Όλα άρχισαν όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Έφτιαξε τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα. Δημιούργησε όλα τα ζώα, τα λουλούδια και τα δέντρα. Στο τέλος ο Θεός δημιούργησε έναν άνδρα που του έδωσε το όνομα Αδάμ και μια γυναίκα που την ονόμασε Εύα· και είδε ότι όλα όσα έφτιαξε ήταν πολύ καλά. Σε έξι ημέρες, ο Θεός δημιούργησε ολόκληρο τον κόσμο και την έβδομη ημέρα ξεκουράστηκε.
Ο Θεός είχε κάτι πολύ σημαντικό να αναθέσει στον Μωυσή. Ήθελε να οδηγήσει ο Μωυσής τον λαό του Θεού έξω από την Αίγυπτο, σε μια χώρα που θα ήταν η δική τους. Ο Μωυσής δεν ήθελε να αναλάβει αυτή την αποστολή γιατί φοβόταν. Αλλά ο Θεός υποσχέθηκε να τον βοηθήσει. Όταν ήρθε η ώρα να περάσουν μια μεγάλη θάλασσα, ο Θεός τους βοήθησε χωρίζοντας στα δύο το νερό. Έτσι ο καθένας μπορούσε να περπατήσει στο βυθό της θάλασσας και να βγει στη στεριά χωρίς να βραχεί. Οι άνθρωποι ήταν πια ελεύθεροι και όχι δούλοι.
Μια μέρα ο Ιησούς βρισκόταν σ’ ένα σπίτι γεμάτο κόσμο. Ένας παράλυτος άνθρωπος είχε τέσσερις φίλους που ήθελαν να τον φέρουν κοντά στον Ιησού ώστε να τον θεραπεύσει, ήταν όμως αδύνατο. Έτσι ανέβηκαν στη στέγη και της έκαναν μια τρύπα. Από κει κατέβασαν τον παράλυτο φίλο τους μπροστά ακριβώς στον Ιησού. Εκείνος κοίταξε τον άνθρωπο και είπε: «Σήκω! Πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου.» Ο παράλυτος άνθρωπος είχε θεραπευθεί, σηκώθηκε και πήγε με τους φίλους του στο σπίτι του.
Σε έναν λόφο έξω από την Ιερουσαλήμ, οι εχθροί του Ιησού τον σταύρωσαν. Πολλοί άνθρωποι ακολούθησαν τον Ιησού στον τόπο αυτό. Μερικοί θρηνούσαν, ενώ άλλοι τον κορόιδευαν. Δύο ληστές ήταν επίσης σταυρωμένοι, ο ένας στα δεξιά κι ο άλλος στ’ αριστερά του. Ο Ιησούς κοίταξε τους στρατιώτες και είπε: «Συγχώρησέ τους, Πατέρα, δεν ξέρουν τι κάνουν.» Τότε ο ήλιος εξαφανίστηκε και βαθύ σκοτάδι σκέπασε τη γη. Ο Ιησούς είπε: «Τελείωσε!» Τότε ο Ιησούς πέθανε. Οι φίλοι και η οικογένεια του ήταν πολύ λυπημένοι καθώς έφευγαν για το σπίτι τους.