ΑΣΤΙΚΑ ΚΕΝΑ [η πόλη, ο χρήστης & ο σχεδιαστης]
ΑΣΤΙΚΑ ΚΕΝΑ [η πόλη, ο χρήστης & ο σχεδιαστης]
ερευνητική εργασία/διάλεξη φοιτήτρια: Κωνσταντίνα Αγγελέτου
υπεύθυνος καθηγητής:
Θωμάς Νικόλαος
επιτροπή καθηγητών:
Μιχαηλίδης Αντώνης
Πατρίκιος Ι. Γεώργιος
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
ακαδημαΙκό έτος 2016-2017
στους γονείς μου στους φίλους μου
ΠΊΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΈΝΩΝ
Εισαγωγή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .8
H εξέλιξη του αστικού τοπίου . . . . . . . . . .52
Abstract . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .10
Διαπιστώσεις για το σήμερα . . . . . . . . . . . . .60
Η πόλη είναι... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .14
μεταβολή στις διαδικασίες . . . . . . . . . . 61
κείμενο, Barthes . . . . . . . . . . . . . . . . . . 16
Σχεδιασμός ελευθερίας & καθορισμού
μερικώς καθορισμένη, de Certeau . . . 18 ένα μη-γραμμικό σύστημα . . . . . . . . . 19 τοπίο πλουραλισμού . . . . . . . . . . . . . . . . 21
έλεγχος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 72 .80
Σχεδιαστής και χρήστης . . . . . . . . . . . . . . .104
συμπέρασμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 22
πιθανοί ρόλοι του σχεδιαστή . . . . . . 105
Σύνδεση με την πόλη . . . . . . . . . . . . . . . . . .24
χρήστες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 121
σώμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 26 ατομικό φίλτρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 37 συλλογικό & υπερβατικό . . . . . . . . . . . 39 παιχνίδι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 44 συμμετοχή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 50
Συμπεράσματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .128 Βιβλιογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .132
ΕΙΣΑΓΩΓΉ
Α
φορμή για το θέμα αυτής της διάλεξης στάθηκαν οι παρατηρήσεις που έκανα σε καθημερινό επίπεδο στη διάρκεια πολυετούς διαμονής στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Η έναρξη των παρατηρήσεων τοποθετείται χρονικά πολύ πριν την έναρξη των αρχιτεκτονικών σπουδών μου, επομένως θα έλεγα ότι αποτελούν στο μεγαλύτερο βαθμό τις παρατηρήσεις ενός χρήστη με αυξημένο ενδιαφέρον για το δημόσιο χώρο. Το κίνητρο για έρευνα τροφοδοτήθηκε από ένα βασικό ερώτημα που προέκυπτε κατά την αλληλεπίδραση με το δημόσιο χώρο της πόλης και τον συμψηφισμό αντίστοιχων ερωτημάτων που φαινόταν να προκύπτουν σε όλα τα ευρωπαϊκά αστικά περιβάλλοντα που επισκέφτηκα. Το ερώτημα ήταν το εξής:
_Τι καθορίζει το αν αισθανόμαστε συνδεδεμένοι με την πόλη μας ή όχι? Πως οι καθορισμένες δομές επιδρούν στο ανθρώπινο σώμα και ψυχολογία?
_Νιώθεις ότι ο δημόσιος χώρος σου ανήκει, είναι οικείος και σε εξυπηρετεί?
_Ποιος θα μπορούσε να είναι ο νέος ρόλος του σχεδιαστή σε συνάρτηση με το χρήστηπολίτη? Πως θα μπορούσε ο χρήστης να συμμετέχει περισσότερο στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σχεδιασμού?
και απαντώντας αρνητικά από την πλευρά μου, το ερώτημα δημιούργησε 2 υποερωτήματα:
_Γιατί το αστικό περιβάλλον κι ο δημόσιος χώρος είναι τόσο λειτουργικά και μορφικά καθορισμένα? _Γιατί ως άτομο και πολίτης δεν έχω πρόσβαση στη διαμόρφωση του αστικού περιβάλλοντος, παρότι είναι κοινό αγαθό? και σύντομα διαιρέθηκαν σχηματίζοντας νέους προβληματισμούς.
_Ποια ήταν η πορεία της αστικής εξέλιξης που οδήγησε στη μέση σύγχρονη δυτική πόλη? Πως εξελίσσεται παράλληλα η σημασία και η λειτουργία του δημόσιου χώρου? _Τι μπορούμε να διαπιστώσουμε με βάση αυτή την εξέλιξη, σχετικά το σχεδιασμό, τον πολίτη και το υπάρχον κτιριακό απόθεμα, σε οργανωτικό και μορφολογικό επίπεδο? _Έχουν υπάρξει ιδεολογικές αντιδράσεις σχετικές με τη δυνατότητα του πολίτη να καθορίζει τις δομές που χρησιμοποιεί?
θέση εργασίας Η εργασία αυτή επιδιώκει τη σύνδεση των συμπερασμάτων που κατέγραψα βιωματικά για την πόλη μου με ιστορικές και θεωρητικές πηγές, αλλά και την τοποθέτηση προσωπικών επιθυμιών μεταβλητότητας στο δημόσιο χώρο σε μια γενικότερη σφαίρα συζήτησης που αφορά τις ατομικές επιθυμίες και ανάγκες του πολίτη 9
από το αστικό περιβάλλον. Επίσης, εξετάζει διάφορους τρόπους αλλά και κωλύματα προς αυτή την υλοποίηση αυτής της κατεύθυνσης, με απώτερο στόχο τη δημιουργία πλουραλιστικών και λειτουργικών καταστάσεων στο αστικό περιβάλλον.
μεθοδολογία Στην αρχή της ερευνητικής εργασίας επιδιώκεται η κατανόηση του χαρακτήρα του συνόλου που αποκαλούμε πόλη Στη συνέχεια μελετάται μια σειρά παραγόντων που επηρεάζουν την προσαρμογή του ανθρώπινου σώματος και τη συναισθηματική σύνδεση του πολίτη με το κτισμένο περιβάλλον και τους δημόσιους χώρους. Έπειτα, γίνεται μια συνοπτική αναδρομή για τη θεμελιώδη μετάβαση των πόλεων στη βιομηχανική περίοδο (1850-1960). Ακολουθούν ορισμένες διαπιστώσεις σχετικές με τη φύση του σχεδιασμού, τiς διαδικασίες υλοποίησης και συσχέτισης του χρήστη και του σχεδιαστή, αλλά και τα χωρικά επίπεδα ελέγχου.. Από το 1960 και μετά καταγράφονται διαφορετικές θεωρητικές και σχεδιαστικές προσεγγίσεις που ακροβατούν ανάμεσα στη ελευθερία και τον καθορισμό των δομών.
10
Τέλος, η μελέτη οδηγείται σε ιδέες για τον πιθανό νέο ρόλο του σχεδιαστή, αλλά και την νέα αντιμετώπιση και θέση του χρήστη.
σκοπός Η εργασία αυτή αφορά στην κατανόηση και την ανάλυση ζητημάτων που σχετίζονται με την πρακτική, σωματική και συναισθηματική οικειοποίηση του σχεδιασμένου αστικού τοπίου, με επίκεντρο το δημόσιο χώρο. Αφορά τους τρόπους με τους οποίους στα σύγχρονα αχανή αστικά κέντρα, οι πολίτες μπορούν ακόμη να αισθάνονται οικειότητα και σύνδεση με τον τόπο, αλλά και να καθορίζουν οι ίδιοι αστικές παραμέτρους και καταστάσεις που τους αφορούν. Σήμερα, πάνω από το μισό πληθυσμό της υφηλίου ζει σε μεγάλα πολυπολιτισμικά αστικά κέντρα. Πολλά από αυτά, κυρίως στον δυτικό κόσμο σχεδιάστηκαν και εξακολουθούν να αναπτύσσονται με βάση πρότυπα που αναπτύχθηκαν τον προηγούμενο αιώνα. Η επικύρωση της λειτουργικότητας και καταλληλότητας αυτών των προτύπων φαίνεται να είναι πολύ σημαντική για τους σχεδιαστές και για τους χρήστες, όπως και η εξαγωγή συμπερασμάτων που θα αποτρέψουν υλοποιημένα λάθη και θα οδηγήσουν σε πιο ζωντανές, ασφαλείς, ενεργές πόλεις με λιγότερα «αστικά κενά».
11
ABSTRACT
12
MOTIVATION
METHODOLOGY
The motive behind this research thesis was my long-term observations, regarding the familiarity I felt or not felt in different spaces in my home city, Thessaloniki. The main wish behind it, was to identify factors that could make a user feel empowered and develop a sense of selfdetermination about his city or make him feel unimportant and unable to have any urban spatial impact. Therefore, all of my subjective conclusions were placed within a historical and scientific context to cover a full spectrum of understanding..
The research begins with philosophical approaches about the identity of a city and its user. It proceeds to identifying factors that affect body adjustment and emotional connection of the citizen with with city. A historical background since the beginning of the second industrial era is used to emphasize on the rapid transition of the way that cities are formed. In this contemporaty area a number of crucial design and implementation processes are mentioned as the main factors of the urban spatial result. This findings are followed by a bried summary of the most recent theoretical and design examples towards the balance of designer’s control and user’s freedom in the built environment. Finally, there is a conclusive chapter that proposes new roles for the user and the planner/designer according to a scale of inclusiveness for the user..
PURPOSE The ultimate purpose of the essay is to identify processes that boost or impede physical and emotional appropriation of the cities by the citizen and to propose measures towards more userdefined urban situations. Nowadays, more than half of the global population live in large multicultural urban centers. Most of the western cities were formed and still evolve based on archetypes created at the start of the 20th century. The validity of these archetypes is more significant than ever, if we consider the growth rate of the modern cities. Hence, it is important to re-examine the designing and planning values and include the user in the processes so that the urban realm has rich, varied manifestations and less void of space and meaning.
13
Η ΠΌΛΗ ΕΊΝΑΙ...
14
έ
να σύστημα στοιχείων ή ακόμη πολλαπλά συστήματα στοιχείων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε καθημερινή βάση με απρόβλεπτο τρόπο. Άλλοτε αλληλεπιδρούν αντιθετικά κι άλλοτε συγχρωτίζονται κι ενώνονται σε μια νέα οντότητα που με τη σειρά της ως μονάδα πραγματοποιεί την επίδραση της στην πόλη. Τα κτίρια, οι δρόμοι, οι πολίτες, τα δέντρα, τα αυτοκίνητα συμμετέχουν σε έναν συλλογικό καθημερινό χορό, σχηματίζοντας οικολογικές πραγματικότητες, κοινωνικά συμβάντα, χημικές ισορροπίες, ροές, συναθροίσεις, ρυθμικό θόρυβο και χρωματικές παλέτες. Πολλά στοιχεία των πόλεων είναι προϊόντα της ανθρώπινης τεχνολογίας. Τα αμάξια, παρότι αποτελούν άψυχα αντικείμενα, αποκτούν χαρακτήρα όταν ο άνθρωπος τα χρησιμοποιεί μαζικά και ο ίδιος μεταμορφώνει τις επιδράσεις του στο περιβάλλον και τους γύρω του μέσα από αυτά. Ένα κτίριο παρότι αποτελεί μια ακλόνητη παρέμβαση στον αστικό ιστό, μόνο και μόνο λόγω κλίμακας «αποφασίζει» αν οι άνθρωποι γύρω του θα κινηθούν ευθύγραμμα, αν θα στρίψουν κατά τόσες μοίρες ή λιγότερες. H πόλη είναι γεωμετρία, έλξεις και πιέσεις, ανθρώπινο συναίσθημα και επιστημονική λογική, τοπία πειραματισμού και συνάντησης, ένα τοπίο προσωπικό ή ένα τοπίο ξένο.
της Αθήνας, η Αθήνα μπορεί να είναι μια κόλαση, ή ένα καταπιεστικό περιβάλλον, ένα ενδιαφέρον αστικό κέντρο ή τοπίο κρίσης, για έναν επιστήμονα που γνωρίζει μόνο στατιστικά στοιχεία να έχει ένα εντελώς διαφορετική περιγραφή, για έναν αρχαιολόγο «λίκνο ιστορίας» και για έναν πολεοδόμο μια σύνθεση δομημένων, αδόμητων, κινήσεων και στάσεων. Πολλοί θεωρητικοί, σχεδιαστές κι επιστήμονες έχουν προσπαθήσει να περιγράψουν το αστικό περιβάλλον με αναλογίες ή παρομοιώσεις, προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα μοτίβα λειτουργικότητας του και η θέση του πολίτη σε αυτά.
Άρα, η συνέχεια της πρότασης «η πόλη είναι...» μπορεί να είναι εντελώς άγνωστη τελικά. Για τον καθέναν από τους χιλιάδες κατοίκους
15
ΚΕΊΜΕΝΟ, BARTHES Η παρομοίωση της πόλης με ένα κείμενο από τον Barthes, μας δίνει μια αίσθηση ευμεταβλητότητας, όπως η δυνατότητα που έχουμε να αλλάξουμε τις λέξεις σε ένα γραπτό λόγο για να σχηματοποιήσουμε αυτό που θέλουμε. Ωστόσο, ένα κείμενο είναι μόνο ένα σύνολο λέξεων που σημαίνει κάτι, τουλάχιστον για μια ομάδα αναγνωστών. Έτσι, οι λέξεις «πόλη το άνθρωπος φυσάει δεν» δεν αποτελούν κείμενο, γιατί κανείς δεν μπορεί να καταλάβει με βεβαιότητα το νόημα του συνόλου, παρότι κατανοεί το νόημα των μοναδιαίων λέξεων. Πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα, σε αυτό το σύνολο τουλάχιστον τηρούνται οι κανόνες συνδυασμού των γραμμάτων με λέξεις. Άρα τηρείται ένας κανόνας, αλλά όχι όλοι. Το κείμενο για να σχηματοποιηθεί απαιτεί την πιστή τήρηση κανόνων και προτύπων, το παιχνίδι εντός των καθορισμένων νόμων. Όπως, κάθε παιχνίδι, χάνει την αξία του, αν κάποιος δεν «παίζει» εντός των κανόνων.
“
the city is a discourse, a writing, a poem Βarthes
”
Για τον Barthes, η τήρηση αυτών των κανόνων εξασφαλίζει στη συνέχεια ένα «ατελείωτο παιχνίδι πιθανοτήτων, μια άπειρη αλυσίδα μεταφορών». Οι πολεοδόμοι και οι σχεδιαστές μπορεί να θέλουν να συμμορφώσουν όλα τα 16
στοιχεία μιας πόλης με το σχεδιασμό, αλλά στην πραγματικότητα το πραγματικό αστικό «κείμενο» δε μπορεί ποτέ να φυλακιστεί σε μια πλήρη εννοιοδότηση. Ο ίδιος τηρεί αβέβαιη θέση για τη σχέση ελευθερίας και κανόνων σε αυτό το κείμενο της πόλης. Από τη μια πλευρά θεωρεί ότι ένας επιστημονικός προσανατολισμός θα πρέπει να διαιρέσει την πόλη σε μονάδες και συσχετίσεις, ότι μια επιστημονική προσέγγιση είναι απαραίτητη για να γραφτεί το «κείμενο». Τοποθετεί επομένως ιδιαίτερη βαρύτητα στους δομικούς και λειτουργικούς κανόνες. Από την άλλη όμως, προτείνει ότι τα νοήματα της πόλης είναι προς εύρεση για τους χρήστες της, αυτούς που ζουν και «διαβάζουν» την πόλη. η πλατεία συγκεντρώνει νεανικό κοινό και δραστηριότητες | καθορισμός η πλατεία είναι χώρος ζύμωσης, ανατροπής, αλληλεπίδρασης, χώρος όπου τα πάντα ανατρέπονται και επαναπροσδιορίζονται. | ανοιχτή ερμηνεία
“
And here we rediscover Victor Hugo’s old intuition: the city is a writing; the man who moves about in the city, i.e. the city’s user (which is what we all are, users of the city), is a sort of reader who, according to his obligations and his movements, samples fragments of the utterance in order to actualize them in secret. When we move about in the city, we are all in the situation of the reader of Queneau’s 100,000 Million Poems, where we can find a different poem by changing a single verse; unknown to us, we are something like the avant-garde reader when we are in a city. BEN HIGHMORE
φαινόταν να είναι μια άπειρη περιπλοκότητα χρήσεων καταλήγει να είναι επιλεγμένες ερμηνείες για το σημειολόγο για να ξεδιαλύνει, να τακτοποιήσει και να διαχειριστεί.
”
Ο χρήστης είναι ο χώρος όπου όλες οι αναφορές που σχηματίζουν ένα γραπτό εγγράφονται χωρίς να χάνεται καμία, η ενότητα ενός κειμένου δεν έγκειται μόνο στην προέλευση αλλά και στον προορισμό του. Ενώ ο Barthes φαντάζεται έναν αριθμό αναγνώσεων της πόλης, άρα υποθέτει μια ελευθερία νοηματοδότησης του αστικού τοπίου, ταυτόχρονα φαντάζεται τις αναγνώσεις χαρτογραφημένες από κάποιον, τον σημειολόγο του αστικού τοπίου, τον πολεοδόμο, τον αρχιτέκτονα. Στο τέλος αυτός συμπεριλαμβάνει τις συγκλίνουσες κι αποκλίνουσες των περιπατητών και χρηστών, των χώρων και των σωμάτων καθώς αυτά συναντιούνται. Ότι 17
ΜΕΡΙΚΏΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΈΝΗ, DE CERTEAU
δυνατότητες της κίνησης του.
Στις απαρχές του 1968 αυτές οι πολωμένες αντιθέσεις απέναντι στην πόλη ενοποιούνται στο έργο του Michel de Certeau. Υιοθετώντας και προσαρμόζοντας τις αντιθετικές παραδόσεις του αστικού σχολιασμού της δεκαετίας του 1960, η στάση του μπορεί να ιδωθεί ως ενδιάμεση ανάμεσα στο σχεδιασμένο και το μη-σχεδιασμένο.
Για τον de Certeau η φιγούρα του περιπατητή είναι κρίσιμη για αυτή την άλλη πιο ουσιαστική πλευρά της σχεδιασμένης πόλης, μια πλευρά όπου η δημιουργική αποφυγή της καθορισμένης από το πλαίσιο λειτουργίας και η εφευρετική χρήση είτε τελικά αυτές που χαρακτηρίζουν το χώρο.
“
The geometric space of urbanists and architects seems to have the status of the ‘proper meaning’. ... In reality, this faceless ‘proper’ meaning cannot be found in current use de Certeau
”
Ο de Certeau θεωρεί ότι αυτή η αποστειρωμένη και κόσμια πόλη, το σχηματικό καλούπι δηλαδή που παρέχεται από τους σχεδιαστές και τους πολεοδόμους, δεν είναι η τελική πόλη της εμπειρίας και της χρήσης. Παρότι το δομικό αυτό καλούπι των δραστηριοτήτων θέτει όρια και πιέσεις, ο πολίτης συχνά πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες ενός χώρου, προχωρώντας πέραν των ορίων που οι καθοριστές του αντικειμένου έθεσαν κατά την υλοποίηση του. Ένας αστικός χώρος μπορεί να έχει σχεδιαστεί για να διατάζει τις κινήσεις των σωμάτων από τη στρατηγική χρήση φραγμάτων, αναχωμάτων κι άλλων εμποδίων, αλλά για τον skateboarder ένα τέτοιο τοπίο απλά προσθέτει στις 18
Ο de Certeau, όπως και ο Barthes, δίνουν στην πόλη το χαρακτήρα κειμένου: όμως για τον de Certeau, ο χρήστης της πόλης είναι όχι αναγνώστης, αλλά συγγραφέας. Η διαφορά είναι ότι εδώ το αστικό τοπίο δομείται από ένα δίκτυο γραφών των χρηστών του που δεν έχουν ούτε θεατή ούτε παρατηρητή, σε αντίθεση με τον αστικό σημειωτή του Barthes που υφαίνει όλα αυτά τα δίκτυα σε αναγνώσιμα μοτίβα. Μια τέτοια οπτική καταλήγει να μοιάζει εκπληκτικά με τη στάση του σχεδιαστή, που κοιτάει από «πάνω» και καθορίζει με απόλυτο τρόπο τις παραμέτρους της ανθρώπινης χρήσης. Για τον de Certeau η χρήση στην οποία υφίσταται η πόλη επιβάλλεται να διαφεύγει επικύρωσης, αποσαφήνισης, προκειμένου να γλιτώσει την αλλοίωση της από το «πειθαρχικό πλέγμα.» 1
1 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.156-165.
“
The ordinary practitioners of the city live ‘down below’, below the thresholds at which visibility begins. They walk — an elementary form of this experience of the city; they are walkers, Wandersmanner, whose bodies follow the thick and thins of an urban ‘text’ they write without being able to read. The networks of these moving, intersecting writings compose a manifold story that has neither author nor spectator, shaped out of fragments of trajectories and alterations of spaces; in relation to representations, it remains daily and indefinite. de Certeau
”
H πόλη του de Certeau ενορχηστρώνεται από την εξουσία, αλλά είναι μια ενορχήστρωση με ασυνέχειες; είναι ταυτόχρονα απόλυτη και όχι αρκετή; πληρώνει το χώρο αλλά αφήνει κενά. Οι πολύμορφες, απρόβλεπτες πρακτικές της καθημερινής ζωής διαφεύγουν της πειθαρχικότητας χωρίς να βρίσκονται έξω από το πεδίο της εφαρμογής της. Ένα χωρικό παράδοξο απόδρασης χωρίς αποχώρηση.
ΈΝΑ ΜΗ-ΓΡΑΜΜΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ Στην προσπάθεια των θεωρητικών, των πολεοδόμων και της επιστήμης να μελετήσουν και να βελτιώσουν την πόλη, προέκυψε η ανάγκη σχηματισμού μοντέλων που την αντιπροσώπευαν κατ’ αναλογία. Ένα μοντέλο χαρακτηρίζεται από κάποια οργάνωση και δομή, έναν καθορισμό στις σχέσεις αιτίου-αιτιατού και ως εκ τούτου μπορεί να δώσει απαντήσεις σε ανεξήγητα συμβάντα ή απροσδιόριστες διαδικασίες. Όσο πιο πετυχημένο κι αντιπροσωπευτικό είναι ένα τέτοιο μοντέλο, τόσο πιο ακριβείς απαντήσεις μπορεί να δώσει, και να οδηγήσει σε στοχευμένες αλλαγές επίδρασης πάνω σε προβληματικά σημεία. Ωστόσο, ένα μοντέλο μπορεί να δώσει και μια ψευδαίσθηση κατανόησης της πραγματικότητας, ειδικά όταν αφορά την κανονικοποίηση των μοτίβων ανθρώπινων συμπεριφορών και πρακτικών. Για παράδειγμα, στην αρχή του 20ου αιώνα ο Patrick Geddes μιλούσε για την πόλη ως έναν οργανισμό. Η ιδέα του οργανισμού που χρησιμοποιούσε ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που χρησιμοποιούμε σήμερα. Την εποχή του, ο οργανισμός ήταν όμοιος με μια μηχανή. Σήμερα ξέρουμε ότι δεν υπάρχει γραμμικότητα σε έναν ζωντανό οργανισμό, κι ότι χαρακτηρίζεται από περιπλοκότητα. Αυτό σημαίνει ότι η επίλυση ενός προβλήματος εντός ενός περίπλοκου συστήματος, όπως η πόλη, δεν παράγει γραμμικά αποτελέσματα. 19
Για παράδειγμα, η μεγέθυνση των δρόμων για την αντιμετώπιση της υψηλής κυκλοφορίας θα χειροτερεύσει την κατάσταση, διότι οι δρόμοι θα προσελκύσουν περισσότερη κίνηση. Πρόκειται για ένα καλό παράδειγμα της έλλειψης γραμμικότητας. Όπως μας λέει ο Antonio Caperna οι τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις δείχνουν ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, και τα κτίρια και οι πόλεις μοιράζονται τους ίδιους γενικούς κανόνες που κυβερνούν τα περίπλοκα ιεραρχικά συστήματα. 2 Αυτή είναι η βασική ιδέα που αναπτύσσεται στο άμεσο παρόν, μια νέα επιστημολογική μέθοδος για μια θεώρηση της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής, που προσεγγίζουν την πόλη με πρόθεση να κατανοηθούν τα μοτίβα λειτουργίας της, υποθέτοντας ότι αυτά είναι συγκεκριμένα και μπορούν να ονομαστούν. Σύμφωνα με το Νίκο Σαλίγκαρο, μελετώντας τη γεωμετρία στους παραδοσιακούς οικισμούς, είναι εφικτό να παρατηρήσει κάποιος μοτίβα για τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, διότι σε αντίθεση με τα σύγχρονα δομημένα περιβάλλοντα, στα παραδοσιακά χωριά προέκυψαν μέσα από συνεχή προσαρμογή στις ανθρώπινες αντιδράσεις για τις αναδυόμενες μορφές και τους χώρους. Αυτή η προσαρμοστική διαδικασία 2 Serafini, S. and Caperna, A. (2014). Biourbanism: Rethinking the Science of Space. [online] Shareable. Available at: http://www.shareable.net/blog/biourbanismrethinking-the-science-of-space
20
παρήγαγε εξαιρετικά συνεχείς περίπλοκες γεωμετρίες σε παραδοσιακά χωριά και πόλεις, και αυτή η συνέχεια δε μπορεί να επιτευχθεί με μια κίνηση από μαθηματικής απόψεως3, και σίγουρα δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τη λιτή και οριστική προσέγγιση του σύγχρονου τρόπου σχεδιασμού. Μόνο μέσα από συνεχείς προσαρμοστικές διαδικασίες, μπορεί να συμβεί αποτελεσματικά η αλληλεπίδραση όλων των μονάδων μεταξύ τους και με τα περιβάλλοντα τους. Σύμφωνα με το Νίκο Σαλίγκαρο, ο υγιής αστικός ιστός είναι ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σύστημα που δε μπορεί να σχεδιαστεί και να κτιστεί σε μια αυστηρά top-down διαδικασία, σαν αυτή που συμβαίνει επί του παρόντος. Κάποια τμήματα του μπορεί να επιτευχθούν με αυτό τον τρόπο, από κάποιον που κατανοεί την απαιτούμενη περιπλοκότητα. 4 Οι πόλεις και οι γειτονιές είναι δημιουργήματα που οι άνθρωποι κάνουν μαζί, όπου μια κοινότητα ασκεί την εξουσία της στην περιοχή της με θετικό τρόπο.
3 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.75. Available at: http://zeta.math.utsa.edu/~yxk833/P2PURBANISM.pdf 4 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.58.
ΤΟΠΊΟ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΎ Μια κοινότητα αποκτά νόημα και πληθυσμιακό όγκο ως πόλη, μέσα από την ένωση και τη συνάντηση διαφόρων ομάδων που καταλήγουν σε αυτήν για να σχηματοποιήσουν την ιδιαίτερη καθημερινότητα τους σύμφωνα με τις δικές τους συνήθειες και αξίες. Στη γένεση τους τα σύγχρονα αστικά κέντρα αποτέλεσαν σύνολα ανθρώπων με διαφορετικές προελεύσεις, κουλτούρες και θρησκείες που αποφάσισαν να μετοικήσουν στον ίδιο τόπο. Ο τόπος αυτός έφερε για τους περισσότερους την ταυτότητα της οικονομικής ανάπτυξης, όμως οι υπόλοιπες πτυχές της ταυτότητας τους καθορίζονταν από επαρχιακά ήθη και έθιμα, από μακρινές παραδόσεις, από θρησκευτικές στιγμές και οικογενειακές ιστορίες, από πολιτικά, κοινωνικά κινήματα και κινήματα σεξουαλικού προσανατολισμού. Η πόλη δεν είναι παρά ένα δοχείο όπου συμβαίνει ένας ελεύθερος συγκερασμός όλων των διαφορετικών ποιοτήτων που κουβαλάει επί αιώνες ο ανθρώπινος πολιτισμός, συγκερασμός που μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτικά, αδιάφορα ή δημιουργικά αποτελέσματα. Η θεώρηση του μοντερνισμού για το σύγχρονο άστυ σε πολλές πτυχές της επιχείρησε να εφαρμόσει ενιαίους, γενικούς χειρισμούς, για τον άνθρωπο του σήμερα, τον άνθρωπο που έχει προκύψει από αυτούς τους συγκερασμούς και έχει πια νέες, σαφείς, «οικουμενικές» ανάγκες.
Στα μέσα του 20ου αιώνα υπήρξαν αντιδράσεις σε αυτή την αντιμετώπιση. Οι ανθρώπινες μεταβλητές που πλέον είχαν έρθει στο φως αποτελούσαν μια πραγματική καταστροφή για το πρόγραμμα της ρασιοναλιστικής οργάνωσης του χώρου και του χρόνου και έθεσαν νέες προκλήσεις για την προοδευτική αρχιτεκτονική, κάτι που διατυπώθηκε σε φιλοσοφικό και πολιτικό επίπεδο στα βιβλία του Karl Popper “The Open Society and its enemies” (1945) και “The Poverty of Historicism” (1936). O Popper υποστήριξε ότι οι απόπειρες από δεξιοτέχνες της πολιτικής φιλοσοφίας όπως ο Πλάτωνας, o Hegel, o Marx και ακόμη, ο Hitler να επιβάλλουν ένα σχέδιο στην ανθρώπινη ιστορία και δράση ήταν ανήθικο, διανοητικά ανειλικρινές και αντιπαραγωγικό. Αντ’ αυτού πρότεινε ένα πραγματισμό κοινωνικής ανοιχτότητας, δημοκρατίας, κριτικής και ρασιοναλισμού. 5 Όπως λέει ο Simon Sadler, η βαρύτητα που δόθηκε στη συντήρηση και την ανάδειξη των κοινωνικών διαφοροποιήσεων είναι σημαντική, καθώς ανέστρεψε την τάση της σοσιαλιστικής ομογενοποίησης με την οποία ο μοντερνιστικός σχεδιασμός είχε επιβαρυνθεί. Αντ’ αυτού, εισήγαγε την έρευνα και την καλλιέργεια τρόπων ζωής που ήταν πιο ετερογενείς, αυθεντικοί και ευχάριστοι. Η γραφή της Jane Jacobs στο βιβλίο της “Death 5 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.141-143.
21
and Life in Great American cities” ενέπνευσε την αναζήτηση για ετερογένεια και αυθεντικότητα με εστίαση στο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον της πόλης που αυτοδιαμορφώνεται. Όπως αναφέρει και η Jacobs, το ενδιαφέρον ήταν «στον ακατάστατο πλουραλισμό της αμερικανικής πόλης όπως αυτός βρισκόταν», ανέγγιχτος από οργανωτικά σχέδια.
22
ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ Η υπόθεση ότι η πόλη μπορεί να αποτυπωθεί και να οργανωθεί επιτυχημένα μέσα από την αναλογία της με ένα μοντέλο είναι από μόνη της πρωτεύον θέμα συζήτησης, ανεξάρτητα από την επιλογή του μοντέλου. Είτε πρόκειται για κάποιο γραμμικό, απλοποιητικό μοντέλο, είτε πρόκειται για κάποιο νέο υπό μελέτη μοντέλο περίπλοκου, οργανικού συστήματος, μπορούμε να πούμε ότι οι δράσεις, οι επιδράσεις και οι διαδικασίες των πολιτών ενός τόπου δύσκολα μπορούν να συστηματοποιηθούν πλήρως. Μια τέτοια προσέγγιση οπωσδήποτε θα διευκόλυνε την οργάνωση και βελτίωση της λειτουργικότητας, αλλά θα οδηγούσε αυτόματα σε προβληματισμούς σχετικούς με την ελεύθερη βούληση και την αυτενέργεια του ανθρώπου. Η σκέψη ότι κάθε κίνηση και αλληλεπίδραση μπορεί να προβλεφθεί είναι τρομακτική και πιθανόν εξουσιαστική. Ωστόσο, το παρόν της οικοδόμησης λειτουργεί για την ώρα σχεδόν αποκλειστικά με αυτόν τον τρόπο και η ραγδαία αστικοποίηση και οι μάζες πληθυσμών δυσχεραίνουν την ουσιαστική μετάβαση από τις αποφάσεις του παρατηρητή στις αποφάσεις του πολίτη. Επομένως, η έρευνα για τη βελτιστοποίηση των οργανωτικών μοντέλων και η διεύρυνση των γνώσεων μας για τη λειτουργία των αστικών συστημάτων είναι μια ουσιαστική πρόοδος, σε παραλληλία όμως με πρακτικές που αφουγκράζονται τη φωνή του ίδιου του πολίτη, εκτός από το να τον παρατηρούν.
23
ΣΎΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΌΛΗ
24
Η
σύνδεση με την πόλη οργανώνεται αρχικά σε ένα λειτουργικό- πρακτικό πλαίσιο , ενώ στη συνέχεια μπορεί να αποκτήσει κοινωνικές και συναισθηματικές διαστάσεις. Η παγκοσμιοποίηση έχει διευκολύνει τις μεταφορές ανθρώπων και προϊόντων , και κυρίως έχει καθιερώσει την ιδέα της εύκολης μετακίνησης, καθώς κανένα αστικό περιβάλλον στον κόσμο δεν είναι πια τόσο ξένο κι απομακρυσμένο όσο πριν τη βιομηχανική επανάσταση. Το φαγητό, η μουσική, η οικονομία, οι πολιτιστικές δράσεις και διάφορα κοινωνικά πρωτόκολλα μπορεί να διαφέρουν, όμως εντάσσονται σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης, ενώ είναι πάντα εφικτό να βρεθούν οι αντίστοιχες οικείες καταστάσεις σε άλλα, κοντινά ή μακρινά, αστικά περιβάλλοντα . Ωστόσο, το να γίνεται κανείς «ουσιαστικό» κομμάτι της πόλης, συνθήκη που περιλαμβάνει τις έννοιες της ενεργούς συμμετοχής, της οικειοποίησης και έγνοιας για το κοινωνικό σύνολο, τις αστικές δομές , αλλά και τη σύνδεση ταυτότητας- ιστορίας του πολίτη με τον αστικό χώρο, είναι θέμα του χρόνου κι επηρεάζεται από πληθώρα παραγοντων. Σύνδεση με την πόλη σημαίνει ο δημόσιος χώρος να είναι και προσωπικός, σημαίνει τα επίπεδα άνεσης και ευελιξίας εντός του αστικού περιβάλλοντος να προσεγγίζουν τα επίπεδα άνεσης που έχει ο καθένας σε όποιο χώρο θεωρεί δικό του, όπως η κατοικία, ενώ αυτά
τα επίπεδα ενισχύονται με νέες προσθετικές ποιότητες εξερεύνησης ,ανανέωσης και αποδοχής του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο δημόσιος χώρος, που αποτελεί και την καρδιά του συνόλου της πόλης στην πιο επιθυμητή εκδοχή, είναι άλλωστε κάτι παραπάνω από το σαλόνι του σπιτιού μας, και φέρει περισσότερες ποιότητες, εφόσον μπορούμε να συνδεθούμε με αυτόν. Σύμφωνα με μια θεωρία, η συνδεσιμότητα μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικούς όρους μέσα από διαδικασίες που συμβαίνουν στο χώρο κι εξαρτάται από το πώς τον αντιλαμβανόμαστε αισθητηριακά. Ο Thomson είχε ασχοληθεί με τη δημιουργία μαθηματικών συστημάτων, προκειμένου να προσδιορίσει τα χαρακτηρηστικά των μορφών που ταιριάζουν στο εκάστοτε περιβάλλον. Με λίγα λόγια η ομορφιά και η εγυρότητά τους θα αντλούνταν από την ενσωματωμένη λογική των νόμων της φύσης. 6 Η φύση αποτελεί ύψιστο πρότυπο για τη δημιουργία περιβάλλοντων για τον άνθρωπο. Παρ όλα αυτά, τα μοτίβα του Thomson, δεν επικυρώθηκαν ως φιλικά ή όχι για τον άνθρωπο. Οι βιολογικά εμπνευσμένες δομές είναι μια ενδιαφέρουσα θεωρία για την πολεοδομία, εφόσον για την πόλη επιθυμούμε μια αρμονική οργανική επέκταση, εξέλιξη και προσαρμογή.
6 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.93-95.
25
“
Such works can grow outwards by proportion, like a tree repeating its form… it follows that old system of proportions cannot be used in the old way, so that proportion becomes functional again and becomes a vital developable thing. Kenneth Martin, 1952
”
ΣΏΜΑ Όπως δε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικά ένα εργαλείο που δεν είναι σχεδιασμένο με βάση τις ανθρώπινες διαστάσεις, έτσι δε μπορούμε να ενταχθούμε ιδανικά σε ένα περιβάλλον που δεν είναι δομημένο ώστε να επιδρά ευεργετικά στο ανθρώπινο σώμα και την ψυχή. Η οικειοποίηση του περιβάλλοντος μας, αφορά και τη δυνατότητα να φέρουμε μια κατάσταση στα «δικά μας μέτρα», σωματικά, αισθητηριακά, αντιληπτικά. Ο υπάρχων σχεδιασμός μπορεί να λειτουργήσει ως τροχοπέδη προς την κατεύθυνση της οικειοποίησης ενός χώρου, με τρόπους προφανείς (π.χ. λανθασμένη κλίμακα που αποτρέπει τη χρήση), αλλά και με τρόπους που άρχισαν να μελετώνται πρόσφατα (π.χ. στρεσογόνα περιβάλλοντα). Ένα τέτοιο περιβάλλον ακυρώνει εύκολα την προσπάθεια χρήσης ή την υποβιβάζει, δημιουργώντας χώρους που δε μας είναι προτιμητέοι, αλλά ίσως χρησιμοποιούμε ελλείψει επιλογών. Όπου η προσαρμογή και πλοήγηση του σώματος είναι πιο δύσκολη λόγω διαρκούς αυξημένου θορύβου, υπερμεγεθών ή ελαχίστων αποστάσεων, έλλειψης καθαρού αέρα ή στρεσογόνων ρυθμών, ζητήματα που σχετίζονται εμμέσως ή άμεσα με την αστική γεωμετρία, πλέον μιλάμε για αποφυγή κι όχι για οικειοποίηση. Ο πολίτης θα απομακρυνθεί από αυτές τις περιοχές, θα φύγει προς τη φύση
26
αν μπορεί ή θα επιλέξει τον ιδιωτικό του χώρο για τις δραστηριότητες του.
ΚΛΊΜΑΚΑ ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΊΑ Ένα ζήτημα που επιδρά στον τρόπο με τον οποίο συσχετιζόμαστε κι αλληλεπιδρούμε με την πόλη είναι η υπάρχουσα κλίμακα των δομών σε σχέση με την κλίμακα του ανθρώπινου σώματος. Με την έκρηξη των οικοδομικών διαδικασιών του 20ου αιώνα η κλίμακα των κτιρίων διογκώθηκε και η τεχνολογία προχώρησε με τρόπο που μπορούσε να διαμορφώσει εκτεταμένες δομές στην πόλη. Η μετάβαση αυτή ήταν ραγδαία και οδήγησε σε αστικά περιβάλλοντα ασύλληπτων διαστάσεων. Το σώμα πλέον σε μια πόλη είναι αναλογικά μικρό και οι κινήσεις των άκρων καλύπτουν αποστάσεις που αντιστοιχούν σε μικροσκοπικά τμήματα κτιρίων. Η χωροθέτηση των μεγάλων όγκων επέδρασε ουσιαστικά στον τρόπο και την έκταση πλοήγησης του σώματος. Επιπλέον η εκτεταμένη χρήση της ορθοκανονικής γεωμετρίας στις κατόψεις αστικού σχεδιασμού, καθόρισε μία συγκεκριμένη δυνατότητα μετακίνησης από τον έναν τόπο στον άλλον. Ένα ζήτημα της αστικής ζωής που επηρεάστηκε από αυτές τις αλλαγές αφορά στους χρονικούς ρυθμούς της πόλης. Κάθε ημέρα καθορίζεται ως ένα περίπλοκο συνεχές σύστημα ενεργειών σε πολλές διαφορετικές χρονικές κλίμακες. Κάποια χρονικά φαινόμενα είναι χωρικά ανεξάρτητα, όμως πολλά εξαρτώνται από την αστική γεωμετρία. Η ποιότητα ζωής μπορεί να
27
βελτιωθεί ή να υποβαθμιστεί ανάλογα με το κατά πόσον τα σώματα μας αλληλεπιδρούν αρμονικά με τα χρονικά γεγονότα που προκύπτουν στο πλαίσιο της πόλης και ορίζονται απ’ τη γεωμετρία της. Η χρονική διάσταση της πολεοδομίας γίνεται εμφανής στην καθημερινότητα, μέσα από την ευκολία ή δυσκολία των μεταβάσεων από μια καθημερινή πρακτική σε άλλη και το ρυθμό ζωής που ολοένα αυξάνεται στο αστικό περιβάλλον. Η αστική συγκοινωνία καθιερώθηκε για να απλοποιήσει αυτό το πρόβλημα, με αποτέλεσμα πολλές από τις ώρες της ημέρας να βιώνονται σε ενδιάμεσους τόπους ή σε κίνηση, μέσα σε ένα λεωφορείο ή υπόγειο σιδηρόδρομο. Η κίνηση μπορεί να είναι η αντίδραση σε μια σωματική ανάγκη. Ωστόσο, οποιαδήποτε κίνηση περιορίζεται από τον υλικό χώρο –επίπλωση, δωμάτιο, διάδρομος, αστικό περιβάλλον- που καταλαμβάνουμε την κάθε στιγμή (Schrader 2005). Η γεωμετρία και η υλική ποιότητα επιδρά στις πιθανές κινήσεις του ατόμου· λαμβάνουμε χωρικούς περιορισμούς από δομές που μας περιορίζουν από τον ελεύθερο σχεδιασμό των δικών μας ρυθμών. Η καθημερινότητα περιλαμβάνει ένα εύρος κινήσεων και οποιοδήποτε μοτίβο καθημερινής δράσης δημιουργεί ένα χρονικό ρυθμό. Μέσα στην ημέρα μπορούν να συμβούν περιοδικές δράσεις ή κάθε μέρα να επαναλαμβάνεται μια δράση. Ο άνθρωπος προσπαθεί να ορίσει τέτοιους ρυθμούς από μια εσωτερική ανάγκη για χρονική
28
σειρά. Η πόλη είναι ένα πεδίο επίδρασης στους ρυθμούς αυτούς, με τη συνεχή γεωμετρική επιβολή ορθοκανονικών εμποδίων και την παρεμβολή μακροσκελών πορειών ανάμεσα στις δράσεις. Έχει αποτυπωθεί μέσα από συνεντεύξεις χρηστών ότι μια συγκοινωνιακή διαδρομή μεγαλύτερη των 30 λεπτών προκαλεί άγχος, ανεξάρτητα από το μέσο μεταφοράς. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να μετακινούνται μέχρι και μια ώρα ημερησίως, είτε πρόκειται για περπάτημα, αυτοκίνηση, δημόσια συγκοινωνία, λεωφορείο, τρένο ή μετρό 7. Η κλίμακα και η τυπολογία της γεωμετρίας είναι σαφή πλαίσια που οργανώνουν τη θέση και τη χρονικότητα του σώματός μας καθώς ζούμε στην πόλη. Αυτά τα πλαίσια έρχονται σε αντίθεση με την ελεύθερη πορεία ενός σώματος που περπατάει, διότι αυξάνουν το βαθμό πειθαρχίας που απαιτείται για την πρακτική οργάνωση της ζωής και επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε το αστικό περιβάλλον.
7 Newman, P. and Kenworthy, J. (1999). Sustainability and cities. Washington, D.C. [u.a.]: Island Press.
ΑΙΣΘΉΣΕΙΣ Οι αισθήσεις αποτελούν τους δέκτες του ανθρώπου. Παρέχουν πληροφορία απαραίτητη για να προβεί σε αποφάσεις. Για παράδειγμα, η όψη ενός απόκρημνου γκρεμού οδηγεί σε αλλαγή πορείας, όπως και μια δυσάρεστη οσμή. Η άνεση ή η δυσφορία σε ένα περιβάλλον επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο εξερευνούμε μια τοποθεσία κι αλληλεπιδρούμε με άλλους.8 Ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από πλούτο και σαφήνεια αισθητηριακών ερεθισμάτων, μπορεί να είναι πολύ ελκυστικό και ενημερωτικό. Αν λείπει η σαφήνεια, μπορεί να είναι χαοτικό και αγχογόνο, ενώ αν λείπει ο πλούτος, ενδεχομένως να είναι ιδιαίτερα αδιάφορο, δηλαδή να μην αποτελεί τόπο όπου κάποιος επιθυμεί να βρίσκεται. Ένας τόπος όπου δεν επιθυμεί κανείς να βρίσκεται, σίγουρα είναι ένας τόπος με τον οποίο κανείς δε μπορεί να συνδεθεί. Έχει αποδοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην όραση, ως πρωτεύον εργαλείο πλοήγησης και συλλογής ερεθισμάτων, ωστόσο οι υπόλοιπες αισθήσεις είναι εξίσου σημαντικές για την αναγνώριση, τη διερεύνηση και τη συσχέτιση με τον τόπο. Παρότι η μορφή μιας πόλης είναι σημαντική για την εκτίμηση της, ο ήχος είναι πολύ συχνά υπεύθυνος για το συναίσθημα που αναδίδει μια συγκεκριμένη τοποθεσία. Οι ιδιότητες της 8
Hall, 1990
ακοής είναι πολύ διαφορετικές από αυτές της όρασης. Η όραση γίνεται αντιληπτή μέσα από ένα πλαίσιο, ενώ ο ήχος βιώνεται μέσα σε μια σφαίρα, καλύπτοντας 360 μοίρες σε κάθε κατεύθυνση γύρω μας. Ο ακουστικός χώρος που τα άτομα και τα αντικείμενα καταλαμβάνουν, τις περισσότερες φορές είναι μεγαλύτερος από τον φυσικό χώρο. Μπορούμε να επιλέξουμε τι αντικρίζουμε, αλλά όχι απαραίτητα τι ακούμε. Όποτε ένα πρόβλημα ήχου παρουσιάζεται, το αποκαλούμε «θόρυβο». Ο θόρυβος μπορεί να οριστεί ως ο «ανεπιθύμητος ήχος» κι όταν είναι προβληματικός ως «ηχορύπανση». Η εκτίμηση αυτού του ήχου όμως δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ένταση του. Σε πολλές περιπτώσεις μια ποσοτική προσέγγιση προς το θόρυβο δεν είναι βοηθητική γιατί τα προβλήματα με τον ήχο είναι κυρίως ποιοτικά. Δεν πρόκειται για την ένταση αλλά για το νόημα ή το πλαίσιο του ήχου που είναι πιο σημαντικό. Εξαρτάται από το συνολικό πλαίσιο το αν θα θεωρήσουμε ήχους ως ενοχλήσεις. Για παράδειγμα, υπερβολικός ήχος όταν προσπαθούμε να κοιμηθούμε είναι ενοχλητικός, αλλά αν τρέφουμε συμπάθεια για τους γείτονες κι επιθυμούμε να κοινωνικοποιηθούμε ίσως να είναι κάτι επιθυμητό. Οι ήχοι είναι σημαντικοί για μια τοποθεσία, όσο αποτελούν τμήμα μιας επικοινωνίας ή απλώς τη διευκολύνουν. Ήχοι που δεν είναι λειτουργικοί μέσα σε ένα επικοινωνιακό πλαίσιο συχνά σημειώνονται ως θόρυβοι. Ο αποτελεσματικός 29
σχεδιασμός διευκολύνει την καλή ακουστική επικοινωνία. Σύμφωνα με το συνθέτη κι ερευνητή ήχου Barry Truax ένα ικανοποιητικό ηχητικό τοπίο απαντά στα εξής τρία κριτήρια: ποικιλία, περιπλοκότητα και λειτουργική ακουστική ισορροπία ανάμεσα στο χρονικό, χωρικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο του περιβάλλοντος. Οι θεωρίες της αντίληψης μας λένε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν μπορεί να επεξεργαστεί όλα τα εισερχόμενα σήματα (επιλεκτική προσοχή), αλλά τα διαιρεί σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα. Για παράδειγμα όταν ακούμε δυο μελωδίες ταυτόχρονα, αντιλαμβανόμαστε ως πρωτεύουσα την πιο περίπλοκη. Παρομοίως πλούσιες υφές ήχων είναι σε θέση να καλύψουν τους ήχους της κίνησης και να τους θέσουν ως δευτερεύοντες. Επαναλαμβανόμενοι ήχοι ενημερώνουν την καθημερινή μας αλληλεπίδραση με το δομημένο περιβάλλον και συνδέουν τη χωρική εμπειρία με την χρονική. Σε ορισμένες πόλεις για παράδειγμα, ακούγονται συχνά καμπάνες στη διάρκεια της ημέρας ή το κάλεσμα της μουσουλμανικής προσευχής. Τέτοια φαινόμενα μπορούν να παρέχουν στοιχεία για να σηματοδοτήσουν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή αλλά κι ένα συγκεκριμένο τόπο. Η οσμή είναι συχνά λιγότερο αντιληπτή, αλλά τα σώματά μας άμεσα σημειώνουν κάτι που
30
δεν εντάσσεται στην καθημερινή ρουτίνα. Ακόμη περισσότερο από έναν ήχο ή μια εικόνα, μια οσμή μπορεί να πυροδοτήσει αναμνήσεις, να συλλέξει παρελθοντικές εμπειρίες και να αποσυντονίσει ή να κατευθύνει μια δραστηριότητα σε ένα χώρο9.
ποικιλία ερεθισμάτων Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ακούστηκε ένα πλήθος επικριτικών φωνών που μίλησε για αισθητηριακή ένδεια και έλλειψη ανθρώπινης κλίμακας στα αστικά περιβάλλοντα. Η έμφαση στη λειτουργικότητα που είχε δοθεί κατά τη δόμηση των πόλεων του 20ου αιώνα, είχε οδηγήσει σύμφωνα με κάποιους στην παράβλεψη της ανάγκης του πολίτη να περιπλανάται στην πόλη με στόχο να παρατηρήσει, να ενημερωθεί, να ανακαλύψει κάτι που δεν γνωρίζει ήδη. Αυτό οδήγησε σε στείρα περιβάλλοντα στα κέντρα των πόλεων, εκεί όπου θα περίμενε κάποιος να συμβαίνει η ουσία της δημόσιας αλληλεπίδρασης. 10
Ολοένα και πληθαίνουν οι έρευνες στο πεδίο της γνωστικής επιστήμης (cognitive science), που αποκαλύπτουν έναν συσχετισμό ανάμεσα στα αστικά τοπία και τις σωματικές και ψυχικές επιδράσεις που αυτά έχουν στους κατοίκους τους. Η βασική θέση που φαίνεται 9 McConville & Finch, 1999 10 Gehl, J. (2011). Life between buildings. Washington, DC: Island Press.
να επικρατεί σε αυτούς τους κύκλους είναι ότι ο άνθρωπος είναι συνολικά πιο υγιής όταν η διαβίωσή του συμβαίνει σε ένα περιβάλλον που βρίθει ποικιλίας και ερεθισμάτων, ακόμη κι αν πρόκειται για μια «κακοφωνία από μπαρ, οινοπωλεία και μικρομάγαζα». Σύμφωνα με τον Charles Montgomery (συγγραφέας του Happy City: Transforming Our Through Urban Design) κάποιες από τις πιο ευτυχείς γειτονιές της Νέας Υόρκης είναι «κάπως άσχημες κι ακατάστατες» ή «μπερδεμένες αλλά κοινωνικές». 11
“
The holy grail in urban design is to produce some kind of novelty or change every few seconds, Ellard said. Otherwise, we become cognitively disengaged.
”
“”
11 Urist, J. (2016). The Psychological Cost of Boring Buildings. [online] Science of Us. Available at: http://nymag. com/scienceofus/2016/04/the-psychological-cost-ofboring-buildings.html
“
The significance of all this is that although the pedestrian walks through the town at a uniform speed, the scenery of towns is often revealed in a series of jerks or revelations. This we call serial vision. […] The human mind reacts to a contrast, to the difference between things, and when two pictures […] are in the mind at the same time, a vivid contrast is felt and the town becomes visible in a deeper sense. It comes alive through the drama of juxtaposition. Unless this happens the town will slip past us featureless and inert. 12 Gordon Cullen13
”
Ένα παράδειγμα αποτελεί το έργο των ψυχολόγων Colleen Merrifield και James Danckert που ουσιαστικά παρουσιάζει ότι ακόμη και «μικρές δόσεις βαρεμάρας» μπορούν να δημιουργήσουν ένταση, εκνευρισμό, στρες. Θεωρείται ακόμα, ότι μπορεί να υπάρχει μια πιθανή σύνδεση ανάμεσα σε ανιαρά μέρη και στις παθήσεις ελλειμματικής προσοχής και υπερδραστηριότητας. 12 Cullen, G. (2015). The concise townscape. Abingdon: Architectural Press, pp.9-12. 13 O Gordon Cullen (1914-1994) ήταν ένας Άγγλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, που ασχολήθηκε με τις ποιότητες των Βρετανικών πόλεων. Διατύπωσε ότι μέρη ιδιαίτερης ομορφιάς και χαρακτήρα δομήθηκαν στη διάρκεια αιώνων κι ότι αναπτύχθηκαν από την οπτική γωνία του ανθρώπινου ματιού. Είναι γνωστός για το βιβλίο του Townscape (1961)
31
“ ”
Humans want a certain element of turmoil or confusion, he said. Complexity is thrilling whether in an amusement park or architecture.
“
”
Παραδείγματα πολυώροφη δόμηση Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που δείχνει το χάσμα ανάμεσα στις αστικές δομές και την αισθητηριακή μας αντίληψη, είναι η πολυώροφη δόμηση και ο τρόπος με τον οποίο επιδρά στις αισθήσεις. Όπως αναφέρουν οι Gehl, Kaefer και Reigstad, ως πεζοί θα πρέπει να σταθούμε αρκετά μακριά προκειμένου να αντιληφθούμε ένα κτίριο συνολικά. Όταν ερχόμαστε πιο κοντά, θα πρέπει να τεντώσουμε το λαιμό και να γείρουμε το κεφάλι μας πίσω προκειμένου να έχουμε αυτή την εικόνα. Ελάχιστες δομές είναι σχεδιασμένες με βάση αυτή την οπτική γωνία. Καθώς κινούμαστε πιο κοντά, οι πάνω όροφοι σταδιακά εξαφανίζονται από το οπτικό μας πεδίο και βλέπουμε μόνο το ισόγειο, ή αν είμαστε ιδιαίτερα κοντά, μόνο ένα τμήμα του ισογείου, όπως τις λεπτομέρειες στις πόρτες και τις όψεις. Σε αυτή την απόσταση ενεργοποιούνται και οι υπόλοιπες αισθήσεις μας, καθώς μπορούμε να ακούσουμε, να οσμιστούμε και να νιώσουμε τις λεπτομέρειες των ανοιχτών όψεων και των παρακείμενων. Οι αισθήσεις της όσφρησης, της αφής και της γεύσης είναι στενά συνδεδεμένες με τα συναισθήματα του ανθρώπου. Οι όψεις των ισογείων επιδρούν στους πεζούς πολύ περισσότερο από το υπόλοιπο κτίριο ή το δρόμο, τα οποία
32
αντιλαμβάνονται από μεγαλύτερη απόσταση κι άρα με μικρότερη ένταση. Παρομοίως οι μικρές αποστάσεις δημιουργούν έντονες και συναισθηματικά δυνατές εντυπώσεις. Μεταφέρουμε την αντίληψη της εγγύτητας, του νοήματος και της συναισθηματικής επίδρασης από τις συναντήσεις μας με τους ανθρώπους στις συναντήσεις μας με τα κτίρια. Έρευνες δείχνουν ότι μπροστά από ενεργές προσόψεις, οι πεζοί επιβραδύνουν ή κάνουν στάσεις , ενώ περισσότερες δραστηριότητες συμβαίνουν στους χώρους που είναι πολυπληθέστεροι. Ο αριθμός των στάσεων κι άλλων δραστηριοτήτων φαίνεται να αυξάνεται κατά επτά φορές περισσότερο μπροστά από ενεργές προσόψεις. Σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι τέτοιου είδους ποσοτικοποίηση των επιπέδων δραστηριότητας δεν δίνει καταληκτικά αποτελέσματα για τις αισθητηριακές ποιότητες του αστικού περιβάλλοντος . Ο αριθμός των ανθρώπων που κινούνται, σταματούν, κάθονται και στέκονται είναι μια ένδειξη, ενώ άλλες αποτελούν ίσως το πλήθος των εμπειριών, την ποιότητα του περιεχομένου τους, αλλά βέβαια και την ανατροφοδότηση των πολιτών για το πόσο ευχαριστημένοι είναι με το αστικό τοπίο όπου κινούνται.14 Αρκετά κτίρια του παρελθόντος σχεδιάστηκαν 14 Karssenberg, H., Laven, J., Glaser, M. and Hoff, M. (2016). The city at eye level. Delft: Eburon Academic Publishers, pp.33.
με διαφορετικές προοπτικές και τα ισόγεια τους δεν συναντούν τις απαιτήσεις που διαμορφώνουν ένα ελκυστικό δημόσιο χώρο.
“
Great streets require physical characteristics that help the eyes do what they want to do, must do: move. […] Generally, it is many different surfaces over which light constantly moves that keeps the eyes engaged: separate buildings, many separate windows or doors, or surface changes. […] Visual complexity is what is required, but it must not be so complex as to become chaotic or disorienting. […] Beyond helping to define a street, separating the pedestrian realm from vehicles, and providing shade, what makes trees so special is their movement; the constant movement of their branches and leaves, and the ever-changing light that plays on, thorough, and around them. 15 Allan Jacobs16
”
αυτοκίνηση Ένα άλλο διαδεδομένο πρότυπο, που επέδρασε στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε αισθητηριακά την πόλη είναι ο σχεδιασμός 15 Jacobs, A. (2010). Great streets. The MIT Press, p.282. 16 O Allan Jacobs είναι ένας Αμερικανός πολεοδόμος και καθηγητής στο University of California, Berkeley. Είναι γνωστός για τις δημοσιεύσεις του πάνω στον αστικό σχεδιασμό για την πόλη του San Francisco.
33
των πόλεων με επίκεντρο την αυτοκίνηση. Η αυτοκίνηση από μόνη της έχει πολλές αισθητηριακές επιδράσεις μέσα στην πόλη, όπως τον υπερβολικό θόρυβο, την οσμή του καυσαερίου και τη γενικευμένη ανασφάλεια, όμως η πιο εκτεταμένη αφορά στο σχεδιασμό πόλεων, δρόμων και συγκροτημάτων που δεν απευθύνονται στην ανθρώπινη ταχύτητα. Οι αισθήσεις μας είναι σχεδιασμένες να αντιλαμβάνονται και να επεξεργάζονται στοιχεία με την ταχύτητα των περίπου 5χλμ ανά ώρα, δηλαδή την ταχύτητα βαδίσματος. Η αρχιτεκτονική που ενσωματώνει λεπτομέρειες αυτής της τάξης ταχύτητας συνδυάζει δυο μεγάλα προτερήματα: την οπτική ισορροπία ανάμεσα στο κοντινό και το μακρινό. Σε μεγαλύτερη ταχύτητα, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε λεπτομέρειες, παρά μόνο τη γενική εντύπωση του τοπίου, κι αν προλάβουμε να τις αντιληφθούμε, είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα προλάβουμε να αντιδράσουμε. Οι δρόμοι υψηλής ταχύτητας υπακούν σε αυστηρούς κανόνες, είναι πάντα λείοι, με μεγάλη, επαναλαμβανόμενη σήμανση, ενώ οι μεγάλοι χώροι και οι πινακίδες είναι απαραίτητοι προκειμένου να τους αντιλαμβάνονται οι οδηγοί, που δε μπορούν να αντιληφθούν λεπτομέρειες στην ταχύτητα με την οποία κινούνται. Αυτή είναι η κλίμακα των 60χλμ την ώρα, τουλάχιστον. Αυτές οι δυο κλίμακες συγκρούονται στις σύγχρονες πόλεις. Οι πεζοί συχνά αναγκάζονται να περπατούν σε
34
αστικά τοπία κλίμακας 60χλμ/ωρα, ενώ νέα κτίρια αντίστοιχης κλίμακας εντάσσονται σε παραδοσιακούς δρόμους με κτίρια λεπτομέρειας 5χλμ/ώρα. 17
βιοφιλικό φαινόμενο Η επιστημονική κατεύθυνση της βιοφιλίας περιγράφει πως συνδεόμαστε με ουσιαστικό τρόπο με τους ζωντανούς οργανισμούς. Πρωτοεισήχθηκε από τον αμερικανό βιολόγο Edward O.Wilson και πλέον περιλαμβάνει αυξημένη βιβλιογραφία για τους ταχύτερους μετεγχειρητικούς ρυθμούς επούλωσης και τη μειωμένη χρήση παυσίπονων, όταν οι ασθενείς είναι σε επαφή με τη φύση (Salingaros and Masden, 2008). Οι βιοφιλικές παρεμβάσεις στα νοσοκομεία δημιουργούν μικρούς περίπλοκους κήπους μέσα στους δημόσιους χώρους των νοσοκομείων και υφαίνουν κήπους επί των τοίχων έτσι ώστε οι ασθενείς να μπορούν να έρθουν σε άμεση επαφή με τα φυτά. Εξηγήσεις για αυτό το βιοφιλικό φαινόμενο εξακολουθούν να αναπτύσσονται ωστόσο είναι αναμφισβήτητο ότι η πολύ ιδιαίτερη γεωμετρία των φυσικών και οργανικών δομών επιδρά με θετικό τρόπο στην ανθρώπινη υγεία. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η βιοφιλία είναι ένα κατά κόρον μαθηματικό φαινόμενο, όπου το αισθητηριακό μας σύστημα αναγνωρίζει και επεξεργάζεται ειδικούς τύπους 17 Karssenberg, H., Laven, J., Glaser, M. and Hoff, M. (2016). The city at eye level. Delft: Eburon Academic Publishers, pp.30-31.
δομών πιο εύκολα από άλλους. 18 Ενδείξεις ψυχικής επούλωσης έχουν σημειωθεί σε διάφορα φυσικά περιβάλλοντα, συμπεριλαμβάνοντας περιοχές εντελώς φυσικές (Hartig et al., 1991), κήπους (Miles et al., 1998), κοινοτικά πάρκα (Cimprich, 1993), «πράσινες» όψεις εντός των παραθύρων (Tennessen and Cimprich, 1995), ακόμη και δωμάτια με φυτά (Lohr et al., 1996). Τη λογική αυτή ενισχύουν και άλλες έρευνες, με συμπεράσματα όπως η μείωση της επιθετικότητας σε κρατουμένους, έπειτα από τη συμμετοχή τους σε κηπουρικές εργασίες (Rice and Remy, 1998). Η θετική διάθεση έχει συνδεθεί άμεσα με την επαφή του ανθρώπου με τη φύση (Hull and Michael, 1995), όπως και η επούλωση από το άγχος με την αλληλεπίδραση με ένα φυσικό περιβάλλον (Cimprich, 1993, Hartig et al., 1991, Rice and Remy, 1998). 19
“
The notion of biophilic architecture establishes that human health and wellbeing strongly depend on the geometry of the environment, as expressed in particular configurations, surfaces, materials, details, light, and accessibility to plants and other forms of life Kellert, 2005
”
18 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.39. 19 Guaralda, M. (2013). Eye on the Street? Sensory Experiences in Public Places. Ricerche e progetti per il territorio, la città e l’architettura, (1), p.106-107.
Μια θεωρητική προσέγγιση στη Βιοφιλία θα μπορούσε να δώσει εξηγήσεις μέσω της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, καθώς αυτή συνέβη σε πολύ συγκεκριμένα οπτικά περιβάλλοντα. Ο Yannick Joye εργάζεται πάνω σε αυτή τη θεωρία (Joye and Van Den Berg, 2010). Ορισμένες γεωμετρίες που αντιλαμβανόμαστε ως «μη φυσικές» προκαλούν άγχος κι εγρήγορση κι έτσι μειώνουν την ψυχολογική και σωματική άνεση όταν εκτιθέμεθα σε αυτές για μεγάλο χρονικό διάστημα. 20 Είναι ενδεχομένως όχι παράδοξο ότι τα φυσικά περιβάλλοντα είναι ωφέλιμα και θεραπευτικά για εμάς, αλλά τι συμβαίνει με τα τεχνητά περιβάλλοντα, τα περιβάλλοντα που εμείς κατασκευάζουμε? Τα τεχνητά περιβάλλοντα που προσφέρουν τα μέγιστα συναισθηματικά και αισθητηριακά οφέλη για το ανθρώπινο σώμα ενσωματώνουν παραδοσιακές τεχνικές σχεδιασμού, που οι ίδιες προήλθαν από τη μίμηση της φύσης (Σαλίγκαρος, 2010). Μίμηση που εδώ αφορά στην υιοθέτηση λογικών δομών που απαντώνται στη φύση, κι όχι σε βιομορφικά αποτελέσματα. Η επιφανειακή μίμηση δεν μπορεί να δημιουργήσει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: μια μορφή (κατασκεύασμα, κτίριο, δημόσιος χώρος ή περιοχή) θα πρέπει να είναι δομημένη σύμφωνα με αρχές που προέρχονται από την οργάνωση της οργανικής ύλης. 21 20 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.40. 21 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook]
35
“
Re- orienting our worldview means rediscovering the biological connection between humans and their sensory space. Certain very specific geometrical properties of the natural and built environments exert a positive, uplifting effect upon our organism. Alexander, 2001- 2005
”
“
Every human being responds physiologically in the same manner, and thus is able to judge viscerally whether a work of art or architecture is providing emotional nourishment, or it’s opposite. This is really a key point. In my description above of what healing emotions entail I assume that psychological conditioning cannot alter our biology, and our instinctive reaction is the one we need to pay most attention to. It matters very little to the user’s physical experience if a non- biophilic object or building is praised in the press and by newspaper and magazine critics. Whenever persons face such a deep contradiction between emotions and bodily responses that are antithetical to the authority of experts, the individual goes into cognitive dissonance and is confused. A person can either remain in cognitive dissonance indefinitely (itself a state of high emotional and physical stress), or eventually come out of it by deciding to trust his/her own bodily responses. The anxiety- inducing objects are supported by an ideology or selfish agenda. Nikos Salingaros
”
Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.38.
36
Σύμφωνα με το Νίκο Σαλίγκαρο, ένας από τους λόγους για τους οποίους δε μπορούμε να συνδεθούμε με το αστικό περιβάλλον αφορά στην ορθοκανονική, μινιμαλιστική γεωμετρία του που απέχει από τις περίπλοκες φυσικές
δομές, στις οποίες είναι προγραμματισμένος να ανταποκρίνεται ο ανθρώπινος οργανισμός. Αυτή η έλλειψη περίπλοκων δομών που έχουν αποτυπωθεί στη φύση, αλλά και σε οικισμούς λαϊκής αρχιτεκτονικής, όπως τα fractals, οδηγεί τελικά σε ένα περιβάλλον εχθρικό και ξένο προς το ανθρώπινο σώμα. 22
ΑΤΟΜΙΚΌ ΦΊΛΤΡΟ Η σύνδεση του ατόμου με ένα συγκεκριμένο αστικό χώρο επηρεάζεται από μια πληθώρα μη μετρήσιμων παραγόντων. Ένας από τους πιο σημαντικούς είναι η συγκρότηση και ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του, αλλά και οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και τα συμβάντα που έχει κάποιος βιώσει σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Πρόκειται για μια διανοητική και συμβολική σχέση. Δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύσσουμε θετική προδιάθεση για τους τόπους όπου έχουμε πάει διακοπές ή για τους τόπους που μας συνέβη κάτι ευχάριστο. Η μορφή του περιβάλλοντος που νοηματοδοτείται τόσο εύγλωττα από το σχεδιαστή, ειδικά από έργα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, είναι στην πραγματικότητα ένα δοχείο υποδοχής των νέων νοηματοδοτήσεων που θα προκύψουν από την ίδια την αλληλεπίδραση του πολίτη με τη μορφή. Σύμφωνα με τον Casey, ενώ το αντιληφθέν περιβάλλον μπορεί να σχεδιαστεί, ώστε να ικανοποιεί μια λειτουργία ή να απαντά σε μια ενδεχόμενη ανάγκη, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι συσχετίζονται με αυτό, επηρεάζεται από την προσωπική τους ιστορία και κατάσταση, όπως κι από τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο προβαίνουν σε μια δραστηριότητα στην πόλη. 23
22 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.45-46.
23 Casey, E. S. (2001). Body, self and landscape: A geographical inquiry into the placeworld. In P. C. Adams, S. Hoelscher & K. E. Tills (Eds.), Textures of Place (pp 403-425). Minneapolis: University of Minnesota Press.
37
Ένα πολύ απλό παράδειγμα αποτελεί η περιήγηση στο χώρο με διαφορετικούς τρόπους. Κάθε ένας απ’ αυτούς παρέχει μια διαφορετική εμπειρία που οδηγεί σε διαφορετική μέθοδο συσχέτισης με την πόλη: το περπάτημα, η ποδηλασία ή η οδήγηση δίπλα στο ίδιο μονοπάτι, θα παρείχε μια διαφορετική εμπειρία στο χρήστη και σίγουρα μια διαφορετική κατανόηση του χώρου. Όσο πιο ανεπίσημη και αδόμητη είναι η δραστηριότητα, τόσο πιο άμεσα συσχετίζεται με το χώρο και συμπλέκεται μαζί του, ακριβώς επειδή υπάρχει μια συνεχής διαδικασία προσαρμογής και επαναπροσδιορισμού προς την ικανοποίηση του χρήστη. Το περπάτημα συνήθως ακλουθεί γενικά μοτίβα ή μονοπάτια, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η διαδρομή δομείται είναι ευέλικτος από άποψη ταχύτητας, ρυθμού, κατεύθυνσης ή αλληλεπίδρασης24. Οι πεζοί μπορούν να χρησιμοποιούν το δομημένο περιβάλλον με αδόμητο τρόπο, να σταματούν, να διορθώνουν την κίνηση τους και κυρίως να εμπλέκονται με το χώρο και τους χρήστες του ακολουθώντας τυχαίες κινήσεις. Όταν χρησιμοποιούνται οχήματα, οι αλληλεπιδράσεις με το χώρο γίνονται πιο δομημένες, επηρεάζοντας την εμπειρία του χώρου: μόνο η ποδηλασία απαιτεί μια ελάχιστη ταχύτητα και κατεύθυνση που είναι πιο συγκεκριμένη και λιγότερο κατακερματισμένη. Ενώ οι πεζοί μπορούν να βιώνουν την πόλη με έναν οργανικό τρόπο, 24
38
Gehl, 1987
ήδη τα ποδήλατα απαιτούν πιο καθορισμένες πορείες, ευθεία μονοπάτια και εξαρτήματα για να διαχωρίζουν τις ξεχωριστές ροές οχημάτων. Οι διαστάσεις της φαντασίας, της αντίληψης και της εμπειρίας είναι αλληλοπλεγμένες. Η καθημερινή εμπειρία ενός χώρου επιτρέπει στους ανθρώπους να αναπτύξουν ένα νόημα για έναν τόπο που μπορεί να είναι ή όχι ευθυγραμμισμένος με την πρόθεση των σχεδιαστών, φανερώνοντας πως η χωρική ταυτότητα είναι πολλά περισσότερα από μια οπτική εμπειρία. Διαφορετικές δραστηριότητες και προσωπικές ιστορίες φιλτράρουν τη δομημένη μορφή παράγοντας μια αίσθηση τόπου, μόνο όταν οι χρήστες μπορούν να συσχετιστούν ευθέως με ένα συνολικό πλαίσιο..25
“
Οι άνθρωποι είναι ένας βασικός παράγοντας που καθοδηγεί τη χρήση του χώρου που κάνουμε: Κοινωνικές νόρμες κι άγραφοι νόμοι επηρεάζουν τις συμπεριφορές μας όπως και τη σωματική εμπειρία του χώρου. Jane Jacobs, 1961
”
25 Guaralda, M. (2013). Eye on the Street? Sensory Experiences in Public Places. Ricerche e progetti per il territorio, la città e l’architettura, (1), p.122-123.
ΣΥΛΛΟΓΙΚΌ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΌ Ένας από τους πιο θεμελιώδεις παράγοντες σύνδεσης του ατόμου με τον τόπο, και συνεπώς του ατόμου με το σύνολο, αποτελούσε ανέκαθεν η σύνδεση της κοινότητας μέσα από το μυστήριο, το τελετουργικό, τη γιορτή, τις κοινοτικές εκείνες πράξεις που συνέδεαν την πνευματική υπόσταση του συνόλου με μια ανώτερη οντότητα. Μέσα από αυτή τη συνθήκη, συνδ και τα επιμέρους άτομα του συνόλου κατά τη διάρκεια της τελετής, και μετουσιώνονταν σε ένα όλο. Εκτός από τη χρονικότητα αυτών των μυστηρίων, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η τοπικότητα. Τα μυστήρια διεξάγονταν σε ιερούς τόπους, είτε αυτοί ήταν γωνιές της φύσης, είτε ένα κτίριο σχεδιασμένο και κτισμένο ώστε να ικανοποιεί το μεγαλειώδη προορισμό του, τη σύνδεση με το απώτερο. Τα κτίρια αυτά, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, αποτελούσαν τόπους εντός της πόλης με σημασία ανώτερη από το άθροισμα οικοδομικών στοιχείων. Αποτελούσαν το σύμβολο ένωσης του λαού με τον κόσμο, τον ουρανό, το θείο και συμβόλιζαν την απαλλαγή από τα βάρη που φέρει η ανθρώπινη ζωή. Γύρω από αυτά τα κτίρια, είτε πρόκειται για μια μεσαιωνική εκκλησία είτε για ένα τζαμί, ο κόσμος συσπειρωνόταν σε όλες τις σημαντικές στιγμές του έτους, του συνόλου αλλά και της ατομικής του πορείας. Γύρω από αυτά τα κτίρια διαμορφώθηκαν πλατείες και χώροι συνάντησης, γιατί η υπερβατική ενωτική 39
εμπειρία ως συλλογικό συναισθηματικό ζενίθ ήταν το σημείο αναφοράς της δημόσιας, κοινής ζωής. Η σύνδεση επομένως αφενός με το ουσιαστικό, κι όχι απλά χωρικό, κέντρο της πόλης και επιπλέον με την κοινή, δημόσια ζωή ήταν μια ποιότητα αλληλένδετη με την προσωπική εξέλιξη και τις ανάγκες του πολίτη. Συναισθηματικά ζενίθ μπορεί επίσης να προκληθούν στον άνθρωπο μέσα από την αγάπη, τη μουσική, την τέχνη, το χορό, την αρχιτεκτονική, την ποίηση, τη λογοτεχνία. Παρατηρούμε ότι η ύψιστη καλλιτεχνική έκφραση συνέβη συσχετιζόμενη με τη θρησκεία. Ο Bach, o Mozart, o Botticelli, o Michelangelo, γενιές ανώνυμων καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων Βυζαντινής και Ισλαμικής τέχνης έθεσαν τις δεξιότητες τους στην υπηρεσία αυτή της θρησκευτικής ζωής. Κατά τον Christopher Alexander τα ανθρώπινα όντα, με την αναζήτηση του Θεού μέσα από την ομορφιά, κατόρθωσαν το ύψιστο επίπεδο σύνδεσης με το σύμπαν26. Επί αιώνες, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να συνδεθούν με κάποιο ιερό τοπίο μέσω της αρχιτεκτονικής και της δομής, ενώ και σήμερα βιώνουμε αυτή την ένωση –ένα βαθύ συναίσθημα- σε εξαιρετικά θρησκευτικά κτίρια ή σε μέρη θαυμάσιας φυσικής ομορφιάς. Ο αιγύπτιος αρχιτέκτονας Hassan Fathy μίλησε για την ύπαρξη της ιερής δομής ακόμη και στο καθημερινό περιβάλλον. O Christopher Alexander το περιγράφει ως την ένωση με μια 26
40
Christopher Alexander, 2001-2005
ανώτερη συνοχή, και μια τέτοια ένωση είναι ένας από τους κυρίαρχους παράγοντες που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής. Η παραδοσιακή ανθρωπότητα σε όλο τον κόσμο προσπάθησε να συνδεθεί με κάτι οικουμενικό, πέραν της καθημερινής πρακτικότητας. 27 Μετά την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό και κυριότερα τη βιομηχανική επανάσταση, και σήμερα στις μέρες του Διαδικτύου, ο άνθρωπος βρίσκεται παντού και πουθενά, καθώς είναι ενωμένος ή μάλλον δικτυωμένος με όλο τον κόσμο, αλλά τελικά συνδεδεμένος με τίποτα, συχνά ούτε με τον εαυτό του. Η κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας οπωσδήποτε απομάκρυνε το μαζικό σκοταδισμό που είχε επιφέρει η προηγούμενη θρησκευτική της δομή, και πρόσφερε ευκαιρίες κι αποδοχή έξω από το συχνά αυστηρό νόμο της εκκλησίας. Ωστόσο, πλέον ζούμε σε ένα καθεστώς ατομικισμού, όπου υπέρτατη αξία είναι η προσωπική ανέλιξη, ενώ συγχρόνως το εγώ είναι περιχαρακωμένο και ανταγωνιστικό απέναντι στο σύνολο. Η κοινοτική σύνδεση είναι κατακερματισμένη και συχνά ανύπαρκτη, καθώς ο καθένας μπορεί να καταναλώσει και να καλύψει τις ανάγκες του μόνος του, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να απευθυνθεί στους γύρω του. Το κοινοτικό μυστήριο και η υπερβατική συλλογική ένωση που αντικατοπτρίζονταν και στο δημόσιο χώρο, ως το μέρος όπου όλοι πηγαίνουν κι όλοι έχουν 27 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.46-48.
“
λόγο να γνωριστούν, έχει αντικατασταθεί από την κατανάλωση. Οι «ναοί» πλέον είναι καταναλωτικής φύσης και ενώ προσφέρουν ανακούφιση στο εργαζόμενο κομμάτι της κοινωνίας, δεν παύουν να ορίζονται από μια ατομική δραστηριότητα. Η μαζική συγκέντρωση στα εμπορικά καταστήματα μπορεί να περιγραφεί ως μαζικές παράλληλες ατομικές εξορμήσεις.
Ή αγροτική κοινωνία ήταν (και είναι ακόμη) κοινωνία της μη - αφθονίας, της ένδειας, της αποδεκτής ή αποκηρυγμένης στέρησης, των απαγορεύσεων πού διευθετούν και ρυθμίζουν τις στερήσεις. Ήταν όμως και κοινωνία της Γιορτής, άλλα τούτη ή όψη, ή καλύτερη, δεν διατηρήθηκε: αυτήν πρέπει να αναβιώσουμε, κι όχι τούς μύθους ή τα όρια!28
Ο δημόσιος χώρος και η πόλη αντικατοπτρίζουν πια με τη δομή και τις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα, αυτή την κοινωνική αλλαγή. Κεντρικότητα αποκτούν οι χώροι με πολλές ευκαιρίες για κατανάλωση, ή οι χώροι με ευκαιρίες επίδειξης του «θησαυρού» που αποκτήθηκε. Οι καφετέριες, τα νυκτερινά μαγαζιά, τα σημεία πώλησης είναι αυτά που καθορίζουν πια αν ο κόσμος θα πάει ή όχι σε μια πλατεία κι αν ένας δρόμος έχει να επιδείξει κοινωνική ζωή. Οι γειτονιές ύπνου, όπου δεν υπάρχουν ευκαιρίες κατανάλωσης, σπανίως έχουν να επιδείξουν κοινοτική αλληλεπίδραση.
Σήμερα, η αστική κοινωνία σπάνια καθιερώνει μια κοινή κοινωνική αξία για τους κατοίκους της, πέραν του καταναλωτισμού και της καταναλωτικής ψυχαγωγίας. Έτσι, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια έλλειψη κοινωνικοποίησης. Η κοινωνικοποίηση συμβαίνει σε επιφανειακό επίπεδο, συχνά περιστρέφεται γύρω από έναν στόχο (π.χ. επαγγελματική δικτύωση), είναι χρονικά τμηματοποιημένη ακολουθώντας την κατακερματισμένη δομή της πόλης και ως επόμενο, δεν οδηγεί σε ουσιαστική κοινωνική συνοχή.
”
Η σύγχρονη κατάσταση που προσεγγίζει τη συνεκτική δομή μιας εκκλησίας των θρησκευτικών κοινωνιών είναι μια περίπτωση, υπαίθρια ή εσωτερική, όπου οι πολίτες συναντιούνται με έναν κοινό σκοπό. Ωστόσο, οι τμηματοποιημένες αυτές μονάδες πολιτών σπανίως βρίσκουν έναν λόγο για να ενωθούν 28 Lefebvre, H. (1977). Δικαίωμα στην πόλη. Εκδόσεις Παπαζήση, pp.132-140.
41
και να αλληλεπιδράσουν.
συλλογική μνήμη
“
Μια άλλη διάσταση αγάπης και οικειοποίησης αναπτύσσεται στη διάρκεια του χρόνου, αφότου αρκετές γενιές έχουν βιώσει σύνδεση με ένα συγκεκριμένο μέρος ή κτίριο. Οι πρόγονοι μπορεί να το έκτισαν, οπότε η οικειότητα και η έγνοια για αυτό το κτίριο διανύει τις γενιές. Οι παραδοσιακές κοινωνίες αξιολογούν τη συνέχεια της σύνδεσης που καθιερώνει ένα έμμεσο σύνδεσμο με τους πρόγονους και αυτός συνεχίζει το μέλλον για να συμπεριλάβει τους απόγονους. Η θέα της Ακρόπολης συγκροτεί την Αθήνα ως πόλη εκατοντάδες χρόνια και αποτελεί κοινό θέαμα για τους κατοίκους της από την αρχαιότητα, οπτικοποιώντας με στιβαρό τρόπο την ταυτότητα πόλης και πολιτών αυτής. Κατά τη μετάβαση από τις ειδωλολατρικές στις χριστιανικές θρησκείες, πολλοί ναοί σε καίριες τοποθεσίες αντικαταστάθηκαν από εξωκλήσια, και πολλές γιορτές ενσωματώθηκαν στη χριστιανική παράδοση με άλλο όνομα. Η δύναμη της συλλογικής παράδοσης αξιοποιήθηκε με στόχο την βαθύτερη οικειοποίηση.
Shahed Khan poses the disturbing question of whether the society that collaborates to collectively build a Mosque or Cathedral is driven by ideology and groupthink. The people are definitely motivated by a shared belief, and the resulting structure is a common good to be enjoyed by members of the majority society. I believe that the end result is one of love: a worshipper loves his/her temple, and even more so if he/she has helped to build it. The glorious religious structures throughout our history give an incredibly intense biophilic feedback that nourishes the user. Someone from another religion experiences this positive biophilic effect (Christians visiting a 15th century Mosque or Hindu temple are moved emotionally; Muslims and Hindus visiting a Medieval Cathedral are similarly moved; everyone visiting the Parthenon, etc.). Groupthink, by contrast, is most often associated with hate, not love. It polarizes one group of people against another, it denigrates and condemns the other’s work by denying the love that went into producing it, and by denying the commonality all human beings have for the things they love even as those things may differ. Groupthink channels human forces towards destruction. Nikos Salingaros
”
42
Οι ιστορικοί χώροι συναντήσεων έχουν καθιερωθεί ως τοποθεσίες τεράστιας σημασίας και είναι οι πιο σημαντικοί χώροι μιας πόλης –πλατείες και piazzas χρησιμοποιούνται για σημαντικά δημόσια συμβάντα, αλλά και λιγότερο σημαντικές καθημερινές δραστηριότητες. Μια ποικιλία κινητών και προσωρινών τύπων κατασκευών έχουν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια των αιώνων
για να υποστηρίξουν τέτοιες εκδηλώσεις και πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται σήμερα, όπως για παράδειγμα οι πάγκοι των υπαίθριων αγορών, οι σκηνές παραστάσεων με τις θέσεις τους, οι καντίνες και τα τρόλεϊ τροφίμων. Η πλατεία μια πόλης μπορεί να χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης μέσα στη βδομάδα, ως λαϊκή τροφίμων το Σάββατο, ως συναυλιακός χώρος την Κυριακή ή ως χώρος πανηγυρισμού μετά τις εκλογές. Είναι ένας ευπροσάρμοστος χώρος, επαρκώς καθορισμένος από τα όρια του και αρκετά ελεύθερος ώστε να επιτρέπει την πρόσβαση. Δικτυωμένος με φωτισμό, ρεύμα και αποχέτευση, μπορεί να φιλοξενήσει μια ποικιλία βοηθητικών εξοπλισμών που θα αλλάζουν το χαρακτήρα του, αναδεικνύοντας το μεταβλητό του ρόλο. Ίσης σημασίας είναι η ικανότητά του να προσαρμόζεται με τρόπο τέτοιο, ώστε τελικά οι διαφορετικοί ρόλοι- αποτελέσματα καταφέρνουν να προσαρτηθούν στην εικόνα του (ή ακόμη και να την αντικαταστήσουν) στη μνήμη του χρήστη. Ωστόσο, η ταυτότητα του ως συγκεκριμένου χώρου όπου τα τυχαία και σημαντικά γεγονότα της δημόσιας ζωής έχουνε συμβεί παραμένει ως συνεχόμενος σύνδεσμος με την ιστορία και την εικόνα της πόλης. 29
Σε λόγους συλλογικής μνήμης αποδίδεται και η επιδιωκόμενη μορφολογική ιδιαιτερότητα ορισμένων πολιτισμικών μνημείων, αλλά και 29 Kronenburg, R. (2007). Flexible: Architecture that Responds to Change. London: Laurence King.
εκδηλώσεων σε δημόσιους χώρους. Εκτός από μεμονωμένα άτομα που ζουν στην ίδια περιοχή, οι πολίτες γίνονται συμπολίτες, όταν μοιράζονται κοινές εμπειρίες, ενώ βρίσκουν την αφορμή να ενωθούν στο θέαμα, την αισθητική υπεροχή ενός ιδιαίτερου δημόσιου χώρου και σε όλες τις περιστάσεις ενός αξιομνημόνευτου συμβάντος. Ο δημόσιος χώρος επιδιώκει να είναι (με επιτυχία ή χωρίς) το κέλυφος που θα περιέχει τις ιδιαίτερες στιγμές των πολιτών, τα κοινά οράματα και τη δημόσια ψυχή, με τη μορφή της γιορτής ή της κατακραυγής. Η συλλογική μνήμη έχει φυσικά αμφίδρομη σχέση με την προσωπική μνήμη, με το φίλτρο που περιγράψαμε προηγουμένως. Ατομικά συμβάντα και εμπειρίες τροφοδοτούν τη σχέση μας με το χώρο, με αποτέλεσμα όταν επιστρέφουμε εκεί να δημιουργούμε πρόσθετες συλλογικές, οι οποίες με τη σειρά τους τροφοδοτούν τις ατομικές μας εμπειρίες και θεωρήσεις. Η μνήμη του χρήστη μπορεί βέβαια να αποτελέσει και τροχοπέδη για την αναβάθμιση της ποιότητας του περιβάλλοντος του. Κάποιοι χώροι συνάντησης είναι σχεδιασμένοι χωρίς δυνατότητες ευελιξίας, με αποτέλεσμα να καθιερώνουν και να ταυτίζονται με ένα καθορισμένο μοτίβο χρήσης. Τυπικά τέτοια παραδείγματα αποτελούν τα θρησκευτικά, τα κυβερνητικά και τα δικαστικά κτίρια. Αυτό συμβαίνει προκειμένου η συνέχιση του θεσμού και οι σχετικές διαδικασίες να εξασφαλίζουν 43
τη χωρική προτεραιότητα ανεξάρτητα από τις διαμάχες. 30 Με αυτόν τον τρόπο η αρχιτεκτονική χρησιμοποιείται για να διευκολύνει τον καθορισμό χαρακτήρα και ορίων στις εκδηλώσεις που θα φιλοξενεί ένας χώρος, αλλά και να περιορίσει την αμφισβήτηση από πλευράς του χρήστη. Μεγάλος αριθμός πολιτών που έχουν μεγαλώσει σε πόλεις με όλα τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, δύσκολα αναλαμβάνει πρωτοβουλία προκειμένου να αλλάξει το περιβάλλον του. Η επαφή με τις αστικές δομές και η απομάκρυνση από τη φύση στερούν από τον πολίτη το εμπειρικό υπόβαθρο ώστε να γνωρίζει ότι θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα, το ρυθμό και τις συνθήκες ζωής του. Η απουσία γνώσης και η επικύρωση του παρόντος περιβάλλοντος μέσα από τη συλλογική μνήμη των εγγενών κατοίκων των μεγάλων πόλεων δυσκολεύει ακόμη και την αναγνώριση της ύπαρξης ζητημάτων οικειοποίησης της πόλης. Ωστόσο κάποιοι τύποι χώρων συναντήσεων που προηγουμένως μπορούσαν να τοποθετηθούν σε αυτή την κατηγορία, τώρα προκαλούν το παραδοσιακό αρχιτεκτονικό μοτίβο τους και κινούνται προς ένα πιο ευέλικτο σύστημα. Επιπλέον, πολλές αστικές πρωτοβουλίες συστάθηκαν την τελευταία δεκαετία με αντικείμενο το αστικό περιβάλλον.
30 Kronenburg, R. (2007). Flexible: Architecture that Responds to Change. London: Laurence King.
44
ΠΑΙΧΝΊΔΙ Σύμφωνα με τον Henry Lefebvre μέχρι τώρα, μόνον οι ατομικές ανάγκες με τα δικά τους κίνητρα, σημαδεμένα από τη λεγόμενη καταναλωτική κοινωνία (γραφειοκρατική κοινωνία της κατευθυνόμενης κατανάλωσης) έχουν εξαρθεί: πρόκειται άλλωστε το πιθανότερο για ανάγκες κατευθυνόμενες. Oι συνειδητές και αναγνωρισμένες κοινωνικές ανάγκες έχουν ανθρωπολογική βάση: αντιθετικές και συμπληρωματικές, περιλαμβάνουν την ανάγκη της ασφάλειας αλλά και της διαφυγής, την ανάγκη της σιγουριάς αλλά και της περιπέτειας, την ανάγκη οργάνωσης της δουλειάς αλλά και την ανάγκη παιχνιδιού, όπως επίσης και τις ανάγκες πρόβλεψης και απρόοπτου, ενότητας και ποικιλίας, απομόνωσης και επαφής, ανταλλαγών και επενδύσεων, ανεξαρτησίας και επικοινωνίας, αμεσότητας και μακροπρόθεσμης προοπτικής. Το ανθρώπινο ον έχει ανάγκη τόσο να συσσωρεύει ενέργεια όσο και να την ξοδεύει, ακόμη και να τη σπαταλά στο παιχνίδι. Στις παραπάνω κοινωνικά επεξεργασμένες ανθρωπολογικές ανάγκες (πού άλλοτε, δηλαδή, διαχωρίστηκαν και άλλοτε συνυπήρξαν, καταπιέστηκαν ή ξεχείλισαν), προστίθενται και ανάγκες ιδιότυπες, τις οποίες δεν ικανοποιούν οι εμπορικοί και πολιτισμικοί εξοπλισμοί που προβλέπουν, λιγότερο ή περισσότερο φειδωλά, οι πολεοδόμοι. Πρόκειται για την ανάγκη δημιουργικής δραστηριότητας, ανάγκη έργου (όχι μόνο προϊόντων και καταναλώσιμων υλικών αγαθών), τις ανάγκες πληροφόρησης,
συμβολισμού, φαντασίας, την ανάγκη δραστηριοτήτων αναψυχής. Μέσα σ’ αυτές τις εξειδικευμένες ανάγκες ζει και επιζεί μια θεμελιώδης επιθυμία: δικές της εκδηλώσεις και στιγμές είναι το παιχνίδι, η σεξουαλικότητα, οι σωματικές δραστηριότητες, όπως ο αθλητισμός, η δημιουργική δραστηριότητα, η τέχνη και η γνώση, που ξεπερνούν λίγο-πολύ τον κατακερματισμό της δουλειάς.31 Στο βιβλίο του Homo Ludens (o άνθρωπος παίζει) ο Johan Huizinga παρατηρεί ότι ακόμη και στις πιο απλές μορφές του στο ζωικό βασίλειο, το παιχνίδι είναι κάτι παραπάνω από ένα καθαρά φυσιολογικό φαινόμενο ή ένα ψυχολογικό αντανακλαστικό. Κινείται πέραν των ορίων της αυστηρά σωματικής ή βιολογικής δραστηριότητας. Είναι μια σημαντική λειτουργία, έχει λοιπόν ένα νόημα. Στο παιχνίδι υπάρχει κάτι «που παίζεται», που υπερβαίνει τις άμεσες ανάγκες της ζωής και προσδίδει νόημα στη δράση.
31 Lefebvre, H. (1977). Δικαίωμα στην πόλη. Εκδόσεις Παπαζήση, pp.125-130.
“
All play means something. If we call the active principle that makes up the essence of play “instinct”, we explain nothing if we call it “mind” or “will” we say too much. However we may regard it, the very fact that play has a meaning, implies a non-materialistic quality in the nature of the thing itself. Johan Huizinga
”
Από ορισμένους, η προέλευση και οι βασικές αρχές του παιχνιδιού έχουν περιγραφεί ως απαλλαγή μιας υπέρ-αφθονίας ζωτικής ενέργειας, από άλλους ως η ικανοποίηση κάποιου «διαισθητικού ενστίκτου» ή μερικές φορές απλά ως μια «ανάγκη» για χαλάρωση. Μια θεωρία υποστηρίζει ότι το παιχνίδι αποτελεί την εκπαίδευση του νεαρού πλάσματος για τη σοβαρή εργασία που θα απαιτηθεί για την επιβίωση του. Άλλες θεωρήσεις υποστηρίζουν ότι αποτελεί μια απαραίτητη άσκηση αυτοσυγκράτησης για το άτομο, ή μια έμφυτη τάση να εξασκηθεί σε μια συγκεκριμένη ικανότητα ή στην επιθυμία του να επιβληθεί και να διαγωνιστεί. Τέλος, έχει ερμηνευτεί ως μια “κάθαρση της ψυχής”, μια διέξοδο δηλαδή για επιβλαβή ερεθίσματα, αλλά και ως τον απαραίτητο συντηρητή ενέργειας που χάνεται από μονότονες δραστηριότητες, ως «εκπλήρωση επιθυμιών», ως μια μυθοπλασία σχεδιασμένη για να διατηρήσει την αίσθηση της προσωπικής αξίας, και με πολλούς άλλους
45
τρόπους. 32
“
The very existence of play continually confirms the supra-logical nature of the human situation. Animals play, so they must be more than merely mechanical things. We play and we know that we play, so we must be more than merely rational beings, for play is irrational.
”
Το παιχνίδι μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί ένα θεμελιώδη τρόπο με τον οποίο συσχετιζόμαστε με καταστάσεις, περιβάλλοντα και πρόσωπα, αλλά και με τον εαυτό μας. Η σύνδεση με το χώρο μέσα από το παιχνίδι φέρει μια αόριστη ιδέα εξερεύνησης και πειραματισμού, την αίσθηση της κίνησης και της επικοινωνίας.
“
The play concept must always remain distinct from all the other forms of thought in which we expressed the structure of social and mental life. Play is a function of the living.
”
Από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε για το παιχνίδι είναι ότι διέπεται από κανόνες. Αν δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχει παιχνίδι. Η κίνηση εκτός των κανόνων 32 Huizinga, J. (2014). Homo ludens. Boston, Mass.: Beacon Press.
46
συνεπάγεται «κλεψιά» κι αδικία και αποτελεί αιτία τερματισμού. Αυτό ισχύει τόσο στα μικρά ανεπίσημα παιχνίδια που παίζουμε ως παιδιά, όσο και στα μεγάλης εμβέλειας παγκόσμια παιχνίδια, όπως το ποδόσφαιρο, μια παρτίδα σκάκι ή ακόμη μια πολιτική διαπραγμάτευση. Το αστικό παιχνίδι είναι η κίνηση και η δράση σε ένα ταμπλό με συγκεκριμένη γεωμετρία και χωρικούς κανόνες, όπως για παράδειγμα τις πολυώροφες δομές που εμποδίζουν τις κινήσεις μας, τη βαρύτητα που κρατάει το σώμα μας στο έδαφος, αλλά και διάφορα κοινωνικά και νομικά πλαίσια. Ο πολίτης μπορεί να «παίξει» εφόσον τηρεί τους κανόνες, σέβεται δηλαδή τους συμπολίτες του και το νόμο. Οι κοινωνικοί νόμοι μπορεί να έχουν μια πολύ διακριτική και συχνά απρόβλεπτη χροιά, καθώς εξαρτώνται και από την προσωπικότητα του καθενός που τυχαίνει να βρίσκεται σε εκείνο το χώρο. Ίσως κάποιος πολίτης να επιθυμεί μεγάλη απόσταση από τους γύρω του, οπότε αν αυτός που «παίζει» τον πλησιάσει, να υπάρξει μία αντίδραση, η απομάκρυνση. Μια αλυσιδωτή αντίδραση με στόχο την αποκατάσταση των κανόνων που παραβιάστηκαν , οδηγεί σε κίνηση απρόβλεπτη και ποικιλόμορφη ανάλογα με το πλήθος των διαφορετικών προσωπικοτήτων και προτιμήσεων που κατακλύζουν το δημόσιο χώρο. Άλλοτε πάλι, το πλησίασμα είναι ζητούμενο για την «κορύφωση του παιχνιδιού», εκεί όπου εντός των κανόνων δημιουργούνται συμμαχίες κι ομάδες που εξερευνούν την
αστική κοινωνικότητα, «παίζοντας». Το παιχνίδι μπορεί να αναβληθεί ή να ανασταλεί οποιαδήποτε στιγμή. Δεν είναι ποτέ επιβεβλημένο από μια φυσική αναγκαιότητα ή κάποιο ηθικό χρέος. Δεν πρόκειται ποτέ για αγγαρεία. Πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της αναψυχής, όταν υπάρχει ελεύθερος χρόνος. Σύμφωνα με το Johan Huizinga εδώ έχουμε το επόμενο βασικό χαρακτηριστικό του παιχνιδιού: ότι είναι ελεύθερο, ότι είναι στην πραγματικότητα η ελευθερία. Η παρουσία στο αστικό περιβάλλον μπορεί να είναι στοχοκεντρική ή να στερείται συγκεκριμένου σκοπού. Ωστόσο, η καθημερινότητα στις πόλεις σε συνδυασμό με τη λειτουργική οργάνωση των χρήσεων σε ζώνες, έχει δημιουργήσει υπερβολικά πολλές στοχοκεντρικές κινήσεις μέσα στη διάρκεια της ημέρας. Κινούμε τα σώματα μας ανάμεσα στο δομημένο χώρο και διασχίζουμε αστικά τοπία, έχοντας τη σκέψη μας προσηλωμένη στον προορισμό μας, τον τόπο όπου πρέπει να μεταβούμε. Η πραγματική επικοινωνία με το αστικό περιβάλλον συμβαίνει όταν είμαστε ελεύθεροι να παρατηρήσουμε, να εκτεθούμε σε ερεθίσματα και να αλληλεπιδράσουμε με αυτά. Όταν δηλαδή υπάρχει «κενός» χρόνος, χρόνος δίχως σκοπιμότητα. Σε αυτόν τον χρόνο μπορούμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας ελεύθερα σε ότι συναντά το μάτι μας ή συγκινεί την όσφρηση μας. Μπορούμε επίσης ελεύθερα να αποφασίσουμε τη δράση μας εντός του αστικού
παιχνιδιού, να περπατήσουμε στις πλάκες του πεζοδρομίου αποφεύγοντας τους αρμούς (πλάκες κανόνας, παιχνίδι περπάτημα) ή να συμμετέχουμε σε ένα πλήθος που χειροκροτεί έναν καλλιτέχνη του δρόμου.
“
That which has neither utility nor likeness, nor yet in its effects is harmful, can be best judged by the criterion of the charm that s in it, and by the pleasure it affords. Such pleasure, entailing as it does no appreciable good or ill, is play. Πλάτωνας
”
Η σημασία της σοβαρότητας ορίζεται και εξαντλείται στην άρνηση του παιχνιδιού. Η κατάσταση όπου κάποιος είναι σοβαρός είναι μια κατάσταση όπου απλώς «δεν παίζει» και τίποτα παραπάνω. Αντίθετα, η σημασία του παιχνιδιού δεν ορίζεται και δεν εξαντλείται σε καμιά περίπτωση αποκαλώντας το «μη σοβαρό». Το παιχνίδι είναι μια αυτόφωτη κατάσταση. 33 Ένα ζητούμενο για την ενθάρρυνση του αστικού παιχνιδιού είναι αυτή η προσωρινή αναίρεση της σοβαρότητας, η δυνατότητα της πραγματικής ευελιξίας. Το παιχνίδι αρχίζει και σε μια δεδομένη στιγμή τελειώνει. Παίζεται μέχρι ένα τέλος, μέχρι την επιστροφή στη «σοβαρή καθημερινότητα». Καθώς εξελίσσεται, 33 Huizinga, J. (2014). Homo ludens. Boston, Mass.: Beacon Press.
47
όλα είναι κίνηση, αλλαγή, μεταβολή, συνέχεια, συσχέτιση, διαχωρισμός.
“
First and foremost, all play is voluntary activity. Play to order is no longer play. It could at best be but a forcible imitation of it. Obviously freedom must be understood here in the wider sense that leaves untouched the philosophical 34 problem of determinism.
”
Η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα οι άνθρωποι αναζητούν τη γοητεία του άγνωστου και του μυστηρίου σε ταινίες και βιβλία, καθώς η αστική πραγματικότητα είναι ρασιοναλιστικά προβλέψιμη και το αστικό τοπίο συνολικά καταγεγραμμένο. Δεν είναι ότι απλά γνωρίζουμε πού βρίσκεται οτιδήποτε, αλλά ότι και να μή γνωρίζουμε, μπορούμε με απλές γραμμικές λογικές σκέψεις να το μαντέψουμε, λόγω της αναγνωσιμότητας και της επικράτησης του καρτεσιανού συστήματος. Το αρχαίο μυστήριο και η τελετή αποτελούν ένα συμμετοχικό παιχνίδι μετουσίωσης και τα αισθητικά απομεινάρια τους συμπυκνωμένα σε μια μάσκα ή μία παγανιστικής προέλευσης γιορτή μεταμφίεσης, ασκούν μαγνητική έλξη στο σημερινό άνθρωπο.
34 Huizinga, J. (2014). Homo ludens. Boston, Mass.: Beacon Press. p.7
48
“
Primitive, or let us say, archaic ritual is thus sacred play, indispensable for the well-being of the community, fecund of cosmic insight and social development but always play in the sense Plato gave to it – an action accomplishing itself outside and above the necessities and seriousness of everyday life. In this sphere of sacred play the child and the poet are at home with the savage. [...]Even for the cultured adult of today the mask still retains something of its terrifying power, although no religious emotions are attached to it. The sight of the masked figure, as a purely aesthetic experience carries us beyond ordinary life into a world where something other than daylight reigns; it carries us back to the world of the savage, the child and the poet, which is the world of play. Johan Huizinga
”
Αυτή η ένταση του αρχαϊκού μυστηρίουπαιχνιδιού μπορεί να παρατηρηθεί στο αστικό παιχνίδι στην αίσθηση του ανεξερεύνητου, του απάτητου, του μη προκαθορισμένου. Η κλιμάκωση του συναισθήματος του θεατή συμβαίνει καθώς η χωρική και κοινωνική πλοκή εξελίσσεται με εκπλήξεις κι ακαθοριστία. Εδώ μιλάμε για μια «ψυχογεωγραφία», όχι σκηνοθετημένη, αλλά ρέουσα και διαρκώς μεταλλασσόμενη από τη συμβολή οποιουδήποτε.
Ο δημόσιος χώρος πέραν του να γίνει λειτουργικός και να κατοικηθεί περισσότερο έχει την ταυτότητα του χώρου όπου οι κοινότητες ξετυλίγουν τα δικά τους μυστήρια, όπου το άτομο μπορεί ακόμη να ανακαλύψει γωνιές και ιστορίες. Για να γίνει αυτό, οι ατομικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να καταλάβουν το χώρο, δηλαδή ο καθένας μας να μπορεί να αλλοιώσει, να προσθέσει, να μετασχηματίσει, να κρύψει και να επινοήσει καταστάσεις δημόσιου χώρου, με το δημόσιο χώρο να γίνεται τελικά ένα κολάζ διαθέσεων, μια έκφραση της πολυπλοκότητας των περιφερόμενων ατομικοτήτων μας που δεν βρίσκει ανταπόκριση σε γυμνές, ορθοκανονικές διαμορφώσεις.
εκφράζει την ερμηνεία της για τον κόσμο και τη ζωή. Με αυτό δεν εννοούμε ότι το παιχνίδι μετατρέπεται σε πολιτισμό, αλλά περισσότερο ότι στα πρότερα στάδιά του, ο πολιτισμός είχε το χαρακτήρα του παιχνιδιού, ότι συχνά συνεχίζει με το σχήμα και τη διάθεση του. Οι δυο συνεχώς επαναλαμβανόμενες μορφές στις οποίες ο πολιτισμός αναπτύσσεται ως ένα παιχνίδι είναι οι ιερές παραστάσεις και οι γιορτινοί διαγωνισμοί. 35
Με άλλα λόγια η οικειοποίηση του δημόσιου χώρου από τους πολίτες είναι συχνά λιγότερο λογική διαδικασία και περισσότερο ένα συνονθύλευμα από φαινομενικά ακατανόητες, ατομικές καταστάσεις. Οι ατομικές αυτές καταστάσεις μπορούν να προκύψουν μέσα από διάφορες διαδικασίες. Η αμεσότητα της διαχείρισης και αλλαγής των αστικών διαμορφώσεων είναι μια από αυτές. Στις αρχαϊκές κοινωνίες, ακόμη και οι δραστηριότητες που στόχευαν στην άμεση ικανοποίηση ζωτικών αναγκών (όπως για παράδειγμα το κυνήγι) έτειναν να αποκτούν τη μορφή του παιχνιδιού. Η κοινωνική ζωή εμπλουτιζόταν με υπέρ-βιολογικές μορφές (πνεύματα, τοτέμ) οι οποίες αύξαναν την αξία της. Μέσα από το παιχνίδι η κοινωνία
35 Huizinga, J. (2014). Homo ludens. Boston, Mass.: Beacon Press.
49
ΣΥΜΜΕΤΟΧΉ Ο Christopher Alexander στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ως αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, χρειάστηκε πολλές φορές να σχεδιάσει και να επιβλέψει κατασκευές. Σταθερά σε κάθε περίπτωση επέμενε στη συμμετοχή των χρηστών και στα δυο στάδια. Θεωρούσε ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να παραχθούν δομημένες μορφές, αγαπητές κι αποδεκτές από τους κατοίκους. (Alexander, 2005; Alexander, 1985). Σύμφωνα με αυτό, η προσωπική σύνδεση επομένως με το κτισμένο δεδομένο επιτυγχάνεται μέσα από τη συμμετοχή στη δημιουργία του. 36
“
In my experience with urban forms and spaces, people do not identify with a particular place unless they feel they own it in some way. For that to occur, they must take emotional ownership. I believe that this is possible only if there is a shared feeling of love for the physical object, and even then only when this feeling is quite intense. If we love something, we care to preserve it. We can love something that is not exclusively ours, and then it becomes a common good. Much of the time, we love something that we have participated personally in creating. Nikos Salingaros
”
Σήμερα είναι ιδιαίτερα σπάνιο οι πολίτες να συμμετέχουν στη δόμηση, είτε πρόκειται για τις κατοικίες τους είτε για το δημόσιο χώρο. Σε γενικές γραμμές η βασική μάζα της πόλης τους παρουσιάζεται έτοιμη κι ιδιαίτερα αμετάβλητη θα μπορούσαμε να πούμε. Για αυτό το λόγο κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τις κινήσεις των πολιτών προκειμένου να οικειοποιηθούν αυτή την ξένη μορφή, «αλλοιώνοντάς» την με τη δική τους παρέμβαση, ενώ ουσιαστικά προσδίδουν νόημα στο μορφολογικό κέλυφος της πόλης.
36 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.72-73.
50
Περιδιαβαίνοντας μια πόλη μπορεί να θαυμάσει κανείς μια ποικιλία παρεμβάσεων εκ μέρους των πολιτών. Οι παρεμβάσεις αποτελούν πράξεις επικοινωνίας ή πράξεις οικειοποίησης.
Όσο περισσότερο το επιτρέπει το περιβάλλον, τόσο περισσότερο οι πολίτες θα νιώσουν την ανάγκη να το προσαρμόσουν στις ανάγκες τους, τοποθετώντας προσωρινά έπιπλα στο πεζοδρόμιο, σχεδιάζοντας graffiti στους τοίχους, επεκτείνοντας το χώρο στάσης τους ή στήνοντας πάγκους μικροπωλητών. Σύμφωνα με το Νίκο Σαλίγκαρο, οι προσαρμοστικές αλλαγές στην υπάρχουσα μορφή είναι συγγενείς με την επιδιόρθωση και την αυτό-επούλωση στους οργανισμούς, αλλά συχνά θεωρούνται υποβιβασμός και βεβήλωση του έργου. Στην πραγματικότητα, η αστική κοινωνία επιδιώκει να θεραπεύσει τον εαυτό της από την επιβολή αφύσικων, ψυχρών δομών, μέσα από δράσεις όπως το graffiti, τα pocket parks, η αφισοκόλληση, αλλά και ο βανδαλισμός, τελικά, ως επίθεση σε ένα αντικείμενο που δεν αφορά ούτε εκφράζει τον πολίτη. 37
βανδαλισμούς. Το αστικό περιβάλλον όμως συχνά επιβάλλεται με στιβαρότητα και επιφέρει συναισθηματική ανησυχία. Εάν στην οργισμένη εφηβεία η ανησυχία εκφράζεται με άναρχο, επιθετικό τρόπο, έχει ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με την τρίτη ηλικία που μετοικίζει στην πόλη. Οι υπερήλικες, έχοντας ζήσει σε χωριό, γνωρίζουν τι τους λείπει από την πόλη και βρίσκουν την ευκαιρία να οικειοποιηθούν όσο μπορούν το δημόσιο χώρο τους, επαναλαμβάνοντας τα μοτίβα που βίωσαν στα χωριά.
Οι πολίτες, μην έχοντας συμμετάσχει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την πόλη όπου ζουν, δεν είναι συνδεδεμένοι με τις δομές της και προσπαθούν να τις αλλάξουν με διάφορα ατυχή ή επιτυχημένα εγχειρήματα. Τα μέρη με τα οποία οι άνθρωποι νιώθουν συνδεδεμένοι, όπως το εσωτερικό της κατοικίας τους , σπανίως βιώνουν βεβηλώσεις και 37 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.84.
51
HΕΞΈΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΎ ΤΟΠΊΟΥ
52
Σ
τα μέσα του 19ου αιώνα στο Δυτικό κόσμο, μεγάλος αριθμός ανθρώπων μετακινήθηκαν από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές για οικονομικούς λόγους. Η αστικοποίηση είχε ξεκινήσει και είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των ορίων των πόλεων. Τα νέα πληθυσμιακά δεδομένα σε συνδυασμό με την αναδυομένη βιομηχανική κοινωνία επρόκειτο να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητα της νέας πόλης. Ο αυξημένος αστικός πληθυσμός δημιούργησε παραγκουπόλεις στα όρια των παραδοσιακών πόλεων και ανησυχητικές συνθήκες υγιεινής, ηλιασμού κι εξαερισμού. Στην αρχή του 20ου αιώνα, υπήρξαν βασικά δυο αντιδράσεις σε αυτές τις νέες προκλήσεις του υπερπληθυσμού. Το πρώτο μοντέλο, που κυριάρχησε τη δεκαετία του 1920, βασίστηκε στις κλασικές αστικές μορφές και κατασκευαστικές τυπολογίες του παραδοσιακού αστικού σχεδιασμού. Αυτό το κίνημα παρουσιάστηκε από τη Σχολή του Άμστερνταμ και τον Ολλανδό αρχιτέκτονα Hendrik Berlage. Το δεύτερο κίνημα ήταν η ριζοσπαστική ρήξη του Μοντερνισμού με την παράδοση του παρελθόντος, που επικράτησε επιδεικτικά από τη δεκαετία του 1960, έπειτα από μια πιο χαμηλόφωνη παρουσία του στα μεσοπολεμικά χρόνια. Στην πράξη, η επίλυση αυτού του προβλήματος ήρθε μέσα από την εισαγωγή του συστηματικού ρασιοναλιστικού σχεδιασμού, άποψη
που υποστηρίχθηκε από το κίνημα του Μοντερνισμού και τη βιομηχανική επανάσταση. Μια από τις βασικότερες επαναστάσεις που άλλαξαν τις παραδοσιακές αστικές δομές ήταν η καθιέρωση των αυτοκινήτων ως τον επικρατέστερο τρόπο μετακίνησης στον 20ο αιώνα, αλλά και η εισαγωγή του οπλισμένου σκυροδέματος ως μια νέα και γρήγορη μέθοδο οικοδόμησης για το αστικό περιβάλλον. Νέα υλικά οικοδόμησης, πιο παραγωγικές μέθοδοι οικοδόμησης και πιο εξειδικευμένες μέθοδοι κατασκευής που μπορούσαν να κτίζουν μεγαλύτερα, ψηλότερα και γρηγορότερα, δοκίμασαν την παραδοσιακή πόλη που ήταν χαμηλή και πυκνή. Ήδη από την Αναγέννηση, το πρότυπο της παραδοσιακής πόλης με τους ελικοειδείς δρόμους και τη χαμηλή δόμηση είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση κι ο σχεδιασμός άρχισε να προσανατολίζεται προς τις ευθείες γραμμές και τη συμμετρία. 38
Το 1923 ο Le Corbusier δημοσίευσε ένα μοντερνιστικό μανιφέστο για την πόλη από μια φονκσιοναλιστική σκοπιά. Πολέμησε για μια ρήξη με την πυκνή παραδοσιακή πόλη προκειμένου να παρέχει στους ανθρώπους αξιοπρεπή δομημένα πλαίσια για τη ζωή τους στον 20ο αιώνα, με χώρο για αυτοκίνητα και άλλες σύγχρονες ανέσεις.
38 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
53
Η μοντερνιστική πόλη ήταν μια πόλη όπου οι βασικές λειτουργίες της πόλης (εργασία, ανάπαυση, αναψυχή) ήταν ομαδοποιημένες νοηματικά και χωρικά, σε αντίθεση με προγενέστερα πρότυπα μικτών χρήσεων στην πόλη. Ο αριθμός των ανθρώπων ανά μονάδα κατοικίας μειώθηκε και το μέγεθος των κατοικιών διογκώθηκε, ενώ ταυτόχρονα με την πολυώροφη δόμηση, αυξήθηκε ο αριθμός κατοίκων ανά οικοδομικό τετράγωνο. Ανά κατοικία υπήρχε πια περισσότερο φως και αέρας, μέσα και έξω, όπου περιοχές πρασίνου τοποθετήθηκαν σαν αστικές οάσεις. Η θέση του Μοντερνισμού ως της επικρατέστερης ιδεολογίας για το σχεδιασμό και την αρχιτεκτονική επισφραγίστηκε με τη Χάρτα της Αθήνας που διαμορφώθηκε στο Congrès International d’Architecture Moderne (CIAM) της Αθήνας το 1933. Εκεί αφομοιώθηκαν πολλές από τις ιδέες του Le Corbusier. Με τον Le Corbusier επικεφαλής οι μοντερνιστές απέρριψαν τα παραδοσιακά αστικά μοτίβα, στην προσπάθεια δημιουργίας καλύτερων συνθηκών για τους ανθρώπους. Είχαν μεγαλεπήβολα σχέδια για ανοιχτές αστικές δομές που διαφοροποιούνταν από τις παραδοσιακές πόλεις που χαρακτηρίζονταν από πολυπλοκότητα, υπερπληθυσμό και πλήθος ασθενειών. Πολλά από τα επιχειρήματα για τον εκμοντερνισμό του κτιριακού αποθέματος επικεντρώνονταν σε μεγάλο βαθμό σε αυτή την έλλειψη συνθηκών υγιεινής και υγείας. 54
Τα σύγχρονα ιατρικά επιτεύγματα όπως η ανακάλυψη της πενικιλίνης, συνεργάστηκαν με μαζικές προσπάθειες για άνοδο του επιπέδου υγιεινής των πόλεων και των κατοικιών και οδήγησαν σε εντυπωσιακή μείωση των βακτηριδιακών ασθενειών στα μέσα του 20ου αιώνα. 39 Ωστόσο, στη νέα αυτή πόλη του φονξιοναλισμού, παραμελήθηκε η έννοια του χώρου της κοινότητας, του ποιοτικού δημόσιου χώρου. Με έμφαση στη δόμηση που δόθηκε στο σχεδιασμό, τα κενά της πόλης θεωρήθηκε ότι θα λειτουργούσαν με τον αντίστοιχο τρόπο της πλατείας της παραδοσιακής πόλης, ενώ στην πραγματικότητα η δομημένη κατάσταση γύρω από αυτά είχε αλλάξει τόσο σε επίπεδο χρήσεων όσο και σε επίπεδο ατμόσφαιρας. Οι εκτεταμένοι κενοί χώροι που δημιουργήθηκαν σε κεντρικές περιοχές δεν λειτούργησαν ως κομβικά σημεία συναντήσεις για τους πολίτες καθώς βρίσκονταν μακριά από τις κατοικίες τους ή δεν έφεραν τις ποιότητες εκείνες που προσδίδουν οικειότητα, ενώ τα κενά ανάμεσα στα πολυώροφα κτίρια των οικιστικών περιοχών βρέθηκαν ακατοίκητα και χωρίς κίνηση, μιας και οι γειτονιές αυτές χαρακτηρίζονταν από μονολειτουργικότητα και περιορισμένη κοινωνική έλξη. Η εξάπλωση της πόλης σε μεγαλύτερη 39 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
περιοχή για να περικλείσει και τα προάστια συνέβαλε στην αραίωση της ζωτικότητας της πόλης, καθώς απλώς κυκλοφορούσαν λιγότεροι άνθρωποι. Με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη υπήρξε εκρηκτική αστική εξάπλωση και κίνηση αυτοκινήτων. Ενδεικτικά, ο ρυθμός οικοδομικής δραστηριότητας ανέβηκε από τα 5km/h στα 60km/h40, διαμορφώνοντας μια νέα διογκωμένη κλίμακα για το δημόσιο χώρο και παρακάμπτοντας την ανθρώπινη κλίμακα. Καθώς λοιπόν η αστική πυκνότητα μειώθηκε με περισσότερο χώρο ανά κάτοικο και τα αυτοκίνητα κατάκλυσαν τις πόλεις, η ποιότητα της ζωτικότητας στους δημόσιους χώρους έγινε μια πρόκληση. To 1889 με την έκδοση του βιβλίου του Der Städtebau nach seinen künstlerischen Grundsätzen o Camillo Sitte μίλησε για την τέχνη της οικοδόμησης πόλεων από μια διαισθητική και καλλιτεχνική σκοπιά. Ο Sitte δεν πραγματοποίησε μελέτες για τη δημόσια ζωή αλλά άσκησε σφοδρή κριτική στο ρασιοναλιστικό αστικό σχεδιασμό της εποχής του, για τον υπερβολικά άκαμπτο χαρακτήρα του σε σχέση με τις λαβυρινθικές και ποικιλόμορφες εκφράσεις των μεσαιωνικών πόλεων. Υπογράμμισε επίσης τη σημασία της δημιουργίας χώρου για του ανθρώπους, σε σχέση με την εστίαση στις ευθείες γραμμές και τις τεχνικές λύσεις. Ο Le Corbusier άσκησε
έντονη κριτική στις ιδέες του Sitte. Στις αρχές της δεκαετίας των 60s πολλοί ερευνητές με διαφορετικές καταγωγές και έχοντας κατοικήσει σε διάφορα μέρη του κόσμου άρχισαν να εκπέμπουν την κραυγή αγωνίας ότι είχε συμβεί σοβαρό λάθος με το σύγχρονο αστικό σχεδιασμό. Είχε αρχίσει να γίνεται σαφές πλέον ότι ο σχεδιασμός ενός δημόσιου χώρου δεν συνεπάγεται αυτόματα τη δημόσια ζωτικότητα. Αντίθετα, η ζωτικότητα επηρεάζεται έντονα από τις συνθήκες όπως η πυκνότητα του πληθυσμού και το δομημένο περιβάλλον. Πιθανόν, αυτή η σύνδεση να θεωρούνταν πάντα δεδομένη, καθώς μόλις μερικές δεκαετίες πριν αποτελούσε το κατεστημένο. Το 1966 ο Aldo Rossi προωθούσε την υπενθύμιση της ποιότητας των παραδοσιακών πόλεων, ενώ το βιβλίο Learning from Las Vegas (1972) τοποθέτησε τη δημόσια ζωή ξανά στα υπόψη. Η Jacobs άσκησε κριτική στη διαίρεση της πόλης σε οικιστικές, ψυχαγωγικές και εμπορικές ζώνες, καθώς οι μοντερνιστικές αυτές διαιρέσεις κατά τη γνώμη της κατέστρεφαν την κοινωνική ζωή και την περίπλοκη συνδετική δύναμη μιας πόλης. Αντέδρασε επίσης στις προκατ λύσεις επί του σχεδίου, επί της κάτοψης.
40 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
55
“
As Jacobs wrote: “There is no logic that can be superimposed on the city; people make it, and it is to them, not buildings, that we must fit our plans. This does not mean accepting the present; downtown does need an overhaul, it is dirty, it is congested. But there are things that are right about it too, and by simple old-fashioned observation we can see what they are. We can 41 see what people like.
”
Γράφοντας το 1962, καθώς η νέα πόλη του Mourenx οικοδομείται, ο Henry Lefebvre παρατηρεί την παραγωγή μιας υπέρ-σχεδιασμένης λειτουργικής πόλης:
“
Mourenx has taught me many things. Here, objects wear their social credentials; their function, every object has its use and declares it. Every object has a distinct and specific function. When an object is reduced to nothing but its own function, it is also reduced to signifying itself and nothing else; there is virtually no difference between it and a signal and to all intents and purpose, a group of these objects becomes a signaling system. As yet there are not many traffic lights in Mourenx. But in a sense the place is v already nothing but traffic lights; do this, don’t do that 42
”
Η ανθολογία του Sorkin «Variations on a Theme Park» ασχολήθηκε με το πως η καθιέρωση του δημόσιου χώρου στις αμερικανικές πόλεις ως σημαντικού στοιχείου για τη δημοκρατική κοινωνία βρισκόταν σε κίνδυνο από τις ιδιωτικοποιήσεις. Στο τέλος του 1990 μια έκθεση στη Βαρκελώνη προετοίμασε το ανανεωμένο ενδιαφέρον για το δημόσιο χώρο με παραδείγματα για το πως η πόλη είχε επανοικειοποιηθεί. Στις δεκαετίες 1960 και 1970 ενώ ο αυστηρός διαχωρισμός των επιστημών τιθόταν υπό αμφισβήτηση στα πανεπιστήμια, ομάδες 41 Gehl, J. (2011). Life between buildings. Washington, DC: Island Press.
56
42 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.162.
πολιτών άρχισαν να διαμαρτύρονται σχετικά με σχέδια αστικών αναπλάσεων. Η μάχη για το δημόσιο χώρο δόθηκε σε σύνδεση με τη νεανική επανάσταση, αντιπολεμικές πορείες, διαμαρτυρίες εναντίων των πυρηνικών αντιδραστήρων και υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών. Τότε όπως και τώρα: ο δημόσιος χώρος είχε μια σημαντική πολιτική διάσταση: οι διαμαρτυρίες γίνονται σε και για αυτόν. Η προτεραιότητα στις ανθρώπινες αξίες έδωσε φωνή και στους ανθρώπους που έμεναν στα μεγάλα, νεόδμητα συγκροτήματα κατοικιών. Κατά τη διάρκεια της ημέρας αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονταν στη δουλειά ή το σχολείο, κάτι που οδήγησε σε περιοχές χαρακτηρισμένες ως “bedroom communities”. Όλα αυτά ήταν ταυτόχρονα με τους κοινωνικούς αγώνες εναντίον της πολιτικής εξουσίας και υπέρ των δικαιωμάτων των πολιτών. Kατά τη διάρκεια του 1960 η περιβαλλοντική συνειδητοποίηση αυξήθηκε και για πρώτη φορά η προσοχή του κοινού εστιάστηκε στη μόλυνση από τα σωματίδια, το θόρυβο και άλλους παράγοντες που μπορούν να κάνουν τις πόλεις ανθυγιεινές ή τουλάχιστον απωθητικές. Το κίνημα English Garden City είχε ήδη επιστήσει την προσοχή στα πιθανά σωματικά και ψυχολογικά ρίσκα των πόλεων από το 1900. Τα προβλήματα είχαν μεγαλώσει κι εξαιτίας της χρήσης περισσότερης ενέργειας που απελευθέρωνε περισσότερη μόλυνση, των βλαβερών απόβλητων στην ατμόσφαιρα από
τις νέες μεθόδους παραγωγής, της αύξησης των αυτοκινήτων. Όλα μαζί συνέβαλαν σε σημαντική αύξηση της μόλυνσης στης διάφορες μορφές της (ηχορύπανση, φωτορύπανση, σωματίδια). Η προσπάθεια να ξεπεραστούν τα προβλήματα υγείας των πόλεων στις αρχές του 20ου αιώνα: υπερπληθυσμιακές πόλεις με ανάλογες χωρητικότητες βακτηριδιακών ασθενειών όπως φυματίωση, διφθερίτιδα και χολέρα, οδήγησε σε άμεσα αποτελέσματα. Ωστόσο, σχεδόν ταυτόχρονα με τη μείωση του αριθμού τους μετά την ανακάλυψη και ευρεία χρήση της πενικιλίνης, προέκυψε μια αύξηση των ασθενειών που οφειλόταν στο σύγχρονο τρόπο ζωής: καθιστικές συνήθειες, αγχωτικές εργασιακές συνθήκες, μετακινήσεις με το αμάξι και αυξημένη πρόσβαση σε μεγάλες ποσότητες και νέα είδη φαγητού. Τέτοιες ασθένειες όπως το stress, ο διαβήτης και τα προβλήματα στην καρδιά επηρέαζαν όλο και περισσότερους ανθρώπους στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, προκαλώντας αυξημένο ενδιαφέρον για τη μελέτη του πως και που κινούμαστε, και ίσως ακόμη πιο σημαντικό, γιατί δεν κινούμαστε σε καθημερινή βάση. Το 2007 ο αριθμός των κάτοικων πόλεων παγκοσμίως εξισώθηκε και ξεπέρασε τον αριθμό των ανθρώπων που μένουν στις αγροτικές περιοχές. Τότε, στις αναπτυγμένες χώρες το 74% των ανθρώπων ζούσαν σε αστικά περιβάλλοντα, ενώ στις αναπτυσσόμενες 57
το 44%. Τα ποσοστά αυτά αναμένεται να ξεπεραστούν, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία της κατάκτησης ενός βιώσιμου επιπέδου ζωής σε αυτά τα αστικά περιβάλλοντα. Η επιδίωξη αυτή είναι αλληλένδετη με το δημόσιο χώρο της πόλης, μιας και εκτός από τον τρόπο συνάντησης και αλληλεπίδρασης των ατόμων, αποτελεί ένα δημόσιο δωρεάν αγαθό που απευθύνεται και εξυπηρετεί ένα τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού.
“
Public spaces are participatory landscapes. Through human action, visual involvement, and the attachment of values, people are directly involved in public spaces. People claim places through feelings and actions. The public realm, as Lofland characterizes public space, is a publically perceived, valued, and controlled landscape. As pointed out by the Lennards (1984): a public space ... is at once both stage and theater, for in public the spectators may at any moment choose to become actors themselves. Successful public places accentuate the dramatic qualities of personal and family life. They make visible certain tragic, comic and tender aspects of relationships among friends, neighbors, relatives or lovers.43
”
43 Francis M. (1989) Control as a Dimension of PublicSpace Quality. In: Altman I., Zube E.H. (eds) Public Places and Spaces. Human Behavior and Environment (Advances in Theory and Research), vol 10. Springer, Boston, MA
58
59
ΔΙΑΠΙΣΤΏΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΉΜΕΡΑ
60
ΜΕΤΑΒΟΛΉ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΕΣ Για αρκετούς αιώνες ανά τον κόσμο διάφοροι οικισμοί κτίζονταν με μεθόδους βασισμένες στις παραδοσιακές δεξιοτεχνίες, ενώ η χωροθέτηση και η μορφοποίηση των κτιρίων συνέβαινε με επιτόπιες αποφάσεις. Στις αποφάσεις αυτές κύριο λόγο είχαν οι κάτοικοι τους οποίους αφορούσε το κτιζόμενο κτίριο ή ο υπό διαμόρφωση χώρος. Συχνά οι ίδιοι ήταν αυτοί που κατασκεύαζαν τα σπίτια ή τους κοινόχρηστους χώρους τους, καθώς η χειρωνακτική εργασία ήταν διαδεδομένη. Το οικιστικό σύνολο εξελισσόταν στην πάροδο του χρόνου, με διαρκείς παρεμβάσεις και προσαρμογές που ακολουθούσαν τις ανάγκες των κατοίκων. Ωστόσο, ήδη από τον κλασσικό κινέζικο, ρωμαϊκό και ελληνικό πολιτισμό μπορούν να εντοπιστούν πόλεις που φαίνεται να είναι προσεκτικά σχεδιασμένες κι οργανωμένες, με δίκτυο δρόμων, ύδρευσης κι αποχέτευσης, αλλά και διαμορφωμένους δημόσιους χώρους. Η δομή αυτών των πόλεων αντανακλούσε τον πολιτισμό τους, τη θρησκευτικότητα και την οργάνωση της κοινωνίας. Τον 9ο αιώνα στην Αγγλία μπορούσε να βρει κάποιος πόλεις σχεδιασμένες σε κάναβο, όπως το Southampton και το Oxfordshire. To 12ο αιώνα στη δυτική Ευρώπη, οι κάτοικοι ζούσαν σε οικόπεδα που άνηκαν σε κάποιον άρχοντα ή λόρδο. Για να αντέξουν το οικονομικό βάρος, συχνά διαιρούσαν μεταξύ τους ένα οικόπεδο
συνεννοούμενοι για τη διάταξη διαφορετικών σπιτιών. Την εποχή του Baroque, καθώς δεν υπήρχε η σύγχρονη επαγγελματική εξειδίκευση, με το σχεδιασμό των πόλεων ασχολούνταν άνθρωποι της τέχνης και της επιστήμης, όπως γλύπτες, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές κήπου, ακόμη και αστρονόμοι. Ο σχεδιασμός υπήρχε ή όχι, ανάλογα τον τόπο και το χρόνο, όμως μπορούμε να πούμε ότι κι όταν υπήρχε, η απόσταση ανάμεσα στον σχεδιαστή , τις τεχνικές μεθόδους και το χρήστη ήταν μάλλον μικρή, συγκριτικά με τη σημερινή. Σήμερα, οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται ο δομημένος ή αδόμητος χώρος της πόλης εξελίσσονται με τρόπο τέτοιο που δυσχεραίνει ιδιαίτερα την πρόσβαση του πολίτη στη λήψη αποφάσεων διαμόρφωσης του περιβάλλοντος του. Παρακάτω, εξετάζονται μια προς μια διάφορες πτυχές της διαδικασίας σχεδιασμού και υλοποίησης ενός έργου, ανεξάρτητα από το αν αυτό απευθύνεται στο κοινό ή σε έναν ιδιώτη.
61
Η επαφή
“
The importance which Le Corbusier attached to seeing things is understandable for, where the architect is concerned, looking at things, seeing things, is in itself an action. Ordinary people, on the other hand, do not spend their lives looking at their houses; they are more concerned with living in them. Philippe Boudon44, μελετώντας τη Cité Frugès στην Pessac, του Le Corbusier
”
Παρά τις καλές προθέσεις, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί με ο σχεδιαστής την καθημερινότητα ενός ή πολλών ατόμων σε τόσο μεγάλης κλίμακας έργα, πόσο μάλλον να προβλέψει ιδιαιτερότητες ή μεταβολές στις ανάγκες στη διάρκεια του χρόνου. Η διαστρωμάτωση κατά προτεραιότητα και η σύνδεση των χρήσεων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό οποιουδήποτε χώρου, για να προκύψει ένα λειτουργικό αποτέλεσμα. Ο τρόπος με τον οποίο ένας σύγχρονος σχεδιαστής, αρχιτέκτονας ή πολεοδόμος συλλέγει αυτή την πληροφορία συμπεριλαμβάνει την επαφή με τον πελάτη-χρήστη ή συχνότερα με ενδιάμεσους. Η προσέγγιση γίνεται μέσα από κανόνες και παραδείγματα που έχουν 44 Ο Philippe Boudon (1941-)είναι γάλλος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος.
62
εφαρμοστεί για παρόμοιες περιπτώσεις, τα οποία όμως τις περισσότερες φορές αφορούν σε ένα μέσο όρο αναγκών και μια μέση κατάσταση λειτουργικότητας. Ακόμη, συχνά αυτοί οι κανόνες και τα παραδείγματα ακολουθούνται χωρίς να έχει διασφαλιστεί ότι τουλάχιστον κάλυψαν με επιτυχία τις προηγούμενες φορές αυτές τις μέσες ανάγκες. Στην περίπτωση του δημόσιου χώρου, μιλάμε για ευθύνη τοπικών φορέων εξουσίας που και πάλι διαστρωματώνεται με τη σειρά της σε ευθύνες διενέργειας διαγωνισμών, χρηματοδότησης, εργολαβιών κ.ο.κ. Είναι καίριο το ερώτημα: Που βρίσκεται ο πολίτης, ως ο τελικός δέκτης αυτού του σχεδιασμού, στη διαδικασία?
Η διαίρεση Η ανάγκη για εξειδίκευση οδήγησε σε διαιρεμένες ευθύνες ανάμεσα σε πολλές ειδικότητες για τα διάφορα θέματα της αστικής ανάπτυξης. Σχεδιαστές, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές τοπίου κτλ διαχειρίζονται ξεχωριστά κομμάτια της υποδομής και της λειτουργίας των έργων μεγάλης κλίμακας όπως την κίνηση, την παροχή νερού και αποχέτευσης, την ηλεκτροδότηση. Η συνολική προσέγγιση του έργου, ώστε να ληφθούν υπόψη παράγοντες που συμψηφίζονται ή παραβλέπονται, είναι πια μια περίπλοκη διαδικασία. Πέραν αυτού, διαίρεση επικρατεί και στην προσέγγιση ολόκληρου του
συστήματος που λέγεται πόλη. Το κάθε κτίριο μπορεί να σχεδιάζεται συνοδευόμενο από ασήμαντου μεγέθους αδόμητους και κενά, όμως το σύνολο των κενών πιθανόν να αντιστοιχεί σε δυνητικά ζωτικό για την καθημερινότητα χώρο, σε μια ολιστική προσέγγιση. Μια απώλεια που προκλήθηκε από αυτό το φαινόμενο ήταν η έλλειψη νοηματικού καθορισμού για τα αστικά αυτά κενά, που φορτώθηκαν τσιμεντοστρώσεις, πεζοδρόμια και κάγγελα, στοιχεία που μόνο δυσκολεύουν την άρση αυτής ακαθοριστίας.
Αρχι-τέκτονας Ένα σύγχρονο φαινόμενο στον κόσμο της οικοδόμησης είναι η απόσχιση του αρχιτέκτονα από το τεχνικό αντικείμενο της δουλειάς του. Ως αρχι-τέκτονας είχε τη δυνατότητα να επιβλέπει τους τεχνίτες και να μπορεί να καθορίσει τη συνολική δομική αρτιμέλεια του οικοδομήματος του, περιγράφοντας κάθε εργασία ξεχωριστά. Σήμερα, η αρχιτεκτονική ακροβατεί γέρνοντας πολύ λιγότερο προς την τεχνική δεξιοτεχνία και πολύ περισσότερο προς την τέχνη. Στο ζενίθ της, η αρχιτεκτονική εκφράζεται με κτίρια-διασημότητες που λειτουργούν ως σχεδιαστική υπογραφή, ενώ η συσχέτιση τους με το χώρο και τους πολίτες είναι αδιερεύνητη.
Ευφημισμός μορφών Σύμφωνα με τον Νίκο Σαλίγκαρο και τον
Federico Mena-Quintero οι μεταπολεμικοί σχεδιαστές σχεδίασαν φορμαλιστικά ακολουθώντας το όραμα μιας πόληςμηχανής, και κλείδωσαν νομικά αυτό τους το όραμα με φιλόδοξα πολεοδομικά σχέδια. Η μαζική βιομηχανοποίηση δημιούργησε πόλεις που κάνουν χώρο για την αυτοκίνηση και φιλόδοξα οικονομικά κίνητρα συνέχισαν να παράγουν εντυπωσιακά κτίρια με έντονο μορφολογικό αντίκτυπο στον αστικό ορίζοντα. Η μορφολογική αποθέωση αυτών των κτιρίων από κριτικούς και περιοδικά άφησε μικρό περιθώριο διερεύνησης των πραγματικών λειτουργικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδράσεων που είχαν στο χώρο όπου τοποθετήθηκαν. Το ίδιο συνέβη και με το σχεδιασμό φιλόδοξων πράσινων περιοχών με σχεδιαστική ιδιαιτερότητα, σε περιοχές όπου δεν πήγαινε κανένας. Η διαφήμιση και ο ευφημισμός που πραγματοποιείται γύρω από αυτά τα έργα οδηγεί φυσικά στη μίμηση τους και στην εξάπλωση τέτοιων τάσεων. Σε πολλές περιοχές του κόσμου ο νόμος έχει χρησιμοποιηθεί για να αναγνωριστούν τέτοιου είδους κτίρια ως «μνημεία» συντελώντας στη διαιώνιση και τον ευφημισμό αυτού του είδους αρχιτεκτονικής, που είναι αντικείμενο συμβολοποίησης και λατρείας στον επαγγελματικό χώρο. Σύμφωνα με το Νίκο Σαλίγκαρο, οι πιο προωθημένοι υπόλογοι για το τι συμβαίνει στις πόλεις είναι διάσημοι σχεδιαστές με μορφολογικές 45
45 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.10-12.
63
υπογραφές και πολύ συμπαγή εμπορική και διαφημιστική υποστήριξη. 46
Σε κάτοψη Ένα δεδομένο χαρακτηριστικό του σχεδιασμού, που αξίζει να αναφερθεί, είναι η σωματική και αντιληπτική απομάκρυνση του σχεδιαστή από τον τόπο. Ο σχεδιασμός κατά αυτό τον τρόπο δεν είναι χαρακτηριστικό στοιχείο μόνο των τελευταίων αιώνων, αλλά συνέβαινε και νωρίτερα. Ωστόσο, έχουν διαφοροποιηθεί οι κλίμακες αλλά και η ύπαρξη παραπάνω ενδιαμέσων ανάμεσα στον σχεδιαστή και το αντικείμενο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Ο άνθρωπος που σχεδιάζει είναι πιθανόν να μην έχει βρεθεί μέσα στο χώρο όπου θα παρέμβει ή να μη μπορεί να προβλέψει επαρκώς το αποτέλεσμα του χώρου που σχεδιάζεται, έπειτα από το σύνολο των εργασιών που τοποθετούνται σε αυτόν. Η διαδεδομένη προσέγγιση στα σημερινά σχεδιαστικά εγχειρήματα είναι η προσέγγιση σε κάτοψη. Παρότι συλλέγεται κάποια πληροφορία σχετικά με τους τρόπους των πολιτών ή των ενοίκων, η στάση σε κάτοψη είναι μια στάση παρατήρησης, είναι μια οπτική γωνία που δε χρησιμοποιείται από το χρήστη, είναι μια όψη που αποκτήθηκε μόλις πρόσφατα, όταν ο άνθρωπος μπόρεσε να πετάξει. Η διενέργεια 46 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.10-12.
64
διαγραμμάτων ροών και χρήσεων διευκολύνει μια τέτοια προσέγγιση, ωστόσο δεν μπορεί να παρέχει την εμπειρία της χωρικότητας που θα έχει ο άνθρωπος που θα στέκεται μέσα σε αυτή την κάτοψη. Οι άνθρωποι στο χάρτη των οδών μιας πόλης είναι κουκίδες μικρού ή μεγαλύτερου μεγέθους, και οι αντιδράσεις τους στο κτισμένο περιβάλλον και στα κενά είναι μετρήσιμες βάσει διαγραμμάτων. Η παρατήρηση, η ανάλυση και η ερμηνεία είναι πολύτιμα εργαλεία, όμως σίγουρα είναι προσεγγιστικά. Αν μιλήσουμε για τις κλίμακες, μπορούμε να πούμε ότι τα οικοδομήματα από τον 20ο αιώνα και έπειτα διογκώθηκαν προς κάθε διάσταση, παρασύροντας και τις κλίμακες σχεδιασμού. Ο μόνος τρόπος να σχεδιαστεί ένας αχανής χώρος ή ένα πολυώροφο κτίριο, εκτιμώντας τις ανθρώπινες καταστάσεις που θα περιθάλψει, είναι προσεγγιστικά. Κανείς δε μπορεί να γνωρίζει πως θα είναι η εμπειρία του ανθρώπου που θα μένει στον 20ο όροφο, αλλά μπορεί να υποθέσει ότι θα βλέπει λίγο παραπάνω ουρανό από αυτόν που μένει στον 5ο, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να σχεδιαστεί το κάθισμα και το σκίαστρο του ακαλύπτου, αλλά πως θα είναι άραγε να κάθεται έχοντας από πίσω του ένα 20οροφο κτίριο? Φυσικά, χρησιμοποιούνται και οι υπόλοιπες οπτικές γωνίες, οι όψεις και οι τομές, αλλά και πλέον οι τρισδιάστατες προσομοιώσεις, που είναι αρκετά συναφείς μάλλον με την πραγματικότητα. Όμως, όπως όλα τα μοντέλα,
ενσωματώνουν μια λογική αφαίρεσης και συμβολισμού που συμπληρώνεται από την προσωπική νοηματοδότηση του ανθρώπου που θα προσπαθήσει να συλλέξει τα στοιχεία και να τα χρησιμοποιήσει δημιουργικά.
Επαλήθευση Όπως έχει αναφέρει ο Malvin Webber ο σχεδιασμός είναι ο μόνος τομέας γνώσης που αξιώνει τον εαυτό του ως επιστήμη, ο οποίος θεωρεί ως ένα έργο ολοκληρωμένο ερμητικά, όταν αυτό έχει τελειώσει. 47 Η αστική εικόνα σήμερα αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό την απόρροια ενός συνόλου καλών προθέσεων ή προσωπικών και οικονομικών εκτιμήσεων. Η πραγματική σημασία αυτών των προθέσεων, δε μπορεί να αξιολογηθεί παρά μόνο μέσα από την εφαρμογή και τη χρήση. Είναι γεγονός ότι σπανίως εφαρμόζεται κάποιος έλεγχος για το αν το σχέδιο λειτουργεί με τον αναμενόμενο τρόπο, ή αν καλύπτει τις ζητούμενες ανάγκες με το βέλτιστο τρόπο. To αποτέλεσμα είναι ότι ο σχεδιασμός ταλαντεύεται ανάμεσα σε τάσεις, μόδες και προσωπικές πεποιθήσεις με συχνές μεταστροφές. 47 Ο Μalvin M.Webber (1920-2006) ήταν πολεοδόμος και θεωρητικός διεθνούς φήμης, που συνεργάστηκε κυρίως με το University of California στο Berkeley. Εξέφρασε πρωτοπόρες ιδέες για τις πόλεις του μέλλοντος, την προσαρμογή στις τηλεπικοινωνίες και τη μαζική αυτοκίνηση.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διάδοση της χρήσης εκτεταμένων υαλοπινάκων, ως χαρακτηριστικό που προσέδιδε διαφάνεια και ελαφρότητα στην κατασκευή. Συχνά, ολόκληρα υψίκορμα κτίρια επενδύονται μόνο με υαλοπίνακες. Η τάση είχε ξεκινήσει με την απελευθέρωση του δομικού σκελετού του κτιρίου από το έδαφος μέσα από την τεχνολογία του οπλισμένου σκυροδέματος, και καθώς οι αποστάσεις των υποστυλωμάτων πια ήταν μεγάλες, οι διαφανείς προσόψεις αποτέλεσαν σύμβολο της μοντέρνας εποχής. Ωστόσο, πρόκειται για μια επιλογή με πραγματικά δυσμενή λειτουργικότητα, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς το κτίριο μετατρέπεται σε θερμοκήπιο και οι θερμοκρασίες εμποδίζουν την άνεση των ενοίκων. Ταυτόχρονα επιβαρύνει το μικροκλίμα του γύρω δημόσιου χώρου, όπως και των απέναντι κτιρίων σε πολλές περιπτώσεις. Η τάση εφαρμόστηκε και σε αρκετές καλοκαιρινές κατοικίες σε μεσογειακές χώρες, όπως στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας τοπικές, ενεργειακά φιλικότερες μεθόδους. Δεν αποκλείεται ότι με μια μελλοντική στροφή κοινωνικής ή τεχνολογικής ανάπτυξης, κάτι αντίστοιχο θα επαναληφθεί. Από την άλλη πλευρά, πολλές φορές σε ένα έργο μπορεί να προκύψουν λόγοι επιτυχίας που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το σχεδιασμό. Είναι πραγματικά αξιοπρόσεχτο όμως, ότι σε αυτή την περίπτωση τα εύσημα αποδίδονται
65
στο σχεδιαστή
Ποιος χρήστης Σύμφωνα με τον Henri Lefebvre, o όρος «χρήστης» αποτελεί μια γλωσσική περιθωριοποίηση που φέρει κάτι αόριστο και κάτι αόριστα ύποπτο μαζί του. Συγκεκριμένα το δίπολο χρήστης-σχεδιαστής θέτει στεγανά που ίσως στην πραγματικότητα να είναι ασαφή. Ο ίδιος ο σχεδιαστής είναι κι από την πλευρά του χρήστης, τόσο χώρων που παράγουν άλλοι, αλλά και αντικειμένων και τεχνολογιών που προέρχονται από άλλους τομείς κατάρτισης. Πιθανόν να κατοικεί σε μια πόλη, οι σχεδιαστές της οποίας να μην είναι εν ζωή ή να επισκέπτεται ένα εμπορικό κέντρο που δημιουργήθηκε μέσα σε ένα προϋπάρχον κτίριο, το οποίο με τη σειρά του σχεδιάστηκε σε άλλα χρηστικά πλαίσια. Πιθανόν, μέσα από την απασχόληση του να επιδιώκει να καλύψει τα κενά λειτουργικότητας που παρατηρεί εμπειρικά στο περιβάλλον του ή να προσφέρει τη μορφολογική του φωνή στον ορίζοντα μιας πόλης με την οποία είναι συνδεδεμένος. Ιδανικά, κάθε προσεκτική απόπειρα ενός σχεδιαστή επιδιώκει να δημιουργήσει χωρικές ποιότητες και λειτουργικές συσχετίσεις τις οποίες θα ήθελε να χρησιμοποιεί κι ο ίδιος, από τη θέση του χρήστη. Είναι σχεδόν σαν να περιγράφεται ένας χρήστης με εύσημα εγκυρότητας. Όπως μας λέει ο Malcolm Miles, η παρατηρούμενη 66
δυσλειτουργικότητα των πόλεων ίσως να είναι η προβολή μιας κατακερματισμένης υποκειμενικότητας, επικυρωμένης από μια επαγγελματική μεθοδολογία. Αλλιώς, μια επίσημη επεξήγηση που καμουφλάρει διαδικασίες οργάνωσης που υιοθετούνται από επαγγελματίες, δημιουργώντας μια εσωστρεφή πραγματογνωμοσύνη. 48
Από την άλλη πλευρά, ο καταχωρημένος ως χρήστης συχνά παίρνει πρόθυμα αποφάσεις προς την εξατομίκευση του περιβάλλοντος του, όταν δίνεται περιθώριο για κάτι τέτοιο. Τέτοιες αποφάσεις μπορούν να αποτελούν κινήσεις συνδυασμού στην κατοικία του, ή κινήσεις παρέμβασης στο δημόσιο χώρο. Σε οικισμούς με λιγότερο περιχαρακωμένη δομή και λειτουργικότητα από τις πόλεις, οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν τις στάσεις και τους κήπους τους, τα σπίτια και τα στέκια τους με κοινοτική συνεννόηση. Σε αστικές γειτονιές με χαμηλό αίσθημα επίβλεψης ή με νεανικό κοινό, οι δομές δοκιμάζονται, βανδαλίζονται, ζωγραφίζονται κι αλλάζουν, δηλαδή επανασχεδιάζονται αυτή τη φορά σε κλίμακα ένα προς ένα.
48 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.199.
“
On the urban scale, we are more often than not dealing with anonymous users. We cannot identify specific people of whom we can ask pertinent questions and with whom we can develop sets of requirements. The anonymity of a group of people “in the neighborhood” or with “those characteristics” makes it easy for designers and planners to ignore unique needs and characteristics. Decisions tend to be made in response to more easily identifiable forces like “city hall” or “the market” The study of various, large, anonymous human groups in the city forces the student designer to consider more broadly the impact of his decisions and to incorporate into his proposals policies and programs to alleviate the suffering even of those whom we do not hear suffering. The UWM Magazine, summer 1971, Vol.5, Whole No.3
”
Επικρατούσες ομάδες Το αστικό τοπίο βρίθει αντιθέσεων και συγκρουόμενων συμφερόντων. Είναι πάντα δύσκολο να συντονιστούν οι ανάγκες μεγάλου αριθμού κατοίκων, πόσο μάλλον όταν οι σημερινές πόλεις απαριθμούν εκατομμύρια. Σε ότι αφορά στο δημόσιο χώρο είναι σπάνια η ικανοποίηση αναγκών μελών της κοινωνίας που αποτελούν μια αμελητέα μειοψηφία της,
παρότι έχουν αναντίρρητο δικαίωμα στη χρήση του. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Οι περισσότερες πόλεις στην Ελλάδα διαθέτουν ασυνάρτητο δίκτυο κυκλοφορίας τυφλών, ενώ οι ράμπες για ΑΜΕΑ απουσιάζουν ή είναι πρόχειρα κατασκευασμένες, με λάθος κλίσεις. Στα διάφορα μητροπολιτικά κέντρα, μπορούμε να βρούμε άμεσες μεθόδους αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων, όπως λόγχες στα πεζοδρόμια για να αποτρέψουν την κατάκλιση στους άστεγους, αλλά και έμμεσες, όπως χώρους και διαδρομές που είναι κατάλληλες μόνο για νέους, αλλά δυσπρόσιτες για τους ηλικιωμένους. Πλατείες και πεζόδρομοι συχνά διαμορφώνονται με βάση εμπορικά συμφέροντα, τα οποία με τη σειρά τους αντανακλώνται σε ένα συγκεκριμένο κοινό, νεαρούς εύρωστους ενήλικες με οικονομική επάρκεια. Παράλληλα, ο σχεδιασμός έχει να επιδείξει αρκετές ιστορικές στιγμές όπου μια αδύναμη κοινωνική ομάδα αγνοήθηκε είτε για να επωφεληθεί η επικρατούσα κοινωνική ομάδα, είτε επειδή απλώς αμελήθηκε. Για παράδειγμα, στα πρώτα μοντερνιστικά οικιστικά σύνολα δεν είχε ληφθεί υπόψη η καθημερινότητα της γυναίκας, που τότε δεν είχε ακόμη κατακτήσει την επαγγελματική απελευθέρωση που την έβγαλε έξω από το σπίτι. Στη δημοφιλή νουβέλα της Christiane Rochfort “Les Petites Enfants du Steele”, η πρωταγωνίστρια Josyane επισκέπτεται τη διάσημη Grand Ensemble του Le Corbusier , στις Sarcelles και μιλάει για 67
την αποστειρωμένη, άνευρη ατμόσφαιρα:
“
A person could do no evil here; any kid who played hooky, they would spot him right off, the only one his age outside at the wrong time; a robber would show from miles away with the loot; anybody dirty, people would send him off to wash. 49
”
Σύμφωνα με τη Rochfort, οι γυναίκες ήταν αυτές που επηρεάστηκαν περισσότερο από αυτό που αποκάλεσε ως Sarcelitte «απόλυτη απογοήτευση, αδιαφορία για την κοινωνική ζωή, ανυπέρβλητη ανία με κατάληξη τη νευρωτική κατάθλιψη στις ευνοϊκές περιπτώσεις και αυτοκτονία στις δυσμενείς». 50
Επιπλέον, το μεγαλύτερο ποσοστό του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι αριστοκρατικό ή ολιγαρχικό στη μέθοδο, αποκαλύπτοντας τις ιστορικές καταβολές του. Οι πιο αυστηρά σχεδιασμένες πόλεις όπως το Παρίσι του Haussmann και του Ναπολέων ΙΙΙ ήταν πάντα και οι λιγότερο δημοκρατικές. Ο τρόπος με τον οποίο ο Haussmann επαναδόμησε το Παρίσι είναι ευχάριστος κι επιθυμητός για τους τουρίστες. Δεν αποτέλεσε όμως βοηθητική και βολική λύση 49 Christianne Rochfort, Children of Heaven, New York: David Mckay Co., 1962, p.92 50 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.162.
68
για τον άπορο πληθυσμό του οποίου τα σπίτια κατεδαφίστηκαν για να προκύψουν οι λεωφόροι και οι πλατείες. Παρομοίως τα προγράμματα αστικής ανανέωσης των αμερικανικών πόλεων ευνόησαν τους κτηματομεσίτες, αλλά όχι τους αφροαμερικανούς και τους άπορους λευκούς που ξεριζώθηκαν με μικρή αποζημίωση. Στη Βρετανία τα προγράμματα εργατικών κατοικιών ευνόησαν τις επιτροπές κατοικίας και την εργατική μέση τάξη, αλλά όχι τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. 51 Από την άλλη πλευρά, συχνά ευκατάστατα άτομα ή ομάδες της κοινωνίας συγχρηματοδοτούν ή συνδράμουν σε δημόσια έργα και καταλήγει ο σχεδιασμός να εξυπηρετεί τις δικές τους ανάγκες, επενδύοντας σε περιοχές κοντινές στους χώρους κατοικίας ή εργασίας τους. Άλλες πόλεις σχεδιάζουν δημόσιους χώρους με τρόπο που να αποκλείονται οι ανεπιθύμητες κοινωνικές ομάδες, όπως οι άστεγοι, με την τοποθέτηση προεξοχών στις επιφάνειες ή καθισμάτων με χωρίσματα. Στην ανθολογία Variations on a Theme Park: Scenes from the New American City and the End of Public Space (1992) γίνεται σαφές ότι ο δημόσιος χώρος ιδιωτικοποιείται και εμπορικοποιείται εις βάρος του ανοιχτού προσβάσιμου δημόσιου
51 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.10.
χώρου. 52 Ο δημόσιος χώρος που ενθαρρύνει το διάλογο και είναι ανοιχτός προς όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας, εισοδήματος, φυλής, θρησκείας ή σεξουαλικού προσανατολισμού, αποτελεί ουσιαστική δημοκρατική πτυχή. Όπως διατύπωσε ο καλλιτέχνης και κοινωνικός ακτιβιστής Krzysztof Wodizko αυτοί οι χώροι υπάρχουν τόσο για τους προνομιούχους όσο και για τους ανεπιθύμητους.
Στατικότητα
“
Nothing happens exactly as planned. And is not that what historical dialectic is? The dialectic of the planned and the unplanned, the foreseen and the unforeseen? 53 Ben Highmore
”
Η εκάστοτε κατάσταση της κοινωνίας και των επιμέρους χαρακτηριστικών είναι ρευστή και επιρρεπής σε τεχνολογικές, πολιτιστικές, επιστημονικές, οικονομικές μεταλλαγές. Οι νόρμες της καθημερινότητας, παρά τη μικρή 52 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press. 53 Ο Ben Highmore (1961-) είναι καθηγητής Πολιτιστικών Σπουδών στο University of Sussex.
τους κλίμακα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το σύνολο στο οποίο ανήκουν. Σήμερα, το σύνολο αυτό έχει διευρυνθεί, και περιλαμβάνει ολόκληρο τον πλανήτη, μέσα από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία, τις ταχύτατες μεταφορές και τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Η τεχνολογία κάθε μέρα προσθέτει παραπάνω τρόπους με τον οποίο δημιουργεί συνδέσεις. Ο σχεδιασμός καλείται κάθε φορά να υλοποιήσει δομές που όχι απλά εξυπηρετούν ανάγκες, αλλά το κάνουν και με τον σύγχρονο κατάλληλο τρόπο. Απαραίτητο είναι όμως, να παραμένει αυτή η σαφής αίσθηση ότι κανένας τρόπος και καμιά νόρμα δεν παραμένουν ασυγκίνητες από τη διαρκή αλλαγή της κοινωνίας κι ότι μας χωρίζει άγνωστη απόσταση από μια πιθανή ανατροπή του πεδίου της κατανόησης και συνήθειας μας. Όπως μας λέει ο Simon Sadler 54 , ο μοντερνισμός είχε κάποτε υποθέσει ότι η αποκάλυψη θα επιτευχθεί μέσα από περισυλλογή για ένα ιδανικό στατικό αρχιτεκτονικό αντικείμενο, αλλά οι αντιδράσεις προς το σχεδιασμό προώθησαν την έννοια του συμβάντος στην αρχιτεκτονική, και της κατάστασης που μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσα από την ενεργή 54 Ο Simon Sadler (1968-) είναι καθηγητής αρχιτεκτονικής και αστικής ιστορίας στο University of California. Οι δημοσιεύσεις του αφορούν στις αρχιτεκτονικές ιδέες του Archigram Group, των Καταστασιακών κι άλλων πειραματικών πρακτικών από το 1945.
69
συμμετοχή του υποκειμένου. Τα παραπάνω βέβαια δε συνεπάγονται απαραίτητα την πλήρη μεταστροφή της αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας σε ένα μοντέλο προσωρινότητας, ούτε και την παράλειψη μεγαλεπήβολων οικοδομημάτων. Ο σχεδιασμός από τη φύση του αποτελεί μια απάντηση σε ερωτήσεις χρηστικότητας κι επιθυμιών, και δύσκολα μπορεί να σχεδιάσει κανείς χωρίς αυτές τις ερωτήσεις. Η έλλειψη σαφών ερωτημάτων θα σήμαινε την αδυναμία λήψης αποφάσεων σε μια διαδικασία δόμησης. Όμως, η ουσιαστική αλλαγή είναι η άρση της βεβαιότητας για τις εκάστοτε αποφάσεις που με τη σειρά της οδηγεί σε πιο προσεκτικές, πιο ευέλικτες κινήσεις. Ο μοντερνισμός έθεσε τις ερωτήσεις κι έδωσε τις απαντήσεις, πετυχαίνοντας ορισμένους στόχους. Ωστόσο, υποθέτοντας ότι όλες οι απαντήσεις του ήταν σωστές για όλους πέτυχε μια θεαματική κλίμακα εξάπλωσης, θεμελιώνοντας βαθιά τις θετικές του επιδράσεις αλλά και τα προβλήματα που είχε να επιφέρει. Αργότερα, συμπεράσματα άρχισαν να βγαίνουν και αστοχίες αναδύθηκαν, όχι σε πειραματικό επίπεδο, αλλά αφού μεγάλο ποσοστό των πόλεων είχαν ήδη αλλάξει ριζικά την οργανωτική και λειτουργική μορφή τους με βάση αυτές τις αξίες. Η μεταγραφή του αστικού ιστού σε ένα νέο μοντέλο είναι ιδιαίτερα δύσκαμπτη, λόγω των μαζικών αποφάσεων από σκυρόδεμα που ριζώνουν βαθιά στα σωθικά κάθε πόλης. 70
Το θέμα είναι ότι σε βάθος χρόνου αυτές οι δομές μοιάζουν και λειτουργούν καλύτερα όταν επενδύονται πόροι στη συντήρηση τους. (παραδείγματα). Συχνά όμως δεν επενδύονται είτε για λογούς οικονομικής λιτότητας είτε γιατί δεν υπάρχει πρόβλεψη για τις ανανεωμένες ανάγκες των κατοίκων. Σε κάθε περίπτωση ο αμετάκλητος τρόπος οικοδόμησης αυτών των χώρων δεν επιτρέπει την επιδιόρθωση ή συντήρηση από τους ίδιους τους πολίτες, ακόμη κι αν υπάρχει βούληση. Η έλλειψη φροντίδας κι επενδύσεων οδηγεί ορισμένους δημόσιους χώρους σε παρακμή. Ταυτόχρονα οι διαμορφώσεις είναι δομημένες με τέτοιο τρόπο, ώστε οι χρήστες δε μπορούν να τις επιδιορθώσουν ή να τις ανανεώσουν με βάση τις σύγχρονες ανάγκες τους. Η χρήση φιλικών υλικών στο δημόσιο χώρο θα μπορούσε να παρέχει τις προϋποθέσεις για μια ανθρώπινη ζεστή ατμόσφαιρα, ωστόσο συνήθως χρησιμοποιούνται σκληρά υλικά για λόγους ανθεκτικότητας. Παρότι υπάρχουν διάφορα υλικά που είναι προσαρμοστικά όπως το ξύλο, σε γενικές γραμμές υπάρχει αυτή η προκατάληψη ότι για την αναβάθμιση ενός δημόσιου χώρου, της μορφολογικής δηλαδή αποκόλλησης του από το παρελθόν, απαιτείται η επένδυση του με σκυρόδεμα και σκληρές επιφάνειες. Οποιαδήποτε εικόνα με ξυλοκατασκευές ή πλάκες επί χώματος παραπέμπει σε χωριάτικη
αισθητική ή ακόμη χειρότερα τις φαβέλες, αντιπροσωπεύοντας την απευκταία κατάσταση του παρελθόντος: τη φτώχεια. Ο αστικός μοντερνισμός οφείλει να διαγράψει αυτά τα υλικά ή τουλάχιστον να τα περιχαρακώσει, και να χαράξει έναν δημόσιο χώρο αμετάβλητο και ψυχρό, που παραπέμπει σε αυτοκινητόδρομο, χωρίς τα αυτοκίνητα. Τα αυτοκίνητα χρειάζονται άσφαλτο κι ο πολίτης μάλλον κάτι αντίστοιχο. Θα ήταν σημαντικό οι πολίτες να ανακαλύψουν ξανά την ταυτότητα τους μέσα από την αρχιτεκτονική τους κληρονομιά, και να στηρίξουν την εισαγωγή των παραδοσιακών και τοπικών υλικών στην πόλη. 55 Όχι μονό για λόγους ευελιξίας, καθώς είναι πολύ πιο εύκολο να προσαρμοστεί ένας χώρος σε νέες ανάγκες εάν δεν είναι όλος προσχεδιασμένος σε σκυρόδεμα, αλλά και για λόγους οικολογίας και βιωσιμότητας. Οι τσιμεντοστρώσεις και η άσφαλτος έχουν επιφέρει μια σειρά περιβαλλοντικών επιπτώσεων στις πόλεις, όπως υπερθέρμανση και πλημμύρες, ενώ αποκλείουν την ανάπτυξη φυσικής βλάστησης. Ταυτόχρονα τα εκάστοτε στοιχεία που διαμορφώνουν έναν χώρο όπως για παράδειγμα τοιχία και καθίσματα, γίνονται βαριά και μόνιμα, επιβάλλοντας μια δομή ανεξάρτητη των εκάστοτε αναγκών. Στις φαβέλες πολλές φορές χρησιμοποιούνται 55 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.83.
ευτελή υλικά (χαρτόνι, πλαστικό, μεταλλικά φύλλα, ξύλο) για να σχηματίσουν τα σπίτια τους. Παρότι μπορούν εύκολα να καταστραφούν, έχουν το πλεονέκτημα της ελευθερίας της μεταβολής. Οι κάτοικοι προσαρμόζουν τις οικίες τους σιγά σιγά με μια διαδικασία ακρίβειας, που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Υπάρχει μια αντίθεση μονιμότητας/ σταθερότητας και προσωρινότητας/ελευθερίας. Η μονή λύση είναι να βρεθούν τα κατάλληλα υλικά που θα έχουν διάρκεια και θα είναι προσαρμόσιμα
Ακαθοριστία .
“
Architecture, unlike a game of checkers with fixed rules and a fixed number of pieces, and much like a joke, determined by context, is the croquet game in Alice in Wonderland, where the Queen of Hearts (society, technology, economics) keeps changing the rules 56 Nicholas Negroponte57
”
Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία μπορεί να 56 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.148. 57 Ο Νicholas Negroponte (1943-) είναι ελληνο-αμερικάνος αρχιτέκτονας. Δημιούργησε και διευθύνει το MIT Media Lab καθώς και την ένωση One Laptop Per Child Association.
71
είναι το μέσο με το οποίο εκφράζεται η σκέψη της κοινωνίας και ως επιστήμες μπορούν να βοηθήσουν στην ομαλή μετάβαση από τη μια φάση στην άλλη. Όμως, ως μέσο κι όχι ως καθορισμός, μπορούν πραγματικά να θέσουν την υλικότητα που τις χαρακτηρίζει στην υπηρεσία της πορείας των κοινωνιών, που χαρακτηρίζεται από διαρκή ανατροπή και δημιουργία.
Αυτό-κίνηση . Μια βασική απόρροια των ραγδαίων εξελίξεων του 20ου αιώνα στα αστικά περιβάλλοντα ήταν ο σχεδιασμός με προτεραιότητα την άνετη αυτοκίνηση. Η βασική μονάδα που «κυλάει στις φλέβες της πόλης» είναι πλέον το αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα η διευκόλυνση του να καταπίνει χώρους και ποιότητες που έχουν σημασία για την πιο σημαντική μονάδα της πόλης: τον άνθρωπο. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις διάφορες δυτικές πόλεις δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην καταμέτρηση των αυτοκινήτων για να βεβαιωθεί η ιδανική ροή της κίνησης, αλλά οι πεζοί και οι ποδηλάτες παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αόρατοι στα στατιστικά των περισσότερων πόλεων. 58
58 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
72
ΈΛΕΓΧΟΣ
“
There are the dimension settlement. First, settings and systems, and
two ways of analyzing of place control in any identify the typical behavior the major communications in prototype cases, ask:
Who owns this place or system? Are there diverse sets of ownership within it? Are there ambiguities and. conflicts of control? Informal or illegitimate controls? Who can be present here, and who are excluded? Who regulates whose behavior? Who can modify or maintain the place or system and use its resources? Do those in control have the information, motives, and ability to do it well? Are there control intrusions by outside groups, or problems which escape control? Is there a consensus among users about the reality and the rightness of control? Do they feel free to act as they wish, and as they think proper for the place? Is the control pattern changing? How is control transferred? Are groups excluded from control who might have a legitimate present or future stake in it?59
”
59 Lynch, K. (2001). Good city form. Cambridge, Mass. [u.a.]:
Τελικά ο έλεγχος που έχουμε στο χώρο της πόλης και το πως αυτός χρησιμοποιείται και διαμορφώνεται είναι περιορισμένος. Τα επίπεδα ελέγχου που έχουμε ή δεν έχουμε είναι διαστρωματωμένα και μοιρασμένα ανάμεσα σε διάφορα προβλήματα: το θεσμικό πλαίσιο, το υπάρχον κτιριακό δεδομένο, τις συγκρουόμενες ομάδες.
τη νομικά καθορισμένη ιδιοκτησία μιας σαφώς καθορισμένης περιοχής, που συμπεριλαμβάνει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα που δεν απαγορεύει ο νόμος, που διατηρείται «για πάντα» και μεταφέρεται κατά βούληση.
Σύμφωνα με τον Kevin Lynch ο χώρος και η συμπεριφορά που σχετίζεται με αυτόν θα πρέπει να ρυθμίζονται. Κι αυτό επειδή ο άνθρωπος είναι ένα αποικιστικό ζώο: χρησιμοποιεί το χώρο για να διαχειριστεί προσωπικές ανταλλαγές και διεκδικεί δικαιώματα σε έδαφος προκειμένου να διατηρήσει πόρους. Οι άνθρωποι εξασκούν αυτόν τον έλεγχο επί τμημάτων γης και άλλων όγκων που τους συνοδεύουν. Οι χωρικοί έλεγχοι έχουν ισχυρές ψυχολογικές επιπτώσεις: συναισθήματα ανησυχίας, ικανοποίησης, περηφάνιας ή υποβολής. Το κοινωνικό status υποστηρίζεται ή εκφράζεται από τη χωρική κυριαρχία. Ένα βασικό κίνητρο πολέμου έχει υπάρξει ο αγώνος για χώρο και οι κυβερνήσεις είναι μονάδες που εδράζονται σε χώρους. Ωστόσο θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι δεν είμαστε ιδιοκτήτες της γης. Η ιδιοκτησία είναι μια ανθρώπινη επινόηση που διανέμει τον παρών έλεγχο, επαρκής για τους ανθρώπινους σκοπούς, ανάμεσα σε υπαρκτούς ανθρώπους. Δεν είναι όμως ούτε μόνιμη, ούτε απόλυτη. Είμαστε συνηθισμένοι σε μια συγκεκριμένη μορφή χωρικού ελέγχου:
Το πρώτο χωρικό δικαίωμα είναι το δικαίωμα της παρουσίας, το δικαίωμα να είναι κάποιος σε ένα χώρο, που έχει επεκταθεί στο δικαίωμα του αποκλεισμού των άλλων. Σε κανονικές περιπτώσεις, μπορώ να βρίσκομαι σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο, αλλά δε μπορώ να αποκλείσω άλλους από αυτόν.
MIT Press, pp.205-220.
Ας εξετάσουμε τα δικαιώματα διαστρωμάτωσης ελέγχου ενός χώρου.
Το δεύτερο δικαίωμα είναι αυτό της χρήσης και της δράσης, της ελεύθερης συμπεριφοράς σε ένα χώρο ή της χρήσης των εγκαταστάσεων του χωρίς το σφετερισμό τους. Αυτό μπορεί να είναι περιορισμένο εντός σαφών ή κοινά κατανοητών ορίων ή να επεκτείνεται από κάποια δύναμη να περιοριστούν οι δράσεις των άλλων. Είναι εφικτό να ρυθμίσω τη συμπεριφορά μου στο δημόσιο χώρο μέχρι ένα βαθμό, όσο ρυθμίζουν οι άλλοι και τη δική μου. Μπορώ να περπατήσω αλλά αν γίνω υπερβολικά βίαιος, η συμπεριφορά αυτή θα ρυθμιστεί. Το τρίτο δικαίωμα είναι αυτό του σφετερισμού. Με αυτό μπορώ να χρησιμοποιήσω τους πόρους ενός χώρου ή τις εγκαταστάσεις του με τρόπο που αποτρέπει τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
73
Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό μπορώ να μονοπωλήσω τις ωφέλειες ενός χώρου. Εδώ, ήδη μπορούμε να σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε εκτός ορίων επιτρεπόμενης συμπεριφοράς, εάν μιλάμε για το δημόσιο χώρο. Κι αυτό επειδή ο δημόσιος χώρος ανήκει στο κοινωνικό σύνολο, κι ως ιδιοκτησία όλων, δεν είναι σφετερίσιμη από μεμονωμένα άτομα. Άρα αυτός ο ατομικός περιορισμός του ελέγχου προστατεύει τον συνολικό έλεγχο. Το τέταρτο είναι το δικαίωμα της μετατροπής. Τώρα μπορώ να μεταβάλλω τον χώρο όπως επιθυμώ, όση μονιμότητα κι αν συνεπάγεται αυτό. Μπορώ ακόμη να τον καταστρέψω ή να αποτρέψω άλλους από το να το κάνουν. Θα μπορούσα να σπάσω το πεζοδρόμιο με ένα σφυρί, όμως θα τοποθετούνταν δυο περιορισμοί σε αυτό: η απαγόρευση της ενόχλησης και η απαγόρευση της μόνιμης ζημίας. Ο δημόσιος χώρος δεν μπορεί να υποστεί μόνιμες αλλαγές από τους πολίτες. Κάποιος ίσως μπορεί να φυτέψει ένα δέντρο σε ένα πάρκο, όμως δεν μπορεί να μετατρέψει μια πλατεία σε πάρκο.
“
Do what you wish with that path or yours, but do it quietly, and remember that others will want to walk there in the future.
”
Ο έλεγχος εδώ εκχωρείται στο δήμο, τον αντιπρόσωπο του δημόσιου ελέγχου επί αυτού
74
του χώρου. H διαμόρφωση και η μετατροπή που γίνεται στο δημόσιο χώρο από το δήμο, αποτελεί την υλική υπόσταση αυτής της εκχώρησης ελέγχου. Υπάρχουν πολυάριθμα σωματικά μέσα με τα οποία ο έλεγχος μπορεί να διανεμηθεί και να διασφαλιστεί. Ένα από αυτά είναι η τοποθέτηση ορίων κι εμποδίων: θάμνους, φράκτες, πινακίδες, μνημεία. Ένας άλλος είναι να αυξηθεί η μονόπλευρη ορατότητα προς το χώρο για την ομάδα ελέγχου, ώστε η παρατήρηση και η παρακολούθηση να είναι εύκολη. Ο χώρος επίσης ελέγχεται με τη χειραγώγηση της πρόσβασης, όπως μέσα από την έγερση τοίχων κι άλλων εμποδίων για την κίνηση. Η ενέργεια της εισόδου συγκεντρώνεται στις πύλες όπου μπορεί να εποπτεύεται και αν χρειαστεί να απωθηθεί. Οι δρόμοι χτίζονται εντός ενός οικισμού ή ανάμεσα σε οικισμού ώστε να επιτρέψουν τη γρήγορη κίνηση σωμάτων της αστυνομίας όταν ο έλεγχος απειλείται. Ο έλεγχος μπορεί να εκδηλώνεται στην αρχιτεκτονική γεωμετρία και επίσης στη ρυμοτομία. Μια στιβαρή, μηχανική γεωμετρία καθορίζει το σχήμα των μεμονωμένων κτιρίων και δημοσίων χώρων, ενώ η γεωμετρία των οικοπέδων καθορίζει τη σχέση ανάμεσα στα διαφορετικά κτίρια και το σχήμα του δικτύου οδών. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες να εκφραστεί ο έλεγχος σε αρχιτεκτονικό κι αστικό επίπεδο. Πέμπτο είναι το δικαίωμα της μεταφοράς.
Μπορώ να μεταφέρω τα δικαιώματα μου σε οποιονδήποτε επιθυμώ. Ο έλεγχος μου τότε είναι μόνιμος και μεταφέρσιμος, σαν το χρήμα. Αυτό το δικαίωμα αφορά περισσότερο τον κλασσικό τύπο ιδιοκτησίας που γνωρίζουμε, καθώς στον αστικό χώρο θεωρητικά τα ίδια δικαιώματα ισχύουν για όλους, επομένως δεν έχει νόημα να είναι μεταφέρσιμα. Όλα αυτά γίνονται αντιληπτά ως οπτικές του ίδιου πράγματος: της πραγματικής ιδιοκτησίας. Όμως αυτά τα δικαιώματα είναι διαχωρίσιμα κι όχι αναπόφευκτα. Σε κάποιες κουλτούρες, η γη ανήκει σε οποιονδήποτε τη χρησιμοποιεί εκείνη τη στιγμή. Αυτό σημαίνει ότι μόνο τα δικαιώματα της παρουσίας, χρήσης και σφετερισμού ισχύουν κι αυτά εξαφανίζονται όταν η ενεργή χρήση εγκαταλείπεται. Οι υπόλοιποι έλεγχοι όπως η μεταφορά, η μετατροπή ή ο αποκλεισμός εναπόκειται στη φυλή ή στους θεούς. Ο έλεγχος, μπορεί να είναι σαφής και κωδικοποιημένος ή ασαφής και άτυπος κι ακόμη αθέμιτος, όπως όταν μια συμμορία ορίζει την περιοχή της. Μπορεί να είναι αποτελεσματικός ή αναποτελεσματικός, συνεχής, χρονικός ή αναδυόμενος. Η πρακτική καθημερινή προσέγγιση στον έλεγχο του δημόσιου χώρου αποκαλύπτει άτυπες καταστάσεις ελέγχου που μπορεί να εναντιώνονται στις βασικές αρχές ελέγχου από την πλευρά του χρήστη. Το δικαίωμα της παρουσίας μπορεί να εμποδίζεται από άλλες πιο επιθετικές παρουσίες, π.χ. στάθμευση στους
κοινούς χώρους μιας πλατείας, ενώ ταυτόχρονα να γίνεται κατάχρηση στο δικαίωμα ελεύθερης συμπεριφοράς. Πως οι μεταλλαγές στον έλεγχο επηρεάζουν έναν τόπο? Μια κύρια διάσταση είναι σίγουρα η αναλογία χρήσης και ελέγχου, δηλαδή το σημείο μέχρι το οποίο οι πραγματικοί χρήστες ή κάτοικοι ενός χώρου τον ελέγχουν αναλογικά με το βαθμό ή τη μονιμότητα της κυριαρχίας τους. Εξουσιάζουν οι οικογένειες τις κατοικίες τους ή οι καταστηματάρχες τα καταστήματα τους? Εξουσιάζουν οι φοιτητές και οι καθηγητές τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι εργαζόμενοι τους χώρους εργασίας? Συνελεύσεις κατοίκων, συνεταιρισμοί παραγωγών, ελεύθερα σχολεία και κοινοτικές πρωτοβουλίες γειτονιάς είναι σύγχρονες προτάσεις για την αύξηση αυτής της αναλογίας χωρικού ελέγχου. Ο έλεγχος του χρήστη έχει δυο πλεονεκτήματα: την καλύτερη εφαρμογή που προκύπτει από τον έλεγχο από αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με το χώρο και κινητοποιημένοι να τον βελτιώσουν και τη μεγαλύτερη ασφάλεια, ικανοποίηση και ελευθερία που αυτό εξασφαλίζει. Ωστόσο, οι καταστάσεις γίνονται διφορούμενες όταν οι βασικοί χρήστες μιας πλατείας για παράδειγμα είναι οι θαμώνες των καταστημάτων και για αυτό τα καταστήματα προοδευτικά καταλαμβάνουν προοδευτικά το δημόσιο χώρο, ενώ απευθύνεται σε όλους. Για αυτό και το ζευγάρι χρήσης-ελέγχου δεν είναι απαραίτητο ότι απελευθερώνει τις δυνατότητες του χώρου,
75
καθώς ενδεχομένως να αποκλείει διαφορετικά ζεύγη χρήσης-ελέγχου. Για παράδειγμα, εκχωρώντας τον έλεγχο του δημόσιου χώρου, συμπεριλαμβάνοντας το δικαίωμα της μετατροπής αυτού, σε μια ανοιχτή συνέλευση κατοίκων επιτυγχάνει πιθανόν τη διαμόρφωση του με τρόπο που να εξυπηρετεί καλύτερα το σύνολο στο οποίο απευθύνεται, αλλά τι συμβαίνει με τις γενιές των μελλοντικών χρηστών ή όσων απουσιάζουν? Ο δημόσιος χώρος, κι ακόμη ευρύτερα το αστικό τοπίο που τον περικυκλώνει αφορούν γενιές διαδεχόμενων χρηστών. Ο έλεγχος από το χρήστη δεν θα πρέπει να αποκλείει σε άλλους τις βασικές ευκαιρίες που αυτός απολαμβάνει. Η ρύθμιση από παρόντες χρήστες συχνά εμπεριέχει τον αποκλεισμό αυτών που βρίσκονται κάπου αλλού, αλλά έχουν ένα θεμιτό ενδιαφέρον στη χρήση του χώρου. Με βάση αυτή τη λογική, σήμερα ο έλεγχος του δημόσιου χώρου είναι εκχωρημένος στο δήμο. Κρίνεται δηλαδή απαραίτητο στο σύγχρονο δυτικό κόσμο να υπάρχει ένας ρυθμιστικός παράγοντας που να διευθετεί τέτοιες χωρικές αντιθέσεις. Ο δήμος έχει τη δυνατότητα να κάνει μεταλλαγές στο μοτίβο χρήσης ή και τη μορφή του χώρου με θεωρητικό στόχο να εξυπηρετήσει την πλειονότητα των κατοίκων που εκπροσωπεί. Οι αλλαγές όμως αυτές συχνά συνοδεύουν πολλές γενιές κατοίκων.
76
“
In any good settlement, there should be places that are intensely private to persons and strong primary groups, and also some form of free or “waste” land within their reach which no external power effectively controls.
”
Μια επιπλέον περιπλοκή αφορά το κατά πόσον οι χρήστες ενός χώρου μπορεί να είναι ικανοί να ασκήσουν έλεγχο. Σε κάποιες περιπτώσεις ένα σκηνικό χρησιμοποιείται από ανθρώπους τόσο ετερογενείς όπου η ο έλεγχος χρήσης είναι απίθανος. Ένα σύστημα υπόγειου σιδηροδρομικού σταθμού, του οποίου οι σταθμοί άνηκαν στην κοινότητα που ζει από πάνω τους, οι γραμμές σε κάποια εταιρία και τα τρένα στους οδηγούς τους θα έφερνε προβλέψιμες δυσκολίες. Σε άλλες περιπτώσεις αφού ο έλεγχος απαιτεί προσπάθεια, οι τοπικοί χρήστες μπορεί να παραχωρούσαν ορισμένες λειτουργίες στη διαχείριση ειδικών, όποτε οι στόχοι είναι ξεκάθαροι αλλά οι τεχνικές περίπλοκες, όπως στην περίπτωση της αστικής πυρασφάλειας. Συζητώντας αυτούς τους περιορισμούς της άμεσης αντιστοίχησης ελέγχου και χρήσης, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τις περιπτώσεις όπου οι χρήστες είναι από τη φύση τους ή τη φύση της κατάστασης αδύναμοι αποτελεσματικού ελέγχου αλλά και αυτές όπου έχουν πιθανότητες να δύνανται: λόγω ηλικίας για παράδειγμα. Αλλά και η κοινωνία έχει ευθύνη
στη διατύπωση αυτού του διαχωρισμού και της κρίσης: πολλοί ηλικιωμένοι, πολλά παιδιά είναι πιο ικανοί για τον έλεγχο και τη διαχείριση από ότι η κοινωνία θεωρεί, ενώ η ίδια η κίνηση αποτελεί μια εξάσκηση προς αυτή την κατεύθυνση. Σε άλλες περιπτώσεις, η ασυμφωνία ανάμεσα στο πρόβλημα και την τοπική δυνατότητα μπορεί να είναι απλώς εμφανής ή εντελώς επιλύσιμη.
“
Management should be exercised by those with the best information, yet information includes values, feelings, and experiences, as well as facts and techniques. Local users are rich in the former.
”
Η ανάθεση της πυρασφάλειας σε ειδικό προσωπικό είναι σαφής, αφού η αξία της πυρασφάλειας είναι ξεκάθαρη και κοινά επιθυμητή ενώ η τεχνική εφαρμογής της είναι πολύπλοκη. Η ανάθεση της διαχείρισης του δημόσιου χώρου εγείρει πιο περίπλοκα ερωτήματα. Σίγουρα η ρύθμιση των επικαλυπτόμενων χρήσεων αυτοκίνησης, πεζών, συγκρουόμενων συμφερόντων στις σημερινές μεγαλουπόλεις δεν μπορεί να διευθετηθεί εύκολα από κάποιον μη-ειδικό. Ωστόσο, πάνω από όλες αυτές τις τεχνικές ρύθμισης βρίσκεται η κατεύθυνση της
ρύθμισης που σε μεγάλο βαθμό θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει το άθροισμα επιθυμιών των χρηστών της πόλης. Η παροχή περισσότερης πληροφορίας στους τοπικούς χρήστες ή η αλλαγή της κλίμακας μιας ρύθμισης συχνά διευκολύνει το συσχετισμό ελέγχου και χρήσης.
“
The balancing criterion to congruence is therefore responsibility: those who control a place should have the motives, information, and power to do it well, a commitment to the place and to the needs of other persons and creatures in it, a willingness to accept failure and to correct it. It is commendable to increase both congruence and responsibility, by means of education and the system of management.
”
Η παροχή πληροφορίας και η εκπαίδευση διαχείρισης σημαίνει ότι ο χωρικός έλεγχος εκχωρείται στους χρήστες του βήμα προς βήμα, καθώς αυτοί χτίζουν την ικανότητα τους να αποκτήσουν αυτή την υπευθυνότητα. Η εκπαίδευση ανθρώπων για το χωρικό έλεγχο είναι ένα χρήσιμο κοινωνικό καθήκον και ανασχηματίζει το τοπίο με στόχο να διανοιχθούν ευκαιρίες για χωρική διαχείριση. Η προοδευτική απόκτηση ευθύνης για τον χώρο είναι ένα αποτελεσματικό μέσο γενικής εκπαίδευσης, τόσο διανοητικής όσο και ηθικής.
77
Η τελική διάσταση του ελέγχου κατά τον Lynch είναι η βεβαιότητα, δηλαδή ο βαθμός στον οποίο οι άνθρωποι κατανοούν το σύστημα ελέγχου, μπορούν να προβλέψουν το σκοπό του και νιώθουν ασφαλής με αυτό. Δεν είναι το ίδιο με το να πει κανείς ότι ο έλεγχος θα πρέπει να είναι αμετάβλητος, αφού οι καταστάσεις και οι αξίας μπορεί να απαιτούν αλλαγές. Όμως η σύγκρουση και οι διπολικές καταστάσεις συχνά συνεπάγονται σύγχυση και σπατάλη. Αν δεν υπάρχει ομοφωνία για τα χωρικά δικαιώματα ή τις αθέμιτες χρήσεις, τότε οι άνθρωποι γίνονται ανασφαλείς και αφιερώνουν την ενέργεια τους στην αμυντική στάση. Σε μια καλή ρύθμιση, τα χωρικά δικαιώματα είναι γνωστά, αποδεκτά, σαφή και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του ελέγχου. Η ομαλότητα με την οποία ο έλεγχος μεταβιβάζεται ανήκει στην ίδια κατάσταση. Η σύγκρουση είναι φυσιολογική ωστόσο, καθώς η υψηλή βεβαιότητα και η χαμηλή αντιστοιχία χρήσης-ελέγχου αποτελούν καταπίεση. Σήμερα βασιζόμαστε κυρίως στην κεντρική αρχή για τον ενδιάμεσο της επίλυσης συγκρούσεων και για να φροντίζει για τα συμφέροντα των παρόντων αλλά και των απόντων ή μελλοντικών χρηστών. Η αστυνομία είναι υπεύθυνη για αυτό και υποστηρίζεται από νομικά διαχειριστικά κέντρα. Αλλιώς διαφορετικοί άνθρωποι σε ένα χώρο, μπορεί να αναπτύξουν επιθετικότητα, να γίνουν παρεμβατικοί και να αναπτύξουν προσβλητικές
78
συμπεριφορές. Ωστόσο, αξιολογούμε ψηλά την ελευθερία και την επιθυμία να λειτουργούμε με ελεύθερα επιλεγμένους τρόπους. Επιπλέον, το θέμα της ανθρώπινης διαφορετικότητας είναι από τους πιο δημοφιλείς πόλους έλξης σε μια πόλη.
“
Applying that minimum of unobtrusive control which is necessary to keep heterogeneous users at peace with each other, and yet feeling free, is a delicate art. Η ανοχή υποστηρίζει αυτή την τέχνη: την εκμάθηση και δημιουργία τρόπων συνύπαρξης σε κοινό χώρο και χρόνο. Ένα άτομο ελέγχει μια ελάχιστη περιοχή, με τον ελάχιστο δυνατό τρόπο και προσπαθεί να αγνοήσει και να σεβαστεί τις ξένες, παράξενες γειτονικές συμπεριφορές. Ο ανεκτικός κοσμοπολίτης δεν ταράζεται εύκολα από τις πράξεις των άλλων ανθρώπων, αλλά τους παρατηρεί με εύθυμη και ήρεμη αποστασιοποίηση. Ο ψυχολογικός και κοινωνικός κατακερματισμός λειτουργεί στη θέση της αστυνόμευσης ή ενός διαχωρισμού χωρικού και χρονικού. Μαζί με την ανοχή επέρχεται και η αδιαφορία.
79
ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ ΕΛΕΥΘΕΡΊΑΣ & ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΎ
80
Σ
τη δεκαετία των 60s εκφράστηκαν αντιδράσεις για την ερμητικότητα του σχεδιασμού από διάφορες μεριές, τόσο τους χρήστες των πόλεων της μοντερνικότητας όσο και από αρχιτέκτονες και σχεδιαστές. Οι αντιδράσεις αυτές πήραν τη μορφή βιβλίων, άρθρων, μανιφέστων, αλλά και σχεδίων για ένα δομημένο αύριο που θα είναι περισσότερο ευέλικτο και που θα ανταποκρίνεται στις διαφορετικές, διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των πολιτών. Τα σχέδια που υλοποιήθηκαν είχαν φυσικά να αντιμετωπίσουν μια πολύ σοβαρή πρόκληση, κι αυτή δεν ήταν άλλη από την προσαρμογή της στατικής κατασκευής αλλά και της διαδικασίας δόμησης σε ιδέες μεταβλητού, ελεύθερου, ανοιχτού σχεδιασμού. Καθώς ο στατικός μηχανισμός σε κάθε κτίριο υπάρχει εξ ορισμού για να εξασφαλίζει την ακαμψία και την ασφαλή στιβαρότητα του, η ευελιξία αποτελούσε πρόκληση. Οι σχεδιαστές ανέπτυξαν συστήματα με διαφορετικούς βαθμούς ελευθερίας κι επιλογών, τα οποία πάντα ακολουθούσαν ένα δομημένο πλαίσιο και συχνά ένα μορφικό ρυθμό. Αυτά τα μοτίβα ελευθερίας ήταν άλλοτε εμπνευσμένα από τη φύση, άλλοτε από κοινωνικές δομές κι άλλοτε ακολουθούσαν μαθηματικές και γεωμετρικές θεωρίες. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ίδιοι οι πολίτες σε συνεργασία με κάποιους αρχιτέκτονες προχώρησαν στην επαναδιαπραγμάτευση των διαδικασιών του σχεδιασμού και της κατασκευής με στόχο να
υποστηριχθεί αποτελεσματικότερα η ανάγκη και η επιθυμία του πολίτη. Πολλοί σχολιαστές αναζητούσαν μια ριζική αμφισβήτηση των περιορισμών που έθετε το ισχύον οικονομικό σύστημα στην επίτευξη ενός απελευθερωτικού μη-σχεδιασμένου περιβάλλοντος. Για αυτούς, η επιθυμία των ανθρώπων να αποκτήσουν πραγματική ελευθερία στη δημιουργία του δικού τους περιβάλλοντος απαιτούσε τίποτα λιγότερο από την κατάρρευση αυτού του οικονομικού συστήματος και των κοινωνικών του θεσμών. Ένας από τους πρωτοπόρους σχεδιαστές στον τομέα της κινητής αρχιτεκτονικής, ο Richard Buckminster Fuller (1895-1983) ήταν ένας αμερικανός αρχιτέκτονας, συγγραφέας και θεωρητικός που καθιέρωσε τους όρους της «εφημεροποίησης» και της «συνέργειας». Επιχείρησε να προσφέρει στον πολίτη την ευελιξία που θεωρούσε ότι του είχε στερήσει το μοντερνιστικό αστικό περιβάλλον αναπτύσσοντας πολυάριθμες εφευρέσεις, κυρίως αρχιτεκτονικά σχέδια, ενώ σε αυτόν οφείλεται η δημοτικότητα της χρήσης του γεωδαιτικού θόλου. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Fuller οραματίστηκε και προώθησε μια κοινωνική αλλαγή, που θα βασιζόταν στην κινητικότητα του πολίτη και την έλλειψη σταθερής ιδιόκτητης κατοικίας.60 60 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.116.
81
Σε γενικές γραμμές ο Buckminster Fuller ορμώμενος από την αντίθεση του προς τη μονιμότητα της δόμησης του μοντερνισμού, κινήθηκε προς ένα επαναστατικό όραμα συνεχούς κινητικότητας και ακύρωσης της στατικής ιδιοκτησίας. Επιδίωξε να αποδώσει πίσω στους πολίτες τον έλεγχο για τις συνθήκες κατοίκησης τους, μέσα από μια επανάσταση υποκινούμενη από την αγορά (market-driven revolution). Σε μια τέτοια κοινωνία, οι πόλεις θα δομούνταν με πολύ διαφορετικό τρόπο. Το κοινωνικό όραμα του Fuller ήταν μια τεχνολογική ουτοπία που θα απάλλασσε τον πολίτη από τις επιβεβλημένες συνθήκες ζωής στη σύγχρονη αντιοικολογική και αντιοικονομική πόλη. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πόλη είχε πια κυριαρχηθεί από τα αλληλοεξυπηρετούμενα συμφέροντα αρχιτεκτόνων, σχεδιαστών, πολεοδόμων και εργολάβων και παρήγαγε ακλόνητες και καταπιεστικές δομές κατοικίας. Το όραμα του Fuller αφορούσε στη μετακίνηση και τη νομαδικότητα, οι οποίες όμως μπορούσαν να υλοποιηθούν μόνο υποστηριζόμενες από τη βιομηχανική παραγωγή. Το όραμα του αυτό εμφύσησε σε σχέδια μαζικά παραγόμενων, προκατασκευασμένων καταφυγίων που θα ήταν φτηνά και προσαρμόσιμα σε δομές υποδοχής. Ως εκπαιδευτικός στο πανεπιστήμιο, ο Fuller βρήκε έναν ιδανικό χώρο έρευνας και μετάδοσης του ιδεώδους μιας ουσιώδους, βιώσιμης επανάστασης με αφορμή την αλλαγή 82
του δόγματος της μονιμότητας στην κατοίκηση. Ωστόσο, το συλλογικό περιβάλλον που καλλιέργησε στα πανεπιστημιακά του έργα, τόσο επιδραστικό για τη γενιά της δεκαετίας του 1960, επισκίασε το γεγονός ότι ο ίδιος πάντα διεκδικούσε τα δικαιώματα της εργασίας που έκαναν οι φοιτητές του, κι ακόμη πιο περισσότερο, πολλά από τα πειράματα και τα δοκιμαστικά μοντέλα που κατασκεύαζε, χρησιμοποιούνταν άμεσα από το στρατό. Η ακμή του γεωδαιτικού θόλου και του Fuller οφείλονται σε μεγάλο βαθμό, λόγο του ρόλο που διαδραμάτισαν στον Ψυχρό Πόλεμο. Παρότι έχει ενδιαφέρον να μελετηθεί η επίδραση των έργων του σε μετέπειτα ελευθεριακές ιδέες για τη ζωή στη σύγχρονη κοινωνία, ενσωματωμένη σε αυτές βρίσκεται μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που αντιτίθεται στις ελευθεριακές αξίες που προσφέρει η δουλειά του. Οι κινητές κατοικίες εξαρχής σχεδιάστηκαν για εργοστασιακή παραγωγή, καθώς διαπιστώθηκε πολύ σύντομα, ότι μόνο έτσι μπορούσε να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη ακρίβεια. Ο τρόπος παραγωγής αυτός, ενώ ως αποτέλεσμα οδηγούσε σε μια πραγματική ευελιξία, ως διαδικασία και ως τεχνογνωσία ήταν απρόσιτος στον καθημερινό πολίτη. Στην ουσία, ο Fuller εγκατέστησε ένα ακόμη σύστημα πραγματογνωμοσύνης στην κατασκευή, με διαφορετικά όμως αποτελέσματα. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα εισαγωγής της ευελιξίας στον σχεδιασμό αποτέλεσε το
Northwick Park Hospital,γνωστό και ως «το απροσδιόριστο κτίριο» ένα νοσοκομειακό κτίριο σχεδιασμένο από τον John Weeks την περίοδο 1961-1974. Η προσέγγιση αυτή ήταν επηρεασμένη από το «θεώρημα της απροσδιοριστίας» από τον φυσικό Werner Heisenberg το 1927, που είχε διατυπώσει την αδυναμία να καθοριστεί ταυτοχρόνως η θέση και η ταχύτητα των ατομικών σωματιδίων. Η «απροσδιοριστία» του Weeks όρισε ότι το μέγεθος ενός νοσοκομείου δεν ήταν σταθερό, κι ότι η ανάπτυξη των διαφορετικών τμημάτων του δεν θα μπορούσε να καθοριστεί. Έτσι οδηγήθηκε σε μια σχεδιαστική λύση σειρών κτιρίων με σταθερό πλάτος αλλά ασαφές μήκος, ώστε να μπορούν να επιμηκυνθούν εάν χρειαστεί. Σειρές εύκολα συνδεόμενων μεταλλικών πλαισίων που στήριζαν μπετονένια δοκάρια επέτρεψαν ευέλικτη εσωτερική χωροθέτηση, ενώ τα τέλη αυτών των κτιρίων έκλεισαν με αφαιρούμενα μεταλλικά πάνελ και προσωρινές σκάλες πυρκαγιάς. Αυτά τα επεκτεινόμενα τέλη μπορούσαν να αφαιρεθούν, ώστε να επιμηκυνθεί το κτίριο κατά βούληση. Ο τρόπος αυτής της ανάπτυξης είχε προκαθοριστεί έτσι ώστε το κτίριο να μοιράζει τα νέα του στατικά βάρη στις νέες κολώνες με ασφάλεια, ενώ κάλυπτε τις νεοδημιουργηθείσες ανάγκες του νοσοκομείου. Όπως ο ίδιος ο Weeks ανέφερε, το κτίριο λειτουργούσε όπως ένα δέντρο, όπου νέα κλαδιά μπορούν να μεγαλώσουν όταν απαιτείται, ενώ κάποια άλλα να αφαιρεθούν.
Όπως στο δέντρο, έτσι και στο κτίριο τη μεταβλητότητα διέπει ένας προκαθορισμένος κανόνας. Όπως μας λέει ο Jonathan Hughes, η διελκυστίνδα ανάμεσα στην ελευθερία και τον έλεγχο προσεγγίζεται από την αρχιτεκτονική του Northwick Park Hospital, όπου η ελευθερία του απροσδιόριστους κτιρίου παράγεται από προκαθορισμένα συστήματα ελέγχου. Παρότι ο στόχος του σχεδιασμού ήταν να θέσει την αρχιτεκτονική στην υπηρεσία ενός ευέλικτου συστήματος υγείας, το κτίριο υλοποιήθηκε μέσα σε μια καπιταλιστική οικονομία με υψηλό βαθμό κρατικής παρέμβασης. Η αρχιτεκτονική του ισορρόπησε ανάμεσα σε καταστάσεις πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας αλλά και ελέγχου. Αυτό εκφράστηκε επιπλέον από την πλευρά του Weeks με τον καθορισμό όχι μόνο του συστήματος το οποίο δόμησε τα κτίρια του νοσοκομείου βάσει πολλαπλασιασμού, αλλά και ενός τυποποιημένου σετ τμημάτων μικρότερης κλίμακας που ολοκλήρωναν το σύστημα. 61 Το ιδεώδες της κτιριακής επεκτασιμότητας απασχόλησε και τη διάσημη ομάδα των Archigram. Το πρωτοποριακό αρχιτεκτονικό γκρουπ που άνθησε κατά την δεκαετία του 1960 αποτελούσε ένα λογικό επακόλουθο των αξιών του μοντερνισμού. Πάνω στην τεχνολογική και κοινωνική βάση του, οι Archigram δημιούργησαν υπερβατικά οράματα πόλεων. Ωστόσο, οι 61 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.96-101.
83
Archigram δεν ενστερνίστηκαν ποτέ μια από τις αρχές που εμφύσησε ο Arthur Korn στο μοντερνιστικό κίνημα, όπου το κτίριο αναμένεται να είναι «καταληκτικό». Η «καταληκτικότητα» του κτιρίου συνοψίζεται στο ότι ένα σύνολο αναγκών έχει μελετηθεί διεξοδικά ούτως ώστε να προκύψει μια ολοκληρωμένη σχεδιαστική λύση που να καλύπτει με ακρίβεια τα ζητούμενα προβλήματα. Η πρόκληση για τη γενιά του Archigram ήταν αντ’ αυτού να δημιουργούν «ανοιχτά τέλη», μια αρχιτεκτονική που θα εξέφραζε την ανάγκη των κατοίκων της για συνεχή αλλαγή. Η βεβαιότητα με την οποία η γενιά του μοντερνισμού θεώρησε ότι θα εντόπιζε το «κοινωνικό πρόγραμμα» κάθε κτιρίου κατά τη σχεδιαστική διαδικασία, πόσο μάλλον ότι θα έβρισκε και τη λύση του, ήταν μια ξένη ιδέα για αυτούς. Ακόμη και ο Le Corbusier, θεμελιώδης παρουσία του μοντερνισμού, αντιμέτωπος με ένα σύνολο αναπάντεχων αλλαγών που έκαναν οι κάτοικοι στο έργο του στο Pessac είχε καταλήξει:
“
You know, it is always life that is right and the architect who is wrong
”
Οι ιδέες των Archigram για έλλειψη καθορισμού εκφράστηκαν σε σχέδια ουτοπικών πόλεων, όπου η ελευθερία εκφράστηκε είτε μέσα από την ελεύθερη προσάρτηση σε προϋπάρχοντες δομικούς σκελετούς (plug-in concepts),
84
είτε μέσα από την κίνηση και τη δράση που προσέφερε ένα άκρως βιομηχανικό και τεχνολογικό περιβάλλον, όπως στην περίπτωση της Walking City. Τα σχέδια αυτά επηρέασαν κι επηρεάζουν γενιές σχεδιαστών, αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, στο όραμα τους για απελευθέρωση από τις καταληκτικές δομές. Περίπου την ίδια περίοδο, ο Yona Friedman στο μοντέλο του Spatial City (1958-1961) δημιούργησε μια αιωρούμενη πόλη όπου οι κατοικίες τοποθετούνταν ελεύθερα ανάμεσα σε κατακόρυφους πυλώνες στήριξης και κυκλοφορίας. Θεωρούσε ότι η σύσταση μιας πόλης στον αέρα έθετε λιγότερους περιορισμούς στην πολεοδομική ανάπτυξη και αλλαγή. Παρόλ’ αυτά, πίσω από αυτή την ιδέα της αιωρούμενης ευελιξίας μπορεί να γίνει διακριτός ένας δομικός αστικός καθορισμός. Όπως και άλλες ιδέες της εποχής, η “Spatial City” άνηκε στο μοτίβο των stem city plans, όπου στον «ανθό» της πόλης η επιλογές είναι ανοιχτές, αλλά με την προϋπόθεση ο «μίσχος» να παραμείνει σταθερός. H λογική αυτού του τύπου σχεδιασμού βασίζεται στην υπόθεση ότι η παροχή ενός βαθμού ελευθερίας και η δυνατότητα άπειρης επέκτασης του θα ικανοποιούσε επαρκώς τις προοπτικές αλλαγών στις επιθυμίες του χρήστη όπως και τις κοινωνικές μεταβολές. Στα σχέδια αυτά υποθάλπεται η έννοια ενός τύπου διαχρονικής κοινωνικής και πολιτισμικής σταθερότητας.
O Friedman όμως πρόσθεσε στο δημιούργημα του μια ακόμη δυνατότητα: τους Flatwriters. Οι Flatwriters ήταν μηχανές που θα υπολόγιζαν τον ιδανικό συνδυασμό ανάμεσα στα διαθέσιμα αποθέματα ενέργειας και υλικών, την προσωπική επιθυμία του χρήστη αλλά και τον αντίκτυπο στο υπάρχον τοπίο.62 Ο Friedman πρότεινε εδώ μια εκδοχή παραμετρικού σχεδιασμού που συνδύαζε τρεις κατά κόρον σημαντικούς παράγοντες για να βελτιστοποιήσει την παραγωγή του αστικού τοπίου. Ακόμη περισσότερο, η ιδέα του εμπεριέχει την αυτονόμηση του χρήστη από το σχεδιαστή, αλλά και την πρόσβαση του χρήστη στη γνώση, προκειμένου να τη χρησιμοποιήσει με το δικό του τρόπο. Βέβαια, ακόμη και σήμερα, που ο παραμετρικός σχεδιασμός αποτελεί πραγματικότητα, υπολογισμοί τέτοιου είδους είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν. Εάν η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί όντως να βρει έναν αριθμό βέλτιστων λύσεων για τη χρήση των διαθέσιμων πόρων, από τις οποίες ο χρήστης μπορεί να επιλέξει την ιδανική για αυτόν, παραμένει το ερώτημα της τοποθέτησης στο υπάρχον τοπίο . Ακόμη κι αν δοθούν μετρικά, μορφολογικά και μικροκλιματικά χαρακτηριστικά προς υπολογισμό, παραμένει πάντα το ερώτημα της υποδοχής του εγχειρήματος από τους κατοίκους και τους χρήστες της περιοχής. Μιλάμε για μια πολυπαραγοντική κατάσταση και μια πλειοψηφία που η τεχνητή νοημοσύνη, ως ένας άλλος 62 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.139.
σχεδιαστής, δύσκολα μπορεί να καθορίσει. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960, ο Nicholas Negroponte του ΜΙΤ ήταν ο πιο εντατικός ερευνητής πάνω στη διαχείριση του περιβάλλοντος από ελεγχόμενους υπολογιστές, διότι θαύμασε την ικανότητα τους να λαμβάνουν υπόψη τους μικροϋπολογισμούς των μοναδικών και των κατ’ εξαίρεση στοιχείων. Ο αρχιτέκτονας, έλεγε ο Negroponte, είναι αναγκασμένος να προχωρήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί η παρατήρηση κάθε σπουργιτιού είναι πολύ περίπλοκη για οποιονδήποτε εκτός από το Θεό. Για την υλοποίηση αυτής της πόλης, ο Negroponte αναφέρθηκε στην Plug-in City των Archigram, ως το είδος του αρχιτεκτονικού εξοπλισμού που θα μπορούσε να είναι διαχειρίσιμο από αυτό το λογισμικό. Ο ίδιος πρότεινε ότι οι σχεδιαστικές αποφάσεις θα λαμβάνονταν από τις ίδιες τις μηχανές, θέτοντας τα αποτελέσματα σε έγκριση ή αποδοκιμασία από το κοινό τους ή από κάποια κεντρική σχεδιαστική υπηρεσία που θα συνέλεγε αντιδράσεις, ένα όραμα παρόμοιο με τους “flatwriters” του Yona Friedman. Στη λογική των modular ή plug-in ή stem πόλεων εφαρμόζεται η ιδέα ότι η κοινωνία μέσα από τους δοσμένους βαθμούς ελευθερίας, θα βρει τη δική της οικεία μορφή. Καθώς τα τμήματα του πάζλ θα εκτείνονταν προς τον τρισδιάστατο χώρο, το κοινωνικό γίγνεσθαι θα διαρθρωνόταν όπως πάντα με τα δικά του μοτίβα: συνεχή ή ασυνεχή, κεντροποιημένα ή 85
περιθωριοποιημένα, βασισμένα στην οικογένεια ή σε ομάδες κοινών συμφερόντων. 63
H διανόηση απέναντι στο αστικό ζήτημα στη Γαλλία, τη δεκαετία του 1960 ήταν χωρισμένη σε αντιθετικές προσεγγίσεις: από τη πλευρά ήταν η κατάργηση του σχεδιασμού της πόλης, η μετατροπή της σε ένα ανοιχτό κείμενο τα μηνύματα του οποίου δεν καθορίζονται από τον σχεδιαστή κι από την άλλη, η ιδέα του αστικού ως ενός σχεδιασμένου και λειτουργικού χώρου που βρίθει εργονομίας. Μέσα σε αυτή τη σύγκρουση μια σειρά από ουσιώδεις αντιθέσεις συζητήθηκαν: το κέντρο της πόλης και τα προάστια, ο άντρας και η γυναίκα, ο ενεργητικός χρήστης και ο παθητικός δέκτης. 64 Το 1977 παραδόθηκε στους πολίτες του Παρισιού το πολιτιστικό κέντρο Pompidou, σχεδιασμένο από τους Renzo Piano και Richard Rogers. To κτίριο, που περιέχει δυο δημόσιες βιβλιοθήκες, ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και ένα κέντρο έρευνας για τον ήχο, αποτελεί έναν πραγματικά δυναμικό χώρο συνάντησης. Εδώ οι δραστηριότητες επικαλύπτονται σε ευέλικτους, καλοσχεδιασμένους χώρους ως ένα πραγματικά δημόσιο κέντρο που ανταποκρίνεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες των χρηστών. Η εξωτερίκευση του 63 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.139. 64 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.162.
86
φέροντα οργανισμού ως ένας εξωσκελετός απελευθέρωσε τον εσωτερικό χώρο για εκδηλώσεις κι αποτέλεσε μια κατασκευαστική πρωτοπορία της εποχής. Στην αρχική σύλληψη του κτιρίου, υπήρχε η ιδέα ορισμένων μετακινούμενων ορόφων, αποσπώμενων τμημάτων και κινητών στοιχείων, με στόχο την έμφαση στην ευελιξία ενός χώρου που θα φιλοξενούσε πολιτισμό σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ωστόσο, οι ιδέες αυτές τελικά αφαιρέθηκαν από το τελικό σχέδιο. Το κτίριο αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων και έγινε ο καταλύτης που μετέτρεψε μια αγνοημένη κι ανεπιθύμητη γειτονιά σε μια ζωντανή και αναπτυσσόμενη κοινότητα. Το κέντρο Pompidou δέχθηκε ευρεία κριτική για τη μνημειοποίηση του «ουδέτερου τεχνολογικού στεγάστρου» που περιείχε το άναρχο παιχνίδι και τη συμμετοχικότητα που ήταν τόσο σημαντική για τους Καταστασιακούς και τον Henri Lefebvre, και συγκρίθηκε με μια πλατεία που αφήνεται ελεύθερη για «μηπροδιαγεγραμμένες» δραστηριότητες». Η απελευθέρωση από τα υποστυλώματα και η ριζοσπαστική αντίθεση με τη μορφολογική παράδοση εδώ ήταν αρκετή για να συμβολίσει την ευελιξία και την αντίδραση στη διαμορφωμένη κατάσταση. Στην καριέρα του ως θεωρητικός αρχιτέκτονας και σχεδιαστής που διήρκεσε τέσσερις δεκαετίες ο Cedric Price σταθερά προκάλεσε την αντίληψη ότι τα κτίρια ήταν μια καθορισμένη
απάντηση σε ένα στατικό πρόβλημα. Το όραμα του για την αρχιτεκτονική ως μια προσωρινή οντότητα, αντί για μια σταθερή μόνιμη φόρμα, τον οδήγησε ώστε να μπορεί να εξερευνήσει την ιδέα των κτιρίων ως αντικείμενα που καθόριζαν τον δημόσιο χώρο, αντί για ασαφή περιβάλλοντα που έθεταν όρια μέσα στα οποία εισέρχεσαι. Το έργο του Potteries-Thinkbelt Project (1964) χρησιμοποίησε μίλια περιττών σιδηροδρομικών γραμμών για τη δημιουργία ενός ευέλικτου πανεπιστημίου για 20000 φοιτητές. Ένα νέο μέρος θα δημιουργούνταν σε αχρησιμοποίητο βιομηχανικό έδαφος με προκατασκευασμένες και κινητές εγκαταστάσεις που θα επανακαθόριζαν όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο η συγκεκριμένη τοποθεσία αντιμετωπιζόταν αλλά και την καθιερωμένη ιδέα για το πως πρέπει να είναι ένα πανεπιστήμιο. 65
Από το 1971 ο Price κατάφερε να κτίσει την πιο επιλυμένη εκδοχή του για το τι σημαίνει διαδραστική αρχιτεκτονική: το Kentish Town Inter-Action Center στο Λονδίνο. Βασισμένο στην πρωτύτερη ιδέα του για το Fun Palace (1960-61) συμπεριλάμβανε ένα μη-περίκλειστο πλαίσιο από ατσάλι στο οποίο μετακινούμενοι γερανοί σε ράγες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να μεταφέρουν προκατασκευασμένους τοίχους σκάλες και μονάδες εξυπηρέτησης όπου επιθυμούσε ο 65 Kronenburg, R. (2007). Flexible: Architecture that Responds to Change. London: Laurence King.
χρήστης. Το κτίριο αυτό αποτελούσε το βασικό «σκηνικό» όπου τα μέλη του Inter-Action Trust μπορούσαν να τοποθετήσουν μια ποικιλία κοινοτικών υπηρεσιών. Αυτές συμπεριλάμβαναν εργαστήρια, studio, γραφεία, μια λέσχη και μια προσχολική ομάδα. Το ανοιχτό πλαίσιο από ατσάλι σχημάτιζε μια υποδομή που όριζε ένα νέο δημόσιο δρόμο και μια πλατεία, αλλά και γύρω από την οποία προκατασκευασμένα στοιχεία α μπορούσαν να τοποθετηθούν. Επιδραστικό για τη σκέψη του Price ήταν ότι η κατασκευή μπορούσε να έχει μια περιορισμένη ζωή 20 χρόνων, παρότι μέσα σε αυτή την περίοδο θα βρισκόταν σε κατάσταση συνεχούς αλλαγής. Οι ιδέες του Price αποτέλεσαν σημαντικές επιρροές στη νεώτερη γενιά αρχιτεκτόνων, κυρίως τον Peter Cook του Archigram και τον Richard Rogers. Στην καλύτερη τους, τα project του Price, μαζί με αυτών από το group του Archigram εκμεταλλεύτηκαν τις επιπτώσεις της τεχνολογικής καινοτομίας με δημιουργικές ριζοσπαστικές ιδέες και μια δόση ειρωνείας: plug-in πόλεις και pop-up κοινοβούλια υπόσχονταν ένα μέλλον αυθορμητισμού, επιλογών και δημοκρατικών συμμετοχών. Όλες αυτές οι απόπειρες προς την αναίρεση του σχεδιασμού και το άνοιγμα των χωρικών δυνατοτήτων είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο συναρμολογούμενος γεωδαιτικός θόλος του Fuller (ήδη από το 1940) , το Santa Monica House 87
των Charles και Ray Eames (συναρμολογημένο από προκατασκευασμένα τμήματα από καταλόγους), το σύμπλεγμα σχολικών κτιρίων CLASP (σειρά προκατασκευασμένων σχολείων στην Αγγλία), αλλά και το Space-Frame του Κonrad Wachsmann (τρισδιάστατο στατικό πλαίσιο, ικανό να συνδέεται και να στηρίζει μεγάλους όγκους) εισήγαγαν την ιδέα ότι η αρχιτεκτονική μπορούσε να παράγεται και να διανέμεται όπως τα αυτοκίνητα και τα προϊόντα. Οι διαδικασίες συμβολίστηκαν μέσα από μια μεγάλη υπεροχή στην κατασκευαστική υποδομή. Ωστόσο, οι ενθουσιαστικές απόπειρες να προωθηθεί ο αυθορμητισμός συχνά κατέληγαν σε δομές και συστήματα τόσο συνεχή και περίπλοκα που λειτουργούσαν μόνο με μια γενικά αποδεκτή παράμετρο του μοντέρνου κινήματος – την παραλληλία με τη μηχανική και τη βιομηχανική παραγωγή που αυτή συνεπάγεται. Το σημείο επαφής όλων αυτών των λύσεων γεμάτων κινητικότητα και συνδεσιμότητα, συναρμολογούμενα τμήματα και ρόδες ήταν η συνολική συνειδητοποίηση ότι ο ολοκληρωτικά αμετάβλητος σχεδιασμός δε θα μπορούσε να ακολουθήσει τη λειτουργία της κοινωνίας και του χώρου. 66
Στα πλαίσια του «αυξημένου σκεπτικισμού» που περικύκλωνε τον σχεδιασμό, ένα θεωρητικό πείραμα αποτέλεσε το Non-Plan (1969) των Cedric Price, Reyner Banham, Paul Barker, και Pe66 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.141.
88
ter Hall, ένα προσεκτικά διατυπωμένο πείραμα στην έλλειψη σχεδιασμού. «Η παρούσα έμφαση στο σχεδιασμό δομών (των περασμένων δεκαετιών έμφαση, μιας και το κείμενο δεν είναι σύγχρονο) εις βάρος της κατανόησης της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης έχει οδηγήσει στην κουλτούρα της συντήρησης ως αυτοσκοπό και σε μια από τις κύριες αιτίες της οικονομικής μας δυσφορίας. Έχουμε σχεδιάσει το δρόμο μας προς ένα αδιέξοδο και δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το πως να οδηγηθούμε έξω από αυτό. Δεν πρόκειται πια για το αν θα υπερισχύσει το ένα σύστημα σχεδιαστικών αρχών η το άλλο, μέσα στο κλειστό σύστημα, αλλά η κατάσταση απαιτεί μια ριζική επανεξέταση όλου του συστήματος. Βασικά οι δυσκολίες μας πηγάζουν από την έλλειψη ξεκάθαρων στόχων – ενώ αυτοί που έχουμε είναι βασικά πατερναλιστικοί- και την άποψη ότι «ο κύριος στο δημαρχείο ξέρει καλύτερα». Το θέμα είναι να συνειδητοποιήσουμε πόσο λίγο έχει αλλάξει ο σχεδιασμός και η αρχιτεκτονική σαν λογική. Το συνολικό ήθος είναι δογματικό κι αν κάτι θετικό προκύψει, θεωρείται απροσδόκητη καλοδεχούμενη εξέλιξη, σαν bonus. Όχι αναμενόμενη, αλλά πολύ επιθυμητή αν προκύψει, σαν τα κουπόνια του super market.» 67
Οι προτάσεις του Non-Plan έχουν γενικά 67 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.8-12.
αναγνωριστεί ως μια απόρριψη της ριζικής τμηματοποίησης και της προκαθορισμένης λογικής των στρατηγικών σχεδιασμού που προωθούνται από το κράτος, ωστόσο έχει επίσης ειπωθεί ότι η εφαρμογή του ενδεχομένως να ήταν πολιτισμικά σκληρή: στερώντας από τους ανθρώπους από την ασφάλεια των συνηθισμένων τους δομών, χώρων, εμπειριών, συμβόλων και τρόπων ζωής, θα τους ανάγκαζε να επανεφευρέσουν τον πολιτισμό από το μηδέν. Επιπλέον, καθώς οι προτάσεις του Non-Plan δεν κινήθηκαν προς μια κατεύθυνση συνολικής αναθεώρησης των οικονομικών και πολιτικών περιορισμών του καπιταλιστικού πλαισίου, ενδεχομένως η εφαρμογή του, εντός αυτού του πλαισίου, να οδηγούσε σε μια ενίσχυση οικονομικών παραγόντων. Η γη θα αφηνόταν ελεύθερη και τελικά θα δομούνταν από αυτούς που θα είχαν τους πόρους να τη δομήσουν. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η αντίδραση προς τον εξωγενή καθορισμό πυροδότησε την υποστήριξη της αυτόνομης ατομικής grass-root δράσης. Τότε έγινε πολιτισμικά διαδεδομένο και οικονομικά συνετό να αναλαμβάνει κανείς την οικοδόμηση, επιδιόρθωση και συντήρηση της κατοικίας του. Το Do-It-Yourself έγινε εθνική απασχόληση και επάνω του δομήθηκε μια επικερδής αγορά λιανικής. Φυσικά, για τους πιο ριζικούς επικριτές η επίτευξη της πραγματικής αρχιτεκτονικής ελευθερίας υπονοούσε ένα πολύ πιο αναλυτικό έργο από ανακαινίσεις σε
σοφίτες και εγκαταστάσεις θέρμανσης.
68
Το κλίμα αυτό συμμεριζόταν και η πανεπιστημιακή κοινότητα: το 1974 η Architectural Association (ΑΑ) του Λονδίνου στην 125η έκδοση της επετειακής της έκθεσης υπέδειξε στους φοιτητές «την καθολική απόρριψη των μύθων των 60s […] με τις ασκήσεις σχεδιασμού μεγάλης κλίμακας, τις μαζικές αστικές ανανεώσεις και τις απόπειρες δημόσιων κατοικιών» . Αντ’ αυτών, έμφαση δόθηκε στο κίνημα των καταλήψεων οικιών και τα προβλήματα του επιβλητικού κρατικού σχεδιασμού. Η συζήτηση συνέχισε την επόμενη χρονιά από τον καθηγητή της AA Bernard Tschumi, του οποίου το άρθρο “The environmental trigger” χαρτογράφησε την πιθανότητα νομικής ύπαρξης άμεσης πολιτικής εντός του αστικού χώρου. Συγκεκριμένα, πρότεινε να ιδωθεί το αστικό τοπίο σαν αρένα όπου η πολιτική μάχη θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί και διαμέσου της οποίας, θα μπορούσαν να έρθουν επαναστατικές αλλαγές.
68 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.177-180.
89
“
Environmental knowledge (not building) can contribute to polarizing urban conflicts and inducing radical change. Architecture is the adaptation of space to the existing social structures. No spatial organization ever changes the socio-economic structure of a reactionary society. The only possible architectural action of a revolutionary nature is rhetorical. Bernard Tschumi
”
Σύμφωνα με τον Tschumi, η μόνη δυνατή αρχιτεκτονική πράξη μιας επαναστατικής φύσης είναι ρητορική. Επομένως, η συνταγή του Tschumi για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ήταν κατά κάποιο τρόπο, μηδενιστική. Ενώ η αρχιτεκτονική μπορούσε στην καλύτερη να απασχοληθεί με την παράθεση αντιπροτάσεων στο σχεδιασμό, τέτοιες δουλειές μπορούσαν και όντως κατέληγαν να χρησιμοποιούνται από τις υπάρχουσες δομές, το σύστημα. Πολύ καλύτερα να γίνεται προσπάθεια κατευθείαν εντός του αστικού τοπίου, είτε μέσα από αυτό που ο Tschumi όρισε ως υποδειγματικές ρητορικές πράξεις είτε μέσα από ανατροπές εντός της πραγματικότητας, όπως οι καταλήψεις και τα οδοφράγματα. Κατά τη δεκαετία του 1970 υπήρξε όντως αύξηση των καταλήψεων ως ένα συχνά επιτυχημένο μέσο για την επανοικειοποίηση κενής ιδιοκτησίας, και σίγουρα η προσοχή του τύπου στράφηκε προς αυτές, ικανοποιώντας τα κριτήρια του Tschumi
90
για ρητορική δράση. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, ξαφνικά, οι αρχιτεκτονικοί σχολιαστές αναζητούσαν εναλλακτικούς οικισμούς σε όλο τον κόσμο, από τους οποίους ο πιο αξιοσημείωτος ήταν οι γειτονιές (barriadas) στη Λίμα του Περούπρόχειρες ιδιόκτιστες κοινότητες που αρχικά προκάλεσαν αντιδράσεις, αλλά τελικά έγιναν ανεκτές από τις αρχές. Το περιοδικό Architectural Design είχε αρχίσει να δημοσιεύει άρθρα για τις barriadas το 1963 και ο συγγραφέας τους John Turner, επρόκειτο να εμφανίζεται συχνά στις σελίδες τους. Το μήνυμα του για την αυτόβοήθεια (self-help) και αυτό-κατασκευή (selfbuild) για τις φτωχές κοινότητες της Νοτίου Αμερικής (κι όχι μόνο) αποτέλεσε πρόκληση για τις πολιτικές περιχαράκωσης προς οικισμούς που είχαν από καιρό ανακηρυχτεί ως παραγκουπόλεις. Άλλες μερίδες κοινού εκφράζονταν για την Drop City, που δημιουργήθηκε στο Colorado, το 1966, από τρεις πρώην φοιτητές του Πανεπιστημίου του Κάνσας. Η κοινότητα είχε επιλέξει ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής, με έξοδο από την κοινή κοινωνία και δημιουργία της αρχιτεκτονικής τους από τα ψίχουλα και τα σκουπίδια της βιομηχανικής κοινωνίας: τμήματα αυτοκινήτων, οικοδομικά απορρίμματα και ούτω καθεξής. Το μοντέλο για τις κατασκευές που ανεγέρθηκαν από τους “Droppers” ήταν ο γεωδαιτικός θόλος του Buckminster Fuller. Η έννοια της αυτό-κατασκευής αναπτύχθηκε
κυρίως με μεγάλη επιτυχία στη Βρετανία από τον ανεξάρτητο αρχιτέκτονα Walter Segal, που από τις αρχές των 60s, είχε χρησιμοποιήσει τυποποιημένα οικοδομικά υλικά (κυρίως φτηνή ξυλεία) με ελάχιστες προσαρμογές και ενώσεις για να δημιουργήσει κατοικίες που μπορούσαν να χτιστούν από τους χρήστες τους με φτηνό κόστος. Το 1978 ο Segal έπεισε το συμβούλιο του Lewisham να χρηματοδοτήσει ένα σύνολο 14 τέτοιων κατοικιών που ολοκληρώθηκαν σε σημαντικά χαμηλότερο κόστος από την παραδοσιακή κατασκευή. Ο ίδιος βοήθησε τους self-builders στο εργοτάξιο, παρότι σε γενικές γραμμές οι κάτοικοι εκ των υστέρων πραγματοποίησαν επεκτάσεις και παρεμβάσεις στα σπίτια τους με ελάχιστη ή καθόλου βοήθεια. Η ενδυνάμωση της αυτό-κατασκευής εξέτασε το ρόλο του αρχιτέκτονα στη δημιουργία πραγματικών εργαλείων ενίσχυσης του ατόμου και της κοινότητας μέσα από την αλλαγή της στάσης του, την εισαγωγή διαδραστικότητας και ελαστικότητας για τις κοινωνικές ανάγκες. Ο θεμέλιος λίγος για αυτή τη στρατηγική ήταν να διδαχθούν και να διευκολυνθούν οι άνθρωποι να κτίζουν για τους εαυτούς τους, να γίνουν self-builders. Αυτό θα οδηγούσε στην παραγωγή φτηνών κατοικιών και στην πρόσβαση στον αρχιτεκτονικό τομέα και την ευρύτερη αγορά εργασίας. Στη διάδοση της διαδικασίας η συλλογικότητα ανταλλάσει δεξιότητες για να εκπαιδεύσει και να κινητοποιήσει μια δεξαμενή γνώσης και
οράματος. Η αυτό-κατασκευή δεν προωθεί μόνο την ιδέα της οικοδόμησης της κατοικίας κάποιου, αλλά πολύ πιο σημαντικά ένα όραμα εαυτού, που συμπληρώνεται από την κοινότητα και αναλαμβάνει τον έλεγχο της ζωής του. Η έμφαση δίνεται τόσο στις λαϊκές πρωτοβουλίες ώστε να φτάσουν όσο πιο «ψηλά» στα κέντρα ελέγχου γίνεται, όσο και στην διεύρυνση της εξουσίας και της πρόσβασης από τα κέντρα ελέγχου προς τα «κάτω». Η μεταμόρφωση της ατομικής και συλλογικής ζωής θα πρέπει να εκφραστεί σε μια γλώσσα συμβατή με τη γλώσσα της αγοράς ή σε ένα τοπικό κοινωνικό «νόμισμα», που σε αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι μια τοπικά παραγόμενη αρχιτεκτονική. Με αυτό τον τρόπο η αυτό-κατασκευή ωφελεί την ίδια την κοινότητα στην οποία συμβαίνει. Οι έννοιες του Do-It-Yourself και του Self-Building εξετάστηκαν από τους Charles Jencks και Nathan Silver το 1972 υπό την κατηγορία του Adhocism (όπου ο αρχιτέκτονας έχει συμβουλευτικό ρόλο) ως ένα μέσο για να τονιστεί η έννοια του αυθορμητισμού, της εφευρετικότητας και της δημιουργικότητας που είχαν να επιδείξουν τέτοιες αυτοσχεδιαστικές εργασίες (bricolage). Η αναφορά στον όρο του bricoleur (πολυτεχνίτης) που χρησιμοποιήθηκε ως αντίδοτο στη ρασιοναλιστική, βιομηχανοποιημένη εργασία των κατοχυρωμένων αρχιτεκτόνων και άχαρων δημιουργικά μηχανικών. Η ιδέα αντιμετωπίστηκε με καταφρόνηση από τον
91
Banham που θεωρούσε την αντιπαράθεση του πολυτεχνίτη και του σχεδιαστή ως έναν λανθασμένο, υποτιμητικό δυϊσμό. Οι σχεδιαστές, θεωρούσε, ότι κανονικά δουλεύουν με μια παρόμοια διαδικασία έτσι κι αλλιώς. Σύμφωνα με αυτόν, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι μαζικά αυτοσχεδιαστικές εργασίες (mass bricolage) είναι μια υπέρτατη συνταγή ενάντια σε δυνάμεις και ιδέες όπως οι μεγάλοι εταιρικοί οργανισμοί και η μοντέρνα αρχιτεκτονική, που εμποδίζουν την ικανοποίηση των ανθρωπίνων σκοπών, ως το αντίθετο της απρόσωπης μηχανικής. Ωστόσο, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν. Ο σύγχρονος κατασκευαστικός αυτοσχεδιασμός μπορεί να λειτουργήσει μόνο με τα αποκόμματα και τα απορρίμματα της μηχανικής. Το σύνολο εργαλείων του αυτό-κατασκευαστή είναι απλώς άλλη μια εξάρτηση προς την τόσο «απεχθή» τεχνολογική κοινωνική δομή.
Ο γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Henri Lefebvre ήδη από το πρώτο του κείμενο για την πολεοδομία, ξεδιπλώνει μια ακριβή κριτική ανάλυση του καπιταλιστικού σχεδιασμού ως έναν ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής χώρου, ενσωματωμένου στην κοινωνία της προγραμματισμένης κατανάλωσης, αποκορύφωμα το βιβλίο του The Production of Space (1974). Ο καπιταλιστικός σχεδιασμός, όπως εξηγεί, δεν είναι πρακτική ταξινόμησης, αλλά μια στρατηγική και ακριβής πράξη εξουσίας που προωθείται και εκτελείται από το κράτος, με κίνητρο την απόσπαση κέρδους από κάθε πιθανή πτυχή της καθημερινής ζωής. Σε αυτή την πρακτική, ο σχεδιασμός προωθεί μια εικονική απόσπαση από το σώμα, εμποδίζοντας τις δραστηριότητες του, αποπροσανατολίζοντας τις αισθήσεις και δίνοντας κυριαρχία στην όραση πάνω από τις άλλες αισθήσεις.
Ωστόσο, το βασικό επιχείρημα του Adhocism παρέμενε: ότι ο κόσμος θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη επιρροή στο σχεδιασμό του περιβάλλοντος του. Ο στόχος ήταν έτσι κι αλλιώς η προώθηση του πλουραλισμού και της δημοκρατίας στο σχεδιασμό κι η αντιστάθμιση του αποκλεισμού που έθεταν η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία. Ήταν σαφές ότι υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές στις τοποθετήσεις αυτών που υποστήριζαν την σχεδιαστική απελευθέρωση, ανάλογα με την πίστη τους ή όχι στη χρησιμότητα των επαγγελματιών του σχεδιασμού.
Αυτό δεν είναι για να ειπωθεί ότι ο σχεδιασμός –με την έννοια της κοινωνικής και ουσιώδους ταξινόμησης για την καθημερινή ζωή- δεν υπήρξε ή δεν υπάρχει μέσα σε πτυχές της καθημερινής ζωής λιγότερο κυριαρχημένες από τη διαίρεση της εργασίας και την εμπορική κατανάλωση, ούτε ότι δε μπορεί να επαναπροσδιοριστεί. Όλες οι μεγάλες πόλεις του παρελθόντος σχεδιάστηκαν και όντως οργανώθηκαν, αλλά για τον Lefebvre ο σχεδιασμός τους είχε διαφορετική οντολογική γέννηση που προκλήθηκε από την τραγωδία του αναπόφευκτου θανάτου και τη
92
ζωτικότητα του παιγνιώδους, του ιερού και της σεξουαλικότητας. Αυτές ήταν αξίες αντίθετες από αυτές που αναπαράγονται από τον νέοκαπιταλισμό της άρνησης του θανάτου όπου κατά συνέπεια η ζωή αποκηρύσσεται. Σε ένα τέτοιο σύστημα, το παιχνίδι αντικαθίσταται από την αναψυχή, ο ιερός μυστικισμός της θρησκείας από υλικά εμπορεύσιμα, και η σεξουαλικότητα ευνουχίζεται και υποβαθμίζεται σε αντικείμενο. Στο αστικό τοπίο ο καπιταλισμός δε μπορεί παρά να αλλοιώσει την αυθεντικότητα και να την αντικαταστήσει με προγραμματισμό. Στις επιθέσεις του στο νέο-καπιταλιστικό σχεδιασμό και τον ιδεολογικό κώδικα του, ο Lefebvre δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα για μια σειρά συνταγών και ρυθμίσεων για την αστική ζωή. Εκεί που αντέδρασε ριζικά ήταν στον τρόπο με τον οποίο ο σχεδιασμός υπό του καπιταλισμού διαχωρίζει ξεχωριστές σφαίρες ζωής τη μια από την άλλη και επικεντρώνεται τελικά στην προώθηση των ανταλλακτικών αξιών, οι οποίες απαξιώνουν εντελώς την πόλη ως αρένα τραγωδίας και παιχνιδιού. Για τον Lefebvre, όπως και για τον Constant Nieuwenhuys, σχεδιαστή της αντι-καπιταλιστικής πόλης της Νέας Βαβυλώνας, ο σχεδιασμός έπρεπε να είναι μια απελευθερωτική πράξη. Ο καπιταλιστικός σχεδιασμός αποζητά τον έλεγχο της ανεξέλεγκτης αστικής ανάπτυξης και σε απάντηση παράγει ωμούς και κενούς χώρους για τους κατοίκους που ζουν κομφορμιστικές ζωές σε αναζήτηση του ”metro, boulot, dodo”,
δηλαδή συγκοινωνία, εργασία, ύπνος. Η πόλη δεν περικλείει μόνο την καθημερινότητα, αλλά συνδέει την εργασία και τη μη-εργασία, την πλήξη και το μεγαλείο, και ακόμη περισσότερο αποτελεί το χώρο της πολιτικής και κοινωνικής προσπάθειας και μεταμόρφωσης. Επιπλέον, αντιπροσωπεύει το ενδιάμεσο ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο. Αυτό που ο Lefebvre κι ο Constant επιθυμούσαν ήταν ο σχεδιασμός να επισκευάσει κατακερματισμένες υπάρξεις και να αποκαταστήσει τις καλλιτεχνικές και ποιητικές αρετές των ανθρώπων. Ο σχεδιασμός χειραφέτησης επομένως αποτελούσε ένα διπλό όραμα αποκατάστασης και επανοικειοποίησης. Εναντιώθηκε στο διαχωρισμό μεταξύ δραστηριοτήτων, ανθρώπων και ατμόσφαιρας και δημιούργησε μέρη για συναντήσεις και κοινωνικότητα. Ο Constant έδωσε έμφαση στο νομαδισμό, την ευελιξία και την επιλογή περιβαλλόντων: σε αντίθεση ο Lefebvre κυμάνθηκε μεταξύ κίνησης και μιας πιο ριζωμένης ύπαρξης. Η Βενετία και το παλιό Παρίσι ήταν οι ιδανικές πόλεις για αυτόν. Για τον Lefebvre, το έργο της αλλαγής και του σχεδιασμού θα αποζητούσε να μεταμορφώσει μειωμένους χώρους των πόλεων σε διαφορικούς που θα διέλυαν την ομογενοποίηση και θα αποκαθιστούσαν τις λειτουργίες, τα στοιχεία και τις στιγμές της κοινωνικής πρακτικής και θα έβαζαν ένα τέλος στο θρυμματισμό του ανθρώπινου σώματος. 93
Ενώ η χειραφέτηση του χρήστη για το Lefebvre συνδεόταν με την αποκατάσταση του λογικού χώρου σε κοινωνικό, τη δεκαετία του 1970 ο Christopher Alexander προώθησε τη χειραφέτηση του χρήστη μέσα από τη λογική καταγραφή των προτιμήσεων του σε πανανθρώπινο επίπεδο και την πρόσβαση σε αυτή τη γνώση. Ο Alexander είναι ένας ιδιαίτερα επιδραστικός μαθηματικός, αρχιτέκτονας και θεωρητικός του σχεδιασμού. Σήμερα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Berkeley, στην California. Mια από τις βασικές του απόψεις είναι ότι ο χρήστης μπορεί να είναι πιο ευαίσθητος και ενημερωμένος για τις δικές του ανάγκες από τον καθέναν, και για αυτό επιθυμούσε οι χρήστες να σχεδιάζουν οτιδήποτε μόνοι τους, από επίπλωση μέχρι κατοικίες, μέχρι πολιτείες. Υποστήριξε ότι οι χρήστες ξέρουν περισσότερα πράγματα για τα κτίρια από τους αρχιτέκτονες και τους σχεδιαστές. Το ιδιαίτερα επιδραστικό βιβλίο του A Pattern Language (1977) είναι μια έρευνα 1000 σελίδων για 253 ποιότητες που θα επέτρεπαν σε οποιονδήποτε να σχεδιάσει περιοχές, πόλεις, συνοικίες, κήπους, κτίρια, δωμάτια, επίπλωση και πόμολα. Η προσέγγιση του βασίζεται στη μεθοδική αναγνώριση όλων των παραμέτρων (για παράδειγμα τις ανταγωνιστικές σχέσεις ιδιωτικότητας και κοινωνικότητας σε μια κοινότητα) και την εξέταση τους σε συνδιαλλαγή σε σχέδια. Αρχικά δημιούργησε δενδροειδή διαγράμματα σχεδιαστικών
94
κριτηρίων, αλλά κατά τη γνώση του ότι οι χώροι φιλοξενούν ταυτόχρονες δραστηριότητες, διακήρυξε το 1965 ότι «η πόλη δεν είναι δέντρο» , δεν χαρακτηρίζεται δηλαδή από γραμμικές απλοϊκές σχέσεις. Στη συνέχεια έθεσε πλέγματα επί των δενδροειδών διαγραμμάτων του, ούτως ώστε να συνδυάσει κριτήρια τόσο οριζόντια όσο και κατακόρυφα. Η μέθοδος του Alexander ήταν βαθιά επιδραστική, ως πηγή εγκυρότητας για την πρωτοπορία της εποχής να ακυρώσει τον άκαμπτο χωρισμό σε ζώνες για τη διαχείριση των διαφορετικών λειτουργιών. Ωστόσο κάποιοι, όπως ο Cedric Price, παρέμειναν σκεπτικοί: η επιλογή του Alexander για τα σχεδιαστικά κριτήρια μπορεί να μείωνε το περιθώριο λάθους, όμως ήταν τελικά αυθαίρετη και παρείχε μια ιδέα για της ανάγκες ενός χώρου σε μια παγωμένη στιγμή στο χρόνο. 69
Ο Alexander με την προσέγγιση αυτή, ενέπνευσε το κίνημα των “design methods”, μια προσπάθεια να θεσπιστούν συστηματικές μέθοδοι στο σχεδιασμό, μέσα από τις οποίες, ένας σχεδιαστής μπορεί να κινηθεί μεθοδικά από βήμα σε βήμα μιας σχεδιαστικής διαδικασίας κι όχι να βασιστεί είτε σε ενστικτώδεις και απρόβλεπτες προσεγγίσεις, όπως οι προ-μοντερνιστικές προσεγγίσεις, είτε σε στιβαρές τυπολογικές λύσεις, όπως πρότεινε ο μοντερνισμός. Η δημιουργία των μοτίβων και των συναφών μεθόδων βασίστηκε σε 69 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
μεγάλο βαθμό στις επιστημονικές εξελίξεις, το πρόβλημα της «αυξανόμενης περιπλοκότητας» στα τεχνολογικά ζητήματα της εποχής μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, εποχή των cybernetics και του λογισμικού και την κατανόηση των τρόπων με τους οποίους τα περίπλοκα συστήματα περιείχαν σχέσεις και διασταυρώσεις των στοιχείων τους. Μια κλασσική έκθεση των επιπτώσεων του φαινομένου της «οργανωμένης περιπλοκότητας» για τους πολεοδόμους και αστικούς σχεδιαστές έγινε από τη Jane Jacobs στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της The Death and Life of Great American Cities (1961). Η επίδραση του στον τομέα του σχεδιασμού είναι γενικότερη και σε επακόλουθη σκέψη, σχετικά με τις διαδικασίες και τη γεννητικότητα συγκεκριμένα, είναι δύσκολο να αγνοηθεί. Η επιστήμη, έγραψε η Jacobs, είχε αναπτυχθεί τα τελευταία 400 χρόνια από την Νευτώνεια επιστήμη των δυο μεταβλητών στο άλλο άκρο των στατιστικών φαινομένων, όπου χιλιάδες μεταβλητές αλληλεπιδρούσαν. Αυτή η τάση έφτασε το ζενίθ της στις αρχές του 20ου αιώνα και τροφοδότησε την εκπληκτική ανάπτυξη της βιομηχανικής τεχνολογίας στις πρώιμες φάσεις της. Σταδιακά ωστόσο, η επιστήμη του 20ου αιώνα άρχισε να κατανοεί το τοπίο ανάμεσα, στο οποίο περισσότερες από 2 μεταβλητές αλληλεπιδρούσαν με σημαντικούς τρόπους. Αυτός ο νέος τομές διάνοιξε μεγάλη πρόοδο για τις βίο-επιστήμες, που πυροδότησε μεγάλο τμήμα της επαναστατικής εργασίας
στη γενετική και άλλους τομείς. Όντως, από το 1961, οι εξελίξεις έχουν επιταχυνθεί κι έχουν επιφέρει απίστευτες ανακαλύψεις στην εμβρυολογία, τη μορφογένεση, την αντίληψη κι άλλους τομείς πέραν των βίο-επιστημών. Η Jacobs ήταν μια από τους πρώτους που επισήμαναν το συσχετισμό με τον αστικό σχεδιασμό και την πολεοδομία. Ο σχεδιασμός κι η αρχιτεκτονική όμως, όπως είπε, είχαν μείνει πίσω, προσπαθώντας ακόμη να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της πόλης ως απλοϊκά προβλήματα δυο μεταβλητών (τόσες θέσεις εργασίας εδώ, τόσες κατοικίες εκεί). Κατανόησαν λάθος «το είδος του προβλήματος που αποτελεί μια πόλη» με απογοητευτικά αποτελέσματα. Kατά την Jacobs αυτή είναι μια καταστροφική στρατηγική, ευνοϊκή για την απώλεια σημαντικών οργανικών σχέσεων και πιθανή να καταλήξει σε δυσλειτουργικά, στείρα και καταπιεστικά περιβάλλοντα. Οι διαδικασίες, λέει η Jane Jacobs είναι μεγάλης σημασίας στις πόλεις και στους τρόπους που πρέπει να αλληλεπιδρούμε με αυτές. Ο αυστηρός διαχωρισμός των προηγούμενων σχεδιαστικών μεθόδων πρέπει να απορριφθεί, με αντικαταστάτη ένα πιο ποικίλο και μικτό μοντέλο. Η διαχείριση αυτού γίνεται όχι από απλοϊκά top-down σχήματα αλλά από ένα είδος διαγνωστικής προσέγγισης, που αναζητά να κατανοήσει και να θεραπεύσει το παρόν σύστημα, μεταμορφώνοντας το σε μια πιο υγιή κατάσταση. 95
Ο Christopher Alexander υποστήριξε επίσης ότι υπάρχει ένας διαχρονικός τρόπος οικοδόμησης πόλεων έτσι ώστε οι άνθρωποι να αισθάνονται ζωντανοί μέσα τους. Αυτό που είναι απαραίτητο είναι η μετάβαση από το αφηρημένο, υπερβολικά διανοητικό σχεδιασμό σε μια προσέγγιση συνυφασμένη με τις άμεσες καθημερινές ανάγκες των κατοίκων. Στο βιβλίο του A new theory of Urban Design (1987), επιχείρησε να θεσπίσει «μια νέα θεωρία πολεοδομίας που επιχειρεί να ανασυλλάβει τη διαδικασία με την οποία οι πόλεις αναπτύσσονται οργανικά». Όπως λέει ο ίδιος, η οργανική ανάπτυξη «δεν είναι ένα αόριστο συναίσθημα σύνδεσης με βιολογικές μορφές. Δεν είναι μια αναλογία». Αποτελεί συγκεκριμένη δομική ποιότητα: «καθεμία από αυτές τις πόλεις αναπτύχθηκε συνολικά, υπό τους δικούς της κανόνες ολότητας». Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του Alexander αποτέλεσε μια πρόκληση στην ίδια ιδέα του πολεοδομικού σχεδιασμού ως μια κίνηση συμβατικού σχηματικού “master planning” κι έναν ισχυρισμό ότι ο σχεδιασμός πρέπει να είναι μια συνεχόμενη εξελικτική απόκριση στο περίπλοκο περιβάλλον των αστικών συνθηκών. Ενώ, τα κριτήρια της επίδρασης πρέπει να είναι ξεκάθαρα στην αρχή, ο ρόλος του σχεδιαστή δεν είναι να συγκεκριμενοποιήσει την τελική μορφή, αλλά περισσότερο την ενδιάμεση διαδικασία που θα παράγει αυτή τη μορφή. 70 70 Michael W. Mehaffy (2008) Generative methods in urban design: a progress assessment, Journal of Urbanism:
96
Ο Mike Batty, καθηγητής στο UCL έχει αναπτύξει μια σειρά μεθοδολογιών για την ανάλυση και τη διαχείριση της περιβαλλοντικής περιπλοκότητας. Το «Center for Advanced Spatial Analysis» έχει χρησιμοποιήσει γεννητικούς αλγόριθμους για την ανάλυση διαφόρων οργανικών μοτίβων και των γεννητικών κανόνων τους. Ο Batty και η ομάδα του έχουν αποδώσει ιδιαίτερη προσοχή στις ιδιότητες της «αυτό-οργάνωσης», την τάση των συστημάτων να αναπτύσσουν μοτίβα οργανωμένης περιπλοκότητας ταυτόχρονα σαν αποτέλεσμα αλγοριθμικών σειρών δραστηριοτήτων. Όπως τα σμήνη πτηνών σχηματίζουν συνεκτικά μοτίβα μεγάλης κλίμακας με απλούς κανόνες απόστασης που ακολουθούνται από κάθε πουλί, έτσι και οι κάτοικοι μιας αδιαμόρφωτης πόλης μπορούν να κτίσουν δρόμους και φανταστικά συνεκτικές δομές ακολουθώντας σχετικά απλούς κανόνες (Batty 1991, Batty et al. 1997). Η ανάλυση με τη χρήση αυτών των κανόνων για την προτεινόμενη αλλαγή της Trafalgar Square του Λονδίνου προέβλεψε μια αύξηση κίνησης των πεζών επί 16 φορές και ήταν πραγματικά μια πολύ κοντινή πρόβλεψη με τα πραγματικά αποτελέσματα. 71 Η Ομότιμη Πολεοδομία αποτελεί ένα πρόσφατο International Research on Placemaking and Urban Sustainability, 1:1, 57-75 71 Michael W. Mehaffy (2008) Generative methods in urban design: a progress assessment, Journal of Urbanism: International Research on Placemaking and Urban Sustainability, 1:1, 60
κίνημα που στοχεύει στην απελευθέρωση των σχεδιαστικών διαδικασιών μέσα από την διάδοση των γνώσεων προς τους χρήστες. Η διάδοση αυτή ακολουθεί τη λογική του opensource. Ο ορισμός open-source προέρχεται από τον τομέα της πληροφορικής, υποστηρίζοντας την ελεύθερη κι ανοιχτή πρόσβαση όλων σε λογισμικό κι εφαρμογές για δική τους χρήση ή και μετατροπή. Λογισμικά φημισμένων εταιριών έχουν χαρακτηριστικά ιδιοκτησίας και εμπορεύματος: ο χρήστης χρειάζεται άδεια για να τα χρησιμοποιήσει και δεν δικαιούται να το κάνει αυτό παρά μόνο εφόσον πληρώσει. Το 1983 ξεκίνησε το κίνημα του open source software με την ονομασία free software, που εναντιωνόταν σε αυτό το είδος περιορισμένης αδειοδότησης. Mε την επέκταση του διαδικτύου η διαδικασία αυτή είναι ευκολότερη και φτηνότερη από ποτέ: οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη και ένα εκτενές ανοιχτό δίκτυο ανταλλαγής γνώσης λειτουργεί για να καλύψει τις εκάστοτε ανάγκες. Η κοινότητα αυτή έχει δημιουργήσει πολλαπλά εργαλεία για την ηλεκτρονική επικοινωνία και συνεργασία: blogs, wikis, λίστες ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, κοινόχρηστα αρχεία και πολλά άλλα που είναι διαθέσιμα online. Τα πρώιμα συστήματα για παγκόσμια επικοινωνία οδήγησαν σε κοινότητες με τεχνολογικό ενδιαφέρον, που όμως διεξήγαγαν κι άλλες συζητήσεις στα ίδια ηλεκτρονικά
μέσα. Με τον καιρό αναπτύχθηκαν και συμπεριέλαβαν ανθρώπους που αποτελούσαν αντιπροσωπευτικό δείγμα κάθε κοινότητας, και που απλά χρησιμοποιούσαν τα μέσα αυτά για να ανταλλάξουν πληροφορίες για οποιοδήποτε θέμα. Οι κοινότητες αυτές ονομάζονται peerto-peer ή P2P (ομότιμες) και προκύπτουν όταν υπάρχει η δυνατότητα για άτομα με κοινά ενδιαφέροντα να ανταλλάξουν πληροφορία εύκολα και γρήγορα. Η έναρξη μπορεί να γίνει με απλή ανταλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα σε ανθρώπους με παρόμοιες ερωτήσεις και να εξελιχθεί σε συνειδητές ομάδες και κινήματα με κοινό σκοπό. Οι συσχετίσεις αυτές συχνά επικυρώνονται με πραγματικές συναντήσεις και υλοποίηση πρακτικών που συζητιούνται στην αρχή στον «εικονικό κόσμο». Το κύριο οργανωτικό κέντρο μιας μεγάλης ποικιλίας P2P ιδεών είναι η P2P Foundation, καθοδηγούμενη από τον Michel Bauwens. Το ομότιμο κίνημα ξεκίνησε να λειτουργεί σε σφαίρες ανεξάρτητες από την πολεοδομία: το διαδίκτυο, την οικονομία, την τεχνολογία, την κατασκευή, την παροχή υλικών κτλ. Αυτοί οι τομείς συσχετίζονταν με διάφορα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά κίνητρα και προσφάτως άρχισαν να ενώνονται σε ένα σύνολο, την ομότιμη πολεοδομία. Το κίνημα της Ομότιμης Πολεοδομίας είναι πρόσφατο και προσελκύει πολεοδόμους και σχεδιαστές που εργάζονταν ανεξάρτητα για χρόνια, αγνοώντας παρόμοιες πρωτοβουλίες 97
στην περιοχή τους η σε κάποια άλλη περιοχή του κόσμου. Αντιπροσωπεύουν ένα ετερογενές σύνολο που επιθυμούν το συνεργατικό σχεδιασμό και κυρίως τη συμμετοχή του χρήστη στο σχεδιασμό: ακόλουθοι του Christopher Alexander, αστικοί ακτιβιστές, υποστηρικτές της αει-καλλιέργειας (permaculture), που σχεδιάζουν με κίνητρο την αρμονική συμβίωση του ανθρώπου με τη χλωρίδα και την πανίδα, το κίνημα της Βιοφιλίας, υποστηρικτές της νέο-λαϊκής και ενεργειακά βιώσιμης αρχιτεκτονικής και διάφορες ατομικές η συλλογικές πρωτοβουλίες που επιθυμούν να αποκτήσουν έλεγχο στα μέσα της αυτονόμησης και της αυτάρκειας τους. 72
Τμήμα αυτής της νέας θεώρησης για την πόλη είναι η ενθάρρυνση της επαναδιεκδίκησης του κοινού ανοιχτού χώρου στο αστικό περιβάλλον. Μια από τις βασικές επιδιώξεις της είναι η εναντίωση στην εξάλειψη του κοινού δημόσιου χώρου, γεγονός που θεωρεί αποτέλεσμα της πολεοδομίας του 20ου αιώνα και εγωπαθών μοντερνιστικών τάσεων. Σύμφωνα με το Νίκο Σαλίγκαρο, υποστηρικτή και διαμορφωτή της θεωρίας του κινήματος, ο κοινός χώρος τόσο απαραίτητος για την κοινωνική ανταλλαγή και την επικοινωνία ιδιωτικοποιήθηκε, αναμορφώθηκε και πωλείται πια ως εμπορικό αγαθό.
Σύμφωνα με το επίσημο κείμενο του P2P Urbanism ο στόχος είναι η σχεδιαστική χειραφέτηση του χρήστη σε ότι αφορά το περιβάλλον του, με μέσο τη διάδοση της γνώσης και των τεχνικών απαραίτητων για αυτό. Σε παραλληλισμό με το open-source software, ο σχεδιασμός μιας πόλης ή ενός κτιρίου πρέπει να βασίζεται σε έναν «κώδικα» που είναι διαθέσιμος σε όλους κι όχι σε κάποιο απόρρητο αυθαίρετο σύστημα κρίσης, το οποίο ενδέχεται να είναι απόλυτα υποκειμενικό και για το οποίο είναι απαραίτητη η πληρωμή. Επιπλέον, ο αστικός «κώδικας» πρέπει να είναι ανοιχτός για προσαρμογή και τροποποιήσεις.
Η βάση για την ομότιμη φιλοσοφία προϋποθέτει ότι οι πολίτες θα βοηθήσουν ο ένας στον άλλον, παρέχοντας ανοιχτή, δωρεάν πληροφορία, και το ιδεώδες του επιτυγχάνεται όταν αυτή η πολλαπλή σύνδεση τελικά δημιουργήσει μια «συλλογική ευφυΐα». Αυτού του είδους η διαδικασία συλλογικής σκέψης είναι πολύ διαφορετική από την ψυχολογία του πλήθους που συμβαίνει όταν ανθρώπινα πλήθη οδηγούνται από μια ιδεολογία κι από την ομαδική σκέψη. Αυτή η συλλογική ευφυΐα ανάμεσα σε πολίτες μπορεί να παρέχει ένα ιδιαίτερα βελτιωμένο αναλυτικό εργαλείο, διότι η P2P κοινωνία διατηρεί τα μέρη της ως άτομα, ενώ η καταναλωτική κοινωνία τα μετατρέπει σε μια ομαδικά σκεπτόμενη μάζα.
72 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.12-14.
H θεωρία είναι οπωσδήποτε αναφορική στο έργο του Christopher Alexander και τα μοτίβα.
98
Τα μοτίβα αντιπροσωπεύουν τα έργα της συλλογικής ευφυΐας στη διάρκεια πολλών γενεών για την ανάπτυξη κοινωνικών και γεωμετρικών λύσεων. Υποθέτοντας ότι ένα μοτίβο έχει καταγραφεί με ακρίβεια (ανακαλυφθεί κι όχι επινοηθεί), αντιπροσωπεύει μια πολύ ισχυρότερη αρχή από την παρούσα αρχιτεκτονική τάση. Κι αυτό διότι, ένα στυλ που είναι η ιδέα ενός μεμονωμένου αρχιτέκτονα, παρότι μπορεί να αντιγραφεί από άλλους, είναι στην πραγματικότητα δημοφιλές επειδή υποστηρίζεται από ένα δυνατό περιβάλλον. Όταν υπάρχει αντιλογία ανάμεσα στα αρχιτεκτονικά μοτίβα κι έναν μεμονωμένο αρχιτέκτονα, παραδόξως, το μοτίβο είναι αυτό που αντιστοιχεί σε ελεύθερη συλλογικά ατομική σκέψη γιατί ακολουθεί τους όρους του P2P. Αντίθετα, οι ιδέες ενός διάσημου αρχιτέκτονα δεν χαίρουν συλλογικής επικύρωσης και υποστηρίζονται από την ομαδική σκέψη που προωθείται από τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης. 73
“
between the traditional and the new, or between order and adventure, there is no real opposition; and what we call tradition today is a knitwork of centuries of adventure Jorje Luis Borges74
H Ομότιμη Πολεοδομία παρουσιάζεται σαν μια άτυπη επιστημονική μέθοδο οικοδόμησης: η γνώση και η τεχνική που κάποιος δημοσίευσε, χρησιμοποιείται, βελτιώνεται και επαναδημοσιοποιείται, έτσι ώστε το ίδιο να μπορούν να κάνουν και οι άλλοι άνθρωποι. Ταυτόχρονα, υποστηρίζει έντονα την ύπαρξη οικουμενικών κριτηρίων που οδηγούν στην ευεξία του ανθρώπου με βάση έναν αυξανόμενο αριθμό επιστημονικών πειραμάτων που καταγράφουν κι ερμηνεύουν τις αρνητικές ή θετικές επιδράσεις του κτισμένου περιβάλλοντος στην ανθρώπινη υγεία, ευεξία και ψυχολογία, όπως και ο Christopher Alexander. Ένα παράδειγμα τέτοιων κωδικών που υποστηρίζονται από την ομότιμη πολεοδομία είναι ο Duany-Plater-Zyberk (DPZ) “Smart Code” που είναι μια αναλυτική, εφαρμόσιμη, μορφοκρατική αστική οδηγία και επίσης opensource, καθώς απαιτεί την τοπική προσαρμογή στο περιβάλλον από αυτούς που θέλουν να το χρησιμοποιήσουν. 75
”
73 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.28-29. 74 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.83.
75 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.5-6.
99
“
The status quo in the 20th and 21st centuries, so far, has been the domination of both practice and reasoning by established architectural firms and central planners. P2P-‐ Urbanism tries to free up this knowledge and take it to the entire human population. Nikos Salingaros
”
Σύμφωνα με το επίσημο κείμενο του P2P Urbanism, βασική αρχή της Ομότιμης Κοινωνίας είναι η διάχυση της μη-εξειδικευμένης δημόσιας συμμετοχής. Έτσι, πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, τόσοι πολλοί άνθρωποι θα έχουν πρόσβαση σε βασική πληροφορία (όπως τα μοτίβα του Christopher Alexander) που μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να αλλάξουν τον κόσμο γύρω τους. Παρότι το βιβλίο του Christopher Alexander δεν είναι ακόμη διαθέσιμο δωρεάν στο Διαδίκτυο, αρκεί απλώς ένας άνθρωπος να είναι εξοικειωμένος με τις ιδέες του και να φέρει ένα αντίτυπο σε μια κοινότητα για να τη βοηθήσει να σχεδιάσει το μέλλον της. Μερικοί εθελοντές μπορούν να εκπαιδεύσουν τους ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη για την αξία της σκέψης σε μοτίβα, χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο ως το μέσο διάδοσης. 76 Ένα άλλο κίνημα, που ιδρύθηκε πρόσφατα και εναντιώνεται στην Μοντερνιστική Πολεοδομία 76 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.30-31.
100
είναι το κίνημα της Νέας Πολεοδομίας, που ιδρύθηκε το 1993 στις ΗΠΑ. Το κίνημα αυτό εξέφρασε ρήξη με το μοντερνισμό εστιάζοντας ιδιαίτερα στο σχεδιασμό. Ανάμεσα σε άλλα, η Νέα Πολεοδομία προωθεί τη δημιουργία κοινοτήτων όπου η πεζή μετακίνηση είναι προτεραιότητα και τα αυτοκίνητα δεν είναι απαραίτητα και την κατάργηση του αυστηρού καταμερισμού των λειτουργιών (zoning) σε αστικό επίπεδο. Όλα αυτά αντλώντας γνώσεις από την παράδοση για τις κλίμακες και τις τεχνικές που δοκιμάστηκε επί αιώνες στις ανθρώπινες πόλεις. Στην Ευρώπη το αντίστοιχο κίνημα έγινε γνωστό ως Παραδοσιακή Πολεοδομία (Traditional Urbanism) και αποσκοπούσε επίσης στη συμμετοχή της κοινότητας στο σχεδιασμό του περιβάλλοντος της. Παρόλ’ αυτά, η Νέα/Παραδοσιακή Πολεοδομία εξακολουθεί να ακολουθεί κεντροποιημένες διαδικασίες εφαρμογής και να χρησιμοποιεί μεγάλες κλίμακες, αντί να επιτρέπει πρωτοβουλίες κατασκευής από τους τελικούς χρήστες. Αυτό είναι αποτέλεσμα των καιρών, και του οικονομικού συστήματος, καθώς οι υπάρχουσες πρακτικές της χρηματοδότησης έργων είναι συνήθως προορισμένες για μαζικά έργα. Η κλίση προς αυτή την topdown προσέγγιση συμβαίνει επίσης λόγω της ρεαλιστικής επιθυμίας του κινήματος να προσαρτήσει το έργο του στο υπάρχον σύστημα αντί να ξεκινήσει τα πάντα από το 0.
Σύμφωνα με τον Michael Mehaffy η Νέα Πολεοδομία από το 2010 έχει κατορθώσει να δημιουργήσει πολλά ανανεωμένα περιβάλλοντα κατάλληλα για τις ανθρώπινες ανάγκες.77 Μια σύγχρονη εκδοχή του adhocism και της κοινοτικής εκδοχής είναι οι διάφοροι σύλλογοι κι οργανισμοί που δημιουργούνται στις πόλεις με στόχο τον αγώνα για την επαναδιεκδίκηση του αστικού δημόσιου χώρου. Τα παραδείγματα είναι πολλά και πρόσφατα, ενώ μπορούμε να βρούμε αρκετά και στην Ελλάδα, όπως τους Atenistas στην Αθήνα και τους φίλους της Νέας Παραλίας στη Θεσσαλονίκη. Μια από τις πιο διάσημες οργανώσεις παγκοσμίως με αυτό το στόχο είναι το Project for Public Spaces (PPS). Βασισμένη στη δουλειά του William H.Whyte η πρωτοβουλία αυτή συμβουλεύει πόλεις στη Βόρεια Αμερική, αλλά και στο εξωτερικό, με ειδική έμφαση στη συμμετοχική δραστηριότητα των πολιτών και στις συμμετοχικές μεταμορφωτικές παρεμβάσεις. Τέτοιες εργασίες συνήθως αφορούν συγκεκριμένους, περιορισμένους χώρους. 78 77 Michael W. Mehaffy (2008) Generative methods in urban design: a progress assessment, Journal of Urbanism: International Research on Placemaking and Urban Sustainability, 1:1, pp.67. 78
Η πρωτοβουλία ιδρύθηκε το 1975, αλλά η εταιρία έγινε ευρέως γνωστή μέσα από διάφορες εργασίες που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1990. Η ανάμιξη του χρήστη στις διαδικασίες αντανακλά το ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης εκείνης της εποχές. Παρότι οι μέθοδοι τους περιλαμβάνουν εργαλεία στηριγμένα στο διάλογο όπως συνεντεύξεις και εργαστήρια με χρήστες του χώρου, η εταιρία βασίζεται επίσης και σε άμεσες παρατηρήσεις στον αστικό χώρο ως υπόβαθρο για τη δουλειά της. Η πρώτη αξία του PPS για τη δημιουργία αποτελεσματικών δημόσιων χώρων είναι ότι η κοινότητα είναι ο ειδικός. Εκτός από το να επικεντρώνονται σε πραγματικές εργασίες και παρεμβάσεις, πραγματοποιούν και εκτεταμένα εργαστήρια προκειμένου να εκπαιδεύσουν τους συμμετέχοντες να κατανοήσουν τη μελέτη της ζωής στο δημόσιο χώρο και να έχουν τα εργαλεία να αλλάξουν τις συνθήκες στο τοπικό περιβάλλον. Παρότι πολλές από τις άλλες μεθόδους και τους ανθρώπους που αναφέρονται στο βιβλίο κυρίως αφορούν στην παρατήρηση των ανθρώπων, μια από τις κεντρικές δράσεις των PPS είναι να ρωτούν τους πολίτες ερωτήσεις και να προκαλούν διάλογο. Χρησιμοποιούν τον όρο «placemaking» για τις διαδικασίες τους, οι οποίες σχετικά γρήγορα και φτηνά μπορούν να βελτιώσουν σε μικρή κλίμακα το δημόσιο χώρο σε πλατείες, μικρούς δρόμους και γειτονιές. To 2007 δημοσιεύτηκε το βιβλίο The great 101
neighborhood book που περιλαμβάνει πολλά παραδείγματα της δουλειάς τους. Ενώ αντιδράσεις και αντι-προτάσεις στο μοντερνιστικό πρότυπο διατυπώθηκαν σε όλο τον Δυτικό Κόσμο, υπήρξαν κάποιες πόλεις όπου συνδυάστηκαν με επιτυχία ο κεντροποιημένος σχεδιασμός και οι πρωτοβουλίες των πολιτών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέα περιβάλλοντα μέσα στην πόλη και ζωντανοί δημόσιοι χώροι. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι πόλεις της Βαρκελώνης και της Κοπεγχάγης. Από το 1979 οπότε και έγιναν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Ισπανία από το τέλος της δικτατορίας του Franco, η διοίκηση της Βαρκελώνης έθεσε το δημόσιο χώρο ως προτεραιότητα. Έπειτα από μια σειρά ετών απαγόρευσης της συγκέντρωσης πολυάριθμων ομάδων, η επιστροφή στη δημοκρατία γιορτάστηκε με τη δημιουργία νέων χώρων συνάντησης σε όλη την πόλη. Οι πρώτοι χώροι δομήθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1970 κυρίως στην παλιά πόλη. Ο Γάλλος αρχιτέκτονας θεωρεί τη Βαρκελώνη ως αστικών πρακτικών»79. Αυτό το σημαντικότερο σημείο
David Mangin τη «Μέκκα των που αποτέλεσε των διαφόρων
79 Mangin, David, “Une Mecque des pratiques urbaines”, L’Architecture d’aujourd’hui, n. 293 , octobre 1992, p. 30
102
θεματικών του δημοσίου χώρου εδώ δεν είναι τα μεμονωμένα έργα, αλλά πολιτικές που αφορούν στην δημόσια παρέμβαση και τη χωρική παρέμβαση. Το πρώτο βήμα ήταν να τεθεί το υπάρχον δίκτυο των χώρων στη διάθεση νέων συλλογικών πρακτικών με το πρόγραμμα «Νέες Πλατείες» (1981-1985). Αργότερα, η αναζήτηση για «νέες κεντρικές περιοχές» οδήγησε στη δημιουργία συνέχειας ανάμεσα στις πυκνές γειτονιές και την ανάπτυξη των περιφερειακών περιοχών. Ιδιαίτερη σημασία είχε επίσης η επανάχρηση μεγάλων κεντρικών κτιρίων με πολιτιστικά προγράμματα, αλλά κυριότερα από όλα οι διαδικασίες που έγιναν για να επαναπροσδιορίσουν την οργανική σχέση της πόλης και της ακτής της. Εδώ η ιδέα της «επανακατακτημένης πόλης» δημιουργήθηκε. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε με την έννοια της απελευθέρωσης της πόλης από την κυριαρχία των αυτοκινήτων και της παράδοσης της στη δικαιοδοσία των ανθρώπων. Η Βαρκελώνη έγινε ένα παράδειγμα έμπνευσης σχεδιασμού δημόσιων χώρων, που περίπου αυτή την περίοδο εξελίχθηκε σε ξεχωριστό αντικείμενο σπουδών και μελετών. Στην Κοπεγχάγη εφαρμόστηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1960 μέθοδοι με στόχο την τόνωση του δημόσιου χώρου και τον εμπλουτισμό της δημόσιας ζωής. Ομάδες αρχιτεκτόνων που αντέδρασαν στις ιδέες του μοντερνισμού, σε συνεργασία με το δήμο, εφάρμοσαν
στρατηγικές προκειμένου να ξαναφέρουν τον κόσμο στο αστικό περιβάλλον. Ανάμεσα τους ο Jan και η Ingrid Gehl που επιχείρησαν να οργανώσουν και να ποσοτικοποιήσουν τα δεδομένα ζωής στο δημόσιο χώρο (παρουσία, χρόνος παραμονής, αραιότηταπυκνότητα πλήθους ενός δημόσιου χώρου) μέσα από πολυετείς μετρήσεις, παρατηρήσεις, διαγράμματα και χάρτες. Στις διαδικασίες αυτές συμπεριλαμβάνονταν πολύ συχνά και φοιτητές του πανεπιστημίου αρχιτεκτονικής.
ζωή της πόλης. Σήμερα η Κοπεγχάγη είναι διάσημη για την ποιότητα και την ποικιλία των δημόσιων χώρων της κι αποτελεί συχνά σημείο αναφοράς σε αυτή τη θεματολογία.
Από τις μελέτες αυτές, σε συνδυασμό με θεωρίες και μελέτες άλλων ερευνών και πολεοδόμων προέκυψαν συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο που θα έπρεπε να αναδομηθούν οι δημόσιοι χώροι προκειμένου να έχουν ζωτικότητα. Αυτά τα συμπεράσματα αφορούσαν την κλίμακα, τη γεωμετρία, τις υφές, τις χρήσεις, το χρώμα, τις κινήσεις (αυτοκίνητα, ποδήλατα, πεζοί) και εφαρμόστηκαν σε δόσεις στην Κοπεγχάγη. Σαν πόλη υπήρξε ένα ζωντανό εργαστήρι εξέλιξης της μεθοδολογίας για τις σπουδές δημόσιας ζωής-δημόσιου χώρου από το 1968 έως σήμερα. Πρόκειται για την πρώτη πόλη στον κόσμο που πραγματοποίησε επαναλαμβανόμενες μελέτες τις χρονιές 1968, 1986, 1996 και 2006.80 Έπειτα από τις εφαρμογές και τις αλλαγές, οι μετρήσεις και οι μελέτες επαναλαμβάνονταν με στόχο να τεκμηριωθεί το αποτέλεσμα που είχαν αυτές στη δημόσια 80 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
103
ΣΧΕΔΙΑΣΤΉΣ ΚΑΙ ΧΡΉΣΤΗΣ
104
ΠΙΘΑΝΟΊ ΡΌΛΟΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΤΉ
Η ΑΝΆΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΕΙΔΙΚΌ
Η χαραυγή του 21ου αιώνα βρήκε μια ποικιλία στάσεων απέναντι στο σχεδιασμό, τη χειραφέτηση του πολίτη και τα λάθη της αστικής ανάπτυξης του 20ου αιώνα. Οι προσεγγίσεις για την επίλυση του προβλήματος περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα ποσοστών συμμετοχής του χρήστη στις διαδικασίες δόμησης που κυμαίνεται από μηδενική έως πλήρη. Άλλοτε οι ελπίδες για κοινωνική ευελιξία που εκφράζεται μέσα από τον αστικό χώρο μεταφράστηκαν σε βιομηχανικά σχέδια, άλλοτε σε νέες πολεοδομικές και θεσμικές θεωρήσεις κι άλλοτε σε bottom-up επαναστάσεις και οικειοποίηση των οικοδομικών μέσων και διαδικασιών. Το κλειδί για την αποφυγή των λαθών του παρελθόντος είναι η αναγνώριση όλων των επιλογών στα σχεδιαστικά ερωτήματα και η απόφαση, ανάλογα με τις συνθήκες του έργου και τις ανάγκες και επιθυμίες του κοινωνικού συνόλου. Παρακάτω θα παραθέσουμε τους πιθανούς νέους ρόλους του αρχιτέκτονασχεδιαστή-πολεοδόμου, αυξάνοντας προοδευτικά το βαθμό συμμετοχής του χρήστη στη διαδικασία.
Σύμφωνα με το Νίκο Σαλίγκαρο, μπορούμε να εντοπίσουμε δυο πληθυσμιακές τάσεις στην κοινωνία: αυτήν που προωθεί την ατομιστική σκέψη και την αναγνώριση των προσωπικών μας ιδεών ως ηγετικές για ένα πλήθος, κι αυτήν που προωθεί την ενσωμάτωση σε διάφορα πρότυπα ομαδικής σκέψης. Από τη μια πλευρά, το άτομο αποφασίζει ότι διαθέτει επαρκή ικανότητα να κρίνει περίπλοκα γεγονότα και δομές στον κόσμο και μάλιστα για να προσφέρει αυτή την ικανότητα σε κάποιον, ενώ από την άλλη το άτομο μεταφέρει αυτή τη δυνατότητα κρίσης σε κάποιον ειδικό. Η δεύτερη επιλογή είναι επηρεασμένη από τη μέθοδο που εισήγαγε η επιστήμη, όπου οι άνθρωποι δεν κατέχουν ή θεωρούν ότι δεν κατέχουν το γνωσιακό υπόβαθρο κι εκπαίδευση που θα τους διευκολύνει, ώστε να λάβουν ενημερωμένες αποφάσεις. Η επιστήμη απαιτεί εξειδίκευση, και η εφαρμογή της σε τομείς όπως η μηχανική, η ιατρική απαιτούν περαιτέρω εξειδίκευση. Αναμφίβολα, ο καθημερινός πολίτης δύσκολα μπορεί να συναγωνιστεί τους ειδικούς σε αυτούς τους τομείς. Ακόμη και σε οικονομικά ζητήματα, κάτι τόσο απαραίτητο όσο η προετοιμασία των φορολογικών εγγράφων, διαιρεί τους πολίτες σε αυτούς που μπορούν να τακτοποιήσουν το ζήτημα μόνοι τους και σε αυτούς που αναθέτουν την εργασία σε κάποιον ειδικό. Το κύρος του ειδικού ωστόσο ως αξίωμα 105
μεταφέρθηκε και στους ειδικούς της οικοδόμησης, που λόγω της εκπαίδευση τους έγιναν υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Η λήψη αποφάσεων αυτή οδήγησε ωστόσο σε αρκετές αστοχίες, τις οποίες πιθανόν να μπορούσαν να αποτρέψει η αμφισβήτηση αυτής ακριβώς της αυθεντίας των ειδικών.
“
In the field of art, architecture, and urbanism, with which I am involved, an expert class of enormous extent and power has grown and now dictates group opinion about what is right and wrong (Salingaros, 2006) Σήμερα, μεγάλο ποσοστό του υπάρχοντος κτιριακού δεδομένου, των αστικών χώρων και των πόλεων στο σύνολο τους είναι δυσλειτουργικό, στερείται βιώσιμες ποιότητες ή απλώς δεν είναι αρεστό. Οι πολλές και διαφορετικές απόψεις για αυτό, απόψεις των ανθρώπων που «χρησιμοποιούν» καθημερινά τις δομές της πόλης, φαίνεται να μην βρίσκει αντίκρισμα στη γνώμη των ειδικών. Στη θέση των ειδικών βρίσκεται πλέον μια εκτεταμένη οικονομική κι εκπαιδευτική διακλάδωση, όπως τα μουσεία, οι εκδοτικοί οίκοι, τα πανεπιστήμια, οι διεθνείς διαγωνισμοί, τα βραβεία και οι κριτικοί. Οι κατακερματισμένες, αποσπασματικές γνώμες των χρηστών δύσκολα μπορούν να σταθούν στιβαρά απέναντι σε αυτό το οικοδόμημα. Καθώς
106
όμως γίνεται εμφανές από την εξέλιξη της τεχνολογίας, ή από το παράδειγμα της ιατρικής, οι ειδικοί είναι απαραίτητοι στην κοινωνία. Το ζήτημα είναι η θέση τους και η αντίστοιχη θέση της απέναντι πλευράς των χρηστών, πλευρά από την οποία θα πρέπει να μειωθεί η απόσταση. Η οικοδόμηση ενός μονολιθικού κοινωνικού οράματος από μεμονωμένα άτομα, όπως την επιδίωξε ο μοντερνισμός έχει πια κριθεί στο πέρασμα του χρόνου και παρουσίασε σημαντικές ελλείψεις. Η παντοκυριαρχία του ειδικού επομένως είναι ένα στάδιο παλιό. Πλέον μιλάμε για προοδευτική ενσωμάτωση του χρήστη, σε διαφορετικούς βαθμούς και με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τις συνθήκες και τη δική του επιθυμία. Βέβαια, σε ορισμένες περιπτώσεις φάνηκε ότι η απλή μεταστροφή σε ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό ιδίωμα (όπως π.χ. το Picturesque στη Μεγάλη Βρετανία ή ο ιστορικισμός στη Βιέννη) ή τυποποιημένη λύση μπόρεσε να εξασφαλίσει τη δημόσια αποδοχή, ακόμη κι αν δε δινόταν καμιά δυνατότητα συμμετοχής. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σπάνιο να υπάρχει μια τόσο συγκεκριμένη λύση που να ικανοποιεί την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων χρηστών. Η απάντηση στα περισσότερα σχεδιαστικά προβλήματα έχει πλουραλιστικές απαντήσεις.
ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ ΜΕ ΧΡΉΣΗ ΜΟΤΊΒΩΝ ΚΙ ΟΔΗΓΏΝ Ένα Μοτίβο, όπως ορίστηκε από τον Christopher Alexander, είναι μια επικυρωμένη λύση που λειτουργεί κατ’ επανάληψη στην ανθρώπινη κοινωνία σε διαφορετικές εποχής και κουλτούρες και εντοπισμένο σε εντελώς ξεχωριστά πολιτισμικά πλαίσια. Για παράδειγμα, το μοτίβο «Φως στις δυο πλευρές κάθε δωματίου» είναι χαρακτηριστικό των πιο ευχάριστων δωματίων σε όλο τον κόσμο, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα. Ο Alexander και οι συνάδελφοί του απαρίθμησαν 253 τέτοια μοτίβα το 1977 και παρείχαν επιστημονική επεξήγηση για περίπου τα μισά. Τα υπόλοιπα απλά αναφέρθηκαν λόγω της φαινομενολογικής επανάληψης τους. 81 Σύμφωνα με το Νίκο Σαλίγκαρο τα μοτίβα μπορούν να προσφέρουν τη δυνατότητα ελέγχου του κύρους οποιουδήποτε αναλαμβάνει αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές εργασίες. Καθώς το κτισμένο περιβάλλον αγγίζει την ανθρώπινη ζωή με άμεσο και αισθητηριακό τρόπο, η μέθοδος των Μοτίβων μπορεί να εφαρμοστεί. (Alexander et. al., 1977; Salingaros, 2000) Ένα αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό μοτίβο συνδυάζει τη γεωμετρία με τη βιολογική και κοινωνική λειτουργία, για παράδειγμα συνδυάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, κίνηση, 81 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.24-25.
υγεία, υποσυνείδητη σωματική αντίδραση και τη ζωή τελικά με μια γενική γεωμετρική συνθήκη που μπορεί να περιλάβει έναν άπειρο αριθμό συγκεκριμένων καταστάσεων. Τα μοτίβα εφαρμόζουν ώστε να δημιουργήσουν νέες ρυθμίσεις που μοιράζονται μια κοινή βάση, αλλά διαφοροποιούνται στις επιμέρους λεπτομέρειες. Επομένως, ένα μοτίβο δεν είναι ένα σταθερό πρότυπο προς αντιγραφή, αλλά περισσότερο ένα εφαρμόσιμο πρότυπο που παράγει νέες λύσεις κάθε φορά. Η χρήση μιας τυπολογίας για ευρύ χρονικό διάστημα δεν την καθιστά κι απαραίτητα ως μοτίβο. Κάποια λάθη είναι ελκυστικά. Μπορούμε να δούμε παραδείγματα τέτοιων αντί-μοτίβων που ήταν εξαρχής λάθος και παραμένουν λάθος σε κάθε επόμενη εφαρμογή. Στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, ορισμένες τυπολογίες σε ευρέως διαφορετικές κλίμακες έχουν παραμείνει από το 1920, παρότι προκαλούν δυσφορία στους χρήστες (Salingaros, 2006). Μια από αυτές είναι η τοποθέτηση απομονωμένου ουρανοξύστη από ατσάλι και γυαλί σε ένα χώρο παρκινγκ, φύτευσης ή μικρής πλατείας. Η ακολούθηση τέτοιων αντιμοτίβων συνάδει με τη μετάβαση σε μια κοινωνία ομαδικής σκέψης. Υποθέτοντας ότι ένα σύστημα μοτίβων για το σχεδιασμό είναι διαθέσιμο δωρεάν (σε συνδυασμό με μια σειρά μοτίβων που προκύπτουν απευθείας από τους χρήστες), ένα άτομο ή μια κοινότητα μπορεί να προσλάβει 107
κάποιον με εμπειρία στην εφαρμογή τους ώστε να εξοικονομήσουν πόρους και χρόνο. Η πληροφορία σχεδιασμού είναι κυρίως δωρεάν, και ο πελάτης πληρώνει για τη γνώμη του ειδικού. Παρακάτω θα παραθέσουμε μια σειρά παραδειγμάτων μοτίβων, δηλαδή σχεδιαστικών οδηγών για το δημόσιο χώρο όπως διατυπώνονται σε μελέτες σχεδιαστών που επιχειρούν να ομαδοποιήσουν τα συμπεράσματα τους για το τι κάνει έναν δημόσιο χώρο ευχάριστο και βιώσιμο. Πληθώρα δραστηριοτήτων : Η ύπαρξη καλών ευκαιριών για να κάθεσαι ανοίγει το δρόμο σε πολυάριθμες δραστηριότητες οι οποίες αποτελούν πρωταρχικούς πόλους έλξης στους δημόσιους χώρους: να φας να διαβάσεις να κοιμηθείς να πλέξεις να παίξεις σκάκι να κάνεις ηλιοθεραπεία να χαζέψεις τους περαστικούς, να μιλήσεις κτλ. Πολυχρησία : Ο σχεδιασμός αστικού εξοπλισμού με πολλαπλή χρήση και διαμόρφωση των λεπτομερειών στις προσόψεις ώστε να έχουν διάφορες δυνατότητες χρήσης είναι μια αρχή που γενικά συστήνεται διότι έχει ως αποτέλεσμα πιο ενδιαφέροντα αστικά στοιχεία και επιτρέπει μια μεγαλύτερη ποικιλομορφία στη χρήση του αστικού χώρου. Η Βενετία είναι αξιοσημείωτη από αυτή την άποψη διότι όλα τα στοιχεία διότι όλα τα στοιχεία αστικού εξοπλισμού φωτιστικά δρόμων, εστίες σημαιών, αγάλματα κτλ είναι 108
έτσι σχεδιασμένα ώστε να είναι δυνατόν να καθίσεις πάνω τους. Όλη η πόλη είναι καθίσιμη. Διαστάσεις : Η μάχη για ποιότητα κερδίζεται ή χάνεται στη μικρή κλίμακα. Προκειμένου να διευκολυνθεί ο πολίτης να ελέγχει με τις αισθήσεις του την ποικιλόμορφη σκηνή του δημόσιου χώρου, κρίνονται καταλληλότερες κάποιες αποστάσεις από κάποιες άλλες. Στο βιβλίο του «Site Planning» ο Kevin Lynch προτείνει την απόσταση των 25 μέτρων ως την πιο κατάλληλη για μια άνετη εμπειρία μιας κοινωνικής κατάστασης. Επισημαίνει επίσης ότι οι χωρικές διαστάσεις μεγαλύτερες από 110 μέτρα, σπάνια συναντιούνται σε καλούς δημόσιους χώρους. 82 Η ποιότητα της εμπειρίας ενός μεγάλου χώρου είναι σημαντικά εμπλουτισμένη όταν η προσέγγιση συμβαίνει μέσω ενός μικρού χώρου, όταν υπάρχουν ακολουθίες κι αντιθέσεις μεταξύ μικρού και μεγάλου. Αν ο σκοπός του σχεδιασμού στο σύνολο του είναι να διατηρηθεί η ανθρώπινη κλίμακα είναι απαραίτητο οι μικροί χώροι να είναι πραγματικά μικροί, αλλιώς οι μεγάλοι χώροι θα γίνουν εύκολα υπερβολικά μεγάλοι Διαχωρισμός επιπέδων : Στις πλατείες ιταλικών πόλεων πολύ συχνά οι πεζοδρομημένες περιοχές είναι κατά δυο με τρία σκαλοπάτια ανυψωμένες σε σχέση με τις περιοχές τροχοφόρας κίνησης. Υπάρχει δυσκολία 82 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
στο να λειτουργήσουν εμπορικά κέντρα που αναπτύσσονται σε πολλά επίπεδα. Υπάρχει μια αδυναμία των πεζών να αποχωριστούν την απλή οριζόντια κίνηση. Αντίστοιχα προβλήματα συμβαίνουν και σε οικείες με πολλά επίπεδα. Εκφραστικό αυτού είναι οι στοίβες με πράγματα που πάντα βρίσκονται στα κεφαλόσκαλα περιμένοντας να κουβαληθούν πάνω ή κάτω κάποια στιγμή. 83 Το φαινόμενο της άκρης : Ο κοινωνιολόγος Derk de Jonge αναφέρει το χαρακτηριστικό φαινόμενο της άκρης. Οι άκρες του δάσους, μιας παραλίας, μιας συστάδας δέντρων, ή ενός ξέφωτου είναι οι ζώνες που προτιμούνται για στάση ενώ οι ανοιχτές πεδιάδες ή παραλίες δε χρησιμοποιούνται παρά μόνο αφού οι ακραίες ζώνες είναι πλήρως κατειλημμένες. Αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν σε αστικούς χώρους όπου οι ζώνες που προτιμούνται για στάση βρίσκονται συνήθως κατά μήκος των ορίων των χώρων ή στα σημεία μετάβασης από το ένα τμήμα του χώρου στο άλλο. Η προφανής εξήγηση για τη δημοφιλία των ακραίων ζωνών είναι ότι η θέση στην άκρη ενός χώρου σου παρέχει τις καλύτερες ευκαιρίες για να τον επιβλέπεις. Μια επιπλέον εξήγηση αναλύεται από τον Edward T Hall στο βιβλίο The Hidden Dimension όπου περιγράφει πως το να στέκεται στην άκρη ενός δάσους ή κοντά σε πρόσοψη βοηθά το άτομο ή την 83 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
ομάδα να κρατήσει απόσταση από τους άλλους. Στην άκρη του δάσους ή κοντά στην πρόσοψη είσαι λιγότερο εκτεθειμένος από κάποιον που είναι εκεί έξω, στη μέση ενός χώρου. Στην άκρη δεν εμποδίζεις κάποιον ή κάτι. Μπορείς να βλέπεις αλλά να μην είσαι και τόσο ορατός και ο προσωπικός σου χώρος να μειώνεται σε ένα ημικύκλιο μπροστά σου. Όταν η πλάτη σου είναι προστατευμένη, οι άλλοι μπορούν να σε πλησιάσουν μόνο μετωπικά, καθιστώντας έτσι εύκολο το να παρατηρείς και να αντιδράς στην περίπτωση μιας ανεπιθύμητης εισβολής στον προσωπικό σου χώρου, μέσω για παράδειγμα μιας απαγορευτικής έκφρασης του προσώπου. 84
Εσωστρέφεια κι εξωστρέφεια : Η οπτική επαφή μεταξύ του δημόσιου χώρου και αυτού που συμβαίνει στις παρακείμενες κατοικίες, καταστήματα, εργοστάσια, εργαστήρια και κοινοτικά κτίρια μπορεί να συμβάλλει σε έναν αξιοσημείωτο εμπλουτισμό των εμπειριών και προς τις δυο κατευθύνσεις. Οι περιορισμοί των ανθρώπινων αισθητηριακών εμπειριών παίζουν καθοριστικό ρόλο στο αν μια κατάσταση θα βιωθεί ως ανοιχτή ή ως κλειστή Ο εμπλουτισμός αυτός των εμπειριών ενδεχομένως να είναι επιθυμητός για την επικοινωνία και ζωντάνια της γειτονιάς καθώς και για το αίσθημα ασφάλειας. Ωστόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν διαφορετικές δυνατότητες εσωστρέφειας και εξωστρέφειας δραστηριοτήτων. 84 Gehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
109
Φωτισμός : Η δυνατότητα να βλέπεις επίσης αποτελεί ζήτημα επαρκούς φωτισμού. Με στόχο τόσο τη γενική αίσθηση απόλαυσης και ασφάλειας όσο και της ευκαιρίας να βλέπεις τους ανθρώπους και τα συμβάντα, είναι επιθυμητό ο φωτισμός των πεζοδρομημένων περιοχών να είναι πάντα γενναιόδωρος. Καλύτερος φωτισμός δε σημαίνει αναγκαστικά εντονότερο φως. Καλύτερος φωτισμός σημαίνει ένα αρκετά δυνατό επίπεδο φωτισμού που να κατευθύνεται ή να αντανακλάται πάνω στις κάθετες επιφάνειες, πρόσωπα, τοίχους, σήματα, γραμματοκιβώτια κτλ σε αντίθεση με το φωτισμό των δρόμων κυκλοφορίας. Καλύτερο φως σημαίνει επίσης θερμό και φιλικό φως. Θόρυβος : Είναι σαφές πόσο σημαντική είναι η δυνατότητα να ακούς για τη σωματική και ψυχολογική αίσθηση ευημερίας. Αυτό γιατί όταν ο θόρυβος από το γύρω περιβάλλον ξεπερνά τα 60 decibel, κάτι που συμβαίνει στους δρόμους με μικρή κυκλοφορία, είναι αδύνατον να υπάρξουν κανονικές συζητήσεις. Στη Βενετία, όπου η αυτοκίνηση βρίσκεται έξω από την πόλη, συμβαίνει κάτι που είναι σπάνιο στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις: μπορείς να ακούσεις τον ήχο των ανθρώπων. Τοπία συζητήσεων : Όσον αφορά στις συζητήσεις μεταξύ ανθρώπων που γνωρίζονται και μεταξύ εκείνων που δε γνωρίζονται ο Erwing Goffman γράφει στο βιβλίο του Behavior in Public Places : «Μπορεί κανείς να πει ως γενικό κανόνα σε μια κοινωνική περίσταση, οι 110
γνωστοί που συναντιούνται χρειάζονται έναν λόγο για να μην έρθουν σε προσωπική επαφή, ενώ οι άγνωστοι χρειάζονται ένα λόγο για να το κάνουν. Ο σχεδιασμός των σημείων για να καθίσεις και να σταθείς, καθώς και η σχετική τους θέση μπορεί να έχει απευθείας επίδραση στις ευκαιρίες για συζήτηση. Στο βιβλίο του «The Hidden Dimension» ο Εdward T.Hall σχολιάζει έναν αριθμό μελετών κι επιτόπιων παρατηρήσεων που αφορούν τη σχέση ανάμεσα στη διαρρύθμιση των καθιστικών και τις ευκαιρίες για συζήτηση. Για παράδειγμα η τοποθέτηση των καθιστικών με τον τρόπο που γίνεται σε χώρους αναμονής σιδηροδρομικών σταθμών όπου τα καθίσματα τοποθετούνται πλάτη με πλάτη ή με πολύ χώρο ενδιάμεσα εμποδίζει τις συζητήσεις ή τις καθιστά αδύνατες. Αντίθετα καθίσματα που τοποθετούνται κοντά το ένα στο άλλο γύρω από ένα τραπέζι όπως στα παρόδια καφέ βοηθούν να ξεκινήσουν συζητήσεις Πρωτεύοντα και δευτερεύοντα καθιστικά :Υπάρχουν τα πρωτεύοντα καθιστικά, όπως τα παγκάκια, οι καρέκλες και τα καθίσματα και τα δευτερεύοντα καθιστικά που δεν έχουν ως πρώτη χρήση το να είναι καθιστικά (σκαλιά, βάθρα, πατήματα, χαμηλοί τοίχοι, εσοχές σε όψεις, κουτιά κτλ.). Μιλάμε για καθιστικά τοπία μετά. Τα τοπία καθίσματος αφορούν διατάξεις που εξυπηρετούν περισσότερους από έναν σκοπούς ταυτόχρονα. Για να ακριβολογήσουμε, όπως ο αρχιτέκτονας
δεν είναι θαυματοποιός, δεν είναι και ο κοινωνιολόγος. Κανένας τους δεν δημιουργεί τις κοινωνικές σχέσεις. Σε ορισμένες ευνοϊκές συνθήκες, υποβοηθούν κάποιες τάσεις να μορφοποιηθούν (να πάρουν μορφή). Μόνον ή κοινωνική ζωή (η πράξη), στο σύνολό της, διαθέτει τέτοιες αρμοδιότητες. Ή δεν τις διαθέτει. Οι άνθρωποι, ατομικά ή ομαδικά, μπορούν να ξεχερσώσουν τον δρόμο. Μπορούν ακόμη να προτείνουν, να δοκιμάσουν, να προετοιμάσουν μορφές. Μπορούν επίσης (και κυρίως) να καταγράψουν την αποκτημένη εμπειρία, να διδαχτούν από τις αποτυχίες, να βοηθήσουν την αλλαγή με εργαλεία προερχόμενα από την εμπειρία, την επιστήμη και την έρευνα.85
ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ ΜΕ ΜΕΤΑΒΛΗΤΌΤΗΤΑ O Robert Kronenburg αναφέρει ότι η μεταβλητότητα έχει τη δυνατότητα να αλλάξει την ανθρώπινη εμπλοκή με τη δομημένη αρχιτεκτονική με δυο σημαντικούς τρόπους. Πρώτον, η δημιουργία ενός περιβάλλοντος ή αντικειμένου που δεν είναι στατικό, εισάγει κινητικότητα και ζωή σε κάτι που κανονικά θεωρείται μια άψυχη μορφή τέχνης. Δεύτερο και κυριότερο όλων δημιουργεί μια πιο δημοκρατική μορφή αρχιτεκτονικής. Παρότι τα κινητά στοιχεία καθορίζονται και ενσωματώνονται στο σχέδιο από τον αρχιτέκτονα, ο σκοπός τους είναι να μετατοπίσουν την τελική μορφή το αντικειμένου έξω από τον έλεγχο του. Δημιουργεί μια ακαθόριστη αρχιτεκτονική, εντός κάποιων ορίων που εκτός από το να είναι αλληλεπιδραστική, προσθέτει χαρακτηριστικά συσχετισμένα με εκδηλώσεις και παραστάσεις τα οποία ελέγχει ο χρήστης. Κτίρια η δομές που μπορούν να αλλάξουν το σχήμα τους σημαντικά μέσα σε ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα θεσμοθετούν μια διαφορετική αίσθηση ταυτότητας απέναντι στα εντελώς στατικά αρχιτεκτονήματα και οι άνθρωποι ανταποκρίνονται με πολύ διαφορετικό τρόπο σε ένα περιβάλλον κινητικό, παρά σε ένα στατικό. Αυτό επειδή η εμπλοκή τους με την κατασκευή γίνεται αλληλεπίδραση αντί για απλή αντίδραση. 86
85 Lefebvre, H. (1977). Δικαίωμα στην πόλη. Εκδόσεις Παπαζήση, pp.132-140.
86 Kronenburg, R. (2007). Flexible: Architecture that Responds to Change. London: Laurence King.
111
Αμέσως μετά την απλή ανάθεση στον ειδικό με τις σταθερές «απαντήσεις» σε κάθε σχεδιαστικό πρόβλημα που προκύπτει, ένα πρώτο βήμα αύξησης του βαθμού ελευθερίας και μείωσης του βαθμού καθορισμού είναι η δημιουργία μεταβαλλόμενων κατασκευών. Οι μεταβαλλόμενες κατασκευές δίνουν τη δυνατότητα στο χρήστη να φέρει ένα χώρο, μια λειτουργία, μια μορφή πιο κοντά στη δική του προτίμηση ή ανάγκη. Το στοιχείο του «καθορισμού» από τον σχεδιαστή γίνεται αντιληπτό ως το προκαθορισμένο φάσμα διαθέσιμων επιλογών, ενώ το στοιχείο της «ελευθερίας» είναι η παροχή ενός αριθμού επιλογών αντί για μια κι οριστική. Μιλάμε δηλαδή για οικειοποίηση του χώρου εντός ενός πλαισίου. Πρόκειται για αρχιτεκτονική που σύρεται, ανοίγεται, κλείνεται, επεκτείνεται ή συστέλλεται. Ένας μεταβαλλόμενος χώρος ή κτίριο φέρει διαφορετικές ποιότητες ανάλογα με τη φύση των δραστηριοτήτων που φιλοξενεί. Κινητά στοιχεία που έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τη λειτουργικότητα ενός χώρου, αναμφισβήτητα επίσης επηρεάζουν το χαρακτήρα του, τόσο με την έννοια ότι γίνεται μορφικά διαφορετικός, όσο και ότι ξετυλίγει τη δυναμική του με έναν τρόπο άγνωστο στη συμβατική αρχιτεκτονική. Η δυναμική αυτή έχει ανθρώπινο χαρακτήρα και προκύπτει από τη συνδιαλλαγή του χρήστη, του καιρού, των περιστάσεων με το μεταβαλλόμενο αντικείμενο, είτε
112
πρόκειται για μετακινούμενα πάνελ, είτε για οροφές που ανοίγουν στον έναστρο ουρανό. Εκτός από την πολυλειτουργικότητα και τη δυναμική αλληλεπίδραση σημαντική είναι και η χρονικότητα. Ένας δημόσιος χώρος που μεταμορφώνεται στις ειδικές περιστάσεις της πόλης, συντονίζεται με αυτές και ταυτόχρονα αποτελεί σημείο αναφοράς για τον πολίτη, με τον ίδιο τρόπο όπως ο χριστουγεννιάτικος στολισμός, που περιγράφεται συνήθως από την τοποθέτηση έξτρα δομών και λαμπτήρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι μορφικές και δυναμικές μεταβολές σε ένα χώρο μπορούν επίσης να συμβούν με τη χρήση ψηφιακών μέσων. Οι δυνατότητες για δραματικές άμεσες αλλαγές στην επιφανειακή εικόνα της αρχιτεκτονικής είναι πολλές, όπως για παράδειγμα οι τεχνικές φωτισμού, και έχουν επιταχυνθεί με τις νέες τεχνικές, όπως το projection mapping. Ωστόσο, η σωματική και υλική μεταβολή μπορεί πιο εύκολα να οδηγήσει σε διαφορετικές λειτουργικότητες και πραγματική μεταβολή του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται ένας χώρος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταβλητότητας αποτέλεσε η ιδέα του Open Building. Η πίεση για αλληλεπιδραστικές αλλαγές στο σύγχρονο κτισμένο περιβάλλον διατυπώθηκε από τους υποστηρικτές μιας σχεδιαστικής πολιτικής γνωστής ως Open Building, που πρωτοαρθρώθηκε ως στρατηγική σχεδιασμού από τον John Habraken στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Habrak-
en πίστευε ότι η αρχιτεκτονική απαιτούσε ένα νέο σύστημα σχεδιαστικών αρχών που να υποστηρίζει ενεργά την πιθανότητα της μεταβολής. Πρότεινε ότι τα κτίρια θα έπρεπε να αποτελούνται από διαδικτυωμένα δομικά πλαίσια (πλήρη σε εξυπηρετικά δίκτυα), στα οποία τα δωμάτια και οι χώροι θα μπορούσαν να διαμορφωθούν με μορφή άμεσα επηρεασμένη από την εμπειρία και τη χρήση. Μια από τις ιδέεςκλειδιά της θεωρίας του Open Building είναι η συνειδητοποίηση ότι το κτιστό περιβάλλον είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους με πολλά διαφορετικά είδη ικανοτήτων κι ότι αυτά θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν με στόχο να δημιουργήσουν κατάλληλες λύσεις. Υποστήριξε επίσης, ότι ένα νέο σχέδιο δεν ολοκληρώνεται τη στιγμή της παράδοσης του στον πελάτη, αλλά ότι αποτελεί τμήμα μιας συνεχούς, εξελικτικής διαδικασίας χρήσης, παρατήρησης και αναπροσαρμογής υπό την επιρροή των χρηστών και των κατοίκων. Μια βασική θεωρία του Open Building είναι ότι το περιβαλλοντικό design λειτουργεί σε έναν αριθμό διαφορετικών, αλλά συσχετισμένων επιπέδων περιπλοκότητας από την πόλη έως και το μεμονωμένο δωμάτιο.
με συγκεκριμένους κανόνες. Οι κανόνες τίθενται από τους φυσικούς περιορισμούς και το ρόλο των στοιχείων, δηλαδή τις νότες, διαδραματίζουν οι κατασκευές μας. Ο πολίτης μπορεί να συνδυάσει τις κατασκευές σε οποιαδήποτε σύνθεση αυτός επιθυμεί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία.
Όπως ένα τραγούδι αποτελεί προϊόν παιχνιδιού με συγκεκριμένους κανόνες και ποικιλία στην επανάληψη των λέξεων, ερωτήσεις κι απαντήσεις, έτσι μπορούμε κι εμείς μεταφορικά να μετατρέψουμε ένα δημόσιο χώρο από μια μονοτονία σε ένα παιχνίδι στοιχείων
113
Η ΕΠΙΚΎΡΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΆΔΙΑ Ένας πρώτος βαθμός ενεργής ανάμιξης του χρήστη στη διαδικασία οικοδόμησης, είτε πρόκειται για το αστικό περιβάλλον είτε για την κατοικία του, είναι η θέσπιση διαδικασιών επικύρωσης ή κριτικής των σχεδιαζόμενων έργων από τους συνήθεις χρήστες ή τους γύρω κατοίκους. Στη δημιουργία ενός πάρκου γειτονιάς, σίγουρα θα ήταν σοφό να συμβουλευτεί κανείς τη γνώμη της ίδιας της γειτονιάς, ενώ κατά το σχεδιασμό ενός πολυώροφου κτιρίου που θα αλλάξει το τοπίο γύρω από τον δημόσιο χώρο, η γνώμη των πολιτών φαίνεται απαραίτητη, μιας και θα επηρεάσει ιδιαίτερα τα όμορα οικόπεδα και χρήσεις κι όχι μόνο τους χρήστες που θα κατοικούν στο κτίριο. Ο υπεύθυνος για την λεπτομερή μορφή και λειτουργία του έργου παραμένει ο ειδικός, ωστόσο εδώ επιλέγει να «ανοίξει» τα σχέδια του στο κοινό με στόχο μια συναινετική συζήτηση. Τα σχέδια αυτά μπορεί να αλλάξουν έναν ορισμένο αριθμό φορών και στο τέλος να ψηφιστεί η εκδοχή που είναι περισσότερο προτιμητέα από τους χρήστες. Για παράδειγμα, στην επαναδόμηση της περιοχής του Byker στο Newcastle (1969-1975) o Ralph Erskine άνοιξε ένα γραφείο επιτόπου και επέτρεψε στους ενοικιαστές έναν πρωτόγνωρο βαθμό συμμετοχής στο σχεδιασμό της νέας τους κατοικίας. Επίσης, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της Νέας Πολεοδομίας είναι η διαδικασία του “charrette”, που συμπεριλαμβάνει τη γνώμη του χρήση πριν το έργο, παρότι 114
μερικές φορές χρησιμοποιείται με επιφανειακό τρόπο. Στις καλύτερες περιπτώσεις, δεν πρόκειται απλά για μια ψηφοφορία γνώμης, αλλά περισσότερο για μια μη-δογματική εκπαιδευτική διαδικασία, έναν διάλογο ανάμεσα στους άμεσα ενδιαφερόμενους που οδηγεί σε τελική συμφωνία και βελτιωμένη κατανόηση από τους συμμετέχοντες. Συνήθως λαμβάνεται άδεια έναρξης για κάποιο έργο, αφού ελεγχθεί ότι τα σχέδια είναι σύμφωνα με το γενικό πολεοδομικό κανονισμό και τα ίδια πάρουν την έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας. Θα μπορούσε ωστόσο, να λαμβάνεται άδεια έναρξης για κάποιο έργο, αφού θα έχει ελεγχθεί ότι η διαδικασία που θα τηρηθεί για το σχεδιασμό του, είναι σύμφωνη με το ενδιαφερόμενο κοινό. Δηλαδή, ο τρόπος προσέγγισης προς τον τόπο, τους χρήστες και το σχεδιασμό να είναι κάτι που να εξετάζεται επίσης κατά την αδειοδότηση ενός έργου, κι όχι μόνο το τελικό αποτέλεσμα. Μπορεί η συνεισφορά και η ενσωμάτωση αυτού του είδους να είναι μικρού βαθμού, ωστόσο σίγουρα μπορεί να συμβάλλει στην οικειοποίηση των πολιτών με το αστικό περιβάλλον, καθώς θα γνωρίζουν τι πρόκειται να δομηθεί και θα έχουν γνωμοδοτήσει για το πως αυτό θα μοιάζει και θα λειτουργεί.
ΩΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΉΣ Προχωρώντας σε μια σταδιακή μείωση της ισχύος του αρχιτέκτονα, μπορούμε να πούμε ότι ο ρόλος του αφορά περισσότερο το συντονισμό και τη διαχείριση των επιμέρους ζητημάτων που απαιτεί μια κατασκευή, ακριβώς εξαιτίας της τεχνολογικής κατάρτισης του. Ο ρόλος που θα μπορούσε να αποχωριστεί σε κάποιο βαθμό είναι αυτός της λήψης αποφάσεων με κοινωνικό, μορφολογικό και λειτουργικό χαρακτήρα. Σε μια τέτοια κατάσταση, το έργο ξεκινά συνήθως με αφορμή μια ανάγκη των κατοίκων ή με μια χρηματοδότηση που αποτελεί αφορμή για την κάλυψη αναγκών. Στη δικαιοδοσία των χρηστών είναι να αποφασίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα καλυφθεί αυτή η ανάγκη και να φέρουν αυτή την απόφαση στον ειδικό με την προσδοκία να τους βοηθήσει να την υλοποιήσει. Ενδεχομένως κατά τη διαδικασία της απόφασης τους να ζητήσουν τη γνώμη ή τη σχεδιαστική υλοποίηση κάποιων ιδεών από τον σχεδιαστή προκειμένου να υπάρχει τροφή για συζήτηση. Ο σχεδιαστής σε αυτή τη φάση θα μπορούσε επίσης να παρουσιάσει στο κοινό ανθρωπολογικούς παράγοντες και σχεδιαστικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να επιλυθούν παρόμοια προβλήματα, αν υποθέσουμε ότι οι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση σε αυτή τη γνώση. Ωστόσο, ο βασικό ρόλο του αρχιτέκτονα σε
αυτή την περίπτωση, είναι ο συντονισμός της συζήτησης και η διαχείριση της υλοποίησης της ληφθείσας απόφασης σε επίπεδο οργάνωσης, τεχνολογικού υποβάθρου, κανόνων ασφαλείας, οικονομικής διαχείρισης και διεκπεραίωσης του έργου. Σύμφωνα με τη θεωρία της ομότιμης πολεοδομίας, σε μια τέτοια περίπτωση, η πληρωμή του αρχιτέκτονα θα έπρεπε να βασίζεται στο βαθμό ικανοποίησης των κατοίκων με βάση τα κριτήρια που οι ίδιοι έθεσαν.
“
As much as we believe in collaboration, it has been shown that people in need of social housing don’t always have the organizational capacity to work together to get the project done. Their input is absolutely necessary in the planning stages, but here we are talking about someone on the “outside” who will be responsible to the residents, and who will carry the responsibility of insuring their wellbeing when pressured to cut costs and streamline the construction process. 87
87 Salingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [eBook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.81-83.
115
ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΉΣ Ανάμεσα στην ασύστολη προώθηση και την απόλυτη απομάκρυνση των επαγγελματιών σχεδιαστών, εμφανίστηκε μια τρίτη προσέγγιση της επαγγελματικής ανάμειξης στον αστικό σχεδιασμό και διατυπώθηκε από αυτού που πρότειναν τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του αρχιτέκτονα. Η άμεση, χειρωνακτική προσέγγιση του Segal για την αυτό-κατασκευή δεν εξαπλώθηκε ιδιαίτερα, ενώ η ιδέα της μετατροπής του αρχιτέκτονα σε σύμβουλο για την κοινότητα έγινε πολύ δημοφιλής. Το ερώτημα ήταν πώς να αξιοποιηθούν τα ταλέντα του επαγγελματία για να υποστηρίξουν τον «αδαή» πελάτη –αυτόν για τον οποίο οι νομικοί και δομικοί μηχανισμοί της αρχιτεκτονικής και ου σχεδιασμού ήταν άγνωστα μυστήρια. Ο «συμβουλευτικός σχεδιασμός» (advocacy planning) ορίστηκε πρώτη φορά από τον Αμερικανό σχεδιαστή Paul Davidoff το 1965 και επιδίωκε να αξιοποιήσει τα επαγγελματικά προσόντα του αρχιτέκτονα στην υπηρεσία της κοινότητας, δηλαδή να λειτουργεί ο αρχιτέκτονας τόσο ως συνεργάτης όσο και ως μέσο για τους πελάτες του.
British Architects, Frederick Polley, διατύπωσε: «Βλέπω μια νέα κοινοτική αρχιτεκτονική με ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο, με μορφή και λεπτομέρεια, ταιριαστή στον τόπο της και συγχρονισμένη με τη νέα κοινωνική οπτική πάνω στο νόημα της ζωής. « Στο Black Road του Maclesfield (1972-1976) o αρχιτέκτονας Rod Hackney βοήθησε τους κατοίκους να προστατέψουν τις οικείες τους από την κατεδάφιση και εργάστηκε μαζί τους για να τις ανακαινίσουν, γεγονός που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα. Φαινόταν ότι η συμμετοχή των χρηστών της αρχιτεκτονικής στη διαδικασία σχεδιασμού ήταν πλέον μια σοβαρή και υλοποιήσιμη θεώρηση. Η συμβουλευτική και κοινοτική αρχιτεκτονική επιδίωκαν να γεφυρώσουν αυτό το κενό, με την διασταύρωση των σχεδιαστικών τους ιδεών με τις πραγματικές ιδέες και τη συμμετοχή των τελικών χρηστών του κτιρίου. 88
H έννοια της «κοινοτικής αρχιτεκτονικής» σύντομα επέδρασε στη φαντασία τόσο του κοινού όσο και του επαγγελματικού χώρου, παρά τις αρχικές αντιδράσεις. Το 1973 ο νέος πρόεδρος του Royal Institute of
116
88 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.181-182.
ΩΣ ΑΡΩΓΌΣ ΣΤΟ SELF-BUILDING Το επόμενο στάδιο παραχώρησης πρόσβασης στο χρήστη αφορά τη μέθοδο του self-build που αναφέρθηκε προηγουμένως. Εδώ ο χρήστης συμμετέχει τόσο στη διαδικασία σχεδιαστικών αποφάσεων όσο και στην υλοποίηση. Στην πραγματικότητα, ο χρήστης είναι σχεδόν αυτοδύναμος εδώ, ειδικά αν αναφερόμαστε σε έργα μικρής κλίμακας. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι πολύ σημαντικός όμως: μπορεί με την συστηματοποίηση και δημοσίευσης της γνώσης του για τις μεθόδους κατασκευής να βοηθήσει τον self-builder να βελτιώσει το παραγόμενο αποτέλεσμα. Μπορεί επίσης να βελτιώσει τις γνωστές τεχνικές, ή να επινοήσει καινούριες, χωρίς όμως να τις επιβάλλει. Εδώ ο σχεδιαστής μεταλαμπαδεύει γνώση, ενδυναμώνοντας ουσιαστικά τον εκάστοτε χρήστη που επιθυμεί να πάρει στα χέρια του τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος του. Θεωρητικά το σετ των γνώσεων-εργαλείων ενός σχεδιαστή λειτουργεί ως ένας αρχιτεκτονικός σπόρος, συσκευασμένος σε συνδυάσιμα, συναρμολογούμενα τμήματα. Ο self-builder δουλεύει με αυτό για να δημιουργήσει το «λουλούδι» με πρόσβαση σε υποστήριξη και μέσω κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Ο αρχιτέκτονας σχεδιάζει το σπόρο και ο self-builder δημιουργεί το λουλούδι.89 89
Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford:
Πλέον υιοθετείται σε πολλές χώρες ως μια ρεαλιστική εναλλακτική στις μεγάλης κλίμακας και ογκώδους εργοταξίου αναθέσεις. Τέτοια προγράμματα εφαρμόζονται ως τμήμα της πολιτικής φτωχότερων χωρών όπως η Νότια Αμερική και η Σρι Λάνκα, όπου οι άστεγοι έχτισαν ένα εκατομμύριο κατοικίες ανάμεσα την περίοδο 1984-1989. Στην Ινδονησία οι φτωχοί ορίζουν τις δικές τους πολυώροφες κοινότητες και στο Karachi, τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχτισαν ολόκληρη την πόλη τους μέχρι το τελευταίο σπίτι και ιατρικό κέντρο. 90 Σε μια περίπτωση όπου οι πολίτες θα επιθυμούσαν να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν έναν αστικό χώρο, τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα, τόσο λόγω θεσμικού πλαισίου όσο και λόγω του επιπλέον παράγοντα της μεταξύ τους συνεννόησης. Από τη μια πλευρά το θεσμικό πλαίσιο δεν υποστηρίζει ακόμη συλλογικές πρωτοβουλίες για ριζικές αναδιαμορφώσεις του δημόσιου χώρου, και δεν υπάρχουν μεθοδικές διαδικασίες που να μπορούν να ακολουθηθούν. Από την άλλη πλευρά, ο πολίτης που κτίζει μόνος του την κατοικία του, δεν χρειάζεται να συγχρωτιστεί με τους υπόλοιπους για να επιλέξει τι προτιμά. Ωστόσο, δεν είναι εμπόδια που δεν μπορούν να ξεπεραστούν. Ο αρχιτέκτονας, μπορεί να Architectural, pp.217,220. 90 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.217,220.
117
συνδράμει δημιουργώντας προτεινόμενες μεθοδολογίες κοινωνικής οργάνωσης για κοινότητες που θέλουν να αυτό-οργανωθούν, ενώ θα μπορούσε να μεταβληθεί και η υπάρχουσα παράδοση της ανάθεσης δημόσιων έργων σε ιδιώτες σε ένα νέο μοντέλο ανάθεσης της ευθύνης σε συλλογικότητες. Οπωσδήποτε ωστόσο θα απαιτούνταν αλλαγές στη νομοθεσία για το σχεδιασμό και την οικοδόμηση, ώστε να υπάρχει πρόσβαση στους μη-επαγγελματίες. Άλλες προβληματικές θα ήταν η μέθοδος οικονομικής υποστήριξης του εγχειρήματος, αλλά και η δημιουργία δημόσιου δικτύου εργαστηρίων με τα απαραίτητα εργαλεία, ώστε να είναι εφικτή τόσο η εκπαίδευση των πολιτών σε κατασκευαστικά ζητήματα όσο και η υλοποίηση δημόσιων και μη έργων χωρίς την ενοικίαση εξοπλισμού για κάθε περίπτωση.
118
ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΆ ΤΕΧΝΟΛΟΓΊΑΣ Όπως υποστηρίζει ο Martin Pawley στο βιβλίο του In Theory Design in the Second Machine Age, η πραγματική υπόσταση της αρχιτεκτονικής σε αντίθεση με την παρούσα μυθολογική, θα έπρεπε να μετατοπίσει το ενδιαφέρον της από την επιτηδευμένη δημιουργικότητα που βασίζεται στην ιστορία της τέχνης και το συνθετικό «νόημα», στον πιο ενδιαφέρον κλάδο της μεταφοράς τεχνολογίας. Η μεταφορά τεχνολογίας είναι αυτό που συμβαίνει όταν μέθοδοι και διαδικασίες που αναπτύσσονται σε μια βιομηχανία, εφαρμόζονται σε μια εντελώς διαφορετική. Η ιστορία της είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη, συχνά παράξενη. Τον 5ο αιώνα μ.Χ. ο τρούλος της εκκλησίας του San Vitale στη Ραβέννα κατασκευάστηκε από πήλινα σκεύη, ακόμη με τα χερούλια τους, σε μια αξιοσέβαστη απόπειρα μεταφοράς τεχνολογίας για λόγους ελαφρότητας της κατασκευής. 15 αιώνες μετά αντίστοιχες κατασκευές χρησιμοποίησαν παλιά λάστιχα αυτοκινήτων. Κατά το μεσαίωνα συνέβησαν πολλές αχαρτογράφητες μεταφορές από τη γνώση της κατασκευής ξύλινων καραβιών στην κατασκευή ξύλινων σκεπών. Αργότερα, ψαλίδια χρησιμοποιήθηκαν για τους πρώτους σκελετούς γυαλιών και οι μηχανές που κατασκεύαζαν πορσελάνη, δημιούργησαν τις πρώτες ευρωπαϊκές σοκολάτες. Το 19ο αιώνα σιδερένια δοκάρια που κανονικά στήριζαν τα καταστρώματα στα βαπόρια, μεταφέρθηκαν
στη στεριά ως τμήματα δομής των κτιρίων κι ως πρότυπο για τις σιδηροδρομικές γραμμές. Σαράντα χρόνια μετά την έκθεση μιας μικρής βάρκας από οπλισμένο σκυρόδεμα στο Παρίσι, τα κτίρια από οπλισμένο σκυρόδεμα έγιναν ο κανόνας. Παρομοίως όλα τα ατσαλένια καράβια προϋπήρξαν των κτιρίων με ατσάλινο σκελετό, και τα ατσαλένια κατάρτια τους έδειξαν το δρόμο για τις κεραίες ραδιομετάδοσης και τους πυλώνες του ηλεκτρισμού. Στη σύγχρονη εποχή η τεχνολογία των ραντάρ έκανε μια απροσδόκητη μετάσταση στον οικιακό φούρνο μικροκυμάτων. 91 Στη μεταφορά τεχνολογίας επομένως, ο ρόλος του αρχιτέκτονα που περιγράφηκε προηγουμένως, όπου προσπαθεί να συστηματοποιήσει και να δημοσιοποιήσει την υπάρχουσα γνώση προς χρήση των κατασκευαστών-χρηστών, γίνεται ακόμη πιο τεχνολογικός και πρακτικός. Εδώ προσπαθεί να δημιουργήσει νέα γνώση και νέα συστήματα οικοδόμησης παρακολουθώντας τις εξελίξεις της τεχνολογίας σε άλλους τομείς. Δημιουργώντας νέα τεχνολογία που αφορά στην οικοδόμηση, μετατρέπεται από παντογνώστη επί της κατασκευής σε ερευνητή βελτιωμένων μεθόδων, οι οποίες συχνά διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την πρόσβαση του χρήστη στην κατασκευή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ευρείς ακαδημαϊκοί 91 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.222-223.
και ερευνητικοί πειραματισμοί με στόχο τη μεταφορά τεχνολογίας του 3D-printing στην οικοδόμηση. Το πεδίο αυτό αναπτύχθηκε την τελευταία δεκαετία, αφότου οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές έγιναν διαδεδομένοι και οικονομικά προσιτοί στο κοινό. Για την ώρα η έρευνα αυτή βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδιο, ωστόσο υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι όταν αυτή η τεχνολογία ωριμάσει θα αποτελέσει μια επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζουμε και κατασκευάζουμε τα σπίτια μας αλλά και τελικά το αστικό περιβάλλον μας. Θεωρητικά, κάποια στιγμή στο μέλλον κάθε χρήστης θα έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει και να κατασκευάσει ο ίδιος τις δομές που επιθυμεί παρακάμπτοντας τους ενδιάμεσους σχεδιαστές και ειδικούς, καθώς η στατικότητα και ο οικονομικός προϋπολογισμός θα καθορίζονται από ρομπότ και υπολογιστές. Επιπλέον, η τεχνολογία του 3D printing, θα δίνει εύκολα τη δυνατότητα μεγάλης προσαρμοστικότητας της μορφής και των παραμέτρων της κατασκευής στις προτιμήσεις του χρήστη, σε αντίθεση με τη δυνατότητα εξατομίκευσης που παρέχουν οι ισχύοντες μέθοδοι κατασκευής, που μπορεί να φτάσει σε κάποια όρια χωρίς την παρουσία κάποιου ειδικού. Στοχαστική και απροσδόκητη κατά κανόνα, η μεταφορά τεχνολογίας από έναν τομέα σε έναν άλλο για να τον βελτιώσει είναι μια φοβερά αποδοτική διαδικασία που προσφέρει συνδυαστικά πλεονεκτήματα.
119
Στην αρχιτεκτονική, η δυνατότητα να αξιοποιηθούν τα αποτελέσματα έρευνας και ανάπτυξης από άλλους τομείς, χωρίς κόστος, ισοδυναμεί με μια παρασιτική μορφή έρευνας και ανάπτυξης προσαρμοσμένη στις ανάγκες ενός πλέον κατακερματισμένου επαγγέλματος. Ακόμη, είναι πιθανόν μια διαδικασία πολύ περισσότερο συντονισμένη με τις ανάγκες ενός επαγγέλματος που επιζητά να υπηρετήσει μια εκτενή και παγκόσμια πληθυσμιακή κοινότητα με πολυποίκιλες ανάγκες, απ’ ότι η αισθητική και η φιλοσοφία της τέχνης υπό ελεύθερη ερμηνεία.
ΣΥΜΠΈΡΑΣΜΑ Έπειτα από τους κοινωνικούς αγώνες των 60s και 70s, την διάδοση του DIY, του self-building και του συμμετοχικού σχεδιασμού, έγινε σαφές ότι υπάρχουν πολλοί ρόλοι που μπορεί να διαδραματίσει ένας αρχιτέκτονας στη διαδικασία της οικοδόμησης κι αυτοί δεν συμπεριλαμβάνουν πάντα την ανάληψη πλήρους ευθύνης. Έγινε επίσης σαφές, ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους ένας χρήστης μπορεί να οικειοποιηθεί τις διαδικασίες παραγωγής δομών σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ανάλογα με την επιθυμία συμμετοχής των συμμετεχόντων και το έργο, ο βαθμός και ο τρόπος συμμετοχής τους μπορεί να κυμαίνεται από τη μηδενική ανάμιξη του χρήστη έως την ενεργή συμμετοχή στις κατασκευαστικές διαδικασίες. Απομένει η θεσμική και γενικότερη οργάνωση των διαδικασιών αυτών ώστε να διαδοθούν και να γίνουν γνωστές οι μεθοδολογίες και τα αποτελέσματα παραδειγμάτων σε διάφορα μέρη στον κόσμο, ως πρότυπα για κοινότητες και σχεδιαστές που επιθυμούν να διαφοροποιήσουν τις σχέσεις τους. Σε γενικές γραμμές για το δημόσιο χώρο μπορούμε να πούμε ότι τα πράγματα περιπλέκονται, αφού προστίθεται το ζήτημα της συλλογικής επικοινωνίας και συμφωνίας. Η δημοσιοποίηση των σχεδίων προς επικύρωση μπορεί να είναι η πιο άμεσα εφαρμόσιμη κίνηση ενσωμάτωσης του πολίτη στις διαδικασίες στο
120
παρόν πλαίσιο, ενώ η πράξη του self-building ενισχύει τη σύνδεση του πολίτη με τον τόπο, καθώς έχει συνδράμει σωματικά στη διαμόρφωση του. Ο συμμετοχικός σχεδιασμός, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις που απευθύνονται συγκεκριμένα κι αποτελεσματικά στις ανάγκες της κοινότητας, αυξάνοντας ταυτόχρονα τη σύνδεση με τον τόπο μέσα από τη συμμετοχή. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα είναι στατικό. Παράλληλα, οι μεταβαλλόμενοι χώροι , λόγω περιπλοκότητας, δύσκολα εμπλέκουν το χρήστη στη διαδικασία σχεδιασμού ή κατασκευής, ωστόσο, μπορεί να προσφέρουν μια δυναμική προσαρμοστικότητας κι ευελιξίας που να ικανοποιήσει και μελλοντικούς ή απόντες χρήστες.
ΧΡΉΣΤΕΣ Ως προς το νέο ρόλο των χρηστών, αυτόν δεν μπορούμε εμείς να τον καθορίσουμε. Το πλήθος που αντιστοιχεί στη λέξη «χρήστης» αποτελείται από διαφορετικές προσωπικότητες με πολυποίκιλες επιδιώξεις και προσδοκίες από το αστικό περιβάλλον. Οι κοινότητες σε κάθε περίπτωση όταν δίνεται χώρος από το θεσμικό πλαίσιο και υπάρχει στήριξη, είτε οικονομική είτε τεχνολογική, βρίσκουν το δρόμο προς τη χειραφέτηση και τη διεκδίκηση. Αυτό που είναι σημαντικό να γίνει, είναι να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο όπου η διαφορετικότητα αυτή να ακούγεται και ο κάθε μοναδικός πολίτης να μπορεί να πει τη γνώμη του με τρόπο που θα επηρεάσει. Δηλαδή, τόσο μέσα από τον αρχιτέκτονα-ειδικό σε νέους ρόλους όσο και μέσα από το θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο να διευκολυνθεί η πρόσβαση του χρήστη στις διαδικασίες που διαμορφώνουν την πόλη. Μια υπαρκτή δυνατότητα είναι η συστηματική συλλογή απόψεων και κριτικής μέσω του διαδικτύου σε οτιδήποτε σχετίζεται με το κτιριακό δεδομένο και το δημόσιο χώρο. Οι πολίτες έχουν γνώμη για το αστικό τοπίο κι αυτό είναι σαφές ακόμη κι από απλές συζητήσεις. Τα τελευταία χρόνια μέσα από τις διάφορες σελίδες στα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα, υπάρχει μια συνειδητή προσπάθεια να διατυπωθεί αυτή η γνώμη κι ακόμη να
121
γίνουν συζητήσεις, συναντήσεις κι οργάνωση σε πραγματικό χώρο και χρόνο. Αν αυτή η υπάρχουσα τάση υποστηριχθεί κι αγκαλιαστεί από τους δήμους, θα έχει πραγματοποιηθεί ένα παραπάνω βήμα προς την επανοικειοποίηση των πολιτών με την πόλη, καθώς δημιουργηθεί μια γέφυρα ανάμεσα στη διοικητική ομάδα που παίρνει τις αποφάσεις και το κοινό. Η καταγραφή τέτοιας κοινής γνωμοδότησης επί χρόνια θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα δεδομένο πραγματικής αντίδρασης των χρηστών στις αλλαγές που συμβαίνουν στην πόλη. Ακόμη και τα πρώτα κύματα πληροφορίας θα είναι πολύτιμα. Αν η καταγραφή ίσχυε για 5 ή 10 ή 20 χρόνια πολλές νέες επιθυμητές χρήσεις και πληροφορίες θα προέκυπταν, ενώ τα συμπεράσματα της καταγραφής θα διατηρούνταν στο χρόνο παρέχοντας αξιόπιστη πηγή πληροφορίας και σύνδεσης με τον τόπο. Η σύνδεση κι η επικοινωνία των πολιτών μεταξύ τους και με την ίδια την πόλη θα αποκτούσε βαθύτερη διάσταση. Επιπλέον, θα ήταν δυνατόν να γίνουν προσωρινές μεταβολές σε δημόσιους χώρους με μικρό κόστος και πρόχειρο χαρακτήρα, ώστε να διερευνηθούν μέσα από το σύστημα αυτό των καταγραφών, οι αντιδράσεις του κόσμου σε μια παρόμοια μόνιμη μεταβολή. Με αυτό τον τρόπο, μπορεί να εξοικονομούνταν πόροι από αμφίβολης επιτυχίας μόνιμες μεταβολές μέχρις ότου να γίνει σαφές ότι θα αγκαλιαστούν από τον κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η δοκιμαστική πεζοδρόμηση του πεζόδρομου
122
της Αγίας Σοφίας. Η επανάσταση του κυβερνοχώρου συχνά περιγράφεται ως τεχνολογική επανάσταση, αλλά είναι πολλά περισσότερα. Έχει την τεχνολογική της βάση στον υπολογιστή και στις τηλεπικοινωνίες, όπως η βιομηχανική επανάσταση του 18ου αιώνα την είχε στην ατμομηχανή, αλλά είναι μια επανάσταση επίσης στον τρόπο σκέψης και στην αμεσότητα επικοινωνίας. Η ουσία της νέας κατάστασης είναι ότι μπορούμε να διαχειριστούμε άπειρα μεγαλύτερες ποσότητες πληροφορίας από ότι ήταν παλιότερα δυνατόν. Ο δομικός σχεδιασμός άνθησε όταν αυτός ο τομέας ήταν άγνωστος. Επομένως γενικοί αξιακοί κανόνες, συμπεράσματα και κριτικές δημιουργούνταν και διατηρούσαν μια διαχρονική ισχύ σαν καταγραφές νόμου. Από την επανάσταση του κυβερνοχώρου και μετά έγινε σαφές ότι τέτοιες αποφάσεις επιδέχονται διόρθωση. Αντ’ αυτού, ο δομικός σχεδιασμός, όπως και οτιδήποτε άλλο μπορεί να ασχοληθεί με τη δημιουργία πλαισίων για τη λήψη αποφάσεων, τα οποία μπορούν να χωρέσουν όση πραγματική πληροφορία γίνεται.
“
Cities are an immense laboratory of trial and error, failure and success, in city building and city design. This is the laboratory in which city planning should have been learning and forming and testing theories. Jane Jacobs
”
Ένα άλλο ζήτημα που προκύπτει από αυτές τις διαρκείς δημοσκοπήσεις αλλά και από τη νοοτροπία των αυθόρμητων παρεμβάσεων στην πόλη είναι η εμπιστοσύνη στις επιλογές του χρήστη. Οι πολίτες μπορεί συχνά να φέρνουν αντίδραση σε μεταβολές τοπίων κι αναπλάσεις, για τις οποίες έχουν γίνει μελέτες, κι αυτό πρέπει να αποτελεί αντικείμενο σεβασμού. Πολλές φορές οι αναπλάσεις γίνονται για λειτουργικούς λόγους ή εντός πολυετών πλάνων, για τα οποία ο πολίτης δεν είναι ενήμερος. Άλλες φορές γίνονται για οικονομικούς και κερδοσκοπικούς λόγους, και επεμβαίνουν σε γειτονιές και περιοχές που λειτουργούν ισορροπημένα κι άρτια. Εφόσον παρέχεται επαρκής ενημέρωση για τους λόγους μιας τέτοιας ανάπλασης, και οι χρήστες μπορούν να διατυπώνουν ενημερωμένη γνώμη, δεν υπάρχει προφανής λόγος παράκαμψης αυτών των απόψεων. Στην περίπτωση που μια ανάπλαση είναι απαραίτητη για παράδειγμα, για περιβαλλοντικούς λόγους ή λόγους υγιεινής, είναι απαραίτητο να αναζητείται τουλάχιστον μια ενδιάμεση λύση ανάμεσα στην αντιπρόταση των πολιτών και την αρχική πρόταση.
Επιπλέον, πολλές φορές μπορούμε να δούμε μικρής κλίμακας παρεμβάσεις στην πόλη όπως graffiti, και αυτοσχέδια υπαίθρια καθίσματα. Το αντίστοιχο πλαίσιο θα μπορούσε να αφουγκραστεί αυτές τις παρεμβάσεις και το πραγματικό τους νόημα. Εάν μια μερίδα πολιτών επιθυμεί να εκφραστεί ζωγραφίζοντας τοίχους, ίσως θα πρέπει να γίνει χώρος για αυτή τη μερίδα. Πως ακριβώς θα ήταν αυτός ο χώρος? Εκεί μπαίνει και η δημόσια συζήτηση. Εάν μια άλλη μερίδα πολιτών αντιπαθεί αυτή την τάση, ποια λύση θα μπορούσε να αμβλύνει αυτή την αντίθεση? Συχνά επειδή οι πόλεις είναι πεδίο αντιθέσεων, καταλήγει να επικρατεί το δίκιο του ισχυρότερου, για απλοποιητικούς λόγους. Ισχυρότερος μπορεί να είναι είτε ο δήμος που θα επιβάλλει πρόστιμα και θα βάψει ξανά και ξανά τους τοίχους είτε ο ακούραστος ζωγράφος του δρόμου που θα εμφανίζεται όσες φορές κι αν τον σβήσουν. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές, ισχυρότερος είναι αυτός που έχει πρόσβαση σε περισσότερους πόρους. Ο στόχος αυτής της συζήτησης είναι επίσης να αναρωτηθούμε γιατί δεν τολμούμε να εμπιστευτούμε τις επιλογές που θα προέκυπταν αν τις επιτρέπαμε. Κρίνοντας από διάφορες παραβατικές συμπεριφορές και τάσεις, όπως για παράδειγμα το ανεξέλεγκτο διπλοπαρκάρισμα ή την οδήγηση σε πεζόδρομους, ίσως οι επιλογές των χρηστών να οδηγούν στη σκέψη ότι θα επερχόταν ένα χάος εγωιστικών διεκδικήσεων χώρου κι ευκολίας. Ωστόσο,
123
είναι επιτρεπτό (έπειτα από την ασχήμια και δυσλειτουργικότητα πολλών σχεδιασμένων οικιστικών περιοχών) να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η κατάσταση αντί για τις εκάστοτε αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές τάσεις. Απαιτεί μόνο την επιθυμία να υλοποιηθεί και την επιθυμία του χρήστη να μάθει και να ανακτήσει υπεύθυνο έλεγχο για το τι συμβαίνει γύρω του αντί των επιβαλλόμενων προτύπων. Θα μπορούσε ίσως ο σχεδιασμός να προκύψει σαν την άποψη του Eynsenck για την ψυχανάλυση: ως διαδικασία η οποία απολαμβάνει επαίνους για θετικές εξελίξεις που θα συνέβαιναν έτσι κι αλλιώς –αφού ο νους μπορεί να θεραπευτεί μόνος του, έτσι ίσως και οι άνθρωποι μπορούν να λύσουν τις ανάγκες τους μόνοι τους. 92 Μια σημαντική πτυχή του θέματος «χρήστης» αποτελεί η προώθηση των αναγκών περιθωριοποιημένων ή αγνοημένων ομάδων χρηστών. Πολλές φορές, εξαιτίας μιας μακρόχρονης παράδοσης, παραγνωρίζονται τα δικαιώματα και οι ιδιαιτερότητες ολόκληρων κατηγοριών πολιτών, ενώ και οι ίδιοι δεν φαίνεται να συσχετίζουν τον τρόπο με τον οποίο η δόμηση της πόλης σχετίζεται με τα προβλήματα τους. Για παράδειγμα, ο παιδικός πληθυσμός μιας πόλης, σπάνια θεωρείται ζήτημα προς εξέταση, όταν μιλάμε 92 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.168.
124
για μια αστική ανάπλαση. Οι ασχολίες των παιδιών φαίνεται να ομαδοποιούνται και να χωροθετούνται σε σημεία δημόσιου χώρου, τις «παιδικές χαρές» και τα πάρκα. Ωστόσο, η πόλη φέρει το δικό της αντίκτυπο στην παιδική αντίληψη και ανάπτυξη, με τον τρόπο που είναι δομημένη. Αν μιλάμε για έλλειψη ανθρώπινης κλίμακας στα αστικά περιβάλλοντα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι για τις μικρότερες ηλικίες αποτελεί ένα ακόμη πιο χαοτικό κι ξένο μέρος. Η αυτοκίνηση έχει συμβάλλει τον αποκλεισμό των παιδιών σε ασφαλείς μόνο ζώνες και συχνά στις μεγάλες πόλεις, τα έχει περιορίσει σε μονοσήμαντους χώρους όπου μεταφέρονται προς και από την κατοικία τους με αυτοκίνητα. Τα παιδιά θα έπρεπε όσο και οι ενήλικες να έχουν πρόσβαση στο σύνολο του αστικού περιβάλλοντος σε πλουραλιστικά περιβάλλοντα με πλήθος ερεθισμάτων και να μην φοβούνται να πλοηγηθούν στην πόλη. Το 1998 ο οργανισμός The Children’s Society δημοσίευσε μια σειρά έργων για να ενισχύσει τη συμμετοχή των παιδιών στο σχεδιασμό, κάτι που ενθάρρυνε την επανεξέταση των δυισμών παιδιού-ενήλικα, χρήστη-σχεδιαστή στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης των θεσμών με κριτήριο μια πόλη από το επίπεδο ματιού ενός παιδιού.93 Επιπλέον, παρότι ζούμε σε μια εποχή αυξημένης 93 Hughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.189-191.
ισότητας των φύλων, συχνά οι γυναίκες καλούνται να παίξουν το ρόλο του μοναδικού γονιού και η πόλη με τους ρυθμούς και τις δομές της δεν διευκολύνει αυτόν τον τρόπο ζωής. Βεβαίως, το πρόβλημα είναι πολύπτυχο, καθώς εμπεριέχει και κοινωνικές και οικονομικές μεταβλητές, ωστόσο μια πόλη που θα παρείχε ευκολίες προς τον πολίτη-γονιό, θα διευκόλυνε και την άμβλυνση τέτοιων ανισοτήτων. Στην Ιταλία, έχουν διακριθεί πολλές γυναίκες σχεδιάστριες και προωθήθηκε μέσα από προοδευτικές κοινότητες ένα σύστημα «χρονικού σχεδιασμού». Τέτοιου είδους σχεδιασμός επιδιώκει να διανοίξει περισσότερες δυνατότητες για τις μητέρες σε μια πόλη ανδρών με το συγχρονισμό των ωρών λειτουργίας της αγοράς, των σχολείων, των εργοστασίων και των δημοσιών υπηρεσιών, προκειμένου να τις διευκολύνει να εκπληρώσουν όλες τις υποχρεώσεις τους, ενώ παράλληλα να μειωθεί η κίνηση και να επιτραπεί στους άντρες να αναλάβουν ανάλογα καθήκοντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ελλάδα αποτελεί, η δυσκολία μετακίνησης ενός γονιού με καρότσι στο δημόσιο χώρο, είτε αυτός είναι άντρας είτε γυναίκα. Τα πεζοδρόμια και οι ράμπες είναι συχνά ανύπαρκτα, κατειλημμένα από αμάξια ή κακοφτιαγμένα, ενώ οι εξυπηρετικές δομές (παιδικοί σταθμοί, πάρκα κτλ) σπάνια βρίσκονται σε αποστάσεις που μπορούν να διανυθούν με ασφάλεια κι άνεση. Η ανάγκη να πραγματοποιηθούν και οι υπόλοιπες
καθημερινές εργασίες, καθιστά απαραίτητη τη χρήση του αυτοκινήτου σε κάθε κίνηση για ένα γονιό, γεγονός που δυσχεραίνει τόσο τον ίδιο όσο και το αστικό περιβάλλον. Ανάλογη και χιλιοειπωμένη είναι η ανάγκη των ανθρώπων με κινητικές και λειτουργικές δυσκολίες ή των υπερηλίκων να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις δομές τις πόλης χωρίς ανασφάλεια. Η τάση στους δημόσιους χώρους είναι να φέρουν κάποιες σημάνσεις για τους τυφλούς και ράμπες για τα ΑΜΕΑ, ωστόσο είναι απαραίτητο οι σποραδικές αυτές παρεμβάσεις να γίνουν ένα ενιαίο δίκτυο που μπορεί να ακολουθήσει ένας τέτοιος πολίτης ώστε να οικειοποιηθεί την πόλη με το δικό του τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για τα διαθέσιμα αισθητηριακά ερεθίσματα που επιβαρύνουν παραπάνω ορισμένους χρήστες. Η ανθυγιεινή ατμόσφαιρα των καυσαερίων μπορεί να επιβαρύνει και τελικά να κλείνει στα σπίτια τους ανθρώπους με προβλήματα υγείας, ενώ η ποικιλία και η ποιότητα των ακουστικών και οσφρητικών ερεθισμάτων είναι απαραίτητη για ένα τοπίο που να απευθύνεται πραγματικά σε όλους. Η αναγκαιότητα να τηρείται ανοιχτή στάση σε νέες, πρωτάκουστες ιδέες και πρωτότυπες λύσεις είναι σημαντική σε μια πόλη που φιλοδοξεί να εξυπηρετεί και να ικανοποιεί τις διάφορες ομάδες χρηστών. Στο Brundtland Report (1987) σηματοδοτείται η άφιξη του ιδεώδους της βιωσιμότητας, ως ενός σημαντικού καθορισμένου τομέα προβλημάτων. Η 125
προσέγγιση αυτή επεκτείνεται και στο δημόσιο χώρο, αλλά και με την μετάβαση από μια εξειδικευμένη βιομηχανική κοινωνία με μαζική παραγωγή και προκατασκευασμένες λύσεις σε μια πιο περίπλοκη και με κάποιους τρόπους πιο ολιστική κοινωνία που βασίζεται στη γνώση και στα δίκτυα των ανθρώπων. Αυξημένες ανάγκες για την επιλογή των δραστηριοτήτων στο δημόσιο χώρο απαίτησαν αυξημένη ποικιλομορφία για διαφορετικούς τύπους πολιτών και χώρων. Δεν ήταν πια αρκετό να δημιουργείται μια προσχεδιασμένη παιδική χαρά, αλλά θεματικά πάρκα, χώροι skate, jogging και parkour βρέθηκαν στο προσκήνιο. Οι εποχές αλλάζουν και οι κοινωνικές αλλαγές φέρνουν νέες χρήσεις στο προσκήνιο κι ο δημόσιος χώρος θα πρέπει να τις αγκαλιάζει έγκαιρα και με ευελιξία. Τέλος, υπάρχει και ο παθητικός χρήστης, ο πολίτης δηλαδή που δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με το θέμα. Αυτό μπορεί να είναι συνέπεια έλλειψης ενδιαφέροντος, χρόνου, πίστης ότι η γνώμη του μπορεί να επηρεάσει. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο, ειδικά αφότου έγινε έντονη η αίσθηση της αδυναμίας να εκφραστεί και να επηρεάσει κάποιος τα τεκταινόμενα στο αστικό οικοδόμημα. Παρατηρώντας το περιβάλλον γύρω τους να δομείται ανεξέλεγκτα και να διογκώνεται, πολλοί άνθρωποι μετατοπίστηκαν σε μια στάση απάθειας για το συγκεκριμένο θέμα ή ίσως σκέφτηκαν ότι δεν μπορούν έτσι κι αλλιώς
126
να επηρεάσουν τίποτα. Όπως εξηγήθηκε στο κεφάλαιο για τη σύνδεση με την πόλη, συχνά αυτή η αίσθηση διάσπασης από το δημόσιο χώρο συνδυάζεται και με μια αίσθηση διάσπασης από την πόλη σαν κοινωνικό σύνολο.
127
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
128
Μ
πορούμε να διαπιστώσουμε ότι η οικοδόμηση των πόλεων υπέστη δραματικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Παρότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός είχε εισαχθεί σαν μέθοδος αστικής οικοδόμησης αρκετά νωρίτερα, ο ρυθμός και η συστηματοποίηση του αυξήθηκε με εκθετικούς ρυθμούς κατά την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και της έντονης αστικοποίησης. Εκτός από τους ρυθμούς επέκτασης των πόλεων, η είσοδος του Μοντερνισμού επέδρασε ριζικά στον τρόπο οργάνωσης και τη μορφολογική υπόσταση τους. Τα αστικά σύνολα επεκτάθηκαν κι απέκτησαν την ορθοκανονική γεωμετρία την οποία γνωρίζουμε σήμερα, ενώ η μαζική κατηγοριοποίηση των χρήσεων οδήγησαν σε διαφορετικές δυναμικές κινήσεων και ζωτικότητας στα κέντρα των πόλεων. Παράλληλα, η παράλειψη έμφασης στους χώρους ανάμεσα στα κτίρια συνέβαλε στη δημιουργία δημόσιων χώρων που στερούνταν την οικειότητα και τις ποιότητες που εσώκλειαν παλιότερα. Οι πολίτες, βλέποντας το περιβάλλον και την οργανωτική δομή της ζωής τους να μεταμορφώνονται, προχώρησαν σε έμπρακτες αντιδράσεις, ενώ οι σχεδιαστές και οι φιλόσοφοι επιχείρησαν να προσεγγίσουν το πρόβλημα της νέας πόλης μέσα από αναλύσεις, κριτικές και αντιπροτάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο αναζητήθηκε η πραγματική
φύση της πόλης, ώστε να επαναπροσδιοριστούν οι αξίες με τις οποίες υφαίνεται η αστική ζωή. Το ερώτημα αυτό προσεγγίστηκε άλλοτε με τη χρήση αναλογιών δανεισμένων από την επιστήμη κι άλλοτε με παρομοιώσεις ανοιχτών συστημάτων. Η πραγματική αναζήτηση πίσω από αυτές τις θεωρίες προσπαθούσε να επιλύσει πάντα το δίπολο οργάνωσης κι αυτοδιάθεσης. Η ανάγκη οργάνωσης προκύπτει από τις λειτουργικές ανάγκες της καθημερινότητας και τη διαχείριση μεγάλων πληθυσμών με τρόπο που να βελτιώνει τις συνθήκες ζωής των κατοίκων, ενώ η αυτοδιάθεση αφορά στην ελεύθερη φύση του ανθρώπου αντί για την αφαιρετική αντιμετώπιση του ως ενός σαφή, ποσοτικοποιήσιμου παράγοντα. Η αντιστάθμιση των φονξιοναλιστικών αρχών με το δικαίωμα της ελευθερίας αποζητά την δημιουργία αστικών περιβαλλόντων που να προστατεύουν τόσο την ανθρώπινη ανάγκη για ασφάλεια και πειθαρχία όσο και την επιθυμία για τη ψυχολογική και σωματική σύνδεση με την πόλη. Μελέτες και θεωρήσεις ερμήνευσαν το ζήτημα της σύνδεσης μέσα από σωματικά, συναισθηματικά, προσωπικά, συλλογικά και κοινωνικά κριτήρια. Η πόλη είναι ένας χώρος καταρχήν υλικός, που όμως περικλείει το ανώτατο ιδεώδες της κοινωνικής συνάντησης, άρα και η οικειοποίηση της είναι πολυεπίπεδη. Η διεκδίκηση του χώρου αφορά στη σωματική διεκδίκηση των δομών του, στην πνευματική
129
διεκδίκηση μέσω των συμβολισμών του και τη συναισθηματική διεκδίκηση μέσα από τις συλλογικές και πολυποίκιλες κοινωνικές της υποστάσεις. Αναλύοντας τις διαδικασίες με τις οποίες ο σχεδιασμός αναλαμβάνει τον καθορισμό όλων αυτών των παραγόντων μπορούμε να δούμε τα σημεία όπου η πορεία αποφεύγει τον χρήστη-πολίτη. Η σημερινή πόλη γεννιέται με διαδικασίες που καθορίζονται εν πολλοίς από κανόνες και πλαίσια. Παρά τον ανεξέλεγκτο, φαινομενικά, χαρακτήρα ανάπτυξης, υπάρχουν συστήματα έλεγχου και καθορισμού. Μέχρι τώρα το κυρίαρχο μοντέλο είναι η επιδίωξη έλεγχου με βάση κάποια κοινωνικά και οικονομικά κίνητρα, ιδεαλιστικά πρότυπα και προσωπικές σκοπιμότητες. Παρολ’ αυτά, απέναντι σε αυτό υπήρξαν και υπάρχουν συλλογικές και ατομικές προσπάθειες που θέλουν να επαναδιεκδικήσουν τους χώρους και τα μέσα, με έμφαση στο δημόσιο χώρο. Οι διάφορες προτάσεις και δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση ταλαντεύονται ανάμεσα σε ένα φάσμα ελευθερίας και καθορισμού, σε διαφορετικές δόσεις και τρόπους. Οι προτάσεις αυτές αντιμετώπισαν στο σύνολο τους την πρόκληση της ένταξης ή ολοκληρωτικής αντίθεσης τους με το παρόν οικονομικό σύστημα. Ακόμη και οι προτάσεις που περιέγραψαν ουτοπικές κοινωνίες, ωστόσο, συμπεριέλαβαν την τεχνολογία ως αναπόσπαστο κομμάτι τους, αφήνοντας αναπάντητο το ερώτημα της 130
βιομηχανικής παραγωγής που αυτή απαιτεί. Παρόλ’ αυτά, μέσα από αυτή τη διερεύνηση αναδύθηκαν νέοι τρόποι προσέγγισης για τον αρχιτέκτονα-ειδικό και για το χρήστη πολίτη, οι οποίοι μόλις αρχίζουν να διαδίδονται και να εφαρμόζονται σε σποραδικά σημεία παγκοσμίως. Η νέα γενιά σχεδιαστών μπορεί, απορρίπτοντας το μοντερνιστικό αξίωμα της αυθεντίας του ειδικού, να επενδύσει την ενέργεια της σε έργα υψηλής κοινωνικής βιωσιμότητας και να δημιουργήσει, μέσα από αλυσιδωτές αλληλεπιδράσεις, τις πόλεις του μέλλοντος. Άλλωστε, τα ποσοστά της αστικοποίησης που αναμένονται δείχνουν πραγματικά τη σημασία των πόλεων ως βασικών υποδοχέων της ανθρώπινης ζωής στον πλανήτη. Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ποικιλία της πληροφορίας που τους περιβάλλει, προκειμένου να διεκδικήσουν, μέσα από τη γνώση και τη συλλογικότητα, τη θέση τους στις διαδικασίες δόμησης του αστικού τοπίου, για αυτούς και για τους επόμενους.
131
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ
132
C
asey, E. S. (2001). Body, self and landscape: A geographical inquiry into the placeworld. In P. C. Adams, S. Hoelscher & K. E. Tills (Eds.), Textures of Place (pp 403-425). Minneapolis: University of Minnesota Press.
C
ullen, G. (2015). The concise townscape. Abingdon: Architectural Press, pp.9-12.
F
rancis M. (1989) Control as a Dimension of Public-Space Quality. In: Altman I., Zube E.H. (eds) Public Places and Spaces. Human Behavior and Environment (Advances in Theory and Research), vol 10. Springer, Boston, MA
G
ehl, J. (2011). Life between buildings. Washington, DC: Island Press.
G
ehl, J. and Svarre, B. (2013). How to study public life. Washington, DC: Island Press.
G
uaralda, M. (2013). Eye on the Street? Sensory Experiences in Public Places. Ricerche e progetti per il territorio, la città e l’architettura, (1), p.106-107.
H
ughes, J. and Sadler, S. (2000). Non-plan. Oxford: Architectural, pp.156-165.
H
uizinga, J. (2014). Homo ludens. Boston, Mass.: Beacon Press.
J
acobs, A. (2010). Great streets. The MIT Press, p.282.
K
arssenberg, H., Laven, J., Glaser, M. and Hoff, M. (2016). The city at eye level. Delft: Eburon Academic Publishers, pp.15-17.
K
ronenburg, R. (2007). Flexible: Architecture that Responds to Change. London: Laurence King.
L
efebvre, H. (1977). Δικαίωμα στην πόλη. Εκδόσεις Παπαζήση, pp.125-130.
L
ynch, K. (2001). Good city form. Cambridge, Mass. [u.a.]: MIT Press, pp.205-220.
133
M
ehaffy, M. and Salingaros, N. (2017). Designers Don’t Get Science (And That’s A Dangerous Thing). [online] ArchDaily. Available at: http://www. archdaily.com/391794/designers-don-t-get-science-and-that-s-a-dangerous-thing.
M
ichael W. Mehaffy (2008) Generative methods in urban design: a progress assessment, Journal of Urbanism: International Research on Placemaking and Urban Sustainability, 1:1, 57-75..
N
ewman, P. and Kenworthy, J. (1999). Sustainability and cities. Washington, D.C. [u.a.]: Island Press.
S
alingaros, N. (2010). P2P Urbanism. 3rd ed. [ebook] Creative Commons – Attribution – Share Alike, p.58. Available at: http://zeta.math.utsa. edu/~yxk833/P2PURBANISM.pdf
S
erafini, S. and Caperna, A. (2014). Biourbanism: Rethinking the Science of Space. [online] Shareable. Available at: http://www. shareable.net/blog/biourbanism-rethinking-the-science-of-space [Accessed 8 Apr. 2017].
134
U
rist, J. (2016). The Psychological Cost of Boring Buildings. [online] Science of Us. Available at: http://nymag.com/scienceofus/2016/04/the-psychological-cost-of-boring-buildings.html.
Ό
λες οι φωτογραφίες προέρχονται από προσωπικό αρχείο και τοποθετούνται στη Θεσσαλονίκη του 2016.
135