότητες με ανόμοιες αξίες" (Tajfel, 1982). Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αντιληφθούμε το πώς το σχετικά ήρεμο παρελθόν συνύπαρξης Σούνι – Σία στο Ιράκ στα πλαίσια κοινής μουσουλμανικής πίστης και πρακτικής (π.χ. προσεύχονταν σε κοινά τζαμιά), οδήγησε υπό το καθεστώς αυξημένων κατηγοριοποιήσεων, να παράγει δύο "απόλυτους εχθρούς".

η συγκρότηση της εθνο-θρησκευτικής ταυτότητας στο Ιρακ Είμαστε, επομένως, σε θέση να ισχυριστούμε πως η παρουσία του ΜΝF – I στο Ιράκ μέσω μιας σειράς πρακτικών κατασκεύασε μια απειλητική εικόνα του Άλλου που φωτογράφιζε τις διαφορετικές εθνό-θρησκευ[38]


τικες ομάδες. Η διαδικασία αυτή σημαδεύει και την αλλαγή του παραδείγματος στην συγκρότηση ομαδικών ταυτοτήτων στο Ιράκ. Από το εμείς ως υποκείμενο στο εμείς ως αντικείμενο. Από την συνύπαρξη στην εμφύλια σύρραξη. Όπως ο Έρικσεν αναφέρει "μερικές από τις καταστάσεις όπου το εμείς ως αντικείμενο ενεργοποιείται είναι ασταθείς και επικίνδυνες", στην περίπτωσή μας την κατάσταση αυτή αντιπροσωπεύει ο 2ος πόλεμος του Κόλπου, ο οποίος δίνει το έναυσμα για την ενεργοποίηση του _us. Άλλωστε, "εν δυνάμει ομάδες ‘ενεργοποιούνται’ αντί για ‘δημιουργούνται’ μέσω της ενίσχυσης μιας αφηρημένης διάκρισης εαυτού-άλλων που διαμεσολαβείτε από σύμβολα" (Hylland Eriksen, 1995). Όσον αφορά τα κριτήρια, βάση των οποίων μορφοποιείται μια ομάδα, ο Tajfel μας πληροφορεί πως είναι τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. "Αφενός, χρειάζεται η εσωτερική ταυτοποίηση, δηλαδή μια αίσθηση του συνανήκειν, αφετέρου η εξωτερική αποδοχή της ύπαρξης της ομάδας" (Tajfel, 1982). Σε αυτό το σημείο μπορούμε να αναφέρουμε πως το δεύτερο κριτήριο, η εξωτερική αποδοχή των εθνο-θρησκευτικών ομάδων, θεσμοποιήθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις με διάφορους τρόπους όπως αναλύθηκε. Εξίσου χειροπιαστό παράδειγμα αποτελεί η διαχείριση των μίντια από τις δυνάμεις κατοχής. Η πολιτική ελευθερία στον τύπο διασπάστηκε σε ενότητες: "σουνιτικά νέα", "σιιτικά νέα" και "κουρδικά νέα". Ο ανταγωνισμός για την μεγαλύτερη πρόσβαση στην άσκηση της εξουσίας, λοιπόν μετάφρασε τη χωρική συνύπαρξη σε αφορμή σύγκρουσης βάσει της θέλησης για εδαφοκυριαρχία. Η πυροδότηση της διάκρισης που νομιμοποίησε έναν ακραίο ανταγωνισμό έγινε διαμορφώνοντας τις συνθήκες έτσι ώστε να χρειάζεται η καθημερινή ενδελεχής κατηγοριοποίηση των πολιτών σε στεγανές σέχτες. Μπορούμε λοιπόν να διαβάσουμε τη σύγκρουση Σούνι – Σία εντός ενός πλαισίου όπου η διαμάχη για την έλλειψη πόρων, στάτους, κύρους ή κατάταξης είναι "ρεαλιστική", θεσμοποιείται δηλαδή. Με λίγα λόγια, ακριβώς αυτό που έπραξαν οι συμμαχικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα μπορούμε να κάνουμε και μια άλλη παρατήρηση : η πολιτική ενασχόληση εν γένει στο Ιράκ από την ίδρυση του κράτους και ύστερα, υπαγορευόταν βασικά από την ταξική ταυτότητα, τον πολιτικό προσανατολισμό και τον παράγοντα της οικογένειας. Σε γενικές γραμμές, κυριαρχούσε η κοσμική ιδεολογία. Η κοινωνία του Ιράκ δε, περιλάμβανε ένα μεγάλο κομμάτι πολιτικοποιημένου πληθυσμού. Η πολιτική οργάνωση των πολιτών και άρα η δύναμη των κομμάτων [39]


ήταν σε ιδιαίτερα ψηλά επίπεδα αν λάβουμε υπόψη πως το ΚΚ του Ιράκ κατά τη δεκαετία του ’70 ήταν το μεγαλύτερο κομουνιστικό κόμμα εκτός ΕΣΣΔ. Διαπιστώνουμε, λοιπόν πως η εθνοτική ταυτότητα δεν ήταν καθοριστικός παράγοντας και μάλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θέμα ταμπού, στους κόλπους της πολιτικής ενασχόλησης. Στον αντίποδα, μετά την εισβολή του 2003, η κατάσταση που κατίσχυσε χαρακτηρίστηκε από την πρόσβαση στην πολιτική σφαίρα μόνο μέσα από την εθνο-θρησκευτική ταυτότητα. Προκύπτει, επομένως, πως αυτή η τακτική διακυβέρνησης αποτελεί ξεκάθαρα μια προσπάθεια αλλαγής του τρόπου με τον οποίο μια κοινωνία εμπλέκεται και διαμορφώνει το πολιτικό της σύστημα και την άσκηση της εξουσίας. Από την κατάπνιξη της ταξικής στην ανάδυση της σεχταριστικής συνιστώσας. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σημαντικό θεωρητικό εργαλείο αποτέλεσε η μετατόπιση του "άλλου". Οι δυνάμεις κατοχής έστρεψαν την προσοχή στις εθνοτικές ομάδες – με προσχήματα αναλογικής πολιτικής αντιπροσώπευσης – κατασκευάζοντας ένα εσωτερικό εχθρό. Κατά τον Taifel η δημιουργία αρνητικών κοινωνικών στερεοτύπων είναι πολύ πιο πιθανό να οφείλεται στην άθροιση κοινωνικών αξιολογήσεων με προϋπάρχουσα σημασία έναντι σε μια κατηγορία (εδώ εθνο-θρησκευτική ομάδα), παρά στην σπανιότητα ή ανοικειότητα μεμονωμένων ατόμων (Tajfel, 1982). Εκμεταλλευόμενοι αυτό τον νοητικό μηχανισμό, οι δυνάμεις κατοχής, εκτρέψαν την κατασκευή του "Άλλου" από το πρόσωπό τους και χρησιμοποίησαν προϋπάρχουσες διαφορές μεταξύ των ομάδων για την κατασκευή του εσωτερικού εχθρού. Παρόλο που οι ιστορικές αυτές διαφορές προϋπήρχαν δεν είχαν έως τότε, οδηγήσει σε δι-ομαδικές εχθροπραξίες. Ο κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού σε αντίπαλες σέχτες εξυπηρέτησε την σίγαση ενός λαϊκού εθνικιστικού αντικατοχικού μετώπου. Εξάλλου το «διαίρει και βασίλευε» αποτέλεσε πάγια τακτική άσκησης εξουσίας από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις στις αποικίες κατά τον 18ο, 19ο και 20ο αιώνα και επιστρατεύτηκε εκ νέου μέσα απ’ την νέο–αποικιοκρατική λογική, με την οποία προσέγγισε το MNF–I το Ιράκ.

[40]


ΕΝΟΤΗΤΑ 2| οι δρούσες δυνάμεις



κεφάλαιο 5ο | δεύτερος πόλεμος του Κολπου | οι κατοχικές δυνάμεις ως καταλύτης των εξελίξεων

δεύτερος πόλεμος του Κόλπου Το βασικό επιχείρημα των κυβερνήσεων Μπους στις ΗΠΑ και Μπλερ στη Βρετανία επικεντρωνόταν στην αναγκαιότητα αφοπλισμού του ιρακινού καθεστώτος. Η ανυπαρξία, φυσικά, οποιασδήποτε απόδειξης ύπαρξης πυρηνικού οπλοστασίου στο Ιράκ μετατόπισε τη δικαιολόγηση της εισβολής στην πιεστική ανάγκη να εισαχθεί η δημοκρατία στη χώρα – μεταμφιέζοντας την επιδρομή σε απελευθέρωση. Στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους (George Bush) σε λόγο του προς το κογκρέσο (20/09/2001) διακηρύσσει: "Ο εχθρός της Αμερικής δεν είναι κανείς από τους μουσουλμάνους φίλους μας, κανείς από τους Άραβες φίλους μας. Ο εχθρός της Αμερικής είναι ένα ριζοσπαστικό δίκτυο τρομοκρατών, και κάθε κυβέρνηση που τους στηρίζει". Με τα λόγια αυτά περνάμε σε μια νέα εποχή· την εποχή του "πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία" που θα επιφέρει τεράστιες αλλαγές τόσο στις διεθνείς σχέσεις, όσο και στον τρόπο ζωής εντός των δυτικών κοινωνιών (δόγμα ασφαλείας, στρατιωτικοποίηση της αστικής καθημερινότητας κλπ.). Ταυτόχρονα, νομιμοποιεί τον πόλεμο του 2001 κατά του Αφγανιστάν, ενώ φωτογραφίζει το Ιράκ, αφού λίγο αργότερα το καθεστώς Σαντάμ θα κατηγορηθεί πως στηρίζει τρομοκρατικές οργανώσεις (Al-Qaeda). Πράγματι, δυο χρόνια αργότερα, στις 19 Μάρτη 2003, ο ίδιος, αναγγέλλει την εισβολή της αμερικανικής συμμαχίας στο έδαφος του Ιράκ. Ο πόλεμος αυτός, στον δημόσιο λόγο που απευθύνει στον λαό των ΗΠΑ, ενδύεται έναν πλήρως ανθρωπιστικό μανδύα : "στόχος μας είναι να αφοπλίσουμε το Ιράκ, να ελευθερώσουμε τους ανθρώπους του και να υπερασπιστούμε την ανθρωπότητα από έναν μεγάλο κίνδυνο". [43]

ιδεολογική βάση του πολέμου


1. Το σύνολο των συμμαχικών δυνάμεων που έλαβε μέρος στην πολεμική επιχείρηση

Ωστόσο, οι πραγματικοί λόγοι του πολέμου αυτού ήταν οικονομικοί, καθώς το Ιράκ διαθέτει τα δεύτερα σε μέγεθος αποθέματα φτηνού πετρελαίου στον κόσμο. Επιπρόσθετα, ρόλο έπαιξε και η θέληση για παραδειγματισμό και συμμόρφωση υπόλοιπων κρατών· ένας πόλεμος – αστραπή που θα σάρωνε γοργά το Ιράκ θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το σκοπό να δείξει σε όλο τον κόσμο, και πιθανώς σε κράτη της Άπω Ανατολής – την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα, ίσως και την Ιαπωνία -, πως όταν ο κύβος ριφθεί, η Αμερική έχει, σε τελευταία ανάλυση, τα μέσα εκείνα για να επιβάλλει τη θέλησή της (Ali, 2003).

εισβολή

Οι ΗΠΑ εισβάλουν στο Ιράκ τον Απρίλη του 2003. Η κεντρικότητα της Βαγδάτης στον γεωπολιτικό χάρτη του Ιράκ, δρομολογεί τα στρατεύματα του MNF - I (Multi National Force in Iraq)1 στην κατεύθυνσή της. Η 39-ημερών μάχη για την Βαγδάτη ήταν μια από τις συντομότερες συγκρούσεις στην σύγχρονη ιστορία αλλά δημιούργησε τρομερές καταστροφές στις υποδομές της πόλης. Πριν από την έλευση των συμμαχικών στρατευμάτων στις 20 Μαρτίου κυβερνητικά κτίρια βομβαρδίστηκαν σημαίνοντας το έναυσμα του πολέμου2. Από ανταποκριτές που δρούσαν μέσω του indymedia της Ιταλίας μαθαίνουμε πως μεγάλος αριθμός των κτιρίων που βομβαρδίστηκαν βρίσκονταν στο κέντρο πυκνοκατοικημένων οικιστικών και εμπορικών περιοχών (indymedia, 2004). Οι δυνάμεις εδάφους πέρασαν τα σύνορα από το Κουβέιτ και εισέβαλαν ταυτόχρονα από τρία μέτωπα στα νότια και δυτικά της Βαγδάτης καταλαμβάνοντας αρχικά δύο ζωτικής σημασίας σημεία: το αεροδρόμιο ως στρατηγικό πλεονέκτημα και το παλάτι του Σαντάμ στη καρδία της πόλης (The fight for Bagdad, 2004).

εικόνα 5.1 χάρτης όπου φαίνονται τα κράτη που έστειλαν στρατεύματα στον 2ο πόλεμο του κόλπου (ΗΠΑ, Αγγλία, Πολωνία, Αυστραλία)

εικόνα 5.2 η κατεδάφιση του αγάλματος του Σαντάμ Χουσεΐν στις 9 Απριλίου του 2003 από τα αμερικανικά στρατεύματα. Διακρίνεται ένας Ιρακινός να ανεμίζει την σημαία των ΗΠΑ

Τα συμμαχικά στρατεύματα ήρθαν αντιμέτωπα με τη δυναμική αντίσταση του ιρακινού στρατιωτικού σώματος που αριθμούσε 36.000 μέλη (McCarthy, 2003) αλλά και των "μαχητών του Σαντάμ", δηλαδή οπλισμένους άντρες με πολιτικά3. Παρόλα αυτά, ο συνδυασμός των δύο ομάδων δεν κατάφερε να ανακόψει την κατάκτηση της πόλης. Με την πτώση της Βαγδάτης εξασφαλίζεται η κατοχή του Ιράκ.4 Χαρακτηριστικό για το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή σε σχέση με την εισβολή του MNF - I είναι το γεγονός ότι η ανατροπή του αγάλματος του Σαντάμ από την κεντρική πλατεία της Firdos, τουλάχιστον παρουσιάστηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ως μια αυθόρμητη κίνηση των κατοίκων που είχαν έρθει να χαιρετήσουν την έλευση των στρατευμάτων και με τη βοήθεια αυτών. Παρόλα αυτά, υπάρχουν φωνές που θεωρούν την κίνηση αυτή μέρος της προπαγάνδα για την επιτυχία του πολέμου στο Ιράκ (Maass, 2011). Σίγουρα, μια μερίδα της Ιρακινής κοινωνίας που είχε καταπιεστεί από το καθε[44]


εικόνα 5.3 χάρτης όπου είναι σημειωμένοι οι στόχοι που βομβαρδίστηκαν εντός του πρώτου 24-ώρου του πολέμου

2. "Το δόγμα του "σοκ και δέους" το οποίο διαμόρφωσε την βομβαρδιστική επέλαση των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 συνηγορεί υπέρ της ταχύτατης και ολοκληρωτικής παράλυσης μιας ολόκληρης κοινωνία". Στοχεύει έτσι σ’ ένα ψυχολογικό σοκ του αστικού πληθυσμού αντίστοιχο με αυτό μιας πυρηνικής επίθεσης αντιμετωπίζοντας τον "εχθρό σαν σύστημα" και πλήττοντας "χρήσιμα σύνολα στόχων" (Graham, 2010)

3. Παραστρατιωτική οργάνωση των φενταγίν (fedayeen)

4. Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει μια παρένθεση ώστε να αναφερθεί πως η ισραηλινή κατοχή της λωρίδας της Γάζας, αποτελεί κολοσσιαία αναφορά για την εξέλιξη των τακτικών του αστικού πολέμου. Συγκεκριμένα, η επίθεση τον Απρίλη του 2002 στις παλαιστινιακές πόλεις της Τζενίν και της Ναμπλούς, λειτούργησε σαν το προπαρασκευαστικό εργαστήρι για τις μάχες στο Ιράκ. Επιπρόσθετα, οι αμερικανικές δυνάμεις έκαναν υπό την καθοδήγηση του Ισραηλινού στρατού, έναν χρόνο πριν την εισβολή, δοκιμές κατάληψης αραβικών πόλεων χτισμένων στην έρημο του νότου του Ισραήλ (The architecture of violence, 2014). Της μάχης της Βαγδάτης, είχαν προηγηθεί, λοιπόν κάποιες ¨πρόβες¨.

[45]


στώς έβλεπε θετικά την αλλαγή πολιτικής εξουσίας επομένως σε κάποιο βαθμό και την επέλαση του MNF - I, παρόλα αυτά, οι συσχετισμοί αυτοί ήταν πρόσκαιροι (International Crisis Group, 2008).

Η θεσμοποίηση του σεχταρισμού CPA

Αμέσως μετά την στρατιωτική εξασφάλιση της Βαγδάτης από το MNF ξεκίνησε μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας των ΗΠΑ πάνω στην επικράτεια του Ιράκ. "Το αρχικό πλάνο των ΗΠΑ ήταν να μεταμορφώσουν μια οικονομία κυριαρχούμενη από ένα συγκεντρωτικό αυταρχικό κράτος σε ένα μοντέλο ελεύθερης αγοράς στο οποίο οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα είχαν ηγετικό ρόλο […] αυτό οδήγησε σε μια βίαιη ανακατασκευή-αναρρύθμιση των Ιρακινών πόλεων κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής" (Gregory, 2008). Αυτό που ουσιαστικά τίθεται από τον Gregory (2008) ως επιχείρημα είναι ότι για να εφαρμοστεί το νέο-φιλελεύθερο πλάνο των κατοχικών δυνάμεων επιδιώχτηκε η πλήρης υποταγή της ίδιας της πόλης, των υποδομών, των δομών εξουσίας, του πληθυσμού και της κινητικότητας μέσα σε αυτή. Όπως ο Graham επιχειρηματολογεί είναι πάνω σε αυτή την προσπάθεια, της βίαιης μετατροπής ή ακόμα και διαγραφής των πόλεων και των αστικών χώρων, που η νέα στρατιωτική πολεοδομία βασίζεται θεμελιακά. Οι νέοι πόλεμοι μεταφέρονται από το πεδίο της μάχης (battle field) στον χώρο της μάχης (battle space) που περιλαμβάνει πλέον κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας . Πάνω σε αυτή τη βάση οι διοικητές των ΗΠΑ στη Βαγδάτη έδωσαν έμφαση στην ανάγκη να συντονιστεί το σύνολο του χώρου μάχης της πόλης, διευθύνοντας τις υποδομές, την οικονομία, την πολιτισμική συνείδηση, καθώς και μια "ελεγχόμενη εφαρμογή της βίας", προκειμένου να διασφαλίσουν την πόλη (Graham, 2011). Για αυτήν την προσπάθεια κομβική ήταν η σύσταση μιας προσωρινής μορφής άσκησης εξουσίας που στόχο θα είχε την διασφάλιση της μετάβασης σε μια δυτικού τύπου, αστική δημοκρατία. Με άλλα λόγια, που θα έπαιζε το ρόλο προσωρινής κυβέρνησης. Τους μήνες που επακολούθησαν φάνηκε πως αυτή η Συμμαχική Προσωρινή Αρχή (CPA : Coalition Provisional Authority) που συστάθηκε και λειτουργούσε υπό της εντολές του στρατηγού Πόλ Μπρέμερ (Paul Bremer) επέβαλε αποφάσεις δομικές για την σεχταριστική κρίση στην οποία περιήλθε το Ιράκ. Μια σειρά πολιτικές παρεμβάσεις που θεσπίστηκαν ή διευκολύνθηκαν από το CPA βοήθησαν στην παραγωγή μιας πολιτικής δο[46]


μής που ενδυνάμωνε την πολιτική εκπροσώπηση μέσω εθνοτικά και θρησκευτικά χαρακτηρισμένων κομμάτων. Είναι σημαντικό να ιχνογραφηθεί σε αυτές τις πολιτικές παρεμβάσεις η προώθηση του σεχταρισμού από την πλευρά των Συμμαχικών Δυνάμεων (Damluji, 2010). Ένας από τους βασικούς διακηρυγμένους στόχους της αγγλο-αμερικανικής συμμαχίας ήταν η απο-μπααθοποίηση του καθεστώτος. Δέκα μέρες, λοιπόν, μετά την εισβολή, ο Μπρέμερ υπογράφει μια εντολή για την απο-μπααθοποίηση της Ιρακινής κοινωνίας που ακολουθείται από μια εντολή διάλυσης όλων των κυβερνητικών υπουργείων, πολιτικών οργανώσεων και στρατιωτικών οντοτήτων που συσχετίζονταν με το πρώην καθεστώς (Damluji, 2010). Η διαδικασία αυτή στοχεύει στην απομάκρυνση των ιδεών και δομών του πρώην κυβερνόντος Μπααθικού κόμματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση πολλών Ιρακινών από την πολιτική διαδικασία, αλλά και την απομάκρυνση από την εργασία σε κρατικούς φορείς των ανώτερων στρωμάτων του Μπαθααϊκού κόμματος που σε μεγάλο ποσοστό συνέπιπτε με τη σουνιτική ελίτ. Ο Younis εξηγεί πως η απο-μπααθοποίηση (de-Ba’athification) μετατράπηκε σε από-σουνικοποίηση (de-sunnification) καθώς η οπτική του MNF-I για τις εθνο–θρησκευτικές ομάδες στο Ιράκ ήταν αρκετά μονολιθική (Younis, N. 2011). Όπως ήταν αναμενόμενο η εφαρμογή της λογικής αυτής δημιούργησε μεγάλο αίσθημα αδικίας μεταξύ των Σουνιτών, το οποίο στη συνέχεια εκτονώθηκε σε βίαιες συγκρούσεις.

Πολιτικοποίηση της εθνότητας Μια από τις θεμελιώδεις πολιτικές παρεμβάσεις του CPA ήταν η μετάβαση προς τον κοινοβουλευτισμό μέσω του συστήματος του Power sharing. H παρέμβαση αυτή έδωσε χώρο σε σεχταριστικά κόμματα όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια. Το σύστημα του Consociationalism (αμερικανική βιβλιογραφία)/ Power sharing (αγγλική βιβλιογραφία) βασίζεται σε μια συμφωνία μεταξύ των πολιτικών ελίτ επί ενός κυβερνητικού συμφώνου ικανό να διαχειριστεί εθνοτικές διαφορές (Bollens, 2003). Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σύστημα διαμοίρασης της εξουσίας μεταξύ εθνοτήτων σε ρήξη. Στην περίπτωση του Ιράκ αποδόθηκε σε κάθε εθνο-θρησκευτική ομάδα ένα ποσοστό εκπροσώπησης στο 25 - μελές κυβερνητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Εντούτοις παρόλο που το σύστημα αυτό έχει λειτουργήσει βοηθητικά σε κάποιες περιπτώσεις, ένα μειονέκτημα του είναι ότι παίρνει ως δεδομένη την ύπαρξη διαφορετικών εθνο-θρησκευτικών ταυτοτήτων βάζοντας ως πρωταρχική την έκφραση τους. Μεταφράζει την πολιτική άποψη και [47]

το σύστημα του consociationalism


ιδεολογία καθαρά σε εθνο-σεχταριστική διαφορά. Με τις εκλογές του 2005 το νέο αυτό σύνταγμα νομιμοποιείται μεταξύ των Σιιτών και των Κούρδων. (Οι λόγοι αποτυχίας του στο Ιράκ οφείλονται βάσει αναλυτών κυρίως στην απροθυμία συνεργασίας των Σούνι – Σία πλευρών. Παρόλα αυτά δεν θα αναλυθούν περεταίρω (Rees, 2007)) Έτσι για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία του Ιράκ η εθνο-θρησκευτική ταυτότητα ανυψώνεται στο επίπεδο της κυρίαρχης οργανωτικής πολιτικής αρχής, το θεμέλιο λίθο της πολιτικής οργάνωσης και έκφρασης. Το αποτέλεσμα είναι να αποδυναμωθούν οι οπαδοί της εκκοσμίκευσης - είτε Σιίτες είτε Σουνίτες - και όλοι όσοι φιλοδοξούσαν σε μια διαφορετικού είδους πολιτική οργάνωση που θα μετρίαζε τις εθνο-σεχταριστικές διαφορές (International Crisis Group, 2008).

οι εκλογές του 2005 Τα επίσημα κόμματα των Σιιτών ήταν το Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση (Supreme Council for the Islamic Revolution/ SCIRI) το οποίο στην συνέχεια μετονομάστηκε σε Islamic Supreme Council of Iraq (ISCI ή SIIC) και το Islamic Dawa (γνωστό ως Dawa). Για κάποιον καιρό (έως την αποχώρησή του από τη βουλή το 2006) βασικό σιιτικό κόμμα υπήρξε και το ¨Σαντρικό κίνημα¨. Το SCIRI με ηγέτη τον Ayatollah Mohammed Baqir al-Hakim (και μετά την δολοφονία του τον Αύγουστο το 2003 τον αδερφό του Abdul Aziz al-Hakim) διατηρεί στενούς δεσμούς με το Ιράν και διαθέτει μια στρατιωτική πτέρυγα με δύναμη περίπου 10.000 ατόμων την επονομαζόμενη Badr Brigade. Το SCIRI προσπάθησε να προβάλει μια πιο πλουραλιστική εικόνα για να μπορέσει να διευρύνει την πολιτική του βάση. Υποστήριξε την παρουσία των ΗΠΑ στο Ιράκ και τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2005. Το Dawa ιδρύθηκε το 1958 ως ισλαμικό επαναστατικό κόμμα, παρέμεινε στην εξορία κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Χουσεΐν και μετά το 2003 αναδείχθηκε ως υποστηρικτής της ισλαμικής μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού των θρησκευτικών θεσμών (Blake, et al., 2017). Σχετικά με την πολιτική εκπροσώπιση της σουνιτικής πλευράς, το μεγαλύτερο σουνιτικό πολιτικό κόμμα ήταν το το Ιρακινό Ισλαμικό Κόμμα (Iraqi Islamic Party/IIP) και η συμμετοχή του στις εκλογές του 2005 απέσπασε την καταδίκη της Αλ-Κάιντα στο Ιράκ. Το IIP είναι πολιτικός απόγονος του κινήματος της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (Muslim Brotherhood Movement) και μετά το ’61 "απελάθηκε" από την πολιτική σκηνή. Το ΙΙΚ μαζί με άλλους σχηματισμούς συνασπίστηκαν στο Ιρακινό Μέτωπο Συμφωνίας (IslamopediaOnline, 2011) [48]


Τον Ιανουάριο του 2005 διεξήχθησαν οι πρώτες εθνικές εκλογές μετά την εισβολή, οι οποίες εξέλεξαν μια μεταβατική κυβέρνηση 275 εδρών. Ένα σχέδιο σύνταξης που εγκρίθηκε με εθνικό δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του 2005 ζήτησε τη θέσπιση ενός νέου νομοθετικού σώματος, τα μέλη του οποίου θα εκλέγονταν κατά κύριο λόγο από τις διοικητικές περιφέρειες του κράτους (μερικά μέλη θα διορίζονται). Οι Σουνίτες Άραβες ψήφισαν κατά συντριπτική πλειοψηφία εναντίον του σχεδίου αυτού φοβούμενοι ότι θα τους καθιστούσε μια διαρκή μειονότητα βάση των συσχετισμών της εποχής. Στις νέες εθνικές εκλογές στις 15 Δεκεμβρίου του 2005, η σιιτική Συμμαχία των Ηνωμένων Ιρακινών United Iraqi Alliance (UIA) που αποτελείτο από τα σιιτικά κόμματα SCIRI και Dawa συγκέντρωσε 140 από τις 275 έδρες (GlobalSecurity, 2014), χωρίς όμως να μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Μετά από τέσσερις μήνες πολιτικών διαπραγματεύσεων, ο Nuri Al-Maliki επικεφαλής του Dawa, δημιούργησε μια κυβέρνηση συνασπισμού μαζί με το Κουρδικό κόμμα. Οι Σαντριστές κατέλαβαν τα υπουργεία Υγείας και Παιδείας. Ταυτόχρονα, το SCIRI, το μεγαλύτερο σιιτικό πολιτικό κόμμα, ανέλαβε τον έλεγχο του Υπουργείου Εσωτερικών - και των μηχανισμών εσωτερικής ασφάλειας - και αργότερα του Υπουργείου Οικονομικών. Το κύριο σουνιτικό κόμμα, το Ιρακινό Μέτωπο Συμφωνίας (Iraqi Accord Front) θα εξασφάλιζε μικρότερο έλεγχο επί της νέο-συσταθείσας κυβέρνησης. (wikipedia, 2017) Εφόσον τα υπουργεία κατέχονταν από ανταγωνιστικά κόμματα η πολιτική επιβίωση καθοριζόταν όλο και περισσότερο από τις πολιτικές συμμαχίες. Το σκηνικό της εποχής ήταν αρκετά ασταθές. Πάντως, οι εκλογές αυτές ήταν μάλλον κατ’ επίφαση ελεύθερες καθώς επιτελέστηκαν υπό κατοχή, ενώ κάποιοι αντάρτες προσπάθησαν να εκφοβίσουν τους ψηφοφόρους και κληρικοί σε όλοι την επικράτεια του Ιράκ που ασκούσαν κριτική στις εκλογές και την κατοχή συλλαμβάνονταν από τους κατακτητές (Judd, 2006).

Άλλες τακτικές προώθησης σεχταρισμού Όπως αναφέρθηκε πάνω, η CPA διέλυσε τον - κυρίαρχα σουνιτικό Ιρακινό Στρατό και οι κατοχικές δυνάμεις ανέλαβαν να ξαναχτίσουν εκ βάθρων τις ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ. Για το σκοπό αυτό, στα πλαίσια της από-Μπααθοποίησης καθαίρεσαν τους βετεράνους του καθεστώτος Σαντάμ και εκπαίδευσαν νέους αξιωματικούς και στρατιώτες.

[49]

στελέχωση της αστυνομίας


5. Αυτή η αλλαγή πολιτικής αποκρυσταλλώνεται στην ανακοίνωση του Paul Wolfowitz – αμερικανού διπλωμάτη : "η προσέγγιση μας στους Σιίτες μαχητές είναι να προσπαθήσουμε να τους ενσωματώσουμε στις Ιρακινές δυνάμεις της αστυνομίας". 6. Ο Donald Rumsfeld (τότε υπουργός αμύνης των ΗΠΑ) επιβεβαίωσε πως η νέα στρατηγική για την αστυνομία του 2004 ήταν η αστυνόμευση του Ιράκ να διευθετηθεί από ανθρώπους του στρατού. (Maass, 2005)

Αρχικά, οι αρχιτέκτονες του πολέμου στο Ιράκ δεν περίμεναν κάποια βίαιη εξέγερση γι αυτό και άρχισαν να εκπαιδεύουν συμβατικές δυνάμεις αστυνόμευσης που θα περιφρουρούσαν μια ειρηνική μετάβαση σε μια δυτικού τύπου αστική δημοκρατία. Χαρακτηριστικά, μετέφεραν στην Βαγδάτη 6 συνταξιοδοτημένους αστυνομικούς για να διδάξουν τα βασικά μιας καλής αστικής αστυνόμευσης σε ένα σώμα πάνω από 30.000 ατόμων (James Steele: America’s mystery man in Iraq, 2013). Ωστόσο, οι εξεγέρσεις κυρίως από την πλευρά των Σουνιτών στάθηκαν εμπόδιο σε αυτό το αρχικό πλάνο. Το MNF – I προσπάθησε να καταπνίξει τις εξεγέρσεις με τις δικές του δυνάμεις και τον Ιρακινό στρατό σε ενδεικτικό ρόλο. Η προσπάθεια αυτή όμως, δεν απόδωσε καρπούς. "Για κάθε Ιρακινό κρατούμενο από τον αμερικανικό στρατό, σαν να υπήρχαν δέκα που έμπαιναν στην εξέγερση" (James Steele: America’s mystery man in Iraq, 2013). Με τις επιθέσεις να γίνονται συχνότερες και βιαιότερες από την άνοιξη του 2004, οι στρατηγοί των ΗΠΑ αποφάσισαν να οπλίσουν τους αντίπαλους του Σαντάμ που είχαν κυρίως σιιτική ταυτότητα.5 Σιίτες μαχητές από όλη την χώρα άρχισαν να μεταφέρονται στην Βαγδάτη για να ενισχύσουν τις νέες αστυνομικές ειδικές δυνάμεις. 6 Αυτές οι αστυνομικές δυνάμεις ήταν κατά βάση μέλη της Bard Brigades και είχαν χαρακτηριστικά και δεοντολογία παραστρατιωτικού τύπου. Συχνά επιδίδονταν σε βασανισμούς σε βάρος τον κρατουμένων. Οι μονάδες των Bard Brigades είχαν μια επιχορήγηση της τάξης των 2 δις. και ελέγχονταν από τον αμερικανό στρατηγό Πετρέους (David Petraeus) (James Steele: America’s mystery man in Iraq, 2013). Στην συνέχεια σε αυτές τις δυνάμεις καταστολής θα παρεισφρήσουν μέλη οργανώσεων και από τις δύο σέχτες, ως στρατηγική επιβολής και εξουσίας στην πόλη. Σε αυτό το στάδιο όμως, η εξέγερση συντίθεται κυρίως από Σουνίτες, και υπάρχει μια γενική πεποίθηση ότι οι Μπααθιστές έχουν θέσεις κλειδιά σε αυτήν.

αντιμετώπιση των κρατουμένων

Επιπλέον, τόσο η κυβέρνηση η οποία πλέον ήταν κατά πλειοψηφία σιιτική, όσο και οι δυνάμεις των ΗΠΑ – οι δύο επίσημοι φορείς εξουσίας δηλαδή -εφάρμοζαν απροκάλυπτα διαφορετική αντιμετώπιση των κρατουμένων βάσει της σεχταριστικής ομάδας στην οποία ανήκαν. "Κατά τη διάρκεια του μεγάλου κύματος σεχταριστικής βίας (20062007) ο αριθμός των κρατουμένων αυξήθηκε κατά 50% από την κυβέρνηση Αλ-Μαλίκι και κατά 60% από το MNF-I σε σχέση με τα ποσοστά από την εποχή της αμερικανικής εισβολής. Γύρω στο 85% αυτών, ήταν Σούνι και παρέμεναν υπό κράτηση, ενώ συχνά οι Σία αφήνονταν ελεύθεροι" (Gregory, 2008). [50]


Ανησυχητική ήταν επίσης η επιλογή των συμμαχιών που δημιούργησαν το ΜNF – I στη διάρκεια της κατοχής. Από τη μια πλευρά, υπήρχε μια σιωπηρή συμμαχία με τον Moqtada al-Sard (Σιίτης κληρικός, βλ. κεφ. 6) και του Madhi στρατού του (βλ. κεφ. 6). Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπήρξε εισβολή των αμερικανικών δυνάμεων στην Sard City (κατεξοχήν σιιτική περιοχή και οχυρό του Μοκτάντα) παρά πολύ αργότερα από την εισβολή. Από την άλλη πλευρά, συνέβαλλαν δραματικά στη δημιουργία σουνιτικών πολιτοφυλακών στις γειτονιές. "Μόλις οι συμμετέχοντες περνούσαν τους βιομετρικούς ελέγχους πληρώνονταν 300 δολάρια (σ.σ. από τις δυνάμεις κατοχής) για την ένοπλή προστασία των γειτονιών" (Gregory, 2008). Βλέπουμε, πως ανάλογα με την σκοπιμότητα της κάθε συγκυρίας οι κατοχικές δυνάμεις σύναπταν κάθε φορά καινούργιες καιροσκοπικές συμμαχίες με όποια από τις δύο πλευρές βόλευε (βλ και κεφ. ).

καιροσκοπικές συμμαχίες

τακτικές (νεο)αποικιακής διακυβέρνησης Επιχειρήσαμε προηγουμένως να ψηλαφίσουμε το πως η δέσμη των παραπάνω τακτικών προώθησε τον σεχταρισμό. Όλα τα παραπάνω, κάνοντας μια αφαίρεση, θα μπορούσαμε να πούμε πως εμπίπτουν σε μια ευρύτερη λογική "Διαίρει και βασίλευε". Όπως εξηγεί και ο Κωστής Χατζημιχάλης η επιβολή μιας διασπαστικής πολιτικής τακτικής στη βάση της εθνότητας στο εσωτερικό μιας κοινωνίας, χρησιμεύει ιδιαίτερα στην προώθηση πολιτικό – κοινωνικών συμφερόντων. "Ακριβώς όπως τα παλαιότερα σχέδια συγκρότησης του εθνικού κράτους απέτυχαν να εξουδετερώσουν την πολιτισμική ποικιλότητα στην επικράτεια του εκάστοτε κράτους […] οι κυρίαρχες δυνάμεις θα επιδιώξουν τη διατήρηση της ανομοιογένειας και θα τη χρησιμοποιήσουν επιλεκτικά για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων" (Χατζημιχάλης, 2016). Στην περίπτωσή μας επαληθεύεται πλήρως η προηγούμενη παρατήρηση. Η κατοχική καταστολή, ήδη από την προπαρασκευή της εισβολής, βασίστηκε στην διαίρεση του Ιράκ σε σέχτες. "Φρόντισαν να διατηρήσουν όλες τις πραγματικές ή φανταστικές συνιστώσες της Ιρακινής κοινωνίας. Αναζήτησαν συμμάχους στο εσωτερικό κάθε θρησκείας, φυλής και εθνότητας, τρία επίπεδα της Ιρακινής κοινωνίας τα οποία διασταυρώνονται περίπλοκα" 7 (Dessaux, 2008). Η επιθετική στρατηγική του "διαίρει και βασίλευε" ("divide et impera") επιτρέπει την έμμεση αντιμετώπιση του αντιπάλου (Χρυσοστόμου, 2013). Στόχος της είναι η αποδυνάμωση των ομάδων μέσω της υπο[51]

διαίρει και βασίλευε

7. Η τακτική αυτή, όμως, η οποία επιστρατεύτηκε εκ νέου, εντός του νεό – ιμπεριαλιστικού πλαισίου του 21ου αιώνα έχει βαθιές ρίζες στο χρόνο. Ήδη, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία βασίζει εκεί την πολιτική της κυριαρχία, ενώ την πρώτη αυτούσια βιβλιογραφική αναφορά στο "διαίρει και βασίλευε" συναντάμε στον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι. Μέσα λοιπόν από το ιστορικό συνεχές η τακτική κληρονομείται και ανθίζει στο πρόσφατο αποικιοκρατικό παρελθόν. Πιο συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την περίοδο κυριαρχίας του στον αποικιοκρατούμενο κόσμο (19ος-20ος αιώνα) ακολουθούσε, κατά κόρον, τη συγκεκριμένη τακτική. Στόχος αυτής, να δημιουργήσει χάσμα - σπέρνοντας τη διχόνοια - ανάμεσα στις κοινότητες - και να κυβερνά με ασφάλεια.


δαύλισης των αντιθέσεων μεταξύ τους, προκαλώντας έτσι δι-ομαδικές συγκρούσεις που δρούν ως αντιπερισπασμός προστατεύοντας τους ¨πραγματικούς¨ φορείς εξουσίας. Παράλληλα μέσω υποσχέσεων αλλά και προσωπικών φιλοδοξιών δίνεται εικονικά μέρος της εξουσίας σε ένα δίκτυο συμμάχων και υποτελών. Η στρατηγική αυτή εξάλλου στην μεγάλη της εικόνα, παρουσιάζει τις περισσότερες φορές χαμηλό κόστος. Στην περίπτωση δε, επιτυχίας αυτός που την εφαρμόζει παραμένει φαινομενικά αμέτοχος, χωρίς να επιβαρύνει τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Τελικά, αυξάνει την σχετική του ισχύ. Απότοκο της τακτικής αυτής αποτελούν αρκετές διαιρεμένες - από δι – ομαδικές συγκρούσεις - πόλεις που στο παρελθόν ανήκαν στην Βρετανική αυτοκρατορία, όπως π.χ. η Λευκωσία. Στον κατάλογο πλέον, προστίθεται και η Βαγδάτη. Η Αθηνά Αθανασίου επισημαίνει: "Όταν ο ανθρωπολόγος Νίκολας Ντέρκς γράφει στην εισαγωγή του διεπιστημονικού συλλογικού τόμου Colonialism and Culture ότι η αποικιοκρατία αποτέλεσε πολιτισμικό εγχείρημα ελέγχου, εννοεί ότι οι "εθνολογικές" κατηγορίες πολιτισμικής ταξινόμησης και επιτήρησης (κάστα, θρησκεία, εθνότητα, γλώσσα) των υποταγμένων πληθυσμών, όπως και οι πολιτισμικές αντιθέσεις (μοντέρνο/παραδοσιακό, Δύση/Ανατολή, αποικιοκράτης / αποικιοκρατούμενος), υποστήριζαν την καθημερινή λειτουργεία της αποικιακής διακυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα συνιστούσαν παράγωγό της" (Αθανασίου, 2016). Με τον τρόπο αυτό καταλαβαίνουμε πως η ταξινόμηση μιας κοινωνίας βάσει διαφορετικών ομαδικών ταυτοτήτων εγκαθιδρύει τη διαφορά, με έναν τρόπο που διευκολύνει την επιτήρησή της, αφού ταυτόχρονα την αποδυναμώνει, στερώντας της τη συνεκτικότητα. 8 8. Επιπρόσθετα στους κόλπους των μετα– αποικιακών σπουδών "Εξετάστηκε διεξοδικά πως επιβίωνε η φυλετική αποικιοκρατική λογική στις ιεραρχικές δομές (φυλετικές, εθνοτικές, έμφυλες και ταξικές διακρίσεις) του μετα- αποικιακού κράτους […] Κάτω από το μανδύα της εθνικής απελευθέρωσης και της εθνικής προόδου, οι τοπικές ελίτ πήραν τα σκήπτρα από τους Ευρωπαίους, ενώ στις γραφειοκρατικές δομές του εθνικού κράτους υπέβοσκε και αναπαραγόταν η φυλετικοποιημένη λογική του αποικιακού κράτους» (Αθανασίου, 2016). Στην περίπτωσή μας μπορούμε να αναφέρουμε ως δείγμα την παραχώρηση νομικών εξουσιών στους αρχηγούς των φυλών από την κυβέρνηση Σαντάμ Χουσεΐν από το 1991 και μετά.

Επιστρέφοντας λοιπόν στο πρόσφατο παρελθόν συνειδητοποιούμε πως η Αμερικανική καταστολή επιβλήθηκε μέσω του "διαίρει και βασίλευε" σε ένα κράτος με νωπή την Βρετανική αποικιοκρατική εμπειρία, το οποίο λόγω αυτής ενείχε ήδη σε λανθάνουσα μορφή την εθνοτική ταξινόμηση στον κοινωνικό της ιστό. Το παρόν επαναλαμβάνει το παρελθόν σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. "Η κληρονομιά της αποικιοκρατίας μπορεί να ανιχνευτεί, επίσης, στην έξαρση της πολιτικής βίας στα μετά-αποικιακά κράτη. Παρότι ο δυτικός τύπος χαρακτηρίζει συχνά τις διαμάχες αυτές ως δείγματα του αιώνιου "φυλετικού μίσους" που υπάρχει στους "μη ανεπτυγμένους" λαούς, η ιστορικοποίηση τους δείχνει τον καθοριστικό ρόλο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην πολιτικοποίηση της εθνότητας" (Αθανασίου, 2016). [52]


κενό εξουσίας Το ξέσπασμα της βίας γενικά αλλά και πιο συγκεκριμένα της εθνο-σεχταριστικής βίας στον αστικό χώρο της Βαγδάτης, μετά την εισβολή, έχει μεγάλο βαθμό συσχέτισης με το ζήτημα της εξουσίας, που δημιουργήθηκε λόγω της κατάρρευσης του πρώην απολυταρχικού καθεστώτος. Η προσπάθεια της βίαιης αλλαγής του πολιτικού πεδίου από το MNF -I διέλυσε την κεντρικότητα του κράτους του Σαντάμ, που ασκούσε, διένεμε και διαχειριζόταν την πολιτική εξουσία της επικράτειας του Ιράκ και αυτόματα δημιούργησε ένα κενό ως προς την κατοχή της που άνοιξε και το ζήτημα της διεκδίκησής της (Hagan, et al., 2015). Η διαδικασία δημιουργίας και ανασυγκρότησης του Ιρακινού κράτους εύλογα μονοπωλήθηκε, στο έναυσμά της, από τις αποφάσεις του MNF - I. Λόγω όμως της ανεπάρκειας, από τη μία πλευρά, των κατοχικών δυνάμεων να διαχειριστούν την ανθρωπιστική κρίση - που είχε δημιουργηθεί στο Ιράκ κατά τη διάρκεια του καθεστώτος των κυρώσεων, καθώς και λόγω ενός βαθιού αντι-αμερικανικού αισθήματος από την πλευρά του μεγαλύτερου ποσοστού του Ιρακινού λαού, δημιουργήθηκαν τάσεις μέσα στον ίδιο τo λαό για διεκδίκηση της εξουσίας. Αρχικά εκφράστηκε με τη μορφή δράσεων - εξεγέρσεων ενάντια στα κατοχικά στρατεύματα. Σε δεύτερο επίπεδο, η σύγκρουση μετατοπίστηκε στο σεχταριστικό πεδίο, και σε τρίτο επίπεδο ανάγνωσης αλλά ταυτόχρονα, εκδηλώθηκε με τη μορφή ενδο-σεχταριστικής αντιπαλότητας. Για να καταστεί ξεκάθαρο, η κατάρρευση του καθεστώτος που οδήγησε στο να ανοίξει το ζήτημα της εξουσίας στο Ιράκ δεν οδηγεί νομοτελειακά σε εμφύλιο πόλεμο και δη σε ένα ξέσπασμα βίας με βάση τις σεχταριστικές ταυτότητες. Η διαδικασία μέσα από την οποία οδηγούμαστε σε ξέσπασμά της σεχταριστικής βίας στην επικράτεια του Ιράκ θεωρούμε πως έχει τις ρίζες τις στις πολιτικές του ΜΝF - I. Για να καλυφτεί το κενό αυτό διαμορφώθηκαν διάφορες τάσεις μέσα στην Ιρακινή κοινωνία, εκφραζόμενες με οργανώσεις πάνω σε ενθο-σεχταριστικές γραμμές που με διαφορετικούς τρόπους – θεσμικά ή μη διεκδικούσαν την εξουσία. Παρόλα αυτά το θεωρητικό πλαίσιο του ¨κενού εξουσίας¨ αποτελεί ένα επιπλέον πρίσμα μέσα από το οποίο μπορούμε να δούμε τις σεχταριστικές οργανώσεις.

[53]



κεφάλαιο 6ο | σεχταριστικές οργανώσεις και οι συσχετισμοί τους στην ιρακινή κοινωνία

θρησκευτικές σέχτες Σύμφωνα με το λεξικό του Γεώργιου Μπαμπινιώτη με την λέξη σέχτα ορίζουμε: 1.οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας που χαρακτηρίζεται από συνοχή 2.ομάδα στους κόλπους πολιτικού κόμματος με δογματικές αντιλήψεις (Μπαμπινώτης, 2006) Στα πλαίσια της θρησκείας του Ισλάμ μπορούμε να διακρίνουμε διάφορα διαφορετικά δόγματα. Τα δύο βασικά, και τα οποία απαντώνται στην επικράτεια του Ιράκ, είναι η σουνιτική και η σιιτική σχολή. Αν και δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα παρακλάδια του Ισλάμ ως σέχτες λόγω του μεγέθους και των ιστορικών τους καταβολών θεωρούμε πως οι συσχετισμοί που προέκυψαν στον χώρο της Βαγδάτης παίρνουν τη μορφή σεχταριστικής διαμάχης καθώς δεν αφορούν μια γενική σύγκρουση δογμάτων μέσα στο Ισλάμ αλλά αφορούν αντιπαράθεση οργανωμένων ομάδων με θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Για τον λόγο αυτό και ταυτόχρονα ευθυγραμμιζόμενες με τις βασικές βιβλιογραφικές μας αναφορές επιλέγουμε να χαρακτηρίσουμε την διαμάχη μεταξύ των θρησκευτικών ομάδων αλλά και την παραγωγή του χώρου που προέκυψε από αυτήν σεχταριστική. Στο πέρασμα του χρόνου τα δύο δόγματα έχουν αναπτύξει διαφορετικές προσεγγίσεις του Ισλαμικού νόμου. Επίσης, μπορούμε να εντοπίσουμε διαφορές όπως η στάση του σώματος κατά την προσευχή. Ακόμη οι Σία μουσουλμάνες γυναίκες παίρνουν μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιάς απ’ ότι οι Σούνι μουσουλμάνες. Όπως υποστηρίζει ο Khatchik DerGhougassian στη δημοσίευσή του με τίτλο «Οι κοινωνι[55]


κές καταβολές του σιιτικού και σουνιτικού Ισλαμισμού» η εσωτερική σύγκρουση εντός του Ισλάμ σχεδιάζει μια γεωπολιτική ρωγμή από το Πακιστάν έως τον Λίβανο και ενισχύει δύο ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια : την (σιιτική) Ισλαμική επανάσταση και την παγκόσμια (σουνιτική) Τζιχάντ. Παρόλο που η ιστορία εξηγεί τη γέννηση και τη μεγέθυνση της διαίρεσης, μόνο μια προσεκτική θεώρηση των κοινωνικών συνθηκών και των δύο κοινοτήτων και το παγκόσμιο περικείμενο των δεκαετιών του ’80 και του ’90 μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση του φαινομένου (DerGhougassian, 2011). Θεωρούμε πως μια αναφορά στην ιστορικότητα των σεχτών θα διευκόλυνε την κατανόηση της φύσης της διαμάχης τους. Η διάκριση μεταξύ Σιιτών και των Σουνιτών ξεκίνησε από τη διαμάχη για την διαδοχή του προφήτη Μωάμεθ που επακολούθησε τον θάνατο του το 632 μ.Χ. Ενώ οι περισσότεροι πιστοί που αργότερα ονομάστηκαν Σουνίτες υποστήριξαν τον Abu Bakr ως ηγέτη, μια μειοψηφία – γνωστή ως Σιίτες- υποστήριξαν τον κουνιάδο του προφήτη Ali ibn Abu Talib. Οι Σιίτες παρέμειναν πιστοί στους απόγονους του Ali μετά τη δολοφονία του στην νότια Ιρακινή πόλη της Kufa το 661 και επιβίωσαν μιας σειράς προσπαθειών καταστροφής του κινήματος, με την πιο γνωστή αυτή της Karbala το 680 όπου ο γιός του Ali, Hussein, και οι 72 ακόλουθοι του σφαγιάστηκαν 1. (Appleby, 2008) Στην περίπτωση του Ιράκ - όπως και σε άλλες περιπτώσεις - η θρησκευτική αυτή διαμάχη, μπορεί μέσα από το πρίσμα της πολιτικής ταυτοτήτων, να ειδωθεί σαν μια μάχη εξουσίας.

σουνιτικές οργανώσεις Στην αρχή της κατοχής, η αντίσταση στα στρατεύματα του MNF-I διαρθρώθηκε σε πολλαπλές μικρές τοπικές ομάδες που προσπαθούσαν να στρατολογήσουν νέα μέλη. Μέχρι το 2005, αυτή η συλλογή απομονωμένων πυρήνων γίνεται η βάση ενός διευρυμένου και καλοστημένου δικτύου. Οι ομάδες αρχίζουν και συσπειρώνονται, μειώνονται σε αριθμό και αποκτούν οργανωμένες δομές και μεθόδους αντίστασης. Αυτήν την περίοδο δημιουργείται επιπλέον μια χαλαρή εδαφική κατανομή εντός και μεταξύ των ομάδων. Από την πλευρά των Σουνιτών αναδεικνύονται κυρίαρχα τέσσερεις αντιστασιακές οργανώσεις ονομαζόμενες ακολούθως: Jaysh Ansar al-Sunna, Islamic Army, Islamic front of the Iraqi Resistance και al-Qaida στο Ιράκ. (International Crisis Group, 2006)

[56]


Εκτενέστερα εξετάζουμε την αλ-Κάιντα ως την βασικότερη οργάνωση της σουνιτικής σέχτας στην Βαγδάτη (Institute fot the Study of War, n.d.). Η αλ-Κάιντα στο Ιράκ, αποκαλούμενη και ως αλ-Κάιντα στην Μεσοποταμία, είναι ένα μαχητικό σουνιτικό δίκτυο ενεργό στο Ιράκ μετά την εισβολή του 20032 που περιλαμβάνει Ιρακινούς και ξένους μαχητές αντιτιθέμενους με την κατοχή των ΗΠΑ και τη σιιτική πλειοψηφικά, Ιρακινή κυβέρνηση (Hagan, et al., 2015). Στην μεγάλη της πλειοψηφία, η σύσταση των ανώτερων στελεχών αποτελείτο από στελέχη του εξωτερικού, αλλά κομμάτι της μεσαίας ηγεσίας ήταν Ιρακινοί. Ηγέτης της αλ-Κάιντα στο Ιράκ ήταν ο Αλ-Ζαρκάουι (Abu Musab al Zarqawi) (Encyclopædia Britannica, 2015). Η Αλ-Κάιντα υπόκειται στις αντιλήψεις του Σαλαφισμού.3 Η εντατικοποίηση της εθνο-σεχταριστικής βίας από το 2005 και ύστερα, ανέδειξε τις βίαιες πρακτικές της αλ-Κάιντα και την αντι - σιιτική στοχοθεσία της ως αναγκαίες και άρα, αποδεκτές ενώ τροφοδότησε τις επιδιώξεις της επί της επικράτειας του Ιράκ. Στις αρχές του 2006, ήταν μια από τις δυνατότερες αντιστασιακές ομάδες επιχειρώντας σημαντικές και προσεκτικά σχεδιασμένες επιθέσεις ενάντια στις ΗΠΑ , στις Ιρακινές δυνάμεις αλλά και σε Σιίτες αμάχους. Με αυτόν τον τρόπο ενέπνευσε και κινητοποίησε μεγάλα κομμάτια της σουνιτικής αντίστασης. Αν και οι συμμαχίες της με άλλες ομάδες βασίζονταν στο φόβο και την απειλή, κατά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της προσπάθησε να διατηρήσει μια τακτική ενότητας μεταξύ των Σουνιτών βάζοντας σε δεύτερη μοίρα κάποιες ακραία βίαιες πρακτικές της και προσπαθώντας να ιρακινοποιήσει την εικόνα της.

Αλ - Κάιντα στο Ιράκ

2.Η αλ – Κάιντα ήταν ενεργή από τη δεκαετία του ‘80 αλλά συγκεκριμένα στο Ιράκ ιδρύθηκε το 2003.

3. Οι νεόκοπες αρχές του Σαλαφισμού προσπαθούν να "εξαγνίσουν" το Ισλάμ από την Δυτική επιρροή και τις επί αιώνες "αποκλίνουσες" παρεκβάσεις από το αληθινό Ισλάμ. Σύμφωνα με τη γνώμη της Αλ-Κάιντα, όλα είναι στα άκρα: "οι άνθρωποι είναι είτε Μουσουλμάνοι είτε αποστάτες, ενώ, όλες οι γυναίκες πρέπει να φοράνε την niqab (μαντήλι που καλύπτει το κεφάλι, το πρόσωπο και το λαιμό, αφήνοντας ακάλυπτη την περιοχή των ματιών) παρόλο που είναι δυσλειτουργικό αυτήν την περίοδο καθώς μπορεί να προκαλέσει τριβές με τον εχθρό" (International Crisis Group, 2008).

Στις 7 Ιουνίου του 2006 οι δυνάμεις των ΗΠΑ θανατώνουν τον Αλ-Ζαρκάουι γεγονός που ενώ δεν έπληξε σοβαρά την οργάνωση, σίγουρα συντέλεσε στη αποσταθεροποίηση της δύναμής της. (Encyclopædia Britannica, 2015) Συμβαίνει μία μεγάλη γενίκευση όταν θεωρούμε πως η σύγκρουση ήταν αποκλειστικά δι-ομαδική, στην πραγματικότητα ήταν και ένδο-ομαδική. Ο σουνιτικός και ο σιιτικός πληθυσμός δεν είχαν μια ενιαία και καθολική ταυτότητα. Σημαντικό ρόλο στο ξέσπασμα της σεχταριστικής βίας έπαιξαν οι ενδο-σεχταριστικές αντιθέσεις και των δύο πλευρών. Εύστοχο τέτοιο παράδειγμα είναι η διαμάχη μεταξύ της αλ-Κάιντα του Ιράκ και άλλων σουνιτικών ομάδων ανταρτών. Η υποβάθμιση του ρόλου της AQI στην πάλη για την νομή της εξουσίας ξεκινά χρονικά με την ανακήρυξη του ανεξάρτητου Ισλαμικού κράτους στο Ιράκ από την ίδια την οργάνωση4. Εδώ όπως και στην [57]

ενδο-σουνιτική αντιπαράθεση

4. Παρόλο που η AQI έχει σύνδεση με την εμφάνιση του ISIS αργότερα στην περιοχή κυρίως μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία το 2011 – δεν είναι ταυτόσημα.


5. Σε συνέντευξή του από το Crisis Group ένα Σουνίτης κάτοικος της Βαγδάτης αναφέρει: "Οι άνθρωποι της Αλ-Κάιντα είναι αδαής όσον αφορά την πολιτική και την θρησκεία και αυτό έχει άμεσες στρατιωτικές επιπλοκές. Αν ένας Αμερικάνος κάθεται στην μέση ενός πλήθους, η Al-Qaeda το θεωρεί νομιμοποιημένο και δικαιολογημένο στόχο. Αυτές οι ιδέες είναι εισαγμένες από τους ξένους μουτζαχεντίν (mujahidin), οι οποίοι είναι ασυνεπείς με τις τοπικές παραδόσεις και την κουλτούρα". (International Crisis Group, 2008) 6. "Οι εθνικιστές, Μπααθιστές και άλλοι ντόπιοι ισλαμιστές έχουν ανώτερη γνώση για την περιοχή. Έχουν ανώτερη στρατιωτική τεχνογνωσία και πληροφόρηση. Φυσικά χρειάζονται εθελοντές και χρηματοδότηση καθώς και όπλα που η al-Qaeda μπορεί να τους παρέχει. Αλλά πιστεύω ότι η al-Qaeda βασίζεται σε άλλους μαχητές περισσότερο απ’ ότι αυτοί στην al-Qaeda". (International Crisis Group, 2008)

περίπτωση του Μοκτάντα Αλ Σαντρ (Muqtada al Sadr) και του Μάχντι (Mahdi) στρατού (θα αναλυθεί παρακάτω) τέθηκε το δίλημμα μεταξύ εθνικισμού και σεχταρισμού. Με την ανακήρυξη του Ισλαμικού κράτους υποτιμήθηκε ο αγώνας για την απελευθέρωση μετακινώντας την ατζέντα στην αντίληψη του Ιρακ ως πεδίο μάχης σε έναν συνολικό αγώνα ενάντια στους άπιστους. (International Crisis Group, 2008) Η βαρύτητα έφυγε από την κατοχή, φωτογραφίζοντας πλέον τον "εσωτερικό εχθρό". Με αραβική ορολογία επιδόθηκε σε Fitna (ή "ασυμφωνία" : το σημείο όπου Η Τζιχάντ στρέφεται στο εσωτερικό της μουσουλμανικής κοινότητας, δυναμιτίζοντας την εσωτερική συνοχή της). Με λίγα λόγια, η οργάνωση ματαίωσε τα εθνικιστικά αισθήματα μέρους της κοινωνίας με αποτέλεσμα να χάσει πολλά από τα ερείσματά της. Πράγματι, μεγάλο μέρος της κριτικής απέναντι στην AQI βασίστηκε στην αντίληψη πως δεν είναι παρά ένα εξωγενές δίκτυο αποτελούμενο από δυνάμεις που ήθελαν να υποτάξουν το Ιράκ στον αγώνα του χαλιφάτου υποβαθμίζοντας την ανεξαρτησία του. Η παραπάνω αλλαγή στην βασική στοχοθέτηση της AQI οδήγησε, σε συνδυασμό με τις βίαιες τακτικές τις και τις επιθέσεις σε αμάχους - σε ένα σταδιακό ρήγμα με άλλες σουνιτικές αντιστασιακές ομάδες5.

7. Ένας αντάρτης εξηγεί : "παρά τα προβλήματα με την al-Qaeda δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην διατήρηση της ισορροπίας με φιλοκυβερνητικές πολιτοφυλακές στη μάχη για τη Βαγδάτη και αλλού". (International Crisis Group, 2008)

Παρόλα αυτά, η AQI λόγω της χρηματοδότησης της από περιοχές εκτός του Ιράκ είχε τους πόρους που ήταν απαραίτητοι στον αγώνα των σουνιτών ανταρτών6. Επιπρόσθετα, πριν την μάχη της Βαγδάτης (αναφερόμαστε στην περίοδο κλιμάκωσης της βίας και της σεχταριστικής εκκαθάρισης των γειτονιών, βλ. κεφ. 7), οι περισσότεροι σουνίτες ανέχονταν το κόστος υποθέτοντας ότι οι μάχες της AQI ενάντια στους Σιίτες και τους Αμερικάνους υπερτερούν των μειονεκτημάτων τους7. Αντίθετα, όταν η ήττα στην Βαγδάτη φαινόταν καθαρά (οι σιίτες κέρδιζαν έδαφος), έγινε προφανές ότι η AQI δεν μπορούσε να προσφέρει πραγματική προστασία. Στα τέλη του 2006 η ανικανότητα του να αποτρέψει την ήττα στην Βαγδάτη έπεισε πολλούς Σουνίτες ότι πρέπει να ψάξουν για νέους συμμάχους. Η μόνη πιθανή επιλογή ήταν οι δυνάμεις κατοχής. Στα επόμενα χρόνια, η AQI είχε χάσει τα περισσότερα οχυρά του. Αυτό οφειλόταν σε έναν συνδυασμό των ενδο-σεχταριστικών αντιθέσεων μέσα στην σουνιτική φράξια, αλλά και της αλλαγής στην τακτική των ΗΠΑ που άρχισε να αντιλαμβάνεται περισσότερο τους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων μέσα στο Ιράκ.

σουνιτικές φυλές

Η αλλαγή στρατηγικής του MNF - I συντέλεσε και στη δημιουργία του φαινομένου που απαντάται στη βιβλιογραφία ως αφύπνιση των σουνιτικών φυλών (tribe awakening / sahwat). [58]


Οι φυλές αποτελούν θραύσματα της προ - Ιρακινής κοινωνίας, δηλώνοντας μια οργάνωση που προϋπήρχε της δημιουργία του έθνους - κράτους. Σε σχέση με παλαιότερα όπου οι φυλές είχαν συνεργαστεί στενά με την Οθωμανική και Βρετανική αυτοκρατορία, επί Σαντάμ η δύναμη τους περιορίστηκε. Αν και στα πρώτα χρόνια επί Σαντάμ η εξουσία τους πάνω στην επικράτεια του Ιράκ περνούσε μέσα από το φίλτρο της κρατο-κεντρικής εκσυγχρονιστικής ατζέντας και του σχεδόν απολυταρχικού κοινωνικού ελέγχου του καθεστώτος, αργότερα στη δεκαετία του 80 ο φυλετισμός ξανά ήρθε στο προσκήνιο8. Μετά την κατοχή του 2003 οι φυλές γύρισαν πλήρως πίσω στην αφάνεια. Υπήρξε βέβαια μια προσπάθεια να διατηρηθεί η προγενέστερη δύναμη αλλά στην πραγματικότητα δεν είχαν κανένα ρόλο στην καινούργια πολιτική διαδικασία στην Βαγδάτη. Η κατάσταση αυτή άλλαξε όταν οι ΗΠΑ άρχισαν να αλλάζουν την τακτική τους και να εκπαιδεύουν μια νέα γενιά ηγετών. Δίνοντας όπλα και οικονομική βοήθεια στις φυλές κατάφεραν να αυξήσουν τη δύναμη τους (Jensen & Al-Jabouri, n.d.) και αποτέλεσαν ένα από τους βασικούς λόγους μείωσης της δύναμης της Αλ-Κάιντα στο Ιράκ.

σιιτικές οργανώσεις Από τη στιγμή που το μπααθικό καθεστώς έπεσε, οι Σιίτες ήταν έτοιμοι να παίξουν έναν αποφασιστικό ρόλο στον σχηματισμό του μέλλοντος του Ιράκ. Συνιστούσαν πάνω από το μισό του πληθυσμού και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία του έθνους ήταν σε θέση να διεκδικήσουν ένα κόμματι της εξουσίας αντίστοιχο του δημογραφικού τους βάρους. Ο Ιρακινός σιιτισμός σημαδεύτηκε από μια μεγάλη ποικιλία απόψεων και φιλοδοξιών αναφορικά με την κατοχή, το επικείμενο πολιτικό σύστημα του Ιράκ και βασικά τον ρόλο της θρησκείας στην πολιτική. Θα ήταν μεγάλο λάθος να υποθέσουμε ότι προϋπήρχε μια ενιαία Σία πολιτική τοποθέτηση. Στην πραγματικότητα αυτή σχηματίστηκε από τα τότε γεγονότα συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών που το ΜΝF – I επιδιώκει. Σχετικά με τις επιρροές του, μπορούμε να εντοπίσουμε έναν αστερισμό παραγόντων, καθώς οι Ιρακινοί Σιίτες παραδοσιακά δεν αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους με βάση θρησκευτικούς όρους ούτε είχαν αναπτύξει ένα δυνατό αίσθημα ομαδικής ταυτότητας. (International Crisis Group, 2008) Όμως τα χρόνια του Σαντάμ, υπήρξαν χρόνια καταπίεσης και καταστολής οπότε βοήθησαν στην δημιουργία δεσμών [59]

8. Ο Σαντάμ όπλισε κάποιες φυλές στον Νότο κατά τη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν και άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με διάφορους σεΐχηδες (sheikhs) δίνοντας κάποια προνόμια πάντα όμως ασκώντας έλεγχο πάνω στις φυλές.


9. Πράγματι, οι Σιίτες υπέφεραν διπλά κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, αφού έπρεπε να αποδείξουν την υπεροχή της εθνικής έναντι της θρησκευτικής αφοσίωσης. Επιπλέον, ο Σιιτικός ξεσηκωμός του ’91 μετά το τέλος αυτής της διαμάχης καταπνίγηκε βίαια με χιλιάδες κληρικούς να δολοφονούνται ή να εξαφανίζονται-αγνοούνται. Έτσι, η δεκαετία του ‘90 βρίσκει τους Σιίτες ιδιαίτερα κατηγορηματικούς στο να δημιουργούν διεκδικήσεις εκ μέρους συνολικά της ομάδας απορρίπτοντας την περιθωριακή θέση. (International Crisis Group, 2008)

σεχταριστικής αλληλεγγύης. "Ο Σαντάμ φοβήθηκε μετά το Ιράν ότι οι Σιίτες θα επαναστατούσαν και γι αυτό τους τιμωρούσε"9 (Iraq in fragments, 2007). H εισβολή του 2003 και ως άμεσο επακόλουθό της η απουσία μιας επαρκούς κεντρικής εξουσίας σε μια κοινωνία στην οποία το 60% του πληθυσμού βασιζόταν στο κράτος για την καθημερινή του επιβίωση, εξώθησε πολλούς που σε άλλη περίπτωση δεν θα το είχαν κάνει, να στραφούν στο ιερατείο για βοήθεια. Ο σιιτικός ακτιβισμός παρείχε κοινωνικές υπηρεσίες, παροχές υγείας, νόμο και τάξη. Παρόλο που υπήρχε μεταξύ πολλών Σιιτών, ένα αίσθημα ανακούφισης για την αποπομπή του Σαντάμ από το ΜΝF - I, η αποτυχία των δυνάμεων των κατακτητών να διασφαλίσουν τον νόμο και την τάξη, να εξασφαλίσουν επαρκής κοινωνικές παροχές και να προσφέρουν στους Ιρακινούς ένα γνήσιο αίσθημα κυριότητας στην πολιτική διαδικασία κι ένα καθαρό δρόμο προς την κυβερνητική αυτονομία, συνέβαλλαν στην ενδυνάμωση του εθνικισμού και της αντι-κατοχικής λογικής. Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο και με το ζήτημα της εξουσίας να παραμένει ανοιχτό, πολλοί εξόριστοι (από το καθεστώς τους Σαντάμ) Σιίτες ηγέτες επαναπατρίστηκαν και προσπάθησαν να αποκτήσουν εγχώριους υποστηρικτές. Τέτοιες προσπάθειες σε μεγάλο βαθμό απέτυχαν. Αντίθετα, μάλλον όσοι είχαν παραμείνει στο Ιράκ ήταν ικανοί να κερδίσουν κεντρική απήχηση. Οι δύο βασικοί πολιτικοί φορείς του σιιτικού πληθυσμού ήταν, όπως έχουμε αναφέρει, το SCIRI (Islamic Revolution in Iraq και το ντόπιο ριζοσπαστικό λαϊκιστικό κίνημα του Μοκτάντα αλ-Σαντρ. Οι κοσμικοί Σιίτες εν τω μεταξύ βρήκαν τους εαυτούς τους περιθωριοποιημένους και χωρίς ξεκάθαρη ηγεσία. (International Crisis Group, 2008)

10. Συγκεκριμένα, ο Μπακίρ αλ-Σαντρ έπαιξε έναν ρόλο κλειδί στην ανάπτυξη μιας πολιτικά προσανατολισμένης έκφρασης της Σιιτικής πίστης η οποία εκλήφθηκε ως καταφανώς προκλητική για την κυβέρνηση του Σαντάμ Χουσεΐν καθώς διέταξε τη δολοφονία αυτού και εκατοντάδων υποστηριχτών του το 1980, μετά την Ιρανική επανάσταση. (Hagan, et al., 2015) Μετά την δολοφονία του, τη θέση του πήρε ο πατέρας του Μοκτάντα, Muhammad Sadiq al-Sadr ο οποίος έστρεψε το Σαντρικό κίνημα σε μια πιο επιθετική κατεύθυνση θέτοντας τις βάσεις του Μάχντι στρατού που θα αποτελέσει καταλυτική δρούσα οργάνωση στην εκτεταμένη στρατηγική των εκκαθαρίσεων κατά τη διάρκεια του μεγάλου κύματος της σεχταριστικής βίας του 2006.

σαντρισμός Καταλυτικό ρόλο για τη διαμόρφωση του νέου σεχταριστικού τοπίου στο Ιράκ έπαιξε ο Σιίτης κληρικός Μοκτάντα αλ-Σαντρ (Moqtada al-Sadr). Ο Μοκτάντα ήταν γόνος σημαντικής οικογένειας κληρικών και κληρονόμος του Σαντρικού κινήματος που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας του Σαντάμ από το θείο του Ayatollah Mohammed Baqir al-Sadr, βασικό ηγέτη του Μπααθαικού κόμματος, ο οποίος λειτουργούσε όμως ανεξάρτητα10. Γρήγορα άρχισε να κτίζει ένα δίκτυο από εκπροσώπους και υποστηριχτές δημιουργώντας ένα κίνημα πάνω στις βάσεις της ισλαμικής ανα[60]


βίωσης, του εθνικισμού και του λαϊκισμού με ισχυρές διασυνδέσεις με τις Σιιτικές φυλές στην Σαντάμ Σίτυ (νυν Sadr city). Κίνημα, το οποίο περνάει στα χέρια του Μοκτάντα μετά τη δολοφονία του πατέρα του και των δύο αδερφών του το 1999 (International Crisis Group, 2008). "ο Σιιτικός ακτιβισμός πέρασε από τρείς φάσεις ανάπτυξής: ξεκίνησε ως ένα φονταμενταλιστικό κίνημα στην αναζήτηση ενός ενωμένου Ισλάμ ενάντια στις Δυτικές κοσμικές ιδεολογίες. Κάτω από την πίεση του κατά βάση σουνιτικού, στρατιωτικού και αυταρχικού καθεστώτος των αδερφών Arif, το κίνημα άλλαξε πορεία σε μια πιο τοπικιστική πολιτική ομάδων διαμαρτυρόμενων ενάντια στην διάκριση. […] Η τρίτη φάση της ριζοσπαστικοποίησης συνέβη κατά τη διάρκεια του Μπααθικού, ολοκληρωτικού κοσμικού καθεστώτος υπό τον απόηχο της Ιρανικής Επανάστασης […] και αποτέλεσε την άνοδο του λαϊκιστικού Ισλαμισμού." (Judd, 2006) Ο Κολ (Cole) ταξινομεί τον Σαντρισμό ως ένα υψηλά ιδεολογικό κίνημα της λαϊκιστικής Δεξιάς ενώ ο Βαλί Νασρ (Vali Nasr) εκτιμά το αντίθετο : ότι ο Μοκτάντα αλ Σαντρ ακολουθεί την πολιτική της Χεζμπολάχ (Hezbollah-σιιτική στρατιωτική και πολιτική οργάνωση με βάση το Λίβανο) να μειώνει τις σεχταριστικές διαφορές αναμιγνύοντας Σιιτικές, εθνικιστικές και αντιαμερικανικές πολιτικές για να καθορίσει το ρόλο του στο Ιράκ (Judd, 2006) Ο Σαντρισμός ήταν ένα αντι-ιμπεριαλιστικό εθνικιστικό ταξικό σιιτικό κίνημα που κατάφερε να δώσει φωνή στα πιο καταπιεσμένα και εξαθλιωμένα κομμάτια του Σιίτικου πληθυσμού. Από τη βάση του το Σαντρικό κίνημα δομήθηκε πάνω σε αντιφάσεις. Από τη μια πλευρά, ο Μοκτάντα εξέφρασε έναν έντονο αντι-κατοχικό, αντι-ιμπεριαλιστικό αίσθημα βαθιά ριζωμένο στον Ιρακινό λαό προσπαθώντας να ενώσει πάνω στις αρχές του Ιρακινού εθνικισμού τους Σουνίτες και Σιίτες Ιρακινούς κατακρίνοντας την σεχταριστική βία. Από την άλλη πλευρά, ως κληρικός του σιιτικού Ισλάμ με βαθύ θρησκευτικό αίσθημα, βασικό του μέλημα ήταν η πολιτική και θρησκευτική έκφραση του σιιτικού πληθυσμού να θωρακιστεί ενάντια στην σουνιτική σεχταριστική βία11. Εύλογα, λοιπόν, παρατηρούμε τις ιδεολογικές αντιφάσεις πάνω στις οποίες βασίστηκε ο Σαντρισμός. Τάσεις προς την ενοποίηση των Ιρακινών απέναντι στα αμερικανικά στρατεύματα που εκπορεύονται από μια αντίληψη συμπεριληπτικού εθνικισμού, συνυπάρχουν με την ανάδειξη της σιιτικής ταυτότητας που εντείνει αντίστροφες ροπές. Βέβαια, δεν ήταν η ιδεολογία που αποτέλεσε το κέντρο βάρους της δράσης του Σαντρισμού και του Μάχντι στρατού (το ένοπλο παρα[61]

ιδεολογία και κοινωνική γείωση

11. Ο Μοκτάντα είναι υπέρμαχος της αντίληψης που θέλει τον νόμο του Κορανίου να μπορεί να αποτελεί νόμο του κράτους, σε συμφωνία με την κλασική σχολή του Σιιτισμού που απαντάται κυρίως στο Ιράν, οπότε θεωρεί και χρέος του κληρικού την ανάμιξη του με την πολιτική.


12. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού είναι η προσπάθεια του Μοκτάντα να εισχωρήσει στα υπουργεία τα υπεύθυνα για τις κοινωνικές παροχές, θεωρώντας πως αυτό θα του έδινε μεγαλύτερη πολιτική νομιμοποίηση απ΄ότι ο έλεγχος άλλων - ίσως σημαντικότερων υπουργείων. Πράγματι, το Σαδρικό κίνημα αντανακλούσε τις απογοητεύσεις και φιλοδοξίες ενός σημαντικού μέρους των Ιρακινών. (International Crisis Group, 2008)

13. Κάνοντας μια κριτική στο κοινωνικό του προφίλ, ο σαντρισμός ήταν ένα συντηρητικό και μισογύνικο κίνημα. Εχθρευόταν την Δυτική κουλτούρα - συμπεριλαμβανομένων των τρόπων διασκέδασης και ένδυσης - και δη τον φεμινισμό. Ενώ η κατάσταση των γυναικών στο Ιράκ είχε χειροτερέψει κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, έγινε ακόμα πιο δυσμενής με την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ υπό την Αμερικανική κατοχή. (Al-Ali 2005). Οι Σαντριστές συνεισέφεραν σε αυτούς τους περιορισμούς, για παράδειγμα την επιβολή του πέπλου ακόμα και στις μη Μουσουλμάνες γυναίκες, συχνά ενδυναμώνοντας τέτοιες απαιτήσεις με τη βία. (Rosen 2006a:2-3; Klein 2004). Παρόλα αυτά, δεν ήταν αυτή η προέλευση της υποστήριξης στον Σαντρ αλλά περισσότερο η φιλολαϊκή του πλευρά (Judd, 2006), αφού, όπως αναφέραμε αντιτέθηκε στα νέο-φιλελεύθερα οικονομικά μέτρα της κατοχής(Haywood 2006).

ο Μάχντι στρατός

κλάδι του). Οι τακτικές και η πολιτική ατζέντα των υποστηρικτών του Μοκτάντα δημιουργούνταν μάλλον, από ένα μίγμα προσπάθειας για κάλυψη των αναγκών του σιιτικού πληθυσμού - που είχε υποστεί τεράστια φτωχοποίηση - προσωπικών φιλοδοξιών του Μοκτάντα και αυτόνομής δράσης των μελών του Μάχντι στρατού με βάση προσωπικά τους οικονομικά οφέλη. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την διάσταση του Σαντρισμού ως ένα κίνημα με ισχυρές βάσεις στην Ιρακινή κοινωνία. Ο Μοκτάντα αλ Σαντρ [αν και πολλές φορές κατονομάζεται ως μαφιόζος (βλ. new York times) - όπως θα αναλυθεί μετέπειτα παίρνει τέτοια χαρακτηριστικά], ήταν ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του μοναδικού μαζικού λαϊκού κινήματος απέναντι στην κατοχή · αναδύθηκε στην πολιτική σκηνή βασιζόμενος σε πρακτικές οικονομικής και κοινωνικής υποστήριξης των φτωχοποιημένων οικογενειών αντιγράφοντας την τακτική της διανομής υπηρεσιών της Χεζμπολάχ. (Cockburn 2008:13). Οι Σαντριστές λειτουργούσαν καταλυτικά σε κοινωνικό επίπεδο υποστηρίζοντας και οργανώνοντας τη λειτουργία σχολείων, νοσοκομείων και συσσιτίων καθώς και την διανομή στέγασης, ηλεκτρικού ρεύματος και πετρελαίου, προσπαθώντας να καλύψουν το τεράστιο κενό του κράτους στις κοινωνικές παροχές. Αυτό που έδωσε κατά βάση δύναμη και εξουσία στους Σαντριστες και τον Μάχντι στρατό ήταν ακριβώς αυτή η κοινωνική γείωση στα κατώτερα οικονομικά στρώματα όπως επίσης και στην αστικοποιημένη νεολαία που αποτελούν και το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της Βαγδάτης12. Οι οπάδοι του Σαρδισμού όπως ειπώθηκε, ήταν κυρίως άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι νέοι άνδρες με βαθιά πίστη και μεγάλο αίσθημα αδικίας. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του μεγάλου κύματος της σεχταριστική βίας η επιρροή των Σαντριστών επεκτάθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της σιιτικής κοινότητας λόγω της προστασίας που παρείχε απέναντι στους Σουνίτες αντάρτες13. Ο Μάχντι Στρατός ήταν ένα οργανωμένο, μη κυβερνητικό σώμα, που ξεκίνησε ως ένα κοινωνικό κίνημα παρέχοντας κοινωνικές υπηρεσίες και δίνοντας φωνή στις πολιτικές ανησυχίες των Ιρακινών Σιιτών. Στη συνέχεια, ωστόσο, κατέληξε σε πρακτικές ακραίας βίας περιλαμβανομένων συστηματικών απειλών, παρενόχλησης, εκβιασμών, απαγωγών καθώς και δολοφονιών και βιασμών που οδήγησαν σε μαζική εξαναγκαστική εκτόπιση σουνιτών Ιρακινών και άλλων. Με αυτόν τον τρόπο τα εγκλήματα του Μάχντι Στρατού συνδέθηκαν με ουσιώδη οφέλη για τους υποστηριχτές του κινήματος καθώς ανακούφισε από ανεργία μέρος των Σιιτών - κυρίως νέους που ήταν αντιμέτωποι με μια κρίση [62]


περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων και αποτελούσαν την κύρια πηγή στρατολόγησής του. Με αυτόν τον τρόπο ο Μαχντι Στρατος και η εμβληματική φιγούρα του Μοκτάντα επέκτειναν την επιρροή τους για να καταλάβουν ουσιώδεις ρόλους σε νομιμοποιημένες πολιτικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου του διορισμού και της μετέπειτα εκλογής ορισμένων συμμάχων του Σαντρ σε πολλαπλές θέσεις στην κυβέρνηση επιτρέποντας των έλεγχο σημαντικών υπουργείων (βλ. κεφ. 5) . (Hagan, et al., 2015) Ο Μάχντι στρατός παρείχε ασφάλεια προστατεύοντας την περίμετρο των γειτονιών ή και αδειάζοντας τις πλήρως από την παρουσία των Σουνιτών όπως θα περιγραφεί στο επόμενο κεφάλαιο. Ως αποτέλεσμα η δημοτικότητα του αυξήθηκε πέρα της παραδοσιακής κοινωνικής του σύστασης. Εκτός από την αποτελεσματικότητα των πολιτοφυλακών14 τους, Σιίτες από όλα τα υπόβαθρα ένιωσαν φόβο, εμπάθεια και ισχυρή επιθυμία για σεχταριστική εκδίκηση, οπότε οδηγήθηκαν στους Σαντριστές. Αυτό περιλάμβανε μέλη της μεσαίας τάξης καθώς και μαχητές των Badr Brigades. (International Crisis Group, 2008) Παρόλο που αρχικά είναι ένα χαλαρά οργανωμένο σώμα χωρίς στρατιωτική εκπαίδευση πολλές φορές πήρε μορφές εγκληματικής οργάνωσης. Σε κάποιες περιπτώσεις, μαχητές ισχυριζόμενοι ότι ανήκουν στον Μάχντι στρατό εκτέλεσαν αγνώστους αριθμούς Σουνιτών απλά επειδή ήταν Σουνίτες. Καθώς η εμπλοκή σε πράξεις πρωτοφανούς βιαιότητας και πίεσης από τις συμμαχικές δυνάμεις εντατικοποιήθηκε οι μαχητές του Σαντρ έσπασαν σε πλήθος ανεξέλεγκτων υπο-ομάδων. Το να θεωρήσουμε τις εθνο-σεχταριστικές ταυτότητες ως καθολικές για τα υποκείμενα τα οποία εξετάζουμε θα ήταν ένα μεγάλο λάθος γενίκευσης. Αν και η βασική διχοτόμηση των κατοίκων και μετέπειτα του αστικού χώρου της Βαγδάτης, είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένη στην σεχταριστική ταυτότητα μεταξύ του διπόλου Σούνι - Σία, οι ενδο-σεχταριστικές αντιπαλότητες είχαν τον ιδιαίτερο ρόλο τους στην διαμόρφωση του πολιτικό-κοινωνικού πεδίου ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της κατοχής. Οι Ιρακινοί εξέλεξαν τους υποστηρικτές του Σαντρ σε 32 θέσεις στο κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο του 2005, που διήρκησε μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου του 2006, οπότε και το Σαντρικό μπλοκ απομακρύνθηκε από την ευρεία σιιτική συμμαχία που είχε κέρδισε τις εκλογές του 2005, επικαλούμενο "αποτυχία της πολιτικής διαδικασίας και κυβερνητική ανικανότητα στην προστασία των πολιτών και την παροχή δημόσιων υπηρεσιών" (International Crisis Group, 2008). Στην πραγ[63]

εικόνα 6.1 υποστηρικτές του Μοκτάντα σε διαμαρτυρία κρατώντας την φωτογραφία του

14. Όπως αναφέρει ένας διοικητής του Μάχντι Στρατού: "ο Μάχντι Στρατός θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για την ασφάλεια των γειτονιών μας. Κανένας δεν αμφισβητεί το δικαίωμα μας να ερευνήσουμε άτομα, είτε αυτά θέλουν να επισκευτούν τις αγορές μας είτε οποιοδήποτε άλλο μέρος υπό τον έλεγχό μας. Επίσης, φροντίζουμε τις οικογένειες που έχουν εκδιωχθεί. Τους βρίσκουμε κατάλυμα και τους παρέχουμε αποζημίωση. Κανείς άλλος δεν το κάνει αυτό". (International Crisis Group, 2008)

ενδο-σιιτική αντιπαλότητα | ταξικός ανταγωνισμός


ματικότητα, οι διαφωνίες είχαν πιο τετριμμένο χαρακτήρα, αντανακλώντας τη μάχη εξουσίας μεταξύ των Σαντριστών και των άλλων παραδοσιακών σιιτικών κομμάτων. Σύμφωνα και πάλι με το Crisis Group "μια ταξική διαπάλη μεταξύ των Σαντριστών και του Islamic Supreme Council of Iraq (ISCI, παλιότερα γνωστό ως SCIRI), ενός κόμματος που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ και το Ιράν και εκπροσωπούσε τα πιο συντηρητικά σιιτικά συμφέροντα, απειλούσε να κλιμακωθεί σε ενδο-σιιτική βία." (International Crisis Group, 2008)

15. "Οι περισσότεροι στερούμενοι προνομίων Σιίτες αφήνονταν στο περιθώριο από την de facto συμμαχία μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων και των Σιιτικών ισλαμικών κομμάτων και μετριοπαθών", οπότε στρέφονταν στον Σαντρ. (Judd, 2006)

σχέσεις με την αστυνομία

Η μετατροπή του πολιτικού συστήματος στην βάση του σεχταρισμού με την βοήθεια των Σιιτών ηγετών που είχαν εξοριστεί από το Ιράκ κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Σαντάμ δημιουργεί έφορο έδαφος για την διεκδίκηση της εξουσίας από Σιίτες κληρικούς (βλ. ISCI). Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κομμάτι της αστικής τάξης που λίγο έζησαν τα δεινά που υπέμεινε ο Ιρακινός λαός κατά την διάρκεια του καθεστώτος των κυρώσεων και συσπείρωσαν τα κομμάτια του σιιτικού πληθυσμού από τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις που αναζητούσαν μια ειρηνική μετάβαση στην ‘σταθερότητα’ βοηθώντας και ακλουθώντας τις εντολές της Συμμαχικής Προσωρινής Συμμαχίας (CPA) ενώ έβλεπαν εχθρικά τους Σαντριστές. Οι σχετικά εύπορες, αστικοποιημένες, μορφωμένες ή τάξεις εμπόρων έβλεπαν τον Σάντρ ανησυχητικά, αντιλαμβανόμενοι τον λαϊκό μαχητικό σιιτισμό του ως μια πηγή αστάθειας και απειλής των συμφερόντων τους. (International Crisis Group, 2008) Καθώς αποτελούσαν τους νόμιμους διαδόχους τις σιιτικής κληρικής εξουσίας συγκρότησαν ένα μέτωπο που θα περίμενε κανείς να συσπειρώσει τον σιιτικό πληθυσμό. Όμως η φιλο-αμερικανική ρητορική τους μπήκε στο στόχαστρο της αφοριστικής κριτικής του Μοκντάντα ο οποίος αν και προερχόταν από τη μεσαία τάξη κατάφερε μέσα από την αντιαμερικανική προπαγάνδα του και την παροχή υπηρεσιών στον εξαθλιωμένο πληθυσμό να συσπειρώσει με τη μορφή κινήματος το μεγαλύτερό τμήμα του σιιτικού πληθυσμού που ανήκε στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αυτούς που ο Μαρξ αποκαλεί άτυπο προλεταριάτο (Judd, 2006)15. Η σχέση των σουνιτικών αλλά και άλλων σιιτικών οργανώσεων με τα σώματα ασφαλείας του κράτους ήταν αρκετά στενές, με κύρια αυτή της Bard Brigades. (βλ. στελέχωση της αστυνομίας) Συγκεκριμένα, ο Μοκτάντα φέροντας ισχυρές αντιστάσεις στην οποιαδήποτε ανάμιξη του με τις κατοχικές δυνάμεις και τα κομμάτια του κρατικού μηχανισμού που ελέγχονταν πλήρως από αυτές, δεν ακολούθησε την τακτική [64]


της διείσδυσης στα σώματα ασφαλείας τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της κατοχής. Η τακτική αυτή αλλάζει το 2006, με αποτέλεσμα την ραγδαία Σαντρική – χωρική και πληθυσμιακή – επέκταση. (International Crisis Group, 2008) Οι σαντριστές σταδιακά εισχώρησαν στο υπουργείο εσωτερικών, το οποίο ήταν κατεχόμενο από την Bard Brigades, ήδη από τον σχηματισμό της πρώτης εκλεγείσας κυβέρνησης του Ιράκ τον Μάιο του 2005. […]"…Αν και είναι αλήθεια ότι το υψηλά ιστάμενο προσωπικό άνηκε στη Bard Brigades, οι Σαντριστές έγιναν όλο και πιο σημαντικοί". (Judd, 2006) Η αστυνομία έπαιξε έναν κεντρικό ρόλο στην στρατηγική του Μάχντι Στρατού με διάφορους τρόπους : παρέχοντας νομική κάλυψη στους μαχητές ακόμα και όταν καταφανώς εμπλέκονταν σε σεχταριστικές επιθέσεις, επιτρέποντας στις πολιτοφυλακές να δρουν σε καθεστώς ατιμωρησίας, αποφεύγοντας τις περιοχές υπό τον έλεγχο των Σαντριστών και αφήνοντας τους αντάρτες τους να περνούν τα σημεία ελέγχου απρόσκοπτα. (International Crisis Group, 2008) […] η αστυνομία φαίνεται να πήρε ενεργό ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο σε στενή συνεννόηση με τον Μάχντι Στρατό. Υποτιθέμενα ανταπέδιδε τις σουνιτικές επιθέσεις ακόμα και αν δεν ήταν αυτή οι στόχος και παρέδινε σουνιτες κρατούμενους στους σαντριστές που μπορούσαν να τους εκτελέσουν αυθαιρέτως. (International Crisis Group, 2008) Γενικά, και εν μέρει λόγω των εσωτερικών διχασμών και της εισχώρησης διαφόρων ενόπλων ομάδων, οι Ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας δεν έκαναν πολλά για να ανακόψουν την σεχταριστική εκκαθάριση στην Βαγδάτη.

Σαντρ Σίτυ Δεδομένης της ιδιαίτερης ιστορίας της Σαντρ Σίτυ και του γεγονότος πως ήταν η περισσότερο χαρακτηρισμένη κοινωνικά γειτονιά, θεωρούμε απαραίτητη μια αναφορά σε αυτήν και την σχέση της με τον Μοκτάντα. Η Σαντρ Σίτυ αριθμεί μόνο 8 τετραγωνικά μίλια έκτασης αλλά φιλοξενεί σχεδόν 3 εκατομμύρια κατοίκους, κάτι που την καθιστά μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες γειτονιές της Βαγδάτης. Η Σαντρ σίτυ, αρχικά επονομαζόμενη αλ Θαούρα (Al – Thawra / πόλη της επανάστασης) δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του ‘50 για να φιλοξενήσει μια εισροή μεταναστευτικών σιιτικών πληθυσμών από την επαρχία, κυρίως αγροτών. (Roe, 2016) Το αρχικό αστικό υπόβαθρο της περιοχής παράχθηκε ως μέρος του πολεοδομικού μάστερπλαν του γραφείου Δοξιάδη, το οποίο είχε αναλάβει την ανοικοδόμηση πλήθους συνοικιών στη Βαγδάτη, στη διάρκεια [65]

16. Ο σχεδιασμός εντασσόταν στις επιβολές μια αντι-δημοφιλούς κυβέρνησης η οποία πρότασσε το σχέδιο μιας κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξής προσπαθώντας να στέψει την Βαγδάτη σε μια ρότα δυτικού εκσυγχρονισμού ώστε να διατηρήσει την κοινωνική σταθερότητα. Το γραφείο Δοξιάδη σχεδίασε την τοποθέτηση του εργατικού δυναμικού στα περίχωρα της Βαγδάτης με κλασσικές μοντερνιστικές αρχές και υπολόγισε την πλήρη ανεξαρτησία της αλ - θαούρα σε υποδομές. Ωστόσο, από την ανέγερσή της, η περιοχή βρισκόταν ίσως σε πλήρη απομόνωση από την πόλη της Βαγδάτης παρόλο που στο σχέδιο Δοξιάδη προβλεπόταν στενή σχέση με τον υπόλοιπο αστικό ιστό. (Wasf, 2014) 17. Μετά την επανάσταση του ’58 μια αντί-δυτική ιδεολογία κυρίευσε το καθεστώς οπότε ο Δοξιάδης και οι συνεργάτες του αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Άφησαν ωστόσο ορισμένες ολοκληρωμένες εργατικές κατοικίες που θα αποτέλούσαν το βασικό υπόβαθρο για τη δημιουργία της Σαντρ Σίτυ. (Wasf, 2014)


μιας προσπάθειας εκμοντερνισμού που προηγήθηκε της επανάστασης του ‘58 16. Το σχέδιο Δοξιάδη όμως, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ 17. Από τη γέννηση της η Βαγδάτη δεν είχε διαμορφωθεί πάνω στην σεχταριστική διαίρεση καθώς οι πληθυσμοί έμεναν στις περιοχές που είχαν οι οικογένειες τους κληρονομήσει και ο βασικό τύπος οργάνωσης του αστικού χώρου ήταν ο μαχαλάς (γειτονιά). Η Σαντρ Σίτυ καθώς διαμορφώθηκε για να υποδεχτεί αγρότες που μετανάστευσαν από την κυρίαρχα σιιτική επαρχεία είχε, θα λέγαμε εθνοτικό αλλά και ταξικό χαρακτήρα. Η πόλη διαμορφώθηκε με συγκεκριμένη χωρητικότητα ατόμων, λόγω όμως του στεγαστικού προβλήματος που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή (βλ. επόμενο κεφάλαιο) βρέθηκε να στεγάζει 2-3 εκατομμύρια ατόμων. Ως επακόλουθο, μεγάλο μέρος της περιοχής κατακλίστηκε από άτυπη δόμηση. "Οι υποστηρικτές του Μοκτάντα αλ-Σαντρ είχαν τον έλεγχο της Σαντρ Σίτυ […] πριν ακόμα οι ΗΠΑ φτάσουν στην πόλη τον Απρίλιο του 2003. […] οι Σαντριστές γρήγορα έλεγξαν έναν αριθμό τζαμιών, πανεπιστημίων, αποθηκών όπλων, νοσοκομείων και κέντρων κοινωνικής πρόνοιας, παρέχοντας ασφάλεια στους τοπικούς κατοίκους, προστατεύοντας κρατικούς πόρους από εκτεταμένες λεηλασίες, καθώς και ασφαλίζοντας την δική τους βάση δύναμης." (International Crisis Group, 2008) Ο βαθμός στον οποίο κατάφεραν να καθιερώσουν τον έλεγχο μπορεί να μετρηθεί από το γεγονός ότι σε αυτήν την περίοδο οι στρατιώτες του ΜΝF - I έβλεπαν την Σαντρ Σίτυ ως την ασφαλέστερη θέση στην Βαγδάτη και ότι ο Σαντρ διατήρησε τον έλεγχο του από τότε (Gregory, 2011).

[66]


ΕΝΟΤΗΤΑ 3| χώρικό αποτύπωμα του πολέμου

[67]


xάρτης γειτονιών της Βαγδάτης 1.Al-Shu’ala 2.Rahmaniya 3.Dabbash 4.Al-Hurriya 5.Habna 6.Kadhimiya 7.At Taifiya 8.Tobji 9.Ali Saleh 10.Ghazaliya 11.Bakri 12.Al-Adel 13.Iskan 14.Khadra 15.Al-Washash 16.Mansour 17.Yarmouk 18.Safarat 19.Al-A’amiriya 20.Furat 21.Al-Jihad 22.Amil Distric 23.Bayaa 24.Al-Saydiya 25.Dora 26.Dora Refinery 27.Janain 28.Harthiya 29.Green Zone 30.Tarablus 31.Sheik Maaruf 32.Jadriyah 33.Karada 34.Al-Wahda 35.Camp Sarah 36.Rabea 37.Al Za’franiya 38.Kanun

39.New Baghdad 40.Baghdad Al Jadeeda 41.Zayouna 42.Shuhed Monument 43.Habibiya 44.AlMashtal 45.Fudhaliyah 46.Al Baladiyat 47.Al-Ubaid 48.Akad Distric 49.Sadr City 50.Jamila 51.Habibiya 52.Idriss 53.july 14 54.Nile 55.Mustansiriya 56.Bataween 57.Al-Sa’adoon 58.Al Rasheed 59.Shorja 60.Sheikh Omar 61.Bab Al-Moatham 62.Medical City 63.Al-Wazireya 64.Wazireya Industry 65.Adamiyah 66.Qahira 67.Maghreb 68.Binouk 69.Sha’ab 70.Sha’ab South 71.Tunis 72.Rashdiya 73.Gherai’at




κεφάλαιο 7ο | σεχταριστική εκκαθάριση των γειτονιών "Οι οικιστικές συνθήκες μιας εθνοτικής ομάδας επηρεάζουν το πως θα διαπραγματευτεί με ανταγωνιστικές ομάδες ή με το κράτος που έχει υπό έλεγχό του αυτό το έδαφος. Οι ομάδες που είναι συγκεντρωμένες σε μια περιοχή είναι πιο πιθανό να αντιπροσωπεύουν τον εδαφικό τους έλεγχο ως αδιαίρετο θέμα" (Toft, 2003).

κλιμάκωση της σεχταριστικης βίας Η βομβιστική επίθεση του τζαμιού Αλ-Ασκάρι (al-Askari) στη Samarra τον Φλεβάρη του 2006 σημαδεύει την αρχή της περιόδου όπου κλιμακώνεται η σεχταριστική βία. Η επίθεση αυτή κατέστρεψε σε μεγάλη έκταση ένα από τα σημαντικότερα τζαμιά του σιιτικού δόγματος. Παρόλο που καμία οργάνωση δεν ανέλαβε την ευθύνη αυτής της επίθεσης1, μέσα σ’ ένα κλίμα δι-ομαδικής σύγκρουσης δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πως η βία των αντιποίνων που ακολούθησε πόλωσε περαιτέρω τις δύο πλευρές Σούνι – Σία. Η περίοδος ως και το 2007 θεωρείται ως το μεγάλο κύμα της βίας στη Βαγδάτη κατά τη διάρκεια του οποίου επιτελέστηκε το 45% όλων των καταστροφών στην πόλη (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011). Την περίοδο εκείνη αναπτύσσεται ένα κύμα μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης ως προϊόν της γενικευμένης βίας ως μέρος μιας οργανωμένης τακτικής εκκαθαρίσεων των γειτονιών τις Βαγδάτης από τους Σουνίτες αντάρτες και τις σιιτικές πολιτοφυλακές. Οι εκκαθαρίσεις των γειτονιών γίνονταν με βασικό κριτήριο την εθνο-σεχταριστική ταυτότητα. Φυσικά, είχαν υπάρξει προσπάθειες εκτοπισμού πληθυσμών της αντίθετης σέχτας πριν το 2006 (κυρίως Σιίτες από Σουνίτες αντάρτες) αλλά είναι μετά τα γεγονότα του Φλεβάρη που ο εκτοπισμός γίνεται συντονισμένα προσπάθεια και των δύο πλευρών. Όπως εξηγεί και ο Τajfel η διαφορά των δύο ομάδων – σεχτών παγιώνεται και διογκώνεται υπό τη συνθήκη της βίας εκδίκησης: "Η σύγκρουση προάγει μεγαλύτερη συνοχή μέσα στην ομάδα η οποία εμπλέκεται. Η σύγκρουση δημιουργεί ένα συνεκτικό γκρουπ εκεί όπου προϋπήρχε μόνο μια χαλαρή δομή". Η σχέση συντροφικότητας και ειρήνης στο ομαδικό "εμείς " και αυτή της εχθρότητας και του πολέμου απέναντι σε άλλες ομάδες [71]

1. αρκετοί από τους αναλυτές υποστηρίζουν πως την επίθεση πραγματοποίησε η Αλ-κάιντα

εικόνα 7.1 το τζαμί Αλ-Ασκάρι μετά τη βομβιστική επίθεση της 22ης Φλεβάρη 2006


συνδέονται μεταξύ τους" (Tajfel, 1982). Πράγματι, κατά τη διάρκεια του κύματος της βίας Σουνίτες αντάρτες εξανάγκασαν σε φυγή Σιίτες από την Amiriyah , την Dora , την Ghaziliyah και την Sadiya εξασφαλίζοντας – σχηματικά μιλώντας - τη δυτική όχθη ως σουνιτική και αντίστοιχα την ανατολική όχθη ως σιιτική. Μαχητές και από τις δύο πλευρές μετακινούνταν από τετράγωνο σε τετράγωνο στις γειτονίες της Βαγδάτης απειλώντας, απάγοντας και σκοτώνοντας. Στην Ghazaliya, ο Madhi στρατός έδωσε διάστημα μίας μέρας σε Sunni οικογένειες για να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους τα οποία δίνονταν μετά σε Shia οικογένειες. Οι προθεσμίες ήταν αυστηρές και όσοι δεν υπάκουαν ρίσκαραν τη ζωή τους. Ο εκφοβισμός ξεπερνούσε τα όρια της παραστρατιωτικής βίας και επηρέαζε τις παροχές υγείας, την εργασία κομματιάζοντας κάθε τομέα της καθημερινής ζωής (Gregory, 2011).

εικόνα 7.2 γραφίμα των IDP ση Βαγδάτη για το χρονικό διάστημα 20062007

Χαρακτηριστικά της κατάστασης είναι τα στατιστικά στοιχεία που ακολουθούν : το 2007 μόνο, υπήρξαν 10.463 θάνατοι που σχετίζονταν με συγκρούσεις στη Βαγδάτη, πολύ μεγαλύτερος αριθμός από τον συνολικό αριθμό των θυμάτων τα 3 επόμενα χρόνια Πάνω από το 15% του πληθυσμού της Βαγδάτης έφυγε από την πόλη ή μετακινήθηκε εσωτερικά σε περιοχές όπου η σέχτα τους κυριαρχεί. Πάνω από 111.000 οικογένειες στη Βαγδάτη - σχεδόν 700.000 άτομα – εκτοπίστηκαν από το 2006 και επιπλέον 126.000 Ιρακινοί εγκατέλειψαν τη Βαγδάτη για άλλες χώρες. Σχεδόν το ήμισυ (45%) των εσωτερικά εκτοπισμένων παρέμεινε στη Βαγδάτη, ενώ οι υπόλοιποι έφυγαν για άλλα μέρη της χώρας. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μετακινήθηκαν 11.000 οικογένειες από άλλα μέρη της χώρας προς τη Βαγδάτη. Από τότε, περίπου 38.000 οικογένειες επέστρεψαν στη Βαγδάτη (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011). Εντός της Βαγδάτης, η καθαρή εκροή εκτοπισμένων ατόμων ήταν μεγαλύτερη από τις γειτονιές : Jihad / Baiya (57.000), τη Doura (63.500) και τη Mansour (16.000), Nissan (Νέα Βαγδάτη) (25.000) και Sadr city (8.000). Η περιοχή της Sadr city (8.300) παρουσίασε τις μεγαλύτερες καθαρές εισροές εκτοπισμένων. Την περίοδο αυτή το 52% των ανθρώπων ανέφεραν βομβαρδισμούς αυτοκινήτων ή επιθέσεις αυτοκτονίας στην περιοχή τους ως την πιο σοβαρή ανησυχία και το 68% των κατοίκων της Βαγδάτης χαρακτήρισαν την τοπική ασφάλεια ως "πολύ κακή" (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011). Αντάρτες και από τις δύο πλευρές θέλοντας να ισχυροποιήσουν τα νέα μοτίβα εδαφικού διαχωρισμού εγκατέστησαν σημεία ελέγχου (check points) στη πόλη. Για να μετακινηθούν στην πόλη οι κάτοικοι άρχισαν [72]


αυξανόμενα να κουβαλάνε δύο διαφορετικές ταυτότητες την πραγματική τους, και μια της αντίθετης σέχτας. Οι ψεύτικές ταυτότητες δεν ήταν το μόνο μέσω στο οποίο κατέφευγαν, διαφορετικές πινακίδες κυκλοφορίας, θρησκευτικά αυτοκόλλητα και ήχοι κλήσης βρίσκονταν στην λίστα των άτυπων μορφών αντίστασης στον αυξανόμενο περιορισμό της κινητικότητας στην πλέον κατατετμημένη πόλη της Βαγδάτης (Damluji, 2010, p. 79). Ο εκτοπισμός των κατοίκων από τις γειτονιές ήταν τόσο μαζικό φαινόμενο ώστε άλλαξε άρδην την κατανομή του πληθυσμού στην πόλη, με βάση την σεχταριστική ταυτότητα. Στο χάρτη φαίνονται οι γειτονίες τις Βαγδάτης χαρακτηρισμένες σεχταριστικά, σε τέσσερις χρονικές στιγμές, δείχνοντας την προοδευτική πόλωση του αστικού πεδίου (χάρτες 1-4). Η σεχταριστική διαμάχη δεν μπορεί να δώσει per se μια επαρκή επεξήγηση για το μέγεθος της εθνοκάθαρσης που στιγμάτισε την περίοδο 2006-2007. Οι άνθρωποι της Βαγδάτης ζούσαν μαζί σε μικτές κοινωνικά ετερογενής κοινότητες που αποτελούνταν από Σουνίτες Σιίτες και άλλες εθνοτικές μειονότητες. Ριζοσπαστικές και εξτρεμιστικές ιδεολογίες δεν ήταν προς το παρόν ενσωματωμένες στις κοινωνικές δομές της πόλης (Murrani, 2016). Είναι σημαντικό να τονίσουμε τη σημασία των κοινωνικών δικτύων που γειώνονταν χωρικά με κέντρο το επίπεδο της γειτονιάς (mahalla). "Η απόσταση από τους φίλους, συγγενείς και την οικογένεια είναι βασικοί παράγοντες για την ποιότητα της ζωής, την δυνατότητα επικοινωνίας και να μοιράζεσαι εμπειρίες" (Damluji, 2010). Η έννοια της γειτνίασης λοιπόν, είναι συστατικό στοιχείο της αστικής συνθήκης της Βαγδάτης. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν στη συνέχεια να σκιαγραφήσουμε το πως η γειτνίαση πλέον υπαγορεύεται από την σεχταριστική ταυτότητα, δηλαδή τις συνιστώσες της σεχταριστικής εκκαθάρισης των γειτονιών. Οι βασικές συνιστώσες είναι τρεις : Τουλάχιστον όσον αφορά τον Μάχντι στρατό, η οργάνωση της μάχης πάνω στην τακτική του αντάρτικου πόλης απαιτούσε τον εδαφικό έλεγχο των γειτονιών για λόγους ασφαλείας. Αυτό με τη σειρά του εκφρασμένο σε μια περίοδο σεχταριστικού μίσους δεν αργεί να οδηγήσει σε φυσική δίωξη όσων θα μπορούσαν να αποτελέσουν εσωτερικό εχθρό μέσα στο πεδίο της μάχης την ίδια δηλαδή την γειτονιά. Επιπρόσθετα, πέραν αυτού, υπήρξαν άμεσα πρακτικά προβλήματα στέγασης που επιδιώχθηκε να επιλυθούν μέσω των εκκαθαρίσεων, καθώς και μεγάλα οικονομικά οφέλη από αυτές. Σε ένα λιγότερο πρακτικό επίπεδο βέβαια η θέληση για εδαφοκυρι[73]

εικόνα 7.3 παράδειγμα άτυπου καταυλισμού σε κρατική γη-καταφύγιο για τα εσωτερικώς εκτοπισμένα άτομα


χάρτης 7.1

χάρτης 7.2

[74]


χάρτης 7.3

χάρτης 7.4

[75]


αρχία αντανακλούσε και την συμβολικό "κεφάλαιο" που κατέχει το έδαφος: "Πολιτικά αυτά τα εδαφικά κέρδη είχαν τρομερή συμβολική σημασία. Αυτή είναι, εξάλλου, η πρωτεύουσα" (Gregory, 2011).

συνιστώσες της εθνοτικής εκκαθάρισης ανταρτοπόλεμος και τρομοκρατία: σχέση με την πόλη

Θέλοντας να δώσουμε την μεγάλη εικόνα της τακτικής που ακολούθησαν οι δύο πλευρές Σία και Σούνι στον ασύμμετρο πολέμο με τα στρατεύματα της κατοχής, θα λέγαμε πως η Σία πλευρά επιδόθηκε σε ανταρτοπόλεμο (κυρίως μαχητές του Μάχντι στρατού), ενώ η Σούνι σε τρομοκρατικές επιθέσεις (κυρίως μαχητές της Αλ-Κάιντα). Η προέλαση των Σαντριστών στις γειτονιές της Βαγδάτης στο χρονικό διάστημα 2006-2007 δεν ήταν τυχαία. Μάλλον προέκυψε από μια κλασική στρατηγική αστικού εμφυλίου πολέμου (International Crisis Group, 2008), η οποία με τη σειρά της είχε συσχετισμούς με τακτικές ανταρτοπόλεμου. Οι μαχητές του Στρατού καταλάμβαναν στρατηγικές θέσεις μέσα στην γειτονιά της Σαντρ Σίτυ και εξαρτούνταν από τη βοήθεια της κοινότητας για να μπορέσουν να κρυφτούν ή να δραπετεύσουν. Το βασικό τους πλεονέκτημα ήταν ότι μπορούσαν να αναμιχθούν με το πλήθος καθώς δεν ήταν τίποτα άλλο παρά κομμάτι των κατοίκων της περιοχής, χωρίς κάποια επίσημή στρατιωτική εκπαίδευση. Η βιωματική γνώση του αστικού τοπίου πού γινόταν η μάχη καθώς και η υποστήριξη και κάλυψη τους από τους υπόλοιπους κατοίκους της περιοχής ήταν αυτό που καθιστούσε το στρατό ικανό να αντιμετωπίσει την τεχνολογία και τους εκπαιδευμένους στρατιώτες των αμερικανικών στρατευμάτων. "Ένας καλά οργανωμένος ανταρτοπόλεμος είναι δύσκολο να νικηθεί· οι αντάρτες μπορούν να περιμένουν για για επίθεση μικρές ομάδες του αντίπαλου στρατού να τοποθετηθούν σε ευάλωτες θέσεις […]. Μετά από μια βραχέως χρόνου μάχη οι αντάρτες μπορούν, συνήθως, να υποχωρήσουν μέσα από προπαρασκευασμένες διαδρομές που δημιούργησαν ή ανακάλυψαν επειδή βρίσκονται σε οικείο έδαφος. Εν συνεχεία, όσα στρατεύματα και να φέρει ο εχθρός, όσο γρήγορα κι αν αντιδράσουν, όσο χρόνο και πόρους αφιερώσει ο αντίπαλος στην εύρεση των αυτουργών, οι αντάρτες μπορούν να κρυφτούν ως συνηθισμένοι πολίτες που εμπλέκονται στις καθημερινές δραστηριότητες μια μεταμφίεση που συχνά λειτουργεί τέλεια ακριβώς επειδή δεν είναι μεταμφίεση. Τελικά, μπορούν να φτιάξουν μια κοινότητα ή μια πόλη (και μερικές φορές μια χώρα) "ακυβέρνητη" από την κατοχική δύναμη ή την καθιερωμένη κυβέρνηση… όλα αυτά συνέβησαν στη Σαντρ Σίτυ". (Judd, 2006) [76]


Συμπεραίνουμε, επομένως πως οι τακτικές του ανταρτοπόλεμου που χρησιμοποιούσε ο Μάχντι Στρατός δημιουργούσαν μια πίεση προς μια κατεύθυνση ομογενοποίησης των γειτονιών στις οποίες δρούσε. Εφόσον η ασφάλεια των μαχητών και η επιτυχία της μάχης είχε μεγάλο βαθμό εξάρτησης από την υποστήριξη των απλών κατοίκων στο έργο των ανταρτών του Μοκτάντα. Η κλιμακούμενης έντασης αύξηση μιας σεχταριστικής αντιπαλότητας μεταξύ των Σουνιτών και των Σιιτών μετά τα γεγονότα της Σαμάρα, δημιούργησε μια όλο και πιο έντονη τάση προς την κατασκευή ομογενοποιημένων γειτονιών υπό τον έλεγχο του σιιτικού αντι-ιμπεριαλισμού που εκφραζόταν στην ένοπλη δράση από τον Μάχντι στρατό. Πρέπει σε αυτό το σημείο να γίνει κατανοητή η διαφορά της τακτικής του ανταρτοπόλεμου από αυτή της τρομοκρατίας. Οι μαχητές της Αλ Κάιντα στη Βαγδάτη είχαν μια πολύ διαφορετική σχέση με την εντοπιότητα. Δρούσαν κατά βάση σε εχθρικό αστικό πεδίο με ξεκάθαρη στόχευση τον άμαχο πληθυσμό έχοντας την λογική της αποτροπής του από την στήριξη της εχθρικής ιδεολογίας, σε αντίθεση με τους αντάρτες που βασίζονταν στην τοπική κοινότητα, την οποία οι τρομοκράτες βλέπουν εχθρικά. (Judd, 2006)Αυτού του είδους η διαφορά στη σχέση με τον χώρο και την κατοικούσα κοινότητα προκύπτει εν μέρει, από το γεγονός ότι ο Μοκτάντα και ο Μάχντι στρατός του αναδύθηκε και άντλησε την εξουσία του από το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και τα κατώτερα στρώματα του σιιτικού πληθυσμού, άρα είχε μεγαλύτερη κοινωνική βάση. Η τακτική του αντάρτικου, δεδομένου ότι αποζητά αυτή την πλατιά βάση, δημιουργεί τάσεις προς έναν συμπεριληπτικό εθνικισμό, ενώ η στρατηγική της άμυνας απέναντι στην σουνιτική "τυφλή" βία εντείνει την οργάνωση της κατοίκισης σε κοινοτική, αποκλειστικά σιιτική, βάση. Όπως καταλήγουμε, οι αντάρτες ζουν μαζί με την κοινότητα και προσπαθούν να την προστατέψουν· [προκύπτει επομένως το ανοιχτό ερώτημα ποια κοινότητα οι Σαντριστές θα προστατέψουν: την ιρακινή η την σιιτική ιρακινή? γιατί για να προστατέψουν την σιιτική κοινότητα, αυτή η κοινότητα πρέπει πρώτα να συγκροτηθεί ως κοινωνικά και γεωγραφικά διακριτή από την σουνιτική κοινότητα, κάτι το οποίο ιστορικά δεν συμβαίνει στο Ιράκ. Αυτό σημαίνει "εθνοκάθαρση"] (Judd, 2006) ή τουλάχιστον, θα πούμε, την πυροδότηση μιας αλληλουχίας διαδικασιών που στοχεύουν στην σεχταριστική εκκαθάριση του πληθυσμού της κάθε γειτονιάς. Το στεγαστικό ζήτημα [77]


χάρτης 7.5 χάρτης όπου φαίνονται τα σημεία των βομβιστικών επιθέσεων με πάνω από 10 νεκρούς στο διάστημα 2003-2007

[78]


Το στεγαστικό ζήτημα αναδύθηκε ως βασικό πρόβλημα στην Βαγδάτη μετά την εισβολή και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην διαμόρφωση των σεχταριστικά εκκαθαρισμένων γειτονιών. Αν και η ανοικοδόμηση βρισκόταν σε εικονική διακοπή από το 2003, στην πραγματικότητα δεν είχε υπάρξει κάποιο μεγάλο οικιστικό έργο από την κυβέρνηση από το 1982, επομένως αυτή η κρίση συσσωρευόταν για πάνω από δύο δεκαετίες. Πράγματι, η έξαρση του στεγαστικoύ ζητήματος είναι εμφανής και από το παρακάτω : σαν επακόλουθο του πρώτου πολέμου του Κόλπου στις αρχές του 1990, το καθεστώς του Σαντάμ εισήγαγε έναν νόμο που απαγόρευε στους μη–κατοίκους μιας συγκεκριμένης περιοχής, να έχουν στην ιδιοκτησία τους γη εκεί. Για παράδειγμα, ένας Ιρακινός που δεν είχε γεννηθεί στην Βαγδάτη (ή που ο πατέρας του δεν είχε γεννηθεί εκεί πριν το 1957) δεν μπορούσε να κατέχει γη στην πόλη. Ο λόγος αυτής της νομοθέτησης ήταν πως το κράτος δεν μπορούσε να παρέχει επαρκές επίπεδο υποδομών στις πόλεις, οπότε στόχευε να αποθαρρύνει την μετανάστευση (ειδικά προς την πρωτεύουσα). Η κατάσταση αυτή είχε ουσιαστική επιρροή στην αγορά ακινήτων αυξάνοντας ιδιαίτερα τη ζήτηση για ενοικιαζόμενα ακίνητα. Υπό το καθεστώς του Μπάαθ, οι νόμοι ιδιοκτησίας της γης και ενοίκιασης αποτελούσαν το πλαίσιο αρμοδιότητας του κράτους και χρησίμευε σαν όργανο ελέγχου και επιβράβευσης των πολιτών. (Land Registration and Property Rights Iraq, 2005) Γυρνώντας και πάλι στην εποχή μετά το 2003, η μετανάστευση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού από την επαρχεία προς την Βαγδάτη λόγω της εντατικοποίησης της βίας στις γύρω πόλεις και η απουσία ανοικοδόμησης οδήγησε την πρωτεύουσα σε μεγάλη οικιστική κρίση. Τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά κύματα κατέφθασαν στην Βαγδάτη – πρώτον - μετά την πολιορκία της Fallujah το 2004 - οπότε Σουνίτες κάτοικοι της έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στο δυτικό κομμάτι της πόλης. Δεύτερον μετά την επίθεση στο σιιτικό τζαμί al-Askari της Samarra - μια κυριαρχικά Sunni πόλη - στις 22 Φεβρουαρίου του 2006. Ως αποτέλεσμα, το στεγαστικό έγινε πρώτιστο ζήτημα και ανάγκη λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού, περιορισμένου ανεφοδιασμού, ανεπαρκούς ποιότητας των κατοικιών, απώλειας εισοδήματος και συνωστισμού. (Gregory, 2008) Η υπερβάλλουσα ζήτηση για στέγαση είχε ωθήσει στα ύψη τις τιμές των ενοικίων στις σχετικά ασφαλείς περιοχές, με αποτέλεσμα την έξωση των οικογενειών που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τα αυξημένα ενοίκια. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Βαγδάτης, παρόλα αυτά, δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα ή δεν επέλεξαν να [79]

το στεγαστικό ζήτημα


αφήσουν την πόλη τους. Οι τρόποι με τους οποίους "διευθετήθηκε" το πρόβλημα ήταν ποικίλοι. Οι πιο ευάλωτες εκτοπισμένες οικογένειες ζουν σε δημόσια κτίρια, παλαιά στρατιωτικά στρατόπεδα ή οικισμούς με άτυπα καταλύματα που βρίσκονται εντός δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Έχουν αναγνωριστεί τουλάχιστον 136 στρατόπεδα που φιλοξενούν 48.000 οικογένειες. Οι άνθρωποι που ζουν σε στρατόπεδα (camps) και δημόσια κτίρια έχουν περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση σε αξιοπρεπείς δομές στέγασης, νερό, αποχέτευση, ηλεκτρικό ρεύμα, κλινικές ή νοσοκομεία (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011). Ως αποτέλεσμα, αυτές οι εκτοπισμένες οικογένειες - ιδιαίτερα τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι -κινδυνεύουν από σοβαρά προβλήματα υγείας και χρόνιες ασθένειες. Επιπλέον, πολλοί από τους εκτοπισμένους αναφέρουν πως έχασαν έγγραφα ζωτικής σημασίας για την πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικής περίθαλψης. Οι οικογένειες ανέφεραν άμεσες απειλές για τη ζωή και γενικευμένη βία (ένοπλες συγκρούσεις και ατμόσφαιρα ανασφάλειας) ως τους συνηθέστερους λόγους για την αποχώρηση από τα σπίτια τους. Τυπικά όμως, αυτές οι προσωρινές διευθετήσεις διαρκούσαν μόνο μέχρι οι πολιτοφυλακές η οι κυβερνητικές αρχές να απομακρύνουν τους καταληψίες. Τον Σεπτέμβριο του 2006 στην Βαγδάτη, εκατοντάδες καταληψίες έκαναν μια δημόσια πορεία για να διαμαρτυρηθούν για την έξωση τους από τα κυβερνητικά κτήρια και σχολεία απαιτώντας από τις αρχές να δράσουν για την επίλυση της στεγαστικής κρίσης (Damluji, 2010). Παρά τις κυβερνητικές προσπάθειες για επίλυση του ζητήματος, οι τοπικές σιιτικές και σουνιτικές οργανώσεις, τζαμιά και πολιτοφυλακές ήταν τελικά περισσότερο αποτελεσματικές από την Ιρακινή κυβέρνηση στην βοήθεια για επανατοποθέτηση των εκτοπισμένων οικογενειών. Ο Μάχντι στρατός συνεργάστηκε με τα τοπικά τζαμιά για να διευκολύνει τους Σιίτες κατοίκους να μετακινηθούν στα εγκαταλειμμένα σπίτια των Σούνι οικογενειών (Damluji, 2010). Σύμφωνα με το IMC (International Medical Corps), "τα εγκαταλελειμμένα σπίτια των εκδιωγμένων οικογενειών μιας σέχτας δίνονταν στις νέο-αφιχθείσες οικογένειες που ξέφευγαν από τη βία της άλλης πλευράς - είτε δωρεάν είτε με ένα φθηνό ενοίκιο που συνήθως συλλεγόταν από το τοπικό τζαμί (Damluji, 2010). Επιπλέον, ήταν συνήθης η φιλοξενία οικογενειών σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια ως εφήμερη λύση στην κρίση, αυτό συχνά σήμαινε ότι πολλές οικογένειες έπρεπε να μοιράζονται το περιορισμένο καταφύγιο, [80]


ηλεκτρικό, φαγητό και νερό που προοριζόταν για μια και μοναδική οικογένεια. (Damluji, 2010) Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το 2006 ήταν το απόγειο της σεχταριστικής βίας και ταυτόχρονα το σημείο που οι διώξεις από τις γειτονιές μετατράπηκαν σε μαζικό φαινόμενο. Η ανάγκη για στέγαση το στεγαστικό φλέγον ζήτημα και το κτηριακό δυναμικό της πόλης περιζήτητο. Η τακτική του εκδιωγμού παρείχε νέες κατοικίες. Την ίδια στιγμή, τα Εσωτερικά Εκτοπισμένα Άτομα (IDP – Internally Displaced Persons) από τις κοντινές πόλεις, αλλά και "οποιοσδήποτε Ιρακινός που μπορούσε να κτίσει ή να αγοράσει σπίτι τώρα θα επιλέξει σίγουρα μια περιοχή όπου πλειοψηφεί η σέχτα του" (Damluji, 2010). Πιο αναλυτικά ο οικονομικός και εδαφικός έλεγχος ήταν μια σημαντική πηγή εσόδων για τους αντάρτες, οι οποίοι έπαιρναν 10-25% από τα κατασκευαστικά συμβόλαια και τις ανταλλαγές περιουσιών, καθώς και φόρους από το ηλεκτρικό. Αυτές οι παράνομες μορφές και νόρμες προσέδιδαν στο κράτος - σκιά τα έσοδα για τις πολιτικές, στρατιωτικές και κοινωνικές του επιχειρήσεις. Οι σχηματισμοί του νόμου και της αγοράς ιδιωτικοποιούνται και ξανά-επιφορτίζονται: οι δράστες δημιουργούν παράλληλα συστήματα παραγωγής και κερδοφορίας και μερικές φορές ακόμα και φορολογίας και διακυβέρνησης, επομένως εγκαθιδρύουν ένα ομοίωμα κοινωνικής τάξης. Όπως είναι σύνηθες στους νέους πολέμους γενικότερα, αυτές οι δραστηριότητες σκιάζονται από γενικευμένη εγκληματικότητα. (Gregory, 2011) Οι αντάρτες επιπλέον, πουλούσαν τις υπηρεσίες τους σε εμπόρους και επιχειρηματίες που έψαχναν προστασία. Συνεπώς υπό μια σκοπιά, και το εμπόριο ή η επιχειρηματικότητα χαρακτηρίζονταν σεχταριστικά εκτός από την κατοικία. "[…] Κατοικούσε στη Μπακούμπα (πόλη 50 χλμ. από τη Βαγδάτη). Τρεις άνδρες μπήκαν στο κατάστημά του, ο ένας κρατούσε τσίλιες και οι άλλοι δύο τον πυροβόλησαν εν ψυχρό, απλώς και μόνο επειδή ήταν Σιίτης, που βρισκόταν σε σουνιτικό τομέα" (Dessaux, 2008). Η δολοφονία Σουνιτών έγινε επίσης, ιδιαίτερα προσοδοφόρα: Πολλοί άνεργοι συμμετείχαν στον Μάχντι Στρατό. Οι πιο τολμηροί sakakin (όρος που χρησιμοποιείται από τους Σαντριστές για να περιγράψει τους μαχητές που ψάχνουν να εξαλείψουν Σουνίτες) μπορεί να γίνουν πλούσιοι μέσα σε τέσσερεις - πέντε μέρες. Κατάσχουν τα υπάρχοντα του θύματος – λεφτά, χρυσό, αμάξια κλπ. Ως νομιμοποίηση, επικαλούνται μια φετφά (fatwa -θρησκευτικό διάταγμα) σύμφωνα με την οποία "είναι νόμιμο να κατάσχει κανείς τα εμπορεύματα αυτών [81]

οικονομικά οφέλη


που εναντιώνονται στο χαλιφάτο του Ali". (International Crisis Group, 2008) Η σεχταριστική εκκαθάριση στην Βαγδάτη παρείχε επίσης στους Σαντριστές μια απέραντη ακίνητη περιουσία, που παρήγαγε σημαντικά έσοδα. Ένας Σαντριστής διανοούμενος εξηγεί: " (ο μάχντι στρατός) Πήρε πολυάριθμα υπάρχοντα Σουνιτών περιλαμβανομένων σπιτιών, επαύλεων και μαγαζιών που ανήκαν σε πλούσιους κατοίκους που ευημερούσαν ήδη από την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας". Τα Σαντρικά γραφεία (Makatib al-Sayyid al-Shahid) διαχειρίζονται και νοικιάζουν τα ακίνητα αυτά, επομένως παράγουν κολοσσιαίες περιουσίες. Τα Σαντρικά γραφεία ήταν κρίσιμα υπό αυτή την έννοια. Διοχετεύοντας και διανέμοντας τους πόρους, έδωσαν στο κίνημα του Μοκτάντα αλ Σαντρ έναν κεντρικό οικονομικό ρόλο στις γειτονίες που υπάγονταν στην κυριαρχία του. Αναμφισβήτητα σημαντικός ήταν και ο έλεγχος του δικτύου των βενζινάδικων που παρείχαν είδη πρώτης ανάγκης όπως το πετρέλαιο, η κηροζίνη και το προπάνιο. Επίσης καθιέρωσαν ένα εκτενές σύστημα ατομικής προσφοράς για να καταπραΰνουν τα αποτελέσματα της βίας στην Σαντρική κοινωνική βάση. (International Crisis Group, 2008) Όσο είχε δουλειά, κάθε μέλος του Μάχντι στρατού έπρεπε να δωρίζει 10,000 δηνάρια (γύρω στα 8 δολάρια) κάθε μήνα στα σαντρικά γραφεία. Το γραφείο χρησιμοποιούσε τα χρήματα για τις εκτοπισμένες οικογένειες καθώς και τις οικογένειες των μαρτύρων που είχαν πεθάνει στην μάχη. Αυτό ενδυνάμωνε τον Μάχντι στρατό γιατί κάθε Σιίτης πρόθυμος να πολεμήσει την κατοχή θα προτιμούσε να το κάνει μέσω των πολιτοφυλακών. Με αυτόν τον τρόπο θα εξασφάλιζε το εισόδημα της οικογένειας του. Παρόμοια, οποιοσδήποτε έβρισκε δουλειά μέσω του γραφείου έπρεπε να δωρίζει 50,000 δηνάρια (γύρω στα 40 δολάρια) (International Crisis Group, 2008). Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη ότι οι Σαντριστές απέκτησαν περεταίρω νομιμοποίηση και επιρροή από το 2006 και κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 2007 οπότε η βία ήταν και πιο έντονη. Σε μια πόλη εγκαταλελειμμένη από το κράτος, τα Σαντρικά γραφεία σε αρκετές γειτονιές έγιναν η τελευταία και μοναδική ευκαιρία για τους Σιίτες κατοίκους που χρειαζόταν βοήθεια. Η αλλαγή καθεστώτος στο Ιράκ απαιτούσε την καθαίρεση και τον ανασχηματισμό του κράτους. Ο Charles Tilly υποστηρίζει ότι "οι ιδρυτές του κράτους" συχνά δημιουργούν και διευκολύνουν απειλές και στην συνέχεια παρέχουν προστασία από αυτές για να χτίσουν εξουσία και κεφάλαιο. Αυτή η επιχειρηματική αφορμή χρησιμοποιεί "οπορτουνιστική βία" και "συντονισμένη καταστροφή" για να επεκτείνει και να [82]


ελέγξει την εδαφικότητα την οποία ο Τίλλυ ονομάζει "ενεργοποίηση ορίων". Υπό αυτό το πρίσμα, η σεχταριστική βάση της μάχης, σε συνδυασμό με το στεγαστικό ζήτημα και τις οικονομικές απολαβές συνέβαλαν στην στροφή του πολέμου από καθαρά αντι-ιμπεριαλιστικό σε σεχταριστικό (εμφύλιο) και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για την στρατηγική της ¨εθνοκάθαρσης¨ και του διαχωρισμού των γειτονιών της πόλης της Βαγδάτης (Hagan, et al., 2015).

[83]



κεφάλαιο 8ο | η πόλη των σεχταριστικών θυλάκων

Η μάχη γίνεται σήμερα εντός της πόλης, για την πόλη. Και στην περίπτωσή μας, άλλωστε, οι δυνάμεις των ΗΠΑ είχαν ως πρωταρχικό τους μέλημα την κατάληψη της Βαγδάτης ως στρατηγικό στόχο για την εδραίωση της κυριαρχίας τους. Η Βαγδάτη όντας πρωτεύουσα του Ιράκ και αλλά και κυρίαρχα έδρα του Σαντάμ, αποτέλεσε το κέντρο ενδιαφέροντος των συμμαχικών δυνάμεων. Τα μέτωπα του πολέμου βρίσκονταν μέσα στην ίδια την πόλη της Βαγδάτης και οι ζωές των κατοίκων της άλλαξαν δραματικά, χιλιάδες μετανάστευσαν και σχεδόν άλλοι τόσοι τραυματίστηκαν ή πέθαναν. Ο πόλεμος του 2003, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί, αστικός. Ο τρόπος, δε, με τον οποίο οι πόλεις εμποδίζουν τα παλαιού τύπου στρατιωτικά συστήματα παρακολούθησης και στοχοποίησης και η πολύπλοκη τρισδιάστατη φύση του αστικού χώρου battlespace δημιουργούν την ανάγκη για χαμηλής έντασης εμπλοκές (low-density warfare) (Graham, 2010). Επιπλέον δεδομένου του ότι η αντίσταση παίρνει συχνά την μορφή αστικού ανταρτοπολέμου, η δομή των πόλεων, το σύστημα των δρόμων και οι δημόσιοι χώροι είναι νευραλγικά – αλλά και επικίνδυνα για τα αντίπαλα στρατεύματα - σημεία. Όπως αναφέρει Ισραηλινός πολιτικός επιστήμονας και θεωρητικός του πολέμου : "Αν ακολουθήσω τα στενά της πόλης, είναι σαν να δίνω στο πιάτο το στράτευμά μου" (The architecture of violence, 2014). Γι΄ αυτό, οι δυνάμεις της κατοχής εισβάλουν στα σπίτια απροσδόκητα, κατεδαφίζοντας τμήματα των τοίχων τους, κι έτσι καθιστούν τον ιδιωτικό χώρο, χώρο παρακολούθησης και κυκλοφορίας - και τον δημόσιο χώρο που ενεδρεύουν οι αντάρτες, τον χώρο όπου εξαπολύουν την επίθεση σκοτώνοντάς τους. Αυτό που γίνεται, επομένως, στην πραγματικότητα, είναι να αντιστρέφουν τη λειτουργία δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. [85]


χωρικό αποτύπωμα του πολέμου 2003-2007 αναπαραστάσεις στον δημόσιο χώρο

Βασικό, αν όχι κυρίαρχο, μέλημα των συμμαχικών δυνάμεων ήταν η καθαίρεση του Σαντάμ από την κορυφή της εξουσίας και η συντριβή του καθεστώτος του. Ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε μέσα στις δυόμιση δεκαετίες που κυβερνούσε, επιβάλει μια ακραία προσωπολατρία του. Συνεπώς, η εικόνα του – είτε σε μορφή αγαλμάτων, ανδριάντων είτε σε μορφή τοιχογραφιών – κάλυπτε μεγάλο μέρος της χώρας, ενώ ειδικά στη Βαγδάτη - το "οχυρό" του - ήταν πανταχού παρούσα. Για τον λόγο αυτό, οι δυνάμεις κατοχής ακολούθως της εισβολής, έσβησαν βίαια κάθε υπόμνηση του Σαντάμ από τον δημόσιο χώρο. Η αναπαράσταση πολιτικών φιγούρων σε επιφάνειες που δεσπόζουν στον δημόσιο χώρο, υπήρξε κατεξοχήν μια τακτική "νομιμοποίησης" της πολιτικής εξουσίας – ένας τρόπος καθιέρωσης της στο συλλογικό νου. Αποτελεί εξάλλου παράδοση η σχέση αυτή στο Ιράκ : "Η επανάσταση άνοιξε μια ριζικά νέα εποχή στην ιστορία της σχέσης μεταξύ καλλιτεχνών και εξουσίας στο Ιράκ. Ζωγράφοι και αρχιτέκτονες αναβάθμισαν το κύρος τους, σαν επίσημο εκτόπισμα, το οποίο συνεπαγόταν υποστήριξη αλλά και καθήκον. […] Από την επανάσταση και μετά, η πολιτική ήταν περίτεχνα αναμιγμένη με την εικόνα" ( Pieri, 2015).

εικόνα 8.1 ένα από τα λίγα ίχνη του Σαντάμ Χουσεΐν που παραμένουν ακόμα στην πόλη.

εικόνα 8.2 Aμερικανός στρατιώτης σκίζοντας αφίσα του Σαντάμ Χουσεΐν

Σαν επακόλουθο, η εκδίωξη του Σαντάμ άφησε ζωτικό χώρο στους Σιίτες να εκφράσουν δημόσια την θρησκευτική τους ταυτότητα (το καθεστώς Σαντάμ πρέσβευε την εκκοσμίκευση, βλ. κεφ. 4). Πράγματι τα σιιτικά σύμβολα άρχισαν να διαχέονται στον δημόσιο χώρο. Οριακά ώρες μετά την κατάρρευση του καθεστώτος οι Σιίτες κουβαλούσαν ιστορικά τους σύμβολα: φοινικόφυλλα, πράσινα σημαιάκια και turba (πήλινοι δίσκοι που χρησιμοποιούνται για προσευχή) (International Crisis Group, 2008). Στην πρωτεύουσα και τις πόλεις του Νότου, ολόκληρες γειτονίες, δρόμοι, γέφυρες, νοσοκομεία και σχολεία μετονομάστηκαν για να τιμηθούν Σιίτες μάρτυρες. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Σαντρ Σίτυ που προηγούμενως λεγόταν Σαντάμ Σίτυ. Τοίχοι σημαδεύτηκαν με θρησκευτικά γκράφιτι, και θρησκευτικά ιδρύματα όπως τζαμιά και husayniyas (Σιίτικά μέρη όπου τελούνται πένθιμες συγκεντρώσεις για τον τρίτο Ιμάμη, Χουσεΐν) έγιναν κεντρικά σημεία κοινωνικής αλληλεπίδρασης, κέντρα ελεημοσύνης, πολιτικής ακόμα και αποθήκες όπλων (International Crisis Group, 2008).

[86]


Μετά τον πόλεμο του 2003 το ιστορικό κέντρο της Βαγδάτης έγινε ένα απειλητικό πεδίο στρατιωτικών συγκρούσεων και τρομοκρατικών επιθέσεων. Η διαμόρφωση, προσβασιμότητα και λειτουργίες του χώρου άλλαξαν δραματικά. Μπετονένια εμπόδια παρακωλύουν την πρόσβαση από κύριους δημόσιους χώρους και απομονώνουνε την καρδιά της πόλης από την υπόλοιπη περιοχή. Τα εμπόδια αυτά λειτουργούνε ως κορδέλες γύρω από βασικά δημόσια κτίρια, κεντρικούς εμπορικούς δρόμους και περιοχές κατοικίας, κυριαρχώντας έτσι στο αστικό σκηνικό.

στρατιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου

Ως αποτέλεσμα, υπάρχει μια μειωμένη πρόσβαση σε εγκαταστάσεις και χώρους αναψυχής. Οι χώροι αναψυχής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις αστικές περιοχές ιδιαίτερα όταν οι οικιστικές ζώνες είναι πυκνοκατοικημένες και στερούνται δημόσιου χώρου. Πολλοί τοπικοί δημόσιοί χώροι, που οι οικογένειες με παιδιά χρησιμοποιούσαν για αναψυχή, έχουν γίνει τοποθεσίες συσσώρευσης απορριμμάτων ή χώροι συλλογής αποχετευτικών λυμάτων και στάσιμου νερού (κατά τους χειμερινούς μήνες). Χώροι αναψυχής όπως τα πάρκα της πόλης και το στάδιο, καθώς και δραστηριότητες όπως το περπάτημα πλευρικά του Τίγρη ποταμού, είτε έχουν κλείσει είτε είναι εκτός ορίων δημόσιας χρήσης από το 2003. Τέσσερα από τα κεντρικά ξενοδοχεία που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν για επαγγελματικούς σκοπούς, γάμους και εορτασμούς είναι πλέον κλειστά ή χρησιμοποιούνται ως ασφαλείς περιοχές για ξένους επιχειρηματίες και μέσα ενημέρωσης (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011). Ξαναπιάνοντας τον χρονολογικό μίτο, στην αναδιαμόρφωση του τοπίου της Βαγδάτης που είχε συμβεί έως το 2007, πλέον προστίθεται και η δημιουργία των περίκλειστων κοινοτήτων βάση της εφαρμογής ενός νέου δόγματος αντι-εξέγερσης (βλ. κάτω). Η πρακτική αυτή αποτελεί σταθμό για τον αστικό χώρο της πόλης αφού την μετατρέπει όπως θα αναλυθεί σε μια "πόλη των θυλάκων".

αντι-εξέγερση και το «μέγα κύμα» 2006-2007 Ως απάντηση στο μεγάλο κύμα της σεχταριστικής βίας στην Βαγδάτη (βλ. κεφ. 6) οι κατοχικές δυνάμεις έθεσαν υπό εφαρμογή ένα στρατιωτικό σχέδιο με την ονομασία "το μέγα κύμα", the Surge. Το πρώτο από τα νέα έκτακτα στρατεύματα κατέφθασε στην Βαγδάτη τον Φλεβάρη του 2007. Το πρόταγμα είχε ως εξής: διασφάλιση των γειτονιών από τα στρατεύματα τα οποία μετακινούνταν σταδιακά ανά πολεοδομικό τετράγωνο ανακαλύπτοντας τα κρησφύγετα των ανταρτών και κατάσχοντας τον πολεμικό εξοπλισμό. (Gregory, 2008). Ταυτόχρονα έστηναν προωθημένες μικρές βάσεις μέσα στις τοπικές κοινότητες, [87]

εικόνα 8.3 άνδρας της Ιρακινής αστυνομίας ελέγχει την κυκλοφορία σε ένα από τα σημεία ελέγχου


βασιζόμενες σε πράκτορες που στρατολογούσαν στην γειτονιά, ακόμα και αυτούς που είχαν πολεμήσει ενάντια τους. Βρίσκανε όμως γι’ αυτό και στήριξη στην κοινωνία, αφού, σε πολλά μέρη της χώρας οι Ιρακινοί δεν αρκούνταν απλά να σταματήσουν να προστατεύουν το τζιχαντιστικό (jihadi) κίνημα αλλά το κατήγγειλαν και το κατέδιδαν. Θυμωμένοι πολίτες, οπλισμένες ομάδες και φυλές πληροφορούσαν τις λιγότερο ενημερωμένες δυνάμεις των ΗΠΑ για τις τοποθεσίες και τα κρησφύγετα της al-Qaeda. (International Crisis Group, 2008) Τον Απρίλιο του 2007 το MNF-I ήλεγχε το 20% των γειτονιών της Βαγδάτης και μέχρι τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς πάνω από τη μισή πόλη ήταν υπό τον πλήρη έλεγχο του MNF-I. Μετά από τέσσερα χρόνια εφαρμογής ενός ανεπαρκούς πολεμικού - στρατιωτικού δόγματος ο στρατός του άρχισε να υλοποιεί το είδος των αντι-εξεγερσιακών τακτικών που απαιτούνται για την διατήρηση των κατεκτημένων εδαφών [(στρατιωτικές, παραστρατιωτικές, οικονομικές, ψυχολογικές, και πολιτικές_civic_ πράξεις στις οποίες προβαίνει μια κυβέρνηση προκειμένου να συντρίψει μια εξέγερση (Kilcullen, 2007)]. Αυτή η ποιοτική διαφορά στην πρακτική φαίνεται ξεκάθαρα από τα λεγόμενα του στρατηγού Πετραίους (David Howell Petraeus) στο Κογκρέσο τον Δεκέμβρη του 2007 "οι πρακτικές αντι-εξέγερσης υπογραμμίζουν την σημασία οι μονάδες μας να παραμένουν ανάμεσα στο πληθυσμό που διασφαλίζουν". (Gregory, 2008) Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, έρχεται επικουρικά να προστεθεί και ο περιτειχισμός των γειτονιών.

περιτειχισμένες κοινότητες "Τα τείχη μοιάζουν με κτισμένο χώρο εν μέσω του υπαίθριου κι έχουν το σχήμα ανοικτών τούνελ." (Al - Hasani, 2012)

ιστορικές καταβολές τις πρακτικής

Οι περιτειχισμένες κοινότητες (gated communities) αποτελούν μια πρακτική κατοίκισης που κερδίζει έδαφος εδώ και δεκαετίες, τόσο στον δυτικό κόσμο όσο και αλλού, π.χ. στην Λατινική Αμερική. "Το στοιχείο του κοινωνικού ρίσκου (Beck, 1992), έχει γίνει πλέον αρμοδιότητα των τοπικών κοινοτήτων(Crawford, 1997)" [οπ. ανάφ. (Blandy, et al., 2003)]. Όλο και περισσότερο η γειτονιά γίνεται αντιληπτή ως πεδίο διακυβέρνησης. Δεν προκαλεί, συνεπώς έκπληξη, το γεγονός πως η κατασκευή σεκταριστικών θυλάκων από τις δυνάμεις MΝF - I στη Βαγδάτη από το 2003 περιγράφηκε ευρέως από το προσωπικό ασφαλείας ως η μετεξέλιξη των περιφραγμένων κοινοτήτων αμερικανικού τύπου στο Ιράκ. Χωρίς, βέβαια, να πληρούν τις προδιαγραφές πολυτέλειας που συναντά κάποιος-α εκεί. Η κοινή αφετηρία των δύο πρακτικών [88]


βασίζεται στην προτίμηση της ¨νέας πολεοδομίας¨ για έναν σχεδιασμό που οφείλει πολλά στην έννοια της περίκλεισης. Επιπρόσθετα, όπως ο Γκράχαμ αναφέρει στο βιβλίο του "πόλεις σε κατάσταση πολιορκίας" "Είναι, επίσης, εντυπωσιακό το πόσες αντιεξεγερσιακές στρατηγικές των Η.Π.Α. στο Ιράκ βασίστηκαν σχεδόν εξολοκλήρου σε προσπάθειες να μιμηθούν τον τρόπο που οι Ισραηλινοί αντιμετώπιζαν τους Παλαιστίνιους, κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα (2000 - 2005)". Η δημιουργία των τειχών ακολουθεί κατά γράμμα τις ισραηλινές πρακτικές στη δυτική όχθη. Επιπλέον, η λύση αυτή του σεχταριστικού διαχωρισμού, έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν στην περίπτωση των Βαλκανίων και στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας κατά τη δεκαετία του ΄90. Στην συζήτηση περί των τειχισμένων κοινοτήτων δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως απροκάλυπτα η πρώτη τέτοια κοινότητα υπήρχε εντός της Βαγδάτης από το 2003. Η Πράσινη ζώνη, αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι του νότιου μισού της συνοικίας της Καρχ (Karkh) που βρίσκεται στo κέντρο της Βαγδάτης και ήταν αρχικά το μέρος όπου βρίσκονταν πολλά από τα παλάτια του Σαντάμ, αλλά και κρατικά κτίρια. Παρόλη την ταύτιση της χωροθέτησης του ¨κέντρου εξουσίας¨ πριν και μετά την εισβολή, η περιοχή αυτή μέχρι και την ξένη επέμβαση δεν ήταν οριοθετημένη με περίφραξη. Η σύγχρονη Πράσινη ζώνη είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι το κέντρο εξουσίας του προηγούμενου καθεστώτος. Εξάλλου η εξάπλωση της πράσινης ζώνης στην πόλη οδήγησε στην έξωση πολλών κατοίκων της περιοχής, όπως διαβάζουμε σε μαρτυρίες στο Ιρακινές Αντιστάσεις: "Η δική μου οικογένεια αναγκάστηκε να νοικιάσει σπίτι σε άλλη περιοχή της Βαγδάτης, αφού προηγουμένως υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το προηγούμενο, καθώς βρισκόταν εντός της ζώνης επιχειρήσεων των Αμερικανών" (Dessaux, 2008). Αντίθετα με την υπόλοιπη πόλη, η Πράσινη ζώνη παρέχει ηλεκτρισμό, συστήματα επικοινωνίας, αποχετευτικό σύστημα, προμήθειες πετρελαίου και πλήρως λειτουργικό νοσοκομείο. Όλα μέσα στα 5μετρα-πάχους τείχος. Παρά την δημοφιλή παρανόηση όσον αφορά πόση από την Πράσινη Ζώνη ήταν προσβάσιμη από τους Ιρακινούς πριν το 2003, η σύγχρονη Πράσινη Ζώνη είναι πολύ πιο απομονωμένη και πιο αποκομμένη από την υπόλοιπη πόλη χωρικά και κοινωνικά απ’ την υπόλοιπη πόλη σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς (Murrani, 2016). Η διαφορά μεταξύ των συνθηκών διημέρευσης εντός της πράσινης ζώνης και εκτός αυτής, στην κόκκινη ζώνη (όπως ονομάζεται η υπόλοιπη πόλη – σαν να πρόκειται για το αρνητικό της) είναι πρωτοφανής [89]

πρώτη περιτειχισμένη κοινότητα / Πράσινη ζώνη

εικόνα 8.4 διπλή ζώνη προστατευτικών τειχών γύρω από την περιοχή της πράσινης ζώνης


και δημιουργεί ένα δίπολο στην παραγωγή του χώρου. Στο "δόγμα του σοκ", η Naomi Klein (2007) περιγράφει την Πράσινη Ζώνη ως ένα θύλακα , υποπροϊόν του πολέμου "σαν τεράστιο περιτειχισμένο καρναβαλίστικο κρουαζιερόπλοιο παρκαρισμένο στην μέση μια θάλασσας βίας και απελπισίας, της Κόκκινης Ζώνης που είναι το Ιράκ" [όπ. ανάφ. (Murrani, 2016)]. Στην επέκταση αυτής η λειτουργία των τειχών διευρύνεται για να συμπεριλάβουν ξενοδοχεία, πανεπιστήμια, πρεσβείες και νοσοκομεία αλλά και τα κτίρια του υπουργείου, τζαμιά και αγορές. Δημιουργούν έτσι έναν προστατευτικό κλοιό ασφαλείας γύρω από δημόσια κτήρια ζωτικής σημασίας.

περιτείχιση των γειτονιών

Όταν οι εθνότητες κατοικούν σε ομοιογενοποιημένες περιοχές και το αστικό τοπίο έχει μετατραπεί σε πολιτική αρένα – όπως συνέβη κατά το μεγάλο κύμα της βίας στο Ιράκ -, τότε το επόμενο βήμα είναι η χάραξη γραμμών. Όπως εύγλωττα το θέτει και ο Anthony H. Cordesman, ειδικός σε θέματα στρατηγικής του CSIS (ίδρυμα στρατηγικών και διεθνών μελετών): "Οι περιτειχισμένες κοινότητες, είναι πιθανώς, ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί φυσική ασφάλεια σε δεδομένα κομμάτια της πόλης χωρίς να την παραλύουν, ή χωρίς να δημιουργούν συστήματα ασφαλείας αδύνατα να λειτουργήσουν. Επιτρέπουν, επίσης, μια οικονομία δυνάμεων. Εστιάζοντας στην ασφάλεια των πιο προβληματικών περιοχών μπορεί και να απαιτεί περισσότερο ανθρώπινο δυναμικό απ’ όσο μπορεί να διαθέσουν οι ΗΠΑ, αλλά και πάλι είναι πολύ πιο πρακτικό από το να προσπαθείς να διασφαλίσεις την περίμετρο της πόλης και στη συνέχεια την εσωτερική δομή της". Πρόκειται και πάλι για ένα "διαίρει και βασίλευε" αλλά στην χωρική του εκδοχή. Πρέπει επιπλέον, να υπογραμμιστεί πως οι δυνάμεις κατοχής ουδέποτε συμβουλεύτηκαν την Ιρακινή κυβέρνηση ή κοινωνία για την επιβολή των τειχών. Η τοπική κοινωνία, μάλλον, διαφωνούσε με την πρακτική ενώ και ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Νουρί αλ Μαλίκι δήλωσε πως είναι ενάντια στα τείχη και θα διατάξει την ισοπέδωσή τους. Πράγματι, περιγράφοντας την διαδικασία διαίρεσης μιας πόλης η Silver αναλύει ότι είναι μια τρίτη δύναμη συνήθως αυτή που δίνει υπόσταση στα όρια: "Η δι-επιφάνεια όπου άλλοτε, οι διάφορες εθνότητες αναμιγνύονταν τρέπονται σε επικίνδυνες άβατες ζώνες που φυλάσσονται από τους μαχητές και χαρακτηρίζονται με πινακίδες. Οι δημόσιοι χώροι γίνονται μέρη μεγαλύτερης, κι όχι λιγότερης, σεχταριστικής βίας. Τα οδοφράγματα γίνονται τείχη. Εντέλει, εξωτερικές δυνάμεις (άλλα κράτη) παγιώνουν και θεσμοποιούν τα όρια σε μια προσπάθεια να μειώσουν την αιματοχυσία." (Silver, 2010). [90]


Χρονικά, η απόφαση των συμμαχικών δυνάμεων για την ανέγερση τειχών συνέπεσε με την εκπνοή των εκκαθαρίσεων το 2007 και περιλάμβανε τον περιτοιχισμό κυρίως σουνιτικών γειτονιών. Αρχικά επιλέχθηκαν 5 γειτονίες, μεταξύ των οποίων η Amiriyah, η Adhamiya και η Khadra, στη συνέχεια έγιναν δέκα. Η πρώτη που οχυρώθηκε ήταν η Adhamiya που χαρακτηριζόταν ως ενδιάμεσος σταθμός για τις βομβιστικές επιθέσεις της AQI στις γύρω γειτονιές και τις επιθέσεις εκδίκησης των ταγμάτων θανάτου (death squats). Τα τείχη αυτά αποκαλούνται τείχη – Τ ή τείχη Bremer, έχουν ύψος 3,7 μέτρα, είναι φορητά, κατασκευάζονται από οπλισμένο σκυρόδεμα και προστατεύουν από τις εκρήξεις. Το είδος τους έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στον πόλεμο του Αφγανιστάν αλλά και του Ιράκ. Η ονομασία τους έχει προκύψει από τον Μπρέμερ (επικεφαλής της Προσωρινής Συμμαχικής Αρχής (CPA), ο οποίος, υπήρξε διευθυντής Ανοικοδόμησης και Ανθρωπιστικής βοήθειας στο Ιράκ κατά τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή). Ενώ ο Μπρέμερ δεν ήταν αυτός που διέταξε την ανέγερσή τους, ήταν αυτός που τα ¨θεμελίωσε¨ μέσα από τη δράση του CPA. Εξαιτίας του μεγάλου κινδύνου κατά την ανέγερση, η διαδικασία λάμβανε χώρα σε μια νύχτα. Κατά συνέπεια οι κάτοικοι της Βαγδάτης ξυπνούσαν κάθε μέρα σε έναν καινούργια αναδιαρθρωμένο και διχοτομημένο χωρικό λαβύρινθο της πόλης που κάποτε διέσχιζαν ελεύθερα (Murrani, 2016). Μετά το 2007 η κατασκευή των τειχών γίνεται μαζική και είναι προσοδοφόρα για διάφορες βιομηχανίες στο βόρειο Ιράκ. Με συμβόλαιο με το MNF-I το Κουρδιστάν παρήγαγε τα κομμάτια ενώ εργολάβοι των ΗΠΑ όπως η Halliburton ανέγειρε τα τείχη με την προστασία μισθοφορικών εταιριών όπως η Blackwater (Murrani, 2016). Από διάφορα προηγούμενα παραδείγματα της διαίρεσης πόλεων, προκύπτει πως σημαντικός παράγοντας για την χωρική διαίρεση είναι το φυσικό ανάγλυφό της πόλης. Πολλές φορές χρησιμοποιούνται φυσικά όρια όπως δρόμοι, ποτάμια, λόφοι, ιστορικά τετράγωνα. Γι΄ αυτό το λόγο, η φυσική τοπογραφία και το τοπίο έχουν εξέχουσα σημασία στην διαίρεση και την σχεδίαση των ορίων. Στην περίπτωση της Βαγδάτης, γνωρίζουμε πως το φυσικό όριο του Τίγρη ποταμού λειτούργησε ως διχοτόμος της πόλης σε δύο σεχταριστικές πλευρές. Ακόμα προκύπτει ότι οι εμπορικοί δρόμοι και οι δημόσιοι χώροι που προηγουμένως ήταν κοινή περιοχή συμβίωσης μετατρέπονται σε όρια. Συγκεκριμένα, για την περίπτωση των τειχών, συνήθως εκατέρωθεν του τεχνητού συνόρου υπάρχουν αστικά κενά – συχνά δύο λεωφόροι – από την εσωτερική παρειά αυτών, εκτείνονται οι γειτονιές. [91]

εικόνα 8.5 τα Τ-τείχη τοποθετημένα εκατέρωθεν της λεωφόρου Αλ-Τζουμχουρίγια


[92]


[93]


Όσον αφορά στο που ακριβώς τοποθετήθηκαν τα τείχη, δεν έχουμε, λόγω αδυναμίας επιτόπειας έρευνας, την πλήρη εικόνα. Η ύπαρξη χαρτών διευκολύνει την χωροθέτησή τους παρόλα αυτά δεδομένου ότι η πόλη έχει βρεθεί για πολλά συναπτά έτη σε εμπόλεμη κατάσταση η συλλογή ακριβών δεδομένων είναι δύσκολη. Πάντως, δεδομένου ότι τα τείχη ήταν επίσης φορητά, η εικόνα των ορίων της πόλης μεταβλήθηκε. Εν γένει, τα τείχη περίκλειαν γειτονιές οι οποίες είχαν ομογενοποιημένο είτε σουνιτικό είτε σιιτικό πληθυσμό και λάμβαναν χώρα μεγάλες ταραχές. Πλειοψηφικά, όμως τα τείχη απομόνωναν σουνιτικές γειτονειές. O Αμερικάνος αξιωματούχος, συνταγματάρχης Edward Chesney σε συνέντευξή του στο περιοδικό Reuters τον Οκτώβρη του 2007 περιγράφει τα τείχη σαν μεμονωμένες κατασκευές, οι οποίες βρίσκονται εκεί που βρίσκονται απαντώντας σε συγκεκριμένες τοπικές περιστάσεις κάθε φορά. Για παράδειγμα, το τείχος που περιτειχίζει την σουνιτική γειτονιά της Al Khadra σχεδιάστηκε με στόχο να αποτρέψει τον ανεφοδιασμό της AL Qaeda, ενώ επέτρεπε στις δυνάμεις των ΗΠΑ και του Ιράκ να αντιμετωπίσουν τους Ισλαμιστές μαχητές, μέσα στην συγκεκριμένη περίμετρο. Στην al-Washash, μια φτωχή, πολυπληθή, κυρίως σιιτική γειτονιά με στενά και βρόμικα σοκάκια, το τείχος τοποθετήθηκε ώστε να εγκλωβίσει σιιτικές συμμορίες που φέρονται να είναι υπεύθυνες για κλοπές, απαγωγές και πυροβολισμούς από εν κινήσει αμάξια. Ταυτόχρονα στην Dragh, μια πλήρως μεικτή γειτονιά στο παρελθόν αλλά ακόμα και σήμερα, γεμάτη βίλλες και λεωφόρους με συστάδες δέντρων, ήταν οι κάτοικοι αυτοί που αιτήθηκαν τη δημιουργία ενός τείχους που θα τους προστατέψει από τις συμμορίες των γειτονικών περιοχών Washash και Iskan. Μπορούμε εδώ να επισημάνουμε την υπεροχή της ταξικής ταυτότητας των εύπορων κατοίκων της μικτής γειτονιάς έναντι στη σεχταριστική. Ως προς την σκοπιμότητα, θεωρούμε ότι το MNF-I χρησιμοποίησε την στρατηγική των περιτειχισμένων κοινοτήτων για να δυσκολέψει τις επιθέσεις μέσα στις γειτονιές, τις ανταρσίες και τη βία αντιποίνων αλλά και ώστε να ενισχύσει τους ελέγχους ασφαλείας. Καταληκτικά, όπως βλέπουμε και στον χάρτη (1) πολλές από τις περιοχές που τειχίστηκαν λειτουργούσαν ως νησίδες μίας σέχτας εν μέσω μιας ευρύτερης περιοχής της αντίπαλης σέχτας. Αυτές ήταν και οι περιοχές που αντιπροσώπευαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Στον χάρτη (2) βλέπουμε ένα μεταγενέστερο "στιγμιότυπο" του 2014 από την κατανομή των τειχών εντός της πόλης. Τα τείχη προφανώς, λειτουργούσαν [94]


και λειτουργούν ως μεταβλητός "αστικός εξοπλισμός". Όπως παραδέχεται και πάλι ο Anthony H. Cordesman "υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικά προβλήματα σε μια τέτοια προσέγγιση και θα πάρει χρόνο να αποφασιστεί εάν η κυβέρνηση ΗΠΑ – Ιράκ είναι σε θέση να αντιμετωπίσει το γεγονός πως η τείχιση έχει μια φυσική προδιάθεση να χωρίζει περεταίρω την πόλη με σεχταριστικές γραμμές. Αυτή η προσέγγιση χαρίζει περισσότερη ασφάλεια αλλά, επίσης, μπορεί να πολώσει και να παγιώσει τις διαιρέσεις στον πληθυσμό". Για του λόγου το αληθές, πολλοί Ιρακινοί - Σιίτες και Σουνίτες εξίσου – αντέδρασαν άγρια στην ιδέα των περιφραγμένων κοινοτήτων. "Για πολλούς Ιρακινούς, οι περιφραγμένες κοινότητες, κατά κύριο λόγο, θα σημαίνουν άσχημες και μόνιμες ουλές" προειδοποιεί ο Reider Veisser, ιστορικός που εξειδικεύεται σε θέματα πολιτικής στο Ιράκ. Πράγματι, έχουν πραγματοποιηθεί διαδηλώσεις ενάντια στην ανέγερση των τειχών. Παράδειγμα στην γειτονία της Washash συγκεντρώθηκαν σε διαμαρτυρία περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι. Κάποιοι από αυτούς σε συνέντευξη στο περιοδικό Reuters λένε : "το τείχος είναι μια φυλακή, το τείχος απλώς μας χωρίζει ενώ είμαστε όλοι Ιρακινοί και θα ‘πρεπε να ’μαστε ελεύθεροι". Ο στρατός πάντως, αμφισβήτησε ανοιχτά τις διαδηλώσεις και επέμεινε ότι υποκινούνται από την AQI υποστηρίζοντας πως αποκλείει τις περιοχές αλλά ελέγχει την πρόσβαση σε αυτές. Ακόμη, σε πολλές περιπτώσεις οι συνδηλώσεις της στρατηγικής των περίκλειστων κοινοτήτων με τον ισραηλινό φράχτη της Γάζας και το τείχος μέσα στην κατεχόμενη δυτική όχθη, δεν άφησαν πολλά περιθώρια καλόπιστης αντιμετώπισης.

αντιδράσεις των κατοίκων

εικόνα 8.6 από την συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Washash ενάντια στα τείχη. Διακρίνεται πανό με το σύνθημα «όχι στα σεχταριστικά φράγματα»

Είναι σαφής η διάσταση στον τρόπο προσέγγισης της πόλης μεταξύ των δύο πλευρών: των ντόπιων – κατοίκων και των δυνάμεων κατοχής. Για τους κατοίκους η πόλη αντιπροσωπεύει κάτι μη-διαιρετό και αυτό ερμηνεύει τις αντιδράσεις τους. "Το έδαφος - επικράτεια είναι ταυτόχρονα ένα διαιρέσιμο, ποσοτικοποιήσιμο αντικείμενο αλλά είναι και αδιαίρετο και ρομαντικό. Καθίσταται όχι ένα ανταλλάξιμο αντικείμενο αλλά ένα δομικό στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας" (Toft, 2003).

"Σε αντίθεση με το τείχος μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, το τείχος του Βερολίνου και το τείχος Ειρήνης στο Μπέλφαστ τα οποία παρ’ όλες τις διαφορετικές αντικειμενικότητες μοιράζονται μια ορισμένη [95]

η πόλη των σεχταριστικών θυλάκων


λειτουργία - τη δημιουργία μια αδιαπέραστης διχοτόμησης μεταξύ δυο περιοχών σε περίοδο διαμάχης τα τείχη στην Βαγδάτη είναι ασυνεχή: θραύσματα τειχών είναι διασκορπισμένα κατά μήκος της πόλης περικλείοντας γειτονιές, αστικά κτίρια και στρατιωτικές βάσεις. Τέμνουν την πόλη σε μια μάζα από αστικές συσπειρώσεις αντί να ορίζουν μια καθαρή διχοτόμηση σε δυο περιοχές" (Graham, 2011). Αντιλαμβανόμαστε πως η Βαγδάτη δεν αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα διαιρεμένης πόλης. Στον αντίποδα, εάν θέλαμε να περιγράψουμε την πόλη στην χωρική της κατάτμηση θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε μια ¨πόλη των θυλάκων¨. Παρόλα αυτά, αποσαφηνίζοντας τον όρο, στη Δύση μπορεί να χρησιμοποιηθεί περιγράφοντας την περιχαράκωση χρήσεων ή αστικών δραστηριοτήτων από το ευρύτερο αστικό πεδίο. Ακόμα μπορεί να σημαίνει θύλακες υπό την έννοια χωρικά εντοπισμένων κοινωνικών ομάδων. Στην περίπτωσή μας αναφερόμαστε σε σεχταριστικούς θύλακες τους οποίους αποτελούν γειτονιές μεικτών χρήσεων. Μια τέτοια πρακτική ανέγερσης τειχών έχει αποτέλεσμα όχι μόνο να κατατμηθεί η πόλη, αλλά να επαναπροσδιοριστεί ο τρόπος ζωής και η καθημερινότητα των πολιτών. Το μήνυμα που δίνουν τα τείχη είναι ότι όντως δεν μπορούν οι κάτοικοι να ζήσουν μαζί αφού είναι πιο ασφαλές να μην συνυπάρχουν, πόσο μάλλον όσο περνά ο καιρός και η "προσωρινότητα" γίνεται μονιμότητα. Η πλήρης αποστέρηση του δημόσιου χώρου που προκύπτει, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για κοινωνική ζύμωση στο εσωτερικό του πληθυσμού. Όπως παραδέχεται ένας πρώην κάτοικος Βαγδάτης, "πλέον κανένας δεν αυτοπροσδιορίζεται ως κάτοικος της πόλης, αλλά μόνο ως Σιίτης ή Σουνίτης" (Baghdad: City of walls, 2009). Η δυνατότητα ταυτοποίησης με την πόλη έχει πλέον παρέλθει αφού η Βαγδάτη δεν είναι πια παρά μια μητρόπολη του πολέμου, ένας λαβύρινθος από κλειστοφοβικούς θύλακες που λειτουργούν ως αυτόνομες αστικές μονάδες. Αποτελώντας το υλικό σύμβολο τις διαίρεσης, τα τείχη έχουν αναδιαμορφώσει πλήρως το αστικό τοπίο αλλάζοντας τη γεωγραφία του. Πλέον η πόλη απαρτίζεται από ποικίλα συστήματα θυλάκων αποκομμένα από τον αστικό χώρο που τα περικλείει, και στρατοπέδων τα οποία είναι ενωμένα μεταξύ τους πίσω από τείχη και συστήματα ελέγχου πρόσβασης. Διάφορα σημεία αναφοράς στην πόλη έχασαν πια τη λειτουργία τους, μη σημαίνοντας τίποτα στο νέο αστικό τοπίο. Η πόλη έτσι, από ένας κομβικός τόπος αμφισβήτησης και συλλογικής κινητοποίησης στα πλαίσια της κοινωνίας των πολιτών, έγινε ένα πεδίο διαρκούς στοχοποίησης δραστηριοτήτων και συμπεριφορών.

[96]


Κάθε θύλακας ανήκει σε συγκεκριμένη σέχτα και είναι ο διαρκής έλεγχος που αποφασίζει εάν κανείς/μιά βρίσκεται στη ¨σωστή¨ περιοχή. "Οι αστικοί θύλακοι με αυτήν την έννοια αποδίδουν και επιβεβαιώνουν ταυτότητες. Ορίζουν το προφίλ εκείνων που επιτρέπεται να βρίσκονται στην επικράτειά τους και μάλιστα επιβάλλουν αυτό το προφίλ να επιβεβαιώνεται διαρκώς" (Σταυρίδης, n.d.). Για να σταθούμε λίγο παραπάνω στο κομμάτι της αυτονομίας των θυλάκων που δημιουργούνται, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως τα τείχη πλέον έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής χωρικής εμπειρίας των κατοίκων της πόλης. Όπως αναφέρθηκε, έχουν επιφέρει μια ιδιαίτερη δυσκολία στις μετακινήσεις. Πλέον, είναι επικίνδυνες και χρονοβόρες συμψηφίζοντας όλα τα σημεία ελέγχου που συναντά κανείς/μια, τόσο που οι κάτοικοι τις περιορίζουν στις απολύτως απαραίτητες. Κάπως έτσι, οι καθημερινές πρακτικές περιστέλλονται και οι διαδρομές δεν χαράζονται πλέον με βάση το ευχάριστο ή το σύντομο αλλά με βάση το πως θα αποφευχθεί ο έλεγχος. Πράγματι, πολλοί δρόμοι ακρωτηριάστηκαν και τοποθετήθηκαν σημεία ελέγχου: "ένα σύντομο ταξίδι μέσα στην πόλη μπορεί να διαρκέσει ώρες λόγω των πολλών σημείων ελέγχου που μπλοκάρουν τους δρόμους" (Gregory, 2006, p.36). "Με την πάροδο του χρόνου, η συμφόρηση και η αναστάτωση έχει μειώσει τον αριθμό και το μήκος των ταξιδιών. Οι κάτοικοι προτιμούν να ψωνίζουν, να δουλεύουν και να κοινωνικοποιούνται στο εσωτερικό της γειτονιάς τους" (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011). Αποτέλεσμα πολλές γειτονιές να απομονωθούν και να αποκοπούν από την υπόλοιπη πόλη. Συνεπώς οι θύλακες που προκύπτουν τείνουν στην αυτονομία. Ανάλογο συμπέρασμα έχει ήδη προκύψει και από μελέτες για τις περίκλειστες κοινότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο που έχει πραγματοποιήσει ο-η Castell [1991 όπ. ανάφ. (Blandy, et al., 2003)]. Αυτοί, λοιπόν, οι θύλακες φέρονται σαν πυρήνες πόλεων που γεννούν ένα πλέγμα αστικών λειτουργιών γύρω τους. Για παράδειγμα, στην συνοικία της Adhamiya – κατεξοχήν σουνιτική -, μια παλαιά παιδική χαρά έχει πλέον μετατραπεί σε νεκροταφείο, αφού ήταν πλέον αδύνατο οι κάτοικοι να πηγαίνουν στο κεντρικό νεκροταφείο της Βαγδάτης. Επιπρόσθετα, η αυξανόμενη απομόνωση στις περιτειχισμένες γειτονιές, προκαλεί δυσκολίες στην μεταφορά προς το σχολείο ή τη δουλειά, ιδιαίτερα στις φτωχότερες περιοχές της πόλης (Almukhtar, 2014).

[97]


Επιπρόσθετα, λόγω των τειχών η τοπική οικονομία στραγγαλίζεται αφού η κυκλοφορία των αγαθών, άρα και του εμπορίου παραλύει (Finoki, 2007). Πλέον, όχι μόνο η ανθρώπινη κίνηση αλλά και αυτή των αγαθών οφείλει να ελέγχεται στα σημεία εισόδου και εξόδου. Τα check – points αυτά ομοιάζουν με τελωνεία. Οι έλεγχοι εντατικοποιούνται εφόσον θέλουν να αποκλείσουν τον οπλικό εφοδιασμό των γειτονιών.

εικόνα 8.7 η οδός Al-Mutanabbi – σημείο αναφοράς για την λογοτεχνική κοινότητα της Βαγδάτης - στην καρδιά του ιστορικού κέντρου το 2002.

Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι σε μερικές περιπτώσεις είναι τα τείχη που επανάφεραν στον δημόσιο χώρο λειτουργίες της πόλης που προϋπήρχαν της εισβολής, αναδιαμορφώνοντας πεζοδρομημένες περιοχές και ζώνες χωρίς αμάξια γύρω από δημοφιλής και παραδοσιακές αγορές όπως η Al-Rasheed Street και η Al-Mutanabbi Street (Al-Hasani, 2012: 83). Αυτές οι αγορές έχουν από τότε γεμίσει με επισκέπτες που νιώθουν περίπου ασφαλείς να εισέλθουν. Στις τετμημένες γειτονίες οι αγορές έχουν εμφανιστεί και συντηρούνται στην σκιά των τειχών . Δεδομένου το ότι το καλοκαίρι στην Βαγδάτη μπορεί να φτάσει τους 45 βαθμούς κελσίου οποιοδήποτε σκιά μπορεί να αποτελέσει χώρο για τοποθέτηση προϊόντων και λαχανικών. Πιθανώς, τέτοιου είδους αποτελέσματα της στρατηγική των τειχών δεν ήταν σκόπιμα αλλά μάλλον παράγωγο μιας χαοτικής και σποραδικής διαδικασίας αποφάσεων. Τα τείχη είναι ο τρόπος με τον οποίο η αντι-εξεγερσιακή πολιτική πάγωσε την σεχταριστική διαμάχη και ύστερα την απέδωσε με γραμμές και όρια, μεταλλάσσοντας τον αστικό χώρο της Βαγδάτης ώστε να πάρει τον έλεγχο της.

εξωραϊσμός των τειχών

εικόνα 8.8 τοιχογραφίες στα τείχη της Βαγδάτης

Κάνοντας μια μικρή παρέκβαση ως προς την περίοδο μελέτης, αξίζει να αναφέρουμε πως έναν χρόνο αργότερα από την τοποθέτησή τους, μέρος των τειχών καλύφθηκε από τοιχογραφίες. Τον Απρίλη του 2008, το MNF – I προσέλαβε γύρω στους 25 Ιρακινούς καλλιτέχνες οι οποίοι φιλοτέχνησαν μια σειρά από νατουραλιστικές και άλλες τοιχογραφίες εμπνευσμένες από το παρελθόν της πόλης (Pieri, 2014). Η πράξη αυτή αποδεικνύει ότι οι δυνάμεις κατοχής αντιλαμβανόμενες την μονιμότητα της τείχισης, θέλησε να ομορφύνει την όψη της σε μια προσπάθεια να γίνουν αποδεκτή στην αστική καθημερινότητα. Πράγματι, όσο ριζώνουν τα τείχη στην πόλη τόσο ριζώνουν και στον τρόπο ζωής οπότε η αφαίρεσή τους μοιάζει ιδιαίτερα μακρινή.

βιοπολιτικές πτυχές της κατοχικής εξουσίας Οι αναδυόμενες πολιτικές ασφάλειας στην Δύση, στηρίζονται στην [98]


εκτεταμένη κατηγοριοποίηση ατόμων, τόπων, συμπεριφορών, διασυνδέσεων και ομάδων, ακολουθώντας τις επιταγές τις αντι-εξέγερσης. Είναι, λοιπόν, φυσικό, η εφαρμογή από τον κατοχικό στρατό, μιας τέτοιας πολιτικής στο "νέο– αποικιοκρατούμενο" πληθυσμό του Ιράκ να εμπεριέχει τη χωρική διαίρεση του αστικού τοπίου σε θύλακες ταυτόχρονα με την εφαρμογή της βιομετρικής καταγραφής του λαού. Στην πραγματικότητα, η χρήση των σωματικών δεδομένων μέσω της βιομετρίας εμπίπτει στις αρχές της αντι-εξέγερσης (βλ…). Όσον αφορά την βιομετρία, πρόκειται για μια στρατηγική που χρησιμοποιεί τη συλλογή και συσσώρευση δεδομένων για να επιτύχει μια βαθιά γνώση του πληθυσμού και είναι άμεσο επακόλουθο της βιοπολιτικής λογικής της εξουσίας. Μέσω των πρακτικών βιομετρικής καταγραφής, οι δυνάμεις του στρατού κατοχής δεν προσπαθούν απλά να εξαλείψουν το αντάρτικο πόλεως, αλλά να αποκτήσουν έλεγχο πάνω στη ζωή του πληθυσμού. Όπως έχει σημειώσει και ο ειδικός σε θέματα αντι-εξέγερσης Ντέιβιντ Γκαλούλα ( David Galula ), o "έλεγχος του πληθυσμού ξεκινά προφανώς με μια διεξοδική απογραφή… κάθε κάτοικος πρέπει να καταγραφεί και να του δοθεί μια αξιόπιστη ταυτότητα". Ακολουθώντας αυτή τη στρατηγική, ο κατοχικός στρατός έστησε σημεία ελέγχου στρατιωτικού τύπου όπου επιτρεπόταν η πρόσβαση μετά από επίδειξη ταυτότητας. Εν τω μεταξύ, από το 2003 ήταν αναγκαστική σε αυτές η αναγραφή της θρησκευτικής σέχτας. Οι έλεγχοι αυτοί συμπεριλάμβαναν κάμερες κλειστού κυκλώματος (CCTV) και βιομετρική επιτήρηση. Στόχος ήταν να προστατεύσουν τα αρχιπελάγη των περιτειχισμένων κοινοτήτων, από "το έξω" που κρινόταν ανυπότακτο, εξαθλιωμένο ή επικίνδυνο (Bell, 2013). Παρατηρούμε, επομένως, πως η επιβολή της βιοπολιτικής εξουσίας σ’ έναν πληθυσμό, έχει διττή λειτουργία, τόσο κατασταλτική όσο και προληπτική, επιβάλλοντας ένα πειθαρχικό πλαίσιο που εγγράφεται στα σώματα και στις συνειδήσεις. Αντιλαμβανόμαστε πως για την εγκαθίδρυση των σημείων βιομετρικού ελέγχου στην πόλη, απαραίτητος ήταν ο έλεγχος της κυκλοφορίας και των ροών μέσα στον αστικό ιστό. Για το λόγω αυτό, επιστρατεύτηκαν τεχνικές διάσπασης της συνέχειας του οδικού δικτύου. Πριν από το 2003, ένα δίκτυο αρτηριών διέσχιζε τη πόλη της Βαγδάτης και συνδέει τις γειτονιές από τον βορρά στον νότο και αντιδιαμετρικά τις δύο όχθες του ποταμού Τίγρη. Τα αυτοκίνητα και τα λεωφορεία κινούνταν ελεύθερα και οι κάτοικοι είχαν εύκολη πρόσβαση σε χώρους εργασίας, εκπαίδευσης και αναψυχής. Τουλάχιστον όσον αφορά τα οδικά δίκτυα της πόλης δεν υπήρχαν ασυνέχειες και ρήγματα. (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011). Από το 2003 και μετά, η ασυνέχεια στις ροές επεκτάθηκε και με έναν τρόπο, κανονικοποιήθηκε. Η εγκατάσταση των στρατιωτικών ελεγχόμενων [99]


[100]


ζωνών και βάσεων, συμπεριλαμβανομένης της Πράσινης - Διεθνούς Ζώνης, διέκοψε τις κύριες διαδρομές στον αστικό ιστό (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011). Τα σημεία ελέγχου (checkpoints) και οι οδοστρωτήρες εμποδίζουν στα οχήματα την πρόσβαση από τις δευτερεύουσες οδικές αρτηρίες στις κύριες. Όλα αυτά τα εμπόδια και οι εκτροπές έχουν δημιουργήσει ευρεία κυκλοφοριακή συμφόρηση και οι τακτικές μετακινήσεις πραγματοποιούνται δυσκολότερα έχοντας μεγαλύτερη διάρκεια και διανύοντας μεγαλύτερη απόσταση. Επιπρόσθετα, η τεράστια συμφόρηση στα οδοφράγματα καθώς και η απομάκρυνση των χώρων στάθμευσης από διάφορα σημεία της πόλης αποθαρρύνουν περαιτέρω τους κατοίκους, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, στην μετακίνηση τους για λόγους πέραν των απολύτως αναγκαίων. Αξίζει να σημειωθεί πως οι βιομετρικές τεχνολογίες επιστρατεύθηκαν ιδιαίτερα μετά τον Απρίλιο του 2007, παράλληλα με την προσπάθεια ανακατασκευής της Βαγδάτης σε αρχιπέλαγος περιτειχισμένων θυλάκων. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως η διαδικασία της βιομετρικής καταγραφής του πληθυσμού έχει άμεση εξάρτηση από τις χωρικές συνθήκες όπου αυτός διαμένει, αφού τα όλο και περισσότερα σημεία ελέγχου διασταυρώνονται με τους νέους τρόπους ελέγχου δημιουργώντας μια εμφανή - υλική στρατιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου της πόλης.

το τέλος του κύματος της σεχταριστικής βίας Παρόλα αυτά, η σεχταριστική εκκαθάριση συνεχιζόταν σε κάποιες γειτονίες της Βαγδάτης (όπως η Hurriya) κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 2007. Παρομοίως, μέχρι τον Αύγουστο του 2007 οι Σαντριστές επέκτειναν τον έλεγχό τους στην Βαγδάτη, τουλάχιστον στις όχθες του Τίγρη. Στην πραγματικότητα αυτό που λείπει από την αφήγηση της λήξης του μεγάλου κύματος της βίας είναι ότι αυτή λίγο οφείλεται στην παρέμβαση των κατοχικών δυνάμεων. Η περίοδος αυτή εξέπνευσε και τα επίπεδα της βίας μειώθηκαν αξιοσημείωτα χάρη στο συνδυασμό δύο βασικών παραγόντων. Την ενδοσεχταριστική αντιπαλότητα της σουνιτικής πλευράς που έκανε πολλούς σουνίτες να συνεργαστούν με τα κατοχικά στρατεύματα (βλ. κεφ. 6) και την ανακωχή που κήρυξε ο Μοκτάντα ώστε να επανακτήσει τον έλεγχο πάνω στο σώμα των μαχητών. Καθώς η βία γενικευόταν ο Μάχντι στρατός είχε άρχισε να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως ένα δίκτυο αυτόνομων συμμοριών [101]


που επιδιδόταν σε εγκληματικές πρακτικές, κυρίως πρωτοβουλιακά. Έτσι αποφάσισε να παγώσει τις διαδικασίες της εθνοτικής εκκαθάρισης παγώνοντας τις δραστηριότητες των πολιτοφυλακών του Μάχντι στρατού, προκειμένου να ανασυντάξει τη βάση του. Η διαδικασία αυτή ήταν σταδιακή και δεν επηρέασε όλες τις γειτονίες με τη μια. Σε πολλές περιπτώσεις απλά με έναν τρόπο αντανάκλασε την ολοκλήρωση της σεχταριστικής εκκαθάρισης. (Gregory, 2008) Εντούτοις ήταν η παράλληλη μετατροπή της Βαγδάτης σε μια κατεξοχήν Σία περιοχή και το πέρας της διαδικασίας της εθνοτικής εκκαθάρισης που έπαιξαν μείζονα ρόλο στην μείωση της σεχταριστικής βίας. Θα μπορούσε κανείς μάλιστα, να ισχυριστεί ότι η ίδια η επιτυχία της σεχταριστικής εκκαθάρισης ήταν λόγος που αυτή έπαψε συμβαίνει.

ανοικοδόμηση "Ετυμολογικά η λέξη πόλεμος μπορεί να σημαίνει: ή το πόλεις μυούν, δηλαδή μείωση ή ελάττωση της πόλης ή το πόλεις ολλύειν –όλεμος με την έννοια της εξολόθρευσης, του αφανισμού της πόλης. Η έννοια του πολέμου δείχνει λοιπόν να είναι αρκετά αλληλένδετη με αυτή της πόλης" (Κομπρεσέρ: 7, 2016). Το μεταπολεμικό πεδίο των πόλεων είναι κατεστραμένο, και δεδομένου πως ο πόλεμος υπαγορεύεται από ταξικά συμφέροντα γίνεται μια μήτρα σχέσεων εξουσίας και τεχνικών κυριαρχίας, οι οποίες καρπώνονται τα κέρδη από τις διαδικασίες ανοικοδόμησης της πόλης.

εικόνα 8.9 άνδρας μέλος του UNHCR (υπηρεσία για τους πρόσφυγες, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών) σε καταυλισμό εκτοπισμένων οικογενιών

Οι βασικοί συντελεστές που αναλαμβάνουν να χρηματοδοτήσουν, να οργανώσουν και να εποπτεύσουν τις διαδικασίες ανοικοδόμησης είναι κυρίως υπερεθνικοί οργανισμοί (Δ.Ν.Τ. - παγκόσμια τράπεζα Π.Ο.Ε.), οι κυβερνήσεις των χωρών που αποφάσισαν και υλοποίησαν τις πολεμικές επιχειρήσεις και διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.). Όπως περιγράφει και ο Ταρίκ Αλί στην εισαγωγή του βιβλίου του "Ο Μπους στη Βαβυλώνα": "Τώρα έχουμε να κάνουμε με τον ιμπεριαλισμό στην εποχή της ελεύθερης οικονομίας. Τα πάντα θα ιδιωτικοποιηθούν, μαζί και η κοινωνία των πολιτών. Μόλις υπάρξει ασφάλεια στις πόλεις (αν κάτι τέτοιο συμβεί ποτέ), οι Μη Κυβερνητικές οργανώσεις θα κατέβουν στο Ιράκ σαν εξωγήινοι από άλλον πλανήτη, σαν σμήνος ακρίδες που θα ζευγαρώσουν με τις ντόπιες. Διανοούμενοι και ακτιβιστές κάθε είδους σε όλες τις μεγάλες πόλεις θα εξαγοραστούν και θα ριχτούν στη δουλειά, φτιάχνοντας κακής ποιότητας φυλλάδια πάνω σε [102]


ζητήματα καθαρά ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Κάτι τέτοιο έχει σαν αποτέλεσμα την εξουδετέρωση μιας εν δυνάμει αντιπολίτευσης ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, την κατάργηση της διαφωνίας, έτσι ώστε να καναλιζαριστεί σε μια πιο ασφαλή κατεύθυνση" (Ali, 2003). Στα προγράμματα που επέβαλαν αυτοί οι οργανισμοί περιλαμβάνονται ιδιωτικοποιήσεις όλων των κρατικών επιχειρήσεων εκτός από το πετρέλαιο, μαζικές απολύσεις που αγγίζουν τις 145.000 εργαζομένων, απελευθέρωση των τιμών των τροφίμων κ.α. Είναι γνωστό ότι τέτοιου τύπου προγράμματα είναι που οδήγησαν τόσο το Ιράκ όσο και άλλες χώρες στις οποίες εφαρμόστηκαν, σε νομισματική αποσταθεροποίηση, τεράστια οικονομική υποβάθμιση, αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού και απότομη φτωχοποίηση μεγάλης ομάδας του πληθυσμού (Κομπρεσέρ: 7, 2016). Τα έργα ανέλαβαν ιδιωτικές πολυεθνικές εταιρίες. Αρκετές μάλιστα έλαβαν ιδιαίτερα μεγάλα κεφάλαια, σε τέτοιο βαθμό ώστε η εισβολή και η κατοχή του Ιράκ να αναφέρεται από αναλυτές και διεθνή τύπο ως ο πρώτος πόλεμος των "ιδιωτικών εργολάβων" (Κομπρεσέρ: 7, 2016). Με το χρόνο φάνηκε ότι το βασικό χαρακτηριστικό που είχε αυτή η περίπτωση ανοικοδόμησης ήταν ότι στηρίχθηκε στο δόγμα της ασφαλείας, καταγράφηκε στην ιστορία ως οικονομικό έγκλημα και ακολούθησε τα δυτικά πρότυπα πολεοδομικής εξυγίανσης αστικών και περι-αστικών περιοχών. Όπως δείχνει και το σχήμα (σελ. 107) η πόλη "υπό κατασκευή" αποτελεί ένα προϊόν του πολέμου. Μεταξύ της φάσης όπου η πόλη είναι κατεστραμμένη και πριν αρχίσει η φάση ανοικοδόμησης εκδράμουν στο πεδίο διάφοροι διεθνείς οργανισμοί όπως τα Ηνωμένα Έθνη, διεθνείς ΜΚΟ αλλά και ιδιωτικές εταιρίες. Οι οργανισμοί αυτοί, έχουν συχνά διφορούμενο ρόλο. Κάποιες φορές στοχεύουν με αδιαφανή μέσα στην ανοικοδόμηση της πόλης, με τρόπο ώστε να προωθήσουν τα συμφέροντα διεθνών δυνάμεων (κυρίως των δυνάμεων εισβολής μέσω της διαχείρισης πόρων, real estate και ασφάλειας). Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ανοικοδομητικές πρακτικές που εφαρμόζονται, μικρή σχέση έχουν με τις ανάγκες του τόπου, την κλίμακα της δόμησης ή τις κοινωνικές συνθήκες. Συνήθως η διαδικασία είναι βίαια, αφού αναδιαμορφώνει το τοπίο με γνώμονα ¨εισαγώμενες¨ ιδέες που δεν αφουγκράζονται τις κοινωνικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στην μεταπολεμική πόλη. Όσον αφορά τη Βαγδάτη, Ένα από τα μεγαλύτερα σχέδια που προβλέπεται για την πρωτεύουσα του Ιράκ, είναι μια χωροταξική μελέτη για την ευρύτερη περιοχή της Πράσινης Ζώνης (βλ. πάνω). Πρόκειται [103]


για ένα σχέδιο ύψους 5 δισ. που έχει εκπονηθεί από το πεντάγωνο και μια διεθνή επενδυτική κοινοπραξία και προβλέπει την κατασκευή ενός Διεθνούς Χωριού που θα περιλαμβάνει εμπορικά κέντρα, πύργους γραφείων, γήπεδα γκολφ, πολυτελή ξενοδοχεία και πάρκα αναψυχής. Μεγάλες πολυεθνικές όπως η Marriot International και η MBI International έχουν ξεκινήσει διαδικασίες επενδύσεων για τουριστικά θέρετρα στην Πράσινη Ζώνη. Τα σχέδια ανασυγκρότησης περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την μετακίνηση της πρεσβείας των ΗΠΑ (εκτίμηση κόστους 1 δισ) στην ανατολική άκρη της Πράσινης Ζώνης και τη δημιουργία μιας μεγάλης "ζώνης επιρροής" περιμετρικά της πρεσβείας. Αυτό μεταφράζεται σε πλήρη έλεγχο του χώρου που περιβάλλει την πρεσβεία για μια αρκετά εκτεταμένη περιοχή. Τα έργα ανοικοδόμησης δείχνουν έτσι να χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν κοινωνικές γεωγραφίες και την κατανομή τους στο χώρο σε πλήρη συμφωνία με τα δυτικά πολιτιστικά πρότυπα. Άλλες φορές φυσικά, ο σχεδιασμός απευθύνεται στην ανακούφιση ζητημάτων που αντιμετωπίζουν οι πληγέντες πληθυσμοί. Στο πλαίσιο του σχεδίου ανταπόκρισης του ΟΗΕ για το Ιράκ, μια Ομάδα εργασίας για τη στέγαση που έχει θεσπιστεί από την κυβέρνηση και τον ΟΗΕ σχεδιάζει στρατηγικές για την κάλυψη των αναγκών στέγασης, μεταξύ των εσωτερικώς εκτοπισμένων (IDP) και των πλέον ευάλωτων ατόμων. Η ομάδα αυτή προεδρεύεται από κοινού από την UN - HABITAT και την UNHCR. Το UN-HABITAT συγκεκριμένα συνεργάζεται με υπουργεία της κυβέρνηση του Ιράκ, Επαρχιακά Συμβούλια και το Δήμο της Βαγδάτης για τον πολεοδομικό σχεδιασμό, το νερό και την αποχέτευση, τη στέγαση και θέματα γης, με ιδιαίτερη έμφαση στις μακροπρόθεσμες λύσεις για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εσωτερικά εκτοπισμένων πληθυσμών (IDP). (Inter-Agency Information and Analysis Unit, 2011)

[104]


[105]



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9Ο | ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Όπως αναλύθηκε στην πορεία της εργασίας αυτής, η διαδικασία κατάτμησης της πόλης ως αποτέλεσμα των πολεμικών διεργασιών που έλαβαν χώρα εντός της Βαγδάτης δεν ήταν αυθόρμητη ούτε και πραγματοποιήθηκε αυτοστιγμεί. Μία αφαιρετική ιστορική επισκόπηση μπορεί να φέρει στο φως τα τεκμήρια της πρότερης ετερογένειας της πόλης ως προς τον πλούτο των εθνοθρησκευτικών ταυτοτήτων που συνυπήρχαν. Πράγματι, παρόλο τον μικτό πληθυσμό και την πολυτάραχη ιστορία, το Ιράκ διατηρούσε πριν τον 2ο πόλεμο του Κόλπου συνοχή: κοινωνική και εδαφική. Η ανακατασκευή της ομαδικής ταυτότητας στο Ιράκ μετά την εισβολή του 2003 ως αποτέλεσμα μιας πολύ-επίπεδής διαδικασίας βρίσκεται στο επίκεντρο της θραυσματοποίησης του αστικού ιστού. Σε πρώτο στάδιο, η προσπάθεια αναμόρφωσης του κράτους και της Ιρακινής κοινωνίας υπό το πρίσμα ενός ακραίου νέο-φιλελευθερου σχεδίου ενίσχυσε τα εθνικιστικά αισθήματα του Ιρακινού λαού και δημιούργησε την ανάγκη για ένα έντονο αντι-κατοχικό, αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο. Παράλληλα, η πολιτικοποίηση της σεχταριστικής ταυτότητας μέσω της τοποθέτηση της στο επίκεντρο της πολιτικής διαδικασίας και του κρατικού μηχανισμού δημιούργησε τάσεις συσπείρωσης με βάση τα εθνο-σεχταριστικά χαρακτηριστικά. Το σκηνικό που διαμορφώνεται παράγει τάσεις προς μια κατεύθυνση συμπεριληπτικού εθνικισμού, όπου οι δια-ομαδικές διαφορές αμβλύνονται, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την σεχταριστική ταυτότητα ως τον κυρίαρχο άξονα συνοχής. Αυτό είναι αρκετά έντονο τα πρώτα χρόνια τις κατοχής και στην εργασία μας έγινε εμφανές κυρίως μέσα [107]


από τους συσχετισμούς που διαμορφωθήκαν αναφορικά με το AQI και το Σαντρικό κίνημα. Στην συνέχεια οι τακτικές του ¨διαίρει και βασίλευε¨ που εφαρμόστηκαν από το MNF-I για την καταστολή της αντίστασης καθώς και οι ακραία βίαιες πρακτικές των ειδικών δυνάμεων της Ιρακινής αστυνομίας (που ήταν σεχταριστικά χρωματισμένη) κατάφεραν να μειώσουν τις συμπεριληπτικές τάσεις εντός της ιρακινής κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο οι σεχταριστικές ταυτότητες λειτούργησαν ως ανταγωνιστικές ομαδοποιήσεις. Υπό την επίδραση ενός καθεστώτος γενικευμένης βίας και απορρύθμισης της όποιας θεσμικής δομής πρόνοιας οι ανταγωνιστικές αυτές ομαδοποιήσεις οδήγησαν σε αγώνα για την εξουσία. Η διεκδίκηση της εξουσίας άρχισε στη συνέχεια (το 2006) να εκφράζεται μέσω της προσπάθειας για εδαφικό έλεγχο που έχει τις ρίζες της σε μια σειρά από παράγοντες. Στην περίπτωση της Βαγδάτης μεταφράστηκε σε μια τακτική εθνοτικής εκκαθάρισης των γειτονιών. Οι παράγοντες αυτοί προκύπτουν ως παράγωγα των μεθόδων εξέγερσης (ανταρτοπόλεμος) ενάντια στα κατοχικά στρατεύματα, της στεγαστικής κρίσης (λόγω κυρίως της εσωτερικής μετανάστευσης πληθυσμών) αλλά για λόγους οικονομικού οφέλους μέσω της διαχείρισης των αστικών λειτουργιών των γειτονιών από την εκάστοτε σέχτα. Ο Bollens γράφοντας για τις πόλεις υπό αμφισβήτηση (contested cities) αναφέρει: «Σε περιπτώσεις όπως η Ιερουσαλήμ και το Μπέλφαστ, η πόλη είναι το σημείο εστίασης ή ο μαγνήτης για ανεπίλυτες εθνοτικές-πολιτικές διαμάχες. Σε άλλες περιπτώσεις, η πόλη δεν είναι η πρωταρχική αιτία της δι-ομαδικής διαμάχης, αλλά γίνεται μια πλατφόρμα για την έκφραση των ισχυρισμών περί της διαμάχης για την κυριαρχία» (Bollens, 2007). Η περίπτωση της Βαγδάτης θεωρούμε πως ανήκει στην δεύτερη κατηγορία κυρίως γιατί η δι-ομαδικήσεχταριστική διαμάχη είναι μέρος μιας ευρύτερης πάλης εξουσίας, καθιστώντας την πόλη πλατφόρμα και όχι επίκεντρο της. Παρόλα αυτά, ο αντίκτυπος της διαμάχης στην πόλη δεν είναι καθόλου αμελητέος. Αυτή η σεχταριστική διαμάχη για την εδαφοκυριαρχία των περιοχών, αναδιοργάνωσε την πόλη και την μέχρι τότε μικτή κατοίκηση, με την μορφή εθνοτικά εκκαθαρισμένων γειτονιών. Στη συνέχεια η γενικευμένη εφαρμογή της στρατηγικής των περιτειχισμένων κοινοτήτων από τις κατοχικές δυνάμεις - με το πρόσχημα της ασφάλειας - γέμισε τη Βαγδάτη με χωρικά ρήγματα και τρομαχτικές ασυνέχειες. Προκύπτει επομένως μια πόλη των σεχταριστικών θυλάκων όπου η έννοια της χωρικής συνύπαρξης έχει αλλάξει ριζικά, κατατμώντας τόσο τον κοινωνικό όσο και τον αστικό ιστό.

[108]


Υπό αυτό το πρίσμα, αναστοχαζόμενες την χωρική πρακτική που εφάρμοσαν οι κατοχικές δυνάμεις στη Βαγδάτη, μπορούμε να την εντάξουμε στο πλαίσιο της πολεοκτονίας (urbicide): «πρόκειται για αυθύπαρκτη μορφή πολιτικής βίας η οποία στρέφεται κατά του αστικού χώρου ως κυριότερου παράγοντα δημιουργίας κοινότητας και της δυνατότητας εκκόλαψης ετερογένειας και πολλαπλότητας» (Γεωργούλα, 2017). Ο εσωτερικός πλέον «Άλλος» δεν αρκεί να κατονομαστεί και να καταδειχτεί, αλλά πρέπει να κατοικήσει και στον τόπο του «Άλλου». «Με μια λέξη στόχος της πολεοκτονίας είναι η αστικότητα» η αστικότητα μάλιστα ως συνθήκη διαφορετικότητας. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως οι διαδικασίες που έλαβαν χώρα στον αστικό ιστό της Βαγδάτης και κατάφεραν τον βίαιο μετασχηματισμό της πόλης στόχευαν - και έν μέρει πραγματοποίησαν - μια «εξάλειψη της κοινότητας καταστρέφοντας τα (υλικά και άυλα) θεμέλια στα οποία βασίζεται η δημιουργία της» έχοντας «καταστρέψει τα προϋπάρχοντα πολιτικά φαντασιακά και επιβάλλει νέα» (Γεωργούλα, 2017). Όσο λοιπόν μέσω της πρακτικής της τείχισης ενισχύονται οι φυγόκεντρες τάσεις των εθνο-θρησκευτικών ταυτοτήτων, τόσο η κυρίαρχη λογική στην παραγωγή του χώρου θα είναι η σεχταριστική (και αντίστροφα), καθιστώντας την πόλη της Βαγδάτης όλο και πιο ανοίκεια. Αν δεχτούμε πως ο χώρος αντανακλώντας την κοινωνία που τον κατοικεί, αντιλαμβανόμαστε πως η διαδικασία επούλωσης των πληγών της πόλης, οφείλει να συνοδευτεί από την ανακατασκευή μιας συμπεριληπτικής συλλογικής ταυτότητας.

[109]



κατάλογος αναφορών

βιβλιογραφία Ali, T., 2003. Ο Μπους στη Βαβυλώνα : η νέα αποικιοποίηση του Ιράκ. Αθήνα: Άγρα. Badiou, A., 2016. Το κακό έρχεται από πιο μακριά. Αθήνα: Πατάκης. Dessaux, N., 2008. Ιρακινές αντιστάσεις : Ενάντια στην κατοχή, στον ισλαμισμό, στον καπιταλισμό. Αθήνα: Στάσει Εκπίπτοντες. Graham, S., 2010. Cities under siege : the new military urbanism. London, New York: Verso. Gregory, D., 2011. Baghdad Burning: neo-liberalism and the counter-city, Oxford: Oxford University Press Kedourie, E., 1970. The Chatham House Version: And Other Middle Eastern Studies. Λονδίνο Pieri, C., 2015. Bagdad : la construction d’une capitale moderne. Beyrouth: Presses de l’Ifpo. Toft, M. D., 2003. The geography of ethnic violence: Identity, Interests, and the Indivisibility of Territory :Princeton University Press. Žižek, S., 2004. Iraq: The Borrowed Kettle. London, New York: Verso. Αθανασίου, Α., 2016. ΑΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ : ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΑΠΟΙΚΙΑΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ. Αθήνα: Νήσος. Χατζημιχάλης, Κ., 2016. Ζητήματα γεωγραφίας. 1η έκδοση επιμ. Αθήνα: Νήσος.

αρθρογραφία - εκθέσεις Al - Hasani, M., 2012. Urban Space Transformation in Old City of Baghdad – Integration and Management. Megaron Journal, 1 Ιούλιος, pp. 79 - 90. al-Gharbi , M., 2014. The myth and reality of sectarianism in Iraq. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://america.aljazeera.com/opinions/2014/8/ [111]


iraq-sectarianismshiassunniskurdsnourialmalaki.html [Πρόσβαση 9 2017]. Almukhtar, S., 2014. The Effect of Urban Conflict and the Role of Community-Based Initiatives in Baghdad, s.l.: M.S., Columbia University. Alobaydi, D. & Rashid, M., 2015. Evolving syntactic structures of Baghdad : Introducing ‘transect’ as a way to study morphological evolution. London, s.n. Bell, C., 2013. Grey’s Anatomy Goes South: Biometrics, Racism, and Counterinsurgency in the Colonial Present. The Canadian Journal of Sociology, pp. 465-486. Blandy, S., Lister, D., Atkinson, R. & Flint, J., 2003. Gated Communities: A Systematic Review of the Research Evidence, Glasgow: University of Glascow. Bollens, S., 2003. Managing Urban Ethnic Conflict. Στο: Globalism and Local Democracy. s.l.:s.n., pp. 108-124. Bollens, S. A. B., 2007. Comparative Research on Contested Cities: Lenses and Scaffoldings, s.l.: s.n. Clarke, D., 2007. Baghdad’s concrete walls divide but protect. REUTERS. Cordesman, A. H., 2007. Securing Baghdad with Gated Communities Damluji, M., 2010. “Securing Democracy in Iraq” : Sectarian Politics and Segregation in Baghdad, 2003–2007. TRADITIONAL DWELLINGS AND SETTLEMENTS REVIEW, Issue 11. DerGhougassian, K. D., 2011. THE SOCIAL ORIGINS OF SHIA AND SUNNI ISLAMISM. Journal of Race, Ethnicity, and Religion, 5, 2(6). Finoki, B., 2007. The Wall around Adhamiya. Subtopia: a field guide to military urbanism , 8 10. Graham, S., 2011. When Life Itself is War: On the Urbanization of Military and Security Doctrine. International Journal of Urban and Regional Research, 1, pp. 136-155. Gregory, D., 2008. The Biopolitics of Baghdad: Counterinsurgency and the Counter-City. Human Geography, 1(1). [112]


Hagan, J., Kaiser, J., Hanson, A. & Parker, P., 2015. Neighborhood Sectarian Displacement and the Battle for Baghdad: A Self-Fulfilling Prophecy of Fear and Crimes Against Humanity in Iraq. Sociological Forum, 30(3), pp. 675-697. Howard, M., 2009. Baghdad tears down security barriers. The guardian. Hylland Eriksen, T., 1995. We and Us: Two Modes of Group Identification. Journal of Peace Research, 1 11, pp. 427-436. Inter-Agency Information and Analysis Unit, I. O. f. M. U. H. S. P., 2011. Urban Baghdad: Impact of conflict on daily life, 2011 International Crisis Group, 2006. IN THEIR OWN WORDS:READING THE IRAQI INSURGENCY International Crisis Group, 2008. Iraq after the Surge I: The New Sunni Landscape International Crisis Group, 2008. Iraq’s civil war, the sadrist and the surge Jamail, D., 2008. The Myth of Sectarian Violence in Iraq. Alternet. Jensen, S. & Al-Jabouri, N., n.d. The Iraqi and AQI Roles in the Sunni Awakening Judd, D., 2006. Contradiction in motion: Sadrism, nationalism and Islamism Kilcullen, D., 2007. Counterinsurgency in Iraq: Theory and Practice. Maass, P., 2005. The Salvadorization of Iraq?. The New York Times Magazine, 1 May. Maass, P., 2011. The Toppling: How the media inflated a minor moment in a long war, the new yorker. McCarthy, R., 2003. Battle for Baghdad begins. The guardian. Murrani, S., 2016. Baghdad’s thirdspace: Between liminality, anti-structures and territorial mappings. Cultural Dynamics, pp. 1-22. Pieri, C., 2009. Modernity and its Posts in constructing an Arab capital.: Baghdad’s urbanspace and architecture, context and questions.. Middle East Studies Association Bulletin, Issue 42, pp. 32-39. [113]


Pieri, C., 2014. Can T-Wall Murals Really Beautify the Fragmented Baghdad?. Jadaliyya, 18 5. Pyla, P., 2008. Back to the Future: Doxiadis’s Plans for Baghdad. Journal of Planning History, 1 2, Issue 7, pp. 3-19. Ramadani, S., 2014. The sectarian myth of Iraq. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://www.theguardian.com/commentisfree/2014/ jun/16/sectarian-myth-of-iraq Rees, A. A., 2007. Why consociationalism has not united Iraq Roe, H., 2016. Baghdad Slums: Sadr City, How Conflict Conditions Effect Quality of Life. International Affairs Review. Silver, H., 2010. Divided Cities in the Middle East. City and Community, 10, pp. 345-357. Tajfel, H., 1982. social psycology of intergroup relations. Annual Review of Psychology, Issue 33, pp. 1-39. Visser, R., 2007. Baghdad Zoo: Why “Gated Communities” Will Face Opposition in the Iraqi Capital. http://historiae.org. Wasf, A., 2014. Urban Informality in Baghdad Post-2003: A Case Study of Sadr City, s.l.: s.n. Younis, N., 2011. Set up to fail: Consociational political structures in post-war Iraq, 2003-2010, s.l.: s.n. Βernhardsson, M., 2005. Reclaiming a Plundered Past. Archaeology and Nation Building in Modern Iraq, Austin: University of Texas Press. Γεωργούλα, Δ.-Φ., 2017. ΠΟΛΕΟΚΤΟΝΙΑ (URBICIDE): Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΘΙΒΕΤ, Αθήνα: s.n. Κομπρεσέρ: 7, 2016. Διαδικασίες ανοικοδόμησης μετά τον πόλεμο: Ιράκ, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη. Κομπρεσέρ: για την πόλη και τον πόλεμο , Απρίλης, pp. 72-90. Μπαμπινώτης, Γ., 2006. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Σταυρίδης, Σ., n.d. Ελεύθερος χρόνος και εμπειρία του μητροπολιτικού δημόσιου : Η πόλη των θυλάκων.

[114]


Χρυσοστόμου, Κ., 2013. Διακοινοτικές Σχέσεις σε Διαιρεμένες Πόλεις: Η περίπτωση της Λευκωσίας, Χανιά: Πολυτεχνείο Κρήτης.

ηλεκτρονικές πηγές Beauchamp, Z., Fisher, . M. & Matthews , D., 2014. 27 maps that explain the crisis in Iraq. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://www.vox.com/a/maps-explain-crisis-iraq Blake, G. H. και συν., 2017. Encyclopædia Britannica. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://www.britannica.com/place/Iraq/The-Iraq-War Appleby, R. S., 2008. Encyclopædia Britannica. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://www.britannica.com/topic/Sunni-Shiite-Division-Within-Islam Encyclopædia Britannica, 2015. al-Qaeda in Iraq (AQI). [Ηλεκτρονικό] Available at: https://www.britannica.com/topic/al-Qaeda-in-Iraq [Πρόσβαση 2017]. Encyclopedia of the Modern Middle East and North Africa , n.d. Baghdad. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.encyclopedia.com/places/asia/iraq-political-geography/baghdad GlobalSecurity, 2014. Global Security. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://www.globalsecurity.org/military/world/iraq/ party.htm [Πρόσβαση 2017]. indymedia, 2004. athens.indymedia.org. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://www.anarxeio.gr/files/pdf/IMC-Athens_Antapokriseis-apo-th Bagdath_2004_BO.pdf IslamopediaOnline, 2011. The Iraqi Islamic Party (IIP). [Ηλεκτρονικό] Available at: http://www.islamopediaonline.org/websites-institutions/iraqi-islamic-party-iip [Πρόσβαση 2017]. Institute fot the Study of War, Baghdad City Available at :http:// www.understandingwar.org/taxonomy/term/157

[115]


Land Registration and Property Rights Iraq, 2005. Land Registration and Property Rights in Iraq. [Ηλεκτρονικό] Available at: http://humanitarianlibrary.org/sites/default/ files/2013/05/PNADE241.pdf Population of Baghdad, https://www.quandl.com/, n.d. Population of Baghdad [Baghdad], BGD, Iraq. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://www.quandl.com/data/CITYPOP/CITY_BAGHDADBAGHDADBGDIRAQ-Population-of-Baghdad-Baghdad-BGD-Iraq wikipedia, 2017. wikipedia. [Ηλεκτρονικό] Available at: https://en.wikipedia.org/wiki/Iraqi_Accord_Front

ντοκιμαντέρ Baghdad: City of walls. 2009. [Φιλμ] Σκηνοθεσία: Ghaith Abdul-Ahad. s.l.: Al Jazeera. Iraq in fragments. 2007. [Φιλμ] Σκηνοθεσία: James Longley. UK: HBO. James Steele: America’s mystery man in Iraq. 2013. [Φιλμ] Uk: Guardian Investigations. President Bush Announces Start of Iraq War. [Φιλμ] Available at: https://www.youtube.com/watch?v=5BwxI_l84dc&t=34s Sept. 20, 2001 - Bush Declares War on Terror. n.d. [Φιλμ] Available at: https://www.youtube.com/watch?v=_CSPbzitPL8&t=1s The architecture of violence. 2014. [Φιλμ] Σκηνοθεσία: Ana Naomi de Sousa. Palestine/Israel: Al Jazeera. The fight for Bagdad. 2004. [Φιλμ] Σκηνοθεσία: Tim Pritchard. UK: Discovery Times. The Power of Nightmares: The Rise of the Politics of Fear. 2004. [Φιλμ] Σκηνοθεσία: Adam Curtis. UK: BBC.

[116]


πηγές εικόνων και χαρτών κεφάλαιο 2 εικόνα 2.1 πηγή: <https://it.wikipedia.org/wiki/Proteste_in_Iraq_ del_2011 > _ 2.2 πηγή: < https://www.quora.com/> _ 2.3 πηγή: < https://www.pinterest.se/> _ 2.4 πηγή: <https://www.vox.com/> χάρτης 2.1 πηγή: < https://norfolkinworldwar1.org/tag/climate/>

κεφάλαιο 3 εικόνα 3.1 πηγή: < https://www.pinterest.se/> _ 3.2 πηγή: <http://www.amusingplanet.com/> _ 3.3 πηγή: <https://abbasidbaghdad.wordpress.com/> _ 3.3 πηγή: <http://ifpo.hypotheses.org/> _ 3.4 πηγή: <https://www.pinterest.se/> _ 3.5 αρχείο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη _ 3.6 πηγή: < https://www.pinterest.co.uk> _ 3.7 πηγή: http://modernbaghdad.tumblr.com/ _ 3.8 πηγή: < https://fr.wikipedia.org/> _ 3.9 πηγή: < https://www.pinterest.de/> _ 3.10 Επεξεργασία από πηγή: <Evolving syntactic structures of Baghdad: Introducing ‘transect’ as a way to study morphological evolution (2015)>

_ 3.11, 3.12 πηγή: <http://www.alamy.com/stock-photo/baghdad[117]


iraq-1980s-80s> _ 3.13 πηγή: <https://www.britannica.com/> χάρτης 3.1 Επεξεργασία από πηγή: <https://www.google.gr/maps > _ 3.2 Επεξεργασία από πηγή: <Evolving syntactic structures of Baghdad: Introducing ‘transect’ as a way to study morphological evolution (2015)> κεφάλαιο 5 _ 5.1 πηγή:< https://www.vox.com/> _ 5.2 πηγή: <http://sfaq.us/2016/04/reclamation-the-art-ofdissent-made-flesh/> _ 5.3 πηγή:<http://maps.nationmaster.com/>

κεφάλαιο 6 εικόνα 6.1 στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ: <Iraq in Fragments (2006)>

κεφάλαιο 7 εικόνα 7.1 αρχείο του Hameed Rasheed _ 7.2 αρχείο του Michael Kamber χάρτης 7.1, 7.2, 7.3, 7.4 Επεξεργασία και διασταύρωση από τις πηγές: <School of International and Public Affairs, Columbia university> <https://citiesintransition.net/> _ 7.5 πηγή: <http://news.bbc.co.uk>

[118]


κεφάλαιο 8 εικόνα 8.1 αρχείο του Chris Maddaloni _ 8.2 πηγή: <postwarwatch.com> _ 8.3 αρχείο του Karim Kadim _ 8.4 αρχείο του Lucian Perkins _ 8.5 αρχείο της Lynsey Addario _ 8.6 πηγή: http://www.iraqsolidaridad.org/ _ 8.7 αρχείο του James Longley _ 8.8 αρχείο της Caecilia Pieri _ 8.9 πηγή: < https://www.flickr.com/>

χάρτης 8.1 επεξεργασία από πηγή: <Murrani, Sana. (2016), Baghdad’s thirdspace: Between liminality, anti-structures and territorial mappings> _ 8.2 επεξεργασία από πηγή: <Almaki, Sarah. (2015), the urban bridge/ walking Baghdad> _ 8.3 επεξεργασία από πηγή: < Inter-Agency Information and Analysis Unit, International Organization for Migration, UN Human Settlements Program, (2011), Urban Baghdad: Impact of Conflict on Daily Life)> σχεδιάγραμμα: μετάφραση από <Pushkaraj Karakat, Snehal Hannurkar(2006), “International Aid Cities”, a By-Product of Reconstruction in Post War Cities>

[119]



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.