Μαρμαρωμένος Βασιλιάς

Page 1



ΜΑΡΜΑΡΩΜΈΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΆΣ


Σειρά: Ιστορικό Μυθιστόρημα Mυθοπλασίας Τίτλος: Μαρμαρωμένος Βασιλιάς Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Ρωμοσιός Φιλολογική επιμέλεια: Ε.Κ. Θεώρηση δοκιμίων: Εύη Ζωγράφου Σελιδοποίηση: Έλενα Ματθαίου Εκπόνηση εξωφύλλου: Φαίδων Σμυρναίος - Αρχέτυπο

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Copyright © 2018: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ & Κωνσταντίνος Ρωμοσιός Σόλωνος 136, Αθήνα 106 77 Τηλ.: 210 3829339-210 3803925, Φαξ: 210 3829659 email: info@oceanosbooks.gr www.oceanosbooks.gr ISBN: 978-618-5284-59-6


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΡΩΜΟΣΙΟΣ

ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ



Στη μνήμη του πατέρα μου Γεωργίου, που πριν φύγει από αυτόν τον κόσμο, την 31/5/2016, είχε φροντίσει να με διδάξει τις αξίες και τα ιδανικά για τα οποία μάχονται οι ήρωες του βιβλίου.



1

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

C

Σ

την άκρη της βραχώδους δυτικής οροσειράς, μια πανάρχαιη πολιτεία ύψωνε εδώ και αμέτρητα χρόνια τους κυκλώπειους πύργους της και τις κεραμοσκεπές των λευκών της σπιτιών. Οι ορεινοί όγκοι της μεγάλης δυτικής οροσειράς έστεκαν αδιάβατοι, απόμακροι και απειλητικοί για ατέλειωτα χιλιόμετρα. Εκτείνονταν τεράστιοι, θηριώδεις και μόνιμα νεφοσκεπείς μέχρι εκεί που έφτανε το ανθρώπινο μάτι. Τον χειμώνα το χιόνι, που έπεφτε τις πρώτες βδομάδες του Νοέμβρη, έντυνε τις γυμνές πλαγιές


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΡΩΜΟΣΙΟΣ

τους με το νυφικό τους πέπλο και έκλεινε τα λιγοστά περάσματα. Ύστερα ο αρκτικός αέρας που κυλούσε ανάμεσα στις χιονοκορφές και στις παγωμένες χαράδρες τους, έφερνε και στην πεδιάδα που φύτρωνε στα πόδια των τεράστιων βουνών, εκεί που οι άνθρωποι έβρισκαν καταφύγιο και μια φιλόξενη γωνιά να περάσουν αλώβητοι τον θυμό των πνευμάτων της παγωνιάς, την εφιαλτική ανάσα του, που σώριαζε στρώματα από νιφάδες χιονιού στις εφήμερες ανθρώπινες κατασκευές, και ακόνιζε με το θυμωμένο ουρλιαχτό του τις πέτρινες κατοικίες των θνητών πλασμάτων που έστεκαν στο διάβα του και τολμούσαν ν’ αμφισβητήσουν την πανάρχαιη κυριαρχία του. Οι βοσκοί με την πρώτη πνοή του παγωμένου βοριά κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα πεδινά και άφηναν για την ερχόμενη άνοιξη τα πράσινα λιβάδια στους πρόποδες και στις χαμηλές πλαγιές της μεγάλης οροσειράς. Τα θεόρατα αυτά βουνά δεν είχαν όνομα. Δεν είχαν καν σχήμα. Όπου κι αν βρισκόσουν υπήρχαν πάντα στο οπτικό σου πεδίο, έστω και μακριά στον ορίζοντα, έστω και σαν μια θολή γραμμή του μακρινού στερεώματος, μια ανεπαίσθητη γραμμή που ξεγελούσε το μάτι αν ήταν τα πόδια του ουρανού ή η κεφαλή των ορέων· όμως υπήρχαν. ~ 10 ~


ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Οι ψηλότερες κορφές τους δεν είχαν αποκαλυφθεί ποτέ στα μάτια των ανθρώπων. Λευκά ή μολυβένια σύννεφα σκέπαζαν πάντα τη θωριά τους. Τα παιδιά αναρωτιόντουσαν ποιοί δράκοντες ή ποιοί αλλόκοτοι θεοί κούρνιαζαν στα ανήλια κρησφύγετά των βουνοκορφών, εκεί που κανείς δεν τους έβλεπε, αλλά και εκεί που μπορούσαν να δουν τα πάντα. Ελάχιστοι υποστήριζαν πως τα είχαν διασχίσει σε όλη τους την έκταση και ακόμη λιγότεροι το είχαν κάνει. Μα και αυτοί δεν είχαν κάτι περισσότερο να πουν. Μονάχα ψιθύρους γύρω από το τζάκι τα βράδια του χειμώνα για αόρατα μάτια που παρακολουθούσαν τη μοναχική τους ορειβασία, για έναν ακαθόριστο βουβό τρόμο που στοίχειωνε τα αδιάβατα βράχια και για ίχνη παρουσίας αγνώστων, μυστηριωδών ανθρώπων ή ζώων ή μπορεί και κάτι άλλο. Όμως αυτά ήταν λόγια περιηγητών, που η μακροχρόνια μοναξιά τους είχε σαλέψει τα λογικά, τους είχε προσδώσει την εκκεντρικότητα του μισότρελου ερημίτη. Και ήταν μόνο λόγια. Και φυσικά κανείς δεν είχε κατορθώσει να σκαρφαλώσει στην ψηλότερη κορυφή τους. Μονάχα ένας γέρος ξυλοκόπος καυχιόταν πως σαν ήταν νέος, τότε που τα πόδια του ήταν πιο γερά και η καρδιά του γεμάτη λαχτάρα για την ~ 11~


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΡΩΜΟΣΙΟΣ

εξερεύνηση του αγνώστου, είχε τάξει στην αγαπημένη του για να την εντυπωσιάσει πως θα σκαρφάλωνε στην πιο ψηλή κορυφή τους. Και είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Ή έτσι τουλάχιστον καυχιόταν, όταν κάποιος τον κερνούσε μπίρα ή ζεστό κόκκινο κρασί σε κάποιο από τα καπηλειά της πολιτείας. Μα ακόμη και αυτός ο παράξενος γερο-ξυλοκόπος διηγείτο πως όταν έφτασε στην κορφή του ψηλότερου βουνού και για μια στιγμή, μονάχα για μια στιγμή, τα σύννεφα τραβήχτηκαν σαν ν’ αναγνώριζε το πέτρινο θεριό τη νίκη του ανθρώπου που είχε σκαρφαλώσει στη ράχη του, και τότε στα μάτια του είχε αποκαλυφθεί μια ακόμη ψηλότερη κορυφή που θάμπωσε φευγαλέα το βλέμμα του. Έτσι μετά από κάμποσες κούπες κρασί ο γέρος επαναλάμβανε μονότονα στην ομήγυρη που τον πείραζε κοροϊδεύοντάς αυτόν και το πάθος του για το ποτό πως τάχα «δεν υπήρχε ψηλότερη κορφή. Και πως σαν έφτανες στην ψηλότερη κορφή θα έβρισκες πάντα μια ψηλότερη κορφή να σε περιγελά». Και συμπλήρωνε με μάτια κόκκινα από το οινόπνευμα, και με χέρια που έτρεμαν από σιγανή οργή, γιατί οι άνθρωποι δεν τον πίστευαν, πως τα βουνά ήταν ζωντανά ή μάλλον όχι ζωντανά, τα βουνά ήταν στοιχειωμένα. Και έπαιζαν με το ~ 12 ~


ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μυαλό όσων τολμούσαν να τα προκαλέσουν και τους έσπερναν την τρέλα στην αλαζονική καρδιά τους. Όμως τα βουνά έδιναν και ζωή στον τόπο. Αμέτρητα πρόσφεραν δώρα στους ανθρώπους. Τα χιόνια που έλιωναν με το πρώτο ζεστό χάδι του Απριλιάτικου ήλιου σχημάτιζαν ρυάκια που ενώνονταν σε ορμητικούς χείμαρρους και μετά σε άλλοτε θορυβώδη αφρίζοντα ποτάμια και άλλοτε σε ήρεμες γαλήνιες λίμνες, που όλον τον χρόνο πρόσφεραν νερό για πότισμα στις καλλιέργειες των ανθρώπων, φρέσκα ψάρια στα καλάθια της αγοράς και αμέτρητα παιγνίδια στους νέους και στα μικρά παιδιά των κατοίκων της πολιτείας, που έβρισκαν την ευκαιρία να ξεμυτίζουν από τα τείχη της πόλης και να πλατσουρίζουν στα νερά τους κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ουρανό. Αλλά και βλάστηση. Η αφθονία του νερού έδινε απρόσμενη ευλογία στον τόπο. Οι καλλιέργειες ήταν άκοπες και ποικιλόμορφες. Οι σοδειές κάθε χρονιά πλούσιες και άφθονες. Όμορφα πυκνά δάση από ιτιές, βελανιδιές, ελαιόδεντρα, καρυδιές και οπωροφόρα φύτρωναν παντού. Στους πρόποδες της μεγάλης δυτικής οροσειράς ατέλειωτα δάση από έλατα και ορεινά πεύκα στόλιζαν το μαλακό υπογάστριο των βουνών και πρόσφεραν στους ανθρώπους άφθονη ~ 13 ~


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΡΩΜΟΣΙΟΣ

υλοτομία για να χτίζουν σπίτια, άμαξες, πλοιάρια και μεγαλόπρεπα μνημεία. Η δυτική οροσειρά δεν φρόντιζε μόνο τους ανθρώπους. Αλλά και τα ζώα. Κάθε λογής κτήνη φώλιαζαν στα πυκνά δάση των ριζών της. Αλλά και πιο ψηλά, εκεί που η βλάστηση τελείωνε, το οξυγόνο λιγόστευε και το ορεινό τοπίο μεταλλασσόταν σε ξερά, άγονα, ανεμοδαρμένα βράχια, που συχνά ενώνονταν σχηματίζοντας νεκρά φαράγγια και απόκοσμες χαράδρες που τίποτε δεν έμοιαζε να επιβιώνει και που μόνο το αγριεμένο σφύριγμα του ανέμου θύμιζε την ασίγαστη οργή του, ένα προσεκτικό μάτι κάποιου παράτολμου ταξιδιώτη θα μπορούσε να διακρίνει αετούς και όρνια να φτεροκοπούν ψηλά στις σπηλαιώδεις φωλιές τους, αλλά και δηλητηριώδη ερπετά να έρπουν και να χάνονται σε παράξενες σχισμές των βράχων που ανέδιδαν θειάφι, δυσωδία και σπανιότερα εκτόξευαν πίδακες καυτών ατμών στον ξερό αέρα. Και κάποιοι κυνηγοί που είχαν ξεστρατίσει στην περιπλάνησή τους, έντρομοι μιλούσαν για απόκοσμα ουρλιαχτά που έφταναν στ’ αυτιά τους και που δεν ήταν οι απειλές του ανέμου μα κάτι ζωντανό και τρομακτικό, αλλά και για στοιχειωμένες σκιές που σίμωναν τις αναμμένες τους φωτιές τα βράδια και που μόνο το άσβεστο λυτρωτικό πυρ της αρχέγονης φωτιάς τις κρατούσε μακριά τους. Αλλά για πόσο ακόμη; ~ 14 ~


ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Και φυσικά υπήρχαν και άλλοι θρύλοι για κυνηγούς, βοσκούς ή απερίσκεπτους ταξιδευτές που είχαν εξαφανιστεί για πάντα και κανείς δεν είχε ξανακούσει γι' αυτούς σε κάποια από τις απόκρημνες πλαγιές ή τα σκοτεινά αδιάβατα δάση των βουνών της δυτικής οροσειράς. Και ποτέ δεν είχε βρεθεί το πτώμα τους. Οι απλοί άνθρωποι δεν έδιναν σημασία σ’ αυτά. Γι' αυτούς ήταν απλά ιστορίες που διηγούνταν τις κρύες νύχτες του ατέλειωτου χειμώνα καθισμένοι αναπαυτικά γύρω από τη σπιτική εστία και πίνοντας το κρασόμελό τους στις πήλινες σκαλιστές κούπες. Η ζωή ήταν γενναιόδωρη γι' αυτούς. Και το απειλητικό άγνωστο πολύ μακρινό για να τους απασχολεί. Η πολιτεία ήταν το σπίτι τους. Αυτό μόνο μετρούσε. Ένα από τα πιο όμορφα και ασφαλή σπίτια που είχε γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα. Κι αυτοί, όπως οι πατεράδες τους και οι πατεράδες των πατεράδων τους θα δούλευαν το χώμα στο οποίο είχαν γεννηθεί, και αυτό θα τους το ξεπλήρωνε πλουσιοπάροχα. Ύστερα θα έκαναν παιδιά, που κι αυτά θα δούλευαν το ίδιο χώμα και μετά από πολλά καλοκαίρια το χώμα θα τους έπαιρνε για πάντα κοντά τους. Η όμορφη πολιτεία ήταν κτισμένη στη ρίζα μιας απότομης, σχεδόν κάθετης βραχώδους πλαγιάς της δυτικής οροσειράς. ~ 15 ~


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΡΩΜΟΣΙΟΣ

Η απαρχή της χανόταν στη χαραυγή της ανθρωπότητας. Κανείς δεν γνώριζε πόσο παλιά ήταν. Οι πρώτοι άνθρωποι που την έκτισαν ήταν γεωργοί και αγρότες που γοητευμένοι από το γόνιμο κλίμα και το εύφορο έδαφος εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον τόπο αυτόν και ανήγειραν τα σπιτικά τους. Τα βουνά τους χάριζαν άφθονη πέτρα για να χτίσουν τα σπιτικά τους και η γη τροφή για να χορτάσουν τις φαμίλιες τους. Αγρότες ήταν και οι επόμενοι κάτοικοί της, αλλά και οι επόμενοι και οι επόμενοι. Και επειδή η πόλη ήκμαζε αφού οι θεοί της γης έδιναν πλούσια τα δώρα τους στους ανθρώπους αυτούς, άρχισαν να συσσωρεύουν αγροτικά προϊόντα που έπρεπε να πουλήσουν σε τρίτους γιατί περίσσευαν. Έτσι παρουσιάστηκαν και οι πρώτοι έμποροι στην πόλη. Και μέσα σε δυο μόλις γενιές η πολιτεία έγινε ξακουστό εμπορικό κέντρο σε ολόκληρη τη δυτική χώρα. Μα και πάλι οι κάτοικοί της στο σύνολό τους ήταν άνθρωποι του μόχθου, αγρότες, έμποροι, ψαράδες, κυνηγοί. Κανείς δεν ασχολείτο με τα γράμματα, με τις τέχνες, κανείς δεν νοιαζόταν να καταγράψει την ιστορία της πόλης. Έτσι κανείς δεν ήταν σίγουρος πότε κτίστηκε η πόλη και πότε ξεκίνησε η ιστορία της. Όμως η ακμή και ο πλούτος που στοιβαζόταν σιγά αλλά σταθερά στον τόπο τούτο, οδήγησε ~ 16 ~


ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τους κατοίκους, αφού πια είχαν ικανοποιήσει την ανάγκη τους για επιβίωση, στην αγάπη τους για το ωραίο. Έτσι οι πρώτοι τεχνίτες φάνηκαν στην πόλη. Τεχνίτες επιδέξιοι και ικανοί που στόλισαν την πόλη με τεχνουργήματα αρχιτεκτονικής και τα σπίτια με υφαντά περίτεχνα και διακοσμητικά θαυμαστά. Τα νέα κορίτσια άρχισαν να στολίζονται με πλούσια υφάσματα και κομψά μεταξωτά ρούχα, μια που ήδη ανάμεσα στα άλλα, άνθιζε στην πόλη η μεταξουργία. Από όλη τη χώρα μαζεύονταν στην πόλη λιθοξόοι και έμποροι πολύτιμων λίθων, που στόλιζαν τα μαλλιά, τ’ αυτιά και τα δάχτυλα των γυναικών της πόλης με ό,τι καλύτερο είχε προσφέρει σε ρουμπίνια, διαμάντια, μαργαριτάρια, πλατίνα, ασήμι και χρυσό η γη και η επιδεξιότητα του ανθρώπου. Φυσικά τότε άρχισαν να καταγράφονται και τα ιστορικά γεγονότα και έτσι υπήρξαν οι πρώτες γραπτές αναφορές για την πρώιμη ακμή της πόλης. Μια ακμή που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τους άρχοντες της χώρας. Έτσι κάποια στιγμή μετέφεραν την πρωτεύουσα της χώρας στην πόλη αυτή. Τα ερείπια από τα πρώτα ανάκτορα ακόμη βρίσκονταν μισοθαμμένα στο χώμα, χορταριασμένα ~ 17~


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΡΩΜΟΣΙΟΣ

τώρα πια, και μέρος φιλόξενο για να κτίζουν οι κουκουβάγιες και οι νυχτερίδες τις φωλιές τους και να σεργιανίζουν τις μακριές τους ουρές οι σαύρες τις ηλιόλουστες ημέρες, αλλά ήταν ερείπια ακόμη ορατά, κρύβοντας ζηλότυπα στα σπλάχνα τους τη μυστική προϊστορία της πολιτείας τούτης. Οι κάτοικοι γεννιούνταν, ζούσαν και πέθαιναν ευτυχισμένοι και ειρηνικοί στα μέρη αυτά. Όμως όπου υπάρχει πλούτος γεννιέται και ο φθόνος. Σύντομα γειτονικές πόλεις αλλά και ληστρικές συμμορίες τυχοδιωκτών άρχισαν να επιβουλεύονται το μεγαλείο και τους ξακουστούς θησαυρούς της πόλης. Έτσι ένα από τα πρώτα μελήματα των κατοίκων της πόλης ήταν να προστατεύσουν και να υπερασπιστούν το βιός τους. Έζωσαν την πόλη με ισχυρό πλινθόκτιστο τείχος. Από τρεις μεριές. Διότι στην πλάτη της πόλης υπήρχε ο απόκρημνος βράχος της μεγάλης δυτικής οροσειράς που σχημάτιζε αδιαπέραστη φυσική ασπίδα προστασίας της πόλης. Το πρώτο τείχος περιέβαλλε σαν πέταλο την πόλη. Σήμερα υπήρχαν μόνο υπολείμματα των ερειπίων του. Και τούτο διότι καθώς η πόλη ήκμαζε και επεκτεινόταν, σύντομα οι οικισμοί της ξεπέρασαν τα τείχη και αναπτύχθηκαν έξω από αυτά. Στον πρώτο, όμως, εξωτερικό κίνδυνο που παρουσιάστηκε, οι κάτοικοι και οι Αρχές της ~ 18 ~


ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πόλης κατάλαβαν ότι το τείχος δεν επαρκούσε και έπρεπε να κτίσουν ένα μεγαλύτερο και ισχυρότερο τείχος που θα συμπεριλάμβανε στην προστασία του και τις καινούργιες συνοικίες της πολιτείας. Έτσι και έκαναν. Γκρέμισαν το παλιό τείχος και χρησιμοποίησαν τους πλίνθους του για να αναγείρουν το νέο τείχος. Διαδοχικά ερείπια των τειχών της πόλης μαρτυρούσαν ότι η ίδια διαδικασία πρέπει να είχε γίνει τουλάχιστον οκτώ φορές στο παρελθόν. Κάθε φορά που η πόλη μεγάλωνε σε πληθυσμό, αλλά και σε έκταση, προέκυπτε η ανάγκη να εξασφαλιστεί η προστασία των νέων προαστίων αλλά και των νέων κατοίκων της. Έτσι το σημερινό τείχος της είχε περίμετρο πολλών χιλιομέτρων καθώς οι κάτοικοι της πόλης ήταν εκατοντάδες χιλιάδες. Αλλά και πάλι νέοι συνοικισμοί είχαν κτισθεί έξω από τα πανίσχυρα τείχη της σαν νυχτοπεταλούδες που έλκονται από το φως και περιστρέφονται ασταμάτητα γύρω από αυτό, και αυτό δεν θα σταματούσε ποτέ. Μα η αλήθεια ήταν πως κανείς πια δεν σκεφτόταν να επεκτείνει το τείχος, γιατί κανείς σ’ ολόκληρη την πολιτεία δεν μπορούσε να φανταστεί έναν τόσο ανόητο εχθρό που θα τολμούσε έστω και να σκεφτεί να επιτεθεί σε μια τόσο ισχυρή πολιτεία. ~ 19 ~



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.