Η γεύση της μνήμης

Page 1


Draft3.indd 2

27/3/14 11:56 π.μ.


Η γεύση της μνήμηΣ

Draft3.indd 3

27/3/14 11:56 π.μ.


© Αναστασία Μωράκη & Εκδόσεις Ίκαρος ISBN 978-960-572-020-9

Draft3.indd 4

27/3/14 11:56 π.μ.


ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Η γεύση της μνήμηΣ Aναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός κριτικού εστιατορίων

ΙΚΑΡΟΣ

Draft3.indd 5

27/3/14 11:56 π.μ.


Draft3.indd 6

27/3/14 11:56 π.μ.


Το βιβλίο αυτό το αφιερώνω στη μνήμη του λατρεμένου αδελφού μου, για όσα μου έμαθε, άθελα ή ηθελημένα, και για όσα μου έδωσε με ανιδιοτελή γαλαντομία.

Draft3.indd 7

27/3/14 11:56 π.μ.


Draft3.indd 8

27/3/14 11:56 π.μ.


Περιεχόμενα

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Μπουρεκάκια, μπαρμπούνια και μαύρες τρούφες

Η παγωνιέρα της Μαρίας και το κουρείο του Μπάμπη

13

Ο Ταρζανίκος, ο Παστουρμάς και τα αμελέτητα

19

Μιζραχή 14 και Τσιμισκή 78

31

Οι τζιγεροσαρμάδες, τα χαμινάδος και το μακαρόνι του Θόδωρου

47

Από την Κάρναμπυ στη Γευγελή, κι από ’κει στο Παράμους

64

Έρωτες, μουσακάδες και πέντε κιλά χαλασμένης φέτας

82

Το γεύμα της ζωής μου

99

Ο Ζακ, το τράιφλ και τα κεφαλάκια

105

Το παιδί, το σκυλί, η επιστροφή και το μπολίτο μίστο

117

Μεταξύ αφαγίας κι ανεργίας, η βουτυράτη Άρτα

124

Ο χωρισμός, τo Κέιμπριτζ, το Άγιο Όρος κι ο Οθέλλος

137

Χρέη, προαπαιτούμενα και τα πρώτα grandes tables

157

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Ο βίος, η γαστρονομία και το όνομα του Επίκουρου

To Κέρδος μου, η βάφτισή μου, μια ζέβρα και ο μουσακάς

179

9

Draft3.indd 9

27/3/14 11:56 π.μ.


De gustibus μεν, καλοφτιαγμένη κολοκυθόπιτα δε

193

Περί της μύτης του Σίμου και άλλων γαστρονομικών συγκινήσεων

206

Από τον Άγιο Αντριά στον Άγιο Σεβαστιανό με άνεμο την τραμοντάνα

216

Από τη δηλητηρίαση και την παχυσαρκία, στο Έψιλον και στο Gourmet

234

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αναζητώντας τα μπουρεκάκια και τις τρούφες της μάνας μου

261

10

Draft3.indd 10

27/3/14 11:56 π.μ.


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΜΠΟΥΡΕΚΑΚΙΑ, ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΥΡΕΣ ΤΡΟΥΦΕΣ

Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί, αφού πεθάνουν οι άνθρωποι, αφού καταστραφούν τα άψυχα, μόνες, πιο φθαρτές, αλλά πιο μακρόβιες, πιο άυλες, πιο επίμονες, πιο πιστές, η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές, για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, επάνω σ’ αυτά τα ερείπια, να βαστούν χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άυλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης. Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Από τη μεριά του Σουάν, Εκδόσεις Ηριδανός, μετάφραση Π.Α.Ζ.

Draft3.indd 11

27/3/14 11:56 π.μ.


Draft3.indd 12

27/3/14 11:56 π.μ.


Η ΠΑΓΩΝΙΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥ ΡΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ

Γεννήθηκα σε μια μονοκατοικία της οδού Ρόδου, κοντά στην Αχαρνών, λίγο πιο πάνω από τις γραμμές του τρένου, στις 6 Μαρτίου του 1950. Δεν είναι τυχαίο ότι γεννήθηκα τον μήνα Μάρτη. Τον μήνα αυτόν ο κόσμος της γαστρονομίας βρίσκεται στον αστερισμό τού οδηγού Μισλέν, τα αστέρια του οποίου καθορίζουν τις τύχες των εστιατορίων. Όλοι εμείς οι εμμονικοί με το φαγητό, οι γκουρμέ όπως μας αποκαλούν, τον μήνα Μάρτη περνάμε τις ώρες και τα λεπτά συζητώντας για σεφ και νέα πιάτα, ενώ ταυτόχρονα προγραμματίζουμε ταξίδια σε γαστρονομικούς προορισμούς. Τον μήνα αυτόν, μόλις πάει να σκάσει η άνοιξη και λίγο πριν γεννηθούν τα τροφαντά αρνάκια που θα κοσμήσουν τους φούρνους και τις σούβλες μας, τις κρύες ακόμη νύχτες του, ονειρευόμαστε όταν κοιμόμαστε πουλάδες βουτυράτες της Βρέστης, γεμισμένες με μαύρες τρούφες από το Περιγκόρ, σε τριάστερα εστιατόρια. Η χρονιά για μας ξεκινά τον Μάρτιο. Στον βαθμό λοιπόν που αφιέρωσα τη ζωή μου στο φαγητό και που χαρακτηρίζω τον εαυτό μου, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, έναν επικούρειο κριτικό εστια­τορίων, ήταν μοιραίο να γεννηθώ τον μήνα αυτόν κάτω από γαστρονο­ 13

Draft3.indd 13

27/3/14 11:56 π.μ.


μικά αστέρια που την εποχή εκείνη της μεταπολεμικής, μετεμφυλιακής, μίζερης και μαυρόασπρης Ελλάδας φαίνονταν σαν ένας πολύ, μα πάρα πολύ, μακρινός γαλαξίας. Τα γεννητούρια μου όμως, όπως μου αφηγήθηκαν αργότερα οι γονείς μου, τα γιόρτασαν με τριήμερο τρικούβερτο γλέντι στο σπίτι στην οδό Ρόδου, με φαγητά, χορό και χαρτοπαιξία, με τη μουσική να την έχει προσφέρει ο Τσιτσάνης, ο οποίος ήταν φίλος του πατέρα μου. Φαντάζομαι τη μάνα μου να φέρνει τα φαγητά στην τραπεζαρία, λαμποκοπώντας και καμαρώνοντας, σχεδόν χορεύοντας, λικνιζόμενη στον ρυθμό των 9/8, μελαχρινή με κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, ενδεχομένως φορμαρισμένα μιζανπλί, τσαχπίνα, μπριόζα και αλέγρα, όνομα και πράγμα, εφόσον Αλέγκρα ήταν το όνομά της, Αλίκη το χαϊδευτικό της, με καταγωγή από τη σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη. Πιατέλες με ψητά αλλά και μαγειρεμένα αρνιά, κοτόπουλα σουβλιστά, πίτες με τυριά, με σπανάκι ή με συκωταριά, σαλάμια ροδαλά, σαλάτες πλουμιστές, λακέρδες και τσίροι, αυγοτάραχα, μπρικ και ταραμάδες, αχνιστές μακαρονάδες με ροσμπίφ, πασπαλισμένες με κεφαλοτύρι, ψάρια καλυμμένα με μαγιονέζα, πλούσια και ποικίλα εδέσματα, σύμβολα μιας αφθονίας που τότε έλειπε από την Ελλάδα. Και φυσικά από το γλέντι δεν έλειπαν τα μπουρεκάκια με μελιτζάνα και φέτα της μάνας μου, όχι ακόμη τόσο φημισμένα και ούτε τόσο καλοφτιαγμένα, τα οποία αργότερα θα γίνονταν ανάρπαστα από τους καλοφαγάδες της Θεσσαλονίκης. Όλα αυτά τα φαγητά, στοιβάζονταν ανάκατα κι επιδεικτικά στο τραπέζι, απ’ όπου τσιμπολογούσαν οι καλεσμένοι πίνοντας κρασί ­χ ύμα, ρετσίνα ή κοκκινέλι, ή ακόμη και ουίσκυ που ήταν σπάνιο μεν αλλά πολύ της μόδας τότε. Ο ξανθομπόμπιρας αδελφός μου, εφτά 14

Draft3.indd 14

27/3/14 11:56 π.μ.


χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ο οποίος άκουγε στο υποκοριστικό Λέλος (από το Λεόν), θα καθόταν κάπου απόμερα, ίσως έχοντας την ευθύνη της φύλαξής μου, με τον νου του στην κούνια όπου κοιμόταν το μωρό. Φυσικά δεν θα συμμετείχε στο φαγοπότι, όχι γιατί δεν του επιτρεπόταν, ­α λλά γιατί δεν έτρωγε τίποτα. Ποτέ. Αυτή ήταν η αίσθησή μου όσο μεγάλωνα, ότι ο αδελφός μου δεν έτρωγε. Πώς μεγάλωνε, μου ήταν πάντα ένα μυστήριο. Και ήταν ψηλότερος από μένα που έτρωγα τα πάντα, ενώ αυτός έμενε νηστικός. Μόνο γάλα τον έβλεπα να πίνει, κατευθείαν από το μπουκάλι, όπως είχε δει να κάνει ο ­Τζέιμς Ντην στην ταινία Επαναστάτης χωρίς ­αιτία. Γι’ αυτό ήταν και τόσο αδύνατος, παιδί της κατοχής, μεγαλωμένος στο βουνό με τους αντάρτες –όπως μου αφηγήθηκαν αργότερα–, με κρέμα φτιαγμένη από κατσικίσιο γάλα και καλαμποκάλευρο, ενώ εγώ ήμουν παχουλός σαν αρνάκι γάλακτος, ένας κλασικός baby boomer. Ξανθός γεννήθηκα κι εγώ, όπως κι ο αδελφός μου, κατάξανθος με γαλανά μάτια, και κορόιδευαν τη μαυροτσούκαλη μάνα μου ότι μας έκανε με Γερμανό, αλλά ήταν κι ο πατέρας μου ξανθός οπότε υπήρχε εξήγηση. Ο πατέρας μου, κι αυτός Εβραίος Σεφαραδίτης από τη Θεσσαλονίκη, ήταν δαιμόνιος και πανέξυπνος, και είχε καταφέρει να γλιτώσει από τη μανία και τον διωγμό των Γερμανών δραπετεύοντας με τη μάνα μου, λεχώνα με τον αδελφό μου, στην Αθήνα. Αυτός στα βουνά πολεμώντας, η μάνα μου κρυμμένη για έναν χρόνο σ’ ένα υπόγειο στην Καισαριανή. Οι υπόλοιποι από τις πολυάριθμες οικογένειές τους, μαζί με τις αναμνήσεις τους, τα γιορταστικά τραπεζώματα, τις φιλοδοξίες και τα όνειρά τους, χάθηκαν σχεδόν όλοι στα στρατόπεδα. 15

Draft3.indd 15

27/3/14 11:56 π.μ.


Όταν τελείωσε ο πόλεμος, οι γονείς μου με τον αδελφό μου επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη. Την βρήκαν όμως αφιλόξενη και άδεια, χωρίς την οικειότητα εκείνη με την οποία είχαν μεγαλώσει. Όλα τα μέρη της είχαν αλλάξει, αλλά ιδίως το κέντρο της πόλης, η Διαγώνιος, εκεί όπου είχε γεννηθεί η μάνα μου. Και το λιμάνι, έρημο κι αυτό, δίχως εμπορεύματα και δίχως δουλειά για τον πατέρα μου. Πόλη φαντασμάτων, όπως τη χαρακτήρισε κι ο Μαζάουερ, με ξεριζωμένες ρίζες, με ξεριζωμένες ακόμη και τις πλάκες των τάφων των προγόνων τους. Τους φαντάζομαι να νιώθουν μια ανατριχίλα καθώς περιδιάβαιναν την τόσο οικεία, αλλά και τόσο ξένη πλέον, σχεδόν εχθρική, Τσιμισκή· να θλίβονται στη σκέψη των σπιτιών τους δίχως τους δικούς τους και δίχως αρώματα από φασόλια, μελιτζάνα και καμένο κρεμμύδι. Κι έτσι έφυγαν για την ουδέτερη από συναισθήματα και αναμνήσεις Αθήνα. Ο πατέρας μου, ο Ραφαήλος όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, ο Κώστας, όπως τον έλεγε η μάνα μου –Κώστας Μακρής ήταν το ψεύτικο όνομα που χρησιμοποιούσε στην Κατοχή–, κατάφερε με κόπο και δανεικά ν’ ανοίξει ένα μαγαζάκι με τσουβάλια στον Πειραιά, στην περιοχή που του θύμιζε περισσότερο την αγαπημένη του Σαλονίκη, όπου θα μπορούσε να είναι κοντά στο σινάφι του, τους αρχοντορεμπέτες, πλάι στα κουτούκια με τα μπουζούκια και τα πλείστα όσα άλλα πονηρά και κιμπάρικα. Ο αδελφός μου, δαίμονας σωστός, αεικίνητος, ατίθασος και ζωηρός, το ’σκαγε από το σπίτι, σκαρφάλωνε σ’ ένα τραμ και πήγαινε μόνος του στον Πειραιά να βρει τον πατέρα μου και να σουλατσάρει στα σοκάκια του λιμανιού. Εγώ φυσικά έμενα σπίτι, στη μονοκατοικία της οδού Ρόδου. Όχι μόνο διότι ήμουν μικρούλης, μια ξανθιά τροφαντή 16

Draft3.indd 16

27/3/14 11:56 π.μ.


μπαλίτσα, αλλά κυρίως επειδή δεν είχα ποτέ την τόλμη και το θράσος του αδελφού μου. Πάντα ήμουν σπιτόγατος, πάντα δειλός και σχεδόν πάντα χωμένος σ’ ένα βιβλίο ή, ακόμη καλύτερα, σ’ ένα πιάτο φαΐ. Όταν μεγάλωσα λίγο και κατάφερνα να σταθώ στα δυο μου πόδια, πήγαινα μέχρι την εξώπορτα, καθόμουν στο κατώφλι του σπιτιού, την ώρα που ’πεφτε ο ήλιος, και χάζευα το παιδομάνι που αναστάτωνε τη γειτονιά με τις φωνές και τα παιχνίδια. Η μάνα μου, μου αφηγούνταν μετά ότι σιγομουρμούριζα με τον δικό μου τρόπο το χιτ της εποχής: Ένα βράδυ που ’βρεχε, που ’βρεχε μονότονα... Κάποιες φορές μ’ έχαναν και μ’ έψαχναν παντού, με τη μάνα μου σε πλήρη (και μόνιμο) πανικό να ουρλιάζει το όνομά μου με τη χαρακτηριστική μουσική και μακρόσυρτη προφορά των παλιών ­Εβραίων της Θεσσαλονίκης: Αλμπερτίιικο, πού είσαι mi alma (ψυχή μου, στα Σεφαραδίτικα). Την πρώτη φορά που μ’ έχασαν, πραγματικά ένιωσαν πανικό. Τις άλλες φορές πλέον ήξεραν, ήμουν στο σπίτι της Μαρίας και του Μπάμπη, μπροστά στην παγωνιέρα τους, τρώγοντας το ένα πίσω από το άλλο μπαρμπούνια τηγανητά που είχαν ξεμείνει απ’ το μεσημέρι. Ο Μπάμπης και η Μαρία έμεναν πίσω από το σπίτι μας, μοιραζόμασταν την ίδια αυλή. Η Μαρία, μια παχουλή νοικοκυρά, ήταν όλη μέρα στην κουζίνα και μαγείρευε, αντιθέτως από τη μάνα μου η οποία, καλομαθημένη από το σπίτι της, δεν ήξερε πολλά, μόνο ό,τι θυμόταν από τη δική της μάνα, η οποία ήταν σπουδαία μαγείρισσα. Η μόνη συνταγή που είχε κρατήσει ήταν εκείνη για τα μπουρεκάκια με μελιτζάνα, για τα οποία θα δοξαζόταν αργότερα. Όπως έλεγε μετά, γελώντας, όταν εμείς της παινεύαμε τα μπουρεκάκια: Φανταστείτε ότι ούτε αυγό δεν ήξερα να τηγανίσω όταν παντρεύτηκα τον Κώστα... Μετά 17

Draft3.indd 17

27/3/14 11:56 π.μ.


βέβαια, πολύ αργότερα, έμαθε και πολύ καλά μάλιστα να τηγανίζει αυγό – και όχι μόνο. Προς το παρόν όμως εγώ, σνομπάροντας ως δυνάμει γκουρμέ τα φαγητά της μάνας μου, προτιμούσα να τρώω με μεγάλη λαιμαργία τις εξαίρετες νοστιμιές της Μαρίας, πάντα όρθιος μπροστά από την παγωνιέρα της. Η γλυκιά αυτή γυναίκα μ’ αγαπούσε, αφενός γιατί ήμουν μια χαριτωμένη ξανθωπή μπαλίτσα, αφετέρου γιατί δεν είχε δικό της παιδί, κυρίως όμως γιατί είχε βρει μια αδελφή ψυχή, έναν άνθρωπο που εκτιμούσε την υψηλή μαγειρική της. Ένιωθε την ευχαρίστησή μου καθώς έχωνα τη μούρη μου στα αφράτα και ζουμερά γεμιστά της ή καθώς μπουκωνόμουν με τις μελωμένες μελιτζάνες με το κρέας. Ο άντρας της ο Μπάμπης, ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός και λιγόφαγος άντρας (τι δράμα για τη Μαρία που έφτιαχνε τόσα φαγητά!), μ’ εκείνο το λεπτό σαν ποντικοουρά, αλλά περιποιημένο, μουστακάκι, μπαρμπέρης γαρ. Το μαγαζί του ήταν πολύ κοντά στη γειτονιά και πολλές φορές, όταν είχα μεγαλώσει λίγο ακόμη, πεταγόμουν μέχρις εκεί, καθόμουν στην αυτοκρατορική πολυθρόνα και κοιτούσα με καμάρι τον εαυτό μου στον καθρέφτη, ρουφώντας με τη μύτη μου τη διάχυτη στο μαγαζί μυρωδιά από ταλκ και φτηνή κολώνια. Γνωρίζοντας την αγάπη μου για το φαγητό, ο Μπάμπης είχε πάντα κάτι να με τρατάρει, συνήθως ένα μπισκοτολούκουμο, μια βανίλια σε παγωμένο νερό, καραμέλες βουτύρου και πότε-πότε μια σοκολάτα –σπάνιο έδεσμα για την εποχή– η γεύση της οποίας ακόμη λικνίζεται, σαν τη μάνα μου στα γλέντια, στη γλώσσα και στη μνήμη μου.

18

Draft3.indd 18

27/3/14 11:56 π.μ.


Ο ΤΑΡΖΑΝΙΚΟΣ, Ο ΠΑΣΤΟΥ ΡΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΜΕΛΕΤΗΤΑ

Όταν έγινα πέντε χρονών μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν θυμάμαι αν είχα στεναχωρηθεί επειδή εγκατέλειψα την Αθήνα. Ο αδελφός μου αργότερα θα μου μιλούσε με άφατη νοσταλγία για το δασάκι δίπλα από το σπίτι μας στην οδό Ρόδου, τον Παράδεισο όπως το είχαν ονομάσει οι τσακαλοπαρέες της γειτονιάς, όπου έπαιζαν οι μεγαλύτεροι Ταρζάν και Γκαούρ· τις γραμμές του τρένου πάνω στις οποίες οι τολμηροί (με τον Λέλο αρχηγό) έβαζαν πεντάρες που γινόντουσαν τελείως πλακέ καθώς περνούσε το τρένο· τους χωμάτινους δρόμους όπου κλωτσούσαν μπάλα ή έριχναν βόλους και τόσα άλλα. Εγώ το μόνο που θυμόμουν με νοσταλγία ήταν τα μπαρμπούνια της Μα­ρίας και το μπισκοτολούκουμο του Μπάμπη. Γρήγορα όμως τα ξέχασα κι αυτά, καθώς ανακάλυπτα τα Λαδάδικα. Τα Λαδάδικα ήταν ο δικός μου Παράδεισος, ο τόπος όπου ανακάλυψα, πολύ πιο συνειδητοποιημένα πλέον, τη γαστρονομία. Εκεί, δίπλα ακριβώς στο λιμάνι, ήταν ένα μάλλον λαϊκό ξενοδοχείο, το «Bristol» (τώρα έχει ανακαινιστεί και έχει γίνει ένα πολύ μπουτίκ χοτέλ), όπου μείναμε για αρκετό καιρό μέχρι να βρούμε σπίτι. Η πρώτη ανάμνηση από την περιοχή είναι 19

Draft3.indd 19

27/3/14 11:56 π.μ.


ένα βράδυ όταν, βγαίνοντας από το εστιατόριο απέναντι από το ξενοδοχείο, είδαμε τους δρόμους γεμάτους κόσμο που φώναζε με οργή. Θυμάμαι τη μάνα μου τρομαγμένη να με χώνει σ’ ένα μαγαζί, με το κεπέγκι του να κλείνει άρον-άρον προς αποφυγή των ταραχοποιών. Ήταν το φθινόπωρο του 1955, λίγο μετά τα Σεπτεμβριανά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, λίγο πιο κάτω από το «Bristol», στην οδό Ορβήλου και Μοριχόβου ήταν το μαγαζί του μπαμπά, στοιβαγμένο μέχρι τα ντούνια με ντάνες από καινούργια και μεταχειρισμένα τσουβάλια, τρίριγα, χαράρια, ζαχάρεως, λινάτσες, σπάγκους κ.λπ. Ένας στενός διάδρομος οδηγούσε πίσω στο μικρό δωματιάκι με τη τζαμαρία, για να βλέπουμε ποιος μπαίνει στο μαγαζί, με το ξύλινο καναπεδάκι και το κομψό γραφειάκι (τα έπιπλα αυτά τα έχω ακόμη σπίτι μου) τα συρτάρια του ­ο ποίου μονίμως σκάλιζα με μια ακατανίκητη περιέργεια, σαν να υπήρχε κάποιος θησαυρός που ποτέ δεν ανακάλυπτα αλλά πάντα έψαχνα. Μόνο τεφτέρια είχε και στυλό με χρυσή πένα, και σημειώσεις του μπαμπά μ’ εκείνη την εξαίρετη καλλιγραφία που είχε μάθει στους φρέρηδες στο γαλλικό σχολείο Δελασάλ. Στο πεζούλι του μαγαζιού κάθονταν οι χαμάληδες, οι καλύτεροί μου φίλοι. Γεροδεμένοι, φασαριόζοι, υποστηρικτές του Άρη, μεγάλοι ταβλαδόροι και πολύ φαγάδες. Αυτοί λειτούργησαν για μένα σαν ένας οδηγός Μισλέν για τα Λαδάδικα. Ήξεραν ποιος κάνει την καλύτερη μπουγάτσα (με τυρί φυσικά), τα πιο νόστιμα σουτζουκάκια και το πιο λαστιχωτό σάμαλι. Σε μένα είχαν βρει έναν φυσικό σύμμαχο, τη μικρή ξανθιά μπαλίτσα που προανέφερα (παρέμεινα παχύσαρκος μέχρι τα είκοσί μου, όταν λόγω ενός μελοδραματικού έρωτα έχασα σαράντα κιλά – αλλά όλα αυτά λίγο αργότερα), και μου είχαν 20

Draft3.indd 20

27/3/14 11:56 π.μ.


βγάλει και δυο χαϊδευτικά ονόματα: Ταρζανίκο, γιατί μονίμως στις αποθήκες κυλιόμουν στα σακιά, πηδώντας από ντάνα σε ντάνα, και Παστουρμά, διότι έδειχνα (και συνεχίζω να δείχνω) μεγάλη αδυναμία στον μεζέ αυτόν, τον οποίο έβαζα στο στόμα ολόκληρο, τσιμένι και σάρκα. Πολλές φορές καθόμουν μαζί τους στο πεζούλι, σε κάποια ανάπαυλά τους. Έχοντας ήδη από τα χαράματα μεταφέρει κι εγώ δεν ξέρω πόσα φορτία με τα σαμάρια τους, έφτανε η ώρα για να φάνε το κολατσιό τους. Άνοιγαν τη λαδόκολλα και μοιράζονταν μαζί μου, με πολλή γενναιοδωρία και κιμπαρλίκι, τον αξέχαστο τηγανητό μπακαλιάρο του Αρίστου, συνοδευμένο από χοντροκομμένες στρογγυλές πατάτες και μπόλικες τσούσκες (υπάρχει ακόμη το μαγαζί, με ίδιο όνομα, όμως πια είναι διαφορετικό). Δεν ξεχνώ ποτέ τη λαχτάρα που μου προκαλούσε η μυρωδιά της τηγανίλας και την απόλυτη ευδαιμονία που ένιωθα μόλις τα δόντια μου έρχονταν σε κριτσανιστή επαφή με την ολόχρυση –τύφλα να ’χει η καλύτερη τεμπούρα– κρούστα του μπακαλιάρου. Tα δόντια μπήγονταν στην καυτή σάρκα, η γλώσσα μου καιγόταν αλλά η ψυχή μου λίγωνε, καθώς βυθιζόμουν στην κρεμώδη αλλά και al dente υφή του πάλλευκου ψαριού και καθώς μασουλούσα με κλειστά μάτια τη γλυκάλμυρη νοστιμιά του. Έπειτα, ήταν οι πατάτες. Χοντροκομμένες για να νιώθεις το άμυλο, τραγανές αλλά και μαλακές μαζί, με το παρατηγανισμένο λάδι να βγάζει μια ανάλαφρα ταγγισμένη γεύση η οποία όμως, για κάποιον μυστήριο λόγο, μου ήταν απίστευτα εθιστική. Και τέλος οι τσούσκες, οι καυτερές πιπεριές. Το πώς ένα μικρό παιδάκι, άντε πέντε-έξι χρονών, μπορούσε να τις τρώει ολόκληρες, μιμούμενο τους χαμάληδες, και να φλέγεται ως Καιγόμενη Βάτος αλλά να μη βγάζει άχνα –αντιθέτως να δείχνει 21

Draft3.indd 21

27/3/14 11:56 π.μ.


ότι το ευχαριστιέται– παραμένει ακόμη ένα μεγάλο μυστήριο. Πολύ αργότερα, όταν επισκέφτηκα τη Μπανγκόκ στην Ταϋ­ λάνδη, σε μια από τις πολλές γαστρονομικές μου διαδρομές στον κόσμο, είχα μια εμπειρία με τα καυτερά, η οποία μ’ έκανε έκτοτε να αντιμετωπίζω με μεγαλύτερη ταπεινότητα τις καυτερές πιπεριές. Κατεβαίνοντας από τον ουρανοξύστη ξενοδοχείο μου (εκεί στην Ασία μετράνε την υπεροχή τους έναντι άλλων χωρών με το ύψος των κτιρίων, όπως τα παιδάκια μετράνε την ανδροσύνη τους με το μήκος των τσουτσουνιών τους) βρέθηκα σε μια αλάνα γεμάτη με πλείστους όσους πωλητές φαγητού. Στάθηκα μπροστά από έναν πάγκο με τρεις γυναίκες, οι οποίες ίσα που φαίνονταν πίσω από τους ατμούς που έβγαιναν απ’ τα τσουκάλια τους. Με πλήρη αποφασιστικότητα και με την αυτοπεποίθηση που μου είχε δώσει η εκπαίδευσή μου στις τσούσκες του Αρίστου στα Λαδάδικα, ζήτησα μια tom yum, την εθνική τους, εξόχως αρωματική και λίαν καυτερή σούπα. Με ρώτησαν με σπασμένα Αγγλικά, πόσο καυτερή την ήθελα. Δίχως δισταγμό τους είπα: όπως την τρώτε εσείς. Αυτές με κοίταξαν για μια αμήχανη στιγμή και μετά έβγαλαν κι οι τρεις ένα πνιχτό γελάκι, ακουμπώντας χαρακτηριστικά το χέρι τους μπροστά στο στόμα τους. Χι χι χι, γελούσαν και με κοιτούσαν παράξενα. Δεν καταλάβαινα γιατί· το μόνο που ήθελα ήταν να ρουφήξω αυτή την έξοχη σούπα, μια τεράστια γαβάθα γεμάτη υπέροχο ζωμό, με φρέσκα λεμονάτα αρωματικά και γαρίδες, και να μετρήσω κι εγώ τις δυνάμεις μου στην κλίμακα Σκόβιλ που μετράει πόσο καίει μια καυτερή πιπεριά. Με την πρώτη κουταλιά, τα μάτια μου πετάχτηκαν έξω κι έπεσαν μες στη γαβάθα. Είχα τυφλωθεί. Ιδρώτας χειμαρρώδης ανέβλυζε απ’ όλο μου το είναι και πλημμύ22

Draft3.indd 22

27/3/14 11:56 π.μ.


ριζε την πλατεία. Το χρώμα μου από ροζ έγινε πρώτα κόκκινο, αμέσως μετά πορφυρό και τέλος μπλαβί. Δίπλα μου βρισκόταν μια κανάτα με ταϋλανδέζικη μπύρα, στην οποία χώθηκα μέσα ολόκληρος για να σβήσω την πυρκαγιά. Μετά πήγα για ύπνο, έναν ύπνο ανήσυχο και ντροπιασμένο. Ο μπακαλιάρος με πατάτες και τσούσκες του Αρίστου της δεκαετίας του ’50, μπορεί να μη με είχε προετοιμάσει επαρκώς για μια αυθεντική tom yum εμπειρία, είχε υπάρξει όμως η πρώτη μου συνειδητή γευσιγνωσία. Εκεί είχα νιώσει για πρώτη φορά τη σημασία της γευστικής αισθητικής του φαγητού. Τις σχέσεις ανάμεσα στις γεύσεις, τις οσμές, τις υφές και τις θερμοκρασίες, την αναδίπλωση της γευστικότητας στο στόμα και την επίγευση. Και πιο σημαντικά, την προσδοκία της νοστιμιάς, την επιβεβαίωσή της και τη γεύση της μνήμης. Μέσα από τη λαδόκολλα με τον μπακαλιάρο είχε ξεπηδήσει ένας εν δυνάμει κριτικός εστιατορίων. Θυμάμαι τον εαυτό μου να συζητάει πολύ σοβαρά με τους χαμάληδες για το αν οι πατάτες ήταν πιο μαλακές τη μία μέρα ή την άλλη, και για το αν ο μπακαλιάρος ήταν σωστά ξαλμυρισμένος. Όπως επίσης θυμάμαι να μιλάω μαζί τους για το ξακουστό τας κεμπάπ του «Πιαστόπουλου». Ο «Πιαστόπουλος» ήταν το μαγειρειό της πλατείας Μοριχόβου, απέναντι ακριβώς από τα ουρητήρια, γύρω από τα οποία μαζεύονταν τα τρίκυκλα των μεταφορέων και κάποια καρότσια με άλογα! Οι αρωματικές αρμονίες ανάμεσα στην αμμωνία, την καβαλίνα και το τας κεμπάπ, έχουν χαραχτεί πολύ βαθιά στη μνήμη μου. Τον μπακαλιάρο τον τρώγαμε για πρωινό φυσικά. Ενδιαμέσως, όλο και τσιμπούσα μια ­τυρόπιτα ταψιού από τον πλανόδιο τυροπιτά ή κάποια κουρού που αγαπούσα 23

Draft3.indd 23

27/3/14 11:56 π.μ.


ιδιαίτερα, ένα σιμίτικο κουλούρι τραγανό και λαστιχωτό, συνοδευμένο απαραίτητα από το κλασικό κασεράκι, και πολλές φορές μπουγάτσα που αγόραζε ο αδελφός μου – την οποία όμως καταβρόχθιζα όλη εγώ, αφήνοντάς τον για μία ακόμη φορά νηστικό κι αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά ότι μεγάλωνε δίχως να τρώει. Πολλές φορές τσατιζόταν μαζί μου για τη λαιμαργία μου, όπως μια φορά όταν ήμουν λυκόπουλο κι εκείνος πρόσκοπος και είχαμε πάει εκδρομή στον Χορτιάτη. Ενώ αυτός ετοίμαζε με τους άλλους τη φασολάδα στο μεγάλο καζάνι για την ομάδα, εγώ είχα καθήσει κάπου απόμερα κι έτρωγα αμέριμνος όλα τα λουκάνικα Φρανκφούρτης, τα ντολμαδάκια και τα κεφτεδάκια που μας είχε βάλει η μαμά στο σακίδιο. Όταν ο δύσμοιρος αδελφός μου συνειδητοποίησε ότι είχα φάει όλα τα τρόφιμα, όχι μόνο μου απαγόρευσε να φάω φασόλια, τα οποία μου είχαν σπάσει τη μύτη (αυτό μου ’χει μείνει ψυχικό τραύμα), αλλά μ’ έβαλε για τιμωρία να ανέβω και να κατέβω έναν βράχο, σαν ένας μικρός, παχουλός Σίσυφος. Όμως η αλήθεια είναι ότι όσο παρέμενα ακόμη μια μικρή ξανθιά μπαλίτσα, δεν τον ένοιαζε και πολύ η ασίγαστη λαιμαργία μου. Αργότερα, όμως, όταν πήγα δημοτικό και από χαριτωμένη μπαλίτσα με ξανθά σαν άχυρο μαλλιά μεταμορφώθηκα σε ακανόνιστο ογκόλιθο με καστανά και σγουρά από τις ορμόνες μαλλιά, γινόταν πυρ και μανία. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια βραδιά που καθόμασταν στο τραπέζι της μονοκατοικίας την οποία είχαμε νοικιάσει στη Μιζραχή (νυν Φλέμινγκ, διότι η πόλη αυτή μονίμως θέλει να ξεχνάει τις ιστορικές της μνήμες), και η μαμά είχε τηγανίσει (είχε μάθει πλέον) αυγά με πατάτες. Ο μπαμπάς δίπλα, η μαμά στην γκαζιέρα και ο Λέλος απέναντι, μπροστά από την τουαλέτα, η οποία για λόγους 24

Draft3.indd 24

27/3/14 11:56 π.μ.


ανεξερεύνητους ήταν μέσα στην κουζίνα. Θυμάμαι τις φωνές υστερίας που είχε βάλει μόλις έχωσα στο στόμα μου ολόκληρο ένα τηγανητό αυγό, καυτό, μόλις είχε βγει από τη φωτιά. Ουάαα, ούρλιαξε κατακόκκινος, θα γίνεις σαν τόφαλος, ένας χοντρομπαλάς και δεν θα σε κοιτάνε τα κορίτσια (πόσο δίκιο είχε)! Ατάραχος εγώ, υπακούοντας ευπειθώς στους γαστρονομικούς κανόνες, του απάντησα: μα πώς αλλιώς να το φάω το αυγό, δίχως να νιώσω να σκάει ο κρόκος και να γεμίζει το στόμα μου με νοστιμιά; Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και μαινόμενος ήρθε να με χαστουκίσει. Παρόλο που ήμουν χοντρός, υπήρξα πάντα, για λόγους επιβίωσης, πολύ ευκίνητος. Κατάφερα να ξεγλιστρήσω και τρέχοντας κλειδώθηκα στην τουαλέτα, μασουλώντας ακόμη το αυγό μου. Πέρασαν πολλές ώρες, και παρόλες τις ικεσίες της μάνας μου και τις απειλές του αδελφού μου (ο μπαμπάς μου για κάποιους λόγους κρατούσε τις αποστάσεις του, ήταν η επιτομή του cool), παρέμεινα κλεισμένος στην τουαλέτα, καθισμένος στη λεκάνη, διαβάζοντας ατάραχος τον Δράκουλα του Μπραμ Στόουκερ που δημοσίευε ο Θεατής σε συνέχειες. Στα Λαδάδικα, πάντως, δεν χρειαζόταν να περάσουν πολλές ώρες από τον μπακαλιάρο ή την τυρόπιτα για να φτάσει η στιγμή που θα δοκίμαζα μισή μερίδα από το εξαίρετο τας κεμπάπ με πιλαφάκι στον «Πιαστόπουλο». Πρέπει να εξηγήσω εδώ γιατί μόνο μισή μερίδα. Ήδη από τα μικράτα μου, μου άρεσαν τα γαστρονομικά μενού, τα λεγόμενα μενού ντεγκουστασιόν· μου άρεσε να γεύομαι πολλά πράγματα σε μικρές δόσεις. Τις αντοχές μου για να μπορώ να δοκιμάσω τα σαράντα τρία πιάτα του Φεράν Αντριά, τα δεκαεπτά του Έστον Μπλούμενταλ και τα είκοσι τέσσερα του Ρενέ Ρετζέπι, δίχως να πά25

Draft3.indd 25

27/3/14 11:56 π.μ.


θω στομαχικό ίλιγγο ή κάτι χειρότερο, τις απέκτησα στα Λαδάδικα, μοιράζοντας την ημέρα μου σε πολλά μικρά γεύματα. Εξ ου και η μισή μερίδα τας κεμπάπ, με ελάχιστο πιλαφάκι και ολίγα ρεβύθια (αδύνατον, ακόμη και σήμερα, να αντισταθώ στα ρεβύθια). Διότι μετά από το τας κεμπάπ, είχα σχέδια για σουτζουκάκια και χοιρινά μπριζολάκια, τα επόμενα πιάτα στο μενού ντεγκουστασιόν των Λαδάδικων. Αχ, αυτά τα σουτζουκάκια του Μήτσου. Η ψησταριά τού Μήτσου ήταν μια τρύπα στον τοίχο, λίγο πιο κάτω από το μαγαζί, στην οδό Αιγύπτου, έξω από την οποία υπήρχε μονίμως ουρά. Καθόμουν κι εγώ υπομονετικά στην ουρά και περίμενα τη σειρά μου για να φάω αυτά τα τροφαντά, ζουμερά, κρεάτινα, ανάλαφρα πικάντικα και σέρτικα σουτζουκάκια. Πολύ καλύτερα από τα –έξοχα κατά τ’ άλλα– αντίστοιχα του «Ρογκότη» (τα οποία έτρωγα κυρίως για τη ρώσικη σαλάτα που τα συνόδευε, μιας και τα έβρισκα πέραν του δέοντος λαστιχωτά). Έτρωγα πάντα μόνο δύο, ενώ απέφευγα το φρεσκότατο ψωμί, διότι έπρεπε να μείνει χώρος για τη λεπτοκομμένη, αλλά αξέχαστης νοστιμιάς, μπριζολίτσα. Όπως έπρεπε να μείνει χώρος και για το απογευματινό γλυκό από τους πλανόδιους. Παρόλο που δεν υπήρξα ποτέ γλυκατζής, η γαστρονομική μου παιδεία επέβαλλε να δοκιμάσω το σάμαλι με το αμυγδαλάκι, το κορνέτο με την παχιά κρέμα ή το ροξ, μ’ εκείνο το μαύρο, εκμαυλιστικό περιεχόμενο που δεν κατάλαβα ποτέ τι ήταν. Τόσα εδέσματα, τέτοιος γαστρονομικός πλούτος, κι όλα αυτά στα κακόμοιρα Λαδάδικα των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Το βράδυ, όταν γυρνούσα σπίτι, βρωμώντας λίγδα και λινάτσα, έτρωγα λιτά, ίσως ένα αυγό τηγανητό (ολόκληρο), προσποιούμενος ότι έκανα δίαιτα, αλλά βασικά ακό26

Draft3.indd 26

27/3/14 11:56 π.μ.


μη δεν είχα πεισθεί για τις μαγειρικές χάρες της μάνας μου. Αν μαγείρευε κάποιος καλά στο σπίτι μου ήταν η γιαγιά Ασημίνα. Η γιαγιά η Ασημίνα, βέβαια, δεν ήταν ούτε γιαγιά μου ούτε έμενε σπίτι μου. Μαζί με την κόρη της, την Ειρήνη, έμεναν στο ημιυπόγειο της μονοκατοικίας, πίσω από τη μεγάλη συκιά που δέσποζε στην αυλή. Η γιαγιά η Ασημίνα, τυπική γιαγιά από τον Χορτιάτη, μαυροφορούσα και με τσεμπέρι, ήταν το κοντινότερο που είχα φτάσει στο να έχω γιαγιά, διότι δική μου γιαγιά δεν γνώρισα. Μ’ αγαπούσε πολύ κι εγώ τη λάτρευα. Είχα περάσει άπειρες βραδιές μαζί της, αυτή σε μια καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι με το πλαστικό τραπεζομάντηλο και τη λάμπα πετρελαίου, εγώ ξαπλωμένος, ένας μπουλούκος πασάς, στο ντιβάνι που ήταν κολλημένο στον τοίχο, κάτω από το κρεμασμένο ύφασμα με τις λαϊκές απεικονίσεις της Γενοβέφας. Για να περάσει η ώρα, η γιαγιά Ασημίνα μού μάθαινε μουντζούρη, ξερή, πινάκλ και παιχνίδια κάθε λογής, μου αφηγούνταν παραμύθια για βασιλοπούλες και πρίγκιπες που σκότωναν δράκους, για δάση όπου χάνονταν παιδιά και για απάτητα βουνά όπου ζούσαν θεοί και δαίμονες. Η καλύτερη στιγμή όμως ήταν όταν έφτανε η ώρα του φαγητού. Φυσικά προτιμούσα να τρώω κάτω στης γιαγιάς παρά επάνω στης μαμάς, διότι τα φαγητά της Ασημίνας είχαν μια χωριάτικη νοστιμιά που συνδυαζόταν πολύ ωραία με τα παραμύθια. Όταν ήμασταν μόνοι μας, τρώγαμε λιτά. Μου έδινε μια χοντρή φέτα ζυμωτού ψωμιού που έφτιαχνε η ίδια, έκοβε ένα κρεμμύδι στη μέση και μοιραζόμασταν μια χούφτα ελιές θρούμπες. Θεέ μου, τι ευωχία ήταν αυτή! Έβαζα και τα τρία στο στόμα μου και τα μασουλούσα αργά-αργά και για πολλή ώρα, σαν μηρυκαστικό, θέλοντας έτσι να μην τελειώσει ποτέ αυτή η υπέρτα27

Draft3.indd 27

27/3/14 11:56 π.μ.


τη αρμονία. Όταν η μελαγχολική κόρη της, η Ειρήνη, μοδίστρα στο επάγγελμα, βρισκόταν στο σπίτι, ιδιαίτερα δε όταν έφερνε μαζί της και τον αρραβωνιαστικό της, τον Στέλιο, το φαγητό γινόταν πιο πολύπλοκο. Υπήρχε πάντα κάποιο μαγειρευτό, φασολάκια λαδερά συνδυασμένα με φέτα, σαρδέλες στον φούρνο με ντομάτα και κρεμμύδια, άγρια χόρτα με αγουρέλαιο, σπανίως δε κάποιες μπριζόλες μοσχαρίσιες, τις οποίες της τις έδιναν οι δικοί μου, διότι η ίδια ήταν πολύ φτωχή για τέτοιες πολυτέλειες. Τις έψηνε στα κάρβουνα σε μια φουφού που είχε στην κουζινίτσα της, έβαζε από πάνω αγριορίγανη που μάζευε η ίδια, και μοσχοβολούσε ο τόπος τσίκνα και αρώματα. Εγώ βέβαια απέφευγα το ψαχνό από τις μπριζόλες και προτιμούσα να γλύφω και να μασουλάω το κόκαλο. Όχι μόνο γιατί έτσι ακόνιζα τα τεράστια δόντια μου, αλλά γιατί ήξερα ότι όλη η νοστιμιά ήταν κοντά εκεί. Όταν τελείωνα, έμενε ένα άσπρο, γυμνό κόκαλο. Η γιαγιά η Ασημίνα με κοιτούσε, με τα μικρά μπιρμπιλωτά της μάτια να λάμπουν από καμάρι για το οιονεί εγγόνι της, και με εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο που μου έμεινε χαραγμένο στο νου ακόμα κι όταν, πολύ αργότερα, ως φοιτητής, την αποχαιρετούσα σε ένα άλλο σπίτι, στο νεκροκρέβατό της. Πρέπει να μιλήσω εδώ για τη σχέση μου με το κρέας. Ο μπαμπάς τού μπαμπά μου, ο παππούς Σολομών που δεν γνώρισα ποτέ, ήταν ζωέμπορος. Έφερνε βόδια και μοσχάρια από τα Βαλκάνια και τα πουλούσε στους χασάπηδες της πόλης. Απ’ ό,τι μου έλεγε ο μπαμπάς, ο Σολομών ήταν όνομα και πράγμα: δίκαιος και γενναιόδωρος στις συναλλαγές του, είχε πάντα αγαθές σχέσεις με τους κρεοπώλες. Κι αυτό το ξέραμε από το γεγονός ότι συχνά κατέφθαναν στο σπίτι μας στη Μιζρα28

Draft3.indd 28

27/3/14 11:56 π.μ.


χή πεσκέσια, τεράστια πακέτα γεμάτα δαμαλίσιες μπριζόλες, φιλέτα, σπάλες και κυρίως πακέτα με μεδούλια. Ψυχή μου, τα μεδούλια! Τα άχνιζε ανάλαφρα η μάνα μου και τα τρώγαμε με λαδολέμονο ή τα τηγάνιζε, προς μεγάλη μου χαρά, καθώς λάτρευα την τραγανότητα της κρούστας και την αντίθεσή της με την παρηγορητικά μαλακή υφή του μεδουλιού. Όμως μ’ έπιανε ντελίριουμ τρέμενς με τις δαμαλίσιες μπριζόλες, μισό κιλό και βάλε η καθεμία. Η μάνα μου είχε αδυναμία στον αδελφό μου και πάντα του ’βαζε να φάει τη μεγαλύτερη. Ή έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν εμένα, αν και ο αδελφός μου δεν πίστευε ότι ίσχυε αυτή η προτίμηση. Τυφλωνόμουν από τη ζήλια κι έσκουζα σαν πληγωμένο ζώο. Τόσο πολύ έσκαγα από το κακό μου, που ο αδελφός μου παραδινόταν στην ενοχλητική μου γκρίνια και μου έδινε να φάω και τη δική του μπριζόλα. Σηκωνόταν επάνω, την έπιανε με το χέρι και την πετούσε περιφρονητικά προς τη μεριά μου. Έπαιρνε ένα μπουκάλι γάλα (της Αμερικάνικης Γεωργικής Σχολής, όλο πάχος) από το ψυγείο κι έφευγε. Άλλο που δεν ήθελα. Καθόμουν στην ησυχία μου και ροκάνιζα αργά-αργά, μέχρις εξαφανί­σεως, και τις δύο! Ναι, και τις δύο. Μαζί με πατάτες, ενδεχομένως μελιτζάνες τηγανητές (πάντα υπήρχε κάτι με μελιτζάνα στο σπίτι μας) και σαλάτα. Τότε δεν είχα ανακαλύψει ακόμη το σενιάν, κι έτσι δεν γκρίνιαζα πολύ στη μάνα μου που τις παράψηνε κι έχαναν τη ζουμεράδα τους. Αυτό όμως ήταν ένα παιδικό τραύμα που θεράπευσα πολύ αργότερα, όταν έμαθα να τρώω σωστά το κρέας, με τους χυμούς του. Ο πατέρας μου, από την άλλη μεριά, ήταν πολύ μερακλής και συγκρατημένος με το φαγητό του. Ψηλός, ευθυτενής, ξανθοκόκκινος και πάντα ντυμένος κομψά. Με τα κουστούμια 29

Draft3.indd 29

27/3/14 11:56 π.μ.


με γιλέκο, συνήθως φτιαγμένα με ύφασμα Ντορμέιγ που του έστελναν γνωστοί του από το Λίβερπουλ, απ’ όπου αγόραζε σακιά μεταχειρισμένα. Με τις Μπέρμπερυ καμπαρντίνες, τα χειροποίητα σκαρπίνια και τις τσόχινες φεντόρες. Ένας πραγματικός τζέντλεμαν, ένας αρχοντορεμπέτης. Του άρεσε το ψάρι, ιδίως οι γλώσσες, φτιαγμένες από τη μάνα μου αχνιστές, με νερό, λάδι, τσούσκα και δυο σταγόνες λεμόνι, ένα πολύ φινετσάτο πιάτο. Του άρεσαν όμως και τα μεζεκλίκια. Στο σπίτι μας υπήρχε πάντα αυγοτάραχο από το Μεσολόγγι. Τον θυμάμαι να κάθεται στη φλοράλ μπερζέρα του σπιτιού μας στην Τσιμισκή, όπου μετακομίσαμε το 1962, και να το απολαμβάνει αργά-αργά με το ουίσκυ του, συνοδεία βέβαια πάντα άφιλτρου Άσσου. Περί της Τσιμισκή, όμως, αργότερα. Προς το παρόν, εκεί κοντά στη Μιζραχή, πάνω στη Βασιλίσσης Όλγας, υπήρχε ένα μαγαζάκι, θυμάμαι, κοντά στο σινεμά «Πατέ», με δύο-τρία τραπεζάκια και μια ψησταριά, όπου μας πήγαινε ο πατέρας μου (εμένα και τη μάνα μου, διότι ο αδελφός μου, είπαμε, δεν έτρωγε ποτέ) για να φάμε νεφρουδάκια και αμελέτητα. Και καλά τα νεφρουδάκια. Mου είναι ακατανόητο όμως, ένα παιδί, έστω λαίμαργο και παχύσαρκο σαν και μένα, σε τέτοια μικρή ηλικία να τρώει με τέτοια λαχτάρα τα αμελέτητα. Κι όμως, τρελαινόμουν· τέτοια χαρά είχα όταν επισκεπτόμασταν την ψησταριά αυτή ώστε πήγαινα μέχρις εκεί χοροπηδώντας, μια ευκίνητη και πολύ χαρούμενη, καστανόξανθη (πλέον) μπάλα λίπους. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι τα γούστα και οι προτιμήσεις έχουν να κάνουν και με τα γονίδια. Προσώρας όμως βρισκόμαστε στη Μιζραχή. Στην ψησταριά με τα αμελέτητα τα οποία αγαπούσα πάρα πολύ.

30

Draft3.indd 30

27/3/14 11:56 π.μ.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.